Professional Documents
Culture Documents
&Φοίνικας
ΑΠO ΤΗΝ ΥΠΟΤΑΓH
ΣΤΗΝ ΑΝΑΓEΝΝΗΣΗ
Ρινόκερος
και
Φοίνικας
ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ
ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
«Στο βλέμμα του Μπάιρον»
Ρινόκερος
και
Φοίνικας
2019
ISBN: 978-960-86210-5-3
| Στο δρόμο της φυγής…| το φευγιό της ψυχής
ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ
ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
«Στο βλέμμα του Μπάιρον»
Ρινόκερος
και
Φοίνικας
ΒΥΡΩΝΑΣ 2019
[ 8 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 9 ]
Μαθητής γυμνασίου
ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ | «ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
10
| Στο δρόμο της φυγής…| το φευγιό της ψυχής
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Χαιρετισμός του δημάρχου Βύρωνα, Γρηγόρη Κατωπόδη 15
Η εκδίκηση του πολιτισμού του Μάριου Σούση,
προέδρου του Συλλόγου Απογόνων Θυμάτων του Ολοκαυτώματος 17
Ο σύγχρονος δήμος και τα όριά του της Δήμητρας Νούση 21
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Διηγήματα και ποιήματα από τον 5ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό
Λογοτεχνικής Έκφρασης Εφήβων και Νέων – Κείμενα που διακρίθηκαν
11
Πεσμένα πέταλα της Ίριδας Αικατερίνης Καμπέρογλου 32
Οι Θερμοπύλες της… ελευθερίας της Αικατερίνης Γκίκα 38
Ο Δράκος μας της Ελένης - Παρασκευής Μέξη 42
Πρότυπο ζωής του Σταύρου Στάνα 48
Αλήθεια για… όποιον έχει μάτια του Στυλιανού Γκίκα 55
Εμείς… όχι οι άλλοι του Κωνσταντίνου Μίχα 59
Όπλο μας… η γνώση της Βασιλικής Θάνου 62
Αγγελική θυσία του Νικολάου Καζακλάρη 65
Καθρέφτης η άβυσσος του ανθρώπου
της Ειρήνης - Σταυρούλας Αλούμπη 67
Ραγισμένη κλεψύδρα της Μαργαρίτας - Δήμητρας Γαβιώτη 69
Το λευκό περιστέρι της Ειρήνης Λουκοπούλου 71
Ήτανε νέα και όμορφη του Διονύσιου Σπανόπουλου 73
Το παραμύθι του πολέμου της Μαρίας Ραπτάκη 75
[ 12 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Διηγήματα γραμμένα ομαδικά από τη Νεανική Λογοτεχνική Συντροφιά
Σελίδες από Θ.Α.Ν.Α.Τ.Ο της Δήμητρας Νούση 123
Μια φωνή από τη Γερμανία Μέρος Πρώτο, συλλογικό 131
Μια φωνή από τη Γερμανία Μέρος Δεύτερο, συλλογικό 146
Μια φωνή από το Άμστερνταμ συλλογικό 160
Μια φωνή από το Άουσβιτς Μέρος Πρώτο, συλλογικό 176
Μια φωνή από το Άουσβιτς Μέρος Δεύτερο, συλλογικό 190
Μια φωνή από το Μαουτχάουζεν Μέρος Πρώτο, συλλογικό 206
Μια φωνή από το Μαουτχάουζεν Μέρος Δεύτερο, συλλογικό 222
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
Διηγήματα και ποιήματα των μελών της Νεανικής
Λογοτεχνικής Συντροφιάς – ατομικά κείμενα
Γίνεται; του Ευθύμιου Ραφαήλ Αγγελή 236
Στη χαρά παραδομένο το κομμάτι αυτό του Άγγελου Αρόρα 237
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 13 ]
Βιβλιογραφία 302
ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ | «ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 15 ]
Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, όταν με ενημερώνουν πως ήρθε η ώρα να γράψω
τον χαιρετισμό για το βιβλίο μας, νιώθω μια ιδιαίτερη χαρά. Είναι συγκίνηση
για όλους εμάς που πιστέψαμε ότι αξίζει ο κόπος να καλέσουμε τη νεολαία
της πατρίδας μας κοντά μας, να την ακούσουμε και να λάβουμε υπόψη αυτά
που έχει να μας πει. Ξέραμε από την αρχή ότι η ενασχόληση με τη λογοτε-
χνία και το γράψιμο είναι κάτι που σχεδόν κανείς δεν του δίνει σημασία,
ένα έργο μιας δημοτικής αρχής που μπορεί πολύ εύκολα να περάσει απα-
ρατήρητο. Για εμάς, όμως, δεν υπήρξε ούτε μια στιγμή αυτή η σκέψη. Τα
γράμματα είναι το πιο «καθαρό», το πιο τίμιο και το πιο αποτελε-
σματικό όπλο για να υπάρχει, να αντιστέκεται και να δημιουργεί
ένας λαός μέσα στην ιστορία. Είμαστε ευτυχείς που βλέπουμε νέους να
ασχολούνται με τα γράμματα και τον στοχασμό, που μας γράφουν τους προ-
βληματισμούς τους ξανά και ξανά, κάθε χρόνο, για να τους προβάλουμε,
να τους μοιραστούμε και να τους κρατήσουμε μέσα μας.
Το βλέμμα του Μπάιρον δεν είναι βουβό. Μας καθοδηγεί με τον τρόπο
του και μας δείχνει δρόμους. Η επιλογή μας να αναδείξουμε όχι υποχρεω-
τικά το ταλέντο ενός νέου ανθρώπου μέσα από το βιβλίο μας, αλλά την
ανάγκη του να εκφραστεί, δικαιώθηκε. Μοιραζόμαστε κάθε χρόνο τον εν-
θουσιασμό γονιών και παιδιών, γεγονός που μας δίνει χαρά και κουράγιο
για την επόμενη δημιουργία, για το επόμενο βιβλίο. Φέτος προχωρήσαμε
σε κάτι καινούργιο: προβλέψαμε βραβεία και για τους καθηγητές που υπο-
στήριξαν μέσα από τα σχολεία την προσπάθεια των μαθητών και μαθητριών
να συμμετέχουν στον διαγωνισμό μας. Βλέποντας κάθε χρόνο κάποιοι εκ-
παιδευτικοί να ξεχωρίζουν με τις προσπάθειές τους, νιώσαμε την ανάγκη
για μια επιβράβευση, για ένα «ευχαριστώ» από τον δήμο μας, προς αυτούς
τους ανθρώπους που βλέπουν στη δουλειά τους μια άλλη διάσταση προ-
σφοράς και ενθάρρυνσης προς τη νεολαία μας.
Το βιβλίο αυτό είναι μια μικρή περιπέτεια ανάμεσα σε μεγάλες ανθρώπινες
ανάγκες και σε μεγάλες ιδέες που ο πολιτισμός μας τις είδε να γεννιούνται,
να σβήνουν, αλλά και να αποτελούν την παρηγοριά της ανθρωπότητας. Το
βιβλίο Ρινόκερος και Φοίνικας, από την υποταγή στην αναγέννηση, είναι το πέμ-
πτο βιβλίο που αφήνουμε στην πόλη μας και σε όλη την Ελλάδα, με μεγάλο
πείσμα και μεράκι. Στις σελίδες αυτού του βιβλίου συναντιόμαστε όλοι μαζί
και μοιραζόμαστε αυτό που έχουμε να καταθέσουμε.
Γρηγόρης Κατωπόδης
δήμαρχος Βύρωνα
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 17 ]
μένα μια αποκάλυψη, γιατί έπρεπε πρώτα να ακούσω και να διαβάσω ό,τι
δεκάδες μαθητές και φοιτητές διάβασαν, εμπνεύστηκαν και έγραψαν για τη
γερμανική αλαζονεία, τη γενοκτονία των Εβραίων και τα στρατόπεδα συγ-
κέντρωσης.
Διαβάζοντας τα κείμενα που έγραψε η Πανελλήνια Λογοτεχνική Συντροφιά
του Δήμου Βύρωνα, έκανα μια πορεία ξεκινώντας από τον Χανς Φάλλαντα,
που ο ήρωάς του στρέφεται ενάντια στο χιτλερικό καθεστώς όταν σκοτώνεται
ο γιος του στο μέτωπο. Τότε το μυαλό μου πήγε στο μίσος που αιώνες πριν
ρίζωνε στις θρησκευτικές και κοινωνικές αντιλήψεις με το βιβλίο του Λού-
θηρου, το 1543, Οι Εβραίοι και τα ψέματά τους, νιώθοντας πως αυτή η ντροπή
των χιτλερικών στρατοπέδων είναι μια πολύ παλιά ιστορία, που τελικά ξέ-
σπασε στη δεκαετία του 1940.
Η συνομιλία των παιδιών με τον Πρίμο Λέβι, ο οποίος βγήκε ζωντανός
μέσα από το Άουσβιτς, είναι μια συνάντηση με το τραύμα μας, καθώς κου-
βαλάμε την εικόνα αυτών που χάσαμε ή έχουμε ακούσει ότι υπάρχουν
τύψεις αυτών που επέζησαν, αφού τόσοι άλλοι πέθαναν. Διαβάζω ξανά και
ξανά αυτήν τη φράση ενοχής του Πρίμο Λέβι μέσα στο Άουσβιτς, καθώς
περιγράφει τι έκαναν, αφού παρακολούθησαν τον απαγχονισμό ενός κρα-
τούμενου: «Ο Αλμπέρτο κι εγώ γυρίσαμε στο παράπηγμα, και δεν μπορού-
σαμε να κοιταχτούμε στα μάτια. Αυτός ο άντρας θα πρέπει να ήταν γενναίος,
φτιαγμένος από διαφορετικό μέταλλο, εμείς λυγίσαμε, ενώ αυτός όχι…
μοιράσαμε τη σούπα, σβήσαμε την καθημερινή οργή της πείνας και τώρα
μας βαραίνει η ντροπή». Αυτή η ντροπή βάραινε τον Πρίμο Λέβι μέχρι το
τέλος, όταν και ο ίδιος τελικά αυτοκτόνησε. Είναι αλήθεια ότι πλήθος αυτο-
κτονιών καταγράφονται από τους επιζήσαντες από τα στρατόπεδα. Είναι
από τις άγραφες μαύρες σελίδες της ιστορίας που άγγιξε την οικογένειά
μου και εμένα προσωπικά.
Η αναφορά του βιβλίου περνάει στην Άννα Φρανκ, και διαβάζοντας τα
κείμενα των παιδιών που συνομιλούσαν με την Άννα Φρανκ, σκεφτόμουν
τη δική μου αδερφή, την Νταίζη, που έγραψε τη δική μας εμπειρία όταν
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 19 ]
ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ.
Μάριος Σούσης
πρόεδρος του Συλλόγου Απογόνων
Θυμάτων του Ολοκαυτώματος
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 21 ]
Ο δήμος είναι ένα ένας θεσμός-μηχανισμός που έχει χαρακτήρα τοπικό και
ρόλο αυτοδιοικητικό. Αυτό ίσχυε σε έναν κόσμο όπου υπήρχαν σύνορα.
Στον σημερινό κόσμο, όπου δεν υπάρχουν σύνορα ή και, όπου υπάρχουν,
σπάζουν με το πάτημα ενός κουμπιού, μπορεί ο δήμος να λειτουργήσει αυ-
στηρά, μέσα στα σύνορά του; Υπάρχει έργο, ειδικά πολιτισμικό έργο, που
μπορεί να παραχθεί με όρια και να κινηθεί μέσα σε σύνορα; Μπορούν να
υπάρξουν σύνορα όταν έχεις όνομα, έμβλημα και ταυτότητα τον Μπάιρον,
που έγραψε ιστορία ξεπερνώντας όρια και αδιαφορώντας για σύνορα; Ένα
κάλεσμα σε φοιτητές και μαθητές από όλη την Ελλάδα είναι το πρώτο κά-
λεσμα «εκτός συνόρων». Ένα κάλεσμα λογοτεχνικής έκφρασης και στοχα-
σμού είναι «το δεύτερο κάλεσμα εκτός ορίων» της συνηθισμένης δημοτικής
πολιτικής πράξης που οφείλει να δίνει το «παρών» στον αγιασμό των σχο-
λείων και στη συντήρηση των σχολικών κτιρίων του δήμου. Ένα τρίτο κά-
λεσμα να προβληματιστούν τα παιδιά μας για τον Ρινόκερο του Ιονέσκο, τη
δολοφονία της δεκατριάχρονης Σάντρα Παρκς στην Αμερική και τη λογο-
τεχνία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, είναι ένα ακόμη πιο τολμηρό
σπάσιμο των ορίων μιας πρωτότυπης παραγωγής πολιτισμού, που ξαφνιά-
ζει, καθώς ταξιδεύει στις δημοτικές βιβλιοθήκες όλης της Ελλάδας. Και το
πιο τρελό από όλα; Αυτό δεν έγινε μια φορά, αλλά συμβαίνει κάθε χρόνο.
Υπάρχει, λοιπόν, ένας δήμος που εκδίδει ένα βιβλίο κάθε χρόνο γεμάτο από
στοχασμούς εφήβων και νέων και το στέλνει σε όλες τις πόλεις, σε πείσμα
όλων αυτών που θέλουν να λένε ότι η νεολαία σωπαίνει, ότι το βιβλίο πε-
[ 22 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
θαίνει και ότι δεν υπάρχει άλλο ζητούμενο πέρα από το βόλεμα του καθενός.
Όλα αυτά τα «εκτός ορίων» ασυνήθιστα συμβαίνουν επειδή υπάρχει μεράκι,
όραμα, κόπος, εθελοντισμός, μεθοδικότητα, ηλεκτρονική επικοινωνία και
ένας μέγας ποιητής του κόσμου να μας εμπνέει να αγνοούμε τα όρια: ο
Μπάιρον, με το επαναστατικό του βλέμμα για τη ζωή.
Ρινόκερος και Φοίνικας από την υποταγή στην αναγέννηση, είναι ο τίτλος του
φετινού μας βιβλίου. Να, λοιπόν, μία ακόμη αμφισβήτηση των ορίων μας.
Είναι τίτλος αυτός για ένα βιβλίο που εκδίδει ένας δήμος;
Ε, ναι, λοιπόν, είναι και αποτελεί ένα τόλμημα, περιφρονώντας τα κλισέ
και τις πολυακουσμένες φράσεις. Πρόκειται για ένα διαφορετικό βιβλίο,
που εκθέτει πολλά και υπονοεί πολύ περισσότερα από αυτά που λέει στην
πρώτη του ανάγνωση. Εξήντα τέσσερις μαθητές και φοιτητές ή νεαροί ερ-
γαζόμενοι κλήθηκαν να γράψουν με έμπνευση την ίδια τη βία. Με αφορμή
γεγονότα από την ανεξέλεγκτη χρήση όπλων στις ΗΠΑ, την ιστορική εμπειρία
του φασιστικού φαινομένου που τόσοι πολλοί Ευρωπαίοι αγκάλιασαν μέσα
στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με αποτέλεσμα να εμπνευστεί ο Ευγένιος
Ιονέσκο και να γράψει τον περίφημο Ρινόκερο, γράφτηκαν τα κείμενα του
λογοτεχνικού μας διαγωνισμού που περιλαμβάνονται στο βιβλίο μας. Φέτος
ήρθαν κοντά μας περισσότεροι έφηβοι και λιγότεροι νέοι. Υπήρξαν όμορφα
κείμενα που θα μπορούσαν να περιέχονται στο βιβλίο μας, αλλά είχαν ελά-
χιστη βαθμολογική διαφορά από τα βραβευθέντα και δεν μας επέτρεπαν οι
κανονισμοί να τα συμπεριλάβουμε. Δεν πειράζει. Οι νεαροί δημιουργοί
αυτών θα μπορούν να βρεθούν στο λογοτεχνική μας συντροφιά το 2020
και να γράψουν στο επόμενο βιβλίο μας. Διαβάζω ξανά και ξανά τις σειρές
που υπογράμμισα βαθμολογώντας τους μαθητές:
«Ονειρεύομαι ένα μέλλον όπου θα καταφέρουμε να σε-
βόμαστε τις άλλες αλήθειες και θα είμαστε ικανοί να συ-
νυπάρχουμε σε ένα περιβάλλον γεμάτο άτομα που διαφέ-
ρουν ελάχιστα ή ίσως και τελείως από εμάς».
[Νικόλαος Καπλανίδης]
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 23 ]
Διαβάζω και χαίρομαι που έφτασαν στα χέρια μας τόσο όμορφες λέξεις,
όσο άγουρες και αν φαίνονται σε κάποιους. Διαβάζω και απολαμβάνω αυτό
το παιχνίδι με τα όρια ενάντια στη σοβαροφάνεια: ένας δήμος, ο Δήμος Βύ-
ρωνα, εκδίδει και ενδίδει στην επιλογή του ασυνήθιστου, του παράταιρου,
του απρόσμενου παιχνιδιού ανάμεσα στον υπαρκτό ρινόκερο και τον ανύ-
παρκτο(;) μυθικό φοίνικα.
Η Πανελλήνια Λογοτεχνική μας Συντροφιά είχε φέτος σαράντα ένα μέλη,
τριάντα πέντε νέους και έξι εφήβους, δεκαέξι αγόρια και είκοσι πέντε κορί-
τσια. Αυτή η παρέα με μέλη από διάφορα μέρη της Ελλάδας χωρίστηκε σε
συγγραφικές ομάδες, συνομίλησε με συγγραφείς, με κείμενα του Δευτέρου
[ 24 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Παγκοσμίου Πολέμου και έγραψε τις σκέψεις που γέννησε μέσα της αυτή η
σχέση με τη λογοτεχνία. Οι έφηβοί μας έγραψαν για «μια φωνή από το Άμ-
στερνταμ» που είναι η φωνή της συνομήλικής τους, Άννας Φρανκ. Οι νέοι
μας έγραψαν για «μια φωνή από το Βερολίνο», με αφορμή το βιβλίο του
Χανς Φάλλαντα, Μόνος στο Βερολίνο, για μια φωνή από το Άουσβιτς με ανα-
φορά στο βιβλίο Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος του Πρίμο Λέβι, αλλά και για
«μια φωνή από το Μαουτχάουζεν» του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Κι αν ο Ρινό-
κερος γράφτηκε μετά τον πόλεμο για να καταδείξει το επικίνδυνο φαινόμενο
της υποταγής στο τέρας και του εναγκαλισμού με τον φασισμό, τα άλλα βι-
βλία γράφτηκαν για να αφήσουν παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές την
εμπειρία από τη βαρβαρότητα και τον απόλυτο εξευτελισμό του ανθρώπου.
Μέσα σε αυτήν την πορεία οι νεαροί δημιουργοί έδωσαν με τον δικό τους
τρόπο την πορεία του ανθρώπου από τον Ρινόκερο στον Φοίνικα. Πρόκειται
για δύο πόλους αντίληψης που είναι η πορεία από το αποκρουστικό αληθινό
ζώο στο μυθικό πουλί που αναγεννιέται. Εάν ανήκεις στους ρινόκερους,
είσαι ενταγμένος στον πανίσχυρο, πολυπληθέστερο κόσμο της αποκρου-
στικής τερατομορφίας. Εάν ανήκεις στους Φοίνικες, είσαι ενταγμένος σε αυ-
τούς τους λίγους που κάνουν πράξη την αναγέννηση μέσα από τη συντριβή
και τον θάνατο, τη νίκη μέσα από την ήττα, καθώς οι τιμημένες πράξεις εξα-
σφαλίζουν αναγέννηση και αθανασία. Ο Φοίνικας είναι το έμβλημα-σύμβολο
που ενέπνευσε τον Παύλο Γκούλελη όταν έγραψε:
«… οι άνθρωποι
απέχουν από τους Φοίνικες
μια αναγέννηση»
κι όταν το διάβασα σκέφτηκα ότι και οι ρινόκεροι στον Ιονέσκο είναι άν-
θρωποι, που όμως είναι καταδικασμένοι να μην αναγεννηθούν, καθώς η τε-
ρατομορφία τους εξασφάλισε τον θάνατο, είναι ήδη νεκροί άνθρωποι,
επειδή έχασαν το δικαίωμά τους να λένε και να πράττουν το «ΟΧΙ» στον
εξευτελισμό, όπως περιγράφουν με τον δικό τους τρόπο ο Χανς Φάλλαντα,
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 25 ]
o Πρίμο Λέβι και ο Ιάκωβος Καμπανέλλης. Και, ναι, έχει δίκιο ο Παύλος ότι
απέχουν μια αναγέννηση, αλλά, ίσως και μια ολόκληρη Αναγέννηση, δηλαδή
μια στενή συνύπαρξη παιδείας, ανθρωπιστικής αντίληψης και αναζήτησης
των προϋποθέσεων για την εξύψωση του ανθρώπου. Στο μυαλό μου τρι-
γυρνούσε το μέγεθος της Αναγέννησης που συντάραξε συθέμελα την Ευ-
ρώπη και άλλαξε τη μοίρα της. Και τότε συνειδητοποίησα ότι το φασιστικό
φαινόμενο και η βαρβαρότητα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου είναι
κομμάτι από την ίδια ευρωπαϊκή ιστορία που έζησε την Αναγέννηση και
φτιάχτηκε μέσα από αυτήν. Τελικά, αυτή η αλλόκοτη και εκτός ορίων πορεία
από τον Ρινόκερο στον Φοίνικα, από την υποταγή στην αναγέννηση, από
τον ξεπεσμό στην εξύψωση, τίνος ταυτότητα είναι; Είναι δύο πολιτισμοί ή
οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος; Και μήπως, τελικά, είναι οι δύο πλευρές
του σύγχρονου Ευρωπαίου, μία δοσμένη από τον Ιονέσκο και μία από την
ελληνική μυθολογία;
Δήμητρα Νούση
συγγραφέας,
συντονίστρια της δράσης
«Στο βλέμμα του Μπάιρον» 2019
ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ | «ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ
ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
5ος Διαγωνισμός
Λογοτεχνικής Έκφρασης
Κατηγορία Εφήβων
ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ | «ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
ΒΥΡΩΝΑΣ 2019
ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ
ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
5ος Διαγωνισμός
Λογοτεχνικής Έκφρασης
Εφήβων και Νέων
Κατηγορία Εφήβων
ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΟΥ ΔΙΑΚΡΙΘΗΚΑΝ
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 29 ]
ΒΥΡΩΝΑΣ 2019
Η βία τελικά
δεν είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να υπάρξει στον κόσμο αυτό,
αλλά η απάθεια!
[Κωνσταντίνος Μίχας]
Πεσμένα πέταλα
Σηκώνομαι στη μέση της νύχτας. Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Το έχω συνηθίσει
πια, ακόμα και το μόνιμα κουρασμένο σώμα μου έχει σταματήσει να διαμαρ-
τύρεται. Εξάλλου κανένας πόνος δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με αυτό που
νιώθω όταν κλείνω τα μάτια μου.
Όταν κλείνω τα μάτια μου, δεν βλέπω όνειρα. Όχι πια. Βλέπω μόνο την
αδικία και την απόγνωση και τον τρόμο. Ακούω τον θάνατο. Το σώμα μου
τραντάζεται, όπως τραντάχτηκαν οι τοίχοι του σπιτιού μου εκείνη τη νύχτα.
Ουρλιαχτά παγιδεύονται στον λαιμό μου. Ακούω τις σφαίρες να διαπερνούν
τους τοίχους. Νιώθω τις τρύπες σε όλο μου το σώμα. Αδειάζω από κάθε
ίχνος δύναμης. Στραγγίζω από ζωή.
Αν μονάχα οι σφαίρες διαπερνούσαν τους δικούς μου τοίχους... Αν μονάχα
έκλεβαν τη δική μου ζωή...
Μια ανάσα χωρίζει το σπίτι μου από το δικό της. Γιατί έπρεπε εκείνη η μοι-
ραία σφαίρα να διαλέξει την πιο αγνή, την πιο όμορφη, την πιο λαμπερή
ψυχή; Γιατί να ξεριζώσει εκείνο το λουλούδι; Γιατί εκείνο που ήταν μπουμ-
πούκι ακόμα, έτοιμο να ανθίσει και να σκορπίσει φως απέραντο;
Η δική μου εποχή έχει περάσει. Τα πέταλά μου είναι μαραμένα. Πέφτουν
σιγά-σιγά. Ο κόσμος δεν θα έχανε πολλά αν έφευγα εγώ εκείνη τη νύχτα.
Είναι πολύ αργά για να αλλάξω τον εαυτό μου, πόσο μάλλον για να αλλάξω
τον κόσμο. Κανείς δεν θα θρηνούσε για εμένα. Φρόντισα να είμαι μόνη.
Ολομόναχη.
Βγαίνω έξω για να πάρω λίγο καθαρό αέρα. Το βλέμμα μου πέφτει στο δι-
πλανό σπίτι. Το δικό της. Τα φώτα είναι σβηστά. Αναρωτιέμαι αν θα ανάψουν
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 33 ]
ποτέ ξανά. Δεν μπορώ ούτε να φανταστώ τι περνάει η οικογένειά της αυτήν
τη στιγμή. Γιατί εσένα, Σάντρα; Γιατί εσένα; Εικόνες περνούν μπροστά από τα
μάτια μου. Το γλυκό της χαμόγελο, τα φωτεινά της μάτια, εκείνο το ψύχραιμο
βλέμμα που έκρυβε τόση δύναμη, τόση λαχτάρα για έναν ομορφότερο κόσμο.
Δεν αντέχω να στέκομαι άλλο εκεί. Αρπάζω τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου.
Μπορεί να είναι νύχτα και να μην έχω πού να πάω, αλλά νιώθω καλύτερα
μόλις κάθομαι στο φθαρμένο κάθισμα του οδηγού. Πάντα λάτρευα το αυτο-
κίνητό μου. Κι ας είναι ξεθωριασμένη η μπογιά του, κι ας αργεί τρομερά να
πάρει μπροστά. Είναι δικό μου, πάντα ήταν. Κι αυτό δεν μπορώ να το ισχυ-
ριστώ για πολλά πράγματα.
Ξεκινάω να οδηγώ. Δεν φοβάμαι το σκοτάδι. Τα αντανακλαστικά μου ευτυ-
χώς δεν με έχουν προδώσει ακόμα. Περιφέρομαι άσκοπα στους ήσυχους και
στους όχι και τόσο ήσυχους δρόμους της πόλης. Χωρίς να το καταλάβω,
φτάνω σε μια από τις πιο κακόφημες γειτονιές του Μιλγουόκι. Αυτές που
κάθε λογικός άνθρωπος θα απέφευγε να διασχίσει μόνος του τη νύχτα.
Κλείνω όλα τα παράθυρα και επιταχύνω. Θέλω να φύγω από εκεί όσο
πιο γρήγορα γίνεται. Ξαφνικά ακούω έναν περίεργο ήχο να συνοδεύει
τον βόμβο της μηχανής. Κάτι σαν νιαούρισμα... Φρενάρω απότομα.
Είμαι σχεδόν σίγουρη ότι κάποια γάτα έχει κρυφτεί κάτω από το καπό
του αυτοκινήτου μου. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και βγαίνω έξω για να
το ελέγξω. Πριν όμως προλάβω να ψάξω για την άτυχη γάτα, παρατηρώ
μια φιγούρα κρυμμένη στις σκιές. Πρόκειται για τις στιγμές εκείνες που
τα πόδια σου αρχίζουν από μόνα τους να τρέχουν. Αναρωτιέμαι γιατί
τα δικά μου έχουν κοκκαλώσει στο έδαφος.
Η φιγούρα με πλησιάζει. Κάτι κρατάει. Όπλο; Δυσκολεύομαι να ανα-
πνεύσω. Οι πνεύμονές μου δεν γεμίζουν πια με αέρα, αλλά με θυμό.
Η οργή με πνίγει, με τυφλώνει. Αυτοί, αυτοί φταίνε. Αυτοί σκότωσαν
το κορίτσι μας. Τον κοιτάζω στα μάτια ενώ σηκώνει το όπλο και με
σημαδεύει. «Δώσε μου την τσάντα σου και δεν θα πάθεις τίποτα!»
φωνάζει.
[ 34 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Η φωνή του δεν είναι τόσο βαριά όσο την περίμενα. Ακούγεται περισσότερο
σαν... σαν τη φωνή ενός αγοριού. Και όσο τον παρατηρώ πιο προσεχτικά,
τόσο πιο μικρόσωμος δείχνει. Σαν να είναι πράγματι ένα αγόρι. «Δεν ακούς;»
μου φωνάζει ξανά. «Την τσάντα σου! Τώρα!» Δεν πρέπει να είναι πολύ με-
γαλύτερος από τη Σάντρα. «Πώς σε λένε;» τον ρωτάω. Με αγριοκοιτάζει.
«Δεν ήρθα για να πιάσουμε κουβέντα», μου λέει. «Και γιατί ήρθες, νεαρέ; Για
την τσάντα μου; Κοίτα και μόνος σου. Δεν έχω τίποτα μαζί μου».
Δεν ξέρει τι να κάνει. Το βλέπω στα μάτια του. Το χέρι που κρατάει το όπλο
αρχίζει να τρέμει. Το φρικτό αυτό όπλο, που δεν σκοτώνει μονάχα εκείνον που
σημαδεύει αλλά και αυτόν που το κρατάει. Τελικά, το κατεβάζει, γυρίζει από την
άλλη και αρχίζει να τρέχει στα σκοτεινά σοκάκια. Βουρκώνω. Και για κάποιον
άγνωστο λόγο τον ακολουθώ.
ono
Έχω βγει για τον απογευματινό μου περίπατο. Όπως κάθε μέρα, περπα-
τάω κοιτάζοντας αδιάφορα γύρω μου, συντροφιά με το αγαπημένο μου
μπαστούνι. Αισθάνομαι τις πρώτες σταγόνες της βροχής να πέφτουν στο
δέρμα μου. Είναι ώρα να επιστρέψω σπίτι. Σχεδόν δεν προσέχω το αυτοκί-
νητο που είναι σταματημένο στην άκρη του δρόμου. Κι ας είναι ολόιδιο με
το δικό μου.
Το δικό μου… Σίγουρα δεν θα μπορούσα να το οδηγήσω τώρα πια, αλλά
δεν έχει πάψει να μου λείπει. Από εκείνη τη στιγμή, τρία χρόνια πριν, που
συνειδητοποίησα ότι το αυτοκίνητό μου είχε εξαφανιστεί… Από εκείνη τη
στιγμή που συνειδητοποίησα ότι άδικα είχα διασχίσει όλα τα σκοτεινά σο-
κάκια αναζητώντας ένα αγόρι που δεν ήθελε να βρεθεί, άδικα είχα χτυπήσει
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 35 ]
Κάθομαι στη θέση του συνοδηγού και αρχίζω να του εξηγώ τα βασικά.
Ακούει τα πάντα με προσοχή, αλλά και κάποια δυσπιστία, ενώ φροντίζει το
βλέμμα του να μη συναντά ποτέ το δικό μου και να μένει πάντα σιωπηλός.
Δεν έχω ιδέα πόση ώρα περνάει έτσι. «Μπορούμε να συνεχίσουμε αύριο»,
του λέω κάποια στιγμή. «Σε λίγο καιρό θα είσαι έτοιμος να οδηγήσεις».
«Γιατί;», με ρωτάει, αλλά εγώ φεύγω χωρίς να του δώσω απάντηση. Είναι
πολλά τα γιατί που δεν μπορώ να απαντήσω.
Επιστρέφω την επόμενη μέρα. Και την επόμενη. Και την επόμενη. Το αγόρι
με περιμένει πια. Στο τέλος ενός μαθήματος το βλέμμα του για μια στιγμή
συναντάει το δικό μου. «Με λένε Τζορτζ», μου λέει. «Συγγνώμη που άργησα
κάπως να σου απαντήσω».
Οι εβδομάδες περνούν και ο Τζορτζ αρχίζει να οδηγεί. Την πρώτη φορά
που καταφέρνει να διασχίσει όλο το τετράγωνο, χοροπηδάει πάνω στο κά-
θισμα από τη χαρά του. «Πρόσεχε, θα το σπάσεις!», του φωνάζω, χωρίς
όμως να μπορώ να κρύψω το χαμόγελό μου. Και τα μαθήματα συνεχίζονται.
«Κράτα γερά το τιμόνι», ξεκινάω μια μέρα να του λέω. «Δεν είναι όλοι οι
δρόμοι ομαλοί». «Το ξέρω αυτό». «Αλλά εσύ κρατάς το τιμόνι. Εσύ και μόνο
εσύ μπορείς να επιλέξεις να το κρατάς ίσια, ώστε να μην ξεφύγεις από την
πορεία σου. Αλλά να σου πω ένα μυστικό;» Χαμογελάω. «Το πιο σημαντικό
στο τιμόνι είναι ότι… γυρίζει. Ακόμα κι αν ξεφύγεις λιγάκι από τον δρόμο,
μπορείς να γυρίσεις πίσω».
Και μία ημέρα το μάθημα απομακρύνεται πολύ από την οδήγηση. «Σου
έφερα ένα παραμύθι», λέω χαρούμενη. «Ελπίζω να σου αρέσει γιατί είσαι
ο πρώτος που το ακούει». Παίρνω μια βαθιά ανάσα και ανοίγω το τετράδιό
μου.
«Μια φορά κι έναν καιρό στον κήπο ενός βασιλιά φύτρωσε ένα πανέμορφο
λουλούδι. Ήταν ένα μπουμπούκι ακόμα, έτοιμο να ανθίσει. Και είχε μια μα-
γική δύναμη. Μπορούσε να κάνει τα άλλα λουλούδια να ανθίζουν και το
καφέ χορτάρι να πρασινίζει και μπορούσε να δίνει στα μαραμένα λουλούδια
τα πεσμένα πέταλά τους πίσω. Ο βασιλιάς ζήλεψε τη δύναμή του και το ξε-
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 37 ]
ρίζωσε από το χώμα. Μα η μαγεία έμεινε για πάντα κοντά στο λουλούδι.
Και όσο περνούσαν τα χρόνια ολόκληρος ο κήπος έγινε μαγικός, γιατί το
λουλούδι χάριζε λίγη από τη μαγεία του σε κάθε φυτό που θεράπευε…»
Τα στοιχεία που φάνηκε στην αρχή του εικοστού πρώτου αιώνα πως θα βελ-
τίωναν σημαντικά τις συνθήκες ζωής, θα αναβίβαζαν το βιοτικό επίπεδο και
θα δημιουργούσαν νέες προοπτικές για την επιδίωξη κάποιας ποιότητας
ζωής, ήταν συνδεδεμένα με την εξελικτική πορεία της βιομηχανικής διαδικα-
σίας, της παραγωγής πολλών αγαθών, της χρησιμοποίησης των βιομηχανικών
προϊόντων από τις μεγάλες μάζες των ανθρώπων. Όμως η διαδικασία της
εκβιομηχάνισης έφερε στην επιφάνεια νέα προβλήματα, τα οποία με την πά-
ροδο του χρόνου υποβαθμίζουν όλο και περισσότερο την ποιότητα ζωής και
εμπεριέχουν τεράστιους κινδύνους για την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη.
αυτό που δεν μπορεί να ξεχαστεί ποτέ. Αλήθεια πραγματική είναι όχι μόνο
ό,τι μένει στη συνείδηση και τη νόηση των ανθρώπων με το πέρασμα των αι-
ώνων, η συλλογική μνήμη, αλλά κυρίως ό,τι αποτελεί έρεισμα σταθερό για
την πρόοδο της ανθρωπότητας. Φάρο αποτελεί η σωκρατική διδασκαλία
που έθετε το κοινωνικό συμφέρον υπεράνω του ατομικού. Φάρος είναι η δι-
δαχή του Αριστοτέλη ότι εκείνο που μετρά στη ζωή είναι η μεσότητα, το
μέτρο, η αποφυγή της υπερβολής και της έλλειψης. Φάρος είναι η πλατωνική
διδασκαλία περί δικαιοσύνης «δίκαιος δεν είναι αυτός που δεν αδικεί, αλλά
αυτός που μπορεί να αδικήσει και δεν το κάνει»! Τηλαυγής φάρος –φως
που φαίνει πάσι– η διδασκαλία του Θεανθρώπου «αγάπα τον εχθρό σου ως
σεαυτόν». Οι φάροι είναι οι πρόμαχοι της ελευθερίας των ανθρώπων. Μόνο
οι φάροι μπορούν να καταργήσουν τη νοοτροπία των όπλων και να αναδεί-
ξουν το πνεύμα ως το μεγαλύτερο ανίκητο όπλο.
Τις «Θερμοπύλες της ελευθερίας μας» δεν τις φυλάττουν αποτελεσματικά
ούτε οι φοβικές μας προκαταλήψεις ούτε τα «στεγανά» στερεότυπα ούτε η
πυγμή των όπλων. Μπορεί να τις φυλάξει μόνο το ελεύθερο πνεύμα, «οπλι-
σμένο με τα όπλα» των ακατάλυτων αξιών που ο ανθρωπισμός και ο πολιτι-
σμός τού εξασφαλίζουν.
Η πιστή σου, Κατερίνα
Αικατερίνη Γκίκα
[ 42 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Ο Δράκος μας
Όπως όλα τα πράγματα στη φύση, η γέννηση είναι ένα γεγονός παράξενο
και μυστήριο. Τέσσερις χιλιάδες χρόνια πέρασαν, αφότου έσκασε το αυγό
και ξεπετάχτηκε ο Μέγας Δράκος στην πρώτη του μορφή. Και ο Δράκος, στα-
διακά και ανεξήγητα, μεταμορφώθηκε, όπως μεταμορφώνεται η κάμπια σε
πεταλούδα. Το πρωτόγονο πλάσμα σφηνώθηκε μέσα στο κουκούλι της εξέ-
λιξής του, για να εκκολαφθεί εκατομμύρια χρόνια αργότερα ως κυρίαρχος
της γης και των αιθέρων, ως επίδοξος κατακτητής του ίδιου του σύμπαντος.
Με τον χρόνο, ο Δράκος βρίσκεται αντιμέτωπος με αντίρροπες δυνάμεις. Η
ύλη με το πνεύμα, η σκέψη με τη βούληση, το ιδεατό με το πραγματικό. Απο-
δέχεται την πλήρη αντιπαράθεση των θετικών και αρνητικών στοιχείων γύρω
του, αλλά και μέσα στην ίδια του τη φύση. Έτσι, αναπτύσσει μια συνείδηση
εξασκημένη με τα χρόνια να βλέπει ξεκάθαρα, μια συνείδηση που παρατηρεί,
που διακρίνει, που ξεχωρίζει και τελικά επιλέγει. Μέσα στη σοφία που συσ-
σώρευσε, θεωρεί την έκβαση της μάχης των αντίθετων δυνάμεων μια σύνθεση
ειρηνική, που παράγει δημιουργία και ενέργεια.
Ξαφνικά, ο Μέγας Δράκος ξυπνά από τον λήθαργο της αυταπάτης και της
αλαζονείας!
Θέλει να τα βιώσει όλα από την αρχή! Όλες τις επενδύσεις του, όλες τις πλά-
νες και τις αυταπάτες του, ό,τι έθρεψε μέχρι τώρα.
Τινάζει τα φτερά του με αυτοπεποίθηση και τα λέπια του, ασπίδα σε κάθε
αναπάντεχο γεγονός, λαμπυρίζουν στον ήλιο. Υψώνεται πάνω από τον ου-
ρανό και χάνεται στον χώρο και στον χρόνο.
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 43 ]
«παρίες», που ποδοπατά κάθε μέρα την αξιοπρέπειά τους. Μια δικαιοσύνη
που εφαρμόζει τους νόμους επιλεκτικά, μια εκπαίδευση που ανήκει μόνο
στους προνομιούχους!
Οι ομοεθνείς τους τούς χρησιμοποιούν σαν αντικείμενα. Τους κοιτάζουν και
είναι σαν να μην τους βλέπουν, σαν να είναι αόρατοι. Παιδιά ενός κατώτερου
θεού… Ξεχωριστές συνοικίες, ξεχωριστά καφενεία – ακόμη και στον θάνατο
πάνε χώρια.
Οι πιστοί βαφτίζονται στον Γάγγη. Κανένα ποτάμι, όμως, δεν μπορεί να ξε-
πλύνει τόση αδικία, τόση ντροπή!
Κατά τα άλλα, η Ινδία αναπτύσσεται τεχνολογικά και οικονομικά…
Βουτά στο «οικονομικό θαύμα» της Κίνας με το τρομακτικό ανθρώπινο κό-
στος. Εσωτερικοί μετανάστες, που βιώνουν τη χείριστη μεταχείριση, «αναλώ-
σιμοι» άνθρωποι, που αποτέλεσαν και αποτελούν το καύσιμο της κινεζικής
ατμομηχανής. Δεκάδες χιλιάδες, που χάνονται κάθε χρόνο στα πρόχειρα ερ-
γοστάσια και στα παράνομα ορυχεία.
Ο Δράκος νιώθει έντονα την παρουσία του Κινέζου δαίμονα. Έχει διεισδύσει
ύπουλα, σκλαβώνοντας τις αβοήθητες ψυχές των ανθρώπων και τρέφοντας
τον ίδιο τον εαυτό του με τον πόνο τους!
Αγρότες σε υποανάπτυκτη κατάσταση και πλούσιοι που ξοδεύουν σαν να μην
υπάρχει αύριο… Ατομικές ελευθερίες που παραβιάζονται καθημερινά και
ελεγχόμενος τουρισμός, σαν απόδειξη εξωστρέφειας.
Η Κίνα ακολουθεί τον μύθο της. Μεταμορφώνεται με υπερφυσικό τρόπο. Αλ-
λάζει κατά βούληση τη μορφή της, επιχειρεί να δείξει το σύγχρονο πρόσωπό
της, την ήρεμη δύναμή της… Και ο Δράκος αναρωτιέται!
Περνά τον Ειρηνικό, αγκαλιάζει με το βλέμμα την Αυστραλία. Στα βόρεια της
χώρας, όπου έχουν σχεδόν αποκλεισθεί οι Αβορίγινες, βλέπει ακόμα μια τρα-
γική απόδειξη ότι η βαρβαρότητα και ο ρατσισμός είναι συστατικά της «πο-
λιτισμένης» Αυστραλίας.
Δεκάδες οικισμοί των ιθαγενών, παράγκες στο μέσο του πουθενά, ξηλώνονται
[ 46 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Θέλει να κάψει, να αφανίσει την αδικία, τον πόνο, την προσβολή στην αν-
θρώπινη ύπαρξη. Θέλει να δροσίσει τις ψυχές των αδύναμων, να τους δώσει
ελπίδα.
Το σύστημα, όμως, που δημιούργησε και του οποίου είναι τελικά αιχμάλωτος,
δεν του το επιτρέπει. Αυτό το σύστημα λατρεύει το κέρδος και ευνοεί την
ιδιοτέλεια, αγνοεί την αλληλεγγύη και εκλογικεύει την αδιαφορία, καταργεί
τα αισθήματα, χλευάζει την αγάπη.
Οι ισχυρές αρνητικές δυνάμεις, που για αιώνες έθρεψε και ανέπτυξε μέσα
του ο Δράκος, συγκρούονται κατά μέτωπο με ό,τι θετικό κουβαλά, σαν ανα-
πόσπαστο στοιχείο του. Στέκεται στο κατώφλι.
