Professional Documents
Culture Documents
Τίτλος πρωτοτύπου Claire Keegan, Small Things Like These, Faber & Faber 2021
ΚΕΠ 50122
ISBN 978-618-03-3476-4
Το παρόν έργο πνευµατικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Nόµου
(N. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήµερα) και τις διεθνείς συµβάσεις περί
πνευµατικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά
οποιοδήποτε µέσο ή τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκµίσθωση ή
δανεισµός, µετάφραση, διασκευή, αναµετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε µορφή (ηλεκτρονική,
µηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκµετάλλευση του συνόλου ή µέρους του έργου.
Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα
τηλ.: 211 3003500, fax: 211 3003562
metaixmio.gr • metaixmio@metaixmio.gr
Κεντρική διάθεση
Ασκληπιού 18, 106 80 Αθήνα
τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562
Bιβλιοπωλεία ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
• Aσκληπιού 18, 106 80 Aθήνα
τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562
• Πολυχώρος, Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα
τηλ.: 211 3003580, fax: 211 3003581
CLAΙRE KEEGAN
ΜΙΚΡΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΣΑΝ ΚΙ ΑΥΤΑ
Μετάφραση
Μαρτίνα Ασκητοπούλου
Η ιστορία αυτή είναι αφιερωµένη
στις γυναίκες και τα παιδιά που υπέφεραν
τόσα χρόνια στα οικοτροφεία
για µητέρες και βρέφη, και στα πλυσταριά
της Μαγδαληνής της Ιρλανδίας.
1 Η καµπάνα που χτυπάει τρεις φορές την ηµέρα στην Καθολική λατρεία (στις έξι το
πρωί, στις δώδεκα το µεσηµέρι και στις έξι το απόγευµα), καλώντας τους πιστούς
να πουν την προσευχή Angelus Domini nuntiavit Mariae.
2
Ο Φέρλονγκ είχε ξεκινήσει από το µηδέν. Πιο κάτω κι από το
µηδέν, θα ’λεγε κανείς. Η µητέρα του είχε µείνει έγκυος στα
δεκάξι της ενώ δούλευε υπηρέτρια στην κυρία Γουίλσον, την
προτεστάντισσα χήρα που ζούσε στο µεγάλο σπίτι µερικά
χιλιόµετρα έξω από την πόλη. Όταν µαθεύτηκαν τα µπλεξίµατα
της µητέρας του και οι δικοί της άνθρωποι της ξεκαθάρισαν ότι
δεν ήθελαν να έχουν πια καµία σχέση µαζί της, η κυρία
Γουίλσον, αντί να της δώσει τα παπούτσια στο χέρι, της είπε
ότι µπορούσε να µείνει µαζί της και να κρατήσει τη δουλειά
της. Τη µέρα που γεννήθηκε ο Φέρλονγκ, ήταν η κυρία
Γουίλσον εκείνη που φρόντισε να πάνε τη µητέρα του στο
νοσοκοµείο και µετά να τους φέρουν σπίτι. Ήταν Πρωταπριλιά,
το 1946, και κάποιοι είπαν ότι το παιδί θα ’βγαινε κορόιδο.
Ο Φέρλονγκ πέρασε το µεγαλύτερο µέρος της βρεφικής του
ηλικίας ξαπλωµένος σε ένα ψάθινο καλαθάκι µωρού στην
κουζίνα της κυρίας Γουίλσον και αργότερα παρέµενε δεµένος
στο µεγάλο καροτσάκι δίπλα στον µπουφέ, σε ασφαλή
απόσταση από τις µεγάλες µπλε κανάτες. Οι πρώτες του
αναµνήσεις ήταν γεµάτες σερβίτσια, έναν µαύρο φούρνο –
καίει! καίει!– κι ένα γυαλιστερό πάτωµα µε δίχρωµα πλακάκια,
όπου µπουσούλησε και αργότερα περπάτησε και αρκετά
αργότερα έµαθε ότι έµοιαζε µε το ταµπλό της ντάµας, όπου
είτε πηδάς πάνω από τα πιόνια είτε σε τρώνε.
Όσο µεγάλωνε, η κυρία Γουίλσον, που δεν είχε δικά της
παιδιά, τον είχε πάρει κάτω από τις φτερούγες της, του
ανέθετε µικροδουλειές και τον βοηθούσε µε τα διαβάσµατά
του. Είχε µια µικρή βιβλιοθήκη και δεν της καιγόταν καρφί αν
θα την κακολογούσαν, αλλά συνέχιζε γαλήνια τη ζωή της, χάρη
στη σύνταξη που έπαιρνε µετά τον θάνατο του συζύγου της
στον Πόλεµο, αλλά και χάρη στα έσοδα από ένα µικρό κοπάδι
καλοκάγαθα πρόβατα Χέριφορντ και κοντότριχα Τσέβιοτ. Ζούσε
µαζί τους και ο Νεντ, που δούλευε στη φάρµα, και τα
παράπονα από τη γύρω περιοχή ή από τους γείτονες σπάνιζαν,
µιας και το κτήµα ήταν περίφρακτο και πάντα φροντισµένο,
και χρωστούµενα δεν υπήρχαν. Ούτε υπήρξε ποτέ ένταση για
θρησκευτικά ζητήµατα, αφού καµία από τις δυο πλευρές δεν
ήταν φανατισµένη· τις Κυριακές, η κυρία Γουίλσον άλλαζε
µονάχα το φόρεµα και τα παπούτσια της, στερέωνε στο κεφάλι
της το καλό της καπέλο και έβαζε τον Νεντ να τους πηγαίνει
µέχρι την εκκλησία µε το Φορντ, και να συνεχίζει λίγο πιο
κάτω, µε τη µάνα και το παιδί, ως το παρεκκλήσι – κι όταν
επέστρεφαν όλοι µαζί σπίτι, τα προσευχητάρια και η Βίβλος
έµεναν παρατηµένα στο έπιπλο του χολ µέχρι την επόµενη
Κυριακή ή κάποια άλλη θρησκευτική γιορτή.
Ως µαθητής, ο Φέρλονγκ είχε ακούσει πολλά πειράγµατα και
προσβολές· µια φορά, είχε γυρίσει σπίτι και η πλάτη του
παλτού του έσταζε φλέµατα, αλλά η σχέση του µε το µεγάλο
σπίτι τού είχε δώσει λίγο χώρο να αναπνέει και του παρείχε
κάποια προστασία. Έπειτα, συνέχισε σε µια τεχνική σχολή για
δύο χρόνια, ώσπου κατέληξε στη µάντρα, όπου εργαζόταν
ακριβώς όπως και οι άντρες που είχε τώρα στη δούλεψή του,
και τα κατάφερε σιγά σιγά µε σκληρή δουλειά. Είχε
επιχειρηµατικό πνεύµα, ήταν γνωστό ότι τα πήγαινε καλά µε
όλους κι ότι ήταν άνθρωπος εµπιστοσύνης, αφού είχε
υιοθετήσει όλες τις καλές προτεσταντικές συνήθειες·
σηκωνόταν νωρίς το πρωί και δεν άγγιζε το ποτό.
Τώρα, ζούσε στην πόλη µε τη γυναίκα του, την Αϊλίν, και τις
πέντε κόρες τους. Είχε γνωρίσει την Αϊλίν όταν εκείνη δούλευε
στα γραφεία της εταιρείας Γκρέιβς και Σία και τη φλέρταρε µε
τις γνωστές µεθόδους, την πήγαινε στο σινεµά και για
µεγάλες, απογευµατινές βόλτες στην όχθη του ποταµού. Τον
κέρδισαν τα λαµπερά µαύρα µαλλιά της και τα σκούρα γκρίζα
µάτια της, το πρακτικό, κοφτερό µυαλό της. Όταν
αρραβωνιάστηκαν, η κυρία Γουίλσον έδωσε στον Φέρλονγκ
µερικές χιλιάδες λίρες, για να κάνουν το ξεκίνηµά τους.
Κάποιοι είπαν ότι του έδωσε τόσα χρήµατα επειδή ο πατέρας
του ήταν αίµα της – αποκλείεται να τον είχαν βαφτίσει Γουίλιαµ
προς τιµήν της βασιλικής οικογένειας.
Ο Φέρλονγκ όµως δεν έµαθε ποτέ ποιος ήταν ο πατέρας του.
