You are on page 1of 53

Ουίλιαμ Σαίξπηρ

ΜΑΚΜΠΕΘ

ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ

Σκηνή πρώτη

Στην ερημιά. Καπνός, ημίφως.


Οι Τρείς Μάγισσες.

Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Πότε οι τρεις μας πάλι θα συναντηθούμε;


Με την βροντή την αστραπή ή την βροχή θα ιδωθούμε;

Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Όταν της μάχης η φλόγα σβήσει.


Όταν ο ένας την χάσει κι ο άλλος την κερδίσει.

Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Αυτό θα γίνει πριν από τη δύση.

Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Και που θα ιδωθούμε;

Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Στον λόγγο θα συναντηθούμε.

Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Και εκεί με τον Μακμπέθ θα ιδωθούμε.

Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Η γάτα μου με φωνάζει, έρχομαι.

Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Και μένα ο βάτραχός μου, πάω.

Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Εγώ ζωάκι τώρα που θα βρω να πάω να μιλήσω;

ΟΛΕΣ: Το κακό είναι καλό και το καλό είναι κακό, έτσι νομίζω.

1
Σκηνή δεύτερη

Στρατόπεδο.

Βασιλιάς Ντάνκαν, Μάλκολμ, Ντόναλμπεην, Λένοξ, ακόλουθοι.

Συναντούν έναν πληγωμένο αξιωματικό.

ΝΤΑΝΚΑΝ: Ποιος είν’ αυτός ο ματωμένος;; Αν κρίνω από την κατάστασή του, θα έχει κάτι
νεότερο να μας πει για την ανταρσία.

ΜΑΛΚΟΛΜ: Είναι ο γενναίος αξιωματικός που πολέμησε με όλες του τις δυνάμεις για να
μη με πιάσουν αιχμάλωτο. Έλα γενναίε φίλε. Πες στον βασιλιά τι ξέρεις για την μάχη, ως τη
στιγμή που σε πήραν από εκεί.

ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ: Η νίκη, ήταν αμφίβολη. Σαν δυο εξαντλημένους κολυμβητές που


αρπάζονται ο ένας από τον άλλο για να κρατηθούν και που έτσι πνίγονται και οι δυο μαζί.
Ο αδίστακτος Μακντόναλντ, άξιος μόνο για αντάρτης, ανεφοδιάστηκε από τα δυτικά νησιά
με πεζικάριους και ιππείς. Η τύχη βλέπεις του χαμογελούσε εκείνη τη στιγμή του
αποστάτη, βασιλιά μου, σαν την πιο φτηνή πόρνη. Μα δεν τον ωφέλησε πολύ, γιατί ο
γενναίος Μακμπέθ, που του αξίζει αυτό το όνομα, περιφρόνησε την τύχη και με το σπαθί
του που άχνιζε ακόμα αίμα, άνοιξε δρόμο κι έφτασε μπροστά στον αρχηγό αυτής της
άθλιας ανταρσίας. Δεν του έδωσε το χέρι κι ούτε του είπε αντίο. Τον ξέσκισε απ’ την κοιλιά
ως το σαγόνι κι έστησε το κεφάλι του πάνω στις πολεμίστρες.

ΝΤΑΝΚΑΝ: Γενναίε μου ξάδελφε! Άξιε Άρχοντα!

ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ: Βιάζεσαι να χαρείς, βασιλιά της Σκωτίας. Όπως κι εμείς βιαστήκαμε να


ενθουσιαστούμε. Μόλις η δικαιοσύνη με όπλο την ανδρεία, ανάγκασε τους φοβισμένους
πεζικάριους να το βάλουνε στα πόδια, ο άρχοντας της Νορβηγίας με καινούρια όπλα και
τάγματα, βρήκε την ευκαιρία και άρχισε νέα επίθεση.

ΝΤΑΝΚΑΝ: Και οι δύο στρατηγοί μας; Ο Μακμπέθ και ο Μπάνκο; Τρόμαξαν; Έκαναν πίσω;

ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ: Ναι, τρόμαξαν… Όσο ο αετός απ’ το σπουργίτι και το λιοντάρι απ ‘το λαγό.
(γελάνε) Πραγματικά αν θες να σου πω βασιλιά μου… Ήταν και οι δυο τους σαν
διπλογεμισμένα κανόνια που χτυπούσαν με μανία, ξανά και ξανά -τι άλλο θες να σου πω
δεν ξέρω. Δεν αντέχω όμως άλλο, οι πληγές μου φωνάζουν βοήθεια.

2
ΝΤΑΝΚΑΝ: Τα λόγια σου είναι σαν τα τραύματα σου: Αποπνέουν τιμή. Γρήγορα, πάρτε τον
και πηγαίντε τον στους γιατρούς.

(Τον βγάζουν έξω. Μπαίνει ο Ρος)

ΡΟΣ: Ο θεός να προστατεύει το βασιλιά.

ΛΕΝΟΞ: Ανυπόμονο το βήμα σου, σαν να έχεις σημαντικά νέα να μας πεις.

ΝΤΑΝΚΑΝ: Από πού έρχεσαι, γενναίε άρχοντα;

ΡΟΣ: Από το Φάιφ, μεγαλειότατε, όπου τα λάβαρα των Νορβηγών ανεμίζουν αγέρωχα,
σπέρνοντας τρόμο στον λαό μας που τον αιματοκύλησε ο ίδιος ο βασιλιάς της Νορβηγίας
με πάρα πολύ στρατό και με τη βοήθεια εκείνου του άτιμου προδότη, του άρχοντα του
Κώντορ. Μα τότε, εμφανίστηκε μπροστά του ο εραστής της θεάς Μπελλόνα, της θεάς του
Πολέμου, με την αδιαπέραστη πανοπλία του, ο Μακμπέθ. Μονομάχησαν, πάλεψαν σώμα
με σώμα μα στο τέλος ο Μακμπέθ του τσάκισε το θράσος. Με μία λέξη Κύριε: νικήσαμε!
(χαμόγελα και ζήτω από όλους) Και έτσι τώρα ο Σβένο, ο βασιλιάς της Νορβηγίας, ζητάει
συνθηκολόγηση. Αλλά εμείς δεν τον αφήνουμε ούτε να θάψει τους νεκρούς του, αν πρώτα
δεν πληρώσει στο Ίνσκομπ δέκα χιλιάδες χρυσά νομίσματα για το δικό μας κοινό ταμείο.

ΝΤΑΝΚΑΝ: Ποτέ πια αυτός ο άρχοντας του Κώντορ δεν θα ξεγελάσει την καλοσύνη της
καρδιάς μου. Πήγαινε να διατάξεις την άμεση θανάτωσή του! Και με τον τίτλο του
προσφώνησε τον άρχοντα Μακμπέθ.

ΡΟΣ: Ο ίδιος θα φροντίζω να εκτελεστεί η εντολή σας.

ΝΤΑΝΚΑΝ: Ο,τι εκείνος χάσει, θα το κερδίσει ο γενναίος Μακμπέθ.

Σκηνή τρίτη

Στην Ερημιά. Οι Τρεις Μάγισσες.

Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Που ήσουν αδελφούλα μου;

Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Έσφαζα ένα γουρούνι.

Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Και εσύ αδελφούλα μου, που ήσουν;

Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Ενός ναύτη η κυρά

3
κουβαλούσε στην ποδιά, κάστανα, στη χόβολη ψημένα.
Τα βαστούσε, τα βαστούσε και μασούσε και μασούσε.
«Δωσ’ μου ένα, δωσ’ μου ένα» λέω και παρακαλάω.
«Ούτε ένα, ούτε κανένα, φύγε μάγισσα και σμέρνα.
Φύγε τώρα απ’ την αυλή», τσίριξε τότε αυτή.
Φεύγω και πάω τον άντρα της να βρω
Στου καραβιού του το αμπάρι θα χωθώ
Τυφλοπόντικα μορφή θα πάρω και θα γδάρω και θα γδάρω και θα γδάρω.

Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Θα σου χαρίσω έναν άνεμο.

Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Ω πόσο ευγενικό.

Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Κι άλλον ένανε εγώ.

Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Κι όλους τους άλλους τους έχω εγώ.


Ξέρω τα λιμάνια απ’ όπου ξεκινάνε,
ξέρω τα μέρη όπου φυσάνε,
τα έχουν όλα οι χάρτες οι θαλασσινοί.
Να δείτε, σαν το σανό θα τον ξεράνω
μέρα και νύχτα εγώ τον ύπνο του θα κάνω,
από τα βλέφαρα του να πετάξει:
να ζει καταραμένος, χωρίς τάξη!
Εννιά φορές επί εννιά θα λιώνει
και κάθε μέρα της βδομάδας θα μετανιώνει.
Και αν δεν το καταφέρω το καράβι να τσακίσω,
μες στην αντάρα της φουρτούνας θα το ρίξω.
Δες τι έχω εδώ.

Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Θέλω να δω, θέλω να δω.

Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Το δάχτυλο ενός τιμονιέρη! Πολύ καλό παιδί.


Πνίγηκε όταν γυρνούσε τους δικούς του για να δει.
(τύμπανα)

Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Τύμπανα, τύμπανα ακούμε:


κι όπου να ‘ναι τον Μακμπέθ θα δούμε.

4
ΟΛΕΣ: Χέρι - χέρι περπατάμε,
στεριά και θάλασσα περνάμε
κι έτσι γύρω - γύρω τριγυρνάμε.
Απ’ τον Μαρκήσιο σταλμένες
απ’ το θεό καταραμένες
και στην Εκάτη υποταγμένες
Πάντα τα πάντα έχουμε μετρημένα
κι όλα για όλους σχεδιασμένα
Σσς! Δέσανε τα μάγια.
(μπαίνουν Μακμπέθ, Μπάνκο)

ΜΑΚΜΠΕΘ: Τέτοια μέρα δεν έχω ξαναδεί. Τόσο απαίσια. Τόσο ωραία!

ΜΠΑΝΚΟ: Που είμαστε; Έπρεπε τώρα να είχαμε φτάσει στο Φόρρες. (βλέπει τις μάγισσες)
Τι είναι εκείνα τα ζαρωμένα πλάσματα; Δες πως είν’ τα ρούχα τους. Δεν είναι κάτοικοι της
γης κι όμως, πατάνε στο χώμα της. (τους μιλάει) Έϊ, με ακούτε; Έχετε - ζωή; Μπορεί να σας
μιλήσει άνθρωπος; Φαίνεται πως με καταλαβαίνεται αφού αμέσως και οι τρεις βάλατε τα
ροζιασμένα δάχτυλά σας στα μαραμένα χείλη σας. Μάλλον είστε κάτι σαν γυναίκες, αλλά
αυτό το απόκοσμο που σας περιβάλει δε με αφήνει να καταλάβω

ΜΑΚΜΠΕΘ: Μιλήστε αν μπορείτε: Ποιες είστε; Τι είστε;

Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Χαίρε Μακμπέθ! Χαίρε άρχοντα του Γκλάμις!

Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Χαίρε Μακμπέθ! Χαίρε άρχοντα του Κώντορ!

Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Χαίρε Μακμπέθ, που βασιλιάς θα γίνεις μετά…

ΜΠΑΝΚΟ: Κύριε μου, γιατί ταράζεσαι και δείχνεις να φοβάσαι πράγματα που ακούγονται
τόσο καλά; (στις μάγισσες) Σας ξορκίζω στο όνομα της Αλήθειας: είστε πλάσματα της
φαντασίας ή είστε αυτό που πραγματικά δείχνει η όψη σας; Τον γενναίο μου σύντροφο
τον αποκαλέσατε με το τωρινό του αξίωμα και έπειτα του δίνετε σπουδαία προφητεία για
μεγαλεία -ως κι ελπίδες για τον θρόνο. Λογικό λοιπόν είναι να σωπαίνει. Σε εμένα όμως δε
μιλάτε. Αν μπορείτε να προβλέπετε τη σπορά του χρόνου και να λέτε ποιος σπόρος θα
βλαστήσει και ποιος όχι, μιλήστε μου κι εμένα, που ούτε ζητώ την εύνοιά σας, ούτε
φοβάμαι μίσος σας.

Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Χαίρε Μπάνκο! Μικρότερε από τον Μακμπέθ, αλλά και μεγαλύτερε.

Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Χαίρε Μπάνκο! Όχι τόσο ευτυχισμένε, αλλά κι ευτυχέστερε.

5
Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Χαίρε Μπάνκο που βασιλιάς δε θα γίνεις, μα θα γεννήσεις βασιλιάδες.

Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Λοιπόν, χαίρετε, Μακμπέθ και Μπάνκο!

Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Μπάνκο και Μακμπέθ, χαίρετε.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Σταθείτε! Πείτε μου κι άλλα! Με το θάνατο του Σάινελ, ξέρω πως είμαι
άρχοντας του Γκλάμις, αλλά του Κώντορ πως; Ο άρχοντας του Κώντορ ζει. Όσο για το ότι
θα γίνω βασιλιάς είναι τόσο απίστευτο όσο και το ότι θα γίνω άρχοντας του Κώντορ. Πείτε
μου λοιπόν, από πού έχετε αυτή την παράδοξη πληροφορία; Και γιατί εδώ σε αυτή την
αφιλόξενη ερημιά μας κόβετε το δρόμο με τέτοιες προφητείες; Μιλήστε! Σας διατάζω!
(εξαφανίζονται)

ΜΠΑΝΚΟ: Η γη γεννάει καπνό σαν τη φωτιά. Κάτι τέτοιο θα ήταν κι αυτές. Που χάθηκαν;

ΜΑΚΜΠΕΘ: Στον αέρα. Έγιναν πνοή ανέμου. Ας έμεναν λίγο ακόμα…

ΜΠΑΝΚΟ: Τις είδαμε στ’ αλήθεια εδώ αυτές ή φάγαμε από τις τρελές ρίζες της γης και
χάθηκαν τα λογικά μας;

ΜΑΚΜΠΕΘ: Τα παιδιά σου θα γίνουν βασιλιάδες.

ΜΠΑΝΚΟ: Κι εσύ θα γίνεις ο ίδιος βασιλιάς.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Και άρχοντας του Κώντορ. Έτσι δεν είπανε;

ΜΠΑΝΚΟ: Έτσι ακριβώς. (μπαίνει Ρος - Λένοξ)

ΡΟΣ: Μακμπέθ.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Άρχοντές μου.

ΡΟΣ: Ο βασιλιάς δέχτηκε με μεγάλη χαρά το νέο για τη νίκη σου. Κι όταν έμαθε πόσο
κινδύνευσες στην μάχη με τους προδότες, δεν ήξερε τι έπρεπε πρώτα να εκφράσει, το
θαυμασμό ή τον έπαινό του. Γι’ αυτό έμεινε σιωπηλός και εξέταζε τα όσα συνέβαιναν
μέσα στα τολμηρά στρατεύματα των Νορβηγών, βλέποντας εσένα άφοβο μπροστά στα
έργα σου, σε αυτές τις φριχτές εικόνες θανάτου. Οι αγγελιαφόροι δεν προλάβαιναν να
φέρνουν το ένα κατόρθωμά σου μετά το άλλο, υπερασπιστή του θρόνου, και τα λάφυρά
σου τα σκόρπιζαν γρήγορα μπροστά και γύρω από τον βασιλιά φτιάχνοντας ένα τείχος
πολύτιμο και προπαντός απόρθητο για το βασίλειό του.

ΛΕΝΟΞ: Εμάς μας έστειλε ο βασιλιάς να σε ευχαριστήσουμε εκ μέρους του και να σε


οδηγήσουμε μπροστά του. Μα δε θα είμαστε εκείνοι που θα σ’ ανταμείψουμε.

6
ΡΟΣ: Σαν προκαταβολή για μεγαλύτερες τιμές, μου έδωσε εντολή να σε αποκαλέσω
άρχοντα του Κώντορ! Δέξου λοιπόν κύριε, από εμένα τον πρώτο χαιρετισμό σου με αυτόν
τον καινούριο τίτλο: Χαίρε, άξιε άρχοντα του Κώντορ!

ΜΠΑΝΚΟ: Ώστε ο διάολος είπε την αλήθεια..

ΜΑΚΜΠΕΘ: Μα ο άρχοντας του Κώντορ ζει. Γιατί με ντύνετε με ρούχα δανεικά;

ΡΟΣ: Ο πρώην άρχοντας ζει ακόμα ναι, μα η ζωή του, που έπρεπε να τη χάσει, είναι
καταδικασμένη. Δεν ξέρω αν ήταν σύμμαχος των Νορβηγών ή αν ενίσχυσε τους αντάρτες
μυστικά με βοήθεια ή αν και με τους δυο σχεδίασε την καταστροφή της πατρίδας του.
Αλλά κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία, την οποία προς τιμήν του ο ίδιος ομολόγησε.
Μάλιστα τώρα που μιλάμε ο δήμιος θα εκτελεί τη θανάτωσή του κατ’ εντολή του βασιλιά.

ΜΑΚΜΠΕΘ: (μόνος) Άρχοντας του Γκλάμις και του Κώντορ! Όπου να ‘ναι έρχεται και το
μεγαλύτερο όλων. (στους δύο) Σας ευχαριστώ που κάνατε τον κόπο. (Στον Μπάνκο)
Μπορείς τώρα να ελπίζεις, πως τα παιδιά σου θα γίνουν βασιλιάδες. Εκείνες που με
είπανε άρχοντα του Κώντορ, θρόνο υποσχέθηκαν και σ’ αυτά.

ΜΠΑΝΚΟ: Εάν πιστέψεις στα λόγια τους, μπορεί να φουντώσει ο πόθος σου και μετά από
άρχοντας του Κώντορ να φτάσεις ως το βασιλικό θρόνο. Όμως, τι παράξενο, καμιά φορά
τα όργανα του σκότους μας προβλέπουν την αλήθεια για να μας οδηγήσουν στον όλεθρο.
Μας κερδίζουν με τα ασήμαντα για να μας εξαπατήσουν αργότερα, στα μεγάλα, στα
σπουδαία. (Στους δύο) Δυο κουβέντες ακόμα σας παρακαλώ φίλοι μου.

ΜΑΚΜΠΕΘ: (μόνος) Όσες αλήθειες μόλις ειπώθηκαν, πρόλογος είναι μόνο, και το φινάλε,
θα ‘χει στέμμα βασιλικό! Σίγουρα, αυτό το υπερβολικό και ανεξήγητο ενδιαφέρον που
δείχνει για μένα η μοίρα, δεν μπορεί να είναι ούτε κακό - κι ούτε καλό. Αν ήταν κακό, γιατί
να μου δώσει προκαταβολή ευτυχίας αρχίζοντας με μια αλήθεια; Είμαι άρχοντας του
Κώντορ! Αν πάλι ήταν καλό, γιατί θεέ μου δεν μπορώ να ξεφύγω από αυτή τη σκέψη που
με κυριεύει και που η εικόνα της και μόνο με κάνει να ανατριχιάζω και νιώθω την καρδιά
μου να πάει να σπάσει. Όχι. Οι φόβοι που έχω τώρα είναι μικρότεροι από τη φρίκη που
πλάθει η φαντασία. Τι κι αν συγκλονίζεται η ύπαρξή μου, στο νου μου έγινε κιόλας το
έγκλημα που δεν έχει γίνει. Τελικά τίποτα δεν υπάρχει εκτός από το ανύπαρκτο! Εάν η
Συγκυρία με χρίσει βασιλιά, η Συγκυρία θα μου φορέσει και το στέμμα, εγώ δεν κάνω
καμία κίνηση. Ας γίνει ο,τι είναι να γίνει. Ο χρόνος ξεπερνά τις δύσκολες στιγμές..

ΜΠΑΝΚΟ: Από ότι φαίνεται σε πήρε μακριά η σκέψη σου. Χρειάζεται κάποιος καιρός για
να συνηθίσει κανείς τις καινούριες ατσαλάκωτες τιμές. Λίγο να τριφτούν επάνω του κι
έγιναν δικές του.

7
ΜΑΚΜΠΕΘ: Ζητώ συγνώμη καλοί μου άρχοντες, το κουρασμένο μου μυαλό ταλαιπωρούν
πράγματα ξεχασμένα. Καταγράφω όμως τις υπηρεσίες σας και κάθε μέρα θα γυρίζω σε
αυτό το χαρτί για να τις θυμάμαι.

ΜΠΑΝΚΟ: Άξιε Μακμπέθ, όποτε θέλεις ξεκινάμε.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Ναι, πάμε στον βασιλιά. (προχωρούν οι άλλοι δυο) Εσύ σκέψου καλά ο,τι
συνέβη και κάποια ώρα, αφού έχουν ηρεμήσει κάπως τα πράγματα, θα μιλήσουμε ο ένας
στον άλλον ελεύθερα.

ΜΠΑΝΚΟ: Ευχαρίστως.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Μέχρι τότε, ούτε λέξη

Σκηνή τέταρτη

Στο ανάκτορο.

Ντάνκαν, Μάλκολμ, Ντόναλμπεην, ακόλουθοι

ΝΤΑΝΚΑΝ: Έγινε η εκτέλεση του άρχοντα του Κώντορ; Δεν γύρισαν ακόμα εκείνοι που τους
έδωσα διαταγή να την αναβάλουν;

ΜΑΛΚΟΛΜ: Δεν γύρισαν ακόμα, μεγαλειότατε. Όμως εγώ μίλησα με κάποιον που ήταν
παρών και είδε τον άρχοντα του Κώντορ να πεθαίνει. Μου είπε, πως παραδέχθηκε την
προδοσία του με ειλικρίνεια, ικέτεψε συγγνώμη από την υψηλότητα σας κι έδειξε βαθιά
μετάνοια. Τίποτα στην ζωή δεν τον τιμά τόσο αντάξια όσο ο τρόπος που την άφησε,
πέθανε σαν άνθρωπος που είχε προετοιμαστεί να πετάξει αδιάφορα οτιδήποτε πιο
αγαπημένο είχε σαν το πιο ευτελές πράγμα.

