You are on page 1of 9

Άννα Αχμάτοβα, δέκα ποιήματα

Μετάφραση από τα ρωσικά: Γιώργος Τσακνιάς

[Πώς μπορείς να κοιτάξεις τον Νέβα;]

Πώς μπορείς να κοιτάξεις τον Νέβα;


Πώς τολμάς να σταθείς στο γεφύρι;
Δεν είν’ τυχαίο που με λένε θλιμμένη
απ’ την πρώτη στιγμή που σε είδα.
Αιχμηρά τα φτερά των αγγέλων του σκότους,
η ημέρα της κρίσης πλησιάζει
και βαθυκόκκινες φωτιές
σαν τριαντάφυλλα ανθίζουν στο χιόνι.

1914

[Σαν άσπρη πέτρα μέσα στο πηγάδι…]

Σαν άσπρη πέτρα μέσα στο πηγάδι,


μια ανάμνηση εντός μου επιμένει.
Ούτε μπορώ ούτε θέλω να τη διώξω:
είναι χαρούμενη μαζί και λυπημένη.

Μου φαίνεται πως θα τη δει αμέσως


όποιος βαθιά στα μάτια με κοιτάξει.
Και θ’ απομακρυνθεί συλλογισμένος
σαν για μια θλιβερή ν’ άκουσε πράξη.

Ξέρω πως οι θεοί μεταμορφώναν


ανθρώπους σ’ αντικείμενα μ’ αισθήσεις
ώστε να ζουν παντοτινά οι εξαίσιες θλίψεις·
ως η ανάμνησή μου εσύ θα ζήσεις.

1916

[Η πόλη χάθηκε…]

Η πόλη χάθηκε. Στο τελευταίο σπίτι


ένα παράθυρο σαν ζωντανό κοιτούσε…
Τελείως άγνωστος είναι αυτός ο τόπος,
φωτιά μυρίζει, ο κάμπος είναι σκοτεινός.
Μα όταν το πέπλο ξαφνικά της καταιγίδας
στα δυο αβέβαιη το έσκισε η σελήνη
είδαμε στο βουνό και προς το δάσος
που ερχόταν ένας άνθρωπος κουτσός.

Ήταν παράξενο πώς πέρασε της τρόικας


τ’ άλογα -δυνατά, καλοθρεμμένα-,
στάθηκε λίγο και ξανάρχισε κουτσαίνοντας
να κουβαλάει το φορτίο του το βαρύ.

Σχεδόν που δεν μπορέσαμε να δούμε


πώς ξαφνικά φάνηκε δίπλα στην καλύβα.
Σαν άστρα έλαμπαν τα γαλανά του μάτια
φωτίζοντας την κουρασμένη του μορφή.

Έτεινα προς εκείνον το παιδί,


το χέρι σήκωσε ψηλά το ροζιασμένο
κι ευλόγησε με δυνατή φωνή:
«Να ζήσει ο γιος σου χίλια χρόνια ευτυχισμένος!»

1916

[Να σηκωθώ νωρίς με τα χαράματα…]

Να σηκωθώ νωρίς με τα χαράματα


απ’ τη χαρά που μέσα μου φουντώνει
να δω τα καταπράσινα νερά
από το φινιστρίνι της καμπίνας.
Ή πάνω στο κατάστρωμα, στην τρικυμία,
χωμένη μες στο γούνινο παλτό μου
να αφουγκράζομαι της μηχανής τους χτύπους.
Τίποτα να μη σκέφτομαι,
μόνο να περιμένω τη συνάντηση
με κείνον που το άστρο μου έχει γίνει,
κι απ’ το νερό και την αλμύρα
να ξανανιώνω ώρα με την ώρα.