Η µητέρα του είχε πεθάνει ξαφνικά, µια µέρα απλώς
σωριάστηκε στο πλακόστρωτο καθώς έσπρωχνε το καρότσι µε
τα αγριόµηλα στον δρόµο για το σπίτι, για να φτιάξει
µαρµελάδα. Εγκεφαλική αιµορραγία, έτσι είχαν πει αργότερα
οι γιατροί. Ο Φέρλονγκ τότε ήταν δώδεκα χρονών. Χρόνια
αργότερα, όταν πήγε στο ληξιαρχείο να ζητήσει ένα αντίγραφο
του πιστοποιητικού γέννησης, εκεί όπου θα έπρεπε να
βρίσκεται το όνοµα του πατέρα του έγραφε µόνο Αγνώστου
πατρός. Το στόµα του υπαλλήλου στράβωσε κι ένα περιπαιχτικό
χαµόγελο φάνηκε στο πρόσωπό του, όταν του το έδωσε.
Τώρα πια, του Φέρλονγκ δεν του άρεσε να κολλάει στο
παρελθόν· είχε αφοσιωθεί στη φροντίδα των κοριτσιών του, µε
τα µαύρα τους µαλλιά, σαν της Αϊλίν, και τη λευκή τους
επιδερµίδα. Ήδη έδειχναν ενθαρρυντικά σηµάδια στο σχολείο.
Η Καθλίν, η µεγαλύτερη, πήγαινε µαζί του τα Σάββατα στο
προκάτ γραφειάκι και τον βοηθούσε, για λίγο χαρτζιλίκι, µε τα
λογιστικά, είχε µάθει πια να αρχειοθετεί τις παραλαβές της
εβδοµάδας και να περνάει στα βιβλία τα περισσότερα. Και της
Τζόαν της έκοβε επίσης πολύ, είχε µπει πρόσφατα και στη
χορωδία. Κι οι δυο τους ήταν στο γυµνάσιο, στο Σαιντ
Μάργκαρετ.
Το µεσαίο παιδί, η Σίλα, και η αµέσως µικρότερη, η Γκρέις,
γεννηµένες µε έντεκα µήνες διαφορά, ήξεραν την προπαίδεια
απέξω, έκαναν ευκλείδεια διαίρεση και ονοµάτιζαν όλες τις
κοµητείες και τα ποτάµια της Ιρλανδίας, τα οποία κάποιες
φορές τα ξεπατίκωναν και τα χρωµάτιζαν µε µαρκαδόρους στο
τραπέζι της κουζίνας. Είχαν κι εκείνες έφεση στη µουσική και
κάθε Τρίτη, µετά το σχολείο, ανέβαιναν στο µοναστήρι για να
παρακολουθήσουν µαθήµατα ακορντεόν.
Η Λορέτα, η πιο µικρή, αν και πολύ ντροπαλή, έπαιρνε χρυσά
και ασηµένια αστεράκια στα τετράδια αντιγραφής, διάβαζε το
ένα µετά το άλλο τα βιβλία της Ένιντ Μπλάιτον κι είχε κερδίσει
ένα βραβείο Τεξάκο για τη ζωγραφιά µιας στρουµπουλής µπλε
χήνας που έκανε πατινάζ σε µια παγωµένη λίµνη.
Μερικές φορές ο Φέρλονγκ, όταν έβλεπε τα κορίτσια να
κάνουν ανελλιπώς όλα αυτά τα µικρά πράγµατα που πρέπει να
κάνει κανείς –να γονατίζουν ευλαβικά στο παρεκκλήσι ή να
λένε ευχαριστώ στον µαγαζάτορα όταν τους έδινε τα ρέστα–
ένιωθε βαθιά µέσα του µια έκρηξη χαράς που αυτά τα παιδιά
ήταν δικά του.
«Δεν είµαστε τυχεροί;» σχολίασε στην Αϊλίν ένα βράδυ στο
κρεβάτι. «Είναι τόσοι που περνάνε δύσκολα εκεί έξω».
«Είµαστε, σίγουρα».
«Μπορεί να µην έχουµε πολλά» είπε. «Αλλά και πάλι».
Η Αϊλίν έστρωσε αργά µε το χέρι της το τσαλακωµένο
σεντόνι. «Συνέβη κάτι;»
Του πήρε λίγη ώρα να απαντήσει. «Ο µικρός του Μικ Σίνοτ
ήταν πάλι έξω στον δρόµο σήµερα, µάζευε ξυλαράκια».
«Φαντάζοµαι σταµάτησες;»
« Έβρεχε τόσο πολύ. Σταµάτησα δίπλα του, προσφέρθηκα να
τον πετάξω κάπου και του ’δωσα όσα ψιλά περίσσευαν στην
τσέπη µου».
«Δεν µου κάνει εντύπωση».
«Να τον έβλεπες, πού να του ’χα δώσει και κατοστάρικο».
«Το ξέρεις ότι κάποια από αυτά προκαλούν µόνα τους την
τύχη τους, έτσι;»
«Δεν φταίει το παιδί, σίγουρα».
«Ο Σίνοτ ήταν στουπί στον τηλεφωνικό θάλαµο την Τρίτη».
«Ο καηµένος» είπε ο Φέρλονγκ «κάτι τον βαραίνει».
«Το ποτό τον βαραίνει. Αν νοιαζόταν καθόλου για τα παιδιά
του, δεν θα κυκλοφορούσε έτσι. Θα έβαζε τα δυνατά του να
συνέλθει».
« Ίσως δεν µπορεί ο άνθρωπος».
« Ίσως». Αναστέναξε και έγειρε να κλείσει το φως. «Πάντα
κάποιος την πληρώνει».
Κάποια βράδια, ξαπλωµένος δίπλα στην Αϊλίν, ο Φέρλονγκ
σκεφτόταν ξανά και ξανά µικρά πράγµατα σαν κι αυτά. Άλλες
φορές, όταν µια κουραστική µέρα γεµάτη κουβάληµα είχε
φτάσει στο τέλος της ή όταν ένα σκασµένο λάστιχο τον είχε
αφήσει να περιµένει µούσκεµα στην άκρη του δρόµου,
επέστρεφε στο σπίτι, έτρωγε ένα πιάτο φαΐ κι έπεφτε νωρίς για
ύπνο, κι έπειτα ξυπνούσε µες στη νύχτα, νιώθοντας την Αϊλίν
να κοιµάται βαριά πλάι του – και τότε έµενε ακίνητος, µε το
µυαλό του να κάνει κύκλους, ανήσυχος, µέχρι να αποφασίσει
να κατέβει τελικά κάτω να βάλει να βράσει το νερό για το τσάι.
Καθόταν στο παράθυρο µε την κούπα στο χέρι, κοιτάζοντας
τον δρόµο και το ποτάµι µέχρι εκεί που έφτανε το µάτι του, κι
όλα τα µικροπράγµατα που συνέβαιναν έξω: τα αδέσποτα
σκυλιά που έψαχναν για αποφάγια στα σκουπίδια, τις σακούλες
έξω από τα φαγάδικα και τους άδειους κάδους που τους
παράσερνε η ορµή του ανέµου και η βροχή, τους τελευταίους
θαµώνες που έφευγαν από την παµπ, τρεκλίζοντας στον δρόµο
για το σπίτι. Κάποτε πήγαιναν σκουντουφλώντας, σφυρίζοντας
κάποιον σκοπό στα χείλη. Άλλες φορές, ο Φέρλονγκ άκουγε
ένα διαπεραστικό, δυνατό σφύριγµα και χαχανητά και
ταραζόταν. Φανταζόταν τα κορίτσια του να µεγαλώνουν και να
ωριµάζουν, να βγαίνουν έξω σε αυτόν τον κόσµο των αντρών.
Είχε δει τα βλέµµατα που έριχναν κάποιοι στα κορίτσια του.
Πολύ συχνά ένιωθε ένα σφίξιµο, δεν ήξερε γιατί.
