Professional Documents
Culture Documents
Γιάννης Σκαρίμπας
Αποστολάκη Τιτίκα
Γιαννουλή Μίνα
«Καπετάν Σουρμελής ο Στουραΐτης»
και οι Καϋμοί στο Γριπονήσι
Το διήγημα αυτό κάμνει αμέσως ζωηρή εντύπωση για το δυνατό χρώμα
του και την έντονη προσωπικότητα του ύφους του [...]. Το θέμα παίρνει
ενδιαφέρον, οι τύποι είναι ολοζώντανοι, η διατύπωση καθαρή, η
συγκίνηση γνήσια, η οικονομία ζυγισμένη, όλα καλοβαλμένα. [... Η]
γλώσσα του, θρεμμένη από την πιο δροσερή πηγή, από τον λαό.
(Εισηγητική Επιτροπή του διαγωνισμού διηγήματος των Ελληνικών Γραμμάτων)
[... Ο] κ. Γιάννης Σκαρίμπας δεν είναι διηγηματογράφος. Θα μπορούσε να
τον έλεγε κανείς ηθογράφο ή καλύτερα χρονογράφο λαϊκό. [...] Ο
συγγραφέας θέλει το χωριάτη έτσι που τον βλέπει με τα μάτια του, έτσι
που τον ακούει με τ' αυτιά του. Για τη σχηματοποίησή του αποδέχεται ως
και την ιδιωματική γλώσσα, ως και τη χαλασμένη στο στόμα του
καθαρεύουσα. [...] Δεν μπορεί να συλλάβει τους τύπους από μέσα απ' την
ψυχή τους όσο κι αν προσπαθεί κάποτε.
(Φώτος Πολίτης, Εφ. Η Πρωία, 24/1/1930)
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Πεζογραφία
• Καϋμοί στο Γρυπονήσι · Διηγήματα. Αθήνα, έκδοση του περ. Ελληνικά
Γράμματα, 1930.
• Το θείο τραγί · Διηγήματα. Αθήνα, Μαυρίδης, 1933.
• Μαριάμπας · Μυθιστόρημα. Αθήνα, Παπαδογιάννης, 1935.
• Το σόλο του Φίγκαρω · Μυθιστόρημα. Αθήνα, Γκοβόστης, 1938.
• Η περίπολος Ζ’ · Χρονικό από τον Α’ παγκόσμιο. Αθήνα, 1972.
• Το Βατερλώ δυο γελοίων · Μυθιστόρημα. Αθήνα, Μαυρίδης, 1959.
• Η μαθητευομένη των τακουνιών. Αθήνα, Δίφρος, 1960.
• Φυγή προς τα Εμπρός · Μυθιστόρημα. Αθήνα, 1976.
• Το ’21 και η αλήθεια - Η τράπουλα - Οι γαλατάδες, ιστορία. Αθήνα, 1971-
1977.
• Τυφλοβδομάδα στη Χαλκίδα · Διηγήματα. Αθήνα, 1973.
• Τρεις άδειες καρέκλες · Διηγήματα. Αθήνα, 1976.
• Τα πουλιά με το λάστιχο · Χρονογραφήματα. Αθήνα, 1978.
• Σπαζοκεφαλιές στον ουρανό · Αντιδιηγήματα. Αθήνα, 1979.
Ποίηση
• Ουλαλούμ. Αθήνα, Γραφείο Πνευματικών Υπηρεσιών, 1936.
• Εαυτούληδες. Αθήνα, 1950.
• Βοϊδάγγελοι. Αθήνα, Αίγαγρος, 1968.
• Άπαντες στίχοι 1936-1970. Αθήνα, Επτάλοφος, 1970.
Θεάτρο
• Ο ήχος του κώδωνος. Αθήνα, Μαυρίδης, 1950.
• Ο Σεβαλιέ σερβάν της κυρίας. Αθήνα, 1971.
• Τα καγκουρώ. Αθήνα, 1979.
• Αντι - Καραγκιόζης ο μέγας. Αθήνα, 1977.
• Η κυρία του τραίνου. Αθήνα, 1980.
