You are on page 1of 110

[1]

ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ

ΤΟ ΤΑΜΑ ΤΗΣ ΑΝΘΟΥΛΑΣ

[2]
1
Μόλις ο Νότης ο Αυγουστής, το καλαματιανάκι, ντύθηκε
φαντάρος, έστριψε απ’ τα Παραπήγματα, κι έτσι καθώς ήταν,
κουρεμένος με την ψιλή μηχανή, με το φαρδύ τ’ αμπέχονο,
που ‘πλεχε όλος μέσα, και τα μακριά μανίκια, πήρε το τραίνο,
και κατέβηκε ίσια στον Περαία. Καθώς τραβούσε για τα
Κρητικά, βρήκε στο δρόμο το Σκουντή το Λια, και πήγανε, κι οι
δυο μαζί, ως την ταβέρνα του μπαρμπα-Σταμάτη. Κόντευε
σχεδόν να βασιλέψει, ένα φως μουντό και χρυσοπόρφυρο
έβανε κόκκινες φωτιές στα τζάμια των σπιτιών. Ήταν στα τέλη
του καλοκαιριού, οι ζέστες, όμως, εξακολουθούσαν. Μες στη
μάντρα του μπαρμπα-Σταμάτη, δυο-τρεις παρέες,
ξεμοναχιασμένες, ήταν καθισμένες και κουτσόπιιναν.
Στην αρχή, κανένας δεν τον πήρε μυρουδιά. Σε λιγάκι,
όμως, άμα τον μυρίστηκαν, ήρθαν πολλοί και τον
περικυκλώσανε. Στα τελευταία, ήρθε κι ο Σταμάτης, ο
Λεβεντιάς, ο κάπελας· ήρθε και τον αγκάλιασε με τις χοντρές
χερούκλες του, γιατί τον ήξερε από μικρό παιδάκι
(καθόντουσαν στην ίδια την αυλή). Ήρθε κι η μικρή του
εγγονούλα, κι έπαιξε με το πηλήκιό του, και το ‘βανε στο
κεφαλάκι της, κι εκείνο χώθηκε ίσαμε το λαιμό της. Ήρθε κι η
κυρα-Λέγκω, η γυναίκα του —κι άρχισαν, όλοι μαζί, να τον
πειράζουν και να τον καμαρώνουν. Και μες στα μάτια των
[3]
μικρότερων, που δεν τα ξεκολλούσαν από πάνω του,
περνούσε κάτι σκοτεινό, σα μια μικρούλα ζήλεια…
— Για δες τονε πώς σοβαροποιήθηκε!
— Τήρα ρε, πώς δείχνει κοτζάμ άντρας!
— Ρε Νότη, πότε θα σε κάνουν δεκανέα;
— Δε με παρατάτε, λέω ‘γώ!
Kι ο μπάρμπα-Σταμάτης, που ήταν Σμυρνιός, έκλεινε το
χορό:
— Γεια σου, παιδί μου, να ζήσεις! Την ευκή μου! Να
λευτερώσεις τη σκλαβιά, με το καλό!… Και στην Πόλη! Ο Θεός
να δώσει…
Κι έκανε το σταυρό του.
Μια σκιά φάνηκε, τότε, στ’ ακρινό παράθυρο, τραβηγμένη
απ’ τη φασαρία, και κοίταξε μέσ’ απ’ το μπερντεδάκι. Ήταν η
Αννούλα, η πιο μικρή απ’ τα κορίτσια του Σταμάτη. Μ’ αυτήν,
είχαν ανατραφεί μαζί, από μωρά. Αυτή δε θέλησε να βγει μ’
όλους τους άλλους. Στάθηκε στη γωνιά, και παραμόνευε.
Περίμενε να πάψουν οι κουβέντες, για να φανερωθεί. Τα μαύρα
της μεγάλα μάτια, ήταν πιο μαύρα, τη στιγμήν εκείνη.
Τυλιγμένη στο κόκκινο σαλάκι της, κοιτούσε το καινούριο
φανταράκι, με μια μικρή τρεμούλα στο πηγούνι. Κι ο Νότης,
που την έκοψε το μάτι του, γύρισε τα μάτια κατά κείθε, κι έκανε,
τάχα, πως κοιτούσε μακριά…
Έφτασε τότε κι η μισή, κι ένα σαγανάκι με κασέρι. Έφτασε
κι η ντοματοσαλάτα, κι όλοι βούτηξαν αμέσως το ψωμί τους.
Κι ο Νάσος ο Μελεμενής άρχισε να διηγιέται τα πάθη
καποιανού φαντάρου, που τόνε στείλαν αγγαρεία, μόλις
πρωτοντύθηκε, κι εκείνος έκανε δεν ξέρω τι, και βρήκε το
μπελά του — κι ο Σταμάτης θυμήθηκε, κι αυτός, την ιστορία
κάποιου δεύτερου ξαδέρφου του, που ‘κανε στ’ αντάρτικα, και,
στα τελευταία, αγάπησε μιαν όμορφη τουρκάλα και τη
στεφανώθηκε, κι άνοιξε μαγαζί στη Φιλιππούπολη· κι ύστερα
βαρέθηκε, κι έφυγε για την Αμερική, κι από τότες —πάνε πέντε
χρόνια— είχε να λάβει γράμμα του, να μάθει τι απόγινε…
Ο Νότης δε μιλούσε στην αρχή, αλλά σα να λύθηκε, με το
κρασί, η γλώσσα του. Έριχνε κι αυτός τα καλαμπούρια του,
αλλά πάντα δειλά και μετρημένα. Τους είπε πώς τον ντύσανε,
πώς, υστερότερα, του κόψαν τα μαλλιά, πώς έγιν’ ένα λάθος
με το παράστημά του, κι ο επιλοχίας αντιμίλησε στον
ανθυπασπιστή, κι αυτός τον αποπήρε, κι έγινε φασαρία. Στα
[4]
τελευταία, λύθηκε τόσο πολύ η γλώσσα του, που αυτός
μιλούσε μοναχά, κι οι άλλοι είχανε σωπάσει, και τον άκουγαν,
κι έβαζαν μόνο, πού και πού, τα γέλια.
Το βράδυ, τώρα, απλωμένο γύρω, κι η Ανθούλα, ξεθάρρεψε
και κείνη, και γλίστρησε δειλά, με το φαναράκι της αυλής,
κάνοντας τάχα πως θα το κρεμάσει.
Κι ο μπαρμπα-Σταμάτης, μόλις την είδε, φώναξε:
— Μπρε Ανθούλα, δεν έρχεσαι να δεις και συ το φανταράκι;
Τι κάνεις τόσην ώρα μέσα; Έλα Χριστέ και Παναγιά!…
Κι η Ανθούλα σίμωσε με τρόπο στην παρέα, και σχεδόν
χωρίς να τον κοιτάξει, του είπε σιγανά:
— Καλός φαντάρος…
Κι ο Νότης, χαμήλωσε τα μάτια του κι αυτός, κι αποκρίθηκε
ακόμα σιγανότερα:
— Φχαριστώ, Ανθούλα…
Τίποτ’ άλλο.
Και κείνη μπήκε πάλι μέσα, γρήγορα.
Ο Νάσος τότε πήρε την κιθάρα, κι άρχισε να τσαγκρουνίζει
έν’ ακομπανιαμέντο, κι η παρέα σιγανοτραγούδησε —όλοι,
εκτός του Νότη, που καθόταν μακρινός κι αμίλητος, με το
τσιγάρο στην άκρη των χειλιών, και με τα μάτια καρφωμένα
πέρα.
Τότε πλάκωσαν λογής-λογής παρέες, κι έκατσαν γύρω στη
μεγάλη λεύκα —κι ο μπαρμπα-Σταμάτης σηκώθηκε και πήγε
στην κουζίνα. Η ώρα ήταν ως εννιά και κάτι. Το φεγγάρι
πρόβαλε μεγάλο κι ασημένιο· ήταν τρεις μέρες πριν απ’ την
πανσέληνο, κι έβγαινε μες στη νύχτα σιγανά, σκεπάζοντας
τους τοίχους των σπιτιών, με τη χλωμή του τρυφερή
λαμπράδα.

***
Όταν έκλεισε κι η μάντρα του Σταμάτη, ο Νότης με το Νάσο
και το Νίκο, τράβηξαν για το Πασαλιμάνι, καθώς βγήκαν, όμως,
στην πλατεία, έπεσαν απάνω στο περίπολο. Ο λοχίας, ο
περιπολάρχης, φώναξε το Νότη, κι άμα εκείνος
δικαιολογήθηκε πως είχε σήμερα ντυθεί, του είπε μόνο να μη
γυρίζει όξω. Κι εκείνος τον χαιρέτησε, έκανε μια κανονική
μεταβολή, έκοψε μέσ’ απ’ τα στενά, και βγήκε, μαζί με την

[5]
παρέα του, ίσια, στη Φρεαττύδα. Το φεγγάρι ασήμωνε τα
κοιμισμένα τα νερά, κι έν’ αγεράκι, χάιδευε τα μάγουλα, κι
άγγιζε τ’ αυτιά και τα μαλλιά, σα χέρι τρυφερό κι αγαπημένο.
Εκεί, πίσω στο Ρούσικο Νοσοκομείο, βρήκαν το Μίκια το
Ντουρντή και το Μπαλή το Μήτσο. Βρήκαν ακόμα κι άλλα δυο
παιδιά Και τότε γίναν όλοι μια παρέα, και τράβηξαν πέρα,
προς το γύρο, μ’ αγριοφωνάρες και μ’ αστεία. Ο Νότης, μόνο,
δεν έβγαζε μιλά. Ο Μήτσος, τότε, του ‘σκασε μια καρπαζιά
γερή, και το ‘βανε στα πόδια. Και κείνος τον κυνήγησε, κι
ώσπου να στρίψει στη γωνιά, τον πρόκανε. Κι ο Μήτσος, για
να γλυτώσει τη μοιραία πληρωμή, του λέει ξαφνικά:
— Τα ‘μαθες; Ο Μπακουρέλιας γύρισε…
Ο Νότης κοντοστάθηκε.
— Σοβαρά το λες; Και πότε πρόκανε να πάει και να ‘ρθεί;
— Ξέρω και ‘γώ; Έφερε πράμα, και το πήγε στη σπηλιά.
Ο Νότης πήρε ύφος σοβαρό.
— Θα κάτσει, για θα φύγει;
— Θα φύγει. Την άλλη, που ‘κατσ’ εδώ χάμου, έχασε και ‘γώ
δεν ξέρω πόσα. Άλλη βολά, δεν το ξαναπαθαίνει, λέει…
Ο Νότης έμεινε κάπως συλλογισμένος.
Ήρθαν κι οι άλλοι, σ’ αυτό το μεταξύ, κι η κουβέντα κόπηκε
με μιας. Ο Νάσος, όμως, άκουσε τα τελευταία λόγια, και μπήκε
αμέσως στην κουβέντα.
— Για ποιόνε λέτε; για το Μπακουρέλια;
Ο Νότης δεν έβγαλε μιλιά. Ο Μήτσος, όμως, είπε:
—Ναι, ρε! Δε μας είπε πως θα λείψει δυο βδομάδες; Να, τ’
άκουσε κι ο Νίκος. Δε μας μας το ‘πε μες στου Νταλαβέρη;…
Ο Νίκος το βεβαίωσε, κουνώντας το κεφάλι.
Ο Νότης είπε τότε:
— Πάμε στου Νταλαβέρη;
Όλοι βρέθηκαν σύμφωνοι:
— Και δεν πάμε;…
Δυνάμωσαν το βήμα, και τράβηξαν, στο φως του
φεγγαριού. Έκαναν το γύρο της Πειραϊκής, αμίλητοι —κι
έφτασαν σ’ έναν ήσυχο κολπίσκο, ένα μικρό μυχό της
Χερσονήσου. Εκεί ήταν ο ντεκές του Νταλαβέρη, ο πιο
επίσημος απ’ όλους τους ντεκέδες, άσυλο των ντερβίσηδων
και των μανιταρτζήδων, που η καταδίωξη, εκείνο τον καιρό,
δεν τους είχε ακόμα ξεπαστρέψει.

[6]
***
Στην τελευταίαν άκρη, ακριβώς, εκεί που κλείνει ο μεγάλος
γύρος, λίγο πριν απ’ τη μικρή τη γεφυρούλα, που φέρνει στων
Δοκίμων τη Σχολή, μέσα σ’ ένα λιμανάκι γραφικό,
προφυλαγμένο απ’ όλες τις μεριές, ήταν στημένος ο ντεκές του
Νταλαβέρη. Το ντεκέ αυτόν, τον βαστούσε, εδώ και πέντε
χρόνια, ένας παλιός και περιβόητος «ντερβίσης» που είχε πάει
τρεις φορές —φόβητρο και τρόμος της μεριάς— ο Γιάννης ο
Τσαρμπάρας. Το Νταλαβέρης ήταν παρατσούκλι. Λεγόταν,
ακόμα, και Μεμέτης —ή Μεμετάκης, πιο χαϊδευτικά— ίσως
γιατί είχε ζήσει και στην Πόλη. Ψηλός, λιγνός, μαυριδερός —
ένα λελέκι ίσαμ’ εκεί πάνω— και, κοντά στ’ άλλα,
κοσμογυρισμένος, είχε κάνει όλες τις δουλειές, και τέλειωσε να
γίνει μαγαζάτορας. Στα νιάτα του, είχε δουλέψει μούτσος σε
κάποιο φορτηγό, που πήγαινε ίσαμε την Καλκούτα, κάποτε κι
ακόμα παρακάτω. Τώρα τελευταία, όμως, είχε τσακίσει λίγο, κι
επί πλέον, το ‘να του χέρι κρεμότανε παράλυτο. Με τα λίγα
παραδάκια που του μέναν —είχε, άλλοτε, πολλά, άλλα τα είχε
φάει, κάθε τόσο, σε λογής-λογής βρομοδουλειές —θέλησε να
νοικοκυρευτεί. Πήρε το ντεκέ καταδικό του, κι έπιασε μεγάλη
πελατεία, ρίχνοντας τους άλλους τους ντεκέδες, χάρις στη
θρυλική παλικαριά του. Όποιος περνούσε στα γύρω του ντεκέ,
δε θα ‘βλεπε παρά ένα ξύλινο παράπηγμα, μια ξεβαμμένη κι
άθλια παράγκα. Ίσως να το θαρρούσε κι ακατοίκητο. Μόλις,
όμως, προχωρούσες παραμέσα, θα ‘βρισκες τρύπες,
κρυψώνες και σπηλιές, κι ένα βαθύ και σκοτεινό λαβύρινθο,
σκαμμένο μες στο βράχο, που λέγαν πως, τα χρόνια τα παλιά,
συγκοινωνούσε με την Αθήνα… Μέσα κει, ήταν ο ντεκές του
Νταλαβέρη —ή «του κουμπάρου», καθώς ήταν γνωστός στην
περιφέρεια.
Προτού να στήσει το ντεκέ του ο «κουμπάρος», στην ίδια
θέση ακριβώς, ήταν ένας άλλος, ίσως ακόμα πιο ονομαστός —
ο ντεκές του Μήτσου. Ο ντεκές εκείνος, στον καιρό του, είχε δει
πολύ μεγάλα πράματα. Τον είχαν γράψει κι οι εφημερίδες.
Μα ο Μήτσος, ο «κουμπάρος», πέθανε, ή, καλύτερα τον είχε
σκοτωμένο κάποιος τσακωμένος παραγιός του, κι ο
Νταλαβέρης μόλις είχε πρωτορθεί, κι έκανε με τρόπο κατοχή.
Όμως, ο ντεκές κράταγε ακόμα τ’ όνομά του —όνομα σχεδόν

[7]
ιστορικό. Ο Νταλαβέρης, λείποντας τόσα χρόνια (η σωστή
καταγωγή του ήταν απ’ τ’ Ανάπλι, αλλά, μικρός, ήταν
φερμένος στον Περαία), δεν είχε τόσες γνωριμιές με την
αστυνομία, και θα βρισκόταν κάπως μπερδεμένος, αν δεν είχε
συνεταιριστεί με τρεις άλλους ακόμα χασικλήδες, που είχανε
τα μέσα, κι ο ένας, μάλιστα, ήταν κι ανιψιός του αστυνόμου —
το Μήτσουλα, τον κρητικό, τον Κουφογιάννη και το Ζαγκανά.
Μ’ αυτούς μαζί, εξακολουθούσε τη δουλειά του. Όλο το
κλεφτόσογο, το άνθος της κλεψιάς και της μαγκιάς, όλο το
κακό το συναπάντημα, συναζόταν τότε μέσα κει. Πολλές
φορές, γυρέψαν να του κάνουνε στραπάτσο —αλλά, θες που ο
ντεκές ήταν σχεδόν απόρθητος, θες που ο αστυνόμος έκανε
στραβά μάπα, εξαιτίας, ακριβώς του ανιψιού του, κανείς δεν τα
κατάφερνε ως τότε — κι όσοι τα βάναν με το Νταλαβέρη, είχαν
πάντα, ξεμπερδέματα κακά.
Ο ντεκές εκείνος, είχε γίνει ένα είδος στρατηγείου, που
βγαίναν όλες οι μεγάλες διαρρήξεις, όλες οι σοβαρές
επιχειρήσεις. Οι αλεπούδες Αθηνών και Πειραιώς, είχαν
στημένο, εκεί μέσα, το λημέρι τους. Πολλές φορές είχαν συμβεί
μεγάλοι τσακωμοί, και το αίμα είχε βάψει τη σπηλιά —τόσο
στα χρόνια του Μήτσου, του «κουμπάρου», όσο και στον καιρό
του Νταλαβέρη. Αλλά, το περισσότερο, βασίλευε μια σχετική
ομόνοια, ένα πνεύμα φιλικής αλληλεγγύης, κάποτε και μια
θερμή συμπάθεια, μια στοργή ειλικρινής —όπως συμβαίνει
πάντα ν’ αναπτύσσεται, σε κάθε τόπο μυστικής συνενοχής…
Κι έπειτα, η ασφάλεια, η σαν ασυδοσία του ντεκέ, τους είχε
τόσο ξεθαρρέψει όλους, τους είχε τόσο φοβερά αποθρασύνει,
που καθένας πήγαινε σ’ αυτόν, με το θάρρος που πηγαίνει
σπίτι του! Παλιοί απόφοιτοι των φυλακών, αλάνια των
πειραϊκών τριόδων, διαρρήχτες φωτογραφισμένοι, είχαν εκεί
το καταφύγιό τους, το προσωρινό τους αποκούμπι, στις
σοβαρές και δύσκολες στιγμές…
Μες στους παλιούς αυτούς δασκάλους της κλεψιάς,
ξεχώριζε ο Ντάνας, ο επικαλούμενος «θερίο» —ένας τρομερός
μουστακαλής, που είχε κάνει κάμποσα χρονάκια φυλακή, και
είχε δραπετεύσει δυο φορές —την πρώτη, μάλιστα, πέφτοντας
στη θάλασσα— κι ήταν γιομάτος ερημοδικίες— ένας
άνθρωπος αποφασιστικός, έν’ απ’ τα πρώτα παλικάρια του
ντεκέ! Αυτός στεκόταν ο διαιτητής σε κάθε σκοτεινή διαφορά,

[8]
κι έβγαινε μπροστά, σε κάθε κίνδυνο. Μολαταύτα, στην
αλλόκοτη ψυχή του, απ’ τις πολλές και μεγάλες περιπέτειες,
είχε γεννηθεί σαν ένας οίκτος, ένα πνεύμα αδελφοσύνης, που
τον έκανε να φαίνεται ιππότης, αν όχι κι ώρες-ώρες αγαθός.
Στην αρχή, άλλος ντεκές αντίπαλος, ήταν ο ντεκές του
Μπακουρέλια. Ο Μπακουρέλιας, ή, αλλιώς, Καράφτουλας, είχε
κάνει χρόνια σωματέμπορας, κι είχε στήσει το ντεκέ του
παρακάτω, πέντ’ έξι χρόνια πριν απ’ του «κουμπάρου». Όταν
ο Νταλαβέρης άνοιξε το δικό του, ύστερ’ απ’ το σκοτωμό του
Μήτσου, δοκίμασε να παραβγεί μαζί του, και να του κάνει
σχετική χαλάστρα. Αλλά δεν τα κατάφερε. Αποτέλεσμα αυτής
της αποπείρας, ήταν να του ξεκάνουν, το ‘να κατόπι στ’ άλλο,
τα δυο πρωτοπαλίκαρά του, τον Τρέλιακα και τον Τσουπό, τον
επιλεγόμενο και «Τέσσερο,» —άλλοτε μάστιγα πραγματική της
Τρούμπας— που τους καθάρισαν παιδιά του Νταλαβέρη, από
εκδίκηση για κάποιο φόνο, πάλι άλλου παλικαριού του
Νταλαβέρη, απ’ το Μπακουρελέικο συνάφι. Στο τέλος, είδε πια
κι απόειδε, κι αναγκάστηκε, κι αυτός, να υποκύψει, ίσως για να
γλιτώσει το τομάρι του — και να προέλθει, καταθέτοντας τα
όπλα, σ’ ένα είδος συνδιαλλαγής. Παράτησε την τάπια του, και
γύρισε στη γνώριμη του τέχνη, στη σωματεμπορία και στο
τζόγο. Έγινε, μάλιστα, και κάτι παραπάνω: Μάστορης, καθώς
ήταν στη δουλειά του, έγινε γενικός προμηθευτής του οίκου
Νταλαβέρη—Συντροφία, κι επίσημος, να πούμε, τροφοδότης,
κάνοντας ταξιδάκια, πού και πού, κουβαλώντας πράμα
διαλεχτό.
Κι ως εδώ πέρα, όλα βάδιζαν καλά, και τα παλιά είχαν
λησμονηθεί. Όμως, καθώς θα δούμε παρακάτω, τα παλιά μίση
δεν ξεχνιούνται τόσο εύκολα, αλλά μένουν κοιμισμένα για
καιρό, και περιμένουν, μοναχά, την ευκαιρία, για να ξαναβγούν
στην επιφάνεια…

***
Το φεγγάρι, λαμπερό, μεσουρανούσε τώρα, στην ησυχία
της Πειραϊκής, σαν ένας δίσκος ασημένιος κι ολομόναχος. Η
θάλασσα, πλατιά και γαλανή, είχε σα μια λεπτότατη φρικίαση,
μιαν αδιόρατη, -θαρρείς, ανατριχίλα — αν και τ’ αγεράκι που

[9]
φυσούσε, αδύναμο, λεπτό και μακρινό, δεν ήταν ικανό να τη
σαλέψει.
Ήταν παντού γαλήνη και σιγή. Η νύχτα κολυμπούσε μέσα
στ’ όνειρο.
Όταν η παρέα, με το Νότη, έφτασε στο μικρό το λιμανάκι,
μια βάρκα πρόβαλε, γλιστρώντας ελαφριά, κι έμοιαζε ν’
ανοίγεται στο πέλαγος. Ο Μίκιας κοντοστάθηκε, και σφύριξε,
με τα δυο του δάχτυλα στο στόμα. Κι απ’ τη βάρκα, ήρθ’ έν’
άλλο σφύριγμα —και κείνη έκοψε τη φόρα της αμέσως· έκανε
μια στροφή, κι ήρθε και πλεύρισε με δισταγμό στα βράχια. Και
μια φωνή ακούστηκε ξανά:
— Ποιος σφυράει;…
— Εγώ, ο Μίκιας.
— Τι τρέχει;…
— Μην είδατε το Μπακουρέλια; πούθ’ ερχόσαστε…
Η φωνή τους φώναξε κάτι που δεν ακούστηκε. Κι έπειτα
ξαναρώτησε ανήσυχα:
— Συμβαίνει τίποτις;…
Ο Μίκιας την ησύχασε:
— Α μπα! Τράβα…
Κι η βάρκα έστριψε ξανά, ξεκίνησε, κι άρχισε πάλι να
τραβάει, στ’ ανοιχτά, χαράζοντας μιαν ήσυχη, κανονική
γραμμή, στα κοιμισμένα, διάφανα νερά.
Ο Μίκιας χτύπησε στην πόρτα της παράγκας, πολύ σιγά και
συνθηματικά. Οι άλλοι στάθηκαν πιο πέρα, και περίμεναν.
Ένα μάτι φάνηκε σε κάποια χαραμάδα.
— Εσύ ‘σαι, Μίκια;
— Ναι, εγώ. Μέσα είν’ ο Μπακουρέλιας;
— Εδώ ‘ναι. Τι τον θες; Πέρασε μέσα.
— Είναι και τα παιδιά.
— Περάστε, όλοι μέσα.
Ακούστηκε το τράβηγμα του σύρτη, κι η πόρτα μισάνοιξε
αθόρυβα. Ένα-ένα, τα παιδιά μπήκανε μέσα —κι η πόρτα, από
πίσω τους, ξανάκλεισε, με την ίδιαν ένοχη προφύλαξη.
Και το φεγγάρι έλαμπε πάντα στον ουρανό, κρεμασμένο
στο Σαρωνικό, σαν ένα γαλανό μαργαριτάρι. Ένα βαπόρι
φωτισμένο, μες στη νύχτα, τραβούσε πέρα, μακριά, στα
ζαφειρένια βάθη, απόκοσμο, και σαν υπνωτισμένο. Ήταν σα
να μη σάλευε διόλου. Κι ο φάρος των Φλεβών, ανοιγόκλεινε,

[10]
σαν ένα μάτι κίτρινο, μ’ ένα γνέψιμο μουντό και νυσταγμένο —
σα να ‘θελε να δείξει πως, μ’ όλη του τη νύστα και την
κούραση, αφοσιωμένο στο σκοπό του, σα στρατιώτης μες στη
σκοπιά του, ήταν εκεί πάντα, κι αγρυπνούσε…

***
Η θερμή καρδούλα της Ανθούλας, ήταν ανοιγμένη στην
αγάπη, σαν τις κλειστές εκείνες αχιβάδες, που ανοιούν, σιγά-
σιγά, μες στο νερό. Είχε ανοίξει μ’ έναν τέτοιο τρόπο,
απόρρητο, βαθύ, μυστηριώδη —χωρίς κι η ίδια να το
καταλάβει πώς. Αν κανένας της το ‘λεγε απότομα, θα πήγαινε
να πέσει στο πηγάδι! Ήταν σα μιαν αόρατη μεγάλη λειτουργία,
μες στους τοίχους κάποιου ξωκλησιού, χωρίς ψαλμούς,
λαμπάδες κι εικονίσματα. Πού και πού ωστόσο, η δυνατή
μοσκοβολιά του λιβανιού ανέβαινε, και τη χτυπούσε, ίσια, στο
κεφάλι. Τότε, τα μηλίγγια της, σφυροκοπούσαν δυνατά, να
σπάσουν, κι ανεβοκατέβαινε το στήθος της, σ’ ένα λαχάνιασμα
καινούριο και βαθύ. Ώρες-ώρες, πάλι, σαν ένα στόμα έσκιζε στ’
αυτί της, και της μιλούσε τρυφερά και λιγωμένα, για πράματα
πρωτάκουστα κι επίσημα, πράματα ζοφερά και μακρινά —
πολύ γλυκά, κι όμως χωρίς ελπίδα…
Κι όλο αυτό το λαγγεμένο πρωτοξύπνημα, όλος αυτός ο
πόνος της καρδιάς, είχε κατασταλάξει στα δυο μάτια της, τα
μελαγχολικά κι ονειροπόλα, με τις υγρές και φλογερές
αντανακλάσεις —μάτια σκοτεινά και βελουδένια, μες στο
μεγάλο τόξο των φρυδιών, που λαχταρούσαν, κι όμως δεν
τολμούσαν… Αυτά τα μάτια ήταν της μητέρας της, της κυρα-
Λέγκως, της Μυτιληνιάς— αλλά σ’ αυτά τα πλανεμένα μάτια, τα
κληρονομημένα απ’ τη μάνα της, είχε προσθέσει κάτι το δικό
της, κάτι το ασύλληπτο και το χιμαιρικό, κάτι το υπερκόσμια κι
αγγελικά θλιμμένο, τη μυστικήν εκείνη γοητεία, των
πλασμάτων που δεν είναι για να ζήσουν…
Κι όμως, η Ανθούλα, από μιας αρχής, δεν ικανοποιούσε τη
ματιά. Ήταν απ’ τις λεπτές μορφές εκείνες, που δεν κινούν το
θαυμασμό αμέσως, αλλά πρέπει να τις εμβαθύνεις, για να
νιώσεις το λεπτό τους μυστικό —κι όσο τις βλέπεις, και τις
μελετάς, τόσο μαντεύεις τον κρυμμένο θησαυρό τους.

[11]
Πώς εκείνο το πανώριο πλάσμα, το καμωμένο για να
λάμπει σα διαμάντι, είχε βλαστήσει μες στα σκοτεινά, μέσα σε
μια ταβέρνα του σωρού, δεν είναι του παρόντος να το κρίνω.
Εγώ, λέω, απλώς, μιαν ιστορία, που συνέβη, εδώ και τόσα
χρόνια, στην ίδια την καρδιά του Πειραιώς —νωπή ακόμα,
ίσως, στη μνήμη αρκετών, αν και οι περισσότεροι έχουν λείψει
τώρα, άλλοι σκοτωμένοι, στους πολέμους, άλλοι, από καιρό
ξενιτεμένοι— κι άλλοι, πάλι, ισόβια χαμένοι μες στα
μπουντρούμια και στις φυλακές, παντοτινά σβησμένοι, καθώς
φαίνεται, απ’ τα κατάστιχα των ζωντανών ανθρώπων.
Ήταν στιγμές που το χαμένο της μυαλό ταξίδευε στη χώρα
των ονείρων. Έβλεπε, με τα μάτια της ψυχής της, να φτάνει σ’
άγνωστα, χιμαιρικά λιμάνια, σε τόπους μακρινούς κι
ευτυχισμένους —τόπους μαγικούς κι ονειρεμένους,
λυτρωμένους απ’ το βάρος της ζωής. Σ’ αυτούς τους τόπους
δεν υπήρχε θλίψη, δεν υπήρχε στενοχώρια και καημός —μόνο
μια τρυφερή μελαγχολία. Τα πουλιά πετούσαν στον αέρα, με
γλυκοκελαηδήματα χαράς. Ένας κόσμος από πρασινάδες,
από περικοκλάδες και κισσούς, αγκάλιαζε τους δυνατούς
κορμούς, κι έπλεκε τριγύρω τους στεφάνια βελουδένια. Παντού
λουλούδια γαλανά, γαλήνη κι ευφροσύνη. Και μες στο νοερό
αυτόν παράδεισο, ένιωθε τη δική της την καρδιά, να
σπαρταρεί, να λιώνει, και να πνίγεται, από μιαν άγνωστη κι
αλάλητη συγκίνηση…
Άλλοτε πάλι, την ώρα που κεντούσε στο παράθυρο,
κοιτούσε κάποιο σύννεφο χρυσό, ν’ αρμενίζει μοναχό μες στο
διάστημα. Κι έμεν’ εκεί, μ’ ακίνητα τα δάχτυλα, με τα μάτια
καρφωμένα στο βασίλεμα, παρακολουθώντας το βουβά κι
αφαιρεμένα ν’ αλλάζει χρώμα, σχήμα, και να χάνεται… Κι όταν,
πάλι, άκουγε τις βραδινές καμπάνες, που βροντούσαν μες
στην ησυχία, μ’ ένα σιγανό παράπονο, βαθύ, τα μάτια της
γιομίζαν αργά δάκρυα. Ένιωθε έναν καημόν αγγελικό, μια
τρυφερή κι αλλόκοτη κατάνυξη, στον θλιμμένον ήχο της
καμπάνας — και θαρρούσε πως ήταν μια φωνή, μια μακρινή κι
επίσημη φωνή, που την καλούσε σ’ έναν άλλον κόσμο, σε μια
πατρίδα, ξεχασμένη τώρα, που νοσταλγούσε και που
λαχταρούσε. Κι ένας λυγμός τρικύμιζε το στήθος της —ένα
παράπονο βαθύ και σιγανό, γιομάτο σπαραγμό, μαζί και
γλύκα, σαν το χαμένο ήχο της καμπάνας…

[12]
Αυτές οι αλησμόνητες στιγμές, ήταν η μόνη της χαρά, σ’
αυτό τον κόσμο. Τις άλλες ώρες, σκούπιζε, συγύριζε το σπίτι,
έπλενε πιάτα, πότιζε τις γλάστρες, ταχτοποιούσε μες στο
μαγαζί, περιποιόταν τις περικοκλάδες κι έδενε τα καινούρια
τους κλωνάρια, με κλωστίτσες, κρεμαστές από καρφάκια, για
να σκαρφαλώνουνε στον τοίχο, και ν’ απλωθούν απ’ όλες τις
μεριές. Δεν είχε συντροφιά της ταχτική, παρά μια φιλενάδα της
καρδιάς την Αριστέα, την αδερφή του Νότη, μια τσαχπίνα,
ζωηρή, μελαχρινούλα, που καθότανε στην ίδια την αυλή, στο
αποπίσω μέρος της ταβέρνας, με τη μάνα της και με τον
αδερφό της.
Ένα βράδυ, ενώ κατέβαινε τη σκάλα της ταράτσας,
στραγγούλιξε το πόδι για τα καλά. Τότε αναγκάστηκε να μείνει
μια βδομάδα στο κρεβάτι. Η Αριστέα της έφερνε βιβλία. Ήξερε
λίγα γραμματάκια, και ρίχτηκε στο διάβασμα. Μέσα σ’ αυτά τα
βιβλία που της έφερε, ήταν κι ένα πολύ παθητικό, η «Ιστορία
του Μιμίκου και της Μαίρης».

***
Ο Νότης, τότε, δούλευε σε κάποιο εργοστάσιο. Η τέχνη του
ήταν μαραγκός. Έφευγε το πρωί, με τα χαράματα, και γύριζε το
βράδυ, πολλές φορές πιωμένος. Κάποτε δεν ερχόταν και
καθόλου. Είχε τρεις μήνες να τον δει, και να μιλήσουν. Κόντευε
να πάει στρατιώτης, και δούλευε χωρίς διακοπή, για να
μαζώξει τίποτα ψιλά. Καθότανε στα μέσα της αυλής, με τη μάνα
του και με την αδερφή του —στη πίσω μέρος της ταβέρνας,
καθώς είπαμε. Όταν κι οι τρεις τους ήτανε μικρά, παίζανε
ταχτικά μες στην αυλή. Έπειτα, τα πράματα σοβάρεψαν. Η
Ανθούλα πήγαινε σκολιό, η Αριστέα μάθαινε μοδίστρα, κι ο
Νότης άρχισε να στρώνει στη δουλειά. Ήτανε δυο χρόνια πιο
μικρή του, μιαν ηλικία με την Αριστέα,
Ο Νότης ήτανε περήφανος, κλειστός. Ποτέ δεν έλεγε πολλά,
ιδίως όταν ήταν με κορίτσια. Πέταγε τις κουβέντες βαριά και
μονοσύλλαβα, και ποτέ δεν κοίταζε στα μάτια. Τα μάτια του
γλιστρούσαν, την ώρα που μιλούσε, φοβισμένα και
συνεσταλμένα. Σ’ άλλους, αυτό, είναι κακό σημάδι, και δείχνει
χαρακτήρα σκοτεινό· σ’ εκείνον, όμως ήταν συστολή,
λεπτότητα ψυχής κι ευαισθησία. Δεν αγαπούσε κι εύρισκε

[13]
πάντα τρόπο να ξεφεύγει. Η αδερφή του ήταν άλλου
χαρακτήρος. Γελαστή, ανοιχτόκαρδη και φλύαρη, κι έπιανε
πολύ εύκολα φιλίες. Αυτός έπιανε δύσκολα φιλία — όταν,
όμως, αποχτούσε κάποτε, ήταν δυνατές, γιομάτες πάθος.
Ένας τέτοιος φίλος της καρδιάς τους, ήταν ένας άλλος
συντεχνίτης του, λιγάκι μεγαλύτερος — ο Νίκος ο Ρουσάκης.
Μέρα νύχτα βρισκόντουσαν μαζί —κι όταν ο Νίκος ντύθηκε
φαντάρος, ανέβαινε συχνά στα Παραπήγματα, μόνο και μόνο
για να βρίσκεται κοντά του. Κι όταν τα σαββατόβραδα, έπαιρνε
άδεια και πεταγόταν κάτου, γύριζαν όλη νύχτα, και
γλεντούσαν. Ο Νίκος τραγουδούσε κι έπαιζε κιθάρα. Κι ο
Νότης είχε μάθει μαντολίνο. Κάποτε έτυχε να τσακωθούν για
λίγο — κι ο Νότης το ‘χε ρίξει στο πιοτό, κι έκανε φασαρίες και
καβγάδες. Έβριζε, τσακωνόταν, βλαστημούσε —πράματα, για
κείνον, ασυνήθιστα, κι αντίθετα στον πράο χαρακτήρα του:
ήταν απ’ την πολλή του στενοχώρια. Ύστερα, όμως, τα
‘σιαξαν και πάλι, κι έγιναν πάλι, σαν πριν, αχώριστοι.
Απ’ τον καιρό, όμως, αυτού του χωρισμού, ο Νότης είχε
κάπως ξανοιχτεί. Κάποιες αδιόρατες μικρομεταβολές, είχαν
συντελεστεί στο χαρακτήρα του. Σύχναζε πιο ελεύτερα σε
κάποια κέντρα ύποπτα —στους ντεκέδες και τα καφέ αμάν της
Τρούμπας— κι έκανε παρέα μ’ υποκείμενα, που άλλοτε τ’
απόφευγε πολύ προσεχτικά. Μολαταύτα έμενε παρθενικός
ακόμα. Με τις γυναίκες, μάλιστα, μπορεί να πει κανένας, πως
ήταν ακατάδεχτος. Μ’ όλο το κυνήγημα που του ‘καναν —
καθώς ήταν σοβαρός και συμπαθητικούλης, με τα μεγάλα
καστανά του μάτια, τις πλούσιες αφέλειες των σκοτεινών
μαλλιών του, και το σταρένιο δέρμα του, το σαν ηλιοκαμένο—
ήξερε πάντα να κρατεί τη θέση του, και τις αποθάρρυνε με
μιας, μόλις έβλεπε να τον κοντοζυγώνουν, με το ειρωνικό του
χαμογέλιο. Κι εκείνο το χαμόγελο, τις έκανε να σκάζουν!
Κάποτε, μάλιστα που μια τον δάγκασε στο σβέρκο —στο
καφωδείο της Γιακούς, στην καρδιά της Τρούμπας— γύρισε
και της έδωσε μια δυνατή σφαλιάρα, και παρά λίγο να γίνει
παρεξήγηση, με κάτι ναύτες που ‘λαβαν το λόγο. Κι αν δεν
ήταν ο Ρουσάκης και η παρέα, θα βρισκόταν μπερδεμένος για
καλά.
Κι έναν καιρό, που δεν εύρισκε δουλειά, κι έμεινε τεμπέλης
δυο τρεις μήνες, κάποιοι φίλοι του τον έκαναν χρυσό να πιάσει

