Professional Documents
Culture Documents
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Συντάκτης: Ελένα ΛΑΖΑΡ
Χειρηστής Σηστήματος: Θεοδώρα ΑΒΡΑΜΙΔΗ
Εξώφυλλο: Μαριάνα ΑΛΕΚΟΥ
Πρότυπο: UER Press
821.135.1-1=14=135.1
ΜΙΧΆΙ ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Αναθεωρημένη έκδοση
Βουκουρέστι, 2013
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
5
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
7
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
8
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
9
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
............................................................................
10
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
MORTUA EST!
11
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
12
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
13
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
14
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΓΑΛΑΝΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ
15
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
16
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΟ ΑΣΤΡΟ
17
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ
18
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
19
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΜΟΝΑΞΙΑ
Τα κουρτινάκια χαμηλώνω
σκύβω στο ελάτινο τραπέζι
καρδιοχτυπά η φωτιά στη σόμπα
βαρύς μολύβι είμ’ από σκέψεις.
Μα οι κατσαρίδες, τα ποντίκια
με τη λεπτή περπατησιά τους
στη λύπη με ξαναβυθίζουν
που βιάζεται να γίνει στίχος.
20
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
21
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΠΡΩΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
22
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
23
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
24
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
25
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
26
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
27
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
28
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
29
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Ω, ΜΑΝΑ
30
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΡΙΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
36
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Τίποτ’ άλλο, και σου στέλνω
ένα φίλημα γλυκό.»
................................................................................
Εποχές τέτοιες θρέψαν και ραψωδούς κ’ ιστορικούς,
μα τον αιώνα τούτον τον έχουν κατακλύσει
παλιάτσοι, σαλτιμπάγκοι, άπληστοι και δειλοί.
Μπορώ αιωνίως να ζητώ μες στα παλιά χαρτιά
τους ήρωες; για πείτε μου που είναι οι σημερνοί
«πατριώτες» που διαδέχτηκαν εκείνους τους παλιούς;
Μπροστά σ’ αυτούς, Απόλλωνα, ω, πήγαινε και κρύψου!
Ω ήρωες! που μένετε θαμένοι στη σκιά
ενός ένδοξου χτες, σήμερα είναι της μόδας
χρονικογράφοι να σας σέρνουν έξω από τους τάφους,
ν’ ανακατεύουν το χρυσό αιώνα με τη λάσπη
χοντροκομένης πρόζας, και με σκοπό να ντύσουν
με σας όλους την κούφια μηδαμινότητά τους.
Ω, μείνετε καλύτερα στη σιωπή των τάφων
την ιερή, Βεσσαραβοί και Μουσσατίνοι, σεις,
της χώρας χτίστες, δωρητές νόμων, συνηθειών
που με αλέτρι και σπαθί αυξήσατε τη γη σας,
βάλτους αποξηραίνοντας απ’ τα βουνά ως τους γιαλούς,
κι απ’ τις κοιλάδες μέχρι το γαλάζιο Δούναβή μας.
Δε θα μπορούσε να ’ναι ίδια σοφό μεγάλο
το Σήμερα; Ρωτώ, μα ποιός θα μ’ απαντήσει;
Που να βρεθεί ένα κόσμημα λαμπρό ανάμεσά μας;
Γεννιέται η δόξα σήμερα στα καφενεία, στους δρόμους,
Έχουμε άνδρες που μάχονται με δόρατα ρητορικά
και τους χειροκροτεί ανίδεος ο συρφετός στους δρομούς,
της χώρας τσαρλατάνοι κι επιχειρηματίες
που περπατάτε στο σχοινί σαν ισοροπιστές,
μάσκες μιάς κωμωδίας, όλοι στεφανωμένοι!
Μιλά ο φιλελεύθερος περί πατρίδος και αρετής,
σαν να ’ταν η ζωή του ως κρύσταλλο καθάρια,
φιλοδοξώντας να ’χει γι’ ακροατή, έστω έναν
θαμώνα καφενείου που ως τον ακούει σαρκάζει.
Από μακριά βλέπει κανείς την ψυχική του ασχήμια,
το φαντασμένο ύφος του, την κούφια κεφαλή του,
το βλέμμα του που σε κοιτά λες μέσα από τα θάμνα,
το σαν του χοίρου ρύγχος του, την έπαρση, το στόμφο.