Και είμαστε εκεί όλοι εμείς! Δράκοι και Δράκαινες, μετά από χρόνια δοκιμα-
σίας, στεκόμαστε στο κατώφλι, ατενίζοντας το δημιούργημά μας! Έχοντας
αποδεχτεί πλήρως το κακό, αναζητούμε τον εαυτό μας, αναζητούμε τον άν-
θρωπο!
Από τα 117 λέπια του Δράκου μας, τα 81 τρέφουν το καλό και τα 36 το κακό.
Τελικά, υπάρχει ελπίδα;
Ελένη-Παρασκευή Μέξη
[ 48 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Πρότυπο ζωής
Ήταν ένα βροχερό βράδυ Πέμπτης, πρωτοβρόχια, μιας και μόλις είχε μπει
ο Σεπτέμβρης. Ο κύριος Μιχάλης μόλις είχε γυρίσει από τη δουλειά και κα-
θόταν στην πολυθρόνα του για να ξεκουραστεί. Δούλευε στην οικοδομή, κου-
ραστική δουλειά. Κάθε μέρα, μέχρι αργά το βράδυ, μέσα στα τσιμέντα και το
πηλοφόρι. Γύριζε στο σπίτι του και έπεφτε κατευθείαν για ύπνο.
Απόψε όμως ήταν ένα διαφορετικό βράδυ! Αύριο βγαίνει επιτέλους στη σύν-
ταξη έπειτα από τριάντα ένα ολόκληρα χρόνια δουλειάς. Άνοιξε την τηλεό-
ραση, έβαλε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και κάθισε να παρακολουθήσει την
αγαπημένη του εκπομπή. Ήταν περασμένες δέκα και ήταν η ώρα που ο πα-
ρουσιαστής καλωσόριζε κάποιον ξεχωριστό καλεσμένο.
«Και τώρα, παρακαλώ, ας υποδεχτούμε ένα πολύ ιδιαίτερο άτομο, τη νεαρή
Σάντρα Παρκς, η οποία την προηγούμενη βδομάδα τιμήθηκε με το τρίτο βρα-
βείο στον διαγωνισμό δοκιμίου του Μιλγουόκι για το δοκίμιό της με τίτλο
“Our truth”, σε ηλικία μόλις έντεκα ετών».
«Τρίτο βραβείο στον διαγωνισμό δοκιμίου του Μιλγουόκι! Θα ’χει ενδιαφέ-
ρον», σκέφτηκε ο κύριος Μιχάλης και δυνάμωσε την ένταση της τηλεόρα-
σης.
– Καλησπέρα, Σάντρα, χαιρόμαστε που είσαι σήμερα μαζί μας.
– Καλώς σας βρήκα! Και ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση!
– Για πες μας, Σάντρα, πώς νιώθεις που βραβεύτηκες;
– Νιώθω υπέροχα και χαίρομαι πάρα πολύ γι’ αυτό! Όμως περισσότερο χαί-
ρομαι γιατί μέσα από αυτό το κείμενο μου δόθηκε η ευκαιρία να εκφράσω
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 49 ]
τζάμα του και να πάρει το χάπι του όπως κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί.
Περιτριγυρισμένος απ’ όλες αυτές τις σκέψεις, ξάπλωσε στο μαλακό
κρεβάτι του, σκεπάστηκε με το καφετί ζεστό πάπλωμά του και πε-
ρίμενε υπομονετικά να τον πάρει ο ύπνος.
Ήταν χαράματα, κάπου πέντε το πρωί, όταν ξύπνησε για να πάει
να πιει λίγο νερό. Ξαφνικά σκέφτηκε τα χθεσινοβραδινά γεγονότα.
«Κάτι πρέπει να κάνω», συλλογίστηκε και χωρίς δεύτερη σκέψη
πήρε ένα ποτήρι παγωμένο νερό, έκατσε στη μεγάλη καρέκλα του
γραφείου του και άρχισε να ψάχνει πώς μπορεί να ιδρύσει ένα εθε-
λοντικό ίδρυμα για ανθρώπους που έχουν υποστεί αδικία. Αμέσως
εμφανίστηκαν στην οθόνη του εκατοντάδες ιστοσελίδες πάνω σ’
αυτό το θέμα, που δεν ήξερε ποια να πρωτοδιαλέξει. Πάτησε λοιπόν
την πρώτη διεύθυνση και αμέσως βρέθηκε στο επίσημο site δημι-
ουργίας εθελοντικών ιδρυμάτων. Αφού διάβασε το εισαγωγικό κεί-
μενο και περιηγήθηκε για αρκετή ώρα στην ιστοσελίδα μελετώντας
με προσήλωση τους όρους και τις προϋποθέσεις που χρειάζονται
για τη δημιουργία ενός τέτοιου ιδρύματος, σημείωσε σε ένα χαρτί
τα στοιχεία επικοινωνίας και τη διεύθυνση του πλησιέστερου κέν-
τρου. Έπειτα επέστρεψε βιαστικός στην κρεβατοκάμαρά του. Εν-
θουσιασμένος αλλά και γεμάτος άγχος, φόρεσε βιαστικά το καλό
του κουστούμι και το δερμάτινο σακάκι του, έβαλε σε έναν φάκελο
όσα χρήματα είχε στην άκρη και ξεκίνησε για το κέντρο.
Όταν έφτασε, αντίκρισε μπροστά του ένα τεράστιο κτίριο με πολλά
φώτα. Δίχως δισταγμό, μπήκε στην είσοδο του κτιρίου, όπου κα-
θόταν μια εύσωμη ηλικιωμένη κυρία.
– Με συγχωρείτε, να σας ρωτήσω κάτι;
Εκείνη του αποκρίθηκε με βραχνή φωνή.
– Βεβαίως, τι θα θέλατε;
– Πού ν’ απευθυνθώ για τη δημιουργία ενός εθελοντικού ιδρύμα-
τος;
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 51 ]
ono
[ 52 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Πέρασαν κιόλας τρία χρόνια από τότε που το ίδρυμα «Σάντρα» ξε-
κίνησε να λειτουργεί και ο κύριος Μιχάλης αποφάσισε να κάνει μια
εκδήλωση, με αφορμή τα τρία χρόνια λειτουργίας και προσφοράς
του ιδρύματος στην κοινωνία.
Η ώρα είχε φτάσει και ο κύριος Μιχάλης ήταν έτοιμος να πάει στο
ίδρυμα, όταν ξαφνικά έσκασε σαν βόμβα στην τηλεόραση. Έκτακτο
δελτίο ειδήσεων.
«Δεκατριάχρονη δολοφονήθηκε από ελεύθερο σκοπευτή μέσα στο
σπίτι της». Ήταν η Σάντρα Παρκς.
Ο κύριος Μιχάλης δεν μπορούσε να το πιστέψει.
«Μα γιατί;» φώναξε οργισμένος. «Μόνο καλό ήθελε να κάνει στον
κόσμο». Γεμάτος αγανάκτηση και στεναχώρια ξεκίνησε για το
ίδρυμα. Ήταν τόσο ξαφνικός γι’ αυτόν ο θάνατός της, που δεν μπο-
ρούσε να συνειδητοποιήσει τι πραγματικά συνέβη. Οι ώρες που
ακολούθησαν ήταν πολύ δύσκολες. Το ίδρυμα είχε γεμίσει κόσμο,
αλλά τον κύριο Μιχάλη δεν τον ένοιαζε τίποτα. Όταν ήρθε η ώρα
της ομιλίας του, πήρε το μικρόφωνο και με βροντερή φωνή είπε:
– Αγαπητοί μου συμπολίτες! Βρισκόμαστε σήμερα εδώ για να γιορ-
τάσουμε τα τρία χρόνια λειτουργίας του ιδρύματος. Πήρε μια βαθιά
ανάσα και συνέχισε. Πρώτα όμως θα ήθελα να σας μιλήσω για κάτι
άλλο, πιο σημαντικό. Πριν από λίγες ώρες, έφυγε από τη ζωή η
Σάντρα Παρκς, η ψυχή του ιδρύματος. Χωρίς αυτήν, δεν θα υπήρχε
αυτό το ίδρυμα, το οποίο βοήθησε πολλούς που το είχαν ανάγκη.
Γι’ αυτόν τον λόγο θα ήθελα να τηρήσουμε ενός λεπτού σιγή προς
τιμήν της, αφού πρώτα όμως μου επιτρέψετε να της αφιερώσω το
παρακάτω απόσπασμα:
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 53 ]
Δεν έχεις καιρό, δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Τελειώνοντας η φωνή πνίγηκε μέσα στα αναφιλητά του και ξέσπασε
σ’ ένα κλάμα γεμάτο συγκίνηση και πόνο, που όλο και δυνάμωνε
μέσα στην κατάμεστη και σιωπηλή αίθουσα του ιδρύματος. Ξαφνικά
[ 54 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
τον είδε και το κλάμα σταμάτησε. Ήταν κάπου στο βάθος. Ναι,
αυτός ήταν, ο Αντιμπέ, ο συνάδελφός του από την οικοδομή. Κά-
ποτε τον είχαν αδικήσει και ήθελε να εξιλεωθεί, επειδή τότε δεν τον
βοήθησε. Τον κοίταξε, πήρε ακόμη μια βαθιά ανάσα και συνέχισε:
«Αυτή ήταν λοιπόν για μένα η Σάντρα Παρκς. Ένας φάρος, ένας
οδηγός, ένα πρότυπο ζωής». Ο κόσμος άρχισε να χειροκροτά γε-
μάτος συγκίνηση, ενώ κάποιοι έκλαιγαν κιόλας. Και τότε κατάλαβε
ότι είχε κάνει το σωστό.
Σταύρος Στάνας
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 55 ]
Κυριακή. Η μέρα της κηδείας του αγαπημένου μου φίλου, Μάριου. Δεν μπορώ
να το πιστέψω… Περνούσαμε τόσο καλά μαζί. Αν και δεν πηγαίναμε στο ίδιο
σχολείο, τον θεωρούσα αδερφό μου. Ήμασταν στην ίδια ομάδα ποδοσφαίρου
από το νηπιαγωγείο. Κάναμε κοινά όνειρα, ότι μια μέρα θα παίξουμε στην
Μπαρτσελόνα, ότι θα αγωνιστούμε με το εθνόσημο της εθνικής μας ομάδας,
ότι θα υπογράφουμε αυτόγραφα, ότι θα φτιάξουμε ένα δικό μας γήπεδο, ώστε
όλα τα παιδιά να μπορούν να μάθουν την τέχνη του ποδοσφαίρου.
Όμως, μία Πέμπτη μας χάλασε τα σχέδια. Θα έκαναν γιορτή με το σχολείο
του και δεν ήθελε να τη χάσει. Μάλιστα, αναγκαστήκαμε να ακυρώσουμε και
τη συνάντησή μας, αλλά τι να έκανα;
Την επόμενη μέρα, πήρα τηλέφωνο να δω πώς πέρασε στη γιορτή. Δεν
απαντούσε. Ξαναπήρα αρκετές φορές, μέχρι που το σήκωσε η μητέρα του.
Η φωνή της ήταν σπασμένη και τρεμάμενη.
– «Ναι», είπε αδύναμα.
– «Γεια σας, ο Κώστας είμαι, ο φίλος του Μάριου…» και πριν προλάβω να
τελειώσω τη φράση μου, ξέσπασε σε κλάματα. Όταν ηρέμησε, μου απάντησε
συντετριμμένη:
– «Αγόρι μου, λυπάμαι πολύ, αλλά… αλλά… ο φίλος σου, ο γιος μου, ο
Μάριος χθες… σκοτώθηκε στη γιορτή από αδέσποτη σφαίρα». Η φωνή της
έσπασε. Ξανάρχισε να κλαίει και έκλεισε το τηλέφωνο. Μου πήρε ώρα να το
επεξεργαστώ. Αρχικά, δεν είχα καταλάβει τι είχε συμβεί. Δεν ήθελα να κατα-
λάβω. Στενοχωρημένος, πήγα και το είπα στους γονείς μου. Έκαναν ό,τι μπο-
[ 56 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Την επόμενη κιόλας μέρα, μιας και ήταν Σάββατο, πήγα πρωί στη βιβλιο-
θήκη του δήμου μας, αποφασισμένος να βρω την αλήθεια των δύο παιδιών,
αποφασισμένος να φτάσω εκεί, ταξιδεύοντας ως την άκρη του κόσμου μέσω
των βιβλίων.
Σκέφτηκα ότι, αν δανείζομαι ένα βιβλίο τον μήνα και το διαβάζω με προ-
σοχή, μέσα σ’ έναν χρόνο θα έχω συγκεντρώσει τουλάχιστον δώδεκα αλή-
θειες! Ξεκίνησα με τον Μιχαήλ Στρογκόφ του Ιουλίου Βερν και αποθησαύρισα
την αλήθεια ότι ακόμη και αν κάποιος είναι τυφλός, αν είναι πιστός στο κα-
θήκον του, με υπεράνθρωπη προσπάθεια θα φτάσει στον προορισμό του.
Συνέχισα με τον Μικρό πρίγκιπα του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ και έμαθα
ότι «με την καρδιά βλέπεις καλά. Την ουσία τα μάτια δεν τη βλέπουν». Επό-
μενή μου στάση ήταν ο Τζορτζ Όργουελ και το βιβλίο του 1984. Εκεί έμαθα
ότι η πιο σημαντική μορφή ελευθερίας που δεν μπορούν να μας την κλέψουν
είναι η ψυχική.
Στη συνέχεια ταξίδεψα με την ποίηση του Καβάφη, με τα Άπαντά του, κατα-
νοώντας ότι στη ζωή μας όχι μόνο πρέπει να φυλάμε «Θερμοπύλες» αλλά
και να μη νιώθουμε μίσος για τους ψευδόμενους, χωρίς μίσος για όποιον
σφάλλει! Συνέχισα με την Ασκητική του Νίκου Καζαντζάκη, μαθαίνοντας ότι
πρέπει να λες «εγώ, εγώ έχω χρέος να σώσω τη γη. Αν δεν σωθεί, εγώ
φταίω».
Επόμενος προορισμός μου, έχοντας το μυαλό μου τη φράση της Σάντρα
«οι αλήθειες μας εκτείνονται στα άκρα του κόσμου», ήταν το βιβλίο Το χρυσό
φτερό της Κωνσταντίνας Αλουμανή. Έμαθα πως ένα χρυσό φτερό, η αγάπη
ενός μικρού αγγέλου μπορεί να αλλάξει την πραγματικότητα. Έπειτα ακο-
λούθησα τον Λέοντα Τολστόι στο βιβλίο του, Περί τρέλας, και διδάχτηκα ότι
η «ευτυχία δεν είναι να κάνεις πάντα αυτό που θέλεις, αλλά να θέλεις πάντα
αυτό που κάνεις». Συνέχισα ψάχνοντας την αλήθεια σε κάποιο διαφορετικό
βιβλίο και νομίζω πως τη βρήκα σ’ ένα βιβλίο-συλλογή του Δήμου Βύρωνα
2015 με τίτλο Οι νέοι μας μιλούν για τον Λόρδο Βύρωνα της νιότης, της αμφισβή-
τησης και της ελευθερίας. Ήταν γραμμένα εξαιρετικά μαθητικά κείμενα που
μου δίδαξαν ν’ αμφισβητώ τα όπλα και την πυγμή του ισχυρού που βασίζεται
[ 58 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
σ’ αυτά. Στα χέρια μου βρέθηκε και το «βιβλίο των βιβλίων», η Αγία Γραφή,
που μου έμαθε πως όχι μόνο δεν πρέπει να προσπερνάω τον άλλον σαν το
πλοίο μες στην νύχτα, αλλά να τον θεωρώ κομμάτι του εαυτού μου.
Μόλις έχω αρχίσει το ταξίδι μου! Κάθε βιβλίο είναι και μία αλήθεια. Κάθε
άνθρωπος είναι μία αλήθεια ξεχωριστή. Μόνο αν γίνει αυτό παραδεκτό απ’
όλους, θα αποδειχτούν άχρηστα τα όπλα, γιατί εξάλλου η αλήθεια δεν μπορεί
να σκοτωθεί. Σ’ αυτήν την αλήθεια μάς οδηγούν ο Μάριος και η Σάντρα. Ανέ-
δειξαν την αλήθεια τους, κατέδειξαν το παράλογο των όπλων και το άτοπο
της βίας, του ρατσισμού και της προκατάληψης και απέδειξαν την ανάγκη
του ανθρωπισμού. Γι’ αυτό και η αλήθεια τους πάντα θα λάμπει. Αρκεί να
έχουμε μάτια να την αντικρίσουμε!
Στυλιανός Γκίκας
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 59 ]
Ο Λόρδος Βύρων, εκτός από φιλέλληνας, ήταν και αγωνιστής υπέρ της κοι-
νωνικής δικαιοσύνης και της ελευθερίας σε όλο τον κόσμο. Πριν από 230
περίπου χρόνια, ο αριστοκράτης Βύρων δήλωνε «πολίτης του κόσμου», ενός
κόσμου χωρίς βία, τυραννία και ρατσισμό. Με τα έργα του, επομένως, αλλά
και τον λόγο του, υποστήριζε αυτές του τις απόψεις. Χαρακτηριστική είναι η
δήλωσή του: «Θα ξεσηκώσω, αν μπορέσω, και τις πέτρες ακόμα, ενάντια
στους τυράννους της γης»…
Και φτάνουμε στο σήμερα… Στη σύγχρονη εποχή, όπου θεωρητικά όλοι
οι άνθρωποι γνωρίζουν τα δικαιώματά τους και τα υπερασπίζονται με πάθος.
Οι πιο δυνατοί δείχνουν να υπερασπίζονται τους πιο αδύναμους, έτσι όπως
πρέπει να συμβαίνει σε μια πολιτισμένη κοινωνία. Γιατί, λοιπόν, ακούγοντας
καθημερινά τα νέα της ημέρας στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, αισθανόμαστε
ότι βρισκόμαστε σε έναν συνεχή πόλεμο; Η βία, ο ρατσισμός, η προκατάληψη,
είναι κάτι που νιώθουμε έντονα να απειλεί ακόμα και τη δική μας ύπαρξη.
Ακόμα κι αν συμβαίνει κάπου μακριά μας, η σκέψη είναι μία: «Γιατί;» Ή
μήπως, τελικά, υπάρχουν και δεύτερες σκέψεις, όπως… «Ευτυχώς δεν συμ-
βαίνει σε εμένα» ή «Εγώ δεν ανήκω σε αυτή την ομάδα, οπότε δεν με
αφορά»; Επαναπαυόμαστε στην ήσυχη καθημερινότητά μας, ενώ γύρω μας
υπάρχουν αθώα παιδιά σαν και εμάς που υποφέρουν… Το αποτέλεσμα
αυτής της παθητικής στάσης; ο ρατσισμός γιγαντώνεται και η προκατάληψη
θεωρείται δεδομένη κατάσταση και μάλιστα αποδεκτή.
Αθώες ψυχές σβήνουν από μία σφαίρα χωρίς προορισμό, σε μέρη όπου
θα έπρεπε να νιώθουν ασφαλή. Έτσι και η δεκατριάχρονη Σάντρα Παρκς
σκοτώθηκε μέσα στο σπίτι της από ελεύθερο σκοπευτή, που ανεξέλεγκτα
[ 60 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
σκορπούσε τον θάνατο, ενώ μόλις τρία χρόνια πριν, βραβεύτηκε σε διαγω-
νισμό συγγραφής κειμένου, όπου κατήγγειλε τη βία και το ρατσισμό. Έτσι
και ο εντεκάχρονος Μάριος έσβησε στην αυλή του σχολείου του, μπροστά
στα αποσβολωμένα μάτια των γονιών, των δασκάλων και των φίλων του, κατά
τη διάρκεια σχολικής γιορτής από σφαίρα που δεν προοριζόταν καν γι’ αυτόν!
Ο κατάλογος των θυμάτων ανά τον κόσμο είναι μακρύς και όσο η σύγχρονη
κοινωνία εξελίσσεται, τόσο τα πράγματα αγριεύουν. Όσο οι διάφορες Μη Κυ-
βερνητικές Οργανώσεις και άλλες οργανώσεις αγωνίζονται σε όλο τον κόσμο
κατά της βίας και του ρατσισμού, εμείς όλοι επαναπαυόμαστε, με την ιδέα
πως αυτοί θα λύσουν το πρόβλημα. Σαν να μην είναι και δική μας υπόθεση.
Αφήνουμε αυτές τις «δεύτερες σκέψεις» να μας καθησυχάσουν και να συνε-
χίσουμε τη ζωή μας, λες και οτιδήποτε άσχημο συμβαίνει είναι μόνο μία ιστο-
ρία από άλλον πλανήτη. Δεν μπαίνουμε καν στον κόπο να σκεφτούμε το
«ΓΙΑΤΙ», παρά μόνο σκεφτόμαστε πόσο κρίμα είναι και γυρνάμε στην καθη-
μερινότητά μας. Είναι φόβος, είναι δειλία, είναι αναισθησία; Η απάντηση
είναι… Όλα αυτά μαζί, σε συνδυασμό με την ασφάλεια που νομίζουμε ότι
μας περιβάλλει. Πόσο λάθος κάνουμε… Θα πρέπει να καταλάβουμε όλοι
μας ότι, παίζοντας με τις πιθανότητες, μπορεί και να χάσουμε και να βρε-
θούμε εμείς ως τραγικό θέμα στο δελτίο των ειδήσεων κάποια μέρα. Η βία
τελικά δεν είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να υπάρξει στον κόσμο αυτό, αλλά η
απάθεια!
Είναι χρέος όλων μας να νοιαζόμαστε για όσα συμβαίνουν στην κοινωνία
μας και να το δείχνουμε έμπρακτα. Εμείς. Όχι να περιμένουμε τους Άλλους
να κάνουν κάτι γι’ αυτό. Όταν βλέπουμε τη βία, σε οποιαδήποτε μορφή, να
την καταγγέλλουμε και να επιμένουμε, μέχρι να σιγουρευτούμε ότι οι αρμόδιοι
έχουν αναλάβει δράση. Όταν αντιληφθούμε ότι κάποιος παρενοχλεί ή εκφο-
βίζει κάποιον άλλο, να υπερασπιστούμε αυτόν που βρίσκεται στη θέση του
θύματος. Όταν γίνονται δράσεις κατά της βίας και του ρατσισμού, να παίρ-
νουμε μέρος, βοηθώντας να ακουστεί αυτή η κίνηση ως τα πέρατα του κό-
σμου. Αν δεν νοιαστούμε πραγματικά και αν δεν έχουμε σκοπό στη ζωή μας,
όπως έλεγε η Σάντρα Παρκς, πριν η μοίρα τής παίξει αυτό το τραγικό παι-
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 61 ]
χνίδι, τότε θα είμαστε απλώς περαστικοί από αυτήν τη ζωή και, αν επιβιώ-
σουμε, θα είναι καθαρά από τύχη. Αν, όμως, δεν θέλουμε να αφήσουμε στη
μοίρα τη ζωή μας και την ύπαρξή μας, που, όπως στην περίπτωση της Σάντρα
Παρκς ή του μικρού Μάριου δεν ήταν με το μέρος τους, τότε θα πρέπει να
αντισταθούμε σε κάθε εκδήλωση βίας ή ρατσισμού. Να νοιαστούμε, ακόμα
κι αν αυτό συμβαίνει σε κάποια άλλη χώρα. Σήμερα, με το διαδίκτυο, η δύ-
ναμη της φωνής μας είναι ακόμα μεγαλύτερη. Ας εκμεταλλευτούμε αυτό το
πανίσχυρο όπλο και ας φτάσουμε μέχρι την άκρη του κόσμου… Εμείς, όχι
οι Άλλοι! Facebook, Twitter, Instagram, YouTube, Tumblr, LinkedIn,
Snapchat… Η λίστα είναι μεγάλη και επιτρέπει σε όλους μας να αναλάβουμε
δράση, ώστε να εκμηδενίσουμε τη βία και τις προκαταλήψεις.
Ας γίνουμε ένα μικρό κύμα, που αρχικά θα αναταράξει τα νερά, αλλά στη
συνέχεια και με τη συμβολή όλων, θα μετατραπεί σε τσουνάμι, που στο πέ-
ρασμά του θα ανατρέψει ό,τι βίαιο και ρατσιστικό μολύνει τη σύγχρονη ζωή
και θα βάλει τα θεμέλια για έναν κόσμο ασφαλή για εμάς και τις επόμενες
γενιές. Για έναν κόσμο όπου η βία και ο ρατσισμός, οι προκαταλήψεις και
κάθε είδους διάκριση δεν θα βρίσκουν χώρο να εκδηλωθούν. Θεμέλια για
έναν κόσμο για τον οποίο αγωνίστηκε ο Λόρδος Βύρων εκατοντάδες χρόνια
πριν και ονειρευόταν η Σάντρα Παρκς, αλλά δεν πρόλαβε να ζήσει, για να
τον δει. Το χρωστάμε σε όλους όσοι αγωνίστηκαν μέχρι τώρα ενάντια στη
βία, αλλά πάνω από όλα, το χρωστάμε στον εαυτό μας, αν θέλουμε να λεγό-
μαστε πολίτες αυτού του κόσμου.
Κωνσταντίνος Μίχας
[ 62 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Ένα τέτοιο βασικό πρόβλημα είναι η χρήση όπλων από τους πολίτες. Σε
αρκετές χώρες επιτρέπεται η οπλοχρησία και η οπλοκατοχή. Μάλιστα, πα-
ρατηρείται το ακραίο φαινόμενο να μπορεί κάποιος να αγοράσει όπλο από
μία υπεραγορά, από ένα σούπερ μάρκετ! Πιο ακραίες είναι ίσως οι απόψεις
πρωθυπουργού δυνατής χώρας, που δήλωσε ευθαρσώς ότι για να σταματήσει
το φαινόμενο του ανεξέλεγκτου «τυφλού» πυροβολισμού στους σχολικούς
χώρους από μαθητές –school shooting– θα πρέπει να οπλοφορεί ο καθη-
γητής της φυσικής αγωγής!
Η απάντηση σ’ αυτή την παράλογη πρόταση είναι απλή. Αν ένα παιδί κρα-
τούσε στα χέρια του ένα αιχμηρό ξύλο, απειλώντας τη σωματική ακεραιότητα
ενός άλλου παιδιού, ποια θα έπρεπε να είναι η αντίδραση του ενήλικα; Να
αφαιρέσει με προσοχή το επικίνδυνο όπλο για να μην πληγωθεί κανείς ή να
δώσει ένα παρόμοιο όπλο και στο άλλο παιδί για να εξασφαλίσει την ίση
μάχη μεταξύ τους; Αυτονόητη βέβαια απάντηση είναι η κατάργηση του όπλου,
κάθε μορφής όπλου. Η συγκεκριμένη αναλογία, αν και απλή, αποτυπώνει την
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 63 ]
πραγματικότητα, ότι δηλαδή, όταν υπάρχει μια απειλή, θα πρέπει να την εξα-
λείφουμε και όχι να την πολλαπλασιάζουμε.
Εκείνος που ψάχνει να βρει το δίκιο του με όπλα δεν πιστεύει στη δύναμη
του διαλόγου, ούτε της δημοκρατίας. Δεν θεωρεί τον συνάνθρωπό του ιερή
ύπαρξη. Το όπλο τον κάνει να αισθάνεται ανώτερος. Άρα εύκολα και απερί-
σκεπτα καταπατά τα δικαιώματα του συνανθρώπου του και τον υποτιμά.
Όποιος θεωρεί σωστή αυτήν την πρακτική, σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζει τις
αληθινές αξίες της ζωής, τη δικαιοσύνη, την ισότητα, τον σεβασμό, τον αλ-
τρουισμό.
Η Σάντρα Παρκς τόνισε την ανάγκη του να μην προσπερνάμε ο ένας τον
άλλον. Αυτό μπορεί να γίνει πράξη, αν όλοι αγωνιστούμε να εφαρμόσουμε
τις διαχρονικές αξίες που υπερασπίζονται τον άνθρωπο και τα δικαιώματά
του. Η διδασκαλία αυτών των αξιών είναι θέμα του σχολείου, της οικογένειας
αλλά και άλλων κοινωνικών φορέων, όπως οι δήμοι και οι κοινότητες, η εκ-
κλησία, τα αθλητικά σωματεία. Έτσι, ο νέος θα καταλάβει ότι δεν χρειάζεται
τη δύναμη των όπλων αλλά τη δύναμη της γνώσης και της αγάπης, για να
αλλάξει τον κόσμο. Και αυτήν την αλλαγή πρέπει πρώτα να την ξεκινήσει απ’
τον εαυτό του.
Σύμμαχο μπορεί να έχει και την τέχνη. Μέσω της τέχνης στην οποία ανα-
κλώνται σπουδαία ιστορικά γεγονότα, το άτομο μπορεί να καταλάβει τα δεινά
της βίας, του ρατσισμού, της εγκληματικότητας και της βίας των όπλων.
Ακόμα και άνθρωποι χωρίς μόρφωση, μέσω της τέχνης είναι εφικτό να ενη-
[ 64 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
μερωθούν για το κρίσιμο αυτό θέμα. Για παράδειγμα, στους πίνακες ζωγρα-
φικής απεικονίζονται οι καταστροφές που προκαλούν τα όπλα. Αν βέβαια
συγκρίνει κάποιος έναν πίνακα που διαφαίνεται ένα τοπίο συγκρούσεων,
όπως η Γκουέρνικα του Πικάσο, με έναν πίνακα που προάγει την ηρεμία, τη
γαλήνη και τη φιλαλληλία, τότε θα αναγνωρίσει πόσο σημαντική είναι η ειρήνη
σε μία κοινωνία.
Πολλά φιλιά,
η Βασιλική σου
Βασιλική Θάνου
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 65 ]
Αγγελική θυσία
Γιατί; Σε παρακαλώ,
απάντησέ μου
γιατί έφυγες, γιατί;
Μάλλον για το λιονταρίσιο πνεύμα σου,
ή την πύρινη διαμαντένια σάρκα σου.
Μάλλον και για τα δυο.
Διότι δεν σ’ άντεξε ο κόσμος.
Δεν άντεξε τις αλήθειες που βροντοφώναζες.
Που ξύπνησες τα θηρία, τους δράκους,
που φύλαγαν τους θησαυρούς τους.
Φοβήθηκαν μια γενναία ψυχή,
μήπως τους γκρεμίσει τα φαύλα όνειρά τους
Τα θανατοβαμμένα.
Σε τι κόσμο ζω;
Εσύ έφυγες και ζεις αλλού.
Το έργο, που δεν πρόλαβε να βλαστήσει
Ποτίστηκε με το αθώο Αίμα Σου,
του βαπτίσματος της πανανθρώπινης ομολογίας σου και θέριεψε.
Φοβηθείτε τώρα εσείς, που υποστηρίζετε – τι πιο μάταιο! –
τη βία, τον ρατσισμό, την προκατάληψη.
Και την αλήθεια την οποία μονάχα
μέσα από το φως του όπλου αντικρίζετε, την ψεύτικη.
Τρομάξτε και χαθείτε.
Γιατί η ειρήνη ήρθε για να μείνει,
αφού αρχαγγελικά φτερά που ανέβηκαν μεσίτευσαν και
την κατέβασαν για μας στη γη.
Θυσία αποδεκτή.
Νικόλαος Καζακλάρης
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 67 ]
Θα απλώσει το χέρι,
θα μοιράσει συγχωροχάρτι
για άθλιες συμπεριφορές
και ο χρόνος με δύναμη θα την κρατήσει από τα χείλη.
Που με λόγια θα αφήσει το στίγμα της,
όπως οι δυνατές φωνές
αφήνουν αντίλαλο στα ξεχασμένα βουνά.
Με τα λόγια θα πιάσει τα τέρατα
να τα ηρεμήσει
σε ένα ήρεμο μπλουζ,
με τον ρυθμό να χτυπά ειδοποίηση.
Κι εμείς;
πως ο ρατσισμός
θα σταματήσει.
Άρα αλήθεια αξίζει.
Να ράψουμε τα λόγια της
σε ανήσυχα μυαλά
που τριγυρνάνε σε θάλασσες.
Σε παλάμες που πνίγονται σε ζεστά μάγουλα.
Μονάχα τότε ο άνθρωπος θα καταλάβει
τα κτήνη που κρύβει μέσα του.
Μονάχα τότε.
Ραγισμένη κλεψύδρα
Το λευκό περιστέρι ι
Όλοι διαφορετικοί
γιατί όχι και ίσοι;
Κανείς δεν έχει το δικαίωμα
για να μας εμποδίσει.
Ειρήνη Λουκοπούλου
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 73 ]
Διονύσιος Σπανόπουλος
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 75 ]
Κοίταξα παντού
πάνω, κάτω, δεξιά,
όταν κοίταξα όμως αριστερά,
είδα έναν τύπο να με κοιτά.
Ξανακοίταξα παντού.
Και μόλις κάτω γύρισα,
πολλά παιδιά μικρά παρατήρησα,
να παίζουν με χαρά.
Κάλυψα τ’ αυτιά
με τα δυο χέρια τα μικρά.
Μα δεν ήταν αρκετά.
Ακόμα τις άκουγα καθαρά.
Φώναξα δυνατά:
«Όχι, όχι δεν μπορεί ξανά
μα δεν μπορεί.
Απλά πες μου πως είναι ένα όνειρο κακό.
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 77 ]
Μα εμφανίστηκε ξαφνικά
η μορφή που με έβλεπε πριν από μακριά.
Είχε κάτι τεράστια κάτασπρα φτερά.
Έμοιαζε σαν θεός εξ Ουρανού,
Μαρία Ραπτάκη
[ 78 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 79 ]
ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ
ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
5ος Διαγωνισμός
Λογοτεχνικής Έκφρασης
Κατηγορία Νέων
[Γεωργία Μυστριώτη]
[ 82 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
ΒΥΡΩΝΑΣ 2019
[Βλάσιος Μαγγίδης]
Μεγαλώνετε παιδιά…
… η προδοσία του εαυτού σου είναι πολύ πιο ταπεινωτική και απάν-
θρωπη από την προδοσία των άλλων…
κανείς δεν μπορεί να γλυτώσει από την παραίτηση.
Κανείς δεν μπορεί να γλυτώσει από τον κρότο της σπασμένης ανθρωπιάς.
Τυφλότης
της και επιχείρησε να ελέγξει την κινητικότητα στο εσωτερικό της, πράγμα
σχεδόν ανώφελο εφόσον ο περιορισμένος χρόνος και η ταχύτητα με την
οποία η πραγματικότητα εξελισσόταν, κατέστησε θνησιγενή οποιαδήποτε
προσπάθεια οργανωμένης δράσης.
Η μεγάλη μέρα βρήκε τους πάντες εξαγριωμένους, μπερδεμένους και ανυ-
πόμονους και ήδη από το πρώτο χάραγμα της αυγής οι άνθρωποι, πράγματι,
με ταχύτατους ρυθμούς αντικαθίσταντο από ογκώδη θηλαστικά, με γκριζωπό
δέρμα και κέρατα. Μέσα σε λίγες μόνο ώρες, η μικρή πόλη μετατράπηκε σε
θέρετρο ρινόκερων, οι οποίοι εκτονώνονταν τρέχοντας στις πλέον ακατοίκητες
γειτονιές, γκρεμίζοντας τυχόν εμπόδια ή λιάζονταν στον ήλιο, βοσκούσαν
και τσαλαβουτούσαν στη μοναδική λίμνη της περιοχής.
Μα αφού ο πρώτος ενθουσιασμός εξαντλήθηκε και οι ρινόκεροι γνώρισαν
το νέο τους σώμα και τις δυνατότητές του, τι ανατροπή! Τι τρόμος, τι πανικός!
Τι σιχαμερή προδοσία και, Θεέ μου, τι τραγική εξέλιξη! Όλες οι μνήμες, όλη
η ανθρώπινη ουσία, όλες οι ενοχές των προηγούμενων πράξεων, όλη η
απογοήτευση από διαψευσμένα όνειρα και η αγωνία για το μέλλον που κα-
τατρύχει τον άνθρωπο, ήταν ακόμη καλά ριζωμένα μέσα τους! Μα τι θα πει
αυτό; Είμαστε ακόμα άνθρωποι φυλακισμένοι σε κουφάρια ζώων!
Μα αυτό δεν είναι ελευθερία, είναι το απόλυτο βασανιστήριο! Δεν ήταν
αυτός ο μύθος, η προφητεία έταζε λήθη και γαλήνη! Υποσχόταν νέα ταυτότητα
και μια ανέμελη ζωή στη φύση χωρίς οδυνηρές αναμνήσεις, χωρίς ενοχές,
χωρίς κανόνες και συμβάσεις, υποσχόταν τον υποβιβασμό σε κάποιο πλάσμα
με τα βασικά μόνο ένστικτα επιβίωσης και καμιά φιλοδοξία ανώτερου επιπέ-
δου! Ποιο τρομερό παιχνίδι της μοίρας τους οδήγησε σε αυτή την απροσ-
διόριστη κατάσταση, στο μεταίχμιο μεταξύ ανθρώπου και ζώου, στο ανή-
κουστο αυτό προϊόν, που αδυνατεί να ενταχθεί στη φύση και να συμφιλιωθεί
με το ίδιο του το σώμα!
Είμαι ρινόκερος με ανθρώπινο νου; Είμαι άνθρωπος με συνήθειες και δυνατότητες
ρινόκερου; Ποιο από τα δύο είναι εγώ και ποιο από τα δύο είναι το παράσιτο που
μου καταστρέφει τη συνοχή;
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 87 ]
πούμε την αλήθεια, δεν είχαν πιστέψει ποτέ στη ζωή ως ρινόκεροι, τι χαζομάρα...
Παραπλανήθηκαν τόσο πολύ... Ενώ η στρουθοκάμηλος! Βέβαια, έτσι μάλιστα! Φως
φανάρι! Και τι ωραία ασπρόμαυρα φτερά θα έχουν...
Οι ανθρώπινοι ρινόκεροι ονειροπολούσαν μέρα-νύχτα αναμένοντας τη με-
γάλη μέρα. Αν κάποιο ελικόπτερο περνούσε σε χαμηλό ύψος πάνω από τη
γαλλική κωμόπολη, θα απορούσε με το θέαμα κοπαδιών ρινόκερων που
μόνο ρέμβαζαν δίχως να κουνιούνται ή να αλλάζουν θέση. Φαντάζονταν
πως σύντομα θα κουνούν τον κορμό τους, για να στεγνώσουν τα φτερά τους
που θα έχουν βραχεί έπειτα από μια βουτιά στη λίμνη, ή θα ανεβοκατεβάζουν
τον λαιμό τους για να τσιμπήσουν με το ράμφος τους σπόρους ή έντομα
από τη γη, ή θα τον τεντώνουν περήφανα, για να αρπάξουν κάποιο φρούτο
από τα δέντρα, ή θα χώνουν τα κεφάλια τους στο χώμα με τον τρόπο τον
στρουθοκαμηλικό και με τη χάρη μακρύλαιμου πτηνού, για να γίνουν αόρατοι
στον γύρω κόσμο και να γλυτώσουν πιθανές οχλήσεις. Θα μπορούσε να χα-
ζέψει κανείς ογκώδη σώματα, σαν βράχους σφηνωμένους στη γη που τους
λούζει ο ήλιος της ερήμου, να ξεροσταλιάζουν με την προσμονή της στρου-
θοκαμηλοποίησής τους.
Ενόσω οι ρινόκεροι ζούσαν ναρκωμένοι από την προσμονή της υπέροχης
ημέρας της αλλαγής και της αιώνιας ευτυχίας, σε κάποιο μικρό σπιτάκι, απο-
μακρυσμένος από τις αγωνίες των ρινόκερων και βυθισμένος στην ατομική
του ευδαιμονία, βρισκόταν ο μοναδικός άνθρωπος που αρνήθηκε την πρώτη
μεταμόρφωση – και φυσικά δεν υποψιαζόταν την προοπτική μιας δεύτερης.
Ανάμεσα στα βαριά του βιβλία και περιτριγυρισμένος από κορνίζες αναγνω-
ρισμένων συγγραφέων και ποιητών αυτού και του προηγούμενου αιώνα, ο
άνθρωπος αυτός στριφογύριζε στην καρέκλα του παίζοντας μια πένα στα
δάχτυλά του και μουρμούριζε με ανασηκωμένο φιλάρεσκα το σαγόνι: Αυτή
είναι η τελειότερη ευκαιρία που δόθηκε ποτέ σε κανέναν! Θα γίνω πια ο απόλυτος
ποιητής! Από τη μάζα της εσπευσμένης ρινοκεροποίησης, αναδύομαι εγώ, ο παρα-
τηρητής της παράκρουσης, ο μοναδικός σώφρων για να καταγράψει τη ρινοκερική
ψύχωση. Η τέχνη μου είναι ανώτερη από ευτελείς παρορμήσεις και μαζικούς πα-
ροξυσμούς. Σε όλο τον κόσμο θα μιλήσουν για τον φωτισμένο άνθρωπο που αντι-
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 89 ]
στάθηκε στον ιδιότυπο αυτό αταβισμό χάρη στο πνεύμα και με οδηγό την υψηλή
του τέχνη! Μοναχικός ο δρόμος της γνώσης και της αλήθειας...
Επιτέλους, τόσα χρόνια προσπάθειας και εκδοτικής απόρριψης θα απο-
κτούσαν νόημα: ήταν πάντοτε ένας ανένταχτος, ένας παρίας, δύσκολο να τον κα-
τανοήσει η κοινωνία μας! Μα τώρα όλα θα άλλαζαν και δεν είχε καν σημασία
τι θα έγραφε... Αρκεί που ήταν ο τελευταίος άνθρωπος της γαλλικής πόλης!
Είμαι τόσο τυχερός... Είμαι ένας, είμαι ο μοναδικός... Θα γίνω ο δημοφιλέστερος
όλων, ένας θρύλος... Θα κατακτήσω την κορυφή...
Μεταμορφώσεως άρνηση
Σεισμός! Τι μου ταράζει πάλι τον ύπνο; Γιατί το σπίτι μου είναι άνω-κάτω;
Γιατί ακούω πάλι σάλπιγγες και τούμπανα; Να είναι αυτή η Δευτέρα Παρουσία
που έλεγαν οι Γραφές; Να είναι καμιά παρέλαση φανταχτερή; Ή είναι αυτό
που φοβάμαι, η εισβολή των οχτρών; Δεν ακούω όμως σειρήνες πολεμικές…
Λες να χτυπάνε και να μην ακούγονται μέσα στον χαμό;
Όχι πάλι, Θεέ μου, αυτοί είναι… Αυτοί οι ρινόκεροι δεν έχουν αφήσει τί-
ποτα όρθιο πια! Μα πόσοι είναι, επιτέλους; Είναι πολύ περισσότεροι από όσο
θυμάμαι! Αυξάνονται και πληθύνονται. Είναι πια βέβαιο, έχω μείνει μόνος
μου, ένας εναντίον όλων. Αρνούμαι να γίνω ένα με τα μούτρα τους. Αρνούμαι.
Αρνούμαι.
