You are on page 1of 304

Ρινόκερος

&Φοίνικας
ΑΠO ΤΗΝ ΥΠΟΤΑΓH
ΣΤΗΝ ΑΝΑΓEΝΝΗΣΗ

ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ 2019


ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ | «ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
| Στο δρόμο της φυγής…| το φευγιό της ψυχής

Ρινόκερος
και
Φοίνικας

από την υποταγή στην αναγέννηση


3

80 χρόνια από την έναρξη του


Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
[ 4 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Η Πολιτιστική Δράση του Δήμου Βύρωνα με


τίτλο «Στο βλέμμα του Μπάιρον» τελεί υπό την
αιγίδα της Α.Ε. του Προέδρου της Ελληνικής Δη-
μοκρατίας, κυρίου Προκοπίου Παυλοπούλου.
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 5 ]

ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ
ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
«Στο βλέμμα του Μπάιρον»

Ρινόκερος
και
Φοίνικας

από την υποταγή στην αναγέννηση

Κείμενα 5oυ Διαγωνισμού


Λογοτεχνικής Έκφρασης
Εφήβων και Νέων
Κείμενα από τη Νεανική Λογοτεχνική
Συντροφιά του Δήμου Βύρωνα
ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ | «ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Συντελεστές της έκδοσης:


Η αξιολόγηση των κειμένων που περιέχονται στην παρούσα έκδοση έγινε
από την κριτική επιτροπή
του 5ου Πανελλήνιου Διαγωνισμού Λογοτεχνικής Έκφρασης.
Μέλη της κριτικής επιτροπής είναι οι:
Απόστολος Κοκόλιας, δικηγόρος, συγγραφέας
Πάνος Τριγάζης, Πρόεδρος του Συνδέσμου Μπάιρον για τον Φιλελληνισμό
και τον Πολιτισμό
Δημήτρης Σταμάτης, λέκτορας Κλασικής Φιλολογίας στο Εθνικό και Καπο-
διστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Κώστας Καλημέρης, κριτικός λογοτεχνίας
Σοφία Θωμοπούλου, συγγραφέας
Ρένα Σκούρα, φιλόλογος
6 Δήμητρα Νούση, συγγραφέας

Συντονισμός δράσης της Νεανικής Λογοτεχνικής Συντροφιάς του Δήμου Βύ-


ρωνα και δημιουργική σύνθεση των κειμένων αυτής: Δήμητρα Νούση

Kaλλιτεχνική επιμέλεια έκδοσης: Γεωργία Αλεβιζάκη

Το παρόν βιβλίο εκδόθηκε από τον Δήμο Βύρωνα με τη συμμετοχή


της Δημοτικής Επιχείρησης του Δήμου Βύρωνα.

2019

ISBN: 978-960-86210-5-3
| Στο δρόμο της φυγής…| το φευγιό της ψυχής

ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ
ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
«Στο βλέμμα του Μπάιρον»

Ρινόκερος
και
Φοίνικας

από την υποταγή στην αναγέννηση

Κείμενα 5oυ Διαγωνισμού


Λογοτεχνικής Έκφρασης
Εφήβων και Νέων
Κείμενα από τη Νεανική Λογοτεχνική
Συντροφιά Δήμου Βύρωνα

ΒΥΡΩΝΑΣ 2019
[ 8 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 9 ]

«Οι λέξεις έχουν άλλη δύναμη. Μιλούν, σπαράζουν, σκέφτονται,


θυμούνται. Είναι παιχνιδιάρικες, καθώς αλλάζουν νοήματα, ακού-
γονται το ίδιο αλλά έχουν άλλη σημασία. Κάθε λέξη έχει να σου
πει τη δική της ιστορία, τα πάθη της, πόσες φορές άλλαξε τη
σκέψη της. Οι ποιητές τις ξέρουν».

Φώτης - Ορέστης Μικελάκης

Μαθητής γυμνασίου
ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ | «ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

10
| Στο δρόμο της φυγής…| το φευγιό της ψυχής

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Χαιρετισμός του δημάρχου Βύρωνα, Γρηγόρη Κατωπόδη 15
Η εκδίκηση του πολιτισμού του Μάριου Σούση,
προέδρου του Συλλόγου Απογόνων Θυμάτων του Ολοκαυτώματος 17
Ο σύγχρονος δήμος και τα όριά του της Δήμητρας Νούση 21

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Διηγήματα και ποιήματα από τον 5ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό
Λογοτεχνικής Έκφρασης Εφήβων και Νέων – Κείμενα που διακρίθηκαν
11
Πεσμένα πέταλα της Ίριδας Αικατερίνης Καμπέρογλου 32
Οι Θερμοπύλες της… ελευθερίας της Αικατερίνης Γκίκα 38
Ο Δράκος μας της Ελένης - Παρασκευής Μέξη 42
Πρότυπο ζωής του Σταύρου Στάνα 48
Αλήθεια για… όποιον έχει μάτια του Στυλιανού Γκίκα 55
Εμείς… όχι οι άλλοι του Κωνσταντίνου Μίχα 59
Όπλο μας… η γνώση της Βασιλικής Θάνου 62
Αγγελική θυσία του Νικολάου Καζακλάρη 65
Καθρέφτης η άβυσσος του ανθρώπου
της Ειρήνης - Σταυρούλας Αλούμπη 67
Ραγισμένη κλεψύδρα της Μαργαρίτας - Δήμητρας Γαβιώτη 69
Το λευκό περιστέρι της Ειρήνης Λουκοπούλου 71
Ήτανε νέα και όμορφη του Διονύσιου Σπανόπουλου 73
Το παραμύθι του πολέμου της Μαρίας Ραπτάκη 75
[ 12 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Τυφλότης της Στεφανίας Ευαγγελίας Γεωργάκη 84


Μεταμορφώσεως άρνηση της Γεωργίας Μυστριώτη 90
ΑνθρωΠοιά; της Ευγενίας Τσώνη 95
Μια αγελαία κοινωνία της Κωνσταντίνας Ελένης Μπουρούτη 100
Ταυτότητα... άνθρωπος του Βλάσιου Μαγγίδη 105
Το κάστρο των Ρινόκερων της Στέλλας Καπέλα 108
«Τί ἐστίν ἄνθρωπος;» της Δήμητρας Παναγιωτίδου 110
Δηλώνω άνθρωπος του Νικολάου Αγγελή Άνθη 112
Μετα-μόρφωση της Αναστασίας Φιλιπποπούλου 115
Ταξίδι του Παντελεήμονος Χαμπίδη 117

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Διηγήματα γραμμένα ομαδικά από τη Νεανική Λογοτεχνική Συντροφιά
Σελίδες από Θ.Α.Ν.Α.Τ.Ο της Δήμητρας Νούση 123
Μια φωνή από τη Γερμανία Μέρος Πρώτο, συλλογικό 131
Μια φωνή από τη Γερμανία Μέρος Δεύτερο, συλλογικό 146
Μια φωνή από το Άμστερνταμ συλλογικό 160
Μια φωνή από το Άουσβιτς Μέρος Πρώτο, συλλογικό 176
Μια φωνή από το Άουσβιτς Μέρος Δεύτερο, συλλογικό 190
Μια φωνή από το Μαουτχάουζεν Μέρος Πρώτο, συλλογικό 206
Μια φωνή από το Μαουτχάουζεν Μέρος Δεύτερο, συλλογικό 222

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
Διηγήματα και ποιήματα των μελών της Νεανικής
Λογοτεχνικής Συντροφιάς – ατομικά κείμενα
Γίνεται; του Ευθύμιου Ραφαήλ Αγγελή 236
Στη χαρά παραδομένο το κομμάτι αυτό του Άγγελου Αρόρα 237
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 13 ]

Καλοκαίρι στην Αθήνα του Δημήτρη Παρασκευά Γερακίνη 238


Για μια ξεχωριστή Ανατολή της Χριστίνας Γεωργιάδη 243
Salutatio (Αποχαιρετισμός) της Σοφίας Γιαπαντζαλή 247
Οι πλανεμένοι ανθρωποφάγοι του Παύλου Γκούλελη 249
Άτιτλο του Αντώνη Κίτσιου 252
Παράμερες απώλειες του Αντώνη Κίτσιου 253
Ας σώσουμε τουλάχιστον το αύριο! της Ειρήνης Δεμέστιχα 254
Το περιστέρι της επιτυχίας της Ειρήνης Δεμέστιχα 256
Πόλεμος ψυχής της Τόνιας Μαλογιάννη 261
Πόσο έξυπνος είσαι; του Δημήτρη Μήλιου 263
Gloria, oh gloria της Ευγενίας Μανωλίδου - Χατζή 267
Πνευματική διαθήκη Σάμουελ Χάου του Φώτη - Ορέστη Μικελάκη 271
Τρέχοντας με τη ζωή… της Κωνσταντίνας Μοσχοπούλου 275
Βράδυ Σαββάτου της Νεφέλης Μπαντελά 278
Μη φύγεις! του Πλούταρχου Πάστρα 282
Ένστικτα, περιβάλλον και ματαιοδοξία του Κώστα Πολυπαθέλλη 286
Ένα γλυκό κορίτσι του Δημήτρη Ράντζα 290
Νανούρισμα του Αλέξανδρου Σαγρή 291
Το μήνυμα του Αργοναύτη της Κατερίνας Σπανού 292
Για όσους έμειναν της Έλενας Χαδιού 294
Ένα βέλος ταξιδεύει στα χρόνια του Θεόφιλου Χατζηαριστερά 295
Το νερό και η φωτιά της Νάσιας Αρβανίτη 296
Μισοτελειωμένη μπεσαμέλ του Γρηγόρη Καλπακιάν 298
Ως ποιητής της Νάντιας Βούκατζη 300
Παραλλαγή παραμυθιού της Μάγιας Βαρδακώστα 301

Βιβλιογραφία 302
ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ | «ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 15 ]

Χαιρετισμός του δημάρχου Βύρωνα


Γρηγόρη Κατωπόδη

Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, όταν με ενημερώνουν πως ήρθε η ώρα να γράψω
τον χαιρετισμό για το βιβλίο μας, νιώθω μια ιδιαίτερη χαρά. Είναι συγκίνηση
για όλους εμάς που πιστέψαμε ότι αξίζει ο κόπος να καλέσουμε τη νεολαία
της πατρίδας μας κοντά μας, να την ακούσουμε και να λάβουμε υπόψη αυτά
που έχει να μας πει. Ξέραμε από την αρχή ότι η ενασχόληση με τη λογοτε-
χνία και το γράψιμο είναι κάτι που σχεδόν κανείς δεν του δίνει σημασία,
ένα έργο μιας δημοτικής αρχής που μπορεί πολύ εύκολα να περάσει απα-
ρατήρητο. Για εμάς, όμως, δεν υπήρξε ούτε μια στιγμή αυτή η σκέψη. Τα
γράμματα είναι το πιο «καθαρό», το πιο τίμιο και το πιο αποτελε-
σματικό όπλο για να υπάρχει, να αντιστέκεται και να δημιουργεί
ένας λαός μέσα στην ιστορία. Είμαστε ευτυχείς που βλέπουμε νέους να
ασχολούνται με τα γράμματα και τον στοχασμό, που μας γράφουν τους προ-
βληματισμούς τους ξανά και ξανά, κάθε χρόνο, για να τους προβάλουμε,
να τους μοιραστούμε και να τους κρατήσουμε μέσα μας.

Το όραμα να στήσουμε ένα πρόγραμμα «στο βλέμμα του Μπάιρον», του


νέου, του ποιητή, του επαναστάτη αλλά και του συμβόλου μας, δεν ήταν τε-
λικά ανώφελο ούτε στιγμιαίο. Είναι μια δραστηριότητα της πόλης μας στην
οποία εμείς, ως δημοτική αρχή, οι εργαζόμενοι στον δήμο μας, οι εθελοντές
μας, οι γονείς, αλλά πάνω από όλους, τα παιδιά, οι έφηβοι και οι νέοι μας,
βρίσκουμε όλοι μαζί τον ρόλο μας, τον δρόμο μας και γράφουμε με τον
τρόπο μας το βιβλίο της χρονιάς.
[ 16 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Το βλέμμα του Μπάιρον δεν είναι βουβό. Μας καθοδηγεί με τον τρόπο
του και μας δείχνει δρόμους. Η επιλογή μας να αναδείξουμε όχι υποχρεω-
τικά το ταλέντο ενός νέου ανθρώπου μέσα από το βιβλίο μας, αλλά την
ανάγκη του να εκφραστεί, δικαιώθηκε. Μοιραζόμαστε κάθε χρόνο τον εν-
θουσιασμό γονιών και παιδιών, γεγονός που μας δίνει χαρά και κουράγιο
για την επόμενη δημιουργία, για το επόμενο βιβλίο. Φέτος προχωρήσαμε
σε κάτι καινούργιο: προβλέψαμε βραβεία και για τους καθηγητές που υπο-
στήριξαν μέσα από τα σχολεία την προσπάθεια των μαθητών και μαθητριών
να συμμετέχουν στον διαγωνισμό μας. Βλέποντας κάθε χρόνο κάποιοι εκ-
παιδευτικοί να ξεχωρίζουν με τις προσπάθειές τους, νιώσαμε την ανάγκη
για μια επιβράβευση, για ένα «ευχαριστώ» από τον δήμο μας, προς αυτούς
τους ανθρώπους που βλέπουν στη δουλειά τους μια άλλη διάσταση προ-
σφοράς και ενθάρρυνσης προς τη νεολαία μας.
Το βιβλίο αυτό είναι μια μικρή περιπέτεια ανάμεσα σε μεγάλες ανθρώπινες
ανάγκες και σε μεγάλες ιδέες που ο πολιτισμός μας τις είδε να γεννιούνται,
να σβήνουν, αλλά και να αποτελούν την παρηγοριά της ανθρωπότητας. Το
βιβλίο Ρινόκερος και Φοίνικας, από την υποταγή στην αναγέννηση, είναι το πέμ-
πτο βιβλίο που αφήνουμε στην πόλη μας και σε όλη την Ελλάδα, με μεγάλο
πείσμα και μεράκι. Στις σελίδες αυτού του βιβλίου συναντιόμαστε όλοι μαζί
και μοιραζόμαστε αυτό που έχουμε να καταθέσουμε.

Γρηγόρης Κατωπόδης
δήμαρχος Βύρωνα
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 17 ]

Η εκδίκηση του πολιτισμού

«πολλαί καί μεγάλαι συμφοραί, αι οποίαι παρουσιάζονται και θα εξακο-


λουθήσουν να παρουσιάζωνται πάντοτε, εφόσον η ανθρώπινη φύσις μένει
η ιδία»
Θουκυδίδου Ιστοριών Γ'
(μετάφραση Ελευθ. Βενιζέλου, σ. 501)

Αυτά αναφέρει ο Θουκυδίδης για τις συμφορές ενός εμφύλιου πολέμου


και αναρωτιέμαι τι θα έλεγε σήμερα ο ιστορικός για τα απάνθρωπα και
πρωτοφανή εγκλήματα του γερμανικού φασισμού, αυτήν την ντροπή του
ανθρώπινου γένους, που ξεπέρασε κάθε προηγούμενη μορφή βίας.
Το βίωμα του Ολοκαυτώματος έχει μπει μέσα στη ζωή μας και έχει εμπο-
τίσει τη σκέψη μας τόσο βαθιά, που ξεπερνά τα όριά μας, ενώ έχει επηρεάσει
τη νέα γενιά, που καλείται να ξεπλύνει τις τόσες βρωμιές από τη δική μας
εποχή. Όπως λέει η κυρία Δήμητρα Νούση, έχουμε μπροστά μας μια νιότη
που δεν της αξίζει να φορτωθεί τόσα πολλά.
Και όμως, αυτή η νιότη αναδεικνύεται από το ανά χείρας βιβλίο να αφο-
μοιώνει, να αντιστέκεται, να πολεμά δυναμικά, για να μην ξανανιώσει η αν-
θρωπότης αυτή την ποταπότητα που μας οδήγησαν να ζήσουμε: πολεμά
να αλλάξει την ανθρώπινη φύση.
Ως πρόεδρος του Συλλόγου των Απογόνων του Ολοκαυτώματος, έχω την
εμπειρία προσκλήσεων σε σχολεία, για να συνομιλήσω με μαθητές και να
ζήσω προβληματισμούς της νιότης μας. Ωστόσο, το βιβλίο αυτό ήταν για
[ 18 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

μένα μια αποκάλυψη, γιατί έπρεπε πρώτα να ακούσω και να διαβάσω ό,τι
δεκάδες μαθητές και φοιτητές διάβασαν, εμπνεύστηκαν και έγραψαν για τη
γερμανική αλαζονεία, τη γενοκτονία των Εβραίων και τα στρατόπεδα συγ-
κέντρωσης.
Διαβάζοντας τα κείμενα που έγραψε η Πανελλήνια Λογοτεχνική Συντροφιά
του Δήμου Βύρωνα, έκανα μια πορεία ξεκινώντας από τον Χανς Φάλλαντα,
που ο ήρωάς του στρέφεται ενάντια στο χιτλερικό καθεστώς όταν σκοτώνεται
ο γιος του στο μέτωπο. Τότε το μυαλό μου πήγε στο μίσος που αιώνες πριν
ρίζωνε στις θρησκευτικές και κοινωνικές αντιλήψεις με το βιβλίο του Λού-
θηρου, το 1543, Οι Εβραίοι και τα ψέματά τους, νιώθοντας πως αυτή η ντροπή
των χιτλερικών στρατοπέδων είναι μια πολύ παλιά ιστορία, που τελικά ξέ-
σπασε στη δεκαετία του 1940.
Η συνομιλία των παιδιών με τον Πρίμο Λέβι, ο οποίος βγήκε ζωντανός
μέσα από το Άουσβιτς, είναι μια συνάντηση με το τραύμα μας, καθώς κου-
βαλάμε την εικόνα αυτών που χάσαμε ή έχουμε ακούσει ότι υπάρχουν
τύψεις αυτών που επέζησαν, αφού τόσοι άλλοι πέθαναν. Διαβάζω ξανά και
ξανά αυτήν τη φράση ενοχής του Πρίμο Λέβι μέσα στο Άουσβιτς, καθώς
περιγράφει τι έκαναν, αφού παρακολούθησαν τον απαγχονισμό ενός κρα-
τούμενου: «Ο Αλμπέρτο κι εγώ γυρίσαμε στο παράπηγμα, και δεν μπορού-
σαμε να κοιταχτούμε στα μάτια. Αυτός ο άντρας θα πρέπει να ήταν γενναίος,
φτιαγμένος από διαφορετικό μέταλλο, εμείς λυγίσαμε, ενώ αυτός όχι…
μοιράσαμε τη σούπα, σβήσαμε την καθημερινή οργή της πείνας και τώρα
μας βαραίνει η ντροπή». Αυτή η ντροπή βάραινε τον Πρίμο Λέβι μέχρι το
τέλος, όταν και ο ίδιος τελικά αυτοκτόνησε. Είναι αλήθεια ότι πλήθος αυτο-
κτονιών καταγράφονται από τους επιζήσαντες από τα στρατόπεδα. Είναι
από τις άγραφες μαύρες σελίδες της ιστορίας που άγγιξε την οικογένειά
μου και εμένα προσωπικά.
Η αναφορά του βιβλίου περνάει στην Άννα Φρανκ, και διαβάζοντας τα
κείμενα των παιδιών που συνομιλούσαν με την Άννα Φρανκ, σκεφτόμουν
τη δική μου αδερφή, την Νταίζη, που έγραψε τη δική μας εμπειρία όταν
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 19 ]

κρυβόμασταν σε μια τρώγλη, στο Χαλάνδρι. Δολοφόνησαν στο Άουσβιτς


τον πατέρα, όλη την οικογένεια και, μεταξύ αυτών, τη Ρένα Σούση, την ξα-
δερφούλα μου, μόλις 12 ετών. Έπαιζε με τα παιδιά έξω, στην πλατεία Δε-
ξαμενής, όταν πήγαν οι Γερμανοί μαζί με τσολιάδες και συνέλαβαν τους
γονείς της σε ένα σπίτι όπου τους έκρυβε η ίδια η γυναίκα που τους κατέ-
δωσε. Ήταν Ιανουάριος του 1944. Φεύγοντας οι Γερμανοί είδαν τα παιδιά
να παίζουν και τότε η γυναίκα, που ήταν οικοδέσποινα και προδότρα, ακού-
στηκε να λέει: «Πάρτε και αυτό το μπασταρδάκι, και αυτό Εβραιάκι είναι».
Δεν απόμεινε από τη Ρένα τίποτε άλλο από μία φωτογραφία, που το νόημά
της είναι το ίδιο με το νόημα που βγαίνει από την Άννα Φρανκ, όπως ένα
χορταράκι εκφράζει το ίδιο νόημα ζωής με ένα πανύψηλο κυπαρίσσι. Αλλά
και η δική μου αδερφή, που έγραψε για εκείνη την εποχή, ήταν μια ακόμη
Άννα Φρανκ, που είχε την τύχη να επιζήσει. Γιατί οι Γερμανοί μάς είχαν κατα-
δικάσει –ακόμα και παιδιά έξι ετών όπως εγώ–σε θάνατο αναίτια, δίχως δίκη
και απολογία. Ήθελε ο θεός να ζήσουμε και ζήσαμε. Αλλιώς δεν εξηγείται.
Από το βιβλίο της αδερφής μου, Νταίζης Σούση:
Όχι! Δεν ζητάμε εκδίκηση. Θέλουμε, πάνω σ’ αυτήν τη γη να μην ξαναβρεθεί
άνθρωπος που να μας πετάξει τη στερεότυπη κουβέντα «παληοεβραίοι» ή το
ακόμη χειρότερο, που τ’ άκουσα με τα ίδια μου τ’ αυτιά: «Καλά κάναν οι Γερμανοί
και σας κάνανε σαπούνι».
Διαβάζοντας τα κείμενα αυτών των συγγραφικών ομάδων του Δήμου Βύ-
ρωνα αισθάνθηκα ότι πήρα μια πληροφόρηση που δεν είχα: υπάρχουν σή-
μερα νέοι άνθρωποι που σκέφτονται και δεν διστάζουν να εκφράζονται για
πράγματα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν γνωστά και ξεπερασμένα.
Αλλά για εμάς, τους απογόνους του Ολοκαυτώματος, τίποτε δεν είναι ξεπε-
ρασμένο.
Πρέπει πραγματικά να συγχαρώ και να ευχαριστήσω όλα τα νέα παιδιά
που συμμετέχουν σε αυτήν την έκδοση για το κουράγιο που μας δίνουν,
για την ελπίδα ότι με την προσπάθειά τους μειώνουν τις πιθανότητες μιας
επανάληψης γεγονότων που η δική μας γενεά έζησε.
[ 20 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Θέλω να εκφράσω τα θερμά συγχαρητήρια στον Δήμο Βύρωνα για μια


τέτοια πρωτοβουλία που αναπτύσσει κάθε χρόνο και δίνει σε νέους την ευ-
καιρία να σκέφτονται και να δημιουργούν. Θέλω να πω σε όλα τα παιδιά
αυτό που απαντώ πάντα όταν με ρωτούν αν έχω μέσα μου διάθεση εκδίκησης
για τους Γερμανούς: η μόνη εκδίκηση που δέχομαι και επιθυμώ είναι η εκ-
δίκηση μέσα από τον δρόμο του πολιτισμού. Αυτοί μας πολέμησαν με σφαί-
ρες, εμείς τους πολεμάμε με τον λόγο. Χαίρομαι ειλικρινά που οι δημιουργοί
αυτού του βιβλίου χαράσσουν με τον τρόπο τους έναν τέτοιο δρόμο. Εμ-
πνευστής και βασικός δημιουργός είναι η κυρία Δήμητρα Νούση, στην
οποία πρέπει να εκφραστούν θερμά συγχαρητήρια για τον αγώνα της και
μέσω αυτών των ενεργειών της να οικοδομηθεί η αλλαγή της φύσης του
ανθρώπου, που πρέπει και τώρα και στο μέλλον να είναι αυτοσκοπός.
Θέλω να πω πολλά στα παιδιά, όμως αυτό το βιβλίο δεν υπάρχει για να
ακουστεί η δική μου φωνή, αλλά η φωνή των παιδιών μας, τα οποία διαπι-
στώνουμε ότι με όλους τους τρόπους της λογοτεχνικής έκφρασης υπηρετούν
με συνέπεια τον τελικό στόχο:

ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ.

Μάριος Σούσης
πρόεδρος του Συλλόγου Απογόνων
Θυμάτων του Ολοκαυτώματος
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 21 ]

Ο σύγχρονος δήμος και τα όριά του

Ρινόκερος και Φοίνικας

Ο δήμος είναι ένα ένας θεσμός-μηχανισμός που έχει χαρακτήρα τοπικό και
ρόλο αυτοδιοικητικό. Αυτό ίσχυε σε έναν κόσμο όπου υπήρχαν σύνορα.
Στον σημερινό κόσμο, όπου δεν υπάρχουν σύνορα ή και, όπου υπάρχουν,
σπάζουν με το πάτημα ενός κουμπιού, μπορεί ο δήμος να λειτουργήσει αυ-
στηρά, μέσα στα σύνορά του; Υπάρχει έργο, ειδικά πολιτισμικό έργο, που
μπορεί να παραχθεί με όρια και να κινηθεί μέσα σε σύνορα; Μπορούν να
υπάρξουν σύνορα όταν έχεις όνομα, έμβλημα και ταυτότητα τον Μπάιρον,
που έγραψε ιστορία ξεπερνώντας όρια και αδιαφορώντας για σύνορα; Ένα
κάλεσμα σε φοιτητές και μαθητές από όλη την Ελλάδα είναι το πρώτο κά-
λεσμα «εκτός συνόρων». Ένα κάλεσμα λογοτεχνικής έκφρασης και στοχα-
σμού είναι «το δεύτερο κάλεσμα εκτός ορίων» της συνηθισμένης δημοτικής
πολιτικής πράξης που οφείλει να δίνει το «παρών» στον αγιασμό των σχο-
λείων και στη συντήρηση των σχολικών κτιρίων του δήμου. Ένα τρίτο κά-
λεσμα να προβληματιστούν τα παιδιά μας για τον Ρινόκερο του Ιονέσκο, τη
δολοφονία της δεκατριάχρονης Σάντρα Παρκς στην Αμερική και τη λογο-
τεχνία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, είναι ένα ακόμη πιο τολμηρό
σπάσιμο των ορίων μιας πρωτότυπης παραγωγής πολιτισμού, που ξαφνιά-
ζει, καθώς ταξιδεύει στις δημοτικές βιβλιοθήκες όλης της Ελλάδας. Και το
πιο τρελό από όλα; Αυτό δεν έγινε μια φορά, αλλά συμβαίνει κάθε χρόνο.
Υπάρχει, λοιπόν, ένας δήμος που εκδίδει ένα βιβλίο κάθε χρόνο γεμάτο από
στοχασμούς εφήβων και νέων και το στέλνει σε όλες τις πόλεις, σε πείσμα
όλων αυτών που θέλουν να λένε ότι η νεολαία σωπαίνει, ότι το βιβλίο πε-
[ 22 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

θαίνει και ότι δεν υπάρχει άλλο ζητούμενο πέρα από το βόλεμα του καθενός.
Όλα αυτά τα «εκτός ορίων» ασυνήθιστα συμβαίνουν επειδή υπάρχει μεράκι,
όραμα, κόπος, εθελοντισμός, μεθοδικότητα, ηλεκτρονική επικοινωνία και
ένας μέγας ποιητής του κόσμου να μας εμπνέει να αγνοούμε τα όρια: ο
Μπάιρον, με το επαναστατικό του βλέμμα για τη ζωή.
Ρινόκερος και Φοίνικας από την υποταγή στην αναγέννηση, είναι ο τίτλος του
φετινού μας βιβλίου. Να, λοιπόν, μία ακόμη αμφισβήτηση των ορίων μας.
Είναι τίτλος αυτός για ένα βιβλίο που εκδίδει ένας δήμος;
Ε, ναι, λοιπόν, είναι και αποτελεί ένα τόλμημα, περιφρονώντας τα κλισέ
και τις πολυακουσμένες φράσεις. Πρόκειται για ένα διαφορετικό βιβλίο,
που εκθέτει πολλά και υπονοεί πολύ περισσότερα από αυτά που λέει στην
πρώτη του ανάγνωση. Εξήντα τέσσερις μαθητές και φοιτητές ή νεαροί ερ-
γαζόμενοι κλήθηκαν να γράψουν με έμπνευση την ίδια τη βία. Με αφορμή
γεγονότα από την ανεξέλεγκτη χρήση όπλων στις ΗΠΑ, την ιστορική εμπειρία
του φασιστικού φαινομένου που τόσοι πολλοί Ευρωπαίοι αγκάλιασαν μέσα
στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με αποτέλεσμα να εμπνευστεί ο Ευγένιος
Ιονέσκο και να γράψει τον περίφημο Ρινόκερο, γράφτηκαν τα κείμενα του
λογοτεχνικού μας διαγωνισμού που περιλαμβάνονται στο βιβλίο μας. Φέτος
ήρθαν κοντά μας περισσότεροι έφηβοι και λιγότεροι νέοι. Υπήρξαν όμορφα
κείμενα που θα μπορούσαν να περιέχονται στο βιβλίο μας, αλλά είχαν ελά-
χιστη βαθμολογική διαφορά από τα βραβευθέντα και δεν μας επέτρεπαν οι
κανονισμοί να τα συμπεριλάβουμε. Δεν πειράζει. Οι νεαροί δημιουργοί
αυτών θα μπορούν να βρεθούν στο λογοτεχνική μας συντροφιά το 2020
και να γράψουν στο επόμενο βιβλίο μας. Διαβάζω ξανά και ξανά τις σειρές
που υπογράμμισα βαθμολογώντας τους μαθητές:
«Ονειρεύομαι ένα μέλλον όπου θα καταφέρουμε να σε-
βόμαστε τις άλλες αλήθειες και θα είμαστε ικανοί να συ-
νυπάρχουμε σε ένα περιβάλλον γεμάτο άτομα που διαφέ-
ρουν ελάχιστα ή ίσως και τελείως από εμάς».
[Νικόλαος Καπλανίδης]
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 23 ]

«Δεν υπάρχει μια δίκαιη κοινωνία. Υπάρχουν όμως, δί-


καιοι πολίτες, δίκαιοι άνθρωποι. Δεν υπάρχει ισότητα στον
κόσμο. Δεν έχει γίνει δίκαιη και ισότιμη μοιρασιά στα δι-
καιώματα, στα χαρίσματα, στα προτερήματα και στα ελατ-
τώματα των ανθρώπων. Όμως… γιατί να γινόντουσαν
όλα αυτά;»
[Αικατερίνη Ιωάννου]
«… αυτό είναι η ελευθερία
το να μπορείς να ελπίζεις
να πέφτεις και να σηκώνεσαι»
[Ελένη Κοντογούρη]
«Το παιδί έχει φαντασία
Οι ενήλικες λόγια…
Όταν δεν εκφράζονται οι ιδέες ενός παιδιού
Δεν είναι εδώ, είναι αλλού
Δεν έχει φωνή…
Δεν είναι πραγματικό παιδί»
[Χρήστος Τσομπάνογλου]
«… μη μου στερείτε όνειρα»
[Σωτήριος Χαραλαμπόπουλος]

Διαβάζω και χαίρομαι που έφτασαν στα χέρια μας τόσο όμορφες λέξεις,
όσο άγουρες και αν φαίνονται σε κάποιους. Διαβάζω και απολαμβάνω αυτό
το παιχνίδι με τα όρια ενάντια στη σοβαροφάνεια: ένας δήμος, ο Δήμος Βύ-
ρωνα, εκδίδει και ενδίδει στην επιλογή του ασυνήθιστου, του παράταιρου,
του απρόσμενου παιχνιδιού ανάμεσα στον υπαρκτό ρινόκερο και τον ανύ-
παρκτο(;) μυθικό φοίνικα.
Η Πανελλήνια Λογοτεχνική μας Συντροφιά είχε φέτος σαράντα ένα μέλη,
τριάντα πέντε νέους και έξι εφήβους, δεκαέξι αγόρια και είκοσι πέντε κορί-
τσια. Αυτή η παρέα με μέλη από διάφορα μέρη της Ελλάδας χωρίστηκε σε
συγγραφικές ομάδες, συνομίλησε με συγγραφείς, με κείμενα του Δευτέρου
[ 24 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Παγκοσμίου Πολέμου και έγραψε τις σκέψεις που γέννησε μέσα της αυτή η
σχέση με τη λογοτεχνία. Οι έφηβοί μας έγραψαν για «μια φωνή από το Άμ-
στερνταμ» που είναι η φωνή της συνομήλικής τους, Άννας Φρανκ. Οι νέοι
μας έγραψαν για «μια φωνή από το Βερολίνο», με αφορμή το βιβλίο του
Χανς Φάλλαντα, Μόνος στο Βερολίνο, για μια φωνή από το Άουσβιτς με ανα-
φορά στο βιβλίο Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος του Πρίμο Λέβι, αλλά και για
«μια φωνή από το Μαουτχάουζεν» του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Κι αν ο Ρινό-
κερος γράφτηκε μετά τον πόλεμο για να καταδείξει το επικίνδυνο φαινόμενο
της υποταγής στο τέρας και του εναγκαλισμού με τον φασισμό, τα άλλα βι-
βλία γράφτηκαν για να αφήσουν παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές την
εμπειρία από τη βαρβαρότητα και τον απόλυτο εξευτελισμό του ανθρώπου.
Μέσα σε αυτήν την πορεία οι νεαροί δημιουργοί έδωσαν με τον δικό τους
τρόπο την πορεία του ανθρώπου από τον Ρινόκερο στον Φοίνικα. Πρόκειται
για δύο πόλους αντίληψης που είναι η πορεία από το αποκρουστικό αληθινό
ζώο στο μυθικό πουλί που αναγεννιέται. Εάν ανήκεις στους ρινόκερους,
είσαι ενταγμένος στον πανίσχυρο, πολυπληθέστερο κόσμο της αποκρου-
στικής τερατομορφίας. Εάν ανήκεις στους Φοίνικες, είσαι ενταγμένος σε αυ-
τούς τους λίγους που κάνουν πράξη την αναγέννηση μέσα από τη συντριβή
και τον θάνατο, τη νίκη μέσα από την ήττα, καθώς οι τιμημένες πράξεις εξα-
σφαλίζουν αναγέννηση και αθανασία. Ο Φοίνικας είναι το έμβλημα-σύμβολο
που ενέπνευσε τον Παύλο Γκούλελη όταν έγραψε:
«… οι άνθρωποι
απέχουν από τους Φοίνικες
μια αναγέννηση»

κι όταν το διάβασα σκέφτηκα ότι και οι ρινόκεροι στον Ιονέσκο είναι άν-
θρωποι, που όμως είναι καταδικασμένοι να μην αναγεννηθούν, καθώς η τε-
ρατομορφία τους εξασφάλισε τον θάνατο, είναι ήδη νεκροί άνθρωποι,
επειδή έχασαν το δικαίωμά τους να λένε και να πράττουν το «ΟΧΙ» στον
εξευτελισμό, όπως περιγράφουν με τον δικό τους τρόπο ο Χανς Φάλλαντα,
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 25 ]

o Πρίμο Λέβι και ο Ιάκωβος Καμπανέλλης. Και, ναι, έχει δίκιο ο Παύλος ότι
απέχουν μια αναγέννηση, αλλά, ίσως και μια ολόκληρη Αναγέννηση, δηλαδή
μια στενή συνύπαρξη παιδείας, ανθρωπιστικής αντίληψης και αναζήτησης
των προϋποθέσεων για την εξύψωση του ανθρώπου. Στο μυαλό μου τρι-
γυρνούσε το μέγεθος της Αναγέννησης που συντάραξε συθέμελα την Ευ-
ρώπη και άλλαξε τη μοίρα της. Και τότε συνειδητοποίησα ότι το φασιστικό
φαινόμενο και η βαρβαρότητα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου είναι
κομμάτι από την ίδια ευρωπαϊκή ιστορία που έζησε την Αναγέννηση και
φτιάχτηκε μέσα από αυτήν. Τελικά, αυτή η αλλόκοτη και εκτός ορίων πορεία
από τον Ρινόκερο στον Φοίνικα, από την υποταγή στην αναγέννηση, από
τον ξεπεσμό στην εξύψωση, τίνος ταυτότητα είναι; Είναι δύο πολιτισμοί ή
οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος; Και μήπως, τελικά, είναι οι δύο πλευρές
του σύγχρονου Ευρωπαίου, μία δοσμένη από τον Ιονέσκο και μία από την
ελληνική μυθολογία;
Δήμητρα Νούση
συγγραφέας,
συντονίστρια της δράσης
«Στο βλέμμα του Μπάιρον» 2019
ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ | «ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ
ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

Πολιτιστική Δράση με τίτλο «Στο βλέμμα του Μπάιρον»

5ος Διαγωνισμός

Λογοτεχνικής Έκφρασης

Εφήβων και Νέων

Κατηγορία Εφήβων
ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ | «ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

ΒΥΡΩΝΑΣ 2019

ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ
ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

5ος Διαγωνισμός
Λογοτεχνικής Έκφρασης
Εφήβων και Νέων

Κατηγορία Εφήβων
ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΟΥ ΔΙΑΚΡΙΘΗΚΑΝ
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 29 ]

Τα κείμενα είναι αφιερωμένα στη μνήμη της Σάντρα Παρκς,


που έχασε τη ζωή της μέσα στο σπίτι της, στις ΗΠΑ, σε ηλι-
κία δεκατριών ετών, από πυρά ελεύθερου σκοπευτή.

Οι έφηβοι του διαγωνισμού μας μιλούν για τη Σάντρα, που


σε ηλικία έντεκα ετών έλαβε βραβείο σε διαγωνισμό λογοτε-
χνίας γράφοντας ενάντια στη βία και τη χρήση όπλων. Δύο
χρόνια μετά έφυγε…
Και τα παιδιά μέσα από τα κείμενά τους για τη Σάντρα και τις
απόψεις τους μας καλούν:
Να ράψουμε τα λόγια της
σε ανήσυχα μυαλά
που τριγυρνάνε σε θάλασσες.
[Ειρήνη - Σταυρούλα Αλούμπη]
[ 30 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

ΒΥΡΩΝΑΣ 2019

Στο βλέμμα του Μπάιρον η εφηβεία λογιάζει…


ξεστομίζει και γράφει για τις στιγμές που ζει ή έζησαν
οι πρόγονοί της...
Κι αν άγουρη δείχνει να είναι η σκέψη,
ποιος είπε ότι δεν είν’ όμορφη;
Κι αν άγουρη είναι η γραφή,
ποιος είπε πως δεν είναι ικανή να αγγίξει;
Κι αν η αθωότητα είναι πια για σένα ξεχασμένη,
εσύ μάλλον το λάθος έκανες... όχι οι αθώοι
Οι αθώοι κρίνονται γι’ αυτό που είναι: αθώοι

Δεν άντεχαν τα λόγια της


Και μ’ έναν τους πυροβολισμό
Έκλεισαν το στόμα της.
[Διονύσιος Σπανόπουλος]

Όλοι διαφορετικοί είμαστε


ξεχωριστοί στον κόσμο.
Κι όμως, όλοι σαν της θάλασσας τα κύματα
οδεύουμε παρέα.
[Ειρήνη Λουκοπούλου]

Δεν μπορείς να ταπεινώνεις


ό,τι δεν καταλαβαίνεις.
[Μαργαρίτα Δήμητρα Γαβιώτη]
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 31 ]

Θα πρέπει να ξεκρεμάσουμε τα χέρια από τους ώμους


και ανάμεσα σε λευκούς κρίνους
να μπούνε τα κορμιά μας,
να προσκυνήσουν το χώμα
που μας δίνει τροφή.
Σαν την τροφή για σκέψη.
Τη δικιά της!
Που τάιζε όλα τα παιδιά της γης.
[Ειρήνη - Σταυρούλα Αλούμπη]

Όμως πραγματική ποιότητα ζωής υπάρχει όταν ο άνθρωπος αγω-


νίζεται να «είναι» και όχι μόνο «να έχει»… Τις «Θερμοπύλες της
ελευθερίας μας» δεν τις φυλάττουν αποτελεσματικά ούτε οι φοβι-
κές μας προκαταλήψεις ούτε τα «στεγανά» στερεότυπα ούτε η
πυγμή των όπλων. Μπορεί να τις φυλάξει μόνο το ελεύθερο
πνεύμα, «οπλισμένο με τα όπλα» των ακατάλυτων αξιών που ο
ανθρωπισμός και ο πολιτισμός τού εξασφαλίζουν.
[Αικατερίνη Γκίκα]

Η βία τελικά
δεν είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να υπάρξει στον κόσμο αυτό,
αλλά η απάθεια!
[Κωνσταντίνος Μίχας]

… δεν σ’ άντεξε ο κόσμος.


Δεν άντεξε τις αλήθειες που βροντοφώναζες…
Φοβήθηκαν μια γενναία ψυχή,
μήπως τους γκρεμίσει τα φαύλα όνειρά τους
Τα θανατοβαμμένα…
Εσύ έφυγες και ζεις αλλού…
Θυσία αποδεκτή.
[Νικόλαος Καζακλάρης]
[ 32 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

1o ΒΡΑΒΕΙΟ Απονέμεται στην Ίριδα Αικατερίνη Καμπέρογλου


ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Πεσμένα πέταλα

Σηκώνομαι στη μέση της νύχτας. Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Το έχω συνηθίσει
πια, ακόμα και το μόνιμα κουρασμένο σώμα μου έχει σταματήσει να διαμαρ-
τύρεται. Εξάλλου κανένας πόνος δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με αυτό που
νιώθω όταν κλείνω τα μάτια μου.
Όταν κλείνω τα μάτια μου, δεν βλέπω όνειρα. Όχι πια. Βλέπω μόνο την
αδικία και την απόγνωση και τον τρόμο. Ακούω τον θάνατο. Το σώμα μου
τραντάζεται, όπως τραντάχτηκαν οι τοίχοι του σπιτιού μου εκείνη τη νύχτα.
Ουρλιαχτά παγιδεύονται στον λαιμό μου. Ακούω τις σφαίρες να διαπερνούν
τους τοίχους. Νιώθω τις τρύπες σε όλο μου το σώμα. Αδειάζω από κάθε
ίχνος δύναμης. Στραγγίζω από ζωή.
Αν μονάχα οι σφαίρες διαπερνούσαν τους δικούς μου τοίχους... Αν μονάχα
έκλεβαν τη δική μου ζωή...
Μια ανάσα χωρίζει το σπίτι μου από το δικό της. Γιατί έπρεπε εκείνη η μοι-
ραία σφαίρα να διαλέξει την πιο αγνή, την πιο όμορφη, την πιο λαμπερή
ψυχή; Γιατί να ξεριζώσει εκείνο το λουλούδι; Γιατί εκείνο που ήταν μπουμ-
πούκι ακόμα, έτοιμο να ανθίσει και να σκορπίσει φως απέραντο;
Η δική μου εποχή έχει περάσει. Τα πέταλά μου είναι μαραμένα. Πέφτουν
σιγά-σιγά. Ο κόσμος δεν θα έχανε πολλά αν έφευγα εγώ εκείνη τη νύχτα.
Είναι πολύ αργά για να αλλάξω τον εαυτό μου, πόσο μάλλον για να αλλάξω
τον κόσμο. Κανείς δεν θα θρηνούσε για εμένα. Φρόντισα να είμαι μόνη.
Ολομόναχη.
Βγαίνω έξω για να πάρω λίγο καθαρό αέρα. Το βλέμμα μου πέφτει στο δι-
πλανό σπίτι. Το δικό της. Τα φώτα είναι σβηστά. Αναρωτιέμαι αν θα ανάψουν
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 33 ]

ποτέ ξανά. Δεν μπορώ ούτε να φανταστώ τι περνάει η οικογένειά της αυτήν
τη στιγμή. Γιατί εσένα, Σάντρα; Γιατί εσένα; Εικόνες περνούν μπροστά από τα
μάτια μου. Το γλυκό της χαμόγελο, τα φωτεινά της μάτια, εκείνο το ψύχραιμο
βλέμμα που έκρυβε τόση δύναμη, τόση λαχτάρα για έναν ομορφότερο κόσμο.
Δεν αντέχω να στέκομαι άλλο εκεί. Αρπάζω τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου.
Μπορεί να είναι νύχτα και να μην έχω πού να πάω, αλλά νιώθω καλύτερα
μόλις κάθομαι στο φθαρμένο κάθισμα του οδηγού. Πάντα λάτρευα το αυτο-
κίνητό μου. Κι ας είναι ξεθωριασμένη η μπογιά του, κι ας αργεί τρομερά να
πάρει μπροστά. Είναι δικό μου, πάντα ήταν. Κι αυτό δεν μπορώ να το ισχυ-
ριστώ για πολλά πράγματα.
Ξεκινάω να οδηγώ. Δεν φοβάμαι το σκοτάδι. Τα αντανακλαστικά μου ευτυ-
χώς δεν με έχουν προδώσει ακόμα. Περιφέρομαι άσκοπα στους ήσυχους και
στους όχι και τόσο ήσυχους δρόμους της πόλης. Χωρίς να το καταλάβω,
φτάνω σε μια από τις πιο κακόφημες γειτονιές του Μιλγουόκι. Αυτές που
κάθε λογικός άνθρωπος θα απέφευγε να διασχίσει μόνος του τη νύχτα.
Κλείνω όλα τα παράθυρα και επιταχύνω. Θέλω να φύγω από εκεί όσο
πιο γρήγορα γίνεται. Ξαφνικά ακούω έναν περίεργο ήχο να συνοδεύει
τον βόμβο της μηχανής. Κάτι σαν νιαούρισμα... Φρενάρω απότομα.
Είμαι σχεδόν σίγουρη ότι κάποια γάτα έχει κρυφτεί κάτω από το καπό
του αυτοκινήτου μου. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και βγαίνω έξω για να
το ελέγξω. Πριν όμως προλάβω να ψάξω για την άτυχη γάτα, παρατηρώ
μια φιγούρα κρυμμένη στις σκιές. Πρόκειται για τις στιγμές εκείνες που
τα πόδια σου αρχίζουν από μόνα τους να τρέχουν. Αναρωτιέμαι γιατί
τα δικά μου έχουν κοκκαλώσει στο έδαφος.
Η φιγούρα με πλησιάζει. Κάτι κρατάει. Όπλο; Δυσκολεύομαι να ανα-
πνεύσω. Οι πνεύμονές μου δεν γεμίζουν πια με αέρα, αλλά με θυμό.
Η οργή με πνίγει, με τυφλώνει. Αυτοί, αυτοί φταίνε. Αυτοί σκότωσαν
το κορίτσι μας. Τον κοιτάζω στα μάτια ενώ σηκώνει το όπλο και με
σημαδεύει. «Δώσε μου την τσάντα σου και δεν θα πάθεις τίποτα!»
φωνάζει.
[ 34 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Η φωνή του δεν είναι τόσο βαριά όσο την περίμενα. Ακούγεται περισσότερο
σαν... σαν τη φωνή ενός αγοριού. Και όσο τον παρατηρώ πιο προσεχτικά,
τόσο πιο μικρόσωμος δείχνει. Σαν να είναι πράγματι ένα αγόρι. «Δεν ακούς;»
μου φωνάζει ξανά. «Την τσάντα σου! Τώρα!» Δεν πρέπει να είναι πολύ με-
γαλύτερος από τη Σάντρα. «Πώς σε λένε;» τον ρωτάω. Με αγριοκοιτάζει.
«Δεν ήρθα για να πιάσουμε κουβέντα», μου λέει. «Και γιατί ήρθες, νεαρέ; Για
την τσάντα μου; Κοίτα και μόνος σου. Δεν έχω τίποτα μαζί μου».
Δεν ξέρει τι να κάνει. Το βλέπω στα μάτια του. Το χέρι που κρατάει το όπλο
αρχίζει να τρέμει. Το φρικτό αυτό όπλο, που δεν σκοτώνει μονάχα εκείνον που
σημαδεύει αλλά και αυτόν που το κρατάει. Τελικά, το κατεβάζει, γυρίζει από την
άλλη και αρχίζει να τρέχει στα σκοτεινά σοκάκια. Βουρκώνω. Και για κάποιον
άγνωστο λόγο τον ακολουθώ.

ono

Τρία χρόνια μετά…

Έχω βγει για τον απογευματινό μου περίπατο. Όπως κάθε μέρα, περπα-
τάω κοιτάζοντας αδιάφορα γύρω μου, συντροφιά με το αγαπημένο μου
μπαστούνι. Αισθάνομαι τις πρώτες σταγόνες της βροχής να πέφτουν στο
δέρμα μου. Είναι ώρα να επιστρέψω σπίτι. Σχεδόν δεν προσέχω το αυτοκί-
νητο που είναι σταματημένο στην άκρη του δρόμου. Κι ας είναι ολόιδιο με
το δικό μου.
Το δικό μου… Σίγουρα δεν θα μπορούσα να το οδηγήσω τώρα πια, αλλά
δεν έχει πάψει να μου λείπει. Από εκείνη τη στιγμή, τρία χρόνια πριν, που
συνειδητοποίησα ότι το αυτοκίνητό μου είχε εξαφανιστεί… Από εκείνη τη
στιγμή που συνειδητοποίησα ότι άδικα είχα διασχίσει όλα τα σκοτεινά σο-
κάκια αναζητώντας ένα αγόρι που δεν ήθελε να βρεθεί, άδικα είχα χτυπήσει
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 35 ]

το πόδι μου προσπαθώντας να τρέξω… Από τότε κατάλαβα πόσο ανόητη


ήμουν. Τι περίμενα; Ένας κλέφτης θα είναι πάντα ένας κλέφτης.
Πλησιάζω το αυτοκίνητο. Το κοιτάζω καλύτερα. Δεν μοιάζει απλώς με το
δικό μου. Αυτό είναι το δικό μου αυτοκίνητο! Και κάποιος βρίσκεται μέσα.
Ένα έφηβο αγόρι. Νομίζω ότι ξέρω καλά ποιο.
Κοιτάζω πάλι και βλέπω ότι το αγόρι κοιμάται. Κοιμάται ήρεμα παρά την
καταιγίδα που έχει πλέον αρχίσει. Χαμογελάω νοσταλγικά. Μια εικόνα από
αρκετά χρόνια πριν έρχεται στο μυαλό μου.
Έβρεχε και τότε. Η Σάντρα είχε έρθει σπίτι μου για να την προσέχω. Κοι-
μόταν στον καναπέ μου κι εγώ καθόμουν δίπλα και την κοιτούσα. Απλώς
την κοιτούσα. Ποτέ μου δεν είχα νιώσει τόση γαλήνη. Και ποτέ δεν ξαναέ-
νιωσα. Κάποια στιγμή θυμάμαι πως είχε ξυπνήσει και μου έλεγε πόσο πολύ
ήθελε να γίνει συγγραφέας. Της είπα πως κι εγώ είχα το ίδιο όνειρο. Κάποτε.
Ήξερα ότι η συγγραφή είναι μοναχική δουλειά και γι’ αυτό έμεινα μόνη μου.
Προσπαθούσα ξανά και ξανά, αλλά δεν μπορούσα να βρω κάτι που να άξιζε
να γραφεί σε βιβλίο. Τελικά τα παράτησα. «Ποτέ δεν είναι αργά», μου είχε
πει η Σάντρα με τη γλυκιά φωνή της.
Όμως μερικές φορές είναι. Ρίχνοντας ακόμη μία ματιά στο κλεμμένο μου αυ-
τοκίνητο, αποφασίζω να καλέσω την αστυνομία. Έχει πια βραδιάσει όταν δύο
αστυνομικοί φτάνουν και ζητούν από το αγόρι να βγει από το αυτοκίνητο. Στέ-
κεται ακίνητο, η βροχή πέφτει στα ατίθασα μαλλιά του, στους ώμους, στην
πλάτη του. Το μαστιγώνει ανελέητα ή μήπως το χαϊδεύει συμπονετικά;
Τους πλησιάζω. «Λυπάμαι τόσο πολύ», λέω στους αστυνομικούς, «Μα τε-
λικά δεν είναι αυτό το αυτοκίνητό μου. Η μνήμη μου μάλλον παίζει περίεργα
παιχνίδια. Γεράματα, βλέπετε…» Το αγόρι με κοιτάζει γεμάτο απορία.
«Ούτως ή άλλως, δεν μπορώ να το οδηγήσω», του λέω αφότου φεύγουν οι
αστυνομικοί και του δείχνω το μπαστούνι μου. «Ούτε εγώ», λέει χαμηλό-
φωνα. Είναι η σειρά μου να τον κοιτάξω έκπληκτη. «Δεν ξέρω να οδηγώ»,
μου εξηγεί. «Μπες μέσα», του λέω πριν προλάβω να το σκεφτώ. «Θα σε
μάθω εγώ».
[ 36 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Κάθομαι στη θέση του συνοδηγού και αρχίζω να του εξηγώ τα βασικά.
Ακούει τα πάντα με προσοχή, αλλά και κάποια δυσπιστία, ενώ φροντίζει το
βλέμμα του να μη συναντά ποτέ το δικό μου και να μένει πάντα σιωπηλός.
Δεν έχω ιδέα πόση ώρα περνάει έτσι. «Μπορούμε να συνεχίσουμε αύριο»,
του λέω κάποια στιγμή. «Σε λίγο καιρό θα είσαι έτοιμος να οδηγήσεις».
«Γιατί;», με ρωτάει, αλλά εγώ φεύγω χωρίς να του δώσω απάντηση. Είναι
πολλά τα γιατί που δεν μπορώ να απαντήσω.
Επιστρέφω την επόμενη μέρα. Και την επόμενη. Και την επόμενη. Το αγόρι
με περιμένει πια. Στο τέλος ενός μαθήματος το βλέμμα του για μια στιγμή
συναντάει το δικό μου. «Με λένε Τζορτζ», μου λέει. «Συγγνώμη που άργησα
κάπως να σου απαντήσω».
Οι εβδομάδες περνούν και ο Τζορτζ αρχίζει να οδηγεί. Την πρώτη φορά
που καταφέρνει να διασχίσει όλο το τετράγωνο, χοροπηδάει πάνω στο κά-
θισμα από τη χαρά του. «Πρόσεχε, θα το σπάσεις!», του φωνάζω, χωρίς
όμως να μπορώ να κρύψω το χαμόγελό μου. Και τα μαθήματα συνεχίζονται.
«Κράτα γερά το τιμόνι», ξεκινάω μια μέρα να του λέω. «Δεν είναι όλοι οι
δρόμοι ομαλοί». «Το ξέρω αυτό». «Αλλά εσύ κρατάς το τιμόνι. Εσύ και μόνο
εσύ μπορείς να επιλέξεις να το κρατάς ίσια, ώστε να μην ξεφύγεις από την
πορεία σου. Αλλά να σου πω ένα μυστικό;» Χαμογελάω. «Το πιο σημαντικό
στο τιμόνι είναι ότι… γυρίζει. Ακόμα κι αν ξεφύγεις λιγάκι από τον δρόμο,
μπορείς να γυρίσεις πίσω».
Και μία ημέρα το μάθημα απομακρύνεται πολύ από την οδήγηση. «Σου
έφερα ένα παραμύθι», λέω χαρούμενη. «Ελπίζω να σου αρέσει γιατί είσαι
ο πρώτος που το ακούει». Παίρνω μια βαθιά ανάσα και ανοίγω το τετράδιό
μου.
«Μια φορά κι έναν καιρό στον κήπο ενός βασιλιά φύτρωσε ένα πανέμορφο
λουλούδι. Ήταν ένα μπουμπούκι ακόμα, έτοιμο να ανθίσει. Και είχε μια μα-
γική δύναμη. Μπορούσε να κάνει τα άλλα λουλούδια να ανθίζουν και το
καφέ χορτάρι να πρασινίζει και μπορούσε να δίνει στα μαραμένα λουλούδια
τα πεσμένα πέταλά τους πίσω. Ο βασιλιάς ζήλεψε τη δύναμή του και το ξε-
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 37 ]

ρίζωσε από το χώμα. Μα η μαγεία έμεινε για πάντα κοντά στο λουλούδι.
Και όσο περνούσαν τα χρόνια ολόκληρος ο κήπος έγινε μαγικός, γιατί το
λουλούδι χάριζε λίγη από τη μαγεία του σε κάθε φυτό που θεράπευε…»

Ίρις Αικατερίνη Καμπέρογλου


[ 38 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

2o ΒΡΑΒΕΙΟ Απονέμεται στην Αικατερίνη Γκίκα


ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Οι Θερμοπύλες της… ελευθερίας

Βύρωνας, 22 Ιουνίου 2019

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

Τα στοιχεία που φάνηκε στην αρχή του εικοστού πρώτου αιώνα πως θα βελ-
τίωναν σημαντικά τις συνθήκες ζωής, θα αναβίβαζαν το βιοτικό επίπεδο και
θα δημιουργούσαν νέες προοπτικές για την επιδίωξη κάποιας ποιότητας
ζωής, ήταν συνδεδεμένα με την εξελικτική πορεία της βιομηχανικής διαδικα-
σίας, της παραγωγής πολλών αγαθών, της χρησιμοποίησης των βιομηχανικών
προϊόντων από τις μεγάλες μάζες των ανθρώπων. Όμως η διαδικασία της
εκβιομηχάνισης έφερε στην επιφάνεια νέα προβλήματα, τα οποία με την πά-
ροδο του χρόνου υποβαθμίζουν όλο και περισσότερο την ποιότητα ζωής και
εμπεριέχουν τεράστιους κινδύνους για την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη.

Τεράστιο κίνδυνο εγκυμονεί όχι μόνο η τελειοποίηση των οπλικών συστη-


μάτων αλλά και η παγίωση της ιδεοληψίας ότι τα όπλα είναι μέσα προστασίας
του ανθρώπου! Κάθε όπλο είναι εκ κατασκευής του απάνθρωπο, αφού ο
σκοπός του είναι η αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής. Οι βιομηχανίες όπλων
όμως διαφημίζουν τα προϊόντα τους ως μέσα δήθεν προφύλαξης της αν-
θρώπινης ζωής. Έτσι αρκετοί πολίτες όχι μόνο δεν καταδικάζουν την οπλο-
κατοχή, αλλά επιδοκιμάζουν την ιδέα κατοχής όπλου ως δήθεν «μορφή
προοδευτισμού»! Αυτό εξηγεί την πληθώρα ατυχημάτων που σχετίζονται με
την οπλοκατοχή και την οπλοχρησία. Ωστόσο, η εξοικείωση με την ιδέα του
όπλου συντελείται κυρίως μέσα από τα ηλεκτρονικά παιχνίδια. Τα παιδιά
επιβραβεύονται με πόντους για κάθε εικονικό φόνο που κάνουν μέσα στο παι-
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 39 ]

χνίδι! Αυτή η ψυχολογική επιβράβευση με την ανταμοιβή διαπλάθει ανθρώπους


που δεν θεωρούν τη ζωή ύψιστο ιδανικό και επομένως είναι έτοιμοι να αδράξουν
ένα όπλο και να μπουν σ’ έναν δημόσιο χώρο, σπέρνοντας τον όλεθρο. Αυτή
βέβαια η συμπεριφορά μπορεί να ερμηνευτεί σαν μία απεγνωσμένη προσπάθεια
αναζήτησης ποιότητας ζωής, ενός σκοπού ή ενός νοήματος.
Όμως πραγματική ποιότητα ζωής υπάρχει όταν ο άνθρωπος αγωνίζεται
να «είναι» και όχι μόνο «να έχει», όταν προσπαθεί να αναπτύξει τις δημι-
ουργικές του ικανότητες μέσα από την καθημερινή του δημιουργική εργασία.
Τότε ο άνθρωπος βρίσκεται σε ενότητα με τη φύση, την κοινωνία, την οικο-
γένειά του, με τον ίδιο του τον εαυτό. Δεν είναι έρμαιο, άβουλο αντικείμενο,
μαριονέτα των μέσων μαζικής ενημέρωσης, αλλά κύριος της ζωής του. Απο-
φασίζει ο ίδιος για την τύχη του. Δίνει προτεραιότητα στις ουσιαστικές του
ανάγκες για επικοινωνία, μόρφωση, δημιουργία, ψυχαγωγία. Καλύπτοντας
αυτές τις ανάγκες, ολοκληρώνεται ως προσωπικότητα, μεταρσιώνεται σε
ενιαία πνευματική ψυχοσωματική ολότητα.
Το πρόβλημα είναι ότι οι συνθήκες ζωής στα μεγάλα αστικά κέντρα δεν ευ-
νοούν αυτή την προσπάθεια ολοκλήρωσης. Οι άνθρωποι έχουν αποξενωθεί,
γι’ αυτό και προσπερνούν ο ένας τον άλλον σαν τα πλοία μέσα στη νύχτα,
όπως παρατήρησε η Σάντρα Παρκς. Αυτή η παρομοίωσή της επαληθεύεται
από την αρχαία ελληνική σκέψη, αλλά και από τη φιλοσοφία των Λατίνων,
«homo viator», δηλαδή «άνθρωπος ταξιδευτής». Θεωρούσαν κάθε ύπαρξη
οδοιπόρο στο ταξίδι της ζωής, όσο διαρκούσε για τον κάθε άνθρωπο. Πρό-
βλημα όμως είναι όταν ο άνθρωπος «βαδίζει μες στη νύχτα, πλέει στο ταξίδι
της ζωής νύχτα». Η νύχτα μπορεί να συμβολίζει ή ότι κάποιος βαδίζει στα
τυφλά, χωρίς σαφή κατεύθυνση, ή ότι είναι παραδομένος στα ζοφερά πάθη
του, τον εγωισμό, τη φιληδονία, την ιδιοτέλεια ή ότι κάποιοι έχουν μετατρέψει
σε αφόρητη νύχτα την ανθρωπότητα με τον πόλεμο και την αδικία που επι-
βάλλουν. Τότε τα ψέματα της βίας, του ρατσισμού και της προκατάληψης, τα
νομίζει γι’ αλήθειες, γιατί βρίσκεται σε πλάνη. Τότε είναι που θέλει να
εξαλείψει όποιον διαφωνεί μαζί του. Τότε είναι που πιστεύει στη δήθεν μο-
[ 40 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

ναδικότητά του, με αποτέλεσμα όχι απλά να προσπερνά σαν το πλοίο μες


στη νύχτα τις άλλες ψυχές που συνταξιδεύουν στο πλοίο της ζωής, αλλά και
να προσπαθεί να εμβολίσει με όποιον τρόπο τα άλλα πλοία!
Ωστόσο ένας φιλόσοφος βροντοφώναξε: «η πλάνη δεν είναι τύφλωση, η
πλάνη είναι… ανανδρία»! Αυτός που βρίσκεται σε πλάνη ίσως και να αρέ-
σκεται σ’ αυτήν. Μπορεί να την έχει συνηθίσει τόσα χρόνια, μπορεί να απο-
κομίζει οικονομικά οφέλη από αυτή την πλάνη, όπως οι βιομηχανίες όπλων.
Μπορεί όμως απλά να είναι άνανδρος, να μην έχει το ψυχικό σθένος να αν-
τικρίσει την αλήθεια κατάματα και να απαλλαγεί από την παράλογη πλάνη
του, που οδηγεί σε καταστροφή, σε σίγουρο ναυάγιο. Όμως, το πλοίο βου-
λιάζει όχι επειδή γύρω του υπάρχουν νερά, αλλά όταν αφήσει τα νερά να
μπουν μέσα του, να «νοτίσουν την ύπαρξή του» με αδιαφορία για τον συ-
νάνθρωπο και τις ανάγκες του.
Σήμερα, φαντάζει κάτι παραπάνω από τραγικό το να βρίσκεται κάποιος
στην πλάνη του ρατσισμού, των στερεοτύπων, των προσχηματισμένων αντι-
λήψεων, της υλοφροσύνης, όταν υπάρχουν εκατομμύρια πηγές πληροφό-
ρησης, άπειρα τυπωμένα βιβλία, ανοιχτοί «κρουνοί» του διαδικτύου, που
θα μπορούσαν να του «ανοίξουν τα πνευματικά μάτια» και να τον απαλλάξουν
από την αδιαλλαξία και την πνευματική μονομέρεια, ώστε να βρει προσανα-
τολισμό στο ταξίδι της ζωής.
Σ’ αυτό το ταξίδι, για να μην προσπερνάμε ο ένας τον άλλον και κυρίως για να
μη συγκρουόμαστε σαν τα πλοία που δεν έχουν πλοηγό, χρειάζονται φάροι.
Φάροι πνευματικοί, τηλαυγείς, που θα διευκολύνουν το ταξίδι της ζωής, που θα
τονίζουν περισσότερο την αξία του ταξιδιού, παρά του προορισμού. Τέτοιοι
φάροι υπάρχουν άπειροι. Το φως τους ανάβει τη «σπίθα της νόησης» των αν-
θρώπων και ενεργοποιεί τη συνείδησή τους. Ίσως γι’ αυτό οι αρχαίοι Έλληνες
ονόμαζαν τον άνθρωπο εκτός από βροτό και «Φως»! Αρκεί βέβαια κάποιος να
μην εθελοτυφλεί, να μην «στρουθοκαμηλίζει», να μην είναι άνανδρος, προτι-
μώντας το «εύκολο» σκοτάδι και το ψέμα.
Η ετυμολογία της λέξης «αλήθεια» από το «α και το λανθάνω» φανερώνει
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 41 ]

αυτό που δεν μπορεί να ξεχαστεί ποτέ. Αλήθεια πραγματική είναι όχι μόνο
ό,τι μένει στη συνείδηση και τη νόηση των ανθρώπων με το πέρασμα των αι-
ώνων, η συλλογική μνήμη, αλλά κυρίως ό,τι αποτελεί έρεισμα σταθερό για
την πρόοδο της ανθρωπότητας. Φάρο αποτελεί η σωκρατική διδασκαλία
που έθετε το κοινωνικό συμφέρον υπεράνω του ατομικού. Φάρος είναι η δι-
δαχή του Αριστοτέλη ότι εκείνο που μετρά στη ζωή είναι η μεσότητα, το
μέτρο, η αποφυγή της υπερβολής και της έλλειψης. Φάρος είναι η πλατωνική
διδασκαλία περί δικαιοσύνης «δίκαιος δεν είναι αυτός που δεν αδικεί, αλλά
αυτός που μπορεί να αδικήσει και δεν το κάνει»! Τηλαυγής φάρος –φως
που φαίνει πάσι– η διδασκαλία του Θεανθρώπου «αγάπα τον εχθρό σου ως
σεαυτόν». Οι φάροι είναι οι πρόμαχοι της ελευθερίας των ανθρώπων. Μόνο
οι φάροι μπορούν να καταργήσουν τη νοοτροπία των όπλων και να αναδεί-
ξουν το πνεύμα ως το μεγαλύτερο ανίκητο όπλο.
Τις «Θερμοπύλες της ελευθερίας μας» δεν τις φυλάττουν αποτελεσματικά
ούτε οι φοβικές μας προκαταλήψεις ούτε τα «στεγανά» στερεότυπα ούτε η
πυγμή των όπλων. Μπορεί να τις φυλάξει μόνο το ελεύθερο πνεύμα, «οπλι-
σμένο με τα όπλα» των ακατάλυτων αξιών που ο ανθρωπισμός και ο πολιτι-
σμός τού εξασφαλίζουν.
Η πιστή σου, Κατερίνα

Αικατερίνη Γκίκα
[ 42 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

2o ΒΡΑΒΕΙΟ Απονέμεται στην Ελένη-Παρασκευή Μέξη


ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Ο Δράκος μας

Όπως όλα τα πράγματα στη φύση, η γέννηση είναι ένα γεγονός παράξενο
και μυστήριο. Τέσσερις χιλιάδες χρόνια πέρασαν, αφότου έσκασε το αυγό
και ξεπετάχτηκε ο Μέγας Δράκος στην πρώτη του μορφή. Και ο Δράκος, στα-
διακά και ανεξήγητα, μεταμορφώθηκε, όπως μεταμορφώνεται η κάμπια σε
πεταλούδα. Το πρωτόγονο πλάσμα σφηνώθηκε μέσα στο κουκούλι της εξέ-
λιξής του, για να εκκολαφθεί εκατομμύρια χρόνια αργότερα ως κυρίαρχος
της γης και των αιθέρων, ως επίδοξος κατακτητής του ίδιου του σύμπαντος.
Με τον χρόνο, ο Δράκος βρίσκεται αντιμέτωπος με αντίρροπες δυνάμεις. Η
ύλη με το πνεύμα, η σκέψη με τη βούληση, το ιδεατό με το πραγματικό. Απο-
δέχεται την πλήρη αντιπαράθεση των θετικών και αρνητικών στοιχείων γύρω
του, αλλά και μέσα στην ίδια του τη φύση. Έτσι, αναπτύσσει μια συνείδηση
εξασκημένη με τα χρόνια να βλέπει ξεκάθαρα, μια συνείδηση που παρατηρεί,
που διακρίνει, που ξεχωρίζει και τελικά επιλέγει. Μέσα στη σοφία που συσ-
σώρευσε, θεωρεί την έκβαση της μάχης των αντίθετων δυνάμεων μια σύνθεση
ειρηνική, που παράγει δημιουργία και ενέργεια.
Ξαφνικά, ο Μέγας Δράκος ξυπνά από τον λήθαργο της αυταπάτης και της
αλαζονείας!
Θέλει να τα βιώσει όλα από την αρχή! Όλες τις επενδύσεις του, όλες τις πλά-
νες και τις αυταπάτες του, ό,τι έθρεψε μέχρι τώρα.
Τινάζει τα φτερά του με αυτοπεποίθηση και τα λέπια του, ασπίδα σε κάθε
αναπάντεχο γεγονός, λαμπυρίζουν στον ήλιο. Υψώνεται πάνω από τον ου-
ρανό και χάνεται στον χώρο και στον χρόνο.
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 43 ]

Περιδιαβαίνει από τη Μαύρη Ήπειρο στην πολιτισμένη Ευρώπη. Πετά πάνω


από το αμερικανικό όνειρο στο Απαρτχάιντ, που μεταμφιέστηκε σε προπύρ-
γιο του δυτικού πολιτισμού. Στέκεται στα γνώριμα εδάφη της Ασίας, εκεί όπου
συντελέστηκε το οικονομικό θαύμα.
Η Μαύρη Ήπειρος τον ξαφνιάζει και τον μπερδεύει. Αντικρίζει πλούσιες
χώρες και φτωχούς λαούς!
Πλούτος υπάρχει στην Αφρική, πλούτος παράγεται, αλλά δεν αφορά αυτούς
που τους ανήκει. Αντίθετα, παίρνει τον δρόμο της εξόδου, αφήνοντας πίσω
φτώχεια, εμφύλιους πολέμους, απουσία στοιχειωδών υποδομών, αναλφαβη-
τισμό, ανεργία, πείνα και εξαθλίωση.
Ένας φαύλος κύκλος που, απ’ όπου και να τον πιάσει, φαντάζει αδιέξοδος.
Ο άτρωτος Δράκος νιώθει τον πόνο της Αφρικής στα μάτια των σκελετωμέ-
νων παιδιών, τον ακούει στην κραυγή απόγνωσης των γυναικών που κακο-
ποιούνται, τον αναγνωρίζει στα κορμιά που κείτονται νικημένα από τις ασθέ-
νειες. Ο πόνος δεν είναι υλικός, για να περιοριστεί από υλικά εμπόδια και
σύνορα, ούτε έχει φυλή, θρησκεία, χρώμα και εθνικότητα. Ο πόνος, ξεχειλί-
ζοντας, ταξιδεύει πέρα από τα σύνορα των φτωχών χωρών, ανήκει σε όλους
και είναι ευθύνη όλων μας. Ο πόνος είναι δίπλα του, τον αγγίζει!
Κατεβαίνει στο νοτιότερο άκρο της Αφρικής. Πολύ μακριά από το να είναι
πράγματι ένα «έθνος ουράνιου τόξου», η βία στις κοινότητες της Νότιας
Αφρικής συνεχίζεται. Η κηλίδα αυτή στην ιστορία της ανθρωπότητας μάλλον
δύσκολα θα σβήσει.
Περιφέρεται στις μεγαλουπόλεις, που προσφέρουν τους αποκαλούμενους
«ασφαλείς» δρόμους. Εκεί όπου οι τουρίστες μπορούν να απολαύσουν τους
ήχους και τις εικόνες της καθημερινής ζωής στις συνοικίες. Το μόνο που
χρειάζεται είναι να κάνεις πως δεν βλέπεις τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης
των μαύρων κατοίκων στην παραγκούπολη.
Ο Δράκος μεταφέρει βιαστικά τη θωριά του στη γερασμένη Ευρώπη, την Ευ-
ρώπη του Διαφωτισμού. Θλιμμένος αναζητά το χαμένο κομμάτι του στον
θρυλικό Φοίνικα, πλάσμα της φωτιάς και της αναγέννησης.
[ 44 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Χάνεται στους καταυλισμούς των εκατομμυρίων τσιγγάνων. Επιθυμούν μια


πατρίδα, μια γη να στεριώσουν. Ένα κύμα ανεπιθύμητων ανθρώπων, που
προσπαθεί να ημερέψει και να ριζώσει. Βλέπει τα παιδιά να καταδικάζονται
από το στίγμα της φυλής τους στην αμάθεια και την περιθωριοποίηση και
αναρωτιέται πώς να γεννηθεί ένα καλύτερο αύριο γι’ αυτά.
Βουτά στη Μεσόγειο. Ένα σμάρι κοράκια οσμίζονται τη λαχτάρα για ένα κα-
λύτερο αύριο και υπόσχονται παραδείσους στις απέναντι ακτές. Το κύμα ξε-
βράζει συνεχώς ανθρώπινες ψυχές!
Γύρω του αιωρούνται οι λέξεις «λαθρομετανάστες» και «πρόσφυγες», σαν
μια επιδημία, που όλοι προσπαθούν να αποφύγουν. Γίνεται μάρτυρας εικό-
νων απελπισίας, φόβου και ελπίδας.
Στρατόπεδα, που ονομάζονται «κέντρα φιλοξενίας», ξενοφοβία, ρατσισμός
και διακρίσεις και ταυτόχρονα αλληλεγγύη και απίστευτη ανθρωπιά. Χιλιάδες
χέρια που απλώνονται για βοήθεια και χιλιάδες απλές ψυχές έτοιμες να προ-
σφέρουν.
Τα ανθρώπινα δικαιώματα «χάνονται στη μετάφραση» και μαζί τους χάνεται
και το προνόμιο να νιώθει κανείς άνθρωπος. Η Ευρώπη, που γέννησε τη δη-
μοκρατία, την ελευθερία και την ισότητα, κλείνει τα σύνορά της και μαζί κλεί-
νει τα μάτια της.
«Είναι ο φόβος του ξένου που θα μολύνει συνήθειες, έθιμα και παραδόσεις,
θα αλλοιώσει τον τρόπο ζωής; Είναι η ανασφάλεια των δύσκολων καιρών;».
Ο Δράκος προσπαθεί να καταλάβει.
Η Ασία τραβά την προσοχή του. Η Ινδία τον μαγεύει πάντα με τα χρώματα
και τα αρώματά της, με τη βουή της, αλλά και τον στοχασμό της. Στέκεται και
παρατηρεί. Παρατηρεί τις αντιθέσεις. Ένα σταυροδρόμι πολιτισμών και θρη-
σκειών, εκεί που με έναν μαγικό τρόπο η Ανατολή συναντά τη Δύση. Οι αν-
τιθέσεις, όμως, δεν σταματούν εκεί.
Μια θρησκεία γεμάτη διδασκαλίες για αγάπη, για καρτερία, για ηρεμία και
μια κοινωνία που, μετά από 5.000 χρόνια, είναι ακόμα χωρισμένη σε κάστες.
Μια κοινωνία που συμπεριφέρεται απάνθρωπα και βίαια σε εκατομμύρια
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 45 ]

