You are on page 1of 24

Το Σόλο του Φίγκαρω

Γιάννης Σκαρίμπας

Αποστολάκη Τιτίκα
Γιαννουλή Μίνα
«Καπετάν Σουρμελής ο Στουραΐτης»
και οι Καϋμοί στο Γριπονήσι
Το διήγημα αυτό κάμνει αμέσως ζωηρή εντύπωση για το δυνατό χρώμα
του και την έντονη προσωπικότητα του ύφους του [...]. Το θέμα παίρνει
ενδιαφέρον, οι τύποι είναι ολοζώντανοι, η διατύπωση καθαρή, η
συγκίνηση γνήσια, η οικονομία ζυγισμένη, όλα καλοβαλμένα. [... Η]
γλώσσα του, θρεμμένη από την πιο δροσερή πηγή, από τον λαό.
(Εισηγητική Επιτροπή του διαγωνισμού διηγήματος των Ελληνικών Γραμμάτων)
 
[... Ο] κ. Γιάννης Σκαρίμπας δεν είναι διηγηματογράφος. Θα μπορούσε να
τον έλεγε κανείς ηθογράφο ή καλύτερα χρονογράφο λαϊκό. [...] Ο
συγγραφέας θέλει το χωριάτη έτσι που τον βλέπει με τα μάτια του, έτσι
που τον ακούει με τ' αυτιά του. Για τη σχηματοποίησή του αποδέχεται ως
και την ιδιωματική γλώσσα, ως και τη χαλασμένη στο στόμα του
καθαρεύουσα. [...] Δεν μπορεί να συλλάβει τους τύπους από μέσα απ' την
ψυχή τους όσο κι αν προσπαθεί κάποτε.
(Φώτος Πολίτης, Εφ. Η Πρωία, 24/1/1930)
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Πεζογραφία
• Καϋμοί στο Γρυπονήσι · Διηγήματα. Αθήνα, έκδοση του περ. Ελληνικά
Γράμματα, 1930.
• Το θείο τραγί · Διηγήματα. Αθήνα, Μαυρίδης, 1933.
• Μαριάμπας · Μυθιστόρημα. Αθήνα, Παπαδογιάννης, 1935.
• Το σόλο του Φίγκαρω · Μυθιστόρημα. Αθήνα, Γκοβόστης, 1938.
• Η περίπολος Ζ’ · Χρονικό από τον Α’ παγκόσμιο. Αθήνα, 1972.
• Το Βατερλώ δυο γελοίων · Μυθιστόρημα. Αθήνα, Μαυρίδης, 1959.
• Η μαθητευομένη των τακουνιών. Αθήνα, Δίφρος, 1960.
• Φυγή προς τα Εμπρός · Μυθιστόρημα. Αθήνα, 1976.
• Το ’21 και η αλήθεια - Η τράπουλα - Οι γαλατάδες, ιστορία. Αθήνα, 1971-
1977.
• Τυφλοβδομάδα στη Χαλκίδα · Διηγήματα. Αθήνα, 1973.
• Τρεις άδειες καρέκλες · Διηγήματα. Αθήνα, 1976.
• Τα πουλιά με το λάστιχο · Χρονογραφήματα. Αθήνα, 1978.
• Σπαζοκεφαλιές στον ουρανό · Αντιδιηγήματα. Αθήνα, 1979.
Ποίηση
• Ουλαλούμ. Αθήνα, Γραφείο Πνευματικών Υπηρεσιών, 1936.
• Εαυτούληδες. Αθήνα, 1950.
• Βοϊδάγγελοι. Αθήνα, Αίγαγρος, 1968.
• Άπαντες στίχοι 1936-1970. Αθήνα, Επτάλοφος, 1970.