1917

[Εκεί ο ίσκιος μου απόμεινε θλιμμένος…]

Εκεί ο ίσκιος μου απόμεινε θλιμμένος


και ζει ακόμη στο ίδιο μπλε δωμάτιο.
Μεσάνυχτα έχει καλεσμένους απ’ την πόλη
και μια εικόνα σμάλτινη φιλάει.
Μα και στο σπίτι δεν είναι όλα ρόδινα:
Το τζάκι ανάβει, κι όμως έχει σκοτεινιά…
Μήπως γι’ αυτό πλήττει η καινούργια η κυρά
κι ο νοικοκύρης το ’χει ρίξει στο κρασί
κι ακούσει πίσω από τον τοίχο τον στενό
τον καλεσμένο μου που επίσκεψη έχει έρθει;

1917

[Και φαίνεται πως η φωνή του ανθρώπου…]

Και φαίνεται πως η φωνή του ανθρώπου


δεν πρόκειται ποτέ να ηχήσει εδώ,
της εποχής του λίθου ο άνεμος μονάχα
χτυπά τις μαύρες πύλες.
Μου φαίνεται πως έχω επιζήσει
μονάχα εγώ κάτω απ’ αυτόν τον ουρανό
γιατί εγώ ήμουν που θέλησα η πρώτη
απ’ του θανάτου το κρασί να πιω.

1917

[Ήταν πολύ τρομακτικό να ζεις σ’ αυτό το σπίτι…]

Ήταν πολύ τρομακτικό να ζεις σ’ αυτό το σπίτι


και ούτε η θέρμη της πατρικής εστίας,
ούτε η κούνια που είχε μέσα το παιδί μου,
ούτε που ήμασταν κι οι δυο μας τόσο νέοι
και όνειρα γεμάτοι,
δε σίγαζαν την αίσθηση του φόβου.
Κι έμαθα να την κρύβω μ’ ένα γέλιο,
και άφηνα μια κούπα με κρασί
και λίγα ψίχουλα, για κείνον που τη νύχτα
σαν το σκυλί την πόρτα γρατζουνούσε
ή κοίταζε απ’ το παραθυράκι,
ενώ εμείς πασχίζαμε σιωπώντας
να μην κοιτάμε τι γινόταν στον καθρέφτη,
ούτε ποιανού τα βήματα στη σκάλα
ηχούσανε βαριά μέσ’ στο σκοτάδι,
λες κι από λύπηση σιωπούσαμε, με οίκτο.
Κι εσύ έλεγες, παράξενα γελώντας:
«Ποιον κουβαλάνε τάχα από τη σκάλα;»
Τώρα εσύ ’σαι κει που όλα τα ξέρουν·
πες μου: τι ζούσε, έξω από μας, σ’ αυτό το σπίτι;

1921

[Πάνω απ’ τη λίμνη στάθηκε η σελήνη…]

Πάνω απ’ τη λίμνη στάθηκε η σελήνη


και μοιάζει με παράθυρο ανοιχτό
σε κάποιο ήσυχο και φωτισμένο σπίτι
όπου συνέβη κάτι τρομερό.

Μην έφεραν νεκρό τον νοικοκύρη;


Μην κλέφτηκε με κάποιον η κυρά;
Μην το παπούτσι βρέθηκε της κόρης
που χάθηκε στης λίμνης τα νερά;

Δεν φαίνεται απ’ τη Γη. Το μέγα κρίμα


το νιώσαμε και έπεσε σιωπή.
Ο γκιώνης έκλαιγε θλιμμένα και στον κήπο
ακούγονταν του ανέμου η βουή.

1922

[Όποτε κάποιος άνθρωπος πεθαίνει…]

Όποτε κάποιος άνθρωπος πεθαίνει


αλλάζει η μορφή του στα πορτρέτα.
Αλλιώς κοιτούν τα μάτια του, στα χείλη
διαγράφεται ένα χαμόγελο άλλο.
Αυτό το παρατήρησα γυρνώντας
απ’ την κηδεία κάποιου ποιητή μας.
Έκτοτε το βεβαίωσα πολλάκις
κι επαληθεύτηκε η θεωρία πλήρως.

1940

[Έχουν τρεις εποχές οι αναμνήσεις…]

Έχουν τρεις εποχές οι αναμνήσεις.