«παρίες», που ποδοπατά κάθε μέρα την αξιοπρέπειά τους. Μια δικαιοσύνη
που εφαρμόζει τους νόμους επιλεκτικά, μια εκπαίδευση που ανήκει μόνο
στους προνομιούχους!
Οι ομοεθνείς τους τούς χρησιμοποιούν σαν αντικείμενα. Τους κοιτάζουν και
είναι σαν να μην τους βλέπουν, σαν να είναι αόρατοι. Παιδιά ενός κατώτερου
θεού… Ξεχωριστές συνοικίες, ξεχωριστά καφενεία – ακόμη και στον θάνατο
πάνε χώρια.
Οι πιστοί βαφτίζονται στον Γάγγη. Κανένα ποτάμι, όμως, δεν μπορεί να ξε-
πλύνει τόση αδικία, τόση ντροπή!
Κατά τα άλλα, η Ινδία αναπτύσσεται τεχνολογικά και οικονομικά…
Βουτά στο «οικονομικό θαύμα» της Κίνας με το τρομακτικό ανθρώπινο κό-
στος. Εσωτερικοί μετανάστες, που βιώνουν τη χείριστη μεταχείριση, «αναλώ-
σιμοι» άνθρωποι, που αποτέλεσαν και αποτελούν το καύσιμο της κινεζικής
ατμομηχανής. Δεκάδες χιλιάδες, που χάνονται κάθε χρόνο στα πρόχειρα ερ-
γοστάσια και στα παράνομα ορυχεία.
Ο Δράκος νιώθει έντονα την παρουσία του Κινέζου δαίμονα. Έχει διεισδύσει
ύπουλα, σκλαβώνοντας τις αβοήθητες ψυχές των ανθρώπων και τρέφοντας
τον ίδιο τον εαυτό του με τον πόνο τους!
Αγρότες σε υποανάπτυκτη κατάσταση και πλούσιοι που ξοδεύουν σαν να μην
υπάρχει αύριο… Ατομικές ελευθερίες που παραβιάζονται καθημερινά και
ελεγχόμενος τουρισμός, σαν απόδειξη εξωστρέφειας.
Η Κίνα ακολουθεί τον μύθο της. Μεταμορφώνεται με υπερφυσικό τρόπο. Αλ-
λάζει κατά βούληση τη μορφή της, επιχειρεί να δείξει το σύγχρονο πρόσωπό
της, την ήρεμη δύναμή της… Και ο Δράκος αναρωτιέται!
Περνά τον Ειρηνικό, αγκαλιάζει με το βλέμμα την Αυστραλία. Στα βόρεια της
χώρας, όπου έχουν σχεδόν αποκλεισθεί οι Αβορίγινες, βλέπει ακόμα μια τρα-
γική απόδειξη ότι η βαρβαρότητα και ο ρατσισμός είναι συστατικά της «πο-
λιτισμένης» Αυστραλίας.
Δεκάδες οικισμοί των ιθαγενών, παράγκες στο μέσο του πουθενά, ξηλώνονται
[ 46 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

με το πρόσχημα της ανάπτυξης. Το δέσιμο με τη γη τους ήταν το μόνο κίνη-


τρο που τους κρατούσε εκεί, ξεχασμένους από το κράτος. Τώρα, για άλλη
μια φορά, ξεριζώνονται.
Ο Δράκος θυμάται τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϋ, όταν η Αυστραλία
είχε γιορτάσει την εθνική συμφιλίωση σε μια φαντασμαγορική φιέστα. Δε-
καεννιά χρόνια μετά, τα ανύπαρκτα δικαιώματα των ιθαγενών δηλητηριάζουν
ακόμα την κοινωνία της!
Πετιέται, όταν φέρνει στο μυαλό του τη «μαύρη» Παρασκευή, στη φιλήσυχη
Νέα Ζηλανδία. Ακούει τις εκρήξεις στα κατάμεστα τζαμιά, βλέπει τα κορμιά
να κείτονται ματωμένα. Έργο ενός τρελού;
Η απάντηση δίνεται στις εκκλησιές της Σρι Λάνκα, ανήμερα του Πάσχα. Οι
ερωτήσεις για το «ποιος έφταιξε» ή το «ποιος ξεκίνησε πρώτος», αποφεύ-
γουν να δουν στα μάτια τον εχθρό. Και ο εχθρός είναι η βία.
Στρέφεται στη «Γη της επαγγελίας», όπου οι έγχρωμες κοινότητες αποτελούν
στόχο νυχτερινών επιδρομών. Η λευκή Αμερική δεν καταλαβαίνει. Μια λευκή
Αμερική, που ζει με κουπόνια φαγητού, με ανασφάλεια, με μισθούς πείνας,
συγκρούεται με τη μαύρη, την ισπανόφωνη και την ασιατική Αμερική.
Ανακαλύπτει πως η περίφημη κοινή ταυτότητα στη χώρα των ευκαιριών δεν
είναι παρά μια παραίσθηση, που χάνεται γρήγορα, καθορίζοντας τη θέση κά-
ποιου στην κοινωνία. Το πόσο λευκός δείχνει ή είναι κανείς, θα καθορίσει αν
θα μορφωθεί, πού θα εργαστεί, πού θα ζήσει, αν θα ταπεινώνεται από κάθε
αστυνομικό, αν θα καταδικαστεί και με ποια κατηγορία.
Ξαφνικά, ακούει πυροβολισμούς! Ένα κορμί τινάζεται και μετά, η παγωμένη
σιωπή του θανάτου…
Ο θάνατος τυλίγει τόσους τόπους, τόσες ψυχές. Ο θάνατος, που τον σκορπά
η φωτιά της απόγνωσης και του μίσους, καθώς και το δολοφονικό βλέμμα
του βασιλίσκου, που γεννιέται μέσα απ’ τους ίδιους τους ανθρώπους!
Ο Μέγας Δράκος κλονίζεται από όσα βλέπει και από όσα δεν βλέπει και δι-
αισθάνεται! Βρυχάται και η ανάσα του βγάζει φλόγες!
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 47 ]

Θέλει να κάψει, να αφανίσει την αδικία, τον πόνο, την προσβολή στην αν-
θρώπινη ύπαρξη. Θέλει να δροσίσει τις ψυχές των αδύναμων, να τους δώσει
ελπίδα.
Το σύστημα, όμως, που δημιούργησε και του οποίου είναι τελικά αιχμάλωτος,
δεν του το επιτρέπει. Αυτό το σύστημα λατρεύει το κέρδος και ευνοεί την
ιδιοτέλεια, αγνοεί την αλληλεγγύη και εκλογικεύει την αδιαφορία, καταργεί
τα αισθήματα, χλευάζει την αγάπη.
Οι ισχυρές αρνητικές δυνάμεις, που για αιώνες έθρεψε και ανέπτυξε μέσα
του ο Δράκος, συγκρούονται κατά μέτωπο με ό,τι θετικό κουβαλά, σαν ανα-
πόσπαστο στοιχείο του. Στέκεται στο κατώφλι.
Και είμαστε εκεί όλοι εμείς! Δράκοι και Δράκαινες, μετά από χρόνια δοκιμα-
σίας, στεκόμαστε στο κατώφλι, ατενίζοντας το δημιούργημά μας! Έχοντας
αποδεχτεί πλήρως το κακό, αναζητούμε τον εαυτό μας, αναζητούμε τον άν-
θρωπο!
Από τα 117 λέπια του Δράκου μας, τα 81 τρέφουν το καλό και τα 36 το κακό.
Τελικά, υπάρχει ελπίδα;
Ελένη-Παρασκευή Μέξη
[ 48 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

3o ΒΡΑΒΕΙΟ Απονέμεται στον Σταύρο Στάνα


ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Πρότυπο ζωής

Ήταν ένα βροχερό βράδυ Πέμπτης, πρωτοβρόχια, μιας και μόλις είχε μπει
ο Σεπτέμβρης. Ο κύριος Μιχάλης μόλις είχε γυρίσει από τη δουλειά και κα-
θόταν στην πολυθρόνα του για να ξεκουραστεί. Δούλευε στην οικοδομή, κου-
ραστική δουλειά. Κάθε μέρα, μέχρι αργά το βράδυ, μέσα στα τσιμέντα και το
πηλοφόρι. Γύριζε στο σπίτι του και έπεφτε κατευθείαν για ύπνο.
Απόψε όμως ήταν ένα διαφορετικό βράδυ! Αύριο βγαίνει επιτέλους στη σύν-
ταξη έπειτα από τριάντα ένα ολόκληρα χρόνια δουλειάς. Άνοιξε την τηλεό-
ραση, έβαλε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και κάθισε να παρακολουθήσει την
αγαπημένη του εκπομπή. Ήταν περασμένες δέκα και ήταν η ώρα που ο πα-
ρουσιαστής καλωσόριζε κάποιον ξεχωριστό καλεσμένο.
«Και τώρα, παρακαλώ, ας υποδεχτούμε ένα πολύ ιδιαίτερο άτομο, τη νεαρή
Σάντρα Παρκς, η οποία την προηγούμενη βδομάδα τιμήθηκε με το τρίτο βρα-
βείο στον διαγωνισμό δοκιμίου του Μιλγουόκι για το δοκίμιό της με τίτλο
“Our truth”, σε ηλικία μόλις έντεκα ετών».
«Τρίτο βραβείο στον διαγωνισμό δοκιμίου του Μιλγουόκι! Θα ’χει ενδιαφέ-
ρον», σκέφτηκε ο κύριος Μιχάλης και δυνάμωσε την ένταση της τηλεόρα-
σης.
– Καλησπέρα, Σάντρα, χαιρόμαστε που είσαι σήμερα μαζί μας.
– Καλώς σας βρήκα! Και ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση!
– Για πες μας, Σάντρα, πώς νιώθεις που βραβεύτηκες;
– Νιώθω υπέροχα και χαίρομαι πάρα πολύ γι’ αυτό! Όμως περισσότερο χαί-
ρομαι γιατί μέσα από αυτό το κείμενο μου δόθηκε η ευκαιρία να εκφράσω
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 49 ]

τις απόψεις μου αλλά και να κινητοποιήσω τους ανθρώπους να μη φέρονται


άδικα και βίαια προς τους άλλους.
– Από τι επηρεάστηκες έτσι ώστε να γράψεις το συγκεκριμένο κείμενο για το
οποίο βραβεύτηκες;
– Στην πόλη όπου ζω, ακούω και βλέπω παραδείγματα χάους σχεδόν καθημε-
ρινά. Μικρά παιδιά γίνονται θύματα ανούσιας βίας των όπλων και σκέφτηκα
πως αυτή η κατάσταση δεν μπορούσε να συνεχιστεί και κάτι πρέπει να αλλάξει.
– Συμφωνώ μαζί σου, και είναι αξιοθαύμαστο που σκέφτεσαι έτσι σε τόσο
μικρή ηλικία! Μακάρι να σκεφτόμασταν όλοι σαν εσένα!
– Είναι πολύ τιμητικό αυτό που λέτε. Σας ευχαριστώ.
– Και εμείς σε ευχαριστούμε πολύ που μας μίλησες έστω και για λίγο. Και
κάπου εδώ, κυρίες και κύριοι, φτάσαμε στο τέλος της εκπομπής μας. Καλό
βράδυ σε όλους!
Ο παρουσιαστής έκανε την αποφώνηση, η εκπομπή τελείωσε και ο
κύριος Μιχάλης ήταν έτοιμος να πάει για ύπνο, όταν ξαφνικά του
πέρασαν σαν ταινία από το μυαλό όλες εκείνες οι στιγμές βίας και
αδικίας που είχε δει στη ζωή του αλλά δεν αντέδρασε. Η εικόνα του
Αντιμπέ, του Μαροκινού συνεργάτη του από την οικοδομή, που
αγωνιζόταν κάθε μέρα για ένα κομμάτι ψωμί και ξαφνικά τον έδιω-
ξαν γιατί αρνήθηκε να κουβαλήσει ένα πολύ βαρύ φορτίο λόγω
ενός σοβαρού προβλήματος που αντιμετώπιζε με τη μέση του, ήταν
αυτή που τον πόνεσε περισσότερο.
«Κανείς δεν τον υπερασπίστηκε», συλλογίστηκε, «καθόμασταν όλοι
σε μια γωνιά, τον βλέπαμε να καταστρέφεται και δεν τον βοηθή-
σαμε». Τι δειλοί!
Τελικά, είχε δίκιο αυτή η κοπέλα, οι καθημερινές μας πράξεις είναι
αυτές που μας καθορίζουν, αυτές που μας κάνουν να διαφέρουμε
και να γινόμαστε άξιοι σεβασμού. «Πρέπει να επανορθώσω», σκέ-
φτηκε, και πήγε στο δωμάτιό του για να βάλει την κατακόκκινη πι-
[ 50 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

τζάμα του και να πάρει το χάπι του όπως κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί.
Περιτριγυρισμένος απ’ όλες αυτές τις σκέψεις, ξάπλωσε στο μαλακό
κρεβάτι του, σκεπάστηκε με το καφετί ζεστό πάπλωμά του και πε-
ρίμενε υπομονετικά να τον πάρει ο ύπνος.
Ήταν χαράματα, κάπου πέντε το πρωί, όταν ξύπνησε για να πάει
να πιει λίγο νερό. Ξαφνικά σκέφτηκε τα χθεσινοβραδινά γεγονότα.
«Κάτι πρέπει να κάνω», συλλογίστηκε και χωρίς δεύτερη σκέψη
πήρε ένα ποτήρι παγωμένο νερό, έκατσε στη μεγάλη καρέκλα του
γραφείου του και άρχισε να ψάχνει πώς μπορεί να ιδρύσει ένα εθε-
λοντικό ίδρυμα για ανθρώπους που έχουν υποστεί αδικία. Αμέσως
εμφανίστηκαν στην οθόνη του εκατοντάδες ιστοσελίδες πάνω σ’
αυτό το θέμα, που δεν ήξερε ποια να πρωτοδιαλέξει. Πάτησε λοιπόν
την πρώτη διεύθυνση και αμέσως βρέθηκε στο επίσημο site δημι-
ουργίας εθελοντικών ιδρυμάτων. Αφού διάβασε το εισαγωγικό κεί-
μενο και περιηγήθηκε για αρκετή ώρα στην ιστοσελίδα μελετώντας
με προσήλωση τους όρους και τις προϋποθέσεις που χρειάζονται
για τη δημιουργία ενός τέτοιου ιδρύματος, σημείωσε σε ένα χαρτί
τα στοιχεία επικοινωνίας και τη διεύθυνση του πλησιέστερου κέν-
τρου. Έπειτα επέστρεψε βιαστικός στην κρεβατοκάμαρά του. Εν-
θουσιασμένος αλλά και γεμάτος άγχος, φόρεσε βιαστικά το καλό
του κουστούμι και το δερμάτινο σακάκι του, έβαλε σε έναν φάκελο
όσα χρήματα είχε στην άκρη και ξεκίνησε για το κέντρο.
Όταν έφτασε, αντίκρισε μπροστά του ένα τεράστιο κτίριο με πολλά
φώτα. Δίχως δισταγμό, μπήκε στην είσοδο του κτιρίου, όπου κα-
θόταν μια εύσωμη ηλικιωμένη κυρία.
– Με συγχωρείτε, να σας ρωτήσω κάτι;
Εκείνη του αποκρίθηκε με βραχνή φωνή.
– Βεβαίως, τι θα θέλατε;
– Πού ν’ απευθυνθώ για τη δημιουργία ενός εθελοντικού ιδρύμα-
τος;
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 51 ]

– Στον πρώτο όροφο κύριε.


– Ευχαριστώ! της απάντησε χαμογελώντας και μπήκε γρήγορα στο
ασανσέρ.
Φτάνοντας στον πρώτο όροφο, είδε στο βάθος του διαδρόμου ένα
γραφείο στην είσοδο του οποίου έγραφε: «Δημιουργία και υποστή-
ριξη εθελοντικών ιδρυμάτων».
«Νάτο», είπε γεμάτος ενθουσιασμό και ένα ρίγος συγκίνησης
ένιωσε να τον διαπερνά. Μπήκε λοιπόν στο γραφείο, εξήγησε το
αίτημά του στον υπεύθυνο και άρχισαν να κουβεντιάζουν. Μετά από
τρεις ώρες κι αφού τακτοποιήθηκαν όλα τα ζητήματα, ο υπεύθυνος
του έδωσε το χαρτί και του είπε:
– Είμαστε έτοιμοι! Η ανέγερση του κτιρίου θα αρχίσει σε τρεις εβδο-
μάδες και όσο για τα υπόλοιπα χρήματα, μην ανησυχείτε, θα το
αναλάβουμε εμείς. Μόνο μια τελευταία ερώτηση θέλω να σας κάνω.
– Παρακαλώ, σας ακούω.
– Το ίδρυμα πώς θα ονομαστεί;
– «Σάντρα», του απάντησε.
– Ωραίο όνομα! είπε χαμογελώντας ο υπεύθυνος. Σας εύχομαι ολό-
ψυχα καλή αρχή!
– Ευχαριστώ πολύ! του απάντησε ο κύριος Μιχάλης και ένα ακόμη
δάκρυ κύλησε από τα καταγάλανα μάτια του, καθώς έβγαινε από
τη φαρδιά πόρτα του γραφείου και κατευθυνόταν προς τον ανελ-
κυστήρα. Τώρα ένιωθε επιτέλους γεμάτος, δικαιωμένος. Όλες αυτές
οι τύψεις και οι ενοχές είχαν φύγει από μέσα του, καθώς κατάλαβε
πως έτσι θα μπορέσει να διορθώσει το λάθος που έκανε τότε απέ-
ναντι σε αυτόν τον αδικημένο συνάδελφό του στην οικοδομή.

ono
[ 52 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Τρία χρόνια αργότερα (12 Οκτωβρίου 2018)

Πέρασαν κιόλας τρία χρόνια από τότε που το ίδρυμα «Σάντρα» ξε-
κίνησε να λειτουργεί και ο κύριος Μιχάλης αποφάσισε να κάνει μια
εκδήλωση, με αφορμή τα τρία χρόνια λειτουργίας και προσφοράς
του ιδρύματος στην κοινωνία.
Η ώρα είχε φτάσει και ο κύριος Μιχάλης ήταν έτοιμος να πάει στο
ίδρυμα, όταν ξαφνικά έσκασε σαν βόμβα στην τηλεόραση. Έκτακτο
δελτίο ειδήσεων.
«Δεκατριάχρονη δολοφονήθηκε από ελεύθερο σκοπευτή μέσα στο
σπίτι της». Ήταν η Σάντρα Παρκς.
Ο κύριος Μιχάλης δεν μπορούσε να το πιστέψει.
«Μα γιατί;» φώναξε οργισμένος. «Μόνο καλό ήθελε να κάνει στον
κόσμο». Γεμάτος αγανάκτηση και στεναχώρια ξεκίνησε για το
ίδρυμα. Ήταν τόσο ξαφνικός γι’ αυτόν ο θάνατός της, που δεν μπο-
ρούσε να συνειδητοποιήσει τι πραγματικά συνέβη. Οι ώρες που
ακολούθησαν ήταν πολύ δύσκολες. Το ίδρυμα είχε γεμίσει κόσμο,
αλλά τον κύριο Μιχάλη δεν τον ένοιαζε τίποτα. Όταν ήρθε η ώρα
της ομιλίας του, πήρε το μικρόφωνο και με βροντερή φωνή είπε:
– Αγαπητοί μου συμπολίτες! Βρισκόμαστε σήμερα εδώ για να γιορ-
τάσουμε τα τρία χρόνια λειτουργίας του ιδρύματος. Πήρε μια βαθιά
ανάσα και συνέχισε. Πρώτα όμως θα ήθελα να σας μιλήσω για κάτι
άλλο, πιο σημαντικό. Πριν από λίγες ώρες, έφυγε από τη ζωή η
Σάντρα Παρκς, η ψυχή του ιδρύματος. Χωρίς αυτήν, δεν θα υπήρχε
αυτό το ίδρυμα, το οποίο βοήθησε πολλούς που το είχαν ανάγκη.
Γι’ αυτόν τον λόγο θα ήθελα να τηρήσουμε ενός λεπτού σιγή προς
τιμήν της, αφού πρώτα όμως μου επιτρέψετε να της αφιερώσω το
παρακάτω απόσπασμα:
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 53 ]

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος


δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι
για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις
τα χείλη σου θα ματώσουν απ’ τις φωνές.
Το πρόσωπό σου θα ματώσει απ’ τις σφαίρες
μα δεν θα κάνεις ούτε βήμα πίσω.

Κάθε κραυγή σου θα ’ναι μια πετριά


στα τζάμια των πολεμοκάπηλων.
Κάθε χειρονομία σου θα ’ναι
για να γκρεμίζει την αδικία.

Δεν πρέπει ούτε στιγμή να υποχωρήσεις,


ούτε στιγμή να ξεχαστείς.
Είναι σκληρές οι μέρες που ζούμε.

Μια στιγμή αν ξεχαστείς,


αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται
στη δίνη του πολέμου,
έτσι και σταματήσεις
για μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα
θα γίνουν στάχτη απ’ τις φωτιές.

Δεν έχεις καιρό, δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Τελειώνοντας η φωνή πνίγηκε μέσα στα αναφιλητά του και ξέσπασε
σ’ ένα κλάμα γεμάτο συγκίνηση και πόνο, που όλο και δυνάμωνε
μέσα στην κατάμεστη και σιωπηλή αίθουσα του ιδρύματος. Ξαφνικά
[ 54 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

τον είδε και το κλάμα σταμάτησε. Ήταν κάπου στο βάθος. Ναι,
αυτός ήταν, ο Αντιμπέ, ο συνάδελφός του από την οικοδομή. Κά-
ποτε τον είχαν αδικήσει και ήθελε να εξιλεωθεί, επειδή τότε δεν τον
βοήθησε. Τον κοίταξε, πήρε ακόμη μια βαθιά ανάσα και συνέχισε:
«Αυτή ήταν λοιπόν για μένα η Σάντρα Παρκς. Ένας φάρος, ένας
οδηγός, ένα πρότυπο ζωής». Ο κόσμος άρχισε να χειροκροτά γε-
μάτος συγκίνηση, ενώ κάποιοι έκλαιγαν κιόλας. Και τότε κατάλαβε
ότι είχε κάνει το σωστό.
Σταύρος Στάνας
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 55 ]

1oς ΤΙΜΗΤΙΚΟΣ ΕΠΑΙΝΟΣ Απονέμεται στον Στυλιανό Γκίκα


ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Αλήθεια για… όποιον έχει μάτια

Κυριακή. Η μέρα της κηδείας του αγαπημένου μου φίλου, Μάριου. Δεν μπορώ
να το πιστέψω… Περνούσαμε τόσο καλά μαζί. Αν και δεν πηγαίναμε στο ίδιο
σχολείο, τον θεωρούσα αδερφό μου. Ήμασταν στην ίδια ομάδα ποδοσφαίρου
από το νηπιαγωγείο. Κάναμε κοινά όνειρα, ότι μια μέρα θα παίξουμε στην
Μπαρτσελόνα, ότι θα αγωνιστούμε με το εθνόσημο της εθνικής μας ομάδας,
ότι θα υπογράφουμε αυτόγραφα, ότι θα φτιάξουμε ένα δικό μας γήπεδο, ώστε
όλα τα παιδιά να μπορούν να μάθουν την τέχνη του ποδοσφαίρου.
Όμως, μία Πέμπτη μας χάλασε τα σχέδια. Θα έκαναν γιορτή με το σχολείο
του και δεν ήθελε να τη χάσει. Μάλιστα, αναγκαστήκαμε να ακυρώσουμε και
τη συνάντησή μας, αλλά τι να έκανα;
Την επόμενη μέρα, πήρα τηλέφωνο να δω πώς πέρασε στη γιορτή. Δεν
απαντούσε. Ξαναπήρα αρκετές φορές, μέχρι που το σήκωσε η μητέρα του.
Η φωνή της ήταν σπασμένη και τρεμάμενη.
– «Ναι», είπε αδύναμα.
– «Γεια σας, ο Κώστας είμαι, ο φίλος του Μάριου…» και πριν προλάβω να
τελειώσω τη φράση μου, ξέσπασε σε κλάματα. Όταν ηρέμησε, μου απάντησε
συντετριμμένη:
– «Αγόρι μου, λυπάμαι πολύ, αλλά… αλλά… ο φίλος σου, ο γιος μου, ο
Μάριος χθες… σκοτώθηκε στη γιορτή από αδέσποτη σφαίρα». Η φωνή της
έσπασε. Ξανάρχισε να κλαίει και έκλεισε το τηλέφωνο. Μου πήρε ώρα να το
επεξεργαστώ. Αρχικά, δεν είχα καταλάβει τι είχε συμβεί. Δεν ήθελα να κατα-
λάβω. Στενοχωρημένος, πήγα και το είπα στους γονείς μου. Έκαναν ό,τι μπο-
[ 56 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

ρούσαν για να με καθησυχάσουν, αλλά δεν τα κατάφεραν. Ο αγαπημένος


μου φίλος μου, ο Μάριος, ήταν…
Λίγες μέρες μετά, στο διαδίκτυο, ο φίλος μου ήταν πρώτο θέμα. Οι δημο-
σιογράφοι τόνιζαν την τεράστια κακοτυχία του και αναφέρονταν σε παρόμοια
συμβάντα. Τότε θυμήθηκα ότι ο Μάριος είχε παραπονεθεί πολλές φορές για
την ανεξέλεγκτη χρήση όπλων στην περιοχή μας. Μία σχεδόν ίδια περίπτωση
με αυτή της Σάντρα Παρκς. Είχε σκοτωθεί από «αδέσποτη» σφαίρα μέσα στο
σπίτι της. Η ίδια είχε βραβευτεί με κείμενό της σε διαγωνισμό που μίλαγε για
τις διαχρονικές αλήθειες που υπάρχουν, οι οποίες δεν πρέπει να αλλάξουν
λόγω της βίας, του ρατσισμού και των όπλων. Έτσι αποφάσισα να βρω αυτή
την αλήθεια, να την ανακαλύψω με κάθε θυσία! Και δεν το αποφάσισα μόνο
γιατί ήθελα, αλλά γιατί έπρεπε. Έπρεπε να βρω την αλήθεια που έψαχναν η
Σάντρα και ο Μάριος, την αλήθεια που δεν πρόλαβαν οι ίδιοι να βρουν, δεν
τους άφησαν να την βρουν.
Την επόμενη μέρα, το απόγευμα είχα καθίσει στον καναπέ για να ξεκουρα-
στώ και έβλεπα τηλεόραση. Ξαφνικά, ένας δημοσιογράφος είπε: «η γλώσσα
είναι το όχημα της σκέψης. Το βιβλίο είναι ένα ανοιχτό παράθυρο στον κόσμο
με τριπλή πανοραμική θέα: στο χθες, στο σήμερα και στο αύριο». Δεν πολυ-
κατάλαβα τι εννοούσε ο δημοσιογράφος!
Έτσι, την επόμενη μέρα πρωί-πρωί πήγα και ρώτησα την καθηγήτριά μου.
Εκείνη μου εξήγησε ότι ο ανθρώπινος νους λειτουργεί με λέξεις.
– Όσες περισσότερες λέξεις ξέρω, τόσες περισσότερες σκέψεις κάνω! Η
γνώση είναι δύναμη, που θα σε κάνει ολυμπιονίκη του πνεύματος.
– Μπορείτε να μου το περιγράψετε, σας παρακαλώ;
– Φαντάσου το σαν μία πανοπλία όπου θώρακας είναι οι ψυχικές αρετές,
δηλαδή η υπομονή, η επιμονή, η πίστη. Η ασπίδα είναι οι γνώσεις και η ρομ-
φαία – το σπαθί είναι η σκέψη.
Εκείνη τη στιγμή κατανόησα τα λόγια του δημοσιογράφου. Κατάλαβα πως
για να βρω την αλήθεια του Μάριου και της Σάντρας, δεν χρειαζόταν να τα-
ξιδέψω κυριολεκτικά, αλλά μεταφορικά, μέσω των βιβλίων. Έτσι και έκανα.
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 57 ]

Την επόμενη κιόλας μέρα, μιας και ήταν Σάββατο, πήγα πρωί στη βιβλιο-
θήκη του δήμου μας, αποφασισμένος να βρω την αλήθεια των δύο παιδιών,
αποφασισμένος να φτάσω εκεί, ταξιδεύοντας ως την άκρη του κόσμου μέσω
των βιβλίων.
Σκέφτηκα ότι, αν δανείζομαι ένα βιβλίο τον μήνα και το διαβάζω με προ-
σοχή, μέσα σ’ έναν χρόνο θα έχω συγκεντρώσει τουλάχιστον δώδεκα αλή-
θειες! Ξεκίνησα με τον Μιχαήλ Στρογκόφ του Ιουλίου Βερν και αποθησαύρισα
την αλήθεια ότι ακόμη και αν κάποιος είναι τυφλός, αν είναι πιστός στο κα-
θήκον του, με υπεράνθρωπη προσπάθεια θα φτάσει στον προορισμό του.
Συνέχισα με τον Μικρό πρίγκιπα του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ και έμαθα
ότι «με την καρδιά βλέπεις καλά. Την ουσία τα μάτια δεν τη βλέπουν». Επό-
μενή μου στάση ήταν ο Τζορτζ Όργουελ και το βιβλίο του 1984. Εκεί έμαθα
ότι η πιο σημαντική μορφή ελευθερίας που δεν μπορούν να μας την κλέψουν
είναι η ψυχική.
Στη συνέχεια ταξίδεψα με την ποίηση του Καβάφη, με τα Άπαντά του, κατα-
νοώντας ότι στη ζωή μας όχι μόνο πρέπει να φυλάμε «Θερμοπύλες» αλλά
και να μη νιώθουμε μίσος για τους ψευδόμενους, χωρίς μίσος για όποιον
σφάλλει! Συνέχισα με την Ασκητική του Νίκου Καζαντζάκη, μαθαίνοντας ότι
πρέπει να λες «εγώ, εγώ έχω χρέος να σώσω τη γη. Αν δεν σωθεί, εγώ
φταίω».
Επόμενος προορισμός μου, έχοντας το μυαλό μου τη φράση της Σάντρα
«οι αλήθειες μας εκτείνονται στα άκρα του κόσμου», ήταν το βιβλίο Το χρυσό
φτερό της Κωνσταντίνας Αλουμανή. Έμαθα πως ένα χρυσό φτερό, η αγάπη
ενός μικρού αγγέλου μπορεί να αλλάξει την πραγματικότητα. Έπειτα ακο-
λούθησα τον Λέοντα Τολστόι στο βιβλίο του, Περί τρέλας, και διδάχτηκα ότι
η «ευτυχία δεν είναι να κάνεις πάντα αυτό που θέλεις, αλλά να θέλεις πάντα
αυτό που κάνεις». Συνέχισα ψάχνοντας την αλήθεια σε κάποιο διαφορετικό
βιβλίο και νομίζω πως τη βρήκα σ’ ένα βιβλίο-συλλογή του Δήμου Βύρωνα
2015 με τίτλο Οι νέοι μας μιλούν για τον Λόρδο Βύρωνα της νιότης, της αμφισβή-
τησης και της ελευθερίας. Ήταν γραμμένα εξαιρετικά μαθητικά κείμενα που
μου δίδαξαν ν’ αμφισβητώ τα όπλα και την πυγμή του ισχυρού που βασίζεται
[ 58 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

σ’ αυτά. Στα χέρια μου βρέθηκε και το «βιβλίο των βιβλίων», η Αγία Γραφή,
που μου έμαθε πως όχι μόνο δεν πρέπει να προσπερνάω τον άλλον σαν το
πλοίο μες στην νύχτα, αλλά να τον θεωρώ κομμάτι του εαυτού μου.
Μόλις έχω αρχίσει το ταξίδι μου! Κάθε βιβλίο είναι και μία αλήθεια. Κάθε
άνθρωπος είναι μία αλήθεια ξεχωριστή. Μόνο αν γίνει αυτό παραδεκτό απ’
όλους, θα αποδειχτούν άχρηστα τα όπλα, γιατί εξάλλου η αλήθεια δεν μπορεί
να σκοτωθεί. Σ’ αυτήν την αλήθεια μάς οδηγούν ο Μάριος και η Σάντρα. Ανέ-
δειξαν την αλήθεια τους, κατέδειξαν το παράλογο των όπλων και το άτοπο
της βίας, του ρατσισμού και της προκατάληψης και απέδειξαν την ανάγκη
του ανθρωπισμού. Γι’ αυτό και η αλήθεια τους πάντα θα λάμπει. Αρκεί να
έχουμε μάτια να την αντικρίσουμε!

Στυλιανός Γκίκας
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 59 ]

2oς ΤΙΜΗΤΙΚΟΣ ΕΠΑΙΝΟΣ Απονέμεται στον Κωνσταντίνο Μίχα


ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Εμείς… όχι οι άλλοι

Ο Λόρδος Βύρων, εκτός από φιλέλληνας, ήταν και αγωνιστής υπέρ της κοι-
νωνικής δικαιοσύνης και της ελευθερίας σε όλο τον κόσμο. Πριν από 230
περίπου χρόνια, ο αριστοκράτης Βύρων δήλωνε «πολίτης του κόσμου», ενός
κόσμου χωρίς βία, τυραννία και ρατσισμό. Με τα έργα του, επομένως, αλλά
και τον λόγο του, υποστήριζε αυτές του τις απόψεις. Χαρακτηριστική είναι η
δήλωσή του: «Θα ξεσηκώσω, αν μπορέσω, και τις πέτρες ακόμα, ενάντια
στους τυράννους της γης»…

Και φτάνουμε στο σήμερα… Στη σύγχρονη εποχή, όπου θεωρητικά όλοι
οι άνθρωποι γνωρίζουν τα δικαιώματά τους και τα υπερασπίζονται με πάθος.
Οι πιο δυνατοί δείχνουν να υπερασπίζονται τους πιο αδύναμους, έτσι όπως
πρέπει να συμβαίνει σε μια πολιτισμένη κοινωνία. Γιατί, λοιπόν, ακούγοντας
καθημερινά τα νέα της ημέρας στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, αισθανόμαστε
ότι βρισκόμαστε σε έναν συνεχή πόλεμο; Η βία, ο ρατσισμός, η προκατάληψη,
είναι κάτι που νιώθουμε έντονα να απειλεί ακόμα και τη δική μας ύπαρξη.
Ακόμα κι αν συμβαίνει κάπου μακριά μας, η σκέψη είναι μία: «Γιατί;» Ή
μήπως, τελικά, υπάρχουν και δεύτερες σκέψεις, όπως… «Ευτυχώς δεν συμ-
βαίνει σε εμένα» ή «Εγώ δεν ανήκω σε αυτή την ομάδα, οπότε δεν με
αφορά»; Επαναπαυόμαστε στην ήσυχη καθημερινότητά μας, ενώ γύρω μας
υπάρχουν αθώα παιδιά σαν και εμάς που υποφέρουν… Το αποτέλεσμα
αυτής της παθητικής στάσης; ο ρατσισμός γιγαντώνεται και η προκατάληψη
θεωρείται δεδομένη κατάσταση και μάλιστα αποδεκτή.
Αθώες ψυχές σβήνουν από μία σφαίρα χωρίς προορισμό, σε μέρη όπου
θα έπρεπε να νιώθουν ασφαλή. Έτσι και η δεκατριάχρονη Σάντρα Παρκς
σκοτώθηκε μέσα στο σπίτι της από ελεύθερο σκοπευτή, που ανεξέλεγκτα
[ 60 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

σκορπούσε τον θάνατο, ενώ μόλις τρία χρόνια πριν, βραβεύτηκε σε διαγω-
νισμό συγγραφής κειμένου, όπου κατήγγειλε τη βία και το ρατσισμό. Έτσι
και ο εντεκάχρονος Μάριος έσβησε στην αυλή του σχολείου του, μπροστά
στα αποσβολωμένα μάτια των γονιών, των δασκάλων και των φίλων του, κατά
τη διάρκεια σχολικής γιορτής από σφαίρα που δεν προοριζόταν καν γι’ αυτόν!
Ο κατάλογος των θυμάτων ανά τον κόσμο είναι μακρύς και όσο η σύγχρονη
κοινωνία εξελίσσεται, τόσο τα πράγματα αγριεύουν. Όσο οι διάφορες Μη Κυ-
βερνητικές Οργανώσεις και άλλες οργανώσεις αγωνίζονται σε όλο τον κόσμο
κατά της βίας και του ρατσισμού, εμείς όλοι επαναπαυόμαστε, με την ιδέα
πως αυτοί θα λύσουν το πρόβλημα. Σαν να μην είναι και δική μας υπόθεση.
Αφήνουμε αυτές τις «δεύτερες σκέψεις» να μας καθησυχάσουν και να συνε-
χίσουμε τη ζωή μας, λες και οτιδήποτε άσχημο συμβαίνει είναι μόνο μία ιστο-
ρία από άλλον πλανήτη. Δεν μπαίνουμε καν στον κόπο να σκεφτούμε το
«ΓΙΑΤΙ», παρά μόνο σκεφτόμαστε πόσο κρίμα είναι και γυρνάμε στην καθη-
μερινότητά μας. Είναι φόβος, είναι δειλία, είναι αναισθησία; Η απάντηση
είναι… Όλα αυτά μαζί, σε συνδυασμό με την ασφάλεια που νομίζουμε ότι
μας περιβάλλει. Πόσο λάθος κάνουμε… Θα πρέπει να καταλάβουμε όλοι
μας ότι, παίζοντας με τις πιθανότητες, μπορεί και να χάσουμε και να βρε-
θούμε εμείς ως τραγικό θέμα στο δελτίο των ειδήσεων κάποια μέρα. Η βία
τελικά δεν είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να υπάρξει στον κόσμο αυτό, αλλά η
απάθεια!
Είναι χρέος όλων μας να νοιαζόμαστε για όσα συμβαίνουν στην κοινωνία
μας και να το δείχνουμε έμπρακτα. Εμείς. Όχι να περιμένουμε τους Άλλους
να κάνουν κάτι γι’ αυτό. Όταν βλέπουμε τη βία, σε οποιαδήποτε μορφή, να
την καταγγέλλουμε και να επιμένουμε, μέχρι να σιγουρευτούμε ότι οι αρμόδιοι
έχουν αναλάβει δράση. Όταν αντιληφθούμε ότι κάποιος παρενοχλεί ή εκφο-
βίζει κάποιον άλλο, να υπερασπιστούμε αυτόν που βρίσκεται στη θέση του
θύματος. Όταν γίνονται δράσεις κατά της βίας και του ρατσισμού, να παίρ-
νουμε μέρος, βοηθώντας να ακουστεί αυτή η κίνηση ως τα πέρατα του κό-
σμου. Αν δεν νοιαστούμε πραγματικά και αν δεν έχουμε σκοπό στη ζωή μας,
όπως έλεγε η Σάντρα Παρκς, πριν η μοίρα τής παίξει αυτό το τραγικό παι-
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 61 ]

χνίδι, τότε θα είμαστε απλώς περαστικοί από αυτήν τη ζωή και, αν επιβιώ-
σουμε, θα είναι καθαρά από τύχη. Αν, όμως, δεν θέλουμε να αφήσουμε στη
μοίρα τη ζωή μας και την ύπαρξή μας, που, όπως στην περίπτωση της Σάντρα
Παρκς ή του μικρού Μάριου δεν ήταν με το μέρος τους, τότε θα πρέπει να
αντισταθούμε σε κάθε εκδήλωση βίας ή ρατσισμού. Να νοιαστούμε, ακόμα
κι αν αυτό συμβαίνει σε κάποια άλλη χώρα. Σήμερα, με το διαδίκτυο, η δύ-
ναμη της φωνής μας είναι ακόμα μεγαλύτερη. Ας εκμεταλλευτούμε αυτό το
πανίσχυρο όπλο και ας φτάσουμε μέχρι την άκρη του κόσμου… Εμείς, όχι
οι Άλλοι! Facebook, Twitter, Instagram, YouTube, Tumblr, LinkedIn,
Snapchat… Η λίστα είναι μεγάλη και επιτρέπει σε όλους μας να αναλάβουμε
δράση, ώστε να εκμηδενίσουμε τη βία και τις προκαταλήψεις.
Ας γίνουμε ένα μικρό κύμα, που αρχικά θα αναταράξει τα νερά, αλλά στη
συνέχεια και με τη συμβολή όλων, θα μετατραπεί σε τσουνάμι, που στο πέ-
ρασμά του θα ανατρέψει ό,τι βίαιο και ρατσιστικό μολύνει τη σύγχρονη ζωή
και θα βάλει τα θεμέλια για έναν κόσμο ασφαλή για εμάς και τις επόμενες
γενιές. Για έναν κόσμο όπου η βία και ο ρατσισμός, οι προκαταλήψεις και
κάθε είδους διάκριση δεν θα βρίσκουν χώρο να εκδηλωθούν. Θεμέλια για
έναν κόσμο για τον οποίο αγωνίστηκε ο Λόρδος Βύρων εκατοντάδες χρόνια
πριν και ονειρευόταν η Σάντρα Παρκς, αλλά δεν πρόλαβε να ζήσει, για να
τον δει. Το χρωστάμε σε όλους όσοι αγωνίστηκαν μέχρι τώρα ενάντια στη
βία, αλλά πάνω από όλα, το χρωστάμε στον εαυτό μας, αν θέλουμε να λεγό-
μαστε πολίτες αυτού του κόσμου.

Κωνσταντίνος Μίχας
[ 62 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

3oς ΤΙΜΗΤΙΚΟΣ ΕΠΑΙΝΟΣ Απονέμεται στη Βασιλική Θάνου


ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Όπλο μας… η γνώση

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

Οι σύγχρονοι άνθρωποι έχουν την τάση να δέχονται ως αλήθεια ό,τι ακούνε


ή διαβάζουν στα μέσα ενημέρωσης. Θεωρούν ότι η τηλεόραση και το διαδί-
κτυο θα τους αποκαλύψουν την αλήθεια. Έχουν την τάση να νομίζουν οι άν-
θρωποι πως τα μέσα ενημέρωσης θα τους λύσουν πολλά από τα προβλήματά
τους, αξιοποιώντας το «θαυματουργό όπλο» της τεχνολογίας. Όμως, παρόλο
που η τεχνολογία προοδεύει συνεχώς, τα ανθρώπινα προβλήματα παραμέ-
νουν και πολλές φορές ούτε καν αποκαλύπτονται.

Ένα τέτοιο βασικό πρόβλημα είναι η χρήση όπλων από τους πολίτες. Σε
αρκετές χώρες επιτρέπεται η οπλοχρησία και η οπλοκατοχή. Μάλιστα, πα-
ρατηρείται το ακραίο φαινόμενο να μπορεί κάποιος να αγοράσει όπλο από
μία υπεραγορά, από ένα σούπερ μάρκετ! Πιο ακραίες είναι ίσως οι απόψεις
πρωθυπουργού δυνατής χώρας, που δήλωσε ευθαρσώς ότι για να σταματήσει
το φαινόμενο του ανεξέλεγκτου «τυφλού» πυροβολισμού στους σχολικούς
χώρους από μαθητές –school shooting– θα πρέπει να οπλοφορεί ο καθη-
γητής της φυσικής αγωγής!

Η απάντηση σ’ αυτή την παράλογη πρόταση είναι απλή. Αν ένα παιδί κρα-
τούσε στα χέρια του ένα αιχμηρό ξύλο, απειλώντας τη σωματική ακεραιότητα
ενός άλλου παιδιού, ποια θα έπρεπε να είναι η αντίδραση του ενήλικα; Να
αφαιρέσει με προσοχή το επικίνδυνο όπλο για να μην πληγωθεί κανείς ή να
δώσει ένα παρόμοιο όπλο και στο άλλο παιδί για να εξασφαλίσει την ίση
μάχη μεταξύ τους; Αυτονόητη βέβαια απάντηση είναι η κατάργηση του όπλου,
κάθε μορφής όπλου. Η συγκεκριμένη αναλογία, αν και απλή, αποτυπώνει την
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 63 ]

πραγματικότητα, ότι δηλαδή, όταν υπάρχει μια απειλή, θα πρέπει να την εξα-
λείφουμε και όχι να την πολλαπλασιάζουμε.

Εκείνος που ψάχνει να βρει το δίκιο του με όπλα δεν πιστεύει στη δύναμη
του διαλόγου, ούτε της δημοκρατίας. Δεν θεωρεί τον συνάνθρωπό του ιερή
ύπαρξη. Το όπλο τον κάνει να αισθάνεται ανώτερος. Άρα εύκολα και απερί-
σκεπτα καταπατά τα δικαιώματα του συνανθρώπου του και τον υποτιμά.
Όποιος θεωρεί σωστή αυτήν την πρακτική, σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζει τις
αληθινές αξίες της ζωής, τη δικαιοσύνη, την ισότητα, τον σεβασμό, τον αλ-
τρουισμό.

Σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες στις οποίες δεν υπάρχει ανάπτυξη τε-


χνολογίας, εύκολη πρόσβαση στην εκπαίδευση και παροχή νερού και τροφής,
κυριαρχεί η εκμετάλλευση, η οποία είναι είδος ιδιαίτερης εγκληματικότητας.
Παιδιά από μικρή ηλικία αναγκάζονται να εργάζονται για πενιχρή αμοιβή ή
ελάχιστη τροφή. Αυτά τα παιδιά με δυσκολία καλύπτουν τις βασικές τους
ανάγκες. Το φαινόμενο αυτό, δηλαδή η παιδική εργασία, είναι σύνηθες και
συμβαίνει κυρίως σε πάμφτωχες χώρες.

Η Σάντρα Παρκς τόνισε την ανάγκη του να μην προσπερνάμε ο ένας τον
άλλον. Αυτό μπορεί να γίνει πράξη, αν όλοι αγωνιστούμε να εφαρμόσουμε
τις διαχρονικές αξίες που υπερασπίζονται τον άνθρωπο και τα δικαιώματά
του. Η διδασκαλία αυτών των αξιών είναι θέμα του σχολείου, της οικογένειας
αλλά και άλλων κοινωνικών φορέων, όπως οι δήμοι και οι κοινότητες, η εκ-
κλησία, τα αθλητικά σωματεία. Έτσι, ο νέος θα καταλάβει ότι δεν χρειάζεται
τη δύναμη των όπλων αλλά τη δύναμη της γνώσης και της αγάπης, για να
αλλάξει τον κόσμο. Και αυτήν την αλλαγή πρέπει πρώτα να την ξεκινήσει απ’
τον εαυτό του.

Σύμμαχο μπορεί να έχει και την τέχνη. Μέσω της τέχνης στην οποία ανα-
κλώνται σπουδαία ιστορικά γεγονότα, το άτομο μπορεί να καταλάβει τα δεινά
της βίας, του ρατσισμού, της εγκληματικότητας και της βίας των όπλων.
Ακόμα και άνθρωποι χωρίς μόρφωση, μέσω της τέχνης είναι εφικτό να ενη-
[ 64 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

μερωθούν για το κρίσιμο αυτό θέμα. Για παράδειγμα, στους πίνακες ζωγρα-
φικής απεικονίζονται οι καταστροφές που προκαλούν τα όπλα. Αν βέβαια
συγκρίνει κάποιος έναν πίνακα που διαφαίνεται ένα τοπίο συγκρούσεων,
όπως η Γκουέρνικα του Πικάσο, με έναν πίνακα που προάγει την ηρεμία, τη
γαλήνη και τη φιλαλληλία, τότε θα αναγνωρίσει πόσο σημαντική είναι η ειρήνη
σε μία κοινωνία.

Ο εθελοντισμός θα βοηθήσει τον άνθρωπο όχι μόνο να κατανοήσει το πρό-


βλημα της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της απειλής της
ζωής με όπλο, αλλά και να το καταπολεμήσει. Είναι απαραίτητο λοιπόν να
παρουσιαστεί παγκόσμιο ενδιαφέρον για την κονιορτοποίηση του παιδικού
ψυχισμού και τη χρηματοδότηση χωρών που το έχουν ανάγκη, με σκοπό την
τεχνολογική οικονομική και παραγωγική ανέλιξη. Έτσι οι άνθρωποι θα έχουν
ως μέσο για να αλλάξουν ό,τι δεν τους αρέσει την εργασία τους και όχι ένα
όπλο, που μπορεί ακόμη και ακούσια να σπείρει θάνατο και όλεθρο.

Πολλά φιλιά,
η Βασιλική σου

Βασιλική Θάνου
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 65 ]

1o ΒΡΑΒΕΙΟ Απονέμεται στον Νικόλαο Καζακλάρη


ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Αγγελική θυσία

Σ’ άκουσα πως δάκρυζες.


Η πνοή όσο μελωδική κι αν ήταν
έσβησε σαν το κερί!
Κι είχε ακόμη πολύ φως να σκορπίσει.
Μια φλόγα που έπρεπε να διαλύσει.
Κάθε τι που δεν μπορεί να σταθεί
κάτω από τον ήλιο της δικαιοσύνης.
Άκουσες κι ένιωσες στο σώμα
αυτό που βροντοφώναζες ξανά και ξανά να σταματήσει.
Αυτό σε κοίμισε.
Σε πυροβόλησαν! Και δεν έκλαψες
αλλά ηρωικά στάθηκες σαν αγγελούδι
μάρτυρας, απέναντι στο σκότος θεριστή.
Τη ματαιότητα των όπλων ξεσκέπασες.
Πριν καν τιμηθεί η αξία σου
έναν σπόρο φύτεψες.
Και διαλύθηκε.
Κι αναστήθηκε.
Κι έγινε φωτιά να κάψει
και τι να κάψει
κάθε εμπόριο όπλων και κάθε κοινωνική αδιαφορία.
Θα πλουτίζουν οι υψηλοί κι ο Χάρος
κι οι ταπεινοί στη ζωή θα κλαίνε από το βάρος,
τα θύματά τους.
[ 66 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Γιατί; Σε παρακαλώ,
απάντησέ μου
γιατί έφυγες, γιατί;
Μάλλον για το λιονταρίσιο πνεύμα σου,
ή την πύρινη διαμαντένια σάρκα σου.
Μάλλον και για τα δυο.
Διότι δεν σ’ άντεξε ο κόσμος.
Δεν άντεξε τις αλήθειες που βροντοφώναζες.
Που ξύπνησες τα θηρία, τους δράκους,
που φύλαγαν τους θησαυρούς τους.
Φοβήθηκαν μια γενναία ψυχή,
μήπως τους γκρεμίσει τα φαύλα όνειρά τους
Τα θανατοβαμμένα.
Σε τι κόσμο ζω;
Εσύ έφυγες και ζεις αλλού.
Το έργο, που δεν πρόλαβε να βλαστήσει
Ποτίστηκε με το αθώο Αίμα Σου,
του βαπτίσματος της πανανθρώπινης ομολογίας σου και θέριεψε.
Φοβηθείτε τώρα εσείς, που υποστηρίζετε – τι πιο μάταιο! –
τη βία, τον ρατσισμό, την προκατάληψη.
Και την αλήθεια την οποία μονάχα
μέσα από το φως του όπλου αντικρίζετε, την ψεύτικη.
Τρομάξτε και χαθείτε.
Γιατί η ειρήνη ήρθε για να μείνει,
αφού αρχαγγελικά φτερά που ανέβηκαν μεσίτευσαν και
την κατέβασαν για μας στη γη.
Θυσία αποδεκτή.

Νικόλαος Καζακλάρης
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 67 ]

2o ΒΡΑΒΕΙΟ Απονέμεται στην Ειρήνη - Σταυρούλα Αλούμπη


ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Καθρέφτης η άβυσσος του ανθρώπου


άδολο μυαλό με την ελπίδα τεντωμένη… θα σου γράφουμε πάντα

Θα απλώσει το χέρι,
θα μοιράσει συγχωροχάρτι
για άθλιες συμπεριφορές
και ο χρόνος με δύναμη θα την κρατήσει από τα χείλη.
Που με λόγια θα αφήσει το στίγμα της,
όπως οι δυνατές φωνές
αφήνουν αντίλαλο στα ξεχασμένα βουνά.
Με τα λόγια θα πιάσει τα τέρατα
να τα ηρεμήσει
σε ένα ήρεμο μπλουζ,
με τον ρυθμό να χτυπά ειδοποίηση.
Κι εμείς;

Θα πρέπει να ξεκρεμάσουμε τα χέρια από τους ώμους


και ανάμεσα σε λευκούς κρίνους
να μπούνε τα κορμιά μας,
να προσκυνήσουν το χώμα
που μας δίνει τροφή
σαν την τροφή για σκέψη.
Τη δικιά της!
Που τάιζε όλα τα παιδιά της γης.

Και αν το μελάνι της τέλειωσε


και αμόρφωτη σε δέντρο ψηλό κρέμεται,
υπόσχεται από τον άσπρο της λόγο,
πως η βία,
[ 68 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

πως ο ρατσισμός
θα σταματήσει.
Άρα αλήθεια αξίζει.
Να ράψουμε τα λόγια της
σε ανήσυχα μυαλά
που τριγυρνάνε σε θάλασσες.
Σε παλάμες που πνίγονται σε ζεστά μάγουλα.
Μονάχα τότε ο άνθρωπος θα καταλάβει
τα κτήνη που κρύβει μέσα του.

Μονάχα τότε.

Ειρήνη - Σταυρούλα Αλούμπη


Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 69 ]

3o ΒΡΑΒΕΙΟ Απονέμεται στη Μαργαρίτα - Δήμητρα Γαβιώτη


ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ραγισμένη κλεψύδρα

Πολλοί λένε πως προοδεύουμε σαν άνθρωποι, μα εγώ δεν το βλέπω.


Μπορεί να υπάρχει μία πρόοδος, ναι. Απλώς δεν είναι αρκετή.
Δεν μιλάω για τεχνολογία, δεν μιλάω για επιστήμη,
μιλάω κατευθείαν για τον άνθρωπο.
Πώς να πάμε μπροστά, όταν κοιτάμε ο ένας τον άλλο και πάμε ένα βήμα
πίσω;
Γιατί έκανες ένα βήμα πίσω, όταν είδες ένα κοριτσάκι με διαφορετικό
χρώμα ή με μαντίλα στα μαλλιά της;
Επειδή δεν είναι όπως εσύ;
Κανείς δεν είναι όπως εσύ!
Σε αυτούς που εξωτερικά είναι ίδιοι με εσένα δεν το καταλαβαίνεις. Δεν σε
πειράζει.
Μα γιατί να σε πειράζουν κάποιοι άνθρωποι απλά και μόνο επειδή είναι
διαφορετικοί; Γιατί να μην το ξεχνάς;
Και αυτοί άνθρωποι είναι και πίσω από το χρώμα του δέρματος
ή το οτιδήποτε φοράει ο καθένας
κρύβεται ο ίδιος άνθρωπος, κυλάει το ίδιο αίμα.
Και έτσι θα είναι πάντα.
Αυτό δεν αλλάζει και το ξέρεις και εσύ.
Δεν χρειάζεται κάποιος να νιώθει κάτι λιγότερο από άνθρωπος, επειδή εσύ
το αποφάσισες.
[ 70 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να αποφασίσει αν αυτός ο άνθρωπος θα μπορεί


να κάνει ό,τι και εσύ.
Και φυσικά μπορεί! Και ίσως να μπορεί και περισσότερα!
Αυτός ο άνθρωπος μπορεί να γίνει τα πάντα. Είναι ένας άγγελος!
Απλώς του έκοψες τα φτερά και δεν μπορεί να πετάξει.
Τον έκανες να νιώθει μειονεκτικά, επειδή ποτέ δεν κατάλαβες.
Δεν μπορείς να ταπεινώνεις ό,τι δεν καταλαβαίνεις, ό,τι είναι διαφορετικό.
Όποιος πιστεύει πως είναι καλύτερος από κάποιον άλλο και του το δείχνει
με άσχημο τρόπο, το κάνει από φόβο.
Φοβάσαι τόσο πολύ μήπως το «διαφορετικό» σου πάρει τη θέση που εσύ
επιθυμείς.
Γι’ αυτό προσπαθείς να μη φτάσει ποτέ να σε ανταγωνιστεί.
Δεν μπορώ να καταλάβω πώς μπορείς,
ενώ έχεις βρίσει, έχεις χτυπήσει και έχεις πληγώσει έναν άνθρωπο,
να κοιτάζεις ευχαριστημένος το είδωλό σου στον καθρέφτη.
Δεν καταλαβαίνω πώς κοιμάσαι τα βράδια, έχοντας ήσυχη τη συνείδησή σου.
Αν ποτέ πιστέψεις πως είσαι τέλειος, ξανασκέψου το.
Κανείς δεν είναι τέλειος.
Είμαστε άνθρωποι.
Άνθρωπος σημαίνει ατέλεια. Άνθρωπος σημαίνει διαφορετικότητα!

Μαργαρίτα - Δήμητρα Γαβιώτη


Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 71 ]

1oς ΤΙΜΗΤΙΚΟΣ ΕΠΑΙΝΟΣ Απονέμεται στην Ειρήνη Λουκοπούλου


ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Το λευκό περιστέρι ι

Μία ακτίνα ηλίου θα φανεί


ένα άστρο θα λάμψει ξαφνικά.
Ξημερώνοντας η μέρα την αυγή
το σκοτάδι εξαφανίζει.

Η ελπίδα πια δεν χάθηκε


το όνειρο υπάρχει.
Μονάχα αν το θελήσουμε
στου κόσμου θα φτάσουμε την άκρη.

Να αλλάξουμε δεν είναι αργά


η πράξη όμως δύσκολη.
Θέλει αγάπη στην καρδιά
κι υπομονή στη ζήλια.

Όλοι διαφορετικοί είμαστε


ξεχωριστοί στον κόσμο.
Κι όμως, όλοι σαν της θάλασσας τα κύματα
οδεύουμε παρέα.

Κι έτσι μονάχα σαν ομάδα


να προχωρήσουμε μπορούμε.
Κανείς ποτέ με τη μονάδα
δεν πήγε πιο μπροστά.
[ 72 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Δεν είναι τυχαία η φιλία


σημαντική σαν οικογένεια.
Κι αυτή υπέρτατη αξία
πολύτιμη ήταν πάντα.
Ο ρατσισμός δεν είναι λύση
προβλήματα δεν επιλύει.
Αντίθετα δημιουργεί
μέχρι και πόλεμο στην ιστορία.

Όλοι διαφορετικοί
γιατί όχι και ίσοι;
Κανείς δεν έχει το δικαίωμα
για να μας εμποδίσει.

Στη ζωή ποτέ τους δεν υπάρχουν


ανώτεροι, κατώτεροι, άξιοι κι ανάξιοι.
Στην αφετηρία όλοι βρισκόμαστε
της μάχης, της ζωής.

Από εδώ μονάχα προχωρεί


αυτός που έχει αγάπη στην καρδιά.
Και πετώντας το λευκό το περιστέρι
μας πάει όλους πιο μπροστά...

Ειρήνη Λουκοπούλου
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 73 ]

2oς ΤΙΜΗΤΙΚΟΣ ΕΠΑΙΝΟΣ Απονέμεται στον Διονύσιο Σπανόπουλο


ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ήτανε νέα και όμορφη

Ήταν νέα και όμορφη


Και με λαμπρή ψυχή
Το μόνο που την ένοιαζε
Ήτανε η ζωή.

Απάνθρωποι και τέρατα


Έσβησαν τη λαλιά της
Που σαν κελάηδημα γλυκό
Πήγαζε απ’ την καρδιά της.

Τους πείραξαν τα λόγια της


Που ήταν δυνατά
Που σαν χαστούκι ήρθανε
Στα βρώμικα τα αυτιά.

Δεν πίστευαν πως άνθρωπος


Και πιο πολύ γυναίκα
Θα άλλαζε στερεότυπα
Και όλα τα δεδομένα.

Για αυτό και τη σκοτώσανε


Δεν άντεχαν τα λόγια της
Και μ’ έναν τους πυροβολισμό
Έκλεισαν το στόμα της.
[ 74 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Αυτός ο πυροβολισμός ήτανε μόνο η αρχή


Και δεν την ένοιαζε ποτέ ποιο μονοπάτι θα διαβεί.
Όλα φάνταζαν δύσκολα και σαν βουνά ψηλά
Όμως αυτή τα έκανε να φαίνονται απλά.

Σαν αετός ελεύθερος φτερούγισε η ψυχή της


Και σαν βασίλισσα ευθύς κάθισε στο θρονί της.
Γιατί να σκοτωνόμαστε σαν να ’μαστε θηρία
Ας έχουμε όλοι μέσα μας αυτή την απορία.

Όλοι λοιπόν σαν είδαμε τον τραγικό της θάνατο


Το δύσκολο το έργο της ας κάνουμε αθάνατο.
Και να διαβούμε της ζωής τα δύσβατα τα βράχια
Σκεπτόμενοι το λαμπερό το φως που είχε αυτή στα μάτια.

Ήταν νέα και όμορφη


Και με λαμπρή ψυχή
Το μόνο που την ένοιαζε
Ήτανε η ζωή.

Διονύσιος Σπανόπουλος
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 75 ]

3oς ΤΙΜΗΤΙΚΟΣ ΕΠΑΙΝΟΣ Απονέμεται στη Μαρία Ραπτάκη


ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Το παραμύθι του πολέμου

Μια φορά κι έναν καιρό


βρέθηκα σ’ έναν κόσμο μαγικό
χωρίς πόλεμο και κακό
και δεν ήξερα… τι να πω.

Κοίταξα παντού
πάνω, κάτω, δεξιά,
όταν κοίταξα όμως αριστερά,
είδα έναν τύπο να με κοιτά.

Έτρεξα αμέσως πιο κοντά,


μα όταν είχα ανεβεί
δεν ήτανε κανείς εκεί!
Φαίνονταν μονάχα χρώματα πολλά!

Ξανακοίταξα παντού.
Και μόλις κάτω γύρισα,
πολλά παιδιά μικρά παρατήρησα,
να παίζουν με χαρά.

Έτρεξα κάτω και εγώ


να παίξω και να χαρώ,
μα ξαφνικά έγινε κάτι τρομερό
και άλλαξαν τα πάντα στο λεπτό.
[ 76 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Σειρήνες ακούστηκαν δυνατά


Αχ, πώς με πονούσαν τα αυτιά.
Πίστευα πως δεν θα ξανακουστούν.
Ποτέ ποτέ ξανά μα…

Έτρεξα όσο πιο γρήγορα


να κρυφτώ μέσα στα βουνά,
μήπως και σωζόμουν
από τα θανατηφόρα πυρά.

Μα ήταν ήδη αργά…


Άκουγα από μακριά
φωνές και κραυγές
από τα μικρά παιδιά.

Που είχα δει πιο πριν


να παίζουν μπάλα
χαρούμενα και ξέγνοιαστα.
Δεν άντεχα να ακούω πια.

Κάλυψα τ’ αυτιά
με τα δυο χέρια τα μικρά.
Μα δεν ήταν αρκετά.
Ακόμα τις άκουγα καθαρά.

Φώναξα δυνατά:
«Όχι, όχι δεν μπορεί ξανά
μα δεν μπορεί.
Απλά πες μου πως είναι ένα όνειρο κακό.
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 77 ]

Μα εμφανίστηκε ξαφνικά
η μορφή που με έβλεπε πριν από μακριά.
Είχε κάτι τεράστια κάτασπρα φτερά.
Έμοιαζε σαν θεός εξ Ουρανού,

που με πήρε μακριά…


Μαζί ήτανε κι άλλα παιδιά.
Μας πήγε όλους σε ένα νησί ονειρικό,
μου ’μοιαζε σαν να ’ταν λιγάκι παραμυθένιο.

Ώσπου ο άγγελος φώναξε:


«Εδώ θα μένετε,
παιδιά.
Και δω θα παίζετε συνέχεια».

Μαρία Ραπτάκη
[ 78 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 79 ]

ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ

ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

5ος Διαγωνισμός

Λογοτεχνικής Έκφρασης

Εφήβων και Νέων

Κατηγορία Νέων

ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΟΥ ΔΙΑΚΡΙΘΗΚΑΝ


[ 80 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 81 ]

Τα κείμενα είναι απάντηση στον Ρινόκερο του Ιονέσκο,


στον ίδιο τον συγγραφέα, στον φασισμό τού τότε και
του σήμερα, στην αναζήτηση της ταυτότητας του αν-
θρώπου μακριά από την τερατώδη μορφή και συμπε-
ριφορά:

Ο άνθρωπος δεν υπάρχει μόνο για να επιβιώνει, αλλά για


να ζει. Είμαι άνθρωπος και θα παλέψω για το δικαίωμα να
είμαι άνθρωπος, για το δικαίωμα να ζω. Αρνούμαι να πέσω,
να κρατήσω το στόμα μου κλειστό, να γίνω ίδιος σας. Ας
είμαι ένας εναντίον όλων. Αρνούμαι. Αρνούμαι.

[Γεωργία Μυστριώτη]
[ 82 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

ΒΥΡΩΝΑΣ 2019

Ξεφυλλίζοντας τις σελίδες των νέων μας

Στο βλέμμα του Μπάιρον η νιότη δεν αγγίζεται


Αγέραστος ο ποιητής πορεύτηκε στο τέλος του...
δεν ήταν ο χρόνος που τον λύγισε.
Νιότη που δεν σιωπά μην τη φοβάσαι, άσ’ τη να δώσει αυτά που
έχει μέσα της…
Άκου να σου μιλά και μάθε να ονειρεύεσαι μαζί της…
Μην της κακιώνεις αν απόμακρες σου φαίνονται
οι σκέψεις της, μην τη ζηλεύεις,
είναι κοντά στο πάθος που εγκατέλειψες μέσα στον χρόνο…
Άκου τη νιότη που εκφράζεται και ζήσε τις στιγμές της,
άκου το πάθος της και ξέθαψε
μέσα από την εμπειρία σου αυτά που απώθησες…

Άκου τη νιότη που εκφράζεται:

Προσπαθούσα να γνωρίσω πτυχές του εαυτού μου


που συνδέονται με το ήθος και τις ανθρώπινες αξίες
του σήμερα… Θέλω να δημιουργήσω.

[Βλάσιος Μαγγίδης]

Ήταν ένα πνεύμα ειλικρινές, ένα πνεύμα πρωτοπόρο και μοναδικό.


Μιλούσες και έμοιαζε να αστράφτει ο κόσμος· ένας άλλος ήλιος.
Ψάχνω να σε βρω, αλλά βλέπω άλλον έναν ρινόκερο.
Ίδιος με όλους τους άλλους, στην όψη, στο βλέμμα, στο πνεύμα…
Όμως συνεχίζω να ελπίζω.

[Κωνσταντίνα Ελένη Μπουρούτη]


Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 83 ]

Μεγαλώνετε παιδιά…

Τα ντύνετε με ό,τι είναι στη μόδα και το φορούν όλοι.


Τα παρακινείτε να κάνουν παρέα με τα δημοφιλή παιδιά.
Τα αφήνετε να κάνουν παρέα με τους καλούς μαθητές.
Τα κουρδίζετε να ψυχαγωγηθούν με εκπομπές
που εξευτελίζουν προσωπικότητες στο όνομα ενός χρηματικού ποσού.
Ποιος αγωνίζεται σήμερα σε κάτι, για να κερδίσει ένα κλαδί ελιάς;
«Ζητείται Άνθρωπος για μια Νέα Αρχή»
Ζητείται Άνθρωπος που έχει όνειρα και φιλοδοξίες. Άνθρωπος που νιώθει
ότι έχει μια δύναμη μέσα του, που τον κάνει μοναδικό. Ο Άνθρωπος αυτός
δεν πρέπει να έχει μόνο μάτια, αλλά πρέπει και να βλέπει. Δεν αρκεί να έχει
αυτιά. Πρέπει και ν’ ακούει… Κι αν όλα αυτά σας κούρασαν, ζητείται Άν-
θρωπος με καρδιά και ψυχή.
[Ευγενία Τσώνη]

… η προδοσία του εαυτού σου είναι πολύ πιο ταπεινωτική και απάν-
θρωπη από την προδοσία των άλλων…
κανείς δεν μπορεί να γλυτώσει από την παραίτηση.
Κανείς δεν μπορεί να γλυτώσει από τον κρότο της σπασμένης ανθρωπιάς.

[Νικόλαος Αγγελής Άνθης]


[ 84 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

1o ΒΡΑΒΕΙΟ Απονέμεται στη Στεφανία - Ευαγγελία Γεωργάκη


ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Τυφλότης

(Νέα μουγκανητά, επίμονα τρεχαλητά, σύννεφα σκόνης).


Δεν θέλω να τα ακούω. Θα βάλω μπαμπάκι στα αυτιά μου!

Ένας πανάρχαιος μύθος, ο οποίος σύμφωνα με κάποιους αναγόταν στους


αρχαίους Αιγυπτίους, ενώ σύμφωνα με άλλους στους αρχαίους Κινέζους,
που επιβίωσε με ανεξήγητο τρόπο πολλές και πολυτάραχες χιλιετίες, συζη-
τήθηκε εκτενώς σε μια μικρή πόλη της Γαλλίας και προβλημάτισε τους κα-
τοίκους της. Ποικίλοι επιστήμονες, αστρολόγοι και φιλόσοφοι που καταπιά-
στηκαν με αυτόν, διαπίστωσαν και συμφώνησαν πως η γαλλική αυτή
κωμόπολη, χάρη στην απόστασή της από τον ισημερινό, στη γωνία που σχη-
ματίζει το νοητό τρίγωνο που ενώνει αυτήν με τον αστερισμό του Δράκοντα
και της Καμηλοπάρδαλης, αλλά και χάρη στη γεωπολιτική της ιστορία,
αποτελεί σπουδαίο γεωγραφικό πλαίσιο ενδεχόμενης επαναπραγματοποίησης
του μύθου, ο οποίος ενδεδυμένος όλο αυτό το επιστημονικό και παραεπι-
στημονικό ενδιαφέρον, είχε πλέον λάβει διαστάσεις προφητείας.
Το περιεχόμενο του μύθου αυτού όριζε πως ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος
να προκαλεί την καταστροφή και να βυθίζεται στην αυτοκαταστροφή εξαιτίας της
επινοητικότητάς του να πράττει το κακό, ενώ παράλληλα βασανίζεται από την
απληστία και τη μνήμη του. Επομένως, η σωτηρία του θα ήταν να απαλλαγεί από
τους πειρασμούς και τις ενοχές και να μεταμορφωθεί, ας πούμε, σε κάποιο άβουλο
και φιλείρηνο ζώο, ιδανικά σε κάποιο φυτοφάγο παχύδερμο δίχως βλέψεις παντο-
δυναμίας, αλαζονικές εξάρσεις και ακαταλόγιστες τάσεις βιαιοπραγίας: ούτως ειπείν
σε έναν ρινόκερο! Η πρώτη αυτή μεταμόρφωση συνέβη κάποια απροσδιόριστη
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 85 ]

στιγμή του βαθύτατου παρελθόντος, ωστόσο εξαιτίας του εκ νέου ενδιαφέ-


ροντος που διοχετεύτηκε στη μελέτη και ερμηνεία του μύθου, οι νεότεροι ει-
δικοί κατόρθωσαν να προσδιορίσουν επακριβώς τον τόπο και τον χρόνο
κατά τον οποίο μια δεύτερη τέτοια μεταμόρφωση θα μπορούσε να λάβει
χώρα. Παράγοντες όπως η αλλαγή της ώρας με το θερινό ηλιοστάσιο, η
θέση των πλανητών, μαζί με πολλαπλά άλλα πειστικά επιχειρήματα και αδιά-
σειστα στοιχεία, συνυπολογίστηκαν, ώστε να ανακοινωθεί επισήμως στους
κατοίκους της γαλλικής πόλης πως, από το ξημέρωμα μιας συγκεκριμένης
μέρας έως και τη δύση αυτής, οποιοσδήποτε ήθελε θα μπορούσε να μετα-
μορφωθεί σε ρινόκερο, να αφήσει για πάντα πίσω του την ανθρώπινη φύση
και όλες του τις αναμνήσεις και να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του ειρηνικά και
ήσυχα στους γαλλικούς αγρούς.
Στο διάστημα μέχρι την ενδεδειγμένη μέρα οι συζητήσεις αναζωπυρώθηκαν
και ο ενθουσιασμός κορυφωνόταν γεωμετρικά, καθώς οι υποψήφιοι προς
μεταμόρφωση διαρκώς πλήθαιναν και αγωνιούσαν για τα πρακτικά της υπό-
θεσης. Όπως όλες οι πληροφορίες που διαδίδονται διά στόματος, έτσι και η
συγκεκριμένη είδηση απέκτησε διαφορετικές εκδοχές και παραποιήθηκε στις
συνομιλίες των κατοίκων, με αποτέλεσμα να διαμορφωθούν δύο κύριες
τάσεις: υποστηρίχθηκε από τη μια πλευρά ότι μόνο υπό τη μορφή αφρικα-
νικού ρινόκερου ο μεταμορφωμένος θα απολάμβανε τα υποσχόμενα οφέλη,
και από την άλλη πλευρά, ότι ο ρινόκερος της Ασίας είναι αυτός στον οποίο
ο μύθος πρωταρχικά αναφέρεται και κανένας άλλος. Ως επακόλουθο δημι-
ουργήθηκε μια απερίγραπτη φιλονικία σχετικά με τα μορφικά χαρακτηριστικά
και τα χαρακτηριστικά ταυτότητας που θα είχαν ως νέοι ρινόκεροι και φυσικά
ο πληθυσμός πολώθηκε αρθρώνοντας συνθήματα και κατηγορώντας την
αντίπαλη παράταξη για μποϊκοτάζ και παραπλάνηση της κοινής γνώμης.
Η πληθώρα των συγκρούσεων και των λογομαχιών συνέβαλε ώστε το διά-
στημα αναμονής να παρέλθει δίχως κανείς να το αντιληφθεί. Στο μεταξύ,
λόγω του υπέρογκου πλήθους από όλα τα μέρη της γης που έσπευσε να με-
ταναστεύσει στην πλεονεκτική αυτή γαλλική τοποθεσία, η κυβέρνηση αναγ-
κάστηκε να προβεί σε απαγόρευση εισόδου στη χώρα, να κλείσει τα σύνορά
[ 86 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

της και επιχείρησε να ελέγξει την κινητικότητα στο εσωτερικό της, πράγμα
σχεδόν ανώφελο εφόσον ο περιορισμένος χρόνος και η ταχύτητα με την
οποία η πραγματικότητα εξελισσόταν, κατέστησε θνησιγενή οποιαδήποτε
προσπάθεια οργανωμένης δράσης.
Η μεγάλη μέρα βρήκε τους πάντες εξαγριωμένους, μπερδεμένους και ανυ-
πόμονους και ήδη από το πρώτο χάραγμα της αυγής οι άνθρωποι, πράγματι,
με ταχύτατους ρυθμούς αντικαθίσταντο από ογκώδη θηλαστικά, με γκριζωπό
δέρμα και κέρατα. Μέσα σε λίγες μόνο ώρες, η μικρή πόλη μετατράπηκε σε
θέρετρο ρινόκερων, οι οποίοι εκτονώνονταν τρέχοντας στις πλέον ακατοίκητες
γειτονιές, γκρεμίζοντας τυχόν εμπόδια ή λιάζονταν στον ήλιο, βοσκούσαν
και τσαλαβουτούσαν στη μοναδική λίμνη της περιοχής.
Μα αφού ο πρώτος ενθουσιασμός εξαντλήθηκε και οι ρινόκεροι γνώρισαν
το νέο τους σώμα και τις δυνατότητές του, τι ανατροπή! Τι τρόμος, τι πανικός!
Τι σιχαμερή προδοσία και, Θεέ μου, τι τραγική εξέλιξη! Όλες οι μνήμες, όλη
η ανθρώπινη ουσία, όλες οι ενοχές των προηγούμενων πράξεων, όλη η
απογοήτευση από διαψευσμένα όνειρα και η αγωνία για το μέλλον που κα-
τατρύχει τον άνθρωπο, ήταν ακόμη καλά ριζωμένα μέσα τους! Μα τι θα πει
αυτό; Είμαστε ακόμα άνθρωποι φυλακισμένοι σε κουφάρια ζώων!
Μα αυτό δεν είναι ελευθερία, είναι το απόλυτο βασανιστήριο! Δεν ήταν
αυτός ο μύθος, η προφητεία έταζε λήθη και γαλήνη! Υποσχόταν νέα ταυτότητα
και μια ανέμελη ζωή στη φύση χωρίς οδυνηρές αναμνήσεις, χωρίς ενοχές,
χωρίς κανόνες και συμβάσεις, υποσχόταν τον υποβιβασμό σε κάποιο πλάσμα
με τα βασικά μόνο ένστικτα επιβίωσης και καμιά φιλοδοξία ανώτερου επιπέ-
δου! Ποιο τρομερό παιχνίδι της μοίρας τους οδήγησε σε αυτή την απροσ-
διόριστη κατάσταση, στο μεταίχμιο μεταξύ ανθρώπου και ζώου, στο ανή-
κουστο αυτό προϊόν, που αδυνατεί να ενταχθεί στη φύση και να συμφιλιωθεί
με το ίδιο του το σώμα!
Είμαι ρινόκερος με ανθρώπινο νου; Είμαι άνθρωπος με συνήθειες και δυνατότητες
ρινόκερου; Ποιο από τα δύο είναι εγώ και ποιο από τα δύο είναι το παράσιτο που
μου καταστρέφει τη συνοχή;
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 87 ]

Μα γίνεται οι ειδικοί να υπολόγισαν λάθος; Οι ρινόκεροι συγκεντρώθηκαν


στην τεράστια πλατεία που διαμορφώθηκε από την κατεδάφιση των γύρω
κτιρίων για τους σκοπούς της συνέλευσης. Αλλεπάλληλα ερωτήματα, άγρια
μουγκρητά, αγανακτισμένα σπρωξίματα δημιούργησαν πρωτόγονη οχλαγωγία.
Ένας πελώριος ρινόκερος με ένα κέρατο πρότεινε πως όλα πήγαν στραβά
επειδή μεταμορφώθηκαν σε λάθος ρινόκερους και ότι τελικά μάλλον μόνο
αυτοί με τα δύο κέρατα, δηλαδή οι ρινόκεροι της Αφρικής, θα είχαν το χάρι-
σμα. (Ή μήπως οι ρινόκεροι της Ασίας ήταν αυτοί;) Πάνω που αρκετοί άρ-
χισαν να ξεφωνίζουν «μας ξεγέλασαν» με τα βραχνά τους μουγκρητά που
καθιστούσαν τις λέξεις δυσνόητες, ένας άλλος απελπισμένος, ελαφρώς μι-
κρότερος ρινόκερος ούρλιαξε: «Εγώ έχω δύο κέρατα, αλλά θυμάμαι κι εγώ τα
πάντα!» Μα τότε τι πήγε λάθος; «Είμαστε τέρατα».
Αφού η πρώτη αναταραχή εκτονώθηκε, εκλέχθηκε Επιτροπή Διαλεύκανσης
του Προβλήματος, η οποία κατόπιν διαβουλεύσεων, υποβολής εκθέσεων και
προτάσεων, ψηφοφοριών και εμπεριστατωμένων επανεξετάσεων του μύθου
και των πιθανών παρερμηνεύσεών του που θα μπορούσαν να τους έχουν
οδηγήσει σε αυτό το υβριδικό και αηδιαστικό αποτέλεσμα, τελικά δεν κατόρ-
θωσε παρά να ανακαλύψει έναν παραπλήσιο μύθο, ο οποίος ωστόσο έδωσε
ελπίδα στους ανήμπορους ρινόκερους. Από τον δεύτερο αυτό μύθο, με κα-
ταβολές σκοτεινότερες και πιο αμφίβολες από τον πρώτο –αφού τον υπέβαλαν
σε ενδελεχή εξέταση ώστε τίποτα να μην πάει στραβά αυτήν τη φορά– οδη-
γήθηκαν στην εξαγωγή μιας δεύτερης προφητείας, σύμφωνα με την οποία η
σωτηρία του ανθρώπου έγκειται στη μεταμόρφωσή του σε στρουθοκάμηλο!
Μα τότε όλα θα πάνε καλά! Εδώ που τα λέμε η στρουθοκάμηλος είναι, σαφέστατα,
ωραιότερο ζώο! Θα μπορούν να έχουν όμορφα φτερά, ψηλό λαιμό και όχι αυτό το
ανατριχιαστικό ρυτιδωμένο δέρμα του ρινόκερου... Άκου ρινόκερος! Εξ αρχής το
είχαν δει λάθος το πράγμα, δεν θα έβρισκαν ποτέ την ευτυχία ως ρινόκεροι... Τώρα
όλα βγάζουν νόημα και, πάνω απ’ όλα, υπάρχει ακόμα ελπίδα! Τώρα πια το μόνο
που είχαν να κάνουν είναι να περιμένουν υπομονετικά την ενδεδειγμένη –
επιστημονικά– μέρα κατά την οποία θα πραγματοποιούνταν η δεύτερη με-
ταμόρφωση και τότε πια θα μπορούσαν να αρχίσουν τη ζωή τους. Για να
[ 88 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

πούμε την αλήθεια, δεν είχαν πιστέψει ποτέ στη ζωή ως ρινόκεροι, τι χαζομάρα...
Παραπλανήθηκαν τόσο πολύ... Ενώ η στρουθοκάμηλος! Βέβαια, έτσι μάλιστα! Φως
φανάρι! Και τι ωραία ασπρόμαυρα φτερά θα έχουν...
Οι ανθρώπινοι ρινόκεροι ονειροπολούσαν μέρα-νύχτα αναμένοντας τη με-
γάλη μέρα. Αν κάποιο ελικόπτερο περνούσε σε χαμηλό ύψος πάνω από τη
γαλλική κωμόπολη, θα απορούσε με το θέαμα κοπαδιών ρινόκερων που
μόνο ρέμβαζαν δίχως να κουνιούνται ή να αλλάζουν θέση. Φαντάζονταν
πως σύντομα θα κουνούν τον κορμό τους, για να στεγνώσουν τα φτερά τους
που θα έχουν βραχεί έπειτα από μια βουτιά στη λίμνη, ή θα ανεβοκατεβάζουν
τον λαιμό τους για να τσιμπήσουν με το ράμφος τους σπόρους ή έντομα
από τη γη, ή θα τον τεντώνουν περήφανα, για να αρπάξουν κάποιο φρούτο
από τα δέντρα, ή θα χώνουν τα κεφάλια τους στο χώμα με τον τρόπο τον
στρουθοκαμηλικό και με τη χάρη μακρύλαιμου πτηνού, για να γίνουν αόρατοι
στον γύρω κόσμο και να γλυτώσουν πιθανές οχλήσεις. Θα μπορούσε να χα-
ζέψει κανείς ογκώδη σώματα, σαν βράχους σφηνωμένους στη γη που τους
λούζει ο ήλιος της ερήμου, να ξεροσταλιάζουν με την προσμονή της στρου-
θοκαμηλοποίησής τους.
Ενόσω οι ρινόκεροι ζούσαν ναρκωμένοι από την προσμονή της υπέροχης
ημέρας της αλλαγής και της αιώνιας ευτυχίας, σε κάποιο μικρό σπιτάκι, απο-
μακρυσμένος από τις αγωνίες των ρινόκερων και βυθισμένος στην ατομική
του ευδαιμονία, βρισκόταν ο μοναδικός άνθρωπος που αρνήθηκε την πρώτη
μεταμόρφωση – και φυσικά δεν υποψιαζόταν την προοπτική μιας δεύτερης.
Ανάμεσα στα βαριά του βιβλία και περιτριγυρισμένος από κορνίζες αναγνω-
ρισμένων συγγραφέων και ποιητών αυτού και του προηγούμενου αιώνα, ο
άνθρωπος αυτός στριφογύριζε στην καρέκλα του παίζοντας μια πένα στα
δάχτυλά του και μουρμούριζε με ανασηκωμένο φιλάρεσκα το σαγόνι: Αυτή
είναι η τελειότερη ευκαιρία που δόθηκε ποτέ σε κανέναν! Θα γίνω πια ο απόλυτος
ποιητής! Από τη μάζα της εσπευσμένης ρινοκεροποίησης, αναδύομαι εγώ, ο παρα-
τηρητής της παράκρουσης, ο μοναδικός σώφρων για να καταγράψει τη ρινοκερική
ψύχωση. Η τέχνη μου είναι ανώτερη από ευτελείς παρορμήσεις και μαζικούς πα-
ροξυσμούς. Σε όλο τον κόσμο θα μιλήσουν για τον φωτισμένο άνθρωπο που αντι-
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 89 ]

στάθηκε στον ιδιότυπο αυτό αταβισμό χάρη στο πνεύμα και με οδηγό την υψηλή
του τέχνη! Μοναχικός ο δρόμος της γνώσης και της αλήθειας...
Επιτέλους, τόσα χρόνια προσπάθειας και εκδοτικής απόρριψης θα απο-
κτούσαν νόημα: ήταν πάντοτε ένας ανένταχτος, ένας παρίας, δύσκολο να τον κα-
τανοήσει η κοινωνία μας! Μα τώρα όλα θα άλλαζαν και δεν είχε καν σημασία
τι θα έγραφε... Αρκεί που ήταν ο τελευταίος άνθρωπος της γαλλικής πόλης!
Είμαι τόσο τυχερός... Είμαι ένας, είμαι ο μοναδικός... Θα γίνω ο δημοφιλέστερος
όλων, ένας θρύλος... Θα κατακτήσω την κορυφή...

