You are on page 1of 102

Λογοτεχνία

Ψηφιακή έκδοση Νοέμβριος 2022

Τίτλος πρωτοτύπου Claire Keegan, Small Things Like These, Faber & Faber 2021

Επιμέλεια – Διόρθωση τυπογραφικών δοκιμίων Στέλα Ζουμπουλάκη


Προσαρμογή μακέτας εξωφύλλου Γιώργος Παναρετάκης

© 2021, Claire Keegan


© 2022, Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ (για την ελληνική γλώσσα)

ΚΕΠ 50122
ISBN 978-618-03-3476-4

Το παρόν έργο πνευµατικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Nόµου
(N. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήµερα) και τις διεθνείς συµβάσεις περί
πνευµατικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά
οποιοδήποτε µέσο ή τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκµίσθωση ή
δανεισµός, µετάφραση, διασκευή, αναµετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε µορφή (ηλεκτρονική,
µηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκµετάλλευση του συνόλου ή µέρους του έργου.

Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα
τηλ.: 211 3003500, fax: 211 3003562
metaixmio.gr • metaixmio@metaixmio.gr
Κεντρική διάθεση
Ασκληπιού 18, 106 80 Αθήνα
τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562

Bιβλιοπωλεία ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
• Aσκληπιού 18, 106 80 Aθήνα
τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562
• Πολυχώρος, Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα
τηλ.: 211 3003580, fax: 211 3003581
CLAΙRE KEEGAN
ΜΙΚΡΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΣΑΝ ΚΙ ΑΥΤΑ
Μετάφραση
Μαρτίνα Ασκητοπούλου
Η ιστορία αυτή είναι αφιερωµένη
στις γυναίκες και τα παιδιά που υπέφεραν
τόσα χρόνια στα οικοτροφεία
για µητέρες και βρέφη, και στα πλυσταριά
της Μαγδαληνής της Ιρλανδίας.

και στη Mary McKay, δασκάλα.


Όλες οι σηµειώσεις ανήκουν στη µεταφράστρια του βιβλίου.
«Η Ιρλανδική Δηµοκρατία δικαιούται και αξιώνει την αφοσίωση
κάθε Ιρλανδού και κάθε Ιρλανδής. Η Δηµοκρατία εγγυάται σε
όλους της τους πολίτες θρησκευτική και πολιτική ελευθερία,
ίσα δικαιώµατα και ίσες ευκαιρίες και διακηρύττει τη βούλησή
της να επιδιώξει την ευτυχία και την ευηµερία όλου του έθνους
και κάθε ατόµου ξεχωριστά, φροντίζοντας ισάξια όλα τα παιδιά
του έθνους».

Απόσπασµα από τη Διακήρυξη


της Ιρλανδικής Δηµοκρατίας, 1916
1
Τον Οκτώβρη τα φύλλα των δέντρων ήταν κίτρινα. Έπειτα τα
ρολόγια γύρισαν µία ώρα πίσω και οι δυνατοί άνεµοι του
Νοέµβρη ήρθαν και φύσηξαν και ξεγύµνωσαν τα δέντρα. Στην
πόλη του Νιου Ρος, οι καµινάδες έφτυναν καπνό, που έπεφτε
χαµηλά και παρασυρόταν, αχνές, λεπτές τούφες που γρήγορα
σκορπίζονταν πάνω από τις αποβάθρες, και σύντοµα ο
ποταµός Μπάροου, σκούρος σαν µαύρη µπίρα, φούσκωσε από
τις βροχές.
Οι περισσότεροι υπέµεναν αγκοµαχώντας τον καιρό:
µαγαζάτορες και έµποροι, άντρες και γυναίκες στο
ταχυδροµείο και στην ουρά του ταµείου ανεργίας, στην αγορά,
στο καφέ και στο σουπερµάρκετ, στο προπατζίδικο, στις παµπ
και στα φαγάδικα, όλοι σχολίαζαν µε τον τρόπο τους πόσο
κρύο έκανε και πόση βροχή έριξε, κι αναρωτιούνταν τι έφερνε
αυτή η βροχή –και τι άραγε θα µπορούσε να φέρνει– γιατί,
ποιος να το ’λεγε ότι, πάλι, έκανε τέτοιο ψοφόκρυο; Τα παιδιά
φορούσαν τις κουκούλες τους πριν ξεκινήσουν για το σχολείο,
ενώ οι µανάδες τους, συνηθισµένες πια να τρέχουν µε
σκυµµένο το κεφάλι στην απλωµένη µπουγάδα, αν δηλαδή
τολµούσαν ποτέ να απλώσουν κάτι, ήξεραν καλά ότι δεν
υπήρχε περίπτωση να στεγνώσει έστω και µια µπλούζα πριν
από το απόγευµα. Και τότε έπεφτε η νύχτα κι ερχόταν πάλι
παγωνιά, και κρύες λεπίδες ανέµου γλιστρούσαν κάτω από τις
πόρτες κι έκοβαν τα πόδια όποιου γονάτιζε ακόµη για να
προσευχηθεί.
Πέρα στη µάντρα, ο Μπιλ Φέρλονγκ, έµπορος καυσόξυλων,
έτριβε τα χέρια του να ζεσταθούν κι έλεγε πως αν συνέχιζαν
έτσι τα πράγµατα, πολύ σύντοµα θα χρειαζόντουσαν
καινούργια λάστιχα για το φορτηγό.
«Είναι στους δρόµους κάθε µέρα, όλη µέρα» είπε στους
άντρες του. «Σε λίγο θα µας µείνουν µόνο οι ζάντες».
Κι ήταν αλήθεια: δεν προλάβαινε να φύγει ένας πελάτης απ’
τη µάντρα, κι αµέσως, κατευθείαν, έφτανε ο επόµενος ή
χτυπούσε το τηλέφωνο – και σχεδόν όλοι τους να λένε ότι
χρειάζονται την παραγγελία άµεσα ή πολύ σύντοµα, πως δεν
γινόταν να περιµένουν µέχρι την επόµενη βδοµάδα.
Ο Φέρλονγκ πουλούσε κάρβουνα, τύρφη, ανθρακίτη,
ξυλάνθρακα και κούτσουρα. Τα διέθετε σε φορτία των πενήντα
κιλών, των είκοσι πέντε κιλών ή του ενός τόνου ή ακόµα και
µιας ολόκληρης καρότσας. Πουλούσε επίσης δεµάτια
µπρικέτες, προσανάµµατα και φιάλες υγραερίου. Τα κάρβουνα
ήταν η πιο βρόµικη δουλειά και κάθε µήνα του χειµώνα έπρεπε
να τα φορτώνουν από τις αποβάθρες. Δύο ολόκληρες µέρες
τους έπαιρνε να τα παραλάβουν, να τα µεταφέρουν στη
µάντρα, κι εκεί να τα ξεδιαλέξουν και να τα ζυγίσουν. Στο
µεταξύ, ένας αέρας αλλαγής φυσούσε καθώς Πολωνοί και
Ρώσοι ναυτικοί γυρόφερναν στην πόλη µε τα γούνινα καπέλα
και τα µακριά παλτά τους µε τα κουµπιά, ψελλίζοντας µε το
ζόρι καµιά λέξη στα αγγλικά.
Τις µέρες που είχε τόση δουλειά, ο Φέρλονγκ έκανε τις
περισσότερες παραδόσεις µόνος του, αφήνοντας τους άντρες
του να ετοιµάσουν τις επόµενες παραγγελίες στα σακιά, να
κόψουν και να µοιράσουν τις στοίβες µε τους κορµούς που
έφερναν οι αγρότες. Όλο το πρωί, τα πριόνια και τα φτυάρια
έδιναν και έπαιρναν, αλλά όταν χτυπούσε η καµπάνα του
Αγγέλου1 το µεσηµέρι, οι άντρες άφηναν κάτω τα εργαλεία,
έπλεναν τις µαυρίλες απ’ τα χέρια τους και πήγαιναν εκεί δίπλα
στο µαγαζί της Κίχο, να φάνε µια ζεστή σούπα ή ψάρι και
πατάτες τηγανητές τις Παρασκευές.
«Νηστικό αρκούδι δεν χορεύει» συνήθιζε να λέει η κυρία
Κίχο, όρθια πίσω από τον καινούργιο της πάγκο, ενώ έκοβε το
κρέας σε κοµµάτια και σερβίριζε τον πουρέ λαχανικών µε τις
µεγάλες µεταλλικές κουτάλες της.
Οι άντρες κάθονταν ανακουφισµένοι να ζεσταθούν κι
έτρωγαν µέχρι να χορτάσουν, έκαναν το τσιγάρο τους, και
έβγαιναν ξανά στο κρύο.

1 Η καµπάνα που χτυπάει τρεις φορές την ηµέρα στην Καθολική λατρεία (στις έξι το
πρωί, στις δώδεκα το µεσηµέρι και στις έξι το απόγευµα), καλώντας τους πιστούς
να πουν την προσευχή Angelus Domini nuntiavit Mariae.
2
Ο Φέρλονγκ είχε ξεκινήσει από το µηδέν. Πιο κάτω κι από το
µηδέν, θα ’λεγε κανείς. Η µητέρα του είχε µείνει έγκυος στα
δεκάξι της ενώ δούλευε υπηρέτρια στην κυρία Γουίλσον, την
προτεστάντισσα χήρα που ζούσε στο µεγάλο σπίτι µερικά
χιλιόµετρα έξω από την πόλη. Όταν µαθεύτηκαν τα µπλεξίµατα
της µητέρας του και οι δικοί της άνθρωποι της ξεκαθάρισαν ότι
δεν ήθελαν να έχουν πια καµία σχέση µαζί της, η κυρία
Γουίλσον, αντί να της δώσει τα παπούτσια στο χέρι, της είπε
ότι µπορούσε να µείνει µαζί της και να κρατήσει τη δουλειά
της. Τη µέρα που γεννήθηκε ο Φέρλονγκ, ήταν η κυρία
Γουίλσον εκείνη που φρόντισε να πάνε τη µητέρα του στο
νοσοκοµείο και µετά να τους φέρουν σπίτι. Ήταν Πρωταπριλιά,
το 1946, και κάποιοι είπαν ότι το παιδί θα ’βγαινε κορόιδο.
Ο Φέρλονγκ πέρασε το µεγαλύτερο µέρος της βρεφικής του
ηλικίας ξαπλωµένος σε ένα ψάθινο καλαθάκι µωρού στην
κουζίνα της κυρίας Γουίλσον και αργότερα παρέµενε δεµένος
στο µεγάλο καροτσάκι δίπλα στον µπουφέ, σε ασφαλή
απόσταση από τις µεγάλες µπλε κανάτες. Οι πρώτες του
αναµνήσεις ήταν γεµάτες σερβίτσια, έναν µαύρο φούρνο –
καίει! καίει!– κι ένα γυαλιστερό πάτωµα µε δίχρωµα πλακάκια,
όπου µπουσούλησε και αργότερα περπάτησε και αρκετά
αργότερα έµαθε ότι έµοιαζε µε το ταµπλό της ντάµας, όπου
είτε πηδάς πάνω από τα πιόνια είτε σε τρώνε.
Όσο µεγάλωνε, η κυρία Γουίλσον, που δεν είχε δικά της
παιδιά, τον είχε πάρει κάτω από τις φτερούγες της, του
ανέθετε µικροδουλειές και τον βοηθούσε µε τα διαβάσµατά
του. Είχε µια µικρή βιβλιοθήκη και δεν της καιγόταν καρφί αν
θα την κακολογούσαν, αλλά συνέχιζε γαλήνια τη ζωή της, χάρη
στη σύνταξη που έπαιρνε µετά τον θάνατο του συζύγου της
στον Πόλεµο, αλλά και χάρη στα έσοδα από ένα µικρό κοπάδι
καλοκάγαθα πρόβατα Χέριφορντ και κοντότριχα Τσέβιοτ. Ζούσε
µαζί τους και ο Νεντ, που δούλευε στη φάρµα, και τα
παράπονα από τη γύρω περιοχή ή από τους γείτονες σπάνιζαν,
µιας και το κτήµα ήταν περίφρακτο και πάντα φροντισµένο,
και χρωστούµενα δεν υπήρχαν. Ούτε υπήρξε ποτέ ένταση για
θρησκευτικά ζητήµατα, αφού καµία από τις δυο πλευρές δεν
ήταν φανατισµένη· τις Κυριακές, η κυρία Γουίλσον άλλαζε
µονάχα το φόρεµα και τα παπούτσια της, στερέωνε στο κεφάλι
της το καλό της καπέλο και έβαζε τον Νεντ να τους πηγαίνει
µέχρι την εκκλησία µε το Φορντ, και να συνεχίζει λίγο πιο
κάτω, µε τη µάνα και το παιδί, ως το παρεκκλήσι – κι όταν
επέστρεφαν όλοι µαζί σπίτι, τα προσευχητάρια και η Βίβλος
έµεναν παρατηµένα στο έπιπλο του χολ µέχρι την επόµενη
Κυριακή ή κάποια άλλη θρησκευτική γιορτή.
Ως µαθητής, ο Φέρλονγκ είχε ακούσει πολλά πειράγµατα και
προσβολές· µια φορά, είχε γυρίσει σπίτι και η πλάτη του
παλτού του έσταζε φλέµατα, αλλά η σχέση του µε το µεγάλο
σπίτι τού είχε δώσει λίγο χώρο να αναπνέει και του παρείχε
κάποια προστασία. Έπειτα, συνέχισε σε µια τεχνική σχολή για
δύο χρόνια, ώσπου κατέληξε στη µάντρα, όπου εργαζόταν
ακριβώς όπως και οι άντρες που είχε τώρα στη δούλεψή του,
και τα κατάφερε σιγά σιγά µε σκληρή δουλειά. Είχε
επιχειρηµατικό πνεύµα, ήταν γνωστό ότι τα πήγαινε καλά µε
όλους κι ότι ήταν άνθρωπος εµπιστοσύνης, αφού είχε
υιοθετήσει όλες τις καλές προτεσταντικές συνήθειες·
σηκωνόταν νωρίς το πρωί και δεν άγγιζε το ποτό.
Τώρα, ζούσε στην πόλη µε τη γυναίκα του, την Αϊλίν, και τις
πέντε κόρες τους. Είχε γνωρίσει την Αϊλίν όταν εκείνη δούλευε
στα γραφεία της εταιρείας Γκρέιβς και Σία και τη φλέρταρε µε
τις γνωστές µεθόδους, την πήγαινε στο σινεµά και για
µεγάλες, απογευµατινές βόλτες στην όχθη του ποταµού. Τον
κέρδισαν τα λαµπερά µαύρα µαλλιά της και τα σκούρα γκρίζα
µάτια της, το πρακτικό, κοφτερό µυαλό της. Όταν
αρραβωνιάστηκαν, η κυρία Γουίλσον έδωσε στον Φέρλονγκ
µερικές χιλιάδες λίρες, για να κάνουν το ξεκίνηµά τους.
Κάποιοι είπαν ότι του έδωσε τόσα χρήµατα επειδή ο πατέρας
του ήταν αίµα της – αποκλείεται να τον είχαν βαφτίσει Γουίλιαµ
προς τιµήν της βασιλικής οικογένειας.
Ο Φέρλονγκ όµως δεν έµαθε ποτέ ποιος ήταν ο πατέρας του.
Η µητέρα του είχε πεθάνει ξαφνικά, µια µέρα απλώς
σωριάστηκε στο πλακόστρωτο καθώς έσπρωχνε το καρότσι µε
τα αγριόµηλα στον δρόµο για το σπίτι, για να φτιάξει
µαρµελάδα. Εγκεφαλική αιµορραγία, έτσι είχαν πει αργότερα
οι γιατροί. Ο Φέρλονγκ τότε ήταν δώδεκα χρονών. Χρόνια
αργότερα, όταν πήγε στο ληξιαρχείο να ζητήσει ένα αντίγραφο
του πιστοποιητικού γέννησης, εκεί όπου θα έπρεπε να
βρίσκεται το όνοµα του πατέρα του έγραφε µόνο Αγνώστου
πατρός. Το στόµα του υπαλλήλου στράβωσε κι ένα περιπαιχτικό
χαµόγελο φάνηκε στο πρόσωπό του, όταν του το έδωσε.
Τώρα πια, του Φέρλονγκ δεν του άρεσε να κολλάει στο
παρελθόν· είχε αφοσιωθεί στη φροντίδα των κοριτσιών του, µε
τα µαύρα τους µαλλιά, σαν της Αϊλίν, και τη λευκή τους
επιδερµίδα. Ήδη έδειχναν ενθαρρυντικά σηµάδια στο σχολείο.
Η Καθλίν, η µεγαλύτερη, πήγαινε µαζί του τα Σάββατα στο
προκάτ γραφειάκι και τον βοηθούσε, για λίγο χαρτζιλίκι, µε τα
λογιστικά, είχε µάθει πια να αρχειοθετεί τις παραλαβές της
εβδοµάδας και να περνάει στα βιβλία τα περισσότερα. Και της
Τζόαν της έκοβε επίσης πολύ, είχε µπει πρόσφατα και στη
χορωδία. Κι οι δυο τους ήταν στο γυµνάσιο, στο Σαιντ
Μάργκαρετ.
Το µεσαίο παιδί, η Σίλα, και η αµέσως µικρότερη, η Γκρέις,
γεννηµένες µε έντεκα µήνες διαφορά, ήξεραν την προπαίδεια
απέξω, έκαναν ευκλείδεια διαίρεση και ονοµάτιζαν όλες τις
κοµητείες και τα ποτάµια της Ιρλανδίας, τα οποία κάποιες
φορές τα ξεπατίκωναν και τα χρωµάτιζαν µε µαρκαδόρους στο
τραπέζι της κουζίνας. Είχαν κι εκείνες έφεση στη µουσική και
κάθε Τρίτη, µετά το σχολείο, ανέβαιναν στο µοναστήρι για να
παρακολουθήσουν µαθήµατα ακορντεόν.
Η Λορέτα, η πιο µικρή, αν και πολύ ντροπαλή, έπαιρνε χρυσά
και ασηµένια αστεράκια στα τετράδια αντιγραφής, διάβαζε το
ένα µετά το άλλο τα βιβλία της Ένιντ Μπλάιτον κι είχε κερδίσει
ένα βραβείο Τεξάκο για τη ζωγραφιά µιας στρουµπουλής µπλε
χήνας που έκανε πατινάζ σε µια παγωµένη λίµνη.
Μερικές φορές ο Φέρλονγκ, όταν έβλεπε τα κορίτσια να
κάνουν ανελλιπώς όλα αυτά τα µικρά πράγµατα που πρέπει να
κάνει κανείς –να γονατίζουν ευλαβικά στο παρεκκλήσι ή να
λένε ευχαριστώ στον µαγαζάτορα όταν τους έδινε τα ρέστα–
ένιωθε βαθιά µέσα του µια έκρηξη χαράς που αυτά τα παιδιά
ήταν δικά του.
«Δεν είµαστε τυχεροί;» σχολίασε στην Αϊλίν ένα βράδυ στο
κρεβάτι. «Είναι τόσοι που περνάνε δύσκολα εκεί έξω».
«Είµαστε, σίγουρα».
«Μπορεί να µην έχουµε πολλά» είπε. «Αλλά και πάλι».
Η Αϊλίν έστρωσε αργά µε το χέρι της το τσαλακωµένο
σεντόνι. «Συνέβη κάτι;»
Του πήρε λίγη ώρα να απαντήσει. «Ο µικρός του Μικ Σίνοτ
ήταν πάλι έξω στον δρόµο σήµερα, µάζευε ξυλαράκια».
«Φαντάζοµαι σταµάτησες;»
« Έβρεχε τόσο πολύ. Σταµάτησα δίπλα του, προσφέρθηκα να
τον πετάξω κάπου και του ’δωσα όσα ψιλά περίσσευαν στην
τσέπη µου».
«Δεν µου κάνει εντύπωση».
«Να τον έβλεπες, πού να του ’χα δώσει και κατοστάρικο».
«Το ξέρεις ότι κάποια από αυτά προκαλούν µόνα τους την
τύχη τους, έτσι;»
«Δεν φταίει το παιδί, σίγουρα».
«Ο Σίνοτ ήταν στουπί στον τηλεφωνικό θάλαµο την Τρίτη».
«Ο καηµένος» είπε ο Φέρλονγκ «κάτι τον βαραίνει».
«Το ποτό τον βαραίνει. Αν νοιαζόταν καθόλου για τα παιδιά
του, δεν θα κυκλοφορούσε έτσι. Θα έβαζε τα δυνατά του να
συνέλθει».
« Ίσως δεν µπορεί ο άνθρωπος».
« Ίσως». Αναστέναξε και έγειρε να κλείσει το φως. «Πάντα
κάποιος την πληρώνει».
Κάποια βράδια, ξαπλωµένος δίπλα στην Αϊλίν, ο Φέρλονγκ
σκεφτόταν ξανά και ξανά µικρά πράγµατα σαν κι αυτά. Άλλες
φορές, όταν µια κουραστική µέρα γεµάτη κουβάληµα είχε
φτάσει στο τέλος της ή όταν ένα σκασµένο λάστιχο τον είχε
αφήσει να περιµένει µούσκεµα στην άκρη του δρόµου,
επέστρεφε στο σπίτι, έτρωγε ένα πιάτο φαΐ κι έπεφτε νωρίς για
ύπνο, κι έπειτα ξυπνούσε µες στη νύχτα, νιώθοντας την Αϊλίν
να κοιµάται βαριά πλάι του – και τότε έµενε ακίνητος, µε το
µυαλό του να κάνει κύκλους, ανήσυχος, µέχρι να αποφασίσει
να κατέβει τελικά κάτω να βάλει να βράσει το νερό για το τσάι.
Καθόταν στο παράθυρο µε την κούπα στο χέρι, κοιτάζοντας
τον δρόµο και το ποτάµι µέχρι εκεί που έφτανε το µάτι του, κι
όλα τα µικροπράγµατα που συνέβαιναν έξω: τα αδέσποτα
σκυλιά που έψαχναν για αποφάγια στα σκουπίδια, τις σακούλες
έξω από τα φαγάδικα και τους άδειους κάδους που τους
παράσερνε η ορµή του ανέµου και η βροχή, τους τελευταίους
θαµώνες που έφευγαν από την παµπ, τρεκλίζοντας στον δρόµο
για το σπίτι. Κάποτε πήγαιναν σκουντουφλώντας, σφυρίζοντας
κάποιον σκοπό στα χείλη. Άλλες φορές, ο Φέρλονγκ άκουγε
ένα διαπεραστικό, δυνατό σφύριγµα και χαχανητά και
ταραζόταν. Φανταζόταν τα κορίτσια του να µεγαλώνουν και να
ωριµάζουν, να βγαίνουν έξω σε αυτόν τον κόσµο των αντρών.
Είχε δει τα βλέµµατα που έριχναν κάποιοι στα κορίτσια του.
Πολύ συχνά ένιωθε ένα σφίξιµο, δεν ήξερε γιατί.
Ήταν πάρα πολύ εύκολο µια µέρα να τα χάσει όλα, ο
Φέρλονγκ το ήξερε καλά αυτό. Αν και δεν τολµούσε να πάει
πολύ µακριά, είχε δει πολλά – κι είχε πετύχει πολλούς µες στη
δυστυχία τους, στην πόλη και πιο έξω στους επαρχιακούς
δρόµους. Η ουρά στο ταµείο ανεργίας όλο και µεγάλωνε, και
υπήρχαν άνθρωποι εκεί έξω που αδυνατούσαν να πληρώσουν
τους λογαριασµούς για το ρεύµα, πιο ζεστά θα κοιµόντουσαν
σε σκηνές, παρά στα σπίτια τους αγκαλιά µε τα πανωφόρια
τους. Κάθε πρώτη Παρασκευή του µήνα, γυναίκες περίµεναν
στην ουρά στον τοίχο του ταχυδροµείου, µε τα ψώνια στα
χέρια, για να πάρουν το επίδοµα τέκνων. Και πιο έξω στην
εξοχή, είχε δει αγελάδες που µούγκριζαν σπαρακτικά να τις
αρµέξουν, επειδή ο αγρότης που τις φρόντιζε την είχε κάνει
ξαφνικά κι είχε σαλπάρει για Αγγλία. Μια φορά, είχε πάρει στο
φορτηγό έναν άντρα από το Σαιντ Μάλινς που έκανε οτοστόπ
για να πάει να πληρώσει τους λογαριασµούς του στην πόλη, κι
εκείνος του είχε πει πως είχαν αναγκαστεί να πουλήσουν το
τζιπ, γιατί δεν µπορούσαν να κλείσουν µάτι µε τόσα που
χρωστούσαν, πως η τράπεζα τους κυνηγούσε ασταµάτητα. Και
µια άλλη φορά, νωρίς το πρωί, ο Φέρλονγκ είχε δει ένα
µαθητούδι να πίνει γάλα από το µπολάκι µιας γάτας πίσω από
το σπίτι του ιερέα.
Όταν ο Φέρλονγκ παρέδιδε τις παραγγελίες, δεν του άρεσε να
ακούει ραδιόφωνο, αλλά καµιά φορά το άνοιγε για να προλάβει
τις ειδήσεις. Ήταν 1985, και οι νέοι µετανάστευαν, έφευγαν για
το Λονδίνο και τη Βοστώνη, για τη Νέα Υόρκη. Ένα καινούργιο
αεροδρόµιο είχε ανοίξει στο Νοκ – ο Χόχι2 είχε πάει
αυτοπροσώπως να κόψει την κορδέλα. Ο πρωθυπουργός είχε
υπογράψει συµφωνία µε τη Θάτσερ στον Βορρά και οι Ενωτικοί
στο Μπέλφαστ διοργάνωναν πορείες στους δρόµους µε
ταµπούρλα, διαδηλώνοντας κατά της παρέµβασης του
Δουβλίνου στα δικά τους ζητήµατα. Τα πλήθη πέρα στο Κορκ
και στο Κέρι αραίωναν, αλλά κάποιοι µαζεύονταν ακόµη στους
δρόµους, µε την ελπίδα ότι κάποιο από τα αγάλµατα ίσως
κουνηθεί ξανά.3
Το ναυπηγείο στο Νιου Ρος είχε κλείσει, και το Άλµπατρος, το
µεγάλο εργοστάσιο λιπασµάτων, στην άλλη πλευρά του
ποταµού, είχε κάνει πολλές περικοπές. Η εταιρεία Μπένετς
είχε απολύσει έντεκα εργαζόµενους και η Γκρέιβς, όπου
δούλευε παλιά η Αϊλίν, δραστήρια στον χώρο για πολλά χρόνια,
είχε βάλει λουκέτο. Ο υπεύθυνος της δηµοπρασίας έλεγε ότι οι
δουλειές είχαν µπει στον πάγο, ότι πιο εύκολα θα πούλαγε
παγάκια στους Εσκιµώους. Και η κυρία Κένι, η ανθοπώλισσα,
που είχε το µαγαζί της κοντά στη µάντρα µε τα κάρβουνα, είχε
σφραγίσει το παράθυρό της· ένα απόγευµα, είχε ζητήσει από
έναν εργάτη του Φέρλονγκ να κρατάει σταθερή τη σανίδα όσο
εκείνη έµπηγε τα καρφιά.
Οι εποχές ήταν δύσκολες, αλλά ο Φέρλονγκ ένιωθε ολοένα και
πιο αποφασισµένος να µην το βάλει κάτω, να µη δίνει
δικαιώµατα και να κάνει αυτό που περίµεναν από κείνον, να
συνεχίσει να φροντίζει τα κορίτσια του και να τα καµαρώνει
όσο µεγάλωναν, µέχρι να τελειώσουν το σχολείο στο Σαιντ
Μάργκαρετ, το µόνο καλό σχολείο θηλέων στην πόλη.

