You are on page 1of 11

Philip K.

Dick
The Turning Wheel (1954)
Μετάφραση: Δάφνη Δημητρίου

«Αιρέσεις», είπε σκεπτικά ο Βάρδος Τσάι. Εξέτασε μια ταινία αναφοράς που ξετυλιγόταν από τον αποδέκτη. Ο
αποδέκτης ήταν σκουριασμένος και αλάδωτος έβγαζε έναν οξύ, διαπεραστικό ήχο κι ένα σύννεφο καυστικού
καπνού. Ο Τσάι τον έκλεισε, καθώς η διαβρωμένη του επιφάνεια ζεστάθηκε τόσο που άρχισε να παίρνει ένα
άσχημο κόκκινο χρώμα. Σε λίγο τέλειωσε με την ταινία και την πέταξε σε μια θυρίδα αποκομιδής απορριμμάτων,
που ήταν βουλωμένη από ένα σωρό σκουπίδια.
«Τι συμβαίνει με τις αιρέσεις;» ρώτησε αδύναμα ο Βάρδος Σουνγκ-Γου. Αγωνίστηκε να συγκεντρώσει ξανά την
προσοχή του και να σχηματίσει ένα χαμόγελο ενδιαφέροντος στο παχουλό, λαδοκίτρινο πρόσωπό του. «Τι
λέγατε;»
«Κάθε σταθερή κοινωνία απειλείται από αιρέσεις' η δική μας κοινωνία δεν αποτελεί εξαίρεση». Ο Τσάι έτριψε
σκεφτικός τα λεπτά του δάχτυλα. «Ορισμένα χαμηλότερα στρώματα είναι εξ ορισμού δυσαρεστημένα. Στην καρδιά
τους καίει o φθόνος για κείνους που ο Τροχός έφερε από πάνω τους' κρυφά, σχηματίζουν φανατικές, στασιαστικές
ομάδες. Τις συναντήσεις τους καλύπτει το πέπλο της νύχτας' εκφράζουν ύπουλα αντιστροφές των παραδεκτών
Κανόνων' αρέσκονται να επιδεικνύουν αναιδέστατα παρωδίες θεμελιωδών ηθών και εθίμων».
«Μμμ», συμφώνησε ο Σουνγκ-Γου. «Θέλω να πω», εξήγησε αμέσως, «μου φαίνεται απίστευτο να υπάρχουν
άνθρωποι που συμμετέχουν σε τέτοιες φανατισμένες και αηδιαστικές τελετές». Σηκώθηκε νευρικά όρθιος. «Πρέπει
να φύγω, αν μου επιτρέπετε».
«Περίμενε», είπε κοφτά ο Τσαι. «Γνωρίζεις την περιοχή του Ντητρόιτ;»
Ανήσυχα, ο Σουνγκ-Γου κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Πολύ λίγο».
Με τη χαρακτηριστική του ορμητικότητα, ο Τσάι πήρε την απόφασή του. «Εσένα θα στείλω' θα ερευνήσεις και
θα συμπληρώσεις μια Κυανή αναφορά. Αν αυτή η ομάδα είναι επικίνδυνη, ο Ιερός Βραχίων πρέπει να το μάθει.
Αποτελείται από τα χειρότερα στοιχεία από την τάξη των Τεχνικών». Πήρε μια έκφραση αποστροφής. «Καυκάσιοι,
ογκώδη, αδέξια, μαλλιαρά πλάσματα. Όταν γυρίσεις θα σου παραχωρήσουμε έξι μήνες στην Ισπανία' να
ασχοληθείς με την έρευνα των ερειπίων των εγκαταλελειμμένων πόλεων».
«Καυκάσιοι!» φώναξε ο Σουνγκ-Γου, και το πρόσωπό του πρασίνισε. «Μα, ήμουν άρρωστος σας παρακαλώ,
αν μπορεί να πάει κάποιος άλλος-»
«Μήπως ανήκεις στους υποστηρικτές της θεωρίας του Σπασμένου Φτερού;» Ο Τσάι σήκωσε το ένα φρύδι.
«Καταπληκτικός φιλόλογος το Σπασμένο Φτερό' μαθήτευσα για λίγο κοντά του. Υποστήριζε, ξέρεις, ότι οι
Καυκάσιοι προέρχονται από τη φυλή των Νεάντερταλ. Το μεγάλο τους μέγεθος, η πυκνή σωματική τριχοφυία, η
κτηνώδης γενικά μορφή τους, αποκαλύπτουν μια έμφυτη ανικανότητα να κατανοήσουν οτιδήποτε υπερβαίνει το
καθαρά ανιμαλιστικό επίπεδο' ο προσηλυτισμός τους είναι απώλεια χρόνου».
Κάρφωσε το βλοσυρό του βλέμμα στο νεότερο άντρα. «Δεν θα έστελνα εσένα, αν δεν είχα ασυνήθιστη πίστη
στην αφοσίωσή σου».
Ο Σουνγκ-Γου ψηλάφισε μίζερα τις χάντρες στο κομπολόι προσευχής του. «Δόξα στον 'Ελρον», μουρμούρισε'
«είστε πολύ καλός».
Ο Σουνγκ-Γου γλίστρησε σ' έναν ανελκυστήρα κι ανέβηκε, με μεγάλους μηχανικούς τριγμούς και βουητά και
διακοπές, στο ψηλότερο επίπεδο του κτιρίου του Κεντρικού Οίκου. Προχώρησε βιαστικά σ' ένα διάδρομο που
φωτιζόταν αμυδρά από τις λίγες κίτρινες λάμπες που λειτουργούσαν ακόμα. Γρήγορα έφτασε στις πόρτες των
γραφείων διερεύνησης κι έδειξε την ταυτότητά του στο φρουρό ρομπότ. «Είναι μέσα ο Βάρδος Φέι Π' Ανγκ;»
ρώτησε.
«Αληθώς», απάντησε το ρομπότ κι έκανε στο πλάι.
Ο Σουνγκ-Γου μπήκε στα γραφεία, πέρασε τις σειρές των σκουριασμένων, εγκαταλελειμμένων μηχανημάτων
και μπήκε στην πτέρυγα που λειτουργούσε ακόμη. Βρήκε το γαμπρό του σκυμμένο πάνω από κάτι γραφικές
παραστάσεις σ' ένα γραφείο, ν' αντιγράφει φιλόπονα τα στοιχεία με το χέρι. «Η Διαύγεια μαζί σου», μουρμούρισε ο
Σουνγκ-Γου.
Ο ΦέιΠ' Ανγκ σήκωσε το κεφάλι του ενοχλημένος. «Σου είπα να μην ξανάρθεις αν μάθει ο Βραχίων ότι σου
επιτρέπω να χρησιμοποιείς τον διερευνητή για προσωπική υποτύπωση, με περιμένει το στρεβλωτήριο».
«Ήσυχα», μουρμούρισε ο Σουνγκ-Γου φέρνοντας το χέρι στον ώμο του συγγενή του. « Είναι η τελευταία φορά,
φεύγω' μια ματιά ακόμη, μια τελευταία ματιά». Το ωχρό του πρόσωπο πήρε μια ικετευτική, αξιοθρήνητη έκφραση.
«Σύντομα γυρίζει ο Τροχός για μένα' αυτή είναι η τελευταία μας συνάντηση».
Το αξιοθρήνητο ύφος του Σουνγκ-Γου άλλαξε αμέσως, έγινε πιο σκληρό, πανούργο. «Δεν θα ήθελες το βάρος
στην ψυχή σου' δεν είναι δυνατή η επανόρθωση; είναι πια αργά».
Ο ΦέιΠ' Ανγκ ρουθούνισε. «Εντάξει αλλά για τ' όνομα του 'Ελρον, κάνε γρήγορα».
Ο Σουνγκ-Γου έτρεξε στον κεντρικό διερευνητή και κάθισε στην ξεχαρβαλωμένη ψάθινη θέση. Ανοιξε τους
διακόπτες, πίεσε το μέτωπό του στο οπτικοσκόπιο, έβαλε την κάρτα της ταυτότητάς του κι έθεσε σε κίνηση το
χωροχρονικό δείκτη. Αργά, απρόθυμα, ο αρχαίος μηχανισμός πήρε μπρος με τινάγματα κι άρχισε ν' ακολουθεί το
προσωπικό του ίχνος στο μονοπάτι του μέλλοντος.
Τα χέρια του Σουνγκ-Γου έτρεμαν' το σώμα του ριγούσε' ιδρώτας κυλούσε στο λαιμό του, καθώς είδε τον εαυτό
του μικροσκοπικό. Κακόμοιρε Σουνγκ-Γου, σκέφτηκε δυστυχισμένα. Μια ψείρα που έτρεχε πέρα δώθε
δουλεύοντας' αυτό ήταν οχτώ μόλις μήνες στο μέλλον. Βασανισμένο, ταλαιπωρημένο, το άμοιρο πλάσμα έκανε τα
καθήκοντά του κι έπειτα, στο επόμενο συνεχές, σωριαζόταν κάτω και πέθαινε.
Ο Σουνγκ-Γου πήρε τα μάτια του από το οπτικοσκόπιο και περίμενε να καταλαγιάσει ο σφυγμός του. Αυτό
μπορούσε να το αντέξει, να δει τη στιγμή του θανάτου του αυτό που ακολουθούσε ήταν που τον τάραζε τόσο
πολύ.
Κίνησε τα χείλη του σε μια σιωπηλή προσευχή. Είχε νηστέψει αρκετά; Στο τετραήμερο εξαγνισμού και
αυτομαστίγωσης είχε χρησιμοποιήσει το μαστίγιο με τις μεταλλικές μύτες, το βαρύτερο που υπήρχε. Είχε μοιράσει
όλα του τα χρήματα' είχε σπάσει το όμορφο βάζο που του είχε αφήσει η μητέρα του, ένα πολύτιμο οικογενειακό
κειμήλιο' είχε κυλιστεί στις βρώμες και στις λάσπες στο κέντρο της πόλης. Εκατοντάδες άνθρωποι τον είχαν δει.
Τώρα, όλα αυτά σίγουρα πρέπει να ήταν αρκετά. Αλλά υπήρχε τόσο λίγος χρόνος!
Νιώθοντας κάποια ψήγματα θάρρους, ανακάθισε κι έφερε πάλι τα μάτια του στο οπτικοσκόπιο. Έτρεμε
ολόκληρος από το φόβο. Κι αν δεν είχε αλλάξει; Κι αν η εξαγνιστική του αυτοτιμωρία και ο εξευτελισμός δεν ήταν
αρκετά; Έστριψε τους διακόπτες, στέλνοντας το δείκτη ν' ακολουθήσει το μονοπάτι του στο χρόνο, πέρα από τη
στιγμή του θανάτου.