ΝΤΑΝΚΑΝ: Δεν του φαινόταν όμως αυτό. Και δεν υπάρχει τέχνη να βλέπεις στο πρόσωπο
κάποιου τις σκέψεις του. Ήταν ένας άρχοντας που πάνω του είχα υπολογίσει και που του
είχα απόλυτη εμπιστοσύνη.

(μπαίνουν Μακμπέθ, Μπάνκο, Ρος, Λένοξ)

Πανάξιε ξάδερφε, η αχαριστία είναι μεγάλη αμαρτία, το ξέρω αυτό και με βαραίνει. Αλλά
και συ κάνεις τόσα πολλά που δεν σε προλαβαίνει καμία ανταμοιβή. Μακάρι να είχες
άθλους λιγότερους ώστε να προλάβαινα να κρατήσω λογαριασμό της ευγνωμοσύνης μου
και της ανταμοιβής σου. Το μόνο που έχω να πω είναι πως σου οφείλω πιο πολλά απ’ όσα
μπορώ να σου δώσω.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Η υποταγή και η πίστη που σας οφείλω είναι από μόνες τους η ανταμοιβή
μου. Ο ρόλος της υψηλότητας σας είναι να δέχεται τις υπηρεσίες μας και οι υπηρεσίες μας
8
αυτές είναι του θρόνου και του κράτους σας παιδιά και υπηρέτες, που όσα κι αν κάνουν
χρέος τους είναι να διασφαλίσουν την τιμή σας και την αγάπη σας.

ΝΤΑΝΚΑΝ: Καλώς όρισες λοιπόν. Εγώ σε φύτεψα, κι εγώ θα προσπαθήσω να σε κάνω να


βλαστήσεις. (στον Μπάνκο) Γενναίε Μπάνκο, δεν αξίζεις λιγότερο, γι’ αυτό δεν πρέπει κι τ’
όνομά σου ν’ ακούγεται λιγότερο: έλα να σ’ αγκαλιάσω και να σε σφίξω πάνω στην καρδιά
μου.

ΜΠΑΝΚΟ: Αν η αγκαλιά σας είναι για μένα η γη σας, τότε και η σοδιά μου ήταν και θα
είναι ολόκληρη δική σας.

ΝΤΑΝΚΑΝ: Η χαρά ξεχείλισε απ’ την ψυχή μου και σα λύπη, της πρέπει να φανεί. Με
δάκρυα. Παιδιά μου, συγγενείς, άρχοντες κι εσείς όλοι οι κοντινοί μου, θέλω να μάθετε
πως σήμερα μεταβιβάζω κάθε κρατική εξουσία μου στον Μάλκολμ, το μεγαλύτερο γιο
μου, που τον ονομάζω πρίγκιπα του Κάλμπερλαντ! Και την τιμή αυτή θα την συνοδεύσουν
κι άλλοι τίτλοι και εμβλήματα ευγένειας που λάμπουν σαν αστέρια πάνω σε όσους το
αξίζουν. (στον Μακμπέθ) Από εδώ θα έρθω κατευθείαν στο Ινβερνές, τον τόπο σου, να με
φιλοξενήσεις , άρα θα είμαι σ’ εσένα περισσότερο υποχρεωμένος.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Μόνο όσα δεν γίνονται για χάρη σας μου είναι κόπος. Εγώ ο ίδιος με την
άδεια σας, θα γίνω προπομπός της επίσκεψης σας, ώστε να ενημερώσω και την γυναίκα
μου που θα χαρεί όσο κανένας άλλος.

ΝΤΑΝΚΑΝ: Άξιε μου, άρχοντα του Κώντορ!

ΜΑΚΜΠΕΘ: Πρίγκιπας του Κάλμπερλαντ ο πρωτότοκος! Την ώρα που άνοιγε ο δρόμος, την
ίδια ώρα έκλεινε από αυτό το εμπόδιο. Θα περάσω από μέσα του λοιπόν κι ας σκίσω σε
κομμάτια την ψυχή μου. Εγώ ακόμα κι έτσι θα τον συνεχίσω τον δρόμο μου, ως το τέλος.
Σκοτάδι θέλω, σκοτάδι. Μυστικός να μείνει ο σκοτεινός μου πόθος. Κρυφός. Μόνο να μην
έχω μάτια, για να μη δουν όσα θα κάνουν τα χέρια μου και τρομάξουν! (βγαίνει)

ΝΤΑΝΚΑΝ: Μα φυσικά, αγαπητέ μου Μπάνκο, είναι πολύ γενναίος. Τόσο που έχω φτάσει
να τρέφομαι με τους επαίνους για αυτόν. Αισθάνομαι, ότι μόνο ΄σ’ αυτόν μπορώ να
ακουμπήσω. Πάμε κι εμείς, αφού έκανε τον κόπο να προηγηθεί για να μας καλωσορίσει.
Ανεκτίμητος ξάδερφος… (βγαίνουν)

Σκηνή πέμπτη

Ινβερνές. Λαίδη Μακμπέθ

9
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: (διαβάζει γράμμα) «Ήρθαν και με βρήκαν την ημέρα της νίκης και
βεβαιώθηκα πως οι γνώσεις τους είναι παραπάνω από των θνητών. Και όταν μ’ έκαιγε η
επιθυμία να τις ρωτήσω κι άλλα, έγιναν αέρας και χάθηκαν. Δεν πρόλαβα να συνέλθω από
το θαύμα, και βλέπω
απεσταλμένους του βασιλιά να έρχονται και να με προσφωνούν «άρχοντα του Κώντορ»,
που μόλις πριν με τον ίδιο τίτλο μ’ είχαν αποχαιρετήσει εκείνες οι αλλόκοτες αδελφές -
μοίρες, προσθέτοντας «Χαίρε μέλλοντα βασιλιά!» Αυτό έκρινα σκόπιμο να στο
εμπιστευτώ, λατρεμένε συνοδέ μου στα μεγαλεία, για να μη χάσεις το μερίδιο σου απ’ τη
χαρά, αγνοώντας τις τιμές που σε περιμένουν. Φύλαξε το καλά μες στην καρδιά σου. Σε
χαιρετώ. Μακμπέθ».

Είσαι πια άρχοντας του Γκλάμις και του Κώντορ. Και θα γίνεις κι αυτό που σου
υποσχέθηκαν! Εγώ όμως φοβάμαι τον χαρακτήρα σου. Βύζαξες για πολύ από το γάλα της
καλοσύνης και δεν θα μπορέσεις εύκολα να πάρεις το πιο σύντομο δρόμο. Σπουδαίος θα
γίνεις και τη φιλοδοξία θα την έχεις, μα δεν θα έχεις την μοχθηρία. Αυτό που θέλεις το
επιδιώκεις με τίμια μέσα. Δεν θέλεις να παίξεις άτιμα, θέλεις όμως να είσαι ο άτιμος
νικητής. Έχεις ανάγκη πανίσχυρε άρχοντα, από τη φωνή που λέει: «Αυτό θα κάνεις, αν
εκείνο θέλεις». Και σε φοβίζει αυτό να το κάνεις, αλλά σε φοβίζει πιο πολύ εκείνο να μη
γίνει! Γύρνα σε μένα γρήγορα. Εγώ μόνο μπορώ να σε σώσω και να σου δώσω θάρρος.
Εγώ θα εξαφανίσω με τη γενναία μου γλώσσα κάθε δισταγμό. Μονάχα εγώ μπορώ να πω
τα λόγια που δε λέγονται: θα ‘χεις εσύ όλον τον κόσμο να σε προσκυνάει. (μπαίνει ένας
αγγελιαφόρος) Τι νέα έχεις;

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ: Απόψε έρχεται ο βασιλιάς.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Τρελάθηκες; Ο κύριος σου δεν έρχεται μαζί του; Δεν θα μας είχε
ειδοποιήσει νωρίτερα να ετοιμαστούμε;

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ: Έρχεται και ο άρχοντάς μας, μα πιο γρήγορα από τον βασιλιά. Ένας
αγγελιαφόρος τον πρόλαβε κι έφτασε τόσο λαχανιασμένος που μόλις που μπόρεσε να πει
το νέο.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΠΕΘ: Πες να τον περιποιηθούν, έφερε σπουδαίο νέο. (βγαίνει) Ντάνκαν; Ακούς
το κοράκι που πέταξε και στάθηκε πάνω από τον πύργο μου; Κράζει για την υποδοχή σας,
εσένα και τον ξένο που συνάντησες τυχαία και τον φέρνεις κι αυτόν μαζί σου: τον θάνατο.
Ελάτε πνεύματα που υπηρετείτε θανατηφόρους στοχασμούς, βγάλτε από μέσα μου την
γυναικεία φύση. Να μην έχω φύλο: γυναίκας, ανδρικό, κανένα. Πάρτε από τα στήθη μου
το γάλα και κάντε το χολή. Κλείστε την πόρτα στο έλεος, να μη μπορεί από πουθενά να
μπει. Έλα μαύρη νύχτα και ντύσε με με φόρεμα επίσημο, με φόρεμα ομίχλης από το
σκοτάδι της κόλασης να μη φανεί το κοφτερό μαχαίρι. Μονάχα εκείνος που αξίζει να το δει
10
και μόνο επειδή το αξίζει! (μπαίνει ο Μακμπέθ και υποκλίνεται) Άρχοντα του Γκλάμις,
άρχοντα του Κώντορ, κύριε μας, Βασιλιά. Τα γράμματά σου με πήγαν πιο πέρα από το
ανίδεο παρόν και από τώρα ζω το παρόν του μέλλοντός μας.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Ο Ντάνκαν έρχεται το βράδυ. Εδώ.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Και πότε θα φύγει;

ΜΑΚΜΠΕΘ: Το πρωί, το ξημέρωμα, έτσι είπε.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Αυτό το αύριο ποτέ δεν θα το δει ο ήλιος. Κύριε μου, το πρόσωπό σου
είναι σαν βιβλίο όπου καθένας μπορεί να διαβάσει κάθε λογής παράξενα πράγματα. Εάν
θέλεις να ξεγελάς τον κόσμο, δείχνε όπως όλος ο κόσμος. Τα μάτια σου, τα χέρια σου και η
γλώσσα σου να λένε «Καλώς όρισες». Να φαίνεσαι σαν το αθώο λουλούδι αλλά να ‘σαι η
οχιά που κρύβεται από κάτω. Για εκείνον που έρχεται πρέπει να ετοιμαστούμε. Άσε με
μόνη μου να το φροντίσω όλα για την αποψινή την νύχτα που άμα πετύχει μας
εξασφαλίζει ισχυρό σκήπτρο και υπέρτατη εξουσία για όλες τις μελλοντικές νύχτες και
μέρες μας.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Θα μιλήσουμε ξανά αργότερα.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Πρόσεχε! Η ματιά σου δεν πρέπει να σε καταδώσει: ο φόβος αλλοιώνει
την όψη και μπορεί να σε προδώσει! Τ’ άλλα όλα άστα σε μένα.

Σκηνή έκτη

Στον πύργο του Μακμπέθ.

Ντάνκαν και γιοι, οι στρατηγοί και οι ευγενείς.

ΝΤΑΝΚΑΝ: Σε ωραία θέση είναι αυτός ο πύργος. Το αεράκι είναι γλυκό και το χαίρεται
ολόκληρο το σώμα μου σαν να ‘μαι νέος.

ΜΠΑΝΚΟ: Και το χελιδόνι, βεβαιώνει με τα κτίσματά του την αγάπη του σ’ αυτόν τον τόπο
και στην ανάσα τ’ ουρανού. Δεν άφησε προεξοχή, ζωοφόρο ή γωνιά που να φτιάξει
κρεμαστό σπίτι για τα μικρά του. Και ξέρω πως όπου τα χελιδόνια στήνουν τις φωλιές τους
και γεννάνε, ο αέρας ευωδιάζει. (μπαίνει η Λαίδη Μακμπέθ)

ΝΤΑΝΚΑΝ: Μα να τη η αξιότιμη οικοδέσποινα μας! Η φορτική φιλίας μας γίνεται κάποτε


βάρος, κι όμως της λέμε ευχαριστώ, γιατί φιλία είναι. Γι’ αυτό σου λέω: ζήτα από το θεό να
σε ανταμείψει για τους κόπους σου, κι εμάς πες μας κι ευχαριστώ για την ενόχληση.

11
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Όλες μας οι υπηρεσίες προς εσάς, και διπλές και τετραπλές να είναι,
θα μένουν πάντα πενιχρές και ασήμαντες, σε σύγκριση με τις λαμπρές τιμές με τις οποίες η
μεγαλειότητα σας γεμίζει τον οίκο μας. Για όλα τα παλιά μα και για τα καινούρια
αξιώματα, που επάνω του συσσωρεύονται πάντοτε θα παρακαλούμε το θεό για χάρη σας.

ΝΤΑΝΚΑΝ: Μα που είναι ο άρχοντας του Κώντορ; Έτρεξα αμέσως πίσω του σκοπεύοντας
να γίνω εγώ προπομπός τους μα είναι κι αυτός καλός ιππέας και η μεγάλη του αγάπη τον
βοήθησε να φτάσει στο σπίτι του πριν από μένα. Ωραία και ευγενική οικοδέσποινα, απόψε
είμαι φιλοξενούμενός σου.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Όσοι σας είμαστε αφοσιωμένοι δεν θεωρούμε τον εαυτό μας και την
περιουσία μας δική μας ιδιοκτησία. Όποτε η υψηλότητα σας το ζητήσει είμαστε πρόθυμοι
να δώσουμε λόγο αλλά και να σας επιτρέψουμε ο,τι σας ανήκει.

ΝΤΑΝΚΑΝ: Με την άδεια σου οικοδέσποινα μου, οδήγησε με στον οικοδεσπότη μου που
τόσο αγαπάω και που θα συνεχίσω να του δείχνω έμπρακτα την εύνοια μου.

Σκηνή έβδομη

ΜΑΚΜΠΕΘ: Αν είναι να γίνει και να τελειώνει, καλύτερα να γίνει γρήγορα. Αν ο φόνος


προλάβαινε και τις συνέπειες του και με την ολοκλήρωσή του εξασφάλιζε την επιτυχία, αν
μ’ αυτό το ένα χτύπημα όλα τελείωναν εδώ, σ’ αυτή την πρόσκαιρη όχθη του χρόνου, τότε
θ’ άξιζε να ρισκάρεις την αιώνια ζωή. Όμως σε περιπτώσεις όπως αυτή, οι πράξεις
κρίνονται εδώ και όταν δίνουμε μαθήματα για φόνο, κάποια στιγμή αυτά γίνονται όπλα
των μαθητών και τιμωρούν το δάσκαλο. Και η Δικαιοσύνη παίρνει στα σωστά της χέρια το
κύπελλο με το δικό μας φαρμάκι και μας το φέρνει στα χείλη. Εδώ που βρίσκεται ο
βασιλιάς έχει δύο δικλείδες ασφαλείας: πρώτον είμαι συγγενής του κι υπήκοός του, κάτι
που από μόνο του αρκεί για να αποτρέψει αυτή την πράξη, δεύτερον είμαι οικοδεσπότης
του και οφείλω να κλείσω την πόρτα μου στον δολοφόνο του, όχι να κρατήσω εγώ ο ίδιος
το μαχαίρι. Και ο Ντάνκαν είναι τόσο πράος, τόσο άψογος στο ύψιστο αξίωμά του που οι
αρετές του, σαν άγγελοι με δυνατές σάλπιγγες, θα καταγγείλουν την καταχθόνια
δολοφονία του και ο Οίκτος που διασχίζει τον αιθέρα καβάλα στ’ αεράκι - αυτό τον
αόρατο ταχυδρόμο της ανάσας- θα συγκινήσει όλα τα μάτια και θα τα γεμίσει με δάκρυα.
Δεν μπορώ κάπως αλλιώς να κεντρίσω τη θέληση μου παρά με την υπερβολική φιλοδοξία
μου, που κι αυτή υπερπηδά τα όρια και πέφτει. (μπαίνει η Λαίδη Μακμπέθ) Τι; Τι έγινε;

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Κοντεύει να τελειώσει το φαγητό του. Εσύ γιατί έφυγες;

ΜΑΚΜΠΕΘ: Με ζήτησε;

12
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Λογικό δεν είναι;

ΜΑΚΜΠΕΘ: Άκουσε, αυτή η ιστορία δεν μπορεί να πάει παραπέρα. Τώρα μου έδωσε κι
άλλα αξιώματα. Έχω αποκτήσει υπόληψη από χρυσάφι σ’ όλο τον κόσμο, κάθε τάξης, και
θέλω να την φορέσω τώρα που γυαλίζει ακόμα, όχι αμέσως να την καταστρέψω.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Τι ήταν λοιπόν όλο αυτό ως εδώ; Μια φαντασία; Μια πιωμένη
φιλοδοξία που την πήρε ο ύπνος κάτω από τα σεντόνια σου και τώρα μόλις ξύπνησε
αντικρίζοντας έντρομη και χλωμή το δημιούργημα της τόλμης της; Έτσι να λογαριάζω και
τον έρωτά σου και την αγάπη σου; Ξέρεις τι είσαι; Ένας πόθος ανίκανος να κάνει έρωτα με
ο,τι έχει ερωτευθεί. Παραπάνω από πόθος λιγότερο από έρωτας. Όλη σου η ζωή είναι δυο
λέξεις: «θα ήθελα» και αμέσως μετά «δεν τολμώ». Πως θα δεχθείς εσύ να λάμψεις μέσα
σε μεγάλη στολή στη ζωή σου όταν θα γνωρίζεις πως έζησες πάντα μια δειλή, σβηστή ζωή.
Σε παρακαλώ, μη με κάνεις ποτέ να σε λυπηθώ.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Σταμάτα! Τολμάω όλα όσα αρμόζει να κάνει ένας άντρας, γιατί εκείνος που
τολμάει πιο πολλά δεν είναι άντρας.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Άρα, κάποιο κτήνος σε έβαλε να μου εμπιστευτείς το σχέδιο σου; Όταν
είχες την τόλμη να το κάνεις, τότε ήσουν άντρας. Κι άμα κατάφερνες να γίνεις κάτι
παραπάνω, απ’ αυτό που ήσουν, θα γινόσουνα και παραπάνω άντρας. Και τότε ούτε ο
τόπος ούτε ο χρόνος ήτανε κατάλληλοι μα εσύ έλεγες «Θα βρω εγώ την ευκαιρία». Η
ευκαιρία ήρθε μόνη της, κι όμως αυτή η σύμπτωση εσένα σε διαλύει. Εγώ ξέρεις πόσο
τρυφερά αγαπούσα το βρέφος που με βύζαινε, κι όμως αν είχα ορκιστεί όπως εσύ, θα
εύρισκα κουράγιο, ενώ μου χαμογελούσε, να ξεκολλήσω τη θηλή από τα μαλακά του ούλα
και να του τσακίσω το κεφάλι!

ΜΑΚΜΠΕΘ: Αν αποτύχουμε;

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Αποτύχαμε! Εσύ κούρδισε όσο παίρνει την χορδή του θάρρους σου και
δεν θ’ αποτύχουμε. Όταν ο Ντάνκαν αποκοιμηθεί και από την κούραση της ημέρας και των
χρόνων πέσει σε ύπνο βαθύ, εγώ θα ποτίσω με κρασί τους δυο θαλαμηπόλους του, έτσι
που η μνήμη, αυτός ο φύλακας του μυαλού, να γίνει ατμός και το σχέδιο της λογικής
καζάνι. Κι όταν βυθιστούν σε ύπνο ζωώδη, μισοπεθαμένοι, πες μου τι δε μπορούμε πια
εμείς οι δυο να κάνουμε στον ανυπεράσπιστο Ντάνκαν; Και τι δεν μπορούμε να
φορτώσουμε στους μεθυσμένους φύλακες του, που θα κριθούνε ένοχοι του σπουδαίου
μας φόνου;

ΜΑΚΜΠΕΘ: Μόνο άνδρες να γεννάς. Είναι τέτοια η φύση σου που πρέπει να φτιάχνει
μόνο αρσενικά. Κι αν τον σκοτώναμε με τα στιλέτα των δυο φρουρών και πασαλείψουμε
με αίμα τα πρόσωπα τους, ποιος δεν θα πιστέψει πως το έκαναν αυτοί;
13
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Ποιος θα τολμήσει να πιστέψει κάτι άλλο άμα δει τους θρήνους και τον
οδυρμό μας για τον θάνατό του;

ΜΑΚΜΠΕΘ: Εντάξει. Έτσι θα γίνει. Θα γίνει. Πάμε τώρα αγάπη μου. Πρέπει να
ξεγελάσουμε τον κόσμο με το χαρούμενο ύφος μας. Με ψεύτικη όψη, όσα ξέρει η ψεύτικη
καρδιά να κρύψουμε.

ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

Σκηνή πρώτη

Στον πύργο του Μακμπέθ.

Μπάνκο, Φληνς.

ΜΠΑΝΚΟ: Πόσο αργά είναι παιδί μου;

ΦΛΗΝΣ: Ρολόι δεν άκουσα, αλλά η σελήνη έχει δύσει.

ΜΠΑΝΚΟ: Θα είναι μεσάνυχτα.

ΦΛΗΝΣ: Ίσως και πιο αργά κύριε.