Κι η πρώτη – σαν τη χθεσινή ημέρα.
Η ψυχή κάτω απ’ τον ευλογημένο θόλο τους
και το σώμα στην ευλογία της σκιάς τους.
Ακόμη δεν έσβησε το γέλιο, τα δάκρια ποτάμι,
ένας λεκές από μελάνι στο τραπέζι δεν σκουπίστηκε.
Σαν χαραγμένο στην καρδιά είναι το φιλί,
μοναδικό, αποχαιρετιστήριο, αλησμόνητο…
Αυτό όμως δεν κρατά πολύ…
Ο θόλος δεν υπάρχει πια, και κάπου
σ’ ένα προάστιο ανιαρό ένα μονάχο σπίτι,
όπου έχει κρύο το χειμώνα, ζέστη το καλοκαίρι,
όπου έχει αράχνες και στα πάντα επάνω σκόνη,
όπου οι φλογερές επιστολές γίνονται στάχτη
και στα κλεφτά αλλάζουν τα πορτρέτα,
οι άνθρωποι έρχονται εδώ σάμπως σε τάφο,
όταν γυρνούν πλένουν τα χέρια με σαπούνι,
στα γρήγορα σκουπίζουν ένα δάκρυ
στα κουρασμένα βλέφαρά τους – και βογκάνε…
Περνούν οι ώρες όμως, η άνοιξη
ξανάρχεται, κι ο ουρανός ροδίζει,
αλλάζουν όνομα οι πόλεις,
δεν ζούνε πια οι μάρτυρες των γεγονότων,
δεν έχεις με ποιον να κλάψεις, με ποιον να θυμηθείς.
Σιγά σιγά απομακρύνονται οι ίσκιοι,
που άλλο πια εμείς δεν τους καλούμε,
που ο γυρισμός τους θα ’ταν φοβερός για μας.
Κι όταν ξυπνάμε βλέπουμε πως έχουμε λησμονήσει
τον δρόμο που οδηγεί σ’ αυτό το σπίτι,
κι ενώ η ντροπή και ο θυμός μας πνίγει
τρέχουμε εκεί, μα (όπως γίνεται στον ύπνο)
είναι όλα αλλιώς: άνθρωποι, πράγματα και τοίχοι,
κανείς δεν μας γνωρίζει – είμαστε άλλοι.
Σε λάθος μέρος ήρθαμε… Θεέ μου!
Και έρχεται η πιο πικρή στιγμή: όταν θα δούμε
πως δεν μπορούσαμε να έχουμε κρατήσει
αυτό το παρελθόν μες στη ζωή μας,
κι αυτό σχεδόν μας είναι τόσο ξένο
όσο του γείτονα, στο διπλανό διαμέρισμα,
ούτε όσους έφυγαν να έχουμε γνωρίσει,
και πως εκείνοι που έτυχε κι οι δρόμοι μας χωρίσαν
τα πήγαν μια χαρά δίχως εμάς – και μάλιστα
τόσο το καλύτερο…

1945
Η Αχμάτοβα από τον Κουζμά Πετρόφ Βόντκιν (1922)
Όχι, δεν ζήτησα τον ξένον ουρανό,
ούτε φτερούγας ξένης προστασία –
ήμουν με τον λαό μου τότε εδώ
όπου ο λαός μου ζούσε μες στη δυστυχία.

[1961]

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

Στα φοβερά χρόνια της γιεζόφσινα, πέρασα δεκαεπτά μήνες περιμένοντας στην
ουρά, μπροστά στις φυλακές του Λένινγκραντ. Μια μέρα, κάποιος με
«αναγνώρισε». Τότε μια γυναίκα που στεκόταν πίσω μου και δεν είχε ακούσει
βέβαια ποτέ της τ’ όνομά μου, ξύπνησε απ’ την άκαμπτη νάρκη όπου πέφταμε όλοι
μας και με ρώτησε με τα μελανιασμένα χείλη της, σκύβοντας στ’ αυτί μου (εκεί,
όλοι μίλαγαν ψιθυριστά):
– Κι αυτό, μπορείτε να το περιγράψετε;
Κι εγώ της είπα:
– Μπορώ.
Τότε, κάτι σαν χαμόγελο γλίστρησε πάνω σ’ αυτό που ήταν κάποτε το πρόσωπό
της.

