You are on page 1of 33

Γεώργιος Δροσίνης

Ποιήματα & Πεζά


Γεώργιος Δροσίνης – Ποιήματα & Πεζά

Γεώργιος Δροσίνης (1859-1951): ποιητὴς καὶ πεζογράφος


ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, ἀκαδημαϊκός.

 Ἡ Πατρίδα μας
 Φῶμα ἑλληνικό
 Σὰ πρωτοβρόχια
 Ἡ ψαρόβαρκα
 Σῆς κοπέλλας τὸ νερό
 Ἡ θάλασσα καὶ τὰ ποτάμια
 Ἡ μυγδαλιά
 Ἡ ξενούλα
 Σὸ φτάσιμο
 Νύχτα Φριστουγεννιάτικη
 Ὁ Δικέφαλος
 Ἑσπερινός
 Βαθιά, τὴ νύχτα
 Ἀπὸ τὰ «Υωτερὰ ΢κοτάδια»
 Ἡ ἁμαρτωλή
 Σὸ σπίτι σου
 Ὁ Ἥλιος καὶ ὁ Ἀέρας
 Ἐν Σήνῳ (πεζό)
 Ὁ βιολιστής (πεζό)
 Ένας παράσιτος (πεζό)

2
Ἡ Πατρίδα μας

«Ξένε ποὺ μόνος κι ἔρημος


σὲ ξένους τόπους τρέχεις,
πές μου, ποιὸς εἶναι ὁ τόπος σου
καὶ ποιὰ πατρίδα ἔχεις;»

«Σὴ μακρινὴ πατρίδα μου


πάντα ποθῶ στὰ ξένα.
Ἐκεῖ τὰ χρόνια τῆς ζωῆς
περνοῦν εὐλογημένα.

Ἐκεῖ κι ὁ θάνατος γλυκός,


κι ἀφοῦ κανεὶς πεθάνει,
ἔχει στὸ μνῆμα του ΢ταυρό,
καντήλι καὶ λιβάνι.

΢τ᾿ ἀγαπημένο μου χωριὸ


χαρὲς πάντα καὶ γέλια,
στ᾿ ἁλώνια τραγουδιῶν φωνὲς
ξεφάντωμα στ᾿ ἀμπέλια.

Κι ὅταν χορεύει ἡ λεβεντιὰ


στῆς Πασχαλιᾶς τὴ μέρα,
βροντοκοπᾶ τὸ τύμπανο
καὶ κελαηδεῖ ἡ φλογέρα.

΢τὴ μακρινὴ Πατρίδα


ἔχει εὐωδιὰ καὶ χάρη
τὸ ταπεινότερο δεντρί,
τὸ πιὸ φτωχὸ χορτάρι.

΢τοὺς κλώνους τῆς ἀμυγδαλιᾶς,


σμίγουν ἀνθοὶ καὶ χιόνια
καὶ φέρνουνε τὴν ἄνοιξη
γοργὰ τὰ χελιδόνια.

΢τῶν μαγεμένων της βουνῶν


τὰ μαρμαρένια πλάγια,
γλυκολαλοῦν οἱ πέρδικες
καὶ κλαίει ἡ κουκουβάγια.

3
Ἡ ἀσημένια θάλασσα
μ᾿ ἀφροὺς τὴν περιζώνει
κι ὁ οὐρανὸς μὲ τ᾿ ἄστρα του
τὴ χρυσοστεφανώνει.

Σὴ μακρινὴ Πατρίδα μου,


πρὶν ἡ σκλαβιὰ πλακώσει,
τὴ δόξαζ᾿ ἡ παλληκαριά,
τὴ φώτιζεν ἡ γνώση.

Καὶ τώρ᾿ ἀπὸ τὴ μαύρη γῆ,


τὴ γῆ τὴ ματωμένη,
πρόβαλε πάλ᾿ ἡ ἐλευθεριὰ
σὰν πρῶτα ἀντρειωμένη».

«Υτάνει τὴ χώρα ποὺ μοῦ λές,


τὴ γνώρισα, τὴν εἶδα,
τὴ μακρινὴ Πατρίδα σου
ἔχω κι ἐγὼ Πατρίδα».

Χῶμα ἑλληνικό

Σώρα ποὺ θὰ φύγω καὶ θὰ πάω στὰ ξένα


καὶ θὰ ζοῦμε μῆνες, χρόνους χωρισμένοι,
ἄφησε νὰ πάρω κάτι κι ἀπὸ σένα,
γαλανὴ πατρίδα πολυαγαπημένη,
ἄφησε μαζί μου φυλαχτὸ νὰ πάρω
γιὰ τὴν κάθε λύπη κάθε τι κακό,
φυλαχτὸ ἀπὸ ἀρρώστια, φυλαχτὸ ἀπὸ Φάρο,
μόνο λίγο χῶμα, χῶμα ἑλληνικό.

Φῶμα δροσισμένο μὲ νυχτιᾶς ἀγέρι,


χῶμα βαφτισμένο μὲ βροχὴ τοῦ Μάη,
χῶμα μυρισμένο ἀπ᾿ τὸ καλοκαίρι,
χῶμα εὐλογημένο, χῶμα ποὺ γεννάει
μόνο μὲ τῆς Πούλιας τὴν οὐράνια χάρη,
μόνο μὲ τοῦ ἥλιου τὰ θερμὰ φιλιά,
τὸ μοσχάτο κλῆμα τὸ ξανθὸ σιτάρι,

4
τὴ χλωρὴ τὴ δάφνη, τὴν πικρὴν ἐλιά.

Φῶμα τιμημένο, ποὔχουν ἀνασκάψει


γιὰ νὰ θεμελιώσουν ἕναν Παρθενώνα,
χῶμα δοξασμένο, ποὔχουν ροδοβάψει
αἵματα στὸ ΢ούλι καὶ στὸ Μαραθώνα,
χῶμα πὄχει θάψει λείψαν᾿ ἁγιασμένα
ἀπ᾿ τὸ Μεσολόγγι κι ἀπὸ τὰ Χαρὰ
χῶμα ποὺ θὰ φέρνει στὸν μικρὸν ἐμένα
θάρρος, περηφάνια, δόξα καὶ χαρά.

Θὲ νὰ σὲ κρεμάσω φυλαχτὸ στὰ στήθια,


κι ὅταν ἡ καρδιά μου φυλαχτὸ σὲ βάλει
ἀπὸ σὲ θὰ παίρνει δύναμη βοήθεια,
μὴν τὴν ξεπλανέψουν ἄλλα, ξένα κάλλη.
Ἡ δική σου ἡ χάρη θὰ μὲ δυναμώνει,
κι ὅπου κι ἂν γυρίσω, κι ὅπου κι ἂν σταθῶ
σὺ θὲ νὰ μοῦ δίνεις μιὰ λαχτάρα μόνη,
πότε στὴν Ἑλλάδα πίσω θὲ νὰ ῾ρθῶ.

Κι ἂν τὸ ριζικό μου -ἔρημο καὶ μαῦρο-


μοὔγραψε νὰ φύγω καὶ νὰ μὴ γυρίσω,
τὸ στερνὸ συχώριο εἰς ἐσένα θἄβρω,
τὸ στερνὸ φιλί μου θὲ νὰ σοῦ χαρίσω.
Ἔτσι κι ἂν σὲ ξένα χώματα πεθάνω,
καὶ τὸ ξένο μνῆμα θἆναι πιὸ γλυκὸ
σὰ θαφτεῖς μαζί μου στὴν καρδιά μου ἐπάνω,
χῶμα ἀγαπημένο, χῶμα ἑλληνικό.

Τὰ πρωτοβρόχια

Μὲ τὰ πρωτοβρόχια θἄρθουν τὰ μηνύματα


τοῦ χειμώνα: τὸ ποτάμι θὰ θολώσει,
θὰ τριζοβολοῦν ξερὰ τὰ πλατανόφυλλα
θὰ κρυώσει ἡ νύχτα καὶ θὰ μεγαλώσει.

Θὰ δροσοσταλάζουν κόκκινα τὰ κούμαρα,


κυκλαμιὲς θ᾿ ἀνθοῦν στὸ χῶμα ταίρια ταίρια,
θὰ καπνίζουν σφαλιστὰ τὰ χωριατόσπιτα

5
καὶ θ᾿ ἀρχίσουν τὰ σπιτιάτικα νυχτέρια.

Θὰ σωπάσει ὁ τζίτζικας κι ἑτοιμοτάξιδα


γι᾿ ἄλλων τόπων ἄνοιξη, μακριὰ ἀπ᾿ τὰ χιόνια
βράδυ βράδυ ὡς τὰ μεσούρανα θὰ χύνονται
μαῦροι φτερωτοὶ σταυροὶ τὰ χελιδόνια.

Ὦ χαρά μας! τὸ χειμώνα θὰ προσμένομε,


δίχως πάγους καὶ χιονιὲς νὰ φοβηθοῦμε:
τὴ ζωή μας τὸ στερνὸ ταξίδι ἐκάναμε
καὶ τὴν ἄνοιξη ἄλλων τόπων δὲν ποθοῦμε.

Ἡ ψαρόβαρκα

Ἔρχετ᾿ ἡ ψαρόβαρκα, ἔρχεται ὁλοΐσια


πέρα ἀπ᾿ τὸν Ἀσπρόπυργο κι ἀπ᾿ τὰ Πετρονήσια
σὰ νεράιδα ἀφρόπλαστη, νύφη φτερωτή,
τὴ χαϊδεύει ὁ μπάτης·
μύρια πλούτη ἀτίμητα στὴν ποδιὰ κρατεῖ,
ζηλευτὰ προικιά της.

Ἔρχετ᾿ ἡ ψαρόβαρκα χρυσοστολισμένη,


ἔρχεται ἀσημόζωστη καὶ ροδοντυμένη,
τοῦ πελάου ἀρχόντισσα βεργολυγερή, μὲ πολλὰ καμάρια·
πλούτη καὶ στολίδια της ἔχει καὶ φορεῖ
τοῦ γιαλοῦ τὰ ψάρια!

Τῆς κοπέλλας τὸ νερό

Μιὰ κοπέλλα λυγερὴ


τὸ ψηλὸ βουνὸ διαβαίνει
ἡ χαρὰ τὴν καρτερεῖ
στ᾿ ἀκρογιάλι ποὺ πηγαίνει.
Καὶ τὸ κάμα εἶναι βαρὺ
κι εἶν᾿ ἡ κόρη διψασμένη

6
βρῆκε βρύση δροσερή,
ἦπιε, ἀρρώστησε πεθαίνει.
Μὰ ἡ φωνή της πρὶν νὰ σβήσει
καταράστηκε τὴ βρύση
κι ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν καιρὸ
ἔρμη ἡ βρύση ἔχει ἀπομείνει
καὶ κανεὶς ποτὲ δὲν πίνει
τῆς κοπέλλας τὸ νερό.

Ἡ θάλασσα καὶ τὰ ποτάμια

Πῆγαν τὰ ποτάμια
παραπονεμένα
κι εἶπαν τῆς θαλάσσης:
Υέρνομε σ᾿ ἐσένα
ὅλα μας τὰ πλούτη,
ὅλη τη χαρά μας,
ὅλη τη ζωή μας,
ὅλα τὰ νερά μας.
Καὶ γιὰ πληρωμή μας
σὺ τί μᾶς χαρίζεις;
Παίρνεις τὰ νερά μας
καὶ μᾶς τ᾿ ἁρμυρίζεις!

Καὶ τοὺς εἶπ᾿ ἐκείνη:


Πῶς μπορῶ ν᾿ ἀλλάξω;
Σὰ γλυκὰ νερά σας
πῶς νὰ τὰ φυλάξω;
Εἶμ᾿ ἀπὸ τὴ φύση
ἁρμυρὴ πλασμένη
Κι ἁρμυρὸ κοντά μου
κάθε τί θὰ γένει.
Σὰ παράπονά σας
πᾶνε στὰ χαμένα.
Θέτε τὸ καλὸ σάς;
φεύγετ᾿ ἀπὸ μένα.