Θεάτρο 
• Ο ήχος του κώδωνος. Αθήνα, Μαυρίδης, 1950.
• Ο Σεβαλιέ σερβάν της κυρίας. Αθήνα, 1971.
• Τα καγκουρώ. Αθήνα, 1979.
• Αντι - Καραγκιόζης ο μέγας. Αθήνα, 1977.
• Η κυρία του τραίνου. Αθήνα, 1980.
• Ο πάτερ Συνέσιος. Αθήνα, 1980.
Στο κατάφωτο -τι ωραία- πανί μας,
να προβαίνουμε, Καραγκιόζη μου, αχ! τι;
αχ! τι μέθη, ως κρυφά θα κινεί μας
να πηγαίνουμε -η ζωή- πηδηχτοί!
«Commedie dell’ Arte», Βοϊδάγγελοι, 1968
Το θείο τραγί (1933): εκτενές αφήγημα το οποίο έδωσε το όνομά του στη
συλλογή διηγημάτων στην οποία συμπεριλήφθηκε. Έκτοτε, εκδίδεται
αυτόνομο. Αφηγητής και κεντρικός χαρακτήρας στο έργο είναι ο Γιάννης,
ένας «αλήτης», όπως αυτοχαρακτηρίζεται, ο οποίος επιστρέφει στον τόπο
καταγωγής του μετά από την περιπλάνησή του σε διάφορα μέρη του
κόσμου. Το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης καλύπτει η παραμονή και η
εργασία του σε ένα αρχοντικό, όπου ζει μια παλιά του αγάπη παντρεμένη
με έναν πλούσιο αστό. Ο ήρωας διαβάλλει τις σχέσεις όσων ζουν στον
πύργο από τους υπηρέτες μέχρι και το ίδιο το ζευγάρι. Αφού έρθει σε
σεξουαλική επαφή με τη σύζυγο του αφέντη φεύγει από το αγρόκτημα και
συνεχίζει την περιπλάνησή του στον κόσμο. «Γέννημα των αρχών της
δεκαετίας του '30, όπου μόλις έχουν κάνει την εμφάνισή τους τα πρώτα
δείγματα ανανεωμένης πεζογραφίας, και ενώ η παράδοση είναι ακόμα
κυρίαρχη, το Θείο Τραγί θέτει τις βάσεις για το ελληνικό αντιμυθιστόρημα
[...]» (Κωστίου 1993). Ο Σκαρίμπας παρουσιάζει για πρώτη φορά το
πρότυπο του αντιήρωα, ενός κυνικού καιροσκόπου, ενός ανθρώπου του
ενστίκτου που «φοβάται μη γίνει καλός και τον αρνηθούν οι διαβόλοι».
Μαριάμπας (1935): Σε τριτοπρόσωπη αφήγηση παρακολουθούμε
τον παράδοξο τρόπο με τον οποίο ενεργεί (και εν τέλει πεθαίνει) ο
πρωταγωνιστής του έργου, ο δημόσιος υπάλληλος και συγγραφέας,
Ιωάννης Μαριάμπας, [...] προκαλώντας αναστάτωση αλλά και
ασκώντας μυστηριώδη γοητεία στην μικρή κοινωνία της Χαλκίδας.
Πιο συγκεκριμένα ο Ιωάννης Μαριάμπας, διευθυντής γεωπόνος, στο
τρένο καθ’ οδόν προς τη Χαλκίδα, όπου μετατέθηκε, συναντά τον Ι.
Πιττακό, ερασιτέχνη γεωπόνο και σωσία του. Του εκμυστηρεύεται
ότι θέλει να αυτοκτονήσει γιατί δεν μπορεί να παντρευτεί την
αγαπημένη του όσο η μεγάλη και άσχημη αδερφή της παραμένει
ανύπαντρη. Ο Πιττακός του ζητάει να καθυστερήσει την αυτοκτονία
και αναλαμβάνει να τον υποκαταστήσει και να ζητήσει αυτός σε γάμο
τη μεγάλη αδερφή ώστε ο Μαριάμπας μετά να παντρευτεί τη
μικρότερη. Τα πράγματα όμως τελικά μπερδεύονται περισσότερο και
αποφασίζει να αυτοκτονήσει αυτός (ο Πιττακός) χαρίζοντας στο φίλο
του το δικό του όνομα.
Η ποίηση του Γ. Σκαρίμπα και η γενιά του ‘20
«Μόνο με δυο στίχους»
Έτσι λοιπόν! Πάντα ωραία και πάντα, θάναι, σάμπως,
όνειρο αέρινο οι άνεμοι κι οι φουσκοθαλασσιές
και θα μαγεύει παντοτεινά ένα πλοίο όταν στο θάμπος
το εσπερινό αϋλώνεται σ’ ανταύγειες χρυσές.

Πάντα και πάντα, ναι, χρυσός – άνθινη ωραία γιρλάντα,


θάρχετ’ ο κύκλος των πουλιών στου χρόνου τα φτερά
κι η λεύκα θαν’ παντοτεινά ωραία, πάντα και πάντα,
όταν –τρελή– με τις φωνές των άνεμων σφυρά.