ΜΠΑΝΚΟ: Κράτησε το σπαθί μου. Ο ουρανός κάνει οικονομία απόψε κι όλα του τα κεριά
είναι σβηστά. Πάρε κι αυτό. Η νύστα με βαραίνει σαν μολύβι ασήκωτο, κι όμως δεν μπορώ
να κλείσω μάτι. Δυνάμεις του ουρανού πνίξτε στην ψυχή μου τις καταραμένες σκέψεις
που η φύση αφήνει ελεύθερες. Ποιος είναι εκεί;; Δώσ’ μου το σπαθί μου! (μπαίνει ο
Μακμπέθ)

ΜΑΚΜΠΕΘ: Φίλος.

ΜΠΑΝΚΟ: Δεν πήγατε ακόμα για ύπνο κύριε; Ο βασιλιάς ξάπλωσε. Δεν τον έχω ξαναδεί σε
τόσο καλή διάθεση. Έστειλε πλούσια δώρα σε όλο το προσωπικό σου και στην γυναίκα
σου ένα διαμάντι που την αποκάλεσε αξεπέραστη οικοδέσποινα. Δεν ήξερε πώς να κρύψει
την μεγάλη του ευχαρίστηση.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Μας βρήκε και ανέτοιμους. Αν είχαμε χρόνο αλλιώς θα δείχναμε την
προθυμία και την καλή μας θέληση, μα οι ελλείψεις μας βάραιναν.

ΜΠΑΝΚΟ: Όλα ήταν μια χαρά. Χθες βράδυ ονειρεύτηκα εκείνες τις τρεις παράξενες
γυναίκες. Αυτά που είπανε σε σένα έχουνε βγει αληθινά, κατά ένα μέρος.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Εγώ ούτε που τις σκέφτομαι. Όμως, αν βρούμε ώρα, πρέπει να πούμε δυο
λόγια γι’ αυτό το θέμα, αν έχεις διάθεση.
14
ΜΠΑΝΚΟ: Όποτε θέλεις.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Όταν έρθει η ώρα. Κι αν μαζί μου συμφωνήσεις θ’ αποκτήσεις τιμές.

ΜΠΑΝΚΟ: Θ’ ακούσω όσα έχεις να μου πεις. Εγώ μόνο δυο πράγματα θέλω: να μη χάσω
την τιμή μου για ν’ αποκτήσω περισσότερες τιμές και κυρίως, να κρατήσω την ψυχή μου
ελεύθερη και την συνείδησή μου καθαρή.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Μέχρι τότε λοιπόν. Καλή σου ξεκούραση.

ΜΠΑΝΚΟ: Σ’ ευχαριστώ, καλή ξεκούραση και σε σένα.

ΜΑΚΜΠΕΘ: (στην υπηρέτρια) Πήγαινε στην κυρία σου και πες της να με ειδοποιήσει όταν
είναι έτοιμο το ποτό μου. Μετά, τρέχα για ύπνο. Στιλέτο είν’ αυτό που βλέπω εδώ
μπροστά μου με τη λαβή στραμμένη προς μένα; Άσε με να σ’ αρπάξω, να σε σφίξω. Δεν σε
κρατάω κι όμως σε βλέπω. Γιατί να μη νιώθει το χέρι όπως το μάτι; Ή μήπως είσαι μόνο
στιλέτο νοερό, ψεύτικο δημιούργημα του μυαλού μου; Κι όμως, σε βλέπω, τόσο
χειροπιαστό όσο κι αυτό που βγάζω τώρα απ’ τη θήκη. Με οδηγείς προς την κατεύθυνση
που είχα σκοπό να πάρω, κι είσαι το όπλο εκείνο που ήθελα να μεταχειριστώ. Ή μήπως
πάλι τα μάτια μου τα κοροϊδεύουν οι άλλες μου αισθήσεις; Σε βλέπω ακόμα! Τώρα η
λεπίδα σου και η λαβή σου έχουν σταγόνες αίμα που δεν υπήρχανε πιο πριν! Όχι, όχι δεν
είναι αληθινό. Το αιματηρό σχέδιο είναι που παίρνει στα μάτια μου τέτοια μορφή. Ο μισός
ο κόσμος έχει σκοτάδι τώρα, και η φύση μοιάζει πεθαμένη κι απαίσια όνειρα ταράζουν τον
ύπνο. Τώρα η μαγεία τελετουργεί για τη χλωμή Εκάτη! Γρήγορα. Ο φόνος ξύπνησε! Θα
συρθώ, θα συρθώ εγώ ο Αποστάτης του ήχου των ανθρώπων. Ο τελευταίος βασιλιάς στον
κόσμο, εγώ. Μακμπέθ ο Άρπαγας. Κι εσύ, γη αιώνια και ακλόνητη, μην ακούς τα βήματά
μου που πάνε, γιατί φοβάμαι ως και τις πέτρες σου, μήπως καταδώσουν τον προορισμό
μου και ταράξουν την απειλητική σιγή που τόσο ταιριάζει στην περίσταση. Φτάσαμε στο
τέλος. Το κουδούνι με καλεί. Εσύ Ντάνκαν, μην ακούς την πένθιμη καμπάνα που χτυπάει.
Ο ήχος της θα σε πάει ψηλά στον ουρανό ή κάτω στην κόλαση!

Σκηνή δεύτερη

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Είναι τόσο μεθυσμένοι που με κάνουν να φλέγομαι από θάρρος και
θράσος. Τι ήταν αυτό; Κάποιο νυχτοπούλι μάλλον. Αυτή είναι η καληνύχτα που αρμόζει
περισσότερο απόψε. Όλα εντάξει λοιπόν. Ο Μακμπέθ τώρα κάνει αυτό που πρέπει! Όλες
οι πόρτες είναι ανοιχτές και μόνο των πιωμένων υπηρετών ακούγονται τα ροχαλητά. Έριξα
στα ποτά τους τόσο δυνατά βότανα που ο θάνατος και η ζωή μαλώνουν από πάνω τους αν
είναι ζωντανοί ή πεθαμένοι.

15
ΜΑΚΜΠΕΘ: (εκτός) Ποιος είναι εκεί;

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Λες να ξύπνησαν και να μην έγινε τίποτα; Εάν μείνει στην απόπειρα η
πράξη, χαθήκαμε! Δεν μπορεί να μην βρήκε ο Μακμπέθ τα στιλέτα των θαλαμηπόλων εκεί
που τα ‘χα βάλει. Αν δεν έμοιαζε τόσο στον πατέρα μου ο Ντάνκαν, θα το είχα κάνει εγώ η
ίδια. (μπαίνει ο Μακμπέθ και αγκαλιάζονται)

ΜΑΚΜΠΕΘ: Τα κατάφερα! Δεν άκουσες τίποτα έτσι;

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Τι να ακούσω; Εσύ δε μίλησες;

ΜΑΚΜΠΕΘ: Πότε;

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Τώρα.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Τώρα που κατέβαινα;

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Ναι.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Άκου. Ποιος κοιμάται στο διπλανό δωμάτιο;

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Ο Ντόναλμπεην.

ΜΑΚΜΠΕΘ: (κοιτάει τα χέρια του) Απαίσιο θέαμα.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Μην είσαι ανόητος. Γιατί είναι απαίσιο;

ΜΑΚΜΠΕΘ: Άκου: κάποιος γέλασε στον ύπνο του, κάποιος φώναξε «φόνος!» Και
ξύπνησαν. Εγώ πάγωσα ακίνητος και τους άκουγα, όμως εκείνοι μουρμούρισαν την
προσευχή τους και ετοιμάστηκαν να ξανακοιμηθούν.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Ναι τους είχα βάλει να κοιμηθούν ο ένας δίπλα στον άλλο.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Ο ένας είπε, «Ο θεός βοηθός» κι ο άλλος είπε «Αμήν!» λες κι είχαν δει τα
φονικά μου χέρια. Κι έτσι όπως είχα σταθεί και κρυφάκουγα τους φόβους τους, σκέφτηκα
πως δεν μπορούσα εγώ να πω «Αμήν!» όταν ο ένας είπε «ο θεός βοηθός».

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Άστα τώρα αυτά, μην τα πολυσκέφτεσαι !

ΜΑΚΜΠΕΘ: Γιατί δεν μπορούσα να πω «Αμήν!»; Εγώ είχα την μεγαλύτερη ανάγκη για
βοήθεια από το θεό και το «Αμήν!» δεν μου ‘βγαινε από το στόμα.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Αν τα σκεφτόμαστε όλα έτσι, θα τρελαθούμε.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Και σαν άκουσα μια φωνή να ουρλιάζει, «Άλλο μην κοιμάστε, ο Μακμπέθ
σκοτώνει στον ύπνο». Τον αθώο ύπνο. Τον θάνατο της κάθε μέρας μας. Το βάλσαμο της

16
τσακισμένης σκέψης. Τον ύπνο. Και φώναζε συνέχεια σε ολόκληρο το σπίτι «Άλλο μην
κοιμάστε! Ο άρχοντας του Γκλάμις σκότωσε στον ύπνο, γι’ αυτό κι ο άρχοντας του Κώντορ
δεν θα ξανακοιμηθεί ποτέ, ο Μακμπέθ δεν θα ξανακοιμηθεί ποτέ!»

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Ποιος τα φώναζε αυτά; Γιατί άξιε άρχοντά μου, αφήνεις να λυγίζει η
δύναμη σου και σκέφτεσαι τόσο αρρωστημένα πράγματα; Πήγαινε βρες λίγο νερό και
ξέπλυνε τα χέρια σου από αυτόν τον άθλιο καταδότη! Τα στιλέτα γιατί τα ‘φερες εδώ; Εκεί
έπρεπε να μείνουν! Πήγαινε τα στα θέση τους και λέρωσε με αίμα τους κοιμισμένους
φρουρούς!

ΜΑΚΜΠΕΘ: Δεν ξαναπάω εκεί, με τίποτα. Φοβάμαι να σκεφτώ τι έχω κάνει. Δεν τολμάω
να ξανακοιτάξω.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Μικρόψυχε Δώσ’ τα μου. Οι κοιμισμένοι και οι νεκροί είναι σαν τις
εικόνες: μόνο τα παιδιά φοβούνται το διάολο ζωγραφισμένο! Θα αλείψω με αίμα και τα
πρόσωπα των υπηρετών για να φανούν εκείνοι ένοχοι. (βγαίνει - ακούγεται χτύπημα
πόρτας)

ΜΑΚΜΠΕΘ: Αυτό από πού ακούστηκε; Τι έχω πάθει και με τρομάζει κάθε θόρυβος; Τι
χέρια είν’ αυτά; Ούτε όλη η θάλασσα δεν μπορεί να τα ξεπλύνει. Θα κοκκίνιζε τα
γαλαζοπράσινα νερά.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Τώρα τα χέρια μου έχουν το χρώμα των δικών σου! Αλλά εγώ
ντρέπομαι να έχω καρδιά χλωμή σαν τη δική σου. (χτύπημα) Κάποιος χτυπάει τη νότια
είσοδο. Πάμε στο δωμάτιο μας. Λίγο νερό και ξεπλύναμε την πράξη. Έχεις χάσει όλη σου
την ψυχραιμία! (χτύπημα) Άκου ξαναχτυπάνε. Πάμε γιατί δεν πρέπει να φανεί πως δεν
έχουμε πάει ακόμα στο κρεβάτι! Μη χάνεσαι στις σκέψεις σου!

ΜΑΚΜΠΕΘ: Καλύτερα να μην ήξερα ποιος είμαι, παρά να ξέρω τι έχω κάνει. (χτύπημα)
Μακάρι να μπορούσες να ξυπνήσεις τον Ντάνκαν με τα χτυπήματά σου!

Σκηνή τρίτη

ΘΥΡΩΡΟΣ: Ούτε να κατουρήσεις δεν σ’ αφήνουν! Σκέψου να ‘μουνα θυρωρός στην


κόλαση: δεν θα προλάβαινα ν’ ανοίγω την πόρτα. (χτύπημα) Χτύπα, χτύπα, χτύπα! Μα
ποιος σκατά είναι; Λες να είναι κανένας αγρότης που κρεμάστηκε γιατί δεν πήγα καλά η
σοδειά του; Στην ώρα σου ήρθες, μα ελπίζω να έχεις ένα μαντήλι για να σκουπίσεις τον
ιδρώτα σου με τη ζέστη που κάνει εδώ. (χτύπημα) Χτύπα, χτύπα, χτύπα! Μπα που να σε
πάρει ο διάολος και να σε σηκώσει! Ποιος είσαι; Μήπως αυτός που δεν ήξερε το ένα του
χέρι τι έκανε το άλλο κι ο θεός μπερδεύτηκε αν ήταν καλός ή κακός; Εντάξει, εντάξει φίλε
17
πέρνα. (χτύπημα) Χτύπα, χτύπα, χτύπα! Μην είσαι κανάς άγγλος ράφτης που έκλεψε
ύφασμα σε παντελόνι στυλ «φρανσαί»; Καλά να πάθεις! (χτύπημα) Χτύπα, χτύπα! Όποιος
και να ‘σαι να ξέρεις πως σε κορόιδεψα, κάνει πολύ κρύο εδώ. Είπα να το παίξω λίγο
κόλαση, αλλά δε μου βγήκε. Κύριε Σατανά παραιτούμαι από θυρωρός σας - τέρμα! Το
βρήκα: θα μπάσω εδώ μέσα μόνο λίγους από κάθε σινάφι που οδεύουν προς το πυρ το
εξώτερο! (χτύπημα) Τώρα, τώρα ανοίγω! Ούτε λίγο καλαμπούρι δεν μπορούμε να
κάνουμε! Να δούμε θα μου δώσει κάτι για τον κόπο μου;

(μπαίνουν Μακντάφ, Λένοξ)

ΜΑΚΝΤΟΦ: Τι έγινε, φίλε; Αργά κοιμόμαστε, αργά ξυπνάμε;

ΘΥΡΩΡΟΣ: Μα την πίστη μου κύριε, ως τώρα τρώγαμε και πίναμε! Και το πιοτό κύριε σου
κάνει τρία πράγματα!

ΜΑΚΝΤΟΦ: Για πες.

ΘΥΡΩΡΟΣ: Κόκκινη μύτη, ύπνο βαθύ και συχνό κατούρημα! Εκεί που μας τα χαλάει είναι
στο…. (και δείχνει)

ΜΑΚΝΤΟΦ: Εγώ σίγουρα βλέπω πάντως πως το πιοτό σε ξαπλώνει σα νεκρό!

ΘΥΡΩΡΟΣ: Αυτό έκανε άρχοντά μου. Τέζα κι επιτόπου.

ΜΑΚΝΤΟΦ: Ξύπνησε ο κύριος σου; (μπαίνει ο Μακπμέθ) Να τος, έρχεται. Τόση ώρα που
χτυπάμε την πόρτα τον ξυπνήσαμε!

ΛΕΝΟΞ: Καλημέρα στρατηγέ.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Καλημέρα και στους δυο σας.

ΜΑΚΝΤΟΦ: Ξύπνησε ο βασιλιάς γενναίε άρχοντα;

ΜΑΚΜΠΕΘ: Όχι ακόμα.

ΜΑΚΝΤΟΦ: Μου έδωσε εντολή να τον ξυπνήσω νωρίς και φαίνεται πως ήδη άργησα.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Θα σε πάω εγώ στο δωμάτιο του.

ΜΑΚΝΤΟΦ: Ξέρω πως όλα αυτά τα κάνεις μ’ ευχαρίστηση, αλλά ο κόπος δεν παύει να
είναι κόπος.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Ο κόπος που κάνουμε με ευχαρίστηση μας ξεκουράζει. Από εκεί είναι η πόρτα
του.

ΜΑΚΝΤΑΦ: Θα πάρω το θάρρος να τον ξυπνήσω, έχω ρητή εντολή. (βγαίνει)


18
ΛΕΝΟΞ: Σήμερα φεύγει ο βασιλιάς;

ΜΑΚΜΠΕΘ: Ναι, έτσι έχει κανονιστεί.

ΛΕΝΟΞ: Τι παράξενη νύχτα κι η αποψινή! Εκεί που κοιμηθήκαμε, οι καμινάδες ξηλώθηκαν


απ’ τον αέρα. Όπως μου είπαν θρήνοι ακουγόντουσαν και κραυγές θανάτου αλλόκοτες
προφητεύοντας μεγάλη αναταραχή και απαίσια πρωτοφανή γεγονότα. Κάποιοι μάλιστα
είπαν πως η γη είχε πυρετό και έτρεμε ολόκληρη!

ΜΑΚΜΠΕΘ: Ναι, ήταν άγρια νύχτα.

ΛΕΝΟΞ: Δεν μπορώ να θυμηθώ παρόμοια. (μπαίνει ο Μακντάφ)

ΜΑΚΝΤΟΦ: Σε τέτοια η φρίκη η γλώσσα και η καρδιά όνομα δεν μπορούν να δώσουν.

ΜΑΚΠΕΘ - ΛΕΝΟΞ: Τι έγινε;

ΜΑΚΝΤΟΦ: Εκεί, εκεί μέσα, το χάος έστησε το αριστούργημα του! Το πιο ιερόσυλο
έγκλημα, έκλεψε τη ζωή που της είχαν αφιερωθεί τόσο ζωές!

ΜΑΚΜΠΕΘ: Τι εννοείς; Ποια ζωή;

ΛΕΝΟΞ: Εννοείς… ο μεγαλειότατος…

ΜΑΚΝΤΟΦ: Πηγαίντε, πηγαίντε να δείτε. Να δείτε με τα μάτια σας τη Μέδουσα Να


τυφλωθείτε όπως εγώ. Κι ύστερα αν μπορείτε μιλήστε! (βγαίνουν)
Ξυπνήστε! Ξυπνήστε! Χτυπήστε την καμπάνα! Συναγερμός! Έγκλημα! Προδοσία! Μπάνκο,
Ντόναλμπεην, Μάλκολμ, ξυπνήστε! Τινάξτε από πάνω σας τον ύπνο που τόσο μοιάζει με
θάνατο, και ελάτε ν’ αντικρύσετε τον θάνατο τον ίδιο! Σήμαινε η ώρα της κρίσης!
Μάλκολμ! Μπάνκο! Ελάτε ν’ αντικρύσετε την φρίκη! Χτυπήστε την καμπάνα!

(ήχος καμπάνας - μπαίνει λαίδη Μακμπέθ)

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Τι έγινε; Γιατί αυτό το απαίσιο εγερτήριο σε όλους όσους κοιμούνται σ’
αυτό το σπίτι; Μίλα!

ΜΑΚΝΤΟΦ: Αρχόντισσα μου, δεν πρέπει ν’ ακούσεις αυτά που έχω να πω. Αν μπουν σε
αυτί γυναίκας, θα τη σκοτώσουν.

(μπαίνει ο Μπάνκο) Μπάνκο, σκοτώσανε το βασιλιά μας!

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Δεν το πιστεύω! Μέσα στο σπίτι μας;

ΜΠΑΝΚΟ: Όπου και να γινόταν το ίδιο απαίσιο θα ήταν . Μακντάφ σε ικετεύω πες μου
πως δεν είναι αλήθεια.. (μπαίνουν Μακμπέθ, Λένοξ, Ντόναλμπεην, Μάλκολμ)

19
ΝΤΟΝΑΛΜΠΕΗΝ: Ποιος έπαθε τι;

ΜΑΚΜΠΕΘ: Εσείς! Η πηγή του αίματός σας …στέρεψε!

ΜΑΚΝΤΟΦ: Ο βασιλιάς μας, ο πατέρας σας. Δολοφονήθηκε!

ΜΑΛΚΟΛΜ: Από ποιον; Λέγε! Από ποιον;!

ΛΕΝΟΞ: Φαίνεται από αυτούς που φρουρούσαν στο δωμάτιο του. Τα χέρια και τα
πρόσωπά τους είναι μες τα αίματα το ίδιο και τα στιλέτα τους. Μας κοιτούσαν σαν τρελοί,
δεν ήταν να εμπιστευτείς σ’ αυτούς ζωή ανθρώπου!

ΜΑΚΜΠΕΘ: Εγώ όμως, δεν έπρεπε να- Πάνω στη μανία μου τους σκότωσα!

ΜΑΚΝΤΟΦ: Γιατί το έκανες αυτό;

ΜΑΚΜΠΕΘ: Ξέρεις κανέναν που εκείνη τη στιγμή να είναι νηφάλιος και ταραγμένος,
ψύχραιμος και έξαλλος, δίκαιος και άδικος;! Η ορμητική μου αγάπη έτρεξε πιο γρήγορα
από τη λογική μου. Εδώ ήταν νεκρός ο Ντάνκαν, με το κορμί του ξεσκισμένο και μες στα
αίματα. Κι εκεί δίπλα ήταν οι δύο δολοφόνοι βαμμένοι με το χρώμα της πράξης τους. Η
θήκη των στιλέτων τους είχε πηγμένο αίμα που ξεχείλιζε! Ποιος από σας θα μπορούσε να
συγκρατηθεί αν είχε καρδιά που τον αγαπούσε και μάλιστα καρδιά που είχε το θάρρος
αποδείξει την αγάπη της;

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: (λιποθυμά) Πάρτε με από εδώ!

ΜΑΚΝΤΑΦ: Φροντίστε τη, γρήγορα!

ΝΤΟΝΑΛΜΠΕΗΝ: (σιγά στον Μάλκολμ) Γιατί δεν λέμε τίποτα; Δικό μας θέμα είναι, εμάς
ενδιαφέρει πιο πολύ απ’ όλους.

ΜΑΛΚΟΛΜ: Εδώ μέσα τι μπορούμε να πούμε; Εδώ μέσα ο θάνατος θα βγει από την πρώτη
χαραμάδα και θα μας αρπάξει Πάμε να φύγουμε: αργότερα τα δάκρυα, όταν θα έχει
ωριμάσει ο πόνος.