Ήταν πάρα πολύ εύκολο µια µέρα να τα χάσει όλα, ο
Φέρλονγκ το ήξερε καλά αυτό. Αν και δεν τολµούσε να πάει
πολύ µακριά, είχε δει πολλά – κι είχε πετύχει πολλούς µες στη
δυστυχία τους, στην πόλη και πιο έξω στους επαρχιακούς
δρόµους. Η ουρά στο ταµείο ανεργίας όλο και µεγάλωνε, και
υπήρχαν άνθρωποι εκεί έξω που αδυνατούσαν να πληρώσουν
τους λογαριασµούς για το ρεύµα, πιο ζεστά θα κοιµόντουσαν
σε σκηνές, παρά στα σπίτια τους αγκαλιά µε τα πανωφόρια
τους. Κάθε πρώτη Παρασκευή του µήνα, γυναίκες περίµεναν
στην ουρά στον τοίχο του ταχυδροµείου, µε τα ψώνια στα
χέρια, για να πάρουν το επίδοµα τέκνων. Και πιο έξω στην
εξοχή, είχε δει αγελάδες που µούγκριζαν σπαρακτικά να τις
αρµέξουν, επειδή ο αγρότης που τις φρόντιζε την είχε κάνει
ξαφνικά κι είχε σαλπάρει για Αγγλία. Μια φορά, είχε πάρει στο
φορτηγό έναν άντρα από το Σαιντ Μάλινς που έκανε οτοστόπ
για να πάει να πληρώσει τους λογαριασµούς του στην πόλη, κι
εκείνος του είχε πει πως είχαν αναγκαστεί να πουλήσουν το
τζιπ, γιατί δεν µπορούσαν να κλείσουν µάτι µε τόσα που
χρωστούσαν, πως η τράπεζα τους κυνηγούσε ασταµάτητα. Και
µια άλλη φορά, νωρίς το πρωί, ο Φέρλονγκ είχε δει ένα
µαθητούδι να πίνει γάλα από το µπολάκι µιας γάτας πίσω από
το σπίτι του ιερέα.
Όταν ο Φέρλονγκ παρέδιδε τις παραγγελίες, δεν του άρεσε να
ακούει ραδιόφωνο, αλλά καµιά φορά το άνοιγε για να προλάβει
τις ειδήσεις. Ήταν 1985, και οι νέοι µετανάστευαν, έφευγαν για
το Λονδίνο και τη Βοστώνη, για τη Νέα Υόρκη. Ένα καινούργιο
αεροδρόµιο είχε ανοίξει στο Νοκ – ο Χόχι2 είχε πάει
αυτοπροσώπως να κόψει την κορδέλα. Ο πρωθυπουργός είχε
υπογράψει συµφωνία µε τη Θάτσερ στον Βορρά και οι Ενωτικοί
στο Μπέλφαστ διοργάνωναν πορείες στους δρόµους µε
ταµπούρλα, διαδηλώνοντας κατά της παρέµβασης του
Δουβλίνου στα δικά τους ζητήµατα. Τα πλήθη πέρα στο Κορκ
και στο Κέρι αραίωναν, αλλά κάποιοι µαζεύονταν ακόµη στους
δρόµους, µε την ελπίδα ότι κάποιο από τα αγάλµατα ίσως
κουνηθεί ξανά.3
Το ναυπηγείο στο Νιου Ρος είχε κλείσει, και το Άλµπατρος, το
µεγάλο εργοστάσιο λιπασµάτων, στην άλλη πλευρά του
ποταµού, είχε κάνει πολλές περικοπές. Η εταιρεία Μπένετς
είχε απολύσει έντεκα εργαζόµενους και η Γκρέιβς, όπου
δούλευε παλιά η Αϊλίν, δραστήρια στον χώρο για πολλά χρόνια,
είχε βάλει λουκέτο. Ο υπεύθυνος της δηµοπρασίας έλεγε ότι οι
δουλειές είχαν µπει στον πάγο, ότι πιο εύκολα θα πούλαγε
παγάκια στους Εσκιµώους. Και η κυρία Κένι, η ανθοπώλισσα,
που είχε το µαγαζί της κοντά στη µάντρα µε τα κάρβουνα, είχε
σφραγίσει το παράθυρό της· ένα απόγευµα, είχε ζητήσει από
έναν εργάτη του Φέρλονγκ να κρατάει σταθερή τη σανίδα όσο
εκείνη έµπηγε τα καρφιά.
Οι εποχές ήταν δύσκολες, αλλά ο Φέρλονγκ ένιωθε ολοένα και
πιο αποφασισµένος να µην το βάλει κάτω, να µη δίνει
δικαιώµατα και να κάνει αυτό που περίµεναν από κείνον, να
συνεχίσει να φροντίζει τα κορίτσια του και να τα καµαρώνει
όσο µεγάλωναν, µέχρι να τελειώσουν το σχολείο στο Σαιντ
Μάργκαρετ, το µόνο καλό σχολείο θηλέων στην πόλη.
5 Βρετανική σειρά του BBC, βασισµένη στα βιβλία του Βρετανού κτηνιάτρου Alf
Wight, που έγραφε µε το ψευδώνυµο James Herriot. Η σειρά είχε εφτά σεζόν,
ενενήντα επεισόδια, και παιζόταν από το 1978 έως το 1990. Το 2021 έκανε
πρεµιέρα το ριµέικ της σειράς.
6 Από το 1950 µέχρι σήµερα, µε ορισµένες τροποποιήσεις, στην ιρλανδική
τηλεόραση ηχεί η καµπάνα του Αγγέλου για ένα λεπτό, συνοδευόµενη από
ρωµαιοκαθολική εικονογραφία του Ευαγγελισµού της Θεοτόκου, ακριβώς πριν το
απογευµατινό δελτίο ειδήσεων στις 6 µ.µ.
7
Ο Φέρλονγκ δεν είχε νιώσει ποτέ τόσο απρόθυµος να πάει στη
δουλειά όσο εκείνη την Παραµονή των Χριστουγέννων. Μέρες
τώρα, κάτι βάραινε το στήθος του, αλλά ντύθηκε, ως συνήθως,
πήρε ένα αναβράζον παυσίπονο και κατέβηκε στη µάντρα. Οι
άντρες του ήταν ήδη εκεί, όρθιοι έξω από την πύλη, ζέσταιναν
µε την ανάσα τους τα χέρια τους και χτυπούσαν κάτω τα πόδια
τους µες στο κρύο, ανταλλάσσοντας µερικές κουβέντες µεταξύ
τους. Όλοι οι άντρες που είχε προσλάβει ήταν τίµιοι και δεν
ήταν του χαρακτήρα τους να τεµπελιάζουν ή να
παραπονιούνται. Αν θες οι άνθρωποι γύρω σου να βγάζουν τον
καλύτερό τους εαυτό, πρέπει πάντοτε να τους φέρεσαι σωστά,
συνήθιζε να λέει η κυρία Γουίλσον. Ήταν ικανοποιηµένος που
κάθε Χριστούγεννα πήγαινε τις κόρες του και στα δύο
νεκροταφεία, για να αφήσουν ένα στεφάνι στον τάφο της,
αλλά και στον τάφο της µητέρας του, ήταν ικανοποιηµένος που
τις είχε µεγαλώσει έτσι.
Αφού ο Φέρλονγκ καληµέρισε τους άντρες του και άνοιξε τις
πύλες, έλεγξε µηχανικά τη µάντρα, τις παραγγελίες και τις
λίστες κι έπειτα κάθισε πίσω από το τιµόνι. Όταν έβαλε µπρος
το φορτηγό, µαύρος καπνός βγήκε από την εξάτµιση. Όσο
οδηγούσε στον δρόµο, το φορτηγό βαρυγκοµούσε στις
ανηφόρες και ο Φέρλονγκ ήξερε ότι η µηχανή σιγά σιγά τον
εγκατέλειπε, ότι τα νέα παράθυρα για την είσοδο του σπιτιού
που περίµενε πώς και πώς η Αϊλίν δεν θα έµπαιναν ούτε του
χρόνου ούτε του παραχρόνου.
Σε µερικά σπίτια, πέρα στην εξοχή, ήταν εµφανές ότι οι
άνθρωποι δύσκολα τα έβγαζαν πέρα· τουλάχιστον έξι ή εφτά
φορές τον είχαν φωνάξει παράµερα, διακριτικά, παρακαλώντας
τον να τα πάρουν βερεσέ. Σε άλλα σπίτια, προσπαθούσε όσο
µπορούσε να συµµετέχει στις σύντοµες, εορταστικές
κουβεντούλες και ευχαριστούσε εγκάρδια τους ανθρώπους για
τις κάρτες, τα δώρα τους: κουτιά καραµέλες Emerald και
σοκολατάκια, σακιά παστινάκι, ζουµερά µήλα, ένα µπουκάλι
Bristol Cream ή κρασί Black Tower, ένα κοτλέ µπουφάν που
δεν φορέθηκε ποτέ από την προηγούµενη νεαρή κάτοχό του.
