You are on page 1of 3

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΜΑΣΣΑΛΙΑΣ – Ζαν Κοκτώ (Μονόλογος)

Κύριε Ανακριτή, δεν είμαι τελείως αμόρφωτη· κι αφού το θέλετε να σας τα πω όλα, θα
σας τα διηγηθώ με πάσα λεπτομέρεια και μάλιστα στη γλώσσα σας, γιατί στη δικιά μας τη
γλώσσα δε θα καταλάβετε λέξη· κι εγώ θέλω να τα μάθετε όλα, Κύριε Ανακριτή, όλα. Την
αλήθεια και μόνο την αλήθεια. Γιατί, βλέπετε, είναι μια πολύ λυπητερή ιστορία. Κι έπειτα,
εμένα σκασίλα μου! Ας μου κάνουν ό,τι θέλουν, πολύ που με νοιάζει. Η ιστορία φαίνεται
βρόμικη, Κύριε Ανακριτή, αλλά δεν είναι. Πρόκειται για μια ιστορία πεντακάθαρη και
πονεμένη σαν τον Μαξίμ. Μια βλακεία! Μια βλακεία! Και θλιβερή. Εν ολίγοις, να σας τα
πω.

Πρώτα απ’ όλα, να σας πω πως ο Μαξίμ ήτανε όμορφος − όμορφος όσο δε σας πάει το
μυαλό, τόσο όμορφος που εγώ ντρεπόμουνα. Εγώ ένιωθα πολύ άσχημη, πάρα πολύ
άσχημη δίπλα στον Μαξίμ, και δεν έφτανε το μυαλό μου να καταλάβει πώς αυτός ο
άνθρωπος ήταν ερωτευμένος μαζί μου. Αλλά κι εγώ ήμουνα ερωτευμένη μαζί του, τρελά
ερωτευμένη. Ερωτευμένη, τρελή και παλαβή, Κύριε Ανακριτή. Και όλο έλεγα: Δε γίνεται,
κορίτσι μου, είναι πολύ όμορφος για σένα, θα τον χάσεις, θα τον χάσεις… Και τον έχασα.
Αλλά όχι όπως νόμιζα. Ήτανε της μοίρας, Κύριε Ανακριτή. Το ’λεγαν τα χαρτιά. Ήτανε
γραμμένο στο χέρι. Κι άμα είναι γραφτό, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα.

Ήτανε τόσο όμορφος, που όλες οι γυναίκες ζήλευαν τα μαλλιά του, τα φρύδια του, τη
μέση του, το δέρμα του. Και κατά τη διάρρηξη… τέλος πάντων, ξέρετε για τι λέω… μετά
τη διάρρηξη της οδού Σεν-Κριστόφ, ο συνέταιρός του, ο Αλφρέ, μας είπε: Εγώ στρίβω.

Ο Μαξίμ έπρεπε να ντυθεί γυναίκα. Κι αυτό έγινε η αιτία του κακού, Κύριε Ανακριτή. Αυτό
στάθηκε η δυστυχία του − πού του ήρθε αυτή η ιδέα! Η αστυνομία τον έψαχνε. Και καθώς
είχα μια φιλενάδα σ’ ένα σπίτι, στης Αλίν, τον κρύψαμε στης Αλίν και τον ντύσαμε με
φουστάνια της Ραχήλ. Το πόσο γελάσαμε! Το πόσο γελάσαμε! Αλλά δεν ξέραμε. Πού να
ξέραμε πως αυτό θα μας έφερνε την καταστροφή.

Το πιστεύετε, δεν το πιστεύετε, Κύριε Ανακριτή, πάντως εμείς συνηθίσαμε να τον


βλέπουμε ντυμένο γυναίκα, τόσο που δεν το κουβεντιάζαμε, το βρίσκαμε τελείως φυσικό.
Του άρεσαν τα αστεία του Μαξίμ και σ’ αυτή την ηλικία. Γιατί, Κύριε Ανακριτή, ξέρω
πολλούς στην ηλικία του που φαίνονται πολύ πιο γέροι από σας – οχ, παρντόν, αλλά ο
Μαξίμ ήταν τόσο φρέσκος! Νέος! Νεότατος! Και χωρατατζής! Και ήθελε να βγαίνει έξω
ντυμένος γυναίκα, αν κι εμείς του το λέγαμε πως ήταν επικίνδυνο, αλλά ήταν
ξεροκέφαλος, δεν άκουγε κανέναν.

