You are on page 1of 122

Μιχάι Εμινέσκου

ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Συντάκτης: Ελένα ΛΑΖΑΡ
Χειρηστής Σηστήματος: Θεοδώρα ΑΒΡΑΜΙΔΗ
Εξώφυλλο: Μαριάνα ΑΛΕΚΟΥ
Πρότυπο: UER Press

Αυτό το βιβλίο έχει επεξεργαστεί από την


Ένωση Ελλήνων Ρουμανίας

Descrierea CIP a Bibliotecii Naţionale a României


EMINESCU, MIHAI
Poezii / Mihai Eminescu = Poiīmata / Mihai Emineskou. - Bucureşti :
UER Press, 2013
ISBN 978-606-92108-6-4

821.135.1-1=14=135.1
ΜΙΧΆΙ ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Μετάφραση: Ρήτα ΜΠΟΥΜΗ ΠΑΠΑ


Επίλογος: Κώστας ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Αναθεωρημένη έκδοση

Βουκουρέστι, 2013
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Τι σου έυχομαι, γλυκιά μου Ρουμανία ................................................... 7


Αφροδίτη και Παναγιά .......................................................................... 9
Mortua est! ........................................................................................... 11
Βράδυ στο λόφο ................................................................................... 14
Γαλανό λουλούδι ................................................................................. 15
Το άστρο .............................................................................................. 17
Μελαγχολία ......................................................................................... 18
Μοναξιά ............................................................................................... 20
Πρώτη επιστολή .................................................................................. 22
Δεύτερη επιστολή ................................................................................ 27
Ω, μάνα ................................................................................................ 30
Τρίτη επιστολή .................................................................................... 31
Ο Υπερίων ........................................................................................... 40
Στους κριτικούς μου ............................................................................ 54
Memento mori ..................................................................................... 56
Έρωτας για ένα μάρμαρο .................................................................... 84
Ο καημός του δάσους… ...................................................................... 85
Νυσταγμένα τα πουλιά ........................................................................ 86
Οι βρυκόλακες ..................................................................................... 87
Καμαντέβα ........................................................................................... 98
Ύστατος πόθος ..................................................................................... 99
Ο άγγελος και ο δαίμονας .................................................................. 101
Όταν ζητούν οι αναμνήσεις …........................................................... 105
Αντάμωση με το δάσος ...................................................................... 106
Ξέχασε τον κόσμο σου …................................................................... 108
Ω, μείνε... ........................................................................................... 110
Στο ίδιο δρομάκι …............................................................................ 112
Σονέτο ................................................................................................ 114
Τι δροσερή ......................................................................................... 115
Γιατί δεν έρχεσαι ............................................................................... 116
Κάθε φορά …..................................................................................... 117
Κι αν... ............................................................................................... 118
ΕΠΙΛΟΓΟΣ ....................................................................................... 119

5
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΤΙ ΣΟΥ ΕΥΧΟΜΑΙ, ΓΛΥΚΙΑ ΜΟΥ ΡΟΥΜΑΝΙΑ

Τι να σου ευχηθώ, γλυκιά μου Ρουμανία,


χώρα μου δοξασμένη που τόσο νοσταλγώ
τα μπράτσα ρωμαλέα, της δύναμης το ξίφος,
για το μεγάλο χτες σου, το αύριο το τρανό!

Στα κύπελλα ας αφρίζει κρασί κι ας ξεχειλίζει


αν αυτό τρέφει τους περήφανούς σου γιούς,
να κατοικείς στους βράχους όπου σβήνει το κύμα,
να τι σου εύχεται ο φλογερός μου ο νους!

Δίκαιη στην εκδίκηση και μαύρη σαν τον τάφο,


ν’ αχνίζει το σπαθί σου από αίμα εχθρικό,
και πάνω από το τέρας ψηλά να κυματίζει
το ένδοξο όνειρο σου πάντα θριαμβικό.

Οι τρίχρωμες σημαίες να λεν σ’ όλο τον κόσμο


πόσο μεγάλος είναι ο ρουμάνικος λαός
όταν μια φλόγα ιερή κι αγνή τονε φωτίζει.
Γλυκιά μου Ρουμανία, αυτό θα σ’ ευχηθώ.

Οι αγγέλοι της αγάπης, οι αγγέλοι της ειρήνης


να ζουν στα σπίτια σου όλα και να χαμογελούν,
τον δοξασμένον Άρη να φτάσουν να τυφλώσουν
τον κόσμο που φοβίζει το κόκκινο του φως.

Τ’ άστρο του να κατέβει στο στήθος σου τ’ αγνό


του παραδείσου να γευτεί εκεί την ευτυχία,
στην αγκαλιά σου σφίξε τον και στήσε του βωμό,
να τι σου εύχομαι, γλυκιά μου Ρουμανία.

7
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Εκείνο που σου εύχομαι, γλυκιά μου Ρουμανία,


νιόπαντρη, ωραία και μάνα λατρευτή,
να ζούνε τα παιδιά σου αδερφωμένα πάντα
με της νυχτός τ’ αστέρια, το φως της χαραυγής.

Αιώνια δοξασμένη, χαρούμενη να ζεις


με δύναμη, με λάμψη, περφάνεια και ανδρεία,
μα πάνω απ’ όλα να’ σαι, ρουμάνικη ψυχή,
γλυκιά! Να τι σου εύχομαι, μητέρα Ρουμανία.

8
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΚΑΙ ΠΑΝΑΓΙΑ

Ιδανικό ενός κόσμου που δεν υπάρχει πια,


κόσμου που μύθους έπλαθε κ’ είχε την ποίηση γλώσσα,
σε μελετώ σαν μήνυμα καινούργιο, τρυφερό,
ας έχεις άλλους ουρανούς, θεούς και παραδείσους.

Ζεστή Αφροδίτη πέτρινη το μάτι σου σπιθοβολά,


στίχοι ποιητή αυτοκράτορα τ’ αβρά λευκά σου μπράτσα,
εσύ εθεοποίησες τη γυναικεία ομορφιά
που ακόμα μέχρι σήμερα υμνούν και βλέπω ωραία.

Στη ρέμβη βυθισμένος, όπως σε έναστρο ουρανό,


από μαρμαρυγές κι αιώνιες ανοίξεις μεθυσμένος,
ο Ραφαήλ ’νειρεύτηκε στου παραδείσου τις αυλές
και σ’ είδε να περιπατάς ανάμεσα σ’ αγγέλους.

Κι έπλασε τότε ολόγυμνη στο μουσαμά την Παναγιά,


παρθένα γελαστή, γλυκιά, μ’ ένα στεφάνι αστέρια,
μορφή χλωμή περίχυτη ξανθές αχτίδες ζωγραφιά,
ενσαρκωμένον άγγελο στο πρόσωπο γυναίκας.

Όμοια βυθισμένος στη νυχτιά ζωής ποιητικής,


σ’ είδα γυναίκα στείρα, δίχως ψυχή και ζέστα,
κι άγγελο σ’ έκανα γλυκό, σαν της μαγείας τη στιγμή,
που σε ζωή που ρήμαξε ρίχνει χαράς αχτίδα.

Από μια μέθη νοσηρή είδα το πρόσωπο σου ωχρό,


το χείλι σου απ’ την προστυχιά μελανοδαγκαμένο,
και τ’ άσπρο έριξα πάνω σου πέπλο του τραγουδιού
κι έδωσα στη χλωμάδα σου, σκληρή, ανταύγειες θείες.
Σού ‘δωσα τις αχτίνες που στεφανώνουν μαγικά

9
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

το μέτωπο πνευματικών κ’ ιδανικών αγγέλων,


έκανα αγία το δαίμονα και συμφωνία τον καγχασμό
κι από τις λάγνες σου ματιές της χαραυγής το βλέμμα.

Πέφτει το πέπλο σήμερα! Μ’ όνειρα στείρα δε μεθώ,


τα παγωμένα σου φιλιά ξυπνούν το μέτωπό μου,
με την αγάπη μου σβηστή, ψυχρή πια σε κοιτώ,
κι αυτή μου λέει, δαίμονα, να σε περιφρονήσω!

Βακχίδα είσαι που άρπαξε με δόλο το χλωρό


το μύρτο από το μέτωπο μιας μάρτυρας παρθένας,
μιας μάρτυρας πού χε ψυχή άγια σαν προσευχή,
κι όχι λαγνεία και σπασμούς όπως εσύ, Βακχίδα!

Κι όπως εδημιούργησε ο Ραφαήλ την Παναγιά


με τ’ άστρινο διάδημα, τ’ αγνό γλυκό της γέλιο,
όμοια στη λύρα έπλασα θεά κι εγώ από μιά
μαραζωμένη εταίρα, γεμάτη δηλητήριο!

............................................................................

Παιδούλα, κλαις; Ώστε μπορεί η δακρυσμένη σου ματιά


την αποστάτισα καρδιά μου ξανά να κομματιάσει;
Από τα μάτια σου – βαθιά σαν θάλασσα – ζητώ
συχώρεση γονατιστός, και σου φιλώ τα χέρια.

Τα μάτια σφούγγισε, μην κλαις! Σε κατηγόρησα σκληρά


με άδικες κι αστήριχτες κατηγορίες. Ψυχή μου!
Και δαίμονας αν ήσουνα, πάλι θα λάτρευα εγώ
αυτόν τον ξανθό δαίμονα με τα μεγάλα μάτια.

10
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

MORTUA EST!

Καντήλι ακοίμητο σε φρέσκους τάφους


ήχος καμπάνας άγιας στιγμής
φτερούγα ονείρου υγρή από δάκρυ,
έτσι τα σύνορα διάβης της γης.

Διαβαίνεις μέσα από ουράνιους κάμπους


ποτάμια από γάλα κι άνθη φωτός,
όταν τα σύννεφα μοιάζουν παλάτια
που η σελήνη βασίλισσα ντύνει με φως.

Σκιά ασημένια, σε βλέπω να φεύγεις


με μπράτσ’ απλωμένα προς τον ουρανό,
σκάλες νεφών, χλωμό πνεύμα, ανεβαίνεις
μ’ αχτίδες βροχή και χιόνι αστεριών.

Σε καλεί μια αχτίδα, σ’ οδηγεί ένα τραγούδι


– σταυρωμένα στο στήθος τα χέρια λευκά –
ακούγεται η ρόκα της μοίρας να κλώθει
χρυσός ο αιθέρας, ασημιά τα νερά.

Ψυχούλα λευκή διασχίζει το χάος


ο κρύος πηλός της έμειν’ εδώ,
ξαπλώθη στο φέρετρο, στο μακρύ φόρεμά της,
το σαν ζωντανό της γέλιο κοιτώ.

Αμφιβολία με σφάζει, το νου μου ρωτάω,


γιατί να πεθάνεις, μορφή αγγελική;
Δεν ήσουνα νέα; δεν ήσουν ωραία;
ή πας για να σβήσεις μι’ αχτίνα λαμπρή;

11
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Μήπως υψώνονται πύργοι κει πάνω


με αστροστόλιστες, χρυσαφένιες στοές;
ποταμοί από φλόγες κι ασημένια γεφύρια
άνθη που ψάλλουν, μυροβόλες ακτές;

Διάβαινέ τα λοιπόν, βασίλισσα αγία,


με τ’ αστρένια τα μάτια, τ’ αχτιδένια μακριά
μαλλιά, τη χρυσή γαλανή σου αισθήτα,
το στέμμα στο μέτωπο από δάφνης κλαδιά.

Χαός έιναι ο θάνατος, θάλασσα απ’ άστρα,


ενώ βάλτος με όνειρα ανταρτών η ζωή,
ανθώνας ο θάνατος αιώνιων ηλίων,
η ζωή ιστορία ερημιάς φοβερή.

Ω νου μου δαρμένε από μπόρες κι ανέμους


– πνίγουν κάποτε οι σκέψεις οι κακές τις καλές –
όταν σβήνουν οι ήλιοι και γκρεμίζονται τ’ άστρα,
αμφιβάλλω, και όλα είναι τίποτα, λες.

Μπορεί να τρυπήσει ο ουράνιος θόλος


να πέσει το τίποτα κ’ η νυχτιά του μαζί,
το σύμπαν τους κόσμους του στο χάος να ρίξει
βορά ενός θανάτου που πάντα θα ζει.

Ποτέ, αν είν’ έτσι, ο ανασασμός σου


δε θ’ αναστηθεί μυρωμένος ζεστός,
κι αιώνια βουλή η φωνούλα σου. Ώστε
ένας άγγελος τέτοιος ήταν μόνο πηλός;

Κι όμως πάγκαλη σκόνη τώρα πια πεθαμένη


τη σπασμένη, στην κάσα σου, λύρα κρεμώ.
Τη θανή σου δεν κλαίω. Απ’ το γήινο χάος
μιαν αχτίδα που ξέφυγε τραγουδώ κι επαινώ.

12
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Αλλά και ποιός ξέρει, τι καλύτερο είναι:


να υπάρχεις ή όχι;... Όλοι ξέρουμε πια
πως αυτός που δε ζει, δεν αισθάνεται οδύνη,
πως περσεύει ο πόνος και σπανίζει η χαρά.

Μεταξύ τους να μάχονται φαντάσματα βλέπω,


να χτυπιούνται ως το μνήμα τους τ’ ανοιχτό,
και δεν ξέρω αν πρέπει να πονάω μαζί τους,
να βλαστημώ απ’ οργή ή σαν τρελός να γελώ.

Και προς τι; μήπως όλα είναι μια τρέλα;


Να πεθάνεις ποιός θέλησε, ποιός, άγγελέ μου;
Υπάρχει μια έννοια ν’ απαντάει σ’ αυτό;
Μήπως ζούμε μονάχα για βορά του θανάτου;
Δεν μπορεί τέτοια έννοια, ανόσια κι ωμή,
ο θεός να τη δέχεται, γελαστή μου μορφή.

13
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΒΡΑΔΥ ΣΤΟ ΛΟΦΟ

Βούκινο ηχεί στου λόφου τη βραδινή ησυχία,


κοπάδια ανηφορίζουν, άστρα σπιθοβολούν,
απ’ τις πηγές τα κρύα νερά κλαίν’ ως κυλούν
κι εσύ με περιμένεις κάτω από μια ακακία.

Στο γαληνό διάστημα κάθε άστρο νωπή στάλα


το φωτεινό φεγγάρι πλέει στους ουρανούς,
το στήθος σου γεμάτο αγάπη, έγνοια ο νους,
ψάχνουν τ’ αριά φυλλώματα τα μάτια σου μεγάλα.

Σύννεφ’ αυλάκια φωτεινά οι αχτίνες στους αιθέρες


προς το φεγγάρι υψώνονται οι στέγες οι παλιές,
του πηγαδιού τ’ αξόνι τρίζει και στις πλαγιές
στενάζουν των βοσκών μες στην αχλύ οι φλογέρες.

Κατάκοποι οι ξωμάχοι και με το βλέμμα χάμου


γυρνούν απ’ τα χωράφια. Σημαίνει εσπερινό
το σήμαντρο σκορπώντας στο βράδυ ήχο γλυκό,
φλόγες αγάπης καίνε απόψε την καρδιά μου.

Τα σπίτια της κοιλάδας, έλα σκοτάδι κλείσε,


αβάσταγο το βήμα μου να τρέξει να τη βρει,
στην ακακία θα μείνουμε τη νύχτα όλη κι εκεί
για ώρες θα σου λέω πόσο ακριβή μου είσαι.

Με στηριγμένο το ένα πάνω στο άλλο σώμα


γλυκά θα κοιμηθούμε κάτω από τη γριά
ψηλή ακακία. Ω, πες μου, για μια τέτοια νυχτιά
ποιός είναι που δε θα’ δίνε και τη ζωή του ακόμα;

14
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΓΑΛΑΝΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ

– «Σ’ άστρα και νέφη μακρινά


βρίσκεσαι ακόμα βυθισμένος,
ας ήταν να μη με ξεχνούσες
ψυχή, ψυχή μου, ποτέ πια.

Προς τι σωριάζεις μες στο νου


κάμπους και λιόλουστα ρυάκια
της Ασσυρίας, και την αλμύρα
του πέλαγου του σκοτεινού;

Μέχρι τον ουρανό ψηλά


πάνε οι αιχμές των Πυραμίδων –
ω, μη ζητάς την ευτυχία
καλέ μου, τόσο μακριά!»

Χαϊδεύοντάς μου τα μαλλιά


έτσι μου μίλησε η μικρή μου
κι έλεγε, αλίμονο, αλήθεια.
Μα εγώ δεν έβγαλα μιλιά.

– «Πάμε στο δάσος το βαθύ


που κλαιν πηγές μες στην κοι-
λάδα,
σε λίγο θα κυλήσει ο βράχος
στην άβυσσο τη σκοτεινή.

Στα ξέφωτα του δάσου εκεί


Θα μείνουμε πλάι στα σχοίνα,
με ομπρέλα της μουριάς το θόλο
πάνω στα φύλλα καθιστοί.

15
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Σαν μάγος, σαν παραμυθάς,


ψέματα θα μου λες με γλυκό στόμα
κι εγώ σε μι’ άσπρη μαργαρίτα
θα διαπιστώνω αν μ’ αγαπάς.

Μήλο θα γίνω πορφυρό


κάτω απ’ τον ήλιο θα ξεπλέξω
τη χρυσή κόμη μου να κλείσω
το στόμα σου το λατρευτό.

Κανείς στον κόσμο και ποτές


δε θα το μάθει αν με φιλήσεις,
μα και το φίλημα δική μας
υπόθεση είναι. Έσυ τι λες;

Κι όταν το βράδυ τ’ αργυρό


φανεί φεγγάρι από τους κλώνους,
τη μέση μου συ’ θ’ αγκαλιάσεις,
τον ανδρικό λαιμό σου εγώ.

Το μονοπάτι του χωριού


θα πάρουμε μες απ’ τα δέντρα,
φιλιά θ’ αλλάζουμε στο δρόμο
σαν δυό πουλάκια του Μαγιού.

Μπροστά στης πόρτας το σκαλί


θα τιτιβίσουμε στο σκότος,
ποιός νοιάζεται κι αν σ’ αγαπώ;
δώσε μου ακόμα ένα φιλί ...

16
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΤΟ ΑΣΤΡΟ

Από τ’ αστέρι που εφάνη


έχει ένα μακρινό
που χιλιάδες χρόνια κάνει
το φως του να’ρθει ως εδώ.

Από καιρό να’ναι σβησμένο


μπορεί, στο χάος το γαλανό,
και μόλις τώρα φωτισμένο
λάμπει στα μάτια μας τα δυό.

Η εικόνα τ’ άστρου του σβησμένου


στον ουρανό ανεβαίνει αργά:
σαν δεν το βλέπαμε, αυτό ζούσε,
τώρα που λάμπει δε ζει πια.

Έτσι κι ο φλογερός μας πόθος


στη νύχτα μέσα κι αν σβηστεί,
το ερωτικό του φως, ποιός ξέρει,
για πόσο θα μας ακλουθεί ...

17
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ

Θαρρείς μέσα στα σύννεφα πως άνοιξε μια θύρα


η άσπρη νεκρή βασίλισσα της νύχτας να διαβεί,
ω, κοίμου, κοίμου, σε κεριά ανάμεσα και μύρα
με τ’ αργυρό σου σάβανο στο μνήμα το βαθύ,
στο μαυσωλείο των ουρανών με τα γαλάζια τόξα.
Τη δίχως τέλος γη μας η πάχνη τη σκεπάζει
με το στιλπνό της ντύνει χωριά κι αγρούς ατλάζι,
σπιθοβολά ο αιθέρας κι ασβεστωμένα, λες,
τα σπίτια, τα χαλάσματα, λάμπουν στις ερημιές.
Σ’ εν’ απ’ αυτά θρονιάστηκε μια γκρίζα κουκουβάγια,
ηχεί, τρίζει το σήμαντρο και το καμπαναριό,
τι δαίμονας διάφανος περνώντας στον αέρα
άγγιξε της καμπάνας τον πράσινο χαλκό
με της φριχτής φτερούγας του τα κολασμένα κρόσια,
κι έβγαλε ένα παράπονο κι ένα βαθύ λυγμό.
Συντρίμματα η εκκλησιά,
θλιμμένη, θεοσέβαστη, έρημη, γερασμένη,
ως μπαινοβγαίνει ο άνεμος με λύσσα και σφυρά
από τις σάπιες πόρτες της και τα σπασμένα τζάμια,
λες πως ακούς της μοίρας τ’ αλάθητα ρητά.
Μέσα στους κίονές της, στους τοίχους της, στο τέμπλο,
αχνές μείναν, περίλυπες σκιές κι επιγραφές,
αντί ιερέας, γρύλλος σκέψεις κλώθει λεπτές,
με ψάλτη ένα σαράκι μέσα στον σάπιο τοίχο,
και της παλιάς καμπάνας τον πένθιμο τον ήχο.
...........................................................................
Η πίστη είναι που γέμισε με εικόνες τους ναούς
κι αυτή μου’χε ζυμώσει με μύθους θαυμαστούς
κι εμένα την ψυχή, προτού μπόρες κι αντάρες
τα σβήσουν σχεδόν όλα για ν’ απομείνουν μόνο

18
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

περίλυπες επιγραφές κι από τους μύθους ίσκιοι ...


Όσο κι αν ψάχνει ο νους μου ο καταπληγωμένος
τον κόσμο τον υπέροχο κείνον δεν ξαναβρίσκει,
βραχνό γερόντιο έγινα, γρύλλος που τερετίζει,
και μάταια στην κουρσεμένη μου καρδιά βάζω το χέρι:
το φέρετρο του στήθους μου σαράκι ροκανίζει.
Λες η ζωή μου πάγωσε, πως να κυλήσει αργεί πολύ,
και πως τη διηγιέται εν’άλλο, ξένο στόμα,
σαν να μην είχα εγώ ποτέ δική μου μια ζωή,
Και πως σ’αυτή τη γη ποτέ να μην υπήρξα.
Ποιός είν’ αυτός που μ’ υποδύεται τόσο καλά λοιπόν,
και την πικρή ιστορία μου διηγιέται από μνήμης;
Αν κάνω και προσέξω σ’ αυτά που λέει, γελώ,
σαν να’ταν ξένοι οι πόνοι που έμμετρα αραδιάζει,
σαν να’μουν πεθαμένος από πολύ καιρό ...

19
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΜΟΝΑΞΙΑ

Τα κουρτινάκια χαμηλώνω
σκύβω στο ελάτινο τραπέζι
καρδιοχτυπά η φωτιά στη σόμπα
βαρύς μολύβι είμ’ από σκέψεις.

Κοπάδια ολόκληρα περνάνε


γλυκόνειρα από το μυαλό μου
τη σιωπή σαν γρύλλοι τρίβουν
στους τοίχους τους παλιούς οι μνήμες.

Ή βαριές, λάγνες, πέφτουν άλλες


και σπάζουν στον πικρό μου νου
σαν του χρυσού κεριού τις στάλες
μπροστά στα πόδια του Χριστού.

Οι αράχνες πλέκουν το πανί τους


στης κάμαρας κάθε γωνιά,
μες σε σωρούς χαρτιά, βιβλία,
ποντίκια τρέχουνε κλεφτά.

Πόσες φορές ωσάν κι αυτή


είπα τη λύρα να κρεμάσω
σ’ ένα καρφί, να πω επιτέλους
στη μοναξιά, στη μούσα: αρκεί!

Μα οι κατσαρίδες, τα ποντίκια
με τη λεπτή περπατησιά τους
στη λύπη με ξαναβυθίζουν
που βιάζεται να γίνει στίχος.

20
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Καμμιά φορά... Σπάνια όμως,


σαν φέγγει η λάμπα μου ως αργά,
την κλειδαριά να τρίζει ακούω
και σπάει η καρδιά μου ξαφνικά.

Είναι αυτή… Μεμιάς το σπίτι


γεμίζει, και νομίζω πως
στο μαύρο πλαίσιο της ζωής μου
λάμπει ένα πρόσωπο από φως.

Και πως θυμώνω που επιμένει


η ώρα να κυλά και τότε
που ψιθυρίζω γλυκά λόγια
στ’ αφτί της πολυαγαπημένης
με χέρια, στόματα ενωμένα.

21
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΠΡΩΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ

Σαν κουραστούν τα βλέφαρα, φυσώ το βράδυ το κερί


και πια το δρόμο το μακρή του χρόνου συνεχίζει
μόνο του το ρολόι, ενώ απ’ τα τζάμια ηδονική
χύνεται στο δωμάτιο του φεγγαριού η φλόγα,
τη νύχτα οθόνη κάνοντας, απ’ όπου αχνά περνούν
οι θύμησες, οι πόνοι μας, καθώς σ’ όνειρο μέσα.
Εσύ, του πόντου δέσποινα σελήνη, που γλιστράς στης γης
τους θόλους, και δωρίζεις ζωή στους στοχασμούς μας
πραύνοντας τους πόνους μας με τ’ άσπρο βάλσαμό σου,
πόσες ερήμους λούζει τ’ αγνό σου φως, και πόσα
δάση στα σύσκια κρύβουν τις διαμαντοπηγές τους!
Πάνω σε πόσα κύματα την κατοχή σου εκτείνεις, σαν
πλανιέσαι στην ασίγαστη τη μοναξιά του πόντου!
Πόσες ολάνθιστες ακτές, παλάτια, πόλεις διαπερνάς,
σε πόσα σπίτια χώνεσαι γλυκά γλυκά απ’ τα τζάμια
και πόσα μέτωπα βαριά, στοχαστική κι εσύ κοιτάς!
Βλέπεις το βασιλιά να υφαίνει στα χαρτιά του
μεσχέδια αιωνόβια όλης της γης τη μοίρα,
όπως το ίδιο βλέπεις και στη σοφίτα το φτωχό.
Όσο κι αν βγήκαν στη ζωή τόσο διάφοροι κ’ οι δυό,
γιατί έτσι το θέλησε ο κλήρος τυφλής τύχης,
όμοια τους μεθάς, ξανθή, με τις ακτίνες σου εσύ,
κι όμοια υποτάσσονται στο σκήπτρο του θανάτου.
Στα ίδια πάθη όμοια κ’ οι δυό τους είναι σκλάβοι
κ’ οι ισχυροί κ’ οι αδύναμοι κ’ οι πάνσοφοι κ’ οι ηλίθιοι!
Ο ένας αγωνίζεται μπρος στον καθρέφτη καθιστός
με σίδερα καφτά να κατσαρώσει τα μαλλιά του,
ο άλλος την αλήθεια μέσα στον κόσμο αναζητά
συνάζοντας αμέτρητα τρίματα σε τετράδια,
κι ονόματα εφήμερα σ’ αβάκια σημειώνει.
Άλλος πάλι στον πίνακα του εμπορικού του οίκου
πόσο χρυσάφι η θάλασσα του φέρνει λογαριάζει

22
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

με τα μαύρα καράβια της πραμάτειες φορτωμένα.


