You are on page 1of 30

«ΜΠΑΜyes»

Σύνθεση κειμένων / Διασκευή : Τερέζα Λουίζου


«ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΤΕΣ» 2020

 TRACK 1 –POLICE
ΗΧΟΣ ΣΦΥΡΙΧΤΡΑΣ

 TRACK 2 - ΕΙΣΑΓΩΓΗ
εισαγωγικό δρώμενο – είσοδος ηθοποιών στη σκηνή
Fade out η μουσική όταν η γιατρός καθίσει στο παγκάκι

ΓΙΑΤΡΟΣ: Έχετε αναρωτηθεί ποτέ αν κάποιος που κάθεται δίπλα


σας ή… μπροστά σας είναι τρελός;
Για παρατηρήστε το διπλανό σας. Τι σκέφτεστε για εκείνον; Τώρα
στραφείτε προς αυτόν και πείτε του μια σκέψη. Οποιαδήποτε
σκέψη. Σας είναι δύσκολο ε;;;;

Θυμάστε όμως όταν ήμαστε παιδιά; Πού πήγε εκείνος ο


αυθορμητισμός, όπου η κάθε αφελής σκέψη γινόταν πράξη χωρίς
να περάσει από το φίλτρο της λογικής;
Πόσο συχνά λέτε πραγματικά αυτό που σκέφτεστε;

Ίσως ποτέ… γιατί φοβάστε μην σας πουν τρελούς!


Μην ξεχνάτε, όμως, ότι η τρέλα περιέχει τη λογική μερικές
φορές…
Άλλωστε και από τη λογική, συχνά δε λείπει ο παραλογισμός.

Πόσο νευριάζετε περιμένοντας ένα ταξί να περάσει και σας το


παίρνει κάποιος άλλος… που έκανε νόημα λίγο παρακάτω από
εσάς;

1
Είναι τρελό να μην πιστεύετε σε τίποτα;
Είναι δύσκολο να κρατήσετε την ψυχραιμία σας;
Πόσο επιτρέπετε να σας επηρεάζουν τα προβλήματα των άλλων;
Πόσο συχνά δίνετε χρόνο σε κάποιον να σας πει για τον εαυτό
του; Εσείς οι ίδιοι μιλάτε ποτέ πραγματικά για σας;
Μήπως βιαστήκατε να κρίνετε τον «τρελό» που συναντήσατε;

ΤΕΡΕΖΑ: Ααααααααααααα
ΓΙΑΤΡΟΣ: Τι συμβαίνει; Πάλι εφιάλτης;
ΤΕΡΕΖΑ: Ναι γιατρέ… ένα απ’ αυτά τα παράξενα όνειρα.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Ηρέμησε… Θες να το μοιραστείς μαζί μου;
ΤΕΡΕΖΑ: . Ονειρεύτηκα ότι ο πατέρας μου ήταν μέσα σε μια ψητή
πατάτα. Δεν είναι παράξενο; Ξαφνιάστηκα που τον είδα εκεί
μέσα… κι άρχισα να φοβάμαι πως και οι άλλοι γύρω μου θα
έβλεπαν τον πατέρα μου μέσα στην πατάτα και το πόσο μικρός
ήταν. Γι αυτό προσπάθησα να την κλείσω– αλλά μάλλον η πατάτα
έκαιγε – γιατί άρχισε να κλαίει κάθε φορά που την έκλεινα… κι έτσι
δεν ήξερα τι να κάνω. Σκέφτηκα να επιστρέψω το πιάτο και να πω
στον μάγειρα πως κάποιος είναι μέσα στην πατάτα μου όταν ο
πατέρας μου άρχισε να φωνάζει «μπάμιες… μπάμιες»… Τι μπάμιες
του λέω… θες να φας; Και τότε κατάλαβα! Δεν έλεγε μπάμιες.
Έλεγε «ΜΠΑΜyes»!!!!! Έτσι είσαι του λέω; Άρπαξα κι εγώ το
μαχαίρι… τον πασάλειψα με βούτυρο και τον έφαγα!
ΓΙΑΤΡΟΣ: Ηρέμησε… όλα καλά! Ξέρεις, η ψητή πατάτα συμβολίζει
τη μήτρα ή το μέρος που προσπαθείς να βάλεις τον πατέρα σου,
σύμφωνα με την Οιδιπόδεια σύγκρουση…
ΤΕΡΕΖΑ: Ποια;;; δεν υπήρξε ποτέ τέτοιο πράγμα… Εγώ έχω να
τον δω από 6 χρονών, τότε που μας εγκατέλειψε για μια
«παρδαλή» όπως έλεγε η μάνα μου….Μήπως απλά πεινούσα;;;
ΓΙΑΤΡΟΣ: Ναι.. ίσως.. Θα πρότεινα ν’ αλλάξουμε θεραπεία

2
ΤΕΡΕΖΑ; Γιατρέ… Σας θυμίζω πως βρίσκομαι εδώ οικειοθελώς…
μη με ξεκάνετε με τίποτα ηλεκτροσόκ.
ΓΙΑΤΡΟΣ: Δεν χρησιμοποιούμε αυτή τη μέθοδο πια…
Οικειοθελώς ε;; Είσαι σίγουρη; Θα συμβουλευτώ τις σημειώσεις
μου. Πρέπει να επιβεβαιώσω αυτή την πληροφορία…
ΤΕΡΕΖΑ: Α: Δεν είναι καλά… βλέπω σύντομα να μας κάνει
παρέα…

ΕΛΕΝΗ: …. Καλημέρα!! Ήρθατε νωρίς σήμερα ε;... Είπα


Καλημέρα!!! Δεν μ’ ακούτε; Με συγχωρείτε, αλλά όταν δεν έχω
κάποιον να μιλήσω, μου ‘ρχεται να κρεμαστώ. Εσάς; Ποιος σας
κάνει παρέα; Α! Νομίζω έχετε ένα γιο! Τι τυχερή!!!... Τι ανόητη
που είμαι. Κι εγώ έχω έναν γιό… δύο παιδιά για την ακρίβεια. Δεν
μου κρατούν συντροφιά. Όμως εγώ δεν παραπονιέμαι… περνάω
καλά… δεν μου λείπει τίποτα… Έχω τα πάντα!!! Έχω… έχω ένα
ψυγείο!... Ναι ξέρω, όλοι έχουν ψυγείο. Αλλά το δικό μου… κάνει
στρογγυλά παγάκια!! Είχα κι ένα πλυντήριο με 24 προγράμματα…
δεν ξέρω όμως τι έγινε…. Εσάς σας κλειδώνουν ποτέ; Εμένα ναι!
Να ξέρεις ότι σε βλέπω! Δεν χρειάζεται να κρύβεσαι… Εσείς τον
βλέπετε από κει που κάθεστε; Μόνο ο ματάκιας μας έλειπε
σήμερα. Βλέπετε; Μια γυναίκα δεν μπορεί να κάνει την βόλτα της
κάπως ελαφριά ντυμένη… πρέπει να κυκλοφορεί με το παλτό της.
Να φορά και κουκούλα!... και τα σκι!... Όχι τίποτ’ άλλο, δε ξέρω και
σκι. Θα γκρεμιστώ και θα μείνω παράλυτη. Θα σε σκοτώσω
βρωμιάρη!! Έχω όπλο… τώρα θα δεις. Σας έκανα να γελάσετε!!
Νομίζετε πως είμαι τρελή; Καλύτερα να είμαι τρελή, παρά ν’
αφήσω κάθε μπάσταρδο να με ποδοπατά… Ή να συνεχίσω όπως
πρώτα … Κάθε τόσο να καταπίνω ένα κουτί «Βερονάλ»… Κατάπινα
κάθε στρογγυλό χάπι που έβρισκα! Ή θα ‘ταν καλύτερα να κόψω
τις φλέβες μου, όπως έκανα πριν από τρεις μήνες; Κοιτάξτε εδώ …
έχω ακόμα τις ουλές… βλέπετε; Όχι, κυρία, λυπάμαι, αλλά αυτή

3
την ιστορία δεν μπορώ να σας την διηγηθώ. Γνωριζόμαστε
ελάχιστα… Ίσως όμως μου κάνει καλό. Θα σας τα πω όλα… μπορεί
ν’ ανακουφιστώ! Λοιπόν… συνέβη εξ αιτίας ενός νεαρού…
δεκαπέντε χρόνια νεώτερου από μένα… Όταν βγαίναμε μαζί έξω,
ρωτούσαν αν είναι γιός μου… τόσο που ο άντρας μου ήτανε τελείως
ήσυχος… τον φώναζε μάλιστα για να μου κρατάει συντροφιά…
Ήτανε τότε που παραπονιόμουνα ότι πλήττω κάνοντας μόνο τις
δουλειές του σπιτιού… ζήτησα να μάθω εγγλέζικα… έτσι λοιπόν, ο
άντρας μου, βρήκε αυτόν τον νεαρό φοιτητή και τον έφερε στο
σπίτι.
Ντροπαλός… αμήχανος… γλυκός… ευαίσθητος… Πολύ
ερωτευμένος μαζί μου!!!
Δε ντρεπόμουν γι αυτό… αντίθετα, αισθανόμουν ευτυχισμένη.
Τραγουδούσα από το πρωί ως το βράδυ. Όχι – όχι!!! Το βράδυ
έκλαιγα.
Λίγο καιρό μετά κατάλαβα ότι είχε χάσει το μυαλό του… τόσο που
είχε κάτι αντιδράσεις ανησυχητικές. Ίδρωναν τα χέρια του…
τραύλιζε… Τι κάνω σκέφτηκα;;; Τα πράγματα παίρνουν το δρόμο
τους κι εγώ τ’ αφήνω έτσι… σαν παγωτό στο φούρνο!
Τότε ήταν που πήρα και τη μεγάλη απόφαση. Τέρμα! Τέρμα τα
εγγλέζικα… τέρμα όλα!
Εκείνος όμως το πήρε κατάκαρδα… ξεσήκωσε τον κόσμο… σωστή
τραγωδία. Στηνότανε κάτω από το σπίτι και περίμενε να βγω. Με
κοιτούσε με κείνα τα μεγάλα, τα γλυκά και μελαγχολικά μάτια… κι
εγώ ένιωθα ένα τσίμπημα… σα να με τρυπούσε μια βελόνα κατ’
ευθείαν στην καρδιά.
Κάποια μέρα μου έκανε κάτι… μια έκπληξη που με άφησε
αποσβολωμένη.
Κάτω στην πλατεία, ακριβώς απέναντι από το σπίτι… στον τοίχο…
ήταν γραμμένο με τεράστια γράμματα και με κόκκινη, κατακκόκκινη
μπογιά «Σ’ ΑΓΑΠΩ ΜΑΡΙΑ». Το είχε γράψει τη νύχτα… για μένα!