2 Ο Τσαρλς Χόχι (Charles James Haughey, 1925-2006) υπήρξε Πρωθυπουργός


(Taoiseach) της Ιρλανδίας σε τρεις χρονικές περιόδους: από το 1979 έως το 1981,
από τον Μάρτιο του 1982 έως τον Δεκέµβριο του ίδιου χρόνου και από το 1987 έως
το 1992. Το 1985 υπήρξε αρχηγός της Αντιπολίτευσης. Άσκησε δριµεία κριτική
στην Αγγλο-Ιρλανδική συµφωνία που υπογράφηκε τον Νοέµβριο µεταξύ του τότε
Πρωθυπουργού της Ιρλανδίας Garret FitzGerald και της Βρετανής Πρωθυπουργού
Margaret Thatcher.
3 Τον Ιούλιο του 1985 στην κοµητεία Κορκ της Ιρλανδίας, διαδόθηκε η φήµη ότι ένα
άγαλµα της Παρθένου, σε έναν επαρχιακό δρόµο ένα χιλιόµετρο έξω από το χωριό
Ballinspittle, κουνήθηκε µπροστά στα έκθαµβα µάτια των περαστικών. Το
φαινόµενο των κινούµενων αγαλµάτων (αγγλ: moving statues, ιρλανδικά:Bogadh
na nDealbh) διογκώθηκε, µε αντίστοιχους ισχυρισµούς να διατυπώνονται σε
περισσότερες από τριάντα τοποθεσίες της Ιρλανδίας, συγκλονίζοντας για πολύ
καιρό τη χώρα.
3
Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα. Ένα όµορφο πανύψηλο έλατο είχε
ήδη στηθεί στην πλατεία πλάι στη φάτνη, η οποία είχε γύρω
της τα αγάλµατα της θείας Γέννησης, φρεσκοβαµµένα εκείνη
τη χρονιά. Κι αν κάποιοι παραπονέθηκαν για την υπερβολικά
πολύχρωµη όψη του Ιωσήφ µε τα κόκκινα και µοβ ιµάτιά του,
η Παρθένος Μαρία επιδοκιµάστηκε από όλους, γονατισµένη µε
ταπεινότητα, ντυµένη παραδοσιακά στα µπλε και τα λευκά. Ο
καφέ γάιδαρος ήταν κι αυτός ίδιος, έστεκε φρουρός πάνω από
τα δύο κοιµισµένα πρόβατα και το λίκνο όπου, την Παραµονή
των Χριστουγέννων, θα απίθωναν το αγαλµατίδιο του Βρέφους.
Σύµφωνα µε το έθιµο, οι άνθρωποι µαζεύονταν εκεί την
πρώτη Κυριακή του Δεκέµβρη, έξω από το Δηµαρχείο, όταν
έπεφτε ο ήλιος, για να δουν τα φωτάκια να ανάβουν. Όλο το
απόγευµα δεν είχε βρέξει, αλλά το κρύο ήταν τσουχτερό και η
Αϊλίν έβαλε τα κορίτσια να κλείσουν καλά τα φερµουάρ στα
αδιάβροχα και να φορέσουν γάντια. Όταν έφτασαν στο κέντρο
της πόλης, η φιλαρµονική και η χορωδία είχαν ήδη µαζευτεί
και η κυρία Κίχο είχε στήσει τον πάγκο της έξω, πουλώντας
χοντρές φέτες τζιτζιρόψωµο και ζεστή σοκολάτα. Η Τζόαν, που
είχε προχωρήσει πιο µπροστά, µοίραζε µε τα υπόλοιπα µέλη
της χορωδίας παρτιτούρες για τα κάλαντα, όσο οι µοναχές
πηγαινοέρχονταν, επέβλεπαν και µιλούσαν σε κάποιους από
τους πιο καλοστεκούµενους γονείς.
Κρύωναν να στέκονται όρθιες κι έτσι περπάτησαν για λίγο στα
γύρω δροµάκια, πριν βρουν καταφύγιο στο υπόστεγο της
εξώπορτας των Χάνραχαν, όπου η Αϊλίν σταµάτησε για να
θαυµάσει ένα ζευγάρι σκούρα µπλε λουστρίνια και µια ασορτί
τσάντα, και να µιλήσει µε γείτονες και άλλους που σπανίως
συναντούσε κι είχαν έρθει από µακριά, βρίσκοντας ευκαιρία να
ακούσει και να µοιραστεί µε τη σειρά της τα διάφορα νέα.
Μετά από λίγο, µια ανακοίνωση από το µεγάφωνο τους
κάλεσε όλους να πλησιάσουν. Ο Δήµαρχος, φορώντας την
ακριβή του καµπαρντίνα µε τα αστραφτερά κουµπιά, βγήκε
από τη Μερσεντές, έβγαλε έναν σύντοµο λόγο κι έπειτα γύρισε
ένας διακόπτης κι άναψαν τα φωτάκια. Και τότε, σαν να τους
είχαν κάνει µάγια, οι δρόµοι φάνηκαν να αλλάζουν και να
ζωντανεύουν κάτω από τους πολύχρωµους γλόµπους που
κρέµονταν στη σειρά και λικνίζονταν ευχάριστα µε το φύσηµα
του ανέµου πάνω από τα κεφάλια τους. Το πλήθος
χειροκρότησε διστακτικά, και σύντοµα η φιλαρµονική άρχισε
να παίζει – αλλά στη θέα του ψηλού, χοντρού Αϊ-Βασίλη που
κατέβαινε τον δρόµο, η Λορέτα έµεινε πίσω, φοβισµένη, κι
άρχισε να κλαίει.
«Δεν θα σου κάνει κακό» τη διαβεβαίωσε ο Φέρλονγκ.
«Κανονικός άνθρωπος είναι σαν εµένα, απλώς
µεταµφιεσµένος».
Ενώ τα άλλα παιδιά έκαναν ουρές για να µιλήσουν στον Αϊ-
Βασίλη µπροστά στη φάτνη και να πάρουν τα δώρα τους, η
Λορέτα έµενε ακίνητη και κρατούσε σφιχτά το χέρι του
Φέρλονγκ.
«Δεν χρειάζεται να πας αν δεν θες, αγάπη µου»4 της είπε ο
Φέρλονγκ. «Μείνε εδώ µαζί µου».
Αλλά τον πόνεσε, όπως και να ’χε, που είδε ένα απ’ τα παιδιά
του να τροµάζει τόσο πολύ στη θέα κάποιου πράγµατος που τα
άλλα παιδιά αποζητούσαν, και άρχισε να αναρωτιέται αν θα
ήταν αρκετά γενναία ή αρκετά ικανή να αντιµετωπίσει όλα όσα
της επεφύλασσε ο κόσµος.

Εκείνο το απόγευµα, όταν επέστρεψαν σπίτι, η Αϊλίν είπε ότι


είχε έρθει πια η ώρα να φτιάξουν το χριστουγεννιάτικο γλυκό.
Έφερε µε πολλή χαρά την παραδοσιακή συνταγή και έβαλε τον
Φέρλονγκ να χτυπήσει στο χέρι ένα κιλό βούτυρο και ζάχαρη
στο καφέ πορσελάνινο µπολ, ενώ τα κορίτσια ετοίµαζαν το
ξύσµα λεµονιού, ζύγιζαν κι έκοβαν ζαχαρωµένες φλούδες
φρούτων και κεράσια, µούλιαζαν ωµά αµύγδαλα σε βραστό
νερό και τα ξεφλούδιζαν µε µια κίνηση. Για µια ώρα σχεδόν
ξεδιάλεγαν τα αποξηραµένα φρούτα, αφαιρούσαν τα κοτσάνια
από τα φραγκοστάφυλα και τις σταφίδες, όσο η Αϊλίν κοσκίνιζε
το αλεύρι και τα µπαχαρικά, χτυπούσε αυγά µεσαίου µεγέθους
και λάδωνε το ταψί, πριν το τυλίξει µε δύο στρώσεις καφέ
αντικολλητικό χαρτί και το δέσει γύρω γύρω, σφιχτά, µε
σπάγκο.
Ο Φέρλονγκ ανέλαβε τον φούρνο, έβαλε δύο γεµάτες
φτυαριές κάρβουνα και ρύθµισε τον αέρα για να µείνει σταθερά
χαµηλή η θερµοκρασία όλο το βράδυ.
Όταν ήταν έτοιµο το µείγµα, η Αϊλίν το άπλωσε µε µια ξύλινη
κουτάλα στο µεγάλο τετράγωνο ταψί, στρώνοντάς το από
πάνω, κι έπειτα χτύπησε µερικές φορές τη βάση για να πάει
οµοιόµορφα σε όλες τις γωνίες, γελώντας λιγάκι – µόλις µπήκε
το γλυκό στον φούρνο κι έκλεισε η πόρτα, εκείνη επιθεώρησε
τον χώρο και είπε στα κορίτσια να συµµαζέψουν, ώστε να
συνεχίσει τις δουλειές της και να αρχίσει το σιδέρωµα.
«Γιατί δεν πάτε τώρα να γράψετε στον Αϊ-Βασίλη;»
Πάντα το ίδιο, σκέφτηκε ο Φέρλονγκ· πάντα ξεκινούσαν
µηχανικά µια δουλειά µέχρι να πιάσουν µια νέα, χωρίς
σταµατηµό. Πώς θα ήταν η ζωή, αναρωτιόταν, αν είχαν τον
χρόνο να σκεφτούν και να στοχαστούν; Θα ήταν οι ζωές τους
διαφορετικές ή ολόιδιες – ή µήπως θα γίνονταν άλλοι
άνθρωποι; Ακόµα κι όταν χτυπούσε το βούτυρο µε τη ζάχαρη,
το µυαλό του δεν ήταν τόσο στο εδώ και τώρα, σε αυτή την
Κυριακή, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, που ήταν µαζί µε τη
γυναίκα και τις κόρες του, όσο στο αύριο και στο ποιος
χρώσταγε τι, και πώς και πότε θα έπρεπε να παραδώσει τις
παραγγελίες, και σε ποιον θα ανέθετε κάθε δουλειά, και πώς
και από πού θα έπαιρνε όσα του χρωστούσαν – και πριν καλά
καλά τελειώσει µε την αυριανή µέρα, το ήξερε, το µυαλό του
θα έκανε κιόλας ακριβώς το ίδιο, για µια ακόµα φορά, µε την
επόµενη µέρα.
Τώρα, κοιτούσε την Αϊλίν, που ξετύλιγε το καλώδιο και έβαζε
το σίδερο στην πρίζα, και τις κόρες του, που κάθονταν στο
τραπέζι µε τα τετράδια αντιγραφής και τις κασετίνες τους για
να γράψουν τα γράµµατά τους – και, χωρίς να το θέλει, έπιασε
τον εαυτό του να αναπολεί την εποχή που ήταν παιδί µικρό,
πως είχε γράψει κι αυτός γράµµα, όσο καλύτερα µπορούσε,
ζητώντας να του φέρουν τον µπαµπά του ή αλλιώς ένα παζλ
πεντακοσίων κοµµατιών που απεικόνιζε µια φάρµα. Το πρωί
των Χριστουγέννων, όταν είχε κατέβει στην τραπεζαρία, που
καµιά φορά η κυρία Γουίλσον τους έκανε τη χάρη να
µοιράζονται, η φωτιά ήταν ήδη αναµµένη και είχε βρει κάτω
από το δέντρο τρία πακέτα τυλιγµένα µε το ίδιο πράσινο χαρτί:
ένα βουρτσάκι νυχιών και µια πλάκα σαπούνι ήταν τυλιγµένα
µαζί. Το δεύτερο πακέτο ήταν µια θερµοφόρα, δώρο από τον
Νεντ. Και η κυρία Γουίλσον του είχε πάρει τη Χριστουγεννιάτικη
ιστορία, ένα παλιό βιβλίο µε σκληρό, κόκκινο εξώφυλλο, δίχως
µια τοσηδά εικόνα, το οποίο µύριζε µούχλα.
Έπειτα είχε βγει έξω, στον στάβλο µε τις αγελάδες, για να
κρύψει την απογοήτευσή του και να κλάψει. Ούτε ο Αϊ-Βασίλης
ούτε ο µπαµπάς του είχαν έρθει. Και δεν υπήρχε κανένα παζλ.
Σκεφτόταν όσα έλεγαν για κείνον τα άλλα παιδιά στο σχολείο,
τα πειράγµατά τους, και κατάλαβε ότι µάλλον αυτός ήταν ο
λόγος. Όταν σήκωσε το βλέµµα του, η αγελάδα, δεµένη,
τραβούσε το σανό από την ταΐστρα, ευχαριστηµένη. Προτού
επιστρέψει στο σπίτι, είχε πλύνει το πρόσωπό του στη γούρνα
για τα άλογα, σπάζοντας τον πάγο στην επιφάνεια, βυθίζοντας
τα χέρια του βαθιά µέσα στο κρύο, κρατώντας τα εκεί, για να
ξεγελάσει τον πόνο του, ώσπου να µην τον νιώθει πια.
Πού να ήταν τώρα ο πατέρας του; Κάποιες φορές, έπιανε τον
εαυτό του να παρατηρεί µεγαλύτερους άντρες, προσπαθώντας
να βρει εξωτερικές οµοιότητες ή τεντώνοντας τα αυτιά του
µήπως και µάθει τίποτα από τα λόγια των ανθρώπων. Σίγουρα
όλο και κάποιος ντόπιος θα ήξερε ποιος ήταν ο πατέρας του –
όλοι είχαν πατέρα– και φαινόταν απίθανο να µην έχει πει
κανείς τους ούτε λέξη για κείνον µπροστά του, γιατί, το ήξερε,
οι άνθρωποι µοιραία αποκάλυπταν κάποια στιγµή πάνω στην
κουβέντα όχι µόνο πράγµατα για τον εαυτό τους, αλλά και όλα
όσα µπορεί να ήξεραν.
Λίγο καιρό µετά τον γάµο του, ο Φέρλονγκ αποφάσισε να
ρωτήσει την κυρία Γουίλσον αν ήξερε τον πατέρα του, αλλά σε
καµία από τις απογευµατινές επισκέψεις του δεν είχε
καταφέρει να βρει το κουράγιο· για κείνη κάτι τέτοιο θα ήταν
ένδειξη κακής ανατροφής, µετά από όλα όσα είχε κάνει για
αυτούς. Μόλις έναν χρόνο αργότερα, η κυρία Γουίλσον έπαθε
εγκεφαλικό και µεταφέρθηκε στο νοσοκοµείο. Όταν είχε πάει
να την επισκεφτεί, την Κυριακή, η αριστερή της πλευρά είχε
παραλύσει και δεν µπορούσε να µιλήσει, αλλά τον αναγνώρισε,
και σήκωσε το καλό της χέρι. Σαν παιδάκι ήταν, έτσι
καθισµένη στο κρεβάτι, µε το βλέµµα στο παράθυρο, και µια
λουλουδάτη νυχτικιά κουµπωµένη ως το πιγούνι. Φύσαγε πολύ
εκείνο το απόγευµα του Απρίλη· πίσω από τα µεγάλα καθαρά
τζάµια, µια θύελλα από λευκά λουλούδια σηκωνόταν από τις
ανεµοδαρµένες κερασιές κι έπειτα χανόταν, κι ο Φέρλονγκ είχε
ανοίξει λιγάκι το παράθυρο, µιας και πάντα της άρεσε να
αερίζονται τα δωµάτια.
«Σε σένα ερχόταν ποτέ ο Αϊ-Βασίλης, µπαµπά;» ρώτησε τώρα
η Σίλα, µε µια φωνή κάπως αλλόκοτη.
Έµοιαζαν µε νεαρές µάγισσες κάποιες φορές οι κόρες του, µε
τα µαύρα τους µαλλιά και τα έντονά τους µάτια. Ήταν
προφανές γιατί οι γυναίκες φοβόντουσαν τους άντρες, τη
σωµατική τους δύναµη, τη λαγνεία και την κοινωνική τους
επιβολή, οι γυναίκες όµως, µε την ισχυρή τους διαίσθηση,
ήταν πολύ πιο βαθυστόχαστες: µπορούσαν να προβλέψουν τι
θα συµβεί από πολύ νωρίς, να το ονειρευτούν τη νύχτα, να
διαβάσουν τη σκέψη σου. Είχαν υπάρξει στιγµές στον γάµο του
που είχε σχεδόν φοβηθεί την Αϊλίν κι είχε ζηλέψει το σθένος
της, τα ζωηρά της ένστικτα.
«Μπαµπά;» ρώτησε η Σίλα.
«Εννοείται ερχόταν» είπε ο Φέρλονγκ. «Μια χρονιά µου έφερε
ένα παζλ µε µια φάρµα».
« Ένα παζλ; Αυτό µόνο;»
Ο Φέρλονγκ ξεροκατάπιε. «Τέλειωσε το γράµµα σου,
αγαπούλα µου».
Ένας µικρός καβγάς ξέσπασε µεταξύ των κοριτσιών εκείνο το
βράδυ, γιατί δυσκολεύονταν να αποφασίσουν ποια δώρα θα
ήταν καλό να ζητήσουν και ποια θα µπορούσαν να µοιραστούν
µεταξύ τους. Η Αϊλίν τους δασκάλευε ποια δώρα ήταν αρκετά
και ποια υπερβολικά, ενώ ο Φέρλονγκ έκανε τις παρατηρήσεις
του ως προς την ορθογραφία.
Η Γκρέις, που είχε µεγαλώσει πια, παραξενεύτηκε που η
διεύθυνση δεν ήταν µεγαλύτερη.
«“Αϊ-Βασίλης, Βόρειος Πόλος”. Αυτό είναι όλο;»
«Όλοι εκεί πάνω ξέρουν πού µένει ο Αϊ-Βασίλης» είπε η
Καθλίν.
Ο Φέρλονγκ της έκλεισε το µάτι.
«Πώς θα ξέρουµε ότι θα φτάσουν στην ώρα τους;» Η Λορέτα
κοίταξε ψηλά στο ηµερολόγιο από το χασάπικο την τελευταία
σελίδα του Δεκέµβρη µε τις φάσεις της σελήνης, που την
ανασήκωνε ελαφρά το αεράκι.
«Ο µπαµπάς σου θα τα πάει στο ταχυδροµείο αύριο πρωί
πρωί» είπε η Αϊλίν. «Τα γράµµατα για τον Αϊ-Βασίλη τα
στέλνουν µε προτεραιότητα».
Είχε τελειώσει µε τα πουκάµισα και τις µπλούζες και
ξεκινούσε τις µαξιλαροθήκες. Πάντα ξεµπέρδευε µε τα
δύσκολα πρώτα.
«Άνοιξέ τους την τηλεόραση, να δούµε τις ειδήσεις» είπε
εκείνη. « Έχω ένα προαίσθηµα ότι ο Χόχι θα ξαναβρεί τον τρόπο
να επανέλθει».
Τελικά, έβαλαν τα γράµµατα σε φακέλους που τους σάλιωσαν
γύρω γύρω στην επιφάνεια µε την κόλλα και τους άφησαν
πάνω στο τζάκι, έτοιµους για αποστολή. Ο Φέρλονγκ κοίταξε
τις κορνίζες µε τις φωτογραφίες της οικογένειας της Αϊλίν εκεί
δίπλα, η µητέρα της, ο πατέρας της και διάφοροι άλλοι
συγγενείς της, και τα µικρά διακοσµητικά που της άρεσε να
µαζεύει και που του ’µοιαζαν κάπως φτηνιάρικα, έχοντας
µεγαλώσει σε ένα σπίτι µε πράγµατα πιο όµορφα και πιο απλά.
Το γεγονός ότι τα πράγµατα αυτά δεν του ανήκαν δεν τον είχε
πειράξει ποτέ, αφού είχε την άδεια να τα χρησιµοποιεί όποτε
ήθελε.
Αν και την επόµενη µέρα τα κορίτσια είχαν σχολείο, εκείνο το
βράδυ τα άφησαν να µείνουν ξύπνια µέχρι αργά. Η Σίλα έβαλε
σε µια κανάτα χυµό φραγκοστάφυλο, ενώ ο Φέρλονγκ πήρε
θέση µπροστά στον φούρνο, καψαλίζοντας µε τη µεγάλη
πιρούνα, κωµικά, ψωµί σόδας σε φέτες, τις οποίες τα κορίτσια
βουτύρωναν και άλειφαν µε µάρµαϊτ ή κρέµα λεµονιού. Έκαψε
τόσο πολύ τη δική του που µαύρισε, αλλά παρ’ όλα αυτά την
έφαγε, λέγοντας ότι ήταν δικό του φταίξιµο αφού δεν την
πρόσεχε και την κράταγε πολύ κοντά στη φωτιά, και τότε κάτι
ένιωσε να τον πνίγει – λες και δεν θα υπήρχε ποτέ ξανά µια
νύχτα σαν κι αυτή.
Τι ήταν αυτό που τον συγκινούσε τώρα, αυτό το κυριακάτικο
απόγευµα; Πάλι έπιασε τον εαυτό του να σκέφτεται την
περίοδο που ήταν στης κυρίας Γουίλσον κι αποφάσισε ότι θα
’φταιγε που είχε πολύ χρόνο να τα σκεφτεί ξανά και ξανά και
µάλλον θα είχε συγκινηθεί από τα πολύχρωµα λαµπιόνια και τη
µουσική και τη θέα της Τζόαν που τραγουδούσε µε τη χορωδία
κι έµοιαζε να ανήκει ακριβώς εκεί, µαζί µε όλους τους άλλους
– και το άρωµα του λεµονιού που του θύµιζε τη µητέρα του την
περίοδο των Χριστουγέννων σε εκείνη την ωραία παλιά
κουζίνα· πως συνήθιζε να βάζει ό,τι είχε αποµείνει από τα
λεµόνια σε µια από τις µπλε κανάτες µαζί µε ζάχαρη να
µουλιάσουν και να διαλυθούν κατά τη διάρκεια της νύχτας, για
να φτιάξει µετά σπιτική λεµονάδα.
Πολύ γρήγορα, πίεσε τον εαυτό του να συνέλθει και σκέφτηκε
πως τίποτα δεν συνέβαινε για δεύτερη φορά· καθένας είχε τις
µέρες και τις ευκαιρίες που του αναλογούσαν, και αυτές
έφευγαν και δεν ξανάρχονταν. Και ήταν τόσο όµορφο να είσαι
παρών όπου κι αν βρισκόσουν και να επιτρέπεις στον εαυτό
σου να θυµάται καµιά φορά το παρελθόν, παρά τη στενοχώρια,
αντί να σκέφτεσαι πάντα την πολυπλοκότητα της
καθηµερινότητας και τα αυριανά προβλήµατα που στο κάτω
κάτω µπορεί και να µην έρχονταν ποτέ.
Όταν σήκωσε το κεφάλι του, η ώρα ήταν σχεδόν έντεκα.
Η Αϊλίν έπιασε το βλέµµα του. «Θα ’πρεπε να ήσασταν στα
κρεβάτια σας από ώρα» είπε, αφήνοντας κάτω το σίδερο µέσα
σ’ ένα σύννεφο ατµού. «Πηγαίνετε πάνω, λοιπόν, και πλύντε
τα δόντια σας. Δεν θέλω ν’ ακούσω κιχ µέχρι να ξηµερώσει».
Ο Φέρλονγκ σηκώθηκε και γέµισε τον ηλεκτρικό βραστήρα
για να ετοιµάσει τις θερµοφόρες τους. Όταν το νερό έβρασε,
γέµισε τις δύο πρώτες, τις πίεσε για να βγει ο αέρας και να
ακουστεί ένα απαλό λαστιχένιο τρίξιµο, κι έπειτα έκλεισε
σφιχτά τα καπάκια. Καθώς περίµενε τον βραστήρα να
ξαναζεστάνει το νερό, σκέφτηκε τη θερµοφόρα που του ’χε
δώσει ο Νεντ τόσα Χριστούγεννα πριν, και πως, παρά την
απογοήτευσή του, για καιρό µετά, αυτό το δώρο τον
παρηγορούσε κάθε βράδυ· και πως, πριν φτάσουν τα επόµενα
Χριστούγεννα, είχε διαβάσει ως το τέλος τη Χριστουγεννιάτικη
ιστορία, αφού η κυρία Γουίλσον τον είχε ενθαρρύνει να
χρησιµοποιεί το µεγάλο λεξικό και να κοιτάει τι σήµαιναν οι
λέξεις, υποστηρίζοντας ότι όλοι θα ’πρεπε να διαθέτουν ένα
κάποιο λεξιλόγιο, µια λέξη που δεν µπορούσε να εντοπίσει
µέχρι που ανακάλυψε ότι το τέταρτο γράµµα δεν ήταν το «η».
Τον επόµενο χρόνο, όταν είχε κερδίσει την πρώτη θέση στην
ορθογραφία και είχε βραβευτεί µε µια ξύλινη κασετίνα που στο
συρόµενο κάλυµµά της είχε και ξύστρα, η κυρία Γουίλσον τον
χάιδεψε στο κεφάλι και τον παίνεψε, σαν να ήταν κάποιος
συγγενής της. «Να είσαι περήφανος για τον εαυτό σου» του
είχε πει. Και για µια ολόκληρη µέρα ή και περισσότερο, ο
Φέρλονγκ περπατούσε σαν να είχε ψηλώσει τριάντα πόντους,
πιστεύοντας, µέσα από την καρδιά του, ότι άξιζε όσο κάθε
άλλο παιδί.