Στεφανία - Ευαγγελία Γεωργάκη


[ 90 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

2o ΒΡΑΒΕΙΟ Απονέμεται στη Γεωργία Μυστριώτη


ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Μεταμορφώσεως άρνηση

Σεισμός! Τι μου ταράζει πάλι τον ύπνο; Γιατί το σπίτι μου είναι άνω-κάτω;
Γιατί ακούω πάλι σάλπιγγες και τούμπανα; Να είναι αυτή η Δευτέρα Παρουσία
που έλεγαν οι Γραφές; Να είναι καμιά παρέλαση φανταχτερή; Ή είναι αυτό
που φοβάμαι, η εισβολή των οχτρών; Δεν ακούω όμως σειρήνες πολεμικές…
Λες να χτυπάνε και να μην ακούγονται μέσα στον χαμό;
Όχι πάλι, Θεέ μου, αυτοί είναι… Αυτοί οι ρινόκεροι δεν έχουν αφήσει τί-
ποτα όρθιο πια! Μα πόσοι είναι, επιτέλους; Είναι πολύ περισσότεροι από όσο
θυμάμαι! Αυξάνονται και πληθύνονται. Είναι πια βέβαιο, έχω μείνει μόνος
μου, ένας εναντίον όλων. Αρνούμαι να γίνω ένα με τα μούτρα τους. Αρνούμαι.
Αρνούμαι.
Χτυπάει το κινητό μου. Ακούω μουγκρητά. Μπαίνω στο Ίντερνετ, να μάθω
τι γίνεται: μέχρι και οι ειδήσεις είναι ακατάληπτες, τίγκα στα μουγκρητά και
σε απομεινάρια ξύλινης γλώσσας. Ρίχνω μια ματιά στα social media. Τι το
ήθελα, είναι τίγκα στους ρινόκερους… και δυστυχώς είναι περήφανοι. Κο-
κορεύονται για το χάλι τους το μαύρο και επαινούν ο ένας τον άλλο
“YOLO… γκρρρ”. Ανοίγω την τηλεόραση, χορταίνει το μάτι μου ρινόκερους,
σε σημείο που έχουν πλήρως καταγραφεί στον ταλαιπωρημένο μου εγκέφαλο.
Το ραδιόφωνο μοιάζει σαν να κάνει παράσιτα, και οι εφημερίδες… τα ίδια
χάλια με χτες. Και προχτές. Πού βρίσκομαι πλέον; Πάει η γλώσσα μας, πάνε
όλα… πάμε εμείς. Πίνω λίγο ουίσκι μπας και ξανακοιμηθώ, να ξεχάσω αυτά
που βλέπω και ακούω. Αύριο θα είναι μια άλλη μέρα.
Μα το ουίσκι ποτέ δεν λέει ψέματα, δεν έχει καμία σχέση με όλους εκείνους
που συναναστρεφόμουν κατά καιρούς και με έλεγαν «αλκοολικό» ή «ανερ-
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 91 ]

μάτιστο». Σπεύδανε να με γεμίσουν με καλοπροαίρετες, κλισέ συμβουλές για


την «κατάστασή» μου: «έχεις ταλέντα, πρέπει απλά να τα βρεις και να τα
αξιοποιήσεις», «βρες ένα χόμπι αντί να πίνεις»… φλυαρίες. Πόσο σιχαίνομαι
τις φλυαρίες! Με ρώτησαν ποτέ, ενδιαφέρθηκαν να μάθουν έστω και λίγο,
γιατί είμαι εδώ πού είμαι; Όχι, το μόνο που τους ενδιέφερε είναι απλά να
πουν κάτι, κάτι που να ισχύει γενικά για όλους, σαν τις προβλέψεις εκείνων
των τσαρλατάνων. Δεν μου έλεγαν καλύτερα «μεγάλη πόρτα θα διαβείς»; Σα-
φέστεροι θα ήταν. Αν αυτοί ακολουθούν όλες αυτές τις συμβουλές, να πού
τους οδήγησαν: κατέληξαν ρινόκεροι.
Άτιμο πιοτό, γιατί με βάζεις να τα θυμάμαι όλα αυτά; Γιατί με βασανίζεις;
Γιατί μου εντείνεις τον πονοκέφαλο που δημιουργούν οι σκέψεις και κοντεύω
να πέσω κάτω; Θα μου πεις, αυτό είναι το μεγαλείο του ανθρώπου, πέφτει
και ξανασηκώνεται. Έχω πέσει άπειρες φορές και έχω ξανασηκωθεί, γι’ αυτό
είμαι ακόμα όρθιος. Γι’ αυτό ακόμα στέκομαι στα δύο μου πόδια και δεν σέρ-
νομαι υποταγμένος… σαν εκείνους. Κάποτε, όμως, δεν στέκονταν και αυτοί
στα δύο τους πόδια; Πώς ζούσαν, άραγε, πριν μεταμορφωθούν; Και τούτοι
έπεφταν και ξανασηκώνονταν και στέκονταν όρθιοι. Μα τώρα έπεσαν, χρει-
άζονται τέσσερα πόδια για να σταθούν και οι κοιλιές τους σέρνονται κατά-
χαμα. Μου αρέσει που μου έλεγε εκείνος ο δικηγόρος «πρέπει να προσαρ-
μοζόμαστε με τα σημεία των καιρών, γιατί η αλήθεια είναι υποκειμενική και
προσαρμόζεται ανάλογα με το δίκαιο του ισχυροτέρου». Ε, ΟΧΙ! Αρνούμαι
να δεχτώ τον ισχυρότερο ως καθεστώς, ως ρυθμιστή, γιατί «πάντων χρημά-
των μέτρον άνθρωπος».
Πάλι αυτή η παρέλαση. Δεν ξέρω αν πρέπει να τρομάξω, να γελάσω ή να
κλάψω πια. Μέσα σε όλη τούτη την αρρωστημένη, άμορφη και σαρωτική
ορδή, μπορώ να ξεχωρίσω κάποιους… Να, εκείνος ο δικηγόρος με το κα-
πελάκι του, το παλιό μου αφεντικό, με τον χαρακτηριστικό φιόγκο, και εκείνα
τα μαλλιά που ανεμίζουν… Γι’ αυτά θρηνεί η ψυχή μου ακόμα. Δυστυχώς,
εξακολουθούν να μουγκρίζουν και να βαδίζουν χωρίς σκοπό, αυτή η άτιμη
η ασθένεια τους έχει καταβάλει. Ας με τρώει το πιώμα σαν σαράκι, ακόμα
μιλάω, δεν μουγκρίζω, ακόμα στέκομαι περήφανα στα δυο μου πόδια, δεν
[ 92 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

σέρνομαι, ακόμα σκέφτομαι, το μυαλό μου δεν είναι άδειο. Πέφτω και ση-
κώνομαι, ξαναπέφτω και ξανασηκώνομαι, στέκομαι στα πόδια μου ακόμα και
τώρα… Ατερμόνως.
Ε, ναι, λοιπόν… Είμαι άνθρωπος. Είμαι άνθρωπος! Τ’ ακούτε; ΕΙΜΑΙ ΑΝ-
ΘΡΩΠΟΣ!
Κατεβαίνω. Κλειδώνω την πόρτα πίσω μου και έχω κλείσει τα παράθυρα.
Δεν είμαι κανένας δειλός να ψάχνω τις διεξόδους διαφυγής. Αχ, αυτή η λέξη,
δειλός… Άλλος ένας από τους πολλούς ψόγους που με στοιχειώνουν ακόμα
και τώρα. Αφοσιωμένοι στο καταστροφικό τους έργο και τις παρελάσεις τους,
δεν με βλέπουν. Δεν μιλάμε πλέον για αρρώστια· εδώ ξετυλίγεται μπροστά
στα μάτια μου μια συλλογική ψύχωση, μια νευρασθένεια. Όλοι τους ακολου-
θούν μια κοινή πορεία, αλλά φαίνεται ότι δεν ξέρουν πού πάνε. Δεν μοιάζουν
να προβληματίζονται καν, για να είμαι ειλικρινής.
Ψάχνω να βρω από πού ξεκινά αυτή η γελοία παρέλαση. Πού να είναι άραγε
οι σημαιοφόροι, οι παραστάτες και οι οργανοπαίχτες; Αυτά τα μουγκρητά τα
λένε «συνθήματα;» Αυτό το βάδισμα δεν θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο χτυ-
πούσαμε τα άρβυλά μας στον στρατό με το παραμικρό παράγγελμα; Πού
είναι εκείνοι που είχα δει πριν από λίγο; Μάταιος ο κόπος, σίγουρα θα χά-
θηκαν μέσα στο πλήθος, μέσα σε εκείνη την άμορφη, ασπόνδυλη και ακέφαλη
μάζα.
Επιτέλους, βρήκα τους πρωτοστάτες αυτής της άθλιας εκστρατείας. Ρινόκε-
ροι με τα σωστά τους. Ακόμα δεν έχω βρει για λογαριασμό ποιανού έχει στη-
θεί αυτό το πανηγύρι. Άλλο με ενδιαφέρει αυτήν τη στιγμή: ψάχνω τρόπο να
σταματήσω αυτή την πορεία προς το χάος. Μπορεί ο Επιμηθέας να εφοδίασε
τα ζώα με κέρατα και νύχια, μα ο Προμηθέας εφοδίασε τον άνθρωπο με
εκείνη την μῆτιν που έσωσε και τον Οδυσσέα. Εδώ ο Οδυσσέας έπεσε και
ξανασηκώθηκε τόσες φορές, ποιος είμαι εγώ να δειλιάσω και να τα παρατήσω
τώρα που είμαι τόσο κοντά;
Σταματάει για λίγο η παρέλαση. Για άλλη μια φορά, βλέπω με θλίψη την
κατάσταση των ρινόκερων: ξεχύνονται εδώ κι εκεί και τα έχουν χαμένα. Αν
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 93 ]

δεν έχουν κάποιον να τους διατάζει, καταστρέφουν τα πάντα και γίνονται


αυτό για το οποίο μονίμως με κατηγορούσαν: ανερμάτιστοι. Να που πλεονεκτώ
σε σχέση με εκείνους, πρέπει να το εκμεταλλευτώ. Ω του θαύματος, να ο ση-
μαιοφόρος: τον πήρε ο ύπνος εκεί στη γωνία. Κοιμάται βαθιά και ροχαλίζει.
Δεν χρειάζεται να κάνω πολλά: θα του κλέψω τη σημαία και το πηλήκιο. Μέσα
στο χάος, δεν θα προλάβει κανείς να καταλάβει τίποτα όταν ξεκινήσει ξανά
η παρέλαση. Εντάξει, τον βηματισμό τους τον ξέρω, τον έχω μάθει απ’ έξω
τόσες φορές που περνούσαν έξω από το σπίτι μου. Ξαναμαζεύονται, να η
ευκαιρία μου.
«Αλτ!» Δεν τους άφησα να προχωρήσουν, αλλά άρχισαν τα μουγκρητά.
«Γκρρ… Τι γίνεται εδώ;» Φωνάζει ένας από το πλήθος… Κάτι μου θυμίζει
αυτό το καπελάκι. «Κυρ δικαστά», του λέω, θυμίζοντάς του την οικειότητα
που είχαμε παλαιόθεν. «Πώς έχεις γίνει έτσι; Πάλι πίνεις; Έλα εδώ μαζί μας,
να γίνεις καλά, να φας σαν άνθρωπος. Άλλαξαν οι εποχές. Γκρρρ…». «Αρ-
νούμαι, αρνούμαι πεισματικά να γίνω σαν εσάς. Λες για τα χάλια μου και δεν
κοιτάς τα δικά σου; Αν δεν βλέπεις τα δικά σου, τουλάχιστον κοίτα όσους
είναι δίπλα σου!»
Τα μουγκρητά έχουν γεμίσει τον τόπο, αλλά με μια κίνηση του χεριού του
ο δικηγόρος τούς ωθεί να σωπάσουν. «Γκρρρ… Δεν είσαι δημοκρατικός,
φίλε μου, δεν σέβεσαι τη γνώμη των πολλών. Ο Αριστοτέλης δεν λέει ότι ο
άνθρωπος είναι φύσει ζῷον πολιτικὸν και όποιος άνθρωπος δεν ζει μέσα στο
σύνολο είναι ή θεός ή θηρίο; Γκρρρ… Εσύ τι νομίζεις ότι είσαι, θεός; Εδώ
που τα λέμε, σαν θηρίο είσαι έτσι κουρελής που έχεις καταντήσει!»
«Αν ξέρεις τον Αριστοτέλη τόσο καλά όσο παριστάνεις, τότε θα γνωρίζεις
ότι το σωστό πολίτευμα είναι η πολιτεία και ότι η δημοκρατία είναι το αντίστοιχο
φαύλο της. Εδώ δεν μιλάμε καν για δημοκρατία: μου θυμίζετε την οχλοκρατία
που μισούσε ο Πλάτωνας με όλο του το είναι. Ένας όχλος είστε, άτακτος σαν
κοπάδι με πρόβατα που χάνει τον βοσκό του. Μοιάζετε όλοι το ίδιο: μουγ-
κρίζετε όλοι το ίδιο, βαδίζετε όλοι το ίδιο και σκέφτεστε όλοι το ίδιο. Και
όμως, είτε το πιστεύετε είτε όχι, σας αναγνωρίζω όλους έναν-έναν: εσένα,
κυρ δικαστά, σε κατάλαβα αμέσως από το καπελάκι σου, πάντα τύπος και
[ 94 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

υπογραμμός. Εσένα, φίλε μου, σε ξεχώρισα από εκείνες τις μπούκλες που
θυμάμαι από τότε που παίζαμε μαζί στο νηπιαγωγείο. Και εσύ; Εσύ, αγάπη
μου, ξεχωρίζεις από παντού… Το άρωμά σου σε προδίδει. Αυτό δεν είναι η
δυσωδία ενός αληθινού ρινόκερου, είναι αυτή η κρυφή ομορφιά που πασχί-
ζεις να αρνηθείς, μα ο άνεμος την ξεσκεπάζει όταν ανεμίζουν τα μαλλιά σου».
Το πλήθος έχει σαστίσει. «Δημοκρατία, αγαπητέ, είναι η κυριαρχία των πολ-
λών και οφείλεις να τη σέβεσαι. Βλέπεις ότι οι δικοί σου άνθρωποι έχουν
γίνει ρινόκεροι. Γιατί κάθεσαι μόνος σου και εξακολουθείς να βασανίζεσαι;
Για να επιβιώσει ο άνθρωπος, πρέπει να προσαρμόζεται με τους άλλους, γιατί
ο άνθρωπος έχει ανάγκες που είναι κοινές σε όλα τα πλάσματα και πρέπει
να ικανοποιηθούν για να προοδεύσει. Γκρρρ… Πώς το καταφέρνει αυτό;
Ζώντας μαζί με άλλους. Πας αντίθετα με τη φύση σου, αλλά να θυμάσαι ότι
στη φύση επικρατεί το δίκαιο του ισχυρότερου και πρέπει να το αποδεχτείς.
Δεν είμαστε τόσο διαφορετικοί από τα ζώα απλά επειδή μιλάμε και σκεπτό-
μαστε πώς θα επιβιώσουμε».
«Άσε με κι εσύ με τις σοφιστείες σου! Μάθε ότι σας ξεχώρισα γιατί ήσαστε
κάποτε άνθρωποι. Ο άνθρωπος δεν υπάρχει μόνο για να επιβιώνει, αλλά για
να ζει. Είμαι άνθρωπος και θα παλέψω για το δικαίωμα να είμαι άνθρωπος,
για το δικαίωμα να ζω. Αρνούμαι να πέσω, να κρατήσω το στόμα μου κλειστό,
να γίνω ίδιος σας. Ας είμαι ένας εναντίον όλων. Αρνούμαι. Αρνούμαι».

Γεωργία Μυστριώτη
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 95 ]

2o ΒΡΑΒΕΙΟ Απονέμεται στην Ευγενία Τσώνη


ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

ΑνθρωΠοιά;

Φαντάζομαι ένα λιβάδι γεμάτο κόκκινες παπαρούνες. Φαντάζομαι κι ένα


δάσος με κάθε λογής δέντρα και λουλούδια. Και τα δύο είναι όμορφα, όμως,
το δάσος είναι ξεχωριστό. Γιατί; Επειδή κρύβει μέσα του πολλά λιβάδια με
παπαρούνες.
Αυτά σκεφτόμουν, καθώς κοιτούσα μάταια έξω απ’ το παράθυρο. Χθες προ-
σπάθησα να βάψω τα δωμάτια του σπιτιού μου. Πήρα χρώματα. Πολλά και δια-
φορετικά. Όλη μέρα σκεφτόμουν τι συνδυασμούς έπρεπε να κάνω για ν’ αλλάξω
αυτήν τη μονοτονία που με βάραινε. Απέτυχα. Το σπίτι είτε άσπρο είτε έγχρωμο
ήταν ίδιο. Και τότε κατάλαβα. Δεν έφταιγαν τα χρώματα. Άλλο έλειπε…
Ναι! Αυτό είναι! Θα βάλω αγγελία! Όλοι ζητούν κάτι. Γιατί να μη ζητήσω κι
εγώ; Έτρεξα στον υπολογιστή και ξεκίνησα…
«Ζητείται Άνθρωπος για μια Νέα Αρχή»
Ζητείται Άνθρωπος με αξίες. Αλτρουιστής, αληθινός, που ξέρει τι σημαίνει ευγνω-
μοσύνη, πίστη σε κάτι. Ζητείται Άνθρωπος που έχει όνειρα και φιλοδοξίες. Άνθρω-
πος που νιώθει ότι έχει μια δύναμη μέσα του, που τον κάνει μοναδικό. Ο Άνθρωπος
αυτός δεν πρέπει να έχει μόνο μάτια αλλά πρέπει και να βλέπει. Δεν αρκεί να έχει
αυτιά. Πρέπει και ν’ ακούει. Όσο για στόμα… Θα πρέπει να γνωρίζει ότι έχει μεγάλη
δύναμη. Κι ό,τι έχει μεγάλη δύναμη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή και
φειδώ. Ζητείται Άνθρωπος που γνωρίζει τι σημαίνει η λέξη φίλος. Όχι, να δίνει τον
ορισμό της λέξης, αλλά να δίνει το Είναι του σ’ αυτή, γιατί νιώθει την αξία της.
Κι αν όλα αυτά σας κούρασαν, ζητείται Άνθρωπος με καρδιά και ψυχή.
Κοίταζα για ώρα την οθόνη. Διάβαζα και ξαναδιάβαζα την αγγελία μου.
Μα… πού έχουμε φτάσει; Στην εποχή του υπερκαταναλωτισμού όλα αγορά-
[ 96 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

ζονται και πωλούνται. Όλα! Μια μικρή άσπρη ταμπελίτσα με χρυσό σκοινάκι
κρέμεται στα πάντα!
Ήθελα να σηκωθώ απ’ την καρέκλα και ν’ αρχίζω να κομματιάζω τις ταμ-
πέλες. Ύστερα όμως, σταμάτησα. Το μετάνιωσα. Άνθρωποι τις τοποθέτησαν.
Ακόμη και στους ίδιους τους τους εαυτούς. Άνθρωποι που έχασαν το σώμα
τους, τη σκέψη τους, το λογικό τους. Άνθρωποι που έγιναν ρινόκεροι.
Πάτησα το κουμπί αποστολής. Η αγγελία δημοσιεύτηκε. «Είναι ένα πεί-
ραμα», είπα στον εαυτό μου. Σηκώθηκα και πήγα πάλι στο παράθυρο. Ήσυ-
χος ο δρόμος. Ανθρωπόμορφα ζώα περπατούσαν, αλλά δεν κινούνταν. Μι-
λούσαν, μα δεν ακούγονταν. Τα δικά μου μάτια και αυτιά αρνούνταν να μπουν
σε λειτουργία.
Ακούστηκε ένας ήχος απ’ τον υπολογιστή. Γύρισα απλά και κοίταξα τη φω-
τεινή οθόνη. Είχα δεχτεί πολλά ηλεκτρονικά μηνύματα. Ένιωσα ένα σφίξιμο
στην πεισματάρα, ανθρώπινη –ακόμη– καρδιά μου. «Λες; Υπάρχει ακόμη
ελπίδα;» Πλησίασα διστακτικά, σχεδόν φοβισμένα, το τραπέζι. Τόσες απαν-
τήσεις για μια τέτοια «διαφορετική» αγγελία… Όχι, δεν ήταν λογικό.
Χωρίς σιγουριά και με χέρι να τρέμει, αποφάσισα να δεχτώ κι αυτό το χτύ-
πημα από τον κόσμο. Διάβασα προσεκτικά ό,τι μου είχαν στείλει. Ένας με-
γάλος εμπαιγμός, καθώς πλέον οι άνθρωποι-ρινόκεροι επιλέγουν να σπατα-
λούν χρόνο από τη σύντομη ζωή τους, για να κοροϊδεύουν ό,τι ανθρώπινο
έχει απομείνει γύρω τους.
Πόσο θα ’θελα να ’χα ένα μαγικό ραβδί, να εξαφανίσω τους ρινόκερους! Ή
έστω να ’χα μια ευχή, όλα να γίνουν όπως, ίσως, ήταν κάποτε… Να φύγει
αυτό το πέπλο της υποκρισίας, της ματαιοδοξίας, του μηδενισμού που τους
καλύπτει. Όμως, δεν είμαι μάγος...
Γελούν, γιατί πρέπει να γελάσουν, στενοχωριούνται, γιατί πρέπει να στενο-
χωρηθούν. Στη ζωή τους υπολογίζουν μόνο τον εαυτό τους. Έχουν ξεχάσει
τις πανανθρώπινες αξίες που είχαν κάποτε μέσα τους. Ζουν, γιατί κάποιος
άλλος το αποφάσισε γι’ αυτούς. Κινούνται και δρουν σαν τα κουρδιστά ζωά-
κια. Εκείνα τα παιχνίδια που όταν τα κουρδίζεις περπατούν ευθεία και στο
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 97 ]

τέλος κάνουν μια τούμπα, για να ξεκινήσουν πάλι από την αρχή μια συγκε-
κριμένη πορεία που τα ρύθμισαν να κάνουν.
«Πού είναι τα θέλω σας, ΑΝΘΡΩΠΟΙ;
Μεγαλώνετε παιδιά που τα μαθαίνετε να μετατρέπουν την ουσία
σε όφελος και χρήμα.
Τα ντύνετε με ό,τι είναι στη μόδα και το φορούν όλοι.
Τα παρακινείτε να κάνουν παρέα με τα δημοφιλή παιδιά.
Τα αφήνετε να κάνουν παρέα με τους καλούς μαθητές.
Οτιδήποτε διαφορετικό δεν υπάρχει. Κι αν τύχει και περάσει από μπροστά
και χαλάσει την αισθητική, το προσπερνάτε σαν σκουπίδι που έπεσε στο
πεζοδρόμιο. Άλλος θα το μαζέψει, όχι Εσείς.
Τα κουρδίζετε να ψυχαγωγηθούν με εκπομπές που εξευτελίζουν
προσωπικότητες στο όνομα ενός χρηματικού ποσού.
Ποιος αγωνίζεται σήμερα σε κάτι, για να κερδίσει ένα κλαδί ελιάς;
Για ν’ ακούσει ένα μπράβο; Ή απλά για να νιώσει ο ίδιος γεμάτος κι ευχα-
ριστημένος από τον εαυτό του; Ποιος συμμετέχει σε κάτι απλά για να προ-
σπαθήσει, για να αποκτήσει κάτι στην ψυχή του που δεν είχε πρωτύτερα;»
Κανείς.
Αν δεν είχα τη σιγουριά, θα δημοσίευα ξανά την αγγελία μου και θα πρό-
σθετα: Αμοιβή 10 ευρώ. Οι ρινόκεροι θα έμπαιναν και πάλι στη διαδικασία να
μου απαντήσουν, όμως αυτήν τη φορά θα μεταμορφώνονταν σε ό,τι ακριβώς
ζητάω. Θα υποδύονταν εύκολα έναν ρόλο, για να κερδίσουν ένα κόκκινο
χαρτονόμισμα. Δεν τους απασχολεί το νούμερο. Είναι χρήμα. Για τους μι-
κρούς και μεγάλους ρινόκερους οποιοδήποτε χαρτονόμισμα είναι όπως ένα
κομμάτι κρέας για ένα πεινασμένο ζώο.
«Πώς θα ήταν πέντε (5) πεινασμένα λιοντάρια κλεισμένα σ’ ένα κλουβί μ’
ένα κομμάτι κρέας; Η μανία τους και μόνο για να κερδίσουν το κρέας θα τα
έκανε να αλληλοσκοτωθούν. Και δίπλα τους το κομμάτι κρέας θα έμενε ξε-
[ 98 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

σκισμένο, κομματιασμένο χωρίς καμιά αξία πλέον. Βλέπετε, ρινόκεροι, η πείνα


των λιονταριών έδινε νόημα στο κρέας.
Ακόμα κι ένα λιοντάρι είναι πιο έξυπνο από εσάς. Ό,τι κάνει το κάνει από
ανάγκη. Εσείς, όμως, το κάνετε από άποψη. Δώσατε χρώματα σε χαρτί, γράψατε
κι ένα νούμερο με απώτερο σκοπό να γίνετε πιο δίκαιοι στις συναλλαγές σας.
Πόσο ειρωνικό! Και τι καταφέρατε τελικά; Να πουλήσετε την ανθρωπιά σας.
Εγώ, όμως, δεν την πουλάω. Δεν θα κρεμάσω πάνω της καμιά ταμπέλα. Για
μένα είναι πολύτιμη. Γι’ αυτό θα τη μοιράσω, θα τη χαρίσω και θα χτίσω ξανά.
Θα φτιάξω ένα σχολείο. Θα περιμένω τους μικρούς σας ρινόκερους. Κάθε
μέρα της υπόλοιπης ζωής μου θα προσπαθώ να τους εμπνεύσω ό,τι δεν μπο-
ρείτε εσείς, μεγάλοι ρινόκεροι.
Ανάγνωση, γραφή, αριθμητική… Μπορεί ο καθένας σας να τα μεταδώσει.
Αυτά είναι πρακτικά ζητήματα για εσάς. Έχουν νόημα. Αυτό που ξεχάσατε ή
χάσατε ηθελημένα στην πορεία σας είναι το ενδιαφέρον σας για τον δίπλα.
Λησμονήσατε ότι δεν είναι όλοι ίδιοι. Στιγματίσατε το διαφορετικό και το
απορρίψατε. Έτσι, γίνατε μια αγέλη ρινόκερων.
Θα μοιράσω, λοιπόν, στους μικρούς ρινόκερους αγάπη, για να μάθουν να
εμπιστεύονται. Θα τους μάθω να βοηθάει ο ένας τον άλλον, γιατί κάποιοι
υστερούν εκεί που υπερτερούν άλλοι. Το αντάλλαγμα θα είναι η ικανοποίηση
που θα νιώσουν, επειδή προσέφεραν αβίαστα κάτι στον διπλανό τους. Κάτι
που για εκείνους ήταν εύκολο. Θα τους διδάξω να χαίρονται με κάτι απλό,
όπως με μια βόλτα, με το να κοιτούν τον ουρανό, να παρατηρούν το διαφο-
ρετικό, που φυσιολογικά τους περιβάλλει, κι αυτό να τους γεμίζει κίνητρα.
Θα τους συμβουλέψω να εκφράζουν τα συναισθήματά τους με το να χο-
ρεύουν, να γράφουν, να ζωγραφίζουν, να τραγουδούν…
Έτσι, μεγάλοι ρινόκεροι, τα παιδιά σας θα δημιουργήσουν πολιτισμό – κι
όχι μόνο. Θα είναι οι πιο πλούσιοι και δυνατοί Άνθρωποι που έχουν πλαστεί
ποτέ. Γιατί; Μα φυσικά, γιατί θα έχουν καταφέρει να νικήσουν κάτι που κανείς
ως τώρα δεν νίκησε, όση περιουσία και να είχε:
τον Θάνατο.
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 99 ]

Όταν φτιάχνεις κάτι, αυτό πάντα θα έχει ένα κομμάτι του εαυτού σου μέσα
του. Οι άνθρωποι είναι ύλη φθαρτή. Κάποια στιγμή περνούν στην ανυπαρξία
ή σε ό,τι άλλο υπάρχει και η ανθρώπινη φύση δεν μπορεί να αντιληφθεί. Ση-
μασία έχει να ξέρεις ότι, ναι, δεν επέλεξες να υπάρξεις στον κόσμο, αλλά
μπορείς να υπάρχεις σ’ αυτόν όπως θέλεις. Να δώσεις νόημα σε αυτό που
σου χάρισαν, αφήνοντας κάτι από τη μοναδική ψυχή σου. Τα ανθρώπινα δη-
μιουργήματα είναι αθάνατα. Θα υπάρχουν όσο κάποιοι τα σκέφτονται, τα
διαβάζουν, τα ακούνε, τα βλέπουν, τα χορεύουν, τα επισκέπτονται…»
Ελπίζω κάποιοι από τους μικρούς ρινόκερους να δεχτούν αυτές τις αλή-
θειες. Ν’ αρχίσουν να χάνουν το ρινοκερίσιο δέρμα τους, τα κέρατά τους και
ν’ αποκτήσουν πάλι πρόσωπο και γλώσσα…
… να δουν ότι μέσα σ’ ένα δάσος υπάρχουν πολλά λιβάδια με κόκκινες
παπαρούνες. Η απλότητα της κάθε κόκκινης παπαρούνας την κάνει πραγ-
ματικά όμορφη μόνο όταν έχει δίπλα της μια απλή άσπρη μαργαρίτα.
Μ’ αυτές τις σκέψεις πήγα για ύπνο. Έκλεισα τα μάτια μου και για πρώτη
φορά δεν ένιωθα μοναξιά στο σπίτι. Οι πολύχρωμοι, πλέον, τοίχοι απέκτησαν
μια ζωντάνια. Σαν να μετατράπηκαν σε μεγάλα φωτεινά παράθυρα. Ένιωσα
γαλήνη. Στο όνειρό μου μ’ επισκέφτηκε ένας Άγγελος. Ήταν ψηλός, χαμογε-
λαστός, αισιόδοξος, λαμπερός, ήρεμος. Μου θύμισε αυτούς τους Ανθρώπους
που κάποτε υπήρχαν. Με πλησίασε και μου είπε:
[Τα καλά αποτελέσματα έρχονται μετά από πολλές προσπάθειες. Το ζήτημα
είναι να κάνεις την Αρχή. Να κάνεις ΚΑΤΙ. Θα πέσεις πολλές φορές κάτω, όχι
γιατί δεν ξέρεις να περπατάς, αλλά γιατί οι ανθρώπινοι δρόμοι είναι γεμάτοι εμ-
πόδια. Δεν είναι όλα ορατά για σένα. Κάποια δεν μπορείς να τα δεις. Μη μείνεις
ποτέ κάτω! Πάντα να σηκώνεσαι! Κι αν έχεις χτυπήσει και πονάς, και σου είναι
αδύνατον να σηκωθείς ξανά, γύρνα δίπλα σου. Το χέρι μου θα είναι εκεί].
Μ’ αγκάλιασε κι έφυγε.

Ευγενία Τσώνη
[ 100 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

3o ΒΡΑΒΕΙΟ Απονέμεται στην Κωνσταντίνα Ελένη Μπουρούτη


ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Μια αγελαία κοινωνία

Στην αρχή έμοιαζε όλο ένα μεγάλο ψέμα, ένα παραμύθι. Ήταν κάτι το πε-
ρίεργο, το αλλιώτικο, σαν αυτά που βλέπεις –έβλεπες– στην τηλεόραση την
ώρα των ειδήσεων. Μια είδηση που έφτασε σπίτι σου μέσα σε ένα πάνελ, μια
οθόνη, από πολύ μακριά. Μετά συνειδητοποιήσαμε ότι δεν ήταν μακριά. Ήταν
εδώ, στην πόλη μας, στον χώρο μας, δίπλα μας. Πολλούς τους ήξερα – όχι
όλους, δεν είναι δυνατό να τους γνώριζα όλους· είναι πάρα πολλοί. Πολλούς
τους ήξερα. Τους χαιρετούσα το πρωί, όταν πήγαινα στη δουλειά ή στο σχο-
λείο. Με πολλούς μεγάλωσα μαζί. Ποτέ δεν φαντάζεσαι ότι θα τους συμβεί
κάτι τέτοιο. Για σένα είναι όλοι μοναδικοί, ο καθένας ξεχωριστά μια οντότητα,
κι όλοι μαζί ένα υπέροχο φάσμα. Ποτέ δεν φαντάζεσαι ότι θα τους συμβεί,
όμως συμβαίνει. Αρχίζει σιγά-σιγά, δεν το βλέπουν ούτε οι ίδιοι, αλλά είναι
εκεί. Μια μικρή επιφάνεια δέρματος, η ίριδα ενός ματιού, ένας περίεργος
ήχος – ένα κύτταρο τη φορά.
Το έψαξα. Πρέπει να ήταν κάποια καινούργια μετάλλαξη, ένας καινούργιος
καρκίνος. Έφταιγε το DNA! Έφταιγαν τα χημικά που τρώγαμε, τα χημικά που
πίναμε. Αλλά είδα πολλούς που φρόντιζαν το σώμα τους σαν να ήταν ναός
ιερός. Άλλαξαν κι εκείνοι. Έγιναν γκρι, έβγαλαν κέρατα στις μύτες τους, πλέον
δεν μιλάνε. Είπα κάτι άλλο θα φταίει! Κάποιο μικρόβιο, φτιαγμένο σε εργα-
στήρια από επιστήμονες που ακολουθούν διαταγές, από ανθρώπους που κυ-
νηγούν το χρήμα, τη δόξα, τα πλούτη. Από ανθρώπους που κυνηγούν τη δύ-
ναμη. Δεν έπεσα και πολύ έξω. Είναι ένας πόλεμος, ένας πόλεμος που πα-
σχίζει να σε μεταμορφώσει σε ένα ζώο, με την πιο άσχημη έννοια της λέξης.
Τους βλέπεις; Να, εκείνη εκεί η μικρή οικογένεια. Μένουν δίπλα μου, στη
μεγάλη εκείνη πολυκατοικία. Τους έβλεπα συχνά παλιά. Αυτός εκεί είναι ο
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 101 ]

πατέρας· έχασε το κέρατό του την προηγούμενη βδομάδα, καθώς πάλευε με


τον γείτονα του. Γιατί πάλευαν; Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να καταλάβω τι μουγ-
κρίζουν. Όσο ήταν άνθρωποι, πιστεύω ήξερα – ανούσια πράγματα. Ίσως
ήταν αυτά τα ανούσια πράγματα που τους άλλαξαν τελικά και τους δύο.
Τι με ρώτησες; Α, ναι, γιατί το βλέπω έτσι. Δεν είναι κακό; Είσαι σίγουρος;
Α, ναι, δεν έχεις τις έγνοιες που είχες πριν, όλα είναι δρομολογημένα. Είσαι
αρεστός, είσαι όπως όλοι, δεν κάνεις λάθος, αφού είναι αυτό που κάνουν
όλοι.
Δεν σε ρώτησα, η δουλειά καλά; Το αφεντικό σου σε τρελαίνει, έχει παρά-
λογες απαιτήσεις και καθόλου ικανότητες. Γυρνάς στο σπίτι σου το βράδυ
νιώθοντας ξεζουμισμένος, χωρίς ενέργεια για τίποτα και για κανέναν. Μου
είπες ότι παντρεύτηκες, ότι έγινες οικογενειάρχης, ήταν πιο εύκολο τώρα που
μοιάζεις με όλους τους άλλους. Υποθέτω έχεις δίκιο. Η ζωή είναι πιο εύκολη
όταν είσαι όπως όλοι οι άλλοι.
Όχι, λυπάμαι, σε αυτό δεν θα σε ακολουθήσω, φίλε μου. Περάσαμε ωραία
χρόνια μαζί, δεν συμφωνείς; Παιδιά ακόμη γνωριστήκαμε, τακιμιάσαμε, που
έλεγε και η μάνα μου. Μαζί στις αταξίες, στις ζαβολιές, μαζί στο διάβασμα
και στο σεργιάνι. Οι πρώτοι έρωτες, τα πρώτα ταξίδια. Μαζί, σε όλα μαζί. Μα
σε αυτό χώρια.
Μη μου ζητάς να σε καταλάβω. Μη μου ζητάς να σε ακολουθήσω. Είναι
σαν να ζητάς από τον βράχο να σου δώσει τροφή, από την έρημο να παγώσει.
Κι εγώ είμαι μια έρημος. Καίω μέσα μου ολόκληρος, ζεστός πυρήνας, για την
ανθρωπότητα. Είμαι ένας βράχος, ίδιος ο Υμηττός, στέκομαι ακλόνητος σε
αυτά που πιστεύω. Και πιστεύω στην ανθρωπότητα. Το να είσαι άνθρωπος...
Τι πόνος, τι φόβος, τι ελευθερία! Και μου ζητάς να το εγκαταλείψω. Εσύ, που
με ξέρεις καλύτερα από τον καθένα; Ο άλλος μου εαυτός; Τι γέλιο! Κοίτα με
πώς κλαίω καθώς γελάω!
Όχι, δεν είναι από τα γέλια. Τα δάκρυα αυτά κυλάνε από μέσα μου, από τα
βάθη της ψυχής μου, ένας σπαραγμός. Γιατί; Γιατί βλέπω το μέλλον μου και
μαζί με το δικό μου κι όλης της ανθρωπότητας. Κι είναι μαύρο, γιατί είμαι
[ 102 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

μόνος. Ο μόνος άνθρωπος, ο τελευταίος άνθρωπος αυτής της πόλης.


Δεν γίνεται να μην είμαι μόνος! Δεν το καταλαβαίνεις; Είμαι ένας άνθρωπος
ανάμεσα σε ρινόκερους! Πώς γίνεται να μην είμαι μόνος;
Κι αυτό είναι που θα με σκοτώσει: η μοναξιά. Γιατί κάθε μέρα που ξυπνάω
την έχω ξεχασμένη και κάθε βράδυ που πέφτω για ύπνο, πάλι την ξεχνάω.
Βλέπω την απορία στο βλέμμα σου. Δεν τρελάθηκα, όχι ακόμα. Ξέρω πολύ
καλά πού ζω, με ποιους ζω, ποιος είμαι, ποιος δεν είμαι και ποιος δεν θέλω
να γίνω. Η αμνησία μου είναι επιλεκτική και έχει ένα μόνο αίτιο, ένα μικρόβιο.
Ένα μικρόβιο ενίοτε θανατηφόρο. Αλλά δεν σε σκοτώνει ποτέ αυτό. Είναι
ένας καρκίνος, ένα AIDS. Το έχεις, το κουβαλάς μέσα σου, αλλά αυτό προ-
σκαλεί κι άλλα, το άρρωστο σώμα σου τα καλεί. Κι αυτά έρχονται και σε κα-
τακλύζουν, ωσότου κάποιο από αυτά θα σε σκοτώσει.
Δεν το μάντεψες ακόμη; Κάποτε θα το είχες ήδη βρει. Ελπίδα. Είναι η Ελπίδα
ότι δεν είμαι μόνος, ότι υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι κρυμμένοι σε αυτήν την
πόλη ή έξω από αυτή. Είναι η Ελπίδα ότι υπάρχει θεραπεία για όλους εσάς,
ότι θα βρω έναν τρόπο να γίνετε μερικοί πάλι άνθρωποι, κι ύστερα, σαν κύμα
αυτό θα απλωθεί σε όλη την πόλη, σε όλον τον κόσμο. Είναι η Ελπίδα. Με
αυτήν ξυπνώ κάθε πρωί και σε αυτήν προσεύχομαι κάθε βράδυ. Στην Ελπίδα.
Μα η Ελπίδα μου με προδίδει, με σκοτώνει.
Περισσότερο, όμως, με σκότωσαν οι στιγμές αδυναμίας μου. Εκείνες οι
στιγμές που σκέφτηκα πόσο όμορφη, πόσο γλυκιά θα ήταν η ζωή αν κολυμ-
πούσα ως τη δική σας όχθη. Μια ουτοπία, ένας κόσμος με λύσεις για κάθε
βάσανο, για κάθε λάθος: το κάνουν όλοι, άρα δεν είναι λάθος. Ίσως να είχα
μια σταθερή δουλειά, να έβγαζα κάποιο εισόδημα. Ίσως να είχα οικογένεια
και παιδιά και κάθε δεύτερη Κυριακή να πηγαίναμε για φαγητό στης μητέρας
μου. Ίσως να είχα να γκρινιάξω για μικρά πράγματα, χωρίς λύσεις – για τον
προϊστάμενο ή τον γείτονα, για τα έξοδα και για τα πεθερικά. Ίσως να σε
έβλεπα πιο συχνά, να πηγαίναμε για μπίρες στην καφετέρια, για να δούμε
τους αγώνες και να πούμε ιστορίες από μια χαμένη νιότη. Ίσως να τα είχα
όλα αυτά και άλλα πολλά που μου περιγράφεις.
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 103 ]

Ντρέπομαι που το παραδέχομαι, αλλά σε ζηλεύω για όλα αυτά που θα μπο-
ρούσα να έχω και τα έχεις. Ντρέπομαι που το αισθάνομαι αυτό, γιατί ντρέ-
πομαι για το πώς τα απέκτησες. Ντρέπομαι και λυπάμαι για όλα αυτά που
έπρεπε να θυσιάσεις – τον ίδιο σου τον εαυτό! Συμβιβάστηκες. Λάθος, στη
ζωή είναι απαραίτητο να κάνουμε κάποιους συμβιβασμούς. Αλλά συμβιβά-
στηκες για τα λάθος πράγματα. Έγινες ένα με τη μάζα και έχασες την ατομι-
κότητά σου, το φως σου. Σε ακούω όλη αυτή την ώρα που μου μιλάς και μια
ερώτηση περνά συνέχεια από το μυαλό μου: ποιος είναι;
Ποιος είσαι; Δεν θυμίζεις σε τίποτα τον παλιό μου φίλο. Εκείνος είχε ένα
πνεύμα ελεύθερο κι ένα μυαλό γεμάτο. Γεμάτο ιδέες και σκέψεις, όνειρα για
το μέλλον. Ένα μυαλό που θαύμαζα και ποθούσα να έχω για δικό μου. Ήταν
ο στόχος μου, το άστρο μου, αυτό που με οδηγούσε. Και το πνεύμα σου!
Αυτό κι αν αποζητούσα να του μοιάσω! Ασυμβίβαστο με την κλασική, ου-
σιώδη έννοια της λέξης. Ένα πνεύμα που δεν πήγαινε κόντρα στο ρέμα μόνο
και μόνο για να πει ότι γίνεται και μπορεί να το κάνει.
Ήταν ένα πνεύμα ειλικρινές, ένα πνεύμα πρωτοπόρο και μοναδικό.
Μιλούσες και έμοιαζε να αστράφτει ο κόσμος· ένας άλλος ήλιος.
Ψάχνω να σε βρω, αλλά βλέπω άλλον έναν ρινόκερο.
Ίδιος με όλους τους άλλους, στην όψη, στο βλέμμα, στο πνεύμα. Ακούω
αυτά που μου λες και είναι λες και ακούω σε μαγνητόφωνο την ίδια κασέτα
– οι ίδιες ιδέες, οι ίδιες επιθυμίες, εκφρασμένα όλα με τον ίδιο τρόπο. Και ο
φόβος μου αυξάνει. Το άστρο σου έδυσε ή το κάλυψε μια ψεύτικη σελήνη;
Θα το δω ξανά, θα με τυφλώσει με το φως του ή χάθηκε για πάντα; Και η
απελπισία και ο θυμός με ζυγώνουν επικίνδυνα, με σφίγγουν σαν κλοιός, μια
μέγγενη γύρω από τον λαιμό μου που μου κόβει την ανάσα.
Όμως συνεχίζω να ελπίζω.
Ελπίζω ότι η ψυχή σου παραμένει ακόμη άφθαρτη, ότι εκεί βρίσκεται η δική
σου λύτρωση και η δική μου ελπίδα – στην ψυχή σου, στην ψυχή όλων μας.
Κι αυτές θέλω να θρέψω, τις ψυχές μας. Αν τη θρέψω, αν τη θεριέψω, λες να
αλλάξεις πάλι δέρμα; Να γίνει το δέρμα σου ανθρώπινο, η όψη σου γνώριμη,
[ 104 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

οικεία; Αν θεριέψω την ψυχή μου και η φλόγα η δική μου δώσει τροφή στο
δικό σου μαγκάλι, γεμάτο ακόμη με κάρβουνα πυρωμένα, λες να γίνεις ξανά
ο ίδιος με πριν – άνθρωπος;
Σε βλέπω που με κοιτάς έτσι, σχεδόν σαν να μην καταλαβαίνεις τι λέω, για
τι σε παρακαλώ. Η Ελπίδα μου νιώθω να με προδίδει πάλι, αλλά δεν θέλω να
εγκαταλείψω – δεν μπορώ! Όσο υπάρχουν άνθρωποι στον κόσμο, η Ελπίδα
θα ζει κι ας είναι το μόνο μας όπλο. Το μόνο μου όπλο…
Όχι, μην προσπαθείς. Μη μου λες τα ίδια και τα ίδια. Δεν μπορείς να με
πείσεις. Ή, μάλλον, πες τα μου! Πες μου τα δικά σου. Δώσε μου τα επιχειρή-
ματά σου. Τα θέλω, είναι χόρτα ξερά στη φωτιά μου, τα καίω γρήγορα και
πεινώ και για άλλα! Κι από τη φωτιά αυτή, θα σε φέρω πίσω. Από τη φωτιά
αυτή η ανθρωπότητα θα επιζήσει.

Κωνσταντίνα Ελένη Μπουρούτη


Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 105 ]

1oς ΤΙΜΗΤΙΚΟΣ ΕΠΑΙΝΟΣ Απονέμεται στον Βλάσιο Μαγγίδη


ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Ταυτότητα... άνθρωπος

«Είμαι ο τελευταίος άνθρωπος, και θα μείνω άνθρωπος ως το τέλος! Εγώ δεν


θα συνθηκολογήσω ποτέ σαν εσάς!»

Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που είπα στους δικούς μου ανθρώπους πριν
αποφασίσουν να ομογενοποιηθούν με τους άλλους, πριν απαρνηθούν τη
φύση και την ταυτότητά τους, προκειμένου να νιώθουν, όπως μου είπαν,
ασφαλείς. Με δάκρυα στα μάτια, παρατηρώντας τη δική μου επίμονη άρνηση,
η μητέρα μου προσπαθούσε να με μεταπείσει, εξηγώντας μου ότι: «είμαστε
όντα κοινωνικά, δεν μπορούμε να ζήσουμε απομονωμένοι, έχουμε ανάγκη
τη συντροφικότητα και την αποδοχή των άλλων, για να μπορέσουμε να επι-
βιώσουμε. Πώς θα τα καταφέρουμε μόνοι μας;». Τόσο απόλυτη και τόσο ει-
λικρινής στον τρόπο έκφρασής της, που παραλίγο να με πείσει. Παρ’ όλα
αυτά, ο λόγος που δεν με έκανε να την πιστέψω ήταν το βλέμμα της. Ένα
βλέμμα γεμάτο αγωνία και φόβο. Δεν ήταν όμως άτομο η μητέρα μου που
φοβόταν την απομόνωση. Αυτό που πραγματικά φοβόταν ήταν η εναντίωση,
η αντίθεση στη μάζα, στους πολλούς. Και στο σήμερα πιστεύω ότι είμαστε
πολλοί, πάρα πολλοί άνθρωποι για να ακολουθούμε και να ενστερνιζόμαστε
μία μόνο οπτική και θέση. Είναι ανάγκη να αναδείξουμε τη δική μας παρουσία
στο περιβάλλον μας και την ιστορία.
Έχοντας αυτά στο μυαλό μου, έτρεξα μακριά τους, δεν τους αποχαιρέτησα
καν, είχα θυμώσει που δεν αντιστάθηκαν. Όταν, όμως, έμεινα μόνος, άρχισαν
διάφορες σκέψεις να ταλανίζουν το μυαλό μου. «Κι αν εγώ κάνω λάθος; Κι
αν εγώ δεν ήμουν ο αρκετά δυνατός; Μήπως εγώ φοβόμουν την αλλαγή;
Μήπως εγώ τελικά φοβάμαι το διαφορετικό;» Κατέληξα στο ότι ναι, είμαι ένας
φοβισμένος άνθρωπος. Ήμουν σε μια κοινωνία με τόσα άγνωστα για εμένα
[ 106 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

πράγματα, τόσες πολλές απόψεις και συμφέροντα να κατανοήσω, για να κα-


ταφέρω να χτίσω μια προσωπικότητα, μια καριέρα, μια σύγχρονη ανθρώπινη
φιγούρα. Ίσως γι’ αυτό έκανα ένα βήμα πίσω. Ίσως υποσυνείδητα η επιλογή
μου να παραμείνω άνθρωπος, όταν όλοι οι άλλοι μεταμορφώθηκαν σε ρινό-
κερους, ήταν ένας τρόπος να γλυτώσω από τις έγνοιες, τις υποχρεώσεις, και,
φυσικά, το διαρκές άγχος ότι δεν θα τα καταφέρω.
Αφού πέρασαν αρκετές μέρες, αποφάσισα ότι ήθελα να τους παρατηρήσω,
να δω αν είναι χαρούμενοι και σε τι διαφέρουν πλέον. Βγήκα έξω από το δω-
μάτιο. Όλο το σπίτι ήταν άδειο. Τότε άρχισα να ψάχνω σε ολόκληρη την
πόλη. Ήταν έρημη. Δεν υπήρχε ίχνος ανθρώπου, ίχνος ζωής. Εκείνη τη
στιγμή, παρατηρώντας τα κτίρια, τους δρόμους, τα αυτοκίνητα, ένιωσα δέος
και απελπισία ταυτόχρονα. Δέος, για τον τρόπο οργάνωσης της πόλης, που
τόσο έντεχνα και πρακτικά ευνοεί την ανθρώπινη δραστηριότητα. Τα κτίρια,
η αρχιτεκτονική, τα αυτοκίνητα, τα μαγαζιά, το θέατρο και όλα αυτά συγκρο-
τούν πολιτισμό και μας διαμορφώνουν ως πολίτες. Παράλληλα, όμως, απελ-
πισία, γιατί όλα αυτά χωρίς την ανθρώπινη «παρέμβαση» θα καταστραφούν
και –το χειρότερο– δεν θα υπάρξει συνέχεια.
Μετά από πολύ περπάτημα κατάφερα να εντοπίσω κάποιους μέσα στο
δάσος. Κυνηγούσαν μικρότερα ζώα, για να φάνε, πίνανε νερό από το ποτάμι
και όλοι ακολουθούσαν τον αρχηγό. Στην αρχή, ομολογώ, ζήλεψα λίγο. Ήταν
όλοι μαζί, είχαν ο ένας τον άλλο, ενώ εγώ ήμουν μόνος. Οι ίδιοι όμως δεν το
καταλάβαιναν. Δεν καταλάβαιναν αυτό που είχαν, επειδή, όντως, σε αυτήν
τους τη μορφή δεν το χρειάζονταν. Αυτά που ήθελαν ήταν αυτά που τους
πρόσταζαν τα ζωώδη ένστικτά τους. Οι άνθρωποι, όμως, έχουν και άλλα «έν-
στικτα» να ικανοποιήσουν πλέον. Πέρα από την αγάπη και τη συντροφικό-
τητα, έχουν την ανάγκη για επικοινωνία, αξιοπρέπεια και πολιτισμό.
Η ταυτότητα του ανθρώπου είναι πολυεπίπεδη και πολυδιάστατη. Ο άνθρω-
πος είναι «φτιαγμένος» να κοιτάει ψηλά (άνω + θρώσκω), να έχει αξιοπρέ-
πεια, συναίσθημα και λογική. Λογική, για να αναπτύξει τις επιστήμες και την
επικοινωνία που θα συντελέσουν στην επιβίωση και τη διαιώνισή του, και συ-
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 107 ]

ναίσθημα και αγάπη, για να διατηρεί την ισορροπία ανάμεσα στα όνειρα, τις
φιλοδοξίες και τα πάθη, προκειμένου να καταφέρει να ευτυχήσει.
Σκεπτόμενος αυτά, ήμουν βέβαιος ότι πήρα τη σωστή απόφαση. Βέβαια,
τότε δεν είχα καταλάβει κάτι. Το γεγονός ότι η ανθρώπινη φύση εξελίσσεται
και επαναπροσδιορίζεται. Είμαστε πολύ περισσότεροι, ολόκληρο το ανθρώ-
πινο DNA εμφανίζεται και τα ερεθίσματα που λαμβάνουμε από το περιβάλλον
είναι απειράριθμα. Δεν είμαστε τόσοι όμοιοι όσο οι ρινόκεροι μεταξύ τους.
Επομένως, πρέπει να θεωρούμε τους εαυτούς μας τυχερούς, που μας δίνεται
η δυνατότητα να γνωρίσουμε πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους και να
μη μιλάμε σήμερα για ρατσιστικές προκαταλήψεις και στερεότυπα που προ-
ωθούν μεμονωμένα άτομα με ιδιοτελή συμφέροντα και κίνητρα. Αν το κά-
νουμε, δεν θα διαφέρουμε από τους ρινόκερους. Αντίθετα, αν αποδεχθούμε
τη μοναδικότητα των ανθρώπων και του ανθρώπου ως αξία αυτή καθαυτή,
δεν θα ακολουθούμε δόγματα άκριτα, ενώ θα χαράσσουμε τη δική μας πο-
ρεία. Έφυγα από εκεί και πήρα τον δρόμο για το σπίτι.
Κουράστηκε το μυαλό μου από την πίεση να κατανοήσω γιατί αντιστάθηκα,
γιατί επέλεξα τον άνθρωπο και εν τέλει την απομόνωση. Και τότε έκανα μία
πρωτόγνωρη για μένα διαπίστωση: δεν ήμουν φοβισμένος, όπως πίστευα·
όλη αυτή η διαδικασία σκέψης ήταν στην πραγματικότητα μία εξερεύνηση
του χαρακτήρα μου.
Προσπαθούσα να γνωρίσω πτυχές του εαυτού μου που συνδέον-
ται με το ήθος και τις ανθρώπινες αξίες του σήμερα και ό,τι πέρα
από τα πρωτόγονα ένστικτα θέλω να δημιουργήσω.
Αγαπάω τον άνθρωπο όπως και κάθε σύγχρονός μου πρέπει να μάθει να
τον αγαπάει, και είναι πάντα ουσιώδες να προστατεύεται η ελεύθερη βούληση
και η κρίση του, η δυνατότητα να οργανώνει τη ζωή του όπως αυτός επιθυμεί,
να σκέφτεται και να αποφασίζει ελεύθερα, να δημιουργεί το πρότυπο για τον
εαυτό του.
Βλάσιος Μαγγίδης
[ 108 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

1o ΒΡΑΒΕΙΟ Απονέμεται στη Στέλλα Καπέλα


ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Το κάστρο των ρινόκερων

Βρίσκεται εκεί ταλαίπωρος


στην κορυφή του πύργου
μουσκεμένος στον ιδρώτα
μάρτυρας της έκλειψης ηλίου
από μια τέντα ασπροκόκκινη
σαν αυτές του τσίρκου.

Πάνω της γλιστράνε ανθρωπόμορφα


τέρατα ασφαλτοφορεμένα
προσγειώνονται
πάνω στη συνείδησή του.
Ρινόκεροι.

Περικυκλωμένος.
Μια μασκαρεμένη μαζοποίηση.
Τους δείχνει τον κρυμμένο ήλιο
κι αυτοί λιγουρεύονται το μπουντρούμι
σαν όαση ελευθερίας.

Παίζουν θανάσιμα παιχνίδια


κλοτσώντας το τενεκεδάκι
έτοιμο να εκραγεί.
Επιτίθενται με τα κέρατα της απομόνωσης
τον φόβο της μοναξιάς
την παράνοια της ελεύθερης βούλησης.
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 109 ]

Σκέφτεται.
Μπορεί ακόμα να σκέφτεται.
Τραβά την αλυσίδα δεμένη στο παραπέτο.
Μια πανοπλία προστασίας
που δέρνει την ανείπωτη ευθύνη.
Αν τη φορέσει θα τους μοιάζει.

Αντιστέκεται.
Μπορεί ακόμα να αντιστέκεται.
Είναι άραγε ο μόνος τρελός
ή ο μόνος λογικός;

Επιλέγει.
Μπορεί ακόμα να επιλέγει.
Η πολεμίστρα στοχεύει το κοπάδι.
Οδηγούνται στην καταστροφή.
Όλοι μαζί.
Μια γκρίζα μάζα δίχως φωνή.
Η τάφρος γέμισε ρινόκερους.

Στέλλα Καπέλα
[ 110 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

2o ΒΡΑΒΕΙΟ Απονέμεται στη Δήμητρα Παναγιωτίδου


ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Τί ἐστίν ἄνθρωπος;

«Τί ἐστίν ἄνθρωπος;»· στο μυαλό μου γυρνά.


Χάνομαι μονάχη στο πριν και στο μετά.
Η καρδιά μου «εγκλωβισμένη», καταφύγιο ζητά.
Στις φλέβες μου, αδιάκοπα αίμα ανθρώπινο κυλά.

«Τι είναι αυτό που μου επιβάλλει η κοινωνία;»


«Γιατί ν’ απορρίψω την ανθρώπινη ευημερία;»
«Γιατί να παρεκκλίνω απ’ τη γραμμική μου πορεία;»
Πανδαιμόνιο τριγύρω μου, αέναη τρικυμία.

Αυτό που επιλέγω είναι να αντισταθώ.


Επιθυμώ να ξεχωρίσω από το κοινό.
Να περιπλανηθώ στον γαλάζιο ουρανό,
με τη θέληση για ζωή μοναδικό οδηγό.

Συμφωνώ, ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται από πάθη.


Μαθαίνει, όμως απ’ τα δικά του τα λάθη.
Κυκλική διαδικασία που συμβαίνει εν τάχει.
Σηκώνει τον Γολγοθά στη δική του τη ράχη.

Αρνούμαι να χαθεί η ζεστασιά.


Εκεί «κουρνιάζει» το συναίσθημα παντοτινά,
όπου αγάπη και φροντίδα ενώνονται μαγικά
και εξελίσσονται σε κάθε ανθρώπου συντροφιά.
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 111 ]

Προσεύχομαι το χαμόγελο να ’ρθει ξανά.


Λέω «ΟΧΙ» στον διάλογο με μουγκρητά.
Το νέκταρ της ζωής διεκδικώ σθεναρά,
μ’ όλες τις δυνάμεις ως τα έσχατα λεπτά.
«Γιατί να εκλείψει η δίψα για γνώση;»
Ρώτα τον ρινόκερο· απάντηση δεν θα σου δώσει.
Στον ανθρώπινο νου αποκλειστικά θα στεριώσει,
στις πτυχές του εγκεφάλου επιτυχώς θα «κλειδώσει».

Παρατηρώ τα «αδέρφια» μου και θλίβομαι.


Μες στον εαυτό μου πεισματικά κλείνομαι.
Στους δαίμονές μου σταδιακά παραδίνομαι.
Ασφυκτιώ· νιώθω να πνίγομαι.
Απώλεσαν το νόημα της ανθρώπινης αξίας.
Παρελθόν οι εποχές της συνεργασίας.
Ξεπερασμένες πια οι αρχές της φιλίας.
Κρύο. Αέρας. Επικράτηση ανομίας.

Ζω για τις αναμνήσεις της στιγμής.


Πολύτιμες, εύθραυστες... χτίζονται ολημερίς.
Αυτές που πρόσβαση δεν έχει κανείς.
Τον κωδικό φυλάω στα έγκατα της ψυχής.
Δήμητρα Παναγιωτίδου
[ 112 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

2o ΒΡΑΒΕΙΟ Απονέμεται στον Νικόλαο Αγγελή Άνθη


ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Δηλώνω άνθρωπος:

Η παραφροσύνη αυτή με οδήγησε με ακρίβεια στη μοναξιά


Και τι πάει να πει μοναξιά;
Μήπως σημαίνει εγκατάλειψη;
Μήπως απόρριψη;

Μα γίνεται να βιώνεις όλα αυτά τα συναισθήματα, όταν είναι επιλογή σου;


Ναι, είναι επιλογή μου η μοναξιά
Είναι μία σθεναρή πρωτοβουλία
Είναι μία άτυπη συμφωνία με τον εαυτό μου
Μία συμφωνία, που δεν μου επιτρέπει να υποταχθώ
Δεν μου επιτρέπει να άγομαι και να φέρομαι σύμφωνα με αυτούς
Η συμφωνία αυτή είναι απαράβατη

Είναι απαράβατη, γιατί η προδοσία του εαυτού σου


είναι πολύ πιο ταπεινωτική και απάνθρωπη
από την προδοσία των άλλων

Άλλωστε, την έχω συνηθίσει την προδοσία τους


Νιώθουν καλύτερα μέσα στη βαλτωμένη μάζα τους
Γιατί, βλέπεις, εκεί δεν μπορούν να τους κυνηγήσουν
Δεν ξέρεις για ποιους μιλάω;
Φυσικά και ξέρεις
Όλους μας έχουν κυνηγήσει
Ανθρώπινες σχέσεις, λάθη, τα ελαττώματά μας
και ο χειρότερος διώκτης από όλους
Η χαμένη μας ηθική
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 113 ]

Δεν καταλαβαίνουν όμως,


ότι παραμένοντας στη ζωόμορφη μάζα τους δεν γλυτώνουν

Γιατί κανείς
δεν μπορεί να γλυτώσει από την παραίτηση

Κανείς
δεν μπορεί να γλυτώσει
από τον κρότο της σπασμένης ανθρωπιάς

Και πάνω από όλα,


κανείς δεν μπορεί να γλυτώσει από την προδομένη διαφορετικότητα

Εγώ όμως δεν πάω εκεί


Ποτέ δεν θα πήγαινα
Ποτέ δεν θα πρόδιδα την ανθρωπιά μου
Μήπως σε μπερδεύω με τον όρο ανθρωπιά;
Και εγώ συχνά μπερδεύομαι, είναι η αλήθεια

Βλέπεις είναι δύσκολο


να καταλάβεις την ουσία της ανθρωπιάς,
ζώντας σε μια εποχή που την εκφυλίζει συνεχώς

Αν ακούσεις όμως προσεχτικά,


μπορείς σχεδόν να ξεχωρίσεις τις αγωνιώδεις φωνές της
Τις φωνές, που ζητούν λίγη παραπάνω σκέψη
Λίγη παραπάνω ηθική
Ίσως και λίγη παραπάνω ευαισθησία
Γιατί τι ουσία έχει ο άνθρωπος αν τα απολέσει όλα αυτά;

Πρόσεχε, μην τα θεωρείς δεδομένα


Δεν είναι
Λίγο να τα αφήσεις από το βλέμμα σου
Και ξαφνικά έγινες σαν αυτούς
Σαν αυτούς, που τόσο μισείς
[ 114 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Σαν αυτούς,
που τα ζωώδη ένστικτά τους, τους έχουν καταπνίξει

Σαν αυτούς, που τόσο πάσχισες,


αλλά και πασχίζεις ακόμη για να μην τους μοιάσεις

Γιατί αν τους μοιάσεις θα σε έχεις προδώσει


Και αυτό θα είναι το μεγαλύτερό σου λάθος

Γιατί πίστεψέ με η μοναξιά


πονάει πολύ περισσότερο, όταν δεν είναι επιλογή

Επιλέγω λοιπόν, την αυτόνομη ανθρωπιά μου

Γιατί η μοναξιά μέσα στη μάζα


είναι πιο αβάσταχτη
και από την επιλογή τού να παραμείνεις άνθρωπος.

Νικόλαος Αγγελής Άνθης


Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 115 ]

3o ΒΡΑΒΕΙΟ Απονέμεται στην Αναστασία Φιλιπποπούλου


ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Μετα-μόρφωση

Τότε που ήμασταν όλοι μαζί πνιγόμουν


μα και τώρα πνίγομαι.
Αλίμονο σ’ αυτούς που την έλλογη οντότητα απαρνήθηκαν
Αλίμονο και σε εμένα.

Χτες το βράδυ έκλαψα, μα δεν σ’ το ’πα.


Πώς να σ’ το πω;
Σήμερα όμως πήρα την ανθρωπιά που μου απέμεινε
και πρώτη αυτή κρατάω
μαζί με τη λογική μου για να αντισταθώ.

Θα σκέφτομαι, θα σκέφτομαι όσο μπορώ


θα σκέφτομαι
κι αν νιώσω πέλματα τραχιά,
φωνή αγριεμένη
θα συλλογιστώ πιο δυνατά
κι εκεί η φύση τρέμει.

Κι αν έρθουν να με πάρουνε
θε να με κάνουν σαν και εσένα
τότε θα πιάσω ένα χαρτί
θα πιάσω και μια πένα
και μέσα από τα γράμματα
τα δημιουργήματά μου
ένδοξος ο πολιτισμός
θα είναι η άμυνά μου.
[ 116 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Και λίγο πριν με πιάσουνε κρατάω τον έρωτά μου


κι αν αυτή έγινε ρινόκερος, εγώ κρατάω τα όνειρά μου.
Σκέψεις, ιδέες, σύμβολα, πρόοδος, περηφάνια...
Εγώ δεν ήμουν σαν κι εσάς κι ούτε ποτέ θα γίνω
μα δεν θα ήταν βάρβαρο μόνος μου να απομείνω;

Έλα να γίνεις άνθρωπος, μα μη γίνεις σαν κι εμένα.


Να είσαι εσύ, πάντα εσύ
και όχι ο καθένας!

Αναστασία Φιλιπποπούλου
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 117 ]

1oς ΤΙΜΗΤΙΚΟΣ ΕΠΑΙΝΟΣ Απονέμεται στον Παντελεήμονα Χαμπίδη


ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ταξίδι

Χαρά σ’ εκείνους, που βαδίζουν σε μονοπάτι κοιτώντας χωματένιο.


Το βλέμμα τους μπροστά και δεν γυρίζουν.

Μονάχα προχωρούν κι αδιαφορούν.


Δεξιά, ζερβά το μέτωπο στραμμένο, ευθεία σιωπηλά παρηγορούν.

Κάποτε, κάπου, κάποιοι τους καλούν·


«Δεν έφυγες ποτέ απ’ το πεπρωμένο», στ’ αυτιά ανέλπιστα ηχούν.

Οι ταξιδιώτες, όμως, ταξιδεύουν.


Κι αν είχαν κάποτε όμμα διχασμένο, απλά ξαναγυρνούν.

Φαντάζουν πολλές ώρες οδοιπόροι,


με την Ιθάκη λόγο αφημένο κι ο πηγαιμός χαρά τους περιζώνει.

Συχνά οι φωνές με απειλές βουίζουν, τριγύρω παράπονο λυμένο.

Εκείνοι, τότες, δεν γυρίζουν.


Εκείνοι, όμως, δεν ακούν. Χαμογελούν. Χαμογελούν...