Χτυπάει το κινητό μου. Ακούω μουγκρητά. Μπαίνω στο Ίντερνετ, να μάθω
τι γίνεται: μέχρι και οι ειδήσεις είναι ακατάληπτες, τίγκα στα μουγκρητά και
σε απομεινάρια ξύλινης γλώσσας. Ρίχνω μια ματιά στα social media. Τι το
ήθελα, είναι τίγκα στους ρινόκερους… και δυστυχώς είναι περήφανοι. Κο-
κορεύονται για το χάλι τους το μαύρο και επαινούν ο ένας τον άλλο
“YOLO… γκρρρ”. Ανοίγω την τηλεόραση, χορταίνει το μάτι μου ρινόκερους,
σε σημείο που έχουν πλήρως καταγραφεί στον ταλαιπωρημένο μου εγκέφαλο.
Το ραδιόφωνο μοιάζει σαν να κάνει παράσιτα, και οι εφημερίδες… τα ίδια
χάλια με χτες. Και προχτές. Πού βρίσκομαι πλέον; Πάει η γλώσσα μας, πάνε
όλα… πάμε εμείς. Πίνω λίγο ουίσκι μπας και ξανακοιμηθώ, να ξεχάσω αυτά
που βλέπω και ακούω. Αύριο θα είναι μια άλλη μέρα.
Μα το ουίσκι ποτέ δεν λέει ψέματα, δεν έχει καμία σχέση με όλους εκείνους
που συναναστρεφόμουν κατά καιρούς και με έλεγαν «αλκοολικό» ή «ανερ-
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 91 ]
σέρνομαι, ακόμα σκέφτομαι, το μυαλό μου δεν είναι άδειο. Πέφτω και ση-
κώνομαι, ξαναπέφτω και ξανασηκώνομαι, στέκομαι στα πόδια μου ακόμα και
τώρα… Ατερμόνως.
Ε, ναι, λοιπόν… Είμαι άνθρωπος. Είμαι άνθρωπος! Τ’ ακούτε; ΕΙΜΑΙ ΑΝ-
ΘΡΩΠΟΣ!
Κατεβαίνω. Κλειδώνω την πόρτα πίσω μου και έχω κλείσει τα παράθυρα.
Δεν είμαι κανένας δειλός να ψάχνω τις διεξόδους διαφυγής. Αχ, αυτή η λέξη,
δειλός… Άλλος ένας από τους πολλούς ψόγους που με στοιχειώνουν ακόμα
και τώρα. Αφοσιωμένοι στο καταστροφικό τους έργο και τις παρελάσεις τους,
δεν με βλέπουν. Δεν μιλάμε πλέον για αρρώστια· εδώ ξετυλίγεται μπροστά
στα μάτια μου μια συλλογική ψύχωση, μια νευρασθένεια. Όλοι τους ακολου-
θούν μια κοινή πορεία, αλλά φαίνεται ότι δεν ξέρουν πού πάνε. Δεν μοιάζουν
να προβληματίζονται καν, για να είμαι ειλικρινής.
Ψάχνω να βρω από πού ξεκινά αυτή η γελοία παρέλαση. Πού να είναι άραγε
οι σημαιοφόροι, οι παραστάτες και οι οργανοπαίχτες; Αυτά τα μουγκρητά τα
λένε «συνθήματα;» Αυτό το βάδισμα δεν θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο χτυ-
πούσαμε τα άρβυλά μας στον στρατό με το παραμικρό παράγγελμα; Πού
είναι εκείνοι που είχα δει πριν από λίγο; Μάταιος ο κόπος, σίγουρα θα χά-
θηκαν μέσα στο πλήθος, μέσα σε εκείνη την άμορφη, ασπόνδυλη και ακέφαλη
μάζα.
Επιτέλους, βρήκα τους πρωτοστάτες αυτής της άθλιας εκστρατείας. Ρινόκε-
ροι με τα σωστά τους. Ακόμα δεν έχω βρει για λογαριασμό ποιανού έχει στη-
θεί αυτό το πανηγύρι. Άλλο με ενδιαφέρει αυτήν τη στιγμή: ψάχνω τρόπο να
σταματήσω αυτή την πορεία προς το χάος. Μπορεί ο Επιμηθέας να εφοδίασε
τα ζώα με κέρατα και νύχια, μα ο Προμηθέας εφοδίασε τον άνθρωπο με
εκείνη την μῆτιν που έσωσε και τον Οδυσσέα. Εδώ ο Οδυσσέας έπεσε και
ξανασηκώθηκε τόσες φορές, ποιος είμαι εγώ να δειλιάσω και να τα παρατήσω
τώρα που είμαι τόσο κοντά;
Σταματάει για λίγο η παρέλαση. Για άλλη μια φορά, βλέπω με θλίψη την
κατάσταση των ρινόκερων: ξεχύνονται εδώ κι εκεί και τα έχουν χαμένα. Αν
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 93 ]
υπογραμμός. Εσένα, φίλε μου, σε ξεχώρισα από εκείνες τις μπούκλες που
θυμάμαι από τότε που παίζαμε μαζί στο νηπιαγωγείο. Και εσύ; Εσύ, αγάπη
μου, ξεχωρίζεις από παντού… Το άρωμά σου σε προδίδει. Αυτό δεν είναι η
δυσωδία ενός αληθινού ρινόκερου, είναι αυτή η κρυφή ομορφιά που πασχί-
ζεις να αρνηθείς, μα ο άνεμος την ξεσκεπάζει όταν ανεμίζουν τα μαλλιά σου».
Το πλήθος έχει σαστίσει. «Δημοκρατία, αγαπητέ, είναι η κυριαρχία των πολ-
λών και οφείλεις να τη σέβεσαι. Βλέπεις ότι οι δικοί σου άνθρωποι έχουν
γίνει ρινόκεροι. Γιατί κάθεσαι μόνος σου και εξακολουθείς να βασανίζεσαι;
Για να επιβιώσει ο άνθρωπος, πρέπει να προσαρμόζεται με τους άλλους, γιατί
ο άνθρωπος έχει ανάγκες που είναι κοινές σε όλα τα πλάσματα και πρέπει
να ικανοποιηθούν για να προοδεύσει. Γκρρρ… Πώς το καταφέρνει αυτό;
Ζώντας μαζί με άλλους. Πας αντίθετα με τη φύση σου, αλλά να θυμάσαι ότι
στη φύση επικρατεί το δίκαιο του ισχυρότερου και πρέπει να το αποδεχτείς.
Δεν είμαστε τόσο διαφορετικοί από τα ζώα απλά επειδή μιλάμε και σκεπτό-
μαστε πώς θα επιβιώσουμε».
«Άσε με κι εσύ με τις σοφιστείες σου! Μάθε ότι σας ξεχώρισα γιατί ήσαστε
κάποτε άνθρωποι. Ο άνθρωπος δεν υπάρχει μόνο για να επιβιώνει, αλλά για
να ζει. Είμαι άνθρωπος και θα παλέψω για το δικαίωμα να είμαι άνθρωπος,
για το δικαίωμα να ζω. Αρνούμαι να πέσω, να κρατήσω το στόμα μου κλειστό,
να γίνω ίδιος σας. Ας είμαι ένας εναντίον όλων. Αρνούμαι. Αρνούμαι».
Γεωργία Μυστριώτη
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 95 ]
ΑνθρωΠοιά;
ζονται και πωλούνται. Όλα! Μια μικρή άσπρη ταμπελίτσα με χρυσό σκοινάκι
κρέμεται στα πάντα!
Ήθελα να σηκωθώ απ’ την καρέκλα και ν’ αρχίζω να κομματιάζω τις ταμ-
πέλες. Ύστερα όμως, σταμάτησα. Το μετάνιωσα. Άνθρωποι τις τοποθέτησαν.
Ακόμη και στους ίδιους τους τους εαυτούς. Άνθρωποι που έχασαν το σώμα
τους, τη σκέψη τους, το λογικό τους. Άνθρωποι που έγιναν ρινόκεροι.
Πάτησα το κουμπί αποστολής. Η αγγελία δημοσιεύτηκε. «Είναι ένα πεί-
ραμα», είπα στον εαυτό μου. Σηκώθηκα και πήγα πάλι στο παράθυρο. Ήσυ-
χος ο δρόμος. Ανθρωπόμορφα ζώα περπατούσαν, αλλά δεν κινούνταν. Μι-
λούσαν, μα δεν ακούγονταν. Τα δικά μου μάτια και αυτιά αρνούνταν να μπουν
σε λειτουργία.
Ακούστηκε ένας ήχος απ’ τον υπολογιστή. Γύρισα απλά και κοίταξα τη φω-
τεινή οθόνη. Είχα δεχτεί πολλά ηλεκτρονικά μηνύματα. Ένιωσα ένα σφίξιμο
στην πεισματάρα, ανθρώπινη –ακόμη– καρδιά μου. «Λες; Υπάρχει ακόμη
ελπίδα;» Πλησίασα διστακτικά, σχεδόν φοβισμένα, το τραπέζι. Τόσες απαν-
τήσεις για μια τέτοια «διαφορετική» αγγελία… Όχι, δεν ήταν λογικό.
Χωρίς σιγουριά και με χέρι να τρέμει, αποφάσισα να δεχτώ κι αυτό το χτύ-
πημα από τον κόσμο. Διάβασα προσεκτικά ό,τι μου είχαν στείλει. Ένας με-
γάλος εμπαιγμός, καθώς πλέον οι άνθρωποι-ρινόκεροι επιλέγουν να σπατα-
λούν χρόνο από τη σύντομη ζωή τους, για να κοροϊδεύουν ό,τι ανθρώπινο
έχει απομείνει γύρω τους.
Πόσο θα ’θελα να ’χα ένα μαγικό ραβδί, να εξαφανίσω τους ρινόκερους! Ή
έστω να ’χα μια ευχή, όλα να γίνουν όπως, ίσως, ήταν κάποτε… Να φύγει
αυτό το πέπλο της υποκρισίας, της ματαιοδοξίας, του μηδενισμού που τους
καλύπτει. Όμως, δεν είμαι μάγος...
Γελούν, γιατί πρέπει να γελάσουν, στενοχωριούνται, γιατί πρέπει να στενο-
χωρηθούν. Στη ζωή τους υπολογίζουν μόνο τον εαυτό τους. Έχουν ξεχάσει
τις πανανθρώπινες αξίες που είχαν κάποτε μέσα τους. Ζουν, γιατί κάποιος
άλλος το αποφάσισε γι’ αυτούς. Κινούνται και δρουν σαν τα κουρδιστά ζωά-
κια. Εκείνα τα παιχνίδια που όταν τα κουρδίζεις περπατούν ευθεία και στο
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 97 ]
τέλος κάνουν μια τούμπα, για να ξεκινήσουν πάλι από την αρχή μια συγκε-
κριμένη πορεία που τα ρύθμισαν να κάνουν.
«Πού είναι τα θέλω σας, ΑΝΘΡΩΠΟΙ;
Μεγαλώνετε παιδιά που τα μαθαίνετε να μετατρέπουν την ουσία
σε όφελος και χρήμα.
Τα ντύνετε με ό,τι είναι στη μόδα και το φορούν όλοι.
Τα παρακινείτε να κάνουν παρέα με τα δημοφιλή παιδιά.
Τα αφήνετε να κάνουν παρέα με τους καλούς μαθητές.
Οτιδήποτε διαφορετικό δεν υπάρχει. Κι αν τύχει και περάσει από μπροστά
και χαλάσει την αισθητική, το προσπερνάτε σαν σκουπίδι που έπεσε στο
πεζοδρόμιο. Άλλος θα το μαζέψει, όχι Εσείς.
Τα κουρδίζετε να ψυχαγωγηθούν με εκπομπές που εξευτελίζουν
προσωπικότητες στο όνομα ενός χρηματικού ποσού.
Ποιος αγωνίζεται σήμερα σε κάτι, για να κερδίσει ένα κλαδί ελιάς;
Για ν’ ακούσει ένα μπράβο; Ή απλά για να νιώσει ο ίδιος γεμάτος κι ευχα-
ριστημένος από τον εαυτό του; Ποιος συμμετέχει σε κάτι απλά για να προ-
σπαθήσει, για να αποκτήσει κάτι στην ψυχή του που δεν είχε πρωτύτερα;»
Κανείς.
Αν δεν είχα τη σιγουριά, θα δημοσίευα ξανά την αγγελία μου και θα πρό-
σθετα: Αμοιβή 10 ευρώ. Οι ρινόκεροι θα έμπαιναν και πάλι στη διαδικασία να
μου απαντήσουν, όμως αυτήν τη φορά θα μεταμορφώνονταν σε ό,τι ακριβώς
ζητάω. Θα υποδύονταν εύκολα έναν ρόλο, για να κερδίσουν ένα κόκκινο
χαρτονόμισμα. Δεν τους απασχολεί το νούμερο. Είναι χρήμα. Για τους μι-
κρούς και μεγάλους ρινόκερους οποιοδήποτε χαρτονόμισμα είναι όπως ένα
κομμάτι κρέας για ένα πεινασμένο ζώο.
«Πώς θα ήταν πέντε (5) πεινασμένα λιοντάρια κλεισμένα σ’ ένα κλουβί μ’
ένα κομμάτι κρέας; Η μανία τους και μόνο για να κερδίσουν το κρέας θα τα
έκανε να αλληλοσκοτωθούν. Και δίπλα τους το κομμάτι κρέας θα έμενε ξε-
[ 98 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Όταν φτιάχνεις κάτι, αυτό πάντα θα έχει ένα κομμάτι του εαυτού σου μέσα
του. Οι άνθρωποι είναι ύλη φθαρτή. Κάποια στιγμή περνούν στην ανυπαρξία
ή σε ό,τι άλλο υπάρχει και η ανθρώπινη φύση δεν μπορεί να αντιληφθεί. Ση-
μασία έχει να ξέρεις ότι, ναι, δεν επέλεξες να υπάρξεις στον κόσμο, αλλά
μπορείς να υπάρχεις σ’ αυτόν όπως θέλεις. Να δώσεις νόημα σε αυτό που
σου χάρισαν, αφήνοντας κάτι από τη μοναδική ψυχή σου. Τα ανθρώπινα δη-
μιουργήματα είναι αθάνατα. Θα υπάρχουν όσο κάποιοι τα σκέφτονται, τα
διαβάζουν, τα ακούνε, τα βλέπουν, τα χορεύουν, τα επισκέπτονται…»
Ελπίζω κάποιοι από τους μικρούς ρινόκερους να δεχτούν αυτές τις αλή-
θειες. Ν’ αρχίσουν να χάνουν το ρινοκερίσιο δέρμα τους, τα κέρατά τους και
ν’ αποκτήσουν πάλι πρόσωπο και γλώσσα…
… να δουν ότι μέσα σ’ ένα δάσος υπάρχουν πολλά λιβάδια με κόκκινες
παπαρούνες. Η απλότητα της κάθε κόκκινης παπαρούνας την κάνει πραγ-
ματικά όμορφη μόνο όταν έχει δίπλα της μια απλή άσπρη μαργαρίτα.
Μ’ αυτές τις σκέψεις πήγα για ύπνο. Έκλεισα τα μάτια μου και για πρώτη
φορά δεν ένιωθα μοναξιά στο σπίτι. Οι πολύχρωμοι, πλέον, τοίχοι απέκτησαν
μια ζωντάνια. Σαν να μετατράπηκαν σε μεγάλα φωτεινά παράθυρα. Ένιωσα
γαλήνη. Στο όνειρό μου μ’ επισκέφτηκε ένας Άγγελος. Ήταν ψηλός, χαμογε-
λαστός, αισιόδοξος, λαμπερός, ήρεμος. Μου θύμισε αυτούς τους Ανθρώπους
που κάποτε υπήρχαν. Με πλησίασε και μου είπε:
[Τα καλά αποτελέσματα έρχονται μετά από πολλές προσπάθειες. Το ζήτημα
είναι να κάνεις την Αρχή. Να κάνεις ΚΑΤΙ. Θα πέσεις πολλές φορές κάτω, όχι
γιατί δεν ξέρεις να περπατάς, αλλά γιατί οι ανθρώπινοι δρόμοι είναι γεμάτοι εμ-
πόδια. Δεν είναι όλα ορατά για σένα. Κάποια δεν μπορείς να τα δεις. Μη μείνεις
ποτέ κάτω! Πάντα να σηκώνεσαι! Κι αν έχεις χτυπήσει και πονάς, και σου είναι
αδύνατον να σηκωθείς ξανά, γύρνα δίπλα σου. Το χέρι μου θα είναι εκεί].
Μ’ αγκάλιασε κι έφυγε.
Ευγενία Τσώνη
[ 100 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Στην αρχή έμοιαζε όλο ένα μεγάλο ψέμα, ένα παραμύθι. Ήταν κάτι το πε-
ρίεργο, το αλλιώτικο, σαν αυτά που βλέπεις –έβλεπες– στην τηλεόραση την
ώρα των ειδήσεων. Μια είδηση που έφτασε σπίτι σου μέσα σε ένα πάνελ, μια
οθόνη, από πολύ μακριά. Μετά συνειδητοποιήσαμε ότι δεν ήταν μακριά. Ήταν
εδώ, στην πόλη μας, στον χώρο μας, δίπλα μας. Πολλούς τους ήξερα – όχι
όλους, δεν είναι δυνατό να τους γνώριζα όλους· είναι πάρα πολλοί. Πολλούς
τους ήξερα. Τους χαιρετούσα το πρωί, όταν πήγαινα στη δουλειά ή στο σχο-
λείο. Με πολλούς μεγάλωσα μαζί. Ποτέ δεν φαντάζεσαι ότι θα τους συμβεί
κάτι τέτοιο. Για σένα είναι όλοι μοναδικοί, ο καθένας ξεχωριστά μια οντότητα,
κι όλοι μαζί ένα υπέροχο φάσμα. Ποτέ δεν φαντάζεσαι ότι θα τους συμβεί,
όμως συμβαίνει. Αρχίζει σιγά-σιγά, δεν το βλέπουν ούτε οι ίδιοι, αλλά είναι
εκεί. Μια μικρή επιφάνεια δέρματος, η ίριδα ενός ματιού, ένας περίεργος
ήχος – ένα κύτταρο τη φορά.
Το έψαξα. Πρέπει να ήταν κάποια καινούργια μετάλλαξη, ένας καινούργιος
καρκίνος. Έφταιγε το DNA! Έφταιγαν τα χημικά που τρώγαμε, τα χημικά που
πίναμε. Αλλά είδα πολλούς που φρόντιζαν το σώμα τους σαν να ήταν ναός
ιερός. Άλλαξαν κι εκείνοι. Έγιναν γκρι, έβγαλαν κέρατα στις μύτες τους, πλέον
δεν μιλάνε. Είπα κάτι άλλο θα φταίει! Κάποιο μικρόβιο, φτιαγμένο σε εργα-
στήρια από επιστήμονες που ακολουθούν διαταγές, από ανθρώπους που κυ-
νηγούν το χρήμα, τη δόξα, τα πλούτη. Από ανθρώπους που κυνηγούν τη δύ-
ναμη. Δεν έπεσα και πολύ έξω. Είναι ένας πόλεμος, ένας πόλεμος που πα-
σχίζει να σε μεταμορφώσει σε ένα ζώο, με την πιο άσχημη έννοια της λέξης.
Τους βλέπεις; Να, εκείνη εκεί η μικρή οικογένεια. Μένουν δίπλα μου, στη
μεγάλη εκείνη πολυκατοικία. Τους έβλεπα συχνά παλιά. Αυτός εκεί είναι ο
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 101 ]
Ντρέπομαι που το παραδέχομαι, αλλά σε ζηλεύω για όλα αυτά που θα μπο-
ρούσα να έχω και τα έχεις. Ντρέπομαι που το αισθάνομαι αυτό, γιατί ντρέ-
πομαι για το πώς τα απέκτησες. Ντρέπομαι και λυπάμαι για όλα αυτά που
έπρεπε να θυσιάσεις – τον ίδιο σου τον εαυτό! Συμβιβάστηκες. Λάθος, στη
ζωή είναι απαραίτητο να κάνουμε κάποιους συμβιβασμούς. Αλλά συμβιβά-
στηκες για τα λάθος πράγματα. Έγινες ένα με τη μάζα και έχασες την ατομι-
κότητά σου, το φως σου. Σε ακούω όλη αυτή την ώρα που μου μιλάς και μια
ερώτηση περνά συνέχεια από το μυαλό μου: ποιος είναι;
Ποιος είσαι; Δεν θυμίζεις σε τίποτα τον παλιό μου φίλο. Εκείνος είχε ένα
πνεύμα ελεύθερο κι ένα μυαλό γεμάτο. Γεμάτο ιδέες και σκέψεις, όνειρα για
το μέλλον. Ένα μυαλό που θαύμαζα και ποθούσα να έχω για δικό μου. Ήταν
ο στόχος μου, το άστρο μου, αυτό που με οδηγούσε. Και το πνεύμα σου!
Αυτό κι αν αποζητούσα να του μοιάσω! Ασυμβίβαστο με την κλασική, ου-
σιώδη έννοια της λέξης. Ένα πνεύμα που δεν πήγαινε κόντρα στο ρέμα μόνο
και μόνο για να πει ότι γίνεται και μπορεί να το κάνει.
Ήταν ένα πνεύμα ειλικρινές, ένα πνεύμα πρωτοπόρο και μοναδικό.
Μιλούσες και έμοιαζε να αστράφτει ο κόσμος· ένας άλλος ήλιος.
Ψάχνω να σε βρω, αλλά βλέπω άλλον έναν ρινόκερο.
Ίδιος με όλους τους άλλους, στην όψη, στο βλέμμα, στο πνεύμα. Ακούω
αυτά που μου λες και είναι λες και ακούω σε μαγνητόφωνο την ίδια κασέτα
– οι ίδιες ιδέες, οι ίδιες επιθυμίες, εκφρασμένα όλα με τον ίδιο τρόπο. Και ο
φόβος μου αυξάνει. Το άστρο σου έδυσε ή το κάλυψε μια ψεύτικη σελήνη;
Θα το δω ξανά, θα με τυφλώσει με το φως του ή χάθηκε για πάντα; Και η
απελπισία και ο θυμός με ζυγώνουν επικίνδυνα, με σφίγγουν σαν κλοιός, μια
μέγγενη γύρω από τον λαιμό μου που μου κόβει την ανάσα.
Όμως συνεχίζω να ελπίζω.
Ελπίζω ότι η ψυχή σου παραμένει ακόμη άφθαρτη, ότι εκεί βρίσκεται η δική
σου λύτρωση και η δική μου ελπίδα – στην ψυχή σου, στην ψυχή όλων μας.
Κι αυτές θέλω να θρέψω, τις ψυχές μας. Αν τη θρέψω, αν τη θεριέψω, λες να
αλλάξεις πάλι δέρμα; Να γίνει το δέρμα σου ανθρώπινο, η όψη σου γνώριμη,
[ 104 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
οικεία; Αν θεριέψω την ψυχή μου και η φλόγα η δική μου δώσει τροφή στο
δικό σου μαγκάλι, γεμάτο ακόμη με κάρβουνα πυρωμένα, λες να γίνεις ξανά
ο ίδιος με πριν – άνθρωπος;
Σε βλέπω που με κοιτάς έτσι, σχεδόν σαν να μην καταλαβαίνεις τι λέω, για
τι σε παρακαλώ. Η Ελπίδα μου νιώθω να με προδίδει πάλι, αλλά δεν θέλω να
εγκαταλείψω – δεν μπορώ! Όσο υπάρχουν άνθρωποι στον κόσμο, η Ελπίδα
θα ζει κι ας είναι το μόνο μας όπλο. Το μόνο μου όπλο…
Όχι, μην προσπαθείς. Μη μου λες τα ίδια και τα ίδια. Δεν μπορείς να με
πείσεις. Ή, μάλλον, πες τα μου! Πες μου τα δικά σου. Δώσε μου τα επιχειρή-
ματά σου. Τα θέλω, είναι χόρτα ξερά στη φωτιά μου, τα καίω γρήγορα και
πεινώ και για άλλα! Κι από τη φωτιά αυτή, θα σε φέρω πίσω. Από τη φωτιά
αυτή η ανθρωπότητα θα επιζήσει.
Ταυτότητα... άνθρωπος
Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που είπα στους δικούς μου ανθρώπους πριν
αποφασίσουν να ομογενοποιηθούν με τους άλλους, πριν απαρνηθούν τη
φύση και την ταυτότητά τους, προκειμένου να νιώθουν, όπως μου είπαν,
ασφαλείς. Με δάκρυα στα μάτια, παρατηρώντας τη δική μου επίμονη άρνηση,
η μητέρα μου προσπαθούσε να με μεταπείσει, εξηγώντας μου ότι: «είμαστε
όντα κοινωνικά, δεν μπορούμε να ζήσουμε απομονωμένοι, έχουμε ανάγκη
τη συντροφικότητα και την αποδοχή των άλλων, για να μπορέσουμε να επι-
βιώσουμε. Πώς θα τα καταφέρουμε μόνοι μας;». Τόσο απόλυτη και τόσο ει-
λικρινής στον τρόπο έκφρασής της, που παραλίγο να με πείσει. Παρ’ όλα
αυτά, ο λόγος που δεν με έκανε να την πιστέψω ήταν το βλέμμα της. Ένα
βλέμμα γεμάτο αγωνία και φόβο. Δεν ήταν όμως άτομο η μητέρα μου που
φοβόταν την απομόνωση. Αυτό που πραγματικά φοβόταν ήταν η εναντίωση,
η αντίθεση στη μάζα, στους πολλούς. Και στο σήμερα πιστεύω ότι είμαστε
πολλοί, πάρα πολλοί άνθρωποι για να ακολουθούμε και να ενστερνιζόμαστε
μία μόνο οπτική και θέση. Είναι ανάγκη να αναδείξουμε τη δική μας παρουσία
στο περιβάλλον μας και την ιστορία.
Έχοντας αυτά στο μυαλό μου, έτρεξα μακριά τους, δεν τους αποχαιρέτησα
καν, είχα θυμώσει που δεν αντιστάθηκαν. Όταν, όμως, έμεινα μόνος, άρχισαν
διάφορες σκέψεις να ταλανίζουν το μυαλό μου. «Κι αν εγώ κάνω λάθος; Κι
αν εγώ δεν ήμουν ο αρκετά δυνατός; Μήπως εγώ φοβόμουν την αλλαγή;
Μήπως εγώ τελικά φοβάμαι το διαφορετικό;» Κατέληξα στο ότι ναι, είμαι ένας
φοβισμένος άνθρωπος. Ήμουν σε μια κοινωνία με τόσα άγνωστα για εμένα
[ 106 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
ναίσθημα και αγάπη, για να διατηρεί την ισορροπία ανάμεσα στα όνειρα, τις
φιλοδοξίες και τα πάθη, προκειμένου να καταφέρει να ευτυχήσει.
Σκεπτόμενος αυτά, ήμουν βέβαιος ότι πήρα τη σωστή απόφαση. Βέβαια,
τότε δεν είχα καταλάβει κάτι. Το γεγονός ότι η ανθρώπινη φύση εξελίσσεται
και επαναπροσδιορίζεται. Είμαστε πολύ περισσότεροι, ολόκληρο το ανθρώ-
πινο DNA εμφανίζεται και τα ερεθίσματα που λαμβάνουμε από το περιβάλλον
είναι απειράριθμα. Δεν είμαστε τόσοι όμοιοι όσο οι ρινόκεροι μεταξύ τους.
Επομένως, πρέπει να θεωρούμε τους εαυτούς μας τυχερούς, που μας δίνεται
η δυνατότητα να γνωρίσουμε πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους και να
μη μιλάμε σήμερα για ρατσιστικές προκαταλήψεις και στερεότυπα που προ-
ωθούν μεμονωμένα άτομα με ιδιοτελή συμφέροντα και κίνητρα. Αν το κά-
νουμε, δεν θα διαφέρουμε από τους ρινόκερους. Αντίθετα, αν αποδεχθούμε
τη μοναδικότητα των ανθρώπων και του ανθρώπου ως αξία αυτή καθαυτή,
δεν θα ακολουθούμε δόγματα άκριτα, ενώ θα χαράσσουμε τη δική μας πο-
ρεία. Έφυγα από εκεί και πήρα τον δρόμο για το σπίτι.
Κουράστηκε το μυαλό μου από την πίεση να κατανοήσω γιατί αντιστάθηκα,
γιατί επέλεξα τον άνθρωπο και εν τέλει την απομόνωση. Και τότε έκανα μία
πρωτόγνωρη για μένα διαπίστωση: δεν ήμουν φοβισμένος, όπως πίστευα·
όλη αυτή η διαδικασία σκέψης ήταν στην πραγματικότητα μία εξερεύνηση
του χαρακτήρα μου.
Προσπαθούσα να γνωρίσω πτυχές του εαυτού μου που συνδέον-
ται με το ήθος και τις ανθρώπινες αξίες του σήμερα και ό,τι πέρα
από τα πρωτόγονα ένστικτα θέλω να δημιουργήσω.
Αγαπάω τον άνθρωπο όπως και κάθε σύγχρονός μου πρέπει να μάθει να
τον αγαπάει, και είναι πάντα ουσιώδες να προστατεύεται η ελεύθερη βούληση
και η κρίση του, η δυνατότητα να οργανώνει τη ζωή του όπως αυτός επιθυμεί,
να σκέφτεται και να αποφασίζει ελεύθερα, να δημιουργεί το πρότυπο για τον
εαυτό του.
Βλάσιος Μαγγίδης
[ 108 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Περικυκλωμένος.
Μια μασκαρεμένη μαζοποίηση.
Τους δείχνει τον κρυμμένο ήλιο
κι αυτοί λιγουρεύονται το μπουντρούμι
σαν όαση ελευθερίας.
Σκέφτεται.
Μπορεί ακόμα να σκέφτεται.
Τραβά την αλυσίδα δεμένη στο παραπέτο.
Μια πανοπλία προστασίας
που δέρνει την ανείπωτη ευθύνη.
Αν τη φορέσει θα τους μοιάζει.
Αντιστέκεται.
Μπορεί ακόμα να αντιστέκεται.
Είναι άραγε ο μόνος τρελός
ή ο μόνος λογικός;
Επιλέγει.
Μπορεί ακόμα να επιλέγει.
Η πολεμίστρα στοχεύει το κοπάδι.
Οδηγούνται στην καταστροφή.
Όλοι μαζί.
Μια γκρίζα μάζα δίχως φωνή.
Η τάφρος γέμισε ρινόκερους.
Στέλλα Καπέλα
[ 110 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Τί ἐστίν ἄνθρωπος;
Δηλώνω άνθρωπος:
Γιατί κανείς
δεν μπορεί να γλυτώσει από την παραίτηση
Κανείς
δεν μπορεί να γλυτώσει
από τον κρότο της σπασμένης ανθρωπιάς
Σαν αυτούς,
που τα ζωώδη ένστικτά τους, τους έχουν καταπνίξει
Μετα-μόρφωση
Κι αν έρθουν να με πάρουνε
θε να με κάνουν σαν και εσένα
τότε θα πιάσω ένα χαρτί
θα πιάσω και μια πένα
και μέσα από τα γράμματα
τα δημιουργήματά μου
ένδοξος ο πολιτισμός
θα είναι η άμυνά μου.
[ 116 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Αναστασία Φιλιπποπούλου
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 117 ]
Ταξίδι
Παντελεήμων Χαμπίδης
[ 118 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 119 ]
ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ
Θέλημα
Ανθρώπων
Νιότης
Απάντηση
Τιμής
Οράματα
[ 120 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 121 ]
ΟΜΑΔΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ
Κανένας δεν συμφωνούσε μαζί μου. Σε όποιον είπα ότι φέτος θα κάνουμε
αφιέρωμα στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ότι σαράντα ένα Ελληνόπουλα
θα ασχοληθούν με κείμενα που έγραψαν συνομήλικοί τους σε συνθήκες εγ-
κλεισμού μέσα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, με κοίταζε με επιφύλαξη ή μου
απαντούσε κοφτά ότι διαφωνεί μαζί μου. «Βαρύ το θέμα», μου έλεγαν. «Αν
σκοπός του προγράμματος είναι να ανακαλύψουν τα παιδιά τη χαρά της λο-
γοτεχνίας, πώς θα προτείνεις τέτοιο πράγμα;»
Μεταξύ μας, δεν είχαν άδικο. Ήξερα ότι πρόκειται για ένα θέμα οδυνηρό,
σκοτεινό και αποπνικτικό. Στη δική μου σκέψη, όμως, για έναν λόγο που δεν
μπορώ να ομολογήσω, καθώς δεν τον έχω ανακαλύψει ακόμη, επικράτησε ο
μεγάλος πειρασμός να ασχοληθούμε, κατά κύριο λόγο, με κείμενα που έγρα-
ψαν είτε συνομήλικοι των παιδιών μας είτε με εμπειρίες που έζησαν άνθρωποι
συνομήλικοι των παιδιών μας.
Είναι δύσκολο να εξηγήσω για ποιους λόγους θεωρώ ότι το φετινό μας αφιέ-
ρωμα είναι το πιο νεανικό που έχουμε κάνει στα τέσσερα χρόνια δουλειάς
της λογοτεχνικής παρέας μας με εφήβους και νέους. Είναι δύσκολο να περι-
γράψω με πόση συστολή έστειλα τα πρώτα emails όταν ανακοίνωσα στα παι-
διά το φετινό μας θέμα, αλλά και όταν αργότερα διάβασα στα μηνύματά τους
πόσο ενδιαφέρον το βρίσκουν, πόσο χρειάζεται να στοχαστούν για να μην
απαντήσουν επιπόλαια στους προβληματισμούς των κειμένων, πόσο σοβαρά
θέλησαν να δουν αυτές τις σελίδες γεμάτες από θάνατο, μίσος, εκμηδενισμό
του ανθρώπου, αυτές τις στιγμές όπου η παιδεία, η πορεία της ανθρωπότη-
τας, η σκέψη, η πρόοδος και τα οράματα γίνονται ένα απόλυτο μηδέν, στάχτη
[ 124 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Κανείς δεν αντιδρά σε αυτήν την αλλόκοτη συνάντηση. Όλα εδώ στα βράχια
με τα γυάλινα τζάμια είναι «φυσιολογικά». Είμαστε όλοι πρόθυμοι να ζήσουμε
αυτά που φτιάξαμε στον νου μας και διεκδικήσαμε στη ζωή μας. Τίποτε δεν
είναι παράλογο ή αόρατο, κι ας μην το καταλαβαίνουν οι άλλοι, και ας μην
το βλέπουν οι άλλοι. Αυτή είναι η συγγραφή, αυτή είναι η φαντασία, αυτή
είναι η αλήθεια μας και αυτό αποφασίσαμε να μοιραστούμε, αδιαφορώντας
για ό,τι και όσα ζείτε όλοι εσείς έξω από τα γυάλινα τζάμια, αυτά τα γυάλινα
μάτια που χτίστηκαν στα βράχια για να πάνε κόντρα στις πέτρες τριγύρω…
Είναι προφανές ότι με τη λεία τους επιφάνεια προκαλούν τις βαθιές ρυτίδες
των βράχων, είναι δύο κόσμοι αντίθετοι, που συνυπάρχουν χωρίς να ρωτη-
θούν ποτέ γι’ αυτό.
Εδώ, λοιπόν, κρυφά κι από τον ίδιο τον δήμαρχο, θα διαβάσουμε, θα ζή-
σουμε και θα γράψουμε σελίδες από ΘΑΝΑΤΟ. Δεν υπάρχει πόλεμος χωρίς
αίμα και θάνατο. Δεν υπάρχει κυριαρχία χωρίς τη νίκη πάνω στην αδυναμία
του άλλου. Δεν είναι, άραγε, θάνατος κι αυτός; Δεν πεθαίνουν οι δικές μας
ανάσες, όταν πνίγονται από τις ανάσες που επικρατούν γύρω μας; Δεν σιω-
πούν οι σκέψεις μας όταν τσαλαπατιούνται από τη δύναμη των άλλων και,
τελικά, δεν πεθαίνουν από τη διαρκή σιωπή; Δεν υπάρχει θάνατος μέσα στη
μάταιη αντίσταση; Δεν υπάρχει ο θάνατος, ακόμη και των ονείρων, μέσα στην
απελπισία; Δεν πεθαίνει το φως μέσα στο σκοτάδι; Δεν έζησε η ανθρωπότητα
το απόλυτο σκοτάδι; Δεν πέθαναν οι αξίες της μέσα στο απόλυτο σκοτάδι;
Πέθαναν ή όχι;
Μα ο δικός μας θάνατος σήμερα εδώ στα βράχια, πίσω από τα γυάλινα
μάτια, διάφανα και προστατευτικά ταυτόχρονα, είναι φτιαγμένος από άλλα
υλικά. Οι σελίδες που εμείς οι σαράντα δύο γράφουμε και διαβάζουμε σή-
μερα, είναι γεμάτες από το θέλημα των ανθρώπων, όσο εγκληματικό, φρικτό
και οδυνηρό και αν είναι αυτό. Στη συνέχεια, παρατηρούμε την απάντηση
που κλήθηκε να δώσει η νιότη σε αυτό το θέλημα όταν χρειάστηκε να το
κάνει, όταν αναγκάστηκε να το πράξει, ή όταν απλώς ρωτήθηκε, όπως συμ-
βαίνει με τη λογοτεχνική μας παρέα σήμερα. Τέλος, στον «δικό μας θάνατο»
υπάρχουν και τα οράματα της τιμής, απλά, πολυακουσμένα, αλλά και περι-
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 127 ]
φρονημένα, ψίθυροι για έναν κόσμο καλύτερο δίπλα σε κραυγές για έναν
κόσμο ισχυρότερο. Σήμερα, λοιπόν, μαζί με τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, την
Άννα Φρανκ, τον Πρίμο Λέβι και τον Χάνς Φάλλαντα, θα ζήσουμε τις σελίδες
από τον δικό μας θάνατο, που είναι:
Σελίδες από
Θέλημα
Ανθρώπων
Νιότης
Απάντηση
Τιμής
Οράματα
Στον δικό μας θάνατο υπάρχουν οι τέσσερις φωνές από τέσσερις τόπους:
μια φωνή από τη Γερμανία, μια φωνή από μια σοφίτα του Άμστερνταμ, μια
φωνή από το Άουσβιτς, από τη σημερινή Πολωνία, και μια φωνή από το Μα-
ουτχάουζεν της Αυστρίας. Στον δικό μας θάνατο υπάρχει η φωνή ενός έμ-
πειρου συγγραφέα, που παρατηρεί τους συμπατριώτες του, η φωνή μιας έφη-
βης Γερμανοεβραίας, ενός νεαρού Ιταλοεβραίου και ενός νεαρού Έλληνα,
που βίωσαν την κορυφαία ντροπή του ανθρώπου.
Δήμητρα Νούση
συγγραφέας και συντονίστρια
της Πανελλήνιας Λογοτεχνικής Συντροφιάς
[ 128 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Ι. Μ Ι Α Φ Ω Ν Η Α Π Ο Τ Η Γ Ε Ρ Μ Α Ν Ι Α
[Μέρος Πρώτο]
Ο Χανς είναι μόνο πενήντα τριών χρονών, αλλά δείχνει γέρος, ανήμπορος
και αξιολύπητος στο αναπηρικό του καροτσάκι. Θα μπορούσαμε να είχαμε
πάει εμείς στο Βερολίνο να τον δούμε. Μας ειδοποίησαν ότι δεν θα ζήσει για
πολύ ακόμη. Όταν έστειλα στον γιατρό του το email ζητώντας του να τον συ-
νοδεύσει ο ίδιος στην Αθήνα και να τον δούμε από κοντά, δεν περίμενα ότι
θα μου απαντούσε θετικά. Η μοίρα του ήταν εξίσου τραγική με αυτήν των
ηρώων του. Ο Χανς είναι πλέον ένας σπουδαίος συγγραφέας και ένας άν-
θρωπος που ξόφλησε τον εαυτό του στη μορφίνη και το αλκοόλ. Έζησε τη
ζωή του βίαιος και τυφλωμένος από τις εξαρτήσεις του, αλλά ποτέ τυφλός
απέναντι στην ιστορική στιγμή της χώρας του. Η σχέση του με τη Γερμανία
της εποχής του ήταν, ίσως, το πιο σπουδαίο κομμάτι της δημιουργίας του,
απλωμένη σε όλα σχεδόν τα βιβλία του, με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά.
Σε ένα δωμάτιο μιας κλινικής, μετά από τόσων ετών νοσηλεία σε ψυχιατρεία
και ναζιστικά άσυλα, υπάρχει ένα τελευταίο κομμάτι του εαυτού του που
ακόμη ανασαίνει και συνεχίζει για όσο καιρό του απομένει να αντέξει.
Για κάποιον λόγο που ποτέ δεν μάθαμε η κλινική αποφάσισε να γίνει αυτό
το παράδοξο ταξίδι στον τόπο και στον χρόνο, από το Βερολίνο στον Βύρωνα,
από το 1946 στο 2018, από την Ευρώπη της ηττημένης Γερμανίας στην Ευ-
ρώπη της ενωμένης φωνής και σιωπής. «Μόνος στο Βερολίνο» του Δευτέρου
Παγκοσμίου Πολέμου είναι ο Όττο Κβάνγκελ, που ζει στην οδό Γιαμπλόνσκι
[ 132 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
με τη σύζυγό του, την Άννα. Είναι άνθρωποι άσημοι, που δεν θα γίνονταν
ποτέ μυθιστόρημα, αν δεν συγκλονίζονταν τόσο από τον χαμό του μοναχο-
γιού τους στο μέτωπο, ώστε να πράξουν μια αδιανόητη πράξη αντίστασης,
σκορπίζοντας στο Βερολίνο χειροποίητες κάρτες με αντιχιτλερικό περιεχό-
μενο. «Μόνος στο Βερολίνο» είναι ο τίτλος του βιβλίου του Χανς Φάλλαντα,
βασισμένου σε πραγματικά περιστατικά της εποχής, που πιάσαμε στα χέρια
μας για μήνες, με σκοπό να αντικρίσουμε την εποχή εκείνη, τον συγγραφέα,
τους ήρωες και την απελπισία τους.
Από την αρχή, μαζί με τον Δημήτρη, τη Σοφία, τη Χριστίνα, τον Άγγελο,
τον Παρασκευά και τη Νάσια, ήμασταν αποφασισμένοι να απελπιστούμε, να
βυθιστούμε σε μαύρες στιγμές ηρώων, σε βρωμερές σελίδες από θάνατο και
να κοιτάξουμε τον Χανς στα μάτια μιλώντας μαζί του. Δεν συνομιλήσαμε με
αυτόν τον άλαλο άνθρωπο που βρίσκεται απέναντί μας στο αναπηρικό κα-
ροτσάκι. Ο δικός μας Χανς Φάλλαντα είναι ένας άνθρωπος με σκέψη και
κρίση βαθιά.
Ο δικός μας Χανς Φάλλαντα μας ενοχλεί καθώς αποκαλύπτει
τόσο αιχμηρά τη μικρότητα του ανθρώπου και τόσο λιτά το
μεγαλείο του.
