Professional Documents
Culture Documents
1 μαύρον: στα δημοτικά τραγούδια το άλογο· 2 δικλά: κοιτάζει, παρατηρεί· 3 άγριν: το τρυφερό κρέας του λαγού· 4 οφτόν
περτίτζιν: περδίκι ψητό στο φούρνο (εκλεκτός μεζές από κυνήγι)· 5αρκοτζεράμιον: αγριοκρέμμυδο·6 γιαμμένοι: υγιείς·
7χαμηλοβρακάτος: αυτός που φορά μακριά βράκα, η οποία φτάνει χαμηλά στα πόδια· 8αναρκοδόντικον: με αραιά δόντια·
9αρκώθην: αγριέψε· 10 σερκές: χεριές· 11 παλιώστρα: παλαίστρα / παλιώννω: παλεύω· 12 αλαβροπκιάσ’ με: πιάσε με
ελαφριά· 13σίερα: σιδερένια
ΕΠΩΝΥΜΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΚΩΣΤHΣ ΠΑΛΑΜAΣ
Ο Διγενής κι ο Χάροντας
Ο ακριτικός μύθος άσκησε σημαντική επίδραση στη νεοελληνική λογοτεχνία. Από τον 19ο αιώνα και μετά, ο Διγενής
Ακρίτας έγινε σύμβολο των διαχρονικών αγώνων του ελληνικού λαού για εθνική ολοκλήρωση και ενέπνευσε πολλούς
Έλληνες λογοτέχνες, μεταξύ των οποίων και ο Κωστής Παλαμάς, που το 1897 δημοσιεύει την ποιητική του συλλογή
Ίαμβοι και Ανάπαιστοι, απ’ όπου και τα διπλανά ποιήματα
17
Καβάλα πάει ο χάροντας
το Διγενή στον Άδη,
κι άλλους μαζί… Κλαίει, δέρνεται
τ’ ανθρώπινο κοπάδι.
18
– Ο Ακρίτας είμαι, Χάροντα,
δεν περνώ με τα χρόνια.
Μ’ άγγιξες και δε μ’ ένιωσες
στα μαρμαρένια αλώνια;
2. Διαβάστε το παρακάτω μοιρολόγι από τη Μάνη και συγκρίνετε τη στιχουργική του μορφή με
το κυπριακό ακριτικό τραγούδι που κάναμε στην τάξη. Να σχολιάσετε επίσης το περιεχόμενό
του, συγκρίνοντάς το με το κυπριακό δημοτικό και με το ποίημα 17 του Παλαμά: βρίσκετε
ομοιότητες και ποιες;
35
– Πλάκα1 χρυσή, πλάκα αργυρή, πλάκα μαλαματένια,
τούτον τον νιό, που στέλνουμε να τον καλοπεράσης
φτιάσε του γιόμα2 να γευτή, και δείπνο να δειπνήση,
και στρώσ’ το στρώμα του παχιό, να πέση να πλαγιάση…
5 – Τίγαρις3 είμαι η μάνα του, να τον καλοπεράσω;…
Μένα με λένε Μαυρηγή4, με λένε μαύρη πλάκα,
κάνω μανούλες δίχως γιούς, γυναίκες δίχως άντρες,
κάνω τις μαύρες αδερφές δίχως τους αδερφούς τους…
Κώστας Πασαγιάννης, Μανιάτικα μοιρολόγια και τραγούδια, Βιβλιοπωλείον Ι. Ν. Σιδέρη, Αθήνα 1928
1
πλάκα: εδώ, ταφόπλακα 2 γιόμα: γεύμα· 3 τίγαρις είμαι η μάνα του: γιατί, μήπως είμαι η μάνα του;· 4 Μαυρηγή: μαύρη γη