You are on page 1of 4

ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ [Της Βυζαντινής περιόδου – Ακριτικά τραγούδια]

Η πάλη του Διγενή με τον Χάροντα


Τα ακριτικά τραγούδια απηχούν τις αναμετρήσεις των βυζαντινών με τους Άραβες και δημιουργήθηκαν για να υμνήσουν
τον ηρωισμό και τις ανδραγαθίες των αγωνιστών (ακριτών) που φρουρούσαν τα σύνορα (άκρα) της Αυτοκρατορίας. Τα
συνηθέστερα θέματά τους έχουν να κάνουν με τις πολεμικές επιχειρήσεις, την αρπαγή της γυναίκας του Διγενή, την
οικοδόμηση του κάστρου του, την αναμέτρησή του με κάποιο θηρίο. Η κυπριακή παραλλαγή που παρατίθεται εδώ και που
καταγράφηκε στο Ριζοκάρπασο έχει ως θέμα την αναμέτρηση του ήρωα με τον Χάρο (θάνατο).

Ο Χάρος μαύρα ’φόρησεν, μαύρον1 καβαλλιτζεύκει,


χρυσόν σπαθίν εζώστηκεν τζαι πά’ στο παναΰριν.
Δικλά2 ’πό ’τζει, δικλά ’πό δα, θωρεί έναν περβόλιν,
τζαι ήσαν άρκοντες πολλοί τραπεζοκαθισμένοι.
5 Σαν είδασιν τον Χάρονταν, στέκουνται τζαι λαλούν του:
– «Καλώς ήρτεν ο Χάροντας να φά’, να πκιεί μιτά μας,
να φάει άγριν3 του λαού, να φά’ οφτόν περτίτζιν4,
να φά’ αρκοτζεράμιον5, που τρων αντρειωμένοι,
να πκιει γλυκόποτον κρασίν, που πίννουν φημισμένοι,
10 τζαι που το πίννουν άρωστοι τζαι βρέθουνται γιαμμένοι6».
Τζαι πολοάται ο Χάροντας τζαι λέει τζαι λαλεί τους:
– «Εν ήρτα ’γιώ ο Χάροντας να φά’, να πκιω μιτά σας,
παρά ’ρτα ’γιώ ο Χάροντας να πάρω τον καλόν σας».
– «Παρακαλούμεν, Χάροντα, πκοιός είναι ο καλός μας;»
15 – «Έναν κοντόν κοντούτσικον τζαι χαμηλοβρακάτον,7
ένι τζαι αναρκοδόντικον8 τζαι λλίον μουστακάτον».
Τζει που τ’ ακούει ο Διγενής, αρκώθην9 τζι’ εθυμώθην,
τζι’ επολοήθην Διγενής του Χάροντα τζαι λέει:
– «Αν με νιτζήσεις, Χάροντα, έπαρε την ψυσήν μου,
20 αν σε νιτζήσω, Χάροντα, χάρισ’ μου την ζωήν μου».
Σερκές σερκές10 επκιάστηκαν τζι επήαν στην παλιώστραν11
τζαι τζει χαμαί παλιώννασιν τρία ημερονύχτια. (αμφίρροπη μάχη-σχήμα των τριών)
Τζει πόπκιαννεν ο Χάροντας τα γαίματα ’πιτούσαν,
τζει πόπκιαννεν ο Διγενής τα κόκκαλα ελειούσαν.
25 Στα τρία ημερονύχτια ο Διγενής νικά τον (ανατροπή εξωπραγματικό/ύβρις).
Τζι επολοήθην Χάροντας τζαι λέει τζαι λαλεί του:
– «Αλαβροπκιάσ’ με,12 Διγενή, να σε αλαβροπκιάσω».
Αλαβροπκιάνν’ ο Διγενής τζαι σφιχτοπκιάνν’ ο Χάρος,
θυμώννεται τζι’ ο Διγενής τζαι σφιχτοπκιάννει Χάρον.
30 Τζι’ ήρτεν φωνή ’πού τον Θεόν τζι ένας ατός εγίνην,
ατός χρυσός ολόχρυσος βκαίννει στην τζεφαλήν του
τζι’ έσκαφτεν με τα νύσια του να βκάλει την ψυσήν του.
Τζι’ ο Διγενής ψυχομασεί σε σίερα13 παλάδκια,
σε σίερα παπλώματα, σε σίερα κρεβάδκια.
Χρίστος Ταουσιάνης, Δημοτικά τραγούδια της Κύπρου [Ριζοκαρπάσου], Λευκωσία 1987