[14]
φιλενάδα ταχτική! Και κείνος θύμωσε με την επιμονή της, κι
έκοψε την πρόταση ξερά.
Άλλοτε, πάλι, κάποιος κεφαλωνίτης καπετάνιος, που
καθόταν δίπλα, μες στο καφενείο, και του ‘πιασε κουβέντα, του
είπε να τον πάρει στα βαπόρια… Ήταν ένας άνθρωπος ψηλός
και σκοτεινός, με την τραγουδιστή του προφορά, χωρατατζής,
πολυλογάς και πονηρός. Του παράσταινε με τόσ’ ωραία
χρώματα, τη θαυμαστή ζωή των ταξιδιών, του ‘δινε τέτοιες
υποσχέσεις για το μέλλον, που, μια στιγμή ο Νότης
κοντοστάθηκε. Ήταν τότε που δεν εύρισκε δουλειά. Μια στιγμή
ζαλίστηκε, και δέχτηκε. Έπειτα, όμως καλοσυλλογίστηκε.
Θυμήθηκε το σπίτι του, τη μάνα του, το Νίκο. Εκείνος του ‘πε
ξανά από κοντά. Ο Νότης, όμως, τώρα πια, δεν ήθελε ν’
ακούσει. Κι έμεινε το πράμα ως εκεί.
Τέτοιες ευκαιρίες, του τύχανε πολλές —αλλά νίκησε κι
αυτούς τους πειρασμούς. Εκείνον, ίσα-ίσα, τον καιρό, άρχισε
να συχνάζει στους ντεκέδες. Ίσως, σ’ αυτό, να ‘φταιγε λιγάκι κι
ο Ρουσάκης. Κάνα-δυο χρόνια μεγαλύτερός του, είχε περάσει
οπό κει, και ήταν κάπως μέσα στο στοιχείο του. Εκεί μέσα
ξύπνησε κι ο Νότης. Το θέαμα των συνεχών καυγάδων, των
φονικών, της χασικλίδικης μαγκιάς, ωρίμασαν τη σκέψη του
στα πράματα του κόσμου. Έκανε παρέα με τ’ αλάνια, με τους
σημειωμένους διαρρήχτες, μ’ όλο το κατακάθι του Περαία.
Έκανε φίλους παιδιά αδέσποτα και παραστρατισμένα, του
μπουντρουμιού και του κρατητηρίου. Κι όμως, εκείνος έμενε
απείραχτος, απ’ τις ολέθριές τους επιδράσεις. Θα πεις, αυτός,
ήταν ξεχωριστός; Ίσως να συνέβαινε κι αυτό. Δεν είχε κλίση
φυσική στα τέτοια. Ίσως, όμως, κι η φιλία του Ρουσάκη, να του
ήταν ένα στήριγμα σπουδαίο, για την αντίστασή του στο κακό.
Του χρησίμευε σαν ένας στυλοβάτης, σαν ένας γόνιμος
αντιπερισπασμός. Γιατί, και κείνος, ήταν καλή πάστα, παρ’
όλα τ’ άσκημα νταραβερίσματά του. Ήταν ορμητικός, αλλά
φιλότιμος. Τον αγαπούσε, και γι’ αυτό τον πρόσεχε πολύ.
Εκείνος είχε άλλο είδος λεβεντιάς. Ψηλός, γιομάτος,
καλοκαμωμένος, με μάτια μαύρα, τρυφερά και λυπημένα, με
κουβέντα βαριά και σοβαρή. Βαστούσε κάτι το αρρενωπό απ’
την κρητική καταγωγή του, αλλά, μαζί, και το γλυκό, το ήμερο,
το παιδιακίσια συμπαθητικό. Είχαν, κι οι δυο τους ένα
γνώρισμα κοινό: το φυσικό συγκράτημα στο φέρσιμο, μια
καλοσύνη, βαθιά κι ωριμασμένη, μια σοβαρή συνείδηση της
[15]
στοργικής φιλίας. Μαζί μ’ αυτά, μια γνώση του καθήκοντος,
μιαν αντίληψη λεπτής αλληλεγγύης που θύμιζε κάποιες παλιές
ηρωικές φιλίες, που μ’ όλη τη πενιχρή σκηνοθεσία, που
κυλούσεν αναγκαστικά, το δράμα της ανώνυμης ζωής τους.
Ήταν μια λανθάνουσα στοργή, ένας απ’ τους κρυφούς
δεσμούς εκείνους, που γεννιούνται, μεστώνουν και
φουντώνουν, μόνο μες στην αγνή, την ανεκτίμητη, τη
διαμαντένια λαϊκή καρδιά…
Πολλές φορές δοκίμασαν να τους χωρίσουν άλλοι, με χίλιες
δυο προφάσεις, από ζήλεια. Όμως, δεν το κατάφεραν ποτέ.
Μια φορά, μονάχα, το κατάφεραν —κι αυτό το τσάκωμά τους,
έγινε με πάθος και με πείσμα, σαν τα τυφλά κι απότομα
ξεσπάσματα μιας δυνατής αγάπης πληγωμένης… Κι έπειτα
γίνηκαν, πάλι, φίλοι —και, μάλιστα, πιο φίλοι κι από πρώτα.
Υπάρχουν κάποια πράματα ωραία στη ζωή, κάποια τέτοια
πολύτιμα αισθήματα, χαμένα μες στα βάθη της ψυχής, που μας
εμπνέουν, με την ύπαρξή τους, τη φοβερά παρήγορην ελπίδα,
πως ο κόσμος δεν έγινε του κάκου —αλλά πως ίσως να
βαδίζει κάπου, προς κάποια λύση φωτεινή, μυστηριώδη, προς
κάποιον άγνωστο κι ανώτερο σκοπό…
Η παρέα, μες στη σπηλιά του Νταλαβέρη, τραγουδούσε.
Πρώτα το ‘φερνε ο Ντάνας, με τη βαριά του, τη βραχνή
φωνή, κι ύστερα το ‘παρναν οι άλλοι, στη σειρά, και το
ξαναγύριζαν απ’ όλες τις μεριές, θρηνητικά, μονότονα, με
πάθος —με τα γυαλωμένα τους τα μάτια, σαν καρφωμένα σ’
έναν εφιάλτη, με τις μεγάλες κόρες τους ακίνητες, σα
φλογισμένες από μιαν ανείπωτη λαχτάρα, σαν απολιθωμένες
σε μιαν έκσταση, σα φαγωμένες και πυρπολημένες από
κάποιους έξαλλους και μαύρους πυρετούς:
Ο αέρας ήταν μολεμένος απ’ τη βαριά θολούρα του καπνού.
απ’ τις ζεστές και σφυριχτές ανάσες απ’ την υγρή τη μυρουδιά
της μούχλας, που πλημμυρούσε, γύρω τους τοίχους της
σπηλιάς. Ένα καντηλάκι τρεμόσβηνε στην άκρη, κι έριχνε
πέρα, στα σκαμμένα βράχια, τις μεγαλωμένες τους σκιές, που
παίζανε, κι αυτές, φανταστικά. Ήταν καθισμένοι όλοι χάμου,
στριμωγμένοι σ’ ένα στενόν κύκλο, άλλοι σταυροπόδι, κι άλλοι
πεσμένοι δίπλα, κι άλλοι τ’ ανάσκελα, βαριά μαστουρωμένοι,
με τ’ απλανή, τ’ αλλήθωρά τους μάτια, σβησμένα και χαμένα
στο κενό. Ήταν οι περισσότεροι ξυπόλητοι. Κι αυτοί που ήταν

[16]
καθισμένοι σταυροπόδι, περνούσαν κάθε λίγο το μαρκούτσι,
ένας στον άλλο, με μονότονες κινήσεις, βαριές, μηχανικές,
ληθαργικές. Κι έκλαιγαν, πιο πολύ που τραγουδούσαν. Κι ο
πνιγηρός, πηχτός καπνός ανέβαινε ντουμάνι:
Κι ο ναργιλές γουργούριζε στη μέση —και κείνοι ήταν
στοιβαγμένοι γύρω, κι όλο ρουφούσαν μ’ αγκομαχητά σαν
άνθρωποι που κρύβουν τον καημό τους, τον θάβουν στα
κατάβαθα της γης, γιατί δεν πρέπει να βγει ποτέ στο φως, γιατί
δεν πρέπει να τον δει το φως και φοβηθεί… Μόνος ο
Νταλαβέρης ήταν σκυφτός στη μέση, και φυσούσε πού και
πού, το ναργιλέ, κι έβανε κάρβουνα κι άλλαζε τουμπεκί. Και το
μαρκούτσι γύριζε στα διψασμένα στόματα, γύριζε χωρίς να
κάνει στάση, σα μια μεγάλη κολασμένη βρύση, που τη ζητούν,
τη λαχταρούν τα χείλη κι οι καρδιές, λες για να πνίξουν το
βαρύ τους άχτι, μ’ έν’ άλλο, πιο βαρύ και πιο πικρό… Κι ο
γοερός, αλλόκοτος σκοπός, όλο γυρνούσε και ξαναγυρνούσε,
κι ο καημός του, κι η αλλοφροσύνη του, έσκαβε και βαθούλωνε
τα βράχια. Και το καντηλάκι, φοβισμένο, σπαρταρούσε μες στα
σκοτεινά, κάνοντας να χορεύουν οι σκιές —σα να ζητούσε από
κάπου μια βοήθεια, μες στο πέλαγος εκείνο του καημού, που
τράνταζε και σάρωνε τα πάντα:
Μα-να-κι μου μα-να-κι μου…, πο-νεί το κε-φα-λά-κι μου…!
Ήταν κι ο Μάκιας, το καλντεριμάκι, με τα μεγάλα τσίνουρα
γύρω στα μαύρα μάτια, κι έσμιγε την ψιλή του τη φωνούλα, την
κρυσταλλένια και σπαραχτική, μες στο γενικό το μοιρολόι.
Την ώρ’ αυτή, χτυπήσαν τα παιδιά. Τα τραγούδια
σταματήσανε με μιας. Ο Νταλαβέρης σηκώθηκε αμέσως, και
δρασκελίζοντας καμπόσους κοιμισμένους, πήγε και μισάνοιξε
την πόρτα.
Τότε τα παιδιά μπήκανε μέσα, και τράβηξαν αμίλητα στο
βάθος. Ήταν εκεί μια δεύτερη σπηλιά, ακόμα πιο στενή και
σκοτεινή. Μέσα κει βρισκόταν κάποιος άνθρωπος, που κάτι
πάλευε μονάχος στη γωνιά. Ήταν καμιά σαρανταριά χρονών,
ψηλός, ξερακιανός, μαυριδερός. Μόλις μπήκαν μέσα τα παιδιά,
γύρισε, τα κοίταξε, κι έπειτα ξανάρχισε τη σκοτεινή δουλειά
του. Ο Νότης τότε σίμωσε, και κάτι του ψιθύρισε στ’ αυτί. Κι ο
άνθρωπος, χαμήλωσε κι εκείνος τη φωνή, και κάτι
αποκρίθηκε, σε τόνο θυμωμένο. Κι έπειτα ξανάπε δυνατά:
— Άσ’ τη να κουρεύεται, την παλιοξεσκισμένη… Αυτή δεν
παίρνει από λόγια, ναν το ξέρεις.
[17]
— Γιατί, ρε Κόλια; Δε θαν της ξηγήθηκες καλά:
— Εγώ δεν της ξηγήθηκα καλά; Αλλά, έννοια σου, και δε
θαν της περάσει… Θαν της στήσω άλλη μηχανή! Πού θα μου
πάει; Δε θα μου γλιτώσει! Θαν της αλλάξω τον αδόξαστο, της
βρόμας! Να μη με λένε Μπακουρέλια, θαν το δεις…
Έφτυσε χάμου, κούνησε το χέρι, κι έπεσε πάλι με τα μούτρα
στη δουλειά.
Οι άλλοι πήγαν κι έκατσαν τριγύρω στο λουλά.
Και το τραγούδι πήρε πάλι φόρα. Πιο γερό και πιο
σπαραχτικό, έμοιαζε να μην έβγαινε από αντρίκια χείλη, αλλ’
από μαύρα στήθη κολασμένων, που καίγουνται και ψήνουνται
στα φλογισμένα τάρταρα…
Κι ο Μπακουρέλιας άφησε και πάλι τη δουλειά του, κοίταξε
κατάματα το Νότη, κι ήρθε και τον τράνταξε τους ώμους:
— Άκου δω, ρε Νότη… Σου μιλάω τώρα ‘γώ ο
Μπακουρέλιας! Μη νταλαβερίζεσαι με βρόμες…
Ο Νότης χαμήλωσε τα μάτια. Κι έπειτα τα κάρφωσε στο
φως του καντηλιού. Πού και πού δάγκωνε τα χείλη του
μονάχα, σα να τον έτρωγε μια τύψη μυστική, που δε μπορούσε
να την αποφύγει.
Κι ο Μπακουρέλιας εξακολουθούσε:
— Να ‘μουν εγώ εδώ, πάει καλά. Αλλά θα φύγω πάλι, σε
τρεις μέρες, κι ούτε θα ξέρω πότε θα ‘ρθω πίσω… Είσαι
κουρνάζος[1], ναι, το παραδέχουμαι, αλλά μπορείς να βρεις
και το μπελά σου… Άκου ντε και μένα, τι σου λέω, και μην
κάνεις όλο του κεφαλιού σου, γιατί θα πέσεις όξω, ναν το
ξέρεις…
Ο Νότης τότε του ‘ριξε μια βλοσυρή ματιά:
— Εγώ τα ‘κανα καλά, ρε Μπακουρέλια, κι είμ’ άξιος και ναν
τα βγάνω πέρα…
Ο Μπακουρέλιας σήκωσε τους ώμους.
— Κάνε καλά, τι να σου πω και ‘γώ;…
Και ξαναπήγε μέσα.
Ο Νότης γύρισε βαρύς, κι έκατσε με τους άλλους.
— Τι έγινε; τον ρώτησε ο Νίκος.
Ο Νότης δεν του μίλησε. Κάθισε βουβός, συλλογισμένος.
Έστριψε ένα τσιγάρο, και το σάλιωσε, κι ύστερα τ’ άναψε, με
νευρικές κινήσεις.

[18]
Κι Σκουπής ο Λιας, που δεν φαινόταν ως εκείνη τη στιγμή,
πήγε και πήρε το μπαγλαμαδάκι, κι άρχισε, κι αυτό, να
τσαγκρουνίζει το σκοπό που τραγουδούσαν όλοι:

Έλα μου δω, χρυσέ μ’ αητέ, δε σ’ είδα σήμερα κι εχτέ.


Έλα, πουλί κι αηδόνι μου, να γιατρευτούν οι πόνοι μου!
Λιώσαν τα χιόνια, λιώσανε, και ‘μεις δεν ανταμώσαμε…

[19]
2

Ας αφήσουμε το Νότη και τους άλλους, κι ας πάμε τώρα σε


μιαν ιστορία, που ‘γινε δυο χρόνια πιο μπροστά.
Υπήρχε στον Περαία, παλαιότερα, ένας μεγάλος
καλντεριμιτζής, ο Τσορονίκος, ή Μποχός, με τ’ όνομα. Είχε
σκοτωθεί, εδώ και δέκα χρόνια, σε κάποιο φοβερό καυγά με
την αστυνομία. Ο Τσορονίκος είχ’ ένα κορίτσι, από γάμο
νόμιμο με μια κοινή γυναίκα, γάμο που τον έκαμε στα νιάτα
του, τον καιρό που πάλευε ν’ ανοίξει μαγαζί —κάποιο
καφενεδάκι στου Τζελέπη —γυρεύοντας να γίνει καλός
άνθρωπος, προτού τον πάρει για καλά ο κάτω δρόμος. Τη
γυναίκα του την είχε παρατήσει, κι αυτή, κατόπιν, έσμιξε με
κάποιο μαραγκό. Είχε μαζί της, πάντα, το κορίτσι —ωσότου
χάθηκε κι αυτή, μια μέρα, με τον άντρα της. Είχαν πει πως
τράβηξαν για την Κεφαλονιά. Είχε κάνει και μιαν άλλη κόρη,
εκείνη, όμως, πέθανε στην κούνια. Το κορίτσι έμεινε
πεντάρφανο, στους δρόμους. Δε γύρισε κανείς να το κοιτάξει.
Τη μάζεψε κάποια γριά γειτόνισσα, με το σκοπό να την
κρατήσει ψυχοκόρη, αλλά, και κείνη, δεν της φέρθηκε καλά, κι
η Φρόσω το ‘σκασε μια νύχτα, της γριάς, και πήγε κι έπιασε
δουλειά σε κάποιο σπίτι.
Στις αρχές, η Φρόσω ήταν φρόνιμη. Είχε μαύρα μάτια, πολύ
όμορφα, κι είχε μάθει και καμπόσα γραμματάκια. Σε λίγα
χρόνια, όμως, άλλαξαν τα πράματα. Έμπλεξε άσκημα με
κάποιον κελευστή που ήταν τότε στο λιμεναρχείο, κι όταν
[20]
εκείνος μετατέθηκε αλλού, την παράτησε στα κρύα του
λουτρού, όπως συνήθως γίνεται σε τέτοιες περιστάσεις. Και
κατρακυλώντας διαρκώς, καθώς ήταν μόνη κι απροστάτευτη,
κατέληξε μέσα στα καφέ-κονσέρ[3]. Επειδή ήταν ακόμα πολύ
νέα, κι ήξερε κάπως και να τραγουδεί, βρέθηκε, μια μέρα, στης
Γιακούς, το πιο επίσημο καφέ-κονσέρ της Τρούμπας.
Εκεί τη γνώρισε, μετά πέντ’ έξι μήνες, κάποιο πειραιωτάκι
πλουσιόπαιδο. Φαίνεται, την αγάπησε τρελά. Θέλησε να την
πάρει από κει. Κόντεψε, μάλιστα, να τη στεφανωθεί, αλλά
έπεσαν στη μέση οι δικοί του, και φαίνεται να πρόλαβαν τα
πράματα. Και στο τέλος, πέρασε κι αυτό. Μια περιπέτεια, κι
αυτή, κοντά στις άλλες.
Έπειτα ήρθε η σειρά κάποιου αλλουνού. Κι έπειτα πλήθος
άλλες ιστορίες. Κι έπειτα πάλι, ξαφνικά, βρέθηκε στη Σμύρνη
και στην Πόλη. Έκανε το κομμάτι της και κει. Μάζεψε καμπόσα
παραδάκια, και σ’ ένα χρόνο, πάλι ξαφνικά, βρέθηκε ξανά στο
Πειραιά. Αλλά τώρα δεν ήταν η Φρόσω: ήταν «η Στέλλα η
καμωματού», αγλάισμα των κέντρων της νυκτός, άστρα των
υπογείων παραδείσων!
Άπειροι καβγάδες, στο καφέ-κονσέρ που δούλευε η Στέλλα,
είχαν γίνει για τα μαύρα της τα μάτια. Κάποτε, μάλιστα,
κάποιος ενδιαφερόμενος, της τράβηξε μια σουγιαδιά μες στα
νεφρά, κι έκανε δυο μήνες μες στο Ζάννειο. Οι γιατροί την
είχαν απελπίσει —αλλά, θέλεις η καλή της κράση, θέλεις η
μεγάλη περιποίηση, που ‘τυχε μέσα στο νοσοκομείο, τη
γλίτωσαν ανέλπιστα, και τούτη τη φορά, «απ’ του Χάρου τα
δόντια», όπως λένε.
Αυτό το πάθημα της έβανε μυαλά. Όταν βγήκε απ’ το
νοσοκομείο, κάθισε άλλους πέντε μήνες στην αφάνεια. Δεν
ξανάπιασε δουλειά, μες στο καφέ-κονσέρ, παρά με χίλια
βάσανα, και χίλιες παρακλήσεις. Σ’ αυτό το μεταξύ, του
καθισιού της, είχε πιάσει κάμαρα σε μια γριά μαμή, στη
γειτονιά της Ανθούλας και του Νότη. Πολέμησε, λίγον καιρό, να
ζήσει κι αυτή τίμια, ξενοδουλεύοντας και πλένοντας ή
ράβοντας, σε κάποια σπίτια νοικοκυρεμένα. Αλλά τ’ όψιμο
εκείνο ξαναγύρισμα στην ήσυχη και τίμια ζωή, δεν ήτανε
καθόλου μες στο αίμα της, και δε μπορούσε να βαστάξει για
καιρό. Είχε μάθει στα γλέντια και στα λούσα —κι αυτά δεν ήταν
δυνατόν να τα ‘χει με τα ψευτοραψίμματα και τις
ψευτομπουγάδες. Κι έπειτα, η φήμη της στην Τρούμπα, της
[21]
στεκόταν ένα σοβαρό εμπόδιο, για μια κανονική
αποκατάσταση στη νοικοκυρεμένη τη ζωή. Σε κάθε βήμα που
δοκίμαζε να κάνει, πρόβαλε αμείλικτο, μπροστά της, το φάσμα
του γνωστού της παρελθόντος. Σε κάθε βήμα, διαρκώς, την
περικύκλωναν, και τη μαγνήτιζαν οι πρώτοι πειρασμοί…
Κάθε μέρα λάβαινε προτάσεις, πότε διευθυντών των
καφωδείων, πότε υπόπτων και παράξενων ατόμων, που της
γινόσαν φόρτωμα με χίλιες υποσχέσεις, και που ‘φταναν
ακάλεστοι σωτήρες και προστάτες, και της έταζαν λαγούς με
πετραχήλια! Ως κι η γριά μαμή, που της είχε νοικιασμένο το
δωμάτιο, δεν την άφηνε, και κείνη, σ’ ησυχία…
— Μια κοπέλα όμορφη, στα νιάτα τα δικά σου, να θαφτεί
μονάχη, ζωντανή! Δε βλέπεις τόσες βρόμες σουρλουλούδες,
τόσες πατσαβούρες, που δε στέκουνται στο νύχι το δικό σου,
να κάνουν βιος, και να περνάνε σα βασίλισσες;… Να ‘χα, εγώ,
την ομορφιά σου και τα νιάτα σου, και θα ‘βλεπες αν θα
χαλούσα κόσμο —θα ‘βλεπες αν θα ‘καιγα καρδιές…
Κι η γλωσσίτσα της γριάς έκοβε κι έραβε.
Τότε φάνηκε, σαν από μηχανής θεός, ένας ξακουσμένος
σωματέμπορας, ένας μεγάλος μάστορης σ’ αυτά — ο
Μπακουρέλιας. Μόλις είχε ξεκάνει το ντεκέ του, κι είχε γίνει
«βοηθός» του Νταλαβέρη. Η πείρα του στα σκοτεινά ζητήματα
της συστηματικής εκμεταλλεύσεως, τον είχε κάνει, με το
πέρασμα των χρόνων, μια προσωπικότητα στο είδος του!
Παρουσιάστηκε, και κείνος, σαν προστάτης —με τη διαφορά
πως οι μανούβρες του, ήταν πολύ διαφορετικές, απ’ των
αγνώστων και κουτών υποκειμένων, που είχαν ήδη
παρουσιαστεί— κι επομένως δελεαστικότερες… Ο
Μπακουρέλιας διάλεγε καιρό τα θύματά του, κι όταν ερχόταν η
κατάλληλη στιγμή, έπεφτε και τα γράπωνε στα σίγουρα —
δίχως να του δίνει τον καιρό να διστάσουν, ή ν’ αντισταθούν!
Άφηνε τα πράγματα να ωριμάσουν μόνα τους— κι έπειτα
χυμούσε μες στα όλα…
Υπήρξε χρόνια φίλος του πατέρα της — κι αυτό του έδινε
μεγάλα δικαιώματα, και κάποια «ηθικά» πλεονεκτήματα, ώστε
να προβάλλει ξαφνικά —και μάλιστα, στην κρίσιμη στιγμή—
αυτόκλητος σωτήρας και προστάτης! Η Στέλλα-Φρόσω έπεσε
στα χέρια του, σαν το πουλάκι στο στόμα του φιδιού…
Είχ’ εξάλλου, βαρεθεί τον περιορισμό της. Είχε τη
νοσταλγία του κατήφορου, αν όχι τόσο από φυσικό της, αλλ’
[22]
απ’ τις παλιές συνήθειές της, κι απ’ τη φριχτή εκείνη
απομόνωση, που άρχιζε να τη βαραίνει κάπως, απ’ τον καιρό
που γύρισε στην ηθική ζωή. Δεν υπήρχε, γύρω της, κανένας —
ούτε φίλος, ούτε συγγενής. Όλα την έσπρωχναν, κι απ’ όλες
τις μεριές, να ξανακυλήσει στον κατήφορο, απ’ τον οποίο
πάσχισε, για λίγο, να γλιτώσει…
Τον καιρό αυτό, τη γνώρισε κι ο Νότης —κι όλα τα παιδιά
της γειτονιάς. Ο Μπακουρέλιας έγινε ο σύνδεσμος. Είχε φτάσει
να τη φέρει στο ντεκέ, για να τη συστήσει και στους άλλους.
Τότε ξανάπιασε δουλειά, μες στο καφέ-κονσέρ. Η πρόσφατη
και τραγική ανάμνηση του τελευταίου σοβαρού της λαβωμού,
της είχε φέρει κι άλλους θαυμαστές, την είχε κάνει είδωλο
στους κύκλους της μαγκιάς, της είχε βάνει σαν ένα
φωτοστέφανο, που ξεπερνούσε, σε λαμπρότητα και δόξα, τους
παροδικούς φωτοστεφάνους των άλλων περιζήτητων
σειρήνων! Ήταν ένας τίτλος χωριστός, περγαμηνή οριστική —
και, συγχρόνως, σημαντική, μιας πρόσθετης, καινούριας
γοητείας…
Ο Νότης, μοναχά, τη συμπονούσε. Οι άλλοι γύριζαν
τριγύρω της, σα σβούρες, την κυνηγούσαν, της στήναν
μηχανές — και μαλλιοτραβιόντουσαν για την κατάκτησή της,
άλλοι για λόγους καθαρά ερωτικούς, κι άλλοι —κι αυτοί ήταν οι
περισσότεροι— συμφέροντος ή ματαιοδοξίας. Την έβλεπαν
σαν άστρο, ή σαν κτήνος: ο Νότης, μόνο, την έβλεπε σαν
άνθρωπο, και την πονούσε για τον ξεπεσμό της. Πρώτη, αυτή,
είχε γεννήσει στην καρδιά του —αυτουνού, που δε μιλούσε
στις γυναίκες, κι ένιωθε κάποια περιφρόνηση γι’ αυτές— το
λεπτό εκείνο αίσθημα του οίκτου, μιας μυστικής αδερφικής
στοργής, που στρέφεται σ’ ένα θλιμμένο πλάσμα,
κακοτυχισμένο κι ασυνείδητο, που ζει χωρίς να ξέρει τη
ντροπή του —κι ίσως και να φαντάζεται πως ζει κι
ευτυχισμένα— κι όμως έχει, κάποτε, στιγμές, που σα ν’
αντιλαμβάνεται τη φοβερήν αλήθεια, και μένει με τα μάτια
καρφωμένα, με τα μάτια θλιμμένα και βουβά, σαν ένα φτωχό
ζώο πληγωμένο…
Ίσως μόνο τις στιγμές αυτές, να του γινόταν συμπαθητική.
Τις άλλες όλες, του γινόταν μισητή, με τα φτιασίδια της και τα
καμώματά της, με το προσποιημένο της το γέλιο, με τις
σιχαμερές ξαδιαντροπιές της… Όταν την έβλεπε στου
μαγαζιού το πάλκο να κοκορεύεται, με τις χρυσές της πούλιες,
[23]
και να ξεγυμνώνεται αδιάντροπα, χασκογελώντας στους
πιωμένους ναύτες, που ‘σπαζαν τα ποτήρια για χατίρι της —
ένιωθε την ξαφνική διάθεση, ν’ ανέβει στη σκηνή, και να την
πνίξει…
Ο Νότης είχε, μες στα βάθη της ψυχής του, κάποιους
αγνοημένους θησαυρούς, κάποιες τρυφερές ευαισθησίες,
κάποιες φυσικές ανωτερότητες που, παρεκτός του Νίκου του
Ρουσάκη, κανένας άλλος δε μπορούσε να τις ξέρει. Ίσως, κι ο
ίδιος, να τις αγνοούσε. Ήταν κλεισμένες στο σφιχτό του
χαρακτήρα, σαν το μαργαριτάρι μες στο στρείδι. Ήταν ο
μόνος, απ’ τους άλλους της παρέας —αν εξαιρέσουμε το Νίκο,
δηλαδή, που αυτός, ήταν γνωστό, δεν έπεφτε σε τέτοια— ο
μόνος που δε δέθηκε στενότερα μαζί της, αν και του δόθηκαν
μεγάλες ευκαιρίες. Ίσως γι’ αυτό, κι αυτή, τον συμπαθούσε, και
τον ξεχώριζε στο βάθος, απ’ τους άλλους.
Οι άλλοι τον κορόιδευαν, κρυφά και φανερά — εκείνος,
όμως, έμενε κουφός και παγερός, στα κάποτε χοντρά
πειράγματά τους. Μια φορά, μάλιστα, που κάποιος,
αναιδέστερος, του ‘ριξε μια καμπανιά μπροστά της, χύμηξε και
τον άρχισε με λύσσα στα σκαμπίλια· κι αν δεν έπεφταν οι
άλλοι, να τους χώριζαν, θα τον είχε κάνει μαύρον απ’ το ξύλο.
Κι αυτό χρησίμεψε για μάθημα στους άλλους, να προσέχουν,
άλλοτε, τ’ αστεία τους…
Για το Νότη, καθώς και για το Νίκο, ο ντεκές ήταν η μόνη
τους αγάπη —ύστερ’ απ’ τη μεγάλη την αγάπη— τη δυνατή κι
αληθινήν αγάπη, που βαστούσαν πάντα μεταξύ τους.
Η Στέλλα, στις καλύτερες στιγμές της, τον είχε σα μικρό της
αδερφό. Του ‘χε διηγηθεί την ιστορία της, τις περιπέτειές της
και τα πάθη της. Είχε, κι αυτή, κάποια γλυκιάν ανάμνηση της
παιδιακίσιας κοριτσίστικης ζωής της — κι όταν βρισκόταν
μόνη με το Νότη, ο νους της ξαναγύριζε σ’ αυτή. Του διηγόταν
περασμένα πράματα, τα πιο μικρά της περιστατικά, τις
«ανδραγαθίες» του πατέρα της, το δεύτερο το γάμο της
μητέρας της — έπειτα, τις στερήσεις του σπιτιού της, τη
φευγάλα της, το πρώτο πέσιμό της. Όταν ήταν μόνη με το
Νότη, τα τωρινά ήταν λησμονημένα — δεν υπήρχαν παρά τα
περασμένα. Πού και πού, την έπαιρναν τα κλάματα. Πολλές
φορές την έπαιρναν τα κλάματα, έτσι, ξαφνικά, χωρίς αιτία… Κι
ο Νότης, τότε, την παρηγορούσε, της έλεγε κουβέντες
τρυφερές, κουβέντες απροσδόκητα καλές κι αδερφικές —
[24]
κουβέντες που δε λέγονται ποτέ στην φιλενάδα, αλλά σ’ ένα
φίλο λυπημένο που περιμένει από μας τη λήθη του καημού
του, όσο κι αν είναι πρόσκαιρη κι ανώφελη, κι αυτή…
Το Μπακουρέλια, ο δεσμός αυτός, μήτε τον έβλαφτε, μήτε
τον ενοχλούσε· μάλλον τον έβλεπε με μάτι φιλικό. Θα τον
προτιμούσε πιο στενό —αλλά, δε βαριέσαι, τι τον πείραζε; Η
δουλειά του, ως προστάτη της «αρτίστας», πήγαινε καλά, κι
έτσι κι αλλιώς. Ο Νότης δεν του γιόμιζε το μάτι: τον θεωρούσε
κάπως παιδαρέλι. Ωστόσο του φερνότανε καλά. Μια μέρα θα
γινόταν, κι αυτός, άντρας. Ήταν, εξ άλλου, ταχτικός πελάτης
του ντεκέ —κι αυτό του ‘δινε και κάποια δικαιώματα στη
συναναστροφή του με τη Στέλλα. Κατά βάθος, όμως, τον
ελεεινολογούσε. Μια φορά τα τσούγγρισαν, μονάχα, που η
Στέλλα τσακώθηκε μαζί του, και κείνος έτυχε μες στη φιλονικία,
και πήρε, κάπως άγαρμπα, το μέρος της. Ο Μπακουρέλιας,
όμως, δεν αγρίεψε —του ‘ριξε μόνο μια ματιά με σημασία.
Αυτός ήταν ο τρόπος που φοβέριζε τους ανθρώπους που δεν
πολυλογάριαζε. Και σε λίγο, γίναν πάλι φίλοι.
Με τη Στέλλα, όμως, τελευταία, άρχιζε να τσακώνεται συχνά.
Απ’ τον καιρό που γνώρισε το Νότη, η Στέλλα άρχιζε να γίνεται
πιο δύστροπη. Του ‘δειχνε φανερά, πως τον μισούσε. Κι αυτό
του ξυνοφάνηκε, κάπως, του Μπακουρέλια —αλλά, σα
μάστορης στην τέχνη του που ήταν, έκανε πως δεν
καταλαβαίνει, γιατί δε βρήκε σκόπιμο, τότε, για να το δείξει.

[25]
3

Μόνη φιλία δυνατή του Νότη, ήταν με το Νίκο το Ρουσάκη.


Η αμοιβαία μυστική αυτή στοργή—μυστική για κείνους,
μοναχά, για τους άλλους, όμως, φανερή— χωρίς κι οι ίδιοι να
το καλοξέρουν, είχε κάτι το λεπτό και τρυφερό, το συγκινητικά
ρομαντικό —που τηρώντας ορισμένες αποστάσεις εθίμων,
εποχής και περιβάλλοντος, θύμιζε κάποιες ένδοξες ιστορικές
φιλίες, γιομάτες αφοσίωση και πάθος— τις μεγάλες θρυλικές
φιλίες, που ξεχειλίζουν οι καλύτερες σελίδες του αρχαίου
κλασικού ελληνισμού, και, υστερότερα, του μεσαιωνισμού.
Διατηρούσε τον ωραίο χαρακτήρα μιας ηθικής παρθένας
τελειότητας, που συναντιέται δύσκολα στα χρόνια τα δικά μας.
Ο Νίκος ήταν ήσυχο και σοβαρό παιδί. Τα μεγάλα σκοτεινά
του μάτια, με τις σιωπηλές αναλαμπές, είχαν μια τόση γλύκα
καλοσύνης, που μόνο μια καλοπροαίρετη ψυχή, μια ψυχή
κλεισμένη και στριμμένη, θα μπορούσε να μην τα συμπαθήσει.
Είχε περάσει από πλήθος επαγγέλματα, ώσπου να καταλήξει
μαραγκός. Είχε κάνει μούτσος στα καΐκια, λατερνατζής,
μανάβης, καροτσέρης —και κάποτε δοκίμασε να γίνει και
τσαγκάρης. Είχε μπλέξει με κακές παρέες. Απ’ τον καιρό που
γνώρισε το Νότη, θέλησε κάπως να συμμορφωθεί, άλλαξε
τέχνη, κι έγινε, και κείνος, μαραγκός. Δουλεύανε στο ίδιο
μαγαζί. Το βράδυ φεύγανε μαζί, και κατηφόριζαν προς το
Πασαλιμάνι. Καθόντουσαν σ’ ένα καφενεδάκι, που το ‘χαν
κάνει ταχτικό τους στέκι, πίνανε τ’ απαραίτητο ουζάκι τους, κι
[26]
έπειτα χώριζαν, καθένας για το σπίτι του, ή, για να πούμε πιο
καλά, ο Νότης μόνο πήγαινε στο σπίτι του. Ο Νίκος ήταν
ορφανός, δεν είχε ποτέ σπίτι. Έμενε σε κάποιου του
ξαδέρφου. Όταν, όμως, έπιασε δουλειά στο μαγαζί, πότε
κοιμόταν μες στο μαγαζί, πότε τον έπαιρνε στο σπίτι του ο
Νότης. Έστρωναν χάμου, στην αυλή, το καλοκαίρι —και το
χειμώνα σε μιαν άκρη του σπιτιού, μια κάμαρη μοναχική,
κοντά στην αποθήκη.
Απομεινάρι των κακών του περασμένων, ήταν το να
συχνάζει στους ντεκέδες. Αυτός πήρε στο λαιμό του και το
Νότη. Αλλά, για να ‘ρθει μια ισορροπία, στο κακό παράδειγμα
που του ‘δωσε —στεκόταν άγρυπνος φρουρός κοντά του, στο
πλευρό του. Δεν τον άφηνε να κάνει βήμα μόνος. Όπου
πήγαινε, θα πήγαινε κι αυτός. Όλες οι άλλες οι παρέες, γύρω
τους, ήταν εναλλασσόμενες, αν όχι κι αδιάφορες· ήταν εκείνες
που δεν αποφεύγονται, σ’ αυτή την τάξη, και σ’ αυτή την
ηλικία —και μάλιστα, στα μέρη που συχνάζανε. Κι ούτε και
πιάναν εύκολα φιλίες.
Τα Σαββατοκύριακα πηγαίναν στο ντεκέ — κι έπειτα
τραβούσαν προς τα βράχια, είτε τραβούσαν προς τη
Φρεαττύδα, και πιάνανε τ’ απόμερα σοκάκια —πέντε ή έξι, το
πολύ, νομάτοι— με την κιθάρα τους και με τα μαντολίνο τους,
κι έκαναν νυχτερινές καντάδες, κι έσπαζαν κέφι, κι έκαναν
μεράκι. Πολλές φορές σπρώχναν αυτούς τους περιπάτους ως
την Τρούμπα, κι έπαιρναν σβάρνα τα καφέ-αμάν, τα
διανυχτερεύοντα μαγέρικα και τα μαγαζιά της παραλίας.
Ο Νότης είχε μια ψιλή φωνή τενόρου, που καθώς
περνούσανε τα χρόνια, άρχιζε και γινότανε βαθύτερη, αλλά με
τέμπρο καθαρό, λεπτή και λυγερή. Ο Νίκος, πάλι, ήταν μπάσος
εξ αρχής. H φωνή του ήταν πιο παθητική, πιο ζεστή, πιο
στρωτή και πιο γιομάτη. Τραγουδούσαν ρομάντζες του καιρού
τους — τραγούδια τρυφερά της εποχής. Ήταν κι ένας σκοπός,
μαζί με τ’ άλλα, ένα μινόρε πολύ νοσταλγικό —μια βαρκαρόλα
λυπημένη, και γλυκιά, γιομάτη τρυφερή μελαγχολία, που ήτανε
το φόρτε της παρέας, και που τη λέγανε συχνά, όλοι μαζί.
Όταν το τραγουδούσανε με πάθος —κι αυτό, πάντα το
λέγανε με πάθος— τα παράθυρα στις γειτονιές, μισάνοιγαν, κι
οι διαβάτες σταματούσαν στις γωνιές, ή βράδυναν το βήμα να
τ’ ακούσουν. Η παραπονεμένη μελωδία του, που ξεχειλούσε

[27]
μια βαθιά κι απέραντη λαχτάρα —τη λαχτάρα του μεγάλου
νόστου, τον πόνο και τον πόθο της στεριάς, το φλογερόν
καημό του γυρισμού, τον απανδημό και την απόγνωση των
αλμυρών νερών και των κυμάτων— κι έφερνε σα μια μυρουδιά
του μακρινού πελάγου, της μπόρας, των αφρών, της
τρικυμίας, κάτι απ’ τα σφυρίγματα των παγερών ανέμων, κι
απ’ την αντάρα, κι από τα βουίσματα των ανεμοδαρμένων
καταρτιών — έκανε τους ανθρώπους να ριγούν, και να
στήνουν τ’ αυτί τους μες στη νύχτα. Οι δυο φωνές, του Νότη
και του Νίκου, ανταμωμένες στο ρυθμό, και ταιριασμένες,
έμοιαζαν ν’ αγκαλιάζουνται σ’ ένα βαθύ μεθύσι, σ’ ένα βαθύ
παλμόν αρμονικό, σε μια διπλή προσπάθεια, γλυκιά κι
απελπισμένη. Κι οι φωνές των άλλων των παιδιών, έμοιαζαν,
κι αυτές, σαν ένα πλαίσιο, σα μια μεγάλη ταιριαστή κορνίζα,
γύρω σε μια πολύτιμην εικόνα…
Έλεγαν κι άλλα σχετικά τραγούδια —όμως εκείνο το
παράξενο τραγούδι, είχε μείνει το τραγούδι της καρδιάς τους–
κι όχι μόνο της δικής τους καρδιάς, αλλά κι όλου του γύρω
μαχαλά. Όλος ο ανήφορος, μέχρι τα Κρητικά, κάθε που
ξημέρωνε γιορτή, ή Κυριακή — το νοσταλγούσε και το
καρτερούσε.

