Professional Documents
Culture Documents
Ἡ Πατρίδα μας
Φῶμα ἑλληνικό
Σὰ πρωτοβρόχια
Ἡ ψαρόβαρκα
Σῆς κοπέλλας τὸ νερό
Ἡ θάλασσα καὶ τὰ ποτάμια
Ἡ μυγδαλιά
Ἡ ξενούλα
Σὸ φτάσιμο
Νύχτα Φριστουγεννιάτικη
Ὁ Δικέφαλος
Ἑσπερινός
Βαθιά, τὴ νύχτα
Ἀπὸ τὰ «Υωτερὰ κοτάδια»
Ἡ ἁμαρτωλή
Σὸ σπίτι σου
Ὁ Ἥλιος καὶ ὁ Ἀέρας
Ἐν Σήνῳ (πεζό)
Ὁ βιολιστής (πεζό)
Ένας παράσιτος (πεζό)
2
Ἡ Πατρίδα μας
3
Ἡ ἀσημένια θάλασσα
μ᾿ ἀφροὺς τὴν περιζώνει
κι ὁ οὐρανὸς μὲ τ᾿ ἄστρα του
τὴ χρυσοστεφανώνει.
Χῶμα ἑλληνικό
4
τὴ χλωρὴ τὴ δάφνη, τὴν πικρὴν ἐλιά.
Τὰ πρωτοβρόχια
5
καὶ θ᾿ ἀρχίσουν τὰ σπιτιάτικα νυχτέρια.
Ἡ ψαρόβαρκα
6
βρῆκε βρύση δροσερή,
ἦπιε, ἀρρώστησε πεθαίνει.
Μὰ ἡ φωνή της πρὶν νὰ σβήσει
καταράστηκε τὴ βρύση
κι ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν καιρὸ
ἔρμη ἡ βρύση ἔχει ἀπομείνει
καὶ κανεὶς ποτὲ δὲν πίνει
τῆς κοπέλλας τὸ νερό.
Πῆγαν τὰ ποτάμια
παραπονεμένα
κι εἶπαν τῆς θαλάσσης:
Υέρνομε σ᾿ ἐσένα
ὅλα μας τὰ πλούτη,
ὅλη τη χαρά μας,
ὅλη τη ζωή μας,
ὅλα τὰ νερά μας.
Καὶ γιὰ πληρωμή μας
σὺ τί μᾶς χαρίζεις;
Παίρνεις τὰ νερά μας
καὶ μᾶς τ᾿ ἁρμυρίζεις!
7
Ἡ μυγδαλιά
Ἡ ξενούλα
τραγούδια τραγουδῶ.
Σοῦ χωρισμοῦ τραγούδια,
χλωμά, χλωμά λουλούδια,
κομμένα ἀπ᾿ τὴν καρδιά.
Σὸ δάκρυ τὰ δροσίζει
Κι ὁ πόνος τοὺς χαρίζει
Ἀγάπης εὐωδιά.
8
Τὸ φτάσιμο
Νύχτα Χριστουγεννιάτικη
9
στὴ γῆ σταλμένες.
Ὁ Δικέφαλος
10
τὴν πλάκα τοῦ μοναστηριοῦ τὸν σκάλισε
καλόγερος τεχνίτης,
ἡ καλομανα φυλαχτὸ τὸν φόρεσε
στ᾿ ἀνήμπορο παιδί της.
Ἑσπερινός
11
θυμίαμα ποὺ καίει ἡ Πίστις -
Βαθιά, τὴ νύχτα
12
Ἡ ἁμαρτωλή
Τὸ σπίτι σου
13
Ὁ Ἥλιος καὶ ὁ Ἀέρας
Ὁ Ἀέρας θύμωσε,
μὲ τὸν Ἥλιο μάλωσε.
Ὁ Ἀέρας ἔλεγε:
– Εἶμαι δυνατότερος!
Καὶ ὁ Ἥλιος ἔλεγε:
– ὲ περνῶ στὴ δύναμη!
Ὁ Ἀέρας λάλησε:
– Ὅποιος ἔχει δύναμη
παίρνει ἀπὸ τὸν γέροντα
τὴ χονδρὴ τὴν κάπα του!
Υύσησε, ξεφύσησεν,
ἔσκασε στὸ φύσημα,
ἄδικος ὁ κόπος του.
Κρύωσεν ὁ γέροντας
καὶ διπλὰ τυλίχθηκε
στὴ χονδρὴ τὴν κάπα του.
Μὰ κι ὁ Ἥλιος λάλησε:
– Ὅποιος ἔχει δύναμη
παίρνει ἀπὸ τὸ γέροντα
τὴ χονδρὴ τὴν κάπα του!
Ἔφεξεν ὁλόλαμπρος,
καλοσύνη σκόρπισε,
κι ἔβγαλεν ὁ γέροντας
τὴ χονδρὴ τὴν κάπα του.
Πάλι ξαναλάλησε:
– Ἄκουσε καὶ μάθε το,
σὲ περνῶ στὴ δύναμη,
γιατὶ πᾶς μὲ τὸ κακὸ
κι ἐγὼ πάω μὲ τὸ καλό!
