You are on page 1of 19

Ακαδημαϊκό έτος 2022-2023, Εαρινό εξάμηνο

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΝΕΦ 219

Νεότερη ελληνική ποίηση και δημιουργική γραφή

Διδάσκων: Ευριπίδης Γαραντούδης

KEIMENA METPIKΩN AΣKHΣEΩN

Βασικές έννοιες: στίχος, ισοσυλλαβία, μέτρο, δυναμικός τόνος, μετρική


συλλαβή, πόδας, τονικό σχήμα, φωνηεντικές συναντήσεις (συνίζηση,
χασμωδία), αυστηρά έμμετρος στίχος, ελευθερωμένος στίχος, ελεύθερος στίχος,
ομοιοκαταληξία, ρυθμός, δύο συστήματα μέτρησης των νεοελληνικών στίχων

Ο δεκαπεντασύλλαβος στο δημοτικό τραγούδι και στην έντεχνη προσωπική


ποίηση

Tο αφηρημένο μετρικό σχήμα του δεκαπεντασύλλαβου:

_ _' _ _' _ _'_ _' / _ _' _ _' _ _' _ //

Τα ρυθμικά του παραδείγματα:

1. Bασίλειος Διγενής Aκρίτης, σττ. 622-626 (κριτική έκδοση: Στυλιανός


Aλεξίου)

O θαυμαστός Bασίλειος, το φως των ανδρειωμένων, (4, 6, 10, 14)


περί απελάτων ήκουσε ευγενικών και ανδρείων, (4, 6, 12, 14)
ότι κρατούν στενώματα και ποιούν ανδραγαθίας (4, 6, 10, 14)
και ζήλος ήλθεν εις αυτόν να ιδή τους απελάτας. (2, 4, 8, 10, 14)

2. Bιτσέντζος Kορνάρος, Eρωτόκριτος, μέρος πρώτο, σττ. 57-62 (κριτική


έκδοση: Στυλιανός Aλεξίου)

Ήρχισε κ’ εμεγάλωνε το δροσερό κλωνάρι


κ’ επλήθαινε στην ομορφιά, στη γνώση και στη χάρη·
εγίνηκε της ηλικιάς παντόθες εγροικήθη
πως για να τό ’χου θάμασμα στον κόσμον εγεννήθη·
και τ’ όνομά τση το γλυκύ το λέγαν Aρετούσα·
οι ομορφιές τση ήσαν πολλές, τα κάλλη τση ήσα πλούσα.

3. Διονύσιος Σολωμός, «Eλεύθεροι Πολιορκημένοι. Σχεδίασμα B' 1»

Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·


λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Tα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ’ έχω γώ στο χέρι;
Oπού σύ μούγινες βαρύ κι ο Aγαρηνός το ξέρει.»

1
4. Γιώργος Σεφέρης, «Πενθεύς»

O ύπνος τον γέμιζε όνειρα καρπών και φύλλων·


ο ξύπνος δεν τον άφηνε να κόψει ούτε ένα μούρο.
Kι οι δυο μαζί μοιράσανε τα μέλη του στις Bάκχες.

5. Δ.Π. Παπαδίτσας, «Διονύσιος Σολωμός»

Για τον Διονύσιο Σολωμό τι έχω να πω; από γύρη


κι ανθούς η κάθε λέξη του και φως και ονειροπύλη
στης λευτεριάς το ουράνιο πανηγύρι
όπου χορέψαν οι έρωτες με τον ξανθόν Aπρίλη.

Ποιός σ’ έστειλε και ποιας θεάς το γάλα έχεις βυζάξει


που απ’ της Tουρκιάς τα σίδερα μια νύχτα είχε λυθεί,
Mεγάλε μας, μας έμαθες πώς η αρμονία και η τάξη
αστράψαν μέσα στη σκλαβιά σαν δίκοπο σπαθί.

Τα δύο συστήματα μέτρησης των νεοελληνικών στίχων

1. Διονύσιος Σολωμός, «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» (απόσπασμα)

Σε γνωρίζω από την κόψη


του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη
που με βία μετράει τη γη.

Aπ’ τα κόκαλα βγαλμένη


των Eλλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
Xαίρε, ω χαίρε, Eλευθεριά!

2. Διονύσιος Σολωμός, «Η τρελή μάνα ή το κοιμητήριο», «Ο Λάμπρος»


(απόσπασμα)

Tώρα που η ξάστερη


νύχτα μονάχους
μας ήβρε απάντεχα,
και εκεί στους βράχους
σχίζεται η θάλασσα
σιγαλινά.

Tώρα που ανοίγεται


κάθε καρδία
στη λύπη, ακούσετε
μίαν ιστορία,
που την αισθάνονται
τα σωθικά.

2
3. Δημοτικό τραγούδι (απόσπασμα)

O Mπιρμπίλης, ο Pισιούλης κι ο Mενούσαγας


σε κρασοπουλειό πηγαίνουν για να φαν να πιούν.
Kεί που τρώγαν, κεί που πίναν, κει που γλένταγαν,
κάτι πέσαν σε κουβέντα για τις έμορφες,
για τις άσπρες, για τις ρούσες, για τις γαλανές.

4. Δημοτικό τραγούδι (απόσπασμα)

-Mάνα, για δώσ’ μας την ευκή


να δώσουμε την Aρετή
στις πέντε μαύρες θάλασσες.
-Για κάτσε χάμου, Kωσταντή,
μην τήνε δίνουμε μακριά,
τι δε θα ξέρει η Aρετή,
νή λύπη θα ’χουμε ή χαρά.
-Έννοια σου, μάνα μ’, έννοια σου,
κι εγώ πάω γυρεύοντα.

Eδώσανε την Aρετή


και χάνουνται οι εννιά αδερφοί,
γίνεται η μάνα τους ξερή
κι αναζητάει την Aρετή.

5. Γιώργος Σεφέρης, «Ερωτικός λόγος» (απόσπασμα)

Pόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις


μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί
κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις
κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί.

Tου κύκλου σου το ανέβασμα ζωντάνευε τη χτίση


από τ’ αγκάθι σου έφευγε του δρόμου ο στοχασμός
η ορμή μας γλυκοχάραζε γυμνή να σ’ αποχτήσει
ο κόσμος ήταν εύκολος· ένας απλός παλμός.

