You are on page 1of 64

Ken Ludwig

Buffalo

Πανικός στα παρασκήνια

ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ

Βρισκόμαστε στο φουαγιέ των παρασκηνίων ενός μεγάλου επαρχιακού θεάτρου. Μεγάλο
δωμάτιο, άνετο και λίγο ακατάστατο. Ένα ανάκλιντρο, ένα μεγάλο πουφ και μια δυο
πολυθρόνες. Στους τοίχους κρέμονται θεατρικές αφίσες και άλλα θεατρικά φροντιστηριακά
αντικείμενα. Στα δεξιά της σκηνής πόρτα που οδηγεί στο δρόμο. Αριστερά δυο πόρτες Η μία
απ’ αυτές υπερυψωμένη με κάποια σκαλοπάτια. Η άλλη οδηγεί στα καμαρίνια. Στο κέντρο
πίσω μία πόρτα που οδηγεί στα παρασκήνια καθώς και μία ακόμα που οδηγεί στο
καμαράκι-ντουλάπα. Γύρω στις 11 το πρωί.

Η Ρόζαλιντ μπαίνει, σέρνοντας μια βαλίτσα. Λαμπερή & γοητευτική στα 20 ή και 30 της.
Βλέπει την Έθελ να τριγυρνάει εδώ κι εκεί ψευτοσυγυρίζοντας και χαμογελάει τρυφερά. Η
Έθελ δεν μπορεί να την δει γιατι κοιτάζει αντίθετα. Υπάρχει κι άλλος ένας λόγος που πολύ
σύντομα θα μάθουμε: η Έθελ είναι τελείως κουφή και δεν πολυπαίρνει είδηση γι’ αυτά που
γίνονται γύρω της, παρά μόνον αν συμβαίνουν ακριβώς μπροστά της και εκκωφαντικά.

ΕΘΕΛ : (συνεχίζει, όπως εδώ και λίγη ώρα, από τη στιγμή που μπήκε στη σκηνή, να
ψιλοτραγουδάει – ψιλοαπαγγέλλει στίχους από το μονόλογο “Ρωμαίο, Ρωμαίο, γιατί να ‘σαι
ο Ρωμαίος; Αρνήσου τον πατέρα σου κι άλλαξε τ’ όνομά σου, και μένα πια να μη με λεν
κόρη του Καπολέτου».

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Γιαγιά! Γιαγιά! ΓΙΑΓΙΑΑΑ!

ΕΘΕΛ : (χαρούμενο ξάφνιασμα) Ρόζαλιντ! Αγαπημένη μου! Τι ωραία έκπληξη! Όλο και πιο
όμορφη. (ζεστή αγκαλιά) Μια κούκλα!

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Κι εσύ το ίδιο.

ΕΘΕΛ : Τι;

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Κι εσύ το ίδιο! Κούκλα!

ΕΘΕΛ : Αγάπη μου, φοβάμαι πως πρέπει να φωνάζεις πιο δυνατά.

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Γιαγιά, μήπως να βάλεις το ακουστικό που σου πήρα;

1
ΕΘΕΛ : (τρυφερά) Καλύτερα όχι πρωί πρωί μπύρα, αγαπούλα. Νάξερες πόσο σε πεθύμησα.

. Όταν λείπεις δε με χωράει ο τόπος.

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Κι εγώ σε πεθύμησα. Και για πες πώς πάει η περιοδεία; Σ’ αρέσει αυτή η πόλη;

ΕΘΕΛ : Καθόλου. Τι να μ’ αρέσει; Βρωμοεπαρχία. Ανάθεμα την ανάγκη μας, που για να βγούμε
οικονομικά πρέπει να τρέχουμε από δω κι από κει. Αποκέντρωση το λέει ο μπαμπάκας σου,
ξεπεσμό το λέω εγώ. Και δε με νοιάζει για μένα, αλλά για τη μητέρα σου. Δέκα χρόνια πριν
πρωταγωνιστούσε στο Μπροντγουαίη, ώσπου την έπεισε ο προκομένος να κάνουν
«θέατρο ρεπερτορίου» και την έριξε σ’ αυτό το χάλι.

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Έλα τώρα, γιαγιά…

ΕΘΕΛ : Πάνε και ξεθάβουν κάτι παλιά αραχνιασμένα έργα. Ανάθεμα την ανάγκη μας. Κάθεται με
το ημερολόγιο στο χέρι. Μόλις δει ότι πέρασαν 70 χρόνια από τότε που πέθανε ένας
συγγραφέας και δε θα πρέπει να πληρώσει δικαιώματα, αμέσως να ανεβάσει την κάθε
παλιατσαρία. Μπατιροθιασάρχης... Και ατάλαντος. Μόνο να τον δεις να παίζει Συρανό…

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Γιαγιάκα μου, άκουσέ με! Έχω μια έκπληξη. Παντρεύομαι! ΠΑΝΤΡΕΥΟΜΑΙ !

(Περνάνε μερικές στιγμές και μετά πέφτουν η μια στην αγκαλιά της άλλης με στριγγλιές σα
μαθήτριες γυμνασίου, χοροπηδάνε και αγκαλιάζονται.)

ΕΘΕΛ : Ρόζαλιντ, αγάπη μου, δεν το πιστεύω. Θαυμάσια νέα! Εγώ ξέρεις πάντα το έλεγα. Εσύ κι
ο Πωλ είστε το ιδανικό ζευγάρι.

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Δεν είναι ο Πωλ.

ΕΘΕΛ : Είναι παίδαρος…

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Γιαγιά!!! Όχι με τον Πωλ! Εγώ κι ο Πωλ χωρίσαμε!

ΕΘΕΛ : Δεν είναι ο Πωλ;

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : ΟΧΙ!!!

ΕΘΕΛ : Λάθος σου μεγάλο! (Η Ρόζαλιντ αναστενάζει, βλέπει την καταιγίδα να έρχεται) Ήσασταν
καταπληκτικοί πάνω στη σκηνή, θα μπορούσατε να παίξετε όλα τα διάσημα θεατρικά
ζευγάρια ...

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Γιαγιά!!! Το παράτησα το θέατρο. Θέλω να ζήσω μια φυσιολογική ζωή, να τρέχω
κάθε τρεις και πέντε στο ταμείο ανεργίας. χωρίς άγχος, δανεικά και ξενοδοχεία τρίτης
κατηγορίας. Έπιασα δουλειά σε διαφημιστική εταιρεία.

ΕΘΕΛ : Ναι, το ξέρω και δε θέλω ούτε να το σκέφτομαι.

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Τόση συζήτηση κάναμε τα Χριστούγεννα, δε θυμάσαι;;;!

ΕΘΕΛ : …Όχι.

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : (κρατώντας το χέρι της Έθελ, πραγματικά της ανοίγει την καρδιά της) Γιαγιάκα μου,
αυτή είναι η δική σας ζωή. Η δική σου, της μαμάς και του μπαμπά. Αυτό είναι πολύ ωραίο.
Και είμαι πραγματικά πολύ περήφανη για σας. Εγώ όμως θέλω να κάνω κάτι διαφορετικό

2
στη ζωή μου, μακριά από τον πανικό και το άγχος αυτής της δουλειάς. Μπορείς να το
καταλάβεις αυτό;

ΕΘΕΛ : (τρυφερά) Αγάπη μου γλυκιά, να σου πω κάτι;

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Ναι, φυσικά.

ΕΘΕΛ : Δεν άκουσα λέξη απ’ όσα είπες.

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : … Γιαγιά, σε παρακαλώ, βάλε επιτέλους το ακουστικό που σου πήρα!!!

ΕΘΕΛ : Τέλος πάντων, ένα μικρό ποτήρι χωρίς πολύ αφρό… Αλλά πρώτα κυρία μου, θέλω να μ΄
ακούσεις καλά. Μπορεί το θέατρο να περνάει κρίση, μπορεί να τη βγάζουμε στριμόκωλα,
αλλά το φχαριστιόμαστε. Δεν ξέρω καμιά άλλη τέτοια δουλειά . Χωρίς το θέατρο θα είχαμε
γίνει όλοι μας δημόσιοι υπάλληλοι. Κουράστηκα, αγάπη μου. Λέω να πάω λίγο να
ξαπλώσω. (από την πόρτα) Χαίρομαι πάρα πολύ που ήρθες.

(Η Έθελ βγαίνει. Η Ρόζαλιντ φωνάζει προς την πόρτα)

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : ΓΙΑΓΙΑΑΑ!!! Σ’ ΑΓΑΠΩ ΠΟΛΥ!!!

(Την ίδια στιγμή χτύπημα στην εξώπορτα)

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Ναι… (χτύπημα) Ναι!!! (χτύπημα) Περάστε. Ανοιχτά είναι!!!

(Μπαίνει ο Χάουαρντ. Κοντά στα τριάντα. Όμορφο, καλό παιδί. Προς το παρόν μάλλον
φοβισμένος.)

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Μωράκι μου!

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Γεια σου αγάπη μου. Έλα μέσα, φοβήθηκα πως δε θα ’ρθεις,

(φιλάκι)

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Οι δικοί σου είναι εδώ;

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Δε νομίζω.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : (ανακουφισμένος) Ούφ, ωραία.

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Χάουαρντ…

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Αφού με ξέρεις τώρα, δε νοιώθω άνετα, η πρώτη συνάντηση με τα πεθερικά, έχω
τρακ.

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Μα, δεν έχεις κανένα λόγο να ανησυχείς.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Δεν είναι και απλό να γνωρίζεις ηθοποιούς. Και μάλιστα τόσο σημαντικούς. Δεν έχω
συνηθίσει να συναντώ συχνά τέτοιες διασημότητες.

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : (δείχνοντας το δωμάτιο) Χάουαρντ, σου φαίνεται αυτός χώρος όπου ζουν
διασημότητες; ‘Η μήπως αυτή η κωλόπολη;

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Εγώ σ’ αυτήν την κωλόπολη γεννήθηκα.

3
ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Τελοσπάντων, θέλω να πω δεν είμαστε στο Μπρόντγουαίη, ένας θίασος περιοδείας
είναι, Με εναλλασσόμενο.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Τι είναι πάλι αυτό το εναλλασσόμενο;

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Ετοιμάζουν περισσότερα έργα. Και τα παίζουν εναλλάξ. Για εδώ έχουν ετοιμάσει ένα
κλασικό και φυσικά μια κωμωδία: το «Συρανό ντε Μπερζεράκ» του Εδμόνδου Ροστάν, το
ξέρεις;

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Αυτό είναι η νέα τους παραγωγή, και το «Μήνα του Μέλιτος» του Νόελ Κάουαρντ,
αυτό έχουν βαρεθεί να το παίζουν – ως πρόσφατα έπαιζα κι εγώ. Τον Συρανό βέβαια τον
έχουν προσαρμόσει για μικρό θίασο. Θα τον κάνουν με πέντε μόνο ηθοποιούς.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Άσχημα τα οικονομικά δηλαδή;

(Γελάει αμήχανα και μετά παίρνει ανήσυχη βαθιά αναπνοή)

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Χειρότερα δε γίνεται. Τέλοσπάντων, το βρίσκω πολύ γλυκό που έχεις τρακ για τη
γνωριμία.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Τρακ το λες εσύ; Καλά δε με βλέπεις. Ερείπιο είμαι! Το ξέρουν ότι είμαι κι εγώ του
σιναφιού;

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Χάουαρντ, δε θα τόλεγα ακριβώς του σιναφιού. Θέλω να πω, δε νομίζω ότι θα θα
σε θεωρούσαν συνάδελφο.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Α... επειδή στην τηλεόραση είμαι.

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Ναι… λες το δελτίο καιρού στις ειδήσεις.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Καλά, δεν έχει κι αυτό την υποκριτική του; Οι γονείς σου δηλαδή…

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Χάουαρντ, Αυτοί παίζουν Σαίξπηρ. Και Τσέχωφ. Όχι τα επίπεδα της βροχόπτωσης.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : (το καταπίνει) Καλά, εντάξει… ξέρω…

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Αγάπη μου, είμαι πολύ περήφανη γι’ αυτό που κάνεις. Έχεις μια εξαιρετική δουλειά,
σταθερή. Θα μπορούσαμε να φτιάξουμε τη ζωή μας μια χαρά, να ζήσουμε μια φυσιολογική
ζωή, μαζί με τα παιδιά μας…

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Ναι, τρελαίνομαι για τα παιδιά. Θέλω να κάνουμε έξι… όχι, πιο πολλά, επτά….

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Τι θα ’λεγες ν’ αρχίσουμε απ’ το πρώτο.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Εντάξει.

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Λοιπόν, άκουσέ με. Θα ήθελα να είσαι πολύ - πολύ καλός μαζί τους. Πες τους ας
πούμε πόσο θαυμάζεις τη δουλειά τους.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Μα φυσικά τη θαυμάζω. Θέλω να πω, αν είναι δυνατόν, θα ξεχάσω ποτέ ότι μικρό
παιδί τους είδα να παίζουν «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας», όταν μας πήγαν στο θέατρο με
το σχολείο.

4
ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Ακόμα την παίζει την Τιτάνια η μαμά. Τελοσπάντων. Μετά τα οικονομικά
δυσκόλεψαν πολύ, κι άρχισαν να κάνουν και ταινίες – αμφιβάλλω αν έχεις δει καμία...

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Τρελάθηκες; Όλες τις έχω δει .

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Καλά τώρα…

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : «Ο Λοχίας Σώντερς στο Βόρειο Πόλο’’ ή εκείνο με τη μητέρα σου “Η Καλαμιτυ Τζέην
στο δρόμο της φωτιάς”… (ξαφνικά) Ώ, Θεέ μου! Ξέχασα τη τσάντα!

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Ποια τσάντα;

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Είχα ετοιμάσει μια έκπληξη για τον πατέρα σου. Την προηγούμενη εβδομάδα ήμουν
στη Νέα Υόρκη και διάβασα σε μια εφημερίδα για μια δημοπρασία, όπου ξεπουλούσαν
κομμάτια από το βεστιάριο μεγάλων στούντιο… και να… πήρα ένα από τα πρώτα
κοστούμια του πατέρα σου. Είπα ότι θα του άρεσε.

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Άχ, τι γλυκό! Ποιο του πήρες;

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Τη στολή του Στρατηγού Πάττον!!! Θα το φέρω να το δεις. Το κακό είναι ότι δε βρήκα
τίποτα για τη μητέρα σου.

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Χάουαρντ, δε χρειάζεται τίποτα. Θα σ’ αγαπήσουν γι’ αυτό που είσαι.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Κι αν κολλήσω. Τ-… τ-… τ-… το παθαίνω συχνά, όταν αγχώνομαι.

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Μια χαρά θα τα πας. Σου δίνω το λόγο μου. (φιλάκι) Εντάξει;

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : …Εντάξει.

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Πάω να δω μήπως είναι στο καμαρίνι τους.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Να ‘ρθω κι εγώ;

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Όχι, λέω να μείνεις εδώ, για την περίπτωση που έρθουν από αλλού.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Προτιμώ να είμαι μαζί σου.

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Έλα τώρα, Χάουαρντ! Δεν πρόκειται να συμβεί τίποτα συνταρακτικό στα επόμενα
δυο λεπτά.

(Η Ρόζαλιντ βγαίνει, ο Χάουαρντ χαζεύει το δωμάτιο)

(Ορμούν στο χώρο ο Τζωρτζ και η Σάρλοτ καυγαδίζοντας. Δεν βλέπουν τον Χάουαρντ, ο οποίος
ζαρώνει πανικόβλητος σε μια γωνιά.)

ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΒΓΑΣ ΣΑΡΛΟΤ , ΤΖΩΡΤΖ

(Βγαίνουν, μπαίνει η Ροζ).

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Δεν είναι στο καμαρίνι τους.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Εγ… ε… ε… εγώ,,, εγώ..

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Χάουαρντ;

5
ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Εγώ λέω να πηγαίνω. (Πηγαίνει προς την εξώπορτα)

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Πού πας;

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Ε.. . θα ξανάρθω.

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Συνέβη κάτι;

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Δεν υπάρχει καμία βία να με παρουσιάσεις στους γονείς σου σήμερα. Έχουμε
καιρό! (Βγαίνει).

ΡΟΖΑΛΙΝΤ : Χάουαρντ, τρελάθηκες; (θυμωμένη) Γύρνα πίσω!!! (βγαίνει κι αυτή)

(Σε λίγο ξαναμπαίνουν ο ΤΖ. Και η ΣΑ. ξαναμμένοι)

ΣΑΡΛΟΤ : Πάντως ιδέα σου να βάλεις τη Ρωξάνη να πυροβολεί τον Κόμη Ντε Γκις είναι
καταπληκτική.

ΤΖΩΡΤΖ : Σκέφτηκα μια ακόμα αλλαγή. Να την προσθέσουμε στην αυριανή παράσταση. Φτάνεις
με την άμαξα, την ώρα της μάχης. Ανοίγεις την πόρτα και βγαίνεις. Θέλω σ’ εκείνο το σημείο
να σταθείς για μερικά δευτερόλεπτα, να υποκλιθείς στους στρατιώτες – και τότε να σου
ρίξω έναν προβολέα στο πρόσωπο, ας πούμε σαν να ήσουν ένας άγγελος που κατεβαίνει
απ’ τον ουρανό.

ΣΑΡΛΟΤ : Ναι, Τζωρτζ, μ’ αρέσει! Έλα να το κάνουμε μια φορά.

ΤΖΩΡΤΖ : Πάμε!

ΣΑΡΛΟΤ : Κλιπ κλοπ κλιπ κλοπ κλιπ κλοπ… Ίιιιιι (χλιμίντρισμα)

ΤΖΩΡΤΖ : «Στάσου, τι είν’ η βουή που έρχεται;!»

ΣΑΡΛΟΤ : «Μια άμαξα πλησιάζει»

ΤΖΩΡΤΖ : «Τι άμαξα; Μέσα στη μάχη;!»

ΣΑΡΛΟΤ : «Κοιτάχτε! Είν’ η Ρωξάνη!»

ΤΖΩΡΤΖ : «Θεέ, μεγαλοδύναμε!»

ΣΑΡΛΟΤ : (χαμηλά) Υέιιι !!! (Και κατεβαίνει κομψά τα δυο τελευταία σκαλοπάτια της σκάλας) Και
γλιστρώ από την άμαξα σαν άγγελος που χαμηλώνει από τα σύννεφα…

ΤΖΩΡΤΖ : Προβολέας!

ΣΑΡΛΟΤ : (ως Ρωξάνη) «Κύριοι, καλημέρα».

ΤΖΩΡΤΖ : «Ρωξάνη, στην υπηρεσία του βασιλιά;!»

ΣΑΡΛΟΤ : «Ακριβώς. Στην υπηρεσία του δικού μου βασιλιά: του Έρωτα.!»

ΤΖΩΡΤΖ : Αυτό είναι! Σκίσαμε!

ΣΑΡΛΟΤ : «Συρανό, καλέ μου φίλε! Χρειάζομαι τη βοήθειά σου».

6
ΤΖΩΡΤΖ : (Ως Συρανό, γονατίζει και παίρνει το χέρι της) Στη διάθεσή σας, κυρία! Τώρα και για
πάντα. (της φιλά το χέρι και ακουμπά το μάγουλό του πάνω του.)

ΣΑΡΛΟΤ (συγκινημένη) : Τζωρτζ, όταν το κάνεις αυτό, στο κέντρο της σκηνής, μπροστά σε
χίλιους ανθρώπους που κρατούν την ανάσα τους, στο λέω, δεν μπορώ να κρατηθώ.

ΤΖΩΡΤΖ : Σ’ ευχαριστώ αγάπη μου.

ΣΑΡΛΟΤ : Φίλησέ με. Τώρα. Πριν χαλάσει η στιγμή.

(Φιλίούνται. Αρχίζουν τις περιπτύξεις, ενώ μπαίνει από πίσω η ΕΘΕΛ.)

ΕΘΕΛ : Μην ενοχλείστε, μου είστε παντελώς αδιάφοροι. (ή βαριέμαι και που σας βλέπω)

ΤΖΩΡΤΖ : Βρε, βρε …καλώς το τσιουάουα.

(Στη επόμενη σκηνή, ο Τζ. Και η Η Έθ. μαζεύει τα πεταμένα κοστούμια.)

ΣΑΡΛΟΤ : Έλα Τζωρτζ, μην ξαναρχίζεις αυτό το παιχνιδάκι!

ΤΖΩΡΤΖ : Ναι, καλά. Αυτή δεν ακούει τίποτα. Είκοσι χρόνια έχει ν’ ακούσει το παραμικρό. (στην
Έθ.) Έτσι δεν είναι, Κουασιμόδε;

ΣΑΡΛΟΤ : Σταμάτα, Τζωρτζ.

ΤΖΩΡΤΖ : Για πες μου, Έθελ, πόσα παιδάκια τρόμαξες σήμερα; Και το σκουπόξυλο πού το
πάρκαρες;

ΣΑΡΛΟΤ : Τζωρτζ…

ΤΖΩΡΤΖ : Ένα πράγμα δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω: Αυτή η γυναίκα είναι η μάνα σου. Έχω
μπροστά μου τη μεγαλύτερη ηθοποιό της γενιάς της, που την έφερε στον κόσμο μια
μαϊμού.

ΣΑΡΛΟΤ : Κόφτο, Τζωρτζ.

ΤΖΩΡΤΖ : Θα πρέπει κάποιος να σας άλλαξε στην κλινική, δεν εξηγείται αλλιώς.. Η πραγματική
κόρη της Έθελ, αυτή τη στιγμή περιοδεύει με τον Κρίστοφερ και παίζει τη νυχτερίδα στο
«Δράκουλα των Καρπαθίων».

ΣΑΡΛΟΤ : (Καθώς η Έθ. ετοιμάζεται να βγει φορτωμένη ένα βουνό ρούχα) Ευχαριστώ, μαμά!

ΤΖΩΡΤΖ : Ευχαριστώ, μαμά!

ΕΘΕΛ : (Βγαίνοντας) Τζωρτζ, έχω βάλει το ακουστικό μου,. Κοίτα να μεγαλώσεις, επιτέλους.

(Η Έθ. βγαίνει κι ο Τζ. με μια απότομη κίνηση παθαίνει ένα «τράβηγμα» στο σβέρκο του.)

ΤΖΩΡΤΖ : Άου! Άαααχ! Ο λαιμός μου, Σαρλότ, γερνάω. Γι’ αυτό μάλλον η Μέτρο Γκόλντουιν
Μάγερ δε με πήρε για τον Ταρζάν.

ΣΑΡΛΟΤ : Μας, αγάπη μου, δε μας πήραν.

7
ΤΖΩΡΤΖ : Αυτό θα μας ξανανέβαζε στην κορυφή. Φαντάζεσαι; Ο Τζωρτζ και η Σάρλοτ Χέυ, μαζί
στη νέα ταινία του Στάνλευ Κιουμπρικ, «Ο Ταρζάν στο λυκόφως».

ΣΑΡΛΟΤ : Μην μου το θυμίζεις.

ΤΖΩΡΤΖ : Είναι πραγματικά άδικο, δεν μπορώ να το χωνέψω. Μα το φαντάζεσαι; Ο Στάνλεϋ


Κιούμπρικ δέχεται να γυρίσει μια ταινία πάνω στην υπαρξιακή κρίση του μεσόκοπου
Ταρζάν, ένας ρόλος κομμένος και ραμμένος για μένα. Κι εσύ θα ήσουν η τέλεια Τζαίην. Να
δεις που θα σαρώσει τα όσκαρ, θα παιχτεί και στην τηλεόραση. Καταλαβαίνεις τι
αναγνωρισιμότητα θα είχαμε; Μετά, το θέατρο τίγκα κάθε βράδυ, Άσε που με τη μισή αμοιβή
θα ξεχρεώναμε όλα τα δάνεια. Αλλά βλέπεις, άλλοι έχουν τις διασυνδέσεις.

ΣΑΡΛΟΤ : Κι εσύ όμως πολύ εύκολα παραιτήθηκες.

ΤΖΩΡΤΖ : Αφού στάθηκε αδύνατο να μου κλείσει ραντεβού μαζί του αυτή η καριόλα η βοηθός του.
Δεν πα’ να γαμηθεί, αυτός θα χάσει.

ΣΑΡΛΟΤ : Καλά, έ! Το φιάσκο το βλέπω. Εδώ είμαι κι εδώ είσαι. Αυτό που θα γυρίσει τελικά θα
είναι «Ο Ταρζάν στο χορό των αταλάντων».

ΤΖΩΡΤΖ : Τι, το γελάς; Ώωωχ, ο λαιμός μου!...

ΣΑΡΛΟΤ : Έλα κάτσε εδώ, Αφέσου στα μαγικά μου δάχτυλα.

(Κατά τη διάρκεια της επόμενης σκηνής ο Τζ. Κάθεται δίπλα στο τραπεζάκι με ρόδες κι η Σα. Του
κάνει μασάζ στρο σβέρκο και τους ώμους)

ΤΖΩΡΤΖ : Όχι, συνειδητοποιείς ότι από χτες έχουν αρχίσει τα γυρίσματα; Και τώρα που μιλάμε οι
κάμερες έχουν στηθεί και ο κ. Τόνυ Κέρτις φοράει το σωβρακάκι που παραλίγο θα φορούσα
εγώ.

ΣΑΡΛΟΤ : (Ήρεμη καθώς το μασάζ προχωράει ) Δε τους χέζεις, Τζωρτζ. Δε πα να γυρίσουν τη


μαλακία τους με τον Τόνι Κέρτις και τη Λίζα Μινέλι. Άπατοι θα πάνε.

ΤΖΩΡΤΖ : Σωστά, δίκαιο έχεις.

ΣΑΡΛΟΤ : Είμαι σίγουρη ότι η κυρία Μινέλι θα κάνει μία από τα ίδια, ο Ταρζάν στο Καμπαρέ...