14
Ἐν Τήνῳ
15
τεμαχίου ἄρτου, ἀλλαχοῦ κλαυθμηρίζουσι παιδία, ἐνῷ παρέκει καγχάζουσιν
ἐν κύκλῳ συνομιλοῦσαι κορασίδες, καὶ πλησίον αὐτῶν πρεσβύτης διανοίγει
τὰ χείλη εἰς σπιθαμιαῖον χάσμημα. Ἐκ πάντων δὲ τῶν στενῶν τούτων
ἐνδιαιτημάτων ἀναθρώσκουσι μέχρι τοῦ ὑπαιθρίου διαδρόμου αἱ χλιαραὶ καὶ
ἀπόζουσαι ἀναθυμιάσεις ὅλης τῆς πολυανθρωπίας ἐκείνης, ὁμοίας ὄχι πρὸς
εὐσεβὲς πλῆθος προσκυνητῶν, ἀλλὰ μᾶλλον πρὸς διωχθέντας κατοίκους
ἀλωθείσης χώρας, οἵτινες συνεσωρεῦθησαν ἐκεῖ ζητοῦντες μόνον ἄσυλον
σωτηρίας!
16
Ὁ βιολιστής
Ἦταν ἕνας βιολιστὴς μὲ παρδαλὰ ροῦχα καὶ μὲ ὑψηλὸ σκοῦφο. τὸ λαιμό
του κρατοῦσε σφιγμένο τὸ βιολί του καὶ μὲ τ᾿ ἄλλο χέρι τὸ δοξάρι.
Κουρδιζόταν κι ἔπαιζε σὰν ἀληθινὸς βιολιστής.
Κι ὅμως δὲν ἦταν ἀληθινός. Ἦταν ἀπὸ ξύλο. Ἀπὸ ἕνα πολὺ σπάνιο ὅμως
ξύλο: τὸ ξύλο τῆς Ἀγάπης. Σί εἶναι αὐτὸ τὸ ξύλο κι ἀπὸ τί δένδρο κόβεται δὲν
ξέρω. Ξέρω μόνο πὼς κάθε τί τὸ καμωμένο ἀπὸ τέτοιο ξύλο μπορεῖ ν᾿
ἀγαπήση σὰν ζωντανὸς ἄνθρωπος.
Ὁ ἔμπορος τὸν ἔβαλε στὴν βιτρίνα. Ἐκεῖ τὸν ἔβλεπαν οἱ διαβάτες καὶ ἔβλεπε
κι αὐτός, χωρὶς νὰ καταλαβαίνουν ἐκεῖνοι ὅτι ἦταν κρυμμένη ζωὴ στὸ ἄψυχο
ξύλο. Ὁ ἔμπορος κάποτε τὸν ἐκούρδιζε καὶ τότε πιὰ μαζευόταν κόσμος πολύς,
πρὸ πάντων παιδιά, κι ἄκουαν μὲ θαυμασμὸ τὴ γλυκειὰ φωνὴ τοῦ βιολιοῦ
του. Κι αὐτὴ ἡ φωνὴ εἶχε κάτι ξεχωριστό, κάτι ποὺ ἔφτανε ὡς τὴν καρδιά.
Ὅλο ἐνόμιζαν πὼς ὁ τεχνίτης εἶχε ἐπιτύχει τὴν μηχανή του. Δὲν ἤξεραν πὼς
μέσα στὸ ἄψυχο ξύλο ἦταν κρυμμένη ζωή. Δὲν φαντάζονταν πὼς μόλις
κουρδιζόταν ἡ μηχανὴ ὁ βιολιστὴς ἔπαιζε τὸ βιολί του μόνος μὲ τὴ δύναμη
τῆς ἀγάπης ποὺ εἶχε μέσα του.
Ἀλλὰ δὲν ἔπαιζε γιὰ κείνους ποὺ μαζεύονταν κι ἔχασκαν ἔξω ἀπὸ τὴ βιτρίνα.
Οὔτε τοὺς λογάριαζε οὔτε τὸν ἔμελλε. Ἔπαιζε μονάχα γιὰ τὴν ἀγάπη του. Κι
ἡ ἀγάπη του ἦταν μία ὡραία κούκλα ὑψηλότερη ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες, λυγερή,
ξεχωριστὴ στὴ χάρη, μὲ κατακόκκινο φόρεμα στηλωμένη ἀντίκρυ του στὴν
ἴδια βιτρίνα τοῦ ἐμπορικοῦ.
Ὁ βιολιστὴς αὐτὴν ἀντίκρυσε πρώτη ἅμα βγῆκε στὸ φῶς τῆς ἡμέρας ἀπὸ τὸ
χονδρὸ κουτί του καὶ σ᾿ αὐτὴν ἐχάρισε ὅλη τὴν ἀγάπη ποὺ εἶχε μέσα του.