4
Ανατράπηκαν τα πάντα μέσα μου… ν’ ανακαλύπτεις ξαφνικά ότι
κάποιος σ’ αγαπάει τόσο πολύ!!!! Από την άλλη όμως… έχω δυο
παιδιά – έχω σύζυγο, σκεφτόμουν. Για να πάψω να σκέφτομαι,
άρχισα να πίνω. Να πίνω πολύ!... Σα φάρμακο… Με αποβλάκωνε.
Ένα βράδυ που ήμουν μόνη στο σπίτι… μεθυσμένη… χτυπάει το
κουδούνι. Ήταν η μητέρα του νεαρού! Τι αμηχανία! Μου λέει
«κυρία, μη με κρίνετε άσχημα αλλά είμαι απελπισμένη. Ο γιός μου
πεθαίνει από αγάπη για σας. Δεν τρώει, δεν κοιμάται, δεν πίνει…
Σώστε τον. Ελάτε τουλάχιστον να τον βοηθήσετε» Τι έπρεπε να
κάνω; Πήγα. Η μητέρα του μας άφησε μόνους. Εκείνος μ’
αγκαλιάζει… τον αγκαλιάζω κι εγώ. Με φιλάει… τον φιλάω κι εγώ.
Σ’ αγαπώ, φώναζε εκείνος… σ’ αγαπώ, φώναζα κι εγώ. Σ’ αγαπώ…
σ’ αγαπώωωωωωωωωω. Όλη η πολυκατοικία είχε βγει στα
παράθυρα. «Ποιος αγαπάει; Υπάρχει κάποιος που αγαπάει στο 4 ο
όροφο;» «Όχι. Σ’ εμάς δεν αγαπάει κανείς… ίσως αγαπούν στον
2ο»… Πάλι καλά που δεν με γνώριζαν. «Σ’ αγαπώ αλλά δεν μπορώ
να κάνω έρωτα μαζί σου» του είπα… «έχω παιδιά και σύζυγο».!
Τότε αυτός, με μια ξαφνική κίνηση, μένει γυμνός. Αρπάζει ένα
μαχαίρι, το βάζει στο λαιμό του και μου λέει «αν δεν με θες.. θ’
αυτοκτονήσω» Εγώ δεν είμαι φόνισσα. Να θυσιάσω τη ζωή ενός
νέου άντρα; Ποτέ! Γδύθηκα σε οκτώ δευτερόλεπτα!!! Τον κοιτάω..
με κοιτάει… και ξαφνικά ανοίγει η πόρτα κι ορμάει ο άντρας μου!
Εγώ, σαστισμένη, είπα «Α, εσύ είσαι;» - Δεν είναι ξέρετε κάτι που
σου συμβαίνει κάθε μέρα… θέλω να πω… να ‘σαι γυμνή με κάποιον
άλλον άντρα αγκαλιά, επίσης γυμνό, μπροστά στον άντρα σου.. που
για κακή σου τύχη είναι ντυμένος!
«Ναι. Εγώ είμαι αχρεία!», μου λέει. Με αποκάλεσε αχρεία… με
καταλαβαίνετε; Μετά άρχισε να φωνάζει σαν τρελός. Ήθελε να
στραγγαλίσει τον νεαρό… ήθελε να στραγγαλίσει εμένα. Εγώ
κρατούσα τα στόμα μου κλειστό. Ανοίγει τότε η πόρτα και
εμφανίζονται η μάννα, η αδελφή, η γιαγιά… Εγώ… τσίτσιδη. Τρέχω

5
στο μπάνιο, κλείνομαι μέσα, παίρνω ένα ξυραφάκι και χρατς-
χρουτς… κόβω όλες μου τις φλέβες. Τις έκοβα κατά μήκος… για να
πεθάνω μια ώρα αρχύτερα. Όμως ο σύζυγός μου έσπασε την
πόρτα με τον ώμο… κι όταν με είδε μου είπε «Δεν θα σε πάω στο
νοσοκομείο. Στο τρελάδικο θα σε πάω».
Έχει περάσει από τότε ένας μήνας κι ακόμα με κρατάνε
κλειδωμένη.. Παράνομη παρακράτηση ασφαλώς… Λέτε να
ειδοποιήσω την αστυνομία;

ΣΦΥΡΙΧΤΡΑ
Η γιατρός φέρνει στη σκηνή τη:
ΝΙΚΟΛΤΣΑ Καλημέρα. Τι είναι εδώ;

Ακολουθεί το κείμενο
«ΓΥΡΙΣΑ ΣΠΙΤΙ» με την ΝΙΚΟΛΙΤΣΑ
το οποίο δεν υπάρχει σε ηλεκτρονική μορφή.

ΝΙΚΟΛΕΤΑ : Τι ώρα είναι; Δεν χτύπησε πάλι αυτό το καταραμένο


ξυπνητήρι. Έλα, μωρό μου, έλα. Η μέρα μας αρχίζει. Ξύπνα!
Ξύπνα, τεμπελούτσικο. Πρέπει να φύγουμε.
Α!! κατουρήθηκες! Πριν 3 ώρες σε άλλαξα. Αρχικατρουλή… τώρα
που βιάζομαι! Πρέπει να τρέξουμε στον βρεφικό σταθμό… γιατί, αν
αργήσουμε δεν θα μας δεχτού Μα κοίτα.. μούσκεμα έχεις γίνει. Και
τώρα η μανούλα θα σου πλύνει το κωλαράκι Ζεστό νερό…. Μα τι
γίνεται; Τίποτα. Δεν έχει ζεστό νερό. Να δεις που αυτός ο χαζός
ο Λουίτζι θα έκλεισε τον θερμοσίφωνα. Όχι δεν είναι χαζός…
ήρθε το ζεστό νερό. Έλα μωρό μου κουράγιο… ας πλύνουμε πρώτα
το μουτράκι μας, για να γίνει το μωρό μου πιο όμορφο. Τι ωραία
φατσούλα που έχει το γλυκό μου – μοιάζει της μαμάς. Και τι ωραίο
κωλαράκι… μοιάζει του μπαμπά! Τώρα θα σε σκουπίσω και μετά
ένα καλό πασπάλισμα με… τριμμένο τυρί!!! Ποιος έβαλε το τυρί

6
στην θέση του ταλκ; Θεέ μου τι αταξία! Περίμενε να το μαζέψω
γιατί τόσο που κοστίζει… Θα το βάλουμε στην βραδινή σούπα
Άντε γρήγορα! Πρέπει να βιαστούμε. Ωραία! Κάτσε ήσυχο μια
στιγμή να πλυθεί κι η μανούλα. Σαπούνι… νερό… να πάρει… κόπηκε
το νερό!!! Με τι θα ξεβγαλθώ τώρα; Γαμώτο τσούζουν τα μάτια
μου … Πω – πω … θα βάλω λίγο σπρέι και πλένομαι στη δουλειά
Αααααααα!! Καίει- καίει!!!! Μα γιατί; Ασημί!!! Τι έβαλα;; Χρώμα για
καλοριφέρ! Πώς θα βγάλω το χρώμα; Διαλυτικό. Θ’ αγοράσω
διαλυτικό. Γρήγορα, δρόμο, τρέχουμε. κλειδί! Πού έβαλα το
κλειδί; Κάθε πρωί το ίδιο δράμα. Πρέπει να ψάξω το κλειδί.
Ψυχραιμία! Πρέπει να ηρεμήσω και να προσπαθήσω να θυμηθώ
λεπτό προς λεπτό τι έκανα χθες βράδυ. Λοιπόν.. έφτασα σπίτι.
Άνοιξα την πόρτα. Το μωρό στο δεξί χέρι, η τσάντα και το κλειδί
στο αριστερό. Ακουμπάω την τσάντα και την ζακέτα και το μωρό…
το μωρό το βάζω στην κούνια. Ξαναβγαίνω έξω. Παίρνω τις
τσάντες με τα ψώνια – κρατώντας πάντα το κλειδί στο χέρι. Το
κουτί με το γάλα κάτω από την μασχάλη. Μπαίνω μέσα… αφήνω τα
ψώνια κάτω και βάζω το γάλα στο ψυγείο… Λες να έβαλα στο
ψυγείο και το κλειδί; Όχι δεν είναι εδώ… αλλά δεν υπάρχει ούτε το
γάλα! Έβαλα όμως το απορρυπαντικό για το πλυντήριο πιάτων.
Είμαι τρελή! Θεότρελη! Αν έβαλα το απορρυπαντικό στο ψυγείο,
τότε θα έβαλα το γάλα στο πλυντήριο… Δεν είναι εδώ.. πάλι καλά.
Πού έβαλα το γάλα; Α! Στο μάτι… ναι, για την κρέμα του μωρού…
το θυμάμαι πολύ καλά. Μάλιστα για να έχω τα χέρια μου ελεύθερα,
έβαλα το κλειδί στα δόντια. Στα δόντια κι όχι πάνω στο τραπέζι.
Παίρνω το κατσαρολάκι… βάζω το γάλα μέσα… ανάβω το γκάζι.
Αφήνω το γάλα να βράσει και… πάντα με το κλειδί στα δόντια, πάω
να πιω ένα ποτήρι νερό… Κατάπια το κλειδί!!! Ε, ναι… αφού το είχα
στα δόντια μου… όχι, όχι δεν μπορεί. Το κλειδί μου έχει τρύπα,
όλο το βράδυ θα σφύριζα… Τότε που έβαλα το κλειδί;;; Θυμάμαι
ότι πήρα μια λεκανίτσα για το μπάνιο του μωρού. Την γεμίζω με

7
ζεστό νερό και πιάνω την σόδα πάντα βάζω δυο κουταλιές σόδα
στο μπάνιο του… Λες να μου έπεσε μέσα στο βάζο; Ζάχαρη!!!
Ποιος έβαλε ζάχαρη στο βάζο της σόδας;;; Πόσες μέρες πλένω το
μωρό μου με ζάχαρη; Να γιατί η αδελφή στον βρεφικό σταθμό μου
είπε «Πρέπει να κρατάω το παιδί συνεχώς κλειδωμένο μέσα…
μόλις το βγάλω έξω μέλισσες, σφήγκες και μύγες πέφτουν πάνω
του…» Καημένο μωρό!!!
Μετά πάω να πάρω το μωρό… πού είναι το μωρό;;; Έχασα το
μωρό! Πού έβαλα το μωρό;; Στο ψυγείο; Στο πλυντήριο πιάτων;
Στο ντουλάπι! Είχα βάλει το μωρό στο ντουλάπι!!!!