Ένας προτεστάντης του ’χωσε ένα χαρτονόµισµα των πέντε
λιρών στη χούφτα του και του ευχήθηκε Καλά Χριστούγεννα,
επειδή, όπως του είπε, η γυναίκα του γιου του είχε µόλις φέρει
στον κόσµο ένα ακόµα αγοράκι. Σε πάρα πολλά σπίτια, παιδιά
που δεν είχαν σχολείο έτρεχαν να τον χαιρετήσουν, λες και
ήταν ο Αϊ-Βασίλης µ’ ένα τσουβάλι κάρβουνα στον ώµο. Πάρα
πολλές φορές, ο Φέρλονγκ σταµατούσε για να αφήσει ένα σακί
κούτσουρα στις πόρτες εκείνων που του ’χαν δώσει δουλειά,
τότε που είχαν ακόµη τη δυνατότητα. Σ’ ένα από αυτά, ένα
µικρό αγόρι έτρεξε µέχρι το φορτηγό και µάζεψε ένα κάρβουνο
από κάτω, αλλά η µεγάλη του αδερφή βγήκε έξω και του ’δωσε
µία, φωνάζοντάς του να το αφήσει αµέσως κάτω, ήταν
βρόµικο.
«Γαµώτο» είπε το παιδί. «Άντε γαµήσου».
Το κορίτσι, χωρίς ίχνος ντροπής, έδωσε στον Φέρλονγκ µια
χριστουγεννιάτικη κάρτα.
«Το ξέραµε ότι θα ερχόσασταν» είπε εκείνη «και θα µας
γλιτώνατε από τον κόπο να το ταχυδροµήσουµε. Η µαµά πάντα
έλεγε ότι είσαστε ένας κύριος».
Οι άνθρωποι ήταν καλοί κατά βάθος, θύµισε ο Φέρλονγκ στον
εαυτό του, καθώς οδηγούσε πίσω στην πόλη· το ζήτηµα ήταν
να µάθει κανείς να διαχειρίζεται και να ισορροπεί τα διάφορα
πάρε δώσε, ώστε να µπορεί να τα πηγαίνει καλά και µε τους
άλλους αλλά και µε τους δικούς του ανθρώπους. Με το που
έκανε αυτή τη σκέψη όµως συνειδητοποίησε ότι µιλούσε από
προνοµιακή θέση κι αναρωτήθηκε γιατί δεν είχε δώσει σε
κάποιο από τα σπίτια που είχε επισκεφτεί, και τα έβγαζαν
δύσκολα πέρα, τα γλυκά και τα άλλα πράγµατα που του είχαν
κάνει δώρο. Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους
ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους.
Όταν επέστρεψε στη µάντρα, η καµπάνα του Αγγέλου είχε
χτυπήσει αρκετή ώρα πριν, αλλά οι άντρες του είχαν καλή
διάθεση και ακόµη καθάριζαν, σκούπιζαν και έπλεναν το
τσιµέντο µε το λάστιχο, πειράζοντας ο ένας τον άλλον. Ο
Φέρλονγκ κατέγραψε το απόθεµα, σηµειώνοντας τα πάντα στα
λογιστικά βιβλία, κι έπειτα κλείδωσε το γραφείο και κάλυψε το
καπό του φορτηγού µε σακιά σε περίπτωση που έπεφτε τελικά
το χιόνι που όλοι περίµεναν. Πήγαν µετά εναλλάξ να πλυθούν
στη βρύση, να τρίψουν τα χέρια τους, να ξεβγάλουν τις
µαυρίλες από τις µπότες τους. Στο τέλος, ο Φέρλονγκ πήρε το
πανωφόρι του από το φορτηγό και κλείδωσε τις πύλες µε το
λουκέτο.
Το βραδινό που έφαγαν στης Κίχο εκείνη τη µέρα ήταν
κερασµένο από τον ίδιο. Η κυρία Κίχο, µε µια καινούργια
εορταστική ποδιά, πήγαινε γύρω γύρω στα τραπέζια
προσφέροντας επιπλέον σάλτσα και πουρέ, τράιφλ µε σέρι,
χριστουγεννιάτικη πουτίγκα και κρέµα. Οι άντρες έτρωγαν µε
την ησυχία τους κι έµεναν παραπάνω, ξέγνοιαστοι, µε µεγάλα
ποτήρια µαύρης ή ξανθιάς µπίρας στο χέρι, µοίραζαν τσιγάρα
και χρησιµοποιούσαν τις µικρές κόκκινες χαρτοπετσέτες που
είχαν ξεµείνει για να φυσήξουν τη µύτη τους. Ο Φέρλονγκ δεν
ήθελε να χασοµερήσει· το µόνο που επιθυµούσε τώρα ήταν να
πάει σπίτι, αλλά έµενε κι άλλο, γιατί ένιωθε ότι το σωστό ήταν
να κουβεντιάσει λίγο ακόµα, να ευχαριστήσει τους άντρες του
και να τους ευχηθεί τα καλύτερα, να αφιερώσει λίγο χρόνο σε
κάτι για το οποίο σπανίως µεριµνούσε. Τους είχε δώσει ήδη τα
χριστουγεννιάτικα µπόνους. Πριν πάει να κανονίσει τον
λογαριασµό, έσφιξαν τα χέρια.
«Πρέπει να είσαι πολύ κουρασµένος» είπε η κυρία Κίχο, όταν
την πλησίασε για να πληρώσει. «Δουλεύεις, όλη µέρα, κάθε
µέρα».
«Σαν κι εσένα, κυρία Κίχο».
«Μεγάλα καράβια µεγάλες φουρτούνες!» Γέλασε.
Μάζευε τα αποµεινάρια από τα πιάτα, άδειαζε τη σάλτσα από
τις µικρές µεταλλικές σαλτσιέρες σε ένα τηγάνι, έξυνε τον
πουρέ που είχε ξεραθεί πάνω στα πιάτα.
« Ήταν δύσκολη περίοδος» είπε ο Φέρλονγκ. «Δεν θα µας
κάνει κακό να πάρουµε µερικές µέρες άδεια».
«Πώς να ’ναι άραγε να είσαι άντρας» είπε εκείνη «και να ’χεις
άδεια». Γέλασε ξανά, πιο δυνατά, και σκούπισε τα χέρια της
στην ποδιά της, πριν χτυπήσει το ποσό στην ταµειακή.
Όταν ο Φέρλονγκ της έδωσε τα χαρτονοµίσµατα, εκείνη τα
έβαλε σε ένα συρτάρι κι έπειτα ήρθε µπροστά από τον πάγκο
µε τα ρέστα και στάθηκε κοντά του, µε την πλάτη της
γυρισµένη στα τραπέζια.
«Θα µε διορθώσεις αν κάνω λάθος, το ξέρω, Μπιλ – αλλά
άκουσα καλά ότι είχες έναν καβγά µε κείνη, πάνω στο
µοναστήρι;»
Ο Φέρλονγκ έσφιξε τα ρέστα στη γροθιά του, κοίταξε το
σοβατεπί στη βάση του τοίχου και το ακολούθησε µε το βλέµµα
του µέχρι τη γωνία.
«Δεν θα τον έλεγα καβγά, αλλά ήµουν εκεί ένα πρωί, ναι».
«Δεν είναι δουλειά µου, καταλαβαίνεις, αλλά ξέρεις ότι
πρέπει να προσέχεις καλά τι λες για όλα αυτά εκεί πάνω, ε;
Φύλαγε τα ρούχα σου, να ’χεις τα µισά. Εσύ ξέρεις τον εαυτό
σου καλύτερα».
Εκείνος κοίταξε το µοτίβο µε τους µαύρους µπλεγµένους
κρίκους στο καφέ χαλί.
«Μη µε παρεξηγείς, Μπιλ» είπε εκείνη, αγγίζοντας το µανίκι
του. «Δεν είναι δουλειά µου, όπως είπα, αλλά σίγουρα ξέρεις
ότι οι καλόγριες έχουν απλώσει τα δίχτυα τους παντού».
Τότε εκείνος ίσιωσε την πλάτη του και την κοίταξε κατάµατα.
« Έχουν όµως µόνο όση δύναµη τους δίνουµε εµείς, έτσι δεν
είναι, κυρία Κίχο;»
«Δεν θα ήµουν τόσο σίγουρη στη θέση σου». Σιώπησε και τον
κοίταξε µε εκείνο το βλέµµα που ρίχνουν µερικές φορές οι
πρακτικές γυναίκες στους άντρες, σαν να µην ήταν άντρες,
παρά µόνο ανόητα αγοράκια. Πάνω από µια φορά, µπορεί και
πολλές φορές, η Αϊλίν είχε κάνει ακριβώς το ίδιο.
«Μη µου δίνεις σηµασία» είπε εκείνη «αλλά έχεις δουλέψει
σκληρά, όπως κι εγώ, για να φτάσεις εδώ που βρίσκεσαι τώρα.
