Professional Documents
Culture Documents
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
[2]
1
Μόλις ο Νότης ο Αυγουστής, το καλαματιανάκι, ντύθηκε
φαντάρος, έστριψε απ’ τα Παραπήγματα, κι έτσι καθώς ήταν,
κουρεμένος με την ψιλή μηχανή, με το φαρδύ τ’ αμπέχονο,
που ‘πλεχε όλος μέσα, και τα μακριά μανίκια, πήρε το τραίνο,
και κατέβηκε ίσια στον Περαία. Καθώς τραβούσε για τα
Κρητικά, βρήκε στο δρόμο το Σκουντή το Λια, και πήγανε, κι οι
δυο μαζί, ως την ταβέρνα του μπαρμπα-Σταμάτη. Κόντευε
σχεδόν να βασιλέψει, ένα φως μουντό και χρυσοπόρφυρο
έβανε κόκκινες φωτιές στα τζάμια των σπιτιών. Ήταν στα τέλη
του καλοκαιριού, οι ζέστες, όμως, εξακολουθούσαν. Μες στη
μάντρα του μπαρμπα-Σταμάτη, δυο-τρεις παρέες,
ξεμοναχιασμένες, ήταν καθισμένες και κουτσόπιιναν.
Στην αρχή, κανένας δεν τον πήρε μυρουδιά. Σε λιγάκι,
όμως, άμα τον μυρίστηκαν, ήρθαν πολλοί και τον
περικυκλώσανε. Στα τελευταία, ήρθε κι ο Σταμάτης, ο
Λεβεντιάς, ο κάπελας· ήρθε και τον αγκάλιασε με τις χοντρές
χερούκλες του, γιατί τον ήξερε από μικρό παιδάκι
(καθόντουσαν στην ίδια την αυλή). Ήρθε κι η μικρή του
εγγονούλα, κι έπαιξε με το πηλήκιό του, και το ‘βανε στο
κεφαλάκι της, κι εκείνο χώθηκε ίσαμε το λαιμό της. Ήρθε κι η
κυρα-Λέγκω, η γυναίκα του —κι άρχισαν, όλοι μαζί, να τον
πειράζουν και να τον καμαρώνουν. Και μες στα μάτια των
[3]
μικρότερων, που δεν τα ξεκολλούσαν από πάνω του,
περνούσε κάτι σκοτεινό, σα μια μικρούλα ζήλεια…
— Για δες τονε πώς σοβαροποιήθηκε!
— Τήρα ρε, πώς δείχνει κοτζάμ άντρας!
— Ρε Νότη, πότε θα σε κάνουν δεκανέα;
— Δε με παρατάτε, λέω ‘γώ!
Kι ο μπάρμπα-Σταμάτης, που ήταν Σμυρνιός, έκλεινε το
χορό:
— Γεια σου, παιδί μου, να ζήσεις! Την ευκή μου! Να
λευτερώσεις τη σκλαβιά, με το καλό!… Και στην Πόλη! Ο Θεός
να δώσει…
Κι έκανε το σταυρό του.
Μια σκιά φάνηκε, τότε, στ’ ακρινό παράθυρο, τραβηγμένη
απ’ τη φασαρία, και κοίταξε μέσ’ απ’ το μπερντεδάκι. Ήταν η
Αννούλα, η πιο μικρή απ’ τα κορίτσια του Σταμάτη. Μ’ αυτήν,
είχαν ανατραφεί μαζί, από μωρά. Αυτή δε θέλησε να βγει μ’
όλους τους άλλους. Στάθηκε στη γωνιά, και παραμόνευε.
Περίμενε να πάψουν οι κουβέντες, για να φανερωθεί. Τα μαύρα
της μεγάλα μάτια, ήταν πιο μαύρα, τη στιγμήν εκείνη.
Τυλιγμένη στο κόκκινο σαλάκι της, κοιτούσε το καινούριο
φανταράκι, με μια μικρή τρεμούλα στο πηγούνι. Κι ο Νότης,
που την έκοψε το μάτι του, γύρισε τα μάτια κατά κείθε, κι έκανε,
τάχα, πως κοιτούσε μακριά…
Έφτασε τότε κι η μισή, κι ένα σαγανάκι με κασέρι. Έφτασε
κι η ντοματοσαλάτα, κι όλοι βούτηξαν αμέσως το ψωμί τους.
Κι ο Νάσος ο Μελεμενής άρχισε να διηγιέται τα πάθη
καποιανού φαντάρου, που τόνε στείλαν αγγαρεία, μόλις
πρωτοντύθηκε, κι εκείνος έκανε δεν ξέρω τι, και βρήκε το
μπελά του — κι ο Σταμάτης θυμήθηκε, κι αυτός, την ιστορία
κάποιου δεύτερου ξαδέρφου του, που ‘κανε στ’ αντάρτικα, και,
στα τελευταία, αγάπησε μιαν όμορφη τουρκάλα και τη
στεφανώθηκε, κι άνοιξε μαγαζί στη Φιλιππούπολη· κι ύστερα
βαρέθηκε, κι έφυγε για την Αμερική, κι από τότες —πάνε πέντε
χρόνια— είχε να λάβει γράμμα του, να μάθει τι απόγινε…
Ο Νότης δε μιλούσε στην αρχή, αλλά σα να λύθηκε, με το
κρασί, η γλώσσα του. Έριχνε κι αυτός τα καλαμπούρια του,
αλλά πάντα δειλά και μετρημένα. Τους είπε πώς τον ντύσανε,
πώς, υστερότερα, του κόψαν τα μαλλιά, πώς έγιν’ ένα λάθος
με το παράστημά του, κι ο επιλοχίας αντιμίλησε στον
ανθυπασπιστή, κι αυτός τον αποπήρε, κι έγινε φασαρία. Στα
[4]
τελευταία, λύθηκε τόσο πολύ η γλώσσα του, που αυτός
μιλούσε μοναχά, κι οι άλλοι είχανε σωπάσει, και τον άκουγαν,
κι έβαζαν μόνο, πού και πού, τα γέλια.
Το βράδυ, τώρα, απλωμένο γύρω, κι η Ανθούλα, ξεθάρρεψε
και κείνη, και γλίστρησε δειλά, με το φαναράκι της αυλής,
κάνοντας τάχα πως θα το κρεμάσει.
Κι ο μπαρμπα-Σταμάτης, μόλις την είδε, φώναξε:
— Μπρε Ανθούλα, δεν έρχεσαι να δεις και συ το φανταράκι;
Τι κάνεις τόσην ώρα μέσα; Έλα Χριστέ και Παναγιά!…
Κι η Ανθούλα σίμωσε με τρόπο στην παρέα, και σχεδόν
χωρίς να τον κοιτάξει, του είπε σιγανά:
— Καλός φαντάρος…
Κι ο Νότης, χαμήλωσε τα μάτια του κι αυτός, κι αποκρίθηκε
ακόμα σιγανότερα:
— Φχαριστώ, Ανθούλα…
Τίποτ’ άλλο.
Και κείνη μπήκε πάλι μέσα, γρήγορα.
Ο Νάσος τότε πήρε την κιθάρα, κι άρχισε να τσαγκρουνίζει
έν’ ακομπανιαμέντο, κι η παρέα σιγανοτραγούδησε —όλοι,
εκτός του Νότη, που καθόταν μακρινός κι αμίλητος, με το
τσιγάρο στην άκρη των χειλιών, και με τα μάτια καρφωμένα
πέρα.
Τότε πλάκωσαν λογής-λογής παρέες, κι έκατσαν γύρω στη
μεγάλη λεύκα —κι ο μπαρμπα-Σταμάτης σηκώθηκε και πήγε
στην κουζίνα. Η ώρα ήταν ως εννιά και κάτι. Το φεγγάρι
πρόβαλε μεγάλο κι ασημένιο· ήταν τρεις μέρες πριν απ’ την
πανσέληνο, κι έβγαινε μες στη νύχτα σιγανά, σκεπάζοντας
τους τοίχους των σπιτιών, με τη χλωμή του τρυφερή
λαμπράδα.
***
Όταν έκλεισε κι η μάντρα του Σταμάτη, ο Νότης με το Νάσο
και το Νίκο, τράβηξαν για το Πασαλιμάνι, καθώς βγήκαν, όμως,
στην πλατεία, έπεσαν απάνω στο περίπολο. Ο λοχίας, ο
περιπολάρχης, φώναξε το Νότη, κι άμα εκείνος
δικαιολογήθηκε πως είχε σήμερα ντυθεί, του είπε μόνο να μη
γυρίζει όξω. Κι εκείνος τον χαιρέτησε, έκανε μια κανονική
μεταβολή, έκοψε μέσ’ απ’ τα στενά, και βγήκε, μαζί με την
[5]
παρέα του, ίσια, στη Φρεαττύδα. Το φεγγάρι ασήμωνε τα
κοιμισμένα τα νερά, κι έν’ αγεράκι, χάιδευε τα μάγουλα, κι
άγγιζε τ’ αυτιά και τα μαλλιά, σα χέρι τρυφερό κι αγαπημένο.
Εκεί, πίσω στο Ρούσικο Νοσοκομείο, βρήκαν το Μίκια το
Ντουρντή και το Μπαλή το Μήτσο. Βρήκαν ακόμα κι άλλα δυο
παιδιά Και τότε γίναν όλοι μια παρέα, και τράβηξαν πέρα,
προς το γύρο, μ’ αγριοφωνάρες και μ’ αστεία. Ο Νότης, μόνο,
δεν έβγαζε μιλά. Ο Μήτσος, τότε, του ‘σκασε μια καρπαζιά
γερή, και το ‘βανε στα πόδια. Και κείνος τον κυνήγησε, κι
ώσπου να στρίψει στη γωνιά, τον πρόκανε. Κι ο Μήτσος, για
να γλυτώσει τη μοιραία πληρωμή, του λέει ξαφνικά:
— Τα ‘μαθες; Ο Μπακουρέλιας γύρισε…
Ο Νότης κοντοστάθηκε.
— Σοβαρά το λες; Και πότε πρόκανε να πάει και να ‘ρθεί;
— Ξέρω και ‘γώ; Έφερε πράμα, και το πήγε στη σπηλιά.
Ο Νότης πήρε ύφος σοβαρό.
— Θα κάτσει, για θα φύγει;
— Θα φύγει. Την άλλη, που ‘κατσ’ εδώ χάμου, έχασε και ‘γώ
δεν ξέρω πόσα. Άλλη βολά, δεν το ξαναπαθαίνει, λέει…
Ο Νότης έμεινε κάπως συλλογισμένος.
Ήρθαν κι οι άλλοι, σ’ αυτό το μεταξύ, κι η κουβέντα κόπηκε
με μιας. Ο Νάσος, όμως, άκουσε τα τελευταία λόγια, και μπήκε
αμέσως στην κουβέντα.
— Για ποιόνε λέτε; για το Μπακουρέλια;
Ο Νότης δεν έβγαλε μιλιά. Ο Μήτσος, όμως, είπε:
—Ναι, ρε! Δε μας είπε πως θα λείψει δυο βδομάδες; Να, τ’
άκουσε κι ο Νίκος. Δε μας μας το ‘πε μες στου Νταλαβέρη;…
Ο Νίκος το βεβαίωσε, κουνώντας το κεφάλι.
Ο Νότης είπε τότε:
— Πάμε στου Νταλαβέρη;
Όλοι βρέθηκαν σύμφωνοι:
— Και δεν πάμε;…
Δυνάμωσαν το βήμα, και τράβηξαν, στο φως του
φεγγαριού. Έκαναν το γύρο της Πειραϊκής, αμίλητοι —κι
έφτασαν σ’ έναν ήσυχο κολπίσκο, ένα μικρό μυχό της
Χερσονήσου. Εκεί ήταν ο ντεκές του Νταλαβέρη, ο πιο
επίσημος απ’ όλους τους ντεκέδες, άσυλο των ντερβίσηδων
και των μανιταρτζήδων, που η καταδίωξη, εκείνο τον καιρό,
δεν τους είχε ακόμα ξεπαστρέψει.
[6]
***
Στην τελευταίαν άκρη, ακριβώς, εκεί που κλείνει ο μεγάλος
γύρος, λίγο πριν απ’ τη μικρή τη γεφυρούλα, που φέρνει στων
Δοκίμων τη Σχολή, μέσα σ’ ένα λιμανάκι γραφικό,
προφυλαγμένο απ’ όλες τις μεριές, ήταν στημένος ο ντεκές του
Νταλαβέρη. Το ντεκέ αυτόν, τον βαστούσε, εδώ και πέντε
χρόνια, ένας παλιός και περιβόητος «ντερβίσης» που είχε πάει
τρεις φορές —φόβητρο και τρόμος της μεριάς— ο Γιάννης ο
Τσαρμπάρας. Το Νταλαβέρης ήταν παρατσούκλι. Λεγόταν,
ακόμα, και Μεμέτης —ή Μεμετάκης, πιο χαϊδευτικά— ίσως
γιατί είχε ζήσει και στην Πόλη. Ψηλός, λιγνός, μαυριδερός —
ένα λελέκι ίσαμ’ εκεί πάνω— και, κοντά στ’ άλλα,
κοσμογυρισμένος, είχε κάνει όλες τις δουλειές, και τέλειωσε να
γίνει μαγαζάτορας. Στα νιάτα του, είχε δουλέψει μούτσος σε
κάποιο φορτηγό, που πήγαινε ίσαμε την Καλκούτα, κάποτε κι
ακόμα παρακάτω. Τώρα τελευταία, όμως, είχε τσακίσει λίγο, κι
επί πλέον, το ‘να του χέρι κρεμότανε παράλυτο. Με τα λίγα
παραδάκια που του μέναν —είχε, άλλοτε, πολλά, άλλα τα είχε
φάει, κάθε τόσο, σε λογής-λογής βρομοδουλειές —θέλησε να
νοικοκυρευτεί. Πήρε το ντεκέ καταδικό του, κι έπιασε μεγάλη
πελατεία, ρίχνοντας τους άλλους τους ντεκέδες, χάρις στη
θρυλική παλικαριά του. Όποιος περνούσε στα γύρω του ντεκέ,
δε θα ‘βλεπε παρά ένα ξύλινο παράπηγμα, μια ξεβαμμένη κι
άθλια παράγκα. Ίσως να το θαρρούσε κι ακατοίκητο. Μόλις,
όμως, προχωρούσες παραμέσα, θα ‘βρισκες τρύπες,
κρυψώνες και σπηλιές, κι ένα βαθύ και σκοτεινό λαβύρινθο,
σκαμμένο μες στο βράχο, που λέγαν πως, τα χρόνια τα παλιά,
συγκοινωνούσε με την Αθήνα… Μέσα κει, ήταν ο ντεκές του
Νταλαβέρη —ή «του κουμπάρου», καθώς ήταν γνωστός στην
περιφέρεια.
Προτού να στήσει το ντεκέ του ο «κουμπάρος», στην ίδια
θέση ακριβώς, ήταν ένας άλλος, ίσως ακόμα πιο ονομαστός —
ο ντεκές του Μήτσου. Ο ντεκές εκείνος, στον καιρό του, είχε δει
πολύ μεγάλα πράματα. Τον είχαν γράψει κι οι εφημερίδες.
Μα ο Μήτσος, ο «κουμπάρος», πέθανε, ή, καλύτερα τον είχε
σκοτωμένο κάποιος τσακωμένος παραγιός του, κι ο
Νταλαβέρης μόλις είχε πρωτορθεί, κι έκανε με τρόπο κατοχή.
Όμως, ο ντεκές κράταγε ακόμα τ’ όνομά του —όνομα σχεδόν
[7]
ιστορικό. Ο Νταλαβέρης, λείποντας τόσα χρόνια (η σωστή
καταγωγή του ήταν απ’ τ’ Ανάπλι, αλλά, μικρός, ήταν
φερμένος στον Περαία), δεν είχε τόσες γνωριμιές με την
αστυνομία, και θα βρισκόταν κάπως μπερδεμένος, αν δεν είχε
συνεταιριστεί με τρεις άλλους ακόμα χασικλήδες, που είχανε
τα μέσα, κι ο ένας, μάλιστα, ήταν κι ανιψιός του αστυνόμου —
το Μήτσουλα, τον κρητικό, τον Κουφογιάννη και το Ζαγκανά.
Μ’ αυτούς μαζί, εξακολουθούσε τη δουλειά του. Όλο το
κλεφτόσογο, το άνθος της κλεψιάς και της μαγκιάς, όλο το
κακό το συναπάντημα, συναζόταν τότε μέσα κει. Πολλές
φορές, γυρέψαν να του κάνουνε στραπάτσο —αλλά, θες που ο
ντεκές ήταν σχεδόν απόρθητος, θες που ο αστυνόμος έκανε
στραβά μάπα, εξαιτίας, ακριβώς του ανιψιού του, κανείς δεν τα
κατάφερνε ως τότε — κι όσοι τα βάναν με το Νταλαβέρη, είχαν
πάντα, ξεμπερδέματα κακά.
Ο ντεκές εκείνος, είχε γίνει ένα είδος στρατηγείου, που
βγαίναν όλες οι μεγάλες διαρρήξεις, όλες οι σοβαρές
επιχειρήσεις. Οι αλεπούδες Αθηνών και Πειραιώς, είχαν
στημένο, εκεί μέσα, το λημέρι τους. Πολλές φορές είχαν συμβεί
μεγάλοι τσακωμοί, και το αίμα είχε βάψει τη σπηλιά —τόσο
στα χρόνια του Μήτσου, του «κουμπάρου», όσο και στον καιρό
του Νταλαβέρη. Αλλά, το περισσότερο, βασίλευε μια σχετική
ομόνοια, ένα πνεύμα φιλικής αλληλεγγύης, κάποτε και μια
θερμή συμπάθεια, μια στοργή ειλικρινής —όπως συμβαίνει
πάντα ν’ αναπτύσσεται, σε κάθε τόπο μυστικής συνενοχής…
Κι έπειτα, η ασφάλεια, η σαν ασυδοσία του ντεκέ, τους είχε
τόσο ξεθαρρέψει όλους, τους είχε τόσο φοβερά αποθρασύνει,
που καθένας πήγαινε σ’ αυτόν, με το θάρρος που πηγαίνει
σπίτι του! Παλιοί απόφοιτοι των φυλακών, αλάνια των
πειραϊκών τριόδων, διαρρήχτες φωτογραφισμένοι, είχαν εκεί
το καταφύγιό τους, το προσωρινό τους αποκούμπι, στις
σοβαρές και δύσκολες στιγμές…
Μες στους παλιούς αυτούς δασκάλους της κλεψιάς,
ξεχώριζε ο Ντάνας, ο επικαλούμενος «θερίο» —ένας τρομερός
μουστακαλής, που είχε κάνει κάμποσα χρονάκια φυλακή, και
είχε δραπετεύσει δυο φορές —την πρώτη, μάλιστα, πέφτοντας
στη θάλασσα— κι ήταν γιομάτος ερημοδικίες— ένας
άνθρωπος αποφασιστικός, έν’ απ’ τα πρώτα παλικάρια του
ντεκέ! Αυτός στεκόταν ο διαιτητής σε κάθε σκοτεινή διαφορά,
[8]
κι έβγαινε μπροστά, σε κάθε κίνδυνο. Μολαταύτα, στην
αλλόκοτη ψυχή του, απ’ τις πολλές και μεγάλες περιπέτειες,
είχε γεννηθεί σαν ένας οίκτος, ένα πνεύμα αδελφοσύνης, που
τον έκανε να φαίνεται ιππότης, αν όχι κι ώρες-ώρες αγαθός.