(γέλια που κόβονται απότομα από τον ήχο της σειρήνας)


 TRACK 3. POLICE

ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Όλα είναι χάλια. Χάλια. Κοίτα χάλια. Τα μαλλιά μου


είναι χάλια. Τα ρούχα μου είναι χάλια.
Θα ήθελα να σας μιλήσω για τη ζωή. Είναι τόσο δύσκολο να ζει
κανείς. Έτσι δεν είναι ; Είναι πολύ δύσκολο να ζεις κάθε μέρα και
να πρέπει να επιβιώσεις. Έχεις ν’ αντιμετωπίσεις τόσους
ανθρώπους
Πήγα στο σουπερμάρκετ ν’ αγοράσω μια κονσέρβα τόνο κι ένας
ηλίθιος στεκόταν ακριβώς μπροστά εκεί που ήθελα ν’ απλώσω το
χέρι μου για να πάρω τον τόνο.
Περίμενα λίγο μήπως κάνει στην άκρη, αλλά δεν έκανε.
Καταλαβαίνω, ήθελε κι αυτός ν’ αγοράσει μια κονσέρβα τόνο, αλλά
αργούσε πάρα πολύ. Διάβαζε όλα τα συστατικά κάθε κονσέρβας,
λες και διάβαζε βιβλίο. Ένα πολύ βαρετό βιβλίο. Κι έτσι περίμενα
πολλή ώρα! Πάρα πολύ ώρα!!! Αλλά εκείνος δεν κουνιόταν κι εγώ
δεν μπορούσα να φτάσω τις κονσέρβες με το τόνο. Σκέφτηκα να
του πω να κάνει στην άκρη, αλλά μετά σκέφτηκα ότι θα πρέπει να

8
είναι πολύ ηλίθιος για να μην έχει καταλάβει από μόνος του ότι θα
έπρεπε ήδη να έχει κάνει στην άκρη και μ’ έπιασε ένας φόβος πως
θα ήταν μάταιο να του μιλήσω. Το πολύ - πολύ να μου έλεγε : «Θα
κάνω στην άκρη όταν γουστάρω εγώ, παλιομαλάκω» ! Και τότε τι
θα έκανα ; Γι’ αυτό, απ’ τα νεύρα μου, άρχισα να κλαίω, αλλά από
μέσα μου, μην ενοχλήσω κανένα. Και παρ’ όλο που έκλαιγα από
μέσα μου, αυτός ο ηλίθιος πάλι δεν καταλάβαινε πως μ’ εμπόδιζε
να φτάσω τον γαμημένο το τόνο. Οι άνθρωποι μπορεί να γίνουν
πολύ αναίσθητοι. Τους μισώ.
Γι αυτό, Σήκωσα κι εγώ τη γροθιά μου και τον βάρεσα με πολλή
δύναμη στο κεφάλι και ούρλιαξα<;
:«Θα κάνετε στην άκρη, παλιομαλάκα ;» !!!: Κι αυτός έπεσε χάμω…
κι έμοιαζε σα χαμένος κι ένα παιδάκι έβαλε τα κλάματα κι εγώ
συνέχισα να κλαίω, και δεν ήθελα πια τον τόνο, τι να τον κάνω ;-
κι έβαλα τις φωνές στο παιδάκι να σκάσει, γιατί με το κλάμα του
είχαν γυρίσει και με κοιτούσαν όλοι- και βγήκα τρέχοντας από το
σουπερμάρκετ και σκέφτηκα, θα πάω στο Μουσείο ! Χρειάζομαι
Τέχνη αυτή τη στιγμή, όχι τόνο…
Όμως, ξέρετε πόσο είναι δύσκολο να βρει κανείς ταξί. Σήκωσα το
χέρι μου, αλλά ένας απαίσιος άντρας που ήρθε μετά από εμένα,
σήκωσε κι αυτός το χέρι του κι ο ταξιτζής σταμάτησε και τον πήρε
επειδή είδε αυτόν πρώτο κι όχι εμένα. Και το άδικο μ’ έκανε να
κλάψω. Το έχασα λοιπόν εκείνο το ταξί και ξανασήκωσα το χέρι
μου … και τα επόμενα τρία ταξί ήταν όλα γεμάτα - παρ’ όλο που
ένα είχε αναμμένη τη σημαία του που σήμαινε πως ήταν ελεύθερο
-και εκνευρίστηκα γιατί εάν την είχε σβησμένη, δεν θα είχα
σηκώσει το χέρι μου που είχε αρχίσει να πιάνεται. Και τότε
πλησίασε ένα άλλο ταξί, και μια γυναίκα φορτωμένη ψώνια,
χώθηκε μπροστά μου κι άρχισε να το φωνάζει. Τότε όρμησα πάνω
της και ούρλιαξα : «Αν μου πάρεις το ταξί θα σε σκοτώσω»!!!!

9
Κι αυτή τα ‘χασε. Το ταξί σταμάτησε. Μπήκα και είπα Μουσείο
Μετροπόλιταν. Κι ο ταξιτζής μου ‘πε, σχολάω, πάω να
παραδώσω….
Μου ‘ρθε να τον σκοτώσω…. Θέλω να πω, ήταν ή δεν ήταν
ελεύθερος ; Κι ο νόμος δεν τον υποχρεώνει να σε πάει όπου
θέλεις, ακόμη κι αν θες να πας στου διαόλου τη μάνα ; Αλλά δεν
είχα κουράγιο ούτε να σκεφτώ να του κάνω μήνυση –χρειάζονται
τηλεφωνήματα, δικηγόροι, δικαστήρια, κι όλα αυτά μόνο και μόνο
επειδή δεν ήθελε να με πάει στο Μουσείο Μετροπόλιταν. Γι αυτό
λοιπόν, κάθισα μέσα στο ταξί και δεν έβγαινα.. Κι ο ταξιτζής μου
έλεγε συνέχεια «Σας παρακαλώ κυρία, κατεβείτε, θέλω να πάω
σπίτι». Κι εγώ του είπα «Μωρέ… θα κάτσω στο ταξί και δεν το
κουνάω από δω ο κόσμος να χαλάσει»
Κι αυτός άρχισε να φωνάζει και να με βρίζει χυδαία κτλ κτλ. Κι
εγώ σκέφτηκα, ε, τουλάχιστον κάθομαι. Τι θα κάνει ; Κάποια
στιγμή θα βαρεθεί να με βρίζει και θα με πάει στο Μουσείο. Αλλά
μετά σκέφτηκα : Μήπως δε θέλω να πάω στο Μουσείο ; Μήπως
θα ήταν καλύτερα να πάω σινεμά και να φάω ποπ - κορν με κόκα
κόλα λάϊτ ;  Αλλά εκείνη τη στιγμή ο ταξιτζής πάτησε απότομα το
γκάζι κι εγώ έπεσα απ’ τη θέση μου και φώναξα «Άλλαξα γνώμη.
Θέλω να πάω σινεμά»!!!!! Αλλά πριν προλάβω να του ζητήσω να
μου προτείνει καμιά ταινία, μου είπε πως με πάει στην αστυνομία
και σκέφτηκα, καλά, εντάξει, αλλά δεν είναι παράνομο που
αρνήθηκε να εξυπηρετήσει τον πελάτη ; Τέλος πάντων δεν
θεώρησα πως άξιζε να το ρισκάρω κι έτσι στο πρώτο φανάρι που
σταμάτησε –πολύ απότομα εννοείται- πετάχτηκα έξω από το ταξί
και ούρλιαξα «Η μάνα σου παίρνει πίπες στη κόλαση». Παρ’ όλο
που νομίζω πως μπέρδεψα τη γλώσσα μου και του είπα «Η μάνα
σου φέρνει πίτες στη κόλαση» ! Που θα μπορούσε να ήταν και
αστείο, αλλά ήμουν πολύ θυμωμένη για να γελάσω. Κι εκείνος μου
‘πε «είσαι τελείως τρελή» κι έφυγε σαν τρελός και παραλίγο η

10
πίσω ρόδα του να μου πατήσει και το πόδι. Αλλά ευτυχώς… έπεσα
πίσω ανάσκελα σ’ ένα χαντάκι
Έχετε προσέξει ποτέ πόσο όμορφη είναι η Άνοιξη; Αλλά
συγχρόνως σε γεμίζει με μια απέραντη θλίψη επειδή τίποτα στη
ζωή σου δεν πρόκειται ν’ ανταποκριθεί στα γλυκά συναισθήματα
που σου ξυπνάει… και πως το Φθινόπωρο είναι όμορφο, αλλά σε
γεμίζει με μια απέραντη θλίψη, επειδή όλα πεθαίνουν. Έτσι και η
ζωή είναι όμορφη και απαίσια και δεν υπάρχει τίποτα που να
μπορεί ν’ απαλύνει αυτή την απαίσια θλίψη μέσα μας
ΓΙΩΡΓΟΣ : Θέλεις βοήθεια;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ : «Όχι! Αλλά… μήπως ξέρεις να παίζεις το
MelancholyBaby ;»
ΓΙΩΡΓΟΣ: Εγώ; Όχι! Μα… τι κάνεις;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Γελάω άγρια εν τω μέσω αδυσώπητης θλίψης.
ΓΙΩΡΓΟΣ: Τα χάπια σου τα πήρες; Ήρεμα ρωτάω
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: (τον κυνηγάει και μαζί τρέχουν όλοι) Δε σε νοιάζει
στ’ αλήθεια, έτσι δεν είναι ; Δε σε νοιάζει πραγματικά πως είμαι.
Δε σε νοιάζει να με κρατάς στην αγκαλιά σου το βράδυ, να με
παρηγορείς στην υγεία και στην αρρώστια…
ΓΙΩΡΓΟΣ: Γαβ… γαβ… γαβ… (τρέχουν όλοι και γαβγίζουν – μετά
από λίγο ηρεμία)

ΤΕΡΕΖΑ: Ωραίο κόλπο αυτό που μας έμαθες. Είναι το μόνο που
την ηρεμεί. Στη σχολή νοσοκόμων σας τα μάθανε αυτά;

ΓΙΩΡΓΟΣ: Μένω σε ένα παλιό πέτρινο σπίτι με τέσσερα


πατώματα. Το δωμάτιό μου είναι μία τρύπα. Ο ένας τοίχος είναι
από πεπιεσμένο χαρτί. Αυτό το χαρτόνι χωρίζει την τρύπα μου
από μία άλλη τρύπα. Υποθέτω πως αυτές οι δύο τρύπες ήταν
άλλοτε ένα δωμάτιο, ένα μικρό βέβαια δωμάτιο, αλλά φυσικά
μεγαλύτερο από την τρύπα που έχω τώρα.

