Professional Documents
Culture Documents
ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ
Ο Παντελής Μηχανικός γεννήθηκε στις 30 Ιουλίου 1926
στο χωριό Λιμνιά της επαρχίας Αμμοχώστου. Αποφοίτησε
από το Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου και την
Αμερικανική Ακαδημία της Λάρνακας. Από το 1949 και
έως τον θάνατό του εργάστηκε ως τελωνειακός στην
Κυβερνητική Υπηρεσία της Κύπρου.
Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1952 από τις σελίδες
του περιοδικού «Κυπριακά Γράμματα». Δύο χρόνια
αργότερα τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο του ποιητικού
διαγωνισμού του περιοδικού «Κυπριακά Γράμματα» για το
ποίημά του «Δοκιμασία Ονείρων». To 1957 κυκλοφόρησε
η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Παρεκκλίσεις».
Θα ακολουθήσουν άλλες δύο: «Τα δυο βουνά» (1963) και
«Κατάθεση» (1975).
Η διαμόρφωσή του ως ποιητή συντελείται μέσω του
διαλόγου του με την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη και του
Τ.Σ. Έλιοτ. Το έργο του, πέρα από τη δημιουργική
αφομοίωση της ποιητικής του μοντερνισμού, άνοιξε το
δρόμο για νέες εκφραστικές επιλογές στους κύπριους
ποιητές.
O Παντελής Μηχανικός πέθανε στο Λονδίνο στις 20
Ιανουαρίου 1979 από ασθένεια της καρδιάς. Κηδεύτηκε στην Κύπρο δημοσία δαπάνη.
ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΕΙΣ (1957)
ΦΟΒΙΣΜΕΝΑ ΠΟΥΛΙΑ
Μ’ αυτές τις ώρες που περνούν,
μετρούμε το θάνατο,
μετρούμε το μαύρο θάνατο
ενώ βρισκόμαστε στη ζωή.
Κύριε Ελέησον.
Μας σπρώξανε τόσο άσχημα,
που νομίζουμε πως ζούμε λαθραίως
αυτές τις ώρες, τέτοιες ώρες.
Η ευλογία
της λαίμαργης χαράς,
πού τσιγκουνεύεται τ& δευτερόλεπτα,
που παίζει στη χούφτα της
τα χρυσά νομίσματα των λεπτών και των δευτερολέπτων-
αυτή η ευλογία,
μήλο ζουμερό κι ολοκόκκινο,
είναι τώρα μήλο στυφής στάχτης,
η σορός της ευτυχίας, η στάχτη της,
που την αρπάζει ή κατάρα και σημαδεύει
τα μάτια των ωρών μας.
Φεύγουν τυφλές κυνηγημένες,
ώρες μας οι φοβισμένες.
ΓΡΑΜΜΑ
Αγαπητή μου μητέρα,
H Αγάπη σου,
σε πληροφορώ
μου δυσκολεύει τη ζωή.
Εδώ πέρα δεν υπάρχει άλλη διέξοδος.
Περπατώ στους δρόμους
με την ύπαρξή μου γραμμένη κάτω απ’ τα παπούτσια μου,
που τη ζουλεί το κάθε μου πάτημα.
Καμιά φορά βγάζουμε το παπούτσι μας
και το πετάμε στον αέρα,
γιατί είναι ανάγκη να παίξουμε.
Κάποια μέρα μπορεί να το χάσω μέσα σ’ αυτή την οχλοβοή
μαζί με ό,τι έχει γραμμένο από κάτω.
Εσύ μου είπες να μην τα κάνω όλ’ αυτά.
Μα ακριβώς σου γράφω για να σε πληροφορήσω πως δεν γίνεται
διαφορετικά.
Δεν μπορώ να σ’ ευχαριστήσω.
Η αγάπη σου με τραβά από τα μαλλιά, όταν εγώ
μάχομαι ολάκερος,
μ’ αποσπά δυνάμεις,
αυτή την κρίσιμη στιγμή,
που μόνο με μαντήλια βρεμένα στο αίμα
προσπαθούμε να δροσίσουμε το μέτωπο των ζαλισμένων μας
πεποιθήσεων.
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΑΝΩΝΥΜΗ
Μια μονάχα στιγμή απ’ αυτό το ταξίδι
μοιάζει σαν ολόκληρο ταξίδι
από κείνα που κάναμε άλλες φορές.
Τα πουλιά τ’ ουρανού εδώ
χτυπούν τις φτερούγες τους αλαλιασμένα,
οι άνθρωποι πού βημάτιζαν — τώρα τρέχουν,
και κείνοι που τρέχαν … ο Θεός
να τούς ελεήσει. Οι σεληνιακοί
λυμπούριασαν.
«Έλα, αγαπημένη, μην το παίρνεις κατάκαρδα.
Εμείς είμαστε ακόμη εφτά χρονώ.
Θα κάτσουμε στην κορφή του βουνού
και θα παίζουμε τις «πέντε πέτρες»
με πέντε αστέρια.
Η σελήνη θα γίνει η καλύτερη μας γιαγιά,
για να μας πει ένα ξωτικό παραμύθι με δράκους.
Ύστερα θα γίνει η καλύτερη μάσκα
με κείνο το πλατύ της στόμα,
για να γελάσει πρώτη με το ευχάριστο
τέλος του παραμυθιού.
Όταν το πρωί θα ‘ρτει ο ήλιος,
θα μας ξυπνήσει με το «εμβατήριο του παλιόπαιδου;
στο πείσμα της μητέρας.
Κι αυτή δε θα μας θυμώνει πια,
που θα παίζουμε όλη μέρα με τις λάσπες,
μες στις λάσπες…
πώς σε κάλεσα, αγαπημένη,
τώρα πού είμαι πάλι χωμένος μες στις λάσπες,
ξύνω τις λάσπες,
—το πουκάμισο του Κένταυρου —αγαπημένη,
περπατώ μες στις λάσπες
δεν βλέπω ένα πόδι γης χωρίς λάσπες,
το πουκάμισο του κένταυρου, αγαπημένη,
είμαι γιομάτος λάσπες
που πύρωσαν.
ΦΙΛΕ ΜΟΥ, ΦΙΛΕ ΜΟΥ
θυμάσαι, φίλε μου, φίλε μου,
πού βημάτιζες μες στο παλάτι σου
νέος, ωραίος, ευθυτενής,
που βηματίζεις μόνος μες στο παλάτι σου
μετρώντας το ρίγος της ευτυχίας σου.
Περίμενες την αγαπούλα, ώ!
μα ποιάν αγαπούλα, ώ!
Κι αυτή έρχονταν κάθε φορά που την περίμενες.
Αυτή έρχονταν κάθε φορά που την περίμενες.
Στην αφή της ένιωθες το στήθος
άξιο μονάχα βρέφους φάτνης φωτοστέφανης.
Όταν τα μάτια της έστρεφαν να σε κοιτάξουν στο πρόσωπο
σε περιέλουε με το φως της αγάπης ο Θεός
κι ήξερες πως τάγματα αγγέλων
ήταν φίλοι πιστοί.
Όταν άγγιζες τα μαλλιά της
γέμιζες μια χούφτα μαλλιών μυστήριου,
που τα μελετούσες κλωστή την κλωστή
και σου φέγγαν με φανάρια άγγελοι.
Φίλε μου, φίλε μου,
που βάδιζες ωραίος, ευθυτενής, μεριμνώντας την ευτυχία
στο παλάτι που πέταξε με τα φτερά των αγγέλων
κι αφήκε μονάχα το γήπεδο
όπου βλάστησε τώρα μια ζούγκλα,
κι ο βρυχηθμός του λιονταριού,
φίλε μου, φίλε μου,
εξακοντίζει ένα μαχαίρι εγρήγορσης,
πού κόβει τη θύμηση.
ΤΙ ΜΑΣ ΕΦΕΡΕ Ο ΒΙΚΕΝΤΙΟΣ
Τα πλούτη ήτανε κλουβί.