ΝΤΟΝΑΛΜΠΕΗΝ: Ναι, αργότερα. Τότε που η θλίψη θα μπορεί να σταθεί στα πόδια της.

ΜΠΑΝΚΟ: Την κυρία και τα μάτια σας! Εμείς πρώτα πρέπει να ντυθούμε καλά και ύστερα
όλοι μαζί να εξετάσουμε αυτό το κακούργημα και να μάθουμε τι έγινε. Εγώ αφήνομαι στο
δίκαιο χέρι του θεού και υπόσχομαι να πολεμήσω τα κρυφά τεχνάσματα της ύπουλης
προδοσίας!

ΜΑΚΝΤΑΦ: Και εγώ το ίδιο!

ΜΑΚΜΠΕΘ: Γρήγορα λοιπόν. Συνάντηση στη μεγάλη αίθουσα.


20
(μένουν Μάλκολμ, Ντόναλμπεην)

ΜΑΛΚΟΛΜ: Τι σκέφτεσαι να κάνεις; Δεν πρέπει να μείνουμε κοντά τους! Ο υποκριτής


δείχνει εύκολα ψεύτικη λύπη, την ξέρει καλά την τέχνη. Εγώ θα πάω στην Αγγλία.

ΝΤΟΝΑΛΜΠΕΗΝ: Κι εγώ στην Ιρλανδία. Αν είναι χωριστές οι τύχες μας, πιο ασφαλείς θα
είμαστε και οι δυο. Εδώ κάθε χαμόγελο είναι μαχαίρι! Κι όσο πιο κοντινός συγγενής είσαι
με το αίμα που χύθηκε, τόσο κινδυνεύεις από καινούρια αιματοχυσία.

ΜΑΛΚΟΛΜ: Όπου να ‘ναι ένα δεύτερο βέλος θα ριχτεί από το ίδιο τόξο και δεν πρέπει να
μας πετύχει Γρήγορα στα άλογά μας. Δεν χρειάζεται να τους χαιρετίσουμε κιόλας. Απ’
όπου χάνεται το έλεος, με τη πρώτη ευκαιρία φεύγε. Δεν υπάρχει ούτε ασφάλεια, ούτε
σωτηρία.

Σκηνή τέταρτη

Έξω από τον πύργο. Ρος, Γέρος.

ΓΕΡΟΣ: Θυμάμαι πολύ καλά όσα έχουν γίνει εβδομήντα χρόνια τώρα, και έχω δει του
κόσμου τα αλλόκοτα και φριχτά πράγματα. Μα αυτή η άγρια νύχτα όλα εκείνα τα κάνει
ασήμαντα.

ΡΟΣ: Δεν βλέπεις καλέ μου γέροντα; Ο ουρανός έχει θυμώσει τόσο πολύ με τις πράξεις των
ανθρώπων, που απειλεί με το πιο ματωμένο σκοτάδι. Το ρολόι δείχνει πως είναι μέρα, μα
νύχτα ζοφερή καταπνίγει τα πάντα. Ντρέπεται η μέρα, ή θριαμβεύει η νύχτα και σκοτάδι
σαβανώνει το πρόσωπο της γης αντί να το ασπάζεται το φως;

ΓΕΡΟΣ: Είναι τερατώδες, σαν το έγκλημα που έγινε! Την περασμένη Τρίτη, την ώρα που
ένα γεράκι έκανε κύκλους ψηλά στα σύννεφα έτοιμο για έφοδο, το άρπαξε και το ‘κανε
κομμάτι μια κουκουβάγια. Η κουκουβάγια όμως συνήθως κυνηγάει ποντικούς!

ΡΟΣ: Μια που λέμε παράξενα, τα άλογα του Ντάνκαν, όμορφα ζώα, ταχύτατα, αγρίεψαν,
έσπασαν το στάβλο, αφήνιασαν και ξεχύθηκαν έξω λυσσασμένα λες κι ήθελαν ν’ ανοίξουν
πόλεμο με τους ανθρώπους.

ΓΕΡΟΣ: Άκουσα πως κατασπάραξαν το ένα τ’ άλλο.

ΡΟΣ: Αλήθεια είναι. Το είδα με τα ίδια μου τα μάτια κι έφριξα!


(μπαίνει ο Μακντάφ) Α να ο φίλος μας ο Μακντάφ που έρχεται κατά δω. Τι γίνεται στον
κόσμο κύριε;

ΜΑΚΝΤΑΦ: Μα δεν βλέπετε…


21
ΡΟΣ: Έχουμε νέα για τον φόνο; Μάθαμε ποιος το ‘κανε;

ΜΑΚΝΤΑΦ: Οι δυο φρουροί, αυτοί που σκότωσε ο Μακμπέθ.

ΡΟΣ: Μη χειρότερα! Και τι όφελος θα είχαν για να το κάνουν.

ΜΑΚΝΤΑΦ: Άλλοι τους είχαν βάλει. Ο Μάλκολμ. Ο Ντόναλμπεην. Οι δυο γιοι του βασιλιά,
που το σκάσανε κρυφά και φυσικά αυτό ρίχνει πάνω τους όλες τις υποψίες.

ΡΟΣ: Αυτό κι αν είναι άρρωστο! Τέτοια φιλοδοξία! Καταβροχθίζει την ίδια την φιλοδοξία!
Άρα βασιλιάς γίνεται ο Μακμπέθ, έτσι δεν είναι;

ΜΑΚΝΤΑΦ: Ανακηρύχτηκε ήδη και πάει στο Σκον για να στεφθεί.

ΡΟΣ: Και που βρίσκεται η σορός του Ντάνκαν;

ΜΑΚΝΤΑΦ: Μεταφέρθηκε στο Κόλμεκιλ, στο προγονικό του ιερό μαυσωλείο και
οστεοφυλάκιο.

ΡΟΣ: Εσύ θα πας στο Σκόν;

ΜΑΚΝΤΑΦ: Όχι γυρνάω στο Φάιφ, τον τόπο μου. Εσύ;

ΡΟΣ: Εγώ θα πάω.

ΜΑΚΝΤΑΦ: Μακάρι να τα δεις καλά τα πράγματα εκεί. Αντίο. Δεν ξέρω αν τα παλιά ρούχα
που φορούσαμε ήταν καλύτερα απ’ τα καινούρια: ούτε ποια θα προτιμούσαμε.

ΡΟΣ: Τα σέβη μου, γέροντα.

ΓΕΡΟΣ: Ο θεός μαζί σου, και μ’ όσους προσπαθούν να γίνει καλός ο κακός και ο
πόλεμος, ειρήνη!

ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ

Σκηνή πρώτη

Παλάτι. Όλοι .

ΜΠΑΝΚΟ: (μόνος) Τώρα τα έχεις όλα όσα σου υποσχέθηκαν οι μοίρες. Άρχοντας του
Γκλάμις, άρχοντας του Κώντορ, βασιλιάς της Σκωτίας! Φοβάμαι βέβαια ότι έπαιξε πολύ
βρώμικο παιχνίδι σ’ αυτή την ιστορία. Όμως δεν ήταν αυτά μόνο τα όσα σου προμήνυσαν.
Είπαν και πως στο θρόνο σου θα καθίσουν βασιλιάδες απ’ το δικό μου αίμα. Αν απ’ το
στόμα τους βγαίνουν αλήθειες -όπως ήδη αποδείχθηκε στην περίπτωση σου, Μακμπέθ-
τότε μπορώ να ελπίζω πως και για μένα οι προφητείες θα βγουν αληθινές. Σιωπή τώρα!
22
ΜΑΚΜΠΕΘ: Το τιμούμενο πρόσωπο. Ο κυριότερος καλεσμένος μας.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Αν έλειπε, θα ήτανε παράλειψη και κενό στην μεγάλη γιορτή μας.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Ζητούμε την παρουσία σου, κύριε, απόψε, στο επίσημο δείπνο μας.

ΜΠΑΝΚΟ: Παρακαλώ την υψηλότητα σας να μη ζητάει. Να διατάζει. Έτσι μόνο θα


φανερώσω την βαθιά μου αφοσίωση.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Θα βγεις στα περίχωρα με το άλογό σου τ’ απόγευμα;

ΜΠΑΝΚΟ: Ναι άρχοντά μου.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Δεν θα έχουμε λοιπόν στο σημερινό συμβούλιο της πολύτιμή σου γνώμη για
ένα επείγον ζήτημα. Δεν πειράζει, θα την έχουμε αύριο. Θα πας μακριά;

ΜΠΑΝΚΟ: Τόσο μακριά κύριε μου, που θα γεμίσει ο χρόνος μέχρι την ώρα του δείπνου. Κι
αν τ’ άλογό μου κουραστεί, θα δανειστώ μια δυο ώρες από τη νύχτα.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Κοίτα μη λείψεις από τη γιορτή μας!

ΜΠΑΝΚΟ: Φυσικά και δεν θα λείψω άρχοντά μου.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Άκουσα ότι τα ξαδέλφια μου, αυτοί οι δολοφόνοι, βρίσκονται ο ένας στην
Αγγλία και ο άλλος στην Ιρλανδία. Δεν παραδέχονται βλέπεις την στυγερή πατροκτονία
τους. Αντ’ αυτού λένε σε όλους παραμύθια αλλόκοτα. Όμως θα τα συζητήσουμε αύριο
καλύτερα αυτά. Εσύ στο άλογό σου τώρα και θα σε δούμε απόψε όταν γυρίσεις. Θα έρθει
και ο γιος σου ο Φληνς μαζί σου;

ΜΠΑΝΚΟ: Ναι κύριε μου και είναι ώρα να φύγουμε.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Εύχομαι τα άλογα σας να είναι γρήγορα και σταθερά. Σας εμπιστεύομαι στη
ράχη τους. Αντίο για την ώρα. (φεύγουν - στους υπόλοιπους) Από τώρα ως τις εφτά το
βράδυ ο καθένας είναι κύριος του χρόνου του. Αποσυρόμαστε κι εμείς για να
ξεκουραστούμε για το αποψινό μας δείπνο. (βγαίνουν εκτός από την υπηρέτρια) Εϊ εσύ:
ήρθαν εκείνοι που ζήτησαν να με δουν;

ΥΠΗΡΕΤΗΣ: Μάλιστα άρχοντά μου, και περιμένουν έξω από την πύλη.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Πήγαινε φέρ’ τους. (βγαίνει) Είν’ εύκολο να είσαι βασιλιάς, φτάνει να είσαι
ασφαλής. Καμία όμως τέτοια ασφάλεια δεν θα έχει αυτή η βασιλεία, όσο ο φόβος μου για
τον Μπάνκο συνεχίζει να με κυριεύει. Έχει κάτι, κάτι το βασιλικό στον χαρακτήρα του.
Τολμάει πολλά, κι εκτός απ’ την ανδρεία της ψυχής του έχει φρόνηση, δεν έχει φόβους και
δρα με ασφάλεια. Μόνο αυτόν φοβάμαι. Νιώθω το πνεύμα μου να λυγίζει, σαν να είμαι ο

23
Μάρκος Αντώνιος και εκείνος ο Ιούλιος Καίσαρας. Μπόρεσε να μιλήσει απότομα τις
μάγισσες όταν με πρωτοείπαν βασιλιά κι επίμονα τους ζήτησε να πουν και για αυτόν. Και
εκείνες, τον προσφώνησαν πατέρα οίκου βασιλέων! Μου φόρεσαν στέμμα στείρο και μου
έδωσαν άγονο σκήπτρο για να μου τ’ αρπάξουν έπειτα ξένα χέρια, αφού δικός μου γιος
δεν θα με διαδεχτεί. Αν γίνει έτσι, τότε όλα τα έκανα για τον Μπάνκο! Σκότωσα τον αγαθό
Ντάνκαν για τους γιους του! Λέρωσα την ψυχή μου για τους γιους του και έδωσα το μόνο
πραγματικό θησαυρό μου, την αιωνιότητα μου, στον σατανά μόνο και μόνο για να κάνω
βασιλιάδες τους σπόρους του Μπάνκο! Αν είναι λοιπόν έτσι, με την Μοίρα θα
πολεμήσουμε ως το τέλος. Ως το τέλος.

ΥΠΗΡΕΤΗΣ: Βασιλιά μου, οι κύριοι που ζήτησαν να σας δουν.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Πήγαινε στην πόρτα ώσπου να σε φωνάξω. (στους δολοφόνους) Χθες δεν
μιλήσαμε μαζί;

Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Μάλιστα, υψηλότατε, χθες, όπως το λέτε.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Ωραία. Σκεφτήκατε τα λόγια μου; Εκείνος είναι που σας κρατούσε τόσο καιρό
στη δυστυχία, όχι εγώ. Εγώ δεν έκανα κάτι, και σας το απέδειξα στην τελευταία μας
συζήτηση, και σας εξήγησα πώς σας ξεγέλαγε, πώς σας έστηνε παγίδες, με ποια μέσα, με
ποιες απάτες. Σας είπα τόσα που οποιονδήποτε άλλο θα τον έκαναν κατευθείαν να
αναφωνήσει «Να τι έκανε ο Μπάνκο!». Σας τα είπα ή δεν σας τα είπα;

Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Μας τα είπατε, ναι.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Έχετε λοιπόν τόση υπομονή μέσα σας, που σας κυριεύει ολόκληρους και
μένετε αδιάφοροι σε όλα αυτά; Τόσο πια πάτε με το Ευαγγέλιο στο χέρι που θέλετε το
καλό αυτού του αγαθού ανθρώπου κι όλης της γενιάς του;; Εκείνου που το χέρι σας
έσκαψε το λάκκο;; Γιατί αυτό έριξε στη ζητιανιά όλους τους δικούς σας.

Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ: Μεγαλειότατε, άνθρωποι είμαστε.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Στα χαρτιά! Ναι, εκεί σας γράφουν ανθρώπους. Όπως τα λαγωνικά, οι
μολοσσοί, τα ημίαιμα, τα μαλλιαρά, τα του σαλονιού, τα ποιμενικά, τα μακρύτριχα, οι
φύλακες, όλα σκυλιά είναι. Όμως, να δεις πως τα ‘χει ο κατάλογος. Ξεχωρίζει το γρήγορο -
το αργό, το έξυπνο, το πιστό, το ήμερο, το άγριο, ανάλογα με το χάρισμα που το προίκισε η
φύση έτσι γενναιόδωρα και μ’ αυτό διαφοροποιείται στον κατάλογο που συλλογικά
ονομάζει Σκυλιά! Το ίδιο ισχύει και με τους ανθρώπους. Σας ρωτάω λοιπόν. Στον
ανθρώπινο κατάλογο που αναφέρεστε; Πάνω, στα ειδικά χαρίσματα ή κάτω κάτω στο
συρφετό; Πείτε μου, γιατί από την απάντηση σας θα κριθούν πολλά. Θέλω να σας

24
εμπιστευτώ ένα έργο που αν το κάνετε καλά, ο εχθρός σας θα εξοντωθεί κι εγώ θα σας έχω
στην καρδιά μου σαν ανθρώπους άξιους. Γιατί ο όσο ζει εκείνος εγώ είμαι άρρωστος.
Μόλις πεθάνει, θα γιατρευτώ.

Β’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Εγώ μεγαλειότατε, έχω πια απηυδήσει από όλα αυτά που μου έχουν
συμβεί στη ζωή μου που θα έκανα τα πάντα για να πάρω εκδίκηση.

Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Και εγώ το ίδιο. Αποφάσισα να παίξω τη ζωή μου κορόνα γράμματα. Ή
την καλυτερεύω ή την ξεφορτώνομαι.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Εχθρός σας είναι ο Μπάνκο.

Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Ναι άρχοντά μου, το γνωρίζουμε.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Σκοτώστε τον.

Β’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Θα γίνει το θέλημα σου.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Και τον γιο του. Τον Φληνς.

Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Ο,τι διατάξεις. Έστω κι αν η ζωή μας -

ΜΑΚΜΠΕΘ: Φαίνεστε αποφασισμένοι. Σε μια ώρα το πολύ θα σας πω το που θα γίνει κι


άλλες λεπτομέρειες. Αλλά θα γίνει απόψε και μακριά από το παλάτι. Μην ξεχνάτε, εγώ
πρέπει να δείχνω αμέτοχος. Φύγετε τώρα. Θα σας φωνάξω εγώ. (βγαίνουν) Και τώρα
Μπάνκο, τετέλεσται. Η ψύχη σου έχει ραντεβού με τον παράδεισο, κι απόψε ταξιδεύει.
(βγαίνει)

Σκηνή δεύτερη

Μπαίνει η Λαίδη , με τον υπηρέτη.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Ο Μπάνκο έφυγε;

ΥΠΗΡΕΤΗΣ: Μάλιστα βασίλισσά μου, και θα γυρίσει απόψε.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Πήγαινε και πες στο βασιλιά πως θα ‘θελα να του μιλήσω, αν μπορεί κι
ο ίδιος.

ΥΠΗΡΕΤΗΣ: Μάλιστα κυρία. (βγαίνει)

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Είναι κρίμα να μη χαίρεσαι όταν γίνεται πραγματικό ο,τι περισσότερο
θέλησες στη ζωή σου. Αν καταστρέφοντας κερδίζεις μονάχα πόνο, καλύτερα να ήσουν

25
αυτό που είχες καταστρέψει. (μπαίνει ο Μακμπέθ) Πως είσαι κύριε μου; Γιατί
απομονώνεσαι στην μοναξιά με φαντασίες και σκέψεις που θα έπρεπε να πεθάνουν μαζί
με αυτούς που τις προκάλεσαν; Ανώφελο να σκέφτεσαι καταστάσεις που δεν
διορθώνονται. Ο,τι έγινε, έγινε.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Μπορεί να το πληγώσαμε το φίδι, μα δεν το σκοτώσαμε. Θα γιατρευτεί, θα


γίνει όπως ήταν και η δική μας η ανίσχυρη κακία θα κινδυνεύει πάλι απ’ τις δαγκωματιές
του! Ως τότε, ας γίνει θρύψαλα το σύμπαν, ας χαλάσει κι ο επάνω κι ο κάτω κόσμος, δεν
αντέχω άλλο έντρομος να κάθομαι στο τραπέζι, ούτε να κοιμάμαι και να ταράζομαι από
φριχτά όνειρα. Καλύτερα μαζί με τον νεκρό, στην αιώνια γαλήνη που τον στείλαμε για να
ησυχάσουμε, παρά να ζούμε μέσα σε αυτή την αδιάκοπη αγωνία. Ο Ντάνκαν, πρέπει να
μας ευγνωμονεί. Γαλήνιος τώρα στον τάφο του, δεν έχει τίποτα να φοβηθεί. Χάρη σε εμάς
δεν τον αγγίζει τίποτα. Ούτε αρρώστια, ούτε προδοσία, ούτε βλακεία. Γλίτωσε από την
πανούκλα της θλίψης.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Βασιλιά μου, μην έχεις τόσο αγριεμένη όψη. Απόψε πρέπει να είσαι
χαρούμενος για τους καλεσμένους σου.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Θα είμαι αγάπη μου, θα είμαι. Έτσι να είσαι και εσύ. Και δείχνε μεγάλο
σεβασμό στον Μπάνκο, και με τα μάτια και με τα λόγια. Προς το παρόν είμαστε ασφαλείς,
γι’ αυτό και πρέπει να κολακεύουμε τους πάντες μέχρι αηδίας κι όλο αυτό να κρύψει το
πρόσωπό μας κι αυτό που είμαστε.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Άφησέ τα τώρα αυτά.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Το μυαλό μου είναι γεμάτο σκορπιούς. Και έτσι θα μείνει, όσο ζουν ο Μπάνκο
και ο γιος του.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Δεν είναι αθάνατοι!

ΜΑΚΜΠΕΘ: Ναι, αυτό είναι το παρήγορο, είναι θνητοί! Ηρέμησε. Ώσπου η Εκάτη να
σημάνει τον εσπερινό. Ο θάνατος, μόνο ο θάνατος έχει συμβόλαια για όλους. Και πάντα τα
υπογράφει. Με μια και μόνο πράξη. Έτσι θα γίνει κι απόψε.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Τι θα γίνει;

ΜΑΚΜΠΕΘ: Αυτό αγάπη μου καλύτερα να μη το ξέρεις. Μέχρι το βράδυ τουλάχιστον. Έλα
νύχτα που σφαλίζεις τα βλέφαρα, σκέπασε με το πέπλο σου τα ευαίσθητα μάτια της
αγαθής ημέρας και με το αιμοβόρο, αόρατό σου χέρι κομμάτιασε το απαίσιο συμβόλαιο
που μ’ έχει κάνει ωχρό από το φόβο! Τα καλά της μέρας κουρνιάζουν ήσυχα και τα ζοφερά
όργανα της νύχτα πάνε να πιάσουν τη λεία τους. Απορείς μ’ αυτά που λέω, αλλά μη σε
νοιάζει. Ο,τι αρχίζει αμαρτωλά, μόνο με το κακό ωριμάζει. Έλα. (βγαίνουν)
26
Σκηνή τρίτη

Έξω από το παλάτι. Οι Δολοφόνοι.

Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Δεν έχει πολύ ακόμα για να δύσει.

Β’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Ναι, φαίνεται πως ο ταξιδιώτης μας είναι αργοπορημένος.

Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Άκου, άλογα.

Β’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Κρύψου.

ΜΠΑΝΚΟ: (εκτός) Φέξε λίγο εδώ!

Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Αυτός είναι! Οι άλλοι καλεσμένοι έχουν κιόλας φτάσει στο παλάτι.

Β’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Τ’ άλογά του κάνουν στροφή και φεύγουν.

Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Ναι θα μείνουν περίπου ένα μίλι μακριά. Το συνηθίζουν πολλοί να


πηγαίνουν από δω μέχρι την πύλη με τα πόδια. (μπαίνουν)

ΜΠΑΝΚΟ: (στον Φληνς) Θα βρέξει απόψε.