Στην αρχή, άλλος ντεκές αντίπαλος, ήταν ο ντεκές του
Μπακουρέλια. Ο Μπακουρέλιας, ή, αλλιώς, Καράφτουλας, είχε
κάνει χρόνια σωματέμπορας, κι είχε στήσει το ντεκέ του
παρακάτω, πέντ’ έξι χρόνια πριν απ’ του «κουμπάρου». Όταν
ο Νταλαβέρης άνοιξε το δικό του, ύστερ’ απ’ το σκοτωμό του
Μήτσου, δοκίμασε να παραβγεί μαζί του, και να του κάνει
σχετική χαλάστρα. Αλλά δεν τα κατάφερε. Αποτέλεσμα αυτής
της αποπείρας, ήταν να του ξεκάνουν, το ‘να κατόπι στ’ άλλο,
τα δυο πρωτοπαλίκαρά του, τον Τρέλιακα και τον Τσουπό, τον
επιλεγόμενο και «Τέσσερο,» —άλλοτε μάστιγα πραγματική της
Τρούμπας— που τους καθάρισαν παιδιά του Νταλαβέρη, από
εκδίκηση για κάποιο φόνο, πάλι άλλου παλικαριού του
Νταλαβέρη, απ’ το Μπακουρελέικο συνάφι. Στο τέλος, είδε πια
κι απόειδε, κι αναγκάστηκε, κι αυτός, να υποκύψει, ίσως για να
γλιτώσει το τομάρι του — και να προέλθει, καταθέτοντας τα
όπλα, σ’ ένα είδος συνδιαλλαγής. Παράτησε την τάπια του, και
γύρισε στη γνώριμη του τέχνη, στη σωματεμπορία και στο
τζόγο. Έγινε, μάλιστα, και κάτι παραπάνω: Μάστορης, καθώς
ήταν στη δουλειά του, έγινε γενικός προμηθευτής του οίκου
Νταλαβέρη—Συντροφία, κι επίσημος, να πούμε, τροφοδότης,
κάνοντας ταξιδάκια, πού και πού, κουβαλώντας πράμα
διαλεχτό.
Κι ως εδώ πέρα, όλα βάδιζαν καλά, και τα παλιά είχαν
λησμονηθεί. Όμως, καθώς θα δούμε παρακάτω, τα παλιά μίση
δεν ξεχνιούνται τόσο εύκολα, αλλά μένουν κοιμισμένα για
καιρό, και περιμένουν, μοναχά, την ευκαιρία, για να ξαναβγούν
στην επιφάνεια…
***
Το φεγγάρι, λαμπερό, μεσουρανούσε τώρα, στην ησυχία
της Πειραϊκής, σαν ένας δίσκος ασημένιος κι ολομόναχος. Η
θάλασσα, πλατιά και γαλανή, είχε σα μια λεπτότατη φρικίαση,
μιαν αδιόρατη, -θαρρείς, ανατριχίλα — αν και τ’ αγεράκι που
[9]
φυσούσε, αδύναμο, λεπτό και μακρινό, δεν ήταν ικανό να τη
σαλέψει.
Ήταν παντού γαλήνη και σιγή. Η νύχτα κολυμπούσε μέσα
στ’ όνειρο.
Όταν η παρέα, με το Νότη, έφτασε στο μικρό το λιμανάκι,
μια βάρκα πρόβαλε, γλιστρώντας ελαφριά, κι έμοιαζε ν’
ανοίγεται στο πέλαγος. Ο Μίκιας κοντοστάθηκε, και σφύριξε,
με τα δυο του δάχτυλα στο στόμα. Κι απ’ τη βάρκα, ήρθ’ έν’
άλλο σφύριγμα —και κείνη έκοψε τη φόρα της αμέσως· έκανε
μια στροφή, κι ήρθε και πλεύρισε με δισταγμό στα βράχια. Και
μια φωνή ακούστηκε ξανά:
— Ποιος σφυράει;…
— Εγώ, ο Μίκιας.
— Τι τρέχει;…
— Μην είδατε το Μπακουρέλια; πούθ’ ερχόσαστε…
Η φωνή τους φώναξε κάτι που δεν ακούστηκε. Κι έπειτα
ξαναρώτησε ανήσυχα:
— Συμβαίνει τίποτις;…
Ο Μίκιας την ησύχασε:
— Α μπα! Τράβα…
Κι η βάρκα έστριψε ξανά, ξεκίνησε, κι άρχισε πάλι να
τραβάει, στ’ ανοιχτά, χαράζοντας μιαν ήσυχη, κανονική
γραμμή, στα κοιμισμένα, διάφανα νερά.
Ο Μίκιας χτύπησε στην πόρτα της παράγκας, πολύ σιγά και
συνθηματικά. Οι άλλοι στάθηκαν πιο πέρα, και περίμεναν.
Ένα μάτι φάνηκε σε κάποια χαραμάδα.
— Εσύ ‘σαι, Μίκια;
— Ναι, εγώ. Μέσα είν’ ο Μπακουρέλιας;
— Εδώ ‘ναι. Τι τον θες; Πέρασε μέσα.
— Είναι και τα παιδιά.
— Περάστε, όλοι μέσα.
Ακούστηκε το τράβηγμα του σύρτη, κι η πόρτα μισάνοιξε
αθόρυβα. Ένα-ένα, τα παιδιά μπήκανε μέσα —κι η πόρτα, από
πίσω τους, ξανάκλεισε, με την ίδιαν ένοχη προφύλαξη.
Και το φεγγάρι έλαμπε πάντα στον ουρανό, κρεμασμένο
στο Σαρωνικό, σαν ένα γαλανό μαργαριτάρι. Ένα βαπόρι
φωτισμένο, μες στη νύχτα, τραβούσε πέρα, μακριά, στα
ζαφειρένια βάθη, απόκοσμο, και σαν υπνωτισμένο. Ήταν σα
να μη σάλευε διόλου. Κι ο φάρος των Φλεβών, ανοιγόκλεινε,
[10]
σαν ένα μάτι κίτρινο, μ’ ένα γνέψιμο μουντό και νυσταγμένο —
σα να ‘θελε να δείξει πως, μ’ όλη του τη νύστα και την
κούραση, αφοσιωμένο στο σκοπό του, σα στρατιώτης μες στη
σκοπιά του, ήταν εκεί πάντα, κι αγρυπνούσε…
***
Η θερμή καρδούλα της Ανθούλας, ήταν ανοιγμένη στην
αγάπη, σαν τις κλειστές εκείνες αχιβάδες, που ανοιούν, σιγά-
σιγά, μες στο νερό. Είχε ανοίξει μ’ έναν τέτοιο τρόπο,
απόρρητο, βαθύ, μυστηριώδη —χωρίς κι η ίδια να το
καταλάβει πώς. Αν κανένας της το ‘λεγε απότομα, θα πήγαινε
να πέσει στο πηγάδι! Ήταν σα μιαν αόρατη μεγάλη λειτουργία,
μες στους τοίχους κάποιου ξωκλησιού, χωρίς ψαλμούς,
λαμπάδες κι εικονίσματα. Πού και πού ωστόσο, η δυνατή
μοσκοβολιά του λιβανιού ανέβαινε, και τη χτυπούσε, ίσια, στο
κεφάλι. Τότε, τα μηλίγγια της, σφυροκοπούσαν δυνατά, να
σπάσουν, κι ανεβοκατέβαινε το στήθος της, σ’ ένα λαχάνιασμα
καινούριο και βαθύ. Ώρες-ώρες, πάλι, σαν ένα στόμα έσκιζε στ’
αυτί της, και της μιλούσε τρυφερά και λιγωμένα, για πράματα
πρωτάκουστα κι επίσημα, πράματα ζοφερά και μακρινά —
πολύ γλυκά, κι όμως χωρίς ελπίδα…
Κι όλο αυτό το λαγγεμένο πρωτοξύπνημα, όλος αυτός ο
πόνος της καρδιάς, είχε κατασταλάξει στα δυο μάτια της, τα
μελαγχολικά κι ονειροπόλα, με τις υγρές και φλογερές
αντανακλάσεις —μάτια σκοτεινά και βελουδένια, μες στο
μεγάλο τόξο των φρυδιών, που λαχταρούσαν, κι όμως δεν
τολμούσαν… Αυτά τα μάτια ήταν της μητέρας της, της κυρα-
Λέγκως, της Μυτιληνιάς— αλλά σ’ αυτά τα πλανεμένα μάτια, τα
κληρονομημένα απ’ τη μάνα της, είχε προσθέσει κάτι το δικό
της, κάτι το ασύλληπτο και το χιμαιρικό, κάτι το υπερκόσμια κι
αγγελικά θλιμμένο, τη μυστικήν εκείνη γοητεία, των
πλασμάτων που δεν είναι για να ζήσουν…
Κι όμως, η Ανθούλα, από μιας αρχής, δεν ικανοποιούσε τη
ματιά. Ήταν απ’ τις λεπτές μορφές εκείνες, που δεν κινούν το
θαυμασμό αμέσως, αλλά πρέπει να τις εμβαθύνεις, για να
νιώσεις το λεπτό τους μυστικό —κι όσο τις βλέπεις, και τις
μελετάς, τόσο μαντεύεις τον κρυμμένο θησαυρό τους.
[11]
Πώς εκείνο το πανώριο πλάσμα, το καμωμένο για να
λάμπει σα διαμάντι, είχε βλαστήσει μες στα σκοτεινά, μέσα σε
μια ταβέρνα του σωρού, δεν είναι του παρόντος να το κρίνω.
Εγώ, λέω, απλώς, μιαν ιστορία, που συνέβη, εδώ και τόσα
χρόνια, στην ίδια την καρδιά του Πειραιώς —νωπή ακόμα,
ίσως, στη μνήμη αρκετών, αν και οι περισσότεροι έχουν λείψει
τώρα, άλλοι σκοτωμένοι, στους πολέμους, άλλοι, από καιρό
ξενιτεμένοι— κι άλλοι, πάλι, ισόβια χαμένοι μες στα
μπουντρούμια και στις φυλακές, παντοτινά σβησμένοι, καθώς
φαίνεται, απ’ τα κατάστιχα των ζωντανών ανθρώπων.
Ήταν στιγμές που το χαμένο της μυαλό ταξίδευε στη χώρα
των ονείρων. Έβλεπε, με τα μάτια της ψυχής της, να φτάνει σ’
άγνωστα, χιμαιρικά λιμάνια, σε τόπους μακρινούς κι
ευτυχισμένους —τόπους μαγικούς κι ονειρεμένους,
λυτρωμένους απ’ το βάρος της ζωής. Σ’ αυτούς τους τόπους
δεν υπήρχε θλίψη, δεν υπήρχε στενοχώρια και καημός —μόνο
μια τρυφερή μελαγχολία. Τα πουλιά πετούσαν στον αέρα, με
γλυκοκελαηδήματα χαράς. Ένας κόσμος από πρασινάδες,
από περικοκλάδες και κισσούς, αγκάλιαζε τους δυνατούς
κορμούς, κι έπλεκε τριγύρω τους στεφάνια βελουδένια. Παντού
λουλούδια γαλανά, γαλήνη κι ευφροσύνη. Και μες στο νοερό
αυτόν παράδεισο, ένιωθε τη δική της την καρδιά, να
σπαρταρεί, να λιώνει, και να πνίγεται, από μιαν άγνωστη κι
αλάλητη συγκίνηση…
Άλλοτε πάλι, την ώρα που κεντούσε στο παράθυρο,
κοιτούσε κάποιο σύννεφο χρυσό, ν’ αρμενίζει μοναχό μες στο
διάστημα. Κι έμεν’ εκεί, μ’ ακίνητα τα δάχτυλα, με τα μάτια
καρφωμένα στο βασίλεμα, παρακολουθώντας το βουβά κι
αφαιρεμένα ν’ αλλάζει χρώμα, σχήμα, και να χάνεται… Κι όταν,
πάλι, άκουγε τις βραδινές καμπάνες, που βροντούσαν μες
στην ησυχία, μ’ ένα σιγανό παράπονο, βαθύ, τα μάτια της
γιομίζαν αργά δάκρυα. Ένιωθε έναν καημόν αγγελικό, μια
τρυφερή κι αλλόκοτη κατάνυξη, στον θλιμμένον ήχο της
καμπάνας — και θαρρούσε πως ήταν μια φωνή, μια μακρινή κι
επίσημη φωνή, που την καλούσε σ’ έναν άλλον κόσμο, σε μια
πατρίδα, ξεχασμένη τώρα, που νοσταλγούσε και που
λαχταρούσε. Κι ένας λυγμός τρικύμιζε το στήθος της —ένα
παράπονο βαθύ και σιγανό, γιομάτο σπαραγμό, μαζί και
γλύκα, σαν το χαμένο ήχο της καμπάνας…
[12]
Αυτές οι αλησμόνητες στιγμές, ήταν η μόνη της χαρά, σ’
αυτό τον κόσμο. Τις άλλες ώρες, σκούπιζε, συγύριζε το σπίτι,
έπλενε πιάτα, πότιζε τις γλάστρες, ταχτοποιούσε μες στο
μαγαζί, περιποιόταν τις περικοκλάδες κι έδενε τα καινούρια
τους κλωνάρια, με κλωστίτσες, κρεμαστές από καρφάκια, για
να σκαρφαλώνουνε στον τοίχο, και ν’ απλωθούν απ’ όλες τις
μεριές. Δεν είχε συντροφιά της ταχτική, παρά μια φιλενάδα της
καρδιάς την Αριστέα, την αδερφή του Νότη, μια τσαχπίνα,
ζωηρή, μελαχρινούλα, που καθότανε στην ίδια την αυλή, στο
αποπίσω μέρος της ταβέρνας, με τη μάνα της και με τον
αδερφό της.
Ένα βράδυ, ενώ κατέβαινε τη σκάλα της ταράτσας,
στραγγούλιξε το πόδι για τα καλά. Τότε αναγκάστηκε να μείνει
μια βδομάδα στο κρεβάτι. Η Αριστέα της έφερνε βιβλία. Ήξερε
λίγα γραμματάκια, και ρίχτηκε στο διάβασμα. Μέσα σ’ αυτά τα
βιβλία που της έφερε, ήταν κι ένα πολύ παθητικό, η «Ιστορία
του Μιμίκου και της Μαίρης».
***
Ο Νότης, τότε, δούλευε σε κάποιο εργοστάσιο. Η τέχνη του
ήταν μαραγκός. Έφευγε το πρωί, με τα χαράματα, και γύριζε το
βράδυ, πολλές φορές πιωμένος. Κάποτε δεν ερχόταν και
καθόλου. Είχε τρεις μήνες να τον δει, και να μιλήσουν. Κόντευε
να πάει στρατιώτης, και δούλευε χωρίς διακοπή, για να
μαζώξει τίποτα ψιλά. Καθότανε στα μέσα της αυλής, με τη μάνα
του και με την αδερφή του —στη πίσω μέρος της ταβέρνας,
καθώς είπαμε. Όταν κι οι τρεις τους ήτανε μικρά, παίζανε
ταχτικά μες στην αυλή. Έπειτα, τα πράματα σοβάρεψαν. Η
Ανθούλα πήγαινε σκολιό, η Αριστέα μάθαινε μοδίστρα, κι ο
Νότης άρχισε να στρώνει στη δουλειά. Ήτανε δυο χρόνια πιο
μικρή του, μιαν ηλικία με την Αριστέα,
Ο Νότης ήτανε περήφανος, κλειστός. Ποτέ δεν έλεγε πολλά,
ιδίως όταν ήταν με κορίτσια. Πέταγε τις κουβέντες βαριά και
μονοσύλλαβα, και ποτέ δεν κοίταζε στα μάτια. Τα μάτια του
γλιστρούσαν, την ώρα που μιλούσε, φοβισμένα και
συνεσταλμένα. Σ’ άλλους, αυτό, είναι κακό σημάδι, και δείχνει
χαρακτήρα σκοτεινό· σ’ εκείνον, όμως ήταν συστολή,
λεπτότητα ψυχής κι ευαισθησία. Δεν αγαπούσε κι εύρισκε
[13]
πάντα τρόπο να ξεφεύγει. Η αδερφή του ήταν άλλου
χαρακτήρος. Γελαστή, ανοιχτόκαρδη και φλύαρη, κι έπιανε
πολύ εύκολα φιλίες. Αυτός έπιανε δύσκολα φιλία — όταν,
όμως, αποχτούσε κάποτε, ήταν δυνατές, γιομάτες πάθος.
Ένας τέτοιος φίλος της καρδιάς τους, ήταν ένας άλλος
συντεχνίτης του, λιγάκι μεγαλύτερος — ο Νίκος ο Ρουσάκης.
Μέρα νύχτα βρισκόντουσαν μαζί —κι όταν ο Νίκος ντύθηκε
φαντάρος, ανέβαινε συχνά στα Παραπήγματα, μόνο και μόνο
για να βρίσκεται κοντά του. Κι όταν τα σαββατόβραδα, έπαιρνε
άδεια και πεταγόταν κάτου, γύριζαν όλη νύχτα, και
γλεντούσαν. Ο Νίκος τραγουδούσε κι έπαιζε κιθάρα. Κι ο
Νότης είχε μάθει μαντολίνο. Κάποτε έτυχε να τσακωθούν για
λίγο — κι ο Νότης το ‘χε ρίξει στο πιοτό, κι έκανε φασαρίες και
καβγάδες. Έβριζε, τσακωνόταν, βλαστημούσε —πράματα, για
κείνον, ασυνήθιστα, κι αντίθετα στον πράο χαρακτήρα του:
ήταν απ’ την πολλή του στενοχώρια. Ύστερα, όμως, τα
‘σιαξαν και πάλι, κι έγιναν πάλι, σαν πριν, αχώριστοι.
