Professional Documents
Culture Documents
Φιλοδόξησε με το πολυσχιδές έργο της, να εγκαινιάσει μια νέα ματιά, μια νέα γραμμή
οράσεως των πραγμάτων. Η συνολική αναγνώριση του έργου της ήρθε το 1997 με το
βραβείο της Ακαδημίας, ενώ το 1991 της απονεμήθηκε το Α κρατικό βραβείο
ποίησης, και, τέλος, το 1998 αναγορεύτηκε επίτιμη διδάκτωρ του τμήματος Ιστορίας
και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Παν/ιου Θεσσαλονίκης.
Την ποιητική μυθολογία και κοσμολογία της κατοικούν γυναίκες, τυφλοί, παιδιά,
θηρία, ζωγράφοι και λογοτέχνες, πρόσωπα του κόσμου και οι ιστορίες τους, το νερό,
το δάσος, το τρωκτικό των θεμελίων, τα έγκατα της γης, ο κήπος, η θάλασσα, φυτά
και ψάρια, το πουλί. 'Ολα αυτά είναι για την συγγραφέα δυνάμει ανατρεπτικές,
δημιουργικές και ποιητικές εντέλει οντότητες. Eστιάζει στο γένος των ανθρώπων,
στην ανθρώπινη κοινότητα και όχι στο πρόσωπο, παίζει με τις έννοιες της ιστορίας,
της εξουσίας και της αθωότητας, χωρίς ποτέ η γραφή της να ολοκληρώνεται με ένα
αφηγηματικό επιμύθιο.
Στοιχεία της φύσης, η ύλη και η ενέργεια, ο χώρος μέσα στην κοσμική του
προοπτική, οι μορφές στο χώρο, τα έμβια όντα, όλα συνδέονται σε ένα οργανικό
συνεχές, σε μια αλυσίδα αέναων μετασχηματισμών και μορφογενέσεων. Η αρχή της
προσομοίωσης διαπερνά και την ποιητική της ματιά. Τίποτα δεν εξαφανίζεται ή δεν
πεθαίνει, αλλά μετατρέπεται, παίρνει άλλες μορφές. Το ένα μπαίνει στην θέση του
άλλου. Η αφή παίρνει την θέση της όρασης, ο πόνος και η τρέλλα την θέση της
γνώσης, το φαινομενικά άδειο κυοφορεί τη νέα ζωή, η αθωότητα γίνεται άλλη
εξουσία, η αρρώστια άλλος έρως ζωής. Το λίγο γεννάει το πολύ, από το γνωστό ή
από το αισθητό οικειωνόμαστε το αφηρημένο ή το άγνωστο. Από το οργανικό στο
ανόργανο, από την σύνθεση στην αποσύνθεση, αυτή η κίνηση που χαρακτηρίζει το
αέναο κοσμικό γίγνεσθαι εμπνέει την ποιήτρια. Στα ποιήματά της καταγράφεται ένα
κολλάζ κινούμενων εικόνων. Οι μορφές σχηματίζονται και αποσχηματίζονται,
γεμίζουν και αδειάζουν από σάρκα και χρώμα, κίνηση και δράση, οι μορφές
ξεχωρίζουν από το φόντο και μετά πάλι υποχωρούν στο φόντο. Είναι σαφής στα
ποιήματά της η επίδραση και ο απόηχος από την θεωρία των μορφολόγων της
Gestalt, αλλά και της θεωρίας του Arnheim για την οπτική αντίληψη. Εξ άλλου όλη η
τέχνη (ζωγραφική, λογοτεχνία κ.ά.) συνιστούν για τη Βακαλό χειρονομία και
«συμπεριφορά», κίνηση προς τον κόσμο (1989, 1975, 1999).