Πιστεύει ότι δεν χρειάζεται κανένα φτιασίδι αυτό το μεγαλείο, κάπου ανά-
μεσα στις τσαλαπατημένες κάρτες και την πίστη πως μια μικρούλα πράξη αν-
τίστασης κάτι θα αφήσει για το μέλλον. Διαβάζω τις σελίδες και δεν αντέχω
να είναι τόσο απέριττος μπροστά στην αξιέπαινη πράξη, αλλά τόσο διεισδυ-
τικός στην απεχθή πλευρά του ανθρώπου. Μόνος στο Βερολίνο και σε όλον
τον πλανήτη είσαι όταν δεν αντέχεις το σάπιο υπόστρωμα όπου βουλιάζουν
σταδιακά οι ήρωες της αφήγησης, οι Γερμανοί που πίστεψαν φωναχτά ή σιω-
πηρά στον ναζισμό, ευτελίζοντας ό,τι μέχρι τότε έδινε ελπίδα για πρόοδο του
ανθρώπου. Διαβάζοντας και γράφοντας όλοι μαζί απέναντι στον Χανς, νιώ-
σαμε ολομόναχοι. Μόνοι απέναντι σε αυτούς που βεβηλώνουν σήμερα τα
μνημεία των νεκρών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, μόνοι απέναντι σε
αυτούς που ξαναφτιάχνουν οργανώσεις απροκάλυπτα φιλικές στις χιτλερικές
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 133 ]
αντιλήψεις, στην εξόντωση του διαφορετικού από εμάς, στην κατασκευή του
διαφορετικού, στην ενοχοποίηση του άλλου, που πρέπει οπωσδήποτε να κα-
τηγορηθεί και να τιμωρηθεί, προκειμένου να ικανοποιηθούμε εμείς, στην επι-
θυμία του φόβου ώστε να στεριώσει η βαρβαρότητα. Νιώσαμε μόνοι απέναντι
στη δύναμη που λιώνει κάθε διαφωνία μαζί της, κάθε φραστική εναντίωση
και κάθε πράξη αντίστασης. Κι ενώ οι δεκαετίες περνούν και χάνονται, μέσα
σε αυτές όσοι έζησαν τη φρίκη εκείνης της Ευρώπης, νιώθουμε όλοι μόνοι,
καθώς κλονίζονται τα αυτονόητα, καθώς οι ξεχασμένοι ψίθυροι υποστήριξης
του ναζισμού παίρνουν φωνή και σάρκα στον σύγχρονό μας κόσμο. Το μόνο
γόνιμο έδαφος είναι ο φόβος. Αν δεν υπάρχει ο φόβος των πολλών, δεν μπο-
ρούν να σταθούν κυρίαρχα τα εγκλήματα των λίγων.
Ο Δημήτρης, η Σοφία, ο Άγγελος, η Χριστίνα, ο Παρασκευάς και η Νάσια
βρίσκονται ήδη καθισμένοι γύρω από το τραπέζι μας. Ο διάλογος ανάμεσά
μας ξεκινά χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση. Ανυπομονούμε όλοι να στή-
σουμε γύρω από το τραπέζι τις σκέψεις μας και να συναντηθούμε. Ήρθε η
ώρα να φανερώσουμε το βλέμμα μας και να κοιταχτούμε όπως μας έπλασε
η παιδεία μας, η καταγωγή μας, η εποχή μας και οι ήρωες του Χανς από το
Βερολίνο. Πλαστήκαμε τόσον καιρό από τις λέξεις του. Ήρθε η στιγμή να μι-
λήσουμε μαζί του ισότιμα σαν να μη μας χωρίζουν δεκαετίες, θάνατοι, χώρες
και μπόρες ικανές να ξεριζώσουν θεμέλια σκέψης. Το 1946 και το 2019 έσμι-
ξαν μέσα μας και στις σελίδες που γράψαμε. Οι ήρωες του Χανς έγιναν συ-
νομιλητές και ακροατές μας. Σελίδες από θάνατο στοιβάχτηκαν εδώ και μήνες
μέσα μας, περιμένοντας αυτήν την παράταιρη, μα τόσο ταιριαστή και πρέ-
πουσα συνάντηση πίσω από τα γυάλινα τείχη των βράχων. Μιλήσαμε χωρίς
διακοπή και γράψαμε όλοι μαζί το δικό μας κείμενο, έναν διάλογο σαν σε
ένα θέατρο χωρίς κανέναν θεατή.
Πρώτος ξεκινά να διαβάζει ο Χανς με τους πανηγυρισμούς των Γερμανών
για τις νίκες τους στον πόλεμο, την ίδια μέρα που ο Όττο Κβάνγκελ έμαθε
για τον θάνατο του γιου του:
[ 134 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Πόσο κοστολογείται λοιπόν μια ανθρώπινη ζωή; Θα λάβουμε αντάξια αμοιβή; Πλού-
σιος λαός με φτωχούς ψυχικά ανθρώπους… Αλήθεια, θα σας ένοιαζε ο πλούτος
εάν σκότωναν το παιδί σας, τον πατέρα σας, τον αδερφό σας; Θα δίνατε τη ζωή
σας για τον πλούτο της χώρας; Δεν το νομίζω…
ΧΑΝΣ ΦΑΛΛΑΝΤΑ ΜΕ ΤΗ ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΟΤΤΟ ΚΒΑΝΓΚΕΛ
… «Να μου λείπει, δεν θέλω να γίνω πλούσιος και σίγουρα όχι μ’ αυτόν τον
τρόπο. Ούτε ένας στρατιώτης δεν αξίζει να πεθάνει!»
ΝΑΣΙΑ
Άλλο ένα δάκρυ ψυχής
μες στης αδειανής σιωπής την απληστία
κατρακυλάει το δάκρυ
κατρακυλούν και οι στρατιώτες
στα βάθη της αχόρταγης πείνας πλούτου.
Ποιος πουλάει ψυχές για πλούτη;
Για πλούτη τόσο άψυχα σαν την ψυχή του;
Για πλούτη που μυρίζουν χαμένες ψυχές;
ΧΑΝΣ ΦΑΛΛΑΝΤΑ
«Με μάτια που γυαλίζουν, ο Μπορκχάουζεν αρπάζει τον Κβάνγκελ από το
μπράτσο και τον ταρακουνάει ψιθυρίζοντας βιαστικά: “Πώς μιλάς έτσι; Ξέρεις
ότι μπορώ να σε στείλω σε στρατόπεδο συγκέντρωσης; Εκφράστηκες εναντίον
του Φύρερ μας! Αν ήμουν τέτοιος άνθρωπος και σε ανέφερα;”»
ΑΓΓΕΛΟΣ
Κύριε Κβάνγκελ! Κύριε Μπορκχάουζεν! Καλημέρα σας! Μια όμορφη μέρα ανέτειλε
ξανά. Μα, συγχωρέστε με, καθώς έβαζα τα παπούτσια μου, εδώ πίσω από την
πόρτα, άκουσα πόσο παθιασμένα συζητάτε για τον Φύρερ μας! Πρέπει να ξέρετε,
δε, τα κλιμακοστάσια είναι οι νέες επιτροπές όπου τα μέλη συζητούν, αποφασίζουν.
Όλοι συμμετέχουμε στα κοινά, χάρη στον Φύρερ μας! Κύριε Μπορκχάουζεν, μην
ταράσσεστε. Ο κύριος Κβάνγκελ απλώς λυπάται για τους στρατιώτες που χάνονται.
Όπως και ο Φύρερ μας. Ποιος πατέρας, όμως, δεν θυσιάζει τα παιδιά του για το
[ 136 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
καλό της χώρας; Και αν η Γιαμπλόνσκι είναι ασφαλής χάρη σε εσάς, κάθε γωνιά του
τόπου μας δεν έχει τίποτε να φοβάται! Κύριε Κβάνγκελ, δεν είναι ανείπωτα τραγικό
να περιμένεις τον θάνατο στο μέτωπο, τον θάνατο στις κυριακάτικες εφημερίδες,
τον θάνατο παντού; Αν η τύχη χτύπησε νωρίς την πόρτα σας, ήρθε η ώρα να χτυ-
πήσετε τη δική μου, ήρθε η ώρα μας.
ΧΑΝΣ ΦΑΛΛΑΝΤΑ
« … Γιατί εξάπτεσθε, κύριε Μπορκχάουζεν; Τι είπα που μπορείτε να το ανα-
φέρετε; Είμαι στενοχωρημένος, γιατί σκοτώθηκε ο γιος μου… Αν θέλετε,
μπορείτε να το αναφέρετε· εμπρός, κάντε το. Έρχομαι αμέσως μαζί σας και
υπογράφω ότι το είπα!»
ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ
Ηρεμήστε, κύριε Μπορκχάουζεν, και μην κακοπαίρνετε αυτόν τον δύσμοιρο πατέρα.
Αυτήν τη στιγμή, ούτε όλα τα λεφτά του κόσμου δεν μπορούν να γεμίσουν τη ρωγμή
που έχει σκίσει την καρδιά του. Καμία νίκη, ούτε και χαρά δύνανται να απαλύνουν
τον πόνο που νιώθει. Μην τον ξεσυνερίζεστε, αλλά σεβαστείτε τον λιγάκι. Δείξτε
συμπόνια για τη θέση στην οποία βρίσκεται και συγχωρέστε τα λόγια ενός πατέρα
που έχασε τον γιο του, γιατί κάθε τι αιρετικό που λέει και μπορεί να σας σοκάρει,
πηγάζει αποκλειστικά από την πίκρα της καρδιάς του. Όσον αφορά, πάντως, εκείνη
την αναφορά, μην ξεχάσετε να αναφέρετε τα λόγια σας ότι οι απώλειες του στρατού
μας αποτελούν το αναγκαίο κακό για την αύξηση του τραπεζικού σας λογαριασμού.
Τα λόγια των παιδιών πετυχαίνουν πάντα το ίδιο αποτέλεσμα μέσα μου.
Ακούω, διαβάζω και συνταιριάζω τις σκέψεις τους χαρούμενη που η ανάγκη
για δημιουργία γίνεται πράξη μέσα στις σελίδες. Βλέπω το πρόσωπο του Χανς
χωρίς να μπορώ να διαβάσω την παραμικρή αντίδραση. Κι όσο κι αν αγάπησα
τις δικές του σελίδες, τίποτα δεν συγκρίνεται με την ικανοποίηση που νιώθω
ακούγοντας τα ξεσπάσματα της Σοφίας, του Δημήτρη και της Χριστίνας, την
απόδραση στους στίχους της Νάσιας, την ειρωνεία στην απάντηση του Δη-
μήτρη και του Άγγελου. Υπάρχει πνιγμός κι ελπίδα μαζί στις λέξεις τους, στις
σελίδες που φτιάχτηκαν από το θέλημα των ανθρώπων και την απάντηση της
νιότης. Τρέχουν οι σκέψεις με τις περιγραφές στη μοναξιά του Βερολίνου,
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 137 ]
Γιατί να ενταχθώ με τους πολλούς; Για να γίνω ένα με τη μάζα τους και κάθε βράδυ
να χαίρομαι για το κακό που προξένησα στον άλλον; Όχι!
ΣΟΦΙΑ
Αγαπημένε μου φίλε Όττο, αξίζει μία και δύο και χίλιες φορές παραπάνω να είσαι
στους λίγους. Οι πολλοί είναι χάσιμο χρόνου. Οι πολλοί είναι φασαρία. Οι πολλοί
είναι το χάος. Ενώ οι λίγοι είναι ηρεμία, οι λίγοι είναι σιγουριά. Με λίγους ξέρεις
πού πας. Οι πολλοί δεν ξέρουν πού πάει το πλήθος. Καλύτερα χωρίς πλήθος και
φασαρία, ναι, αυτή είναι η καλύτερη επιλογή. Και οι δυνατοί μάς θέλουν στο πλήθος,
γιατί το πλήθος εύκολα το ελέγχεις, ενώ τους λίγους δεν μπορείς, λυγάει η ψυχή
σου με δαύτους τους λίγους. Και οι πολλοί των δυνατών τις επιλογές ακολουθούν
και θαυμάζουν, ενώ οι λίγοι ακολουθούν το τίμημα των λογικών τους πράξεων. Κα-
λύτερα, ναι, καλύτερα, να πεθάνουμε για τις επιλογές μας απέναντι στους
οχτρούς αντί να πεθάνουμε ακολουθώντας τις επιλογές τους.
ΝΑΣΙΑ
Πολλοί πνίγηκαν στης θάλασσας τον ύπνο.
Λίγοι σώθηκαν από των ονείρων τη σωσίβια λέμβο.
Πολλοί διάλεξαν να βάλουν νερό στο κρασί τους.
Λίγοι διάλεξαν να αφήσουν καθαρή την ψυχή τους.
Πολλοί πλουτίζουν για να χορτάσει το εγώ τους.
Λίγοι χορταίνουν να πλουτίζουν τον κόσμο.
Πολλοί πέθαναν για να θαφτούν σε τάφους ψηλούς.
Λίγοι έδωσαν ακόμα και το αίμα τους σε πολλούς για να ζουν.
ΧΑΝΣ ΦΑΛΛΑΝΤΑ
« …το σημαντικότερο είναι ότι είμαστε διαφορετικοί, ότι ποτέ δεν θα αφή-
σουμε τον εαυτό μας να καταντήσει έτσι, ποτέ δεν θα σκεφτούμε όπως αυτοί».
ΑΓΓΕΛΟΣ
Και ξέρεις, παλιόφιλε, πάντα τραβάει κανείς το δικό του κάρο. Τον δικό του δρόμο
με τον φόβο, το θάρρος, το κόστος. Ο φόβος, πάντα ο φόβος ‒ και δεν παύουμε
να είμαστε ένα τεράστιο χαλί που είτε μας πάτησαν είτε στρωθήκαμε από
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 139 ]
τον σκοπό τους, γιατί τότε θα είμαστε σίγουροι πως είμαστε ταγμένοι με τις ανθρώ-
πινες αξίες και τα αθάνατα ιδανικά.
Δίχως να διακόπτουμε την ανάγνωση των αποσπασμάτων και, φυσικά, δίχως
να μπορώ να μαντέψω τις σκέψεις του Χανς, τον ακούω να διαβάζει για τον
Όττο Κβάνγκελ και τις αποφάσεις του:
ΧΑΝΣ ΦΑΛΛΑΝΤΑ
«Είχε βρει κάτι παιδαριώδες, κάτι που να του ταιριάζει, μια πράξη αθό-
ρυβη…»
ΑΓΓΕΛΟΣ
Και σκέφτομαι, καλέ μου φίλε, ναι, μια πράξη παιδική δεν μπορεί παρά να είναι
αφελής και επαναστατική μαζί. Και όλα μένουν μετέωρα· η τύχη και το νόημά της,
η συγκίνηση και η απαξίωση που προκαλεί. Μα ποιος ηθοποιός θέλει να στερείται
του κοινού και του χειροκροτήματος και δραματικά να ανεβαίνει κάθε μέρα στο
πάλκο και να υποκλίνεται και να ξερνά τα λόγια;
ΧΑΝΣ ΦΑΛΛΑΝΤΑ
«Ήθελε να γράφει κάρτες. Καρτ ποστάλ με εκκλήσεις εναντίον του Φύρερ
και του κόμματος, εναντίον του πολέμου, για να διαφωτίσει τους συνανθρώ-
πους του. Αυτό ήταν όλο κι όλο το σχέδιό του».
Τα παιδιά τον κοίταξαν σαν να κοίταζαν τον ίδιο τον Όττο Κβάνγκελ. Ξαφνικά,
μπροστά στα μάτια τους, ήρωας και συγγραφέας έσμιξαν σε ένα βλέμμα, στην
ίδια τρεμάμενη φωνή που ακούστηκε πριν από δευτερόλεπτα. Η Νάσια ήταν
η πρώτη που απάντησε στον Όττο:
ΝΑΣΙΑ
Σαν να μου λες πως ήρθε ένα σύννεφο
έκρυψε τον ήλιο της ελευθερίας.
Δειλά-δειλά άνοιξες τα μικρά σου φτερά
και πετούσες γύρω από το σύννεφο
λες και φώναζες για βοήθεια
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 141 ]
ΣΟΦΙΑ
Όττο,
Αυτή σου η πράξη θα κάνει περισσότερο θόρυβο από τα τανκς και τα βήματά τους.
Αυτή σου η πράξη θα ξαφνιάσει πολλούς.
Αυτή σου η πράξη δεν θα αρέσει και θα απορριφθεί, αλλά θα θυμίσει ότι ακόμα
υπάρχει ελπίδα.
Αυτή σου η πράξη δεν θα βοηθήσει στην αντίσταση, αλλά θα ξυπνήσει μια σιω-
πηλή επανάσταση εναντίον του καθεστώτος.
Γιατί με τέτοιες μικρές πράξεις ο κόσμος καταφέρνει να αλλάξει, και μόνο από μι-
κρούς ταπεινούς που δεν δειλιάζουν να βάλουν σε κίνδυνο το είναι τους.
ΑΓΓΕΛΟΣ
Μονάχος εσύ και έρμος, να γυρνάς σε μια πόλη, ταχυδρόμος της κακιάς
ώρας, να μοιάζεις στην κλωστή που ετοιμάζει το ξήλωμα, στον βήχα που
προμηνύει την αρρώστια ή σε εκείνο το κομμάτι οχύρωσης που πρώτο καταρρέει,
για να πέσει το τείχος. Μονάχος εσύ και έρμος, να γυρνάς σε μια πόλη, ταχυδρόμος
της κακιάς ώρας, παίξε με τις κούκλες σου αθόρυβα, παίξε.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ
Ναι, και βέβαια πρέπει να αντισταθούμε... Φυσικά και οφείλουμε να βοηθήσουμε
τους συμπολίτες μας να καταλάβουν την πλάνη στην οποία έχουν πέσει και έχω ξα-
ναπεί πως εσύ πριν από όλους μας έχεις τον λόγο να κατηγορήσεις την τρέχουσα
πολιτική… Ξέρεις, πιστεύω πως αξίζει τελικά τον κόπο. Ας δράσουμε!
Η καθαρότητα της σκέψης που βγήκε από τη συγγραφική ομάδα με γέμισε
χαμόγελα ικανοποίησης. Το ανέκφραστο πρόσωπο του Γερμανού απέναντί
μου ουδόλως με ενδιέφερε. Τι περίεργο! Διαβάζοντας το βιβλίο, γέμισα δυ-
νατές εικόνες, βυθίστηκα σε ανείπωτες αλήθειες, ένιωσα την ανάγκη να κλείνω
τα αυτιά μου, για να μην ακούω τις φωνές που ξυπνούσαν τα γραπτά του
μέσα μου. Αγάπησα τη γραφή του Χανς, αλλά τώρα πια το βλέμμα του δεν
επιθυμούσα να το διαβάσω. Υπερίσχυε η εικόνα του εαυτού του, καθώς στε-
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 143 ]
Είμαστε παρόντες, κρυμμένοι στο καταφύγιο των επικίνδυνων ανθρώπων, που γρά-
φουν επικίνδυνες λέξεις και κάνουν επικίνδυνες σκέψεις.
«Οι άνθρωποι δεν αντιστέκονται στην ελπίδα, ακόμα και όταν είναι
απλώς ένα διαμαντοστόλιστο ψέμα».
«Ο αγώνας εναντίον του ναζισμού δικαιώνεται, ακόμα και αν σε αυτόν
πιστεύει μόνο ένα άτομο».
«Τι εύκολη που είναι η ζωή ενός σκύλου. Το μόνο που απαιτεί από
αυτόν είναι υπακοή, ενώ τον σκεπάζει με σωρούς από παράσημα…
Ναι, είναι εύκολο να είσαι σκύλος. Και είναι ακόμα πιο εύκολο να εγκα-
ταλείψεις την ηθική σου όταν η άλλη σου επιλογή είναι να ζήσεις σαν
αρουραίος»
[Ευγενία Μανωλίδου - Χατζή]
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 145 ]
«Η ιστορία γράφεται πάντοτε με το αίμα των λίγων. Και είναι αρκετό για
να ποτίσει μυριάδες σελίδες»
[Αντώνης Κίτσιος]
«H επιλογή σου είναι αν θα ευθύνεσαι εσύ ο ίδιος για την επιλογή σου...
ή αν θα κάνεις απλώς λάθος επιλογή… Εσύ διαλέγεις… Εσύ πληρώνεις
τις συνέπειες...»
[Λιλιάνα Στεπανένκοβα]
Ι. Μ Ι Α Φ Ω Ν Η Α Π Ο Τ Η Γ Ε Ρ Μ Α Ν Ι Α
[Μέρος Δεύτερο]
μύθος. Τίποτε δεν είναι πιο εξωπραγματικό από τη σύνδεση ανθρώπου και
ευαισθησίας.
Ο Όττο δεν θα συνεχίσει να ζει εάν δεν πράττει ενάντια στο καθεστώς. Ο
αιώνιος πόλεμος ανάμεσα στον χαροκαμένο πατέρα και τον Χίτλερ κηρύ-
χτηκε. Γεννιέται, πλέον, η ελπίδα ότι θα ακολουθήσουν κι άλλοι σε ενέργειες
αντίστασης, ωστόσο, γεννιέται και η διαπίστωση ότι τελικώς οι αντιστεκόμενοι
ανήκουν στους λίγους, η απόσταση ανάμεσα στους αδύναμους και τους ισχυ-
ρούς της εποχής είναι συντριπτική, ενώ η προδοσία δεν αφήνει πια το πα-
ραμικρό περιθώριο να καρπίσει και η πιο μικρή προσπάθεια. Τελικά, ο λαός
γνωρίζει και παραμένει απαθής, αποχαυνώνεται, αλλά δεν αθωώνεται από
τον συγγραφέα.
Όσο κι αν το αποφεύγω, δεν γίνεται να μη σκύψω στις διαστάσεις που έθεσε
το βιβλίο. Όταν έχουν γραφτεί τόσες και τόσες συγκλονιστικές μαρτυρίες για
την αντίσταση ολόκληρων λαών, είναι πραγματικά δευτερεύον να προβλημα-
τιστούμε για την αντίδραση του γερμανικού λαού, που οφείλει να φέρει το
στίγμα της ιστορικής του συμπεριφοράς. Αυτό πίστευα πάντα. Με ενδιέφερε
κυρίως και πάνω από όλα το πρίσμα των θυμάτων.
Απορώ με τον εαυτό μου που σε αυτήν μου την επεξεργασία έθεσα ως αφε-
τηρία αναζήτησης μια φωνή από τη Γερμανία, έστω και αν αυτή η φωνή είναι
ενός τέτοιου μάστορα της γραφής όπως ο Φάλλαντα. Παρ’ όλα αυτά, δεν
είναι μόνο η αξία του κειμένου που με έβαλε σε αυτήν την ασυνήθιστη για τα
δεδομένα μου θέση. Σε μια εποχή που εμβλήματα του ναζισμού προβάλλον-
ται χωρίς συστολή, που με επικοινωνιακές λογικές προωθείται αποτελεσμα-
τικά τόσο η ανοχή στη θυματοποίηση των αδύναμων, όσο και η στοχοποίηση
των διαφορετικών, η στάση του γερμανικού λαού δεν μπορεί πλέον να μου
είναι αδιάφορη. Η δύναμη του φόβου και η συντριβή της προσωπικότητας,
η επικράτηση του παραλόγου και η βαρβαρότητα των πολλών, που επιβάλ-
λονται με τη δήθεν δύναμη της πλειοψηφίας, άρα με όρους δήθεν δημοκρα-
τίας εντός της κοινωνίας, είναι ένας εφιάλτης, που αποτελεί καταγεγραμμένη
ιστορική εμπειρία. Τίποτε δεν είναι ασήμαντο, μονοσήμαντο ή αδιάφορο. Οι
άνθρωποι δεν θα αργήσουν να ξαναγίνουν αυτό που ήταν στο παρελθόν,
[ 148 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
συμπεριφοράς του. Ήταν πάντα μόνος στα άσυλα των ναζί, όπως και μόνος
αποφάσισε να μείνει στη Γερμανία του Γκέμπελς, όταν οι συγγραφείς της επο-
χής του άφησαν πεισματικά την πατρίδα τους κι έφυγαν.
Τον ακούω ήδη να διαβάζει:
ΧΑΝΣ ΦΑΛΛΑΝΤΑ
«Η πρώτη φράση της πρώτης μας κάρτας θα λέει: “Μητέρα, ο Φύρερ σκό-
τωσε τον γιο μου…”
Με την πρώτη του φράση είχε κηρύξει έναν αιώνιο πόλεμο…»
ΑΝΤΩΝΗΣ
Ποιον προσπαθείς να δικαιώσεις, Όττο, τον γιο σου ή εσένα; Δες ποιος είσαι, πού
κοιμάσαι... με ποιους συναναστρέφεσαι. Ακόμη και ο αέρας που αναπνέεις βρωμά
προδοσία. Σήμερα σκότωσαν τον γιο σου. Αύριο πάλι θα σταυρώσουν εσένα. Και
συ ψάχνεις τη λύτρωση για εκείνους τους τυχαίους; Ξεχνάς με ποιους πας να τα
βάλεις; Γιατί αν λίγο κάμεις να υψωθείς με τις λέξεις, θα σε στήσουν στον τοίχο πριν
προλάβεις καν να φωνάξεις. Ω, το δίκαιο της εποχής μας μοιάζει τόσο ξένο. Το
ξέρω πως θες με τις πράξεις σου να επιβεβαιωθείς, όμως στη σχεδία που πλέουμε
δεν χωρούν πια οι ξενοβάτες. Μην γίνεις Φύρερ του εαυτού σου. Ο πόλεμος είναι
μια αλήθεια που κουράζει και δεν είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε την αλήθεια.
ΜΠΑΜΠΗΣ
Μες στις κάρτες σου, φίλε, η ελπίδα της ανθρωπιάς
θα αντιμάχεται του ψέματος τις θρυαλλίδες.
Το φως για να έχει αξία
θέλει καρδιές να ζεσταθούν.
Κι είναι η ιστορία ένας τροχός
που όλοι γνωρίζουν
τι χρειάζεται για να γυρίσει.
Μη φοβάσαι, πάλευε!
Μέχρι λοιπόν
να φυτευτεί ένα ρόδο στην ψυχή ολωνών
για να ’ρθει πάλι η άνοιξη…
[ 150 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
ΛΙΛΙΑΝΑ
Θα σε ρωτήσουν, πάντα κοιτώντας σε στα μάτια, «Γιατί δεν έφυγες; Γιατί δεν έτρεξες
πανικόβλητος όταν ακόμη μπορούσες;» Θα δουν το κίτρινο σακάκι σου, τα κενά
σου μάτια. Θα σε ρωτήσουν «Πώς τόλμησες να μείνεις, γιατί δεν διάλεξες τον εαυτό
σου;» Όλοι τον διαλέγουν, εσύ γιατί; Χίλια γιατί θα ακούσεις, και όλα αναπάντητα
θα μείνουν. Υπάρχει ωστόσο μια ερώτηση που κανείς δεν τολμάει να ξεστομίσει και
μια απάντηση που ουδείς μπορεί να αντέξει. Ίσως δεν είσαι τόσο γενναίος όσο δεί-
χνεις. Μπορεί να προσποιείσαι. Και εκεί είναι το λάθος. Όλοι μπορεί να μην είμαστε
γενναίοι, όμως το κρύβουμε καλά. Είμαστε δυνατοί για τον κόσμο, χωρίς να πρέπει.
Μόνο εσύ ήσουν αυτό που ήθελες. Εσύ!
ΧΑΝΣ ΦΑΛΛΑΝΤΑ
« … ήταν ένας πόλεμος ανάμεσα σε δύο πλευρές· από τη μια εκείνοι, οι
φτωχοί, μικροί ασήμαντοι εργάτες, που κινδυνεύουν να αφανιστούν εξαιτίας
μίας και μόνο λέξης, και από την άλλη ο Φύρερ, το Κόμμα, η τρομερή, θη-
ριώδης μηχανή με όλη τη δύναμη και την αίγλη και την υποστήριξη από τα
τρία τέταρτα, ίσως και από τα τέσσερα τέταρτα –ναι, γιατί όχι;- του γερμανι-
κού λαού».
ΕΥΓΕΝΙΑ
Ναι. Η εξουσία είναι σαγηνευτική και ο απλός αγρότης, που πλέον μόνη του επιθυμία
είναι ένα πιάτο φαΐ, γίνεται πιστός ακόλουθος· ένας εκπαιδευμένος σκύλος στην
υπηρεσία εκείνου με τις πιο όμορφα κεντημένες υποσχέσεις.
Οι άνθρωποι δεν αντιστέκονται στην ελπίδα, ακόμα και όταν είναι
απλώς ένα διαμαντοστόλιστο ψέμα.
Και εκείνος που θα ορθώσει το ανάστημά του, που θα φωνάξει δυνατότερα από το
πλήθος και θα πει «ΚΑΝΕΤΕ ΜΕΓΑΛΟ ΛΑΘΟΣ», γρήγορα θα αφήσει την τελευταία
του κραυγή αντίστασης κάτω από τις μπότες εκείνων που συμφωνούν, αλλά δεν θέ-
λουν να τον πιστέψουν. Και πίσω από όλα αυτά, κρύβονται κάποιοι που με φόντο
τον εγωισμό τους μετακινούν τα πιόνια τους στη σκακιέρα της Ευρώπης.
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 151 ]
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
Τι θα μπορούσε να είναι ένα βουβό καρτ ποστάλ;
Ξημερώνει,
οι ακτίνες του ήλιου σήμερα τρεμοπαίζουν, κάτι έχει αλλάξει.
Τα όπλα σαστίζουν, ο κρότος αυτών σιγεί, κάτι έχει αλλάξει.
Πορφυρά σύννεφα επισκιάζουν τις σκέψεις του λαού, κάτι έχει αλλάξει.
Ανεμοδαρμένα καρτ ποστάλ πλημμυρίζουν τους δρόμους, κάτι έχει αλλάξει.
Η αλήθεια δειλο-σμιλεύεται στις ψυχές των ανθρώπων,
κάτι έχει αλλάξει.
Πτώματα αναχαιτίζουν τη ροπή των γραναζιών,
κάτι έχει αλλάξει.
Η «θηριώδης μηχανή» προδίδει τον «Αδολφικό» σκοπό,
κάτι έχει αλλάξει.
Κηλίδες αίματος αποτυπώνονται πάνω στον αγκυλωτό σταυρό, κάτι έχει αλλάξει.
Κάτι έχει αλλάξει, η σβάστικα ξεθωριάζει… Καλέ μου, Όττο,
ξημερώνει…
ΧΑΝΣ ΦΑΛΛΑΝΤΑ
«Κάθε έντιμος Γερμανός –υπάρχουν πολλοί έντιμοι Γερμανοί ακόμα, τουλά-
χιστον δυο-τρία εκατομμύρια– θα συνεργαστεί μαζί μας».
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
Όπου αρετή, και δόξα!
Υπάρχει άραγε σπουδαιότερη αρετή από κείνη της ηθικότητας των ανθρώπων;
Υπάρχει εκείνη της ελευθερίας που ξεπερνά οποιαδήποτε άλλη και όταν αυτή γίνεται
σκοπός ζωής ενός καταπιεσμένου ανθρώπου, τότε τίποτα δεν μπορεί να τον στα-
ματήσει. Λίγες οι κάρτες, αμέτρητοι οι αποδέκτες… Έστω και ένας να υψώσει το
ανάστημά του, υπάρχει ελπίδα... Και όταν υπάρχει ελπίδα, καλέ μου Γκρίγκολαϊτ,
ακόμα και μια μικρή φλόγα από ένα σπίρτο μπορεί να κάψει συθέμελα ένα ολόκληρο
[ 152 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
δάσος. Όταν τη σκυτάλη παίρνει το αίσθημα επιβίωσης, τότε καμιά στενή λογική
δεν μπορεί να συγκρατήσει το αγρίμι στα δεσμά του. Και αν ο φόβος της απο-
τυχίας ισούται με αμφιβολία, τότε κάνε μια αναδρομή στην ιστορία. Εκεί
θα διαπιστώσεις πως τριακόσιες ελεύθερες ψυχές υπερασπίστηκαν τα
ιδανικά τους ενάντια σε μια τυραννική Αυτοκρατορία.
ΧΑΝΣ ΦΑΛΛΑΝΤΑ
«Πρέπει μόνο να νικήσουν τον φόβο τους… Μπορεί ο Χίτλερ να νικάει για
λίγο καιρό ακόμα, κάποια στιγμή όμως τα πράγματα θα δυσκολέψουν και θα
ηττηθεί κατά κράτος…»
ΑΝΤΩΝΗΣ
Θα μας στηρίξουν. Πρέπει να μας στηρίξουν, σύντροφε. Κι αν τώρα αυτοί φαίνονται
λίγοι, είναι διότι δεν συνειδητοποίησαν τη σημασία που δίνουμε στα πράγματα. Να το
θυμάσαι. Η ιστορία γράφεται πάντοτε με το αίμα των λίγων. Και είναι αρκετό
για να ποτίσει μυριάδες σελίδες. Σήμερα είμαι προδότης, εγώ όμως πεθαίνω για
τους πολίτες του αύριο. Τι σημασία έχουν όλα τα άλλα; Εγώ δεν φοβάμαι να παραδώσω
τη σκυτάλη σε αυτούς που δεν είδαν ακόμη το ξημέρωμα. Γιατί το αύριο θα ξημερώνει
πάντα στα μάτια εκείνων που ξέρουν να το περιμένουν. Δεν με ορίζει παρά η μέρα που
δεν είδε ακόμα τον ίσκιο της. Αν, λοιπόν, με σκοτώσουν σήμερα, πιότερο θα το χαρώ.
Εμπρός, Γκρίγκολαϊτ. Ας γίνουμε μελάνι τούτης της ιστορίας.
ΧΑΝΣ ΦΑΛΛΑΝΤΑ
«Δεν παίζει απολύτως κανέναν ρόλο αν λίγοι πολεμούν τους πολλούς. Το ση-
μαντικό είναι να ανακαλύψεις έναν καλό σκοπό και να αγωνιστείς γι’ αυτόν».
ΛΙΛΙΑΝΑ
Σκοπός; Τι υποκειμενική έννοια, τι ανούσια, ίσως και σαχλή. Όλοι λένε για τον
σκοπό του ανθρώπου, για την ολοκλήρωση ενός συγκεκριμένου, ανώτερου σχεδίου.
Αλλά, απέναντι σε ποιον; Πώς γνωρίζουμε ότι αυτό που θα κάνουμε είναι το σωστό;
Και ακριβώς αυτή είναι η διχάλα του Μόρταλ που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε.
Γιατί αυτό που ο καθένας μας θέτει προς ολοκλήρωση, ίσως δεν θα τον οδηγήσει
σε επιθυμητά αποτελέσματα... αλλά εκείνος δεν το γνωρίζει ακόμη. Ξεκινώντας κάτι,
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 153 ]
το μόνο σίγουρο είναι πως αυτό που τελικά θα προκύψει δεν έχει ουδεμία σχέση
με το αρχικό πλάνο. Μα αυτό δεν σημαίνει ότι θα έχουμε πιο ενδιαφέρουσα πορεία;
Θα έχουμε… Και ο σκοπός την κάνει ακόμη πιο συναρπαστική…
ΕΥΓΕΝΙΑ
Σε μία μάχη μεταξύ του δικαίου και του αδίκου, σημασία έχει η πίστη του κάθε στρα-
τιώτη στον σκοπό του. Αν αυτή είναι ισχυρή, τότε τρέφει τον αγώνα του και εμπνέει
και άλλους να ακολουθήσουν. Αν όχι, τότε εύκολα αυτός υποτάσσεται σε μία ιδέα,
είτε αυτή είναι εχθρική και προσβλητική προς τον άνθρωπο, σαν του μελλοντικού
πλανητάρχη, όπως εκείνος θεωρεί τον εαυτό του, είτε αυτή είναι δίκαιη και βασι-
σμένη στην αλληλεγγύη, όπως αυτή που υποστηρίζει κάθε πολίτης που έχει στοι-
χειώδη παιδεία. Ο αγώνας εναντίον του ναζισμού δικαιώνεται, ακόμα και
αν σε αυτόν πιστεύει μόνο ένα άτομο, γιατί όσοι και να προσκυνούν ένα
ψέμα, δεν μπορούν να το μετατρέψουν στην αλήθεια. Ο αγώνας τότε απλά καταδι-
κάζει τους εγκληματίες.
ΧΑΝΣ ΦΑΛΛΑΝΤΑ
«Μπορεί να μην πάρεις εσύ τη δόξα, μπορεί να την πάρει κάποιος άλλος,
κάποιος που εκείνη τη στιγμή θα σε έχει αντικαταστήσει· δεν έχει σημασία».
ΜΠΑΜΠΗΣ
Γεμίζουν των αρχηγών τους το πουγκί
μες στης αβελτηρίας τους τη ζάλη
εκείνοι που (αν και με φωνή) μουγκοί
αφήσαν την αδικία να θάλλει.
Στης ιστορίας το μονοπάτι
κείνοι θα ’ναι σκυφτοί κι υποταγμένοι
ενώ λίγοι θα ’χουν ανέβει της εντιμότητας το σκαλοπάτι
και θα κοιμούνται ήσυχοι κι άρα βαθιά ευτυχισμένοι.
Μες στο δικό τους το κελί
θ’ ανθίσουν στο καταχείμωνο κυκλάμινα
στου ερέβους τους την απειλή
το φως κι η ανατροπή είναι η νόμιμή μας άμυνα.
[ 154 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
ΧΑΝΣ ΦΑΛΛΑΝΤΑ
«…Παντού βρωμούσε προδοσία. Κανείς δεν μπορούσε να εμπιστευθεί κανέναν».
ΑΝΤΩΝΗΣ
Μη με ρωτάτε για την ενοχή που σκόνταψε περπατώντας
Δεν επιλέξαμε να σκύψουμε τυχαία
Ίσως από φόβο γκρεμίσαμε τον εαυτό μας
Γιατί εκείνοι ξέραν πότε θα νυχτώσει
Και ίσως παίζοντας κρυφτό κρυφτήκαμε κι εμείς
Περιμένοντας τους νικητές πως θα γυρίσουν
Προδίδοντας μάθαμε πώς κερδίζεται η ελευθερία
Για κείνα που σιωπήσαμε εκείνοι δεν θα μιλήσουν.
ΛΙΛΙΑΝΑ
Πιστεύεις αλήθεια πως δεν είχες άλλη επιλογή; Ήταν μονόδρομος, πιστεύεις; Γιατί
εγώ έχω αντίθετη γνώμη. Ας πούμε ότι πλησιάζεις σε έναν απότομο γκρεμό. Κάτω
απόλυτο σκοτάδι, δεν ακούγεται τίποτα, μόνο μαύρο πέπλο και απόλυτη σιγή. Και
ξαφνικά ακούς μια φωνή να σου λέει - «Πήδα, έχει νερό από κάτω». Έχεις δύο
επιλογές, μία να ακούσεις τη φωνή, να την εμπιστευτείς τυφλά, και μία να ακολου-
θήσεις το ένστικτό σου. Οι αισθήσεις μπορούν να σε προδώσουν... Δεν ακούς, δεν
βλέπεις... Το ίδιο και η φωνή... Είσαι σε αδιέξοδο... Από παντού μυρίζει προδοσία...
Η επιλογή σου είναι αν θα ευθύνεσαι εσύ ο ίδιος για την επιλογή
σου ή αν θα κάνεις απλώς λάθος επιλογή… Εσύ διαλέγεις… Εσύ
πληρώνεις τις συνέπειες...
ΧΑΝΣ ΦΑΛΛΑΝΤΑ
«Το χειρότερο ήταν ότι οι άνθρωποι έμοιαζαν να αποχαυνώνονται όλο και
περισσότερο μέσα σ’ αυτή την τρομακτική ατμόσφαιρα και να γίνονται εξαρ-
τήματα μηχανών που υποτίθεται ότι τους υπηρετούσαν».
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 155 ]
ΕΥΓΕΝΙΑ
Τι εύκολη που είναι η ζωή ενός σκύλου. Το μόνο που απαιτεί από
αυτόν είναι υπακοή, ενώ τον σκεπάζει με σωρούς από παράσημα.
Κάθε πράξη εμπιστοσύνης τον φέρνει κοντύτερα στο παντοδύναμο αφεντικό. Και
όποιος έχει την εύνοια του αφέντη, κερδίζει και τίτλους και στολίδια που ξεπερνούν
τη φαντασία του. Με κάθε εντολή που εκτελεί σωστά, κάθε ξύλο που φέρνει πίσω,
ο καλός σκύλος κερδίζει λιχουδιές και εύκολα προσπερνά τους άλλους του είδους
του, που γαβγίζουν όσο πιο δυνατά μπορούν «ΠΕΙΝΑΩ». Για μια τέτοια ζωή γεμάτη
σπάνιες ανέσεις, ποιος δεν θα διέπραττε ένα έγκλημα όπως αυτό της προδοσίας,
που βλάπτει μόνο αγνώστους και επιβραβεύει τον παραβάτη;
Ναι, είναι εύκολο να είσαι σκύλος. Και είναι ακόμα πιο εύκολο να
εγκαταλείψεις την ηθική σου όταν η άλλη σου επιλογή είναι να ζή-
σεις σαν αρουραίος.
ΜΠΑΜΠΗΣ
Αλωνάρης γυμνό λιοπύρι
για αμνοερίφια διατροφή
ψήλωσε η εκμετάλλευση
Πρίγκηψ μετά από ψευτοελπιδοφόρο
προσωπεία αλλάζουν
–Νόμος ο ίδιος–
Όλα τα φτιάξαμε
και τίποτε δικό μας
–Σιωπή–
[ 156 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
[Μαρία Πολίτη]
[Ειρήνη Δεμέστιχα]
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 159 ]
[Αλέξανδρος Σαγρής]
[Ελένη Μήτα]
ΙΙ. Μ Ι Α Φ Ω Ν Η Α Π Ο Τ Ο Α Μ Σ Τ Ε Ρ Ν Τ Α Μ
Η Άννα Φρανκ είναι μια καλεσμένη μας που δεν μοιάζει στο παραμικρό με
οποιονδήποτε άλλο συγγραφέα έχουμε συνομιλήσει μέχρι σήμερα. Είναι η
πρώτη γυναίκα συγγραφέας της πανελλήνιας λογοτεχνικής μας συντροφιάς.
Είναι συνομήλικη των εφήβων της συγγραφικής μας ομάδας. Είναι η πιο γνω-
στή από τους άλλους, παγκοσμίως. Είναι το πλάσμα που συγκλόνισε ανθρώ-
πους από όλον τον κόσμο, επειδή έκανε πράξη την ανάγκη της να απλώσει
την ψυχή της σε ένα περίφημο ημερολόγιο, που σώθηκε και έφτασε στα χέρια
μας. Η κλειδωμένη σοφίτα έχει πια γίνει χώρος επισκέψιμος για τους τουρί-
στες στο Άμστερνταμ, το ημερολόγιό της ένα πολυμεταφρασμένο μπεστ σέλ-
λερ και η ίδια ένα ακόμη όνομα νεκρού ανθρώπου σε γερμανικό στρατόπεδο
συγκέντρωσης σε ηλικία δεκαέξι χρονών.