Ο Σουνγκ-Γου ούρλιαξε και τινάχτηκε πίσω με τρόμο. Το μέλλον του ήταν το ίδιο, ακριβώς το ίδιο' δεν υπήρχε
καμιά αλλαγή. Η ενοχή του ήταν πολύ μεγάλη για να ξεπλυθεί τόσο γρήγορα' θα χρειάζονταν αιώνες - και δεν
διέθετε αιώνες.
Αφησε το διερευνητή και πέρασε δίπλα από τον γαμπρό του. «Ευχαριστώ», μουρμούρισε ταραγμένα.
Για μια μοναδική φορά, μια δόση συμπόνιας άγγιξε το εργατικό, καφετί πρόσωπο τον ΦέιΠ' Ανγκ. «Ασχημα νέα;
Η επόμενη στροφή του Τροχού φέρνει μια δυστυχή ενσάρκωση;»
«Η λέξη "κακή" μόλις και μετά βίας την περιγράφει».
Ο οίκτος του ΦέιΠ' Ανγκ μεταστράφηκε σε ηθικολογική μομφή. «Ποιον μπορείς να κατηγορήσεις, πέρα από τον
εαυτό σου;» ρώτησε αυστηρά. «Ξέρεις ότι η διαγωγή σου σ' αυτή την ενσάρκωση καθορίζει την επόμενη' αν έχεις
ν' αντιμετωπίσεις μια μελλοντική ζωή με τη μορφή ενός κατώτερου ζώου, αυτό θα έπρεπε να σε κάνει να κοιτάξεις
τη συμπεριφορά σου και να μετανοήσεις για τα λάθη σου. Ο κοσμικός νόμος που μας κυβερνά είναι αμερόληπτος.
Είναι αληθινή δικαιοσύνη: αίτιο και αιτιατό' ό,τι κάνεις καθορίζει αυτό που θα γίνεις έπειτα δεν μπορεί να υπάρξει
καμιά κατηγόρια ούτε θλίψη. Μόνο κατανόηση και μετάνοια». Η περιέργειά του τον κυρίευσε. «Τι είναι; Φίδι;
Σκίουρος;»
«Δεν σε αφορά», είπε ο Σουνγκ-Γου, καθώς προχωρούσε δυστυχισμένα προς την έξοδο.
«Θα κοιτάξω μόνος μου».
«Κοίτα». Ο Σουνγκ-Γου έσπρωξε την πόρτα κακόκεφα και βγήκε. H απελπισία τον είχε σαστίσει: δεν είχε
αλλάξει ήταν ακόμη το ίδιο.
Σ' οχτώ μήνες θα πέθαινε, από κάποια από τις πολλές επιδημίες που σάρωναν τα κατοικημένα μέρη του
κόσμου. Θα καιγόταν στον πυρετό, θα γέμιζε κόκκινα εξανθήματα, θα στριφογύριζε σ' ένα βασανιστικό
παραλήρημα. Τα έντερά του θα μαραίνονταν' η σάρκα του θα έλιωνε' τα μάτια του θα γύριζαν ανάποδα' και μετά
από ένα ατέλειωτο μαρτυρικό διάστημα, θα πέθαινε. Το σώμα του θα ριχνόταν σ' ένα μαζικό σωρό, μ' εκατοντάδες
άλλους ένας ολόκληρος δρόμος γεμάτος νεκρούς, για να τους μαζέψουν οι σκουπιδιάρηδες ρομπότ, ευτυχώς
απρόσβλητοι. Τα θνητά του απομεινάρια θα καίγονταν σ' έναν κοινό αποτεφρωτή απορριμμάτων, στις παρυφές
της πόλης.
Στο μεταξύ, η αιώνια σπίθα, η θεία ψυχή του Σουνγκ-Γου, θα μεταφερόταν από αυτή τη χωροχρονική
ενσάρκωση στην επόμενη. Αλλά δεν θ' ανυψωνόταν θα βυθιζόταν' είχε παρακολουθήσει την πτώση του στο
διερευνητή πολλές φορές. Πάντα η ίδια φρικτή εικόνα - ένα θέαμα ανυπόφορο - το θέαμα της ψυχής του, καθώς
έπεφτε βαθιά σαν πέτρα, σ' ένα από τα χαμηλότερα συνεχή, σε μια καταβόθρα μετενσάρκωσης στην κατώτατη
βαθμίδα της κλίμακας.
Είχε αμαρτήσει. Στα νιάτα του, o Σουνγκ-Γου είχε μπλέξει με μια μαυρομάτα κοπέλα με μακριά κυματιστά
μαλλιά, έναν λαμπρό καταρράκτη που ξεχυνόταν στην πλάτη και στους ώμους της. Προκλητικά κόκκινα χείλη,
βαρειά στήθη, γοφοί που κυμάτιζαν και σε προκαλούσαν απροκάλυπτα. Ήταν γυναίκα ενός φίλου, από την τάξη
των Πολεμιστών, αλλά την είχε κάνει ερωμένη του' ήταν τότε σίγουρος ότι του απέμενε χρόνος για να
επανορθώσει την ποταπότητά του.
Αλλά έκανε λάθος: ο Τροχός σύντομα θα γύριζε γι' αυτόν. Η επιδημία - δεν του έδινε αρκετό χρόνο για νηστεία,
προσευχή και αγαθοεργίες. Ήταν καθορισμένο να βυθιστεί, να βουλιάξει σ' ένα λασπώδη, βρωμερό πλανήτη, στο
σύστημα κάποιου κόκκινου ήλιου, σε μια αρχαία άβυσσο ρυπαρότητας, αποσύνθεσης και ατέλειωτου βόρβορου -
σ' έναν κόσμο-ζούγκλα του χειρότερου είδους.
Kι εκεί, θα ήταν μια μύγα με γυαλιστερά φτερά, ένα μεγάλο γαλάζιο, πτωματοφάγο έντομο που θα πετούσε
βουίζοντας και θα ρουφούσε λαίμαργα και θα σερνόταν πάνω στα σαπισμένα κουφάρια μεγάλων ερπετών που
σκοτώνονταν μεταξύ τους σε αδιάκοπες μάχες.
Απ' αυτό το βάλτο, απ' αυτόν το γεμάτο ζιζάνια πλανήτη σ' ένα αρρωστημένο, μολυσμένο σύστημα, θα έπρεπε
ν' αρχίσει να σκαρφαλώνει οδυνηρά τ' ατέλειωτα σκαλιά της Κοσμικής Κλίμακας που είχε ήδη αναρριχηθεί. Είχε
κάνει αιώνες ν' αναρριχηθεί ώς εδώ, στο επίπεδο του ανθρώπινου όντος στον πλανήτη Γη, στο φωτεινό σύστημα
του κίτρινου Ήλιου' τώρα θα έπρεπε υποχρεωτικά ν' αρχίσει ξανά από την αρχή.
«Ο 'Ελρον μαζί σου», είπε χαμογελώντας, ο Τσάι καθώς το διαβρωμένο σκάφος παρατήρησης περνούσε από
τον έλεγχο του ρομποτικού συνεργείου και πήρε τελικά την έγκριση περιορισμένης πτήσης. Ο Σουνγκ-Γου μπήκε
αργά στο σκάφος και κάθισε μπροστά σ' ό,τι είχε απομείνει από τα όργανα ελέγχου. Κούνησε το χέρι του
ανυπόμονα, έκλεισε με δύναμη την μπουκαπόρτα και την ασφάλισε με το χέρι.
Καθώς το σκάφος ανέβαινε ξεψυχισμένα στον ουρανό μέσα στο προχωρημένο απόγευμα, συμβουλεύτηκε
απρόθυμα τις αναφορές και τα αρχεία που του είχε παραδώσει ο Τσάι.
Οι Τινκεριστές ήταν μια μικρή αίρεση' δεν είχαν παρά λίγες εκατοντάδες μέλη, όλα από την τάξη των Τεχνικών,
που ήταν η πιο περιφρονημένη κοινωνική κάστα. Οι Βάρδοι, φυσικά, ήταν στην κορυφή' ήταν οι διδάσκαλοι της
κοινωνίας, οι άγιοι που οδηγούσαν τον άνθρωπο στη Διαύγεια. Έπειτα ακολουθούσαν οι Ποιητές' αυτοί υμνούσαν
στις Επικές διηγήσεις τους τους μεγάλους άθλους του 'Ελρον Χου, που έζησε (σύμφωνα με το θρύλο) στις φρικτές
μέρες της Εποχής της Τρέλας. Κάτω από τους Ποιητές ήταν οι Καλλιτέχνες' έπειτα οι Μουσικοί ακολουθούσαν οι
Εργάτες, που επέβλεπαν τα ρομποτικά συνεργεία. Μετά απ' αυτούς ήταν οι Επιχειρηματίες, οι Πολεμιστές, οι
Αγρότες και, τελικά, στην κατώτατη βαθμίδα, οι Τεχνικοί.
Οι περισσότεροι Τεχνικοί ήταν Καυκάσιοι - τεράστια πλάσματα με άσπρο δέρμα, απίστευτα μαλλιαρά, σαν
πίθηκου η ομοιότητα τους με τα μεγάλα ανθρωποειδή ήταν εντυπωσιακή. Ίσως το Σπασμένο Φτερό να είχε δίκιο'
ίσως να είχαν νεαντερτάλιο αίμα και να βρίσκονταν πέρα από κάθε δυνατότητα Διαύγειας. Ο Σουνγκ-Γου
θεωρούσε ανέκαθεν τον εαυτό του αντιρατσιστή' αντιπαθούσε όσους υποστήριζαν ότι oι Καυκάσιοι ήταν
διαφορετική φυλή. Οι εξτρεμιστές πίστευαν ότι αν επιτρεπόταν στους Καυκάσιους η επιμιξία με τις άλλες φυλές, το
ανθρώπινο είδος θα ζημιωνόταν ανεπανόρθωτα.
Ούτως ή άλλως, το πρόβλημα ήταν ακαδημαϊκό' καμιά καθωσπρέπει γυναίκα των ανώτερων τάξεων που
σεβόταν τον εαυτό της - απ' την Μπαντού, την Ινδιάνικη ή την Μογγολική φυλή - δεν θα επέτρεπε να την
πλησιάσει ένας Καύκος.