Και κάπου αλλού, ο γέροντας φτωχός εκπαιδευτής,
μες στα λειωμένα απ’ τον καιρό ρούχα του μελετάει,
αυτός έν’ άλλο πρόβλημα που δεν μπορεί να λύσει,
και ξαναρχίζει επίμονα και πάλι απ’ την αρχή.
Τρέμοντας απ’ το κρύο τη ρόμπα του κουμπώνει,
βυθίζεται στους ώμους του, χώνει στ’ αφτιά βαμπάκι.
Έτσι στεγνός, καμπούρης κι ασήμαντος για όλους
στο δαχτυλάκι του κρατά το δίχως όρια σύμπαν,
τι μπόρεσε ασκητεύοντας με ισόβιες μελέτες
στη σκέψη του να ενώσει μέλλον και παρελθόν.
Απ’ των αιώνων το βαθύ και σκοτεινό πυθμένα
του χρόνου κάθε άγνωστο ανάσυρε σταθμό,
κι ως Άτλας που υποβάσταξε τον ουρανό στους ώμους
όμοια κι αυτός σηκώνει τον κόσμο μ’ έναν αριθμό.
Ενώ σωρούς βιβλία παλιά λούζει η σελήνη,
αυτός στέλνει τη σκέψη του χιλιάδες χρόνια πίσω:
«Ον» τότε δεν υπήρχε, μα ούτε και «Μηδέν»,
το παν στερούνταν θέληση, ζωή, νου λειτουργία,
κι απ’ όσα ύστερα κρύφτηκαν, τίποτα δεν κρυβόταν ...
Τι ήταν στην αρχή λοιπόν; άβυσσος, βαθύ χάσμα,
μια έκταση απέραντη από νερά κι ατμούς;
Κόσμος εν τω γενέσθαι μες στον τυφλό βρασμό του,
που δεν υπήρχε αντίληψη ικανή να τον συλλάβει.
Ήταν τέτοιο το σκότος, μια θάλασσα έτσι σκοτεινή,
που κι όρασση να υπήρχε να ιδεί δε θα μπορούσε.
Ο ίσκιος ήταν άγνωστος, αφού πάνω στη γη
δεν είχε ακόμα τίποτα χαράξει τη μορφή του,
κ’ η ειρήνη εβασίλευε σαν μια αιώνια σιωπή...
Μα ξάφνου στην αιώνια ακινησία, να
το πρώτο στίγμα σάλεψε πάνω στη γήινη φλούδα
κι έκανε από το χάος μια μάνα, έναν πατέρα...
Αυτό το σάλεμα, πιο αδύναμο κι απ’ του αφρού τη στάλα,
είναι ο απόλυτος κύριος σ’ ολόκληρο τον κόσμο...
Κ’ είν’ απο τότε που η αιώνια ξεσχίζεται ομίχλη
και πέφτουν τα κουρέλια της. Κ’ είν’ από τότε, ναι,
που ο κόσμος εγεννήθηκε, τ’ αστέρια, τα στοιχεία...
Κ’ είν’ απο τότε που οικισμοί τόσων χαμένων κόσμων

23
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

αδιάκοπα αναδύονται απ’ τις θαμπές κοιλάδες


του χάους, κι απο άγνωστα έρχονται μονοπάτια,
κι αναπηδούν στο άπειρο πλήθη απο σμήνη φωτεινά
πυρπολημένα απ’ της ζωής τον πόθο και την έλξη.
Και μες σ’ αυτό τ’ απέραντο το σύμπαν, ‘μείς παιδιά
ενός κόσμου μικρού, της Γης, πάνω στα χώματά της,
ο ίδιος πόθος της ζωής μας κάνει μερμηγκιές.
Κ’ οι μικροσκοπικοί λαοί, άνακτες, στρατιώτες,
εγγράμματοι, διαδέχονται η μια γενιά την άλλη
και μάλιστα πιστεύουμε πως είμαστε και θαυμαστοί.
Μύγες μιας μέρας μόνο και ζούμε σ’ έναν κόσμο
τόσο μικρό που, αλίμονο, τόνε μετρούν με πήχες,
ξεχνώντας τέλεια πως σ’ αυτή την απεραντοσύνη
η γη μας είναι μόνο μια αιωρούμενη στιγμή,
που πίσω και μπροστά της απλώνονται σκοτάδια.
Όλα μια σκόνη είναι, που μόνο μια ηλιαχτίδα
τα κάνει με το φως της τρελά να στροβιλίζουν
με όλους τους αμέτρητους χρυσούς, μαβιούς των κόκκους,
που εξαφανίζονται με μιας μόλις σβηστεί η αχτίδα.
Έτσι στη βαθιά νύχτα, την άμετρη κι αιώνια
ζούμε την αχτιδοστιγμή που ακόμα διαρκεί...
Όταν θα σβήσει αυτή, θα χαθούν όλα πια, γιατί
δεν είναι παρά όνειρο χιμαιρικό το σύμπαν.
Ο στοχαστής τη σκέψη του δε σταματάει στο παρόν
την οδηγεί μπροστά χιλιάδες χρόνια, αιώνες
και βλέπει το σημερινό ήλιο μας το θριαμβευτή
στα μαύρα νέφη θλιβερό, κόκκινο σαν πληγή,
τους πλανήτες στο διάστημα να επαναστατούν,
από τα φρένα του φωτός του ηλίου να ξεφεύγουν
και παγωμένοι, ακράτητοι να ρίχνονται στο χάος.
Του κόσμου ο θόλος στο άπειρο κι αυτός γίνεται σκότος,
σαν φύλλα φθινοπωρινά έχουν χαθεί όλα τ’ άστρα,
μακραίνει, αιωνιότητα γίνεται ο χρόνος ο νεκρός,
τίποτα δε συμβαίνει πια στις έρημες εκτάσεις,
και μέσα στου ανύπαρχτου τη νύχτα ξαναπέφτουν
όλα μες στην αιώνια και δίχως τέλος σιωπή…
....................................................................................
Κινώντας απ’ το ίδιο σκαλί του ανθρώπινου του πλήθους
την κλίμακα ανεβαίνοντας μέχρι τους βασιλιάδες,

24
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

να τρώγονται τους βλέπουμε για της ζωής τους το αίνιγμα


δίχως να ξέρουν ποιοί περσότερο πλάι τους δυστυχούν...
Μόνο ένας μέσα σ’ όλους μπορεί ν’ ανυψωθεί,
οι άλλοι όλοι θα μείνουν θαμένοι στη σκιά τους
αγνοημένοι θα χαθούν κι απαρατήρητοι ως αφρός –
Σαν άνεμος στα κύματα περνά η ανθρώπινη ζωή...
Αλλά τι θα κερδίσει, τι, ο γέροντας μελετητής
αν τον παινέσουνε νεκρό οι πιο σπουδαίες πέννες;
Η αθανασία... – θα πουν. – Σ’ όλη του τη ζωή, σε μια
δέθηκε ιδέα, όπως κισσός απάνω σ’ ένα δέντρο.
«Πεθαίνοντας, θα ζήσει το όνομά μου αιώνες –
ενδόμυχά του έλεγε – κι απ’ το’να στόμα στ’ άλλο
παντού θα φτάσει, κι ένα-δυό απ’ τα πολλά γραφτά μου,
θα βρουν σε μερικά μυαλά άσυλο για να ζήσουν!»
Δυστυχισμένε! μήπως συ θυμάσαι ο,τι στον κόσμο
έχεις ακούσει; όσα είδες μπροστά σου να περνούν;
όσα το στόμα σου είπε; Απ’ όλ’ αυτά ένα τρίμα,
μια σκέψη, μια σκιά, ή μι’ άκρη χαρτιού.
Όσο για τη ζωή σου, μήτε κι εσύ την ξέρεις!
Άλλοι θα κοπιάσουν να μπουν μέσα σ’ αυτήν.
Μπορεί σε κάποιον αιώνα, κάποιος πρασινομάτης
δάσκαλος καθισμένος μες σε παλιά βιβλία
στη ζυγαριά να βάλει την αττική σου γλώσσα.
Κι αφού τα ματογυάλια του σφουγγίσει από τη σκόνη
που το βιβλίο σου σήκωσε, να σε στριμώξει μέσα
σ’ ένα σημείωμα ασήμαντο, δίστηλο, που θα μπει
στα χαμηλά της πιο μωρής κι ανούσιας σελίδας.
Μπορεί να χτιστεί κόσμος, μπορεί να γκρεμιστεί
από τα ίδια χέρια... Τι βγαίνει κι αν είναι έτσι;
μια φτυαριά χώμα ρίχνεται πάνω στο καθετί...
Το χέρι που αναζήτησε το σκήπτρο το παγκόσμιο
κ’ οι σκέψεις που κατάχτησαν την οικουμένη όλη
ανάμεσα σε τέσσερις πλάκες με άνεση χωρούν...
Θα ’ρθούνε στην κηδεία σου, λαμπρή σαν ειρωνία,
κι αδιάφοροι από πίσω σου όλοι θ’ ακολουθήσουν...
Κι ένα οποιοδήποτε έκτρωμα και λόγο θα εκφωνήσει,
κι όχι να σε παινέσει, μα για να φιγουράρει αυτός
μ’ εγγύηση τ’ όνομά σου... Να τι σε περιμένει.
Κι άλλα ακόμα... Οι επόμενες γενιές που δίκαιες θα’ ναι.

25
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Να σε ξεγράψουν δεν μπορούν. Όμως, και μη θαρρείς


πως θα θαυμάσουν το έργο σου. Και θα χειροκροτήσουν,
βέβαια, την άχρωμη κ’ ισχνή βιογραφιούλα
που θα εξαντλείται όμως μόνο για ν’ αποδείξει
πως δεν ήσουνα τίποτα σπουδαίο κι εξαιρετικό,
πως σαν κι εσέ είναι κι άλλοι. Κι ο βιογράφος πρώτος...
Στις συγκεντρώσεις των σοφών, όταν μιλούν για σε
τα ηλίθια ρουθούνια τους θα τρέμουν, θα φουσκώνουν,
και από τώρα βλέπω με ποία γκριμάτσα ειρωνική,
πιο εύγλωττη απ’ τα λόγια, θα σε παινούν όλοι αυτοί.
Ποιός ξέρει σε ποιά χέρια θα πέσεις, και ποιοί θα’ναι
εκείνοι που ανεμπόδιστοι θα σε παραποιήσουν,
κακό θα βρουν το καθετί που δε σα καταλάβουν...
Μα έξω απ’ αυτό, την ίδια σου ζωή θα προσπαθήσουν
να κηλιδώσουν, να σου βρουν κακίες, σκανδαλάκια,
κι ο, τι σ’ εξομοιώνει περσότερο μ’ αυτούς.
Το φως που σκόρπισες παντού δε θα το θυμηθούνε,
στα κρίματα, στα λάθη σου μόνο θα σταματήσουν,
στο μόχθο που σ’ αρρώστησε, και στις αδυναμίες,
που με μια χούφτα χώμα είναι μοιραία δεμένες.
Όλα τούτα τ’ ανάξια λόγου, ενός ανθρώπου
που βασανίστηκε σκληρά, πιότερο θα προσέξουν,
απ’ ο,τι εσκέφτης κι έγραψες σ’ όλη σου τη ζωή.
...............................................................................
Ανάμεσα σε τοίχους, και δέντρα που ανθοροούν,
πόσο γλυκιά η πανσέληνος, ήρεμη φεγγοβόλα!
Καθώς αναπολούμε στο φως της, χίλιοι πόθοι
μέσα μας αναβρύζουν θερμοί και μας μεθούν,
τους πόνους μας πραύνει, λες όνειρο τους κάνει,
κι αφού θα σβήσει το κερί χιλιάδες ίσκιους πλάθει...
Πόσες έρημους λούζει τ’ αγνό σου φως και πόσα
δάση σ’ ίσκιους τα γάργαρα τα γέλια τους σου κρύβουν!
Σε πόσα κύματα, σεπτή ρήγισα, βασιλεύεις
καθώς πάνω απ’ τις έρημες κι ασίγαστες περνάς
θάλασσες, πόσων θνητών παρηγορείς τον πόνο
με δύναμη που ο θάνατος κ’ η μοίρα έχουνε μόνο!

26
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ

Ρωτάς γιατί η πέννα μου σιωπά στο καλαμάρι,


γιατί οι ρυθμοί δε μ’ αποσπούν απ’ άλλες ασχολίες,
γιατί στα φύλλα του χαρτιού οι ίαμβοι κοιμούνται
μαζί με τους τροχαίους, τους πηδηχτούς δαχτυλικούς;
Αν ήξερες τον πόλεμο που στήνω κάθε μέρα
με τον εχθρό που λέγεται πρόβλημα της ζωής,
θα με δικαίωνες αν έσπαζα ακόμα και την πέννα.
Γιατί, ρωτώ, τι ωφελεί να δίνεις μάχη ανοιχτή,
ζητώντας από την παλιά σοφή γλώσσα να πλάσεις,
μια νέα, με πιο άρτια μορφή, τα μυστικά σου
που μες στη λύρα σου βαθιά κι αθέατα κουρνιάζουν,
στο θέατρο να τα βγάζεις σαν μια κοινή πραμάτεια,
όταν ζητάς σε μια μορφή, να τα συμπεριλάβεις,
ποιητική; Γιατί, ρωτώ, εύκολες να μη γράφεις
κι εσύ ιστορίες καραβιών που προτιμάει ο κόσμος;
Θα μ’ απαντήσεις πως καλό είναι να βγει στο φως
με στιχουργίες άψογες κι όμορφες τ’ όνομά μου,
ισχυρούς άνδρες κάνοντας έτσι να με προσέξουν.
Ν’ αφιερώνω στίχους μου, ας πούμε, σε κυρίες
και την αηδία της ψυχής να καταπνίγει η λογική.
Το μονοπάτι, φίλε, αυτό έχει ανοιχτεί από καιρό
κι έχουμε στον αιώνα μας τέτοιους περίεργους βάρδους
που κάνουνε την ποίηση μέσο για να περνούν καλά,
σε δέσποινες και ισχυρούς αφιερώνοντας στίχους,
για θόρυβο απαγγέλλοντας σε κέντρα και σαλόνια,
πασχίζοντας τους δύσβατους και στενούς δρόμους της ζωής
να τους περνούν με φουστανιών σπουδαίων προστασία.
Έτσι γράφουν ολόκληρες μπροσούρες για κυρίες
που οι σύζυγοι σαν γίνουν, όπως ελπίζουν, υπουργοί,
κάποια καριέρα άνετη μεμιάς θα τους ανοίξουν.

27
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Γιατί δε θες να γράφεις γι’ αυτό που λέμε δόξα;


Μήπως και δόξα είναι σ’ έρημο να μιλάς;
Σήμερα που στα πάθη τους οι άνθρωποι είναι σκλάβοι
η δόξα είν’ αυταπάτη που ανόητοι πολλοί
για τα είδωλά τους τη φυλάν, όταν αποκαλούνε
γίγαντες νάνους που όλοι τους αξίζουν όσο μια
σαπουνιού φούσκα, μες σ’ αυτόν τον τιποτένιο αιώνα.

Να κούρδιζα τη λύρα μου τον έρωτα να ψάλλει,


την αλυσίδα δηλαδή που τη μοιράζονται δυό-τρεις,
αδιαμαρτύρητα, εραστές, αδελφικά κι ωραία;
Προς τι την πιο ευαίσθητη χορδή μου εγώ να κρούσω;
στην οπερέτα ν’ αυξηθεί η συγχορδία που διευθύνει
ένας Μενέλαος; Σήμερα ο κόσμος κ’ η γυναίκα
είναι σχολειό ταπείνωσης, πόνου κ’ υποκρισίας.
Στης Αφροδίτης τους ναούς και στις ακαδημίες
νεαρά κι αμούστακα παιδιά συχνότερα φοιτούνε,
έτσι που μεταβάλλεται σ’ ερείπια το σχολειό.

Λες βλέπω το μυστηριακό κι ακίνητο αστρονόμο,


στην τάξη, απ’ το κουτί αργά να βγάζει από το χάος
τους κόσμους, εξηγώντας μας πως πήρανε μορφή,
σε μια κλωστή τις εποχές να τις περνά σαν χάντρες.

Από γλώσσες νεκρές, πλανήτες ζαλισμένοι


κι ακόμα κι απ’ τη σκόνη του ακάθαρτου σχολειού,
συγχέαμε το φτωχό δάσκαλο με κάποιο σοφό μάγο
που τον εκαταφάγανε οι μύθοι κ’ οι μελέτες.
Κι ενώ εμείς του ταβανιού βλέπαμε τις αράχνες,
κι ακούαμε τους πανάρχαιους αιγύπτιους βασιλείς,
τον Γαλιλαίο να κινδυνεύει μέσα στις σκευωρίες
γιατί επέμενε να λεει ότι η Γη κινείται,
σε δυο ματάκια γαλανά, γλυκά πήγαιν’ ο νους μας,
και στα περιθώρια γράφαμε των τετραδίων στίχους
για κάποιο τριαντάφυλλο κάποιας σκληρής Κλοτίλδης...

28
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Μπρος μας ανακατεύονταν, με την αχλή του χρόνου,


το άστρο του ήλιου, ο βασιλιάς, το κατοικίδιο ζώο.
Γλυκά ο κοντυλοφόρος που ‘τριζε μέσα στην ησυχία!
Τα χλωρά κύματα έβλεπα του λιναριού και των σταριών
στη θάλασσα του πράσινου κάμπου να ξεδιπλώνουν
κι ένιωθα το κεφάλι μου βαρύ και νυσταγμένο
απ’ την πνοή της άνοιξης, να πέφτει στο θρανίο.
Όταν χτυπούσε ο κώδωνας, ήξερα πως ο Ραμσής,
των Αιγυπτίων ο βασιλιάς, είχε κιόλας πεθάνει.

Ο κόσμος τότε αυτός των αντικατοπτρισμών


ήταν για μας πραγματικός, χεροπιαστός, οικείος,
ενώ αντίθετα ο πραγματικός που ζούσαμε έξω κόσμος
ακατανόητος, απόρθητος, δύσκολος μας φαινόταν.
Σήμερα μόνο βλέπουμε πόσο είν’ άγονος, τραχύς
ο δρόμος για έναν τίμιο που τον βαδίζει ίσια,
ποιόν κίνδυνο σ’ αυτόν τον κόσμο των αγροίκων
διατρέχεις, όταν σκέφτεσαι, ονειρεύεσαι και γράφεις,
να θεωρηθείς σαν άνθρωπος χαμένος και γελοίος.

Να γιατί από σήμερα, φίλε, μπορείς να πάψεις


να με ρωτάς γιατί οι ρυθμοί δε μ’ αποσπούνε πια
από τις ασχολίες μου. Γιατί κοιμούνται στιβαγμένοι
σε χαρτιού φύλλα οι ιαμβικοί και οι τροχαίοι στίχοι
μαζί με τους εξάμετρους, τους πηδηχτούς δαχτυλικούς...

29
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ω, ΜΑΝΑ

Ω, μάνα, γλυκιά μάνα, απ’ του καιρού τα βαθή


μες απ’ το θρο των φύλλων σ’ ακούω να με καλείς
πάνω στη μαύρη κρύπτη του ιερού σου τάφου
μαδούν οι ακακίες στου Οχτώβρη την πνοή
με τη φωνή σου σειούνται, ταράζονται τα κλώνια
και πάντα έτσι θα σειούνται όσο κοιμάσαι αιώνια.

Πάνω μου, αγαπημένη, μην κλαις σαν θα πεθάνω


μα απ’ τη γλυκιά φιλλύρα τσάκισ’ ένα κλαδί
και θάψε το προσεχτικά στην κεφάλη μου απάνω
κι άφισε να κυλήσουνε τα δάκρυά σου εκεί.
Μια μέρα θα τη νιώσω τον τάφο μου να ισκιώνει
και πάνω απ’ τον αιώνιο μου να φουντώνει.

Κι αν τύχει και πεθάνουμε μαζί την ίδια μέρα,


δε θέλω να μας κλείσουν τοίχοι κοιμητηριού,
τον τάφο μας ας σκάψουν σ’ ένα ρυάκι πέρα
στο φέρετρο το ίδιο να’μαστε εγώ κι εσύ.
Έτσι για πάντα να’σαι στο πλάι μου γερτή
να κλαίει πάντα το νερό κι αιώνια εμείς μαζί!...

30
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΤΡΙΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ

Ένας σουλτάνος απ’ αυτούς που βασίλειό τους


εκτείνεται σ’ αλλόγλωσσους κι αλλόθρησκους λαούς,
κι ως τα κοπάδια της βοσκής πατρίδα όλο αλλάζει,
με το δεξί χέρι προσκέφαλο κατάχαμα κοιμόταν.
Έξω, κλειστό το μάτι του, μα μέσα, αγρυπνούσε.
Και βλέπει απ’ τον ουρανό να γλιστροκατεβαίνει
σ’ όμορφη κόρη μεταμορφωμένη η σελήνη,
να τον σιμώνει, κάνοντας ν’ ανθούν τα μονοπάτια
που πάτησαν τα πόδια της, σα να’ταν άνοιξη ίδια.
Οι ίσκιοι των βλεφάρων της κρύβουν πόνους και δάκρυα.
Μπροστά σε τέτοια ομορφιά ριγούν τα πυκνά δάση
και ρυτιδώνουν τα νερά πλέκοντας κυματάκια.
Πέφτει μια διαμαντόσκονη ψιλή σαν μια ψιχάλα,
μες στη μαγεία μια μουσική ψιθύρων αντηχεί,
ενώ τόξα ουράνια υψώνονται στη νύχτα...
Με ολόμαυρα μαλλιά κυματιστά στους ώμους
κοντά του εκείνη το λεπτό χεράκι της του δίνει.
– «Άσε με τη ζωή μου να δέσω στη δική σου...
Έλα στην αγκαλιά μου και το γλυκό μου πόνο
μέρωσε κι ένωσε τον με το δικό σου πόνο.
Τι στο βιβλίο της ζωής, άστρα κι αιώνες γράψαν
να’σαι αφέντης μου εσύ, κι εγώ να’μαι κυρά σου.»
Κι ενώ ο σουλτάνος έκθαμβος κοιτούσε την παρθένα,
ξάφνου αυτή σαν μια σκιά εγλίστρησε κι εχάθη...
Πιστεύοντας σε μια στιγμή, όπως σ’ αιώνες άλλοι,
νιώθει ο σουλτάνος στην καρδιά να του φυτρώνει δέντρο,
κλώνους ν’ απλώνει σε στεριές και πάνω από πελάγη,
και ν’ αγκαλιάζει ορίζοντες ο γίγαντάς του ίσκιος.
Κάτω του, στα σκοτάδια της, απλώνει η οικουμένη,
τα τέσσερα, απ’ το ύψος του, βλέπει σημεία της γης,
τις αλυσίδες των ψηλών βουνών λες κι εποπτεύει.
Τον Άτλαντα, τον Καύκασο, τον Ταύρο και της Άλπεις,
τον Αίμο κι όλα τα προαιώνια βαλκανικά βουνά.
Με ίδιο βλέμμα ποταμούς μεγάλους ατενίζει,
Ευφράτη, Τίγρη, Νείλο, το γέρο Δούναβή μας –
του λαμπρού δέντρου του η σκιά δεσπόζει πάνω απ’ όλα
31
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ασία υποτάσσοντας, Ευρώπη κι Αφρική


με όλες τις έρημους της. Κι ακόμα τα καράβια
τα μαύρα που διασχίζουν θάλασσες, ποταμούς,
τα κύματα τα πράσινα των σιταριών στους κάμπους,
ύδατα χωρικά, ακτές, λιμάνια, πολιτείες,
όλα μπροστά του εκτείνονται απέραντο χαλί.
Τη μια πίσω απ’ την άλλη χώρα ο σουλτάνος βλέπει
να γονατίζει, τους λαούς σαν μες σε καταχνιά
να μεταβάλλονται όλα σε μι’ αυτοκρατορία
απέραντη στον ίσκιο του δέντρου του αυτού.
Τόσο ψηλά έχουν φτάσει οι κλώνοι του που μήτε
οι γύπες απ’ τα ύψη τους μπορούν να τους αγγίξουν.
Μα να που αργά υψώνεται άνεμος νικηφόρος
με ορμή για να χτυπήσει το φαντασμένο δέντρο.
Το φύλλωμά του λες πως μια φουρτούνα αναταράζει
και με μιάς θάλασσας όμοιο πλαντάζει το βουητό του.
Αλλάχ! Αλλάχ! φωνάζει καθώς το συγκλονίζει
ο άνεμος, και οι κραυγές φτάνουν ψηλά στα νέφη.
Αυξαίνει ο βόγγος του, μανιάζει η αντίστασή του,
ουρλιαχτά μάχης, λες ακούς, το ένα πίσω απ’ τ’άλλο,
με την ορμή του σίφουνα γέρνουν τα φύλλα τα αιχμηρά
και υποκλίνονται ως τη γη πάνω απ’ τη νέα Ρώμη.
Φρυάζει ο σουλτάνος και ξυπνά... Και βλέπει το φεγγάρι
πάνω απ’ του Εσκί-Σεχίρ τους κάμπους να πλανιέται
και του σεΐχη Εντεμπαλί κοιτά τ’ αρχοντικό
με θλίψη. Απ’ του καφασιού τις γρίλιες διακρίνει
μικρή κοπέλα λυγερή σαν φουντουκιάς κλωνάρι,
την κόρη του σεΐχη, τη Μαλκατούν, να του γελά.
Τότε κατάλαβε πως τ’όνειρό του το’στειλε ο Προφήτης
και πως απ’ τον επίγειο θα γεννηθεί έρωτά του
ένα βασίλειο, που ο θεός μονάχα ξέρει πόσο
θα ζήσει, που θα φτάσουνε στη γη τα σύνορά του.
Γίνεται αλήθεια τ’όνειρο, και σαν το γύπα απλώνει,
και χρόνο με το χρόνο σαν μια παλίρροια τρομερή
εκτείνεται ανεμπόδιστα κ’ η ισχύς του μεγαλώνει,
έργο που την ορμή του αιώνες συνεχίζουν
γενιές σουλτάνων. Έτσι περνώντας από χώρα
σε χώρα έφιππος, σκληρός, με το σπαθί στο χέρι,
φτάνει μέχρι το Δούναβη σαν σίφουνας ο Βαγιαζήτ...
Μ’ ένα του μόνο νεύμα συνδέονται οι όχθες,
τα πλοία γίνονται γέφυρα δετά το ένα στ’ άλλο
και με φανφάρες όλη του η στρατιά περνά.
32
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Οι γενιτσάροι, τ’άγρια θετά παιδιά του Αλλάχ,
με τους σπαχήδες, σ’ αριθμό είναι τόσο πολλοί,
που σαν μαζί ξεχύνονται στις λασπερές πεδιάδες
του Ραβινέ, τ’ ασκέρια τους μαυρίζουμε τον τόπο,
καθώς σκορπάν μπουλούκια να στήσουν τις σκηνές τους...
Και να που φτάνει τρέχοντας ένας αγγελιαφόρος
ειρήνης, μ’ ένα σάλι στην άκρη ενός ραβδιού.
– «Τι θες;» ρωτά ο Βαγιαζήτ περιφρονητικά.
– «Ειρήνη θέμε! Κι αν αυτό δε σας δυσαρεστεί,
ο πρίγκιπάς μας θα ‘θελε να δει και να μιλήσει
με τον τρισένδοξο αρχηγό και αυτοκράτορά σας.»
Σ’ ένα του νεύμα ανοίγεται δρόμος, και στη σκηνή
σιμώνει ένας σεβάσμιος γέροντας, τόσο απλός
στη γλώσσα, στην περιβολή, στους τρόπους και στο ύφος.
– «Εσύ σαι ο Μίρτσα ο Γηραιός;»
– «Ναι, αυτοκράτορά μου!»
– «Ήρθα να σ’ υποτάξω. Δέξου το, τι αλλιώς
το στέμμα σου θα κάνω στεφάνι απ’ αγκάθια.»
– «Όποιος και να’ναι ο σκοπός του ερχομού σου εδώ,
κι αφού ακόμα έχουμε ειρήνη μεταξύ μας,
σου λεω καλώς όρισες στον τόπο μου, αυτοκράτωρ!
Μα όσο για υποταγή, συχώρα μας αφέντη...
Τι θες με το στρατό σου πόλεμο να μας στήσεις
για τιμωρία; ΄Η από κει που ήρθες να γυρίσεις,
δείχνοντας έτσι ότι είσαι και πράος και Μεγάλος...
Είτε το ένα ή τ’άλλο διαλέξεις, άρχοντά μου,
είτε ειρήνη δηλαδή θελήσεις είτε μάχη,
εμείς, σ’ το λεω, καλόκαρδα θα τα δεχτούμε όλα.»
– «Πως;! σαν ο κόσμος μπρος μου ανοίγει όπου περνώ,
πιστεύεις συ ότι μπορώ εδώ να υποχωρήσω
και πως ολάκερο Αλιοτμάν τώρα θα σκουντουφλήσει
μπρος σ’ ένα κούφιο κούτσουρο; Μπορεί και να μην ξέρεις,
γέρο μου, πόσοι θέλησαν το δρόμο να μου φράξουν!
Όλο το φίνο άνθος αυτής που λένε Δύση,
όσοι στον ίσκιο του σταυρού στηρίζουν την ισχύ τους
βασιλοαυτοκράτορες ενώθηκαν μαζί
τη θύελλα που ξεσήκωσε το Μισοφέγγαρό μας
να σταματήσουν. Φόρεσαν της Μάλτας οι ιππότες
τη φεγγοβόλα αρματωσιά με το σταυρό, κι ο Πάπας
με τα τρία του στέμματα, το ένα πάνω στ’ άλλο,
τους κεραυνούς του μάζεψε, απάνω να τους ρίξει
στ’ αστροπελέκι αλύπητης και μανιασμένης μπόρας
που’χε σκεπάσει ολάκερες θάλασσες και στεριές.
33
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Σ’ ένα τους νεύμα μοναχά ολόκληρη η Δύση
λαούς, στρατούς παράταξε στο μέρος του σταυρού
και για το θρίαμβό του κύματα επί κυμάτων
απ’ τις ερήμους σήκωσαν τα βάθη των δασών.
Μες στη βαθιά ειρήνη του τραντάχτηκε και σείστη
συθέμελα ο κόσμος απ’ τον ξεσηκωμό.
Οι αμέτρητες ασπίδες τους σκοτείνιασαν τον ήλιο,
δάση σπαθιών και κονταριών κινούνταν τρομερά,
ρίγησε από το φόβο της κ’ η θάλασσα σαν είδε
τον αριθμό των πλοίων τους στα μπλάβα της νερά.
Και είδες στη Νικόπολη πόσοι στρατοί ενωθήκαν
τείχος να υψώσουν όλοι αράγιστο μπροστά μου.
Τα πλήθη τους σαν είδα, τ’ αμέτρητα σαν φύλλα,
μέσα απ’το γένι μου φρύαξα τότε μ’ άγριο μίσος
κι αγέρωχος ορκίστηκα πάνω τους να διαβώ,
δίχως να λογαριάσω θύματα και θυσίες
και στην Άγια τους Τράπεζα, στη Ρώμη, να σταυλίσω
το άτι μου να φάει σανό, κι ακόμα να κοπρίσει!
Πως τώρα ένας τέτοιος τρομαχτικός τυφώνας
θα ‘θελες να σκοντάψει απάνω σ’ ένα γέρο
που ‘ρθε εδώ οπλισμένος μ’ ένα ραβδί στο χέρι,
προσκόματα να βάλει σε μια τέτοια πορεία;»
– «Αν είμαι γέρος, ξέρε κι εσύ, αυτοκράτορά μου,
όποιος όποιος δεν είμαι, μα πρίγκιπας αυτής
της χώρας που επάτησες και Ρουμανία τη λένε.
Εγώ δε θα σου εύχομαν να φτάσεις στην ανάγκη
να μας γνωρίσεις. Κι ούτε θα’θελα ο Δούναβής μας
αφρίζοντας να καταπιεί τις στρατιές σου όλες.
Απ’ του Δαρείου την εποχή θα’χεις κι εσύ ακούσει
πολλοί πάνω απ’ το Δούναβη μπόρεσαν να περάσουν
στρατιές που τρόμο έμπνεαν, κι αμέτρητοι λαοί,
πανίσχυροι αυτοκράτορες που όλη η οικουμένη
δεν τους χωρούσε, κ’ ήρθανε στον τόπο μας κι αυτοί
ζητώντας μας νερό και γη, τουτέστι υποταγή.
Εσύ περηφανεύεσαι πως σαν ένας τυφώνας
ανάτρεψες τις στρατιές τόσων αυτοκρατόρων
που πάνοπλοι είχαν ξεχυθεί για να σε σταματήσουν.
Ποιό κίνητρο όμως αυτούς στις μάχες οδηγούσε;
να επιτύχει τι ήθελε νικώντας σε η Δύση;
Του σιδερομετώπου σου ζητούσαν ν’ αποσπάσουν
τις δάφνες, και το θρίαμβο της πίστης τους ζητούσαν
να επιβάλουν και σε οι σταυροφόροι ιππότες.
Μα εγώ υπερασπίζομαι τη φτώχεια μου, τη γη μου,
και το λαό μου που μοχθεί μαζί μου και πονεί.
34
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Να γιατί, αυτοκράτορα, στον τόπο που πατάς,
ρυάκι, κλώνος, χλοίη είναι δικοί μου φίλοι,
ενώ για σένα όλα θα γίνουνε εχθροί,
κι όλα θα σε μισήσουν, γνώριζε, αν μας χτυπήσεις.
Εμείς στρατούς δεν έχουμε, στήθη έχουμε γεμάτα
αγάπη στην πατρίδα μας, στήθη όμοια με τείχος
που δε φοβάται, Βαγιαζήτ, το τρομερό όνομά σου!»
Μόλις έφυγε ο γέροντας, τι χλαλοή, τι φρίκη!
Το δάσος βράζει απ’ τη βουή των όπλων τις βουκάνες,
στις παρυφές αμέτρητα μακρύκομα κεφάλια,
χιλιάδες στιλπνά κράνη προβάλλουν απ’ τα σύσκια.
Τους κάμπους πλημμυρίζουν σαρικοφόροι ιππείς
και μ’ ένα σύνθημα όλοι πηδούν πάνω στις σέλλες
των άγριων αλόγων τους, μ’ ορμή να ξεχυθούν
στη μαύρη γη που οι ξύλινες οπλές τους ανασκάφτουν.
Λάμπουν κοντάρια αμέτρητα στον ήλιο και κραδαίνουν
στον άνεμο τα χάλκινα τόξα τους που σαν νέφη
ξερνούν χαλάζι φονικό. Σκοτείνιασε ο αιθέρας
από τα βέλη τα πυκνά που φτάνουνε παντού
σφυρίζοντας με μάνητα καθώς ανεμοβρόχι...
Της μάχης το πεδίο σωστή κόλαση έχει γίνει
από κραυγές, χρεμετισμούς, ιαχές και καλπασμούς.
Μάταια βρουχάται ο Βαγιαζήτ σαν λιόντας λυσσασμένος
ανάμεσα στ’ ασκέρι του που κονταροχτυπιέται.
Πλατύς, κι όλο πλατύτερος απλώνεται ο ίσκιος
της ήττας και του θάνατου. Και μάταια υψώνει
το πράσινο μπαϊράκη του προς τους πολεμιστές.
Αυτοί αποδεκατίστηκαν, από μπροστά, απ’ τα πλάγια
οι στοίχοι τους αραίωσαν, κλονίζονται να σπάσουν,
πέφτουν οι καβαλάρηδες, σπέρνουν την πεδιάδα,
οι πεζοί στρατιώτες έλεος ζητούν γονατιστοί.
Πιο πέρα, ανάσκελα στη γη τ’ άτια τους πληγωμένα
και πάνω απ’ όλους κύματα από βέλη φονικά
που φεύγοντας αδιάκοπα σφυρίζουν και σκοτώνουν.
Χτυπώντας τους κατάμουτρα, απ’ τα πλευρά, απ’ τα νώτα,
όπως της στέπας ο βοριάς ο κρύος κι ο παγετός,
θαρρούν πως εγκρεμίστηκαν κάτω στη γη τα ουράνια.
Τη φοβερή αυτή λαίλαπα ο ίδιος ο Μίρτσα οδηγεί
και πίσω του έρχονται, έρχονται πλήθη λαού πεζή,
κι έφιπποι με τα δόρατα σαν ένα ψηλό τείχος,
που ως το περνούν με καλπασμό κάνουν τη γη να τρέμει,
για να εισδύσουν στο στρατό των άπιστων με λύσσα,
πλατιά ρήγματα ανοίγοντας στις εχθρικές γραμμές
που παραλύει ο πανικός κι εδώ κι εκεί σκορπίζει.
35
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Καλπάζοντας αδιάκοπα με τις σημαίες του τόπου