Ἄλλος κόσμος δὲν ὑπῆρχε ἐκτὸς τῆς κούκλας. Ἐζοῦσε πιὰ γι᾿ αὐτήν. Ἀλλὰ κι
ἐκείνη βέβαια τὸν ἀγαποῦσε. Ἂν δὲν τὸν ἀγαποῦσε, τότε γιατί δὲν
ξεκολλοῦσε τὰ μάτια της ἀπὸ πάνω του, τὰ φωτερά της ἐκεῖνα μάτια ποὺ τὸν
ἔκαιαν; Ἂν δὲν τὸν ἀγαποῦσε γιατί δὲν ἐγύριζε κἂν νὰ ἰδῆ ἕναν ξανθὸ
ἀξιωματικὸ ποὺ ἐπάνω στὸ ξύλινο ἄλογό του καθισμένος εἶχε γυρισμένο τὸ
17
κεφάλι πρὸς τὸ μέρος της ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ τὸν ἔβαλε ἐκεῖ ὁ ἔμπορος; Ἂν δὲν
τὸν ἀγαποῦσε, γιατί χαμογελοῦσε ἀπὸ εὐχαρίστηση ὅταν ἔπαιζε τὸ βιολί του,
σὰν νὰ καταλάβαινε πὼς μόνο γι᾿ αὐτὴν ἔπαιζε;
Σὸν ἀγαποῦσε, τὸν ἀγαποῦσε. Ὅλα αὐτὰ ἦσαν φανερὰ σημάδια. Ὁ βιολιστὴς
ἕνα φόβο εἶχε μέσα στὴν εὐτυχία τῆς ἀγάπης του: μήπως τοὺς χωρίσουν. Πῶς
ἦταν δυνατὸν νὰ ζήση χωρὶς αὐτή; Καὶ τί τὴν ἤθελε τὴ ζωή;
-Σί ὡραῖα ποὺ παίζει αὐτός!, εἶπε ὁ κύριος. Μοὔρχεται νὰ τὸν ἀγοράσω τοῦ
ἀνεψιοῦ μου.
- Καὶ τί ὡραία ποὺ εἶναι κι αὐτή! Θὰ τὴν πάρω κι ἐγὼ τῆς ἀνεψιᾶς μου.
Γιὰ μία στιγμή, ὁ βιολιστὴς ἐνόμισε πὼς θὰ χωριζόταν πιὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη
του καὶ τουρχόταν νὰ σκάση ἀπὸ τὸ κακό του. Ἐνῶ ὅμως τὸν ἐτύλιγε ὁ
ἔμπορος στὸ χαρτί, κατάλαβε ἀπὸ τὴν ὁμιλία τῆς κυρίας ὅτι ὁ ἀνεψιὸς καὶ ἡ
ἀνεψιὰ ἦσαν ἀδέλφια καὶ ὅτι ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες θὰ βρισκόταν πάλι
κοντὰ στὴν ἀγαπημένη του κούκλα.
Ἔκαμε ὑπομονή, μὰ καὶ οἱ δυὸ μέρες, ποὺ ἔμεινε φυλακισμένος μέσα σ᾿ ἕνα
σκοτεινὸ ντουλάπι, τοῦ φάνηκαν χρόνοι ἀτέλειωτοι. υλλογιζόταν τί θὰ
γινόταν μόνη ἡ ἀγαπημένη του, πὼς θὰ τὸν ἀναζητοῦσε, πὼς θὰ νόμιζε ὅτι
δὲν θὰ τὸν ξανάβλεπε πιὰ καὶ θὰ σπαραζόταν ἀπὸ ἀπελπισία.
Κι ὁ καϋμένος ὁ βιολιστὴς ἐδάκρυζε τόσο πολὺ καὶ τόσο συχνά, ὥστε ὅταν
τὸν ἐξετύλιξαν ἀπὸ τὸ χαρτὶ τὴν Πρωτοχρονιὰ ἀπὸ τὰ δάκρυα εἶχαν ξεβάψει
τὰ μάτια του.
Βρέθηκε μέσα σὲ μιὰ σάλα φωτισμένη καὶ γεμάτη κόσμο. Σί τὸν ἔμελλε γιὰ
τὸν κόσμο; Αὐτὸς ἐκύτταζε μόνο νὰ ἰδῆ ποὺ εἶνε ἡ ἀγάπη του. Κι ὅταν τὸν
ἐκούρδισαν, ἔπαιξε μ᾿ ὅλη του τὴ δύναμη γιὰ νὰ τὸν ἀκούσῃ αὐτὴ καὶ νὰ
χαρῇ. Σοῦ κάκου ὅμως, τοῦ κάκου! Ἡ ὥρα περνοῦσε κι ἐκείνη δὲν φαινόταν
πουθενά. Ἦσαν ἄλλες κοῦκλες ἐκεῖ καθισμένες γύρω στὶς μεγάλες
πολυθρόνες, ἀλλὰ καμμιὰ δὲν εἶχε τὴ χάρι τῆς ἀγαπημένης του. Ὁ βιολιστὴς
ἄρχισε ν᾿ ἀπελπίζεται, ὅταν ξαφνικὰ πέρα ἐκεῖ πίσω ἀπὸ μία πόρτα τοῦ
φάνηκε πὼς εἶδε τὴν ἄκρη ἑνὸς φορέματος καὶ τὸ φόρεμα αὐτὸ ἔμοιαζε πολὺ
μ᾿ ἐκεῖνο τὸ κόκκινο ποὺ φοροῦσε ἡ ἀγάπη του. Πῶς, ἦταν λοιπὸν ἐκεῖ καὶ
18
δὲν ἐγύριζε νὰ τὸν δῆ; Σί ἔκανε πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα; Μήπως τὸν ἐπερίμενε
ἐπίτηδες ἐκεῖ, μακρυὰ ἀπὸ τὸν κόσμο; Ἐπλησίασε σιγὰ-σιγὰ μὲ λαχτάρα, μὲ
καρδιοχτύπι. Καὶ τί εἶδε; Σὴν ἀγαπημένη του μαζὶ μὲ τὸν ξανθὸ ἐκεῖνον
ἀξιωματικό, ποὺ δὲν ἐγύριζε ἡ ἄπιστη νὰ δῆ ὅταν ἦταν στὴ βιτρίνα τοῦ
ἐμπορικοῦ. Καὶ τώρα θὰ κρυφομιλοῦσαν βέβαια οἱ δυὸ γλυκὰ-γλυκὰ ἐκεῖνος
ἀπὸ τὸ ἄλογό του κι αὐτὴ στηλωμένη ὀρθὴ στὸν τοῖχο.
Ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀνοιχτὴ πληγὴ ἐχύθηκε ξαφνικὰ κάτι ποὺ δὲν ἔμοιζε καθόλου
μὲ αἷμα. Ὁ βιολιστὴς μὲ τ᾿ ἀγριεμένα μάτια του τὸ εἶδε καὶ τινάχθηκε πίσω...
- Σί! ἐφώναξε μὲ βραχνὴ φωνή. Καὶ τὴν εἶχα ἀγαπήσει τόσο, κι ἐνόμιζα ὅτι μ᾿
ἀγαποῦσε κι αὐτὴ ἐνῶ δὲν εἶχε μέσα στὰ στήθη της τίποτε ἄλλο ἀπὸ
πίτουρα... πίτουρα!
Σὸ πρωί, βρῆκαν πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα τὴν ὄμορφη κούκλα μὲ τρυπημένα τὰ
στήθη καὶ χυμένα τὰ πίτουρα ἐπάνω στὸ κόκκινο φόρεμα καὶ τὸ σπαθὶ τοῦ
ἀξιωματικοῦ πεσμένο κάτω στὸ πάτωμα. Κι ὅταν πῆραν νὰ κουρδίσουν τὸν
βιολιστή, εἶδαν πὼς τὸ ξύλο του ἦταν σπασμένο σὲ δυὸ κομμάτια. Ἔρραψαν
τὴν πληγὴ τῆς κούκλας, ἐκόλλησαν τὸ σπαθὶ τοῦ ἀξιωματικοῦ, κι ἐπέταξαν
στὸ κάρρο τῶν σκουπιδιῶν τὸν ἄχρηστο βιολιστή...
19
Ένας παράσιτος
Ήτον κοντός, αλλά καλοδεμένος και δυνατός στα χέρια. Ένα κεφάλι
ολοστρόγγυλο κοντοκουρεμένο. Γένια ψαλιδισμένα και μεγάλο μουστάκι,
αρειμάνια στριμμένο. Πίσω από τα γυαλιά, που φορούσε πάντα, δυο μάτια
μικρά κουτοπόνηρα εθαμπόφεγγαν, σαν ψαριού όχι πολύ φρέσκου.
Βλεφαρίδες σχεδόν δεν είχε.
Έλεγε πως ήτον καταγωγής μανιάτικης και πως τον είχε βαφτίσει ο
Θοδωράκης Γρίβας. Γι’ αυτό και είχε την προστασία τού Δημητράκη Γρίβα
και σ’ αυτόν εχρεωστούσε τον διορισμό του σε ταμειακή υπηρεσία. Θα ήτον
τότε ως σαράντα ετών και το μουστάκι και τα γένια του αλατίζουνταν κάπου
κάπου με τις πρώτες άσπρες τρίχες. Ντυμένος με φτηνά και διορθωμένα
ρούχα, με ξεφτισμένο μαύρο λαιμοδέτη και τσαλακωμένο κολάρο, ήτον όμως
καθαρός. Κι αυτό βέβαια το χρεωστούσε στη γυναίκα του, μια Τδραία με
τσεμπέρι, προκομμένη νοικοκυρά, καθώς όλες οι γυναίκες του
βραχοθεμέλιωτου νησιού. Ιδιαίτερη προσοχή έδινε στα παπούτσια του: παλιά,
ξηλωμένα, μπαλωμένα, τα είχε πάντοτε λουστρισμένα της ώρας.
Όπως στον προφορικόν λόγο του, και στα γράμματά του προς ανωτέρους του
στην υπηρεσία ή στην κοινωνία είχε δικές του εκφράσεις, που πολλές φορές
δεν ήταν και στον τόπον τους. τον προϊστάμενο ταμίαν κάποτε, που έλειψε
με άδεια μια βδομάδα, έγραφε στην αρχή του γράμματός του: «Περινούστατε,
Κύριε Σαμία», και υπέγραφε: «Σων υμετέρων διαταγών πειθήνιος
εκτελεστής». Όλους τούς βουλευτάς, που ζητούσε να συστήσουν τον
προβιβασμόν του από τον Τπουργόν των Οικονομικών τους επροσφωνούσε:
«Εκλαμπρότατε» και όλους τους τρατιωτικούς «Ενδοξότατε» ή
«Γενναιότατε» κι ετελείωνε με το: «Ευλαβής ικέτης» ή
«Ύπερευγνωμονέστατος».
20
Σην υπογραφή του την είχε φιλοτεχνήσει μεγαλόπρεπη, σαν να ήτον
τουλάχιστον υπουργός ή πρέσβυς, με ολόγραφο το όνομα και το επίθετό του.
Κάτω από την υπογραφή εκρέμουνταν ένα σύμπλεγμα, σαν περσικό ή
αραβικό κέντημα.
έ κάθε ομιλία του ήθελε να δείχνει πολυμάθεια και ενημερότητα στη δική
μας και στην ξένη πολιτική κίνηση. Γι’ αυτό
Ο Κορσικανός ο έχων τον Σαΰγετον πατρίδα τον είχε κάθε λίγο στο στόμα του
χωρίς καμιάν ανάγκη. Για τους τότε αυτοκράτορας της Ρωσίας, της Αυστρίας
και της Γαλλίας, μιλούσε με τόσην οικειότητα, σαν να ήτον προσωπικός
φίλος τους. Σον Αλέξανδρον της Ρωσίας μάλιστα δεν τον ονομάτιζε καν.