Παντελεήμων Χαμπίδης
[ 118 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 119 ]

ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ

Θέλημα
Ανθρώπων
Νιότης
Απάντηση
Τιμής
Οράματα
[ 120 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 121 ]

«Στο βλέμμα του Μπάιρον»


Πανελλήνια Νεανική Λογοτεχνική Συντροφιά
Δήμου Βύρωνα

ΟΜΑΔΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ

ΘΕΜΑ: Σελίδες από ΘΑΝΑΤΟ


Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος

Με την περιέργεια να ακουμπήσουμε την πιο προσβλητική και βρώμικη


πλευρά της ανθρώπινης συμπεριφοράς, αποφασίσαμε φέτος να ξεφυλλί-
σουμε κείμενα από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τους ναζί και τα θύματά
τους. Όταν υπάρχει πόλεμος, το έγκλημα δεν έχει τη συνηθισμένη του διά-
σταση. Όταν, όμως, υπάρχει ένα ιδεολογικό πρόσχημα στη μαζική εξόντωση,
δεν μιλάμε για έναν πόλεμο, αλλά για μια πλήρη αποτυχία κάθε προσπάθειας
της ανθρωπότητας να αποφύγει την απόλυτη κατάντια, όπως ακριβώς ανα-
ρωτιέται ο Πρίμο Λέβι στο βιβλίο του, Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος (Se questo è
un uomo).
Την αφήγηση αυτής της γεμάτης μίσος, φρίκη και θάνατο ανθρώπινης εμ-
πειρίας προσπαθήσαμε να κοιτάξουμε μέσα από τέσσερις λογοτεχνικές
φωνές και βλέμματα.
Με το βλέμμα ενός αλλιώτικου Γερμανού
Με το βλέμμα μιας εφηβείας
Με το βλέμμα του Άουσβιτς
Με το βλέμμα του Μαουτχάουζεν.
[ 122 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 123 ]

Σελίδες από Θ.Α.Ν.Α.Τ.Ο

Κανένας δεν συμφωνούσε μαζί μου. Σε όποιον είπα ότι φέτος θα κάνουμε
αφιέρωμα στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ότι σαράντα ένα Ελληνόπουλα
θα ασχοληθούν με κείμενα που έγραψαν συνομήλικοί τους σε συνθήκες εγ-
κλεισμού μέσα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, με κοίταζε με επιφύλαξη ή μου
απαντούσε κοφτά ότι διαφωνεί μαζί μου. «Βαρύ το θέμα», μου έλεγαν. «Αν
σκοπός του προγράμματος είναι να ανακαλύψουν τα παιδιά τη χαρά της λο-
γοτεχνίας, πώς θα προτείνεις τέτοιο πράγμα;»
Μεταξύ μας, δεν είχαν άδικο. Ήξερα ότι πρόκειται για ένα θέμα οδυνηρό,
σκοτεινό και αποπνικτικό. Στη δική μου σκέψη, όμως, για έναν λόγο που δεν
μπορώ να ομολογήσω, καθώς δεν τον έχω ανακαλύψει ακόμη, επικράτησε ο
μεγάλος πειρασμός να ασχοληθούμε, κατά κύριο λόγο, με κείμενα που έγρα-
ψαν είτε συνομήλικοι των παιδιών μας είτε με εμπειρίες που έζησαν άνθρωποι
συνομήλικοι των παιδιών μας.
Είναι δύσκολο να εξηγήσω για ποιους λόγους θεωρώ ότι το φετινό μας αφιέ-
ρωμα είναι το πιο νεανικό που έχουμε κάνει στα τέσσερα χρόνια δουλειάς
της λογοτεχνικής παρέας μας με εφήβους και νέους. Είναι δύσκολο να περι-
γράψω με πόση συστολή έστειλα τα πρώτα emails όταν ανακοίνωσα στα παι-
διά το φετινό μας θέμα, αλλά και όταν αργότερα διάβασα στα μηνύματά τους
πόσο ενδιαφέρον το βρίσκουν, πόσο χρειάζεται να στοχαστούν για να μην
απαντήσουν επιπόλαια στους προβληματισμούς των κειμένων, πόσο σοβαρά
θέλησαν να δουν αυτές τις σελίδες γεμάτες από θάνατο, μίσος, εκμηδενισμό
του ανθρώπου, αυτές τις στιγμές όπου η παιδεία, η πορεία της ανθρωπότη-
τας, η σκέψη, η πρόοδος και τα οράματα γίνονται ένα απόλυτο μηδέν, στάχτη
[ 124 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

ανακατεμένη με τις αποτεφρωμένες ανθρώπινες σάρκες στα κρεματόρια που


κάπνιζαν και έπνιγαν τις ανάσες των μελλοθανάτων στο Άουσβιτς.
Το θέμα «νιότη και θάνατος» είναι από μόνο του τρελό και τραγικό. Η έλ-
λειψη του τρόμου για τον θάνατο είναι φορές που μπορεί να οδηγήσει τη
νιότη στον θάνατο. Όταν, όμως πρόκειται για το βαρβαρότερο γεγονός που
έζησε και κατέγραψε ο άνθρωπος, όλα αυτά τα σχήματα περί ζωής, θανάτου
και νιότης γίνονται αδιάφορη σκόνη που κάθισε πάνω σε ξεπερασμένες σκέ-
ψεις. Δεν υπάρχει σκέψη που να μην εκμηδενίστηκε μέσα στα στρατόπεδα
συγκέντρωσης. Δεν υπάρχει λογική που να άντεξε στο θέαμα των άσαρκων
και κουρελιασμένων ανθρώπινων όντων στα δήθεν αναρρωτήρια των στρα-
τοπέδων. Δεν υπάρχει λέξη που να μπορεί να περιγράψει το σχήμα και το
χρώμα της ψυχής του έγκλειστου που γλύτωσε τυχαία την εκτέλεση και πα-
ρακολουθεί σιωπηλός την εκτέλεση του διπλανού του, υποχρεωμένος να πα-
ρίσταται σε διαρκείς πράξεις εξόντωσης… και οι στάχτες από τις καμένες
σάρκες να σκορπίζονται μέσα στον αέρα που ανασαίνουν και για όσο ακόμη
θα ανασαίνουν. Δεν υπάρχει κανένα είδος ντροπής που δεν θα έπρεπε να
νιώθει ο οικοδεσπότης ενός τέτοιου στρατοπέδου. Όχι. Σε αυτόν ειδικά ανή-
κουν όλες οι ντροπές της ιστορίας. Κι όταν ακόμη ο τόπος φρίκης γίνεται
μουσείο για περαστικούς, είναι η ντροπή και η ενοχή που πρέπει πρώτες να
εκτίθενται, είναι η ντροπή και η ενοχή που πρώτα από όλα πρέπει να βλέπει
ο επισκέπτης, και δεύτερο να αντικρίζει το ίδιο το έγκλημα.
Όταν, λοιπόν, γι’ αυτήν τη βαρβαρότητα γράφτηκαν σπουδαία κείμενα από
την Άννα Φρανκ των δεκατεσσάρων χρόνων, τον Πρίμο Λέβι και τον Ιάκωβο
Καμπανέλλη, που βρέθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης πριν από τα ει-
κοσιπέντε τους χρόνια, η αναμέτρηση με την ιστορία και η σχέση ανάμεσα
στις γενιές παίρνει άλλες διαστάσεις. Οι αφηγήσεις σε αυτά τα έργα δεν είναι
αναμνήσεις προγόνων από τον πόλεμο στην Αλβανία, που περνούν προφο-
ρικά από γενιά σε γενιά, ούτε φωτογραφίες με τη στολή προτού οι στρατιώτες
φύγουν για το μέτωπο, που έμειναν θυμητάρια στο συρτάρι. Οι αφηγήσεις
που μοιραστήκαμε από εκείνη τη θηριωδία είναι οι λέξεις που στήνουν στον
τοίχο τη νιότη μιας άλλης εποχής, μια νιότη που χρησιμοποιεί τις ίδιες λέξεις,
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 125 ]

δίνοντάς τους άλλο νόημα. Είναι τεράστια η πρόκληση να συναντηθούν μέσα


στις αφηγήσεις συνομήλικες σκέψεις και ψυχές των κόσμων που γεννήθηκαν
και ανέπνευσαν μέσα σε ογδόντα χρόνια διαδρομή της ιστορίας και της μνή-
μης. Είναι η πρόκληση που δεν άντεξα να της γυρίσω την πλάτη, είναι το δικό
μου «ΝΑΙ» σε αυτήν τη φετινή δημιουργία της νεανικής λογοτεχνικής μας
συντροφιάς και το δικό μου «ΟΧΙ» σε όλους αυτούς που προσπάθησαν να
πείσουν ότι μια τέτοια «βαριά» επιλογή δεν αρμόζει στη νιότη που κουβαλά
τόσα άλλα δικά μας αμαρτήματα, μια νιότη που καλείται να ξεπλύνει τόσες
βρωμιές από τη δική μας πορεία, μια νιότη που δεν της αξίζει να φορτωθεί
τόσα πολλά.
Από την αρχή του χρόνου έζησα φόβους που δεν επαληθεύτηκαν. Όλα έγι-
ναν εύκολα, ίσως πιο εύκολα από κάθε άλλη φορά. Οι συγγραφικές ομάδες
στήθηκαν με την πρώτη επικοινωνία. Ο χώρος που βρεθήκαμε όλοι μαζί ήταν
γνωστός, σημαντικός και ασήμαντος ταυτόχρονα, πίσω από γυάλινα σκεπά-
σματα σφηνωμένα στα βράχια του Βύρωνα και με θέα μια Αθήνα που απλώ-
νεται σε ασφυκτικούς τοίχους και εντυπωσιακά τείχη αόρατα και ορατά την
ίδια στιγμή από ψηλά, τα ίδια τείχη που μάγεψαν τον Μπάιρον, την Ισιδώρα
Ντάνκαν και όλους εκείνους τους ρομαντικούς που εξευτελίστηκαν από τα
χείλη των ιδεολόγων και δραστών του ναζισμού.
Καθόμαστε όλοι στις καρέκλες με τα βιβλία στα χέρια και τις σημειώσεις
σκόρπιες τριγύρω. Βρισκόμαστε σε έναν χώρο όπου δεν υπάρχουν ρυτίδες,
σε μια διάθεση για στοχασμό και σκέψη που κανείς δεν μπορεί να φανταστεί
κάπου έξω ότι υπάρχει. Κάπου έξω και σίγουρα όχι μακριά από εμάς υπάρχει
ένας δήμαρχος που δεν έχει ιδέα τι του σκαρώνουμε φέτος, ούτε ποιοι επί-
σημοι προσκεκλημένοι έφτασαν και μας κοιτούν σοβαρά προτού αρχίσουμε
την ανάγνωση και προτού ζήσουμε την αλλόκοτη συνάντηση. Η Άννα Φρανκ
είναι εδώ, ο Πρίμο Λέβι είναι εδώ, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης είναι εδώ, αλλά
και ο Γερμανός Χανς Φάλλαντα είναι εδώ.
Αχ, δήμαρχε, πού να ’ξερες πως ο τόπος σου φιλοξενεί μια διεθνή συνάν-
τηση απίστευτης φαντασίας, σκέψης αλλά και ασφυξίας, με τόση νιότη και
τόσο θάνατο, με τόση φρίκη και τόση εμμονή στην ομορφιά του ανθρώπου!
[ 126 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Κανείς δεν αντιδρά σε αυτήν την αλλόκοτη συνάντηση. Όλα εδώ στα βράχια
με τα γυάλινα τζάμια είναι «φυσιολογικά». Είμαστε όλοι πρόθυμοι να ζήσουμε
αυτά που φτιάξαμε στον νου μας και διεκδικήσαμε στη ζωή μας. Τίποτε δεν
είναι παράλογο ή αόρατο, κι ας μην το καταλαβαίνουν οι άλλοι, και ας μην
το βλέπουν οι άλλοι. Αυτή είναι η συγγραφή, αυτή είναι η φαντασία, αυτή
είναι η αλήθεια μας και αυτό αποφασίσαμε να μοιραστούμε, αδιαφορώντας
για ό,τι και όσα ζείτε όλοι εσείς έξω από τα γυάλινα τζάμια, αυτά τα γυάλινα
μάτια που χτίστηκαν στα βράχια για να πάνε κόντρα στις πέτρες τριγύρω…
Είναι προφανές ότι με τη λεία τους επιφάνεια προκαλούν τις βαθιές ρυτίδες
των βράχων, είναι δύο κόσμοι αντίθετοι, που συνυπάρχουν χωρίς να ρωτη-
θούν ποτέ γι’ αυτό.
Εδώ, λοιπόν, κρυφά κι από τον ίδιο τον δήμαρχο, θα διαβάσουμε, θα ζή-
σουμε και θα γράψουμε σελίδες από ΘΑΝΑΤΟ. Δεν υπάρχει πόλεμος χωρίς
αίμα και θάνατο. Δεν υπάρχει κυριαρχία χωρίς τη νίκη πάνω στην αδυναμία
του άλλου. Δεν είναι, άραγε, θάνατος κι αυτός; Δεν πεθαίνουν οι δικές μας
ανάσες, όταν πνίγονται από τις ανάσες που επικρατούν γύρω μας; Δεν σιω-
πούν οι σκέψεις μας όταν τσαλαπατιούνται από τη δύναμη των άλλων και,
τελικά, δεν πεθαίνουν από τη διαρκή σιωπή; Δεν υπάρχει θάνατος μέσα στη
μάταιη αντίσταση; Δεν υπάρχει ο θάνατος, ακόμη και των ονείρων, μέσα στην
απελπισία; Δεν πεθαίνει το φως μέσα στο σκοτάδι; Δεν έζησε η ανθρωπότητα
το απόλυτο σκοτάδι; Δεν πέθαναν οι αξίες της μέσα στο απόλυτο σκοτάδι;
Πέθαναν ή όχι;
Μα ο δικός μας θάνατος σήμερα εδώ στα βράχια, πίσω από τα γυάλινα
μάτια, διάφανα και προστατευτικά ταυτόχρονα, είναι φτιαγμένος από άλλα
υλικά. Οι σελίδες που εμείς οι σαράντα δύο γράφουμε και διαβάζουμε σή-
μερα, είναι γεμάτες από το θέλημα των ανθρώπων, όσο εγκληματικό, φρικτό
και οδυνηρό και αν είναι αυτό. Στη συνέχεια, παρατηρούμε την απάντηση
που κλήθηκε να δώσει η νιότη σε αυτό το θέλημα όταν χρειάστηκε να το
κάνει, όταν αναγκάστηκε να το πράξει, ή όταν απλώς ρωτήθηκε, όπως συμ-
βαίνει με τη λογοτεχνική μας παρέα σήμερα. Τέλος, στον «δικό μας θάνατο»
υπάρχουν και τα οράματα της τιμής, απλά, πολυακουσμένα, αλλά και περι-
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 127 ]

φρονημένα, ψίθυροι για έναν κόσμο καλύτερο δίπλα σε κραυγές για έναν
κόσμο ισχυρότερο. Σήμερα, λοιπόν, μαζί με τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, την
Άννα Φρανκ, τον Πρίμο Λέβι και τον Χάνς Φάλλαντα, θα ζήσουμε τις σελίδες
από τον δικό μας θάνατο, που είναι:
Σελίδες από
Θέλημα
Ανθρώπων
Νιότης
Απάντηση
Τιμής
Οράματα

Στον δικό μας θάνατο υπάρχουν οι τέσσερις φωνές από τέσσερις τόπους:
μια φωνή από τη Γερμανία, μια φωνή από μια σοφίτα του Άμστερνταμ, μια
φωνή από το Άουσβιτς, από τη σημερινή Πολωνία, και μια φωνή από το Μα-
ουτχάουζεν της Αυστρίας. Στον δικό μας θάνατο υπάρχει η φωνή ενός έμ-
πειρου συγγραφέα, που παρατηρεί τους συμπατριώτες του, η φωνή μιας έφη-
βης Γερμανοεβραίας, ενός νεαρού Ιταλοεβραίου και ενός νεαρού Έλληνα,
που βίωσαν την κορυφαία ντροπή του ανθρώπου.

Δήμητρα Νούση
συγγραφέας και συντονίστρια
της Πανελλήνιας Λογοτεχνικής Συντροφιάς
[ 128 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Μια φωνή από τη Γερμανία Μέρος Πρώτο

Διάλογος με τον συγγραφέα Χανς Φάλλαντα


από το Βερολίνο στα βράχια του Βύρωνα

Δεν φεύγουμε. Είμαστε εδώ και φτιάξαμε το καταφύ-


γιο των επικίνδυνων φωνών του Δευτέρου Παγκο-
σμίου Πολέμου

Το σύνθημά μας είναι:


Παίρνουμε την ψυχή μας και διαβάζουμε
Υψώνουμε τη φωνή μας και απαντάμε!

Μια παρέα αποφασίζει να μιλήσει με τον Χανς Φάλλαντα


και τους ήρωές του:

«Καλύτερα να πεθάνουμε για τις επιλογές μας απέναντι


στους οχτρούς αντί να πεθάνουμε ακολουθώντας τις επι-
λογές τους»
[Ελευθερία Σοφία Ντραγκότι]

«Ζω ελεύθερα! Σκέφτομαι ελεύθερα! Μιλάω ελεύθερα!


Αναπνέω καθαρά! Δεν φοβάμαι! Κάνω αυτό που θέλω! Η
ελευθερία είναι αυτή που τους τρομάζει».
«Ευτυχισμένοι είναι εκείνοι οι άνθρωποι που κάνουν αυτό
που θέλουν χωρίς να σκέφτονται την άποψη των άλλων.
Μόνο τότε νιώθεις ελεύθερος!»
[Χριστίνα Γεωργιάδη]
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 129 ]

«Ποιος πουλάει ψυχές για πλούτη…


τόσο άψυχα σαν την ψυχή του;
Για πλούτη που μυρίζουν χαμένες ψυχές;»
[Νάσια Αρβανίτη]

«Αν όσοι φοβούνται τολμούσαν, ή έστω οι μισοί, οι λίγοι


θα γινόντουσαν πολλοί στο άνοιγμα του ενός ματιού»
[Δημήτρης Ράντζα]

«… δεν παύουμε να είμαστε ένα τεράστιο χαλί που είτε


μας πάτησαν είτε στρωθήκαμε από μόνοι μας, για να τρα-
βηχτούμε βίαια κάποια στιγμή και να αποκαλυφθεί όλος
εκείνος ο σωρός από σκουπίδια…»

«Μονάχος εσύ και έρμος, να γυρνάς σε μια πόλη, ταχυ-


δρόμος της κακιάς ώρας, να μοιάζεις στην κλωστή που
ετοιμάζει το ξήλωμα, στον βήχα που προμηνύει την αρρώ-
στια»
[Άγγελος Αρόρα]

Δημήτρη, Χριστίνα, Σοφία, Παρασκευά, Άγγελε,


Νάσια, ο Χανς και οι ήρωές του μας περιμένουν.
Είναι ήδη δίπλα μας πίσω από τα γυάλινα τείχη.
[ 130 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 131 ]

Ι. Μ Ι Α Φ Ω Ν Η Α Π Ο Τ Η Γ Ε Ρ Μ Α Ν Ι Α

[Μέρος Πρώτο]

Ο Χανς είναι μόνο πενήντα τριών χρονών, αλλά δείχνει γέρος, ανήμπορος
και αξιολύπητος στο αναπηρικό του καροτσάκι. Θα μπορούσαμε να είχαμε
πάει εμείς στο Βερολίνο να τον δούμε. Μας ειδοποίησαν ότι δεν θα ζήσει για
πολύ ακόμη. Όταν έστειλα στον γιατρό του το email ζητώντας του να τον συ-
νοδεύσει ο ίδιος στην Αθήνα και να τον δούμε από κοντά, δεν περίμενα ότι
θα μου απαντούσε θετικά. Η μοίρα του ήταν εξίσου τραγική με αυτήν των
ηρώων του. Ο Χανς είναι πλέον ένας σπουδαίος συγγραφέας και ένας άν-
θρωπος που ξόφλησε τον εαυτό του στη μορφίνη και το αλκοόλ. Έζησε τη
ζωή του βίαιος και τυφλωμένος από τις εξαρτήσεις του, αλλά ποτέ τυφλός
απέναντι στην ιστορική στιγμή της χώρας του. Η σχέση του με τη Γερμανία
της εποχής του ήταν, ίσως, το πιο σπουδαίο κομμάτι της δημιουργίας του,
απλωμένη σε όλα σχεδόν τα βιβλία του, με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά.
Σε ένα δωμάτιο μιας κλινικής, μετά από τόσων ετών νοσηλεία σε ψυχιατρεία
και ναζιστικά άσυλα, υπάρχει ένα τελευταίο κομμάτι του εαυτού του που
ακόμη ανασαίνει και συνεχίζει για όσο καιρό του απομένει να αντέξει.
Για κάποιον λόγο που ποτέ δεν μάθαμε η κλινική αποφάσισε να γίνει αυτό
το παράδοξο ταξίδι στον τόπο και στον χρόνο, από το Βερολίνο στον Βύρωνα,
από το 1946 στο 2018, από την Ευρώπη της ηττημένης Γερμανίας στην Ευ-
ρώπη της ενωμένης φωνής και σιωπής. «Μόνος στο Βερολίνο» του Δευτέρου
Παγκοσμίου Πολέμου είναι ο Όττο Κβάνγκελ, που ζει στην οδό Γιαμπλόνσκι
[ 132 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

με τη σύζυγό του, την Άννα. Είναι άνθρωποι άσημοι, που δεν θα γίνονταν
ποτέ μυθιστόρημα, αν δεν συγκλονίζονταν τόσο από τον χαμό του μοναχο-
γιού τους στο μέτωπο, ώστε να πράξουν μια αδιανόητη πράξη αντίστασης,
σκορπίζοντας στο Βερολίνο χειροποίητες κάρτες με αντιχιτλερικό περιεχό-
μενο. «Μόνος στο Βερολίνο» είναι ο τίτλος του βιβλίου του Χανς Φάλλαντα,
βασισμένου σε πραγματικά περιστατικά της εποχής, που πιάσαμε στα χέρια
μας για μήνες, με σκοπό να αντικρίσουμε την εποχή εκείνη, τον συγγραφέα,
τους ήρωες και την απελπισία τους.
Από την αρχή, μαζί με τον Δημήτρη, τη Σοφία, τη Χριστίνα, τον Άγγελο,
τον Παρασκευά και τη Νάσια, ήμασταν αποφασισμένοι να απελπιστούμε, να
βυθιστούμε σε μαύρες στιγμές ηρώων, σε βρωμερές σελίδες από θάνατο και
να κοιτάξουμε τον Χανς στα μάτια μιλώντας μαζί του. Δεν συνομιλήσαμε με
αυτόν τον άλαλο άνθρωπο που βρίσκεται απέναντί μας στο αναπηρικό κα-
ροτσάκι. Ο δικός μας Χανς Φάλλαντα είναι ένας άνθρωπος με σκέψη και
κρίση βαθιά.
Ο δικός μας Χανς Φάλλαντα μας ενοχλεί καθώς αποκαλύπτει
τόσο αιχμηρά τη μικρότητα του ανθρώπου και τόσο λιτά το
μεγαλείο του.
Πιστεύει ότι δεν χρειάζεται κανένα φτιασίδι αυτό το μεγαλείο, κάπου ανά-
μεσα στις τσαλαπατημένες κάρτες και την πίστη πως μια μικρούλα πράξη αν-
τίστασης κάτι θα αφήσει για το μέλλον. Διαβάζω τις σελίδες και δεν αντέχω
να είναι τόσο απέριττος μπροστά στην αξιέπαινη πράξη, αλλά τόσο διεισδυ-
τικός στην απεχθή πλευρά του ανθρώπου. Μόνος στο Βερολίνο και σε όλον
τον πλανήτη είσαι όταν δεν αντέχεις το σάπιο υπόστρωμα όπου βουλιάζουν
σταδιακά οι ήρωες της αφήγησης, οι Γερμανοί που πίστεψαν φωναχτά ή σιω-
πηρά στον ναζισμό, ευτελίζοντας ό,τι μέχρι τότε έδινε ελπίδα για πρόοδο του
ανθρώπου. Διαβάζοντας και γράφοντας όλοι μαζί απέναντι στον Χανς, νιώ-
σαμε ολομόναχοι. Μόνοι απέναντι σε αυτούς που βεβηλώνουν σήμερα τα
μνημεία των νεκρών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, μόνοι απέναντι σε
αυτούς που ξαναφτιάχνουν οργανώσεις απροκάλυπτα φιλικές στις χιτλερικές
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 133 ]

αντιλήψεις, στην εξόντωση του διαφορετικού από εμάς, στην κατασκευή του
διαφορετικού, στην ενοχοποίηση του άλλου, που πρέπει οπωσδήποτε να κα-
τηγορηθεί και να τιμωρηθεί, προκειμένου να ικανοποιηθούμε εμείς, στην επι-
θυμία του φόβου ώστε να στεριώσει η βαρβαρότητα. Νιώσαμε μόνοι απέναντι
στη δύναμη που λιώνει κάθε διαφωνία μαζί της, κάθε φραστική εναντίωση
και κάθε πράξη αντίστασης. Κι ενώ οι δεκαετίες περνούν και χάνονται, μέσα
σε αυτές όσοι έζησαν τη φρίκη εκείνης της Ευρώπης, νιώθουμε όλοι μόνοι,
καθώς κλονίζονται τα αυτονόητα, καθώς οι ξεχασμένοι ψίθυροι υποστήριξης
του ναζισμού παίρνουν φωνή και σάρκα στον σύγχρονό μας κόσμο. Το μόνο
γόνιμο έδαφος είναι ο φόβος. Αν δεν υπάρχει ο φόβος των πολλών, δεν μπο-
ρούν να σταθούν κυρίαρχα τα εγκλήματα των λίγων.
Ο Δημήτρης, η Σοφία, ο Άγγελος, η Χριστίνα, ο Παρασκευάς και η Νάσια
βρίσκονται ήδη καθισμένοι γύρω από το τραπέζι μας. Ο διάλογος ανάμεσά
μας ξεκινά χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση. Ανυπομονούμε όλοι να στή-
σουμε γύρω από το τραπέζι τις σκέψεις μας και να συναντηθούμε. Ήρθε η
ώρα να φανερώσουμε το βλέμμα μας και να κοιταχτούμε όπως μας έπλασε
η παιδεία μας, η καταγωγή μας, η εποχή μας και οι ήρωες του Χανς από το
Βερολίνο. Πλαστήκαμε τόσον καιρό από τις λέξεις του. Ήρθε η στιγμή να μι-
λήσουμε μαζί του ισότιμα σαν να μη μας χωρίζουν δεκαετίες, θάνατοι, χώρες
και μπόρες ικανές να ξεριζώσουν θεμέλια σκέψης. Το 1946 και το 2019 έσμι-
ξαν μέσα μας και στις σελίδες που γράψαμε. Οι ήρωες του Χανς έγιναν συ-
νομιλητές και ακροατές μας. Σελίδες από θάνατο στοιβάχτηκαν εδώ και μήνες
μέσα μας, περιμένοντας αυτήν την παράταιρη, μα τόσο ταιριαστή και πρέ-
πουσα συνάντηση πίσω από τα γυάλινα τείχη των βράχων. Μιλήσαμε χωρίς
διακοπή και γράψαμε όλοι μαζί το δικό μας κείμενο, έναν διάλογο σαν σε
ένα θέατρο χωρίς κανέναν θεατή.
Πρώτος ξεκινά να διαβάζει ο Χανς με τους πανηγυρισμούς των Γερμανών
για τις νίκες τους στον πόλεμο, την ίδια μέρα που ο Όττο Κβάνγκελ έμαθε
για τον θάνατο του γιου του:
[ 134 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

ΧΑΝΣ ΦΑΛΛΑΝΤΑ ΜΕ ΤΗ ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΜΠΟΡΚΧΑΟΥΖΕΝ


… «Σκεφτείτε το, κύριε Κβάνγκελ, στην αρχή η Σουδητία, η Τσεχοσλοβακία
και η Αυστρία, τώρα η Πολωνία και η Γαλλία – θα γίνουμε ο πλουσιότερος
λαός του κόσμου! Τι σημασία έχουν μερικοί εκατοντάδες χιλιάδες θάνατοι;
Θα γίνουμε όλοι πλούσιοι!»
ΣΟΦΙΑ
Όντως; Τι σημασία έχουν μερικοί εκατοντάδες χιλιάδες θάνατοι; Σαφώς και έχουν
σημασία! Πώς τολμάς και βάζεις το χρήμα πάνω από την ανθρώπινη ζωή; Πώς τολ-
μάς και χαίρεσαι με τον θάνατο των αδελφών σου; Εσύ δεν πιστεύεις σε κάτι, σε
κάποια αρετή; Ειρήνη και να ζούμε όλοι μονιασμένοι δεν είναι ελάχιστα σημαντικά
για σένα. Για να προστατέψεις την ουρά σου διατίθεσαι να «δώσεις» και τους ίδιους
σου τους φίλους. Εσύ θα έπρεπε να πιαστείς από τις αρχές, γιατί ξέχασες τι σημαίνει
να είσαι άνθρωπος! Να νοιάζεσαι για τον συνάνθρωπο και να παλεύεις για κάτι
ανώτερο και ένα καλύτερο και ειρηνικό μέλλον. Άντε… τι περιμένεις; Συνέχισε να
κάνεις ό,τι κάνεις, τράβα, «δώσε με», γιατί τέτοιος άνθρωπος είσαι.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ
«Ζωή»
Ε, βέβαια τι σημασία έχει! Τι σημασία έχει αν η μάνα θα κρατάει το παιδί της αγκαλιά
ή όχι; Ή αν το παιδί θα ξαναδεί τον γονιό του; Καμία! Αφού θα είμαστε εμείς πλού-
σιοι, όλοι οι άλλοι ας πάνε να χαθούν! Γνωστοί και άγνωστοι ας χαθούν! Δεκάρα
δεν δίνεις, το ξέρω! Εγώ, όμως, δίνω. Είναι φίλοι μου, είναι η οικογένειά μου. Μαζί
μοιραζόμαστε αυτήν τη γη. Ο ίδιος ήλιος μάς ζει. Σε τίποτα δεν διαφέρουμε. Ίδιοι
είμαστε όλοι! Σου αρέσει, δεν σου αρέσει. Αυτή είναι η αλήθεια. Φύγε! Εμείς δεν
θέλουμε να συμμετέχουμε σ’ αυτό! Πήγαινε και πες τα σε άλλους. Ένα να θυμάσαι:
η ζωή είναι ένα μονοπάτι με ρόδα και αγκάθια και τα δύο είναι αναγκαία.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ
«Θα γίνουμε όλοι πλούσιοι». Δίκιο έχετε εν μέρει, κύριε Μπορκχάουζεν. Ο πλου-
σιότερος λαός του κόσμου, πατώντας πάνω σε άλλους. Ανεπτυγμένη οικονομία,
άφθονο χρήμα, χρήμα βαμμένο με αίμα, αίμα βρεφών, παιδιών, γερόντων, νέων.
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 135 ]

Πόσο κοστολογείται λοιπόν μια ανθρώπινη ζωή; Θα λάβουμε αντάξια αμοιβή; Πλού-
σιος λαός με φτωχούς ψυχικά ανθρώπους… Αλήθεια, θα σας ένοιαζε ο πλούτος
εάν σκότωναν το παιδί σας, τον πατέρα σας, τον αδερφό σας; Θα δίνατε τη ζωή
σας για τον πλούτο της χώρας; Δεν το νομίζω…
ΧΑΝΣ ΦΑΛΛΑΝΤΑ ΜΕ ΤΗ ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΟΤΤΟ ΚΒΑΝΓΚΕΛ
… «Να μου λείπει, δεν θέλω να γίνω πλούσιος και σίγουρα όχι μ’ αυτόν τον
τρόπο. Ούτε ένας στρατιώτης δεν αξίζει να πεθάνει!»
ΝΑΣΙΑ
Άλλο ένα δάκρυ ψυχής
μες στης αδειανής σιωπής την απληστία
κατρακυλάει το δάκρυ
κατρακυλούν και οι στρατιώτες
στα βάθη της αχόρταγης πείνας πλούτου.
Ποιος πουλάει ψυχές για πλούτη;
Για πλούτη τόσο άψυχα σαν την ψυχή του;
Για πλούτη που μυρίζουν χαμένες ψυχές;
ΧΑΝΣ ΦΑΛΛΑΝΤΑ
«Με μάτια που γυαλίζουν, ο Μπορκχάουζεν αρπάζει τον Κβάνγκελ από το
μπράτσο και τον ταρακουνάει ψιθυρίζοντας βιαστικά: “Πώς μιλάς έτσι; Ξέρεις
ότι μπορώ να σε στείλω σε στρατόπεδο συγκέντρωσης; Εκφράστηκες εναντίον
του Φύρερ μας! Αν ήμουν τέτοιος άνθρωπος και σε ανέφερα;”»
ΑΓΓΕΛΟΣ
Κύριε Κβάνγκελ! Κύριε Μπορκχάουζεν! Καλημέρα σας! Μια όμορφη μέρα ανέτειλε
ξανά. Μα, συγχωρέστε με, καθώς έβαζα τα παπούτσια μου, εδώ πίσω από την
πόρτα, άκουσα πόσο παθιασμένα συζητάτε για τον Φύρερ μας! Πρέπει να ξέρετε,
δε, τα κλιμακοστάσια είναι οι νέες επιτροπές όπου τα μέλη συζητούν, αποφασίζουν.
Όλοι συμμετέχουμε στα κοινά, χάρη στον Φύρερ μας! Κύριε Μπορκχάουζεν, μην
ταράσσεστε. Ο κύριος Κβάνγκελ απλώς λυπάται για τους στρατιώτες που χάνονται.
Όπως και ο Φύρερ μας. Ποιος πατέρας, όμως, δεν θυσιάζει τα παιδιά του για το
[ 136 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

καλό της χώρας; Και αν η Γιαμπλόνσκι είναι ασφαλής χάρη σε εσάς, κάθε γωνιά του
τόπου μας δεν έχει τίποτε να φοβάται! Κύριε Κβάνγκελ, δεν είναι ανείπωτα τραγικό
να περιμένεις τον θάνατο στο μέτωπο, τον θάνατο στις κυριακάτικες εφημερίδες,
τον θάνατο παντού; Αν η τύχη χτύπησε νωρίς την πόρτα σας, ήρθε η ώρα να χτυ-
πήσετε τη δική μου, ήρθε η ώρα μας.
ΧΑΝΣ ΦΑΛΛΑΝΤΑ
« … Γιατί εξάπτεσθε, κύριε Μπορκχάουζεν; Τι είπα που μπορείτε να το ανα-
φέρετε; Είμαι στενοχωρημένος, γιατί σκοτώθηκε ο γιος μου… Αν θέλετε,
μπορείτε να το αναφέρετε· εμπρός, κάντε το. Έρχομαι αμέσως μαζί σας και
υπογράφω ότι το είπα!»
ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ
Ηρεμήστε, κύριε Μπορκχάουζεν, και μην κακοπαίρνετε αυτόν τον δύσμοιρο πατέρα.
Αυτήν τη στιγμή, ούτε όλα τα λεφτά του κόσμου δεν μπορούν να γεμίσουν τη ρωγμή
που έχει σκίσει την καρδιά του. Καμία νίκη, ούτε και χαρά δύνανται να απαλύνουν
τον πόνο που νιώθει. Μην τον ξεσυνερίζεστε, αλλά σεβαστείτε τον λιγάκι. Δείξτε
συμπόνια για τη θέση στην οποία βρίσκεται και συγχωρέστε τα λόγια ενός πατέρα
που έχασε τον γιο του, γιατί κάθε τι αιρετικό που λέει και μπορεί να σας σοκάρει,
πηγάζει αποκλειστικά από την πίκρα της καρδιάς του. Όσον αφορά, πάντως, εκείνη
την αναφορά, μην ξεχάσετε να αναφέρετε τα λόγια σας ότι οι απώλειες του στρατού
μας αποτελούν το αναγκαίο κακό για την αύξηση του τραπεζικού σας λογαριασμού.
Τα λόγια των παιδιών πετυχαίνουν πάντα το ίδιο αποτέλεσμα μέσα μου.
Ακούω, διαβάζω και συνταιριάζω τις σκέψεις τους χαρούμενη που η ανάγκη
για δημιουργία γίνεται πράξη μέσα στις σελίδες. Βλέπω το πρόσωπο του Χανς
χωρίς να μπορώ να διαβάσω την παραμικρή αντίδραση. Κι όσο κι αν αγάπησα
τις δικές του σελίδες, τίποτα δεν συγκρίνεται με την ικανοποίηση που νιώθω
ακούγοντας τα ξεσπάσματα της Σοφίας, του Δημήτρη και της Χριστίνας, την
απόδραση στους στίχους της Νάσιας, την ειρωνεία στην απάντηση του Δη-
μήτρη και του Άγγελου. Υπάρχει πνιγμός κι ελπίδα μαζί στις λέξεις τους, στις
σελίδες που φτιάχτηκαν από το θέλημα των ανθρώπων και την απάντηση της
νιότης. Τρέχουν οι σκέψεις με τις περιγραφές στη μοναξιά του Βερολίνου,
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 137 ]

εκεί όπου αρχίζουν να φυτρώνουν αφίσες με αντιναζιστικά συνθήματα. Η


μνήμη μου πάει στη Γερμανίδα ηρωίδα Σόφη Μαγδαληνή Σολ, που κατέληξε
στην γκιλοτίνα στην ηλικία των είκοσι δύο ετών για την αντιστασιακή της
δράση. Δεν είπα τίποτε στη συγγραφική μας ομάδα, δεν βάρυνα τα διαβά-
σματά τους με τα ονόματα εκείνων που αντιτάχθηκαν στον ναζισμό και εξον-
τώθηκαν χωρίς κανέναν δισταγμό από το καθεστώς. Άφησα τις σκέψεις να
γεννηθούν ανάμεσα στον φόβο και στον πόθο της αντίστασης απέναντι στους
πολλούς, καθώς ο Όττο Κβάνγκελ συνομιλεί με την Άννα Κβάνγκελ και ο
Χανς διαβάζει:
ΧΑΝΣ ΦΑΛΛΑΝΤΑ
«Είμαστε λίγοι, και τα εκατομμύρια είναι μαζί του».
ΔΗΜΗΤΡΗΣ
Λίγοι. Πολύ υποτιμητική λέξη για εμάς. Οι λίγοι είναι συνήθως και αδύναμοι. Δεν
τους αδικώ, όλοι θέλουν να αντισταθούν, να πάνε με το διαφορετικό και να παλέ-
ψουν. Φοβούνται όμως, ότι θα είναι «λίγοι»... Αλλά αν εμείς αντιστεκόμαστε σε τέ-
ρατα της ανθρωπότητας, πώς μπορούμε να νιώσουμε ή να είμαστε «λίγοι» μπροστά
στο ύψος των περιστάσεων που ζούμε;
Και αν όσοι φοβούνται τολμούσαν, ή έστω οι μισοί, οι λίγοι θα γι-
νόντουσαν πολλοί στο άνοιγμα του ενός ματιού.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ
Τι θα πει ότι αυτοί είναι εκατομμύρια και εμείς λίγοι; Τι θα πει διαφορετικότητα; Εί-
μαστε όλοι ίσοι! Τι σημασία έχει το χρώμα ή η θρησκεία; Άνθρωποι είμαστε όλοι
μας. Σήμερα στρέφονται προς τους Εβραίους και στον καθένα που θεωρούν δια-
φορετικό. Ποιος με διαβεβαιώνει ότι αύριο δεν θα επιτεθούν σε αυτούς που είναι
ταγμένοι μαζί τους; Όχι, μ’ αρέσει αυτή η διαφορετικότητα. Ξέρω ποια είμαι στ’
αλήθεια μέσα από αυτήν.
Ζω ελεύθερα! Σκέφτομαι ελεύθερα! Μιλάω ελεύθερα! Αναπνέω κα-
θαρά! Δεν φοβάμαι! Κάνω αυτό που θέλω! Η ελευθερία είναι αυτή
που τους τρομάζει.
[ 138 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Γιατί να ενταχθώ με τους πολλούς; Για να γίνω ένα με τη μάζα τους και κάθε βράδυ
να χαίρομαι για το κακό που προξένησα στον άλλον; Όχι!
ΣΟΦΙΑ
Αγαπημένε μου φίλε Όττο, αξίζει μία και δύο και χίλιες φορές παραπάνω να είσαι
στους λίγους. Οι πολλοί είναι χάσιμο χρόνου. Οι πολλοί είναι φασαρία. Οι πολλοί
είναι το χάος. Ενώ οι λίγοι είναι ηρεμία, οι λίγοι είναι σιγουριά. Με λίγους ξέρεις
πού πας. Οι πολλοί δεν ξέρουν πού πάει το πλήθος. Καλύτερα χωρίς πλήθος και
φασαρία, ναι, αυτή είναι η καλύτερη επιλογή. Και οι δυνατοί μάς θέλουν στο πλήθος,
γιατί το πλήθος εύκολα το ελέγχεις, ενώ τους λίγους δεν μπορείς, λυγάει η ψυχή
σου με δαύτους τους λίγους. Και οι πολλοί των δυνατών τις επιλογές ακολουθούν
και θαυμάζουν, ενώ οι λίγοι ακολουθούν το τίμημα των λογικών τους πράξεων. Κα-
λύτερα, ναι, καλύτερα, να πεθάνουμε για τις επιλογές μας απέναντι στους
οχτρούς αντί να πεθάνουμε ακολουθώντας τις επιλογές τους.
ΝΑΣΙΑ
Πολλοί πνίγηκαν στης θάλασσας τον ύπνο.
Λίγοι σώθηκαν από των ονείρων τη σωσίβια λέμβο.
Πολλοί διάλεξαν να βάλουν νερό στο κρασί τους.
Λίγοι διάλεξαν να αφήσουν καθαρή την ψυχή τους.
Πολλοί πλουτίζουν για να χορτάσει το εγώ τους.
Λίγοι χορταίνουν να πλουτίζουν τον κόσμο.
Πολλοί πέθαναν για να θαφτούν σε τάφους ψηλούς.
Λίγοι έδωσαν ακόμα και το αίμα τους σε πολλούς για να ζουν.
ΧΑΝΣ ΦΑΛΛΑΝΤΑ
« …το σημαντικότερο είναι ότι είμαστε διαφορετικοί, ότι ποτέ δεν θα αφή-
σουμε τον εαυτό μας να καταντήσει έτσι, ποτέ δεν θα σκεφτούμε όπως αυτοί».
ΑΓΓΕΛΟΣ
Και ξέρεις, παλιόφιλε, πάντα τραβάει κανείς το δικό του κάρο. Τον δικό του δρόμο
με τον φόβο, το θάρρος, το κόστος. Ο φόβος, πάντα ο φόβος ‒ και δεν παύουμε
να είμαστε ένα τεράστιο χαλί που είτε μας πάτησαν είτε στρωθήκαμε από
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 139 ]

μόνοι μας, για να τραβηχτούμε βίαια κάποια στιγμή και να αποκαλυφθεί


όλος εκείνος ο σωρός από σκουπίδια και ακαθαρσίες: καθετί σάπιο, ριζωμένο
και βρώμικο, μυρμήγκια και ψίχουλα, χαλασμένες τροφές κάτω από το χαλί, και το
λίπασμα εμείς, ένα εύφορο ποτάμι για καθετί χαλασμένο. Και θα ξαφνιαστούμε όταν
δούμε τι ήταν από κάτω ή από πάνω μας. Μα πάντα τραβάει κανείς το δικό του
κάρο, παλιόφιλε. Και δεν χωρούν νούμερα παρά μόνο εκείνη η λέξη που μας μένει,
που φέρουμε στα χείλη μας. Nα μη λερώσουμε το πιάτο μας. Και άνευ ορίων άνευ
όρων να ξεχωρίζει η ήρα από το στάρι.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ
Όττο, φίλε μου. Διαλέγεις να αγωνιστείς μόνος σου. Μπράβο, θέλει τόλμη και κου-
ράγιο! Ο μοναχικός δρόμος μπορεί να αποδειχτεί ο πιο αποτελεσματικός, μπορεί
όμως να αποδειχτεί και μοιραίος. Μην ξεπεράσεις τα όριά σου, μην υπερβάλλεις
σε αυτόν τον αγώνα αν αποφασίσεις να είσαι μόνος σου, γιατί θα καταρρεύσεις. Θα
καταρρεύσεις και ίσως να μην καταφέρεις τίποτα. Κρίμα δεν θα είναι; Η ζωή μού
έχει μάθει ότι το να ζητάς βοήθεια είναι ανθρώπινο, και εσύ, Όττο, δεν είσαι τίποτα
παραπάνω από άνθρωπος, δεν είναι κακό να μην τα καταφέρεις μόνος. Μη φοβάσαι
να ζητήσεις βοήθεια αν δεν τα καταφέρνεις, γιατί η τόλμη σου δεν σβήνεται από
αυτή την πράξη…
ΧΑΝΣ ΦΑΛΛΑΝΤΑ
«Δεν πρόκειται να γίνουμε ναζιστές, ακόμη κι αν κατακτήσουν τον κόσμο
ολόκληρο!»
ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ
Αρνούμαι να ταχθώ με το Μίσος. Αρνούμαι να δεχτώ τα πλούτη και την εξουσία
ως επαρκείς δικαιολογίες για να ασπαστώ τη μισαλλόδοξη στάση τους. Αρνούμαι
να στηρίξω οποιαδήποτε ιδεολογία η οποία διακρίνει ακόμα και μέσα στους κόλπους
της ίδιας μας της κοινωνίας πολίτες «πρώτης» και «δεύτερης» αξίας. Τίποτα δεν
μπορεί να μας βεβαιώσει πως μετά τη «φυλετική κάθαρση» δεν θα ακολουθήσει
και μια «ιδεολογική κάθαρση», από την οποία ούτε και οι πιο πιστοί υποστηρικτές
των ναζί δεν θα ξεφύγουν. Όταν έρθει εκείνη η ώρα, θα είναι τιμή μας να μας απο-
καλέσουν «εχθρούς» τους και να καταδικάσουν τις ιδέες μας ως «επικίνδυνες» για
[ 140 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

τον σκοπό τους, γιατί τότε θα είμαστε σίγουροι πως είμαστε ταγμένοι με τις ανθρώ-
πινες αξίες και τα αθάνατα ιδανικά.
Δίχως να διακόπτουμε την ανάγνωση των αποσπασμάτων και, φυσικά, δίχως
να μπορώ να μαντέψω τις σκέψεις του Χανς, τον ακούω να διαβάζει για τον
Όττο Κβάνγκελ και τις αποφάσεις του:
ΧΑΝΣ ΦΑΛΛΑΝΤΑ
«Είχε βρει κάτι παιδαριώδες, κάτι που να του ταιριάζει, μια πράξη αθό-
ρυβη…»
ΑΓΓΕΛΟΣ
Και σκέφτομαι, καλέ μου φίλε, ναι, μια πράξη παιδική δεν μπορεί παρά να είναι
αφελής και επαναστατική μαζί. Και όλα μένουν μετέωρα· η τύχη και το νόημά της,
η συγκίνηση και η απαξίωση που προκαλεί. Μα ποιος ηθοποιός θέλει να στερείται
του κοινού και του χειροκροτήματος και δραματικά να ανεβαίνει κάθε μέρα στο
πάλκο και να υποκλίνεται και να ξερνά τα λόγια;
ΧΑΝΣ ΦΑΛΛΑΝΤΑ
«Ήθελε να γράφει κάρτες. Καρτ ποστάλ με εκκλήσεις εναντίον του Φύρερ
και του κόμματος, εναντίον του πολέμου, για να διαφωτίσει τους συνανθρώ-
πους του. Αυτό ήταν όλο κι όλο το σχέδιό του».
Τα παιδιά τον κοίταξαν σαν να κοίταζαν τον ίδιο τον Όττο Κβάνγκελ. Ξαφνικά,
μπροστά στα μάτια τους, ήρωας και συγγραφέας έσμιξαν σε ένα βλέμμα, στην
ίδια τρεμάμενη φωνή που ακούστηκε πριν από δευτερόλεπτα. Η Νάσια ήταν
η πρώτη που απάντησε στον Όττο:
ΝΑΣΙΑ
Σαν να μου λες πως ήρθε ένα σύννεφο 
έκρυψε τον ήλιο της ελευθερίας.
Δειλά-δειλά άνοιξες τα μικρά σου φτερά
και πετούσες γύρω από το σύννεφο
λες και φώναζες για βοήθεια
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 141 ]

από τα φτερωτά σου αδέρφια


να φέρετε πίσω τον ήλιο,
να φέρετε πίσω την άνοιξη σιωπηλά
πετώντας ενωμένοι στον άνεμο της επανάστασης.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ
Ιδιόχειρες κάρτες κατά του καθεστώτος; Και τι, θα τις αφήνεις απλά στις εισόδους
των κτιρίων; Μου φαίνεται πως θα είναι πολύς κόπος για το τίποτα. Καμία κυβέρ-
νηση δεν πρόκειται να πέσει και καμία εξέγερση δεν πρόκειται να εγερθεί από τα
δικά σου «φυλλάδια». Άσε που θα ρισκάρεις συνεχώς να σε πιάσει κανένας επ’ αυ-
τοφώρω και να κατηγορηθείς για συνωμοσία, ότι παρακινείς κόσμο σε αντίσταση
κατά του κόμματος ή ποιος ξέρει τι άλλο.
ΧΑΝΣ ΦΑΛΛΑΝΤΑ
«Και δεν ήθελε να στέλνει τις κάρτες σε συγκεκριμένους ανθρώπους ή να
κολλάει στους τοίχους αφίσες, όχι· ήθελε να τις αφήνει στις σκάλες πολυσύ-
χναστων κτιρίων, να τις παρατάει στην τύχη τους, δίχως να ξέρει ποιος θα
τις σηκώσει, αν θα τσαλαπατηθούν, αν θα σκιστούν…»
ΧΡΙΣΤΙΝΑ
Μη φοβηθείς αν κάποιοι σε λοιδορήσουν για ένα πιστεύω. Είμαι περήφανη για
σένα! Πόσο θαρραλέος είσαι, Όττο! Τίποτα και κανέναν δεν αφήνεις να σε περιο-
ρίσει. Με αυτό τον τρόπο, θα παρακινήσεις τους συνανθρώπους μας να αντιδράσουν
σε αυτό το βάναυσο καθεστώς. Θα τους εμπνεύσεις να αντισταθούν σε καθετί ναζι-
στικό τούς χτυπάει την πόρτα. Και πού ξέρεις, ίσως να αποτελέσεις πρότυπο για
αυτούς που φοβούνται να μιλήσουν και να αντισταθούν. Η πράξη σου αυτή θα τους
γεμίσει με ελπίδα. Και αν τύχει να σε ανακαλύψουν, μη φοβηθείς, γιατί ήδη γνωρίζεις
ότι δεν κάνεις κάτι αληθινά παράνομο, ούτε κάτι ενάντια στα πιστεύω σου. Να θυ-
μάσαι πάντα ότι ευτυχισμένοι είναι εκείνοι οι άνθρωποι που κάνουν αυτό που
θέλουν χωρίς να σκέφτονται την άποψη των άλλων. Μόνο τότε νιώθεις ελεύ-
θερος!
[ 142 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

ΣΟΦΙΑ
Όττο, 
Αυτή σου η πράξη θα κάνει περισσότερο θόρυβο από τα τανκς και τα βήματά τους.
Αυτή σου η πράξη θα ξαφνιάσει πολλούς. 
Αυτή σου η πράξη δεν θα αρέσει και θα απορριφθεί, αλλά θα θυμίσει ότι ακόμα
υπάρχει ελπίδα.
Αυτή σου η πράξη δεν θα βοηθήσει στην αντίσταση, αλλά θα ξυπνήσει μια σιω-
πηλή επανάσταση εναντίον του καθεστώτος. 
Γιατί με τέτοιες μικρές πράξεις ο κόσμος καταφέρνει να αλλάξει, και μόνο από μι-
κρούς ταπεινούς που δεν δειλιάζουν να βάλουν σε κίνδυνο το είναι τους. 
ΑΓΓΕΛΟΣ
Μονάχος εσύ και έρμος, να γυρνάς σε μια πόλη, ταχυδρόμος της κακιάς
ώρας, να μοιάζεις στην κλωστή που ετοιμάζει το ξήλωμα, στον βήχα που
προμηνύει την αρρώστια ή σε εκείνο το κομμάτι οχύρωσης που πρώτο καταρρέει,
για να πέσει το τείχος. Μονάχος εσύ και έρμος, να γυρνάς σε μια πόλη, ταχυδρόμος
της κακιάς ώρας, παίξε με τις κούκλες σου αθόρυβα, παίξε.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ
Ναι, και βέβαια πρέπει να αντισταθούμε... Φυσικά και οφείλουμε να βοηθήσουμε
τους συμπολίτες μας να καταλάβουν την πλάνη στην οποία έχουν πέσει και έχω ξα-
ναπεί πως εσύ πριν από όλους μας έχεις τον λόγο να κατηγορήσεις την τρέχουσα
πολιτική… Ξέρεις, πιστεύω πως αξίζει τελικά τον κόπο. Ας δράσουμε!
Η καθαρότητα της σκέψης που βγήκε από τη συγγραφική ομάδα με γέμισε
χαμόγελα ικανοποίησης. Το ανέκφραστο πρόσωπο του Γερμανού απέναντί
μου ουδόλως με ενδιέφερε. Τι περίεργο! Διαβάζοντας το βιβλίο, γέμισα δυ-
νατές εικόνες, βυθίστηκα σε ανείπωτες αλήθειες, ένιωσα την ανάγκη να κλείνω
τα αυτιά μου, για να μην ακούω τις φωνές που ξυπνούσαν τα γραπτά του
μέσα μου. Αγάπησα τη γραφή του Χανς, αλλά τώρα πια το βλέμμα του δεν
επιθυμούσα να το διαβάσω. Υπερίσχυε η εικόνα του εαυτού του, καθώς στε-
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 143 ]

κόταν απέναντί μου κομματιασμένος κι ανήμπορος. Η φωνή της ομάδας,


ακόμη και στις στιγμές που ξεστομίζονταν οι εύκολες αντιλήψεις ενός κόσμου
που ζει με όρους και ιδεώδη ανθρωπισμού, ήταν μια επιβεβαίωση ότι άξιζε
τον κόπο να ειπωθούν τα αυτονόητα και να βεβαιωθώ ότι δεν χάθηκαν ακόμη.
Σε λίγο θα ξεκινούσε ο δεύτερος γύρος ανάγνωσης με την επόμενη συγ-
γραφική ομάδα. Ο Χανς ήπιε λίγο νερό. Κοίταξα τον γιατρό και με βεβαίωσε
με το νεύμα του ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος ανησυχίας. Ήταν μια χαρά,
ήρεμος όσο ποτέ.

Το κείμενο «Μια φωνή από τη Γερμανία – Μέρος Πρώτο» γράφτηκε από


την ομάδα της λογοτεχνικής μας συντροφιάς που αποτελείται από τους:
Άγγελο Αρόρα, Δημήτριο Παρασκευά Γερακίνη, Παναγιώτα Χρι-
στίνα Γεωργιάδη, Ελευθερία Σοφία Ντραγκότι, Νάσια Αρβανίτη
και Δημήτρη Ράντζα.
Η επιλογή, η επεξεργασία και η δημιουργική σύνθεση των κειμένων,
καθώς και ο συντονισμός της ομάδας, έγιναν από τη συγγραφέα Δήμη-
τρα Νούση.
[ 144 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Μια φωνή από τη Γερμανία Μέρος Δεύτερο

Διάλογος με τον συγγραφέα Χανς Φάλλαντα


από το Βερολίνο στα βράχια του Βύρωνα

Είμαστε παρόντες, κρυμμένοι στο καταφύγιο των επικίνδυνων ανθρώπων, που γρά-
φουν επικίνδυνες λέξεις και κάνουν επικίνδυνες σκέψεις.

Το σύνθημά μας είναι:


Παίρνουμε την ψυχή μας και διαβάζουμε
Υψώνουμε τη φωνή μας και απαντάμε!

«Οι άνθρωποι δεν αντιστέκονται στην ελπίδα, ακόμα και όταν είναι
απλώς ένα διαμαντοστόλιστο ψέμα».
«Ο αγώνας εναντίον του ναζισμού δικαιώνεται, ακόμα και αν σε αυτόν
πιστεύει μόνο ένα άτομο».
«Τι εύκολη που είναι η ζωή ενός σκύλου. Το μόνο που απαιτεί από
αυτόν είναι υπακοή, ενώ τον σκεπάζει με σωρούς από παράσημα…
Ναι, είναι εύκολο να είσαι σκύλος. Και είναι ακόμα πιο εύκολο να εγκα-
ταλείψεις την ηθική σου όταν η άλλη σου επιλογή είναι να ζήσεις σαν
αρουραίος»
[Ευγενία Μανωλίδου - Χατζή]
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 145 ]

«Η αλήθεια δειλο-σμιλεύεται στις ψυχές των ανθρώπων, κάτι έχει αλ-


λάξει.
Πτώματα αναχαιτίζουν τη ροπή των γραναζιών, κάτι έχει αλλάξει.
Η “θηριώδης μηχανή” προδίδει τον “Αδολφικό” σκοπό, κάτι έχει αλ-
λάξει».
«αν ο φόβος της αποτυχίας ισούται με αμφιβολία, τότε κάνε μια ανα-
δρομή στην ιστορία. Εκεί θα διαπιστώσεις πως τριακόσιες ελεύθερες
ψυχές υπερασπίστηκαν τα ιδανικά τους ενάντια σε μια τυραννική Αυτο-
κρατορία»
[Γρηγόρης Καλπακιάν]

«Η ιστορία γράφεται πάντοτε με το αίμα των λίγων. Και είναι αρκετό για
να ποτίσει μυριάδες σελίδες»
[Αντώνης Κίτσιος]

«H επιλογή σου είναι αν θα ευθύνεσαι εσύ ο ίδιος για την επιλογή σου...
ή αν θα κάνεις απλώς λάθος επιλογή… Εσύ διαλέγεις… Εσύ πληρώνεις
τις συνέπειες...»
[Λιλιάνα Στεπανένκοβα]

«Το φως κι η ανατροπή είναι η νόμιμή μας άμυνα»

Υποχώρηση στον εχθρό


(στον σύμμαχο ήδη υποχωρήσαμε)
Σύμμαχοι κι εχθροί το δίκιο το δικό Μας
ήδη έχουν μοιράσει 
[Μπάμπης Κουτσιούμπας]

Αντώνη, Γρηγόρη, Ευγενία, Λιλιάνα, Μπάμπη, ο Χανς και οι


ήρωές του μας περιμένουν. Είναι ήδη δίπλα μας, πίσω από τα
γυάλινα τείχη.
[ 146 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Ι. Μ Ι Α Φ Ω Ν Η Α Π Ο Τ Η Γ Ε Ρ Μ Α Ν Ι Α

[Μέρος Δεύτερο]

Η δεύτερη ομάδα ασχολήθηκε με την πραγματοποίηση του εγχειρήματος. Η


αφήγηση τρέχει και ο Όττο αναλαμβάνει πλέον να κάνει πράξη το σχέδιό
του. Αφελές και παιδαριώδες; Τολμηρό και προκλητικό; Παράτολμο και επι-
κίνδυνο; Υψηλή αντιστασιακή πράξη ή ασήμαντη προσπάθεια απελπισίας;
Τίποτε από τα παραπάνω δεν έχει πια σημασία. Ο γερμανικός στρατός
θριαμβεύει στο ευρωπαϊκό έδαφος και δυο χαροκαμένοι γονείς τα βάζουν
με τον ανίκητο μηχανισμό στο Βερολίνο. Δεν υπάρχουν πολίτες· αυτή είναι
μια ξεχασμένη ιδιότητα που ξεγράφτηκε εύκολα στα τάγματα της νεολαίας
και των Ες Ες. Το Βερολίνο, αλλά και όλη η Γερμανία, είναι πια γεμάτη χα-
φιέδες, που αιχμαλωτίζουν ανθρώπους με φανταστικές, βάσιμες ή αμφίβολες
κατηγορίες. Παιδιά «καρφώνουν» γονείς, γονείς στέλνουν επιστολές στον
Φύρερ για να γλυτώσουν τα παιδιά τους από την εκτέλεση, εργοστάσια και
επιτροπές εργατών στρατευμένοι στην ιδεολογική υπεράσπιση του πολέμου,
προδότες που στοχοποιούν τους πάντες και, πάνω από όλα, ένας κόσμος
που σωπαίνει, ανέχεται ανέκφραστος, γνωρίζει και κρύβεται στον φόβο του
πανίσχυρου Αρχηγού θριαμβευτή.
Σελίδες από τον θάνατο της ανθρωπιάς είναι κυρίως τα γραφτά του Χανς,
θα έλεγε κανείς με αφέλεια. Όποιος διαβάσει τις αφηγήσεις του βιβλίου θα
θεωρήσει εύκολα ότι η ανθρωπιά είναι κατασκευή παρηγορίας, μια αφελής
θρησκευτική αντίληψη ότι ο Θεός έφτιαξε καλούς ανθρώπους, ένας βολικός
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 147 ]

μύθος. Τίποτε δεν είναι πιο εξωπραγματικό από τη σύνδεση ανθρώπου και
ευαισθησίας.
Ο Όττο δεν θα συνεχίσει να ζει εάν δεν πράττει ενάντια στο καθεστώς. Ο
αιώνιος πόλεμος ανάμεσα στον χαροκαμένο πατέρα και τον Χίτλερ κηρύ-
χτηκε. Γεννιέται, πλέον, η ελπίδα ότι θα ακολουθήσουν κι άλλοι σε ενέργειες
αντίστασης, ωστόσο, γεννιέται και η διαπίστωση ότι τελικώς οι αντιστεκόμενοι
ανήκουν στους λίγους, η απόσταση ανάμεσα στους αδύναμους και τους ισχυ-
ρούς της εποχής είναι συντριπτική, ενώ η προδοσία δεν αφήνει πια το πα-
ραμικρό περιθώριο να καρπίσει και η πιο μικρή προσπάθεια. Τελικά, ο λαός
γνωρίζει και παραμένει απαθής, αποχαυνώνεται, αλλά δεν αθωώνεται από
τον συγγραφέα.
Όσο κι αν το αποφεύγω, δεν γίνεται να μη σκύψω στις διαστάσεις που έθεσε
το βιβλίο. Όταν έχουν γραφτεί τόσες και τόσες συγκλονιστικές μαρτυρίες για
την αντίσταση ολόκληρων λαών, είναι πραγματικά δευτερεύον να προβλημα-
τιστούμε για την αντίδραση του γερμανικού λαού, που οφείλει να φέρει το
στίγμα της ιστορικής του συμπεριφοράς. Αυτό πίστευα πάντα. Με ενδιέφερε
κυρίως και πάνω από όλα το πρίσμα των θυμάτων.
Απορώ με τον εαυτό μου που σε αυτήν μου την επεξεργασία έθεσα ως αφε-
τηρία αναζήτησης μια φωνή από τη Γερμανία, έστω και αν αυτή η φωνή είναι
ενός τέτοιου μάστορα της γραφής όπως ο Φάλλαντα. Παρ’ όλα αυτά, δεν
είναι μόνο η αξία του κειμένου που με έβαλε σε αυτήν την ασυνήθιστη για τα
δεδομένα μου θέση. Σε μια εποχή που εμβλήματα του ναζισμού προβάλλον-
ται χωρίς συστολή, που με επικοινωνιακές λογικές προωθείται αποτελεσμα-
τικά τόσο η ανοχή στη θυματοποίηση των αδύναμων, όσο και η στοχοποίηση
των διαφορετικών, η στάση του γερμανικού λαού δεν μπορεί πλέον να μου
είναι αδιάφορη. Η δύναμη του φόβου και η συντριβή της προσωπικότητας,
η επικράτηση του παραλόγου και η βαρβαρότητα των πολλών, που επιβάλ-
λονται με τη δήθεν δύναμη της πλειοψηφίας, άρα με όρους δήθεν δημοκρα-
τίας εντός της κοινωνίας, είναι ένας εφιάλτης, που αποτελεί καταγεγραμμένη
ιστορική εμπειρία. Τίποτε δεν είναι ασήμαντο, μονοσήμαντο ή αδιάφορο. Οι
άνθρωποι δεν θα αργήσουν να ξαναγίνουν αυτό που ήταν στο παρελθόν,
[ 148 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

αρκεί να ευνοήσουν οι συνθήκες. Αρκεί να βρεθεί ο λαός που θα νιώθει αφό-


ρητα πληγωμένος, ο ηγέτης που θα φροντίσει να δώσει κίνητρο περηφάνιας
και εθνικής ανάτασης και που ταυτόχρονα θα προβάλει ένα ιδεολογικό όχημα
για μια βαρβαρότητα που θα ακουμπά μόνο τους άλλους και ποτέ τον δικό
του πυρήνα.
Ένας αρχηγός μπορεί εύκολα να φυτέψει αυταπάτες που ο
λαός νιώθει απεγνωσμένα την ανάγκη να πιστέψει. Ένας λαός
νιώθει ισχυρός όταν απολαμβάνει το τίμημα που οι άλλοι πλη-
ρώνουν.
Δεν είναι καθόλου αναγκαίο αυτό το τίμημα να είναι δικαιολογημένο ή δί-
καιο. Ένας άνθρωπος νιώθει ισχυρός όταν του δίνεται η δυνατότητα να κα-
θορίσει την τύχη του άλλου. Άρα ο χαφιεδισμός είναι ιδιότητα ισχύος. Κανείς
από αυτούς που έγιναν ασήμαντα πιόνια δεν ένιωθαν έτσι. Ήταν πρόσωπα
γεμάτα από ανήθικη αυταπάτη υπεροχής έναντι των άλλων. Ανεύθυνος δεν
υπάρχει. Αθώος δεν υπάρχει. Αδιάφορος δεν υπάρχει. Είναι σίγουρο ότι
η σιωπή αποκαλύπτει το ενδιαφέρον για την ατομική διάσωση
του καθενός.
Δεν θέλω να σκεφτώ πόσο χειρότερες σκέψεις θα κάνω αργότερα, προχω-
ρώντας στα αποσπάσματα από τη στρατοπεδική λογοτεχνία. Δεν θέλω να θυ-
μάμαι πόσοι μου έλεγαν να μην ασχοληθώ με αυτό το θέμα, να μην πνίξω
αγόρια και κορίτσια είκοσι και είκοσι πέντε χρονών σε βρωμερές αφηγήσεις
ασυγχώρητης κατάντιας των ανθρώπων. Αδυνατώ να πάρω βαθιές ανάσες,
αδυνατώ να χαμογελάσω αυθόρμητα, αδυνατώ να δείξω κεφάτη στα μέλη της
συγγραφικής ομάδας που παίρνει τώρα θέση απέναντί μου, δίπλα μου και
γύρω μου, ένας κλοιός από φωνές και γραφές ενάντια στην προδοσία και τη
βία του όχλου. Κοιτάζω τον Χανς. Κάθεται ανέκφραστος και αλύγιστος απέ-
ναντί μου. Δεν με βοηθά καθόλου, δεν μου λέει ένα «ευχαριστώ» για τη δου-
λειά που κάναμε πάνω στο βιβλίο του, δεν χαιρετά τα παιδιά που κάθονται
στο μεγάλο τραπέζι όπου απλώνουν σημειώσεις και τάμπλετ. Κανείς δεν με
βοηθά. Είμαι μόνη σε ένα άλλο μακρινό και ταυτόχρονα κοντινό Βερολίνο κι
εκείνος είναι μόνος στις διαδρομές του αλκοολισμού και της ανεξέλεγκτης
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 149 ]

συμπεριφοράς του. Ήταν πάντα μόνος στα άσυλα των ναζί, όπως και μόνος
αποφάσισε να μείνει στη Γερμανία του Γκέμπελς, όταν οι συγγραφείς της επο-
χής του άφησαν πεισματικά την πατρίδα τους κι έφυγαν.
Τον ακούω ήδη να διαβάζει:
ΧΑΝΣ ΦΑΛΛΑΝΤΑ
«Η πρώτη φράση της πρώτης μας κάρτας θα λέει: “Μητέρα, ο Φύρερ σκό-
τωσε τον γιο μου…”
Με την πρώτη του φράση είχε κηρύξει έναν αιώνιο πόλεμο…»
ΑΝΤΩΝΗΣ
Ποιον προσπαθείς να δικαιώσεις, Όττο, τον γιο σου ή εσένα; Δες ποιος είσαι, πού
κοιμάσαι... με ποιους συναναστρέφεσαι. Ακόμη και ο αέρας που αναπνέεις βρωμά
προδοσία. Σήμερα σκότωσαν τον γιο σου. Αύριο πάλι θα σταυρώσουν εσένα. Και
συ ψάχνεις τη λύτρωση για εκείνους τους τυχαίους; Ξεχνάς με ποιους πας να τα
βάλεις; Γιατί αν λίγο κάμεις να υψωθείς με τις λέξεις, θα σε στήσουν στον τοίχο πριν
προλάβεις καν να φωνάξεις. Ω, το δίκαιο της εποχής μας μοιάζει τόσο ξένο. Το
ξέρω πως θες με τις πράξεις σου να επιβεβαιωθείς, όμως στη σχεδία που πλέουμε
δεν χωρούν πια οι ξενοβάτες. Μην γίνεις Φύρερ του εαυτού σου. Ο πόλεμος είναι
μια αλήθεια που κουράζει και δεν είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε την αλήθεια.
ΜΠΑΜΠΗΣ
Μες στις κάρτες σου, φίλε, η ελπίδα της ανθρωπιάς
θα αντιμάχεται του ψέματος τις θρυαλλίδες.
Το φως για να έχει αξία
θέλει καρδιές να ζεσταθούν.
Κι είναι η ιστορία ένας τροχός
που όλοι γνωρίζουν
τι χρειάζεται για να γυρίσει.
Μη φοβάσαι, πάλευε!
Μέχρι λοιπόν
να φυτευτεί ένα ρόδο στην ψυχή ολωνών
για να ’ρθει πάλι η άνοιξη…
[ 150 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

ΛΙΛΙΑΝΑ
Θα σε ρωτήσουν, πάντα κοιτώντας σε στα μάτια, «Γιατί δεν έφυγες; Γιατί δεν έτρεξες
πανικόβλητος όταν ακόμη μπορούσες;» Θα δουν το κίτρινο σακάκι σου, τα κενά
σου μάτια. Θα σε ρωτήσουν «Πώς τόλμησες να μείνεις, γιατί δεν διάλεξες τον εαυτό
σου;» Όλοι τον διαλέγουν, εσύ γιατί; Χίλια γιατί θα ακούσεις, και όλα αναπάντητα
θα μείνουν. Υπάρχει ωστόσο μια ερώτηση που κανείς δεν τολμάει να ξεστομίσει και
μια απάντηση που ουδείς μπορεί να αντέξει. Ίσως δεν είσαι τόσο γενναίος όσο δεί-
χνεις. Μπορεί να προσποιείσαι. Και εκεί είναι το λάθος. Όλοι μπορεί να μην είμαστε
γενναίοι, όμως το κρύβουμε καλά. Είμαστε δυνατοί για τον κόσμο, χωρίς να πρέπει.
Μόνο εσύ ήσουν αυτό που ήθελες. Εσύ!
ΧΑΝΣ ΦΑΛΛΑΝΤΑ
« … ήταν ένας πόλεμος ανάμεσα σε δύο πλευρές· από τη μια εκείνοι, οι
φτωχοί, μικροί ασήμαντοι εργάτες, που κινδυνεύουν να αφανιστούν εξαιτίας
μίας και μόνο λέξης, και από την άλλη ο Φύρερ, το Κόμμα, η τρομερή, θη-
ριώδης μηχανή με όλη τη δύναμη και την αίγλη και την υποστήριξη από τα
τρία τέταρτα, ίσως και από τα τέσσερα τέταρτα –ναι, γιατί όχι;- του γερμανι-
κού λαού».
ΕΥΓΕΝΙΑ
Ναι. Η εξουσία είναι σαγηνευτική και ο απλός αγρότης, που πλέον μόνη του επιθυμία
είναι ένα πιάτο φαΐ, γίνεται πιστός ακόλουθος· ένας εκπαιδευμένος σκύλος στην
υπηρεσία εκείνου με τις πιο όμορφα κεντημένες υποσχέσεις.
Οι άνθρωποι δεν αντιστέκονται στην ελπίδα, ακόμα και όταν είναι
απλώς ένα διαμαντοστόλιστο ψέμα.
Και εκείνος που θα ορθώσει το ανάστημά του, που θα φωνάξει δυνατότερα από το
πλήθος και θα πει «ΚΑΝΕΤΕ ΜΕΓΑΛΟ ΛΑΘΟΣ», γρήγορα θα αφήσει την τελευταία
του κραυγή αντίστασης κάτω από τις μπότες εκείνων που συμφωνούν, αλλά δεν θέ-
λουν να τον πιστέψουν. Και πίσω από όλα αυτά, κρύβονται κάποιοι που με φόντο
τον εγωισμό τους μετακινούν τα πιόνια τους στη σκακιέρα της Ευρώπης.
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 151 ]

ΓΡΗΓΟΡΗΣ
Τι θα μπορούσε να είναι ένα βουβό καρτ ποστάλ;
Ξημερώνει,
οι ακτίνες του ήλιου σήμερα τρεμοπαίζουν, κάτι έχει αλλάξει.
Τα όπλα σαστίζουν, ο κρότος αυτών σιγεί, κάτι έχει αλλάξει.
Πορφυρά σύννεφα επισκιάζουν τις σκέψεις του λαού, κάτι έχει αλλάξει.
Ανεμοδαρμένα καρτ ποστάλ πλημμυρίζουν τους δρόμους, κάτι έχει αλλάξει.
Η αλήθεια δειλο-σμιλεύεται στις ψυχές των ανθρώπων,
κάτι έχει αλλάξει.
Πτώματα αναχαιτίζουν τη ροπή των γραναζιών,
κάτι έχει αλλάξει.
Η «θηριώδης μηχανή» προδίδει τον «Αδολφικό» σκοπό,
κάτι έχει αλλάξει.
Κηλίδες αίματος αποτυπώνονται πάνω στον αγκυλωτό σταυρό, κάτι έχει αλλάξει.
Κάτι έχει αλλάξει, η σβάστικα ξεθωριάζει… Καλέ μου, Όττο,
ξημερώνει…

ΧΑΝΣ ΦΑΛΛΑΝΤΑ
«Κάθε έντιμος Γερμανός –υπάρχουν πολλοί έντιμοι Γερμανοί ακόμα, τουλά-
χιστον δυο-τρία εκατομμύρια– θα συνεργαστεί μαζί μας».
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
Όπου αρετή, και δόξα!
Υπάρχει άραγε σπουδαιότερη αρετή από κείνη της ηθικότητας των ανθρώπων;
Υπάρχει εκείνη της ελευθερίας που ξεπερνά οποιαδήποτε άλλη και όταν αυτή γίνεται
σκοπός ζωής ενός καταπιεσμένου ανθρώπου, τότε τίποτα δεν μπορεί να τον στα-
ματήσει. Λίγες οι κάρτες, αμέτρητοι οι αποδέκτες… Έστω και ένας να υψώσει το
ανάστημά του, υπάρχει ελπίδα... Και όταν υπάρχει ελπίδα, καλέ μου Γκρίγκολαϊτ,
ακόμα και μια μικρή φλόγα από ένα σπίρτο μπορεί να κάψει συθέμελα ένα ολόκληρο
[ 152 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

δάσος. Όταν τη σκυτάλη παίρνει το αίσθημα επιβίωσης, τότε καμιά στενή λογική
δεν μπορεί να συγκρατήσει το αγρίμι στα δεσμά του. Και αν ο φόβος της απο-
τυχίας ισούται με αμφιβολία, τότε κάνε μια αναδρομή στην ιστορία. Εκεί
θα διαπιστώσεις πως τριακόσιες ελεύθερες ψυχές υπερασπίστηκαν τα
ιδανικά τους ενάντια σε μια τυραννική Αυτοκρατορία.
ΧΑΝΣ ΦΑΛΛΑΝΤΑ
«Πρέπει μόνο να νικήσουν τον φόβο τους… Μπορεί ο Χίτλερ να νικάει για
λίγο καιρό ακόμα, κάποια στιγμή όμως τα πράγματα θα δυσκολέψουν και θα
ηττηθεί κατά κράτος…»
ΑΝΤΩΝΗΣ
Θα μας στηρίξουν. Πρέπει να μας στηρίξουν, σύντροφε. Κι αν τώρα αυτοί φαίνονται
λίγοι, είναι διότι δεν συνειδητοποίησαν τη σημασία που δίνουμε στα πράγματα. Να το
θυμάσαι. Η ιστορία γράφεται πάντοτε με το αίμα των λίγων. Και είναι αρκετό
για να ποτίσει μυριάδες σελίδες. Σήμερα είμαι προδότης, εγώ όμως πεθαίνω για
τους πολίτες του αύριο. Τι σημασία έχουν όλα τα άλλα; Εγώ δεν φοβάμαι να παραδώσω
τη σκυτάλη σε αυτούς που δεν είδαν ακόμη το ξημέρωμα. Γιατί το αύριο θα ξημερώνει
πάντα στα μάτια εκείνων που ξέρουν να το περιμένουν. Δεν με ορίζει παρά η μέρα που
δεν είδε ακόμα τον ίσκιο της. Αν, λοιπόν, με σκοτώσουν σήμερα, πιότερο θα το χαρώ.
Εμπρός, Γκρίγκολαϊτ. Ας γίνουμε μελάνι τούτης της ιστορίας.
ΧΑΝΣ ΦΑΛΛΑΝΤΑ
«Δεν παίζει απολύτως κανέναν ρόλο αν λίγοι πολεμούν τους πολλούς. Το ση-
μαντικό είναι να ανακαλύψεις έναν καλό σκοπό και να αγωνιστείς γι’ αυτόν».
ΛΙΛΙΑΝΑ
Σκοπός; Τι υποκειμενική έννοια, τι ανούσια, ίσως και σαχλή. Όλοι λένε για τον
σκοπό του ανθρώπου, για την ολοκλήρωση ενός συγκεκριμένου, ανώτερου σχεδίου.
Αλλά, απέναντι σε ποιον; Πώς γνωρίζουμε ότι αυτό που θα κάνουμε είναι το σωστό;
Και ακριβώς αυτή είναι η διχάλα του Μόρταλ που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε.
Γιατί αυτό που ο καθένας μας θέτει προς ολοκλήρωση, ίσως δεν θα τον οδηγήσει
σε επιθυμητά αποτελέσματα... αλλά εκείνος δεν το γνωρίζει ακόμη. Ξεκινώντας κάτι,
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 153 ]

το μόνο σίγουρο είναι πως αυτό που τελικά θα προκύψει δεν έχει ουδεμία σχέση
με το αρχικό πλάνο. Μα αυτό δεν σημαίνει ότι θα έχουμε πιο ενδιαφέρουσα πορεία;
Θα έχουμε… Και ο σκοπός την κάνει ακόμη πιο συναρπαστική…
ΕΥΓΕΝΙΑ
Σε μία μάχη μεταξύ του δικαίου και του αδίκου, σημασία έχει η πίστη του κάθε στρα-
τιώτη στον σκοπό του. Αν αυτή είναι ισχυρή, τότε τρέφει τον αγώνα του και εμπνέει
και άλλους να ακολουθήσουν. Αν όχι, τότε εύκολα αυτός υποτάσσεται σε μία ιδέα,
είτε αυτή είναι εχθρική και προσβλητική προς τον άνθρωπο, σαν του μελλοντικού
πλανητάρχη, όπως εκείνος θεωρεί τον εαυτό του, είτε αυτή είναι δίκαιη και βασι-
σμένη στην αλληλεγγύη, όπως αυτή που υποστηρίζει κάθε πολίτης που έχει στοι-
χειώδη παιδεία. Ο αγώνας εναντίον του ναζισμού δικαιώνεται, ακόμα και
αν σε αυτόν πιστεύει μόνο ένα άτομο, γιατί όσοι και να προσκυνούν ένα
ψέμα, δεν μπορούν να το μετατρέψουν στην αλήθεια. Ο αγώνας τότε απλά καταδι-
κάζει τους εγκληματίες.
ΧΑΝΣ ΦΑΛΛΑΝΤΑ
«Μπορεί να μην πάρεις εσύ τη δόξα, μπορεί να την πάρει κάποιος άλλος,
κάποιος που εκείνη τη στιγμή θα σε έχει αντικαταστήσει· δεν έχει σημασία».
ΜΠΑΜΠΗΣ
Γεμίζουν των αρχηγών τους το πουγκί
μες στης αβελτηρίας τους τη ζάλη
εκείνοι που (αν και με φωνή) μουγκοί
αφήσαν την αδικία να θάλλει.
Στης ιστορίας το μονοπάτι
κείνοι θα ’ναι σκυφτοί κι υποταγμένοι
ενώ λίγοι θα ’χουν ανέβει της εντιμότητας το σκαλοπάτι
και θα κοιμούνται ήσυχοι κι άρα βαθιά ευτυχισμένοι.
Μες στο δικό τους το κελί
θ’ ανθίσουν στο καταχείμωνο κυκλάμινα
στου ερέβους τους την απειλή
το φως κι η ανατροπή είναι η νόμιμή μας άμυνα.
[ 154 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

ΧΑΝΣ ΦΑΛΛΑΝΤΑ
«…Παντού βρωμούσε προδοσία. Κανείς δεν μπορούσε να εμπιστευθεί κανέναν».
ΑΝΤΩΝΗΣ
Μη με ρωτάτε για την ενοχή που σκόνταψε περπατώντας
Δεν επιλέξαμε να σκύψουμε τυχαία
Ίσως από φόβο γκρεμίσαμε τον εαυτό μας
Γιατί εκείνοι ξέραν πότε θα νυχτώσει
Και ίσως παίζοντας κρυφτό κρυφτήκαμε κι εμείς
Περιμένοντας τους νικητές πως θα γυρίσουν
Προδίδοντας μάθαμε πώς κερδίζεται η ελευθερία
Για κείνα που σιωπήσαμε εκείνοι δεν θα μιλήσουν.
ΛΙΛΙΑΝΑ
Πιστεύεις αλήθεια πως δεν είχες άλλη επιλογή; Ήταν μονόδρομος, πιστεύεις; Γιατί
εγώ έχω αντίθετη γνώμη. Ας πούμε ότι πλησιάζεις σε έναν απότομο γκρεμό. Κάτω
απόλυτο σκοτάδι, δεν ακούγεται τίποτα, μόνο μαύρο πέπλο και απόλυτη σιγή. Και
ξαφνικά ακούς μια φωνή να σου λέει - «Πήδα, έχει νερό από κάτω». Έχεις δύο
επιλογές, μία να ακούσεις τη φωνή, να την εμπιστευτείς τυφλά, και μία να ακολου-
θήσεις το ένστικτό σου. Οι αισθήσεις μπορούν να σε προδώσουν... Δεν ακούς, δεν
βλέπεις... Το ίδιο και η φωνή... Είσαι σε αδιέξοδο... Από παντού μυρίζει προδοσία...
Η επιλογή σου είναι αν θα ευθύνεσαι εσύ ο ίδιος για την επιλογή
σου ή αν θα κάνεις απλώς λάθος επιλογή… Εσύ διαλέγεις… Εσύ
πληρώνεις τις συνέπειες...
ΧΑΝΣ ΦΑΛΛΑΝΤΑ
«Το χειρότερο ήταν ότι οι άνθρωποι έμοιαζαν να αποχαυνώνονται όλο και
περισσότερο μέσα σ’ αυτή την τρομακτική ατμόσφαιρα και να γίνονται εξαρ-
τήματα μηχανών που υποτίθεται ότι τους υπηρετούσαν».
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 155 ]

ΕΥΓΕΝΙΑ
Τι εύκολη που είναι η ζωή ενός σκύλου. Το μόνο που απαιτεί από
αυτόν είναι υπακοή, ενώ τον σκεπάζει με σωρούς από παράσημα.
Κάθε πράξη εμπιστοσύνης τον φέρνει κοντύτερα στο παντοδύναμο αφεντικό. Και
όποιος έχει την εύνοια του αφέντη, κερδίζει και τίτλους και στολίδια που ξεπερνούν
τη φαντασία του. Με κάθε εντολή που εκτελεί σωστά, κάθε ξύλο που φέρνει πίσω,
ο καλός σκύλος κερδίζει λιχουδιές και εύκολα προσπερνά τους άλλους του είδους
του, που γαβγίζουν όσο πιο δυνατά μπορούν «ΠΕΙΝΑΩ». Για μια τέτοια ζωή γεμάτη
σπάνιες ανέσεις, ποιος δεν θα διέπραττε ένα έγκλημα όπως αυτό της προδοσίας,
που βλάπτει μόνο αγνώστους και επιβραβεύει τον παραβάτη;
Ναι, είναι εύκολο να είσαι σκύλος. Και είναι ακόμα πιο εύκολο να
εγκαταλείψεις την ηθική σου όταν η άλλη σου επιλογή είναι να ζή-
σεις σαν αρουραίος.
ΜΠΑΜΠΗΣ
Αλωνάρης γυμνό λιοπύρι
για αμνοερίφια διατροφή
ψήλωσε η εκμετάλλευση 
Πρίγκηψ μετά από ψευτοελπιδοφόρο
προσωπεία αλλάζουν
–Νόμος ο ίδιος–

Υποχώρηση στον εχθρό


(στον σύμμαχο ήδη υποχωρήσαμε)
Σύμμαχοι κι εχθροί το δίκιο το δικό Μας
ήδη έχουν μοιράσει

Όλα τα φτιάξαμε
και τίποτε δικό μας
–Σιωπή–
[ 156 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

(Άλλος δρόμος δεν υφίσταται, χαζέ


αφού μας το ’παν)
Λατρεύω τη μοίρα μου!
ΓΡΗΓΟΡΗΣ
Δεν θυμάμαι κατά τα μαθητικά και φοιτητικά μου χρόνια να ’χω διδαχθεί ότι η έννοια
της «σύγκλισης» είναι «ισχυρότερη» από κείνη της «απόκλισης» ή και το αντί-
στροφο. Συγχωράτε με αν σφάλλω, αλλά πάντα έκλινα προς την πιο κοινωνιολογική
τους προσέγγιση. Δυστυχώς, στις σύγχρονες κοινωνίες μας, φίλοι μου, έχουμε ταυ-
τίσει τη διαφορετικότητα με κάτι το «προδοτικό» στο κοινό μάτι. Στη χώρα που γεν-
νήθηκε η «Δημοκρατία» οφείλεις να ψηφίσεις «δημοκρατικά» την παράταξη που
«σε» αντιπροσωπεύει, για να μη θεωρηθείς «των άκρων». Αν έχεις «καταναλώσει»
κατά τις ακαδημαϊκές σου σπουδές τόνους γνώσεων πάνω στο αντικείμενό σου,
οφείλεις να «συγκλίνεις» ως προς το επίπεδο γνώσης της αγοράς εργασίας και να
σκύβεις το κεφάλι, που παίρνεις έναν βασικό «αντιπροσωπευτικό» των ικανοτήτων
σου μισθό, ώστε να υπάρχει «αξιοκρατία και διαφάνεια». Αν πάλι είσαι από κείνους
που ποθούν το ομοειδές τους φύλο ή τάσσονται υπέρ μιας πιο περιβαλλοντολογικής
προσέγγισης του πλανήτη, αρνούμενοι να καταναλώσουν ζωικά προϊόντα, τότε κατά
τη «σύγκλιση», έχεις διαπράξει την «εσχάτη προδοσία». Προκαλώ, λοιπόν:
Ο «ανύβριστος» της συγκλίσεως ως προς τη «Δημοκρατία», πρώτος τον λίθον
βαλέτω κατά της απόκλισης!
Η προδοσία του Χανς έγινε αφορμή να μιλήσουν οι στοχαστές της ομάδας
για υπακοή, επιλογή, πίστη, απώλεια και καταδίκη. Διαβάζω ξανά και ξανά
τις σημειώσεις μου, βλέπω μπροστά μου τα ξαναμμένα βλέμματα των παιδιών,
που στήνουν την ερμηνεία της μοναδικότητας και της προδοσίας, της σκυλί-
σιας αφοσίωσης και της αδικίας από τους ίδιους σου τους συμμάχους, δί-
νοντας τη διάσταση της υπακοής και της προδοσίας στη σκέψη της γενιάς
που ζει και ονειρεύεται τον εικοστό πρώτο αιώνα. Κι όταν ο Μπάμπης είπε
«υποχώρηση στον εχθρό (στον σύμμαχο ήδη υποχωρήσαμε) Σύμμαχοι κι εχθροί
το δίκιο το δικό Μας ήδη έχουν μοιράσει» ήταν η μόνη στιγμή που διέκρινα μια
αντίδραση έκπληξης στο βλέμμα του Χανς. Τελικά, μόνο η διάψευση που εκ-
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 157 ]

φράστηκε ξεκάθαρα από τα χείλη του Μπάμπη ήταν ικανή να προκαλέσει


μια σπίθα αντίδρασης στο πρόσωπο του συγγραφέα. Κλείσαμε την τελευταία
σελίδα του διαλόγου με σιωπή. Δεν υπήρχαν χαμόγελα. Πόσο παράταιρο για
μια ομάδα εικοσάχρονων!