Μόνον εγώ, μόνον εγώ, ποτέ δεν ήμουν πλοίο,


μήτε αέρινο όνειρο, μήτε πουλί σε ανθό,
ήρθα στον κόσμο με πλατύ μέτωπο, ορθό και λείο,
μόνο δυο στίχους μου σκληρούς να πω και να χαθώ…
Τα ρομπότ, Γ. Σκαρίμπας [Tι νέοι που φτάσαμεν εδώ...], Κ. Καρυωτάκης
 

Λοιπόν ωραία! Εφτάσαμε, ποιος ξέρει από τι κήπους Tι νέοι που φτάσαμεν εδώ, στο έρμο νησί, στο χείλος
Ξένα πουλιά γης άγνωστης – Πρώσσοι εδώ ατενείς- του κόσμου, δώθε απ' τ' όνειρο και κείθε από τη γη!
Και είμαστ’ εδώ (στης χάλκινης καρδιάς μας μπρος τους χτύπους) Όταν απομακρύθηκεν ο τελευταίος μας φίλος,
Μ’ άγνωστο εντός μας γύρισμα και ρόγχο μηχανής ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιωνία πληγή.
 
 
Mε μάτι βλέπουμε αδειανό, με βήμα τσακισμένο
Κι ήταν ωραία – πρώτο φτερό- άκρη, άκρη τα’ ακρωτηρίου τον ίδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
Της χίμαιρας ως στάθκαμε με πόζες και ρυθμούς νιώθουμε τ' άρρωστο κορμί, που εβάρυνε, σαν ξένο,
Με στήθος κούφιο, ακούοντας εντός μας του μυστήριου υπόκωφος από μακριά η φωνή μας φτάνει αχός.
Τη ρόδα, πόθους να γυρνά , γρανάζια και αριθμούς  
  H ζωή διαβαίνει, πέρα στον ορίζοντα σειρήνα,
μα θάνατο, καθημερνό θάνατο και χολή
Πρώτο φτερό – τι πήδημα ! – Παράδεισος που εχάθη
μόνο, για μας η ζωή θα φέρει, όσο αν γελά η αχτίνα
Η πρώτη ανυπαρξία μας (αργά τάχα ή νωρίς;) του ήλιου και οι αύρες πνέουνε. Kι είμαστε νέοι, πολύ
Κι είμαστ’ –α- χα! – απ’ το υλικό ( να ζούμε χωρίς λάθη)  
Πούν’ – με σοφία- οι ηλίθιοι και οι σοφοί ν’ χωρίς… νέοι, και μας άφησεν εδώ, μια νύχτα, σ' ένα βράχο,
  το πλοίο που τώρα χάνεται στου απείρου την καρδιά,
Λειψοί ή περίσσοι; Αίνιγμα! Μυστήριο γύρω οι τόποι χάνεται και ρωτιόμαστε τι να 'χουμε, τι να 'χω,
που σβήνουμε όλοι, φεύγουμ' έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά!
Και ο σπαραγμός της μύτης μας μοιάζει άνθος του ουρανού
-Δε φτάσαμε ή περάσαμε – κι εμείς – νάμαστ’ ανθρώποι;
Δώθες τάχα σταθήκαμε ή πέρα από το νου;
Χαρακτηριστικά της ποιητικής του Σκαρίμπα
1) η σχέση του με τη γλώσσα
2) στίξη και τυπογραφική διάταξη
3) θεματικά μοτίβα
4) η Χαλκίδα
η γλώσσα
• έντονα ιδιωματική
 
Μακριά από εμέ τον ανύποπτο και αγαθό επαρχιώτη να θελήσω «να υπεισέλθω»
−επιτρέψατέ μου να το πω− στην πολυδαίδαλη και απίθανη φρασεολογία που γενικά
χαρακτηρίζει τον πρωτευουσιάνικο σοφολογιοτατισμό [...].
(Επιστολή Γ.Σκαρίμπα προς Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο, Χαλκίδα, 1993)
 
• με απότομες εναλλαγές στην καθαρεύουσα
 
Τον έβριζα τώρα σε μια καθαρεύουσα εξαίσια, με σύστημα, με επιστημολογία και τέμπο
Π α λ α ι ο ά ν θ ρ ω π ε έλεγα, ζώον της συνομοταξίας των σπονδυλωτών, της τάξεως
των τετραπόδων, της οικογενείας των θηλαστικών… ήγουν όνε, κοινώς γάιδαρε! Κι
ήθελα να τον μπατσίσω στα μούτρα. (Σκαρίμπας 1992, 30)
 