πλημμύρισαν σαν χείμαρροι, σαν θάλασσα αγριεμένη
την πεδιάδα, τον άπιστο στρατό για να σκορπίζουν
στους τέσσερις ανέμους σαν άχυρο σταχυού.
Αυτό το ατσαλοχάλαζο μέχρι το Δούναβη οδηγά
ο Μίρτσα, ενώ ο περήφανος, αράγιστος κι ανδρείος
πίσω του ξετυλίγεται ρουμάνικος στρατός.
Την ώρα που το στράτευμα στρατοπεδεύει, ο ήλιος
δύει, με δόξα ντύνοντας τις πιο ψηλές κορφές
της χώρας που ολάκερη τη φωτοστεφανώνει.
Αργεί να δύσει ο ήλιος, θαρρείς κι έχει πετρώσει,
στολίζοντας με κρόσια τα μαύρα τα βουνά
και ρόδινες ανταύγειες, ωσότου ξεπροβάλλουν
το ένα πίσω απ’ τ’άλλο τ’άστρα στον ουρανό
κι αναδυθεί η σελήνη μέσα από την ομίχλη,
απάνω από τα δάση, χρυσή, τρεμουλιαστή.
Η ρήγισα των θαλασσών και της νυχτός, γλυκά
σκορπίζει στους πολεμιστές ανάπαυση και ύπνο.
Έξω απ’ τ’αντίσκηνό του ένας από τους γιούς
του δοξασμένου πρίγκιπα κάθεται και θυμάται
χαμογελώντας την καλή κοπέλα π’ αγαπάει,
ενώ της γράφει μήνυμα πάνω στα γόνατά του
που θα της στείλει αύριο ευθύς ως ξημερώσει:
«Δέσποινα, απ’ του Ραβίνε
σου στέλνω την κοιλάδα
χαιρετισμούς μ’ένα χαρτί
αφού ’σαι μακριά.
Παρακαλώ σε, δέσποινα,
θερμοπαρακαλώ σε
με ταχυδρόμο στείλε μου
του τόπου σου τις ομορφιές
το δάσος με τα ξέφωτα
τα ματοτσίνορά σου.
Και θέλω στείλει σου κι εγώ
ο,τι πιο ωραίο έχει δω:
του στρατού μας τα κοντάρια
και του δάσους τα κλωνάρια
φτερωτή περκεφαλαία,
και τα ματοτσίνορά μου
για να δουν τη δέσποινά μου.
Μάθε βγήκα από τη μάχη
γερός, χάρη στο Χριστό.

36
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Τίποτ’ άλλο, και σου στέλνω
ένα φίλημα γλυκό.»
................................................................................
Εποχές τέτοιες θρέψαν και ραψωδούς κ’ ιστορικούς,
μα τον αιώνα τούτον τον έχουν κατακλύσει
παλιάτσοι, σαλτιμπάγκοι, άπληστοι και δειλοί.
Μπορώ αιωνίως να ζητώ μες στα παλιά χαρτιά
τους ήρωες; για πείτε μου που είναι οι σημερνοί
«πατριώτες» που διαδέχτηκαν εκείνους τους παλιούς;
Μπροστά σ’ αυτούς, Απόλλωνα, ω, πήγαινε και κρύψου!
Ω ήρωες! που μένετε θαμένοι στη σκιά
ενός ένδοξου χτες, σήμερα είναι της μόδας
χρονικογράφοι να σας σέρνουν έξω από τους τάφους,
ν’ ανακατεύουν το χρυσό αιώνα με τη λάσπη
χοντροκομένης πρόζας, και με σκοπό να ντύσουν
με σας όλους την κούφια μηδαμινότητά τους.
Ω, μείνετε καλύτερα στη σιωπή των τάφων
την ιερή, Βεσσαραβοί και Μουσσατίνοι, σεις,
της χώρας χτίστες, δωρητές νόμων, συνηθειών
που με αλέτρι και σπαθί αυξήσατε τη γη σας,
βάλτους αποξηραίνοντας απ’ τα βουνά ως τους γιαλούς,
κι απ’ τις κοιλάδες μέχρι το γαλάζιο Δούναβή μας.
Δε θα μπορούσε να ’ναι ίδια σοφό μεγάλο
το Σήμερα; Ρωτώ, μα ποιός θα μ’ απαντήσει;
Που να βρεθεί ένα κόσμημα λαμπρό ανάμεσά μας;
Γεννιέται η δόξα σήμερα στα καφενεία, στους δρόμους,
Έχουμε άνδρες που μάχονται με δόρατα ρητορικά
και τους χειροκροτεί ανίδεος ο συρφετός στους δρομούς,
της χώρας τσαρλατάνοι κι επιχειρηματίες
που περπατάτε στο σχοινί σαν ισοροπιστές,
μάσκες μιάς κωμωδίας, όλοι στεφανωμένοι!
Μιλά ο φιλελεύθερος περί πατρίδος και αρετής,
σαν να ’ταν η ζωή του ως κρύσταλλο καθάρια,
φιλοδοξώντας να ’χει γι’ ακροατή, έστω έναν
θαμώνα καφενείου που ως τον ακούει σαρκάζει.
Από μακριά βλέπει κανείς την ψυχική του ασχήμια,
το φαντασμένο ύφος του, την κούφια κεφαλή του,
το βλέμμα του που σε κοιτά λες μέσα από τα θάμνα,
το σαν του χοίρου ρύγχος του, την έπαρση, το στόμφο.
Μαύρος, κυρτός, αχόρταγος και στην κλεψιά επιτήδειος
στους φίλους του διηγάται τις μπούρδες του, που ωστόσο
φροντίζει να μουσκεύει καλά με δηλητήριο.
Στα χείλη του προβάλλει πάντα τη λέξη αρετή
37
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
μα εντός του έχει πίστη την κάλπικη μονέδα.
Και πεμπτουσία τη βρωμιά απ’ την κορφή ως τα νύχια.
Σαν πρόκειται ομοίους του ν’ αναγνωρίσει, ρίχνει
το δύσμορφο αυτό πλάσμα, το τέρας, ένα γύρο
ματιές που μοιάζουν μ’ ερπετά που βγαίνουν απ’ τις κόγχες.
Και να σκεφτείς πως σήμερα ανάμεσα σ’ αυτούς
η χώρα μας διαλέγει τους εκλεκτούς της όλους!
Άνδρες που θα’πρεπε να ζουν στον άγιο Γκολία
ζουρλομανδύες φορώντας και σκούφους στο κεφάλι,
νομοθετούν για μας, και μας φορτώνουν φόρους,
και μας μιλάνε ακόμα και για φιλοσοφία.
Οι πατριώτες! οι ενάρετοι! καταστημάτων ιδρυτές
κι εργοστασίων, όπου βράζοντας ξεχειλίζει
όλη η υποκρισία τους σε λόγια και σε πράξεις,
και που μ’ ευλάβεια αλεπούς πιάνουν τις θέσεις όλες
(όπως και τα στασίδια τους μέσα στην εκκλησία)
επευφημώντας μορφασμούς, τραγούδια και παιχνίδια...
Ύστερα συναθροίζονται μες στη Βουλή του Έθνους
για ν’ αποσπάσουν θαυμασμούς κι επευφημίες, κάτι
Βούλγαροι χοντροτράχηλοι κι Έλληνες μακρομύτες.
Και ισχυρίζονται, όλοι αυτοί οι φλύαροι φωνακλάδες,
η σαρκοβόρα φάρα των Βουλγαρο-Γραικών,
έγγονοι οτ’ είν’ του Τραϊανού και καθαροί Ρουμανοί!
Κι αυτός ο αφρός του φαρμακιού, αυτό το σκυλολόι
της λέρας, της κοπριάς, το άθλιο κατατακάθι,
να διαφεντεύει σήμερα τη χώρα μας κι εμάς!
Όσοι θεωρούνται εκτρώματα στις χώρες τους, τρελοί,
όσοι φέρνουν στο σώμα τους τις μάρκες της σαπίλας,
ανήθικοι απάτριδες, άπληστοι, δολοπλόκοι,
ολόκληρου του Φαναριού οι είλωτες αυτοί
πουλήθηκαν στη χώρα μας κι αυτοί ’ναι οι πατριώτες!
Κι έτσι, τραυλοί, ηλίθιοι, φλύαροι μωρολόγοι,
κι ακόμα στραβοστόμηδες με κήλες κρεμασμένες,
έγιναν ανεμπόδιστα κύριοι αυτού του έθνους!
Πως είναι δυνατόν εσείς οι μοχθηροί, οι γυναικωτοί
να λέτε ότι είσαστε απόγονοι της Ρώμης!
Ντρέπεται η ανθρωπότητα εσάς τους μαλθακούς,
σαχλούς κι ανώμαλους μαζί να ονομάσει άντρες!
Και όμως η σιχαμερή πανούκλα αυτού του κόσμου
δεν ντρέπεται στα ηλίθια τα χείλη της να φέρει
τη δόξα του λαού μας που τη χλευάζει κιόλας!
Το θράσος αυτοί να’χουν, το άγιο όνομά σου,
Πατρίδα μου, να βάζουν στο έκφυλό τους στόμα!

38
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Σε καταγώγια κυνισμού κ’ ηδονικής αργίας
με τις διαφθαρμένες τους συμβίες στο Παρίσι
συχνάζουν κι επιδίδονται σε όργια αισχρά.
Εκεί έχετε τα πλούτη σας γι’ ασφάλεια καταθέσει,
τα νιάτα σας ξοδεύοντας με τη χαρτοπαιξία...
Τι έχει να πάρει από σας η Δύση και καυχιέστε;
Τίποτα σεις δεν έχετε να δώστε σε κανένα.
Τη μόρφωση, το πνεύμα μας εσείς το ξεπερνάτε
με αρώματα, πομάδες κι ένα μονόκλ στο μάτι,
κι ως όπλο επιδεικνύετε μιαν αστεία «προμενάντ»...
Μαραζωμένοι πρόωρα, μα με μυαλά παιδιού,
για επιστήμη έχετε εσείς αποστηθίσει
έν’απ’ τα βαλς του Μπάλ-Μαμπίλ, και τύχη φέρνει, λέτε,
μαζί σας πάντα να ‘χετε μιας πόρνης το πασούμι.
Ω των Ρωμαίων απόγονοι, πως να μη σας θαυμάζω!
Η παγερή μας σκεφτική μορφή σας προκαλεί
φόβο, και ξαφνιαζόσαστε γιατί τα ψέματά σας
δεν έχουνε πια πέραση, στον ίδιο τούτο τόπο.
Αλλά σ’ αυτό δε φταίμ’ εμείς. Σαν βλέπουμε αυτούς
που λεν μεγάλα λόγια, να μην κάνουνε άλλο
απ’ το να κυνηγάνε το χρήμα και το κέρδος
και να το πετυχαίνουνε δίχως κανένα κόπο,
τι θέτε να σκεφτούμε; Σήμερα, όσο κι αν είναι
οι φράσεις σας ωραίες, δε μας εξαπατούν!
Σήμερα άλλοι σφάλλουν, άρχοντες, όχι εμείς!
Πια ξεμασκαρευτήκατε πολύ. Ξεσκίζοντας τη χώρα
αυτή, στη χλεύη, στην ντροπή ρίξατε το λαό μας.
Πολύ χλευάσατε τη γλώσσα μας, τ’ αυτόχθονά μας ήθη,
τους πρόγονούς μας, τα έθιμα που μας κληροδοτήσαν,
παραπλανώντας πάντα, δε δείξατε ποτέ
το πόσο είσαστε δόλιοι κι ουτιδανοί μαζί.
Το άκοπο κέρδος, να ο μόνος σας ο πόθος!
Η αρετή; επιδίωξη των ηλιθίων. Το πνεύμα;
Αλίμονο, σ’ αυτούς που το καλλιεργούν.
Μα αφίσετε τουλάχιστο ήσυχους να κοιμούνται
τους πρόγονούς μας μέσα στη σκόνη των αρχείων,
αφού αντικρύζοντάς σας, μέσα απ’ το παρελθόν τους
το επικό, ανελέητα θα σας ειρωνευτούνε.
Κι έλα, πρίγκιπα Τσέπες, και πάρε όλους αυτούς
και χώρισέ τους σε τρελούς, ηλίθιους και κακούργους.
Σε δυό μεγάλες φυλακές κλείσε τους με τη βία,
κ’ ύστερα με το χέρι σου, Τσέπες, βάλε φωτιά,
το ίδιο όπως στα κάτεργα και στα φρενοκομεία!
39
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ο ΥΠΕΡΙΩΝ

Μια φορά – σαν παραμύθι –


έξησε και ποτέ πια,
μια γλυκιά μικρή κοπέλα
από βασιλιά γενιά.

Ήτανε μοναχοκόρη
κι έτσι ωραία όσο καμμιά,
σαν φεγγάρι μες στ’ αστέρια
μες στους Άγιους Παναγιά.

Απ’ του σκοτεινού της πύργου


τις στοές τα βράδυα βγαίνει,
να φανεί ο Αποσπερίτης
στο παράθυρο προσμένει.

Στον ορίζοντα τον βλέπει


ν’ ανατέλλει λαμπρός, να
και στης θάλασσας τους δρόμους
τα καράβια να οδηγά.

Βλέποντας τον κάθε μέρα


μέσα της γεννιούνται πόθοι,
βλέποντάς την κι αυτός μήνες
για την κόρη αγάπη νιώθει.

Με τα χέρια στους κροτάφους,


τους αγκώνες στο περβάζι,
την καρδιά της καίει ο πόθος,
ξέχειλη η ψυχή ρεμβάζει.

Πως το φως του ζωηρεύει


κάθε βράδυ τη στιγμή,
40
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

που απ’ το σκοτεινό προβάλλει


πύργο η κόρη να τη δει!

Ακλουθώντας τη γλιστράει
λαμπερός στην κάμαρά της
και με σπίθες της υφαίνει
ένα φλόγινο πλεμάτι.

Και στην κλίνη όταν ξαπλώσει


η μικρή να κοιμηθεί,
απαλά τηνε χαϊδεύει
και τα βλέφαρα της κλεί.

Απ’ τον καθρέφτη η αντιφεγγιά του


έχει πάνω της χυθεί,
στα κλειστά μάτια που πάλλουν
στη στραμένη της μορφή.

Το κοιτά χαμογελώντας,
τ’ Άστρο τρέμει στο γυαλί,
στ’ όνειρο τη συνοδεύει
στην ψυχή της να δεθεί.

Μ’ αναστεναγμό βαθύ
του λέει στον ύπνο της: «Καρδιά μου,
γλυκέ αφέντη της ζωής μου
τι δεν έρχεσαι κοντά μου;

Έλα πάνω σε μι’ αχτίνα,


Αποσπερίτη μου, γλυκέ μου,
σπίτι μου έμπα και σ’ εμένα,
τη ζωή μου φώτισέ μου!»

Τρέμει τ’ Άστρο ως την ακούει


και φλογίζει πιο πολύ,
ρίχνεται ύστερα στον πόντο
στα νερά να βυθιστεί:

41
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Κει που τ’ Άστρο πάει βαρύ,


μες απ’ τ’ άγνωστα τα βύθη
κι απ’ τους κύκλους των νερών,
ώριος νέος αναδύθη.

Ελαφρός σαν σκαλοπάτι


το παράθυρο περνά,
κι ένα σκήπτρο από καλάμι
στο δεξί χέρι κρατά.

Ξανθομάλλης Βοεβόδας
μοιάζει, κόσμος, στο γυμνό
ώμο, συγκρατεί σεντόνι
σαν χιτώνα γαλανό.

Διάφανη σκιά η μορφή του


και λευκή σαν το κερί,
πτώμα ωραίο, μα στα μάτια
βλέμμα που αστραποβολεί.

– «Άφισα με λύπη τα ύψη


σαν με κάλεσες να ‘ρθώ,
‘γω τη θάλασσα έχω μάνα
και γονιό τον ουρανό.

Αχ, στο σπίτι σου για να ‘ρθω


να σε ιδώ από κοντά,
έσχισα γαλάζιο αιθέρα
βγήκα μέσα απ’ τα νερά.

Έλα, ανείπωτε έρωτά μου,


απαρνήσου αυτή τη γη,
και ψηλά είμαι ο Υπερίων
η μνηστή μου θα’σαι συ.

Σε παλάτια από κοράλι


θα σε πάω, παντοτινή

42
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ρήγισα, κ’ υπάκουοί σου


γη, αιθέρες, ωκεανοί.»

– «Σαν κι εσέν’ άγγελο ωραίο


μόνο στ’ όνειρο να ιδώ
θα μπορούσα, μα στο δρόμο
που μ’ ανοίγεις δε θα ‘ρθώ.

Ξένος στη φωνή, στην όψη,


λάμπεις, καις, χωρίς να ζεις,
ζωντανή ‘μαι νεκρός είσαι,
και παγώνω νς με θωρείς.»
***
Πάει μια μέρα, πάνε δύο,
τ’ Άστρο έρχεται ξανά
κάθε νύχτα να σκορπίζει
πάνω της φέγγη απαλά.

Στ’ όνειρό της τον θυμάται,


λειώνει να τον ξαναϊδεί
των κυμάτων το σατράπη
που της πήρε την ψυχή.

– «Γλίστρα πάνω σε μι’ αχτίνα


Υπερίωνα, γλυκέ μου,
τοίχους πέρασε κι εμένα
τη ζωή μου φώτισέ μου!»

Μόλις την ακούει στα νέφη


σβήνει από το σπαραγμό,
κι εκεί όπου τ’ Άστρο χάθη
στρόβιλος στον ουρανό.

Στον αιθέρα ανάβουν φλόγες


σ’ όλη απλώνονται τη γη,
κι απ’ το χάος ένα πλάσμα
μια λαμπρή παίρνει μορφή.

43
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Στα σγουρά μαύρα μαλλιά του


στέμμα που φλογοβολά,
έφτασε στη γη, στου ήλιου
κολυμπώντας τη φωτιά.

Έχει μαύρη τη χλαμύδα,


μπράτσο μάρμαρο λευκό,
είναι σκεφτικός, θλιμένος,
και με πρόσωπο χλωμό.

Μα τα μάτια του μεγάλα


με μια χίμαιρα στα βάθη,
φως και σκότος μαζί κλείνουν:
τα δυό ακόρεστά του πάθη.

– «Απ’ τον κόσμο μου κει πάνω


μ’ άρπαξε η φωνή σου κ’ ήρθα,
μα ‘γώ κύρη έχω τον ήλιο
και μητέρα μου τη νύχτα.

Ω, έλα ανείπωτε έρωτά μου,


απαρνήσου αυτή τη γη,
τ’ ουρανού είμαι ο Υπερίων,
η μνηστή μου θα’σαι συ.

Έλα, απ’ άστρα θα ‘χεις στέμμα


στα ξανθά σου τα μαλλιά,
στα ουράνια μου θα λάμπεις
περισσότερο απ’ αυτά.»

– «Μόνο σ’ όνειρο έτσι ωραίο


ένα δαίμονα να ιδώ
θα μπορούσα. Όμως το δρόμο
που μου δείχνεις, θ’ αρνηθώ.

Τη σκληρή σου αγάπη νιώθω


σαν μαχαίρι στην καρδιά,

44
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

καίγομαι, πονώ, υποφέρω


στη ματιά σου τη βαριά.»

– «Μα πως θέλεις να κατέβω


δω στη γη; δεν ξέρεις συ
πως αθάνατο είμαι πλάσμα
ενώ συ’σαι μια θνητή;»

– «Άπραγη ‘μαι με τις λέξεις,


πως ν’ αρχίσω; τι να πω;
αν κι ο λόγος σου καθάριος
να σε νιώθω δεν μπορώ.

Μα αν θες ν’ αγαπηθούμε
μ’ αφοσίωση στη γη,
ω, κατέβα, Υπερίων,
γίνε ένας θνητός κι εσύ.»

– «Πως μια τέτοια αθανασία


ν’ αλλάξω μ’ ένα σου ασπασμό;
Κι όμως ‘γώ θα σ’ αποδείξω
ως ποιό σημείο σ’ αγαπώ.

Κάτω από καινούργιους νόμους


με αμαρτία θα γεννηθώ,
κι αν με τ’ άπειρο δεμένος,
ε λοιπόν θα ξελυθώ!»

Φεύγει μακριά όλο φεύγει


για μια κόρη λατρευτή
χάνεται απ’ τα ύψη μέρες
μένει η θέση του αδειανή.
***
Κείνο τον καιρό ο πανούργος
Καταλίν υπηρετεί
στα συμπόσια και γεμίζει
τα ποτήρια με κρασί.

45
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Μπάσταρδος που στην Αυλή


της βασίλισας κρατάει
με διαβόλου τσαχπινιά
την ουρά σαν περπατάει.

Δυό «φωτιές» τα μάγουλά του


– που να μην αβασκαθεί –
ποτέ τ’αδιάντροπά του μάτια
δε χαμήλωσε στη γη.

Για να ιδεί την Καταλίνα


στις γωνιές παραφυλά
και τα αίματα του ανάβουν
όταν την κρυφοκοιτά.

Όμορφη – π’ ανάθεμά με –
που ‘χει γίνει... Ε χαζέ
Καταλίν, δε δοκιμάζεις;
η ώρα σου ήρθε για μεζέ...

Να, περνώντας τη στριμώχνει


μαλακά σε μια γωνιά.
– «Μα τι θέλεις από μένα,
μπάσταρδε του σατανά;»

– «Μα τι θέλω; να μην είσαι


πάντα τόσο σκεφτικιά,
μα να χαίρεσαι, ν’ αφίνεις
τον Καταλίν να σε φιλά.»

– «Το τι μου ζητάς δεν ξέρω,


φύγε! πήγαινε αλλού,
δοσμένη έχω την καρδιά μου
σ’ ένα Αστέρι τ’ ουρανού!»

– «Μπα! δεν ξέρεις τι ζητάω;


Θέλω δίχως να θυμώσεις,

46
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

να μ’ αφίσεις να σου μάθω


όλες του έρωτα τις γνώσεις.

Όπως κυνηγός στο δάσος


δίχτυ στήνει για πουλιά,
σαν τα μπράτσα μου σ’ απλώσω
σφίξε με στην αγκαλιά.

Και να μην κουνάς τα μάτια


όταν σε κοιτώ βαθιά,
βόηθα με να σε σηκώσω
με τα χέρια μου ψηλά.

Πάνω σου όταν θα σκύβω


τη μορφή σου έχε ψηλά,
και να σμίγουν οι ματιές μας
με γλυκιάν αχορτασιά.

Κι από έρωτα σαν θέλεις


να σου μάθω κι άλλα ακόμα,
για φιλάκι όταν σκύβω
φίλα με κι εσύ στο στόμα.»

Έκπληκτη κι ονειροπόλα,
το θρασύ έφηβο ακούει,
με ντροπαλοσύνη αρνιέται
όμως δεν τον αποκρούει.

Ήρεμα του λέει τότε:


– «Να μορτεύεις, να φλυαρείς
σε γνωρίζω από παιδάκι.
Σύρε όμοια σου να βρεις.

Απ’ της λησμονιάς τον κόσμο,


δες, υψώνεται έν’ Αστέρι
που στη μοναξιά του Πόντου
μέγα ορίζοντα προσφέρει.

47
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Δάκρυα πλημμυρισμένη
σιωπηλά τα μάτια κλειώ,
σαν τα κύματα αναρέουν
τα νερά τους προς αυτό.

Λάμπει μ’ άπειρη αγάπη


να μου γιάνει τον καημό,
μα όλο πιο ψηλά ανεβαίνει
για να μη το φτάνω εγώ.

Τ’ άπειρο που μας χωρίζει


οι αχτίνες του τρυπάνε,
θα τον αγαπώ για πάντα
κι όλο μακριά μου θα ‘ναι.

Να γιατί για μένα οι μέρες


στέπες είν’ ερημικές,
ενώ οι νύχτες είναι όλες
ανεξήγητα γλυκές.»

– «Μικρή είσαι, αυτό είν’ όλο...


Μπρος! ας φύγουμε μαζί,
τ’όνομά μας θα ξεχάσουν,
ποιός τα ίχνη μας θα βρει...

Με χαρά, υγεία και γνώση


θε να ζήσουμε κ’ οι δυό,
τους γονιούς σου θα ξεχάσεις,
τ’ Άστρο σου το μακρινό.»
***
Φεύγει τ’ Άστρο. Ξεδιπλώνει
τα φτερά στον ουρανό,
αποστάσεις χίλιων χρόνων
κάνει αυτό σ’ ένα λεπτό.

Ο ένας πάνω από τον άλλο


άπειροι έναστροι ουρανοί,

48
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

η φυγή του ανάμεσά τους


μοιάζει αδιάκοπη αστραπή.

Κι απ’ τα βάθη των κοιλάδων


του απείρου είδε το πως
απ’ τη δίνη η πρώτη μέρα
αναδύθηκε στο φως.

Μέγα κύμα τον κυκλώνει,


πύρινος αναβρυσμός,
κι οδηγά τη σκέψη ο πόθος
στις γραμμές του μηδενός.

Κει που πάει δεν υπάρχει


τίποτα, η ματιά τυφλή,
μάταια πασχίζει ο χρόνος
απ’ το χάος να γεννηθεί.

Δεν υπάρχει τίποτα, όμως


έλξη τον τραβά στα βύθη
μιας απύθμενης αβύσσου
άμετρης καθώς η λήθη.

– «Πατέρα, απελευθέρωσέ με
απ’ του αθανάτου το ζυγό,
κι ας είσαι δοξασμένος πάντα
απ’ τα σύμπαντα γι’ αυτό.

Δος μου, Κύριε, άλλη μοίρα,


τίμημα όποιο θέλεις ζήτα,
πηγή συ’σαι της ζωής
του θανάτου δωρητής.

Πάρ’τη την αθανασία


κι απ’ το βλέμμα τη φωτιά,
σαν αντάλλαγμα ζητάω
ώρα αγάπης μόνο μιά.

49
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Κύριε, απ’ το χάος βγήκα


να γυρίζω εκεί ζητώ,
γόνος είμαι της γαλήνης
και γι’ ανάπαυση διψώ.»