1 μαύρον: στα δημοτικά τραγούδια το άλογο· 2 δικλά: κοιτάζει, παρατηρεί· 3 άγριν: το τρυφερό κρέας του λαγού· 4 οφτόν
περτίτζιν: περδίκι ψητό στο φούρνο (εκλεκτός μεζές από κυνήγι)· 5αρκοτζεράμιον: αγριοκρέμμυδο·6 γιαμμένοι: υγιείς·
7χαμηλοβρακάτος: αυτός που φορά μακριά βράκα, η οποία φτάνει χαμηλά στα πόδια· 8αναρκοδόντικον: με αραιά δόντια·
9αρκώθην: αγριέψε· 10 σερκές: χεριές· 11 παλιώστρα: παλαίστρα / παλιώννω: παλεύω· 12 αλαβροπκιάσ’ με: πιάσε με
ελαφριά· 13σίερα: σιδερένια
ΕΠΩΝΥΜΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΚΩΣΤHΣ ΠΑΛΑΜAΣ
Ο Διγενής κι ο Χάροντας
Ο ακριτικός μύθος άσκησε σημαντική επίδραση στη νεοελληνική λογοτεχνία. Από τον 19ο αιώνα και μετά, ο Διγενής
Ακρίτας έγινε σύμβολο των διαχρονικών αγώνων του ελληνικού λαού για εθνική ολοκλήρωση και ενέπνευσε πολλούς
Έλληνες λογοτέχνες, μεταξύ των οποίων και ο Κωστής Παλαμάς, που το 1897 δημοσιεύει την ποιητική του συλλογή
Ίαμβοι και Ανάπαιστοι, απ’ όπου και τα διπλανά ποιήματα

17
Καβάλα πάει ο χάροντας
το Διγενή στον Άδη,
κι άλλους μαζί… Κλαίει, δέρνεται
τ’ ανθρώπινο κοπάδι.

Και τους κρατεί στου αλόγου του


δεμένους τα καπούλια,
της λεβεντιάς τον άνεμο,
της ομορφιάς την πούλια1.

Και σαν να μην τον πάτησε


του χάρου το ποδάρι,
ο Ακρίτας μόνο ατάραχα
κοιτάει τον καβαλάρη!

18
– Ο Ακρίτας είμαι, Χάροντα,
δεν περνώ με τα χρόνια.
Μ’ άγγιξες και δε μ’ ένιωσες
στα μαρμαρένια αλώνια;

Είμ’ εγώ η ακατάλυτη2


ψυχή των Σαλαμίνων.
Στην Εφτάλοφην3 έφερα
το σπαθί των Ελλήνων.

Δε χάνομαι στα τάρταρα,


μονάχα ξαποσταίνω4.
Στη ζωή ξαναφαίνομαι
και λαούς ανασταίνω! –
Κωστής Παλαμάς, Ανθολογία, επιμ. Γ. Κ. Κατσίμπαλης – Αντρέας Καραντώνης, Εστία, Αθήνα 2005
1
πούλια: άστρο 2 ακατάλυτη: άφθαρτη, που δεν μπορεί να καταστραφεί 3 Εφτάλοφη: η Κων/πολη 4 ξαποσταίνω:
ξεκουράζομαι
ΙΔΕΕΣ ΓΙΑ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ

Υποχρεωτική άσκηση μετρικής


- Να χωρίσετε όλους τους στίχους του κυπριακού ακριτικού σε δύο ημιστίχια με το σύμβολο |
(που δηλώνει την «τομή»).
- Στη συνέχεια να γράψετε το μετρικό σχήμα των πρώτων ημιστιχίων ανά στίχο,
χρησιμοποιώντας το αριθμητικό σύμβολο 6.2 όταν η τελευταία λέξη τονίζεται στην
προπαραλήγουσα και το σύμβολο 8.0 όταν η τελευταία λέξη τονίζεται στη λήγουσα. (Το δεύτερο
ημιστίχιο είναι πάντα 6.1).
Σημείωση: στον στίχο 3 η λέξη «δα» τονίζεται (δά).