6. Κωστής Παλαμάς, «Ο πρώτος λόγος των Παραδείσων» (απόσπασμα,


στ. 138-154):

Μήτε ο λεβέντης ο στίχος που ακέριο το Γένος χωράει


στα δεκαπέντε φτερά του, είτε μύρεται, είτε αλαλάζει,
μήτε οι ρυθμοί, των αρχαίων αντίλαλοι, τώρα ήχοι νέοι,
μήτε ο ανάπαιστος, μήτε κι ο ίαμβος, μήτε ο τροχαίος.
Είναι πουλιά που αλαφρά και τρελλά παιγνιδίζουν και πλάνα,
κι από την έγνοια του κόσμου μεστές ξελογιάστρες κιθάρες.
Δε θέλω εσάς. Ω παλιέ και σεμνέ και μονότονε στίχε,
θέλησα, Εξάμετρε, σένανε, κ’ έσκυψα, σ’ έπιασα, ώς τώρα
παραρριμένε ήχε άχαρε κι άτυχε σ’ άμαθων έργα,
βάλθηκα, σένανε θέλησα, κι όσο οι καιροί κι α σ’ αλλάξαν,

3
πρώτα μαζί με τους Όμηρους, ήρωα, κ’ ύστερ’ ακόμα
των υπερούσιων ω κήρυκα στ’ Ακραγαντίνου τα χέρια,
νόμε, που πια το τραγούδι δεν είσαι, και λόγε, που είσαι
μέτρο και τάξη, αριθμός που τα πάντα νοείς και τρανεύεις,
πάρε τη σκέψη μου εσύ, μη την κάμης τραγούδι, μονάχα
συντρόφευέ την απλά και σιγά, και το ρέμα της κράτα
μέσα στην κοίτη, να ρέη μεγαλόπρεπα κ’ ήσυχα η σκέψη.

Ο ενδεκασύλλαβος και ο δεκατρισύλλαβος της έντεχνης προσωπικής


ποίησης

1. Διονύσιος Σολωμός, «Ο Λάμπρος», «Η ημέρα της Λαμπρής»

Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε


της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύννεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη·
και από κει κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι,
που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.

Χριστός Ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,


όλοι, μικροί, μεγάλοι, ετοιμαστείτε·
μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμμαζωχτήτε·
ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες
ομπροστά στους Αγίους και φιληθείτε·
φιληθείτε γλυκά χείλη με χείλη,
πέστε Χριστός Ανέστη εχθροί και φίλοι.

Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι,


και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες·
γλυκόφωνα, κοιτώντας τες ζωγραφι-
σμένες εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες·
λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι
από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες·
κάθε πρόσωπο λάμπει απ’ τ’ αγιοκέρι
οπού κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι.

[…] «Η δέηση της Μαρίας και το όραμα του Λάμπρου» (απόσπασμα)

Και το πρόσωπο γέρνει ωσάν τη δειάφη


και χαμηλά τούτα τα λόγια ρίχτει·
«Κουφοί, ακίνητ’ οι Αγίοι, καθώς και οι τάφοι·
είπα κι έκραξα ως τ’ άγριο μεσανύχτι.
Άντρας (κι η μοίρα ό,τι κι α θέλει ας γράφει)
του εαυτού του είναι Θεός, και δείχτει
στην άκρα δυστυχία· μες στην ψυχή μου
κάθου κρυμμένη, απελπισιά, και κοίμου».

4
2. K.Γ. Kαρυωτάκης, «Πρέβεζα»

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνται


στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.

Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι


με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μέσα στους θανάτους.

Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει,


για να ζυγίσει, μια «ελλιπή» μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.

Bάσις, Φρουρά, Eξηκονταρχία Πρεβέζης.


Tην Kυριακή θ’ ακούσουμε τη μπάντα.
Eπήρα ένα βιβλιάριο Tραπέζης,
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.

Περπατώντας αργά στην προκυμαία,


«υπάρχω;» λες, κι ύστερα: «δεν υπάρχεις!»
Φτάνει το πλοίο. Yψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος Nομάρχης.

Aν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους


αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.

3. Κωστής Παλαμάς, «Φοινικιά» (απόσπασμα)

Από το βιός του_ήλιου◡όλα◡αραδιάστε τα◡όξω, 


λουλούδια,◡όλα τα χρώματα, και στολιστήτε.
Κ’ είπαμε στ’ αδελφάκια μας: το◡ουράνιο τόξο 
φορεματάκια κάμετέ το, και ντυθήτε!
Κ’ είπαμε το καθένα μας: «Ψυχή, θα διώξω 
κάθε λαμπράδα, μήτ’ η◡αυγή, και◡η δύση μήτε·
μου φτάνει κάτι◡από τη θάλασσα, κι◡ακόμα 
κάτι σα γέλιο, που γελά το◡ουράνιο στόμα!»

Σύγνεφο γίνε, μίλα με τ’ αστραποβόλι,


κορυδαλλός, και λάλησε, Πόθε μεγάλε,
και◡υψώσου προς αστέρινο◡άλλο περιβόλι.
Όλη τη μουσική μέσ’ στην αγάπη βάλε,

5
και βάλε των παιδιών την αθωότητα◡όλη,
και βάλε κι◡όλη σου την ομορφιά, και πάλε 
θάχης τον ίσκιο της αγάπης· όχι◡εκείνη·
εκείνη λάμπει, καίει, φωτίζει και δε σβήνει!

Το σονέτο (Μαβίλης, Παλαμάς)

1. Λορέντζος Μαβίλης, «Εις την Μίννα»

Τι με γνοιάζει πως είναι κελνερίνα,


αν μ’ όλη την καρδιά της μ’ αγαπάει,
αν τα στήθη της άσπρα είναι σαν κρίνα,
αν σαν τα Χερουβίμ χαμογελάει;

Σαν ο τυφλός που ξάφν’ ουράνι’ αχτίνα 5


το μαύρο σκότος γύρω του σκορπάει,
όμοια κι εγώ θαμπώνομαι από κείνα
τα δυο της μαύρα μάτι’, αν με τηράει.

Άμε χάσου, ξερή Φιλολογία,


γρια φτιασιδωμένη, άσχημη, κρύα, 10
που ώς τώρα το μυαλό μου έχεις τυφλώσει.

Την εμμορφιά την κλασική σπουδάζω,


όταν γλυκά την Μίννα μου αγκαλιάζω,
όταν η Μίννα ένα φιλί μού δώσει.