– «Υπερίων, συ που έχεις


μ’ έναν κόσμο αναδυθεί,
μη ζητάς από το χάος
τέτοιο θαύμα να γινεί.

Θέλεις άνθρωπος να γίνεις


και να νιώθεις σαν αυτούς;
Μα αυτοί όλοι θα πεθάνουν
κι άλλοι νέοι θα γεννηθούν.

Μάταια όλοι τους πασχίζουν,


στον αέρα οικοδομούν,
κύματα είναι που σαν σβήσουν
άλλα τ’ αντικαθιστούν.

Στ’ άστρα στρέφουν σαν τους


βρίσκουν
οι κακοτυχίες κι ο πόνος,
μεις δεν ξέρουμε τι είναι
χώρος, θάνατος και χρόνος.

Απ’ το αθάνατο το χτες


το θνητό «τώρα» γεννιέται,
αν στο διάστημα ένας ήλιος
σβήσει, άλλος ξεπετιέται.

Αιώνιοι ας θαρρούν πως θα ‘ναι,


ο θάνατός τους αγρυπνεί,
ό,τι γεννιέται θα πεθαίνει,
ό,τι πεθάνει ξαναζεί.

50
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ενώ συ, Υπερίων, μένεις,


ας βουλιάζεις όταν δύσεις...
Πρώτος Λόγος μου ποιός ήταν;
σοφός γίνεσαι, αν θελήσεις.

Θες του τραγουδιού το δώρο,


ψάλλοντας, δάση, βουνά,
να τα βλέπεις να κουνιούνται
με του πόντου τα νησιά;

Θες να χτίσεις έναν κόσμο


δίκαιο, όπως στ’ όνειρό σου;
την τεμαχισμένη γη τους
παρ’την για βασίλειό σου.

Σου δίνω δάση από ιστία


τις πιο αήττητες στρατιές,
τον κόσμο όλο θα υποτάξεις,
μα το θάνατο ποτές!

Να πεθάνεις για ποιόν θες;


προς τη γη την πλανωμένη
στρέψε πρόσωπο και δες
κείνο που σε περιμένει.»
***
Στη θέση του στον ουρανό
ο Υπερίων επιστρέφει,
πάλι αρχίζει καθώς χτες
την τροχιά του μες στα νέφη.

Σουρουπώνει, φτάνει η νύχτα,


το φιλήσυχο φεγγάρι
τρέμοντας γεμίζει σπίθες
των κυμάτων το κλινάρι,

και του δάσους τα δρομάκια.


Κάτω από τις ανθισμένες

51
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

τις φιλλύρες εκαθόνταν


δυό καρδιές ερωτευμένες.

– «Το κεφάλι άσε, γλυκιά μου,


πάνω σου να τ’ ακουμπήσω
κάτω απ’ τις χρυσές ακτίνες
των ματιών σου να μεθύσω.

Με τη δροσερή τους λάμψη


όλον διαπέρασέ με!
στην ηδύπαθη αυτή νύχτα
που με καίει, μέρωσέ με.

Μείνε πλάι μου, δώσε τέλος


στο βαθύ μου τον καημό,
σύ’ σαι η πρώτη μου αγάπη
τ’ όνειρό μου το στερνό.»

Μέσα σ’ έκσταση τους βλέπει


ο Υπερίων από ψηλά
ν’ αγκαλιάζονται οι δυό νέοι
με λαχτάρα, μα δειλά.

Σαν βροχούλα μυρωμένη


τ’ άνθια πέφτουν τ’ ασημένια
απ’ τα δέντρα στα μαλλιά τους
τα ξανθά και τα λυμένα.

Μεθυσμένη από αγάπη


τη ματιά στρέφει ψηλά,
βλέπει τ’ Άστρο, κι απ’ τα μύχια
το θερμοπαρακαλά:

– «Έλα πάνω σε μι’ αχτίνα


Άστρο του βραδυού πιστό,
διαπέρασε το δάσος
βλόγησέ μας και τους δυό!»

52
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Τρεμολάμπει πάνω ως πρώτα


από δάση και βουνά
οδηγώντας των κυμάτων
την απέραντη ερημιά.

Πια δε ρίχνεται στα βάθη


του πελάγου από τα ύψη,
δε ζητά μεταμορφώσεις
μα μονολογεί με θλίψη:

– «Ποια διαφορά για σένα,


γήινη μορφή από χώμα,
αν εμέ νιώθεις ή άλλον
πλάι στο φθαρτό σου σώμα;

Θνητοί κι έρμαια της τύχης


σε μια ομήγυρη στενή
ζείτε, ενώ ο δικός μου κόσμος
φθορά, θάνατο αγνοεί.»

53
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΣΤΟΥΣ ΚΡΙΤΙΚΟΥΣ ΜΟΥ

Πολλά λουλούδια υπάρχουν, μα λίγα είν’ αυτά


που φέρνουνε καρπούς στον κόσμο, ωιμένα.
Όλα χτυπούν, να μπούνε, την πόρτα της ζωής,
όμως πολλά πολλά απ’ αυτά μαδούνε πεθαμένα.

Να γράφει κανείς στίχους είν’ εύκολο πολύ,


λέξεις κενές να βάζει με τέχνη στη σειρά τους,
μα μη μας λέει τίποτα, και μόνο να ηχεί
ένα κουδούνι ρίμας στην άκρη της ουράς τους.

Μα όταν την καρδιά του οι πόθοι οι φλογεροί


και πάθη αναρίθμητα μαζί τον πυρπολούνε,
το πνεύμα τρέχει να προλάβει περσότερα να πει
απ’ τις φωνές που, έξω κι εντός, ακούει να τον καλούνε.

Μπρος στο κατώφλι της ζωής δίκαια τέτοια λουλούδια


τις θύρες για ν’ ανοίξουν του στοχασμού χτυπούν,
και δίκαια στου κόσμου το φως ζητούν να βγουν
ντυμένα με το φόρεμα του λόγου σαν τραγούδια.

Για την ευαισθησία σου, το πάθος σου αυτό,


γι’ αυτό το ιδιαίτερο που φλέγει τη ζωή σου,
αυτούς που δε γνωρίζουνε τη λέξη «ευχαριστώ»
και σε κοιτάνε παγερά, θα ‘χεις για δικαστή σου.

Α, τότε είναι που θαρρείς ότι κι αυτοί οι ουρανοί


πάνω από το κεφάλι σου γκρεμίζονται να πέσουν.
Που να βρεις λέξεις, δύστυχε, να εκφράζουνε γυμνή
τη μαύρη αλήθεια και μαζί λέξεις να τους αρέσουν.

54
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Σεις, κριτικοί, με τ’ άγονα λουλούδια


ποτέ σας δεν καρπίσατε τραγούδια –
στίχους να γράφει είν’ εύκολο πολύ
κανείς όταν δεν έχει τι να πει.

55
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

MEMENTO MORI
(Το πανόραμα της ματαιότητας)

Tο κοπάδι των ονείρων μου οδηγώ προς τη βοσκή τους,


χρυσά πρόβατα, όταν μ’ άστρα η νύχτα μαύρος βασιλιάς,
στ’ ουρανού την κλίνη αφίνει τα νωθρά τα σύννεφά της
κι όταν τ’ αργυρό φεγγάρι, ήλιος άλλος πιο γλυκός,
μάγια ρίχνει εδώ στον κόσμο από τη χιονιά των άστρων
κι απ’ τα φωτεινά της κρόσια παραμύθια με νεράιδες
σαν κι αυτά που αναθρέφουν, μπρος στο τζάκι, τα παιδιά.

Λάμνε βάρκα της ζωής μου στο στιλπνό κύμα του ονείρου
εκεί που νερά αγιασμένα όχθες άφθαστες υψώνουν
στους δαφνώνες τους χλωρούς, τους αριούς κυπαρισσώνες,
κει που στα κλαδιά τα μαύρα κλαίει πάντα ένα τραγούδι,
και που περπατούν οι άγιοι, μ’ όλο φως μακρούς χιτώνες,
κει που απλώνεται η χώρα του αυτοκράτορα θανάτου
με το πρόσωπο τ’ ωραίο και τα μαύρα τα φτερά του.

Άλλος ο της φαντασίας κόσμος με τα πλούσια όνειρά του,


κι άλλος τούτος που μ’ ιδρώτα κι αίμα όλοι προσπαθούνε
γάλα κι απ’ το στέρφο κόρφο και των βράχων πια ν’ αρμέξουν.
Άλλος ο της φαντασίας κόσμος με τα μαγικά του άνθη,
κι άλλο να μοχθείς να πλάσεις τη ζωή σου στο καμίνι
για να βρεις αγκομαχώντας τη μορφή της ψυχρής σκέψης
που σαν σίδερο αναμένο στο ακμόνι σου χτυπάς.

Κάλλιο αξίζει να κοιμάσαι... Να μην ξέρεις πόσους πόνους


σου ‘χει ο κόσμος φυλαγμένους, όταν συ αγνά μεθάς
από μιάν ωδή αιώνια, με μι’ αχτίδα ερωτευμένος,
και να μη μπορείς να βρίσκεις τη χαρά, παρ’ όπου οι άλλοι
βλέπουν έγνοιες. Μάταιο που ‘ναι ολοκάθαρα να βλέπεις

56
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

με τα μάτια τους, αφού το κακό κι αν δεν το βλέπω,


πάντα κατοικεί στον κόσμο, και αφού δε θα ωφέλει
η δική μου η αγρύπνια στου κακού τη γιατρειά.

Μήπως άλλοι δε ζητήσαν να ‘ναι ο κόσμος πιο καλός;


Ποιός ν’ ακούσει είχε κουράγιο; ποιός τους πρόσεξε, ω, ποιός;
Όλα απ’ τη ζωή περνάνε, μόνο το κακό απομένει.
Ω, οι απέραντες που μείναν στη σιγή τους Πυραμίδες
πόσα θα ‘θελαν να πούνε στην ερμιά την παγωμένη
για όσα είδαν, αν μπορούσαν να ‘χουν στόμα και φωνή.

Σαν το μύθο της νεράιδας – τον αρχαίο φρουρό του χρόνου –


με χρυσά κλειδιά μου ανοίγει και με λέξεις μαγικές
του ναού την ώρια πύλη, όπου ρέουν οι αιώνες.
Κάτω εγώ απ’ τους μαύρους θόλους, με τις υψηλές κολόνες
που ως τ’ αστέρια σκαρφαλώνουν και τους πόθους μου υψώνουν
τη φωνή των στοχασμών μου εγώ, ακούοντας, θα κινήσω
τον τροχό της ιστορίας τον γιγάντιο προς τα πίσω!

Να τα δάση των αιώνων και τα πλήθη των λαών


με τη σκέψη μου γοργά παρελαύνουνε μπροστά μου
τις εικόνες τους συμπλέκουν, κι αδιάκοπα θωρώντας,
βλέπω ορόσημο μια πέτρα μες στην ιστορία, όπου
πάνω σε καινούργιους δρόμους, σε μιά δίκαιη ζυγαριά,
κει εγώ της ιστορίας τον τροχό θα σταματήσω.
***
Κει με πέτρινες αξίνες είν’ άνθρωποι άγριοι, μαύροι,
που πλανιώνται στις ερήμους δίχως στέγη, δίχως τζάκι,
με κεφάλι λύκου σκούφια και στους ώμους δέρμ’ αρκούδας.
καίει ο ειδωλολάτρης μ’ άχραντη φωτιά το ξύλο
και ο Μάγος τους σκαλίζει πα’ στις πέτρες κάτι τζίφρες
που ολόκληροι αιώνες δεν μπορούνε να διαβάσουν.

Η απέραντη σαν χώρα πολιτεία της Βαβυλώνας


που χρειάζεσαι τρεις μέρες για να περιτριγυρίσεις

57
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

τα τειχιά της με τους κήπους που αγγίζουνε τα νέφη,


που ενώ ο λαός βογγούσε μες στους δρόμους τους πλατείς
σαν ωκεανός που η λύσσα του ανέμου αναταράζει,
η Σεμίραμις σ’ αλσύλια δροσερά ονειροπολούσε.

Πλήθη από λαούς στη χούφτα εκρατούσε ο βασιλιάς


κι όσους ήθελε καλούσε, ο άστατος, στην ευωχία
ξεπροβάλλοντας στις πύλες τις χρυσές σαν ένας ήλιος.
Μα το μέγα του το μίσος σαν ξεσπούσε, θεομηνία.
Τι του έλειπε λοιπόν και θεός να γίνει ακόμα;
και θα γινόταν αν ο θάνατος δεν του έλεγε: αρκεί.

Η Ασία νυσταλέα μες στις ηδονές μεθάει


πάμφωτες κρατούν κολόνες, θόλους μέσα στους αιθέρες
μπροστά σε στρωμένα δείπνα ο Σαρδανάπαλος πλαγιάζει,
ενώ δάχτυλα επιδέξια απ’ τις άρπες ξεκοκκίζουν
παραμύθια που αυξαίνουν τη χαρά των καλεσμένων
πλάι στα κρασιά, στα μύρα, στων κεριών τις χλωμές φλόγες.

Μάταια θα πλανηθείς στην αμμουδερή πεδιάδα


σήμερα για να ‘βρεις ίχνη. Μόνο ο αιθέρας έχει μείνει
κ’ οι απατηλές εικόνες στους αντικατοπτρισμούς.
Τα βουνά, φρουροί από πέτρα, πάντοτε στην ίδια θέση
κι ο Ασιάτης ίσκιος βιάζει του αλόγου του το βήμα
ως την έρημο περνάει. Ω, για έλα ρώτησέ τον:
που ‘ναι η Νινευή; Το χέρι θα σηκώσει και θα πει:
Δε γνωρίζω, τ’ όνομά της το ακούω πρώτη φορά.
***
Να κι ο Ιορδάνης, βρέχει τη χλωρή την Παλαιστίνη:
με χρυσά τσαμπιά τ’ αμπέλια και θαυμάσιοι γύρω λόφοι,
η Σιών, του Ιεχωβά ο Ναός, των ματιών θαύμα,
κ’ οι ελιώνες δάση σμίγουν με χλωρές δάφνες, ο Κέδρων
λούζει με καθάριο κύμα, φεύγοντας, τα ψηλά χόρτα,
πριν χαθεί στην πολιτεία, όπου μες από κοιλάδες
μικρές πράσινες κοιμάται η μυθική Ιερουσαλήμ.

58
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Και στο Λίβανο νομάδες είδα χαύνους να πλανιώνται,


στους αγρούς ωραίες παρθένες που στους ώμους των σηκώναν
χρυσά δέματα από στάρι, κι άλλες που ‘θελαν να σχίσουν
τα νερά με γυμνά πόδια, ντροπαλές που ανασηκώναν
τ’ άσπρα τους τα μεσοφόρια και ταράζαν του ρυακιού
τη γαλήνια επιφάνεια με τους λείους των μηρούς.

Και της Ιουδαίας είδα βασιλιάδες σε ναούς


όπου μαρμαρένιοι θόλοι υψωνόνταν με αυθάδεια
κι όπου οι κίονες λες δείχνουν τους μεγάλους ουρανούς.
Είδα τον Δαυίδ να κλαίει και το φόρεμα να σχίζει
και στο μάρμαρο την άρπα ρίχνοντας να θρυμματίζει
κι απ’ τον Κύριο συγνώμη να ζητά γονατιστός.

Βασιλιάς ο Σολομώντας, μα και ποιητής μαζί,


δοκιμάζοντας μιάς λύρας τη μελωδική φωνή,
κάνοντάς τη να χτυπάει με τη μουσική του σκέψη
στον ιερό της ήχο βρέχει δάχτυλα προφητικά.
Και σ’ ένα από φως μανδύα τυλιγμένος τραγουδούσε
βασιλιάς των βασιλιάδων και ο ήλιος σταματούσε
το τραγούδι του ν’ ακούσει που εμάγευε τον κόσμο.

Μα απ’ το Ναό σαν βγαίνει πια το πνεύμα χαμηλώνει,


τι η αγάπη με τους ώμους τους λευκούς και λείους σαν χιόνι
τον προσμένει με ανταύγειες τρυφερές σε μαύρα μάτια –
και της λύρας του αλλάζει το σκοπό: Τον περιμέναν
χαμογελαστές γυναίκες, εδώ λάγνες, κει τσαχπίνες,
εδώ μαύρες σαν το πνεύμα μύθων απ’ την Ασσυρία,
κει ξανθές με το μυστήριο του Βορρά στα μπλε τους μάτια.

Μα της Κρίσης ήρθ’ η μέρα και στις κλαίουσες ιτιές


κρεμά τρέμοντας την άρπα ο γλυκός ο ψαλμωδός.
Μάταια τα ξόρκια όλα ν’ αποτρέψουν το χαμό.
Πέφτουν τείχη, σκάλες, πύλες, χρυσοί θόλοι και δοκοί,
ο χλωμός ήλιος το μέγα βλέπει δράμα του θανάτου
και με τρόμο μες στα νέφη κρύβεται απ’ το θέαμά του.

59
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Βασιλείς, λαός, ιερείς, θάφτηκαν μες στα ερείπια.


Σχίζεται στα δυό ο Ναός της Σιών και δεν κρατιέται
ένας θόλος, πια η Σιών έχει σωριαστεί σε πέτρες,
πέφτουν κέδρα από τα όρη και ο Λίβανος ρημώθη,
η φυλή των Ιουδαίων θα περιπλανιέται αιώνια
και στην έρημο, στον ήλιο μπρος, ο φοίνικας μαδιέται.
***
Ω, αφίστε με τη λύρα στους ωκεανούς να βρέξω!
με το γέλιο των κυμάτων τους χρυσούς ήλιους να ντύσω,
με των άστρων τις εικόνες, το ζαφίρι τ’ ουρανού,
της Ελλάδας τα όρη να ‘βγουν απ’ τον ήλιο όλα λουσμένα
στους γαλάζιους λόφους δάση να σχεδιάσω με το νου,
βράχια απόκρημνα απ’ τα νέφη του βραδυού πορφυρωμένα.

Πάνω από βαθιές κοιλάδες, που ‘χουν πάντα συννεφιά,


βρίσκονται ναοί που στέκουν πάνω σε τρίπλες κολόνες
σάμπως τα βουνά στα μπράτσα τα πετρένια τις κρατούνε
στο θεό για να τις δείχνουν. Πάνω από τις πεδιάδες
που οι ομίχλες τις σκεπάζουν, γύπες μ’ ανοιχτά φτερά
γυροφέρνουν και πετάνε και τρυπούν τα βλέμματά τους.

Η Ελλάδα από τη μαύρη θάλασσα έτσι γεννιέται


για να υψώσει άσπρους σαν χιόνι τους ναούς της και το πνεύμα
στο βαθύ τον ουρανό της, το γαλάζιο δίχως τέλος.
Από λόφους κάτω απλώνουν κυκλικά μεστές πεδιάδες,
οι πηγές της, τ’άλση, τρελά γαργάρα ρυάκια,
που ως τρέχουνε σκοντάφτουν μπρος σ’εμπόδια γρανιτένια.

Μέσα σε κοπάδια βράχων σκορπισμένων και λαμπρών


πάνω σ’ έκταση με μαύρα δάση που την κόβουν ρυάκια,
με λευκούς ναούς μια πόλη λάμπει μες στο πράσινο άλσος.
Βλέπεις θάλασσα να τρέμει, να τινάζει τους αφρούς της,
πλήθη αχτίνες να εκτοξεύει στις πλαγιές με τους αχούς της
κύματα που σπάζουν κάτω απ’ τ’ ανάκτορα της πόλης.

60
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Πιο γαλάζιο το Αιγαίο κι απ’ τον ουρανό τον ίδιο


καθρεφτίζει στα νερά του όλη τη δόξα της Ελλάδας.
Σκοτεινιάζουν κάπου κάπου τα όνειρά της, όμως πάντα
νύμφες άσπρες σαν τον χιόνι γυμνές στάζουνε γαλάζιο
νερό, παίζουν και λυγίζουν λούζοντας τα σώματά τους
κ’ υγρές πνίγονται στα γέλια και την κόμη τους τινάζουν.

Και στο φωτεινό του κύμα ο ωκεανός τις ανασκώνει,


κάθε κύμα και χαϊδεύει την ψηλή κορμοστασιά τους
και με ηλιόλουστα παιχνίδια στη ζεστή τις ρίχνει άμμο.
Και τα σώματά τους σάμπως να ‘ναι αγάλματα από χιόνι,
λάμπουν στα μαλλιά τα μαύρα που στον ήλιο τα στεγνώνουν
ξαπλωμένες με ηδυπάθεια στα αμμοπροσκέφαλά τους.

Ύστερα φεύγουν τρεχάτες στων δασών να μπουν τη νύχτα


και διηγώντας ιστορίες, κόβουν στη φυγή τους άνθη.
Απ’ το πλαϊνό δασάκι να κι ο Σάτυρος προβάλλει
το γενάκι το τραγίσιο και το φαλακρό κεφάλι
το στραβό στόμα, τ’ αφτιά του τα μακριά και τη σιμή
μύτη, λαίμαργα μασώντας ένα μήλο σαν τον κλέφτη
μπαινοβγαίνει μες στα δάση εύθυμος και πονηρός.

Απ’ τις καλαμιές νεράιδες περνούν πάλλευκες στο μαύρο


το χιτώνα τους. Σε κλώνο, πάνω απ’ τα νερά, η μιά
με τα μπράτσα της κρεμιέται, για να λικνιστεί με χάρη
πάνω από το κύμα σάμπως φρούτο θάλασσας, χιονιού.
Άλλες πλέουν ξαπλωμένες λάμνοντας με το ‘να χέρι
κι άλλες κόβουν υγρούς κρίνους από φωτεινό αφρό
και τους βάζουν στα μαλλιά τους και πλέν’ ήσυχα ως νεκρές.

Άγουρα κλαδιά λυγώντας, γνέφει η μια νύμφη στις άλλες


και την ακλουθούνε όλες σιωπηλές κι ακροπατώντας...
Στο δασάκι ο τραγοπόδης μες στις ευωδιές κοιμάται...
Σε τρελά ξεσπώντας γέλια, οι νύμφες του περνούν στ’ αφτί
κόκκιν’ άνθη. Σκάει στα γέλια το δασάκι, κι αντηχούν
οι φωνές τους μες στη νύχτα, ώσπου χάνονται στα σύσκια...

61
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Πέφτει νύχτα, ο βαρύς ήλιος γέρνει για να κοιμηθεί,


με σειρήτι άλικη θράκα, προς των μύθων τις κοιλάδες
στις βουνοκορφές η ανταύγεια παρατείνεται, λες πήζει,
ζεστή η θάλασσα απ’ την αύρα, τ’ άστρα που καθυστερούν,
των ρυακιών ο γλυκός ήχος, των δασών οι στεναγμοί,
οι φωνές γης και πελάγους που μες στ’ άπειρο όλες σμίγουν.

Ξελογιάζονται τα δάση απ’ των αστεριών το βάρος,


βραδινά ζεστά ρυάκια, καταράχτες που κυλούν
τα ολοπόρφυρα νερά τους σ’ όλη την πορεία των βράχων
και στη βραδινή ησυχία ως γκρεμίζονται αντηχούν.
Τα βουνά ισχυρά προβάλλουν τ’ ατσαλένια μέτωπά τους
και με κύματα από στάχυα ντύνονται οι βαθιές κοιλάδες.

Πυριτόλιθοι σχισμένοι απ’ τους κεραυνούς, βασάλτης


φαγωμένος απ’ τις μπόρες, και φιλέρημα πλατάνια
που τους κλάδους των παλεύουν οι ανέμοι όταν λυσσούν
κι από τους σωρούς των λίθων τις γριές ρίζες ξεθάβουν.
Γύπας τολμηρός σε ύψη που σκεπάζει αιώνιο χιόνι
εποπτεύει, και το στόλο των νεφών άνεμος σπρώχνει
στους αιθέρες, ένω το άσμα του πελάγους αντηχεί.

Κ’ είναι τότε που η σελήνη τ’ άγιο πρόσωπο υψώνει


πάνω απ’ τα νερά ν’ απλώσει του φωτός την εξουσία
με το σπάταλό της δίσκο ξέχειλον από λαμπράδα
της υπέροχης θαλάσσης την εσθήτα ν’ ασημώσει.
Σαν μαργαριτάρι γκρίζο αποκοιμίζει τον αφρό,
λάμπει η άμμος, τα ρυάκια σπίθες βγάζουν μες στο δάσος
και στην πόλη φώτα ως άστρα έχουνε σπαρθεί παντού.

Ξέφωτο με ψηλά δέντρα και μ’ ανάριες φυλλωσιές,


το φεγγάρι γάλα ρίχνει στα σκιερά τα μονοπάτια,
του αηδονιού οι ερωτικοί στεναγμοί δονούν το δάσος,
σ’ ένα νέον ερωτιδέα ο Δίας μεταμορφωμένος
πονηρά μιά γήινης κόρης ακλουθούσε τη σκιά
απορώντας πως μπορούσε μια θνητή να ν’ έτσι ωραία.

62
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Να ‘σαι ρυάκι, τι ευτυχία! Πόσες, μες τις ασημένιες


νύχτες, Χάριτες γυμνές λούζονται μες στα νερά του
και ακούν τα ψέματα όλα που το κύμα του διηγιέται.
Πλώρες άβουλες στο ρεύμα το διάφανο αφισμένες
οι μαρμαροχιονάτες νύμφες γίνονται έρμαιο τον κυμάτων
που τις πάνε συνοδεία μ’ ασημένιους ήχους φλοίσβων.
Όποιος έχει αφτιά ν’ ακούσει οι κακές γλώσσες τι λένε,
τα νερά που φλυαρούνε, τ’ άστρα τα προφητικά,
για τις νεραϊδοαγάπες, των νυμφών τους εραστές,
όποιος δίχως να κουρδίσει ακούει τη λύρα του να ψάλλει,
αυτός νιώθει το ρυάκι και γνωρίζει πως το δάσος
τ’ άκαρπο ο,τι έχει δει, αν μπορούσε να μας πει,
δε θ’ αρκούσε όλη η ζωή του για να μας τ’ ανιστορήσει...
...........................................................................................
Μα μες στο στενό δωμάτιο πλάι στο λύχνο με το λάδι
είν’ ο στοχαστής ωχρός γιατί πένθος έχει ο νους του:
Μάταια τον κόσμο συναθροίζει σ’ ένα μοναχά σημείο,
στο σημείο που πληθαίνει κι αυτός μέσα του τ’ αρνιέται,
σκεφτικός συνομιλώντας με τον ίσκιο του στον τοίχο
που κι αυτός τόνε σαρκάζει σκυφτόν στο βουβό τραπέζι.
Στο κελλί του ο τυφλός γλύπτης μάρμαρο άσπρο ψηλαφίζει,
τρέμει η σμίλη, η τολμηρή σκέψη του την κρύα πέτρα
μαλακώνει. Ζεστά, λεία απ’ το χέρι του όλα βγαίνουν
για να δείξουνε στον κόσμο τη χλωμή του αιώνια όψη.
Σταθερός στη σμίλη, όμως βουβός στο σκληρό αίσθημά του –
πόνος συμπαγής στο μέσο των αιώνων που περνούν.

Και σε πέτρα αναστραμένη μπρος στο σκοτεινό τον πόντο


κάθεται με τον αγκώνα στη σπασμένη λύρα
ο Ορφέας... Τα σβησμένα βλέμματ’ απλανή σκορπά
πότε στα αιώνια αστέρια, πότε στο γιαλό που παίζει.
Η φωνή του που ογκολίθους ξύπναγε, τώρα χαμένη
από την απελπισία, άκουγε πια την αιτία
που λέει ψέματα το κύμα κι ο αγέρας το γελά.

63
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Αν τη λύρα του στο χάος έριχνε την πλανταγμένη,


ένας κόσμος, κρεμασμένος απ’ τους ήχους της, θα είχε
αργά βουλιάξει στις κοιλάδες της αιώνιας σιωπής...
Και των φεγγαριών, των ήλιων οι ατελεύτητες πορείες,
και των αστεριών τα πλήθη σε αιώνια αποδημία
μες στο σύμπαν, ω, θα είχαν όλ’ από καιρό χαθεί.

Κ’ ύστερα μια αιωνιότη θα διαρκούσε. Άφαντα ύψη,


σκοτεινές κοιλάδες χάους, και οικισμοί χαμένων κόσμων,
κατά κύματα θα βγαίναν στου απείρου τις ερήμους.
Όμως η μυστηριώδης έλξη ενός πόνου μαγικού
τους εκράτησε απ’ την πτώση με τους φωτεινούς των σπόρους
κι απ’ τη δίνη δε χαθήκαν στο κενό παρασυρμένοι
οπότε δε θα είχε μείνει ούτ’ έν’ άτομο από φως.

Μα την έριξε στον πόντο ο Ορφέας...Μαγεμένη,


απ’ το μέλος της το αιώνιο, η Ελλάδα η σκεπτομένη
ακολούθησε τη λύρα ως τις στοές του ωκεανού,
πλημμυρίζοντας τα πάντα με της πίκρας του το άσμα.
Κι από τότε η θάλασσα είναι που σπαράζει από τον πόνο
και θρηνεί για της Ελλάδας τη μοιραία παρακμή,
ενώ μάταια χαϊδεύει τις ακτές με γλαυκά μπράτσα.

Μα τι ξέρουμε; Μη ακούμε το νύχτιο άσμα των πλειάδων;


μήπως ξέρουμε σε κόσμο που γκρεμίζεται αν δε ζούμε;
Θαρρώ οι θάλασσες του απείρου έναν ύμνο ξεμακραίνουν,
μη δε νιώθουμε τον κόσμο να τον διαπερνά ένας πόνος;
Της αρχαίας ο θρήνος λύρας να μερώσει δεν μπορεί;
Ίσως νά ‘μαστε χαμένοι από πολύ καιρό στα χάη...
***
΄Η, ποτέ μήπως μαντεύεις όσα υπολογίζει ο ήλιος,
όταν με του στοχασμού μια αχτίνα εμποδίζει να χαθούν
κόσμοι απ’ την τροχιά τους και στο χάος να γκρεμιστούν;
Τρέχουν ταραγμένοι οι κόσμοι μέσα στην περιστροφή τους
και θα θέλαν σαν αντάρτες να συντρίψουν τα δεσμά
της μαγείας και της έλξης και στο χάος να ριχτούνε
απ’ όπου βγήκανε μιά μέρα έκπληκτοι και σαστισμένοι.