‘Ητανε μια μικρή γυάλινη σφαίρα όπου κλείσαμε την ψυχή μας.
Μικρός ουρανός, τεχνητός.
Ημίγυμνες γυναίκες μ’ αραχνοΰφαντα,
καπνοί
ώσπου είχαμε λεφτά
βρίσκαμε διαρκώς ασχολίες, διασκεδάσεις,
μες στη γυάλινη μικρή σφαίρα.
Πως τα δέσαμε τα μάτια μας,
πράγμα που δεν ήτανε ποτέ του γούστου μας.
Γιατί ο Βικέντιος Βαν Γκογκ,
γιατί αναζήτησε τα δυστυχισμένα πρόσωπα, τ’ αυλακωμένα,
γιατί ζωγράφισε τους καρβουνοβαμμένους ανθρακωρύχους
και τα θλιμμένα παλιοπάπουτσα με τις ρυτίδες,
που τα φορούσε ο μόχτος τόσα χρόνια,
που τα ξεχαρβάλωσε η ανάγωγη γης
χαϊδεύοντάς τα με πέτρες και με χώματα
τόσα χρόνια, τόσα χρόνια.
Ο Βικέντιος
μας κουβάλησε απ’ τ’ ανθρακωρυχεία του Μπορινάζ
έναν κασμά,
να θραύσουμε τη μικρή γυάλινη σφαίρα.
ΕΥΑΙΣΘΗΤΟ ΠΡΩΙΝΟ
Έτσι γλυκό που ‘ναι
κι αφήκαμε οπίσω,
απερίσκεπτα,
τρυφερά αισθήματα
που θα στόλιζαν τούτο τ’ ωραίο πρωινό
γαρουφαλλιές, τριανταφυλλιές,
τα παρεθύρια της μοναξιάς μου.
Κι εσύ κλείδωσες
με τ’ αδυσώπητο κλειδί της λογικής
την καρδιά σου.
Προχώρησες
ασφαλής μέσ’ απ’ τα φαράγγια
περιφρονώντας αμείλικτα
τις βιολέττες και τα αισθήματα μας
φυτεμένα στην άκρη του γκρεμού.
Τούτο το γλυκό πρωινό
παθαίνεται να στολιστεί.
Να μάζευες τις βιολέττες
ν’ άφηνα να μεγαλώσουν απαλά αισθήματα
Θα στολίζαμε τα παρεθύρια
της μοναξιάς μας
τούτο το γλυκό πρωινό
π’ ακούω φτερουγίσματα αγγέλων
πού γυρεύουν που να καθίσουν.
—θα τους δεχόμαστε.
Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ
Ή Εύα
πέταξε και το τελευταίο φύλλο συκής
κι ένας σάτυρος
τη γαργαλάει δημοσίως.
Ο όφις
χτυπιέται στο χώμα απελπισμένος
που δεν μπορεί να σκαρφιστεί
ένα καινούριο αμάρτημα.
Τί θα γίνει τώρα που ο λαγός
συνάντησε τους πρώτους βάτραχους
πού στέκουνε μπροστά του ατρόμητοι?
ΚΑΤΑΡΑ
Σ’ αυτό το χωράφι φυτέψαμε τους σπόρους των ελπίδων
και τους είδαμε όλους να σαπίζουν έναν ένα.
Οι σκελετοί αμαρτωλών προγόνων
άφυλλα δέντρα
πού σκουντουφλά το κεφάλι μου στο σκοτάδι.
Σκοτάδι. Όπου και να περπατήσω
τρικλίζω, χτυπώ, πληγώνομαι
επάνω στ’ άφυλλα δέντρα του σκοτεινού αυτού χωραφιού
στους σκελετούς πανάρχαιων αμαρτωλών προγόνων.
Όπου και να περπατήσω
το χέρι ενός σκελετού
στάζει μια κατάρα απάνω στο κεφάλι μου.
ΠΩΣ ΜΙΛΗΣΕ ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΠΡΙΝ ΠΟΛΛΑ ΧΡΟΝΙΑ
Εδώ φυτέψαμε τους σπόρους των ονείρων μας
και περιμένουμε βροχή και ήλιο.
Να δεις:
Σα θα ριζοβολάνε τα όνειρά μας
στη βροχή και τον ήλιο
στον ήλιο και τη βροχή
ο Θεός θα προβάλει ένα χαρούμενο πρόσωπο
φορώντας τη γιρλάντα τ’ ουράνιου τόξου
κι η καρδιά μας θ’ αντανακλά
όλους τους ιριδισμούς
της ευτυχίας.
ΕΠΕΤΕΙΟΣ
Ρόδα πού άνθισαν
απάνω στις όχθες των γκρεμών
λαμπρά.
Λέγαμε: «Αύριο
θα ‘ναι δικά μας
θα ροβολάμε στις βουνοκορφές
και θα μας αγαπάει ο κόσμος».
Πρόθυμη η καρδιά κι η ψυχή μας.
Στα μονοπάτια κατατσακιστήκαμε.
Άνθρωποι μπερδεύονταν στα πόδια μας
χωρίς να εννοούμε την πολιτική τους.
Προς το παρόν κρατιόμαστε από κάτι χαμόκλαδα
στις πλαγιές των βουνών
και κάτω στα πόδια μας
ένα χάος μας φοβερίζει.. (Θα πέσεις) .
Έχω δυό χέρια ματωμένα
και δεν έχω ένα Θεό να τα δείξω.
Έχασα το Θεό μου τόσο άδοξα
όταν ο ίδιος
δεν μπόρεσε να πιαστεί από τα χαμόκλαδα
κι έσκασε πέφτοντας
Αφήνοντας
μια προσευχή
να μαραζώνει στην καρδιά μου.
ΜΝΗΜΗ
Έλα να πάμε στην άλλη περιοχή.
Αύτη την περιοχή τη βαρεθήκαμε.
Εδώ προσφέραμε όξος σ’ εκείνους πού μας ζήτησαν νερό
και σα ζητήσαμε να ξεδιπλώσουμε την ψυχή μας,
ένα λευκό σεντόνι βρεγμένο στα δάκρυα,
στον ήλιο, στον αέρα να στεγνώσει,
μας πρόσφεραν αγκαθωτό συρματόπλεγμα,
πού μας τρυπούσε.
Την απλώσαμε
και σεις κι εγώ.
Κι ήρθαν τότες και κάθισαν απάνω
και κλάψανε και ξαναβρέξανε την ψυχή μας
κάτι ξωτικά πουλιά
που ‘χαν φωλιές μέσα στα όνειρα μας
—τα όνειρα μας, γυναίκες ντροπιασμένες, φοβισμένες
που ‘καναν εκτρώσεις όπου λάχαινε
στα κατσάβραχα, στους δρόμους, παντού.
ΣΤΙΓΜΗ ΑΓΑΠΗΣ
Άμα νιώθω
την αγάπη σου μες στην καρδιά μου,
ζωντανεύουν τα περιστέρια πού ‘θρεψα παιδί
δίνοντας τους σπόρους αθωότητας μες στη φούχτα μου.
Ξυπνούν
και μου φέρνουν μηνύματα στα τρυφερά τους ράμφη,
ζει ο βασιλιάς ‘Αλέξανδρος, ζει.
Άμα νιώθω την αγάπη σου μες στην καρδιά μου,
βλέπω το χέρι της μάνας μου,
που στη φούχτα της φωσφορίζουν τα γράμματα της βίβλου,
να μου ανασταίνει ξανά
το θεό που πέθανε.
Είναι μες στην καρδιά μου η αγάπη σου
όταν πέφτει μέσ’ απ’ τα χέρια μου
το ληστρικό μαχαίρι
και μου καρφώνει το πόδι.
Τότες
μπορώ να μεταφράσω στην Ελληνική γλώσσα
το βέλασμα των αρνιών
πού ρημάξαμε την άλλη φορά.
ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ
Αν πασπατεύεις συνεχώς
το μίτο της Αριάδνης
Αν γουρλώνεις τα μάτια συνεχώς
απάνω στο μίτο της ‘Αριάδνης,
καλός ο σκοπός,
μα μπορεί να χάσεις την όράση,
μπορεί ν’ αλληθωρίσεις.
Να τον αφήσεις για μια στιγμή
το μίτο της Αριάδνης.
Σε μια λακκούβα εδώ στο λαβύρινθο
σε περιμένει, η αρραβωνιαστικιά σου να παίξεις
κι’ ένα σαπφείρι χαμογελάει στα τοιχώματα.
Μπορεί η αρραβωνιαστικιά σου να ‘ναι η Αριάδνη.
Κοίταξε σου λέω παλαβούλιακα,
μπορεί το στόμιο του λαβύρινθου
να βρίσκεται απάνω της.
Πρόσεξε,
αύριο θα σε κοροϊδεύουν τα παλιόπαιδα
π’ αφουγκράζονται
π’ ακούνε τη φωνή της γης πολύ γνήσια
πολύ πιο καλά ‘πο σένα.
Να φτάσεις αν είναι να φτάσεις
και να ‘ναι ο κόρφος σου γεμάτος
ανθούς λεμονιάς
και γρατζουνίσματα της αρραβωνιαστικιάς σου.
ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕΣ
Τη μέρα πού έφυγες
δεν μάραναν τα γιασεμιά— ζωντάνεψαν πιο πολύ.
Η ροδιά του κήπου μας έτριψε τα μάτια στις δυο μετά τα μεσάνυχτα
κι όταν ξυπνήσαμε με το πρωί
μια πνοή πιο γλυκιά απ’ το γιασεμί
μια μορφή πιο λαμπρή απ’ τον ανθό της ροδιάς
έφεγγε και δονούσε την Κύπρο.
Κόκκινη γραβάτα. Η άνοιξη
ξεφυσά μέσ’ απ’ το πρόσωπο.
Δυό μεγάλα μάτια ερευνούν
για να δείξουν το δρόμο στην καλοσύνη.
Ένα άγαλμα που το σκάλιζες με προσοχή
νύχτα και μέρα
ένα άγαλμα που του φυσούσες ψυχή
νύχτα και μέρα
ζωντάνεψε τόσο πολύ
πού στις δυο μετά τα μεσάνυχτα
έγινε επικίνδυνο και τρομερό.
«Ούτος ανακρίνεται».
Θα σας πει πώς αγαπάει τον τόπο του.
Είναι τόπακας
σαν τα μάρμαρα της Σαλαμίνας
σαν τα πουλιά των αγρών μας —
γραμματικός του Απόστολου Βαρνάβα.
«Ούτος ανακρίνεται».
Ανακριτές με ανύπαρκτη όσφρηση
ανακρίνουν τα γιασεμιά.
Ανακριτές χωρίς δράση κρατάν
τη ζουγραφιά της ψυχής που μιλεί και δονεί.
Πού μιλεί και δονεί και κρατάει ψηλά το τριαντάφυλλο
μυρωμένη
λαμπρή
την ψυχή της Κύπρος ψηλά.
Ό Άης Γιώργης ζωντάνεψε.
Καρτερούμε να σηκωθεί η Αλυκή της Λάρνακας
πάλλευκη
σαν τα πανιά της ψυχής μας
να κυματίσει
στον γαλάζιο ενθουσιασμό μας.
Να ‘ρθει η Αφροδίτη από την Πάφο
με μέλη ουδέτερα για πέντε λεπτά, για ένα χρόνο, για δέκα χρόνια
να εποπτεύει τις βάρδιες.
Ο Ονήσιλος κι ο Διγενής
γέμισαν τον αέρα κλαγγές.
0ι πορτοκαλιές του Βαρωσιού
χορεύουν στον αέρα.
σημαδεύουν με τα πορτοκάλια τους απάνω σε κεφάλια
κι είναι φαρμάκι ο χυμός τους
για πέντε λεπτά, για ένα χρόνο, για δέκα χρόνια.
Ο πύργος του Οθέλλου
περιοδεύει την Κύπρο κραυγαλέος:
«Welcome to Cyprus
goats and monkeys!».
Περίεργο. Την ημέρα πού έφυγες
νιώσαμε πιο πολύ την παρουσία σου.
Απ’ την ημέρα που έφυγες
γέμισαν οι κάμαρές μας
γέμισαν οι δρόμοι
γέμισε η ατμόσφαιρα:
τόπο — Κύπρο — πατρίδα — πνοή — τρέλα — χορό,
αγάπη στο χώμα μας
αγάπη στα δένδρα μας
αγάπη στον ουρανό μας, στον αέρα μας,
στον άνθρωπο πού 5χε κρυμμένο τον εαυτό του χρόνια και χρονιά.
Δέξου για την ώρα το χαιρετισμό μας.
Ωσότου βλέπουμε το τριαντάφυλλο που κρατάς ψηλά
όσο να μας τραβήξει το τριαντάφυλλο που ψηλά κρατάς
μέχρι το σύνορο του ελεύθερου άνθρωπου
ώσπου να γίνουν οι ψυχές μας πέταλα στο τριαντάφυλλο
πού ψηλά κρατάς
δέξου το χαιρετισμό μας.
ΤΑ ΔΥΟ ΒΟΥΝΑ (1963)
ΑΓΝΑΝΤΕΜΑ
Στο παλιό μου σπίτι
απλώνουνταν μπροστά μου η θάλασσα
πνοή ασυδοσίας στα στήθια μου
ξεφυλλίζοντας ονειροκρίτες.
Τώρα
σκληρά βουνά
κόβουνε την όραση
όνειρα περικυκλωμένα.
Το άλογο
χλιμιντράει ξανά
οπλή και φλόγα.
Καβαλάρης
απάνω στις βουνοκορφές
αντηλιά στην απαλάμη
γυρεύει την ίδια τη θάλασσα
-δεν μπορώ να ζήσω
χωρίς πέντε καράβια στις ακτές μου
πανέτοιμα κι αστραφτερά.
ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
Γαλήνη, σαν λάδι η θάλασσα.
Και συ σκόρπισες φύλλα τριαντάφυλλα
και χαμόγελα συγκινημένα στην επιφάνεια.
Είναι ανάγκη στο λιμάνι της αναχώρησης
να κρατάω τη γαλήνη της Αξιοπρέπειας.
Δεν κράτησα μέσα στα χέρια, μου από σένα
τίποτε από το ποτάμι πού κύλησε
εχτός από κείνα που μπορούν να διαβάσουν οι γύφτισσες.
Δεν με ικανοποιεί ούτε με ξελαφρώνει τούτη η γαλήνη.
Ακούω τη θάλασσα να μουγκρίζει στό βάθος
είν’ ένα θηρίο πού μουγκρίζει στο βάθος
που βλέπει με κοκκινισμένα μάτια
τη γαλήνη και τα χαμόγελα και τα τριαντάφυλλα και την κοροϊδία.
Είναι μια θάλασσα έτοιμη ν’ Ανοίξει μεγάλα στόματα
να καταπιεί το καράβι σου και σένα.
Στους κάμπους πέρα μπολιάζουν αγριόδεντρα.
για να καρπίσουν ήμερα. ’Έχω μιαν ανθισμένη αμυγδαλιά
μες στην ψυχή μου
κι όμως Ακούω τις ρίζες της καμιά φορά να τριζολογάν
βρυχηθμούς ζούγκλας. Ηρέμησε
καταραμένη
θάλασσα.
ΑΓΙΟΣ ΙΛΑΡΙΩΝ
Ραγδαία ευτυχία
πότισε την ψυχή
όταν ο πειρασμός του κορμιού σου
σχίζοντας πέπλα αιώνων
αυτομολούσε σ’ αχαλίνωτα δάχτυλα.