Όταν διάλεξα την Άννα Φρανκ ως συνομιλήτρια της εφηβικής συγγραφικής
ομάδας μας, θεώρησα ότι ήταν μια πολύ εύστοχη επιλογή, καθώς για πρώτη
φορά η ομάδα θα συνομιλούσε με κείμενα από μια συγγραφέα συνομήλικη.
Τώρα νιώθω περισσότερη αγωνία, διότι με καταβάλλει η ίδια μου η συγκί-
νηση, περιμένοντας να καλωσορίσω ένα κορίτσι που θα μπορούσε να είναι
κόρη μου, αλλά ποτέ δεν έζησε αυτό που είχε δικαίωμα να ζήσει. Ένα αυ-
θόρμητο, χαρισματικό πλάσμα άρθρωσε λόγο ενάντια στη βαρβαρότητα και
έπεσε θύμα της, αλλά η γραφή της την κατέστησε νικήτρια στην ιστορία. Οι
Γερμανοί δήμιοι έμειναν στιγματισμένοι, νικημένοι, ενώ η ίδια, νικήτρια, είναι
φάρος αντίστασης ψυχής, ελπίδας και θέλησης για ζωή. Ανατριχιάζω για μια
ακόμη φορά αντιμέτωπη με τη δύναμη της γραφής. Τίποτε δεν θα είχε γίνει
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 161 ]
για την Άννα Φράνκ μέσα στα χρόνια που πέρασαν, εάν δεν είχε γράψει φυ-
λακισμένη στη σοφίτα, αλλά και αν δεν είχαν σωθεί τα γραπτά της.
Σκέφτομαι τη μοίρα του παιδιού και σφίγγεται η ψυχή μου. Λες και ο χρόνος
φυλακής της δόθηκε επίτηδες για να χαράξει και να αφήσει ανεξίτηλο το
ίχνος της στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η Άννα Φρανκ δεν έγραψε από
συγγραφικό ή ανθρώπινο καθήκον, με σκοπό να αφήσει την πνοή της στην
ιστορία. Δεν επέλεξε να γίνει μάρτυρας, δεν φαντάστηκε ποτέ ότι θα γίνει
μάρτυρας. Η Άννα έγραψε για να αντέξει. Εκφράστηκε για να μην πνιγεί στη
σιωπή. Έζησε τη μόνη ελευθερία την οποία μπορούσε να έχει σε συνθήκες
εγκλεισμού, στο Άμστερνταμ της γερμανικής κατοχής. Όλες τις άλλες ελευ-
θερίες τις είχε χάσει. Η Άννα Φρανκ, μια από τις πιο πολυδιαβασμένες γυ-
ναίκες συγγραφείς στον κόσμο, δεν έγινε συγγραφέας από επιλογή αλλά από
ανάγκη. Έζησε γράφοντας, όπως έζησε τρώγοντας τις λίγες βραστές πατάτες
που εξασφάλιζαν οι δικοί της με δυσκολία κρυμμένοι επί χρόνια στη σοφίτα.
Η δύναμη του λόγου, όταν παίρνει σάρκα μέσα στη δύναμη της γραφής, γί-
νεται αριστούργημα.
Τι θα μπορούσαν να συζητήσουν τα παιδιά της συγγραφικής μας ομάδας
με την Άννα; Πόσο απέχει ο κόσμος τους; Πόσο ταυτίζονται οι έννοιες που
επικαλούνται και οι λέξεις που χρησιμοποιούν; Διαβάζω τα κείμενα που έγρα-
ψαν τα παιδιά και βλέπω τις διαφορετικές αφετηρίες τους: άλλα καταφεύγουν
στην παιδεία τους και στα διαβάσματά τους, για να ερμηνεύσουν τον άν-
θρωπο όπως ο άνθρωπος αποκαλύπτεται στα μάτια της Άννας. Άλλα παιδιά
αρπάζουν μια εικόνα ή μια λέξη και δίνουν τη δική τους διάσταση, καταθέτουν
τη δική τους έμπνευση βγαλμένη μέσα από τον δικό τους κόσμο, όπου δεν
υπάρχουν εγκλεισμοί, αναμονή θανάτου και λιγοστές νερόβραστες πατάτες.
Άλλα επικοινωνούν απευθείας με την Άννα γράφοντας γράμματα, για να λάβει
κι εκείνη το μήνυμα της δικής τους ζωής.
Ο πόλεμος, η βία, ο φόβος, η προδοσία, η στέρηση των πάντων, ο παρα-
λογισμός και η βαρβαρότητα ήταν για την Άννα καθημερινότητα, όπως και
για πάρα πολλά άλλα Εβραιόπουλα της ηλικίας της... Η Άννα ανέλαβε την
ιστορική ευθύνη να «εκπροσωπεί» ολόκληρους λαούς της Ευρώπης που πέ-
[ 162 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
ρασαν μέσα από την κόλαση της γερμανικής κατοχής και καταδίωξης. Ένας
άνθρωπος χωρίς την εμπειρία της ζωής έγινε δασκάλα της ανθρωπότητας
μέσα από τη στέρηση που έζησε και που είχε την πνευματική δύναμη να ανα-
λύσει και να ερμηνεύσει στα κείμενά της.
Η Άννα μπήκε στην αίθουσα με μια μικρή καθυστέρηση στο ραντεβού μας.
Φορά ένα ελαφρύ πολύχρωμο φόρεμα με λουλούδια και χαμογελά πλατιά
σε όλους μας. Είναι σχεδόν ιδρωμένη από τον γνωστό αθηναϊκό Αύγουστο.
Τα παιδιά την αγκαλιάζουν θερμά κι εκείνη δείχνει μια σπάνια οικειότητα,
σαν να συναντούν μια συμμαθήτριά τους από τις διακοπές την ημέρα του
αγιασμού στο σχολείο. Η εικόνα με πείθει για την αλήθεια της φαντασίας μου.
Δεν έχει συμβεί κάτι κακό. Δεν έγινε ποτέ πόλεμος, δεν υπήρξαν πουθενά
στρατόπεδα συγκέντρωσης, δεν φτιάχτηκαν ποτέ κρεματόρια, δεν κυβέρνησε
κανένας παράφρων, δεν χύθηκε ποτέ αίμα, δεν έγινε ποτέ κανένα ολοκαύ-
τωμα· όλα είναι μια καλοστημένη εφιαλτική ιστορία αρρωστημένης φαντασίας.
«Χαίρομαι πάρα πολύ που θα μιλήσουμε σήμερα», είπε η Άννα. «Έχω ήδη
διαβάσει τα κείμενά σας, αλλά ομολογώ πως δεν είναι αυτό που με ενδιαφέ-
ρει, όσο να σας δω από κοντά και να με κοιτάτε στα μάτια την ώρα που θα
μιλάμε. Ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω γιατί είναι πιο σημαντικό να διαβάζει κά-
ποιος αυτό που έγραψα σε μια στιγμή εξομολόγησης ή εκτόνωσης, τη στιγμή
που έχουμε τη δυνατότητα να συναντιόμαστε οπουδήποτε ελεύθερα, να κοι-
ταζόμαστε στα μάτια και να μιλάμε γι’ αυτά που σκεφτόμαστε.
Είναι σπουδαίο να μη νιώθεις πως πρέπει να σωπαίνεις. Είναι
σπουδαίο να μην επιβάλλεις περιορισμούς στον εαυτό σου.
Είναι σπουδαίο να κοιτάς τον ουρανό και να μην παρηγοριέ-
σαι από ένα μικρό θολό κομματάκι του ή από μια μακρινή
ανάμνησή του, να νιώθεις ότι ο ουρανός σού ανήκει, καθώς
κανείς δεν σου απαγορεύει να τον κοιτάς και να ονειρεύεσαι.
Δεν μπορείς να γράψεις κάτι πραγματικά όμορφο όταν νιώθεις πως ο ου-
ρανός δεν σου ανήκει. Εγώ όταν έγραφα το ημερολόγιο, έπεισα τον εαυτό
μου πως ό,τι και να συμβαίνει γύρω μου, ο ουρανός μού ανήκει».
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 163 ]
ΡΑΦΑΗΛ
Η πρώτη μου σκέψη είναι: «πρέπει να γεμίσει»
και το πρώτο συναίσθημα: κενό
Ούτε το ένα ούτε το άλλο
τίποτα από αυτά δεν αντέχω
κάτι πρέπει να αλλάξει.
Το χαρτί πρέπει να γεμίσει
σκέψεις, συναισθήματα, ιδέες
προβληματισμούς για τον κόσμο που καίγεται και καίει.
Ή ίσως με τα εσώψυχα.
Πάντως πρέπει, επιβάλλεται να γεμίσει.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Λευκό υπομονετικό χαρτί.
Όταν ήμουν μικρός σε μουντζούρωνα, θυμάσαι; Τράβαγα γραμμές για να γνωρίσω
τον κόσμο, να επεκτείνω τα όριά μου.
Μεγαλώνοντας, έμαθα τα γράμματα. Προσπαθούσα να τα χωρέσω στις δύο γραμμές
σου. Να κλείσω μέσα τους μια θάλασσα, όπως την αγνάντευα από το φινιστρίνι ενός
κεφαλαίου Θ, δύο Μικρά λοφάκια και ψηλά ένα Ολοστρόγγυλο φεγγάρι.
Όταν άρχισα να γράφω τις πρώτες λέξεις, τα γράμματα πέταξαν από τις γραμμές.
Οι λέξεις έχουν άλλη δύναμη. Μιλούν, σπαράζουν, σκέφτονται, θυ-
μούνται. Είναι παιχνιδιάρικες καθώς αλλάζουν νοήματα, ακούγονται
το ίδιο αλλά έχουν άλλη σημασία. Κάθε λέξη έχει να σου πει τη δική
της ιστορία, τα πάθη της, πόσες φορές άλλαξε τη σκέψη της. Οι
ποιητές τις ξέρουν.
Αυτές μού διάβασαν τα πρώτα παραμύθια... Και τώρα, μετά από χρόνια, υπομονε-
τικό μου χαρτί, ανέχεσαι και πάλι τις μουντζούρες μου, προσπαθώντας να φτιάξω
τις δικές μου ιστορίες.
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 165 ]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Το χαρτί κρατά έναν κόσμο δικό του,
φιλοξενεί σκέψεις που όταν καεί θα λυτρώσει
Αλλάζει μέσα στην αλλαγή,
Δεν είναι ποτέ το ίδιο
Φωνάζει μέσα στις φωνές,
Δεν είναι ποτέ βουβό
Υπομένει να αλλάξει τον κόσμο.
Δεν είναι ποτέ αρκετό
Μη φοβάσαι… μπορείς να το κρατήσεις στην παλάμη σου.
ΑΝΝΑ ΦΡΑΝΚ
Σάββατο 11 Ιουλίου 1942
«Αισθάνομαι κατάθλιψη, ανείπωτη κατάθλιψη, που δεν μπορώ ποτέ να
βγαίνω έξω. Και φοβάμαι πολύ μήπως ανακαλυφτούμε και τουφεκιστούμε».
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ο ΦΟΒΟΣ
Μια σκιά για όλους μας ο φόβος του θανάτου.
Μια λάθος στιγμή και η ριπή θα σβήσει τα όνειρά σου.
Δεν είσαι μόνη, ο φόβος ήρθε ξανά, σαν να μην έφυγε ποτέ.
Τη μάσκα του άλλαξε και τις ζωές των αδύναμων σαρώνει.
Ήρθαν από μακριά κουβαλώντας την πατρίδα τους στον ώμο.
Περπατούν σκυφτοί, μιλούν με σιωπές, θα ήθελαν να είναι αόρατοι.
Ξέφυγαν από τον θάνατο όχι όμως από τον φόβο της εκδίκησης.
Για κάποιους ο ήλιος δεν ανατέλλει στο σκοτάδι του μίσους,
τυφλοί στα χρώματα του δειλινού, στον ουρανό που όλους μάς σκεπάζει.
Τυφλοί στα σύννεφα που φεύγουν κουβαλώντας τις ζωές μας.
[ 166 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
ΑΝΝΑ ΦΡΑΝΚ
«Την ημέρα, είμαστε υποχρεωμένοι να περπατάμε και να μιλάμε σιγά, γιατί
δεν πρέπει να ακουγόμαστε στο μαγαζί».
Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 1943
… «Τα πράγματα στη σοφίτα πάνε από το κακό στο χειρότερο. Στο τραπέζι
κανένας δεν τολμάει πια να ανοίξει το στόμα του (παρά μόνο για να φάει),
γιατί η παραμικρή λέξη μπορεί να παρεξηγηθεί ή να πειράξει τον έναν ή τον
άλλο».
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Τα στόματα δεν άνοιξαν ποτέ.
Τα κλείδωσαν δύο φορές.
Έτσι έμαθαν να σιωπούν,
να μένουν άδεια αγγεία
που δεν ψάχνουν τα χέρια του μάστορα
που λιώνουν ολοένα στη σιωπή.
Σαν να μην άκουσαν, σαν να μην ένιωσαν
σαν να έσπασαν, σαν να ράγισαν, σαν να άνοιξαν.
Και ξανά από την αρχή».
ΑΝΝΑ ΦΡΑΝΚ
«Μου δίνουν κάθε μέρα βαλεριάνα, για να ηρεμήσουν τα νεύρα μου. Ωστόσο,
εγώ αισθάνομαι ακόμη πιο άσκημα την άλλη μέρα. Ξέρω ένα καλύτερο φάρ-
μακο: γέλιο, γέλιο με καλή καρδιά. Αλλά έχουμε ξεμάθει να γελάμε ή σχεδόν».
ΜΑΡΙΑ
Γέλα. Γέλα όσο μπορείς.
Να κάνεις και τους άλλους να γελάνε. Μπορείς;
Μπορείς να είσαι ο λόγος που θα δημιουργηθούν αυτές οι γλυκές ρυτίδες;
Βράζεις από θυμό μέσα σου. Το ξέρω.
Θα τελειώσουν όμως σύντομα όλα αυτά.
Υπομονή. Όλα θα γίνουν.
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 167 ]
ΑΝΝΑ ΦΡΑΝΚ
Τετάρτη 3 Μαΐου 1944
«Και ο κοινός άνθρωπος θέλει τον πόλεμο, αλλιώς οι λαοί θα είχαν επανα-
στατήσει εδώ και πολύν καιρό!»
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Άργησαν οι στιγμές να γίνουν αιώνες.
Γέρασαν. Κοιμήθηκαν με τα ιδρωμένα ρολόγια που ξεδιψούν οι νύχτες.
«Ήρθε η ώρα» μου ’πες και φοβήθηκες.
Άκου τον χτύπο της καρδιάς σου, της καρδιάς του, της καρδιάς της, της καρδιάς των.
Βγες από τις φλέβες σου να ποτίσεις τον κόσμο.
[ 168 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
πάντα κάτι καλό και όσο μικρό και αν είναι, στο τέλος πάντα υπερισχύει, έτσι γίνεται
και με τους ανθρώπους, Άννα.
Με εκτίμηση και αγάπη,
Ελένη
ΑΝΝΑ ΦΡΑΝΚ
Παρασκευή 26 Μαΐου 1944
«Πολλές φορές αναρωτιέμαι μήπως θα ήταν καλύτερα για όλους να μην εί-
χαμε κρυφτεί και να ’μαστε πεθαμένοι τώρα αντί να τραβάμε όλη αυτήν τη
δυστυχία. Θα ήταν καλύτερα κυρίως για τους προστάτες μας, που, αυτοί του-
λάχιστον, δεν θα βρίσκονταν σε κίνδυνο. Αλλά και η σκέψη αυτή ακόμη μας
κάνει να οπισθοχωρούμε. Αγαπάμε ακόμη τη ζωή, δεν ξεχάσαμε τη φωνή
της φύσης και, παρ’ όλα όσα συμβαίνουν, ελπίζουμε ακόμη. Ας συμβεί κάτι
πολύ γρήγορα, ακόμη και βόμβες να πέσουν, αν δεν γίνεται τίποτ’ άλλο…
Ας έρθει το τέλος, έστω κι αν είναι σκληρό. Έτσι, θα ξέρουμε τουλάχιστον αν
στο τέλος θα νικήσουμε ή θα πεθάνουμε».
ΕΛΕΝΗ
Μάιος 1944
Αγαπητή Άννα,
Έλαβα ένα γράμμα με κάποιες σκέψεις που εξέφρασες στο ημερολόγιό σου. Μου
το έστειλαν οι άνθρωποι που σε κρύβουν. Πρέπει να γνωρίζεις, Άννα, πως αυτοί οι
άνθρωποι είναι ήρωες, γιατί πραγματοποιούν κάτι εξαιρετικά δύσκολο και επικίν-
δυνο. Παρ’ όλα αυτά πήραν αυτό το ρίσκο, συνειδητοποιημένοι για τον κίνδυνο που
διατρέχουν και εκείνοι, αλλά και εσείς, αν σας ανακαλύψουν, γιατί σας αγαπούν
πολύ και όπως αναφέρεις και εσύ, η ζωή είναι πολύ ωραία και αξίζει να τη
ζουν όλοι οι άνθρωποι. Κλείνοντας, σε βεβαιώνω πως είσαστε ένα ανεκτίμητο
κομμάτι της ζωής τους, το οποίο δεν θέλουν να χάσουν. Η αντιστασιακή τους πράξη
απέναντι στη γενοκτονία της φυλής σας, φανερώνει μεγάλο ηρωισμό και δύναμη.
Μην τους πληγώνεις λοιπόν κάνοντας τέτοιες σκέψεις.
Με εκτίμηση
Ελένη
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 171 ]
ΕΙΡΗΝΗ
Αγαπητή Άννα
Τα γράμματά σου, αν και σπάνια, με γεμίζουν προβληματισμούς για το αν τελικά η
ζωή έχει πραγματικό νόημα. Έτσι, λοιπόν, στην αβεβαιότητα και την ανυπομονησία
μας για το τέλος, τα ποιήματα μας βοηθούν να βρούμε την έξοδο στον λαβύρινθο
που μόνες μας εισερχόμαστε. Ένας σπουδαίος Έλληνας, ο Κ.Π. Καβάφης, με το
αριστούργημά του «Θερμοπύλες» επαινεί όλους εκείνους που σαν Σπαρτιάτες ορί-
ζουν τους δικούς τους στόχους και ιδανικά, χωρίς να τα εγκαταλείπουν ποτέ. Πλημ-
μυρισμένοι από ευσπλαχνία, κατανοούν τα σφάλματα των γύρω τους. Παρόλο που
γνωρίζουν βαθιά μέσα τους πως ένας Εφιάλτης θα εμφανιστεί και ο εχθρός δεν θα
τους επιτρέψει να υλοποιήσουν τα όνειρά τους, συνεχίζουν να ελπίζουν και ας ξέ-
ρουν τι έπεται. Απολογισμός όλων αυτών… Μείνε δυνατή μέχρι τέλους!
Με εκτίμηση η διά αλληλογραφίας φίλη σου
Ειρήνη
ΑΝΝΑ ΦΡΑΝΚ
Πέμπτη 15 Ιουνίου 1944
«Το να κοιτάζω τον ουρανό, τα σύννεφα, το φεγγάρι και τ’ άστρα μου φέρνει
γαλήνη και μου ξαναδίνει ελπίδα. Δεν είναι φαντασία αυτό… Η φύση με κάνει
ταπεινή και με δυναμώνει, για να υποστώ όλα τα πλήγματα με θάρρος.
Θα ’λεγε κανένας ότι ήταν γραφτό, αλίμονο, να κοιτάζω τη φύση μέσα από
τα βρώμικα τζάμια ή κουρτίνες φορτωμένες με σκόνη. Η χαρά μου εξανεμί-
ζεται, γιατί η φύση είναι το μόνο πράγμα που δεν σηκώνει παραμόρφωση».
Σάββατο 15 Ιουλίου 1944
«Είναι να απορεί κανένας που δεν εγκατέλειψα ακόμη όλες τις ελπίδες μου,
επειδή φαίνονται ανεδαφικές και απραγματοποίητες. Ωστόσο, γαντζώνομαι
σ’ αυτές παρ’ όλα αυτά, γιατί εξακολουθώ να πιστεύω στην έμφυτη καλοσύνη
του ανθρώπου. Είναι απόλυτα αδύνατο να οικοδομήσει κανένας τα πάντα με
βάση τον θάνατο, την αθλιότητα και τη σύγχυση. Βλέπω τον κόσμο να μετα-
βάλλεται ολοένα περισσότερο σε έρημο, ακούω ολοένα πιο δυνατά τη βροντή
[ 172 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
που πλησιάζει και είναι ίσως ο προάγγελος του θανάτου μας. Λυπούμαι για
την οδύνη εκατομμυρίων ανθρώπων. Ωστόσο, όταν κοιτάζω τον ουρανό, πι-
στεύω ότι η κατάσταση αυτή θα αλλάξει και ότι όλα θα ξαναγίνουν καλά, ότι
ακόμα και οι χαλεπές αυτές μέρες θα τελειώσουν και ο κόσμος θα γνωρίσει
πάλι την τάξη, τη γαλήνη και την ειρήνη».
ΕΛΕΝΗ
Αγαπητή Άννα,
Δύο χρόνια τώρα βρίσκομαι έγκλειστη σε μια αποθήκη, απομονωμένη από τον έξω
κόσμο. Δίχως χαρά, παιδική αθωότητα, φίλους και όμορφες στιγμές για να θυμά-
μαι… και όλα αυτά εξαιτίας του ανελέητου πολέμου. Ύστερα από δύο ολόκληρα
χρόνια, αισθάνομαι μια μελαγχολία να με κυριεύει και φόβο για τον θάνατο που
πλησιάζει μέρα τη μέρα, έτοιμος πια να μας πάρει κοντά του. Δεν περιμένω τίποτα
όμορφο πια… Άλλωστε όταν ο πόλεμος τελειώσει, μόνο συντρίμμια θα αφήσει πίσω
του· Κυρίως στις καρδιές των ανθρώπων. Εκτός από την απέραντη αγάπη προς την
οικογένειά μου, κανένα άλλο συναίσθημα δεν υπάρχει μέσα μου. Νιώθω σαν τη γη
που κείτονται πάνω της βαριά τα σώματα χιλιάδων ανθρώπων. Μοναδική προσμονή
τώρα πια… ένα οριστικό τέλος.
ΕΙΡΗΝΗ
Άννα,
Λαμβάνω επιτέλους νέα σου γεμάτα προσδοκίες για το αύριο, που ξεχειλίζουν από
ταπεινοφροσύνη.
Με την πάροδο του χρόνου αισθάνομαι και εγώ πως οι μέρες του εγκλεισμού και
της ενοχής γι’ αυτό που είμαστε φτάνουν στο τέλος τους. Μολαταύτα, ο θάνατος
δεν έχει ξεθωριάσει στις σκέψεις μου, αφού μου στερεί συνεχώς την προσμονή και
την ελπίδα για το μέλλον.
Οι σπίθες αυτές, που ανάβουν τη φλόγα κάθε ψυχής παρά τα δύο χρόνια γεμάτα
δυστυχία, γέννησαν στην καρδιά μου την ανάγκη να φύγω μακριά από δαύτη την
αποθηκούλα με μόνο μέσο για αυτό το ταξίδι τα βιβλία, που χωρίς διακρίσεις
επιτρέπουν σε όλες τις ανθρώπινες υπάρξεις να περιηγηθούν στις σε-
λίδες τους.
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 173 ]
Έτσι το διάβασμα μου προσέφερε δύναμη και με δίδαξε πως ύστερα από την κα-
ταιγίδα του πολέμου πάντα εμφανίζεται αργά ή γρήγορα ένα ουράνιο τόξο, η γαλήνη
της απελευθέρωσης.
Ταξιδεύοντας λοιπόν γνώρισα τον κόσμο που στην πραγματικότητα
έχει μια έμφυτη απέχθεια για τον πόλεμο.
Γι’ αυτό ας κοιτάξουμε μαζί τον ουρανό και ας αναζητήσουμε το
χαμένο ουράνιο τόξο.
Με εκτίμηση
Ειρήνη
Άκουσα τα τελευταία λόγια της Ειρήνης και κοίταξα αυθόρμητα τον ουρανό
έξω από τα γυάλινα τείχη των βράχων. Ένα αυγουστιάτικο γαλάζιο φορτω-
μένο από εφηβικά βλέμματα μπερδεύτηκε με τις εικόνες του μυαλού μου στη
σοφίτα του Άμστερνταμ, όπου η Άννα καταγράφει τη σιωπή της, μετά τη
βλέπω εξαντλημένη και κάτωχρη στο Άουσβιτς, πεινασμένη, ετοιμοθάνατη
από τον πυρετό του τύφου και ξανά στη σοφίτα, όπου ο πατέρας της πηγαίνει
να δει την κρυψώνα της οικογένειας όταν πια έγινε μουσείο, όπως και η κόρη
του έγινε ζωντανός μύθος ενάντια στη βαρβαρότητα. Ένας κόμπος στον λαιμό
με εμποδίζει να μιλήσω, να γράψω και να πω στα παιδιά αυτό που σκέφτομαι.
Καλύτερα. Κρατάω με ευλάβεια για τελική φράση του κειμένου αυτό που
έγραψε η Ειρήνη:
«Ας κοιτάξουμε μαζί τον ουρανό και ας αναζητήσουμε το χαμένο
ουράνιο τόξο».
[Χρυσαυγή Κολιού]
[Θεόφιλος Χατζηαριστεράς]
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 175 ]
«Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν είναι μόνο μια εμπειρία που πρέπει
να διηγηθείς για να την ακούσουν όλοι και να την καταδικάσουν. Είναι
ένα ζωντανό μάθημα Ιστορίας, που δείχνει πως εμείς οι άνθρωποι μπο-
ρούμε να γίνουμε τέρατα, εν μια νυκτί, στο βωμό μιας αρρωστημένης
ιδεολογίας»
[Δημήτρης Μήλιος]
ΙΙΙ. Μ Ι Α Φ Ω Ν Η Α Π Ο Τ Ο Α Ο Υ Σ Β Ι Τ Σ
[Μέρος Πρώτο]
Η συνάντησή μας με τον Πρίμο Λέβι ήταν πολύ πιο εύκολη. Η δική του πο-
ρεία μπορεί να έκλεινε μέσα της έναν χρόνο στο Άουσβιτς, αλλά η δική του
εμπειρία με τους αναγνώστες να του μιλούν για τη συγκλονιστική του αφή-
γηση στο βιβλίο Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος κράτησε δεκαετίες. Μόλις πριν από
λίγες μέρες συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια από τη γέννησή του κι εμείς θα
γιορτάσουμε όλοι μαζί τη συνάντησή μας, την αγάπη του για τη ζωή και ταυ-
τόχρονα την αγάπη του για τον θάνατο. Ποτέ δεν κατάλαβα πώς αυτός ο υπέ-
ροχος ορθολογιστής και συγγραφέας επέλεξε την αυτοκτονία. Η ζωή του
ανάμεσα στην επιστήμη, τη συγγραφή και την κατάθλιψη είναι η ζωή ενός
ανθρώπου που προσπαθεί να χωρέσει μέσα του το μέγεθος των στοχασμών,
των συμπερασμάτων, των αποφάσεων, των στόχων και της ίδιας της δημι-
ουργικής του δύναμης.
Ο Πρίμο είναι ο άνθρωπος που διέψευσε πολλούς, ίσως όλους. Επιβίωσε
από τύχη, νιότη και καλή υγεία στην κόλαση του Άουσβιτς, αν και Εβραίος.
Αφηγήθηκε με αλησμόνητο τρόπο την εμπειρία του, αφήνοντας ένα αριστούρ-
γημα στις επόμενες γενιές, χωρίς μίσος, αλλά μέσα από τα σπάνια φίλτρα που
διέθετε η ψυχή και η σκέψη του επίμονου εργατικού χημικού, που μετρούσε
με ακρίβεια τις δόσεις του πάθους, αυτός που έζησε το άμετρο: την ίδια την
κόλαση. Τα γραπτά του αγαπήθηκαν για το βάθος και το μέτρο τους, για την
κοφτερή ματιά, την ανατριχιαστική περιγραφή της αιματοχυσίας, αλλά και την
απόσταση από αυτήν. Ο Πρίμο ξέρει να κολυμπά στα βαθιά χωρίς να κινδυ-
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 177 ]
ΠΡΙΜΟ ΛΕΒΙ
«Το αντίθετο, θα πέθαινα συντομότερα, γιατί το να πλυθείς είναι πραγματική
δουλειά, μια σπατάλη ενέργειας και θερμότητας… Το να πλένουμε το πρό-
σωπο σ’ αυτές τις συνθήκες είναι μια ανόητη πράξη, εντελώς περιττή: μια
μηχανική συνήθεια ή, ακόμα χειρότερα, μια θλιβερή επανάληψη μιας τελε-
τουργίας που έχει εκλείψει… Θα πεθάνουμε όλοι, είμαστε ετοιμοθάνατοι».
ΣΤΕΛΛΑ
Πριν λίγο καιρό, τα Μάτια έπαψαν να διακρίνουν χρώματα. Πρώτο χάθηκε το Μπλε,
έπειτα το Πράσινο. Το Κόκκινο άντεξε περισσότερο, μάλλον επειδή το έβλεπα
συχνά... Τελικά όμως χάθηκε κι αυτό. Έτσι, όταν τα Μάτια ανοίγουν, όλα είναι
ασπρόμαυρα. Σαν να παίζει μπροστά μου, αντίστροφα, εκείνη η ταινία των αδερφών
Λυμιέρ, με τους εργάτες. Απλώς λίγο αλλαγμένη, με πρόσωπα ταλαιπωρημένα,
ρούχα κουρελιασμένα.
Σαράντα δύο δευτερόλεπτα διάρκεια. Σαράντα ένα, σαράντα, τριάντα εννιά… δύο,
ένα, μηδέν. Τα Μάτια κλείνουν. Και όλα όσα συνέβησαν είναι μέρος μιας άλλης
ζωής, κάπου στη Γαλλία. Πάντως όχι της δικής μου.
Κι εδώ, αρχίζει η μεγάλη θλίψη μου. Γιατί, να, η ψυχή, με κάποιον τρόπο, κατάφερε
ν' αντέξει την ασπρόμαυρη μέρα. Κάπως τη συνήθισε. Όμως τώρα, αρχίζουν να χλο-
μιάζουν και οι μνήμες της, τα όνειρά της. Αυτό φοβάμαι πως δεν θα το αντέξει».
ΠΡΙΜΟ ΛΕΒΙ
«Εάν μου μένουν δέκα λεπτά ανάμεσα στο εγερτήριο και τη δουλειά, θέλω
να τα αφιερώσω σε κάτι άλλο, να κλειστώ στον εαυτό μου, να βγάλω τα συμ-
περάσματά μου ή να κοιτάξω τον ουρανό, με τη σκέψη ότι ίσως τον βλέπω
για τελευταία φορά, ή απλώς να ζήσω, να χαρίσω στον εαυτό μου την πολυ-
τέλεια των λίγων λεπτών ξεκούρασης».
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
Και κοιτάς γύρω σου, ουρλιαχτά, φωνές
και η πίκρα να σε κυνηγά σαν πύρινη λαίλαπα
Και κοιτάς πίσω σου, βρισιές, ιαχές
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 181 ]
ΠΡΙΜΟ ΛΕΒΙ
«και για να ζήσουμε εάν είναι απαραίτητο να προσπαθήσουμε να σώσουμε του-
λάχιστον τον σκελετό, τη βάση του πολιτισμού. Ναι, είμαστε σκλάβοι, στερημένοι
κάθε δικαίωμα, εκτεθειμένοι σε κάθε προσβολή, αντιμετωπίζουμε βέβαιο θάνατο,
αλλά μας έχει απομείνει ένα δικαίωμα και πρέπει να το υπερασπιστούμε με σθέ-
νος, γιατί είναι το τελευταίο: το δικαίωμα να αρνηθούμε τη συγκατάθεσή μας».
ΣΤΕΛΛΑ
Κάθε βράδυ βλέπω στον ύπνο μου το ίδιο όνειρο. Πως βυθίζομαι αργά αργά, σ'
έναν ωκεανό ακίνητο και βουβό. Τα άκρα μου μουδιάζουν, τα πνευμόνια μου γεμί-
ζουν νερό. Γυρίζοντας το βλέμμα μου προς τα πάνω, βλέπω την τελευταία ανάσα
μου να προσεγγίζει το φως της επιφάνειας. Όμως δεν φοβάμαι. Για την ακρίβεια,
δεν αισθάνομαι τίποτα. Ζωντανός νεκρός, με τη βαρύτητα να με τραβάει κάτω. Μα
πριν ν' αγγίξω τον πυθμένα, ένα χέρι φτιαγμένο από τα λόγια σου μ' αναγκάζει ν'
ανεβώ και πάλι στην επιφάνεια, στην τεντωμένη κόκκινη κλωστή μου, που ήθελα
να εγκαταλείψω. Κοιτώ ευθεία μπροστά, και, αγνοώντας τους φριχτούς πόνους των
άκρων μου και τον μολυσμένο από τις σάπιες ιδέες αέρα που εισέρχεται στα πνευ-
μόνια μου, κι αρχίζω και πάλι να την περπατώ.
ΧΡΥΣΑΥΓΗ
Ξέρεις τι με βοηθάει εδώ μέσα και με βλέπεις συχνά να χαμογελάω;
Η σκέψη πως ό,τι συμβαίνει εδώ μέσα δεν με αφορά, σαν να τα ζει ένας άλλος.
Μερικά βράδια νομίζω πως βγαίνω από το σώμα μου, και παρατηρώ τον εαυτό μου
μαζί και όλους εσάς από ’κει πάνω.
Τότε εκείνος, ο άνω εαυτός μου, σκέφτεται τρόπους διαφυγής, η φαντασία του γεννά ένα
τεράστιο πολύχρωμο αερόστατο που πετά χορεύοντας πάνω από το Λάγκερ, έτοιμο να
κατέβει όποια στιγμή θελήσω, για να με πάρει από εδώ, να μας πάρει όλους από ’δώ.
Έχουν και οι ετοιμοθάνατοι δικαίωμα φυγής.
ΠΡΙΜΟ ΛΕΒΙ
«Λέμε “πείνα”, λέμε “κούραση”, “φόβος και πόνος”, λέμε “χειμώνας” αλλά
είναι διαφορετικά πράγματα. Είναι λέξεις των ελεύθερων ανθρώπων, λέ-
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 185 ]
χάσει τη δύναμή της. Μη σκέφτεσαι τις λέξεις λοιπόν. Δούλεψε τη φαντασία σου,
όχι τη σκέψη. Μόνο έτσι θα ξεφύγεις.
ΣΤΕΛΛΑ
Μέσα στο κλουβί που ζούμε, αν μπορεί να πει κανείς ότι ζούμε, ολόκληρη η πραγ-
ματικότητα αλλοιώνεται. Κι ενώ η κάθε μέρα διαρκεί όσο μια αιωνιότητα, η από-
σταση που κάθε μέρα μάς χωρίζει από το τέλος μας είναι ένα δευτερόλεπτο. Και η
Γλώσσα, αυτός ο ύψιστος ύμνος της ανθρωπότητας, αυτό το μεγαθήριο που κόκκαλα
δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει, γίνεται μορφή μουγκή, ανίκανη να περιγράψει το μέ-
γεθος της φρίκης. Τι πιο λογικό, λοιπόν, μέσα σ' αυτόν τον παράφρονα εγκλεισμό,
ο άνθρωπος να παύει να είναι άνθρωπος και να γίνεται το ακριβώς αντίθετο. Ο μη
άνθρωπος. Αυτός που καταστρέφει. Αυτός που καταστρέφεται. Είμαστε όλοι μας
μη άνθρωποι. Το μόνο που μας συνδέει πλέον με τους έξω ανθρώπους, τους κανο-
νικούς, είναι ο απόλυτος, ο εις τον αιώνα των αιώνων αδιάψευστος και αδιαμφι-
σβήτητος, ο σε κάθε πραγματικότητα αναλλοίωτος, επερχόμενος θάνατός μας.
ΠΡΙΜΟ ΛΕΒΙ
«Εάν τα στρατόπεδα εξακολουθούσαν να υπάρχουν για περισσότερο χρόνο,
μια καινούργια, άγρια γλώσσα θα είχε γεννηθεί·»
ΜΑΡΙΑ
Σ’ ένα σκουριασμένο αντικείμενο που μοιάζει με καθρέφτη κάθε μέρα κοιτάζω διστα-
κτικά το είδωλό μου με το ένα χέρι να μου καλύπτει τα μάτια. Είναι που βλέπω έναν
άλλον άνθρωπο, που δεν θυμίζει σε τίποτα τον παλιό μου εαυτό, ένα αγρίμι, πιο ήμερο
από τα θηρία που το απειλούν, μα δεν παύει να ’ναι αγρίμι. Ως κι οι λέξεις που βγαίνουν
απ’ το ξεραμένο στόμα μου, θαρρείς πως είναι πιο άγριες, πιο απότομες. Δεν φροντίζω
πλέον την έκφρασή μου, είναι περιττό και σχεδόν με κουράζει. Μόνο χειρονομίες κάνω,
μιλάω μονολεκτικά, για να δείξω ότι πεινάω, ότι κρυώνω και πόσο φοβάμαι. Σιγά σιγά
δεν θα μιλάμε, θα επανέλθουμε στις άναρθρες κραυγές. Ούτως ή άλλως, ήδη μέσα στο
στρατόπεδο μόνο αυτό ακούγεται. Κραυγές...
ΠΡΙΜΟ ΛΕΒΙ
«… για τον λόγο αυτό αισθανόμαστε την ανάγκη να εξηγήσουμε τι είναι η
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 187 ]
δουλειά μιας ολόκληρης μέρας έξω στον αέρα, υπό το μηδέν, φορώντας πά-
νινα εσώρουχα, πουκάμισο, ζακέτα και παντελόνι πάνινα, ενώ το σώμα μας
το εξουσιάζει η πείνα, η αδυναμία και η αίσθηση του θανάτου που έρχεται».
Ναι, πρέπει να εξηγούμε το ακατανόητο. Πώς να εξηγήσεις την κόλαση;
Πώς να μεταδώσεις τη λογική της; Πώς να καταλάβει κάποιος πως όταν με-
τατρέπεσαι σε πλάσμα στερημένο από νου, η γλώσσα σου δεν μπορεί να εκ-
φράσει αυτό που συμβαίνει; Κοιτάζω τους Γερμανούς στρατιώτες που λίγη
ώρα πριν επέλεξαν αυτούς που στάλθηκαν στο κρεματόριο. Ποιες λέξεις μπο-
ρούν να περιγράψουν τη στάση τους; Ποια γλώσσα είναι ικανή να αναδείξει
τη συναισθηματική τους σχέση με τη ζωή και τον άνθρωπο; Τι είδους πολι-
τισμό υπηρετούν και σε ποιο βλέμμα του ανθρώπου στρέφονται;
Η αίσθηση του ερχόμενου θανάτου θα ήταν λογικά παρούσα από την πρώτη
μέρα μέσα μας, αλλά, εξίσου λογικά, παραμένει απούσα κάτω από συνηθισμένες
συνθήκες. Ένας μελλοθάνατος στο Άουσβιτς έχει μια άλλη σχέση με το τέλος
του. Δεν είναι, καν, ένας μελλοθάνατος μιας δικαστικής απόφασης μέσα στη φυ-
λακή ανάμεσα σε αυτούς που θα εκτίσουν την ποινή και κάποτε θα αποφυλακι-
στούν. Η ύπαρξη των πολλών που δεν περιμένουν να εκτελεστούν σε απομο-
νώνει αλλά και σε απομακρύνει από τον θάνατο. Δεν τον συνηθίζεις, άρα δεν
τον περιμένεις. Αντίθετα, ελπίζεις πάντα πως στο τέλος κάτι θα αλλάξει. Μέσα
στο Άουσβιτς δεν περιμένεις να αλλάξει τίποτε. Κάθε μέρα κτηνωδία, κάθε μέρα
θάνατος. Οι νεκροί γύρω σου είναι πιο ζωντανοί από τους ζωντανούς, έχουν
περισσότερα να πουν, εκφράζουν περισσότερες αλήθειες, γράφουν περισσότε-
ρες σελίδες ιστορίας. Σε τούτη τη γωνιά του κόσμου ο θάνατος δεν είναι σιωπη-
λός, μόνο η ζωή σωπαίνει, καθώς δεν έχει πια φωνή, ούτε μια στάλα δύναμη.
«Υπάρχει σιωπή...
αδράνεια...
απάθεια...
αλλά η ψυχή μιλάει»
[Πωλίνα Χριστοδουλίδου]
«Σταματήστε να ονειρεύεστε»,
ακούγεται μία παγερή φωνή από τα μεγάφωνα.
«και επιβιώστε!»
«Γίνε απαθής για να σωθείς. Δεν πρέπει να σκέπτεσαι πια. Η σκέψη είναι
ελεύθερη και η ελευθερία δεν ταιριάζει στον κόσμο μας. Εσύ είσαι σκλά-
βος. Ένας αλυσοδεμένος αριθμός»…
«Μονάχα υπάκουσε στη φωνή της μάζας. Τη γλώσσα της λογικής. Αυτή
θα σε προστατεύσει από τη φύση σου να είσαι άνθρωπος. Τώρα ξανά
είσαι ένα ζώο».
[Πλούταρχος Πάστρας]
«Γινόμαστε αναλώσιμοι
Όταν αποκεφαλίζονται αξιοπρέπειες ανθρώπινες
Κι εμείς απλά σιωπούμε
Γινόμαστε αναλώσιμοι
Όταν θεριά κυκλώνουν έναν ακόμα ξένο
Κι εμείς σκύβουμε το κεφάλι
Οικτίροντας την κακή του τύχη
Γινόμαστε αναλώσιμοι
-Μ΄ ακούς;
Και πρέπει να μας φοβάσαι»
[Κατερίνα Σπανού]
ΙΙΙ. Μ Ι Α Φ Ω Ν Η Α Π Ο Τ Ο Α Ο Υ Σ Β Ι Τ Σ
[Μέρος Δεύτερο]
Απελπισία σημαίνει να κρεμάσεις την ελπίδα σε μια στάλα ήλιο ή σε ένα αδύ-
ναμο φως ουρανού. Στο Άουσβιτς ο χειμώνας ήταν μια λέξη που είχε ένα
ολότελα διαφορετικό νόημα από αυτό που γνώριζαν οι άνθρωποι πριν βρε-
θούν εκεί μέσα. Οι σελίδες του θανάτου τρέχουν μπροστά στα μάτια μας εδώ
και μήνες και οι αφηγήσεις του Πρίμο δεν λένε να φύγουν από το μυαλό μου.
Τα κεφάλαια της κόλασης εναλλάσσονται κι η στάλα του ήλιου γίνεται πρω-
ταγωνίστρια στην ελπίδα ότι πριν από τον χειμώνα θα αλλάξει κάτι, θα γλυ-
τώσουν το μαρτύριο ή θα τελειώσει ο πόλεμος. Είναι 1944 και ο άνθρωπος,
για τον οποίο δίκαια αναρωτιέται ο συγγραφέας αν ορθώς χρησιμοποιείται
η συγκεκριμένη λέξη, αναλογιζόμενος αυτά που πράττει και στο σημείο που
έφτασε, δίνει τη δική του μοναδική μάχη με ελάχιστες πιθανότητες να αντέξει.