ΦΛΗΝΣ: Ναι πατέρα, μάλλον για εκεί το πάει.

Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Τώρα!! (τον χτυπούν)

ΜΠΑΝΚΟ: Προδοσία! Φληνς, παιδί μου, φύγε, φύγε τώρα!! Φύγε και πάρε εκδίκηση για
μένα! (πεθαίνει)

Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Ποιος έσβησε το φως;

Β’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Που είναι ο γιος του; Μας ξέφυγε!

Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Μισή δουλειά κάναμε!

Β’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Πάμε κι ας του πούμε πως μόνο αυτό κάναμε. (βγαίνουν)

Σκηνή τέταρτη

Αίθουσα συμποσίων. Όλοι.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Εγώ θα έρθω να καθίσω μαζί σας και να παίξω το ρόλου του καλού
οικοδεσπότη . Η οικοδέσποινά μας μένει προς το παρόν στο θρόνο της κι αργότερα θα την
παρακαλέσουμε να έρθει κι αυτή εδώ.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΠΜΕΘ: Από τα βάθη της καρδιάς μου σας καλωσορίζω.

27
(μπαίνει ο δολοφόνος)

ΜΑΚΜΠΕΘ: Εγώ θα κάτσω εδώ στη μέση. Θέλω κέφι από όλους σας! Ελάτε οι κούπες με
το κρασί να αδειάζουν η μία μετά την άλλη. (στον δολοφόνο) Έχεις αίματα στα μούτρα
σου!

Β’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Του Μπάνκο είναι!

ΜΑΚΜΠΕΘ: Καλύτερα στα δικά σου μούτρα παρά στις φλέβες του. Τελειώσατε;

Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Τον έσφαξε! Αυτός το έκανε!

ΜΑΚΜΠΕΘ: Άρα εσένα πρέπει να ευχαριστήσω για τον Φληνς;

Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Βασιλιά μου… Μας ξέφυγε.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Αρά ξαναρχίζει η αρρώστια μου. Οι φόβοι μου πάντα μου ξεφεύγουν.
Τουλάχιστον Μπάνκο έπαψε να είναι φόβος μου;

Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Ναι, άρχοντά μου, έφυγε από τη μέση και τώρα βρίσκεται στην άκρη,
πεταμένος μέσα σ’ ένα χαντάκι με είκοσι μαχαιριές στο κεφάλι.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Το μεγάλο φίδι πάει! Το μικρό ερπετό που ξέφυγε, κάποτε θα αποκτήσει
δηλητήριο κι αυτό, αλλά δεν έχει ακόμα ούτε δόντια. Πηγαίντε τώρα.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Βασιλιά μου πρέπει να κάνεις πρόποση, άμα στο τραπέζι δεν
καλωσορίζεις κάθε τόσο τους καλεσμένους σου, θα τους φανεί σαν να τρώνε στο πρώτο
πανδοχείο. Άλλωστε είχανε και στο σπίτι τους φαΐ. Άμα καλείς κόσμο, το καλύτερο έδεσμα
είναι οι φιλοφρονήσεις, χωρίς αυτές δεν έχει νόημα οποιαδήποτε συνάντηση.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Εσύ μου θυμίζεις αυτό που πρέπει. Λοιπόν, εύχομαι σε όλους σας καλή όρεξη,
καλή χώνεψη και με υγεία πάντοτε! (πίνουν) Θα είχαμε και μαζί μας ο,τι πιο έντιμο
διαθέτει η χώρα, εάν ήταν εδώ κι ο αγαπητός μας Μπάνκο. (μπαίνει το φάντασμα του
Μπάνκο και κάθεται στο θρόνο) Θέλω να πιστεύω πως η απουσία του είναι από αγένεια.
Δεν έχω άλλο τρόπο να καθησυχάσω την αγωνία μου, μήπως κάτι του έτυχε, και δεν ήλθε.

ΡΟΣ: Αθέτησε το λόγο του, βασιλιά μου. Ντροπή του. Να παρακαλέσω την μεγαλειότητα
σας να καθίσετε στην συντροφιά μου.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Μα δεν βλέπω κάποια άδεια θέση στο τραπέζι.

ΡΟΣ: Η θέση σου, ήταν και είναι πάντα άδεια.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Που;

28
ΡΟΣ: Εδώ κύριέ μου.

(ο Μακμπέθ βλέπει το φάντασμα)

Τι πάθατε κύριε μου;

ΜΑΚΜΠΕΘ: Ποιος από σας; Ποιος το ‘κανε;

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΝΤΟΦ: Ποιο κύριε μου;

ΜΑΚΜΠΕΘ: (στο φάντασμα) Δεν μπορείς να πεις πως το ‘κανα εγώ! Δεν μπορείς να πεις
ότι εγώ σε έκανα έτσι!

ΡΟΣ: Κύριε σηκωθείτε! Η υψηλότητα του δεν είναι καλά.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Καθίστε, φίλοι μας καλοί. Καθίστε σας παρακαλώ. Μην ταράζεστε. Το
παθαίνει ενίοτε. Κάντε σαν να είναι όλα κανονικά. Όσο αισθάνεται την προσοχή σας πάνω
του, θα χειροτερεύει. Συνεχίστε να τρώτε και να πίνετε. Μη δίνεται προσοχή. (σε κείνον)
Επιτέλους, άντρας είσαι εσύ;

ΜΑΚΜΠΕΘ: Ναι. Και δεν φοβάμαι. Για αυτό και τολμάω να κοιτάξω αυτό που θα ‘κανε ως
και το διάολο να φρίξει.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Ανοησίες! Πλάσμα του φόβου σου είναι, σαν κι εκείνο το μαχαίρι που
φαντάστηκες πως σε οδήγησε στον Ντάνκαν. Κουράστηκα, να σε ακούω να χτυπιέσαι σαν
μικρό παιδί. Ντροπή! Γιατί κάνεις έτσι λοιπόν; Στο κάτω κάτω τι βλέπεις, μια άδεια
καρέκλα!

ΜΑΚΜΠΕΘ: Σε ικετεύω! Δες! Να, βλέπεις! Τι έχεις να πεις; (στο φάντασμα) Γιατί
ταράζομαι; Θα σε φοβηθώ μόνο αν μιλήσεις…. Μίλα!! (εξαφανίζεται)

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Τόσο δειλό σε έκανε λοιπόν η τρέλα!

ΜΑΚΜΠΕΘ: Τον είδα. Όπως εσύ βλέπεις εμένα τώρα.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Σε βλέπω, κι αν δεν ντρεπόμουν που σε βλέπω έτσι, θα σε μισούσα.


Και πάει πολύ, δεν το αξίζεις!

ΜΑΚΜΠΕΘ: Αν έτσι εύκολα φτύνει έξω η γη, ο,τι θάψαμε μέσα της, ας το αφήναμε απ’
έξω! Τα όρνια θα έκαναν καλύτερη δουλειά. Δεν θα γινόταν ο κόσμος τάφος που απόψε
άνοιξε κι έρχονται πάνω οι νεκροί. Ο κόσμος πρέπει να ‘ναι κλειστός για να σαπίζει, να
ησυχάσει. Κλειστό σε τάφο λείψανο που στη ζωή ήταν άνθρωπος. Ο φόνος δεν είναι
θάνατος, δεν ξέρω τι είναι φόνος. Και από τον θάνατο, ξέρω μόνο που είναι ο τόπος του: η
Γη. Όσο για αυτό που είδα τώρα εκεί, είναι μάλλον αυτό που λένε ψυχή.

29
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Άξιε άρχοντά μου, σε ζητάνε οι καλοί μας φίλοι.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Ναι, ναι συγνώμη. Μην σας απασχολεί αυτή η παράξενη πάθηση μου, είναι
ασήμαντη για όσους με ξέρουν καλά. Στην υγειά σας λοιπόν. Και να ‘μαστε όλοι
αγαπημένοι! Γεμίστε το ποτήρι μου! Πίνω στη χαρά όλων και στην υγεία του φίλου μας
του Μπάνκο, που μας λείπει. Μακάρι να ήταν κι αυτός εδώ.

ΟΛΟΙ: Στην υγειά σου άρχοντά μου.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Φύγε! Χάσου απ’ τα μάτια μου! Η γη να σε σκεπάσει! Τα κόκκαλα σου είναι
άδεια, το αίμα σου κρύο! Τα μάτια σου δεν έχουν βλέμμα!

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Φίλοι, παρακαλώ μην το κοιτάτε! Το συνηθίζει αυτό. Μόνο που μας
χάλασε τη βραδιά.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Μπορώ να τσακίσω οτιδήποτε ζωντανό, με σένα όμως δεν μπορώ να τα βάλω.
(φεύγει το φάντασμα) Όταν γυρίσεις ξανά εδώ, φρόντισε να ‘σαι ζωντανός και θα σε
συντρίψω! Φίλοι μου μη φεύγετε από τώρα (πάει να εμποδίσεις του Μακντόφ)

ΜΑΚΝΤΟΦ: Δεν χρειάζεται να δούμε κάτι περισσότερο!

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Μας χάλασες τη διάθεση! Σας παρακαλώ μη του μιλάτε χειροτερεύει!
Καλύτερα να τον καληνυχτίσετε! Αμέσως! Φύγετε! Όλοι!

ΡΟΣ - ΛΕΝΟΞ: Καληνύχτα και περαστικά.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Καλή σας νύχτα..

ΜΑΚΜΠΕΘ: Το αίμα θέλει αίμα! Έτσι λένε, το αίμα θέλει αίμα! Ξέρουμε για πέτρες που
έχουν κουνηθεί, για δέντρα που μίλησαν. Νεκροί στο τραπέζι μας, στιλέτα στον αέρα που
αναπνέουμε, αίμα σε πρόσωπα ανοίκεια. Όλα είναι σημάδι ότι κάποιος γνωρίζει σε ποιον
ανήκει το χέρι που πήρε την τελευταία πνοή του βασιλιά. Τι ώρα είναι;

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Χαράζει.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Τον Μακντόφ δεν τον θυμάμαι στο τραπέζι, τον είχα καλέσει.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Του έστειλες άνθρωπο κύριέ μου και μας τίμησε.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Σε ολωνών τα σπίτια έχω κάποιον δικό μου υπηρέτη. Θα πάω αύριο να βρω
τις μάγισσες. Να μου τα πουν όλα, ως το τέλος. Για το δικό μου συμφέρον θα τα θυσιάσω
όλα. Τώρα έχω βουλιάξει τόσο βαθιά στο αίμα, που αν ψάξω τι με συμφέρει δεν ξέρω αν
πρέπει να προχωρήσω, ή να βρω κάποιο τρόπο να γυρίσω πίσω. Είναι τέτοιες οι ιδέες που
κατακλύζουν το μυαλό μου που πρέπει να γίνουν προτού τις σκεφτώ.

30
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: Σου λείπει το βάλσαμο της ζωής, ο ύπνος.

Σκηνή Πέμπτη

Στην ερημιά. Μάγισσες. Εκάτη.

Α’ Μάγισσα: Τι συμβαίνει Εκάτη, θεά χλωμή, αρχόντισσά μας. Φαίνεσαι θυμωμένη.

ΕΚΑΤΗ: Δεν έχω λόγο παλιόγριες ξεμωραμένες


μες στην αυθάδεια και την προπέτεια βουτηγμένες;
Με τον Μακμπέθ πως τολμήσατε δοσοληψίες να αρχίσετε
και για μυστήρια και έργα φονικά να συζητήσετε;
Και μένα, την αφέντρα όλων των μαγικών
και μυστικό δημιουργό όλων των κακών
δεν με καλέσατε τη συμβουλή μου να σας δώσω
και κύρος, στην σπάνια μας τέχνη να προσδώσω;
Και το χειρότερο: για ποιον! για αυτόν τον διεστραμμένο
γι’ αυτόν το μοχθηρό, κακεντρεχή και φαντασμένο
που όπως όλοι τους νοιάζεται μόνο για τον εαυτό του
και χρησιμοποιεί εσάς για να πετύχει το σκοπό του!
Τώρα για να διορθώσετε το λάθος σας πηγαίνετε
στο άντρο του Αχέροντα και να με περιμένετε
ως το πρωί που θα ‘ρθω. Γιατί εκεί πέρα
θα έρθει κι ο Μακμπέθ μόλις χαράξει η μέρα
το πεπρωμένο του να μάθει. Να φέρετε μαζί σας
τα ξόρκια, τα εργαλεία κι όλη τη μαγική σκευή σας
Εγώ ανεβαίνω στον αιθέρα όπου την νύχτα θα περάσω
γιατί έχω ένα ολέθριο σχέδιο να ετοιμάσω.
Πριν από το μεσημέρι η δουλειά θα ‘ναι τελειωμένη
στου φεγγαριού την άκρη ξέρω πως είναι κρεμασμένη
μια θολή σταγόνα φαρμακερή, θα την αρπάξω
προτού πέσει στη γη αμέσως θα την αποστάξω.
Με μαγικά τεχνάσματα δαιμόνια ψεύτικα να γεννηθούν
και με τη δύναμη της πλάνης τους να το ωθούν
συνέχεια προς την καταστροφή να οδεύει.
31
Τη μοίρα να κλωτσάει, το θάνατο να κοροϊδεύει.
Και πάνω από τη σοφία το φόβο και τη θεία χάρη να βάζει
τις ελπίδες. Η σιγουριά όπως ξέρεται καθησυχάζει
τους θνητούς. Ξέρει καλά τον τρόπο να τους στρέφει
προς την πλαστεί γαλήνη που τους καταστρέφει
Ακούστε με φωνάζουν. Βλέπετε; Μικρό δαιμόνιο μένει
μέσα σε σύννεφο θολό κι εμένα περιμένει. (βγαίνει)

Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Η ώρα τώρα γρήγορα ας κυλήσει. Να βιαστούμε μην ξαναγυρίσει και στον
Αχέροντα βρεθούμε!

Σκηνή έκτη

Ρος - Λένοξ

ΛΕΝΟΞ: Αυτά που σου είπα επιβεβαιώνουν τα όσα σκέφτηκες και τώρα μπορείς να τα
προεκτείνεις όσο θέλεις. Αλλά όλα έγιναν πολύ περίεργα. Τον τιμημένο Ντάνκαν τον
θρήνησε ο Μακμπέθ, μα βέβαια πεθαμένο. Ο γενναίος Μπάνκο άργησε στην βόλτα του
στα περίχωρα και μπορείς να υποθέσεις πως ο γιος του ο Φληνς τον σκότωσε αφού έκτοτε
έχει χαθεί. Δεν κάνει να μένουν έξω μέχρι τόσο αργά οι άνθρωποι. Έπειτα αν σκεφτείς πως
ο Μάλκολμ και ο Ντόναλμπεην έσφαξαν τον τίμιο πατέρα τους, τον Ντάνκαν θα
καταλάβεις πως πρόκειται για ένα τερατώδες έγκλημα. Απαίσια πράξη. Πόσο λυπήθηκε ο
Μακμπέθ! Δεν είδες, με τη μανία έτρεξε και πετσόκοψε τους δυο «φονιάδες» που ήταν
έρμαια του πιοτού και του ύπνου τους; Ευτυχώς που δεν φυλάκισε τους γιους του
Ντάνκαν. Όμως πες μου. Μετά από το φευγιό από το τραπέζι που πήγε ο Μακντόφ και τι
κάνει;

ΡΟΣ: Ο Μάλκολμ, που ο τύραννος του στέρησε το θρόνο, κατέφυγε τώρα και ζει στην αυλή
της Αγγλίας, υπό την προστασία του ίδιου του βασιλιά Εδουάρδου. Εκεί πηγαίνει και ο
Μακντόφ τώρα για να ζητήσει από τον θεοσεβή μονάρχη να μεσολαβήσει για να
ξεσηκωθεί όλος ο Βορράς υπό τον πολέμαρχο Σίγουορντ. Με τη δική τους τη βοήθεια, και
την ευλογία του θεού, θα χαρίσουμε και πάλι στο τραπέζι μας ήσυχο φαΐ, στις νύχτες
ύπνο, στις γιορτές μας σιγουριά από φονικά μαχαίρια, στους άρχοντές μας πίστη και
υποταγή. Θα ζήσουμε και πάλι όσο νοσταλγούμε τώρα. Αυτή η είδηση όμως εξαγρίωσε το
βασιλιά και τώρα ετοιμάζεται για πόλεμο.

ΛΕΝΟΞ: Ενημέρωσε τον Μακντόφ;

ΡΟΣ: Φυσικά κι όταν ο Μακντόφ του απάντησε «Δεν θέλω» στον αγγελιαφόρο, εκείνος
φώναξε εξαγριωμένος «Θα το μετανιώσεις!»
32
ΛΕΝΟΞ: Ας ελπίσουμε πως θα προσέχει ο Μακντόφ. Και μακάρι με την ευλογία του θεού η
χωρά μας να απαλλαγεί από αυτό το μισητό χέρι που την κυβερνά!

ΠΡΑΞΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Σκηνή πρώτη

Στην ερημιά. Μάγισσες.

Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Τρεις φορές νιαούρισε η γάτα μου η μαύρη με τις άσπρες ρίγες.

Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Τρεις φορές και άλλη μια έσκουξε ο σκαντζόχοιρος μου.

Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Η δικιά μου Άρπυια, φωνάζει «Τώρα! Ήρθε η ώρα!»

Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Γύρω απ’ το καζάνι ελάτε,


μέσα τα φαρμάκια να πετάτε.
Κάτω από πέτρα κρύα,
μέρες και νύχτες τριάντα μία
να το φαρμάκι, το καζάνι ας γεμίσει
που του Μακμπέθ το νου έχει ποτίσει.

ΟΛΕΣ: Κόπο διπλό η καθεμιάς ας κάνει για να φουντώνει η φωτιά, να βράζει το καζάνι.

Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Από φίδι βούρκου η ουρά, κι απ’ το φαρμάκι του μια σταλιά.
Με μάτι σαλαμάνδρας, με βατράχου δαχτυλάκι
με φτερό νυχτερίδας και γλώσσα από σκυλάκι
με αστρίτη γλώσσα διχαλωτή και τυφλοποντικοδαγκάνα πεταχτή
με σαύρας σπανιότατης πόδι αριστερό επιλεγμένο
και κουκουβάγιας νεαρής δεξί φτερό κομμένο
θα βράσουν όλα μαζί και θα φουσκώσουν
χυλό πηχτό ολέθριο να δώσουν.

ΟΛΕΣ: Κόπο διπλό η καθεμιάς ας κάνει για να φουντώνει η φωτιά, να βράζει το καζάνι.

Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Λέπι δράκου και λύκου σαγόνι


χολή κατσίκας και μούμιας σκόνη
καρχαρία χορτάτου στομάχι
βρύο νυχτωμένο σε βράχου ράχη,
αντίχριστου φονιά συκώτι
φλούδες ελάτου ξυσμένες σ’ έκλειψης σκότη,

33
μύτη προδότη κομμένη στη μέση,
ράμφος σφαγμένου κορακιού που έχει στο χώμα πέσει,
δάχτυλο από άτυχο μωρό στραγγαλισμένο,
γιατί σε χαντάκι από πουτάνα ήταν γεννημένο.
Εμείς όλα θα τα βράσουμε μαζί αγκαλιά!
-ωχ να προσθέσουμε και μια τίγρης την κοιλιά!
Ως εδώ, βάλαμε πολλά, φτάνει
ρίξαμε τα καλύτερα μέσα στο καζάνι.

ΟΛΕΣ: Κόπο διπλό η καθεμιάς ας κάνει για να φουντώνει η φωτιά, να βράζει το καζάνι.

ΕΚΑΤΗ: Μπράβο! Θαυμάσια η προσπάθεια σας


κι από τα κέρδη θα έχετε τα μερίδια σας.
Τώρα γύρω απ’ το καζάνι σχηματίστε
κύκλο σαν τις νεράιδες ή τα ξωτικά και τραγουδήστε
σωστά θέλω η συνταγή σας να μαγειρευτεί
κι όποιος είναι εχθρός μας να μαγευτεί.

Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Στα δάχτυλα φαγούρα με έπιασε, σίγουρα κάτι απαίσιο πλησίασε. Όποιος κι
αν είναι, την πόρτα ανοίξτε. (μπαίνει ο Μακμπέθ)

ΜΑΚΜΠΕΘ: Εϊ, εσείς. Σας ξορκίζω στην τέχνη σας - απ’ όπου και αν τη μάθατε- πείτε μου:
ακόμα κι αν δέντρα ξεριζωθούν, κι αν κάστρα σωριαστούν επάνω στα κεφάλια των
φρουρών τους, ακόμα κι αν χαθεί για πάντα κάθε πολύτιμο ίχνος ζωής, ώσπου ο ίδιος ο
αφανισμός να κορεστεί! Απαντήστε μου σ’ αυτό που θέλω να ρωτήσω!

Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Μίλα

Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Ρώτα

Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Θα σ’ απαντήσουμε

Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Πες μας από πού προτιμάς να τ’ ακούσεις: απ’ το δικό μας στόμα ή από των...
ανωτέρων μας;;

ΜΑΚΜΠΕΘ: Φωνάξτε τους! Κάντε με και μένα να τους δω!

ΟΛΕΣ: Μικρή ή μεγάλη δύναμη, παρουσιάσου, δείξε μας τη μορφή σου και την ιδιότητα
σου. (Βγαίνει η Εκάτη)

ΜΑΚΜΠΕΘ: Πες μου άγνωστη δύναμη-

Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Ξέρει αυτό που θα ρωτήσεις. Θα ακούς μονάχα και δε θα μιλήσεις.