Απ’ τον καιρό, όμως, αυτού του χωρισμού, ο Νότης είχε
κάπως ξανοιχτεί. Κάποιες αδιόρατες μικρομεταβολές, είχαν
συντελεστεί στο χαρακτήρα του. Σύχναζε πιο ελεύτερα σε
κάποια κέντρα ύποπτα —στους ντεκέδες και τα καφέ αμάν της
Τρούμπας— κι έκανε παρέα μ’ υποκείμενα, που άλλοτε τ’
απόφευγε πολύ προσεχτικά. Μολαταύτα έμενε παρθενικός
ακόμα. Με τις γυναίκες, μάλιστα, μπορεί να πει κανένας, πως
ήταν ακατάδεχτος. Μ’ όλο το κυνήγημα που του ‘καναν —
καθώς ήταν σοβαρός και συμπαθητικούλης, με τα μεγάλα
καστανά του μάτια, τις πλούσιες αφέλειες των σκοτεινών
μαλλιών του, και το σταρένιο δέρμα του, το σαν ηλιοκαμένο—
ήξερε πάντα να κρατεί τη θέση του, και τις αποθάρρυνε με
μιας, μόλις έβλεπε να τον κοντοζυγώνουν, με το ειρωνικό του
χαμογέλιο. Κι εκείνο το χαμόγελο, τις έκανε να σκάζουν!
Κάποτε, μάλιστα που μια τον δάγκασε στο σβέρκο —στο
καφωδείο της Γιακούς, στην καρδιά της Τρούμπας— γύρισε
και της έδωσε μια δυνατή σφαλιάρα, και παρά λίγο να γίνει
παρεξήγηση, με κάτι ναύτες που ‘λαβαν το λόγο. Κι αν δεν
ήταν ο Ρουσάκης και η παρέα, θα βρισκόταν μπερδεμένος για
καλά.
Κι έναν καιρό, που δεν εύρισκε δουλειά, κι έμεινε τεμπέλης
δυο τρεις μήνες, κάποιοι φίλοι του τον έκαναν χρυσό να πιάσει
[14]
φιλενάδα ταχτική! Και κείνος θύμωσε με την επιμονή της, κι
έκοψε την πρόταση ξερά.
Άλλοτε, πάλι, κάποιος κεφαλωνίτης καπετάνιος, που
καθόταν δίπλα, μες στο καφενείο, και του ‘πιασε κουβέντα, του
είπε να τον πάρει στα βαπόρια… Ήταν ένας άνθρωπος ψηλός
και σκοτεινός, με την τραγουδιστή του προφορά, χωρατατζής,
πολυλογάς και πονηρός. Του παράσταινε με τόσ’ ωραία
χρώματα, τη θαυμαστή ζωή των ταξιδιών, του ‘δινε τέτοιες
υποσχέσεις για το μέλλον, που, μια στιγμή ο Νότης
κοντοστάθηκε. Ήταν τότε που δεν εύρισκε δουλειά. Μια στιγμή
ζαλίστηκε, και δέχτηκε. Έπειτα, όμως καλοσυλλογίστηκε.
Θυμήθηκε το σπίτι του, τη μάνα του, το Νίκο. Εκείνος του ‘πε
ξανά από κοντά. Ο Νότης, όμως, τώρα πια, δεν ήθελε ν’
ακούσει. Κι έμεινε το πράμα ως εκεί.
Τέτοιες ευκαιρίες, του τύχανε πολλές —αλλά νίκησε κι
αυτούς τους πειρασμούς. Εκείνον, ίσα-ίσα, τον καιρό, άρχισε
να συχνάζει στους ντεκέδες. Ίσως, σ’ αυτό, να ‘φταιγε λιγάκι κι
ο Ρουσάκης. Κάνα-δυο χρόνια μεγαλύτερός του, είχε περάσει
οπό κει, και ήταν κάπως μέσα στο στοιχείο του. Εκεί μέσα
ξύπνησε κι ο Νότης. Το θέαμα των συνεχών καυγάδων, των
φονικών, της χασικλίδικης μαγκιάς, ωρίμασαν τη σκέψη του
στα πράματα του κόσμου. Έκανε παρέα με τ’ αλάνια, με τους
σημειωμένους διαρρήχτες, μ’ όλο το κατακάθι του Περαία.
Έκανε φίλους παιδιά αδέσποτα και παραστρατισμένα, του
μπουντρουμιού και του κρατητηρίου. Κι όμως, εκείνος έμενε
απείραχτος, απ’ τις ολέθριές τους επιδράσεις. Θα πεις, αυτός,
ήταν ξεχωριστός; Ίσως να συνέβαινε κι αυτό. Δεν είχε κλίση
φυσική στα τέτοια. Ίσως, όμως, κι η φιλία του Ρουσάκη, να του
ήταν ένα στήριγμα σπουδαίο, για την αντίστασή του στο κακό.
Του χρησίμευε σαν ένας στυλοβάτης, σαν ένας γόνιμος
αντιπερισπασμός. Γιατί, και κείνος, ήταν καλή πάστα, παρ’
όλα τ’ άσκημα νταραβερίσματά του. Ήταν ορμητικός, αλλά
φιλότιμος. Τον αγαπούσε, και γι’ αυτό τον πρόσεχε πολύ.
Εκείνος είχε άλλο είδος λεβεντιάς. Ψηλός, γιομάτος,
καλοκαμωμένος, με μάτια μαύρα, τρυφερά και λυπημένα, με
κουβέντα βαριά και σοβαρή. Βαστούσε κάτι το αρρενωπό απ’
την κρητική καταγωγή του, αλλά, μαζί, και το γλυκό, το ήμερο,
το παιδιακίσια συμπαθητικό. Είχαν, κι οι δυο τους ένα
γνώρισμα κοινό: το φυσικό συγκράτημα στο φέρσιμο, μια
καλοσύνη, βαθιά κι ωριμασμένη, μια σοβαρή συνείδηση της
[15]
στοργικής φιλίας. Μαζί μ’ αυτά, μια γνώση του καθήκοντος,
μιαν αντίληψη λεπτής αλληλεγγύης που θύμιζε κάποιες παλιές
ηρωικές φιλίες, που μ’ όλη τη πενιχρή σκηνοθεσία, που
κυλούσεν αναγκαστικά, το δράμα της ανώνυμης ζωής τους.
Ήταν μια λανθάνουσα στοργή, ένας απ’ τους κρυφούς
δεσμούς εκείνους, που γεννιούνται, μεστώνουν και
φουντώνουν, μόνο μες στην αγνή, την ανεκτίμητη, τη
διαμαντένια λαϊκή καρδιά…
Πολλές φορές δοκίμασαν να τους χωρίσουν άλλοι, με χίλιες
δυο προφάσεις, από ζήλεια. Όμως, δεν το κατάφεραν ποτέ.
Μια φορά, μονάχα, το κατάφεραν —κι αυτό το τσάκωμά τους,
έγινε με πάθος και με πείσμα, σαν τα τυφλά κι απότομα
ξεσπάσματα μιας δυνατής αγάπης πληγωμένης… Κι έπειτα
γίνηκαν, πάλι, φίλοι —και, μάλιστα, πιο φίλοι κι από πρώτα.
Υπάρχουν κάποια πράματα ωραία στη ζωή, κάποια τέτοια
πολύτιμα αισθήματα, χαμένα μες στα βάθη της ψυχής, που μας
εμπνέουν, με την ύπαρξή τους, τη φοβερά παρήγορην ελπίδα,
πως ο κόσμος δεν έγινε του κάκου —αλλά πως ίσως να
βαδίζει κάπου, προς κάποια λύση φωτεινή, μυστηριώδη, προς
κάποιον άγνωστο κι ανώτερο σκοπό…
Η παρέα, μες στη σπηλιά του Νταλαβέρη, τραγουδούσε.
Πρώτα το ‘φερνε ο Ντάνας, με τη βαριά του, τη βραχνή
φωνή, κι ύστερα το ‘παρναν οι άλλοι, στη σειρά, και το
ξαναγύριζαν απ’ όλες τις μεριές, θρηνητικά, μονότονα, με
πάθος —με τα γυαλωμένα τους τα μάτια, σαν καρφωμένα σ’
έναν εφιάλτη, με τις μεγάλες κόρες τους ακίνητες, σα
φλογισμένες από μιαν ανείπωτη λαχτάρα, σαν απολιθωμένες
σε μιαν έκσταση, σα φαγωμένες και πυρπολημένες από
κάποιους έξαλλους και μαύρους πυρετούς:
Ο αέρας ήταν μολεμένος απ’ τη βαριά θολούρα του καπνού.
απ’ τις ζεστές και σφυριχτές ανάσες απ’ την υγρή τη μυρουδιά
της μούχλας, που πλημμυρούσε, γύρω τους τοίχους της
σπηλιάς. Ένα καντηλάκι τρεμόσβηνε στην άκρη, κι έριχνε
πέρα, στα σκαμμένα βράχια, τις μεγαλωμένες τους σκιές, που
παίζανε, κι αυτές, φανταστικά. Ήταν καθισμένοι όλοι χάμου,
στριμωγμένοι σ’ ένα στενόν κύκλο, άλλοι σταυροπόδι, κι άλλοι
πεσμένοι δίπλα, κι άλλοι τ’ ανάσκελα, βαριά μαστουρωμένοι,
με τ’ απλανή, τ’ αλλήθωρά τους μάτια, σβησμένα και χαμένα
στο κενό. Ήταν οι περισσότεροι ξυπόλητοι. Κι αυτοί που ήταν
[16]
καθισμένοι σταυροπόδι, περνούσαν κάθε λίγο το μαρκούτσι,
ένας στον άλλο, με μονότονες κινήσεις, βαριές, μηχανικές,
ληθαργικές. Κι έκλαιγαν, πιο πολύ που τραγουδούσαν. Κι ο
πνιγηρός, πηχτός καπνός ανέβαινε ντουμάνι:
Κι ο ναργιλές γουργούριζε στη μέση —και κείνοι ήταν
στοιβαγμένοι γύρω, κι όλο ρουφούσαν μ’ αγκομαχητά σαν
άνθρωποι που κρύβουν τον καημό τους, τον θάβουν στα
κατάβαθα της γης, γιατί δεν πρέπει να βγει ποτέ στο φως, γιατί
δεν πρέπει να τον δει το φως και φοβηθεί… Μόνος ο
Νταλαβέρης ήταν σκυφτός στη μέση, και φυσούσε πού και
πού, το ναργιλέ, κι έβανε κάρβουνα κι άλλαζε τουμπεκί. Και το
μαρκούτσι γύριζε στα διψασμένα στόματα, γύριζε χωρίς να
κάνει στάση, σα μια μεγάλη κολασμένη βρύση, που τη ζητούν,
τη λαχταρούν τα χείλη κι οι καρδιές, λες για να πνίξουν το
βαρύ τους άχτι, μ’ έν’ άλλο, πιο βαρύ και πιο πικρό… Κι ο
γοερός, αλλόκοτος σκοπός, όλο γυρνούσε και ξαναγυρνούσε,
κι ο καημός του, κι η αλλοφροσύνη του, έσκαβε και βαθούλωνε
τα βράχια. Και το καντηλάκι, φοβισμένο, σπαρταρούσε μες στα
σκοτεινά, κάνοντας να χορεύουν οι σκιές —σα να ζητούσε από
κάπου μια βοήθεια, μες στο πέλαγος εκείνο του καημού, που
τράνταζε και σάρωνε τα πάντα:
Μα-να-κι μου μα-να-κι μου…, πο-νεί το κε-φα-λά-κι μου…!
Ήταν κι ο Μάκιας, το καλντεριμάκι, με τα μεγάλα τσίνουρα
γύρω στα μαύρα μάτια, κι έσμιγε την ψιλή του τη φωνούλα, την
κρυσταλλένια και σπαραχτική, μες στο γενικό το μοιρολόι.
Την ώρ’ αυτή, χτυπήσαν τα παιδιά. Τα τραγούδια
σταματήσανε με μιας. Ο Νταλαβέρης σηκώθηκε αμέσως, και
δρασκελίζοντας καμπόσους κοιμισμένους, πήγε και μισάνοιξε
την πόρτα.
Τότε τα παιδιά μπήκανε μέσα, και τράβηξαν αμίλητα στο
βάθος. Ήταν εκεί μια δεύτερη σπηλιά, ακόμα πιο στενή και
σκοτεινή. Μέσα κει βρισκόταν κάποιος άνθρωπος, που κάτι
πάλευε μονάχος στη γωνιά. Ήταν καμιά σαρανταριά χρονών,
ψηλός, ξερακιανός, μαυριδερός. Μόλις μπήκαν μέσα τα παιδιά,
γύρισε, τα κοίταξε, κι έπειτα ξανάρχισε τη σκοτεινή δουλειά
του. Ο Νότης τότε σίμωσε, και κάτι του ψιθύρισε στ’ αυτί. Κι ο
άνθρωπος, χαμήλωσε κι εκείνος τη φωνή, και κάτι
αποκρίθηκε, σε τόνο θυμωμένο. Κι έπειτα ξανάπε δυνατά:
— Άσ’ τη να κουρεύεται, την παλιοξεσκισμένη… Αυτή δεν
παίρνει από λόγια, ναν το ξέρεις.
[17]
— Γιατί, ρε Κόλια; Δε θαν της ξηγήθηκες καλά:
— Εγώ δεν της ξηγήθηκα καλά; Αλλά, έννοια σου, και δε
θαν της περάσει… Θαν της στήσω άλλη μηχανή! Πού θα μου
πάει; Δε θα μου γλιτώσει! Θαν της αλλάξω τον αδόξαστο, της
βρόμας! Να μη με λένε Μπακουρέλια, θαν το δεις…
Έφτυσε χάμου, κούνησε το χέρι, κι έπεσε πάλι με τα μούτρα
στη δουλειά.
Οι άλλοι πήγαν κι έκατσαν τριγύρω στο λουλά.
Και το τραγούδι πήρε πάλι φόρα. Πιο γερό και πιο
σπαραχτικό, έμοιαζε να μην έβγαινε από αντρίκια χείλη, αλλ’
από μαύρα στήθη κολασμένων, που καίγουνται και ψήνουνται
στα φλογισμένα τάρταρα…
Κι ο Μπακουρέλιας άφησε και πάλι τη δουλειά του, κοίταξε
κατάματα το Νότη, κι ήρθε και τον τράνταξε τους ώμους:
— Άκου δω, ρε Νότη… Σου μιλάω τώρα ‘γώ ο
Μπακουρέλιας! Μη νταλαβερίζεσαι με βρόμες…
Ο Νότης χαμήλωσε τα μάτια. Κι έπειτα τα κάρφωσε στο
φως του καντηλιού. Πού και πού δάγκωνε τα χείλη του
μονάχα, σα να τον έτρωγε μια τύψη μυστική, που δε μπορούσε
να την αποφύγει.
Κι ο Μπακουρέλιας εξακολουθούσε:
— Να ‘μουν εγώ εδώ, πάει καλά. Αλλά θα φύγω πάλι, σε
τρεις μέρες, κι ούτε θα ξέρω πότε θα ‘ρθω πίσω… Είσαι
κουρνάζος[1], ναι, το παραδέχουμαι, αλλά μπορείς να βρεις
και το μπελά σου… Άκου ντε και μένα, τι σου λέω, και μην
κάνεις όλο του κεφαλιού σου, γιατί θα πέσεις όξω, ναν το
ξέρεις…
Ο Νότης τότε του ‘ριξε μια βλοσυρή ματιά:
— Εγώ τα ‘κανα καλά, ρε Μπακουρέλια, κι είμ’ άξιος και ναν
τα βγάνω πέρα…
Ο Μπακουρέλιας σήκωσε τους ώμους.
— Κάνε καλά, τι να σου πω και ‘γώ;…
Και ξαναπήγε μέσα.
Ο Νότης γύρισε βαρύς, κι έκατσε με τους άλλους.
— Τι έγινε; τον ρώτησε ο Νίκος.
Ο Νότης δεν του μίλησε. Κάθισε βουβός, συλλογισμένος.
Έστριψε ένα τσιγάρο, και το σάλιωσε, κι ύστερα τ’ άναψε, με
νευρικές κινήσεις.
[18]
Κι Σκουπής ο Λιας, που δεν φαινόταν ως εκείνη τη στιγμή,
πήγε και πήρε το μπαγλαμαδάκι, κι άρχισε, κι αυτό, να
τσαγκρουνίζει το σκοπό που τραγουδούσαν όλοι:
[19]
2
[25]
3
[27]
μια βαθιά κι απέραντη λαχτάρα —τη λαχτάρα του μεγάλου
νόστου, τον πόνο και τον πόθο της στεριάς, το φλογερόν
καημό του γυρισμού, τον απανδημό και την απόγνωση των
αλμυρών νερών και των κυμάτων— κι έφερνε σα μια μυρουδιά
του μακρινού πελάγου, της μπόρας, των αφρών, της
τρικυμίας, κάτι απ’ τα σφυρίγματα των παγερών ανέμων, κι
απ’ την αντάρα, κι από τα βουίσματα των ανεμοδαρμένων
καταρτιών — έκανε τους ανθρώπους να ριγούν, και να
στήνουν τ’ αυτί τους μες στη νύχτα. Οι δυο φωνές, του Νότη
και του Νίκου, ανταμωμένες στο ρυθμό, και ταιριασμένες,
έμοιαζαν ν’ αγκαλιάζουνται σ’ ένα βαθύ μεθύσι, σ’ ένα βαθύ
παλμόν αρμονικό, σε μια διπλή προσπάθεια, γλυκιά κι
απελπισμένη. Κι οι φωνές των άλλων των παιδιών, έμοιαζαν,
κι αυτές, σαν ένα πλαίσιο, σα μια μεγάλη ταιριαστή κορνίζα,
γύρω σε μια πολύτιμην εικόνα…
Έλεγαν κι άλλα σχετικά τραγούδια —όμως εκείνο το
παράξενο τραγούδι, είχε μείνει το τραγούδι της καρδιάς τους–
κι όχι μόνο της δικής τους καρδιάς, αλλά κι όλου του γύρω
μαχαλά. Όλος ο ανήφορος, μέχρι τα Κρητικά, κάθε που
ξημέρωνε γιορτή, ή Κυριακή — το νοσταλγούσε και το
καρτερούσε.