Έλεγεν: «Ο συμπέθερός μας», εξ αιτίας του γάμου του Βασιλέως Γεωργίου με
την Μεγάλη Δούκισσα Όλγα. Αυτός ήτον ο Βασιλάκης, ο ταμειακός
21
υπάλληλος της Ύδρας, στην πρώτη γνωριμία, που είχα μαζί του το καλοκαίρι
του 1872.
Ούτε μού εδόθηκεν αφορμή να τον ξανασυλλογισθώ για πέντ’ έξι χρόνια, ως
την ημέρα που παρουσιάσθηκε στο σπίτι μας, στην Αθήνα. Μάς τον έφερεν ο
τάθης, εξάδελφός μου τριτοετής φοιτητής της Ιατρικής. Σον είχε γνωρίσει
στας Καλάμας, που τον μετέθεσαν από την Ύδρα για να δώσουν τη θέση του
σέ κάποιον Τδραίον. Ο έξάδελφός μου ήτον εκεί μαθητής του Γυμνασίου και
κατοικούσε στο σπίτι του θείου του ταμία. Έβλεπε λοιπόν τον Βασιλάκη στο
ταμείον ν’ αντιγράφει δυο και τρεις φορές το ίδιο έγγραφον, ως που να το
καταφέρει χωρίς λάθος, να επιγράφει τους φακέλους καλλιγραφικά και να
τους σφραγίζει προσεκτικά με όρθια τη σφραγίδα του ταμείου. Ο Βασιλάκης
επροσκολλήθηκε στον ανιψιόν του ταμία, που τον ευρήκε πρόθυμον να τον
κερνά στο καφενείον και να τον καλεί στο ξενοδοχείον, όποτε δεν έτρωγε
στου θείου του. Δεν επέρασεν όμως ένα εξάμηνο και ο Βασιλάκης εμετατέθηκε
σέ άλλο ταμείον. Καμιάν υποστήριξη δεν είχε από την υπηρεσία, γιατί ήτον
ανίκανος και άχρηστος, και μόνον από φιλανθρωπία και με την προστασία
του Γρίβα τον εδιατηροΰσαν, ως που να πάρει τη σύνταξή του. Σελευταία
όμως ένας βουλευτής την εζήτησε τη θέση του για κάποιον δικόν του και, πριν
προφτάσει ο Βασιλάκης να προσφυγή στην παρέμβαση του πνευματικού του
αδελφού, έλαβε την απόλυση. Αναγκάσθηκε λοιπόν να γυρίσει παυσανίας
στην Ύδρα, που είχε τουλάχιστον στέγη, το σπιτάκι της Φριστίνας, της
γυναίκας του. Προκομμένη, όπως όλες οι Τδραίισσες, δεν εκάθουνταν στιγμή
με σταυρωμένα χέρια. Σο σπίτι της λαμποκοπούσε από πάστρα, μ’ όλη τη
φτώχεια της. Σο ασβεστόχρισμά του το σαββατιάτικο έφθανεν ως το κατώφλι
στο ανηφορικό βραχοσκάλιστο δρομάκι. Και όταν ετελείωνεν από το
νοικοκυριό της και άναβε τη φουφού της για μαγείρεμα, έπαιρνε την κάλτσα
στα γόνατά της κι εκάθουνταν κοντά στη φωτιά ή έραβε κι εμπάλωνε
ασπρόρουχα υπαλλήλων, που δεν είχαν οικογένεια δική τους στην ‘Ύδρα. Με
τα λίγα, που εκέρδιζεν από το πλέξιμο των καλτσών και από το ράψιμο,
εζούσε χωρίς να στερείται το καθημερινό της. Ο άνδρας της όσον καιρόν
επεριόδευε στα διάφορα επαρχιακά ταμεία δεν της έστελνε χρήματα και
μόνον, αν ετύχαινεν ευκαιρία με κανένα επιβάτη, της επρομήθευε λίγα
προϊόντα του τόπου της διαμονής του.
22
ίδιος στην Αθήνα και να προσπέσει στον Γρίβα και να ζητήσει και από
άλλους πολιτευομένους υποστήριξη για να ξαναδιορισθεί. Ο μεγάλος πόθος
του ήτον να εύρει θέση στην «Κεντρική Τπηρεσία», δηλαδή στο Τπουργείον
των Οικονομικών, για να γνωρίσει και αυτός την «Κλεινήν πόλιν του
Περικλέους» που μόνον περαστικά την είχε θαυμάσει ως τότε.
Σην κατοικία του τάθη, κοντά στο Πανεπιστήμιο, την είχε μάθει στην Ύδρα
από έναν συμφοιτητή του στην Ιατρική. Εβγήκε δωρεάν και στον Πειραιά με
μια βάρκα του βαποριού και με την κουβέρτα στον ώμο επήγε στον
ιδηροδρομικό ταθμό, εμπήκε σ’ ένα βαγόνι τρίτης θέσεως, εξεκίνησε πάλι
πεζός, με την κουβέρτα, από τον μόνον τότε ταθμόν του Θησείου, κι έφθασε
στου τάθη το σπίτι με μεγάλον γύρο, γιατί δεν ήξερε τα συντομότερα
λοξοδρομήματα.