Μαύρος, κυρτός, αχόρταγος και στην κλεψιά επιτήδειος
στους φίλους του διηγάται τις μπούρδες του, που ωστόσο
φροντίζει να μουσκεύει καλά με δηλητήριο.
Στα χείλη του προβάλλει πάντα τη λέξη αρετή
37
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
μα εντός του έχει πίστη την κάλπικη μονέδα.
Και πεμπτουσία τη βρωμιά απ’ την κορφή ως τα νύχια.
Σαν πρόκειται ομοίους του ν’ αναγνωρίσει, ρίχνει
το δύσμορφο αυτό πλάσμα, το τέρας, ένα γύρο
ματιές που μοιάζουν μ’ ερπετά που βγαίνουν απ’ τις κόγχες.
Και να σκεφτείς πως σήμερα ανάμεσα σ’ αυτούς
η χώρα μας διαλέγει τους εκλεκτούς της όλους!
Άνδρες που θα’πρεπε να ζουν στον άγιο Γκολία
ζουρλομανδύες φορώντας και σκούφους στο κεφάλι,
νομοθετούν για μας, και μας φορτώνουν φόρους,
και μας μιλάνε ακόμα και για φιλοσοφία.
Οι πατριώτες! οι ενάρετοι! καταστημάτων ιδρυτές
κι εργοστασίων, όπου βράζοντας ξεχειλίζει
όλη η υποκρισία τους σε λόγια και σε πράξεις,
και που μ’ ευλάβεια αλεπούς πιάνουν τις θέσεις όλες
(όπως και τα στασίδια τους μέσα στην εκκλησία)
επευφημώντας μορφασμούς, τραγούδια και παιχνίδια...
Ύστερα συναθροίζονται μες στη Βουλή του Έθνους
για ν’ αποσπάσουν θαυμασμούς κι επευφημίες, κάτι
Βούλγαροι χοντροτράχηλοι κι Έλληνες μακρομύτες.
Και ισχυρίζονται, όλοι αυτοί οι φλύαροι φωνακλάδες,
η σαρκοβόρα φάρα των Βουλγαρο-Γραικών,
έγγονοι οτ’ είν’ του Τραϊανού και καθαροί Ρουμανοί!
Κι αυτός ο αφρός του φαρμακιού, αυτό το σκυλολόι
της λέρας, της κοπριάς, το άθλιο κατατακάθι,
να διαφεντεύει σήμερα τη χώρα μας κι εμάς!
Όσοι θεωρούνται εκτρώματα στις χώρες τους, τρελοί,
όσοι φέρνουν στο σώμα τους τις μάρκες της σαπίλας,
ανήθικοι απάτριδες, άπληστοι, δολοπλόκοι,
ολόκληρου του Φαναριού οι είλωτες αυτοί
πουλήθηκαν στη χώρα μας κι αυτοί ’ναι οι πατριώτες!
Κι έτσι, τραυλοί, ηλίθιοι, φλύαροι μωρολόγοι,
κι ακόμα στραβοστόμηδες με κήλες κρεμασμένες,
έγιναν ανεμπόδιστα κύριοι αυτού του έθνους!
Πως είναι δυνατόν εσείς οι μοχθηροί, οι γυναικωτοί
να λέτε ότι είσαστε απόγονοι της Ρώμης!
Ντρέπεται η ανθρωπότητα εσάς τους μαλθακούς,
σαχλούς κι ανώμαλους μαζί να ονομάσει άντρες!
Και όμως η σιχαμερή πανούκλα αυτού του κόσμου
δεν ντρέπεται στα ηλίθια τα χείλη της να φέρει
τη δόξα του λαού μας που τη χλευάζει κιόλας!
Το θράσος αυτοί να’χουν, το άγιο όνομά σου,
Πατρίδα μου, να βάζουν στο έκφυλό τους στόμα!
38
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Σε καταγώγια κυνισμού κ’ ηδονικής αργίας
με τις διαφθαρμένες τους συμβίες στο Παρίσι
συχνάζουν κι επιδίδονται σε όργια αισχρά.
Εκεί έχετε τα πλούτη σας γι’ ασφάλεια καταθέσει,
τα νιάτα σας ξοδεύοντας με τη χαρτοπαιξία...
Τι έχει να πάρει από σας η Δύση και καυχιέστε;
Τίποτα σεις δεν έχετε να δώστε σε κανένα.