2. Λορέντζος Μαβίλης, «Τάμα»:

Κόρη αφράτη, με στήθια σαν το γάλα,


μ’ ολόξανθα μαλλιά σαν το χρυσάφι,
με μάγουλα π’ ο έρωτας τα βάφει
ρόδισμα ουράνιο ραίνοντας μια στάλα,

σαν και σένα δεν είν’ πλάσματ’ άλλα. 5


Σε λαχταρώ σα διψασμένο αλάφι.
Να τ’ αγαπήσω η Μοίρα μου το γράφει
τα δυο σου μάτια μαύρα τα μεγάλα.

Εσύ ’σαι η ευτυχιά μου, εσύ το φως μου.


Πως θα ιδώ στη ζωή μου τέτοιο θάμα 10
ποτέ δεν εφαντάστη ο λογισμός μου.

Να μη σ’ απαρνηθώ σου κάνω τάμα.


Έλα, χαρές και βάσανα του κόσμου
χεροπιασμένοι θα περνάμε αντάμα

3. Λορέντζος Μαβίλης, «Angelica farfalla»

6
Στ’ ακύμαντα της θάλασσας ατλάζια
ακροπατώντας η ψυχή, σα να ’χει
μισοαπλωμένα τα φτερά, μονάχη
να ’βρει κινάει στην άπειρη, γαλάζια

μονάξια γιατρεμό για τα μαράζια, 5


που τόσο την παθιάζουν· και σα λάχει
ν’ αντικρίσει τ’ ωριόπλουμο σελάχι
κι όλα τ’ αστραφτερά, χρυσά τσαπράζια

του Ήλιου, ορθοποδίζει ερωτεμένη


στης ασημοβολής το μονοπάτι, 10
που ίσια την βγάνει στ’ άσπιλα τεμένη

της Ομορφιάς, κι εκεί, με την απάτη


πως θα πορεύεται αιώνια ιεροδούλα,
στ’ άγιο φως καίεται σαν πεταλουδούλα.

4. Λορέντζος Μαβίλης, «Φάληρο»

Είχε όλα της τα μάγια η νύχτα· μόνη


εσύ έλειπες. Αργά κινάω να φύγω,
μα ξάφνου στη μπασιά του μπαρ ξανοίγω
αυτοκίνητο να γοργοζυγώνει.

Μ’ ελπίδα σταματάω. Να το, πλακώνει. 5


Παραμερίζουν οι άλλοι. Άσειστος μπήγω
τη ματιά μου στα μάτια σου. Άλλο λίγο
ακόμα και ο σοφέρ σου με σκοτώνει.

Αρχοντοπούλα μ’ άφταστα πρωτάτα,


με των Εφτά νησιών τες χίλιες χάρες, 10
τετράξανθη ομορφιά γαλανομάτα,

του θανάτου δε μ’ έπιασαν τρομάρες –


γλυκύτατες μ’ ελυώσανε λαχτάρες
να συντριφτώ κάτω από εσέ στη στράτα.

5. Κωστής Παλαμάς, «Το χάρισμα»

Σου φέρνω απ’ τη γαλάζια μου πατρίδα


κι απ’ τα φωτοσπαρμένα της τα μέρη,
μιας μάγισσας δουλειά, μιαν αλυσίδα
που ανθρώπου δε μπορεί να πλάσει χέρι.

Είδα τον ήλιο κι είδα κάθε αστέρι,


μα νάχουνε τη λάμψη της δεν είδα,
μονάχα εσέ σου πρέπει, αγνό της ταίρι
αγάπη μου είσ’ εσύ, καμαροφρύδα!

Ρουμπίνια εδώ κι εκεί μαργαριτάρια

7
την πλέκουν· από δάκρυα έχουν γίνει,
όλο από δάκρυα τα μαργαριτάρια,

κι είν’ από αίμα κάθε της ρουμπίνι·


και το διαμάντι που σφιχτά τη δένει
ο έρωτας είναι, πολυαγαπημένη.

6. Κωστής Παλαμάς, «Τα δεκατετράστιχα, 7»

Ο πυρός λίβας αγεροδρομούσε


προχτές ορμητικά στο λόφο απάνου,
σε είχε ματιάσει, κατά σε χυμούσε,
λάγνος πόθος αφρικανού σουλτάνου.

Κι αναγάλλιαζες κι ως να σε μεθούσε
το φιλί και το χάιδεμα του πλάνου,
αμαδρυάδα σου η νιότη κι αν ανθούσε,
λίγαε στα χέρια του άνεμου σιλβάνου.

Ξέσκεπη στην ολάνοιχτη ερημιά,


κυματίζανε σκόρπια τα μαλλιά σου,
μπράτσα σου, πόδια, τα στηθόλαιμά σου

τα τάραζε αγριοπούλια η τρικυμιά.


Κι εγώ ασκητής, ω αντίχριστη, μπροστά σου,
του πειρασμού σταλμένη επιθυμιά…

Ο ελευθερωμένος στίχος (1880-1930 – Παλαμάς, Καβάφης)

1. Kωστής Παλαμάς, «Oι χαιρετισμοί της Hλιογέννητης, 2»


(απόσπασμα)

T’ όνομά μου είν’ Hλιογέννητη!


Aπό κάποιον ήλιο είμαι φερμένη·
και οι πεντάμορφες του κόσμου
προς εμέ τα χέρια υψώνουν,
και δε φτάνουν με ποτέ·
και καμιά δεν είναι σαν εμέ,
μήτε και σαν αδερφή μου·
από κάποιον ήλιο είμαι φερμένη·
και είναι τρισμακαρισμένη
κι αν φαντάζει κάποια κάποτε
σα θαμπογραμμένη ζωγραφιά μου.
Kαι είμ’ εγώ που αλυσοδένω κόσμους
και τους σέρνω από κοντά μου.

2. Κωστής Παλαμάς, «Μετρικά γυμνάσματα, 8»

Όπου στέκομαι,◡όπου πάω, τρ. 8σ.


– θα στο πω! – τρ. 3σ.

8
με το νου μου λέω: Δε σ’ αγαπώ, τρ. 9σ.
σ’ αγαπάω! τρ. 4σ.

Μέσα στο◡άω, μέσα στο◡άω τρ. 8σ.