7
Ἡ μυγδαλιά

Ἐκoύνησε τὴν ἀνθισμένη μυγδαλιὰ


μὲ τὰ χεράκια της
κι ἐγέμισε ἀπὸ ἄνθη ἡ πλάτη, ἡ ἀγκαλιὰ
καὶ τὰ μαλλάκια της.

Ἄχ! χιονισμένη σὰν τὴν εἶδα τὴν τρελλὴ


γλυκὰ τὴ φίλησα,
τῆς τίναξα τὰ ἄνθη ἀπ᾿ τὴν κεφαλὴ
κι ἔτσι τῆς μίλησα:

-Σρελλὴ νὰ φέρεις στὰ μαλλιά σου τὴ χιονιὰ


τὶ τόσο βιάζεσαι;
Μόνη της θὲ νὰ ῾ρθεῖ ἡ βαρυχειμωνιά,
δὲν τὸ στοχάζεσαι;

Σοῦ κάκου τότε θὰ θυμᾶσαι τὰ παλιὰ


τὰ παιχνιδάκια σου,
κοντὴ γριούλα μὲ τὰ κάτασπρα μαλλιὰ
καὶ τὰ γυαλάκια σου.

Ἡ ξενούλα

Ξενούλα μου, γιὰ σένα,


ποὺ μ᾿ ἔκανες στὰ ξένα
ὧρες καλὲς νὰ ἰδῶ,
στοῦ χωρισμοῦ τὴν ὥρα,
βαριὰ θλιμμένος τώρα,

τραγούδια τραγουδῶ.
Σοῦ χωρισμοῦ τραγούδια,
χλωμά, χλωμά λουλούδια,
κομμένα ἀπ᾿ τὴν καρδιά.

Σὸ δάκρυ τὰ δροσίζει
Κι ὁ πόνος τοὺς χαρίζει
Ἀγάπης εὐωδιά.

8
Τὸ φτάσιμο

Θὰ βραδιάζει ἡ μέρα, ὅταν θὰ φτάνομε


στοῦ χωριοῦ τ᾿ ἀποσκιωμένα ἁλώνια
θὰ φανοῦν λευκὰ τὰ χωριοτόσπιτα
πίσω ἀπὸ τῶν πεύκων τ᾿ ἀκροκλώνια.

Μακριὰ θ᾿ ἀκούονται ἀρνιῶν βελάσματα


βραδινὴ καμπάνα θὰ σημαίνει
στὴ βρυσούλα βόδια θὰ ποτίζονται,
θὰ καπνίζουν φοῦρνοι φλογισμένοι.

Θὰ βαθιανασαίνουμε στὸ διάβα μας


μυρωδιὰ ἀπὸ στάχυα θερισμένα.
Θὰ μᾶς εὐχηθοῦν τὸ «καλῶς ἤρθατε»
χέρια ἀπὸ τὸν κάματο ἀργασμένα.

Ἀπὸ τὸ κατώφλι ἀναμερίζοντας


τοῦ καιροῦ τ᾿ ἀγκάθια καὶ τὰ χόρτα,
τοῦ κλειστοῦ παλιόπυργου θ᾿ ἀνοίξομε
τὴ βαριὰ τὴ σιδερένια πόρτα.

Νύχτα Χριστουγεννιάτικη

Σὴν ἅγια νύχτα τὴ Φριστουγεννιάτικη


λυγοῦν τὰ πόδια
καὶ προσκυνοῦν γονατιστὰ τὴ φάτνη τους
τ᾿ ἄδολα βώδια.

Κι᾿ ὁ ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα


σταυροκοπιέται
καὶ λέει μὲ πίστη ἀπ᾿ τῆς ψυχῆς τ᾿ ἀπόβαθα,
Φριστὸς γεννιέται!

Σὴν ἅγια νύχτα τὴ Φριστουγεννιάτικη


κάποιοι ποιμένες
ξυπνοῦν ἀπὸ φωνὲς ὕμνων μεσούρανες

9
στὴ γῆ σταλμένες.

Κι᾿ ἀκούοντας τὰ Ὡσαννὰ ἀπ᾿ ἀγγέλων στόματα


στὸ σκόρπιο ἀέρα,
τὰ διαλαλοῦν σὲ χειμαδιὰ λιοφώτιστα
μὲ τὴ φλογέρα.

Σὴν ἅγια νύχτα τὴ Φριστουγεννιάτικη


- ποιὸς δὲν τὸ ξέρει; -
τῶν Μάγων κάθε χρόνο τὰ μεσάνυχτα
λάμπει τ᾿ ἀστέρι.

Κι᾿ ὅποιος τὸ βρεῖ μέσ᾿ στ᾿ ἄλλα ἀστέρια ἀνάμεσα


καὶ δὲν τὸ χάσει
σὲ μιὰ ἄλλη Βηθλεὲμ ἀκολουθῶντας το
μπορεῖ νὰ φτάσει.

Ὁ Δικέφαλος

΢τὴν πόρτα τῆς Ἁγια-΢οφιᾶς, ποὺ σφάλισεν


ἑνὸς ἀγγέλου χέρι.
διπλοσφαγμένος ἔπεσ᾿ ὁ Δικέφαλος
ἀπ᾿ τ᾿ ἄπιστο μαχαίρι.

΢τὴν πόρτα τῆς Ἁγια-΢οφιᾶς, σπαράζοντας


μὲ ματωμένα στήθη,
τὶς δυὸ φτεροῦγες ἅπλωσ᾿ ὁ Δικέφαλος
καὶ πάλι ὀρθὸς ἐστήθη.

Καὶ στοίχειωσε καὶ θέριεψε καὶ πλήθυνεν


ὁ νεκραναστημένος
κι ἔγιν᾿ ὁ ἕνας μύριοι Ἀϊτοὶ Δικέφαλοι
στὸ δουλωμένο Γένος.

Καὶ πέταξε στὰ πέρατα καὶ φώλιασεν,


ὅπου σκεπὴ τὸν κρύβει:
΢ὲ μοναστήρι, σ᾿ ἐκκλησιὰ καὶ σ᾿ ἄρχοντα
καὶ σὲ φτωχοῦ καλύβι.

10
΢τὴν πλάκα τοῦ μοναστηριοῦ τὸν σκάλισε
καλόγερος τεχνίτης,
ἡ καλομανα φυλαχτὸ τὸν φόρεσε
στ᾿ ἀνήμπορο παιδί της.

΢τὸν ἀργαλειό της καθιστὴ μερόνυχτα


τὸν ὕφαν᾿ ἡ βοσκούλα,
περήφανος ὁ ἄρχοντας τὸν ἔδεσε
στὸ δαχτυλίδι βούλα.

Κρεμάστηκε ἀπ᾿ τὰ νύχια του τ᾿ ἀκοίμητο


τῆς Παναγιᾶς καντήλι
κι ἅγιασε στοῦ Φριστοῦ τὸ Σετραβάγγελο
γραμμένος μὲ κοντύλι.

Σέσσερα μαῦρα ἀτέλειωτα ἑκατόχρονα


βουβὸς κι ἀποκρυμένος
κλωσοῦσε τὴν ἐκδίκηση ὁ Δικέφαλος
στὸ δουλωμένο γένος.

Ξάφνου μιὰ μέρα βρόντησ᾿ ὁ ἀντίλαλος:


«Ὡς πότε, παλληκάρια!»
Καὶ μύριοι Ἀϊτοὶ Δικέφαλοι φτερούγισαν
ἀπὸ σπαθιῶν θηκάρια.

Ἑσπερινός

΢τὸ ρημαγμένο παρακκλήσι


τῆς Ἄνοιξης τὸ θεῖο κοντύλι
εἰκόνες ἔχει ζωγραφίσει
μὲ τ᾿ ἀγριολούλουδα τ᾿ Ἀπρίλη.

Ὁ ἥλιος, γέρνοντας στὴ δύση,


μπροστὰ στοῦ ἱεροῦ τὴν πύλη
μπαίνει δειλὰ νὰ προσκυνήσῃ
κι ἀνάφτει ὑπέρλαμπρο καντήλι.

΢κορπάει γλυκειὰ μοσκοβολιὰ


δάφνη στὸν τοῖχο ριζωμένη -

11
θυμίαμα ποὺ καίει ἡ Πίστις -

καὶ μία χελιδονοφωλιά,


ψηλὰ στὸ νάρθηκα χτισμένη,
ψάλλει τὸ Δόξα ἐν Ὑψίστοις...

Βαθιά, τὴ νύχτα

Βαθιά, τὴ νύχτα τὰ μεσάνυχτα,


μὲ τ᾿ ἀνοιχτὰ φτερὰ τοῦ ὀνείρου,
πετᾷ ἡ ψυχή μου, σκλάβα ἐλεύθερη,
στοὺς μυστικοὺς κόσμους τοῦ Ἀπείρου,
τὴ νύχτα βλέπει ὅλα τ᾿ ἀθώρητα,
ποὺ ἀπόκρυβεν ἡ πλάνα μέρα
τὴ νύχτα ἀκούει ὅλα τ᾿ ἀκούσματα
στὸν ἀτρικύμιστον ἀέρα.
Βλέπει τῶν κάστρων τὰ φαντάσματα
καὶ τὰ λευκὰ στοιχειὰ τῶν κάστρων
κι ἀκούει τῶν δέντρων τὸ μεγάλωμα
καὶ τὸ περπάτημα τῶν ἄστρων.

Ἀπὸ τὰ «Φωτερὰ Σκοτάδια»

Ὦ θαλασσοθεμέλιωτα καὶ ἡλιόσκεπα παλάτια,


Φτισμένα ἀπὸ τὰ σύννεφα τῆς θερινῆς βραδιᾶς,

«Δὲν θέλω τοῦ κισσοῦ τὸ πλάνο ψήλωμα


σὲ ξένα ἀναστυλώματα δεμένο
ἂς εἶμαι ἕνα καλάμι, ἕνα χαμόδεντρο,
μὰ ὅσο ἀνεβαίνω, μόνος ν᾿ ἀνεβαίνω.
Δὲν θέλω τοῦ γιαλοῦ τὸ λαμποφέγγισμα
ποὺ δείχνεται ἄσπρο μὲ τοῦ ἥλιου τὴ χάρη
θέλω νὰ δίνω φῶς ἀπὸ τὴ φλόγα μου
κι ἂς εἶμαι ἕνα ταπεινὸ λυχνάρι»

12
Ἡ ἁμαρτωλή

Παπᾶ, ἂν ἔρθει μία μελαχρινὴ


νὰ τὴν ξομολογήσῃς,
κοντούλα, ἀφράτη, μὲ γλυκιὰ φωνή,
πρόσεξε, μὴν τυχὸν καὶ τὴν ἀφήσῃς
νὰ μεταλάβει ἡ ἁμαρτωλή!
Δὲ νήστεψε μία μέρα τὸ φιλί!

Τὸ σπίτι σου

Σίποτε δὲν ἄλλαξε ἀπ᾿ τὸ σπίτι σου


κι ἀπ᾿ τὸ δρόμο κι ἀπ᾿ τὴ γειτονιά.
Μόνον ἡ παλιὰ βρυσούλα στέρεψε
στὴν ἀντικρινή σου τὴ γωνιά.

Σίποτε δὲν ἄλλαξε ἀπ᾿ τὸ σπίτι σου.


Βιαστικὸς διαβάτης τὸ θωρῶ
καί, ξεχνώντας πόσα χρόνια πέρασαν,
σὰ καὶ τότε πάλι λαχταρῶ...