Τη μόρφωση, το πνεύμα μας εσείς το ξεπερνάτε
με αρώματα, πομάδες κι ένα μονόκλ στο μάτι,
κι ως όπλο επιδεικνύετε μιαν αστεία «προμενάντ»...
Μαραζωμένοι πρόωρα, μα με μυαλά παιδιού,
για επιστήμη έχετε εσείς αποστηθίσει
έν’απ’ τα βαλς του Μπάλ-Μαμπίλ, και τύχη φέρνει, λέτε,
μαζί σας πάντα να ‘χετε μιας πόρνης το πασούμι.
Ω των Ρωμαίων απόγονοι, πως να μη σας θαυμάζω!
Η παγερή μας σκεφτική μορφή σας προκαλεί
φόβο, και ξαφνιαζόσαστε γιατί τα ψέματά σας
δεν έχουνε πια πέραση, στον ίδιο τούτο τόπο.
Αλλά σ’ αυτό δε φταίμ’ εμείς. Σαν βλέπουμε αυτούς
που λεν μεγάλα λόγια, να μην κάνουνε άλλο
απ’ το να κυνηγάνε το χρήμα και το κέρδος
και να το πετυχαίνουνε δίχως κανένα κόπο,
τι θέτε να σκεφτούμε; Σήμερα, όσο κι αν είναι
οι φράσεις σας ωραίες, δε μας εξαπατούν!
Σήμερα άλλοι σφάλλουν, άρχοντες, όχι εμείς!
Πια ξεμασκαρευτήκατε πολύ. Ξεσκίζοντας τη χώρα
αυτή, στη χλεύη, στην ντροπή ρίξατε το λαό μας.
Πολύ χλευάσατε τη γλώσσα μας, τ’ αυτόχθονά μας ήθη,
τους πρόγονούς μας, τα έθιμα που μας κληροδοτήσαν,
παραπλανώντας πάντα, δε δείξατε ποτέ
το πόσο είσαστε δόλιοι κι ουτιδανοί μαζί.
Το άκοπο κέρδος, να ο μόνος σας ο πόθος!
Η αρετή; επιδίωξη των ηλιθίων. Το πνεύμα;
Αλίμονο, σ’ αυτούς που το καλλιεργούν.
Μα αφίσετε τουλάχιστο ήσυχους να κοιμούνται
τους πρόγονούς μας μέσα στη σκόνη των αρχείων,
αφού αντικρύζοντάς σας, μέσα απ’ το παρελθόν τους
το επικό, ανελέητα θα σας ειρωνευτούνε.
Κι έλα, πρίγκιπα Τσέπες, και πάρε όλους αυτούς
και χώρισέ τους σε τρελούς, ηλίθιους και κακούργους.
Σε δυό μεγάλες φυλακές κλείσε τους με τη βία,
κ’ ύστερα με το χέρι σου, Τσέπες, βάλε φωτιά,
το ίδιο όπως στα κάτεργα και στα φρενοκομεία!
39
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Ο ΥΠΕΡΙΩΝ
Ήτανε μοναχοκόρη
κι έτσι ωραία όσο καμμιά,
σαν φεγγάρι μες στ’ αστέρια
μες στους Άγιους Παναγιά.
Ακλουθώντας τη γλιστράει
λαμπερός στην κάμαρά της
και με σπίθες της υφαίνει
ένα φλόγινο πλεμάτι.
Το κοιτά χαμογελώντας,
τ’ Άστρο τρέμει στο γυαλί,
στ’ όνειρο τη συνοδεύει
στην ψυχή της να δεθεί.
Μ’ αναστεναγμό βαθύ
του λέει στον ύπνο της: «Καρδιά μου,
γλυκέ αφέντη της ζωής μου
τι δεν έρχεσαι κοντά μου;
41
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Ξανθομάλλης Βοεβόδας
μοιάζει, κόσμος, στο γυμνό
ώμο, συγκρατεί σεντόνι
σαν χιτώνα γαλανό.
42
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
43
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
44
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Μα αν θες ν’ αγαπηθούμε
μ’ αφοσίωση στη γη,
ω, κατέβα, Υπερίων,
γίνε ένας θνητός κι εσύ.»
45
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Όμορφη – π’ ανάθεμά με –
που ‘χει γίνει... Ε χαζέ
Καταλίν, δε δοκιμάζεις;
η ώρα σου ήρθε για μεζέ...