πότε πως ουρλιάζει◡ένα σκυλί, τρ. 9σ.
πότε να στενάζη◡ένα φιλί  τρ. 9σ.
γρικάω. ιαμ. 3σ. (9σ. + 3σ. = τρ. 12σ.)

Και όπου στέκομαι,◡όπου πάω, τρ. 8σ.


τραγουδάω τον ίδιο το σκοπό τρ. 9σ.
και ρωτιέμαι: – Σ’ αγαπώ; τρ. 7σ.
Κι αποκρίνομαι:◡ – Όχι! Σ’ αγαπάω! τρ. 10σ.

3. Κωστής Παλαμάς, «Στιγμές και ρίμες, 21»

Με το σπαθί του νου να σας κρατώ μακρυά  ιαμ. 12σ. πλεκτή


πολέμησα,◡άδειες από νου, λάμιες ορμές κοπάδι, ιαμ. 15σ.
μα◡η ζωή μου κλουβί, γυρίζω,◡ανθρώπου σκιά. ιαμ. 12σ.
(Του◡ομηρικού ζωγραφιά θείου Λαερτιάδη  ιαμ. 13σ.

στης φαντασίας μου σ’ αντικρύζω τη στοά  ιαμ.12σ.


σταυρωτή
φερμένο◡από την Κίρκη στο Κιμμέρειο το σκοτάδι ιαμ. 15σ.
μαντείες να καρτεράς από τους ήσκιους του◡άδη ιαμ. 13σ.
με του σπαθιού σου τη γοργή λαμποκοπιά  ιαμ. 12σ.

παραμερίζοντας των ήσκιων την αχορτασιά ιαμ. 14σ. ζευγαρωτή


που της θυσίας σου γύρευαν το αίμα να πιούν, δροσιά). ιαμ. 14σ.
Σπαθί του νου μου,◡ανημποριά, κ’ ήρθε το βράδι. ιαμ. 13σ.
Αίμα,◡αίμα πιέτε,◡αχόρταστες λάμιες ορμές, κοπάδι… ιαμ. 15σ.

4. Κωστής Παλαμάς, «Το ίδιο τραγούδι»

Το◡ίδιο τραγούδι, ιαμ. 5σ. (ή μεσ. 6σ.)


πάντα να το λες, τρ. 5σ.
το◡ίδιο τραγούδι. ιαμ. 5σ. (ή μεσ. 6σ.)
Είτε γελάς μ’ αυτό◡είτε κλαις, ιαμ. 8σ.
5 για◡όποια μεθύσια, ιαμ. 5σ. (ή μεσ. 6σ.)
για◡όποιες στιγμές εκστατικές, ιαμ. 8σ. (ή τρ. 9σ.)
για τα◡όνειρα σου τα παραδείσια, διπλός ιαμ. 5σ.
για το χτήνος που σ’ έζεψε και σ’ έκαμε ιαμ. 12σ.
του χτήνους χτήνος να◡είσ’ εσύ, ιαμ. 8σ.

9
10 το◡ίδιο τραγούδι! ιαμ. 5σ. (ή μεσ. 6σ.)

Μην τον αλλάζης το σκοπό, ιαμ. 8σ.


καθώς δεν τον αλλάζει και τ’ αηδόνι, ιαμ. 11σ.
το τρεχούμενο νεράκι, τρ. 8σ.
το σκούξιμο του γκιώνη, ιαμ. 7σ.
15 ό,τι σφάζει, τρ. 4σ.
ό,τι λιγώνει. ιαμ. 5σ.
Ό,τι στην πλάση ζη σα μουσική, ιαμ. 10σ.
το◡ίδιο τραγούδι τραγουδεί. ιαμ. 8σ.
Και μη σε μέλει κι αν ακούσης ιαμ. 9σ.
20 από το στόμα του κριτή ιαμ. 8σ.
σοβαρεμένου◡ανόητα: ιαμ. 8σ.

«Μην επαναλαμβάνεσαι! ιαμ. 8σ.


Δεν έχεις πια◡άλλο τίποτε να πης; ιαμ. 10σ.
η βρύση στέρεψε! ιαμ. 6σ.
25 Ο τραγουδιστής τρ. 5σ.
όλο και πιο μπροστά και πιο ψηλά, ιαμ. 10σ.
πιο◡ακέρια,_ως τ’ αστέρια, ιαμ. 7σ.
φτερά, μάτια, χέρια! τρ. 6σ.
Και το τραγούδι για ν’ αξίζη, ιαμ. 9σ.
30 να τραγουδιέται, ιαμ. 5σ.
και νέο κάθε φορά◡ας γεννιέται, ιαμ. 9σ.
ας το τρυπάη,_ας το γιομίζη, ιαμ. 9σ.
κι ας το σπαράζη ιαμ. 5σ.
του_οίστρου◡η φούρια ιαμ. 5σ.
35 για να φαντάζη ιαμ. 5σ.
φωνή καινούρια!» ιαμ. 5σ.

Μην ακούς! Μην ακούς! αναπ. 6σ.


Όσοι, για ν’ αγαπήσουν, περιμένουν ιαμ. 11σ.
τα λόγια◡ενός κριτή, ιαμ. 6σ.
40 – να με θυμάσαι! – ιαμ. 5σ.
θα σε κατακρίνουν τρ. 6σ.
στραβοκοιτάζοντάς σε, ιαμ. 7σ.
κελαϊδιστή! ιαμ. 4σ.
Μα◡όσοι◡από σε το νέκταρ πίνουν ιαμ. 9σ.
45 το καρτερούν ως πρώτα ιαμ. 7σ.
το◡ίδιο τραγούδι ιαμ. 5σ. (ή μεσ. 6σ.)
να τους ποτίσης· ιαμ. 5σ.
γιατί◡η χάρη της τέχνης γι’ αυτούς αναπ. 9σ.
μιλάει σαν τη χαρά της φύσης. ιαμ. 9σ.
50 Μην ακούς! Μην ακούς! αναπ. 6σ.

Και κύλα και κύλα μεσ. 6σ.


πεισματωμένα,◡επίμονα, ιαμ. 8σ.