64
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Οι πρωτόπλαστοι ατενίζουν έκπληκτοι, αθώοι το σύμπαν.


Ύστερα επί αιώνες, σοφοί, μάγοι μελετούσαν
να εξηγήσουνε με μύθους τ’ άλυτο αίνιγμα των κόσμων
και των νόμων που διέπουν το διάστημα. Από τότε
συμπυκνούνται χυμοί γνώσης και δυνάμεις της ζωής
για να οικοδομηθεί πλήθος βασιλέων γιγάντων.

Από τότε που η Ρώμη μπρος στον έκθαμβο τον κόσμο


εμφανίζεται με όλα τα μεγάλα πνεύματά της
– ήλιοι που απ’ το χάος βγήκαν – κι ο,τι λέει από τότε
οι αιώνες τ’ αντιγράφουν και αιώνιο παραμένει.
Πίσω της λαοί τυφλά οδηγούνε τις ψυχές τους
και πιστά την ακλουθούνε επί αιώνες τα παιδιά τους
στις λεωφόρους που χαράζει με το νου και την ισχύ της.

Βασιλιάδες απ’ τους θρόνους να μιλούν έχετ’ ακούσει


σε πολυάνθρωπες πορείες; Και τ’ αστροστεφανωμένο
μέτωπό τους να τραβάει τους λαούς να τους ακούσουν;
Αχτίδα ο λόγος τους γινόταν για ολόκληρους πια κόσμους.
Χώρες πλούσιες κι ανθισμένες, θάλασσες νυχτοβογγούσες,
αρχαίες πόλεις δοξασμένες και περήφανοι λαοί
κάτω από τη φαντασμένη εξουσία της κρατιόνταν
και στη Σύγκλητο μοιράζαν όλη, οι Καίσαρες, τη γη.

Κάτω από στοές θριάμβου υπερήφανος περνάει


νικητής, κι από τη δόξα μεθυσμένος δεν ακούει
πως υπόκωφα μουγγρίζουν οι λαοί που υποδουλώνει.
Κι από το χρυσό τους άρμα και με την κορώνα ακόμα
στο κεφάλι, οι βασιλιάδες ηττημένοι, μα σκληροί,
βαριά στέναζαν τραβώντας της σκλαβιάς τους το ζυγό.

Καίει η Ρώμη, η καταιγίδα σ’ αυτήν βρέχεται ως σφυρά


και στη θάλασσα ο τυφώνας κύμα κόκκινο σηκώνει
που αντίς αφρούς σκορπάει συννεφιές από καπνούς
κι από τους ανέμους σπίθες. Και στον τρομερό της γάμο
πύργους καίει, και πυρσούς γίγαντες προς τ’ άστρα τείνει...
Καίγεται μια εποχή, τάφος της βαθύς η Ρώμη.

65
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Σαν μια θράκα είναι τα νέφη όπου μέσα τ’ άστρα λειώνουν


κι όλη η Ρώμη ωκεανός πύρινος που αναταράζουν
άγρια όνειρα και πνίγουν ψηλές φλόγες και καπνοί.
Στο καμίνι αυτό που φτάνει μέχρι τον ουράνιο θόλο
δεν τολμά η φωτιά ν’ αγγίζει μόνο ένα χρυσό παλάτι,
όπου ορθός ο Νέρων ψάλλει της Τροίας την πένθιμη ωδή.
***
Στ’ αργυρά ποτάμια πλάι που κινούνται με χιλιάδες
κύματα, και τις φωνές τους χιλιαπλάσιες τις κάνουν
οι σπηλιές που ‘ναι σκαμένες στα βουνά, στους γύρω λόφους,
είναι κάποια άλση χρυσά με τα ξέφωτα όλο άστρα,
άλλα πάλι ασημένια που σειούν πάμφωτα κλαδιά,
δάση χαλκοκόκκινα άλλα που αντηχούν αρμονικά.

Όρη υψώνονται, κοιλάδες πάνε στο βυθό, ποτάμια


λάμποντας στον ήλιο φέρνουν μες στην άσπρη τους την κοίτη
μαγικά νησιά που μοιάζουν με ολανθισμένους κήπους.
Εκεί η Ντόκια έχει παλάτι από βράχους γκριζωπούς
με κολόνες πετροβούνια και με στέγη του ένα δάσος
με ελάτια που οι κορφές τους τ’ άσπρα σύννεφα τρυπούν.

Σε μι’ απέραντη πεδιάδα σαν την έρημο Σαχάρα


με ψηλούς ανθώνες γύρω σαν οάσεις γελαστές
μ’ έναν ποταμό που τόσα κουβαλά νησιά μαζί του
και του ανακτόρου ο κήπος πάμφωτος μες στο βουνό –
Έχει ασύντριφτα σκαλιά τις λευκές ρωγμές των βράχων
κ’ οι αίθουσές του μέσα μαύρες σαν από ατσάλι λάμπουν.

Από άνθη δάση, άνθη με τ’ ανάστημα ιτιάς,


στα βαθιά σκιερά δασάκια θάλλουν εύοσμοι ροδώνες
που σαν φουσκωτά φεγγάρια σπάρθηκαν κι άπλετα φέγγουν,
οι βιολέτες σαν τ’ αστέρια τα μαβιά του πρωινού,
η αντιφεγγιά απ’ τα ρόδα βάφει πορφυρό το βράχο,
κ’ είναι κύπελλα ασημένια τα χωνιά τ’ άστρα των κρίνων.

Γύρω απ’ τις τριανταφυλλιές και τα λούλουδα πετούνε,


με πετράδια φορτωμένα, έντομα και πεταλούδες –

66
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

πλοία που η φαντασία θαρρείς έχει ναυπηγήσει


με αρώματα και χρώμα κ’ είναι τόξα τα φτερά τους
διαμαντοκαθρέτης όπου το βασίλειο τ’ ανθισμένο
καθρεφτίζεται, και ρίγος γλυκό ο βόμβος τους σκορπά.

Ξάφνου ο θόλος και των δέντρων η σκεπή σχίζουν μαζί


κι από τη σχισμή εφάνη στα ουράνια η σελήνη
να περνά λευκή κι ωραία σαν βασίλισα ξανθή
με τα μπράτσα σταυρωτά σ’ αστροκέντητο μανδύα
στα σαν το παρθένο χιόνι λευκά στήθη της ριχτό,
και τα γαλανά της μάτια προς τα σύννεφα στραμένα.

Ξάφνου μι’ άμορφη ανεβαίνει ύλη και στον ουρανό πυκνώνει


και που πήζοντας στεριώνει σ’ ένα δόμο θολωτό
μ’ έναν κύκλο από κολόνες σκιερές που τον κρατούνε.
Μέσα απ’ τις λαμπρές κολόνες κάποια αχτίδα αχνοπερνά,
με ασήμι όλος δεμένος είν’ ο τοξωτός του τρούλλος,
τα παράθυρα σε σχήμα κώνου με γλαυκές κουρτίνες.

Προς το δρόμο κατευθύνει τ’ αργό φωτεινό της βήμα


η σελήνη. Στέμμα απ’ άστρα τα ξανθά της καίει μαλλιά,
που θερμαίνει τον αέρα και λαμπρύνει τη μορφή της.
Του κτιρίου τα μαυρισμένα σκαλοπάτια καταυγάζουν
σαν το χιόνι του βραδυού. Φλέγονται κάτω απ’ το φως της
οι κολόνες, ενώ ρίχνουν ίσκιο η μιά πάνω στην άλλη.

Σε ξανθές σειρές τ’ αστέρια τη βασίλισα ακλουθούνε,


κι ως περνούν σπιθοβολούνε τα μπλε κύματα του αιθέρα,
ενώ οι ψηλότεροι ουράνιοι θόλοι παραμένουν σκοτεινοί.
Αστράφτει ο δόμος μες στη νύχτα από μάρμαρο σαν να ‘ταν
στ’ όνειρό σου λες και βγαίνει μες απ’ ασημένιο υφάδι
και να σβήνουν οι αιχμηρές του βουνοκορυφές στα ύψη.

Κι όπως κόβει το περβόλι τούτο ως πέρα ο ποταμός,


ξεδιπλώνει ευρείς καθρέφτες το κρυστάλλινο νερό του,
τα νησιά που φέρνει χάνονται και γεννιούνται στο βυθό του.

67
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Στους μεγάλους του καθρέφτες οι μορφές των αστεριών


υγρές πάλλουν, σαν να έχουν γεννηθεί μες στα νερά του
λες κοιτάν απ’ το ποτάμι μ’ έκπληξη τον ουρανό.

Μ’ αραιούς λιβανωτούς και με σκοτεινόχρυση άμμο


αναδύονται νησιά με ολόχλωρους δαφνώνες,
που το σχήμα τους διαγράφουν ως του ποταμού τα βύθη,
έτσι που απ’ την ίδια ρίζα λες βλασταίνει ένας γλυκός
και παραδεισένιος τόπος, κάτω απ’ την αστροφεγγιά,
και πως δεύτερος παράδεισος ζει μες στα βαθιά νερά.

Ασημόσκονη στους δρόμους, στα χλωρά λιβάδια βρέχει,


τσαμπιά απ’ άνθη κερασιάς κάνουν τα κλαδιά να γέρνουν,
κι ως τα ξεφυλλίζει ο αέρας ρόδινο σκορπούνε χιόνι.
.............................................................................................
Μάης, θερινός αέρας, τ’ άστρα πρόβαλαν ψηλά,
τ’ άνθη δείχνουν στα λιβάδια τη μυστηριακή ζωή τους,
ο ζεστός αιθέρας όλος φώτα κι ευωδιές γεμίζει.
Από το ‘να δέντρο στ’ άλλο διαμαντένιες κλωστές πλήθος
κρεμασμένες μ’ ένα φως βιολετί σπιθοβολούνε,
λες στη φεγγαροβραδυά διάφανα υφαίνουν πέπλα
κάτι αράχνες σμαραγδιές μες από τα παραμύθια.

Κι όταν αντηχούν στα χόρτα βραχνά οι γρύλλοι σαν ρολόγια


κι όλες τους μαζί οι υφάντρες φαίνουν μέσα από τα δέντρα,
ένα διαμαντογεφύρι ρίχνουν πάνω απ’ το ποτάμι
από τούλια που η σελήνη το περνά σ’ όλο το μάκρος,
ενώ αγγίζει το ποτάμι ριγηλή μες στη μαγεία
και το μέγα του καθρέφτη στα μαβιά του τα νερά.

Πάνω στ’ αλαφρό γεφύρι η όμορφη νεράιδα Ντόκια


των ξανθών μαλλιών της πλέκει τα μετάξια ενώ περνά,
λυγερόκορμη, λευκή σαν το χιόνι μες στη νύχτα,
και τρυπώνουν στης πλεξούδας το χρυσάφι τα μικρά της
κρινοδάχτυλα, ενώ πάλλουν μες απ’ τα φορέματά της
τα μικρά χιονάτα πόδια ως διαβαίνει το γεφύρι.

68
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Σκαρφαλώνει τις βαθμίδες των απόκρημνων των βράχων


με τη θέα της φωτίζει τις βαθιές σπηλιές του κάστρου
σαν ηλιόλουστη ημέρα στο ανάκτορό της μπαίνει
(έν’ ανάκτορο από βράχους και γκρεμούς στην ερημιά)
ζεστό βγαίνει το φεγγάρι, κάθε άστρο σπάνια πέτρα,
τ’ άνθη αγάλλονται απ΄ το φέγγος και τη δρόσο της βραδυάς.

Υγρά τρέμουνε τα φώτα στον μπλε θόλο. Μαγεμένη


η νεράιδα η Ντόκια ένα παγώνι προσκαλεί
που πετώντας πάει κοντά της με τα πλουμιστά φτερά του.
Όταν το πουλί αυτό ψάλλει, όλοι χαίρονται, κι αυτή
στο λευκό ώμο το καθίζει να κατέβει στην κοιλάδα
όπου αντηχούν στα βούρλα τα νερά του ποταμού.

Μες σε βάρκα, ξύλο κέδρου, που ελαφρά στο κύμα παίζει,


η νεράιδα η Ντόκια πλέει προς τις όχθες με το ρεύμα,
και αφίνεται στη ράχη να την πάρει ο ποταμός.
Γοργά η βάρκα, στην ορμή του, σχίζει τ’ ασημιά νερά
κι ως ερέμβαζε η Ντόκια η πεντάμορφη γερμένη,
ξάφνου η βάρκα της γεμίζει με λευκούς θαυμάσιους κύκνους!

Στην κατεβασιά του σέρνει ο πλατύς ο ποταμός


όλο πιο βαθιά τη βάρκα μες στα σκιερά του δάση
όπου δύσκολα εισχωρεί τ’ αργυρό φως της σελήνης.
Οι κορμοί του δάσους γκρίζοι στύλοι που όλο ανεβαίνουν
για να σμίξουν με των θόλων των λαμπρών τους τα κλαδιά
ώσπου να καλύψουν όλο το ποτάμι με αψίδες.

Σαν από σχισμένους θόλους χαλασμάτων γοτθικών


μέσα από τα φύλλα εισδύουν οι γλυκές φεγγαραχτίδες
να γεμίσουν το ποτάμι με αυλάκια απ’ αστραπές.
Μαγεμένο το πουλί ψάλλει στης Ντόκιας τον ώμο,
ενώ τα σκοταδερά κύματα γελώντας σπρώχνουν
τη βαρκούλα στους γκρεμούς και στους βίαιους χειμάρρους.

69
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Μες από παραμυθένια δάση ρέει τραγουδιστός


ποταμός και σταματάει συχνά στους κορμούς των δέντρων
να γινεί μέγας καθρέφτης σαν της θάλασσας, και βράχοι
μαύροι και βουνά τον ρου του εμποδίζουν. Τότε λίμνη
σχηματίζεται πελώρια, όπου πάνω της ο ήλιος
χύνει ασήμι με σπατάλη που οι βυθοί το συσσωρεύουν.

Κι ευθύς χάνεται ξανά στα πυκνόκορμα τα δάση,


όπου στο μεσαίο δέντρο στέκει ρήγισα γλυκιά
και στις λυγερές ιτιές παίζουν τα ρηγόπουλά της.
Τι, πριν μαγευτεί το δάσος, όμορφ’ ήταν πολιτεία,
μετά οι θόλοι γίναν κλώνοι κ’ οι κολόνες της κορμοί
και οι στέγες της μιά μαύρη τρικυμία από φυλλά.

Μαζικό αντηχεί τραγούδι κάθε βράδυ, άσπρες λαφίνες


ακλουθούν κοπαδιαστά μες από τα μονοπάτια
των ξερών φύλλων τα ίχνη, σπάζοντας καθώς περνούν
τα χλωρόκλαδα και κύκλο κάνουν γύρω από έναν δρυ,
ώσπου να προβάλει στ’ άστρα ρηγοπούλα χαρωπή
μ’ έναν αμφορέα στον ώμο, στέμμα στα ξανθά μαλλιά.

Τότε από τα δέντρα βγαίνουν, σαν τις όμορφες νεράιδες,


του ηγεμόνα οι κόρες που ‘χουν στις μασχάλες αμφορείς,
λυγερές, λευκοντυμένες, τους χλωρούς ίσκιους περνούν
και μπροστά στις ελαφίνες γονατίζουν και τα ζώα
στ’ απαλά τους χέρια αφίνουν τους ολόγιομους μαστούς
κι ως μες στα δοχεία πέφτει το ζεστό λαφίσιο γάλα
αντηχεί σ’ όλο το δάσος ο γλυκός ο σταλαγμός.

Κύκνοι σέρνουνε τη βάρκα μακριά κι όλο πιο πέρα,


γοργά πλέοντας χωρίζει του νερού τ’ άσπρο γυαλί
με την κέδρινή της πλώρη κι ασημιά αυλάκια ανοίγει,
κι όλο πιο λαμπρά, ωραία και ψηλά τ’ αρχαία δάση
που οι σκοτεινές κορφές τους θάβουν πέρφανα βουνά
βράχους γίγαντες που φτάνουν ως τ’ ανέγγιχτα ουράνια.

70
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Με ποτάμι όμοια πλατύ που ταράζει τα νερά του,


δέντρα από τις όχθες σμίγουν θόλους πλέκοντας τρανούς
σαν τα κύματα κ’ οι κλώνοι και τα φύλλα σειούνται, σμίγουν,
θόλους σμαραγδιούς σμαλτώνουν, σαν με στεναγμούς βαθιούς
στην παντοτινή σκιά του το ποτάμι άπαυτα ρέει
και στις ανθισμένες του όχθες βόσκουν άλογα λευκά.

Απ’ τα δάση ο ήλιος περνώντας το χρυσό απαλό του δίσκο,


στην πορεία του λυγίζει τις κορφές των ελατιών,
και στα ξέφωτα ως φτάνει έκπληκτος κι ο ίδιος μένει
βλέποντας πόσο απέχει η γη με τα ψηλά της δέντρα.
Κι αν απάνω ταξιδεύει απ’ τα δάση, δεν μπορεί
με αχτίνες να τρυπήσει τα πυκνά φυλλώματά τους.

Άτια, σ’ ανθηρές πηγές, βόσκουν άσπρα σαν αφρός


της θαλάσσης. Από τότε που γεννήθηκαν στον κόσμο
δεν αντίκρυσαν ποτέ τους ήλιον, άστρα και φεγγάρι.
Άγνωστα γι’ αυτά είν’ όλα, κι άλλο στη ζωή δεν είδαν
από το βαθύ τον ίσκιο, τον αγέρα, τα ποτάμια
που κυλούν κι αστράφτουν σ’ όχθες ανθισμένες και σε δάση.

Αυτά γνώρισαν μονάχα, και η ασημιά τους χαίτη


κυματίζει όταν λυγούν το λαιμό πλάι στους κύκνους
και χτυπούν στη μυρωμένη γη τα χρυσοπέταλά τους.
Κάτω κει στο μεθυσμένο απ’ τις μοσκοβόλιες ίσκιο
το μικρό κεφάλι υψώνουν και μυρίζουν τις εκτάσεις,
τ’ αφτιά στήνοντας σε κάθε ήχο που ‘θελε ακουστεί.

Κι ως τη βάρκα οι κύκνοι σέρνουν


κ’ η ταχύτητά τους σπάζει τους καθρέφτες των νερών
πάντ’ ανοίγοντας αυλάκια με την κέδρινή τους πλώρη,
ω, μεμιάς γίνεται μέρα, ένας ωκεανός φωτός,
ο ποταμός βγήκ’ απ’ τα δάση και ορμά στις δίχως τέλος
πεδιάδες που ανθισμένες στρώνονται κάτω απ’ τον ήλιο.

Στης ανατολής το πλάτος όλο ένα τεράστιο βουνό,


διπλό σ’ ύψος απ’ τον ήλιο, τον τρανό του όγκο υψώνει,

71
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

βράχο βράχο, βήμα βήμα προς το άπειρο ανεβαίνει


και το μέτωπό του έχει μες στα νέφη βυθισμένο
μόλις που τις άκριες δείχνει μέσα στο γαλάζιο σκότος:
το βουνό μισό στη γη, στ’ άπειρο τ’ άλλο μισό.

Στου βουνού το στήθος είναι πύλη θολωτή που εισδύει


βαθιά μέσα στη σκληρή πέτρα με το στοές στο σκότος
σκαλοπάτια από μαύρους βράχους σμίγουν στο κατώφλι
που οδηγούν στη μακρινή δυσδιάκριτη κοιλάδα,
στ’ ανερεύνητα τα δάση με τους σκιερούς τους όγκους
και στους κάμπους με τα χίλια λιόλουστα ασημιά ρυάκια.

Απ’ την πύλη αυτή η αυγή βγαίνει με λευκούς θιάσους


που στον ρόδινο ανεβαίνουν του γλυκού πρωιού αιθέρα,
από κει τ’ άρμα του ο ήλιος οδηγεί με φλόγιν’ άτια,
από κει προβάλλει η νύχτα μ’ αργυρόξανθη την κόμη,
και των αστεριών τα σμήνη φωτεινά από κει βγαίνουν
για να σκορπιστούν στα ουράνια σαν ανθοί ιεροί, χρυσοί.

Της Δακίας οι θεοί ζούσαν κει (η πόρτα του ήλιου,


σκαλιά απόκρημνα οδηγούσαν κάτω στων θνητών τον κόσμο).
Στο πρασινωπό σκοτάδι των δασών συναθροιζόνταν
σε κορμούς και μαύρους βράχους κάθονταν όπως σε θρόνους,
κι ενώ ποταμοί χιλιάδες εγεννιόνταν κι αντηχούσαν,
οι θεοί σε κούπες πίναν της αυγής τον άσπρο αφρό.

Ν’ αντηχεί κάποτε κάναν από μακριά χορός,


ξυπνώντας την ψυχή του δάσους, τ’ άσμα σύδεντρων βαθιών,
τ’ άτια φώναζαν που ερχόνταν μ’ ανασηκωμένες χαίτες,
από μονοπάτια αιώνια χαραγμένα, και τα ιππεύαν
οι θεοί να πολεμήσουν, ως ακάθεκτοι καλπάζαν,
το ψηλό σκότος του δάσους που δεν τέλειωνε σε γη.

Όμως σαν κοιμόνταν τ’ άτια, μες στη μακρινή μαυρίλα,


η σελήνη, της Δάκιας νύμφη, φτάνει στων θεών

72
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

το συμπόσιο. Ο ήλιος, χρυσό τέκνο της θαλάσσης,


έρχεται, από τις πορείες κουρασμένος, να καθίσει
στο τραπέζι και χρυσώνει τον αέρα η επαφή του,
λάμπει η αίθουσα του δάσους και τραγούδια τη δονούν.

Σαν ζωγραφιστοί κρατιούνται μες σ’ αυτό το φως του ήλιου


όλοι αθάμπωτοι οι θεοί. Τα λευκά μαλλιά τους φέγγουν
κ’ η πυκνή τους γενειάδα ως τη ζώνη τους κυλά.
Θα μπορούσες να μετρήσεις τις ρυτίδες τους στο φως!
Οι βαθύχρωμοι μανδύες τους λάμπουνε, και σαν τσουγγρίζουν
και με πάταγο γελώντας τα ποτήρια, η σελήνη
ντροπαλή τους βλέπει μόλις με την άκρη των βλεφάρων.

Η γαλάζια της εσθήτα είναι μ’ άστρα κεντημένη,


στ’ άσπρα της σαν χιόνι στήθη ένα μαργαριταρένιο
περιδέραιο περασμένο σε χρυσάφινη κλωστή,
τα ξανθά μαλλιά στη ράχη σε δυό μακριές πλεξούδες
τον ουράνιο αδερφό της ήλιο βλέπει σκεφτική
κ’ η ψυχή της από λύπη ανεξήγητη χορταίνει…

II

Εκεί ο Δούναβης ο γέρος, λεύτερος, θρασύς, μεγάλος,


μουρμουρίζοντας κυλά τα όλο σκέψη κύματά του
που κινούνται κοιμισμένα προς τη θάλασσα της πίκρας.
Έτσι γίνεται επί αιώνες με ζωές και στοχασμούς
που γεράσαν και για πάντα κοιμηθήκαν, ενώ άλλοι
ξεπηδούν από νωπές φωτεινών καιρών πηγές.

Μα απ’ τα υψωμένα τόξα που βουλιάζουν μαλακά


μες στου Δούναβη το κύμα που βογγά κι αναταράζει,
σκέψη, πέτρα ορμητική, γεφυρώνει αυτά τα τόξα.
Άγρια μέτωπα σηκώνουν λυσσαλέα τα κύματά του
που χτυπάνε με μανία τα σκληρά κι άσειστα τόξα,
και με βόγγους του μονάρχη βράχου, λούζουνε τα πόδια.

73
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Η βαριά ισχύς της Ρώμης περνά με χιλιάδες κράνη


το γεφύρι, κι απ’ τη λάμψη τόσων όπλων ως κι ο ήλιος
γίνεται τυφλός. Οι ασπίδες φλέγονται, άρματα βαριά
σύρονται, βροντούν κυλώντας. Και ο Κρόνος θρονιασμένος
στ’ άστρο του, με ταραχή βλέπει κάτω των Ρωμαίων
τους στρατούς κι αναρωτιέται «Μπορεί να ‘ναι αυτοί θνητοί;»

Κει που στέκουν τα Καρπάθια με ψηλές βραχοκορφές


με πλατάνια σαν στρατούς άκαμπτους παραταγμένους,
και τ’ ασύντριφτα υψώνουν στα ουράνια μέτωπά τους,
κει οι περήφανοι της Ρώμης στάθηκαν πολεμιστές
με τ’ αστραφτερά τα κράνη στους κεραυνωμένους βράχους
όπου η στερνή ύψωνε πόλη τις αιχμές της ως τα νέφη.

Σύννεφα σκληρά βασάλτης κάτω απ’ τον ουρανό πυκνώνουν,


λες της Μαύρης της θαλάσσης και του Δούναβη ότι ακούς
την εξέγερση, κι ο κόσμος τον τιτάνιο πάταγό της.
Μήπως πολεμά το Σύμπαν την ατμόσφαιρα της Γης;
μη στρατούς κινούνε τ’άστρα, μήπως ήλιοι και χτυπούν;
μήπως χάνεται ο κόσμος; πέφτει η Ρώμη; ο ουρανός;

Όχι. Απ’ το βυθό του Ευξείνου, τις βαθύψηλες στοές


των απόκρημνων, στους βράχους, και γιγάντιων πυλώνων,
της Δακίας οι θεοί βγήκαν με τις στρατιές τους όλες.
Σχίζει ο Ζάμολξης τους δρόμους των νεφών μ’ έναν τυφώνα
τ’ άλογα των κεραυνών του και το άρμα του οδηγώντας,
ενώ πάνω σε βονάσους ο στρατός του ακολουθεί,

ολοφώτεινος φερμένος από την Ανατολή.


Η γενειάδα του στον ήλιο, ασημένια αχλύ αναδεύει,
η ανάστατη απ’ την μπόρα κόμη του σαν χιόνι καίει,
το αχτινωτό του στέμμα, πετρωμένος κεραυνός.
Άγριος στ’ άρμα με το χέρι στους στρατούς δείχνει το δρόμο
κι απ’ της σύγκρουσης τον πόθο στάζουνε τα μάτια του αίμα.

74
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Έτσι έγινε κ’ υψώθη πιο ψηλά με ορμή το τόξο


τ’ ουρανού κι αιώνια δέντρα κούνησαν με τα βουνά,
και με πάταγο κυλήσαν οι κορφές των βράχων κάτω
σαν για να τον προσκυνήσουν. Κι ο βασιλικός μανδύας
λευκός ρίχνει πτυχές χιόνι, ως το μπράτσο ανασηκώνει
να προστάξει βράχους, δάση να παραμερίσουν μπρος του.

Και στο πιο ψηλό σημείο το στρατό του σταματάει


πάνω απ’ τους Ρωμαίους. «Ντέτσεμπαλ! Τους κεραυνώνω!
σε φυγή τους τρέπω, κι όλους θα τους πνίξει ο Δούναβής μας!»
κραύγασε μέσα απ’ τα νέφη ο Ζάμολξης. Τότε προβάλλει
στο στενό το παραθύρι ο ρήγας Ντέτσεμπαλ χλωμός,
στέμμα βγάζει και με πόνο τους άγιους πρόγονους κοιτά.

Στα βουνά καθώς προελαύνουν σκόρπιες οι στρατιές της Ρώμης,


ξένο ουρανό κοιτώντας, των Δακών οι θεοί σπάζουν
των φαλάγγων τις γραμμές, ρίχνοντας φωτιά απ’ τον ήλιο.
Όρθιος σε βράχο τότε ο ίδιος ο Καίσαρας φωνάζει
έκπληκτος: «Ψηλά της Ρώμης τις σημαίες! και κραυγάστε
στο στρατό των ουρανών: δω, μαζί μας, είναι η Ρώμη!»

Τα βαθιά τα δάση ηχήσαν απ’ το σάλαγο των όπλων,


«Ναι, μαζί μας είν’ η Ρώμη!» ο στρατός βροντοφωνάζει.
Μάταια η Σαρμισετζετούζα βάλλεται από βροχές
βελών. Οι ασπίδες στρέφουν το πυρόχαλκο χαλάζι.
Οι θεοί ουρλιάζουν, νέφη, βράχοι σχίζονται, σκορπούνε
και κυλάνε στις χαράδρες μ’ αστραπές και κεραυνούς.

Από κει που δύει ο ήλιος έρχονται οι θεοί της Ρώμης.


Πάνω σ’ άστρο που το σύρουν γύπες, ο νεφομαζώχτης
Δίας φτάνει. Τον Ζαμόλξη ο Άρης άγριος τοξεύει
και για να εμπνεύσει θάρρος στο λαό που απ’ το μερί του
βγήκε, ο ίδιος τις σημαίες των Ρωμαίων ανυψώνει,
κι από την οργή του τρέμει ο γρανίτης των νεφών.

75
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Λες κι ο κόσμος ανασκώθη απ’ του χάους του τα βάθη


τερατώδεις μορφές παίρνουνε τα νέφη και ο Δίας
απ’ το αιώνιο τους σκοτάδι λευτερώνει τους Τιτάνες
για να πολεμήσουν. Τότε σκαρφαλώνουν με βροντές,
ρίχνουν των νεφών τους θόλους, κι από κει πύρινα τόξα
βροχή πέφτουν στους βονάσους, ένας πάταγος που λες
πως γκρεμίζεται ο αιθέρας απ’ τη λάμψη των βελών.