Αφού τα κορίτσια πήγαν για ύπνο και τέλειωσε µε το


σιδέρωµα, το δίπλωµα και την τακτοποίηση των ρούχων, η
Αϊλίν έκλεισε την τηλεόραση και πήρε δύο ποτήρια λικέρ από
το ντουλάπι και τα γέµισε µε Bristol Cream που είχε αγοράσει
για να φτιάξει το τράιφλ. Έκατσε δίπλα στον φούρνο,
αναστέναξε κι έπειτα έβγαλε τα παπούτσια της κι έλυσε τα
µαλλιά της.
«Είχες µεγάλη µέρα» είπε ο Φέρλονγκ.
«Και τι µ’ αυτό» είπε. «Ό,τι κάναµε, κάναµε. Δεν ξέρω γιατί
άφησα το γλυκό για τελευταία στιγµή. Όποια κι αν συνάντησα
το απόγευµα είχε φτιάξει ήδη το δικό της».
«Αν δεν κόψεις λίγο ταχύτητα, θα ξεθεωθείς, Αϊλίν».
«Σαν εσένα».
«Τουλάχιστον δικαιούµαι ρεπό τις Κυριακές».
«Το ερώτηµα δεν είναι αν δικαιούσαι ρεπό, αλλά αν το
παίρνεις».
Κοίταξε την πόρτα στο τέλος της σκάλας και σηκώθηκε, σαν
να µπορούσε να διαισθανθεί αν τα κορίτσια κοιµόντουσαν ή
όχι.
«Ξάπλωσαν τώρα» είπε. «Για πιάσε τους φακέλους να δούµε
τι λέει η αλληλογραφία µας».
Ο Φέρλονγκ πήρε τους φακέλους, τους άνοιξαν και τους
διάβασαν µαζί.
«Ωραίο δεν είναι που έχουν καλούς τρόπους και δεν ζητάνε
τον ουρανό µε τ’ άστρα;» είπε η Αϊλίν µετά από λίγο. «Κάτι
πρέπει να κάνουµε σωστά».
«Χάρη σε σένα, κυρίως» παραδέχτηκε ο Φέρλονγκ. «Πού
είµαι εγώ, όλο λείπω έξω, µετά στο σπίτι στο τραπέζι και µετά
στο κρεβάτι και φεύγω πάλι για έξω, πριν σηκωθούν».
«Είσαι εντάξει, Μπιλ» είπε η Αϊλίν. «Δεν χρωστάµε τίποτα και
αυτό το οφείλουµε σε σένα».
«Η ορθογραφία τους είναι εντάξει – αλλά τι θα γίνει µε τη
Λορέτα και το “Αϊ-Βασίλη, σου γράφω πάλη”;»
Τους πήρε λίγη ώρα να τα δουν όλα και να αποφασίσουν ποια
από αυτά θα αγόραζαν και ποια θα άφηναν. Στο τέλος,
διάλεξαν όσα άντεχε το πορτοφόλι τους: ένα τζιν παντελόνι για
την Καθλίν, που έβλεπε τόσο καιρό τη διαφήµιση για το 501
στην τηλεόραση, κι ένα άλµπουµ των Queen για την Τζόαν,
που είχε κολλήσει το πρόσωπό της στην οθόνη όσο έπαιζε η
συναυλία Live Aid το καλοκαίρι και από τότε είχε ερωτευτεί τον
Φρέντι Μέρκιουρι. Η Σίλα είχε γράψει το πιο σύντοµο γράµµα,
ζητώντας απλώς ένα επιτραπέζιο Σκραµπλ, χωρίς άλλη
εναλλακτική. Συµφώνησαν σε µια υδρόγειο σφαίρα για την
Γκρέις, που δεν ήταν σίγουρη τι ήθελε, αλλά είχε γράψει µια
µεγάλη λίστα. Η Λορέτα ήταν αποφασισµένη: αν ο Αϊ-Βασίλης
της έφερνε, παρακαλλό, το βιβλίο της Ένιντ Μπλάιτον Οι πέντε
φίλοι πηγαίνουν στη θάλασσα ή το Οι πέντε φίλοι φεύγουν µαζί ή και τα
δύο, θα του άφηνε ένα µεγάλο κοµµάτι γλυκό και θα έκρυβε
ένα ακόµα πίσω από την τηλεόραση.
«Ορίστε» είπε η Αϊλίν. «Σχεδόν ξεµπερδέψαµε και µ’ αυτό.
Θα πάρω το λεωφορείο για το Γουότερφορντ το πρωί και θα
πάω να αγοράσω τα δώρα όσο είναι στο σχολείο».
«Θες να σε κατεβάσω;»
«Αφού δεν θα προλάβεις, Μπιλ» είπε. «Είναι Δευτέρα αύριο».
« Έχεις δίκιο».
Άνοιξε την πόρτα του φούρνου, δίστασε για µια στιγµή κι
έπειτα έριξε τα γράµµατα µέσα στις φλόγες.
«Είναι σκληραγωγηµένες, Αϊλίν».
«Ξέρεις, πριν καλά καλά το καταλάβουµε θα ’χουν ήδη φύγει
αποδώ µέσα παντρεµένες».
« Έτσι είναι».
«Τα χρόνια περνάνε πιο γρήγορα όσο µεγαλώνουµε».
Έλεγξε τον θερµοστάτη στον φούρνο, όπου ο δείκτης έδειχνε
πολύ χαµηλή θερµοκρασία, όπως την ήθελε, κι έκατσε λίγο πιο
κοντά.
«Λοιπόν, αποφάσισες τι θα µου πάρεις για τα Χριστούγεννα;»
ρώτησε χαρούµενα.
«Μην ανησυχείς» είπε ο Φέρλονγκ. «Το έπιασα το µήνυµα µε
τις κλεφτές µατιές που έριχνες στη βιτρίνα των Χάνραχαν το
απόγευµα».
«Μου αρέσει που µε προσέχεις και τα σκέφτεσαι όλα από
πριν». Φαινόταν πολύ ευχαριστηµένη. «Εσύ τι θα ήθελες;»
«Δεν θέλω κάτι» είπε ο Φέρλονγκ.
«Θες ένα καινούργιο παντελόνι;»
«Δεν είµαι σίγουρος» είπε ο Φέρλονγκ. « Ένα βιβλίο,
καλύτερα. Ίσως κάτσω σπίτι να διαβάσω λίγο τα
Χριστούγεννα».
Η Αϊλίν ήπιε µια γουλιά από το ποτήρι της και του ’ριξε ένα
βλέµµα. «Τι βιβλίο;»
«Κάποιο του Γουόλτερ Μακέν ίσως. Ή τον Ντέιβιντ Κόπερφιλντ.
Ποτέ δεν πρόλαβα να το διαβάσω».
«Ωραία ιδέα».
« Ή ένα µεγάλο λεξικό, για το σπίτι, για τα κορίτσια».
Του άρεσε η ιδέα να έχουν ένα λεξικό στο σπίτι.
«Σε απασχολεί κάτι, Μπιλ;» Γλιστρούσε το δάχτυλό της στο
χείλος του ποτηριού, κυκλικά. «Ο νους σου έτρεχε αλλού
απόψε».
Ο Φέρλονγκ κοίταξε αλλού, ένιωθε το ένστικτό της να
αγρυπνεί, το βλέµµα της να τον καίει.
«Στης κυρίας Γουίλσον ήσουν πάλι;»
«Α, απλώς σκεφτόµουν κάποια πράγµατα από τότε».
«Καλά το κατάλαβα».
«Εσύ δεν σκέφτεσαι ξανά και ξανά κάποια πράγµατα, Αϊλίν;
Δεν σε πιάνει µια ανησυχία; Κάποιες φορές εύχοµαι να είχα το
µυαλό σου».
«Ανησυχία;» είπε. «Χθες το βράδυ ονειρεύτηκα ότι η Καθλίν
είχε ένα χαλασµένο δόντι και το τραβούσα µε την πένσα.
Παραλίγο να πέσω από το κρεβάτι».
«Α, όλοι έχουµε περάσει τέτοια βράδια».
«Λογικό» είπε. «Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα κι είναι τόσα τα
έξοδα».
«Πιστεύεις είναι καλά τα κορίτσια;»
«Τι εννοείς;»
«Δεν ξέρω» είπε ο Φέρλονγκ. «Αναρωτιόµουν γιατί η Λορέτα
δεν ήθελε να µιλήσει στον Αϊ-Βασίλη το απόγευµα».
«Είναι µικρή ακόµη» είπε η Αϊλίν. «Δώσ’ της λίγο χρόνο. Θα
βρει τα πατήµατά της».
«Αλλά, εµείς καλά δεν είµαστε;»
«Οικονοµικά, εννοείς; Δεν είχαµε µια καλή χρονιά; Ακόµη
βάζω κάποια λεφτά στην άκρη κάθε βδοµάδα για την τράπεζα.
Να πάρουµε το δάνειο και του χρόνου τέτοια εποχή θα έχουµε
ήδη καινούργια παράθυρα στην είσοδο. Έχω σιχαθεί αυτό το
ρεύµα, παγώνει όλο το σπίτι».
«Δεν είµαι σίγουρος τι εννοώ, Αϊλίν» αναστέναξε ο Φέρλονγκ.
«Είµαι λίγο κουρασµένος απόψε, αυτό είναι όλο. Μη µου δίνεις
σηµασία».
Τι αξία είχαν όλα αυτά; αναρωτιόταν ο Φέρλονγκ. Δουλειά και
ατέλειωτη έγνοια. Να σηκώνεται πριν βγει ο ήλιος και να
πηγαίνει στη µάντρα, να πηγαίνει τις παραγγελίες, τη µία µετά
την άλλη, από το πρωί ως το βράδυ, έπειτα να επιστρέφει στο
σπίτι αφού είχε πέσει ο ήλιος και να πλένει από πάνω του την
κάπνα, να κάθεται για βραδινό στο τραπέζι και να κοιµάται
µέχρι να ξυπνήσει πάλι, πριν βγει ο ήλιος, για να κάνει
ακριβώς τα ίδια, για ακόµα µια φορά. Άραγε δεν θα άλλαζαν
ποτέ τα πράγµατα, δεν θα ερχόταν ποτέ κάτι διαφορετικό ή
κάτι καινούργιο;
Τον τελευταίο καιρό είχε αρχίσει να αναρωτιέται αν υπήρχε
κάτι που να άξιζε πέρα από την Αϊλίν και τα κορίτσια.
Πλησίαζε τα σαράντα, αλλά δεν ένιωθε πως κατάφερνε κάτι ή
ότι έκανε κάποια πρόοδο, και κάποιες φορές δεν µπορούσε
παρά να αναρωτιέται τι νόηµα είχε η ζωή.
Από το πουθενά, θυµήθηκε ένα καλοκαίρι που είχε πιάσει
δουλειά στο εργοστάσιο µανιταριών, µόλις είχε τελειώσει τη
σχολή. Την πρώτη του µέρα εκεί, έκανε ό,τι καλύτερο
µπορούσε για να τα βγάλει πέρα µε τον ρυθµό, αλλά ήταν
αργός σε σύγκριση µε τους άλλους όταν έπαιρνε θέση στη
γραµµή. Όταν είχε φτάσει στο τέλος της, είχε ιδρώσει και
σταµάτησε για να κοιτάξει πίσω του το σηµείο απ’ όπου είχε
ξεκινήσει και είδε εκεί τα φρέσκα µανιτάρια να ξεπετάγονται
ξανά από το δοχείο κοµποστοποίησης – και η καρδιά του
βούλιαξε, γνωρίζοντας ότι το ίδιο θα συνέβαινε από την αρχή
πάλι, όλο, κάθε µέρα, για ολόκληρο το καλοκαίρι.
Για µια στιγµή ένιωσε τη χαζή ανάγκη να µοιραστεί αυτές τις
σκέψεις µε την Αϊλίν, αλλά εκείνη ζωήρεψε και ξεκίνησε να
του λέει τα νέα που είχε µαζέψει από την πλατεία: ο µεσήλικας
νεκροθάφτης, που όλοι έλεγαν ότι δεν θα παντρευτεί ποτέ, είχε
κάνει πρόταση γάµου σε µια σερβιτόρα µε τα µισά του χρόνια,
που δούλευε στο Ξενοδοχείο Μέρφι Φλοντς στο Ένισκορθι, την
είχε φέρει στην πόλη και της είχε αγοράσει το πιο φτηνό
δαχτυλίδι από τον πάγκο του Φόρισταλ. Ο γιος του κουρέα,
ένας νεαρός ηλεκτρολόγος που έκανε ακόµη την πρακτική του
είχε διαγνωστεί µε µια σπάνια µορφή καρκίνου και δεν του
’διναν πάνω από έναν χρόνο ζωής. Κυκλοφορούσε µια φήµη
ότι πολλοί ακόµα εργαζόµενοι του Άλµπατρος θα έχαναν τη
δουλειά τους µετά τα Χριστούγεννα – και κάποιοι έλεγαν ότι το
τσίρκο, απ’ όλες τις πιθανές ηµεροµηνίες, βρήκε να έρθει στις
αρχές του νέου έτους. Η διευθύντρια του ταχυδροµείου είχε
γεννήσει τρίδυµα, όλα αγόρια, αλλά σιγά το νέο. Είχε ακούσει,
επίσης, ότι οι άνθρωποι της κυρίας Γουίλσον είχαν πουλήσει
όλα τα ζωντανά, δεν είχαν παρά µερικά σκυλιά στο κτήµα, ότι
τη γη πλέον τη νοίκιαζαν για όργωµα, κι ότι ο Νεντ είχε µια
υποψία βρογχίτιδας.
Όταν τα κουτσοµπολιά στέρεψαν, η Αϊλίν τεντώθηκε για να
πιάσει την κυριακάτικη εφηµερίδα και την ξεφύλλισε στα
γρήγορα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Φέρλονγκ ένιωθε ότι
ήταν λίγος για εκείνη, ότι σπανίως περνούσε γρήγορα κι
ευχάριστα η ώρα µαζί του. Εκείνη σκεφτόταν άραγε ποτέ πώς
θα ήταν η ζωή της αν είχε παντρευτεί κάποιον άλλον; Έµεινε
βουβός, χωρίς να κατσουφιάσει, ακούγοντας τον
επαναλαµβανόµενο ήχο του ρολογιού στο τζάκι και την
απόκοσµη στριγκλιά του αέρα στην καµινάδα. Η βροχή είχε
αρχίσει πάλι, φυσούσε δυνατά έξω από το τζάµι και ο αέρας
έκανε τις κουρτίνες να κουνιούνται. Άκουσε από τον φούρνο
ένα κοµµάτι κάρβουνο να θρυµµατίζεται πάνω σε ένα άλλο και
πρόσθεσε µερικά ακόµα.
Κάποια στιγµή άρχισε να νυστάζει, αλλά ανάγκασε τον εαυτό
του να καθίσει κι άλλο εκεί στην καρέκλα, µεταξύ ύπνου και
ξύπνου, µέχρι που ο δείκτης του ρολογιού έδειξε τρεις και µια
βελόνα πλεξίµατος βυθίστηκε στην καρδιά του
χριστουγεννιάτικου γλυκού και βγήκε καθαρή.
«Τα φρούτα δεν ξεράθηκαν, πάντως» είπε η Αϊλίν
ευχαριστηµένη, και το ράντισε µε λίγο ουίσκι.