Το κείμενο «Μια φωνή από τη Γερμανία – Μέρος Δεύτερο» γράφτηκε από


την ομάδα της λογοτεχνικής μας συντροφιάς που αποτελείται από τους:
Γρηγόρη Καλπακιάν, Αντώνη Κίτσιο, Χαράλαμπο Κουτσιούμπα, Ευ-
γενία Μανωλίδου - Χατζή, Λιλιάνα Στεπανένκοβα.
Η επιλογή - επεξεργασία και η δημιουργική σύνθεση των κειμένων,
καθώς και ο συντονισμός της ομάδας, έγιναν από τη συγγραφέα Δήμη-
τρα Νούση.
[ 158 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Μια φωνή από το Άμστερνταμ

Διάλογος με την Άννα Φρανκ, τη νεότερη και ίσως διασημότερη


στον κόσμο συγγραφέα που υποδεχόμαστε φέτος σε αυτήν την
αλλόκοτη συνάντηση, στα βράχια του Βύρωνα.

Δεν φεύγουμε. Είμαστε εδώ και φτιάξαμε το καταφύγιο των επι-


κίνδυνων φωνών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

Το σύνθημά μας είναι:


Παίρνουμε την ψυχή μας και διαβάζουμε
Υψώνουμε τη φωνή μας και απαντάμε!

Μια παρέα αποφασίζει να μιλήσει με την Άννα Φρανκ και τις


σκέψεις της:

«Πριν πεθάνω θέλω να ζήσω. Θα τολμήσουμε να ζήσουμε έξω απ’ τα


πρέπει και τα μη ή θα συνεχίζουμε τη μίζερη ζωή μας; Η επιλογή δικιά
μας. Το κρίμα στον λαιμό μας»

[Μαρία Πολίτη]

« … τα βιβλία… χωρίς διακρίσεις επιτρέπουν σε όλες τις ανθρώπινες


υπάρξεις να περιηγηθούν στις σελίδες τους… Ταξιδεύοντας λοιπόν γνώ-
ρισα τον κόσμο, που στην πραγματικότητα έχει μια έμφυτη απέχθεια
για τον πόλεμο… Γι’ αυτό ας κοιτάξουμε μαζί τον ουρανό και ας ανα-
ζητήσουμε το χαμένο ουράνιο τόξο»

[Ειρήνη Δεμέστιχα]
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 159 ]

«Το χαρτί κρατά έναν κόσμο δικό του,


φιλοξενεί σκέψεις που όταν καεί, θα λυτρώσει»

[Αλέξανδρος Σαγρής]

«Η ζωή είναι πολύ ωραία και αξίζει να τη ζουν όλοι οι άνθρωποι»

[Ελένη Μήτα]

«Το χαρτί πρέπει να γεμίσει


σκέψεις, συναισθήματα, ιδέες
προβληματισμούς για τον κόσμο που καίγεται και καίει.
Ή ίσως με τα εσώψυχα»

[Ευθύμιος Ραφαήλ Αγγελής]

«Σήκωσε ο Θησέας το σπαθί του και έβαψε τα δειλινά του κόσμου,


εκεί που ακόμα αθώοι θυσιάζονται στο σαρκοβόρο τέρας.
Η νύχτα έσβησε τον μύθο και οι πρωταγωνιστές του σκιές
που υπενθυμίζουν τη διπλή μας φύση.
Κρυμμένα στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του Λαβύρινθου τα ένστικτα,
σκοτεινά, τερατώδη, αιμοσταγή, κατασπαράζουν τον συνάνθρωπο»

[Φώτης - Ορέστης Μικελάκης]

Ορέστη, Ραφαήλ, Μαρία, Αλέξανδρε, Ειρήνη, Ελένη,


η Άννα Φρανκ και το ημερολόγιό της μας περιμένουν.
Είναι ήδη δίπλα μας, πίσω από τα γυάλινα τείχη.
[ 160 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

ΙΙ. Μ Ι Α Φ Ω Ν Η Α Π Ο Τ Ο Α Μ Σ Τ Ε Ρ Ν Τ Α Μ

Η Άννα Φρανκ είναι μια καλεσμένη μας που δεν μοιάζει στο παραμικρό με
οποιονδήποτε άλλο συγγραφέα έχουμε συνομιλήσει μέχρι σήμερα. Είναι η
πρώτη γυναίκα συγγραφέας της πανελλήνιας λογοτεχνικής μας συντροφιάς.
Είναι συνομήλικη των εφήβων της συγγραφικής μας ομάδας. Είναι η πιο γνω-
στή από τους άλλους, παγκοσμίως. Είναι το πλάσμα που συγκλόνισε ανθρώ-
πους από όλον τον κόσμο, επειδή έκανε πράξη την ανάγκη της να απλώσει
την ψυχή της σε ένα περίφημο ημερολόγιο, που σώθηκε και έφτασε στα χέρια
μας. Η κλειδωμένη σοφίτα έχει πια γίνει χώρος επισκέψιμος για τους τουρί-
στες στο Άμστερνταμ, το ημερολόγιό της ένα πολυμεταφρασμένο μπεστ σέλ-
λερ και η ίδια ένα ακόμη όνομα νεκρού ανθρώπου σε γερμανικό στρατόπεδο
συγκέντρωσης σε ηλικία δεκαέξι χρονών.
Όταν διάλεξα την Άννα Φρανκ ως συνομιλήτρια της εφηβικής συγγραφικής
ομάδας μας, θεώρησα ότι ήταν μια πολύ εύστοχη επιλογή, καθώς για πρώτη
φορά η ομάδα θα συνομιλούσε με κείμενα από μια συγγραφέα συνομήλικη.
Τώρα νιώθω περισσότερη αγωνία, διότι με καταβάλλει η ίδια μου η συγκί-
νηση, περιμένοντας να καλωσορίσω ένα κορίτσι που θα μπορούσε να είναι
κόρη μου, αλλά ποτέ δεν έζησε αυτό που είχε δικαίωμα να ζήσει. Ένα αυ-
θόρμητο, χαρισματικό πλάσμα άρθρωσε λόγο ενάντια στη βαρβαρότητα και
έπεσε θύμα της, αλλά η γραφή της την κατέστησε νικήτρια στην ιστορία. Οι
Γερμανοί δήμιοι έμειναν στιγματισμένοι, νικημένοι, ενώ η ίδια, νικήτρια, είναι
φάρος αντίστασης ψυχής, ελπίδας και θέλησης για ζωή. Ανατριχιάζω για μια
ακόμη φορά αντιμέτωπη με τη δύναμη της γραφής. Τίποτε δεν θα είχε γίνει
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 161 ]

για την Άννα Φράνκ μέσα στα χρόνια που πέρασαν, εάν δεν είχε γράψει φυ-
λακισμένη στη σοφίτα, αλλά και αν δεν είχαν σωθεί τα γραπτά της.
Σκέφτομαι τη μοίρα του παιδιού και σφίγγεται η ψυχή μου. Λες και ο χρόνος
φυλακής της δόθηκε επίτηδες για να χαράξει και να αφήσει ανεξίτηλο το
ίχνος της στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η Άννα Φρανκ δεν έγραψε από
συγγραφικό ή ανθρώπινο καθήκον, με σκοπό να αφήσει την πνοή της στην
ιστορία. Δεν επέλεξε να γίνει μάρτυρας, δεν φαντάστηκε ποτέ ότι θα γίνει
μάρτυρας. Η Άννα έγραψε για να αντέξει. Εκφράστηκε για να μην πνιγεί στη
σιωπή. Έζησε τη μόνη ελευθερία την οποία μπορούσε να έχει σε συνθήκες
εγκλεισμού, στο Άμστερνταμ της γερμανικής κατοχής. Όλες τις άλλες ελευ-
θερίες τις είχε χάσει. Η Άννα Φρανκ, μια από τις πιο πολυδιαβασμένες γυ-
ναίκες συγγραφείς στον κόσμο, δεν έγινε συγγραφέας από επιλογή αλλά από
ανάγκη. Έζησε γράφοντας, όπως έζησε τρώγοντας τις λίγες βραστές πατάτες
που εξασφάλιζαν οι δικοί της με δυσκολία κρυμμένοι επί χρόνια στη σοφίτα.
Η δύναμη του λόγου, όταν παίρνει σάρκα μέσα στη δύναμη της γραφής, γί-
νεται αριστούργημα.
Τι θα μπορούσαν να συζητήσουν τα παιδιά της συγγραφικής μας ομάδας
με την Άννα; Πόσο απέχει ο κόσμος τους; Πόσο ταυτίζονται οι έννοιες που
επικαλούνται και οι λέξεις που χρησιμοποιούν; Διαβάζω τα κείμενα που έγρα-
ψαν τα παιδιά και βλέπω τις διαφορετικές αφετηρίες τους: άλλα καταφεύγουν
στην παιδεία τους και στα διαβάσματά τους, για να ερμηνεύσουν τον άν-
θρωπο όπως ο άνθρωπος αποκαλύπτεται στα μάτια της Άννας. Άλλα παιδιά
αρπάζουν μια εικόνα ή μια λέξη και δίνουν τη δική τους διάσταση, καταθέτουν
τη δική τους έμπνευση βγαλμένη μέσα από τον δικό τους κόσμο, όπου δεν
υπάρχουν εγκλεισμοί, αναμονή θανάτου και λιγοστές νερόβραστες πατάτες.
Άλλα επικοινωνούν απευθείας με την Άννα γράφοντας γράμματα, για να λάβει
κι εκείνη το μήνυμα της δικής τους ζωής.
Ο πόλεμος, η βία, ο φόβος, η προδοσία, η στέρηση των πάντων, ο παρα-
λογισμός και η βαρβαρότητα ήταν για την Άννα καθημερινότητα, όπως και
για πάρα πολλά άλλα Εβραιόπουλα της ηλικίας της... Η Άννα ανέλαβε την
ιστορική ευθύνη να «εκπροσωπεί» ολόκληρους λαούς της Ευρώπης που πέ-
[ 162 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

ρασαν μέσα από την κόλαση της γερμανικής κατοχής και καταδίωξης. Ένας
άνθρωπος χωρίς την εμπειρία της ζωής έγινε δασκάλα της ανθρωπότητας
μέσα από τη στέρηση που έζησε και που είχε την πνευματική δύναμη να ανα-
λύσει και να ερμηνεύσει στα κείμενά της.
Η Άννα μπήκε στην αίθουσα με μια μικρή καθυστέρηση στο ραντεβού μας.
Φορά ένα ελαφρύ πολύχρωμο φόρεμα με λουλούδια και χαμογελά πλατιά
σε όλους μας. Είναι σχεδόν ιδρωμένη από τον γνωστό αθηναϊκό Αύγουστο.
Τα παιδιά την αγκαλιάζουν θερμά κι εκείνη δείχνει μια σπάνια οικειότητα,
σαν να συναντούν μια συμμαθήτριά τους από τις διακοπές την ημέρα του
αγιασμού στο σχολείο. Η εικόνα με πείθει για την αλήθεια της φαντασίας μου.
Δεν έχει συμβεί κάτι κακό. Δεν έγινε ποτέ πόλεμος, δεν υπήρξαν πουθενά
στρατόπεδα συγκέντρωσης, δεν φτιάχτηκαν ποτέ κρεματόρια, δεν κυβέρνησε
κανένας παράφρων, δεν χύθηκε ποτέ αίμα, δεν έγινε ποτέ κανένα ολοκαύ-
τωμα· όλα είναι μια καλοστημένη εφιαλτική ιστορία αρρωστημένης φαντασίας.
«Χαίρομαι πάρα πολύ που θα μιλήσουμε σήμερα», είπε η Άννα. «Έχω ήδη
διαβάσει τα κείμενά σας, αλλά ομολογώ πως δεν είναι αυτό που με ενδιαφέ-
ρει, όσο να σας δω από κοντά και να με κοιτάτε στα μάτια την ώρα που θα
μιλάμε. Ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω γιατί είναι πιο σημαντικό να διαβάζει κά-
ποιος αυτό που έγραψα σε μια στιγμή εξομολόγησης ή εκτόνωσης, τη στιγμή
που έχουμε τη δυνατότητα να συναντιόμαστε οπουδήποτε ελεύθερα, να κοι-
ταζόμαστε στα μάτια και να μιλάμε γι’ αυτά που σκεφτόμαστε.
Είναι σπουδαίο να μη νιώθεις πως πρέπει να σωπαίνεις. Είναι
σπουδαίο να μην επιβάλλεις περιορισμούς στον εαυτό σου.
Είναι σπουδαίο να κοιτάς τον ουρανό και να μην παρηγοριέ-
σαι από ένα μικρό θολό κομματάκι του ή από μια μακρινή
ανάμνησή του, να νιώθεις ότι ο ουρανός σού ανήκει, καθώς
κανείς δεν σου απαγορεύει να τον κοιτάς και να ονειρεύεσαι.
Δεν μπορείς να γράψεις κάτι πραγματικά όμορφο όταν νιώθεις πως ο ου-
ρανός δεν σου ανήκει. Εγώ όταν έγραφα το ημερολόγιο, έπεισα τον εαυτό
μου πως ό,τι και να συμβαίνει γύρω μου, ο ουρανός μού ανήκει».
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 163 ]

Πήγαμε προς το τεράστιο παράθυρο και κοιτάξαμε την Αθήνα. Ο ουρανός


των εφηβικών βλεμμάτων ήταν εκεί, νικητής του καλοκαιριού, κυρίαρχος μέσα
στην καθαρότητα ενός κόσμου που κανείς δεν θα μπορούσε να πιστέψει ότι
μπορεί να γίνει κατάμαυρος βούρκος ξεπεσμού κάθε αξίας και πίστης.
Μόλις καθίσαμε στις θέσεις μας, η Άννα με σταθερή φωνή ξεκίνησε να δια-
βάζει:
ΑΝΝΑ ΦΡΑΝΚ
Σάββατο 20 Ιουνίου 1942
«… Το να εκφράζω τις ιδέες μου είναι μια παράξενη αίσθηση για μένα…
Έχω διάθεση να γράψω και ακόμη περισσότερο να ερευνήσω την καρδιά
μου σχετικά με ένα σωρό πράγματα…
“Το χαρτί είναι πιο υπομονετικό από τους ανθρώπους”. Το ρητό αυτό πέρασε
από το μυαλό μου όταν, μια μέρα που είχα ελαφριά μελαγχολία, βαριόμουν
και καθόμουν με το κεφάλι ακουμπισμένο στα χέρια».
ΜΑΡΙΑ
Σε καταλαβαίνω φίλη μου. Και εγώ παθούσα είμαι. Εσύ στους τέσσερις τοίχους, εγώ
σε φραγμούς παλεύω για επιβίωση. Διέξοδός σου το χαρτί. Διέξοδός μου; Δεν ξέρω
ποιος θα με καταλάβει, μα το ’χω ανάγκη. Θέλω να ονειρευτώ, να ερωτευτώ, να
μάθω ποια είμαι, τι θέλω και τι ζητάω τελικά. Πριν πεθάνω θέλω να ζήσω. Γεν-
νήθηκα μέσα σε κόσμο με αυστηρά κριτήρια και έτοιμο για κατάκριση. Ένα λάθος
σου φτάνει για ισόβια καταδίκη. Απάνθρωπο. Ποια δημοκρατία και ποια ισονομία
συλλογιζόμαστε, όταν είμαστε υποχρεωμένες να ζούμε κάτω από όρια τα οποία δεν
τα επιλέξαμε ποτέ; Μεγαλώνω και η μάχη πια άνιση είναι, εσωτερική. Άλλα θέλει
το μυαλό και άλλα η λογική. Μα στο τέλος τι θα γίνει;
Θα τολμήσουμε να ζήσουμε έξω απ’ τα πρέπει και τα μη ή θα συ-
νεχίζουμε τη μίζερη ζωή μας; Η επιλογή δικιά μας. Το κρίμα στον
λαιμό μας.
Ο Ραφαήλ, ο Ορέστης και ο Αλέξανδρος, ακούγοντας την Άννα, μίλησαν
για τη δική τους σχέση με το λευκό χαρτί.
[ 164 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

ΡΑΦΑΗΛ
Η πρώτη μου σκέψη είναι: «πρέπει να γεμίσει»
και το πρώτο συναίσθημα: κενό
Ούτε το ένα ούτε το άλλο
τίποτα από αυτά δεν αντέχω
κάτι πρέπει να αλλάξει.
Το χαρτί πρέπει να γεμίσει
σκέψεις, συναισθήματα, ιδέες
προβληματισμούς για τον κόσμο που καίγεται και καίει.
Ή ίσως με τα εσώψυχα.
Πάντως πρέπει, επιβάλλεται να γεμίσει.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Λευκό υπομονετικό χαρτί.
Όταν ήμουν μικρός σε μουντζούρωνα, θυμάσαι; Τράβαγα γραμμές για να γνωρίσω
τον κόσμο, να επεκτείνω τα όριά μου.
Μεγαλώνοντας, έμαθα τα γράμματα. Προσπαθούσα να τα χωρέσω στις δύο γραμμές
σου. Να κλείσω μέσα τους μια θάλασσα, όπως την αγνάντευα από το φινιστρίνι ενός
κεφαλαίου Θ, δύο Μικρά λοφάκια και ψηλά ένα Ολοστρόγγυλο φεγγάρι.
Όταν άρχισα να γράφω τις πρώτες λέξεις, τα γράμματα πέταξαν από τις γραμμές.
Οι λέξεις έχουν άλλη δύναμη. Μιλούν, σπαράζουν, σκέφτονται, θυ-
μούνται. Είναι παιχνιδιάρικες καθώς αλλάζουν νοήματα, ακούγονται
το ίδιο αλλά έχουν άλλη σημασία. Κάθε λέξη έχει να σου πει τη δική
της ιστορία, τα πάθη της, πόσες φορές άλλαξε τη σκέψη της. Οι
ποιητές τις ξέρουν.
Αυτές μού διάβασαν τα πρώτα παραμύθια... Και τώρα, μετά από χρόνια, υπομονε-
τικό μου χαρτί, ανέχεσαι και πάλι τις μουντζούρες μου, προσπαθώντας να φτιάξω
τις δικές μου ιστορίες.
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 165 ]

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Το χαρτί κρατά έναν κόσμο δικό του,
φιλοξενεί σκέψεις που όταν καεί θα λυτρώσει
Αλλάζει μέσα στην αλλαγή,
Δεν είναι ποτέ το ίδιο
Φωνάζει μέσα στις φωνές,
Δεν είναι ποτέ βουβό
Υπομένει να αλλάξει τον κόσμο.
Δεν είναι ποτέ αρκετό
Μη φοβάσαι… μπορείς να το κρατήσεις στην παλάμη σου.

ΑΝΝΑ ΦΡΑΝΚ
Σάββατο 11 Ιουλίου 1942
«Αισθάνομαι κατάθλιψη, ανείπωτη κατάθλιψη, που δεν μπορώ ποτέ να
βγαίνω έξω. Και φοβάμαι πολύ μήπως ανακαλυφτούμε και τουφεκιστούμε».
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ο ΦΟΒΟΣ
Μια σκιά για όλους μας ο φόβος του θανάτου.
Μια λάθος στιγμή και η ριπή θα σβήσει τα όνειρά σου.
Δεν είσαι μόνη, ο φόβος ήρθε ξανά, σαν να μην έφυγε ποτέ.
Τη μάσκα του άλλαξε και τις ζωές των αδύναμων σαρώνει.
Ήρθαν από μακριά κουβαλώντας την πατρίδα τους στον ώμο.
Περπατούν σκυφτοί, μιλούν με σιωπές, θα ήθελαν να είναι αόρατοι.
Ξέφυγαν από τον θάνατο όχι όμως από τον φόβο της εκδίκησης.
Για κάποιους ο ήλιος δεν ανατέλλει στο σκοτάδι του μίσους,
τυφλοί στα χρώματα του δειλινού, στον ουρανό που όλους μάς σκεπάζει.
Τυφλοί στα σύννεφα που φεύγουν κουβαλώντας τις ζωές μας.
[ 166 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

ΑΝΝΑ ΦΡΑΝΚ
«Την ημέρα, είμαστε υποχρεωμένοι να περπατάμε και να μιλάμε σιγά, γιατί
δεν πρέπει να ακουγόμαστε στο μαγαζί».
Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 1943
… «Τα πράγματα στη σοφίτα πάνε από το κακό στο χειρότερο. Στο τραπέζι
κανένας δεν τολμάει πια να ανοίξει το στόμα του (παρά μόνο για να φάει),
γιατί η παραμικρή λέξη μπορεί να παρεξηγηθεί ή να πειράξει τον έναν ή τον
άλλο».
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Τα στόματα δεν άνοιξαν ποτέ.
Τα κλείδωσαν δύο φορές.
Έτσι έμαθαν να σιωπούν,
να μένουν άδεια αγγεία
που δεν ψάχνουν τα χέρια του μάστορα
που λιώνουν ολοένα στη σιωπή.
Σαν να μην άκουσαν, σαν να μην ένιωσαν
σαν να έσπασαν, σαν να ράγισαν, σαν να άνοιξαν.
Και ξανά από την αρχή».
ΑΝΝΑ ΦΡΑΝΚ
«Μου δίνουν κάθε μέρα βαλεριάνα, για να ηρεμήσουν τα νεύρα μου. Ωστόσο,
εγώ αισθάνομαι ακόμη πιο άσκημα την άλλη μέρα. Ξέρω ένα καλύτερο φάρ-
μακο: γέλιο, γέλιο με καλή καρδιά. Αλλά έχουμε ξεμάθει να γελάμε ή σχεδόν».
ΜΑΡΙΑ
Γέλα. Γέλα όσο μπορείς.
Να κάνεις και τους άλλους να γελάνε. Μπορείς;
Μπορείς να είσαι ο λόγος που θα δημιουργηθούν αυτές οι γλυκές ρυτίδες;
Βράζεις από θυμό μέσα σου. Το ξέρω.
Θα τελειώσουν όμως σύντομα όλα αυτά.
Υπομονή. Όλα θα γίνουν.
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 167 ]

ΕΣΥ όμως, γέλα ψυχή μου..


Να γελάς με όλη σου τη δύναμη,
να σκάσουν οι εχθροί μας.
ΡΑΦΑΗΛ
Γέλιο,
σ’ το μαθαίνει ο κόσμος,
σ’ το εξηγεί η κοινωνία.
Όχι όμως αυτή η κοινωνία, μια άλλη.

Στον κόσμο τον αγέλαστων δεν θα βρεις


κανένα μάθημα γέλιου.
Στο σχολειό της ζωής
όλα είναι ιστορίες παγκόσμιας ντροπής.

Σαν τις ακούς τις ιστορίες


φαντάζεσαι πρόσωπα άσχημα, φριχτά
που τον κόσμο θέλησαν να πάρουν
να πάρουν ολόκληρο σε μια βραδιά.

ΑΝΝΑ ΦΡΑΝΚ
Τετάρτη 3 Μαΐου 1944
«Και ο κοινός άνθρωπος θέλει τον πόλεμο, αλλιώς οι λαοί θα είχαν επανα-
στατήσει εδώ και πολύν καιρό!»
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Άργησαν οι στιγμές να γίνουν αιώνες.
Γέρασαν. Κοιμήθηκαν με τα ιδρωμένα ρολόγια που ξεδιψούν οι νύχτες.
«Ήρθε η ώρα» μου ’πες και φοβήθηκες.
Άκου τον χτύπο της καρδιάς σου, της καρδιάς του, της καρδιάς της, της καρδιάς των.
Βγες από τις φλέβες σου να ποτίσεις τον κόσμο.
[ 168 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Γέμισε τα πάντα με ό,τι σε δροσίζει.


Κάπνισε τους στίχους, τα αποτσίγαρα των χαμένων ονείρων,
Άναψε τη λάμπα πριν πέσεις για ύπνο
Και γίνε το φως μέσα στο σκοτάδι.
ΑΝΝΑ ΦΡΑΝΚ
«Οι άνθρωποι έχουν γεννηθεί με το ένστικτο της καταστροφής, του σκοτω-
μού, της δολοφονίας και της καταβρόχθισης. Αν ολόκληρη η ανθρωπότητα,
χωρίς εξαίρεση, δεν υποστεί μια τεράστια μεταμόρφωση, πόλεμοι θα γίνονται.
Οι ανοικοδομήσεις, οι καλλιεργημένες γαίες θα καταστραφούν πάλι και η αν-
θρωπότητα θα πρέπει να αρχίσει από την αρχή».
ΟΡΕΣΤΗΣ
Πιστεύεις ότι ο άνθρωπος έχει μέσα του το ένστικτο της καταστροφής, δηλαδή η
ίδια η φύση και η ανθρώπινη συμπεριφορά σπρώχνει τους ανθρώπους στη βία και
στον πόλεμο, που σημαίνει μίσος, νεκροί άνθρωποι και καταστροφή των κρατών;
Θα σου μιλήσω, Άννα, για τον Θησέα και για προσομοιώσεις λαβυρίνθων:
Σήκωσε ο Θησέας το σπαθί του και έβαψε τα δειλινά του κόσμου,
εκεί που ακόμα αθώοι θυσιάζονται στο σαρκοβόρο τέρας.
Η νύχτα έσβησε τον μύθο και οι πρωταγωνιστές του σκιές
που υπενθυμίζουν τη διπλή μας φύση.
Κρυμμένα στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του Λαβύρινθου τα ένστικτα,
σκοτεινά, τερατώδη, αιμοσταγή, κατασπαράζουν τον συνάνθρωπο.
Ο ίδιος, τερατόμορφος άνθρωπος και ο λυτρωτής, θύτης και θύμα
σκοτώνει και πεθαίνει –τιμή και τίμημα– αλλά γιατί, για ποιον;
Για την επικράτηση, την ισχύ, την εξουσία, το χρήμα, την αγάπη.
Ανέτειλε νέα χιλιετία και η βαρβαρότητα επέστρεψε με έναν νέο Μινώταυρο.
ΡΑΦΑΗΛ
Αυτοκαταστροφικό κομμάτι χαρακτήρα
Τι και αν ο άνθρωπος οικοδομεί
ασύστολα γκρεμίζει
παρακινούμενος από ένα κομμάτι
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 169 ]

του παζλ του χαρακτήρα.


Η καταστροφή δεν είναι έμφυτη
τη γεννά το κομμάτι,
που όμοιό του άλλο δεν υπάρχει,
και ονομάζεται ζήλια.
Μα πριν την καταστροφή
υπάρχει η αυτοκαταστροφή.
ΕΙΡΗΝΗ
Ανεκτίμητη φίλη μου,
Οφείλω να ομολογήσω πως διαβάζοντας με προσήλωση τούτο σου το γράμμα, διέ-
κρινα μια δόση αλήθειας που έρχεται όμως αντιμέτωπη με το «Γεννήθηκα για να
αγαπώ και όχι για να μισώ» στην Αντιγόνη του τραγικού Σοφοκλή. Θα ’θελα λοιπόν
να σου εκφράσω την προσωπική μου άποψη περί του θέματος. Οι άνθρωποι έχουμε
την τάση να ομαδοποιούμαστε και να εξουσιαζόμαστε προσδοκώντας την κατάλληλη
στήριξη. Έτσι όλες μας οι ελπίδες εναποθέτονται στην ηγεσία λίγων ατόμων που
εκμεταλλεύονται αυτό το χαρακτηριστικό μας, με απώτερο σκοπό τα προσωπικά
τους συμφέροντα. Άρα μήπως οι άνθρωποι δεν γεννήθηκαν για την καταστροφή,
αλλά για να πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης από κάποιους «μεσίες»;
Η απάντησή σου εν αναμονή μου…
Σε φιλώ
ΕΛΕΝΗ
Αγαπητή Άννα,
Διάβασα τις απόψεις σου πάνω στο θέμα της επιρροής των πολλών και εν μέρει
συμφωνώ. Πράγματι, η δύναμή τους, είτε σωστή είτε λανθασμένη, πάντα υπερισχύει.
Οι άνθρωποι όμως δεν θέλουν τον πόλεμο, διότι τους στερεί τόσα πολλά και κυρίως
τη ζωή τους. Πίσω όμως από κάθε τέτοια ενέργεια κρύβονται συμφέροντα μεγαλύ-
τερων ανθρώπων, που δεν υπολογίζουν τον κοινό, όπως αναφέρεις, άνθρωπο. Οι
άνθρωποι είναι περισσότεροι και συνήθως έχουν καλές προθέσεις και πάντα βρί-
σκουν τον τρόπο να αντιδρούν. Συμπέρασμα, πίσω από κάθε τι κακό βρίσκεται
[ 170 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

πάντα κάτι καλό και όσο μικρό και αν είναι, στο τέλος πάντα υπερισχύει, έτσι γίνεται
και με τους ανθρώπους, Άννα.
Με εκτίμηση και αγάπη,
Ελένη
ΑΝΝΑ ΦΡΑΝΚ
Παρασκευή 26 Μαΐου 1944
«Πολλές φορές αναρωτιέμαι μήπως θα ήταν καλύτερα για όλους να μην εί-
χαμε κρυφτεί και να ’μαστε πεθαμένοι τώρα αντί να τραβάμε όλη αυτήν τη
δυστυχία. Θα ήταν καλύτερα κυρίως για τους προστάτες μας, που, αυτοί του-
λάχιστον, δεν θα βρίσκονταν σε κίνδυνο. Αλλά και η σκέψη αυτή ακόμη μας
κάνει να οπισθοχωρούμε. Αγαπάμε ακόμη τη ζωή, δεν ξεχάσαμε τη φωνή
της φύσης και, παρ’ όλα όσα συμβαίνουν, ελπίζουμε ακόμη. Ας συμβεί κάτι
πολύ γρήγορα, ακόμη και βόμβες να πέσουν, αν δεν γίνεται τίποτ’ άλλο…
Ας έρθει το τέλος, έστω κι αν είναι σκληρό. Έτσι, θα ξέρουμε τουλάχιστον αν
στο τέλος θα νικήσουμε ή θα πεθάνουμε».
ΕΛΕΝΗ
Μάιος 1944
Αγαπητή Άννα,
Έλαβα ένα γράμμα με κάποιες σκέψεις που εξέφρασες στο ημερολόγιό σου. Μου
το έστειλαν οι άνθρωποι που σε κρύβουν. Πρέπει να γνωρίζεις, Άννα, πως αυτοί οι
άνθρωποι είναι ήρωες, γιατί πραγματοποιούν κάτι εξαιρετικά δύσκολο και επικίν-
δυνο. Παρ’ όλα αυτά πήραν αυτό το ρίσκο, συνειδητοποιημένοι για τον κίνδυνο που
διατρέχουν και εκείνοι, αλλά και εσείς, αν σας ανακαλύψουν, γιατί σας αγαπούν
πολύ και όπως αναφέρεις και εσύ, η ζωή είναι πολύ ωραία και αξίζει να τη
ζουν όλοι οι άνθρωποι. Κλείνοντας, σε βεβαιώνω πως είσαστε ένα ανεκτίμητο
κομμάτι της ζωής τους, το οποίο δεν θέλουν να χάσουν. Η αντιστασιακή τους πράξη
απέναντι στη γενοκτονία της φυλής σας, φανερώνει μεγάλο ηρωισμό και δύναμη.
Μην τους πληγώνεις λοιπόν κάνοντας τέτοιες σκέψεις.
Με εκτίμηση
Ελένη
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 171 ]

ΕΙΡΗΝΗ
Αγαπητή Άννα
Τα γράμματά σου, αν και σπάνια, με γεμίζουν προβληματισμούς για το αν τελικά η
ζωή έχει πραγματικό νόημα. Έτσι, λοιπόν, στην αβεβαιότητα και την ανυπομονησία
μας για το τέλος, τα ποιήματα μας βοηθούν να βρούμε την έξοδο στον λαβύρινθο
που μόνες μας εισερχόμαστε. Ένας σπουδαίος Έλληνας, ο Κ.Π. Καβάφης, με το
αριστούργημά του «Θερμοπύλες» επαινεί όλους εκείνους που σαν Σπαρτιάτες ορί-
ζουν τους δικούς τους στόχους και ιδανικά, χωρίς να τα εγκαταλείπουν ποτέ. Πλημ-
μυρισμένοι από ευσπλαχνία, κατανοούν τα σφάλματα των γύρω τους. Παρόλο που
γνωρίζουν βαθιά μέσα τους πως ένας Εφιάλτης θα εμφανιστεί και ο εχθρός δεν θα
τους επιτρέψει να υλοποιήσουν τα όνειρά τους, συνεχίζουν να ελπίζουν και ας ξέ-
ρουν τι έπεται. Απολογισμός όλων αυτών… Μείνε δυνατή μέχρι τέλους!
Με εκτίμηση η διά αλληλογραφίας φίλη σου
Ειρήνη
ΑΝΝΑ ΦΡΑΝΚ
Πέμπτη 15 Ιουνίου 1944
«Το να κοιτάζω τον ουρανό, τα σύννεφα, το φεγγάρι και τ’ άστρα μου φέρνει
γαλήνη και μου ξαναδίνει ελπίδα. Δεν είναι φαντασία αυτό… Η φύση με κάνει
ταπεινή και με δυναμώνει, για να υποστώ όλα τα πλήγματα με θάρρος.
Θα ’λεγε κανένας ότι ήταν γραφτό, αλίμονο, να κοιτάζω τη φύση μέσα από
τα βρώμικα τζάμια ή κουρτίνες φορτωμένες με σκόνη. Η χαρά μου εξανεμί-
ζεται, γιατί η φύση είναι το μόνο πράγμα που δεν σηκώνει παραμόρφωση».
Σάββατο 15 Ιουλίου 1944
«Είναι να απορεί κανένας που δεν εγκατέλειψα ακόμη όλες τις ελπίδες μου,
επειδή φαίνονται ανεδαφικές και απραγματοποίητες. Ωστόσο, γαντζώνομαι
σ’ αυτές παρ’ όλα αυτά, γιατί εξακολουθώ να πιστεύω στην έμφυτη καλοσύνη
του ανθρώπου. Είναι απόλυτα αδύνατο να οικοδομήσει κανένας τα πάντα με
βάση τον θάνατο, την αθλιότητα και τη σύγχυση. Βλέπω τον κόσμο να μετα-
βάλλεται ολοένα περισσότερο σε έρημο, ακούω ολοένα πιο δυνατά τη βροντή
[ 172 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

που πλησιάζει και είναι ίσως ο προάγγελος του θανάτου μας. Λυπούμαι για
την οδύνη εκατομμυρίων ανθρώπων. Ωστόσο, όταν κοιτάζω τον ουρανό, πι-
στεύω ότι η κατάσταση αυτή θα αλλάξει και ότι όλα θα ξαναγίνουν καλά, ότι
ακόμα και οι χαλεπές αυτές μέρες θα τελειώσουν και ο κόσμος θα γνωρίσει
πάλι την τάξη, τη γαλήνη και την ειρήνη».
ΕΛΕΝΗ
Αγαπητή Άννα,
Δύο χρόνια τώρα βρίσκομαι έγκλειστη σε μια αποθήκη, απομονωμένη από τον έξω
κόσμο. Δίχως χαρά, παιδική αθωότητα, φίλους και όμορφες στιγμές για να θυμά-
μαι… και όλα αυτά εξαιτίας του ανελέητου πολέμου. Ύστερα από δύο ολόκληρα
χρόνια, αισθάνομαι μια μελαγχολία να με κυριεύει και φόβο για τον θάνατο που
πλησιάζει μέρα τη μέρα, έτοιμος πια να μας πάρει κοντά του. Δεν περιμένω τίποτα
όμορφο πια… Άλλωστε όταν ο πόλεμος τελειώσει, μόνο συντρίμμια θα αφήσει πίσω
του· Κυρίως στις καρδιές των ανθρώπων. Εκτός από την απέραντη αγάπη προς την
οικογένειά μου, κανένα άλλο συναίσθημα δεν υπάρχει μέσα μου. Νιώθω σαν τη γη
που κείτονται πάνω της βαριά τα σώματα χιλιάδων ανθρώπων. Μοναδική προσμονή
τώρα πια… ένα οριστικό τέλος.
ΕΙΡΗΝΗ
Άννα,
Λαμβάνω επιτέλους νέα σου γεμάτα προσδοκίες για το αύριο, που ξεχειλίζουν από
ταπεινοφροσύνη.
Με την πάροδο του χρόνου αισθάνομαι και εγώ πως οι μέρες του εγκλεισμού και
της ενοχής γι’ αυτό που είμαστε φτάνουν στο τέλος τους. Μολαταύτα, ο θάνατος
δεν έχει ξεθωριάσει στις σκέψεις μου, αφού μου στερεί συνεχώς την προσμονή και
την ελπίδα για το μέλλον.
Οι σπίθες αυτές, που ανάβουν τη φλόγα κάθε ψυχής παρά τα δύο χρόνια γεμάτα
δυστυχία, γέννησαν στην καρδιά μου την ανάγκη να φύγω μακριά από δαύτη την
αποθηκούλα με μόνο μέσο για αυτό το ταξίδι τα βιβλία, που χωρίς διακρίσεις
επιτρέπουν σε όλες τις ανθρώπινες υπάρξεις να περιηγηθούν στις σε-
λίδες τους.
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 173 ]

Έτσι το διάβασμα μου προσέφερε δύναμη και με δίδαξε πως ύστερα από την κα-
ταιγίδα του πολέμου πάντα εμφανίζεται αργά ή γρήγορα ένα ουράνιο τόξο, η γαλήνη
της απελευθέρωσης.
Ταξιδεύοντας λοιπόν γνώρισα τον κόσμο που στην πραγματικότητα
έχει μια έμφυτη απέχθεια για τον πόλεμο.
Γι’ αυτό ας κοιτάξουμε μαζί τον ουρανό και ας αναζητήσουμε το
χαμένο ουράνιο τόξο.
Με εκτίμηση
Ειρήνη
Άκουσα τα τελευταία λόγια της Ειρήνης και κοίταξα αυθόρμητα τον ουρανό
έξω από τα γυάλινα τείχη των βράχων. Ένα αυγουστιάτικο γαλάζιο φορτω-
μένο από εφηβικά βλέμματα μπερδεύτηκε με τις εικόνες του μυαλού μου στη
σοφίτα του Άμστερνταμ, όπου η Άννα καταγράφει τη σιωπή της, μετά τη
βλέπω εξαντλημένη και κάτωχρη στο Άουσβιτς, πεινασμένη, ετοιμοθάνατη
από τον πυρετό του τύφου και ξανά στη σοφίτα, όπου ο πατέρας της πηγαίνει
να δει την κρυψώνα της οικογένειας όταν πια έγινε μουσείο, όπως και η κόρη
του έγινε ζωντανός μύθος ενάντια στη βαρβαρότητα. Ένας κόμπος στον λαιμό
με εμποδίζει να μιλήσω, να γράψω και να πω στα παιδιά αυτό που σκέφτομαι.
Καλύτερα. Κρατάω με ευλάβεια για τελική φράση του κειμένου αυτό που
έγραψε η Ειρήνη:
«Ας κοιτάξουμε μαζί τον ουρανό και ας αναζητήσουμε το χαμένο
ουράνιο τόξο».

Το κείμενο «Μια φωνή από το Άμστερνταμ» γράφτηκε από την εφηβική


ομάδα της λογοτεχνικής μας συντροφιάς, που αποτελείται από τους: Ευ-
θύμιο Ραφαήλ Αγγελή, Ειρήνη Δεμέστιχα, Ελένη Μήτα, Φώτη -
Ορέστη Μικελάκη, Μαρία Πολίτη, Αλέξανδρο Σαγρή.
Η επιλογή - επεξεργασία και η δημιουργική σύνθεση των κειμένων,
καθώς και ο συντονισμός της ομάδας, έγιναν από τη συγγραφέα Δήμη-
τρα Νούση.
[ 174 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Μια φωνή από το Άουσβιτς Μέρος Πρώτο

Διάλογος με τον συγγραφέα Πρίμο Λέβι από το Άουσβιτς στα βρά-


χια του Βύρωνα

Δεν φεύγουμε. Είμαστε εδώ και φτιάξαμε το καταφύγιο των επι-


κίνδυνων φωνών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Το σύνθημά μας είναι:

Παίρνουμε την ψυχή μας και διαβάζουμε


Υψώνουμε τη φωνή μας και απαντάμε!

Μια παρέα αποφασίζει να μιλήσει με τον Πρίμο Λέβι.

«Eδώ που φτάσαμε σύντροφε, δεν ωφελεί η παραίτηση,


Μάχη θέλει η ζωή ως την τελευταία ανάσα,
ακόμα κι όταν το πετσί σου θα καίγεται, ακόμα
κι όταν ξεκολλήσει το χτυποκάρδι από μέσα σου,
άνθρωπος θα λέγεσαι»

[Χρυσαυγή Κολιού]

«Κάθε ατροφική ανάμνηση μετατρέπω σε εισιτήριο για ταξίδι νοερό…


διεκδικώ μια ουράνια υπέρβαση
ένα άλμα ζωτικότητας κραυγάζοντας: «Αναπνέω ακόμη!»
«Η παράδοση δεν είναι επιλογή»
«Παράλογα γυμνά στήθια απέναντι στο μέταλλο των σφαιρών
Παράλογα ηλιακά κάτοπτρα διψασμένα ν’ αντικρίσουν το ξημέρωμα»

[Θεόφιλος Χατζηαριστεράς]
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 175 ]

«Αναπνέεις δυνατά, μήπως


και βγάλεις από μέσα σου
όλα όσα σε πνίγουν, όλα όσα ζεις,
ίσως ξεφύγεις για λίγο.
Ένας ίσκιος περνά,
κοιτάς ψηλά τον ουρανό, ένα πέταγμα
ενός μεταναστευτικού πουλιού
παίρνει το μυαλό σου.
Ίσως ένα ελεύθερο πέταγμα
είναι αυτό, που θα σε βγάλει
από την πιο σκοτεινή σου φυλακή»
[Κατερίνα Χαριτωνίδου]

«Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν είναι μόνο μια εμπειρία που πρέπει
να διηγηθείς για να την ακούσουν όλοι και να την καταδικάσουν. Είναι
ένα ζωντανό μάθημα Ιστορίας, που δείχνει πως εμείς οι άνθρωποι μπο-
ρούμε να γίνουμε τέρατα, εν μια νυκτί, στο βωμό μιας αρρωστημένης
ιδεολογίας»

[Δημήτρης Μήλιος]

«Ο προβολέας μόλις άναψε στη σκηνή και σκοπεύει εμένα


Κι υποκλίνομαι βαθιά στην Άτροπο,
Που από συνήθεια θα κόψει άλλο ένα νήμα...»
[Μαρία Πουρλιώτη]

Στέλλα, Θεόφιλε, Χρυσαυγή, Μαρία, Δημήτρη, Κατερίνα,


ο Πρίμο μας περιμένει.
Είναι ήδη δίπλα μας, πίσω από τα γυάλινα τείχη.
[ 176 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

ΙΙΙ. Μ Ι Α Φ Ω Ν Η Α Π Ο Τ Ο Α Ο Υ Σ Β Ι Τ Σ

[Μέρος Πρώτο]

Η συνάντησή μας με τον Πρίμο Λέβι ήταν πολύ πιο εύκολη. Η δική του πο-
ρεία μπορεί να έκλεινε μέσα της έναν χρόνο στο Άουσβιτς, αλλά η δική του
εμπειρία με τους αναγνώστες να του μιλούν για τη συγκλονιστική του αφή-
γηση στο βιβλίο Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος κράτησε δεκαετίες. Μόλις πριν από
λίγες μέρες συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια από τη γέννησή του κι εμείς θα
γιορτάσουμε όλοι μαζί τη συνάντησή μας, την αγάπη του για τη ζωή και ταυ-
τόχρονα την αγάπη του για τον θάνατο. Ποτέ δεν κατάλαβα πώς αυτός ο υπέ-
ροχος ορθολογιστής και συγγραφέας επέλεξε την αυτοκτονία. Η ζωή του
ανάμεσα στην επιστήμη, τη συγγραφή και την κατάθλιψη είναι η ζωή ενός
ανθρώπου που προσπαθεί να χωρέσει μέσα του το μέγεθος των στοχασμών,
των συμπερασμάτων, των αποφάσεων, των στόχων και της ίδιας της δημι-
ουργικής του δύναμης.
Ο Πρίμο είναι ο άνθρωπος που διέψευσε πολλούς, ίσως όλους. Επιβίωσε
από τύχη, νιότη και καλή υγεία στην κόλαση του Άουσβιτς, αν και Εβραίος.
Αφηγήθηκε με αλησμόνητο τρόπο την εμπειρία του, αφήνοντας ένα αριστούρ-
γημα στις επόμενες γενιές, χωρίς μίσος, αλλά μέσα από τα σπάνια φίλτρα που
διέθετε η ψυχή και η σκέψη του επίμονου εργατικού χημικού, που μετρούσε
με ακρίβεια τις δόσεις του πάθους, αυτός που έζησε το άμετρο: την ίδια την
κόλαση. Τα γραπτά του αγαπήθηκαν για το βάθος και το μέτρο τους, για την
κοφτερή ματιά, την ανατριχιαστική περιγραφή της αιματοχυσίας, αλλά και την
απόσταση από αυτήν. Ο Πρίμο ξέρει να κολυμπά στα βαθιά χωρίς να κινδυ-
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 177 ]

νεύει να πνιγεί, ξέρει να μην ξεχνά, να μη διαγράφει, να εγγράφει ξανά και


ξανά πάνω στην ταυτότητα που του χάραξαν στο Άουσβιτς. Είναι ένας εκπλη-
κτικός διαχειριστής της κόλασης και του εφιάλτη, που επί δεκαετίες τον τα-
λαιπωρούσε στον ύπνο του. Είναι ένας δάσκαλος των επόμενων γενεών. Οι
αφηγήσεις του έγιναν σχολικό ανάγνωσμα. Είναι αυτός που λάμβανε γράμματα
από Γερμανούς που τον ρωτούσαν, του ζητούσαν να μάθουν για την κόλαση.
Είναι αυτός που επέλεξε τον θάνατο με μια σχεδόν ανεξήγητη αυτοκτονία, αν
δεν υπήρχε η κατάθλιψη που τον ταλαιπωρούσε το τελευταίο διάστημα πριν
από τον θάνατό του. Κανείς δεν ξέρει πόσες φορές πέθανε ο Πρίμο, αν ξεψύ-
χησε στο Άουσβιτς λίγο πριν οι Σοβιετικοί απελευθερώσουν το στρατόπεδο,
αν ξαναγεννήθηκε, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του ότι θα αρνείται
σταθερά να δώσει τη συναίνεσή του σε μια ανίκητη φρίκη, όταν βουβός μαζί
με τους άλλους παρακολούθησε την εκτέλεση του Ρώσου στην αγχόνη, σιω-
πηλός και ερμηνεύοντας αυτή την ιδιάζουσα ντροπιασμένη σιωπή όλων, όταν
τελικά έφτασε ο σοβιετικός στρατός, όταν έδινε συνεντεύξεις σε δημοσιογρά-
φους ή έκανε δηλώσεις παραλαμβάνοντας βραβεία.
Σήμερα, λίγες μέρες μετά τη γενέθλιό του ημέρα, ο Πρίμο είναι μαζί μας
όπως τον γνώρισαν οι περισσότεροι. Το μούσι του είναι πλέον λευκό όπως
και τα μαλλιά του, τα μάτια του διαπερνούν ασυγκράτητα τους φακούς των
γυαλιών. Φέρνω στον νου μου τη συνέντευξή του πριν από πολλά χρόνια,
όταν επισκέφθηκε το Άουσβιτς, σαράντα χρόνια μετά την απελευθέρωσή του,
μαζί με μια ομάδα φοιτητών. Κοίταζε τα γύρω χωριά και περιέγραφε τον χει-
μώνα σε κείνα τα μέρη, τον δικό του χειμώνα, τότε που βγήκε ζωντανός μέσα
από τον θάνατο. Έχω τόσα πολλά να τον ρωτήσω, αλλά προηγούνται οι δικές
μας αφηγήσεις, οι δικές μας σελίδες θανάτου, οι δικοί μας ψίθυροι και η δική
μας δουλειά πάνω στην κόλαση που μας άφησε για κεφάλαιο πολιτισμού.
Σήμερα θα θυμηθεί και ο ίδιος μαζί μας την εποχή που συνομιλούσε με φοι-
τητές και μαθητές, τότε που η κριτική τροφοδοτούσε με κείμενα απέραντου
σεβασμού και εκτίμησης τις εφημερίδες και τις πολιτιστικές στήλες.
Μιλήσαμε για λίγο οι δυο μας πριν ξεκινήσουμε· ήταν πρόθυμος να με
ακούσει. Χαμογέλασε με ικανοποίηση όταν του εξήγησα ότι δεν θα ακούσει
[ 178 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

παιδιά να του περιγράφουν απορίες και εντυπώσεις, αλλά νεαρούς στοχαστές


να τον κοιτούν κατάματα και να του απαντούν με το δικό τους βλέμμα για τη
δική του φρίκη, με τη φωνή της δικής τους εποχής. Μια νεαρή οδοντίατρος,
ένας προγραμματιστής, μια δικηγόρος, μια φιλόλογος, μια βιολόγος και ένας
performer που μοιράζει τη ζωή του ανάμεσα σε υπολογιστές και παραστάσεις,
είναι αυτοί που έπιασαν τις σελίδες από θάνατο στο Άουσβιτς και τις μετέ-
φρασαν σε σελίδες της δικής τους ζωής, δίνοντας την απάντηση της νιότης
και της τιμής τα οράματα. Του εξηγώ πως θα ακούσει προτάσεις της Χρυ-
σαυγής, που στην προσπάθειά της να χτίσει άμυνες για τους μελλοθανάτους
απορρίπτει τη σκέψη και αντιπροτείνει τη φαντασία, τη φυγή στο ανύπαρκτο,
καθώς το υπαρκτό όχι μόνο δεν έχει τίποτε να δώσει, αλλά αρπάζει βίαια,
απειλεί και σκοτώνει τις πιθανότητες. Οι διαδρομές που θα κάνει στις σκέψεις
των παιδιών θα τον ξαφνιάσουν. Τι σχέση έχει η εικόνα του εργοστασίου των
Λυμιέρ με το πέταγμα ενός πουλιού; Πόσο διαφορετική είναι η ανάγκη στον
καθένα να πλάσει εικόνες, για να αρνηθεί αυτό που πραγματικά συμβαίνει!
Τον βλέπω καθώς μπαίνει στο στρατόπεδο με το μπεζ σακάκι, ως επισκέ-
πτης πλέον· εικόνα που έρχεται ξανά και ξανά στο μυαλό μου. Έγχρωμα
πλάνα του Ιταλού σκηνοθέτη εναλλάσσονται στα μάτια μου με τα σκελετωμένα
πλάσματα και την αθλιότητα στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες που, όσες και
αν υπήρχαν, δεν θα ήταν αρκετές να χωρέσουν τον μεγάλο ξεπεσμό της αν-
θρωπότητας σε αυτό το μισητό μέρος.
Ακούω ξανά τις φωνές γνωστών και φίλων μήνες πριν, να μου λένε ότι η
αθλιότητα του τότε δεν είναι ο πρόσφορος δρόμος να συναντήσουμε τη νιότη
του σήμερα. Κανείς δεν με έπεισε ότι έκανα λάθος ή, ίσως, ένιωσα μια μεγάλη
επιμονή να δοκιμάσω κάτι που θα μπορούσε να είναι λάθος. Σήμερα, αυτήν
τη στιγμή που ο Πρίμο κάθεται απέναντί μας να μας διαβάσει τα κομμάτια
της ζωής που τόσο προσπάθησαν να κομματιάσουν οι οπαδοί της κτηνωδίας,
νιώθω δικαιωμένη και ήσυχη. Αυτή και μόνο η στιγμή είναι ικανή να μας
δώσει αυτό που αξίζαμε. Το ήρεμο χαμόγελό του, το χορτάτο βλέμμα του, ο
απόλυτος έλεγχος της φωνής του και η προθυμία να ακούσει τη φωνή μας,
είναι η απόλυτη επιβράβευση μιας παρακινδυνευμένης απόφασης.
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 179 ]

Η φωνή του ήταν ήρεμη καθώς ξεκίνησε το διάβασμα:


ΠΡΙΜΟ ΛΕΒΙ
«Πρέπει να το εκμυστηρευθώ. Μετά από μια βδομάδα στο Λάγκερ, κάθε επι-
θυμία για καθαριότητα με εγκατέλειψε… γιατί θα έπρεπε να πλυθώ; Θα κα-
λυτέρευε μήπως η υγεία μου; Θα γινόμουν πιο επιθυμητός; Θα ζούσα πε-
ρισσότερο;»
ΔΗΜΗΤΡΗΣ
Αντιλαμβάνομαι πως η επιβίωση είναι κάτι που πηγάζει από τον πυρήνα της αν-
θρώπινης φύσης και μπορεί να οδηγήσει μέχρι και στην εξαθλίωση. Παρ’ όλα αυτά,
είναι άξιο σκεπτικισμού αν ο άνθρωπος πρέπει να φτάνει στα όρια του αυτοεξευτε-
λισμού και να εγκαταλείπει σε ακραίες καταστάσεις όσα τον καθιστούν μια οντότητα
που ιδανικά αγγίζει το θείο. Αυτό είναι ο άνθρωπος που οι θιασώτες των στρατο-
πέδων συγκέντρωσης θέλουν να πλάσουν, όχι αυτό που πραγματικά ο άνθρωπος
δύναται να γίνει.
ΧΡΥΣΑΥΓΗ
Εδώ που φτάσαμε σύντροφε, δεν ωφελεί η παραίτηση,
μέχρι τώρα ζήσαμε τόσα, με το κεφάλι ψηλά.
Αξιοπρέπεια θέλει κι ο θάνατος, αυτό Του ταιριάζει.
Σήκω λοιπόν και δες με. Κάνω πως πλένομαι.
Χτένισε έστω με τα δάχτυλα κι εσύ τα μαλλιά σου,
κάμε πως φοράς ένα φρεσκοπλυμένο πουκάμισο, έτσι-
Να την ασπρίζεις τη μέρα όσο σε παίρνει,
βγάλε από πάνω σου την οσμή του θανάτου.
Μάχη θέλει η ζωή ως την τελευταία ανάσα,
ακόμα κι όταν το πετσί σου θα καίγεται, ακόμα
κι όταν ξεκολλήσει το χτυποκάρδι από μέσα σου,
άνθρωπος θα λέγεσαι.
Κι εσύ κι εγώ κι όλοι εδώ, σύντροφε.
[ 180 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

ΠΡΙΜΟ ΛΕΒΙ
«Το αντίθετο, θα πέθαινα συντομότερα, γιατί το να πλυθείς είναι πραγματική
δουλειά, μια σπατάλη ενέργειας και θερμότητας… Το να πλένουμε το πρό-
σωπο σ’ αυτές τις συνθήκες είναι μια ανόητη πράξη, εντελώς περιττή: μια
μηχανική συνήθεια ή, ακόμα χειρότερα, μια θλιβερή επανάληψη μιας τελε-
τουργίας που έχει εκλείψει… Θα πεθάνουμε όλοι, είμαστε ετοιμοθάνατοι».
ΣΤΕΛΛΑ
Πριν λίγο καιρό, τα Μάτια έπαψαν να διακρίνουν χρώματα. Πρώτο χάθηκε το Μπλε,
έπειτα το Πράσινο. Το Κόκκινο άντεξε περισσότερο, μάλλον επειδή το έβλεπα
συχνά... Τελικά όμως χάθηκε κι αυτό. Έτσι, όταν τα Μάτια ανοίγουν, όλα είναι
ασπρόμαυρα. Σαν να παίζει μπροστά μου, αντίστροφα, εκείνη η ταινία των αδερφών
Λυμιέρ, με τους εργάτες. Απλώς λίγο αλλαγμένη, με πρόσωπα ταλαιπωρημένα,
ρούχα κουρελιασμένα.
Σαράντα δύο δευτερόλεπτα διάρκεια. Σαράντα ένα, σαράντα, τριάντα εννιά… δύο,
ένα, μηδέν. Τα Μάτια κλείνουν. Και όλα όσα συνέβησαν είναι μέρος μιας άλλης
ζωής, κάπου στη Γαλλία. Πάντως όχι της δικής μου.
Κι εδώ, αρχίζει η μεγάλη θλίψη μου. Γιατί, να, η ψυχή, με κάποιον τρόπο, κατάφερε
ν' αντέξει την ασπρόμαυρη μέρα. Κάπως τη συνήθισε. Όμως τώρα, αρχίζουν να χλο-
μιάζουν και οι μνήμες της, τα όνειρά της. Αυτό φοβάμαι πως δεν θα το αντέξει».
ΠΡΙΜΟ ΛΕΒΙ
«Εάν μου μένουν δέκα λεπτά ανάμεσα στο εγερτήριο και τη δουλειά, θέλω
να τα αφιερώσω σε κάτι άλλο, να κλειστώ στον εαυτό μου, να βγάλω τα συμ-
περάσματά μου ή να κοιτάξω τον ουρανό, με τη σκέψη ότι ίσως τον βλέπω
για τελευταία φορά, ή απλώς να ζήσω, να χαρίσω στον εαυτό μου την πολυ-
τέλεια των λίγων λεπτών ξεκούρασης».
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
Και κοιτάς γύρω σου, ουρλιαχτά, φωνές
και η πίκρα να σε κυνηγά σαν πύρινη λαίλαπα
Και κοιτάς πίσω σου, βρισιές, ιαχές
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 181 ]

και το κεφάλι σου γυρίζει,


σαν τρενάκι τρόμου στην πιο σκοτεινή του διαδρομή
ono
Αναπνέεις δυνατά, μήπως
και βγάλεις από μέσα σου όλα όσα σε πνίγουν,
όλα όσα ζεις, ίσως ξεφύγεις για λίγο
Ένας ίσκιος περνά, κοιτάς ψηλά τον ουρανό,
ένα πέταγμα ενός μεταναστευτικού πουλιού
παίρνει το μυαλό σου
Ίσως ένα ελεύθερο πέταγμα είναι αυτό,
που θα σε βγάλει από την πιο σκοτεινή σου φυλακή.
Θέλεις όλες σου οι αισθήσεις να απορροφήσουν τη στιγμή,
αυτή τη στιγμή που νιώθεις ελεύθερος σκοπευτής
που σημαδεύει στη ζωή.
ono
Ξάφνου ακούγονται πάλι φωνές,
τσιρίδες, δυνατές βρισιές, κλάματα και αναστεναγμοί.
Σε ένα σήμερα, που θα φέρει το ίδιο αύριο και χθες
αρχίζεις να μετράς αντίστροφα,
για να κλέψεις ξανά λίγες τελευταίες βολές ζωής.
ΘΕΟΦΙΛΟΣ
Τώρα που πλησιάζει αυτή η στιγμή η άγνωστη
κι αντιθετική στη ζωή
δεν αφήνω λεπτό ανεκμετάλλευτο να με προσπεράσει
δίχως να το κάνω ολότελα δικό μου.
Κάθε ατροφική ανάμνηση
μετατρέπω σε εισιτήριο για ταξίδι νοερό
στους λαβυρίνθους που άλλοτε δίσταζα να χαθώ.
Γεύομαι την περιπετειώδη καρποφορία αυτής της ελευθερίας
[ 182 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

σαν άνυδρο χώμα που αγγίζεται από το γινωμένο κεράσι.


Όταν όλα γύρω μου θλιβερά ακίνητα
το μέσα μου παιδί παίζει τρέχοντας προς τον ήλιο.
Σ’ αυτό το μούχρωμα διεκδικώ μια ουράνια υπέρβαση
ένα άλμα ζωτικότητας κραυγάζοντας: «Αναπνέω ακόμη!».
ΜΑΡΙΑ
Κάποτε άκουγα ιστορίες από παλιούς
Να λέν’ ότι περάσαν στη ζωή τους από μύρια κύματα.
Μου ’λεγαν πως όμοια μ’ αυτούς θα λέω παραμύθια
Σαν ασπρίσουν τα μαλλιά μου.
Μα στις παρειές μου ακόμα να φυτρώσει γένι·
Κι εγώ κιόλας βαδίζω ανάμεσα στους μελλοθάνατους
Χωρίς να υποκύψω σε αμάρτημα ή να γευτώ τον έρωτα.
Ο προβολέας μόλις άναψε στη σκηνή και σκοπεύει εμένα
Κι υποκλίνομαι βαθιά στην Άτροπο,
Που από συνήθεια θα κόψει άλλο ένα νήμα...
ΠΡΙΜΟ ΛΕΒΙ
«Ακριβώς επειδή το Λάγκερ είναι ένας τεράστιος μηχανισμός που έχει σκοπό
να μας αποκτηνώσει, εμείς πρέπει να αντισταθούμε·»
ΘΕΟΦΙΛΟΣ
Έξω απ’ την αγέλη της συγκατάβασης των φοβισμένων κορμιών
των πληγιασμένων από τα απάνθρωπα δίποδα
Στέκω σαν κάκτος υπομονετικά και άνυδρα στον αχό της πολεμικής συννεφιάς
Με μια φωνή, περιστέρι-αγγελιαφόρος ταξιδευτής των αιώνων
«Η παράδοση δεν είναι επιλογή»
Σταγόνες ελπίδας ρουφηξιά άνθους ανοιχτού
σκορπίζοντας ευωδιά και κάλλος στην γκρίζα γη
Παράλογα γυμνά στήθια απέναντι στο μέταλλο των σφαιρών
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 183 ]

Παράλογα ηλιακά κάτοπτρα διψασμένα


ν’ αντικρίσουν το ξημέρωμα.
ΜΑΡΙΑ
Εξαθλιωμένη σηκώνω το αδύναμο χέρι μου
κρατώντας σφιχτά τον πέλεκυ που θα κόψει τα σκουριασμένα δεσμά.
Δαγκώνω τα χείλια για να υπομείνω τον πόνο,
μπήγω τα νύχια στην κατακόκκινη σάρκα
για να καταφέρω να σταθώ δήθεν περήφανα στα πόδια μου.
Σκίζω με μια αξιοθρήνητη κραυγή τα σκοινιά που μ΄ είχαν μαριονέτα,
μα καταρρέω, γιατί οι πληγές μ΄ αγκαλιάζουν ασφυκτικά.
Τουλάχιστον ανατριχιάζω σύγκορμα από ηδονή
βλέποντας τον δήμιό μου σαστισμένο
που κάποια φοβισμένη τού αντιστάθηκε γενναία.
ΠΡΙΜΟ ΛΕΒΙ
«και σε αυτό εδώ το Λάγκερ μπορεί κανείς να επιβιώσει, αλλά γι’ αυτό πρέπει
διαρκώς να επιθυμούμε να επιβιώσουμε, για να διηγηθούμε μετά, για να με-
ταδώσουμε τη μαρτυρία μας·»
ΔΗΜΗΤΡΗΣ
Πρέπει να επιβιώσεις για να μεταδώσεις τη μαρτυρία σου. Πρέπει. Η ζωή είναι κάτι
όμορφο και οι άνθρωποι είναι φύσει δημιουργικοί. Το τι διαδραματίζεται στο Λάγκερ
δεν είναι απλά αντίθετο της παραπάνω διαπίστωσης. Είναι μισάνθρωπο, διεστραμ-
μένο και οδηγεί την ανθρωπότητα στην πλήρη αποκτήνωση. Πρέπει να επιβιώσεις
για να διηγηθείς ότι αν αφήσουμε αυτή την πλευρά της ανθρωπότητας να κερδίσει,
τότε το μέλλον είναι όχι απλά ζοφερό αλλά ουσιαστικά ανύπαρκτο.
Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν είναι μόνο μια εμπειρία που πρέ-
πει να διηγηθείς για να την ακούσουν όλοι και να την καταδικάσουν.
Είναι ένα ζωντανό μάθημα Ιστορίας, που δείχνει πως εμείς οι άν-
θρωποι μπορούμε να γίνουμε τέρατα, εν μια νυκτί, στον βωμό μιας
αρρωστημένης ιδεολογίας.
[ 184 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

ΠΡΙΜΟ ΛΕΒΙ
«και για να ζήσουμε εάν είναι απαραίτητο να προσπαθήσουμε να σώσουμε του-
λάχιστον τον σκελετό, τη βάση του πολιτισμού. Ναι, είμαστε σκλάβοι, στερημένοι
κάθε δικαίωμα, εκτεθειμένοι σε κάθε προσβολή, αντιμετωπίζουμε βέβαιο θάνατο,
αλλά μας έχει απομείνει ένα δικαίωμα και πρέπει να το υπερασπιστούμε με σθέ-
νος, γιατί είναι το τελευταίο: το δικαίωμα να αρνηθούμε τη συγκατάθεσή μας».
ΣΤΕΛΛΑ
Κάθε βράδυ βλέπω στον ύπνο μου το ίδιο όνειρο. Πως βυθίζομαι αργά αργά, σ'
έναν ωκεανό ακίνητο και βουβό. Τα άκρα μου μουδιάζουν, τα πνευμόνια μου γεμί-
ζουν νερό. Γυρίζοντας το βλέμμα μου προς τα πάνω, βλέπω την τελευταία ανάσα
μου να προσεγγίζει το φως της επιφάνειας. Όμως δεν φοβάμαι. Για την ακρίβεια,
δεν αισθάνομαι τίποτα. Ζωντανός νεκρός, με τη βαρύτητα να με τραβάει κάτω. Μα
πριν ν' αγγίξω τον πυθμένα, ένα χέρι φτιαγμένο από τα λόγια σου μ' αναγκάζει ν'
ανεβώ και πάλι στην επιφάνεια, στην τεντωμένη κόκκινη κλωστή μου, που ήθελα
να εγκαταλείψω. Κοιτώ ευθεία μπροστά, και, αγνοώντας τους φριχτούς πόνους των
άκρων μου και τον μολυσμένο από τις σάπιες ιδέες αέρα που εισέρχεται στα πνευ-
μόνια μου, κι αρχίζω και πάλι να την περπατώ.
ΧΡΥΣΑΥΓΗ
Ξέρεις τι με βοηθάει εδώ μέσα και με βλέπεις συχνά να χαμογελάω;
Η σκέψη πως ό,τι συμβαίνει εδώ μέσα δεν με αφορά, σαν να τα ζει ένας άλλος.
Μερικά βράδια νομίζω πως βγαίνω από το σώμα μου, και παρατηρώ τον εαυτό μου
μαζί και όλους εσάς από ’κει πάνω.
Τότε εκείνος, ο άνω εαυτός μου, σκέφτεται τρόπους διαφυγής, η φαντασία του γεννά ένα
τεράστιο πολύχρωμο αερόστατο που πετά χορεύοντας πάνω από το Λάγκερ, έτοιμο να
κατέβει όποια στιγμή θελήσω, για να με πάρει από εδώ, να μας πάρει όλους από ’δώ.
Έχουν και οι ετοιμοθάνατοι δικαίωμα φυγής.
ΠΡΙΜΟ ΛΕΒΙ
«Λέμε “πείνα”, λέμε “κούραση”, “φόβος και πόνος”, λέμε “χειμώνας” αλλά
είναι διαφορετικά πράγματα. Είναι λέξεις των ελεύθερων ανθρώπων, λέ-
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 185 ]

ξεις που δημιούργησε και χρησιμοποιεί ο ελεύθερος κόσμος, που


ζει, απολαμβάνει και υποφέρει στα σπίτια του».
ΔΗΜΗΤΡΗΣ
Η πείνα γίνεται θεριό, η κούραση ατέρμονο βασανιστήριο, ο πόνος γίνεται οντότητα
που τρώει τα σωθικά, ο φόβος γίνεται δαίμονας που κρύβεται στις άκρες ενός πλέον
αρχέγονου μυαλού. Ο δε χειμώνας αποκτά μορφή κακού δυνάστη, που δεν αφήνει
τον λαό του να βρει ποτέ γαλήνη. Όταν βρίσκεσαι στο κατώφλι του θανάτου κάτω
από εξευτελιστικές συνθήκες, οι λέξεις σταματούν να πρεσβεύουν τις έννοιες που
υποτίθεται υποδηλώνουν. Ο ανθρώπινος νους έχει συνδέσει λέξεις με δυσάρεστες
έννοιες που, όμως, όταν τις βιώνει, στον χείριστο βαθμό, αντιλαμβάνεται ότι όντως
αυτές οι λέξεις σταματούν να υπηρετούν τον σκοπό τους. Κάτι άλλο γεννιέται στη
θέση τους, μια άναρθρη κραυγή, μια ζωώδης έκφραση του ασυνειδήτου.
ΘΕΟΦΙΛΟΣ
Όταν οι λέξεις συμφωνούν ορχηστρικά μελιστάλακτα με την αφή της μύχιας σκέψης
Όταν αναπέμπουν τη λαχτάρα σε αγέλες συλλαβών αναγνωρίσιμες
δίχως λεξικά και αναλύσεις
Όταν οι ίδιες προφέρονται από στόματα αμέτρητα,
αλλά στο αυτί το δουλεμένο αντηχεί το νόημα το λευκό τους
Όταν γαλήνια αλατίζουν πράξεις θαυμαστές διευρύνοντάς τες σαν ταπεινοί εργάτες
που ιδροκοπούν για τον σκοπό τους
Μα όταν αυτές σαν χείμαρρος διαλύουν το μέσα και το έξω επιπόλαια διαβολικά
Όταν σχηματίζονται δειλά αόριστα ανεκδήλωτα – χαρταετός που δεν γεύτηκε ουρανό
Κι όταν η μαγιά του πόνου τις φουσκώνει αμήχανα, αυτές, οι λέξεις
Την ίδια ώρα πεταλούδες και σφυριά Προγόνων εύπλαστη κληρονομιά ολοδική μας.
ΧΡΥΣΑΥΓΗ
To λεξικό των μελλοθανάτων! Θα ήταν σίγουρα κάτι καινοτόμο.
Όμως πώς να ορίσουμε εδώ μέσα αφηρημένες έννοιες;
Τι είναι αγάπη, τι Θεός, τι είναι ανάμεσά τους; Σαρκία, σύντροφε, αυτό είμαστε. Οι
λέξεις υπάρχουν έξω από εδώ. Για μας, υπάρχει μόνο μια ανάμνηση των εννοιών
τους. ΑΝΘΡΩΠΟΣ. Η λέξη που γίνεται κομμάτια δεν συναρμολογείται πάλι. Έχει
[ 186 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

χάσει τη δύναμή της. Μη σκέφτεσαι τις λέξεις λοιπόν. Δούλεψε τη φαντασία σου,
όχι τη σκέψη. Μόνο έτσι θα ξεφύγεις.
ΣΤΕΛΛΑ
Μέσα στο κλουβί που ζούμε, αν μπορεί να πει κανείς ότι ζούμε, ολόκληρη η πραγ-
ματικότητα αλλοιώνεται. Κι ενώ η κάθε μέρα διαρκεί όσο μια αιωνιότητα,  η από-
σταση που κάθε μέρα μάς χωρίζει από το τέλος μας είναι ένα δευτερόλεπτο. Και η
Γλώσσα, αυτός ο ύψιστος ύμνος της ανθρωπότητας, αυτό το μεγαθήριο που κόκκαλα
δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει, γίνεται μορφή μουγκή, ανίκανη να περιγράψει το μέ-
γεθος της φρίκης. Τι πιο λογικό, λοιπόν, μέσα σ' αυτόν τον παράφρονα εγκλεισμό,
ο άνθρωπος να παύει να είναι άνθρωπος και να γίνεται το ακριβώς αντίθετο. Ο μη
άνθρωπος. Αυτός που καταστρέφει. Αυτός που καταστρέφεται. Είμαστε όλοι μας
μη άνθρωποι. Το μόνο που μας συνδέει πλέον με τους έξω ανθρώπους, τους κανο-
νικούς, είναι ο απόλυτος, ο εις τον αιώνα των αιώνων αδιάψευστος και αδιαμφι-
σβήτητος, ο σε κάθε πραγματικότητα αναλλοίωτος, επερχόμενος θάνατός μας.
ΠΡΙΜΟ ΛΕΒΙ
«Εάν τα στρατόπεδα εξακολουθούσαν να υπάρχουν για περισσότερο χρόνο,
μια καινούργια, άγρια γλώσσα θα είχε γεννηθεί·»
ΜΑΡΙΑ
Σ’ ένα σκουριασμένο αντικείμενο που μοιάζει με καθρέφτη κάθε μέρα κοιτάζω διστα-
κτικά το είδωλό μου με το ένα χέρι να μου καλύπτει τα μάτια. Είναι που βλέπω έναν
άλλον άνθρωπο, που δεν θυμίζει σε τίποτα τον παλιό μου εαυτό, ένα αγρίμι, πιο ήμερο
από τα θηρία που το απειλούν, μα δεν παύει να ’ναι αγρίμι. Ως κι οι λέξεις που βγαίνουν
απ’ το ξεραμένο στόμα μου, θαρρείς πως είναι πιο άγριες, πιο απότομες. Δεν φροντίζω
πλέον την έκφρασή μου, είναι περιττό και σχεδόν με κουράζει. Μόνο χειρονομίες κάνω,
μιλάω μονολεκτικά, για να δείξω ότι πεινάω, ότι κρυώνω και πόσο φοβάμαι. Σιγά σιγά
δεν θα μιλάμε, θα επανέλθουμε στις άναρθρες κραυγές. Ούτως ή άλλως, ήδη μέσα στο
στρατόπεδο μόνο αυτό ακούγεται. Κραυγές...
ΠΡΙΜΟ ΛΕΒΙ
«… για τον λόγο αυτό αισθανόμαστε την ανάγκη να εξηγήσουμε τι είναι η
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 187 ]

δουλειά μιας ολόκληρης μέρας έξω στον αέρα, υπό το μηδέν, φορώντας πά-
νινα εσώρουχα, πουκάμισο, ζακέτα και παντελόνι πάνινα, ενώ το σώμα μας
το εξουσιάζει η πείνα, η αδυναμία και η αίσθηση του θανάτου που έρχεται».
Ναι, πρέπει να εξηγούμε το ακατανόητο. Πώς να εξηγήσεις την κόλαση;
Πώς να μεταδώσεις τη λογική της; Πώς να καταλάβει κάποιος πως όταν με-
τατρέπεσαι σε πλάσμα στερημένο από νου, η γλώσσα σου δεν μπορεί να εκ-
φράσει αυτό που συμβαίνει; Κοιτάζω τους Γερμανούς στρατιώτες που λίγη
ώρα πριν επέλεξαν αυτούς που στάλθηκαν στο κρεματόριο. Ποιες λέξεις μπο-
ρούν να περιγράψουν τη στάση τους; Ποια γλώσσα είναι ικανή να αναδείξει
τη συναισθηματική τους σχέση με τη ζωή και τον άνθρωπο; Τι είδους πολι-
τισμό υπηρετούν και σε ποιο βλέμμα του ανθρώπου στρέφονται;
Η αίσθηση του ερχόμενου θανάτου θα ήταν λογικά παρούσα από την πρώτη
μέρα μέσα μας, αλλά, εξίσου λογικά, παραμένει απούσα κάτω από συνηθισμένες
συνθήκες. Ένας μελλοθάνατος στο Άουσβιτς έχει μια άλλη σχέση με το τέλος
του. Δεν είναι, καν, ένας μελλοθάνατος μιας δικαστικής απόφασης μέσα στη φυ-
λακή ανάμεσα σε αυτούς που θα εκτίσουν την ποινή και κάποτε θα αποφυλακι-
στούν. Η ύπαρξη των πολλών που δεν περιμένουν να εκτελεστούν σε απομο-
νώνει αλλά και σε απομακρύνει από τον θάνατο. Δεν τον συνηθίζεις, άρα δεν
τον περιμένεις. Αντίθετα, ελπίζεις πάντα πως στο τέλος κάτι θα αλλάξει. Μέσα
στο Άουσβιτς δεν περιμένεις να αλλάξει τίποτε. Κάθε μέρα κτηνωδία, κάθε μέρα
θάνατος. Οι νεκροί γύρω σου είναι πιο ζωντανοί από τους ζωντανούς, έχουν
περισσότερα να πουν, εκφράζουν περισσότερες αλήθειες, γράφουν περισσότε-
ρες σελίδες ιστορίας. Σε τούτη τη γωνιά του κόσμου ο θάνατος δεν είναι σιωπη-
λός, μόνο η ζωή σωπαίνει, καθώς δεν έχει πια φωνή, ούτε μια στάλα δύναμη.