***
Όταν ο Νότης έπιασε φιλίες με τη Στέλλα, ο Νίκος ήταν
στρατιώτης, στην Αθήνα. Βλεπόταν με το Νότη ταχτικά —
αυτός, όμως, απόφυγε να του κάνει λόγο. Κι αυτό, στο Νίκο,
φάνηκε πως ήταν το πιο ύποπτο. Ήξερε τόσο καλά το Νότη —
διάβαζε, θαρρείς, μες στην ψυχή του— που δεν είχε καμιάν
αμφιβολία πως, ως το τέλος, θα ‘μενε ο ίδιος, ανίκανος για να
παραστρατήσει. Αλλά, μπορεί κανένας όλα να τα ξέρει —
μπορεί να είναι βέβαιος απόλυτα, για κάτι; Όσο και να ξέρουμε
στο βάθος έναν άνθρωπο, ποτέ δεν αποκλείονται τ’
απρόοπτα.
Αυτές τις σχέσεις, τις έμαθε απ’ άλλους. Ήταν δυνατόν να
μην τις μάθει; Ούτε κι ο Νότης, άλλωστε, τις έπιασε κρυφά,
μόνο που δεν το ‘κρινε και τόσο σοβαρό —καθώς έλεγε
αργότερα, ο ίδιος— να τους τις φανερώσει μοναχός του.
Άσχετα, όμως, μ’ ό,τι έλεγε ο ίδιος, πρέπει μάλλον να
[28]
δεχτούμε, πως ο Νότης, που τον ήξερε, και κείνος, αρκετά,
καταλάβαινε πως ίσως να τον πείραζε, και γι’ αυτό απόφυγε
να δώσει κάποια νύξη. Κι έπειτα, ο Νότης, ήταν παιδί ακόμα.
Δεν είχε πονηρίες σοβαρές. Ό,τι έκανε, το ‘κανε αβέρτα, χωρίς
κινήσεις υπολογισμένες. Δεν του το ‘πε, ίσως, κι από πείσμα,
επειδή, κάποτε, κι ο Νίκος κάτι του ‘κρυψε —κάτι σχετικό με τη
δουλειά τους— και το ‘μαθε, και κείνος, απ’ τους άλλους…
Αποτέλεσμα αυτής της ιστορίας, ήταν το πρώτο τσάκωμα
του Νίκου και του Νότη. Ο Νίκος παραφέρθηκε, και μίλησε
χοντρά —σήκωσε χέρι και να τον χτυπήσει. Ο Νότης
πείσμωσε, το πήρε προσβολή. Δεν ξαναπήγε να τον βρει στο
λόχο, ούτε, και κείνος, ήρθε να τον πάρει, όπως γινόταν κάθε
Σαββατόβραδο, που ‘παιρνε την άδεια, στο λόχο. Απόφευγαν,
ωστόσο, να βρεθούν —είτε στο δρόμο, είτε στο ντεκέ —μ’ ένα
πείσμα σκοτεινό.
Τότε κι ο Νότης έγινε αγνώριστος. Γύριζε στο σπίτι του
χαράματα, μεθοκοπούσε, τσακωνόταν κάθε βράδυ! Τρεις
φορές τον πήγαν και στο τμήμα, για μικροκαυγάδες της
παρέας…
Η κατάσταση αυτή, βάσταξε δυο-τρεις μήνες. Κάποιοι φίλοι
πέσανε στη μέση, και προσπαθούσαν να τους κάνουν να
φιλιώσουν — αλλά το πράμα στάθηκε αδύνατο, γιατί κανένας
δεν υποχωρούσε. Αν δεν έπεφταν στη μέση οι απ’ έξω, ίσως,
στο τέλος, κάτι να γινόταν. Αλλά το γεγονός του τσακωμού
τους, ήταν τόσο κοινολογημένο, που βρισκόντουσαν, κι οι
δυο, εκτεθειμένοι. Ο Νότης ήταν μεταμελημένος, αλλά δεν
εννοούσε να το δείξει. Ίσως, κι ο άλλος να ‘κανε το ίδιο.
Ο Νίκος μ’ όλη την αφάνειά του —δικαιολογημένη, απ’ την
άλλη, μια και ήταν ακόμα στρατιώτης, πυροβολητής στα
πεδινά— μάθαινε, τα καμώματα του Νότη. Ήξερε πως ο Νότης,
πεισματάρης, αλλά με πείσμα εντελώς μικρού παιδιού, έκανε
μερικές παλαβομάρες, μερικά καπρίτσια πεισμωμένα — κι
άξαφνα, ένα καλό πρωί, θα καταλάβαινε μονάχος του, το
σφάλμα του. Κι ήταν ένα παράπονο, μες στην καρδιά του
Νίκου, μάλλον ένα παράπονο, παρά σωστός θυμός. Ο Νίκος
ήταν πιο συγκρατημένος, πιο «άντρας», στο μυαλό και στα
φερσίματα — και μοναχή φορά που δεν κρατήθηκε, ήταν τότε
που τον πήρε τα γινάτι, και που κακομίλησε του Νότη.
Σ’ αυτό το μεταξύ, ο Νότης είχε παρατήσει και τη Στέλλα. Η
Στέλλα, τον καιρό αυτόν, ήταν ανεβασμένη στην Αθήνα. Τα ‘χε
[29]
χαλάσει με το Μπακουρέλια, γιατί και κείνος, τώρα τελευταία,
άρχισε να καταντάει τύραννος. Με το πρόσχημα του
«πατρικού» προστάτη, της είχε φάει τα λίγα παραδάκια της —
κάποιες παλιές οικονομίες της στην Τράπεζα — και τώρα που,
και κείνη, τον πήρε μυρουδιά, και φυλαγότανε σχεδόν
απέναντί του, είχε καταντήσει φορτικός. Ο Νότης κάτι πάλεψε
να κάνει, για να τους φέρει σε λογαριασμό — αλλά κι ο
Μπακουρέλιας του το ξέκοψε, δηλώνοντάς του, καθαρά και
ξάστερα, πως, στις δικές του τις δουλειές, ήταν ο ίδιος πάντα
νοικοκύρης — κι οι ενοχλητικές μεσολαβήσεις του, οσοδήποτε
κι αν ήταν φιλικές, θα ‘ταν προτιμότερο να λείψουν…
Κι αυτά τα λόγια ήταν αρκετά, για να καταλάβει τι συμβαίνει.
Παρ’ όλη τη συμπόνια του στη Στέλλα, ένιωθε πια, και
κείνος, αρκετά, πως την είχε παραπάρει ο κατήφορος — κι
όλες αυτές οι όψιμες προσπάθειες, για να τη γλιτώσει απ’ τα
νύχια των ορνέων, που την περιστοίχιζαν, —και που
δημιουργούσε, κατ’ ανάγκην, αυτό το ίδιο το επάγγελμά της—
είχαν έρθει φοβερά αργά. Δεν υπήρχε τρόπος να τη σώσει —
ακόμα και να πρόβαινε σε σοβαρές θυσίες. Κι αγαπούσε
αρκετά το σπίτι του, ώστε να σκεφτεί στα σοβαρά, και να κάνει
τέτοιες ανοησίες…
Κι έτσι, κι αυτός, τραβήχτηκε στη μπάντα, καταλαβαίνοντας
το χάος που κυλούσε. Κι η Στέλλα πήγε μόνη στην Αθήνα.
Έπιασε δουλειά σ’ ένα υπόγειο, γωνία Ευριπίδου κι Αθηνάς,
λίγο πιο πάνω απ’ τη Δημαρχία.
[30]
4
[32]
φαντάρος, δεν έβανε ποτέ πολιτικά. Αλλά, μες στη χαμάρα της
στιγμής, δεν πρόσεξε σ’ αυτή τη λεπτομέρεια.
Έκοβε βόλτες τώρα, σαν τρελός, μπροστά στην πόρτα του
νοσοκομείου. Είχανε μαζευτεί και κάποιοι άλλοι, και
κουβεντιάζανε με χαμηλή φωνή. Σε μια παρέα, λίγο παραπέρα,
ήταν κι ένας φαντάρος, και μιλούσε. Καθώς ο Νότης γύρισε τα
μάτια, βλέπει το Νίκο, ξαφνικά, μπροστά του! Για μια στιγμή,
δεν πίστεψε στα μάτια του…
— Νίκο! του λέει, Νίκο! Δε σε βάρεσαν;…
Ο Νίκος κοντοστάθηκε, κι αυτός, απορημένος.
— Όχι, δε με βάρεσαν εμένα! Βάρεσαν το Μίκια το
Ντουρντή… Ποιος σου το ‘πε πως με βάρεσαν εμένα; Ήμαστε
παρέα με το Μίκια, και βρέθηκα, και ‘γώ, μες στον καβγά…
Αλλά και συ, τι γυρεύεις εδώ χάμου; Πότε, κιόλας, πρόλαβες
και τα ‘μαθες;…
Κι ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του.
Τότε κι ο Νότης ξέσπασε με μιας. Όλ’ η ταραχή κι η αγωνία,
που κρατούσε με τα δόντια τόσην ώρα, συναντημένα με την
ξαφνική χαρά, να ξαναβρεί το Νίκο ζωντανό, τον έκαναν να μη
μπορεί να κρατηθεί. Τον πήρανε τα κλάματα, σαν το μωρό
παιδί. Έπεσε στην αγκαλιά του Νίκου, και ξέσπασε σ’
αμίλητους, ακράτητους λυγμούς… Κι ο Νίκος, τον αγκάλιασε,
κι αυτός, και χτυπώντας του την πλάτη με το χέρι, τον κράτησε
σφιχτά, για μια στιγμή. Κι ούτε μπορούσε να μιλήσει, κι αυτός,
τώρα —γιατ’ η καρδιά του, και κεινού, χτυπούσε δυνατά, κι
ένιωθε τα μάτια του βαριά και βουρκωμένα…
Κι έτσι, χάρις στη μικρή εκείνη παρεξήγηση, απ’ αφορμή
του λαβωμού του Μίκια του Ντουρντή —που τον κράτησε, και
κείνον, καρφωμένο δυόμιση μήνες στο νοσοκομείο— έγιναν
πάλι φίλοι, ο Νίκος με το Νότη, και μάλιστα, πιο φίλοι, πιο
αχώριστοι, και πιο αγαπημένοι κι από πρώτα.
***
Απ’ όλ’ αυτά τα περιστατικά, κάποιος αχός, καθόλου
μακρινός, ούτε φευγαλέος κι ακαθόριστος, αλλά πολύ-πολύ
συγκεκριμένος, έφτανε μέχρι την απόμερη γωνιά, που ζούσε
λυπημένα κι η Ανθούλα. Χωρίς να κάνει τίποτε που να το
φανερώνει, έπινε το φαρμάκι της αργά, καρτερικά —
[33]
κλαίγοντας, κάθε λίγο και λιγάκι, τις ώρες που βρισκότανε
μονάχη. Δεν το ‘δειχνε ούτε της Αριστέας, παρ’ όλη τη φιλία
που τις έδενε.
Δεν της ανάφερνε καθόλου για το Νότη. Έτρεμε μοναχά με
την ιδέα, πως θα μπορούσε να το καταλάβει! Κι όμως, εκείνη,
το ‘χε καταλάβει… Εκείνες οι ανήσυχες και ξαφνικές κινήσεις,
τα δίχως λόγο δακρυσμένα μάτια, κάθε φορά που της μιλούσε
για το Νότη, την είχαν κάνει να το μυριστεί —και θα της το ‘χε
πει απ’ την αρχή, αν δεν την ήξερε καλά στο χαρακτήρα.
Ήξερε πως αν έδειχνε πως το ‘χει καταλάβει, αντί, μ’ αυτό, να
την παρηγορήσει, θα την έκανε διπλά να πληγωθεί.
Στην αρχή, κι αυτή, το πήρε σαν αστείο. Παρά τρίχα να την
πάρει στο μεζέ! Αλλά, κατόπι, με την αλλαγή, που ‘βλεπε
στους τρόπους της Ανθούλας, με το χαλασμένο της το χρώμα,
τις καθημερινές μελαγχολίες της τ’ ανεξήγητά της τα
φερσίματα, άρχισε, και κείνη, να φοβάται, και ν’ αποφεύγει να
της κάνει λόγο για τα τελευταία του ξανοίγματα, και τα πολύ
τρελά καμώματά του. Κι ενώ πριν, δεν άφηνε ευκαιρία, που να
μην της τα λέει με το νι και με το σίγμα, να την κρατεί ενήμερο
των ανδραγαθιών του —άρχισε, τώρα, να κομπιάζει, να
διστάζει, να της μισοκρύβει την αλήθεια, όταν καταλάβαινε
πως το φανέρωμά της, θα ήταν ικανό να την πειράξει. Τη
λυπόταν, και την αγαπούσε.
Κι η Ανθούλα, απ’ την επιφύλαξή της, σαν κάτι να ‘χε
μυριστεί, και κείνη —αλλά προσπαθούσε, με το ζόρι, να διώξει
τέτοια σκέψη απ’ το νου της. Κι όμως, μ’ όλο της το φόβο μη
δειχτεί, ήθελε να μαθαίνει για το Νότη… Έφερνε με τρόπο την
κουβέντα, χωρίς να φαίνεται πως την υποκινεί. Αλλά κι αυτό,
στην ανυποκρισία της, το ‘κανε τόσο φανερά κι ανεπιτήδεια,
με τόση φυσικήν αδεξιότητα, που μόνο το παιχνίδι της αυτό,
για ένα μάτι σβέλτο, καθώς της Αριστέας, θα ήταν αρκετό να
την προδώσει…
Αλλά τώρα, που η Αριστέα της αποσιωπούσε την αλήθεια,
για την Ανθούλα, ήταν πια αργά. Είχε μάθει πια τα κυριότερα:
τις μπερδεψές του Νότη με τη Στέλλα, τον τσακωμό του με το
φίλο του το Νίκο, τα ξημερώματά του στους ντεκέδες, τις
συνεχείς του απουσίες απ’ το σπίτι, τα ξενύχτια του, τα
κατορθώματά του. Κι όλ’ αυτά, μεγαλωμένα στο μυαλό της, και
παίρνοντας, μαζί με τον καιρό, μες στην ερεθισμένη φαντασία
της, την όψη κάποιων φοβερών, τερατωδών πραγμάτων —
[34]
κάποιων ακατονόμαστων και ζοφερών οργίων, που δεν
τολμούσε καν να τα συλλάβει— της έσκαβαν αργά τα σωθικά,
σαν ένα μυστικό, βαθύ σαράκι. Τα μάγουλά της είχαν
βαθουλώσει, δυο μαύροι κύκλοι συμπαθητικοί, είχαν
φανερωθεί γύρω στα μάτια της, δεν είχε πια το νου της στη
δουλειά της. Αυτό το ‘χαν προσέξει και στο σπίτι της. Η κυρα-
Λέγκω πίστευε πως ήταν «ματιασμένη». Κανένας, παρεκτός
της Αριστέας, δε θα μπορούσε να μαντέψει την αλήθεια. Ως κι
ο μπαρμπα-Σταμάτης, ο πατέρας της, έλεγε κουταμάρες κι
ανοησίες —κι ήθελε να την πάει στο γιατρό, να την κοιτάξει,
και να βρει τι έχει…
Όταν ο Νότης, όμως, γύρισε στο σπίτι του, και ξαναμπήκε
στην κανονική ζωή —έπειτ’ απ’ της Στέλλας τη φευγάλα, και το
φίλιωμά του με το Νίκο— κι η Ανθούλα, σαν ένα λουλούδι που
το ξαναποτίζουν ξαφνικά, βρήκε πάλι, μια στιγμή, τα πρώτα
χρώματά της. Τ’ αναιμικό της χείλι χαμογέλασε, τα μάγουλά
της ρόδισαν και δρόσισαν, τα μάτια της ξαστέρωσαν,
ανθρώπεψαν —κι αμέσως ξαναγύρισε, με κέφι, στη δουλειά…
Τότε, κι οι πιο κουτοί, κάτι κατάλαβαν. Αλλά δεν ήθελαν,
ακόμα, να το πουν. Η κυρα-Λέγκω, μάλιστα, κατάλαβε πολλά.
Το μητρικό της ένστιχτο της άνοιξε τα μάτια.
Κι έτσι, κι η Αριστέα πήρε θάρρος, και, μια βραδιά, της
έκανε κουβέντα. Της το ‘φερε με τρόπο, τεχνικά. Η Ανθούλα
χλώμιασε, κοκκίνισε, στην αρχή πήγε να βάλει τις φωνές —
έπειτα, όμως, έπεσε στα χέρια της, και ξαφνικά, την πήρε το
παράπονο… Ήταν ένα παράπονο δειλό, παρθενικό, ένα
παράπονο βαθύ και σιγανό —το ξαφνικό ξεχείλισμα μιας
έρημης καρδιάς, που, μήνες τώρα, κρύβεται και τρέμει, κι
έρχεται μια στιγμή, και δεν αντέχει, κι αφήνει τον καημό της να
ξεσπάσει, κουρασμένη να παλεύει μόνη, και ζητώντας από
κάπου μια βοήθεια, μια συμπάθεια, και μια παρηγοριά…
[35]
5
[36]
την Ανθούλα, θα ήταν ίσως υπερβολικό. Κι όμως δεν ένιωθε,
γι’ αυτή, κανένα τέτοιο αίσθημα, απ’ αυτά που καταλήγουν
στην αγάπη. Δεν το ‘χε νιώσει άλλωστε, και για καμιά
κοπέλα—κι ο σύντομος δεσμός του με τη Στέλλα, ήταν μάλλον.
καθώς είπαμε, συμπόνια, παρά πραγματικό ενδιαφέρον, όπως
συμβαίνει κάποτε, σ’ αυτή την ηλικία. Γι’ αυτό, η τρυφερή αυτή
συμπόνια, κόπηκε μόλις είδε πως η Στέλλα δεν είχε δείξει
προθυμία να στρώσει κι εξακολουθούσε να βαδίζει στον
αμαρτωλόν προορισμό της, αν και της είχαν τύχει τόσες
ευκαιρίες, ν’ αποκατασταθεί και να σωθεί. Οι καβγάδες με το
Μπακουρέλια, οι μπερδεψές με τις αστυνομίες, κι ακόμα,
κάποια πείσματα, που θέλησε να δείξει, για το γύρισμα
κάποιου δαχτυλιδιού —κάποιου παλιού δαχτυλιδιού της μάνας
του —που σε στιγμές μεγάλης στεναχώριας, είχε την
κουταμάρα να της δώσει— του ψύχραναν τον αρχικό του ζήλο,
και σχεδόν τον έκαναν να την αποστραφεί.