1η Απριλίου 1957,
Λένινγκραντ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ήταν τότε που μόνο ο νεκρός χαμογέλαε κι όταν


τη γαλήνη απολάμβανε. Κι άχρηστη σαν κατιμάς
όλη η πόλη του Λένινγκραντ ταλαντευόταν
στις υγρές φυλακές της σιμά.
Κι ήταν τότε που πια απ’ το μαρτύριο τρελές και χαμένες
των κατάδικων βάδιζαν κιόλας οι φάλαγγες. Στη διαπασών
όλο σφύριζαν σύντομα χαίρε κλαμένες,
οι σειρήνες σφυρίζαν αργά των ατμομηχανών.
Του θανάτου τ’ αστέρια ψηλά ακινητούσαν,
διπλωμένη στα δυο η αθώα Ρωσία καταγής,
με αιματόβρεχτες μπότες καθώς την πατούσαν
και με λάστιχα οι μαύρες οι κλούβες στο φως της αυγής.

Συνοδεία σε πήραν καθώς χάραζε η μέρα,


από πίσω σου βάδιζα σαν σ’ εκφορά,
τα παιδιά στο σκοτάδι της κάμαρας κλαίγαν
και στο εικόνισμα στάζαν εμπρός τα κεριά.
Πα στα χείλη σου η ψύχρα της άγιας εικόνας.
Τον ιδρώ του θανάτου στο μέτωπο δεν τον ξεχνώ.
Σαν των δόλιων στρελτσύ 1 τις γυναίκες, πεσμένη στο χώμα,
δίπλα εκεί στου Κρεμλίνου τους πύργους θα ουρλιάζω κι εγώ.
1935

Ποιος να σ’ το ’λεγε τότε που οι φίλοι σου


φιλενάδα τους σ’ έλεγαν κι έτοιμο το ’χες το σκώμμα
κι αμαρτάνοντας πρόσφερες τ’ άλικα χείλη σου,
στη ζωή σου να πάθεις τι σου ’μελλε ακόμα.
Στη ουρά τριακοστή με το δέμα σου
να σταθείς στα Κρεστύ 2 και μπροστά να κοιτάς
και με δάκρυα καυτά, με το αίμα σου,
του χειμώνα τον πάγο να καις, να τρυπάς.
Στο προαύλιο μια λεύκα κουνάει τα κλαδιά λυπημένη
κι ούτε θρόισμα ακούγεται – κι όμως κει στα κελιά
πόσοι αθώοι πεθαίνουν και πάνε χαμένοι…

Οι βδομάδες σαν πουλιά πετάνε


τι συνέβη ποιος θα μου το πει;
Πώς σε κοίταζαν στη φυλακή
οι λευκές οι νύχτες, που καταραμένες να ’ναι,
πώς και τώρα σε ξανακοιτούν
με αετίσιο μάτι φλογερό
και για τον ψηλό σου τον σταυρό
και για θάνατο μιλούν.

1939

ΠΡΟΣ ΘΑΝΑΤΟΝ

Έτσι κι αλλιώς θα ’ρθεις, γιατί όχι τούτη τη στιγμή:


Σε περιμένω, αδύνατο να επουλωθεί το τραύμα.
Όλα τα φώτα τα ’σβησα κι η πόρτα μου ανοιχτή,
να μπεις εσύ καθημερνός και σπάνιος ως θαύμα.
Όποια μορφή σ’ αρέσει πάρε για να ’ρθεις,
σαν βλήμα εισόρμησε και σκότωσέ με
ή μ’ ένα ζύγι ζύγωσε σαν έμπειρος ληστής
ή με του τύφου τον καπνό φαρμάκωσέ με.
Ή ως μύθος που ’χεις σοφιστεί και λες από καιρό
κι όλοι τον μάθαν πια μέχρι ναυτίας, μέχρι κόρου,
ώστε το μπλε πηλήκιο 3 στην αυλή να δω
κι από τον τρόμο του χλωμό τον θυρωρό μου.
Το ίδιο πια μου κάνει. Ο Γιενισέι κυλάει μες στον αφρό,
το πολικό τ’ αστέρι φέγγει μες στην αμφιλύκη
και την γαλάζια λάμψη των αγαπημένων μου ματιών
η τελευταία την καλύπτει φρίκη.

19 Αυγούστου 1939, σπίτι της Φοντάνκα

Μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου

Από τη συλλογή «ΡΕΚΒΙΕΜ», εκδ. ΑΓΡΑ 2011

You might also like