Ένας -φελλός αγέρας
κρέμασε τα πέπλα και τις πορφύρες στα κατάρτια της θάλασσας
και τα σκαμπανεβάζει σφυρίζοντας
πελαγίσια τραγούδια.
Και προχωρήσαμε βαθιά βαθιά
και ξέσπασε ο κανονικός σεισμός
κι ανοίξανε τα έγκατα της γης μου
κι ανέβηκε πιτσικλισμένος από λάβα
αγριωπός λεβέντης ο γιός μου ο Ιλαρίων
φορτωμένος βουνά και δέντρα στους ώμους του
να χαιρετά κατά το βοριά τη θάλασσα
να μάς βλέπει μικρούς κατά τη Λευκωσία
και να χωράει στην αγκαλιά του τον ουρανό.
ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ ΠΟΛΗ
Πήραν την πόλη πήραν την
μου πήρανε τα χέρια
πήραν κι άπ’ την Αγιά Σοφία
τα δυό μου περιστέρια.
Ο αρχηγός τους
πρώτα πρώτα
κατούρησε μέσα ατό δισκοπότηρο.
Είναι αυτός ο ίδιος θεομπαίχτης που προσευχήθηκε μετά
και κοινώνησε τους πιστούς του
άπ’ το κάτουρό του. Αυτοί
ήταν ο οχλος που γρύλλισε.
Κι οι ποιητές
μην έχοντας η καρδιά τους φωνή
χαϊδεύανε την κοιλιά
και το γουργουρητό
του χωριού τους.
Αλλά εγώ πίστευα σε σένα.
Εγώ πίστευα στη σπίθα
μέσα στην καρδιά του ποιητή.
Εγώ πιστεύω στον ποιητή της φωτιάς.
Εγώ πιστεύω στον ποιητή πού φωνάζει
στον ποιητή πού κατεβαίνει στο καλντερίμι
στον ποιητή πού μιλάει στα πλήθη.
—Πήραν την, πήραν, πήραν την.
Κι ένα πουλί
χλωμό πουλί
μυρολογάει και λέει
«Θουκή μου, Ορέστη μου».
Ζήτησα σύμμαχο κι ήρθε η απάντηση:
«Κανείς». Και στράφηκε ο Αντίλαλος
να τα σκεπάσει όλα μαύρα πέρα ως πέρα.
Και τότες
κατάμονος
μέσα στην Απέραντη ερημιά
γονάτισα στη γη μου
και της ορκίστηκα ακόμη μια φαρά:
«Εγώ θα πιστεύω».
Σήκωσα τά μάτια ψηλά
κι είδα τον Μαχαιρά να στέκει ακόμη γερά στα πόδια του
και ν’ ανεμίζει μια πυροκαμένη κορυφή.
ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Καφτά
τα σπέρματα του Οιδίποδα
πέφτουνε άπ’ τη μήτρα της μάνας του
και του εκμηδενίζουν την ψυχή.
Καφτά επιστρέφουν τα σπέρματα του Οιδίποδα
μέσ’ άπ’ τη μήτρα της μάνας του
και του τρελαίνουν την ψυχή.
Ό θάνατός μας δεν μπορούσε να λύσει το πρόβλημα.
Για τίμημα δεν ήτανε αρκετή η ζωή μας.
Και στρέφονται καφτά τα σπέρματα του Οιδίποδα
μέσ’ άπ’ τη μήτρα της μάνας του
και του τυφλώνουν την ψυχή.
Ό ήλιος παίζει
τις χρυσές αχτίδες του
απάνω στα παντζούρια.
Η ζωή δεν επένθησε.
Η ζωή, με μιαν άλλη σοφία,
θρασύτατη
φουντώνει τριανταφυλλιές
στα πονεμένα του αχνάρια.
Κι ένας βασιλιάς —- τί βασιλιάς! —
να ζητιανεύει για ένα άσυλο
τυφλός.
’Αλλά επιτέλους εστάθης.
Ολόρθος.
Ένας.
Ακέριος.
Μοναδικός
μπροστά στη ζωή τη μία την ολόκληρη
Και τούτη τη στιγμή
πατέρα κι αδελφέ μου και γιέ μου
(υιέ μου Οιδίποδα!)
σε βλέπω ν’ ανοίγεις τα δυο μεγάλα
τα δυό πανέμορφα μάτια σου
και να με κοιτάζεις
με το πιο γαλήνιο
το πιο ,καθάριο φως του κόσμου.
ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Αυτή με τραβούσε απ’ τα μαλλιά.
Εσείς δεθήκατε
πέτρες στο λαιμό μου.
Μα που θα με πάτε
που θα με βυθίσετε. – Ο βυθός
του πόνου
ο βυθός της δικής μου θάλασσας
είναι γιομάτος μαργαριτάρια
και πολύτιμες πέτρες.
ΚΑΤΑΘΕΣΗ (1975)
ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΟΧΕΝΤΡΕΣ
Εμείς οι όχεντρες
έχουμε από δυο δόντια με δηλητήριο.
Όταν αποφασίσαμε
να κάνουμε επιτέλους μια κοινωνία ανθρώπων
αρέσαμε να βγάλει ο καθένας μας
να τα πετάξει
τα δυό του δόντια.
Πέρασε καιρός
σε ανακατατάξεις και προσαρμογές
αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά.
Ανακαλύψαμε πώς η καθεμιά όχεντρα
είχε πια
και τρία και τέσσερα δόντια με δηλητήριο.
Οι υπόλοιπες
όσες τούς κλέψανε τα δόντια
χαθήκανε.
Είπα στον μπάρμπα
άλλη φορά, αν ξαναποφασίσουμε,
να πάρει ο ίδιος τα δόντια
να τα εξαφανίσει εκ του ασφαλούς.
Έστω κι αν τον πούνε αντεθνικό, χιλιαστή,
ή .με άλλο αποτρόπαιο όνομα
οι όχεντρες.
ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΡΙΜΑΧΟ
Και ποιος ήτανε τόσο λεβέντης
όπως τον Ριμαχό
που έσκυψε και φίλησε το χώμα
απ ‘όπου διάβηκε η αγαπημένη του
κι αυτή προχωρούσε υπερήφανη κι ακατάδεχτη
κι οι άλλοι τον είπανε βλάκα
κι αυτός ξανάσκυψε και ξαναφίλησε το χώμα
ξέροντας καλά πως οι άλλοι τον λέγανε βλάκα.
Και τα στήθια του ήταν γεμάτα χαρά.
Γεμάτα χαρά.
Ποιος ήτανε τόσο λεβέντης όπως τον Ριμαχό
Εφτά χιλιάδες φορές θα σκοτώνονταν
για να υπερασπίσει το χώμα απ ‘όπου διάβηκε η αγάπη του.
Ποιος είναι λεβέντης σαν τον Ριμαχό
ποιος έχει αγάπη σαν τον Ριμαχό
να υπερασπίσει τούτα τα χώματα.
Ριμαχό/ Ριμάκο/ Ριμακό: φανταστικό πρόσωπο με
πολλαπλούς συμβολισμούς, που εισήγαγε στην κυπριακή
ποίηση ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης (στη συλλογή Το αγ-
γείο με τα σχήματα, 1973) και στη συνέχεια αξιοποίησαν
και ανασημασιοδότησαν και άλλοι ποιητές, μεταξύ των
οποίων ο Παντελής Μηχανικός και ο Κώστας Βασιλείου
ΑΦΡΟΔΙΤΗ
Γυμνή
με τα μαλλιά σου καψαλισμένα
σε βλέπω να ρίχνεσαι στη θάλασσα
και πάεις.
Δεν μπορούσες να μείνεις μαζί μας για πολύν καιρό.
Δεν είμαστε εμείς για ομορφιές
δεν είμαστε για όνειρα.
Είμαστε οι ταπεινοί άνθρωποι
με τον βούρκο στη μύτη
με τη σάπια ψυχή.