***
Όταν ο Νότης έπιασε φιλίες με τη Στέλλα, ο Νίκος ήταν
στρατιώτης, στην Αθήνα. Βλεπόταν με το Νότη ταχτικά —
αυτός, όμως, απόφυγε να του κάνει λόγο. Κι αυτό, στο Νίκο,
φάνηκε πως ήταν το πιο ύποπτο. Ήξερε τόσο καλά το Νότη —
διάβαζε, θαρρείς, μες στην ψυχή του— που δεν είχε καμιάν
αμφιβολία πως, ως το τέλος, θα ‘μενε ο ίδιος, ανίκανος για να
παραστρατήσει. Αλλά, μπορεί κανένας όλα να τα ξέρει —
μπορεί να είναι βέβαιος απόλυτα, για κάτι; Όσο και να ξέρουμε
στο βάθος έναν άνθρωπο, ποτέ δεν αποκλείονται τ’
απρόοπτα.
Αυτές τις σχέσεις, τις έμαθε απ’ άλλους. Ήταν δυνατόν να
μην τις μάθει; Ούτε κι ο Νότης, άλλωστε, τις έπιασε κρυφά,
μόνο που δεν το ‘κρινε και τόσο σοβαρό —καθώς έλεγε
αργότερα, ο ίδιος— να τους τις φανερώσει μοναχός του.
Άσχετα, όμως, μ’ ό,τι έλεγε ο ίδιος, πρέπει μάλλον να

[28]
δεχτούμε, πως ο Νότης, που τον ήξερε, και κείνος, αρκετά,
καταλάβαινε πως ίσως να τον πείραζε, και γι’ αυτό απόφυγε
να δώσει κάποια νύξη. Κι έπειτα, ο Νότης, ήταν παιδί ακόμα.
Δεν είχε πονηρίες σοβαρές. Ό,τι έκανε, το ‘κανε αβέρτα, χωρίς
κινήσεις υπολογισμένες. Δεν του το ‘πε, ίσως, κι από πείσμα,
επειδή, κάποτε, κι ο Νίκος κάτι του ‘κρυψε —κάτι σχετικό με τη
δουλειά τους— και το ‘μαθε, και κείνος, απ’ τους άλλους…
Αποτέλεσμα αυτής της ιστορίας, ήταν το πρώτο τσάκωμα
του Νίκου και του Νότη. Ο Νίκος παραφέρθηκε, και μίλησε
χοντρά —σήκωσε χέρι και να τον χτυπήσει. Ο Νότης
πείσμωσε, το πήρε προσβολή. Δεν ξαναπήγε να τον βρει στο
λόχο, ούτε, και κείνος, ήρθε να τον πάρει, όπως γινόταν κάθε
Σαββατόβραδο, που ‘παιρνε την άδεια, στο λόχο. Απόφευγαν,
ωστόσο, να βρεθούν —είτε στο δρόμο, είτε στο ντεκέ —μ’ ένα
πείσμα σκοτεινό.
Τότε κι ο Νότης έγινε αγνώριστος. Γύριζε στο σπίτι του
χαράματα, μεθοκοπούσε, τσακωνόταν κάθε βράδυ! Τρεις
φορές τον πήγαν και στο τμήμα, για μικροκαυγάδες της
παρέας…
Η κατάσταση αυτή, βάσταξε δυο-τρεις μήνες. Κάποιοι φίλοι
πέσανε στη μέση, και προσπαθούσαν να τους κάνουν να
φιλιώσουν — αλλά το πράμα στάθηκε αδύνατο, γιατί κανένας
δεν υποχωρούσε. Αν δεν έπεφταν στη μέση οι απ’ έξω, ίσως,
στο τέλος, κάτι να γινόταν. Αλλά το γεγονός του τσακωμού
τους, ήταν τόσο κοινολογημένο, που βρισκόντουσαν, κι οι
δυο, εκτεθειμένοι. Ο Νότης ήταν μεταμελημένος, αλλά δεν
εννοούσε να το δείξει. Ίσως, κι ο άλλος να ‘κανε το ίδιο.
Ο Νίκος μ’ όλη την αφάνειά του —δικαιολογημένη, απ’ την
άλλη, μια και ήταν ακόμα στρατιώτης, πυροβολητής στα
πεδινά— μάθαινε, τα καμώματα του Νότη. Ήξερε πως ο Νότης,
πεισματάρης, αλλά με πείσμα εντελώς μικρού παιδιού, έκανε
μερικές παλαβομάρες, μερικά καπρίτσια πεισμωμένα — κι
άξαφνα, ένα καλό πρωί, θα καταλάβαινε μονάχος του, το
σφάλμα του. Κι ήταν ένα παράπονο, μες στην καρδιά του
Νίκου, μάλλον ένα παράπονο, παρά σωστός θυμός. Ο Νίκος
ήταν πιο συγκρατημένος, πιο «άντρας», στο μυαλό και στα
φερσίματα — και μοναχή φορά που δεν κρατήθηκε, ήταν τότε
που τον πήρε τα γινάτι, και που κακομίλησε του Νότη.
Σ’ αυτό το μεταξύ, ο Νότης είχε παρατήσει και τη Στέλλα. Η
Στέλλα, τον καιρό αυτόν, ήταν ανεβασμένη στην Αθήνα. Τα ‘χε
[29]
χαλάσει με το Μπακουρέλια, γιατί και κείνος, τώρα τελευταία,
άρχισε να καταντάει τύραννος. Με το πρόσχημα του
«πατρικού» προστάτη, της είχε φάει τα λίγα παραδάκια της —
κάποιες παλιές οικονομίες της στην Τράπεζα — και τώρα που,
και κείνη, τον πήρε μυρουδιά, και φυλαγότανε σχεδόν
απέναντί του, είχε καταντήσει φορτικός. Ο Νότης κάτι πάλεψε
να κάνει, για να τους φέρει σε λογαριασμό — αλλά κι ο
Μπακουρέλιας του το ξέκοψε, δηλώνοντάς του, καθαρά και
ξάστερα, πως, στις δικές του τις δουλειές, ήταν ο ίδιος πάντα
νοικοκύρης — κι οι ενοχλητικές μεσολαβήσεις του, οσοδήποτε
κι αν ήταν φιλικές, θα ‘ταν προτιμότερο να λείψουν…
Κι αυτά τα λόγια ήταν αρκετά, για να καταλάβει τι συμβαίνει.
Παρ’ όλη τη συμπόνια του στη Στέλλα, ένιωθε πια, και
κείνος, αρκετά, πως την είχε παραπάρει ο κατήφορος — κι
όλες αυτές οι όψιμες προσπάθειες, για να τη γλιτώσει απ’ τα
νύχια των ορνέων, που την περιστοίχιζαν, —και που
δημιουργούσε, κατ’ ανάγκην, αυτό το ίδιο το επάγγελμά της—
είχαν έρθει φοβερά αργά. Δεν υπήρχε τρόπος να τη σώσει —
ακόμα και να πρόβαινε σε σοβαρές θυσίες. Κι αγαπούσε
αρκετά το σπίτι του, ώστε να σκεφτεί στα σοβαρά, και να κάνει
τέτοιες ανοησίες…
Κι έτσι, κι αυτός, τραβήχτηκε στη μπάντα, καταλαβαίνοντας
το χάος που κυλούσε. Κι η Στέλλα πήγε μόνη στην Αθήνα.
Έπιασε δουλειά σ’ ένα υπόγειο, γωνία Ευριπίδου κι Αθηνάς,
λίγο πιο πάνω απ’ τη Δημαρχία.

[30]
4

Ένα βράδυ — τέλη Δεκεμβρίου, μια βδομάδα πριν απ’ τα


Χριστούγεννα — το Πασαλιμάνι ήταν έρημο· ένα βοριαδάκι
τσουχτερό σάρωνε την πλατεία, και τα γύρω — κι έπεφτε ψιλό-
ψιλό χιονόνερο. Κι εξάλλου, πάντα, και το καλοκαίρι, τα
βράδια, ο Περαίας ερημώνει. Ο Νότης, μ’ άλλα δυο παιδιά,
μόλις έβγαινε απ’ τον κινηματογράφο. Μ’ όλη την τσουχτερή
την παγωνιά, τα παιδιά, αντί να παν στα σπίτια τους,
τράβηξαν αργά στην προκυμαία. Ο Νότης δε φοβότανε το
κρύο, κι έπαιρνε και τους άλλους στο λαιμό του. Επειδή, όμως,
οι άλλοι δυο τουρτούριζαν, τους άφησε να παν να κοιμηθούνε.
Έκοψε, τότε, μέσ’ απ’ την πλατεία, και πήγε κι έκατσε σε
κάποιο καφενείο. Αλλά, και κει, βαρέθηκε μονάχος.
Ξανακατηφόρισε προς το Πασαλιμάνι, και πήρε τη μεγάλη
λεωφόρο, με το σκοπό ν’ ανεβεί στη γειτονιά του. Είχε ξεκόψει
απ’ τα μαγαζά της Τρούμπας —κι από τότε που ‘φυγε η
Στέλλα, το ‘χε πει να μην ξαναπατήσει. Καθώς έστριβε προς
την ανηφοριά, σ’ ένα μικρό σοκάκι διπλανό, είδε κόσμο
μαζωμένο, φασαρία. Έκανε να σταθεί και να ρωτήσει, αλλά
μετάνιωσε, και τράβηξε το δρόμο του. Ώσπου να φτάσει, όμως,
στη γωνιά, είδε κάποιον, που του φάνηκε γνωστός, και που
τον παίρναν οι χωροφυλάκοι. Παρακινήθηκε να πάει να
ρωτήσει.
Βρήκε, το Νάσο το Μελεμενή, μ’ ένα γέρο καφετζή της
γειτονιάς, μόλις ετοιμαζόντουσαν να φύγουν, μέσα στο πλήθος
που μισοσκορπούσε.
[31]
— Τι τρέχει, τι συμβαίνει, ρε παιδιά;
— Βαρέσανε το Νίκο το Ρουσάκη. Ο Γκελεμές του τράσαρε
δυο μαχαιριές στην πλάτη…
Ο Νότης κόπηκε· τον πήρε μια τρεμούλα, ένας μεγάλος
κόμπος στο λαιμό, που δε μπορούσε να πάρει την ανάσα.
— Είναι χτυπημένος για καλά; κατόρθωσε μονάχα να
ρωτήσει.
— Τι λες! για καλά και για καλά! Του ‘χουν σακατεμένα τα
παΐδια. Μόλις τον πάνε στο νοσοκομείο…
Κι ο καφετζής κουνούσε το κεφάλι:
— Κρίμα στο παλικάρι, κρίμας, κρίμας…
Ο Νότης έστεκε βουβός, κι έτρεμε σαν το φύλλο· άπλωσε το
χέρι του στον τοίχο να μην πέσει…
Άκουσε κι άλλους να μιλάνε παραπέρα. Μια γριά τους
έλεγε: — Στον τόπο!
Ένα σκοτάδι, χύθηκε στα μάτια του. Δεν ένιωθε τι γίνεται
τριγύρω!
Ήθελε να τρέξει, να ρωτήσει κι όμως δε μπορούσε να
κουνήσει… Δυο μεγάλα χέρια μολυβένια, τον είχαν
αρπαγμένον απ’ τους ώμους και τον είχαν καρφωμένο χάμου!
Τα γόνατά του μόλις τον κρατούσαν…
Στο τέλος, βρήκε δύναμη να φύγει. Χωρίς να ξέρει τι γυρεύει
και πού πάει, πήρε το δρόμο του νοσοκομείου. Μπροστά στην
πόρτα του νοσοκομείου, ήταν σταματημένο κάποιο μόνιππο.
Ο αμαξάς μιλούσε μ’ ένα χωροφύλακα.
Βρήκε τη δύναμη, και πάλι, να ρωτήσει:
— Φέραν εδώ, κάποιο φαντάρο λαβωμένο;…
Ο χωροφύλακας έκοψε την κουβέντα, και γύρισε μονάχα και
τον κοίταξε. Κάποιος θυρωρός, μέσ’ απ’ τα κάγκελα, που δεν
τον είδε, μες στην ταραχή του, έβγανε το κεφάλι, και του λέει:
— Φέρανε κάποιον, αλλά δεν είναι φαντάρος.
— Είναι λαβωμένος σοβαρά;…
Ο γέρος άργησε κομμάτι να μιλήσει. Η καρδιά του Νότη δε
χτυπούσε.
— Είναι χτυπημένος στα νεφρά. Είναι βαριά — αλλά μπορεί
και να γλιτώσει. Έτσι είπαν οι γιατροί, που τον κοιτάξαν. Τώρα
τον έχουν μες στο χειρουργείο…
Ο λαβωμένος δεν ήτανε φαντάρος. Κι όμως ο Νίκος —το
‘ξερε καλά, αυτό, ο Νότης— απ’ τον καιρό που ντύθηκε

[32]
φαντάρος, δεν έβανε ποτέ πολιτικά. Αλλά, μες στη χαμάρα της
στιγμής, δεν πρόσεξε σ’ αυτή τη λεπτομέρεια.
Έκοβε βόλτες τώρα, σαν τρελός, μπροστά στην πόρτα του
νοσοκομείου. Είχανε μαζευτεί και κάποιοι άλλοι, και
κουβεντιάζανε με χαμηλή φωνή. Σε μια παρέα, λίγο παραπέρα,
ήταν κι ένας φαντάρος, και μιλούσε. Καθώς ο Νότης γύρισε τα
μάτια, βλέπει το Νίκο, ξαφνικά, μπροστά του! Για μια στιγμή,
δεν πίστεψε στα μάτια του…
— Νίκο! του λέει, Νίκο! Δε σε βάρεσαν;…
Ο Νίκος κοντοστάθηκε, κι αυτός, απορημένος.
— Όχι, δε με βάρεσαν εμένα! Βάρεσαν το Μίκια το
Ντουρντή… Ποιος σου το ‘πε πως με βάρεσαν εμένα; Ήμαστε
παρέα με το Μίκια, και βρέθηκα, και ‘γώ, μες στον καβγά…
Αλλά και συ, τι γυρεύεις εδώ χάμου; Πότε, κιόλας, πρόλαβες
και τα ‘μαθες;…
Κι ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του.
Τότε κι ο Νότης ξέσπασε με μιας. Όλ’ η ταραχή κι η αγωνία,
που κρατούσε με τα δόντια τόσην ώρα, συναντημένα με την
ξαφνική χαρά, να ξαναβρεί το Νίκο ζωντανό, τον έκαναν να μη
μπορεί να κρατηθεί. Τον πήρανε τα κλάματα, σαν το μωρό
παιδί. Έπεσε στην αγκαλιά του Νίκου, και ξέσπασε σ’
αμίλητους, ακράτητους λυγμούς… Κι ο Νίκος, τον αγκάλιασε,
κι αυτός, και χτυπώντας του την πλάτη με το χέρι, τον κράτησε
σφιχτά, για μια στιγμή. Κι ούτε μπορούσε να μιλήσει, κι αυτός,
τώρα —γιατ’ η καρδιά του, και κεινού, χτυπούσε δυνατά, κι
ένιωθε τα μάτια του βαριά και βουρκωμένα…
Κι έτσι, χάρις στη μικρή εκείνη παρεξήγηση, απ’ αφορμή
του λαβωμού του Μίκια του Ντουρντή —που τον κράτησε, και
κείνον, καρφωμένο δυόμιση μήνες στο νοσοκομείο— έγιναν
πάλι φίλοι, ο Νίκος με το Νότη, και μάλιστα, πιο φίλοι, πιο
αχώριστοι, και πιο αγαπημένοι κι από πρώτα.

***
Απ’ όλ’ αυτά τα περιστατικά, κάποιος αχός, καθόλου
μακρινός, ούτε φευγαλέος κι ακαθόριστος, αλλά πολύ-πολύ
συγκεκριμένος, έφτανε μέχρι την απόμερη γωνιά, που ζούσε
λυπημένα κι η Ανθούλα. Χωρίς να κάνει τίποτε που να το
φανερώνει, έπινε το φαρμάκι της αργά, καρτερικά —

[33]
κλαίγοντας, κάθε λίγο και λιγάκι, τις ώρες που βρισκότανε
μονάχη. Δεν το ‘δειχνε ούτε της Αριστέας, παρ’ όλη τη φιλία
που τις έδενε.
Δεν της ανάφερνε καθόλου για το Νότη. Έτρεμε μοναχά με
την ιδέα, πως θα μπορούσε να το καταλάβει! Κι όμως, εκείνη,
το ‘χε καταλάβει… Εκείνες οι ανήσυχες και ξαφνικές κινήσεις,
τα δίχως λόγο δακρυσμένα μάτια, κάθε φορά που της μιλούσε
για το Νότη, την είχαν κάνει να το μυριστεί —και θα της το ‘χε
πει απ’ την αρχή, αν δεν την ήξερε καλά στο χαρακτήρα.
Ήξερε πως αν έδειχνε πως το ‘χει καταλάβει, αντί, μ’ αυτό, να
την παρηγορήσει, θα την έκανε διπλά να πληγωθεί.
Στην αρχή, κι αυτή, το πήρε σαν αστείο. Παρά τρίχα να την
πάρει στο μεζέ! Αλλά, κατόπι, με την αλλαγή, που ‘βλεπε
στους τρόπους της Ανθούλας, με το χαλασμένο της το χρώμα,
τις καθημερινές μελαγχολίες της τ’ ανεξήγητά της τα
φερσίματα, άρχισε, και κείνη, να φοβάται, και ν’ αποφεύγει να
της κάνει λόγο για τα τελευταία του ξανοίγματα, και τα πολύ
τρελά καμώματά του. Κι ενώ πριν, δεν άφηνε ευκαιρία, που να
μην της τα λέει με το νι και με το σίγμα, να την κρατεί ενήμερο
των ανδραγαθιών του —άρχισε, τώρα, να κομπιάζει, να
διστάζει, να της μισοκρύβει την αλήθεια, όταν καταλάβαινε
πως το φανέρωμά της, θα ήταν ικανό να την πειράξει. Τη
λυπόταν, και την αγαπούσε.
Κι η Ανθούλα, απ’ την επιφύλαξή της, σαν κάτι να ‘χε
μυριστεί, και κείνη —αλλά προσπαθούσε, με το ζόρι, να διώξει
τέτοια σκέψη απ’ το νου της. Κι όμως, μ’ όλο της το φόβο μη
δειχτεί, ήθελε να μαθαίνει για το Νότη… Έφερνε με τρόπο την
κουβέντα, χωρίς να φαίνεται πως την υποκινεί. Αλλά κι αυτό,
στην ανυποκρισία της, το ‘κανε τόσο φανερά κι ανεπιτήδεια,
με τόση φυσικήν αδεξιότητα, που μόνο το παιχνίδι της αυτό,
για ένα μάτι σβέλτο, καθώς της Αριστέας, θα ήταν αρκετό να
την προδώσει…
Αλλά τώρα, που η Αριστέα της αποσιωπούσε την αλήθεια,
για την Ανθούλα, ήταν πια αργά. Είχε μάθει πια τα κυριότερα:
τις μπερδεψές του Νότη με τη Στέλλα, τον τσακωμό του με το
φίλο του το Νίκο, τα ξημερώματά του στους ντεκέδες, τις
συνεχείς του απουσίες απ’ το σπίτι, τα ξενύχτια του, τα
κατορθώματά του. Κι όλ’ αυτά, μεγαλωμένα στο μυαλό της, και
παίρνοντας, μαζί με τον καιρό, μες στην ερεθισμένη φαντασία
της, την όψη κάποιων φοβερών, τερατωδών πραγμάτων —
[34]
κάποιων ακατονόμαστων και ζοφερών οργίων, που δεν
τολμούσε καν να τα συλλάβει— της έσκαβαν αργά τα σωθικά,
σαν ένα μυστικό, βαθύ σαράκι. Τα μάγουλά της είχαν
βαθουλώσει, δυο μαύροι κύκλοι συμπαθητικοί, είχαν
φανερωθεί γύρω στα μάτια της, δεν είχε πια το νου της στη
δουλειά της. Αυτό το ‘χαν προσέξει και στο σπίτι της. Η κυρα-
Λέγκω πίστευε πως ήταν «ματιασμένη». Κανένας, παρεκτός
της Αριστέας, δε θα μπορούσε να μαντέψει την αλήθεια. Ως κι
ο μπαρμπα-Σταμάτης, ο πατέρας της, έλεγε κουταμάρες κι
ανοησίες —κι ήθελε να την πάει στο γιατρό, να την κοιτάξει,
και να βρει τι έχει…
Όταν ο Νότης, όμως, γύρισε στο σπίτι του, και ξαναμπήκε
στην κανονική ζωή —έπειτ’ απ’ της Στέλλας τη φευγάλα, και το
φίλιωμά του με το Νίκο— κι η Ανθούλα, σαν ένα λουλούδι που
το ξαναποτίζουν ξαφνικά, βρήκε πάλι, μια στιγμή, τα πρώτα
χρώματά της. Τ’ αναιμικό της χείλι χαμογέλασε, τα μάγουλά
της ρόδισαν και δρόσισαν, τα μάτια της ξαστέρωσαν,
ανθρώπεψαν —κι αμέσως ξαναγύρισε, με κέφι, στη δουλειά…
Τότε, κι οι πιο κουτοί, κάτι κατάλαβαν. Αλλά δεν ήθελαν,
ακόμα, να το πουν. Η κυρα-Λέγκω, μάλιστα, κατάλαβε πολλά.
Το μητρικό της ένστιχτο της άνοιξε τα μάτια.
Κι έτσι, κι η Αριστέα πήρε θάρρος, και, μια βραδιά, της
έκανε κουβέντα. Της το ‘φερε με τρόπο, τεχνικά. Η Ανθούλα
χλώμιασε, κοκκίνισε, στην αρχή πήγε να βάλει τις φωνές —
έπειτα, όμως, έπεσε στα χέρια της, και ξαφνικά, την πήρε το
παράπονο… Ήταν ένα παράπονο δειλό, παρθενικό, ένα
παράπονο βαθύ και σιγανό —το ξαφνικό ξεχείλισμα μιας
έρημης καρδιάς, που, μήνες τώρα, κρύβεται και τρέμει, κι
έρχεται μια στιγμή, και δεν αντέχει, κι αφήνει τον καημό της να
ξεσπάσει, κουρασμένη να παλεύει μόνη, και ζητώντας από
κάπου μια βοήθεια, μια συμπάθεια, και μια παρηγοριά…

[35]
5

Απ’ όλ’ αυτά τα παρατράγουδα, κι ο Νότης, σάμπως κάτι


να ‘χε μυριστεί. Κάποιοι υπαινιγμοί της Αριστέας, κάποιες
επιφυλάξεις της Ανθούλας, τα διαρκώς χαμηλωμένα μάτια της,
κάθε φορά που τύχαινε μπροστά του, οι ξαφνικές φευγάλες
στην αυλή τους, μόλις εκείνος έμπαινε στην πόρτα — δεν ήταν
πράματα πολύ συνηθισμένα, ώστε να του ξεφύγουν, ως το
τέλος…
Αλλά δεν έδινε και τόση προσοχή. Ήταν πεσμένος, όλος,
στη δουλειά του, και προσπαθούσε να κερδίσει τα χαμένα, την
εποχή της άσωτης ζωής του. Κόντευε, άλλωστε, να πάει
στρατιώτης — και πολεμούσε, μες στο μαγαζί, να μαζέψει λίγα
παραδάκια, ώστε να μη βρεθεί απροετοίμαστος, όταν θα
‘ρχοταν ο καιρός του στρατιωτικού. Κι ο Ρουσάκης σ’ αυτό τον
βοηθούσε, πότε με τις καλές του συμβουλές, και πότε με την
πιο πραγματική, τη σχεδόν αδερφική του συνδρομή. Ευτυχώς,
εκείνο τον καιρό, δεν υπήρχε τόση έλλειψη δουλειάς, καθώς
έγινε τον περασμένο χρόνο, τον άλλο χρόνο, που το μαγαζί
τους, κόντεψε για μια στιγμή να κλείσει. Η φετινή χρονιά ήταν
καλή. Κι ο Νότης ήταν τυχερός, σ’ αυτό — και θα μπορούσε να
τα βγάνει πέρα.
Να πει κανένας πως δε συμπαθούσε, ή πως αντιπαθούσε

[36]
την Ανθούλα, θα ήταν ίσως υπερβολικό. Κι όμως δεν ένιωθε,
γι’ αυτή, κανένα τέτοιο αίσθημα, απ’ αυτά που καταλήγουν
στην αγάπη. Δεν το ‘χε νιώσει άλλωστε, και για καμιά
κοπέλα—κι ο σύντομος δεσμός του με τη Στέλλα, ήταν μάλλον.
καθώς είπαμε, συμπόνια, παρά πραγματικό ενδιαφέρον, όπως
συμβαίνει κάποτε, σ’ αυτή την ηλικία. Γι’ αυτό, η τρυφερή αυτή
συμπόνια, κόπηκε μόλις είδε πως η Στέλλα δεν είχε δείξει
προθυμία να στρώσει κι εξακολουθούσε να βαδίζει στον
αμαρτωλόν προορισμό της, αν και της είχαν τύχει τόσες
ευκαιρίες, ν’ αποκατασταθεί και να σωθεί. Οι καβγάδες με το
Μπακουρέλια, οι μπερδεψές με τις αστυνομίες, κι ακόμα,
κάποια πείσματα, που θέλησε να δείξει, για το γύρισμα
κάποιου δαχτυλιδιού —κάποιου παλιού δαχτυλιδιού της μάνας
του —που σε στιγμές μεγάλης στεναχώριας, είχε την
κουταμάρα να της δώσει— του ψύχραναν τον αρχικό του ζήλο,
και σχεδόν τον έκαναν να την αποστραφεί.
Αυτό το δαχτυλίδι το ζητούσε, και κείνη καμωνότανε πως το
‘χασε —ενώ την είχαν δει να το φορεί. Κι είχε, μάλιστα, και
κάπου καυχηθεί, πως το ‘χει από κάποιο «παιδαρέλι», που
πολεμούσε να την κάνει φιλενάδα του, και κείνη το κορόιδευε
και γέλαγε μαζί του, τον καιρό που δούλευε στα μαγαζιά της
Τρούμπας…
Αυτό, ο Νότης, το φυσούσε και δεν κρύωνε. Το ‘χει πάρει
κάπως στο φιλότιμο. Κι ο Νίκος ήταν ευχαριστημένος, που
είχε βγει, κι αυτός, αληθινός, στις προειδοποιήσεις για τη
Στέλλα. Τρεις φορές, για να την ανταμώσουν, ήταν
ανεβασμένοι στην Αθήνα. Κι η Στέλλα πάντα κοπανούσε τα
δικά της, κι έπιανε όρκους, και χάλαγε τον κόσμο, και φιλούσε
σε σταυρό τα δάχτυλά της, και διαλαλούσε πως, το δαχτυλίδι,
της το ‘χαν πάρει μέσ’ απ’ τον κομό της, τον καιρό του
ερχομού της στην Αθήνα… Κι αυτό ήτανε ψέμα φανερό.
Κι ο Νότης ήταν καταφουρκισμένος, γιατ’ ήτανε κειμήλιο
οικογενειακό, και το ‘χε πάρει απ’ το σπίτι τους κρυφά. Αν η
μάνα του, μια μέρα, τ’ ανακάλυπτε —και δε μπορούσε παρά να
τ’ ανακαλύψει— θα γινόσαν μεγάλες φασαρίες, και για να μην
πέσουν υποψίες στους αθώους, θ’ αναγκαζόταν να φανερωθεί.
Και μια τέτοια αποκάλυψη στο σπίτι, θα του στοίχιζε, χωρίς
αμφιβολία, τα μισά τα χρόνια της ζωής του! Ανάθεσε, λοιπόν,
στο Μπακουρέλια, που, κι αυτός, την είχε τόσο φούρκα, να
φροντίσει για το δαχτυλίδι. Ο Μπακουρέλιας είχε τόσες
[37]
σχέσεις με τους τύπους των καφέ-αμάν, με τις αρτίστες και
τους φίλους τους, που θα μπορούσε, δίχως να φανεί, να την
καταφέρει, μέσον άλλων —και στην ανάγκη, να την εκβιάσει—
να του γυρίσει το χρυσαφικό. Στήριζε όλες τις ελπίδες του σ’
αυτόν, και στις σατανικές ενέργειές του.
Ο Νότης, ήταν, τώρα, τόσο φρόνιμος, τόσο ταχτικός στην
εργασία του, που ακόμα κι οι δικοί του απορούσαν. Το
φέρσιμό του είχε μαλακώσει, είχε πάψει πια να ξενυχτάει. Σ’
αυτή την ξαφνική μεταβολή του, μπορεί να συντέλεσε κομμάτι,
κι η κρυφή τύψη του δαχτυλιδιού. Ο Νότης ήταν αρκετά
φιλότιμο παιδί, ώστε να ζυγίζει και να νιώθει την αξία κάθε
πράξεώς του, όχι με την υπόδειξη των άλλων, αλλ’ από
φυσική του εξυπνάδα. Ήξερε πως αυτό που είχε κάνει, ήταν
μια πράξη ταπεινωτική. Και σ’ αυτό, κι ο Νίκος συμφωνούσε.
Και προσπαθούσαν, ο καθένας με τον τρόπο του, να βρούνε
κάποιο μέσο θεραπείας — όταν η ορισμένη μέρα έφτασε, που
έπρεπε να παρουσιαστεί.

***
Κι έτσι, κι ο Νότης ντύθηκε φαντάρος. Είδαμε πώς κατέβηκε
αμέσως στον Περαία, πώς πήγε στην ταβέρνα του Σταμάτη, κι
έπειτα στο ντεκέ του Νταλαβέρη, με το σκοπό να βρει το
Μπακουρέλια, να μάθει τι απόγινε το ζήτημα. Ο Μπακουρέλιας
είχε λείψει τελευταία, κι είχε αμελήσει την υπόθεση —αλλά μη
θέλοντας να πει πως την αμέλησε, του ‘φενρε, τώρα, τον
κατακλυσμό. Η Στέλλα εξακολουθούσε πάντα, ν’ αρνιέται πως
υπήρχε δαχτυλίδι. Του συνιστούσε να το πάρει την απόφαση,
και να παρατήσει τον αγώνα.
Κι ο Νότης έφυγε, στο τέλος, βλαστημώντας. Μόνος ο Νίκος
ήξερε τι τρέχει. Άφησαν τ’ άλλα τα παιδιά μες στη σπηλιά, και
γύρισαν, μονάχοι τους, προς το Πασαλιμάνι. Το φεγγάρι
φώτιζε τα πάντα, κι έκανε να γυαλίζουν τα νερά. Ο φάρος των
Φλεβών, πέρα στα βάθη, με τα κανονικά του διαλείμματα,
σπιθοβολούσε μες στην ησυχία, σαν ένα μάτι άγρυπνο, κι
ωστόσο κουρασμένο. Ο δρόμος ήταν έρημος, δεν ακουγόταν
τίποτε, μονάχα το πλατάγισμα των μακρινών νερών…
Βάδιζαν με βήμα ρυθμικό. Κανένας απ’ τους δυο τους δε
μιλούσε. Ο Νότης, που φορούσε τ’ άρβυλά του, περπατούσε

[38]
άμαθα και στενοχωρημένα. Μια στιγμή σταμάτησε, μονάχα.
Έκατσε σε μια πέτρα χαμηλή, ξέζωσε τη γκέτα του αργά, κι
έβγανε το δεξί του το παπούτσι. Το ξαναφόρεσε, και πήραν
πάλι δρόμο.
Έπρεπε το πρωί να ‘ναι στο λόχο —στις έξι θα βαρούσε
προσκλητήριο— κι όμως, τώρα, δε νύσταζε καθόλου. Είχε
πλάι του το Νίκο, κι αυτό του ‘φτανε. Σιγά-σιγά, αλάργεψαν το
βήμα.
Η γοητεία της βραδιάς μεθούσε την ψυχή τους. Ήταν μιαν
ανακούφιση, και σα μιαν ευτυχία, να περπατούν οι δυο τους,
μοναχοί.
Όταν πλησίαζαν κατά τη Φρεαττύδα, ο Νότης, που δεν
έβγανε μιλιά —μέχρις εκείνη τη στιγμή, δεν είχαν πει μια
λέξη— ένιωσε την ανάγκη να μιλήσει. Μιλήσαν για το
στρατιωτικό, για το λόχο που τον είχαν βάνει, για κάποιον
ταγματάρχη, πολύ γνωστό του Νίκου, και που θα ‘πρεπε κι
αυτός, να μιληθεί, για καμιά απόσπαση αργότερα —γιατί ο
λόχος που τον είχαν βάνει, πρώτη μέρα που παρουσιάστηκε,
ήταν, φυσικά, προσωρινός, κι οι οριστικές τοποθετήσεις θα
γινόσαν σε καμιά βδομάδα.
Είπαν, ακόμα, για το ζήτημα της Στέλλας. Ο Νότης, έπειτ’
απ’ το τελευταίο κάζο, δεν ήθελε ν’ ακούσει πια γι’ αυτή.
Αναθεμάτιζε, μονάχα, τη στιγμή, που ‘μπλεξε μ’ αυτή την
παλιοβρόμα. Η αγανάκτησή του κι ο θυμός του, στρεφόταν,
τώρα, και κατά του Μπακουρέλια. Πρώτη φορά, απ’ τον καιρό
που φίλιωσαν, ο Νότης παραδέχτηκε το σφάλμα του.
Είπαν για τις δουλειές του μαγαζιού, για τα πολλά τα τυχερά
της φετινής χρονιάς, εν αντιθέσει με τα περσινά κεσάτια, που,
παρά τρίχα, να το κάνουν να φαλίρει.
Κι η κουβέντα, ξαφνικά, γύρισε στην Αννούλα.
— Φαίνεται, το κακόμοιρο, πως είναι τσιμπημένο…
Ο Νότης θέλησε ν’ αλλάξει την κουβέντα. Ο Νίκος, όμως,
εξακολουθούσε:
— Εγώ το ‘χα μυριστεί απ’ την αρχή. Εσύ, μονάχα, δεν το
πήρες πρέφα…
— Δε με παρατάς, καημένε Νίκο! Κι αν έχει τσιμπηθεί, τι να
της κάνω;…
Ο Νίκος πήρε ύφος σοβαρό —αλλά, στη σοβαρότητα αυτή,
ήταν κρυμμένη κάποια δόση ειρωνείας:

[39]
— Γιατί; Δεν το λυπάσαι, το κορίτσι;…
Το κεντρί της σοβαρής εκείνης ειρωνείας, το ‘ξερε πολύ
καλά ο Νότης.
— Άσε με και συ, καημένε Νίκο! Δε με παρατάς στα βάσανά
μου; Μου φαίνεται, με ξέρεις και σε ξέρω…
Έγινε σιωπή, για λίγη στιγμή. Είχαν αφήσει πια τη
Φρεαττύδα, κι είχαν φτάσει στο Πασαλιμάνι. Το λιμανάκι
φάνταζε, στο φως του φεγγαριού, γαλανό, βαθύ και
κοιμισμένο, σα μια μικρή λιμνούλα πεθαμένη. Ένας κόσμος
βάρκες και καΐκια, ήταν αραγμένα γύρω-γύρω, σε μια
φανταστικήν ακινησία. Πού και πού, στο φύσημα της αύρας,
έτριζε, μοναχά, κάποιο κατάρτι.
Η νύχτα ήταν αρκετά προχωρημένη, ώστε να μην υπάρχει
φόβος για περίπολο. Έκαναν όλο το μεγάλο γύρο, και πήγαν
ως την άλλη τη μεριά, ίσαμε την πλατεία Αλεξάντρας. Καθίσανε
στην άκρη, στο πεζούλι. Είχαν βάνει πρόγραμμα να μην πάνε
για ύπνο. Ο Νότης είχε κέφι για ρομάντζα…
Και το φεγγάρι προχωρούσε πάντα. Στο δρόμο δε
φαινότανε ψυχή. Τα σπίτια, γύρω στο Πασαλιμάνι,
φεγγαρολουσμένα, στη σειρά, έμοιαζαν με πρόσωπα
κλεισμένα και νεκρά.
Κοίταζαν αμίλητοι τη θάλασσα.
Ξαφνικά, ο Νότης, δίχως λόγο, άρχισε να σιγοτραγουδάει. Η
φωνή του ξέσπασε δειλά και σιγανά. Κι η φωνή του Νίκου, πιο
βαθιά, κρατώντας, όπως πάντα, το σεγόντο, σιγά-σιγά
ενώθηκε μαζί της. Τραγουδούσαν αργά, μες στο φεγγάρι, με τα
μάτια καρφωμένα πέρα, σα να ξυπνούσε μέσα τους μιαν ίδια
νοσταλγία — μια νοσταλγία μακρινή και παραπονεμένη, για
κάποιον ακαθόριστο κι ευτυχισμένον κόσμο, που και των δυο
τους η ψυχή, με πάθος λαχταρούσε:

…Βάρκα-βαρκούλα, στα νερά,


—φύσα, βοριά μου, φύσα—
πότε ν’ αράξει στη στεριά,
να ξαποστάσει πια!

Βάρκα-βαρκούλα, στα νερά


θαλασσινή νυφούλα
φύσα, βοριά μου, φύσηξε,
να φτάσει στη στεριά…
[40]
Και το τραγούδι τους, σιγά-σιγά, δυνάμωσε. Μια νοσταλγία
κέρδιζε, τριγύρω τους, τα πάντα…
Το φεγγάρι κόντευε να δύσει. Και προς το μέρος της
ανατολής, φάνηκε δειλά, μια γαλανάδα, που, ώρα με την ώρα,
προχωρούσε.
Ήταν ώρα να γυρίσουν πίσω.
Πάλι, βουβοί κι αμίλητοι, πιασμένοι απ’ το χέρι, πήραν αργά
το δρόμο του σταθμού. Πέρασαν απ’ το Θέατρο, και βγήκαν
στο Ρολόι. Και λίγο πριν να φτάσουν στο σταθμό, σ’ ένα
στενάκι σκοτεινό, κοντά στην Αγορά, ο Νότης γύρισε προς τη
μεριά του Νίκου —και δίχως λόγο, ξαφνικά, τον φίλησε
αδερφικά…

[41]
6

Ήταν η νύχτα του Επιταφίου.