ΤΖΩΡΤΖ : Δίκιο έχεις.

ΣΑΡΛΟΤ : Αν αυτό θέλουν...

ΤΖΩΡΤΖ : Ακριβώς, συμφωνώ.

ΣΑΡΛΟΤ : …Αλκοολική του κερατά! (Ο Τζ. γελάει) Ξέρεις, τη συνάντησα μια φορά, όταν γύριζε το
«Καμπαρέ» κι εγώ ήμουν στο διπλανό στούντιο για την Καλαμιτυ Τζέην. (Με αυξανόμενη
χολή) Εκείνη έπινε τις μαργαρίτες τη μια μετά την άλλη κι εγώ παρακαλούσα για μια
παγωμένη κόκα κόλα.

ΤΖΩΡΤΖ : Σάρλοτ…

ΣΑΡΛΟΤ : Εκείνη πηδιόταν με τον παραγωγό κι’ εγώ μάθαινα να στρίβω τσιγάρο με το ένα χέρι
και να φτύνω στο πτυελοδοχείο από τρία μέτρα μακριά για τη σκηνή στο σαλούν.

8
ΤΖΩΡΤΖ : (επεμβαίνοντας στο ρυθμό της) Σάρλοτ… Σάρλοτ!

ΣΑΡΛΟΤ (Σταματάει) Πώς είν’ ο σβέρκος σου;

ΤΖΩΡΤΖ : Πολύ καλύτερα, αλλά μη σταματάς.

ΣΑΡΛΟΤ : (Το μασάζ συνεχίζει. Ο Τζ. Χαλαρώνει, σχεδόν κοιμάται) Τζωρτζ?

ΤΖΩΡΤΖ : Μμμ?

ΣΑΡΛΟΤ : Να σε ρωτήσω κάτι;

ΤΖΩΡΤΖ : Μμμ.

ΣΑΡΛΟΤ : Έχεις κοιμηθεί με την Αϊλήν;

ΤΖΩΡΤΖ : (Πετιέται πάνω) Σάρλοτ! Πώς σου πέρασε κάτι τέτοιο.

ΣΑΡΛΟΤ : Σ’ έχω δει να την κοιτάζεις κάπως

ΤΖΩΡΤΖ : Ωραία κοπέλα είναι. Κι εγώ δεν είμαι από πέτρα.

ΣΑΡΛΟΤ : Όπως το πάρεις. Ξέρω πολύ καλά πότε ακριβώς έγινε. Τότε, σ’ εκείνο το φοβερό καυγά
που είχαμε.

ΤΖΩΡΤΖ : Και μήπως θυμάσαι και ποιος έφταιγε.

ΣΑΡΛΟΤ : Εσύ, αγάπη μου. Εσύ δεν είπες ότι είμαι η γηραιότερη ζώσα ενζενί;

ΤΖΩΡΤΖ : Κι αυτό που πραγματικά εννοούσα είναι ότι μια γυναίκα στα πενήντα της δεν μπορεί
να παίζει την Ιουλιέτα. Θα είναι σα να βλέπεις την Γκρέτα Γκάρμπο να παίζει τη Μάγια τη
Μέλισσα.

ΣΑΡΛΟΤ : Το ξέρεις ότι θαυμάζω απεριόριστα την Γκρέτα Γκάρμπο.

ΤΖΩΡΤΖ : Κι εγώ το ίδιο. Δεν τη φαντάζομαι όμως να πετάει από λουλούδι σε λουλούδι.

ΣΑΡΛΟΤ : Αλλάζεις θέμα.

ΤΖΩΡΤΖ : Έλα τώρα. Η Αϊλήν αδιαφορεί πλήρως για μένα.

ΣΑΡΛΟΤ : Σε παρακαλώ! Κάθε φορά που σε βλέπει ανάβει.

ΤΖΩΡΤΖ : Δεν ξέρεις τι λες, είσαι τρελή.

ΣΑΡΛΟΤ : Τζωρτζ, Ένα πράγμα θέλω, να μου πεις την αλήθεια. Κοιμήθηκες μαζί της ή όχι?! Ναι ή
όχι?!!

ΤΖΩΡΤΖ : Όχι!!! Ωραία?! Η απάντηση είναι όχι!!

ΣΑΡΛΟΤ : (χωρίς να τον πιστεύει) Σίγουρα;

ΤΖΩΡΤΖ : Άχα! Τώρα κατάλαβα γιατί είσαι μες στα νεύρα. Η ταινία, έτσι;

ΣΑΡΛΟΤ : Μη γίνεσαι ανόητος. Η ταινία δεν έχει καμιά σχέση.

9
ΤΖΩΡΤΖ : Me Tarzan you Jane! (Κάνει το βρυχηθμό του Ταρζάν).

ΣΑΡΛΟΤ : Σταμάτα!

ΤΖΩΡΤΖ : Λίζα Μινέλι!

ΣΑΡΛΟΤ : Τι ηλίθιος, Θεέ μου.

ΤΖΩΡΤΖ : Αυτό είναι. Δεν μπορείς να το χωνέψεις με τίποτα: εσύ κολλημένη εδώ, στην άκρη του
πουθενά, κι η Κυρία Μινέλι να κολυμπάει νωχελικά στα πλατώ του Χόλυγουντ πλάι στο
βασιλιά της ζούγκλας.

ΣΑΡΛΟΤ : Τζωρτζ…

ΤΖΩΡΤΖ : Τρελαίνεσαι με την ιδέα ότι θα ήσουν ξαπλωμένη σε μια σαιζλόνγκ περιτριγυρισμένη
από αδερφίτσες μακιγιέρ που χέζονται ποιος θα προλάβει να σου πουδράρει τη μύτη.

ΣΑΡΛΟΤ : Εντάξει, Τζωρτζ. Συγγνώμη!

ΤΖΩΡΤΖ : (πληγωμένος σύζυγος, θεατρινίστικα) Τώρα πια είναι πολύ αργά. Με πλήγωσες βαθιά!

(Ο Τζ. απομακρύνεται και κάνει μια κίνηση σα να παίζει θέατρο, που πιστεύει ότι η Σα. δε μπορεί
να τη δει)

ΣΑΡΛΟΤ : Σε είδα.

ΤΖΩΡΤΖ : Τι είδες;

ΣΑΡΛΟΤ : Είσαι μεγάλο καθίκι.

ΤΖΩΡΤΖ : Δεν καταλαβαίνω σε τι αναφέρεσαι.

ΣΑΡΛΟΤ : (κάθεται στα γόνατά του Τζ. κι αρχίζει να τον τσιγκλάει) Κτήνος …

ΤΖΩΡΤΖ : (γελώντας) Σταμάτα! Σάρλοτ, σε προειδοποιώ…

(Και η Αϊλήν μπαίνει από έξω. Είναι νέα και κουκλάρα. Τη βλέπουν και μένουν σύξυλοι)

ΤΖΩΡΤΖ : Αϊλήν!

ΣΑΡΛΟΤ : Καλημέρα.

(Παύση. Μετά η Αϊ. ξεσπάει σε κλάματα, τρέχει και βγαίνει από την πόρτα των καμαρινιών.)

ΤΖΩΡΤΖ : Αϊλήν! Περίμενε, Αϊλήν!!!

(Ο Τζ. Σηκώνεται όρθιος και πηγαίνει βιαστικά προς την πόρτα – η Σ. κατρακυλάει απ’ τα γόνατά
του και πέφτει στο πάτωμα με γδούπο. Σηκώνεται και τον καρφώνει με δολοφονικό βλέμμα)

ΤΖΩΡΤΖ : Γιατί με κοιτάζεις έτσι.

ΣΑΡΛΟΤ : Κάθαρμα, θα πάω αμέσως να της μιλήσω.

ΤΖΩΡΤΖ : Όχι βέβαια. Εγώ θα πάω! Αρκετό κακό έχεις ήδη προκαλέσει. (βγαίνει) Αϊλήν!

10
(Τη στιγμή που ο Τζ. Βγαίνει, μπαίνει από έξω ο Πωλ. Τριαντάρης. Όμορφος, του τύπου άγριος κι
έτοιμος για όλα. Καλό παιδί.)

ΠΩΛ : Τι έπαθε η Αϊλήν;

ΣΑΡΛΟΤ : Δεν ξέρω

ΠΩΛ : Πέρασε από μπροστά μου, χωρίς να μου δώσει σημασία και μου φάνηκε πως έκλαιγε.

ΣΑΡΛΟΤ : Τι να σου πω; Η Αϊλήν είναι από δω, σ’ αυτή την πόλη γεννήθηκε, μπορεί να
συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι μόνο για δω κάνει.

ΠΩΛ : Λες, μα της αρέσει εδώ. Αυτό που πραγματικά όμως θέλει είναι να κάνει τηλεόραση.

ΣΑΡΛΟΤ : Μη μου πεις.

ΠΩΛ : Θα τα κατάφερνε μια χαρά στην τηλεόραση. Ωραία κοπέλα είναι,..

ΣΑΡΛΟΤ : Σιγά την ομορφιά.

ΠΩΛ : …Σάρλοτ. Είδες τώρα κοντά τη Ροζ;

ΣΑΡΛΟΤ : Την Κυριακή και μόλις ανέφερα το όνομά σου, πάτησε τις φωνές.

ΠΩΛ : Μάλιστα.

ΣΑΡΛΟΤ : Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί χωρίσατε εσείς οι δυο.

ΠΩΛ : Τι να σου πω, μου ζήτησε να παρατήσω το θέατρο, γιατι ήθελε λέει να ζήσει μια
φυσιολογική ζωή.. (κουνάει το κεφάλι και γελάει) Καλά, μπορείς να φανταστείς κάποιον από
τη οικογένειά σας να ζει φυσιολογικά.?!

(Η Σα. αρχίζει να γελάει… Εκεί πάνω μπαίνει απ’ το δρόμο η ΡΟΖ)

ΡΟΖ : Γεια σου, μαμά.

ΣΑΡΛΟΤ : Κατά φωνή! Γλύκα μου!!! (αγκαλιάζονται) Πότε ήρθες;

ΡΟΖ : Πριν λίγο.

ΣΑΡΛΟΤ : Για σένα μιλούσαμε. Ακριβώς αυτή τη στιγμή

(Η αμέσως επόμενη σκηνή ατακαριστά και μονότονα. Θυμός καλυμμένος με αβροφροσύνη)

ΡΟΖ : Γεια σου, Πωλ.

ΠΩΛ : Γεια σου, Ροζ.

ΡΟΖ : Πως πάει το θέατρο;

ΠΩΛ : Θαυμάσια, μια χαρά τα πάμε.

ΡΟΖ : Μπράβο, Χαίρομαι πολύ για σένα.

11
ΠΩΛ : Ευχαριστώ.

ΡΟΖ : Παρακαλώ.

(Παύση)

ΣΑΡΛΟΤ : … Μια χαρά τα πάει ο Πωλ.

ΡΟΖ : Νόμιζα ότι είσαι στη Νέα Υόρκη.

ΠΩΛ : Ήρθα να δουλέψω με τους γονείς σου.

ΡΟΖ : Θαυμάσια ιδέα.

ΠΩΛ : Πάω να δω τι κάνει η Αϊλήν. (Βγαίνει)

ΣΑΡΛΟΤ : Ρόζαλιντ, γιατί δεν παντρεύεστε, να τελειώνουμε;

ΡΟΖ : Μην ανακατεύεσαι ρε μαμά. Και κυρίως μην προσπαθείς να διορθώσεις τη ζωή μου. Δική
μου ζωή είναι, όχι δική σου.

ΣΑΡΛΟΤ : Έχεις δίκιο, συγγνώμη. Δίκιο έχεις. (Παύση. Η πληγωμένη μητέρα) Εγώ, το μόνο που
έκανα ήταν απλώς να σε γεννήσω.

ΡΟΖ : Μαμά…

ΣΑΡΛΟΤ : Πέντε κιλά κι οχτακόσια σαράντα γραμμάρια. Χρειάστηκε γερανός για να βγεις.

ΡΟΖ : Μαμά – !

(Μπαίνει ο Τζ.)

ΤΖΩΡΤΖ : Κλειδώθηκε στο καμαρίνι της. Ρόζαλιντ! Αγάπη μου γλυκιά!

ΡΟΖ : Γεια σου, μπαμπάκα! (αγκαλιάζονται)

ΤΖΩΡΤΖ : Τι κάνει το κοριτσάκι μου; … Σάρλοτ, πες μου σε παρακαλώ, πώς είναι δυνατό δυο
τόσο φριχτοί άνθρωποι σαν εμάς, να έχουμε φέρει στον κόσμο ένα βλασταράκι τόσο
γοητευτικό.

ΣΑΡΛΟΤ : … Δεν είναι δική σου. Τότε κοιμόμουν από δω κι από ‘κει.

ΤΖΩΡΤΖ : Ροζ, κατάλαβες επιτέλους το λάθος σου κι αποφάσισες να ξαναγυρίσεις στο θίασο.

ΡΟΖ : Όχι, ευχαριστώ. Δεν ήρθα γι’ αυτό. Έχω για όλους σας μια έκπληξη, όμως μου ξέφυγε.

ΤΖΩΡΤΖ : (Φωνάζει απ’ την πόρτα) Πωλ, έλα μέσα. Κοίτα ποιος μας ήρθε!

ΡΟΖ : Μπαμπά! Ωχ, Θεέ μου! Δε θέλετε να το πάρτε απόφαση εσείς οι δυο, έ; Φεύγω, θα σας δω
μετά.

ΤΖΩΡΤΖ : Ροζ –

(Βγαίνει η Ροζ μπαίνει ο Πωλ.)

ΠΩΛ : … Έφυγε;

12
ΤΖΩΡΤΖ : Μόλις άκουσε τ’ όνομά σου, η Ροζαλίντα το ‘σκασε για το δάσος του Άρντεν. Έχεις
πάντως έναν τρόπο με τις γυναίκες, έτσι Πωλ;

ΠΩΛ : Ευχαριστώ.

ΣΑΡΛΟΤ : Και, πώς είναι η νεαρή λαίδη Αϊλήν;

ΠΩΛ : Δε μου ανοίγει. Έγινε κάτι.

ΣΑΡΛΟΤ : Είναι ερωτευμένη με τον Τζωρτζ.

ΤΖΩΡΤΖ : Σάρλοτ, θα μπορούσες να κρατήσεις αυτές τις κλιμακτηρικές φαντασιώσεις σου για τον
εαυτό σου; Η κοπέλα προφανώς βρίσκεται στα πρόθυρα νευρικής κατάρρευσης, ένας Θεός
ξέρει γιατί.

ΠΩΛ : Θα κάνω άλλη μια προσπάθεια.

ΤΖΩΡΤΖ : Ναι, πήγαινε. Εσύ είσαι ο διαχειριστής του θιάσου.

ΠΩΛ : Από σήμερα και συμπρωταγωνιστής σου στο «Μήνα του μέλιτος».

ΤΖΩΡΤΖ : Παρακαλώ?!

ΠΩΛ : Ο Γουέμπστερ έφυγε πρωί-πρωί. Μάζεψε τα πράγματά του και την έκανε.

ΤΖΩΡΤΖ : Δε μπορεί να το έκανε αυτό. Ο ατάλαντος ουρακοτάγκος. Θα του κάνω μήνυση.

ΣΑΡΛΟΤ : Καλά, πώς του ήρθε, τι έπαθε;

ΠΩΛ : Είναι τρεις βδομάδες απλήρωτος.

ΤΖΩΡΤΖ : Μόνο; Όλοι είμαστε τρεις βδομάδες απλήρωτοι. Τι ηλίθια δικαιολογία είν’ αυτή;

(Ο Πωλ βγαίνει)

ΣΑΡΛΟΤ : (μαλακά) Τζωρτζ… Μίλησέ μου. Είναι τόσο άσχημη η κατάστασή μας;

ΤΖΩΡΤΖ : Κοίτα, αν εξαιρέσεις ότι χρωστάμε μισθούς, ένσημα, ξενοδοχεία ―για χορηγίες ούτε
λόγος―, μια χαρά είμαστε. Εμείς πάντα τα καταφέρνουμε.

ΣΑΡΛΟΤ : Τζωρτζ –

(Χτύπημα στην εξώπορτα)

ΤΖΩΡΤΖ : Δεν είμαι εδώ. Δε μ’ έχεις δει.

ΣΑΡΛΟΤ : Τζωρτζ –

ΤΖΩΡΤΖ : Αν είναι είναι κανένας που του χρωστάμε, βάλτου νερό, δώσ’ του και κανένα
σοκολατάκι, πού ξέρεις μπορεί και να φύγει χωρίς άλλη κουβέντα.

(Ο Τζ. Βγαίνει. Χτύπημα στην πόρτα)

ΣΑΡΛΟΤ : Περάστε!

13
(Ανοίγει την πόρτα και μπαίνει ο Χα.)

ΣΑΡΛΟΤ : Παρακαλώ.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Γεια.

ΣΑΡΛΟΤ : (Με δυσφορία) Θέλετε κάτι;

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Ε -, ε -, ε- κείνο που θα ήθελα να σας πω πριν μου πείτε οτιδήποτε είναι ότι σας
βλέπω στο θέατρο από παιδί και είστε η εκπληκτικότερη ηθοποιός που υπήρξε ποτέ!

ΣΑΡΛΟΤ : (Ξαφνικά όσο δεν παίρνει κολακευμένη & γοητευμένη) … Ω, είστε πολύ ευγενικός,
παρακαλώ, περάστε (δίνοντάς του το χέρι), Σάρλοτ Μίλλερ, λοιπόν. Είστε ο.... Το όνομά
σας….

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : (Απλώνοντας το χέρι) Ε -, ε -, μ-, χμ -, (Πελιδνός. Ο χειρότερος εφιάλτης του. Δεν


μπορεί να θυμηθεί το όνομά του)

(Καθώς ο Χ. χώνει το κεφάλι στα χέρια του, από την ανοιχτή εξώπορτα μπαίνει ο ΡΙΤΣΑΡΝΤ
ΜΕΫΝΑΡΤ. Όμορφος, αξιαγάπητος, πενηντάρης, με κλασικό κοστούμι και γραβάτα)

ΡΙΤΣΑΡΝΤ : Τοκ – τοκ!

ΣΑΡΛΟΤ : Ρίτσαρντ! (τρέχει και τον αγκαλιάζει)

ΡΙΤΣΑΡΝΤ : Γεια σου, Σάρλοτ.

ΣΑΡΛΟΤ : Τι θαυμάσια έκπληξη!

ΡΙΤΣΑΡΝΤ : (στο Χ. που…) Πώς είστε; Ρίτσαρντ Μέυναρτ.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Είστε κι εσείς διάσημος?!

ΡΙΤΣΑΡΝΤ : Όχι ακριβώς, είμαι όμως πλούσιος.

ΣΑΡΛΟΤ : Ο κ. Μέυναρτ είναι ο δικηγόρος μας όπως και πολλών άλλων σταρ του Χόλλυγουντ.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Ουάου!!!

ΡΙΤΣΑΡΝΤ : Ποια είναι η αγαπημένη σας ηθοποιός; Εκτός απ’ τη Σάρλοτ φυσικά.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Η Λίζα Μινέλι. [Δολοφονικό βλέμμα της Σάρλοτ]. Την ξέρετε κι αυτή προσωπικά;

ΡΙΤΣΑΡΝΤ : (Κουνάει το κεφάλι) Χα! Λέει πως φτιάχνω το καλύτερο Μαρτίνι.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Ουάου!!!

ΣΑΡΛΟΤ : Λυπάμαι πραγματικά πάρα πολύ, αλλά αν θα μπορούσατε να περάσετε μια άλλη
φορά;

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Α, ναι. Σίγουρα.

ΣΑΡΛΟΤ : (Τον πηγαίνει στην πόρτα) Είναι πραγματικά πολύ συμπαθητικό που ήρθατε να μας
δείτε. Όποιος κι αν είστε.

14
(Η πόρτα έκλεισε)

ΣΑΡΛΟΤ : Ρίτσαρντ, τι δουλειά έχεις εσύ εδώ;

ΡΙΤΣΑΡΝΤ : Ε, τώρα, τι να σου πω, έτσι όπως καθόμουν στο γραφείο μου το πρωί και κοιτούσα
στην εφημερίδα την κίνηση του Χρηματιστηρίου, κατάλαβα πόσο πολύ βαριόμουν. Έτσι
σκέφτηκα να κάνω κάτι να ανεβάσω το ηθικό μου. Η πρώτη σκέψη ήταν να παίξω λίγο με
τις μετοχές μου, μετά όμως είπα, όχι, θα πάω να πάρω τη Σάρλοτ και να της κάνω το
τραπέζι.

ΣΑΡΛΟΤ : Κι έτσι, πέταξες ως εδώ από τη Νέα Υόρκη.

ΡΙΤΣΑΡΝΤ : Μόλις έφτασα.

ΣΑΡΛΟΤ : (αγκαλιάζοντάς τον) Τι γλυκός που είσαι. Δέχομαι ευχαρίστως. Κι εγώ χρειαζόμουν λίγη
τόνωση.

ΡΙΤΣΑΡΝΤ : Τι σου χάλασε τη διάθεση αυτή τη φορά;

ΣΑΡΛΟΤ : Μια γελοία υποψία. Άστο. Μπορεί να είναι και η ιδέα μου. Ίσως είμαι απλώς
κουρασμένη.

ΡΙΤΣΑΡΝΤ : Και το ρωτάς; Φυσικά κουρασμένη είσαι. Είναι απάνθρωπο να σε σέρνει έτσι, από
πόλη σε πόλη.

ΣΑΡΛΟΤ : Και το καλύτερο απ’ όλα, μόλις έμαθα ότι δεν πρόκειται να πληρωθούμε αυτό το μήνα.

ΡΙΤΣΑΡΝΤ : Α, ναι, το ξέρω.

ΣΑΡΛΟΤ : Το ξέρεις;

ΡΙΤΣΑΡΝΤ: Και είναι πάρα πολύ σοβαρό. Μήνες τώρα του το ‘χω πει του Τζωρτζ, να κατεβάσει τα
έξοδα. Και ν’ ανεβάζει μόνο φαρσοκωμωδίες.

ΣΑΡΛΟΤ : Με φαντάζεσαι εμένα να παίζω φαρσοκωμωδίες;

ΡΙΤΣΑΡΝΤ : Αγάπη μου, εσύ μπορείς να κάνεις τα πάντα. Και κυρίως σινεμά και τηλεόραση.

ΣΑΡΛΟΤ : Ίσως αν δοκιμάζαμε κάποιο άλλο έργο, πιο πιασάρικο από το «Συρανό»;; Αν
ξανανεβάζαμε το «Σώσε», είχε χαλάσει κόσμο την άλλη φορά – αλλά δεν φτάνουν οι
ηθοποιοί μας.

ΡΙΤΣΑΡΝΤ : Σάρλοτ, ού-ου. Ξύπνα! ΟΙ περιοδείες δεν έχουν πια ψωμί, η επαρχία βλέπει μόνο
τηλεόραση!

ΣΑΡΛΟΤ : Ωραία, και τι πιστεύεις ότι μπορώ να κάνω εγώ?!

ΡΙΤΣΑΡΝΤ : Κατ’ αρχήν παντρέψου με. Έχω λεφτά με τη σέσουλα και κανένα πλάι μου να τα
ξοδέψω για χάρη του. Μόνο ο γάτος μου αλλά κι αυτός με υπερθυρεοειδισμό Έχει γίνει σαν
αρκούδα. Κάτι φίλοι που ήρθαν προχτές νόμισαν ότι αγόρασα καινούριο καναπέ.

ΣΑΡΛΟΤ : Μπορείς να σοβαρευτείς;

15
ΡΙΤΣΑΡΝΤ : Είμαι πολύ σοβαρός. Δε χωράμε, θα χρειαστεί να μετακομίσω.

ΣΑΡΛΟΤ : Ρίτσαρντ – !

ΡΙΤΣΑΡΝΤ : (Ξαφνικά πολύ σοβαρός) Σάρλοτ, άκουσέ με. Δεν είμαι πολύ καλός σ’ αυτά. Δε
μπορώ να λέω ψέματα, όπως κάνουν οι περισσότεροι, ούτε ν’ απαγγέλλω ποιήματα. Σου
αξίζει μια καλύτερη ζωή. Άσε με να σ’ έχω στα πούπουλα. Έλα να πάμε μια κρουαζιέρα
μαζί. Οπουδήποτε στον κόσμο. Όπου θέλεις, στην Κυανή Ακτή, στα ελληνικά νησιά...
(Η Σάρλοτ γελάει)

ΣΑΡΛΟΤ : Αχ, Ρίτσαρντ, μου φτιάχνεις πραγματικά το κέφι.

ΡΙΤΣΑΡΝΤ : Ωραία, Το αξίζεις. Και, ειλικρινά, κι εγώ το αξίζω. Έχω κουραστεί να ζω μόνος.

ΣΑΡΛΟΤ : Κι ο Τζωρτζ;

ΡΙΤΣΑΡΝΤ : Θα του χαρίσω το γάτο.

ΣΑΡΛΟΤ : (Γελώντας) Ρίτσαρντ – !

ΡΙΤΣΑΡΝΤ : Στ’ αλήθεια σ’ αγαπώ πολύ. Μονάχα εσένα έχω στο νου μου.

ΣΑΡΛΟΤ : Ρίτσαρντ …

ΡΙΤΣΑΡΝΤ : Σάρλοτ …

(Ο Ρ. ετοιμάζεται να φιλήσει τη Σ., αλλά την ίδια στιγμή ακούγονται οι επίμονες φωνές του Πωλ)

ΠΩΛ : (Από έξω) Τζωρτζ!! Τζωρτζ!!!