– Σε ποιους γιαλούς σε ποιους βυθούς να ταξιδεύεις τώρα.
Δεν μπορούσες να μείνεις μαζί μας πολύν καιρό
στα ερείπια και στα χαλάσματα
στα καμένα χορτάρια
δεν μπορούσες να μείνεις
εκεί όπου ο Άρης φτύνοντας αφρούς και αίμα εφώναζε
Εφιάλτη, Εφιάλτη, πού είσαι Εφιάλτη
και
(ποιος να το φανταστεί)
ήτανε φίλος του Εφιάλτη. Φίλος του.
– Τότες η γη μας εξέρασε τα σπλάχνα της.
Σε ποιους γιαλούς σε ποιους βυθούς να ταξιδεύεις τώρα.
Απελπισμένη
ερίχτηκες από την Πέτρα του Ρωμιού πίσω στη θάλασσα
και χάθηκες – ποια ψάρια
ποια κήτη
ποια τέρατα σμίγοντας
ω, κόρη μου, σε ποιους γιαλούς
σε ποιους βυθούς,
θεά μου.
ΟΝΗΣΙΛΟΣ
Δίπλα μου ήτανε ο Ονήσιλος
βγαλμένος απ’ την ιστορία και το θρύλο
ολοζώντανος.
Αρχιλεβέντης βασιλιάς αυτός
κρατούσε στο χέρι ό,τι του ΄χε απομείνει:
ένα καύκαλο
―το δικό του κρανίο―
γεμάτο μέλισσες.
Δέκα χρόνια έστελλε τις μέλισσές του ο Ονήσιλος
να μας κεντρίσουν
να μας ξυπνήσουν
να μας φέρουν ένα μήνυμα.
Δέκα χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος
κι όλες ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα
χωρίς τίποτα να νιώσουμε.
Κι όταν το ποδοβολητό των βαρβάρων
έφτασε στη Σαλαμίνα
φρύαξε ο Ονήσιλος.
Άλλο δεν άντεξε.
Άρπαξε το καύκαλό του
και το θρυμμάτισε απάνω στο κεφάλι μου.
Κ’ έγειρα νεκρός.
Άδοξος, άθλιος,
καταραμένος απ’ τον Ονήσιλο.
ΙΤΕ
Και τι περιμένεις από ανθρώπους
που τους βιάσανε τις γυναίκες μπροστά στα μάτια τους
και δεν τράβηξαν τον σουγιά τους.
Απαθώς
τότε
κι απαθώς
σήμερα
ζητάνε απλώς
διαζύγιο.
Τέτοιοι ρουφιάνοι
ΑΓΩΓΗ
Τον έβλεπα συχνά
πού οδηγούσε τη γυναίκα του
στα ιδιαίτερα τού Κομισάριου
για να εξασφαλίσει μια προαγωγή.
Κάτι, τέτοια
ήταν συνήθειες του καιρού μας
και δεν έδωσα ιδιαίτερη προσοχή
σ’ ένα ζήτημα ρουτίνας.
Μια μέρα που τον έβλεπα
να παίρνει τη γυναίκα του στον Κομισάριο
λέω
κοίταξε τί άνθρωπος!
Όταν το σκέφθηκα για λίγο
πείσθηκα πώς άνθρωπος δεν ήτανε αυτός.
Κι έτσι ή φύσις
μπορούσε να μένει ήσυχη.
Κι όμως η φύσις ανησυχούσε.
Κι έλεγες πώς μέ τον καιρό αυτός ο παλιοκερατάς
θα γίνει διχτάτορας εδώ μέσα.
ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ
Λίγες οι βροχές και τα χιόνια
που πέρασαν από πάνω του, λίγα τον έμαθαν.
Λίγος ο ήλιος πού πέρασε από πάνω του,
λίγος ο αέρας, λίγη η άνοιξη.
Οι αλεπούδες και οι λύκοι
που έκρυβε μέσα του
παίζοντας κρυφτούλι ή συμμοριτοπόλεμο
με τους θεσμούς και τους νόμους,
επέζησαν με ακμή.
Λίγος ο ήλιος που τον έκαψε.
Λίγη η άνοιξη που τον δρόσισε.
Λίγος ο Θεός που μπήκε μέσα του.
Τώρα,
πάρτε τον.
ΔΙΑΒΑΤΗΣ
Ένας άνθρωπος περπατά.
Η στράτα τον οδηγά.
Δεν έφτιαξε αυτός τη στράτα.
Μήτε χαλίκι δεν έβαλε.
Τον έφτιαξε η πολεοδομία
για να τελειώνουμε πια
μέ τούς ουρανοβάτες αγγέλους.
—Εμείς περπατάμε στη γη.
Ένας άνθρωπος
σκουντουφλά, προχωρεί.
Χτυπιέται, τρεκλίζει, προσπαθεί.
—Ή στράτα τον οδηγά
.
Αν είναι άγγελος στην ψυχή σου
μπορείς να κλάψεις, διαβάτη.
Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΚΥΚΛΩΠΑ
Ο Οδυσσέας δεμένος κάτω απ’ τον τράγο.
(Διόλου, βέβαια, ποιητική η εικόνα).
Βρισκόμαστε στο σπήλαιο
κι ο θάνατος στέκει στην πόρτα.
Το χτυποκάρδι θα περάσει
κάτω απ’ το ψηλαφητό
του Πολύφημου.
«Κριάρι μου,
θα σου φτιάξω χρυσά κέρατα
να βατεύεις με την πρεπούμενη λαμπρότητα
τις προβατίνες του Πολύφημου
Τώρα όμως
τέντωσε το στιβαρό κορμί σου
και βγάλε με έξω απ’ την πόρτα του θανάτου.
Θεόστραβος ο Πολύφημος δεν βλέπει φως
κι ο ήλιος λάμπει έξω απ’ τη σπηλιά.
Εκεί
θα σε φιλήσω στο κούτελο
και θα σου χαϊδέψω τ’ αχαμνά».
Είπε, και τραβώντας μια δυνατή τσιμπιά
στα πισινά του κριαριού
ο Οδυσσέας προχώρησε
για ζωή ή θάνατο.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΔΙΟ
ΘΑ ΞΕΚΙΝΗΣΟΥΜΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ;
Ταξιδέψαμε τόσο πολύ μες στην ακινησία.
Τα πανιά τυλιγμένα, ολόσκονα.
Οι ιστοί είναι ολόρθοι ακόμα
μα η ψυχή τους – μαρασμένη καμπούρα.
Ένας μαρμαρωμένος ναύτης – άγαλμα
αιγυπτιακό μ’ αρχαία γένια.
Η θάλασσα αφρίζει
γλύφει το καράβι
γυναίκα ηδονόπαθη μ’ όλα τα κόλπα
σειρήνα –
Είναι δεμένος ακόμα ο Οδυσσέας,
που δεν ταξίδεψε.
Ο μικρός Οδυσσέας σπουδάζει ακόμα, σπουδάζει.
Ακόμα δεν είναι καιρός, λέει,
θέλει να σπουδάσει στην εντέλεια καπετάνιος,
να εξετάσει πολύ καλά το σκαρί.
Η σιγουράδα του να ‘ναι σκαρί τέλειο.
Ετσι που ν’ αγωνιστεί χωρίς σχισμές,
χωρίς πληγές,
να ‘ναι ολοκληρωμένος, ίσος με τον εαυτό του.
Χωρίς ταξίδια όμως, πώς μπορεί να ολοκληρωθεί;
Δεν θα ‘ναι ο θάνατος η τελευταία γνώση της ολοκλήρωσής του;
-Σήμερα σκέφτεται να ξεκινήσει ο μικρός Οδυσσέας.
ΚΡΙΤΗΣ
Σαν είδαμε τούς μεγάλους βράχους να κάνουν τούμπες,
τη θάλασσα να ξεχνά τους νόμους της γήινης έλξης,
είπαμε,
είναι κι αυτό μια νόστιμη εμπειρία.