Η Ανθούλα, μαζί με τη μητέρα της, την αδερφή της και την
ανιψούλα της, και με την κυρα-Κώσταινα, τη χήρα, τη
γειτόνισσα, και την Κουλιώ, την κόρη της, είχαν την πρόνοια
να παν από νωρίς, και να πιάσουν θέση, μ’ ησυχία, μες στην
εκκλησιά της Βαγγελίστρας. Η Ανθούλα, μάλιστα, μαζί με την
Κουλιώ, είχαν πάει κι από πιο νωρίς, για να βοηθήσουνε στο
στόλισμα, με τ’ άλλα τα κορίτσια. Κόσμος, στριμωξίδι,
φασαρία. Το πλήθος ξεχειλούσεν ως τους δρόμους, κι
έσπρωχνε, και σπρωχνόταν, και πατιόταν. Λαμπάδες, φώτα,
αναμμένοι πολυέλαιοι, ζέστα φοβερή κι ασφυχτική. Εκείνες,
όμως, μαζωμένες σε μιαν άκρη, με τ’ αναμμένα τα κεράκια τους
στο χέρι, είχαν το νου τους στην ακολουθία, και δεν έβλεπαν τι
γίνεται τριγύρω. Μόνα τα μάτια της Ανθούλας, έψαχναν, και
γύριζαν απ’ όλες τις μεριές. Η καρδιά της χτυπούσε μ’ αγωνία.
Είχε μάθει απ’ την Αριστέα, πως ο Νότης είχε πάρει άδεια, κι
έπρεπε να βρίσκεται, και κείνος, εκεί πέρα. Κι όμως δεν
έβλεπε κανένα τους τριγύρω, ούτε το Νότη, ούτε την Αριστέα.
Η Αριστέα είχ’ έρθει για το στόλισμα, και πήγε πάλι σπίτι της,
να πάρει τη μητέρα της. Κι όμως, κανένας τους δεν ήταν
πουθενά.. .
Έψαχνε με τα μάτια μες στον κόσμο, μην τυχόν και τους
ανακαλύψει. Ήξερε πως ο Νότης δεν ήταν τόσο θρήσκος —
αλλά πως, για χατίρι των δικών του, δεν ήταν δυνατόν παρά
να ‘ρθεί…

[42]
Οι ψαλμωδίες είχαν τελειώσει, κι ετοιμαζόταν η περιφορά.
Είχε κρεμάσει τις ελπίδες της σ’ αυτή. Θα ‘βρισκε τρόπο να
κοιτάξει μες στο πλήθος. Θα ‘βλεπε τη μάνα του, είτε την
Αριστέα.
Ο κόσμος, τώρα τραβούσε προς την έξοδο. Πήγαιναν
μπροστά τα εξαπτέρυγα, κι οι παπάδες με τον Επιτάφιο, κι
ακολουθούσε η φιλαρμονική. Κι ο κόσμος ερχόταν από πίσω,
στριμωγμένος κι ανακατωμένος, σα μια μεγάλη θάλασσα…
Χτυπούσαν οι καμπάνες κάθε λίγο, κι ο γαλανός, νυχτερινός
αέρας ήταν γιομάτος από μοσκολίβανα. Κάποια φώσφορα,
κόκκινα και πράσινα, άναψαν σε μερικά μπαλκόνια. Κι όμως ο
Νότης δε φαινόταν πουθενά… Ένα βάρος πλάκωνε το στήθος
της Ανθούλας, μιαν απόγνωση βαθιά και πνιγηρή. Το κερί της
έτρεμε στο χέρι, κι έσταζε στην πλάτη της μητέρας της. Και
κείνη γύρισε, με μάτια θυμωμένα, και την έσπρωξε λιγάκι
παραπέρα…
Κάποιος, τότε, ζύγωσε κοντά της. Της φάνηκε πως ήτανε
φαντάρος. Η καρδιά της χτύπησε, και γύρισε τα μάτια. Ήταν
ένας δίοπος και της χαμογελούσε. Γύρισε τα μάτια της αλλού.
Εκείνος ήρθε πιο κοντά. Αναγκάστηκε να φύγει από κει, και να
πάει απ’ την άλλη τη μεριά. Τότ’ εκείνος πήγε δίπλα στην
Κουλιώ. Η Ανθούλα ήταν τόσο ταραγμένη, που, παρά τη
φυσική της περιέργεια, τα παρακάτω δεν τα πρόσεξε καθόλου.
Κι οι ψαλμωδίες εξακολουθούσαν. Μες στο φανταστικό
εκείνο μπέρδεμα των κεριών, των φωνών και της καμπάνας,
βαριά, επίσημη και κατανυχτική, η τραγική μεγάλη μελωδία.
Κι οι γοερές φωνούλες των παιδιών, απόκοσμες, θλιμμένες,
δροσερές —ένα κόρο καθαρές φωνούλες, ψιλές, εκστατικές και
κρυσταλλένιες— ακολουθούσαν ύστερα, γλυκά, σπαραχτικά,
δίνοντας ένα ρίγος στην ψυχή:
— Κύριε ελέησον! Κύριε ελέησον! Κύριε ελέησον!…
Κι όλ’ αυτά μαζί, συγκεχυμένα, οι ψαλμωδίες και το
στρίμωγμα του κόσμου, οι σάλπιγγες κι η μουσική της
φιλαρμονικής, έπαιρναν τώρα, ξαφνικά, μια νέα σημασία — τη
σημασία ενός θρήνου πανανθρώπινου και μιας απεγνωσμένης
ικεσίας, ενός καημού απέραντου και συγκλονιστικού, για κάτι
το γλυκό κι ανεπανόρθωτο, για κάτι το πολύτιμο και το
μοναδικό — μιας συντριβής μουγκής κι απαρηγόρητης, για
μιαν ελπίδα μυστική, παντοτινά χαμένη… Ήταν σαν η
αλλόκοτη κηδεία κάποιων πραγμάτων μακρινών κι
[43]
ευτυχισμένων, κάποιας χαράς φευγάτης κι αλησμόνητης, που
δεν υπήρχε τρόπος να γυρίσει… Οι άνθρωποι, τα δέντρα και
τα σπίτια, και τ’ άστρα μες στο μαύρον ουρανό, σα να ‘χαν,
τώρα, ενωθεί στο γενικό το κλάμα —σα να ‘χαν γίνει μια γυμνή
κι επώδυνη ψυχή, που ‘λιωνε μες στην ιδίαν αγωνία:
— Κύριε ελέησον! Κύριε ελέησον! Κύριε ελέησον!…
Κι έπειτα πάλι, μακριά, στα βάθη, σα να γλυκοχάραζε μια
λύτρωση, κάποιο μεγάλο φως αγγελικό κι αυτό το φως να
πρόβαλλε μες στο πυκνό σκοτάδι, σαν ένα μήνυμα δειλό κι
ονειρεμένο, για μιαν ανατολή μυστηριώδη, για κάτι το
θεσπέσια χαρμόσυνο κι ανέσπερο… Όμως, σε λίγο, το φως
αυτό σα να ‘σβηνε, και το σκοτάδι γύριζε βαθύ κι
ανεπανόρθωτο…
Κι οι σάλπιγγες ξανάφερναν τον πένθιμο σκοπό.
Κι η μουσική της φιλαρμονικής ξανάρχιζε τις βροντερές της
νότες, και σκέπαζε, για μια στιγμή, τα πάντα, με το νεκρώσιμό
της εμβατήριο… Και μες στο γενικό το σπαραγμό, ένιωθε, και
κείνη, την καρδιά της, να χάνεται, να λιώνει και να σβήνει…
Ξαφνικά, τον είδε. Τον είδε παραπίσω, με το Νίκο. Η καρδιά
της χτύπησε και πάλι δυνατά. Ένιωσε, μες στη συγκίνησή της,
έναν ανυπόφορο καημό, σα να περνούσε μια βελόνα την
καρδιά της — σαν ένα βαθύ μίσος για το Νίκο. Πολλές φορές
είχε ζηλέψει με το Νίκο, αλλά ποτέ καθώς εκείνη τη στιγμή. Της
φάνηκε, μες στην απόγνωσή της, πως ο Νίκος τής έπαιρνε το
Νότη — πως ο γκαρδιακός εκείνος φίλος ήταν στημένος
αναμεταξύ τους, σαν ένα τείχος μαύρο και μεγάλο, σαν
κάποιος ανυπέρβλητος φραγμός…
Τώρα περπατούσε σαν τρελή. Η μουσική βαρούσε δυνατά,
τα κεράκια φάνταζαν σαν ένας εφιάλτης. Τα ‘βλεπε όλα
μπερδεμένα και χαμένα, σαν ένα πράμα σκοτεινό και φοβερό.
Έχανε τη συναίσθηση του τόπου και του χρόνου…
Εκείνη τη στιγμή, η πομπή ήταν σταματημένη, για να ψαλεί
μια δέηση, σε κάποιο σταυροδρόμι. Ο κόσμος όλος είχε βγάνει
το καπέλο του, κι έκανε, τριγύρω, το σταυρό του. Γύρισε τα
μάτια της προς τον Εσταυρωμένο, και μέσ’ απ’ τα κατάβαθα
του νου και της ψυχής της, βγήκε μιαν ευχή και μια κατάρα,
μεγάλη, φοβερή κι απελπισμένη:
— Χριστέ μου, φώναξε με μάτια δακρυσμένα, να μην τον
χαρεί άλλη, κι ας πεθάνω…

[44]
Και ξαφνικά, της ήρθε σκοτοδίνη. Τα γόνατά της πια δεν τη
βαστούσαν. Της ήρθε, μια στιγμή, να πέσει χάμου…
Γυρίζει στη μητέρα της, και λέει:

— Μάνα, πάμε σπίτι. Δε μπορώ.


Η κυρα-Λέγκω έριξε τα μάτια της απάνω της, και την είδε
κίτρινη σα θειάφι. Την είδε τόσο κίτρινη, που τρόμαξε.
Της έπιασε το χέρι δυνατά, και κόβοντας απότομα στον
κόσμο, τράβηξαν αμέσως για το σπίτι.
Περπατούσαν, δίχως να μιλούν.
Όταν έφτασαν στην πόρτα του σπιτιού, έπεσε με βρόντο
στο πεζούλι.
Είδαν κι έπαθαν, για να τη συνεφέρουν.
Κι έμεινε δέκα μέρες στο κρεβάτι, με πυρετό και
παραμιλητά…

***
Οι μέρες περνούσαν θλιβερές. Έξι μήνες πέρασαν — όλο το
καλοκαίρι.
Η Ανθούλα, σ’ αυτό το μεταξύ, άρχισε να μαραίνεται σαν
άρρωστο λουλούδι. Το πρόσωπό της είχε γίνει διάφανο, τα
μάγουλά της είχαν βαθουλώσει. Δεν είχαν μείνει παρά τα
μεγάλα μάτια της, απέραντα, βουβά και πονεμένα.
Ένας βήχας ύπουλος της σπάραζε τα στήθη.
Κάθε δυο μέρες ήταν στο κρεβάτι. Η Αριστέα, κι άλλες
συγγενείς, δεν έλειπαν απ’ το προσκέφαλό της.
Ο Νότης ήταν πάντα στρατιώτης. Κάθε Σαββατοκύριακο,
είτε και μεσοβδόμαδα, έπαιρνε άδεια, κι ερχόταν ως το σπίτι.
Του ‘λεγαν ταχτικά για την Ανθούλα. Η Αριστέα του τα ‘χε
φανερώσει. Εκείνος, όμως, έκανε πως δεν καταλαβαίνει.
Έτσι πέρασε όλο το καλοκαίρι. Πλησίαζε και πάλι το
φθινόπωρο.
…Ξαφνικά, μες στην ακινησία, μέσα σ’ εκείνη τη θανάσιμη
γαλήνη — η μεγάλη επιστράτευση του δώδεκα… Ήταν σα να
‘πεφτε μια πέτρα στα νερά!
Γενικός συναγερμός παντού —όλος ο κόσμος ντυμένος στο
χακί. Ενθουσιασμοί, ζητωκραυγές, κλάματα κι αποχαιρετισμοί.

[45]
Κι ο Νότης έφυγε, μια νύχτα, για το μέτωπο. Έφυγαν, μια
νύχτα, με το Νίκο — είχαν φροντίσει να βρεθούν στον ίδιο
λόχο — με το τρένο της Θεσσαλονίκης. Μόλις πρόφτασε να
πεταχτεί στο σπίτι, να πάρει ένα μπογαλάκι ρούχα, και ν’
αποχαιρετίσει τους δικούς του.
Μπήκε και στην Ανθούλα, και την είδε. Καθόταν στο κρεβάτι
της κι έπινε το γάλα της. Μ’ όλη τη βία της ανάσαστης
φευγάλας, κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα της. Δοκίμασε να την
παρηγορήσει. Άγγιξε το φλογισμένο χέρι της, και της είπε δυο
καλές κουβέντες. Εκείνη τον κοιτούσε, δε μιλούσε. Ο πυρετός
τής θόλωνε τα μάτια και τη σκέψη. Κι έφυγε πάλι, σα σκιά μες
στο σκοτάδι. Ένιωθε κάποια τύψη μακρινή. Μετανοούσε, και
τη συμπονούσε, αλλά δεν εννοούσε να το δείξει.
Κι έφυγε σα σκιά μες στο σκοτάδι. Μες στη βουή και τα
σφυρίγματα του τρένου, μες στην ασφυχτική κοσμοπλημμύρα,
και τις φωνές και τα βλαστήμια των φαντάρων, ο νους του
πήγε, μια στιγμή, και πάλι, στην Ανθούλα — με μια μετάνοια
τρυφερή κι αδερφική. Αλλά δεν πρόφτασε να τα καλοσκεφτεί,
γιατί το τρένο, τώρα, ξεκινούσε…

[46]
7

Οι πρώτες συμπλοκές είχαν αρχίσει. Ο στρατός, ωστόσο,


προχωρούσε. Οι εφημερίδες έπλεκαν εγκώμια για τους
«θριάμβους» του ελληνικού στρατού. Οι γέροι, μες στα
καφενεία, συζητούσαν. Τα πρώτα τρένα με τους πληγωμένους
έφταναν. Ένας βαθύς αναβρασμός βασίλευε παντού. Και
μόνον οι καημένες οι μανάδες, ήταν σκυμμένες και
καρδιοχτυπούσαν. Μαζευόντουσαν τα βράδια στις αυλές, κι
έλεγαν τις λαχτάρες τους, με σιγανή φωνή. Και στην αυλή του
μπαρμπα-Λεβεντιά, απ’ την άλλη τη μεριά του μαγαζιού,
συναγμένες οι γειτόνισσες, και λέγαν τα δικά τους. Το μαγαζί,
και κείνο, ήταν έρημο. Είχαν λείψει τόσα παλικάρια, τόσοι
πελάτες του κρασιού, που σύχναζαν εκεί.
Τα ονόματα των πρώτων σκοτωμένων, ήταν γραμμένα με
μεγάλα γράμματα, στις πρώτες στήλες των εφημερίδων. Όλα
τα στόματα μιλούσαν και σχολίαζαν την «κεραυνοβόλα» μας
προέλαση. Δεν άκουγες παρά για «καταλήψεις», Ελασσόνα και
για Σαραντάπορο! Ο μπαρμπα-Λεβεντιάς ήταν στις δόξες
του…
Κι η Ανθούλα έσβηνε, σ’ αυτό το μεταξύ, χωρίς να θέλει
τίποτα, χωρίς να ξέρει τίποτα. Δεν της ανάφερναν καθόλου για
τα Νότη. Η Αριστέα, μόνο, πού και πού, της έλεγε πως είχαν
λάβει γράμμα του, έπειτα πως έλαβαν και δεύτερο, και πως
ρωτούσε ταχτικά για κείνη. Την παρηγορούσε με τα ψέματα,
όταν οι άλλοι δε βρισκόντουσαν μπροστά. Η αλήθεια, μέσα σ’
όλ’ αυτά, ήταν πως είχαν λάβει κάποιο γράμμα, αλλά και κείνο
[47]
ήταν απ’ τη Λάρισα, προτού ν’ αρχίσουν οι επιχειρήσεις. Τους
έγραφε, μαζί με τ’ άλλα, πως ο Νίκος, πριν ακόμα ξεκινήσουν
από κάτω, μες στην αναστάτωση των πρώτων ημερών, που
παρουσιαζόντουσαν οι έφεδροι, κατόρθωσε να κάνει μια
μετάταξη, απ’ τα πεδινά στα πεζικά — πράμα λίγο δύσκολο σε
άλλες περιστάσεις, αλλά πολύ κατορθωτό σε τέτοια φασαρία
— και στον ίδιο λόχο με το Νότη, μόνο και μόνο για να
βρίσκουνται μαζί. Πως ο Νίκος έγινε λοχίας, και πως κι ο ίδιος
ήταν δεκανέας. Αλλά για την Ανθούλα, μήτε λέξη. Κι η Αριστέα
τη γιόμιζε με ψέματα, για να της κάνει με το στανιό κουράγιο.
Άνοιγε τότε τα μεγάλα μάτια της, και δυο δάκρυα βουβά και
φλογερά, χαράκωναν αργά τα μάγουλά της…
Άκουγε γύρω της να λεν για προελάσεις, για μεραρχίες και
για στρατηγούς — και κείνη έλιωνε σιγά, σαν το κερί. Ώρες-
ώρες, ο πυρετός δυνάμωνε, και της φλόγιζε τα χείλη και το
πρόσωπο, κι έμοιαζε τότε, στο λευκό της το κρεβάτι, σαν ένα
ρόδο που πεθαίνει στο ποτήρι…
Κι η Αριστέα την παρηγορούσε. Την παρηγορούσε με το
ζόρι, κι ας μην ήθελε να παρηγορηθεί. Της έλεγε τα νέα του
πολέμου. Της διηγόταν ιστορίες εύθυμες, διαβασμένες στις
εφημερίδες. Έφτασε να της λέει παραμύθια —παραμύθια για
μικρά παιδιά— για ξωτικά, για δράκους, για νεράιδες, για
πεντάμορφες σε στοιχειωμένους πύργους, και για μαγεμένα
βασιλόπουλα. Ήταν στιγμές που η Ανθούλα, ξαναμμένη,
έμοιαζε να κρεμιέται απ’ τα χείλη της. Άλλοτε την κοίταζε μ’ ένα
κενό στο βλέμμα. Δεν πρόσεχε καθόλου τι της έλεγε. Ήταν σαν
ένα πλάσμα βυθισμένο, σαν ένα πλάσμα ξένο και φευγάτο —
ένα κορμί χωρίς καρδιά και νεύρα, άβουλο, χαμένο, μακρινό…
Ο μπαρμπα-Σταμάτης, ο πατέρας της, ήταν ξετρελαμένος με
τον πόλεμο. Διάβαζε όλες τις εφημερίδες, τις ειδήσεις, τα
τηλεγραφήματα — και τα σχολίαζε με πάθος, δυνατά, με τους
άλλους γέρους, στην ταβέρνα. Μέσα σ’ αυτό τον ενθουσιασμό
του, δεν είχε μάτια τόσο καθαρά, ώστε να δει το φυλλορρόημα
της κόρης του, μ’ όλη τη σωστή του σημασία. Ανησυχούσε
σαν πατέρας, βέβαια, αλλά δεν είχε και πολύ το νου του, να
την κοιτάξει και να τη φροντίσει, όπως θα ‘κανε σ’ άλλες
περιστάσεις. Ο γιατρός που την περιποιόταν, ήταν ένας
κουρασμένος άνθρωπος, μ’ οικογενειακές υποχρεώσεις —
ένας εμπειρικός συνηθισμένος, με γιατροσόφια του παλιού
καιρού. Δεν είχαν λείψει και τ’ άλλα γιατροσόφια, οι
[48]
ξεβασκαμοί και τα ξορκίσματα. Η κυρα-Λέγκω φρόντιζε με ζήλο
και γι’ αυτά.
Κι όμως η Ανθούλα μαραινόταν, μαραινόταν κάθε μέρα πιο
πολύ.

***
Κι ένα βράδυ, καθώς ήταν πλαγιασμένη, με την ανιψούλα
της για μόνη συντροφιά, άκουσε ξεφωνητά στην κάμαρη του
Νότη. Μισοσηκώθηκε με κόπο στο κρεβάτι, και τέντωσε τ’ αυτί
της στις φωνές. Οι φωνές αυτές ήταν σαν κλάμα. Δεν
κατόρθωνε να ξεχωρίσει λόγια — αλλά μες στις γοερές αυτές
φωνές, γνώρισε τη φωνή της Αριστέας. Και κοντά στη γνώριμη
φωνή της Αριστέας, μιαν άλλη πιο βραχνή και δυνατή —μια
φωνή βαθιά και φοβερή— τη φωνή της μάνας των παιδιών!…
Έστειλε τη μικρούλα, να μάθει τι συμβαίνει. Η μικρούλα της
είπε την αλήθεια. Αλλά και δίχως τα μαντάτα της μικρούλας,
μόνο που άκουσε τις φοβερές φωνές, της ήταν αρκετό να
καταλάβει πως ο Νότης είχε σκοτωθεί…

Δε μπορούσαν πια να της το κρύψουν. Ο Νότης είχε


σκοτωθεί στα Γιαννιτσά. Κι ο Νίκος είχε σκοτωθεί μια μέρα πιο
μπροστά. Ήταν γραμμένο πλάι-πλάι τ’ όνομά τους, στη μεγάλη
«στήλη των πεσόντων»— γραμμένο σ’ όλες τις εφημερίδες:
Λοχίας ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΡΟΥΣΑΚΗΣ — Δεκανεύς ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
ΑΥΓΟΥΣΤΗΣ.
Είχαν σκοτωθεί κι οι δυο μαζί — είχαν φύγει ενωμένοι και
δεμένοι, στο θάνατο, καθώς και στη ζωή. Όπως σ’ όλα τ’ άλλα,
η Ανθούλα, μήτε σ’ αυτό δεν ήταν τυχερή: ο πιστός και
μισημένος φίλος, είχε προλάβει και σ’ αυτό, και της τον πήρε.

Είχε περάσει κάπου μια βδομάδα, που μια γυναίκα, με


σκυμμένα μάτια, πρόβαλε στην πόρτα της αυλής. Στάθηκε
δειλιασμένη στην οξώπορτα, σα να μην τολμούσε να μπει
μέσα. Ρωτούσε για τι σπίτι της χήρας Αυγουστή. Η κυρα-
Λέγκω της έδειξε την πόρτα. Χτύπησε δειλά, και κοντοστάθηκε.
Της άνοιξαν, και μπήκε σαν τον κλέφτη. Ήταν η Στέλλα η

[49]
«καμωματού». Έφερνε πίσω το χαμένο δαχτυλίδι. Όπως όλες
οι αμαρτωλές ψυχές, ήταν θρήσκα, και πίστευε στην κόλαση.
Καθώς έμαθε το σκοτωμό του Νότη, μες στο θολωμένο της
μυαλό, ξύπνησε μια σπίθα καλοσύνης —κάτι σαν τύψη και σα
μεταμέλεια— κι αυτή η ακαθόριστη και μυστική φωνή της έλεγε
πως έπρεπε, τώρα, με κάθε τρόπο, να φέρει πίσω το
χρυσαφικό. — Θέλησε, μ’ αυτό το γυρισμό, να βγάνει κάποιο
βάρος από πάνω της, κάποιο τριβέλι που την τυραννούσε. —
Το ‘φερε σαν ένοχη, μια νύχτα — κι έφυγε πάλι, σαν
κυνηγημένη, και χάθηκε στα μακρινά του δρόμου…

Κι η Ανθούλα έσβησε μια νύχτα του Γενάρη, μια μεγάλη


νύχτα δίχως άστρα — μια παγωμένη νύχτα, που φυσούσε…

«Βάρκα-βαρκούλα στα νερά—


φύσα, βοριά μου, φύσα,
πότε ν’ αράξει στη στεριά,
να ξαποστάσει πια»…

***
Εκείνο τον καιρό, πεζά και κάπως άδοξα, έκλεισε κι ο ντεκές
του Νταλαβέρη. Αφορμή ήταν ο τσακωμός του Μπακουρέλια
με το Νταλαβέρη. Τα παλιά μίση βγαίνανε στα φόρα. Ο
Μπακουρέλιας είχε βάνει σπιουνιές, πως ο ντεκές ήταν
γιομάτος λιποτάχτες —πράμα φυσικό για την περίσταση— κι η
αστυνομία τ’ αποφάσισε να βάνει χέρι τελειωτικά, και να κάνει
γενικό ξεπάστρεμα. Και μια νύχτα πλάκωσαν αιφνιδιαστικά,
νωματαρχέοι και χωροφυλάκοι, κι έπιασαν όλους όσους
βρήκαν μέσα —αλήτες, χασικλήδες, λιποτάχτες— και τους
κλείσαν μέσα στα μπουντρούμια.
Και τότε βγήκε, μες στη φυλακή, κι ένα τραγούδι
παραπονεμένο —ένα είδος λαϊκού μοιρολογιού —για το τέλος
του περίφημου ντεκέ:

Κάτω στου Μήτσου το ντεκέ κάναν οι μπάτσοι μπλόκο,


και βρήκαν μάτσο τουμπεκί, πέντ’ έξι οχτώ λουλάδες,

[50]
πενήντα δυο διμούτσουνες, και δεκαοχτώ μαρκούτσια·
βρήκαν και ντερβισόπαιδα φουμάραν αργελέδες·
το Μήτσουλα, το Στριμινέα, το Γιάννη τον Τσαρμπάρα,
το Γκελεμέ, το Μεντρεσέ, κι άλλους εφτά νομάτοι·
ήντουσε κι έξι βλάμηδες, και παίζανε μπαρμπούτι.
Βρήκαν το Μίκια το Ντουρντή, τον Κλη τον Νταλαβέρη,
το Βιέκα το μανιταρτζή, το Θια τον Αλεκάκια,
το Μπάμπουρα, το Μπούρμπουλα, και το Μπαλή το Μήτσο
βρήκανε και το ντερτιλή το Ντάνα, το θερίο,
που ‘κανε πέντε στην Παλιά, και τρεις στο Παλαμήδι,
κι οντάς μιλάει τσακίζεται, και λέει «ιφ τ’ αδρεφάκι!…»
βρήκαν και το καλόπαιδο, το Γιαγλαντή το Μάνθο,
μαστουρωμένονε, ναν τους βαράει μπαγλαμαδάκι…
Με ζούλα μας τη φέρανε, μια Κυριακή, μια μέρα:
σουρτά, κλεφτά, με μπαμπεσά, μας πέσαν από πλάι,
τσίμπησαν πρώτα το Μπαλήν, οπού φυλούσε τσίλιες,
και μπήκαν στο τσαρδάκι μας, και μας τα κάναν λίμπα!
πήρανε μάτσο τουμπεκί, πέντ’ έξι οχτώ λουλάδες,
πενήντα δυο διμούτσουνες, και δεκαοχτώ μαρκούτσια·
πήραν και τους ντερβίσηδες, και στο πλεχτό τους πάνε·
πήραν το Μίκια το Ντουρντή, τον Κλη τον Νταλαβέρη,
το Μπάμπουρα, το Μπούρμπουλα, και το Μπαλή το Μήτσο·
πήρανε και το ντερτιλή το Ντάνα, το θερίο,
που ‘κανε πέντε στην Παλιά, και τρεις στο Παλαμήδι,
κι όντας μιλάει τσακίζεται, και λέει «ιφ, τ’ αδρεφάκι!…»
Πήραν και το Σκουντή το Λια με τα σμιχτά τα φρύδια…
Κι ο Λιάκος αναστέναζε, κι ο Λιάκος βλαστημούσε.
— Λιάκο μ’ τι έχεις και θλίβεσαι, τ’ έχεις κι αναστενάζεις;
— Δε σκάζω κι αν με πιάσανε, και στο πλεχτό με πάνε,
μόνο που με τσιμπήσανε — κι ακόμα είμαι χαρμάνι…

Κι η ζωή κυλούσε καθώς πάντα, μεγάλη φοβερή και


φλογερή…

ΤΕΛΟΣ

[51]
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ

ΚΑΠΟΥ ΠΕΡΝΟΥΣΕ ΜΙΑ ΦΩΝΗ

[52]
I

ΟΠΟΥ ΚΑΙ ΓΝΩΡΙΖΟΜΑΣΤΕ ΜΕ ΜΙΑ ΤΡΕΛΟΠΑΡΕΑ

…Ήταν ένα βαθύτατα παθητικό τραγούδι, καθώς ερχόταν


μέσ’ απ’ το σοκάκι, – ένα τραγούδι μακρινό και σαν
απελπισμένο, με τον αργό κι απόκοσμα λυπητερό σκοπό του,
– έν’ από κείνα τα παλιά, νοσταλγικά «μινόρε» (κι από τ’
αγαπητότερα της εποχής εκείνης), τ’ ανείπωτα γλυκά και
πονεμένα, τα σαγηνευτικά κι απαρηγόρητα, που καθώς
περνούσαν, τα μεσάνυχτα, ή κάποια μισοφώτιστα χαράματα –
γιορτές, προπάντων και Σαββατοκύριακα – μέσ’ απ’ τις
κοιμισμένες γειτονιές, ξυπνώντας, με τον πλάνο τους και
λαγγεμένο θρήνο τις συνοικίες, της παλιάς, ρομαντικής
Αθήνας –, μεθούσαν έτσι τις καρδιές των κοριτσιών, ανάμεσα
ξυπνήματος κι ονείρου, που τ’ άκουαν και στήνανε τ’ αυτί τους,
μαγεμένα, και βρέχανε με δάκρυα βουβά και φλογερά – δάκρυα
πόθου μυστικού κι απέραντου καημού – τα κεντητά,
κολλαριστά, λευκά τους μαξιλάρια! Κι ήτανε σα ν’ ανέβαιναν,
μαζί του, μέσ’ στη νύχτα, αναστημένες μαγικά, μέσ’ απ’ τα
βάθη των καιρών, κάποιες παλιές και σκοτεινές κι ανείπωτες
λαχτάρες, σαν τα πικρά παράπονα νεκρών λησμονημένων, –
όλες οι γνώριμες, γλυκές φωνές των Περασμένων, μέσα σ’
αλάλητες αυγές χαμένων παραδείσων! Κι όπως τ’ άκουγες,
[53]
εκεί, στα σκοτεινά, θαρρούσες κι όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού
φέγγανε πιο λαμπρά, και πιο χρυσά, – μάτια πυκνά κι
αμέτρητα, σπαρμένα στο διάστημα, που προσπαθούν να
θυμηθούν κάτι πολύ παλιό, κι ανοιγοκλειούνε ρυθμικά, κι αυτά,
τα βλέφαρα τους:

…Πάνε δυο έτη, που σ’ αγαπούσα


πάνε δυο έτη που σ’ αγαπώ…

Η παρέα που το τραγουδούσε, ήταν οκτώ εννιά νομάτοι


όλοι όλοι. Κατέβαιναν αργά, με την κιθάρα – μια κιθάρα κι ένα
μαντολίνο (έλειπε, μοναχά, η φυσαρμόνικα – η «μεσοφωνία»,
καθώς τη λέγαν τότε – γιατί ο Παύλος, ο κουρέας, που την
έπαιζε, έτυχ’ εκείνη τη βραδιά, να πάει εκδρομή, με κάτι
συντεχνίτες, στην Πεντέλη), κατέβαιναν αργά, χωρίς να
βιάζουνται, από τα πίσω, ακριβώς, του λόφου του Σταδίου, και
προχωρούσαν κατά το Παγκράτι. Και πότε σταματούσανε,
καταμεσής του δρόμου, κι έκαναν αστεία, και ξεφώνιζαν – κι
άλλος νιαούριζε, και χάλαγε τον κόσμο, κι έκανε τις γάτες που
τσακώνουνται, κι άλλος λαλούσε σαν τον πετεινό – κι έκαναν
ντόρο, μέσ’ στην ησυχία, και κυνηγιόντουσαν με γέλια και με
χάχανα, πότε τους ξανάπαιρνε το σιγανό μεράκι, και τότε το
τραγούδι ξανανέβαινε βαθύ, μελωδικό και μαγικό, και γιόμιζε
με πάθος και μ’ απόγνωση, την παγερή και ριγηλή νυχτερινή
γαλήνη:

… Θα με ζητήσεις και δε θα μ’ εύρεις,


θα με ποθήσεις, – μα θα ’ναι αργά…

Πρώτη φωνή του «κόρου» της παρέας ήταν του Σωτήρη,


του τσαγκάρη: κυλούσε λυγερή και καθαρή, πολύ γλυκιά και
δροσερή, σα να ’ταν ασημένια. Κι ώρες ώρες έφτανε τόσο
πολύ ψηλά – ιδίως όταν έπινε, κι ερχότανε στο κέφι – και
κρατούσε τόσο τις «κορώνες», που οι άλλοι, γύρω,
σταματούσαν, και την παρατούσαν μοναχή: και τότες έλαμπε,
θαρρείς, γερή και κρυσταλλένια, έτσι σα να βασίλευε στις
άλλες τις φωνές, – σαν έν’ άστρο πιο λαμπρό και πιο
μοναχικό, σ’ έναν πυκνό αστερισμό, πανώριο και μεγάλο:
Θε να βρεις κόκαλα σκελετωμένα
θα να βρεις σώμα, χωρίς καρδιά!…
[54]
Ο Σωτήρης ήταν νόστιμο παιδί, συμπαθητικό και
καλοΐσκιωτο, δίχως να ’ναι όμορφος πολύ: μύτη μικρή, σιμή,
σα μωρουδίστικη, πρόσωπο σκούρο και μουντό, σταράτο,
χείλη παχιά, προκλητικά, σα φρούτα γινωμένα. Κοντούλης,
όμως, σβέλτος και χαδιάρης, τα μάτια του ήταν δυο μαύροι
ήλιοι, με τ’ ασπράδι το πολύ μεγάλο, και με τον κύκλο, μέσα,
μαύρο, σκοτεινό, μαγνητικό, γιομάτον υποσχέσεις. Δούλευε σ’
ένα υποδηματοποιείο – υποδηματοποιείον «Η Κομψότης» –
στα κάτω-κάτω της οδού Αιόλου, σχεδόν αντίκρυ στο
Ταχυδρομείο, εδώ και τρία χρόνια, και μόλις τον
προπερασμένο μήνα, είχε κλείσει τα δεκαεννιά. Του χρόνου
ήτανε να πάει στρατιώτης. Κάποιο μικρό βλάψιμο στο γόνατο
– πέσιμο πολύ παλιό, σαν ήτανε μικρός, που τον κάρφωσε
δυο μήνες στο κρεβάτι – του ’διν’ ένα τσάκισμα λιγάκι
κουτσαβάκικο και πρόσθετε δεν ξέρω τι το ξέχωρο, το
γοητευτικό και το λεβέντικο, στο βάδισμά του, και στο σύνολό
του.
Οι άλλοι ήταν, όλοι, ένας κι ένας: Ήταν ο Σπύρος, ο
«υδραυλικός», με τα παράξενα σταχτιά, τα λίγο σκληρά, μάτια,
και τις αφέλειες ριχτές λοξά στο μέτωπό του· ήταν τ’ Αλεκάκι
το περίφημο, ένας μικρός αραμπατζής, ξανθούλης,
μικροπρόσωπος, με μάτι πονηρό, σαν αλεπού, με κατσαρά
πολύ πυκνά μαλλιά, που ’χωνε τη μύτη του παντού, και
πολεμούσε να ’ναι μέσα σ’ όλα· ήταν ο Λευτέρης ο
«κουμπάρος», ο καφετζής, ο μπάσος της παρέας· ήταν ο
Μήτσος, που βαρούσε την κιθάρα, ο Μελέτης, ο Ελευσινιώτης,
ο επικαλούμενος «Ψηλέας», που το ’χε βάνει πρόγραμμα να
γίνει φραγκοράφτης, ο μαρμαράς ο Στέλιος – το «Στελάκι» –
που μόλις είχε πάει στο στρατό, κι είχε γίνει υποδεκανέας, και
που τόνε φωνάζανε «φλαούνι», επειδής ήτανε, λέει, ντηνιακός,
– και κάνα δυο, ακόμα, συνομήλικοι, που παγαίνανε μαζί,
χωρίς να λένε τίποτα. Έκτακτο μέλος και πρωτοφερμένο,
απόψε, για το «κόρο» της παρέας, ήταν κι ένας ναύτης του
«Κιλκίς», ένα παλικάρι μελαψό, σφιχτοδεμένο,
θαλασσοψημένο, με την άσπρη καθαρή του μπλούζα, που
μόλις είχ’ ερθεί απ’ τον Περαία, και που τόνε λέγανε Βαγγέλη.
Αυτός δεν ήτανε της ίδιας γειτονιάς, μα γνωριζότανε καιρό με
το Σωτήρη, κι επειδής είχε μια καλούτσικη φωνή, κι ήξερε και
βαστούσε το «σεγκόντο», είχ’ έρθει εξεπίτηδες, απόψε, να
σπάσει, κι αυτός, κέφι με τους άλλους. Αυτός καθόταν χρόνια
[55]
στα Πετράλωνα, όπου, μικράκι, είχε κάτσει κι ο Σωτήρης, και
σχετιζόντουσαν από πιτσιρικάκια. Κι ο Σωτήρης έλεγε πως
ήταν ντερβισόπαιδο, με σπάνια αισθήματα, και με χρυσή
καρδιά. Κι ο Σωτήρης ήξερε τι έλεγε, κι ήταν κι ο αρχηγός της
συντροφιάς…
Ο ουρανός ήταν βαθύς, βαθύς και μελανός, και στολισμένος
μ’ όλα του τ’ αστέρια. Τα φανάρια έριχναν το λιγοστό τους
φως, κι έφκιαναν κύκλους κίτρινους, εδώ κι εκεί, στο δρόμο. Κι
η σιωπή ήταν, κι αυτή, τόσο βαθιά κι απόλυτη, που ’λεγες,
βλέποντάς τα μέσ’ στη νύχτα, πως το καθένα ζούσε χωριστά,
κάποια ζωή παράξενη, δική του, κι αγνοούσεν, εντελώς, το
παρακατινό του. Ο μεγάλος όγκος του «Τρελού», μαντευόταν
μακριά, μέσ’ στο σκοτάδι – και μαντευόταν πιο πολύ, απ’ τ’ ότι
τ’ άστρα κοβόντουσαν απότομα, σ’ εκείνη τη μεριά, κι άφηναν
ένα κενό μεγάλο, μέσ’ στο βαθύ και σκοτεινό διάστημα, το
πασπαλισμένο μ’ ασπροκόσμους. Μια κρυερή δροσούλα, λίγο
πρώιμη, – δεν είχε φύγει εντελώς το καλοκαίρι – ερχόταν από
τ’ ανοιχτά, σαν είδος βοριαδάκι, γι’ αυτό κι ο κόσμος, αν και
Σαββατόβραδο, είχε μαζευτεί νωρίς στα σπίτια του, ίσως
ακόμα πιο νωρίς κι απ’ τ’ άλλα βράδια.
Φτάνοντας στην οδόν Ερατοσθένους – τον ίσιο, κεντρικό,
μεγάλο δρόμο, που πέρναγε το τραμ του Παγκρατιού (και που
περνάει, άλλωστε, και τώρα) – η παρέα στάθηκε, μπροστά στο
πεζοδρόμιο, κι έστησ’ ένα πρόχειρο συμβούλιο, στο φως του
πρώτου φαναριού που βρέθηκε μπροστά της. Ο Αλέκος ο
αραμπατζής – τ’ Α­λεκάκι, ντε, η αλεπού! – ήταν της γνώμης να
τραβήξουνε γραμμή, και να πάνε στο στενό της Δέσπως, της
φιλενάδας του Μελέτη, του «Ψηλέα», να στήσουν το τραγούδι
τους εκεί, και κατόπι «βλέπουμε τι γίνεται…», ο Μήτσος, όμως,
έφερε, αμέσως, αντιρρήσεις, κι είπε πως τ’ αδερφάκι της, ο
Μίμης – το Μιμάκι, το κολλητηράκι – τα ’χε μυριστεί από καιρό,
και δεν το ’χε τίποτα, μόλις θα ξημέρωνε, να φέρει το μαντάτο
στους μπαρμπάδες της, τους καπετάνιους – και τότε πια,
βλαστήμα τα! Κι ο Μελέτης, άλλωστε, ο ενδιαφερόμενος,
έμοιαζε σα να κόμπιαζε, κι εκείνος. Άναψε, τότε, μια
λογομαχία, και τ’ Αλεκάκι είπε «μάπα» το Μελέτη, κι ο Μελέτης
που δεν έπαιρνε πολλά, του ’δωσε μια κατραπακιά γενναία,
ρίχνοντάς του χάμω την τραγιάσκα, κι άρχιζαν οι σκουντιές και
τα σπρωξίματα, – κι ο Σωτήρης, που καθότανε στη μπάντα,
θύμωσε, κι αυτός, στα τελευταία, και τους είπε, γενικά,
[56]
«κορόιδα», – κι έγινε μεγάλη φασαρία, που παρά λίγο ν’
απολήξει σε καβγά, αν ο Βαγγέλης, το γερό ναυτάκι, κι ο
νεοφερμένος της παρέας, δεν έμπαινε στη μέση φιλικά, να
τους συγκρατήσει με τα λόγια του… Κι αφού τους χώρισε, πριν
ο καβγάς φουντώσει, έγιναν όλοι, πάλι, μέλι γάλα, κι η παρέα
τράβηξε, γελώντας, και μονιασμένη, σα να μη συνέβη τίποτα,
για το καφενεδάκι του κυρ-Χρήστου, το μόνο, τότε,
«διανυκτερεύον», και στρώθηκε φαρδιά πλατιά, σ’ ένα σωρό
καρέκλες, κι ο Σωτήρης πρόσταξε «ουζάκια», δέκα ουζάκια
«περιποιημένα…»
– Θα σε φονέψω! Τζουμ, τριαλαριλαρά – τζουμ,
τριαλαριλαρό! Ουίτ! έκανε, με τη μύτη, τ’ Αλεκάκι, σαν το
Μορφονιό του Καραγκιόζη. Κι έσκασε μια φάπα του Λευτέρη.
Κι ο Λευτέρης του την ανταπόδωσε, και του ’δωσε κι ο Σπύρος
άλλη μια, και τ’ αστείο, αμέσως, πήρε δρόμο, κι έγινε πάλι,
ντόρος κι ανακάτωμα, – και τα ούζα χύθηκαν απάνω στο
τραπέζι, μόλις τα ’χε φέρει το παιδί, κι άρχισαν να στάζουν,
γύρω γύρω, στα σακάκια και στα παντελόνια…
– Ρε σεις, σωπάστε, βρε παιδιά! έκανε ο Μήτσος, ξαφνικά,
με χαμηλωμένη τη φωνή. Μην κάνετ’ έτσι! Αμαρτία είναι! Το
Ρηνιώ ψυχομαχάει, ρε! Το περιμένουν, ώρα με την ώρα! Δεν
κάνει, βρε παιδιά, καθίστε φρόνιμα!…
– Καλά λες, ρε Μήτσο, το ξεχάσαμε! είπαν κι οι άλλοι όλοι,
και μαζεύτηκαν.
Και μόλις κόπασε κι αυτή η φασαρία, οι καρέκλες ήρθαν πιο
κοντά, κι άρχισε μια σιγανή συζήτηση, μια μόλις ακουστή
ψιλοκουβέντα, ένα κουτσομπολιό ψιθυριστό, γύρω στην
αρρώστια της Ρηνούλας, κι έλεγε ο καθένας τα δικά του, – κι
όλοι τους συμφωνούσανε σε τούτο: πως δεν ήταν δυνατόν,
ένα κορίτσι, τόσο γερό και τόσο ζωηρό, να τσακίσει, έτσι,
μονομιάς, χωρίς κάποιο σαράκι μυστικό, κάποιαν αιτία
σοβαρή κι ανομολόγητη… Κι η αιτία έμοιαζε, και κείνη,
φανερή: Η Ρηνούλα αγαπούσε το Σωτήρη, μα ο Σωτήρης δεν
την κοίταζε καθόλου, κι αυτό την είχε ρίξει σε καημό, σε καημό,
που γύρισε χτικιό, και που την είχε λιώσει σαν κεράκι… Και
μόνον ο Σωτήρης δε μιλούσε, κι ας ανακατευόταν τ’ όνομά
του…
…Η νύχτα ήταν ήσυχη, βαθιά και σκοτεινή, – μιαν από
κείνες τις νυχτιές, τις φθινοπωρινές, που το κρύο το γερό δεν
έχει καλοπιάσει, μα δε μπορείς πια να τις πεις και
[57]
καλοκαιρινές· μια λεπτή κι επίμονη δροσούλα κατέβαινε, σαν
ύπουλη θωπεία, ένα είδος πρώτης υγρασίας, που
διαπερνούσεν ως τα κόκαλα, όποιον καθόταν όξω, πολλήν
ώραν. Εδώ κι εκεί περνούσαν κάποιοι άνθρωποι, νοικοκυραίοι
αργοπορημένοι, που μαζευόντουσαν, κι αυτοί, τώρα, στα
σπίτια τους, κι οι πατημασιές τους ακουγόντουσαν, μέσ’ στην
απονύχτερη σιγή, σα ρυθμικό τραγούδι μακρινό. Κι όλα τ’
άλλα μαγαζιά ήταν θεόκλειστα, εξόν δυο τρία μακρινά
καφενεδάκια, που ακόμα τα γκαρσόνια σκούπιζαν, και το
καφενεδάκι του κυρ-Χρήστου – ένα είδος καφενέ και
καπηλειού, που, χάρη στη διπλή του ιδιότητα, ξέφευγε λες από
τις διατάξεις, και βαστούσεν ανοιχτό μέχρι τα ξημερώματα, ενώ
τ’ άλλα καπηλειά σφαλούσανε στις έντεκα. Δυο τρεις παρέες
ήταν εκεί μέσα, –μια με λοχίες και δυο τρεις φαντάρους, που
παίζαν τάβλι, με φω­νές και με βλαστήμια (κάθε τόσο ένας από
δαύτους, πεταγότανε και κοίταζε, στην πόρτα, μην τυχόν και
πέρναγε το σχετικό περίπολο, – ένα περίπολο του
πυροβολικού, που ’φερνε γύρα, όλη νύχτα, τους στρατώνες,
γιατί το άλλο, το γνωστό, του Φρουραρχείου, ήτανε
σκολασμένο απ’ τη μια), και κάποιες άλλες μικροπαρεούλες
ξενυχτισμένες, συνοικιακές (κάτι πιτσιρικάκια, γειτονόπουλα,
που, και κείνα, παίζανε σκαμπίλι, κι ένα κοιμόταν μ’ ανοιχτό το
στόμα, κι ο καφετζής, κάθε λίγο και λιγάκι, πήγαινε, με θυμό,
και το ξυπνούσε, χτυπώντας με το δίσκο στο τραπέζι, και του
’λεγε το ίδιο, στερεότυπο:
– Άντε, ρε, να κοιμηθείς στο σπίτι σου! Ξενοδοχείο ύπνου το
κάναμ’ εδώ μέσα;… Κι εκείνο άνοιγε τα μάτια του, θεόρατα, κι
αποβλακωμένα απ’ τον ύπνο, κι αφού φυσούσε, τεντωνόταν,
χασμουριόταν, άλλαζε θέση, και τον έπαιρνε ξανά, – κι αυτό το
πράμα επαναλαμβανόταν μέσ’ στα γέλια και τα χάχανα των
άλλων, που διασκέδαζαν μ’ αυτό το ιντερμέδιο, και με το θυμό
του καφετζή… Ήταν κι ένας γέρος, στη γωνιά – κάποιος
παλιός δημόσιος υπάλληλος, συνταξιούχος οικογενειάρχης –
που φούμερνε, κι αυτός, το ναργιλέ του, και διάβαζε
προσεχτικά το «Έθνος». Κι όσο για το παιδί του καφενείου,
εκείνο βούρτσιζε την τσόχα του μπιλιάρδου, και τη χτυπούσε,
κάθε τόσο, με τη βούρτσα, να καθαρίσει απ’ τις κιμωλίες, κι έν’
άσπρο σύννεφο μεγάλο σηκωνόταν, και κυμάτιζε, τριγύρω
του, σαν πάχνη, – κι όπως βάδιζε ξυπόλητο, στις πλάκες, μ’
ανασηκωμένα παντελόνια – ανασηκωμένα μέχρι γόνατα –
[58]
άφηνε τ’ αχνάρια των ποδιών του, στο γιομάτο πίτουρα
πλακόστρωτο, κι ακουγόταν, εκνευριστικός, ο κούφιος ήχος
των γυμνών πελμάτων… Κι η νύχτα προχωρούσε,
προχωρούσε…

[59]
ΙΙ

ΕΝΑ ΚΑΚΟ ΠΟΥ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ ΣΕ ΚΑΛΟ,


ΠΟΥ ΔΕ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΤΟ ΠΟΥΜΕ ΚΑΙ ΚΑΛΟ!