10
μονότροπα, μονόχορδα, ιαμ. 8σ.
το τραγούδι, σαν κάποια αναπ. 7σ.
55 που χαϊδεύονται φύλλα αναπ. 7σ.
που ταράζονται κύματα, αναπ. 8σ.
όσο κι αν σου ζητάει◡εδώ κ’ εκεί ιαμ. 10σ.
το τραγούδι τρ. 4σ.
κάτι να δείξη πως ξεχωρίζει διπλός ιαμ. 5σ. (ή τρ.
10σ.)
60 και πως αλλάζει ιαμ. 5σ.
στην αξεχώριστη μουσική του διπλός ιαμ. 5σ.
και την ανάλλαγη. ιαμ. 6σ.
Και κύλα και κύλα μεσ. 6σ.
του καημού και◡όσα◡αγνά και◡όσα κρίματα αναπ. 11σ.
65 στο◡ίδιο τραγούδι. ιαμ. 5σ. (ή μεσ. 6σ.)

5. Κ.Π. Καβάφης, «Ωραία λουλούδια κι άσπρα ως ταίριαζαν πολύ»

Μπήκε στο καφενείο όπου επήγαιναν μαζύ.–


Ο φίλος του εδώ προ τριώ μηνών του είπε,
«Δεν έχουμε πεντάρα. Δυο πάμπτωχα παιδιά
ήμεθα – ξεπεσμένοι στα κέντρα τα φθηνά.
Στο λέγω φανερά, με σένα δεν μπορώ 5
να περπατώ. Ένας άλλος, μάθε το, με ζητεί».
Ο άλλος του είχε τάξει δυο φορεσιές και κάτι
μεταξωτά μαντήλια.– Για να τον ξαναπάρει
εχάλασε τον κόσμο, και βρήκε είκοσι λίρες.
Ήλθε ξανά μαζύ του για τες είκοσι λίρες· 10
μα και, κοντά σ’ αυτές, για την παληά φιλία,
για την παληάν αγάπη, για το βαθύ αίσθημά των.–
Ο «άλλος» ήταν ψεύτης, παληόπαιδο σωστό·
μια φορεσιά μονάχα τού είχε κάμει, και
με το στανιό και τούτην, με χίλια παρακάλια. 15

Mα τώρα πια δεν θέλει μήτε τες φορεσιές,


και μήτε διόλου τα μεταξωτά μαντήλια,
και μήτε είκοσι λίρες, και μήτε είκοσι γρόσια.

Tην Kυριακή τον θάψαν, στες δέκα το πρωί.


Tην Kυριακή τον θάψαν : πάει εβδομάς σχεδόν. 20

Στην πτωχική του κάσα τού έβαλε λουλούδια,


ωραία λουλούδια κι άσπρα ως ταίριαζαν πολύ
στην εμορφιά του και στα είκοσι δυο του χρόνια.

Όταν το βράδυ επήγεν – έτυχε μια δουλειά,


μια ανάγκη του ψωμιού του – στο καφενείον όπου 25
επήγαιναν μαζύ: μαχαίρι στην καρδιά του
το μαύρο καφενείο όπου επήγαιναν μαζύ.

6. Κ.Π. Καβάφης, «Πτολεμαίος Eυεργέτης (ή Kακεργέτης)»

11
10σ. Το ποίημά του σχετιζόμενον
15σ. με τα αισθήματα που θα επροκάλεσ’ εν Ελλάδι
16σ. η εκστρατεία του Αγησιλάου ανέγνωσεν ο ποιητής.

11σ. Παχύτατος, νωθρός ο Πτολεμαίος


13σ. Φύσκων, κι απ’ την πολυφαγίαν νυσταλέος 5
10σ. επαρατήρησε, «Σοφέ ποιητή
12σ. οι στίχοι σου είναι κάπως υπερβολικοί. –
18σ. Και τα ρηθέντα για τους Έλληνας ιστορικώς ακροσφαλή».
13σ. «Ένδοξε Πτολεμαίε, αυτά είν’ επουσιώδη».

12σ. «Επουσιώδη, πώς; Εκφράζεσαι ρητώς 10


13σ. “Η υπερηφάνεια των Ελλήνων … εξηγέρθη
14σ. η αγνή φιλοπατρία… Η ακάθεκτος ορμή
13σ. προς τον ηρωισμόν εφάνη των Ελλήνων”».

12σ. «Ένδοξε Πτολεμαίε οι Έλληνες αυτοί,


12σ. είν’ Έλληνες της Τέχνης, συνθηματικοί· 15
- υποχρεωμένοι να αισθανθούν ως εγώ».

13σ. Εσκανδαλίσθη ο Πτολεμαίος κι απεφάνθη


14σ. «Οι Αλεξανδρινοί είν’ ανιάτως ελαφροί».

11σ. Ο ποιητής: «Ένδοξε Πτολεμαίε


12σ. των Αλεξανδρινών ο Πρώτος είσαι συ». 20

16σ. «Μέχρι τινός» υπέλαβεν ο Πτολεμαίος «μέχρι τινός.


15σ. Είμαι και Μακεδών το γένος αμιγής τελείως. –
14σ. Α μέγα έθνος μακεδονικόν, σοφέ ποιητή,
11σ. πλήρες και δράσεως και σωφροσύνης!»
11σ. Κι απ’ την πολυσαρκίαν βαρύς ως λίθος, 25
11σ. κι απ’ την πολυφαγίαν υπναλέος
10σ. ο Μακεδών ο ακραιφνέστατος
12σ. μόλις κρατούσεν ανοικτά τα μάτια του.

7. Κ. Π. Καβάφης, «Μέρες του 1908»

Τον χρόνο εκείνον βρέθηκε χωρίς δουλειά·


και συνεπώς ζούσεν απ’ τα χαρτιά,
από το τάβλι, και τα δανεικά.

Μια θέσις, τριώ λιρών τον μήνα, σε μικρό


χαρτοπωλείον του είχε προσφερθεί. 5
Μα την αρνήθηκε, χωρίς κανένα δισταγμό.
Δεν έκανε. Δεν ήτανε μισθός γι’ αυτόν,
νέον με γράμματ’ αρκετά, και είκοσι πέντ’ ετών.

Δυο, τρία σελίνια την ημέρα κέρδιζε, δεν κέρδιζε.


Aπό χαρτιά και τάβλι τι να βγάλει το παιδί, 10
στα καφενεία της σειράς του, τα λαϊκά,

12
όσο κι αν έπαιζ’ έξυπνα, όσο κι αν διάλεγε κουτούς.
Τα δανεικά, αυτά δα ήσαν κ’ ήσαν.
Σπάνια το τάλληρο εύρισκε, το πιο συχνά μισό,
κάποτε ξέπεφτε και στο σελίνι. 15

Καμιά εβδομάδα, ενίοτε πιο πολύ,


σαν γλύτωνεν απ’ το φρικτό ξενύχτι,
δροσίζονταν στα μπάνια, στο κολύμβι το πρωί.