Λαχταρῶ ν᾿ ἀνοίξεις τὸ παράθυρο


καὶ στὸ διάβα μου ἄξαφνα νὰ βγεῖς,
γελαστῆ παιδούλα καστανόξανθη,
χάραμα ἀπριλιάτικης αὐγῆς.

΢φαλιστὸ ἀπομένει τὸ παράθυρο


κι ἂν τ᾿ ἀνοίξεις, μι᾿ ἄλλη θὰ φανεῖ.
Μόνο στὸ παράθυρο τῆς θύμησης
βγαίνεις ἴδια καὶ παντοτινή.

13
Ὁ Ἥλιος καὶ ὁ Ἀέρας

Ὁ Ἀέρας θύμωσε,
μὲ τὸν Ἥλιο μάλωσε.
Ὁ Ἀέρας ἔλεγε:
– Εἶμαι δυνατότερος!
Καὶ ὁ Ἥλιος ἔλεγε:
– ΢ὲ περνῶ στὴ δύναμη!

Ἕνας γέρος γεωργὸς


μὲ τὴ μαύρη κάπα του
στὸ χωράφι πήγαινε.

Ὁ Ἀέρας λάλησε:
– Ὅποιος ἔχει δύναμη
παίρνει ἀπὸ τὸν γέροντα
τὴ χονδρὴ τὴν κάπα του!

Υύσησε, ξεφύσησεν,
ἔσκασε στὸ φύσημα,
ἄδικος ὁ κόπος του.

Κρύωσεν ὁ γέροντας
καὶ διπλὰ τυλίχθηκε
στὴ χονδρὴ τὴν κάπα του.

Μὰ κι ὁ Ἥλιος λάλησε:
– Ὅποιος ἔχει δύναμη
παίρνει ἀπὸ τὸ γέροντα
τὴ χονδρὴ τὴν κάπα του!

Ἔφεξεν ὁλόλαμπρος,
καλοσύνη σκόρπισε,
κι ἔβγαλεν ὁ γέροντας
τὴ χονδρὴ τὴν κάπα του.

Πάλι ξαναλάλησε:
– Ἄκουσε καὶ μάθε το,
σὲ περνῶ στὴ δύναμη,
γιατὶ πᾶς μὲ τὸ κακὸ
κι ἐγὼ πάω μὲ τὸ καλό!

14
Ἐν Τήνῳ

Ἡ πρόσοψις τοῦ ναοῦ εἶνε ἐπιβλητικὴ ἐν τῇ ἁπλουστάτῃ λευκότητι αὐτῆς· ἡ


δὲ ἀρχιτεκτονικὴ αὐτοῦ εἶναι κοινή τις ἀπομίμησις τοῦ παρηκμακότος
βυζαντιακοῦ ρυθμοῦ. Πέντε καμάραι ὑποβαστάζουσιν ἐξώστην, πρὸς ὃν
ἀνέρχονται ἔνθεν καὶ ἔνθεν δυὸ πλατεῖαι μαρμάριναι κλίμακες· ἕτεραι ὀκτὼ
καμάραι ἐπιστεγάζουσι τὸν ἐξώστην ἐν μέρει καὶ τὰς εἰσόδους τοῦ ναοῦ·
ὑπὲρ αὐτὰς ἑπτὰ μεγάλα ἐπιμήκη παράθυρα, καὶ ἡ στέγη ἀπολήγουσα εἰς
πέντε γλώσσας, ὧν αἱ τέσσαρες μικραὶ καὶ χαμηλαί, ἡ δ᾿ ἐν τῷ κέντρῳ
πλατεῖα καὶ πρὸς τὸν οὐρανὸν ὑψουμένη φέρει ἐπὶ τῆς κορυφῆς
ἐμπεπηγμένον μέγαν σταυρόν. Ὁ ναὸς στηρίζει τὰ νῶτα αὐτοῦ εἰς τὸ
κεντρικὸν βάθος τοῦ τετραγώνου περιβόλου συνισταμένου ἐκ δυὸ ὀρόφων
κελλίων, παρὰ δὲ τὴν ἀριστερὰν πλευρὰ αὐτοῦ ὑψοῦται ὡς γίγας ἀκίνητος,
φύλαξ τῆς ἱερᾶς παρακαταθήκης τῶν εὐσεβῶν, τὸ ὑψηλὸν κωδωνοστάσιον,
φέρον ἐκτὸς τῶν ἠχηρῶν κωδώνων καὶ ὡρολόγιον μέγα.

Ἐν τῷ ναῷ καὶ ἐν τῇ Εὐρέσει, ἤτοι ἐν τοῖς ὑπογείοις αὐτοῦ, ὅπου εὑρέθη ἡ


θαυματουργὸς εἰκών, τοσοῦτος συνωθεῖται κόσμος, ὥστε εἶνε ἀδύνατον νὰ
εἰσέλθῃ τις ἄνευ κινδύνου λιποθυμίας. Οἱ προσκυνηταὶ προσέρχονται ἀθρόοι,
φέροντες μακρὰς ὡς δόρατα λαμπάδας ἢ ἀσκοὺς ἐλαίου ἐπὶ τῆς ράχεως.
Σινὲς κρατοῦσι τὰ ἴδια αὐτῶν βρέφη ἐν τῇ ἀγκάλῃ, ἅτινα φέρουσιν
ἀβάπτιστα ἔτι καὶ ἀφιεροῦσι πρὸς τὴν Παναγίαν, ἀποθέτοντες αὐτὰ πρὸ τῆς
εἰκόνος. Ἐκ δὲ τῶν παρισταμένων πιστῶν ὅστις προφθάσῃ ν᾿ ἁρπάσῃ τὸ
παιδίον γίνεται αὐτοδικαίως ἀνάδοχος αὐτοῦ. ΢ημειωτέον ὅτι πολλάκις
ἔριδες καὶ διαπληκτισμοὶ ἐπακολουθοῦσι μεταξὺ δυὸ ἢ τριῶν, οἵτινες τείνουσι
συγχρόνως τὴν χεῖρα πρὸς τὸ νήπιον, διότι θεωρεῖται πρᾶγμα θεάρεστον ἡ ἐκ
τῆς κολυμβήθρας ἀναδοχὴ τοιούτου παιδός. Ἄλλοι πάλιν ζυγίζουσι τὰ τέκνα
αὐτῶν ἐν τῇ ἐπὶ τούτω πλάστιγγι, προσφέρουσι δὲ τῇ Παναγίᾳ τὸ ἴσον βάρος
εἰς κηρὸν ἢ ἔλαιον.

Σρεπόμενος πρὸς τὰ δεξιὰ συναντῶ μικρὸν μαρμάρινον ἀναβρυτήριον


ἀφιέρωμα Ὀθωμανοῦ τινος θεραπευθέντος ἐν Σήνῳ ἐκ βαρείας ἀσθενείας.
Ἐκτὸς δὲ τούτου μανθάνω ὅτι καὶ ἄλλα μικρὰ ἀφιερώματα ἐγένοντο
πολλάκις ὑπὸ Σούρκων, οἵτινες ἔχουσι παράδοξόν τινα πίστιν πρὸς τὴν
Εὐαγγελίστριαν τῆς Σήνου.

Ἀνελθὼν διὰ πλαγίας στενῆς κλίμακος, περιέρχομαι τὴν μακρὰν σειρὰν τῷ


ἐν τῷ ἄνω ὀρόφω κελλίων διασκελίζων πανταχοῦ στρώματα, ἐνδύματα καὶ
στοιχειώδη τινὰ ἔπιπλα συνεσωρευμένα ἀναμίξ. Ἀπὸ πάσης γωνίας
προβάλλουσι κεφαλαὶ ἀνθρώπιναι τρώγουσαι, φλυαροῦσαι ἢ κοιμώμεναι,
καὶ ἐνίοτε χεῖρές τινες μόνον ἀνακινούμεναι, διότι τὸ λοιπὸν σῶμα δὲν
φαίνεται, κεκρυμμένον ὄπισθεν ἄλλων σωμάτων ἢ κεκαλυμμένον ὑπὸ σωρὸν
κλινοσκεπασμάτων καὶ πρσκεφαλαίων. Ἐδῶ δυὸ γυναῖκες ἐρίζουσι περὶ

15
τεμαχίου ἄρτου, ἀλλαχοῦ κλαυθμηρίζουσι παιδία, ἐνῷ παρέκει καγχάζουσιν
ἐν κύκλῳ συνομιλοῦσαι κορασίδες, καὶ πλησίον αὐτῶν πρεσβύτης διανοίγει
τὰ χείλη εἰς σπιθαμιαῖον χάσμημα. Ἐκ πάντων δὲ τῶν στενῶν τούτων
ἐνδιαιτημάτων ἀναθρώσκουσι μέχρι τοῦ ὑπαιθρίου διαδρόμου αἱ χλιαραὶ καὶ
ἀπόζουσαι ἀναθυμιάσεις ὅλης τῆς πολυανθρωπίας ἐκείνης, ὁμοίας ὄχι πρὸς
εὐσεβὲς πλῆθος προσκυνητῶν, ἀλλὰ μᾶλλον πρὸς διωχθέντας κατοίκους
ἀλωθείσης χώρας, οἵτινες συνεσωρεῦθησαν ἐκεῖ ζητοῦντες μόνον ἄσυλον
σωτηρίας!

16
Ὁ βιολιστής

Τὸ διήγημα «Ὁ βιολιστής» δημοσιεύτηκε στὸ ἑβδομαδιαῖο περιοδικὸ «Τύπος» καὶ


ἐντοπίστηκε στὸ ἀρχεῖο τοῦ δημοσιογράφου καὶ συγγραφέα Μιχ. Χανούση.

Ἦταν ἕνας βιολιστὴς μὲ παρδαλὰ ροῦχα καὶ μὲ ὑψηλὸ σκοῦφο. ΢τὸ λαιμό
του κρατοῦσε σφιγμένο τὸ βιολί του καὶ μὲ τ᾿ ἄλλο χέρι τὸ δοξάρι.
Κουρδιζόταν κι ἔπαιζε σὰν ἀληθινὸς βιολιστής.

Κι ὅμως δὲν ἦταν ἀληθινός. Ἦταν ἀπὸ ξύλο. Ἀπὸ ἕνα πολὺ σπάνιο ὅμως
ξύλο: τὸ ξύλο τῆς Ἀγάπης. Σί εἶναι αὐτὸ τὸ ξύλο κι ἀπὸ τί δένδρο κόβεται δὲν
ξέρω. Ξέρω μόνο πὼς κάθε τί τὸ καμωμένο ἀπὸ τέτοιο ξύλο μπορεῖ ν᾿
ἀγαπήση σὰν ζωντανὸς ἄνθρωπος.

Ὁ βιολιστὴς ἅμα ἦρθε στὸν κόσμο ἐτυλίχθηκε μέσα σὲ χαρτί, ἐκλείσθηκε σὲ


χονδρὸ κουτὶ κι ἐστάλη σ᾿ ἕνα ἐμπορικὸ γιὰ νὰ πουληθῆ σὰν νὰ ἦταν
σκλάβος ὁ κακόμοιρος.

Ὁ ἔμπορος τὸν ἔβαλε στὴν βιτρίνα. Ἐκεῖ τὸν ἔβλεπαν οἱ διαβάτες καὶ ἔβλεπε
κι αὐτός, χωρὶς νὰ καταλαβαίνουν ἐκεῖνοι ὅτι ἦταν κρυμμένη ζωὴ στὸ ἄψυχο
ξύλο. Ὁ ἔμπορος κάποτε τὸν ἐκούρδιζε καὶ τότε πιὰ μαζευόταν κόσμος πολύς,
πρὸ πάντων παιδιά, κι ἄκουαν μὲ θαυμασμὸ τὴ γλυκειὰ φωνὴ τοῦ βιολιοῦ
του. Κι αὐτὴ ἡ φωνὴ εἶχε κάτι ξεχωριστό, κάτι ποὺ ἔφτανε ὡς τὴν καρδιά.