4 Η συγγραφέας χρησιµοποιεί συχνά στο κείµενο την προσφώνηση a leanbh, που


φανερώνει τρυφερότητα και συµπάθεια και προέρχεται από την αρχαία ιρλανδική
λέξη ‘lenab’ που σηµαίνει µωρό, βρέφος, παιδί.
4
Ήταν ένας Δεκέµβρης µε κοράκια. Κανείς τους δεν είχε δει
ξανά τόσα πολλά, να συγκεντρώνονται σε µαύρα σµήνη στα
περίχωρα της πόλης κι έπειτα να εισβάλλουν, να περιφέρονται
καµαρωτά στους δρόµους µε τα κεφάλια ψηλά και, όλο
θράσος, να κάθονται σε όποιο ύψωµα τους έκανε κέφι, να
θηρεύουν ό,τι ήταν πια νεκρό ή να ρίχνονται πονηρά σε ό,τι
έµοιαζε φαγώσιµο στους δρόµους, µέχρι να κουρνιάσουν τη
νύχτα στα µεγάλα, γέρικα δέντρα γύρω από το µοναστήρι.
Το µοναστήρι έµοιαζε πανίσχυρο πάνω στον λόφο πέρα από
το ποτάµι, µε τις µαύρες, ορθάνοιχτες πύλες του και τα
αµέτρητα ψηλά, αστραφτερά παράθυρα µε θέα στην πόλη. Όλο
τον χρόνο, ο κήπος µπροστά στο µοναστήρι ήταν περιποιη-
µένος, µε το γρασίδι κουρεµένο, τους διακοσµητικούς θάµνους
στοιχισµένους στην εντέλεια, τις ψηλές συστάδες του φράχτη
κοµµένες σε τετράγωνα σχήµατα. Μερικές φορές, µικρές
εστίες φωτιάς ξεπηδούσαν εκεί γύρω, µε τον παράξενο,
πρασινωπό καπνό τους να ταξιδεύει χαµηλά πέρα από το
ποτάµι και µέσα από την πόλη ή πιο µακριά προς το
Γουότερφορντ, ακολουθώντας την κατεύθυνση του ανέµου. Ο
καιρός ήταν πιο ξηρός και πιο ψυχρός και οι άνθρωποι
σχολίαζαν τι όµορφο που ήταν το µοναστήρι, σαν
χριστουγεννιάτικη κάρτα µε τους βαθυπράσινους ίταµους και
τα πεύκα πασπαλισµένα µε πάγο, και πως τα πουλιά, για
κάποιον λόγο, δεν είχαν αγγίξει ούτε έναν καρπό από τους
ιερούς θάµνους· το ’χε πει κι ο γερο-κηπουρός.
Οι µοναχές του Καλού Ποιµένος, υπεύθυνες για τη µονή,
λειτουργούσαν µια σχολή για νεαρά κορίτσια, παρέχοντάς τους
τη βασική µόρφωση. Είχαν επίσης κι ένα πλυσταριό. Λίγα
πράγµατα ήταν γνωστά για τη σχολή, αλλά το πλυσταριό είχε
καλή φήµη: εστιατόρια και ξενώνες, γηροκοµεία και
νοσοκοµεία, και όλοι οι ιερείς και τα εύπορα νοικοκυριά
έστελναν εκεί την µπουγάδα τους. Οι φήµες έλεγαν πως ό,τι
πήγαινε εκεί για πλύσιµο, είτε ήταν ένας µπόγος σεντόνια είτε
ήταν απλώς µερικά µαντίλια, επέστρεφε σαν καινούργιο.
Κι άλλα πολλά ακούγονταν για αυτό το µέρος. Κάποιοι έλεγαν
ότι τα κοριτσάκια της σχολής, όπως τις αποκαλούσαν, δεν ήταν
πραγµατικά µαθήτριες, αλλά νεαρές αµφιβόλου ηθικής υπό
αναµόρφωση που προσπαθούσαν οληµερίς να εξιλεωθούν
πλένοντας λεκέδες από βρόµικα σεντόνια, και ότι δούλευαν
από το ξηµέρωµα µέχρι αργά τη νύχτα. Η νοσοκόµα της
περιοχής είχε αναφέρει ότι την είχαν φωνάξει να δει µια
δεκαπεντάχρονη που είχε κιρσούς στα πόδια από την πολύωρη
ορθοστασία πάνω απ’ τη σκάφη. Άλλοι ισχυρίζονταν ότι οι ίδιες
οι µοναχές έφτυναν αίµα πλέκοντας µάλλινα πουλόβερ και
περνώντας τις χάντρες στα ροζάρια που προορίζονταν για
εξαγωγή, ότι είχαν χρυσή καρδιά και µάτια κουρασµένα, κι ότι
δεν τους επιτρεπόταν να µιλούν, µόνο να προσεύχονται, ότι
κάποιες δεν έβαζαν στο στόµα τους παρά µόνο ψωµί µε
βούτυρο ως το αποµεσήµερο, αλλά δικαιούνταν ένα ζεστό
γεύµα αργά το απόγευµα, όταν είχαν τελειώσει τη δουλειά
τους. Άλλοι ορκίζονταν ότι το µέρος δεν διέφερε πολύ από
οικοτροφεία για µητέρες και βρέφη, όπου ανύπαντρα κορίτσια
ταπεινής καταγωγής πήγαιναν να κρυφτούν µετά τη γέννα,
λέγοντας ότι ήταν οι δικοί τους άνθρωποι που τις έκλεισαν
εκεί, ότι πλούσιες οικογένειες στην Αµερική ή στην Αυστραλία
είχαν υιοθετήσει τα νόθα παιδιά τους, ότι οι µοναχές έβγαζαν
πολλά λεφτά στέλνοντας τα µωρά στο εξωτερικό, ότι ήταν µια
καλοστηµένη επιχείρηση.
Οι άνθρωποι όµως λέγανε πολλά – ούτε τα µισά δεν
µπορούσες να πιστέψεις· δεν έλειψαν ποτέ αργόσχολοι ή
κουτσοµπόληδες από αυτή την πόλη.
Ο Φέρλονγκ επέλεγε να µην πιστεύει τίποτα απ’ όλα αυτά,
αλλά ένα απόγευµα επισκέφτηκε τη µονή µε µια παραγγελία
πολύ πριν από την προγραµµατισµένη παράδοσή της, και
καθώς δεν βρήκε κανέναν στην είσοδο, προσπέρασε την
αποθήκη µε τα κάρβουνα στην άκρη του τοίχου, έσυρε τον
σύρτη της βαριάς πόρτας και την έσπρωξε να ανοίξει,
αποκαλύπτοντας ένα περιβόλι µε δέντρα, µε τα κλαριά τους
γεµάτα φρούτα: κόκκινα και κίτρινα µήλα, αχλάδια. Πλησίασε
θέλοντας να κλέψει ένα φακιδιασµένο αχλάδι, αλλά µόλις η
µπότα του άγγιξε το γρασίδι, ένα σµήνος αφηνιασµένες χήνες
άρχισαν να τον κυνηγούν. Όταν έκανε πίσω, εκείνες
ανασηκώθηκαν στα πόδια τους, χτύπησαν τα φτερά τους
τεντώνοντας τον λαιµό τους θριαµβευτικά και του έκρωξαν.
Συνέχισε προς ένα µικρό, φωτισµένο παρεκκλήσι όπου βρήκε
καµιά δεκαριά νεαρές γυναίκες και κορίτσια, πεσµένες στα
γόνατα µε κουβάδες γεµάτους παλιακό γυαλιστικό λεβάντας
και κουρέλια, να γυαλίζουν µετά µανίας µε κυκλικές κινήσεις
το δάπεδο. Μόλις τον είδαν, τινάχτηκαν σαν να τις είχε
χτυπήσει το ρεύµα – εκείνος, απέναντι τους, να ζητάει την
αδελφή Κάρµελ, και µήπως ήταν εκεί; Όλες τους χωρίς
παπούτσια, περιφέρονταν µε µαύρες κάλτσες και κάτι
αποκρουστικά, γαριασµένα φορέµατα. Ένα κορίτσι είχε
κριθαράκι στο µάτι και τα µαλλιά ενός άλλου ήταν τόσο
άγαρµπα κουρεµένα σαν να τα είχε πάρει κάποιος τυφλός µε το
κλαδευτήρι.
Ήταν εκείνη που τον πλησίασε.
«Κύριε, θα µας βοηθήσετε;»
Ο Φέρλονγκ πισωπάτησε χωρίς να το καταλάβει.
«Πηγαίντε µε µέχρι το ποτάµι. Μόνο αυτό θα χρειαστεί να
κάνετε».
Του µιλούσε πολύ σοβαρά µε τη δουβλινέζικη προφορά της.
«Στο ποτάµι;»
« Ή µπορείτε απλώς να µε αφήσετε στην πύλη».
«Δεν είναι στο χέρι µου, κορίτσι µου. Δεν µπορώ να σε πάω
πουθενά» είπε ο Φέρλονγκ, δείχνοντας τις ανοιχτές, άδειες
παλάµες του.
«Πάρτε µε τότε σπίτι σας. Θα δουλέψω για σας µέχρι να πέσω
κάτω, κύριε».
« Έχω ήδη πέντε κορίτσια και µια γυναίκα στο σπίτι».
«Κι εγώ που δεν έχω κανέναν – το µόνο που θέλω είναι να
πέσω να πνιγώ. Να πάρει, ούτε αυτό δεν µπορείτε να κάνετε
πια για µας;»
Ξαφνικά έπεσε στα γόνατα και άρχισε να γυαλίζει – ο
Φέρλονγκ γύρισε και είδε µια µοναχή να στέκεται δίπλα στο
εξοµολογητήριο.
«Αδελφή» είπε ο Φέρλονγκ.
«Πώς µπορώ να σας βοηθήσω;»
« Έψαχνα την αδελφή Κάρµελ».
«Πήγε δίπλα στο Σαιντ Μάργκαρετ» του απάντησε. « Ίσως
µπορώ να σας βοηθήσω εγώ».
«Σας έφερα κούτσουρα και κάρβουνα, αδελφή».
Μόλις κατάλαβε ποιος ήταν, η όψη της άλλαξε.
«Εσείς ήσασταν που αναστατώσατε τις χήνες, πέρα στο
γρασίδι;»
Με το περίεργο αίσθηµα ότι τον έχουν επιπλήξει, ο Φέρλονγκ
ξέχασε για λίγο το κορίτσι και ακολούθησε τη µοναχή ως την
είσοδο, όπου εκείνη έριξε µια µατιά στη λίστα και µετά
επιθεώρησε το φορτίο, για να βεβαιωθεί ότι αντιστοιχούσε στην
παραγγελία. Έπειτα τον άφησε, πηγαίνοντας στο πλάι ενώ
εκείνος µετέφερε τα κάρβουνα και τα κούτσουρα στην
αποθήκη, και ξαναβγήκε από την µπροστινή είσοδο, για να τον
πληρώσει. Την περιεργαζόταν όσο εκείνη µέτραγε τα
χαρτονοµίσµατα· του θύµισε ένα δυνατό, κακοµαθηµένο πόνι
που του ’καναν για πολύ καιρό τα χατίρια. Του ’ρθε να πει κάτι
για το κορίτσι, αλλά το µετάνιωσε και τελικά έγραψε µόνο την
απόδειξη που του ζήτησε και της την έδωσε.
Με το που µπήκε στο φορτηγό, έκλεισε καλά την πόρτα και
άρχισε να οδηγεί. Λίγο αργότερα, στον δρόµο,
συνειδητοποίησε ότι είχε χάσει τη στροφή και πήγαινε προς τη
λάθος κατεύθυνση µε τέρµα το γκάζι, κι έπρεπε να πει στον
εαυτό του να ηρεµήσει, µε το µαλακό. Σκεφτόταν συνέχεια τα
κορίτσια, σε τι κατάσταση τα είχε βρει, πεσµένα στα γόνατα,
να γυαλίζουν το πάτωµα. Κάτι ακόµα που του έκανε
εντύπωση, όταν έβγαινε µαζί µε τη µοναχή από το
παρεκκλήσι, ήταν ότι η πόρτα που οδηγούσε προς το περιβόλι
και την έξοδο ήταν κλειδωµένη από µέσα µε λουκέτο κι ότι ο
ψηλός τοίχος που χώριζε το µοναστήρι από το Σαιντ
Μάργκαρετ δίπλα είχε σπασµένα γυαλιά πάνω πάνω. Κι ότι η
µοναχή, καθώς ερχόταν να πληρώσει, είχε φροντίσει να
κλειδώσει την πόρτα πίσω της.
Η οµίχλη απλωνόταν σαν µακρύ σεντόνι µε µπαλώµατα εδώ
κι εκεί και ο Φέρλονγκ δεν χωρούσε να στρίψει στον ελικοειδή
δρόµο, κι έτσι έστριψε δεξιά σε έναν χωµατόδροµο, κι έπειτα,
λίγο πιο κάτω, έστριψε πάλι δεξιά σε ένα άλλο δροµάκι, που
όσο πήγαινε στένευε. Αφού έστριψε µια ακόµα φορά και
πέρασε έναν αχυρώνα που ένιωθε ότι ίσως είχε ξαναπεράσει,
είδε µπροστά του έναν τράγο, που έσερνε πίσω του το λυµένο
κοντό του σκοινί, και συνάντησε έναν γέρο µε γιλέκο και
δρεπάνι, που πάλευε µε κάτι πανύψηλα ξεραµένα
γαϊδουράγκαθα στην άκρη του δρόµου.
Ο Φέρλονγκ σταµάτησε και τον καλησπέρισε.
«Μήπως ξέρετε πού θα µε βγάλει αυτός ο δρόµος;»
«Αυτός ο δρόµος;» Ο άντρας ακούµπησε κάτω το δρεπάνι,
στηρίχτηκε στο κοντάρι και τον κοίταξε επίµονα. «Αυτός ο
δρόµος θα σε βγάλει όπου θες να πας, γιε µου».
Εκείνο το βράδυ, ξαπλωµένος στο κρεβάτι, ο Φέρλονγκ
σκεφτόταν ότι θα ήταν καλύτερα να µην αναφέρει στην Αϊλίν
τίποτα απ’ όσα είχε δει στο µοναστήρι, αλλά όταν της τα είπε,
εκείνη ανακάθισε απότοµα και είπε ότι όλα αυτά δεν τους
αφορούν, κι ότι δεν µπορούσαν να κάνουν τίποτα, και ούτως ή
άλλως δεν χρειαζόντουσαν κι εκείνα τα κορίτσια µια φωτιά να
ζεσταθούν, όπως όλοι; Άλλωστε οι µοναχές πλήρωναν τις
οφειλές τους και πάντοτε στην ώρα τους, σε αντίθεση µε
κάποιους άλλους που σε ταράζουν στα βερεσέδια µέχρι να τους
τρίξεις τα δόντια και τότε τα βρίσκουν σκούρα.
Κι άλλα πολλά του είπε.
«Ξέρεις κάτι παραπάνω;» ρώτησε ο Φέρλονγκ.
«Τίποτα, µόνο αυτά που σου ’πα» απάντησε. «Και σε κάθε
περίπτωση, τι σχέση έχουν όλα αυτά µ’ εµάς; Καλά δεν είναι τα
κορίτσια µας, δεν τα προσέχουµε;»
«Τα κορίτσια µας;» ρώτησε ο Φέρλονγκ. «Τι σχέση έχουν τα
κορίτσια µας µε όλα αυτά;»
«Καµία απολύτως» του είπε. « Έχουµε καµιά υποχρέωση
απέναντί τους;»
«Δεν πίστευα κάτι τέτοιο στην αρχή, αλλά τώρα που σ’
ακούω, µ’ έχεις βάλει σε σκέψεις».
«Και πού µας βγάζουν αυτές οι σκέψεις;» είπε. «Το µόνο που
καταφέρνουν είναι να σε στεναχωρούν». Έπαιζε µε τις µικρές
πέρλες στα κουµπιά του νυχτικού της, ενοχληµένη. «Αν θες να
τα βγάλεις πέρα στη ζωή, υπάρχουν πράγµατα που πρέπει να
αγνοείς, για να µπορείς να συνεχίζεις».
«Δεν διαφωνώ µαζί σου, Αϊλίν».
«Συµφωνείς δεν συµφωνείς. Είναι που ’σαι ευαίσθητος.
Δίνεις απλόχερα και την τελευταία σου δεκάρα και–»
«Τι σε βαραίνει απόψε;»
«Τίποτα, ίσως αυτά που δεν λες να χωνέψεις. Κάτι ξέρεις κι
εσύ από αναποδιές, από πολύ µικρός».
«Για ποιες αναποδιές λες ακριβώς;»
«Ας πούµε ότι υπάρχουν κορίτσια εκεί έξω µε µπλεξίµατα,
αυτό σίγουρα το ξέρεις καλά».
Ήταν φτηνό καρφί, αλλά ήταν η πρώτη φορά που έβγαινε
κάτι τέτοιο από το στόµα της όσα χρόνια ήταν µαζί. Ένας
µικρός κόµπος του έκλεισε τον λαιµό και όσο κι αν
προσπάθησε δεν κατάφερε να τον φτύσει ούτε να τον καταπιεί.
Τελικά, δεν µπόρεσε ούτε να το παραβλέψει ούτε να βρει τις
λέξεις για να απαλύνει την ένταση µεταξύ τους.
«Δεν είχα λόγο να σου µιλήσω έτσι, Μπιλ» γλύκανε η Αϊλίν.
«Αν κοιτάµε τη δουλειά µας και κάνουµε αυτό που περιµένουν
από εµάς και συνεχίσουµε τις ζωές µας, δεν θα χρειαστεί
κανένας µας να υποµείνει όσα περνάνε αυτά τα κορίτσια. Τις
έβαλαν εκεί, γιατί δεν υπήρχε ψυχή στον κόσµο να τις
νοιάζεται. Ήταν οι δικοί τους άνθρωποι που τις παράτησαν
στην τύχη τους και που όταν έµπλεξαν τους γύρισαν την
πλάτη. Μόνο οι άνθρωποι που δεν έχουν δικά τους παιδιά
έχουν την άνεση να φέρονται απερίσκεπτα».
«Κι αν ήταν δικό µας παιδί;» είπε ο Φέρλονγκ.
«Αυτό ακριβώς λέω» είπε και σηκώθηκε πάλι. «Δεν είναι δικό
µας».
«Ευτυχώς που η κυρία Γουίλσον δεν είχε την ίδια γνώµη µε
σένα». Ο Φέρλονγκ την κοίταξε. «Πού θα είχε πάει η µητέρα
µου; Εγώ πού θα ’µουν τώρα;»
«Τι έγνοιες µπορεί να είχε η κυρία Γουίλσον που να µοιάζουν
έστω και λίγο µε τις δικές µας;» είπε η Αϊλίν. «Καθόταν στη
σπιταρόνα της µε τη σύνταξή της και το κτήµα της κι είχε τη
µάνα σου και τον Νεντ να δουλεύουν γι’ αυτήν. Αλήθεια, δεν
υπήρξε µια από τις ελάχιστες γυναίκες σε αυτόν τον κόσµο που
έκανε ακριβώς ό,τι ήθελε;»
5
Την εβδοµάδα των Χριστουγέννων προβλέπονταν χιόνια.
Γνωρίζοντας ότι η µάντρα θα ήταν κλειστή για καµιά δεκαριά
µέρες, οι άνθρωποι έπαιρναν πανικόβλητοι τηλέφωνο για να
κάνουν παραγγελίες της τελευταίας στιγµής κι όταν τελικά
κατάφερναν να πιάσουν γραµµή, παραπονιόντουσαν που
περίµεναν τόση ώρα. Σαν να µην έφτανε αυτό, το τελευταίο
φορτίο του έτους θα έφτανε µε καθυστέρηση και περίµεναν να
το παραλάβουν από την προβλήτα ανά πάσα στιγµή. Ο
Φέρλονγκ άφησε την Καθλίν, που δεν είχε σχολείο, να
αναλάβει το γραφείο όσο εκείνος έκανε παραδόσεις εκτός
πόλης, προσπαθώντας να εισπράξει όσες περισσότερες από τις
οφειλές που εκκρεµούσαν µπορούσε. Όταν επέστρεψε την ώρα
του µεσηµεριανού, η Καθλίν είχε τακτοποιήσει τα υπόλοιπα
δέµατα και είχε ετοιµάσει τις λίστες, ώστε να µη χάσει άλλο
χρόνο και να προλάβει να βάλει κάτι στο στόµα του πριν
ξεκινήσει πάλι για να πάει τις υπόλοιπες παραγγελίες.
Το Σάββατο, όταν επέστρεψε από την πρωινή γύρα, η Καθλίν
έµοιαζε κουρασµένη, αλλά ευτυχώς είχε µείνει µόνο µια
τελευταία παρτίδα. Του έδωσε τις λίστες και τον ενηµέρωσε ότι
το µοναστήρι είχε µόλις κάνει µια µεγάλη παραγγελία.
«Εγώ τώρα πρέπει να φύγω, πες τους να την ετοιµάσουν πριν
από το απόγευµα» είπε ο Φέρλονγκ. «Θα την πάω εγώ το
πρωί».
«Αύριο είναι Κυριακή, µπαµπά».
«Και τι να κάνω; Θα πνιγόµαστε στη δουλειά από τη Δευτέρα
– και µετά, την Παραµονή των Χριστουγέννων, η µισή µέρα
πάει χαµένη».
Δεν τον ένοιαξε πολύ το µεσηµεριανό του και από την πίεση
να γυρίσει στη δουλειά µπουκώθηκε µε κάτι µπισκότα κι ένα
φλιτζάνι τσάι· ίσα που πρόφτασε να σταθεί µια στιγµή να
ζεσταθεί στη σόµπα. Η θέρµανση στο φορτηγό είχε αρχίσει να
χαλάει και τα πόδια του είχαν παγώσει.
«Είσαι αρκετά ζεστά εδώ, Καθλίν;»
Ταξινοµούσε τα τιµολόγια, αλλά φαινόταν να µην ξέρει πώς
να τα βάλει για να τα κάνει να χωρέσουν.
«Καλά είµαι, µπαµπά».
«Είσαι καλά;»
«Τέλεια» του είπε.
«Μήπως σ’ ενόχλησε κάποιος απ’ τους άντρες όσο έλειπα;»
«Όχι».
«Άµα γίνει τίποτα, να µου το πεις οπωσδήποτε».
«Δεν έχει συµβεί τίποτα τέτοιο, µπαµπά. Αλήθεια».
«Ορκίσου».
«Ορκίζοµαι».
«Τι είναι τότε;»
Γύρισε από την άλλη και σοβάρεψε, µε τα χαρτιά ακόµη στο
χέρι της.
«Τι τρέχει, καρδούλα µου;»
Πέρασε το αντίγραφο της παραγγελίας του µοναστηριού µε
δύναµη στο όρθιο καρφί που ’ταν πάνω στο γραφείο.
«Απλώς θέλω να πάω µε τους φίλους µου στα µαγαζιά τώρα
πριν κλείσουν, για να δούµε τα φωτάκια και να δοκιµάσουµε
τζιν, αλλά η µαµά µε πήρε πριν τηλέφωνο και λέει ότι πρέπει
να πάω µαζί της στον οδοντίατρο».

Το επόµενο πρωί, όταν ο Φέρλονγκ ξύπνησε και τράβηξε τις


κουρτίνες, ο ουρανός ήταν παράξενος και πνιγηρός, µε
ελάχιστα αχνά αστέρια. Στον δρόµο, ένα σκυλί έγλειφε ένα
κονσερβοκούτι, το έσπρωχνε µε τη µουσούδα του πάνω στο
παγωµένο πεζοδρόµιο κάνοντας θόρυβο. Τα κοράκια µε το
ύπουλο περπάτηµά τους είχαν ήδη ξεµυτίσει και από τα ράµφη
τους ξέφευγαν κοφτά, τραχιά κρωξίµατα και µακρόσυρτες
κραυγές όλο χάρη, σαν ο κόσµος να τους έµοιαζε τελικά
απαράδεκτος. Ένα απ’ αυτά ξέσκιζε ένα κουτί πίτσας και,
κρατώντας αντίσταση µε το πόδι του πάνω στο χαρτόνι,
ράµφιζε ό,τι είχε µπρος στα καχύποπτα µάτια του, ώσπου
φτεροκόπησε και πέταξε γρήγορα µακριά µε µια κόρα στο
ράµφος. Και τα υπόλοιπα τόσο κοµψά, καθώς πηγαινοέρχονταν
επιθεωρώντας το έδαφος και τον περίγυρο µε τα φτερά τους
κολληµένα στον κορµό, θύµιζαν στον Φέρλονγκ τον νεαρό
εφηµέριο που του άρεσε να περιφέρεται στην πόλη µε τα χέρια
πίσω απ’ την πλάτη.
Η Αϊλίν είχε αποκοιµηθεί κι εκείνος έµεινε για λίγο να την
κοιτάζει στοργικά, συνειδητοποιώντας πόσο την είχε ανάγκη,
και χάζευε τον γυµνό της ώµο, τα ανοιχτά κοιµισµένα χέρια
της, τα κατάµαυρα µαλλιά της χυµένα πάνω στη
µαξιλαροθήκη. Ήθελε τόσο πολύ να µείνει µαζί της, να την
πλησιάσει και να την αγγίξει, αλλά τελικά πήρε την µπλούζα
και το παντελόνι του από την καρέκλα και ντύθηκε στο
σκοτάδι, δίχως να την ξυπνήσει.
Πριν κατέβει τις σκάλες, πήγε να ρίξει µια µατιά στην Καθλίν,
που κοιµόταν µ’ ένα δόντι λιγότερο. Δίπλα της, η Τζόαν
σάλεψε λίγο, άλλαξε πλευρό και αναστέναξε. Στο κρεβάτι
απέναντι, η Λορέτα ήταν ξύπνια. Ο Φέρλονγκ δεν είδε τα
µάτια της να λάµπουν, αλλά τα ένιωσε να τρυπούν το σκοτάδι.
«Είσαι καλά, γλυκό µου;» ψιθύρισε ο Φέρλονγκ.
«Ναι, µπαµπά».
«Πρέπει να φύγω τώρα. Δεν θ’ αργήσω».
«Σίγουρα πρέπει να φύγεις;»
«Θα γυρίσω σε µισή ώρα, παιδί µου. Κοιµήσου».
Στην κουζίνα δεν χασοµέρησε µε τον βραστήρα και το τσάι,
µονάχα άλειψε λίγο βούτυρο σε µια φέτα ψωµί, την έφαγε στο
πόδι κι έφυγε για τη µάντρα.
Έξω οι δρόµοι έλαµπαν από τον πάγο, και οι µπότες του
ηχούσαν ασυνήθιστα δυνατά στο πεζοδρόµιο, ήταν πολύ νωρίς
για Κυριακή πρωί άλλωστε. Όταν έφτασε στην πύλη και βρήκε
την κλειδαριά γεµάτη πάγο, ένιωσε πόσο ζόρικη είναι η ζωή κι
ευχήθηκε να είχε µείνει στο κρεβάτι, αποφάσισε όµως να µην
τα παρατήσει και προχώρησε προς ένα γειτονικό σπίτι που είχε
αναµµένο φως.
Όταν χτύπησε απαλά την πόρτα, δεν άνοιξε η κυρία του
σπιτιού, αλλά µια σχετικά νεαρή γυναίκα, που φορούσε µακρύ
νυχτικό κι ένα σάλι. Τα µαλλιά της, που δεν ήταν ούτε καστανά
ούτε κόκκινα, αλλά είχαν το χρώµα της κανέλας, έφταναν
µέχρι τη µέση της σχεδόν, και ήταν ξυπόλυτη. Πίσω της στην
κουζίνα, φλογίτσες από το υγραέριο έγλειφαν το τσαγερό κι
ένα κατσαρολάκι, και τρία µικρά παιδιά που κάτι του θύµιζαν
κάθονταν γύρω από το τραπέζι µε βιβλία ζωγραφικής κι ένα
σακουλάκι σταφίδες. Το δωµάτιο µοσχοβολούσε κάτι πολύ
γνώριµο, αλλά δεν µπορούσε να καταλάβει τι ήταν ή από πού
ερχόταν.
«Συγγνώµη για την ενόχληση» είπε ο Φέρλονγκ. «Είµαι από
απέναντι και προσπαθώ να µπω στη µάντρα, αλλά το λουκέτο
πάγωσε».
«Μα, µην το συζητάς» είπε εκείνη. «Το τσαγερό θες;»
Ακουγόταν σαν να ήταν απ’ τα δυτικά.
«Ναι» είπε ο Φέρλονγκ. «Αν είναι εύκολο»,
Σήκωσε τα µαλλιά ψηλά πάνω από τον ώµο της και ο
Φέρλονγκ είδε, άθελά του, την καµπύλη του στήθους της, που
ήταν γυµνό κάτω από το βαµβακερό ύφασµα.
«Είναι ζεστό το νερό. Ορίστε» είπε, φέρνοντας το τσαγερό.
«Πάρ’ το µαζί σου».
«Σίγουρα το χρειάζεστε για το τσάι σας».
«Πάρ’ το» είπε. «Αφού το ξέρεις ότι είναι κακή τύχη να
αρνείσαι νερό σε όποιον σ’ το ζητήσει».
Όταν τέλειωσε µε το λουκέτο κι επέστρεψε, χτύπησε την
πόρτα, φώναξε σιγανά και την άκουσε να του λέει να περάσει
κι έσπρωξε την πόρτα, ένα κεράκι ήταν αναµµένο πάνω στο
τραπέζι κι εκείνη έχυνε ζεστό γάλα σε µπολ µε δηµητριακά για
τα παιδιά.
Έµεινε έτσι για µια στιγµή, απορροφώντας τη γαλήνη αυτού
του απλού δωµατίου, αφήνοντας ένα κοµµάτι του µυαλού του
να ξεστρατίσει ελεύθερο και να φανταστεί πώς θα ήταν να ζει
εκεί, σε αυτό το σπίτι, µ’ αυτή για γυναίκα του. Τελευταία,
ονειρευόταν συχνά µια άλλη ζωή, αλλού, κι αναρωτιόταν αν το
είχε στο αίµα του· δεν ήταν κι ο πατέρας του ένας από αυτούς
που την είχαν κάνει ξαφνικά και είχαν πάρει το πλοίο για
Αγγλία; Του φαινόταν τόσο λογικό, όσο και βαθιά άδικο
ταυτόχρονα, η ζωή, στο µεγαλύτερο µέρος της, να αφήνεται
στην τύχη.
«Τα κατάφερες;» τον ρώτησε, παίρνοντας το τσαγερό.
«Ναι» είπε ο Φέρλονγκ, αγγίζοντας κατά λάθος το κρύο της
χέρι. «Ευχαριστώ πολύ».
« Ένα φλιτζάνι τσάι;»
«Πολύ θα το ήθελα» είπε «αλλά πρέπει να φύγω».
«Δυο λεπτά θέλει να ξαναβράσει το νερό».
« Έχω ήδη αργήσει, έτσι όπως ήρθαν τα πράγµατα, αλλά θα
στείλω έναν απ’ τους άντρες µου µ’ ένα τσουβάλι κάρβουνα».
«Ω, δεν είναι ανάγκη».
«Καλά Χριστούγεννα» της είπε κι έφυγε.
«Και σε σένα» του φώναξε, όσο εκείνος αποµακρυνόταν.