11
Πίσω από αυτό το χαρτόνι μένει ένας νέγρος τοιούτος, που αφήνει
πάντα την πόρτα του ανοιχτή, δηλαδή όχι ακριβώς πάντα, αλλά
την έχει ανοιχτή, όταν κάθεται και μαδάει τα φρύδια του με μια
σοβαρότητα και αυτοσυγκέντρωση, που θυμίζει το Βούδα. Αυτός
λοιπόν ο νέγρος, ο τοιούτος έχει όλα του τα δόντια σάπια, πράγμα
σπάνιο για νέγρο και φοράει ένα γιαπωνέζικο κιμονό, που κι αυτό
είναι πολύ ασυνήθιστο για νέγρο. Φορώντας λοιπόν αυτό το κιμονό
κυκλοφορεί στο διάδρομο καθώς πηγαίνει κι έρχεται όλη την ώρα
στο αποχωρητήριο… θέλω να πω ότι πάει πολύ συχνά στο
αποχωρητήριο. Η αλήθεια είναι ότι δεν με ενοχλεί καθόλου κι ούτε
μια φορά δεν τον άκουσα να φέρει κανένα φίλο στο δωμάτιο του.
Το μόνο που κάνει είναι να μαδάει τα φρύδια του, να φοράει το
κιμονό του και να πηγαίνει στο αποχωρητήριο. Τώρα τα δύο
μπροστινά δωμάτια, που είναι στο ίδιο πάτωμα με το δικό μου ,
είναι λίγο πιο ευρύχωρα φαντάζομαι, αλλά κι αυτά δεν είναι τίποτα
μεγάλα δωμάτια. Στο ένα μένει μια οικογένεια Πορτορικανών με
μερικά παιδιά, ούτε και ξέρω πόσα. Αυτοί οι Πορτορικανοί έχουν
κάθε μέρα φίλους και γλεντάνε. Στο άλλο μπροστινό δωμάτιο μένει
κάποιος, αλλά δεν ξέρω ποιος είναι,. Δεν τον έχω δει ποτέ μου.
Ποτέ. Ουδέποτε.
Στα χαμηλότερα πατώματα νομίζω πως τα δωμάτια γίνονται
μεγαλύτερα. Υποθέτω δηλαδή γιατί δεν τα είδα ποτέ μου. Δεν
γνωρίζω κανέναν από το δεύτερο και το τρίτο πάτωμα. Όχι, ξέρω
μόνο ότι στο τρίτο πάτωμα μένει μια γυναίκα σε ένα από τα
μπροστινά δωμάτια. Το ξέρω δηλαδή γιατί όλη την ώρα κλαίει.
Όποτε ανεβαίνω ή κατεβαίνω τη σκάλα και περνάω έξω από την
πόρτα της, την ακούω να κλαίει με αναφιλητά αλλά… και με
πείσμα.
Σε αυτό το σπίτι η σπιτονοικοκυρά είναι ένα χοντρό, άσχημο,
κακό, ηλίθιο, βρώμικο, φθηνό και ελεεινό πλάσμα. Δεν μου αρέσει
βέβαια να βρίζω, αλλά αυτά που είπα δεν είναι αρκετά για να

12
περιγράψουν την πραγματικότητα. Τέλος πάντων αυτή η κυρία έχει
ένα σκύλο. Αυτή λοιπόν και ο σκύλος της, είναι οι φύλακες της
κατοικίας μου. Και μόνο αυτή δηλαδή θα αρκούσε. Τριγυρνάει
διαρκώς στην είσοδο του σπιτιού και κατασκοπεύει, μήπως βάζω
στο σπίτι φίλους και παρακολουθεί ότι κάνω. Τα απογεύματα,
λοιπόν, αφού πιει το απαραίτητο ποτηράκι τζιν με λεμόνι, στέκεται
στον διάδρομο της εισόδου και καθώς πάω να περάσω με
σταματά, με πιάνει από το σακάκι ή από το μπράτσο και
ακουμπώντας το σιχαμερό της σώμα πάνω μου, με κολλάει στη
γωνία για να μου μιλήσει. Η μυρωδιά από το σώμα της και η
αναπνοή της δεν περιγράφεται και εκεί στο πίσω μέρος του
κρανίου της, υπάρχει ένα μυαλό μικρό σαν μπιζέλι, τόσο μόνον
αναπτυγμένο, όσο για να την καθοδηγεί να τρώει, να κοιμάται και
να ξερνάει. Εκεί λοιπόν μέσα αναπτύχθηκε μία διαστρεβλωμένη
παρωδία σεξουαλικής επιθυμίας και εγώ, εγώ είμαι το αντικείμενο
του φρικτού αυτού πάθους. Κατάφερα όμως, και βρήκα έναν τρόπο
να την κρατάω μακριά. Όταν αρχίζει να μου μιλάει, κολλώντας το
βρωμερό της σώμα απάνω μου μουγκρίζοντας αηδίες για το
όμορφο δωμάτιο, που χει και πως πρέπει να πάω μαζί της, εγώ με
μεγάλη ηρεμία της λέω, αγάπη μου δεν ικανοποιήθηκες με τη
χθεσινή βραδιά και προχθές πάλι μαζί δεν ήμασταν. Εκείνη τότε
τα χάνει, ανοιγοκλείνει τα μικροσκοπικά της μάτια, κουνάει λίγο το
σώμα της και τότε εκείνη είναι η στιγμή που σκέφτομαι ότι ίσως
έτσι κάνω μία καλή πράξη μέσα σε αυτόν τον οίκο του μαρτυρίου.
Τότε λοιπόν η σπιτονοικοκυρά μου χαμογελάει ηλίθια, και βάζει
κάτι υστερικά γέλια στην ανάμνηση της ανύπαρκτης βραδιάς, που
περάσαμε μαζί, πιστεύοντας και ξαναζώντας με την αρρωστημένη
της φαντασία, πράγματα που δεν έγιναν ποτέ. Έπειτα γυρίζει στο
μαύρο τέρας, το σκύλο της, του κάνει νόημα και πάει και κλείνεται
στο δωμάτιό της. Έτσι την έχω γλιτώσει μέχρι την άλλη μέρα

13
Ας αφήσουμε όμως την σκληρή πραγματικότητα σε αυτούς που
γράφουν μυθιστορήματα. Εκεί που θέλω να καταλήξω είναι ο
σκύλος. Αρχίζουμε λοιπόν. Η ιστορία του Τζέρι και του σκύλου.
Ο σκύλος λοιπόν, όπως είπα, είναι ένα μαύρο τερατώδες
κτήνος, με ένα τεράστιο κεφάλι, κάτι μικροσκοπικά αυτιά και κάτι
μάτια κόκκινα θολά, μπορεί δηλαδή να είναι και μολυσμένα από
καμία αρρώστια, είναι τόσο αδύνατος που μετράς τα κόκκαλά του
και είναι μαύρος, κατάμαυρος εκτός από τις δύο κόκκινες
τρύπες των ματιών του και ένα κόκκινο σημάδι από μία ανοιχτή
πληγή που έχει στο δεξί του μπροστινό ποδάρι. Τι άλλο.... ααα....,
ναι είναι και τα μπροστινά του δόντια, που είναι γκριζοπράσινα
από τη βρώμα και όταν γρυλίζει τα δείχνει. Γκρρρρρρρρρ. Έτσι
λοιπόν γρυλίζοντας, με υποδέχτηκε την πρώτη μέρα, που
μετακόμισα σε αυτό το σπίτι. Ήταν η πρώτη μας επαφή. Με
στενοχώρησε αυτό το ζώο από την πρώτη στιγμή που το είδα. Όχι
πως τα ζώα με αγαπούν σαν να ήμουν ο άγιος Φραγκίσκος, που τον
ακολουθούσαν τα πουλιά όπου πήγαινε. Θέλω να πω ότι τους είμαι
μάλλον αδιάφορος, όπως άλλωστε είμαι και στους ανθρώπους,
τις περισσότερες φορές. Αλλά αυτός ο σκύλος δεν ήταν
αδιάφορος, από την πρώτη στιγμή που με είδε άρχισε το γρύλισμα
και μετά όρμησε να με αρπάξει από το πόδι. Όχι πως ήταν
λυσσασμένος, αλλά έτσι. Εγώ όμως πάντα του ξέφευγα. Την
δεύτερη μέρα, που πήγα να μπω στο σπίτι, μου έκοψε ένα κομμάτι
από το παντελόνι μου, να εδώ δεξιά, βλέπετε το μαντάρισμα, του
έδωσα μία γερή κλωτσιά και όρμησα στις σκάλες. Του ξέφυγα και
πάλι. Ακόμα μέχρι σήμερα δεν ξέρω τι γίνεται με τους άλλους
ενοίκους του σπιτιού, αλλά ξέρετε κάτι, νομίζω πως μόνο με μένα
γίνεται αυτή η ιστορία, νόστιμο ε. Πάντως αυτό κράτησε μία
εβδομάδα. Οπότε ερχόμουν στο σπίτι απέξω, μου ορμούσε. Πότε
όμως όταν έβγαινα από το σπίτι. Περίεργο δεν είναι? ή μάλλον
ήταν περίεργο, ο σκύλος δεν έδινε πεντάρα αν εγώ μάζευα τα