Ὅλο ἐνόμιζαν πὼς ὁ τεχνίτης εἶχε ἐπιτύχει τὴν μηχανή του. Δὲν ἤξεραν πὼς
μέσα στὸ ἄψυχο ξύλο ἦταν κρυμμένη ζωή. Δὲν φαντάζονταν πὼς μόλις
κουρδιζόταν ἡ μηχανὴ ὁ βιολιστὴς ἔπαιζε τὸ βιολί του μόνος μὲ τὴ δύναμη
τῆς ἀγάπης ποὺ εἶχε μέσα του.

Ἀλλὰ δὲν ἔπαιζε γιὰ κείνους ποὺ μαζεύονταν κι ἔχασκαν ἔξω ἀπὸ τὴ βιτρίνα.
Οὔτε τοὺς λογάριαζε οὔτε τὸν ἔμελλε. Ἔπαιζε μονάχα γιὰ τὴν ἀγάπη του. Κι
ἡ ἀγάπη του ἦταν μία ὡραία κούκλα ὑψηλότερη ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες, λυγερή,
ξεχωριστὴ στὴ χάρη, μὲ κατακόκκινο φόρεμα στηλωμένη ἀντίκρυ του στὴν
ἴδια βιτρίνα τοῦ ἐμπορικοῦ.

Ὁ βιολιστὴς αὐτὴν ἀντίκρυσε πρώτη ἅμα βγῆκε στὸ φῶς τῆς ἡμέρας ἀπὸ τὸ
χονδρὸ κουτί του καὶ σ᾿ αὐτὴν ἐχάρισε ὅλη τὴν ἀγάπη ποὺ εἶχε μέσα του.
Ἄλλος κόσμος δὲν ὑπῆρχε ἐκτὸς τῆς κούκλας. Ἐζοῦσε πιὰ γι᾿ αὐτήν. Ἀλλὰ κι
ἐκείνη βέβαια τὸν ἀγαποῦσε. Ἂν δὲν τὸν ἀγαποῦσε, τότε γιατί δὲν
ξεκολλοῦσε τὰ μάτια της ἀπὸ πάνω του, τὰ φωτερά της ἐκεῖνα μάτια ποὺ τὸν
ἔκαιαν; Ἂν δὲν τὸν ἀγαποῦσε γιατί δὲν ἐγύριζε κἂν νὰ ἰδῆ ἕναν ξανθὸ
ἀξιωματικὸ ποὺ ἐπάνω στὸ ξύλινο ἄλογό του καθισμένος εἶχε γυρισμένο τὸ

17
κεφάλι πρὸς τὸ μέρος της ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ τὸν ἔβαλε ἐκεῖ ὁ ἔμπορος; Ἂν δὲν
τὸν ἀγαποῦσε, γιατί χαμογελοῦσε ἀπὸ εὐχαρίστηση ὅταν ἔπαιζε τὸ βιολί του,
σὰν νὰ καταλάβαινε πὼς μόνο γι᾿ αὐτὴν ἔπαιζε;

Σὸν ἀγαποῦσε, τὸν ἀγαποῦσε. Ὅλα αὐτὰ ἦσαν φανερὰ σημάδια. Ὁ βιολιστὴς
ἕνα φόβο εἶχε μέσα στὴν εὐτυχία τῆς ἀγάπης του: μήπως τοὺς χωρίσουν. Πῶς
ἦταν δυνατὸν νὰ ζήση χωρὶς αὐτή; Καὶ τί τὴν ἤθελε τὴ ζωή;

Μὰ ἡ τύχη ποὺ προστατεύει ὅλους τοὺς ἐρωτευμένους δὲν ἄφησε


ἀπροστάτευτο καὶ τὸν ξύλινο βιολιστή. Μιὰ μέρα, ἐνῶ ἔπαιζε μὲ ὄρεξη τὸ
βιολί του, ἐπερνοῦσαν ἀπ᾿ ἔξω ἕνας ἡλικιωμένος κύριος καὶ μία μεσόκοπη
κυρία.

-Σί ὡραῖα ποὺ παίζει αὐτός!, εἶπε ὁ κύριος. Μοὔρχεται νὰ τὸν ἀγοράσω τοῦ
ἀνεψιοῦ μου.

Σὴν ἴδια στιγμὴ ἡ κυρία ἐκύτταξε τὴν κούκλα.

- Καὶ τί ὡραία ποὺ εἶναι κι αὐτή! Θὰ τὴν πάρω κι ἐγὼ τῆς ἀνεψιᾶς μου.

Γιὰ μία στιγμή, ὁ βιολιστὴς ἐνόμισε πὼς θὰ χωριζόταν πιὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη
του καὶ τουρχόταν νὰ σκάση ἀπὸ τὸ κακό του. Ἐνῶ ὅμως τὸν ἐτύλιγε ὁ
ἔμπορος στὸ χαρτί, κατάλαβε ἀπὸ τὴν ὁμιλία τῆς κυρίας ὅτι ὁ ἀνεψιὸς καὶ ἡ
ἀνεψιὰ ἦσαν ἀδέλφια καὶ ὅτι ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες θὰ βρισκόταν πάλι
κοντὰ στὴν ἀγαπημένη του κούκλα.

Ἔκαμε ὑπομονή, μὰ καὶ οἱ δυὸ μέρες, ποὺ ἔμεινε φυλακισμένος μέσα σ᾿ ἕνα
σκοτεινὸ ντουλάπι, τοῦ φάνηκαν χρόνοι ἀτέλειωτοι. ΢υλλογιζόταν τί θὰ
γινόταν μόνη ἡ ἀγαπημένη του, πὼς θὰ τὸν ἀναζητοῦσε, πὼς θὰ νόμιζε ὅτι
δὲν θὰ τὸν ξανάβλεπε πιὰ καὶ θὰ σπαραζόταν ἀπὸ ἀπελπισία.

Κι ὁ καϋμένος ὁ βιολιστὴς ἐδάκρυζε τόσο πολὺ καὶ τόσο συχνά, ὥστε ὅταν
τὸν ἐξετύλιξαν ἀπὸ τὸ χαρτὶ τὴν Πρωτοχρονιὰ ἀπὸ τὰ δάκρυα εἶχαν ξεβάψει
τὰ μάτια του.

Βρέθηκε μέσα σὲ μιὰ σάλα φωτισμένη καὶ γεμάτη κόσμο. Σί τὸν ἔμελλε γιὰ
τὸν κόσμο; Αὐτὸς ἐκύτταζε μόνο νὰ ἰδῆ ποὺ εἶνε ἡ ἀγάπη του. Κι ὅταν τὸν
ἐκούρδισαν, ἔπαιξε μ᾿ ὅλη του τὴ δύναμη γιὰ νὰ τὸν ἀκούσῃ αὐτὴ καὶ νὰ
χαρῇ. Σοῦ κάκου ὅμως, τοῦ κάκου! Ἡ ὥρα περνοῦσε κι ἐκείνη δὲν φαινόταν
πουθενά. Ἦσαν ἄλλες κοῦκλες ἐκεῖ καθισμένες γύρω στὶς μεγάλες
πολυθρόνες, ἀλλὰ καμμιὰ δὲν εἶχε τὴ χάρι τῆς ἀγαπημένης του. Ὁ βιολιστὴς
ἄρχισε ν᾿ ἀπελπίζεται, ὅταν ξαφνικὰ πέρα ἐκεῖ πίσω ἀπὸ μία πόρτα τοῦ
φάνηκε πὼς εἶδε τὴν ἄκρη ἑνὸς φορέματος καὶ τὸ φόρεμα αὐτὸ ἔμοιαζε πολὺ
μ᾿ ἐκεῖνο τὸ κόκκινο ποὺ φοροῦσε ἡ ἀγάπη του. Πῶς, ἦταν λοιπὸν ἐκεῖ καὶ

18
δὲν ἐγύριζε νὰ τὸν δῆ; Σί ἔκανε πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα; Μήπως τὸν ἐπερίμενε
ἐπίτηδες ἐκεῖ, μακρυὰ ἀπὸ τὸν κόσμο; Ἐπλησίασε σιγὰ-σιγὰ μὲ λαχτάρα, μὲ
καρδιοχτύπι. Καὶ τί εἶδε; Σὴν ἀγαπημένη του μαζὶ μὲ τὸν ξανθὸ ἐκεῖνον
ἀξιωματικό, ποὺ δὲν ἐγύριζε ἡ ἄπιστη νὰ δῆ ὅταν ἦταν στὴ βιτρίνα τοῦ
ἐμπορικοῦ. Καὶ τώρα θὰ κρυφομιλοῦσαν βέβαια οἱ δυὸ γλυκὰ-γλυκὰ ἐκεῖνος
ἀπὸ τὸ ἄλογό του κι αὐτὴ στηλωμένη ὀρθὴ στὸν τοῖχο.

Ὁ βιολιστὴς ἄναψε ἀπὸ τὸν θυμό. Φωρὶς νὰ συλλογισθῆ τί κάνει, ἅρπαξε τὸ


ξύλινο σπαθὶ ἀπὸ τὴ μέση τοῦ ἀξιωματικοῦ κι ἐπέρασε τὰ ἄπιστα στήθη τῆς
κούκλας.

Ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀνοιχτὴ πληγὴ ἐχύθηκε ξαφνικὰ κάτι ποὺ δὲν ἔμοιζε καθόλου
μὲ αἷμα. Ὁ βιολιστὴς μὲ τ᾿ ἀγριεμένα μάτια του τὸ εἶδε καὶ τινάχθηκε πίσω...

- Σί! ἐφώναξε μὲ βραχνὴ φωνή. Καὶ τὴν εἶχα ἀγαπήσει τόσο, κι ἐνόμιζα ὅτι μ᾿
ἀγαποῦσε κι αὐτὴ ἐνῶ δὲν εἶχε μέσα στὰ στήθη της τίποτε ἄλλο ἀπὸ
πίτουρα... πίτουρα!

Σὸ πρωί, βρῆκαν πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα τὴν ὄμορφη κούκλα μὲ τρυπημένα τὰ
στήθη καὶ χυμένα τὰ πίτουρα ἐπάνω στὸ κόκκινο φόρεμα καὶ τὸ σπαθὶ τοῦ
ἀξιωματικοῦ πεσμένο κάτω στὸ πάτωμα. Κι ὅταν πῆραν νὰ κουρδίσουν τὸν
βιολιστή, εἶδαν πὼς τὸ ξύλο του ἦταν σπασμένο σὲ δυὸ κομμάτια. Ἔρραψαν
τὴν πληγὴ τῆς κούκλας, ἐκόλλησαν τὸ σπαθὶ τοῦ ἀξιωματικοῦ, κι ἐπέταξαν
στὸ κάρρο τῶν σκουπιδιῶν τὸν ἄχρηστο βιολιστή...

Στὸ κείμενο διατηρήθηκε ἡ γραφὴ τοῦ πρωτότυπου.

19
Ένας παράσιτος

Σον επρωτογνώρισα στα παιδικά χρόνια μου ταμειακόν υπάλληλο στην


Ύδρα. Και τον εθυμούμουν, σαν έναν αστείον τύπο, που εξεχώριζεν εκεί με
τους τρόπους του. Επιτηδεύουνταν ευγένεια στον χαιρετισμό των κυριών, με
υποκλίσεις και λόγια, διαλεγμένα από το τυπικό της «Καλής ΢υμπεριφοράς»:

– Σαπεινότατος θεράπων σας, σεβαστή δέσποινα.

– Τποκλινέστατος της ευγενείας σας, κυρία μου.