Μόλις ο Φέρλονγκ άνοιξε τις πύλες και τις στερέωσε µε


τσιµεντόλιθους, συνήλθε και συγκεντρώθηκε σε αυτά που
έπρεπε να κάνει. Είχε άγχος για το φορτηγό, αλλά όταν έβαλε
το κλειδί στη µίζα, η µηχανή πήρε µπρος, κι εκείνος άφησε
έναν αναστεναγµό που τόση ώρα καταπίεζε χωρίς να το
καταλαβαίνει, και την άφησε να ζεσταθεί. Το προηγούµενο
απόγευµα είχε βεβαιωθεί ότι το φορτίο αντιστοιχούσε στην
παραγγελία, αλλά τώρα έπιασε τον εαυτό του να το ελέγχει
ξανά. Επιθεώρησε και τη µάντρα, να δει αν ήταν συγυρισµένη,
και τις ζυγαριές, να βεβαιωθεί ότι δεν είχε ξεχάσει τίποτα έξω
όλο το βράδυ, αν και τα είχε κάνει ήδη όλα αυτά, ήταν
σίγουρος, χθες, πριν κλειδώσει. Δεν χρειαζόταν τίποτα από το
γραφείο, παρ’ όλα αυτά άνοιξε την πόρτα και άναψε το φως και
κοίταξε προσεκτικά τα πάντα γύρω του: τις στοίβες µε τα
χαρτιά, τους τηλεφωνικούς καταλόγους και τους φακέλους, τις
λίστες και τα αντίγραφα των τιµολογίων περασµένα στο καρφί.
Την ώρα που έγραφε ένα σηµείωµα για ένα τσουβάλι
κούτσουρα που έπρεπε να παραδοθεί στο απέναντι σπίτι,
χτύπησε το τηλέφωνο. Έµεινε να το κοιτάζει µέχρι να
σταµατήσει και µετά περίµενε ένα δύο λεπτά για να δει αν θα
ξαναχτυπούσε. Όταν έγραψε το σηµείωµα, αποµακρύνθηκε και
κλείδωσε την πόρτα.
Καθώς οδηγούσε στην ανηφόρα για το µοναστήρι, οι
προβολείς του φορτηγού φώτισαν στιγµιαία τα παράθυρα και ο
Φέρλονγκ ένιωσε πως εκεί βρήκε τον εαυτό του. Όσο πιο
αθόρυβα µπορούσε, πέρασε µε το φορτηγό µπροστά από την
είσοδο κι έκανε αναστροφή στο πλάι, στην αποθήκη µε τα
κάρβουνα, κι έσβησε τη µηχανή. Νυσταγµένος, βγήκε έξω και
κοίταξε τα δέντρα και τους θάµνους, τη φάτνη µε το άγαλµα
της Παναγίας, τα µάτια της στραµµένα στο έδαφος σαν να
ήταν απογοητευµένη από τα ψεύτικα λουλούδια που
βρίσκονταν γύρω από τα πόδια της και τον πάγο που γυάλιζε
στα σηµεία όπου έπεφταν ακτίνες φωτός από τα ψηλά
παράθυρα.
Πόσο ακίνητα ήταν όλα εκεί πάνω, κι όµως, γιατί δεν ήταν
ποτέ ήρεµα; Η µέρα δεν είχε ξηµερώσει ακόµη και ο Φέρλονγκ
κοίταξε χαµηλά το µαύρο λαµπερό ποτάµι και τις
αντανακλάσεις της φωτισµένης πόλης στην επιφάνειά του.
Ήταν τόσα τα πράγµατα που όσο πιο µακριά βρίσκονταν τόσο
πιο όµορφα έµοιαζαν. Δεν ήταν σίγουρος τι προτιµούσε: τη
θέα της πόλης ή την αντανάκλασή της στο νερό. Κάπου αλλού,
φωνές τραγουδούσαν το «Adeste Fideles». Πιθανότατα θα ήταν
οι οικότροφες στο Σαιντ Μάργκαρετ δίπλα – αυτά τα κορίτσια
δεν θα ’χαν όµως επιστρέψει πια σπίτι; Μεθαύριο ήταν
παραµονή Χριστουγέννων. Άρα πρέπει να ήταν τα κορίτσια της
σχολής. Ή µήπως ήταν οι ίδιες οι µοναχές, που έκαναν πρόβα
πριν από την πρωινή λειτουργία; Έµεινε για λίγο να τις ακούει
όσο κοίταζε την πόλη κάτω, τον καπνό που έβγαινε από τις
καµινάδες και τα µικρά, ξέθωρα αστέρια στον ουρανό. Το πιο
λαµπρό απ’ όλα έπεσε, όσο εκείνος έστεκε ακίνητος,
χαράσσοντας στιγµιαία πίσω του µια γραµµή σαν ίχνος
κιµωλίας πάνω σε µαυροπίνακα, προτού εξαφανιστεί. Ένα άλλο
έµοιαζε να σιγοκαίει και σιγά σιγά έσβησε κι αυτό.
Όταν άνοιξε την καρότσα του φορτηγού και πήγε να ανοίξει
και την πόρτα της αποθήκης, ο σύρτης είχε µαγκώσει από τον
πάγο κι αναρωτήθηκε αν είχε µετατραπεί σε ειδικό για πόρτες,
µιας κι είχε περάσει την καλύτερη περίοδο της ζωής του όρθιος
έξω από τη µία ή την άλλη, περιµένοντάς τες να ανοίξουν. Με
το που έσπρωξε τον σύρτη, ένιωσε κάτι να κινείται µέσα, αλλά
δεν θα ήταν η πρώτη φορά που θα ’βρισκε έναν σκύλο να
προσπαθεί µάταια να βολευτεί σε µια αποθήκη µε κάρβουνα.
Δεν µπορούσε να δει καλά και αναγκάστηκε να επιστρέψει στο
φορτηγό για να πάρει τον φακό. Όταν τον έστρεψε κατά κει,
έκρινε, από ό,τι είδε στο πάτωµα, πως το κορίτσι ήταν εκεί
µέσα πάνω από µια νύχτα.
«Χριστέ µου» είπε.
Το µόνο πράγµα που του ήρθε να κάνει ήταν να βγάλει το
µπουφάν του. Όταν πήγε να το βάλει γύρω της, εκείνη ζάρωσε
από τον φόβο.
«Δεν θα σου κάνω κακό» εξήγησε ο Φέρλονγκ. «Μόλις ήρθα
µε τα κάρβουνα, γλυκιά µου».
Άγαρµπα, έριξε πάλι φως στο πάτωµα και στα περιττώµατά
της.
«Για όνοµα του Θεού, παιδί µου» είπε. «Φύγε αποκεί».
Όταν κατάφερε να τη βγάλει έξω και αντίκρισε το πλάσµα που
είχε µπροστά του –ένα κορίτσι που µε το ζόρι στεκόταν όρθιο,
µε τα µαλλιά στραβοκουρεµένα– ευχήθηκε από µέσα του να
µην είχε πάει ποτέ του σ’ εκείνο το µέρος.
«Είσαι καλά» είπε. « Έλα, στηρίξου πάνω µου».
Το κορίτσι φαινόταν να µην τον θέλει κοντά της, αλλά
κατάφερε να την πάει µέχρι το φορτηγό, όπου εκείνη έγειρε
πάνω στο ζεστό καπό και κοίταξε την πόλη κάτω και το ποτάµι,
και πιο πέρα, όπως είχε κάνει κι αυτός, τον ουρανό.
«Είµαι έξω επιτέλους» κατάφερε να πει, µετά από λίγο.
«Ναι».
Ο Φέρλονγκ τύλιξε το µπουφάν καλύτερα γύρω της. Δεν
έµοιαζε να την ενοχλεί τώρα.
«Είναι νύχτα ή µέρα;»
«Είναι νωρίς το πρωί» εξήγησε ο Φέρλονγκ. «Σε λίγο θα
ξηµερώσει».
«Κι αυτός είναι ο Μπάροου;»
«Ναι» είπε ο Φέρλονγκ. «Στα νερά του κολυµπούν σολοµοί».
Για µια στιγµή δεν ήταν σίγουρος πως δεν ήταν η ίδια κοπέλα
µε εκείνη που είχε συναντήσει στο εκκλησάκι τη µέρα που του
είχαν κρώξει οι χήνες – τελικά αυτή ήταν άλλη. Φώτισε τα
πόδια της µε τον φακό, είδε τα µακριά νύχια των ποδιών της,
µαύρα από το κάρβουνο, και έπειτα τον έσβησε.
«Πώς και σε παράτησαν εκεί µέσα;»
Δεν του απάντησε, κι εκείνος συναισθάνθηκε κάπως αυτό
που µάλλον ένιωθε εκείνη, και µάταια σκάλισε το µυαλό του
για να βρει κάτι παρηγορητικό να της πει. Μετά από λίγη ώρα,
κατά την οποία το αεράκι παράσερνε τα παγωµένα φύλλα στα
χαλίκια, συνήλθε και τη βοήθησε να φτάσει µέχρι την είσοδο.
Παρόλο που ένα κοµµάτι του εαυτού του αναρωτιόταν τι στο
καλό έκανε, συνέχισε, όπως το συνήθιζε, και συνειδητοποίησε
ότι είχε γείρει να στηριχτεί ενώ πατούσε το κουδούνι της
εξώπορτας, κι όταν άκουσε τον χτύπο του από µέσα τινάχτηκε
νευρικά.
Η πόρτα δεν άργησε να ανοίξει και φάνηκε µια νεαρή
µοναχή.
«Ω!» Άφησε µια πνιχτή κραυγή κι έκλεισε γρήγορα την πόρτα.
Το κορίτσι πλάι του δεν έβγαλε άχνα, µόνο έµεινε να κοιτάζει
επίµονα την πόρτα, σαν να µπορούσε να την τρυπήσει µε το
φλογισµένο της βλέµµα.
«Τι συµβαίνει εδώ πέρα τέλος πάντων;» ρώτησε ο Φέρλονγκ.
Το κορίτσι και πάλι δεν µίλησε, κι εκείνος µάταια πάσχισε να
βρει κάτι να πει.
Για αρκετή ώρα, περίµεναν µες στο κρύο στο κατώφλι. Θα
µπορούσε να την είχε πάρει µαζί του επιτόπου, το ήξερε, και
αναλογίστηκε την πιθανότητα να την πάει στο σπίτι του ιερέα ή
στο σπίτι µαζί του – αλλά ήταν ένα τόσο µικρό, ανήµπορο
πλάσµα, και για ακόµα µία φορά ένα κοµµάτι του εαυτού του
το µόνο που ήθελε ήταν να ξεµπερδέψει µε όλα αυτά και να
γυρίσει σπίτι.
Πάτησε πάλι το κουδούνι.
«Δεν θα τους ρωτήσεις για το µωρό µου;»
«Τι;»
«Πρέπει να πεινάει» είπε. «Θα ’ναι κανείς εκεί να το ταΐσει
τέτοια ώρα;»
« Έχεις παιδί;»
«Είναι δεκατεσσάρων εβδοµάδων. Μου το πήρανε τώρα, αλλά
ίσως µ’ αφήσουν να το ταΐσω πάλι, αν είναι εδώ. Δεν ξέρω πού
είναι».
Ο Φέρλονγκ άρχισε να σκέφτεται ξανά τι να κάνει, όταν η
ηγουµένη, µια ψηλή γυναίκα, που την αναγνώρισε από το
εκκλησάκι, αλλά δεν της είχε µιλήσει παρά ελάχιστες φορές,
άνοιξε διάπλατα την πόρτα.
«Κύριε Φέρλονγκ» είπε χαµογελαστή. «Τι ευγενικό εκ µέρους
σας να µας επισκεφτείτε και να µας αφιερώσετε λίγο από τον
χρόνο σας, τόσο νωρίς Κυριακή πρωί».
«Ηγουµένη» είπε ο Φέρλονγκ. «Είναι νωρίς, το ξέρω».
«Αλήθεια λυπάµαι που έπρεπε να αντικρίσετε κάτι τέτοιο»
είπε και στράφηκε στο κορίτσι. «Πού ήσουν;» άλλαξε το ύφος
της. «Δεν πέρασε πολλή ώρα πριν ανακαλύψουµε ότι δεν
ήσουν στο κρεβάτι σου. Ήµασταν έτοιµες να καλέσουµε την
αστυνοµία».
«Αυτό το κορίτσι ήταν κλειδωµένο στην αποθήκη σας όλο το
βράδυ» της είπε ο Φέρλονγκ. «Για όποιον λόγο κι αν ήταν
εκεί».
«Ο Θεός να σ’ έχει καλά, παιδί µου. Έλα µέσα και πήγαινε
πάνω να κάνεις ένα ζεστό µπάνιο. Θα τον βρεις τον δρόµο σου.
Το καηµένο δεν ξέρει τι της γίνεται πολλές φορές. Ό,τι κι αν
κάνουµε για αυτήν, δεν ξέρω πια τι άλλο να πω».
Το κορίτσι στεκόταν σε ένα είδος έκστασης κι είχε αρχίσει να
τρέµει.
«Ελάτε µέσα» του είπε η ηγουµένη. «Θα φτιάξουµε τσάι.
Είναι πολύ στενάχωρη υπόθεση».
«Ω, δεν θα ’ρθω» ο Φέρλονγκ έκανε ένα βήµα πίσω – σαν
αυτό το βήµα να µπορούσε να τον πάει πίσω στον χρόνο, πριν
από όλα αυτά.
«Θα µπείτε µέσα» είπε. «Δεν θα δεχτώ τίποτα λιγότερο».
«Δεν έχω χρόνο, βιάζοµαι, ηγουµένη. Πρέπει να πάω αµέσως
σπίτι και να αλλάξω για τη λειτουργία».
«Τότε θα έρθετε µέσα για όσο χρόνο έχετε. Είναι νωρίς ακόµη
– εξάλλου δεν είναι µόνο µία η λειτουργία σήµερα».
Ο Φέρλονγκ την ακολούθησε βγάζοντας το καπέλο του, όπως
του είχε ζητήσει, και βοήθησε το κορίτσι να διασχίσει τον
διάδροµο µέχρι να φτάσει στην πίσω κουζίνα, όπου δύο
κορίτσια ξεφλούδιζαν γογγύλια και έπλεναν λάχανα στον
νεροχύτη. Η νεαρή µοναχή που τους είχε ανοίξει την πόρτα
στεκόταν πίσω από έναν τεράστιο µαύρο πάγκο,
ανακατεύοντας κάτι δίπλα σε ένα τσουκάλι που είχε αρχίσει να
κοχλάζει. Όλο το δωµάτιο και τα πάντα µέσα του έλαµπαν,
αψεγάδιαστα: σε µια από τις κατσαρόλες που κρέµονταν στον
τοίχο ο Φέρλονγκ έπιασε µια αντανάκλαση του εαυτού του,
όπως περνούσε.
Η ηγουµένη δεν σταµάτησε, αλλά συνέχισε σε έναν
πλακόστρωτο διάδροµο.
«Αποδώ».
«Θα γεµίσουµε βροµιές το πάτωµά σας, ηγουµένη» είπε ο
Φέρλονγκ ασυναίσθητα.
«Δεν πειράζει» είπε εκείνη. «Αν δεν υπήρχαν οι βροµιές δεν
θα πουλούσαν σαπούνι».
Τους οδήγησε σε ένα ωραίο, ευρύχωρο δωµάτιο, όπου µια
φωτιά είχε µόλις αρχίσει να καίει σε ένα µαντεµένιο τζάκι. Ένα
µεγάλο τραπέζι, στρωµένο µε ένα κατάλευκο πανί, µε
καρέκλες γύρω γύρω, ένας µαονένιος µπουφές και βιβλιοθήκες
µε τζαµωτά φύλλα. Πάνω από τη µετώπη του τζακιού ήταν
κρεµασµένο ένα πορτρέτο του πάπα Ιωάννη Παύλου Β΄.
«Κάτσε τώρα δίπλα στη φωτιά να ζεσταθείς, εντάξει;» του
είπε, επιστρέφοντάς του το πανωφόρι του. «Θα αναλάβω εγώ
το κορίτσι και θα φροντίσω για το τσάι µας».
Έφυγε, κλείνοντας πίσω της την πόρτα, αλλά δεν πρόλαβε να
βγει και µπήκε µέσα η νεαρή µοναχή, κουβαλώντας έναν
δίσκο. Τα χέρια της έτρεµαν κι ένα κουταλάκι έπεσε.
«Περιµένετε επισκέπτη» είπε ο Φέρλονγκ.
«Κι άλλον;» Έµοιαζε θορυβηµένη.
« Έκφραση είναι» εξήγησε ο Φέρλονγκ. «Το λέµε όταν πέφτει
ένα κουτάλι».
«Κατάλαβα» είπε εκείνη και τον κοίταξε.
Συνέχισε λοιπόν, όσο καλύτερα µπορούσε, βγάζοντας από τον
δίσκο τα φλιτζάνια και τα πιατάκια, δυσκολεύτηκε όµως να
ανοίξει το καπάκι από ένα µεταλλικό κουτί, τελικά όµως τα
κατάφερε, έβγαλε ένα κοµµάτι κέικ µε φρούτα και το έκοψε
πολύ γρήγορα µ’ ένα µαχαίρι.
Όταν επέστρεψε η ηγουµένη, πλησίασε αργά το τζάκι,
σήκωσε τις τσιµπίδες και ανακάτεψε τα προσανάµµατα,
σπρώχνοντας τα αναµµένα κλαδάκια µε µαεστρία στο κέντρο,
τοποθετώντας γύρω τους καινούργια κάρβουνα, από τα
καλύτερα του Φέρλονγκ, κατευθείαν από τον κουβά, κι έπειτα
κάθισε στην πολυθρόνα απέναντί του.
«Λοιπόν, όλα καλά στο σπίτι, Μπιλ;» ξεκίνησε εκείνη.
Τα µάτια της δεν ήταν ούτε γαλάζια ούτε γκρίζα, είχαν µια
ενδιάµεση απόχρωση.
«Όλα καλά, σας ευχαριστώ, ηγουµένη».
«Και τα κορίτσια σου; Πώς είναι; Άκουσα ότι οι δύο
σηµειώνουν πρόοδο µε τα µαθήµατα µουσικής τους εδώ. Κι
έχεις και τις άλλες δύο δίπλα».
«Τα πάνε καλά, δόξα τω Θεώ».
«Και βλέπουµε και την άλλη δικιά σου στη χορωδία. Φαίνεται
να είναι σαν στο σπίτι της».
«Τα βγάζουν πέρα».
«Κι όταν έρθει η ώρα τους, θα βρεθούν δίπλα, Θεού
θέλοντος».
«Θεού θέλοντος, ηγουµένη».
«Αλλά είναι τόσα πολλά, στις µέρες µας. Δεν είναι εύκολο να
βρεθεί ένα µέρος για όλα».
«Είµαι σίγουρος».
« Έχεις πέντε ή έξι;»
« Έχουµε πέντε, ηγουµένη».
Τότε εκείνη σηκώθηκε, έβγαλε το καπάκι από την τσαγιέρα
και ανακάτεψε τα φύλλα τσαγιού. «Πρέπει πάντως να είναι µια
µικρή απογοήτευση, όπως και να ’χει».
Του είχε γυρισµένη την πλάτη.
«Απογοήτευση;» είπε ο Φέρλονγκ. «Με ποια έννοια;»
«Να µην έχεις κανέναν να συνεχίσει το όνοµα της
οικογένειας».
Εκείνη δεν αστειευόταν, αλλά ο Φέρλονγκ, που ’χε µεγάλη
εµπειρία σε αυτά τα παιχνίδια, βρισκόταν σε γνώριµα εδάφη.
Τεντώθηκε λίγο και άφησε την µπότα του να αγγίξει το
καλογυαλισµένο µπρούντζινο προστατευτικό του τζακιού.
«Κι εγώ το όνοµα της µητέρας µου πήρα, ηγουµένη. Και ποτέ
δεν µου δηµιούργησε πρόβληµα».
«Αλήθεια;»
«Τι πρόβληµα να έχω µε τα κορίτσια;» συνέχισε. «Η ίδια µου
η µητέρα ήταν κορίτσι, κάποτε. Και τολµώ να πω ότι το ίδιο
ισχύει και για εσάς και για το µισό ανθρώπινο γένος».
Σταµάτησαν για λίγο να µιλάνε, κι ο Φέρλονγκ ένιωσε ότι
εκείνη δεν υπαναχωρούσε, άλλα µάλλον ετοιµαζόταν να
αλλάξει τακτική – ώσπου η πόρτα άνοιξε και το κορίτσι από την
αποθήκη µπήκε µέσα φορώντας µια µπλούζα, ζακέτα και µια
καρό φούστα και παπούτσια, µε τα µαλλιά της βρεγµένα και
κακοχτενισµένα.
«Γρήγορη ήσουν». Ο Φέρλονγκ µισοσηκώθηκε. «Είσαι
καλύτερα τώρα, παιδί µου;»
«Κάτσε εδώ τώρα, λοιπόν». Η ηγουµένη τράβηξε µια καρέκλα
για να καθίσει. «Πάρε ένα φλιτζάνι τσάι και κέικ, να
ζεσταθείς». Για να την περιποιηθεί, πήρε την τσαγιέρα και της
σέρβιρε τσάι κι έπειτα έσπρωξε το φλιτζάνι και τη ζάχαρη
κοντά της, για να τα φτάνει εύκολα.
Το κορίτσι έκατσε στο τραπέζι και ξεκίνησε αµήχανα να
τσιµπάει κοµµατάκια φρούτου από το κέικ, κι έπειτα κατέβασε
το υπόλοιπο µε το ζεστό τσάι, αλλά δυσκολεύτηκε
προσπαθώντας να τοποθετήσει το φλιτζάνι πάνω στο πιατάκι.
Για λίγη ώρα, η ηγουµένη κουβέντιαζε χαλαρά για τα νέα και
για διάφορα ασήµαντα πράγµατα, προτού στραφεί στο κορίτσι:
«Θες να µας πεις τώρα γιατί ήσουν στην αποθήκη µε τα
κάρβουνα;» είπε. «Αρκεί µόνο να µας πεις. Δεν θα βρεις τον
µπελά σου».
Το κορίτσι πάγωσε στην καρέκλα του.
«Ποιος σε έκλεισε εκεί;»
Το τροµοκρατηµένο βλέµµα του κοριτσιού ταξίδεψε δεξιά
αριστερά, συναντήθηκε στιγµιαία µε το βλέµµα του Φέρλονγκ
και τελικά καρφώθηκε πάλι στο τραπέζι και στα ψίχουλα στο
πιάτο της.
«Με έκρυψαν, ηγουµένη».
«Πώς έγινε αυτό;»
«Ε να, παίζαµε».
«Παίζατε; Τι παίζατε, θα ’θελες να µας πεις;»
«Απλώς παίζαµε, ηγουµένη».
«Κρυφτό, υποθέτω. Και στην ηλικία σας. Δεν τους πέρασε
από το µυαλό να σε βγάλουν έξω όταν τελείωσε το παιχνίδι;»
Το κορίτσι απέστρεψε το βλέµµα του και άφησε έναν
απόκοσµο λυγµό.
«Τι σε βαραίνει τώρα, παιδί µου; Ένα απλό λάθος δεν ήταν
όλα; Απολύτως τίποτα δεν ήταν, σωστά;»
«Ναι, ηγουµένη».
«Τι ήταν;»
«Απολύτως τίποτα, ηγουµένη».
«Πήρες µια τροµάρα, αυτό ήταν όλο. Αυτό που σου
χρειάζεται τώρα είναι το πρωινό σου και ένας καλός, βαθύς
ύπνος».
Κοίταξε τη νεαρή µοναχή που τόση ώρα έστεκε ακίνητη σαν
άγαλµα στο δωµάτιο και έγνεψε.
«Δεν θα της φτιάξεις κάτι; Πήγαινέ την στην κουζίνα και
δώσ’ της ένα πιάτο φαΐ. Και φρόντισε να ξεκουραστεί σήµερα».
Ο Φέρλονγκ παρατηρούσε το κορίτσι όσο το αποµάκρυναν και
πολύ γρήγορα κατάλαβε ότι αυτή η γυναίκα δεν τον ήθελε άλλο
εκεί – αλλά η επιθυµία του να φύγει είχε δώσει τη θέση της σε
κάτι σαν πείσµα να µείνει κι άλλο, να µην υποχωρήσει. Έξω
ήδη ξηµέρωνε σιγά σιγά. Σε λίγο θα ηχούσαν οι καµπάνες της
πρώτης λειτουργίας. Παρέµεινε καθιστός, αυτή η παράξενη
καινούργια δύναµη τον είχε γεµίσει θάρρος. Εξάλλου, εδώ ήταν
ένας άντρας ανάµεσα σε γυναίκες.
Κοίταξε τη γυναίκα µπροστά του και πώς ήταν ντυµένη: τα
καλοσιδερωµένα ρούχα, τα λουστραρισµένα παπούτσια.
«Γρήγορα έφτασαν τα Χριστούγεννα, τελικά» είπε αδιάφορα.
«Ναι, αλήθεια είναι».
Της το αναγνώριζε, ήταν ψύχραιµη.
«Φαντάζοµαι ακούσατε ότι περιµένουµε χιόνια».
«Θα ’ταν ωραία να είχαµε χιόνι φέτος τα Χριστούγεννα – είναι
καλό για τη δουλειά σας, άλλωστε».
«Καλά πάει» είπε ο Φέρλονγκ. «Δεν παραπονιέµαι».
«Τελειώσατε το τσάι; Να σας προσφέρω λίγο ακόµα;»
«Ας το τελειώσουµε, ηγουµένη» επέµεινε, τείνοντάς της το
φλιτζάνι του.
Το χέρι που σερβίριζε ήταν σταθερό.
« Ήταν οι ναύτες σας στην πόλη αυτή την εβδοµάδα;»
«Δεν είναι δικοί µου οι ναύτες, αλλά ναι, µια παραγγελία
έφτασε στην προβλήτα».
«Δεν σας πειράζει που φέρνετε εδώ τους ξένους».
«Όλοι κάπου γεννιούνται» είπε ο Φέρλονγκ. «Κι ο Ιησούς στη
Βηθλεέµ γεννήθηκε».
«Δεν θα µπορούσα να συγκρίνω τον Κύριό µας µε αυτούς
τους ανθρώπους».
Είχε ανεχτεί ήδη αρκετά, έβαλε το χέρι της βαθιά µέσα στην
τσέπη της κι έβγαλε έναν φάκελο. «Θα περιµένω το τιµολόγιο
για όσα χρωστάµε, αλλά ορίστε κάτι για τα Χριστούγεννα».
Όσο απρόθυµος κι αν ήταν, ο Φέρλονγκ άπλωσε το χέρι του
και τον πήρε.
Έπειτα τον συνόδευσε ως την κουζίνα, όπου η νεαρή µοναχή
στεκόταν πάνω από ένα τηγάνι, έσπαγε ένα αυγό χήνας δίπλα
σε δυο κουταλιές µαύρη πουτίγκα. Το κορίτσι από την αποθήκη
µε τα κάρβουνα καθόταν σαν παραζαλισµένο, µε το τραπέζι
άδειο µπροστά της.
Περίµεναν να φύγει, ο Φέρλονγκ το ήξερε, αλλά σταµάτησε,
πεισµωµένος, και στάθηκε δίπλα στο κορίτσι.
«Μπορώ να κάνω κάτι για σένα, αγάπη µου;» ρώτησε.
«Μίλησέ µου».
Εκείνη κοίταξε έξω από το παράθυρο, πήρε µια βαθιά ανάσα
και άρχισε να κλαίει, όπως κάνουν όσοι δεν είναι συνηθισµένοι
σε οποιαδήποτε µορφή καλοσύνης και είναι η πρώτη φορά που
την αντιµετωπίζουν και πάλι, µετά από πολύ καιρό.
«Θα µου πεις πώς σε λένε;»
Εκείνη κοίταξε πάλι τη µοναχή. «Εδώ µε φωνάζουν Έντα».
« Έντα;» είπε ο Φέρλονγκ. «Αυτό δεν είναι αγορίστικο
όνοµα;»
Δεν µπορούσε να του απαντήσει.
«Ποιο είναι όµως το δικό σου όνοµα;» γλύκανε ο Φέρλονγκ.
«Σάρα» είπε. «Σάρα Ρέντµοντ».
«Σάρα» είπε εκείνος. « Έτσι έλεγαν και τη µητέρα µου. Και
από πού είσαι;»
«Η οικογένειά µου είναι από το Κλόνεγκαλ, λίγο πιο έξω».
«Αυτό είναι πιο πέρα από το Κίλνταβιν» είπε εκείνος. «Πώς κι
έφτασες εδώ;»
Η µοναχή πάνω από την κουζίνα έβηξε και ανακάτεψε το
τηγάνι πολύ καλά, κι ο Φέρλονγκ κατάλαβε ότι το κορίτσι δεν
µπορούσε να πει τίποτε άλλο.
«Είσαι ταραγµένη τώρα, είναι λογικό. Αλλά να ξέρεις πως το
όνοµά µου είναι Μπιλ Φέρλονγκ και δουλεύω στη µάντρα µε τα
κάρβουνα, κοντά στις αποβάθρες. Αν ποτέ χρειαστείς κάτι, το
µόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να έρθεις να µε βρεις ή να
στείλεις να µε φωνάξουν. Είµαι εκεί κάθε µέρα εκτός από τις
Κυριακές».
Η µοναχή σερβίριζε το αυγό και την πουτίγκα, αλείφοντας µε
θόρυβο λίγη µαργαρίνη από ένα µεγάλο δοχείο, πάνω σε µια
φέτα ψωµί.
Αποφασισµένος να µην πει τίποτα άλλο, ο Φέρλονγκ βγήκε
έξω κι έκλεισε µε δύναµη την πόρτα, έπειτα στάθηκε στο
κατώφλι µέχρι που άκουσε κάποιον από µέσα να γυρίζει το
κλειδί.
6
« Έχασες την πρώτη λειτουργία» του είπε η Αϊλίν, όταν έφτασε
σπίτι.
« Ήµουν πάνω, στο µοναστήρι και δεν µ’ άφηναν να φύγω
χωρίς να πιω ένα φλιτζάνι τσάι».
«Χριστούγεννα είναι» είπε η Αϊλίν. «Αυτό έπρεπε να κάνουν».
Ο Φέρλονγκ δεν απάντησε.
«Τι σου ’δωσαν;»
«Τσάι» είπε. «Και λίγο κέικ, αυτά».
«Και δεν σου ’δωσαν τίποτε άλλο;»
«Τι εννοείς;»
«Για τα Χριστούγεννα, εννοώ. Κάθε χρόνο µας στέλνουν κι
από κάτι».
Ο Φέρλονγκ δεν είχε σκεφτεί µέχρι τότε τον φάκελο.
Όταν η Αϊλίν τον άνοιξε και έβγαλε έξω την κάρτα, ένα
χαρτονόµισµα των πενήντα λιρών έπεσε στα πόδια της.
«Τι καλές που είναι» είπε. «Φτάνουν και περισσεύουν για τα
χρωστούµενα στον χασάπη. Θα πάω να πάρω τη γαλοπούλα και
το χοιρινό το πρωί».
«Για να δω».
Η κάρτα έδειχνε έναν µπλε ουρανό µε έναν άγγελο και την
Παρθένο και το βρέφος πάνω σε ένα γαϊδουράκι, και τον
Ιωσήφ να τους οδηγεί. Η φυγή στην Αίγυπτο, διάβασε στην άλλη
πλευρά της κάρτας. Στο εσωτερικό, ένα βιαστικό χέρι είχε
γράψει: Για την Αϊλίν, τον Μπιλ και τις κόρες τους. Πολλές ευχές σε εσάς
και τους δικούς σας.
«Ελπίζω να τις ευχαρίστησες» είπε η Αϊλίν.
«Λες να µην το ’κανα;» Ο Φέρλονγκ τσαλάκωσε τον φάκελο
και τον πέταξε στον κουβά µε τα κάρβουνα.
«Τι σ’ έπιασε;» Πήρε την κάρτα και την τοποθέτησε πάνω από
το τζάκι δίπλα στα υπόλοιπα πράγµατά της.
«Τίποτα» είπε ο Φέρλονγκ. «Γιατί;»
«Τότε πήγαινε να αλλάξεις και βάλε τα καλά σου – αλλιώς θα
αργήσουµε για τη δεύτερη λειτουργία».
Ο Φέρλονγκ πήγε έξω στο πίσω µπάνιο, πήρε το σαπούνι και
έτριψε τα χέρια του αργά στον νιπτήρα, έπλυνε το πρόσωπό
του και άρχισε να ξυρίζεται, σέρνοντας τη λεπίδα πολύ κοντά
στα δύσκολα σηµεία και κόπηκε στον λαιµό. Στον καθρέφτη,
κοίταξε τα µάτια του, τη χωρίστρα στα µαλλιά του και τα
φρύδια του, που έµοιαζαν να έχουν µεγαλώσει και να έχουν
έρθει το ένα πιο κοντά στο άλλο από την τελευταία φορά που
είχε κοιτάξει τον εαυτό του. Καθάρισε όσο καλύτερα µπορούσε
τα νύχια του, προσπαθώντας να αφαιρέσει όλες τις µαυρίλες.
Ανόρεχτα, φόρεσε τα καλά του ρούχα και περπάτησε µε την
Αϊλίν και τα κορίτσια προς το εκκλησάκι, νιώθοντας το
πεζοδρόµιο απότοµο και ολισθηρό κάτω απ’ τα πόδια του.
« Έχουµε άραγε ψιλά για το παγκάρι;» ρώτησε η Αϊλίν τα
κορίτσια, χαµογελώντας, όταν πλησίαζαν το εκκλησάκι. « Ή τα
’χει δώσει όλα αλλού ο πατέρας σας;»
«Δεν υπάρχει λόγος να µιλάς έτσι» σοβάρεψε ο Φέρλονγκ.
«Δεν έχεις αρκετά στο πορτοφόλι σου για σήµερα;»
Το χαµόγελο της Αϊλίν εξαφανίστηκε και στο πρόσωπό της
απλώθηκε µια έκφραση έκπληξης. Με αργές κινήσεις, έβγαλε
το πορτοφόλι της και µοίρασε κέρµατα στα κορίτσια.
Στην είσοδο, βούτηξαν τα δάχτυλά τους στη µαρµάρινη
κρήνη, αφήνοντας οµόκεντρους κύκλους στην επιφάνεια του
νερού, προτού µπουν µέσα περνώντας τις διπλές πόρτες. Ο
Φέρλονγκ έµεινε κοντά στην είσοδο όσο εκείνες προχωρούσαν
στον διάδροµο και παρατηρούσε πόσο άνετα γονάτιζαν και
γλιστρούσαν στο στασίδι, όπως τις είχαν µάθει, ενώ η Τζόαν
συνέχιζε µπροστά, για να γονατίσει εκεί όπου ήταν καθισµένη
και η υπόλοιπη χορωδία.
Κάποιες γυναίκες µε µαντίλια στο κεφάλι σιγοµουρµούριζαν
τις προσευχές, οι αντίχειρές τους χάιδευαν ανήσυχα τις
χάντρες. Γόνοι µεγάλων αγροτικών οικογενειών και
επιχειρηµατίες περνούσαν µε µάλλινα και τουίντ, ευωδιές
σαπουνιού και ακριβού αρώµατος, πλησιάζοντας µε µεγάλες
δρασκελιές το ιερό, σπρώχνοντας στο πέρασµά τους τα
καθίσµατα όλων όσοι ήταν γονατιστοί. Οι µεγαλύτεροι
άνθρωποι έµπαιναν µέσα αθόρυβα, βγάζοντας τα καπέλα τους
και κάνοντας τον σταυρό τους, µε µια γρήγορη κίνηση µε το
ένα δάχτυλο. Ένας νιόπαντρος νεαρός µε αναψοκοκκινισµένα
µάγουλα πέρασε για να καθίσει µε τη νέα του σύζυγο στο
κέντρο της αίθουσας. Οι κουτσοµπόληδες έµεναν στο βάθος
στα πλαϊνά του διαδρόµου για να χαζεύουν καλύτερα, µήπως
εντοπίσουν µια καινούργια ζακέτα ή ένα νέο κούρεµα, κάποιο
πόδι που κούτσαινε, οτιδήποτε ασυνήθιστο. Όταν ο Ντόχερτι,
ο κτηνίατρος, πέρασε µε το χέρι του δεµένο και κρεµασµένο
από τον λαιµό, άρχισαν κάτι σκουντήµατα και ψίθυροι που
πολλαπλασιάστηκαν όταν πέρασε η διευθύντρια του
ταχυδροµείου, που είχε µόλις γεννήσει τα τρίδυµα, µε ένα
πράσινο βελούδινο καπέλο στο κεφάλι. Έδιναν στα µικρά
παιδιά κλειδιά, για να έχουν να παίζουν και να απασχολούνται,
και πιπίλες. Ένα µωρό το ’βγαλαν έξω επειδή έκλαιγε µε
ξεφωνητά, παλεύοντας να ξεφύγει από την αγκαλιά της
µητέρας του. Καπνός τσιγάρου και µερικά γελάκια γλιστρούσαν
στο εκκλησάκι από την αυλή, όπου πάντα έµεναν κάποιοι
άντρες, µέχρι να ακούσουν την καµπάνα.
Μετά από λίγο, η αδελφή Κάρµελ, που παρέδιδε τα
µαθήµατα µουσικής, έκατσε µπροστά από το όργανο και
ξεκίνησε να παίζει. Εκτός από τους ηλικιωµένους και τους
ανάπηρους, όλοι σηκώθηκαν όταν εµφανίστηκαν τα παπαδάκια
και ο παπάς της ενορίας, µε τα µοβ άµφιά του να ανεµίζουν
ρυθµικά πίσω του, γύρω από τους αστραγάλους του.
Με αργές κινήσεις, γονάτισε έχοντας γυρισµένη την πλάτη
στο εκκλησίασµα και στάθηκε µπροστά στην Αγία Τράπεζα.
Άνοιξε τα χέρια του διάπλατα, και ξεκίνησε:
«Εις το όνοµα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου
Πνεύµατος. Η χάρις του Κυρίου ηµών Ιησού Χριστού και η
αγάπη του Θεού και Πατρός και η κοινωνία του Αγίου
Πνεύµατος είη µετά πάντων υµών. Αµήν».
«Και µετά του πνεύµατός σου» απάντησαν οι πιστοί.
Η λειτουργία εκείνη τη µέρα έµοιαζε ατελείωτη. Ο Φέρλονγκ
δεν συµµετείχε, περισσότερο άκουγε, αφηρηµένα, και
παρατηρούσε το πρωινό φως που έµπαινε µέσα από τα βιτρό.
Κατά τη διάρκεια του κηρύγµατος, το βλέµµα του
ακολουθούσε τις στάσεις της Οδού του Μαρτυρίου: ο Ιησούς
να σηκώνει τον σταυρό και να πέφτει, να συναντάει τη µητέρα
του, τις γυναίκες της Ιερουσαλήµ, να πέφτει δύο φορές ακόµα
προτού του αφαιρέσουν τα ιµάτιά του, να είναι καρφωµένος
πάνω στον σταυρό και να πεθαίνει, να τον ξαπλώνουν στον
τάφο. Όταν τελείωσε ο καθαγιασµός των Δώρων κι ήρθε η ώρα
να σηκωθούν και να λάβουν τη Θεία Κοινωνία, ο Φέρλονγκ
έµεινε εκεί που ήταν πεισµατικά, µε την πλάτη του
ακουµπισµένη στον τοίχο.