14
πράγματά μου και έβγαινα στο πεζοδρόμιο. Μια μέρα, ύστερα από
μία άλλη επίθεση, ανέβηκα στο δωμάτιό μου και άρχισα να
σκέφτομαι τι θα κάνω με το σκύλο. Πήρα λοιπόν απόφαση, πρώτα
σκέφτηκα θα τον πεθάνω στην περιποίηση και στην ευγένεια κι αν
αυτό δεν πιάσει, τότε θα τον σκοτώσω.
Την άλλη μέρα βγαίνω και πάω και αγοράζω πέντε-έξι κεφτέδες
από ένα μαγειρείο, χωρίς κρεμμύδια και ψωμιά, καθαρό κρέας, τα
παίρνω και γυρνάω στο σπίτι, ο σκύλος με περίμενε Μισανοίγω την
εξώπορτα και νότος, με περίμενε. Μπαίνω μέσα με τους κεφτέδες
πολύ προσεκτικά. Ανοίγω το πακέτο και βάζω το κρέας κάτω σε
απόσταση δύο περίπου μέτρων από εκεί που στεκόταν ο σκύλος.
Με είδε, άρχισε να γρυλίζει. Μετά σταμάτησε να γρυλίζει, μύρισε
και άρχισε να προχωράει προς το κρέας. Στην αρχή σιγά-σιγά
μετά πιο γρήγορα. Τη στιγμή που έφτασε στο κρέας, σταμάτησε,
σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε. Εγώ χαμογέλασα, τον
δοκίμαζα καταλάβατε. Γύρισε στους κεφτέδες και όρμησε και τους
καταβρόχθισε. Τι να πω, λες και έτρωγε κρέας για πρώτη φορά,
που είναι και πολύ πιθανό, γιατί και η ίδια η σπιτονοικοκυρά μου
φαντάζομαι με σκουπίδια τρέφεται. Έφαγε όλους τους κεφτέδες
και ενώ έτρωγε έβγαζε κάτι ήχους από το λαρύγγι του σαν
γυναίκα. Μετά έκατσε στα πισινά του πόδια και χαμογέλασε. Ναι
νομίζω πως χαμογέλασε ξέρω, πως οι γάτες χαμογελάνε. Ήταν
στα αλήθεια συγκινητικό και ξαφνικά μπαμ ορμάει έτοιμος και πάλι
να με σκίσει, ούτε όμως αυτή τη φορά με έπιασε. Το βάζω στα
πόδια, ανεβαίνω στο δωμάτιό μου, ξαπλώνω στο κρεβάτι και
αρχίζω να σκέφτομαι και πάλι το σκύλο. Για να πω την αλήθεια
ήμουν έξω φρενών με την προσβολή που μου έκανε. Ήταν έξι
θαυμάσιοι κεφτέδες χωρίς ξύγκια από καθαρό κρέας. Μετά από
σκέψη αποφάσισα να το ξαναδοκιμάσω το κόλπο. Αν το
καλοσκεφτεί κανείς, ο σκύλος αυτός μου είχε, όπως λένε, μία
αντιπάθεια. Συνέχισα με τους κεφτέδες για πέντε μέρες το ίδιο,

15
γρύλιζε, μετά μύριζε, προχωρούσε ορμούσε στο κρέας το
καταβρόχθιζε, χαμογελούσε, σταματούσε, με κοίταζε και μετά
μπαμ όρμαγε για να με σκίσει Στο τέλος ο δρόμος είχε γεμίσει
από τις σακούλες των κεφτέδων. Και εγώ ήμουνα περισσότερο
αηδιασμένος παρά πειραγμένος.
Τότε πήρα την απόφαση, θα τον σκοτώσω. Όχι μην ανησυχείτε,
δεν τα κατάφερα.
Την ημέρα που αποφάσισα να σκοτώσω το σκύλο, αγόρασα έναν
μόνο κεφτέ και μπόλικο ποντικοφάρμακο. Όταν πήγα στο μάγειρα
και του ζήτησα έναν κεφτέ, περίμενα να μου πει, με έναν κεφτέ θα
την περάσεις, εκεί φτάσαμε. Δεν συνέβη όμως τίποτα τέτοιο,
χαμογέλασε ευγενικά, τύλιξε τον κεφτέ σε λαδόχαρτο και μου πε,
μεζεδάκι για τη γάτα σου? Μου ήρθε να του πω, όχι ο κεφτές
είναι μέρος του σχεδίου, για να δηλητηριάσω ένα γνωστό μου
σκύλο. Αλλά πώς να πεις έναν γνωστό μου σκύλο, χωρίς να σε
πάρουν για τρελό? Είπα και εγώ, λίγο δυνατότερα ίσως από ότι
έπρεπε, ναι μεζεδάκι για τη γάτα μου. Ο κόσμος που ήταν γύρω
γύρισε και με κοίταξε, τι να πω κάθε φορά που πάω να
απλοποιήσω τα πράγματα οι άνθρωποι με κοιτάνε περίεργα. Στο
δρόμο γυρνώντας στο σπίτι βάζω μέσα στον κεφτέ το
ποντικοφάρμακο. Πρέπει να ομολογήσω εκείνη τη στιγμή ένιωσα
λύπη και αηδία μαζί. Ανοίγω την εξώπορτα του σπιτιού και νάτο
το τέρας έτοιμο να αρπάξει το φαΐ και μετά να μου ορμήσει. Ο
κακομοίρης ο μπάσταρδος δεν έμαθε πότε ότι τη στιγμή που μου
χαμογέλασε, μου κόπηκε όλος ο θυμός με το μαχαίρι. Αλλά νότος
γεμάτος όρεξη και κάκια. Βάζω τον φαρμακωμένο κεφτέ κάτω,
προχωρώ προς στις σκάλες και τον παρακολουθώ, ο σκύλος
όπως πάντα καταβροχθίζει τον κεφτέ, μετά μου χαμογελάει,
πράγμα που για μία στιγμή με αρρώστησε και έπειτα μπαμ. Αλλά
όπως κάθε φορά όρμησα στις σκάλες και ανέβηκα στο δωμάτιό
μου. Ότε δε εγένετο εσπέρα, ο σκύλος έπεσε βαρέως ασθενής

16
το κατάλαβα γιατί δεν με περίμενε πια στην πόρτα και γιατί η
σπιτονοικοκυρά μου σοβαρεύτηκε. Με σταμάτησε το βράδυ
καθώς κατέβαινα και μου εμπιστεύτηκε την πληροφορία, ότι ο
Θεός είχε καταφέρει στο σκυλάκι της ένα μοιραίο χτύπημα. Είχε
ξεχάσει τις αηδιαστικές ορέξεις πού της ενέπνεα και για πρώτη
φορά τα μάτια της ήταν ορθάνοιχτα, ήταν ίδια σαν τα μάτια του
σκύλου. Μυξοκλαίγοντας με παρακάλεσε να προσευχηθώ στο
Θεό για τη σωτηρία του ζώου της. Μου ήρθε να της πω. Ακούστε
ευγενικιά μου κυρία, έχω να προσευχηθώ στο Θεό για τον εαυτό
μου, για τους συγκατοίκους μου. Το νέγρο πούστη, την
οικογένεια τον Πορτορικανών ,για κείνον που μένει στο
μπροστινό δωμάτιο, που δεν τον έχω δει ποτέ μου, για τη γυναίκα
στο δεύτερο πάτωμα, που κλαίει συνεχώς πίσω από την κλειστή
της πόρτα και για όλους τους ανθρώπους που μένουν σε
νοικιασμένα δωμάτια σε ολόκληρο τον κόσμο. Άλλωστε κυρία μου
εγώ δεν ξέρω, δεν καταλαβαίνω πώς πρέπει να προσευχηθώ.
Αλλά για να κάνω τα πράγματα πιο απλά και εύκολα της είπα πως
θα προσευχηθώ για το σκύλο της. Εκείνη με κοίταξε και μου πε
πως είμαι ψεύτης και πως ίσως να θελα να ψοφήσει ο σκύλος.
Της είπα με όλη μου την ειλικρίνεια πως δεν ήθελα καθόλου να
ψοφήσει ο σκύλος, δεν ήθελα. Όχι γιατί εγώ του έδωσα το
δηλητήριο, πρέπει να ομολογήσω πως ήθελα να γλιτώσει ο σκύλος,
για να δω ποια θα ήταν η σχέση μας τώρα μετά από όσα έγιναν.
Προσπαθήστε σας παρακαλώ να το καταλάβετε αυτό, έχει μεγάλη
σημασία, θέλω να με πιστέψετε, πρέπει να μαθαίνουμε τα
αποτελέσματα των πράξεών μας. Τέλος πάντων το σκυλί έγινε
καλά, πώς τα κατάφερε δεν ξέρω. Εκτός αν ήταν κανένας
απόγονος των σκύλων που φύλαγαν τις πύλες της κολάσεως, η
κανενός άλλου κέντρου παραθερισμού, έχω βλέπετε παρατήσει
την μυθολογία εδώ και κάμποσα χρόνια, εσείς θυμάστε τίποτα;

17
Τέλος πάντων, το σκυλί έγινε καλά και μαζί του και η
σπιτονοικοκυρά μου επανήλθε στις ορέξεις της.
Γυρνώντας λοιπόν στο σπίτι από τον κινηματογράφο, πήγα και είδα
μία ταινία, που η την είχα ξαναδεί ή μπορεί να ήταν και καινούργια,
πού όμως έμοιαζε με όλες αυτές που έχω δει. Γυρνώντας λοιπόν
κι αφού η νοικοκυρά μου μου χε πει ότι ο κανακάρης της ήταν
καλύτερα, ένιωσα μία λαχτάρα να τον βρω στην πόρτα να με
περιμένει. Ήμουνα πώς να το πω... ήμουνα γεμάτος
ανυπομονησία που θα έβλεπα και πάλι το φίλο μου. Ναι το φίλο
μου, αυτή είναι η σωστή λέξη, ένιωθα την καρδιά μου να
χοροπηδά από την ανυπομονησία να τον ξαναδώ και να τον
παρηγορήσω. Έφτασα λοιπόν στην πόρτα, προχώρησα χωρίς φόβο
μέχρι το κέντρο της εισόδου, ήταν εκεί. Με κοίταζε και μα το Θεό,
μα το Θεό σας λέω μου φάνηκε πιο νόστιμος από άλλοτε.
Σταμάτησα τον κοίταξα, με κοιτούσε και εκείνος. Νομίζω πως
κάτσαμε αρκετή ώρα έτσι κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον. Εγώ
βέβαια τον κοιτούσα πολύ περισσότερο από ότι εκείνος, γιατί
ένας σκύλος δεν μπορεί να συγκεντρωθεί κοιτάζοντας κάτι όσο
ένας άνθρωπος. Αλλά στο διάστημα αυτό, που μπορεί να ήταν
είκοσι δευτερόλεπτα η και δύο ώρες, στο διάστημα αυτό ήρθαμε σε
επαφή, νιώσαμε και πλησιάσαμε ο ένας τον άλλον, αυτό δηλαδή
που προσπαθούσα να καταφέρω τόσον καιρό.
Όμως… από τότε όποτε ανταμώνουμε γίνεται πάντα το ίδιο.
Σταματούμε και παρατηρούμε ο ένας τον άλλο με λύπη και υποψία
και ύστερα κάνουμε τους αδιάφορους, περνάμε ο ένας δίπλα στον
άλλον ήσυχα με κατανόηση. Δοκιμάσαμε πολλές φορές ξανά να
έρθουμε σε επαφή μα δεν καταφέραμε τίποτα. Ο σκύλος τρώει και
πάλι τα σκουπίδια του και εγώ κέρδισα το ελεύθερο και μοναχικό
μου πέρασμα από μπροστά του, αν μπορεί ποτέ κανείς να πει
πως όλο αυτό το χάσιμο είναι κέρδος. Προσπάθησα να αγαπήσω
και να σκοτώσω, αλλά απέτυχα και στα δύο, γιατί τα δοκίμασα