Ένα βράδυ, μια Κυριακή, βγήκε να κάνει μια βόλτα. Σαν να τον βλέπω μπροστά μου να
στρίβει στη γωνία, κάτω από ένα φανάρι. Μας έκανε μια χειρονομία που δεν μπορώ να
σας τη δείξω, εξαιτίας που σας σέβομαι, Κύριε Ανακριτή. Ωωω! Δεν το έκανε για κακό,
όχι! Αλλά σας το λέω για να δείτε πόσο χωρατατζής ήταν και δεν έβαζε με το νου του το
κακό.

Στις έξι η ώρα, Κύριε Ανακριτή, στις έξι η ώρα ακριβώς, κοντά στη Λέσχη των
Κολυμβητών, μπλέχτηκε το τακούνι του, γλίστρησε και τον έριξε κάτω ένα υπέροχο
αυτοκίνητο. Σταματάει, ο οδηγός κατεβαίνει, ο κύριος Βαλμαρέλ, και μαζεύουν τον Μαξίμ
και τον βάζουν μέσα στο αυτοκίνητο. Και παίρνουν το δρόμο της καταστροφής. Σας πάει
ο νους πως μπορεί να ήτανε κόλπο, πως ήταν ένα ψεύτικο ατύχημα, πως το ’κανε
ξεπίτηδες και τα λοιπά και τα λοιπά… Ε λοιπόν όχι, Κύριε Ανακριτή, σας τ’ ορκίζομαι
στην ψυχή της μάνας μου, μα το Θεό, δεν ήταν ικανός για τέτοια. Έτσι του συμβαίνανε
όλα του Μαξίμ. Γιατί τα έκανε απάνω του, δεν τολμούσε να πει την αλήθεια, και είπε πως
ήταν ένα κορίτσι ορφανό χωρίς δεκάρα, πως ήθελε να σκοτωθεί και τα λοιπά και τα
λοιπά… Και ο κακομοίρης ο κύριος Βαλμαρέλ συγκινήθηκε. Φανταστείτε, Κύριε Ανακριτή,
ότι αυτός δεν τα πήγαινε καλά με τη γυναίκα του και τις κόρες του −η γυναίκα και οι κόρες
του λείπανε στο Βισύ−, ο ανθρωπάκος ήτανε δυστυχισμένος, είχε και μια γκαρσονιέρα
άδεια και έψαχνε παντού να βρει ένα καλό κορίτσι και να το εγκαταστήσει εκεί.

Και σπιτώνει τον Μαξίμ. Και καθώς ο Μαξίμ φοβόταν μην του βάλει χέρι, προσπαθούσε
να τον κρατάει πέρα· αλλά όσο ξεγλιστρούσε από τον κύριο Βαλμαρέλ, τόσο ο κύριος
Βαλμαρέλ άναβε, και νόμιζε πως έπεσε σε παρθένα.

Γελάτε, Κύριε Δικαστή… Γελάστε, δεν πειράζει, κι εγώ στη θέση σας θα γέλαγα, αλλά θα
είχα άδικο.

Λοιπόν, τον σπιτώνει ο κύριος Βαλμαρέλ και του λέει ότι θα τον ημερέψει και τα λοιπά και
τα λοιπά· και καθώς χρειαζόταν μια καμαριέρα, ο Μαξίμ φώναξε εμένα. Α όχι, Κύριε
Ανακριτή! Όχι, όχι! Όχι, δεν είχαμε κακό σκοπό. Ο Μαξίμ μ’ αγαπούσε και ήθελε να
σπάσουμε πλάκα, μόνο αυτό.

Δεκαπέντε μέρες μετά που κάναμε αυτή την πλάκα, ο κύριος Βαλμαρέλ θέλησε να
πουλήσει μούρη στους φίλους του και να κυκλοφορήσει με την κατάκτησή του. Ήθελε να
πάει τον Μαξίμ σ’ ένα νυχτερινό κέντρο. Εγώ τον παρακαλούσα να φορέσει βέλο. Αλλά ο
Μαξίμ μου γέλαγε και με έλεγε χαζή. Κι εγώ υποχώρησα, αφού είχε το δαχτυλίδι… Α
ναι… ξέχασα! Ο κύριος Βαλμαρέλ του είχε δώσει ένα δαχτυλίδι… ένα δαχτυλίδι
ολόχρυσο! Δεν είπα τίποτε άλλο, γιατί αυτό το βράδυ θα φοβίζαμε τον κύριο Βαλμαρέλ μ’
ένα περίστροφο. Ο Μαξίμ είχε αγοράσει ένα περίστροφο −εγώ το φύλαγα στην τσέπη της
ποδιάς μου− και θα βάζαμε πανιά· δηλαδή θα το βάζαμε στα πόδια, θα το σκάγαμε.