διορισμό του. Οι προσδοκίες του Βασιλάκη από την προστασία του Γρίβα
εχάθηκαν, όταν έμαθε πως δεν ήτον στην ’Αθήνα και ούτε θα εγύριζε γλήγορα
από την Βόνιτσα. Άλλες πόρτες βουλευτών, που επήγε να χτυπήσει,
ευρέθηκαν κλειστές, γιατί ήταν αντιπολιτευόμενοι.
23
Εν τούτοις η Πρωτεύουσα «τον εσαγήνευσε» και δεν εννοούσε να φύγει για
την Ύδρα. Εκαταλάβαινε πως δεν ήτον δυνατόν να τον τρέφει ο τάθης με το
μηνιαίον, που του έστελνεν ο πατέρας του, και εκατάστρωσε με τον νου του το
παρασιτικόν πρόγραμμα, που έβαλε σ’ εφαρμογή: Άρχισεν από το σπίτι μας.
Εζήτησε του τάθη να τον φέρει να επισκεφθεί την «Κυρίαν Σμηματάρχου,
που είχε την τιμήν να γνωρίσει εν Ύδρα». Εννοούσε την μητέρα μου, γιατί ο
πατέρας μου ήτον τμηματάρχης στο Τπουργείον των Οικονομικών. Έριξε την
πρώτη άγκυρα. Ή μητέρα μου τον εσυμπόνεσε και τον εκράτησε μαζί με τον
τάθη να φάνε το μεσημέρι.
– Προς χάριν σας όμως και διά να μη σάς δυσαρεστήσω, ας πάρω ολίγον
ακόμη.
το σπίτι μας έτυχε να κάνει τη γνωριμία ενός εξαδέλφου της μητέρας μου
γιατρού, του Λιμπρίτη. Δεύτερη άγκυρα αμέσως. Όταν έφευγε, του είπε:
24
– Ευχαριστώ, εξοχότατε, διά την κολακευτικήν πρόσκλησιν, αλλά προ ολίγου
επρογευμάτισα.
– Δεν πειράζει γι’ αυτό, του είπεν ο γιατρός γελώντας, θα πήρες τίποτε ελαφρό
και δεν θα σου εβάρυνε το στομάχι. υμπληρωματικά θα φας κι εδώ λίγα
μακαρόνια και ψητό αρνάκι.
– Σο παιδί έχει ανάγκη από τροφή δυναμωτική, λίγο ζουμί. Πάρε αυτή τη
σημείωση και πήγαινε στο πλαγινό χασάπικο. θα σού δίνει λίγο κρέας για
λογαριασμό μου τρεις ήμερες.
25
παρουσιάσθηκε με την πρωτοφόρετη ρεδιγκότα, αλλά και με αλλαγμένο
πρόσωπο. Ο τάθης τον είχε πάει στον κουρέα του να τον κουρέψει, που ήτον
σαν πρόβατο από τα δασωμένα μαλλιά, κι έδωσε κρυφά παραγγελία να του
ξουρίσει τα γένια από τα μάγουλα και να του αφήσει μόνον μους στενό και
μυτερό. Ο Βασιλάκης προ του τετελεσμένου δεν έφερεν αντίρρηση. Μόλις
μπήκε στου γιατρού καμαρωτός διαλάλησε:
– Ναπολέων ο τρίτος!
Από το σπίτι της Κυρίας ιατρού επέρασε κατά όμοιον τρόπο στο σπίτι της
«Ευγενεστάτης Κυρίας αδελφής της» την ώρα του τραπεζιού. Και μ’ όλον ότι,
καθώς έδήλωσεν, είχε φάει πριν, προς χάριν της εδέχθηκε την πρόσκληση. Η
καλή του τύχη τον έφερε σε μια γαλοπούλα παραγεμιστή.
Ο κύκλος εμεγάλωνε. Σον εκάλεσε και ή αδελφή της μητέρας μου μια μέρα
που τον εγνώρισε στο σπίτι μας. Ευρήκε στον δρόμο και μια οικογένεια
πλούσια υδραίικη, εγκατεστημένη στην Αθήνα. Εκαλέσθηκε μόνος του με τον
ευγενικόν τρόπο που ήξερε: για να μην τους δυσαρεστήσει. Υέρνοντας γύρω
στα τέοοερα πέντε σπίτια και τον τάθη πληρωτή στο ξενοδοχείον, ο
κουτοπόνηρος Βασιλάκης εξασφάλισε και το ζήτημα του στομαχιού κι
εκαλοστρώθηκε εις την «περίδοξον πόλιν των ποιητών και των φιλοσόφων».
Εμείς τα παιδιά, ήμουν τότε στη δευτέρα τάξη του Γυμνασίου και σε μια τάξη
κατώτερη δυο εξάδελφοί μου, εγίναμε γλήγορα φίλοι του Βασιλάκη με του
τάθη την πρωτοβουλία, πού, αν και τρία τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος μας,
ήτον πολύ συχνά στη συντροφιά μας. Και οι τρεις είχαμε γεννηθεί στην
Πλάκα, στο ίδιο σπίτι και στην ίδια αυλή είχαμε μεγαλώσει. Εχωρισθήκαμε
από τότε, που εκτίσθηκε το καινούργιο σπίτι μας αντικρύ στο Αρσάκειον.