Αργότερα εκείνη την Κυριακή, αφού είχαν επιστρέψει σπίτι και


είχαν φάει αρνίσια παϊδάκια µε κουνουπίδι και σως
κρεµµυδιού, ο Φέρλονγκ έστησε το χριστουγεννιάτικο δέντρο
κι έπειτα έκατσε κοντά στον φούρνο και παρατηρούσε τα
κορίτσια που κρεµούσαν τα λαµπάκια, τα στολίδια και
τοποθετούσαν τα γκι γύρω από τις κορνίζες και πάνω από τον
µπουφέ. Ένιωθε σαν γέρος όσο ξαναπερνούσε στα µικρά
διακοσµητικά που του έδιναν τα κορίτσια τις κλωστές που
είχαν φύγει. Όταν το δέντρο ήταν πια στολισµένο και τα
φωτάκια ήταν στην πρίζα και αναµµένα, η Γκρέις πήρε το
ακορντεόν και προσπάθησε να παίξει τα «Τρίγωνα Κάλαντα». Η
Σίλα άνοιξε την τηλεόραση και ξάπλωσε στον καναπέ, για να
δει ένα επεισόδιο από το All Creatures Great and Small.5 Ο
Φέρλονγκ ευχόταν η Αϊλίν να καθίσει επιτέλους κάτω, αλλά µε
το που τελείωσε το πλύσιµο έβγαλε το αλεύρι και το
πορσελάνινο µπολ και ανακοίνωσε ότι ήρθε η ώρα να φτιάξουν
τις τάρτες και να γλασάρουν το γλυκό. Η Καθλίν ετοίµασε τη
ζύµη και άνοιξε το φύλλο. Έπειτα η Λορέτα το έκοψε σε
κύκλους µε ένα αναποδογυρισµένο, στρογγυλό ποτήρι, ενώ η
Αϊλίν και η Τζόαν ξεχώριζαν τους κρόκους από τα αυγά και
χτυπούσαν τα ασπράδια και κοσκίνιζαν τη ζάχαρη άχνη. Το
χριστουγεννιάτικο γλυκό, µε επικάλυψη αµυγδαλόπαστας πια,
µεταφέρθηκε σε ένα ασηµένιο ταψάκι και η Σίλα άρχισε να
καβγαδίζει µε την Γκρέις για το ακορντεόν, υποστηρίζοντας ότι
ήταν η σειρά της να παίξει.
Ο Φέρλονγκ σηκώθηκε και ξαναγέµισε τον κουβά µε
κάρβουνα από την αποθήκη κι έφερε και µερικά κούτσουρα,
έπειτα πήρε τη σκούπα και άρχισε να σκουπίζει το πάτωµα.
«Τώρα βρήκες να το κάνεις αυτό;» είπε η Αϊλίν.
«Προσπαθούµε να γλασάρουµε το γλυκό».
Όταν πέταξε µέσα στον φούρνο τη σκόνη και τις βροµιές και
φύλλα γκι και φλοίδες από κουκουνάρια που είχε µαζέψει από
το πάτωµα, η φωτιά τσιτσίρισε κι έκανε έναν τροµερό κρότο.
Ήταν λες και το δωµάτιο συρρικνώθηκε ξαφνικά· η ταπετσαρία
µε το επαναλαµβανόµενο, γελοίο µοτίβο κατέκλυσε την όρασή
του. Του ήρθε να σηκωθεί να φύγει και φαντάστηκε τον εαυτό
του έξω µε τα παλιά του ρούχα, µόνο του, να διασχίζει ένα
σκοτεινό λιβάδι.
Στις έξι, όταν η καµπάνα του Αγγέλου ήχησε από την
τηλεόραση,6 αµέσως πριν από τις ειδήσεις, οι τάρτες µε τα
αποξηραµένα φρούτα κρύωναν στην άκρη και το
χριστουγεννιάτικο γλυκό ήταν έτοιµο, µ’ έναν µικρό πλαστικό
Αϊ-Βασίλη βυθισµένο µέχρι το γόνατο στο γλάσο,
περικυκλωµένο από ταράνδους. Όταν άκουσε το δελτίο καιρού
και κοίταξε έξω κι είδε τα φώτα του δρόµου, ο Φέρλονγκ
κατάλαβε ότι δεν µπορούσε να µείνει παραπάνω.
«Μπορεί να πάω από τον Νεντ, να τον δω» είπε. «Αν δεν πάω
τώρα, δεν θα προλάβω».
«Αυτό είναι που σε βαραίνει;»
«Τίποτα δεν µε βαραίνει, Αϊλίν». Ο Φέρλονγκ αναστέναξε.
«Εσύ δεν είπες ότι ο άνθρωπος δεν είναι καλά;»
«Τότε πήγαινέ του αυτά» είπε εκείνη, τυλίγοντας έξι τάρτες
σε καφέ χαρτί. «Και πες του να έρθει κάποια στιγµή τα
Χριστούγεννα».
«Θα του το πω, φυσικά».
«Είναι ευπρόσδεκτος για φαγητό ανήµερα, αν τον βολεύει».
«Δεν θα σε πείραζε;»
«Μα γεµάτο δεν είναι το σπίτι µας; Τι θα µας πειράξει ένας
ακόµα;»
Ανακουφισµένος, ο Φέρλονγκ έβαλε το πανωφόρι του και
περπάτησε ως τη µάντρα. Τι γαλήνια που ένιωθε τώρα που
ήταν έξω κι έβλεπε το ποτάµι και τα χνότα του στον παγωµένο
αέρα. Στην προβλήτα, ένα σµήνος τεράστιοι λευκοί γλάροι
πέταξαν από πάνω του και τον προσπέρασαν, πιθανότατα για
να αναζητήσουν µάταια τροφή, στο κλειστό ναυπηγείο. Ένα
µέρος του εαυτού του ευχόταν να ήταν Δευτέρα πρωί, να
µπορούσε να σκύψει το κεφάλι του και να συνεχίσει να οδηγεί
στους δρόµους και να τον απορροφήσουν οι µηχανικές
διαδικασίες µιας συνηθισµένης εργάσιµης εβδοµάδας. Οι
Κυριακές του φαίνονταν ξεφτισµένες και βαριές. Γιατί να µην
µπορεί να χαλαρώσει και να τις χαρεί όπως άλλοι που έπιναν
µια µπίρα ή και δυο µετά τη λειτουργία και αποκοιµιούνταν
δίπλα στη φωτιά µε την εφηµερίδα αγκαλιά, έχοντας φάει ένα
πιάτο φαΐ;
Μια Κυριακή, χρόνια πριν, όταν η κυρία Γουίλσον ζούσε
ακόµη, ο Φέρλονγκ είχε επισκεφτεί το σπίτι. Δεν είχε πολύ
καιρό που είχε παντρευτεί τότε – η Καθλίν ήταν ακόµη στο
καρότσι. Ο Φέρλονγκ είχε το συνήθειο, τις ηλιόλουστες
Κυριακές, µετά το φαγητό να παίρνει το ποδήλατο και να
πηγαίνει για καµιά επίσκεψη. Όπως αποδείχθηκε, η κυρία
Γουίλσον δεν ήταν σπίτι εκείνο το απόγευµα, αλλά ο Νεντ ήταν
στην κουζίνα µε ένα µπουκάλι µπίρα, καπνίζοντας δίπλα στη
φωτιά. Χαιρέτησε τον Φέρλονγκ, όπως πάντα, και σύντοµα
ξεκίνησε να αναπολεί τις µέρες που εκείνος είχε έρθει µωρό
παιδί στο σπίτι, θυµόταν πώς η κυρία Γουίλσον συνήθιζε να
κατεβαίνει κάτω καθηµερινά για να του ρίξει µια µατιά, στην
κούνια. «Δεν το µετάνιωσε ποτέ της» είπε «ούτε είπε τίποτα
φτηνό για σένα ούτε εκµεταλλεύτηκε τη µητέρα σου. Ο µισθός
ήταν µικρός, αλλά είχαµε µια σκεπή πάνω από το κεφάλι µας
και ποτέ µας δεν ξαπλώσαµε στο κρεβάτι νηστικοί. Δεν έχω
τίποτα εκτός από ένα µικρό δωµάτιο εδώ πέρα, αλλά ποτέ δεν
βρήκα ούτε ένα σπιρτόκουτο πειραγµένο. Αυτό το δωµάτιο
είναι το καλύτερο που θα µπορούσα να έχω – άσε που µπορώ
να σηκωθώ µες στη νύχτα και να φάω ένα πιάτο φαΐ, αν το
θελήσω. Και πόσοι µπορούν να το πουν αυτό, νοµίζεις;
»Αλλά µια φορά έκανα ένα αισχρό πράγµα. Δεν το ’κανα µόνο
µία φορά δηλαδή. Εσύ µόλις είχες κάνει τα πρώτα σου βήµατα
τότε, αλλά υπήρχε κι ένας άλλος άντρας εδώ εκείνες τις µέρες,
που άρµεγε µαζί µου τα πρωινά, κι είχε ένα γαϊδούρι και το
γαϊδούρι πείναγε, γιατί δεν είχε χόρτα να το ταΐσει κι έτσι µου
ζήτησε να τον συναντήσω στο τέλος του δρόµου, το βράδυ, και
να του πάω ένα τσουβάλι σανό. Ήταν δύσκολος χειµώνας, ένας
από τους χειρότερους που είχαµε ως τότε, και είπα ότι θα του
πήγαινα, και κάθε απόγευµα γέµιζα ένα τσουβάλι µε σανό και
τον συναντούσα τα βράδια εκεί, κοντά στο τέλος του δρόµου,
εκεί που είναι τα ροδόδεντρα. Αυτό συνεχιζόταν για πολύ
καιρό, αλλά ένα βράδυ, όπως κατέβαινα το δροµάκι, κάτι που
δεν ήταν ανθρώπινο, ένα άσχηµο πλάσµα χωρίς χέρια
πετάχτηκε από το χαντάκι και µου κόψε τον δρόµο – κι έτσι
σταµάτησα να βάζω χέρι στα αποθέµατα της κυρίας Γουίλσον.
Είναι πολύ κρίµα που τώρα µόλις το ξεπέρασα, και ποτέ µου,
ούτε µια φορά δεν το µοιράστηκα µε ψυχή πριν από σήµερα
παρά µόνο στο εξοµολογητήριο».
Ο Φέρλονγκ εκείνο το βράδυ είχε µείνει µέχρι αργά και είχε
πιει δυο µικρές µπίρες και κατέληξε να ρωτάει τον Νεντ αν
ήξερε ποιος ήταν ο πατέρας του. Ο Νεντ του είπε ότι η µητέρα
του δεν είπε ποτέ τίποτα, αλλά πολλοί ήταν οι επισκέπτες που
είχαν έρθει στο σπίτι το καλοκαίρι πριν γεννηθεί ο Φέρλονγκ·
σηµαντικές γνωριµίες των Γουίλσον και φίλοι τους, από την
Αγγλία, ευπρεπείς άνθρωποι. Συνήθιζαν να νοικιάζουν µια
βάρκα και να πηγαίνουν για ψάρεµα σολοµού στον Μπάροου.
Άρα, ποιος να ’ξερε σε ποιανού την αγκαλιά είχε πέσει η µάνα
του;
«Ο Θεός µόνο ξέρει» είχε πει. «Αλλά, όλα καλά δεν ήρθαν στο
τέλος; Έκανες µια καλή αρχή εδώ πέρα, και δες, µια χαρά τα
πας».
Πριν φύγει ο Φέρλονγκ, ο Νεντ έφτιαξε τσάι και µετά πήρε
την κονσερτίνα και έπαιξε µερικά τραγούδια, ώσπου την άφησε
κάτω και έκλεισε τα µάτια του και τραγούδησε το «The Croppy
Boy». Το τραγούδι και ο τρόπος που τραγούδησε έκανε τις
τρίχες στον σβέρκο του Φέρλονγκ να σηκώνονται και του
φαινόταν αδιανόητο να φύγει προτού ζητήσει από τον Νεντ να
το τραγουδήσει άλλη µία φορά.
Τώρα, όσο οδηγούσε στη λεωφόρο, οι γερασµένες βελανιδιές
και τα λεµονόδεντρα έµοιαζαν άγρια και πανύψηλα. Κάτι έκανε
την καρδιά του Φέρλονγκ να αναπηδήσει όταν τα φώτα του
φορτηγού συνάντησαν τους κόρακες και τις φωλιές που είχαν
φτιάξει και είδε το σπίτι φρεσκοβαµµένο, µε τα φώτα να καίνε
σε όλα τα µπροστινά δωµάτια, και το χριστουγεννιάτικο δέντρο
για πρώτη φορά σε περίοπτη θέση στην τραπεζαρία.
Πολύ αργά, οδήγησε µέχρι την πίσω πλευρά του σπιτιού και
πάρκαρε στην αυλή και έσβησε τη µηχανή. Κάτι µέσα του τον
έκανε να διστάζει να πλησιάσει το σπίτι ή να πιάσει κουβέντα,
αλλά ανάγκασε τον εαυτό του να βγει έξω και να διασχίσει το
πλακόστρωτο κι έτσι χτύπησε την πίσω πόρτα. Έµεινε εκεί για
ένα δυο λεπτά, αφουγκράστηκε και ξαναχτύπησε – τότε ένα
σκυλί γάβγισε και η αυλή φωτίστηκε. Όταν µια γυναίκα άνοιξε
την πόρτα και τον χαιρέτησε µε µια έντονη προφορά από το
Έννισκορθι και ο Φέρλονγκ εξήγησε ότι είχε έρθει να
επισκεφτεί τον Νεντ, εκείνη του απάντησε ότι ο Νεντ δεν ήταν
πια εκεί, ότι είχε µπει στο νοσοκοµείο τουλάχιστον δυο
βδοµάδες πριν, αφότου έπαθε πνευµονία, κι ότι τώρα
ανάρρωνε σε ένα κέντρο αποκατάστασης.
«Σε ποια περιοχή;»
«Δεν έχω ιδέα» είπε εκείνη. «Θα θέλατε να µιλήσετε στους
Γουίλσον; Δεν έχουν καθίσει ακόµη για το δείπνο».
«Ω, όχι. Δεν θα τους ενοχλήσω» είπε ο Φέρλονγκ. «Ας το
αφήσω καλύτερα».
«Θα έβαζα στοίχηµα ότι είστε συγγενείς».
«Τι πράγµα;»
«Φτυστοί είστε» είπε εκείνη. «Ο Νεντ είναι θείος σας;»
Ο Φέρλονγκ, ανίκανος να δώσει κάποια απάντηση, κούνησε
το κεφάλι και κοίταξε την κουζίνα πίσω της, όπου το πάτωµα
ήταν στρωµένο πια µε λινόλαιο. Κοίταξε επίσης τον µπουφέ
που ήταν ολόιδιος µε τότε, µε τις µπλε κανάτες και τα
σερβίτσια.
«Είστε σίγουρος ότι δεν θέλετε να τους πω ότι είστε εδώ;»
είπε. «Είµαι βέβαιη ότι δεν θα είχαν κανένα πρόβληµα».
Την έβλεπε που τουρτούριζε από την ανοιχτή πόρτα, έµπαινε
όλο το κρύο µέσα.
«Ω, δεν χρειάζεται» είπε. «Θα φύγω, αλλά σας ευχαριστώ,
όπως και να ’χει. Θα τους πείτε ότι ο Μπιλ Φέρλονγκ πέρασε
και τους ευχήθηκε καλά Χριστούγεννα;»
«Θα τους το πω, εννοείται» είπε. «Χρόνια πολλά».
«Χρόνια πολλά».
Όταν εκείνη έκλεισε την πόρτα, ο Φέρλονγκ κοίταξε το
φθαρµένο, γρανιτένιο σκαλοπάτι και έτριψε τη σόλα του
παπουτσιού του στην άκρη του σκαλοπατιού, πριν στρέψει το
βλέµµα του διερευνητικά στην αυλή: οι στάβλοι και ο
αχυρώνας, ο στάβλος µε τις αγελάδες, η ταΐστρα για τα άλογα,
η σιδερένια πύλη που οδηγούσε στον οπωρώνα όπου συνήθιζε
να παίζει, τα σκαλοπάτια προς τη σιταποθήκη, το
πλακόστρωτο όπου είχε σωριαστεί η µητέρα του και είχε βρει το
τέλος της.
Πριν επιστρέψει στο φορτηγό και κλείσει την πόρτα, το φως
της αυλής έσβησε κι εκείνος ένιωσε ένα αβάσταχτο κενό.
Έµεινε για λίγο να παρατηρεί τον αέρα που φύσαγε τις κορυφές
των γυµνών δέντρων, τα κλαδιά που τινάζονταν κι έφταναν πιο
ψηλά από τις καµινάδες, κι έπειτα έπιασε και έφαγε µια τάρτα
από το καφέ χαρτί. Πρέπει να έµεινε εκεί τουλάχιστον για µισή
ώρα, µπορεί και παραπάνω, αναλογιζόµενος το σχόλιο που είχε
κάνει εκείνη η γυναίκα, για την οµοιότητα, κι άφησε αυτή τη
σκέψη να πληµµυρίσει το µυαλό του. Μόνο ένας άγνωστος θα
µπορούσε να φανταστεί κάτι τέτοιο.
Κάποια στιγµή αργότερα, µια κουρτίνα από τον πάνω όροφο
σάλεψε και ένα παιδί κοίταξε έξω. Πίεσε τον εαυτό του να
πιάσει το κλειδί και έβαλε µπρος τη µηχανή. Όσο οδηγούσε
στον δρόµο της επιστροφής, έθαψε βαθιά τις καινούργιες του
ανησυχίες και σκέφτηκε ξανά το κορίτσι στο µοναστήρι. Αυτό
που τον βασάνιζε περισσότερο τώρα δεν ήταν τόσο πώς γίνεται
να την είχαν αφήσει στην αποθήκη µε τα κάρβουνα ούτε η
στάση της ηγουµένης· το χειρότερο ήταν ο τρόπος µε τον οποίο
είχαν συµπεριφερθεί στο κορίτσι όσο ήταν εκείνος παρών και
πώς εκείνος το είχε επιτρέψει αυτό και δεν είχε ρωτήσει τίποτα
για το µωρό της –το µόνο πράγµα που του είχε ζητήσει– και
πώς είχε πάρει τα λεφτά και την είχε αφήσει εκεί στο τραπέζι,
χωρίς τίποτα µπροστά της, µε το γάλα να ρέει από το στήθος
της κάτω από το ζακετάκι λεκιάζοντας την µπλούζα της, και
πώς είχε πάει, σαν καλός υποκριτής, στη Θεία λειτουργία.