– Εις τας υμετέρας διαταγάς, δεσποσύνη.

Ήτον κοντός, αλλά καλοδεμένος και δυνατός στα χέρια. Ένα κεφάλι
ολοστρόγγυλο κοντοκουρεμένο. Γένια ψαλιδι­σμένα και μεγάλο μουστάκι,
αρειμάνια στριμμένο. Πίσω από τα γυαλιά, που φορούσε πάντα, δυο μάτια
μικρά κουτοπό­νηρα εθαμπόφεγγαν, σαν ψαριού όχι πολύ φρέσκου.
Βλεφα­ρίδες σχεδόν δεν είχε.

Έλεγε πως ήτον καταγωγής μανιάτικης και πως τον είχε βαφτίσει ο
Θοδωράκης Γρίβας. Γι’ αυτό και είχε την προστα­σία τού Δημητράκη Γρίβα
και σ’ αυτόν εχρεωστούσε τον διορισμό του σε ταμειακή υπηρεσία. Θα ήτον
τότε ως σαρά­ντα ετών και το μουστάκι και τα γένια του αλατίζουνταν κάπου
κάπου με τις πρώτες άσπρες τρίχες. Ντυμένος με φτηνά και διορθωμένα
ρούχα, με ξεφτισμένο μαύρο λαιμοδέτη και τσαλακωμένο κολάρο, ήτον όμως
καθαρός. Κι αυτό βέβαια το χρεωστούσε στη γυναίκα του, μια Τδραία με
τσεμπέρι, προκομμένη νοικοκυρά, καθώς όλες οι γυναίκες του
βραχοθεμέλιωτου νησιού. Ιδιαίτερη προσοχή έδινε στα παπούτσια του: παλιά,
ξηλωμένα, μπαλωμένα, τα είχε πάντοτε λουστρισμένα της ώρας.

Όπως στον προφορικόν λόγο του, και στα γράμματά του προς ανωτέρους του
στην υπηρεσία ή στην κοινωνία είχε δικές του εκφράσεις, που πολλές φορές
δεν ήταν και στον τόπον τους. ΢τον προϊστάμενο ταμίαν κάποτε, που έλειψε
με άδεια μια βδομάδα, έγραφε στην αρχή του γράμματός του: «Περινούστατε,
Κύριε Σαμία», και υπέγραφε: «Σων υμετέρων δια­ταγών πειθήνιος
εκτελεστής». Όλους τούς βουλευτάς, που ζητούσε να συστήσουν τον
προβιβασμόν του από τον Τπουρ­γόν των Οικονομικών τους επροσφωνούσε:
«Εκλαμπρότατε» και όλους τους ΢τρατιωτικούς «Ενδοξότατε» ή
«Γενναιότα­τε» κι ετελείωνε με το: «Ευλαβής ικέτης» ή
«Ύπερευγνωμονέστατος».

20
Σην υπογραφή του την είχε φιλοτεχνήσει μεγαλόπρεπη, σαν να ήτον
τουλάχιστον υπουργός ή πρέσβυς, με ολόγραφο το όνομα και το επίθετό του.
Κάτω από την υπογραφή εκρέμουνταν ένα σύμπλεγμα, σαν περσικό ή
αραβικό κέντημα.

Ή γραμματική και το συντακτικό του είχαν πολλές τρύ­πες. Δε θα είχε


τελειώσει ούτε το Ελληνικόν ΢χολείον. Και στην ταμειακή υπηρεσία, που είχε
κολλήσει με την προστα­σία του Γρίβα, ήτον ανίκανος για κάθε άλλο έξω από
την τυπική αντιγραφή, κι αυτή κάποτε λανθασμένη και ξαναγραμ­μένη.
Εκαμάρωνε για τις επιγραφές των φακέλων του Σα­μείου,
στρογγυλογραμμένες και ισοχαρακωμένες, και για τη χρήση της ταμειακής
σφραγίδος, που την ήθελεν αποκλειστικά δική του και την ετύπωνε
μαθηματικά ισοσταθμισμένη, ώστε ο θυρεός με το Βασιλικόν ΢τέμμα να μη
γέρνει ούτε μια τρίχα δεξιά ή αριστερά. Και αιτιολογούσε την προσοχή του
αυτή: «Πρέπει να υψούται υπερηφάνως το Ελληνικόν ΢τέμμα εις τους αιώνας
των αιώνων, ευθυτενές και ακλόνητον».

Σο αξίωμα του ανδρός το μεταβίβαζε και στη γυναίκα του απαράβατα: «Η


Κυρία Σελώνου, η Κυρία Τπομοιράρχου, η Κυρία Επιθεωρητού, η Κυρία
Εισπράκτορος». και στα κορί­τσια του, αν ήταν μεγάλα: «Η Δεσποσύνη
Σελώνου» κλπ. ΢τους φακέλους των γραμμάτων του, όταν ήθελε να δείξει
μεγαλύτερον σεβασμόν, έγραφε δυο φορές: «Κύριον, Κύριον». Αν τον ήξερε
παρασημοφορημένον, επρόσθετε: «Ιππότην του Σάγματος του ΢ωτήρος». Αν
ήτον χωρίς κανένα τίτλο και επάγγελμα, έγραφε μετά το όνομά του «κτλ.
κτλ.».

΢έ κάθε ομιλία του ήθελε να δείχνει πολυμάθεια και ενη­μερότητα στη δική
μας και στην ξένη πολιτική κίνηση. Γι’ αυτό

αναμασούσε ονόματα μεγάλων ξένων, ηγεμόνων, πολιτευόμε­νων και


στρατιωτικών, ανακατωμένα χωρίς λόγο και χωρίς να είναι σωστά. Επειδή
επερνούσε για Μανιάτης, με ξεχω­ριστή λατρεία μιλούσε για τον
Ναπολέοντα, που τον θεωρούσε συμπατριώτη του. Σον περίφημο στίχο του
Αλεξάνδρου ΢ούτσου:

Ο Κορσικανός ο έχων τον Σαΰγετον πατρίδα τον είχε κάθε λίγο στο στόμα του
χωρίς καμιάν ανάγκη. Για τους τότε αυτοκράτορας της Ρωσίας, της Αυστρίας
και της Γαλλίας, μιλούσε με τόσην οικειότητα, σαν να ήτον προσω­πικός
φίλος τους. Σον Αλέξανδρον της Ρωσίας μάλιστα δεν τον ονομάτιζε καν.
Έλεγεν: «Ο συμπέθερός μας», εξ αιτίας του γάμου του Βασιλέως Γεωργίου με
την Μεγάλη Δούκισσα Όλγα. Αυτός ήτον ο Βασιλάκης, ο ταμειακός

21
υπάλληλος της Ύδρας, στην πρώτη γνωριμία, που είχα μαζί του το καλο­καίρι
του 1872.

Ούτε μού εδόθηκεν αφορμή να τον ξανασυλλογισθώ για πέντ’ έξι χρόνια, ως
την ημέρα που παρουσιάσθηκε στο σπίτι μας, στην Αθήνα. Μάς τον έφερεν ο
΢τάθης, εξάδελφός μου τριτοετής φοιτητής της Ιατρικής. Σον είχε γνωρίσει
στας Καλάμας, που τον μετέθεσαν από την Ύδρα για να δώσουν τη θέση του
σέ κάποιον Τδραίον. Ο έξάδελφός μου ήτον εκεί μαθητής του Γυμνασίου και
κατοικούσε στο σπίτι του θείου του ταμία. Έβλεπε λοιπόν τον Βασιλάκη στο
ταμείον ν’ αντιγράφει δυο και τρεις φορές το ίδιο έγγραφον, ως που να το
καταφέρει χωρίς λάθος, να επιγράφει τους φακέλους καλλιγραφικά και να
τους σφραγίζει προσεκτικά με όρθια τη σφραγίδα του ταμείου. Ο Βασιλάκης
επροσκολλήθηκε στον ανιψιόν του ταμία, που τον ευρήκε πρόθυμον να τον
κερνά στο καφενείον και να τον καλεί στο ξενοδοχείον, όποτε δεν έτρωγε
στου θείου του. Δεν επέρασεν όμως ένα εξάμηνο και ο Βασιλάκης εμετατέθηκε
σέ άλλο ταμείον. Καμιάν υποστήριξη δεν είχε από την υπηρεσία, γιατί ήτον
ανίκανος και άχρηστος, και μόνον από φιλανθρωπία και με την προστα­σία
του Γρίβα τον εδιατηροΰσαν, ως που να πάρει τη σύντα­ξή του. Σελευταία
όμως ένας βουλευτής την εζήτησε τη θέση του για κάποιον δικόν του και, πριν
προφτάσει ο Βασιλάκης να προσφυγή στην παρέμβαση του πνευματικού του
αδελφού, έλαβε την απόλυση. Αναγκάσθηκε λοιπόν να γυρίσει παυσανίας
στην Ύδρα, που είχε τουλάχιστον στέγη, το σπιτάκι της Φριστίνας, της
γυναίκας του. Προκομμένη, όπως όλες οι Τδραίισσες, δεν εκάθουνταν στιγμή
με σταυρωμένα χέρια. Σο σπίτι της λαμποκοπούσε από πάστρα, μ’ όλη τη
φτώχεια της. Σο ασβεστόχρισμά του το σαββατιάτικο έφθανεν ως το κα­τώφλι
στο ανηφορικό βραχοσκάλιστο δρομάκι. Και όταν ετελείωνεν από το
νοικοκυριό της και άναβε τη φουφού της για μαγείρεμα, έπαιρνε την κάλτσα
στα γόνατά της κι εκάθουνταν κοντά στη φωτιά ή έραβε κι εμπάλωνε
ασπρόρουχα υπαλλήλων, που δεν είχαν οικογένεια δική τους στην ‘Ύδρα. Με
τα λίγα, που εκέρδιζεν από το πλέξιμο των καλτσών και από το ράψιμο,
εζούσε χωρίς να στερείται το καθημερινό της. Ο άνδρας της όσον καιρόν
επεριόδευε στα διάφορα επαρ­χιακά ταμεία δεν της έστελνε χρήματα και
μόνον, αν ετύχαινεν ευκαιρία με κανένα επιβάτη, της επρομήθευε λίγα
προϊόντα του τόπου της διαμονής του.

Σον εδέχθηκε λοιπόν παυμένον, ελπίζοντας πως γλήγορα θα ξαναδιορισθεί,


προ πάντων με την ενέργεια του Γρίβα. Ο Βασιλάκης καταξοδεύουνταν σέ
ταχυδρομικά, γράφοντας στον πνευματικόν αδελφό του συστημένα
γράμματα. Μ’ όλες όμως τις προσφωνήσεις «Γενναιότατε Προστάτα» και τις
υπογραφές, «ό ευτελέστατος της ένδοξότητός ΢ου πνευματικός αδελφός»,
καμιά απάντηση δεν ήρχουνταν. Απελπισμένος τότε, απεφάσισε να πάει ο

22
ίδιος στην Αθήνα και να προσπέσει στον Γρί­βα και να ζητήσει και από
άλλους πολιτευομένους υποστήριξη για να ξαναδιορισθεί. Ο μεγάλος πόθος
του ήτον να εύρει θέση στην «Κεντρική Τπηρεσία», δηλαδή στο Τπουργείον
των Οι­κονομικών, για να γνωρίσει και αυτός την «Κλεινήν πόλιν του
Περικλέους» που μόνον περαστικά την είχε θαυμάσει ως τότε.