Η Ρηνούλα ήταν καπελού, σ’ ένα κατάστημα, πολύ της


μόδας τότε, στο μαγαζί της αριστοκρατίας, της ξακουστής
κυρίας Πολυξένης, δίπλα στη Ρόμβη, στην οδόν Αγίου
Μάρκου. Εργατικό και τίμιο κορίτσι, μαζί με την Κλειώ, τη
φιλενάδα της, ήταν οι καλύτερες τεχνίτρες. Κι οι δυο τους ήταν
– και προπάντων η Ρηνούλα – το καμάρι της κυρίας
Πολυξένης. Κοντούλα, φλογερή, μελαχρινή, είχε μεγάλα μάτια
καστανά, που ώρες ώρες, στο πολύ το φως, άνοιγαν και
γινόσαν γαλανά. Όλος ο κόσμος, μέσα στο κατάστημα, ακόμα
κι οι κυρίες, οι πελάτισσες, είχαν να κάνουν με τα μάτια της
Ρηνούλας! Κι η Ρηνούλα γελούσε με τα λόγια τους, το
κρυσταλλένιο, παιδικό της γέλιο… Είχε γίνει πια μαστόρισσα
στην τέχνη της, – από μικρούλα που την είχαν πάρει, να κάνει
τα θελήματα και τις μικροδουλειές, και να τρέχει, με την
καπελιέρα, να πηγαίνει τα καπέλα στις κυρίες. Οχτώ χρόνια
προσοχής και ζήλου, κι επιδόσεως, την είχαν κάνει τέλεια
τεχνίτρα, κι ο μισθός της ήταν αρκετός, για να μπορεί να
θρέφει τη φαμίλια της – την κυρα-Λένη, τη γριούλα μάνα της,
και το μικρό το Λάκη, τ’ αδερφάκι της, αγοράκι δεκατέσσερω
χρονών, που πήγαινε στην τρίτη του Προτύπου. Η κυρα-Λένη,
μ’ όλο το καμάρι της, το ’χε καημό και το ’λεγε στον κόσμο,
[60]
που τη συντηρούσε το κορίτσι της, «κοπέλα σαν τα κρύα τα
νερά», «που της ταίριαζε να ζει βασιλικά», και που ήταν
«γεννημένη να ’χει σκλάβες»! Κι ήταν τόσο το παράπονό της,
που μερικές γειτόνισσες, στριφνές και κουτσομπόλες, την
είχαν πάρει στο μεζέ, και την κορόιδευαν, για τις πολύ μεγάλες
της ιδέες, και τις κωμικές υπερβολές της. Μα η Ρηνούλα πάντα
τις αφόπλιζε, με το σεμνό και ταπεινό της ύφος, με το
γλυκομίλητο, μειλίχιο και παιδιακίσιον τόνο της φωνής της,
που είχε, πάντα, κάτι τα δειλό, το διακριτικά συνεσταλμένο,
και, προπαντός, το φυσικά ευγενικό, – τόνο πραγματικής
βασιλοπούλας! Μόνο με τον ήχο της φωνής της, και μόνο με
τη γλύκα της ματιάς της, σταματούσε το κουτσομπολιό, κι
έκανε και τις πιο κακές γειτόνισσες, να τη ζυγώνουν, και να την
παι­νεύουν, γιατί ήταν, άθελα της, και στο είδος της, μια μικρή
«σειρήνα», και μια « γόησσα »…
Κι όλ’ οι νεαροί της γειτονιάς την εποφθαλμιούσαν, την
καμάρωναν, την κυνηγούσαν, την πολιορκούσαν! Ο Λάκης, τ’
αδελφάκι της, ήταν πολύ μικρός, για να την προστατεύσει απ’
το σμήνος! Την αγαπούσε υπερβολικά, και κάθε βράδυ,
ταχτικά, την ώρα που σκολνούσε, πήγαινε και την έπαιρνε, για
να τη φέρει σπίτι. Κι όταν καμπόσοι νεαροί τους παίρνανε
ξωπίσω, είτε πετούσαν πόντους σχετικούς, έσφιγγε τις
μικρούλες του γροθιές, γινόταν κατακόκκινος – και σώπαινε!
Σώπαινε, γιατί το καταλάβαινε πως δε μπορούσε να τα βγάνει
πέρα… Αλλά κι η στάση της Ρηνούλας ήταν άψογη. Κάρφωνε
τα μάτια της μπροστά, έκλεινε τ’ αυτιά της στα πειράγματα,
στους υπαινιγμούς και τις προκλήσεις, και δεν έβγαζε μιλιά,
ώσπου να φτάσουν σπίτι. Και ποτέ δεν έκαναν κουβέντα στη
μητέρα, γι’ αυτές τις ταχτικές δοκιμασίες. Θα ’λεγε κανένας,
πως, κι οι δυο τους, το ’χανε πάρει, μυστικά, απόφαση ν’
αγνοήσουν την κατάσταση ολότελα, και να μην τη
φανερώσουν σε κανένα, ούτε στους άλλους, ούτε μεταξύ
τους…
Για κάμποσο διάστημα, – σχεδόν πέντ’ έξι χρόνια – προτού
να πάνε και να κάτσουν στο Παγκράτι, είχαν καθίσει και στη
Γαργαρέτα, σ’ ένα υπόγειο στενόχωρο κι υγρό. Και σ’ αυτή την
πρώτη κατοικία, η κυρα-Λένη έχασε τον άντρα της. Η Ρηνούλα
ήταν, τότε, δέκα χρόνων, κι ο Λάκης, έξι χρόνων αγοράκι. Ο
πατέρας τους ήταν εργολάβος, άλλα το ’χε ρίξει στο πιοτό κι
αυτό το πάθος του τον έφερε στον τάφο. Μόλις εκείνος χάθηκε,
[61]
παράτησαν το σπίτι, και μαζί του, και τη γειτονιά. Ήρθαν, τότε,
ίσα, στο Παγκράτι, – κι από τότε, δεν άλλαζαν συνοικία.
Κρατούσανε δυο κάμαρες, μέσα σε μιαν αυλή (τέσσερα
δεκάρικα το μήνα), μ’ ένα μικρό περιβολάκι φτωχικό, – στ’
αριστερό το χέρι, καθώς έμπαινες, – όλο δυόσμους και
βασιλικά, και με μια περιπλοκάδα καταπράσινη, που ’πεφτε
στην οξώπορτα τριγύρω, σα μπερντές.
Η Ρηνούλα, πιο μικρή, ήταν πιο ζωηρή, μα με τα χρόνια,
είχε σοβαρέψει. Κι αυτήν την πρώιμη, να πούμε, σοβαρότητα,
της την επέβαλε, θαρρείς, η ομορφιά της. Είχε την επίγνωση
αυτής της ομορφιάς, κι αυτό την έκανε επιφυλαχτικότερη, της
είχε βάνει κάποιο χαλινάρι. Ήταν φυσικά συνεσταλμένη – κι
έγινε ακόμα περισσότερο. Αλλά κι η αυστηρότητα της μάνας
της, είχε συντελέσει, ασυναίσθητα, στη βαθμιαία μεταμόρφωσή
της. Η κυρα-Λένη, – πενηντάρα, τώρα – ήταν γυναίκα του
παλιού καιρού, από ξεπεσμένο αρχοντόσπιτο, με ηθικούς
κανόνες αδιάφθορους. Πρόωρα γερασμένη Σπαρτιάτισσα, –
από κάποιο χωριό της Λακεδαίμονος –, κρατούσε κάτι το
αρρενωπό, κληρονομικά κι υποσυνείδητα, των θρυλικών
αρχαίων της προγόνων! Κι αυτό είχε επιδράσει στα παιδιά
της. Σκοτεινές επιρροές απροσδιόριστες, μυστηριώδεις
κληρονομικότητες, ασύλληπτα λεπτοί αταβισμοί, κι όμως
ατόφια μεταβιβασμένοι, στην αλυσίδα των κατοπινών, με
καταπληκτικές αναλογίες…
Αλλ’ αυτή η μητρική της αυστηρότητα, έδινε μια κατήφεια
στο σπίτι, που η παιδιάστικη καρδούλα της Ρηνούλας, τη
δεχό­τανε με κάποια δυσφορία. Και γι’ αυτό, διψούσε για ζωή,
για χαρά, για κίνηση, για κόσμο! Βγαίνοντας όξω, και
περνώντας απ’ το Ζάππειο, στο Σύνταγμα, ή στην οδόν
Ερμού, έβλεπε το πλήθος να γυρίζει, ν’ ανεβοκατεβαίνει τις
πλατείες, να γιομίζει τα μεγάλα πεζοδρόμια, να κουβεντιάζει,
να διασκεδάζει, κι αυτή η θέα της κοσμοπλημμύρας, αντί να
την τρομάζει κατά βάθος, της έδινε, σχεδόν, μιαν ανακούφιση,
την έκανε ν’ απολησμονηθεί, να γίνει κάπως ένα με το πλήθος,
να νιώθει τη χαρά της λευτεριάς, σαν ένα δώρο ξαφνικό
πολύτιμο, έστω και φιλάργυρα δοσμένο… Τα μάτια της
πετούσαν, τότε, σπίθες, κι η καρδιά της χόρευε παράξενα, σα
λυτρωμένη από κάποιο βάρος. Όλη εκείνη η κλεισούρα μέσ’
στο σπίτι – και στο σπίτι, και στο μαγαζί – έπαιρνε κατιτί της
φυλακής, που δεν το ’νιωθε, παρά μο­ναχά τότε, τις λιγοστές
[62]
στιγμές της λευτεριάς… Τις άλλες ώρες, το ’χε συνηθίσει. Το
ζούσε, καθώς ένα «καθεστώς», απλά και φυσικά, χωρίς
παράπονο, και δίχως καν τον πόθο ν’ αντιδράσει…
Κι ένα βράδυ, είδε το Σωτήρη…
Ήταν ένα βράδυ εορτάσιμο, ένα βράδυ λαμπαδηφορίας.
Ήταν ανήμερα του Ευαγγελισμού – ανήμερα της Εθνικής
Γιορτής. Ήταν μεγάλη κοσμοσυρροή, στο Σύνταγμα και στην
οδόν Σταδίου. Ο κόσμος είχε ξεχυθεί στους δρόμους,
σημαιοστολισμένους, χαρωπούς, φαντασμαγορικούς,
φωτολουσμένους. Τα υπουργεία με τους θυρεούς τους, και με
τις γαλανόλευκες γιρλάντες τους, οι Τράπεζες και το
Πανεπιστήμιο, σε μιαν ονειρευτή φωτοπλημμύρα, και το
πλήθος, σαν πολύβουο μελίσσι, με τ’ αμάξια και τα τραμ
γιομάτα, προχωρούσε, σαν πηχτό ποτάμι, που μόλις, λες,
κρατιέται μέσ’ στην κοίτη του, κι ώρες ώρες, θαρρείς θα
ξεχειλίσει… Και τα τόξα της οδού Σταδίου, σα μια πύρινη,
χρυσή στοά παραμυθιού! Όλ’ η Αθήνα γιορτινή, κατάφωτη,
στο πόδι! Ένα παν­δαιμόνιο αφάνταστο…
Η Ρηνούλα είχε βγει, κι αυτή, με τ’ αδερφάκι της, και με την
Κλειώ, τη φιλενάδα της, και με την αδερφούλα της Κλειώς,
καθώς και μ’ έναν άλλο ξάδερφό τους, φοιτητάκο της
φιλολογίας. Είχαν πε­ράσει, κατά τις εννιά, και τους πήραν,
όλους τους, απ’ τη Δεξαμενή, κι έπειτα κατηφόρισαν προς την
οδόν Σταδίου. Σε λίγο θα γινόταν η παρέλαση της μεγάλης
λαμπαδηφορίας: φαντάροι, φοιτητές και μαθητές, θα
περνούσαν με πυρσούς και φαναράκια, κι η πομπή θα
τέλειωνε στο Σύνταγμα, όπου ήταν να καούν πολλά
πυροτεχνήματα…
Στο δρόμο, είχε προστεθεί, στον όμιλό τους, κι ένας μικρός
συμμαθητής τού Λάκη. Πιο πέρα, κι άλλη μια γνωστή κοπέλα,
η Παρασκευούλα, η μοδίστρα, μια παλιά γειτονοπούλα,
φιλενάδα, κι αυτή με το μεγάλον αδερφό της. Είχαν γίνει μια
καλή παρέα, όλο γέλια, χάχανα κι αστεία. Κι είχαν κατέβει
μέχρι την Ομόνοια, και ξανανέβαιναν απ’ την οδόν Σταδίου,
ανακατωμένοι με τον κόσμο, για να καταλήξουνε στο
Σύνταγμα.
Στόχος των περισσότερων αστείων τους ήταν ο ξανθούλης
ο Γιαννάκης, ο μικρός συμμαθητής τού Λάκη, που ήταν
φοβερά συνεσταλμένος, και γινόταν κατακόκκινος, και
σάστιζε, άμα βρισκόταν μέσα σε κορίτσια, κι εκείνα όλο του
[63]
μιλούσαν, εξεπίτηδες, για να τον κάνουν, όλην ώρα, να τα
χάνει. Και δώστου γέλια, δώστου φλυαρία! Κι η Ρηνούλα είχε
ξεθαρρέψει, κι έλεγε, και κείνη, τα δικά της… Μόνο του Λάκη
του κακοφαινόταν, που τα κορίτσια πείραζαν το φίλο του, κι
ήταν ελα­φρά κατσουφιασμένος. Κι εξάλλου, δεν του άρεζε
καθόλου να βλέπει τη Ρηνούλα μέσ’ στ’ αγόρια, και πού και
πού της έριχνε ματιές νευριασμένες, με υπονοούμενα πολύ
εκφραστικά. Αλλά φυλαγότανε ν’ αποφανεί στους άλλους, και
σκέπαζε τη δυσαρέσκειά του, σαν ένας διπλωμάτης
επιτήδειος… Τώρα, το στρίμωγμα του κόσμου κι οι φωνές, ο
συνωστισμός και το ξεθέωμα ήταν φτασμένα πια στο
κατακόρυφο. Η παρέλαση της λαμπαδηφορίας είχε ξεκινήσει
απ’ το Σύνταγμα, και κατηφόριζε προς την οδόν Σταδίου. Με τα
χρωματιστά τους φαναράκια, με τους πυρσούς και τα
βεγγαλικά τους, οι φαντάροι πρόβαλαν, σε μια πυκνή ομάδα,
με τη μουσική μπροστά μπροστά, πού ’παιζε εμβατήρια και
θούρια, κι ακολουθούμενοι από τους φοιτητές, με τα πηλήκια
και τα διάσημά τους, με τις σημαίες τους και με τα λάβαρά
τους, σ’ ένα κύμα φωτεινό, χωρίς αρχή και τέλος, σ’ ένα
μεγάλο μπέρδεμα χαρμόσυνο, οργάνων, φώτων, ήχων και
χρωμάτων…
Τσαλαπατημένοι απ’ το πλήθος, πιασμένοι απ’ τα χέρια,
μολαταύτα, για να μη χωρίσουν και χαθούν, η Ρηνούλα, μ’ όλη
την παρέα της, είχαν σταθεί σε μια γωνιά, στο πεζοδρόμιο, και
παρακολουθούσαν, με τα μάτια, όλον εκείνο τον
ανθρωποχείμαρρο, χωρίς να κατορθώνουν να μιλήσουν, παρά
μοναχά με τα νοήματα, και με μερικές χειρονομίες…
Ξαφνικά, ενώ κοιτούσε την παρέλαση, η Ρηνούλα, ένιωσ’
ένα σπρώξιμο, και μετά, σαν ένα ψάξιμο, στο μπράτσο! Γύρισε
και κοίταξε, κομμάτι σαστισμένη. Δεν είδε παρά φάτσες
αδιάφορες, με μάτια καρφωμένα στην παρέλαση. Της φανήκαν
όλοι σοβαροί. Σκέφτηκε πως ίσως να γελάστηκε, και να μην
ήταν παρά σύμπτωση απλή, κάποια τυχαία επαφή, μέσ’ στο
συνωστισμό. Και πάλι γύρισε τα μάτια στην παρέλαση. Αλλά
σε λίγο, πάλι ένιωσε το ίδιο. Πρόφτασε, γυρίζοντας απότομα
τα μάτια, κάποιο νέο, με σταχτιά ρεπούμπλικα, που
προσπαθούσε να κρυφτεί στο πλήθος… Αμήχανη, και κάπως
ταραγμένη, γύρισε και κοίταξε το Λάκη: Αυτός στεκόταν λίγο
πιο μπροστά της, και δεν είχε πάρει μυρουδιά. Η ιδέα πως ο
Λάκης δεν κατάλαβε, την έκανε ξανά να ησυχάσει. Φοβότανε
[64]
πολύ τη φασαρία, γιατί τον ήξερε πολύ καλά το Λάκη, πως δε
θα δίσταζε να κάνει επεισόδιο, αν τυχόν το ’παιρνε χαμπάρι…
Το κατάπιε, το λοιπόν, χωρίς να δείξει τίποτε, κι επειδή το
θέαμα τελείωνε, τράβηξε και τους άλλους απ’ το χέρι και με
χίλια βάσανα προχώρησαν, με κατεύθυνση, και πάλι, προς το
Σύνταγμα. Δεν κοτούσε να γυρίσει το κεφάλι, γιατί
προαισθανόταν, και φοβόταν, ότι μια τόσο τολμηρή αναίδεια,
δε μπορούσε παρά να ’χει και συνέχεια…
Κι όπως το φοβόταν, και συνέβη: Στη Βουλή μπροστά, που
είχαν φτάσει, είδε τον ίδιο νέο, με τη σταχτιά ρεπούμπλικα, να
βαδίζει δίπλα, παραπέρα, και να την κοιτάζει, κάθε τόσο, πολύ
προκλητικά, μ’ επιμονή. Απόρησε πολύ με το κουράγιο του.
Δεν έβλεπε πως ήταν με παρέα, και πως, αν ήταν τρία
κοριτσόπουλα, δυο αγοράκια κι ένα κοριτσάκι, ήταν, όμως,
μαζί τους, και δυο νέοι, που μπορούσε και να το προσέξουν,
και να του κάνουν σίγουρο στραπάτσο;! Αλλά κι αυτός
μπορούσε να ’χει την παρέα του, – κι εξάλλου, ήταν τόσος
κόσμος, γύρω, τόσο στρίμωγμα, και τόση φασαρία, που ίσως
και να πίστευε πως δε θα τον προσέχανε, και για δαύτο, να ’χε
πάρει τόσο θάρρος… Αλλά, κι εκείνη, έκανε μιαν απρονοησία,
κι από ελαφράδα κοριτσίστικη, της ξέφυγε, και το ’πε της
Κλειώς. Κι η Κλειώ, κομμάτι πεταχτούλα, γύριζε και τον
κοίταζε, κι εκείνη, κάθε τόσο, – κι έτσι του ’δινε λαβή να γίνει
τολμηρότερος…
Είχαν φτάσει στην πλατεία του Συντάγματος. Η παρέλαση,
σ’ αυτό το μεταξύ, είχε κατέβει μέχρι την Ομόνοια, κι αφού
έκανε το γύρο της πλατείας, ξαναπήρε την οδόν Σταδίου, κι
ανηφόριζε, και κείνη, προς το Σύνταγμα. Τώρα η προσοχή
όλου του κόσμου, ήταν στραμμένη στα πυροτεχνήματα. Μα η
Ρηνούλα, η φτωχιά, δεν έβλεπε πια τίποτα! Κάθε φορά που
κοίταζε με τρόπο, έβλεπε την Κλειώ, τη φιλενάδα της, να
ενθαρρύνει, με τα μάτια της, τον άγνωστο… Κι η αμηχανία της
μεγάλωνε! Προτιμούσε, βέβαια, πολύ, αυτή τη λύση, φτάνει να
διέφευγε την προσοχή των άλλων. Μα η Κλειώ ήταν πολύ
πολύ απρόσεχτη, κι ο Λάκης φοβερά ανοιχτομάτης…
Η γιορτή πλησίαζε στο τέλος. Είχαν καεί και τα
πυροτεχνήματα, κι ο κόσμος αρχινούσε να σκορπάει. Κατά
πρόταση του αδερφού της Βούλας, πριν να χωρίσουν, πήγαν,
όλοι τους, και κάθισαν, για να φαν ένα γλυκό, στου Ζαβορίτη.

[65]
Κι ο άγνωστος, μαζί με την παρέα του, πήγε κι έκατσε σε
διπλανό τραπέζι. Τότε τον είδε κι η Ρηνούλα πιο καλά: Ήταν
αρκετά καλοντυμένος, με το κολάρο και την πράσινη γραβάτα
του, και με τη σταχτιά ρεπούμπλικά του – κι αυτή του η
επίμονη αναί­δεια, του ’δινε κάτι το ελκυστικό! Ήταν, μαζί του,
κι άλλα τέσσερα παιδιά, όλοι, απάνω κάτω συνομήλικοι. Οι
άλλοι όλοι, όσο κάθουνταν εκεί, καμωνόντουσαν πως κοίταζαν
τον κόσμο. Μόνον εκείνος έριχνε, με τρόπο, τη ματιά του.
Αλλά, και κείνος, ήταν, τώρα, μπερδεμένος, – γιατί ενώ
κοιτούσε τη Ρηνούλα, δεν τον κοιτούσε παρά η Κλειώ! Και για
μια στιγμή που το τσαντάκι της Ρηνούλας έπεσε χάμου, από
την καρέκλα, εκείνος, που βρισκότανε κοντύτερα, έσκυψε,
αμέσως, και το σήκωσε, και το ξανάβαλε στη θέση του, μ’
ευγένεια. Η Ρηνούλα πρόφερε ψιθυριστά: Μερσί! Αυτό το είδαν
όλοι, στην παρέα, – και ίσως ίσως να το πρόσεξε κι ο Λάκης:
αλλ’ επειδή δεν είχαν δει τα προηγούμενα, δεν είχαν λόγο και
να το παρεξηγήσουν…
Κι έπειτα ξεκίνησαν να φύγουν. Ο κόσμος, τώρα, είχε
αραιώσει και βάδιζαν ελεύθερα στο δρόμο. Τα κορίτσια, όμως,
είχαν φλυαρία, και δεν μπορούσαν να χωρίσουν έτσι εύκολα!
Συνόδευαν τη Βούλα παρακάτω, που καθόταν στο
Μεταξουργείο. Με τ’ αστεία, και με τις κουβέντες,
ξανακατέβηκαν, χωρίς να το προσέξουν, μέχρι τη μισή οδόν
Σταδίου. Κι επειδή μπήκαν στην πλατεία του Κλαυθμώνος
(από κει θα ’κοβε η Βούλα, για το σπίτι της), και τα κορίτσια
όλο φλυαρούσαν, κάποιος πρότεινε να κάτσουν στα
μπαγκάκια. Κι επειδή δε θα χωρούσαν σ’ ένα μπάγκο,
μοιράστηκαν σε δυο, γειτονικούς, τα κορίτσια μοναχά, και τ’
αγόρια χώρια.
Μα κι οι άλλοι ήρθαν κι έκατσαν απέναντι…
Η Ρηνούλα, τη στιγμή εκείνη, βεβαιώθηκε, κοιτώντας τον με
τρόπο, πως ο Λάκης τα ’χε μυριστεί: είχε καρφώσει τη ματιά
του στην παρέα, και παρακολουθούσε τις κινήσεις τους, με
προσοχή, χωρίς να βγάνει λέξη. Κι άρχισε, πάλι, φοβερά ν’
ανησυχεί! Αν οι άλλοι μένανε λιγάκι σοβαροί, υπήρχε, βέβαια,
κάποια μικρή ελπίδα ν’ αποσοβηθεί το επεισόδιο. Αν, όμως,
έκαναν κανένα ρεζιλίκι, είτε πετούσαν τίποτα λογάκια (μπορεί
και να ’σανε πιωμένοι, ποιος το ξέρει), θα γινόταν ασφαλώς
ό,τι φοβόταν. Κι όπως το φοβόταν έτσι κι έγινε…

[66]
Και πρώτα-πρώτα, η σταχτιά ρεπούμ­πλικα – που φαινόταν
ο αστείος της παρέας – άρχισε να σφυρίζει δυνατά, να κάνει
τρέλες, και να λέει σαχλαμάρες. Η συντροφιά του ήταν
καθισμένη, κι αυτός ορθός, μπροστά τους και ρητόρευε. Η
σιωπή των συνοδών των κοριτσιών, που, τώρα μόλις, άρχιζαν
να παίρνουν μυρουδιά, κι η ανοχή της ίδιας του παρέας, που
διασκέδαζε με τα καμώματά του, τον είχαν κάπως ελαφρά
αποθρασύνει. Πέταξε κάποιες καμπανιές πειραχτικές. Κι
επειδή δεν ήταν άλλοι, γύρω, όλ’ αυτά του τα χοντρά
πειράγματα, απευθυνόσαν, φυσικά, στ’ απέναντι κορίτσια. Η
Ρηνούλα είχε γίνει κατακίτρινη. Ακόμα κι η Κλειώ είχε
μουδιάσει.
Ξαφνικά, σε κάποιο λόγο άπρεπο, που τον είπε φωναχτά,
κοιτώντας τις κοπέλες, ο Λάκης, που τον άκουγε, χωρίς να
βγάνει λέξη, πετάχτηκε ολόρθος απ’ τη θέση του, άρπαξε μια
πέτρα, από χάμου, και πριν κανένας τους προκάνει να μιλήσει,
πήρε φόρα, μ’ όλη του τη δύναμη, και του την αμόλησε με
λύσσα! Τον πήρε μόλις, ελαφρά, στον ώμο… Εκείνος είπε,
τότε, μια βρισιά, κι έκανε λίγα βήματα, προς τη μεριά του Λάκη.
Οι δυο παρέες βρέθηκαν στο πόδι, έτοιμες να χιμήξουν, ν’
αρπαχτούνε. Ο άλλος έτρεξε και πρόφτασε το Λάκη, την ώρα
που εκείνος είχε σκύψει, για να μαζέψει κι άλλες πέτρες από
χά­μου. Αρπάχτηκαν, και γίνηκαν, με μιας, ένα κουβάρι. Οι
άλλοι τρέξανε να πέσουνε στη μέση, τα κορίτσια μπήξαν τις
φωνές, κι ενώ όλοι ήσαν έτοιμοι να δράσουν, φάνηκε, ξάφνου,
από μηχανής θεός, κάποιος χωροφύλακας τρεχάτος, που οι
φωνές των κοριτσιών τράβηξαν ως εκεί… Βούτηξε τον έναν
απ’ το σβέρκο, κι έδωσε και του Λάκη μια σφαλιάρα, που τον
έκανε να δει τον ουρανό σφοντύλι! Κι ετοιμαζόταν να τους
πάρει και στο τμήμα, αν δεν του ’πεφταν αγόρια και κορίτσια
να του πουν πως έγινε μια μικροπαρεξήγηση, που δεν άξιζε
τον κόπο, τέτοια μέρα, να της έδινε και τόση σημασία! Κι
επειδή βαριότανε κι ο ίδιος, ύστερ’ από καμπόσα παρακάλια,
τους φοβέρισε μοναχά, και τους άφησε …
Κι έτσι τελείωσε κι αυτό το επεισόδιο! Έφυγαν, τότε, όλοι
τους, αμέσως, από κει, γιατί το πλήθος είχε μαζευτεί, κι έκανε
σχόλια, και χάζευε μαζί τους. Η Ρηνούλα είχε γίνει
κατακόκκινη, κι έσερνε το Λάκη απ’ το χέρι, γιατί δεν το ’χε
τίποτα – τον ήξερε καλά – έτσι μανιασμένος, καθώς ήταν, να
γυρίσει πίσω, στην παρέα, και να ξαναρχίσει τον καβγά! Και
[67]
μόνο σαν προχώρησαν, μέσ’ στην οδόν Σταδίου, και μπήκαν,
πάλι, στην κοσμοπλημμύρα, ξεθάρρεψε κομμάτι, και τον
άφησε. Τότε κι η Βούλα τούς αποχαιρέτησε, και πήρε δρόμο,
με τον αδερφό της. Κι η συντροφιά τους άρχισε, σε λίγο, να
σκορπάει. Έφυγε κι ο Γιαννάκης, παραπέρα. Κι έμεινε η
Ρηνούλα με το Λάκη, κι η Κλειώ, με τη μικρή της αδερφούλα,
και με το φοιτητή, τον ξάδερφο της.
Προχωρούσαν, λοιπόν, πάλι προς το Σύνταγμα, με βήμα
κάπως γρήγορο, γιατ’ είχανε αργήσει, κι η κυρα-Λένη πιθανόν
ν’ ανησυχούσε. Θ’ άφηναν την Κλειώ στο Κολωνάκι, και θα
’κοβαν, απ’ την οδόν Ρηγίλλης, κατευθείαν, για τη γειτονιά
τους. Ήτανε, τώρα, δυναμώνοντας το βήμα, σε μια γωνιά της
Λεωφόρου Κηφισιάς – στο Υπουργείο, ακριβώς, των
Στρατιωτικών – όταν κάποιος φάνηκε να θέλει να τους φτάσει.
Η καρδιά της δόλιας της Ρηνούλας, άρχισε, πάλι, να χτυπάει
δυνατά. Τον είδε, τότε, να τους διπλαρώνει, να σταματάει,
ξαφνικά, το Λάκη, και ν’ αρχίσει κάτι να του λέει… Ο Λάκης
κοντοστάθηκε αμέσως, κι αφού τους φώναξε:
– Τραβάτε, και σας έφτασα! – άνοιξε συζήτηση μαζί του, με
φωνή κομμάτι ζωηρή, και κάνοντας πολλές χειρονομίες. Οι
άλλοι πήγαν παρακάτου, και περίμεναν…
Η Ρηνούλα κοίταξε ανήσυχα. Στο φως του διπλανού του
φαναριού, που μπροστά του είχαν σταματήσει, προσπάθησε
να δει καλά ποιος ήταν. Κάπου τον είχε ξαναδεί, – μα δεν
καλοθυμόταν. Η κουβέντα βάσταξε πολύ. Ο Λάκης όλο και
χειρονομούσε, ο άλλος μόλις σάλευε τα χείλη. Μια στιγμή, τον
είδε πιο καλά: Όχι, όχι, είχε κάνει λάθος, – γελάστηκε πως
κάπου τον ξανάδε… Όχι, δεν τον ήξερε καθόλου! Κι η
συζήτηση, σε λίγο, πήρε τέλος. Έβγαλε το καπέλο του προς
όλη την παρέα, πολύ σεμνά, πολύ ευγενικά, χαι­ρέτησε το
Λάκη φιλικά, με ύφος κάποιου που ζητεί συχώρεση, του
ξαναείπε πάλι κάτι, κι έφυγε.
Κι ο Λάκης ξαναγύρισε μαζί τους. Τους είπε πως εκείνο το
παιδί, ήτανε τσαγκάρης, γειτονόπουλο, που τον ήξερε κι από
το καφενείο, – και πως ήταν και του λόγου του πρωτύτερα,
μαζί με την παρέα που τσακώθηκε, αλλά πως δεν τον είχε
καταλάβει, κι ούτε κι αυτός, τον είχε καταλάβει, παρά μόνο τη
στιγμή που πιάστηκαν, γιατί δεν ήταν εξαρχής μαζί με την
παρέα, αλλά τους αντάμωσε στον κήπο του Κλαυθμώνος, – και

[68]
πως είχ’ έρθει από μέρους και των άλλων, που ήταν, όλοι
τους, πολύ καλά παιδιά, και ντροπιασμένοι για το επεισόδιο –
ακόμα κι ο πιωμένος τους ο φίλος, η αφορμή όλης αυτής της
φασαρίας – κι εκφράζοντας τη λύπη της παρέας του, για την
άστοχην εκείνη παρεξήγηση, να προσπαθήσει, μια και τύχανε
γειτόνοι, να τα συμβιβάσει μεταξύ τους, και πως κι ο ίδιος ο
πιωμένος τους ο φίλος, που ’κανε σαχλαμάρες, όταν έπινε,
νηστικός, ήταν, κι αυτός, πολύ καλό παιδί, κι είχε, κιόλας,
μετανιώσει για το σφάλμα του, κι ήταν έτοιμος, την ίδια τη
στιγμή, αν τυχόν ο Λάκης τ’ απαιτούσε, να ρθει, να του γυρέψει
και συγνώμη… Κι ο Λάκης, λέγοντάς τα στην παρέα του, με το
παιδιακίσιο του φιλότιμο αρκετά ικανοποιημένο, είχ’ ένα
καμάρι στη φωνή του, σαν, εκείνη τη στιγμή, εκείνες οι
προτάσεις, να τον είχαν κάμει, κιόλας, άντρα! Μα κι η Ρηνούλα
ένιωσε βαθιάν ικανοποίηση, γιατί μ’ αυτές τις αμοιβαίες
εξηγήσεις, όλα σταματούσαν ως εκεί, και δεν υπήρχαν φόβοι
για συνέχεια, – πράμα που την έκανε πολύ ν’ ανησυχεί… Μα
κοντά σ’ αυτή τη σκέψη την ευχάριστη, ένιωθε κάτι άλλο, πιο
βαθύ πιο παράξενο και δυσκολοεξήγητο: Μιαν ακατανίκητη
συμπάθεια γι’ αυτό το άλλο το παιδί, το διακριτικό, που μόλις
πρόφτασε να δει, στο φως του φαναριού, – και που τους
πλησίασε, τόσο λεπτά κι αυθόρμητα, για να δώσει τέλος στον
καβγά, και δικαιολογήθηκε με τόσο καλόν τρόπο…
Αυτόν τον άλλον, από δω και στο έξης, δε θα μπορούσε να
τον λησμονήσει…
Κι αυτός ο άλλος, ήταν ο Σωτήρης.

[69]
ΙΙΙ

ΟΠΟΥ ΠΑΡΑΤΗΡΟΥΜΕ ΞΑΦΝΙΚΑ,


ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΣΠΙΘΑ ΝΑ ΦΟΥΝΤΩΝΕΙ ΣΕ ΦΩΤΙΑ..