Τα ζωύφια κρατούσανε πιστά την τροχιά τους,
τύφλα από υπακοή.
Είπαμε,
κάπου πρέπει να στήσουμε μια βάση
να ξεκινήσουμε τα δικά μας τρεχαντήρια,
κι είπαμε
να μην ακούσουμε πια τις γνώμες κανενός
— τί γνώμες είν’ αυτές που δεν έχουν καμιά σταθερή βάση,
αφού όλα είναι σεισμός εδώ τώρα
και κατακλυσμοί —
κι είπαμε τότες
πως κι ή δική μας η κίνηση θα ’χει κάποια σχετική άξια.
Εδώ θα τρέξουν δρομείς,
θα τρέξουν τρεχαντήρια,
εκείνος που θα κρίνει τώρα
μπορεί να στηρίζεται σε βράχο.
Βράχο απ’ αυτούς που ΄δαμε, αναπάντεχα,
να κάνουν τούμπες.
Η ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΗΓΟΥ
Σκόρπισες τόσες κούκλες τόσα παιχνίδια
Εσύ
Ο άνθρωπος του μαστιγίου.
Εσύ που ξέρεις πώς ο δρόμος σου
και ο δρόμος μας
είναι πνιγμένος στα καρφιά και στα ζιζάνια.
Εδώ,
σ’ αυτό το δρόμο
εσύ σκόρπισες κούκλες και παιχνίδια κι ‘Αι – Βασίληδες
Νιώθω πού δεν φύλαξες ένα παιχνιδάκι
έναν Αι Βασίλη για λόγου σου.
Νιώθω
πώς βάρεσες ακόμα πιο οδυνηρά το κορμί σου
γιατί στον ανήλεο και αδέκαστο δρόμο
δέχτηκες την καθυστέρηση μιας αργίας.
Σκόρπισες τις κούκλες και τούς ‘Αι – Βασίληδες.
άδειασες τα χέρια
και σκέπασες το ματωμένο σου πρόσωπο.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ 1974
Αναδύθηκες γυμνή
κι όλου του κόσμου ο νους
πάει
στην ωραία γύμνια σου.
Δρόσο
στάλα τη στάλα
πέφτει στην καρδιά μου
από το σώμα σου.
Όμως τώρα βλέπω
μες απ τα μάτια σου
ασίγαστο το γλυκό σου χαμόγελο
ριζωμένο στους αιώνες
ριζωμένο στο μύθο πριν άπ’ τους αιώνες
γλυκό σαν λάδι
σίγουρη παρηγόρηση
άσβηστο το χαμόγελό σου.
Χτες σε περιμαζέψαμε μες απ’ τα ερείπια.
Όχι, δεν βγήκες τούτη τη φορά απ ‘ τη θάλασσα.
Μες απ τα χαλάσματα σε περιμαζέψαμε.
Στα μεριά σου ήτανε ακόμη, μαυρίλες από βόμβα
ΑΝΕΚΔΟΤΑ
[ ΑΤΙΤΛΟ I ]
Ιλαρίων, Ιλαρίων, ώ γλυκύ μου έαρ,
’Ήσουνα φως πού φώτιζε
κι ήσουν άνθος και μόσκος.
Φέρτε στάχτη ν’ αλείψουμε τα πρόσωπά μας. Μάνα, κλάψε.
Κι ας περπατήσουμε τη βαθιά σήραγγα, βαθιά βαθιά, όσο
να βρεθεί το νερό αν βρεθεί.
Αν δεν βρεθεί, θάνατος.
Κι αν βρεθεί
νίψετε τα πρόσωπά σας,
πλύνετε την καρδιά σας
καθαρίστε όλο το ρύπος.
Κάτι μου λέει πώς ο καθαρός άνθρωπος δεν φοβάται την ήττα,
Κάτι μου λέει πώς για τον καθαρόν άνθρωπο δεν υπάρχει ήττα,
αυτός προχωράει πάντα μπροστά. Κι όταν ακόμα τον χτυπήσει
ο θάνατος, αυτουνού η ψυχή πάει μπροστά. Μπροστά
χωρίς να κλαίει, χωρίς να ντροπιάζεται. ‘Ολόρθος και γελαστός
πάει μπροστά.
Ό ρύπος μας
ο δικός μας ρύπος
τώρα μάς τρομοκράτησε.
Τρομοκρατία
χτύπα βαθύτερα,
χτύπα βαθύτερα
όσο να τον ξεκάνεις
ή να τον αναστήσεις των άνθρωπο.
ΩΡΑΙΟ ΠΡΩΙΝΟ
Ήταν ωραίο αυτό το χέρι
που σε τράβηξε απ’ το σκοτάδι
ύστερα απ’ τη νύχτα
ήταν ωραίο το πρωί,
Ύστερ’ απ’ το πηγάδι
ήταν ωραίος ο κάμπος
πράσινος να πετάει τα χρωματιστά του πουλιά
— ήταν ωραίο το χέρι που σε σήκωσα.
Όμορφο που ’ναι το πρωινό.
Πια, δεν σε κυνηγάνε
τα θηρία της νύχτας καταλάγιασαν.
Κάμπε και πετούμενα,
φύση ωραία,
πάρε με. ’Αφήστε με
να κατοικήσω μαζί σας.
[ ΑΤΙΤΛΟ II ]
Και εγέμισε η πόλις από μουγκρητά
κι οι νεκροί σου δεν σκοτωθήκανε από μαχαίρι
μήτε είναι νεκροί πολέμου.
Και συ που εγίνης φάντασμα
ανέβηκες σ’ αψηλές στέγες για να φωνάξεις,
σε μάταια δώματα.
’Ιδού Κύριος Σαβαώθ.
Αυτός σου αφαίρεσε τη στολή,
αυτός έριξε το στέφανό σου
στον τόπο που πέθανες.
ΝΟΥΦΑΡΟ
Χωμένος μέσα στη λάσπη
βουτηγμένος στο βούρκο
από την άκρη του ματιού
μ:ά αθωότητα επιμένει ακόμη
γυρεύει
αναζητά
εσένα νούφαρο
δάκρυ
της ψυχής μου.
ΑΣ ΠΑΡΟΥΝΕ ΑΛΛΟΥ ΤΑ ΠΤΏΜΑΤΑ ΤΟΥΣ.
Γραμμή περνούσε ο εχθρικός στρατός
υποχωρώντας
κάτω απ’ τις κάννες των οπλοπολυβόλων.
—Γιατί δεν τους θερίζουμε αυτούς
φώναξε κατάπληκτος ο στρατιώτης.
—Ασ’ τους να φύγουνε, αποκρίθηκε ο αξιωματικός.
Δεν θα μπορέσουμε να θάψουμε τόσους νεκρούς.
Μην τούς πυροβολήσετε. Άστε να πάρουνε άλλου
τα πτώματά τους.
-—Δικοί μας ήτανε
αυτοί που φεύγαν.
ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΟ ΕΓΡΑΨΑΝ
Λευτέρης Παπαλεοντίου
Κ 19 (Δεκ. 2009) 99-114
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ,
Αλεξάνδρα Γαλανού
ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΟΥ ΣΤΗΝ
_________________________________________________________
«Τα πλούτη ήτανε κλουβί
Ήταν μια μικρή γυάλινη σφαίρα/ οπού κλείσαμε τη ψυχή μας
Μικρός ουρανός τεχνητός.
Ημίγυμνες γυναίκες μ’ αραχνοΰφαντα/καπνοί
Ώσπου είχαμε λεφτά/βρίσκαμε διαρκώς ασχολίες, διασκεδάσεις,/μες τη
γυάλινη μικρή σφαίρα.
Πώς τα δέσαμε τα ματιά μας, πράγμα που δεν ήταν ποτέ του γούστου
μας. /Γιατί ο Βικέντιος Βαν Γκογκ /γιατί αναζήτησε τα δυστυχισμένα
πρόσωπα, τ’ αυλακωμένα.