Διαβάζω ξανά και ξανά και πείθομαι διαρκώς πόσο λογική είναι η απορία
του συγγραφέα «εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» και πόσο ταιριαστός είναι ο
τίτλος του βιβλίου και για τις δύο κατηγορίες πλασμάτων: θύτες και θύματα
είναι δύσκολο να λέγονται άνθρωποι στις σελίδες αυτού του βιβλίου.
Ο Πρίμο ήδη συνομιλεί χαμηλόφωνα και φιλικά με την επόμενη συγγραφική
ομάδα. Δύο φιλόλογοι, μια δημοσιογράφος, μια δασκάλα, μια καθηγήτρια
αγγλικών, θα πάρουν σε λίγο τη θέση τους γύρω από το μεγάλο στρογγυλό
τραπέζι, για να στήσουμε τον παράλογο διάλογό μας. Τα μέλη της ομάδας
είναι κοντά στην ηλικία που είχε ο Πρίμο είτε όταν μπήκε στο Λάγκερ, είτε
όταν έγραφε το βιβλίο του, ένα - δυο χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου. Σε
μια συνέντευξή του είχε πει πως πέρα από την τύχη, η σκέψη και η συνεχής
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 191 ]
στο πρόσωπο του διπλανού σου. Άνοιγε ο δρόμος για την επιστροφή στον
πολιτισμό.
Είμαστε όλοι στις θέσεις μας κι εγώ δεν μπορώ ακόμη να συγκεντρωθώ
στον σκοπό μας. Ο Πρίμο αρχίζει να διαβάζει, ενώ τα μέλη της ομάδας είναι
έτοιμα να τον κοιτάξουν στα μάτια και να ορθώσουν τις δικές τους φράσεις.
ΠΡΙΜΟ ΛΕΒΙ
«Οκτώβριος 1944
Με όλες μας τις δυνάμεις αγωνιστήκαμε για να μην έρθει ο χειμώνας. Γαν-
τζωθήκαμε σε κάθε λεπτό ζέστης, κάθε απόγευμα όταν έδυε ο ήλιος προ-
σπαθήσαμε να τον κρατήσουμε λίγο περισσότερο στον ουρανό, αλλά μάταια.
Χθες ο ήλιος έδυσε αμετάκλητα στη βρώμικη ομίχλη, πίσω από τις καμινάδες
και τα σύρματα, και σήμερα είναι χειμώνας…»
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
Οι άνθρωποι είμαστε κεριά
Η φλόγα μας φέγγει πάντα
Κι εσύ κι εγώ τη μεταφέρουμε
ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ
Με τις εξιλαστήριες ακτίνες του ήλιου
σφυρηλατήσαμε τις αγκάθινες αλυσίδες
[ 194 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
ναοι κύκλοι σκοταδιού και φωτός στη διπολικότητα της ψυχής, ώσπου μία μικρή
φλόγα έφερε την ανά(σ)τασή της.
ΠΩΛΙΝΑ
Μαυρίλα...
κάθε λεπτό...
κάθε στιγμή!
Αλλά εσύ εκεί...
να επιμένεις,
να περιμένεις το αύριο,
μπας και κάτι αλλάξει και σωθείς!
Και ας είναι ανέλπιστο...
και ας είναι χειμώνας...
και ας μην υπάρχει πια ζωή!
ΝΕΦΕΛΗ
Ο άνθρωπος έχει ανάγκη την ελπίδα όταν έρχεται αντιμέτωπος με τον μεγαλύτερό
του φόβο, όταν συνειδητοποιεί πως θα παραμείνει για έναν ακόμη χειμώνα στο
Άουσβιτς και θα υπομείνει τις ίδιες δυσκολίες. Ίσως και χειρότερες. Τη στιγμή εκείνη
λοιπόν που επιλέγει να σταθεί όρθιος ακόμη και αν τα πόδια του τρέμουν και ενώ
γνωρίζει πως δεν θ’ αντέξει και δεύτερο χειμώνα εξαθλίωσης, τότε αρχίζει να τρυ-
πώνει δειλά δειλά από μια μικρή χαραμάδα η ελπίδα. Εκεί φαίνεται η δύναμη του
ανθρώπου, όταν όλα μοιάζουν μάταια, αλλά εκείνος αρνείται να τα παρατήσει. Το
ότι ο χειμώνας έχει έρθει και εκείνος είναι ακόμη ζωντανός, είναι η πρώτη κερδι-
σμένη μάχη ενός αιχμαλώτου.
ΚΩΣΤΑΣ
Η ελπίδα βγήκε και αυτή από το κουτί της Πανδώρας· ήταν ιδέα του Δία να τη βάλει
ανάμεσα σε όλες τις μάστιγες της ανθρωπότητας. Η Πανδώρα που τις αμόλησε κα-
τάφερε να κλείσει την κασετίνα μόλις είχαν βγει όλες οι άλλες, αφήνοντας μέσα μόνο
αυτήν και, κατόπιν προτροπής της, την άνοιξε εκ νέου, για να απελευθερώσει και
αυτήν. Εδώ υπάρχει διχογνωμία: είτε ο Δίας εγκιβώτισε την ελπίδα μαζί με τις συμ-
φορές, για να ανακουφίζει τους ανθρώπους από τη δυστυχία τους, είτε η ελπίδα
[ 196 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
αποτελεί ένα ακόμα από τα δεινά της ανθρωπότητας και ο Δίας τη συμπεριέλαβε
από καθαρό σαδισμό, με μοναδικό σκοπό να εντείνεται η ανθρώπινη αγωνία. Το
μόνο βέβαιο είναι ότι, πεθαίνοντας τελευταία, δεν έχουμε τρόπο να απαλλαγούμε
από αυτήν…
Η Έλενα την Ελπίδα δεν την έβλεπε σε κουτί, αλλά στη συνάντηση ανάμεσα
στον Πρίμο Λέβι και σε ένα παιδί:
ΕΛΕΝΑ
Ήρθε κι έκατσε δίπλα του ένα κοριτσάκι, ξανθό με μάτια εκφραστικά και χαμογε-
λώντας του είπε «Γεια σου, τι κάνεις;». Σαν να τον διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα, δεν
πίστευε την εικόνα που έβλεπε. Τι δουλειά είχε ένα μικρό κοριτσάκι εκεί; Δεν της
απάντησε, μόνο την κοιτούσε βαθιά μέσα στα μάτια. «Εμένα με λένε Ελπίδα, εσείς
τι κάνετε εδώ;» Και τότε σαν να φωτίστηκε το μυαλό του! «Σε περίμενα, Ελπίδα»,
της είπε, κάνοντας μια προσπάθεια να χαμογελάσει. Γέλασε δυνατά η μικρή και του
απάντησε: «Μα, πάντα εδώ είμαι, απλά ίσως κάποιες μέρες που ο καιρός δεν είναι
καλός, να μη με βλέπετε, εγώ όμως είμαι πάντα εδώ». Κούνησε το κεφάλι του συγ-
καταβατικά και χαϊδεύοντάς της τα μαλλιά της είπε: «Ναι, Ελπίδα, έχεις δίκιο, ήσουν
πάντα εδώ, πριν να έρθω εγώ. Φεύγω τώρα, αλλά ελπίζω και αύριο να είμαι εδώ
για να σε δω.
ΠΡΙΜΟ ΛΕΒΙ
«Πέρυσι ήμουν ελεύθερος: εκτός νόμου, αλλά ελεύθερος, είχα όνομα, οικο-
γένεια, ανήσυχο και άπληστο πνεύμα, ήμουν υγιής και ζωηρός. Σκεφτό-
μουν… το τέλος του πολέμου, το καλό και το κακό, τη φύση των πραγμάτων
και τους νόμους που κατευθύνουν την ανθρώπινη συμπεριφορά· σκεφτόμουν
τα βουνά, το τραγούδι, τον έρωτα, τη μουσική, την ποίηση…»
ΕΛΕΝΑ
Στο αιχμάλωτο σώμα σου
το πνεύμα είναι ελεύθερο
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 197 ]
ΕΛΕΝΑ
Κι όμως αυτός ο άνθρωπος δεν χάθηκε άδικα!
Μπορεί η ιστορία να μη γράψει το όνομά του,
αλλά εσύ τον ήξερες, υπήρξε!
Η κραυγή του έγραψε για πάντα στην ψυχή σου!
Και τελικά αυτό είναι που μετράει,
να αγγίξουμε με την ύπαρξη και την ψυχή μας
τις ζωές άλλων ανθρώπων.
Μόνο τότε δεν θα χαθούμε ποτέ!
ΠΩΛΙΝΑ
Υπάρχει σιωπή...
αδράνεια...
απάθεια...
αλλά η ψυχή μιλάει.
Λέει:
«Περίμενε!
Θα έρθει η κατάλληλη στιγμή!»
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
Γινόμαστε αναλώσιμοι
Όταν αποκεφαλίζονται αξιοπρέπειες ανθρώπινες
Κι εμείς απλά σιωπούμε
Γινόμαστε αναλώσιμοι
Όταν θεριά κυκλώνουν έναν ακόμα ξένο
Κι εμείς σκύβουμε το κεφάλι
Οικτίροντας την κακή του τύχη
Γινόμαστε αναλώσιμοι
-Μ΄ ακούς;
Και πρέπει να μας φοβάσαι.
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 201 ]
ΠΡΙΜΟ ΛΕΒΙ
«Θα ευχόμουν να μπορούσα να διηγηθώ ότι μέσα από αυτό το ελεεινό κο-
πάδι ακούστηκε μια φωνή, ένα μουρμουρητό, ένα σημάδι επιδοκιμασίας.
Όμως τίποτα δεν συνέβη… Άνοιξε η καταπακτή, το σώμα τρομακτικό, σπαρ-
τάρησε. Η μπάντα ξανάρχισε τη μουσική της κι εμείς σε παράταξη, παρελά-
σαμε μπροστά από τον σύντροφο που ψυχορραγούσε».
ΝΕΦΕΛΗ
Ο άνθρωπος είναι άνθρωπος ακριβώς επειδή έχει τη δυνατότητα της κρίσης και
της αντίστασης. Είναι άνθρωπος γιατί έχει την ικανότητα να σκεφτεί και να αποφα-
σίσει για τον ίδιο του τον εαυτό. Έχει μέσα του το αίσθημα του δικαίου και έχει την
ικανότητα να δείχνει ανθρωπιά.
Όταν ο άνθρωπος φτάσει στο σημείο να μην αντιδρά στην αδικία,
στην απάνθρωπη συμπεριφορά και στη βάναυση κακοποίηση και
τελικώς στον θάνατο κάποιου άλλου ανθρώπου, κάποιου από εμάς,
τότε πλέον μπορούμε να μιλάμε για εκμηδένιση του ανθρώπου.
Αν λοιπόν ο άνθρωπος κρίνεται από την ανθρωπιά του, τόσο οι κρατούμενοι όσο
και οι εκτελεστές έχουν εκμηδενιστεί ως άνθρωποι, έχουν χάσει κάθε συμπόνια και
ενσυναίσθηση μέσα από μια διαδικασία εξίσου βασανιστική με αυτή της εκτέλεσης.
ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ
«Μείνε αδρανής μπροστά στην καταστροφή», μου φωνάζει η λογική. «Σώπασε. Αν
σε ακούσουν θα σε τιμωρήσουν. Μη μιλάς. Μην εκφέρεις γνώμη.
Γίνε απαθής για να σωθείς. Δεν πρέπει να σκέπτεσαι πια. Η σκέψη
είναι ελεύθερη και η ελευθερία δεν ταιριάζει στον κόσμο μας. Εσύ
είσαι σκλάβος. Ένας αλυσοδεμένος αριθμός.
Μία πράξη στην εξίσωση της δύναμης του ισχυρότερου. Μονάχα υπάκουσε στη
φωνή της μάζας. Τη γλώσσα της λογικής. Αυτή θα σε προστατεύσει από
τη φύση σου να είσαι άνθρωπος. Τώρα ξανά είσαι ένα ζώο. Αλλά ακόμη
και τα ζώα έχουν συναισθήματα. Εσύ έχεις το δικαίωμα να αισθάνεσαι»;
Κι εγώ απαντάω στη φωνή της λογικής: «Είναι δικαίωμα η ελευθερία»;
[ 202 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
ΠΡΙΜΟ ΛΕΒΙ
«Κάτω από την αγχόνη στέκονται οι Ες Ες και μας κοιτούν καθώς περνάμε
με απάθεια: το έργο τους ολοκληρώθηκε με επιτυχία… δεν απέμεινε κανείς
γενναίος ανάμεσά μας… οι Ρώσοι μπορούν να έρθουν. Θα μας βρούνε υπο-
ταγμένους, άξιους του θανάτου που μας περιμένει».
ΝΕΚΤΑΡΙΑ
Ποιος διατηρεί την ανθρωπιά του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, εκεί όπου η ζωή
αναμετριέται συνεχώς με τον ευτελισμό και τον θάνατο, και καθένας εξουσιάζεται
από τους «ανωτέρους» του; Ο εξουσιαστής υποτάσσεται και υποτάσσει τη δύναμή
του, για να παραμείνει επικεφαλής των αδυνάμων. Αυτό που απέμεινε στους «φυ-
λακισμένους» είναι ένας αξιοπρεπής θάνατος, και το γνωρίζουν, όπως το γνωρίζει
και ο εξουσιομανής. Εντός του στρατοπέδου η ζωή τους βρίσκεται στο όριο, η μοίρα
τους ορίζεται με άλλους κανόνες, κυρίαρχος είναι αυτός που ανά πάσα στιγμή τούς
αφαιρεί τη ζωή. Δίνει την εντολή αφότου οι συνθήκες διαβίωσης τους εκμηδενίσουν,
ώστε ο θάνατος να έρθει σαν χάρη και να σημάνει το τέλος των βασανιστηρίων, ενώ
η απουσία αντίδρασης επικυρώνει και διαιωνίζει την κυριαρχία τους.
ΠΡΙΜΟ ΛΕΒΙ
«Να εκμηδενίσεις τον άνθρωπο είναι δύσκολο, όσο και να τον δημιουργήσεις:
δεν ήταν απλό, πήρε χρόνο, αλλά τα καταφέρατε, Γερμανοί. Είμαστε υπά-
κουοι, κάτω από το βλέμμα σας· δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτα από μας:
καμιά πράξη αντίστασης, καμιά λέξη πρόκλησης, κανένα κριτικό βλέμμα».
ΚΩΣΤΑΣ
Δεν υπάρχει απολύτως τίποτα το ευγενές στην καταγωγή του ανθρώπου! Η ανάδυσή
του από τα πρωτεύοντα θηλαστικά δεν είναι παρά μια μακρά όσο και επονείδιστη
ιστορία βιαιοπραγιών. Είμαστε η εξέλιξη σε ένα είδος, του οποίου τα άτομα μπορούν
να γίνονται είτε εξαιρετικά αλληλέγγυα, είτε απερίγραπτα βάναυσα, με μοναδικό κρι-
τήριο ποιους κατατάσσουν στο «εμείς» και ποιους στο «αυτοί». Η επικρατέστερη
εξήγηση για τις υπεραναπτυγμένες νοητικές του ικανότητες τις θέλει να οφείλονται
στη μακραίωνη σειρά αγώνων να υπερισχύσουν έναντι άλλων ατόμων του είδους
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 203 ]
του. Παρά ταύτα, προέκυψε ένα βιολογικό και πολιτισμικό ον με δυναμικό που
όμοιό του δεν έχει γνωρίσει η βιόσφαιρα. Ένα είδος που σημείωσε τεράστια πρόοδο,
αλλά έχει ακόμα πολύ δρόμο να διανύσει και οφείλει να επαναπροσδιορίσει τον
εαυτό του στη φύση».
Πολύ ανώδυνη η παρατήρηση του Κώστα. Αληθινή, αλλά μακριά από το
συναίσθημά μου αυτήν τη στιγμή. Σκέφτομαι πόσες διαφορετικές εντάσεις
στην έκφραση έβγαλαν οι αντιδράσεις μέσα στην ομάδα. Βλέπω την ικανο-
ποίηση στα μάτια του Πρίμο, αλλά ο νους μου σκαλώνει στον αναλώσιμο άν-
θρωπο της Κατερίνας, αυτόν που δεν έχει καμιά σχέση με τον θνητό ή τον
φθαρτό, δεν έχει σχέση με τη φύση, αλλά με τη θέση που έχουν οι ισχυροί
του κόσμου απέναντί του. Ο αναλώσιμος άνθρωπος είναι ένα πλάσμα σε πολ-
λές μορφές: μπορεί να είναι ο βολικός σιωπηλός αλλά να γίνει και ο επικίν-
δυνος απρόβλεπτος πόλος.
Ο Πρίμο σηκώθηκε από την καρέκλα του για να φύγει. Δείχνει κουρασμέ-
νος. Πέρασαν τα χρόνια. Πριν από μερικές μέρες, έκλεισαν εκατό χρόνια από
τη γέννησή του.
[Μάγια Βαρδακώστα]
[Γιώργος Σιούτζος]
[Σοφία Γιαπαντζαλή]
«Το δάσος
Ένα πελώριο σταχτοδοχείο
πτωμάτων
Μα οι άνθρωποι
Απέχουν από τους Φοίνικες
μια αναγέννηση»
[Παύλος Γκούλελης]
Ήταν απόγευμα καλοκαιριού, περί τα τέλη Ιουνίου του 2003. Βρισκόμουν σε ένα
αυτοκίνητο και αναζητούσα έναν δρόμο, κοιτάζοντας ταυτόχρονα τον χάρτη, σε
μια εποχή που δεν υπήρχε gps σε κάθε αυτοκίνητο ΙΧ, όπως συμβαίνει σήμερα.
Σταματήσαμε μπροστά σε μια στάση λεωφορείων. Κατέβασα το τζάμι και ρώτησα:
«Συγγνώμη, ψάχνουμε για την οδό…»
Ένας ηλικιωμένος άνδρας μάς πλησίασε αμέσως και έσκυψε στο μέρος μου,
για να ακούσει το όνομα του δρόμου. Μας απάντησε ήρεμα και αναλυτικά
μετά από πόσα φανάρια θα στρίψουμε δεξιά. Ο οδηγός δίπλα μου τον άκουγε
προσεκτικά, ενώ εγώ έμεινα να κοιτάζω τα μικρά χαμογελαστά μάτια του και
τη γλυκιά έκφρασή του καθώς κουνούσε το χέρι προς την ευθεία του δρόμου,
περιέγραφε την απόσταση με λεπτομέρειες, και απολάμβανα τη χροιά της
φωνής του, το μόνο ήρεμο πράγμα στον πανζουρλισμό του δρόμου εκείνο
το απόγευμα. Μόλις τελείωσε του είπα:
«Ευχαριστούμε πολύ, δάσκαλε».
Ξαφνιάστηκε, με κοίταξε στα μάτια, δεν είπε τίποτα και χαμογέλασε πλατιά. Με
την άκρη του ματιού μου, καθώς έφευγε το αυτοκίνητο ακολουθώντας τις οδηγίες
του, τον είδα να επιστρέφει στη στάση του λεωφορείου, γεμάτη από αδιάφορους
ανθρώπους που κοίταζαν ανυπόμονα το ρολόι ή χάζευαν αφηρημένοι τον
δρόμο. Μόλις ξεκίνησε το αυτοκίνητο, ο άνδρας δίπλα μου με ρώτησε:
«Τον ξέρεις;»
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 207 ]
Ο Καμπανέλλης έζησε την άμυνα της τρέλας και της φαντασίας, την οποία
εξομολογήθηκε απλά, γλυκά, με μια βαθιά ανθρώπινη φωνή που σε αφήνει
άφωνο. Είναι η θέρμη στο βλέμμα του που σε κάνει να αναρωτιέσαι πώς μπο-
ρεί, ενώ υπάρχει ρεαλισμός, να υπάρχει ταυτόχρονα ελπίδα, χαραμάδα φωτός
μέσα σε σκοτάδια φρικτά. Η «κρούστα της τρέλας», η απαγόρευση των απαν-
τήσεων, η φαντασίωση της εκτέλεσης στο απόσπασμα, η αποφυγή στη σκέψη
των βασανιστηρίων· όλα πνίγουν τη ζωή και, κατά περίεργο τρόπο, την απε-
λευθερώνουν μέσα στο μοναδικό πράγμα που απέμεινε: τη φαντασία.
Επί μήνες, όταν αναζητούσα το υλικό για να στήσω τις συγγραφικές ομάδες
της φετινής χρονιάς, το «Μαουτχάουζεν» ήταν το κείμενο που με φόρτιζε
λιγότερο, γιατί ένιωθα ότι είναι έτσι γραμμένο ώστε να αντέχεις πιο εύκολα
τη φρίκη του. Δεν ξέρω αν η αιτία αυτής της πιο «ευχάριστης» συγγραφικά
αφήγησης είναι η περισσότερο νεανική και λιγότερο ερμηνευτική ματιά του
συγγραφέα, ή το γεγονός ότι δεν γράφτηκε αμέσως μετά την απελευθέρωσή
του, αλλά μετά από μια απόσταση χρόνων. Μέσα μου ήθελα να πιστεύω ότι
το κείμενο είναι πιο φωτεινό από τα άλλα επειδή το έγραψε Έλληνας με
άρωμα Αιγαίου και κατάλευκου θαλασσινού αφρού από τη Νάξο, αλλά είμαι
σίγουρη ότι αυτό δεν ισχύει. Πρόκειται απλά για μια βολική κατασκευασμένη
σκέψη που δεν μπορεί να αποδειχθεί. Είναι μια από τις αυταπάτες που πλάθει
ο αναγνώστης καθώς παρασύρεται από εικόνες, φράσεις και στοχασμούς
μέσα σε κόσμους που γοητεύουν, έστω και αν είναι απωθητικοί. Αυτό είναι
άλλωστε και ένα αποκλειστικό προνόμιο της τέχνης, που μπορεί να συμβεί
τόσο με έναν πίνακα ζωγραφικής, όσο και με τη λογοτεχνία: είναι δυνατό να
δημιουργούν εικόνες που δεν μπορείς να αντέξεις εξαιτίας του απωθητικού
θέματος, αλλά σε γοητεύουν η ποιότητα και η αλήθεια τους. Εξάλλου, την
αθλιότητα, τη φρίκη, τον ξεπεσμό και τη βαρβαρότητα μόνο στην τέχνη μπο-
ρείς να τα αντέξεις και να τα ζήσεις ψύχραιμα. Η ζωή είναι ικανή να κάνει
την ψυχή σου κομμάτια. Η τέχνη είναι ικανή να κάνει την ψυχή σου πλου-
σιότερη. Η ζωή σε συντρίβει, ενώ η τέχνη σε γιατρεύει.
Το Μαουτχάουζεν είναι το τελευταίο κείμενο που θα διαβάσουμε με τη λο-
γοτεχνική μας συντροφιά. Κλείνουμε τη διαδρομή μας στη λογοτεχνική θε-
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 209 ]
κρύψε καλά τον πόθο σου και πέτα το κλειδί κάπου ανάμεσα στις δαιδαλώδεις δια-
δρομές των νευρώνων σου, μην το ψάξεις, αν εκείνη η μέρα φτάσει, να είσαι σίγου-
ρος ότι θα ξέρεις πώς να το βρεις.
ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ
«Βρισκόμαστε στα χέρια παντοδύναμων τρελών…»
ΓΙΩΡΓΟΣ
Όταν η λογική και η πραγματικότητα διαψεύδει και ξεπερνά τα όριά της, ο άνθρω-
πος καλείται να αναπτύξει δικές του πανοπλίες. Θέλει χρόνο και προσπάθεια, για
να μάθεις να διακρίνεις τα νέα χρώματα του κόσμου που ανοίγεται μπροστά σου.
Ως ένας άλλος τεχνίτης της πρωτόγονης εποχής, ο άνθρωπος καλείται να επινοήσει
και να κατασκευάσει προσεκτικά όπλα που θα τον βοηθήσουν να μην παραδοθεί αμα-
χητί και να τιμήσει με τον φτωχικό τρόπο που μπορεί το ανθρώπινο μεγαλείο. Αυτά τα
όπλα πολλές φορές σκοτώνουν το γιατί και κάθε ιδεολογική και υπαρξιακή σπίθα που
κινδυνεύει να κάψει ολάκερη την ύπαρξή του. Αλλά μακάρι η λήθη κατά την κατασκευή
να μην είναι πλήρης. Κάποιες αξίες και ιδανικά ας χρησιμοποιήσει για υλικά.
Ας είναι όσο πιο μικρές οι εκπτώσεις.
Μην ξεχνάς να βάλεις μανδύα που να σε βοηθάει να αντεπεξέλθεις σε οποιονδήποτε
μηχανισμό, αλλά μη χρωματίζεις το σώμα σου και προπάντων μην μπει στο αίμα
σου η παραφροσύνη.
Η φράση του Γιώργου έμεινε στο μυαλό μου: «Ας είναι όσο πιο μικρές οι
εκπτώσεις». Θα μπορούσε να είναι ο τίτλος ενός βιβλίου, η ευχή για μια ολό-
κληρη εποχή, ο στόχος για τις επόμενες γενιές ή το όνειρο ενός πικραμένου
ανθρώπου…
ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ
«Οι Ες-Ες όλοι, μέχρι τον τελευταίο στρατιώτη, είναι παντοδύναμοι, τρελοί
και φονιάδες! Κι όλα όσα γίνονται μέσα στο στρατόπεδο είναι αφύσικα, πα-
ράφρονα, απίστευτα, τρομαχτικά…»
Και τότε η Σοφία μάς ταξίδεψε στην εποχή που κατασκευάστηκε το Μαουτ-
χάουζεν:
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 211 ]
ΣΟΦΙΑ
ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ: Η ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΗ ΤΟΥ ΕΙΔΩΛΟΥ
8 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1938
Αχ, Θεέ μου! Αλίμονο, είμαι εγώ ικανός
να προφέρω με τα μιαρά χείλη μου το όνομά σου;
Πρέπει να αλλάξω,
αλλιώς είμαι χαμένος.
Πρέπει να αλλάξω,
πρέπει να βγω από αυτά τα ψηλά τείχη.
Αίμα, αίμα παντού,
στο πάτωμα, στους τοίχους,
στα πόδια μου, στα χέρια μου, στο πρόσωπό μου.
Σάρκες καμένες, σάρκες στοιβαγμένες
από τα δικά μου δάχτυλα,
σαν να μη χορταίνουν οι θεοί
του αγκυλωτού σταυρού τις θυσίες!
Και πρέπει, εγώ, να προσφέρω
και άλλες ψυχές στον βωμό τους.
Σιχαίνομαι τον άνθρωπο…
Αποστρέφομαι το είδωλό μου που περιγράφεται θολό
σ’ ετούτον τον καθρέφτη.
Άνθρωπος: το πιο άγριο θηρίο.
Πρέπει να αλλάξω, μα ακόμα είμαι νέος.
Μίλα μου! Πες μου μια λέξη… Τι πρέπει να κάνω;
ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ
«Αν ξαφνικά ένα χέρι μ’ έπαιρνε από δω μέσα και μ’ άφηνε σ’ έναν δρόμο
στη Βαρκελώνη, στη Νέα Υόρκη, στη Στοκχόλμη κι άρχιζα να λέω για το Μα-
ουτχάουζεν, ξέρεις τι θα γινόταν; Θα με παίρνανε για τρελό, θα με κλείνανε
μέσα!... Ήρθες σε έναν “άλλο” κόσμο… Κατάλαβέ το! Άρχισε, λοιπόν, να
βάζεις την κρούστα γύρω στο μυαλό σου… Πρέπει να εναρμονιστείς… Δεν
είναι δύσκολο… Ο φόβος, η πείνα, οι πεθαμένοι θα σε βοηθήσουν».
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ
Άλογα όντα σε αντιμετωπίζουν ως ένα αντικείμενο, που μπορούν να
πετάξουν, να το κλείσουν σε θαλάμους και να το κάψουν. Αυτό που
πρέπει να κάνεις είναι να μπεις για λίγο στη δική τους παρανοϊκή
πραγματικότητα. Μόνο έτσι θα καταφέρεις να τους εξολοθρεύσεις.
Θα μπορέσεις να προστατέψεις τον εαυτό σου, βγάζοντάς τον από τη μάταιη προ-
σπάθεια να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα και αποτρόπαια που του συμβαίνουν.
ΤΟΝΙΑ
Η τρέλα πρέπει να γίνει
περιτύλιγμα του μυαλού μας,
αλυσίδα που το σέρνει βουβό,
χωρίς γνώμη.
Σκλαβώνεται άραγε ο νους του ανθρώπου;
Κερδίζει η κτηνωδία τη λογική;
Μα όταν μας σφάζουν οι αλήτες,
τότε μονάχα το νιώθω...
Καλύτερα τρελός παρά νεκρός απ' του εχθρού το χέρι.
ΠΑΥΛΟΣ
Ιάκωβε, να σου ξομολογηθώ κάτι επιθυμώ… Ούτε δέκα μερόνυχτα δεν έχω σε
τούτο δω το κολαστήριο ξημερώσει και πάλι αιώνας ολάκερος φαντάζουν! Σαν να
αποφάσισε μονάχος του ο Χρόνος να στυλώσει και τα δυο του τα ποδάρια στο
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 213 ]
χώμα και να σταθεί ακούνητος. Δίκιο είχες που μου ’λεγες την τρέλα ν’ αγγίξω!
Στο εγχείρημα ετούτο με βοήθησε κατ’ αρχήν ο φόβος· τρέμω ως και τη σκιά μου.
Τρέμω στην ιδέα ότι ανήκει στα παράφρονα κτήνη. Ύστερα, έχω την πείνα· το στο-
μάχι μου διαμαρτύρεται εν αντιθέσει με μας που ν’ αντιμιλήσουμε ούτε που μας
περνά από τον νου! Και οι πεθαμένοι μάς συνηθίζουν στον άδικο θάνατο λίγο-λίγο
κάθε μέρα. Διερωτώμαι μάλιστα αν όντως έχουνε τίποτε να φθονήσουνε από εμάς
τους ζωντανούς.
Κι από το καταφύγιο της παράνοιας στον τρόμο για τα βασανιστήρια ή τον
θάνατο:
ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ
«Τρέχοντας πάλι πήραμε τον δρόμο του γυρισμού. Καμιά αμφιβολία για το
τι μας περίμενε. Ρίχναμε γρήγορες ματιές ο ένας στον άλλο. Αυτό το τρέξιμο
δεν έδινε καιρό για τίποτα. Από την άλλη μεριά ήταν και καλό, γιατί η προ-
σπάθεια τούτη δεν άφηνε περιθώριο για κλάματα και υστερίες… Όμως ο
τρόμος έτρεχε μαζί μας. Απέφευγα να σκέφτομαι πως θα μας βασανίσουν».
ΤΟΝΙΑ
Σκέψεις για τον φόβο
ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ
«Αποχαιρέτησα του γονιούς μου και τ’ αδέρφια μου, και πήγα κατευθείαν
στην εκτέλεση… Εκτέλεση με όπλα… Απόσπασμα ολόκληρο… Δεν θα δεί-
λιαζα. Γιατί να δειλιάσω, αφού έτσι κι αλλιώς σε λίγο θα τελειώνανε όλα;»
ΜΑΓΙΑ
Κι ο φόβος μια λέξη είναι. Μα αυτή η λέξη σκοτείνιασε την ανθρωπότητα όλη. Και
το τέλος μια λέξη είναι. Μα σαν σκέψη κανείς δεν τη φέρνει στον νου. Κι αν κάποιος
τα σκεφτεί και τα δύο σε μια πρόταση, ταξίδι και προορισμός γίνονται ένα. Και δεν
ξέρεις πια αν αυτό που βιώνεις είναι συναίσθημα, κατάσταση ή αν εν τέλει αξίζει να
είσαι ζωντανός για να τα σκέφτεσαι αυτά. Λένε ότι η σκέψη δεν σκότωσε ποτέ κα-
νέναν, οι πράξεις είναι που σκοτώνουν, μα ξεχάσανε… Και αυτή η λήθη είναι που
θα φέρει ξανά το σκοτάδι.
ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ
«Δεν θα ’κλεινα τα μάτια. Θα κοίταζα ίσια μπροστά, με το κεφάλι ψηλά, ως
την τελευταία στιγμή… Πυρ!... Ο επικεφαλής και οι στρατιώτες του αποσπά-
σματος, πριν φύγουν, θα περάσουν να κοιτάξουν μια στιγμή το πτώμα μου…
“Τι θάρρος”, θα σκέφτονταν όλοι….»
ΣΟΦΙΑ
Σε ετούτο το κολαστήριο,
σε ετούτο το κρεβάτι του Προκρούστη,
ο θάνατος φορά το πρόσωπο της λύτρωσης.
Η ανυπομονησία αναστατώνει την ψυχή μου,
απορημένος για την τρέλα που με ταλανίζει.
Μα, εγώ, υπέρμαχος της ζωής να επιζητώ τον θάνατο;
Μα, εγώ, δειλός απέναντι στον επικείμενο βιολογικό
θάνατο να στέκω αγέρωχος απέναντι στον φονιά μου;
Τι είναι άνθρωπος, φίλε μου; Σιγομουρμουρίζω.
Νερό και χώμα.
Γενναίος δεν είναι αυτός που στέκει
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 215 ]
ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ
« …Τρελό δεν είναι να φαντάζεσαι την εκτέλεσή σου; Και εξωραϊσμένη; Μεγάλο
χάρισμα η φαντασία, δώρο Θεού! Μήπως είναι κι αυτό η “κρούστα τρέλας;”»
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ
Πράγματι, το κάνουμε πολλές φορές στη ζωή μας. Δημιουργούμε με τη φαντασία
μας την εικόνα μιας κατάστασης που θα συμβεί, ίσως λίγο πιο όμορφη από ό,τι θα
είναι στην πραγματικότητα. Πλάθουμε με το μυαλό μας, με αυτό το πολυμήχανο ερ-
γαλείο που μας δόθηκε αφιλοκερδώς, μια στιγμή από το μέλλον, που ξέρουμε ότι
[ 216 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
ΓΙΩΡΓΟΣ
H άνοιξη δηλώνει τη βεβαιότητα της εναλλαγής στον δυαδικό κόσμο που ζούμε.
Φως και σκοτάδι, μέρα και νύχτα, καλό και κακό. Αυτή η νομοτελειακή αλλαγή έχει
ως στόχο τη διατήρηση της ισορροπίας. Και όμως, οι κρατούμενοι στα στρατόπεδα
συγκέντρωσης παρά την ηλιαχτίδα της φύσης έχουν αρχίσει να αναρωτιούνται αν
η νομοτελειακή αλλαγή ανάμεσα στο κακό και το καλό, στο ηθικό και το ανήθικο
θα υπάρξει ποτέ. Αν η άνοιξη μπορεί να λιώσει πάγους που υπάρχουν στο είναι
των βασανιστών. Αν η αλλοτριωμένη και μεταπτωτική ανθρώπινη φύση μπορεί να
νικηθεί και να επέλθει η τάξη από το χάος. Αν μπορεί να νικήσει η ανώτερη πνευ-
ματική έκφανση του ανθρώπινου γένους, όπως μπορεί η άνοιξη να νικήσει το ψύχος
του χειμώνα.
ΤΟΝΙΑ
Φτώχεια, πείνα, εξαθλίωση
μα εμείς ακόμα όρθιοι να τα βλέπουμε...
Ο ένας πίσω από τον άλλο
περιμένουμε την εκτέλεσή μας.
Ένας θάνατος αργός
είναι η άνοιξη.
Τα λουλούδια όλα ανθίζουν
και εμείς περιμένουμε απλά τον ΘΑΝΑΤΟ.
ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ
«Δύο και τρεις φορές την ημέρα ο ουρανός τρίζει από τα αμερικάνικα αερο-
πλάνα που περνάνε και πάνε δυτικά».
ΜΑΓΙΑ
Λένε ότι η μοίρα σου είναι γραμμένη, μα η Άνοιξη σου δημιουργεί ψευδαισθήσεις.
Κι έτσι όπως κλωθογυρίζεις στον ανηλεή κύκλο της ζωής, χάνεσαι. Σου ’λαχε να
είσαι εδώ. Aν και ξέρεις ότι τα ψαλίδια παραμονεύουν, αυτή η Άνοιξη με τη μεθυ-
στική της μυρωδιά σε αποπροσανατολίζει. Σε κάνει να συλλογιέσαι και σε κάνει να
χάνεσαι. Μόνο που αυτή η απώλεια ξέρει τον πόνο κάπως να απαλύνει.
[ 218 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ
«Τις νύχτες διακρίνουμε μακριά πόλεις που καίγονται. Στις παράγκες του
νοσοκομείου τα μισά κρεβάτια είναι άδεια. Οι δρόμοι δεν χωράνε πια τα
αποκαΐδια του κρεματόριου και τα ρίχνουν πέρα στο όμορφο δάσος. Περι-
μένουμε τη σειρά μας».
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ
Η Άνοιξη φέρνει μαζί της χρώματα, τη δροσιά του καλοκαιριού που έρχεται, χαρά
ακόμη και μέσα στη στενοχώρια. Οι μαύρες σκέψεις φωτίζονται από το φως του
ήλιου και στην ατμόσφαιρα επικρατεί μια γαλήνια ηρεμία και μια ανεξήγητη αισιο-
δοξία. Σαν ρίξεις όμως το βλέμμα σου παραπέρα, θα δεις τα απομεινάρια κάποιων
ψυχών που δεν πρόλαβαν να αντικρίσουν την ομορφιά μιας ακόμη Άνοιξης. Ενώ
εσύ χαμογελάς αντικρίζοντας τον ήλιο και ευλογείς την ημέρα που ξημέρωσε και
είσαι ακόμη ζωντανός, οι αόρατοι, από τότε που έφυγαν, «στέκονται» δίπλα σου,
για να σου θυμίζουν ότι η ζωή τη στιγμή που σου φέρνει χαρές, την ίδια στιγμή
μπορεί να προκαλέσει μεγάλη θλίψη. Άνθρωποι έρχονται και φεύγουν, όμως η ζωή
δεν σταματάει ποτέ, ούτε για λίγες ώρες, προκειμένου να πενθήσεις την απώλεια
ενός αγαπημένου σου προσώπου. Προχωράει συνεχώς και απαιτεί από εσένα να
κάνεις το ίδιο.
ΠΑΥΛΟΣ
Το δάσος
Ένα πελώριο σταχτοδοχείο
πτωμάτων
Μα οι άνθρωποι
Απέχουν από τους Φοίνικες
μια αναγέννηση
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 219 ]
Δεν φεύγουμε. Είμαστε εδώ και φτιάξαμε το καταφύγιο των επικίνδυνων φωνών
του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου
[Θεοδώρα Τσακιρίδη]
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 221 ]
[Γιώργος Σαβοϊδάκης]
στην Ευρώπη. Ο Πρίμο Λέβι δεν έζησε όσο του έταξε η ζωή, αλλά επέλεξε
τον θάνατο, ή επέλεξε ο ίδιος έναν θάνατο ανάμεσα σε αυτούς που είχε ήδη
ζήσει. Η αυτοκτονία του Λέβι στα εξήντα οκτώ του είναι ένα «γιατί» που μας
γεμίζει με απαντήσεις γεννημένες από υποθέσεις, φαντασία, αντιλήψεις, αλλά
μακριά από την αλήθεια. Τελικά, σε αυτό το μικρό σύνολο αναγνωσμάτων
που επιλέξαμε ο Έλληνας συγγραφέας είναι ο μακροβιότερος, ο πιο αισιό-
δοξος, ο πιο δημιουργικός, ο πιο χαμογελαστός, ο πιο γεμάτος από ζωή και
ζωές ηρώων που έπλασε και έζησε μαζί τους για πολλές δεκαετίες, ο πιο κα-
τανοητός σε εμάς, όπως είναι φυσικό, ο πιο αυθόρμητος, καθώς περιγράφει
την έξαψη με την οποία οι κρατούμενοι αγκάλιασαν το τανκ, αλλά και με την
οποία έστρεφαν το βλέμμα στα κλειδωμένα κελιά με τους ναζί, σιωπηλούς
και απομονωμένους κρατούμενους. Ο Έλληνας έγκλειστος και συγγραφέας
του Μάουτχάουζεν είναι αυτός που έζησε το γερμανικό θαύμα και αντίκρισε
τη νέα γερμανική θέση στην Ευρώπη του εικοστού πρώτου αιώνα.
Έχουμε πάρει ήδη τις θέσεις μας. Ο ήλιος του Αυγούστου χτυπά ακόμη τα
γυάλινα μάτια της αίθουσας χωρίς λύπηση. Ξεκινάμε:
ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ
«Στις 5 του Μάη, λίγο πριν απ’ το μεσημέρι, ένα θεόρατο αμερικάνικο τανκ,
καπνισμένο και σημαδεμένο απ’ τον πόλεμο, γκρέμισε την πύλη του Μαουτ-
χάουζεν και μπήκε στον περίβολο. Κι αυτό το θεόσταλτο άρμα της ελευθερίας
ήταν, λέει, ένα από τα αμέτρητα κι ακατανίκητα της ενδεκάτης ταξιαρχίας αρ-
μάτων της αμερικανικής στρατιάς… Οι πολεμιστές μάς κοίταζαν σαστισμένοι,
περήφανοι, περίλυποι… Καλά που κάνανε και μείνανε εκεί ψηλά στη ράχη
του τανκ. Γλυτώσανε από τόσες μάχες. Από τη χαρά μας δεν θα γλυτώνανε.
Ουρλιάζαμε, ξεσκίζαμε τα ρούχα μας, ταρακουνιόμαστε σαν δαιμονισμένοι…
Πολλοί πέφτανε πάνω και φιλούσανε τα καπνισμένα σιδερικά, κι άλλοι χτυ-
πούσανε πάνω τα κεφάλια τους και κλαίγανε»…
«… οι παλιοί στο γραφείο… κι εγώ αποφασίσαμε να κλέψουμε μια στοίβα
ολόκληρη βιβλία του “αρχείου” που δεν είχαν ακόμη ριχτεί στη φωτιά… Τα
βιβλία σώθηκαν και παραδόθηκαν στον Αμερικάνο διοικητή. Από μια πρώτη
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 225 ]
Λιμός·
Δεν ενέδωσα στην κατάρρευση της πείνας
σώθηκα μ’ αποφάγια κι ίσως νερό.
Λοιμός·
Δεν μ’ οδήγησε η ασθένεια στον θάνατο
γιατί τάφο δεν θα είχα.
Λαιμός·
Δεν πάγωσε ποτέ στις εκτελέσεις,
ήμουν ο ένας στους 9 που πρόλαβε να ζήσει.
Κι όμως, από εκεί έφυγα ήδη Νεκρός.