Κάτω από το σκάφος του, το γυμνό εξοχικό τοπίο απλωνόταν άσχημο και μελαγχολικό. Διακρίνονταν ακόμη
μεγάλες κόκκινες κηλίδες που δεν είχαν σκεπαστεί με βλάστηση, κι εκτάσεις σκεπασμένες με σκωριοειδή λάβα -
αλλά τώρα πια τα περισσότερα ερείπια είχαν σκεπαστεί με χώμα και αγριόχορτα. Έβλεπε ανθρώπους και ρομπότ
να καλλιεργούν τη γη' χωριά, αμέτρητοι μικροσκοπικοί καφέ κύκλοι στα πράσινα χωράφια' πού και πού ερείπια
αρχαίων πόλεων ανοιχτές πληγές σαν τυφλά στόματα, αιωνίως ανοιχτά στον ουρανό. Δεν θα έκλειναν ποτέ, ποτέ
πια.
Μπροστά ήταν η περιοχή του Ντιτρόιτ, που είχε πάρει το όνομά της, όπως έλεγαν, απο κάποιον ξεχασμένο
τώρα πια πνευματικό ηγέτη. Εδώ υπήρχαν κι άλλα χωριά. Πέρα στ' αριστερά του, η μολυβένια επιφάνεια μιας
υδάτινης μάζας, κάποιας λίμνης. Πιο πέρα; - μόνον ο 'Ελρον ήξερε. Κανείς δεν πήγαινε τόσο μακριά' εκεί δεν
υπήρχε ανθρώπινη ζωή, μόνο άγρια ζώα και παραμορφωμένα πλάσματα που είχαν γεννηθεί από τη ραδιενεργό
μόλυνση που στο βορρά ήταν ακόμη τεράστια.
Κατέβασε το σκάφος του. Ένα ανοιχτό χωράφι βρισκόταν δεξιά του' ένας αγρότης ρομπότ όργωνε μ' ένα
μεταλλικό τσιγκέλι που ήταν οξυγονοκολλημένο στη μέση του, ένα κομμάτι που είχαν πάρει από κάποιο άλλο
εγκαταλελειμμένο μηχάνημα. Σταμάτησε να τραβά το τσιγκέλι και σήκωσε το κεφάλι με έκπληξη, καθώς ο Σουνγκ-
Γου κατέβασε αδέξια το σκάφος και το προσγείωσε μ' ένα τράνταγμα.
«Η Διαύγεια μαζί σου», είπε τραχιά κι υπάκουα το ρομπότ, καθώς κατέβηκε ο Σουνγκ-Γου.
Ο Σουνγκ-Γου μάζεψε το σωρό με τις αναφορές και τα χαρτιά του και τα έχωσε σ' έναν χαρτοφύλακα. Έκλεισε
την μπουκαπόρτα του πλοίου και ξεκίνησε βιαστικά προς τα ερείπια της πόλης. Το ρομπότ ξανάρχισε να οργώνει
με το σκουριασμένο μεταλλικό τσιγκέλι το σκληρό χώμα, το σημαδεμένο του σώμα διπλωμένο στα δυο από την
προσπάθεια, δουλεύοντας αργά, σιωπηλά, υπομονετικά, αδιαμαρτύρητα.
«Κατά πού, Βάρδε;» φώναξε το μικρό αγόρι, καθώς ο Σουνγκ-Γου προχωρούσε με κόπο ανάμεσα στα
μπλεγμένα συντρίμμια και τη λάβα. Ήταν ένας μικρός Μπαντού με μαύρο πρόσωπο, που φόραγε κόκκινα
κουρελιασμένα και χιλιομπαλωμένα ρούχα. Έτρεχε δίπλα στον Σουνγκ-Γου χοροπηδώντας σαν σκυλάκι κι όπως
γελούσε φαίνονταν τα κάτασπρα δόντια του.
Ο Σουνγκ-Γου αμέσως πονηρεύτηκε' η μυστική του σχέση με τη μαυρομάλλα κοπέλα τού είχε διδάξει
στοιχειώδεις τρόπους και τεχνάσματα υπεκφυγής. «Το σκάφος μου χάλασε», απάντησε επιφυλακτικά' αυτό ήταν
σίγουρα κάτι το συνηθισμένο. «Ήταν το τελευταίο σκάφος που λειτουργούσε ακόμη στην περιοχή μας».
Το αγόρι χοροπηδούσε και γελούσε κι έκοβε τις άκρες από τα πράσινα αγριόχορτα που φύτρωναν δίπλα στο
μονοπάτι. «Ξέρω κάποιον που μπορεί να το φτιάξει», φώναξε ανέμελα.
Η καρδιά του Σουνγκ-Γου άρχισε να χτυπά γρηγορότερα. «Ναι;» μουρμούρισε, σαν να μην ενδιαφερόταν
ιδιαίτερα. «Υπάρχουν εδώ γύρω κάποιοι που εξασκούν την αμφισβητήσιμη τέχνη της επισκευής;»
Το αγόρι, σοβαρό, κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.
«Τεχνικοί;» επέμεινε ο Σουνγκ-Γου. «Υπάρχουν δηλαδή πολλοί απ' αυτούς εδώ, κοντά στα παλιά ερείπια;»
Κι άλλα μαυροπρόσωπα αγόρια, και μερικά κορίτσια Μπαντού με σκούρα μάτια, βγήκαν τρέχοντας από τη λάβα
και τα ερείπια. «Τι έπαθε το σκάφος σου;» φώναξε ένα στον Σουνγκ-Γου. «Δεν δουλεύει;»
Όλα τους έτρεχαν και φώναζαν γύρω του, καθώς προχωρούσε αργά - ένα έξαλλο, ασυμμάζευτο παιδομάνι,
εντελώς απειθάρχητο. Έτρεχαν και κυλιόντουσαν κι έσπρωχναν και κυνηγούσαν το ένα το άλλο λες και είχαν
παλαβώσει.
«Πόσοι από σας», ρώτησε ο Σουνγκ-Γου, «έχετε λάβει την πρώτη σας κατήχηση;»
Ξαφνική, ανήσυχη σιωπή. Τα παιδιά κοιτάχτηκαν μεταξύ τους ένοχα' κανένα τους δεν απάντησε.
«Μα τον 'Ελρον!» φώναξε με φρίκη ο Σουνγκ-Γου. «Είσαστε όλοι ακατήχητοι;»
Κρέμασαν τα κεφάλια τους με ενοχή.
«Πώς περιμένετε να συγχρονιστείτε με την Κοσμική Θέληση; Πώς περιμένετε να μάθετε το Θείο Σχέδιο; Αυτό,
πραγματικά, υπερβαίνει τα όρια!»
Έδειξε με το παχουλό του δάχτυλο ένα αγόρι. «Προετοιμάζεσαι συνεχώς για την επόμενη ζωή; Εξαγνίζεις και
αποκαθαίρεις συνεχώς τον εαυτό σου; Απαρνείσαι το κρέας, το σεξ, τη διασκέδαση, το οικονομικό όφελος, τη
μόρφωση, την αργία;»
Αλλά ήταν φανερό' το ασυγκράτητο γέλιο και το παιχνίδι τους αποδείκνυε πως ήταν ακόμη παράχορδοι,
καθόλου διαυγείς - και η Διαύγεια είναι ο μόνος δρόμος που μπορεί ν' ακολουθήσει κανείς για να κερδίσει την
κατανόηση του αιωνίου σχεδίου του κοσμικού Τροχού που περιστρέφεται ατελείωτα, για όλα τα ζωντανά
πλάσματα.
«Πεταλούδες!» ρουθούνισε με απέχθεια ο Σουνγκ-Γου. «Δεν είστε καλύτεροι από τα ζώα του αγρού και τα
πετεινά του ουρανού, που δεν σκέφτονται το αύριο. Τρέχετε και παίζετε σήμερα, και σκέφτεστε ότι δεν θα έρθει
ποτέ το αύριο. Σαν έντομα -»
Αλλά η σκέψη των εντόμων τού θύμισε τη γαλάζια μύγα με τα γυαλιστερά φτερά, να σέρνεται πάνω στο
σαπισμένο κουφάρι ενός ερπετού, και το στομάχι του Σουνκ-Γου ανακατεύτηκε' συνήλθε με κάποια προσπάθεια
και συνέχισε το δρόμο του, προς τους κατοίκους του χωριού που άρχιζαν να μαζεύονται στο βάθος.
Παντού γύρω στα άγονα χωράφια δούλευαν αγρότες. Ένα λεπτό στρώμα από χώμα πάνω από τη σκωριοειδή
λάβα' λίγα στάχυα σταριού έγερναν νωθρά στον άνεμο, λεπτά και ατροφικά. Το έδαφος ήταν φρικτό, το χειρότερο
που είχε δει ποτέ του. Ένιωθε το μέταλλο κάτω από τα πόδια του' έφτανε σχεδόν ως την επιφάνεια. Αντρες και
γυναίκες σκυμμένοι πότιζαν την αρρωστημένη τους σοδιά με μικρά τενεκεδάκια, παλιά μεταλλικά δοχεία που είχαν
μαζέψει από τα ερείπια. Ένα βόδι τραβούσε ένα κακοφτιαγμένο κάρο.
Σ' ένα άλλο χωράφι, γυναίκες ξεχορτάριαζαν με το χέρι όλες κινούνταν αργά, ηλίθια, θύματα της
αγκυλοστομίασης από το χώμα. Ήταν όλες ξυπόλητες. Τα παιδιά δεν είχαν αρρωστήσει ακόμη, αλλά δεν θ'
αργούσαν.
Ο Σουνγκ-Γου σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό κι ευχαρίστησε τον 'Ελρον... εδώ ο πόνος και η δυστυχία
εμφανίζονταν με ασυνήθιστη αυστηρότητα' δοκιμασίες εξαιρετικής παραστατικότητας βάραιναν τον καθένα. Αυτοί
οι άντρες κι οι γυναίκες υπέφεραν μέσα σ'ένα καυτό χωνευτήρι οι ψυχές τους είχαν κατά πάσα πιθανότητα
εξαγνιστεί σε εκπληκτικό βαθμό. Ένα μωρό βρισκόταν στη σκιά, δίπλα στη μητέρα του που μισοκοιμόταν. Μύγες
ήταν μαζεμένες γύρω από τα μάτια του' η μητέρα του ανάσαινε βαριά, τραχιά, με το στόμα ανοιχτά. Μια
αρρωστημένη κοκκινίλα κηλίδωνε τα καφετιά της μάγουλα. Η κοιλιά της ήταν φουσκωμένη' ήταν ήδη ξανά έγκυος.