Κι από το πρωί της άλλης μέρας, η ζωή, φάνηκε να


ξανάπαιρνε την ταχτική της όψη. Το μικροεπεισόδιο είχε
λησμονηθεί. Η Ρηνούλα γύρισε, και πάλι, στη δουλειά της, – κι
ο Λάκης την περίμενε, το βράδυ, για να τη φέρει σπίτι, όπως
πάντα.
Όλα φαινόσαν ίδια κι απαράλλαχτα, – κι όμως κάτι ήταν
αλλαγμένο: κι αυτό το κάτι ήτανε στην έκφραση ακόμα και
στους τρόπους της Ρηνούλας… Κάτι καινούργιο είχε μπει μέσ’
στη ζωή της, που κι η ίδια, αν κανένας τη ρωτούσε, δε θα ’τανε
σε θέση να το πει… Μια τέτοια ξαφνική μεταβολή, από την
έμπειρη, διαπεραστική, μητρική ματιά της κυρα-Λένης, δε
μπορούσε να ξεφύγει, φυσικά. Αν και δεν της ήταν δυνατόν να
συλλάβει, αμέσως, την αιτία, το γνωστικό της κι έξυπνο μυαλό
δεν έπεσε και τόσο πολύ όξω, για τη βαθύτερή της αφορμή. Κι
όπως κάθε μάνα, ανησύχησε. Αλλά, μαζί, και φρόντισε να μην
αποφανεί. Περίμενε να μάθει περισσότερα, – δεν ήταν, κιόλας,
βέβαιη, πως είχε μπει καλά, στο είδος και τη φύση της αιτίας–
κι αφού, πρώτα, θα μάθαινε, και θα ’χε κάποια βάση, τότε θα
μπορούσε να μιλήσει. Άρχισε, τότε, μια κρυφή
παρακολούθηση και των πιο παραμικρών κινήσεων και
διαβημάτων της Ρηνούλας, ακόμα και των σχέσεων του Λάκη,
στο καφενείο, στο σκολειό, στο δρόμο… Φρόντισε κι έμαθε, με
τρόπο, τα καθέκαστα της βραδιάς του Ευαγγελισμού, – όλα,
[70]
έκτος από το κυριότερο, την ιστορία του καβγά με τ’ άλλα τα
παιδιά, που δεν της το φανέρωσε κανένας, και που, κι αυτό, αν
καλοεξετάσουμε, δε θα της πρόσθετε πολλά, στην έρευνά της.
Μάνα ήταν, με παιδί της παντρειάς, – κι απ’ όλα είχε δίκιο να
φοβάται… Κι όχι μόνο στης μητέρας της τα μάτια, άλλα και
στων άλλων, που την ήξεραν, η αλλαγή των τρόπων της
Ρηνούλας, ήταν φανερή. Ακόμα κι η κυρία Πολυξένη, που την
αγαπούσε σα μητέρα, την πρόσεξε, κι απόρησε πολύ. Θαρρείς
κι ένας καινούρ­γιος, άλλος, άνθρωπος, είχε ξυπνήσει μέσα
της, απότομα, παραμερίζοντας, ή σβήνοντας ολότελα, εκείνον
που της γνώριζαν ως τώρα, – και πως αυτός ο ξυπνημένος
άνθρωπος, πρώτη φορά ζωντάνευε κι αντίκριζε τον κόσμο:
ήταν ένας άνθρωπος μ’ αλλόκοτα φερσίματα, πρόθυμος,
νευρικός και ζωηρός, ευαίσθητα προσεχτικός στους πιο
μικρούς θορύβους, ώρες ώρες φλύαρος και διαχυτικός, με μια
καινούργια, τρυφερή στοργή στο καθετί, γιομάτος ξαφνικές
ανησυχίες, φροντίδες, αντιφάσεις, μεταπτώσεις, με καλοσύνες
αδικαιολόγητες, κι άλλοτε με φόβους δίχως βάση, – ένα νέο
πλάσμα, τελοσπάντων, φανερωμένο μέσα σ’ ένα μήνα…
Κι ο Λάκης, απ’ την άλλη τη μεριά, κι εκείνος ήταν κάπως
αλλαγμένος. Ως τώρα, μόλις έτρωγαν, το βράδυ, πεταγόταν
όξω, μια στιγμούλα, φλυαρούσε λίγο με τους φίλους του, κι
αμέσως ξαναγύριζε στο σπίτι, και μελετούσε, για την άλλη
μέρα, σχεδόν ως τα μεσάνυχτα, την ώρα που πλαγιάζανε.
Τώρα, καθόταν πιο πολύ στο καφενείο, και μελετούσε πέρ’ απ’
τα μεσάνυχτα, ως τη μια, με το, κερί, μονάχος. Κι η ώρα της
μελέτης του αυτής, όλο, λες και μίκραινε, λιγόστευε. Και στις
παρατηρήσεις της μητέρας του, έδινε θυμωμένες απαντήσεις:
– «Τι σε νοιάζει τι θα κάνω γω! Στο σκολειό, μια φορά, δεν
είμ’ εντάξει;…» Κι αυτό ήταν αλήθεια, κατά βάθος. Δεν ήταν,
βέβαια, στην τάξη, απ’ τους πρώτους, αλλά δεν ήταν κι απ’
τους τελευταίους. Κι οι βαθμοί του δεν ήτανε κακοί, κι η
«διαγωγή» του ήταν άμεμπτη. Και πιο πολύ τον συμπαθούσαν
οι δάσκαλοί του, για τη φρονιμάδα του και τους καλούς του
τρόπους, παρά για τις προόδους του στα γράμματα… Κι η
κυρα-Λένη, λογική γυναίκα, μ’ όλες τις επιπλήξεις της και τα
μουρμουρητά της, τον δικαιολογούσε, στο μυαλό της, κι έλεγε
πως το παιδί μεγάλωνε, κι έπρεπε, κι αυτή, να παραβλέπει, αν
ξανοιγόταν λίγο περισσότερο, – κι έπρεπε να ’ναι κι
ευχαριστημένη, που το παιδί της, μ’ όλ’ αυτά του τα καμώματα,
[71]
δεν έμοιαζε με τ’ άλλα τα παλιόπαιδα, που ξενυχτάνε, και που
βλαστημάνε – είχε δα τόσα παραδείγματα, στα μάτια της! – και
δεν πατάνε στο σκολειό ποτέ τους, και καπνίζουν, και
τσακώνουνται στους δρόμους, κι είναι πληγή της γειτονιάς και
τρόμος του σπιτιού τους!…
Και στον ορίζοντα είχε φανεί, ακόμα, ένα νέο πρόσωπο,
που δεν υπήρχε πριν: ένας καινούργιος σύντροφος του Λάκη,
κομμάτι μεγαλύτερος στα χρόνια, αλλά που, ντροπαλούτσικος,
κοντούλης και μικροκαμωμένος, καθώς ήταν, έκρυβε καμπόσα,
και φαινόταν μόλις μεγαλύτερος του Λάκη, – ο Σωτήρης, ο
γείτονας τσαγκάρης…
Απ’ τη βραδιά του τσακωμού κι εδώθε, χωρίς πολλά, ο
Λάκης κι ο Σωτήρης, είχαν ταιριάξει, κι είχαν γίνει πρώτοι
φίλοι! Δεν περνούσε πρωί, βράδυ, μεσημέρι, – γιορτή και
σκόλη – που να μη βρεθούν! Είχαν, κι οι δυο τους, παρατήσει
τις παρέες τους, τις συνηθισμένες συντροφιές τους, κι είχαν
δεθεί τόσο στενά κι αδερφικά, σα να γνωριζόντουσαν από
πολύν καιρό, κι ας μην ήταν, μόλις, μήτε μήνας! Κι αν η κυρα-
Λένη δεν τον έβλεπε, να καταλάβει με τα ίδια της τα μάτια, τι
φρόνιμο, καλό κι εργατικό παλικάρι ήταν ο Σωτήρης, σίγουρα
θα λογάριαζε εις βάρος του, την αλλαγή, την ξαφνική, του
Λάκη, και θ’ ανησυχούσε σοβαρά: η γνωριμία του, όμως, την
ησύχασε. Το μυαλό της δεν προχώρησε πιο πέρα, ώστε να
σχετίσει με του λόγου του, και της Ρηνούλας τη μεταβολή…
Η Ρηνούλα, απ’ το βράδυ του καβγά, που τον είχε
πρωτοδεί, στο φως του φαναριού, κι ύστερα, που τον έβλεπε
παρέα με το Λάκη, ζούσε μέσα σ’ έναν πυρετό, πυρετό γλυκό
και πρωτογνώριστο – κι αυτός ο πυρετός, που την κατείχε,
ήτανε που την έκανε να φαίνεται τόσο πολύ διαφορετική…
Κάποια βράδια, που κοντεύανε μεσάνυχτα, κι η μητέρα της την
έστελνε, με τρόπο, να πεταχτεί στ’ αντικρινό το καφενείο –το
καφενεδάκι του κυρ-Χρήστου – να φωνάξει το Λάκη που
αργούσε, κι ο Σωτήρης ήταν μέσα, και την έβλεπε, και
μισοσηκωνόταν απ’ το κάθισμα βγάνοντάς της το καπέλο του
μ’ ευγένεια, γύριζε σπίτι μ’ ένα χτυποκάρδι, τέτοιο, που ποτέ,
τόσον καιρό, δεν είχε ξανανιώσει στη ζωή της! Θαρρείς και,
ξαφνικά, κάποια φτερά είχαν φυτρώσει και στους δυο της
ώμους, και σήκωνε τα μάτια της προς τ’ άστρα, σα να ’ταν να
πετάξει προς εκείνα, με τα γλυκά αυτά κι αλλόκοτα φτερά μιας
μυστηριώδους ευτυχίας…
[72]
Κι ο καιρός περνούσε ταραγμένος, με προσδοκίες
σκοτεινές και φόβους ακαθόριστους, σαν ο ρυθμός της άλλοτε
ζωής να είχε σπάσει τελειωτικά, και κάθε μέρα, που ’βγαινε
στον κόσμο, να ’φερνε και κάτι το καινούργιο, το
πρωτοδοκίμαστο και καταπληκτικό, που αν ο νους το τρόμαζε,
κι ήθελε να ξεφύγει, όμως, η καρδιά το αναγνώριζε, το
νοσταλγούσε και το λαχταρούσε! Σα να πατούσε σ’ έναν κήπο
μαγικόν, όλο χαρά κι αρώματα και ρόδα, μα που σε κάθε βήμα
της δειλό, δισταχτικό, μάντευε σαν αθώρητες παγίδες φοβερές,
κι όλο κρυμμένα και βαθιά, θανάσιμα πηγάδια…
Κι οι μέρες όλο και περνούσαν έτσι, σ’ αυτή την πυρετώδη
προσδοκία, για κάτι που δεν ήξερε κανένας, τι θα ’ταν, πώς θα
’ρχόταν, κι αν θα ’ρχόταν! Μια μπόρα τριγυρνούσε στον
ορίζοντα, πότε ψηλά, και πότε χαμηλά, κι όλο και φοβέριζε
πως κάπου θα ξεσπούσε…
Η κυρα-Λένη, μ’ όλη της τη γνώση, και τη βαθιά της, έμπειρη
ματιά, – κι ίσως για πρώτη της φορά, τόσο πολύ –, δεν είχε
μπει στη σκέψη της Ρηνούλας, και τυ­ραννιόταν μ’ άλλες
υποθέσεις, άσχετες, ολότελα, και ξένες με το δράμα, που
υφαινόταν γύρω της αργά και σιγανά. Και την ήμερα, – μετά
πέντε, σχεδόν, μήνες – που βρήκε το κλειδί του μυστηρίου, δεν
ήταν πια σε θέση να προλάβει και ν’ αποσοβήσει τα δεινά
του…
Αλλ’ απ’ την άλλη τη μεριά, κι ο ίδιος ο Σωτήρης, μ’ όλη την
εξυπνάδα του, και μ’ όλη τη μαγκιά του, δεν είχε μπει σε
τίποτα, κι αυτός, και τη σαστιμάρα της Ρηνούλας, κάθε φορά
που τύχαινε ν’ αντικριστούνε κάπου – κι αυτό γινόταν ταχτικά,
τα βράδια, στο καφενεδάκι του κυρ-Χρήστου, που ’τρεχε και
φώναζε το Λάκη – την έβλεπε σαν κάτι φυσικό, – τα κορίτσια
ήταν, τότε, ντροπαλά, κι ευκολοκοκκίνιζαν, την εποχήν εκείνη
– σαν ένα δείγμα φανερό σεμνότητας και συστολής, πολύ
συνηθισμένης… Δεν είχε λόγους να πιστεύει τίποτ’ άλλο. Παρά
την ηλικία του και τ’ άλλα φυσικά του, που ήταν καλοσύνη,
τρυφεράδα και κάτι το θερμό, το στοργικό, στην αισθηματική
υπόστασή του, δεν είχε πολλή κλίση στις γυναίκες, – και του
’λειπεν, απέναντι σε κείνες, η λεπτή κι αυτόματη διαίσθηση, κι
η ειδική, κρυφή εκείνη όσφρηση, που κάνει τους ανθρώπους
και διαβάζουν, στην αστραπή και μόνο μιας ματιάς, το
φλογερό κι απόρρητο περιεχόμενό της! Όχι, όχι, του ’λειπε μια
τέτοιαν ικανότητα – κι ας είχε τόσες άλλες εξυπνάδες! Κι όταν
[73]
το πράμα γίνηκε πασίγνωστο, ακόμα –έτσι καθώς θα δούμε
πα­ρακάτω –, αυτός μήτε που το ’θιγε καθόλου, ή αν
βρισκότανε, τυχόν, αναγκασμένος να δώσει μιαν απάντηση,
σε κάποιον που ρωτούσε, επέμενε να μην το παραδέχεται, με
πείσμα, που δεν ήτανε και τόσο φυσικό, και στρέφοντας το
πρόσωπο αλλού, με δυσφορία, σα να ’ταν μια συζήτηση που
τον δυσαρεστούσε, και που βιαζόταν γρήγορα να κλείσει…
Ο Σωτήρης ήταν τίμιο παιδί, κι όσο γινόταν φίλος της
καρδιάς, και συνδεόταν με το Λάκη πιο πολύ, τόσο και
περισσότερο τον πείραζαν αυτές οι καμπανιές, κι αυτά τ’
αστεία, και τόσο και σκοτείνιαζε το μάτι του, όταν κάποιοι
φίλοι αδιόρθωτοι εννοούσαν, βλέποντας το πόσο πειραζόταν,
σώνει και καλά να τον κουρντίζουν. Και σιγά σιγά, τα χάλασε
μαζί τους, χωρίς να δείξει πως αυτός ήταν ο λόγος, μα
ρίχνοντάς το σ’ άλλες αφορμές.
Την παλιά του συντροφιά, την άφησε, γι’ αυτό. Σχετίστηκε
με νέα γειτονόπουλα, που ήταν ήδη φίλοι και του Λάκη, – κι
απ’ τους παλιούς, δεν κράτησε, σχεδόν, παρά το ναύτη του
«Κιλκίς», που λέγαμε πιο πάνω, το Βαγγέλη, απ’ τη
Γαργαρέτα, παιδί πολύ προσεχτικό και διακριτικό, που ποτέ
δεν πείραζε, για τίποτα, κανένα, κι ούτε και σαχλαμάριζε στη
συντροφιά, ποτέ του. Μα, κι εκείνος, σπάνια ερχόταν ως εκεί,
απ’ τον καιρό που φόρεσε στολή, γιατί κι οι άδειες δεν ήταν
ταχτικές, κι ο Ναύσταθμος, που, πέντε μήνες, τώρα, ήταν
αραγμένο το καράβι του, δεν ήταν Γαργαρέτα, να πετάγεται,
σαν πρώτα, κάθε λίγο και λιγάκι, να βρίσκει το Σωτήρη, στο
Παγκράτι! Κι άσε, ακόμα, και τις τιμωρίες, και τις, για ψύλλου
πήδημα, στερήσεις εξόδου… Κι έτσι, τις περισσότερες φορές,
ο Λάκης κι ο Σωτήρης ήταν μόνοι. Έπαιζαν τ’ απαραίτητο
«σκαμπίλι», κι έπειτα χωρίζοντας, με τρόπο, απ’ τ’ άλλα τα
παιδιά του καφενείου, που ταχτικά κολλούσαν στην παρέα,
τραβούσαν πέρα, σ’ άλλες γειτονιές, και πότε κατηφόριζαν στο
Ζάππειο, για ν’ ακούσουν λίγο μουσική, φτάνοντας, κάποτε,
και μέχρι την Ακρόπολη, πότε ανηφόριζαν προς τη Δεξαμενή,
κι έσπαζαν κέφι με τον καραγκιόζη. Ήταν καρδιά καλοκαιριού,
ζέστα πολλή τη μέρα, και μια δροσούλα φειδωλή φυσούσε,
προς το βράδυ, – κι οι γειτονιές ήταν γιομάτες κόσμο, μ’ όλο το
σχετικό γυναικολόι, συναγμένο γύρω στις αυλόπορτες, και
θρονιασμένο, μέχρι τα μεσάνυχτα, στα πεζοδρόμια, μπροστά
σε κάθε σπίτι. Και το κουτσομπολιό έδινε κι έπαιρνε,
[74]
ακούραστο, χωρίς διακοπή, ως τη στιγμή που οι παρέες
σκόρπιζαν, μπαίνοντας μέσα, για να κοιμηθούν, και
τραβώντας, με καληνυχτίσματα, τις καρέκλες απ’ τα
πεζοδρόμια…
Το θέαμα των δυο παιδιών, πάντα μαζί, στο δρόμο,
προκαλούσε σχόλια πολλά, κάθε βραδιά, – και σ’ αυτά τα
σχόλια τα καθεβραδινά, όχι μονάχα το πολύ γειτονικό, άλλα
και κάπως μακρινότερο γυναικομανιό πρωτοστατούσε. Η
καινούργια και θερμή αυτή φιλία, έτσι ξαφνικά σχηματισμένη,
ήταν πολύ επόμενο να παρατηρηθεί, και να δώσει άμεση λαβή
στη γειτονιά, σε χίλια ερωτήματα, και χίλιες υποθέσεις. Κι η
πιο συχνή, κι επίμονη, και βάσιμη, από τις φήμες που
κυκλοφορούσαν, ήταν πως ο Σωτήρης, πολύ σύντομα, θα
γινότανε γαμπρός της κυρα-Λένης, κι ότι ο Λάκης, με τη νέα
του φιλία, έκανε, για την ώρα, το μεσάζοντα, ανάμεσα στους
δυο ερωτευμένους! Κι αμέσως η κουβέντα πήρε δρόμο, κι
έφτασε και στ’ αυτιά της κυρα-Λένης… Μόνον ο Λάκης, ο
Σωτήρης κι η Ρηνούλα, – δηλαδή, τα κύρια πρόσωπα, κι οι
ήρωες αυτής της ιστορίας– αγνοούσαν, όπως γίνεται
συνήθως, όλες αυτές τις άδικες, των καλοθελητάδων, κι ίσως
και λίγο φθονερές, στο βάθος, διαδόσεις!..
Κι ένα βράδυ που καθόταν ολομόναχη, – έλειπε κι η μητέρα
της, κι ο Λάκης – κι έραβε, με τη λάμπα, τα κουμπιά κάποιου
παλιού πανταλονιού του Λάκη, η Ρηνούλα, περιμένοντάς τους
για να φάνε, βρήκε, μέσ’ στην τσέπη του, δυο γράμματα
κατατσαλακωμένα του Σωτήρη, γραμμένα με μολύβι, και τα
δυο. Στο ένα έγραφε του Λάκη τούτα:

«Αγαπιτέμου αδελφέμου Λάκι, έρχομε πρότο νάσου εκσιγίσο


τογιατή δεσούγραψα τρίς μέρες στησηρά. Δε φτέο, αδελφέμου,
που δεσούγραψα, και δενίρθα γιανασανταμόσο, μαγιά καλό
καιτόν διονόνμας τόκανα. Δεν πορό νάσου ταπό σετούτο το
χαρτή, τοπόσο ίμε στεναχορεμένος, πολιαγαπιμένε
αδελφέμου, ναμή σεδό τρίς μέρες στησηρά. Απόπσε έλα νάμε
περιμένις, ίνε πολί ανάγκι νασεδό, και θαταμάθις όλα,
αδελφέμου, όλα μετονί και μετοσίχμα. Ναήσε στης ενιά εκή
πουκσέρις. Θάσε περιμένο δίχως άλο. Κίτα μίσου φίγι λόγος
πρός τούς άλλους, γιατή πρέπι νάμαστε ηδιόμας ναταπούμε.
Σε γλικοφιλό, ο αδελφόσου…»

[75]
Τ’ άλλο γράμμα ήταν συντομότερο, και με τις ίδιες
ανορθογραφίες:

«Αδελφέμου, ώχι, δεβαστό, θέλο ναμάθο αποσένα τιν


αλίθια. Πεσεμούτο καθαρά, νακσέρο τι σινβένι, η ζοήμου
κρέμετε στα χέργιασου. Σεκσορκίζω σότι αγαπάς, πέσεμου
γιατή τόκανες αφτό, γιατή, γιατή;…»

Η Ρηνούλα στάθηκε, βαθιά συλλογισμέ­νη, κρατώντας τα


δυο γράμματα στο χέρι της σφιχτά! Τα μάτια της, θεόρατα,
κοι­τούσαν στο κενό… Και ξαφνικά, χωρίς να ξέρει το γιατί,
κάτι, θαρρείς, έσπασε, στα βάθη της ψυχής της, και ξέσπασε
σε κλάματα πικρά, πικρά, πικρά…
Το ’νιωθε πως, εκείνη τη στιγμή, κάτι μεγάλο πέθαινε, για
πάντα, στην ψυχή της – κάτι μοναδικό κι ανεπανόρθωτο, κι
έπειτ’ από μήνες αγωνίας.
Ήταν η γαλήνη της, που πέθαινε για πάντα, – κι η ξενοιασιά
της πρώτης της ζωής! Από κείνη τη στιγμή και πέρα, δε θα
ζούσε, – κι όσο να ζούσε – παρά με μια λαχτάρα στην ψυχή, με
μια λαχτάρα δίχως λυτρωμό, που δε θα ’ταν, Θε μου, τίποτ’
άλλο παρά λαχτάρα, και καημός, και πόθος του Σωτήρη…

[76]
IV
Ο ΓΟΛΓΟΘΑΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ Ν’ ΑΝΕΒΟΥΜΕ!

Στο δρόμο της ζωής του καθενός, πότε κρυφά και πότε
φανερά, υπάρχει, κάπου, κι ένας Γολγοθάς, – ένας μοιραίος
Γολγοθάς, που πρέπει ν’ ανεβεί. Είναι κι άλλοι, πλήθος,
εννοείται, μα που μπορεί κανένας να ξεφύγει. Εκείνος, όμως,
είναι ο μοιραίος, που δε μας επιτρέπει ελιγμούς, – ο Γολγοθάς
που πρέπει ν’ ανεβούμε! Άλλοι πέφτουν στα μισά του δρόμου,
κι άλλοι φτάνουν ως την κορυφή του. Κι απ’ αυτούς που
φτάνουν, πάλι, ως εκεί, άλλους τους περιμένει ο σταυρός, – ο
ίδιος μαύρος και σκληρός σταυρός του μαρτυρίου – κι άλλοι
περνάνε, δίπλα του, σφυρίζοντας σχεδόν, και φεύγουν, πάνε,
και τραβούν προς άλλα πεπρωμένα…

…Ήταν ένα βράδυ με φεγγάρι, κι η Ρηνούλα γύριζε μονάχη.


Ήταν, τώρα, κάμποσος καιρός, που ο Λάκης, με διάφορα
προσχήματα, δεν ερχόταν, όπως μια φορά, να την παίρνει,
ταχτικά, και να την φέρνει σπίτι. Προφασιζόταν, διαρκώς,
διάφορες αιτίες, – πότε πως είχε κουραστεί σε κάποιαν
εκδρομή, και πότε πως το πόδι του πονούσε (μάθαινε
ποδήλατο, μαζί με το Σωτήρη, κι είχε πέσει κάνα δυο φορές, κι
είχε χτυπήσει άσκημα στο γόνατο). Μα το ψέμα μύριζε, με
τρόπο φανερό, μέσα σ’ αυτές τις δικαιολογίες! Ο Λάκης είχε
βαρεθεί του συνοδού το ρόλο. Η κυρα-Λένη, φυσικά, το
πρόσεξε κι αυτό, κι έκανε σχετικές παρατηρήσεις, χωρίς, όμως
ν’ αλλάξει την κατάσταση…
Ήταν, λοιπόν, μια νύχτα με φεγγάρι κι η Ρηνούλα γύριζε
μονάχη. Είχε φύγει πιο νωρίς, μαζί με την Κλειώ, μα η Κλειώ
είχε δουλειά, εκείνη τη βραδιά, και στην πλατεία Συντάγματος,
[77]
την άφησε. Είχαν πολλή δουλειά, στο μαγαζί, κι η ώρα ήταν
κάπως περασμένη. Περπατούσε γλήγορα, με βήμα βιαστικό,
μολαταύτα, πού και πού, λιγόστευε το βήμα, κι έριχνε τα μάτια
της ψηλά, προς το φεγγάρι. Ήταν ένα αλλόκοτο φεγγάρι,
δυνατό, – ένα λαμπρό κι ολόγιομο φεγγάρι αυγουστιάτικο – κι
έφεγγε, πλημμυρίζοντας τα σπίτια και τους δρόμους, μ’ ένα
φως χαρμόσυνο, που θάμπωνε τα μάτια. Την ήμερα είχε κάνει
πολλή ζέστα, μόλις, όμως, είχε βασιλέψει, μια δροσούλα
φύσηξεν ανάλαφρα, σα χάδι, κι ο κόσμος είχε ξεχυθεί παντού,
για να ξεσκάσει.
Η Ρηνούλα, όσο ήταν μέσ’ στον κόσμο, περπατούσε
γλήγορα, χωρίς ν’ αργοπορεί. Άμα, όμως, έφτασε λιγάκι
παραπέρα, και προσπερνώντας τη γωνιά του παλατιού,
μπήκε στη Λεωφόρο Κηφισιάς, ελάττωσε το βήμα της, σχεδόν
χωρίς να θέλει, κι ακολουθώντας τη μεριά τη σκοτεινότερη του
βασιλικού περιβολιού, έστριψε, και προχώρησε προς την
οδόν Ρηγίλλης. Το φεγγάρι μόλις είχε βγει, και τη χτυπούσε,
τώρα, κατά πρόσωπο. Κι έτσι καθώς βάδιζε κοιτώντας το, και
βυθισμένη στο βαθύ το φεγγοβόλημά του, δεν πρόσεξε μιαν
αμυδρή κι αθόρυβη σκιά, που με τρόπο γλίστρησε, και πέρασε
κοντά της. Κι όταν, σε λίγο, η σκιά της είπε «Καλησπέρα!»,
τρόμαξε που την είδε στο πλευρό της… Και τρόμαξε ακόμα
περισσότερο, μόλις είδε, πως ήταν ο Σωτήρης, – ο Σωτήρης
μόνος του, και κάπως ταραγμένος…
– Αργήσατε, της λέει ντροπαλά, – κι έπαιζε το καπέλο του
στ’ αμήχανά του δάχτυλα–, αργήσατε πολύ να πάτε σπίτι, κι η
κυρα-Λένη μ’ έστειλε, και μένα και το Λάκη, να ψάξουμε, μην
τύχει και σας βρούμε! Ανησύχησε πολύ! Γιατί αργήσατε;…
Η Ρηνούλα μπέρδεψε τα λόγια της, ξεροκατάπιε κάνα δυο
φορές, και στο τέλος πρόφερε, σχεδόν ψιθυριστά:
– Φχαριστώ που κάνατε τον κόπο! Μας έτυχε μιαν άξαφνη
δουλειά, στο μαγαζί, και δεν μπορούσα, μήτε κι ήτανε σωστό,
να τα παρατήσω, και να φύγω…
Κι ο Σωτήρης, φυσικά, συμφώνησε μαζί της…
Περπάτησαν μαζί, μέσ’ στο φεγγάρι, με συστολή, χωρίς να
λένε λέξη. Πρώτη φορά πηγαίνανε μαζί, κι ήτανε, κι οι δυο
τους, σαστισμένοι. Πέρασαν την ξυλένια γεφυρούλα, κι έκοψαν
μέσ’ απ’ τα στενά του Βατραχονησιού, τα γιομάτα μαγαζιά,
ταβέρνες και μαγέρικα. Από ’να τέτοιο μικρομάγαζο υπόγειο,
ανέβαιναν φωνές βραχνές και γοερά τραγούδια. Μια τριμμένη
[78]
πλάκα γραμμοφώνου, ούρλιαζε κάποιον αμανέ, σπαραχτικό κι
απαίσιο, κι άλλη, πιο πέρα, φλογερά τραγούδια χασικλίδικα:

Γυαλένιος είσαι μαστραπάς,


κι όποιονε ιδείς, τον αγαπάς!

Κι αμέσως υστερότερα:

Άγιε μου Γιώργη, γείτονα,


να μ’ έπαιρνες, να γλύτωνα!
Και συ, προφήτ’ Ηλία μου,
για ιδές την αδικία μου!…

Πρώτη φορά βαδίζανε, χωρίς το Λάκη, μόνοι, – και της


Ρηνούλας η καρδιά χτυπούσε σαν τρελή! Κι εκείνος ήταν
λιγάκι σαστισμένος, και προχωρούσε με μικρές κι αδέξιες
κινήσεις. Είχαν πάρει το μεγάλο δρόμο, κι ένιωθαν τα μάτια
των ανθρώπων, – ιδίως όσο ζύγωναν πιο πέρα, στο τέρμα της
οδού Ερατοσθένους, κι έφταναν στα στενά της γειτονιάς τους –
καρφωμένα, σα φωτιές επίμονες απάνω τους… Κι ο Σωτήρης,
σιγανά, της εξηγούσε πως ο Λάκης είχε πάρει άλλο δρόμο, το
δρόμο της Γέφυρας του Σταδίου, τραβώντας από τα πίσω του
Ζαππείου, για να κατέβει τη δεντροστοιχία, μέχρι την πλατεία
Συντάγματος. Κι είχαν έτσι μοιραστεί, για να τη βρουν
καλύτερα, παρά να παίρνανε κι οι δυο μαζί, τον ίδιο δρόμο…
Εκείνη δε μιλούσε, παρά με μονοσύλλαβα, τρέμοντας
μήπως ακουστούν οι χτύποι της καρδιάς της, – έτσι της
φαινότανε, τουλάχιστον – και με κομμένη την αναπνοή, σαν να
’ταν από τρέξιμο πολύ λαχανιασμένη. Κι η συγκίνησή της ήταν
τέτοια, που, αν αυτό βαστούσε πιο πολύ, το ’νιωθε πως δε θα
’χε πια τη δύναμη ν’ ανθέξει και πως δεν ήταν δυνατόν, παρά
να πέσει χάμου…
Αλλά, σε λίγο, φτάσανε στο δρόμο του σπιτιού της. Η κυρα-
Λένη τους περίμενε στην πόρτα, καθισμένη μέσα σ’ ένα κύκλο
από γειτονοπούλες και γειτόνισσες, που είχαν βγει για ν’
απολαύσουν το φεγγάρι. Μόλις τους είδε, φώναξε με δυνατή
φωνή:
– Που γύριζες, καημένη, και με τρόμαξες, και μ’ έκανες κι
αμόλησα, δώθε και κει, βραδιάτικα, δεμένους και λυτούς, για
να σε βρούνε;…
[79]
Η Ρηνούλα, με κομμένη τη φωνή, της έδωσε, δειλά δειλά, τις
πρώτες εξηγήσεις, – κι όλες τη δικαιολόγησαν…
Και να, σε λίγο, φάνηκε κι ο Λάκης, που είχε πάει ως το
μαγαζί, και που επιβεβαίωσε τα λόγια της, καθώς του τα ’πε, κι
εκεινού, προ λίγης ώρας, κι η ίδια η Κυρία-Πολυξένη…
…Και το φεγγάρι έλαμπε βαθύ, γλυκό, χλωμό, – θανάσιμα κι
αλάλητα γλυκό και γαλανό, ντύνοντας όλα, γύρω του, με μιαν
αχλύν ονείρου: πρόσωπα και πράματα, τα τύλιγε ψυχρά, σα
με μια γάζα διάφανη, λεπτή, παραμυθιού, – λες, κι ήταν, όλα,
μαγικά, κι απατηλά, και πλάνα…
Αυτό το βράδυ, η Ρηνούλα δεν κοιμήθηκε. Σαν ένας
πυρετός γλυκός, της μέλωνε τα μέλη. Όλη νύχτα, μέχρι το
πρωί, το αίμα της, πρώτη φορά, της τραγουδούσε, φανερά,
τόσο ζεστά τραγούδια… Κι όταν, προς τα χαράματα, την πήρε
λίγος ύπνος, είδε πως ήταν μέσα σ’ ένα δάσος, – ένα μεγάλο
δάσος γαλανό, μ’ ένα πλήθος άγνωστα κι αλλόκοτα
λουλούδια. Περπατούσε, λέει, μέσ’ στην πρασινάδα,
σκυμμένη, και με κάποια δυσκολία, χωρίς, όμως αυτό, να
συνοδεύεται κι απ’ τη συνηθισμένην αγωνία, που συνοδεύει
κάποιους εφιάλτες… Ξαφνικά, το δάσος όλο χάθηκε, σα να ’χε
φτάσει πια στα σύνορά του, και βρέθηκε, μονάχη, σ’ ένα
βράχο, μπροστά σε μια μεγάλη ρεματιά. Έβλεπε κάποιο
μονοπάτι, που κατέβαινε, κι ετοιμαζόταν, τάχα, να το πάρει, –
όταν, προσέχοντας καλύτερα στο βάθος, ένιωσε πως αυτό το
μονοπάτι, κοβότανε στη μέση του απότομα, κι έχασκε,
μπροστά της, ένα βάραθρο, που δεν υπήρχε τρόπος να
περάσει! Και τότε, μέσ’ από τα βάθη της αβύσσου, κι έτσι σα ν’
ανέβαινε γλιστρώντας από κάτω, φάνηκ’ ένα πελώριο φεγγάρι
κι υπερφυσικό, με τις οροσειρές και τους κρατήρες του, έτσι
καθώς το βλέπουμε ζωγραφιστό στους χάρτες, και με μια
λάμψην εκτυφλωτική, γιομάτο κι ολοκάθαρο, σαν ήλιος! Κι
αυτό το πράμα έδιν’ ένα δέος, μιαν έντονη λαχτάρα, στην
ψυχή, – σα να ’ταν κάποιο μήνυμα θανάσιμο, ολέθρου,
χαλασμού και συντέλειας… Κι ενώ ακόμα ένιωθε το ρίγος του
θανάτου, και προσπαθούσε να γυρίσει πίσω, το φεγγάρι
μίκρυνε, σκοτείνιασε, πήρε μια χλομάδα νεκρική, κι έμεινε
ψηλά, στον ουρανό, σα μια σφαίρα πένθιμη και μελαγχολική,
φωτίζοντας, με τ’ άτονο και θλιβερό της φως, ένα τοπίο έρημο
κι απέραντο, όπως φανταζότανε, καμιά φορά, μονάχη, τις
άγονες και μακρινές εκτάσεις των ερήμων…
[80]
Και την ίδια τη στιγμή, χωρίς ν’ αλλάξει τίποτε, μια μελωδία
σιγανή γεννήθηκε κι απλώθηκε, σαν ένα κόρο από γνώριμες
φωνές, που, μέσα τους, ξεχώριζε γλυκιά και δυνατή, την ήμερα
παθητική και πλέρια του Σωτήρη! Κι η φωνή δυνάμωνε,
δυνάμωνε, και σε λίγο σκέπασε και σκόρπισε τις άλλες, – κι
έμεινε μονάχη και κυρίαρχη, γιομίζοντας τη γη, τον ουρανό,
γιομίζοντας το νου και την καρδιά της! Κι είχ’ ένα παράπονο
βαθύ, η χιμαιρική αυτή φωνή, – κι έμοιαζε μ’ ένα χάδι τρυφερό,
λησμονημένο, γνώριμο, κι απόκοσμο! Κι η ψυχή της έλιωνε
βαθιά, σαν το κερί, σβήνοντας σε μια γλύκα πρωτογνώριστη,
σε μια σπαραχτική, πρωτοδοκίμαστη, και σαν απεγνωσμένη,
νοσταλγία! Και καθώς ήταν έτοιμη να σβήσει, και να λιώσει,
πίστεψε πως ήταν πια φτασμένη στον παράδεισο…
Κι η Ρηνούλα ξύπνησε με μιας, σα μεθυσμένη, – και
κρύβοντας το πρόσωπο μέσ’ στο προσκέφαλό της, μην τύχει
και τη νιώσουν από δίπλα, ξέσπασε σ’ ένα σιγανό παράπονο
πνιγμένο…

[81]
V
ΦΩΤΙΕΣ ΠΟΥ ΛΑΜΠΟΥΝ, ΚΑΙ ΦΩΤΙΕΣ ΠΟΥ ΣΒΗΝΟΥΝ…

…Ήταν το βράδυ τ’ Α’-Γιαννιού του Κλείδωνα, κι όλα τα


σοκάκια της Αθήνας, – κι όχι μονάχα τα στενά, τα μακρινά κι
απόμερα, αλλά κι οι πιο περαστικοί, κατοικημένοι δρόμοι –
τριζοβολούσαν τις φωτιές, τις αναμμένες απ’ τα γειτονόπουλα,
που σπιθοβολούσαν και παιχνίδιζαν, κι έδιναν, με τη λάμψη
τους και τη βαριά καπνίλα τους, δεν ξέρω τι το τραγικό μαζί,
και το χαρμόσυνο, γλεντιού, μαζί, και πυρκαγιάς, γιορτής και
χαλασμού! Τα παιδιά χυμούσαν μέσ’ στις φλόγες, και τις
πηδούσαν με ξεφωνητά, και τα κορίτσια μάζευαν και κείνα, τα
φουστάνια τους, κι έπαιρναν φόρα, και τις δρασκελούσαν, – κι
ένας γενικός αλαλαγμός, – μια «πρόγκα», σα διπλή κραυγή,
τρόμου και θριάμβου, υποδεχόταν χαρωπά το κάθε πήδημά
τους… Κι η κάθε χωριστή «φωτιά», είχε για πλαίσιό της, ένα
δικό της κύκλο θεατών – γειτόνους και γειτόνισσες,
στρογγυλοκαθισμένες, που χάζευαν αμίλητες, ή που
χειρονομούσαν, κι άλλαζαν, με διάτορες φωνές, τις
εντυπώσεις τους! Κι οι φλόγες, ανεμίζοντας κόκκινες σαν αίμα,
χοροπηδούσαν, κι έβαφαν τα σπίτια και τα πρόσωπα, με
ζωηρές ανταύγειες, και πότε με σκιές… Και κάθε που
λιγόστευε το φως τους, και χαμήλωνε, καινούργια μάτσα κι
αγκαλιές, αμέσως, υλικού, – ψάθες, καρεκλοπόδαρα, κοφίνια
χαλασμένα, που κουβαλούσαν απ’ τα σπίτια τα παιδιά, – τις
φούντωναν, κάθε φορά, και τις τροφοδοτούσαν…
Η κυρα-Λένη, στην οξώπορτά της, στη μέση μιας μεγάλης
συντροφιάς, παρακολουθούσε με συγκίνηση το θέαμα των
κόκκινων φλογών, που της ξυπνούσαν πράματα παλιά και
ξεχασμένα, χαμένα μέσ’ στα βάθη του καιρού: τα παιδιακίσα
χρόνια, στο χωριό της, και την κατοπινή της παντρειά, που
δεν της στάθηκε και τόσο τυχερή, – κι όχι πως τάχα έφταιγε, σ’
[82]
αυτό, ο συχωρεμένος της ο άντρας, μα εξαιτίας της κακοτυχιάς,
που τα ’φερε, ώστε, αυτή, κοτζάμ αρχοντοπούλα, – κόρη του
Καπτα-Γιάννακα, με τ’ όνομα, – να φτάσει να ξεπέσει, στην
Αθήνα ξενοδουλεύτρα, και με δυο παιδιά! Κι όμως, με τον
ιδρώτα της και την επιμονή της, ακούραστη κι αλύγιστη
γυναίκα έπρεπε, κιόλας, να δοξάζει τον Πανάγαθο, που
μπόρεσε και στάθηκε, μέχρις αυτή την ώρα, σαν το γερό
καράβι, στη φουρτούνα, που κόντευε ν’ αράξει πια, σε σίγουρο
λιμάνι! Τα παιδιά της είχαν βγει καλά και γνωστικά, – κι αν είχε
έναν καημό, κι ένα παράπονο, ήταν που δεν κατάφερε, μ’ όλα
τα βάσανά της, και μ’ όλες τις στερήσεις της και τις σκληρές
θυσίες, να τα ξαναφκιάσει κι αρχοντόπουλα, έτσι καθώς θα
ταίριαζε και δαύτης, κι εκεινών! Μα ποιος μπορεί να δει λίγο
πιο πέρα, και να προεξοφλήσει τα μελλούμενα! Μπορεί κι αυτό
μια μέρα, να γινόταν! Αυτό της λέγαν οι φωτιές, εκείνη τη
βραδιά…
Κι ο νους της πήγε, τότε, στο Σωτήρη: Το ντροπαλό αυτό
παιδί, πολύ το συμπαθούσε! Ήταν πολύ φιλότιμο, σεμνό, κι
εργατικό! Μια μέρα, καθώς πήγαινε, μπορούσε να προκόψει!
Μπορεί, μια μέρα, ν’ άνοιγε και μαγαζί δικό του!… Σα μάνα
πραχτική, η κυρα-Λένη, ζυγίζοντας τα πράματα με μάτι
καθαρό, – και μολονότι, στην αρχή, τα λόγια των γειτόνων, της
είχανε πραγματικά πικράνει την καρδιά, – τώρα που
καταστάλαξαν οι πρώτες εντυπώσεις, κι αντίκριζε το καθετί
λιγάκι ψυχραιμότερα, δεν της κακοφαινότανε πολύ το να
στοχάζεται, πως το καλό αυτό, δειλό και σοβαρό παιδί, θα
μπορούσε, κάποτε, να γίνει και παιδί της…
Κάποιος, εκείνη τη στιγμή, της έκοψε τις σκέψεις. Ήταν η
κυρα-Γιώργαινα, η πιο παλιά γειτόνισσα, που δε μπορούσε να
σταθεί, χωρίς να κουβεντιάζει:
– Αλήθεια, κυρα-Λέγκω μου, δεν τα ’μαθες τα νέα; Ή τα ’χεις
μάθει, κατεργάρα, πιο μπροστά, και μας κάνεις, τάχα, την
ανήξερη;!…
Η κυρα-Λένη λίγο ξαφνιασμένη, γύρισε το κεφάλι, και την
κοίταξε. Ήταν σκυμμένη χαμογελαστά, με το στόμα κολλητό
στ’ αυτί της, και με χαμηλωμένη τη φωνή, σάμπως να
φυλαγότανε μην την ακούσουν κι άλλοι. Μα γινόταν γύρω τους
μια τέτοια φασαρία, κι είχαν έτσι, όλοι τους, το νου τους στις
φωτιές, που καταντούσαν περιττές αυτές οι προφυλάξεις…