Και τολοιπόν ξακολούθησα: «ως νυν γνωστόν σοι… (και δεν ξέρω γιατί άρχισα εκειδά
καθαρεύουσα) ο συρρεαλισμός είναι επίγραμμα, τέχνη συνειρμική δήλον δη. Και αντλεί
εξ ενστίκτου…» και πηγαίνοντας σιγά και εξηγώντας του, τον έφερα μπρος σε κειό το
μπακάλικο. (Σκαρίμπας 1992, 43)
η γλώσσα

• δημιουργία καινούριων λέξεων


π.χ. χωρατάτος, πισωπατητός, φυτονευρική

κάποτε δίχως νόημα


π.χ. Σιβάνιο
 

• αυτομεταφράσεις σε γλώσσες που επινοεί

Άρχισα λοιπόν πιστότατη μία μετάφραση. Έλεγα. «Δύο γαλαί, αναρριχηθείσαι επί
τοίχου…» Κίκισαμπατάν νάτρ ανεφίσβλ… «ήρχισαν εν ν-ι-α-ούρισμα τέλειον…», ιλ πιπρόν
ζιφς αραμάουερ φάαρτ…
(Σκαρίμπας 1992, 28)
 
• Με τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποιεί τις μεταφράσεις, χρησιμοποιεί και σε άλλα
έργα τους αναγραμματισμούς («Κομμωτής Κυριών») καθώς και τις έντονα
ανορθόγραφες λέξεις («Ο κύριος του Τζάκ»).
η γλώσσα

• κυριολεκτική χρήση μεταφορικών φράσεων


 
«Οι αντίπαλοι άφησαν επί του πεδίου της μάχης οκτακοσίους νεκρούς». Τι θα πει
αυτό; Απλούστατα: ότι είχαν πάρει μαζί τους οι αντίπαλοι οκτακοσίους νεκρούς και
τους αφήκαν στο πεδίο της μάχης. Ήσαν φτιαχμένοι –οι οχτακόσιοι αυτοί− για
νεκροί. Έτσι και η μάχη έγινε και οι νεκροί πιάσαν τόπο. Δεν πήγαν χαμένοι. Να γιατί
τολοιπόν θα τον σκότωνα: γιατί θα ήταν για σκότωμα. (Σκαρίμπας 1992, 51)
 
• αμφισημίες (φωνολογικές, μορφολογικές, γραμματικές και συντακτικές)
 
«Π ο ρ τ ο κ ά λ ι α μ ε γ ά λ α» όξω ακούστηκαν τα διαλαλητά δύο μικρών.
−Μαμάκα… την αρωτάει [το παιδί της], τα πορτοκάλια είναι −δω− γάλα γιομάτα;
−Όχι, παιδί μου, μα γιατί το ρωτάς;
−Τότε γιατί τα παιδιά λένε ψέματα; Φωνάζουν πορτοκάλια με γάλα!
(Σκαρίμπας 1994, 41)
στίξη και τυπογραφική διάταξη

Επίσης «τόσο η στίξη όσο και η τυπογραφική διάταξη, σε


συνδυασμό με τη στριφνή σύνταξη του κειμένου παίζουν
καθοριστικό ρόλο στην αφηγηματική τεχνική του συγγραφέα
[…]. Το αποτέλεσμα είναι αυτό στο οποίο σκοπεύει και η
γλώσσα: η αίσθηση του διαταραγμένου του εκτός κανόνων και
ορίων. […] Τέλος, […] στηρίζουν κατά πολύ τη θεατρικότητα
του έργου, αφού καθορίζουν την εκφορά του κειμένου».
(Κωστίου 1992, 138)
θεματικά μοτίβα

• μη άνθρωποι

κούκλες βιτρίνας, κουρδιστά ανδρείκελα, ρομπότ, ίσκιοι, φιγούρες


θεάτρου σκιών και κουκλοθεάτρου, μαριονέτες

Λουΐζα κοιμάσαι… Σταύρωσες των ματιών τα τσίνουρα και μοιάζουν σαν δυο
μισά στεφάνια απ’ αγκάθια. Ποιος ξέρει τι σκέφτεσαι, από τι ροδίτσες μικρές
κι ελατήρια είσαι καμωμένη από μέσα… (Σκαρίμπας 1992, 68)