46
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Έκπληκτη κι ονειροπόλα,
το θρασύ έφηβο ακούει,
με ντροπαλοσύνη αρνιέται
όμως δεν τον αποκρούει.
47
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Δάκρυα πλημμυρισμένη
σιωπηλά τα μάτια κλειώ,
σαν τα κύματα αναρέουν
τα νερά τους προς αυτό.
48
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
– «Πατέρα, απελευθέρωσέ με
απ’ του αθανάτου το ζυγό,
κι ας είσαι δοξασμένος πάντα
απ’ τα σύμπαντα γι’ αυτό.
49
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
50
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
51
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
52
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
53
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
54
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
55
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
MEMENTO MORI
(Το πανόραμα της ματαιότητας)
Λάμνε βάρκα της ζωής μου στο στιλπνό κύμα του ονείρου
εκεί που νερά αγιασμένα όχθες άφθαστες υψώνουν
στους δαφνώνες τους χλωρούς, τους αριούς κυπαρισσώνες,
κει που στα κλαδιά τα μαύρα κλαίει πάντα ένα τραγούδι,
και που περπατούν οι άγιοι, μ’ όλο φως μακρούς χιτώνες,
κει που απλώνεται η χώρα του αυτοκράτορα θανάτου
με το πρόσωπο τ’ ωραίο και τα μαύρα τα φτερά του.
56
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
57
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
58
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
59
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
60
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
61
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
62
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
63
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
64
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
65
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
66
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
67
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
68
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
69
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
70
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
71
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
72
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
II
73
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
74
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
75
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
76
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
77
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
78
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
79
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
80
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
81
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
82
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
83
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
84
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
85
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΝΥΣΤΑΓΜΕΝΑ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ
Νυσταγμένα τα πουλιά
τρέχουν στις φωλιές ομάδι
να κρυφτούν μες στα κλαδιά –
καλό βράδυ.
86
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΟΙ ΒΡΥΚΟΛΑΚΕΣ
Ι
…Και χάθηκε όπως χάνεται ο κα-
πνός πάνω απ’ τη γη. Σαν τον ανθό
μαράθηκε, θερίστηκε σαν χόρτο, το
χώμα την εσκέπασε, σ’ ένα σεντόνι
τυλιγμένη...
87
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
88
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
89
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΙΙ
90
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
91
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
92
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
93
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΙΙΙ
94
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
95
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
96
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
97
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΚΑΜΑΝΤΕΒΑ
98
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΥΣΤΑΤΟΣ ΠΟΘΟΣ
Κανείς να μη μ’ ακολουθήσει
στο προσκεφάλι μου να χύσει
δάκρυα. Θα ‘θελα μονάχα
σαν μουσική στερνή μου να ‘χα
του φθινοπώρου τις φωνές
στις μαραμένες φυλλωσιές.
Καθώς οι ασίγαστες παφλάζουν
πηγές και δέρνονται κι αδειάζουν
και το φεγγάρι αχνογλιστρά
στα ελάτια τα βασιλικά,
κουδουνιών ήχους να μου φέρει
το κρύο της βραδυάς αγέρι,
και πάνω μου η φλαμουριά
να ρίχνει τ’ άγια της κλαδιά.
99
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
100
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
101
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
102
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
103
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
104
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
105
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΑΝΤΑΜΩΣΗ ΜΕ ΤΟ ΔΑΣΟΣ
106
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
…………………………………………….
107
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
108
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Οι γαλανές βουνοκορφές
στους μικρούς λόφους χαμηλώνουν
και ξεσκεπάζουν τ’ άστρα, δες,
και στα νερά πάνω τ’ απλώνουν.
109
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Ω, ΜΕΙΝΕ...
110
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
111
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
112
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
113
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΣΟΝΕΤΟ
114
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΙ ΔΡΟΣΕΡΗ...
115
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
116
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ
117
ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΚΙ ΑΝ...
118
Ο ΜΙΧΑI ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Πρέπει να ομολογούμε τις αλήθειες.