Γιατί ζωγράφισε τους καρβουνοβαμμένους ανθρακωρύχους /και τα
θλιμμένα παλιοπάπουτσα με τις ρυτίδες /που τα φορούσε ο μόχτος
τόσα χρόνια/που τα ξεχαρβάλωνε η ανάγωγη γης /χαϊδεύοντας τα με
πέτρες και με χώματα /τόσα χρόνια, τόσα χρόνια.
Ο Βικέντιος /μας κουβάλησε απ’ τ’ ανθρακωρυχεία του Μπορινάζ /ένα
κασμά/ να θραύσουμε τη μικρή γυάλινη σφαίρα.»
Αρχίζω τη σύντομη παρουσίαση της ποίησης του Παντελή
Μηχανικού με το ποίημα «Τι μας έφερε ο Βικέντιος» γιατί θεωρώ ότι
εμπεριέχει πολλά από τα στοιχεία της ποίησης του Παντελή
Μηχανικού, κοινωνικό προβληματισμό, ενδοσκόπηση ψυχής,
μοιρολατρία ή μάλλον αδυναμία διαφυγής, απόγνωση, απελπισία,
αλλά και ελπίδα αλλαγής, αν εμείς το αποφασίσουμε «να θραύσουμε
τη μικρή γυάλινη σφαίρα»
Ο Παντελής Μηχανικός, ποιητής με έργο αξιόλογο και ξεχωριστό που
τοποθετείται στο χώρο της μεταπολεμικής κυπριακής
ποίησης, γεννήθηκε στις 30 Ιουλίου 1926 στο χωριό Λιμνιά της
επαρχίας Αμμοχώστου. Αποφοίτησε από το Ελληνικό Γυμνάσιο
Αμμοχώστου και την Αμερικανική Ακαδημία Λάρνακας. Από το 1949 κι
έως το θάνατο του στο Λονδίνο το 1979 ,εργάστηκε ως τελωνειακός
υπάλληλος στο Τμήμα Τελωνείων – εδώ θα ήθελα να αναφέρω ότι ο
Παντελής Μηχανικός εργάστηκε για μερικά χρόνια , προς το τέλος της
ζωής του, στο Τελωνείο στη Λάρνακα.
Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1952 από τις σελίδες του
περιοδικού «Κυπριακά Γράμματα» και δυο χρόνια αργότερα τιμήθηκε
με το πρώτο βραβείο του ποιητικού διαγωνισμού του περιοδικού
«Κυπριακά Γράμματα» για το ποίημα του « Δοκιμασία Ονείρων». Αυτό
είναι και το μοναδικό βραβείο ποίησης που θα λάβει ο Παντελής
Μηχανικός . Όταν το 1975 η τρίτη και τελευταία ποιητική του
συλλογή με τον τίτλο «Κατάθεση» θεωρήθηκε από τους κριτικούς και
την Επιτροπή Κρατικών Βραβείων ως το καλύτερο βιβλίο προς
βράβευση, η Επιτροπή αποφάσισε να δοθεί το πρώτο
βραβείο στην ποιητική συλλογή του Μηχανικού . Τότε όμως με
παρέμβαση του Υπουργού Παιδείας ακυρώθηκε η απόφαση γιατί
πίστευαν ότι κάποιοι αιχμηροί στίχοι σε ποιήματα της συλλογής
περιείχαν νύξεις κατά του Μακαρίου και της τότε διακυβέρνηση του.
Πριν προχωρήσουμε στη σύντομη παρουσίαση της ποίησης του
Παντελή Μηχανικού, είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι
η διαμόρφωση του ως ποιητή συντελείται μέσα από ένα διαλόγο
ιδιαίτερα με τον T.S. Eliot, τον Σεφέρη, τον Ελύτη και τον Ρίτσο .
Ο Παντελής Μηχανικός αφομοίωσε δημιουργικά την ποιητική του
μοντερνισμού κι άνοιξε το δρόμο για νέες εκφραστικές επιλογές στην
κυπριακή ποίηση.
Οι χρονικές ενδείξεις των τριών ποιητικών συλλογών του Παντελή
Μηχανικού «Παρεκκλίσεις» 1957, «Τα δυό βουνά» 1963 και
«Κατάθεση» 1975 αντιστοιχούν σε καίριες στιγμές της σύγχρονης
ιστορίας μας.
Με την πρώτη του ποιητική συλλογή «Παρεκκλίσεις» που
περιλαμβάνει σχεδόν ολόκληρη τη βραβευμένη από τα Κυπριακά
Γράμματα «Δοκιμασία Ονείρων» που αναφέραμε προηγουμένως
υποδηλώνει τη διαφοροποίηση του ποιητή από τις σύγχρονες
θεματικές κι εκφραστικές αναζητήσεις καθώς και το γενικότερο κλίμα
της εποχής εκφράζοντας μια βαθύτερη αγωνιά σε συλλογικό αλλά και
ατομικό επίπεδο.
Διαβάζουμε στο πρώτο ποίημα της συλλογής :
«Οι άλλοι, οι άλλοι
Θα δανειστούν για απόψε το χαμόγελο/της χτεσινής μέρας, που το
δανείστηκε από την προηγούμενη/για να βολέψουνε τα βήματα τους,
να εφαρμόσουν/απάνω στις πατημασιές/ -να φαίνονται γραμμή -\της
ευπρέπειας. »
Ο ποιητής όμως θέλει να ξεφύγει από αυτό τον κλοιό απελπισίας , θέλει
να μην περπατήσει πάνω στις προδιαγραφόμενες πατημασιές , θέλει να
παρεκκλίνει αλλά δεν μπορεί γιατί τα καθεστικότητα είναι τόσο ισχυρά
που είναι αδύνατη η παρέκκλιση.
«Εδώ πέρα δεν υπάρχει άλλη διέξοδος ..» γράφει στο ποίημα «Γράμμα»
που αρχίζει με το στίχο «Αγαπητή μητέρα» και συνεχίζει «Περπατώ
στου δρόμους / με την ύπαρξη μου γραμμένη κάτω από τα παπούτσια
μου που τη ζουλεί το κάθε μου πάτημα »
Αυτός ο προδιαγραφόμενος βηματισμός μέσα στη ζωή σε προσωπικό
επίπεδο ή/και μέσα στην ιστορία του τόπου απασχολεί τον ποιητή,
όπως θα δούμε, και σε μεταγενέστερα ποιήματα του όπως στο ποίημα
από την τελευταία του συλλογή «Κατάθεση» με τίτλο «Σκήνωμα»
«Ανθρώπινα χέρια/ στις κακές τους ώρες /σας έφτιαξαν
αυτές τις ράγες που σας βαδίζουν »
Το 1963 με την ποιητική του συλλογή «Τα δυο βουνά» ο ποιητικός
λόγος του Παντελή Μηχανικού αποκτά μια καθαρότερη έκφραση.
Η επίγνωση της τραγικότητας της ιστορίας μας και η αναζήτηση μιας
υπαρξιακής διεξόδου οδηγούν τον ποιητή σε μια γραφή άμεση και
παραστατική. Τα ποιήματα της συλλογής έχουν την ωριμότητα του
ποιητή που έχει πια διαμορφώσει το προσωπικό του ύφος.
Τα δυο βουνά δεν είναι άλλα από τον Ιλαρίωνα και τον Μαχαιρά , οι
δυο οροσειρές μας Πενταδάχτυλος και Τροόδος στο ομότιτλο
ποίημα εμψυχώνονται και συνομιλούν βουβοί, καρτερικοί μάρτυρες
ολόκληρης της ιστορίας μας .Ο Παντελής Μηχανικός έχει βαθιά γνώση
της ιστορίας, συναίσθηση της τραγικότητας της την οποία βιώνει και
μετουσιώνει σε μια ποιητική γραφή που την χαρακτηρίζει ο
σφιχτοδεμένος λιτός στίχος, βαθιά στοχαστικός , ευαίσθητος και
ρωμαλέος συγχρόνως, ενίοτε πικρός και σαρκαστικός.