Αλλη μια αιώνια ψυχή που θα ανυψωνόταν από κάποιο κατώτερο επίπεδο. Τα μεγάλα κρεμασμένα στήθη της
αναταράχτηκαν καθώς κινήθηκε στον ύπνο της και μισοβγήκαν από το βρώμικο σάλι πού είχε τυλιγμένο γύρω της.
«Ελάτε εδώ», φώναξε απότομα o Σουνγκ-Γου στην παρέα των μαυροπρόσωπων παιδιών που τον
ακολουθούσαν. «Θα σας μιλήσω».
Τα παιδιά πλησίασαν με τα μάτια χαμηλωμένα και μαζεύτηκαν σιωπηλά σ' έναν κύκλο γύρω του. Ο Σουνγκ-Γου
κάθισε κάτω, ακούμπησε το χαρτοφύλακα δίπλα του 'και δίπλωσε επιδέξια τα πόδια του στην παραδοσιακή στάση
του λωτού που περιέγραφε ο 'Ελρον στο έβδομο βιβλίο της διδασκαλίας του.
«Εγώ θα ρωτάω κι εσείς θα απαντάτε», δήλωσε ο Σουνγκ-Γου. «Ξέρετε τις βασικές ερωταπαντήσεις της
Κατήχησης;» Κοίταξε γύρω του διαπεραστικά. «Ποιος ξέρει τις βασικές ερωταπαντήσεις;»
Ένα δυο χέρια σηκώθηκαν. Τα περισσότερα παιδιά κοίταζαν αλλού.
«Πρώτον!» φώναξε ο Σουνγκ-Γου. «Ποιος είσαι; Είσαι ένα ασήμαντο κομματάκι του Κοσμικού Σχεδίου.»
»Δεύτερον! Τι είσαι; Ένα απλό ψήγμα σ' ένα σύστημα τόσο τεράστιο, που είναι πέρα από κάθε κατανόηση.
»Τρίτον! Ποιος είναι ο ορθός τρόπος του ζην; Να εκπληρώνεις αυτό που απαιτούν οι κοσμικές δυνάμεις.
»Τέταρτον! Πού είσαι; Σ' ένα σκαλί της κοσμικής κλίμακας.
»Πέμπτον! Πού ήσουν πριν; Πέρασες από ατέλειωτα σκαλοπάτια' κάθε στροφή του Τροχού, ή σε ανεβάζει ή σε
κατεβάζει.
»Έκτον! Τι καθορίζει την κατεύθυνσή σου στην επόμενη στροφή του Τροχού; Η συμπεριφορά σου σ' αυτή την
ενσάρκωση.
»Έβδομον! Ποια είναι η ορθή συμπεριφορά; Να παραδοθείς στις αιώνιες δυνάμεις, τα κοσμικά στοιχεία που
σχηματίζουν το Θείο Σχέδιο.
»Όγδοο! Ποιο είναι το νόημα του πόνου; Να εξαγνίσει την ψυχή.
»Ένατο! Ποιο είναι το νόημα του Θανάτου; Να απελευθερώσει το άτομο από την ενσάρκωση αυτή, για να
ανέλθει σ' ένα καινούργιο σκαλί της κλίμακας.
»Δέκατον-»
Αλλά ο Σουνγκ-Γου σταμάτησε απότομα. Δυο ημιανθρώπινες μορφές τον πλησίαζαν. Ογκώδη πλάσματα με
άσπρο δέρμα που διέσχιζαν με μεγάλα βήματα τα κατάξερα χωράφια ανάμεσα σε σειρές αρρωστημένα στάχυα.
Τεχνικοί - έρχονταν να τον συναντήσουν' ανατρίχιασε. Καύκοι. Το δέρμα τους γυάλιζε χλωμό και αρρωστιάρικο,
σαν νυκτόβια έντομα που φώλιαζαν κάτω από πέτρες.
Σηκώθηκε στα πόδια του, έπνιξε την αηδία του κι ετοιμάστηκε να τους χαιρετήσει.
Ο Σουνγκ-Γου είπε: «Διαύγεια!» Ένιωσε τη μυρωδιά τους, μια έντονη οσμή τραγίλας, καθώς σταμάτησαν
μπροστά του. Δυο τεράστια, ιδρωμένα, νεαρά αρσενικά, με δέρμα υγρό, να κολλάει από τον ιδρώτα, γενειάδες και
μακριά ακατάστατα μαλλιά. Φορούσαν παντελόνια από καραβόπανο και μπότες. Με φρίκη ο Σουνγκ-Γου είδε το
πυκνό τρίχωμα του σώματός τους στο στήθος τους, σαν πλεγμένη τζίβα - τούφες στις μασχάλες τους, στα
μπράτσα, στους καρπούς, ακόμη και στις ράχες των χεριών. Ίσως το Σπασμένο Φτερό να είχε δίκιο' ίσως, σ' αυτά
τα μεγάλα, αδέξια, ξανθόμαλλα κτήνη, η αρχαϊκή νεαντερτάλεια φυλή - οι ψευτοανθρωποι - να επιζούσε ακόμη.
Σχεδόν ξεχώριζε τον πίθηκο, πίσω από τα γαλανά τους μάτια.
«Γεια», είπε ο πρώτος Καύκος. Μετά από μια στιγμή πρόσθεσε σκεφτικά, «Με λένε Τζέημισον».
«Πητ Φέρρις», μούγκρισε ο άλλος. Κανείς τους δεν έδειξε τον καθιερωμένο σεβασμό' ο Σουνγκ-Γου ένιωσε
αποστροφή, αλλά κατάφερε να μην το δείξει. Ήταν μια σκόπιμη, καλυμμένη προσβολή, ή μήπως απλή άγνοια;
Δύσκολο να το καταλάβει' στις χαμηλότερες τάξεις υπήρχε, όπως είχε πει κι ο Τσάι, μια προσβλητική,
συγκαλυμμένη τάση δυσαρέσκειας, φθόνου και εχθρότητας.
«Κάνω μια έρευνα ρουτίνας», εξήγησε ο Σουνγκ-Γου, «για τα ποσοστά γεννήσεων και θανάτων στις αγροτικές
περιοχές. Θα μείνω λίγες μέρες εδώ. Υπάρχει κάποιο μέρος να μείνω; Κάποιο δημόσιο πανδοχείο ή ξενώνας;»
Οι δυο αρσενικοί Καύκοι έμειναν για λίγο σιωπηλοί. «Γιατί;» ρώτησε ο ένας τους απότομα.
Ο Σουνγκ-Γου ανοιγόκλεισε τα μάτια του. «Γιατί; Γιατί τι;»
«Γιατί κάνεις έρευνα; Αν θέλεις πληροφορίες, θα σου τις δώσουμε εμείς».
Ο Σουνγκ-Γου δεν πίστευε στ' αυτιά του. «Ξέρετε σε ποιον μιλάτε; Είμαι Βάρδος! Εσείς είσαστε δέκα τάξεις
χαμηλότερα' πώς τολμάτε να-» Πνίγηκε απ' την οργή του. Σ' αυτές τις αγροτικές περιοχές οι Τεχνικοί είχαν ξεχάσει
τελείως τη θέση τους. Τι είχαν πάθει οι τοπικοί Βάρδοι; Είχαν αφήσει το σύστημα να διαλυθεί εντελώς;
Ένα βίαιο ρίγος τον διαπέρασε στη σκέψη του τι θα σήμαινε αν οι Τεχνικοί και οι Αγρότες και οι Επιχειρηματίες
είχαν την άδεια να συναγελάζονται και να αναμιγνύονται - ακόμη και να παντρεύονται μεταξύ τους, και να τρώνε
και να πίνουν στα ίδια μέρη. Ολόκληρη η δομή της κοινωνίας θα κατέρρεε. Αν όλοι ανέβαιναν στα ίδια κάρα, αν
χρησιμοποιούσαν τις ίδιες τουαλέτες ήταν απίστευτο. Μια εφιαλτική εικόνα εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά στα
μάτια του Σουνγκ-Γου, οι Τεχνικοί να ζουν και να ζευγαρώνουν με γυναίκες από την τάξη των Βάρδων και των
Ποιητών. Είδε σαν σε όραμα μια κοινωνία προσανατολισμένη οριζοντίως, με όλους στο ίδιο επίπεδο, κι ένιωσε
φρίκη. Ήταν αντίθετο με την ίδια την υφή του σύμπαντος, αντίθετο με το Θείο Σχέδιο' ήταν η Εποχή της Τρέλας και
πάλι. Ανατρίχιασε.
«Που είναι ο Προϊστάμενος της περιοχής;» ρώτησε. «Πηγαίνετέ με σ' αυτόν' μόνο μαζί του θα μιλήσω».
Οι δύο Καύκοι του γύρισαν την πλάτη και, αμίλητοι, άρχισαν να προχωράνε. Μετά από μια στιγμή παράφορης
οργής, ο Σουνγκ-Γου τους ακολούθησε.
Τον οδήγησαν μέσα από μαραμένα χωράφια και από γυμνούς, διαβρωμένους λόφους όπου τίποτε δεν
φύτρωνε' τα ερείπια πλήθαιναν. Στις παρυφές της πόλης είχαν φτιάξει μια σειρά μίζερων χωριών' είδε σαθρές,
γερτές ξύλινες καλύβες, και λασπόδρομους. Από τα χωριά αναδιδόταν μια βαριά βρώμα, η αποφορά των
σκουπιδιών και του θανάτου.
Σκυλιά κοιμούνταν κάτω από τις καλύβες' παιδιά σκάλιζαν κι έπαιζαν στη βρώμα και στα σαπισμένα συντρίμμια.
Λίγοι γέροι κάθονταν έξω από τις πόρτες τους, με κενές εκφράσεις, μάτια θολά και απλανή. Κότες τριγύριζαν και
τσιμπολογούσαν, και είδε γουρούνια και κοκαλιάρες γάτες - και τους αιώνιους σωρούς σκουριασμένου μετάλλου,
που έφταναν μερικές φορές και τα δέκα μέτρα ύψος. Σωροί κόκκινης, σκωριοειδούς λάβας υψώνονταν παντού.
Πέρα από τα χωριά ήταν τα κυρίως ερείπια - μίλια ατέλειωτα εγκαταλελειμμένα χαλάσματα' σκελετοί κτιρίων'
τσιμεντένιοι τοίχοι μπανιέρες και υδραυλικοί σωλήνες' αναποδογυρισμένα σκέλεθρα που ήταν κάποτε αυτοκίνητα.