Έχεις µια υπέροχη οικογένεια, έχεις µεγαλώσει εξαιρετικά τα
κορίτσια σου – και ξέρεις ότι µόνο ένας τοίχος χωρίζει εκείνο το
µέρος από το Σαιντ Μάργκαρετ δίπλα, τίποτε άλλο».
Ο Φέρλονγκ δεν παρεξηγήθηκε, µαλάκωσε. «Το ξέρω, κυρία
Κίχο».
«Τα κορίτσια που τα πήγαιναν καλά και δεν χρειάστηκε να
περπατήσουν σε εκείνους τους διαδρόµους µπορώ να τα
µετρήσω στα δάχτυλα του ενός χεριού» είπε, ανοίγοντας την
παλάµη της.
«Είµαι σίγουρος ότι αυτό είναι αλήθεια».
«Ανήκουν σε άλλο κόσµο» συνέχισε «αλλά πίστεψέ µε, είναι
όλοι τους το ίδιο. Δεν µπορείς να υποστηρίζεις τη µία πλευρά
χωρίς να χαλάσεις τις σχέσεις σου µε την άλλη».
«Ευχαριστώ, κυρία Κίχο. Σας είµαι υπόχρεος για όσα µου
είπατε».
«Καλά Χριστούγεννα, Μπιλ».
«Χρόνια πολλά» είπε ο Φέρλονγκ, σφίγγοντας τα ρέστα που
του είχε δώσει πίσω στο χέρι της.
Όταν βγήκε έξω, χιόνιζε. Λευκές νιφάδες έπεφταν απ’ τον
ουρανό και προσγειώνονταν σε όλη την πόλη και στα περίχωρα.
Έµεινε να κοιτάζει το παντελόνι του, τις µύτες των παπουτσιών
του κι έπειτα έσφιξε το καπέλο γύρω από το κεφάλι του κι
έκλεισε τα κουµπιά του παλτού του. Για λίγη ώρα, περπατούσε
κατά µήκος της προβλήτας µε τα χέρια του βυθισµένα στις
τσέπες του και σκεφτόταν όσα του είχαν πει, παρατηρώντας το
ποτάµι που κυλούσε νωθρά και κατάπινε το χιόνι. Ένιωθε λίγο
πιο ελεύθερος τώρα που ήταν έξω στον καθαρό αέρα, δίχως
κάποια επείγουσα εκκρεµότητα, προς το παρόν, έχοντας πίσω
του, στους ώµους του, τη δουλειά ενός χρόνου. Η ανησυχία
που τον έκαιγε να τελειώσει µε τη µία δουλειά που του ’χε
µείνει και να επιστρέψει σπίτι σιγά σιγά έσβησε. Περιφερόταν
ανάλαφρος κάτω από τα φώτα της πόλης, τις µακριές ζιγκ ζαγκ
κλωστές από πολύχρωµα λαµπιόνια. Από ένα ηχείο ακουγόταν
µουσική και η ψιλή καθαρή φωνή ενός αγοριού που
τραγουδούσε: Ω, άγια νύχτα, σε προσµένουν. Όταν πέρασε µπροστά
από το δέντρο έξω από το Δηµαρχείο, σκόνταψε σε µια πλάκα
στο πεζοδρόµιο και παραλίγο να πέσει κι αναθεµάτισε την
κυρία Κίχο, που τον είχε πιέσει να πιει ζεστό ουίσκι, για το
κρύωµά του, και του ’χε δώσει να φάει ένα τεράστιο µπολ
τράιφλ µε σέρι. Μια αποδώ, µια αποκεί, σταµατούσε να
χαζέψει στις βιτρίνες των µαγαζιών τα εµπορεύµατα, τις
στριφογυριστές γιρλάντες, τα άπειρα γυαλιστερά
µικροπράγµατα: κρύσταλλο Γουότερφορντ, σετ
µαχαιροπίρουνα από ανοξείδωτο ατσάλι, πορσελάνινα σετ
τσαγιού, µπουκάλια αρώµατα, βαφτιστικές κούπες. Στου
Φόρισταλ, έπεσε το µάτι του σε κάτι µαύρους βελουτέ δίσκους,
µε εγκοπές για δαχτυλίδια αρραβώνων και γαµήλια στεφάνια,
χρυσά και ασηµένια ρολόγια. Βραχιόλια κρέµονταν από το χέρι
ενός µανεκέν – και µενταγιόν πάνω σε αλυσίδες, κολιέ.
Στο παλαιοπωλείο του Στάφορντ, κοιτούσε σαν µικρό παιδί
ένα ρόπαλο και µια µπάλα, διχτάκια µε γυάλινους βόλους,
στρατιωτάκια, πλαστελίνη, Lego, πιόνια και σκακιέρες και όσα
πράγµατα είχαν καταφέρει να διατηρηθούν στο πέρασµα του
χρόνου. Δύο κούκλες µε φορέµατα µε βολάν κάθονταν
άκαµπτες κι είχαν τα χέρια τους τεντωµένα, τα δάχτυλά τους
σχεδόν άγγιζαν το τζάµι, σαν να ζητούσαν από κάποιον να τις
σηκώσει. Όταν µπήκε µέσα και ρώτησε την κυρία Στάφορντ αν
είχε παζλ των πεντακοσίων κοµµατιών µε σχέδιο µια φάρµα,
εκείνη είπε ότι τα µόνα παζλ που είχαν πλέον προορίζονταν για
µικρά παιδιά, ότι υπήρχε µικρή ζήτηση για τα πιο δύσκολα
πια, κι έπειτα τον ρώτησε αν θα µπορούσε να τον βοηθήσει να
βρει κάτι άλλο. Ο Φέρλονγκ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του,
αλλά αγόρασε µια σακούλα ζελεδάκια λεµονιού που κρεµόταν
σε ένα από τα άγκιστρα πάνω από το κεφάλι της, µιας και δεν
ήθελε να φύγει µε άδεια χέρια.
Στα Έπιπλα του Τζόις, είδε την αντανάκλασή του σε έναν
ολόσωµο καθρέφτη που ήταν προς πώληση και αποφάσισε να
πάει ως το κουρείο, να κουρευτεί. Κοίταξε µέσα, είχε µεγάλη
ουρά, αλλά έσπρωξε την πόρτα κι αµέσως ήχησε ένα µικρό
καµπανάκι. Πήρε τη θέση του στην άκρη του πάγκου
περιµένοντας τη σειρά του δίπλα σ’ έναν κοκκινοµάλλη κύριο
που δεν γνώριζε και τέσσερα κοκκινοµάλλικα αγοράκια που
του ’µοιαζαν πολύ. Ο Σίνοτ, που ’χε πιει κάτι παραπάνω, ήταν
καθισµένος στην καρέκλα κι ο κουρέας όρθιος από πάνω του,
του έπαιρνε τα πίσω και τα πλάγια. Ο κουρέας έγνεψε πολύ
σοβαρά στον Φέρλονγκ από τον καθρέφτη και συνέχισε για λίγο
µε το ψαλίδι, έπειτα το άφησε κάτω και άρχισε να βουρτσίζει
τις τρίχες από τον λαιµό του Σίνοτ, και άδειασε και το τασάκι.
Όταν οι γόπες έπεσαν στον κάδο, µερικές τρίχες
τσουρουφλίστηκαν αναδίδοντας µια άσχηµη µυρωδιά, κι ο
Φέρλονγκ θυµήθηκε όσα είχε ακούσει η Αϊλίν για τον γιο του
κουρέα, τον νεαρό ηλεκτρολόγο, για τη διάγνωσή του και το
ότι είχαν δώσει λίγο χρόνο ζωής στο παλικάρι. Μια κουβέντα
ξεκίνησε τότε, µεταξύ των αντρών, και µερικά χοντροκοµµένα
αστεία ανταλλάχτηκαν, στα µουλωχτά, µιας και υπήρχαν παιδιά
µπροστά.