[ 226 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
ΓΙΑΝΝΗΣ
Στάχυα
Δεν μπορεί να κόψει το χαρτί. Παίζει χωρίς σκοπό, χωρίς στρατηγική. Κάθε φορά
που χάνει, κρεμάει το πρόσωπό του, νομίζεις ότι του βγαίνει η ψυχή. «Δεν είναι
τύχη, θέλει τακτική το πράγμα», του λένε και αυτός καγχάζει θυμωμένος. Μουρ-
μουράει και μηρυκάζει λόγια για το στρατόπεδο. «Ένα σώμα, καλοταϊσμένο, αρω-
ματισμένο, φορτωμένο ιδιότητες, σαν παραγεμισμένο σακί, άμα μπολιαστεί μέσα
στη στάχτη των άλλων σωμάτων, τότε μεταμορφώνεται· και η πεταλούδα δεν ξανα-
γυρνάει στο κουκούλι της. «Πάνε αυτά, τελείωσαν», λένε. «Εγώ δεν άλλαξα τόπο,
ξέμεινα εκεί, σαν στάχυ που γλύτωσε τον θερισμό».
Και όταν καμιά φορά κερδίζει, το στόμα του γίνεται στόμα ζώου πεινασμένου, χτυ-
πάει τα χέρια του στο τραπέζι, ουρλιάζει, αγκαλιάζει τους πάντες και τα μάτια του
γίνονται γυαλί.
ΒΑΛΕΡΙΑΝΑ
Κάντε άκρη για τους ζωντανούς που
προχωρούν,
χειροκροτήστε τους καλά,
και τους φρουρούς τους φυσικά·
οχτώ έχει ο καθένας,
και τον κυκλώνουν και δεν μιλούν,
μονάχα που κοιτάζουν,
και περιφέρονται γύρω απ’ τον κάθε τυχερό,
ορατοί μόνο σε αυτόν,
τον ύπνο του ταράζουν.
ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ
«Βρήκα καρφιτσωμένο στο μαξιλάρι μου ένα σημείωμα από τον Σνάιντερ.
“Ό,τι ώρα και να γυρίσεις έλα στις φυλακές να με δεις. Θα πιούμε ουίσκι,
εκεί που άλλοτε πέθαιναν για δυο σταγόνες νερό”.
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 227 ]
ΒΑΛΕΡΙΑΝΑ
Εκεί που καθόμουνα προχτές,
κάθεται τώρα ο Φρανς.
Τον τοίχο και την πόρτα μελετά
και σκέφτεται το φως του κίτρινού του άστρου.
Μεθαύριο η μάνα του θα γυρνά και θα τον ψάχνει
κανείς δεν θα τον έχει δει
παρέα θα κάνει σ’ όλους τους
αριθμούς
που με μανία προσέθετε.
Άραγε να τους θυμάται όλους;
ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ
«Κάθισε… Έχεις πιει ποτέ απ’ αυτό; Ναι, αλλά θα το έχεις ακουστά, είναι
ουίσκι. Τι βλάκες που είναι οι Γερμανοί! Πίστεψαν έναν παράφρονα που φώ-
ναζε “δεν θέλουμε βούτυρο, θέλουμε κανόνια”. Οι Άγγλοι και οι Αμερικάνοι
δεν θα πιστεύανε ποτέ εκείνον που θα τους έλεγε “δεν θέλουμε ουίσκι θέ-
λουμε κανόνια”. Να γιατί οι Γερμανοί χάνουν πάντα τον πόλεμο. Κάθε φορά
παύουν να πιστεύουν στο βούτυρο και πιστεύουν στα κανόνια... Ο ταγματάρ-
χης Ζάιμπελ μου ζήτησε να αναλάβω τη διεύθυνση των φυλακών και να βοη-
θήσω τους Αμερικάνους της στρατιωτικής δικαιοσύνης στη σύνταξη των κα-
ταθέσεων. Ήμουν έτοιμος να φύγω μεθαύριο. Αλλά με χαρά μου θα μείνω
γι’ αυτήν τη δουλειά. Θα γυρίσω πιο ήσυχος σπίτι μου, άμα ξέρω πως δεν
πρόκειται να γλυτώσει κανείς από αυτούς…»
ΘΕΟΔΩΡΑ
Πώς θα μεγαλώσουν καινούργια κλαδιά αν δεν τιμωρηθούν εκείνοι
που τα κόβουν;
Οι ποιητές των συμφορών μπροστά μας στάθηκαν κι έμοιαζαν τόσο
μικροί!
Μα οι ομοβροντίες του θανάτου σε τόπους παγερούς θα αντηχούν-
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 229 ]
ΝΑΝΤΙΑ
Οι άνθρωποι έχουν Ευθύνες:
όχι απέναντι στο κράτος, στη δουλειά, στους άλλους·
Ευθύνες απέναντι στον ίδιο τον Άνθρωπο.
Όταν το βλέμμα γυρνάει αλλού,
όταν η σιωπή νικά τον Λόγο,
η αδιαφορία ταυτίζεται με τη συνενοχή.
Κι οι Ερινύες, άραγε,
έρχονται ποτέ τα βράδια;
Δεν είναι μισανθρωπιά,
πλέον, είναι καθαρά απογοήτευση.
ΓΙΑΝΝΗΣ
Η μπότα
Φανταζόταν για χρόνια μια μπότα στο στόμα του. Η σκέψη φούντωνε με ασήμαντες
αφορμές, σαν ξέχειλο ποτάμι στο μυαλό του, και τον στραγγάλιζε. Νόμιζε πως μά-
σαγε το λάστιχο της σόλας, ενώ το άλλο πόδι του στρατιώτη τον κλότσαγε στο πρό-
σωπο. Όποτε έβλεπε στρατιωτική περιβολή στον δρόμο, όποτε έβλεπε στην τηλεό-
ραση τη σημαία της Γερμανίας να ανεμίζει, ειδικά στο Μουντιάλ, όπου οι άνθρωποι
μπορούσαν να την υποστηρίξουν χωρίς ντροπή, οι εφιάλτες επέστρεφαν και τον
παρέλυαν. Μια φορά τον ρώτησε ένας φίλος ποιανού ήταν αυτή η μπότα που τον
έπνιγε, που τον ταπείνωνε. «Οποιουδήποτε», απαντούσε θυμωμένος, από αυτούς».
«Δεν σε βασάνισε ο οποιοσδήποτε». «Έχεις φάει πότε μπότα στο κεφάλι;»
Όταν οι Γερμανοί αποκλείονται στο Μουντιάλ, η χώρα πέφτει σε πένθος.
ΘΕΟΔΩΡΑ
Για σκέψου, λοιπόν, πόσες φορές επαναλαμβάνεται η ιστορία. Τόσες φορές, που
χάνει και η ίδια το μέτρημα. Τόσες, που είναι αρκετές, για να πιστέψουμε ότι ο κό-
σμος μας δεν προχωρά ποτέ στο πέρασμα των αιώνων.
Θυμήσου την Αντιγόνη. Μόνη της τα έβαλε με τον Κρέοντα. Η
Ισμήνη, όμως, προτίμησε τη σιωπή, κι ας ήξερε το σωστό.
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 231 ]
Αυτή δεν ήταν άξια τιμωρίας από τους θεούς; Και οι τόσοι κάτοικοι της Θήβας, που
έβλεπαν τον Κρέοντα ετούτη την αδικία να διαπράττει, αλλά ένιπταν τας χείρας τους;
Ο φόβος είναι η δύναμη που κάνει τον άνθρωπο να ανέχεται τα
πάντα.
Ο φόβος ετούτων των εκατομμυρίων πολιτών είναι που όπλισε τα χέρια των δημίων.
Όσο για το αν είναι συνένοχοι; Μην το σκέφτεσαι. Είναι το ίδιο συνένοχοι όσο και
οι δήμιοι.
Κι αν κάποτε βρεις κάποιον που σου πει τάχα ότι δεν ήξερε, μια
φράση μόνο αρκεί: «Η άγνοια σε βόλευε!».
ΒΑΛΕΡΙΑΝΑ
Σκέψου να μην ξέρεις
τίποτα
να μη βλέπεις
να μην ακούς
να μη νιώθεις
(σκέψου)
να μη χρειάζεται να σκεφτείς
να μη χρειάζεται να κάνεις
να κοιμάσαι δίχως όνειρα.
Σκέψου να ξυπνήσεις!
ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ
«... Έπεσα να κοιμηθώ κι άρχισα, όπως κάθε νύχτα, να στριφογυρίζω πάλι
βασανιστικά στο στρώμα και να μην μπορώ να διώξω εκείνη την τυραννική
σκέψη… «Σκέψου να ξυπνήσεις από σφυρίχτρες για πρωινό προσκλητή-
ριο… Σκέψου να δεις πάλι τους Ες-Ες να περνάνε αργά μπρος απ’ τις γραμ-
μές και να μετράνε… Σκέψου να ’ναι όνειρο πως ήρθαν οι Αμερικάνοι…
Πρώτη φορά είναι που βλέπεις τέτοιο όνειρο; Κράτα το όσο μπορείς αυτό το
ωραίο όνειρο, βρε βλάκα… Γιατί πιέζεις τον εαυτό σου να κοιμηθεί ήσυχα;
Σήκω πάνω, ντύσου, πήγαινε βόλτα».
[ 232 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
ΔΗΜΗΤΡΑ
Κι εγώ γνωρίζω ότι βρήκες και κράτησες φυλαγμένο το σημείωμα ενός εικοσάχρονου
τότε στο στρατόπεδο. Ακόμη το διαβάζεις πού και πού για κείνη τη νιότη που ποτέ
δεν έμαθες τι απέγινε. Γιώργο, μπορείς να διαβάσεις το σημείωμα;
ΓΙΩΡΓΟΣ
Είδα τη λέξη «σιωπή» γραμμένη πάνω στον τοίχο ενός σπιτιού, κοντά στην πλατεία.
Τότες πάντοτε σώπαινα. Καρτερικά δούλευα σαν το σκυλί, όλη μέρα, και υπέμενα το
ξύλο, τις βιτσιές, τις κλοτσιές, όταν μας χυμούσαν οι ναζί σαν όρνια μπροστά σε κου-
φάρια και κόκκαλα. Δεν έβγαζα κιχ. Πες από απελπισία, πες από φόβο, πες από σοκ·
ούτε θυμάμαι. Κι οι περισσότεροι στον θάλαμό μου έτσι ήταν, σαν τυφλοπόντικες που
χάνανε κάθε αίσθηση, βουτηγμένοι βαθιά μέσα στη βρωμολάσπη της γης. Μονάχα ένας
μιλούσε. Μου 'λεγε τις ιστορίες του κάθε βράδυ πριν κοιμηθούμε. Οι ρίζες του, το
χωριό του στην Ανατολή, οι Αύγουστοι, το γιασεμί στο περιβόλι του. Η μεγάλη σφαγή.
Το ξεκλήρισμα. Η προσφυγιά στη χώρα που τον βλέπανε σαν ξένο. Οι δουλειές από
εργοστάσιο σε εργοστάσιο. Τα αφεντικά και η πείνα. Το σωματείο, το κόμμα, οι σύν-
τροφοι, που τα αποκαλούσε όλα χαμογελαστός «ανάσα του ανθρώπου». Ο αγώνας σε
κάθε πορεία και διαδήλωση. Ο ματωμένος Μάης. Οι σφαίρες της αστυνομίας. Οι εξορίες
και τα βασανιστήρια από τις δυνάμεις του κράτους και της ασφάλειας. Ο αγώνας της
λευτεριάς που έδινε ο λαός του κόντρα στους φασίστες που εισβάλανε στη χώρα του.
Οι προδοσίες από τους εχθρούς. Το τρένο που τον στοιβάξανε με χίλιους δυο άλλους
και τους φέραν εδώ, στα «καμίνια». Και κάθε φορά που μου έκλεινε την ιστορία του,
μου ’λεγε «κι εδώ για τα κέρδη τους δουλεύουμε σαν ψοφίμια. Όπως τότε. Ξύπνα, δού-
λευε, ξυλοφόρτωμα και πείνα. Η ίδια ιστορία». Εγώ δεν του ’λεγα τίποτε. Ήμουν μικρός
και ντρεπόμουν τότες. Άκουγα τη γλώσσα του και μάθαινα του κόσμου την πληγή. Η
σιωπή μου τα χώνευε όλα, σε μια σκοτεινή καταπαχτή, δίχως έλεος. Όταν μας λευτέ-
ρωσαν και ήταν ο καθείς να πάρει τον δρόμο του, τον ρώτησα «πού πας;». Γύρισε και
με μάτια ολοκάθαρα κι ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη, μου ’πε: «Πίσω, μέσα στον θό-
ρυβο, την πέτρα και τη φωτιά.
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 233 ]
Ο εφιάλτης δεν υπάρχει μόνο στον ύπνο. Ο φόβος δεν υπάρχει μόνο στην
εξουσία ή στη βαρβαρότητα, αλλά και στην ανάμνησή τους. Εφιάλτης είναι
να ζεις με τον φόβο εάν η ομορφιά είναι απάτη, ή εάν τελικά είναι αδύναμη
και χαθεί γρήγορα, αν σου την πάρουν ή τη χάσεις μέσα από τα χέρια σου.
Η ομορφιά μιας μπουκαμβίλιας, η ελευθερία, ένας γαλάζιος ουρανός, ένα
αγκάλιασμα μάνας, είναι λίγα από αυτά που έχεις ανάγκη και που θα ζεις τον
εφιάλτη αν τα χάσεις. Η πραγματικότητα μπορεί να αλλάξει μέσα σε μια
στιγμή για σένα που ζεις στο κέντρο της και δεν ελέγχεις την πορεία της. Δεν
αλλάζει, όμως η ψυχή. Αυτός ο άγνωστος κυρίαρχος κόσμος μέσα σου τρα-
γουδά στον δικό του ρυθμό. Η ψυχή σου δεν ακολούθησε το τανκ, ίσως και
να μην άντεξε να το αγκαλιάσει μέσα στη σκόνη εκείνου του Μάη. Χρειάστη-
καν πολλά τανκς για να νικηθούν οι εφιάλτες, πολλές αγκαλιές, πολλά κελιά
με τιμωρημένους, πολλές ορχήστρες με μουσική, για να χαθούν οι ήχοι από
το πρωινό προσκλητήριο, πολλή ζωή και από πολλά υλικά γεμάτη. Κι ήσουνα
τόσο άξιος, μαζί και τόσο τυχερός, που γέμισες μια ζωή από πολύτιμα υλικά
όπως σου άξιζε, Ιάκωβε.
Ευχαριστούμε πολύ, δάσκαλε.
Αλέξανδρε,
Ραφαήλ, Άγγελε,
Παρασκευά, Χριστίνα,
Σοφία, Παύλο,
Αντώνη, Ειρήνη,
Δημήτρη, Τόνια,
Κωνσταντίνα, Νεφέλη,
Πλούταρχε, Κώστα,
Κατερίνα, Έλενα,
Θεόφιλε, Δημήτρη,
Ευγενία, Ορέστη, Νάσια
Γρηγόρη, Νάντια, Mάγια
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 235 ]
Αλέξανδρε,
Ραφαήλ, Άγγελε,
Παρασκευά, Χριστίνα,
Σοφία, Παύλο,
Αντώνη, Ειρήνη,
Δημήτρη, Τόνια,
Κωνσταντίνα, Νεφέλη,
Πλούταρχε, Κώστα,
Κατερίνα, Έλενα,
Θεόφιλε, Δημήτρη,
Ευγενία, Ορέστη, Νάσια
Γρηγόρη, Νάντια, Μάγια
Γίνεται;
και ήθελε αυτός μια κανονική ζωή να έχει, ζωή σωστή και μήτε οι λέξεις να χτυ-
πούν μήτε αυτός να πεθαίνει, γιατί είναι βαρετό
στο τέλος να πεθαίνει ο ποιητής, όπως χλιαρό να βγάζεις το καλό πάντα από το
καλό – μα ας είναι η ρουλέτα καλά να θυμίζει πως υπάρχει και το κόκκινο, η
ζωή και πράγματι
κανείς δεν σταματά σε μια παραλία να δει τον γκρεμό, τους σκοτωμένους και
τους καμένους μήτε αυτούς που τραβερσάρουν να φυτέψουν λουλουδάκια, γιατί
στον τζόγο είναι μεγάλο πρόβλημα να μην υπάρχει το λευκό
αλλά όταν το στόμα μιλά, ρουφά, ξερνά, πώς να καταδεχτεί κανείς να χάσει από
αυτές, και πάντα το ’ριχνε στο κόκκινο
και μίλαγε μίλαγε ακατάπαυστα με τη δίψα εκείνη όπως τα καπνοχώραφα λα-
χταρούν το τέλος μιας αγρανάπαυσης και το στόμα του μια τεράστια κολυμπή-
θρα κλειστή και ξέχειλη που όλο γέμιζε
σαν την απόλαυση που συνέχιζε να έρχεται σαν μικρό παιδί, μικρό παιδί για να
ρωτήσει, και όλο από την αρχή ξανά, ξεχνά, και παράξενος εκείνος ο εαυτός
άθικτος από τον χρόνο και τ’ αντίξοα, το κελί ενός πυρήνα που κατάφερε
παιδί να βγαίνει από το παιδί και ούτε φανφάρες, ούτε στα κάγκελα, ούτε ακέ-
φαλες κούκλες θα βρεις, φωνές ή παράπονα και εκείνη τη διέγερση· παρά μόνο
ισόβιος εραστής και καλός τεχνίτης, ικανοποιημένος να παίζει καλά
αυτός ευάλωτος στη χαρά, στη χαρά παραδομένο το κομμάτι αυτό.
Άγγελος Αρόρα
[ 238 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Στις 8 το πρωί, ο Μάνος έστριβε στη γωνία του τετραγώνου κρατώντας στην
αγκαλιά του μια μεγάλη χάρτινη σακούλα με ψώνια. Πριν λίγες ημέρες είχε
μπει ο Αύγουστος, σχεδόν όλο το καλοκαίρι είχε περάσει, αλλά αυτός βρι-
σκόταν ακόμα στην Αθήνα. Είχε απομείνει μόνος, χωρίς παρέες, σε μια πόλη
που έβραζε και σιγά-σιγά ερήμωνε, να διαβάζει για την εξεταστική του Σε-
πτεμβρίου, μήπως και κατάφερνε φέτος να πάρει το πολυπόθητο πτυχίο.
Είχε ξημερώσει ένα αποπνικτικό πρωινό. Από εκείνα που ο αέρας στους
δρόμους είναι καυτός και παχύρρευστος. Τα τσιμεντένια κτίρια και η απέραντη
άσφαλτος της πόλης είχαν αποφασίσει να αποβάλουν από πάνω τους το
καυτό φορτίο που υπέμεναν δύο μήνες τώρα και έτσι από τη μία μέρα στην
άλλη η Αθήνα είχε μετατραπεί σε έναν γιγάντιο φούρνο. Ο Μάνος τη μία
έτρεχε, την άλλη πήγαινε πιο αργά, ξεφυσούσε, σκουπιζόταν, έκανε ό,τι μπο-
ρούσε για να συναντήσει ένα δροσερό αεράκι, αλλά μάταια. Προς όποια κα-
τεύθυνση κι αν πήγαινε, δεν μπορούσε να ξεφύγει από τη βαριά ανάσα του
ήλιου. Οι σκιές που συνάντησε ήταν σαν να μην υπήρχαν, γιατί παντού
φύσαγε ο ίδιος ανελέητος λίβας, που κόλλαγε πάνω στο σώμα του σαν μέλι.
Γυρνώντας στο σπίτι του, σκεφτόταν τους φίλους του. Τη γλυκιά του παρέα
που είχε φύγει, για να πάει διακοπές στα νησιά και τον είχε αφήσει πίσω να
λιώνει. Σκεφτόταν τον Αντώνη, που αυτήν τη στιγμή θα έκανε μπάνιο σε κά-
ποια κρυστάλλινη παραλία και που θα βουτούσε στα δροσερά νερά της,
ανάμεσα σε ψάρια και όμορφα βράχια. Μετά του ήρθε στο μυαλό η Άννα,
που εκείνη τη στιγμή θα ήταν στην ξαπλώστρα κάποιας πισίνας, να πίνει
δροσερά κοκτέιλ, ενώ θα φόραγε ένα από εκείνα τα διακριτικά καπέλα της
σαν δορυφορικά πιάτα. Τα μάτια του Μάνου δάκρυσαν, όμως, από χαρά για
την καλοπέραση των φίλων του (και από τα κύματα ιδρώτα που είχαν χυθεί
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 239 ]
από το μέτωπό του) όταν έφερε στο μυαλό του την εικόνα του Γιάννη, να
μην έχει σηκωθεί ακόμα από το κρεβάτι του ξενοδοχείου και να είναι ακόμα
ξαπλωμένος ανάμεσα σε λινά σεντόνια μέσα στην υποψία δροσιάς που
χαρίζει το αιρκοντίσιον στους 20 βαθμούς Κελσίου. Εκείνη τη στιγμή, ο
Μάνος λύγισε και άρχισε να κοσμεί από μέσα του, με όχι πολύ κολακευτικά
επίθετα, τους φίλους του και την τύχη του, επίθετα τα οποία ο συγγραφέας,
σεβόμενος την αγωγή του και την αισθητική των αναγνωστών του, θα προτι-
μήσει να μην αποκαλύψει.
Όλη αυτήν την ώρα ο Μάνος περπατούσε χωρίς να βλέπει μπροστά του.
Υπαίτια γι’ αυτό ήταν η σακούλα με τα ψώνια, η οποία έφτανε μέχρι τα μάτια
του και τον εμπόδιζε να ξέρει πότε κινείται καταπάνω σε κάποιον πεζό ή σε
κάποια κολόνα, μετατρέποντας κάθε βήμα του σε στιγμή αγωνίας. Ευτυχώς,
κάθε άγχος εξατμίστηκε μόλις ο Μάνος κατάλαβε πως απέχει δύο τετράγωνα
από την πολυκατοικία του. Τα τελευταία πέντε χρόνια που σπουδάζει στην
Αθήνα έχει μάθει απ’ έξω κάθε εκατοστό της γειτονιάς του, οπότε μπαίνοντας
τώρα στην τελική ευθεία, άρχισε να περπατάει με μεγαλύτερο αέρα, μετρώντας
τα βήματά του και αναγνωρίζοντας τα κτίρια δεξιά και αριστερά του. Η εμ-
πειρία τόσων χρόνων απέδωσε καρπούς και κατάφερε να φτάσει στην είσοδο
της πολυκατοικίας του έχοντας αποφύγει με τεράστια επιτυχία μία κολόνα,
τρεις πεζούς, τις τρύπες από δύο παράθυρα ενός ημιυπόγειου, καθώς και
δύο αυτοκίνητα, ένα μηχανάκι και ένα λεωφορείο, όταν πέρασε διαγώνια τη
διασταύρωση.
Φεύγοντας από το διαμέρισμά του ο Μάνος είχε αφήσει το αιρκοντίσιον
ανοικτό και έτσι με το που ξεκλείδωσε την πόρτα, ο δροσερός αέρας τρύπησε
σαν βελόνες τη μύτη του. Μπήκε μέσα, άφησε τα ψώνια στην κουζίνα, άλλαξε
ρούχα και πριν προλάβει να κάνει κάτι άλλο, άκουσε τον ήχο από το κουδούνι
του. Ήταν μια κυρία κοντά στα εξήντα, με μεταξωτή μπλε ρόμπα, πράσινες
παντόφλες και ένα πρόσωπο που στον οποιονδήποτε θα μπορούσε να
θυμίσει κάποια γνωστή του.
«Καλημέρα, Μάνο, σου χτύπησα γιατί ανησύχησα. Σε άκουσα να κατεβαίνεις
τη σκάλα στις 7:30 το πρωί και νόμιζα πως κάτι έπαθες. Ούτε όταν είχες
[ 240 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
σχολή δεν μας είχες συνηθίσει να ξυπνάς τόσο νωρίς. Σε άκουσα που ξε-
κλείδωνες πριν την πόρτα σου και είπα να ανέβω να ρωτήσω αν είναι όλα
καλά. Όταν είμαστε δυο άτομα μόνο μέσα σε τέσσερις ορόφους, πρέπει να
ενδιαφερόμαστε για τον γείτονα».
Στην πολυκατοικία υπάρχουν συνολικά 12 διαμερίσματα, αλλά όλοι –πλην
της κυρίας Σοφίας που μένει από κάτω και του Μάνου– έχουν φύγει για δια-
κοπές, αφήνοντας αυτούς τους δύο να χαίρονται ανεμπόδιστα και αποκλει-
στικά ο ένας την παρουσία του άλλου.
«Γιατί ανησυχήσατε, κυρία Σοφία; Για κάτι ψώνια κατέβηκα. Τώρα που έχει
αδειάσει και η πόλη, σκέφτηκα πως θα ήταν ωραία μια πρωινή βόλτα».
«Τρελάθηκες; Βόλτα με τέτοια ζέστη; Άνοιξε κανένα από τα βιβλία σου να
μάθεις τι παθαίνει όποιος περπατάει με τέτοιες θερμοκρασίες!» και ένα εύ-
θραυστο χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπο του Μάνου.
«Με την πρώτη ευκαιρία. Θέλετε κάτι άλλο;»
«Εγώ τι να θέλω; Από ενδιαφέρον ανέβηκα, μιας και δεν έτυχε να σε δω
ποτέ πριν το μεσημέρι. Εσύ αν χρειαστείς τίποτα, χτύπα μου. Να αλληλο-
βοηθιόμαστε τα μπακούρια» και γύρισε και έφυγε. Ενώ την έβλεπε να κατε-
βαίνει τα σκαλιά, το χαμόγελο έσπασε στα χείλη του Μάνου και κλείνοντας
με περίσσεια φόρα την πόρτα του, χαρακτήρισε εκ νέου την τύχη του με
ορισμένα κοσμητικά που ο συγγραφέας θα προτιμούσε και πάλι να μη μοι-
ραστεί μαζί σας.
Ευτυχώς, το βράδυ, στο μπαλκόνι ο καιρός ήταν πιο ευχάριστος. Τα φώτα
της πόλης δυστυχώς λάσπωναν την ομορφιά των άστρων, αλλά το φεγγάρι
σαν κρυστάλλινη γόνδολα συνέχιζε να πλέει στον ουρανό. Κάπου-κάπου φύ-
σαγε ένα αεράκι, το συγγνώμη της νύχτας για την αναλγησία που είχε επιδείξει
η μέρα.
Η ησυχία που επικρατούσε ώθησε τον Μάνο σε συλλογισμούς και οι συλ-
λογισμοί τον οδήγησαν στην παραδοχή πως όταν έχεις ξεμείνει το καλοκαίρι
στην πόλη, χρειάζεται να βρίσκεις ευφάνταστους τρόπους για να περνάς την
ώρα σου. Αν δεν έχεις παρέα, τότε οι γείτονες είναι ό,τι πιο κοντινό μπορείς
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 241 ]
Πράγματι, ο γείτονας του Μάνου είχε πολλά και ενδιαφέροντα να του πει,
ατυχώς όμως γι’ αυτούς που είναι αδιάκριτοι, ο συγγραφέας δέχεται να απο-
καλύψει μονάχα αυτό: από τον διάλογο που ακολούθησε κανένας δεν έμεινε
δίχως το κοσμητικό του.
Δημήτρης Παρασκευάς Γερακίνης
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 243 ]
Σε λίγο ξημερώνει και όλα θα πάρουν χρώμα. Η κυρία Σεβαστή τέτοια ώρα
θα κοιμάται ακόμα. Θα μου πεις ότι είναι πολύ νωρίς, αλλά τι νόημα έχει η
ζωή αν δεν δεις τον ήλιο να ανατέλλει και να δίνει φως στην πόλη; Πάλι θα
χάσει το πρώτο φως της ημέρας! Τώρα τελευταία είναι κάπως περίεργη. Δεν
ντύνεται πια με λαμπερά χρώματα. Προτιμάει να κάθεται όλη μέρα μέσα στο
σπίτι κλεισμένη, χωρίς να ανοίγει ούτε ένα παράθυρο. Μεγάλωσε, λέει. Δεν
είναι αυτό. Η κυρία Σεβαστή δεν είναι πολύ μεγάλη. Απλά έχει επιλέξει εδώ
και πολλά χρόνια έναν δικό της τρόπο ζωής. Πάντα ό,τι κι αν είχε, χαμογε-
λούσε. Τα τελευταία χρόνια έχει σταματήσει. Σήμερα, όμως, είναι μια άλλη
μέρα. Πριν πάω να την επισκεφτώ, όπως κάνω πάντα, θα περάσω από το
ανθοπωλείο και θα της αγοράσω τα αγαπημένα της λουλούδια. Κόκκινα τριαν-
τάφυλλα. Να μην ξεχάσω και το αγαπημένο της γλυκό. Θα χαρεί πολύ!
«Καλημέρα, κυρία Σεβαστή! Τι κάνετε;»
Η κυρία Σεβαστή δεν μιλάει πολύ. Έτσι και σήμερα κούνησε το κεφάλι της
και είπε ότι είναι καλά. Έβαλα τα κόκκινα τριαντάφυλλα σε ένα βάζο και τα
γλυκά στο ψυγείο. Άνοιξα τα παράθυρα. Της έφτιαξα το αγαπημένο της τσάι
και καθίσαμε στο μικρό μπαλκόνι της, που είχε θέα την Αθήνα. Αυτό για την
κυρία Σεβαστή ήταν ένα νέο βήμα! Ποτέ έως τώρα δεν με άφηνε να ανοίξω
τα παράθυρα. Ούτε ήθελε να καθόμαστε στο μπαλκόνι της. Σήμερα, για έναν
παράξενο λόγο δεν αντέδρασε όταν άνοιξα τα παράθυρα και της ζήτησα να
κάτσουμε στο μπαλκόνι. Η κυρία Σεβαστή ήταν σήμερα διαφορετική, κι ας
μη μιλούσε σχεδόν καθόλου. Προσπάθησα πολύ μέσα από την κουβέντα μας
να την κάνω να χαμογελάσει. Καθίσαμε στο μικρό μπαλκόνι ώρες πολλές
χωρίς να μιλάμε. Ώσπου, άρχισε να σουρουπώνει. Τώρα, η κυρία Σεβαστή
άρχισε μόνη της να μου μιλάει.
[ 244 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
«Πόσο μ’ αρέσει το αεράκι που φυσάει την ώρα που σουρουπώνει. Εκείνη
τη στιγμή μου άρεσε να κάθομαι στο μπαλκόνι να κοιτάω τον ουρανό να
παίρνει διάφορα χρώματα. Ροζ, πορτοκαλί, μοβ, σκούρο μπλε. Τόσα πολλά
και μοναδικά χρώματα, που σε μαγεύουν. Σε παρακινούν να χαθείς μέσα
τους. Αυτήν τη στιγμή αγαπώ. Τη «στιγμή των χρωμάτων». Έτσι μου άρεσε
να την αποκαλώ από μικρή. Τη «στιγμή των χρωμάτων» αφήνω όλα τα όνειρά
μου να ζωντανεύσουν. Γίνομαι όλα αυτά που θέλω. Ξεχνώ τα πάντα. Μετα-
μορφώνομαι και ζω. Γίνομαι νέα. Ξέρεις τι μου θυμίζει η στιγμή αυτή; Μου
θυμίζει εκείνα τα βράδια που ήμουν μια μικρή νεαρή δεσποινίδα, σαν εσένα,
με το λουλουδιστό μου φόρεμα. Θυμάμαι να βγαίνω κάθε βράδυ με τους γο-
νείς μου βόλτα στα σοκάκια της φωτισμένης πόλης. Περίμενα πώς και πώς
εκείνη τη στιγμή, για να ανακαλύψω αυτή την πόλη που έμελλε να γίνει η
ζωή μου. Πάντα θυμάμαι πως οι βόλτες μας κατέληγαν για γλυκό στο ζαχα-
ροπλαστείο του κυρίου Αλκιβιάδη. Έκανε το πιο ωραίο γλυκό σε όλη την
πόλη! Θυμάμαι το μαγαζί του με κάθε λεπτομέρεια, όπως και τον γιο του,
τον Μάριο», χαμογέλασε και συνέχισε να μου ανοίγει την καρδιά της. Για
πρώτη φορά ήταν τόσο όμορφη και γλυκιά.
«Αργότερα, πάλι εδώ στο ίδιο σπίτι μεγαλώνοντας βίωσα χαρές, λύπες, έρω-
τες, απώλειες. Κάποτε αυτό το σπίτι ήταν ανοιχτό και εγώ κάποτε ήμουν...
Πέρασαν τόσο γρήγορα τα χρόνια, αφήνοντας πίσω τους μόνο ανοιχτές πλη-
γές». Τότε ένα δάκρυ κύλησε στα μαύρα μάτια της.
«Και τώρα μπορείτε να κάνετε ό,τι θέλετε!» τη διέκοψα. «Είστε τόσο νέα! Κι
εγώ, όπως όλοι μας, έχουμε κάποια μικρά προβληματάκια, αλλά τα αφήνουμε
στην άκρη. Δεν τους δίνουμε σημασία. Συνεχίζουμε τη ζωή μας και αυτά τη
δική τους. Δείτε τον ήλιο πώς δύει. Τα χρώματα του ουρανού. Είμαστε και οι
δυο καλά και κοιτάμε τον ουρανό. Η στιγμή των χρωμάτων δεν είπατε ότι
σας άρεσε από μικρή; Να, δείτε την πόσο όμορφη είναι! Δείτε τα ξεχωριστά
χρώματά της! Απολαύστε την! Δείτε μας, είμαστε μια χαρά και οι δυο μας!
Ονειρευτείτε, όπως κάνατε μικρή. Αυτή η στιγμή είναι μόνο για όνειρα!»
«Κάποτε μ’ άρεσαν όλα αυτά! Αλλά τώρα δες γύρω σου. Κανείς δεν χαμο-
γελάει! Όλοι από το πρωί έως το βράδυ δουλεύουν. Δεν βλέπουν τι γίνεται
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 245 ]
γύρω τους. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι πώς θα έχουν πολλά λεφτά.
Έχουν ξεχάσει να ζουν! Κανείς δεν βλέπει πια χρώματα. Ένα χρώμα μόνο
κυριαρχεί παντού: το μαύρο. Το μαύρο είναι το μόνο χρώμα που έχουμε από
το πρωί έως το βράδυ. Μέσα σε αυτό θα ζήσουμε!»
«Δεν έχετε δίκιο! Όλα παίρνουν το χρώμα που τους δίνουμε! Εμείς επιλέ-
γουμε τα χρώματα που θα έχει ο δικός μας ουρανός. Αχ, δείτε!»
«Τι; Την ηλιαχτίδα;»
«Ναι. Δείτε την πώς παίζει με τις γρίλιες του παραθύρου στον τοίχο. Πώς
χαϊδεύει και φωτίζει απαλά το δωμάτιο, γεννώντας μια ελπίδα. Μπορείτε να
φύγετε όποτε θέλετε από το μαύρο και να έρθετε εδώ, στην πολύχρωμη
πλευρά! Δεν είναι δύσκολο. Αρκεί να πιστέψετε ξανά στη στιγμή των χρωμά-
των σας».
Η κυρία Σεβαστή γέλασε τόσο δυνατά, που είμαι σίγουρη ότι ακούστηκε σε
όλη την πόλη. Το καφεδάκι, ήδη, από το απόγευμα είχε αντικατασταθεί με
γέλια και γλυκά. Εκείνο το σούρουπο μιλήσαμε για όλα ως που μας πήρε η
νύχτα. Κάποια στιγμή, όταν καταλάβαμε ότι όλα τα φώτα της πόλης ήταν
αναμμένα, αποφασίσαμε ότι ήταν ώρα να πάμε για ύπνο. Τη χαιρέτησα και
τη φίλησα γλυκά.
«Θα έρθεις αύριο να δούμε την ανατολή;» με ρώτησε η κυρία Σεβαστή πριν
φύγω. Η ερώτησή της με ξάφνιασε. Χωρίς δεύτερη σκέψη, είπα αμέσως ναι.
Χάρηκε τόσο πολύ, που δεν της αρνήθηκα.
Την επόμενη μέρα, η κυρία Σεβαστή με περίμενε με το όμορφο χρωματιστό
φόρεμά της, που είχε χρόνια να φορέσει. Έλαμπε μέσα του ολόκληρη από
ευτυχία. Ήταν πιο όμορφη και χαρούμενη από ποτέ. Το τραπέζι ήταν γεμάτο
με γλυκά και κόκκινα τριαντάφυλλα. Δεν ξέρω πότε πρόλαβε να τα αγοράσει
όλα αυτά. Για πρώτη φορά είχε ανοίξει όλα τα παράθυρα. Οι καφέδες μάς
περιμένανε δίπλα στο παράθυρο του μικρού μπαλκονιού, που δεν είχε ανοίξει
ακόμα. Όλα ήταν τόσο ξεχωριστά εκείνο το πρωινό.
Η κυρία Σεβαστή, που τώρα ήθελε να τη φωνάζουμε Σεβαστή, γιατί κατά-
λαβε ότι οι λέξεις δεν παίζουν κανέναν ρόλο για το πώς νιώθουμε. Η κυρία
[ 246 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Σεβαστή, συγγνώμη η Σεβαστή, ήταν από τις γυναίκες που ποτέ δεν ζήτησε
να τη φωνάζουν κυρία. Γιατί, βλέπετε, έτσι έχουμε μάθει να φωνάζουμε
όποιον σεβόμαστε και όποιον δεν σεβόμαστε. Απλά επειδή πιστεύουμε ότι
είναι ανώτερός μας. Η Σεβαστή είχε το μοναδικό προνόμιο να τη φωνάζουν
κυρία, γιατί μόνο με το βλέμμα της και το χαμόγελό της κέρδιζε τον σεβασμό
και την αγάπη όλων μας. Η χαρά μου εκείνη τη μέρα ήταν μεγάλη. Ήθελα η
στιγμή αυτή να μην τελειώσει ποτέ!
«Ήρθες!» φώναξε μόλις με είδε. Της έγνεψα καταφατικά το κεφάλι. Καθώς
δεν μπορούσα να μιλήσω από την έκπληξη που μου είχε ετοιμάσει. Με ένα
νεύμα της. Ύστερα από τόσα χρόνια είχαμε μάθει να μιλάμε με τα μάτια. Δεν
χρειαζόταν να μιλήσουμε, καταλαβαινόμασταν αμέσως. Τρέξαμε και οι δυο
στο παράθυρο του μικρού μπαλκονιού. Το ανοίξαμε γρήγορα, όπως τα μικρά
παιδιά ανοίγουν γρήγορα και λαίμαργα τα δώρα τους. Δεν θέλαμε να χάσουμε
ούτε λεπτό. Για μένα εκείνο το πρωί ήταν ένα από τα μεγαλύτερα δώρα που
μου έχουν κάνει. Καθίσαμε στις καρέκλες μας, να δούμε την ήλιο να ντύνει
με τις ηλιαχτίδες του τα σπίτια της πόλης που αγαπήσαμε όσο τίποτα άλλο,
της Αθήνας. Ξεκινώντας, έτσι, μια νέα ζωή γεμάτη όνειρα, όπου το σκοτάδι
δεν είχε θέση.
Χριστίνα Γεωργιάδη
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 247 ]
Salutatio*
* Αποχαιρετισμός
[ 248 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Οι πλανεμένοι ανθρωποφάγοι
Kαι ξαφνικά οι μεταλλικοί γίγαντες, όπως τους έλεγαν οι βυθισμένοι στο σκο-
τάδι θεατές, (οι προβολείς, όπως τους λέγαμε εμείς), ξυπνούν από τον βαθύ
τους ύπνο και στην πελώρια σκηνή ξεχύνεται άπλετο φως. Σχεδόν αυστηρά
τη σκηνή αγγίζει η δυνατή του λάμψη. Ελάχιστα μόνο χαϊδεύει τα πρόσωπα
όσων κάθονται στις πρώτες θέσεις.
Ο παχουλός γέρος με το μπλε κοστούμι και τις χρυσαφί τιράντες βγαίνει
στο κέντρο της σκηνής. Υποκλίνεται κουνώντας παράλληλα με μια ελαφριά κί-
νηση του δεξιού του χεριού το ημίψηλό του. Πώς αστράφτουν τα μανικετό-
κουμπά του! Τον βλέπω τώρα να χαιρετά το κοινό του. Τι κολακείες ξεστομίζει
ο αθεόφοβος! Και τι μπούρδες! Για ποια λιοντάρια που πηδούν μέσα από φλε-
γόμενους κρίκους τούς λέει; Αφού το λιοντάρι πέθανε πρόπερσι. Δεν βαρέθηκε
με το ίδιο παραμύθι να τους περιπαίζει; Να δεις που λίγο αργότερα θα τους
ανακοινώσει τάχα μετά λύπης του πως το λιοντάρι αρρώστησε και δεν μπορεί
το νούμερό του να εκτελέσει. Και τότε, δήθεν σε ύφος απολογητικό, θα με φω-
νάξει να συμπληρώσω –εκτάκτως– το πρόγραμμα. Σκόπιμα μάλιστα θα με
παρουσιάσει και ως πρωτάρη, ξεγελώντας τους για άλλη μια φορά!
Σηκώθηκα από το σκαμνάκι της αθέατης για τους πολλούς γωνίας της σκη-
νής. Κατευθύνθηκα προς τα υπόγεια παρασκήνια κατεβαίνοντας τη μεταλλική
σκάλα. Άλλωστε, μέχρι να προκύψει η «ατυχής» συγκυρία, είχα χρόνο. Συ-
νάντησα τον ταχυδακτυλουργό να κάθεται στο γνωστό σημείο του. Κάπνιζε
και ο καπνός ξεγλιστρούσε μέσα από τις χαραμάδες της ξύλινης οροφής,
ανεβαίνοντας μέχρι πάνω, στη σκηνή. Ο γέρος δεν του ’χε κάνει ποτέ του
παρατήρηση. Τ' αντίθετο μάλιστα! Του ’πε πως δένει άριστα με την παρά-
σταση και κάνει ιδιαίτερη εντύπωση στους θεατές· νομίζουν ότι είναι μέρος
του σόου!
[ 250 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Άτιτλο
Αντώνης Κίτσιος
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 253 ]
Παράμερες απώλειες
Αντώνης Κίτσιος
[ 254 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Ειρήνη Δεμέστιχα
[ 256 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
ρούσε χάσιμο χρόνου. Ο μόνος λόγος που τον παρακινούσε να περάσει από
το αλσάκι της γειτονιάς του στην Αθήνα, ήταν η αδημονία του να φτάσει μια
ώρα αρχύτερα στο διαμέρισμά του, για να βυθιστεί μόνος στα βιβλία του.
Έτσι ακριβώς ζούσε ο κύριος Σωκράτης μέχρι τις 23 Ιουνίου του 2010.
Την Τετάρτη το απογευματάκι, κατά τις τρεις, διέσχιζε ως συνήθως το πάρκο
και ξαφνικά το παλιό καπέλο που σκέπαζε το κεφάλι του, λερώθηκε από ένα
περιστέρι, που απ’ ό,τι φαίνεται το λάτρεψε.
Τότε ο κύριος Σωκράτης, φανερά ενοχλημένος, εκδήλωσε έντονα τη δυσα-
ρέσκειά του, δίνοντας έτσι το δικαίωμα στους περαστικούς να παρατηρούν,
να ψιθυρίζουν μεταξύ τους και να μισογελάνε με τη συμπεριφορά του. Εκεί
κοντά βρισκόταν κι ένα κοντό μελαχρινό αγόρι, που παρακολουθώντας την
όλη σκηνή, του απευθύνθηκε με τόνο κάπως ειρωνικό:
– Αυτή την εβδομάδα τα περιστέρια έχουν ακριβά γούστα...