(Ο Ρ. κι η Σ. απομακρύνονται κάπως ένοχα, και εισβάλλει ο Πωλ)

ΠΩΛ : Α! Γεια, γεια.

ΡΙΤΣΑΡΝΤ : Ρίτσαρντ Μέυναρτ, ο δικηγόρος των πρωταγωνιστών.

ΠΩΛ : Πωλ Σίνγκερ, ο χαμάλης των πρωταγωνιστών. Ο Τζωρτζ;

ΣΑΡΛΟΤ : Στο καμαρίνι του, νομίζω.

ΠΩΛ : (αγχωμένος) Όχι, δεν είναι.

ΣΑΡΛΟΤ : Συμβαίνει κάτι;

ΠΩΛ : Όχι, όχι !...

ΣΑΡΛΟΤ : Πωλ …

ΠΩΛ : Τίποτα δε συμβαίνει! … Θέλω κάτι να ρωτήσω… το Τζωρτζ.

(Η Σ. τον κοιτάζει επίμονα και μετά αποφασίζει να δώσει τόπο στην οργή)

ΣΑΡΛΟΤ : Όταν τον βρεις, πες του ότι παίρνω άδεια για το υπόλοιπο πρωινό. Ο Ρίτσαρντ με
κάλεσε να φάμε.

ΠΩΛ : Όκεϋ. Καλά να περάστε.

16
ΡΙΤΣΑΡΝΤ : Αυτό θα κάνουμε. Ευχαριστούμε.

(Η Σ. κι ο Ρ. βγαίνουν έξω. Ο Π. αναστενάζει με ανακούφιση. Η Εθελ κατεβαίνει βιαστικά, μ’ ένα


παντελόνι στο χέρι.)

ΠΩΛ : Έθελ, μήπως είδες το Τζωρτζ; (Δεν τον ακούει) ΕΘΕΛ!!!

ΕΘΕΛ : ΤΙ !!!

ΠΩΛ : ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΤΖΩΡΤΖ:

ΕΘΕΛ : Ακριβώς από πίσω μου.

(Η Ε. πάει να φύγει βιαστικά – όταν εμφανίζεται από πάνω, κυνηγώντας την ο Τζ.)

ΤΖΩΡΤΖ : Σταμάτα! Φέρε εδώ το παντελόνι του Σιρανό.

ΕΘΕΛ : Όχι, πρέπει να το φαρδύνω!

ΠΩΛ : Τζωρτζ –

ΕΘΕΛ : Είσαι γελοίος, είναι τσιτωμένο πάνω σου!

ΤΖΩΡΤΖ : Δικό μου είναι, έτσι το θέλω!

ΕΘΕΛ : Σου κάνει έναν κώλο σαν κολοκύθα!

ΤΖΩΡΤΖ : Κι αυτός δικός μου είναι!

(Ο Τζ. της αρπάζει το παντελόνι κι αρχίζουν να παλεύουν.)

ΠΩΛ : Τζωρτζ – !

ΕΘΕΛ : Άσε να το διορθώσω!

ΤΖΩΡΤΖ : Κοίτα να διορθώσεις τα αυτιά σου πρώτα!

(ΧΡΡΡΡΡΡΑΤΣ! Το σκίζουν στα δυο, απ’ τον καβάλο. Μένουν και οι δυο μ’ ένα μπατζάκι στο χέρι.)

ΕΘΕΛ : Ορίστε, τι έκανες. (Αρπάζει το μπατζάκι του Τζ. και πάει προς την πόρτα.) Να μην
αναρωτιόμαστε μετά γιατί το επίπεδο αυτού του θιάσου έχει καταντήσει του κώλου. (Η Ε.
βγαίνει, ο Τζ. έξαλλος ωρύεται.)

ΠΩΛ : Τζωρτζ, πρέπει να σου πω κάτι κακό.

ΤΖΩΡΤΖ : Τι πάλι; Έφυγε κι άλλος από το Θίασο των Απλήρωτων Ηθοποιών;

ΠΩΛ : Λοιπόν, δεν κάθεσαι;

ΤΖΩΡΤΖ : Να καθίσω, γιατί;

ΠΩΛ : Τζωρτζ!!! Η ΑΪλήν είναι έγκυος.

(Παύση. Τα γόνατα του Τζ. αρχίζουν να τρέμουν. Κάθεται.)

ΤΖΩΡΤΖ : Ω, Θεέ μου!

17
ΠΩΛ : Λέει ότι κοιμηθήκατε μαζί στο Ντιτρόιτ και τώρα είναι έγκυος.

ΤΖΩΡΤΖ : Ασύστολο ψέμα!

ΠΩΛ : Δεν το κάνατε;

ΤΖΩΡΤΖ : Στο Σικάγο ήταν.

ΠΩΛ : Τζωρτζ, σοβαρέψου.

ΤΖΩΡΤΖ : Ωχ, Παναγιά μου, η Σάρλοτ θα με σκοτώσει.

ΠΩΛ : Αυτό λέω κι εγώ.

ΤΖΩΡΤΖ : Θα μου κάνει τη ζωή κόλαση! (Πιάνει το κεφάλι του κι αναστενάζει) Τι να κάνω;

ΠΩΛ : … Αν το ‘βαζες στα πόδια;

ΤΖΩΡΤΖ : Σκέψου κάτι ηλίθιε! Γι’ αυτό δε σε πληρώνω;

ΠΩΛ : Νομίζω ότι θα ‘πρεπε να μιλήσεις πρώτα με την Αϊλήν.

ΤΖΩΡΤΖ : Την Αϊλήν, σωστά.

ΠΩΛ : Καλύτερα να βιαστείς. Έχει κλείσει ραντεβού με το γιατρό της.

ΤΖΩΡΤΖ : Κιόλας?!!!

ΠΩΛ : Πρέπει να κάνουν ένα τεστ ή κάτι τέτοιο.

ΤΖΩΡΤΖ : … Τι τεστ?!!!

(Τα επόμενα ατακαριστά)

ΠΩΛ : Δεν ξέρω

ΤΖΩΡΤΖ : Τεστ εγκυμοσύνης;

ΠΩΛ : Δεν έχω ιδέα.

ΤΖΩΡΤΖ : Δηλαδή, μπορεί και να μην είναι έγκυος;

ΠΩΛ : Αυτή λέει ότι είναι.

ΤΖΩΡΤΖ : Μήπως απλώς νομίζει ότι είναι.

ΠΩΛ : Είναι. Νομίζει.

ΤΖΩΡΤΖ : (Ταρακουνώντας τον Π.) Για όνομα του Θεού!!! Είναι έγκυος ή δεν είναι!!!

ΠΩΛ : Που θες να ξέρω, δεν την εξέτασα.

(Τη στιγμή εκείνη μπαίνει η Σ. και οι δυο τους παίρνουν αμέσως μια στάση παιγμένης αδιαφορίας
και μένουν ακίνητοι.)

18
ΣΑΡΛΟΤ : Κάνει ψύχρα έξω. Θα ρίξω κάτι πάνω μου. Θα είμαι πίσω εγκαίρως για την
παράσταση.

ΤΖΩΡΤΖ : Ωραία. Έξοχα.

ΣΑΡΛΟΤ : Ά! Έχει έρθει ο Ρίτσαρντ. Θα μου κάνει το τραπέζι.

ΤΖΩΡΤΖ : Καλή όρεξη.

(Η Σ. πηγαίνει προς τα καμαρίνια χτυπώντας πίσω της την πόρτα.)

ΤΖΩΡΤΖ : Θεέ μου. Αν την βρει και της μιλήσει.

ΠΩΛ : Δε νομίζω.

ΤΖΩΡΤΖ : Πήγαινε μέσα και κράτα τες χώρια. Πρέπει κάτι να σκεφτώ.

ΠΩΛ : Έτσι κι αλλιώς, κάποτε θα το μάθει –

ΤΖΩΡΤΖ : ΘΑ ΚΑΝΕΙΣ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΣΟΥ ΛΕΩ !

(Ο Π. βγαίνει. Ο Τ. μένει μόνος.)

ΤΖΩΡΤΖ : Σκατά, σκατά, σκατά!

(Μπαίνει η Αϊλήν. Είναι φανερό ότι έκλαιγε κι ότι είναι έτοιμη να ξαναρχίσει, αλλά κάνει σοβαρή
προσπάθεια να χαμογελάσει.)

ΑΪΛΗΝ : Γεια σου, Τζωρτζ.

ΤΖΩΡΤΖ : Αϊλήν!

ΑΪΛΗΝ : Υποθέτω σου μίλησε ο Πωλ.

ΤΖΩΡΤΖ : Όντως. Ναι. Αϊλήν. Δεν ξέρω τι να πω. Μπορώ να κάνω κάτι;

ΑΪΛΗΝ : Ότι ήταν να κάνεις, το έχεις ήδη κάνει.

ΤΖΩΡΤΖ : Αϊλήν, πραγματικά λυπάμαι. Παρασυρθήκαμε.

ΑΪΛΗΝ : Ήμουν τελείως κουτορνίθι.

ΤΖΩΡΤΖ : Και οι δύο ήμασταν τελείως κουτορνίθια.

ΑΪΛΗΝ : (Καταρρέοντας) Ναι, και τώρα θα ‘ρθει κι ένα καινούριο κουτορνιθάκι. Τζωρτζ!!!

ΤΖΩΡΤΖ : (Παρηγορώντας την, αλλά και ταυτόχρονα τρέμοντας την αποκάλυψη) Σε παρακαλώ,
Αϊλήν… Σσσσς…

ΑΪΛΗΝ : Ελπίζω ότι θα σου μοιάζει!

ΤΖΩΡΤΖ : Ω, Θεέ μου!

ΑΪΛΗΝ : Δε μπορώ να παίξω στην παράσταση σήμερα. Λυπάμαι.

ΤΖΩΡΤΖ : Δε γίνεται, ποιος θα σε αντικαταστήσει;

19
ΑΪΛΗΝ : Είναι αδύνατον! Έχω ραντεβού με το γιατρό και δε θα ‘χω τελειώσει…

ΤΖΩΡΤΖ : Τι γιατρό; Θα κάνεις τεστ; (κουνάει το κεφάλι της) Για να βεβαιωθείς αν…

ΑΪΛΗΝ : Ακριβώς.

ΤΖΩΡΤΖ :Δηλαδή, μπορεί και να μην είσαι…

ΑΪΛΗΝ : Είμαι έγκυος, Τζωρτζ, κατάλαβέ το. Έχω δυο βδομάδες καθυστέρηση και τρεις μέρες
τώρα ξερνάω τ’ άντερά μου κάθε πρωί. Εσύ τι νομίζεις ότι έχω;

ΤΖΩΡΤΖ : … Χαλασμένα μύδια;

ΑΪΛΗΝ : Θα τα πούμε μετά.

(Κάνει να φύγει)

ΤΖΩΡΤΖ : Αϊλήν! Εεε, να υποθέσω ότι, δεν έχεις πει τίποτα στη Σάρλοτ, έ;

ΑΪΛΗΝ : Δεν την είδα καθόλου σήμερα –

ΤΖΩΡΤΖ : Ωραία!! (γυρνάει προς τα μέσα)

ΑΪΛΗΝ : Γι’ αυτό της άφησα ένα σημείωμα.

ΤΖΩΡΤΖ : (Εμβρόντητος) … Τι !!!

ΑΪΛΗΝ : Θα το μάθαινε. Θέλω να πω, από κάποια στιγμή και μετά θα είναι φανερό… όταν αρχίσω
να περπατώ σαν πάπια! “Έλι αγάπη μου έλα να δεις τι όμορφα που είναι εδώ έξω, κουάκ,
κουάκ, κουάκ”. Τέλος πάντων της έγραψα κάτι πάνω σ’ ένα περιοδικό που είχε στο καμαρίνι
της, νομίζω το Βαριετέ.

ΤΖΩΡΤΖ : Το Βαριετέ !

ΑΪΛΗΝ : Πρέπει να φύγω. Έχω αργήσει. (Φεύγει)

ΤΖΩΡΤΖ : Ο Θεός να βάλει το χέρι του!

(Μπαίνει ο Π.)

ΠΩΛ : Τζωρτζ, δε βρήκα πουθενά την Αϊλήν –

ΤΖΩΡΤΖ : Άκου, τρέχα στο καμαρίνι της Σάρλοτ και φέρε το Βαριετέ !

ΠΩΛ : Δεν υπάρχει λόγος, έχουμε εδώ ένα Βαριετέ.

ΤΖΩΡΤΖ : Δεν το θέλω για να το διαβάσω, ηλίθιε!!!

(Μπαίνει η Σ. κρατώντας ένα Βαριετέ)

ΣΑΡΛΟΤ : (Όλο χαμόγελο) Γεια σου Τζωρτζ! Γεια σου Πωλ.

ΤΖΩΡΤΖ & ΠΩΛ : Γεια!

ΣΑΡΛΟΤ : Πωλ, θέλεις να μας αφήσεις για λίγο.

20
ΠΩΛ : Ναι, βέβαια.

ΤΖΩΡΤΖ : (Στον Π.) Να κάτσεις εκεί που κάθεσαι!

ΣΑΡΛΟΤ : Πέρασε έξω, Πωλ!

ΠΩΛ :Μάλιστα. (Βγαίνει αστραπή)

ΣΑΡΛΟΤ : (Χαμογελάει συνέχεια) Τζωρτζ, είδες τι κάθονται και γράφουν στο Βαριετέ, αυτή τη
βδομάδα;

ΤΖΩΡΤΖ : Σάρλοτ –

ΣΑΡΛΟΤ : Νομίζω ότι πρέπει να το διαβάσεις, Τζωρτζ. Έλα, δυνατά. Να σ’ ακούω καλά. Γιατι
μπορεί να με πιάσουν πάλι οι κλιμακτηριακές μου φαντασιώσεις!

ΤΖΩΡΤΖ : Σάρλοτ –

ΣΑΡΛΟΤ : Έλα, αγάπη μου. Διάβασέ μου. Στην άλλη σελίδα… πάνω-πάνω. Έλα Τζωρτζ,
περιμένω.

ΤΖΩΡΤΖ : (Παίρνει το περιοδικό. Διαβάζει) “Πώς να χάσετε είκοσι κιλά σε τρεις μέρες”.

ΣΑΡΛΟΤ : Ακριβώς από κάτω.

ΤΖΩΡΤΖ : “Αγαπητή Σάρλοτ, θα ήθελα να ξέρεις ότι πρόκειται να γεννήσω το παιδί του Αντρέα
σου», ποιος είναι ο Αντρέας σου;

ΣΑΡΛΟΤ : “Άντρα σου !” “Πρόκειται να γεννήσω το παιδί του ΑΝΤΡΑ ΣΟΥ !!!”

ΤΖΩΡΤΖ : Α, ναι. “Σκέφτηκα λοιπόν ότι τώρα είναι η στιγμή να το μάθεις, Αϊλήν.”

ΣΑΡΛΟΤ : (Παίρνει πίσω το περιοδικό) Λοιπόν ?!

(Ο Τζ. την ικετεύει να τον συγχωρέσει. Στο μεταξύ η Σ. κάνει ρολό το περιοδικό και τον χτυπά)

ΤΖΩΡΤΖ : Σάρλοτ, είμαι βαθύτατα μετανοιωμένος! Έχω διαπράξει ένα αδιανόητο σφάλμα.. Θα
μπορέσεις ποτέ να με συγχωρέσεις; (σκύβει το κεφάλι)

ΣΑΡΛΟΤ : Όχι, Τζωρτζ! (Τον χτυπάει με το ρολό του περιοδικού) Όχι! (σλαπ) Δεν πρόκειται ποτέ
να σε συγχωρήσω! (σλαπ) Ποτέ δε θα σε συγχωρήσω! (σλαπ) Με εξαπάτησες! (σλαπ) Μου
είπες ψέματα! (σλαπ) Μετά από τριάντα χρόνια κοινής ζωής!

(σλαπ, σλαπ, σλαπ)

ΤΖΩΡΤΖ : Ωχ, ωχ, ωχ, ωχ!!!

(Τη στιγμή αυτή μπαίνει η Αϊλήν και διασχίζει βιαστικά το δωμάτιο)

ΑΪΛΗΝ : Συγγνώμη, έχω αφήσει κάτι μέσα.

ΑΪΛΗΝ : Λυπάμαι πάρα πολύ, Σάρλοτ, αλλά ο Τζωρτζ δε φταίει σε τίποτα. Ήταν δικό μου το
λάθος. Νομίζω ότι δε θα ‘πρεπε δώσω πίστη όταν μου έλεγε ότι εγώ θα έπαιζα την Έντα
Γκάμπλερ την επόμενη σαιζόν. (βγαίνει η Αιλήν)

21
(Παύση. Η Σ. γυρνάει και κοιτάζει τον Τζ.)

ΣΑΡΛΟΤ : Την Έντα Γκάμπλερ!

(Κι η Αϊλήν χάνεται στα καμαρίνια)

ΤΖΩΡΤΖ : Σάρλοτ, άκουσέ με. Σε παρακαλώ. Ήταν μετά από μια παράσταση κι εγώ ένοιωθα να
με πλημυρίζει όλο αυτό το πάθος του Σιρανό. Είχα χάσει το μυαλό μου.

ΣΑΡΛΟΤ : Μου είπες ψέματα.

(Αρχίζει να τον ξαναχτυπάει.)

ΣΑΡΛΟΤ : Παίρνω με τον Ρίτσαρντ το επόμενο αεροπλάνο.

ΤΖΩΡΤΖ : Περίμενε. (σταματάει) Πού πας, έχουμε παράσταση.

ΣΑΡΛΟΤ : (η τελευταία σταγόνα) Αντίο Τζωρτζ. . Πάω να μαζέψω τα πράγματά μου.

ΤΖΩΡΤΖ : Σάρλοτ !!! …

(Η Σ. βγαίνει χτυπώντας πίσω της την πόρτα κι ο Π. μπαίνει απ’ τη σκηνή)

ΠΩΛ : Τι έγινε; Πώς πήγε; (Ο Τζ. τον κοιτάζει.) Χάλια, ε; (Ο Τζ. κάθεται) Τζωρτζ?! (δεν παίρνει
απάντηση) Τζωρτζ, θα πεις κάτι επιτέλους;

ΤΖΩΡΤΖ : (πικραμένος) Είμαι μαλάκας. Πάντα μαλάκας ήμουν και τώρα είμαι ακόμα πιο μαλάκας.

ΠΩΛ : Έλα τώρα, μην το βάζεις κάτω , έχεις το θέατρο, σκέψου τους θαυμαστές σου.

ΤΖΩΡΤΖ : Τους θαυμαστές μου; (γελάει) Τέλεια! Πήγαινε βρες εσύ τον ένα κι εγώ θα σου φέρω και
τον άλλο.

ΠΩΛ : Τζωρτζ, έκανες ένα λάθος. Όκεϋ! Όλοι κάνουν λάθη. Άσε να της μιλήσω εγώ. Εμένα θα μ’
ακούσει.

ΤΖΩΡΤΖ : Πολύ αργά πια, Οράτιε! Δεν υπάρχει ελπίδα σωτηρίας. Αν θέλεις να κάνεις κάτι,
ακύρωσε την παράσταση. Ή καλύτερα, ακύρωσε όλη την περιοδεία.

ΠΩΛ : Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό. Όλοι οι αιθουσάρχες θα σου κάνουν μήνυση.

ΤΖΩΡΤΖ : Ας μου κάνουν ό,τι θέλουν. Άστους να με καρφώσουν στο σταυρό! Μόνο ο Θεός ξέρει
τι έχω τραβήξει για να μη βουλιάξει ο θίασος από τα χρέη.

(Χτυπάει το τηλέφωνο. Το σηκώνει ο Π.)

ΠΩΛ : Παρακαλώ? (στον Τζ., κλείνοντας με την παλάμη το μικρόφωνο) Ο ατζέντης σου, απ’ τη
Νέα Υόρκη.

ΤΖΩΡΤΖ : Μπα, έχω ακόμη ατζέντη;

ΠΩΛ : (Στο τηλέφωνο) Ναι, μια στιγμή, εδώ είναι. (Στον Τζ.) Θέλει να σου μιλήσει!

22
ΤΖΩΡΤΖ : Έλα, Χένρυ… πώς πάει η ματοβαμμένη σου επιχείρηση. …Μμμ ναι, καλό ακούγεται.
Ακόμα ούτε μεσημέρι δεν πήγε κι εσύ στο γραφείο… όκεϋ εντάξει, λέγε… φυσικά… ναι, το
ξέρω ότι άρχισαν χτες γυρίσματα … ναι έχω ένα κουκλάκι του Τόνι Κέρτις εδώ κι από χτες
του μπήγω καρφίτσες. … Ναι… Τι !!! Αστειεύεσαι???!!! (Ο τόνος της συζήτησης αλλάζει
άρδην. Κάτι απίστευτα εξαιρετικό ακούγεται στην άλλη μεριά κι ο Τζ γίνεται όλο και πιο
κεφάτος) Άκου, αν μου κάνεις πλάκα, την έβαψες! … Δε σε πιστεύω … Ο Χριστός και η
Παναγία …Δεν το πιστεύω! Δεν το πιστεύω!!!

ΠΩΛ : Τι έγινε;

ΤΖΩΡΤΖ : (στον Π.) Σσσστ! (στο τηλέφωνο) … Απίστευτο!!! Δεν μπορεί, πλάκα μου κάνεις!!!
Χένρυ, σ’ αγαπώ!!!

ΠΩΛ : Πες μωρέ, τι έγινε –

ΤΖΩΡΤΖ : Βγάλε το σκασμό! (στο τηλέφωνο) Σήμερα??!! Ναι… φυσικά, εδώ είμαι .., ναι, ναι εδώ!
… όκεϋ, θα σε πάρω. (κλείνει τι τηλέφωνο)

ΠΩΛ : Λέγε!

ΤΖΩΡΤΖ : (Στον εαυτό του με κάποια έξαψη) Ξαναρχίζουμε δουλειά. (φωνάζει απ’ την πόρτα)
Σάρλοτ!!! Έλα, γρήγορα!

ΠΩΛ : Τι σου είπε;

ΤΖΩΡΤΖ : Είσαι μπροστά σ’ ένα μεγάλο σταρ, αγόρι μου. Κοίταζε απ’ την άλλη μεριά γιατί θα σε
τυφλώσει η λάμψη. Σάρλοτ!!!

ΠΩΛ : Καλά, τι έγινε;

ΤΖΩΡΤΖ : Χτες, στα πρώτα γυρίσματα του Ταρζάν, ο Τόνι Κέρτις πήγε να κάνει είσοδο στο πλατό
και πήρε το σκηνικό δέκα μέτρα παραμάζωμα. Κάταγμα και στα δύο πόδια.

ΠΩΛ : Σοβαρά;

ΤΖΩΡΤΖ : Τι θα κάνουν τώρα?! Ο σκηνοθέτης της ταινίας, ο μέγας Στάνλευ Κιουμπρικ, με δυο
χιλιάδες Όσκαρ στη συλλογή του, ο Μίστερ Χόλλυγουντ αυτοπροσώπως, έρχεται να
παρακολουθήσει την παράστασή μας.

ΠΩΛ : Ο ίδιος ο Στάνλευ Κιούμπρικ;

ΤΖΩΡΤΖ : Υεααααα!!!

(Μπαίνει η Σ. με μια βαλίτσα και κατευθύνεται προς την έξοδο)

ΣΑΡΛΟΤ : Αντίο Τζωρτζ.

ΤΖΩΡΤΖ : (Κόβοντάς της το δρόμο) Ναι, ναι, ναι, ναι. Λυπάμαι

ΣΑΡΛΟΤ : Τζωρτζ – !

ΤΖΩΡΤΖ : Λοιπόν, πρόσεξέ με. Έχει συμβεί το πιο θαυμάσιο πράγμα στον κόσμο. Ο Τόνι Κέρτις
σακατεύτηκε!

23
ΣΑΡΛΟΤ : Τι;

ΤΖΩΡΤΖ : Μόλις τηλεφώνησε ο Χένρυ. Αυτό που κατάλαβα είναι ότι ο χρυσός μου ο Τόνι Κέρτις
έκανε δραματική είσοδο και πήρε παραμάζωμα το σκηνικό. … νομίζω τον στένευε το
σωβρακάκι…

ΣΑΡΛΟΤ : Τζωρτζ –

ΤΖΩΡΤΖ : Έχει σπάσει μάλλον και τα δυο του πόδια. Όχι μόνο το ένα. ΚΑΙ ΤΑ ΔΥΟ !!!

ΣΑΡΛΟΤ (δεν τον πιστεύει) : Ο Χένρυ σου το είπε αυτό...

ΤΖΩΡΤΖ : Στο στούντιο έχει πέσει απελπισία. Γι’ αυτό : ποιος είναι ο σκηνοθέτης που αυτή τη
στιγμή βρίσκεται στο αεροπλάνο με προορισμό το διπλανό αεροδρόμιο; ΕΛΑ ΣΑΡΛΟΤ !

ΣΑΡΛΟΤ : Τζωρτζ –

ΤΖΩΡΤΖ : Έλα, Σάρλοτ, ξέρω καλά πού πάει το μυαλουδάκι σου. Αν πάρω το ρόλο, κάτι που
αυτή τη στιγμή μου φαίνεται και το πιο πιθανό, θα το βάλω όρο. Ή εσύ θα παίξεις τη Τζαίην
ή δεν υπογράφω.

ΣΑΡΛΟΤ : Τζωρτζ, πραγματικά δεν ξέρω πια τι να σου πω.

ΤΖΩΡΤΖ : (υποκλινόμενος) Δε χρειάζεται να μου πεις τίποτα. Το ξέρω. Είμαι θεός. Και διάσημοι
και πλούσιοι – και επιτέλους θα ξοφλήσουμε κι όλα τα χρέη του θιάσου!