34
ΕΚΑΤΗ: Μακμπέθ, Μακμπέθ, Μακμπέθ. Τον Μακντόφ να φοβάσαι! Όσο υπάρχει ο
άρχοντας του Φάιφ ήσυχος δεν θα ‘σαι!

ΜΑΚΜΠΕΘ: Όποια κι αν είσαι, σ’ ευχαριστώ. Σωστά μάντεψες, αυτό φοβόμουν. Όμως κάτι
ακόμα-

Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Δεν δέχεται διαταγές! Υπομονή να έχεις, πράο να είσαι.

ΕΚΑΤΗ: Μακμπέθ, Μακμπέθ, Μακμπέθ. Να ‘σαι τολμηρός αιμοβόρος κι αποφασιστικός, Οι


άνθρωποι να μη σε νοιάζουν, γίνε δηκτικός. Μη σε νοιάζει κανένας άνδρας από μήτρα
μάνας βγαλμένος, από αυτούς δε θα ‘σαι ποτέ νικημένος.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Ε τότε Μακντάφ σου χαρίζω τη ζωή. Δεν έχω λόγο να σε φοβάμαι. Αλλά,
επειδή πρέπει να είμαι σίγουρος και οι εγγυήσεις της μοίρας δεν μου φτάνουν, δεν θα
ζήσεις!

Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Άκου! Και μη μιλάς!

ΕΚΑΤΗ: Να ‘σαι γενναίος και αλαζόνας σαν το λιοντάρι. Μη σε νοιάζει ποιος


σ’ ενοχλεί, ποιος σ’ ανησυχεί και ποιος συνωμοσία ετοιμάζει. Ο Μακμπέθ ποτέ του δε θα
νικηθεί… Εκτός αν το δάσος του Μπέρναμ μετακινηθεί για να ‘ρθει ψηλά στο Ντάνσινεην
και να επιτεθεί!

ΜΑΚΜΠΕΘ: Αυτό δεν γίνεται! Ποιος μπορεί να στρατολογήσει ένα δάσος! Ποιος μπορεί να
διατάξει ένα δέντρο να ξεριζωθεί και να φύγει! Τι προφητεία! Τι νέο ευχάριστο! Ο
Μακμπέθ που έφτασε τόσο ψηλά κάτοικος θα είναι στη γη όσο έχει συμβόλαιο με τη
φύση, μέχρι τη στιγμή που θα πληρώσει με την τελευταία του ανάσα το αντίτιμο που
καταβάλουν όλοι οι θνητοί. Όμως - ο Μπάνκο! Θέλω να ξέρω. Ποια είναι η τύχη της γενιάς
του; Εσείς μιλήσατε για την βασιλική της μοίρα! Πείτε μου!

ΕΚΑΤΗ: Μη ζητάς πιο πολλά.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Αυτό, μόνο αυτό θέλω να μου πείτε. Αν αρνηθείτε, κατάρα αιώνια να πέσει
στα κεφάλια σας! Θέλω να ξέρω! Γιατί γελάτε; Γιατί γελάτε;;!

Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Φανείτε!

Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Παρουσιαστείτε!

Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ: Βγείτε!

ΕΚΑΤΗ: Μπροστά στα μάτι του ελάτε και κάντε τον να λυπάται!

ΟΛΕΣ: Σκιές εμφανιστείτε και μετά χαθείτε!

35
(μπαίνουν τα φαντάσματα - τελευταίος ο Μπάνκο)

ΜΑΚΜΠΕΘ: Ένας - τρεις - οκτώ. Αυτός, κρατάει κάτι γυάλινο, κρύσταλλο; Ναι, καθρέφτης.
Εσύ μοιάζεις πολύ με το πνεύμα του Μπάνκο. Χάσου από μπροστά μου, η όψη σου μου
καίει τα μάτια. Και σένα τα μαλλιά σου είναι γεμάτα αίμα. Κι ο τρίτος ίδιος είναι.
Βρωμόγριες! Γιατί μου τα δείχνετε αυτά;! Ακόμα και χαμόγελο έχει κολλήσει στη μούρη
του Μπάνκο, και μου χαμογελάει με το γυαλιστερό το στόμα και τα πλαδαρά του χείλια,
γεμάτα αίματα κατακόκκινα. Εσείς τα βάψατε! Ψεύτρες! Πάτε να με τρελάνετε! Δεν μπορεί
να είναι αλήθεια όλα αυτά!

ΕΚΑΤΗ: Και βέβαια κύριε, έτσι ακριβώς! Και απορώ γιατί


πρέπει ο Μακμπέθ τόσο να ξαφνιαστεί.
Αφού όλα πλέον τα έχει δει.
Κι ούτε ένα ευχαριστώ δεν πρόκειται να μας πει.

ΟΛΕΣ: Θα μας το πει - θα μας το πει


Στα γέλια ξεκαρδισμένες όταν μας δει. (φεύγουν γελώντας)

ΜΑΚΜΠΕΘ: Που είναι; Φύγανε; Αυτή η ώρα πάντα να είναι καταραμένη! Ποιος είναι εκεί;!

ΛΕΝΟΞ: Στις διαταγές σας.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Είδες τρεις μάγισσες;

ΛΕΝΟΞ: Όχι άρχοντά μου.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Δεν πέρασαν από μπροστά σου;

ΛΕΝΟΞ: Όχι, άρχοντά μου.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Να γίνει μίασμα ο αέρας που της πήρε! Και μαζί με αυτές και όποιον τις
πιστεύει! Άκουσα και ποδοβολητά αλόγου, ποιος ήταν;

ΛΕΝΟΞ: Ένας που ανήγγειλε πως ο Μακντόφ το ‘σκασε στην Αγγλία.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Ο Μακντόφ έφυγε, στην Αγγλία;

ΛΕΝΟΞ: Μάλιστα κύριε μου.


ΜΑΚΜΠΕΘ: Ο χρόνος με πρόλαβε και μένα και τις πράξεις μου. Το σχέδιο χάνεται αν η
εκτέλεση δεν έρθει αμέσως. Στο εξής ότι θελήσω θα το πράξω. Δεν θα μείνει κανένας
ζωντανός στο Φάιφ, τον τόπο του. Γυναίκα, παιδιά, αδέλφια, ξαδέλφια, υπηρέτες, ψυχή,
κανείς τους δε θα μείνει! Πάμε να βρούμε αμέσως αυτούς που θα τελειώσουν τη σκέψη
μου και έργο θα την κάνουν!

36
Σκηνή δεύτερη

Στον πύργο του Μακντόφ. Λαίδη Μακντόφ, γιος της, Ρος.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΝΤΟΦ: Γιατί μας εγκατέλειψε έτσι ξαφνικά; Τόσο ύποπτα και τόσο κρυφά και
όχι μονάχα εμάς. Τον τόπο του, τα δικαιώματα, την αναγνώριση, την εξουσία, το σεβασμό,
που του είχε δώσει αυτός ο τόπος.

ΡΟΣ: Χρειάζεται υπομονή, αρχόντισσά μου.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΝΤΟΦ: Υπομονή; Μου ζητάς υπομονή, όταν εγώ τον κατηγορώ για την
παράλογη, ανεξήγητη, ανυπομονησία του να φύγει έτσι σαν τρελός; Κυνηγημένος; Από
ποιον; Από τι; Γιατί έφυγε; Πες μου! Πρόδωσε; Φοβήθηκε;

ΡΟΣ: Ούτε πρόδωσε, ούτε φοβήθηκε. Ήξερε, αυτό μπορώ να σου πω μόνο. Ήξερε πως
έπρεπε να φύγει.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΝΤΟΦ: Όπως ξέρω τώρα εγώ, πόσο λίγο μετρούσε σ’ αυτόν η αγάπη, για την
γυναίκα του, τα παιδιά του. Αλλά και να μην πρόδωσε, να μη φοβήθηκε κι ας είχε όποιον
δικό του λόγο, άγνωστο, δεν μ’ ενδιαφέρει. Εμένα μ’ ενδιαφέρει και με πονά αυτή η
βιασύνη του να φύγει ξαφνικά. Γιατί μου άφησε στην καρδιά έναν άγνωστο τρόμο, τίποτε
άλλο. Και δεν ξέρω από τι κίνδυνο να προστατεύω άγρυπνη και μόνοι μου τα παιδιά μου!

ΡΟΣ: Αξιότιμη κυρία, καλή μου και όμορφη ξαδέλφη. Δεν κινδυνεύεις από τίποτα, ούτε τα
παιδιά σου, ούτε εσύ. Και το παράπονο σου είναι λογικό και το καταλαβαίνω. Μα σε
αγαπάει να το ξέρεις! Και σένα και τα παιδιά. Άκουσε με: έπρεπε να φύγει! Έφυγε, γιατί
δεν φοβάται! Έφυγε γιατί δεν είναι προδότης! Οι μέρες που ξημερώνουν θα είναι όλες
γεμάτες σκοτάδι.. Μα να προσεύχεσαι να έρθει, όσο πιο γρήγορα γίνεται. Σε χαιρετώ. Κι
εσύ, μικρέ και γενναίε μου έχεις την γλυκιά καρδιά της μητέρας σου. Και με το θάρρος που
πήρες από τον πατέρα σου, εσύ πια να φυλάς το σπίτι! Εσύ τώρα είσαι ο άντρας εδώ μέσα.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΝΤΟΦ: Μωρό μου, ο πατέρας σου πέθανε! Τώρα τι θα κάνεις; Δεν θέλω να
φοβάσαι.

ΓΙΟΣ: Γιατί να φοβάμαι μάνα; Κι ο πατέρας μου δεν πέθανε, ο,τι και να μου λες εσύ!

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΝΤΟΦ: Πέθανε. Και τώρα εσύ που θα βρεις πατέρα;

ΓΙΟΣ: Και εσύ που θα βρεις άντρα;


37
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΝΤΟΦ: Θα βρω . Καλύτερο και θα τον παντρευτώ.

ΓΙΟΣ: Πες μου, ήταν προδότης ο μπαμπάς;

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΝΤΟΦ: Ναι ήταν.

ΓΙΟΣ: Και τι πάει να πει προδότης;

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΝΤΟΦ: Αυτός που δίνει όρκο κι ύστερα τον πατάει.

ΓΙΟΣ: Τι όρκο έδωσε κι ύστερα τον πάτησε;

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΝΤΟΦ: Να μην ξέρει.

ΓΙΟΣ: Και τον κρέμασαν γιατί ήξερε; Γι’ αυτό; Αυτό ήταν όλο; Ποιοι τον κρέμασαν; Θα τους
κρεμάσω όλους! Εκείνοι είναι οι προδότες! Εκείνοι!

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΝΤΟΦ: Ο θεός να σ’ έχει καλά μωρό μου. Αλλά που θα βρεις πατέρα;

ΓΙΟΣ: Αν είχε πεθάνει, εσύ θα τον έκλαιγες, όπως κάνουν όλοι όσοι πενθούν και θα έδινες
μια και θα σου τώρα στον πάτο της λίμνης πνιγμένη! (μπαίνει ο αγγελιαφόρος)

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ: Ο θεός μαζί σας! Δεν με ξέρετε όμως εγώ γνωρίζω πολύ καλά το αξίωμά
σας. Φοβάμαι ότι έρχεται μεγάλος κίνδυνος. Ακούστε τη συμβουλή ενός απλού
ανθρώπου! Πάρτε τα παιδιά σας και φύγετε! Ξέρω, σας τρομάζω, μα θα ήταν χειρότερο να
ξαφνιαστεί από αυτό που σας απειλεί. (βγαίνει τρέχοντας)

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΝΤΟΦ: Που να πάμε; Δεν έχουμε κάνει κανένα κακό! Αλλά τι λέω, στη γη
βρίσκομαι. Εδώ άμα κάνεις κακό, σε εκτιμούν, σε σέβονται, άμα κάνεις καλό σε λένε
αφελή. (μπαίνουν οι δολοφόνοι) Ποιοι είστε εσείς; Τι θέλετε;

Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Που είναι ο άντρας σου;

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΝΤΑΦ: Ελπίζω σε μέρος όχι τόσο ανόσιο που να μπορείτε να τον βρείτε εσύ
και οι όμοιοι σου!

Β’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Είναι προδότης!

ΓΙΟΣ: Ψέματα λες! Εσύ είσαι ο προδότης!

Β’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ: Σκάσε, παλιόσπερμα! (τον μαχαιρώνει)

ΓΙΟΣ: Μάνα. Με χτύπησε. Φύγε! Τρέχα σε παρακαλώ!

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΝΤΑΦ: Φόνος!! (την σκοτώνουν)


38
Σκηνή τρίτη

Αγγλία.
Αγγελιαφόρος. Μάλκολμ. Ντόναλμπεην. Μακντόφ

ΜΑΛΚΟΛΜ: Τι νέα φέρνεις λοιπόν από τον αρχηγό του Νορθάμπερλαντ;

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ: Πρίγκιπα μου, ο ίδιος ο γερό - Σίγουορντ, ηγείται δέκα χιλιάδων


στρατιωτών και βαδίζει ήδη για τη Σκωτία. Είπε πως θα σε περιμένει έξω από το
Ντάνσινεην.

ΜΑΛΚΟΛΜ: Δε θα μπορούσες να μου φέρεις καλύτερα νέα!

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ: Επέτρεψε μου άρχοντά μου, μα μπορώ.

ΜΑΛΚΟΛΜ: Τι είναι; Πες μου.

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ: Απ’ έξω στέκει κάποιος που πιστεύω πως μόλις τον δεις αυτό το
χαμόγελο στα χείλη σου θα γίνει διπλάσιο.

ΜΑΛΚΟΛΜ: Ποιος είναι;

(μπαίνει ο Ντόναλμπεην)

ΝΤΟΝΑΛΜΠΕΗΝ: Λίγο ακόμα καιρό χώρια και θα πίστευες πως δεν έχεις αδελφό έτσι δεν
είναι;

ΜΑΛΚΟΛΜ: Αδελφέ μου! Δεν περνάει μέρα δίχως να σε σκεφτώ. Τι νέα φέρνεις από τους
Ιρλανδούς;

ΝΤΟΝΑΛΜΠΕΗΝ: Δεν πρόκειται, λένε, να εμπλακούν σε μια βεντέτα.

ΜΑΛΚΟΛΜ: Βεντέτα; Μα τους εξήγησες πως έχει η κατάσταση;

ΝΤΟΝΑΛΜΠΕΗΝ: Ναι ! Τους τα ‘πα όλα όπως τα είχαμε συζητήσει προτού χωριστούμε, μα
ήταν κάθετοι. «Όσο ο Μακμπέθ δεν ενοχλεί τη χώρα μας, δεν έχουμε λόγο να του
επιτεθούμε και να ρισκάρουμε να χάσουμε άντρες μας βοηθώντας εσάς.» Έτσι ακριβώς
μου απάντησαν.

ΜΑΛΚΟΛΜ: Όταν όμως η δίψα του Μακμπέθ για εξουσία χτυπήσει τις πόρτες τους τότε
θα είναι αργά! Δεν πειράζει, έχουμε μαζί μας όλο το Βορρά της Αγγλίας. Μα ακόμα και οι
δυο μας αδερφέ θα μπορούσαμε να πάμε. Να πάμε και να εκδικηθούμε το αίμα που
έπνιξε τον πατέρα μας. Κι ας δώσουμε και τη ζωή μας. Φτάνει να απαλλαγεί η Σκωτία μας

39
από τον βασιλιά - τύραννο. Η Σκωτία μας, Ντόναλμπεην. Που με τόση φροντίδα και πίστη
από τον πατέρα έγινε μια χώρα κραταιή και που τώρα είναι έρμαιο σαθρών σφετεριστών
που νοιάζονται μόνο για τον εαυτό τους αδιαφορώντας για οποιονδήποτε άλλο! Γιατί
σωπαίνεις;

ΝΤΟΝΑΛΜΠΕΗΝ: Το αίμα Μάλκολμ. Το αίμα αδερφέ μου. Ο,τι αρχίζει με αίμα, με αίμα
τελειώνει.

ΜΑΛΚΟΛΜ: Ναι, με το δικό του!

ΝΤΟΝΑΛΜΠΕΗΝ: Άκουσέ με! Ο μόνος τρόπος για να τιμήσουμε τον πατέρα μας είναι να
σταθούμε στη θέση που στεκόταν κι αυτός, με τον τρόπο που στεκόταν κι αυτός. Εσύ, ο
πρώτος του γιος στο θρόνο και εγώ δίπλα σου να σε συμβουλεύω και να σε βοηθάω. Και ο
μόνος τρόπος για να γίνει αυτό, είναι να φερθούμε σαν πραγματικοί ευγενείς, σαν άξιοι
γιοι του. Ναι, να πάμε στη Σκωτία. Ναι να αφαιρέσουμε το στέμμα του Μακμπέθ, αλλά όχι
κόβοντας του το κεφάλι, μα στέλνοντας τον εξορία κάπου μακριά. Μην δράσεις σαν κι
αυτόν! Μην ξεκινήσεις την εξουσία της ειρήνης σου με σκοτάδι και όλεθρο.

ΜΑΛΚΟΛΜ: Μα αυτό του αξίζει!

ΝΤΟΝΑΛΜΠΕΗΝ: Δεν μπορούμε να ξέρουμε τι αξίζει και σε ποιον. Κι ο Μακμπέθ έτσι


σκέφτηκε, πως του αξίζει να γίνει ο μονάρχης της Σκωτίας όποιο κι αν είναι το τίμημα.
Τώρα όμως δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά ένας τύραννος, μόνος σου το πες. Αν
πράγματι η μοίρα του είναι να χάσει το κεφάλι του, τότε η ίδια η μοίρα θα το κανονίσει.
Εσύ συνέχισε το δίκαιο αγώνα σου.

ΜΑΛΚΟΛΜ: Και θα σε έχω στο πλευρό μου;

ΝΤΟΝΑΛΜΠΕΗΝ: Πάντα αδερφέ, πάντα! Γι’ αυτό και στα λέω όλα αυτά. Έπειτα δεν είμαι ο
μόνος που θα στέκει πλάι σου.

ΜΑΛΚΟΛΜ: Ναι, το έμαθα μόλις για τον γερο - Σίγουορντ.

ΝΤΟΝΑΛΜΠΕΗΝ: Εγώ αναφέρομαι στον γενναίο συμπατριώτη μας, τον Μακντόφ που
ήρθε κι αυτός ως εδώ για να μας ενισχύσει.

ΜΑΛΚΟΛΜ: Ναι, ένας πραγματικός στρατιώτης της Σκωτίας. Ή του Μακμπέθ;

ΝΤΟΝΑΛΜΠΕΗΝ: Πιστεύεις πραγματικά πως μπορεί να έρχεται εδώ με κάποιο δόλο;

ΜΑΛΚΟΛΜ: Όχι, δεν είναι άνανδρος. Αν ήταν θα περίμενε και θα με χτυπούσε στη μάχη.
Πρέπει όμως να μάθω αν μπορεί να δεχθεί για βασιλιά του έναν άνθρωπο σαν και μένα ή
αν προτιμά τον ακόλαστο Μακμπέθ. (μπαίνει ο Μακντόφ)

40
ΜΑΚΝΤΟΦ: Άρχοντές μου.

ΝΤΟΝΑΛΜΠΕΗΝ: Κύριε μου, Μακντόφ. Επιτρέψτε μου. (βγαίνει)

ΜΑΚΝΤΟΦ: Πότε θα κουραστεί ο πρίγκιπας του Κάλμπερλαντ και θα γυρίσει στον τόπο
του;

ΜΑΛΚΟΛΜ: Ας μείνουμε κι άλλο σε αυτή την εξορία. Εδώ μπορούμε να ανακουφίσουμε


την καρδιά μας από τον πόνο.

ΜΑΚΝΤΟΦ: Εγώ θα έλεγα ν’ αρπάξουμε τα σπαθιά μας και να υπερασπιστούμε την


ξεχασμένη πατρίδα μας. Κάθε μέρα που ξημερώνει, καινούριες χήρες ουρλιάζουν,
καινούρια ορφανά θρηνούν, καινούριες λύπες.. Και η Σκωτία έχει τόση ερημιά που ο
ουρανός κλαίει όλη μέρα.

ΜΑΛΚΟΛΜ: Θρηνώ για όσα πιστεύω και πιστεύω όσα ξέρω. Και ο,τι μπορώ να διορθώσω
θα το κάνω με την πρώτη ευκαιρία. Αλλά δεν ξέρω πώς να σου μιλήσω για αυτόν τον
άνθρωπο, που το όνομά του θα το ξαναπώ μόνο όταν θα έχει πεθάνει. Εσύ πολύ τον
αγαπούσες κι ακόμα δεν σ’ έχει βλάψει. Εγώ είμαι νέος, αλλά θα μπορούσες να του
πουλήσεις εξυπηρέτηση με στόχο εμένα. Γιατί είναι φρόνιμο να προσφέρεις έναν αδύναμο
και αθώο θνητό για να καλοπιάσεις έναν οργισμένο και άδικο θεό.

ΜΑΚΝΤΟΦ: Εγώ δεν είμαι ύπουλος!

ΜΑΛΚΟΛΜ: Ο Μακμπέθ όμως, είναι! Έχεις δίκιο, οι δικές μου σκέψεις δεν μπορούν να σ’
αλλάξουν. Κάθε φαυλότητα μπορεί να φορέσει προσωπείο αρετής.

ΜΑΚΝΤΟΦ: Έχω χάσει όλες μου τις ελπίδες.