Όλα αυτά ήταν από την Εποχή της Τρέλας, τη δεκαετία που είχε κατεβάσει τελικά την αυλαία για να σκεπάσει το
θλιβερότερο χρονικό διάστημα της ιστορίας του ανθρώπου. Οι πέντε αιώνες τρέλας και παράχορδης
συμπεριφοράς, όταν ο άνθρωπος είχε πάει αντίθετα στο Θείο Σχέδιο παίρνοντας το πεπρωμένο του στα χέρια
του, αναφέρονταν τώρα ως η Αιρετική Εποχή.
Έφτασαν σε μια κάπως μεγαλύτερη καλύβα, μια διώροφη ξύλινη κατασκευή. Οι Καύκοι ανέβηκαν μια
ξεχαρβαλωμένη σκάλα' οι σανίδες έτριζαν και υποχωρούσαν ανησυχητικά κάτω από τις βαριές τους μπότες. Ο
Σουνγκ-Γου τους ακολούθησε νευρικά' βγήκαν σε μια βεράντα.
Στη βεράντα καθόταν ένας άντρας, ένας παχύσαρκος αξιωματούχος με χάλκινο δέρμα και ξεκούμπωτο
παντελόνι, με τα γυαλιστερά μαύρα μαλλιά του μαζεμένα πίσω και δεμένα μ' ένα κόκαλο στο φουσκωμένο κόκκινο
σβέρκο του. Η μύτη του ήταν μεγάλη και πεταχτή, το πρόσωπο του επίπεδο και φαρδύ, με πολλά διπλοσάγονα.
Έπινε χυμό μοσχολέμονου από ένα τενεκεδένιο κύπελλο και κοίταζε κάτω το λασπωμένο δρόμο. Καθώς
εμφανίστηκαν οι δυο Καύκοι ανακάθισε με τεράστια προσπάθεια.
«Αυτός ο άνθρωπος», είπε ο Καύκος που ονομαζόταν Τζέημισον, «θέλει να σε δει».
Ο Σουνγκ-Γου προχώρησε θυμωμένα. «Είμαι Βάρδος, απο τον Κεντρικο Οίκο' το αναγνωρίζετε αυτό;» Ανοιξε
τη ρόμπα του κι έδειξε το σύμβολο του Ιερού Βραχίονος, χρυσό δουλεμένο έτσι που να σχηματίζει ένα δεμάτι
φλογερά κόκκινα στάχυα. «Απαιτώ να μου συμπεριφέρεστε με τον ανάλογο σεβασμό! Δεν ήρθα για να μου κάνουν
κουμάντο οι-»
Είχε πει πάρα πολλά' ο ΣουνγκΓον συγκράτησε μετά βίας την οργή του κι έσφιξε το χαρτοφύλακά του. Ο
χοντρός Ινδιάνος τον κοίταζε ήρεμα, εξεταστικά' οι δυο Καύκοι είχαν πάει στην άλλη άκρη του μπαλκονιού κι είχαν
καθίσει στις φτέρνες τους στη σκιά. Αναψαν τσιγάρα στριμμένα στο χέρι και τους γύρισαν την πλάτη.
«Το επιτρέπεις αυτό;» ρώτησε o Σουνγκ-Γου με δυσπιστία. «Αυτό το ανακάτεμα;»
Ο Ινδιάνος σήκωσε τους ώμους τον και βούλιαξε ακόμη περισσότερο στην πολυθρόνα του. «Η Διαύγεια μαζί
σου», μουρμούρισε' «Τι να σου προσφέρω;» Η ήρεμη έκφρασή του δεν άλλαξε' δεν φάνηκε να δίνει σημασία.
«Λίγο χυμό μοσχολέμονου; Ή καφέ, ίσως; Ο χυμός κάνει καλό σ' αυτά». Χτύπησε με το δάχτυλο το στόμα του' τα
μαλακά του ούλα ήταν γεμάτα ξεραμένες πληγές.
«Δεν θέλω τίποτε», μουρμούρισε συνοφρυωμένος ο Σουνγκ-Γου, καθώς καθόταν απέναντι στον Ινδιάνο' «έχω
έρθει για μια επίσημη έρευνα».
Ο Ινδιάνος κούνησε αμυδρά το κεφάλι του. «Ναι;»
«Ποσοστά γεννήσεων και θανάτων». Ο Σουνγκ-Γου δίστασε, κι έπειτα έσκυψε προς το μέρος του Ινδιάνου.
«Επιμένω να διώξεις αυτούς τους δυο Καύκους' αυτό που έχω να σου πω είναι εμπιστευτικό».
Η έκφραση του Ινδιάνου δεν άλλαξε' το πλατύ του πρόσωπο ήταν απολύτως απαθές. Μετά από λίγο γύρισε
ελαφρά. «Παρακαλώ πηγαίνετε κάτω», διέταξε. «Όταν μπορέσετε».
Οι δυο Καύκοι σηκώθηκαν όρθιοι μουρμουρίζοντας κι έφυγαν περνώντας δίπλα από το τραπέζι
κατσουφιασμένοι, ρίχνοντας χολωμένες ματιές στον Σουνγκ-Γου. Ο ένας τους καθάρισε το λαιμό του κι έφτυσε
επιδεικτικά πάνω από τα κάγκελα της βεράντας, μια ολοφάνερη προσβολή.
«Θρασύτητα!» Ο ΤσουνγκΓου πνίγηκε από την ταραχή του. «Πώς το επιτρέπεις; Τους είδες; Μα τον 'Ελρον,
είναι απίστευτο!»
Ο Ινδιάνος σήκωσε τους ώμους αδιάφορα - και ρεύτηκε. «Όλοι οι άνθρωποι είναι αδέλφια στον Τροχό. Ο ίδιος ο
'Ελρον δεν το δίδαξε αυτό, όταν ήταν στη Γη;»
«Φυσικά. Αλλά-»
«Ακόμη κι αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι αδέλφια μας;»
«Φυσικά», απάντησε υπεροπτικά o Σουνγκ-Γου, «αλλά πρέπει να ξέρουν τη θέση τους' είναι μια ασήμαντη
τάξη. Στη σπάνια περίπτωση που κάποιο αντικείμενο θέλει φτιάξιμο, χρειάζονται' αλλά ένα χρόνο τώρα δεν
θυμάμαι ούτε μια φορά που να θεωρήθηκε ενδεδειγμένο να επισκευαστεί κάτι. Η ανάγκη για μια τέτοια τάξη
ελαττώνεται χρόνο με το χρόνο' τελικά η τάξη αυτή και τα στοιχεία που τη συνθέτουν-»
«Μήπως υποστηρίζεις τη στείρωση;» ρώτησε ο Ινδιάνος, με βαριά βλέφαρα και πονηρό βλέμμα.
«Υποστηρίζω πως κάτι πρέπει να γίνει. Οι χαμηλότερες τάξεις αναπαράγονται σαν τα κουνέλια' γεννάνε όλη την
ώρα - πολύ πιο γρήγορα από μας τους Βάρδους. Βλέπεις συνέχεια φουσκωμένες Καύκες, αλλά σπανίως γεννιέται
κάποιος Βάρδος στις μέρες μας' οι χαμηλότερες τάξεις θα πρέπει να συνουσιάζονται συνεχώς».
«Είναι σχεδόν το μόνο που τους έμεινε», μουρμούρισε ο Ινδιάνος μαλακά. Ήπιε λίγο χυμό. «Θα έπρεπε να
προσπαθήσεις να είσαι πιο ανεκτικός».
«Ανεκτικός; Δεν έχω τίποτε εναντίον τους, όσο εκείνοι-»
«Λέγεται», συνέχισε απαλά ο Ινδιάνος, «ότι ο 'Ελρον Χου ο ίδιος ήταν Καύκος».
Ο Σουνγκ-Γου έκανε να απαντήσει αγανακτισμένος, αλλά μπέρδεψε τα λόγια του, που κόλλησαν στο στόμα του'
κάτι ερχόταν από κάτω στο λασπόδρομο.
Μια αργή πομπή προχωρούσε με επίσημο βήμα. Σαν απάντηση σε κάποιο σύνθημα, άντρες και γυναίκες
έβγαιναν από τις σαθρές καλύβες και παρατάσσονταν ανήσυχα στο δρόμο για να παρακολουθήσουν. Ο Σουνγκ-
Γου κοίταζε άναυδος, καθώς πλησίαζε η πομπή' οι αισθήσεις του κλονίζονταν. Όλο και περισσότερος κόσμος,
άντρες και γυναίκες, συγκεντρώνονταν από τη μια στιγμή στην άλλη' φαίνονταν να είναι εκατοντάδες. Ένα πυκνό
πλήθος που μουρμούριζε στριμωγμένο κι αργοκουνιόταν μπρος-πίσω με μία λαχτάρα στα μάτια. Ένας υστερικός
αναστεναγμός τούς διαπέρασε απ' άκρη σ' άκρη, ένας άγριος άνεμος που τους συντάραξε σαν τα φύλλα στο
δέντρο. Αποτελούσαν μιά συλλογική ολότητα, έναν τεράστιο πρωτόγονο οργανισμό, εκστατικοί κι υπνωτισμένοι
απ'το θέαμα της φάλαγγας που πλησίαζε.
Οι άνθρωποι της πομπής φορούσαν μια παράξενη στολή: άσπρα πουκάμισα με τα μανίκια σηκωμένα' σκούρα
γκρι παντελόνια σ' ένα απίστευτα αρχαίο σχέδιο, και μαύρα παπούτσια. Όλοι φορούσαν τα ίδια ακριβώς ρούχα.
Σχημάτιζαν μιαν εκθαμβωτική διπλή γραμμή από άσπρα πουκάμισα και γκρίζα παντελόνια, προχωρώντας ήρεμα
κι επίσημα, με τα πρόσωπα ψηλά, ανοιχτά τα ρουθούνια, τα πηγούνια προτεταμένα και άκαμπτα. Μια απλανής
έκφραση φανατισμού σφράγιζε τον καθένα τους, άντρα και γυναίκα, και ήταν τόσο αδίστακτη η έκφραση αυτή που
o Σουνγκ-Γου ζάρωσε από τρόμο. Συνέχιζαν να έρχονται, σαν φιγούρες από ζοφερή πέτρα με τα πανάρχαια
άσπρα πουκάμισα και τα γκρίζα παντελόνια, μια τρομακτική πνοή από το παρελθόν. Τα τακούνια τους χτυπούσαν
το έδαφος μ' έναν μουντό, τραχύ ρυθμό που αντηχούσε ανάμεσα στις μισοερειπωμένες καλύβες. Τα σκυλιά
ξύπνησαν' τα παιδιά έβαλαν τα κλάματα. Οι κότες σκόρπισαν φτεροκοπώντας και κακαρίζοντας.