ΣΑΡΛΟΤ : Και αυτό είναι το πιο γελοίο ψέμα που μου έχεις πει ποτέ.

ΤΖΩΡΤΖ : … Τι;

ΣΑΡΛΟΤ : Αντίο Τζωρτζ. Να προσέχεις την υγεία σου.

(Η Σ. παίρνει τη βαλίτσα της και κατευθύνεται στην έξοδο)

ΤΖΩΡΤΖ & ΠΩΛ : ΣΤΑΣΟΥ !!! ΠΕΡΙΜΕΝΕ !!!

ΤΖΩΡΤΖ : (δεν πιστεύει αυτό που ακούει) Δε με πιστεύεις;

ΣΑΡΛΟΤ : Έλα, Τζωρτζ, τα έχω μάθει απέξω τα κόλπα σου –

ΤΖΩΡΤΖ : Όχι, Σάρλοτ! Περίμενε! Άκουσέ με… πρέπει να με πιστέψεις. Περίμενε, Σάρλοτ, πες
μου, σου έχω πει ποτέ μου ψέματα, εγώ;

(Η Σ. σταματάει, τον “καρφώνει” και βγαίνει)

ΣΑΡΛΟΤ : Αντίο Τζωρτζ.

(Την ακολουθεί)

ΤΖΩΡΤΖ : (off) Σάρλοτ, Σάρλοτ! Σε παρακαλώ

(ακούγεται κρότος. Η Σ. τον κοπάνισε με τη βαλίτσα της)

ΤΖΩΡΤΖ : Αχ, αχ, αχ, αααχ!!!

24
ΠΩΛ : Τζωρτζ! Τζωρτζ!

ΤΖΩΡΤΖ : Θα αυτοκτονήσω! Όοοχι, όχι… αυτό είναι πολύ εύκολο. Πρώτα θα πάω να πιω, να πιω
τον άπατο και μετά θα αυτοκτονήσω.

ΠΩΛ : Κάτσε μια στιγμή. Να κάνουμε πρώτα την παράσταση!

ΤΖΩΡΤΖ : Και ποιος θα παίξει τη Ρωξάνη; Ε; Η Έθελ;

(Μπαίνει η ΄Εθ. με το παντελόνι του Σιρανό.

ΕΘΕΛ : Ορίστε. Με χαρά μου σας ανακοινώνω ότι είμαι και μεγάλη ράφτρα. Τώρα σου μπαίνει
άνετα. Έλα φόρατο, να το διαπιστώσεις και μόνος σου. (Του πετάει το παντελόνι στα
μούτρα. Ο Τζ. την κοιτάζει σα χαμένος) Έλα καλέ φόρατο! Καλά θα γυρίσω απ’ την άλλη.
Ναι… οι ντροπές σε μάραναν … να το ζήσω κι αυτό!

(Ο Τζ. κοιτάει το παντελόνι και μετά αρχίζει να το στρίβει σαν για να τη στραγγαλίσει)

ΠΩΛ : Δώς μου το παντελόνι.

ΤΖΩΡΤΖ : Όχι.

ΠΩΛ : Τζωρτζ!

ΠΩΛ : (αρπάζοντας και τραβώντας το παντελόνι) Έλα τώρα, σταμάτα!

ΤΖΩΡΤΖ : Παράτα με!

(Παλεύουν τραβώντας το παντελόνι και ΧΧΧΧΧΡΑΤΣ!!! αυτό ξανασχίζεται στη μέση)

ΤΖΩΡΤΖ : ΓΑΜΩ ΤΗ ΜΑΛΑΚΙΑ ΜΟΥ !!!

(Πετάει κάτω τα δυο κομμάτια του παντελονιού και χοροπηδάει πάνω τους. Η Έθελ γυρίζει να δει
τι έγινε, χτυπάει το τηλέφωνο, ανοίγει η πόρτα και μπαίνει η ΡΟΖ.)

ΕΘΕΛ : Δεν το πιστεύω!

ΡΟΖ : Μπαμπά! Τι έγινε?!

ΠΩΛ : Ροζ!!!

ΤΖΩΡΤΖ : Πωλ?!

(συνεχίζει να χτυπάει το τηλέφωνο)

ΤΖΩΡΤΖ : (πάει να φύγει) ΑΑΑΑΑΑΑΑΑ !!!

(ΕΘΕΛ : Επί τέλους, αποτρελάθηκε. )

(συνεχίζει να χτυπάει το τηλέφωνο)

ΠΩΛ : (στο τηλέφωνο) Ναι?! … Μια στιγμή …(πάει στην πόρτα και φωνάζει προς τα έξω)
Τζωρτζ!! Απ’ το γραφείο του κυρίου Κιούμπρικ στη Ν. Υόρκη!! Τι να τους πω;; Τζωρτζ!!

(καμιά απάντηση)

25
ΡΟΖ : Πωλ, πες μου τι συμβαίνει.

ΠΩΛ : Καλή ερώτηση. (στο τηλέφωνο) Εεε, ναι, μ’ ακούτε; Αυτή τη στιγμή είναι σε σύσκεψη.
Μήπως θα μπορούσε ο κύριος Κιούμπρικ να έρθει αύριο;

ΡΟΖ : Ο Στάνλευ Κιούμπρικ;

ΠΩΛ : Α, τώρα … ναι … πηγαίνει στο αεροδρόμιο … ναι … καταλαβαίνω. Ναι! (αφήνει το
ακουστικό) ΟΧΙ ΓΑΜΩΤΟ !!!

ΡΟΖ : Πωλ, θα μου πεις τι συμβαίνει;

ΠΩΛ : Έλα μαζί μου. Πρέπει να τον σταματήσουμε

(Ο Π. αρπάζει τη Ρ. απ’ το χέρι και την τραβάει προς τα καμαρίνια για να βρουν τον Τζ.

ΠΩΛ : Τζωρτζ !!!

(Ο Π. & η Ρ. έφυγαν κι άφησαν την Ε. να προσπαθεί να ξαναράψει το παντελόνι του Σιρανό.


Αμέσως μετά μπαίνει η Σ. φουριόζα απ’ το δρόμο, με τον Ρ. να την ακολουθεί. Κραδαίνει μια
εφημερίδα)

ΡΙΤΣΑΡΝΤ : Σάρλοτ, τι κάνεις;

ΣΑΡΛΟΤ : (φωνάζει) Τζωρτζ! Τζωρτζ!!!

ΡΙΤΣΑΡΝΤ : Τι κάνεις παιδάκι μου; Αγοράζεις μια εφημερίδα και παθαίνεις ντελίριο;.

ΣΑΡΛΟΤ : Διάβασέ το

ΡΙΤΣΑΡΝΤ : Η Μέτρο Γκόλντουιν Μάγιερ καταρρέει. Ο Τόνι Κέρτις με πατερίτσες. Η Μινέλλι


αποχωρεί.

ΣΑΡΛΟΤ : (με μια μανιακή λάμψη στο βλέμμα) Αποχώρησε ! (μετά:) Μαμά? (καμιά απάντηση)
ΜΑΜΑ !!!

ΕΘΕΛ : Τι;

ΣΑΡΛΟΤ : ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΤΖΩΡΤΖ ???

ΕΘΕΛ : Ελπίζω στο αεροπλάνο για το Βόρειο Πόλο.

ΣΑΡΛΟΤ : (πηγαίνει προς την πόρτα των καμαρινιών) Έλα, Ρίτσαρντ, πρέπει να ψάξουμε να τον
βρούμε..

ΡΙΤΣΑΡΝΤ : Δε νομίζω…

ΣΑΡΛΟΤ : Ρίτσαρντ !!

ΡΙΤΣΑΡΝΤ : ΟΚ Έρχομαι

ΣΑΡΛΟΤ : (off) Τζωρτζ!

(Ο Ρ. & η Σ. βγαίνουν και την ίδια στιγμή μπαίνουν από μια άλλη πόρτα η Ρ. & ο Π.)

26
ΠΩΛ : Τζωρτζ … ?

ΡΟΖ : Γιαγιά. (καμιά απάντηση) ΓΙΑΓΙΑ !!!

ΕΘΕΛ : Τι;

ΡΟΖ : ΕΧΕΙΣ ΔΕΙ ΤΟ ΜΠΑΜΠΑ !!!

ΕΘΕΛ : Πάρα πολλές φορές. Κι η μάνα σου τον ψάχνει.

ΡΟΖ : Μαμά!

ΠΩΛ : Επέστρεψε η Σάρλοτ; Τέλεια! Εξαιρετικά! ΕΘΕΛ, ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΟΥ ΠΗΓΕ;;;

ΕΘΕΛ : (δείχνοντας) Από ‘κει. (δείχνει την πόρτα των καμαρινιών)

ΠΩΛ : Έλα.

ΡΟΖ : (Τρέχοντας πίσω απ’ τον Π.) Για κάτι τέτοια άφησα το θέατρο.

ΠΩΛ : Έλα, παιδάκι μου !!!

(Ο Π. & η Ρ. βγαίνουν και την ίδια στιγμή, από μια άλλη πόρτα μπαίνουν η Σ. & ο Ρ.)

ΣΑΡΛΟΤ : Τζωρτζ!!! … κάπου εδώ πρέπει να είναι … ΜΑΜΑ !!!

ΕΘΕΛ : (δείχνοντάς της την πόρτα των καμαρινιών) Από ‘κει.

ΣΑΡΛΟΤ : Ρίτσαρντ, έλα!

ΡΙΤΣΑΡΝΤ : Αρχίζει να γίνεται κουραστικό.

ΣΑΡΛΟΤ : (off) Τζωρτζ !

(Η Σ. & ο Ρ. βγαίνουν ο Π. μπαίνει από μια άλλη πόρτα)

ΠΩΛ : Ροζ…;

ΕΘΕΛ : (δείχνοντας προς τα καμαρίνια) Από ‘κει.

ΠΩΛ : Τώρα έχασα και τη Ροζ.

(Να κι η Α. από πάνω)

ΠΩΛ : Αϊλήν !!! Μήπως είδες τον Τζωρτζ;

ΑΪΛΗΝ : (κλαίγοντας κατευθύνεται στην εξώπορτα) Όχι, δεν τον είδα και δε θέλω να τον ξαναδώ
ποτέ στη ζωή μου. (βγαίνει έξω)

ΠΩΛ : Σκατά! (Βγαίνει απ’ την πόρτα των καμαρινιών) Ροζ! Τζωρτζ! Σάρλοτ!

(Ο Π. έφυγε κι από μια άλλη πόρτα έρχεται η Ρ.)

ΡΟΖ : Πωλ!

ΕΘΕΛ : Από ‘κει.

27
(Μπαίνει απ’ έξω ο Χ.)

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Ροζ, σε ψάχνω παντού!

ΡΟΖ : Χάουαρντ!

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Είμαι εντάξει τώρα. Έτοιμος να γνωρίσω τους γονείς σου.

ΡΟΖ : Όχι αυτή τη στιγμή. Θα μπορέσεις να τους γνωρίσεις αργότερα. (Του κλείνει την πόρτα
κατάμουτρα και τρέχει πίσω) Πωλ! Μπαμπά! Μαμά!

(Η Ρ. έφυγε. Από πίσω εμφανίζεται ο Τζ μ’ ένα μπουκάλι ουίσκι κι ένα φάκελο)

ΤΖΩΡΤΖ : Έθελ!

ΕΘΕΛ : Τι;

ΤΖΩΡΤΖ : Όταν δεις την Ρόζαλιντ, δως της αυτό το γράμμα.

ΕΘΕΛ : Δεν είμαι το δουλάκι σου.

ΤΖΩΡΤΖ : Θα της το δώσεις ΓΙΑΤΙ ΑΛΛΙΩΣ ΜΑΥΡΟ ΦΙΔΙ ΠΟΥ Σ’ ΕΦΑΓΕ!

ΕΘΕΛ : (Το παίρνει) Καλά.

(Ο Τζ Φεύγει… και ο Π. & η Ρ. μπαίνουν από διαφορετικές πόρτες)

ΠΩΛ/ΡΟΖ : Τζωρτζ ! / Μπαμπά ! (βλέπουν ο ένας τον άλλο) Ροζ ! / Πωλ !

ΠΩΛ : Δεν τον βρήκες;

ΡΟΖ : Όχι.

ΠΩΛ : Κι όμως κάπου εδώ πρέπει να είναι!

ΕΘΕΛ : Α! Ρόζαλιντ, αυτό είναι για σένα. Από τον κύριο Κουφιοκέφαλο.

ΡΟΖ : (παίρνει το γράμμα και το ανοίγει σκίζοντάς το) “Ροζ, αγάπη μου. Μη στεναχωριέσαι για
μένα. Θα επιστρέψω σε λίγες μέρες” Σε λίγες μέρες???!!!

ΠΩΛ : Ω, Θεέ μου!

(μπαίνουν η Σ. κι ο Ρ.)

ΣΑΡΛΟΤ : Ροζ, δεν μπορώ να βρω τον πατέρα σου –

ΡΟΖ : Μαμά –

ΣΑΡΛΟΤ : Λοιπόν. Στοίχημα ότι είναι στο ξενοδοχείο!

ΠΩΛ : Σάρλοτ –

ΣΑΡΛΟΤ : Πωλ, Πωλ, Πωλ. Μάντεψε. Αλήθεια ήταν! Ο Κιούμπρικ έρχεται να δει την
απογευματινή.

ΡΟΖ / ΠΩΛ : Μαμά – / Σάρλοτ –

28
ΣΑΡΛΟΤ : Καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό; (από τα βάθη της ψυχής της) Τέρμα η μιζέρια! Πάω για
Όσκαρ…!

ΠΩΛ / ΡΟΖ : Σάρλοτ ! / Μαμά !

ΡΟΖ : Μαμά! Θα μ’ ακούσεις επιτέλους!!! (Η Σ. σταματάει) Ο μπαμπάς μου άφησε ένα γράμμα.
Νομίζω ότι πρέπει να το διαβάσεις.

ΣΑΡΛΟΤ : Τέλεια!!! (πανευτυχής) “Ροζ, αγάπη μου. Μη στεναχωριέσαι για μένα. Θα επιστρέψω
σε λίγες μέρες. Σ’ αγαπώ ο μπαμπάς”. Αριστούργημα! (Δίνει το γράμμα στη Ρ. κι αμέσως
καταλαβαίνει τι διάβασε. Τσιρίζει πέφτοντας προς τα πίσω στην αγκαλιά του Π. & της Ρ.)
ΟΧΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ !!!

(Γρήγορα σκοτάδι)

ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ

ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΑΞΗ

Πρώτη σκηνή

(Μουσική… Σκοτάδι… Φώτα : Ροζ και Πωλ σε μία στάση , Σκοτάδι / Φως : άλλη θέση , 4 θέσεις
θα πάρουν και η 5η θα είναι η τελική τους θέση. Χαμηλώνει η μουσική φώτα και ξεκινάει η
σκηνή)

(Στον ίδιο χώρο, μετά από μερικές ώρες. Η Ρ. κάθεται κοντά στο τηλέφωνο. Ο Π. περπατάει
πάνω-κάτω, ανήσυχος, αγχωμένος. Και οι δυο φαίνονται εξουθενωμένοι.)

ΠΩΛ : Δεν το πιστεύω… δε γίνεται… δεν το πιστεύω!

ΡΟΖ : Πωλ –

ΠΩΛ : Πως είναι δυνατό να εξαφανίστηκε, έτσι, στο πουθενά. Θέλω να πω, δηλαδή ο Χριστός και
η Παναγία. Ο Στάνλευ Κιούμπρικ εδώ και ο Τζωρτζ να λείπει??!!!

ΡΟΖ : Πωλ –

ΠΩΛ : Έλα τώρα, δεν μπορεί… καμιά φιλοδοξία δε σου ‘χει μείνει; Θέλω να πω είναι δυνατόν…
Αυτό είναι ευκαιρία ζωής, για όλους μας.

ΡΟΖ : Καλά, εσύ δεν έχεις τίποτ’ άλλο στο μυαλό σου. Ένα πράμα μόνο, να παίζεις;

29
ΠΩΛ : … Φυσικά και έχω. Να σκηνοθετώ. Θα μπορούσα μια χαρά να σκηνοθετήσω. Έχω γράψει
κι ένα έργο, στο οποίο συμβαίνει να υπάρχει ένας ρόλος κομμένος και ραμμένος στα μέτρα
σου.

ΡΟΖ : Συγγνώμη αλλά συμβαίνει να θέλω να ζήσω τη ζωή μου…

ΠΩΛ : (κοιτάζει γύρω του) Εδώ τι είναι; Δεν είναι ζωή εδώ; Τι άλλο είναι το θέατρο; Το θέατρο αν
θες να ξέρεις…

ΡΟΖ : Πωλ, όχι τώρα! Τώρα θέλω να βρω τον πατέρα μου!

ΠΩΛ : Ακριβώς! Κι εγώ το ίδιο θέλω! (παύση) Είσαι σίγουρη ότι πήρες όλα τα μπαρ;

ΡΟΖ : Ναι, τα πήρα.

(Η Σ. έρχεται από έξω)

ΠΩΛ & ΡΟΖ : Τι έγινε;

ΣΑΡΛΟΤ : Δεν έχει φανεί ακόμα απ’ το ξενοδοχείο. Ο διευθυντής τους έχει όλους στην τσίτα.
Μόλις εμφανιστεί θα μας ειδοποιήσουν.

ΠΩΛ : Δεν το πιστεύω!

ΣΑΡΛΟΤ : Να μου κάνει εμένα τέτοιο χουνέρι?!!

ΡΟΖ : Δε φταίει αυτός.

ΣΑΡΛΟΤ : Φυσικά και φταίει, Ρόζαλιντ. Μην παίρνεις το μέρος του τώρα.

ΡΟΖ : Δεν κατάλαβα, εσύ δεν έφυγες πρώτη;

ΣΑΡΛΟΤ : Θα σού ‘λεγα τώρα...

ΡΟΖ : Ποιος ξέρει τι του έκανες.

ΣΑΡΛΟΤ : Εγώ?! Τι του έκανα εγώ!

ΡΟΖ : Δε μπορεί, κάτι θα του έκανες.

ΣΑΡΛΟΤ : (άναυδη ή ενεή) Ορίστε τι εισπράττω… για τις τέσσερις χειρότερες μέρες τοκετού στην
ιστορία της ιατρικής. “Δε μπορεί, κάτι θα του έκανες.”

ΡΟΖ : Έλα τώρα μαμά, μη γίνεσαι μελοδραματική.

ΣΑΡΛΟΤ : Έχεις ιδέα τι σημαίνει πέντε κιλά και οχτακόσια σαράντα γραμμάρια; Καταλαβαίνεις
πόσο μεγάλο ήταν το κεφάλι σου;

(Χτυπάει το τηλέφωνο. Το αρπάζει ο Π.)

ΠΩΛ : Εμπρός… ναι, ακριβώς… Τέλεια! (στους υπόλοιπους, σε έξαψη) Από το μπαρ «Φρέντυ»
πίσω απ’ το θέατρο. Μόλις μπήκε κάποιος που του μοιάζει.

ΡΟΖ & ΣΑΡΛΟΤ : Δόξα τω θεώ!!

30
ΠΩΛ : (στο τηλέφωνο) Μπορείτε σας παρακαλώ… πάση θυσία, να τον κρατείσετε εκεί; … Εεε, μια
στιγμή… (στους υπόλοιπους) Θέλει να μάθει αν προβλέπεται αμοιβή.

ΣΑΡΛΟΤ : Για όνομα του –

ΡΟΖ : Πες του δυο προσκλήσεις για την παράσταση.

ΠΩΛ : (στο τηλέφωνο) Δυο προσκλήσεις για την παράσταση. Α... Δεν ενδιαφέρεται, λέει.

ΡΟΖ : Και δυο ποτά στο μπαρ του θεάτρου.

ΠΩΛ : (στο τηλέφωνο) Και δυο ποτά στο μπαρ του θεάτρου… (κενό, μετά στους υπόλοιπους)
Θέλει και τζάμπα παρκινγκ.

ΡΟΖ (αρπάζοντας το ακουστικό, με φονική διάθεση) : Άκου δω, κούκλε! Κράτα τον εκεί για δέκα
λεπτά, αλλιώς έρχομαι και τα κάνω όλα λίμπα!

(Κλείνει άγρια το τηλέφωνο.)

ΣΑΡΛΟΤ : (Σφίγγοντάς της το χέρι) Αυτή είσαι!!!

ΠΩΛ : Πηγαίνω.

ΣΑΡΛΟΤ : Όχι, καλύτερα να πάω εγώ.

(Η Σ. βγαίνει έξω.)

ΡΟΖ : … Κατάλαβες τι εννοούσα; Για το θέατρο λέω. Μόνο τρεις ώρες είμαι εδώ κι αρχίζω να
συμπεριφέρομαι σα μανιακή. Στις εκατό θα ψάχνω για ψυχαναλυτή.

ΠΩΛ : Μπα, δε θα βοηθήσει.

ΡΟΖ : Ωραία, κόφτο!

(παύση)

ΠΩΛ : Λοιπόν, πώς και μας θυμήθηκες;

ΡΟΖ : Τους γονείς μου …θυμήθηκα! Το θεωρείς έγκλημα; Κι εν πάση περιπτώσει, δε θα είχα έρθει
αν ήξερα ότι είσαι εδώ.

ΠΩΛ : Καλά, καλά συγγνώμη. Την άλλη φορά θα κρεμάσω ένα πανό έξω απ’ το θέατρο : “Ο Πωλ
μέσα! Γύρνα πίσω αν θες να σωθείς!”

ΡΟΖ : Όκεϋ. Λοιπόν, δε σταματάμε;

ΠΩΛ : Κανένα πρόβλημα.

ΡΟΖ : Ωραία λοιπόν.

ΠΩΛ : …Θες να κάνουμε μια πρόβα, να περάσεις τα λόγια σου;

(Ο Π. δίνει ένα κείμενο στη Ρ.)

31
ΡΟΖ : Δε χρειάζεται. Το «Μήνα του μέλιτος» τον έχω παίξει διακόσιες φορές, Όποια ατάκα μου
πεις, μπορώ να συνεχίσω. Δεν κατάλαβα βέβαια γιατί πρέπει να παίξω εγώ το ρόλο της
Αϊλήν;

ΠΩΛ : Επειδή η Αϊλήν μάλλον πήρε ρεπό. Κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται. Και απορώ που δεν
κατηγορείς εμένα και γι’ αυτό.

ΡΟΖ : Γιατί να σε κατηγορήσω;

ΠΩΛ : Εσύ… θα μπορούσες να σκεφτείς ότι εγώ την άφησα έγκυο.

ΡΟΖ : Δε θα με εξέπληττε καθόλου.

ΠΩΛ : Έξοχα.

ΡΟΖ : Άλλο θέμα.

ΠΩΛ : (ανοίγοντας το κείμενο, περιγράφει τη σκηνή] Ας το φρεσκάρουμε λίγο, γιατί εγώ δεν το
έχω παίξει διακόσιες φορές. Λοιπόν ... «ανάβουν τα φώτα. είμαστε σε μια μεγάλη βεράντα
ενός παραλιακού ξενοδοχείου στη νότια Γαλλία, μια ορχήστρα ακούγεται να παίζει κάπου εκεί
κοντά. Η Σίμπιλ ...», εσύ δηλαδή, βγαίνει στη βεράντα. Κομψότατη, με τουαλέτα 1920.
Έρχεται μπροστά, ανοίγει τα χέρια της με βαθιά ανάσα ικανοποίησης και απολαμβάνει τη
θέα. Περιμένει να έρθει ο Ελλιοτ από μέσα», ο Τζωρτζ δηλαδή.

ΡΟΖ : Το ξέρω το έργο!

ΠΩΛ : «Ανάβουν τα φώτα».

ΡΟΖ : Το σιχαίνομαι αυτό που μου συμβαίνει. Ορκίστηκα να μην ξαναπατήσω το πόδι μου στη
σκηνή, και είμαι έτοιμη να πατήσω τον όρκο μου

ΠΩΛ : «Ανάβουν τα φώτα».

(Η Ρ. παίρνει το κείμενο κι αρχίζει να λέει τις ατάκες ψυχρά, άχρωμα]

ΡΟΖ : «Έλιοτ, αγάπη μου, έλα να δεις τι όμορφα που είναι εδώ έξω.»

ΠΩΛ : «Μια στιγμή». Ο Έλιοτ βγαίνει στη βεράντα, ο πατέρας σου παίζει τον Έλιοτ.

ΡΟΖ : Σώπα! Τον παίζει από τότε που ήμουνα πέντε χρονών.

ΠΩΛ : Ο Έλιοτ απολαμβάνει τη θέα. Και η ατάκα του είναι: «Μμ, δεν είναι κι άσχημα».

ΡΟΖ (άχρωμα) : «Είναι θαυμάσιο να κάθομαι εδώ και να αγναντεύω τη θάλασσα, και τα φώτα
εκείνου του γιωτ να αντανακλούν στο νερό. Αγάπη μου, είμαι τόσο ευτυχισμένη».

ΠΩΛ : «Αλήθεια;»

ΡΟΖ : «Εσύ δεν είσαι;»

ΠΩΛ : «Μα φυσικά και είμαι. Τρισευτυχισμένος».

ΡΟΖ : «Και μόνο που το σκέφτομαι ότι εσύ κι εγώ μόλις παντρευτήκαμε».

ΠΩΛ (γελάει) : «Ναι, πράγματι».

32
ΡΟΖ : «Αγάπη μου, δεν πρέπει να είσαι τόσο μπλαζέ με το μήνα του μέλιτος, μόνο και μόνο
επειδή για σένα είναι ο δεύτερος».

ΠΩΛ : «Κουταμάρες».

ΡΟΖ : «Σε πειράζει που στο λέω αυτό;»

ΠΩΛ : «Λιγάκι».