Αυτό το δαχτυλίδι το ζητούσε, και κείνη καμωνότανε πως το
‘χασε —ενώ την είχαν δει να το φορεί. Κι είχε, μάλιστα, και
κάπου καυχηθεί, πως το ‘χει από κάποιο «παιδαρέλι», που
πολεμούσε να την κάνει φιλενάδα του, και κείνη το κορόιδευε
και γέλαγε μαζί του, τον καιρό που δούλευε στα μαγαζιά της
Τρούμπας…
Αυτό, ο Νότης, το φυσούσε και δεν κρύωνε. Το ‘χει πάρει
κάπως στο φιλότιμο. Κι ο Νίκος ήταν ευχαριστημένος, που
είχε βγει, κι αυτός, αληθινός, στις προειδοποιήσεις για τη
Στέλλα. Τρεις φορές, για να την ανταμώσουν, ήταν
ανεβασμένοι στην Αθήνα. Κι η Στέλλα πάντα κοπανούσε τα
δικά της, κι έπιανε όρκους, και χάλαγε τον κόσμο, και φιλούσε
σε σταυρό τα δάχτυλά της, και διαλαλούσε πως, το δαχτυλίδι,
της το ‘χαν πάρει μέσ’ απ’ τον κομό της, τον καιρό του
ερχομού της στην Αθήνα… Κι αυτό ήτανε ψέμα φανερό.
Κι ο Νότης ήταν καταφουρκισμένος, γιατ’ ήτανε κειμήλιο
οικογενειακό, και το ‘χε πάρει απ’ το σπίτι τους κρυφά. Αν η
μάνα του, μια μέρα, τ’ ανακάλυπτε —και δε μπορούσε παρά να
τ’ ανακαλύψει— θα γινόσαν μεγάλες φασαρίες, και για να μην
πέσουν υποψίες στους αθώους, θ’ αναγκαζόταν να φανερωθεί.
Και μια τέτοια αποκάλυψη στο σπίτι, θα του στοίχιζε, χωρίς
αμφιβολία, τα μισά τα χρόνια της ζωής του! Ανάθεσε, λοιπόν,
στο Μπακουρέλια, που, κι αυτός, την είχε τόσο φούρκα, να
φροντίσει για το δαχτυλίδι. Ο Μπακουρέλιας είχε τόσες
[37]
σχέσεις με τους τύπους των καφέ-αμάν, με τις αρτίστες και
τους φίλους τους, που θα μπορούσε, δίχως να φανεί, να την
καταφέρει, μέσον άλλων —και στην ανάγκη, να την εκβιάσει—
να του γυρίσει το χρυσαφικό. Στήριζε όλες τις ελπίδες του σ’
αυτόν, και στις σατανικές ενέργειές του.
Ο Νότης, ήταν, τώρα, τόσο φρόνιμος, τόσο ταχτικός στην
εργασία του, που ακόμα κι οι δικοί του απορούσαν. Το
φέρσιμό του είχε μαλακώσει, είχε πάψει πια να ξενυχτάει. Σ’
αυτή την ξαφνική μεταβολή του, μπορεί να συντέλεσε κομμάτι,
κι η κρυφή τύψη του δαχτυλιδιού. Ο Νότης ήταν αρκετά
φιλότιμο παιδί, ώστε να ζυγίζει και να νιώθει την αξία κάθε
πράξεώς του, όχι με την υπόδειξη των άλλων, αλλ’ από
φυσική του εξυπνάδα. Ήξερε πως αυτό που είχε κάνει, ήταν
μια πράξη ταπεινωτική. Και σ’ αυτό, κι ο Νίκος συμφωνούσε.
Και προσπαθούσαν, ο καθένας με τον τρόπο του, να βρούνε
κάποιο μέσο θεραπείας — όταν η ορισμένη μέρα έφτασε, που
έπρεπε να παρουσιαστεί.
***
Κι έτσι, κι ο Νότης ντύθηκε φαντάρος. Είδαμε πώς κατέβηκε
αμέσως στον Περαία, πώς πήγε στην ταβέρνα του Σταμάτη, κι
έπειτα στο ντεκέ του Νταλαβέρη, με το σκοπό να βρει το
Μπακουρέλια, να μάθει τι απόγινε το ζήτημα. Ο Μπακουρέλιας
είχε λείψει τελευταία, κι είχε αμελήσει την υπόθεση —αλλά μη
θέλοντας να πει πως την αμέλησε, του ‘φενρε, τώρα, τον
κατακλυσμό. Η Στέλλα εξακολουθούσε πάντα, ν’ αρνιέται πως
υπήρχε δαχτυλίδι. Του συνιστούσε να το πάρει την απόφαση,
και να παρατήσει τον αγώνα.
Κι ο Νότης έφυγε, στο τέλος, βλαστημώντας. Μόνος ο Νίκος
ήξερε τι τρέχει. Άφησαν τ’ άλλα τα παιδιά μες στη σπηλιά, και
γύρισαν, μονάχοι τους, προς το Πασαλιμάνι. Το φεγγάρι
φώτιζε τα πάντα, κι έκανε να γυαλίζουν τα νερά. Ο φάρος των
Φλεβών, πέρα στα βάθη, με τα κανονικά του διαλείμματα,
σπιθοβολούσε μες στην ησυχία, σαν ένα μάτι άγρυπνο, κι
ωστόσο κουρασμένο. Ο δρόμος ήταν έρημος, δεν ακουγόταν
τίποτε, μονάχα το πλατάγισμα των μακρινών νερών…
Βάδιζαν με βήμα ρυθμικό. Κανένας απ’ τους δυο τους δε
μιλούσε. Ο Νότης, που φορούσε τ’ άρβυλά του, περπατούσε
[38]
άμαθα και στενοχωρημένα. Μια στιγμή σταμάτησε, μονάχα.
Έκατσε σε μια πέτρα χαμηλή, ξέζωσε τη γκέτα του αργά, κι
έβγανε το δεξί του το παπούτσι. Το ξαναφόρεσε, και πήραν
πάλι δρόμο.
Έπρεπε το πρωί να ‘ναι στο λόχο —στις έξι θα βαρούσε
προσκλητήριο— κι όμως, τώρα, δε νύσταζε καθόλου. Είχε
πλάι του το Νίκο, κι αυτό του ‘φτανε. Σιγά-σιγά, αλάργεψαν το
βήμα.
Η γοητεία της βραδιάς μεθούσε την ψυχή τους. Ήταν μιαν
ανακούφιση, και σα μιαν ευτυχία, να περπατούν οι δυο τους,
μοναχοί.
Όταν πλησίαζαν κατά τη Φρεαττύδα, ο Νότης, που δεν
έβγανε μιλιά —μέχρις εκείνη τη στιγμή, δεν είχαν πει μια
λέξη— ένιωσε την ανάγκη να μιλήσει. Μιλήσαν για το
στρατιωτικό, για το λόχο που τον είχαν βάνει, για κάποιον
ταγματάρχη, πολύ γνωστό του Νίκου, και που θα ‘πρεπε κι
αυτός, να μιληθεί, για καμιά απόσπαση αργότερα —γιατί ο
λόχος που τον είχαν βάνει, πρώτη μέρα που παρουσιάστηκε,
ήταν, φυσικά, προσωρινός, κι οι οριστικές τοποθετήσεις θα
γινόσαν σε καμιά βδομάδα.
Είπαν, ακόμα, για το ζήτημα της Στέλλας. Ο Νότης, έπειτ’
απ’ το τελευταίο κάζο, δεν ήθελε ν’ ακούσει πια γι’ αυτή.
Αναθεμάτιζε, μονάχα, τη στιγμή, που ‘μπλεξε μ’ αυτή την
παλιοβρόμα. Η αγανάκτησή του κι ο θυμός του, στρεφόταν,
τώρα, και κατά του Μπακουρέλια. Πρώτη φορά, απ’ τον καιρό
που φίλιωσαν, ο Νότης παραδέχτηκε το σφάλμα του.
Είπαν για τις δουλειές του μαγαζιού, για τα πολλά τα τυχερά
της φετινής χρονιάς, εν αντιθέσει με τα περσινά κεσάτια, που,
παρά τρίχα, να το κάνουν να φαλίρει.
Κι η κουβέντα, ξαφνικά, γύρισε στην Αννούλα.
— Φαίνεται, το κακόμοιρο, πως είναι τσιμπημένο…
Ο Νότης θέλησε ν’ αλλάξει την κουβέντα. Ο Νίκος, όμως,
εξακολουθούσε:
— Εγώ το ‘χα μυριστεί απ’ την αρχή. Εσύ, μονάχα, δεν το
πήρες πρέφα…
— Δε με παρατάς, καημένε Νίκο! Κι αν έχει τσιμπηθεί, τι να
της κάνω;…
Ο Νίκος πήρε ύφος σοβαρό —αλλά, στη σοβαρότητα αυτή,
ήταν κρυμμένη κάποια δόση ειρωνείας:
[39]
— Γιατί; Δεν το λυπάσαι, το κορίτσι;…
Το κεντρί της σοβαρής εκείνης ειρωνείας, το ‘ξερε πολύ
καλά ο Νότης.
— Άσε με και συ, καημένε Νίκο! Δε με παρατάς στα βάσανά
μου; Μου φαίνεται, με ξέρεις και σε ξέρω…
Έγινε σιωπή, για λίγη στιγμή. Είχαν αφήσει πια τη
Φρεαττύδα, κι είχαν φτάσει στο Πασαλιμάνι. Το λιμανάκι
φάνταζε, στο φως του φεγγαριού, γαλανό, βαθύ και
κοιμισμένο, σα μια μικρή λιμνούλα πεθαμένη. Ένας κόσμος
βάρκες και καΐκια, ήταν αραγμένα γύρω-γύρω, σε μια
φανταστικήν ακινησία. Πού και πού, στο φύσημα της αύρας,
έτριζε, μοναχά, κάποιο κατάρτι.
Η νύχτα ήταν αρκετά προχωρημένη, ώστε να μην υπάρχει
φόβος για περίπολο. Έκαναν όλο το μεγάλο γύρο, και πήγαν
ως την άλλη τη μεριά, ίσαμε την πλατεία Αλεξάντρας. Καθίσανε
στην άκρη, στο πεζούλι. Είχαν βάνει πρόγραμμα να μην πάνε
για ύπνο. Ο Νότης είχε κέφι για ρομάντζα…
Και το φεγγάρι προχωρούσε πάντα. Στο δρόμο δε
φαινότανε ψυχή. Τα σπίτια, γύρω στο Πασαλιμάνι,
φεγγαρολουσμένα, στη σειρά, έμοιαζαν με πρόσωπα
κλεισμένα και νεκρά.
Κοίταζαν αμίλητοι τη θάλασσα.
Ξαφνικά, ο Νότης, δίχως λόγο, άρχισε να σιγοτραγουδάει. Η
φωνή του ξέσπασε δειλά και σιγανά. Κι η φωνή του Νίκου, πιο
βαθιά, κρατώντας, όπως πάντα, το σεγόντο, σιγά-σιγά
ενώθηκε μαζί της. Τραγουδούσαν αργά, μες στο φεγγάρι, με τα
μάτια καρφωμένα πέρα, σα να ξυπνούσε μέσα τους μιαν ίδια
νοσταλγία — μια νοσταλγία μακρινή και παραπονεμένη, για
κάποιον ακαθόριστο κι ευτυχισμένον κόσμο, που και των δυο
τους η ψυχή, με πάθος λαχταρούσε:
[41]
6
[42]
Οι ψαλμωδίες είχαν τελειώσει, κι ετοιμαζόταν η περιφορά.
Είχε κρεμάσει τις ελπίδες της σ’ αυτή. Θα ‘βρισκε τρόπο να
κοιτάξει μες στο πλήθος. Θα ‘βλεπε τη μάνα του, είτε την
Αριστέα.
Ο κόσμος, τώρα τραβούσε προς την έξοδο. Πήγαιναν
μπροστά τα εξαπτέρυγα, κι οι παπάδες με τον Επιτάφιο, κι
ακολουθούσε η φιλαρμονική. Κι ο κόσμος ερχόταν από πίσω,
στριμωγμένος κι ανακατωμένος, σα μια μεγάλη θάλασσα…
Χτυπούσαν οι καμπάνες κάθε λίγο, κι ο γαλανός, νυχτερινός
αέρας ήταν γιομάτος από μοσκολίβανα. Κάποια φώσφορα,
κόκκινα και πράσινα, άναψαν σε μερικά μπαλκόνια. Κι όμως ο
Νότης δε φαινόταν πουθενά… Ένα βάρος πλάκωνε το στήθος
της Ανθούλας, μιαν απόγνωση βαθιά και πνιγηρή. Το κερί της
έτρεμε στο χέρι, κι έσταζε στην πλάτη της μητέρας της. Και
κείνη γύρισε, με μάτια θυμωμένα, και την έσπρωξε λιγάκι
παραπέρα…
Κάποιος, τότε, ζύγωσε κοντά της. Της φάνηκε πως ήτανε
φαντάρος. Η καρδιά της χτύπησε, και γύρισε τα μάτια. Ήταν
ένας δίοπος και της χαμογελούσε. Γύρισε τα μάτια της αλλού.
Εκείνος ήρθε πιο κοντά. Αναγκάστηκε να φύγει από κει, και να
πάει απ’ την άλλη τη μεριά. Τότ’ εκείνος πήγε δίπλα στην
Κουλιώ. Η Ανθούλα ήταν τόσο ταραγμένη, που, παρά τη
φυσική της περιέργεια, τα παρακάτω δεν τα πρόσεξε καθόλου.
Κι οι ψαλμωδίες εξακολουθούσαν. Μες στο φανταστικό
εκείνο μπέρδεμα των κεριών, των φωνών και της καμπάνας,
βαριά, επίσημη και κατανυχτική, η τραγική μεγάλη μελωδία.
Κι οι γοερές φωνούλες των παιδιών, απόκοσμες, θλιμμένες,
δροσερές —ένα κόρο καθαρές φωνούλες, ψιλές, εκστατικές και
κρυσταλλένιες— ακολουθούσαν ύστερα, γλυκά, σπαραχτικά,
δίνοντας ένα ρίγος στην ψυχή:
— Κύριε ελέησον! Κύριε ελέησον! Κύριε ελέησον!…
Κι όλ’ αυτά μαζί, συγκεχυμένα, οι ψαλμωδίες και το
στρίμωγμα του κόσμου, οι σάλπιγγες κι η μουσική της
φιλαρμονικής, έπαιρναν τώρα, ξαφνικά, μια νέα σημασία — τη
σημασία ενός θρήνου πανανθρώπινου και μιας απεγνωσμένης
ικεσίας, ενός καημού απέραντου και συγκλονιστικού, για κάτι
το γλυκό κι ανεπανόρθωτο, για κάτι το πολύτιμο και το
μοναδικό — μιας συντριβής μουγκής κι απαρηγόρητης, για
μιαν ελπίδα μυστική, παντοτινά χαμένη… Ήταν σαν η
αλλόκοτη κηδεία κάποιων πραγμάτων μακρινών κι
[43]
ευτυχισμένων, κάποιας χαράς φευγάτης κι αλησμόνητης, που
δεν υπήρχε τρόπος να γυρίσει… Οι άνθρωποι, τα δέντρα και
τα σπίτια, και τ’ άστρα μες στο μαύρον ουρανό, σα να ‘χαν,
τώρα, ενωθεί στο γενικό το κλάμα —σα να ‘χαν γίνει μια γυμνή
κι επώδυνη ψυχή, που ‘λιωνε μες στην ιδίαν αγωνία:
— Κύριε ελέησον! Κύριε ελέησον! Κύριε ελέησον!…
Κι έπειτα πάλι, μακριά, στα βάθη, σα να γλυκοχάραζε μια
λύτρωση, κάποιο μεγάλο φως αγγελικό κι αυτό το φως να
πρόβαλλε μες στο πυκνό σκοτάδι, σαν ένα μήνυμα δειλό κι
ονειρεμένο, για μιαν ανατολή μυστηριώδη, για κάτι το
θεσπέσια χαρμόσυνο κι ανέσπερο… Όμως, σε λίγο, το φως
αυτό σα να ‘σβηνε, και το σκοτάδι γύριζε βαθύ κι
ανεπανόρθωτο…
Κι οι σάλπιγγες ξανάφερναν τον πένθιμο σκοπό.
Κι η μουσική της φιλαρμονικής ξανάρχιζε τις βροντερές της
νότες, και σκέπαζε, για μια στιγμή, τα πάντα, με το νεκρώσιμό
της εμβατήριο… Και μες στο γενικό το σπαραγμό, ένιωθε, και
κείνη, την καρδιά της, να χάνεται, να λιώνει και να σβήνει…
Ξαφνικά, τον είδε. Τον είδε παραπίσω, με το Νίκο. Η καρδιά
της χτύπησε και πάλι δυνατά. Ένιωσε, μες στη συγκίνησή της,
έναν ανυπόφορο καημό, σα να περνούσε μια βελόνα την
καρδιά της — σαν ένα βαθύ μίσος για το Νίκο. Πολλές φορές
είχε ζηλέψει με το Νίκο, αλλά ποτέ καθώς εκείνη τη στιγμή. Της
φάνηκε, μες στην απόγνωσή της, πως ο Νίκος τής έπαιρνε το
Νότη — πως ο γκαρδιακός εκείνος φίλος ήταν στημένος
αναμεταξύ τους, σαν ένα τείχος μαύρο και μεγάλο, σαν
κάποιος ανυπέρβλητος φραγμός…
Τώρα περπατούσε σαν τρελή. Η μουσική βαρούσε δυνατά,
τα κεράκια φάνταζαν σαν ένας εφιάλτης. Τα ‘βλεπε όλα
μπερδεμένα και χαμένα, σαν ένα πράμα σκοτεινό και φοβερό.
Έχανε τη συναίσθηση του τόπου και του χρόνου…
Εκείνη τη στιγμή, η πομπή ήταν σταματημένη, για να ψαλεί
μια δέηση, σε κάποιο σταυροδρόμι. Ο κόσμος όλος είχε βγάνει
το καπέλο του, κι έκανε, τριγύρω, το σταυρό του. Γύρισε τα
μάτια της προς τον Εσταυρωμένο, και μέσ’ απ’ τα κατάβαθα
του νου και της ψυχής της, βγήκε μιαν ευχή και μια κατάρα,
μεγάλη, φοβερή κι απελπισμένη:
— Χριστέ μου, φώναξε με μάτια δακρυσμένα, να μην τον
χαρεί άλλη, κι ας πεθάνω…
[44]
Και ξαφνικά, της ήρθε σκοτοδίνη. Τα γόνατά της πια δεν τη
βαστούσαν. Της ήρθε, μια στιγμή, να πέσει χάμου…
Γυρίζει στη μητέρα της, και λέει:
***
Οι μέρες περνούσαν θλιβερές. Έξι μήνες πέρασαν — όλο το
καλοκαίρι.