Στο ευρύ φάσμα του ποιητικού έργου της ενσωματώνονται ποικίλα και ετερογενή
στοιχεία. Πρόκειται για μια ποίηση που αντλεί από τους προσωκρατικούς
φιλοσόφους ή τη βιολογία αλλά και συγγενεύει με ποιητές όπως ο Wallace Stevens ή
η Marianne Moore. Χωρίς λοιπόν να ανήκει αυστηρά σε συγκεκριμένες ομάδες ή
κινήματα, η ποιητική γραφή της Βακαλό με τις διαρκώς μεταβαλλόμενες εικόνες,
αλλά και με ένα οριακό παιχνίδι με τη σύνταξη και με τη σχέση γλώσσας - νοήματος
συγγενεύει εκλεκτικά με πολλά πρωτοποριακά μεταπολεμικά διεθνή κινήματα, όπως
π.χ. ο νεοϋπερρεαλισμός, η «Συγκεκριμένη Ποίηση» [Konkrete Poesie] της δεκαετίας
του 1950, ή η γλωσσοκεντρική ποίηση των δεκαετιών 1970 και 1980. 'Ηδη από το
1970, με τα δοκίμιά και τα ποιήματά της, ανοίγει το δρόμο σε κάθε είδους
πειραματισμούς που σχετίζονται με την διεπίδραση εικόνας και λέξης.
πρέπει να πω ότι είναι μια ποίηση που βγαίνει από τα όρια της δεδομένης αντίληψης
της ποίησης, αλλά εγώ πιστεύω και γι' αυτό πολεμάω και γι' αυτό πολέμησα ... ότι η
ποίηση είναι παντού. Και στα πιο κοινά πράματα. Αυτή τη μαγεία δεν είναι ανάγκη
να τη ζητάμε με φυγές. Ο σκοπός είναι να τη δούμε σε όλα γύρω μας και αυτό είναι
το θέμα όλο.
«Κοινή» χωρίς ποιητική εκζήτηση είναι και η χρήση γλώσσας στα ποιήματά της.
Ωστόσο, αυτή η απλή -λεξιλογικά- γλώσσα παίζει σε άλλο επίπεδο: διαρρηγνύει
γραμματικούς κανόνες και σημασιοσυντακτικά πρότυπα, παίζει με την ταυτότητα των
όρων της πρότασης, την σειρά των λέξεων, τους συντακτικούς δεσμούς ρήματος -
αντικειμένου, κ.ά. Πειραματίζεται με την οπτική διάταξη των λέξεων στην τυπωμένη
σελίδα, χρησιμοποιεί συχνότατα το σχήμα του υπερβατού, σχήμα της υψηλής
ποίησης κατά το Λογγίνο, όπως π.χ. στον στίχο «Σα να η θάλασσα δοκιμάζει τον ήλιο
ξανά» από την ποιητική συλλογή Ημερολόγιο της Ηλικίας (1958) ή το ποίημα «Η
έλλειψη του νερού» από την ίδια συλλογή:
Η δίψα αρχίζοντας
'Οπως τα χείλη φουσκώνουν
Στη σύσταση χλοερά που ήταν πιο πριν
Εξάλλου και ο τίτλος Πριν από το Λυρισμό της πρώτης συγκεντρωτικής έκδοσης
των ποιημάτων (1981) δεν είναι τυχαίος. Δηλώνει μια στάση απέναντι στην ποίηση.
Μια γλωσσική στάση που αποποιείται αυτό που η συγγραφέας ονόμαζε «λυρική
αίσθηση»: δηλαδή την ευτελή αισθηματολογία, την αυτοδάπανη εξομολόγηση, τις
στομφώδεις κορώνες. Χωρίς ρητορείες, γυμνός από επίθετα και φειδωλός στα ρήματα
ο λόγος της, αφαιρετικός, υιοθετεί συστηματικά την γλωσσική απόσταση από το
«εγώ». Από αυτή την γλωσσική αφαίρεση, προκύπτει το ποιητικό πλεόνασμα, από
την εμμεσότητα , η αμεσότητα. 'Οχι πως απαρνείται το συναίσθημα η ποίηση αυτή.
Προσηλώνεται, αντίθετα, στην ανάδειξη πρωτογενών αισθημάτων όπως ο φόβος, η
ανάγκη του άλλου, η ερωτική επιθυμία, το τραύμα της απώλειας. Στις συλλογές της
ενότητας πριν από το λυρισμό, πολλές φορές η ποιήτρια θα αναφέρει το φόβο.