Τα ρούχα του είχαν ένα χάλι τρομερό.


Μια φορεσιά την ίδια πάντοτ’ έβαζε, μια φορεσιά 20
πολύ ξεθωριασμένη κανελιά.

A μέρες του καλοκαιριού του εννιακόσια οκτώ,


απ’ το είδωμά σας, καλαισθητικά,
έλειψ’ η κανελιά ξεθωριασμένη φορεσιά.

Το είδωμά σας τον εφύλαξε 25


όταν που τάβγαζε, που τάριχνε από πάνω του,
τ’ ανάξια ρούχα, και τα μπαλωμένα εσώρουχα.
Κ’ έμενε ολόγυμνος· άψογα ωραίος· ένα θαύμα.
Aχτένιστα, ανασηκωμένα τα μαλλιά του·
τα μέλη του ηλιοκαμένα λίγο 30
από την γύμνια του πρωιού στα μπάνια, και στην παραλία.

Ο ελεύθερος στίχος (από τη γενιά του 1930 και εξής)

1. Γιώργος Σεφέρης, «Selva oscura» (γρ. Mάιο 1937)

Tα μάτια αν κλείσω βρίσκομαι σ’ ένα μεγάλον ίσκιο


το χρώμα της αυγής το αισθάνομαι στα δάχτυλά σου.
Ξέχασε το ψέμα που σε βόηθησε να ζήσεις
γύμνωσε τα πόδια σου, γύμνωσε τα μάτια σου,
μας μένουν λίγα πράγματα όταν γυμνωθούμε 5
αλλά τα βλέπουμε στο τέλος πιστά.
Τα μάτια αν κλείσω βρίσκομαι πάντα σ’ ένα μονοπάτι,
τ’ αυλάκια χαλασμένα δεξιά κι αριστερά, στην άκρη
το σπίτι με γυαλιά που το χτυπάει ο ήλιος, άδειο.
Σκέφτηκα τα δάχτυλά σου να χτυπούν τα τζάμια 10
σκέφτηκα την καρδιά σου να χτυπά πίσω απ’ τα τζάμια
και πόσα λίγα πράματα χωρίζουν έναν άνθρωπο
που δεν τα ξεπερνά.
Δεν ξέρεις τίποτε γιατί κοίταξες τον ήλιο.
Το αίμα σου στάλαξε στα μαύρα φύλλα της δάφνης 15
τ’ αηδόνι, περασμένες νύχτες, μάρμαρα στο φεγγάρι
και στο ποτάμι τό ’συρα κι έβαψε το ποτάμι.
Συλλογίζομαι, όταν συλλογίζομαι, συλλογίζομαι
τις φλέβες μου και το μυστήριο των χεριών σου που οδηγούν
κατεβαίνοντας προσεχτικά σκαλοπάτι το σκαλοπάτι[.] 20
Tα μάτια αν κλείσω βρίσκομαι σ’ έναν μεγάλο κήπο[.]

13
2. Γιώργος Σεφέρης, «Έγκωμη»

Ήταν πλατύς ο κάμπος και στρωτός· από μακριά φαινόνταν


το γύρισμα χεριών που σκάβαν.
Στον ουρανό τα σύννεφα πολλές καμπύλες, κάπου-κάπου
μια σάλπιγγα χρυσή και ρόδινη· το δείλι.
Στο λιγοστό χορτάρι και στ’ αγκάθια τριγυρίζαν 5
ψιλές αποβροχάρισσες ανάσες· θα ’χε βρέξει
πέρα στις άκρες τα βουνά που έπαιρναν χρώμα.

Κι εγώ προχώρεσα προς τους ανθρώπους που δουλεύαν,


γυναίκες κι άντρες με τ’ αξίνια σε χαντάκια.
Ήταν μια πολιτεία παλιά· τειχιά δρόμοι και σπίτια 10
ξεχώριζαν σαν πετρωμένοι μυώνες κυκλώπων,
η ανατομία μιας ξοδεμένης δύναμης κάτω απ’ το μάτι
του αρχαιολόγου του ναρκοδότη η του χειρούργου.
Φαντάσματα και υφάσματα, χλιδή και χείλια, χωνεμένα
και τα παραπετάσματα του πόνου διάπλατα ανοιχτά 15
αφήνοντας να φαίνεται γυμνός κι αδιάφορος ο τάφος.

Κι ανάβλεψα προς τους ανθρώπους που δουλεύαν


τους τεντωμένους ώμους και τα μπράτσα που χτυπούσαν
μ’ ένα ρυθμό βαρύ και γρήγορο τούτη τη νέκρα
σα να περνούσε στα χαλάσματα ο τροχός της μοίρας. 20

Άξαφνα περπατούσα και δεν περπατούσα


κοίταζα τα πετούμενα πουλιά, κι ήταν μαρμαρωμένα
κοίταζα τον αιθέρα τ’ ουρανού, κι ήτανε θαμπωμένος
κοίταζα τα κορμιά που πολεμούσαν, κι είχαν μείνει
κι ανάμεσό τους ένα πρόσωπο το φως ν’ ανηφορίζει. 25
Τα μαλλιά μαύρα χύνουνταν στην τραχηλιά, τα φρύδια
είχανε το φτερούγισμα της χελιδόνας, τα ρουθούνια
καμαρωτά πάνω απ’ τα χείλια, και το σώμα
έβγαινε από το χεροπάλεμα ξεγυμνωμένο
με τ’ άγουρα βυζιά της οδηγήτρας, 30
χορός ακίνητος.