Εργασία κατ’ επιλογήν. Να διαλέξετε μία από τις επόμενες:


1. Διαβάστε το παρακάτω ακριτικό τραγούδι και συγκρίνετε το περιεχόμενο και τη στιχουργική
μορφή του με το κυπριακό που κάναμε στην τάξη. (Το σύμβολο _ δηλώνει ότι δύο φωνήεντα
συμπροφέρονται, φτιάχνουν δηλαδή μία μετρική συλλαβή)

Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γη τονε τρομάσσει.


Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σείετ’ ο απάνω κόσμος,
κι ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια,
κι η πλάκα τον ανατριχιά, πώς θα τονε σκεπάσει,
5 πώς θα σκεπάσει τον αϊτό, τση γης τον αντρειωμένο.

Σπίτι δεν τον εσκέπαζε, σπηλιό δεν τον εχώρει,


τα όρη εδιασκέλιζε, βουνού κορφές επήδα
[...]
Ζηλεύει ο Χάρος, με χωσιά1 μακρά τονε βιγλίζει,
κι ελάβωσέ του την καρδιά και την ψυχή του πήρε.

10 Τρίτη εγεννήθη ο Διγενής και Τρίτη θα πεθάνει.


Πιάνει καλεί τους φίλους του κι όλους τους αντρειωμένους.
[...]
Κι επήγαν και τον ήβρανε στον κάμπο ξαπλωμένο.
Βογκάει, τρέμουν τα βουνά, βογκάει, τρέμουν οι κάμποι.

«Σαν τι να σ’ ήβρε, Διγενή, και θέλεις να πεθάνεις;»


15 «Φίλοι, καλώς ορίσατε, φίλοι κι αγαπημένοι,
συχάσατε, καθίσατε, κι εγώ σας αφηγιέμαι.
[...]
Βουνά και κάμπους έδειρα, βουνά και καταράχια2,
νυχτιές χωρίς αστροφεγγιά, νυχτιές χωρίς φεγγάρι.

Και τόσα χρόνια πού ’ζησα δω στον απάνω κόσμο,


20 κανέναν δεν φοβήθηκα από τους αντρειωμένους.
Τώρα είδα έναν ξυπόλητο και λαμπροφορεμένο,
πού ’χει του ρήσου3 τα πλουμιά4, της αστραπής τα μάτια,
με κράζει να παλέψουμε σε μαρμαρένια αλώνια,
κι όποιος νικήσει από τους δυό να παίρνει την ψυχή του».
25 Κι επήγαν και παλέψανε στα μαρμαρένια αλώνια,
κι όθε χτυπάει ο Διγενής, το αίμα αυλάκι κάνει,
κι όθε χτυπάει ο Χάροντας, το αίμα τράφο5 κάνει.
1
χωσιά: ενέδρα 2 καταράχια: οι απότομες πλαγιές των λόφων· 3
του ρήσου: του βασιλιά· 4
τα πλουμιά: τα στολίδια· 5

τράφο: βαθύ αυλάκι, τάφρος

2. Διαβάστε το παρακάτω μοιρολόγι από τη Μάνη και συγκρίνετε τη στιχουργική του μορφή με
το κυπριακό ακριτικό τραγούδι που κάναμε στην τάξη. Να σχολιάσετε επίσης το περιεχόμενό
του, συγκρίνοντάς το με το κυπριακό δημοτικό και με το ποίημα 17 του Παλαμά: βρίσκετε
ομοιότητες και ποιες;
35
– Πλάκα1 χρυσή, πλάκα αργυρή, πλάκα μαλαματένια,
τούτον τον νιό, που στέλνουμε να τον καλοπεράσης
φτιάσε του γιόμα2 να γευτή, και δείπνο να δειπνήση,
και στρώσ’ το στρώμα του παχιό, να πέση να πλαγιάση…
5 – Τίγαρις3 είμαι η μάνα του, να τον καλοπεράσω;…
Μένα με λένε Μαυρηγή4, με λένε μαύρη πλάκα,
κάνω μανούλες δίχως γιούς, γυναίκες δίχως άντρες,
κάνω τις μαύρες αδερφές δίχως τους αδερφούς τους…

Κώστας Πασαγιάννης, Μανιάτικα μοιρολόγια και τραγούδια, Βιβλιοπωλείον Ι. Ν. Σιδέρη, Αθήνα 1928

1
πλάκα: εδώ, ταφόπλακα 2 γιόμα: γεύμα· 3 τίγαρις είμαι η μάνα του: γιατί, μήπως είμαι η μάνα του;· 4 Μαυρηγή: μαύρη γη

You might also like