• Ο πάτερ Συνέσιος. Αθήνα, 1980.
Στο κατάφωτο -τι ωραία- πανί μας,
να προβαίνουμε, Καραγκιόζη μου, αχ! τι;
αχ! τι μέθη, ως κρυφά θα κινεί μας
να πηγαίνουμε -η ζωή- πηδηχτοί!
«Commedie dell’ Arte», Βοϊδάγγελοι, 1968
Το θείο τραγί (1933): εκτενές αφήγημα το οποίο έδωσε το όνομά του στη
συλλογή διηγημάτων στην οποία συμπεριλήφθηκε. Έκτοτε, εκδίδεται
αυτόνομο. Αφηγητής και κεντρικός χαρακτήρας στο έργο είναι ο Γιάννης,
ένας «αλήτης», όπως αυτοχαρακτηρίζεται, ο οποίος επιστρέφει στον τόπο
καταγωγής του μετά από την περιπλάνησή του σε διάφορα μέρη του
κόσμου. Το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης καλύπτει η παραμονή και η
εργασία του σε ένα αρχοντικό, όπου ζει μια παλιά του αγάπη παντρεμένη
με έναν πλούσιο αστό. Ο ήρωας διαβάλλει τις σχέσεις όσων ζουν στον
πύργο από τους υπηρέτες μέχρι και το ίδιο το ζευγάρι. Αφού έρθει σε
σεξουαλική επαφή με τη σύζυγο του αφέντη φεύγει από το αγρόκτημα και
συνεχίζει την περιπλάνησή του στον κόσμο. «Γέννημα των αρχών της
δεκαετίας του '30, όπου μόλις έχουν κάνει την εμφάνισή τους τα πρώτα
δείγματα ανανεωμένης πεζογραφίας, και ενώ η παράδοση είναι ακόμα
κυρίαρχη, το Θείο Τραγί θέτει τις βάσεις για το ελληνικό αντιμυθιστόρημα
[...]» (Κωστίου 1993). Ο Σκαρίμπας παρουσιάζει για πρώτη φορά το
πρότυπο του αντιήρωα, ενός κυνικού καιροσκόπου, ενός ανθρώπου του
ενστίκτου που «φοβάται μη γίνει καλός και τον αρνηθούν οι διαβόλοι».
Μαριάμπας (1935): Σε τριτοπρόσωπη αφήγηση παρακολουθούμε
τον παράδοξο τρόπο με τον οποίο ενεργεί (και εν τέλει πεθαίνει) ο
πρωταγωνιστής του έργου, ο δημόσιος υπάλληλος και συγγραφέας,
Ιωάννης Μαριάμπας, [...] προκαλώντας αναστάτωση αλλά και
ασκώντας μυστηριώδη γοητεία στην μικρή κοινωνία της Χαλκίδας.
Πιο συγκεκριμένα ο Ιωάννης Μαριάμπας, διευθυντής γεωπόνος, στο
τρένο καθ’ οδόν προς τη Χαλκίδα, όπου μετατέθηκε, συναντά τον Ι.
Πιττακό, ερασιτέχνη γεωπόνο και σωσία του. Του εκμυστηρεύεται
ότι θέλει να αυτοκτονήσει γιατί δεν μπορεί να παντρευτεί την
αγαπημένη του όσο η μεγάλη και άσχημη αδερφή της παραμένει
ανύπαντρη. Ο Πιττακός του ζητάει να καθυστερήσει την αυτοκτονία
και αναλαμβάνει να τον υποκαταστήσει και να ζητήσει αυτός σε γάμο
τη μεγάλη αδερφή ώστε ο Μαριάμπας μετά να παντρευτεί τη
μικρότερη. Τα πράγματα όμως τελικά μπερδεύονται περισσότερο και
αποφασίζει να αυτοκτονήσει αυτός (ο Πιττακός) χαρίζοντας στο φίλο
του το δικό του όνομα.