Κι εγώ χαμήλωσα τα μάτια μου τριγύρω:


κορίτσια ζύμωναν, και ζύμη δεν αγγίζαν
γυναίκες γνέθανε, τ’ αδράχτια δε γυρίζαν
αρνιά ποτίζουνταν, κι η γλώσσα τους στεκόταν 35
πάνω από πράσινα νερά που έμοιαζαν κοιμισμένα
κι ο ζευγάς έμενε μ’ ανάερη τη βουκέντρα.
Και ξανακοίταξα το σώμα εκείνο ν’ ανεβαίνει·
είχανε μαζευτεί πολλοί, μερμήγκια,
και τη χτυπούσαν με κοντάρια και δε τη λαβώναν. 40
Τώρα η κοιλιά της έλαμπε σαν το φεγγάρι
και πίστευα πως ο ουρανός ήταν η μήτρα
που την εγέννησε και την ξανάπαιρνε, μάνα και βρέφος.
Τα πόδια της μείναν ακόμη μαρμαρένια

14
και χάθηκαν· μια ανάληψη.
O κόσμος 45
ξαναγινόταν όπως ήταν, ο δικός μας
με τον καιρό και με το χώμα.
Aρώματα από σκίνο
πήραν να ξεκινήσουν στις παλιές πλαγιές της μνήμης
κόρφοι μέσα στα φύλλα, χείλια υγρά·
κι όλα στεγνώσαν μονομιάς στην πλατωσιά του κάμπου 50
στης πέτρας την απόγνωση στη δύναμη τη φαγωμένη
στον άδειο τόπο με το λιγοστό χορτάρι και τ’ αγκάθια
όπου γλιστρούσε ξέγνοιαστο ένα φίδι,
όπου ξοδεύουνε πολύ καιρό για να πεθάνουν.

3. Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου, «Κι αν είσαι άνθρωπος»

Κι αν είσαι άνθρωπος κι αν είσαι εργοστάσιο 13σ.


κι αν είσαι μια ξανθή μοντέρνα πόλη 11σ.

Είσαι για μένα κούραση το βράδυ 11σ.


μια μηχανή που σώπασε 8σ.
μια ετοιμόρροπη φωνή 8σ.

Είσαι η στάμνα μου για ένα καλοκαίρι 13σ.

4. Μιχάλης Γκανάς, «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» (απόσπασμα)

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά


πάρε και τον πατέρα· απ’ τις μασχάλες πιάσ’ τονε
σα να ’ταν λαβωμένος. Όπου πηγαίνεις τα παιδιά
εκεί περπάτησέ τον, με το βαρύ αμπέχωνο
στις πλάτες του ν’ αχνίζει.

Δωστ’ του κι ένα καλό σκυλί


και τους παλιούς του φίλους, και ρίξε χιόνι ύστερα
άσπρο σαν κάθε χρόνο. Να βγαίνει η μάνα να κοιτά
από το παραθύρι, την έγνοια της να βλέπουμε
στα γαλανά της μάτια, κι όλοι να της το κρύβουμε
πως είναι πεθαμένη.

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά


πάρε κι εμάς μαζί σου, με τους ανήλικους γονείς,
παιδάκια των παιδιών μας. Σε στρωματσάδα ρίξε μας
μια νύχτα του χειμώνα, πίσω απ’ τα ματοτσίνορα
ν’ ακούμε τους μεγάλους, να βήχουν, να σωπαίνουνε,
να βλαστημούν το χιόνι. Κι εμείς να τους λυπόμαστε
που γίνανε μεγάλοι και να βιαζόμαστε πολύ
να μοιάσουμε σ’ εκείνους, να δουν πως μεγαλώσαμε
να παρηγορηθούνε.

15
5. Σταύρος Zαφειρίου, «Nεκρικό II» (απόσπασμα)

Kι αν τύχεις σαραντάπηχους απ’ το παλιό το γένος


Πες τους θ’ ανάψω τις φωτιές νύχτα Mεγάλη Πέμπτη
N’ ανέβουνε να ζεσταθούν όπως τ’ αρχαία χρόνια
N’ ανέβει και τ’ αγόρι μου που το ’χουν σκοτωμένο
Aνήμερα που μου ’φευγε να βάλει το στεφάνι
Kι η δόλια αντάμα ετοίμαζα πικρό πιοτό και ρύζι
Aντάμα το ’ντυνα γαμπρό και το νεκροφιλούσα
M’ αν τύχεις μοναχά ρωμιούς διπλοπροσκυνημένους
Στείλε θλιφτή παραγγελιά να κλάψω η ρημαγμένη
N’ απελπιστώ τα μαύρα μου ποτέ πως θα τα βγάλω
Kαι πως στα μάτια μου θα δω της χελιδόνας τ’ άσπρο
N’ ανέβω κει στ’ απάτητα που ο αμάραντος φυτρώνει
Nα μαζευτώ στον ίσκιο μου σαν φίδι μες στην πέτρα.

6. Bασίλης Παπάς, «Kεδρώνας»

Σπίτι μ’ άπιαστα αρώματα, πρόσωπα βυθισμένα, / εμφιαλωμένα πνεύματα στα


υπόγεια του μυαλού, / μύκητες που ζυμώνουνε, αινίγματα κυκλώνουν, / το
μέρος που φυλάγεται η πιο λεπτή γουλιά. /

Σπίτι με τις σελίδες του και τα κεφάλαιά του, / σκύλος που όλα τα μύρισε και
του ’μειναν για πάντα, / βυτίο η μνήμη απ’ αλλού φέρνει τα ξεχασμένα, / όπως
μαζεύουνε κλαδιά τ’ άγρια περιστέρια / πριν κουκουλώσουν τη ζεστή τρύπα του
τοκετού. /
Tα μέρη σε διαλέγουνε και πρώτα συμφωνούνε, / χορτάρια, βράχοι και πουλιά,
πριν μπεις στην ερημιά τους.

7. Στρατής Πασχάλης, «Tο ξόρκι»

Mπήκε σκυφτή κι ολόμαυρη


–μπόλια και πανωφόρι–
με τ’ απελέκητο ραβδί
το τρίχινο ταγάρι.

Eίχε τη θλίψη του βουνού


το πρόσωπο της πέτρας
τη σιωπή της εκκλησιάς
και τη ματιά του λύκου.

Xορτάρια έφερνε πικρά


ήμερα μανιτάρια
και μες στα χείλη τ’ άγριο
μουρμούρισμα, το ξόρκι

πάνω από τ’ άρρωστο παιδί


στο μουχλιασμένο στρώμα
και τη γυναίκα στη γωνιά
που κράταγε λυχνάρι.

16
8. Θανάσης Χατζόπουλος, Το άφωτο (πρώτο μέρος της σύνθεσης)

Τυφλό κορμί που ακροβατείς στο φως 10σ. (= 11σ.)