18
χωριστά το ένα από το άλλο. Ήθελα ....δεν ξέρω γιατί... περίμενα
από έναν σκύλο να καταλάβει, ήθελα πάντως να με νιώσει. Με τι
λοιπόν θα ήταν καλύτερα να αρχίσει κάνεις μία επαφή, να αρχίσει
κανείς να καταλαβαίνει και να προσπαθεί να γίνει καταληπτός,
παρά μ έναν σκύλο , αυτό μόνο, ένα σκύλο.
Είναι.... πώς να το πω, είναι.... πώς όταν δεν μπορείς να
συνεννοηθείς με τους ανθρώπους, πρέπει να αρχίσεις να
συνεννοείσαι με κάτι άλλο, πρέπει από κάπου να αρχίσεις, με τα
ζώα, καταλαβαίνετε, πρέπει να βρει κανείς κάτι να έρθεις σε
επαφή… με ένα κρεβάτι, με έναν καθρέφτη,... με μία κατσαρίδα, με
ένα ένα......ένα χαλί,

ΣΦΥΡΙΧΤΡΑ
(η γιατρός βγάζει έξω τον Γιώργο)

ΕΛΕΝΗ : Ααααααα!! Συγνώμη… αλλά ξαφνικά μου ήρθε στο μυαλό


η έκρηξη του πυρηνικού εργοστασίου στο Βέλγιο… Όπως στο
Τσέρνομπιλ!
Είναι σα μια κραυγή του σύμπαντος που μας προειδοποιεί… αλλά
εμείς δε δίνουμε σημασία.
Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ενώ δεν ξέρουν τι να κάνουν με τα
πυρηνικά απόβλητα… συνεχίζουν να φτιάχνουν τέτοια πράγματα.
Δεν καταλαβαίνετε ε; Με συγχωρείτε… προσπαθούσα να…
Αφήστε το καλύτερα…
Συγνώμη!!! Τώρα μου ‘ρθε και κάτι άλλο. Κάτι που διάβασα στην
εφημερίδα πριν μερικά χρόνια. Για ένα δεκατετράχρονο αγόρι που
σκότωσε τον καθηγητή του της γεωμετρίας μ’ ένα πιστόλι, επειδή
του έβαλε μηδέν. Είναι τρελό ε; Αυτό όμως που είναι ακόμα πιο
τρελό, είναι πως ο καθηγητής δεν πήγε στο σχολείο εκείνη την
ημέρα, κι έτσι σκότωσε αυτόν που τον αντικαθιστούσε. Τον
πυροβόλησε και τον σκότωσε. Πώς να το ξεπεράσω αυτό;

19
Κι ας μην ξεχνάμε και την όξινη βροχή – και την τρύπα του
όζοντος – και τη ρύπανση του περιβάλλοντος – και την εξάπλωση
της βίας – και… Θεέ μου είναι τόσο αποθαρρυντικό!
Αλλά τι να σου κάνει κι ο Θεός; Δε λέω… είναι ωραίο να πιστεύεις
στο Θεό – και ζηλεύω τους ανθρώπους που πιστεύουν. Μετά όμως
θυμάμαι μια ηθοποιό – που μου διαφεύγει τ’ όνομά της.
Όταν πήρε το Όσκαρ, ευχαρίστησε πρώτα – πρώτα το Θεό που τη
βοήθησε να κερδίσει. Κι εγώ σκέφτηκα… καλά, ο Θεός σιωπά για
το Ολοκαύτωμα, αλλά συμμετέχει στην απονομή των Όσκαρ;;;
Θέλω να πω, τι νομίζουν; Ότι ο Θεός κάθεται αραχτός σε μια
ξαπλώστρα και κουβεντιάζει με τον Άγιο Πέτρο σχεδιάζοντας τη
φετινή σοδειά ντομάτας; «Εγώ λέω φέτος να τις κάνουμε πολύ
κόκκινες» - όταν ξαφνικά λέει: «Πω – πω – πω… έχουμε και τα
Όσκαρ σήμερα». ΧΑΧΑΧΑΧΑ!!!!
Σίγουρα δεν μπορεί να υπάρχει αυτός ο Θεός!
Δε θέλω να κλονίσω την πίστη σας στο Θεό. Απλά εγώ δεν
πιστεύω. Και μη νομίζετε πως αν δεν πιστεύεις στο Θεό η ζωή
είναι πολύ πιο ωραία. Σε στιγμές μεγάλης απόγνωσης δεν έχεις
κανέναν να σε στηρίζει. Απλά, μένεις για λίγο στη μεγάλη
απόγνωση και μετά, αν είσαι τυχερός, σε πιάνουν τα υπνωτικά…

ΤΕΡΕΖΑ: Στην ομάδας ψυχολογικής στήριξης, μας λένε πως αν


δεν πιστεύεις στον Θεό, πρέπει να πιστεύεις σε κάποια Ανώτερη
Δύναμη.
ΕΛΕΝΗ: Και πως θα με βοηθούσε αυτό; Δεν καταλαβαίνω. Θέλω
να πω… σε ποιόν να πιστέψω; Στην Opra; Στη Μητέρα Τερέζα;
Στο θεό Διόνυσο;
ΤΕΡΕΖΑ: Το πρόγραμμα τους μπορεί να σε βοηθήσει να
συνειδητοποιήσεις τις αδυναμίες σου. Κι αυτό μπορεί σε κάνει
ευτυχισμένη

20
ΕΛΕΝΗ: Τις γνωρίζω καλά τις αδυναμίες μου… αλλά αυτό δεν με
κάνει ευτυχισμένη. Η ζωή εξακολουθεί να είναι χάλια!!!
ΤΕΡΕΖΑ: Α! Μην είσαι αρνητική
ΕΛΕΝΗ: Κι εσύ είσαι ανισόρροπη!
ΤΕΡΕΖΑ: Είσαι πολύ νευρική. Να το κοιτάξεις.
ΕΛΕΝΗ: Τι κάνεις εσύ εδώ μέσα, μου λες; Τρελή είσαι κι εσύ
ΤΕΡΕΖΑ: Εγώ βρίσκομαι εδώ οικειοθελώς!!
ΕΛΕΝΗ: Άσε τις αηδίες… τρελή! Τρελή!
(αρπάζονται)

ΝΙΚΟΛΕΤΑ: Χορεύω για τη Μητέρα Σελήνη και την Αδελφή


Αστέρι… χορεύω… χορεύω!!!!
Ελάτε να εναρμονιστούμε με το σύμπαν.
Σηκωθείτε να μοιραστούμε τις ελπίδες – τα όνειρα – τις
προσευχές μας για το μέλλον.
Όχι! Όχι!!! Δε θέλω ν’ ακούσω κανέναν να μου μιλάει για τις
ελπίδες του. Δε θέλω άλλη εναρμόνιση. Την έφαγα με το κουτάλι
τότε… που μ’ έσυραν σε μια συγκέντρωση με τον τραγικό τίτλο
«Αρμονική Σύγκλιση» - ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!!!
Είχε να κάνει με ανθρώπους που πλησίαζαν ο ένας τον άλλον. Κι
εγώ αντιπαθούσα τους πάντες.
Πρώτα έπρεπε να καθίσουμε όλοι σε κύκλο και να φυσάμε κάτι
κοχύλια για να εναρμονίσουμε, λέει, το οριζόντιο επίπεδο της
ύπαρξής μας με το κάθετο των πλανητών… Ποτέ δεν το κατάλαβα
αυτό. Άσε που είχε πιαστεί η μέση μου.
Κι έτσι έφυγα εκνευρισμένη.
Μετά ένιωσα άσχημα … όμως δεν είναι σωστό να παριστάνεις πως
αισθάνεσαι κάτι που ΔΕΝ ΑΙΣΘΑΝΕΣΑΙ.
Απ’ την άλλη… όταν κατακρίνεις τους άλλους, δεν μπορείς να
εναρμονιστείς μαζί τους… έτσι δεν είναι;
Πρέπει να σταματήσω να κατακρίνω τους άλλους!!!

21
Είμαι τόσο μόνη!
Δεν είμαι μόνη. Είμαι ένα με το σύμπαν. Είμαστε όλοι ένα με το
σύμπαν. Είμαστε όλοι μέρος της ίδιας θεϊκής ενέργειας.
Έχω πάθει κατάθλιψη. Καμιά φορά το παθαίνω αυτό…
Εύχομαι αύριο να είμαι καλύτερα.
Εκεί!!! Είναι ένα μάτι! Ένα μεγάλο μάτι! Το βλέπω να με κοιτάει!

ΤΕΡΕΖΑ: Σκάσε πια… ένα μάτι κι ένα μάτι… Οι μπάτσοι είναι.. οι


βρωμόμπατσοι.

 TRACK 4. POLICE
ΤΕΡΕΖΑ: Οι καταραμένοι.. δεν μπορώ ν’ ακούω τον ήχο της
σειρήνας από τότε που με συνέλαβαν μέσα στην εκκλησία.
Ναι τα γουρούνια!!!! Με κυνηγούσαν και … πού να κρυφτώ... που να
κρυφτώ…. Ορμάω μέσα σε μια εκκλησία που βρέθηκε μπροστά μου
και πάω καρφί στο εξομολογητήριο. Δε θα τολμήσουν να ψάξουν
εδώ μέσα – σκέφτηκα. Κάνω να μπω… Ωχ! Ένας παπάς είναι μέσα.
Όπου κι αν πας, βρίσκεις μπροστά σου αυτούς τους τράγους! Θα
εξομολογηθώ, λέω… Πάτερ! Πάτερ εξομολογείστε με. ΠΑΤΕΡ!!!
Το θέμα όμως είναι πώς ν’ αρχίσω! Πότε εξομολογήθηκα
τελευταία φορά; Μισό λεπτό να σκεφτώ… Πριν είκοσι χρόνια… την
ημέρα του γάμου μου. Α! Υπέροχη τελετή! Φορούσα ένα νυφικό… να
σας φύγει το κεφάλι… Για να πω την αλήθεια εγώ δεν ήθελα να
παντρευτώ στην εκκλησία, αλλά το έκανα για να ευχαριστήσω τη
μάνα μου που είναι πολύ θρήσκα. Είκοσι χρόνια! Πώς περάσανε
βρε παιδί μου…
Ας αρχίσω όμως… Ορκίζομαι να πω την αλήθεια και μόνο την
αλήθεια χωρίς φόβο και πάθος…
Τι ανόητη που είμαι… έκανα λάθος.