ΡΟΖ : «Συγνώμη, αγάπη μου. Έλα, φίλησέ με».

(Παύση. Ο Πωλ κοιτάζει το κείμενό του, βεβαιώνεται ότι έφτασε η στιγμή του φιλιού).

ΠΩΛ : «Ορίστε». (Τη φιλάει συμβατικά).

ΡΟΖ : «Άλλο ένα;»

ΠΩΛ (την ξαναφιλάει) : «Καλύτερο αυτό;»

ΡΟΖ : «Τρεις φορές, σε παρακαλώ, είμαι προληπτική».

(Παύση. Ο Πωλ γέρνει προς το σώμα της Ροζ. Φιλιούνται κανονικά. Ξαναφιλιούνται με ένταση.
Αγκαλιάζονται με πάθος και εξακολουθούν να φιλιούνται. Ο Πωλ φιλάει το λαιμό και το αυτί
της. Της έχει κοπεί η ανάσα).

ΡΟΖ (μιλάει με δυσκολία) : Αυτό δεν υπάρχει στο κείμενο.

ΠΩΛ : Το ξέρω, το προσθέτουμε τώρα.

(Ο Πωλ και η Ροζ συνεχίζουν εκεί που είχαν μείνει. Οι επόμενες φράσεις έρχονται ανάμεσα σε
αναστεναγμούς και φιλιά).

ΡΟΖ : Έλα Πωλ..., πρέπει να κάνουμε πρόβα... πρέπει να βοηθήσουμε τη μαμά και τον
μπαμπά... είναι τόσο σημαντικό γι’ αυτούς.

ΠΩΛ : Δίκιο έχεις... Σύμφωνοι. Ξεντύσου. (Αρχίζει να την ξεντύνει).

ΡΟΖ : Μη! Περίμενε! Πωλ, πρέπει να σου πω κάτι πολύ σημαντικό.

ΠΩΛ : Μου το λες αργότερα...

ΡΟΖ : Εντάξει....

(Πετάνε τα κείμενά τους στο πάτωμα, ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο).

ΡΟΖ : Σκατά!

Το τηλέφωνο συνεχίζει να χτυπάει. Το σηκώνει ο Π.)

ΠΩΛ : Ναι… ακριβώς… ω, Θεέ μου!

ΡΟΖ : Τι έγινε;

ΠΩΛ : Σσσς! Εντάξει έρχομαι αμέσως… φυσικά θα πληρώσουμε τις ζημιές!

(Ο Π. κλείνει το τηλέφωνο)

33
ΡΟΖ : Τι συνέβη;

ΠΩΛ : Ο διευθυντής του ξενοδοχείου ήταν. Κάποιος λέει, μπήκε στην τραπεζαρία, ανέβηκε σ’ ένα
τραπέζι κι άρχισε να απαγγέλει στίχους από το «Βασιλιά Ληρ».

ΡΟΖ : Αυτός είναι.

ΠΩΛ : Πάμε απ’ την πίσω πόρτα

(Βγαίνουν από την πόρτα που οδηγεί στη σκηνή. Ο χώρος μένει άδειος. Μετά η εξώπορτα
ανοίγει διάπλατα και μπαίνει ο Τζ παραπατώντας, αναμαλλιασμένος, μ’ ένα μπουκάλι ουίσκι
στο χέρι. Είναι τόσο μεθυσμένος που μετά βίας μπορεί να σταθεί όρθιος.)

ΤΖΩΡΤΖ : (Απαγγέλει με στόμφο)

Το γάλα μου το πίνω , καθόλου δεν αφήνω γιατί η μαμά μαλώνει και αυτό με μεγαλώνει.

Τον είχα το ρόλο στο τσεπάκι μου… και τώρα θα τον καταστρέψει κανένας ατάλαντος. Εγώ θα τον
έπαιζα καλύτερα απ’ όλους τους... Πήγα να το ξεχάσω! Πρέπει να στείλω στον Τόνι Κέρτις ευχές
για ταχεία ανάρρωση! Σοβαρός… (βρίσκει χαρτί και μολύβι κι αρχίζει να γράφει) “Αγαπητέ Τόνι,,
πώς πάνε τα ποδαράκια μας; (Γελάει, μετά) “Τι ακούω, Ο Βρούτος ανήμπορος?» «Φίλοι Ρωμαίοι
πατριώτες, την προσοχή σας δώστε μου. Δεν ήρθα εδώ τον Καίσαρα για να παινέψω , αλλά να
τον κηδέψω» Α, ο Σαίξπηρ, ο Σαίξπηρ…! Τόνι μου, έπαιξες ποτέ σου Άμλετ; Ε; ή Μάκβεθ; Αυτά
είναι έργα, αυτή είναι δόξα . Εδώ… όχι στο σινεμά… όχι στην τηλεόραση… ΕΔΩ !!! Στο θέατρο!!!
(ο οίστρος του τον φέρνει μπροστά στο όρντινο) Όρντινο – Παραστάσεις : Σήμερα,
Απογευματινή : Μήνας του μέλιτος – ΛΑΘΟΣ ! (το διαγράφει και γράφει) Συρανό…Αυτό είναι
έργο! Αυτός είναι ρόλος! (γελάκι) Η Σάρλοτ προτιμάει το άλλο. Σάρλοτ! Γλυκειά μου αγάπη!
Σάρλοτ! Μου λείπει. Η ντελικάτη γκρίνια της φωνής της, η κρεβατομουρμούρα της. Ακόμα και
τώρα μπορώ να σου πω, πόσο πολύ σ’ αγαπώ, Σάρλοτ. Πολύ αργά,έ; Πέταξε πια. Χάθηκε! Την
πήρε ο άνεμος… (πικρά) Θα ήμουν εξαιρετικός Ταρζάν. Και συ αγάπη μου, εξαιρετική Τζαίην! Θα
ζητούσα να βάλουν και τη μάνα σου για Τσίτα. Τέλος πάντων. Στο καλό Σάρλοτ! Αντίο αγάπη μου,
addio del passato...

(Βυθίζεται πίσω από μια σιδερώστρα στο πίσω μέρος του σκηνικού, που έχει ριγμένα ρούχα και
κοστούμια επάνω της κι έτσι δε φαίνεται. Λίγο μετά η Σ. μπαίνει από την εξώπορτα και κλείνει
με βρόντο την πόρτα. Τον Τζ. δεν τον βλέπει.)

ΣΑΡΛΟΤ : (μονολογεί, έτοιμη να του στρίψει το λαρύγγι) Άαχ, Τζωρτζ!... Τζωρτζ!... Ποτέ δεν είχαμε
καλό τάιμινγκ… το σημερινό όμως τα ξεπερνάει όλα. Απίστευτο! Αχ, Θεέ μου… θα ήμουν
εκπληκτική Τζαίην!

(η Ρ. κι ο Π. μπαίνουν βιαστικά από την πόρτα του θεάτρου)

ΡΟΖ : Δεν τον βρήκες στο μπαρ:

ΣΑΡΛΟΤ : Δεν ήταν αυτός. Οϋτε καν του έμοιαζε.

ΠΩΛ : Εμείς πήγαμε στο ξενοδοχείο, αλλά είχε φύγει όταν φτάσαμε.

(χτυπάει το τηλέφωνο – το αρπάζει η Σ.)

34
ΣΑΡΛΟΤ : Ναι?! Ναι. Σάρλοτ Μίλλερ … γυναίκα του. (Στη Ρ. και στον Π.) Απ’ την αστυνομία. (στο
τηλέφωνο)… ΤΙ !!! (ακούει και μετά σωριάζεται πελιδνή – δεν την κρατούν τα πόδια της. Κάτι
πολύ σοβαρό) Θεέ μου! … Πώς: … Ναι… ερχόμαστε αμέσως. (κλείνει το τηλέφωνο,
αποσβολωμένη) Προ ολίγου πήγαν ένα πτώμα στο νεκροτομείο και η περιγραφή ταιριάζει με
τον πατέρα σου.

ΠΩΛ : Ω, Θεέ μου…

ΡΟΖ : Μπορεί όμως να μην είναι αυτός. Έλα, πάμε!

Πωλ, Σάρλοτ : Πάμε !

Τζωρτζ : Πάμε!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

ΣΑΡΛΟΤ, ΡΟΖ & ΠΩΛ : Υαααααααα!!!!!!

ΠΩΛ : Τζωρτζ!!!

ΡΟΖ : Μπαμπά!!!

ΣΑΡΛΟΤ : (καταχαρούμενη, αγκαλιάζοντάς τον) Το ήξερα ότι στο τέλος θα ερχόσουν. Το ήξερα!
Αχ, Θεέ μου!! Βρωμοκοπάς ουΐσκι.

ΡΟΖ : Αχ, μπαμπάκα μου!

ΣΑΡΛΟΤ : (στη Ρ. και στον Π. αγνοώντας τον Τζ.) Λοιπόν, ακούστε με. Έχουμε μισή ώρα για την
παράσταση.

ΠΩΛ : Και μπορούμε να την πάμε μια χαρά!

ΣΑΡΛΟΤ : Πρώτα να συνεφέρουμε αυτόν εδώ. Καφέ! Να πιει ένα τόνο καφέ, μέχρι να σταθεί στα
πόδια του.

ΡΟΖ / ΠΩΛ : Έγινε.

ΡΟΖ (Πιάνοντας την καφετιέρα) : Έχει δέκα κιλά καφέ. Την ξέρεις τη γιαγιά.

ΣΑΡΛΟΤ : Και μετά θα τον βάλουμε κάτω απ’ το κρύο ντους.

ΡΟΖ / ΠΩΛ : Έγινε.

ΣΑΡΛΟΤ : Πήγαινε στο καμαρίνι του και δες αν το κοστούμι του Έλιοτ είναι στη θέση του.

ΡΟΖ / ΠΩΛ : Έγινε.

(Βαθύ ροχαλητό. Κοιτάζουν γύρω τους και βλέπουν το Τζ. να κοιμάται κουλουριασμένος στον
καναπέ)

ΣΑΡΛΟΤ : Τζωρτζ!!!

ΡΟΖ : Μπαμπά!!!

ΣΑΡΛΟΤ : Ξύπνα, Τζωρτζ. Για όνομα του Θεού… (τον ταρακουνάει)

ΤΖΩΡΤΖ : Χμμμ;; Τι είναι…;

35
ΣΑΡΛΟΤ : ΞΥΠΝΑ !!!

(Ο Τζ. ανοίγει τα μάτια και σα να βλέπει τη Σ. για πρώτη φορά)

ΤΖΩΡΤΖ : Αχ, Θεέ μου! Σάρλοτ, γύρισες!

ΣΑΡΛΟΤ : Φυσικά και γύρισα! Ναι, Τζωρτζ, γύρισα!

ΤΖΩΡΤΖ : (Στα γόνατα, αγκαλιάζοντας τα πόδια της Σ.) Σάρλοτ, συγχώρεσέ με. Δε θα το
ξανακάνω.

ΣΑΡΛΟΤ : Αυτά θα τα πούμε αργότερα.

ΤΖΩΡΤΖ : Το ξέρω, ποτέ σου δε θα με συγχωρήσεις. (αρχίζει να κλαίει)

ΣΑΡΛΟΤ : Τζωρτζ, σήκω, σε συγχωρώ.

ΤΖΩΡΤΖ : Όχι, δε με συγχωρείς, το ξέρω…

ΣΑΡΛΟΤ : Είπα, σε συγχωρώ!

ΤΖΩΡΤΖ : Ναι, έτσι το λες τώρα…

ΣΑΡΛΟΤ : (Τον ταρακουνάει) Τελείωνε, Τζωρτζ… Σε μισή ώρα έχουμε παράσταση!

ΤΖΩΡΤΖ : Παράσταση! Και τι καθόμαστε!

(Σηκώνεται κι αμέσως πέφτει προς τα πίσω. Τον πιάνουν η Ρ. & ο Π.)

ΣΑΡΛΟΤ : Γαμώ το…

ΠΩΛ : Τον κρατάω …

ΡΟΖ : Έλα μπαμπά, έλα, πάμε…!

ΤΖΩΡΤΖ : (Σα να την βλέπει κι αυτήν πρώτη φορά) Ρόζαλιντ! Αγάπη μου! Τι κάνεις εσύ εδώ;

ΡΟΖ : Εσύ παίζεις Έλιοτ κι εγώ Σίμπιλ στην παράσταση.

ΤΖΩΡΤΖ : Παράσταση;;;! Ποια παράσταση;;;!

ΣΑΡΛΟΤ : Τώρα μόλις στο είπα!

ΤΖΩΡΤΖ : (Σα να βλέπει τη Σ. για πρώτη φορά) Θεέ μου! Σάρλοτ, γύρισες!

ΣΑΡΛΟΤ : Σας παρακαλώ, πάρτε τον πίσω!

(Όσο τον ανεβάζουν, έρχεται από εκεί η Έ. με το παντελόνι του Συρανό)

ΕΘΕΛ : Είναι η τελευταία φορά που ασχολούμαι μ’ αυτό το παντελόνι. Αυτός πάλι, τι έπαθε;

ΣΑΡΛΟΤ : Είναι σκνίπα!

ΕΘΕΛ : Πάλι πίπα κάπνισε; Αφού τον χαλάει.

ΣΑΡΛΟΤ : ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ!!!

36
ΕΘΕΛ : ΧΕΣΜΕΝΟΣ;;; Ε, ως εδώ πια το κτήνος!!!

(Ο Τζ. πάει να της ριχτεί, τον σταματούν ο Π. & η Ρ. Μετά βγαίνουν και οι τρεις)

ΣΑΡΛΟΤ : (Δίνοντάς της το μπουκάλι που κρατούσε ο Τζ.) Εξαφάνισέ το.

ΕΘΕΛ : Τι;

ΣΑΡΛΟΤ : ΑΔΕΙΑΣΕ ΤΟ !!! Και πήγαινε να φτιάξεις κι άλλο ΚΑΦΕ !!!

ΕΘΕΛ : Τέλοσπάντων, έχουμε παράσταση, αν το θυμάσαι. Θα ‘πρεπε να έχεις ντυθεί. Γιατί να το


βάλω στον καφέ;

ΣΑΡΛΟΤ : Ναι, μητέρα, ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!

(Βγαίνει και μένει η Ε. με το μπουκάλι στο χέρι)

ΕΘΕΛ : Και τι της ήρθε τώρα να πιει καφέ με ουίσκι; Α, Irish coffee

(Αδειάζει το υπόλοιπο ουίσκι στην καφετιέρα)

ΕΘΕΛ : Τι με νοιάζει εμένα; (Αφήνει την καφετιέρα και το βλέμμα της πέφτει στο όρντινο) Τι λέει
καλέ; Απογευματινή «Συρανό»; Εγώ νόμιζα ότι θα παίζανε το «Μήνα του μέλιτος». Άλλαξε,
φαίνεται. (Χτύπημα στην πόρτα. Η Ε. φυσικά δεν ακούει) Καλά που το είδα. Πάλι θα έλεγαν
ότι τα ‘χω χάσει.

(τριγυρνάει και τακτοποιεί ενώ ο Χ. μπαίνει από έξω, μ’ ένα πρόγραμμα στο χέρι. Πλησιάζει από
πίσω την Ε. που δεν τον βλέπει.)

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Γεια! (δεν τον ακούει) Γεια! (πάει από μπροστά της) …Ου, ου!

ΕΘΕΛ : Αχ, με τρομάξατε.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Συγγνώμη. Είμαι φίλος της Ροζ. Εσείς θα πρέπει να είστε η γιαγιά της. Συνέχεια για
σας μιλάει.

ΕΘΕΛ : Νεαρέ μου, δεν άκουσα λέξη απ’ όσα μου είπατε.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : ΕΙΜΑΙ ΦΙΛΟΣ ΤΗΣ ΡΟΖ!

ΕΘΕΛ : Α, ωραία.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : ΜΟΥ ΑΦΗΣΕ ΕΝΑ ΜΗΝΥΜΑ ΣΤΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ. ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ!

ΕΘΕΛ : Ποιο είναι απίστευτο;

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Για το Στάνλευ Κιούμπρικ.

ΕΘΕΛ :Τι;

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Ο ΣΤΑΝΛΕΫ ΚΙΟΥΜΠΡΙΚ!

ΕΘΕΛ : Α, χαίρω πολύ!

(Η Σ. κι ο Π. εμφανίζονται ψηλά. Ο Π. έχει το πουκάμισο του Τζ.)

37
ΣΑΡΛΟΤ : Καλά, πώς μπορεί να τον έχασες;

ΠΩΛ : Τον άφησα στο χωλ για ν’ ανοίξω το ντους –

ΣΑΡΛΟΤ : ΜΗΤΕΡΑ, ΜΗΠΩΣ ΕΙΔΕΣ ΤΟ ΤΖΩΡΤΖ??!!

ΕΘΕΛ : Εσείς τον κουβαλούσατε.

ΣΑΡΛΟΤ : Ω, Θεέ μου.

ΠΩΛ : Λοιπόν, εγώ θα ξαναψάξω μέσα, εσύ ψάξε εδώ.

ΣΑΡΛΟΤ : Καλά.

(Εκείνη τη στιγμή βλέπει το Χ.)

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : … Γεια. Να ‘μαι πάλι!

ΣΑΡΛΟΤ : (Σπρώχνοντάς τον κατά την πόρτα) Ακούστε, λυπάμαι πάρα πολύ, αλλά αυτή τη στιγμή
είμαι σε πανικό. Η παράσταση αρχίζει σε είκοσι λεπτά.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Το ξέρω. Πήρα και το πρόγραμμα.

ΣΑΡΛΟΤ : …Τέλος πάντων , ελάτε (του παίρνει το πρόγραμμα απ’ το χέρι, παίρνει κι απ’ την
τσέπη του ένα στυλό και υπογράφει ένα αυτόγραφο) Με πολλή αγάπη, Σάρλοτ Μίλλερ,
Εντάξει;

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Νομίζω δ-, δ-, δ-, δε δεν καταλάβατε –

ΣΑΡΛΟΤ : Εσείς δεν καταλάβατε τι σας είπα. Βιαζόμαστε πάρα πολύ, Γεια σας! (τον σπρώχνει,
τον βγάζει απ’ την πόρτα και τη χτυπάει πίσω του) Τι άνθρωποι, Θεέ μου! Σα στο σπίτι τους.

ΕΘΕΛ : Δεν ήταν ανάγκη να είσαι τόσο αγενής μαζί του.

ΣΑΡΛΟΤ : Μαμά, μην ανακατεύεσαι. (πάει να φύγει)

ΕΘΕΛ : Στο σχολείο είχα γνωρίσει έναν Κιούμπρικ. Λες να ‘χει κάποια σχέση;

ΣΑΡΛΟΤ : (Παγώνει) Κιούμπρικ?

ΕΘΕΛ : Τι;

ΣΑΡΛΟΤ : ΚΙΟΥΜΠΡΙΚ ???

ΕΘΕΛ : Έ, τι;

ΣΑΡΛΟΤ : ΓΙΑΤΙ ΕΙΠΕΣ ΚΙΟΥΜΠΡΙΚ ???!!!

ΕΘΕΛ : Δεν το είπα εγώ, αυτός το είπε. Έτσι μου συστήθηκε … Στάνλευ Κιούμπρικ. Κάτι μου
θυμίζει.

ΣΑΡΛΟΤ : (Καταλαβαίνει τι έχει γίνει) ΜΑΜΑ, ΓΙΑΤΙ ΔΕ ΜΟΥ ΤΟ ΕΙΠΕΣ ??!! (Ορμάει στην
εξώπορτα) Μια στιγμή ! Σας παρακαλώ ! Περιμένετε !

ΕΘΕΛ : (Μονολογεί) Τι θέλω κι ανακατώνομαι;

38
(Η Ε. βγαίνει ενώ η Σ. έρχεται και φέρνει μαζί της τον απορημένο και διστακτικό Χ.)

ΣΑΡΛΟΤ : Καλά, χίλια συγγνώμη. Σκότωμα θέλω. Σας παρακαλώ, περάστε.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : …Σίγουρα; Εντάξει, θα μπορούσα να περιμένω έξω. Θαυμάσιο καιρό κάνει.

ΣΑΡΛΟΤ : Όχι, όχι, όχι όχι! Για όνομα του Θεού! Καλά, θα πρέπει να σκεφτήκατε ότι είμαι τελείως
τρελλή..

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Μμμόχι.

ΣΑΡΛΟΤ : Η μητέρα μου θα έπρεπε να μας έχει πει κάτι. Η μεγαλύτερη κυρία που ήταν εδώ λίγο
πριν. Βέβαια, έχει ένα μικρό προβληματάκι με την ακοή της.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : “Η γιαγιά.”

ΣΑΡΛΟΤ : Χμμ?

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Θα έπρεπε ίσως να τη λέω γιαγιά. Χε, χε. Ή γιαγιάκα. (γελάει μπους φερμέ με το
αστείο που είπε)

ΣΑΡΛΟΤ : Χα, γιατί όχι! Μια χαρά της πάει το “γιαγιάκα”. Λοιπόν, ας αρχίσουμε… από την αρχή.
(απλώνει το χέρι της με εντυπωσιακή γοητεία) Σάρλοτ Μίλλερ.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Γεια –

ΣΑΡΛΟΤ : Και πριν πείτε οτιδήποτε, θα ήθελα να σας εξομολογηθώ πόσο τεράστια φαν είμαι της
δουλειάς σας.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : …Χα, χα … ωραία, ευχαριστώ.

ΣΑΡΛΟΤ : «Σπάρτακος»

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : … Εεε, για την ακρίβεια, Χάουαρντ.

ΣΑΡΛΟΤ : ” «Η λάμψη» (και κάνει τη γκριμάτσα του Τζακ Νίκολσον με το τσεκούρι)

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Ουάου, είστε σε φόρμα σήμερα. (αφηρημένα παίζει μ΄ ένα πορτοκάλι από το
τραπέζι και το κρατάει στο χέρι του.)

ΣΑΡΛΟΤ : «Κουρδιστό πορτοκάλι»

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : (το αφήνει απότομα στη θέση του) Α, συγνώμη, το πέρασα γι’ αληθινό.

ΣΑΡΛΟΤ : Και το πιο σημαντικό, φαίνεστε τόσο νέος, μα τόσο νέος, μήπως...

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Σας ευχαριστώ πολύ. Ξέρετε οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι πρόκειται για
κάτι πάρα πολύ εύκολο. Ότι δεν είναι καν δουλειά.

ΣΑΡΛΟΤ : Μα, ελάτε τώρα …

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Όχι, το συναντώ πάρα πολύ συχνά. Νομίζουν ότι όλα έχουν να κάνουν με τη
βαρομετρική πίεση. (γελάει)

ΣΑΡΛΟΤ : (γελάει κι αυτή, προσπαθώντας να καταλάβει πού είναι το αστείο) Είμαι σίγουρη ότι
αυτές τις τελευταίες μέρες η πίεση θα πρέπει να είναι πολύ μεγάλη.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Ναι, εντάξει, χάλια είναι, αλλά κατηφορίζει ένα ψυχρό μέτωπο από τα βόρεια κι έτσι
θα καθαρίσει λίγο η κατάσταση.

39
ΣΑΡΛΟΤ : … Α, ναι? Εεεε, να σας βάλω λίγο καφέ;

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Μμμμμόχι. Όχι, ευχαριστώ.

ΣΑΡΛΟΤ : Ένα ποτό;

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Όχι, δεν πίνω.

ΣΑΡΛΟΤ : Χα, ούτε κι εγώ. Ούτε κι ο Τζωρτζ, ο άντρας μου. Ποτέ. Μόλις αρχίζει η δουλειά,
διαγράφεται αμέσως από το λεξιλόγιό του η λέξη αλκοόλ.

(Αυτή τη στιγμή εμφανίζεται ο Τζ. ψηλά απ’ την πόρτα της σκηνής μ’ ένα καινούριο μπουκάλι
ουίσκι στο χέρι, τρεκλίζοντας απ’ το μεθύσι. Φοράει παντελόνι και φανελάκι)

ΤΖΩΡΤΖ : [απαγγέλει κάτι βαρύγδουπο απ τον «Άμλετ»:

Να ζει κανείς ή να μη ζει,


ιδού η απορία.
Τι ’ναι στο πνεύμα ανώτερο, να υποφέρεις
πετριές και σαϊτιές αχρείας τύχης, ή
να παίρνεις τα όπλα ενάντια σ’ ένα πέλαο βάσανα
κι αντιχτυπώντας να τους δίνεις τέλος; Θάνατος, —
ύπνος, και τίποτ’ άλλο·

(Καταρρέει στο πάτωμα. Σιωπή. Η Σ. τον κοιτάει τρομοκρατημένη στην πιθανότητα να βρίσκεται
σε κώμα, αλλά μετά αρχίζει ένα ξέφρενο χειροκρότημα)

ΣΑΡΛΟΤ : Μπράβο!!! Μπράβο!!!

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : (αρχίζει κι αυτός να χειροκροτεί για να μη χαλάσει την παρέα) Μπράβο!

ΣΑΡΛΟΤ : (Εμπιστευτικά) Μήνες τώρα δουλεύει πάνω σ’ αυτή την ιδέα: ότι ο Άμλετ μετά τη
δολοφονία του πατέρα του γίνεται αλκοολικός.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Πάρα πολύ πειστικός. (στον Τζ. που είναι ακόμα πεσμένος τέζα στο πάτωμα).
Μπράβο σας, πάρα πολύ καλό!

ΣΑΡΛΟΤ : Σσσσς! Σας παρακαλώ. Συγκεντρώνεται.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Συγγνώμη.

ΣΑΡΛΟΤ : Πω, πω, Θεέ μου! Πόσο γρήγορα περνάει η ώρα. Πρέπει να σας πάμε στη θέση σας.
Θα σας δούμε όμως μετά την παράσταση, έ; Υπόσχεση?!