Εξανασμίξαμε όμως πάλι, όταν ήλθαν κι εκείνοι στη γειτονιά μας κι
ενοίκιασαν σπίτι στην οδόν Πανεπιστημίου, που συνόρευεν ο κήπος του με
τον δικόν μας. Δεν επερνούσε ημέρα που να μην πάω εγώ σ’ εκείνους ή
εκείνοι σ’ εμένα τις βραδινές ώρες. Και η πιο συνηθισμένη απασχόλησή μας
ήταν το σκάκι.
Σις ώρες που επαίζαμε σκάκι, ο Βασιλάκης εκάθουνταν κοντά μας σέ μια
καρέκλα κι εδιάβαζε την πρώτη εφημερίδα που ετύχαινε πρόχειρη, και ας μην
ήτον της ίδιας ημέρας. Σην εδιάβαζεν από την αρχή ως το τέλος σαν να την
εμελετούσε και μας υποχρέωνε ν’ ακούμε το μεγαλόφωνο διάβασμα κάποιου
πολιτικού άρθρου, που τον εσύμφερε, γιατί θα ευκόλυνε το διορισμό του η
αλλαγή Κυβερνήσεως. το διάβασμά του συνήθιζεν όχι μόνον να σταματά
στις τελείες, αλλά και να λέει «τελεία» ή και «άλλη παράγραφος», και στις
ερωτηματικές φράσεις αντί να δίνει τον ερωτηματικόν τόνο, τις εδιάβαζε
26
θετικές και ύστερα ελεγεν: «ερωτηματικόν». Αν δεν τον ευχαριστούσαν όσα
εδιάβαζε, εξεσπούσε σέ διαμαρτυρίες και φοβέρες πως θα εκδώσει αυτός
εφημερίδα δική του και θα τους δείξει πώς γράφουν. Κάποτε αποκοιμιούνταν
με το διάβασμα. Η εφημερίδα εγλιστρούσεν από τα χέρια του και το κεφάλι
του έπεφτε βαρύ προς το στήθος του. Σρομαγμένος σαν να φοβήθηκε πως του
κόπηκε και θα κυλιστεί στο πάτωμα, το αναστύλωνεν κι άνοιγε τα μάτια πίσω
από τα γυαλιά και, για να δείξει πως είναι ξυπνητός, κουνούσε το πόδι του,
που είχε σταυρωμένο απάνω στο άλλο γόνατο σιγαλομουρμουρίζοντας.
Κι ένα ντόμινο ανδρικό εσήκωσε το χέρι στα μούτρα του. Κατά καλή τύχη
εβγαίναμε εμείς από το σπίτι, που είχαμε πάει, και τον εγλιτώσαμε από
ξυλοκόπημα.
Πώς επερνούσε τις ώρες, που δεν ήτον μ’ εμάς ή δεν έτρωγε σε κάποιο σπίτι;
Όταν εσυνεδρίαζεν η Βουλή, παρακολουθούσε τις συνεδριάσεις από τα λαϊκά
θεωρεία κι ετριγύριζεν απ’ έξω, για να ζητήσει την υποστήριξη κανενός
βουλευτού Ύδρας, χάριν της γυναίκας του, ή πάρτης, χάριν των
παρτιατών προγόνων του. υχνά επήγαινε τις πρωινές ώρες σ’ έναν
υδραίικο καφενέ του Χυρή κι εύρισκε γνωστούς από την Ύδρα, που τον
εκερνούσαν. Εκεί του εδίνουνταν ευκαιρία να μιλεί κι αρβανίτικα. Ήτον η
δεύτερη γλώσσα του ύστερα από τα ελληνικά και το θεωρούσε σημαντικό.
27
Όταν κάποτε τον ερώτησεν ο Γάλλος καθηγητής Εμάρ, αν ξέρει γαλλικά,
αποκρίθηκε με υπερηφάνεια:
– Σην γλώσσαν του Γαμβέτα δυστυχώς την αγνοώ, ομιλώ όμως απταίστως την
αλβανικήν.
Έκανε και περιπάτους στα αρχαία μνημεία και τα εξηγούσεν όπως αυτός τα
ήθελε, ανακατεύοντας πρόσωπα και πράματα, που τα εχώριζαν αιώνες ή και
δεν είχαν καμιά σχέση με την «κλεινήν πόλιν της Παλλάδος», όπως την
έλεγε. Μια ημέρα μας αποκάλυψε πως ευρήκε τρόπο να κάνει και
περιπάτους με άμαξα δωρεάν και μας εξήγησε τον τρόπο του:
– Γνωστοί και άγνωστοι δεν υπάρχουν. Όλοι είμεθα εν Φριστώ αδελφοί, μάς
αποκρίθηκε. Και προσέθεσεν αμέσως:
Πώς έκανε και ήτον καθαρά ντυμένος πάντα; Κάθε δεύτερη εβδομάδα
κατέβαινε πρωί πρωί στον Πειραιά κι έμπαινε στο βαπόρι του αρωνικού.
Έβγαινε στην Ύδρα κατά τις δέκα και το άλλο πρωινό πάλι στο ίδιο το
βαπόρι εμπαρκάρουνταν κι εγύριζε. το διάστημα αυτό η Φριστίνα του
έπλενε, εσιδέρωνε και εδιόρθωνε τα ρούχα του. Δεν του κόστιζε το ταξίδι αυτό
παρά μόνον το εισιτήριο του ιδηροδρόμου.