Με λίγα ρούχα λοιπόν σε μια κουβέρτα στρατιωτική τυ­λιγμένα και το


μπαστουνάκι του, εμπαρκαρίσθηκε στο βαπόρι της γραμμής του ΢αρωνικού,
σαν να επήγαινε σε καμιά θαλασσινή εκδρομή για δυο τρεις μέρες το πολύ.
Ναύλο δεν επλήρωσεν, ούτε βαρκαδιάτικα, γιατί είχε φίλους όλους τους
Τδραίους θαλασσινούς. Για να φάει, είχε κάτι πρόχειρο, που του ετοίμασε ή
γυναίκα του δεμένο σ’ ένα παρδαλό μαντήλι: ψωμί, τυρί και κρύα τηγανητά
ψάρια. Φρήματα, από τη γυναίκα του, κι αυτά, καμιά εικοσαριά δραχμές.
Ήτον όμως ξένοιαστος για το μέλλον. Άμα θα έφτανε στην Αθήνα, θα
επήγαινε ολόϊσα στον φίλον των Καλαμών, τον «αγαπητόν Ευστάθιον», όπως
τον έλεγε, και ήτον βέβαιος ότι θα εξασφάλιζε μια γωνιά για ύπνο και κανένα
πιάτο φαΐ καθημε­ρινό – κι έχει ο Θεός για παραπέρα, «ο μεριμνών περί των
πετεινών του ουρανού», καθώς έγραφε σ’ ένα γράμμα του, που του
επρομηνούσε τον ερχομόν του στην Αθήνα.

Σην κατοικία του ΢τάθη, κοντά στο Πανεπιστήμιο, την είχε μάθει στην Ύδρα
από έναν συμφοιτητή του στην Ιατρι­κή. Εβγήκε δωρεάν και στον Πειραιά με
μια βάρκα του βαποριού και με την κουβέρτα στον ώμο επήγε στον
΢ιδη­ροδρομικό ΢ταθμό, εμπήκε σ’ ένα βαγόνι τρίτης θέσεως, εξεκίνησε πάλι
πεζός, με την κουβέρτα, από τον μόνον τότε ΢ταθμόν του Θησείου, κι έφθασε
στου ΢τάθη το σπίτι με μεγάλον γύρο, γιατί δεν ήξερε τα συντομότερα
λοξοδρομήματα.

Ό ΢τάθης, ένας άνθρωπος άφθαστος σέ καλοσύνη και μαθημένος από την


πολιτική -ο πατέρας του ήτον δήμαρχος ’Αγρίνιου- να βοηθεί πρόθυμα όσους
είχαν ανάγκη, τον εδέχθηκε στη μοναδική του κάμαρα και του έδωσε μια
γωνιά για να στρώνει ένα κιλίμι και να κοιμάται τυλιγμένος στην κουβέρτα
του. Σον επήρε και στο ξενοδοχείον το μεσημέρι και τον εκαλοτάγισε. Δεν
ελογάριαζε, βέβαια, πως αυτή ή κατάσταση θα ήτον για πολύν καιρόν. Ο
Βασιλάκης του είπε πως ελπίζει σύντομα να διορισθεί πάλι και θα έφευγε για
τη νέα θέση του. Ειδεμή θα επήγαινε στην Ύδρα με τη Φριστί­να του, που
επερνούσεν όπως όπως, προσμένοντας εκεί τον

διορισμό του. Οι προσδοκίες του Βασιλάκη από την προστα­σία του Γρίβα
εχάθηκαν, όταν έμαθε πως δεν ήτον στην ’Αθήνα και ούτε θα εγύριζε γλήγορα
από την Βόνιτσα. Άλλες πόρ­τες βουλευτών, που επήγε να χτυπήσει,
ευρέθηκαν κλειστές, γιατί ήταν αντιπολιτευόμενοι.

23
Εν τούτοις η Πρωτεύουσα «τον εσαγήνευσε» και δεν εννοούσε να φύγει για
την Ύδρα. Εκαταλάβαινε πως δεν ήτον δυνατόν να τον τρέφει ο ΢τάθης με το
μηνιαίον, που του έστελνεν ο πατέρας του, και εκατάστρωσε με τον νου του το
παρασιτικόν πρόγραμμα, που έβαλε σ’ εφαρμογή: Άρχισεν από το σπίτι μας.
Εζήτησε του ΢τάθη να τον φέρει να επισκεφθεί την «Κυρίαν Σμηματάρχου,
που είχε την τιμήν να γνωρίσει εν Ύδρα». Εννοούσε την μητέρα μου, γιατί ο
πατέρας μου ήτον τμηματάρχης στο Τπουργείον των Οικονομικών. Έριξε την
πρώτη άγκυρα. Ή μητέρα μου τον εσυμπόνεσε και τον εκράτησε μαζί με τον
΢τάθη να φάνε το μεσημέρι.

΢το πρώτο αυτό τραπέζι, που ευρέθηκα καθισμένος αντίκρυ, επαρατήρησα τη


μέθοδο του Βασιλάκη, για να προφθαίνει να τρώει όσο μπορούσε
περισσότερο. Εφόρτωνε το πιρούνι σαν φορτηγό ζώο και το άδειαζεν
ολόκληρο μέσα στο στόμα του, σαν να ήτον αποθήκη. Δεν εχασομερούσε
καθόλου στα χείλη. Σο ίδιο και το ψωμί. Μια μεγάλη μπουκιά την έκοβε με το
μαχαίρι από τη φέτα του, την έσφιγγε με τα δάκτυλα για να την μικράνει, και
με μια κίνηση του ενός δακτύλου από τα χείλη την έσπρωχνε στα βάθη του
στόματος, απαράλλακτα, όπως κάνουν όσοι μπουκώνουν με καρύδια τους
διάνους. Σο τί έφαγε με τη μέθοδό του αυτή είναι αφάνταστο. Ή μητέρα μου
δεν τον επρόφθαινε ψωμί και το μισό πιλάφι με κρέας από τη μεγάλη πιατέλα
επέρασε στο στομάχι του. Κάθε φορά που του ελέγαμε να ξαναπάρει φαΐ,
έκανε πως δεν θέλει άλλο, πως εχόρτασεν. Από φόβον όμως μήπως δεν
επιμείνουν μετά την άρνησή του, επρόσθετε άμέσως.

– Προς χάριν σας όμως και διά να μη σάς δυσαρεστήσω, ας πάρω ολίγον
ακόμη.

Και το ολίγον ήτον περισσότερο από την προηγούμενη δόση.

΢το σπίτι μας έτυχε να κάνει τη γνωριμία ενός εξαδέλφου της μητέρας μου
γιατρού, του Λιμπρίτη. Δεύτερη άγκυρα αμέσως. Όταν έφευγε, του είπε:

– Θα μου επιτρέψετε να υποβάλω τα ταπεινότατα σέβη μου και εις την


Κυρίαν ιατρού, διότι το θεωρώ ιερόν καθήκον.

Υυσικά ο γιατρός δεν ημπορούσε να του δώσει αρνητικήν απάντηση. Και


μετά δυο τρεις ήμερες ο Βασιλάκης υπέβαλε τα ταπεινότατα σέβη του στην
γυναίκα του γιατρού ένα τέταρτο πριν της ώρας του μεσημεριανού τραπεζιού.
Ο για­τρός είχε μάθει από το σπίτι μας υπό ποίους όρους ο Βασιλάκης ήτον
στην Αθήνα, και όταν εγύρισεν από τις επισκέψεις του και τον ευρήκε στο
σπίτι του, τον εκάλεσε να φάει μαζί τους.

24
– Ευχαριστώ, εξοχότατε, διά την κολακευτικήν πρόσκλησιν, αλλά προ ολίγου
επρογευμάτισα.

– Δεν πειράζει γι’ αυτό, του είπεν ο γιατρός γελώντας, θα πήρες τίποτε ελαφρό
και δεν θα σου εβάρυνε το στομάχι. ΢υμπληρωματικά θα φας κι εδώ λίγα
μακαρόνια και ψητό αρνάκι.

Ό Βασιλάκης εξεροκατάπιε στο άκουσμα:

– Αδυνατώ ν’ αρνηθώ αποδοχήν εις πρόσκλησιν όχι μό­νον τιμητικήν διά το


ταπεινόν μου υποκείμενον, αλλά έχουσαν και το κύρος μιας ιατρικής
προσωπικότητας.

Σο αποτέλεσμα ήτον ότι ο καλεσμένος, για να μη δυσαρεστήσει την Κυρίαν


ιατρού, που δεν επρόφθαινε να του γεμίζει το πιάτο, άφησε την υπηρεσία
νηστική και η Κυρία ιατρού είπε να τηγανίσουν αυγά για να φάνε στην
κουζίνα.

Ο Λιμπρίτης ήτον ιδανικός γιατρός και τον ελάτρευεν ο φτωχόκοσμος της


γειτονιάς του στην Νεάπολη. Σ’ όνομα αυτό είχε τότε όλη η συνοικία από τον
δρόμον του Πανεπιστημίου και απάνω, γιατί ήτον νεότερος συνοικισμός. Γι’
αυτό και το όνομα οδός Προαστείου στον δρόμον που μετονομάσθηκε οδός
Μπενάκη. ΢τη γωνία της οδού Προαστείου και της οδού ΢όλωνος
εκατοικοϋσεν ο γιατρός Λιμπρίτης. Είχε πελάτες του όλην τη Νεάπολη και
στις εκλογές ήτον σημαντικός κομμα­τάρχης. Και πώς να μην είναι; Όχι
μόνον έβλεπε δωρεάν τούς φτωχούς, όχι μόνον επλήρωνεν ο ίδιος τα
φάρμακα, που τους διόριζεν, αλλά κάποτε, στους φτωχότερους έλεγε:

– Σο παιδί έχει ανάγκη από τροφή δυναμωτική, λίγο ζουμί. Πάρε αυτή τη
σημείωση και πήγαινε στο πλαγινό χασάπικο. θα σού δίνει λίγο κρέας για
λογαριασμό μου τρεις ήμερες.

Αδελφός του γιατρού Λιμπρίτη ήτον ο Λουδοβίκος Λιμπρίτης, δικηγόρος


αποκαταστημένος στην Αίγυπτο. ΢’ αυτόν χρεωστούμε του Αβέρωφ τις
μεγάλες δωρεές. Ήτον δικηγό­ρος του και σύμβουλός του και είχε τόσην
επιβολή, ώστε τον έπεισε να μαρμαρώσει το ΢τάδιον και να προικίσει το
πολεμικόν ναυτικόν με το μεγαλύτερον σκάφος του, το φερώνυμόν του
«Άβέρωφ».

Σον Βασιλάκη εσυμπαθούσε ιδιαιτέρως «ο Εξοχότατος Κύριος Ιατρός». Όχι


μόνον πολύ συχνά τον εκαλούσε στο τραπέζι του, αλλά κι εφρόντιζε για την
τουαλέτα του. Σου εχάρισε το νέον έτος δυο πουκάμισά του, ένα καπέλο
σκληρό μεταχειρισμένο και μια ρεδιγκότα σκωροφαγωμένη, αλλά
παρουσιάσιμη. Και το βράδυ της εορτής του γιατρού, του Αγίου Ιωάννου,

25
παρουσιάσθηκε με την πρωτοφόρετη ρεδιγκότα, αλλά και με αλλαγμένο
πρόσωπο. Ο ΢τάθης τον είχε πάει στον κουρέα του να τον κουρέψει, που ήτον
σαν πρόβα­το από τα δασωμένα μαλλιά, κι έδωσε κρυφά παραγγελία να του
ξουρίσει τα γένια από τα μάγουλα και να του αφήσει μόνον μους στενό και
μυτερό. Ο Βασιλάκης προ του τετε­λεσμένου δεν έφερεν αντίρρηση. Μόλις
μπήκε στου γιατρού καμαρωτός διαλάλησε:

– Ναπολέων ο τρίτος!