Ο Φέρλονγκ δεν συµµετείχε στη συζήτηση, προτιµούσε να
µένει στην άκρη όσο σκεφτόταν και φανταζόταν άλλα
πράγµατα. Κάποια στιγµή, αφού κι άλλοι πελάτες είχαν µπει
µέσα και ο Φέρλονγκ είχε αλλάξει θέση στον πάγκο µπροστά
από τον καθρέφτη, κοίταξε κατάµατα την αντανάκλασή του,
αναζητώντας κάποια οµοιότητα µε τον Νεντ, την οποία άλλοτε
την εντόπιζε κι άλλοτε του διέφευγε. Ίσως η γυναίκα στους
Γουίλσον είχε κάνει λάθος και είχε απλώς φανταστεί την
οµοιότητα, υποθέτοντας ότι είναι συγγενείς. Αλλά αυτό δεν
του φάνηκε πιθανό και αναπόφευκτα, άρχισε να σκέφτεται
πόσο καταπτοηµένος ήταν ο Νεντ µετά τον θάνατο της
µητέρας του Φέρλονγκ και πως πήγαιναν πάντα παρέα στη
λειτουργία και έτρωγαν µαζί, και πως κουβέντιαζαν τα βράδια
δίπλα στη φωτιά για ώρες, και τι νόηµα έβγαζαν όλα αυτά. Κι
αν αυτή ήταν η αλήθεια, αποτελούσε µια καθηµερινή πράξη
αγάπης, από την πλευρά του Νεντ, να κάνει τον Φέρλονγκ να
πιστεύει ότι καταγόταν από καλύτερη οικογένεια, ενώ τον
φρόντιζε ανελλιπώς, στο πέρασµα των χρόνων. Εκείνος ήταν
που του γυάλιζε τα παπούτσια και του έδενε τα κορδόνια, που
του είχε αγοράσει το πρώτο του ξυράφι και του είχε µάθει πώς
να ξυρίζεται. Γιατί, άραγε, τα πράγµατα που είναι τόσο κοντά
µας, καµιά φορά είναι ακριβώς αυτά που είναι πιο δύσκολο να
δούµε;
Το µυαλό του άδειαζε τώρα, αυτή η παύση του ’δωσε την
ευκαιρία να περιπλανηθεί ελεύθερος και δεν τον πείραζε
καθόλου που καθόταν εκεί, περιµένοντας τη σειρά του, µε τα
χρόνια δουλειάς στις πλάτες του – και από την ώρα που έκοψε
τα µαλλιά του και πλήρωσε για το κούρεµα και πάτησε το πόδι
του έξω, είχε πέσει τόσο πολύ χιόνι, ώστε οι πατηµασιές όσων
είχαν έρθει πριν και µετά από αυτόν άλλοτε διαγράφονταν
καθαρά κι άλλοτε αχνοφαίνονταν προς κάθε κατεύθυνση πάνω
στο µονοπάτι.
Στην Τσαρλς Στριτ, σταµάτησε στου Χάνραχαν για να πάρει τα
λουστρίνια που ’χε παραγγείλει για την Αϊλίν, που του τα ’χαν
βάλει στην άκρη. Η καλοντυµένη γυναίκα πίσω από τον πάγκο,
η σύζυγος ενός από τους πιο καλούς του πελάτες, δεν
φαινόταν και τόσο πρόθυµη να τον εξυπηρετήσει, παρ’ όλα
αυτά του έφερε το κουτί µε τα παπούτσια.
«Σε τριάντα εννιά τα θέλατε;»
«Τριάντα εννιά» είπε ο Φέρλονγκ. «Ναι».
«Να σας τα τυλίξω;»
Τα έβαλε το ένα δίπλα στο άλλο, έπειτα δίπλωσε το χαρτί
γύρω τους κι έκλεισε το καπάκι του κουτιού.
«Ναι» είπε ο Φέρλονγκ. «Αν δεν σας πειράζει».
Την κοίταζε όπως τα τύλιγε, τραβώντας το σελοτέιπ από το
κουτάκι και διπλώνοντας τις γωνίες του χαρτιού µε το γιορτινό
µοτίβο, έπειτα εκείνη έσυρε το κουτί µέσα σε µια πλαστική
σακούλα και του είπε πόσα της όφειλε.
Όταν ο Φέρλονγκ πλήρωσε και βγήκε έξω, είχε πια νυχτώσει
για τα καλά και ήταν έτοιµος να ανέβει επιτέλους την ανηφόρα
για το σπίτι, αλλά τον τύλιξε η µυρωδιά ζεστού λαδιού από το
φαγάδικο, που είχε την πόρτα ανοιχτή, και σταµάτησε για να
αγοράσει ένα κουτάκι 7UP, το οποίο κατέβασε διψασµένα στο
ταµείο κι έπειτα περπάτησε πάλι προς το ποτάµι και πέρα προς
τη γέφυρα, όπου το κρύο κι η κούραση τον κατέβαλαν. Το χιόνι
έπεφτε ακόµη από τον ουρανό, αν και πιο αραιά, καλύπτοντας
ό,τι υπήρχε γύρω του, κι απορούσε γιατί δεν είχε επιστρέψει
στις ανέσεις και την ασφάλεια του σπιτιού του –η Αϊλίν θα
ετοιµαζόταν ήδη για τη νυχτερινή λειτουργία και θα
αναρωτιόταν πού ήταν ακόµη αυτός– αλλά η µέρα του γέµιζε
τώρα µε κάτι άλλο.
Όταν διέσχιζε τη γέφυρα, κοίταξε το ποτάµι από κάτω, το
νερό που κυλούσε. Κάποιοι λέγανε ότι ο Μπάροου ήταν
καταραµένος. Ο Φέρλονγκ δεν µπορούσε να θυµηθεί πολλά,
αλλά ήταν κάτι που ’χε να κάνει µε το τάγµα των µοναχών που
είχαν χτίσει εκεί ένα αββαείο, τα παλιά τα χρόνια, και τους είχε
παραχωρηθεί η άδεια να εισπράττουν το αντίτιµο του
πορθµείου. Όσο περνούσε ο καιρός, γινόντουσαν όλο και πιο
άπληστοι κι οι άνθρωποι εξεγέρθηκαν και τους έδιωξαν από την
πόλη. Όταν έφευγαν, ο αββάς καταράστηκε την πόλη, κάθε
χρόνο να χάνονται τρεις ζωές στο ποτάµι, ούτε περισσότερες
ούτε λιγότερες. Η ίδια η µητέρα του πίστευε ότι υπήρχε κάποιο
ψήγµα αλήθειας σε αυτήν την ιστορία, του είχε µιλήσει για
έναν κτηνοτρόφο που είχε γνωρίσει και που το φορτηγό του
είχε βγει εκτός δρόµου µια παραµονή Πρωτοχρονιάς κι εκείνος
είχε χάσει τη ζωή του, ήταν ο τρίτος που είχε πνιγεί εκείνη τη
χρονιά. Κάποιες φορές, συνήθιζε να τον κρατάει µε το δυνατό,
γεµάτο φακίδες χέρι της, όσο άνοιγε µε το άλλο το καπάκι απ’
το δοχείο· συνήθιζε να γέρνει το κεφάλι της στο πλευρό της
αγελάδας και να µουρµουρίζει ένα δυο τραγούδια όσο άρµεγε
µε τον Νεντ τα απογεύµατα, για να βγει το γάλα πιο εύκολα.
Και του ’δινε και κάνα χαστούκι, καµιά φορά, όταν ήταν
αγενής ή διέκοπτε ή δεν έκλεινε το καπάκι απ’ το βούτυρο,
αλλά αυτά τα πράγµατα ήταν µικρά, πολύ.
Ο Φέρλονγκ προχωρούσε αµήχανα, σκεφτόταν το κορίτσι από
το Δουβλίνο που του είχε ζητήσει να την πάει ως το ποτάµι για
να πνιγεί, και πώς της το είχε αρνηθεί· θυµήθηκε τα δροµάκια
στα οποία είχε χαθεί λίγο αργότερα και τον περίεργο γέρο µε
τον τράγο και αυτό που του είχε πει ότι ο δρόµος θα τον έβγαζε
όπου ήθελε να πάει.
Όταν έφτασε στην απέναντι όχθη του ποταµού, ανηφόρισε
τον λόφο, προσπερνώντας αλλιώτικα σπίτια, µε κεριά
αναµµένα και γλάστρες µε όµορφα, κόκκινα αλεξανδρινά στα
µπροστινά δωµάτια, σπίτια που δεν είχε παρατηρήσει ποτέ
πριν, µόνο απέξω, από την πίσω πόρτα. Σε ένα από αυτά, ένα
νεαρό αγόρι που φορούσε σακάκι καθόταν στο πιάνο, ενώ µια
κυρία πολύ ωραία ντυµένη, µε ένα κολονάτο ποτήρι στο χέρι,
στεκόταν πλάι του κι άκουγε. Σε ένα άλλο σπίτι, ένας
συνοφρυωµένος τύπος είχε σκύψει πάνω από ένα γραφείο και
κράταγε σηµειώσεις σαν να έκανε δύσκολους µαθηµατικούς
υπολογισµούς, προσπαθώντας να ισοσκελίσει τα βιβλία. Σε ένα
άλλο, ένα µικρό παιδί ίππευε ένα µικρό ξύλινο πόνι πάνω σε
ένα πυκνό µάλλινο χαλί. Ένα κορίτσι που φορούσε τη στολή
του Σαιντ Μάργκαρετ καθόταν σε έναν βελουτέ καναπέ και ο
Φέρλονγκ αναρωτήθηκε γιατί τη φόραγε µέρες που δεν είχε
σχολείο, αν και ίσως να είχε επιστρέψει από την πρόβα µε τη
χορωδία.