5 Βρετανική σειρά του BBC, βασισµένη στα βιβλία του Βρετανού κτηνιάτρου Alf
Wight, που έγραφε µε το ψευδώνυµο James Herriot. Η σειρά είχε εφτά σεζόν,
ενενήντα επεισόδια, και παιζόταν από το 1978 έως το 1990. Το 2021 έκανε
πρεµιέρα το ριµέικ της σειράς.
6 Από το 1950 µέχρι σήµερα, µε ορισµένες τροποποιήσεις, στην ιρλανδική
τηλεόραση ηχεί η καµπάνα του Αγγέλου για ένα λεπτό, συνοδευόµενη από
ρωµαιοκαθολική εικονογραφία του Ευαγγελισµού της Θεοτόκου, ακριβώς πριν το
απογευµατινό δελτίο ειδήσεων στις 6 µ.µ.
7
Ο Φέρλονγκ δεν είχε νιώσει ποτέ τόσο απρόθυµος να πάει στη
δουλειά όσο εκείνη την Παραµονή των Χριστουγέννων. Μέρες
τώρα, κάτι βάραινε το στήθος του, αλλά ντύθηκε, ως συνήθως,
πήρε ένα αναβράζον παυσίπονο και κατέβηκε στη µάντρα. Οι
άντρες του ήταν ήδη εκεί, όρθιοι έξω από την πύλη, ζέσταιναν
µε την ανάσα τους τα χέρια τους και χτυπούσαν κάτω τα πόδια
τους µες στο κρύο, ανταλλάσσοντας µερικές κουβέντες µεταξύ
τους. Όλοι οι άντρες που είχε προσλάβει ήταν τίµιοι και δεν
ήταν του χαρακτήρα τους να τεµπελιάζουν ή να
παραπονιούνται. Αν θες οι άνθρωποι γύρω σου να βγάζουν τον
καλύτερό τους εαυτό, πρέπει πάντοτε να τους φέρεσαι σωστά,
συνήθιζε να λέει η κυρία Γουίλσον. Ήταν ικανοποιηµένος που
κάθε Χριστούγεννα πήγαινε τις κόρες του και στα δύο
νεκροταφεία, για να αφήσουν ένα στεφάνι στον τάφο της,
αλλά και στον τάφο της µητέρας του, ήταν ικανοποιηµένος που
τις είχε µεγαλώσει έτσι.
Αφού ο Φέρλονγκ καληµέρισε τους άντρες του και άνοιξε τις
πύλες, έλεγξε µηχανικά τη µάντρα, τις παραγγελίες και τις
λίστες κι έπειτα κάθισε πίσω από το τιµόνι. Όταν έβαλε µπρος
το φορτηγό, µαύρος καπνός βγήκε από την εξάτµιση. Όσο
οδηγούσε στον δρόµο, το φορτηγό βαρυγκοµούσε στις
ανηφόρες και ο Φέρλονγκ ήξερε ότι η µηχανή σιγά σιγά τον
εγκατέλειπε, ότι τα νέα παράθυρα για την είσοδο του σπιτιού
που περίµενε πώς και πώς η Αϊλίν δεν θα έµπαιναν ούτε του
χρόνου ούτε του παραχρόνου.
Σε µερικά σπίτια, πέρα στην εξοχή, ήταν εµφανές ότι οι
άνθρωποι δύσκολα τα έβγαζαν πέρα· τουλάχιστον έξι ή εφτά
φορές τον είχαν φωνάξει παράµερα, διακριτικά, παρακαλώντας
τον να τα πάρουν βερεσέ. Σε άλλα σπίτια, προσπαθούσε όσο
µπορούσε να συµµετέχει στις σύντοµες, εορταστικές
κουβεντούλες και ευχαριστούσε εγκάρδια τους ανθρώπους για
τις κάρτες, τα δώρα τους: κουτιά καραµέλες Emerald και
σοκολατάκια, σακιά παστινάκι, ζουµερά µήλα, ένα µπουκάλι
Bristol Cream ή κρασί Black Tower, ένα κοτλέ µπουφάν που
δεν φορέθηκε ποτέ από την προηγούµενη νεαρή κάτοχό του.
Ένας προτεστάντης του ’χωσε ένα χαρτονόµισµα των πέντε
λιρών στη χούφτα του και του ευχήθηκε Καλά Χριστούγεννα,
επειδή, όπως του είπε, η γυναίκα του γιου του είχε µόλις φέρει
στον κόσµο ένα ακόµα αγοράκι. Σε πάρα πολλά σπίτια, παιδιά
που δεν είχαν σχολείο έτρεχαν να τον χαιρετήσουν, λες και
ήταν ο Αϊ-Βασίλης µ’ ένα τσουβάλι κάρβουνα στον ώµο. Πάρα
πολλές φορές, ο Φέρλονγκ σταµατούσε για να αφήσει ένα σακί
κούτσουρα στις πόρτες εκείνων που του ’χαν δώσει δουλειά,
τότε που είχαν ακόµη τη δυνατότητα. Σ’ ένα από αυτά, ένα
µικρό αγόρι έτρεξε µέχρι το φορτηγό και µάζεψε ένα κάρβουνο
από κάτω, αλλά η µεγάλη του αδερφή βγήκε έξω και του ’δωσε
µία, φωνάζοντάς του να το αφήσει αµέσως κάτω, ήταν
βρόµικο.
«Γαµώτο» είπε το παιδί. «Άντε γαµήσου».
Το κορίτσι, χωρίς ίχνος ντροπής, έδωσε στον Φέρλονγκ µια
χριστουγεννιάτικη κάρτα.
«Το ξέραµε ότι θα ερχόσασταν» είπε εκείνη «και θα µας
γλιτώνατε από τον κόπο να το ταχυδροµήσουµε. Η µαµά πάντα
έλεγε ότι είσαστε ένας κύριος».
Οι άνθρωποι ήταν καλοί κατά βάθος, θύµισε ο Φέρλονγκ στον
εαυτό του, καθώς οδηγούσε πίσω στην πόλη· το ζήτηµα ήταν
να µάθει κανείς να διαχειρίζεται και να ισορροπεί τα διάφορα
πάρε δώσε, ώστε να µπορεί να τα πηγαίνει καλά και µε τους
άλλους αλλά και µε τους δικούς του ανθρώπους. Με το που
έκανε αυτή τη σκέψη όµως συνειδητοποίησε ότι µιλούσε από
προνοµιακή θέση κι αναρωτήθηκε γιατί δεν είχε δώσει σε
κάποιο από τα σπίτια που είχε επισκεφτεί, και τα έβγαζαν
δύσκολα πέρα, τα γλυκά και τα άλλα πράγµατα που του είχαν
κάνει δώρο. Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους
ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους.
Όταν επέστρεψε στη µάντρα, η καµπάνα του Αγγέλου είχε
χτυπήσει αρκετή ώρα πριν, αλλά οι άντρες του είχαν καλή
διάθεση και ακόµη καθάριζαν, σκούπιζαν και έπλεναν το
τσιµέντο µε το λάστιχο, πειράζοντας ο ένας τον άλλον. Ο
Φέρλονγκ κατέγραψε το απόθεµα, σηµειώνοντας τα πάντα στα
λογιστικά βιβλία, κι έπειτα κλείδωσε το γραφείο και κάλυψε το
καπό του φορτηγού µε σακιά σε περίπτωση που έπεφτε τελικά
το χιόνι που όλοι περίµεναν. Πήγαν µετά εναλλάξ να πλυθούν
στη βρύση, να τρίψουν τα χέρια τους, να ξεβγάλουν τις
µαυρίλες από τις µπότες τους. Στο τέλος, ο Φέρλονγκ πήρε το
πανωφόρι του από το φορτηγό και κλείδωσε τις πύλες µε το
λουκέτο.
Το βραδινό που έφαγαν στης Κίχο εκείνη τη µέρα ήταν
κερασµένο από τον ίδιο. Η κυρία Κίχο, µε µια καινούργια
εορταστική ποδιά, πήγαινε γύρω γύρω στα τραπέζια
προσφέροντας επιπλέον σάλτσα και πουρέ, τράιφλ µε σέρι,
χριστουγεννιάτικη πουτίγκα και κρέµα. Οι άντρες έτρωγαν µε
την ησυχία τους κι έµεναν παραπάνω, ξέγνοιαστοι, µε µεγάλα
ποτήρια µαύρης ή ξανθιάς µπίρας στο χέρι, µοίραζαν τσιγάρα
και χρησιµοποιούσαν τις µικρές κόκκινες χαρτοπετσέτες που
είχαν ξεµείνει για να φυσήξουν τη µύτη τους. Ο Φέρλονγκ δεν
ήθελε να χασοµερήσει· το µόνο που επιθυµούσε τώρα ήταν να
πάει σπίτι, αλλά έµενε κι άλλο, γιατί ένιωθε ότι το σωστό ήταν
να κουβεντιάσει λίγο ακόµα, να ευχαριστήσει τους άντρες του
και να τους ευχηθεί τα καλύτερα, να αφιερώσει λίγο χρόνο σε
κάτι για το οποίο σπανίως µεριµνούσε. Τους είχε δώσει ήδη τα
χριστουγεννιάτικα µπόνους. Πριν πάει να κανονίσει τον
λογαριασµό, έσφιξαν τα χέρια.
«Πρέπει να είσαι πολύ κουρασµένος» είπε η κυρία Κίχο, όταν
την πλησίασε για να πληρώσει. «Δουλεύεις, όλη µέρα, κάθε
µέρα».
«Σαν κι εσένα, κυρία Κίχο».
«Μεγάλα καράβια µεγάλες φουρτούνες!» Γέλασε.
Μάζευε τα αποµεινάρια από τα πιάτα, άδειαζε τη σάλτσα από
τις µικρές µεταλλικές σαλτσιέρες σε ένα τηγάνι, έξυνε τον
πουρέ που είχε ξεραθεί πάνω στα πιάτα.
« Ήταν δύσκολη περίοδος» είπε ο Φέρλονγκ. «Δεν θα µας
κάνει κακό να πάρουµε µερικές µέρες άδεια».
«Πώς να ’ναι άραγε να είσαι άντρας» είπε εκείνη «και να ’χεις
άδεια». Γέλασε ξανά, πιο δυνατά, και σκούπισε τα χέρια της
στην ποδιά της, πριν χτυπήσει το ποσό στην ταµειακή.
Όταν ο Φέρλονγκ της έδωσε τα χαρτονοµίσµατα, εκείνη τα
έβαλε σε ένα συρτάρι κι έπειτα ήρθε µπροστά από τον πάγκο
µε τα ρέστα και στάθηκε κοντά του, µε την πλάτη της
γυρισµένη στα τραπέζια.
«Θα µε διορθώσεις αν κάνω λάθος, το ξέρω, Μπιλ – αλλά
άκουσα καλά ότι είχες έναν καβγά µε κείνη, πάνω στο
µοναστήρι;»
Ο Φέρλονγκ έσφιξε τα ρέστα στη γροθιά του, κοίταξε το
σοβατεπί στη βάση του τοίχου και το ακολούθησε µε το βλέµµα
του µέχρι τη γωνία.
«Δεν θα τον έλεγα καβγά, αλλά ήµουν εκεί ένα πρωί, ναι».
«Δεν είναι δουλειά µου, καταλαβαίνεις, αλλά ξέρεις ότι
πρέπει να προσέχεις καλά τι λες για όλα αυτά εκεί πάνω, ε;
Φύλαγε τα ρούχα σου, να ’χεις τα µισά. Εσύ ξέρεις τον εαυτό
σου καλύτερα».
Εκείνος κοίταξε το µοτίβο µε τους µαύρους µπλεγµένους
κρίκους στο καφέ χαλί.
«Μη µε παρεξηγείς, Μπιλ» είπε εκείνη, αγγίζοντας το µανίκι
του. «Δεν είναι δουλειά µου, όπως είπα, αλλά σίγουρα ξέρεις
ότι οι καλόγριες έχουν απλώσει τα δίχτυα τους παντού».
Τότε εκείνος ίσιωσε την πλάτη του και την κοίταξε κατάµατα.
« Έχουν όµως µόνο όση δύναµη τους δίνουµε εµείς, έτσι δεν
είναι, κυρία Κίχο;»
«Δεν θα ήµουν τόσο σίγουρη στη θέση σου». Σιώπησε και τον
κοίταξε µε εκείνο το βλέµµα που ρίχνουν µερικές φορές οι
πρακτικές γυναίκες στους άντρες, σαν να µην ήταν άντρες,
παρά µόνο ανόητα αγοράκια. Πάνω από µια φορά, µπορεί και
πολλές φορές, η Αϊλίν είχε κάνει ακριβώς το ίδιο.
«Μη µου δίνεις σηµασία» είπε εκείνη «αλλά έχεις δουλέψει
σκληρά, όπως κι εγώ, για να φτάσεις εδώ που βρίσκεσαι τώρα.
Έχεις µια υπέροχη οικογένεια, έχεις µεγαλώσει εξαιρετικά τα
κορίτσια σου – και ξέρεις ότι µόνο ένας τοίχος χωρίζει εκείνο το
µέρος από το Σαιντ Μάργκαρετ δίπλα, τίποτε άλλο».
Ο Φέρλονγκ δεν παρεξηγήθηκε, µαλάκωσε. «Το ξέρω, κυρία
Κίχο».
«Τα κορίτσια που τα πήγαιναν καλά και δεν χρειάστηκε να
περπατήσουν σε εκείνους τους διαδρόµους µπορώ να τα
µετρήσω στα δάχτυλα του ενός χεριού» είπε, ανοίγοντας την
παλάµη της.
«Είµαι σίγουρος ότι αυτό είναι αλήθεια».
«Ανήκουν σε άλλο κόσµο» συνέχισε «αλλά πίστεψέ µε, είναι
όλοι τους το ίδιο. Δεν µπορείς να υποστηρίζεις τη µία πλευρά
χωρίς να χαλάσεις τις σχέσεις σου µε την άλλη».
«Ευχαριστώ, κυρία Κίχο. Σας είµαι υπόχρεος για όσα µου
είπατε».
«Καλά Χριστούγεννα, Μπιλ».
«Χρόνια πολλά» είπε ο Φέρλονγκ, σφίγγοντας τα ρέστα που
του είχε δώσει πίσω στο χέρι της.
Όταν βγήκε έξω, χιόνιζε. Λευκές νιφάδες έπεφταν απ’ τον
ουρανό και προσγειώνονταν σε όλη την πόλη και στα περίχωρα.
Έµεινε να κοιτάζει το παντελόνι του, τις µύτες των παπουτσιών
του κι έπειτα έσφιξε το καπέλο γύρω από το κεφάλι του κι
έκλεισε τα κουµπιά του παλτού του. Για λίγη ώρα, περπατούσε
κατά µήκος της προβλήτας µε τα χέρια του βυθισµένα στις
τσέπες του και σκεφτόταν όσα του είχαν πει, παρατηρώντας το
ποτάµι που κυλούσε νωθρά και κατάπινε το χιόνι. Ένιωθε λίγο
πιο ελεύθερος τώρα που ήταν έξω στον καθαρό αέρα, δίχως
κάποια επείγουσα εκκρεµότητα, προς το παρόν, έχοντας πίσω
του, στους ώµους του, τη δουλειά ενός χρόνου. Η ανησυχία
που τον έκαιγε να τελειώσει µε τη µία δουλειά που του ’χε
µείνει και να επιστρέψει σπίτι σιγά σιγά έσβησε. Περιφερόταν
ανάλαφρος κάτω από τα φώτα της πόλης, τις µακριές ζιγκ ζαγκ
κλωστές από πολύχρωµα λαµπιόνια. Από ένα ηχείο ακουγόταν
µουσική και η ψιλή καθαρή φωνή ενός αγοριού που
τραγουδούσε: Ω, άγια νύχτα, σε προσµένουν. Όταν πέρασε µπροστά
από το δέντρο έξω από το Δηµαρχείο, σκόνταψε σε µια πλάκα
στο πεζοδρόµιο και παραλίγο να πέσει κι αναθεµάτισε την
κυρία Κίχο, που τον είχε πιέσει να πιει ζεστό ουίσκι, για το
κρύωµά του, και του ’χε δώσει να φάει ένα τεράστιο µπολ
τράιφλ µε σέρι. Μια αποδώ, µια αποκεί, σταµατούσε να
χαζέψει στις βιτρίνες των µαγαζιών τα εµπορεύµατα, τις
στριφογυριστές γιρλάντες, τα άπειρα γυαλιστερά
µικροπράγµατα: κρύσταλλο Γουότερφορντ, σετ
µαχαιροπίρουνα από ανοξείδωτο ατσάλι, πορσελάνινα σετ
τσαγιού, µπουκάλια αρώµατα, βαφτιστικές κούπες. Στου
Φόρισταλ, έπεσε το µάτι του σε κάτι µαύρους βελουτέ δίσκους,
µε εγκοπές για δαχτυλίδια αρραβώνων και γαµήλια στεφάνια,
χρυσά και ασηµένια ρολόγια. Βραχιόλια κρέµονταν από το χέρι
ενός µανεκέν – και µενταγιόν πάνω σε αλυσίδες, κολιέ.
Στο παλαιοπωλείο του Στάφορντ, κοιτούσε σαν µικρό παιδί
ένα ρόπαλο και µια µπάλα, διχτάκια µε γυάλινους βόλους,
στρατιωτάκια, πλαστελίνη, Lego, πιόνια και σκακιέρες και όσα
πράγµατα είχαν καταφέρει να διατηρηθούν στο πέρασµα του
χρόνου. Δύο κούκλες µε φορέµατα µε βολάν κάθονταν
άκαµπτες κι είχαν τα χέρια τους τεντωµένα, τα δάχτυλά τους
σχεδόν άγγιζαν το τζάµι, σαν να ζητούσαν από κάποιον να τις
σηκώσει. Όταν µπήκε µέσα και ρώτησε την κυρία Στάφορντ αν
είχε παζλ των πεντακοσίων κοµµατιών µε σχέδιο µια φάρµα,
εκείνη είπε ότι τα µόνα παζλ που είχαν πλέον προορίζονταν για
µικρά παιδιά, ότι υπήρχε µικρή ζήτηση για τα πιο δύσκολα
πια, κι έπειτα τον ρώτησε αν θα µπορούσε να τον βοηθήσει να
βρει κάτι άλλο. Ο Φέρλονγκ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του,
αλλά αγόρασε µια σακούλα ζελεδάκια λεµονιού που κρεµόταν
σε ένα από τα άγκιστρα πάνω από το κεφάλι της, µιας και δεν
ήθελε να φύγει µε άδεια χέρια.
Στα Έπιπλα του Τζόις, είδε την αντανάκλασή του σε έναν
ολόσωµο καθρέφτη που ήταν προς πώληση και αποφάσισε να
πάει ως το κουρείο, να κουρευτεί. Κοίταξε µέσα, είχε µεγάλη
ουρά, αλλά έσπρωξε την πόρτα κι αµέσως ήχησε ένα µικρό
καµπανάκι. Πήρε τη θέση του στην άκρη του πάγκου
περιµένοντας τη σειρά του δίπλα σ’ έναν κοκκινοµάλλη κύριο
που δεν γνώριζε και τέσσερα κοκκινοµάλλικα αγοράκια που
του ’µοιαζαν πολύ. Ο Σίνοτ, που ’χε πιει κάτι παραπάνω, ήταν
καθισµένος στην καρέκλα κι ο κουρέας όρθιος από πάνω του,
του έπαιρνε τα πίσω και τα πλάγια. Ο κουρέας έγνεψε πολύ
σοβαρά στον Φέρλονγκ από τον καθρέφτη και συνέχισε για λίγο
µε το ψαλίδι, έπειτα το άφησε κάτω και άρχισε να βουρτσίζει
τις τρίχες από τον λαιµό του Σίνοτ, και άδειασε και το τασάκι.
Όταν οι γόπες έπεσαν στον κάδο, µερικές τρίχες
τσουρουφλίστηκαν αναδίδοντας µια άσχηµη µυρωδιά, κι ο
Φέρλονγκ θυµήθηκε όσα είχε ακούσει η Αϊλίν για τον γιο του
κουρέα, τον νεαρό ηλεκτρολόγο, για τη διάγνωσή του και το
ότι είχαν δώσει λίγο χρόνο ζωής στο παλικάρι. Μια κουβέντα
ξεκίνησε τότε, µεταξύ των αντρών, και µερικά χοντροκοµµένα
αστεία ανταλλάχτηκαν, στα µουλωχτά, µιας και υπήρχαν παιδιά
µπροστά.
Ο Φέρλονγκ δεν συµµετείχε στη συζήτηση, προτιµούσε να
µένει στην άκρη όσο σκεφτόταν και φανταζόταν άλλα
πράγµατα. Κάποια στιγµή, αφού κι άλλοι πελάτες είχαν µπει
µέσα και ο Φέρλονγκ είχε αλλάξει θέση στον πάγκο µπροστά
από τον καθρέφτη, κοίταξε κατάµατα την αντανάκλασή του,
αναζητώντας κάποια οµοιότητα µε τον Νεντ, την οποία άλλοτε
την εντόπιζε κι άλλοτε του διέφευγε. Ίσως η γυναίκα στους
Γουίλσον είχε κάνει λάθος και είχε απλώς φανταστεί την
οµοιότητα, υποθέτοντας ότι είναι συγγενείς. Αλλά αυτό δεν
του φάνηκε πιθανό και αναπόφευκτα, άρχισε να σκέφτεται
πόσο καταπτοηµένος ήταν ο Νεντ µετά τον θάνατο της
µητέρας του Φέρλονγκ και πως πήγαιναν πάντα παρέα στη
λειτουργία και έτρωγαν µαζί, και πως κουβέντιαζαν τα βράδια
δίπλα στη φωτιά για ώρες, και τι νόηµα έβγαζαν όλα αυτά. Κι
αν αυτή ήταν η αλήθεια, αποτελούσε µια καθηµερινή πράξη
αγάπης, από την πλευρά του Νεντ, να κάνει τον Φέρλονγκ να
πιστεύει ότι καταγόταν από καλύτερη οικογένεια, ενώ τον
φρόντιζε ανελλιπώς, στο πέρασµα των χρόνων. Εκείνος ήταν
που του γυάλιζε τα παπούτσια και του έδενε τα κορδόνια, που
του είχε αγοράσει το πρώτο του ξυράφι και του είχε µάθει πώς
να ξυρίζεται. Γιατί, άραγε, τα πράγµατα που είναι τόσο κοντά
µας, καµιά φορά είναι ακριβώς αυτά που είναι πιο δύσκολο να
δούµε;
Το µυαλό του άδειαζε τώρα, αυτή η παύση του ’δωσε την
ευκαιρία να περιπλανηθεί ελεύθερος και δεν τον πείραζε
καθόλου που καθόταν εκεί, περιµένοντας τη σειρά του, µε τα
χρόνια δουλειάς στις πλάτες του – και από την ώρα που έκοψε
τα µαλλιά του και πλήρωσε για το κούρεµα και πάτησε το πόδι
του έξω, είχε πέσει τόσο πολύ χιόνι, ώστε οι πατηµασιές όσων
είχαν έρθει πριν και µετά από αυτόν άλλοτε διαγράφονταν
καθαρά κι άλλοτε αχνοφαίνονταν προς κάθε κατεύθυνση πάνω
στο µονοπάτι.
Στην Τσαρλς Στριτ, σταµάτησε στου Χάνραχαν για να πάρει τα
λουστρίνια που ’χε παραγγείλει για την Αϊλίν, που του τα ’χαν