Έπρεπε να βλέπατε τον Μαξίμ με την υπέροχη τουαλέτα του! «Ραχήλ, να μου λέει ο
κύριος, κοιτάξτε τη δεσποινίδα!» Φαινότανε πολύ Κύριεία − «μια αληθινή Κύριεία του
καλού κόσμου!» Και μας κοπήκανε τα γέλια, πεθάναμε απ’ το φόβο.

Όλα έγιναν όταν έβγαιναν από αυτό το αριστοκρατικό κέντρο. Ο Μαξίμ είχε πιει σαμπάνια
κι έπρεπε να τον έβλεπες, θα αναρωτιόσουν από πού βγήκε αυτή η γκόμενα και τα λοιπά
και τα λοιπά. Λοιπόν, βγήκαν από το κέντρο μαζί και, στην άκρη της μαρμάρινης σκάλας,
ο Μαξίμ είδε κάτω τον γκρουμ και τον αναγνώρισε. Ήταν ο Αλφρέ, ο συνεταίρος στη
διάρρηξη.

Ο Μαξίμ μου ξεχνάει τον κύριο Βαλμαρέλ, και την τουαλέτα, και πως είναι γυναίκα.
Σφυράει με τα δάχτυλά του, καβαλάει την κουπαστή, γλιστράει… και… (σιωπή) Έτσι
σκοτώθηκε, Κύριε Ανακριτή. Έχασε την ισορροπία του. Έπεσε με το κεφάλι στις πλάκες.
Αχ αλίμονο! Ο Αλφρέ μου διηγήθηκε πώς έπεσε. Ένα τόσο δα πραγματάκι τσακισμένο,
με τα πόδια αλλού κι αλλού τα χέρια, και το προσωπάκι του σαν να κοιμότανε και το
φόρεμά του ξεσκισμένο ολόκληρο και… τέλος πάντων, πώς να το πω… Κύριε
Ανακριτή… καταλαβαίνετε… Ήταν ένας πεθαμένος. Δεν ήταν μια πεθαμένη!

Πλήθος μαζεύτηκαν οι περίεργες και οι περίεργοι και η αστυνομία. Ο κύριος Βαλμαρέλ


είχε μείνει κάγκελο. Τον κοίταζαν που κοίταζε τον καημενούλη τον Μαξίμ μου, και οι
βρομιάρηδες χαχάνιζαν. Χαχάνιζαν! Ο Αλφρέ έσπρωξε τον κύριο Βαλμαρέλ στο
αυτοκίνητό του. Εγώ περίμενα τον Μαξίμ στο σπίτι. Χτυπάει το κουδούνι. Ανοίγω.
Κρατούσα το περίστροφο στην τσέπη μου. Τον κύριο Βαλμαρέλ λυπόσουν να τον
βλέπεις. Ήταν αξιολύπητος! Και ο Αλφρέ μου φώναξε: «Ο Μαξίμ είναι νεκρός. Ο γέρος τα
ξέρει όλα». Ποια όλα; Νεκρός ποιος; Ο Μαξίμ! Κοίταζα μια τον Αλφρέ, μια τον κύριο
Βαλμαρέλ. Τρελάθηκα! Ποτάμι τρέχανε τα δάκρυα από το πρόσωπο του Κύριείου
Βαλμαρέλ. Ο Μαξίμ ήταν νεκρός… Ο Αλφρέ διηγιόταν την ιστορία, κι εγώ τίποτα δεν
άκουγα. Κοιτούσα μόνο τα δάκρυα που κύλαγαν στο πρόσωπο του Κύριείου Βαλμαρέλ.
Ο Θεός να με συγχωρέσει, Κύριε Ανακριτή, γι’ αυτό που πέρασε από το μυαλό μου.
Νόμισα πως μου την είχαν φέρει, πως ο Μαξίμ κι ο γέρος τα είχανε κάνει πλακάκια. Και
πυροβόλησα.

Τα είπα όλα. Δεν έχω τίποτε άλλο να πω, Κύριε Ανακριτή. Δε μου μένει τίποτε άλλο στον
κόσμο. Ακόμα κι αν δεν ήταν νεκρός ο Μαξίμ, δε θα τολμούσα πια, ποτέ δε θα τολμούσα
να τον ξανακοιτάξω στα μάτια.

Κι όσο για τον κύριο Βαλμαρέλ, δε μετανιώνω καθόλου, Κύριε Ανακριτή, καθόλου. Τον
απάλλαξα από ένα κακό όνειρο. Αν δεν τον είχα σκοτώσει τον κύριο Βαλμαρέλ, δε θα
μπορούσε πια να ζήσει. Όπως κι εγώ τώρα. Αγαπούσε, Κύριε Ανακριτή, αγαπούσε. Ήταν
ερωτευμένος. Και ήταν ερωτευμένος μ’ ένα φάντασμα.

You might also like