Ο Παντελής Μηχανικός, όπως αναφέρει ένας άλλος σημαντικός
ποιητής μας , ο Θεοδόσης Νικολάου , δεν είναι ο διθυραμβικός ποιητής
ούτε ο εγκωμιαστής ιστορικών γεγονότων και προσώπων.
Στο ποίημα του «Ημιχρόνιο» με το δικό του προσωπικό πια ύφος,
κλείνει μέσα σε 119 στίχους όλη την ιστορία του τόπου μας, τη δόξα και
τον πόνο μας.
«΄Αγγελε σκληρέ, σκότωσε με στον σκληρό δρόμο/ μη με αφήσεις/ στην
εύκολη ευθεία/ Κάνε τη ψυχή μου να κλάψει/ αλλά να ιδώ /το πουλί
να λαλεί/ το δέντρο να ανθεί /τον σπόρο να κάνει το θαύμα/ -Βγάλε το
θαύμα μέσ’ απ΄το αίμα μου».
Ο σκληρός άγγελος είναι για τον ποιητή εκείνη η μυστική δύναμη που
κρατά το πνεύμα άγρυπνο ώστε να λάμπει και να κυβερνά τη ζωή
των ανθρώπων.
Το 1975, πριν κλείσει ένας χρόνος μετά την εισβολή, ο Παντελής
Μηχανικός , σαν μάρτυρας στο δικαστήριο το
χρόνου, μας δίνει τη δική του «Κατάθεση» . Την
τρίτη και τελευταία ποιητική του συλλογή που περιλαμβάνει
εμβληματικά ποιήματα, ποιήματα που μπορούν να θεωρηθούν ως
έκφραση πολιτικής διαμαρτυρίας, οργής και καταγγελίας όπως τον
«Ονήσιλο» την «Ωδή σ’ ένα σκοτωμένο Τουρκάκι», το «Ιτε» , το
« Σκήνωμα» κι άλλα ( θα ήθελα να κάνω μια εκτενή αναφορά στα
ποιήματα αυτά άλλα ο χρόνος δεν μας το επιτρέπει.)
Με την ενεργοποίηση διαφόρων ιστορικών προσώπων όπως του
Ονήσιλου, του Αισχύλου , του Θουκυδίδη και άλλων (εδώ είναι
ενδιαφέρον να αναφέρουμε τα ονόματα των τριών γιών του που είναι
Θουκυδίδης, Ορέστης και Ονήσιλος) Με την ενεργοποίηση αυτών των
ιστορικών προσώπων αλλά και φανταστικών όπως τον
Ριμαχό (πρόσωπο φανταστικό με πολλαπλούς συμβολισμούς )
ο Παντελής Μηχανικός καυτηριάζει τα πολιτικά πράγματα , τον
εφησυχασμό και την αδιαφορία μας , προκαλεί , σαρκάζει και
καταλογίζει ευθύνες .
Στο συγκλονιστικό ποίημα «Ιτε» γράφει : «Και τι περιμένεις από
ανθρώπους/ που τους βιάσανε τις γυναίκες μπροστά στα μάτια τους και
δεν τραβήξανε το σουγιά τους./ Απαθώς τότε/ κι απαθώς σήμερα
/ζητάνε απλώς διαζύγιο./Τέτοιοι ρουφιάνοι / δεν μπορούν να
πολεμήσουν για τίποτε»
Και οι δέκα χιλιάδες μέλισσες που μας έστειλε ο Ονήσιλος «να μας
κεντρίσουν/να μας ξυπνήσουν/να μας φέρουν ένα μήνυμα»
«όλες ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα χωρίς τίποτε να
νιώσουμε» και συνεχίζει ο ποιητής
«κι όταν το ποδοβολητό των βαρβάρων/ έφτασε στη Σαλαμίνα/ φρύαξε
ο Ονήσιλος./Άλλο δεν άντεξα/ Άρπαξε το καύκαλο του και το
θρυμμάτισε απάνω στο κεφάλι μου/ Κι έγυρα νεκρός/ Άδοξος, άθλιος /
καταραμένος απ’ τον Ονήσιλο.»
Ο Παντελής Μηχανικός μέσα από ένα ποιητικό λόγο καίριο και πυκνό,
απομυθοποιεί και ρεαλιστικά απογυμνώνει την τραγική
πραγματικότητα . Προφητικός, βαθειά στοχαστικός, με μια ποιητική
γραφή δυνατή κι έντονα αιχμηρή . Στα ποιήματα του η προσωπική
αίσθηση της ιστορίας μετουσιώνεται σε μια συλλογική οδυνηρή
εμπειρία με την κυπριακή τραγωδία ανάγλυφη στο σκηνικό της
ποίησης του.
Ο Παντελής Μηχανικός αποκωδικοποίησε τους οιωνούς του
κακού και της τραγωδίας, με αυθεντική λαλιά μίλησε για τα πάθη του
τόπου , συντονισμένος με την ανάσα της ιστορίας και των τραγικών
συμβάντων . Μίλησε για τις προδομένες διαθήκες του 1955, για τις
ναυαγισμένες ελπίδες του 1960, και με πόνο ψυχής μέσα «στα ερείπια
και στα χαλάσματα/στα καμένα χορτάρια» γράφει για τον κοινό μας
πόνο, γυρεύει τα αίτια του κακού και τις ευθύνες όλων μας αλλά δεν
απελπίζεται ,πιστεύει στην ποίηση και προχωρεί προς το φως
«Εγώ πιστεύω σε σένα /Εγώ πιστεύω στη σπίθα /μέσα στην καρδιά του
ποιητή/ Εγώ πιστεύω στον ποιητή του φωτός/Εγω πιστεύω στον ποιητή
που φωνάζει..»
Γράφει ο συγγραφέας Κυριάκος Μαργαρίτης για τον Παντελή Μηχανικό
«Ελάχιστοι ίσως τον θυμούνται, ελάχιστοι τον γνωρίζουν έξω από την
Κύπρο. Ειρωνεία μου φαίνεται , μα ας είναι, έχουμε την άγνοια για
τους ποιητές, την αδιανόητη ελαφράδα που τους περιφρονεί. Ας είναι.
Ο λόγος του επιβιώνει εμμόνως στο θρόισμα των κυπαρισσιών του τόπου.»
«Τις νύχτες/μαύρα κυπαρίσσια/περιδιαβάζουν τον τόπο μας/Κάπου-
κάπου ένας στεναγμός ξεφεύγει από τα κυπαρίσσια μας /μεσ’ από
μαύρες φτερούγες πουλιών /που πλαταγίζουν την πηχτή θλίψη των
ανέμων»
Θα ήθελα να κλείσω αυτή τη σύντομη παρουσίαση του τόσο
σημαντικού ποιητικού έργου του Παντελή Μηχανικού που αν δεν
έφευγε στα 53 του χρόνια και συνέχιζε την ποιητική του
δημιουργία, η κυπριακή ποίηση θα ήταν ακόμη πιο πλούσια κι ο ίδιος
θα είχε τη ξεχωριστή θέση που του αρμόζει στην ιστορία της ελληνικής
λογοτεχνίας, θα ήθελα να κλείσω όπως ανέφερα με μερικούς στίχους
από ένα από τα τελευταία ποιήματα του :
«Κάτι μου λέει πως ο καθαρός άνθρωπος δεν φοβάται την ήττα,
Κάτι μου λέει πως για τον καθαρόν άνθρωπο δεν υπάρχει ήττα.
Αυτός προχωρεί πάντα μπροστά. Κι όταν ακόμα τον χτυπήσει
Ο θάνατος , αυτουνού η ψύχη πάει μπροστά. Μπροστά
χωρίς να κλαίει, χωρίς να ντροπιάζεται. Ολόγυρος και γελαστός
Πάει μπροστά.»