ΜΑΛΚΟΛΜ: Δεν μπορώ όμως να πιστέψω, πως κατάφερες να παρατήσεις τόσο επιπόλαια
γυναίκα και παιδί -αυτά τα πολύτιμα κίνητρα για ηρωισμούς, για την ίδια τη ζωή- χωρίς να
πεις ούτε ένα αντίο;! Μη θεωρήσεις σε παρακαλώ τη δυσπιστία μου σαν προσβολή προς
εσένα. Άλλωστε εσύ, μπορείς να είσαι σωστός ο,τι κι αν σκέφτομαι εγώ.

ΜΑΚΝΤΟΦ: Είναι τέτοια η ερημιά εδώ για μένα που με πονάει κύριε. Γι’ αυτό με
συγχωρείτε αλλά σας χαιρετώ. Σας αφήνω στην μοναξιά σας και στην δική σας ερημιά.

ΜΑΛΚΟΛΜ: Μη φύγεις. Σε παρακαλώ. Σου ζητώ συγνώμη. Σε πλήγωσα άδικα. Είναι που
τους φοβάμαι όλους και με όλους είμαι δύσπιστος.

ΜΑΚΝΤΟΦ: Δεν έχω προδώσει ποτέ κανέναν!

ΜΑΛΚΟΛΜ: Καλύτερα να προδίδεις, παρά να σε προδίδουν.

41
ΜΑΚΝΤΟΦ: Κύριε..

ΜΑΛΚΟΛΜ: Ναι Μακντόφ, τα σκέφτομαι όλα όσα είπες για την Σκωτία μας. Κλαίει,
ματώνει και η κάθε μέρα προσθέτει μια μαχαιριά στις υπόλοιπες πληγές της. Και ναι, είναι
πολλοί που θα βοηθούσαν πρόθυμα για τα δικαιώματα μου, κι από εδώ, απ’ τη γενναία
Αγγλία μου προσφέρουνε τόσους χιλιάδες άντρες. Όμως ακόμα κι αν πατήσω το κεφάλι
του τυράννου ή το καρφώσω με το σπαθί μου, η ταλαίπωρη η χώρα μου θα έχει
περισσότερα δεινά απ’ όσα είχε πριν και θα υποφέρει ακόμα πιο πολύ από αυτόν που θα
τον διαδεχτεί.

ΜΑΚΝΤΟΦ: Από ποιον δηλαδή;

ΜΑΛΚΟΛΜ: Από μένα! Γιατί είναι τόσα τα ελαττώματά μου, που αν βγουν στην επιφάνεια,
ακόμα και ο σκοτεινός Μακμπέθ θα φαίνεται αψεγάδιαστος σαν το χιόνι.

ΜΑΚΝΤΟΦ: Αδύνατον! Ούτε στην πιο απαίσια κόλαση δε βρίσκετε δαίμονας τόσο
βουτηγμένος στο κακό, όσο ο Μακμπέθ.

ΜΑΛΚΟΛΜ: Αιμοβόρος, έκφυλος, φιλάργυρος, κίβδηλος, βίαιος, αδίστακτος, όλα τα κακά


τα κόσμου είναι μαζεμένα πάνω του κι όμως η δική μου ακολασία δεν έχει όρια και τα
πάθη μου θα γκρέμιζαν κάθε μου καλή θέληση. Καλύτερα ο Μακμπέθ λοιπόν, παρά ένας
τέτοιος βασιλιάς.

ΜΑΚΝΤΟΦ: Έχεις δίκιο, ο Μακμπέθ είναι η προσωποποίηση του διαβόλου. Μη φοβηθείς


λοιπόν να πάρεις ότι σου ανήκει και έπειτα να χορτάσεις το πάθος σου όντας εγκρατής.

ΜΑΛΚΟΛΜ: Μακντάφ, έχει αρχίσει να φουντώνει μέσα μου μια ακόρεστη πλεονεξία που
αν ήμουν βασιλιάς, θα με ωθούσε να ξεκάνω όλες τις μεγάλες οικογένειες του τόπου για
να τους αρπάξω τα κτήματα τους. Θα φθονούσα τα κοσμήματα τους ενός και το σπίτι του
αλλουνού, κι όσο περισσότερα θα έκανα δικά μου, θα με έκαναν να πεινάω περισσότερο
και πονηρά να επινοώ άδικες διαμάχες με τους νομοταγείς πολίτες για να τους αφανίσω
και να τους πάρω την περιουσία!

ΜΑΚΝΤΟΦ: Η πλεονεξία υπήρξε το σπαθί που έσφαξε τόσους και τόσος βασιλιάδες μας!
Μα αυτά όλα είναι υποφερτά όταν τ’ αντισταθμίζουν άλλες αρετές.

ΜΑΛΚΟΛΜ: Εγώ δεν έχω καμία! Τις αρετές που πρέπει να έχει ο βασιλιάς, δικαιοσύνη,
φιλαλήθεια, εγκράτεια, γενναιοδωρία, σεμνότητα, επιείκεια, ευσέβεια, υπομονή,
γενναιότητα, δύναμη, καμία καμία δεν γεύτηκα εγώ ενώ αντίθετα είμαι γεμάτος με τέτοια
ελαττώματα που βρίσκω χίλιους τρόπους να τα κάνω πράξη και που το αδιάφθορο
λεξιλόγιο σου δεν θα μπορούσε να βρει πως ονομάζονται.

42
ΜΑΚΝΤΟΦ: Μπορεί ο Μακμπέθ να είναι κακός όμως εσύ είσαι κάτι πολύ χειρότερο. Είσαι
αποκρουστικός. Όχι για όλα αυτά που μου λες, μα για το ότι μου τα λες τώρα. Τώρα που οι
άνθρωποι μας ετοιμάζονται και στολίζονται στο έμβλημά σου και το μόνο που σου ζητούν
είναι να μην αργείς. Ένας ολόκληρος λαός σε εκλιπαρεί να πας στην άθλια Σκωτία σου. Και
εσύ κάθεσαι εδώ αδιάντροπα και τα λες όλα αυτά σε μένα. Όχι μόνο δεν σου αξίζει να
κυβερνήσεις, μα ούτε και να ζήσεις. Ο πατέρας σου, ο βασιλιάς, ήταν ένας άγιος και η
μητέρα που σε γέννησε, μέχρι να πεθάνει πέρασε πιο πολλές ώρες στη ζωή της
προσεύχοντας για τους συνανθρώπους της παρά μιλώντας τους. Ενώ ξεκινάς ήδη να
εξουσιάζεις τη μικρή τους ζωή με όλα αυτά τα ελαττώματα τα οποία ήταν ο λόγος για να
φύγω απ’ τη Σκωτία! Άμοιρη χώρα μου, άμοιροι άνθρωποι. Άμοιρε θεέ, που πάντα
νομίζεις πως εσύ ορίζεις τις τύχες αυτού του κόσμου.

ΜΑΛΚΟΛΜ: Ως εδώ! Κύριε, χαίρομαι που μου απάντησες έτσι. Αυτό μου άξιζε στα όσα
σου είπα. Τώρα μπορώ να σε εμπιστευτώ και σου ζητώ να με εμπιστευτείς και εσύ και να
πιστέψεις όσα σου πω. Όλα όσα σου είπα για τον εαυτό μου ήταν συκοφαντίες. Μομφές
και κατηγορίες ψεύτικες που εγώ ο ίδιος φόρτωσα στο πρόσωπό μου, γιατί είναι ξένες
προς τον χαρακτήρα μου. Έπρεπε να ξέρω, τι έλκει κοντά σε έναν βασιλιά τον άξιο και
γενναίο λόρδο Μακντάφ. Ειλικρινά όμως, όρκο ποτέ μου δεν έχω πατήσει, ούτε έχω πάει
με γυναίκα -αυτό αν θες θεώρησε ως λαγνεία- ούτε ποτέ θέλησα κάτι που δεν ήταν δικό
μου. Δεν είμαι άπιστος, δεν θα πρόδιδα ποτέ σύντροφό μου. Τώρα τον αληθινό μου εαυτό
σε σένα και στην ταλαίπωρη πατρίδα μας παραδίδω. Και μάθε κι αυτό: πριν από λίγο ο
γερο-Σίγουορντ με στρατό δέκα χιλιάδων πολεμιστών ξεκίνησε για τη Σκωτία. Ας ενωθούμε
κι εμείς μαζί τους και μακάρι η τύχη μας να είναι τόσο καλή όσο δίκαιος είναι και ο αγώνας
μας… Γιατί σωπαίνεις;

ΜΑΚΝΤΑΦ: Προσπαθώ να επεξεργαστώ όλα όσα μου είπες.

ΜΑΛΚΟΛΜ: Θα έχεις χρόνο για αυτό αργότερα. Δες. Η Αγγλία. Στα χέρια του βασιλιά
Εδουάρδου. Μέγα θεραπευτή τον λένε. Με μία προσευχή που ψιθυρίζει στο αυτί όποιου
την έχει ανάγκη, με ένα άγγιγμα από το χέρι του σε μια ανοιχτή πληγή μπορεί να
θεραπεύσει όποια αρρώστια και κυρίως αυτή της ψυχής.

ΜΑΚΝΤΟΦ: Και ποια είναι αυτή κύριε μου;

ΜΑΛΚΟΛΜ: Η κακία Μακντόφ, η κακία. Το να αποζητάς μόνο τη δική σου ευμάρεια και οι
άλλοι τριγύρω ας σαπίσουν, ας χαθούν. Κι είναι τέτοια η αρετή που τον περιβάλει που ο
θρόνος του δεν είναι θρόνος βασιλιά, αλλά αγίου.

ΜΑΚΝΤΟΦ: Αυτοί εδώ έχουν τον άγιο και εμείς τον εωσφόρο. Καταλαβαίνεις νομίζω την
ειρωνεία (γελούν). Κάποιος έρχεται.

43
ΜΑΛΚΟΛΜ: Ο Ρος.

ΜΑΚΝΤΟΦ: Καλώς ήρθες φίλε μου. Που έχει φτάσει ο κόσμος σήμερα;

ΡΟΣ: Πολύ μακριά μας, πολύ μακριά μας κύριε. Για να τον βλέπουμε ολόκληρο έτσι που
βασανίζεται.

ΜΑΚΝΤΟΦ: Η απάντηση σου μοιάζει πιο πολύ με σιωπή. Σε παρακαλώ. Μίλα! Πες μου.

ΜΑΛΚΟΛΜ: Τα ίδια ακόμα στη Σκοτία;

ΡΟΣ: Δυσκολεύομαι να μιλήσω. Δεν έχω λέξεις.

ΜΑΚΝΤΟΦ: Να τις βρεις! Και έπειτα να μου πεις το δυσκολότερο, τι κάνουν η γυναίκα
μου, τα παιδιά μου, είναι καλά;

ΡΟΣ: Μαζί με τον στρατό του Μακμπέθ μετράει τις ώρα και η Σκωτία. Έτοιμη, περιμένει.
Μαζί και οι πιστοί μας φίλοι… Όσους άφησε ζωντανούς.

ΜΑΚΝΤΟΦ: Σε παρακαλώ, πες μου -

ΜΑΛΚΟΛΜ: Κι εμείς ερχόμαστε, μαζί με τον πιο άξιο πολέμαρχο της Αγγλίας, τον
Σίγουροντ και με δέκα χιλιάδες άνδρες του.

ΜΑΚΝΤΟΦ: - η γυναίκα μου, τα παιδιά μου…;;

ΡΟΣ: ….τους έσφαξε. Τους έσφαξε όλους Μακντόφ, όλους! Την γυναίκα σου, τα παιδιά
σου, τους δικούς σου. Όλους.

ΜΑΚΝΤΟΦ: Η γυναίκα μου… τα παιδιά μου…

ΡΟΣ: Δεν ζει κανείς τους. Τους σκότωσε όλους. Όλους Μακντόφ.

ΜΑΚΝΤΟΦ: Όχι. Όχι θεέ μου. Εγώ, εγώ τους σκότωσα! Εγώ. Που έφυγα, που έφυγα.
Εκείνος- Εκείνος δεν έχει παιδιά!!

ΜΑΛΚΟΛΜ: Θάρρος γενναίε μου φίλε. Κουράγιο. Κρατήσου απ’ ο,τι ανδρικό έχεις μέσα
σου, για να πάρεις δύναμη. Να αντέξεις αυτόν τον πόνο..

ΜΑΚΝΤΟΦ: Ακόμα δεν το έμαθες κύριε μου, κι ούτε ποτέ σου θα το μάθεις. Αν υπάρχει
μια δύναμη στον άνδρα, αυτή η δύναμη είναι ο πόνος. Καμία άλλη. Μόνο, ο πόνος.
Φύγετε! Όλοι! Μακριά μου! Όλοι σας! Χαθείτε! (βγαίνει)

ΜΑΛΚΟΛΜ: Μακμπέθ.. Μακμπέθ!! Επιτέλους. Τώρα μπορώ να πω το όνομά σου! Γιατί


πέθανες Μακμπέθ! Μακμπέθ! Τώρα, αυτήν ακριβώς τη στιγμή πέθανες Μακμπέθ! Είσαι
νεκρός Μακμπέθ! Νεκρός! Ο Μακμπέθ είναι νεκρός! Ο Μακμπέθ! Είναι! Νεκρός!!
44
ΠΡΑΞΗ ΠΕΜΠΤΗ

Σκηνή πρώτη

Πύργος του Μακμπέθ. Γιατρός - Υπηρέτης.

ΓΙΑΤΡΟΣ: Έμεινα δυο νύχτες μαζί της και κοιμόταν ήσυχη. Δεν είδα τίποτα από όλα αυτά
που μου λες. Πότε ήταν η τελευταία φορά που σηκώθηκε από το κρεβάτι και περπατούσε
έτσι;

ΥΠΗΡΕΤΗΣ: Όλα άρχισαν από τότε που η μεγαλειότητα του κήρυξε τον πόλεμο. Την είδα,
να σηκώνεται τη νύχτα, να ρίχνει κάτι επάνω της και να πηγαίνει στο γραφείο της.
Ξεκλείδωσε ένα συρτάρι, πήρε ένα χαρτί και το τύλιξε σαν κουβάρι στο χέρι της. Μετά το
άνοιξε το έστρωσε κι άρχισε να γράφει πάνω του. Διάβασε τι είχε γράψει, το σφράγισε και
ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι της. Όμως, όλα αυτά τα έκανε όντας κοιμισμένη. Ούτε στιγμή
δεν ξύπνησε. Όλα μέσα σε έναν βαθύ ύπνο.

ΓΙΑΤΡΟΣ: Είναι μια βαριά αναστάτωση στη φύση του ανθρώπου. Ναι μεν απολαμβάνει τον
ύπνο που κρατάει όρθια την ψυχή με αναίσθητε όλες τις αισθήσεις τις μα το όνειρο
απελευθερώνεται σ’ ολόκληρο το σώμα. Σ’ αυτόν τον λήθαργο μιλούσε κιόλας; Την
άκουσες να λέει κάτι;

ΥΠΗΡΕΤΗΣ: Ναι, μα όσα είπε δεν μπορώ να τα επαναλάβω. Είναι λόγια που δεν λέγονται.

ΓΙΑΤΡΟΣ: Πρέπει να μου τα πεις. Μόνο έτσι μπορεί να την βοηθήσει η ιατρική.

ΥΠΗΡΕΤΗΣ: Σε παρακαλώ, μη μου ζητάς να σου πω τι έλεγε, όταν εγώ δεν έχω κανέναν
μάρτυρα ότι την άκουσα να τα λέει. Η ιατρική δεν ξεπερνάει την προδοσία.

ΓΙΑΤΡΟΣ: Κι όταν βγαίνει πως περπατάει μες στο σκοτάδι του πύργου;

ΥΠΗΡΕΤΗΣ: Με ένα κερί. Πάντα έχει ένα πλάι στο κρεβάτι της που δε σβήνει ποτέ. Αυτή
είναι η μοναδική της εντολή, να υπάρχει δίπλα της πάντα κάποιο φως.

ΓΙΑΤΡΟΣ: Τα μάτια; Τα έχει ανοιχτά;

ΥΠΗΡΕΤΗΣ: Ναι μα όλα πάνω της είναι κλειστά. Δεν βλέπει, δεν ακούει, δεν αισθάνεται
τίποτα. Μόνο που τρίβει τα χέρια της συνεχώς σαν να τα πλένει, σαν να θέλει να τα
γδάρει.

ΓΙΑΤΡΟΣ: Υπάρχει κάποιος άλλος που να έχει ακούσει, όσα άκουσες και εσύ όταν την
είδες;

45
ΥΠΗΡΕΤΗΣ: Μόνο ο ουρανός.

ΓΙΑΤΡΟΣ: Και πάει πάντα στο κρεβάτι της στο τέλος;

ΥΠΗΡΕΤΗΣ: Που αλλού να πάει;

ΓΙΑΤΡΟΣ: Πάντα υπάρχει ένα αλλού. Πρόσεχε, δεν θα λείψεις ούτε στιγμή από κοντά της.
Είναι για όλα ικανή. Και φοβάμαι μην κάνω κακό και μάλιστα στο εαυτό της. Έχω τόσα
χρόνια γιατρός και αντί οι καινούριες γνώσεις να στερεώνουν τις παλιές με την πείρα οι
ερωτήσεις γίνονται πιο πολλές από τις απαντήσεις. Πώς να απαντήσεις όταν οι ερωτήσεις
είναι τόσες πολλές και άγνωστες; Μην ανησυχείς, όσα σκέφτομαι τα κρατάω για μένα.
Ίσως πάλι θα ήταν καλό να την επισκεφθεί κανένας εξομολογητής. Αυτό ίσως χρειάζεται
για πάθη ψυχής, αρρώστιες του νου, τυραννισμένο σώμα. Καληνύχτα.

ΥΠΗΡΕΤΗΣ: Γεια σας, καλό σας βράδυ.

Σκηνή δεύτερη

Έξω από το κάστρο του Μακμπέθ. Ρος, Λένοξ.

ΡΟΣ: Οι αγγλικές δυνάμεις πλησιάζουν με αρχηγούς τον Μάλκολμ, τον γερο - Σίγουροντ
και τον γενναίο Μακντάφ. Είναι τέτοια η δίψα τους για εκδίκηση για όσα τους έχουν
συμβεί που ακόμα κι έναν ασκητή θα κάνανε να ξεσηκωθεί σε άγριο κι αιματηρό αγώνα.

ΛΕΝΟΞ: Θα τους συναντήσουμε κοντά στο δάσος του Μπέρναμ, από εκεί θα περάσουν.
Ποιος άλλος θα είναι μαζί τους;

ΡΟΣ: Σίγουρα ο αγαπημένος του Σίγουορντ, ο μονάκριβος γιος του, που δεν τον νοιάζει
τίποτα άλλο παρά η δόξα που θα φέρει στον πατέρα του.

ΛΕΝΟΞ: Κι ο τύραννος τι κάνει;

ΡΟΣ: Συνέχεια οχυρώνει τον μεγάλο του πύργο. Κάποιοι είπαν πως τρελάθηκε κι άλλοι που
τον μισούν λιγότερο λένε πως όλο αυτό είναι ηρωική μανία. Οι πιο πολλοί όμως τον
ειρωνεύονται, αφού με λουριά τυραννίας προσπαθεί να δέσει πάνω του τα ξέφτια της
εξουσίας.

ΛΕΝΟΞ: Φαίνεται πως οι μυστικοί του φόνοι δεν ξεκολλάνε από τα χέρια του. Απανωτές
εξεγέρσεις τυραννούν την προδοσία του, κι όσοι είναι στις διαταγές του κινούνται μόνο
επειδή τους διατάζει κι όχι από αγάπη. Το αξίωμα βλέπεις του πέφτει βαρύ.

46
ΡΟΣ: Άρα ποιος μπορεί να κατηγορήσει τον τρόμο και τη σύγχυση των ταραγμένων του
αισθήσεων, αφού ο,τι υπάρχει μέσα του ντρέπεται που υπάρχει; Δεν πολεμάμε τύραννο,
ούτε άντρα πολεμιστή. Αντίπαλό μας έχουμε μια σκύλα ετοιμοθάνατη: την αρρώστια της
Σκωτίας!

ΛΕΝΟΞ: Εμπρός λοιπόν, πάμε να ορκιστούμε υποταγή εκεί που πρέπει

Σκηνή Τρίτη

Πύργος Μακμπέθ. Γιατρός. Υπηρέτες. Σέυτον.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Φτάνουν πια οι αναφορές! Όποιος θέλει να φύγει ας φύγει! Όσο το δάσος του
Μπέρναμ δεν ξεκινάει να έρθει στο Ντάνσινεην δεν έχω τίποτα να φοβηθώ! Δεν έχω
κανέναν απολύτως κίνδυνο εδώ. Τι να φοβηθώ δηλαδή; Το μικρομέγαλο τον Μάλκολμ;
Από μήτρα δεν γεννήθηκε; Τα πνεύματα που ξέρουν το μέλλον των θνητών μου το είπανε
καθαρά: «Μακμπέθ! Μη φοβάσαι! Κανένας άντρας που γεννήθηκε από μήτρα γυναίκας
δεν θα σε νικήσει! Ποτέ.» Αφού το θέλετε λοιπόν, άπιστοι άρχοντες της Σκωτίας,
σαπισμένοι προδότες, πηγαίνετε να ενωθείτε με τους τρυφηλούς Άγγλους. Κανένας
δισταγμός δεν θα επιτρέψω το μυαλό και την καρδιά μου να προσβάλει, κανένας φόβος ή
αμφιβολία δεν θα αφήσω να με καταβάλει . (μπαίνει ο υπηρέτης) Που να σε μαυρίσει ο
διάολος, γελοίε, έτσι που έχεις ασπρίσει από τον φόβο! Τι με κοιτάς σαν τρομαγμένη χήνα;

ΥΠΗΡΕΤΗΣ: Δέκα χιλιάδες -

ΜΑΚΜΠΕΘ: Χήνες κάθαρμα;

ΥΠΗΡΕΤΗΣ: Στρατιώτες, κύριε.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Άντε μέσα και δώσε μερικές τσιμπιές στα μούτρα σου, μπας και πάρεις λίγο
χρώμα! Εσύ έχεις χεστεί από το φόβο σου! Ποιοι στρατιώτες βρε γελοίο πλάσμα; Που να
σε πάρει ο διάολος; Λέγε! Στρατιώτες ποιανού;!