«'Ελρον!» φώναξε ο Σουνγκ-Γου. «Τι συμβαίνει;»
Οι άνθρωποι της πομπής κρατούσαν παράξενα συμβολικά όργανα, τελετουργικές εικόνες με κάποια απόκρυφη
σημασία που αναγκαστικά του διέφευγε. Είχαν σωλήνες και κοντάρια και αστραφτερούς ιστούς απο κάτι που
έμοιαζε με μέταλλο. Μέταλλο! Όμως δεν ήταν σκουριασμένο' ήταν γυαλιστερό κι αστραφτερό. Σάστισε' φαινοταν -
καινούργιο.
Η πομπή πέρασε ακριβώς από κάτω τους. Πίσω της, με φοβερούς τριγμούς, ακολουθούσε ένα τεράστιο κάρο.
Πάνω του ήταν στημένο ένα προφανές σύμβολο γονιμότητας, ένα ελικοειδές γεωτρύπανο ψηλό σαν δέντρο'
προεξείχε από έναν κύβο αστραφτερού μετάλλου' καθώς το κάρο προχωρούσε, το τρυπάνι ανεβοκατέβαινε.
Μετά το κάρο έρχονταν κι άλλοι, βλοσυροί κι εκείνοι, με γυάλινα μάτια, φορτωμένοι σωλήνες και αγωγούς και
αστραφτερά εργαλεία. Πέρασαν, κι έπειτα ο δρόμος γέμισε από ένα φουρτουνιασμένο πλήθος, άνδρες και
γυναίκες, γεμάτοι δέος, που τους ακολουθούσαν εντελώς σαστισμένοι. Από πίσω τους, παιδιά και σκυλιά που
γάβγιζαν.
Η τελευταία της πομπής κρατούσε ένα τριγωνικό λάβαρο που κυμάτιζε καθώς προχωρούσε βιαστικά, σ' ένα
ψηλό κοντάρι που έσφιγγε στο στήθος της. Στην κορυφή του, το ζωηρόχρωμο λάβαρο ανέμιζε με θράσος. Ο
Σουνγκ-Γου διέκρινε το σύμβολο πάνω του και για μια στιγμή οι αισθήσεις του τον εγκατέλειψαν. Ήταν εκεί,
ακριβώς από κάτω του' είχε περάσει κάτω από τη μύτη του, στ' ανοιχτά, μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου -
φανερά. Το λάβαρο είχε ζωγραφισμένο πάνω του ένα μεγάλο Τ.
«Είναι -» άρχισε, αλλά ο παχύσαρκος Ινδιάνος τον διέκοψε.
«Τινκεριστές», μούγκρισε και ήπιε μια γουλιά από το χυμό του.
Ο Σουνγκ-Γου άρπαξε το χαρτοφύλακά του κι έτρεξε πανικόβλητος προς τη σκάλα. Κάτω, οι δυο ογκώδεις
Καύκοι ετοιμάζονταν κιόλας ν' ανεβούν. Ο Ινδιάνος τους έκανε νόημα. «Εδώ!» Αρχισαν ν' ανεβαίνουν αγριεμένοι,
με τα μικρά γαλάζια μάτια τους γεμάτα μοχθηρία, κοκκινισμένα και ψυχρά σαν πέτρα' κάτω από το τομάρι τους οι
φουσκωμένοι τους μυώνες κυμάτιζαν.
Ο Σουνγκ-Γου ψαχούλεψε στο μανδύα του. Έβγαλε το θραυστικό του όπλο' πάτησε το μοχλό αποσυμπλοκής
και το έστρεψε προς τους δύο Καύκους. Αλλά τίποτε δεν συνέβη' το όπλο είχε πάψει να λειτουργεί. Το
ταρακούνησε άγρια' λέπια σκουριάς και ξεραμένου μονωτικού έπεσαν από μέσα του. Ήταν άχρηστο, φθαρμένο' το
πέταξε πέρα μακριά και, με την αποφασιστικότητα της απόγνωσης, πήδησε μέσα απο την κουπαστή.
Μαζί μ' έναν καταρράκτη από σάπια κομμάτια ξύλο, έπεσε στο δρόμο. Σωριάστηκε κάτω, κουτρουβάλησε,
χτύπησε το κεφάλι του στη γωνιά μιας καλύβας και σηκώθηκε στα πόδια του τρικλίζοντας.
Έτρεξε. Πίσω του, οι δυο Καύκοι τον κυνήγησαν σπρώχνοντας ανάμεσα στο πλήθος που προχωρούσε
αδιάφορα. Διέκρινε κάθε τόσο τα λευκά, ιδρωμένα τους πρόσωπα. Έστριψε σε μια γωνία, έτρεξε ανάμεσα σε
άθλιες καλύβες, πήδησε πάνω απο ένα αποχετευτικό χαντάκι, σκαρφάλωσε πάνω σε σωρούς συντρίμμια που
βούλιαζαν κι έπεφταν, γλίστρησε, κατρακύλησε και τελικά σταμάτησε λαχανιασμένος πίσω από ένα δέντρο,
σφίγγοντας ακόμη το χαρτοφύλακα στα χέρια του.
Οι Καύκοι δεν φαίνονταν πουθενά. Τους είχε ξεφύγει προς το παρόν ήταν ασφαλής.
Κοίταξε γύρω. Προς τα πού ήταν το σκάφος του; Σκιάσε τα μάτια του από τον ήλιο του απογεύματος ώσπου
διέκρινε την κυρτή, σωληνωτή του σιλουέτα. Ήταν μακριά στα δεξιά του, και μόλις που φαινόταν στο τελευταίο
φως που χρωμάτιζε μελαγχολικά τον ουρανό. Ο Σουνγκ-Γου σηκώθηκε όρθιος παραπατώντας κι άρχισε να
προχωρεί προσεκτικά προς την κατεύθυνση εκείνη.
Ήταν σε φρικτή θέση' ολόκληρη η περιοχή υποστήριζε τους Τινκεριστές - ακόμη και ο Προϊστάμενος που είχε
διορίσει ο Κεντρικός Οίκος. Και δεν περιοριζόταν σε μια τάξη μόνο' η αίρεση είχε φτάσει ως το ψηλότερο επίπεδο.
Και δεν ήταν μόνο Καύκοι δεν μπορούσε πιά να υπολογίζει στους Μπαντού, τους Μογγόλους ή τους Ινδιάνους, όχι
πλέον σ' αυτή την περιοχή. Μια ολόκληρη υπαίθρια περιοχή ήταν εχθρική, και τον παραμόνευε.
'Ελρον, ήταν χειρότερα απ' ο,τι πίστευε ο Βραχίων! Δεν ήταν περίεργο που ήθελαν αναφορά. Μια ολόκληρη
περιοχή είχε προσηλυτισθεί σε μια φανατική λατρεία, μια βίαιη εξτρεμιστική ομάδα αιρετικών που υποστήριζαν το
πλέον διαβολικό δόγμα. Ένα ρίγος διέτρεξε το κορμί του - και συνέχισε, αποφεύγοντας να πλησιάσει τους αγρότες
στα χωράφια τους, και τους ανθρώπους και τα ρομπότ. Τάχυνε το βήμα του, καθώς η ανησυχία και η φρίκη τον
έσπρωχναν όλο και πιο γρήγορα.
Αν η κατάσταση αυτή εξαπλωνόταν, αν έφτανε σ' ένα μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας, θα μπορούσε να
ξαναφέρει την Εποχή της Τρέλας.
Το σκάφος το είχαν καταλάβει. Τρεις - τέσσερις θεόρατοι Καύκοι έκοβαν βόλτες γύρω του, με τσιγάρα να
κρέμονται από τα χαλαρά τους χείλη, ασπροπρόσωποι και μαλλιαροί. Κατάπληκτος, ο Σουνγκ-Γου έκανε πίσω
στη λοφοπλαγιά, μουδιασμένος, με τις βελόνες της απελπισίας να τον τρυπούν. Το πλοίο ήταν χαμένο' είχαν
φτάσει πριν απ' αυτόν. Τι έπρεπε να κάνει τώρα;
Κόντευε να βραδιάσει. Θα έπρεπε να περπατήσει πενήντα μίλια μέσα στο σκοτάδι, περνώντας από άγνωστες,
εχθρικές περιοχές, για να φτάσει στην κοντινότερη κατοικημένη περιοχή. Ο ήλιος άρχιζε κιόλας να δύει, η
θερμοκρασία έπεφτε' και, σαν να μην έφτανε αυτό, ήταν μούσκεμα από τις λάσπες και τις βρωμιές. Μέσα στο
μισοσκόταδο είχε γλιστρήσει κι είχε πέσει μέσ' στο χαντάκι ενός ανοιχτού υπονόμου.
Γύρισε πίσω από εκεί που είχε έρθει, με το μυαλό του άδειο από σκέψεις. Τι μπορούσε να κάνει; Ήταν
αβοήθητος' το θραυστικό του όπλο ήταν άχρηστο. Ήταν μόνος και δεν είχε επαφή με τον Βραχίονα. Ήταν
περικυκλωμένος από Τινκεριστές' κατά πάσα πιθανότητα όταν τον έπιαναν θα τον ξεκοίλιαζαν και θα ράντιζαν με
το αίμα του τη σοδιά τους - ή κάτι χειρότερο.
Πέρασε έξω από μια φάρμα. Στο λυκόφως δούλευε μια σκοτεινή μορφή, μια νεαρή γυναίκα. Την κοίταξε
επιφυλακτικά, καθώς την προσπερνούσε' του είχε γυρισμένη την πλάτη. Ήταν σκυμμένη ανάμεσα στις σειρές του
καλαμποκιού. Τι έκανε; Μήπως ....μα τον Έλρον!
Έτρεξε προς το μέρος της σκοντάφτοντας στα τυφλά, διασχίζοντας το χωράφι, ξεχνώντας τις επιφυλάξεις του.