Το κείμενο «Μια φωνή από το Άουσβιτς – Μέρος Πρώτο» γράφτηκε από


μια ομάδα της λογοτεχνικής μας συντροφιάς που αποτελείται από τους: Χρυ-
σαυγή Κολιού, Δημήτρη Μήλιο, Μαρία Πουρλιώτη, Στέλλα Παρχαρί-
δου, Κατερίνα Χαριτωνίδου και Θεόφιλο Χατζηαριστερά.
Η επιλογή - επεξεργασία και η δημιουργική σύνθεση των κειμένων, καθώς
και ο συντονισμός της ομάδας, έγιναν από τη συγγραφέα Δήμητρα Νούση.
[ 188 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Μια φωνή από το Άουσβιτς Μέρος Δεύτερο

Διάλογος με τον συγγραφέα Πρίμο Λέβι


από το Άουσβιτς στα βράχια του Βύρωνα

Δεν φεύγουμε. Είμαστε εδώ και φτιάξαμε το καταφύγιο


των επικίνδυνων φωνών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου

Το σύνθημά μας είναι:


Παίρνουμε την ψυχή μας και διαβάζουμε
Υψώνουμε τη φωνή μας και απαντάμε!
Μια παρέα αποφασίζει να μιλήσει με τον Πρίμο Λέβι.

«Υπάρχει σιωπή...
αδράνεια...
απάθεια...
αλλά η ψυχή μιλάει»
[Πωλίνα Χριστοδουλίδου]

«Ακόμη και τώρα, σε συνθήκες αιχμαλωσίας και απόλυτης σκλαβιάς,


εσύ δεν χάνεις το κουράγιο σου. Κάτι σε κρατάει ζωντανό»
«Όταν ο άνθρωπος φτάσει στο σημείο να μην αντιδρά στην αδικία, στην
απάνθρωπη συμπεριφορά και στη βάναυση κακοποίηση και τελικώς
στον θάνατο κάποιου άλλου ανθρώπου, κάποιου από εμάς, τότε πλέον
μπορούμε να μιλάμε για εκμηδένιση του ανθρώπου»
[Νεφέλη Μπαντελά]

«αυτό είναι που μετράει,


να αγγίξουμε με την ύπαρξη και την ψυχή μας
τις ζωές άλλων ανθρώπων.
Μόνο τότε δεν θα χαθούμε ποτέ!»
[Έλενα Χαδιού]
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 189 ]

«Σταματήστε να ονειρεύεστε»,
ακούγεται μία παγερή φωνή από τα μεγάφωνα.
«και επιβιώστε!»

«Γίνε απαθής για να σωθείς. Δεν πρέπει να σκέπτεσαι πια. Η σκέψη είναι
ελεύθερη και η ελευθερία δεν ταιριάζει στον κόσμο μας. Εσύ είσαι σκλά-
βος. Ένας αλυσοδεμένος αριθμός»…
«Μονάχα υπάκουσε στη φωνή της μάζας. Τη γλώσσα της λογικής. Αυτή
θα σε προστατεύσει από τη φύση σου να είσαι άνθρωπος. Τώρα ξανά
είσαι ένα ζώο».
[Πλούταρχος Πάστρας]

«Γινόμαστε αναλώσιμοι
Όταν αποκεφαλίζονται αξιοπρέπειες ανθρώπινες
Κι εμείς απλά σιωπούμε

Γινόμαστε αναλώσιμοι
Όταν θεριά κυκλώνουν έναν ακόμα ξένο
Κι εμείς σκύβουμε το κεφάλι
Οικτίροντας την κακή του τύχη

Γινόμαστε αναλώσιμοι
-Μ΄ ακούς;
Και πρέπει να μας φοβάσαι»
[Κατερίνα Σπανού]

Πωλίνα, Πλούταρχε, Νεφέλη, Κατερίνα, Κώστα,


Νεκταρία, Έλενα, ο Πρίμο μας περιμένει.
Είναι ήδη δίπλα μας, πίσω από τα γυάλινα τείχη.
[ 190 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

ΙΙΙ. Μ Ι Α Φ Ω Ν Η Α Π Ο Τ Ο Α Ο Υ Σ Β Ι Τ Σ

[Μέρος Δεύτερο]

Απελπισία σημαίνει να κρεμάσεις την ελπίδα σε μια στάλα ήλιο ή σε ένα αδύ-
ναμο φως ουρανού. Στο Άουσβιτς ο χειμώνας ήταν μια λέξη που είχε ένα
ολότελα διαφορετικό νόημα από αυτό που γνώριζαν οι άνθρωποι πριν βρε-
θούν εκεί μέσα. Οι σελίδες του θανάτου τρέχουν μπροστά στα μάτια μας εδώ
και μήνες και οι αφηγήσεις του Πρίμο δεν λένε να φύγουν από το μυαλό μου.
Τα κεφάλαια της κόλασης εναλλάσσονται κι η στάλα του ήλιου γίνεται πρω-
ταγωνίστρια στην ελπίδα ότι πριν από τον χειμώνα θα αλλάξει κάτι, θα γλυ-
τώσουν το μαρτύριο ή θα τελειώσει ο πόλεμος. Είναι 1944 και ο άνθρωπος,
για τον οποίο δίκαια αναρωτιέται ο συγγραφέας αν ορθώς χρησιμοποιείται
η συγκεκριμένη λέξη, αναλογιζόμενος αυτά που πράττει και στο σημείο που
έφτασε, δίνει τη δική του μοναδική μάχη με ελάχιστες πιθανότητες να αντέξει.
Διαβάζω ξανά και ξανά και πείθομαι διαρκώς πόσο λογική είναι η απορία
του συγγραφέα «εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» και πόσο ταιριαστός είναι ο
τίτλος του βιβλίου και για τις δύο κατηγορίες πλασμάτων: θύτες και θύματα
είναι δύσκολο να λέγονται άνθρωποι στις σελίδες αυτού του βιβλίου.
Ο Πρίμο ήδη συνομιλεί χαμηλόφωνα και φιλικά με την επόμενη συγγραφική
ομάδα. Δύο φιλόλογοι, μια δημοσιογράφος, μια δασκάλα, μια καθηγήτρια
αγγλικών, θα πάρουν σε λίγο τη θέση τους γύρω από το μεγάλο στρογγυλό
τραπέζι, για να στήσουμε τον παράλογο διάλογό μας. Τα μέλη της ομάδας
είναι κοντά στην ηλικία που είχε ο Πρίμο είτε όταν μπήκε στο Λάγκερ, είτε
όταν έγραφε το βιβλίο του, ένα - δυο χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου. Σε
μια συνέντευξή του είχε πει πως πέρα από την τύχη, η σκέψη και η συνεχής
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 191 ]

παρατήρηση τον βοήθησαν να διασωθεί. Δεν ήταν η δημιουργική πλευρά της


ψυχής του που τον έσωσε, αλλά η επιστημονική οργάνωση της σκέψης του.
Κοίταζα τα παιδιά και με τρόμο σκεφτόμουν ότι θα μπορούσαν να ζήσουν
τότε και να βρεθούν στη θέση του, εκείνου που έγραψε ένα αριστούργημα
τυχαία, επειδή δεν πέθανε εκεί όπου όλοι σχεδόν πέθαναν. Κάποτε είπε ότι
έγραψε το βιβλίο του Άουσβιτς προσπαθώντας να εξηγήσει στον εαυτό του
και στους άλλους αυτό που έζησε σκεπτόμενος την καταγραφή συμβάντων
σε εργοστάσια, όπου η γλώσσα πρέπει να είναι σαφής, περιεκτική και πρό-
σφορη, για να προκαλέσει τις απαιτούμενες ενέργειες που μένει να ακολου-
θήσουν. Με αυτά τα υλικά της πειθαρχημένης έκφρασης, αλλά και με μια δυ-
νατότητα ερμηνείας, ανάλυσης και εμβάθυνσης μέσα από μια πανίσχυρη χα-
ρισματική σκέψη, γράφτηκε το κορυφαίο, ίσως, έργο-μαρτυρία του πιο φρι-
κτού κολαστηρίου της ανθρωπότητας. Όλα έγιναν γύρω από το «ξέφτι της
ελπίδας», μια κλωστή που κρατούσε μυστικά το νήμα μιας όρθιας ακόμη
ψυχής. Νιότη κι ελπίδα ταιριάζουν ακόμη κι όταν πέφτουν οι πρώτες νιφάδες
χιονιού, ή όταν χάνεται και το τελευταίο αστέρι.
Αλλά εκτός από την παράλογη ελπίδα της τελικής διάσωσης, για αυτόν τον
ευφυή μικρόσωμο Ιταλό υπήρχε και η σημασία της μνήμης. Τίποτε πιο ση-
μαντικό γι’ αυτόν από την αποκάλυψη μιας αλήθειας που δεν πρέπει να ξε-
χαστεί. Για τον Πρίμο η μνήμη ήταν μια ιερή υποχρέωση. Πήγε δύο φορές
στο Άουσβιτς ως επισκέπτης και βρήκε ένα περιποιημένο μνημείο, που δεν
έμοιαζε καθόλου με τον εφιάλτη του, σε αντίθεση με άλλα στρατόπεδα που
είδε και έστεκαν εγκαταλειμμένα δεκαετίες μετά τον πόλεμο, νεκρά, αλλά με
ζωντανό τον εφιάλτη στους ρημαγμένους τοίχους. Με την ίδια μεθοδικότητα
στη σκέψη του, κατέληξε ο ίδιος στο συμπέρασμα ότι οι επιζώντες ανήκουν
σε δύο κατηγορίες: σε αυτούς που επιστρέφουν ξανά και ξανά στον τόπο του
μαρτυρίου, έχοντας το ιερό καθήκον να διατηρήσουν ζωντανή τη μνήμη, και
σε αυτούς που δεν θέλουν να επιστρέψουν ποτέ σε αυτόν τον τόπο, όχι μόνο
ως επισκέπτες, αλλά ούτε και ως αφηγητές της εμπειρίας τους. Δεν θέλουν
να αναφερθούν σε αυτό, δεν θέλουν να θυμούνται, δεν θέλουν να αγγίξουν
αυτό το κομμάτι του παρελθόντος τους. Κατά τα λεγόμενα του Πρίμο, είναι
[ 192 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

αυτοί που συνελήφθησαν τυχαία, χωρίς να έχουν κάποια προηγούμενη αν-


τιστασιακή ή πολιτική δράση, ανύποπτα θύματα, με αιχμαλωτισμένη τη συ-
νείδηση στον ιστό της ιστορίας, άτυχοι, όπως αυτοί που στα καλά καθούμενα
αρρωσταίνουν σοβαρά και αν τυχόν ξεπεράσουν την αρρώστια, δεν θέλουν
να την ξαναφέρουν στη μνήμη τους.
Τα αποσπάσματα που διαλέξαμε είναι τα χαρακτηριστικά δείγματα της απελ-
πισίας. Μέσα στο Άουσβιτς, όπου δεν υπάρχουν πλέον άνθρωποι αλλά πλά-
σματα που στερούνται την όποια σχέση με τον πολιτισμό, τίθεται ακόμη και
το ερώτημα μήπως η αυτοκτονία είναι μια πράξη αξιοπρέπειας, λογικής ή
και ελπίδας για το καλύτερο.
Διαβάζω τα κείμενα της ομάδας, τα αποσπάσματα του βιβλίου και το μυαλό
μου τρέχει ξανά στις συνεντεύξεις του Πρίμο Λέβι όταν περιγράφει τη μεγάλη
του τύχη να αρρωστήσει στο Άουσβιτς την κατάλληλη στιγμή, όταν βρέθηκε
νοσηλευόμενος στο υποτιθέμενο αναρρωτήριο του στρατοπέδου, στις αρχές
του 1945. Τότε οι Γερμανοί εγκατέλειψαν το στρατόπεδο και όσοι μπορούσαν
να περπατήσουν έφυγαν. Δεν έζησαν παρά οι μισοί. Στον δρόμο, περπατών-
τας σε έναν άγνωστο τόπο μέσα στον χειμώνα, πέθαναν από την πείνα, τις
κακουχίες. Το στρατόπεδο βομβαρδίστηκε και ο άρρωστος Πρίμο επέζησε
και πάλι μέσα στα ερείπια, χωρίς θύτες, χωρίς τροφή και προσπαθώντας να
βοηθήσει τους άλλους αρρώστους εκεί μέσα στα χαλάσματα. Ώσπου ήρθαν
οι Σοβιετικοί και μαζί τους ήρθαν οι πρώτες μερίδες μοσχαρίσιου κρέατος
για τους πεινασμένους. Υπήρξαν άνθρωποι που πέθαναν επειδή έφαγαν τόσο
απότομα ώστε δεν άντεξαν. Κι ίδιος τότε αντιλήφθηκε την επιστροφή του στον
πολιτισμό όταν άλλαξε μέσα του αυτό που ένιωθε και που το περιγράφει με
εκφραστική λιτότητα, λέγοντας ότι μέσα στο στρατόπεδο, ο άλλος κρατούμε-
νος, δίπλα σου, είναι εχθρός σου, γιατί μπορεί να σκοτώσουν εσένα κι εκείνος
να ζήσει. Άρα, όσο ζεις σε συνθήκες στρατοπέδου, έχεις μόνο εχθρούς, βλέ-
πεις μόνο εχθρούς, ζεις ανάμεσα σε εχθρούς. Όταν οι Γερμανοί εγκατέλειψαν
το στρατόπεδο, οι κρατούμενοι βρήκαν, πλέον, την ευκαιρία να επιστρέψουν
στον πολιτισμό. Κανείς δεν ήξερε αν θα γλύτωναν ή αν θα πέθαιναν, αλλά
τουλάχιστον δεν φοβόνταν πια τη δράση των δημίων. Δεν υπήρχε πια εχθρός
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 193 ]

στο πρόσωπο του διπλανού σου. Άνοιγε ο δρόμος για την επιστροφή στον
πολιτισμό.
Είμαστε όλοι στις θέσεις μας κι εγώ δεν μπορώ ακόμη να συγκεντρωθώ
στον σκοπό μας. Ο Πρίμο αρχίζει να διαβάζει, ενώ τα μέλη της ομάδας είναι
έτοιμα να τον κοιτάξουν στα μάτια και να ορθώσουν τις δικές τους φράσεις.
ΠΡΙΜΟ ΛΕΒΙ
«Οκτώβριος 1944
Με όλες μας τις δυνάμεις αγωνιστήκαμε για να μην έρθει ο χειμώνας. Γαν-
τζωθήκαμε σε κάθε λεπτό ζέστης, κάθε απόγευμα όταν έδυε ο ήλιος προ-
σπαθήσαμε να τον κρατήσουμε λίγο περισσότερο στον ουρανό, αλλά μάταια.
Χθες ο ήλιος έδυσε αμετάκλητα στη βρώμικη ομίχλη, πίσω από τις καμινάδες
και τα σύρματα, και σήμερα είναι χειμώνας…»
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
Οι άνθρωποι είμαστε κεριά
Η φλόγα μας φέγγει πάντα
Κι εσύ κι εγώ τη μεταφέρουμε

Μας προειδοποίησαν έρχεται βροχή


Απειλεί να θάψει κάθε προσδοκία

Προχωράμε στον δρόμο


με εμμονικούς λαβύρινθους να μας τυλίγουν
Κοιτώντας τη φλόγα σταθερά κι απόλυτα
μη σβήσει
Και χαθούμε κι εμείς πίσω από τον καπνό της.

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ
Με τις εξιλαστήριες ακτίνες του ήλιου
σφυρηλατήσαμε τις αγκάθινες αλυσίδες
[ 194 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

που θα μας κρατήσουν για μία ακόμη ημέρα


στην άτρυτη και μογοστόκο ζωή των στρατοπέδων.

Κάθε σύννεφο στον τερπικέραυνο ουρανό κάναμε όνειρο


και ταξιδέψαμε με οδηγό τους στίχους της ελευθερίας
πάνω στην καλλίπλοη τριήρη της άμβροτης Ελπίδας.

Ο Χειμώνας δεν θα ξανάρθει στις ανέσπερες ψυχές μας


όσο η φτεροπόδαρη Ελπίδα παραμένει ζωντανή
μες στη βρώμικη ομίχλη της ανθρώπινης απληστίας.
ΠΡΙΜΟ ΛΕΒΙ
«Έτσι όπως βλέπεις μια ελπίδα να χάνεται, έτσι σήμερα είναι χειμώνας. Το
αισθανθήκαμε όταν βγήκαμε στο παράπηγμα για να πάμε στα λουτρά: καθό-
λου αστέρια, η ατμόσφαιρα σκοτεινή και παγωμένη σκόρπιζε τη μυρωδιά του
χιονιού. Στην πλατεία του Προσκλητηρίου, όταν συγκεντρωθήκαμε την αυγή
για τη δουλειά, κανείς δεν μίλησε. Όταν είδαμε τις πρώτες νιφάδες χιονιού
σκεφτήκαμε ότι εάν πέρυσι τον Οκτώβριο μας είχαν πει ότι θα περνούσαμε
κι άλλο χειμώνα στο Λάγκερ, θα είχαμε προτιμήσει να πέσουμε πάνω στο
ηλεκτροφόρο συρματόπλεγμα· και τώρα θα κάναμε το ίδιο εάν ήμασταν λο-
γικοί, εάν είχαμε απομακρύνει αυτό το ανεξήγητο τρελό ξέφτι μιας ανομολό-
γητης ελπίδας».
ΝΕΚΤΑΡΙΑ
Η αυτοχειρία θα ήταν ίσως η σωτηρία και η κυριαρχία επί του εαυτού μας. Το σκη-
νικό ιδανικό· μια φυλακή από καμινάδες και σύρματα και η ανάσα της ομίχλης κά-
λυπτε την απέραντη έκταση ναρκωθείσας φύσης κάτω από το χιόνι. Το αδηφάγο
χώμα θα απορροφούσε τα σώματά μας, θα ανθίζαμε από τους καρπούς των δέντρων
την άνοιξη, αποκτώντας μια νέα ζωή. Ήμασταν γκρι, άδειοι, παραδομένοι στην ιδέα
του θανάτου. Μας ξύπνησε ένα χαστούκι φωτός· έπειτα από μήνες ο ήλιος απεγ-
κλωβίστηκε από τα επαναλαμβανόμενα βραχώδη στήθη, διέσχισε τη χιονισμένη πε-
διάδα, έριξε τις ακτίνες του στα μάτια μας και εισέπνευσε στο άψυχο κορμί μας. Αέ-
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 195 ]

ναοι κύκλοι σκοταδιού και φωτός στη διπολικότητα της ψυχής, ώσπου μία μικρή
φλόγα έφερε την ανά(σ)τασή της.
ΠΩΛΙΝΑ
Μαυρίλα...
κάθε λεπτό... 
κάθε στιγμή! 
Αλλά εσύ εκεί... 
να επιμένεις, 
να περιμένεις το αύριο, 
μπας και κάτι αλλάξει και σωθείς! 
Και ας είναι ανέλπιστο... 
και ας είναι χειμώνας...
και ας μην υπάρχει πια ζωή!
ΝΕΦΕΛΗ
Ο άνθρωπος έχει ανάγκη την ελπίδα όταν έρχεται αντιμέτωπος με τον μεγαλύτερό
του φόβο, όταν συνειδητοποιεί πως θα παραμείνει για έναν ακόμη χειμώνα στο
Άουσβιτς και θα υπομείνει τις ίδιες δυσκολίες. Ίσως και χειρότερες. Τη στιγμή εκείνη
λοιπόν που επιλέγει να σταθεί όρθιος ακόμη και αν τα πόδια του τρέμουν και ενώ
γνωρίζει πως δεν θ’ αντέξει και δεύτερο χειμώνα εξαθλίωσης, τότε αρχίζει να τρυ-
πώνει δειλά δειλά από μια μικρή χαραμάδα η ελπίδα. Εκεί φαίνεται η δύναμη του
ανθρώπου, όταν όλα μοιάζουν μάταια, αλλά εκείνος αρνείται να τα παρατήσει. Το
ότι ο χειμώνας έχει έρθει και εκείνος είναι ακόμη ζωντανός, είναι η πρώτη κερδι-
σμένη μάχη ενός αιχμαλώτου.
ΚΩΣΤΑΣ
Η ελπίδα βγήκε και αυτή από το κουτί της Πανδώρας· ήταν ιδέα του Δία να τη βάλει
ανάμεσα σε όλες τις μάστιγες της ανθρωπότητας. Η Πανδώρα που τις αμόλησε κα-
τάφερε να κλείσει την κασετίνα μόλις είχαν βγει όλες οι άλλες, αφήνοντας μέσα μόνο
αυτήν και, κατόπιν προτροπής της, την άνοιξε εκ νέου, για να απελευθερώσει και
αυτήν. Εδώ υπάρχει διχογνωμία: είτε ο Δίας εγκιβώτισε την ελπίδα μαζί με τις συμ-
φορές, για να ανακουφίζει τους ανθρώπους από τη δυστυχία τους, είτε η ελπίδα
[ 196 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

αποτελεί ένα ακόμα από τα δεινά της ανθρωπότητας και ο Δίας τη συμπεριέλαβε
από καθαρό σαδισμό, με μοναδικό σκοπό να εντείνεται η ανθρώπινη αγωνία. Το
μόνο βέβαιο είναι ότι, πεθαίνοντας τελευταία, δεν έχουμε τρόπο να απαλλαγούμε
από αυτήν…

Η Έλενα την Ελπίδα δεν την έβλεπε σε κουτί, αλλά στη συνάντηση ανάμεσα
στον Πρίμο Λέβι και σε ένα παιδί:

ΕΛΕΝΑ
Ήρθε κι έκατσε δίπλα του ένα κοριτσάκι, ξανθό με μάτια εκφραστικά και χαμογε-
λώντας του είπε «Γεια σου, τι κάνεις;». Σαν να τον διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα, δεν
πίστευε την εικόνα που έβλεπε. Τι δουλειά είχε ένα μικρό κοριτσάκι εκεί; Δεν της
απάντησε, μόνο την κοιτούσε βαθιά μέσα στα μάτια. «Εμένα με λένε Ελπίδα, εσείς
τι κάνετε εδώ;» Και τότε σαν να φωτίστηκε το μυαλό του! «Σε περίμενα, Ελπίδα»,
της είπε, κάνοντας μια προσπάθεια να χαμογελάσει. Γέλασε δυνατά η μικρή και του
απάντησε: «Μα, πάντα εδώ είμαι, απλά ίσως κάποιες μέρες που ο καιρός δεν είναι
καλός, να μη με βλέπετε, εγώ όμως είμαι πάντα εδώ». Κούνησε το κεφάλι του συγ-
καταβατικά και χαϊδεύοντάς της τα μαλλιά της είπε: «Ναι, Ελπίδα, έχεις δίκιο, ήσουν
πάντα εδώ, πριν να έρθω εγώ. Φεύγω τώρα, αλλά ελπίζω και αύριο να είμαι εδώ
για να σε δω.
ΠΡΙΜΟ ΛΕΒΙ
«Πέρυσι ήμουν ελεύθερος: εκτός νόμου, αλλά ελεύθερος, είχα όνομα, οικο-
γένεια, ανήσυχο και άπληστο πνεύμα, ήμουν υγιής και ζωηρός. Σκεφτό-
μουν… το τέλος του πολέμου, το καλό και το κακό, τη φύση των πραγμάτων
και τους νόμους που κατευθύνουν την ανθρώπινη συμπεριφορά· σκεφτόμουν
τα βουνά, το τραγούδι, τον έρωτα, τη μουσική, την ποίηση…»
ΕΛΕΝΑ
Στο αιχμάλωτο σώμα σου
το πνεύμα είναι ελεύθερο
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 197 ]

να θυμηθεί, να ονειρευτεί, να ζήσει!


Τα συρματοπλέγματα δεν σε σταμάτησαν ποτέ
κι ίσως αυτή να είναι η μεγαλύτερη τραγωδία.
Να συνεχίζει να χτυπάει η καρδιά
ακόμα κι όταν εσύ θα ήθελες να πάψει.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
Ο καιρός είναι αίθριος
Ο αέρας γρατζουνά το παράθυρο
Ήρεμος
Άνθρωποι γύρω πολλοί
Δικοί σου, δικοί μου
Κρατούν το χέρι
Όλα σ΄ έχουν αφήσει ελεύθερο
Να ονειρεύεσαι
Η γη γυρίζει σε κυκλική τροχιά
Κι εσύ ακόμα εκεί.
ΝΕΦΕΛΗ
Όμως αυτό δεν είναι το νόημα της ζωής τελικά; Καθετί που γίνεται, γίνεται για κά-
ποιον λόγο. Ακόμη και τώρα, σε συνθήκες αιχμαλωσίας και απόλυτης
σκλαβιάς, εσύ δεν χάνεις το κουράγιο σου. Κάτι σε κρατάει ζωντανό και
ξέρεις πως δεν είναι μόνο η δύναμη της νιότης. Δεν μπορεί να είναι μόνο αυτό. Αν
ψάξεις βαθιά μέσα σου, θα καταλάβεις πως αυτό που σε κρατάει στη ζωή είναι η
ανάμνηση της παλιάς σου ζωής, της «κανονικότητας», της αγάπης που έδωσες και
πήρες. Ακόμη και αν τώρα όλα μοιάζουν να έχουν χαθεί, η προσμονή, η ελπίδα
που σιγοκαίει μέσα σου πως κάποια μέρα θα πάρεις πίσω αυτά που κάποτε θεω-
ρούσες δεδομένα, είναι ικανή να σε κρατήσει ζωντανό. Και το κάνει.
ΚΩΣΤΑΣ
Όταν συμβεί κάτι απαίσιο και μεμιάς χειροτερεύσει ραγδαία η ζωή σου, μένεις με τις
σκέψεις. Επαναξιολογείς τη στάση σου απέναντί της και αντιλαμβάνεσαι πόσο τυχερός
ήσουν τόσο καιρό. Ακόμα, καταλαβαίνεις τι πραγματικά έχει σημασία και πόσο χρόνο
[ 198 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

αφιέρωνες σε άχρηστες ασχολίες. Προπαντός, όμως, συνειδητοποιείς ότι από τον


πρότερο βίο σου σού λείπουν περισσότερο από όλα πράγματα μικρά, άλλοτε δεδο-
μένα, που πρώτη φορά τώρα αναγνωρίζεις την αξία τους: το άρωμα που απελευθε-
ρώνεται ξεφλουδίζοντας ένα μανταρίνι, ο ήχος της βροχής πριν αποκοιμηθείς, το
δροσερό αεράκι που σε χτυπάει μια καυτή καλοκαιρινή μέρα, η μεγάλη διαδρομή που
επιλέγεις να κάνεις γυρίζοντας σπίτι σου μετά από όμορφη παρέα με φίλους, η επίθεση
αγάπης από το κατοικίδιο. Μικρές πινελιές που όμως κάνουν τη ζωή πολύχρωμη!
ΠΡΙΜΟ ΛΕΒΙ
«το να σκοτώνεις και να πεθαίνεις μου φαίνονταν πράγματα ξένα, ότι ανήκαν
στη λογοτεχνία… Τώρα, από την αλλοτινή μου ζωή δεν έχει απομείνει παρά
η δύναμη για να υπομένω το κρύο και την πείνα·»
ΝΕΚΤΑΡΙΑ
Καθόμουν στο πάτωμα, είχα ακουμπήσει την πλάτη μου στον τοίχο και με τα κοκ-
καλιάρικα χέρια μου αγκάλιασα τα αδύναμα γόνατά μου. Έσκυψα το κεφάλι μου,
μήπως και εμποδίσω το κρύο να φτάσει στο στήθος μου, έκλεισα τα μάτια μου και
οσφράνθηκα τη ζεστασιά που προσφέρει η αγκαλιά της μητέρας μου. Τα χέρια μου
έπαψαν να τρέμουν και τα γόνατά μου σταμάτησαν να εκτελούν λειτουργία σεισμο-
γράφου. Χόρτασα την πείνα μου με τις πίτες της μητέρας, σταμάτησα τον χρόνο
γράφοντας νοερά, κούνησα ελαφρώς τα χείλη μου ανασύροντας από τη συναισθη-
ματική μνήμη τη γνώριμη σύνθεση, σήκωσα τα πέλματα και περπάτησα γοργά για
να σταθώ απέναντι σε εκείνη που περίμενα. Οι χτύποι με ξύπνησαν από τη νάρκη
και με την αγάπη που έλαβα «ζωγράφισα» την επιστροφή στην αγάπη.
ΠΩΛΙΝΑ
Τι κι αν η πείνα σε θέρισε,
το κρύο σε γονάτισε
κι η ανεμελιά σε άφησε;
Συνεχίζεις να παλεύεις και να ζεις,
νικώντας το σώμα,
τον μεγαλύτερο εχθρό.
Μη γελιέσαι!
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 199 ]

ΤΩΡΑ είσαι πιο ζωντανός από ποτέ!


Οι δυσκολίες σε δυνάμωσαν,
οι σκέψεις σου σ’ ωρίμασαν.
ΠΡΙΜΟ ΛΕΒΙ
«Δεν αισθάνομαι πια αρκετά ζωντανός για να δώσω ένα τέλος».
ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ
Ε ΠΙΒΙΩΣΗ
Υψώθηκαν τα τείχη του μίσους
και κρύβουν τον γαλανό ουρανό.
Απέλπιδες προσπάθειες της νιότης
τα όνειρα.
«Σταματήστε να ονειρεύεστε»,
ακούγεται μία παγερή φωνή από τα μεγάφωνα.
«και επιβιώστε»!
Και αναρωτιέμαι όταν βλέπω τους μισοπεθαμένους ανθρώπους
να στοιβάζονται στους άωρους τάφους της μισαλλοδοξίας:
γι’ αυτό τον κόσμο να επιβιώσω;
ΠΡΙΜΟ ΛΕΒΙ
«Ο άνδρας που σήμερα θα πεθάνει μπροστά μας βοήθησε με κάποιον τρόπο
στην εξέγερση. Λέγεται ότι… έφερε όπλα στο στρατόπεδό μας και ότι υπο-
κινούσε μια ταυτόχρονη ανταρσία ανάμεσά μας. Σήμερα θα πεθάνει μπροστά
στα μάτια μας· ίσως οι Γερμανοί δεν θα καταλάβουν ότι ο μοναχικός θάνατος,
ο ανθρώπινος θάνατος που του δόθηκε, θα του χαρίσει δόξα και όχι
ντροπή…. Όλοι άκουσαν την κραυγή του ετοιμοθάνατου που διαπέρασε το
ακατανίκητο τείχος της αδράνειας και της υποταγής και συγκλόνισε τη ζων-
τανή ανθρώπινη ουσία μέσα μας.
Kameraden, ich bin der Letze!
(Σύντροφοι, είμαι ο τελευταίος)
[ 200 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

ΕΛΕΝΑ
Κι όμως αυτός ο άνθρωπος δεν χάθηκε άδικα!
Μπορεί η ιστορία να μη γράψει το όνομά του,
αλλά εσύ τον ήξερες, υπήρξε!
Η κραυγή του έγραψε για πάντα στην ψυχή σου!
Και τελικά αυτό είναι που μετράει,
να αγγίξουμε με την ύπαρξη και την ψυχή μας
τις ζωές άλλων ανθρώπων.
Μόνο τότε δεν θα χαθούμε ποτέ!
ΠΩΛΙΝΑ
Υπάρχει σιωπή...
αδράνεια...
απάθεια...
αλλά η ψυχή μιλάει.
Λέει:
«Περίμενε!
Θα έρθει η κατάλληλη στιγμή!»
ΚΑΤΕΡΙΝΑ
Γινόμαστε αναλώσιμοι
Όταν αποκεφαλίζονται αξιοπρέπειες ανθρώπινες
Κι εμείς απλά σιωπούμε

Γινόμαστε αναλώσιμοι
Όταν θεριά κυκλώνουν έναν ακόμα ξένο
Κι εμείς σκύβουμε το κεφάλι
Οικτίροντας την κακή του τύχη
Γινόμαστε αναλώσιμοι
-Μ΄ ακούς;
Και πρέπει να μας φοβάσαι.
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 201 ]

ΠΡΙΜΟ ΛΕΒΙ
«Θα ευχόμουν να μπορούσα να διηγηθώ ότι μέσα από αυτό το ελεεινό κο-
πάδι ακούστηκε μια φωνή, ένα μουρμουρητό, ένα σημάδι επιδοκιμασίας.
Όμως τίποτα δεν συνέβη… Άνοιξε η καταπακτή, το σώμα τρομακτικό, σπαρ-
τάρησε. Η μπάντα ξανάρχισε τη μουσική της κι εμείς σε παράταξη, παρελά-
σαμε μπροστά από τον σύντροφο που ψυχορραγούσε».
ΝΕΦΕΛΗ
Ο άνθρωπος είναι άνθρωπος ακριβώς επειδή έχει τη δυνατότητα της κρίσης και
της αντίστασης. Είναι άνθρωπος γιατί έχει την ικανότητα να σκεφτεί και να αποφα-
σίσει για τον ίδιο του τον εαυτό. Έχει μέσα του το αίσθημα του δικαίου και έχει την
ικανότητα να δείχνει ανθρωπιά.
Όταν ο άνθρωπος φτάσει στο σημείο να μην αντιδρά στην αδικία,
στην απάνθρωπη συμπεριφορά και στη βάναυση κακοποίηση και
τελικώς στον θάνατο κάποιου άλλου ανθρώπου, κάποιου από εμάς,
τότε πλέον μπορούμε να μιλάμε για εκμηδένιση του ανθρώπου.
Αν λοιπόν ο άνθρωπος κρίνεται από την ανθρωπιά του, τόσο οι κρατούμενοι όσο
και οι εκτελεστές έχουν εκμηδενιστεί ως άνθρωποι, έχουν χάσει κάθε συμπόνια και
ενσυναίσθηση μέσα από μια διαδικασία εξίσου βασανιστική με αυτή της εκτέλεσης.
ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ
«Μείνε αδρανής μπροστά στην καταστροφή», μου φωνάζει η λογική. «Σώπασε. Αν
σε ακούσουν θα σε τιμωρήσουν. Μη μιλάς. Μην εκφέρεις γνώμη.
Γίνε απαθής για να σωθείς. Δεν πρέπει να σκέπτεσαι πια. Η σκέψη
είναι ελεύθερη και η ελευθερία δεν ταιριάζει στον κόσμο μας. Εσύ
είσαι σκλάβος. Ένας αλυσοδεμένος αριθμός.
Μία πράξη στην εξίσωση της δύναμης του ισχυρότερου. Μονάχα υπάκουσε στη
φωνή της μάζας. Τη γλώσσα της λογικής. Αυτή θα σε προστατεύσει από
τη φύση σου να είσαι άνθρωπος. Τώρα ξανά είσαι ένα ζώο. Αλλά ακόμη
και τα ζώα έχουν συναισθήματα. Εσύ έχεις το δικαίωμα να αισθάνεσαι»;
Κι εγώ απαντάω στη φωνή της λογικής: «Είναι δικαίωμα η ελευθερία»;
[ 202 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

ΠΡΙΜΟ ΛΕΒΙ
«Κάτω από την αγχόνη στέκονται οι Ες Ες και μας κοιτούν καθώς περνάμε
με απάθεια: το έργο τους ολοκληρώθηκε με επιτυχία… δεν απέμεινε κανείς
γενναίος ανάμεσά μας… οι Ρώσοι μπορούν να έρθουν. Θα μας βρούνε υπο-
ταγμένους, άξιους του θανάτου που μας περιμένει».
ΝΕΚΤΑΡΙΑ
Ποιος διατηρεί την ανθρωπιά του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, εκεί όπου η ζωή
αναμετριέται συνεχώς με τον ευτελισμό και τον θάνατο, και καθένας εξουσιάζεται
από τους «ανωτέρους» του; Ο εξουσιαστής υποτάσσεται και υποτάσσει τη δύναμή
του, για να παραμείνει επικεφαλής των αδυνάμων. Αυτό που απέμεινε στους «φυ-
λακισμένους» είναι ένας αξιοπρεπής θάνατος, και το γνωρίζουν, όπως το γνωρίζει
και ο εξουσιομανής. Εντός του στρατοπέδου η ζωή τους βρίσκεται στο όριο, η μοίρα
τους ορίζεται με άλλους κανόνες, κυρίαρχος είναι αυτός που ανά πάσα στιγμή τούς
αφαιρεί τη ζωή. Δίνει την εντολή αφότου οι συνθήκες διαβίωσης τους εκμηδενίσουν,
ώστε ο θάνατος να έρθει σαν χάρη και να σημάνει το τέλος των βασανιστηρίων, ενώ
η απουσία αντίδρασης επικυρώνει και διαιωνίζει την κυριαρχία τους.
ΠΡΙΜΟ ΛΕΒΙ
«Να εκμηδενίσεις τον άνθρωπο είναι δύσκολο, όσο και να τον δημιουργήσεις:
δεν ήταν απλό, πήρε χρόνο, αλλά τα καταφέρατε, Γερμανοί. Είμαστε υπά-
κουοι, κάτω από το βλέμμα σας· δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτα από μας:
καμιά πράξη αντίστασης, καμιά λέξη πρόκλησης, κανένα κριτικό βλέμμα».
ΚΩΣΤΑΣ
Δεν υπάρχει απολύτως τίποτα το ευγενές στην καταγωγή του ανθρώπου! Η ανάδυσή
του από τα πρωτεύοντα θηλαστικά δεν είναι παρά μια μακρά όσο και επονείδιστη
ιστορία βιαιοπραγιών. Είμαστε η εξέλιξη σε ένα είδος, του οποίου τα άτομα μπορούν
να γίνονται είτε εξαιρετικά αλληλέγγυα, είτε απερίγραπτα βάναυσα, με μοναδικό κρι-
τήριο ποιους κατατάσσουν στο «εμείς» και ποιους στο «αυτοί». Η επικρατέστερη
εξήγηση για τις υπεραναπτυγμένες νοητικές του ικανότητες τις θέλει να οφείλονται
στη μακραίωνη σειρά αγώνων να υπερισχύσουν έναντι άλλων ατόμων του είδους
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 203 ]

του. Παρά ταύτα, προέκυψε ένα βιολογικό και πολιτισμικό ον με δυναμικό που
όμοιό του δεν έχει γνωρίσει η βιόσφαιρα. Ένα είδος που σημείωσε τεράστια πρόοδο,
αλλά έχει ακόμα πολύ δρόμο να διανύσει και οφείλει να επαναπροσδιορίσει τον
εαυτό του στη φύση».
Πολύ ανώδυνη η παρατήρηση του Κώστα. Αληθινή, αλλά μακριά από το
συναίσθημά μου αυτήν τη στιγμή. Σκέφτομαι πόσες διαφορετικές εντάσεις
στην έκφραση έβγαλαν οι αντιδράσεις μέσα στην ομάδα. Βλέπω την ικανο-
ποίηση στα μάτια του Πρίμο, αλλά ο νους μου σκαλώνει στον αναλώσιμο άν-
θρωπο της Κατερίνας, αυτόν που δεν έχει καμιά σχέση με τον θνητό ή τον
φθαρτό, δεν έχει σχέση με τη φύση, αλλά με τη θέση που έχουν οι ισχυροί
του κόσμου απέναντί του. Ο αναλώσιμος άνθρωπος είναι ένα πλάσμα σε πολ-
λές μορφές: μπορεί να είναι ο βολικός σιωπηλός αλλά να γίνει και ο επικίν-
δυνος απρόβλεπτος πόλος.
Ο Πρίμο σηκώθηκε από την καρέκλα του για να φύγει. Δείχνει κουρασμέ-
νος. Πέρασαν τα χρόνια. Πριν από μερικές μέρες, έκλεισαν εκατό χρόνια από
τη γέννησή του.

Το κείμενο «Μια φωνή από το Άουσβιτς – Μέρος Δεύτερο» γράφτηκε


από μια ομάδα της λογοτεχνικής μας συντροφιάς που αποτελείται από
τους: Νεκταρία Μαραγιάννη, Νεφέλη Μπαντελά, Πλούταρχο Πά-
στρα, Κώστα Πολυπαθέλλη, Κατερίνα Σπανού, Έλενα Χαδιού,
Πωλίνα Χριστοδουλίδου.
Η επιλογή - επεξεργασία και η δημιουργική σύνθεση των κειμένων,
καθώς και ο συντονισμός της ομάδας, έγιναν από τη συγγραφέα Δήμη-
τρα Νούση.
[ 204 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Μια φωνή από το Μαουτχάουζεν Μέρος Πρώτο

Διάλογος με τον συγγραφέα Ιάκωβο Καμπανέλλη


από το Μαουτχάουζεν στα βράχια του Βύρωνα

Δεν φεύγουμε. Είμαστε εδώ και φτιάξαμε το καταφύγιο των επι-


κίνδυνων φωνών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου

Το σύνθημά μας είναι:

Παίρνουμε την ψυχή μας και διαβάζουμε


Υψώνουμε τη φωνή μας και απαντάμε!

Μια παρέα αποφασίζει να μιλήσει με τον Ιάκωβο Καμπανέλλη.


«Όταν βλέπεις την ασχήμια συνέχεια, μαθαίνεις να μη βλέπεις. Και προ-
πάντων δεν ρωτάς γιατί. Αυτή είναι η πιο επικίνδυνη ερώτηση»

[Μάγια Βαρδακώστα]

«Ας είναι όσο πιο μικρές οι εκπτώσεις».


«Η αναμονή του θανάτου μπορεί να είναι μία από τις πιο δημιουργικές
φάσεις ενός ατόμου… Η ελευθερία στο πλαίσιο της απόλυτης καταπίε-
σης των στρατοπέδων συγκέντρωσης έγκειται στον εσωτερικό κόσμο
του καθενός. Ξεκινάει και τελειώνει στο μέσα» 

[Γιώργος Σιούτζος]

«Άλογα όντα σε αντιμετωπίζουν ως ένα αντικείμενο, που μπορούν να


πετάξουν, να το κλείσουν σε θαλάμους και να το κάψουν. Αυτό που πρέ-
πει να κάνεις είναι να μπεις για λίγο στη δική τους παρανοϊκή πραγμα-
τικότητα. Μόνο έτσι θα καταφέρεις να τους εξολοθρεύσεις»
[Κωνσταντίνα Μοσχοπούλου]
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 205 ]

«Σάρκες καμένες, σάρκες στοιβαγμένες


από τα δικά μου δάχτυλα,
σαν να μη χορταίνουν οι θεοί του αγκυλωτού σταυρού τις θυσίες!
Και πρέπει, εγώ, να προσφέρω και άλλες ψυχές στον βωμό τους.
Σιχαίνομαι τον άνθρωπο…
Αποστρέφομαι το είδωλό μου που περιγράφεται θολό
σ’ ετούτον τον καθρέφτη.
Άνθρωπος: το πιο άγριο θηρίο».
«Γενναίος δεν είναι αυτός που στέκει ατάραχος
μπροστά στον θάνατο,
Γενναίος είναι αυτός που τον επιλέγει
όταν δεν υπάρχει άλλη λύτρωση»

[Σοφία Γιαπαντζαλή]

«Το δάσος
Ένα πελώριο σταχτοδοχείο
πτωμάτων

Μα οι άνθρωποι
Απέχουν από τους Φοίνικες
μια αναγέννηση»

[Παύλος Γκούλελης]

Γιώργο, Κωνσταντίνα, Μάγια, Παύλο, Σοφία, Τόνια, ο Ιάκωβος Καμ-


πανέλλης μας περιμένει. Είναι ήδη δίπλα μας, πίσω από τα γυάλινα
τείχη.
[ 206 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

ΙV. ΜΙΑ ΦΩΝH ΑΠΟ ΤΟ ΜAΟΥΤΧΑΟΥΖΕΝ


[Μέρος Πρώτο]

Ήταν απόγευμα καλοκαιριού, περί τα τέλη Ιουνίου του 2003. Βρισκόμουν σε ένα
αυτοκίνητο και αναζητούσα έναν δρόμο, κοιτάζοντας ταυτόχρονα τον χάρτη, σε
μια εποχή που δεν υπήρχε gps σε κάθε αυτοκίνητο ΙΧ, όπως συμβαίνει σήμερα.
Σταματήσαμε μπροστά σε μια στάση λεωφορείων. Κατέβασα το τζάμι και ρώτησα:
«Συγγνώμη, ψάχνουμε για την οδό…»
Ένας ηλικιωμένος άνδρας μάς πλησίασε αμέσως και έσκυψε στο μέρος μου,
για να ακούσει το όνομα του δρόμου. Μας απάντησε ήρεμα και αναλυτικά
μετά από πόσα φανάρια θα στρίψουμε δεξιά. Ο οδηγός δίπλα μου τον άκουγε
προσεκτικά, ενώ εγώ έμεινα να κοιτάζω τα μικρά χαμογελαστά μάτια του και
τη γλυκιά έκφρασή του καθώς κουνούσε το χέρι προς την ευθεία του δρόμου,
περιέγραφε την απόσταση με λεπτομέρειες, και απολάμβανα τη χροιά της
φωνής του, το μόνο ήρεμο πράγμα στον πανζουρλισμό του δρόμου εκείνο
το απόγευμα. Μόλις τελείωσε του είπα:
«Ευχαριστούμε πολύ, δάσκαλε».
Ξαφνιάστηκε, με κοίταξε στα μάτια, δεν είπε τίποτα και χαμογέλασε πλατιά. Με
την άκρη του ματιού μου, καθώς έφευγε το αυτοκίνητο ακολουθώντας τις οδηγίες
του, τον είδα να επιστρέφει στη στάση του λεωφορείου, γεμάτη από αδιάφορους
ανθρώπους που κοίταζαν ανυπόμονα το ρολόι ή χάζευαν αφηρημένοι τον
δρόμο. Μόλις ξεκίνησε το αυτοκίνητο, ο άνδρας δίπλα μου με ρώτησε:
«Τον ξέρεις;»
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 207 ]

«Είναι ο Ιάκωβος Καμπανέλλης», του απάντησα, και αναρωτήθηκα εάν κα-


τάλαβε για ποιον λόγο του είπα ευχαριστώ, καθώς αυτό που ήρθε στο μυαλό
μου μόλις τον είδα να μας πλησιάζει ήταν το «Μαουτχάουζεν».
Πέρασαν χρόνια και ο συγγραφέας πέθανε μέσα στον στροβιλισμό της ελ-
ληνικής κοινωνίας από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, αλλά δεν στα-
μάτησε, όπως όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς, να στέλνει τα μηνύματά του στα
χρόνια που ακολούθησαν. Έναν χρόνο μετά τον θάνατό του, το Κρατικό Θέ-
ατρο παρουσίασε Το μεγάλο μας τσίρκο για λόγους που όλοι καταλαβαίνουμε,
καθώς η ίδια η εποχή μας τους προδίδει. Πέρασαν χρόνια και ο Καμπανέλλης
είναι σαν να μην έφυγε ποτέ, ίσως και σαν να μη γέρασε ποτέ, σαν να είναι
ακόμη εδώ και να περπατά συχνά με το ήρεμο βήμα του στην πλατεία Βι-
κτωρίας, να πηγαίνει στις πρεμιέρες των έργων του, να σκαρώνει κείμενα και
σκηνοθεσίες. Αυτός ο διαβασμένος, σοφός άνθρωπος, ευτυχώς, δεν είχε απο-
λυτήριο γυμνασίου και δεν μπορούσε να φοιτήσει σε δραματική σχολή. Ευ-
τυχώς, δεν έγινε ηθοποιός και έγινε συγγραφέας. Ευτυχώς, τάραξε τον θεα-
τρικό λόγο της μεταπολεμικής Ελλάδας. Ευτυχώς, κατέθεσε στα πανεπιστήμια,
όπου έγινε επίτιμος διδάκτορας, αλλά και στην Ακαδημία Αθηνών, τη φωνή
του σκεπτόμενου ανθρώπου που έζησε την κόλαση και την κεφαλαιοποίησε
σε παράδεισο. Ευτυχώς, σήμερα ήρθε εδώ, μαζί μας, στα βράχια, πίσω από
τα γυάλινα παράθυρα, να συναντηθούμε όλοι μαζί στη φρίκη του Μαουτχά-
ουζεν, αλλά και στις φράσεις μιας άλλης λογοτεχνικής και ιστορικής μαρτυ-
ρίας από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Το Μαουτχάουζεν είναι η ζωή ενός ακόμη νέου μέσα στο στρατόπεδο της
φρίκης, όπου ο εφιάλτης έγινε τρόπος ζωής, κίνητρο επιβίωσης και ρουλέτα
για το αν θα υπήρχε μέλλον. Μόλις είκοσι ενός ετών, κλεισμένος στη φυλακή
της κτηνωδίας για δυόμισι χρόνια, έζησε την απελευθέρωση από τους Αμε-
ρικανούς, συμμετείχε στην καταγραφή και στην απόδοση στοιχείων στους
συμμάχους που παρέλαβαν επίσημα, πλέον, το στρατόπεδο, τον αποχωρισμό
των έγκλειστων που έπαιρναν τον δρόμο του γυρισμού, έναν κόσμο που κα-
νείς δεν θα ήθελε να θυμάται, αλλά, ίσως, και κανείς δεν θα μπορούσε να ξε-
χάσει στα χρόνια που ακολούθησαν.
[ 208 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Ο Καμπανέλλης έζησε την άμυνα της τρέλας και της φαντασίας, την οποία
εξομολογήθηκε απλά, γλυκά, με μια βαθιά ανθρώπινη φωνή που σε αφήνει
άφωνο. Είναι η θέρμη στο βλέμμα του που σε κάνει να αναρωτιέσαι πώς μπο-
ρεί, ενώ υπάρχει ρεαλισμός, να υπάρχει ταυτόχρονα ελπίδα, χαραμάδα φωτός
μέσα σε σκοτάδια φρικτά. Η «κρούστα της τρέλας», η απαγόρευση των απαν-
τήσεων, η φαντασίωση της εκτέλεσης στο απόσπασμα, η αποφυγή στη σκέψη
των βασανιστηρίων· όλα πνίγουν τη ζωή και, κατά περίεργο τρόπο, την απε-
λευθερώνουν μέσα στο μοναδικό πράγμα που απέμεινε: τη φαντασία.
Επί μήνες, όταν αναζητούσα το υλικό για να στήσω τις συγγραφικές ομάδες
της φετινής χρονιάς, το «Μαουτχάουζεν» ήταν το κείμενο που με φόρτιζε
λιγότερο, γιατί ένιωθα ότι είναι έτσι γραμμένο ώστε να αντέχεις πιο εύκολα
τη φρίκη του. Δεν ξέρω αν η αιτία αυτής της πιο «ευχάριστης» συγγραφικά
αφήγησης είναι η περισσότερο νεανική και λιγότερο ερμηνευτική ματιά του
συγγραφέα, ή το γεγονός ότι δεν γράφτηκε αμέσως μετά την απελευθέρωσή
του, αλλά μετά από μια απόσταση χρόνων. Μέσα μου ήθελα να πιστεύω ότι
το κείμενο είναι πιο φωτεινό από τα άλλα επειδή το έγραψε Έλληνας με
άρωμα Αιγαίου και κατάλευκου θαλασσινού αφρού από τη Νάξο, αλλά είμαι
σίγουρη ότι αυτό δεν ισχύει. Πρόκειται απλά για μια βολική κατασκευασμένη
σκέψη που δεν μπορεί να αποδειχθεί. Είναι μια από τις αυταπάτες που πλάθει
ο αναγνώστης καθώς παρασύρεται από εικόνες, φράσεις και στοχασμούς
μέσα σε κόσμους που γοητεύουν, έστω και αν είναι απωθητικοί. Αυτό είναι
άλλωστε και ένα αποκλειστικό προνόμιο της τέχνης, που μπορεί να συμβεί
τόσο με έναν πίνακα ζωγραφικής, όσο και με τη λογοτεχνία: είναι δυνατό να
δημιουργούν εικόνες που δεν μπορείς να αντέξεις εξαιτίας του απωθητικού
θέματος, αλλά σε γοητεύουν η ποιότητα και η αλήθεια τους. Εξάλλου, την
αθλιότητα, τη φρίκη, τον ξεπεσμό και τη βαρβαρότητα μόνο στην τέχνη μπο-
ρείς να τα αντέξεις και να τα ζήσεις ψύχραιμα. Η ζωή είναι ικανή να κάνει
την ψυχή σου κομμάτια. Η τέχνη είναι ικανή να κάνει την ψυχή σου πλου-
σιότερη. Η ζωή σε συντρίβει, ενώ η τέχνη σε γιατρεύει.
Το Μαουτχάουζεν είναι το τελευταίο κείμενο που θα διαβάσουμε με τη λο-
γοτεχνική μας συντροφιά. Κλείνουμε τη διαδρομή μας στη λογοτεχνική θε-
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 209 ]

ματική του ναζισμού με το ελληνικό βλέμμα, το δικό μας βλέμμα. Ο Καμπα-


νέλλης δεν είναι απλά ελληνικής καταγωγής, αλλά είναι ένας βαθιά δικός μας
άνθρωπος, που μίλησε σε ψυχές και προκάλεσε ίχνη, επί δεκαετίες. Κοιτάζω
τα παιδιά που έχουν μαζευτεί γύρω του, γοητευμένα από τις συνομιλίες σαν
ένας θίασος που καλαμπουρίζει στα παρασκήνια λίγο πριν την παράσταση.
Σε λίγο θα αρχίσουν να μιλούν για τη σκόπιμη απομάκρυνση από τη λογική
και το παιχνίδι με τον θάνατο. Παίρνουμε ήδη θέσεις γύρω από το ίδιο φι-
λόξενο στρογγυλό τραπέζι που σήμερα άντεξε το βάρος τόσης φρίκης στις
αφηγήσεις μας. Μια αόρατη αυλαία ανοίγει. Ξεκινάμε:
ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ
«Εδώ μέσα, για να γλυτώσεις, χρειάζεται μια κρούστα τρέλας γύρω στο
μυαλό… Πρέπει να φροντίσεις να τρελαθείς λιγάκι. Μην πάθεις ό,τι πάθαμε
εμείς όταν πρωτοήρθαμε… Σκεφτόμασταν συνέχεια το “γιατί;” Γιατί να με
ταΐζουν έτσι; Γιατί να με ορίζουν έτσι; Κατάλαβες; Αν σου ’χει κολλήσει αυτό
το “γιατί”, πιάσ’ το, καρύδωσέ το και ρίξ’ το στον καμπινέ, αλλιώς θα σε κα-
ρυδώσει αυτό!»
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ
Το να ζεις και να σκέφτεσαι με τη λογική μην τα θεωρήσεις δεδομένα ποτέ. Για να
επιβιώσεις, πρέπει να προσαρμόζεις το μυαλό σου ώστε να υπακούει στον «κόσμο»
που σε περιτριγυρίζει. Ο πόλεμος είναι από μόνος του ένας τρομακτικός και αμεί-
λικτος «κόσμος», που ποτέ δεν θα τον καταλάβεις. Η ανθρωπιά δεν έχει θέση σε
αυτό τον «κόσμο».
ΜΑΓΙΑ
Ακροβατώντας σε ένα νήμα αμφίβολης επιβίωσης, χαλύβδωσα τον εαυτό μου με
θάρρος και τυλίχτηκα σε ένα κουκούλι παραφροσύνης. Όλες οι μέρες και οι νύχτες
ίδιες. Είχα χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου και το φως στο τούνελ ήταν πια πολύ
θαμπό. Όταν βλέπεις την ασχήμια συνέχεια, μαθαίνεις να μη βλέπεις.
Και προπάντων δεν ρωτάς «γιατί». Αυτή είναι η πιο επικίνδυνη ερώ-
τηση, θα πυροδοτήσει συναισθήματα και δεν πρέπει να αισθάνεσαι, αν θες να συ-
νεχίσεις τη βδελυρή πορεία σου πάνω από το χώμα. Στον φεγγίτη του μυαλού σου,
[ 210 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

κρύψε καλά τον πόθο σου και πέτα το κλειδί κάπου ανάμεσα στις δαιδαλώδεις δια-
δρομές των νευρώνων σου, μην το ψάξεις, αν εκείνη η μέρα φτάσει, να είσαι σίγου-
ρος ότι θα ξέρεις πώς να το βρεις.
ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ
«Βρισκόμαστε στα χέρια παντοδύναμων τρελών…»
ΓΙΩΡΓΟΣ
Όταν η λογική και η πραγματικότητα διαψεύδει και ξεπερνά τα όριά της, ο άνθρω-
πος καλείται να αναπτύξει δικές του πανοπλίες. Θέλει χρόνο και προσπάθεια, για
να μάθεις να διακρίνεις τα νέα χρώματα του κόσμου που ανοίγεται μπροστά σου.
Ως ένας άλλος τεχνίτης της πρωτόγονης εποχής, ο άνθρωπος καλείται να επινοήσει
και να κατασκευάσει προσεκτικά όπλα που θα τον βοηθήσουν να μην παραδοθεί αμα-
χητί και να τιμήσει με τον φτωχικό τρόπο που μπορεί το ανθρώπινο μεγαλείο. Αυτά τα
όπλα πολλές φορές σκοτώνουν το γιατί και κάθε ιδεολογική και υπαρξιακή σπίθα που
κινδυνεύει να κάψει ολάκερη την ύπαρξή του. Αλλά μακάρι η λήθη κατά την κατασκευή
να μην είναι πλήρης. Κάποιες αξίες και ιδανικά ας χρησιμοποιήσει για υλικά.
Ας είναι όσο πιο μικρές οι εκπτώσεις.
Μην ξεχνάς να βάλεις μανδύα που να σε βοηθάει να αντεπεξέλθεις σε οποιονδήποτε
μηχανισμό, αλλά μη χρωματίζεις το σώμα σου και προπάντων μην μπει στο αίμα
σου η παραφροσύνη.
Η φράση του Γιώργου έμεινε στο μυαλό μου: «Ας είναι όσο πιο μικρές οι
εκπτώσεις». Θα μπορούσε να είναι ο τίτλος ενός βιβλίου, η ευχή για μια ολό-
κληρη εποχή, ο στόχος για τις επόμενες γενιές ή το όνειρο ενός πικραμένου
ανθρώπου…
ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ
«Οι Ες-Ες όλοι, μέχρι τον τελευταίο στρατιώτη, είναι παντοδύναμοι, τρελοί
και φονιάδες! Κι όλα όσα γίνονται μέσα στο στρατόπεδο είναι αφύσικα, πα-
ράφρονα, απίστευτα, τρομαχτικά…»
Και τότε η Σοφία μάς ταξίδεψε στην εποχή που κατασκευάστηκε το Μαουτ-
χάουζεν:
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 211 ]

ΣΟΦΙΑ
ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ: Η ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΗ ΤΟΥ ΕΙΔΩΛΟΥ
8 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1938
Αχ, Θεέ μου! Αλίμονο, είμαι εγώ ικανός
να προφέρω με τα μιαρά χείλη μου το όνομά σου;
Πρέπει να αλλάξω,
αλλιώς είμαι χαμένος.
Πρέπει να αλλάξω,
πρέπει να βγω από αυτά τα ψηλά τείχη.
Αίμα, αίμα παντού,
στο πάτωμα, στους τοίχους,
στα πόδια μου, στα χέρια μου, στο πρόσωπό μου.
Σάρκες καμένες, σάρκες στοιβαγμένες
από τα δικά μου δάχτυλα,
σαν να μη χορταίνουν οι θεοί
του αγκυλωτού σταυρού τις θυσίες!
Και πρέπει, εγώ, να προσφέρω
και άλλες ψυχές στον βωμό τους.
Σιχαίνομαι τον άνθρωπο…
Αποστρέφομαι το είδωλό μου που περιγράφεται θολό
σ’ ετούτον τον καθρέφτη.
Άνθρωπος: το πιο άγριο θηρίο.
Πρέπει να αλλάξω, μα ακόμα είμαι νέος.
Μίλα μου! Πες μου μια λέξη… Τι πρέπει να κάνω;

Έτσι ψέλλισε κάποιος ένα βράδυ και έτρεμε. Κι έκλαιγε σιωπηλά.


Ύστερα αποκοιμήθηκε.
Το επόμενο πρωί η λήθη σκέπασε τη μνήμη του,
και μετά από δύο χρόνια πέθανε.
Μα η προστατευτική κρούστα της τρέλας δεν παύει να είναι το ζητούμενο:
[ 212 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ
«Αν ξαφνικά ένα χέρι μ’ έπαιρνε από δω μέσα και μ’ άφηνε σ’ έναν δρόμο
στη Βαρκελώνη, στη Νέα Υόρκη, στη Στοκχόλμη κι άρχιζα να λέω για το Μα-
ουτχάουζεν, ξέρεις τι θα γινόταν; Θα με παίρνανε για τρελό, θα με κλείνανε
μέσα!... Ήρθες σε έναν “άλλο” κόσμο… Κατάλαβέ το! Άρχισε, λοιπόν, να
βάζεις την κρούστα γύρω στο μυαλό σου… Πρέπει να εναρμονιστείς… Δεν
είναι δύσκολο… Ο φόβος, η πείνα, οι πεθαμένοι θα σε βοηθήσουν».
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ
Άλογα όντα σε αντιμετωπίζουν ως ένα αντικείμενο, που μπορούν να
πετάξουν, να το κλείσουν σε θαλάμους και να το κάψουν. Αυτό που
πρέπει να κάνεις είναι να μπεις για λίγο στη δική τους παρανοϊκή
πραγματικότητα. Μόνο έτσι θα καταφέρεις να τους εξολοθρεύσεις.
Θα μπορέσεις να προστατέψεις τον εαυτό σου, βγάζοντάς τον από τη μάταιη προ-
σπάθεια να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα και αποτρόπαια που του συμβαίνουν.
ΤΟΝΙΑ
Η τρέλα πρέπει να γίνει 
περιτύλιγμα του μυαλού μας,
αλυσίδα που το σέρνει βουβό, 
χωρίς γνώμη.
Σκλαβώνεται άραγε ο νους του ανθρώπου;
Κερδίζει η κτηνωδία τη λογική;
Μα όταν μας σφάζουν οι αλήτες,
τότε μονάχα το νιώθω...
Καλύτερα τρελός παρά νεκρός απ' του εχθρού το χέρι. 
ΠΑΥΛΟΣ
Ιάκωβε, να σου ξομολογηθώ κάτι επιθυμώ… Ούτε δέκα μερόνυχτα δεν έχω σε
τούτο δω το κολαστήριο ξημερώσει και πάλι αιώνας ολάκερος φαντάζουν! Σαν να
αποφάσισε μονάχος του ο Χρόνος να στυλώσει και τα δυο του τα ποδάρια στο
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 213 ]

χώμα και να σταθεί ακούνητος. Δίκιο είχες που μου ’λεγες την τρέλα ν’ αγγίξω!
Στο εγχείρημα ετούτο με βοήθησε κατ’ αρχήν ο φόβος· τρέμω ως και τη σκιά μου.
Τρέμω στην ιδέα ότι ανήκει στα παράφρονα κτήνη. Ύστερα, έχω την πείνα· το στο-
μάχι μου διαμαρτύρεται εν αντιθέσει με μας που ν’ αντιμιλήσουμε ούτε που μας
περνά από τον νου! Και οι πεθαμένοι μάς συνηθίζουν στον άδικο θάνατο λίγο-λίγο
κάθε μέρα. Διερωτώμαι μάλιστα αν όντως έχουνε τίποτε να φθονήσουνε από εμάς
τους ζωντανούς.
Κι από το καταφύγιο της παράνοιας στον τρόμο για τα βασανιστήρια ή τον
θάνατο:
ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ
«Τρέχοντας πάλι πήραμε τον δρόμο του γυρισμού. Καμιά αμφιβολία για το
τι μας περίμενε. Ρίχναμε γρήγορες ματιές ο ένας στον άλλο. Αυτό το τρέξιμο
δεν έδινε καιρό για τίποτα. Από την άλλη μεριά ήταν και καλό, γιατί η προ-
σπάθεια τούτη δεν άφηνε περιθώριο για κλάματα και υστερίες… Όμως ο
τρόμος έτρεχε μαζί μας. Απέφευγα να σκέφτομαι πως θα μας βασανίσουν».
ΤΟΝΙΑ
Σκέψεις για τον φόβο

Ο κόσμος κλαίει, οι μάνες ουρλιάζουν


να σώσουν τα παιδιά τους...
Μα ποιος τους ακούει; 
Ο θάνατος κοντοζυγώνει,
οι καρδιές όλων χτυπούν μανιωδώς...
Ποιος θα γλυτώσει από δαύτους;
Κανείς δεν γλυτώνει...
Ο φόβος απλώθηκε παντού...
Μα τι σημασία έχει;
Η εκτέλεση θα γίνει.
[ 214 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ
«Αποχαιρέτησα του γονιούς μου και τ’ αδέρφια μου, και πήγα κατευθείαν
στην εκτέλεση… Εκτέλεση με όπλα… Απόσπασμα ολόκληρο… Δεν θα δεί-
λιαζα. Γιατί να δειλιάσω, αφού έτσι κι αλλιώς σε λίγο θα τελειώνανε όλα;»
ΜΑΓΙΑ
Κι ο φόβος μια λέξη είναι. Μα αυτή η λέξη σκοτείνιασε την ανθρωπότητα όλη. Και
το τέλος μια λέξη είναι. Μα σαν σκέψη κανείς δεν τη φέρνει στον νου. Κι αν κάποιος
τα σκεφτεί και τα δύο σε μια πρόταση, ταξίδι και προορισμός γίνονται ένα. Και δεν
ξέρεις πια αν αυτό που βιώνεις είναι συναίσθημα, κατάσταση ή αν εν τέλει αξίζει να
είσαι ζωντανός για να τα σκέφτεσαι αυτά. Λένε ότι η σκέψη δεν σκότωσε ποτέ κα-
νέναν, οι πράξεις είναι που σκοτώνουν, μα ξεχάσανε… Και αυτή η λήθη είναι που
θα φέρει ξανά το σκοτάδι.
ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ
«Δεν θα ’κλεινα τα μάτια. Θα κοίταζα ίσια μπροστά, με το κεφάλι ψηλά, ως
την τελευταία στιγμή… Πυρ!... Ο επικεφαλής και οι στρατιώτες του αποσπά-
σματος, πριν φύγουν, θα περάσουν να κοιτάξουν μια στιγμή το πτώμα μου…
“Τι θάρρος”, θα σκέφτονταν όλοι….»
ΣΟΦΙΑ
Σε ετούτο το κολαστήριο,
σε ετούτο το κρεβάτι του Προκρούστη,
ο θάνατος φορά το πρόσωπο της λύτρωσης.
Η ανυπομονησία αναστατώνει την ψυχή μου,
απορημένος για την τρέλα που με ταλανίζει.
Μα, εγώ, υπέρμαχος της ζωής να επιζητώ τον θάνατο;
Μα, εγώ, δειλός απέναντι στον επικείμενο βιολογικό
θάνατο να στέκω αγέρωχος απέναντι στον φονιά μου;
Τι είναι άνθρωπος, φίλε μου; Σιγομουρμουρίζω.
Νερό και χώμα.
Γενναίος δεν είναι αυτός που στέκει
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 215 ]

ατάραχος μπροστά στον θάνατο,


Γενναίος είναι αυτός που τον επιλέγει
όταν δεν υπάρχει άλλη λύτρωση.
ΠΑΥΛΟΣ
Στο εκτελεστικό απόσπασμα στέκομαι
Στο ενδεχόμενο του θανάτου δεν αντιστέκομαι

Αλεξίφοβο δίχως δεύτερη σκέψη φορώ


Τον Χάρο να με πλησιάζει γοργά θωρώ

Δεκάδες κάννες υψωμένες


Απειλητικά προς εμένα στραμμένες

Τα μάτια μου ορθάνοιχτα


Αναμένοντας του βίου τα μεσάνυχτα
Εξερευνούν των μικρών μου θεών τις φυσιογνωμίες
Συμμέτοχοι σε κατά της ανθρωπότητας παρανομίες

Πυρ – και μανία!

ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ
« …Τρελό δεν είναι να φαντάζεσαι την εκτέλεσή σου; Και εξωραϊσμένη; Μεγάλο
χάρισμα η φαντασία, δώρο Θεού! Μήπως είναι κι αυτό η “κρούστα τρέλας;”»
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ
Πράγματι, το κάνουμε πολλές φορές στη ζωή μας. Δημιουργούμε με τη φαντασία
μας την εικόνα μιας κατάστασης που θα συμβεί, ίσως λίγο πιο όμορφη από ό,τι θα
είναι στην πραγματικότητα. Πλάθουμε με το μυαλό μας, με αυτό το πολυμήχανο ερ-
γαλείο που μας δόθηκε αφιλοκερδώς, μια στιγμή από το μέλλον, που ξέρουμε ότι
[ 216 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

θα ζήσουμε ή θέλουμε να ζήσουμε. Ή ίσως να μη θέλουμε να τη βιώσουμε, αλλά


τουλάχιστον με λίγη φαντασία μπορούμε να προετοιμάσουμε τον εαυτό μας, να
δούμε πώς θα αντιδράσουμε ή μάλλον πώς θέλουμε να αντιδράσουμε, όταν έρθει
εκείνη η στιγμή.
Η γλύκα της φαντασίας όμως δεν κρατάει για πολύ.
Έρχεται η πραγματικότητα και σε προσγειώνει τόσο απότομα, που συνειδητοποιείς
ότι ίσως είναι άτιμο αυτό το παιχνίδι, που λέγεται φαντασία…
ΓΙΩΡΓΟΣ
Η αναμονή του θανάτου μπορεί να είναι μία από τις πιο
δημιουργικές φάσεις ενός ατόμου.
Λέω δημιουργική, διότι το άτομο εφευρίσκει πραγματικά πρωτότυπες αποχρώσεις
των μηχανισμών άμυνας που διαθέτει, ώστε να εξιδανικεύσει και να εκλογικεύσει
αυτό το αρχέγονο νομοτελειακό μυστήριο. 
Ο δεύτερος πυλώνας της δημιουργικής αυτής ορμής ενός υποψήφιου θανόντος αφορά
την εύρεση ενός ηρωικού τρόπου να αφήσει το τελευταίο ίχνος ζωής του. Είναι η τε-
λευταία επιλογή που εξαρτάται από αυτόν και κανείς δεν μπορεί να του τη στερήσει.
Η ελευθερία λοιπόν, στο πλαίσιο της απόλυτης καταπίεσης των
στρατοπέδων συγκέντρωσης, έγκειται στον εσωτερικό κόσμο του
καθενός. Ξεκινάει και τελειώνει στο μέσα.
Κάθε άτομο επιζητεί σαν βιοτική ανάγκη να μείνει αξιομνημόνευτο. Η δόξα που
πολλές φορές εκφράζεται μέσα από την παλικαριά και το θάρρος είναι το ζητούμενο.
Ακόμα και η μη αναζήτηση δόξας και η ταπεινή και σιγανή κάθοδος στον Άδη είναι
μία επιλογή που συνδέεται με κάποια δόξα.
ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ
«Έχει μπει ο Απρίλης. Τα χιόνια έχουν λιώσει. Οι κρατούμενοι δεν πεθαίνουν
πια απ’ το κρύο, μόνο από πείνα, αρρώστιες και ομαδικές εκτελέσεις».
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 217 ]

ΓΙΩΡΓΟΣ
H άνοιξη δηλώνει τη βεβαιότητα της εναλλαγής στον δυαδικό κόσμο που ζούμε.
Φως και σκοτάδι, μέρα και νύχτα, καλό και κακό. Αυτή η νομοτελειακή αλλαγή έχει
ως στόχο τη διατήρηση της ισορροπίας. Και όμως, οι κρατούμενοι στα στρατόπεδα
συγκέντρωσης παρά την ηλιαχτίδα της φύσης έχουν αρχίσει να αναρωτιούνται αν
η νομοτελειακή αλλαγή ανάμεσα στο κακό και το καλό, στο ηθικό και το ανήθικο
θα υπάρξει ποτέ. Αν η άνοιξη μπορεί να λιώσει πάγους που υπάρχουν στο είναι
των βασανιστών. Αν η αλλοτριωμένη και μεταπτωτική ανθρώπινη φύση μπορεί να
νικηθεί και να επέλθει η τάξη από το χάος. Αν μπορεί να νικήσει η ανώτερη πνευ-
ματική έκφανση του ανθρώπινου γένους, όπως μπορεί η άνοιξη να νικήσει το ψύχος
του χειμώνα.
ΤΟΝΙΑ
Φτώχεια, πείνα, εξαθλίωση 
μα εμείς ακόμα όρθιοι να τα βλέπουμε...
Ο ένας πίσω από τον άλλο
περιμένουμε την εκτέλεσή μας.
Ένας θάνατος αργός 
είναι η άνοιξη.
Τα λουλούδια όλα ανθίζουν
και εμείς περιμένουμε απλά τον ΘΑΝΑΤΟ. 
ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ
«Δύο και τρεις φορές την ημέρα ο ουρανός τρίζει από τα αμερικάνικα αερο-
πλάνα που περνάνε και πάνε δυτικά».
ΜΑΓΙΑ
Λένε ότι η μοίρα σου είναι γραμμένη, μα η Άνοιξη σου δημιουργεί ψευδαισθήσεις.
Κι έτσι όπως κλωθογυρίζεις στον ανηλεή κύκλο της ζωής, χάνεσαι. Σου ’λαχε να
είσαι εδώ. Aν και ξέρεις ότι τα ψαλίδια παραμονεύουν, αυτή η Άνοιξη με τη μεθυ-
στική της μυρωδιά σε αποπροσανατολίζει. Σε κάνει να συλλογιέσαι και σε κάνει να
χάνεσαι. Μόνο που αυτή η απώλεια ξέρει τον πόνο κάπως να απαλύνει.
[ 218 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ
«Τις νύχτες διακρίνουμε μακριά πόλεις που καίγονται. Στις παράγκες του
νοσοκομείου τα μισά κρεβάτια είναι άδεια. Οι δρόμοι δεν χωράνε πια τα
αποκαΐδια του κρεματόριου και τα ρίχνουν πέρα στο όμορφο δάσος. Περι-
μένουμε τη σειρά μας».
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ
Η Άνοιξη φέρνει μαζί της χρώματα, τη δροσιά του καλοκαιριού που έρχεται, χαρά
ακόμη και μέσα στη στενοχώρια. Οι μαύρες σκέψεις φωτίζονται από το φως του
ήλιου και στην ατμόσφαιρα επικρατεί μια γαλήνια ηρεμία και μια ανεξήγητη αισιο-
δοξία. Σαν ρίξεις όμως το βλέμμα σου παραπέρα, θα δεις τα απομεινάρια κάποιων
ψυχών που δεν πρόλαβαν να αντικρίσουν την ομορφιά μιας ακόμη Άνοιξης. Ενώ
εσύ χαμογελάς αντικρίζοντας τον ήλιο και ευλογείς την ημέρα που ξημέρωσε και
είσαι ακόμη ζωντανός, οι αόρατοι, από τότε που έφυγαν, «στέκονται» δίπλα σου,
για να σου θυμίζουν ότι η ζωή τη στιγμή που σου φέρνει χαρές, την ίδια στιγμή
μπορεί να προκαλέσει μεγάλη θλίψη. Άνθρωποι έρχονται και φεύγουν, όμως η ζωή
δεν σταματάει ποτέ, ούτε για λίγες ώρες, προκειμένου να πενθήσεις την απώλεια
ενός αγαπημένου σου προσώπου. Προχωράει συνεχώς και απαιτεί από εσένα να
κάνεις το ίδιο.
ΠΑΥΛΟΣ
Το δάσος
Ένα πελώριο σταχτοδοχείο
πτωμάτων

Μα οι άνθρωποι
Απέχουν από τους Φοίνικες
μια αναγέννηση
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 219 ]

Οι Μοίρες τούς λυπήθηκαν


Και φρόντισαν για τα λουλούδια
του κοιμητηρίου.
Στον τελευταίο στίχο του Παύλου κοιταχτήκαμε όλοι βουβοί. Πόσο παρά-
ταιρο να μιλά ο Παύλος για νεκρούς κοιμητηρίου και για λουλούδια που εξα-
σφαλίζουν μια αιωνιότητα και μια απεχθή, απαραίτητη μνήμη πάνω στις στά-
χτες των νεκρών… Λες και πράγματι άνοιξε την πόρτα του κρεματόριου κι
έτρεξε έντρομος στο δάσος όπου η στάχτη είχε ήδη σχηματίσει ένα παχύ
χαλί, ενώ τα πόδια του βούλιαζαν στη σκόνη της σάρκας…

Το κείμενο «Μια φωνή από το Μαουτχάουζεν – Μέρος Πρώτο» γρά-


φτηκε από μια ομάδα της λογοτεχνικής μας συντροφιάς που αποτελείται
από τους: Μάγια Βαρδακώστα, Σοφία Γιαπαντζαλή, Παύλο Γκού-
λελη, Τόνια Μαλογιάννη, Κωνσταντίνα Μοσχοπούλου και Γιώργο
Σιούτζο.
Η επιλογή - επεξεργασία και η δημιουργική σύνθεση των κειμένων,
καθώς και ο συντονισμός της ομάδας, έγιναν από τη συγγραφέα Δήμη-
τρα Νούση.
[ 220 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Μια φωνή από το Μαουτχάουζεν Μέρος Δεύτερο

Διάλογος με τον συγγραφέα Ιάκωβο Καμπανέλλη


από το Μαουτχάουζεν στα βράχια του Βύρωνα

Δεν φεύγουμε. Είμαστε εδώ και φτιάξαμε το καταφύγιο των επικίνδυνων φωνών
του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου

Το σύνθημά μας είναι:


Παίρνουμε την ψυχή μας και διαβάζουμε
Υψώνουμε τη φωνή μας και απαντάμε!

Μια παρέα αποφασίζει να μιλήσει με τον Ιάκωβο Καμπανέλλη:

«ξέμεινα εκεί, σαν στάχυ που γλύτωσε τον θερισμό»


[Γιάννης Αθανασίου]

«Πώς θα μεγαλώσουν καινούργια κλαδιά αν δεν τιμωρηθούν εκείνοι που τα κόβουν;»


Οι ποιητές των συμφορών μπροστά μας στάθηκαν κι έμοιαζαν τόσο μικροί!
Μα οι ομοβροντίες του θανάτου σε τόπους παγερούς θα αντηχούν-
δικάστηκε η λησμονιά τη θέληση να συναντά σαν έρμαιο των λαθών της»…
«Μα ο άνθρωπος πάντα θα συνεχίζει να ελπίζει στο αύριο.
Η δροσερή της νιότης πνοή ζητάει δικαιοσύνη. Να κλείσουν οι πληγές μας!»
«Μα, πώς θα μεγαλώσουν καινούργια κλαδιά αν δεν τιμωρηθούν εκείνοι που τα κόβουν;»
«Θυμήσου την Αντιγόνη. Μόνη της τα έβαλε με τον Κρέοντα. Η Ισμήνη, όμως, προτίμησε
τη σιωπή, κι ας ήξερε το σωστό»… «Ο φόβος είναι η δύναμη που κάνει τον άνθρωπο να
ανέχεται τα πάντα»… Κι αν κάποτε βρεις κάποιον που σου πει τάχα ότι δεν ήξερε, μια
φράση μόνο αρκεί: «Η άγνοια σε βόλευε!»

[Θεοδώρα Τσακιρίδη]
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 221 ]

«Όταν το βλέμμα γυρνάει αλλού,


όταν η σιωπή νικά τον Λόγο,
η αδιαφορία ταυτίζεται με τη συνενοχή».
«Σκέψου να μην ξέρεις
Τίποτα…
να μη χρειάζεται να σκεφτείς
να κοιμάσαι δίχως όνειρα.
Σκέψου να ξυπνήσεις!»
[Νάντια Βούκατζη]
«Εκεί που καθόμουνα προχτές,
κάθεται τώρα ο Φρανς.
Τον τοίχο και την πόρτα μελετά
και σκέφτεται το φως του κίτρινού του άστρου.
Μεθαύριο η μάνα του θα γυρνά και θα τον ψάχνει
κανείς δεν θα τον έχει δει»
[Βαλεριάνα - Ζωή Κοψιδά]

«Ο άνθρωπος λευτερώθηκε, η κοινωνία μας όχι. Μα τι τα θες, μια νύχτα


θα 'ρθει και για όλους μας να ανασάνουμε τη δροσιά του γιασεμιού»

[Γιώργος Σαβοϊδάκης]

Θεοδώρα, Νάντια, Γιάννη, Βαλεριάνα, Γιώργο,


ο Ιάκωβος Καμπανέλλης μας περιμένει.
Είναι ήδη δίπλα μας, πίσω από τα γυάλινα τείχη.
[ 222 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

ΙV. ΜΙΑ ΦΩΝH ΑΠΟ ΤΟ ΜAΟΥΤΧΑΟΥΖΕΝ


[Μέρος Δεύτερο]

Η στιγμή της απελευθέρωσης ήρθε. Ο σωτήρας - αμερικάνικο τανκ μπήκε


στο στρατόπεδο και σήμανε την αρχή για έναν άλλο κόσμο. Ο άνθρωπος
και η ψυχή του βλέμμα με μιας. Αδύναμος από την πείνα προσπάθησε να
γίνει ικανός γι’ αυτό που ακολούθησε. Τίποτε δεν υπήρξε πιο αξιαγάπητο
από εκείνο το τανκ στην αυλή του στρατοπέδου. Ο συγγραφέας συνεχίζει
να απολαμβάνει τη συζήτηση με τα παιδιά της ομάδας κι εγώ κάνω πως
διαβάζω σημειώσεις, για να τους δώσω λίγο χρόνο, να επικοινωνήσουν κα-
λύτερα. Λίγα λεπτά, λίγα χαμόγελα, λίγες κουβέντες παραπάνω μετά από
τόσες συναντήσεις στις σελίδες όλους τους τελευταίους μήνες.
Τίποτα δεν είναι πιο φυσιολογικό από την εξέλιξη της υπόθεσης μετά την
είσοδο του αμερικάνικου τανκ στο Μαουτχάουζεν. Με εξαίρεση τη διάσωση
του αρχείου κρατουμένων από τους ίδιους τους κρατούμενους, η οποία απο-
τελεί ένα κορυφαίο χρέος απέναντι στην ιστορία, αλλά και μια άκρως λογική
ενέργεια, όλα όσα ακολουθούν είναι ένα ξέσπασμα συναισθήματος ανθρώ-
πινου και κατανοητού στον καθένα. Πώς να μην αγκαλιάσεις αυτό το υπέροχο
δημιούργημα που λέγεται ερπυστριοφόρο; Πώς να μη νιώσεις ευγνωμοσύνη
για τους σωτήρες σου, πώς να μη διψάς για την τιμωρία των δημίων, πώς να
ξεκολλήσεις τα μάτια σου από τα κλειδωμένα κελιά του στρατοπέδου, όταν
γνωρίζεις πως εκεί βρίσκονται φυλακισμένοι οι εγκληματίες που έβλεπες
τόσον καιρό, χρόνια, να αναδεικνύουν τη βαρβαρότητα σε κανονικότητα,
αυτοί που σε ώθησαν στην τρέλα για να αντέξεις; Κρατούμενοι οι φρουροί;
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 223 ]

Πώς να πειστείς; Κρατούμενοι οι δήμιοι; Πώς να πιστέψεις; Κι όλα αυτά μετά


τη γιορτινή υποδοχή του αμερικάνικου τανκ…
Δεν είναι εύκολο να φύγουν οι εφιάλτες. Δεν κοιμάσαι εύκολα όταν ο φόβος
είναι ακόμη εκεί. Το τανκ μπορεί να κλείδωσε τους δήμιους στα κελιά, αλλά
δεν έδιωξε τον φόβο από τις ψυχές. Είναι εκεί ο φόβος και πάνω από όλα,
υπάρχει ανίκητη η ενοχή της σιωπής, όσο κι αν κάποιοι επιθυμούν να πείσουν
πως η σιωπή ενός λαού ήταν απόδειξη άγνοιας. Η αμηχανία είναι φυσιολο-
γική, αλλά όχι πειστική. Το άλλοθι της σιωπής δεν είναι ακλόνητο. Ο Γερμανός
κρατούμενος του Μαουτχάουζεν, Σνάιντερ, βρέθηκε διευθυντής των φυλα-
κών, με απόφαση των Αμερικανών, για να παραδώσει τα στοιχεία του στρα-
τοπέδου στη δικαιοσύνη. Αντικρίζοντας ο ίδιος τον χάρτη της Γερμανίας, κα-
ταδικάζει στην ενοχή της ανοχής, ή και της συναίνεσης, έναν ολόκληρο λαό
που σιωπούσε, όπως όλοι οι φοβισμένοι αδρανείς αλλά και δράστες στην
ιστορία, όπως η Ισμήνη σε αντίθεση με την Αντιγόνη απέναντι στον Κρέοντα.
Και τότε ο εφιάλτης στον ύπνο έρχεται, παρόλη την ορμή του Σνάιντερ να
δράσουν και να γίνουν οι πρώην κρατούμενοι κλειδοκράτορες των κελιών
που έχουν γεμίσει από νέους κρατούμενους. Ο φόβος και η ψυχή δεν συν-
τονίζονται με τη νέα πραγματικότητα. Οι ήχοι στο πρωινό προσκλητήριο του
Μαουτχάουζεν ακούγονται ακόμη κατά τη διάρκεια της νύχτας και ξυπνούν
τον συγγραφέα.
Κοιτάζω τον Ιάκωβο Καμπανέλλη και απολαμβάνω τη γλυκύτητα των στιγ-
μών με τα παιδιά, με τα αυθόρμητα χαμόγελα στα πρόσωπα, με την ήρεμη
φωνή που θα ακουστεί σε λίγο τη στιγμή της ανάγνωσης. Είναι ο μακροβιό-
τερος όλων των συγγραφέων που επιλέξαμε. Η Άννα Φρανκ πλήρωσε την
καταγωγή της με μια χαμένη εφηβεία και μια νιότη που δεν άγγιξε, μια ζωή
που δεν πρόλαβε να δώσει και να πάρει, μια άδικη υστεροφημία από ένα
ημερολόγιο ασφυξίας. Ο Χανς Φάλλαντα, που ερμήνευσε με τόση οξυδέρκεια
τον γερμανικό λαό, έζησε μια μισή ζωή μέσα στην εξάρτηση από μορφίνη
και αλκοόλ, που δεν ξεπέρασε τα πενήντα τέσσερα χρόνια. Δεν είδε ο Χανς
τους συμπατριώτες του να μεγαλουργούν στη δεκαετία του πενήντα, να κά-
νουν θαύματα, να παράγουν, να ενώνονται και να γίνονται ηγετική δύναμη
[ 224 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

στην Ευρώπη. Ο Πρίμο Λέβι δεν έζησε όσο του έταξε η ζωή, αλλά επέλεξε
τον θάνατο, ή επέλεξε ο ίδιος έναν θάνατο ανάμεσα σε αυτούς που είχε ήδη
ζήσει. Η αυτοκτονία του Λέβι στα εξήντα οκτώ του είναι ένα «γιατί» που μας
γεμίζει με απαντήσεις γεννημένες από υποθέσεις, φαντασία, αντιλήψεις, αλλά
μακριά από την αλήθεια. Τελικά, σε αυτό το μικρό σύνολο αναγνωσμάτων
που επιλέξαμε ο Έλληνας συγγραφέας είναι ο μακροβιότερος, ο πιο αισιό-
δοξος, ο πιο δημιουργικός, ο πιο χαμογελαστός, ο πιο γεμάτος από ζωή και
ζωές ηρώων που έπλασε και έζησε μαζί τους για πολλές δεκαετίες, ο πιο κα-
τανοητός σε εμάς, όπως είναι φυσικό, ο πιο αυθόρμητος, καθώς περιγράφει
την έξαψη με την οποία οι κρατούμενοι αγκάλιασαν το τανκ, αλλά και με την
οποία έστρεφαν το βλέμμα στα κλειδωμένα κελιά με τους ναζί, σιωπηλούς
και απομονωμένους κρατούμενους. Ο Έλληνας έγκλειστος και συγγραφέας
του Μάουτχάουζεν είναι αυτός που έζησε το γερμανικό θαύμα και αντίκρισε
τη νέα γερμανική θέση στην Ευρώπη του εικοστού πρώτου αιώνα.
Έχουμε πάρει ήδη τις θέσεις μας. Ο ήλιος του Αυγούστου χτυπά ακόμη τα
γυάλινα μάτια της αίθουσας χωρίς λύπηση. Ξεκινάμε:
ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ
«Στις 5 του Μάη, λίγο πριν απ’ το μεσημέρι, ένα θεόρατο αμερικάνικο τανκ,
καπνισμένο και σημαδεμένο απ’ τον πόλεμο, γκρέμισε την πύλη του Μαουτ-
χάουζεν και μπήκε στον περίβολο. Κι αυτό το θεόσταλτο άρμα της ελευθερίας
ήταν, λέει, ένα από τα αμέτρητα κι ακατανίκητα της ενδεκάτης ταξιαρχίας αρ-
μάτων της αμερικανικής στρατιάς… Οι πολεμιστές μάς κοίταζαν σαστισμένοι,
περήφανοι, περίλυποι… Καλά που κάνανε και μείνανε εκεί ψηλά στη ράχη
του τανκ. Γλυτώσανε από τόσες μάχες. Από τη χαρά μας δεν θα γλυτώνανε.
Ουρλιάζαμε, ξεσκίζαμε τα ρούχα μας, ταρακουνιόμαστε σαν δαιμονισμένοι…
Πολλοί πέφτανε πάνω και φιλούσανε τα καπνισμένα σιδερικά, κι άλλοι χτυ-
πούσανε πάνω τα κεφάλια τους και κλαίγανε»…
«… οι παλιοί στο γραφείο… κι εγώ αποφασίσαμε να κλέψουμε μια στοίβα
ολόκληρη βιβλία του “αρχείου” που δεν είχαν ακόμη ριχτεί στη φωτιά… Τα
βιβλία σώθηκαν και παραδόθηκαν στον Αμερικάνο διοικητή. Από μια πρώτη
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 225 ]

καταμέτρηση, είδαμε πως στο Μαουτχάουζεν είχαν εξοντωθεί κοντά 240.000


κρατούμενοι. Όσοι γλυτώσαμε ήμασταν περίπου 30.000. Ένας στους εννιά».
Η τύχη του καθενός από μας ήταν κυκλωμένη από οχτώ θανάτους».
ΘΕΟΔΩΡΑ
Νομίζω ότι μπορώ να φανταστώ τι σκέφτεσαι. Θα λες: «Η ζωή βασανισμένη παίρνει
τον δρόμο της ανηφόρας. Και οι συνάνθρωποι πού χάθηκαν; Γιατί αυτοί και όχι
εγώ; Ποια μοίρα όρισε ποιος πρέπει να σωθεί; Δεν είναι άδικη ετούτη η μοίρα; Δεν
είναι άδικο παιδάκια να βρίσκονται ανάμεσα στους νεκρούς, που δεν θα ξαναδούν
το φως του ήλιου; Και μετά πρέπει να χαρείς; Με ρωτήσανε αν μπορώ να είμαι ευ-
τυχισμένος κυκλωμένος από τόσο θάνατο; Ο θάνατος σε κάθε βήμα, σε κάθε ανα-
πνοή, μας κυνηγούσε δυο χρόνια τώρα. Μα, νιώθω χαρά. Αλήθεια, δεν μπορώ να
το κρύψω, όσο κι αν προσπαθώ. Κι έτσι νιώθω μια ντροπιασμένη χαρά που ξεπηδά
μέσα από τον πόνο και τα αίματα. Γιατί αυτή η μοίρα όρισε να είμαι εγώ αυτός που
θα διαδώσει την άλλη μας πλευρά, το φρικιαστικό πρόσωπο της ανθρώπινης φύσης.
ΝΑΝΤΙΑ
Τρεις θάνατοι:

Λιμός·
Δεν ενέδωσα στην κατάρρευση της πείνας
σώθηκα μ’ αποφάγια κι ίσως νερό.
Λοιμός·
Δεν μ’ οδήγησε η ασθένεια στον θάνατο
γιατί τάφο δεν θα είχα.
Λαιμός·
Δεν πάγωσε ποτέ στις εκτελέσεις,
ήμουν ο ένας στους 9 που πρόλαβε να ζήσει.
Κι όμως, από εκεί έφυγα ήδη Νεκρός.
[ 226 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

ΓΙΑΝΝΗΣ
Στάχυα

Δεν μπορεί να κόψει το χαρτί. Παίζει χωρίς σκοπό, χωρίς στρατηγική. Κάθε φορά
που χάνει, κρεμάει το πρόσωπό του, νομίζεις ότι του βγαίνει η ψυχή. «Δεν είναι
τύχη, θέλει τακτική το πράγμα», του λένε και αυτός καγχάζει θυμωμένος. Μουρ-
μουράει και μηρυκάζει λόγια για το στρατόπεδο. «Ένα σώμα, καλοταϊσμένο, αρω-
ματισμένο, φορτωμένο ιδιότητες, σαν παραγεμισμένο σακί, άμα μπολιαστεί μέσα
στη στάχτη των άλλων σωμάτων, τότε μεταμορφώνεται· και η πεταλούδα δεν ξανα-
γυρνάει στο κουκούλι της. «Πάνε αυτά, τελείωσαν», λένε. «Εγώ δεν άλλαξα τόπο,
ξέμεινα εκεί, σαν στάχυ που γλύτωσε τον θερισμό».
Και όταν καμιά φορά κερδίζει, το στόμα του γίνεται στόμα ζώου πεινασμένου, χτυ-
πάει τα χέρια του στο τραπέζι, ουρλιάζει, αγκαλιάζει τους πάντες και τα μάτια του
γίνονται γυαλί.
ΒΑΛΕΡΙΑΝΑ
Κάντε άκρη για τους ζωντανούς που
προχωρούν,
χειροκροτήστε τους καλά,
και τους φρουρούς τους φυσικά·
οχτώ έχει ο καθένας,
και τον κυκλώνουν και δεν μιλούν,
μονάχα που κοιτάζουν,
και περιφέρονται γύρω απ’ τον κάθε τυχερό,
ορατοί μόνο σε αυτόν,
τον ύπνο του ταράζουν.
ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ
«Βρήκα καρφιτσωμένο στο μαξιλάρι μου ένα σημείωμα από τον Σνάιντερ.
“Ό,τι ώρα και να γυρίσεις έλα στις φυλακές να με δεις. Θα πιούμε ουίσκι,
εκεί που άλλοτε πέθαιναν για δυο σταγόνες νερό”.
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 227 ]

Η επιτροπή κι οι Αμερικάνοι είχαν αναθέσει στον Σνάιντερ τη διεύθυνση


των φυλακών…
Πρώτη φορά έμπαινα δω μέσα. Κοίταζα τη σειρά τις κλειδωμένες πόρτες.
Τι ησυχία! Απίστευτο πως πίσω από καθεμιά μπορούσε να ’ναι φυλακισμένος
ένας Ες-Ες όπως ο Τσόλλερ, ο Τρουμ, ο Φασσλ. Απίστευτο ότι μπορούσε
τώρα να τους χωράει ένα κελί… Και τι τρομαχτική ησυχία!»
ΝΑΝΤΙΑ
Μνήμη

Τα ουρλιαχτά αντηχούν ακόμη


τα κάγκελα κρατούν την αφή των Θυμάτων
το πάτωμα γεμάτο δάκρυα όσων χάθηκαν εκεί.
Κι ο Ίδιος τους ο θύτης
καταδικασμένος να βρίσκεται σ’ αυτό το Ίδιο κελί:
Το μολύνει μονάχα υπάρχοντας.
ΓΙΑΝΝΗΣ
Περιφερόμουν στον διάδρομο έξω απ’ τα κελιά, σαν φυλακισμένος. Οι Αμερικανοί
γελούσαν. Με άφηναν να πλησιάζω τις ατσάλινες πόρτες και να χτυπιέμαι πάνω
τους. Δεν μου έφτανε αυτό, δεν μπορούσα να ξεδιψάσω. Τους ζητούσα ένα κλειδί,
το πιο οδοντωτό, και έξυνα με τη μύτη του την πόρτα, για να βγάλει το μέταλλο,
καθώς συναντούσε το μέταλλο, αυτόν τον τσιριχτό ήχο που θυμίζει θάνατο. Ταρά-
ζονταν και εκείνοι, δεν με άφηναν να το κάνω όσο συχνά θα ήθελα. Τότε χτυπούσα
πιο δυνατά την πόρτα και ψιθύριζα στα γερμανικά με απόκοσμη φωνή σκόρπιες
απειλητικές λέξεις: Strafe, Rache. (τιμωρία, εκδίκηση)
Κάποια μέρα ένας στρατιώτης φώναξε πίσω από την πλάτη μου, «The clown». Ένας
συνάδελφός του τον υποχρέωσε να μου ζητήσει συγγνώμη. Αυτό με εξόργισε ακόμα
περισσότερο, ένιωσα ότι ήμουν για λύπηση, λιπόσαρκος και κατάχλομος, ένας κλό-
ουν-σκιά. Ωστόσο πιστεύω ότι το θέατρο, η μεταμόρφωση σε γελοιογραφία Ερινύας,
με κράτησε στα λογικά μου. Μια φάρσα, σαν πόνος που σε αρπάζει απ’ το στήθος.
[ 228 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

ΒΑΛΕΡΙΑΝΑ
Εκεί που καθόμουνα προχτές,
κάθεται τώρα ο Φρανς.
Τον τοίχο και την πόρτα μελετά
και σκέφτεται το φως του κίτρινού του άστρου.
Μεθαύριο η μάνα του θα γυρνά και θα τον ψάχνει
κανείς δεν θα τον έχει δει
παρέα θα κάνει σ’ όλους τους
αριθμούς
που με μανία προσέθετε.
Άραγε να τους θυμάται όλους;
ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ
«Κάθισε… Έχεις πιει ποτέ απ’ αυτό; Ναι, αλλά θα το έχεις ακουστά, είναι
ουίσκι. Τι βλάκες που είναι οι Γερμανοί! Πίστεψαν έναν παράφρονα που φώ-
ναζε “δεν θέλουμε βούτυρο, θέλουμε κανόνια”. Οι Άγγλοι και οι Αμερικάνοι
δεν θα πιστεύανε ποτέ εκείνον που θα τους έλεγε “δεν θέλουμε ουίσκι θέ-
λουμε κανόνια”. Να γιατί οι Γερμανοί χάνουν πάντα τον πόλεμο. Κάθε φορά
παύουν να πιστεύουν στο βούτυρο και πιστεύουν στα κανόνια... Ο ταγματάρ-
χης Ζάιμπελ μου ζήτησε να αναλάβω τη διεύθυνση των φυλακών και να βοη-
θήσω τους Αμερικάνους της στρατιωτικής δικαιοσύνης στη σύνταξη των κα-
ταθέσεων. Ήμουν έτοιμος να φύγω μεθαύριο. Αλλά με χαρά μου θα μείνω
γι’ αυτήν τη δουλειά. Θα γυρίσω πιο ήσυχος σπίτι μου, άμα ξέρω πως δεν
πρόκειται να γλυτώσει κανείς από αυτούς…»
ΘΕΟΔΩΡΑ
Πώς θα μεγαλώσουν καινούργια κλαδιά αν δεν τιμωρηθούν εκείνοι
που τα κόβουν;
Οι ποιητές των συμφορών μπροστά μας στάθηκαν κι έμοιαζαν τόσο
μικροί!
Μα οι ομοβροντίες του θανάτου σε τόπους παγερούς θα αντηχούν-
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 229 ]

δικάστηκε η λησμονιά τη θέληση να συναντά σαν έρμαιο των λαθών της.


Πόσο άδικο όμως να αντέξει μια σπίθα κελιού που όλο το μαύρο έκρυψε;
Δικαίωσε την αγάπη για ζωή, έκρυψε λίγο την αντηλιά της δυστυχίας
στο απέραντο χάος της υποτιθέμενης ελπίδας που ξημέρωσε.
Μα ο άνθρωπος πάντα θα συνεχίζει να ελπίζει στο αύριο.
Η δροσερή της νιότης πνοή ζητάει δικαιοσύνη. Να κλείσουν οι
πληγές μας!
Σαν δέντρο που του κόβεις κάθε κλαδί, σαν δέντρο που τα παιδιά του στερείς.
Μα, πώς θα μεγαλώσουν καινούργια κλαδιά αν δεν τιμωρηθούν
εκείνοι που τα κόβουν;
ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ
«Τι κάνουν τώρα;» ρώτησα τον Σνάιντερ. «Τι λένε;»
Δεν λένε τίποτα. Σκέφτονται! Χα, χα! Μάλιστα, στα ξαφνικά ανακάλυψαν το
μυαλό τους! Όμως, μη γελιόμαστε! Αν γινόταν να τους ξαναφέρεις στα πόστα
τους, θα ξανακάνανε τα ίδια και χειρότερα! Όμως αυτοί θα δικαστούν. Θα
κρεμαστούνε. Εντάξει! Όλους τους άλλους ποιος θα τους δικάσει; Τα εκατομ-
μύρια, τα πολλά εκατομμύρια πολίτες που τα ξέρανε όλα και τα ανέχτηκαν
όλα… Ποιος θα τους δικάσει; Θα σπάσω το κεφάλι όποιου θα ’χει τη γου-
ρουνιά να μου πει πως δεν είχε ιδέα. Μπορείς να φανταστείς ότι αυτοί οι αγα-
θοί δήθεν αγρότες, σε ακτίνα τουλάχιστον πενήντα χιλιόμετρα γύρω από το
Μαουτχάουζεν δεν ξέρανε τι γίνεται εδώ μέσα;… Μήπως δεν βλέπανε τα συ-
νεργεία από σκελετωμένους κρατούμενους που δουλεύανε κάτω στο χωριό,
στα χτήματα… Όλοι τα ξέρανε… Κοίταξε καλά αυτόν τον χάρτη της Γερμα-
νίας… Βλέπεις αυτούς τους κύκλους; Έχω μαρκάρει τα στρατόπεδα συγκεν-
τρώσεως! Ο κάθε κύκλος καλύπτει έκταση ακτίνας πενήντα χιλιομέτρων. Τι
αποδεικνύεται; Πως η μισή Γερμανία είναι μέσα στους κύκλους. Άρα οι μισοί
Γερμανοί ξέρανε οπωσδήποτε για τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως και τα στρα-
τόπεδα εξοντώσεως! Ύστερα από αυτό, αγαπητέ μου, μου είναι δύσκολο να
πιστέψω πως ο μισός γερμανικός λαός ήξερε κι ο άλλος μισός δεν είχε ιδέα».
[ 230 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

ΝΑΝΤΙΑ
Οι άνθρωποι έχουν Ευθύνες:
όχι απέναντι στο κράτος, στη δουλειά, στους άλλους·
Ευθύνες απέναντι στον ίδιο τον Άνθρωπο.
Όταν το βλέμμα γυρνάει αλλού,
όταν η σιωπή νικά τον Λόγο,
η αδιαφορία ταυτίζεται με τη συνενοχή.
Κι οι Ερινύες, άραγε,
έρχονται ποτέ τα βράδια;
Δεν είναι μισανθρωπιά,
πλέον, είναι καθαρά απογοήτευση.
ΓΙΑΝΝΗΣ
Η μπότα
Φανταζόταν για χρόνια μια μπότα στο στόμα του. Η σκέψη φούντωνε με ασήμαντες
αφορμές, σαν ξέχειλο ποτάμι στο μυαλό του, και τον στραγγάλιζε. Νόμιζε πως μά-
σαγε το λάστιχο της σόλας, ενώ το άλλο πόδι του στρατιώτη τον κλότσαγε στο πρό-
σωπο. Όποτε έβλεπε στρατιωτική περιβολή στον δρόμο, όποτε έβλεπε στην τηλεό-
ραση τη σημαία της Γερμανίας να ανεμίζει, ειδικά στο Μουντιάλ, όπου οι άνθρωποι
μπορούσαν να την υποστηρίξουν χωρίς ντροπή, οι εφιάλτες επέστρεφαν και τον
παρέλυαν. Μια φορά τον ρώτησε ένας φίλος ποιανού ήταν αυτή η μπότα που τον
έπνιγε, που τον ταπείνωνε. «Οποιουδήποτε», απαντούσε θυμωμένος, από αυτούς».
«Δεν σε βασάνισε ο οποιοσδήποτε». «Έχεις φάει πότε μπότα στο κεφάλι;»
Όταν οι Γερμανοί αποκλείονται στο Μουντιάλ, η χώρα πέφτει σε πένθος.
ΘΕΟΔΩΡΑ
Για σκέψου, λοιπόν, πόσες φορές επαναλαμβάνεται η ιστορία. Τόσες φορές, που
χάνει και η ίδια το μέτρημα. Τόσες, που είναι αρκετές, για να πιστέψουμε ότι ο κό-
σμος μας δεν προχωρά ποτέ στο πέρασμα των αιώνων.
Θυμήσου την Αντιγόνη. Μόνη της τα έβαλε με τον Κρέοντα. Η
Ισμήνη, όμως, προτίμησε τη σιωπή, κι ας ήξερε το σωστό.
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 231 ]

Αυτή δεν ήταν άξια τιμωρίας από τους θεούς; Και οι τόσοι κάτοικοι της Θήβας, που
έβλεπαν τον Κρέοντα ετούτη την αδικία να διαπράττει, αλλά ένιπταν τας χείρας τους;
Ο φόβος είναι η δύναμη που κάνει τον άνθρωπο να ανέχεται τα
πάντα.
Ο φόβος ετούτων των εκατομμυρίων πολιτών είναι που όπλισε τα χέρια των δημίων.
Όσο για το αν είναι συνένοχοι; Μην το σκέφτεσαι. Είναι το ίδιο συνένοχοι όσο και
οι δήμιοι.
Κι αν κάποτε βρεις κάποιον που σου πει τάχα ότι δεν ήξερε, μια
φράση μόνο αρκεί: «Η άγνοια σε βόλευε!».
ΒΑΛΕΡΙΑΝΑ
Σκέψου να μην ξέρεις
τίποτα
να μη βλέπεις
να μην ακούς
να μη νιώθεις
(σκέψου)
να μη χρειάζεται να σκεφτείς
να μη χρειάζεται να κάνεις
να κοιμάσαι δίχως όνειρα.
Σκέψου να ξυπνήσεις!
ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ
«... Έπεσα να κοιμηθώ κι άρχισα, όπως κάθε νύχτα, να στριφογυρίζω πάλι
βασανιστικά στο στρώμα και να μην μπορώ να διώξω εκείνη την τυραννική
σκέψη… «Σκέψου να ξυπνήσεις από σφυρίχτρες για πρωινό προσκλητή-
ριο… Σκέψου να δεις πάλι τους Ες-Ες να περνάνε αργά μπρος απ’ τις γραμ-
μές και να μετράνε… Σκέψου να ’ναι όνειρο πως ήρθαν οι Αμερικάνοι…
Πρώτη φορά είναι που βλέπεις τέτοιο όνειρο; Κράτα το όσο μπορείς αυτό το
ωραίο όνειρο, βρε βλάκα… Γιατί πιέζεις τον εαυτό σου να κοιμηθεί ήσυχα;
Σήκω πάνω, ντύσου, πήγαινε βόλτα».
[ 232 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

ΔΗΜΗΤΡΑ
Κι εγώ γνωρίζω ότι βρήκες και κράτησες φυλαγμένο το σημείωμα ενός εικοσάχρονου
τότε στο στρατόπεδο. Ακόμη το διαβάζεις πού και πού για κείνη τη νιότη που ποτέ
δεν έμαθες τι απέγινε. Γιώργο, μπορείς να διαβάσεις το σημείωμα;
ΓΙΩΡΓΟΣ
Είδα τη λέξη «σιωπή» γραμμένη πάνω στον τοίχο ενός σπιτιού, κοντά στην πλατεία.
Τότες πάντοτε σώπαινα. Καρτερικά δούλευα σαν το σκυλί, όλη μέρα, και υπέμενα το
ξύλο, τις βιτσιές, τις κλοτσιές, όταν μας χυμούσαν οι ναζί σαν όρνια μπροστά σε κου-
φάρια και κόκκαλα. Δεν έβγαζα κιχ. Πες από απελπισία, πες από φόβο, πες από σοκ·
ούτε θυμάμαι. Κι οι περισσότεροι στον θάλαμό μου έτσι ήταν, σαν τυφλοπόντικες που
χάνανε κάθε αίσθηση, βουτηγμένοι βαθιά μέσα στη βρωμολάσπη της γης. Μονάχα ένας
μιλούσε. Μου 'λεγε τις ιστορίες του κάθε βράδυ πριν κοιμηθούμε. Οι ρίζες του, το
χωριό του στην Ανατολή, οι Αύγουστοι, το γιασεμί στο περιβόλι του. Η μεγάλη σφαγή.
Το ξεκλήρισμα. Η προσφυγιά στη χώρα που τον βλέπανε σαν ξένο. Οι δουλειές από
εργοστάσιο σε εργοστάσιο. Τα αφεντικά και η πείνα. Το σωματείο, το κόμμα, οι σύν-
τροφοι, που τα αποκαλούσε όλα χαμογελαστός «ανάσα του ανθρώπου». Ο αγώνας σε
κάθε πορεία και διαδήλωση. Ο ματωμένος Μάης. Οι σφαίρες της αστυνομίας. Οι εξορίες
και τα βασανιστήρια από τις δυνάμεις του κράτους και της ασφάλειας. Ο αγώνας της
λευτεριάς που έδινε ο λαός του κόντρα στους φασίστες που εισβάλανε στη χώρα του.
Οι προδοσίες από τους εχθρούς. Το τρένο που τον στοιβάξανε με χίλιους δυο άλλους
και τους φέραν εδώ, στα «καμίνια». Και κάθε φορά που μου έκλεινε την ιστορία του,
μου ’λεγε «κι εδώ για τα κέρδη τους δουλεύουμε σαν ψοφίμια. Όπως τότε. Ξύπνα, δού-
λευε, ξυλοφόρτωμα και πείνα. Η ίδια ιστορία». Εγώ δεν του ’λεγα τίποτε. Ήμουν μικρός
και ντρεπόμουν τότες. Άκουγα τη γλώσσα του και μάθαινα του κόσμου την πληγή. Η
σιωπή μου τα χώνευε όλα, σε μια σκοτεινή καταπαχτή, δίχως έλεος. Όταν μας λευτέ-
ρωσαν και ήταν ο καθείς να πάρει τον δρόμο του, τον ρώτησα «πού πας;». Γύρισε και
με μάτια ολοκάθαρα κι ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη, μου ’πε: «Πίσω, μέσα στον θό-
ρυβο, την πέτρα και τη φωτιά.
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 233 ]

Ο άνθρωπος λευτερώθηκε, η κοινωνία μας όχι. Μα τι τα θες, μια νύχτα θα ’ρθει


και για όλους μας να ανασάνουμε τη δροσιά του γιασεμιού.
Κρίμα μόνο αν δεν χωρέσει στο περβόλι μου όλη η Γης».

Ο εφιάλτης δεν υπάρχει μόνο στον ύπνο. Ο φόβος δεν υπάρχει μόνο στην
εξουσία ή στη βαρβαρότητα, αλλά και στην ανάμνησή τους. Εφιάλτης είναι
να ζεις με τον φόβο εάν η ομορφιά είναι απάτη, ή εάν τελικά είναι αδύναμη
και χαθεί γρήγορα, αν σου την πάρουν ή τη χάσεις μέσα από τα χέρια σου.
Η ομορφιά μιας μπουκαμβίλιας, η ελευθερία, ένας γαλάζιος ουρανός, ένα
αγκάλιασμα μάνας, είναι λίγα από αυτά που έχεις ανάγκη και που θα ζεις τον
εφιάλτη αν τα χάσεις. Η πραγματικότητα μπορεί να αλλάξει μέσα σε μια
στιγμή για σένα που ζεις στο κέντρο της και δεν ελέγχεις την πορεία της. Δεν
αλλάζει, όμως η ψυχή. Αυτός ο άγνωστος κυρίαρχος κόσμος μέσα σου τρα-
γουδά στον δικό του ρυθμό. Η ψυχή σου δεν ακολούθησε το τανκ, ίσως και
να μην άντεξε να το αγκαλιάσει μέσα στη σκόνη εκείνου του Μάη. Χρειάστη-
καν πολλά τανκς για να νικηθούν οι εφιάλτες, πολλές αγκαλιές, πολλά κελιά
με τιμωρημένους, πολλές ορχήστρες με μουσική, για να χαθούν οι ήχοι από
το πρωινό προσκλητήριο, πολλή ζωή και από πολλά υλικά γεμάτη. Κι ήσουνα
τόσο άξιος, μαζί και τόσο τυχερός, που γέμισες μια ζωή από πολύτιμα υλικά
όπως σου άξιζε, Ιάκωβε.
Ευχαριστούμε πολύ, δάσκαλε.

Το κείμενο «Μια φωνή από το Μαουτχάουζεν – Μέρος Δεύτερο» γρά-


φτηκε από μια ομάδα της λογοτεχνικής μας συντροφιάς που αποτελείται
από τους: Γιάννη Αθανασίου, Νάντια Βούκατζη, Βαλεριάνα - Ζωή
Κοψιδά, Γιώργο Σαβοϊδάκη και Θεοδώρα Τσακιρίδη.
Η επιλογή - επεξεργασία και η δημιουργική σύνθεση των κειμένων,
καθώς και ο συντονισμός της ομάδας, έγιναν από τη συγγραφέα Δήμη-
τρα Νούση.
[ 234 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

«Στο βλέμμα του Μπάιρον» μια συντροφιά


από νιότη κι εφηβεία φτιάχτηκε για να εκφραστεί
με τις όμορφες λέξεις της και να αποκαλύψει
τις σκέψεις ενός αλλιώτικου ταξιδιού…
Και μετά από όνειρο, τον στοχασμό και την κραυγή για το άδικο
μερικές σελίδες γραμμένες από τη δική σας βούληση...

Αλέξανδρε,
Ραφαήλ, Άγγελε,
Παρασκευά, Χριστίνα,
Σοφία, Παύλο,
Αντώνη, Ειρήνη,
Δημήτρη, Τόνια,
Κωνσταντίνα, Νεφέλη,
Πλούταρχε, Κώστα,
Κατερίνα, Έλενα,
Θεόφιλε, Δημήτρη,
Ευγενία, Ορέστη, Νάσια
Γρηγόρη, Νάντια, Mάγια
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 235 ]

πάρτε την ψυχή σας και μιλήστε μαζί της…

πάρτε το βλέμμα σας και δώστε του το φως που επιθυμείτε...


όπως έκανε ο Μπάιρον…
Πάρτε τα πλήκτρα και γελάστε,
κλάψτε, σκεφτείτε, θυμώστε, γαληνέψτε…
Καμιά φορά τη γαλήνη χρειάζεται να την αρπάξεις,
κι ας νομίζουν οι άλλοι πως δεν της ταιριάζει...

Αλέξανδρε,
Ραφαήλ, Άγγελε,
Παρασκευά, Χριστίνα,
Σοφία, Παύλο,
Αντώνη, Ειρήνη,
Δημήτρη, Τόνια,
Κωνσταντίνα, Νεφέλη,
Πλούταρχε, Κώστα,
Κατερίνα, Έλενα,
Θεόφιλε, Δημήτρη,
Ευγενία, Ορέστη, Νάσια
Γρηγόρη, Νάντια, Μάγια

πάρτε την ψυχή σας και μιλήστε μαζί της…


[ 236 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Γίνεται;

Δεν είναι θέμα τύχης


μήτε κακού κακούργημα
μα αδιαφορίας θρέμμα
που δεν αλλάζουν τα δεδομένα.
Γίνεται απ' το δάκρυ
να γεννηθεί αγάπη,
απ’ τη στάχτη
πράσινο χρώμα ζωηρό,
στης ψυχής το χρωματολόγιο
να φύγει το μαύρο
να έρθει λαμπερό λευκό;
Γίνεται τελικά,
να αλλάξουμε μυαλά...

Ευθύμιος Ραφαήλ Αγγελής


Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 237 ]

Στη χαρά παραδομένο το κομμάτι αυτό

και ήθελε αυτός μια κανονική ζωή να έχει, ζωή σωστή και μήτε οι λέξεις να χτυ-
πούν μήτε αυτός να πεθαίνει, γιατί είναι βαρετό
στο τέλος να πεθαίνει ο ποιητής, όπως χλιαρό να βγάζεις το καλό πάντα από το
καλό – μα ας είναι η ρουλέτα καλά να θυμίζει πως υπάρχει και το κόκκινο, η
ζωή και πράγματι
κανείς δεν σταματά σε μια παραλία να δει τον γκρεμό, τους σκοτωμένους και
τους καμένους μήτε αυτούς που τραβερσάρουν να φυτέψουν λουλουδάκια, γιατί
στον τζόγο είναι μεγάλο πρόβλημα να μην υπάρχει το λευκό
αλλά όταν το στόμα μιλά, ρουφά, ξερνά, πώς να καταδεχτεί κανείς να χάσει από
αυτές, και πάντα το ’ριχνε στο κόκκινο
και μίλαγε μίλαγε ακατάπαυστα με τη δίψα εκείνη όπως τα καπνοχώραφα λα-
χταρούν το τέλος μιας αγρανάπαυσης και το στόμα του μια τεράστια κολυμπή-
θρα κλειστή και ξέχειλη που όλο γέμιζε
σαν την απόλαυση που συνέχιζε να έρχεται σαν μικρό παιδί, μικρό παιδί για να
ρωτήσει, και όλο από την αρχή ξανά, ξεχνά, και παράξενος εκείνος ο εαυτός
άθικτος από τον χρόνο και τ’ αντίξοα, το κελί ενός πυρήνα που κατάφερε
παιδί να βγαίνει από το παιδί και ούτε φανφάρες, ούτε στα κάγκελα, ούτε ακέ-
φαλες κούκλες θα βρεις, φωνές ή παράπονα και εκείνη τη διέγερση· παρά μόνο
ισόβιος εραστής και καλός τεχνίτης, ικανοποιημένος να παίζει καλά
αυτός ευάλωτος στη χαρά, στη χαρά παραδομένο το κομμάτι αυτό.

Άγγελος Αρόρα
[ 238 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Καλοκαίρι στην Αθήνα

Στις 8 το πρωί, ο Μάνος έστριβε στη γωνία του τετραγώνου κρατώντας στην
αγκαλιά του μια μεγάλη χάρτινη σακούλα με ψώνια. Πριν λίγες ημέρες είχε
μπει ο Αύγουστος, σχεδόν όλο το καλοκαίρι είχε περάσει, αλλά αυτός βρι-
σκόταν ακόμα στην Αθήνα. Είχε απομείνει μόνος, χωρίς παρέες, σε μια πόλη
που έβραζε και σιγά-σιγά ερήμωνε, να διαβάζει για την εξεταστική του Σε-
πτεμβρίου, μήπως και κατάφερνε φέτος να πάρει το πολυπόθητο πτυχίο.
Είχε ξημερώσει ένα αποπνικτικό πρωινό. Από εκείνα που ο αέρας στους
δρόμους είναι καυτός και παχύρρευστος. Τα τσιμεντένια κτίρια και η απέραντη
άσφαλτος της πόλης είχαν αποφασίσει να αποβάλουν από πάνω τους το
καυτό φορτίο που υπέμεναν δύο μήνες τώρα και έτσι από τη μία μέρα στην
άλλη η Αθήνα είχε μετατραπεί σε έναν γιγάντιο φούρνο. Ο Μάνος τη μία
έτρεχε, την άλλη πήγαινε πιο αργά, ξεφυσούσε, σκουπιζόταν, έκανε ό,τι μπο-
ρούσε για να συναντήσει ένα δροσερό αεράκι, αλλά μάταια. Προς όποια κα-
τεύθυνση κι αν πήγαινε, δεν μπορούσε να ξεφύγει από τη βαριά ανάσα του
ήλιου. Οι σκιές που συνάντησε ήταν σαν να μην υπήρχαν, γιατί παντού
φύσαγε ο ίδιος ανελέητος λίβας, που κόλλαγε πάνω στο σώμα του σαν μέλι.
Γυρνώντας στο σπίτι του, σκεφτόταν τους φίλους του. Τη γλυκιά του παρέα
που είχε φύγει, για να πάει διακοπές στα νησιά και τον είχε αφήσει πίσω να
λιώνει. Σκεφτόταν τον Αντώνη, που αυτήν τη στιγμή θα έκανε μπάνιο σε κά-
ποια κρυστάλλινη παραλία και που θα βουτούσε στα δροσερά νερά της,
ανάμεσα σε ψάρια και όμορφα βράχια. Μετά του ήρθε στο μυαλό η Άννα,
που εκείνη τη στιγμή θα ήταν στην ξαπλώστρα κάποιας πισίνας, να πίνει
δροσερά κοκτέιλ, ενώ θα φόραγε ένα από εκείνα τα διακριτικά καπέλα της
σαν δορυφορικά πιάτα. Τα μάτια του Μάνου δάκρυσαν, όμως, από χαρά για
την καλοπέραση των φίλων του (και από τα κύματα ιδρώτα που είχαν χυθεί
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 239 ]

από το μέτωπό του) όταν έφερε στο μυαλό του την εικόνα του Γιάννη, να
μην έχει σηκωθεί ακόμα από το κρεβάτι του ξενοδοχείου και να είναι ακόμα
ξαπλωμένος ανάμεσα σε λινά σεντόνια μέσα στην υποψία δροσιάς που
χαρίζει το αιρκοντίσιον στους 20 βαθμούς Κελσίου. Εκείνη τη στιγμή, ο
Μάνος λύγισε και άρχισε να κοσμεί από μέσα του, με όχι πολύ κολακευτικά
επίθετα, τους φίλους του και την τύχη του, επίθετα τα οποία ο συγγραφέας,
σεβόμενος την αγωγή του και την αισθητική των αναγνωστών του, θα προτι-
μήσει να μην αποκαλύψει.
Όλη αυτήν την ώρα ο Μάνος περπατούσε χωρίς να βλέπει μπροστά του.
Υπαίτια γι’ αυτό ήταν η σακούλα με τα ψώνια, η οποία έφτανε μέχρι τα μάτια
του και τον εμπόδιζε να ξέρει πότε κινείται καταπάνω σε κάποιον πεζό ή σε
κάποια κολόνα, μετατρέποντας κάθε βήμα του σε στιγμή αγωνίας. Ευτυχώς,
κάθε άγχος εξατμίστηκε μόλις ο Μάνος κατάλαβε πως απέχει δύο τετράγωνα
από την πολυκατοικία του. Τα τελευταία πέντε χρόνια που σπουδάζει στην
Αθήνα έχει μάθει απ’ έξω κάθε εκατοστό της γειτονιάς του, οπότε μπαίνοντας
τώρα στην τελική ευθεία, άρχισε να περπατάει με μεγαλύτερο αέρα, μετρώντας
τα βήματά του και αναγνωρίζοντας τα κτίρια δεξιά και αριστερά του. Η εμ-
πειρία τόσων χρόνων απέδωσε καρπούς και κατάφερε να φτάσει στην είσοδο
της πολυκατοικίας του έχοντας αποφύγει με τεράστια επιτυχία μία κολόνα,
τρεις πεζούς, τις τρύπες από δύο παράθυρα ενός ημιυπόγειου, καθώς και
δύο αυτοκίνητα, ένα μηχανάκι και ένα λεωφορείο, όταν πέρασε διαγώνια τη
διασταύρωση.
Φεύγοντας από το διαμέρισμά του ο Μάνος είχε αφήσει το αιρκοντίσιον
ανοικτό και έτσι με το που ξεκλείδωσε την πόρτα, ο δροσερός αέρας τρύπησε
σαν βελόνες τη μύτη του. Μπήκε μέσα, άφησε τα ψώνια στην κουζίνα, άλλαξε
ρούχα και πριν προλάβει να κάνει κάτι άλλο, άκουσε τον ήχο από το κουδούνι
του. Ήταν μια κυρία κοντά στα εξήντα, με μεταξωτή μπλε ρόμπα, πράσινες
παντόφλες και ένα πρόσωπο που στον οποιονδήποτε θα μπορούσε να
θυμίσει κάποια γνωστή του.
«Καλημέρα, Μάνο, σου χτύπησα γιατί ανησύχησα. Σε άκουσα να κατεβαίνεις
τη σκάλα στις 7:30 το πρωί και νόμιζα πως κάτι έπαθες. Ούτε όταν είχες
[ 240 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

σχολή δεν μας είχες συνηθίσει να ξυπνάς τόσο νωρίς. Σε άκουσα που ξε-
κλείδωνες πριν την πόρτα σου και είπα να ανέβω να ρωτήσω αν είναι όλα
καλά. Όταν είμαστε δυο άτομα μόνο μέσα σε τέσσερις ορόφους, πρέπει να
ενδιαφερόμαστε για τον γείτονα».
Στην πολυκατοικία υπάρχουν συνολικά 12 διαμερίσματα, αλλά όλοι –πλην
της κυρίας Σοφίας που μένει από κάτω και του Μάνου– έχουν φύγει για δια-
κοπές, αφήνοντας αυτούς τους δύο να χαίρονται ανεμπόδιστα και αποκλει-
στικά ο ένας την παρουσία του άλλου.
«Γιατί ανησυχήσατε, κυρία Σοφία; Για κάτι ψώνια κατέβηκα. Τώρα που έχει
αδειάσει και η πόλη, σκέφτηκα πως θα ήταν ωραία μια πρωινή βόλτα».
«Τρελάθηκες; Βόλτα με τέτοια ζέστη; Άνοιξε κανένα από τα βιβλία σου να
μάθεις τι παθαίνει όποιος περπατάει με τέτοιες θερμοκρασίες!» και ένα εύ-
θραυστο χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπο του Μάνου.
«Με την πρώτη ευκαιρία. Θέλετε κάτι άλλο;»
«Εγώ τι να θέλω; Από ενδιαφέρον ανέβηκα, μιας και δεν έτυχε να σε δω
ποτέ πριν το μεσημέρι. Εσύ αν χρειαστείς τίποτα, χτύπα μου. Να αλληλο-
βοηθιόμαστε τα μπακούρια» και γύρισε και έφυγε. Ενώ την έβλεπε να κατε-
βαίνει τα σκαλιά, το χαμόγελο έσπασε στα χείλη του Μάνου και κλείνοντας
με περίσσεια φόρα την πόρτα του, χαρακτήρισε εκ νέου την τύχη του με
ορισμένα κοσμητικά που ο συγγραφέας θα προτιμούσε και πάλι να μη μοι-
ραστεί μαζί σας.
Ευτυχώς, το βράδυ, στο μπαλκόνι ο καιρός ήταν πιο ευχάριστος. Τα φώτα
της πόλης δυστυχώς λάσπωναν την ομορφιά των άστρων, αλλά το φεγγάρι
σαν κρυστάλλινη γόνδολα συνέχιζε να πλέει στον ουρανό. Κάπου-κάπου φύ-
σαγε ένα αεράκι, το συγγνώμη της νύχτας για την αναλγησία που είχε επιδείξει
η μέρα.
Η ησυχία που επικρατούσε ώθησε τον Μάνο σε συλλογισμούς και οι συλ-
λογισμοί τον οδήγησαν στην παραδοχή πως όταν έχεις ξεμείνει το καλοκαίρι
στην πόλη, χρειάζεται να βρίσκεις ευφάνταστους τρόπους για να περνάς την
ώρα σου. Αν δεν έχεις παρέα, τότε οι γείτονες είναι ό,τι πιο κοντινό μπορείς
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 241 ]

να έχεις, ιδίως αν συμπάσχουν. Σε αυτό σκεφτόταν πως ευτύχησε. Πριν λίγες


μέρες είχε εντοπίσει έναν ιδιαίτερα ενδιαφέροντα γείτονα στην απέναντι πο-
λυκατοικία και ανελλιπώς τα τελευταία βράδια έκανε διάλογο μαζί του χρω-
ματίζοντας έτσι τις μονότονες ώρες της νύχτας.
Μετά από λίγο είδε σε κάποιο διαμέρισμα απέναντι να ανοίγουν οι μπαλ-
κονόπορτες και δύο λευκές μεταξωτές κουρτίνες να βγαίνουν έξω. Αυτό πε-
ρίμενε όλο το βράδυ ο Μάνος. Αμέσως, ο γλυκός ήχος ενός πιάνου άρχισε
να ντύνει τη βραδιά, οδηγώντας τις κουρτίνες στον χορό με τον βραδινό
αέρα. Ακούγοντας αυτές τις κρυστάλλινες νότες από το νοκτούρνο του Σοπέν,
ο Μάνος ένιωθε σαν να άκουγε την ανάσα της Αθήνας. Η μία συγχορδία
ακολουθούσε την άλλη. Σκεφτόταν πως αν το καλοκαίρι είναι η εποχή της
ξεκούρασης, τότε οι καλοκαιρινές βραδιές είναι το όνειρο μέσα στο όνειρο.
Άκουγε τώρα ένα κρεσέντο να γεννιέται. Τα καλοκαίρια είναι χτισμένα πάνω
σε όνειρα, σε ήλιο, σε διασκέδαση, σε ταξίδια, σε φιλίες. Τι ωραία θάλασσα
από νότες! Τα καλοκαίρια είναι φούσκες μέσα στις οποίες κάνουμε ό,τι λα-
χταρούσαμε όλον τον χρόνο, δράττουμε την ευκαιρία να γίνουμε για λίγο
καιρό το παιδί που κρύβουμε μέσα μας και να ταξιδέψουμε ανάμεσα σε αν-
θρώπους μεθυσμένους με την ίδια ανεμελιά που –μυστήριο γιατί– ξεχειλίζουν
οι μέρες αυτής της θαυμάσιας εποχής. Έπειτα, αυτές οι φούσκες φεύγουν,
ταξιδεύουν πάνω από σύννεφα και παγωμένους ουρανούς, αλλά ξανάρχονται,
για να μπορούμε για μια φορά κάθε χρόνο να ζούμε μέσα στα πιο αγνά
όνειρά μας.
Με κλειστά τα μάτια ο Μάνος τα σκεφτόταν όλα αυτά και ήξερε πως η κο-
ρύφωση του κομματιού πλησίαζε. Αυτό περίμενε. Τι ομορφιά! Τι γαλήνη!
Άνοιξε τα μάτια του και έπιασε από το τραπεζάκι ένα ραδιόφωνο. Το ψηλά-
φησε και το άνοιξε την κατάλληλη στιγμή, γεμίζοντας βίαια τον αέρα με ένα
ρεμπέτικο άσμα που ζήταγε από κάποιον να φυσήξει, να πατήσει και να
ανάψει κάτι. Αμέσως το νοκτούρνο σταμάτησε με δύο απεγνωσμένες συγ-
χορδίες και από την απέναντι μπαλκονόπορτα βγήκε μια ψηλόλιγνη φιγούρα.
Ο Μάνος χαμογέλασε, έβαλε το ραδιόφωνο στον ώμο σαν να ήταν πηλοφόρι
και πλησίασε στα κάγκελα.
[ 242 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Πράγματι, ο γείτονας του Μάνου είχε πολλά και ενδιαφέροντα να του πει,
ατυχώς όμως γι’ αυτούς που είναι αδιάκριτοι, ο συγγραφέας δέχεται να απο-
καλύψει μονάχα αυτό: από τον διάλογο που ακολούθησε κανένας δεν έμεινε
δίχως το κοσμητικό του.
Δημήτρης Παρασκευάς Γερακίνης
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 243 ]

Για μια ξεχωριστή Ανατολή

Σε λίγο ξημερώνει και όλα θα πάρουν χρώμα. Η κυρία Σεβαστή τέτοια ώρα
θα κοιμάται ακόμα. Θα μου πεις ότι είναι πολύ νωρίς, αλλά τι νόημα έχει η
ζωή αν δεν δεις τον ήλιο να ανατέλλει και να δίνει φως στην πόλη; Πάλι θα
χάσει το πρώτο φως της ημέρας! Τώρα τελευταία είναι κάπως περίεργη. Δεν
ντύνεται πια με λαμπερά χρώματα. Προτιμάει να κάθεται όλη μέρα μέσα στο
σπίτι κλεισμένη, χωρίς να ανοίγει ούτε ένα παράθυρο. Μεγάλωσε, λέει. Δεν
είναι αυτό. Η κυρία Σεβαστή δεν είναι πολύ μεγάλη. Απλά έχει επιλέξει εδώ
και πολλά χρόνια έναν δικό της τρόπο ζωής. Πάντα ό,τι κι αν είχε, χαμογε-
λούσε. Τα τελευταία χρόνια έχει σταματήσει. Σήμερα, όμως, είναι μια άλλη
μέρα. Πριν πάω να την επισκεφτώ, όπως κάνω πάντα, θα περάσω από το
ανθοπωλείο και θα της αγοράσω τα αγαπημένα της λουλούδια. Κόκκινα τριαν-
τάφυλλα. Να μην ξεχάσω και το αγαπημένο της γλυκό. Θα χαρεί πολύ!
«Καλημέρα, κυρία Σεβαστή! Τι κάνετε;»
Η κυρία Σεβαστή δεν μιλάει πολύ. Έτσι και σήμερα κούνησε το κεφάλι της
και είπε ότι είναι καλά. Έβαλα τα κόκκινα τριαντάφυλλα σε ένα βάζο και τα
γλυκά στο ψυγείο. Άνοιξα τα παράθυρα. Της έφτιαξα το αγαπημένο της τσάι
και καθίσαμε στο μικρό μπαλκόνι της, που είχε θέα την Αθήνα. Αυτό για την
κυρία Σεβαστή ήταν ένα νέο βήμα! Ποτέ έως τώρα δεν με άφηνε να ανοίξω
τα παράθυρα. Ούτε ήθελε να καθόμαστε στο μπαλκόνι της. Σήμερα, για έναν
παράξενο λόγο δεν αντέδρασε όταν άνοιξα τα παράθυρα και της ζήτησα να
κάτσουμε στο μπαλκόνι. Η κυρία Σεβαστή ήταν σήμερα διαφορετική, κι ας
μη μιλούσε σχεδόν καθόλου. Προσπάθησα πολύ μέσα από την κουβέντα μας
να την κάνω να χαμογελάσει. Καθίσαμε στο μικρό μπαλκόνι ώρες πολλές
χωρίς να μιλάμε. Ώσπου, άρχισε να σουρουπώνει. Τώρα, η κυρία Σεβαστή
άρχισε μόνη της να μου μιλάει.
[ 244 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

«Πόσο μ’ αρέσει το αεράκι που φυσάει την ώρα που σουρουπώνει. Εκείνη
τη στιγμή μου άρεσε να κάθομαι στο μπαλκόνι να κοιτάω τον ουρανό να
παίρνει διάφορα χρώματα. Ροζ, πορτοκαλί, μοβ, σκούρο μπλε. Τόσα πολλά
και μοναδικά χρώματα, που σε μαγεύουν. Σε παρακινούν να χαθείς μέσα
τους. Αυτήν τη στιγμή αγαπώ. Τη «στιγμή των χρωμάτων». Έτσι μου άρεσε
να την αποκαλώ από μικρή. Τη «στιγμή των χρωμάτων» αφήνω όλα τα όνειρά
μου να ζωντανεύσουν. Γίνομαι όλα αυτά που θέλω. Ξεχνώ τα πάντα. Μετα-
μορφώνομαι και ζω. Γίνομαι νέα. Ξέρεις τι μου θυμίζει η στιγμή αυτή; Μου
θυμίζει εκείνα τα βράδια που ήμουν μια μικρή νεαρή δεσποινίδα, σαν εσένα,
με το λουλουδιστό μου φόρεμα. Θυμάμαι να βγαίνω κάθε βράδυ με τους γο-
νείς μου βόλτα στα σοκάκια της φωτισμένης πόλης. Περίμενα πώς και πώς
εκείνη τη στιγμή, για να ανακαλύψω αυτή την πόλη που έμελλε να γίνει η
ζωή μου. Πάντα θυμάμαι πως οι βόλτες μας κατέληγαν για γλυκό στο ζαχα-
ροπλαστείο του κυρίου Αλκιβιάδη. Έκανε το πιο ωραίο γλυκό σε όλη την
πόλη! Θυμάμαι το μαγαζί του με κάθε λεπτομέρεια, όπως και τον γιο του,
τον Μάριο», χαμογέλασε και συνέχισε να μου ανοίγει την καρδιά της. Για
πρώτη φορά ήταν τόσο όμορφη και γλυκιά.
«Αργότερα, πάλι εδώ στο ίδιο σπίτι μεγαλώνοντας βίωσα χαρές, λύπες, έρω-
τες, απώλειες. Κάποτε αυτό το σπίτι ήταν ανοιχτό και εγώ κάποτε ήμουν...
Πέρασαν τόσο γρήγορα τα χρόνια, αφήνοντας πίσω τους μόνο ανοιχτές πλη-
γές». Τότε ένα δάκρυ κύλησε στα μαύρα μάτια της.
«Και τώρα μπορείτε να κάνετε ό,τι θέλετε!» τη διέκοψα. «Είστε τόσο νέα! Κι
εγώ, όπως όλοι μας, έχουμε κάποια μικρά προβληματάκια, αλλά τα αφήνουμε
στην άκρη. Δεν τους δίνουμε σημασία. Συνεχίζουμε τη ζωή μας και αυτά τη
δική τους. Δείτε τον ήλιο πώς δύει. Τα χρώματα του ουρανού. Είμαστε και οι
δυο καλά και κοιτάμε τον ουρανό. Η στιγμή των χρωμάτων δεν είπατε ότι
σας άρεσε από μικρή; Να, δείτε την πόσο όμορφη είναι! Δείτε τα ξεχωριστά
χρώματά της! Απολαύστε την! Δείτε μας, είμαστε μια χαρά και οι δυο μας!
Ονειρευτείτε, όπως κάνατε μικρή. Αυτή η στιγμή είναι μόνο για όνειρα!»
«Κάποτε μ’ άρεσαν όλα αυτά! Αλλά τώρα δες γύρω σου. Κανείς δεν χαμο-
γελάει! Όλοι από το πρωί έως το βράδυ δουλεύουν. Δεν βλέπουν τι γίνεται
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 245 ]

γύρω τους. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι πώς θα έχουν πολλά λεφτά.
Έχουν ξεχάσει να ζουν! Κανείς δεν βλέπει πια χρώματα. Ένα χρώμα μόνο
κυριαρχεί παντού: το μαύρο. Το μαύρο είναι το μόνο χρώμα που έχουμε από
το πρωί έως το βράδυ. Μέσα σε αυτό θα ζήσουμε!»
«Δεν έχετε δίκιο! Όλα παίρνουν το χρώμα που τους δίνουμε! Εμείς επιλέ-
γουμε τα χρώματα που θα έχει ο δικός μας ουρανός. Αχ, δείτε!»
«Τι; Την ηλιαχτίδα;»
«Ναι. Δείτε την πώς παίζει με τις γρίλιες του παραθύρου στον τοίχο. Πώς
χαϊδεύει και φωτίζει απαλά το δωμάτιο, γεννώντας μια ελπίδα. Μπορείτε να
φύγετε όποτε θέλετε από το μαύρο και να έρθετε εδώ, στην πολύχρωμη
πλευρά! Δεν είναι δύσκολο. Αρκεί να πιστέψετε ξανά στη στιγμή των χρωμά-
των σας».
Η κυρία Σεβαστή γέλασε τόσο δυνατά, που είμαι σίγουρη ότι ακούστηκε σε
όλη την πόλη. Το καφεδάκι, ήδη, από το απόγευμα είχε αντικατασταθεί με
γέλια και γλυκά. Εκείνο το σούρουπο μιλήσαμε για όλα ως που μας πήρε η
νύχτα. Κάποια στιγμή, όταν καταλάβαμε ότι όλα τα φώτα της πόλης ήταν
αναμμένα, αποφασίσαμε ότι ήταν ώρα να πάμε για ύπνο. Τη χαιρέτησα και
τη φίλησα γλυκά.
«Θα έρθεις αύριο να δούμε την ανατολή;» με ρώτησε η κυρία Σεβαστή πριν
φύγω. Η ερώτησή της με ξάφνιασε. Χωρίς δεύτερη σκέψη, είπα αμέσως ναι.
Χάρηκε τόσο πολύ, που δεν της αρνήθηκα.
Την επόμενη μέρα, η κυρία Σεβαστή με περίμενε με το όμορφο χρωματιστό
φόρεμά της, που είχε χρόνια να φορέσει. Έλαμπε μέσα του ολόκληρη από
ευτυχία. Ήταν πιο όμορφη και χαρούμενη από ποτέ. Το τραπέζι ήταν γεμάτο
με γλυκά και κόκκινα τριαντάφυλλα. Δεν ξέρω πότε πρόλαβε να τα αγοράσει
όλα αυτά. Για πρώτη φορά είχε ανοίξει όλα τα παράθυρα. Οι καφέδες μάς
περιμένανε δίπλα στο παράθυρο του μικρού μπαλκονιού, που δεν είχε ανοίξει
ακόμα. Όλα ήταν τόσο ξεχωριστά εκείνο το πρωινό.
Η κυρία Σεβαστή, που τώρα ήθελε να τη φωνάζουμε Σεβαστή, γιατί κατά-
λαβε ότι οι λέξεις δεν παίζουν κανέναν ρόλο για το πώς νιώθουμε. Η κυρία
[ 246 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Σεβαστή, συγγνώμη η Σεβαστή, ήταν από τις γυναίκες που ποτέ δεν ζήτησε
να τη φωνάζουν κυρία. Γιατί, βλέπετε, έτσι έχουμε μάθει να φωνάζουμε
όποιον σεβόμαστε και όποιον δεν σεβόμαστε. Απλά επειδή πιστεύουμε ότι
είναι ανώτερός μας. Η Σεβαστή είχε το μοναδικό προνόμιο να τη φωνάζουν
κυρία, γιατί μόνο με το βλέμμα της και το χαμόγελό της κέρδιζε τον σεβασμό
και την αγάπη όλων μας. Η χαρά μου εκείνη τη μέρα ήταν μεγάλη. Ήθελα η
στιγμή αυτή να μην τελειώσει ποτέ!
«Ήρθες!» φώναξε μόλις με είδε. Της έγνεψα καταφατικά το κεφάλι. Καθώς
δεν μπορούσα να μιλήσω από την έκπληξη που μου είχε ετοιμάσει. Με ένα
νεύμα της. Ύστερα από τόσα χρόνια είχαμε μάθει να μιλάμε με τα μάτια. Δεν
χρειαζόταν να μιλήσουμε, καταλαβαινόμασταν αμέσως. Τρέξαμε και οι δυο
στο παράθυρο του μικρού μπαλκονιού. Το ανοίξαμε γρήγορα, όπως τα μικρά
παιδιά ανοίγουν γρήγορα και λαίμαργα τα δώρα τους. Δεν θέλαμε να χάσουμε
ούτε λεπτό. Για μένα εκείνο το πρωί ήταν ένα από τα μεγαλύτερα δώρα που
μου έχουν κάνει. Καθίσαμε στις καρέκλες μας, να δούμε την ήλιο να ντύνει
με τις ηλιαχτίδες του τα σπίτια της πόλης που αγαπήσαμε όσο τίποτα άλλο,
της Αθήνας. Ξεκινώντας, έτσι, μια νέα ζωή γεμάτη όνειρα, όπου το σκοτάδι
δεν είχε θέση.
Χριστίνα Γεωργιάδη
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 247 ]

Salutatio*

Η νύχτα ουρλιαχτά πονεμένων θνητών γεμίζει.


Φωνασκεί με θρηνητικές πομπές στου μεσονυχτίου το ξέφωτο.
Αδειανό πουκάμισο η ψυχή, τη φορώ και τριγυρνώ στα σοκάκια της πόλης.
Διψώ για ανακούφιση από το μαχαίρι.
Λείπεις!
Απόψε η ζωή μου σε ένα κλωνάρι στέκεται,
σαν σε μια κλωστή.
Και αποζητώ, εγώ, νεκρή στο όνομά σου τη λύτρωση.
Σ’ αγαπάω μικρή λέξη για να ακουστεί στην απόσταση που μας χωρίζει.
Μεγάλη λέξη για να διαρκέσει στου χρόνου τον όλεθρο.
Το μυαλό πλάθει είδωλα από τις σκιές του παρελθόντος.
Θυμάμαι τη χαριτωμένη γραμμή που στόλιζε το πρόσωπό σου,
Σύμβολο της χαράς,
Σύμβολο της έκφρασης.
Ανακαλώ τις δυο βαθιές θάλασσες,
Όμοιες με σμαράγδια συννεφοστόλιστα να με κοιτούν.
Ανακαλώ…
Δεν αντιλαμβάνομαι τι πρώτο να ανασύρω,
τι πρώτο να σβήσω.