Η Ανθούλα, σ’ αυτό το μεταξύ, άρχισε να μαραίνεται σαν
άρρωστο λουλούδι. Το πρόσωπό της είχε γίνει διάφανο, τα
μάγουλά της είχαν βαθουλώσει. Δεν είχαν μείνει παρά τα
μεγάλα μάτια της, απέραντα, βουβά και πονεμένα.
Ένας βήχας ύπουλος της σπάραζε τα στήθη.
Κάθε δυο μέρες ήταν στο κρεβάτι. Η Αριστέα, κι άλλες
συγγενείς, δεν έλειπαν απ’ το προσκέφαλό της.
Ο Νότης ήταν πάντα στρατιώτης. Κάθε Σαββατοκύριακο,
είτε και μεσοβδόμαδα, έπαιρνε άδεια, κι ερχόταν ως το σπίτι.
Του ‘λεγαν ταχτικά για την Ανθούλα. Η Αριστέα του τα ‘χε
φανερώσει. Εκείνος, όμως, έκανε πως δεν καταλαβαίνει.
Έτσι πέρασε όλο το καλοκαίρι. Πλησίαζε και πάλι το
φθινόπωρο.
…Ξαφνικά, μες στην ακινησία, μέσα σ’ εκείνη τη θανάσιμη
γαλήνη — η μεγάλη επιστράτευση του δώδεκα… Ήταν σα να
‘πεφτε μια πέτρα στα νερά!
Γενικός συναγερμός παντού —όλος ο κόσμος ντυμένος στο
χακί. Ενθουσιασμοί, ζητωκραυγές, κλάματα κι αποχαιρετισμοί.
[45]
Κι ο Νότης έφυγε, μια νύχτα, για το μέτωπο. Έφυγαν, μια
νύχτα, με το Νίκο — είχαν φροντίσει να βρεθούν στον ίδιο
λόχο — με το τρένο της Θεσσαλονίκης. Μόλις πρόφτασε να
πεταχτεί στο σπίτι, να πάρει ένα μπογαλάκι ρούχα, και ν’
αποχαιρετίσει τους δικούς του.
Μπήκε και στην Ανθούλα, και την είδε. Καθόταν στο κρεβάτι
της κι έπινε το γάλα της. Μ’ όλη τη βία της ανάσαστης
φευγάλας, κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα της. Δοκίμασε να την
παρηγορήσει. Άγγιξε το φλογισμένο χέρι της, και της είπε δυο
καλές κουβέντες. Εκείνη τον κοιτούσε, δε μιλούσε. Ο πυρετός
τής θόλωνε τα μάτια και τη σκέψη. Κι έφυγε πάλι, σα σκιά μες
στο σκοτάδι. Ένιωθε κάποια τύψη μακρινή. Μετανοούσε, και
τη συμπονούσε, αλλά δεν εννοούσε να το δείξει.
Κι έφυγε σα σκιά μες στο σκοτάδι. Μες στη βουή και τα
σφυρίγματα του τρένου, μες στην ασφυχτική κοσμοπλημμύρα,
και τις φωνές και τα βλαστήμια των φαντάρων, ο νους του
πήγε, μια στιγμή, και πάλι, στην Ανθούλα — με μια μετάνοια
τρυφερή κι αδερφική. Αλλά δεν πρόφτασε να τα καλοσκεφτεί,
γιατί το τρένο, τώρα, ξεκινούσε…
[46]
7
***
Κι ένα βράδυ, καθώς ήταν πλαγιασμένη, με την ανιψούλα
της για μόνη συντροφιά, άκουσε ξεφωνητά στην κάμαρη του
Νότη. Μισοσηκώθηκε με κόπο στο κρεβάτι, και τέντωσε τ’ αυτί
της στις φωνές. Οι φωνές αυτές ήταν σαν κλάμα. Δεν
κατόρθωνε να ξεχωρίσει λόγια — αλλά μες στις γοερές αυτές
φωνές, γνώρισε τη φωνή της Αριστέας. Και κοντά στη γνώριμη
φωνή της Αριστέας, μιαν άλλη πιο βραχνή και δυνατή —μια
φωνή βαθιά και φοβερή— τη φωνή της μάνας των παιδιών!…
Έστειλε τη μικρούλα, να μάθει τι συμβαίνει. Η μικρούλα της
είπε την αλήθεια. Αλλά και δίχως τα μαντάτα της μικρούλας,
μόνο που άκουσε τις φοβερές φωνές, της ήταν αρκετό να
καταλάβει πως ο Νότης είχε σκοτωθεί…
[49]
«καμωματού». Έφερνε πίσω το χαμένο δαχτυλίδι. Όπως όλες
οι αμαρτωλές ψυχές, ήταν θρήσκα, και πίστευε στην κόλαση.
Καθώς έμαθε το σκοτωμό του Νότη, μες στο θολωμένο της
μυαλό, ξύπνησε μια σπίθα καλοσύνης —κάτι σαν τύψη και σα
μεταμέλεια— κι αυτή η ακαθόριστη και μυστική φωνή της έλεγε
πως έπρεπε, τώρα, με κάθε τρόπο, να φέρει πίσω το
χρυσαφικό. — Θέλησε, μ’ αυτό το γυρισμό, να βγάνει κάποιο
βάρος από πάνω της, κάποιο τριβέλι που την τυραννούσε. —
Το ‘φερε σαν ένοχη, μια νύχτα — κι έφυγε πάλι, σαν
κυνηγημένη, και χάθηκε στα μακρινά του δρόμου…
***
Εκείνο τον καιρό, πεζά και κάπως άδοξα, έκλεισε κι ο ντεκές
του Νταλαβέρη. Αφορμή ήταν ο τσακωμός του Μπακουρέλια
με το Νταλαβέρη. Τα παλιά μίση βγαίνανε στα φόρα. Ο
Μπακουρέλιας είχε βάνει σπιουνιές, πως ο ντεκές ήταν
γιομάτος λιποτάχτες —πράμα φυσικό για την περίσταση— κι η
αστυνομία τ’ αποφάσισε να βάνει χέρι τελειωτικά, και να κάνει
γενικό ξεπάστρεμα. Και μια νύχτα πλάκωσαν αιφνιδιαστικά,
νωματαρχέοι και χωροφυλάκοι, κι έπιασαν όλους όσους
βρήκαν μέσα —αλήτες, χασικλήδες, λιποτάχτες— και τους
κλείσαν μέσα στα μπουντρούμια.
Και τότε βγήκε, μες στη φυλακή, κι ένα τραγούδι
παραπονεμένο —ένα είδος λαϊκού μοιρολογιού —για το τέλος
του περίφημου ντεκέ:
[50]
πενήντα δυο διμούτσουνες, και δεκαοχτώ μαρκούτσια·
βρήκαν και ντερβισόπαιδα φουμάραν αργελέδες·
το Μήτσουλα, το Στριμινέα, το Γιάννη τον Τσαρμπάρα,
το Γκελεμέ, το Μεντρεσέ, κι άλλους εφτά νομάτοι·
ήντουσε κι έξι βλάμηδες, και παίζανε μπαρμπούτι.
Βρήκαν το Μίκια το Ντουρντή, τον Κλη τον Νταλαβέρη,
το Βιέκα το μανιταρτζή, το Θια τον Αλεκάκια,
το Μπάμπουρα, το Μπούρμπουλα, και το Μπαλή το Μήτσο
βρήκανε και το ντερτιλή το Ντάνα, το θερίο,
που ‘κανε πέντε στην Παλιά, και τρεις στο Παλαμήδι,
κι οντάς μιλάει τσακίζεται, και λέει «ιφ τ’ αδρεφάκι!…»
βρήκαν και το καλόπαιδο, το Γιαγλαντή το Μάνθο,
μαστουρωμένονε, ναν τους βαράει μπαγλαμαδάκι…
Με ζούλα μας τη φέρανε, μια Κυριακή, μια μέρα:
σουρτά, κλεφτά, με μπαμπεσά, μας πέσαν από πλάι,
τσίμπησαν πρώτα το Μπαλήν, οπού φυλούσε τσίλιες,
και μπήκαν στο τσαρδάκι μας, και μας τα κάναν λίμπα!
πήρανε μάτσο τουμπεκί, πέντ’ έξι οχτώ λουλάδες,
πενήντα δυο διμούτσουνες, και δεκαοχτώ μαρκούτσια·
πήραν και τους ντερβίσηδες, και στο πλεχτό τους πάνε·
πήραν το Μίκια το Ντουρντή, τον Κλη τον Νταλαβέρη,
το Μπάμπουρα, το Μπούρμπουλα, και το Μπαλή το Μήτσο·
πήρανε και το ντερτιλή το Ντάνα, το θερίο,
που ‘κανε πέντε στην Παλιά, και τρεις στο Παλαμήδι,
κι όντας μιλάει τσακίζεται, και λέει «ιφ, τ’ αδρεφάκι!…»
Πήραν και το Σκουντή το Λια με τα σμιχτά τα φρύδια…
Κι ο Λιάκος αναστέναζε, κι ο Λιάκος βλαστημούσε.
— Λιάκο μ’ τι έχεις και θλίβεσαι, τ’ έχεις κι αναστενάζεις;
— Δε σκάζω κι αν με πιάσανε, και στο πλεχτό με πάνε,
μόνο που με τσιμπήσανε — κι ακόμα είμαι χαρμάνι…
ΤΕΛΟΣ
[51]
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
[52]
I
[59]
ΙΙ
[65]
Κι ο άγνωστος, μαζί με την παρέα του, πήγε κι έκατσε σε
διπλανό τραπέζι. Τότε τον είδε κι η Ρηνούλα πιο καλά: Ήταν
αρκετά καλοντυμένος, με το κολάρο και την πράσινη γραβάτα
του, και με τη σταχτιά ρεπούμπλικά του – κι αυτή του η
επίμονη αναίδεια, του ’δινε κάτι το ελκυστικό! Ήταν, μαζί του,
κι άλλα τέσσερα παιδιά, όλοι, απάνω κάτω συνομήλικοι. Οι
άλλοι όλοι, όσο κάθουνταν εκεί, καμωνόντουσαν πως κοίταζαν
τον κόσμο. Μόνον εκείνος έριχνε, με τρόπο, τη ματιά του.
Αλλά, και κείνος, ήταν, τώρα, μπερδεμένος, – γιατί ενώ
κοιτούσε τη Ρηνούλα, δεν τον κοιτούσε παρά η Κλειώ! Και για
μια στιγμή που το τσαντάκι της Ρηνούλας έπεσε χάμου, από
την καρέκλα, εκείνος, που βρισκότανε κοντύτερα, έσκυψε,
αμέσως, και το σήκωσε, και το ξανάβαλε στη θέση του, μ’
ευγένεια. Η Ρηνούλα πρόφερε ψιθυριστά: Μερσί! Αυτό το είδαν
όλοι, στην παρέα, – και ίσως ίσως να το πρόσεξε κι ο Λάκης:
αλλ’ επειδή δεν είχαν δει τα προηγούμενα, δεν είχαν λόγο και
να το παρεξηγήσουν…
Κι έπειτα ξεκίνησαν να φύγουν. Ο κόσμος, τώρα, είχε
αραιώσει και βάδιζαν ελεύθερα στο δρόμο. Τα κορίτσια, όμως,
είχαν φλυαρία, και δεν μπορούσαν να χωρίσουν έτσι εύκολα!
Συνόδευαν τη Βούλα παρακάτω, που καθόταν στο
Μεταξουργείο. Με τ’ αστεία, και με τις κουβέντες,
ξανακατέβηκαν, χωρίς να το προσέξουν, μέχρι τη μισή οδόν
Σταδίου. Κι επειδή μπήκαν στην πλατεία του Κλαυθμώνος
(από κει θα ’κοβε η Βούλα, για το σπίτι της), και τα κορίτσια
όλο φλυαρούσαν, κάποιος πρότεινε να κάτσουν στα
μπαγκάκια. Κι επειδή δε θα χωρούσαν σ’ ένα μπάγκο,
μοιράστηκαν σε δυο, γειτονικούς, τα κορίτσια μοναχά, και τ’
αγόρια χώρια.
Μα κι οι άλλοι ήρθαν κι έκατσαν απέναντι…
Η Ρηνούλα, τη στιγμή εκείνη, βεβαιώθηκε, κοιτώντας τον με
τρόπο, πως ο Λάκης τα ’χε μυριστεί: είχε καρφώσει τη ματιά
του στην παρέα, και παρακολουθούσε τις κινήσεις τους, με
προσοχή, χωρίς να βγάνει λέξη. Κι άρχισε, πάλι, φοβερά ν’
ανησυχεί! Αν οι άλλοι μένανε λιγάκι σοβαροί, υπήρχε, βέβαια,
κάποια μικρή ελπίδα ν’ αποσοβηθεί το επεισόδιο. Αν, όμως,
έκαναν κανένα ρεζιλίκι, είτε πετούσαν τίποτα λογάκια (μπορεί
και να ’σανε πιωμένοι, ποιος το ξέρει), θα γινόταν ασφαλώς
ό,τι φοβόταν. Κι όπως το φοβόταν έτσι κι έγινε…
[66]
Και πρώτα-πρώτα, η σταχτιά ρεπούμπλικα – που φαινόταν
ο αστείος της παρέας – άρχισε να σφυρίζει δυνατά, να κάνει
τρέλες, και να λέει σαχλαμάρες. Η συντροφιά του ήταν
καθισμένη, κι αυτός ορθός, μπροστά τους και ρητόρευε. Η
σιωπή των συνοδών των κοριτσιών, που, τώρα μόλις, άρχιζαν
να παίρνουν μυρουδιά, κι η ανοχή της ίδιας του παρέας, που
διασκέδαζε με τα καμώματά του, τον είχαν κάπως ελαφρά
αποθρασύνει. Πέταξε κάποιες καμπανιές πειραχτικές. Κι
επειδή δεν ήταν άλλοι, γύρω, όλ’ αυτά του τα χοντρά
πειράγματα, απευθυνόσαν, φυσικά, στ’ απέναντι κορίτσια. Η
Ρηνούλα είχε γίνει κατακίτρινη. Ακόμα κι η Κλειώ είχε
μουδιάσει.
Ξαφνικά, σε κάποιο λόγο άπρεπο, που τον είπε φωναχτά,
κοιτώντας τις κοπέλες, ο Λάκης, που τον άκουγε, χωρίς να
βγάνει λέξη, πετάχτηκε ολόρθος απ’ τη θέση του, άρπαξε μια
πέτρα, από χάμου, και πριν κανένας τους προκάνει να μιλήσει,
πήρε φόρα, μ’ όλη του τη δύναμη, και του την αμόλησε με
λύσσα! Τον πήρε μόλις, ελαφρά, στον ώμο… Εκείνος είπε,
τότε, μια βρισιά, κι έκανε λίγα βήματα, προς τη μεριά του Λάκη.
Οι δυο παρέες βρέθηκαν στο πόδι, έτοιμες να χιμήξουν, ν’
αρπαχτούνε. Ο άλλος έτρεξε και πρόφτασε το Λάκη, την ώρα
που εκείνος είχε σκύψει, για να μαζέψει κι άλλες πέτρες από
χάμου. Αρπάχτηκαν, και γίνηκαν, με μιας, ένα κουβάρι. Οι
άλλοι τρέξανε να πέσουνε στη μέση, τα κορίτσια μπήξαν τις
φωνές, κι ενώ όλοι ήσαν έτοιμοι να δράσουν, φάνηκε, ξάφνου,
από μηχανής θεός, κάποιος χωροφύλακας τρεχάτος, που οι
φωνές των κοριτσιών τράβηξαν ως εκεί… Βούτηξε τον έναν
απ’ το σβέρκο, κι έδωσε και του Λάκη μια σφαλιάρα, που τον
έκανε να δει τον ουρανό σφοντύλι! Κι ετοιμαζόταν να τους
πάρει και στο τμήμα, αν δεν του ’πεφταν αγόρια και κορίτσια
να του πουν πως έγινε μια μικροπαρεξήγηση, που δεν άξιζε
τον κόπο, τέτοια μέρα, να της έδινε και τόση σημασία! Κι
επειδή βαριότανε κι ο ίδιος, ύστερ’ από καμπόσα παρακάλια,
τους φοβέρισε μοναχά, και τους άφησε …
Κι έτσι τελείωσε κι αυτό το επεισόδιο! Έφυγαν, τότε, όλοι
τους, αμέσως, από κει, γιατί το πλήθος είχε μαζευτεί, κι έκανε
σχόλια, και χάζευε μαζί τους. Η Ρηνούλα είχε γίνει
κατακόκκινη, κι έσερνε το Λάκη απ’ το χέρι, γιατί δεν το ’χε
τίποτα – τον ήξερε καλά – έτσι μανιασμένος, καθώς ήταν, να
γυρίσει πίσω, στην παρέα, και να ξαναρχίσει τον καβγά! Και
[67]
μόνο σαν προχώρησαν, μέσ’ στην οδόν Σταδίου, και μπήκαν,
πάλι, στην κοσμοπλημμύρα, ξεθάρρεψε κομμάτι, και τον
άφησε. Τότε κι η Βούλα τούς αποχαιρέτησε, και πήρε δρόμο,
με τον αδερφό της. Κι η συντροφιά τους άρχισε, σε λίγο, να
σκορπάει. Έφυγε κι ο Γιαννάκης, παραπέρα. Κι έμεινε η
Ρηνούλα με το Λάκη, κι η Κλειώ, με τη μικρή της αδερφούλα,
και με το φοιτητή, τον ξάδερφο της.
Προχωρούσαν, λοιπόν, πάλι προς το Σύνταγμα, με βήμα
κάπως γρήγορο, γιατ’ είχανε αργήσει, κι η κυρα-Λένη πιθανόν
ν’ ανησυχούσε. Θ’ άφηναν την Κλειώ στο Κολωνάκι, και θα
’κοβαν, απ’ την οδόν Ρηγίλλης, κατευθείαν, για τη γειτονιά
τους. Ήτανε, τώρα, δυναμώνοντας το βήμα, σε μια γωνιά της
Λεωφόρου Κηφισιάς – στο Υπουργείο, ακριβώς, των
Στρατιωτικών – όταν κάποιος φάνηκε να θέλει να τους φτάσει.