22
Με συγχωρείτε πάτερ, αλλά ξέρετε μου ‘χει μείνει συνήθεια απ’
τις δίκες… Να ξέρατε πόσες φορές έχω δικαστεί… Λοιπόν…
αντίσταση κατά της αρχής, κλοπή εξ’ επαγγέλματος… που μάλλον
δεν ήταν και τόσο «εξ’ επαγγέλματος» αφού μ’ έπιασαν! Μάλλον
ήταν κλοπή «εκ βλακείας»! Δε νομίζετε; Μην φανταστείτε όμως
ότι είμαι «καθ’ έξιν» κλέφτρα. Έτσι… κάθε τόσο.. καμιά χαζομάρα
για να κάνω την έξυπνη.
Μεγάλη αμαρτία;;; Ε, καλά. Εσείς σημειώστε όλες τις αμαρτίες μου
και μετά μου δίνετε άφεση. Ξεκινώ λοιπόν. Έχω σύζυγο κι ένα
γιο… Όχι αυτοί δε κλέβουνε… ο άντρας μου είναι υπάλληλος και
έχει και άσθμα… Ναι, βέβαια εγώ δε μένω στο σπίτι. Έχω φύγει.
Το ξέρω, το ξέρω! Ως σύζυγος και μητέρα δεν είμαι σπουδαίο
πρότυπο αλλά παλιότερα ήμουν… μητέρα κυρίως! Εγώ για τον γιό
μου θα έδινα και τη ζωή μου ακόμα. Εγώ για να βρίσκομαι κοντά
του… για να τον μεγαλώσω… εγώ παράτησα τη δουλειά μου. Τον
μεγάλωσα σα να ήταν το «θείο βρέφος» κι εγώ ένιωθα σα να
ήμουν η Παναγία και ο σύζυγός μου ο άγιος Ιωσήφ, το βόδι και το
γαϊδουράκι μαζί.
Ύστερα μεγάλωσε. Πήγε σχολείο και μπήκε στη μέση αυτή η
καταραμένη η πολιτική. Όταν έφτασε στο Λύκειο… άρχισαν οι
καταλήψεις, οι διαδηλώσεις και οι συγκρούσεις με την αστυνομία…
Μια φορά ήρθε στο σπίτι σακατεμένος, γεμάτος αίματα, μαύρος
από το ξύλο. Λιποθύμησα από τον φόβο μου. Λιποθύμησα!!!
Από κείνη την ημέρα, κάθε φορά που αργούσε λίγο ή άκουγα την
σειρήνα του ασθενοφόρου «είν’ ο γιός μου – είν’ ο γιός μου»
φώναζα.
Ξέρετε ότι έφτασα να πηγαίνω στις πορείες; Ε, δεν μπορούσα να
μένω σπίτι και να περιμένω να μου τον φέρουν νεκρό. Πήγαινα
στις πορείες κι εγώ, δέκα βήματα πίσω από το γιό μου και τον
παρακολουθούσα χωρίς να με βλέπει. Το κακό βέβαια ήταν πως
έπρεπε, για να περνάω απαρατήρητη, να φωνάζω κι εγώ τα

23
συνθήματα που φώναζαν αυτοί. Να με δείτε να διαδηλώνω… να
τρέχω… η δόλια μάνα!!!!!
Αμ.. το άλλο!! Μια φορά πήγα σε μια διαδήλωση – για την οποία
είχα ρωτήσει και μου είπαν πως θα είναι «ειρηνική» - Ντύθηκα κι
εγώ λοιπόν για μια «ειρηνική διαδήλωση» :παπούτσια μ’ ένα
τακούνι τόοοοσο ψηλό, μια φουστίτσα στενή-στενή… Τι να σας πω;
Εκατό χρόνια είχαμε να δούμε τέτοια έφοδο της αστυνομίας!!!!!!!
Τρέχανε όλοι ξωπίσω μας. Αστυνομικοί, καραμπινέροι… μέχρι κι οι
φρουροί του Πάπα! Κι εγώ όπου φύγει-φύγει. Έτρεχα μ’ εκείνα τα
ψηλά τακούνια που αν έπεφτα θα έσπαγα όλα τα κόκκαλα των
ποδιών μου… Για να τρέχω πιο γρήγορα, σήκωσα τη φούστα μέχρι
εδώ πάνω… κι όλοι οι αστυνομικοί στο κατόπι μου!!! Θα έκανα
γύρω στα 54 χιλιόμετρα έτσι! Γύρω μου γινόταν χαμός.
Καπνογόνα, δακρυγόνα, βόμβες μολότοφ, πυροβολισμοί …
Μέσα σ’ όλα να ‘χω χάσει και τον γιό μου και να φωνάζω «γιέ μου-
γιέ μου…» Μου απαντούσαν όλοι οι γιοί των άλλων μανάδων…
Κάποια στιγμή βλέπω στην άλλη πλευρά του δρόμου τον γιό μου
στα χέρια ενός ματατζή. Θολώνω! Και βγάζω την κραυγή του
κογιότ! Διασχίζω τον δρόμο… γραπώνω τον γουρουνόμπατσο από
το κράνος και του δαγκώνω το αυτί! Αν δεν έφταναν οι συνάδελφοί
του να τον γλιτώσουν απ’ τα δόντια μου… θα τον έτρωγα
ολόκληρο… μαζί με το κράνος!!!
Είναι ο γιός μου… το καταλαβαίνετε αυτό; Εγώ τον έκανα… εννιά
μήνες μου πήρε να τον ετοιμάσω… του έκανα τα πάντα: δυο μάτια,
είκοσι δάχτυλα, όλα τα δόντια… Κι εκείνο το γουρούνι θα μου τον
ξέκανε μέσα σε πέντε λεπτά! … Με χώσανε ένα μήνα φυλακή…
αλλά ο γιός μου την γλίτωσε. Αυτό μετράει. Το ξέρετε ότι έμεινα 8
μήνες στο κρεβάτι για να τον κάνω;;
«Το παιδί αυτό θ’ αλλάξει όλη μου τη ζωή» έλεγα… «Τι είναι μια
γυναίκα άμα δε γίνει μητέρα; Τίποτα»
Τι ηλίθια που ήμουνα.. Και τώρα… έρχονται τα καλύτερα…

24
Θα προσπεράσω τα πάντα και θα φτάσω σε όσα έγιναν πριν από
δυο χρόνια. Τότε που ανακάλυψα ότι ο γιός μου παίρνει
ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ!! «Είσαι ένας τελειωμένος, θα πεθάνεις…» Ο γιός
μου : «Σταμάτα ρε μάνα. Δεν παίρνω και ηρωίνη. Κάνα τσιγαριλίκι
πότε-πότε» Κι εγώ, με το δάχτυλο της μάνας προτεταμένο : «Το
να παίρνεις ναρκωτικά είναι μια ιδεολογική επιλογή. Αν δεν
σταματήσεις, θα σε πετάξω έξω από το σπίτι – κι εσένα και τους
φίλους σου και τις πουτανίτσες σουΚι αυτός: «Φεύγω. Δεν μπορώ
να σ’ ακούω» «Πού θα πας» ρωτάω εγώ «στη γιαγιά»; «Όχι.
Φεύγω!»
Εγώ, ήρεμη. Λέω πόσες μέρες θ’ αντέξει; Μετά θα γυρίσει στη
μανούλα. Περνάει μια βδομάδα… άφαντος. Άρχισα να χάνω τον
ύπνο μου… δεν έτρωγα τίποτα από την αγωνία. Τον έψαχνα παντού
στην πιάτσα… τίποτα. Κανείς δεν μου ‘λεγε τίποτα. Βλέπεις εγώ
ήμουν μάνα. Σύμβολο της καταστολής. Ε, λοιπόν εγώ θα τους
ξεγελάσω σκέφτηκα … θα μεταμφιεστώ. Σε τι; Σε φρικιό!!! Σε μαμά
– φρικιό!!
Μετά σκέφτηκα ότι ήμουν μεγάλη για φρικιό… κι έτσι αποφάσισα να
κάνω την τσιγγάνα - που δεν έχει ηλικία. Πήγα σε μια απ’ αυτές
τις αγορές με τα μεταχειρισμένα κι αγόρασα τα πάντα. Μετά από
πολλή αναζήτηση φτάνω σ’ ένα κοινόβιο φρικιών… μπαίνω μέσα…
Καλά ε; ήμουνα σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο. Κουδούνιζα
ολόκληρη! Μπαίνω, κάθομαι κάπου μόνη μου και την κατάλληλη
στιγμή βγάζω ένα μπουκαλάκι με το μίγμα που εγώ ή ίδια είχα
ετοιμάσει – νέφτι, μουρουνέλαιο, κοπριά αλόγου, δυνατός
ψιλοκομμένος καπνός, καθαρό αλκοόλ, βάμμα ιωδίου, λίγη
οδοντόκρεμα για να πάρει χρώμα… απολυμαντικό τουαλέτας και
μερικές σταγόνες λεμονιού – που δεν βλάπτει ποτέ. Αρχίζω να το
εισπνέω με το μάτι χαμένο στην έκσταση. Στο άψε σβήσε όλα τα
φρικιά που βρίσκονταν εκεί, μαζευτήκανε γύρω μου ρωτώντας με