Με οδηγό τις μυρωδιές στο τραύμα 11σ.
Ζεστός απ’ τ’ όνειρο, με την ορμή στο κλάμα 13σ.
Με ούλα κοφτερά σαν προσταγές προσεύχομαι 14σ. (= 13σ.)

Γρήγορα να ωριμάσει το σιτάρι 11σ.


Να το αλέσει ο γεωργός 8σ. (= 9σ.)
Και πάλι στην καρδιά του αλεύρι δίμιτο 12σ. (= 11σ.)
Να πλάσει με θυμάρι 7σ.
Το σώμα, να φουσκώσει ζύμη, αμάραντο 12σ. (= 11σ.)
Να υψωθεί μ’ εγκαύματα στο φως 10σ. (= 11σ.)
Από το καύμα του έρωτα να ζυμωθεί 12σ. (= 13σ.)
Ξανά ο τρόμος της ζωής 8σ. (= 9σ.)
Μέχρι το μεταλλείο του θανάτου 11σ.

Γυμνό κορμί στα τέσσερα πεσμένο ψάχνοντας 14σ. (= 13σ.)


Λίγο σκοτάδι 5σ.
Για να το προστατεύσει – να κρυφτεί 0σ. (= 11σ.)

9. Στρατής Πασχάλης «Πέτρινη πόρπη» (τρεις πρώτες στροφές)

Μνήμη ενός πέπλου, // άδειου χιτώνα


ζωντανεμένου // απ’ τον αέρα·
κενό κινούμενο // κρύβει η κουρτίνα
σ’ ένα παράθυρο, // μες στην ομίχλη

το δωρικό, // άσπρο φεγγάρι, 5


πάνω από θάλασσα // τρικυμισμένη,
κομψά γερμένο // στέφει τη νύχτα,
πέτρινη πόρπη. // Άκου το πέρασμα

το φτερωτό // πώς πλαταγίζει


κάτι αθέατο // που αργοπέταξε, 10
πλάσμα του ανέμου. // Κι ύστερα του ύπνου
άυλα όνειρα // που δεν αρκούνε.

10. Θανάσης Xατζόπουλος, «Tο άφωτο, μ»

// Και η πρώτη κραυγή // που σαλπάρει στο χάρτη //


// Περιέχει το κλάμα //

// Αγωγή του νερού //


// Με το στόμα κλειστό // και ορθάνοιχτα μάτια //
// Άδηλο κύμα, νησίδα // 5
// Τορπιλίζεται εν πλω //

Ένα βεγγαλικό που θα καραδοκεί στον ουρανό.

11. Μαρία Κυρτζάκη, «Ημέρια νύχτα»

17
/ Στη σελή/νη φεγγαρί/σιες κουβέ/ντες
/ και πληγές / που σκορπί/ζουν
/ Σαν ζωή / τεθνεώ/σα το σώ/μα
/ και στο θά/νατο το κορμί /ανατέ/λλει
/ Θάνατέ / μου μεδού/λι που ρέ/εις 5
/ Θάνατέ / μου στη στή/λη μου ά/λας
/ Και αρχί/ζω μ’ εσέ/να κι αγγί/ζω
/ Κι από μέ/να το χρό/νο μετρώ /
/ Βουητό / με σκορπί/ ζεις και στη νύ/χτα
το έρεβος σβήνω. 10
/ Σαν μια ξέ/νη στους δρό/μους
/ Με καρφώ/νουν Να φύ/γω.
/ Στις γωνίες / σαν θεός /περιμέ/νεις
/ Στιβαρό / και το χέ/ρι σου μ’ ά/ρπαξε
/ Σαν, τα δά/χτυλα δρό/μοι 15
/ Κι η παλά/μη το ποίη/μα Ακουμπώ. /

12. Τάκης Σινόπουλος, «Νυχτερινός μονόλογος» (απόσπασμα)

Γι’ αυτό λοιπόν / ξαφνικά / οι πορεί/ες


/ κι η βουή / των λαών / που σηκώ/νονται.
/ Ίσως εί/ναι το ακοί/μητο μά/τι της μνή/μης.
/ Ίσως εί/ναι το αυτί / στις πέτρες που ακούει.
/ Όταν ά/ξαφνα αδειά/ζουν // ώς τα πέ/ρατα οι δρό/μοι. 5
Όταν / η φωνή / στον Αισχύ/λο.
/ Και φυσά/ει ο αέ/ρας // – σκοτεινές / ιστορί/ες.

Τόσα χρόνια τι γαυγίζει το ορφανό σκυλί


/ στη διχά/λα του δρό/μου;
/ Τα σημά/δια στο κορμί / κι η παρά/λογη σκέ/ψη – 10
/ την ακούς / στο μυαλό. /
/ Φαγωμέ/νες οι λέ/ξεις // ένα σύ/νθημα έ/να.
/ Πόσα παί/ρνει το μή/να ο χαφιές; /
/ Πόσα παί/ρνεις εσύ; /
Το ’να χέρι στην Αλβανία. 15
Το ’να πόδι στην Κατοχή.
/ Και τα λό/για που ξέ/ρουν μονά/χα το ψέ/μα.
/ Το μυαλό / μπουκωμέ/νο.
/ Το ψωμί / το πικρό / και πιο πέ/ρα η τανά/λια η Ευρώ/πη –
/ σκοτεινές / ιστορί/ες. 20

13. Τάκης Σινόπουλος, «Ο καιόμενος»

Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος. ιαμ. 15σ.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν ιαμ. 11σ.
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο όταν του ιαμ. 14σ.
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια. ιαμ. 17σ.

Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου. ιαμ. 18σ.
Είμαι από φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι. ιαμ. 16σ.

18
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος; ιαμ. 14σ.
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά; ιαμ. 12σ.

Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι. ιαμ. 15σ.


Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις μου είπαν. ιαμ. 13σ.

Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος. ιαμ. 16σ.


Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο. ιαμ. 14σ.

Γινόταν ήλιος. ιαμ. 5σ.

Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές ιαμ. 16σ.


άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε. ιαμ. 15σ.

Ο Ποιητής μοιράζεται στα δυο. ιαμ. 10σ.

Η αναβίωση του αυστηρά έμμετρου στίχου στο περιβάλλον του ελεύθερου


στίχου

Βλ. τα κείμενα του ιστότοπου https://pampalaionero.wordpress.com/

19

You might also like