Η καρδιά της δόλιας της Ρηνούλας, άρχισε, πάλι, να χτυπάει
δυνατά. Τον είδε, τότε, να τους διπλαρώνει, να σταματάει,
ξαφνικά, το Λάκη, και ν’ αρχίσει κάτι να του λέει… Ο Λάκης
κοντοστάθηκε αμέσως, κι αφού τους φώναξε:
– Τραβάτε, και σας έφτασα! – άνοιξε συζήτηση μαζί του, με
φωνή κομμάτι ζωηρή, και κάνοντας πολλές χειρονομίες. Οι
άλλοι πήγαν παρακάτου, και περίμεναν…
Η Ρηνούλα κοίταξε ανήσυχα. Στο φως του διπλανού του
φαναριού, που μπροστά του είχαν σταματήσει, προσπάθησε
να δει καλά ποιος ήταν. Κάπου τον είχε ξαναδεί, – μα δεν
καλοθυμόταν. Η κουβέντα βάσταξε πολύ. Ο Λάκης όλο και
χειρονομούσε, ο άλλος μόλις σάλευε τα χείλη. Μια στιγμή, τον
είδε πιο καλά: Όχι, όχι, είχε κάνει λάθος, – γελάστηκε πως
κάπου τον ξανάδε… Όχι, δεν τον ήξερε καθόλου! Κι η
συζήτηση, σε λίγο, πήρε τέλος. Έβγαλε το καπέλο του προς
όλη την παρέα, πολύ σεμνά, πολύ ευγενικά, χαιρέτησε το
Λάκη φιλικά, με ύφος κάποιου που ζητεί συχώρεση, του
ξαναείπε πάλι κάτι, κι έφυγε.
Κι ο Λάκης ξαναγύρισε μαζί τους. Τους είπε πως εκείνο το
παιδί, ήτανε τσαγκάρης, γειτονόπουλο, που τον ήξερε κι από
το καφενείο, – και πως ήταν και του λόγου του πρωτύτερα,
μαζί με την παρέα που τσακώθηκε, αλλά πως δεν τον είχε
καταλάβει, κι ούτε κι αυτός, τον είχε καταλάβει, παρά μόνο τη
στιγμή που πιάστηκαν, γιατί δεν ήταν εξαρχής μαζί με την
παρέα, αλλά τους αντάμωσε στον κήπο του Κλαυθμώνος, – και
[68]
πως είχ’ έρθει από μέρους και των άλλων, που ήταν, όλοι
τους, πολύ καλά παιδιά, και ντροπιασμένοι για το επεισόδιο –
ακόμα κι ο πιωμένος τους ο φίλος, η αφορμή όλης αυτής της
φασαρίας – κι εκφράζοντας τη λύπη της παρέας του, για την
άστοχην εκείνη παρεξήγηση, να προσπαθήσει, μια και τύχανε
γειτόνοι, να τα συμβιβάσει μεταξύ τους, και πως κι ο ίδιος ο
πιωμένος τους ο φίλος, που ’κανε σαχλαμάρες, όταν έπινε,
νηστικός, ήταν, κι αυτός, πολύ καλό παιδί, κι είχε, κιόλας,
μετανιώσει για το σφάλμα του, κι ήταν έτοιμος, την ίδια τη
στιγμή, αν τυχόν ο Λάκης τ’ απαιτούσε, να ρθει, να του γυρέψει
και συγνώμη… Κι ο Λάκης, λέγοντάς τα στην παρέα του, με το
παιδιακίσιο του φιλότιμο αρκετά ικανοποιημένο, είχ’ ένα
καμάρι στη φωνή του, σαν, εκείνη τη στιγμή, εκείνες οι
προτάσεις, να τον είχαν κάμει, κιόλας, άντρα! Μα κι η Ρηνούλα
ένιωσε βαθιάν ικανοποίηση, γιατί μ’ αυτές τις αμοιβαίες
εξηγήσεις, όλα σταματούσαν ως εκεί, και δεν υπήρχαν φόβοι
για συνέχεια, – πράμα που την έκανε πολύ ν’ ανησυχεί… Μα
κοντά σ’ αυτή τη σκέψη την ευχάριστη, ένιωθε κάτι άλλο, πιο
βαθύ πιο παράξενο και δυσκολοεξήγητο: Μιαν ακατανίκητη
συμπάθεια γι’ αυτό το άλλο το παιδί, το διακριτικό, που μόλις
πρόφτασε να δει, στο φως του φαναριού, – και που τους
πλησίασε, τόσο λεπτά κι αυθόρμητα, για να δώσει τέλος στον
καβγά, και δικαιολογήθηκε με τόσο καλόν τρόπο…
Αυτόν τον άλλον, από δω και στο έξης, δε θα μπορούσε να
τον λησμονήσει…
Κι αυτός ο άλλος, ήταν ο Σωτήρης.
[69]
ΙΙΙ
[75]
Τ’ άλλο γράμμα ήταν συντομότερο, και με τις ίδιες
ανορθογραφίες:
[76]
IV
Ο ΓΟΛΓΟΘΑΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ Ν’ ΑΝΕΒΟΥΜΕ!
Στο δρόμο της ζωής του καθενός, πότε κρυφά και πότε
φανερά, υπάρχει, κάπου, κι ένας Γολγοθάς, – ένας μοιραίος
Γολγοθάς, που πρέπει ν’ ανεβεί. Είναι κι άλλοι, πλήθος,
εννοείται, μα που μπορεί κανένας να ξεφύγει. Εκείνος, όμως,
είναι ο μοιραίος, που δε μας επιτρέπει ελιγμούς, – ο Γολγοθάς
που πρέπει ν’ ανεβούμε! Άλλοι πέφτουν στα μισά του δρόμου,
κι άλλοι φτάνουν ως την κορυφή του. Κι απ’ αυτούς που
φτάνουν, πάλι, ως εκεί, άλλους τους περιμένει ο σταυρός, – ο
ίδιος μαύρος και σκληρός σταυρός του μαρτυρίου – κι άλλοι
περνάνε, δίπλα του, σφυρίζοντας σχεδόν, και φεύγουν, πάνε,
και τραβούν προς άλλα πεπρωμένα…
Κι αμέσως υστερότερα:
[81]
V
ΦΩΤΙΕΣ ΠΟΥ ΛΑΜΠΟΥΝ, ΚΑΙ ΦΩΤΙΕΣ ΠΟΥ ΣΒΗΝΟΥΝ…
[83]
Η κυρα-Λένη τέντωσε, με προσοχή, τ’ αυτί της: Το ’ξερε πως
η Γιώργαινα, στο βάθος, δεν ήταν μήτε φθονερή, μήτε κακιά
γυναίκα. Ήταν, όμως, φλύαρη κι ανόητη, – και για μερικούς,
και μισοπάλαβη: Κι «από μικρό κι από λωλό μαθαίνεις την
αλήθεια!…».
Τότε, ρώτησε, λοιπόν, κι αυτή, με τη σειρά της:
– Τι θες να ξέρω, κυρα-Γιώργαινα, ελόγου μου; Δεν ξέρω
τίποτα, μαθέ, η κακομοίρα!…
Εκείνη της μισόκλεισε το μάτι:
– «Ο κόσμος το ’χει τούμπανο, και μεις κρυφό καμάρι!» Για
το Σωτηράκι, σου μιλάω, – το Σωτηράκι του Βαλμά, το
τσαγκαράκι, ντε!…
– Και τι θες, εγώ, να ξέρω, κυρα-Γιώργαινα, για το
Σωτηράκι του Βαλμά!…
– Να, πως είναι στα μαχαίρια με το σπίτι του, για την αιτία
που ξαναμιλήσαμε (και τη σκούντηξε, σιγά, με τον αγκώνα!). Ο
κυρ-Παναγιώτης ο Βαλμάς, δεν τα πολυσηκώνει κάτι τέτοια…
Μόλις του το σφυρίξανε στ’ αυτί, κι είδε και τη συντροφιά του
γιου του με το γιόκα σου, πήγε να σκάσει, λεν, απ’ το κακό
του, κι έκανε παρατήρηση του γιου του, που, κι αυτός, δεν τα
πολυσηκώνει, – κι έγινε μεγάλο πατιρντί! Κι επειδής κι η κυρα-
Παναγιώταινα πήρε, κι αυτή, το μέρος του πατέρα, το
Σωτηράκι θύμωσε μαζί τους, και πάνε, τώρα, δεκαπέντε μέρες,
που δεν πατάει το ποδάρι σπίτι του… Μ’ αληθινά, δεν έχεις
μάθει τίποτα;!…
– Μα το Θεό, πρώτη βολά τ’ ακούω απ’ το στόμα σου!
Κι η κυρα-Λένη, που δεν το ’ξερε στ’ αλήθεια, έκανε στον
αέρα το σταυρό της.
– Κι άσε που τα χάλασε και με το μαγαζί του, και τον έχουν
διώξει κι από κείθε! Τι τα θες, τι τα γυρεύεις, κυρα-Λέγκω μου,
άσκημα τα μπλεξίματα, σε τέτοιες ηλικίες, πριν να καλοπήξουν
τα μυαλά… Δεν πιστεύω, πάλε, κυρα-Λέγκω μου, να σου
κακοφαίνουνται τα λόγια μου; Αν είν’ έτσι, να με συμπαθάς!…
– Ίσα ίσα, κυρα-Γιώργαινα μου, έκανες φίνα που μου τα
’πες, για να ξέρω!…
Κι όμως η κυρα-Λένη μελαγχόλησε. Με τις χαζοκουβέντες,
τις αφέλειες, και το κουτσομπολιό της κυρα-Γιώργαινας, – γιατί
όλοι άλλοι τη σεβόντουσαν, και δεν της κάνανε ποτέ τέτοιες
κουβέντες –, η κυρα-Λένη μάθαινε πολλά, και κατατοπιζότανε,
με τρόπο, και λάβαινε τα μέτρα της, ανάλογα, και κείνη… Κι
[84]
αυτό τ’ αποψινό της το μαντάτο, – ο τσακωμός του Σωτηράκη
με το σπίτι του, δεν ήταν νέο, βέβαια, να την καλοκαρδίσει…
Άρχιζαν τ’ αναπόφευκτα μπλεξίματα, οι φαγωμάρες κι οι
παρεξηγήσεις, πριν το πράμα μπει καλά καλά σε δρόμο, κι
από μεριά που δεν το φανταζόταν! Ο κυρ-Παναγιώτης ο
Βαλμάς έδειχνε μ’ αυτό το φέρσιμό του, πως ήταν ένας
βάναυσος, απότομος, και κάπως ασυλλόγιστος πατέρας! Γιατί,
στο κάτω-κάτω, η Ρηνούλα της, μπορεί και να μην ήτανε καμιά
κοπέλα πλούσια, ήταν, όμως, άξια και φρόνιμη, και τίμια, και
νοικοκυρεμένη, που «στόμα είχε, και μιλιά δεν είχε…» Και θα
’τανε τιμή, για τη φαμίλια του, να μπει τέτοια κοπέλα μέσ’ στο
σπίτι τους! Δεν έβλεπε τις άλλες σουρλουλούδες, που σέρναν
τόσους «φίλους», από πίσω τους;! Κι ας μην πούμε τίποτα, και
για την ομορφιά της!…
Όλ’ αυτά τα σκέφτηκε την ίδια τη στιγμή, χωρίς ν’ αποφανεί
στην κυρα-Γιώργαινα, που μια κουβέντα, μόνο, να της έλεγε,
την ίδια μέρα θα τη διαλαλούσε σ’ όλη τη γειτονιά, πέρα για
πέρα. Κι η κυρα-Λένη ήτανε περήφανη, και γνωστική, και
ψύχραιμη γυναίκα…
…Σ’ αυτό το αναμεταξύ, οι φλόγες αναβόσβηναν. Είχε
κοπάσει ο μεγάλος θόρυβος, και τα παιδιά είχαν αρχίσει να
κουράζονται. Ήταν έντεκα, η ώρα, περασμένες. Η Ρηνούλα,
λίγο παραπέρα, κουβέντιαζε σιγά με την Κλειώ. Ο Λάκης που,
τις άλλες τις χρονιές πρωτοστατούσε, πάντα, στις «φωτιές»,
είχε γίνει άφαντος, από πολύ νωρίς…
Η Γιώργαινα, κοντά στην κυρα-Λένη, τον είχε μισοπάρει,
στην καρέκλα της: αν δεν είχε κοιμηθεί, ακόμα θα μιλούσε…
Κι η φωτιά, τώρα, κόντευε να σβήσει: στη θέση της, ένας
σωρός κοκκινισμένα κάρβουνα, εξακολουθούσε να καπνίζει.
Πού και πού, μ’ ένα μεγάλο τρίξιμο, μια δέσμη σπίθες, που
θυμίζαν έκρηξη, έσκαζε δυνατά, σαν πυροτέχνημα, – κι οι
γυναικούλες τρόμαζαν, ολόγυρα, κι έσκυβαν στ’ απειλούμενα
φουστάνια τους, με μιαν ομαδική ανακραυγή!
Το πανηγύρι κόντευε, σχεδόν, να πάρει τέλος…
Σε λίγο πρόβαλε κι ο Λάκης, ολομόναχος. Στην αρχή
κανένας δεν το πρόσεξε, – μόλις, όμως, ήρθε πιο κοντά, και
φάνηκε καλύτερα, στο φως, όλοι το παρατήρησαν πως βάδιζε
τρεκλίζοντας: ήταν ολοφάνερο, πως ήτανε πιωμένος…
Η Ρηνούλα έτρεξε, και του ’δωσε το χέρι της, – κι αυτός της
αποκρίθηκε με μια βαριά βλαστήμια!… Όσοι τον ακούσανε, τα
[85]
χάσανε! Η κυρα-Λένη κέρωσε, κι απόμεινε στη θέση της, έτσι
σα να μην πίστευε στ’ αυτιά της!
Της Ρηνούλας, της φτωχής, βουρκώσανε τα μάτια: πρώτη
φορά, γινόταν τέτοιο πράμα, να της κακομιλήσει τ’ αδερφάκι
της, και μάλιστα, με τόσο χοντρή λέξη! Γύρισε το κεφάλι της,
με τρόπο, και ξαφνικά, την πήρε το παράπονο…
Με χίλια βάσανα, και με χίλιες προφυλάξεις, μάνα και κόρη
τον τραβήξανε στο σπίτι, και τον καταφέρανε να πέσει στο
κρεβάτι…
…Τώρα, κι οι φωτιές είχανε σβήσει. Και μαζί με τις φωτιές
εκείνες, κι η ευτυχία του σπιτιού της κυρα-Λένης, – μιαν
ευτυχία σχετική, κι αμφίβολη, και κείνη–, όλοι σχεδόν, το
νιώθανε πως έσβηνε, για πάντα…
[86]
VI
ΟΠΟΥ ΠΡΟΒΑΛΛΕΙ ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ ΜΙΑ ΝΕΑ ΓΝΩΡΙΜΙΑ
Κανείς δεν έμαθε, ποτέ, πώς γύρισε στο σπίτι! Αλλ’ ούτε και
πού πέρασε τη νύχτα! Κανείς δεν το ’μαθε, κι αυτό, – μόνον
εμείς, κι εκείνη…
Γύρισε, για να πέσει στο κρεβάτι, κι όχι τούτη τη φορά για
δέκα, μόνο, μέρες. Σ’ όλες τις ερωτήσεις των δικών της –πότε
σκληρές, κι απότομες, κι επίμονες, και πότε στοργικές και
τρυφερές – χαμήλωνε περίλυπα τα μάτια, και σφράγιζε, μ’
απόφαση, τα χείλη, ή ξέφευγε με μερικές αοριστολογίες.
Ούτε κι η μητέρα της η ίδια, δε μπόρεσε, σαν έμεναν
μονάχοι, με το καλό, ή και με το κακό, να την κάνει, μια φορά,
να πει το «μυστικό» της! Κι όμως, και ποιος δεν το ’ξερε, το
«μυστικό» αυτό! Όλοι το συζητούσανε, κρυφά και φανερά, –
μόνον εκείνη δεν τ’ ομολογούσε…
Κι ο Σωτήρης; – θα μου πείτε τώρα! Τι έκανε, του λόγου του,
σ’ αυτό το μεταξύ; Ο Σωτήρης είχε πεισματώσει, με τις φήμες
που κυκλοφορούσαν, κι είχε κλειστεί, κι εκείνος, στο καβούκι
του, – και στον παραμικρόν υπαινιγμό, που του ’καναν οι φίλοι
του, και κάποτε κι οι ξένοι, ή απαντούσε με θυμό, και
βλαστημούσε, κι έβριζε, ή το ’ριχνε στα χωρατά, κι άλλαζ’,
ευθύς, κουβέντα! Αν ήταν άλλος, βέβαια, στη θέση του, μπορεί,
μ’ αυτό το σούσουρο, και να κολακευόταν, και μάλιστα να το
[96]
’παιρνε κι απάνω του, και να καμάρωνε, κι αυτός, σα γύφτικο
σκεπάρνι! Μα ο Σωτήρης ήταν άλλος άνθρωπος: φύση
κλειστή, και σκοτεινή, κι αλλόκοτη, κι εκείνος, δεν ανεχόταν,
έτσι, δίχως λόγο, με το στανιό, να βγαίνει τ’ όνομά του! Κι
εξάλλου, να το πάρουμε κι αλλιώς, ήτανε τόσο φίλοι με το
Λάκη, που τον αγαναχτούσε να του λένε πως τα ’χει φκιάσει με
την αδερφή του! Το ’παιρνε σαν είδος προσβολή, που δε
δεχόταν το φιλότιμό του…
Ο Λάκης, πάλι, το ’παιρνε με το δικό του τρόπο: Λυπόταν,
φυσικά, την αδερφή του, βλέποντας την έτσι, ν’ αργοσβήνει, –
αλλά και τον δαιμόνιζε, συγχρόνως, η σκέψη πως τον έκανε
ρεζίλι! Κι αυτό το τελευταίο υπερίσχυε κάθε καλοσύνης και
συμπόνιας! Της φερνόταν άσκημα κι απότομα, παρά το
μαλακό του φυσικό, το τρυφερό, και το πονετικό…
Η πιο αξιολύπητη, σ’ αυτή την ιστορία, ήταν η καημέν’ η
κυρα-Λένη: Είχε πλάσει, βλέπετε, κι εκείνη, τ’ όνειρό της, –κι
αντίς για κείνα που περίμενε να δει, έβλεπε τη συμφορά που
ζύγωνε στο σπίτι της, χωρίς καμιά διαφυγή, μοιραία κι
αναπότρεπτη! Παρακαλούσε το Θεό «ναν τήνε λυπηθεί, και να
την πάρει πριν απ’ το παιδί της»! Έκανε τάματα, μπροστά
στην Παναγιά, να μην την αξιώσει, στα στερνά της, να πιει και
τούτο το πικρό ποτήρι…
Ο γιατρός, – ο πρόθυμος, καλόκαρδος κι υποχρεωτικός
εκείνος γείτονας, που «ο Μεγαλοδύναμος, κι η Χάρη Της, ναν
της κόβει χρόνια, ναν του δίνει»,– κάθε στιγμή μπαινόβγαινε
στο σπίτι τους, γιατί τους πονούσε σα δικούς του, και
προπάντων τη φτωχιά την κυρα-Λένη, την ηρωικήν αυτή
γυναίκα, με την αλύγιστη ψυχή, και τη χρυσή καρδιά, που με
τόσα βάσανα, και τόσες στεναχώριες, είχε μεγαλώσει τα
παιδιά της, και τη στιγμή που πάγαινε κομμάτι ν’ ανασάνει,
την είχε βρει τέτοιο κακό, μεγάλο κι απροσδόκητο, που, αν
ίσως δε γινόταν κάποιο θαύμα, Κύριος οίδε με τι τρόπο θα
ξεμπέρδευε…
Ο Σωτήρης δεν πατούσε πια το πόδι του, όχι στο σπίτι,
μοναχά, της κυρα-Λένης, αλλ’ ακόμα και στη γειτονιά, και στο
καφενεδάκι του κυρ-Χρήστου. Ήταν καιρός, που τα ’χε κόψει,
όλ’ αυτά, και σύχναζε στις άλλες γειτονιές, πότε στο Κολωνάκι,
στη Νεάπολη, και πού και πού, και στη Δεξαμενή, και πότε στο
Θησείο, στα Πετράλωνα, – τη γειτονιά του την παλιά, καθώς
και του Βαγγέλη, – πάντα πιστή κι αχώριστη παρέα με το
[97]
Λάκη. Οι παλιές του συντροφιές τον είχαν χάσει, και μερικοί,
απ’ τους παλιούς του φίλους, που ξέρανε το λόγο το βαθύτερο,
της σκόπιμης του αυτοεξορίας, και που δεν έκαναν χωρίς τη
συντροφιά του, τον κυνηγούσανε στις ξένες γειτονιές. Κι αυτός,
κι ο Λάκης, έπιναν πολύ, και γύριζαν αργά στη γειτονιά τους.