• χαρακτήρες απροσάρμοστοι στο περιβάλλον τους

αντιηρωισμός, παράλογο, χώρος όπερας, τσίρκου, θεάτρου


θεματικά μοτίβα

• το καράβι (σε συνδυασμό με το μοτίβο του εισιτηρίου και του δρόμου) :

Την αυγή δεν τό δα! Στα νερά επροχώρει


μια γραμμή –που τα ουράνια σμίγει−
φιδωτή που δείχνει πούθε το βαπόρι,
πούθε το βαπόρι −μου− είχε φύγει.
…………………………………….….
Τώρα, πιο θλιμμένος την ψυχή μου ανοίγω,
τραγουδεί πυκνά η λύπη εντός μου:
Αχ τι ευκαιρία πού χασα να φύγω
όξ’ από τα όρια του κόσμου!...
(Σκαρίμπας 1992, 120)
Χαλκίδα

Η σημασία του χώρου και του σκηνικού στο οποίο ο


καλλιτέχνης τοποθετεί την αφήγηση και τη δράση έχει μεγάλη
σημασία, πόσο μάλλον στην περίπτωση του Σκαρίμπα που ο
χώρος αυτός είναι πάντα και ρητά η Χαλκίδα. Ωστόσο δεν
πρόκειται για τη γεωγραφικά και ιστορικά προσδιορισμένη
Χαλκίδα, οι περιγραφές της πόλης «αντί να παραπέμπουν στον
πραγματικό χώρο, [την] μετουσιώνουν […] σε εσωτερικό
τοπίο και την ανάγουν σε χώρο ουτοπικό». (Κωστίου 1992, 130)
Το Σόλο του Φίγκαρω (1938)
Στο μυθιστόρημα Το σόλο του Φίγκαρω ο πρωταγωνιστής, Αντώνης
Σουρούπης, «σχιζοφρενής» και «μύωψ», περιπλανιέται στη Χαλκίδα
προσπαθώντας να γράψει ένα μυθιστόρημα. Πρώτα συναντάει το Ριχάρδο
Γκαμόν από τον οποίο κλέβει ένα τετραδιάκι στο οποίο θεωρεί ότι έχει
γράψει ένα αριστουργηματικό έργο. Πολύ γρήγορα όμως μετανιώνει για την
κλοπή, αποφασίζει να του το επιστρέψει και ξεκινά να τον αναζητά στην
πόλη. Στην περιπλάνησή του συναντά διάφορους ανθρώπους ανάμεσά τους
και τη Νίνα Δολόξα, μια πανέμορφη γυναίκα, την οποία και ερωτεύεται.
Εκείνη του μιλάει για τη δίδυμη αδερφή της, τη Λουίζα που είναι κουρδιστή
κούκλα και παίζει μουσική. Του δίνει ένα στιλέτο πείθοντάς τον ότι είναι το
κλειδί που την κουρδίζει και ότι αν το καρφώσει στο μέρος της καρδιάς της
θα ακούσει το σόλο του Φίγκαρω. Ο Σουρούπης ακολουθεί τις οδηγίες της
και σκοτώνει τελικά την κοπέλα, η οποία δεν είναι παρά η ίδια η Νίνα
Δολόξα, αφού Λουίζα δεν υπάρχει. Τα γεγονότα αυτά μας αφηγείται σε
πρώτο πρόσωπο ο ήρωας που, όπως μαθαίνουμε στο τέλος του έργου, είναι
έγκλειστος στο φρενοκομείο του Δαφνιού.
μοντερνιστικά χαρακτηριστικά
Ροη συνείδησης και εσωτερικός μονόλογος:

• Ροή συνείδησης είναι ένας όρος που χρησιμοποιούμε ειδικά για έναν τρόπο
αφήγησης που επιχειρεί να αναπαραγάγει, δίχως την παρέμβαση του
αφηγητή, το πλήρες φάσμα και τη συνεχή πορεία της νοητικής διεργασίας
ενός χαρακτήρα, κατά την οποία οι αισθητηριακές αντιλήψεις συμφύρονται
με συνειδητές και ημισυνειδητές σκέψεις, αναμνήσεις, προσδοκίες,
συναισθήματα και τυχαίους συνειρμούς. (Abrams 2005, 426)