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Ναι, ναι, βεβαίως.

ΣΑΡΛΟΤ : (Συνοδεύοντάς τον έξω) Και θα το ξαναπώ άλλη μια φορά, ε. Είμαστε ενθουσιασμένοι
με την παρουσία σας εδώ απόψε. Μας τιμά ιδιαίτερα.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : … Εκείνο που θα ήθελα να πω εγώ είναι ότι όλοι εσείς οι άνθρωποι του θεάτρου
είστε πιο φιλικοί απ’ ότι φανταζόμουν.

(Ο Χ. βγαίνει και η Σ. τον χαιρετάει μ’ ένα πλατύ χαμόγελο) Μπάι, μπάι! (και μόλις κλείσει την
πόρτα ουρλιάζει στον Τζ.) Σήκω πάνω βρε μεθυσμένε, χωριάταρε!

(Μπαίνει ο Π.)

40
ΠΩΛ : Τον βρήκες;

ΣΑΡΛΟΤ : Όχι, αυτός ήρθε και με βρήκε την ώρα που μιλούσα με τον Κιούμπρικ.

ΠΩΛ : Όχι, γαμώτο. Κατάλαβε ότι ο Τζωρτζ…

ΣΑΡΛΟΤ : Μάλλον.

ΠΩΛ : Μπορεί όμως και να μην το πρόσεξε.

ΣΑΡΛΟΤ : Ποιο πράγμα να μην προσέξει παιδάκι μου, που αν ανάψεις ένα σπίρτο εδώ μέσα, θα
γίνουμε μπουρλότο.

(Ο ΤΖ. αρχίζει να ροχαλίζει)

ΣΑΡΛΟΤ : (τον ταρακουνάει) Ξύπνα, σε παρακαλώ!

ΤΖΩΡΤΖ : Θεέ μου! Σάρλοτ, ξαναγύρισες!!!

(Έξαλλη η Σ. πατάει τις φωνές)

ΠΩΛ : Έλα, έλα, θα τον ντύσουμε εδώ. Πήγαινε φέρε το κοστούμι του, εγώ θα του δώσω καφέ.

ΤΖΩΡΤΖ : Σιχαίνομαι τον καφέ.

ΠΩΛ : Έλα, Τζωρτζ, σε παρακαλώ – !

(Η Σ. βγαίνει απ’ την πόρτα των καμαρινιών κι ο Π. του βάζει ένα φλιτζάνι καφέ)

ΤΖΩΡΤΖ : Δε θέλω καφέ, μια χαρά είμαι!

ΠΩΛ : (δίνοντάς του τον καφέ) Έλα, πιες τον έτσι, στα γρήγορα! Σε δέκα λεπτά πρέπει να είσαι
στη σκηνή για το «Μήνα του μέλιτος».

ΤΖΩΡΤΖ : «Συρανό».

ΠΩΛ : «Μήνας του μέλιτος».

ΤΖΩΡΤΖ : Απογευματινή «Συρανό», δες και το όρντινο.

ΠΩΛ : Έλα τώρα, Τζωρτζ –

ΤΖΩΡΤΖ : Το διάβασα μόλις τώρα!

ΠΩΛ : Ναι, σιγά μην το διάβασες! Ορίστε!! (Παίρνει το όρντινο και το διαβάζει) Απογευματινή
«Συρανό»! Ποιος το ‘γραψε αυτό;

ΤΖΩΡΤΖ : Δεν έχω ιδέα.

ΠΩΛ : «Συρανό», λοιπόν. Θα άλλαξε το πρόγραμμα την τελευταία στιγμή.

(Όλη αυτή την ώρα ο Τζ. ήπιε μερικές γουλιές καφέ, και τώρα ψάχνει την κανάτα)

ΤΖΩΡΤΖ : Πρέπει να ομολογήσω ότι τόσα χρόνια, βλακωδώς, είχα υποτιμήσει αυτό το εξαιρετικό
ποτό. Ο καφές είναι καταπληκτικός.

41
ΠΩΛ : Αυτό είναι το πουκάμισο του Συρανό;

ΤΖΩΡΤΖ : Όντως.

ΠΩΛ : Έλα, φόρεσέ το. Βιάσου.

ΤΖΩΡΤΖ : Πρέπει πρώτα να τελειώσω τον καφέ μου.

ΠΩΛ : Τζωρτζ, έχεις καταλάβει ότι σε δέκα λεπτά πρέπει να είσαι στη σκηνή;

ΤΖΩΡΤΖ : Μην ανησυχείς.

(Μπαίνει βιαστικά η Σ, με το κοστούμι του Τζ. απ’ το Μήνα του μέλιτος. Βλέπει τον Π. να
προσπαθεί να του φορέσει το φαρδύ, με την τραχηλιά, πουκάμισο του Συρανό και παγώνει)

ΣΑΡΛΟΤ : Πωλ, τι κάνεις εκεί, αυτό είναι του Συρανό!

ΠΩΛ : Το ξέρω.

ΣΑΡΛΟΤ : Αφού το «Μήνα του μέλιτος» παίζουμε.

ΠΩΛ : «Συρανό» παίζουμε, ορίστε! (της δίνει το όρντινο) Άλλαξε.

ΣΑΡΛΟΤ : Αυτά είναι τα γράμματα του Τζωρτζ.

ΠΩΛ : Είσαι σίγουρη;

ΣΑΡΛΟΤ : Προφανώς.

ΠΩΛ : Και γιατί το άλλαξε μόνος του;

ΣΑΡΛΟΤ : Γιατί ξέρει κανείς γιατί κάνει ό,τι κάνει?!!

(Χτύπημα στην πόρτα. Τοκ, τοκ, τοκ !!!)

ΣΑΡΛΟΤ : (Όχι, Θεέ μου.) Νομίζω ότι ζω έναν εφιάλτη. (τοκ τοκ τοκ) Ποιος είναι?!!!

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : (off) Εεε, γειά. Εγώ είμαι!

ΣΑΡΛΟΤ : Δυο λεπτά, κύριε Κιούμπρικ!

ΤΖΩΡΤΖ : (Πηγαίνοντας προς την πόρτα) Α, ωραία! Πολύ θα ‘θελα να τον γνωρίσω.

ΣΑΡΛΟΤ : (Αρπάζοντάς τον) Όχι! (προς τα έξω) Μια στιγμή! (στον Π.) Κρύψ’ τον.

ΠΩΛ : Πού να τον κρύψω;

ΣΑΡΛΟΤ : Δεν ξέρω, εξαφάνισέ τον!!

ΤΖΩΡΤΖ : (Πηδώντας πάνω κάτω με παιδική απογοήτευση) Γιατί δε μ’ αφήνετε να τον δω?! Θέλω
να τον δω!!

ΣΑΡΛΟΤ : Γιατι είσαι γυμνός!!!

(Ο Π. ανοίγει μια πόρτα που δεν είχε ανοίξει ποτέ μέχρι τώρα – είναι … η ντουλάπα!) [το δωμάτιο-
ντουλάπα]

42
ΠΩΛ : Τζωρτζ, έλα, στην ντουλάπα. Γρήγορα!

(τοκ τοκ τοκ)

ΣΑΡΛΟΤ : (Τους πετάει το κοστούμι του Τζ. από το Μ. του Μ.) Μια στιγμή! Έφτασα!! (στον Π.) Και
φόρα του κι αυτό! (τοκ τοκ τοκ) Αμέσως!

(Ο Π. & ο Τζ, κλείνονται στην ντουλάπα τη στιγμή που η Σ. ανοίγει την πόρτα. Ο Χ. στέκεται
κρατώντας μια σακούλα κοστουμιού με μια κορδέλα πάνω της)

ΣΑΡΛΟΤ : (Όλο χαμόγελα) Γεια σας και πάλι.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Γεια. Λ-, λ-, λυ-, λυπάμαι που σας ενοχλώ –

ΣΑΡΛΟΤ : Μα τι λέτε; Δε μας ενοχλείτε καθόλου!

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Μμμμ! Έεε, έ-, έ-, έφερα –

ΣΑΡΛΟΤ : Και ό,τι που έλεγα στον άντρα μου – (βλέπει το παντελόνι του στο πάτωμα…) που ένα
δευτερόλεπτο πριν ήταν εδώ. Έλεγα λοιπόν, πόσο πολύ λατρεύω πραγματικά τη δουλειά
σας. Θα μπορούσα να κάθομαι μπροστά στην οθόνη όλη μέρα.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Καλά τώρα, αστειεύεστε, έτσι! Λοιπόν! Μια στιγμή! Σταθείτε εδώ! Εδώ! Και…
(παίρνει βαθιά αναπνοή) “Εξ αιτίας ενός νέου βαρομετρικού χαμηλού, αναμένεται άμεση και
ραγδαία πτώση της θερμοκρασίας. Δεν αποκλείεται κατά το απόγευμα, να κάνουν
σποραδικά την εμφάνισή τους μικρές καταιγίδες.” (Η Σ. δεν καταλαβαίνει γρυ) “Γι’ αυτόοο
λοιπόν, η πρότασή μας είναι: μείνετε μέσα, ντυθείτε ζεστά και… ο Θεός να σας έχει καλά!!!”
(Πλατύ χαμόγελο. Μια καλή παρουσίαση.)

ΣΑΡΛΟΤ : Α, ναι …??!!! Λοιπόν. Τι μπορούμε να κάνουμε για σας;

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : (τελείως χαμένος, συνεχίζει να κρατάει το σάκο με το κοστούμι) Μμ, εε, εγώ, εε, έχω
φέρει ένα δώρο για τον κύριο Μίλλερ.

ΣΑΡΛΟΤ : … Του πήρατε κοστούμι;

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Ννννναι! Όχι! Είναι ένα από τα παλιά του κοστούμια. Είναι η στολή του Στρατηγού
Πάττον. Την έδιναν μαζί με το κράνος, το πιστόλι και τα άλλα. Εεε! Σκέφτηκα να τη φορούσα
για να του κάνω έκπληξη!

ΣΑΡΛΟΤ : Όχι! (βλέπει το ρολόι της). Αχ, αχ, αχ… κοιτάξτε τι ώρα πήγε. (τον συνοδεύει μέχρι την
εξώπορτα) Και, δε θα ξεχάσετε, ε; Εδώ πίσω πάλι, μετά την παράσταση, έτσι;

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Όκευ… εντάξει… καλή επιτυχία… “μαμά!!!”

(Ο Χ. φιλάει τη Σ. στο μάγουλο, μισογελάει άβολα και βγαίνει)

Σ. : “Μαμά?!!!”

(Ο Τζ. κι ο Π. πετιούνται παλεύοντας απ’ τη ντουλάπα.)

ΤΖ. : Θέλω ακόμα λίγο καφέ!

Π. : Ένα φλιτζάνι! (σκοντάφτουν πάνω στο πουφ) Έλα, σταμάτα –

43
Σ. : Τζωρτζ, σε παρακαλώ συνεργάσου!

ΠΩΛ : Σήκωσε το πόδι σου!

(Με κάποιον τρόπο ο Τζ. έπεσε μπρούμυτα και ο Π. από πάνω του προσπαθεί να του βάλει το
παντελόνι του «Μήνα του μέλιτος». Τη στιγμή αυτή μπαίνει ο Ρ.)

Ρ. : Ξέρεις, άκουσα ότι – (βλέπει το σύμπλεγμα Τζ. & Π.) Α!

ΣΑΡΛΟΤ : Δεν είναι αυτό που φαντάζεσαι.

Ρ. : Τέλος πάντων, δε με αφορά. Ήθελα να σου πω ότι εκεί έξω κυκλοφορεί πως είναι ο
Κιούμπρικ στην παράσταση.

ΤΖΩΡΤΖ : (βλέπει για πρώτη φορά το Ρ.) Ρίτσαρντ!

Ρ. : Γεια σου, κορμάρα!

ΤΖΩΡΤΖ : Πωλ, έλα ‘δω. Θα ήθελα να σου γνωρίσω έναν από τους πιο παλιούς και τους πιο
αγαπητούς μου φίλους. Ο Ρίτσαρντ Μέυναρτ, δικηγόρος, έμπιστος σύμβουλος, μεγάλη
προστυχάντζα και ο πιο ύπουλος συζυγοκλέφτης!

(Ο Τζ. ρίχνεται πάνω στο Ρ. και τον αρπάζει απ’ το λαιμό.)

ΣΑΡΛΟΤ & ΠΩΛ : Σταμάτα, Τζωρτζ!

ΡΙΤΣΑΡΝΤ: ΑΑΡΓΚΧ!!! (δηλαδή πνίγεται, δεν μπορεί να αναπνεύσει)

ΤΖΩΡΤΖ : Μην τολμήσεις να ξαναπλησιάσεις τη γυναίκα μου! Τ’ ακούς;;;!!!

ΣΑΡΛΟΤ : Τζωρτζ – !

ΡΙΤΣΑΡΝΤ : Αφού δε σ’ αγαπάει πια!

ΤΖΩΡΤΖ : Ψεύτη!!! Παρ’ το πίσω!

ΣΑΡΛΟΤ & ΠΩΛ : Σταμάτα, Τζωρτζ!

ΡΙΤΣΑΡΝΤ : Ο άνθρωπος είναι ψυχοπαθής!

ΤΖΩΡΤΖ : Απολύεσαι!

ΣΑΡΛΟΤ : Ρίτσαρντ, νομίζω καλύτερα να πηγαίνεις.

ΡΙΤΣΑΡΝΤ : Πολύ ευχαρίστως… Πάντως, νομίζω ότι αξίζεις κάτι πολύ καλύτερο.

(Ο Τζ. ρίχνεται πάνω του με κραυγή θυμού, αλλά ο Ρίτσαρντ προλαβαίνει να βγει έξω πριν τον
φτάσει ο Τζωρτζ)

ΣΑΡΛΟΤ : (στον Π.) Σα να μεθάει όλο και πιο πολύ. Δεν καταλαβαίνω.

ΠΩΛ : Ούτε κι εγώ

ΣΑΡΛΟΤ : (δείχνοντας την κανάτα του καφέ) Κι άλλο καφέ!!!

ΤΖΩΡΤΖ : Τέλεια.

44
(Μπαίνει η Ε. με κοστούμι κυρίας του 17ου αιώνα, ενώ την ίδια στιγμή από άλλη πόρτα μπαίνει η
Ρ. με κομψότατη τουαλέτα του ’20. Τα δύο κοστούμια δε θα μπορούσαν να βρίσκονται σε πιο
προφανή αντίθεση.)

ΕΘΕΛ : Τι θα γίνει, εγώ είμαι έτοιμη.

ΡΟΖ : (Ταυτόχρονα) Νομίζω ότι θυμάμαι τέλεια τα λόγια μου.

(Η Σ. ανάμεσά τους, τις βλέπει, πισωπατάει και αφήνει κραυγή.)

ΕΘΕΛ : Ρόζαλιντ, φόρεσες λάθος κοστούμι.

ΡΟΖ : Εσύ φόρεσες λάθος κοστούμι.

ΕΘΕΛ : Τι;

ΡΟΖ : ΦΟΡΑΣ ΛΑΘΟΣ ΚΟΣΤΟΥΜΙ. ΤΟ ΜΗΝΑ ΤΟΥ ΜΕΛΙΤΟΣ ΠΑΙΖΟΥΜΕ.

ΕΘΕΛ : Όχι, αγάπη μου! Το Συρανό παίζουμε, δες και το όρντινο.

ΣΑΡΛΟΤ : Μαμά –

ΡΟΖ : (Διαβάζει το όρντινο) Δεν είμαστε καλά! Δίκιο έχει! Παίζουμε Συρανό.

ΣΑΡΛΟΤ : Δεν παίζουμε Συρανό! (Στα μούτρα της Ε.) Μήνα του Μέλιτος παίζουμε, Μήνα του
Μέλιτος, ΜΗΝΑ ΤΟΥ ΜΕΛΙΤΟΣ!!!!!!!!!!!!!

(Σιωπή. Αργά η Ε. γυρνάει με πληγωμένη αξιοπρέπεια προς την πόρτα από την οποία μπήκε.
Όταν φτάνει, και με το κεφάλι ψηλά, στρέφεται στη Σ. και μ’ ένα βλέμμα αξιοπρεπές όσο και
επιτιμητικό, κάνει φινάλε και βγαίνει κι αφήνει την πόρτα να κλείσει πίσω της. Παύση. Τότε η
Σ., η Ρ. κι ο Π., βλέποντας γύρω, αντιλαμβάνονται ότι ο Τζ. απωλέσθη. Στη διάρκεια της
προηγηθείσης σκηνής την έκανε για έξω – παίρνοντας μαζί του κανάτα και καφέ – χωρίς
καθόλου να γίνει αντιληπτός).

ΠΩΛ : Ω, Θεέ μου! Πού είναι ο Τζωρτζ;

ΡΟΖ : Αφού εδώ ήταν…!

ΣΑΡΛΟΤ : (Πέφτοντας στον καναπέ) Όχι πάλι… όχι, όχι…

ΠΩΛ : Στάσου, περίμενε. Έχουμε ακόμη εφτά λεπτά.

ΣΑΡΛΟΤ : (Μη μπορώντας να αντιδράσει.) Ξεχάστε το. Ξεχάστε το, ξεχάστε το. Τελειώσαμε.

ΠΩΛ : (Με αυτοσυγκράτηση) Όχι, δεν τελειώσαμε ακόμα. Δεν μπορεί να έχει πάει μακριά και δεν
υπάρχει λόγος να μας πιάνει πανικός. Η παράσταση θα γίνει.. ΛΟΙΠΟΝ, ΟΧΙ ΠΑΝΙΚΟΣ!!!...
Συγγνώμη.

ΡΟΖ : Ελάτε, συγκεντρωθείτε. Μαμά, εσύ πήγαινε να φορέσεις το κοστούμι σου. Πωλ, εμείς τον
ψάχνουμε, εσύ από δω, εγώ από κει. Όλοι εδώ σε πέντε λεπτά.

ΚΑΙ ΟΙ ΤΡΕΙΣ : Εντάξει.

45
(Φεύγουν γρήγορα. Η σκηνή για λίγο άδεια. Μετά ανοίγει η επάνω πόρτα και εμφανίζεται ο Τζ. με
την κανάτα στο ένα χέρι και το φλιτζάνι στο άλλο . Είναι μισοντυμένος με το κοστούμι του
Μέλιτος – δηλαδή με το μαύρο παντελόνι που του είχε φορέσει λίγο πριν ο Π. κι ένα
κολλαρισμένο αλλά στραβοκουμπωμένο άσπρο πουκάμισο σμόκιν.)

ΤΖΩΡΤΖ : (Σκεφτικός, χώνοντας τη μύτη του στο φλιτζάνι του.) Τελικά, το σημαντικό είναι η
ποιότητα του καφέ. Τη στιγμή αυτή καταφθάνει από έξω η Αϊλήν.)

ΑΪΛΗΝ : Α, Τζωρτζ, ευτυχώς σε βρίσκω!

ΤΖΩΡΤΖ : Αϊλήν!

ΑΪΛΗΝ : Άκουσέ με, Τζωρτζ. Συνέβη κάτι τρομερό! Πήγα στο γιατρό πριν από λίγο, για τα
αποτελέσματα –

ΤΖΩΡΤΖ : Ναι, και…?!

ΑΪΛΗΝ : Ε, τι “και… Είμαι έγκυος, το ήξερα. Αφού στο είπα.

ΤΖΩΡΤΖ : (αρχίζει να κλαίει) Όχι…

ΑΪΛΗΝ : Τζωρτζ, άκουσέ με! Αλλού είναι το θέμα. Καθώς ερχόμουν… συνάντησα τον αδελφό μου
και… δεν ξέρω τι μου ήρθε, αλλά κάθισα και του τα είπα όλα, και έγινε έξαλλος και … να…
θέλει να σε σκοτώσει.

(Παύση)

ΤΖΩΡΤΖ : Ο αδελφός σου?!

ΑΪΛΗΝ : Ναι.

ΤΖΩΡΤΖ : Ο αδελφός σου, ο κομμωτής?!

ΑΪΛΗΝ : Ναι!

(Ο Τζ. ξεκαρδίζεται.)

ΤΖΩΡΤΖ : Συγγνώμη. Μου φάνηκε πάρα πολύ αστείο. Αυτό είναι όλο.

ΑΪΛΗΝ : Τζωρτζ, άκουσέ με, σε παρακαλώ –

ΤΖΩΡΤΖ : (Γελώντας) Και, τι, θα με τσουρουφλίσει με το σεσουάρ; (Με αηδία) Θα μου σφίξει τα
μπικουτί, που να με ξεμαλλιάσει?!

ΑΪΛΗΝ : Τζωρτζ, δεν έχεις καταλάβει –

ΤΖΩΡΤΖ : Θα μου χώσει το κεφάλι σε μια λεκάνη και θα με λούζει μέχρι να πεθάνω?!

(Έχει κατουρηθεί απ’ τα γέλια)

ΑΪΛΗΝ : Ηταν πεζοναύτης! Κάνει άρση βαρών! Μπορεί να σε κόψει στα δυο!

ΤΖΩΡΤΖ : …Αστειεύεσαι.

ΑΪΛΗΝ : Πήγε σπίτι να πάρει το όπλο του.

46
ΤΖΩΡΤΖ : Κι εγώ τώρα τι πρέπει να κάνω;

ΑΪΛΗΝ : Δεν ξέρω. Να ‘χεις το νου σου. Άμα τον δεις, τρέχα!

ΤΖΩΡΤΖ : Και πως θα καταλάβω ότι είναι αυτός.

ΑΪΛΗΝ : Άμα δεις κάποιον να σε σημαδεύει, θα καταλάβεις. Απλώς ήθελα να σου πω να


προσέχεις.

(Η Α. το βάζει στα πόδια κι ο Τζ. μένει μαλάκας)

ΤΖΩΡΤΖ : Ένα λαθάκι κάνεις στη ζωή σου και βρίσκεσαι στο νεκροτομείο ανάσκελα.

(Μπαίνει ο Πωλ)

ΠΩΛ : Τζωρτζ! Έχουμε μόνο πέντε λεπτά!

ΤΖΩΡΤΖ : Πωλ, με κυνηγάει.

ΠΩΛ : Ποιος σε κυνηγάει;

ΤΖΩΡΤΖ : Ο αδελφός της Αϊλήν, θέλει να πάρει εκδίκηση.

ΠΩΛ : Τι είναι αυτά που λες, χριστιανέ μου?!

ΤΖΩΡΤΖ : Ξέρει για την Αϊλήν.

ΠΩΛ : Τι;

ΤΖΩΡΤΖ : Τι, “τι”! Ορκίστηκε να με σκοτώσει.

ΠΩΛ : Νομίζω έχεις παραισθήσεις. (χτύπημα στην πόρτα! τοκ τοκ τοκ!) Εμπρός!

ΤΖΩΡΤΖ : Όχι, Μην ανοίξεις!

(Ο Π. ανοίγει και μπαίνει ο Χ. Ντυμένος με τη στολή του Πάττον και το κράνος, προτάσσοντας το
υπηρεσιακό περίστροφο του στρατηγού.)

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : (Θριαμβευτικά) Σας βρίσκω επιτέλους

ΤΖΩΡΤΖ : (Τρέχει για να καλυφθεί) ΑΑΑΑΑΑΑΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧ !!!

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Ο Τζωρτζ Μίλλερ;

ΤΖΩΡΤΖ : Ναι, ΌΧΙ !!! Απλώς του μοιάζω…

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Ελάτε τώρα. Εσείς είστε. Λοιπόν, τι λέτε; Είμαι αρκετά σκληρός;

ΤΖΩΡΤΖ : (Με τσιρίδα) Ναι.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ (Δείχνοντας το περίστροφο) : Ει! Για κοιτάξτε δω! Μπαμ, μπαμ, μπαμ!!!

ΤΖΩΡΤΖ : (Πέφτει στα γόνατα και θρηνεί) Μη, σε παρακαλώ! Σε ικετεύω! Σε παρακαλώ, μην το
κάνεις!

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Καλέ, ελάτε τώρα. Ε-, εγώ ή-, ήθελα να το κρατήσετε. Δικό σας είναι.

47
ΤΖΩΡΤΖ : Το ξέρω! Αλλά αδύνατον

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : “ Αδύνατον;”

ΤΖΩΡΤΖ : Καταλαβαίνω ότι είναι πολύ νέα και αθώα, ένα παιδί… κι εσείς την αγαπάτε
πραγματικά…

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Ποια;… τη Ροζ;

(Κενό. Ο Τζ. κι ο Π. κοιτάζονται.)

ΤΖΩΡΤΖ : Τη Ροζ?!

ΠΩΛ : Τη Ροζ?!

ΤΖΩΡΤΖ : (Ξαφνικά θυμωμένος, ο πατέρας που προστατεύει τα μικρά του) Τι σχέση έχει η κόρη
μου με όλα αυτά!

ΠΩΛ : Εεεε?!

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Εεε, τι να πω, νομίζω ότι εί- εί- είναι μια πολύ χαριτωμένη κοπέλα

ΠΩΛ : Κι εσένα τι λόγος σου πέφτει, ρε!!! Ποιος είσαι εσύ;

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : (Κοιτάζοντας τη στολή του) … ο Στρατηγός Πάττον?!

ΤΖΩΡΤΖ : (Χτυπώντας τις λέξεις καθώς προχωρεί προς τον Χ.) Άκου να σου πω, λιγδιάρη! Έτσι
και αγγίξεις έστω και μια τρίχα απ’ τα μαλλιά του παιδιού μου, θα σε βρω όπου και να πας και
θα σε γδάρω ζωντανό.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : (Προτείνοντας τρομοκρατημένος το πιστόλι) Στάσου! Πίσω! Ξέρω πως δουλεύει


αυτό. Την έχω δει την ταινία!