«Κορίτσι μου! Σταμάτα! Για τ' όνομα του 'Ελρον, σταμάτα αμέσως!» Το κορίτσι ανασηκώθηκε. «Ποιος είσαι εσύ;»
Με κομμένη την ανάσα, ο Σουνγκ-Γου έφτασε μπροστά της σφίγγοντας τον ταλαιπωρημένο του χαρτοφύλακα.
«Αυτά είναι τ' αδέρφια μας! Πώς είναι δυνατόν να τα καταστρέφεις; Μπορεί να είναι κοντινοί συγγενείς που
πέθαναν πρόσφατα». Με μιά απότομη κίνηση της έριξε το βάζο απ' τα χέρια' το βάζο έπεσε στο χώμα και τα
φυλακισμένα σκαθάρια το 'σκασαν τρέχοντας προς όλες τις κατευθύνσεις.
Τα μάγουλα του κοριτσιού κοκκίνισαν από θυμό. «Έκανα μια ώρα να τα μαζέψω!»
«Τους σκότωνες! Τους έλιωνες!» Είχε μείνει άφωνος από τη φρίκη. «Σε είδα!»
«Φυσικά». Το κορίτσι σήκωσε τα μαύρα φρύδια του. «Τρώνε το καλαμπόκι».
«Είναι τ' αδέρφια μας!» Ξανάπε μανιασμένα ο Σουνγκ-Γου.«Φυσικά και τρωνε το καλαμπόκι' για κάποιες
αμαρτίες που διέπραξαν, οι κοσμικές δυνάμεις τούς -». Σταμάτησε τρομαγμένος. «Δεν το ξέρεις; Δεν σου το 'παν
ποτέ;»
Το κορίτσι ήταν γύρω στα δεκάξι. Στο αμυδρό φως διέκρινε μια μικρή, λεπτή μορφή, το άδειο βάζο στο ένα χέρι,
μια πέτρα στο άλλο. Ένα κύμα μαύρων μαλλιών χυνόταν στο λαιμό της. Τα μάτια της ήταν μεγάλα και φωτεινά' τα
χείλη της γεμάτα και βαθυκόκκινα' το δέρμα της ένα στρωτό μπρούντζινο χρώμα - Πολυνήσια, μάλλον. Είδε για μια
στιγμή τα σφιχτά μελαχρινά της στήθη καθώς έσκυψε να πιάσει ένα σκαθάρι που είχε γυρίσει ανάποδα. Η καρδιά
του άρχισε να χτυπάει όλο και πιό γρήγορα' μέσα σε μια στιγμή γύρισε τρία χρόνια πίσω.
«Πώς σε λένε;» ρώτησε πιο καλοσυνάτα.
«Φρίγια».
«Πόσων χρονών είσαι;»
«Δεκαεπτά».
«Είμαι Βάρδος έχεις ξαναμιλήσει σε Βάρδο;»
«'Οχι», μουρμούρισε το κορίτσι. «Δεν νομίζω».
Ήταν σχεδόν αόρατη μέσα στο σκοτάδι. Ο Σουνγκ-Γου μετά βίας τη διέκρινε, αλλά αυτό που έβλεπε έκανε την
καρδιά του να χτυπάει μ' έναν αγωνιώδη παροξυσμό' το ίδιο σύννεφο μαύρων μαλλιών, τα ίδια βαθυκόκκινα χείλη.
Αυτό το κορίτσι ήταν νεότερο, φυσικά ένα παιδί, και μάλιστα από την τάξη των Αγροτών. Αλλά είχε το κορμί της
Λιού, και σε λίγο θα ωρίμαζε - σε μερικούς μήνες, μάλλον.
Αφησε την αιώνια, μελιστάλακτη πανουργία να κατευθύνει τις φωνητικές του χορδές. «Προσγειώθηκα στην
περιοχή αυτή για να κάνω μια έρευνα. Κάτι δεν πήγε καλά με το σκάφος μου και θα πρέπει να περάσω εδώ τη
νύχτα. Δεν ξέρω όμως κανέναν εδώ. Η θέση μου είναι τόσο δυσάρεστη που -»
«Ω», είπε αμέσως με συμπάθεια η Φρίγια. «Γιατί δεν μένεις μαζί μας απόψε; Έχουμε ένα δωμάτιο παραπάνω,
τώρα που λείπει ο αδερφός μου».
«Ευχαρίστως», απάντησε αμέσως o Σουνγκ-Γου. «Θα μου δείξεις το δρόμο; Θα σας ξεπληρώσω ευχαρίστως
την καλοσύνη σας». Το κορίτσι ξεκίνησε προς ένα αόριστο σχήμα που διαγραφόταν στο σκοτάδι. Ο Σουνγκ-Γου
την ακολούθησε βιαστικά. «Μου φαίνεται απίστευτο ότι δεν έχεις κατηχηθεί ποτέ. Ολόκληρη η περιοχή εδώ έχει
εκφυλιστεί σε απίστευτο βαθμό. Τι συνήθειες έχετε υιοθετήσει; Θα πρέπει να περάσουμε αρκετό χρόνο μαζί αυτό
το βλέπω από τώρα. Κανείς από σας δεν βρίσκεται κοντά στη Διαύγεια - είσαστε παράχορδοι, όλοι σας».
«Τι σημαίνεi αυτό;» ρώτησε η Φρίγια καθώς ανέβαινε στο κατώφλι κι άνοιγε την πόρτα.
«Παράχορδοι;» Ο Σουνγκ-Γου ανοιγόκλεισε τα μάτια του έκπληκτος. «Θα πρέπει να μελετήσουμε πολύ μαζί».
Μέσα στον ενθουσιασμό του σκόνταψε στο ψηλότερο σκαλί και παραλίγο να πέσει. «Ίσως να χρειάζεσαι πλήρη
κατήχηση' μπορεί να χρειάζεται ν' αρχίσουμε εντελώς από την αρχή. Μπορώ να κανονίσω να μείνεις στον Ιερό
Βραχίονα - υπό την προστασία μου, φυσικά. Παράχορδος σημαίνει ότι έχεις αποσυντονιστεί από την αρμονία των
κοσμικών στοιχείων. Πώς μπορείτε να ζείτε έτσι; Αγαπητή μου, θα πρέπει να ευθυγραμμιστείς ξανά με το Θείο
Σχέδιο!»
«Ποιο σχέδιο είναι αυτό;» Τον οδήγησε σ' ένα ζεστό καθιστικό' μια φωτιά έκαιγε τρίζοντας στο τζάκι. Δυο τρεις -
άντρες κάθονταν γύρω από ένα τραχύ ξύλινο τραπέζι, ένας γέρος με μακριά άσπρα μαλλιά και δυο νεότεροι. Μια
ασθενική, ζαρωμένη γριά μισοκοιμόταν σε μια κουνιστή πολυθρόνα στη γωνία. Στην κουζίνα, μια γεροδεμένη νέα
γυναίκα έφτιαχνε το βραδινό.
«Μα, Το Σχέδιο!» απάντησε o Σουνγκ-Γου κατάπληκτος. Έριχνε το βλέμμα του νευρικά εδώ κι εκεί. Ξαφνικά ο
χαρτοφύλακας του έπεσε στο πάτωμα. «Καύκοι», είπε.
'Ηταν όλοι τους Καυκάσιοι, ακόμη και η Φρίγια. Ήταν πολύ ηλιοκαμένη' το δέρμα της ήταν σχεδόν μαύρο' αλλά
ήταν Καυκάσια, παρ' όλα αυτά. Το θυμήθηκε: οι Καύκοι στον ήλιο μαύριζαν, μερικές φορές περισσότερο κι από
τους Moγγόλους. Το κορίτσι είχε ρίξει τη ρόμπα της δουλειάς σε μια κρεμάστρα στην πόρτα' είχε μείνει μ' ένα
σορτς που άφηνε να φαίνονται οι κατάλευκοι σαν το γάλα, μηροί της. Και οι δυο γέροι -
«Ο παππούς μου», είπε η Φρίγια δείχνοντας τον γέρο. «Ο Μπένζαμιν Τίνκερ».
Κάτω από το άγρυπνο βλέμμα των δυο νεότερων Τίνκερ, έβαλαν στον Σουνγκ-Γου νερό να πλυθεί, του 'φεραν
καθαρά ρούχα, του πρόσφεραν φαγητό. Έφαγε ελάχιστα' δεν ένιωθε καλά.
«Δεν καταλαβαίνω», μουρμούρισε σπρώχνοντας ξεψυχισμένα το πιάτο του.«Ο διερευνητής στον Κεντρικό Οίκο
είπε ότι έχω οκτώ μήνες ακόμη. Η επιδημία θα - ». Το ξανασκέφτηκε. «Αλλά τα πάντα μπορούν ν' αλλάξουν. Ο
διερευνητής κάνει προβλέψεις, δεν λεει το αναπόφευκτο' πολλαπλές πιθανότητες' ελεύθερη βούληση... Η
οποιαδήποτε απροκάλυπτη πράξη σημαντικής σπουδαιότητας θα-»
Ο Μπεν Τίνκερ γέλασε. «Θέλεις να μείνεις ζωντανός;»
«Φυσικά!» μουρμούρισε με αγανάκτηση.
Γέλασαν όλοι - ακόμη και η Φρίγια; και η γριά με το σάλι, με τα χιονάτα μαλλιά και τα γλυκά γαλανά μάτια. Ήταν
οι πρώτες γυναίκες των Καύκων που έβλεπε. Δεν ήταν μεγάλες και αδέξιες σαν τους αρσενικούς Καύκους' δεν
φαίνονταν να έχουν τα ίδια κτηνώδη χαρακτηριστικά. Πάντως τα δυο νεαρά αρσενικά των Καύκων έδειχναν
αρκετά σκληρά' μαζί με τον πατέρα τους μελετούσαν ένα σωρό χαρτιά κι αναφορές που ήταν απλωμένα στο
τραπέζι ανάμεσα στα άδεια πιάτα.
«Αυτή η περιοχή», μουρμούρισε o Μπεν Τίνκερ. «Εδώ πρέπει να μπουν σωλήνες. Κι εδώ. Το νερό είναι η
βασικότερη ανάγκη. Πριν την επόμενη σοδιά, θα ρίξουμε μερικές εκατοντάδες κιλά χημικό λίπασμα και θα το
οργώσουμε. Το τρακτέρ πρέπει να είναι έτοιμο ώς τότε».
«Κι έπειτα;» ρώτησε ο ένας από τους κατάξανθους γιους του.