Η ποίηση του Γ. Σκαρίμπα και η γενιά του ‘20
«Μόνο με δυο στίχους»
Έτσι λοιπόν! Πάντα ωραία και πάντα, θάναι, σάμπως,
όνειρο αέρινο οι άνεμοι κι οι φουσκοθαλασσιές
και θα μαγεύει παντοτεινά ένα πλοίο όταν στο θάμπος
το εσπερινό αϋλώνεται σ’ ανταύγειες χρυσές.
Λοιπόν ωραία! Εφτάσαμε, ποιος ξέρει από τι κήπους Tι νέοι που φτάσαμεν εδώ, στο έρμο νησί, στο χείλος
Ξένα πουλιά γης άγνωστης – Πρώσσοι εδώ ατενείς- του κόσμου, δώθε απ' τ' όνειρο και κείθε από τη γη!
Και είμαστ’ εδώ (στης χάλκινης καρδιάς μας μπρος τους χτύπους) Όταν απομακρύθηκεν ο τελευταίος μας φίλος,
Μ’ άγνωστο εντός μας γύρισμα και ρόγχο μηχανής ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιωνία πληγή.
Mε μάτι βλέπουμε αδειανό, με βήμα τσακισμένο
Κι ήταν ωραία – πρώτο φτερό- άκρη, άκρη τα’ ακρωτηρίου τον ίδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
Της χίμαιρας ως στάθκαμε με πόζες και ρυθμούς νιώθουμε τ' άρρωστο κορμί, που εβάρυνε, σαν ξένο,
Με στήθος κούφιο, ακούοντας εντός μας του μυστήριου υπόκωφος από μακριά η φωνή μας φτάνει αχός.
Τη ρόδα, πόθους να γυρνά , γρανάζια και αριθμούς
H ζωή διαβαίνει, πέρα στον ορίζοντα σειρήνα,
μα θάνατο, καθημερνό θάνατο και χολή
Πρώτο φτερό – τι πήδημα ! – Παράδεισος που εχάθη
μόνο, για μας η ζωή θα φέρει, όσο αν γελά η αχτίνα
Η πρώτη ανυπαρξία μας (αργά τάχα ή νωρίς;) του ήλιου και οι αύρες πνέουνε. Kι είμαστε νέοι, πολύ
Κι είμαστ’ –α- χα! – απ’ το υλικό ( να ζούμε χωρίς λάθη)
Πούν’ – με σοφία- οι ηλίθιοι και οι σοφοί ν’ χωρίς… νέοι, και μας άφησεν εδώ, μια νύχτα, σ' ένα βράχο,
το πλοίο που τώρα χάνεται στου απείρου την καρδιά,
Λειψοί ή περίσσοι; Αίνιγμα! Μυστήριο γύρω οι τόποι χάνεται και ρωτιόμαστε τι να 'χουμε, τι να 'χω,
που σβήνουμε όλοι, φεύγουμ' έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά!
Και ο σπαραγμός της μύτης μας μοιάζει άνθος του ουρανού
-Δε φτάσαμε ή περάσαμε – κι εμείς – νάμαστ’ ανθρώποι;
Δώθες τάχα σταθήκαμε ή πέρα από το νου;
Χαρακτηριστικά της ποιητικής του Σκαρίμπα
1) η σχέση του με τη γλώσσα
2) στίξη και τυπογραφική διάταξη
3) θεματικά μοτίβα
4) η Χαλκίδα
η γλώσσα
• έντονα ιδιωματική
Μακριά από εμέ τον ανύποπτο και αγαθό επαρχιώτη να θελήσω «να υπεισέλθω»
−επιτρέψατέ μου να το πω− στην πολυδαίδαλη και απίθανη φρασεολογία που γενικά
χαρακτηρίζει τον πρωτευουσιάνικο σοφολογιοτατισμό [...].