[83]
Η κυρα-Λένη τέντωσε, με προσοχή, τ’ αυτί της: Το ’ξερε πως
η Γιώργαινα, στο βάθος, δεν ήταν μήτε φθονερή, μήτε κακιά
γυναίκα. Ήταν, όμως, φλύαρη κι ανόητη, – και για μερικούς,
και μισοπάλαβη: Κι «από μικρό κι από λωλό μαθαίνεις την
αλήθεια!…».
Τότε, ρώτησε, λοιπόν, κι αυτή, με τη σειρά της:
– Τι θες να ξέρω, κυρα-Γιώργαινα, ελόγου μου; Δεν ξέρω
τίποτα, μαθέ, η κακομοίρα!…
Εκείνη της μισόκλεισε το μάτι:
– «Ο κόσμος το ’χει τούμπανο, και μεις κρυφό καμάρι!» Για
το Σωτηράκι, σου μιλάω, – το Σωτηράκι του Βαλμά, το
τσαγκαράκι, ντε!…
– Και τι θες, εγώ, να ξέρω, κυρα-Γιώρ­γαινα, για το
Σωτηράκι του Βαλμά!…
– Να, πως είναι στα μαχαίρια με το σπίτι του, για την αιτία
που ξαναμιλήσαμε (και τη σκούντηξε, σιγά, με τον αγκώνα!). Ο
κυρ-Παναγιώτης ο Βαλμάς, δεν τα πολυσηκώνει κάτι τέτοια…
Μόλις του το σφυρίξανε στ’ αυτί, κι είδε και τη συντροφιά του
γιου του με το γιόκα σου, πήγε να σκάσει, λεν, απ’ το κακό
του, κι έκανε παρατήρηση του γιου του, που, κι αυτός, δεν τα
πολυσηκώνει, – κι έγινε μεγάλο πατιρντί! Κι επειδής κι η κυρα-
Παναγιώταινα πήρε, κι αυτή, το μέρος του πατέρα, το
Σωτηράκι θύμωσε μαζί τους, και πάνε, τώρα, δεκαπέντε μέρες,
που δεν πατάει το ποδάρι σπίτι του… Μ’ αληθινά, δεν έχεις
μάθει τίποτα;!…
– Μα το Θεό, πρώτη βολά τ’ ακούω απ’ το στόμα σου!
Κι η κυρα-Λένη, που δεν το ’ξερε στ’ αλήθεια, έκανε στον
αέρα το σταυρό της.
– Κι άσε που τα χάλασε και με το μαγαζί του, και τον έχουν
διώξει κι από κείθε! Τι τα θες, τι τα γυρεύεις, κυρα-Λέγκω μου,
άσκημα τα μπλεξίματα, σε τέτοιες ηλικίες, πριν να καλοπήξουν
τα μυαλά… Δεν πιστεύω, πάλε, κυρα-Λέγκω μου, να σου
κακοφαίνουνται τα λόγια μου; Αν είν’ έτσι, να με συμπαθάς!…
– Ίσα ίσα, κυρα-Γιώργαινα μου, έκανες φίνα που μου τα
’πες, για να ξέρω!…
Κι όμως η κυρα-Λένη μελαγχόλησε. Με τις χαζοκουβέντες,
τις αφέλειες, και το κουτσομπολιό της κυρα-Γιώργαινας, – γιατί
όλοι άλλοι τη σεβόντουσαν, και δεν της κάνανε ποτέ τέτοιες
κουβέντες –, η κυρα-Λένη μάθαινε πολλά, και κατατοπιζότανε,
με τρόπο, και λάβαινε τα μέτρα της, ανάλογα, και κείνη… Κι
[84]
αυτό τ’ αποψινό της το μαντάτο, – ο τσακωμός του Σωτηράκη
με το σπίτι του, δεν ήταν νέο, βέβαια, να την καλοκαρδίσει…
Άρχιζαν τ’ αναπόφευκτα μπλεξίματα, οι φαγωμάρες κι οι
παρεξηγήσεις, πριν το πράμα μπει καλά καλά σε δρόμο, κι
από μεριά που δεν το φανταζόταν! Ο κυρ-Παναγιώτης ο
Βαλμάς έδειχνε μ’ αυτό το φέρσιμό του, πως ήταν ένας
βάναυσος, απότομος, και κάπως ασυλλόγιστος πατέρας! Γιατί,
στο κάτω-κάτω, η Ρηνούλα της, μπορεί και να μην ήτανε καμιά
κοπέλα πλούσια, ήταν, όμως, άξια και φρόνιμη, και τίμια, και
νοικοκυρεμένη, που «στόμα είχε, και μιλιά δεν είχε…» Και θα
’τανε τιμή, για τη φαμίλια του, να μπει τέτοια κοπέλα μέσ’ στο
σπίτι τους! Δεν έβλεπε τις άλλες σουρλουλούδες, που σέρναν
τόσους «φίλους», από πίσω τους;! Κι ας μην πούμε τίποτα, και
για την ομορφιά της!…
Όλ’ αυτά τα σκέφτηκε την ίδια τη στιγμή, χωρίς ν’ αποφανεί
στην κυρα-Γιώργαινα, που μια κουβέντα, μόνο, να της έλεγε,
την ίδια μέρα θα τη διαλαλούσε σ’ όλη τη γειτονιά, πέρα για
πέρα. Κι η κυρα-Λένη ήτανε περήφανη, και γνωστική, και
ψύχραιμη γυναίκα…
…Σ’ αυτό το αναμεταξύ, οι φλόγες αναβόσβηναν. Είχε
κοπάσει ο μεγάλος θόρυβος, και τα παιδιά είχαν αρχίσει να
κουράζονται. Ήταν έντεκα, η ώρα, περασμένες. Η Ρηνούλα,
λίγο παραπέρα, κουβέντιαζε σιγά με την Κλειώ. Ο Λάκης που,
τις άλλες τις χρονιές πρωτοστατούσε, πάντα, στις «φωτιές»,
είχε γίνει άφαντος, από πολύ νωρίς…
Η Γιώργαινα, κοντά στην κυρα-Λένη, τον είχε μισοπάρει,
στην καρέκλα της: αν δεν είχε κοιμηθεί, ακόμα θα μιλούσε…
Κι η φωτιά, τώρα, κόντευε να σβήσει: στη θέση της, ένας
σωρός κοκκινισμένα κάρβουνα, εξακολουθούσε να καπνίζει.
Πού και πού, μ’ ένα μεγάλο τρίξιμο, μια δέσμη σπίθες, που
θυμίζαν έκρηξη, έσκαζε δυνατά, σαν πυροτέχνημα, – κι οι
γυναικούλες τρόμαζαν, ολόγυρα, κι έσκυβαν στ’ απειλούμενα
φουστάνια τους, με μιαν ομαδική ανακραυγή!
Το πανηγύρι κόντευε, σχεδόν, να πάρει τέλος…
Σε λίγο πρόβαλε κι ο Λάκης, ολομόναχος. Στην αρχή
κανένας δεν το πρόσεξε, – μόλις, όμως, ήρθε πιο κοντά, και
φάνηκε καλύτερα, στο φως, όλοι το παρατήρησαν πως βάδιζε
τρεκλίζοντας: ήταν ολοφάνερο, πως ήτανε πιωμένος…
Η Ρηνούλα έτρεξε, και του ’δωσε το χέρι της, – κι αυτός της
αποκρίθηκε με μια βαριά βλαστήμια!… Όσοι τον ακούσανε, τα
[85]
χάσανε! Η κυρα-Λένη κέρωσε, κι απόμεινε στη θέση της, έτσι
σα να μην πί­στευε στ’ αυτιά της!
Της Ρηνούλας, της φτωχής, βουρκώσανε τα μάτια: πρώτη
φορά, γινόταν τέτοιο πράμα, να της κακομιλήσει τ’ αδερφάκι
της, και μάλιστα, με τόσο χοντρή λέξη! Γύρισε το κεφάλι της,
με τρόπο, και ξαφνικά, την πήρε το παράπονο…
Με χίλια βάσανα, και με χίλιες προφυλάξεις, μάνα και κόρη
τον τραβήξανε στο σπίτι, και τον καταφέρανε να πέσει στο
κρεβάτι…
…Τώρα, κι οι φωτιές είχανε σβήσει. Και μαζί με τις φωτιές
εκείνες, κι η ευτυχία του σπιτιού της κυρα-Λένης, – μιαν
ευτυχία σχετική, κι αμφίβολη, και κείνη–, όλοι σχεδόν, το
νιώθανε πως έσβηνε, για πάντα…

[86]
VI
ΟΠΟΥ ΠΡΟΒΑΛΛΕΙ ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ ΜΙΑ ΝΕΑ ΓΝΩΡΙΜΙΑ

Ένα βράδυ – τέλη φθινοπώρου, κι έπειτ’ από μια μεγάλη


μπόρα, μιαν αληθινή νεροποντή – η Ρηνούλα, μ’ άλλες τρεις
κοπέλες, – με την Κλειώ, τη Δέσπω και τη Φρόσω –
τρυπωμένες και προφυλαγμένες, μέσα στο βαθούλωμα μιας
πόρτας, που τη σκέπαζε μια τρύπια λαμαρίνα, περίμεναν,
υπομονετικά, τ’ οριστικό σταμάτημα της μπόρας, για να
πάρουν δρόμο για τα σπίτια τους. Μια μικρή στάση της
βροχής, τις είχε ξεγελάσει, κι είχαν φύγει απ’ το μαγαζί, –
μόλις, όμως, έκαναν προς την οδόν Ερμού, οι καταρράχτες τ’
ουρανού ανοίξανε και πάλι, κι έτρεξαν και χώθηκαν στο
κούφωμα μιας πόρτας, αφού, πρώτα, γινήκανε, κι οι τέσσερις,
μουσκίδι! Στριμωγμένες, κι αλληλοσπρωχνόμενες, στο
πρόχειρο εκείνο καταφύγιο – γιατί κι η λαμαρίνα όλο έσταζε, κι
όλο τις ανάγκαζε να παίρνουν άλλη θέση, φλυαρούσαν
δυνατά, κι αλληλοπειραζόντουσαν, με το νευρικό εκείνο κέφι,
που φέρνει κάθε μπόρα ξαφνική, κι έδιναν σκουντιές, η μια
στην άλλη, γελώντας με τον κόσμο που βρεχότανε, και που
τσαλαβουτούσε μέσ’ στις λάσπες είτε πατούσε, σα στραβός,
σε τίποτα νερά…
Καμιά δεν είχε πάρει την ομπρέλα της, γιατί και κανένας δεν
περίμενε τέτοιον ξαφνικό κατακλυσμό! Σχεδόν μέχρι την ώρα
που βασίλεψε είχε κάνει μια περίφημη λιακάδα, – κι έπειτα
συννέφιασε, με μιας, κι η μπόρα ξέσπασε, μ’ αβάσταχτην
[87]
ορμή, μόλις ετοιμαζόντουσαν να φύγουν. Πού και πού καθώς
τις βλέπαν ολομόναχες, περνούσαν μερικοί, και τις πειράζανε,
και κείνες, – ή τουλάχιστον, οι τρεις τους, – δίνανε τις
κατάλληλες, αμέσως, απαντήσεις. Η Ρηνούλα, μόνο, δε
μιλούσε, και μόλις απαντούσε στην παρέα της, σωπαίνοντας
στ’ αστεία τους και τα πειράγματά τους…
Η Φρόσω ήταν μια καινούργια φιλενάδα, μόλις νεοφερμένη
στο κατάστημα. Ήταν λεπτή, ξανθούλα και τσαχπίνα – ίσως
λιγάκι πιο πολύ απ’ ό,τι θα ’πρεπε, – με μάτια γαλανά και
φωτεινά, μεγάλα, πονηρά και παιχνιδιάρικα, και με κορμί
κοντούλικο κι ευκίνητο, που είχε κάτι το γατίσιο, στις κινήσεις.
Αυτή καθόταν σ’ άλλη γειτονιά, κοντύτερη στο μαγαζί, στην
Πλάκα. Τα όσα λέγανε γι’ αυτή, δεν ήταν και περίφημα, – γι’
αυτό, και τ’ άλλα τα κορίτσια, την απόφευγαν, όχι πως ήταν
δα, κι αυτές, τόσο πολύ καλύτερες, μα για να δείξουν, τάχατες,
τη σοβαρότητά τους…
Η Δέσπω κι η Ρηνούλα μολαταύτα – και κοντά σε δαύτες, κι
η Κλειώ – φρόντιζαν να της φέρνουνται καλά και φιλικά, η μεν
Ρηνούλα, δίχως πονηριά, κι από τη φυσική της καλοσύνη, οι
άλλες, πάλι, πονηρά, και μ’ υπολογισμό, μάλλον γιατί
φοβόντουσαν τη γλώσσα της, που, άμα κουρντιζότανε,
γινόταν ψαλιδάκι! Μέσα σε δυο μήνες, ίσα ίσα, που την είχαν
μπάσει στο κατάστημα, είχε πάρει, κιόλας, τα πρωτεία, στα ψι
ψι ψι, και στο κουτσομπολιό! Και γι’ αυτό, την είχανε βαφτίσει
και «γαλιάντρα»!… Μα εκείνη, τετραπέρατη στα τέτοια, και
ξέροντας πολύ καλά τι κρύβανε όλ’ αυτά τα ύπουλα
φερσίματα, κι οι φαινομενικές περιποιήσεις, δε χαρι­ζότανε
καμιάς, και τους τα κοπανούσε, κάθε φορά που της δινόταν
ευκαιρία! Όμως, μπροστά τους έκανε, κι αυτή, την Παναγία,
πετώντας μόνο, πού και πού, κάτι ψιλά λογάκια, που δίχως ν’
αποφαίνεται πως το ’καν’ εξεπίτηδες, τις δαιμόνιζε, μ’ αυτά,
και τις τρομοκρατούσε… Κι όταν της ερχότανε το κέφι της
αυτό, κι ήθελε να πετάξει το φαρμάκι της, δε χαριζόταν μήτε
του θεού – μήτε της δόλιας της Ρηνούλας! Το σύστημα της
ήταν τέτοιο, βλέπετε, – και δε χωρούσανε, σ’ αυτό, χατίρια κι
εξαιρέσεις…
…Η βροχή δυνάμωνε, αντί να λιγοστεύει, κι είχε περάσει
κάπου ένα τέταρτο, που δεν κοτούσαν μήτε να σαλέψουν, μήτε
να ξεμυτίσουν, από κείθε! Ο δρόμος, τώρα, έμοιαζε ποτάμι
φουσκωμένο, που ξεχειλούσε και στα πεζοδρόμια, κι έφκιανε
[88]
κιτρινωπά ρυάκια, στις παρόδους! Το χώμα, μουσκεμένο
ξαφνικά, έπειτα από μήνες ξηρασίας (δεν είχε μπει η
άσφαλτος, ακόμα), μοσκοβολούσε δυνατά, θυμίζοντας λιβάνι…
Και τότ’ εκεί, στο στρίμωγμα, και την αδημονία, που τις είχε
πιάσει, και τις τέσσερις, με την ατελεύτητη βροχή, από μιαν
ασήμαντην αιτία, ενώ γελούσαν κι έπαιζαν, και πείραζαν τον
κόσμο, – άναψ’ ένας άξαφνος κι αλλόκοτος καβγάς, που πήρε
διαστάσεις τσακωμού, μεταξύ της Φρόσως και της Δέσπως,
εξαιτίας μιας κουβέντας, τάχα, που, αυτή η τελευταία, είχε πει,
από κακία, στην Κυρία-Πολυξένη! Η Δέσπω θύμωσε με την
επιμονή της, να θέλει, σώνει και καλά, να την κατηγορεί, ενώ
δεν είχε πει τέτοια κουβέντα, όπως υποστήριζε τουλάχιστον…
Κι η λογομαχία πήρε δρόμο, παρ’ όλες τις προσπάθειες των
άλλων, να τον αποσοβήσουν, πριν ξεσπάσει…
– Αμή την ξέρω, δα, κυρα-κοντέσα, και τη δική σου
παστρικιά γλωσσίτσα! φώναξε η Φρόσω, κατακόκκινη, κι
έτοιμη ν’ αρχίσει τις βρισιές, και να προκαλέσει φασαρία. Αλλά
κι η Δέσπω, τώρα, δεν κρατιόταν, – κι αν δεν ήταν η βροχή, να
πνίγει τις φωνές τους, σίγουρα θα τις άκουγε κι ο κόσμος που
περνούσε…
Η Ρηνούλα θέλησε να πει, και κείνη, κάτι, – κι όπως
συνήθως γίνεται, σ’ αυτές τις περιστάσεις, η Φρόσω, δίχως να
σταθεί, παράτησε την άλλη, κι αλλάζοντας το στόχο της, την
έβανε μπροστά:
– Εσύ να κάτσεις εκειδά που κάθεσαι, κι ας λείπουνε τα
δικηγοριλίκια σου! Δεν κοιτάς τα χάλια σου, καλύτερα, που
’χεις γίνει καταντίπ ρεζίλι και σ’ έχουνε για νούμερο, με τα
καμώματά σου! Σα δε ντρέπεσαι που βγαίνεις και στον κόσμο!
Να ’μουνα στη θέση σου, καημένη, θα πάγαινα στο Φάληρο, να
πέσω να πνιγώ!..
Η Ρηνούλα χλόμιασε, κιτρίνισε, – κι έπειτα κοκκίνισε, με
μιας, σάμπως να την αγγίξανε με σίδερο καυτό! Της φάνηκε,
μέσ’ στην απόγνωσή της, πως πια δεν τη βαστούσανε τα
πόδια της, πως ένα βήμα να ’κανε θα γκρεμιζότουν χάμω…
Δεν τόλμησε να πει καμιά κουβέντα, μόνο τρεμουλιάζανε τα
χείλη της, σα να ’θελε να πει, και δε μπορούσε… Μα η Φρόσω
είχε πάρει τον κατήφορο, και δεν είχε πια σταματημό:
– Μόνο για μένα ξέρετε ν’ ανοίγετε τη γλώσσα σας, και να
μιλάτε, στην Κυρία-Πολυξένη! Τις δικές σας τις πομπές,
θαρρείτε δεν τις ξέρουμε! Και συ, δα, η μυγιάγγιχτη και
[89]
χαμηλοβλεπούσα, που μας κάνεις, τάχατε, την
ουρανοκατέβατη, τις ξέρουμε και σένανε τις
μουρνταροδουλειές σου. Μου θέλει φίλο, βλέπεις, κι η κερά!
Και κείνος, όμως, έννοια σου, πολύ που σε λογάριασε!
Μεθοκοπάει με τον αδερφό σου, και σένα, μήτε που σου δίνει
σημασία! Σε γράφει στα παλιά του τα παπούτσα!...
Και ξεκινώντας μέσα στη βροχή, αφού ξεθύμανε, κι έβγανε
όλο τ’ άχτι της, έφυγε, χασχαρίζοντας προσποιητά κι
αδιάντροπα και χάθηκε σ’ ένα στενό, βουτώντας μέσ’ στις
λάσπες…
Οι τρεις κοπέλες έμειναν βουβές και σαστισμένες. Έπειτα,
χωρίς να πούνε λέξη, μόλις η μπόρα κόπασε κομμάτι, βγήκαν
απ’ τον κρυψώνα τους, προχώρησαν μ’ απόφαση, και πήραν
δρόμο, βιαστικά, προς την ανηφοριά, κόβοντας μέσ’ από τον
κήπο των Μουσών, – απ’ την παλιά, την πέτρινη, κιτρινισμένη
σκάλα.
Η Ρηνούλα βάδιζε, και κείνη, σαν αυτόματο, και μόλις
συγκρατώντας τους λυγμούς της. Τόσο σκληρά, χυδαία κι
απερίφραστα, κανένας, ως εκείνη τη στιγμή, δεν έτυχε ποτέ να
της μιλήσει, – κι αυτό την έκανε να νιώσει, ξαφνικά, όλη την
ωμήν αναλγησία, που είναι ικανή, χωρίς συμφέρον, να κλείσει
μια ανθρώπινη σιχαμερή ψυχή!
Μα κείνο που της έκανε την πιο βαθιάν εντύπωση, ήταν το
πως, οι δυο της φιλε­νάδες, – τόσο η Κλειώ, όσο κι η Δέσπω –
δεν την υπερασπίσθηκαν καθόλου κι ούτ’ έδειξαν, ως τη
στιγμή που χώρισαν, τη φυσικήν εκείνην αγανάκτηση, που,
αυτή, πε­ρίμενε να δείξουν, μπροστά σε τέτοιαν άδικην
επίθεση, και τόσο βδελυρά υπονοούμενα, σαν αυτά που, μ’
όλο της τον άκριτο θυμό, της πέταξε κατάμουτρα η Φρόσω!
Αυτό την πλήγωσε ακόμα περισσό­τερο κι απ’ το σκληρό
φέρσιμο της Φρόσως…
Βάδιζαν χωρίς μιλιά, κι αμήχανα κοντά της, και μοναχά την
ώρα που θα χώριζαν, της είπαν κάποια λόγια μασημένα που
της φάνηκαν σαν παρηγοριές! Κι όταν η μητέρα της την είδε
ξαναμμένη, με φλογισμένα μάγουλα και μάτια δακρυσμένα, και
με κομμένη την πνοή, τη ρώτησε τι έχει, εκείνη είπε : «Τίποτα,
καλέ!», και χαμογέλασε…
Μα πλάγιασε με πυρετό, εκείνη τη βραδιά, κι έμεινε δέκα
μέρες στο κρεβάτι. Κι όλοι είπαν, ως κι οι δυο της φιλενάδες,
πως ίδρωσε, με τη βροχή, και κρύωσε, – ποιος ξέρει…
[90]
VII
ΜΙΑ ΜΑΥΡΗ ΚΙ ΕΡΗΜΗ ΒΡΑΔΙΑ,
ΚΑΗΜΟΥ ΚΑΙ ΠΥΡΕΤΟΥ…

Πέρασ’ ένας μήνας από τότε. Η ξαφνική αρρώστια της


Ρηνούλας, όσο κι αν ήταν σύντομη, κι όχι πολύ βαριά, είχε το
σχετικό της τον αντίκτυπο, και στο νοικοκυριό της κυρα-Λένης.
Ξόδεψε, κιόλας, μερικές οι­κονομίες της, όχι τόσο στο γιατρό,
που ήταν γνώριμος, – ένας άνθρωπος λαμπρός, και γείτονας,
πονόψυχος,– όσο σε γιατρικά, και σ’ άλλα τέτοια, που
απαιτούσε η κατάστασή της,– δίαιτα ορισμένη, και λοιπά. Γιατί
δεν ήταν μοναχά, αυτές οι δέκα μέρες, που η Ρηνούλα είχε
μείνει στο κρεβάτι, αλλά κι η βραδύτατη ανάρρωση, κι οι
κατοπινές περιποιήσεις, τα δυναμωτικά, που της διόριζαν,
έτσι που ήταν εξασθενημένη, και χρειαζότανε καιρό, για ν’
αναλάβει. Ο γιατρός το δήλωσε, με τρόπο: Αυτός ο πυρετός
δεν ήταν τίποτε, και θα περνούσε, μετά λίγες μέρες, – αλλά
χρειαζόταν προσοχή, και περιορισμοί, και προφυλάξεις, για τη
γενική κατάστασή της, που του ’δινε πολλές ανησυχίες, κι
ήταν ανάγκη το κακό να προληφθεί! Δεν τα ’πε, βέβαια, με
τόσο χοντρά λόγια, – όμως αυτό, σχεδόν, υπονοούσε με τις
πολλές συστάσεις του, και τις περιστροφές του!.. Κι επειδή η
κυρα-Λένη τρόμαξε, κι έδειξε ταραχή, σ’ αυτά τα λόγια, άλλαξε
τόνο, χαμογελαστά, και γύρισε, και το ’ριξε στ’ αστεία… Και
[91]
θέλησε κάτι να πει και για «αισθηματάκια», που κάποιες
ερωτόληπτες κι ευαίσθητες κοπέλες, τα παίρνουν κάπως πιο
πολύ στα σοβαρά, – κι αυτό έχει αντίκτυπο στ’ ασθενικά τους
νεύρα, και τους κλονίζει την καρδιά, και τον οργανισμό :
– Εμείς γεράσαμε, καλή μου κυρα-Λένη, και δεν τα
πολυνιώθουμε, και τόσο, τα παιδιά μας! Μακάρι να ’μαστε
παιδιά, στην ώρα μας, κι εμείς, να μας πονεί κομμάτι το
δοντάκι, κι ας παθαίναμε, κι εμείς, τα ίδια και χειρότερα…
Και φιλικά, και θαρρετά, της χτύπησε την πλάτη…
Τέτοια ήταν η αρχή, και το πρωτοφανέρωμα, της μυστικής
αρρώστιας της Ρηνούλας. Ένα σβήσιμο αργό κι
απροσδιόριστο, όλων των ζωικών λειτουργιών, ένα βαθύ και
βαθμιαίο γκρέμισμα των ίδιων, λες, των βάθρων της ζωής,
ένας βραδύς, επίμονος, μοιραίος μαρασμός, που τη ρουφούσε
και την εξαντλούσε, σιγά σιγά και μέρα με τη μέρα, σαν κάποιο
ράγισμα κρυφό σ’ ένα λεπτό γυαλί, που απ’ αυτό, το λάδι της
ζωής, έφευγε, τώρα, ύπουλα κι αδιάκοπα, στάλα προς στάλα,
και παν­τοτινά!
Ο γιατρός, από την πρώτη του διάγνωση, δεν είχε πέσει
όξω στις προβλέψεις του. Τα βελουδένια μάγουλα, τα δροσερά
κι αφράτα, που θύμιζαν ακόμα χτες, ροδάκινα και ρόδα, είχαν
χλομιάσει, κι είχαν βαθουλώσει, κι είχαν πάρει τη στεγνή
στιλπνότητα του φιλντισιού, και του κεχριμπαριού! Τα
φλογερά, τα ζωηρά, μεγάλα μαύρα μάτια, με τις δειλές δειλές
αναλαμπές, κάρφωναν, τώρα, μελαγχολικά, τις κουρασμένες,
άτονες κι ακίνητες ματιές τους, που δε ζητούσαν άλλο, λες,
παρά να βασιλέψουν! Το ίδιο και τα κόκκινα, γιομάτα αίμα,
χείλη, που ήταν, άλλοτε, πηγή κελαρυστή, κι έβλεπες όλη τη
ζωή, να σφύζει, στη θωριά τους, δεν είχαν πια τη δύναμη να
παραπονεθούν, κι είχαν μιαν έκφραση πικρή, κομμένου
λουλουδιού, που δεν ελπίζει τίποτε, δεν περιμένει τίποτε, μα
μοναχό, λιποψυχεί και φθίνει στο ποτήρι …
Ήταν βραδιές, που δε μπορούσε να μιλήσει. Άλλες στιγμές,
τα μάτια της φωσφόριζαν αλλόκοτα, – κι έπειτα τα ξανάπαιρνε
μια παγερή γαλήνη, – γαλήνη πέτρινη ματιών που πρέπει να
πεθάνουν…
Κι έν’ άλλο βράδυ, φεύγοντας από το μαγαζί, πριν να
σκολάσουν τ’ άλλα τα κορίτσια, τράβηξε μόνη την οδόν Ερμού,
και προσπερνώντας την πλατεία του Συντάγματος – βρεμένη,
τη στιγμήν εκεί­νη, κι έρημη – ανέβηκε τον κήπο των Μουσών,
[92]
και βάδισε προς τη Δεντροστοιχία. Έμοιαζε με φθινόπωρο
πολύ προχωρημένο. Οι πιπεριές ανάδιναν, από την υγρασία,
μια δυνατή, βαριά μοσκοβολιά, κι έγερναν όλες, στη σειρά, τα
κρεμαστά κλωνάρια τους, σ’ όλο το μάκρος της βουβής και
πένθιμης αλέας, και της χαϊδεύαν το ζεστό, γερμένο μέτωπό
της, – κι εκείνη έσκυβε στο κάθε άγγιγμά τους, με ξαφνική
μικρήν ανατριχίλα. Ένα φεγγάρι, πράσινο, μεγάλο, πελιδνό,
μπαινόβγαινε, κάθε στιγμή, στα συναγμένα σύννεφα, που
κάλπαζαν ακάθεκτα, σαν αφηνιασμένα. Και το τοπίο, μ’ όλ’
αυτά τα φωτοσκοτεινιάσματα, και τις πολύ γοργές εναλλαγές,
άλλαζε, κάθε δευτερόλεπτο, μορφή, κι αποκτούσε, διαρκώς,
και νέες σημασίες, που, μέσ’ στην ταραχή της, η Ρηνούλα, δεν
πρόφταινε, καλά καλά, να δει και να συλλάβει! Εκείνη βάδιζε,
θαρρείς γραμμή, προς το σκοπό της, – όμως χωρίς,
πραγματικά, να ξέρει πού πηγαίνει… Προχώρησε στο
Ζάππειο, στην έρημη πλατεία, που δεν υπήρχε ζωντανή ψυχή.
Δε βρήκε παρά κάποιο χωροφύλακα, που βλέποντας την έτσι
μοναχή, γύρισε πίσω, στη μεγάλη σκάλα, και πέρασ’
επιδειχτικά, σφυρίζοντας, μπροστά της. Τότε, κι αυτή,
κατέβηκε τη σκάλα, και κάνοντας στροφή προς τις Κολώνες,
προχώρησε, ξανά, στη Λεωφόρο, μέσ’ απ’ την Πύλη του
Αδριανού, κι έστριψε κάτω, κι έπειτα προχώρησε κατά το
δρόμο του Νεκροταφείου. Είχε μπροστά τα μάτια καρφωμένα,
και προχωρούσε σταθερά, τυφλά, σαν υπνοβάτης. Είχε
ριγμένη πρόχειρα μια σάρπα στα μαλλιά της, που σχεδόν της
έκρυβε το πρόσωπο, σα βέλο. Δεν είχε βρει ψυχή, στο
πέρασμά της, ή κι αν βρήκε, δεν την είχε δει… Θυμόταν, μόνο,
κάποιον εφιάλτη, που την κυνηγούσε, στ’ όνειρό της, πολύ
συχνά, κι από πολύν καιρό, και με τυραννικήν επιμονή: Ήταν
σα μιαν απέραντη στοά, σαν από μάρμα­ρο, που δε φαινόταν
από πού δεχότανε το φως της, – ένα φως ακίνητο, και παγερό,
και πένθιμο, σαν από γλόμπους δυνατούς, κι όμως, πολύ
χλομούς, μιας μαγικής κι αόρατης σειράς ηλεκτρικών. Κι η
αχανής αυτή στοά, δεν είχε, θαρρείς, τέλος! Και πόσον καιρό
βάδιζε, δεν ήξερε κι αυτή!
Ίσως και να ’ταν εκεί μέσα γεννημένη! Και πού και πού,
περνούσαν, δίπλα της, σκιές, – κάποιοι σκυμμένοι άνθρωποι,
βου­βοί και βιαστικοί, – κι όλο το πλήθος των γοργών αυτών
σκιών, θαρρείς κι όλο ζητούσε κάτι να ’βρει, κι έψαχνε, και
γυρνούσε, μ’ αγωνία, κι όλο και κοιταζόντουσαν ο ένας με τον
[93]
άλλον, αλλά δεν ήτανε ποτέ, το πρόσωπο που γύρευαν, κι
έφευγαν πάλι, κι έσκυβαν να δουν τους παρακάτω… Κι αυτό
το πράμα εξακολουθούσε, πάντα με την ιδίαν αγωνία, – και δε
μπορούσε πια να σταματήσει, γιατ’ ήταν, λέει, το γραφτό τής
Μοίρας τέτοιο, ποτέ, κανένας, να μη βρίσκει ό,τι θέλει, κι όλο
να ψάχνει, τραγικά, χωρίς διακοπή, και μέχρι συντελείας των
αιώνων! Και ξυπνούσε, πάντα, τρομαγμένη, με το κορμί
λουσμένο στον ιδρώτα… Κι άλλες φορές, καθώς ξανακοιμόταν,
έβλεπε κι ένα είδος συνεχείας: Ήταν ένας κήπος σκοτεινός,
που θύμιζε τον κήπο των Μουσών, – αλλά πολύ αλλιώτικος,
καθώς συμβαίνει στ’ όνειρο, με δέντρα πιο πυκνά, και πιο
παράξενα, και με δρομάκια πιο στενά, και πιο μυστηριώδη!
Και μέσ’ στον κήπο τον αλλόκοτον αυτό, γινόταν, πάλι κι
ακριβώς, το ίδιο πράμα: κάποιες σκιές, κι εκεί, όλο
περνούσαν, με νευρικές, σπασμωδικές κινήσεις, κι όλο
γυρεύανε, κι εκεί, κάποιον να βρουν, να βρουν εκείνο που δε
βρίσκεται ποτέ, γιατί και δεν υπάρχει πουθενά…
Κι απόψε τα θυμάται, όλ’ αυτά, βαδίζοντας προς το
Νεκροταφείο! Γιατί, γιατί να τα θυμάται, όλ’ αυτά;… Το μυαλό
της μένει σαστισμένο, χαμένο μέσα στ’ άλυτα προβλήματα της
ίδιας της ζωής, και της Ζωής! Δεν ξέρει τι σημαίνουν όλ’ αυτά,
– κι όμως τα νιώθει, με βαθιές, μεγάλες σημασίες… Και
προχωρεί προς το Νεκροταφείο, προς τα τελευταία
μαρμαράδικα της σκοτεινής οδού της «Αναπαύσεως»… Μια
χοντρή στάλα, ξαφνικά, της χτύπησε το μάγουλο. Και σε λίγο,
κι άλλες, πιο πυκνές. Ένα ρίγος ξαφνικό τής έτρεξε στην
πλάτη. Σφίγγει τη σάρπα, στο λαιμό της, νευρικά, και κοιτάζει
γύρω της, με τρόμο. Τα μεγάλα μαρμαρένια μαυσωλεία, που
τριγυρίζουν, άφωνα κι επίσημα, την είσοδο, θαρρείς και την
κοιτάνε, παγερά, – ζωντανή, αυτή, στη χώρα των νεκρών…
Τώρ’ ακούγονται οι στάλες της βροχής, να πλαταγίζουν,
ρυθμικά, στο χώμα και στα φύλλα. Δεν ξέρει τι σημαίνουν όλ’
αυτά! Τι την έχει φέρει, ως εδώ;… Προσπαθεί να θυμηθεί, κι η
σκέψη της θολώνει! Και μέσ’ στο γενικό αυτό ναυάγιο της
αναστατωμένης της διάνοιας, μια μένει, τώρα, μοναχή, στα
βάθη του μυαλού της: «Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΕ ΘΑ Μ’ ΑΓΑΠΗΣΕΙ! Ο
ΣΩΤΗΡΗΣ-ΔΕ-ΘΑ-Μ’ ΑΓΑΠΗΣΕΙ!…».
Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΕΝ ΤΗΝ ΑΓΑΠΟΥΣΕ!…
Χωρίς να νιώθει τη βροχή, που πέφτει σιγανά, φτάνει
μπροστά στη σιδερένια πόρτα, και με τα δάχτυλά της
[94]
γαντζωμένα, ακουμπάει στα βρεμένα σίδερα το
καταφλογισμένο μέτωπό της. Μένει ακίνητη, εκεί, χωρίς να
βλέπει τίποτε, με τα μάτια κάπου καρφωμένα, ίσια, μπροστά,
στα βάθη της αλέας, σαν η ματιά της να τρυπούσε το σκοτάδι,
και περνώντας μέσ’ από τους τάφους, τα μαύρα κυπαρίσσια
και τ’ αγάλματα, να κοίταζε, δεν ξέρω τι, που μόνον αυτή το
’βλεπε, κι από την άλλη τη μεριά του κήπου, και του τοίχου…
Πόσες ώρες έμειν’ εκεί πέρα; Το μέτωπό της έσταζε, τα
χέρια της γλιστρούσαν! Δεν ήταν παρά δυο μεγάλα μάτια, δυο
μεγάλα μάτια, που κοιτούσαν…
Κάποια στιγμή, με μουσαμά, και με κουκούλα, και μ’ ένα
κλεφτοφάναρο στο χέρι, πρόβαλε κάποιος φύλακας, που
επιθεωρούσε. Στην αρχή, καθώς περνούσε, δεν την πρόσεξε.
Μα καθώς πήγαινε να στρίψει στη γωνιά, ξαφνικά την είδε, και
σταμάτησε. Έπειτα ήρθε πιο κοντά, με κάποιο δισταγμό,
σήκωσε το φανάρι του ψηλότερα, και ρίχνοντας της το φακό,
της φώτισε το πρόσωπο. Δεν είδε παρά δυο μεγάλα μάτια,
παγερά κι ακίνητα κι ανέκφραστα, δυο μεγάλα μάτια
πεθαμένα…
– Τι θες εδώ; της λέει. Ποιον γυρεύεις;..
Κι επειδή εκείνη δε μιλούσε, με σκληρή φωνή, την
ξαναρώτησε:
– Εσένα λέω, δε μιλάς; Τι θέλεις εδώ πέρα;…
Ήταν ένας άνθρωπος μεσόκοπος, αδύνατος, που κούτσαινε
κομμάτι. Μην παίρνοντας απόκριση, και πάλι, και
συνηθισμένος, από χρόνια, σ’ όλα τα θλιβερά και τα παράξενα
της πελατείας του κοιμητηρίου, κατέβασε το φως του, και
τραβήχτηκε μ’ ένα βαριεστημένο χωρατό:
– Κάθου και βρέχου, το λοιπόν, κυρά μου ακατάδεχτη! Μα
θαρρώ πως γρήγορα θα ρθεις, και συ, παρέα! Λίγα είναι τα,
θαρρώ, και σένα, τα ψωμιά σου!…
Κάτι μουρμούρισε, ακόμα, μέσ’ στα δόντια του, ξερόβηξε,
και μπήκε, πάλι, μέσα, κουνώντας το κεφάλι, και
κουτσαίνοντας…
Κι έμεινε, και πάλι, καταμόναχη. Η βροχή δυνάμωσε, και
κόπασε, κι έπειτα, με μιας ξαναδυνάμωσε…
…………………………………………………………………………..