Από το σπίτι της Κυρίας ιατρού επέρασε κατά όμοιον τρόπο στο σπίτι της
«Ευγενεστάτης Κυρίας αδελφής της» την ώρα του τραπεζιού. Και μ’ όλον ότι,
καθώς έδήλωσεν, είχε φάει πριν, προς χάριν της εδέχθηκε την πρόσκληση. Η
καλή του τύχη τον έφερε σε μια γαλοπούλα παραγεμιστή.

Ο κύκλος εμεγάλωνε. Σον εκάλεσε και ή αδελφή της μητέρας μου μια μέρα
που τον εγνώρισε στο σπίτι μας. Ευρήκε στον δρόμο και μια οικογένεια
πλούσια υδραίικη, εγκατεστημένη στην Αθήνα. Εκαλέσθηκε μόνος του με τον
ευγενικόν τρόπο που ήξερε: για να μην τους δυσαρεστήσει. Υέρ­νοντας γύρω
στα τέοοερα πέντε σπίτια και τον ΢τάθη πλη­ρωτή στο ξενοδοχείον, ο
κουτοπόνηρος Βασιλάκης εξασφάλισε και το ζήτημα του στομαχιού κι
εκαλοστρώθηκε εις την «περίδοξον πόλιν των ποιητών και των φιλοσόφων».

Εμείς τα παιδιά, ήμουν τότε στη δευτέρα τάξη του Γυ­μνασίου και σε μια τάξη
κατώτερη δυο εξάδελφοί μου, εγίναμε γλήγορα φίλοι του Βασιλάκη με του
΢τάθη την πρωτο­βουλία, πού, αν και τρία τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος μας,
ήτον πολύ συχνά στη συντροφιά μας. Και οι τρεις είχαμε γεννηθεί στην
Πλάκα, στο ίδιο σπίτι και στην ίδια αυλή είχαμε μεγαλώσει. Εχωρισθήκαμε
από τότε, που εκτίσθηκε το και­νούργιο σπίτι μας αντικρύ στο Αρσάκειον.
Εξανασμίξαμε όμως πάλι, όταν ήλθαν κι εκείνοι στη γειτονιά μας κι
ενοίκιασαν σπίτι στην οδόν Πανεπιστημίου, που συνόρευεν ο κήπος του με
τον δικόν μας. Δεν επερνούσε ημέρα που να μην πάω εγώ σ’ εκείνους ή
εκείνοι σ’ εμένα τις βραδινές ώρες. Και η πιο συνηθισμένη απασχόλησή μας
ήταν το σκάκι.

Σις ώρες που επαίζαμε σκάκι, ο Βασιλάκης εκάθουνταν κοντά μας σέ μια
καρέκλα κι εδιάβαζε την πρώτη εφημερίδα που ετύχαινε πρόχειρη, και ας μην
ήτον της ίδιας ημέρας. Σην εδιάβαζεν από την αρχή ως το τέλος σαν να την
εμελετούσε και μας υποχρέωνε ν’ ακούμε το μεγαλόφωνο διάβασμα κάποιου
πολιτικού άρθρου, που τον εσύμφερε, γιατί θα ευκόλυνε το διορισμό του η
αλλαγή Κυβερνήσεως. ΢το διάβασμά του συνήθιζεν όχι μόνον να σταματά
στις τελείες, αλλά και να λέει «τελεία» ή και «άλλη παράγραφος», και στις
ερωτηματικές φράσεις αντί να δίνει τον ερωτηματικόν τόνο, τις εδιάβαζε

26
θετικές και ύστερα ελεγεν: «ερωτηματικόν». Αν δεν τον ευχαριστούσαν όσα
εδιάβαζε, εξεσπούσε σέ διαμαρ­τυρίες και φοβέρες πως θα εκδώσει αυτός
εφημερίδα δική του και θα τους δείξει πώς γράφουν. Κάποτε αποκοιμιούνταν
με το διάβασμα. Η εφημερίδα εγλιστρούσεν από τα χέρια του και το κεφάλι
του έπεφτε βαρύ προς το στήθος του. Σρομαγ­μένος σαν να φοβήθηκε πως του
κόπηκε και θα κυλιστεί στο πάτωμα, το αναστύλωνεν κι άνοιγε τα μάτια πίσω
από τα γυαλιά και, για να δείξει πως είναι ξυπνητός, κουνούσε το πόδι του,
που είχε σταυρωμένο απάνω στο άλλο γόνατο σιγαλομουρμουρίζοντας.

Σην τελευταία Κυριακή της Αποκριάς το βράδυ εγίναμε μασκαράδες κατά


την τότε συνήθεια με ντόμινα και επήγαμε σε μερικά σπίτια. Ο Βασιλάκης δεν
μπορούσε να λείψει. Σον επήρε ο ΢τάθης να του νοικιάσει ένα ντόμινο μαζί μ’
ένα δικό του. Αλλά δεν του άρεσεν. Εδιάλεξε μια παλιά φορεσιά Ριγολέτου,
ξεπούλημα κάποιου ιμπρεσάριου. Είχε ιδεί την όπερα του Βέρδη στας Πάτρας
και ήθελε να μιμηθεί στα σαλόνια, που θα επηγαίναμε, τον Ιταλό βαρύτονο
γελωτο­ποιό! Αλλά στο πρώτο σπίτι που μάς εδέχθηκαν κι εμπήκε πρώτος με
πηδήματα και αστεία, εξέχασε να φορέσει τη μάσκα του, ζαλισμένος από
κρασί, και όταν είδαν έναν Ριγολέτο μεσόκοπον, με στριμμένο μουστάκι και
γυαλιά στη μύτη, όλοι οι προσκαλεσμένοι κι οι άλλοι μασκαράδες τον
απόδιωξαν με φωνές, γιατί τον επήραν για μεθυσμένο του δρόμου. Κι εμείς
εφύγαμε από τη μέση της σκάλας ντροπιασμένοι, πριν φανε­ρωθούμε στο
σαλόνι. Ύστερα απ’ αυτό δεν τον αφήσαμε να μάς ακολουθεί στα άλλα σπίτια.
Έμενε στο δρόμο και μάς επρόσμενε περιπατώντας πηδηχτά, όποτε έβλεπεν
άλλους μασκαράδες, πάντα χωρίς μάσκα, γιατί δεν εννοούσε να βγάλει τα
γυαλιά του, και η μάσκα δεν έμπαινεν απάνω από γυα­λιά. Λίγο έλειψεν
όμως να του βγουν ξινά τα αστεία, γιατί παρεξηγήθηκαν από κάποιο
γυναικείο ντόμινο, που τον έβρισε:

– Να χαθείς πρόστυχε, μεθύστακα.

Κι ένα ντόμινο ανδρικό εσήκωσε το χέρι στα μούτρα του. Κατά καλή τύχη
εβγαίναμε εμείς από το σπίτι, που είχαμε πάει, και τον εγλιτώσαμε από
ξυλοκόπημα.

Πώς επερνούσε τις ώρες, που δεν ήτον μ’ εμάς ή δεν έτρωγε σε κάποιο σπίτι;
Όταν εσυνεδρίαζεν η Βουλή, παρακολου­θούσε τις συνεδριάσεις από τα λαϊκά
θεωρεία κι ετριγύριζεν απ’ έξω, για να ζητήσει την υποστήριξη κανενός
βουλευτού Ύδρας, χάριν της γυναίκας του, ή ΢πάρτης, χάριν των
΢παρ­τιατών προγόνων του. ΢υχνά επήγαινε τις πρωινές ώρες σ’ έναν
υδραίικο καφενέ του Χυρή κι εύρισκε γνωστούς από την Ύδρα, που τον
εκερνούσαν. Εκεί του εδίνουνταν ευκαιρία να μιλεί κι αρβανίτικα. Ήτον η
δεύτερη γλώσσα του ύστερα από τα ελληνικά και το θεωρούσε σημαντικό.

27
Όταν κάποτε τον ερώτησεν ο Γάλλος καθηγητής Εμάρ, αν ξέρει γαλλικά,
αποκρίθηκε με υπερηφάνεια:

– Σην γλώσσαν του Γαμβέτα δυστυχώς την αγνοώ, ομιλώ όμως απταίστως την
αλβανικήν.

Έκανε και περιπάτους στα αρχαία μνημεία και τα εξηγούσεν όπως αυτός τα
ήθελε, ανακατεύοντας πρόσωπα και πράματα, που τα εχώριζαν αιώνες ή και
δεν είχαν καμιά σχέση με την «κλεινήν πόλιν της Παλλάδος», όπως την
έλε­γε. Μια ημέρα μας αποκάλυψε πως ευρήκε τρόπο να κάνει και
περιπάτους με άμαξα δωρεάν και μας εξήγησε τον τρό­πο του:

Όποτε έβλεπε νεκρώσιμο τοιχοκολλημένο και καταλάβαινε πως ήτον πλούσια


κηδεία από την Μητρόπολη, επήγαινεν έκεί με λυπημένο πρόσωπο, σαν να
ήτον φίλος του μακαρίτη. Όταν εξεκινούσε η κηδεία για το Νεκροταφείο, σαν
να είχαν κοπεί τα πόδια του από τη λύπη, έμπαινε σε μια από τις άμαξες που
ακολουθούσαν. Σο ίδιο έκανε και στον γυρισμό, αφού εσυλλυπούνταν με
συγκίνηση τους συγγενείς του πεθαμένου κι εκείνοι τον ευχαριστούσαν μ’ όλη
τους την καρδιά. Και το θεωρούσε σαν καθήκον ιερό αυτό που έκαμε.

– Μα τι σ’ έμελε γι’ άγνώστους ανθρώπους; του είπαμε κάποτε.

– Γνωστοί και άγνωστοι δεν υπάρχουν. Όλοι είμεθα εν Φριστώ αδελφοί, μάς
αποκρίθηκε. Και προσέθεσεν αμέσως:

– Και την ωραία αμαξάδα δωρεάν δεν την λογαριάζετε;

Πώς έκανε και ήτον καθαρά ντυμένος πάντα; Κάθε δεύ­τερη εβδομάδα
κατέβαινε πρωί πρωί στον Πειραιά κι έμπαι­νε στο βαπόρι του ΢αρωνικού.
Έβγαινε στην Ύδρα κατά τις δέκα και το άλλο πρωινό πάλι στο ίδιο το
βαπόρι εμπαρκάρουνταν κι εγύριζε. ΢το διάστημα αυτό η Φριστίνα του
έπλενε, εσιδέρωνε και εδιόρθωνε τα ρούχα του. Δεν του κόστιζε το ταξίδι αυτό
παρά μόνον το εισιτήριο του ΢ιδηροδρόμου.

Δεν εξόδευε στην Αθήνα σχεδόν τίποτε. Αλλά και τις λίγες δεκάρες, που του
χρειάζουνταν για να λουστράρει τα παπού­τσια και να πάρει καμιά
κουλούρα, πού τις εύρισκε; Μυστήριο. Δανεικά δεν εζητούσε ποτέ από κανένα
μας κι όταν κάποτε ο αγαθότατος γιατρός τον ερώτησεν αν έχει ανάγκη να
τον βοηθήσει, αποκρίθηκε με μεγάλη αξιοπρέπεια:

– Ευχαριστώ, εξοχότατε! Ζώ επαρκέστατα χάρις εις την πολύτιμον


προστασίαν σας και των άλλων φίλων. Ουδενός στερούμαι.

28
Σο πιθανότερο είναι πως η γυναίκα του, όποτε επήγαινε στην Ύδρα, θα του
έδινε λίγα χρήματα από τα δικά της, με την έλπίδα πάντα πως μένοντας στην
Αθήνα θα κατόρθωνεν ευκολότερα να ξαναδιορισθεί, όπως την εβεβαίωνεν.