ΤΖΩΡΤΖ : Πιάστον Πωλ! (Τον αρπάζει ο Πωλ)

(Πυροβολεί το πιστόλι : ΜΠΑΝΓΚ!!)

ΤΖΩΡΤΖ : Ηλίθιε!

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : (Λιποθυμάει)

(Ο Π. μένει κρατώντας ένα χαλαρό αναίσθητο σώμα στα χέρια του. Σέρνει το Χ. στο δωμάτιο σαν
σακί με πατάτες.)

ΠΩΛ : Τι να τον κάνω?!

ΤΖΩΡΤΖ : Χώστον στη ντουλάπα! Έλα! Βάλτου το κι αυτό στο στόμα! (Το μαντήλι) Και δέστον
γερά.

ΠΩΛ : Γιατί δεν τα κάνεις εσύ όλα αυτά;

ΤΖΩΡΤΖ : Γιατι εγώ είμαι ο σταρ!

(Ο Π. σέρνει τον Χ. στη ντουλάπα τη στιγμή που εμφανίζεται ψηλά η Σ.με ρόμπα και πετσέτα
τυλιγμένη στα μαλλιά της.)

48
ΣΑΡΛΟΤ : Τζωρτζ! (Ο Τζ. τρομαγμένος γυρνάει και δίνει μια γερή στην πόρτα της ντουλάπας για
να κλείσει.) Τι κάνεις εκεί;

ΤΖΩΡΤΖ : Τίποτα.

ΣΑΡΛΟΤ : Πού είν’ ο Πωλ;

ΤΖΩΡΤΖ : Ιδέα δεν έχω.

(Ο Π. πετιέται από την ντουλάπα και κλείνει πίσω του την πόρτα.)

ΣΑΡΛΟΤ : Πωλ, δεν έχεις φορέσει καν το κοστούμι σου.

ΠΩΛ : (Με άμεση απάθεια) Μμναι, το ξέρω.

(Μπαίνει και η Ρ. φορώντας πάντα το κοστούμι του «Μήνα του μέλιτος»)

ΡΟΖ : Μπαμπά! Δόξα σοι ο Θεός! Είναι σε θέση να παίξει;

ΤΖΩΡΤΖ : Φυσικά και είμαι σε θέση να παίξω! Δώστε μου πέντε λεπτά.

ΣΑΡΛΟΤ : Όχι, Τζωρτζ, δεν έχεις πέντε λεπτά. Έχεις τη δεύτερη ατάκα του έργου!

ΤΖΩΡΤΖ : Α, ναι?!

ΣΑΡΛΟΤ : Βιάσου! Χτυπάει τρίτο κουδούνι σε δυο λεπτά!

(Η Σ. φεύγει και η Ρ. πάει στον Τζ.)

ΡΟΖ : Μπαμπά, έχουμε την πρώτη σκηνή μαζί. (παίζει την Σύμπιλ) “Έλιοτ, αγάπη μου, έλα να
δεις τι όμορφα που είναι εδώ έξω.” Κι εσύ βγαίνεις στη βεράντα… και λες –

ΤΖΩΡΤΖ : “Μμμ, δεν είναι κι άσχημα!”

ΡΟΖ : Έτσι μπράβο! Λοιπόν, φύγαμε!

ΤΖΩΡΤΖ : Πάμε!

(Η Ρ. κι ο Π. τρέχουν προς τη σκηνή, με τον Τζ. πίσω τους. Όπως περνάει δίπλα από το φλιτζάνι
του όμως, σταματάει και πίνει μια γρήγορη γουλιά.)

ΤΖΩΡΤΖ : Θα πρέπει να είναι Κολομβίας…

49
Δεύτερη Πράξη

Δεύτερη σκηνή

(Η σκηνή του θεάτρου, όπως την βλέπουν οι θεατές. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα. Καθώς
ανάβουν τα φώτα, παίρνει θέση το σκηνικό για την πρώτη πράξη του Μήνα του Μέλιτος.)

[Ακούγεται μια τυπική ανακοίνωση έναρξης προς το κοινό: «Καλησπέρα σας. Η παράσταση
αρχίζει σε ένα λεπτό. Παρακαλούνται οι κύριοι και κυρίες θεατές να πάρουν τις θέσεις τους»].

(Όπως περιγράφεται από τον Κάουαρντ, το σκηνικό παριστάνει μια μεγάλη βεράντα ενός
παραλιακού ξενοδοχείου στη Ντωβίλ της Γαλλίας, στην οποία έχουν πρόσβαση δύο
γειτονικές σουίτες. Τα δύο μέρη της βεράντας τα χωρίζουν γλάστρες με θάμνους. Για τις
ανάγκες της δικής μας παράστασης το σκηνικό πρέπει να είναι πολύ απλό και μάλλον
φθαρμένο)

(Η σκηνή μένει για λίγο άδεια. Μια ορχήστρα ακούγεται να παίζει κάπου εκεί κοντά. Η Ρ. ως
Σίμπιλ Τσέις βγαίνει στη βεράντα. Κομψότατη, με τουαλέτα 1920. Έρχεται μπροστά, ανοίγει
τα χέρια της με βαθιά ανάσα ικανοποίησης και απολαμβάνει τη θέα με έκφραση έκστασης.)

ΡΟΖ : “Έλιοτ, αγάπη μου, έλα να δεις τι όμορφα που είναι εδώ έξω.

(Χαμογελάει ευτυχισμένη. Παύση. Κανείς δεν έρχεται. Φαίνεται ανήσυχη. Πού να ‘ναι ο Έλιοτ;
Αποφασίζει να μην το βάλει κάτω. Ρίχνει ένα πλατύ, λαμπερό χαμόγελο στην πλατεία.)

ΡΟΖ : Αχ, έλα Έλιοτ, έλα! Δεν μπορώ να σου περιγράψω τόση ομορφιά. Πρέπει να τη δεις μόνος
σου.

(Σιωπή. Δε συμβαίνει τίποτα.)

ΡΟΖ : Έλιοτ! Έλι! Μ’ ακούς, αγάπη μου;

(ΘΥΡΥΒΟΣ)

ΡΟΖ : …Τι άνθρωπος, Θεέ μου! Και τώρα μπορεί και να ψάχνει να φορέσει το σακάκι του το
σμόκιν. Ίσως επειδή μπορεί να χρειάστηκε να το βγάλει. (Αφήνει ένα από ‘κείνα τα
αστραφτερά της χαμόγελα… παύση.) Ααχ, ναι,…το σακάκι του …το σμόκιν. (Παύση.) Τέλος
πάντων, δεν πειράζει… μπορώ φαντάζομαι να κάθομαι εδώ και να αγναντεύω τη θάλασσα…
και τα φώτα εκείνου του γιωτ να αντανακλούν στο νερό.

Έλι?! Αν δε θέλεις να βγεις, μήπως είναι καλύτερα να πάμε όλοι σπίτια μας;

ΤΖΩΡΤΖ : ΓΓΓΓΚΚΚΟΥΧ

ΡΟΖ: Ε, τι λες;

ΤΖΩΡΤΖ : (Απ’ έξω) Έφτασα!

50
(Και η Ρ. ξαναγυρνάει.)

ΡΟΖ : Αχ, δόξα τω Θεώ, θέλω να πω… τώρα είμαι ευτυχισμένη… Λοιπόν, που είχαμε μείνει – ;

(Στη συνέχεια ο Τζ. βγαίνει στη βεράντα παραπατώντας μεν απ’ το μεθύσι, αλλά με
αυτοπεποίθηση, ντυμένος Συρανό, με πλήρη εξάρτυση, μεγάλη μύτη, μακριά μαλλιά, ρουζ,
μουστάκι, δερμάτινες μπότες ως το γόνατο, σπαθί κλπ. Τα πάντα, από ρούχα μέχρι μακιγιάζ
είναι στραβοφορεμένα, και βέβαια είναι πιο μεθυσμένος από ποτέ.)

ΡΟΖ : Σε παρακάλεσα να βγεις και ν’ απολαύσεις τη θέα, πιστεύοντας ότι το μόνο που θα είχες να
πεις ήταν “ Μμμ, δεν είναι κι άσχημα!”, και τότε εγώ θα γύριζα, εδώ, στην άκρη της βεράντας,
να χαθώ στην αγκαλιά σου, να σε κοιτάξω βαθιά, φοβερά ευτυχισμένη και να σου πω – (…
και μόλις τον βλέπει) ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΙΙΙΙΙΙΙΙΙ !!!

ΤΖΩΡΤΖ : (Κοιτάζει γύρω μήπως και δει αυτό που την τρόμαξε.) Τι έγινε; Τι έπαθες;

ΡΟΖ : Έλι, Έλι αγάπη μου! Αχ, τι καταπληκτικό! Που…, που…, που…, που θυμήθηκες το πάρτι
μεταμφιεσμένων!

ΤΖΩΡΤΖ : Εγώ!

ΡΟΖ : Και τότε, γιατί φόρεσες αυτό το κοστούμι αγάπη μου;

ΤΖΩΡΤΖ : (Παίρνοντάς το σαν ατάκα., απαντάει με αποσπάσματα μονόλογο του Συρανό, πράξη
Β΄ , σκηνή 8):

Θέλεις να βρω έναν ισχυρό προστάτη να με πάρει


υπό την προστασία του κι εγώ, γεμάτος χάρη,
να τυλιχτώ σαν τον κισσό που το φλοιό τον γλύφει
κι αντί να είμαι δυνατός θες να με λεν γαλίφη;
Όχι ποτέ, σ’ ευχαριστώ.

ΡΟΖ : Κι εγώ σ’ ευχαριστώ, Έλλι.

ΤΖΩΡΤΖ : (Συρανό)

Όχι, ποτέ, ποτέ, ποτέ, μόνο να τραγουδώ

ΡΟΖ : Καλά, Έλι, καλά… φτάνει τώρα!! … Θέλω να πω, είναι εξαιρετικό που θυμήθηκες το πάρτι,
και… εντάξει, δεν πειράζει που είσαι με το κοστούμι αυτό, αλλά δεν υπάρχει λόγος να μη
σταθούμε εδώ να θαυμάσουμε τη θέα, σα να φορούσες το σμόκιν σου και έτσι, χαλαρά να
κουβεντιάζουμε για διάφορα…

Έλι? … Έλι! … ΕΛΙ !!! (του ρίχνει ένα πάτημα στο πόδι)

ΤΖΩΡΤΖ : ΩΩΩΩΩΩΩΩΧΧΧ!!!

ΡΟΖ : Αγάπη μου, δεν πρέπει να είσαι τόσο μπλαζέ με το μήνα του μέλιτος, μόνο και μόνο επειδή
για σένα είναι ο δεύτερος.

ΤΖΩΡΤΖ : Ωχ! Ωχ! Ωχ! Ωχ!

51
ΡΟΖ : Πες μου, σε πληγώνω μ’ αυτά που λέω;

ΤΖΩΡΤΖ : Τι λες δηλαδή;

ΡΟΖ : (Δίνοντάς του, με ότι νόημα μπορεί να φανταστεί κάθε πιθανή ένδειξη.) Για πες μου, αγάπη
μου! Εδώ, στη βόρειο Γαλλία σ’ αυτό το καταπληκτικό ξενοδοχείο, μ’ αυτή την υπέροχη
βεράντα, τη χωρισμένη στα δυο, όπου ήρθαμε για να περάσουμε το μήνα του μέλιτος!

ΤΖΩΡΤΖ : … το μήνα του μέλιτος?!

ΡΟΖ : Ακριβώς, αγάπη μου. Το μήνα του μέλιτος!

ΤΖΩΡΤΖ : (Κοιτάζει γύρω του το σκηνικό και τελικά μπαίνει στο νόημα) Γαμώ το μυαλό μου,
δηλαδή!

ΡΟΖ : (Εύθυμα, ενοχλημένη) Έλι! Αγάπη! Τι τρόπος!

ΤΖΩΡΤΖ : Έχω φορέσει λάθος κοστούμι!

ΡΟΖ : Όχι, Έλι, ντύθηκες έτσι για το πάρτι μεταμφιεσμένων!

ΤΖΩΡΤΖ : Στάσου! Περίμενέ με!! Επιστρέφω αμέσως!

(Ο Τζ, βγαίνει απ’ την κουίντα.)

ΡΟΖ : Έλι, όχι! Σε παρακαλώ, μη μ’ αφήνεις μόνη! Έλι!!

(Βγαίνει πίσω του. Η σκηνή μένει άδεια. Και μετά ακούγεται απ’ την κουίντα η Σ.)

ΣΑΡΛΟΤ : (off) Έλα, Πωλ! Κουνήσου, γαμώτο! Γρήγορα!!

(Ο Π. βγαίνει σκουντουφλώντας απ’ την κουίντα, προφανώς σπρωγμένος απ’ τη Σ. Παίζει τον
Βίκτορ Πράιν, τον όμορφο νέο σύζυγο της Αμάντα. Φοράει σμόκιν και ψεύτικο μουστάκι.
Βλέπει το κοινό κι αμέσως κορδώνεται και χαμογελάει πλατιά.)

ΠΩΛ : (Φωνάζει) … Αμάντα!

ΣΑΡΛΟΤ : (off) “Τι είναι;”

ΠΩΛ : “Έλα έξω, αγάπη. Μιλάμε για καταπληκτική θέα”

(Βγαίνει η Σ. ως Αμάντα Πράιν. Κατά την περιγραφή του Κάουαρντ, “είναι πανέμορφη, με ζωηρό
πρόσωπο και τέλειο παρουσιαστικό.”)

ΣΑΡΛΟΤ : “Βίκτορ, Βίκτορ, αγάπη μου, είμαι ακόμα μούσκεμα απ’ το μπάνιο. Θα πάθω
πνευμονία, έ… στο λέω, θα πάθω πνευμονία”

ΠΩΛ : “Κύριε των δυνάμεων!”

ΣΑΡΛΟΤ : “Συγγνώμη?!”

ΠΩΛ : “Είσαι κούκλα!»

ΣΑΡΛΟΤ : “Σ’ ευχαριστώ, αγάπη μου”

52
ΠΩΛ : “Δε μπορώ να το πιστέψω. Εσύ εδώ μαζί μου, οι δυο μαζί, παντρεμένοι!!!”

(Η Σ. κι ο Π. αρχίζουν να φιλιούνται, όταν ο Τζ. μπαίνει τρεκλίζοντας στη σκηνή. Φτάνει μέχρι το
κάγκελο ουρλιάζοντας, με τη Ρ να τρέχει να τον προλάβει.)

ΤΖΩΡΤΖ : Πού στο διάολο είναι αυτό το γαμημένο το καμαρίνι μου, και δεν μπορώ να το βρω!

ΡΟΖ : Μπαμπά! (Αμέσως βλέπει το κοινό.) Έ… Έλιοτ! (Ο Τζ. βγαίνει παραπατώντας και η Ρ.
τρέχει πίσω του.) Έλιοτ, περίμενε! Όχι από ‘κει!

(Και φεύγουν ο Τζ. κι η Ρ. Η Σ. κι ο Π. τους κοιτάζουν και μετά στρέφονται πολύ αργά προς το
κοινό.)

ΣΑΡΛΟΤ : …Και το ‘λεγα ότι θα έπρεπε να βρούμε ένα πιο ήσυχο ξενοδοχείο. (Ο Π. ως Βίκτορ
γελάει υπερβολικά. Και…) Μιλάς...

ΠΩΛ : “… Εε, πες μου, αγάπη, αλήθεια δεν είναι ότι εμένα μ’ αγαπάς πιο πολύ απ’ όσο είχες
αγαπήσει τον Έλιοτ;”

ΣΑΡΛΟΤ : “Δε θυμάμαι πια. Έχει περάσει τόσος καιρός από τότε, Πωλ.” (Συνειδητοποιούν και οι
δυο και αντιδρούν στο λάθος όνομα.) “Βίκτορ! Δηλαδή Πωλ-Βίκτορ για να σε φωνάζω με το
όνομά σου ολόκληρο. Άαα, έχω μια ιδέα Πωλ-Βίκτορ. Τι θα ‘λεγες να φεύγαμε αμέσως τώρα
για το Παρίσι.”

(Ο Π. κι η Σ. ξεκινούν να φύγουν βιαστικά, όταν ο Τζ. μπαίνει προσπαθώντας να ανοίξει το


φερμουάρ του παντελονιού του που έχει μαγκώσει και πάει κατευθείαν επάνω τους για να
τους ρωτήσει.)

ΤΖΩΡΤΖ : Για κοιτάξτε εδώ ρε παιδιά, πώς διάολο κατεβαίνει/ αυτό το κωλοφερμουάρ, γαμώ τη
μοδίστρα μου, γαμώ. Και τι έπρεπε να κάνω αν μου ‘ρχόταν να κατουρήσω;

ΡΟΖ : (Που τρέχει πίσω του.) Μπαμπά!!

ΣΑΡΛΟΤ : Ως εδώ ήταν!

ΠΩΛ : Αμάντα, αγάπη μου!

ΣΑΡΛΟΤ : Δε μας παρατάς και συ.

ΠΩΛ : Δεν κατάλαβα!

ΣΑΡΛΟΤ : Είπα, ΔΕ ΜΑΣ ΠΑΡΑΤΑΣ!

ΤΖΩΡΤΖ : (Στο άκουσμα της φωνής της Σ.) …Δόξα σοι ο Θεός! Σάρλοτ, Ξαναγύρισες!

ΡΟΖ : (Ηρωικά προσπαθεί να κρατηθεί στο ρόλο.) “Σάρλοτ?!” Δε νομίζω ότι τη λένε Σάρλοτ,
αγάπη μου. Αυτή θα έλεγα είναι η Αμάντα, η πρώτη σου γυναίκα.

ΠΩΛ : (Κι αυτός το ίδιο.) Άα, κι εσύ είσαι η Σίμπιλ, η δεύτερη γυναίκα του Έλιοτ.

ΡΟΖ : Που σημαίνει οτι εσύ είσαι ο Βίκτορ, ο δεύτερος σύζυγος της Αμάντα.

53
ΣΑΡΛΟΤ : Τώρα, δε βγάζουμε όλοι το σκασμό, λέω ‘γω! (Δείχνοντας το κοινό). Δεν έχετε πάρει
είδηση οτι κανείς τους δεν κατάλαβε τι μας συμβαίνει; Νομίζουν οτι είμαστε κρετίνοι όλοι εδώ
πάνω.

ΡΟΖ : (Που δεν εννοεί να το βάλει κάτω.) … Εννοείτε, εδώ πάνω, στη βεράντα του ξενοδοχείου;

ΠΩΛ : Πολύ μ’ αρέσει εδώ πάνω. Κοίτα τα φώτα εκείνου του γιωτ πώς καθρεφτίζονται στο νερό.

(Αυτή τη στιγμή μπαίνει η ΕΘΕΛ !!! ντυμένη στην τρίχα, σα βαρυπενθούσα αρχόντισσα στη
δεκαετία του ’20, πλήρης με τιάρα.)

ΕΘΕΛ : (Μεγαλοπρεπής, απολύτως Βρετανή.) Ζητώ συγγνώμη, αλλά αναρωτιέμαι πού να πήγε ο
γιός μου ο Έλιοτ. Ξέρετε, έχει μια παρόρμηση να ντύνεται Συρανό ντε Μπερζεράκ.

ΣΑΡΛΟΤ : Δεν το πιστεύω!!!

ΕΘΕΛ : Παλιότερα του άρεσε να ντύνεται Ρωξάνη.

ΣΑΡΛΟΤ : Μητέρα – !

ΕΘΕΛ : (κουφή) Τι;

ΣΑΡΛΟΤ : Μητέρα, τι είναι αυτά που κάνεις???

ΕΘΕΛ : (Εμπιστευτικά) Είπα να τα μπαλώσω, αν δεν είναι ήδη πολύ αργά.

ΣΑΡΛΟΤ : (Σε υστερία) Φυσικά είναι ήδη πολύ αργά! Όλοι έχουν καταλάβει!!!

ΕΘΕΛ : (κουφή) Τι;

ΣΑΡΛΟΤ : (Δείχνοντας το κοινό) Έχουμε γίνει σούργελο! ΟΛΟΙ ΜΑΣ ΚΟΡΟΪΔΕΥΟΥΝ !!!

ΤΖΩΡΤΖ : (Ως Συρανό) Κοροϊδεύουν; Ποιος τολμάει να κοροϊδέψει τη μύτη μου!

ΡΟΖ : Μπαμπά! ¨Ελιοτ!

ΤΖΩΡΤΖ (απόσπασμα από τον Συρανό) :

Γι’ αυτό εδώ το εξόγκωμα δεν ντράπηκα ποτέ μου!


Γιατί, όπως είναι και γνωστό, πάντα η μεγάλη μύτη
άνθρωπο δείχνει έξυπνο, γενναίο κι από σπίτι.
ΣΑΡΛΟΤ : (Το τελικό ξέσπασμα. Ουρλιάζει και ορμάει καταπάνω στον Τζ. με άγριες διαθέσεις. Να
μπορούσε να τον πνίξει να ησύχαζε) ΑΑΑΑΑΑΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧ !!!

ΤΖΩΡΤΖ (από τον ίδιο μονόλογο):

Άνθρωπο υπερήφανο και όχι σαν και σένα...

ΣΑΡΛΟΤ : ΒΟΥΛΩΣ’ ΤΟ, ΒΟΥΛΩΣ’ ΤΟ, ΒΟΥΛΩΣ’ ΤΟ, ΒΟΥΛΩΣ’ ΤΟ !

(Τη στιγμή που η Σ. ορμάει να τον πνίξει, ο Τζ. της τραβάει, χωρίς να το θέλει, την καλοχτενισμένη
περούκα εποχής 1920. Από κάτω φοράει μια σκούφια από κάλτσα μ’ έναν κόμπο στην
κορυφή. Μια στιγμή μετά, η Σ. συνειδητοποιεί τι έχει γίνει και πατάει φωνή. Ακριβώς τη στιγμή

54
αυτή μπαίνει στη σκηνή πηδώντας ο Χ. Πηδάει βέβαια επειδή είναι δεμένος μ’ ένα σχοινί. Με
κάθε πήδο που κάνει, ουρλιάζει:)

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : ΒΟΗΘΕΙΑ !!! ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ !!! ΚΑΠΟΙΟΣ ΝΑ ΚΑΛΕΣΕΙ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ !!!

(Η Σ. ξαναφοράει την περούκα της όσο καλύτερα μπορεί και ακτινοβολεί προς το κοινό, [η σταρ
που εμφανίζεται στη σκηνή με το διάσημο σκηνοθέτη της] όσο ο Χ. χοροπηδάει στη βεράντα)

ΡΟΖ : (Τρέχει κοντά του) Χάουαρντ! Αγάπη μου! Τι έπαθες;

ΠΩΛ : “Αγάπη μου?!” Τι εννοείς “αγάπη μου!”?!

ΡΟΖ : Καλά, ποιος σ’ έδεσε;

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Τι ποιος. Αυτός! ΑΥΤΟΣ !

ΡΟΖ : Ο Πωλ?!

ΠΩΛ : Μπορώ να μάθω, γιατί τον είπες “αγάπη μου”?!

ΡΟΖ : Επειδή είναι ο αρραβωνιαστικός μου!

ΣΑΡΛΟΤ : Χριστέ μου! Παντρεύεται το Στάνλευ Κιούμπρικ!

ΤΖΩΡΤΖ (Με φανφαρόνικη κίνηση πρόκλησης σε ξιφασκία, απαγγέλλει μια φράση από τον
Συρανό) :

Για φούντες και σιρίτια εγώ τους άθλους μου φοράω...

(Πηγαίνει στο χείλος της βεράντας)

ΣΑΡΛΟΤ : ΣΤΑΜΑΤΑ ! ΤΖΩΡΤΖ !

ΡΟΖ : ΜΠΑΜΠΑ !

ΠΩΛ : ΤΖΩΡΤΖ !

ΡΟΖ : ΜΠΑΜΠΑΑΑΑΑ !

ΤΖΩΡΤΖ (συνεχίζει από Συρανό – κάτι σαν ύστατο χαίρε) :

... και με το πνεύμα οιστρήλατο ολόισια προχωράω.

(Τη στιγμή που αποφασίζει να ριχτεί, γίνεται black out και ακούμε το γδούπο της πτώσης του στο
υποσκήνιο.)

(Για τη μετάβαση στην Τρίτη Σκηνή, όση ώρα αλλάζει το σκηνικό, επικρατεί απόλυτο πανδαιμόνιο.
Φαίνονται σαν σιλουέτες ο Χ. να χοροπηδάει σε κύκλους ώσπου να εξαφανιστεί, ενώ όλοι οι
υπόλοιποι έχουν πλησιάσει στο χείλος της σκηνής έντρομοι, αντιδρώντας στην πτώση του
Τζ.)

ΠΩΛ : Θεέ μου!

ΡΟΖ : Μπαμπά!

55
ΣΑΡΛΟΤ : Τζωρτζ!

ΡΟΖ : Φωνάξτε ένα γιατρό! Υπάρχει ένας γιατρός στην αίθουσα?!

ΠΩΛ : Κάποιος να καλέσει ένα ασθενοφόρο!

(Φωνές διάφορες και τελικά ημίφως για αλλάγή σκηνής)

<+><+><+><+><+><+>

56
Δεύτερη Πράξη

Τρίτη σκηνή

(Το σκηνικό της πρώτης σκηνής δυο ώρες αργότερα. Η σκηνή μένει για λίγο άδεια, και μετά
ακούγονται φωνές απ’ έξω.)

ΡΟΖ : (off) Πρόσεχε, μπαμπά.

ΠΩΛ : (off) Προσοχή στο σκαλοπάτι.

ΡΟΖ : (off) Προσοχή!