«Μετά θα ραντίσουμε. Αν δεν έχουμε τους ψεκαστήρες νικοτίνης, θα πρέπει να δοκιμάσουμε ξανά με τη
γαλαζόπετρα. Προτιμώ τον ψεκαστήρα, αλλά είμαστε ακόμη πίσω στην παραγωγή. Με το γεωτρύπανο, πάντως,
έχουμε σκάψει αρκετές σπηλιές για αποθήκευση. Θα πρέπει ν' αρχίσουν να καλυτερεύουν τα πράγματα»
«Κι εδώ», είπε ο άλλος γιος, «θα χρειαστεί αποξήρανση. Μαζεύονται πολλά κουνούπια. Μπορούμε να
δοκιμάσουμε το πετρέλαιο, όπως κάναμε κι εκεί. Αλλά προτείνω να το σκεπάσουμε όλο. Μπορούμε να
χρησιμοποιήσουμε την μπουλντόζα και τον εκσκαφέα, αν δεν έχουν δουλειά αλλού».
Όλη αυτή την ώρα ο Σουνγκ-Γου άκουγε τα πάντα αμίλητος. Τώρα σηκώθηκε όρθιος παραπαίοντας, τρέμοντας
από οργή. Έδειξε μ' ένα τρεμάμενο δάχτυλο τον ηλικιωμένο Τίνκερ.
«Παρεμβαίνετε!» είπε με δυσκολία.
Σήκωσαν τα κεφάλια τους. «Παρεμβαίνουμε;»
«Στο Σχέδιο! Στο Κοσμικό Σχέδιο! Μα τον 'Ελρον - παρεμβαίνετε στη Θεία Διαδικασία. Εσείς -». Είχε κλονιστεί
από μια συνειδητοποίηση τόσο ξένη που συντάρασσε τον ίδιο τον πυρήνα της ύπαρξής του. «Έχετε σκοπό να
γυρίσετε στ' αλήθεια πίσω τον Τροχό, πολλές στροφές».
«Αυτό», είπε ο γερο-Μπεν Τίνκερ, «είναι αλήθεια».
Ο Σουνγκ-Γου κάθισε και πάλι κάτω, κατάπληκτος. Το μυαλό του αρνιόταν να τα δεχτεί όλα αυτά. «Δεν
καταλαβαίνω' τι θα γίνει; Αν επιβραδύνετε τον Τροχό, αν αποδιοργανώσετε το Θείο Σχέδιο -»
«Θα μας δημιουργήσει προβλήματα», μουρμούρισε σκεπτικά ο Μπεν Τίνκερ. «Αν τον σκοτώσουμε, ο
Βραχίονας θα στείλει απλώς έναν άλλον' σαν κι αυτόν έχουν εκατοντάδες. Κι αν δεν τον σκοτώσουμε, αν τον
στείλουμε πίσω, θα κάνει τόση φασαρία που θα μας κουβαλήσει εδώ κάτω ολόκληρο τον Κεντρικό Οίκο. Είναι
πολύ νωρίς για κάτι τέτοιο. Οι υποστηρικτές μας όλο και πληθαίνουν, αλλά χρειαζόμαστε ακόμα λίγους μήνες».
Ο ιδρώτας μούσκευε το παχύ μέτωπο του Σουνγκ-Γου. Σκουπίστηκε τρέμοντας. «Αν με σκοτώσετε»,
μουρμούρισε, «θα βυθιστείτε πολύ χαμηλά στην κοσμική κλίμακα, πολλά σκαλιά. Έχετε ανέβει ως εδώ' γιατί να
καταστρέψετε το έργο που για να το πραγματοποιήσετε χρειάστηκαν ατέλειωτοι αιώνες;»
Ο Μπεν Τίνκερ κάρφωσε πάνω του το πανίσχυρο γαλανό του μάτι. «Φίλε μου», είπε αργά, «δεν είναι αλήθεια
ότι η επόμενη ενσάρκωση του καθένα μας καθορίζεται από την ηθική συμπεριφορά του σ' αυτή τη ζωή;»
Ο Σουνγκ-Γου κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Αυτό είναι πασίγνωστο».
«Και ποια είναι η σωστή συμπεριφορά;»
«Η εκπλήρωση του Θείου Σχεδίου», απάντησε αμέσως ο Σουνγκ-Γου.
«Ίσως ολόκληρο το Κίνημά μας να είναι μέρος του Σχεδίου», είπε σκεπτικά ο Μπεν Τίνκερ. «Ίσως οι κοσμικές
δυνάμεις να θέλουν να αποξηράνουμε τους βάλτους και να σκοτώσουμε τις ακρίδες και να εμβολιάσουμε τα
παιδιά' στο κάτω κάτω, όλους εδώ οι κοσμικές δυνάμεις μας έφεραν».
«Αν με σκοτώσετε», κλαψούρισε o Σουνγκ-Γου, «θα γίνω μια μύγα που θα τρώει ψοφίμια. Το είδα, μια γαλάζια
μύγα με γυαλιστερά φτερά, να σέρνεται πάνω στο κουφάρι μιας ψόφιας σαύρας - σε μια σάπια, υγρή ζούγκλα σε
κάποιο βρωμερό πλανήτη». Δάκρυα γέμισαν τα μάτια του' τα σκούπισε ανήμπορα. «Σ' ένα μακρινό ηλιακό
σύστημα, στην κατώτερη βαθμίδα της κλίμακας!»
Ο Τίνκερ φάνηκε να το διασκεδάζει. «Και γιατί θα γίνει αυτό;»
«Γιατί αμάρτησα». Ο Σουνγκ-Γου ρούφηξε τη μύτη του και κοκκίνισε. «Διέπραξα μοιχεία».
«Δεν μπορείς να εξαγνιστείς;»
«Δεν έχω χρόνο!» Η δυστυχία του έγινε μανιασμένη απελπισία. «Το μυαλό μου είναι ακόμη ακάθαρτο!» Έδειξε
τη Φρίγια, που στεκόταν στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας, μια λυγερή μορφή, αλλού κατάλευκη κι αλλού
μαυρισμένη, μέσ' στο σορτς της. «Συνεχίζω να έχω σαρκικές σκέψεις δεν μπορώ ν' απαλλαχθώ απ' αυτές. Σε
οχτώ μήνες η επιδημία θα γυρίσει για μένα τον Τροχό και χάθηκα! Αν ζούσα ως τα γεράματά μου, μαραμένος και
φαφούτης - χωρίς ορέξεις πια». Το παχουλό κορμί του συγκλονίστηκε από ένα φρενιασμένο τρεμούλιασμα. «Δεν
μου μένει χρόνος για να εξαγνιστώ και να εξιλεωθώ. Σύμφωνα με τον διερευνητή, πρόκειται να πεθάνω νέος!»
Μπροστά σ' αυτόν το χείμαρρο των λέξεων ο Τίνκερ έμεινε σιωπηλός, βυθισμένος σε σκέψεις. «Η επιδημία»,
είπε τελικά. «Ποια ακριβώς είναι τα συμπτώματά της;»
Ο Σουνγκ-Γου τα περιέγραψε, με το ωχρό του πρόσωπο να παίρνει ένα αρρωστημένο πράσινο χρώμα. Όταν
τέλειωσε, οι τρεις άντρες κοιτάχτηκαν με σημασία.
Ο Μπεν Τίνκερ σηκώθηκε όρθιος. «Έλα μαζί μου», πρόσταξε απότομα, πιάνοντας τον Βάρδο από το μπράτσο.
«Έχω κάτι να σου δείξω. Έχει μείνει από τις παλιές μέρες. Αργά ή γρήγορα θα προχωρήσουμε αρκετά ώστε να
μπορούμε να τα φτιάχνουμε μόνοι μας, αλλά τώρα μόνο αυτά τα λίγα μάς έχουν μείνει. Τα κρατάμε προφυλαγμένα
και σφραγισμένα».
«Είναι για καλό σκοπό», είπε ο ένας από τους γιους. «Το αξίζει». Κοίταξε τον αδελφό του στα μάτια και
χαμογέλασε.
Ο Βάρδος Τσάι τέλειωσε την ανάγνωση της κυανής αναφοράς του Σουνγκ-Γου' την
άφησε κάτω καχύποπτα και κοίταξε το νεότερο Βάρδο.«Είσαι σίγουρος; Δεν υπάρχει λόγος περαιτέρω
ερεύνης;»
«Η αίρεση θα σβήσει μόνη της», μουρμούρισε αδιάφορα ο Σουνγκ-Γου. «Δεν έχει πραγματικούς υποστηρικτές'
παίζει απλώς το ρόλο της ασφαλιστικής δικλείδας, δεν έχει καμιά απολύτως ουσιαστική δύναμη ».
«Βιάζεσαι για τις διακοπές σου;» o Τσάι χαμογέλασε με κατανόηση. «Ξέρω πώς αισθάνεσαι. Αυτή η αναφορά
πρέπει να σε εξάντλησε. Αγροτικές περιοχές, στάσιμα πνευματικά τέλματα. Πρέπει να ετοιμάσουμε ένα καλύτερο
πρόγραμμα αγροτικής επιμόρφωσης. Πιστεύω ότι ολόκληρες περιοχές είναι παράχορδες. Πρέπει να φέρουμε τη
Διαύγεια σ' αυτούς τους ανθρώπους. Είναι ο ιστορικός μας ρόλος' η ταξική μας αποστολή».
«Αληθώς», μουρμούρισε ο Σουνγκ-Γου καθώς υποκλινόταν κι έβγαινε απ' το γραφείο στο διάδρομο.
Καθώς περπατούσε έπαιζε μ' ευγνωμοσύνη στα χέρια του το κομπολόι της προσευχής του. Σχημάτισε με τα
χείλη του μια σιωπηλή προσευχή καθώς χάιδευε με τα δάχτυλά του τους μικρούς κόκκινους βώλους, τα
γυαλιστερά σφαιρίδια που είχαν αντικαταστήσει τις παλιές ξεθωριασμένες χάντρες- το δώρο των Τινκεριστών. Oι
χάντρες θα του ήταν χρήσιμες' τις έσφιξε στο χέρι του. Δεν έπρεπε να πάθουν τίποτε, στους επόμενους οχτώ
μήνες. Έπρεπε να τις προσέχει, καθώς θα έψαχνε στις ερειπωμένες πόλεις της Ισπανίας και θα αρρώσταινε τελικά
από την επιδημία.
Ήταν ο πρώτος Βάρδος που θα προσευχόταν μ' ένα κομπολόι προσευχής, του οποίου oι χάντρες ήταν
κάψουλες πενικιλίνης.

You might also like