Κάποτε επαίζαμε τόμπολα το βράδυ στο σπίτι μας και ήρχουνταν και άλλοι
συγγενείς μας και πελάται του Βασιλάκη. Εσυμφωνούσαμε μεταξύ μας να
κάνομε καλπονόθευση στις κληρώσεις των αριθμών για να κερδίσει η καρτέλα
του κι έτσι να του δώσομε με τρόπο τρεις τέσσερες δραχμές. Φαρίσματα όμως
εδέχουνταν «ευχαρίστως κι εύγνωμόνως», καθώς έλεγεν. Η μητέρα μου του
είχε δώσει ένα μεταχειρι­σμένο παλτό του πατέρα μου κι ένα ζευγάρι
παπούτσια, άλλα συγγενικά σπίτια του εχάρισαν μαντήλια, λαιμοδέτες, ένα
μαξιλάρι, μια κουβέρτα και από το υδραίικο σπίτι ένα αχυρένιο στρώμα.

Ναπολέων τρίτος δεν έμεινε για πολύν καιρό. Σα γένια του μεγάλωσαν και
εξαναπήρε την παλιά του αμελημένην όψη μετά τις Αποκριές. Σο Πάσχα
όμως ο ΢τάθης τον έπεισε πως αφού ο Ναπολέων είχε νικηθεί από τον
αυτοκράτορα Γουλιέλμο, σωστό ήτον να παρουσιασθεί και αυτός σαν τον
νι­κητή, με ξουρισμένο το σαγόνι και λίγα γένια μόνον στα μάγουλα. Και μάς
τον έφερε στο σπίτι μας με τη νέα του όψη τη μέρα του Πάσχα, καλεσμένο στο
μεσημεριανό τραπέζι, κι εγύρισε τις άλλες πασχαλινές μέρες όλα τα σπίτια της
πελα­τείας του για να ευχηθεί το Φριστός Ανέστη, σαν Γουλιέλμος ο νικητής.

Αλλά δεν έμεινε και στη δεύτερη φιγούρα για πολύ. Ήτον

τότε πρέσβειρα της Αυστρίας η κόμησσα Ντούμπστεκ κι όλος ο κόσμος την


εθαύμαζε για την ομορφιά και για την εξυπνάδα της. Επρωτοστατούσε στις
κοσμικές συγκεντρώσεις και -κατά την κοινή γνώμη- είχε ξετρελάνει και
πρωθυπουργούς και υπουργούς τόσο, που έκανε και ρουσφέτια σαν
παντοδύνα­μος βουλευτής. Σου Βασιλάκη λοιπόν του ήλθεν η ιδέα να
προσφύγει στην προστασία της για να ξαναδιορισθεί. Και ο ΢τάθης τον
έπεισε, πως για να γίνει πιο καλόδεκτη η αίτησή του, καλό θα ήτον από
Γουλιέλμος να γίνει Υραγκίσκος Ιω­σήφ, δηλαδή ν’ αφήσει φαβορίτες στα
μάγουλα. Επήρε δα­νεικό το ψηλό καπέλο του γιατρού, εφόρεσε τη ρεδιγκότα
του και τ’ άσπρα γάντια του ΢τάθη, εγυάλισε τα παπούτσια του, κι ένα ωραίο
πρωί εκτύπησε το κουδούνι της Πρεσβείας. Ο θυρωρός του άνοιξε και τον
ερώτησε τί θέλει. Αποκρίθηκε πως ήθελε να υποβάλει μιαν αίτηση στην
«ευγενεστάτην Κυρίαν Κόμησσαν». Θα τον ενόμισε τρελό και του έκλεισε την
πόρ­τα χωρίς απάντηση.

Σελευταία σκηνή: Βλέπω ακόμα μπροστά μου το αποχαιρετιστήριο δείπνο της


Πρωτομαγιάς σ’ ένα περιβόλι συγγε­νικό στα Πατήσια. ΢ε λίγες ημέρες θα
’φευγεν ο ΢τάθης για το Αγρίνιο και ο Βασιλάκης, άστεγος, θ’ αναγκάζουνταν

29
να πάει στην Ύδρα. Σους εκαλέσαμε λοιπόν οι τέσσερες άλλοι της συντροφιάς
στο περιβόλι των δυο εξαδέλφων μου. Από τα σπίτια μας μάς ετοίμασαν
πλούσια και χορταστικά όσα μπορούσαμε να σηκώνομε σε καλάθια και
δέματα, γιατί επηγαίναμε με τα πόδια. ΢το σπίτι το εξοχικό, που ήτον
κτισμέ­νο στη μια την άκρη του μεγάλου περιβολιού, θα βρίσκαμε κρασί
παλιό σαντορινιό. Από κει θα παίρναμε μαχαιροπίρουνα, πιάτα και ποτήρια,
όσα θα μάς εχρειάζουνταν.

Εδιαλέξαμε έναν καλόν ήσκιο στην άλλη άκρη του περι­βολιού, κάτω από
μεγάλες ελιές, εστρώσαμε ένα χαλί φερμέ­νο από το εξοχικό σπίτι και
αρχίσαμε πολύ πριν το μεσημέρι το φαγοπότι, γιατί δεν εκρατιούνταν ο
Βασιλάκης και ήτον άξιος να μάς τα φάει όλα από την πείνα του. Αλλά το
κρασί το σαντορινιό δεν άργησε να μάς ζαλίσει κι ο Βασιλάκης που το έπινε
σαν νερό, μέθυσε στα καλά. Πώς εξύπνησε μέσα του από το πιοτό όλη ή
φιλοπατρία και η έχθρα κατά των Σούρ­κων! Ετινάχθηκε απάνω
εξαγριωμένος και πριν προφθάσομε να τον κρατήσομε, όρμησε σε μια
ανθισμένη αχλαδιά και την εκαταμάδησε και της έσπαζε τα κλαδιά
φωνάζοντας:

– Κάτω, προδότα Υωτιάδη μπέη, δούλε πληρωμένε του ΢ουλτάνου!

Ό Υωτιάδης ήτον πρέσβυς της Σουρκίας στην Αθήνα από χρόνια και σ’ αυτόν
εξεσπούσε, σαν να ήτον μεταμορφωμέ­νος στην καημένη την αχλαδιά.

Αφού ξεθύμανε, ξαπλώθηκε παρέκει, στη ρίζα μιας ελιάς, κι αποκοιμήθηκε.


Ύστερα από το φαγοπότι ενιώθαμε την ανάγκη να πάμε στο σπίτι να
πλυθούμε με κρύο νερό και να δώσομε τα πιατικά στην περιβολαριά να τα
καθαρίσει και να τα βάλομε στη θέση τους. Αλλά πού να σαλέψει ο
Βασιλάκης! Σον εσηκώναμε κι εγλιστρούσε πάλι κάτω στο χώμα κούτσουρο.
Μόνος τρόπος λοιπόν να τον μεταφέρομε ως το σπίτι ήτον να τον βάλομε
άπάνω στο χαλί και να τον πάμε, σηκώνοντας τις τέσσερες άκριές του,
τυλιγμένον μέσα. Μάς είχε μείνει και κρασί, μια χιλιάρικη μποτίλια
μισογεμάτη. ΢φίξαμε το φελλό της και του τη δώσαμε στην άγκαλιά του να
την κρατά. Έτσι έξεκινήσαμε και ο δρόμος ήτον αρκετός. Ο Βασιλάκης
εμυρίσθηκε φαίνεται το κρασί και με τα δόντια ετράβηξε το φελλό για να πιει.
Σο αποτέλεσμα ήτον: να περιχυθεί ολόσωμος και να ποτίσομε με κρασί που
στράγγιζεν από το χαλί τα όσα λουλούδια βρέθηκαν στο πέρασμά μας. Όταν
εφθάσαμε μπροστά στο σπίτι, τον αφήσαμε κάτω από μια κρεβατίνα.
Ανεβήκαμε να ξεκουρασθούμε στους καναπέδες και στις πολυθρόνες.
΢υλλογιζόμασταν τί θα τον κάνομε, αν δεν μπορεί να μας ακολουθήσει στο
δρόμο του γυρισμού και πώς θα στεγνώσει και θα ξεμυρίσει από το
κρασόλουτρό του. Ελέγαμε να τον αφήσομε στην περιβολαριά -δεν ήτον

30
άλλο— ως που να έρθει στα συγκαλά του. Κι έξαφνα ακούμε ξεφωνητά και
γέλια γυναικών κάτω και από το παράθυρο βλέπομε τον Βασιλάκη ολόγυμνο
μ’ ένα στεφάνι από πασχαλιά ανθισμένη να τραυλίζει:

– Είμαι ο Μάιος! Είμαι ο Μάιος!

Οι γυναίκες, η περιβολαριά και δυο τρεις άλλες, ντροπια­σμένες από το


θέαμα, έφευγαν σαν κυνηγημένες. Κατεβήκαμε και τον επεριμαζέψαμε
απάνω. Κι επαρακαλέσαμε την περιβολαριά να του ξεπλύνει τα ρούχα του
για να ξεμυρίσουν από το κρασί και να τ’ απλώσει στον ήλιο να στεγνώσουν,
ως που να φύγομε με το ηλιοβασίλεμα. Έτσι ετελείωσε το πέρασμα του
Βασιλάκη από την Αθήνα και μαζί μ’ αυτό κι οι εύθυμες μέρες μας… γιατί
άρχιζεν η μελέτη για τις εξετάσεις.

Ύστερα από είκοσι χρόνια:

Ένα μεσημέρι καλοκαιρινό, που εγύριζα καθυστερημένος και βιαστικός στο


σπίτι μου από το Γραφείον της Εστίας, τον ευρήκα στην πόρτα του σπιτιού
μου. Ήτον ο ίδιος κι απαράλλακτος σαν να μην είχε περάσει χρόνος απάνω
του. Ζαλισμένος και κουρασμένος από την πολύωρη δουλειά δεν είχα διάθεση
να σταθώ και να μιλήσω μαζί του και ούτε τον εκάλεσα στο τραπέζι, καθώς θα
επρόσμενε. Μού είπε πως έρχεται από την Ύδρα να εύρει καμιά θέση
επιστάτου σχο­λείου κι εζητούσε να τον βοηθήσω με τη δημοσιογραφική
δύναμη που έχω. Σου είπα να περάσει από το Γραφείο το άλλο πρωί να μου
πει ό,τι θέλει με ησυχία και τον εχαιρέτησα. Σράβηξε προς το δρόμο του
Πανεπιστημίου, ενώ μού εξανάλεγε:

– Σίποτε άλλο! Επιστάτης Ελληνικού ΢χολείου ή Γυμνα­σίου…

Κι έξαφνα σαν να τον εφώτισεν η θέα του αντικρινοΰ Αρσακείου, μού


εφώναξεν από μακριά:

– Έστω και Παρθεναγωγείου!

Γιατί αυτή η συγκατάβαση; αυτός ο συμβιβασμός; Δεν εκατάλαβα ούτε τότε


ούτε και ως τώρα. Δεν εφάνηκε στην Εστία την άλλη μέρα κι από το σπίτι μου
δεν επέρασε. Για­τί; Ένιωθα κάτι σαν μετάνιωμα, που τον άφησα έτσι σαν να
τον απόδιωχνα. Και το μετάνιωμά μου έγινε δυνατότερο, όταν έμαθα ύστερα
από κανένα μήνα από μια συγγένισσά μου Τδραίισσα, πως ο Βασιλάκης
εγύρισε τότε κρυολογημένος στην Ύδρα και μέσα σε μιαν εβδομάδα επέθανεν
από πνευ­μονία.

31
Σα τελευταία του λόγια, που μου είχε ειπεί, μας έμειναν αλησμόνητα, και
ξαναλέμε και τώρα ακόμα σε κάθε περίσταση που θέλομε να φανούμε
συγκαταβατικοί:

– Έστω και Παρθεναγωγείου!

32

You might also like