You are on page 1of 96

11ο ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ

ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ

27 Οκτώβρη 2009
Παράδοση Σημαίας

Απονομή βραβείων και αριστείων

Σχολικού έτους 2008 – 2009


Το έπος του ’40 και
η γερμανική κατοχή

Στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη


Το έπος του ’40 και η γερμανική
κατοχή ενέπνευσαν σημαντικούς
ποιητές και καλλιτέχνες. Ιδιαίτερα
επηρέασε η περιπέτεια αυτή του
έθνους τον Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος
σε ηλικία 29 ετών επιστρατεύεται
και μένει στο αλβανικό μέτωπο σε
όλη τη διάρκεια του πολέμου.
Το 1945 δημοσιεύει ένα μεγάλο
ποίημα, καρπό υψηλής έμπνευσης
από την εμπειρία του αυτή, το
Άσμα ηρωικό και πένθιμο για το
χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας.
Αποσπάσματα σε μουσική του

Νότη Μαυρουδή
Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη
χλαίνη,
μ' ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά,
μ' ένα κλαδάκι λησμονιάς στ' αριστερό του αφτί,
μοιάζει μπαξές που του ‘φυγαν άξαφνα τα
πουλιά,
μοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη
σκοτεινιά,
μοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
μόλις είπανε "γεια παιδιά!" τα ματοτσίνορα
κ η απορία μαρμάρωσε...
Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη
χλαίνη...
Αιώνες μαύροι γύρω του
αλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή
σιωπή
κ οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες
ακούν με προσοχή,
όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε,

όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή

-όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.


Κάτω απ' τα πέντε κέδρα,
χωρίς άλλα κεριά,
κείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη...
άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα,
στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο,
κι ανάμεσα απ τα φρύδια
μικρό πικρό πηγάδι - δακτυλιά της μοίρας,
μικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο,
πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!
΄Ηταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που
γεννήθηκε
σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
στους ώμους της στεριάς το στάρι που
αναγάλλιαζε,
σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μες το
κλάμα του,
βγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
και το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα.
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο
λιθάρι,
καβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν,
ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες
ανεμώνες
κ' ήρθαν από της γης τα πέρατα
οι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων
τα κοπάδια
Ήταν γερό παιδί,
τις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων,
ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης
της γης,
πιάνοντας ύστερα χορό μ' όλες τις νύφες
λεύκες
ώσπου ν' ακούσει και να χύσ' η αυγή το
φως μες στα μαλλιά του,
η αυγή, που μ' ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
στη σέλλα δυο μικρών κλαδιών να
γρατσουνάει τον ήλιο,
να βάφει τα λουλούδια
ή, πάλι, με στοργή να σιγονανουρίζει
τις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν...
Α! τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του!
Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος,
όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα!...
Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του,
με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά,
και με το κράνος του -γυαλιστερό σημάδι
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε, ύστερα
λυώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής,
και το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο,
και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημιάς.
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
-δεν έκλαψαν.
Γιατί να κλάψουν;
Hταν γενναίο παιδί!
Φέρτε καινούρια χέρια, τι τώρα ποιός θα
πάει
ψηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων!
Φέρτε καινούρια πόδια, τι τώρα ποιός θα
μπει
στον πεντοζάλη πρώτος των αγγέλων!
Kαινούρια μάτια -θε μου!-, τι τώρα πού θα
παν
να σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης!
Αίμα καινούριο, τι με ποιο χαράς χαίρε θ'
ανάψουν!
Και στόμα, στόμα δροσερόν από χαλκό κι
αμάραντο,
τι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει "γεια σας
παιδιά!"
Mέρα, ποιος θ' αψηφίσει τα ροδακινόφυλλα;
νύχτα, ποιος θα μερέψει τα σπαρτά;
Ποιος θα σκορπίσει πράσινα καντήλια μες
στους κάμπους,
ή θ' αλαλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ' τον
ήλιο,
και να ριχτεί-αχ τούτη τη φορά!-
και να ριχτεί του Χάρου με την αγιοσύνη του!
Kείνοι που επράξαν το κακό

- τους πήρε μαύρο σύγνεφο.