βάλει στην άκρη. Η καλοντυµένη γυναίκα πίσω από τον πάγκο,
η σύζυγος ενός από τους πιο καλούς του πελάτες, δεν
φαινόταν και τόσο πρόθυµη να τον εξυπηρετήσει, παρ’ όλα
αυτά του έφερε το κουτί µε τα παπούτσια.
«Σε τριάντα εννιά τα θέλατε;»
«Τριάντα εννιά» είπε ο Φέρλονγκ. «Ναι».
«Να σας τα τυλίξω;»
Τα έβαλε το ένα δίπλα στο άλλο, έπειτα δίπλωσε το χαρτί
γύρω τους κι έκλεισε το καπάκι του κουτιού.
«Ναι» είπε ο Φέρλονγκ. «Αν δεν σας πειράζει».
Την κοίταζε όπως τα τύλιγε, τραβώντας το σελοτέιπ από το
κουτάκι και διπλώνοντας τις γωνίες του χαρτιού µε το γιορτινό
µοτίβο, έπειτα εκείνη έσυρε το κουτί µέσα σε µια πλαστική
σακούλα και του είπε πόσα της όφειλε.
Όταν ο Φέρλονγκ πλήρωσε και βγήκε έξω, είχε πια νυχτώσει
για τα καλά και ήταν έτοιµος να ανέβει επιτέλους την ανηφόρα
για το σπίτι, αλλά τον τύλιξε η µυρωδιά ζεστού λαδιού από το
φαγάδικο, που είχε την πόρτα ανοιχτή, και σταµάτησε για να
αγοράσει ένα κουτάκι 7UP, το οποίο κατέβασε διψασµένα στο
ταµείο κι έπειτα περπάτησε πάλι προς το ποτάµι και πέρα προς
τη γέφυρα, όπου το κρύο κι η κούραση τον κατέβαλαν. Το χιόνι
έπεφτε ακόµη από τον ουρανό, αν και πιο αραιά, καλύπτοντας
ό,τι υπήρχε γύρω του, κι απορούσε γιατί δεν είχε επιστρέψει
στις ανέσεις και την ασφάλεια του σπιτιού του –η Αϊλίν θα
ετοιµαζόταν ήδη για τη νυχτερινή λειτουργία και θα
αναρωτιόταν πού ήταν ακόµη αυτός– αλλά η µέρα του γέµιζε
τώρα µε κάτι άλλο.
Όταν διέσχιζε τη γέφυρα, κοίταξε το ποτάµι από κάτω, το
νερό που κυλούσε. Κάποιοι λέγανε ότι ο Μπάροου ήταν
καταραµένος. Ο Φέρλονγκ δεν µπορούσε να θυµηθεί πολλά,
αλλά ήταν κάτι που ’χε να κάνει µε το τάγµα των µοναχών που
είχαν χτίσει εκεί ένα αββαείο, τα παλιά τα χρόνια, και τους είχε
παραχωρηθεί η άδεια να εισπράττουν το αντίτιµο του
πορθµείου. Όσο περνούσε ο καιρός, γινόντουσαν όλο και πιο
άπληστοι κι οι άνθρωποι εξεγέρθηκαν και τους έδιωξαν από την
πόλη. Όταν έφευγαν, ο αββάς καταράστηκε την πόλη, κάθε
χρόνο να χάνονται τρεις ζωές στο ποτάµι, ούτε περισσότερες
ούτε λιγότερες. Η ίδια η µητέρα του πίστευε ότι υπήρχε κάποιο
ψήγµα αλήθειας σε αυτήν την ιστορία, του είχε µιλήσει για
έναν κτηνοτρόφο που είχε γνωρίσει και που το φορτηγό του
είχε βγει εκτός δρόµου µια παραµονή Πρωτοχρονιάς κι εκείνος
είχε χάσει τη ζωή του, ήταν ο τρίτος που είχε πνιγεί εκείνη τη
χρονιά. Κάποιες φορές, συνήθιζε να τον κρατάει µε το δυνατό,
γεµάτο φακίδες χέρι της, όσο άνοιγε µε το άλλο το καπάκι απ’
το δοχείο· συνήθιζε να γέρνει το κεφάλι της στο πλευρό της
αγελάδας και να µουρµουρίζει ένα δυο τραγούδια όσο άρµεγε
µε τον Νεντ τα απογεύµατα, για να βγει το γάλα πιο εύκολα.
Και του ’δινε και κάνα χαστούκι, καµιά φορά, όταν ήταν
αγενής ή διέκοπτε ή δεν έκλεινε το καπάκι απ’ το βούτυρο,
αλλά αυτά τα πράγµατα ήταν µικρά, πολύ.
Ο Φέρλονγκ προχωρούσε αµήχανα, σκεφτόταν το κορίτσι από
το Δουβλίνο που του είχε ζητήσει να την πάει ως το ποτάµι για
να πνιγεί, και πώς της το είχε αρνηθεί· θυµήθηκε τα δροµάκια
στα οποία είχε χαθεί λίγο αργότερα και τον περίεργο γέρο µε
τον τράγο και αυτό που του είχε πει ότι ο δρόµος θα τον έβγαζε
όπου ήθελε να πάει.
Όταν έφτασε στην απέναντι όχθη του ποταµού, ανηφόρισε
τον λόφο, προσπερνώντας αλλιώτικα σπίτια, µε κεριά
αναµµένα και γλάστρες µε όµορφα, κόκκινα αλεξανδρινά στα
µπροστινά δωµάτια, σπίτια που δεν είχε παρατηρήσει ποτέ
πριν, µόνο απέξω, από την πίσω πόρτα. Σε ένα από αυτά, ένα
νεαρό αγόρι που φορούσε σακάκι καθόταν στο πιάνο, ενώ µια
κυρία πολύ ωραία ντυµένη, µε ένα κολονάτο ποτήρι στο χέρι,
στεκόταν πλάι του κι άκουγε. Σε ένα άλλο σπίτι, ένας
συνοφρυωµένος τύπος είχε σκύψει πάνω από ένα γραφείο και
κράταγε σηµειώσεις σαν να έκανε δύσκολους µαθηµατικούς
υπολογισµούς, προσπαθώντας να ισοσκελίσει τα βιβλία. Σε ένα
άλλο, ένα µικρό παιδί ίππευε ένα µικρό ξύλινο πόνι πάνω σε
ένα πυκνό µάλλινο χαλί. Ένα κορίτσι που φορούσε τη στολή
του Σαιντ Μάργκαρετ καθόταν σε έναν βελουτέ καναπέ και ο
Φέρλονγκ αναρωτήθηκε γιατί τη φόραγε µέρες που δεν είχε
σχολείο, αν και ίσως να είχε επιστρέψει από την πρόβα µε τη
χορωδία.
Συνέχισε λοιπόν να ανηφορίζει τον λόφο, µακριά από το φως
των σπιτιών και του δρόµου. Είχε σκοτάδι και απόλυτη ησυχία
και προχώρησε γύρω από το µοναστήρι, παρατηρώντας
προσεκτικά το µέρος. Οι τεράστιοι ψηλοί τοίχοι γύρω γύρω
ήταν γεµάτοι σπασµένα γυαλιά, ορατά ακόµη σε διάφορα
σηµεία κάτω από το χιόνι. Ήταν αδύνατο να δει µέσα και τα
παράθυρα του τρίτου ορόφου ήταν µαυρισµένα και
ασφαλισµένα µε µεταλλικές γρίλιες. Όσο προχωρούσε, ένιωθε
ότι δεν διέφερε πολύ από κάποιο νυκτόβιο πλάσµα που είχε
ριχτεί στο κυνήγι, και η έκσταση έκανε το αίµα του να βράζει,
σαν να τον χτυπούσε ρεύµα. Αφού έστριψε, συνάντησε µια
µαύρη γάτα που έτρωγε το πτώµα ενός κορακιού,
ξερογλείφοντας τα χείλη της. Μόλις τον είδε, πάγωσε κι έπειτα
πήδηξε γρήγορα πίσω απ’ τον φράχτη.
Όταν γύρισε πίσω, περπατώντας περιµετρικά του κτιρίου για
να φτάσει στην κεντρική είσοδο, διέσχισε τις ανοιχτές πύλες
και προχώρησε στο δροµάκι, και τα πεύκα ήταν τόσο όµορφα,
σαν πίνακας, ακριβώς όπως τα περιέγραφαν οι άλλοι χωριανοί,
µε καρπούς στους ιερούς θάµνους. Μόνο µερικές πατηµασιές
φαίνονταν αµυδρά πάνω στο χιόνι, που ακολουθούσαν την
αντίθετη κατεύθυνση, κι έτσι κατάφερε να διασχίσει εύκολα
την µπροστινή είσοδο χωρίς να συναντήσει κανέναν. Όταν
έφτασε στο αέτωµα και πήγε από το πλάι στην πόρτα της
αποθήκης για τα κάρβουνα, η αρχική επιθυµία να την ανοίξει
περιέργως τον εγκατέλειψε, προτού τον κατακλύσει µονοµιάς
ξανά, κι έτσι έσπρωξε τον σύρτη και φώναξε το όνοµά της και
είπε και το δικό του. Είχε φανταστεί, όσο ήταν στον κουρέα,
ότι η πόρτα µπορεί να ήταν πια κλειδωµένη ή ότι εκείνη, σαν
από θαύµα, δεν θα ήταν µέσα ή ότι θα έπρεπε να την
κουβαλήσει εκείνος για ένα µέρος της διαδροµής, κι είχε
αναρωτηθεί πώς θα τα κατάφερνε, αν θα τα κατάφερνε ή τι θα
έκανε ή αν θα έκανε τελικά κάτι ή αν θα πήγαινε ως εκεί
εξαρχής – αλλά όλα κατέληξαν ακριβώς όπως φοβόταν, αν και
το κορίτσι, αυτή τη φορά, πήρε το πανωφόρι του και φάνηκε
να γέρνει πρόθυµα πάνω του όσο την οδηγούσε έξω.
«Τώρα θα έρθεις σπίτι µαζί µου, Σάρα».
Τη βοήθησε χωρίς µεγάλη δυσκολία µέχρι την είσοδο και στην
κατηφόρα µακριά από τα πλούσια σπίτια, ως τη γέφυρα. Όταν
διέσχιζαν το ποτάµι, τα µάτια του έπεσαν πάλι στα κατάµαυρα
νερά που κυλούσαν µες στο σκοτάδι – κι ένα µέρος του ζήλευε
τον Μπάροου, που ήξερε πάντοτε τον δρόµο του, και την
ευκολία µε την οποία το νερό ακολουθούσε απαρέγκλιτα την
ίδια πορεία, ελεύθερο µέχρι την ανοιχτή θάλασσα. Ο αέρας
ήταν πιο τσουχτερός τώρα χωρίς το πανωφόρι του και ένιωσε το
αίσθηµα της αυτοσυντήρησης και το κουράγιο του να
παλεύουν µεταξύ τους και σκέφτηκε, για µια ακόµα φορά, να
πάει το κορίτσι στο σπίτι του ιερέα – αλλά είχε κάνει αυτή τη
σκέψη ήδη πολλές φορές, και κάθε φορά κατέληγε στο
συµπέρασµα ότι οι ιερείς τα ήξεραν ήδη όλα. Αυτό δεν του είχε
πει και η κυρία Κίχο άλλωστε;
Είναι όλοι τους το ίδιο.
Καθώς περπατούσαν, ο Φέρλονγκ συνάντησε ανθρώπους που
ήξερε από παλιά και τους είχε συναναστραφεί στο µεγαλύτερο
κοµµάτι της ζωής του, και πολλοί σταµάτησαν µε χαρά να του
µιλήσουν, µέχρι που, στρέφοντας το βλέµµα τους χαµηλά,
έβλεπαν τα γυµνά, µαύρα πόδια και συνειδητοποιούσαν ότι
αυτό το κορίτσι δεν ήταν δικό του. Κάποιοι τότε, κρατούσαν
µια απόσταση ή µιλούσαν αµήχανοι ή του εύχονταν ευγενικά
Καλά Χριστούγεννα και συνέχιζαν τον δρόµο τους. Μια
ηλικιωµένη κυρία που έβγαζε βόλτα ένα τεριέ µε ένα µακρύ
λουρί του µίλησε στα ίσια και τον ρώτησε ποιο ήταν το κορίτσι,
µήπως ήταν ένα από αυτά τα καχεκτικά του πλυσταριού;
Κάποια στιγµή, ένα µικρό αγόρι κοίταξε τα πόδια της Σάρας
και γέλασε και την είπε βροµιάρα κι ο πατέρας του τον
τσίµπησε δυνατά στο χέρι και του είπε να σωπάσει. Η
δεσποινίς Κένι, ντυµένη µε φθαρµένα ρούχα, που ’βλεπε
πρώτη φορά πάνω της, και µυρωδιά ποτού στην ανάσα της,
σταµάτησε και τον ρώτησε τι έκανε µε το παιδί χωρίς
παπούτσια έξω στο χιόνι, υποθέτοντας ότι η Σάρα είναι κάποια
από τις δικές του και συνέχισε καµαρωτά. Ούτε ένας δεν
βρέθηκε στον δρόµο τους να απευθυνθεί στη Σάρα ή να τον
ρωτήσει πού την πήγαινε. Μη θέλοντας να πει πολλά ή να
δώσει εξηγήσεις, ο Φέρλονγκ κάλυπτε τα πράγµατα όσο
καλύτερα µπορούσε και συνέχιζε, κι ο ενθουσιασµός στην
καρδιά του δεν ξεπερνούσε τον φόβο κάποιου πράγµατος που
δεν µπορούσε ακόµη να δει, αλλά ήξερε ότι θα το συναντούσε.
Όσο πλησίαζαν στο κέντρο της πόλης και τα
χριστουγεννιάτικα φώτα, ένα κοµµάτι του εαυτού του
αναλογίστηκε µήπως έπρεπε να πάει πίσω και να πάρει τον πιο
µακρύ δρόµο για το σπίτι, αλλά αναθάρρησε και συνέχισε
ακολουθώντας τη διαδροµή που έπαιρνε συνήθως. Κάτι στην
όψη του κοριτσιού φαινόταν πως είχε αλλάξει και πολύ γρήγορα
αναγκάστηκε να σταµατήσει και να κάνει εµετό στην άκρη του
δρόµου.
«Καλό κορίτσι» την ενθάρρυνε ο Φέρλονγκ. «Βγάλ’ τα όλα.
Βγάλε όσα µπορείς από µέσα σου».
Στην πλατεία, εκείνη σταµάτησε να πάρει ανάσα µπροστά στη
φωτισµένη φάτνη και κοντοστάθηκε σαν υπνωτισµένη ενώ την
περιεργαζόταν. Ο Φέρλονγκ κοίταζε κι αυτός, τα ανοιχτόχρωµα
ιµάτια του Ιωσήφ, τη γονατισµένη Παρθένο, τα πρόβατα. Από
την τελευταία φορά που την είχε δει, κάποιος είχε τοποθετήσει
τα αγάλµατα των µάγων και του Βρέφους, αλλά ήταν ο
γάιδαρος αυτός που κέντρισε το ενδιαφέρον του κοριτσιού κι
έσκυψε να τον χαϊδέψει και να διώξει το χιόνι από το αυτί του.
«Τι γλυκός που είναι» είπε εκείνη.
«Δεν έχουµε πολύ ακόµα» ο Φέρλονγκ την καθησύχασε.
«Σχεδόν φτάσαµε σπίτι».
Καθώς προχωρούσαν και συναντούσαν ανθρώπους, που
άλλους τους ήξερε κι άλλους τους έβλεπε πρώτη φορά, ο
Φέρλονγκ αναρωτήθηκε ποιο είναι το νόηµα σε αυτή τη ζωή αν
δεν βοηθάµε ο ένας τον άλλον; Είναι δυνατόν να πορευόµαστε
για χρόνια, δεκαετίες, µια ολόκληρη ζωή, χωρίς να είµαστε
έστω για µια φορά λίγο γενναίοι, αρκετά όµως ώστε να
πατήσουµε πόδι, και παρ’ όλα αυτά να αποκαλούµαστε
χριστιανοί και να κοιτάζουµε χωρίς ντροπή τον εαυτό µας στον
καθρέφτη;
Πόσο ανάλαφρος και ψηλός ένιωθε καθώς περπατούσε µε
αυτό το κορίτσι στο πλάι του και αυτή την ολόφρεσκη,
καινούργια, πρωτόγνωρη χαρά στην καρδιά του. Ήταν το
καλύτερο κοµµάτι του εαυτού του που έλαµπε δυνατά και
έβγαινε προς τα έξω; Ένα µέρος του, όπως κι αν θα µπορούσε
να λέγεται αυτό –υπήρχε άραγε κάποιο όνοµα γι’ αυτό;–
παραληρούσε, το ήξερε. Ήταν γεγονός ότι θα το πλήρωνε
ακριβά, αλλά ούτε µια φορά σε ολόκληρη την ασήµαντη ζωή
του δεν είχε νιώσει ευτυχία σαν αυτή, ούτε ακόµη όταν πήρε
για πρώτη φορά στην αγκαλιά του τα κοριτσάκια του κι άκουσε
τα υγιή, πεισµατάρικα κλάµατά τους.
Σκέφτηκε την κυρία Γουίλσον, τις καθηµερινές, γεµάτες
καλοσύνη πράξεις της, πως τον είχε σουλουπώσει και τον είχε
ενθαρρύνει, τα µικρά πράγµατα που είχε πει και είχε κάνει και
όσα είχε αρνηθεί να κάνει και να πει και πόσα µπορεί να ήξερε,
πράγµατα τα οποία, όταν τα έβλεπες όλα µαζί, έφτιαχναν την
ίδια τη ζωή. Αν δεν ήταν εκείνη, η µητέρα του θα µπορούσε
κάλλιστα να είχε καταλήξει σ’ εκείνο το µέρος. Λίγο παλιότερα,
θα µπορούσε να ήταν η µητέρα του εκείνη που θα είχε σώσει –
αν µπορούσε να πει ότι είχε σώσει κάποιον µε αυτή του την
πράξη. Κι ένας Θεός ξέρει τι θα µπορούσε να είχε συµβεί σ’
εκείνον, πού θα µπορούσε να είχε καταλήξει.
Τα χειρότερα ήταν µπροστά του, το ήξερε. Μπορούσε να
αισθανθεί ήδη ένα βουνό προβλήµατα να τον περιµένουν στην
επόµενη στροφή, αλλά το χειρότερο που θα µπορούσε να είχε
συµβεί, το είχε αφήσει ήδη πίσω του· εκείνο που δεν θα είχε
τολµήσει να κάνει, που θα µπορούσε εύκολα να µην είχε κάνει
– µε το οποίο θα ’πρεπε να ζει για το υπόλοιπο της ζωής του.
Όσο κι αν του έµελλε να υποφέρει αποδώ και στο εξής, θα
ήταν σίγουρα πολύ λιγότερο από ό,τι είχε ήδη υποµείνει το
κορίτσι δίπλα του, και ίσως να µην το πλησίαζε ποτέ.
Ανεβαίνοντας τον δρόµο προς την πόρτα του σπιτιού του µε το
ξυπόλυτο κορίτσι από τη µία και το κουτί µε τα παπούτσια από
την άλλη, ο φόβος του υπερνικούσε κάθε άλλο συναίσθηµα,
αλλά βαθιά µέσα στην ανόητη καρδιά του, όχι µόνο ήλπιζε,
αλλά ειλικρινά πίστευε ότι θα τα κατάφερναν.
Σηµείωση για το κείµενο
Το κείµενο αποτελεί προϊόν µυθοπλασίας και δεν βασίζεται σε
συγκεκριµένα πρόσωπα. Το τελευταίο πλυσταριό της
Μαγδαληνής στην Ιρλανδία έκλεισε οριστικά µόλις το 1996.
Δεν είναι γνωστό πόσα κορίτσια και γυναίκες φυλακίστηκαν
και υποχρεώθηκαν σε αναγκαστική εργασία σε αυτά τα
ιδρύµατα, πόσα περιστατικά συγκαλύφθηκαν. Δέκα χιλιάδες
είναι µια ταπεινή εκτίµηση· τριάντα χιλιάδες θα ήταν µια πιο
ακριβής. Τα περισσότερα αρχεία για τα πλυσταριά της
Μαγδαληνής καταστράφηκαν, χάθηκαν ή η πρόσβαση σε αυτά
κατέστη αδύνατη. Σπανίως ο κόπος των κοριτσιών και των
γυναικών αναγνωριζόταν µε οποιονδήποτε τρόπο. Πολλά
κορίτσια και γυναίκες έχασαν τα παιδιά τους. Κάποια άλλα
έχασαν τη ζωή τους. Και άλλα ή τα περισσότερα έχασαν τη ζωή
που θα µπορούσαν να είχαν. Δεν είναι γνωστό πόσες χιλιάδες
βρέφη πέθαναν σε αυτά τα ιδρύµατα ή δόθηκαν προς υιοθεσία,
αφού πρώτα µεταφέρθηκαν σε άλλα οικοτροφεία για µητέρες
και βρέφη. Νωρίτερα το 2021, η έκθεση της Επιτροπής για τα
Οικοτροφεία για Μητέρες και Βρέφη κατέδειξε ότι σε
τουλάχιστον δεκαοχτώ από τα υπό διερεύνηση ιδρύµατα
πέθαναν εννέα χιλιάδες παιδιά. Το 2014, η ιστορικός Catherine
Corless δηµοσιοποίησε τη σοκαριστική ανακάλυψη ότι
εφτακόσια ενενήντα έξι βρέφη πέθαναν από το 1925 ως το 1961
στο οικοτροφείο Tuam, στην κοµητεία Galway. Αυτά τα
ιδρύµατα τελούσαν υπό τη διοίκηση και χρηµατοδότηση της
Καθολικής Εκκλησίας σε συνεργασία µε το Ιρλανδικό Κράτος.
Καµία απολογία δεν είχε εκδοθεί από µέρους της ιρλανδικής
κυβέρνησης αναφορικά µε τα πλυσταριά της Μαγδαληνής πριν
από την απολογία του Πρωθυπουργού Έντα Κένι το 2013.
Ευχαριστίες
á
Η συγγραφέας επιθυµεί να εκφράσει τις ευχαριστίες της στους Aosd na, The Arts

Council, Wexford County Council, The Authors’ Foundation, The Heinrich Böll

Association και το Trinity College, Dublin για την υποστήριξή τους.

Ευχαριστεί επίσης τις και τους Kathryn Baird, Felicity Blunt, Alex Bowler, Tina

Callaghan, Mary Clayton, Ian Critchley, Ita Daly, Dr Noreen Doody, Grainne

Doran, Morgan Entrekin, Liam Halpin, Margaret Huntington, Claire και Jim

Keegan, Sally Keogh, Loretta Kinsella, Ita Lennon, Niall MacMonagle, Michael

McCarthy, Patricia McCarthy, Mary McCay, Helen McGoldrick, Eoin McNamee,

James Meaney, Sophia Ní Sheoin, Claire Nozieres, Jacqueline Odin, Stephen

Page, Rosie Pierce, Sheila Purdy, Katie Raissian, Josephine Salverda, Claire

Simpson, Jennifer Smith, Anna Stein, Dervla Tierney και τη Sabine Wespieser.

Και τους µαθητές µου που µου έχουν µάθει τόσα, όλα αυτά τα χρόνια.

You might also like