Συνέχισε λοιπόν να ανηφορίζει τον λόφο, µακριά από το φως
των σπιτιών και του δρόµου. Είχε σκοτάδι και απόλυτη ησυχία
και προχώρησε γύρω από το µοναστήρι, παρατηρώντας
προσεκτικά το µέρος. Οι τεράστιοι ψηλοί τοίχοι γύρω γύρω
ήταν γεµάτοι σπασµένα γυαλιά, ορατά ακόµη σε διάφορα
σηµεία κάτω από το χιόνι. Ήταν αδύνατο να δει µέσα και τα
παράθυρα του τρίτου ορόφου ήταν µαυρισµένα και
ασφαλισµένα µε µεταλλικές γρίλιες. Όσο προχωρούσε, ένιωθε
ότι δεν διέφερε πολύ από κάποιο νυκτόβιο πλάσµα που είχε
ριχτεί στο κυνήγι, και η έκσταση έκανε το αίµα του να βράζει,
σαν να τον χτυπούσε ρεύµα. Αφού έστριψε, συνάντησε µια
µαύρη γάτα που έτρωγε το πτώµα ενός κορακιού,
ξερογλείφοντας τα χείλη της. Μόλις τον είδε, πάγωσε κι έπειτα
πήδηξε γρήγορα πίσω απ’ τον φράχτη.
Όταν γύρισε πίσω, περπατώντας περιµετρικά του κτιρίου για
να φτάσει στην κεντρική είσοδο, διέσχισε τις ανοιχτές πύλες
και προχώρησε στο δροµάκι, και τα πεύκα ήταν τόσο όµορφα,
σαν πίνακας, ακριβώς όπως τα περιέγραφαν οι άλλοι χωριανοί,
µε καρπούς στους ιερούς θάµνους. Μόνο µερικές πατηµασιές
φαίνονταν αµυδρά πάνω στο χιόνι, που ακολουθούσαν την
αντίθετη κατεύθυνση, κι έτσι κατάφερε να διασχίσει εύκολα
την µπροστινή είσοδο χωρίς να συναντήσει κανέναν. Όταν
έφτασε στο αέτωµα και πήγε από το πλάι στην πόρτα της
αποθήκης για τα κάρβουνα, η αρχική επιθυµία να την ανοίξει
περιέργως τον εγκατέλειψε, προτού τον κατακλύσει µονοµιάς
ξανά, κι έτσι έσπρωξε τον σύρτη και φώναξε το όνοµά της και
είπε και το δικό του. Είχε φανταστεί, όσο ήταν στον κουρέα,
ότι η πόρτα µπορεί να ήταν πια κλειδωµένη ή ότι εκείνη, σαν
από θαύµα, δεν θα ήταν µέσα ή ότι θα έπρεπε να την
κουβαλήσει εκείνος για ένα µέρος της διαδροµής, κι είχε
αναρωτηθεί πώς θα τα κατάφερνε, αν θα τα κατάφερνε ή τι θα
έκανε ή αν θα έκανε τελικά κάτι ή αν θα πήγαινε ως εκεί
εξαρχής – αλλά όλα κατέληξαν ακριβώς όπως φοβόταν, αν και
το κορίτσι, αυτή τη φορά, πήρε το πανωφόρι του και φάνηκε
να γέρνει πρόθυµα πάνω του όσο την οδηγούσε έξω.
«Τώρα θα έρθεις σπίτι µαζί µου, Σάρα».
Τη βοήθησε χωρίς µεγάλη δυσκολία µέχρι την είσοδο και στην
κατηφόρα µακριά από τα πλούσια σπίτια, ως τη γέφυρα. Όταν
διέσχιζαν το ποτάµι, τα µάτια του έπεσαν πάλι στα κατάµαυρα
νερά που κυλούσαν µες στο σκοτάδι – κι ένα µέρος του ζήλευε
τον Μπάροου, που ήξερε πάντοτε τον δρόµο του, και την
ευκολία µε την οποία το νερό ακολουθούσε απαρέγκλιτα την
ίδια πορεία, ελεύθερο µέχρι την ανοιχτή θάλασσα. Ο αέρας
ήταν πιο τσουχτερός τώρα χωρίς το πανωφόρι του και ένιωσε το
αίσθηµα της αυτοσυντήρησης και το κουράγιο του να
παλεύουν µεταξύ τους και σκέφτηκε, για µια ακόµα φορά, να
πάει το κορίτσι στο σπίτι του ιερέα – αλλά είχε κάνει αυτή τη
σκέψη ήδη πολλές φορές, και κάθε φορά κατέληγε στο
συµπέρασµα ότι οι ιερείς τα ήξεραν ήδη όλα. Αυτό δεν του είχε
πει και η κυρία Κίχο άλλωστε;
Είναι όλοι τους το ίδιο.
Καθώς περπατούσαν, ο Φέρλονγκ συνάντησε ανθρώπους που
ήξερε από παλιά και τους είχε συναναστραφεί στο µεγαλύτερο
κοµµάτι της ζωής του, και πολλοί σταµάτησαν µε χαρά να του
µιλήσουν, µέχρι που, στρέφοντας το βλέµµα τους χαµηλά,
έβλεπαν τα γυµνά, µαύρα πόδια και συνειδητοποιούσαν ότι
αυτό το κορίτσι δεν ήταν δικό του. Κάποιοι τότε, κρατούσαν
µια απόσταση ή µιλούσαν αµήχανοι ή του εύχονταν ευγενικά
Καλά Χριστούγεννα και συνέχιζαν τον δρόµο τους. Μια
ηλικιωµένη κυρία που έβγαζε βόλτα ένα τεριέ µε ένα µακρύ
λουρί του µίλησε στα ίσια και τον ρώτησε ποιο ήταν το κορίτσι,
µήπως ήταν ένα από αυτά τα καχεκτικά του πλυσταριού;
Κάποια στιγµή, ένα µικρό αγόρι κοίταξε τα πόδια της Σάρας
και γέλασε και την είπε βροµιάρα κι ο πατέρας του τον
τσίµπησε δυνατά στο χέρι και του είπε να σωπάσει. Η
δεσποινίς Κένι, ντυµένη µε φθαρµένα ρούχα, που ’βλεπε
πρώτη φορά πάνω της, και µυρωδιά ποτού στην ανάσα της,
σταµάτησε και τον ρώτησε τι έκανε µε το παιδί χωρίς
παπούτσια έξω στο χιόνι, υποθέτοντας ότι η Σάρα είναι κάποια
από τις δικές του και συνέχισε καµαρωτά. Ούτε ένας δεν
βρέθηκε στον δρόµο τους να απευθυνθεί στη Σάρα ή να τον
ρωτήσει πού την πήγαινε. Μη θέλοντας να πει πολλά ή να
δώσει εξηγήσεις, ο Φέρλονγκ κάλυπτε τα πράγµατα όσο
καλύτερα µπορούσε και συνέχιζε, κι ο ενθουσιασµός στην
καρδιά του δεν ξεπερνούσε τον φόβο κάποιου πράγµατος που
δεν µπορούσε ακόµη να δει, αλλά ήξερε ότι θα το συναντούσε.
Όσο πλησίαζαν στο κέντρο της πόλης και τα
χριστουγεννιάτικα φώτα, ένα κοµµάτι του εαυτού του
αναλογίστηκε µήπως έπρεπε να πάει πίσω και να πάρει τον πιο
µακρύ δρόµο για το σπίτι, αλλά αναθάρρησε και συνέχισε
ακολουθώντας τη διαδροµή που έπαιρνε συνήθως. Κάτι στην
όψη του κοριτσιού φαινόταν πως είχε αλλάξει και πολύ γρήγορα
αναγκάστηκε να σταµατήσει και να κάνει εµετό στην άκρη του
δρόµου.
«Καλό κορίτσι» την ενθάρρυνε ο Φέρλονγκ. «Βγάλ’ τα όλα.
Βγάλε όσα µπορείς από µέσα σου».