Πυκνή καταχνιά στα ακόντια που οι αιχμές τους ως τον ήλιο


φτάνουν όπως γκρίζο δάσος. Στα γαλάζια ξέφωτά του
τα πεδία των μαχών, μέσα στ’ ασημένια νέφη,
όπου μέσα από κοντάρια κράνη αγέρωχα προβάλλουν
θεία μέτωπα, πλούσιες κόμες, λόγχες, τόξα και ασπίδες
που λαμποκοπούν στον ήλιο και στον άνεμο σφυρούν.

Τα φρύδια του ο Δίας σουφρώνει, κι ως παιδί αναπηδά


η γριά γήινη σφαίρα. Όρη σχίζονται, ουρανοί
τρέμουν, θάλασσες πεθαίνουν. Είν’ το σύνθημα της μάχης
στους στρατούς των δυό θεών. Και ο Ζάμολξης τα γκέμια
των πυρίνων του αλόγων χαλαρώνει κ’ οι βονάσοι
οι δακικοί τη χαίτη ορθώνουν και μ’ ορμή τρυπούν τα νέφη.

Ατελείωτη είν’ η μάχη, ανελέητη, σκληρή,


των Δακών λάμπουν τα φλάμπουρα καθώς ήλιοι και φεγγάρια
ορθωμένα προς τα δάση των συννέφων με ορμή.
Φλέγονται οι πανοπλίες των θεών, τα βήματά τους
έχουν ανακατωθεί, άτια, βόνασοι φρουμάζουν,
και του Ήφαιστου τα ξίφη σπάζουν πάνω στις ασπίδες.

Στο στρατόπεδο το ουράνιο μάταιος είναι ο αγώνας,


σπάζουν στις ασπίδες τα όπλα δίχως να νικά κανένας.
Είν’ αήττητοι οι ρωμαίοι κ’ οι δακοί θεοί, γι’ αυτό
μάταια να σπάσει ορμά των Δακών τα πλήθη ο Άρης,
μάταια ο Δίας κεραυνώνει τα παράτολμά τους κράνη,
μένουν άτρωτοι σε τούτη τη μεγαλειώδη μάχη.

76
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Σ’ ένα ουράνιο τόξο πάνω, σ’ ήρεμο άπειρο γαλάζιο,


στις ασπίδες και στ’ ακόντια ακουμπώντας οι θεοί
του βορρά, στον ήλιο στέκουν, ενώ μια αιώνια αυγή
τους δροσίζει. Και στου θόλου τη μετώπη σε πλατύ
θρόνο ο Οντίν συλλογισμένος βλέπει την τιτάνια μάχη,
ενώ φλέγεται από λάμψεις η κορώνα του η χρυσή.

Τ’ αργυρά του τα μαλλιά πέφτουν σ’ ώμους κεντημένους,


κι ενώ ήμερος ισιώνει τη γενειάδα, σκυθρωπός
με τα γαλανά του μάτια θεούς βλέπει να παλεύουν.
Σαν το χιόνι άσπρη η Φρέγυα, λυγερή στο φόρεμά της,
με νωπό στην κεφαλή της το χρυσάφι των μαλλιών της
στου ηγεμόνα της Βαλχάλα το σκληρό ώμο ακουμπά.
..........................................................................................
Γύπες ξαπολύει ο Δίας, που οι μαύρες τους φτερούγες
σκοτεινιάζουνε τον ήλιο, όταν επιτέλους φτάνει
στ’ άρμα ο Ζάμολξης που βγήκε απ’ τις χαράδρες των νεφών.
Βλέπει του Δία το κεφάλι, στο φαράγγι ήλιο που δύει,
μαύρη κορυφή να γράφει με ακτίνες θριαμβικές
σαν αυτός θρασιά εποπτεύει πάνω από τα ξένα εδάφη.

Του Ολύμπιου τα μάτια, μαύρα, τ’ άρμα σημαδεύουν.


Τέτοιο βλέμμα ν’ αποφύγει έντρομα ο δακός θεός
το μανδύα του σηκώνει. Τ’ άτια του τα τρομερά
φρυάζουν, τρέμουν και ολόρθα σκώνονται επιθετικά.
Τότε ο Δίας αστροπελέκι μπήγει μέσα στα πλευρά τους
κ’ η γενναία στρατιά των δακών θεών ακούει
του πατέρα τους το βόγγο που πληγώθηκε βαριά.

Τ’ άλογα αφηνιάζουν, τ’ άρμα σπάζει, τ’ άτια πέφτουν


μες στα νέφη αναστραμένα, ενώ από τιτάνια τόξα
μια πυκνή βροχή από βέλη δίχως οίκτο τα χτυπά
καίοντας τα γυμνά νώτα των φυγάδων των θεών
που βογγώντας χάνονται, όταν οι στοές κατρακυλούνε,
κι από αίμα βάφονται όλα τα κουρέλια των νεφών.

77
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Φεύγουν και ξεφτούν τα νέφη, καθαρός ανοίγει ο θόλος.


Νικητές οι θεοί της Ρώμης, μέσα στ’ άμφια τα χρυσά,
τα κοντάρια τους σταυρώνουν. Βλέποντας τη στρατιά
στις κοιλάδες, φωτεινή, πάγκαλη λάμπει η μορφή τους.
Τα περήφαν’ άτια τότε, τ’ άρματά τους τα χρυσά,
προς τη δύση στρέφουν, κι ο ήλιος πορφυρός τους ακλουθά.
Οι δακοί θεοί του Πόντου πια χτυπούνε τους πυλώνες
που ανοίγουν για να ορμήσουν στα ψηλά τα σκαλοπάτια
που οδηγούν σ’ αίθουσες γκρίζες και υγρές. Τη ζοφερή
τη ζωή τους εκεί θάβουν, μέσα στ’ ωκεάνειο φως.
Μα ο Πόντος, σπαραγμένος απ’ τον πόνο το βαθύ,
της Δακίας την πτώση ψάλλει με τα κύματά του, ενώ
τις ακτές της πλημμυρίζουν τα ερωτικά του χάδια.
Αστροστόλιστη η βραδυά. Η μέρα χάθηκε στον πόντο
και στις βουνοκορυφές οι φρουροί φωτιές ανάψαν
που χρυσές λες απ’ τα νέφη κρέμονται μες στις κοιλάδες.
Πέφτει απίστευτα πελώριος των φρουρών ο μαύρος ίσκιος
στα λιθόχτιστα τα τείχη, σαν η στρατιά κοιμάται
στα λιβάδια τα ψηλά και στους βράχους αποκάτω.

Από βράχο κάτω, πλάι σε φωτιά που καίει τα τείχη


σε μια ψάθα έχει πλαγιάσει με τις έγνοιες του ο Καίσαρ.
Πάνω του οι βαθιές κοιλάδες καταχνιές κ’ ύπνο γεμάτες,
τις φωτιές κοιτά, τους ίσκιους που σαλεύουνε στους βράχους.
Σαν κρυστάλλινος γαλάζιος κώδωνας που απ’ τις φωτιές
τις αμέτρητες ροδίζει, ο ουρανός τη γη σκεπάζει
και το μέγα της αφέντη τον απαίσιο και σκαιό.

Ναρκωμένος τη βροντώδη γλώσσα του μετακινεί


μες στα νέφη, ακτινοβόλος σαν κι αυτά, ξυπνάει αχούς
στις κοιλάδες, σαν μ’ ευλάβεια, ως σε λιτανεία, κινούνται
τ’ άστρα να ‘μπουνε στους δρόμους της ομίχλης, κι όλη η νύχτα
να γεμίσει απ’ τις δεήσεις και τα τρυφερά τους δάκρυα
να νοτίσουν οι κοιλάδες, να σπιθοβολήσουν φως.
.......................................................................................

78
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Βλέποντας στο φεγγαρόφως μιάς ψηλής βουνοκορφής


δρυς, ο Τραϊανός θαρρεί ότι βλέπει των Καισάρων
τις μορφές να χαιρετούν τα εμβλήματα της Ρώμης,
μ’ ένα πεθαμένο γέλιο στον αιθέρα να περνούν
και τη δακική την πόλη να εποπτεύουν ευλογώντας
το στρατό που ξαναφεύγει προς τη Δύση αστραφτερός.

Ριζωμένη μες στα όρη με τους άγριους μαύρους βράχους


απ’ τα βάραθρα ορμάει προς τα ύψη του αιθέρα
η Σαρμισετζετούζα, που μ’ αετώματα και τείχη
πέτρινα τα νέφη αγγίζει. Μες από στενές στοές
ρετσινιού πυρσοί ερυθροί με τ’ αρρωστημένο φως τους
το τραχύ σκότος πληγώνουν που κουρνιάζει εδώ κι εκεί.

Κι από τις διπλές στοές της και τα φώτα των πυρσών


είδε ο Καίσαρας στο δείπνο των νεκρών το φοβερό
τους δακούς συναθροισμένους δούκες. Πάνω σε κολόνες,
τείχη, ειρηνικοί πυρσοί, στιλπνές καίοντας φωτίζουν
πανοπλίες κρεμασμένες και χαλκόδετα κοντάρια,
βέλη στα τοιχιά μπηγμένα, ως και φλάμπουρα λαμπρά.

Ύψηλόκορμοι οι δούκες όπως τα βουνίσια ελάτια,


δυνατοί σάμπως κομένοι μόλις απ’ τους άγριους βράχους
και με βλέμματα θλιμένα στα μεγάλα σκληρά μάτια,
από λέοντες και τίγρεις δέρματ’ άλικα φορούν.
Γερά μπράτσα, αγνές ψυχές, δίκαιες, στέρνα πλατιά,
κράνη μαύρα σαν γρανίτης, και στους ώμους των να πέφτουν,
όπως σε ημίθεους, ίδια, μακριά μαύρα μαλλιά.

Και για κούπες τα κρανία των εχθρών τους τα ξερά,


με ασήμι και χρυσάφι δουλεμένα από τεχνίτες,
σε τραπέζι γρανιτένιο νεκροκεφαλές τρανών
μες στα χέρια τους κρατώντας και κρασί γεμάτες πίνουν.
Όμως με φαρμάκι τα ‘χουν τα κρασιά ανακατωμένα,
τι απ’ τη ζωή του σκλάβου να πεθάνουν προτιμούν
και στη σιωπή της νύχτας τα τσουγγρίζουν και γελούν.

79
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Και το γέλιο τους μερώνει τη βαθιά τους τη χλωμάδα,


οι ευωδιασμένες δάδες σβήνουν η μια πίσω απ’ την άλλη,
κ’ ίδια των δακών πριγκίπων σβήνουν στη σειρά οι ζωές…
Στις σταχτιές πλάκες, που είναι όλη η αίθουσα στρωμένη,
απ’ το κάθισμά τους πέφτουν τα κορμιά τους και σφαδάζουν
όλα, ως το τελευταίο. Μόνο ένας ζει για πάντα –
Φλέγεται τ’ άγιο του στέμμα και στα μάτια του αστραπές!

Το χρυσό κορμί της λούζει στον ωκεανό η σελήνη,


φέγγουν οι γκρίζες κορφές, του κολχίτη οι φλέβες λάμπουν,
τ’ αρχαίο Κάστρο μες στα νέφη υψώνεται για να χαθεί.
Και ο Ντέτσεμπαλ χλωμός, σαν ασβεστωμένος τοίχος,
απ’ το παραθύρι βγάζει τ’ άστρο χέρι το νεκρό
μες απ’ το μαύρο μανδύα που ακέριον τον σκεπάζει.

Μιλά. Κ’ η προφητική του φωνή αιώνες διασχίζει,


μπρος στο θάνατο η ψυχή του φως στα κύματα του χρόνου.
Προφητεία ο στοχασμός του, κάθε λέξη του κειμήλιο.
Τον ακούν τ’ αμέτρητ’ άστρα, οι βαθιές πάτριες κοιλάδες,
κι έκπληκτος στο βράχο πάνω στήνει ο Καίσαρας τ’ αφτί του
να μην του ξεφύγει λέξη απ’ τα λόγια του αντιπάλου:

– «Κατάρα πάνω σας να πέσει, ω Ρωμαίοι, κραταιοί!


στάχτη, σκόνη και καπνός όλη η δόξα σας να γίνει!
κι από σας να μη επιζήσει μήτε η γλώσσα που μιλάτε.
Καιρός θα ‘ρθει που απογόνοι δε θα σας καταλαβαίνουν
κι όσο σήμερα μεγάλο είναι το ύψος σας, σκαιοί,
τόσο η πτώση σας θα ‘ναι αύριο μες στα βάραθρα βαθιά.

Όταν θα ‘ρθει ο ξεπεσμός σας που καθόλου δε θ’ αργήσει,


κι από τη στερνή σταγόνα το ποτήρι ξεραθεί,
οι τρελοί μονάχα τότε θα μεθούνε με κρασί,
ενώ, φρόνηση όσοι θα ‘χουν, θα μεθούν μ’ απελπισία.
Στο πανί της ιστορίας το μεγάλο, οι σκελετοί,
καθώς ίσκιοι θα περάσουν, των λαών των σκλαβωμένων.

80
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Σε μακρές θα παρελάσουν φάλαγγες τα θύματά σας


κι άλλοι με την ντροπιασμένη απ’ τη διαφθορά ψυχή τους.
Σεις τους πήρατε απ’ το δρόμο τον καλό που ορίζει η μοίρα,
κ’ η δική σας η σαπίλα μόλυνε τη νέα τους λύμφη,
θα βαρύνει εσάς η μαύρη τούτη τύχη που τους βρήκε
και αν έγιναν αχρείοι, φταίτ’ εσείς. Μονάχα σεις!

Δεν κοιτάτε που κ’ οι πόντοι με αφρούς σας καταριούνται;


πως τα στόμια των κρατήρων στα ηφαίστεια κραυγάζουν
γδικιωμό, και πως η λάβα που συσσώρευσαν αιώνες,
ως τα μαύρα του αιώνα σύννεφα τη σφεντονίζουν,
σαν μιά προσευχή της θράκας άγρια προς τους θεούς
για ν’ αφανιστεί η φυλή σας; Θάνατος για τους Ρωμαίους!
η φύση ολόκληρη, οι λαοί και το σύμπαν απαιτούν!

Και θα ‘ρθει! Με τον ψαλμό προφητών που θα ξυπνήσει


απ’ τη νάρκη τους μεγάλους λαούς που θα ροβολήσουν
απ’ τα δάση τα αιώνια και τις πολιτείες, ζητώντας
και αυτοί να επικρατήσουν. Ματωμένοι αστερισμοί
απ’ τα ύψη θα τους δείξουν ποιοί ‘ναι οι δρόμοι που οδηγούνε
κατευθείαν στις στυγνές σας, σάπιες αυτοκρατορίες
και σαν κόκκινα ποτάμια προς τη Ρώμη θα ορμήσουν.

Κι απ’ τις χιονισμένες Άλπεις που ‘ναι πάνω από τα νέφη,


απ’ τους θόλους των δασών τους και τους κρεμασμένους βράχους
μ’ έλκηθρα θα κατεβούνε χείμαρροι να σας σαρώσουν.
Απ’ της τύψης σας την πίκρα τότε η γη θα πλημμυρίσει
και στην ίδια της τη στάχτη – λεγεώνες πια νεκρές –
η μεγάλη σας η Ρώμη θα ταφεί ως της αξίζει,
και στη γη δε θ’ απομείνει ούτε ίχνος από σας!»

Τέτοιες κραύγασε κατάρες. Και το μαραμένο χέρι


απ’ το μέτωπο το στέμμα βγάζει, κι απ’ το παραθύρι
το πετάει μ’ ένα δάκρυ στις αβύσσους των κοιλάδων.
Σαν το θάνατο χλωμός, άσαρκος λες, μόνον ίσκιος,
με μαλλιά ανεμοδαρμένα στέκει κάτω απ’ το φεγγάρι

81
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

και τα βροντερά του λόγια αντηχούν, και τις κατάρες


χιλιαπλάσιες τις κάνει η ηχώ μες στα βουνά.

Λεει κατάπληκτος ο Καίσαρ: «Συ, τι σκέπτεσαι, ω Γη;


τον κρατούμε αληθινά μες στα χέρια μας τον κόσμο,
η κρατούμε μια πομπή από όνειρα μονάχα;»
Πάνω του μετακινείται με τάξη ασάλευτη το σύμπαν
κ’ οι ωκεανοί των άστρων. Πόσο αστεία είν’ η πορεία!
Τι μικρός, Καίσαρα, που ‘σαι, και τι μέγας εφαινόσουν!

Του θανάτου σφηνωμένος στη ζωή ο σκληρός πυρήνας


και της παρακμής το σπέρμα μέσα στην ισχύ, στη δόξα.
Έτσι μες στη φύση είν’ όλα. Έτσι πέσαν οι Ρωμαίοι,
μέγιστοι στα ωραία έργα μα και στα κακά μεγάλοι.
Τρομερό για ένα λαό να ‘χει καταδικαστεί,
να ‘ναι και κακούργος μέγας. Τότε ντροπέρα ξεπέφτει
κι ούτ’ ο θάνατος μπορεί πια να τον εξιλεώσει.

Γιατί τα τιτάνια μπράτσα του θανάτου, τη στιγμή


που να ξεριζώσουν πάνε τη ζωή, πάντα διστάζουν
να υψώσουν τη βαριά και ματόβρεχτη αξίνα,
έτσι όπως διστάζει ο δήμιος μπρος στο ισχυρό κεφάλι
του αυτοκράτορα. Και όμοια οι θεοί διστάζουν όταν
πρόκειται ν’ αποφασίσουν, αν ένας λαός θνητών
πρέπει αθάνατος να μείνει όπως είναι μόνο αυτοί.
.................................................................................
Κ’ οι απόγονοι; κομένοι από τον κορμό που πλούσια
ζωή μας έδωσε, μονάχοι στους ανάλγητους αιώνες
εχαθήκαμε. Οι προγόνοι στέμματα χρυσά φορούσαν,
εμείς κάτω από ζυγούς ξύλινους. Εξορισμένοι
σε πετρόβουνα, μ’ έμας εγεμίσανε τον κόσμο.
Τα παλιά τα μεγαλεία λησμονήσαμε, ντροπή
νιώθουμε για τ’ όνομά μας, κι όλοι εντός μας κουβαλούμε
σημάδια άπειρα θανάτου και ζωής σπόρο κανένα.

82
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ήτανε καιροί που τόπος δεν υπήρχε να ταφούνε


οι νεκροί. Φτωχά κουρέλια κρέμονταν στων βασιλιάδων
τα κορμιά τα ιερά, σκλάβων γνώρισμα, ζητιάνων.
Όμως ένιωθαν εντός τους το σπινθήρα που ανάβει
τους αιώνες. Θρονιαστεί σε μεγάλους θρόνους είχαν
που καήκαν στη φωτιά, και για στέμμα τους οι ίδιοι
φόρεσαν στο μέτωπό τους σίδερο πυρακτωμένο.

Κι αν εντός μας σπόροι υπήρχαν μεγαλείου, οι ίδιοι εμείς


αγνοήσαμε. Γιατί ξένη η σκέψη ήταν σ’ εμάς
και συντρίφτη απ’ την αρχαία, βαριά απέραντη αλυσίδα,
χτυπημένη απ’ τους αιώνες που ‘μειναν δίχως το πνεύμα
το υψηλό κείνο της Ρώμης…Όμως μέσα μας υπάρχει.
Μεις το σβήνουμε. Αν πεθάνει, θα πεθάνουμε μαζί του,
στερνός κλώνος ενός δέντρου αλησμόνητου γιγάντων.

Σαν συλλογιστείς αυτούς γίνεται η ψυχή σου θεία,


πάμε προς το παρελθόν απ’ τους δρόμους των ακτίνων
όπως οι θεοί. Και μέσα από εποχές, αιώνες,
την ιερή πόλη της Δακίας μεις ακούμε με τις χίλιες
αρμονίες και στη σκέψη αυτή νιώθουμε μεγάλοι,
σ’ ουράνια τόξα περπατούμε σαν λαός κι εμείς θεών.

83
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΕΡΩΤΑΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΜΑΡΜΑΡΟ

Με την ψυχή συντρίμια ένας ασσύριος βασιλιάς


στρατούς διώκει κι έξαλλος τον τρόμο εξαπολύει,
έτσι κακώς τον πόνο του μ’ ορμή ρίχνει στους βράχους
βογγώντας ο τυφώνας.

Ας ήμουν κι εγώ βασιλιάς τον πόνο μου να σπάσω,


ας ήμουν ένας σατανάς, θεός, για να μπορούσα
τον κόσμο να συντρίψω που δίχως οίκτο, σιωπηλά
ξεσχίζει την ψυχή μου.

Ο λέοντας στην έρημο βρυχάται όταν λυσσά,


ο ωκεανός μεθά με το παιχνίδι των ανέμων,
ως και τα νέφη με βροντές τον πόνο τους εκφράζουν
και με φωτιές ακόμα!

Μονάχα εγώ που τον τρομερό μου πόνο


να πω, και τον παράφορο έρωτα που με καίει,
γιατί σ’ εμένα έτυχε η πιο πικρή παρηγοριά,
μια πέτρα να λατρεύω.

84
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ο ΚΑΗΜΟΣ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ

– «Δάσος γιατί ταράζεσαι


δίχως αγέρα και βροχή
με τα κλωνάρια σου στη γη;»
– «Και πως να μην ταράζομαι
η εποχή μου αφού περνά!
Κοίτα, κονταίνει η μέρα,
μεγάλωσε η νυχτιά,
τα φύλλα μου χλωμιάζουν
σαν άρρωστα βαριά,
βορά γίναν τ’ ανέμου
και που ‘ναι οι φτερωτοί
τώρα τραγουδιστές μου;
Βοριάς φυσά απ’ το πλάι
χειμώνας φτάνει πια
το καλοκαίρι πάει…
Πως να μη χαμηλώνω
με πόνο τα κλαδιά
αφού μ’ αφίσαν μόνο
όλα μου τα πουλιά!
Πάνω απ’ την κορυφή μου
που θα σκεπάσουν χιόνια
περνούν τα χελιδόνια
σε μακριές σειρές
και παίρνουνε μαζί τους
σκέψεις μου και χαρές.
Το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο
φεύγουν και σκοτεινιάζουν
οι ορίζοντες στη γη,
φεύγουν σαν τις στιγμές
και τα φτερά τινάζουν
αφίνοντάς με εδώ
έρημο, μαραμένο
το χτες να νοσταλγώ
κι έτσι να τραγουδώ
τον άπειρο καημό μου
με το βαθύ το θρο μου.»

85
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΝΥΣΤΑΓΜΕΝΑ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ

Νυσταγμένα τα πουλιά
τρέχουν στις φωλιές ομάδι
να κρυφτούν μες στα κλαδιά –
καλό βράδυ.

Οι πηγές μοναχά ορχιούνται


μες στη σιωπή του κόσμου,
δάσος,κήποι, άνθη, κοιμούνται –
κοίμου, φως μου.

Γύρισε για να κουρνιάσει


μέσα στα καλάμια ο κύκνος,
άγγελος ας σε φυλάξει –
καλόν ύπνο.

Το φεγγάρι στη μαγεία


μέσα υψώνεται της νύχτας,
όλα είν’ όνειρο, αρμονία –
καλή νήχτα!

86
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΟΙ ΒΡΥΚΟΛΑΚΕΣ

Ι
…Και χάθηκε όπως χάνεται ο κα-
πνός πάνω απ’ τη γη. Σαν τον ανθό
μαράθηκε, θερίστηκε σαν χόρτο, το
χώμα την εσκέπασε, σ’ ένα σεντόνι
τυλιγμένη...

Κάτω απ’ το θόλο το βαθύ μιας εκκλησιάς παλιάς


και σ’ αγιοκέρια ανάμεσα που καιν στα μανουάλια
έχει ξαπλώσει στ’ άσπρα της με το κεφάλι της γερτό
η ωραία μνηστή του Άραλδου, αφέντη των Αβάρων,
ενώ σιγά, βαθιά αντηχούν του κλήρου οι ψαλμωδίες.

Λάμπει στο νεκρό στήθος της γιορντάνι από πετράδια


κι από το φέρετρο στη γη κυλά η χρυσή της κόμη,
με κλειστά χείλη μελανά χαμογελά θλιμένα,
στο πρόσωπό της το θαμπό κι άσπρο σαν τον ασβέστη
τ’ ασάλευτα τα μάτια της λες κ’ είναι βουλιαγμένα.

Γονατισμένος πλάι της ο Άραλδος ο βασιλιάς


με απελπισμένα τα σκληρά κι αιμοδιψή του μάτια
μ’ ανάκατα τα μαύρα του μαλλιά, τα δόντια σφίγγει.
Αν μπόραγε να κλάψει εκεί, σαν λιόντας θα βρουχιόταν,
μα δεν μπορεί, κι εξιστορεί τρεις μέρες τη ζωή του:

«Έφηβος ήμουν όταν μες από τα μαύρα βάθη


παρθένων ελατοδασών ροβόλησα με ορμή
τη γη όλη να σπαράξω με πεινασμένα μάτια,
βασίλεια αναστάτωσα, ξεσήκωσα λαούς,
και τ’ όνειρό μου, ν’ ακουστώ σ’ ολόκληρο τον κόσμο.

87
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Με το σπαθί μου πάσχιζα στα κύματα του Βόλγα


ν’ ανοίξω δρόμο, βασιλιάς παράτολμος νομάδων
που ανάμεσά τους μ’ έβλεπαν σαν ένα νέο θεό,
κι άλλους λαούς πλανώμενους σπρώχνοντας ο δικός μου
μέχρι τον πόλο απλώθηκαν σαν ίσκιος φοβερός.

Το ανάκτορό του το λαμπρό, στους πάγους σκαλισμένο,


εγκαταλείψει είχε ο Οντίν. Πλανιόνταν οι λαοί του
ασπρόξανθοι τα κόκκινα τ’ αστέρια ακολουθώντας
και τους ιερείς με τα μακριά και φεγγερά μαλλιά,
ξυπνώντας την προαιώνια ειρήνη μες στα δάση
κι ως σύννεφα που ‘χουν φωνή κυλούσαν προς τη Ρώμη.

Είχα ριχτεί στο Δνείστερο να πνίξω το λαό σου,


με γέρους συμβουλάτορες σαν ήρθες να με βρεις
σαν μάρμαρο άσπρη, ολόξανθη και καλοχτενισμένη.
Μπροστά σου εγώ ο ατρόμητος χαμήλωσα τα μάτια
κι από σκληρόγνωμος δειλό εγίνηκα παιδί.

Μπρος στη γλυκιά σου επίπληξη νιώθω να σβει η φωνή μου,


πασχίζω να σ’ αποκριθώ, δεμένη έχω τη γλώσσα,
ν’ άνοιγε να με καταπιεί θα προτιμούσα η γη.
κρύβω το πρόσωπό μου στα χέρια μου, και πρώτη
φορά στη ζωή μου κλαίω πικρά και με λυγμούς.

Χαμογελάσανε γι’ αυτό οι φίλοι σου, οι γερόντοι,


και μας αφίσαν μοναχούς... Μετ’ από λίγο υψώνω
τα μάτια μου και σε κοιτώ αψήφιστα και λέω:
«Σ’ αυτή εδώ την ερημιά, βασίλισα, γιατ’ ήρθες,
κοντά σε βάρβαρο τι θες εσύ, και τι γυρεύεις
στη λόχμη του που ‘χει σκεπή των έλατων τα κλώνια;»

Με δάκρυα και φωνή ζεστή από την τρυφεράδα


κοιτώντας με στα μάτια που ‘ταν δυό ουρανοί
μου ‘πες: «Ζητώ από σένα, ιππότη βασιλέα,
τον Άραλδο αιχμάλωτο να μου τον παραδόσεις,
το πονηρό αγόρι αυτό που ’ρθε να μ’ υποτάξει.»

88
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Τότε, κυρά μου, ταπεινά σου ‘τεινα το σπαθί μου,


σταμάτησα τ’ ασκέρια μου στου Δούναβη τους κάμπους
κι ο Άραλδος λησμόνησε κοντά σου όλη τη γη.
Άλλη φωνή δεν έστεργαν ν’ ακούσουν πια τ’ αφτιά του
κι ο νικητής εγίνηκε σκλάβος του νικημένου.

Κ’ είν’ από τότε που ξανθή καθώς το στάχυ κόρη


ερχόσουνα και μ’ έβρισκες κρυφά κλεφτά τη νύχτα
και τα χιονάτα μπράτσα σου δένοντας στο λαιμό μου
μου πρότεινες το στόμα σου πρόθυμο λέγοντάς μου:
«Για να ζητήσω έρχομαι σε σε τον Άραλδό μου.»

Για να σένανε όλη τη γη με την αρχαία Ρώμη


τα στέμματα που μέτωπα φορούνε βασιλιάδων,
τ’ άστρα που διασχίζουνε τους ουρανούς αιώνια
θα τα ‘ριχνα στα πόδια σου, κάτω από μια ματιά σου.
Μα συ πια τίποτα δε θες, ούτε τον Αραλδό σου.

Αχ! που ‘ν’εκείνος ο καιρός π’ άνοιγα φαρδύ δρόμο


για να κερδίσω απέραντους κόσμους... Κάλλιο δε θα ‘ταν
ποτέ σε τούτη τη ζωή να μη σε είχα δει;
μπροστά μου να υψώνονταν καπνοί από πολιτείες
πυρπολημένες, να μεθώ με την καταστροφή
και ν’ αληθεύει τ’ όνειρο που ‘κανα μες στα δάση;»

Σηκώνουμε το λάβαρο – με βήμα αργό πηγαίνουν


της άνασας του Δούναβη το σώμα προς το μνήμα
οι καλογέροι γνώστες της μάταιας ζωής στη γη
με τις λευκές γενειάδες, βλέμμα σβηστό, κ’ οι γέροι
καθώς χειμώνες ιερείς νεκρώσιμα ψελλίζουν.