– Χάσου από μπροστά μου, παλιόπαιδο, που θα μου πεις και τις προτιμή-
σεις των πουλιών, είπε ο κύριος Σωκράτης και εκνευρισμένος, κυρίως με τον
εαυτό του, που σπατάλησε τον χρόνο του μιλώντας με ένα παιδί, κίνησε για
το σπίτι του.
Το απογευματάκι, καθισμένος μπροστά από το γραφείο του, το βλέμμα του
περιπλανιόταν άσκοπα στις σελίδες του βιβλίου, μιας και η σκέψη του έκανε
βόλτες στο πάρκο, όπου είχε συναντήσει τον μικρό που του απηύθυνε τον
λόγο. Τώρα ο θυμός είχε υποχωρήσει και τη θέση του είχε καταλάβει η πε-
ριέργεια. Πρώτη φορά ένα παιδί είχε επηρεάσει τόσο πολύ τον εσωτερικό
του κόσμο. Ένιωθε μπερδεμένος, μέσα του είχε γεννηθεί η επιθυμία να το
ξαναντικρίσει και να του μιλήσει. Αύριο, ναι, αύριο, δεν θα πήγαινε στα μου-
σεία, όπως είχε προσχεδιάσει, αλλά στο πάρκο. Θα καθόταν σε ένα ξύλινο
παγκάκι και θα περίμενε μέχρι να το δει. Όμως μήπως η παρουσία του στο
αλσάκι ήταν τυχαία κατά τη διάρκεια του συμβάντος;
Την επομένη βρισκόταν στο πάρκο, προσμένοντας μια συνάντηση με το
αγόρι. Κόντευε μεσημεράκι. Ο κύριος Σωκράτης, απογοητευμένος, βάδιζε
αργά προς το συνηθισμένο εστιατόριο και τότε το είδε μπροστά του, μόνο
[ 258 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
του με μια μπάλα στα χέρια, που ανά τακτά χρονικά διαστήματα την εκτόξευε
στον αέρα και την ξανάπιανε. Παρατηρώντας το, διάβασε στην καρδούλα του
τη μοναξιά και μπόρεσε να ταυτιστεί με αυτό το παιδί. Άδραξε την ευκαιρία
και το πλησίασε.
– Γεια σου, συ πρέπει να ’σαι το αγόρι στο πάρκο χθες... Νομίζω ότι σου
οφείλω μία συγγνώμη, απλά...
– Αα, σιγά, είμαι συνηθισμένος στις παρατηρήσεις.
– Μάλιστα... Γιατί είσαι μόνος σου;
– Μην είστε τόσο περίεργος!
– Δίκιο έχεις... Πάω να γευματίσω εδώ πιο κάτω. Θα ’θελες να με συνοδέ-
ψεις;
– Δεν ξέρω, εσείς θα πληρώσετε;
– Ναι.
– Ε, τότε έρχομαι!
Στο μικρό εστιατόριο ο χρόνος κυλούσε σαν το ρυάκι που διασχίζει το
βουνό... Οι δύο ξένοι γνωρίστηκαν καλύτερα και ο πάγος που είχε ο ηλικιω-
μένος για τα παιδιά στην καρδιά του, άρχισε να λιώνει...
Ο κύριος Σωκράτης έμαθε πολλά για το αγόρι. Όπως το ότι δεν πήγαινε
σχολείο και πως η έλλειψη χρημάτων στην οικογένειά του τον ανάγκαζε να
ψάχνει πολλές φορές στα σκουπίδια της γειτονιάς ή να κλέβει τα χαλασμένα
ζαρζαβατικά των μανάβηδων. Πληροφορήθηκε ακόμη πως ο Κωστής –έτσι
ήταν το όνομά του– θα έδινε τα πάντα για να έχει μια ευκαιρία στο πεδίο των
γνώσεων.
Έτσι, με τα πολλά και με τα λίγα, έγινε η συμφωνία... Ο κύριος Σωκράτης
θα μάθαινε στο παιδί γράμματα και εκείνο θα τον συντρόφευε, μιας και η μο-
ναξιά βασίλευε στη ζωή του...
Μετά από ένα-δυο μήνες, αφού είχε πάψει πλέον να επισκέπτεται τα μουσεία
και καθώς έκαναν μάθημα διαβάζοντας ένα κείμενο για τον μεγάλο φιλόσοφο
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 259 ]
Σωκράτη, σχετικά με την παιδεία των νέων, το αγόρι τον διέκοψε λέγοντας:
– Κύριε Σωκράτη, γιατί δεν μου διαβάζετε ένα δικό σας δημιούργημα;
Ο άντρας ξεροκαταπίνει, σταγόνες ιδρώτα τρέχουν από το πλατύ μέτωπό του...
– Ξέρεις, Κωστή, εγώ... απέτυχα στο γράψιμο. Σε κανένα από τα έργα μου
δεν μπόρεσα να δώσω ένα τέλος...
Σιωπή κυριαρχεί στο μεγάλο δωμάτιο...
Ο Κωστής, βλέποντας την απογοήτευση στα μάτια του δασκάλου του, του
πρότεινε γεμάτος χαρά:
– Και τι σημασία έχει; Διαβάστε μου εσείς και ίσως βρούμε μαζί μια ιδέα
για το τέλος της ιστορίας σας!
Όταν όμως άρχισε η ανάγνωση, μετά από λίγο το αγόρι ξαναείπε σαν να
ήταν εκείνο τώρα ο δάσκαλος και ο κύριος Σωκράτης ο μαθητής:
– Ωραία όλα αυτά που εξιστορείτε για τους πρίγκιπες, τους βασιλιάδες και
τις συνωμοσίες, όμως αυτά δεν προσελκύουν τον απλό λαό!
– Τι εννοείς, Κωστή;
– Αυτό που θέλω να πω είναι πως ο κόσμος ενδιαφέρεται για ιστορίες και
γεγονότα που σχετίζονται με την καθημερινότητα!
– Ναι, αλλά αυτό δεν έχει κάτι το ξεχωριστό, το διαφορετικό!
– Μα, από τη λιτότητα μπορεί να ξεπροβάλει το συναρπαστικό. Εγώ μπορεί
να μην ξέρω γράμματα, αλλά γνωρίζω ένα σωρό ιστορίες για την πόλη μας,
μιας και έχω περάσει από πολλά μαγαζιά αναζητώντας λίγο φαγητό. Έχω δει
πολλούς ανθρώπους με διαφορετικές προσωπικότητες και οι δρόμοι της πε-
ριοχής μας με ξέρουν καλύτερα από τον οποιονδήποτε...
Εκείνο το βράδυ ο κύριος Σωκράτης σκέφτηκε πολύ, κατάλαβε περισσότερα
και πλέον η επήρεια του αγοριού είχε διεισδύσει βαθιά μέσα του.
Τον καιρό που ακολούθησε, τα πράγματα είχαν μια απρόσμενη, μα αξιο-
ζήλευτη ροή.
[ 260 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Ειρήνη Δεμέστιχα
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 261 ]
Πόλεμος ψυχής
Τόνια Μαλογιάννη
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 263 ]
Τρία λεπτά ακόμα. Σε τρία λεπτά όλη η ζωή του μπορεί να χαθεί για πάντα
ή μπορεί να γίνει Θεός. Εξαρτάται από τον ίδιο αλλά και από άλλους παρά-
γοντες. Αναπολεί όπως στις παλιές ταινίες, που περνά η ζωή από μπροστά
σου πριν πεθάνεις, τη ζωή του μέχρι αυτήν τη στιγμή και συνειδητοποιεί ότι
κυρίως δύο βασικοί παράγοντες τον έφεραν μέχρι εδώ. Οι δύο αυτοί παρά-
γοντες είναι η ικανότητά του να είναι ένας καλός hacker και η άλλη είναι να
εκμεταλλεύεται την αλαζονεία της ελίτ. «Η ελίτ!», καγχάζει με μίσος και ο
νους του ταξιδεύει ακόμα πιο πίσω, στην αρχή των πάντων, τη δημιουργία
της ελίτ.
Όλα ξεκίνησαν πριν τρεις δεκαετίες, η έρευνα των επιστημόνων για να
μπορεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος να έχει μια διεπαφή που να του επιτρέπει
να επικοινωνεί με το Ίντερνετ ήταν πολύ κοντά στο να αποφέρει καρπούς.
Σημαντικοί επιστήμονες του χώρου εμφάνιζαν την ιδέα ως μια άλλη ανακά-
λυψη του τροχού. Όντως η ιδέα μετά από κάποιο χρονικό διάστημα εφαρ-
μόστηκε και βγήκε μάλιστα στην αγορά. Το μόνο που έπρεπε να κάνει ο
χρήστης-καταναλωτής ήταν να αγοράσει τη διεπαφή και να την ενσωματώσει
στον εγκέφαλό του. Όλα κυλούσαν ομαλά για διάστημα ενός-δύο χρόνων. Η
εξερεύνηση στο Ίντερνετ και πολλές άλλες λειτουργίες που πραγματοποι-
ούνταν μέχρι τότε μέσω ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή ήταν εκεί και παρέ-
χονταν δωρεάν.
Μια μέρα όμως άλλαξαν όλα. Εμφανίστηκε μια εφαρμογή που λέγεται
«Πόσο έξυπνος είσαι;» και σου έδινε τη δυνατότητα όχι απλά να κάνεις ανα-
ζήτηση πληροφορίας αλλά φόρτωση πληροφορίας και γνώσης μόνιμα στον
εγκέφαλο. Την εφαρμογή μπορούσες να την κατεβάσεις δωρεάν, όμως η
γνώση δεν παρεχόταν δωρεάν. Κάθε δεξιότητα, για παράδειγμα το να μπορείς
[ 264 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Δημήτρης Μήλιος
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 267 ]
Gloria, oh gloria
και να χτυπά με τις γροθιές του το πρόσωπο του άλλου. Οι φρουροί όρμησαν
μέσα στο δωμάτιο απομακρύνοντάς τον, και μετέφεραν τον έναν στον χώρο
εκτέλεσης και τον άλλο στο χολ έξω από τις αίθουσες συνεδριάσεων.
Ο Πιέρο ξύπνησε. Το πρόσωπό του έσταζε αίματα. Δεν φορούσε πλέον τα
κουρέλια με τα οποία τον είχαν σύρει στο σκοτεινό κελί του. Μα… ούτε καν
στο κελί του βρισκόταν πλέον! Άγγιξε την τσέπη του μανδύα του και έβγαλε
από μέσα ένα διπλωμένο χαρτί. «Έπραξες σωστά, αδερφέ μου» έγραφε
μέσα. «Τώρα ζήσε για εμένα. Τζουλιάνο».
Οι καμπάνες του Αγίου Μάρκου ήχησαν δυνατά από πίσω του. Η λειτουργία
είχε τελειώσει.
Έχει περάσει σχεδόν μία εβδομάδα αφότου επέστρεψα από την Ελλάδα. Είχα
μεταβεί για την οργάνωση της ιεραποστολικής βοήθειας εκ μέρους του αμε-
ρικάνικου λαού προς τους Κρήτες επαναστάτες. Με συγκίνηση σε όλη τη διάρ-
κεια της επίσκεψής μου αναπολούσα την παραμονή μου στο νησί, στο κάστρο
της Γραμβούσας. Πάνε σαράντα χρόνια, τον Σεπτέμβριο του 1825, όταν ο
Καλλέργης επιχειρούσε να κηρύξει την επανάσταση. Όσο τους γνώρισα, τότε
μα και τώρα, οι Κρητικοί φαίνεται να διατηρούν το ήθος και τον χαρακτήρα
των προγόνων τους. Η διάλεκτός τους διατηρεί τις αρχαίες της καταβολές,
χορεύουν τον πυρρίχιο χορό, είναι λιτοδίαιτοι, ανοιχτόκαρδοι, ανδρείοι, τι-
μούν την οικογένεια, τον φίλο, την πατρίδα, σέβονται περισσότερο από τους
νόμους το εθιμικό δίκαιο. Ο ελεύθερος στην ψυχή αυτός λαός επιτέλους επα-
ναστάτησε, και οι λαοί της Δύσης έχουμε την υποχρέωση να συμβάλουμε για
την ανεξαρτησία του. Ως ελάχιστη αναγνώριση του χρέους προς το ελληνικό
έθνος και τη δημοκρατία του, η οποία αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τα νε-
ότερα κράτη. Η έκδοση της εφημερίδας Cretan, που εξέδωσα, αποσκοπεί
ακριβώς σε αυτό, στην ενημέρωση και ευαισθητοποίηση για την Κρητική Επα-
νάσταση.
Πριν σαράντα και κάτι χρόνια, εικοσιτριάχρονος απόφοιτος της Ιατρικής
διάβαζα στις εφημερίδες της εποχής πύρινους λόγους για την Ελληνική Επα-
νάσταση. «Ο ελληνικός πόλεμος», έγραφαν, «έχει όλους τους καρπούς της εξέ-
λιξης και της ωριμότητας. Είναι ριζωμένος βαθιά στα αιματοβαμμένα έγκατα του
τούρκικου δεσποτισμού». Μέχρι σήμερα τίποτα δεν έχει αλλάξει για τους Κρη-
τικούς. Ωστόσο, πηγή έμπνευσής μου να αφήσω την πατρίδα, την οικογένεια,
τη ζωή και το μέλλον μου, ήταν η προσωπικότητα του Λόρδου Βύρωνα, όπως
την είχα γνωρίσει μέσα από τα ποιήματα και τους αγώνες του. Έγραφε: «Αι-
[ 272 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
ώνιο πνεύμα του νου που κανείς δεν τον ζώνει! Στις φυλακές φωτεινότατη ζεις, Λευ-
τεριά! γιατί εκεί κατοικία σου είναι πάντα η καρδιά, η καρδιά, που η αγάπη σου μο-
νάχα τη σκλαβώνει». Με την υποστήριξη του σπουδαίου Αμερικάνου φιλέλληνα
Edward Everett, την παρότρυνση του φίλου μου Jonathan Miller, που είχε
φύγει λίγο νωρίτερα από εμένα για την Ελλάδα, και την ελπίδα ότι θα τον συ-
ναντούσα στο Μεσολόγγι που πολεμούσε, πήρα τη μεγάλη απόφαση.
Όσο γράφω, στη γυάλινη προθήκη, σαν φωτοβόλος φάρος, στέκεται η
χρυσή περικεφαλαία και τα όπλα του, τα οποία μου χάρισε η οικογένεια του
επιστήθιου φίλου μου George Jarvis μετά τον θάνατό του. Εκείνος είχε την
τύχη να αναλάβει επιτελάρχης στην ταξιαρχία του, να πολεμήσει μαζί του,
να έχει γίνει, να είναι Έλληνας, στην ενδυμασία, στον χαρακτήρα, στην ψυχή.
«Όλοι είμαστε Έλληνες», έγραφε ο Percy Shelley και δονούνταν η καρδιά μου.
Γιατί δεν υπάρχει τίποτα πιο σπουδαίο, πιο υψηλό να πολεμάς για μια ιδέα,
την ιδέα της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας, της ισότητας, της φιλανθρωπίας
και της αγάπης. Στις δύσκολες ώρες στο πεδίο της μάχης, όταν άφηνα τα ερ-
γαλεία μου και έπιανα το ντουφέκι, όταν τα βράδια νηστικός ξαγρυπνούσα
στο βρεγμένο χώμα, όταν ο ανθρώπινος πόνος ξεπερνούσε τη φρίκη του πο-
λέμου, με δάκρυα στα μάτια σκεφτόμουν τον νεκρό Λόρδο Βύρωνα. Έτσι
έπαιρνα δύναμη να μη λυγίσω, να προτιμήσω, όπως οι αρχαίοι, τον γενναίο
θάνατο από μια ταπεινωμένη ζωή.
Ήταν η εποχή που το φιλελληνικό κίνημα είχε αρχίσει να φθίνει, όταν πήγα
στην Ελλάδα. Τότε συναντούσες όλο και λιγότερους ξένους να αγωνίζονται
για την Επανάσταση, χωρίς προσωπικό όφελος. Μπορεί ο ίδιος να είχε άδοξο
τέλος λίγους μήνες πριν την άφιξή μου, εξακολουθούσε όμως να εμπνέει
τους φιλέλληνες σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Με την πολυτάραχη ζωή και
το τέλος του έγινε σύμβολο όλων των ηρώων που είχε πλάσει στα ποιήματά
του. Ο Κουρσάρος, ο Γκιαούρ, ο Δον Ζουάν ήταν ο Βύρων. Ένας ρομαντικός
επαναστάτης, ένας παθιασμένος αγωνιστής, ένας μοναχικός ιδεολόγος. «Οι
σκλάβοι ξεσηκώθηκαν κι εγώ θα κάνω πίσω; Το στάχυ ξαναωρίμασε κι εγώ δεν θα
θερίσω;» έλεγε και ξανάλεγε. Όλη του τη ζωή πολέμησε, πρώτα με τα λόγια
και μετά με τα τουφέκια, όσους μάχονταν την ελευθερία.
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 273 ]
Κάνοντας έναν απολογισμό όσων έζησα και έπραξα στην Ελλάδα μέχρι σή-
μερα, θεωρώ ότι υπήρξα πιστός όχι μόνο στις ιδέες αλλά και στις πράξεις
του. Όταν πήγε στην Ελλάδα, κύριος στόχος του ήταν ν’ απαλύνει τους αδύ-
ναμους από τα δεινά του πολέμου. Σε όλη του τη ζωή άλλωστε μαχόταν υπέρ
των αδυνάτων, είτε αυτοί ήταν Τούρκοι πρόσφυγες, Λουδίτες εργάτες, Ιταλοί
καρμπονάροι, Έλληνες αγωνιστές της ελευθερίας. «Όταν πρόκειται για τα κε-
λεύσματα της φιλανθρωπίας», συνήθιζε να λέει, όπως μου είχε εκμυστηρευτεί
ο Jarvis, «δεν γνωρίζω διαφορά ανάμεσα σε Τούρκους και Έλληνες. Αρκεί αυτοί
που χρειάζονται συμπαράσταση να είναι άνθρωποι, για να δικαιούνται τον οίκτο
και την προστασία, ακόμα και του πιο τιποτένιου που ισχυρίζεται ότι έχει αισθήματα
φιλανθρωπίας».
Στον ελληνικό αγώνα πρόσφερα τις υπηρεσίες μου αρχικά ως άμισθος ια-
τρός χειρουργός και απλός οπλίτης στο πεδίο της μάχης και στη συνέχεια
ως ιατρός στο πλοίο «Καρτερία» και πρώτος αρχίατρος και διευθυντής υγει-
ονομικού του Πολεμικού Ναυτικού. Το αντίδωρο που έλαβα ήταν μεγαλύτερο
από αυτό που έδωσα. Παρά τις αντίξοες συνθήκες, τα χειρουργεία που ανέ-
λαβα και οι ιατρικές υπηρεσίες που πρόσφερα, μου έδωσαν μια πολύτιμη
εμπειρία, που δεν θα την αποκόμιζα σε κανένα πανεπιστήμιο και νοσοκομείο
της Αμερικής. Πάνω από όλα όμως, η συμμετοχή μου στον αγώνα με έκαναν
καλύτερο άνθρωπο. Οι ιστορίες που άκουσα, τα δράματα που έζησα, οι απώ-
λειες που θρήνησα, με έκαναν να αγαπήσω βαθιά τον συνάνθρωπό μου. Να
μετρήσω την ευτυχία όχι με τα πλούτη αλλά με τις πράξεις.
Όλο μου το έργο υπηρετούσε το δικό του «κέλευσμα φιλανθρωπίας». Αφού
επέστρεψα στην Αμερική και εξασφάλισα μέσα από δωρεές και εράνους αρ-
κετά χρήματα, επέστρεψα να υπηρετήσω μια ιδέα εξίσου υψηλή με την ελευ-
θερία, τη φιλανθρωπία. Όπως ακριβώς έκανα και τώρα με τους Κρήτες επα-
ναστάτες. Τότε ανέλαβα τη συντήρηση και διαμόρφωση του λιμανιού της Αί-
γινας, προσλαμβάνοντας με μισθό 700 άνδρες και γυναίκες άπορων οικογε-
νειών. Ίδρυσα νοσοκομείο και ορφανοτροφείο, προσπάθησα να εφαρμόσω
προγράμματα που θα είχαν μια προοπτική. Στους κατοίκους των Μεγάρων
έδωσα καρπούς σιταριού, να τους φυτέψουν και να ζουν με τη σοδειά του,
[ 274 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
υπό τον όρο να διαθέτουν το ένα τρίτο της παραγωγής τους για τη συντήρηση
του σχολείου. Έτσι μπόρεσαν να σταθούν στα πόδια τους, δίνοντας και σε
μένα τη δύναμη να επιχειρήσω μια ακόμα μεγαλύτερη πρόκληση. Να δημι-
ουργήσω στα Εξαμίλια της Κορίνθου την Ουασινγκτόνια, έναν πρότυπο αγρο-
τικό οικισμό για τη στέγαση 100 οικογενειών Ελλήνων προσφύγων.
Δεν γνώριζα πια διαφορά ανάμεσα σε κράτη και φυλές, όπως εκείνος. Αρκεί
αυτοί που χρειάζονται συμπαράσταση να δικαιούνται τον οίκτο και την προ-
στασία μου, όπως έλεγε. Στην Αμερική, παρά την οικονομική ανάπτυξη, υπήρ-
χαν άνθρωποι που την είχαν ανάγκη. Το ίδιο άλλωστε θα έκανε και εκείνος.
Ήταν οι τυφλοί, οι κωφάλαλοι, τα παιδιά με νοητική στέρηση που είχαν δι-
καίωμα στην εκπαίδευση, ήταν οι απελεύθεροι δούλοι του Νότου που δι-
καιούνταν ομαλή ένταξη στην κοινωνία, ήταν ο θεσμός της δουλείας που
έπρεπε να καταργηθεί. Ήταν οι Πολωνοί επαναστάτες, που διεκδικούσαν την
αυτονόμησή τους, ήταν οι φρενοβλαβείς και οι πνευματικά ασθενείς, που ζη-
τούσαν ένα παράθυρο στην κοινωνία. «Οι σκλάβοι ξεσηκώθηκαν κι εγώ θα κάνω
πίσω; Το στάχυ ξαναωρίμασε κι εγώ δεν θα θερίσω;» Επιστέγασμα όλων αυτών
των προσπαθειών ήταν η ίδρυση του Κρατικού Γραφείου Φιλανθρωπιών της
Μασαχουσέτης πριν τρία χρόνια.
Επιστρέφοντας από την Κρήτη ένας κύκλος σαράντα χρόνων έκλεισε. Με
δάκρυα χαράς και συγκίνησης, δίπλα στα κειμήλια του Βύρωνα και τον
Σταυρό του Σωτήρος που μου απένειμε ο βασιλιάς Όθωνας, θα τοποθετήσω
το κρητικό μαχαίρι που έλαβα ως δώρο. Ενθύμιο ενός αγώνα που δεν τελει-
ώνει ποτέ, όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Τρέχοντας με τη ζωή…
Είναι κάποιες στιγμές στη ζωή μας που θα έρχονται και θα ξανάρχονται, στο
κατάλληλο timing, για να μας υπενθυμίζουν τα αυτονόητα, που πολλές φορές
εμείς οι άνθρωποι προσπερνάμε με μια ασυνήθιστη ευκολία. Την ευκολία,
στην οποία, θέλοντας και μη, έπρεπε να προσαρμοστούμε. Σε αυτήν που δη-
μιούργησαν οι γρήγοροι ρυθμοί της μεγαλούπολης, με το ξυπνητήρι κάθε
πρωί να σηματοδοτεί το ξεκίνημα μιας ακόμη ημερήσιας δοκιμασίας που θα
αρχίσει από τη στιγμή που θα περιμένουμε στη στάση το λεωφορείο, κάνο-
ντας τη συνηθισμένη διαδρομή προς το γραφείο. Και αφού θα έχουμε δια-
νύσει χιλιόμετρα όλη την ημέρα, «παρέα» με ανθρώπους γνωστούς και άγνω-
στους, εκεί που θα περιμένουμε συνωστισμένοι να ανάψει ο πράσινος σημα-
τοδότης και να κάνουμε εκείνα τα δέκα γρήγορα βήματα προκειμένου να πε-
ράσουμε στην απέναντι «όχθη», η δοκιμασία θα λήξει αργά το βράδυ. Επι-
στρέφοντας στο σπίτι, παρέα με το μοναδικό αίσθημα που μας έχει απομείνει,
αυτό της κούρασης, έχοντας εκπληρώσει για μια ακόμη ημέρα τον ρόλο μας
και νιώθοντας ένα κενό, αναλογιζόμενοι την ημέρα που πέρασε, πέφτουμε
στο κρεβάτι, προτού το ξυπνητήρι μας βάλει και πάλι στην αφετηρία.
Οι στιγμές λοιπόν αυτές που έρχονται κάπου-κάπου να μας «ξυπνάνε»
από τον λήθαργο της συνήθειας και της ρουτίνας, να προσπαθούν να κατα-
πολεμήσουν το σύνδρομο του «βολεψάκια», που μας προσβάλλει κατά και-
ρούς, να μας κάνουν να εκτιμάμε ακόμη και τα πιο απλά πράγματα στη ζωή,
τα οποία θεωρούσαμε δεδομένα, έρχονται ακριβώς επειδή στη ζωή όλα γί-
νονται για κάποιο λόγο, στον χρόνο που πρέπει να γίνουν. Και έρχονται στον
κατάλληλο χρόνο, όταν δηλαδή πρέπει να συνειδητοποιήσεις ότι η ζωή δεν
είναι μόνο τα «πρέπει» και οι υποχρεώσεις, οι στυλιζαρισμένες συναντήσεις,
[ 276 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Βράδυ Σαββάτου
Ήταν Σάββατο βράδυ ενός καυτού Αυγούστου. Την επόμενη ημέρα η Μάρθα
θα επέστρεφε στην Αθήνα, καθώς η άδειά της τελείωνε. Ήταν το πρώτο κα-
λοκαίρι μετά από χρόνια δουλειάς που είχε καταφέρει να κάνει διακοπές στη
γενέτειρά της, μια επαρχιακή κωμόπολη στη Βόρεια Ελλάδα. Αν και είχαν πε-
ράσει χρόνια από τότε που είχε εγκαταλείψει τον τόπο της, ένα κομμάτι της
πάντα διαμαρτυρόταν όταν έφευγε από αυτόν, ακόμη και αν είχε πάει ως επι-
σκέπτρια για λίγες μόνο ημέρες. Ίσως τελικά να έχουν δίκιο όσοι λένε πως
κάθε μέρος στο οποίο έχεις ζήσει έστω και για λίγο, κρατάει πάντα ένα κομ-
μάτι σου, σκέφτηκε καθώς προσπαθούσε να διαχειριστεί τις ανάσες της ανη-
φορίζοντας προς το μοναδικό υπαίθριο θέατρο της πόλης. Ήταν λίγο πριν
τις οχτώ το απόγευμα και ο ήλιος ήταν ακόμη καυτός. Το θέατρο ήταν προ-
σβάσιμο από ένα σημείο και μετά, μόνο από ένα στενό και σε κάποια σημεία
δύσβατο δρομάκι, και δυστυχώς για εκείνη και τους υπόλοιπους θεατρόφι-
λους, είχε σταθμεύσει το αυτοκίνητό της αρκετά μακριά. Το θέατρο ήταν η
μεγάλη της αγάπη και δεν θα έχανε την ευκαιρία να παρακολουθήσει μία
ακόμη εκτέλεση των Περσών του Αισχύλου. Στη δύσκολη διαδρομή προς το
θέατρο είχε δώσει δύο μάχες συγχρόνως: η μία ήταν να μην επιτρέψει στον
ιδρώτα που κυλούσε στο πρόσωπό της να της χαλάσει το μακιγιάζ και τη διά-
θεση καθώς και να μην επιτρέψει στο λαχάνιασμα να προδώσει πόσο αγύ-
μναστη ήταν στον ωραίο που περπατούσε μπροστά της και της έριχνε κλεφτές
ματιές. Η δεύτερη μάχη είχε να κάνει κυρίως με το να αποφεύγει να ακούει
και να παρασύρεται από τις συζητήσεις που έκανε το ζευγάρι πίσω της.
«Μα να μην έρθει ο Στέργιος και η Νίκη τελικά μαζί μας στην παράσταση;
Πολύ κρίμα!»
«Μα τι περίμενες; Να έχουν και καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα, βρε Θανάση;
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 279 ]
Η Νίκη θα είχε μαζέψει τις γειτόνισσες στο σπίτι και θα βαρέθηκε να έρθει.
Ο Στέργιος θα έπαιζε χαρτιά στο καφενείο του χωριού ως αργά και μετά
απλά θα βαρέθηκαν».
«Σιγά μην έπαιζαν χαρτιά, ρε Μαρίνα».
«Άκου με εμένα, όλοι οι γέροι αυτό κάνουν στα καφενεία, Θανάση. Ωραία
ζωή».
«Πέντε χρόνια μόνο είναι μεγαλύτερός μου ο Στέργιος», απάντησε ο Θα-
νάσης και η Μαρίνα άλλαξε θέμα γρήγορα.
Η Μάρθα απορούσε ώρες-ώρες γιατί ο Θανάσης εξακολουθούσε να της
απαντά, αλλά και γιατί τα περισσότερα ζευγάρια εξακολουθούν να συνομιλούν
από τη στιγμή που τις περισσότερες φορές δεν καταφέρνουν να βγάλουν
άκρη. Απορούσε επίσης και με τον ίδιο της τον εαυτό και με το ενδιαφέρον
που έβρισκε σε τέτοιου είδους συνομιλίες. Μάλλον ήταν το μικρόβιο του συγ-
γραφέα που δεν σταματούσε να αναζητά έμπνευση στα πιο απίθανα σημεία.
Οπουδήποτε υπήρχαν άνθρωποι και ζωή. Οπουδήποτε συνέβαινε κάτι.
Χαμένη στις σκέψεις της, ένιωσε για μια στιγμή να παραπατάει και να προσ-
γειώνεται σε μια επιφάνεια που δεν ήταν το κακοτράχαλο έδαφος, αλλά ή
αγκαλιά του μπροστινού της, ο οποίος κατάφερε να κρατήσει και τους δυο
τους όρθιους. Αφού επιβίωσε της παραλίγο πτώσης και του επικριτικού βλέμ-
ματος της Μαρίνας, η οποία κοίταξε τον σύζυγό της και αναρωτήθηκε χαμη-
λόφωνα αν ήταν σουρωμένη, η Μάρθα βρήκε το κουράγιο να ευχαριστήσει
τον ωραίο άγνωστο που έσωσε το τελευταίο βράδυ των διακοπών της από
βέβαιη καταστροφή.
«Είμαι ο Μάνος», της χαμογέλασε και άπλωσε το χέρι του προς το μέρος
της.
«Είμαι η Μάρθα», του απάντησε, ενώ αισθανόταν άβολα στη σκέψη πως τα
χέρια της που είχαν ιδρώσει και το πλατύ της χαμόγελο θα πρόδιδαν πως
είχε γοητευτεί τόσο εύκολα από έναν άγνωστο.
«Είσαι ντόπια;» τη ρώτησε ο Μάνος.
«Ναι. Αλλά πάνε χρόνια που δεν μένω πια εδώ».
«Αθήνα;»
[ 280 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Νεφέλη Μπαντελά
[ 282 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Μη φύγεις!
Ξεκλειδώνω την πόρτα και μπαίνω μέσα στο σπίτι. Γνώριμος ήχος έρχεται
από την κουζίνα. Κραυγές ακούγονται από τη μικρή τηλεορασίτσα. Πάλι θα
καβγαδίζουν οι σωτήρες μας για το ποιος εφάρμοσε καλύτερα τα μνημόνια,
σκέφτηκα, και ένα γέλιο έσκασε στα ξερά μου χείλη. Έβγαλα τα παπούτσια
και κατευθύνθηκα προς την κουζίνα.
– Καλώς τον, μου λέει η μάνα μου, καθώς καθαρίζει φασολάκια στο τραπέζι.
– Καλώς σε βρήκα μάνα, της απαντάω.
– Πες μου τι έγινε με τη συνέντευξη; Έχω μεγάλη αγωνία. Σε προσέλαβαν;
– Όχι, μάνα...
– Αχ, παιδί μου, σ’ τα έλεγα...
Πάλι ξεκίνησε, είπα μέσα μου και έκανα κίνηση να πάω στο υπνοδωμάτιό
μου. Μα εκείνη πρόλαβε και μου είπε εκείνη τη λέξη που όταν την ακούω με
καρφώνει σαν μαχαίρι μέσα στην καρδιά.
– Να φύγεις! Να φύγεις, αγόρι μου, στο εξωτερικό, να σωθείς!
– Πάλι άρχισες, ρε μάνα;
– Φύγε, φύγε, φύγε!
– Μα εγώ δεν θέλω να φύγω...
– Τι άλλο καλύτερο έχεις να κάνεις σε μια μαραζωμένη χώρα που το μόνο
που κάνει είναι να τρώει τα παιδιά της;
– Να πολεμήσω για να το αλλάξω αυτό και να καλυτερεύσει η ζωή μας.
– Μα δεν υπάρχει ζωή σ’ αυτόν τον χρεοκοπημένο τόπο. Θέλεις να γίνεις
ζητιάνος και να ζητιανεύεις στα φανάρια;
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 283 ]
– Θα δουλέψω, μάνα!
– Και πού θα βρεις δουλειά, όταν πάνω από τους μισούς νέους της ηλικίας
σου κάθονται άνεργοι στα σπίτια τους; Χα! Ποια σπίτια, αυτά θα τα πάρουν
οι τράπεζες, αν δεν τα έχουν πάρει ήδη.
– Γι’ αυτό τον λόγο θα μείνω στην πατρίδα μου, μάνα, για να δουλέψω
μαζί με τους άλλους αντάμα και να σώσουμε την αξιοπρέπειά μας, τη στέγη
και την οικογένειά μας!
– Και πώς θα μας σώσετε, από τον καναπέ ή τις καφετέριες με τον φραπέ
στο χέρι;
– Μην ακούς τι λένε στις τηλεοράσεις. Αυτά είναι προπαγάνδα. Κανένας
δεν θ’ αφήσει το σπίτι του να χαθεί ή να πεινάσει!
– Σε ρωτάω, αλλά δεν μου απαντάς. Πού θα βρεις, αγόρι μου, δουλειά;
– Δεν χρειάζεται να βρω, θα δημιουργήσω μόνος μου. Τι τα έχουμε τα χω-
ράφια στο χωριό; Θα πάω, θα τα οργώσω, θα τα καλλιεργήσω, θα μαζέψω
τον καρπό και στο τέλος θα τον πουλήσω.
– Και τι θα κερδίσεις από αυτό; Με τόσους φόρους και αρπακτικά μεσά-
ζοντες; Το επίδομα ανεργίας θα σε ωφελήσει περισσότερο.
– Ακούς τι λες, μάνα; Μου υποδεικνύεις να μείνω άπραγος και να μην εκ-
μεταλλευτώ το δώρο της αειφόρου γης που μας έδωσε η μητέρα μας, Ελ-
λάδα;
– Φύγε, φύγε, φύγε!
– Και πού να πάω;
– Να πας στα ξένα, να βρεις εργασία. Η Γερμανία ζητάει γιατρούς και η
Ελβετία παθολόγους! Τι θα τα κάνεις διαφορετικά τα πτυχία σου εδώ, απλώς
θα τα έχεις κρεμασμένα στο σαλόνι. Γι’ αυτό άκουσέ με, αγόρι μου. Φύγε,
φύγε γρήγορα να σωθείς!
– Και θεωρείς πως η ξενιτιά θα μ’ ωφελήσει;
– Πρέπει να φύγετε, παιδί μου, όλοι οι νέοι, όπως ο ξάδερφός σου ο Γιάν-
[ 284 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
νης στην Αμερική. Κοίταξε τον πώς ζει σαν βασιλιάς. Δύο εστιατόρια άνοιξε.
Φύγε, λοιπόν, αγόρι μου, φύγε να σωθείς!
– Και την Ελλάδα ποιος θα τη σώσει; Μήπως οι γραβατωμένες μαριονέτες
που μας κυβερνούν;
– Πήγαινε εσύ και άσε την Ελλάδα να τα βγάλει πέρα μόνη της. Μα για
ποια Ελλάδα μιλάω, λες πως υπάρχει ακόμη αυτή η χώρα. Μία σκλάβα είναι
μονάχα.
– Ε, όχι δα! Πώς θα αφήσω τη χώρα μου σκλάβα κι εγώ θα ζήσω ήρεμος
στα ξένα; Πώς θα ελευθερωθεί αν όλα τα παιδιά της φύγουν στην ξενιτιά και
μείνει μοναχή της; Θα μαραζώσει, θα σαπίσει, μέχρι το κουφάρι της να αφε-
θεί βορά στ’ αρπακτικά και να χαθεί τελείως. Όχι, αυτός ο πολιτισμός, αυτό
το πνεύμα, αυτή η γλώσσα δεν έσβησαν και δεν θα σβήσουν ποτέ. Όχι, όχι,
όχι... Δεν φεύγω, θα μείνω κι ας παραμείνουν κρεμασμένα τα πτυχία μου
στον τοίχο. Θα γίνω αγρότης. Θα καλλιεργήσω αυτό τον τόπο, αυτήν τη θεία
γη, με το αρχαίο και αθάνατο ελληνικό πνεύμα.
– Μα τι κουταμάρες είναι αυτές που μου τσαμπουνάς; Δεν σε σπούδασα
εγώ για να μου γίνεις εσύ αγρότης. Το παιδί μου, γιατρός πράγμα, αγρότης;
Ας γελάσω δυνατά!
– Και τι με συμβουλεύεις, μάνα, να φύγω μακριά από τον τόπο που γεννή-
θηκα και μεγάλωσα; Να φύγω μακριά από εσένα, τον πατέρα, τ’ αδέρφια μου
και τους φίλους μου; Να φύγω και ν’ αφήσω πίσω μου ό,τι αγάπησα και συ-
νεχίζω ν’ αγαπώ;
– Φύγε, φύγε, φύγε! Φύγε να σωθείς να γίνεις άνθρωπος!
– Μα τώρα τι είμαι, μάνα, δεν είμαι άνθρωπος ή μήπως τα χρήματα κάνουν
την ανθρωποσύνη;
– Φύ...
– Σταμάτα, μάνα, μην κουράζεσαι άλλο. Ξέρω πως μου τα λες όλα αυτά
γιατί θέλεις το καλό μου. Όμως, μέσα σου βαθιά το ξέρεις και συ πως μία
μάνα Σπαρτιάτη, Μαραθωνομάχου, Μακεδόνα ποτέ δεν θα άφηνε τις Θερ-
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 285 ]
* Προσδιορίζεται από το λόγο του όγκου των όρχεων προς τον όγκο ολόκληρου του σώματος.
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 287 ]
Κώστας Πολυπαθέλλης
[ 290 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Δημήτρης Ράντζα
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 291 ]
Νανούρισμα
Αλέξανδρος Σαγρής
[ 292 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Μίλησες
Μα τα λόγια μπλέχτηκαν
Πίσω από τα μπορώ σου
Σε ψηλά τακούνια
Ακροβατεί ο εγωισμός σου
Λόγια ζεστά
Δεν βγαίνουν από τα χείλη
Ξέρεις τι είναι κάποιος να ξεπεράσει τα όριά του για να σε δεχτεί όπως είσαι;
Να διαφωνεί μαζί σου σε θέματα ηθικής και αξιοπρέπειας κι όμως να στέκεται
δίπλα σου χωρίς να σε κατακρίνει. Να προσπαθεί να σου δείξει πού κάνεις
λάθος, όχι για τους άλλους, αλλά πού αδικείς εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου.
Δεν μπήκα ποτέ στη διαδικασία να σκεφτώ τι κόπο χρειάστηκε να καταβάλει
για να με δεχτεί ακόμα και στις χειρότερες στιγμές μου. Γιατί, ενώ ήξερε ότι
στο τέλος θα χτυπούσα το κεφάλι μου στον τοίχο, δεν μου κούνησε ποτέ το
δάχτυλο, και δεν μου είπε «εγώ σ’ τα ’λεγα». Ούτε όμως με ντάντεψε και
ποτέ! Προσπάθησε εκείνη να μαζέψει τα κομμάτια μου και όταν είδε ότι με
ήρεμο τρόπο δεν καταλάβαινα, τότε μόνο μου φώναξε… Μου φώναξε όπως
θα έκανε η μάνα μου, που ενώ μπορεί να την έχω κάνει έξαλλη, καταλαβαίνω
από τον τόνο της φωνής της, ότι νοιάζεται βαθιά και ειλικρινά για μένα.
Της χρωστάω λοιπόν ένα ευχαριστώ, για τον χρόνο που επένδυσε, για τον
κόπο που χρειάστηκε να καταβάλει για να με δεχτεί με τα λάθη μου και να
με βοηθήσει. Μπορεί να με έκανε να κλάψω, αλλά το ξέρω ότι εκείνη πονούσε
περισσότερο για μένα απ’ ό,τι εγώ για τον εαυτό μου.
Σε ευχαριστώ, λοιπόν, που έμεινες ενώ θα ήταν πιο εύκολο και πιο ανώδυνο
να φύγεις.
Έλενα Χαδιού
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 295 ]
Θεόφιλος Χατζηαριστεράς
[ 296 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Μισοτελειωμένη μπεσαμέλ
Γρηγόρης Καλπακιάν
Υ.Γ. Εις μνήμην της Μαρίας-Τερέζας Κ., ενός ξεχωριστού ανθρώπου που μεγάλωσε και ανέθρεψε
με αγάπη και ήθος τα δυο της ανίψια και τα δυο της παιδιά.
Σ’ ευχαριστούμε!
[ 300 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Ως ποιητής
Θα μιλήσω προσωπικά:
Σχεδόν σαν να συνομιλώ με τον εαυτό μου.
Δεν υπάρχει απάντηση με ναι ή όχι
σ’ αυτό το ερώτημα.
Υπάρχω σ’ όλα όσα γράφω,
μα συγχρόνως είμαι απολύτως απούσα.
Είναι σαν να μου ανήκουν όσα γράφω
μέχρι πριν να τα γράψω
Κι όμως, πάλι,
δεν μου ανήκαν ποτέ
ή έστω, λίγο·
κι εξαφανίζονται από μέσα μου,
αλλά παραμονεύουν πάντα με τα σημάδια τους·
κάνω κύκλους θνητούς,
μικρούς,
πολύ πιο κάτω απ’ την ποίηση,
την οποία μόνιμα και αναγκαία
προσπαθώ να δω.
Νάντια Βούκατζη
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 301 ]
Παραλλαγή παραμυθιού
Μάγια Βαρδακώστα
[ 302 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Δήμητρα Νούση
Συγγραφέας, συντονίστρια της δράσης
«Στο βλέμμα του Μπάιρον»
ISBN: 978-960-86210-2-2