Μολονότι η Ελλάδα και η Ρουμανία συμπορεύτηκαν κοινωνικά κατά τις
πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας ως την έκρηξη του δεύτερου μεγάλου ευρωπαϊκού
πολέμου και είχαν με καλές φιλικές διπλωματικές σχέσεις την ίδια σχεδόν
πολιτιστική ανάπτυξη, παρατηρούνται σημαντικά κενά στην αμοιβαία σωστή
ενημερώση της πνευματικής τους ζωής. Ένα απο αυτά πρέπει να θεωρείται η
έλλειψη καλής γνωριμίας και αποδοχής του έργου του Μιχάι Εμινέσκου στην
Ελλάδα. Ανάλογο φρονώ οτι θα είναι – για παράδειγμα – το κενό της απήχησης
της πολυδιάστατης ποιητικής προσφοράς του μεγάλου Έλληνα Κωστή Παλαμά
στη γειτονική αγαπητή χώρα. Βέβαια, σε τούτο το κενό, καθώς και σε άλλα
που παρουσιάζονται κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες στην εκδοτική ζωή της
Ρουμανίας με περιπτώσεις σπουδαίων Ελλήνων συγγραφέων που αγνοούνται,
είχε συμβάλει σε φοβερό βαθμό η κομματική μεροληψία – και από τις δύο
πλευρές – που έφθασε να παρουσιάζει λανθασμένη και παραμορφωτική εικόνα
της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό. Με δύο λόγια, σε αυτή την έξω από
τα σύνορα προβολή ποιητών και πεζογράφων, έχουν παραμερίσει και αγνοήσει
άξιοι, ζώντες και νεκροί.
Και για τούτο ακριβώς πρέπει να εκτιμηθεί η αγνή πρωτοβουλία μιάς άξιας
Ελληνίδας ποιήτριας, της Ρίτας Μπούμη Παπά, που επιχείρησε ν’αποδώσει
ελληνικά το έργο του Εμινέσκου. Χάρη στις ικανότητες που είχε – λυρικό τάλαντο
με αμεσότητα συγκίνησης και ευδόκιμη μεταφραστική επιδεξιότητα – καταξιώνει
να προσφέρει στον Έλληνα αναγνώστη μ’έναν πολυσέλιδο τόμο, ωραία απόδοση
ποιημάτων του Εμινέσκου. Πρόκειται για μια ευλαβή και σεβαστή εργασία, άξια
ιδιαίτερης αναφοράς.
Πέρα απο αυτή τη συστηματική περίπτωση οι εμφανίσεις μεταφράσεων
ποιημάτων του Εθνικού Ρουμάνου ποιητή και μελετών για το έργο του είναι
στην Ελλάδα σποραδικές και ατακτοποίητες ακόμα. Οι αναφορές στη ζωή και
στο έργο του δεν έχουν λέιψει, απ’όσο θυμάμαι, σε λογοτεχνικά περιοδικά και
ραδιοφωνικές εκπομπές. Όμως, απ’ότι γνωρίζω, και είναι μάλλον βέβαιο αυτό,
κανένας φιλόλογος δεν έχει επιδοθεί ως τώρα να τις καταγράψει μεθοδικά. Ας
ελπίσουμε οτι αυτό θα συμβεί σύντομα και σωστά. Πρέπει.
Για το θέμα αυτό μόνο προσωπικά μπορώ να μιλήσω. Κι έχω να αναφέρω οτι
αρκετές φορές γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στις αρχές της δεκαετίας
τον ’70 πολλές φορές ασχολήθηκα με το έργο του Εμινέσκου από τις τακτικές
εβδομαδιαίες εκπομπές που είχα. Και αυτό οφειλόταν σημαντικά - είναι δίκαια
να το αναφέρω – και στις παραινέσεις του Ρουμάνου πρεσβευτή στην Ελλάδα,
του συγγραφέα και καλού φίλου, Ιον Μπράντ, που ενδιαφερόταν έμπρακτα για
την ανάπτυξη των πνευματικών σχέσεων των δύο χωρών και στην αμοιβαία
119
ΚΩΣΤΑΣ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ
προβολή των λογοτεχνικών αξιών τους. Ως ένα σημείο μάλιστα απο αυτό τον
ζήλο του ξεκίνησε και η παραίνεσή του προς εμένα για να επιδοθώ στην απόδοση
μιας Ανθολογίας Ρουμάνων Ποιητών, μια παραίνεση που συνέπιπτε με την
προθυμία για συνεργασία γι’αυτό το σκοπό του καλού ποιητή Αουρέλ Ρέου και
της αλησμόνητης ελληνίστριας Πολυξένης Καράμπη.
Η Ανθολογία αυτή πραγματοποιήθηκε κι εκδόθηκε στο τέλος του 1968.