Στην πλατεία, εκείνη σταµάτησε να πάρει ανάσα µπροστά στη
φωτισµένη φάτνη και κοντοστάθηκε σαν υπνωτισµένη ενώ την
περιεργαζόταν. Ο Φέρλονγκ κοίταζε κι αυτός, τα ανοιχτόχρωµα
ιµάτια του Ιωσήφ, τη γονατισµένη Παρθένο, τα πρόβατα. Από
την τελευταία φορά που την είχε δει, κάποιος είχε τοποθετήσει
τα αγάλµατα των µάγων και του Βρέφους, αλλά ήταν ο
γάιδαρος αυτός που κέντρισε το ενδιαφέρον του κοριτσιού κι
έσκυψε να τον χαϊδέψει και να διώξει το χιόνι από το αυτί του.
«Τι γλυκός που είναι» είπε εκείνη.
«Δεν έχουµε πολύ ακόµα» ο Φέρλονγκ την καθησύχασε.
«Σχεδόν φτάσαµε σπίτι».
Καθώς προχωρούσαν και συναντούσαν ανθρώπους, που
άλλους τους ήξερε κι άλλους τους έβλεπε πρώτη φορά, ο
Φέρλονγκ αναρωτήθηκε ποιο είναι το νόηµα σε αυτή τη ζωή αν
δεν βοηθάµε ο ένας τον άλλον; Είναι δυνατόν να πορευόµαστε
για χρόνια, δεκαετίες, µια ολόκληρη ζωή, χωρίς να είµαστε
έστω για µια φορά λίγο γενναίοι, αρκετά όµως ώστε να
πατήσουµε πόδι, και παρ’ όλα αυτά να αποκαλούµαστε
χριστιανοί και να κοιτάζουµε χωρίς ντροπή τον εαυτό µας στον
καθρέφτη;
Πόσο ανάλαφρος και ψηλός ένιωθε καθώς περπατούσε µε
αυτό το κορίτσι στο πλάι του και αυτή την ολόφρεσκη,
καινούργια, πρωτόγνωρη χαρά στην καρδιά του. Ήταν το
καλύτερο κοµµάτι του εαυτού του που έλαµπε δυνατά και
έβγαινε προς τα έξω; Ένα µέρος του, όπως κι αν θα µπορούσε
να λέγεται αυτό –υπήρχε άραγε κάποιο όνοµα γι’ αυτό;–
παραληρούσε, το ήξερε. Ήταν γεγονός ότι θα το πλήρωνε
ακριβά, αλλά ούτε µια φορά σε ολόκληρη την ασήµαντη ζωή
του δεν είχε νιώσει ευτυχία σαν αυτή, ούτε ακόµη όταν πήρε
για πρώτη φορά στην αγκαλιά του τα κοριτσάκια του κι άκουσε
τα υγιή, πεισµατάρικα κλάµατά τους.
Σκέφτηκε την κυρία Γουίλσον, τις καθηµερινές, γεµάτες
καλοσύνη πράξεις της, πως τον είχε σουλουπώσει και τον είχε
ενθαρρύνει, τα µικρά πράγµατα που είχε πει και είχε κάνει και
όσα είχε αρνηθεί να κάνει και να πει και πόσα µπορεί να ήξερε,
πράγµατα τα οποία, όταν τα έβλεπες όλα µαζί, έφτιαχναν την
ίδια τη ζωή. Αν δεν ήταν εκείνη, η µητέρα του θα µπορούσε
κάλλιστα να είχε καταλήξει σ’ εκείνο το µέρος. Λίγο παλιότερα,
θα µπορούσε να ήταν η µητέρα του εκείνη που θα είχε σώσει –
αν µπορούσε να πει ότι είχε σώσει κάποιον µε αυτή του την
πράξη. Κι ένας Θεός ξέρει τι θα µπορούσε να είχε συµβεί σ’
εκείνον, πού θα µπορούσε να είχε καταλήξει.
Τα χειρότερα ήταν µπροστά του, το ήξερε. Μπορούσε να
αισθανθεί ήδη ένα βουνό προβλήµατα να τον περιµένουν στην
επόµενη στροφή, αλλά το χειρότερο που θα µπορούσε να είχε
συµβεί, το είχε αφήσει ήδη πίσω του· εκείνο που δεν θα είχε
τολµήσει να κάνει, που θα µπορούσε εύκολα να µην είχε κάνει
– µε το οποίο θα ’πρεπε να ζει για το υπόλοιπο της ζωής του.
Όσο κι αν του έµελλε να υποφέρει αποδώ και στο εξής, θα
ήταν σίγουρα πολύ λιγότερο από ό,τι είχε ήδη υποµείνει το
κορίτσι δίπλα του, και ίσως να µην το πλησίαζε ποτέ.
Ανεβαίνοντας τον δρόµο προς την πόρτα του σπιτιού του µε το
ξυπόλυτο κορίτσι από τη µία και το κουτί µε τα παπούτσια από
την άλλη, ο φόβος του υπερνικούσε κάθε άλλο συναίσθηµα,
αλλά βαθιά µέσα στην ανόητη καρδιά του, όχι µόνο ήλπιζε,
αλλά ειλικρινά πίστευε ότι θα τα κατάφερναν.
Σηµείωση για το κείµενο
Το κείµενο αποτελεί προϊόν µυθοπλασίας και δεν βασίζεται σε
συγκεκριµένα πρόσωπα. Το τελευταίο πλυσταριό της
Μαγδαληνής στην Ιρλανδία έκλεισε οριστικά µόλις το 1996.
Δεν είναι γνωστό πόσα κορίτσια και γυναίκες φυλακίστηκαν
και υποχρεώθηκαν σε αναγκαστική εργασία σε αυτά τα
ιδρύµατα, πόσα περιστατικά συγκαλύφθηκαν. Δέκα χιλιάδες
είναι µια ταπεινή εκτίµηση· τριάντα χιλιάδες θα ήταν µια πιο
ακριβής. Τα περισσότερα αρχεία για τα πλυσταριά της
Μαγδαληνής καταστράφηκαν, χάθηκαν ή η πρόσβαση σε αυτά
κατέστη αδύνατη. Σπανίως ο κόπος των κοριτσιών και των
γυναικών αναγνωριζόταν µε οποιονδήποτε τρόπο. Πολλά
κορίτσια και γυναίκες έχασαν τα παιδιά τους. Κάποια άλλα
έχασαν τη ζωή τους. Και άλλα ή τα περισσότερα έχασαν τη ζωή
που θα µπορούσαν να είχαν. Δεν είναι γνωστό πόσες χιλιάδες
βρέφη πέθαναν σε αυτά τα ιδρύµατα ή δόθηκαν προς υιοθεσία,
αφού πρώτα µεταφέρθηκαν σε άλλα οικοτροφεία για µητέρες
και βρέφη. Νωρίτερα το 2021, η έκθεση της Επιτροπής για τα
Οικοτροφεία για Μητέρες και Βρέφη κατέδειξε ότι σε
τουλάχιστον δεκαοχτώ από τα υπό διερεύνηση ιδρύµατα
πέθαναν εννέα χιλιάδες παιδιά. Το 2014, η ιστορικός Catherine
Corless δηµοσιοποίησε τη σοκαριστική ανακάλυψη ότι
εφτακόσια ενενήντα έξι βρέφη πέθαναν από το 1925 ως το 1961
στο οικοτροφείο Tuam, στην κοµητεία Galway. Αυτά τα
ιδρύµατα τελούσαν υπό τη διοίκηση και χρηµατοδότηση της
Καθολικής Εκκλησίας σε συνεργασία µε το Ιρλανδικό Κράτος.
Καµία απολογία δεν είχε εκδοθεί από µέρους της ιρλανδικής
κυβέρνησης αναφορικά µε τα πλυσταριά της Μαγδαληνής πριν
από την απολογία του Πρωθυπουργού Έντα Κένι το 2013.
Ευχαριστίες
á
Η συγγραφέας επιθυµεί να εκφράσει τις ευχαριστίες της στους Aosd na, The Arts
Council, Wexford County Council, The Authors’ Foundation, The Heinrich Böll
Ευχαριστεί επίσης τις και τους Kathryn Baird, Felicity Blunt, Alex Bowler, Tina
Callaghan, Mary Clayton, Ian Critchley, Ita Daly, Dr Noreen Doody, Grainne
Doran, Morgan Entrekin, Liam Halpin, Margaret Huntington, Claire και Jim
Keegan, Sally Keogh, Loretta Kinsella, Ita Lennon, Niall MacMonagle, Michael
Page, Rosie Pierce, Sheila Purdy, Katie Raissian, Josephine Salverda, Claire
Simpson, Jennifer Smith, Anna Stein, Dervla Tierney και τη Sabine Wespieser.
Και τους µαθητές µου που µου έχουν µάθει τόσα, όλα αυτά τα χρόνια.