25
τι κάνω. «Φτιάχνομαι» - «Τι είναι;» - «Κάτι δυνατό» - «Θα μας
δώσεις;» - «Προσέχτε όμως, δεν θέλω να τεζάρει κανείς…»
«Μα ποια είσαι;… από πού έρχεσαι;…
Τελικά το τι μπούρδες τους αράδιασα… δε λέγεται! Ότι είμαι από
μητέρα Ινδιάνα και πατέρα Τσιγγάνο… ότι ζω από τη
χαρτομαντεία… ότι πίνω αίμα από κότες… ότι είμαι μάγισσα!!!. Δεν
ξέρω αν με πιστέψανε ή με περάσανε για τρελή… Εκείνο που έχει
σημασία είναι ότι με συμπάθησαν αμέσως και με κράτησαν κοντά
τους.
Τον γιό μου;;; Τον είδα μια φορά, πολύ αργότερα, σε μια συναυλία.
«Γαμώτο. Τώρα θα τον βουτήξω» είπα. Πάω να τον πλησιάσω κι
εκείνη τη στιγμή ξεκινάει μια φασαρία…. Σπάνε την πόρτα!
Τρέχουν μέσα σαν τρελοί, βάζουν φωτιά στην μικροφωνική, στην
σκηνή… στον τραγουδιστή! Κάνει ντου η αστυνομία… και μαντεύετε
ποιόν πιάσανε πρώτο-πρώτο.
Όταν με άφησαν, μετά από 10 μέρες, με περίμενε τόσος κόσμος…
φρικιά, ινδιάνοι, φεμινίστριες…. Περίμεναν εμένα!!! Ήταν σα
γιορτή. Μια μάζωξη τρελών! Δεν είχε περάσει ποτέ από μυαλό
μου πως θα μπορούσα να έχω τόσους φίλους!!!!
Ξαναγύρισα στο κοινόβιο. Εκεί βλέπετε ξαναβρήκα τον εαυτό μου.
Απελευθερώθηκα και δεν είχα καμία διάθεση να γυρίσω πίσω στην
οικογένειά μου. Το είπα και στο γιό μου όταν ήρθε να με βρεί.
Αυτός με βρήκε… Ήταν καλοντυμένος, με κουρεμένα μαλλιά και
γραβάτα. Βαρέθηκε λέει την άστατη ζωή. Έβαλε μυαλό, δεν
καπνίζει πια… Βρήκε και δουλειά… ναι! Ήθελε λέει να γυρίσω κι
εγώ σπίτι. «ΓΥΡΝΑ ΣΠΙΤΙ ΜΑΜΑ». Και τότε ξαναείδα τον εαυτό
μου εκεί, στο σπίτι μου, μ’ όλους τους μπελάδες, τα ψώνια, τα
ασιδέρωτα πουκάμισα, τις αγωνίες… χωρίς ποτέ να έχω ούτε μια
στιγμή για μένα… Όχι!! Όχι!! Δεν θέλω να ξαναγυρίσω. Σε τρεις
μέρες ρθανε οι μπάτσοι να με συλλάβουν. Με κατήγγειλαν ο
άντρας μου κι ο γιός μου.. ο γιός μου ναι!!...Αν είχα ένα όπλο θα

26
τους καθάριζα όλους. Αλλά δεν είχα κι έτσι άρχισα να τρέχω…
μπήκα στην εκκλησία… βρήκα τον παπά… ε, τη συνέχεια την
ξέρετε. Βρέθηκα εδώ, μαζί σας. Μ’ αρέσει εδώ… δε θέλω να φύγω.
Περνάμε τόσο ωραία…. Θα μείνω για ΠΑΝΤΑ!!!

(γελάνε – αγκαλιάζονται)

 TRACK 5. HELIC

ΒΑΣΙΛΗΣ – (είσοδος με πτώση στη σκηνή)


το κείμενο δεν υπάρχει σε ηλεκτρονική μορφή.

ΧΡΙΣΤΙΝΑ: (ξαφνικά απότομα προς τον Βασίλη) Μ’ εμποδίζεις.


ΒΑΣΙΛΗΣ: Τι;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Γιατί μ’ εμποδίζεις πάντα να πάρω τον τόνο;
ΒΑΣΙΛΗΣ: Τόνο; Ποιόν τόνο; Δεν υπάρχει κανένας τόνος. Εδώ
είναι αυλή.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Ναι; Κι αυτό τότε τι είναι;
ΒΑΣΙΛΗΣ: Τι θα γύρευε ένας τόνος στον κήπο;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Είναι βολικός Πάει παντού!
ΒΑΣΙΛΗΣ: Δεν είναι ώρα για τόνο.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Κάνε στην άκρη να περάσω!!!!!!!!!!
ΒΑΣΙΛΗΣ: Όχι! Κάτσε κάτω και περίμενε!
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: (Ουρλιάζοντας) Όλο μου λένε να περιμένω. Πότε θα
‘ρθει η σειρά μου;;;
ΒΑΣΙΛΗΣ: ΠΟΤΕ!!!!!!!! ΚΑΤΣΕ ΚΑΤΩ ΚΑΙ ΣΚΑΣΕ!!!!!
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: (κλαίει)
ΒΑΣΙΛΗΣ:Τι σου συμβαίνει τώρα;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Γελάω! Γελάω άγρια εν τω μέσω αδυσώπητης θλίψης!
ΒΑΣΙΛΗΣ : Εσύ όμως κλαίς.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Α! Χίλια συγνώμη

27
ΒΑΣΙΛΗΣ: Θέλεις να ψάξουμε για τον τόνο;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Όχι. Ελπίζω μόνο να πάψει το κεφάλι μου να θέλει
να σπάσει. Ελπίζω οι καλές μέρες να ‘ναι περισσότερες από τις
κακές. Και θέλω να νιώσω πάλι χαρά – όπως είχα νιώσει εκείνη -
καλοκαιρινή μέρα για δέκα λεπτά – πριν αποφασίσω πως η ζωή
είναι απαίσια και τρελαθώ. Θέλω να ξανανιώσω τη χαρά της ζωής.
Μονότονη που είναι η ζωή… Να πρέπει κάθε μέρα να συγχωρείς
τον εαυτό σου γι αυτά που δεν έχεις καταφέρει… ν’ ανασαίνεις…
και ν’ αντιμετωπίζεις τη σκληρή πραγματικότητα…

ΝΙΚΟΛΕΤΑ: Ποτέ δεν έχω συναίσθηση της πραγματικότητας.


Είναι ένα από τα προβλήματά μου. Η πραγματικότητα παραμένει
για μένα ένα μυστήριο…
Με νοιώθετε ; Ταυτίζεστε καθόλου μαζί μου ή με απορρίπτετε; Θα
μου ‘δινε ποτέ κανείς σας δουλειά ; Δε το πιστεύω. Γιατί έχω
προσπαθήσει να φτιάξω τη ζωή μου, έχω παλέψει,  έχω πάρει ένα
σωρό κόσμο τηλέφωνο και τους έχω ουρλιάξει : «ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ
ΝΑ ΚΑΝΩ BABYSITTING ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΑΣ, ΟΡΚΙΖΟΜΑΙ
ΠΩΣ ΔΕ ΘΑ ΤΑ ΣΚΟΤΩΣΩ». Αλλά κανείς δε με παίρνει… Έχω
πάρει τόσους εκδοτικούς οίκους τηλέφωνο και τους έχω πει
«ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΓΡΑΦΟΜΗΧΑΝΗ ΚΑΙ ΕΙΜΑΙ ΠΟΛΥ
ΑΝΙΣΟΡΡΟΠΗ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΩ, ΑΛΛΑ ΑΝ ΜΕ
ΠΡΟΣΛΑΒΕΤΕ, ΘΑ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΩ ΝΑ ΓΙΝΩ ΠΙΟ
ΙΣΟΡΡΟΠΗΜΕΝΗ. Ε, ΤΙ ΛΕΤΕ ;» 
Αλλά με παίρνει κανείς ποτέ ; Όχι! Η απάντηση είναι όχι! Τώρα
θέλω να πιαστούμε χέρι-χέρι και να τραγουδήσουμε το Imagine.
Όχι, πλάκα κάνω..  Σας τρέλανα ; Έτσι και τους γιατρούς μου…
Τους αναγκάζω να μ’ ακούν με τις ώρες και τους εξοντώνω.
Θα είναι μεγάλη ανακούφιση για σας να το βουλώσω για λίγο. Έτσι
δεν είναι;

28
«Το αγαπημένο μου βιβλίο είναι τ’ «ΑνεμοδαρμέναΎψη». Όχι το
βιβλίο, ο τίτλος. Το βιβλίο δεν το ‘χω διαβάσει, έχω όμως
διαβάσει το τίτλο. Ο τίτλος ακούγεται ακριβώς όπως νοιώθω. Ας
το ξαναβουλώσω όμως για λίγο
Και τώρα, θα σας αποκαλύψω το μυστικό της ζωής. Όταν σας το
αποκαλύψω θα μάθετε τι ακριβώς πρέπει να κάνετε για να ζήσετε.
Θα καταλάβετε αν έχετε ζήσει τη ζωή σας στο έπακρο. Κι αν δεν
την έχετε ζήσει, θα καταλάβετε τι πρέπει να κάνετε για να τη
ζήσετε. Είστε έτοιμοι ; Είστε έτοιμοι να σας το αποκαλύψω ;
Ωχ τώρα εσείς θα περιμένετε να ακούσετε κάτι πολύ σημαντικό
και δεν είναι και τόσο. Αλλά σ’ αυτό κατέληξα μετά από πολλή
σκέψη. Πάντα να αναπνέεις. Αυτή είναι η βάση της ζωής, η
αναπνοή. Αυτή είναι βασικά η βάση. Αν δεν αναπνέεις, πεθαίνεις.
Ξέρω, ακούγεται πιο εντυπωσιακό αν έχεις να κοιμηθείς δυο
μέρες. Αν είσαι ξεκούραστος δεν ακούγεται και τόσο φοβερό. Αλλά
εγώ προσπαθώ να το τηρώ.
Ας ανακεφαλαιώσω λοιπόν. Δυσκολεύομαι να βρω δουλειά, δεν
έχω διαβάσει τ’ Ανεμοδαρμένα Ύψη – αλλά μου αρέσει ο τίτλος –
και έχω μάθει πως πρέπει πάντα ν’ αναπνέεις.
Λοιπόν νομίζω πως σας τα είπα όλα. Καληνύχτα, σας αγαπώ.
Αυτό είναι ένα ψέμα φυσικά. Πιστεύω πως κάποιοι από εσάς είναι
βλάκες και σας μισώ. Τη κατάρα μου να ‘χετε ! Σας καταριέμαι !
Εύχομαι τα παιδιά σας να γεννηθούν ακέφαλα και όλα σας τα
κατοικίδια να πιάσουν ψώρα και σκουλήκια ! Όχι... όχι..Σας αγαπώ.

ΣΦΥΡΙΧΤΡΑ

Γιατρός: Τι γίνεται εδώ;;; Ησυχία δεν έχετε σήμερα. Δεν


καταλαβαίνω Εσύ ποιος είσαι;; Πως μπήκες εδώ;;; από πού;;;;
Σιωπή!!!!! Αμέσως στα δωμάτιά σας! Όλοι!!!! Πάρτε κι αυτόν μαζί.

29
Γρήγορα!!!! Κλείνει η αυλή για σήμερα. (με το μικρό κάγκελο κλείνει
τη σκάλα προς τους θεατές)
Τι πρέπει να κάνω δηλαδή;;; Όπλο να βγάλω για να πειθαρχήσετε;
(μαζεύονται όλοι πίσω-γυρίζει, τους βλέπει) Τι κάνετε εκεί ;;;

TRACK 6. FINALE

Όταν οι ηθοποιοί (αφού κλείσουν τη σκηνή και


χαιρετήσουν) καθίσουν στις πίσω σκάλες, πλάτη με
πλάτη, φεύγει το φως σκηνής και ανάβουν φώτα πλατείας.

30

You might also like