Αλλά κι ο Λάκης έμοιαζε σαν ξένος πια στο σπίτι του. Του
κάκου η καημένη κυρα-Λένη, τον εξόρκιζε να φέρνεται
καλύτερα και πιο πονετικά στην αδερφή του: Τι του ’φταιγε, το
δόλιο το κορίτσι, για να την αποπαίρνει τόσο βάναυσα! Δεν
έβλεπε το χάλι της και το κατάντημά της; Ή μήπως το ’θελε, κι
αυτή, να γίνεται ρεζίλι και να χασκογελούν με τ’ όνομά της! Ή
μήπως και φανέρωνε τη λύπη της, και το παράπονό της, σε
κανένα; Εκείνο το φτωχό, απ’ τη ντροπή του, κόντευε να χαθεί
και να πεθάνει, – δεν ήξερε πού να κρυφτεί, να μην τη βλέπει
μάτι! Όχι, δεν έκανε καλά να την αποπικραίνει… Δεν της
έφτανε, μαθές, το βάσανο της, μόν’ έπρεπε, κοντά σ’ αυτό το
φλογερό μαράζι, να ’χει και το δικό του τον καημό, με την
κακή του συμπεριφορά, και τις πειραχτικές του τις κουβέντες,
είτε και με την άστοργην, ακόμα την παγερή του αδιαφορία,
που σίγουρα, την πλήγωνε κατάκαρδα, κι εκείνη! Ο Λάκης,
όμως, και στην ίδια τη μητέρα του, αντιμιλούσε, τώρα,
θυμωμένα, λέγοντάς της πως, κι εκείνη, έφταιγε, με την
ανεχτική διαγωγή της, γι’ αυτό τον ξεπεσμό της αδερφής του, –
κι αντίς να δίνει συμβουλές σ’ αυτόν και να συγχύζεται, θα
’κανε καλύτερα να της τα κοπανούσε, μόνο την είχε πώς και τι,
μη στάξει και μη βρέξει!… Κι έτσι στο σπιτικό της κυρα-Λένης,
έπειτ’ απ’ την απόλυτην ομόνοια και την αγάπη και την
ησυχία, που τόσα χρόνια στη σειρά κρατούσε μεταξύ τους, –
σάμπως να το ’χε, ξαφνικά, βαρέσει μια κατάρα, είτε βασκάνει
κάποιο κακό μάτι, βασίλευε τους λίγους τούτους μήνες μια
τραγική κι αφόρητην ασυνεννοησία…
Κι έτσι με βήματα γοργά και σταθερά, το δράμα, τώρα,
βάδιζε στη φυσική του λύση…
Μέσ’ στη φτωχική την καμαρούλα με το τρεμουλιαστό της
καντηλάκι, η Ρηνούλα, βήχοντας κι αμίλητη είτε βογκώντας και
παραμιλώντας, περνούσε, μέσ’ στα χάδια της μητέρας της, τις
τελευταίες μέρες της ζωής της! Η κυρα-Γιώργαινα, με την κυρα-
Κωστούλα, – κι εκείνη, μια πονόψυχη κουμπάρα, – μαζί με
κάνα δυο γριές γειτόνισσες, δεν έλειπαν απ’ το προσκέφαλό
της. Αλλά κι η Κλειώ, η φιλενάδα της, ερχόταν κάθε μέρα και
[98]
την έβλεπε και της βαστούσε συντροφιά τα βράδια, μόλις
παρατούσε τη δουλειά της, – πότε μονάχη, πότε με τη Δέσπω.
Κι ένα βράδυ, μόλις είχε βασιλέψει, ήρθε μαζί της κι η Κυρία-
Πολυξένη. Την αγαπούσε τόσο τη Ρηνούλα, και της ήταν
κιόλας τόσο απαραίτητη – η πιο καλή τεχνίτρα της, το φώναζε
– κι ήτανε τόσο στενοχωρημένη, που δεν ήξερε κι εκείνη τι να
κάνει, και πώς να δείξει τη συμπάθειά της: Το ’χε δηλώσει,
εξαρχής, στην κυρα-Λένη, να μη νοιάζεται καθόλου για τα
έξοδα, και πως αυτή θα φρόντιζε για όλα – κι η κυρα-Λένη,
κλαίγοντας, της φίλησε τα χέρια…
Κι ένα βράδυ, ήρθε κι ο Σωτήρης! Ήρθε δειλά δειλά και
μουδιασμένα, συνεσταλμένος κι άλαλος, σαν ένοχος! Το ’χε
πια, κι ο ίδιος, καταλάβει, πως είχε χρέος, για τα μάτια των
γειτόνων, μα και για τη δική του συνείδηση, να περάσει, να
ρωτήσει για την άρρωστη… Μόλις η κυρα-Λένη τον αντίκρισε,
δε βάσταξε, κι αρχίνησε τα κλάματα! Τον έμπασε στη διπλανή
την κάμαρα, μην ξέροντας κι εκείνη τι να κάνει: Να τον φέρει
μέσα, να τη δει ή ν’ αποφύγει τη συνάντησή τους; Ανήσυχη κι
αμήχανη, κουβέντιασε μαζί του, με λόγια τυπικά και λυπημένα.
Κι εκείνος, είπε λίγα λόγια τυπικά, λόγια παρηγοριάς,
συνηθισμένα. Ο Λάκης τον περίμενε απόξω, μη θέλοντας
καθόλου να φανεί, γιατί, κι αυτός, δε θα ’ξερε τι στάση να
κρατήσει…
Η κυρα-Λένη, όμως, τ’ αποφάσισε:
– Θέλεις να μπεις, να τήνε δεις; τον ρώτησε δειλά.
Κι εκείνος αποκρίθηκε, σηκώνοντας τους ώμους:
– Ξέρω και ’γω! Μπας και κοιμάται και δεν κάνει;…
– Μια στιγμή, μονάχα ναν τη δεις.
Και τρέμοντας απ’ την ανησυχία, άνοιξε την πόρτα, και τον
έμπασε. Η Ρηνούλα, με κλειστά τα μάτια, έδειχνε την
εντύπωση πως ήταν κοιμισμένη. Κι όταν, αυτός, στις μύτες
των ποδιών, προχώρησε, και στάθηκε μπροστά της, άνοιξε τα
μάτια και τον κοίταξε. Τον κοίταξε κατάματα κι ανέκφραστα, μ’
έναν τρόπο, σα να μην τον γνώρισε, – κι έπειτα τα ξανάκλεισε,
σαν αποκαμωμένα…
Η κυρα-Λένη έσκυψε, και χάιδεψε το μπράτσο της:
– Ο Σωτήρης είναι, μάτια μου! της λέει. Ο Σωτήρης, ήρθε να
σε δει!…
Άνοιξε τα μάτια της ξανά, και τώρα μόλις έδειξε πως τον
αναγνωρίζει. Οι κόρες τους μεγάλωσαν, μεγάλωσαν,
[99]
απλώθηκαν και σκέπασαν τ’ ασπράδι, σαν ανοιγμένα
διάπλατα λουλούδια, – κι έν’ αχαμνό χαμόγελο της φώτισε τα
χείλη. Κι αυτά σιγοτρεμούλιασαν, με κόπο, κι έμειναν ακίνητα,
και πάλι, σα να μη μπορούσε να μιλήσει…
– Δεν του λες, καλέ, ούτε ένα φχαριστώ, που ’χε την
καλοσύνη, το παιδί, μόλις σκόλασε, να ρθει, να δει τι κάνεις!
της ξανάπε, μαλακά, η κυρα-Λένη, με μια γλυκιάν επίπληξη
στον τόνο της φωνής.
Κι η Ρηνούλα είπε:
– Φχαριστώ!…
Και το πρόφερε, αυτό το «φχαριστώ», τόσο ψιθυριστά και
σιγανά, τόσο δειλά και μόλις ακουστά, που, αν δεν ξέρανε
καλά τι γύρευε να πει, δεν παράλλαζε, σχεδόν, από ’να: «Σ’
αγαπώ!…»
– Μπα, τίποτις! ψιθύρισε κι εκείνος, τραβώντας τη ματιά
του ντροπαλά, και παίζοντας στα χέρια το καπέλο του. Και τη
στιγμή που πήγαινε να βγει, φτάνοντας στην πόρτα,
κοντοστάθηκε, και της είπε, δυνατά:
– Περαστικά!…
Και ταραγμένος αρκετά, πήγε στην άλλη κάμαρα. Σχεδόν
αμέσως ήρθε κι η μητέρα της, αφού της έσιαξε κομμάτι τα
σεντόνια, και τη θέση του μαξιλαριού. Κουβέντιασαν, ακόμα,
μερικά, – κι έπειτα, ο Σωτήρης, βιαστικός, καληνύχτισε την
κυρα-Λένη, κι έφυγε…
Ο Λάκης ήταν στην αυλή, και τον περίμενε. Και τον πήρε κι
έφυγαν μαζί…
Ξεθαρρεμένος απ’ αυτή του την επίσκεψη, που τη φοβόταν,
κι όμως έπρεπε να γίνει, και που τον είχε, πάλι, φέρει σ’
επαφή με τις παλιές του συντροφιές, και με τη γειτονιά του, –
ο Σωτήρης, από κείνη τη βραδιά, άρχισε, πάλι, να συχνάζει,
σαν και πρώτα, στο καφενεδάκι του κυρ-Χρήστου. Κι αφού τον
είχε χάσει, για καιρό, το «κόρο», κι η παρέα του Σωτήρη, είχαν
ξαναβρεί τον αρχηγό τους!
[100]
IX
……………………………………………………………………………..
[104]
κουβαλήσει μερικά σκεπάσματά της, που θα ξενυχτούσε
συντροφιά τους. Ήταν απ’ τις πρόθυμες εκείνες γυναικούλες,
μ’ όλη τη φλυαρία της, και τις αφέλειές της, που συμπονούν
ειλικρινά τις συμφορές των άλλων, κι αν το απαιτήσει η
περίσταση, μπορούν να τρέξουν και να γίνουν και θυσία…
Ο γιατρός ξανάρθε στις δεκάμιση, και κάνοντας, στην
άρρωστη, τη δεύτερη της ένεση, πήρε το Λάκη κατά μέρος, και
του δήλωσε πως η κατάσταση της είναι κρίσιμη, κι ούτε στιγμή
δε θα ’πρεπε να λείψει απ’ το σπίτι, ν’ αφήσει τις γυναίκες
μοναχές τους. Κι έφυγε ξανά, με τη βεβαίωση πως πρωί-πρωί
θα ξαναγύριζε, και πως, αν τύχαινε ανάγκη του, τη νύχτα, να
μη διστάσουνε να παν να τον ξυπνήσουν. Ο Λάκης πάγωσε,
με μιας, σ’ αυτά τα λόγια, και βοηθώντας το γιατρό να βάνει το
παλτό του, τρέμανε τόσο φανερά τα χέρια του, που τον
δυσκόλεψε πολύ για να ’βρει το μανίκι, – κι αυτός το πρόσεξε
και του ’κανε κουράγιο:
– Μην κάνεις έτσι, βρε παιδί μου, προς Θεού! Λυπήσου την
καημένη τη μανούλα σου! Τι να πει αυτή, που ’ναι γυναίκα! Κι
εξάλλου, δε χάθηκαν κι οι ελπίδες μας! Το ’πα και της μητέρας
σου, πρωτύτερα: ο Θεός είναι μεγάλος, έννοια σου!..
Κι έφυγε πάλι, μετανοημένος που φανέρωσε στο Λάκη την
αλήθεια. Αν και, τώρα πια, τι ωφελούσε να τους παρηγορεί με
παραμύθια! Ο γιατρός ήταν απελπισμένος…
Όλ’ η νύχτα πέρασε, σ’ αυτή την αγωνία.
Η Ρηνούλα, ξαφνικά, τα ξημερώματα, άνοιξε, πάλι, τα
μεγάλα μάτια της, τους κοίταξε, χωρίς να τους γνωρίζει, κι
έδειξε πως θέλει να μιλήσει. Η κυρα-Λένη έτρεξε κοντά της.
Στύλωσε τα μάτια της, απάνω της, κι έπειτα κινήθηκε, σα να
ζητούσε κάτι…
– Τι θες, παιδί μου; ρώτησεν η δύστυχη μητέρα.
Τα χείλη της σαλέψανε πικρά και κουρασμένα. Κι άξαφνα,
ενώ, σ’ όλη την αρρώστια της, και μ’ όλα της τα παραμιλητά,
δεν είχε πει τη λέξη που την έτρωγε, τη λέξη τη γλυκιά, που τη
θανάτωνε, πρόφερε με παράπονο:
– Ήρθ’ ο Σωτήρης, μάνα;…
– Ναι, παιδί μου, τώρα, μόλις έφυγε!
– Δε θα ξανάρθει;…
– Θα ξανάρθει, μάτια μου! Να, μόλις φέξει, σε λιγάκι, θα
ξανάρθει!
[105]
– Άμα ξανάρθει, πες του πως τον θέλω!...
– Θα του το πω, θα του το πω, παιδί μου! Μόλις ξανάρθει θα
στον φέρω μέσα, έννοια σου!..
– Θέλω να του πω πως…
Και σταμάτησε. Δυο δάκρυα της χάραξαν τα μάγουλα.
Έκλεισε, πάλι, τα μεγάλα μάτια της, – κι από κείνη τη στιγμή,
δεν ξαναμίλησε…
…Πέντε μέρες βάσταξε το δράμα της Ρηνούλας! Πέντε
μέρες, ο γιατρός ερχόταν κάθε λίγο. Πέντε μέρες, ζούσε, και δε
ζούσε! Ο Λάκης πια δεν έφευγε καθόλου από δίπλα της…
Και την έκτη μέρα, τα μεσάνυχτα…
[106]
Χ
[109]
θύμωσε πια, κι αυτός, στα τελευταία, και τους είπε, γενικά,
«κορόιδα», κι έγινε μεγάλη φασαρία, που παρά λίγο ν’
απολήξει σε καβγά, αν ο Βαγγέλης, ο Πετραλωνίτης, ο
νεοφερμένος της παρέας, δεν έμπαινε στη μέση, φιλικά να
τους συγκρατήσει, με τα λόγια του… Κι αφού τους χώρισε,
πριν ο καβγάς φουντώσει, έγιναν όλοι, πάλι, μέλι γάλα, κι η
παρέα τράβηξε, γελώντας, και μονιασμένη, σα να μη συνέβη
τίποτα, για το καφενεδάκι του κυρ-Χρήστου, και στρώθηκε
φαρδιά πλατιά, σ’ ένα σωρό καρέκλες, κι ο Σωτήρης πρόσταξε
«ουζάκια», – δέκα ουζάκια «περιποιημένα…»
(Κι η Ρηνούλα, μέσ’ στο λήθαργό της, ξαφνικά, μισάνοιξε τα
μάτια. Η καρδιά της χτύπησε με πιο γοργό ρυθμό: Μια φωνή,
της φάνηκε πως πέρασε, μια μακρινή και γνώριμη φωνή, –
πολύ γλυκιά, και μακρινή, και γνώριμη, σα χάδι… Ήταν κάτι
πλάνο κι απαλό, – κάτι σα μιλιά, και σαν τραγούδι –, πολύ
θαμπό, βαθύ και φευγαλέο, σαν ένα φύσημα δροσιάς, την
άνοιξη, στα φύλλα! Κι ακούγοντάς το, κάτι θέλησε να πει, μα
μοναχά που σάλεψε τα χείλη, – κι έγειρε λίγο το κεφάλι της, και
πέθανε…)
– Θα σε φονέψω! Τζουμ, τριαλαριλαρά – τζουμ,
τριαλαριλαρό! Ουίτ! έκανε, με τη μύτη, τ’ Αλεκάκι! Κι έσκασε
μια φάπα του Λευτέρη. Κι ο Λευτέρης του την ανταπόδωσε…
Κι όλ’ η παρέα έσκασε στα γέλια…
ΤΕΛΟΣ
[110]