• Ο εσωτερικός μονόλογος δεν είναι παρά υποκατηγορία της ροής συνείδησης,


όπου ο αναγνώστης παρακολουθεί την πορεία και το ρυθμό της συνείδησης
έτσι όπως ακριβώς εκτυλίσσονται στη σκέψη ενός χαρακτήρα. Στον
εσωτερικό μονόλογο δεν παρεμβαίνει ο συγγραφέας, ή εν πάση περιπτώσει,
επεμβαίνει ελάχιστα, για να περιγράψει, να καθοδηγήσει ή να σχολιάσει και
δεν εξομαλύνει τις ιδιομορφίες της νοητικής διεργασίας σε γραμματικές
προτάσεις ή σε μια λογική ή συνεκτική σειρά.
(Abrams 2005, 426)
μοντερνιστικά χαρακτηριστικά
Λειτουργία της ποιητικής γλώσσας:
• […] παύει να λειτουργεί ως μέσο αναφοράς στον εξωτερικό
κόσμο∙ οι μοντερνιστές ποιητές θέτουν ως κέντρο του
ενδιαφέροντός τους την ίδια τη γλώσσα που «γίνεται το
κεντρικό θέμα της ποίησης» και ο μόνος τρόπος δημιουργίας
του κόσμου.
(Καλλίνης 2001, 23)
μοντερνιστικά χαρακτηριστικά

Η αυτοαναφορικότητα
• Ενώ εγώ… αχ εγώ μόνο για να χάσκω στους δρόμους είμαι άξιος∙
να χάσκω και να τα βλέπω ούλα σαν όνειρο, σαν μία αταλεύτητη
σειρά ηττημένων: Τα καράβια να περνάν μεγαλόπρεπα και πάνω
τους να διασταυρώνουντ’ οι γλάροι. Κι οι διαβάτες να σπεύδουν∙
να περνάν όλοι αυτοί με ονόματα, με χειρονομίες και φρύδια. Κι
όλοι αυτοί θάρθουν κάποτε να μου πουν μες στ’ αφτί, όλοι την
ίδια λέξη: Σιβάνιο! Πώς να τάγραφα με πολύ «βίωμα» αυτά; Πώς
να τόκανα, να «σπάσω» και εγώ τους κανόνες; […] Ένα ποίημα
για το «Αποικία» φαίνεται πως αργότερα, θα γράψω.
(Σκαρίμπας 1992, 14-15)
υπερρεαλιστικά χαρακτηριστικά
• Η συγχώνευση σε ορισμένα σημεία του εσωτερικού
μονολόγου με τη συνειρμική διαδικασία: 

Τουλάϊστο να μην την είχα εγώ ερωτευτεί και να την αγάπαε


άλλος… Την είχα ερωτευτεί με τα ούλα μου έως αυτές μου τις
φόδρες. Πάσχουμε… μου λέγαν και οι κόπιτσες και των δυο μανικιών
μου, την αγαπάμε για χάρη σου. Αγαπάτε την… τους έλεγα τότε και
εγώ, τι σας βλάφτει; Και το λοιπόν την αγάπαγαν και δεν τις
έβλαφτε κι όλας. Και μάρεζε που δεν ήταν αυτό φοβερό και που δεν
μύριζε όλιο. Μάλιστα που μήτε Ουλαλούμ θα την φώναζα, παρά θα
την έκραζα Νάϊνα. (Σκαρίμπας 1992, 76)

 
• Η προσπάθεια απελευθέρωσης της γλώσσας (παιχνίδια
κυριολεξίας και μεταφοράς, αξιοποίηση της αμφισημίας των
λέξεων)
υπερρεαλιστικά χαρακτηριστικά
• οι παράδοξες και ανατρεπτικές εικόνες που συνθέτουν «τις
ατμόσφαιρες» του μυθιστορήματος

Παραπέμπουν σε διαδικασία ανάλογης της υπερρεαλιστικής


μεθόδου η οποία «έγκειται εν μέρει στην απόδοση ασυνήθων
ιδιοτήτων σε κοινά αντικείμενα, στην αντιπαράθεση επιφανειακά
ασχέτων αντικειμένων, ιδεών ή λέξεων και την εσκεμμένη
εξάρθρωση αντικείμενου και περιβάλλοντος». «Η αντιπαράθεση
[αυτή] ανόμοιων ιδεών και λέξεων χρησιμεύει για να διασπάσει
τον αναλογικό τρόπο του νου και να ελευθερώσει την φαντασία».
(Bigsby 1989, 88-89)
Ευχαριστούμε πολύ 

You might also like