Άρχιζε με επιλογή ποιημάτων του Τούντορ Αργκέζι κι έφτανε ως την παρουσίαση
νεότερων τότε ποιητών, κάνοντας μια διαδρομή εβδομήντα δημιουργών. Όμως
δεν απουσιάζουν απο αυτόν τον τόμο και οι πρίν απο τον Αργκέζι άξιοι ποιητές,
οι «κλασικοί». ‘Ολοι τους αναφέρονται στην εκτεταμένη πολυσέλιδη εισαγωγή.
Και ο Μιχάι Εμινέσκου, κορυφαίος και πρωτοπόρος, έχει τις ακόλουθες σελίδες:
«Η άνθηση της ρουμάνικης ποίησης ήρθε με την εμφάνιση του Μιχάι
Εμινέσκου (1850-1889). Δεν πρόκειται απλά για ένα ταλέντο, αλλά για μιά
τεράστια μεγαλοφυία πληθωρικού οίστρου που άνοιξε κρουνούς εμπνεύσεων και
πότισε τον λυρικό λόγο των Ρουμάνων. Κανένας δεν τον φτάνει. Κι ας έζησε ούτε
σαράντα χρόνια κι ας πέρασε τα δέκα, τα πιό ώριμα από αυτά, μέσ’στα κελλιά
της τρέλλας. Ο Εμινέσκου και με τούτο ακόμα - την σφριγηλή ποιητική εφηβεία
του - ανήκει στην εκλεκτή οικογένεια των κορυφαίων ρωμαντικών λυρικών της
Ευρώπης. Το έργο του πολυφωνικό και πολύμορφο, βασικά πάνω απο σχολές
και ιδέες. Δεν προσδένεται σε «ισμούς», δεν κατατάσσεται. Πως να δεθεί ο
χείμαρρος; Αφήνεται. κι οτι στο πότισμά του ανθίσει. Μεγαλόπρεπος συχνά,
αισθαντικά μουσικός, τρυφερός σε άλλους στίχους. Μυστηριακός κάποιες φορές,
αποροφημένος απ’την έλξη του αχανούς ανερεύνητου σύμπαντος, μεταφυσικός.
Καθάριος, διαυγής, πράος σε άλλα τραγούδια του. Παράδειγμα:
Σε τι ησυχία χερουβική
σεπτή σελήνη πλέει.
Βλέπει την πλάση ονειρική
και «Καληνύχτα» λέει.
120
ΚΩΣΤΑΣ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ακατανόητο πικρά
κάθε τραγούδι από ψυχή,
ανώφελο και κούφιο ηχεί
σε ανέμους κι άγρια νερα.
121
ΚΩΣΤΑΣ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Και τούτο είναι το εκπληκτικό και που κάνει το έργο του πιο θαυμαστό. Όλη η
ποίηση του αναπτύχθηκε μέσα σε περιόρισμα χρόνου, έλαμψε ουράνιο τόξο μέσα
σε μια συναρπαστικά εύφορη νιότη. Και σε θαμπώνει, δεν βρίσκεις τι να της
πρωτοθαυμάσεις. Τη φαντασμαγορία των χρωμάτων; Τη μαγεία των εικόνων;
Την υποβλητικότητα των ιδέων του; Την τέλεια μουσικότητά του; Όλα μαζί. Ο
Εμινέσκου, παιδί Μολδαυών αγροτών που καταξιώθηκε το φιλί των θεών, είναι με
το έργο του η ομορφιά μιας ιδανικής νιότης. Έτσι τον παριστάνουν τ’αγάλματα του
όπου τ’απαντάς στη Ρουμανία – κι απαντάς πολλά. Άλκιμο, ωραίο, υψηλόφρονα.
Μισό στην όψη άνθρωπο και μισό θεό με όψη ανθρώπινη.
Μια γυναίκα κατανόησε πλέρια την υπεροχή, την ομορφιά του. τον αγάπησε
καρτερικά και παράφορα, λάτρης της ποίησης κι αυτή. Έγραψε. Η Βερονίκα Μίκλε.
Του αφιέρωσε τη ζωή της. Τον περίμενε να βγεί απο τα κελλιά της τρέλλας. Άδικα.
Τον περίμενε κι ο θάνατος. Και τον πήρε αυτός. Οι έρωτες των ποιητών δέν έχουν
τύχη. Ίσως γι’αυτή, την αφοσιωμένη, νάναι οι στίχοι:
Κώστας ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
122