(Επιστολή Γ.Σκαρίμπα προς Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο, Χαλκίδα, 1993)
• με απότομες εναλλαγές στην καθαρεύουσα
Τον έβριζα τώρα σε μια καθαρεύουσα εξαίσια, με σύστημα, με επιστημολογία και τέμπο
Π α λ α ι ο ά ν θ ρ ω π ε έλεγα, ζώον της συνομοταξίας των σπονδυλωτών, της τάξεως
των τετραπόδων, της οικογενείας των θηλαστικών… ήγουν όνε, κοινώς γάιδαρε! Κι
ήθελα να τον μπατσίσω στα μούτρα. (Σκαρίμπας 1992, 30)
Και τολοιπόν ξακολούθησα: «ως νυν γνωστόν σοι… (και δεν ξέρω γιατί άρχισα εκειδά
καθαρεύουσα) ο συρρεαλισμός είναι επίγραμμα, τέχνη συνειρμική δήλον δη. Και αντλεί
εξ ενστίκτου…» και πηγαίνοντας σιγά και εξηγώντας του, τον έφερα μπρος σε κειό το
μπακάλικο. (Σκαρίμπας 1992, 43)
η γλώσσα
Άρχισα λοιπόν πιστότατη μία μετάφραση. Έλεγα. «Δύο γαλαί, αναρριχηθείσαι επί
τοίχου…» Κίκισαμπατάν νάτρ ανεφίσβλ… «ήρχισαν εν ν-ι-α-ούρισμα τέλειον…», ιλ πιπρόν
ζιφς αραμάουερ φάαρτ…
(Σκαρίμπας 1992, 28)
• Με τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποιεί τις μεταφράσεις, χρησιμοποιεί και σε άλλα
έργα τους αναγραμματισμούς («Κομμωτής Κυριών») καθώς και τις έντονα
ανορθόγραφες λέξεις («Ο κύριος του Τζάκ»).
η γλώσσα
• μη άνθρωποι
Λουΐζα κοιμάσαι… Σταύρωσες των ματιών τα τσίνουρα και μοιάζουν σαν δυο
μισά στεφάνια απ’ αγκάθια. Ποιος ξέρει τι σκέφτεσαι, από τι ροδίτσες μικρές
κι ελατήρια είσαι καμωμένη από μέσα… (Σκαρίμπας 1992, 68)
• Ροή συνείδησης είναι ένας όρος που χρησιμοποιούμε ειδικά για έναν τρόπο
αφήγησης που επιχειρεί να αναπαραγάγει, δίχως την παρέμβαση του
αφηγητή, το πλήρες φάσμα και τη συνεχή πορεία της νοητικής διεργασίας
ενός χαρακτήρα, κατά την οποία οι αισθητηριακές αντιλήψεις συμφύρονται
με συνειδητές και ημισυνειδητές σκέψεις, αναμνήσεις, προσδοκίες,
συναισθήματα και τυχαίους συνειρμούς. (Abrams 2005, 426)
Η αυτοαναφορικότητα
• Ενώ εγώ… αχ εγώ μόνο για να χάσκω στους δρόμους είμαι άξιος∙
να χάσκω και να τα βλέπω ούλα σαν όνειρο, σαν μία αταλεύτητη
σειρά ηττημένων: Τα καράβια να περνάν μεγαλόπρεπα και πάνω
τους να διασταυρώνουντ’ οι γλάροι. Κι οι διαβάτες να σπεύδουν∙
να περνάν όλοι αυτοί με ονόματα, με χειρονομίες και φρύδια. Κι
όλοι αυτοί θάρθουν κάποτε να μου πουν μες στ’ αφτί, όλοι την
ίδια λέξη: Σιβάνιο! Πώς να τάγραφα με πολύ «βίωμα» αυτά; Πώς
να τόκανα, να «σπάσω» και εγώ τους κανόνες; […] Ένα ποίημα
για το «Αποικία» φαίνεται πως αργότερα, θα γράψω.
(Σκαρίμπας 1992, 14-15)
υπερρεαλιστικά χαρακτηριστικά
• Η συγχώνευση σε ορισμένα σημεία του εσωτερικού
μονολόγου με τη συνειρμική διαδικασία:
• Η προσπάθεια απελευθέρωσης της γλώσσας (παιχνίδια
κυριολεξίας και μεταφοράς, αξιοποίηση της αμφισημίας των
λέξεων)
υπερρεαλιστικά χαρακτηριστικά
• οι παράδοξες και ανατρεπτικές εικόνες που συνθέτουν «τις
ατμόσφαιρες» του μυθιστορήματος