Από στοές υπόγειες ψάλλοντας την περνούν


σκοταδερά μαζώματα μιάς μυστικής θρησκείας
και με σχοινιά το φέρετρο βαθιά το κατεβάζουν.
Μετά, την πλάκα που ‘πεσε, σφραγίζουν με σταυρό
κάτω από το καντήλι που καίει στο σκοτάδι.

89
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΙΙ

Στ’ όνομα του Αγίου σώπα


κι άκουσε πάλι πως γαυγίζει
της γης τ’ απαίσιο σκυλάκι
κάτω απ’ τον πέτρινο σταυρό.
(Λαϊκό)

Πάνω στο μαύρο άτι ο Άραλδος πετάει,


σαν όνειρα τριγύρω του φεύγουν βουνά, κοιλάδες
χουγιάζοντας, και παίζει «κρυφτούλι» το φεγγάρι.
Πιάνει στο στήθος τις πτυχές του μαύρου του μανδύα
στρόβιλος η τρεχάλα του στων φύλλων τους σωρούς
και στην πορεία του οδηγός το πολικό τ’ αστέρι.

Φτάνει στις δασοπαρυφές, μέσα στ’ αρχαία βουνά


πηγές φλοισβίζουν και νερό αναπηδά απ’ τις πέτρες
της ρημαγμένης πυροστιάς πιο πέρα η γκρίζα στάχτη.
Γαυγίζει το «σκυλί της γης» βαθιά μέσα στα δάση
κ’ η γρουσουζοφωνή του την ακοή τρυπά.

Σε πέτρινο θρονί χλωμός, τη ράβδο του στο χέρι,


στέκετ’ ορθός κι αλύγιστος μύστης ειδωλολάτρης.
Ένας αιώνας πέρασε κ’ είναι στην ίδια θέση
γιατί ο χάρος ξέχασε το γέροντα ιερέα
που ολάκερος εμούσκλιασε, με γένεια που αγγίζουν
τη γη και ματοτσίνορα που φτάνουν ως το στήθος.

Μέρα και νύχτα εκεί τυφλός, και να περνούν οι αιώνες,


κι αυτός, με τα παμπάλαια πόδια του κολλημένα
στην πέτρα, τις αμέτρητες μέρες να λογαριάζει,
ενώ από πάνω του πετούν σε κύκλους κουρασμένα
ένα κοράκι κάτασπρο κι ένα κοράκι μαύρο.

90
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ο Αράλδος τότε απ’ το φαρί κατέβη. Μ’ ένα χέρι


τραντάζει από τα όνειρα τον πετρωμένο γέρο:
«Ο μάγε με τ’ αμέτρητα χρόνια, ήρθα σ’ εσένα
εκείνην που ο θάνατος μ’ άρπαξε να μου δώσεις,
κι εγώ όσο ζω γονατιστός στα πόδια σου θα σκύβω.»

Απ’ το ραβδί του ο γέροντας τα τσίνορα σηκώνει


και τον κοιτάζει επί πολύ δίχως ν’ ανοίξει στόμα.
Με δυσκολία ξεκολλά τα πόδια του απ’ την πέτρα
και κατεβαίνοντας αργά απ’ το πετροθρονί του
νεύμα κάνει στον Άραλδο να τον ακολουθήσει
στο μονοπάτι το ψηλό του σκοτεινού του δάσους.

Στην κρυφή πύλη που οδηγεί στ’ άδυτα των βουνών


χτυπά ο γέρος τρεις φορές με το παλιό ραβδί του
κι απ’ των ρεζέδων τη σκουριά έξω πετιέται η πόρτα.
Σταυροκοπιέται ο γέροντας... ο βασιλιάς ριγά,
σμάρι από σκέψεις σκοτεινές σκιάζουν το μέτωπό του.

Μπαίνουν σε μαυρομάρμαρο θόλο και προχωρούν,


πίσω τους ρίχνονται ξανά οι πόρτες στους ρεζέδες,
το καντηλέρι ο γέροντας ανάβει και μια γλώσσα
μακριά, γαλάζια υψώνεται σαν πύρινο σειρήτι,
γύρω γυαλίζουν τα τειχιά σαν καρβουνοπηγής.

Τι τους προσμένει στη σκληρή τη σιωπή δεν ξέρουν...


Νεύμα του κάνει ο μάγος τ’ Άραλδου να καθίσει,
κι αυτός, σαν πεθαμένος, έρμαιο των στοχασμών του,
σιωπηλός αφίνεται σ’ ένα σκαμνί, το χέρι
έχοντας το δεξί του στου ξίφους τη λαβή
και τη ματιά στηλώνοντας στο μαύρο στιλπνό τοίχο.

Φανταστικός του φαίνεται ο άσπρος γλυκός γέρος


όταν σηκώνει ως γητευτής κει μέσα το ραβδί του
και μια πνοή τότε ψυχρή διατρέχει τη στοά
κι αμέτρητες θαμπές φωνές κάτω απ’ το θόλο αρχίζουν
τραγούδι όμορφο, απαλό που γλυκονανουρίζει.

91
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Τα κύματα των ήχων του ο ύμνος όλο αυξαίνει


λες κ’ οι φωνές τη θύελλα πάνε να ξεσηκώσουν
πως άνεμος περνά φριχτός σε πέλαγο σφυρώντας,
πως η ορμή του την ψυχή της γης θα ξεριζώσει,
πως ο,τι υπάρχει ζωντανό στον κόσμο πια πετρώνει.

Τρέμει ολόσωμη η στοά σα να ‘ταν σανιδένια,


βλέπει τους βράχους στη σειρά να σειούνται πέρα δώθε,
θρήνους ακούει σπαραχτικούς, ονόματα, κατάρες,
κυνηγητά μες στη στοά, φωνές, σύγχυση, βόγγους
κι ο σάλαγος ν’ απλώνεται σε κύματα παντού.

«Ζωή απ’ τα σπλάχνα της η γη ας δώσει στους νεκρούς,


οι σπίθες άστρου γαληνού στα μάτια της ας στάξουν,
μ’ ανταύγειες η πανσέληνος την κόμη της ας λούσει,
και για πνοή, Ζάμολξη εσύ, δώσε από φως σπορά,
πνοή από το στόμα σου που καίει και παγώνει.

Κι εσείς της φύσης τέσσερα στοιχεία, υποταχθείτε


στον Άραλδο, μαζί του διατρέξετε τη γη,
κυριέψτε και τα σπλάχνα της βαθιά, θαυματουργείστε,
χρυσός να γίνει η πέτρα κι ο πάγος καψαλιά,
μα της παρθένας την καρδιά με ζεστό αίμα θρέψτε.»

Τότε μπροστά στον Άραλδο πέφτει, χάνετ’ ο τοίχος


και βλέπει σ’ αναταραχή μεγάλη έξω τη φύση –
αστροπελέκια, χιόνια, λίβας ζεματιστός –
την πόλη πέρα φλόγινο τόξο να τη σκεπάζει,
πλήθη να συνωστίζονται, να ουρλιάζουν, να βογγούν.

Η χριστιανική εκκλησιά με όλα της τα βάθρα


από ένα δίκαιο κεραυνό εσχίστηκε στα δύο
και μες στο σχίσμα π’ άνοιξε το μνήμα της εφάνη.
ραγίζει κ’ η ταφόπετρα, στα δυό κι αυτή χωρίζει
και τότε αχνό το φάντασμα προβάλλει της μνηστής...

92
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Μια τρυφερή ενσάρκωση χιονιού. Πάνω στο στήθος


γιορντάνι από πολύτιμα πετράδια... Τα μαλλιά
σαν καταράχτης χύνονται χρυσά μέχρι τις φτέρνες,
τα μάτια βουλιαγμένα, τα χείλη μελανά.
Με τα κερένια χέρια της χαϊδεύει τους κροτάφους
και τ’ όμορφό της πρόσωπο λευκό σαν τον ασβέστη.

Μες απ’ ανέμους έρχεται και μέσα απ’ τις ομίχλες,


παραμερίζουν αστραπές σύννεφα να περάσει,
τα ουράνια χαμηλώνουνε, μαυρίζει το φεγγάρι,
έντρομα τα νερά της γης τραβιούνται και στερεύουν,
λες σ’ όνειρο ένας άγγελος την κόλαση διασχίζει.

Και το τοπίο σβει μεμιάς. Από τα μαύρα τείχη


προβάλλει εκείνη κι έρχεται αργά σαν οπτασία.
Τρελός ο Αράλδος την κοιτά, την τρώγει με τα μάτια,
τα στιβαρά ανυπόμονα μπράτσα του της απλώνει,
μα ευθύς πέφτει λιπόθυμος στου θρόνου του τη ράχη.

Κρύα μπράτσα τότ’ αισθάνεται γύρω από το λαιμό του,


στο γυμνό στήθος του κολλά ένα φιλί από πάγο,
μαχαίρι τότε νόμισε πως σχίζει την καρδιά του.
Το φάντασμα μες στη θερμή του Άραλδου αγκαλιά
παίρνει ζωή σιγά κι ο βασιλιάς πια ξέρει
πως δύναμη καμμιά ποτέ αυτούς δε θα χωρίσει.

Αυτή που πλώρη γίνηκε στη βάρκα του θανάτου,


πως τώρα στην αγκάλη του σιγαλινά ανασαίνει;
Πως ρίχνει τα χιονόπλαστα μπράτσα της στο λαιμό του,
το ποθητό το στόμα της πως δίνει λέγοντάς του:
«Είμαι η Μαρία, Άραλδε, κ’ ήρθα να σε ζητήσω!»;

«Δε θέλεις, το κεφάλι σου, Άραλδε, ν’ ακουμπήσεις


στο στήθος μου; ω, θεέ μου, πάγκαλε, μαυρομάτη,
με τα ξανθά μαλλιά μου άφισε το λαιμό σου
ν’ αλυσοδέσω, τώρα πια που στον παράδεισο είμαι!
Κι άσε με να βυθομετρώ τα δυό γλυκά σου μάτια...»

93
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Από το σάλαγο, γλυκιές φωνούλες ξεκολλάνε


και μες στ’ αφτί του ένα παλιό λυπητερό τραγούδι
ταιριάζουν όπως των πηγών οι ψίθυροι στα θάμνα
που είναι μαζί ερωτική κ’ ηδονική αρμονία
σαν των κυμάτων το ρυθμό τον απαλό στη λίμνη.

ΙΙΙ

«... συχνά όταν οι άνθρωπόι πε-


θαίνουν, πολλοί απ’ αυτούς τους νε-
κρούς λέγεται ότι ανασταίνονται και
ξανάρχονται στη ζωή σαν βρυκό-
λακες...»
Νομικός Κώδικας του 1652

Σε δρόμους έρημους πυρσών κινούνται άλικες λάμψεις


που σαν κηλίδες θράκας πληγώνουν το σκοτάδι,
βγαίνει να περπατήσει ο Άραλδος μονάχος
κι άγρια παραμιλάει γελώντας μες στη νύχτα –
ο νεαρός ο βασιλιάς τη μοναξιά έχει φίλη –
τ’ ανάκτορό του τους νεκρούς λες περιμένει να ‘ρθουν.

Κρέπια στα μαύρα μάρμαρα που λάμπουν σαν καθρέφτες,


το φως των λύχνων το λεπτό μαύρο πανί περνώντας
κάνει το φως οδυνηρό κι απέραντα θλιμένο.
Με πένθος λες ξεχείλισε το έρημο παλάτι
στην κάθε γωνιά βλέπεις τα ίχνη του θανάτου.

Μετά απ’ τον κεραυνό που ‘πεσε στο ναό...


μετά από έναν ύπνο βαρύ, κουφό... μετά
απ’ το γλυκό σημάδι που του ‘μεινε στο στήθος,
ο Άραλδος κοιμάται μονάχα πια τη μέρα.
Τις νύχτες αγρυπνάει μοιράζοντας το δίκιο,
χλωμός της νύχτας άρχοντας, κι όλα τα ντύνει μαύρα.

94
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Λες πως φορεί στο πρόσωπο μια μάσκα από κερί,


τόσο είν’ άσπρη, ασάλευτη η τραγική μορφή του,
καίει πυρετός τα μάτια του, συναίματο το στόμα,
του στήθους του αγγίζει το μαύρο το σημάδι
και το ατσαλένιο στέμμα του πολύ τόνε βαραίνει.

Είν’ από τότε που ένδυμα θανάτου στη ζωή του


εφόρεσε κι αγάπησε τα πιο βαθιά τραγούδια,
εκείνα που σαν τις φωνές της θύελλας μουγγρίζουν.
Σε νύχτες φεγγαρόλουστες γλυκιές έφιππος βγαίνει
για να γυρίσει χαρωπός. Όμως προς την αυγή
το ρίγος του θανάτου ξανά τον κυριεύει.

Το μαύρο ρούχο, Άραλδε, πάνω σου τι σημαίνει;


η άσπρη σαν κερί κι ασάλευτη μορφή σου
κι εκείνο το σημάδι τ’ ολόμαυρο στο στήθος;
Πως αγαπάς νεκρώσιμες λαμπάδες, μοιρολόγια;
Άραλδε! δε γελιέμαι, εσύ ‘σαι πεθαμένος!

Σήμερ’ ακόμα ιππεύει τ’ αράπικό του άτι


και ρίχνεται σαν βέλος καλπάζοντας στον κάμπο
που λάμπει απ’ την πανσέληνο σα να ‘ταν ασημένιος.
Πέρα μακριά η πανέμορφη Μαρία του προβάλλει
και βλέποντάς την, ο άνεμος περνώντας απ’ τα δάση,
με τη φωνή της τη γλυκιά κι αδύναμη αντηχεί.

Μες στα χρυσά μαλλιά της ρουμπίνια φλογισμένα


της άγιας θάλασσας το φως όλο στα δυό της μάτια,
σιμώνουν τότε αβάσταγοι, τ’ άτια τους χρεμετίζουν
κι αρχίζουν το τριπόδισμα τα δυό τους πλάι πλάι,
ο ένας στον άλλο σκύβει για χάδια, μα κεινής
τα χείλη ήτανε κόκκινα σάμπως να στάζαν αίμα.

Καθώς τη θύελλα περνούν μ’ αμέτρητα φτερά


πλάι πλάι τ’ άλογά τους καλπάζουν αφρισμένα,
στο μπράτσο του βαριά γλυκά τρέχοντας γέρνει εκείνη

95
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

στον ώμο του στηρίζει τ’ ολόξανθο κεφάλι,


ενώ για την απέραντη αγάπη τους μιλούν.

«Δε θέλεις το κεφάλι σου, Άραλδε, ν’ ακουμπήσεις


στο στήθος μου, ω, θεέ μου, πάγκαλε, μαυρομάτη,
με τα ξανθά μαλλιά μου άφισε το λαιμό σου
ν’ αλυσοδέσω, τώρα πια που στον παράδεισο είμαι!
Κι άσε με να βυθομετρώ τα δυό γλυκά σου μάτια...»

Συνάζοντας ο άνεμος πλήθη λουλούδια φλαμουριάς


τα στρώνει απλόχερα στη γη απ’ όπου θα περάσει
του Δούναβη η βασίλισα κι ο αρραβωνιαστικός της.
Γι’ αυτό ευωδιές μεθυστικές βαραίνουν τον αέρα
όταν μες από φυλλωσιές πλανιώνται και κρυφομιλούν
και σμίγουνε για φίλημα τα διψασμένα χείλη.

Καθώς πηγαίναν έφιπποι πλάι πλάι και τα λέγαν


δεν είδανε την άλικη σκιά της χαραυγής,
μέσα στα βάθη της νυχτιάς. Τότ’ ένα κρύο ρίγος
αισθάνθηκαν να τους περνά, χλωμιάσαν σα νεκροί
κι όλο και πιο αδύναμη ακούγαν τη φωνή τους.

«Άραλδε! – βάζει μια φωνή η ρήγισα – άφισέ με


το πρόσωπο να κρύψω ευθύς – του λέγει τρομαγμένη –
βραχνοκοκόρι λάλησε κει κάτω, δεν τ’ ακούς;
λεπίδι φως εφάνηκε, δες, στην ανατολή,
το ίδιο είναι που μπήχτηκε βαθιά μες στην καρδιά μου
και σαν κλωστή οι αχτίδες του μου κόψαν τη ζωή.»

Ρίζωσε ο Άραλδος, θαρρείς σαν πρίνος στο φαρί του,


το μάτι του το σκέπασε το πέπλο του θανάτου,
αφηνιάζει τ’ άλογα ο τρόμος και καλπάζουν,
κόλασης ίσκιοι διάφανοι στου ιλίγγου την αγκάλη
πετούν... κι ο άνεμος βογγά πικρά μέσα στα δάση.

Σίφουνας έγιναν, πετούν, νερά, βαθιά διασχίζουν,


πανίσχυρα υψώνονται μπροστά τους τα βουνά,

96
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ποτάμια δίχως γέφυρες περνούν με την ορμή τους,


τα στέμματα τους αστραπές ρίχνουνε στη φυγή τους,
παραμερίζουν έλατα, δάση με ταραχή.

Απ’ τον πέτρινο θρόνο του ο γέροντας τους βλέπει


κ’ υψώνει την σαν χάλκινη φωνή του στους ανέμους
του ήλιου την πορεία μεμιάς να σταματήσει,
τη νύχτα να καλέσει πίσω να ‘ρθεί και δίνει
στις καταιγίδες πρόσταγμα τη γη να πελεκήσουν.
Πολύ αργά! γιατί η αυγή ακάθεκτη έχει ορμήσει!

Βαθύ τραγούδι πένθιμο ετόνιζε ο τυφώνας


σαν πλάι πλάι έφτασαν στ’ άλογα κολλημένοι
με χαμηλά τα βλέφαρα και πανιασμένα μάτια
και τώρα ωραίοι, ας ήτανε του χάρου πια ζευγάρι.
χτυπούν, κι αμέσως ο ναός ανοίγει όλες τις θύρες.

Έφιπποι μπαίνουν, πίσω τους οι πόρτες ξανακλείνουν


στο σκότος μεγαλόπρεπου τάφου για να χαθούν
με μελωδίες πένθιμες, ψαλμούς σπαραχτικούς
που κάνουν την πανέμορφη βασίλισα να κλαίει
κι έναν αδάμαστο ήρωα πλάι της να δακρύζει,
τον Άραλδο, ρήγα-παιδί των ελατοδασών.

Ο γέροντας τυφλώνεται τα τσίνορα σφαλώντας


και τα παμπάλαια πόδια του σμίγουν ξανά στην πέτρα
στο νου του που μετράει προσθέτοντας τα χρόνια
περνά θαμπός ο Άραλδος σαν ξεχασμένος μύθος
και πάνω απ’ το κεφάλι του μαύρο κι άσπρο κοράκι.

Ορθός απολιθώνεται στον πέτρινό του θρόνο


ο ειδωλολάτρης μύστης με το παλιό ραβδί του
κι ο γέροντας πια μένει αιώνες ξεχασμένος
με τα μακριά του τα μαλλιά π’ αγγίζουνε τη γη,
τα τσίνορα που πέφτουνε στο κούφιο του το στήθος,
σαν άγαλμα παλιού θεού στα μούσκλα σκεπασμένο.

97
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΚΑΜΑΝΤΕΒΑ

Για να γιατρέψω την ψυχή μου


απ’ της αγάπης τον καημό,
εκάλεσα μες στ’ όνειρό μου
τον Κάμα τον ινδό θεό.

Καβάλα σ’ ένα παπαγάλο


ήρθε τ’ αγέρωχο παιδί,
κ’ είχε στα κοραλένια χείλη
το χαμογέλιο υποκριτή.

Είχε φτερά, μα στη φαρέτρα


ούτ’ ένα βέλος αιχμηρό,
παρά φαρμακερά λουλούδια
από το Γάγγη ποταμό.

Βάζει στο τόξο του ένα άνθος


κι ο Καμαντέβα με χτυπά
κατάστηθα, κ’ ειν’ από τότε
που κάθε νύχτα κλαίω πνιχτά.

Κ’ είν’ από τότε που υποφέρω


και στο κρεβάτι μου αγρυπνώ,
και περισσότερο είναι τώρα
που, αγάπη μου, για σε πονώ.

98
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΥΣΤΑΤΟΣ ΠΟΘΟΣ

Ένας πόθος μ’ απομένει πια:


Αφίστε με στην ήσυχη βραδυά
εδώ στ’ ακροθαλάσσι πάνω
να ξαπλωθώ και να πεθάνω.
Και να ‘ναι ο ύπνος ελαφρός
και πλάι μου του δάσου ο θρός,
στο μέγα των νερών καθρέφτη
γλυκός ο ουρανός να πέφτει.
Δε μου χρειάζονται ξεφτέρια,
πένθιμα λάβαρα, αγιοκέρια,
δε θέλω φέρετρο λαμπρό,
πλέξτε μου μόνο ένα μικρό
κρεβάτι πάνω στα λαλάρια
με χλωρά πράσινα κλωνάρια.

Κανείς να μη μ’ ακολουθήσει
στο προσκεφάλι μου να χύσει
δάκρυα. Θα ‘θελα μονάχα
σαν μουσική στερνή μου να ‘χα
του φθινοπώρου τις φωνές
στις μαραμένες φυλλωσιές.
Καθώς οι ασίγαστες παφλάζουν
πηγές και δέρνονται κι αδειάζουν
και το φεγγάρι αχνογλιστρά
στα ελάτια τα βασιλικά,
κουδουνιών ήχους να μου φέρει
το κρύο της βραδυάς αγέρι,
και πάνω μου η φλαμουριά
να ρίχνει τ’ άγια της κλαδιά.

99
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Καθώς απ’ τη στιγμή αυτή


δε θα ‘μαι εξόριστος στη γη,
οι προαιώνιες θα σιμώσουν
φιλίες μου να μ’ ανταμώσουν:
τ’ άστρα που κρέμονται χρυσά
απ’ των ελάτων τα κλαδιά
κι ακόμα των δασών ο θρός
και των κυμάτων ο αφρός
θα μου χαμογελάσουν πάλι
μες στου απείρου την αγκάλη.
Κι όταν ο πόντος γοερά
στηθοχτυπιέται και βογγά,
εγώ πια θα ‘μαι αγέρι, χώμα
και λύμφη στους ανθούς και χρώμα.

100
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ

Νύχτα μες στη Μητρόπολη, και μες στα χλωμά φώτα


των κέρινων λαμπάδων που μπρος στο τέμπλο καιν,
ο βυθός μένει σκοτεινός του απέραντου του θόλου
κι αβυθομέτρητος στο φως των τόσων καντηλιών.

Μέσα στον έρημο ναό, σε τοξωτό πλάι τοίχο,


ζωγραφιστό, προσεύχεται γονατιστή παιδούλα,
από την άγια εικόνα της, μες απ’ ανταύγειες πορφυρές,
τη βλέπει η μάνα του Θεού βουβή και σκυθρωπή.

Σε μια γκρίζα κολόνα ένας πυρσός μπηγμένος,


στάλες ρετσίνι στάζει στιλπνές σαν το χαλάζι,
γύρω ξερά ανθοστέφανα μοσχοβολούν και τρίζουν,
και της παιδούλας, ψίθυρος κρυφός, η προσευχή.

Στο σκότος βυθισμένος πλάι σε σταυρό στημένο,


σκοταδερός σαν δαίμονας άνδρας εκεί αγρυπνά,
στ’ οδυνηρό του μέτωπο δυό μάτια φυτεμένα
και τους αγκώνες του ακουμπά στα μπράτσα του σταυρού.

Στηρίζει το σαγόνι του πάνω στην κρύα του πέτρα,


χυμένα στ’ άσπρο μάρμαρο τα μαύρα του μαλλιά,
στο πρόσωπό του ρόδινη ανταύγεια περνά
απ’ τη γλυκιάν αχτίδα ακοίμητης καντήλας.

Εκείνη άγγελος δέεται. Αυτός στα όνειρά του


σαν δαίμονας. Αυτή πιστή. Εκείνος αποστάτης
πεισματικά στηρίζεται στον ίσκιο του, ενώ κείνη
στης Παναγιάς τα πόδια περίλυπη αγρυπνά.

101
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Σε τοίχο μαρμαρένιο, ψηλό, λαμπρό, καθάριο,


λευκό σαν χιόνι, ατάραχο σαν ήρεμο νερό,
ακέριος καθρεφτίζεται του κοριτσιού ο ίσκιος
μ’ ευλάβεια ως προσεύχεται κειδά γονατιστό.

Παιδούλα, τι σου λείπει απάνω στον ανθό σου,


με το λευκό σου πρόσωπο, τα χέρια τα χλωμά;
Πέπλο είν’ αστροποίκιλτο το βλέμμα σου τ’ αθώο
κάτω από των χρυσών σου βλεφάρων τη σκιά.

Ω, τι σου λείπει άγγελος για να ‘σαι φτερωτός;


Μα να! βλέπω στους ώμους σου να σειούνται και ν’ απλώνουν
και να κινούνται τρέμοντας δυό ίσκιοι από φτερούγες,
να σ’ οδηγήσουν έτοιμες ψηλά στον ουρανό.

Δεν είν’ αυτή, ο φύλακας θα είναι άγγελός της,


την άυλή του ύπαρξη στο μάρμαρο κει βλέπω
πλάι της να προσεύχεται κι αυτός να γονατίζει
και πάνω απ’ την αθώα της ζωούλα να πετά.

Μα αν είν’ δική της η σκιά; τότε άγγελος είναι,


όμως τ’ άσπρα φτερά της δε φαίνονται, τα κρύβει,
μα οι τοίχοι που αγιάσανε απ’ τις δεήσεις των θνητών,
βλέπουνε τις φτερούγες της και τις αποκαλύπτουν.

«Ω, σ’ αγαπώ!» θα φώναξε στη νύχτα μέσα ο σατανάς,


αν δεν του παραλούσανε τα χείλη, και κοντά της
το γόνα, όχι για έρωτα αλλά για προσευχή,
θα το λυγούσε, τους γλυκούς ψιθύρους της ν’ ακούσει.
......................................................................................
Κι αυτή; βασιλοπούλα, με διάδημα απ’ άστρα,
γυναίκα, άγγελος, στη γη πανευτυχής περνά,
τι σπίθα εκείνος του χαμού μες στους λαούς ανάβει
στις κουρσεμένες σπέρνει καρδιές ξεσηκωμό.
Τους χώρισαν τα κύματα της ζωής, αλλά κι ακόμα

102
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

μια ιστορία, ένας λαός, αιώνες στοχασμών,


κι αν κάποτε – ω, σπάνια – οι δυό ματιές τους σμίξουν,
κοιτιούνται τόσο έντονα, που λες βυθομετριούνται.

Τα μπλε μεγάλα μάτια της, γλυκά, γεμάτ’ αγάπη,


τα μαύρα σαν τη θύελλα δικά του διαπερνούν!
Τότε το ισχνό του πρόσωπο σαν κοριτσιού ροδίζει –
Πολύ αγαπιούνται... κι όμως ζουν, θεέ μου, χωριστά!

Ήρθ’ ένας ηγεμόνας κι όλη του την ισχύ


και το παλιό του στέμμα στα πόδια της το ρίχνει,
της αίθουσας του θρόνου του πάτησε τα χαλιά
και στο λεπτό χεράκι της της έτεινε το σκήπτρο.

Όμως απόμειναν βουβά τα χείλη της, μισανοιχτά,


ψυχρή η καρδιά στο στήθος της και τράβηξε το χέρι.
Άλλον είχε στα μύχια της. Του δαίμονα η μορφή
καθάρια, διεισδυτική, κυρίευε την ψυχή της.

Με τις ιδέες του, έβλεπε, να ξεσηκώνει το λαό,


τι δυνατός! Σκεφτόταν με τρόμο ερωτικό,
η σκέψη του συθέμελα το σήμερα κλονίζει,
χτυπάει όσους συσσώρευσαν αιώνες θησαυρούς.

Συχνά, από βήμα πέτρινο, τυλίγεται με λύσσα


στην κόκκινη σημαία, και η σκληρή μορφή του
μοιάζει με μαύρη νύχτα, με θρέμα καταιγίδων,
και την οργή των ταπεινών ο λόγος του ξυπνά.
...................................................................................

Μέρες ο νέος άνδρας ψυχομαχά σε μια στρωμνή,


μες στο φτωχό δωμάτιο μια λάμπα τρεμοφέγγει
με τσιγγουνιά. Κανείς, κανείς δεν ξέρει πως πεθαίνει,
κανείς δεν τον χαϊδεύει την ώρα τη στερνή.

103
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Οι σκέψεις του που ανένδοτες μπροστά στην αδικία,


νόμους γραπτούς και άρχοντες με θάρρος πολεμούσαν,
κι ακόμα τους ντυμένους με θεϊκή εξουσία,
έπεφταν τώρα πάνω του να πνίξουν την ψυχή του!

Να σβεις δίχως ελπίδα... Ποιός ξέρει αυτή την πίκρα!


μικρός να νιώθεις, σκλάβος, να βλέπεις τα μεγάλα
σου όνειρα κουρέλια, την αδικία δυνάστη,
κι εσύ να ‘σαι ανίσχυρος να την κατανικήσεις.

Σπατάλησες ολάκερη ζωή σ’ αυτή τη μάχη


και θνήσκοντας, ανώφελα βλέπεις πως έχεις ζήσει.
Κόλαση τέτοιος θάνατος! Και πόνος πιο σκληρός
δεν είναι απ’ το να νιώθεις πως τίποτα δεν είσαι!

Μ’ αυτές τις σκέψεις δεν μπορεί ούτε και να πεθάνει.


Πόση αγάπη ένιωθε για το καλό, το δίκιο,
και πόση αδελφοσύνη στην άδολη καρδιά του!
Κ’ η αμοιβή του ποιά ήταν; Τ’ ακάνθινο στεφάνι.