Κόντευε, σχεδόν, να ξημερώσει, κι η Ρηνούλα, σα στοιχειό,


ήταν, ακόμα, μπροστά στην πόρτα του Νεκροταφείου…
[95]
VIII
ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ, ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΙ,
ΚΙ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ…

Κανείς δεν έμαθε, ποτέ, πώς γύρισε στο σπίτι! Αλλ’ ούτε και
πού πέρασε τη νύχτα! Κανείς δεν το ’μαθε, κι αυτό, – μόνον
εμείς, κι εκείνη…
Γύρισε, για να πέσει στο κρεβάτι, κι όχι τούτη τη φορά για
δέκα, μόνο, μέρες. Σ’ όλες τις ερωτήσεις των δικών της –πότε
σκληρές, κι απότομες, κι επίμονες, και πότε στοργικές και
τρυφερές – χαμήλωνε περίλυπα τα μάτια, και σφράγιζε, μ’
απόφαση, τα χείλη, ή ξέφευγε με μερικές αοριστολογίες.
Ούτε κι η μητέρα της η ίδια, δε μπόρεσε, σαν έμεναν
μονάχοι, με το καλό, ή και με το κακό, να την κάνει, μια φορά,
να πει το «μυστικό» της! Κι όμως, και ποιος δεν το ’ξερε, το
«μυστικό» αυτό! Όλοι το συζητούσανε, κρυφά και φανερά, –
μόνον εκείνη δεν τ’ ομολογούσε…
Κι ο Σωτήρης; – θα μου πείτε τώρα! Τι έκανε, του λόγου του,
σ’ αυτό το μεταξύ; Ο Σωτήρης είχε πεισματώσει, με τις φή­μες
που κυκλοφορούσαν, κι είχε κλειστεί, κι εκείνος, στο καβούκι
του, – και στον παραμικρόν υπαινιγμό, που του ’καναν οι φίλοι
του, και κάποτε κι οι ξένοι, ή απαντούσε με θυμό, και
βλαστημούσε, κι έβριζε, ή το ’ριχνε στα χωρατά, κι άλλαζ’,
ευθύς, κουβέντα! Αν ήταν άλλος, βέβαια, στη θέση του, μπορεί,
μ’ αυτό το σούσουρο, και να κολακευόταν, και μάλιστα να το
[96]
’παιρνε κι απάνω του, και να καμάρωνε, κι αυτός, σα γύφτικο
σκεπάρνι! Μα ο Σω­τήρης ήταν άλλος άνθρωπος: φύση
κλειστή, και σκοτεινή, κι αλλόκοτη, κι εκείνος, δεν ανεχόταν,
έτσι, δίχως λόγο, με το στανιό, να βγαίνει τ’ όνομά του! Κι
εξάλλου, να το πάρουμε κι αλλιώς, ήτανε τόσο φίλοι με το
Λάκη, που τον αγαναχτούσε να του λένε πως τα ’χει φκιάσει με
την αδερφή του! Το ’παιρνε σαν είδος προσβολή, που δε
δεχόταν το φιλότιμό του…
Ο Λάκης, πάλι, το ’παιρνε με το δικό του τρόπο: Λυπόταν,
φυσικά, την αδερφή του, βλέποντας την έτσι, ν’ αργοσβήνει, –
αλλά και τον δαιμόνιζε, συγχρόνως, η σκέψη πως τον έκανε
ρεζίλι! Κι αυτό το τελευταίο υπερίσχυε κάθε καλοσύνης και
συμπόνιας! Της φερνόταν άσκημα κι απότομα, παρά το
μαλακό του φυσικό, το τρυφερό, και το πονετικό…
Η πιο αξιολύπητη, σ’ αυτή την ιστορία, ήταν η καημέν’ η
κυρα-Λένη: Είχε πλάσει, βλέπετε, κι εκείνη, τ’ όνειρό της, –κι
αντίς για κείνα που περίμενε να δει, έβλεπε τη συμφορά που
ζύγωνε στο σπίτι της, χωρίς καμιά διαφυγή, μοιραία κι
αναπότρεπτη! Παρακαλούσε το Θεό «ναν τήνε λυπηθεί, και να
την πάρει πριν απ’ το παιδί της»! Έκανε τάματα, μπροστά
στην Παναγιά, να μην την αξιώσει, στα στερνά της, να πιει και
τούτο το πικρό ποτήρι…
Ο γιατρός, – ο πρόθυμος, καλόκαρδος κι υποχρεωτικός
εκείνος γείτονας, που «ο Μεγαλοδύναμος, κι η Χάρη Της, ναν
της κόβει χρόνια, ναν του δίνει»,– κάθε στιγμή μπαινόβγαινε
στο σπίτι τους, γιατί τους πονούσε σα δικούς του, και
προπάντων τη φτωχιά την κυρα-Λένη, την ηρωικήν αυτή
γυναίκα, με την αλύγιστη ψυχή, και τη χρυσή καρδιά, που με
τόσα βάσανα, και τόσες στεναχώριες, είχε μεγαλώσει τα
παιδιά της, και τη στιγμή που πάγαινε κομμάτι ν’ ανασάνει,
την είχε βρει τέτοιο κακό, μεγάλο κι απροσδόκητο, που, αν
ίσως δε γινόταν κάποιο θαύμα, Κύριος οίδε με τι τρόπο θα
ξεμπέρδευε…
Ο Σωτήρης δεν πατούσε πια το πόδι του, όχι στο σπίτι,
μοναχά, της κυρα-Λένης, αλλ’ ακόμα και στη γειτονιά, και στο
καφενεδάκι του κυρ-Χρήστου. Ήταν καιρός, που τα ’χε κόψει,
όλ’ αυτά, και σύχναζε στις άλλες γειτονιές, πότε στο Κολωνάκι,
στη Νεάπολη, και πού και πού, και στη Δεξαμενή, και πότε στο
Θησείο, στα Πετράλωνα, – τη γειτονιά του την παλιά, καθώς
και του Βαγγέλη, – πάντα πιστή κι αχώριστη παρέα με το
[97]
Λάκη. Οι παλιές του συντροφιές τον είχαν χάσει, και μερικοί,
απ’ τους παλιούς του φίλους, που ξέρανε το λόγο το βαθύτερο,
της σκόπιμης του αυτοεξορίας, και που δεν έκαναν χωρίς τη
συντροφιά του, τον κυνηγούσανε στις ξένες γειτονιές. Κι αυτός,
κι ο Λάκης, έπιναν πολύ, και γύριζαν αργά στη γειτονιά τους.
Αλλά κι ο Λάκης έμοιαζε σαν ξένος πια στο σπίτι του. Του
κάκου η καημένη κυρα-Λένη, τον εξόρκιζε να φέρνεται
καλύτερα και πιο πονετικά στην αδερφή του: Τι του ’φταιγε, το
δόλιο το κορίτσι, για να την αποπαίρνει τόσο βάναυσα! Δεν
έβλεπε το χάλι της και το κατάντημά της; Ή μήπως το ’θελε, κι
αυτή, να γίνεται ρεζίλι και να χασκογελούν με τ’ όνομά της! Ή
μήπως και φανέρωνε τη λύπη της, και το παράπονό της, σε
κανένα; Εκείνο το φτωχό, απ’ τη ντροπή του, κόντευε να χαθεί
και να πεθάνει, – δεν ήξερε πού να κρυφτεί, να μην τη βλέπει
μάτι! Όχι, δεν έκανε καλά να την αποπικραίνει… Δεν της
έφτανε, μαθές, το βάσανο της, μόν’ έπρεπε, κοντά σ’ αυτό το
φλογε­ρό μαράζι, να ’χει και το δικό του τον καημό, με την
κακή του συμπεριφορά, και τις πειραχτικές του τις κουβέντες,
είτε και με την άστοργην, ακόμα την παγερή του αδιαφορία,
που σίγουρα, την πλήγωνε κατάκαρδα, κι εκείνη! Ο Λάκης,
όμως, και στην ίδια τη μητέρα του, αντιμιλούσε, τώρα,
θυμωμένα, λέγοντάς της πως, κι εκείνη, έφταιγε, με την
ανεχτική διαγωγή της, γι’ αυτό τον ξεπεσμό της αδερφής του, –
κι αντίς να δίνει συμβουλές σ’ αυτόν και να συγχύζεται, θα
’κανε καλύτερα να της τα κοπανούσε, μόνο την είχε πώς και τι,
μη στάξει και μη βρέξει!… Κι έτσι στο σπιτικό της κυρα-Λένης,
έπειτ’ απ’ την απόλυτην ομόνοια και την αγάπη και την
ησυχία, που τόσα χρόνια στη σειρά κρατούσε μεταξύ τους, –
σάμπως να το ’χε, ξα­φνικά, βαρέσει μια κατάρα, είτε βασκάνει
κάποιο κακό μάτι, βασίλευε τους λίγους τούτους μήνες μια
τραγική κι αφόρητην ασυνεννοησία…
Κι έτσι με βήματα γοργά και σταθερά, το δράμα, τώρα,
βάδιζε στη φυσική του λύση…
Μέσ’ στη φτωχική την καμαρούλα με το τρεμουλιαστό της
καντηλάκι, η Ρηνούλα, βήχοντας κι αμίλητη είτε βογκώντας και
παραμιλώντας, περνούσε, μέσ’ στα χάδια της μητέρας της, τις
τελευταίες μέρες της ζωής της! Η κυρα-Γιώργαινα, με την κυρα-
Κωστούλα, – κι εκείνη, μια πονόψυχη κουμπάρα, – μαζί με
κάνα δυο γριές γειτόνισσες, δεν έλειπαν απ’ το προσκέφαλό
της. Αλλά κι η Κλειώ, η φιλενάδα της, ερχόταν κάθε μέρα και
[98]
την έβλεπε και της βαστούσε συντροφιά τα βράδια, μόλις
παρατούσε τη δουλειά της, – πότε μονάχη, πότε με τη Δέσπω.
Κι ένα βράδυ, μόλις είχε βασιλέψει, ήρθε μαζί της κι η Κυρία-
Πολυξένη. Την αγαπούσε τόσο τη Ρηνούλα, και της ήταν
κιόλας τόσο απαραίτητη – η πιο καλή τεχνίτρα της, το φώναζε
– κι ήτανε τόσο στενοχωρημένη, που δεν ήξερε κι εκείνη τι να
κάνει, και πώς να δείξει τη συμπάθειά της: Το ’χε δηλώσει,
εξαρχής, στην κυρα-Λένη, να μη νοιάζεται καθόλου για τα
έξοδα, και πως αυτή θα φρόντιζε για όλα – κι η κυρα-Λένη,
κλαίγοντας, της φίλησε τα χέρια…
Κι ένα βράδυ, ήρθε κι ο Σωτήρης! Ήρθε δειλά δειλά και
μουδιασμένα, συνεσταλμένος κι άλαλος, σαν ένοχος! Το ’χε
πια, κι ο ίδιος, καταλάβει, πως είχε χρέος, για τα μάτια των
γειτόνων, μα και για τη δική του συνείδηση, να περάσει, να
ρωτήσει για την άρρωστη… Μόλις η κυρα-Λένη τον αντίκρισε,
δε βάσταξε, κι αρχίνησε τα κλάματα! Τον έμπασε στη διπλανή
την κάμαρα, μην ξέροντας κι εκείνη τι να κάνει: Να τον φέρει
μέσα, να τη δει ή ν’ αποφύγει τη συνάντησή τους; Ανήσυχη κι
αμήχανη, κουβέντιασε μαζί του, με λόγια τυπικά και λυπημένα.
Κι εκείνος, είπε λίγα λόγια τυπικά, λόγια παρηγοριάς,
συνηθισμένα. Ο Λάκης τον περίμενε απόξω, μη θέλοντας
καθόλου να φανεί, γιατί, κι αυτός, δε θα ’ξερε τι στάση να
κρατήσει…
Η κυρα-Λένη, όμως, τ’ αποφάσισε:
– Θέλεις να μπεις, να τήνε δεις; τον ρώ­τησε δειλά.
Κι εκείνος αποκρίθηκε, σηκώνοντας τους ώμους:
– Ξέρω και ’γω! Μπας και κοιμάται και δεν κάνει;…
– Μια στιγμή, μονάχα ναν τη δεις.
Και τρέμοντας απ’ την ανησυχία, άνοιξε την πόρτα, και τον
έμπασε. Η Ρηνούλα, με κλειστά τα μάτια, έδειχνε την
εντύπωση πως ήταν κοιμισμένη. Κι όταν, αυτός, στις μύτες
των ποδιών, προχώρησε, και στάθηκε μπροστά της, άνοιξε τα
μάτια και τον κοίταξε. Τον κοίταξε κατάματα κι ανέκφραστα, μ’
έναν τρόπο, σα να μην τον γνώρισε, – κι έπειτα τα ξανάκλεισε,
σαν αποκαμωμένα…
Η κυρα-Λένη έσκυψε, και χάιδεψε το μπράτσο της:
– Ο Σωτήρης είναι, μάτια μου! της λέει. Ο Σωτήρης, ήρθε να
σε δει!…
Άνοιξε τα μάτια της ξανά, και τώρα μόλις έδειξε πως τον
αναγνωρίζει. Οι κόρες τους μεγάλωσαν, μεγάλωσαν,
[99]
απλώθηκαν και σκέπασαν τ’ ασπράδι, σαν ανοιγμένα
διάπλατα λουλούδια, – κι έν’ αχαμνό χαμόγελο της φώτισε τα
χείλη. Κι αυτά σιγοτρεμούλιασαν, με κόπο, κι έμειναν ακίνητα,
και πάλι, σα να μη μπορούσε να μιλήσει…
– Δεν του λες, καλέ, ούτε ένα φχαριστώ, που ’χε την
καλοσύνη, το παιδί, μόλις σκόλασε, να ρθει, να δει τι κάνεις!
της ξανάπε, μαλακά, η κυρα-Λένη, με μια γλυκιάν επίπληξη
στον τόνο της φωνής.
Κι η Ρηνούλα είπε:
– Φχαριστώ!…
Και το πρόφερε, αυτό το «φχαριστώ», τόσο ψιθυριστά και
σιγανά, τόσο δειλά και μόλις ακουστά, που, αν δεν ξέρανε
καλά τι γύρευε να πει, δεν παράλλαζε, σχεδόν, από ’να: «Σ’
αγαπώ!…»
– Μπα, τίποτις! ψιθύρισε κι εκείνος, τρα­βώντας τη ματιά
του ντροπαλά, και παίζοντας στα χέρια το καπέλο του. Και τη
στιγμή που πήγαινε να βγει, φτάνοντας στην πόρτα,
κοντοστάθηκε, και της είπε, δυνατά:
– Περαστικά!…
Και ταραγμένος αρκετά, πήγε στην άλλη κάμαρα. Σχεδόν
αμέσως ήρθε κι η μητέρα της, αφού της έσιαξε κομμάτι τα
σεντόνια, και τη θέση του μαξιλαριού. Κουβέντιασαν, ακόμα,
μερικά, – κι έπειτα, ο Σωτήρης, βιαστικός, καληνύχτισε την
κυρα-Λένη, κι έφυγε…
Ο Λάκης ήταν στην αυλή, και τον περίμενε. Και τον πήρε κι
έφυγαν μαζί…
Ξεθαρρεμένος απ’ αυτή του την επίσκεψη, που τη φοβόταν,
κι όμως έπρεπε να γίνει, και που τον είχε, πάλι, φέρει σ’
επα­φή με τις παλιές του συντροφιές, και με τη γειτονιά του, –
ο Σωτήρης, από κείνη τη βραδιά, άρχισε, πάλι, να συχνάζει,
σαν και πρώτα, στο καφενεδάκι του κυρ-Χρήστου. Κι αφού τον
είχε χάσει, για καιρό, το «κόρο», κι η παρέα του Σωτήρη, είχαν
ξαναβρεί τον αρχηγό τους!

[100]
IX

ΟΠΟΥ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ ΖΥΓΩΝΕΙ ΠΡΟΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ…

Ένα βράδυ ξαφνικά, λίγο μετά τη δύση, ο πυρετός ανέβηκε


πολύ…
Είχε κάνει, όλη την ήμερα, μια δυνατή καλοκαιριάτικη
λιακάδα, αν και καλοκαίρι περασμένο. Ήταν σα μιαν
επιστροφή καλοκαιριού, – πολύ συνηθισμένου στην Αθήνα –
έπειτ’ από ’να πρόσκαιρο χειμώνιασμα, με συνεχείς κι
ατέλειωτες βροχές, και βοριαδάκι τσουχτερό, πραγματικού
χειμώνα. Ήταν βραδάκι Κυριακής, μα και γιορτή συνάμα, – κι η
κίνηση της γειτονιάς μεγάλη κι ασυνήθιστη: Το Παγκράτι
έλαμπε γιορτάσιμο, στον ήλιο, κι ένα σμήνος κοριτσιών,
καλοσυγυρισμένων, έκοβε βόλτες, στο μεγάλο χώρο, εκεί που
τερματίζονται τα σίδερα του τραμ, και που αποτελούσεν, από
τότε, την κεντρική της γειτονιάς κι επίσημη πλατεία. Ο Υμηττός
σελάγιζε σε νάματα φωτός, δίνοντας όλη την ημέρα με τον
όγκο του τη χαρωπή κι αλλόκοτην εντύπωση, ευτυχισμένου,
ξαπλωμένου ζώου, – κι όταν ο ήλιος άρχισε να γέρνει προς τη
δύση, πήρ’ ένα χρώμα τρυφερό, μενεξεδί, – μενεξεδένιο, προς
το χρυσορόδινο –, το κλασικό και θρυλικό, νοσταλγικό του
[101]
χρώμα. Οι γυναικούλες, με τα γιορτινά τους, κι άλλες με τα
μωρά στην αγκαλιά, καθόντουσαν, παράταξη, στην πόρτα του
σπιτιού τους, κι έστηναν «λακιρντί», στα πεζοδρόμια. Οι
νεαροί της γειτονιάς, της ώρας, κυριακάτικοι, – εργατάκια κι
εμποροϋπαλληλάκια – με τη φανταχτερή, «φλοτάν», γραβάτα
τους, ή το μικρούλι, μαύρο «παπιγιόν», το τυπικό, καλοδεμένο
τους φιογκάκι, και του πανταλονιού την ίσια τσάκιση,
κορδωμένοι κι άψογοι, και καλοχτενισμένοι, σε πυκνές ομάδες
φιλικές, βάδιζαν πάνω στις γραμμές, και περιδιάβαζαν,
πειράζοντας και κάνοντας επίδειξη στα περαστικά τα
κοριτσόπουλα – κι αυτά γυρίζαν το κεφάλι θυμωμένα, ή έδιναν,
κι αυτά, τις απαντήσεις τους, κι έπειτα φλυαρούσαν μεταξύ
τους, μπήχνοντας γέλια δυνατά, σκαστά, κακαριστά, και
κρυφοκοιτάζοντας τ’ αγόρια… Κι οι πιο ξεσκολισμένες και
τσαχπίνες, έριχναν, πρώτες, πόντους στα παι­διά, κι έκαναν,
ύστερα, πως κοίταζαν αλλού, κι άμ’ αυτά ξεμάκραιναν κομμάτι,
γύριζαν, προκλητικά, και τους χαμογελούσαν! Άλλες παρέες,
πάλι, κοριτσιών, πιασμένες απ’ τα χέρια, στη σειρά,
έσπρωχναν τις ακρινές, επίτηδες, με τρόπο, ώστε να πέσουν
πάνω στα παιδιά, ή κάνοντας ότι μιλούν, και παν αφηρημένες,
έκλειναν μέσ’ στο ξαφνικό κλουβί τους τάχα άθελα, αυτούς που
περπατούσαν σοβαροί, – κι έπειτα παράσταιναν τις τάχα
ξαφνιασμένες και χωριζόσαν, κι έτρεχαν, με γέλια και φωνές!
Κι η ζωή πλημμύριζε την εύθυμη πλατεία – κι έφτανε κι ως τ’
από­μερα, μοναχικά δρομάκια…
Αλλά κι η δύση είχε πάρει τώρα, χρώ­ματα, που
ξεπερνούσαν, με την ομορφιά τους, κάθε δυνατή περιγραφή:
Ήταν μιαν αποθέωση φωτός, μ’ όλες τις ιριδένιες αποχρώσεις,
– από το βυσσινί, το βαθυπόρφυρο, μέχρι τ’ ωχροπράσινο, το
χρώμα των ονείρων – που σκορπούσε, γύρω του, μια γλύκα
βελουδένια! Όλος ο θόλος ήταν ολοκάθαρος, σαν ξεπλυμένος
από τις βροχές, που κράτησαν, μ’ επιμονή, περίπου μια
βδομάδα…
Κι όλα τα μικρομάγαζα και τα καφενε­δάκια, είχαν κάτι του
πανηγυριού, με τις σημαιοστόλιστες, τις φορητές λατέρνες, και
με τους πρόχειρους χορούς, – χασάπικους και σέρβικους–
που στήναν οι διάφορες γλεντζέδικες παρέες! Σε κάποια τέτοια
γνώριμην, υπαίθρια παρέα, χόρευε κι ο Νίκος ο Καράμπελας,
ο φημισμένος σ’ όλο το Παγκράτι, για το μοναδικό του
«ζεϊμπέκικο», μ’ ένα γιομάτο, ξέχειλο ποτήρι, στο κεφάλι, και μ’
[102]
άλλο ένα, στο δεξί του χέρι, και με το βρόντο το βαρύ, τον
υποβλητικό, του ρυθμικού κι υπόκωφου ντεφιού, έκανε τις
περίφημες «φιγούρες» του, με τα γονατίσματα και τα
στριφογυρίσματα, με τ’ αργά σαλέματα, και τ’ άξαφνα
τινάγματα, και με τα χτυπήματα στη φτέρνα, της παλάμης, –
μέσα σ’ έναν κύκλο θαυμαστών, που παρακολουθούσε τις
κινήσεις του, με σιωπή θρησκευτική, κι αληθινή κατάνυξη, και
που ξεσπούσε στα χειροκροτήματα, κάθε φορά που ο χορός
έπαιρνε τέλος…
Κι όταν, απ’ την οδόν Ερατοσθένους, πρόβαλε, φυσώντας και
μουγκρίζοντας, ένα μεγάλο μαύρο αυτοκίνητο (τ’ αυτοκί­νητα,
εκείνο τον καιρό, σ’ όλη την πόλη, μετριόντουσαν στα
δάχτυλα), σηκώνοντας σε σύννεφα θεόρατα τη σκόνη, όλα τα
μάτια γύρισαν σε δαύτο, κι ο συναγμένος κόσμος παραμέρισε,
– κι εκείνο ανηφόρισε, και χάθηκε, τραβώντας προς τα
Πυροβο­λικά, ενώ η αναρίθμητη, ξυπόλητη «μαρίδα», έτρεχε το
κατόπι του, πηδώντας κι αλαλάζοντας…
Κι ήταν σα μιαν υπόσχεση χαράς, μέσ’ στον αέρα, – έν’ από
κείνα τα γλυκά, τα πλάνα δειλινά, που κάνουν τους
ανθρώπους να πιστεύουν στην καλοσύνη, και στην ευτυχία …
Μόλις, όμως, άναψαν τα φώτα, κι η κίνηση αραίωσε, στους
δρόμους, έμεινε, μοναχά, ο κόσμος που ’πινε, και
τραγουδούσε, μέσα στις ταβέρνες. Οι κοπέλες μαζευτήκανε
στα σπίτια τους, – κι οι νεαροί σκορπίσανε, κι εκείνοι, στα
καφενεδάκια της πλατείας, άλλοι να παίζουν τάβλι και χαρτιά,
κι άλλοι, πάλι, γύρω στα μπιλιάρδα…

……………………………………………………………………………..

Μέσ’ στο μικρό δωμάτιο της άρρωστης, το καντηλάκι έριχνε


το λιγοστό του φως, τρεμουλιαστό κι αδύνατο, σαν έτοιμο να
σβήσει. Όλο τ’ απόγιομα εκείνο, η Ρηνούλα, μέσ’ απ’ τ’
ανοιχτό παράθυρό της, είχε καρφώσει τα μεγάλα μάτια της,
στη φαντασμαγορία τ’ ουρανού. Κι όταν το δράμα τέλειωσε, με
το χαμό του ήλιου, και το σκοτάδι σκέπασε τα πάντα, τότε,
μονάχα, τράβηξε την άτονη ματιά της…
Δεν ήταν κανείς δίπλα της, εκείνη τη στιγμή. Η κυρα-Λένη,
με την κυρα-Γιώργαινα, κουβέντιαζαν στη διπλανή την
κάμαρα. Ο ουρανός σκοτείνιασε, τα πρώτ’ αστέρια φάνηκαν.
Και ξαφνικά, ο πυρετός ανέβηκε πολύ…
[103]
Όταν οι δυο γυναίκες ξαναγύρισαν, τη βρήκαν να τινάζεται,
και να παραμιλεί. Τα μάγουλά της ήταν κατακόκκινα, τα χείλη
της σαλεύανε, σε λόγια μπερδεμένα… Αμέσως τρέξανε να
φέρουν το γιατρό. Μόλις ήτανε φερμένος, ευτυχώς, κι
ετοιμαζότανε να κάτσει στο τραπέζι. Ήρθε τρεχάτος, μόλις του
μιλήσανε, χωρίς να βάνει μια μπουκιά στο στόμα. Την κοίταξε
προσεχτικά, και στάθηκε βουβός, κάνοντάς τους νόημα, κι
εκείνες να σωπάσουν.
Της έκανε μιαν ένεση στο χέρι, κι ακούμπησε στο στήθος
της, και πάλι, το κεφάλι, να την ακροασθεί, μετά την ένεση.
Φαινότανε πολύ συλλογισμένος, – μολαταύτα θέλησε να τις
καθησυχάσει… Η κυρα-Λένη χύμηξε, και του ’πιασε τα χέρια:
– Γιατρέ μου, πες μου, να χαρείς! τον ρώτησε βραχνά, με
βλέμματα γιομάτα ικεσία…
– Ο Θεός είναι μεγάλος, κυρα-Λένη μου! Θα ξαναγυρίσω σε
μιαν ώρα…
Και πιάνοντάς την φιλικά, την έβανε να κάτσει.
Όταν εκείνος έφυγε, – θα ’ταν εννιά η ώρα – αφού τους
έδωσε καμπόσες οδηγίες, οι δυο γυναίκες, σύμφωνα με τις
παραγγελίες του, άρχισαν να κάνουν ό,τι πρέπει. Σ’ αυτό το
μεταξύ, ήρθε κι ο Λάκης, αρκετά πιωμένος, όπως πάντα, κι
όταν τις είδε, πήγε ν’ αρχινήσει τις συνηθισμένες του τις
γκρίνιες, βλέποντας, όμως, την κατάστασή της, άλλαξε ύφος,
κι έτρεξε, κι αυτός, να τις βοηθήσει. Ένιωθε τύψεις δυνατές, για
τις παραφορές του, – και μια διάθεση βαθιά κι απέραντη να
κλάψει, να ξεσπάσει σε λυγμούς, σαν το μωρό παιδί:
– Αχ, αδερφούλα μου φτωχή! συλλογι­ζότανε. Πόσες φορές
σε πίκρανα κι εγώ, με τις βλακείες μου! Συχώρεσέ με, Θε μου,
αδερφούλα μου…
Θα ’θελε να γονάτιζε στα πόδια της, να της φιλήσει τ’
αχαμνό χεράκι της, που κρεμόταν όξω, σαν παράλυτο… Και τι
παράξενο! – εκείνη τη στιγμή σαν η Ρηνούλα, μέσ’ στο
βύθισμά της, να μπήκεν αναπάντεχα στη μυστική του σκέψη,
άνοιξε τα μάτια, σιγανά, και ξαφνικά, του φάνηκε πως του
χαμογελούσε… Και τότε δεν κρατήθηκε. Της χάιδεψε το χέρι,
την ώρα που κανένας δεν τους κοίταζε, και δίχως τίποτα να
πει τα μάτια του βουρκώσανε…
Πέρασαν, αυτό το βράδυ, άγρυπνοι, περιμένοντας, και πάλι,
το γιατρό. Η κυρα-Γιώργαινα πετάχτηκε στο σπίτι της, να

[104]
κουβαλήσει μερικά σκεπάσματά της, που θα ξενυχτούσε
συντροφιά τους. Ήταν απ’ τις πρόθυμες εκείνες γυναικούλες,
μ’ όλη τη φλυαρία της, και τις αφέλειές της, που συμπονούν
ειλικρινά τις συμφορές των άλλων, κι αν το απαιτήσει η
περίσταση, μπορούν να τρέξουν και να γίνουν και θυσία…
Ο γιατρός ξανάρθε στις δεκάμιση, και κάνοντας, στην
άρρωστη, τη δεύτερη της ένεση, πήρε το Λάκη κατά μέρος, και
του δήλωσε πως η κατάσταση της είναι κρίσιμη, κι ούτε στιγμή
δε θα ’πρεπε να λείψει απ’ το σπίτι, ν’ αφήσει τις γυναίκες
μοναχές τους. Κι έφυγε ξανά, με τη βεβαίωση πως πρωί-πρωί
θα ξαναγύριζε, και πως, αν τύχαινε ανάγκη του, τη νύχτα, να
μη διστάσουνε να παν να τον ξυπνήσουν. Ο Λάκης πάγωσε,
με μιας, σ’ αυτά τα λόγια, και βοηθώντας το γιατρό να βάνει το
παλτό του, τρέμανε τόσο φανερά τα χέρια του, που τον
δυσκόλεψε πολύ για να ’βρει το μανίκι, – κι αυτός το πρόσεξε
και του ’κανε κουράγιο:
– Μην κάνεις έτσι, βρε παιδί μου, προς Θεού! Λυπήσου την
καημένη τη μανούλα σου! Τι να πει αυτή, που ’ναι γυναίκα! Κι
εξάλλου, δε χάθηκαν κι οι ελπίδες μας! Το ’πα και της μητέρας
σου, πρωτύτερα: ο Θεός είναι μεγάλος, έννοια σου!..
Κι έφυγε πάλι, μετανοημένος που φανέ­ρωσε στο Λάκη την
αλήθεια. Αν και, τώρα πια, τι ωφελούσε να τους παρηγορεί με
παραμύθια! Ο γιατρός ήταν απελπισμένος…
Όλ’ η νύχτα πέρασε, σ’ αυτή την αγωνία.
Η Ρηνούλα, ξαφνικά, τα ξημερώματα, άνοιξε, πάλι, τα
μεγάλα μάτια της, τους κοίταξε, χωρίς να τους γνωρίζει, κι
έδειξε πως θέλει να μιλήσει. Η κυρα-Λένη έτρεξε κοντά της.
Στύλωσε τα μάτια της, απάνω της, κι έπειτα κινήθηκε, σα να
ζητούσε κάτι…
– Τι θες, παιδί μου; ρώτησεν η δύστυχη μητέρα.
Τα χείλη της σαλέψανε πικρά και κου­ρασμένα. Κι άξαφνα,
ενώ, σ’ όλη την αρρώστια της, και μ’ όλα της τα παραμιλητά,
δεν είχε πει τη λέξη που την έτρωγε, τη λέξη τη γλυκιά, που τη
θανάτωνε, πρόφερε με παράπονο:
– Ήρθ’ ο Σωτήρης, μάνα;…
– Ναι, παιδί μου, τώρα, μόλις έφυγε!
– Δε θα ξανάρθει;…
– Θα ξανάρθει, μάτια μου! Να, μόλις φέξει, σε λιγάκι, θα
ξανάρθει!

[105]
– Άμα ξανάρθει, πες του πως τον θέλω!...
– Θα του το πω, θα του το πω, παιδί μου! Μόλις ξανάρθει θα
στον φέρω μέσα, έννοια σου!..
– Θέλω να του πω πως…
Και σταμάτησε. Δυο δάκρυα της χάρα­ξαν τα μάγουλα.
Έκλεισε, πάλι, τα μεγάλα μάτια της, – κι από κείνη τη στιγμή,
δεν ξαναμίλησε…
…Πέντε μέρες βάσταξε το δράμα της Ρηνούλας! Πέντε
μέρες, ο γιατρός ερχό­ταν κάθε λίγο. Πέντε μέρες, ζούσε, και δε
ζούσε! Ο Λάκης πια δεν έφευγε καθόλου από δίπλα της…
Και την έκτη μέρα, τα μεσάνυχτα…

[106]
Χ

ΚΑΠΟΥ ΠΕΡΝΟΥΣΕ ΜΙΑ ΦΩΝΗ,


ΜΑΖΙ ΜΕ ΜΙΑ ΨΥΧΗ…

…Ήταν ένα βαθύτατα παθητικό τραγούδι, καθώς ερχόταν


μέσ’ απ’ το σοκάκι, – ένα τραγούδι μακρινό, και σαν
απελπισμένο, με τον αργό κι απόκοσμα λυπητερό σκοπό του,
– έν’ από κείνα τα παλιά, νοσταλγικά «μινόρε», τ’ αλάλητα
γλυκά και πονεμένα,, τα σαγηνευτικά κι απαρηγόρη­τα, που
καθώς περνούσαν τα μεσάνυχτα, ή κάποια μισοφώτιστα
χαράματα, μέσ’ απ’ τις κοιμισμένες γειτονιές, ξυπνώντας, με
τον πλάνο τους και λαγγεμένο θρήνο, τις συνοικίες της παλιάς,
ρομαντικής Αθήνας, – μεθούσαν έτσι τις καρδιές των
κοριτσιών, ανάμεσα ξυπνήματος κι ονείρου, που τα ’καναν και
στήνανε τ’ αυτιά τους, μαγεμένα, και βρέχανε με δάκρυα βουβά
και φλογερά, δάκρυα πόθου μυστικού κι απέραντου καημού, –
τα κεντητά, κολλαριστά, λευκά τους μαξιλάρια! Κι ήτανε σα ν’
ανέβαιναν, μαζί του, μέσ’ στη νύχτα, αναστημένες μαγικά, μέσ’
απ’ τα βάθη των καιρών, κάποιες παλιές και σκοτεινές κι
ανείπωτες λαχτάρες, σαν τα πικρά παράπονα νεκρών
λησμονημένων, – όλες οι γνώριμες, γλυκές φωνές των
Περασμένων, μέσα σ’ αλάλητες αυγές χαμένων παραδείσων!
Κι όπως τ’ άκουγες, εκεί, στα σκοτεινά, θαρρούσες κι όλα τ’
άστρα τ’ ουρανού, φέγγανε πιο λαμπρά και πιο χρυσά, – μάτια
πυκνά κι αμέτρητα, σπαρμένα στο διάστημα, που
[107]
προσπαθούν να θυμηθούν κάτι πολύ παλιό, κι ανοιγοκλειούνε
ρυθμικά, κι αυτά, τα βλέφαρά τους:

… Πάνε δυο έτη, που σ’ αγαπούσα,


πάνε δυο έτη, που σ’ αγαπώ…

Η παρέα που το τραγουδούσε, ήταν οχτώ εννιά νομάτοι,


όλοι όλοι. Κατέβαι­ναν αργά, με την κιθάρα – μια κιθάρα κι ένα
μαντολίνο– κατέβαιναν αργά, χωρίς να βιάζουνται, από τα
πίσω, ακριβώς, του λόφου του Σταδίου, και προχωρούσαν
κα­τά το Παγκράτι. Και πότε σταματούσανε, καταμεσής του
δρόμου, κι έκαναν αστεία, και χαχάνιζαν, – κι άλλος νιαούριζε,
και χάλαγε τον κόσμο, κι έκανε τις γάτες που τσακώνουνται, κι
άλλος λαλούσε σαν τον πετεινό –, κι έκαναν ντόρο, μέσ’ στην
ησυχία, και κυνηγιόντουσαν, με γέλια και με χάχανα –, πότε
τους ξανάπαιρνε το σιγανό μεράκι, και τότε το τραγούδι
ξανανέβαινε, βαθύ, μελωδικό και μαγικό, και γιόμιζε με πάθος
και μ’ απόγνωση, την παγερή και ριγηλή νυχτερινή γαλήνη:

…Θα με ζητήσεις, και δε θα μ’ εύρεις,


θα με ποθήσεις, –μα θα ’ναι αργά...

Πρώτη φωνή του «κόρου» της παρέας, ήταν του Σωτήρη,


του τσαγκάρη: κυλούσε λυγερή και καθαρή, πολύ γλυκιά και
δροσερή, σα να ’ταν ασημένια. Κι ώρες ώρες έφτανε τόσο
πολύ ψηλά – ιδίως όταν έπινε, κι ερχότανε στο κέφι – και
κρατούσε τόσο τις «κορώνες», που οι άλλοι, γύρω
σταματούσαν, και την παρατούσαν μοναχή: και τότες έλαμπε,
θαρρείς, γερή και κρυσταλλένια, έτσι σα να βασίλευε στις
άλλες τις φωνές, – σαν έν’ άστρο πιο λαμπρό και πιο
μοναχικό, σ’ έναν πυκνόν αστερισμό, πανώριο και μεγάλο:

…θε να ’βρεις κόκαλα σκελετωμένα,


θε να βρεις σώμα, χωρίς καρδιά!…

Η παρέα ήταν, όλη, ένας κι ένας: Ήταν ο Σπύρος, ο


«υδραυλικός», με τα παράξενα σταχτιά, τα λίγο σκληρά, μάτια,
και τις αφέλειες ριχτές λοξά στο μέτωπο του, ήταν τ’ Αλεκάκι το
περίφημο, ήταν ο Λευτέρης, ο «κουμπάρος», ο καφετζής, ο
μπάσος της παρέας, ήταν ο Μήτσος, που βαρούσε την κιθάρα,
[108]
ο Μελέτης, ο Ελευσινιώτης, ο επικαλούμενος «Ψηλέας», ο
μαρμαράς ο Στέλιος, –το «Στελάκι»– που μόλις είχε πάει στο
στρατό κι είχε γίνει κι υποδεκανέας, – και κάνα δυο, ακόμα,
συνομήλικοι, που παγαίνανε μαζί, χωρίς να λένε τίποτα.
Έκτακτο μέλος, και πρωτοφερμένο, απόψε, για το «κόρο» της
παρέας, ήταν κι ο ναύτης ο Βαγγέλης, του «Κιλκίς», με την
άσπρη καθαρή του μπλούζα, που μόλις είχ’ ερθεί απ’ τον
Περαία…
Ο ουρανός ήταν βαθύς, βαθύς και μελανός, και στολισμένος
μ’ όλα του τ’ αστέρια. Τα φανάρια έριχναν το λιγοστό τους
φως, κι έφκιαναν κύκλους κίτρινους, εδώ κι εκεί, στο δρόμο. Κι
η σιωπή ήταν, κι αυτή τόσο βαθιά κι απόλυτη, που ’λεγες,
βλέποντάς τα, μέσ’ στη νύχτα, πως το καθένα ζούσε, χωριστά,
κάποια ζωή παράξενη, δική του, κι αγνοούσεν, εντελώς, το
παρακατινό του. Ο μεγάλος όγκος του «Τρελού», μαντευόταν,
μακριά, μέσ’ στο σκοτάδι, – και μαντευόταν πιο πολύ, απ’ ό,τι
τ’ άστρα εκεί δα, κοβόντουσαν απότομα, κι άφηναν ένα κενό
μεγάλο, μέσ’ στο βαθύ και σκοτεινό διάστημα, το
πασπαλισμένο μ’ αστροκόσμους. Μια φθινοπωρινή λεπτή
δροσούλα, ερχόταν από τ’ ανοιχτά, σαν είδος βοριαδάκι, γι’
αυτό κι ο κόσμος, αν και Σαββατόβραδο, είχε μαζευτεί νωρίς
στα σπίτια του, – ίσως ακόμα πιο νωρίς κι απ’ τ’ άλλα βράδια.
Φτάνοντας στην οδόν Ερατοσθένους, η παρέα στάθηκε,
μπροστά στο πεζοδρόμιο, κι έστησ’ ένα πρόχειρο συμβούλιο,
στο φως του πρώτου φαναριού που βρέθηκε μπροστά της. Ο
Αλέκος, ο μικρός αραμπατζής, – τ’ Αλεκάκι, ντε, η αλεπού! –
ήταν της γνώμης να τραβήξουνε γραμμή, και να πάνε στο
στενό της Δέσπως, της φιλενάδας του Μελέτη, του «Ψηλέα»,
να στήσουν το τραγούδι τους εκεί, – και κατόπι, «βλέπουμε τι
γίνεται…» Ο Μήτσος, όμως, έφερε, αμέσως, αντιρρήσεις, κι
είπε πως τ’ αδερφάκι της, ο Μίμης, τα ’χε μυριστεί από καιρό,
και δεν το ’χε τίποτα, μόλις θα ξημέρωνε, να φέρει το μαντάτο
στους μπαρμπάδες της, τους καπετανέους, – και τότε πια,
βλαστήμα τα! Κι ο Μελέτης, άλλωστε, ο ενδιαφερόμενος,
έμοιαζε σα να κόμπιαζε, κι εκείνος. Άναψε, τότε, μια
λογομαχία, και τ’ Αλεκάκι είπε «μάπα» το Μελέτη, κι ο Μελέτης,
που δεν έπαιρνε πολλά, του ’δωσε μια κατραπακιά γενναία,
ρί­χνοντας του χάμω την τραγιάσκα, κι άρχιζαν οι σκουντιές
και τα σπρωξίματα, – κι ο Σωτήρης, που καθότανε στη μπάντα,

[109]
θύμωσε πια, κι αυτός, στα τελευταία, και τους είπε, γενικά,
«κορόιδα», κι έγινε μεγάλη φασαρία, που παρά λίγο ν’
απολήξει σε καβγά, αν ο Βαγγέλης, ο Πετραλωνίτης, ο
νεοφερμένος της παρέας, δεν έμπαινε στη μέση, φιλικά να
τους συγκρατήσει, με τα λόγια του… Κι αφού τους χώρισε,
πριν ο καβγάς φουντώσει, έγιναν όλοι, πάλι, μέλι γάλα, κι η
παρέα τράβηξε, γελώντας, και μονιασμένη, σα να μη συνέβη
τίποτα, για το καφενεδάκι του κυρ-Χρήστου, και στρώθηκε
φαρδιά πλατιά, σ’ ένα σωρό καρέκλες, κι ο Σωτήρης πρόσταξε
«ουζάκια», – δέκα ουζάκια «περιποιημένα…»
(Κι η Ρηνούλα, μέσ’ στο λήθαργό της, ξαφνικά, μισάνοιξε τα
μάτια. Η καρδιά της χτύπησε με πιο γοργό ρυθμό: Μια φωνή,
της φάνηκε πως πέρασε, μια μακρινή και γνώριμη φωνή, –
πολύ γλυκιά, και μακρινή, και γνώριμη, σα χάδι… Ήταν κάτι
πλάνο κι απαλό, – κάτι σα μιλιά, και σαν τραγούδι –, πολύ
θαμπό, βαθύ και φευγαλέο, σαν ένα φύσημα δροσιάς, την
άνοιξη, στα φύλλα! Κι ακούγοντάς το, κάτι θέλησε να πει, μα
μοναχά που σάλεψε τα χείλη, – κι έγειρε λίγο το κεφάλι της, και
πέθανε…)
– Θα σε φονέψω! Τζουμ, τριαλαριλαρά – τζουμ,
τριαλαριλαρό! Ουίτ! έκανε, με τη μύτη, τ’ Αλεκάκι! Κι έσκασε
μια φάπα του Λευτέρη. Κι ο Λευτέρης του την ανταπόδωσε…
Κι όλ’ η παρέα έσκασε στα γέλια…

ΤΕΛΟΣ

[110]

You might also like