Ζωή δεν είχαν πίσω τους,

μ' έλατα και με κρύα νερά,


μ' αρνί, κρασί και ντουφεκιά,

βέργα και κληματόσταυρο,


παππού δεν είχαν από δρυ

κι από οργισμένο άνεμο,


Τους πήρε μαύρο σύγνεφο

-δεν είχαν πίσω τους αυτοί

θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή,


Kείνοι που επράξαν το κακό

- τους πήρε μαύρο σύγνεφο,


μα κείνος που τ' αντίκρισε στους δρόμους τ'
ουρανού

ανεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος...


Τώρα χτυπάει πιο γλήγορα τ' όνειρο μες στο
αίμα
-του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει:
Ελευθερία.
Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν τον δρόμο:
Ελευθερία
-για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος.
Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στα νερά,
καράβια μ' ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους
λειμώνες,
τα πιο αθώα κορίτσια
τρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών
κ' η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτη:
Παιδιά! Δεν είναι άλλη γη ωραιότερη!...
Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει!
Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
ολοένα εκείνος ανεβαίνει...
Τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι, που ήταν
μια φορά
χαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά,
γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται!
Πουλιά τον χαιρετούν - του φαίνονται
αδερφάκια του!
Άνθρωποι τον φωνάζουν - του φαίνονται
συντρόφοι του.
"Πουλιά, καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει
ο θάνατος!"
"Σύντροφοι, σύντροφοι καλοί μου, εδώ η
ζωή αρχίζει!"
Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γυαλίζει στα
μαλλιά του...
Μακριά χτυπούν καμπάνες από
κρύσταλλο:
Αύριο, αύριο, αύριο, το Πάσχα του Θεού!
Ακολουθούν δεκαπέντε χρόνια σιωπής. Στο
διάστημα αυτό ο Ελύτης δουλεύει τη νέα
ποίησή του με αφοσίωση, που φανερώνει
υψηλή καλλιτεχνική συνείδηση. Στο νέο του
ποιητικό έργο, το Άξιον Εστί, θέλησε να
κλείσει τον αγώνα και την αγωνία του τόπου
του στις σύγχρονες ιστορικές στιγμές –
πόλεμος του ’40, νίκη, κατοχή, αντίσταση,
ελευθερία.
Η ποιητική σύνθεση αποτελείται από τρία
μέρη: Η Γένεσις, Τα Πάθη και το Δοξαστικόν.
Το πιο ανεπτυγμένο μέρος, τα Πάθη,
αποτελούνται από αναγνώσματα, ψαλμούς
και άσματα. Στον Γ΄ ψαλμό προβάλλει η
μοίρα του ελληνικού λαού, σκληρή σαν τη
μοίρα της πέτρας, που τυραννιέται
μαρτυρικά από τους ξένους για αιώνες.
Αποσπάσματα από το Άξιον Εστί

Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης


Ψαλμός Γ΄ (απόσπασμα)
Εζυγίσανε τη χαρά μου και τη βρήκανε, λέει,
μικρή
και την πατήσανε χάμου σαν έντομο.
Τη χαρά μου πατήσανε και στην πέτρα την
κλείσανε
και στερνά την πέτρα μού αφήσανε,
την τρομερή ζωγραφιά μου.
Με πελέκι βαρύ τη χτυπούν, με σκαρπέλο
σκληρό την τρυπούν,
με καλέμι πικρό τη χαράζουν, την πέτρα μου.
Κι όσο τρώει την ύλη ο καιρός, τόσο βγαίνει
πιο καθαρός
ο χρησμός απ' την όψη μου:
ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ Τ' ΑΓΑΛΜΑΤΑ
Ένα το χελιδόνι (άσμα δ΄)
Θέμα του έβδομου και όγδοου ψαλμού είναι η

γερμανική κατοχή και η βία των κατακτητών:


Ψαλμός Ζ (απόσπασμα)
Ήρθαν
ντυμένοι "φίλοι"
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
το παμπάλαιο χώμα πατώντας.
Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα
τους…
Και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους…
Και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με τη σκέψη τους.
Ούτε καν ένα χνάρι θεού στην ψυχή τους
σημάδι δεν άφησε·
ούτε καν ένα βλέμμα ξωθιάς τη μιλιά τους δεν
είπε να πάρει…
Έφτασαν
ντυμένοι "φίλοι"
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου,
τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας.
Και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε
παρά μόνο σίδερο και φωτιά.
Στ' ανοιχτά που καρτέρεγαν δάχτυλα
Μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά
Μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά
Ψαλμός Η' (απόσπασμα)
Ήρθαν
με τα χρυσά σειρήτια
τα πετεινά του Βορρά και της Ανατολής τα
θηρία !
Και τη σάρκα μου στα δυο μοιράζοντας
και στερνά στο συκώτι μου επάνω ερίζοντας
έφυγαν.
Της Δικαιοσύνης Ήλιε νοητέ (άσμα στ΄)
Το όγδοο άσμα αναφέρεται στο φοβερό
χειμώνα του ’41 – ’42 με το θάνατο να
παραμονεύει παντού:
Άσμα η΄(απόσπασμα)
Γύρισα τα μάτια * δάκρυα γιομάτα
κατά το παραθύρι
Και κοιτώντας έξω * καταχιονισμένα
τα δέντρα των κοιλάδων
Αδελφοί μου είπα *ως κι αυτά μια μέρα
κι αυτά θα τ’ ατιμάσουν
Προσωπιδοφόροι * μες στον άλλο αιώνα
τις θηλιές ετοιμάζουν
Δάγκωσα τη μέρα *και δεν έσταξε ούτε
σταγόνα πράσινο αίμα
Φώναξα στις πύλες * κι η φωνή μου πήρε
τη θλίψη των φονιάδων
Μες στης γης το κέντρο * φάνηκε ο πυρήνας
που όλο σκοτεινιάζει
Κι η αχτίδα του ήλιου * γίνηκεν, ιδέστε
ο μίτος του θανάτου
Της αγάπης αίματα (άσμα ι΄)
Στο δωδέκατο άσμα μετά το έκτο ανάγνωσμα,
το οποίο φέρει τον τίτλο Προφητικόν,
ο ποιητής οραματίζεται ακριβώς την
κατάργηση του πολέμου, τη βασιλεία της
ειρήνης, όταν η ομορφιά θα αντικαταστήσει
τη βία.
Άσμα ιβ΄ (απόσπασμα)
Ανοίγω το στόμα μου * κι αναγαλλιάζει το
πέλαγος
Και παίρνει τα λόγια μου * στις σκοτεινές του
σπηλιές
Και στις φώκιες τις μικρές * τα ψιθυρίζει
Τις νύχτες που κλαιν * των ανθρώπων τα
βάσανα.
Γυμνώνω να στήθη μου * και ξαπολυούνται οι
άνεμοι
Κι ερείπια σαρώνουνε * και χαλασμένες ψυχές
Κι απ’ τα νέφη τα πυκνά * της καθαρίζουν
Τη γη, να φανούν * τα Λιβάδια τα πάντερπνα.
Συμμετείχαν:

Αναγνωστάκη Ηρώ (Β3):Τραγούδι


Ασλάνη Μαριάννα (Β3):Κιθάρα, τραγούδι
Γκαμπριτσίτζε Μπέκα (Α4):Ανάγνωση
Γλένη Αγγελική (Β3):Τραγούδι, πιάνο
Θραψανιωτάκη Κατερίνα (Γ4): Κιθάρα
Κυρικλάκης Σοφοκλής (Γ1):Τραγούδι,
ρύθμιση ήχου
Παπαδάκη Άννα (Α3):Τραγούδι
Τζανάκη Λαμπρινή (Β3):Τραγούδι
Τζιράκης Μανόλης (Β1):Μπουζούκι
Τσικλάνης Μιχάλης (Α5):Τραγούδι
Μουσική Διδασκαλία:

Αγγελική Γλένη
•Ευχαριστούμε:

•Το Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων, και


ιδιαίτερα την κ. Ανθούλα Ζεάκη για την αγορά
του πιάνου

•Την πρόεδρο της Ένωσης Φιλολόγων Νομού


Ηρακλείου, κ. Άρτεμη Μανουρά για τη συμβολή
της στην επιλογή των τραγουδιών

•Τη Διευθύντρια και το Σύλλογο Καθηγητών


για τη συμπαράστασή τους
Επιλογή κειμένων:
Άννα Νταβέλη

Επιλογή και επεξεργασία οπτικού υλικού:


Ξένια Περακάκη

You might also like