ΥΠΗΡΕΤΗΣ: Του αγγλικού στρατού κύριε.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Χάσου από μπροστά μου, να μη σε βλέπω! Σέητον! Σέητον είπα! Χτυπούν
λοιπόν, στην τελευταία πύλη που έμεινε κλειστή ως τώρα στη ζωή μου, στο βασίλειο μου!
Να την ανοίξω να τελειώνουμε; Όχι. Δεν θα τελειώσει τίποτα. Έζησα πάρα πολύ μου
φαίνεται. Δεν θα πεθάνω ποτέ. Πόσο ήταν; Δεκαοχτώ χιλιάδες χρόνια; Ένας χειμώνας; Ένα
βράδυ; Μόνος μου περπατάω καιρό τώρα μέσα στα δέντρα, όσο έχει ακόμα φως, όσο οι
ημέρες έγραφαν την ιστορία του ήλιου. Που είναι οι φίλοι μου; Έπρεπε τώρα γύρω μου να
‘χα ένα στρατό από φίλους! Που ποτέ δεν είχα. Ούτε έναν. Καλά. Αργότερα. Το μόνο που

47
ηχεί στα αυτιά μου είναι ψίθυροι από κατάρες, από κάλπικες κολακείες που η καρδιά μου
θα ‘θελε να αρνηθεί μα δεν τολμάει. Σέητον!

ΣΕΗΤΟΝ: Στις διαταγές σας, μεγαλειότατε.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Υπάρχουν νεότερα;

ΣΕΗΤΟΝ: Μάλιστα άρχοντά μου. Η μάχη είναι προ των πυλών.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Ετοίμασε και φέρε τα όπλα μου.

ΣΕΗΤΟΝ: Δεν ήρθε κιόλας η ώρα κύριε.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Είπα φέρ’ τα μου. Στείλε κι άλλο ιππικό! Να σαρώσουνε τη χώρα όλη! Κι όπως
φοβάται, στην κρεμάλα. (στον γιατρό) Πως είναι;

ΓΙΑΤΡΟΣ: Δεν έχει αρρώστια σοβαρή, άρχοντά μου. Το μόνο είναι πως την ταράζουνε
συνέχεια πλάσματα της φαντασίας της και δεν την αφήνουνε καθόλου να ησυχάσει.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Από αυτά σου ζητάω να την γιατρέψεις! Δεν μπορείς να βοηθήσεις το
άρρωστο μυαλό της; Να απαλείψεις την καταραμένη αγωνία;

ΓΙΑΤΡΟΣ: Στην περίπτωσή της μόνη λύση είναι να βοηθήσει η ίδια τον εαυτό της.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Άχρηστη λοιπόν και η ιατρική. Στα σκυλιά! Μου είναι άχρηστη! Αν μπορούσες,
να βρεις από τι πάσχει και να της χαρίσεις την υγεία της, θα σε κάλυπτα με χρυσάφι και θα
σε επαινούσα ώσπου να μην είχα άλλη ανάσα να σου δώσω. Φύγε. (μόνος) Δεν φοβάμαι
ακόμα καμία καταστροφή και κανέναν θάνατο. Μέχρι τα δάση να βγάλουν πόδια και εδώ
πάνω να έρθουν εγώ στον θρόνο μου θα ‘μαι.

Σκηνή τέταρτη

Έξω από τον πύργο.


Μάλκολμ. Σίγουορντ. Γιος του. Μακντάφ. Ρος. Λένοξ. στρατιώτες.

ΜΑΛΚΟΛΜ: Φίλοι μου, ελπίζω πως είναι πολύ κοντά μας η μέρα που θα κοιμόμαστε
ασφαλείς στα σπίτια μας.

ΡΟΣ: Εμείς κύριε δεν το ελπίζουμε, το γνωρίζουμε.

ΣΙΓΟΥΟΡΝΤ: Ποιο δάσος είναι αυτό εκεί;

ΡΟΣ: Το δάσος του Μπέρναμ

48
ΜΑΛΚΟΛΜ: Όλοι οι στρατιώτες να κόψουν μεγάλα κλαδιά με πυκνό φύλλωμα και να τα
κρατάνε μπροστά τους. Έτσι θα κρύψουμε τον όγκο του στρατού μας και ο εχθρός που
παραμονεύει θα έχει λανθασμένες αναφορές.

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ: Όπως διατάξετε.

ΣΙΓΟΥΟΡΝΤ: Απ’ όσα μαθαίνουμε ο τύραννος έχει ακόμα εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του
και μένει στο πύργο του περιμένοντας την πολιορκία μας.

ΜΑΛΚΟΛΜ: Αυτό ελπίζουμε να συνεχίσει να κάνει. Έχει χάσει τους περισσότερους


συμμάχους του και όπου να ‘ναι θα χάσει και το πεδίο της μάχης.

ΜΑΚΝΤΟΦ: Στο τέλος της μάχης γενναίε άρχοντα, μιλάει εκείνος που δεν την έχασε.
Καλύτερο θα ήταν να σωπάσουμε, τουλάχιστον μέχρι να αρχίσει.

ΣΙΓΟΥΟΡΝΤ: Συμφωνώ. Η μάχη δεν γίνεται με τα λόγια! Τη νίκη μόνο τα σπαθιά τη δίνουν.
Εμπρός λοιπόν.

Σκηνή Πέμπτη

Στον πύργο του Μακμπέθ.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ: (μπαίνει με ένα αναμμένο κερί, το αφήνει και κοιτάει τα χέρια της) Δεν
φεύγει - δε φεύγει. Από τι είναι αυτή η κηλίδα; Δεν βγαίνει! Δεν βγαίνει! Περίμενε! Εγώ θα
σου πω την ώρα . Εγώ θα σου πω το πότε. Έχω πολλά να κάνω πριν. Πριν γίνει. Έγινε.
Μονάχα αυτό να σκεφτόμαστε. Έγινε! Τι φοβάσαι; Τόση εξουσία! Ποιος τολμάει να μας
σηκώσει κεφάλι. Ο,τι έγινε δεν αλλάζει. Πες. Μίλα. Ήρθε; Η Λαίδη Μακντόφ; Ωραία.
Χαράζει! Μόνο να είναι από γνήσιο βαθύ σκοτάδι. Απ’ το βελούδο της κόλασης! Χτυπούν.
Χτυπούν. Ήταν πολύ γέρος. Ένας γέρος δεν μπορεί να έχει τόσο αίμα! Τόσο αίμα. Δεν ήταν
από αυτόν. Τόσο αίμα! Λίγο νερό και θα δεις, θα δεις τι εύκολο που είναι; Σσς! Τι φωνάζει!
Θα τους ξυπνήσει! Θα τα έκανα όλα εγώ! Εγώ. Όλα. Μα θα ‘ταν σαν να σκότωνα τον
πατέρα μου. Η Λαίδη Μακντόφ; Ήρθε; Ωραία. Αργότερα. Χτυπούν, χτυπούν. Το χέρι μου.
Κανείς ποτέ δεν θα το φιλήσει ξανά. Βρωμάει. Βαριά, άπλυτη μυρωδιά. Ντρέπομαι. Πως
θα φύγει; Δεν θα φύγει; Πως θα φύγει; Όλα τα αρώματα της Αραβίας δεν φτάνουν, για να
το καλύψουν, να μη μυρίζει έτσι, αυτό το μικρό χέρι. Τι μικρό που είναι! Πήγαινε! Πλύνε τα
χέρια σου! Δωσ’ τα σε μένα αυτά! Πρέπει να βρεθούν εκεί! Βλέπεις;! Τι βλέπεις; Κανένας
δεν κάθεται εκεί! Ο Μπάνκο δεν ήρθε. Δεν ήρθε απόψε! Κι ο Μακντόφ; Η γυναίκα του;
Ήρθε; Ωραία. Χτυπάνε. Πάμε. Πρέπει να κοιμόμαστε όταν μας βρουν. Στο κρεβάτι. Ύπνος.
Κρατήσου. Σε κρατάω. Βιάσου. Εγώ σε πάω! Μίλα μου. Η γυναίκα του Μακντόφ ήρθε;
Ωραία. Αργότερα. Χτυπάνε. Χτυπάνε. Ανοίξτε! Ανοίξτε! Ποιος είναι; Ποιος; Έλα. Είχα ένα
παιδί. Αγόρι. Πέθανε. Μικρό. Πέθανε. Μικρό. Σαν τη κηλίδα. Δεν βγαίνει. Μικρό.

49
Σκηνή έκτη

Τύμπανα, σημαίες. Μακμπέθ. Σέυτον.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Κρεμάστε τις σημαίες μας έξω από τα τείχη! Το φρούριο μας είναι τόσο
δυνατό, που μπορεί να χλευάζει κάθε πολιορκία. Εδώ να μείνουν λοιπόν ώσπου να τους
λιανίσουν η πείνα και ο πυρετός. Εάν δεν τους βοηθούσαν εκείνοι που έπρεπε να είναι μ’
εμάς, θα βγαίναμε έξω να χτυπηθούμε άφοβα στήθος με στήθος κι θα τους διώχναμε πίσω
στην πατρίδα τους. (ακούγονται γυναικείες κραυγές) Μα τι φασαρία είναι αυτή;

ΣΕΗΤΟΝ: Γυναικείες κραυγές, άρχοντά μου. (βγαίνει)

ΜΑΚΜΠΕΘ: Έχω σχεδόν ξεχάσει τι γεύση έχει ο φόβος. Πότε ήταν που τρόμαζα από φωνές
και χτύπους μακρινούς; Πότε ήταν που με τύφλωναν τα οράματα του σφαγμένου ύπνου
μου. Τολμάνε να με λένε δολοφόνο. Αν έχω σκοτώσει κάποιον στη ζωή μου μέχρι σήμερα,
αυτός ήταν ο φόβος μου. Κανέναν άλλον παρά τον φόβο μου. (μπαίνει ο Σέητον) Λοιπόν;
Μίλα!

ΣΕΗΤΟΝ: Η βασίλισσα κύριε μου. Πέθανε.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Έπρεπε να πεθάνει αύριο. Πέθανε, αυτήν τη λέξη, μόνο αύριο μπορείς να την
πεις. Πρέπει να είναι αύριο όταν θα πεις πέθανε. Αύριο. Το αύριο και το αύριο και το
αύριο. Mικρό φοβισμένο βήμα, σέρνεται το ένα πίσω από το άλλο, μέρα με τη μέρα, μέχρι
την τελευταία συλλαβή του χρόνου. Και εμείς, όλα τα χθες. Είμαστε τα χθες όλων αυτών
που πέθαναν. Ζούμε πάντα χθες. Σβήσε. Σβήσε, βραχύβιο φως. Είσαι πολύ λίγο. Δεν
χρειάζεσαι, δεν φωτίζεις τίποτα. Η ζωή. Μια περιπλανώμενη σκιά, ένας καημένος
θεατρίνος που όσο κρατάει ο ρόλος του στη σκηνή, φωνάζει και καμαρώνει, αλλά μετά δεν
ξανακούγεται ποτέ! Η ζωή. Ένα παραμύθι που το διηγείται ηλίθιος, ένας μύθος γεμάτος
μανία και θόρυβο, χωρίς κανένα νόημα! (μπαίνει μέσα ένας αγγελιαφόρος) Η δουλειά σου
είναι να μιλάς. Λέγε αμέσως.

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ: Σεβαστέ μου άρχοντα, δεν ξέρω πώς να σου πω αυτό που είδα.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Με λέξεις.

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ: Όπως στεκόμουν στη σκοπιά μου πάνω στο λόφο, κοίταξα προς το
Μπέρναμ και ξαφνικά μου φάνηκε πως είδα το δάσος να περαπατάει.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Ψεύτη! Παλιάνθρωπε!

50
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ: Αν λέω ψέματα βασιλιά μου, η οργή σας να πέσει επάνω μου. Ελάτε να
δείτε. Τρία μίλια μακριά κι έρχεται! Αλήθεια σας λέω!

ΜΑΚΜΠΕΘ: Αν λες ψέματα, θα σε κρεμάσω στο πρώτο δέντρο ζωντανό να ψοφήσεις από
την πείνα. Αν λες αλήθεια, δεν με νοιάζει να μου κάνεις εσύ το ίδιο. Ήταν διφορούμενα τα
λόγια του σατανά, που τα ψέματά του λέει σαν αλήθειες. «Μη φοβάσαι μέχρι να δεις το
δάσος του Μπέρναμ ν’ ανεβαίνει στο Ντάνσινεην» Και τώρα το δάσος ανεβαίνει στο
Ντάνσινεην! Στα όπλα, στα όπλα, βγείτε όλοι έξω! Αν αυτό πραγματικά συμβαίνει ο
στρατός μου δεν γίνεται να φύγει, ούτε κι εδώ να μείνει! Το φως του ήλιου έχω κουραστεί
ν’ αντικρίζω. Ας γκρεμιστεί όλη η πλάση! Ο,τι φέρει ο χαλασμός εμένα πρέπει να βρει με
το σπαθί στο χέρι!

Σκηνή έβδομη

Μάλκολμ. Σίγουορντ. Γιος του. Μακντάφ. Ρος. Λένοξ. στρατιώτες.

ΜΑΛΚΟΛΜ: Φτάσαμε! Εσύ μαζί με τον τιμημένο σου γιο θα οδηγήσετε το κύριο σώμα του
στρατού! Ο άξιος Μακντόφ κι εμείς, αναλαμβάνουμε τα υπόλοιπα!

ΣΙΓΟΥΟΡΝΤ: Αν αναμετρηθούμε με του τύραννου το στρατό και δεν τον διαλύσουμε


μακάρι να χαθούμε!

ΜΑΚΝΤΟΦ: Σάλπιγγες! Ηχήστε απ’ άκρη σ’ άκρη. Κηρύξτε το αίμα και τον θάνατο!

Σκηνή Όγδοη

Μακμπέθ , νεαρός Σίγουορντ

ΜΑΚΜΠΕΘ: Δεν γίνεται να τους ξεφύγω. Πρέπει να λοιπόν να πολεμήσω με όλα τα σκυλιά
αν θέλω να γλυτώσω. Ποιος είναι όμως αυτός που δεν βγήκε από μήτρα γυναίκας; Αυτόν
μονάχα πρέπει να φοβάμαι, κανέναν άλλο.

ν. ΣΙΓΟΥΟΡΝΤ: Ποιος είσαι εσύ;

ΜΑΚΜΠΕΘ: Θα φοβηθείς.

ν. ΣΙΓΟΥΟΡΝΤ: Όχι, ακόμα κι αν τ’ όνομά σου είναι πιο φρικτό και απ’ ολωνών στην
κόλαση!

ΜΑΚΜΠΕΘ: Μακμπέθ.

ν. ΣΙΓΟΥΟΡΝΤ: Ούτε ο σατανάς δε θα μπορούσε να προφέρει πιο μισητό όνομα στ’ αυτιά
μου.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Όχι. Ούτε και πιο φοβερό!


51
ν. ΣΙΓΟΥΟΡΝΤ: Ψέματα μου λες, φρικτέ τύραννε. Και ξέρω και πως θα αποδείξει το πόσο
ψεύτης είσαι. (μονομαχούν και ο ν.Σίγουορντ σκοτώνεται)

ΜΑΚΜΠΕΘ: Από μήτρα γυναίκας γεννημένος. Κρίμα. Δεν ήσουν εσύ. Τόσο νέος. (βγαίνει -
μπαίνει Μακντόφ)

ΜΑΚΝΤΟΦ: Από δω ακούστηκε ο θόρυβος. Τύραννε! Φανέρωσε μου το πρόσωπό σου! Αν


προλάβει και σε σκοτώσει άλλο χέρι για πάντα θα με κυνηγάνε οι ψυχές της γυναίκας μου
και των παιδιών μου. Δεν μπορούν να καταλάβουν οι πληρωμένοι μισθοφόροι. Με σένα
πρέπει να Μακμπέθ ή αλλιώς ας βάλω στη θήκη το σπαθί μου! Αχ, τύχη, μοίρες κάντε να
τον βρω. Στείλε τον σε μένα! Σε μένα! (βγαίνει - μπαίνει Μακμπέθ)

ΜΑΚΜΠΕΘ: Τι περιμένουν; Να πέσω επάνω στο ίδιο μου το σπαθί και να αυτοκτονήσω
σαν τους Ρωμαίους τους ηλίθιους;! Όχι, για άλλον προορίζεται το σπαθί μου. (μπαίνει ο
Μακντόφ)

ΜΑΚΝΤΟΦ: Εδώ είσαι; Γύρνα από εδώ σκυλί! Θέλω να σε δω στο φως! Γύρνα είπα ελεεινό
κάθαρμα!

ΜΑΚΜΠΕΘ: Από όλους, μόνο εσένα δεν ήθελα να συναντήσω. Φύγε, φύγε. Με βαραίνει
ήδη πολύ το αίμα των δικών σου. Δεν θα αντέξω και το δικό σου.

ΜΑΚΝΤΟΦ: Για αυτό ήρθα, για να σε ελαφρύνω από αυτό το βάρος. Το αίμα τους είναι
δικό μου και θα μου το δώσεις. Θα στο πάρω. (μονομαχούν)

ΜΑΚΜΠΕΘ: Χαμένος ο κόπος σου. Φύγε. Σώσε τον εαυτό σου. Σώσε τον από τις μοίρες.
Το είπαν. Δεν βγήκε από μήτρα μάνας αυτός που θα με σκοτώσει.

ΜΑΚΝΤΟΦ: Αυτές οι… μοίρες σου, όποιες και να ‘ναι. Δεν σου είπαν. Με ξερίζωσαν απ’
την κοιλιά της νεκρής μου μάνας για να με βγάλουν.

ΜΑΚΜΠΕΘ: Τι; Ψέμα! Είναι ψέμα! Όχι. Εκείνες, λένε, την αλήθεια. Φύγε. Δε θέλω να σε
σκοτώσω.

ΜΑΚΝΤΟΦ: Παραδώσου τότε. Και θα ζήσεις πολλές μέρες. Θα σε δέσω ανάποδα στο
μουλάρι και θα σε γυρίσω σε όλη τη Σκωτία ώστε να μην μείνει ούτε ένας που να μη σε
δει. Προδότη!

ΜΑΚΜΠΕΘ: Να παραδοθώ; Στο παιδαρέλι τον Μάλκολμ; Μήπως να του φιλήσω το χώμα
και τα πόδια του που το πατάνε; Όχι κι ας στέκεσαι μπροστά μου εσύ Μακντόφ, ο θάνατός
μου. Σε έζησα. Όλη μου τη ζωή. Τώρα θα πεθάνεις κι εσύ. (μονομαχούν και βγαίνουν
εκτός)

52
Σκηνή Ένατη

Στο κάστρο. Όλοι.

ΜΑΚΝΤΟΦ: Ο Μακμπέθ είναι νεκρός! Κι εγώ έχω τα λάφυρα της νίκης. (σηκώνει το κεφάλι
του) Αυτό (δείχνει το δαχτυλίδι) είναι το ιερό δαχτυλίδι της Σκοτίας. Το πήρα από το
ματωμένο χέρι του, για να το δώσω σε σένα. Είναι δικό σου τώρα. Παρ’ το.

ΜΑΛΚΟΛΜ: Άξιε Μακντόφ! Δεν είναι όμως όλοι εδώ. Δεν τους βλέπω όλους. Ποιοι
λείπουν;

ΣΙΓΟΥΡΟΝΤ: Όταν τελειώνει μια μάχη κύριε, πάντα κάποιοι θα λείπουν. Αλλά δεν βλέπω
να λείπουν πολλοί.

ΜΑΛΚΟΛΜ: Λείπει, ο γιος σου.

ΡΟΣ: Ο γιος κύριε, πέθανε. Σκοτώθηκε, όπως σκοτώνονται γενναία οι αληθινοί άντρες.

ΣΙΓΟΥΟΡΝΤ: Ο γιος μου - είναι - νεκρός.

ΡΟΣ: Ναι κύριε…

ΣΙΓΟΥΡΟΝΤ: Άξιος γιος μου είναι. Ήρεμο ταξίδι να έχει.

ΜΑΛΚΟΛΜ: Του αξίζει πένθος μεγαλύτερο. Είναι χρέος μου να-

ΣΙΓΟΥΟΡΝΤ: Όχι, αρκούν όσα είπα εγώ. Έφυγε όπως έπρεπε.

ΜΑΛΚΟΛΜ: Δε θα χρειαστώ πολύ χρόνο για να υπολογίσω την αγάπη του καθενός. Άξιοι
άρχοντες της Σκοτίας, γενναίοι συγγενείς μου. Ειδοποιήστε τους εξόριστους να γυρίσουν
πίσω. Δεν υπάρχει πια τύραννος. Και οι συνεργοί του, δεν θα υπάρχουν κι αυτοί σε λίγο
όπου κι αν σκόρπισαν. Ο,τι χρειαστεί θα κάνω πράξη με τη βοήθεια του θεού. Με μέτρο
όλα θα γίνουν όταν και όπως πρέπει. Ξεκινάμε για το Σκον. Είθε η στέψη μου, να γίνει το
θεμέλιο για εξουσίες δίκαιες που θα απαιτήσουν από τον δημιουργό έναν κόσμο
καλύτερο.

53

You might also like