(Ανοίγει η εξώπορτα και μπαίνει ο Τζ. ακολουθούμενος από τη Ρ. και τον Π. Ο Τζ. φοράει ακόμα
ένα μέρος από το κοστούμι του Συρανό, αλλά όχι τη μύτη. Χρησιμοποιεί μπαστούνι και
μοιάζει σα να έρχεται απ’ τον πόλεμο. Το κεφάλι του είναι μπανταρισμένο και τούφες μαλλιών
{?!!!?} βγαίνουν ανάμεσα απ’ τις γάζες [πώς το φαντάστηκε ο… παρ’ ολίγον ποιητής ότι ο
ηθοποιός θα έχει οπωσδήποτε μαλλιά και όχι απλώς, αλλά και ατίθασα, που το μπαντάρισμα
δε θα μπορεί να τα κάνει ζάφτι]. Εεε, ναι, δεν είναι μάλλον στην καλή χαρά, για την ακρίβεια
κανείς από τους τρείς τους δεν πηδάει απ’ τη χαρά του. ΠΑΥΣΗ.)

ΤΖΩΡΤΖ : Ποτέ άλλοτε στη ζωή μου δεν υπήρξα πιο δυστυχής.

ΡΟΖ : Μπαμπά…

ΤΖΩΡΤΖ : Θα μπορούσα να έχω αυτοκτονήσει και κανείς δεν αντιλήφθηκε τίποτα.

(Ο Τζ. κάθεται βαριά στον καναπέ.)

ΡΟΖ : Ήσυχα.

ΤΖΩΡΤΖ : Καλά, τι έγινε με το που έπεσα απ’ τη σκηνή; Αν μπορώ να ρωτήσω;

ΠΩΛ : Κοίτα, Αμέσως μόλις σωριάστηκες καταγής, έπεσε η απόλυτη βούβα. Και μετά το κοινό
ξέσπασε σε απίστευτα χειροκροτήματα. Πϊστεψαν ότι ήταν μέρος της παράστασης.

ΡΟΖ : Μετά, η μαμά κι εγώ αρχίσαμε να φωνάζουμε και να ψάχνουμε για γιατρό. Κάποιος από
κάτω σηκώθηκε και ήρθε κοντά στη σκηνή, κι όταν τον ρωτήσαμε τι γιατρός ήταν είπε
κτηνίατρος.

ΠΩΛ : Εκεί έπεσε το θέατρο απ’ το χειροκρότημα.

ΡΟΖ : Μετά ήρθε το ασθενοφόρο.

ΠΩΛ : Μετά ήρθε η αστυνομία.

ΡΟΖ : Μετά ο Χάουαρντ πήρε ηρεμιστικό.

ΠΩΛ : Μετά πήγαμε όλοι στο νοσοκομείο.

ΡΟΖ : Και, αυτό είναι όλο.

(Παύση.)

57
ΤΖΩΡΤΖ : “Ο Χάουαρντ;”

ΡΟΖ : Ο αρραβωνιαστικός μου. Αυτός…, που τον φιμώσατε και τον κλείσατε στη ντουλάπα.

ΤΖΩΡΤΖ : Αα, και η μητέρα σου πώς το δέχτηκε όλο αυτό;

(Η Ρ. κι ο Π. κοιτάζονται.)

ΠΩΛ : … Φεύγει με το Ρίτσαρντ. Έτσι κι αλλιώς θα ματαιώσουμε τη βραδυνή.

ΡΟΖ : Λυπάμαι, ρε μπαμπά.

(Μεγάλη παύση. Όλοι είναι χάλια. Μετά ο Τζ. αρχίζει να γελάει. Λες και κάτι απ’ την κόλαση που
προηγήθηκε τη μέρα που πέρασε του φαίνεται αστείο. Σχεδόν ξεκαρδίζεται. Κάνει
προσπάθεια να σταματήσει. Το πετυχαίνει για λίγο και μετά ξαναρχίζει δυνατότερα. Είναι
πέρα απ’ τις δυνάμεις του.)

ΡΟΖ : Μπαμπά, είσαι καλά…;

ΤΖΩΡΤΖ : Μπορείς να φανταστείς τη φάτσα του Κιούμπρικ, όταν βγήκα σαν Συρανό;! Έκανε
ολόκληρο ταξίδι απ’ τη Νέα Υόρκη για να δει ΑΥΤΟ! (Έχει κατουρηθεί στο γέλιο. Η Ρ. κι ο Π.
αρχίζουν να γελάν κι αυτοί. Είναι κολλητικό.) Δε θα πίστευε στα μάτια του μ’ αυτά που
έβλεπε. Θα πρέπει να πίστεψε ότι τα ‘χουμε χάσει τελείως.

(Τώρα πια γελούν και οι τρεις τους. Μπαίνει η Σ. από τα παρασκήνια μ’ ένα νεσεσέρ. Μόλις την
βλέπουν σταματούν το γέλιο.)

ΣΑΡΛΟΤ : Φεύγω, Τζωρτζ. Σ’ εγκαταλείπω.

ΤΖΩΡΤΖ : (Πολύ σοβαρός) Μμ, το ξέρω.

(Κενό. Μετά ο Τζ., η Ρ. κι ο Π. ξεσπούν σε ασυγκράτητα γέλια. Τους είναι αδύνατο να το ελέγξουν.
Η Σ. προσβεβλημένη φεύγει προς την εξώπορτα.)

ΤΖΩΡΤΖ : Μια στιγμή Σάρλοτ, περίμενε. Θέλω να σου μιλήσω!

ΣΑΡΛΟΤ : Δεν νομίζω ότι έχουμε πια τίποτα να πούμε.

ΤΖΩΡΤΖ : Έλα τώρα, φυσικά και έχουμε! Σε παρακαλώ. Έλα, πέντε λεπτά μονάχα.

ΠΩΛ : (Στη Ρ. πιάνοντάς την απ’ το μπράτσο.) Πάμε εμείς έξω μια βόλτα.

ΡΟΖ : Μη μ’ αγγίζεις.

ΠΩΛ : Συγγνώμη.

ΡΟΖ : (Στη Σ.) Μαμά, μην τον πληγώσεις. Του ‘χουνε βάλει ράμματα.

(Ο Π. κι η Ρ. βγαίνουν.)

ΣΑΡΛΟΤ : Εντάξει, Τζωρτζ. Έχεις ένα λεπτό.

ΤΖΩΡΤΖ : Σάρλοτ, το ξέρω ότι σε απογοήτευσα τελείως με την ταινία. Μάλλον, άλλο τόσο
απογοητεύτηκα κι εγώ. Αλήθεια όμως, ήταν τόσο σημαντικό για σένα;

(Η Σ. κοιτάει το ρολόι της.)

58
ΣΑΡΛΟΤ : Πενήντα δευτερόλεπτα.

ΤΖΩΡΤΖ : Έλα τώρα! Κοίτα, δεν μπορείς έτσι …να φύγεις. Και σίγουρα, όχι με το Ρίτσαρντ. Θα σε
πεθάνει πριν της ώρας σου από πλήξη.

ΣΑΡΛΟΤ : Είκοσι δευτερόλεπτα.

ΤΖΩΡΤΖ : Έλα τώρα, σταμάτα αυτή τη σαχλαμάρα…

ΣΑΡΛΟΤ : Λυπάμαι Τζωρτζ, πρέπει να φύγω…

ΤΖΩΡΤΖ : Σάρλοτ, σκέψου για μια στιγμή! Μια στιγμή μονάχα! Βάλε το μυαλό σου να δουλέψει.
Θυμήσου όλη μας τη ζωή και πόσο ωραία περνούσαμε μαζί. Μα το Θεό, σκέψου λίγο, πόσα
χρόνια θα γελάς με τη (σημερινή) είσοδο του Συρανό στη σκηνή! Σκέψου τους ρόλους που
έχεις παίξει. Σάρλοτ, είσαι ηθοποιός. Κυλάει μες στο αίμα σου. Σκέψου την υπόκλιση στο
τέλος κάθε βράδυ. Σκέψου τα χειροκροτήματα. Εκεί έξω υπάρχουν άνθρωποι που
ονειρεύονται να ζήσουν όλα αυτά που εσύ υποτίθεται ότι ζεις. Και τώρα είσαι πραγματικά
έτοιμη να τα αφήσεις όλα αυτά, επειδή έχασες ένα τιποτένιο ρολάκι σε μια ταινία;

ΣΑΡΛΟΤ : …Σε παρακαλώ, Τζωρτζ.

ΤΖΩΡΤΖ : Το ξέρω ότι σε πληγώνω. Συγγνώμη, δεν μπορώ να το ελέγξω. Όμως… σ’ αγαπώ,
Σάρλοτ. Και χωρίς να ξέρω γιατί, η σκέψη να ζήσω από δω κι εμπρός χωρίς εσένα με
τρομάζει. Κι ούτε με φαντάζομαι πια να κάνω θέατρο χωρίς εσένα.

(Μεγάλη παύση. Η Σ. τον κοιτάει. Μετά το πρόσωπό της τσαλακώνεται κι αρχίζει να κλαίει.
Μοιάζει μ’ ένα μικρό τρυφερό κοριτσάκι που κλαίει επειδή δεν μπορεί να έχει όλα τα γλυκά
της βιτρίνας. Επιτέλους ξεσπάει.)

ΣΑΡΛΟΤ : Ήθελα πάντα να γίνω μια μεγάλη σταρ του σινεμά! (Κλαίει με αναφιλητά στον ώμο του
Τζ. )

ΤΖΩΡΤΖ : (Παρηγορώντας την) Το ξέρω αγάπη μου, το ξέρω!

ΣΑΡΛΟΤ : Ήθελα να είμαι ζάπλουτη και διάσημη. Ήθελα όλοι να με θαυμάζουν.

ΤΖΩΡΤΖ : Εγώ σε θαυμάζω.

ΣΑΡΛΟΤ : Έλα, μωρέ Τζωρτζ, είχαμε φτάσει τόσο κοντά, το είχαμε σχεδόν καταφέρει. Ύστερα απ’
όλα αυτά τα χρόνια.!

ΤΖΩΡΤΖ : Θα έρθουν κι άλλες ευκαιρίες.

ΣΑΡΛΟΤ : Ναι, σιγά μην έρθουν. Το ξέρεις κι εσύ, αυτή ήταν η τελευταία μας ευκαιρία. Σκατά!

ΤΖΩΡΤΖ : Μπορεί ρε παιδάκι μου να μην είμαστε φτιαγμένοι για αστέρες του σινεμά. Καλό δεν
είναι να ξέρουμε τα όριά μας;

ΣΑΡΛΟΤ : Όχι, δε μ’ αρέσει καθόλου.

ΤΖΩΡΤΖ : Εμένα, τώρα που το σκέφτομαι, νομίζω ότι με ανακουφίζει αρκετά.

ΣΑΡΛΟΤ : Εμένα καθόλου! Το σιχαίνομαι αυτό! Και δε μ’ αρέσει καθόλου που γερνάω. Αρχίζω να
μοιάζω με το Φρεντ Ασταίρ.

59
ΤΖΩΡΤΖ : Είσαι το ίδιο όμορφη όσο και τη μέρα που σε πρωτοείδα. Όχι. Ανακαλώ. Τώρα είσαι
ακόμα πιο όμορφη.

ΣΑΡΛΟΤ : Έχεις γλαύκωμα. Να πας να σε δει οφθαλμίατρος.

ΤΖΩΡΤΖ : Όχι, απλώς καταρράκτη. Με είδε πρόσφατα. Η όρασή μου είναι τέλεια.

(Φιλιούνται. Εκείνη τη στιγμή μπαίνει ο Ρ. και τους βλέπει.)

ΡΙΤΣΑΡΝΤ : Να θεωρήσω ότι μετά απ’ αυτό που βλέπω δεν θα φύγουμε μαζί.

ΣΑΡΛΟΤ : Ρίτσαρντ, συγγνώμη, λυπάμαι πολύ. Θα πρέπει να με μισείς αφάνταστα.

ΡΙΤΣΑΡΝΤ : Όχι, όχι …

ΣΑΡΛΟΤ : Θα μπορέσεις ποτέ να με συγχωρήσεις;

ΡΙΤΣΑΡΝΤ : Καλά τώρα…

ΣΑΡΛΟΤ : Το ξέρεις ότι σ’ αγαπώ, απλώς μ’ έναν άλλο τρόπο.

ΡΙΤΣΑΡΝΤ : Ναι, εγώ θα προτιμούσα μ’αυτό τον τρόπο.

(φιλιούνται Τζωρτζ και Σάρλοτ)

ΡΙΤΣΑΡΝΤ: Αηδίες αηδίες (βγαίνει ο Ρίτσαρντ)

(Αυτή τη στιγμή μπαίνουν η Ρ. κι ο Π. που τρέχει πίσω της.)

ΡΟΖ : Πωλ, κόφ’ το!

ΠΩΛ : Αφού είσαι ερωτευμένη μαζί μου και το ξέρεις.

ΡΟΖ : Όχι, καθόλου!

(Και ότι που μπήκε από έξω κι ο Χ.)

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Ροζ…

ΡΟΖ : Αγάπη μου, πώς είσαι… δεν πονάς πια…

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Εε, όχι, όχι… καλά είμαι, είμαι καλύτερα, ναι… μάλλον …αλλά, θα ήθελα…

ΤΖΩΡΤΖ : Νεαρέ μου, νομίζω ότι σου χρωστώ στ’ αλήθεια μια πολύ μεγάλη συγγνώμη.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Ναι, όχι, εντάξει είναι… εγώ απλώς θέλω…

ΣΑΡΛΟΤ : Απλώς σε πήραμε για άλλον.

ΡΟΖ (Δείχνοντας τον Πωλ) : Παρ’ όλα αυτά, ασυγχώρητος.

ΠΩΛ : Εντάξει, ένα λάθος κάναμε! (Στον Χ.) Σου ζήτησα συγγνώμη, έτσι δεν είναι;

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Σας παρακαλώ!!! Μπορείτε να σταματήστε μια στιγμή !!! (Σιωπή.) Ήθελα να σας πω
κάτι.

60
ΣΑΡΛΟΤ : Α, παρακαλώ.

ΤΖΩΡΤΖ : Αλλοίμονο.

(Ο Τζ. κι η Σ. κάθονται ήσυχα.)

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Ροζ… δεν γίνεται να συνεχίσουμε άλλο.

ΡΟΖ : Χάουαρντ…

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Είναι μεγάλη καταπίεση για μένα…! Θέλω να πω, είναι σίγουρα δικό μου
πρόβλημα, αλλά… ποτέ στη ζωή μου ούτε με φίμωσαν, ούτε και με κλείδωσαν σε ντουλάπα.

ΡΟΖ : Μα το είπαμε, σε πέρασαν για κάποιον άλλο.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Ναι, το ξέρω, αλλά… ξέρετε… έγινε και κάτι άλλο. Είναι η κοπέλα που συνάντησα
στο…

(Μπαίνει η Αϊλήν.)

ΑΪΛΗΝ : Μωράκι μου, το ταξί περιμένει. Θα χάσουμε το τραίνο.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Όκεϋ, εντάξει, μην ανησυχείς.

(Συγκλονισμένη βούβα. Όλοι έχουν στραφεί και χάσκουν κοιτάζοντας το Χ. και την Α.)

ΤΖΩΡΤΖ : Αϊλήν?!

ΑΪΛΗΝ : Δεν τους έχεις πει τίποτα ακόμα;

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Όχι, απλώς είχα αρχίσει… επρόκειτο…

ΡΟΖ : Χάουαρντ?!

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Εντάξει, λοιπόν… είναι μια κάπως, απίθανη ιστορία. Η Αϊλήν κι εγώ βρεθήκαμε στο
νοσοκομείο. Εε, θέλω να πω, όχι ότι εκεί γνωριστήκαμε. Κάναμε παρέα όταν πηγαίναμε μαζί
σχολείο. Εδώ, σ’ αυτή την πόλη. Τέλος πάντων, αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε και ήταν,
ουάου!, η Αϊλήν είναι τελείως νορμάλ. (Η Α. παίρνει το χέρι του.) Έτσι, μετά, πήγαμε στην
καφετέρια για κανα γλυκάκι, και… ε, εκεί “συνέβη”. Και, να, σαν κάτι να άστραψε! Σα να το
ξέραμε από πριν!

ΑΪΛΗΝ : Άσε που δεν μπορούσε να κατεβάσει μπουκιά.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ ; Και τώρα έφτασε η στιγμή να σας πούμε και το συγκλονιστικότερο! (Στην Α.) Θέλεις
να τους το πεις εσύ;

ΑΪΛΗΝ : Όχι, εσύ να τους το πεις.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Λοιπόν… η Αϊλήν θα ήθελε να κάνουμε αμέσως οικογένεια, από σήμερα κιόλας.

(Νέκρα. Κανείς δε μιλάει. Η Α. με τρισευτυχισμένη ηλιθιότητα, ο Χ. πολύ περήφανος.)

ΤΖΩΡΤΖ : Καταπληκτική ιδέα!

ΣΑΡΛΟΤ : Τζωρτζ – !

61
ΤΖΩΡΤΖ : Όχι, όχι, περίμενε! Ακούστε με. (Βάζοντας πατριαρχικά τα χέρια του γύρω από τους
ώμους τους.) Παιδιά! Παιδιά μου. Αϊλήν. Οράτιε.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Χάουαρντ.

ΤΖΩΡΤΖ : Χάουαρντ. Μιλώντας όχι μόνον εξ ονόματός μου αλλά και εκ μέρους της κ. Μίλλερ,
αναρωτιέμαι αν θα μας κάνατε την τιμή να γίνουμε εμείς οι νονοί του πρώτου σας παιδιού.

ΣΑΡΛΟΤ (κατ’ ιδίαν) : Ε όχι και νονά!

ΤΖΩΡΤΖ : Και μην ξεχνάτε: το πρώτο έρχεται πάντα πρόωρο. (Αποφεύγοντας όλα τα βλέμματα.)

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Ουάου!

ΑΪΛΗΝ : Αχ, ναι Τζωρτζ, αυτή η ιδέα μ’ αρέσει πάρα πολύ.

ΤΖΩΡΤΖ : Κι εμένα το ίδιο.

(Ο ταξιτζής απ’ έξω κορνάρει ανυπόμονα.)

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Ουάκ! Πρέπει να τρέξουμε. Γεια!! Γεια σας!! Γεια χαρά σε όλους!

ΟΛΟΙ : Γεια χαρά απ’ όλους!

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : (Σφίγγοντας το χέρι της Ρ.) Με συγχωρείς.

ΡΟΖ : (Κατηφής, αλλά κάνει μια προσπάθεια.) Έλα τώρα, εντάξει. Να έχετε καλό ταξίδι.

ΧΑΟΥΑΡΝΤ : Σίγουρα! Άλλωστε υπάρχει ένα εκτεταμένο βαρομετρικό υψηλό που καλύπτει
ολόκληρες τις βορειοανατολικές πολιτείες κι έτσι θα περάσουμε ένα μάλλον ηλιόλουστο
Σαββατοκύριακο!

(Ο Χ. κι η Α. φεύγουν εκστασιασμένοι με τον έρωτά τους. Παύση. Η Ρ. ποτέ πριν δεν είχε
ξανααισθανθεί τόσο άβολα.)

ΡΟΖ : … Ίσως δε θα έπρεπε να είχα έρθει καθόλου

ΠΩΛ : (Πικραμένος.) Και… δε θα είχες έρθει αν ήξερες ότι εγώ ήμουν εδώ. Το λες για τέταρτη
φορά.

(Ο Π. κάνει να φορέσει το μπουφάν του για να φύγει, καθώς ο Τζ. λέει.)

ΤΖΩΡΤΖ : Ροζ…???

ΡΟΖ : Μπαμπά, σε παρακαλώ πολύ μην ανακατεύεσαι.

ΤΖΩΡΤΖ : Ρόζαλιντ, μια βδομάδα πριν δε σου είπα στο τηλέφωνο ότι ο Πωλ είν’ εδώ;

ΡΟΖ : Ναι; Το ξέχασα, φαίνεται.

ΠΩΛ : Τo “ξέχασες”?!

ΡΟΖ : Ναι το ξέχασα! Έχω ασθενική μνήμη! Εντάξει?!

ΠΩΛ : (Το πιάνει.) Έι! Για έλα εδώ!

62
ΡΟΖ : Όχι. (Προχωράει προς το μέρος της, αλλά αυτή οπισθοχωρεί.) Πωλ – !

ΠΩΛ : Νομίζω ότι το πρώτο μας έργο θα είναι το Πολύ Κακό για το Τίποτα.

ΡΟΖ : Μην πλησιάζεις –

ΠΩΛ : Και μετά το Ημέρωμα της Στρίγγλας και το Τέλος Καλό Όλα Καλά.!!!

(Ο Π. Σηκώνει τη Ρ. ψηλά….

ΡΟΖ :Πωλ! Άφησέ με! Πωλ, σταμάτα!

(… και την φιλάει. Η Ρ. τον αγκαλιάζει.)

ΡΟΖ : Πωλ…!

ΣΑΡΛΟΤ : (Συγκινημένη παίρνει το χέρι του Τζ.) Τζωρτζ…!

ΤΖΩΡΤΖ : Οικογένεια. Αγαπημένη μου οικογένεια! Την προσοχή σας παρακαλώ!

(Μπαίνει από τα παρασκήνια η Ε.)

ΕΘΕΛ : Αυτό δεν ήταν παράσταση. Ολόκληρο τον Τρωικό πόλεμο παίξαμε!

ΣΑΡΛΟΤ : Μαμά –

ΕΘΕΛ : Τι;

ΣΑΡΛΟΤ : Ο Τζωρτζ θέλει να μας μιλήσει.

ΕΘΕΛ : Μμ, ανατρίχιασα. Να καλέσουμε τον ΟΗΕ.

ΤΖΩΡΤΖ : … Ξέρετε, έρχεται πάντα στη ζωή του κάθε ανθρώπου η σημαντική εκείνη στιγμή να
πάρει τη μεγάλη απόφαση να σταθεί στο πλάι και να παραδώσει τη σκυτάλη στην επόμενη
γενιά. Νομίζω λοιπόν ότι αυτή η στιγμή έχει φτάσει για τον Τζωρτζ και τη Σάρλοτ Μίλλερ. (Στη
Ρ. και τον Π.) Σε σας τους δυο τώρα παραδίνουμε το Ρωμαίο και την Ιουλιέτα, τον Άμλετ και
την Οφηλία, τον Αντώνιο και την Κλεοπάτρα κι όλους τους διάσημους ρόλους των νεαρών
εραστών που η μητέρα σας κι εγώ δεν μπορούμε να υπηρετήσουμε πια.

ΣΑΡΛΟΤ : Για τον εαυτό σου να μιλάς.

(Χτυπάει το τηλέφωνο και η Ε. που είναι δίπλα του το σηκώνει.)

ΕΘΕΛ : Ερασιτέχνες εν δράσει, λέγετε… Τι; … ΤΙ???... “Ο Στάνλευ;”… Ποιος Στάνλευ; (Δε
φαίνεται ν’ ακούει καλά, μετά κουνάει το κεφάλι της με απαξίωση….) Δεν κατάλαβα λέξη απ’
όσα μου είπε. (… και πάει να κλείσει το τηλέφωνο.)

ΟΛΟΙ : ΟΧΙ !!!

(Η Σ. που βρίσκεται πιο κοντά της, της αρπάζει το ακουστικό την τελευταία στιγμή.)

ΣΑΡΛΟΤ : Παρακαλώ;!... Ακριβώς… (Με όση γοητεία διαθέτει.) Αα, τι γίνεστε… χαίρομαι που σας
ακούω… Ναι, εδώ είναι κι αυτός… Ωωω, τι κρίμα!... Βεβαίως… Πάρα πολύ ωραία…
(Χαϊδεύει το τηλέφωνο) Ναι.. ναι, ναι… αχά! Φυσικά, φυσικά… Γεια σας. (Κλείνει το τηλέφωνο
τόσο αναστατωμένη που μετά βίας μπορεί να μιλήσει)… Στο τηλέφωνο… ήταν ο …Στάνλευ

63
Κιούμπρικ. Έχασε το αεροπλάνο κι έτσι δεν μπόρεσε να παρακολουθήσει τη χθεσινή
απογευματινή . Τώρα όμως… έφτασε στην πόλη, είναι ήδη στο ξενοδοχείο του και… θα
ήθελε να δει την τη βραδινή.

(Άλλη μια συγκλονισμένη βούβα.)

ΤΖΩΡΤΖ : … Ω, Θεέ μου.

ΠΩΛ : (μουρμουρίζει) Απόψε…;

ΡΟΖ : (Του παίρνει το χέρι) Αχ, Πωλ…

(Σιωπή, και μετά:)

ΡΙΤΣΑΡΝΤ : Όχι ότι με ενδιαφέρει, αλλά… τι θα παίξετε στη βραδινή;

ΣΑΡΛΟΤ : Το «Μήνα του μέλιτος».

ΤΖΩΡΤΖ : Όχι βέβαια, το «Σιρανό».

ΡΟΖ : Αχ, όχι!

(Όλοι αρχίζουν μονομιάς να μιλούν.)

ΤΖΩΡΤΖ : Μα, το «Σιρανό»! Φυσικά το «Σιρανό»!

ΣΑΡΛΟΤ : Ο «Μήνας του μέλιτος» μάς πάει καλύτερα!

ΠΩΛ : Κι εγώ νομίζω ότι ο «Σιρανό» είναι πιο καλά…

ΡΟΖ : Το «Μήνα του μέλιτος»! Στο «Σιρανό» εγώ δεν έχω τι να παίξω!

ΕΘΕΛ : Και ποιος ήταν τώρα αυτός ο “Στάνλευ” …

(Και συνεχίζουν να επιχειρηματολογούν, όσο πέφτει η αυλαία.)

ΑΥΛΑΙΑ

ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

64

You might also like