Πρωτογενές, αρχέγονο συναίσθημα ο φόβος, καθολικό για ζώα και ανθρώπους,
συνιστά για την ποιήτρια μια από εκείνες τις «καίριες αντιληπτικές και δημιουργικές
δυνάμεις του ανθρώπου» που έχουν απωθηθεί από τον δυτικό ορθολογικό πολιτισμό.
Η γυναίκα, ωστόσο, θα προσθέσει η συγγραφέας το 1976 σε κείμενό της για την
«φύση» της γυναικείας ποίησης, λόγω του αποκλεισμού που της επέβαλε αυτός ο
πολιτισμός σε πολλά κεντρικά ζητήματα είχε την τύχη «να μην χάσει την επικοινωνία
των πηγών». Το αγρίμι, τα ζώα, οι γυναίκες, το πουλί, «ξέρουν να φοβούνται». Η
απόδοση του καθολικού συναισθήματος του φόβου από κοινού στη φύση και στους
ανθρώπους, υπαγορεύει εκτός των άλλων και την αποπομπή του «λυρικού στοιχείου»
από την ποιητική γλώσσα που υιοθετεί η συγγραφέας.
<...>
'Ολες τις ώρες τα σώματα
Σχεδιάζουν γύρω μας
Μεγάλους
Μεγάλους
Διασταυρούμενους κύκλους
Περπατησιάς αγριμιών
Οι άγλωσσοι ποιητές
«Δεν υπάρχει κόσμος αν δεν υπάρχει γλώσσα», θα πει σε ένα θεωρητικό δοκίμιο της
για την τέχνη η συγγραφέας. Στις ευτυχισμένες στιγμές της η γλώσσα- καθρέφτης, η
γλώσσα - κομμάτι σιωπής γίνεται λέξη-καταλύτης, ποίημα-πράξη που ξαναβαφτίζει
το πράγμα, όπως το θέλει η ποιήτρια:
Είναι πράγμα
Το άλλο του πράγματος
Γιατί ενάντιο σε μένα
Και όμορφο
Το πλησίον που χάνεται
Το μετατρέπω σε ρήμα
Εννοείται ο αέρας
Και βόσκει
Ψηλώνοντας απ' το χόρτο
Το πράσινο ως χρώμα
Η συμβολή του έργου της Β. δεν εξαντλείται στις ακραίες και πειραματικές χρήσεις
του λόγου, όπως π.χ. η αποκάλυψη των βαθιών δομών της γλώσσας, η λέξη
αντικείμενο, κλπ. Σε βάθος χρόνου μένει κάτι άλλο σημαντικότερο. Το αίτημα για
την παλινδρόμηση της γλώσσας στο πράγμα, την γείωση του γλωσσικού συμβόλου
στην ενσώματη καταβολή του, την επιστροφή του λόγου στο μύθο. Με την ποίησή
της αποζητά εκείνη την χαμένη διάσταση του ποιείν, όταν ονομάζοντας το πράγμα
ταυτόχρονα το δημιουργείς. Η ποιήτρια στρέφεται στον αρχαϊκό κόσμο της ταύτισης
λέξης και πράγματος και αμφισβητεί τον ορθολογικό δυϊσμό που κατά τη γνώμη της
καταδυνάστευσε την δυτική σκέψη. Στην ίδια την ποίησή της ο μύθος είναι ο λόγος
του πράγματος, ένας λόγος-μύθος που θέλει να συναντήσει το φαντασιακό όλων μέσα
σε μια ίδια αναπαράσταση. Το εγχείρημα όμως αυτό επιχειρείται με ανορθόδοξα
μέσα, με μια «δύσκολη» γλώσσα, μια σκληρή αγάπη που ως τέτοια ακριβώς
εξανθρωπίζει τη λέξη:
Η ποίηση της Ελένης Βακαλό συνιστά έναν τρόπο να βλέπεις τα πράγματα, μια
πλευρά από όπου μπορείς να δεις τον κόσμο, είναι μια ποίηση αγωγής, μια ποίηση
που ήταν «μπροστά από τον καιρό της» και τώρα μόλις συναντά τους αποδέκτες της,
εμάς τους αναγνώστες-θεατές του 21ου αιώνα.