Μες απ’ τις σκοτεινές ομίχλες των ματιών του


ξάφνου σιμώνει ο αιθέριος ίσκιος ενός αγγέλου
κι αλαφροκάθεται βουβός στο φτωχοκρέβατό του.
Με μάτια από τα κλάματα τυφλά πάνω του σκύβει
και τον κοιτά. Σ’ όλη τη γη τα πάντα έχουν σωπάσει.

Εκείνη είναι. Με βαθιά χαρά που στη ζωή του


δεν ένιωσε, κατάματα τη βλέπει. Πόσο ωραία
μα και περήφανη μαζί την κάνει η ταραχή του!
«Ποιά είσαι;» λέει πεθαίνοντας. «Μαντεύω, αγαπημένη.»

Μελέτησα τούτη τη γη, την εποχή μου, το λαό


κι αντάρτησα και προς αυτόν τον ουρανό ακόμα,
σαν δαίμονα όμως δε θέλησε να με δικάσει Αυτός,
και μου ‘στειλε έναν άγγελο τα μάτια να μου κλείσει.

104
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΟΤΑΝ ΖΗΤΟΥΝ ΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

Όταν ζητούν οι αναμνήσεις


στο παρελθόν να μ’ οδηγήσουν,
στο μακρή δρόμο το γνωστό
ακόμα κάποτε περνώ.

Πάνω απ’ το σπίτι σου σπιθίζουν


και σήμερα τα ίδια αστέρια
που φώτιζαν τόσο συχνά
την τρυφερή μου την καρδιά.

Και πάνω από τα σκόρπια δέντρα


το ίδιο υψώνεται φεγγάρι
όπου μας έβρισκέ αγκαλιά
να κουβεντιάζουμε σιγά.

Πίστη αιώνια ορκιζόταν


η μια στην άλλη οι δυό καρδιές μας,
όταν στα μονοπάτια κείνα
τ’ αγροτικά μαδούσαν κρίνα.

Μια τέτοια αγάπη μες στη νύχτα


πως μπόρεσε λοιπόν να σβήσει,
αφού δεν πάψαν στη σιγή
να κλαίν’ οι φλοίσβοι στην πηγή;

Αφού κυλάει το φεγγάρι


ακόμα πάνω απ’ τα βουνά,
αφού τα μάτια σου είν’ ακόμα
γλυκά, μεγάλα, γαλανά;

105
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΑΝΤΑΜΩΣΗ ΜΕ ΤΟ ΔΑΣΟΣ

– «Ω, δασάκι μου χρυσό,


τι μου γίνεσαι, μικρό;
από τότε που ‘φυγα
μακριά σου, φως μου,
χρόνια κύλησαν πολλά
πολλά μέρη γύρισα
γνώρισα του κόσμου.»

– «Όπως βλέπεις, πάντα ίδια.


Το χειμώνα ακούω τα φίδια
να σφυρίζουν του βοριά
να μου σπάνε τα κλαδιά,
να στομώνουν τα νερά μου
και το χιόνι το πολύ
τα δρομάκια να μου κλει
και να διώχνει τα λουλούδια
και τις ντόινες, τα τραγούδια
που ακούω το καλοκαίρι
όταν γύρω απ’ την πηγή μου
που νερό σ’ όλους προσφέρει,
οι γυναίκες τραγουδούν
με φωνές που λες θρηνούν
όσο οι στάμνες να γεμίσουν.»

– «Ω, δασάκι μου ωραίο,


με τα ήσυχα ποτάμια,
ο καιρός για όλους περνά,
ενώ συ, όλο πιο νέο,
τίποτα δε σε γερνά.»

106
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

– «Τι μπορεί σ’ εμένα ο καιρός να κάνει


τ’ άστρα, αιώνες τώρα, σάμπως σε λεκάνη,
λούζονται στις λίμνες μου και σπιθοβολούν.
Κι αν ανέμοι αναστατώνουν τις κακοκαιριές
τα φυλλώματά μου, βγάζω μουσικές.
Τι με νοιάζει αν ζέστα κάνει είτε παγωνιά,
το ίδιο ο Δούναβης για μένα τα νερά κυλά.

Μόνο ο άνθρωπος αλλάζει


και πλανιέται σαν τρελός,
μεις ασάλευτα στη θέση
που μας έβαλε ο θεός.»

…………………………………………….

107
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΞΕΧΑΣΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΣΟΥ

Ξέχασε τον κόσμο σου, έλα,


ακέρια πια να μου δοθείς,
αν μου δινόσουνα με τρέλα
δε θα το μάθαινε κανείς.

Έλα μαζί μου και πλανήσου


στα μονοπάτια τα στριφτά,
όπου μαζί με τη φωνή σου
ο θρος του δάσους αγρυπνά.

Σπίθες σκορπίζει κάθε αστέρι


στα κλώνια, μάγεμα η νυχτιά
πως είμαστε μαζί ποιός ξέρει
έξω απ’ τα δέντρα τα πυκνά;

Το χρυσό κύμα με τρελαίνει


της κόμης σου σαν είν’ λυτό,
μη βγάλεις λέξη, αγαπημένη,
αβάσταγος αν σου ριχτώ.

Ηχούν οι ντόινες οι τερπνές,


ακούμε σάμπως μεθυσμένοι,
ενώ γλυκιά από τις οξυές
του ξέφωτου η σελήνη βγαίνει.

Με πόνο απαντά η ηχώ


του χλωρού δάσους, στο τραγούδι,
πως υποφέρεις όσο εγώ
το βλέπω, ωραίο μου λουλούδι.

108
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ξεφεύγεις μου με βία γλυκιά,


στέργεις σχεδόν όταν αρνιέσαι,
λεπτέ άγγελέ μου, πιο σφιχτά
πάνω σου την ψυχή μου δέσε!

Δες το φεγγάρι απόψε πως


τρυπά τη λίμνη και στιλβώνει,
πως φλέγεται στ’ αγνό του φως
κ’ η μοναξιά της μεγαλώνει.

Τρέμουν στα κύματα οι αφροί


και στα καλάμια ως μπαίνουν σπάζουν,
κανείς δεν πάει να κοιμηθεί,
φεγγαριασμένοι όλοι ρεμβάζουν.

Στης λίμνης τα νερά κοιτάς


επίμονα, γλυκό μου ταίρι,
τι βλέπεις και χαμογελάς;
είσ’ όμορφη, ποιός δεν το ξέρει.

Οι γαλανές βουνοκορφές
στους μικρούς λόφους χαμηλώνουν
και ξεσκεπάζουν τ’ άστρα, δες,
και στα νερά πάνω τ’ απλώνουν.

Πνοή αναδεύει φλαμουριάς


από τις λόχμες κι ανεβαίνει,
μόνοι στον ίσκιο της ιτιάς
και τόσο, τόσο ευτυχισμένοι!

Μόνο η σελήνη την αχλύ


σχίζοντας, μες στην αγκαλιά μου,
σε βρίσκει πάνω μου σφιχτή,
γλυκέ, ξανθόκομε έρωτά μου.

109
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ω, ΜΕΙΝΕ...

«Ω, μείνε, μείνε πια κοντά μου,


αν σ’ αγαπώ ξέρεις και πόσο!
τους πόθους σου μονάχα εγώ
μπορώ, αγόρι μου, να νιώσω.

Σαν πρίγκιπας, στα σκιερά


περνώντας έμοιαζες ελάτια,
που βαθιά βλέπει τα νερά
με τα σοφά του μαύρα μάτια.

Μες απ’ το φλοίσβο των νερών


της αψηλής χλόης το κύμα,
σ’ έκανα μυστικά ν’ ακούς
των ελαφιών τ’ αλαφρό βήμα.

Σε βλέπω ακόμα μαγεμένο


σκοπούς βοσκών να τραγουδάς,
μες στους καθρέφτες των νερών μου
ξυπόλητος να περπατάς.

Και την πανσέληνο να βλέπεις


τις λίμνες να τις κάνει ανθώνες,
τα χρόνια σου στιγμές, άλλ’ όμως
τέτοιες στιγμές κρατούν αιώνες.»

Έτσι μου μίλησε το δάσος


αναταράζοντας τους θόλους,
αψήφισα το κάλεσμά του,
τις πόλεις κέρδισα σαν όλους.

110
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Τώρα που θα ‘θελα για πάντα


κοντά του να ξαναγυρίσω,
δεν μπορώ πια... Παιδικά χρόνια
γυρίστε με στο δάσος πίσω!

111
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΔΡΟΜΑΚΙ

Στο ίδιο δρομάκι το φεγγάρι


τα παραθύρια σου χτυπά,
μόνο εσύ πίσω σπ’ το τζάμι
δε φαίνεσαι, καλή μου, πια.

Τα ίδια δέντρα έχουν ανθίσει,


κλωνάρια απλώνουν στη φραγή,
μονάχα οι περασμένες μέρες,
αχ, δεν ξανάρχονται μαζί.

Κ’ είν’ η ψυχή σου τώρα άλλη,


άλλα τα μάτια σου, εγώ
μονάχα έμεινα ο ίδιος
και το δρομάκι που περνώ.

Αχ, ήσουν εύθραυστη, λεπτούλα


όταν ερχόσουνα νωρίς
ανάλαφρη μέσα απ’ τους ίσκιους
μες στο δασάκι να με βρεις!

Όταν στο στήθος μου αφινόσουν


της νύχτας μου, ήλιε χρυσέ,
μέσα σ’ ολόκληρο τον κόσμο
δεν ύπαρχει άλλο από σέ.

Λέγαμε τόσα κι άλλα τόσα


δίχως μια λέξη ν’ ακουστεί,
μέσα στο βάθος των ματιών μας
γλώσσα μιλούσε μυστική.

112
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Στα ερωτήματά μου όλα


συ με φιλιά μου απαντούσες,
και τίποτ’ άλλο έξω από μένα
πια να σκεφτείς δεν ευκαιρούσες.

Δεν ήξερα πως είν’ το ίδιο


μέσα στη μέθη της ζωής
ή σε γυναίκα να πιστέψεις
ή σε σκιά να στηριχτείς.

Άνεμος τρέμει στις κουρτίνες


και σήμερα καθώς εχτές,
μονάχα συ πια δεν προβάλλεις
ποτέ, ποτέ πίσω απ’ αυτές.

113
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΣΟΝΕΤΟ

Φθινόπωρο, έξω πέφτουνε τα φύλλα ένα ένα,


στα τζάμια ρίχνει ο άνεμος βαριές στάλες βροχής,
φάκελα ανοίγεις, γράμματα βγάζεις χιλιοφθαρμένα,
κι όπως διαβάζεις όλη σου τη ζωή την ξαναζείς.

Χάνοντας τον καιρό σου με χαρτιά ξεθωριασμένα,


να κρούσει δε θα ήθελες την πόρτα σου κανείς.
Αντίθετα, με τέτοια χιονοβρόχια μανιασμένα
πλάι στη φωτιά σου προτιμάς νωθρά να τεντωθείς.

Έτσι στην πολυθρόνα μου μπορώ να τυλιχτώ


με ομιχλένια κύματα να ονειρευτώ
την Ντόκια του παραμυθιού στα νεραϊδοπαλάτια.

Ν’ ακούσω – ως γίνεται συχνά – του φουστανιού της το φρού φρού


να χύνεται στο πάτωμα ξάφνου σαν χιόνι αφρού,
λεπτά χεράκια δροσερά να μου σφαλνούν τα μάτια.

114
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΤΙ ΔΡΟΣΕΡΗ...

Τι δροσερή, καλή μου, μοιάζεις


μ’ άνθος λευκό στην κερασιά,
σαν άγγελος μες στους ανθρώπους
στο δρόμο μου ήρθες ξαφνικά.

Το υπέροχο και μεταξένιο


σαν το πατάς τρίζει χαλί,
μετεωρίζεσαι στη σάλα
σαν όνειρο και σαν πνοή.

Στην πτυχωτή μακριά σου εσθήτα


σαν άγαλμα μοιάζεις συχνά,
γεμάτη δάκρυα ευτυχίας
η ύπαρξή μου σ’ ακλουθά.

Ω, τρυφερή μνηστή των μύθων


μη μου χαμογελάς, μη πια –
το χαμογέλιο σου μου δείχνει
ως ποιό σημείο είσαι γλυκιά.
.................................................
Ως ποιό σημείο τα θέλγητρά σου
να με τυφλώσουνε μπορούν
με φλογερών χειλιών, ψιθύρους
και κρύους εναγκαλισμούς.
....................................................

115
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΡΧΕΣΑΙ;

Φεύγουν, δες, τα χελιδόνια,


ρίχνει η καρυδιά τα φύλλα,
πάχνες κάθονται στ’ αμπέλια –
έλα πια κοντά μου, έλα!

Στην αγκάλη μου έλα πάλι


με της δίψας μου το βύθος,
ν’ ακουμπήσω το κεφάλι –
πά’ στο στήθος σου, το στήθος.

Σε πόσα ξέφωτα και πάρκα,


θυμάσαι, άλλες εποχές;
Σ’ ανασήκωνα απ’ τη μέση –
τόσες φορές, τόσες φορές.

Στον κόσμο τούτο είναι γυναίκες


που ‘χουν σπίθες στη ματιά...
Όσο λεπτές κι ωραίες κι αν είναι –
σαν εσέ καμμιά, καμμιά!

Γιατί συ όλο μου μερώνεις


την ανήσυχη ψυχή μου,
σ’ όλα τ’ άστρα συ πι’ ωραία –
λατρευτή μου, λατρευτή μου...

Έχει πια φθινοπωριάσει,


στρώματα τα φύλλα χάμου,
είν’ οι κάμποι ερημωμένοι –
έλα, έλα πια κοντά μου!

116
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ

Κάθε φορά που θα σκεφτώ εμάς τους δυό, γλυκιά μου,


ο παγωμένος ωκεανός ανοίγεται μπροστά μου.
Ούτ’ έν’ αστέρι στ’ ουρανού τη θαμπή κι άσπρη αψίδα,
μακριά μόνο το κίτρινο φεγγάρι σαν κηλίδα.
Και πάνω απ’ τους πάγους που κουβαλά το κύμα,
ένα πουλί πλανιέται με τα φτερά συντρίμια.
Το ταίρι του πάει μπροστά, κι όλο πιο μακριά,
μέσα σε σύννεφο πυκνό ξεκούραστα πουλιά.
Κι ως φεύγει, μια ματιά του ρίχνει απελπισμένη,
δε νιώθει πια ούτε θλίψη ούτε χαρά... πεθαίνει
με τ’ όνειρο των ημερών που ζήσανε μαζί.
...................................................................................
Όλο πιο μακριά ο ένας από τον άλλο ζει.
Κι ενώ συ πας σ’ αιώνιες αυγές, εγώ διπλώνω
κι όλο πιο μόνος μένω και σκοτεινός παγώνω.

117
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΚΙ ΑΝ...

Κι αν χτυπούν στα τζάμια οι κλώνοι


κι αν οι λεύκες το βράδυ ριγούν,
είν’ γιατί οι στοχασμοί μου αγρυπνούν
σαν το βήμα σου αργά με σιμώνει.

Κι αν τ’ αστέρια λάμπουν στη λίμνη


και φωτίζουν τους μαύρους βυθούς,
είν’ γιατί ο σκληρός μου ο νους
ημερώνει κι ο πόνος μου σβήνει.

Κι αν τα σύννεφα πέρα τραβούνε


το φεγγάρι λαμπρό να δειχτεί,
είν’ γιατί σε θυμάμαι πολύ
κ’ οι ματιές μου διψούν να σε δούνε.

118
Ο ΜΙΧΑI ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Πρέπει να ομολογούμε τις αλήθειες.
Μολονότι η Ελλάδα και η Ρουμανία συμπορεύτηκαν κοινωνικά κατά τις
πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας ως την έκρηξη του δεύτερου μεγάλου ευρωπαϊκού
πολέμου και είχαν με καλές φιλικές διπλωματικές σχέσεις την ίδια σχεδόν
πολιτιστική ανάπτυξη, παρατηρούνται σημαντικά κενά στην αμοιβαία σωστή
ενημερώση της πνευματικής τους ζωής. Ένα απο αυτά πρέπει να θεωρείται η
έλλειψη καλής γνωριμίας και αποδοχής του έργου του Μιχάι Εμινέσκου στην
Ελλάδα. Ανάλογο φρονώ οτι θα είναι – για παράδειγμα – το κενό της απήχησης
της πολυδιάστατης ποιητικής προσφοράς του μεγάλου Έλληνα Κωστή Παλαμά
στη γειτονική αγαπητή χώρα. Βέβαια, σε τούτο το κενό, καθώς και σε άλλα
που παρουσιάζονται κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες στην εκδοτική ζωή της
Ρουμανίας με περιπτώσεις σπουδαίων Ελλήνων συγγραφέων που αγνοούνται,
είχε συμβάλει σε φοβερό βαθμό η κομματική μεροληψία – και από τις δύο
πλευρές – που έφθασε να παρουσιάζει λανθασμένη και παραμορφωτική εικόνα
της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό. Με δύο λόγια, σε αυτή την έξω από
τα σύνορα προβολή ποιητών και πεζογράφων, έχουν παραμερίσει και αγνοήσει
άξιοι, ζώντες και νεκροί.
Και για τούτο ακριβώς πρέπει να εκτιμηθεί η αγνή πρωτοβουλία μιάς άξιας
Ελληνίδας ποιήτριας, της Ρίτας Μπούμη Παπά, που επιχείρησε ν’αποδώσει
ελληνικά το έργο του Εμινέσκου. Χάρη στις ικανότητες που είχε – λυρικό τάλαντο
με αμεσότητα συγκίνησης και ευδόκιμη μεταφραστική επιδεξιότητα – καταξιώνει
να προσφέρει στον Έλληνα αναγνώστη μ’έναν πολυσέλιδο τόμο, ωραία απόδοση
ποιημάτων του Εμινέσκου. Πρόκειται για μια ευλαβή και σεβαστή εργασία, άξια
ιδιαίτερης αναφοράς.
Πέρα απο αυτή τη συστηματική περίπτωση οι εμφανίσεις μεταφράσεων
ποιημάτων του Εθνικού Ρουμάνου ποιητή και μελετών για το έργο του είναι
στην Ελλάδα σποραδικές και ατακτοποίητες ακόμα. Οι αναφορές στη ζωή και
στο έργο του δεν έχουν λέιψει, απ’όσο θυμάμαι, σε λογοτεχνικά περιοδικά και
ραδιοφωνικές εκπομπές. Όμως, απ’ότι γνωρίζω, και είναι μάλλον βέβαιο αυτό,
κανένας φιλόλογος δεν έχει επιδοθεί ως τώρα να τις καταγράψει μεθοδικά. Ας
ελπίσουμε οτι αυτό θα συμβεί σύντομα και σωστά. Πρέπει.
Για το θέμα αυτό μόνο προσωπικά μπορώ να μιλήσω. Κι έχω να αναφέρω οτι
αρκετές φορές γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στις αρχές της δεκαετίας
τον ’70 πολλές φορές ασχολήθηκα με το έργο του Εμινέσκου από τις τακτικές
εβδομαδιαίες εκπομπές που είχα. Και αυτό οφειλόταν σημαντικά - είναι δίκαια
να το αναφέρω – και στις παραινέσεις του Ρουμάνου πρεσβευτή στην Ελλάδα,
του συγγραφέα και καλού φίλου, Ιον Μπράντ, που ενδιαφερόταν έμπρακτα για
την ανάπτυξη των πνευματικών σχέσεων των δύο χωρών και στην αμοιβαία

119
ΚΩΣΤΑΣ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ

προβολή των λογοτεχνικών αξιών τους. Ως ένα σημείο μάλιστα απο αυτό τον
ζήλο του ξεκίνησε και η παραίνεσή του προς εμένα για να επιδοθώ στην απόδοση
μιας Ανθολογίας Ρουμάνων Ποιητών, μια παραίνεση που συνέπιπτε με την
προθυμία για συνεργασία γι’αυτό το σκοπό του καλού ποιητή Αουρέλ Ρέου και
της αλησμόνητης ελληνίστριας Πολυξένης Καράμπη.
Η Ανθολογία αυτή πραγματοποιήθηκε κι εκδόθηκε στο τέλος του 1968.
Άρχιζε με επιλογή ποιημάτων του Τούντορ Αργκέζι κι έφτανε ως την παρουσίαση
νεότερων τότε ποιητών, κάνοντας μια διαδρομή εβδομήντα δημιουργών. Όμως
δεν απουσιάζουν απο αυτόν τον τόμο και οι πρίν απο τον Αργκέζι άξιοι ποιητές,
οι «κλασικοί». ‘Ολοι τους αναφέρονται στην εκτεταμένη πολυσέλιδη εισαγωγή.
Και ο Μιχάι Εμινέσκου, κορυφαίος και πρωτοπόρος, έχει τις ακόλουθες σελίδες:
«Η άνθηση της ρουμάνικης ποίησης ήρθε με την εμφάνιση του Μιχάι
Εμινέσκου (1850-1889). Δεν πρόκειται απλά για ένα ταλέντο, αλλά για μιά
τεράστια μεγαλοφυία πληθωρικού οίστρου που άνοιξε κρουνούς εμπνεύσεων και
πότισε τον λυρικό λόγο των Ρουμάνων. Κανένας δεν τον φτάνει. Κι ας έζησε ούτε
σαράντα χρόνια κι ας πέρασε τα δέκα, τα πιό ώριμα από αυτά, μέσ’στα κελλιά
της τρέλλας. Ο Εμινέσκου και με τούτο ακόμα - την σφριγηλή ποιητική εφηβεία
του - ανήκει στην εκλεκτή οικογένεια των κορυφαίων ρωμαντικών λυρικών της
Ευρώπης. Το έργο του πολυφωνικό και πολύμορφο, βασικά πάνω απο σχολές
και ιδέες. Δεν προσδένεται σε «ισμούς», δεν κατατάσσεται. Πως να δεθεί ο
χείμαρρος; Αφήνεται. κι οτι στο πότισμά του ανθίσει. Μεγαλόπρεπος συχνά,
αισθαντικά μουσικός, τρυφερός σε άλλους στίχους. Μυστηριακός κάποιες φορές,
αποροφημένος απ’την έλξη του αχανούς ανερεύνητου σύμπαντος, μεταφυσικός.
Καθάριος, διαυγής, πράος σε άλλα τραγούδια του. Παράδειγμα:

Μέσ’ στα πυκνά ζεστά κλαριά


στρουθιά κουρνιάζουν
σφαλούν τα βλέφαρα βαριά
και πιά ησηχάζουν.

Μόνο το ρυάκι τραγουδεί


μιά σιγαλιά το δάσος κλείνει,
Και κάθε ανθός, κάθε κλαδί
«κείται εν ειρήνη».

Ο κύκνος στην απανεμιά


της όχθης έχει γείρει.
Κι άγγελοι ραίνουν γιασεμιά
τη νύχτα κι άσπρη γύρη.

Σε τι ησυχία χερουβική
σεπτή σελήνη πλέει.
Βλέπει την πλάση ονειρική
και «Καληνύχτα» λέει.

120
ΚΩΣΤΑΣ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Μια αίσθηση παγανιστική τον συνεπαίρνει συχνά, ένας ευδαιμονικός


ζωϊκός πόθος. Άλλοτε μεταρσιώνεται απο οδυνηρό εσωτερικό βίωμα, αγγίζει την
υπερούσια αϋλότητα. Κάποιες μορφές τον θέλγουν και τα λαϊκά τοπικά τραγούδια.
Του γίνονται ψήγματα χρυσού για να τεχνουργήσει τέλεια δικά του. Είναι δεμένος
με τη χώρα του, την αγαπά, την πονά, την υμνεί. Την εγνώρισε τέλεια, παιδί ακόμα,
διασχίζοντας τη μ’ένα θεατρικό θίασο. Ζεστή εμπειρία ζωής αυτή η περιπλάνηση
του και συγκομιδή πολύτιμων εντυπώσεων. Θρέφεται το ταλέντο του με στοιχεία
που αποκομίζει, αποκτά συνείδηση της πατρίδας του. Μετά φεύγει, να τελειώσει το
γυμνάσιο στο Τσέρνοβιτς της Αυστρίας. Μαθαίνει τέλεια τα γερμανικά, εισχωρεί
στη γερμανική ποίηση. Πάει στη Βιέννη, στο Βερολίνο, για να σπουδάσει γιατρός,
όπως όριζε η υποτροφία που πήρε απο τη ρουμάνικη κυβέρνηση. Μ’αντί να φέρει
ένα δίπλωμα απο κεί, γυρίζει γεμάτος ποιητική μέθη και πνευματικές ανησυχίες.
Έχει μια σκεπτικιστική τάση να ερευνά τη μοίρα των φαινομένων. Η φιλοσοφία
του Σοπενχάουερ σφραγίζει την έμπνευσή του, τον κλυδωνίζει στον απαισιόδοξο
στοχασμό. Φαίνεται τούτο και στο ακόλουθο τραγούδι που είναι μια ελεγεία στην
ανελέητη μοίρα και στη ματαιότητα του επιδιωκομένου έργου.

Σημήνη καράβια πού πικρά


μισεύνουν μέσ’ σε καταχνιά...
Πόσα θα χάσουν τα πανιά
σε άνεμους κι άγρια νερά...

Απ’ τα πουλιά πού στα φτερά


παίρνουν τον ήλιο σε φυγή,
πόσα θα βρουν θανή αργή
σε άνεμους κι άγρια νερα...

Κι αν κυνηγάς κάποια χαρά


κ’ έχεις μιά πίστη και μι’ αρχή,
δε θ’ αξειωθείς ανακωχή
σε άνεμους κι άγρια νερά.

Ακατανόητο πικρά
κάθε τραγούδι από ψυχή,
ανώφελο και κούφιο ηχεί
σε ανέμους κι άγρια νερα.

Νάτανε τάχα η πικρή διαπίστωση όπου απολήγει τούτ’η ελεγεία ενα


προαίσθημα για το επερχόμενο σκότος που θα πλάκωνε σύντομα μέσ’στο νού του;
Ένα προανάκρουσμα μήπως για το προβλεπόμενο πάλεμα μέσα στη μανήτα των
κυμάτων της τρέλλας; Ίσως. Μιλούν για κάποια αδυσώπητη κληρονομικότητα
μέσα στην οικογένειά του, μια άπληστη αιμοβόρα μέδουσα που πιθανόν τη
διάβλεπε ο ίδιος ν’απλώνει κατά πάνω του τους στυγερούς πλοκάμους της. Τον
άδραξε νωρίτερα απ’οτι χρησμοδοτούσανε οι φόβοι του. Τρελλάθηκε μόλις
τριάνταεννέα χρόνων. Από κει και πέρα σπάνιο το άνθισμα λίγων τέλειων στίχων.

121
ΚΩΣΤΑΣ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Και τούτο είναι το εκπληκτικό και που κάνει το έργο του πιο θαυμαστό. Όλη η
ποίηση του αναπτύχθηκε μέσα σε περιόρισμα χρόνου, έλαμψε ουράνιο τόξο μέσα
σε μια συναρπαστικά εύφορη νιότη. Και σε θαμπώνει, δεν βρίσκεις τι να της
πρωτοθαυμάσεις. Τη φαντασμαγορία των χρωμάτων; Τη μαγεία των εικόνων;
Την υποβλητικότητα των ιδέων του; Την τέλεια μουσικότητά του; Όλα μαζί. Ο
Εμινέσκου, παιδί Μολδαυών αγροτών που καταξιώθηκε το φιλί των θεών, είναι με
το έργο του η ομορφιά μιας ιδανικής νιότης. Έτσι τον παριστάνουν τ’αγάλματα του
όπου τ’απαντάς στη Ρουμανία – κι απαντάς πολλά. Άλκιμο, ωραίο, υψηλόφρονα.
Μισό στην όψη άνθρωπο και μισό θεό με όψη ανθρώπινη.
Μια γυναίκα κατανόησε πλέρια την υπεροχή, την ομορφιά του. τον αγάπησε
καρτερικά και παράφορα, λάτρης της ποίησης κι αυτή. Έγραψε. Η Βερονίκα Μίκλε.
Του αφιέρωσε τη ζωή της. Τον περίμενε να βγεί απο τα κελλιά της τρέλλας. Άδικα.
Τον περίμενε κι ο θάνατος. Και τον πήρε αυτός. Οι έρωτες των ποιητών δέν έχουν
τύχη. Ίσως γι’αυτή, την αφοσιωμένη, νάναι οι στίχοι:

Αν της ιτιάς κλαρί χτυπά


τη τζαμαρία τη θαμπή,
μνήμη καλή είναι που αγαπά
πάλι στο σπίτι μου να μπεί.

Στης λίμνης το φυρό νερό


αστέρι’αν τρέμουνε πολλά,
είναι τον πόνο τον πικρό
να μου πραύνουν απαλά.

Κι αν από φράχτη συνεφιά


βγαίν’η σελήνη και κοιτά
είναι η θεία σου ομορφιά
που με ακλουθεί παντού πιστά.»

Με το ποίημα αυτό σταματά η αναφορά μου στον Εμινέσκου μέσα στην


Ανθολογία μου. Πιθανόν ο Ρουμάνος αναγνώστης να βρέι κάποιες ανεπαίσθητες
παραλλαγές στην ακριβή απόδοση των λέξεων. Όμως για μένα – και για πολλούς
που γνωρίζουν και ζυγίζουν την λεπτή αξία της ποίησης η απόδοση της σε μια
άλλη γλώσσα δεν σημαίνει μετάφραση λέξεων, αλλά μετάσταση της ψυχής και
του πνεύματος ενός ποιητή στο είκρατο κλίμα μιας άλλης παιδείας.
Κλείνοντας εκφράζω την ξεχωριστή ικανοποίηση μου που αυτή η δίγλωσση
έκδοση του έργου του Εμινέσκου έρχεται να επισημάνει και για το ελληνικό κοινό
την υπέροχη αξία της ποίησης του. Κι ακόμα χαίρομαι γιατί συμμετέχω με τιμή
σε αυτή την έκδοση.

Κώστας ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

122

You might also like