Δεν εξόδευε στην Αθήνα σχεδόν τίποτε. Αλλά και τις λίγες δεκάρες, που του
χρειάζουνταν για να λουστράρει τα παπούτσια και να πάρει καμιά
κουλούρα, πού τις εύρισκε; Μυστήριο. Δανεικά δεν εζητούσε ποτέ από κανένα
μας κι όταν κάποτε ο αγαθότατος γιατρός τον ερώτησεν αν έχει ανάγκη να
τον βοηθήσει, αποκρίθηκε με μεγάλη αξιοπρέπεια:
28
Σο πιθανότερο είναι πως η γυναίκα του, όποτε επήγαινε στην Ύδρα, θα του
έδινε λίγα χρήματα από τα δικά της, με την έλπίδα πάντα πως μένοντας στην
Αθήνα θα κατόρθωνεν ευκολότερα να ξαναδιορισθεί, όπως την εβεβαίωνεν.
Κάποτε επαίζαμε τόμπολα το βράδυ στο σπίτι μας και ήρχουνταν και άλλοι
συγγενείς μας και πελάται του Βασιλάκη. Εσυμφωνούσαμε μεταξύ μας να
κάνομε καλπονόθευση στις κληρώσεις των αριθμών για να κερδίσει η καρτέλα
του κι έτσι να του δώσομε με τρόπο τρεις τέσσερες δραχμές. Φαρίσματα όμως
εδέχουνταν «ευχαρίστως κι εύγνωμόνως», καθώς έλεγεν. Η μητέρα μου του
είχε δώσει ένα μεταχειρισμένο παλτό του πατέρα μου κι ένα ζευγάρι
παπούτσια, άλλα συγγενικά σπίτια του εχάρισαν μαντήλια, λαιμοδέτες, ένα
μαξιλάρι, μια κουβέρτα και από το υδραίικο σπίτι ένα αχυρένιο στρώμα.
Ναπολέων τρίτος δεν έμεινε για πολύν καιρό. Σα γένια του μεγάλωσαν και
εξαναπήρε την παλιά του αμελημένην όψη μετά τις Αποκριές. Σο Πάσχα
όμως ο τάθης τον έπεισε πως αφού ο Ναπολέων είχε νικηθεί από τον
αυτοκράτορα Γουλιέλμο, σωστό ήτον να παρουσιασθεί και αυτός σαν τον
νικητή, με ξουρισμένο το σαγόνι και λίγα γένια μόνον στα μάγουλα. Και μάς
τον έφερε στο σπίτι μας με τη νέα του όψη τη μέρα του Πάσχα, καλεσμένο στο
μεσημεριανό τραπέζι, κι εγύρισε τις άλλες πασχαλινές μέρες όλα τα σπίτια της
πελατείας του για να ευχηθεί το Φριστός Ανέστη, σαν Γουλιέλμος ο νικητής.
Αλλά δεν έμεινε και στη δεύτερη φιγούρα για πολύ. Ήτον
29
να πάει στην Ύδρα. Σους εκαλέσαμε λοιπόν οι τέσσερες άλλοι της συντροφιάς
στο περιβόλι των δυο εξαδέλφων μου. Από τα σπίτια μας μάς ετοίμασαν
πλούσια και χορταστικά όσα μπορούσαμε να σηκώνομε σε καλάθια και
δέματα, γιατί επηγαίναμε με τα πόδια. το σπίτι το εξοχικό, που ήτον
κτισμένο στη μια την άκρη του μεγάλου περιβολιού, θα βρίσκαμε κρασί
παλιό σαντορινιό. Από κει θα παίρναμε μαχαιροπίρουνα, πιάτα και ποτήρια,
όσα θα μάς εχρειάζουνταν.
Εδιαλέξαμε έναν καλόν ήσκιο στην άλλη άκρη του περιβολιού, κάτω από
μεγάλες ελιές, εστρώσαμε ένα χαλί φερμένο από το εξοχικό σπίτι και
αρχίσαμε πολύ πριν το μεσημέρι το φαγοπότι, γιατί δεν εκρατιούνταν ο
Βασιλάκης και ήτον άξιος να μάς τα φάει όλα από την πείνα του. Αλλά το
κρασί το σαντορινιό δεν άργησε να μάς ζαλίσει κι ο Βασιλάκης που το έπινε
σαν νερό, μέθυσε στα καλά. Πώς εξύπνησε μέσα του από το πιοτό όλη ή
φιλοπατρία και η έχθρα κατά των Σούρκων! Ετινάχθηκε απάνω
εξαγριωμένος και πριν προφθάσομε να τον κρατήσομε, όρμησε σε μια
ανθισμένη αχλαδιά και την εκαταμάδησε και της έσπαζε τα κλαδιά
φωνάζοντας:
Ό Υωτιάδης ήτον πρέσβυς της Σουρκίας στην Αθήνα από χρόνια και σ’ αυτόν
εξεσπούσε, σαν να ήτον μεταμορφωμένος στην καημένη την αχλαδιά.
30
άλλο— ως που να έρθει στα συγκαλά του. Κι έξαφνα ακούμε ξεφωνητά και
γέλια γυναικών κάτω και από το παράθυρο βλέπομε τον Βασιλάκη ολόγυμνο
μ’ ένα στεφάνι από πασχαλιά ανθισμένη να τραυλίζει:
31
Σα τελευταία του λόγια, που μου είχε ειπεί, μας έμειναν αλησμόνητα, και
ξαναλέμε και τώρα ακόμα σε κάθε περίσταση που θέλομε να φανούμε
συγκαταβατικοί:
32