* Αποχαιρετισμός
[ 248 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Πώς ξεχνάς τον ζωοδότη;


Βρίσκεις το έτερόν σου ήμισυ και σε διαλύει η μοίρα,
σε γονατίζει ο χρόνος.
Αγάπη μου, να προσέχεις, δεν υπάρχει άλλος τόπος.
Αγάπη μου, τα χέρια σου κούμπωσε δεν θα ’μαι άλλο εκεί.
Απάλυνε τον πόθο σου στης νύχτας τη σιωπή και θυμήσου τι σου ψιθύρισα
στις ώρες τις πιο κρυφές:
«Ανταριασμένες αγάπες,
ανταριασμένες υποσχέσεις,
που στήσανε δυο νέοι
στο διάβα ενός ονείρου».
Σοφία Γιαπαντζαλή
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 249 ]

Οι πλανεμένοι ανθρωποφάγοι

Kαι ξαφνικά οι μεταλλικοί γίγαντες, όπως τους έλεγαν οι βυθισμένοι στο σκο-
τάδι θεατές, (οι προβολείς, όπως τους λέγαμε εμείς), ξυπνούν από τον βαθύ
τους ύπνο και στην πελώρια σκηνή ξεχύνεται άπλετο φως. Σχεδόν αυστηρά
τη σκηνή αγγίζει η δυνατή του λάμψη. Ελάχιστα μόνο χαϊδεύει τα πρόσωπα
όσων κάθονται στις πρώτες θέσεις.
Ο παχουλός γέρος με το μπλε κοστούμι και τις χρυσαφί τιράντες βγαίνει
στο κέντρο της σκηνής. Υποκλίνεται κουνώντας παράλληλα με μια ελαφριά κί-
νηση του δεξιού του χεριού το ημίψηλό του. Πώς αστράφτουν τα μανικετό-
κουμπά του! Τον βλέπω τώρα να χαιρετά το κοινό του. Τι κολακείες ξεστομίζει
ο αθεόφοβος! Και τι μπούρδες! Για ποια λιοντάρια που πηδούν μέσα από φλε-
γόμενους κρίκους τούς λέει; Αφού το λιοντάρι πέθανε πρόπερσι. Δεν βαρέθηκε
με το ίδιο παραμύθι να τους περιπαίζει; Να δεις που λίγο αργότερα θα τους
ανακοινώσει τάχα μετά λύπης του πως το λιοντάρι αρρώστησε και δεν μπορεί
το νούμερό του να εκτελέσει. Και τότε, δήθεν σε ύφος απολογητικό, θα με φω-
νάξει να συμπληρώσω –εκτάκτως– το πρόγραμμα. Σκόπιμα μάλιστα θα με
παρουσιάσει και ως πρωτάρη, ξεγελώντας τους για άλλη μια φορά!
Σηκώθηκα από το σκαμνάκι της αθέατης για τους πολλούς γωνίας της σκη-
νής. Κατευθύνθηκα προς τα υπόγεια παρασκήνια κατεβαίνοντας τη μεταλλική
σκάλα. Άλλωστε, μέχρι να προκύψει η «ατυχής» συγκυρία, είχα χρόνο. Συ-
νάντησα τον ταχυδακτυλουργό να κάθεται στο γνωστό σημείο του. Κάπνιζε
και ο καπνός ξεγλιστρούσε μέσα από τις χαραμάδες της ξύλινης οροφής,
ανεβαίνοντας μέχρι πάνω, στη σκηνή. Ο γέρος δεν του ’χε κάνει ποτέ του
παρατήρηση. Τ' αντίθετο μάλιστα! Του ’πε πως δένει άριστα με την παρά-
σταση και κάνει ιδιαίτερη εντύπωση στους θεατές· νομίζουν ότι είναι μέρος
του σόου!
[ 250 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

«Πώς πάει η παράσταση απόψε; Περνάνε καλά οι ανθρωποφάγοι;» με ρώ-


τησε αδιάφορα, δίχως να πάρει το βλέμμα του από τον καπνό που ταξίδευε
στον χώρο.
Ανθρωποφάγους τούς αποκαλούσαμε μεταξύ μας. Ήταν, βλέπεις, ένα πα-
ρατσούκλι που πριν εκατοντάδες χρόνια το είχε σκαρφιστεί ένας από τον
τότε θίασο.
Όπως λέει η «παράδοση», κάποτε ξεφύτρωσε από το πουθενά ένα μικρό
θεατράκι απέναντι ακριβώς από το τρανό μας θέατρο. Ο νεαρός που το δι-
ηύθυνε δεν φτάνει που μάζευε στη μικρή του αίθουσα όσους δεν χωρούσαν
στις δικές μας παραστάσεις, αλλά είχε το θράσος να προσπαθεί τα μάτια των
θεατών του ν' ανοίξει!
Πάλευε να τους αποδείξει –απορώ πραγματικά πώς το γνώριζε– ότι λίγο
πριν το τέλος κάθε παράστασης και στο νούμερό μου συγκεκριμένα, ενώ οι
ταξιθέτες σέρβιραν άρτο στο απορροφημένο από το υψηλό θέαμα κοινό, το
ξάφριζαν. Βέβαια, δεν έκλεβαν όλους τους θεατές την ίδια βραδιά. Σε καμία
περίπτωση! Ο γέρος, που είχε την εποχή εκείνη τη διεύθυνση του θεάτρου
μας, ρητά τους είχε προειδοποιήσει τούτο ποτέ να μη συμβεί, γιατί υπήρχε ο
κίνδυνος να ξεσηκωθούν και ενάντια στους διασκεδαστές τους να στραφούν.
Γι’ αυτό και το αφεντικό θορυβήθηκε (ή μάλλον ενοχλήθηκε) από τη συμ-
περιφορά του αχάριστου νέου. Έτσι, δίχως να έχει άλλη επιλογή, μια νύχτα
διέταξε τα πρωτοπαλίκαρά του να φροντίσουν να σβήσει διά παντός το απα-
ράδεκτα εκτυφλωτικό φως του ανταγωνιστή.
Δεν το ’σβησε φυσικά κάποιος διακόπτης, μα δυο σφαίρες στον θώρακα.
Η παράδοση επίσης λέει ότι ο γέρος σε ένα παραλήρημα, όπως το χαρα-
κτήριζαν οι συνεργάτες του νεαρού, οι οποίοι εύλογα τράπηκαν σε φυγή (ή
μάλλον σε κατάσταση απόλυτα δικαιολογημένης οργής, όπως θα ’λεγα εγώ),
παρέδωσε το νεκρό σώμα του νεαρού στο ανυποψίαστο πλήθος. Πώς; Μα
το επόμενο κιόλας βράδυ, που ξεφορτώθηκε εκείνο το ταραχοποιό στοιχείο,
οι ταξιθέτες αντί για άρτο μοίρασαν κρέας στο κοινό. Λίγο το σκοτάδι το
εξωτερικό, λίγο το σκοτάδι το εσωτερικό, οι θεατές λαίμαργα το(ν) κατα-
βρόχθισαν…
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 251 ]

«Καλά περνάνε» του είπα. «Ως συνήθως».


Συζητήσαμε για λίγο, ώσπου έπρεπε να ετοιμαστώ, καθώς έφτανε η σειρά
μου να άγω την ψυχή του κοινού και να τη φέρω εκεί που έπρεπε. Φόρεσα
τη φανταχτερή στολή μου και επέστρεψα στην αθέατη γωνία της σκηνής.
Και τώρα σειρά μου. Βγαίνω. Βγήκα. Μα τι βλέπω; Γνώριμες διακρίνω κά-
ποιες φυσιογνωμίες μέσα στο κοινό. Στις πρώτες σειρές, για την ακρίβεια.
Αυτοί λογικά θα έρχονται συχνά σε τούτη την παράσταση. Κι αναρωτιέμαι
πώς και δεν αντέδρασαν στο ψέμα που κάθε φορά με περίσσιο... θάρρος ο
γέρος ξεστομίζει... Ποιος ξέρει σε τι τους ωφελεί η σιωπή! Ίσως και συμφέρον
κανένα να μην έχουν, κι απλώς να συνήθισαν και να μην τους ενοχλεί πια...
Το νούμερό μου αρχίζει σιγά-σιγά. Ανεβαίνω τη σκάλα τής ύψους δεκα-
πέντε μέτρων από το έδαφος εξέδρας. Από κάτω, ως είθισται, μερικοί του
θιάσου, από τον γέρο διαλεγμένοι και σ’ αυτόν έμπιστοι, μοιράζουν τον κα-
θιερωμένο άρτο και συγχρόνως μαζεύουν τα άτυπα «φιλοδωρήματά» τους.
Και ξεκινώ. Ακροβατώ σε ένα σκοινί τεντωμένο και μετέωρο. Οι θεατές
στοιχηματίζουν πόση ώρα θα αντέξω εκεί ψηλά, πριν τσακιστώ μπροστά τους.
Ήταν μια ακόμη ευφυέστατη ιδέα του αφεντικού. Είχε σκεφτεί ότι, λέγοντας
πως ακροβάτης άπειρος είμαι, θα τους φαινόταν λογικό να υπολογίζουν τον
χρόνο που πάνω στο σκοινί θα κατόρθωνα να παραμείνω.
Φτάνω στα μισά του σκοινιού και με βλέμμα δήθεν έντρομο τους κοιτώ.
Τους κοιτώ να κρατούν στα χέρια τις δεσμίδες χαρτονομίσματα και με μάτια
σαν παιδιού που λιμπίζεται το παγωτό του γονιού του αν και το δικό του προ
πολλού το έχει καταβροχθίσει, να αγωνιούν για την εξέλιξη.
«Τώρα μου είναι ξεκάθαρο γιατί σας αποκαλούμε ανθρωποφάγους», ψι-
θύρισα.
Παύλος Γκούλελης
[ 252 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Άτιτλο

Είναι μια ώρα δύσκολη


όταν νυχτώνει, παραδέξου το
Τα πάντα ωριμάζουν
και συ καλείσαι να παραφυλάς
την ώρα που θα σου χτυπήσουν
Και θα σε συλλάβουν σιωπηλά
γιατί απολάμβανες την τόση ησυχία
Με προσχήματα λιγότερο ξενικά
που θα ηχούν στα αυτιά σου
θα κληθείς τώρα να αρνηθείς
για το χαμόγελο που κρύβεται στον καθρέφτη
Ή να αποδεχθείς πως ένα και ένα κάνουν τρία
Όμως θα σε συλλάβουν
Για να μη διαταράξουν τις ώρες όπως λένε
Ή τη μικρή Λουκία που παίζει
πίσω από τον τοίχο
Ό,τι κι αν σου πουν
Διάλεξε κάτι λιγότερο
Μη γίνεις καταδότης
στο παιχνίδι.

Αντώνης Κίτσιος
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 253 ]

Παράμερες απώλειες

Μετά από σένα όλα μοιάζουν χαμένα


Η νύχτα βαδίζει χάριν μιας ώρας
Άνθρωποι περπατούν μεταξύ ανθρώπων
Πρόσωπα που κοιτάχτηκαν ψάχνονται ερημωμένα
Αυτός ο αγώνας δεν θα διαρκέσει
Ίσως ρίξουμε το βάρος αλλού να ναυαγήσουμε
Ικετεύοντας όρθιοι
Αυτήν τη φορά
Για εκείνα που μας θλίβουν
Κι όλα αυτά για σένα
Που ανεπανόρθωτα με σημαδεύεις
Κάτω από έναν ουρανό χωρίς επίλογο
Πίσω από την ανεπάρκεια που με καταβάλλει
Πάνω στο φύλλωμα μιας άσωτης κερασιάς
Διασχίζοντας την οδό ερειπίων.

Αντώνης Κίτσιος
[ 254 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Ας σώσουμε τουλάχιστον το αύριο!

Κινητά, τάμπλετ, υπολογιστές


Έτσι πλαστήκαν οι δικές μας οι γενιές.
Δυνάστης είναι ο εθισμός!

Στις πόλεις όλα είναι γκρίζα


οι φίλοι πλέον βρίσκονται μονάχα στην κορνίζα
όπως σ’ εκείνες τις παλιές στιγμές…

Άπιαστα τα βιβλία στα ράφια


μάταια προσμένουν πληγωμένα
κάποιον τις σελίδες τους να ανοίξει.

Σαν μηχανές κατάντησαν οι ανθρώποι


γίνανε δούλοι της τεχνολογίας
αδιαφορούν ποιος δίπλα χαίρεται ή λυπάται.

Κι ο κόσμος όλος πάει στα εμπορικά


με μια ασυγκράτητη μανία.
Τι θα ψωνίσουν άραγε από αυτά;
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 255 ]

Φίλοι δεν βρίσκονται σε τούτα


«ουδείς» δεν τους αναζητά
είδος προς κατανάλωση δεν είναι.

Όμως χρυσάφι είναι η φιλία


μια αγκαλιά και μια ευχή
κι ένα γεμάτο βλέμμα αγάπη.

Στη φύση έλα, φύγε από το σπίτι


τους φίλους έχοντας μαζί σου, συντροφιά
κλείσε την πόρτα στα ηλεκτρονικά!

Μονότονη δεν θα ’ναι πια η ζωή σου


Θα φτερουγίζει η καρδιά σου από χαρά
παρέα θα κάνει στ’ άλλα τα πουλιά.

Όλοι τα χέρια να ενώσουμε μαζί


τον χρόνο να παγώσουμε, αντάμα
να σώσουμε τον κόσμο πριν χαθεί.

Το αύριο ζωντανό θα μείνει


τον εθισμό αν διώξουμε στα ηλεκτρονικά
μάθουμε ν’ αγαπάμε αληθινά
και γίνουμε όλοι μια παρέα από φίλοι.

Ειρήνη Δεμέστιχα
[ 256 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Το περιστέρι της επιτυχίας

Την μια μονότονην ημέραν άλλη


μονότονη ακολουθεί
(«Μονοτονία» του Κ.Π. Καβάφη)…
Έτσι κυλούσε η ζωή του κυρίου Σωκράτη, ενός άσημου αποτυχημένου συγ-
γραφέα. Ο άνδρας, περί του οποίου γίνεται λόγος, ήταν ένας σοβαρός άν-
θρωπος, ψηλός, μιας κάποιας ηλικίας και υπερβολικά αδύνατος, που άγγιζε
τα όρια του καχεκτικού.
Η μέρα του ξεκινούσε στις οκτώ το πρωί, ακριβώς. Το πρωινό του λιτό, ένας
καφές υπό τη συνοδεία ποιημάτων ή πεζών λογοτεχνικών κειμένων. Στο δια-
μέρισμά του κυριαρχούσε μια όμορφη ακαταστασία, οφειλόμενη στα αναρίθ-
μητα βιβλία, που αν και του είχαν φανεί αρκετές φορές χρήσιμα στη ζωή του,
έμοιαζαν ανίκανα να βοηθήσουν τον φίλο τους να δώσει ένα τέλος στα δικά
του κείμενα.
Αυτό λοιπόν φαίνεται να προβλημάτιζε τον κύριο Σωκράτη, που καθημερινά
άδειος από ιδέες επισκεπτόταν διάφορες εκθέσεις τέχνης και μουσεία και
δύο και τρεις φορές το καθένα, αναζητώντας στα εκθέματά τους τις χαμένες
του ελπίδες και ιδέες... Μα όσες ώρες κι αν σπαταλούσε εκεί, τίποτα δεν μπο-
ρούσε να του προσφέρει αυτό που πραγματικά επιθυμούσε.
Απογοητευμένος έπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής και στις δύο το μεση-
μέρι γευμάτιζε μόνος του, πάντα στο ίδιο εστιατόριο και αφού κάπνιζε αρκετά
τσιγάρα, αποχωρούσε και συνέχιζε τη διαδρομή του μέσα από το πάρκο, που
ήταν πάντοτε γεμάτο παιδιά.
Όχι, όχι, τα παιδιά δεν τ’ αγαπούσε και το ν’ ασχοληθεί μαζί τους το θεω-
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 257 ]

ρούσε χάσιμο χρόνου. Ο μόνος λόγος που τον παρακινούσε να περάσει από
το αλσάκι της γειτονιάς του στην Αθήνα, ήταν η αδημονία του να φτάσει μια
ώρα αρχύτερα στο διαμέρισμά του, για να βυθιστεί μόνος στα βιβλία του.
Έτσι ακριβώς ζούσε ο κύριος Σωκράτης μέχρι τις 23 Ιουνίου του 2010.
Την Τετάρτη το απογευματάκι, κατά τις τρεις, διέσχιζε ως συνήθως το πάρκο
και ξαφνικά το παλιό καπέλο που σκέπαζε το κεφάλι του, λερώθηκε από ένα
περιστέρι, που απ’ ό,τι φαίνεται το λάτρεψε.
Τότε ο κύριος Σωκράτης, φανερά ενοχλημένος, εκδήλωσε έντονα τη δυσα-
ρέσκειά του, δίνοντας έτσι το δικαίωμα στους περαστικούς να παρατηρούν,
να ψιθυρίζουν μεταξύ τους και να μισογελάνε με τη συμπεριφορά του. Εκεί
κοντά βρισκόταν κι ένα κοντό μελαχρινό αγόρι, που παρακολουθώντας την
όλη σκηνή, του απευθύνθηκε με τόνο κάπως ειρωνικό:
– Αυτή την εβδομάδα τα περιστέρια έχουν ακριβά γούστα...
– Χάσου από μπροστά μου, παλιόπαιδο, που θα μου πεις και τις προτιμή-
σεις των πουλιών, είπε ο κύριος Σωκράτης και εκνευρισμένος, κυρίως με τον
εαυτό του, που σπατάλησε τον χρόνο του μιλώντας με ένα παιδί, κίνησε για
το σπίτι του.
Το απογευματάκι, καθισμένος μπροστά από το γραφείο του, το βλέμμα του
περιπλανιόταν άσκοπα στις σελίδες του βιβλίου, μιας και η σκέψη του έκανε
βόλτες στο πάρκο, όπου είχε συναντήσει τον μικρό που του απηύθυνε τον
λόγο. Τώρα ο θυμός είχε υποχωρήσει και τη θέση του είχε καταλάβει η πε-
ριέργεια. Πρώτη φορά ένα παιδί είχε επηρεάσει τόσο πολύ τον εσωτερικό
του κόσμο. Ένιωθε μπερδεμένος, μέσα του είχε γεννηθεί η επιθυμία να το
ξαναντικρίσει και να του μιλήσει. Αύριο, ναι, αύριο, δεν θα πήγαινε στα μου-
σεία, όπως είχε προσχεδιάσει, αλλά στο πάρκο. Θα καθόταν σε ένα ξύλινο
παγκάκι και θα περίμενε μέχρι να το δει. Όμως μήπως η παρουσία του στο
αλσάκι ήταν τυχαία κατά τη διάρκεια του συμβάντος;
Την επομένη βρισκόταν στο πάρκο, προσμένοντας μια συνάντηση με το
αγόρι. Κόντευε μεσημεράκι. Ο κύριος Σωκράτης, απογοητευμένος, βάδιζε
αργά προς το συνηθισμένο εστιατόριο και τότε το είδε μπροστά του, μόνο
[ 258 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

του με μια μπάλα στα χέρια, που ανά τακτά χρονικά διαστήματα την εκτόξευε
στον αέρα και την ξανάπιανε. Παρατηρώντας το, διάβασε στην καρδούλα του
τη μοναξιά και μπόρεσε να ταυτιστεί με αυτό το παιδί. Άδραξε την ευκαιρία
και το πλησίασε.
– Γεια σου, συ πρέπει να ’σαι το αγόρι στο πάρκο χθες... Νομίζω ότι σου
οφείλω μία συγγνώμη, απλά...
– Αα, σιγά, είμαι συνηθισμένος στις παρατηρήσεις.
– Μάλιστα... Γιατί είσαι μόνος σου;
– Μην είστε τόσο περίεργος!
– Δίκιο έχεις... Πάω να γευματίσω εδώ πιο κάτω. Θα ’θελες να με συνοδέ-
ψεις;
– Δεν ξέρω, εσείς θα πληρώσετε;
– Ναι.
– Ε, τότε έρχομαι!
Στο μικρό εστιατόριο ο χρόνος κυλούσε σαν το ρυάκι που διασχίζει το
βουνό... Οι δύο ξένοι γνωρίστηκαν καλύτερα και ο πάγος που είχε ο ηλικιω-
μένος για τα παιδιά στην καρδιά του, άρχισε να λιώνει...
Ο κύριος Σωκράτης έμαθε πολλά για το αγόρι. Όπως το ότι δεν πήγαινε
σχολείο και πως η έλλειψη χρημάτων στην οικογένειά του τον ανάγκαζε να
ψάχνει πολλές φορές στα σκουπίδια της γειτονιάς ή να κλέβει τα χαλασμένα
ζαρζαβατικά των μανάβηδων. Πληροφορήθηκε ακόμη πως ο Κωστής –έτσι
ήταν το όνομά του– θα έδινε τα πάντα για να έχει μια ευκαιρία στο πεδίο των
γνώσεων.
Έτσι, με τα πολλά και με τα λίγα, έγινε η συμφωνία... Ο κύριος Σωκράτης
θα μάθαινε στο παιδί γράμματα και εκείνο θα τον συντρόφευε, μιας και η μο-
ναξιά βασίλευε στη ζωή του...
Μετά από ένα-δυο μήνες, αφού είχε πάψει πλέον να επισκέπτεται τα μουσεία
και καθώς έκαναν μάθημα διαβάζοντας ένα κείμενο για τον μεγάλο φιλόσοφο
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 259 ]

Σωκράτη, σχετικά με την παιδεία των νέων, το αγόρι τον διέκοψε λέγοντας:
– Κύριε Σωκράτη, γιατί δεν μου διαβάζετε ένα δικό σας δημιούργημα;
Ο άντρας ξεροκαταπίνει, σταγόνες ιδρώτα τρέχουν από το πλατύ μέτωπό του...
– Ξέρεις, Κωστή, εγώ... απέτυχα στο γράψιμο. Σε κανένα από τα έργα μου
δεν μπόρεσα να δώσω ένα τέλος...
Σιωπή κυριαρχεί στο μεγάλο δωμάτιο...
Ο Κωστής, βλέποντας την απογοήτευση στα μάτια του δασκάλου του, του
πρότεινε γεμάτος χαρά:
– Και τι σημασία έχει; Διαβάστε μου εσείς και ίσως βρούμε μαζί μια ιδέα
για το τέλος της ιστορίας σας!
Όταν όμως άρχισε η ανάγνωση, μετά από λίγο το αγόρι ξαναείπε σαν να
ήταν εκείνο τώρα ο δάσκαλος και ο κύριος Σωκράτης ο μαθητής:
– Ωραία όλα αυτά που εξιστορείτε για τους πρίγκιπες, τους βασιλιάδες και
τις συνωμοσίες, όμως αυτά δεν προσελκύουν τον απλό λαό!
– Τι εννοείς, Κωστή;
– Αυτό που θέλω να πω είναι πως ο κόσμος ενδιαφέρεται για ιστορίες και
γεγονότα που σχετίζονται με την καθημερινότητα!
– Ναι, αλλά αυτό δεν έχει κάτι το ξεχωριστό, το διαφορετικό!
– Μα, από τη λιτότητα μπορεί να ξεπροβάλει το συναρπαστικό. Εγώ μπορεί
να μην ξέρω γράμματα, αλλά γνωρίζω ένα σωρό ιστορίες για την πόλη μας,
μιας και έχω περάσει από πολλά μαγαζιά αναζητώντας λίγο φαγητό. Έχω δει
πολλούς ανθρώπους με διαφορετικές προσωπικότητες και οι δρόμοι της πε-
ριοχής μας με ξέρουν καλύτερα από τον οποιονδήποτε...
Εκείνο το βράδυ ο κύριος Σωκράτης σκέφτηκε πολύ, κατάλαβε περισσότερα
και πλέον η επήρεια του αγοριού είχε διεισδύσει βαθιά μέσα του.
Τον καιρό που ακολούθησε, τα πράγματα είχαν μια απρόσμενη, μα αξιο-
ζήλευτη ροή.
[ 260 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Οι δύο φίλοι πλέον ένωσαν τις μοναξιές τους, συμπληρώνοντας εκείνο το


χαμένο κομμάτι από τον συναισθηματικό τους κόσμο. Ο Κωστής έμαθε να
γράφει και να διαβάζει, ενώ την κηδεμονία του ανέλαβε εξ ολοκλήρου ο κύ-
ριος Σωκράτης, που όλο τον καιρό είχε καλλιεργήσει μια πατρική αγάπη για
το παιδί. Το πιο περίεργο όμως ήταν η μεταστροφή της καριέρας του ηλι-
κιωμένου, που οφειλόταν στο μικρό αγόρι. Ο επιτυχημένος πλέον συγγρα-
φέας, μέσα από τις ιστορίες της πόλης που του εξιστορούσε ο Κωστής, κα-
τανόησε ξαφνικά πως τον κοινό λαό διασκέδαζαν ιστορίες της καθημερινό-
τητας.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αρκεστεί στα μικρά πράγματα, στα προβλήματα
της πολιτείας του, σε πλανόδιους μουσικούς και ταχυδακτυλουργούς που πα-
ρουσίαζαν δημόσια την τέχνη τους για ένα κομμάτι ψωμί. Άρχισε να γράφει
έργα που σχετίζονταν με τις δυσκολίες, με τις χαρές, με τις λύπες και με τα
αδιέξοδα της ζωής με τα οποία οι αναγνώστες μπορούσαν να ταυτιστούν, γε-
γονός που τους ωθούσε, σαν μαγνήτης, να διαβάζουν ώρες ατελείωτες.
Κι όλη αυτή η απεριόριστη ευτυχία, που ένωνε δύο μοναχικούς ανθρώπους,
χάρη σε ένα περιστέρι...

Ειρήνη Δεμέστιχα
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 261 ]

Πόλεμος ψυχής

Ξεχείλισε πάλι ο τόπος 


μάνες που κλαίνε,
παιδιά που ουρλιάζουν 
και στρατιώτες που περιμένουν καρτερικά τον θάνατο.
Δεν είναι στρατόπεδο αυτό
μα τόπος μαρτυρίου...
Κάθεσαι και περιμένεις απλά τον θάνατό σου...
Δεν είναι στρατόπεδο αυτό 
μα τόπος ανάπαυσης 
Πόσες αθώες ψυχές ξεψύχησαν 
από ζωώδη χέρια...
Ποιος τολμάει να μιλήσει για δίκιο και άδικο;
Ποιος τολμάει να πει όχι στον θάνατό του;
Κανείς και ούτε ποτέ θα συμβεί...
Δεν μιλάμε πια για Θεό,
μα για ζωντανούς σατανάδες...
Δεν νικιέται ο σατανάς
μήτε με μαχαίρι,
μήτε με πιστόλι...
Θέλει τόλμη η λευτεριά,
μα κανείς δεν τολμάει...
Όλοι φοβούνται...
Οι γενναίοι στρατιώτες γίναν παιδιά, 
οι γυναίκες χήρες, 
και οι μάνες ζήσαν τον θάνατο των παιδιών τους...
[ 262 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Δεν είναι πόλεμος ανθρώπων αυτό,


μα πόλεμος ψυχής...
Μέχρι πότε θα επικρατεί σιωπή μπροστά στο άδικο;
Μέχρι πότε ο φόβος θα νικά τη δικαιοσύνη;
Μέχρι πότε θα βάφονται τα χώματα με το αίμα των παιδιών;

Τόνια Μαλογιάννη
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 263 ]

Πόσο έξυπνος είσαι;

Τρία λεπτά ακόμα. Σε τρία λεπτά όλη η ζωή του μπορεί να χαθεί για πάντα
ή μπορεί να γίνει Θεός. Εξαρτάται από τον ίδιο αλλά και από άλλους παρά-
γοντες. Αναπολεί όπως στις παλιές ταινίες, που περνά η ζωή από μπροστά
σου πριν πεθάνεις, τη ζωή του μέχρι αυτήν τη στιγμή και συνειδητοποιεί ότι
κυρίως δύο βασικοί παράγοντες τον έφεραν μέχρι εδώ. Οι δύο αυτοί παρά-
γοντες είναι η ικανότητά του να είναι ένας καλός hacker και η άλλη είναι να
εκμεταλλεύεται την αλαζονεία της ελίτ. «Η ελίτ!», καγχάζει με μίσος και ο
νους του ταξιδεύει ακόμα πιο πίσω, στην αρχή των πάντων, τη δημιουργία
της ελίτ.
Όλα ξεκίνησαν πριν τρεις δεκαετίες, η έρευνα των επιστημόνων για να
μπορεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος να έχει μια διεπαφή που να του επιτρέπει
να επικοινωνεί με το Ίντερνετ ήταν πολύ κοντά στο να αποφέρει καρπούς.
Σημαντικοί επιστήμονες του χώρου εμφάνιζαν την ιδέα ως μια άλλη ανακά-
λυψη του τροχού. Όντως η ιδέα μετά από κάποιο χρονικό διάστημα εφαρ-
μόστηκε και βγήκε μάλιστα στην αγορά. Το μόνο που έπρεπε να κάνει ο
χρήστης-καταναλωτής ήταν να αγοράσει τη διεπαφή και να την ενσωματώσει
στον εγκέφαλό του. Όλα κυλούσαν ομαλά για διάστημα ενός-δύο χρόνων. Η
εξερεύνηση στο Ίντερνετ και πολλές άλλες λειτουργίες που πραγματοποι-
ούνταν μέχρι τότε μέσω ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή ήταν εκεί και παρέ-
χονταν δωρεάν.
Μια μέρα όμως άλλαξαν όλα. Εμφανίστηκε μια εφαρμογή που λέγεται
«Πόσο έξυπνος είσαι;» και σου έδινε τη δυνατότητα όχι απλά να κάνεις ανα-
ζήτηση πληροφορίας αλλά φόρτωση πληροφορίας και γνώσης μόνιμα στον
εγκέφαλο. Την εφαρμογή μπορούσες να την κατεβάσεις δωρεάν, όμως η
γνώση δεν παρεχόταν δωρεάν. Κάθε δεξιότητα, για παράδειγμα το να μπορείς
[ 264 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

να παίζεις κιθάρα σαν επαγγελματίας κιθαρίστας, χρεωνόταν στον καταναλωτή


με ένα όχι τόσο αμελητέο ποσό.
Εκείνη ήταν η κομβική στιγμή που εμφανίστηκε στον κόσμο η ελίτ. Η ελίτ ήταν
ένα μικρό ποσοστό ανθρώπων που διέθεταν πάρα πολλά χρήματα και τα
ξόδευαν μόνο στις δεξιότητες που παρείχε η εφαρμογή. Υπήρχαν πολλοί
πλούσιοι που δεν ασχολούνταν τόσο πολύ με την εφαρμογή, γιατί προτιμούσαν
να ξοδεύουν τα λεφτά τους για διαφορετικούς σκοπούς, όμως αυτό το μικρό
ποσοστό που αγόραζε μόνο δεξιότητες από την εφαρμογή είχε καταφέρει να
υποδείξει στην κοινωνία ότι η κοινωνική ανισότητα πλέον δεν ήταν μόνο κοινω-
νική αλλά και νοητική, αφού υπήρχε μια εφαρμογή που σε έκανε κυριολεκτικά
πιο έξυπνο από τους άλλους, βασισμένη στον οικονομικό παράγοντα.
Με τα χρόνια η ελίτ κατάφερε να κυβερνά τον κόσμο όχι από το παρασκήνιο,
όπως θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος για το μακρινό παρελθόν, αλλά
φανερά. Η δημοκρατία είχε κατά κάποιον τρόπο παύσει να υπάρχει, καθώς
σε κάθε περιφέρεια-κράτος υπήρχε μόνο ένας υποψήφιος κυβερνήτης τη
φορά, κάποιος από τους εκπροσώπους της ελίτ.
Για μεγάλο διάστημα, η εφαρμογή και οι δεξιότητες που παρείχε ελέγχονταν
σε επίπεδο security κατευθείαν από την ελίτ, όμως ο χρόνος και η εξουσία
πολλές φορές αποτελούν παράγοντες μαλθακότητας και, έτσι, μετά από κά-
ποιο χρονικό διάστημα, η ελίτ ανέθεσε την αποστολή του security σε κάποιους
επίλεκτους, ας πούμε με βάση την παλιά ορολογία, μεσοαστούς. Αυτό έγινε
πέντε χρόνια πριν. Τότε ο χαρακτήρας της ιστορίας μας σκέφτηκε ότι μπορεί
να διασπάσει το πεδίο του σεκιούριτι με τη λογική ότι εφόσον οι δεξιότητες
ελέγχονται από τους μεσοαστούς, εκείνος θα έχει παραπάνω πιθανότητες σε
σχέση με πριν.
Οι ερωτήσεις που του ήρθαν κατευθείαν στο μυαλό όταν σκέφτηκε αυτή
την ιδέα ήταν κατά πόσο όντως οι μεσοαστοί ελέγχουν πλέον μόνο το επίπεδο
του security και κατά πόσο το να μπορέσει να αποκτήσει δικαιώματα μεσοα-
στού που ελέγχει το σεκιούριτι της εφαρμογής «Πόσο έξυπνος είσαι;» θα
τον κάνει αυτόματα έναν από την ελίτ. Μια άλλη απορία που δεν απαντήθηκε
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 265 ]

ποτέ σε βάθος χρόνου είναι τι απέγινε ο εφευρέτης της εφαρμογής. Ιστορικά,


εξαφανίστηκε από το προσκήνιο και φαινόταν λες και η ελίτ μέσα σε ελάχιστο
χρονικό διάστημα εκπροσωπούσε τα δικαιώματα της εφαρμογής. Συνωμο-
σιολόγοι λένε ότι είτε τον σκότωσε η ελίτ είτε ακόμα ζει και είναι ο πραγματικός
κυρίαρχος επί της Γης.
Παρά τις παραπάνω απορίες ο χαρακτήρας της ιστορίας μας προχώρησε
μεθοδικά σε βάθος πενταετίας στην εκτέλεση του πλάνου του και έφτασε
στο τώρα. Τρία λεπτά ακόμα. Σε τρία λεπτά θα ξέρει αν έχει πρόσβαση σε
όλες τις δεξιότητες της εφαρμογής δωρεάν ή κάποιο μέλος της ελίτ θα τον
εντοπίσει και τότε γνωρίζει ότι η ποινή είναι θάνατος.
Ένα λεπτό ακόμα. Η καρδιά του χτυπά ξέφρενα, νομίζει ότι θα πεθάνει.
Τριάντα δευτερόλεπτα... η ζωή του ξαναπερνά μπροστά από τα μάτια του, η
φτωχογειτονιά που μεγάλωσε, οι παρέες και η αλητεία της εφηβείας του, η
μεγάλη του φαμίλια, που έμεναν όλοι μαζί σε μια τρύπα, η πρώτη ενασχόλησή
του με το χάκινγκ στη διεπαφή. Είκοσι δευτερόλεπτα... η πρώτη του κοπέλα
στα δεκαεπτά του, οι πρώτες του βόλτες στην παραλία μετά το τέλος του
σχολικού έτους. Δέκα δευτερόλεπτα... οι δράσεις του εναντίον της ελίτ μέσω
σπρέι στους τοίχους και ομάδων συζητήσεων σε αντεργκράουντ κύκλους.
Ένα δευτερόλεπτο... Άραγε πώς είναι να είσαι Θεός;
Ένα μήνα μετά, ο χαρακτήρας της ιστορίας ξυπνά από κώμα σε νοσοκομείο
αγνώστων στοιχείων. Με το που ξυπνά, αντικρίζει δίπλα του ένα γνώριμο πρό-
σωπο, τον εφευρέτη της εφαρμογής σε κωματώδη κατάσταση. Η απορία του
μεγάλη και η τρομάρα του ακόμη μεγαλύτερη. Προσπαθεί να θυμηθεί τι έγινε
από τη στιγμή που απέκτησε δωρεάν πρόσβαση σε όλες τις δεξιότητες της
εφαρμογής. Και τότε θυμάται, τις φόρτωσε όλες. Από εκείνο το σημείο, κενό.
Και να τώρα βρίσκεται σε αυτό το δωμάτιο κάποιου μάλλον ιδιωτικού νο-
σοκομείου να κοιτά με απορία τον εφευρέτη της εφαρμογής «Πόσο έξυπνος
είσαι;» σε κατάσταση «φυτού» και να απορεί πώς δεν κατέληξε και ο ίδιος
έτσι. Άραγε η υπερφόρτωση δεξιοτήτων να τον έκανε μόνιμα έτσι; Και αν
ναι, γιατί όχι αυτόν;
[ 266 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Η πόρτα του δωματίου ανοίγει και ο κυβερνήτης του κράτους-περιφέρειας,


στο οποίο ο χαρακτήρας ζει, εισέρχεται στο δωμάτιο. Τον κοιτάει με μάτια
γυάλινα, ανέκφραστα και τον ρωτάει: «Απορείς γιατί δεν κατέληξες σαν και
αυτόν; Σωστά;». Ο χαρακτήρας μας δεν προλαβαίνει να απαντήσει, γιατί
μάλλον η ερώτηση είναι πιο πολύ ρητορική και ο κυβερνήτης συνεχίζει:
«Ζεις, γιατί παρέμβηκα στη διαδικασία φόρτωσης όλων των δεξιοτήτων.
Καλά, πίστεψες έστω και μια στιγμή ότι εμείς που κατέχουμε τη γνώση θα
κάναμε μια τέτοια κουταμάρα; Να φορτώσουμε όλες τις δεξιότητες και
μάλιστα μεμιάς». Ακολουθεί παύση και ο κυβερνήτης συνεχίζει με έντονο
ύφος: «Γι’ αυτό δεν θα μπορούσατε ποτέ εσείς οι πληβείοι να έχετε πρόσβαση
σε αυτήν τη γνώση ποτέ, γιατί σκέφτεστε ότι η εξουσία είναι κάτι απόλυτο
και εύκολο. Κάνετε λάθος όμως, η εξουσία που πηγάζει από τη γνώση θέλει
μεθοδικότητα και σύνεση. Τι να σκεφτεί κάποιος όμως σαν και εσένα, που
έτρωγε αρουραίους για πρωινό όταν ήταν μικρός και τώρα νομίζει ότι θα
μας εξουσιάζει όλους;».
Στο μεταξύ ο χαρακτήρας μας, ενώ ο κυβερνήτης κάνει αυτό το ξέσπασμα,
συνειδητοποιεί ότι τα χέρια του δεν είναι δεμένα με χειροπέδες ή κάτι αντί-
στοιχο και ξαφνικά τον διακόπτει: «Με τον τρόπο που αντιδράς νιώθω λες
και δεν έχεις χρησιμοποιήσει την εφαρμογή “Πόσο έξυπνος είσαι;” αλλά
την εφαρμογή “Πόσο ηλίθιος μπορείς να γίνεις”». Με το που ακούει αυτό ο
κυβερνήτης ορμάει κατά πάνω του, αλλά ο χαρακτήρας μας είναι προετοι-
μασμένος και του ρίχνει ένα δεξί κροσέ που τον αφήνει λιπόθυμο.
Ξαφνικά σειρήνες ακούγονται από παντού και ο χαρακτήρας μας ανοίγει
την πόρτα του δωματίου που βρίσκεται για να αντιμετωπίσει το άγνωστο.
Άραγε πόσο έξυπνος είναι για να γλυτώσει από αυτήν την κατάσταση;

Δημήτρης Μήλιος
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 267 ]

Gloria, oh gloria

Ο Τζουλιάνο ξύπνησε. Ή μάλλον σταμάτησε να προσπαθεί να κοιμηθεί. Οι


αχτίδες του ήλιου τρύπωναν μέσα στην έπαυλή του ανάμεσα από τις μισο-
τραβηγμένες κουρτίνες και ενοχλούσαν τα κουρασμένα μάτια του. Ήταν
πλέον πρωί και έπρεπε να πάει στο παλάτι για τις καθημερινές υποχρεώσεις
του στο συμβούλιο. Νόμοι, δίκες, κατηγορίες, διαφωνίες, συνωμοσίες, συμ-
μαχίες… όλα απαιτούσαν την προσοχή του. Δεν μπορούσε όμως να σκεφτεί
τίποτα από τα παραπάνω. Το μυαλό του ήταν μόνο σε ένα πράγμα: τον
αδερφό του.
Σηκώθηκε, φίλησε απαλά το μάγουλο της γυναίκας του, της Αικατερίνης,
και έριξε απάνω του τον συνήθη μπορντό μανδύα του. Ο υπηρέτης του πε-
ρίμενε ήδη έξω από το σπίτι τους, για να τον μεταφέρει στο παλάτι με τη
γόνδολά του. Πριν ανέβει στη μακριά ξύλινη βάρκα, ο άρχοντάς του σταμάτησε
στο κατώφλι της έπαυλης τρίβοντας τα μάτια του σαν παιδί. Έπρεπε να
αφιερώσει λίγο παραπάνω χρόνο στην περιποίηση της εικόνας του. Δεν
έπρεπε να παρουσιαστεί κουρασμένος, λυπημένος ή με οποιονδήποτε τρόπο
αδύναμος μπροστά στους υπόλοιπους δυνατούς της πόλης.
Ανέβηκε στο πλωτό άρμα του. Ο γονδολιέρης, στολισμένος σεμνότερα από
τον χορηγό του, οδήγησε με επιδεξιότητα τη βάρκα, πρώτα μέσα από τα
διαρκώς πλημμυρισμένα σοκάκια και έπειτα στο μεγάλο κανάλι, το οποίο
πάντοτε έσφυζε από ζωή. Αφού προσπέρασαν τη μεγάλη πλατεία, πλησίασαν
το παλάτι από την πλαϊνή πόρτα που λειτουργούσε και σαν προβλήτα. Δεν
υπήρχε καιρός για τις τυπικές τιμές που συνόδευαν μια είσοδο από την κεν-
τρική πύλη. Ο Τζουλιάνο σήκωσε το κάτω άκρο του μανδύα του, ώστε να μη
βραχεί στα λασπωμένα νερά της λιμνοθάλασσας, και κατέβηκε από τη βάρκα.
Σκαρφάλωσε τα σκαλοπάτια έως τον πρώτο –μήπως ήταν ο δεύτερος;–
[ 268 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

όροφο. Κάποιες αίθουσες χρησιμοποιούνταν ήδη, και ας ήταν πολύ πρωί


για πολιτικές συζητήσεις. Περπάτησε προς τα μέσα, περνώντας τη μία αίθουσα
μετά την άλλη, προσέχοντας πάντα να μη διακόπτει τη ροή των συζητήσεων
που διεξάγονταν σε αυτές.
Έφτασε στην αίθουσα με τα αγαπημένα του ρολόγια. Περιτριγυρισμένα
από χρυσεπένδυτα γλυπτά, τα δύο αυτά ρολόγια ήταν στερεωμένα στον
τοίχο μίας από τις αίθουσες συνεδριάσεων. Το ένα ήταν συνηθισμένο, όσο
μπορούσε τουλάχιστον να είναι. Έδειχνε την ώρα, γραμμένη με λατινικούς
αριθμούς, και ήταν χρήσιμο στους άρχοντες που μπαινοέβγαιναν σε αυτή.
Το άλλο όμως ήταν ξεχωριστό. Και ας ήταν, για τους μορφωμένους ανθρώ-
πους, εντελώς άχρηστο. Μία επιπλέον πινελιά του καλλιτέχνη. Εκείνο το
ρολόι είχε μόνο έναν χρυσό δείκτη, με έναν μικρό ήλιο σκαλισμένο στη μία
άκρη του και τη λαβή ενός σπαθιού σκαλισμένη στην άλλη. Γυρνώντας δεν
έδειχνε αριθμούς, ούτε γράμματα όπως θα ήθελαν οι αρχαίοι Έλληνες. Αν-
τιθέτως, ανάλογα με τον μήνα, έδειχνε σκαριφήματα ζωδίων: ιχθύς, παρθένος,
ζυγός, καρκίνος… Όπως είπα. Εντελώς άχρηστο. Είχε τοποθετηθεί εκεί για
τους προληπτικούς, που δεν ήταν λίγοι εκείνη την εποχή, και γίνονταν αντι-
κείμενο εκμετάλλευσης από τους αφυπνισμένους, ώστε να στρέφουν τη
γνώμη του κοινού προς το μέρος τους, χωρίς να γνωρίζουν πολλά πράγματα
για τις φοβίες τους. Τα ρολόγια αυτά έλεγαν όμως στον Τζουλιάνο κάτι πολύ
πιο σημαντικό. Δεν θα χρειαζόταν να παρευρεθεί κάπου για ακόμα τρεις
ώρες. Είχε χρόνο ακόμη.
Γοργά, έσπευσε μέσα από τους διαδρόμους στην άκρη της κλειστής γέφυρας.
Οι φρουροί τον σταμάτησαν. «Ποιος είσαι; Τι θέλεις; Έχεις άδεια;» τον ρώ-
τησαν διαδοχικά. «Τζουλιάνο του Φραντσέσκο, σύμβουλος. Ήρθα να δω
τον αδερφό μου. Δεν χρειάζομαι άδεια». Ο Τζουλιάνο απάντησε αδιάφορα,
δείχνοντας το δαχτυλίδι του με το έμβλημα των αρχόντων της πόλης. Αμέσως,
οι φρουροί τον άφησαν να συνεχίσει προς το διπλανό κτίριο, στέλνοντας
μαζί του έναν φύλακα στρατιώτη, για παν ενδεχόμενο. Με το που πάτησαν
στη γέφυρα, ο Τζουλιάνο ένιωσε έναν κόμπο στο στομάχι. Η μυρωδιά του
ιδρώτα και της μούχλας έφτανε μέχρι την είσοδο των φυλακών. Αναστέναξε
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 269 ]

περνώντας, όπως χιλιάδες πριν από αυτόν. Η εξωτερική μεγαλοπρέπεια


τελικά δεν κατευνάζει την εσωτερική παρακμή.
Κατέβηκε τις σκάλες προς τις φυλακές. Η μυρωδιά γινόταν ολοένα και πιο
δυνατή. Όταν έφτασε στα κελιά, μπόρεσε να ξεχωρίσει μία επιπλέον οσμή
που ήταν αναμειγμένη στον αέρα του υπογείου: αυτή του αίματος. Χέρια
που μύριζαν θάνατο έβγαιναν ανάμεσα από τα παχιά σιδερένια κάγκελα τα
οποία έφραζαν τα μικρά παράθυρα και τις χαμηλές πόρτες των παγωμένων
κελιών. Ξετρύπωναν ξαφνικά σαν παπαρούνες στο πέρασμα κάθε νέου αν-
θρώπου, σε μία τελευταία προσπάθεια για έλεος, δίκαιο ή όχι. Οι φύλακες
τα χτυπούσαν με μπαστούνια. Οι φυλακισμένοι ήταν επικίνδυνοι και δεν
έπρεπε να έρχονται σε επαφή με τον έξω κόσμο. Ή τουλάχιστον αυτό έγραφε
η πινακίδα στην είσοδο του διαδρόμου.
Ο Τζουλιάνο οδηγήθηκε σε ένα μικρό δωμάτιο αναμονής. Λίγα λεπτά αρ-
γότερα, ο φρουρός του έσυρε μέσα έναν ρακένδυτο άντρα. «Μπορείς να
φυλάς την πόρτα. Έξω από το δωμάτιο», είπε ανέκφραστα ο άρχοντας. Δι-
στακτικά και απρόθυμα, ο φρουρός του ακολούθησε τις διαταγές που έλαβε
από τον άρχοντα. Ο Τζουλιάνο σήκωσε τον πεσμένο άντρα αποκαλύπτοντας
το πρόσωπό του. Η μόνη διαφορά στην όψη τους ήταν το στρώμα βρωμιάς
και σκόνης στο δέρμα του φυλακισμένου. Ο σύμβουλος αγκάλιασε πονεμένα
τον ταλαιπωρημένο αδερφό του. Είχε καταδικαστεί σε θάνατο την προηγού-
μενη μέρα, με αφορμή το έγκλημα της προδοσίας. Τουλάχιστον αυτό θα
έγραφε στη διαταγή. Μα είναι προδοσία να κυνηγάς την ειρήνη; Όχι. «Προ-
δοσία» είναι να πας κατά των συμφερόντων αυτών που είναι πιο δυνατοί
από εσένα.
Ο άρχοντας σταμάτησε να αγκαλιάζει το αίμα του. Έκανε δύο βήματα πίσω,
για να πάρει φόρα, και τον χτύπησε με όλη του τη δύναμη στο σαγόνι. Ο
φυλακισμένος, μην έχοντας πολύ δύναμη πλέον, λιποθύμησε απευθείας. Η
ταχύτητα θα έκρινε αν το σχέδιό του θα στεφόταν με επιτυχία. Ξεντύθηκε
και αντάλλαξε τα ρούχα του με αυτά του φυλακισμένου. Έβαψε το πρόσωπό
του με τη βρωμιά του πατώματος. Έσυρε τον αδερφό του κοντά στον τοίχο
και τον σήκωσε όρθιο. Αμέσως, άρχισε να ουρλιάζει όσο πιο δυνατά μπορούσε
[ 270 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

και να χτυπά με τις γροθιές του το πρόσωπο του άλλου. Οι φρουροί όρμησαν
μέσα στο δωμάτιο απομακρύνοντάς τον, και μετέφεραν τον έναν στον χώρο
εκτέλεσης και τον άλλο στο χολ έξω από τις αίθουσες συνεδριάσεων.
Ο Πιέρο ξύπνησε. Το πρόσωπό του έσταζε αίματα. Δεν φορούσε πλέον τα
κουρέλια με τα οποία τον είχαν σύρει στο σκοτεινό κελί του. Μα… ούτε καν
στο κελί του βρισκόταν πλέον! Άγγιξε την τσέπη του μανδύα του και έβγαλε
από μέσα ένα διπλωμένο χαρτί. «Έπραξες σωστά, αδερφέ μου» έγραφε
μέσα. «Τώρα ζήσε για εμένα. Τζουλιάνο».
Οι καμπάνες του Αγίου Μάρκου ήχησαν δυνατά από πίσω του. Η λειτουργία
είχε τελειώσει.

Ευγενία Μανωλίδου - Χατζή


Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 271 ]

Πνευματική διαθήκη Σάμουελ Χάου

Έχει περάσει σχεδόν μία εβδομάδα αφότου επέστρεψα από την Ελλάδα. Είχα
μεταβεί για την οργάνωση της ιεραποστολικής βοήθειας εκ μέρους του αμε-
ρικάνικου λαού προς τους Κρήτες επαναστάτες. Με συγκίνηση σε όλη τη διάρ-
κεια της επίσκεψής μου αναπολούσα την παραμονή μου στο νησί, στο κάστρο
της Γραμβούσας. Πάνε σαράντα χρόνια, τον Σεπτέμβριο του 1825, όταν ο
Καλλέργης επιχειρούσε να κηρύξει την επανάσταση. Όσο τους γνώρισα, τότε
μα και τώρα, οι Κρητικοί φαίνεται να διατηρούν το ήθος και τον χαρακτήρα
των προγόνων τους. Η διάλεκτός τους διατηρεί τις αρχαίες της καταβολές,
χορεύουν τον πυρρίχιο χορό, είναι λιτοδίαιτοι, ανοιχτόκαρδοι, ανδρείοι, τι-
μούν την οικογένεια, τον φίλο, την πατρίδα, σέβονται περισσότερο από τους
νόμους το εθιμικό δίκαιο. Ο ελεύθερος στην ψυχή αυτός λαός επιτέλους επα-
ναστάτησε, και οι λαοί της Δύσης έχουμε την υποχρέωση να συμβάλουμε για
την ανεξαρτησία του. Ως ελάχιστη αναγνώριση του χρέους προς το ελληνικό
έθνος και τη δημοκρατία του, η οποία αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τα νε-
ότερα κράτη. Η έκδοση της εφημερίδας Cretan, που εξέδωσα, αποσκοπεί
ακριβώς σε αυτό, στην ενημέρωση και ευαισθητοποίηση για την Κρητική Επα-
νάσταση.
Πριν σαράντα και κάτι χρόνια, εικοσιτριάχρονος απόφοιτος της Ιατρικής
διάβαζα στις εφημερίδες της εποχής πύρινους λόγους για την Ελληνική Επα-
νάσταση. «Ο ελληνικός πόλεμος», έγραφαν, «έχει όλους τους καρπούς της εξέ-
λιξης και της ωριμότητας. Είναι ριζωμένος βαθιά στα αιματοβαμμένα έγκατα του
τούρκικου δεσποτισμού». Μέχρι σήμερα τίποτα δεν έχει αλλάξει για τους Κρη-
τικούς. Ωστόσο, πηγή έμπνευσής μου να αφήσω την πατρίδα, την οικογένεια,
τη ζωή και το μέλλον μου, ήταν η προσωπικότητα του Λόρδου Βύρωνα, όπως
την είχα γνωρίσει μέσα από τα ποιήματα και τους αγώνες του. Έγραφε: «Αι-
[ 272 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

ώνιο πνεύμα του νου που κανείς δεν τον ζώνει! Στις φυλακές φωτεινότατη ζεις, Λευ-
τεριά! γιατί εκεί κατοικία σου είναι πάντα η καρδιά, η καρδιά, που η αγάπη σου μο-
νάχα τη σκλαβώνει». Με την υποστήριξη του σπουδαίου Αμερικάνου φιλέλληνα
Edward Everett, την παρότρυνση του φίλου μου Jonathan Miller, που είχε
φύγει λίγο νωρίτερα από εμένα για την Ελλάδα, και την ελπίδα ότι θα τον συ-
ναντούσα στο Μεσολόγγι που πολεμούσε, πήρα τη μεγάλη απόφαση.
Όσο γράφω, στη γυάλινη προθήκη, σαν φωτοβόλος φάρος, στέκεται η
χρυσή περικεφαλαία και τα όπλα του, τα οποία μου χάρισε η οικογένεια του
επιστήθιου φίλου μου George Jarvis μετά τον θάνατό του. Εκείνος είχε την
τύχη να αναλάβει επιτελάρχης στην ταξιαρχία του, να πολεμήσει μαζί του,
να έχει γίνει, να είναι Έλληνας, στην ενδυμασία, στον χαρακτήρα, στην ψυχή.
«Όλοι είμαστε Έλληνες», έγραφε ο Percy Shelley και δονούνταν η καρδιά μου.
Γιατί δεν υπάρχει τίποτα πιο σπουδαίο, πιο υψηλό να πολεμάς για μια ιδέα,
την ιδέα της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας, της ισότητας, της φιλανθρωπίας
και της αγάπης. Στις δύσκολες ώρες στο πεδίο της μάχης, όταν άφηνα τα ερ-
γαλεία μου και έπιανα το ντουφέκι, όταν τα βράδια νηστικός ξαγρυπνούσα
στο βρεγμένο χώμα, όταν ο ανθρώπινος πόνος ξεπερνούσε τη φρίκη του πο-
λέμου, με δάκρυα στα μάτια σκεφτόμουν τον νεκρό Λόρδο Βύρωνα. Έτσι
έπαιρνα δύναμη να μη λυγίσω, να προτιμήσω, όπως οι αρχαίοι, τον γενναίο
θάνατο από μια ταπεινωμένη ζωή.
Ήταν η εποχή που το φιλελληνικό κίνημα είχε αρχίσει να φθίνει, όταν πήγα
στην Ελλάδα. Τότε συναντούσες όλο και λιγότερους ξένους να αγωνίζονται
για την Επανάσταση, χωρίς προσωπικό όφελος. Μπορεί ο ίδιος να είχε άδοξο
τέλος λίγους μήνες πριν την άφιξή μου, εξακολουθούσε όμως να εμπνέει
τους φιλέλληνες σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Με την πολυτάραχη ζωή και
το τέλος του έγινε σύμβολο όλων των ηρώων που είχε πλάσει στα ποιήματά
του. Ο Κουρσάρος, ο Γκιαούρ, ο Δον Ζουάν ήταν ο Βύρων. Ένας ρομαντικός
επαναστάτης, ένας παθιασμένος αγωνιστής, ένας μοναχικός ιδεολόγος. «Οι
σκλάβοι ξεσηκώθηκαν κι εγώ θα κάνω πίσω; Το στάχυ ξαναωρίμασε κι εγώ δεν θα
θερίσω;» έλεγε και ξανάλεγε. Όλη του τη ζωή πολέμησε, πρώτα με τα λόγια
και μετά με τα τουφέκια, όσους μάχονταν την ελευθερία.
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 273 ]

Κάνοντας έναν απολογισμό όσων έζησα και έπραξα στην Ελλάδα μέχρι σή-
μερα, θεωρώ ότι υπήρξα πιστός όχι μόνο στις ιδέες αλλά και στις πράξεις
του. Όταν πήγε στην Ελλάδα, κύριος στόχος του ήταν ν’ απαλύνει τους αδύ-
ναμους από τα δεινά του πολέμου. Σε όλη του τη ζωή άλλωστε μαχόταν υπέρ
των αδυνάτων, είτε αυτοί ήταν Τούρκοι πρόσφυγες, Λουδίτες εργάτες, Ιταλοί
καρμπονάροι, Έλληνες αγωνιστές της ελευθερίας. «Όταν πρόκειται για τα κε-
λεύσματα της φιλανθρωπίας», συνήθιζε να λέει, όπως μου είχε εκμυστηρευτεί
ο Jarvis, «δεν γνωρίζω διαφορά ανάμεσα σε Τούρκους και Έλληνες. Αρκεί αυτοί
που χρειάζονται συμπαράσταση να είναι άνθρωποι, για να δικαιούνται τον οίκτο
και την προστασία, ακόμα και του πιο τιποτένιου που ισχυρίζεται ότι έχει αισθήματα
φιλανθρωπίας».
Στον ελληνικό αγώνα πρόσφερα τις υπηρεσίες μου αρχικά ως άμισθος ια-
τρός χειρουργός και απλός οπλίτης στο πεδίο της μάχης και στη συνέχεια
ως ιατρός στο πλοίο «Καρτερία» και πρώτος αρχίατρος και διευθυντής υγει-
ονομικού του Πολεμικού Ναυτικού. Το αντίδωρο που έλαβα ήταν μεγαλύτερο
από αυτό που έδωσα. Παρά τις αντίξοες συνθήκες, τα χειρουργεία που ανέ-
λαβα και οι ιατρικές υπηρεσίες που πρόσφερα, μου έδωσαν μια πολύτιμη
εμπειρία, που δεν θα την αποκόμιζα σε κανένα πανεπιστήμιο και νοσοκομείο
της Αμερικής. Πάνω από όλα όμως, η συμμετοχή μου στον αγώνα με έκαναν
καλύτερο άνθρωπο. Οι ιστορίες που άκουσα, τα δράματα που έζησα, οι απώ-
λειες που θρήνησα, με έκαναν να αγαπήσω βαθιά τον συνάνθρωπό μου. Να
μετρήσω την ευτυχία όχι με τα πλούτη αλλά με τις πράξεις.
Όλο μου το έργο υπηρετούσε το δικό του «κέλευσμα φιλανθρωπίας». Αφού
επέστρεψα στην Αμερική και εξασφάλισα μέσα από δωρεές και εράνους αρ-
κετά χρήματα, επέστρεψα να υπηρετήσω μια ιδέα εξίσου υψηλή με την ελευ-
θερία, τη φιλανθρωπία. Όπως ακριβώς έκανα και τώρα με τους Κρήτες επα-
ναστάτες. Τότε ανέλαβα τη συντήρηση και διαμόρφωση του λιμανιού της Αί-
γινας, προσλαμβάνοντας με μισθό 700 άνδρες και γυναίκες άπορων οικογε-
νειών. Ίδρυσα νοσοκομείο και ορφανοτροφείο, προσπάθησα να εφαρμόσω
προγράμματα που θα είχαν μια προοπτική. Στους κατοίκους των Μεγάρων
έδωσα καρπούς σιταριού, να τους φυτέψουν και να ζουν με τη σοδειά του,
[ 274 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

υπό τον όρο να διαθέτουν το ένα τρίτο της παραγωγής τους για τη συντήρηση
του σχολείου. Έτσι μπόρεσαν να σταθούν στα πόδια τους, δίνοντας και σε
μένα τη δύναμη να επιχειρήσω μια ακόμα μεγαλύτερη πρόκληση. Να δημι-
ουργήσω στα Εξαμίλια της Κορίνθου την Ουασινγκτόνια, έναν πρότυπο αγρο-
τικό οικισμό για τη στέγαση 100 οικογενειών Ελλήνων προσφύγων.
Δεν γνώριζα πια διαφορά ανάμεσα σε κράτη και φυλές, όπως εκείνος. Αρκεί
αυτοί που χρειάζονται συμπαράσταση να δικαιούνται τον οίκτο και την προ-
στασία μου, όπως έλεγε. Στην Αμερική, παρά την οικονομική ανάπτυξη, υπήρ-
χαν άνθρωποι που την είχαν ανάγκη. Το ίδιο άλλωστε θα έκανε και εκείνος.
Ήταν οι τυφλοί, οι κωφάλαλοι, τα παιδιά με νοητική στέρηση που είχαν δι-
καίωμα στην εκπαίδευση, ήταν οι απελεύθεροι δούλοι του Νότου που δι-
καιούνταν ομαλή ένταξη στην κοινωνία, ήταν ο θεσμός της δουλείας που
έπρεπε να καταργηθεί. Ήταν οι Πολωνοί επαναστάτες, που διεκδικούσαν την
αυτονόμησή τους, ήταν οι φρενοβλαβείς και οι πνευματικά ασθενείς, που ζη-
τούσαν ένα παράθυρο στην κοινωνία. «Οι σκλάβοι ξεσηκώθηκαν κι εγώ θα κάνω
πίσω; Το στάχυ ξαναωρίμασε κι εγώ δεν θα θερίσω;» Επιστέγασμα όλων αυτών
των προσπαθειών ήταν η ίδρυση του Κρατικού Γραφείου Φιλανθρωπιών της
Μασαχουσέτης πριν τρία χρόνια.
Επιστρέφοντας από την Κρήτη ένας κύκλος σαράντα χρόνων έκλεισε. Με
δάκρυα χαράς και συγκίνησης, δίπλα στα κειμήλια του Βύρωνα και τον
Σταυρό του Σωτήρος που μου απένειμε ο βασιλιάς Όθωνας, θα τοποθετήσω
το κρητικό μαχαίρι που έλαβα ως δώρο. Ενθύμιο ενός αγώνα που δεν τελει-
ώνει ποτέ, όσα χρόνια κι αν περάσουν.

Ο Σάμουελ Χάου πέθανε στις 9 Ιανουαρίου 1876.

Φώτης - Ορέστης Μικελάκης


Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 275 ]

Τρέχοντας με τη ζωή…

Είναι κάποιες στιγμές στη ζωή μας που θα έρχονται και θα ξανάρχονται, στο
κατάλληλο timing, για να μας υπενθυμίζουν τα αυτονόητα, που πολλές φορές
εμείς οι άνθρωποι προσπερνάμε με μια ασυνήθιστη ευκολία. Την ευκολία,
στην οποία, θέλοντας και μη, έπρεπε να προσαρμοστούμε. Σε αυτήν που δη-
μιούργησαν οι γρήγοροι ρυθμοί της μεγαλούπολης, με το ξυπνητήρι κάθε
πρωί να σηματοδοτεί το ξεκίνημα μιας ακόμη ημερήσιας δοκιμασίας που θα
αρχίσει από τη στιγμή που θα περιμένουμε στη στάση το λεωφορείο, κάνο-
ντας τη συνηθισμένη διαδρομή προς το γραφείο. Και αφού θα έχουμε δια-
νύσει χιλιόμετρα όλη την ημέρα, «παρέα» με ανθρώπους γνωστούς και άγνω-
στους, εκεί που θα περιμένουμε συνωστισμένοι να ανάψει ο πράσινος σημα-
τοδότης και να κάνουμε εκείνα τα δέκα γρήγορα βήματα προκειμένου να πε-
ράσουμε στην απέναντι «όχθη», η δοκιμασία θα λήξει αργά το βράδυ. Επι-
στρέφοντας στο σπίτι, παρέα με το μοναδικό αίσθημα που μας έχει απομείνει,
αυτό της κούρασης, έχοντας εκπληρώσει για μια ακόμη ημέρα τον ρόλο μας
και νιώθοντας ένα κενό, αναλογιζόμενοι την ημέρα που πέρασε, πέφτουμε
στο κρεβάτι, προτού το ξυπνητήρι μας βάλει και πάλι στην αφετηρία.
Οι στιγμές λοιπόν αυτές που έρχονται κάπου-κάπου να μας «ξυπνάνε»
από τον λήθαργο της συνήθειας και της ρουτίνας, να προσπαθούν να κατα-
πολεμήσουν το σύνδρομο του «βολεψάκια», που μας προσβάλλει κατά και-
ρούς, να μας κάνουν να εκτιμάμε ακόμη και τα πιο απλά πράγματα στη ζωή,
τα οποία θεωρούσαμε δεδομένα, έρχονται ακριβώς επειδή στη ζωή όλα γί-
νονται για κάποιο λόγο, στον χρόνο που πρέπει να γίνουν. Και έρχονται στον
κατάλληλο χρόνο, όταν δηλαδή πρέπει να συνειδητοποιήσεις ότι η ζωή δεν
είναι μόνο τα «πρέπει» και οι υποχρεώσεις, οι στυλιζαρισμένες συναντήσεις,
[ 276 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

οι ατελείωτες ώρες δουλειάς, οι ψυχρές συζητήσεις μπροστά από μια οθόνη,


τα scroll up και scroll down στα social media.
Η ζωή είναι στις τυχαίες συναντήσεις με πρόσωπα αγαπημένα, σε μια αγ-
καλιά και σ’ ένα «καλημέρα», στις ακατάπαυστες συζητήσεις με τους φίλους,
στα ατελείωτα και αυθόρμητα γέλια με την παρέα, στην αυλή στο χωριό εκείνο
το απόγευμα του καλοκαιριού, απολαμβάνοντας το συναίσθημα που νιώθεις
εκεί λες και σταματάει ο χρόνος, σ’ ένα ηλιοβασίλεμα που θα απολαύσεις σ’
ένα όμορφο μέρος, στην παραλία ακούγοντας ένα τραγούδι που σου φτιάχνει
τη διάθεση, ακόμη και σε ένα πρωινό που θα γευτείς με την ησυχία σου,
χωρίς να κοιτάζεις συνεχώς το ρολόι σου.
Έχουμε «κατασκευαστεί» για να λειτουργούμε μηχανικά, προκειμένου να
μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις της κοινωνίας. Φτάνουμε
όμως στο σημείο να «απολαμβάνουμε» το καθετί στη ζωή μέσα σε αυτά τα
λίγα λεπτά που διαθέτουμε, θεωρώντας το δεδομένο. Όταν για παράδειγμα
θα βγούμε μια βόλτα με φίλους, ίσως να έχουμε το μυαλό μας κάπου αλλού,
να σκεφτόμαστε κάτι που μας απασχολεί ή μας προβληματίζει, ίσως να πε-
ράσουμε τον περισσότερο χρόνο βγάζοντας story και χαζεύοντας στα social
media. Εάν συνειδητοποιήσουμε όμως πόσο τυχεροί είμαστε που έχουμε αυ-
τούς τους δυο-τρεις ανθρώπους στη ζωή μας με τους οποίους μπορούμε να
πούμε μια κουβέντα, πόσο όμορφο είναι να συζητάς με αυτούς, να τους συμ-
βουλεύεις και να τους συμβουλεύεσαι, να ξοδεύεις κάποια λεπτά της ημέρας
στο να γελάς με την ψυχή σου με τα αστεία που ανταλλάσσετε, τότε ίσως να
αναθεωρούσαμε τελικά τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τη ζωή; Γιατί εάν η
ζωή από μόνη της έχει τις δυσκολίες της, εμείς γιατί να την επιβαρύνουμε
ακόμη πιο πολύ, ενώ μπορούμε με λίγη προσπάθεια να δούμε το θετικό και
το όμορφο στα απλά πράγματα που αυτή μας προσφέρει;
Θα ακούσεις κάποιον άνθρωπο που ίσως έχει περάσει κάποια σοβαρή
ασθένεια ή επέζησε από θαύμα μετά από αυτοκινητιστικό ατύχημα, να διη-
γείται τη ζωή του, να νιώθει πως ξαναγεννήθηκε μετά από αυτό που πέρασε
και να εκτιμάει πλέον ό,τι του έχει προσφέρει η ζωή, από το πιο απλό μέχρι
το σπουδαιότερο. Γιατί να πρέπει άραγε να φτάσουμε στο σημείο να βιώσουμε
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 277 ]

κάτι δυσάρεστο, μια δύσκολη κατάσταση, για να εκτιμήσουμε αυτά που


έχουμε γύρω μας, για να χαιρόμαστε και να νιώθουμε ικανοποίηση με τα πιο
απλά πράγματα, τα οποία είναι στην ουσία και τα πιο όμορφα; Η ζωή είναι
μία και μοναδική ευκαιρία που μας δόθηκε και, δυστυχώς ή ευτυχώς, έχει
μάθει να μη σταματάει ποτέ. Καμιά φορά μάλιστα, νιώθουμε πως όχι απλώς
προχωράει, αλλά τρέχει με χίλια. Τρέξε λοιπόν και εσύ μαζί της και μην την
αφήσεις να σε προσπεράσει, γιατί σε αυτόν τον αγώνα, νικητής θα είσαι μόνο
εάν τερματίσεις μαζί της!
Κωνσταντίνα Μοσχοπούλου
[ 278 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Βράδυ Σαββάτου

Ήταν Σάββατο βράδυ ενός καυτού Αυγούστου. Την επόμενη ημέρα η Μάρθα
θα επέστρεφε στην Αθήνα, καθώς η άδειά της τελείωνε. Ήταν το πρώτο κα-
λοκαίρι μετά από χρόνια δουλειάς που είχε καταφέρει να κάνει διακοπές στη
γενέτειρά της, μια επαρχιακή κωμόπολη στη Βόρεια Ελλάδα. Αν και είχαν πε-
ράσει χρόνια από τότε που είχε εγκαταλείψει τον τόπο της, ένα κομμάτι της
πάντα διαμαρτυρόταν όταν έφευγε από αυτόν, ακόμη και αν είχε πάει ως επι-
σκέπτρια για λίγες μόνο ημέρες. Ίσως τελικά να έχουν δίκιο όσοι λένε πως
κάθε μέρος στο οποίο έχεις ζήσει έστω και για λίγο, κρατάει πάντα ένα κομ-
μάτι σου, σκέφτηκε καθώς προσπαθούσε να διαχειριστεί τις ανάσες της ανη-
φορίζοντας προς το μοναδικό υπαίθριο θέατρο της πόλης. Ήταν λίγο πριν
τις οχτώ το απόγευμα και ο ήλιος ήταν ακόμη καυτός. Το θέατρο ήταν προ-
σβάσιμο από ένα σημείο και μετά, μόνο από ένα στενό και σε κάποια σημεία
δύσβατο δρομάκι, και δυστυχώς για εκείνη και τους υπόλοιπους θεατρόφι-
λους, είχε σταθμεύσει το αυτοκίνητό της αρκετά μακριά. Το θέατρο ήταν η
μεγάλη της αγάπη και δεν θα έχανε την ευκαιρία να παρακολουθήσει μία
ακόμη εκτέλεση των Περσών του Αισχύλου. Στη δύσκολη διαδρομή προς το
θέατρο είχε δώσει δύο μάχες συγχρόνως: η μία ήταν να μην επιτρέψει στον
ιδρώτα που κυλούσε στο πρόσωπό της να της χαλάσει το μακιγιάζ και τη διά-
θεση καθώς και να μην επιτρέψει στο λαχάνιασμα να προδώσει πόσο αγύ-
μναστη ήταν στον ωραίο που περπατούσε μπροστά της και της έριχνε κλεφτές
ματιές. Η δεύτερη μάχη είχε να κάνει κυρίως με το να αποφεύγει να ακούει
και να παρασύρεται από τις συζητήσεις που έκανε το ζευγάρι πίσω της.
«Μα να μην έρθει ο Στέργιος και η Νίκη τελικά μαζί μας στην παράσταση;
Πολύ κρίμα!»
«Μα τι περίμενες; Να έχουν και καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα, βρε Θανάση;
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 279 ]

Η Νίκη θα είχε μαζέψει τις γειτόνισσες στο σπίτι και θα βαρέθηκε να έρθει.
Ο Στέργιος θα έπαιζε χαρτιά στο καφενείο του χωριού ως αργά και μετά
απλά θα βαρέθηκαν».
«Σιγά μην έπαιζαν χαρτιά, ρε Μαρίνα».
«Άκου με εμένα, όλοι οι γέροι αυτό κάνουν στα καφενεία, Θανάση. Ωραία
ζωή».
«Πέντε χρόνια μόνο είναι μεγαλύτερός μου ο Στέργιος», απάντησε ο Θα-
νάσης και η Μαρίνα άλλαξε θέμα γρήγορα.
Η Μάρθα απορούσε ώρες-ώρες γιατί ο Θανάσης εξακολουθούσε να της
απαντά, αλλά και γιατί τα περισσότερα ζευγάρια εξακολουθούν να συνομιλούν
από τη στιγμή που τις περισσότερες φορές δεν καταφέρνουν να βγάλουν
άκρη. Απορούσε επίσης και με τον ίδιο της τον εαυτό και με το ενδιαφέρον
που έβρισκε σε τέτοιου είδους συνομιλίες. Μάλλον ήταν το μικρόβιο του συγ-
γραφέα που δεν σταματούσε να αναζητά έμπνευση στα πιο απίθανα σημεία.
Οπουδήποτε υπήρχαν άνθρωποι και ζωή. Οπουδήποτε συνέβαινε κάτι.
Χαμένη στις σκέψεις της, ένιωσε για μια στιγμή να παραπατάει και να προσ-
γειώνεται σε μια επιφάνεια που δεν ήταν το κακοτράχαλο έδαφος, αλλά ή
αγκαλιά του μπροστινού της, ο οποίος κατάφερε να κρατήσει και τους δυο
τους όρθιους. Αφού επιβίωσε της παραλίγο πτώσης και του επικριτικού βλέμ-
ματος της Μαρίνας, η οποία κοίταξε τον σύζυγό της και αναρωτήθηκε χαμη-
λόφωνα αν ήταν σουρωμένη, η Μάρθα βρήκε το κουράγιο να ευχαριστήσει
τον ωραίο άγνωστο που έσωσε το τελευταίο βράδυ των διακοπών της από
βέβαιη καταστροφή.
«Είμαι ο Μάνος», της χαμογέλασε και άπλωσε το χέρι του προς το μέρος
της.
«Είμαι η Μάρθα», του απάντησε, ενώ αισθανόταν άβολα στη σκέψη πως τα
χέρια της που είχαν ιδρώσει και το πλατύ της χαμόγελο θα πρόδιδαν πως
είχε γοητευτεί τόσο εύκολα από έναν άγνωστο.
«Είσαι ντόπια;» τη ρώτησε ο Μάνος.
«Ναι. Αλλά πάνε χρόνια που δεν μένω πια εδώ».
«Αθήνα;»
[ 280 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

«Ναι», αποκρίθηκε εκείνη.


«Κάποτε έμενα και εγώ εκεί».
«Πήγες και εσύ για να γίνεις κάτι εκεί, να υποθέσω;», τον ρώτησε γελών-
τας.
«Όχι. Εγώ γεννήθηκα εκεί, αλλά κάποια στιγμή κουράστηκα και αποφάσισα
να τα παρατήσω όλα και να έρθω εδώ», της απάντησε εκείνος.
«Όμορφο αυτό, να μπορείς ν’ αλλάξεις τη ζωή σου. Εγώ πήγα για σπουδές
και έμεινα για να κυνηγήσω κάποια όνειρα που στον τόπο αυτό θα ήταν δύ-
σκολο να πραγματοποιηθούν».
«Δηλαδή;», τη ρώτησε και την κοίταξε έντονα. Το βλέμμα του έδειχνε γνήσιο
ενδιαφέρον και αυτό την έκανε να νιώσει άβολα για την απάντηση που θα
ακολουθούσε.
«Θέλω να γίνω συγγραφέας. Για την ώρα αρθρογραφώ σε περιοδικά και
ιστοσελίδες». Εντάξει, το είπα, σκέφτηκε με ανακούφιση. Κάθε συγγραφέας
ξέρει πως ειδικά στο ξεκίνημα της καριέρας του είναι δύσκολο να πει πως
είναι συγγραφέας, χωρίς να φοβάται για την άποψη που θα σχηματίσουν οι
άλλοι για εκείνον ή τα συμπεράσματα που θα βγάλουν.
«Α, πολύ ωραία. Αυτό σημαίνει πως είσαι ήδη κάτι», της χαμογέλασε. Αφού
σχολίασαν τα ιδιαιτέρως επιθετικά έντομα που εκείνο το βράδυ δεν άφηναν
κανέναν σε ησυχία, συνειδητοποίησαν πως οι θέσεις τους βρίσκονταν πολύ
μακριά η μία από την άλλη και αφού είπαν τα τυπικά, χαιρέτησαν ο ένας τον
άλλο. Η Μάρθα δεν πήρε ποτέ το τηλέφωνό του ούτε του έδωσε το δικό της.
Αυτή η συνομιλία όμως για κάποιο λόγο την επηρέασε και δεν σταμάτησε να
τη σκέφτεται κατά τη διάρκεια της παράστασης αλλά και λίγες μέρες αργό-
τερα.
Μία εβδομάδα αργότερα, ξημερώματα της τελευταίας Παρασκευής του Αυ-
γούστου. Το ξυπνητήρι της Μάρθας όπως πάντα ήταν προγραμματισμένο να
χτυπά τρεις φορές: μία φορά στις 07:42, άλλη μία στις 07:45 και, η τελευταία
ευκαιρία της για να φτάσει εγκαίρως στο γραφείο, στις 07:50. Δεν ήταν από
τους τυχερούς εκείνους ανθρώπους που μπορούσαν να σηκωθούν από το
κρεβάτι με τη μία, και πολλές φορές η Μάρθα αναρωτιόταν αν τέτοιοι άν-
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 281 ]

θρωποι υπήρχαν στην πραγματικότητα. Εκείνη η ημέρα όμως είχε κάτι το


ιδιαίτερο, καθώς σηματοδοτούσε το ξεκίνημα μιας νέας στάσης ζωής για
εκείνη μετά από χρόνια.
Ετοίμασε το πρωινό της και αφού ντύθηκε γρήγορα, περπάτησε προς τον
σταθμό του μετρό και παρατήρησε την πόλη, που είχε αρχίσει με γοργούς
ρυθμούς να γεμίζει και πάλι μετά την επιστροφή των αδειούχων του Αυγού-
στου. Αυτήν τη φορά όμως κάτι μέσα της είχε αλλάξει. Δεν είχε κατάθλιψη
που οι διακοπές της είχαν τελειώσει, που ήταν μόνη, που πάντα έκανε τις πιο
απαιτητικές δουλειές. Δεν εκνευρίστηκε από την κίνηση ούτε από το εκνευ-
ρισμένο πλήθος που ήταν στοιβαγμένο στα βαγόνια. Ακόμη και για τον κύριο
που κρατούσε ένα πλακάτ με τη φράση «Κάποιος να σώσει την Ελλάδα μας»
έξω από τον σταθμό της Ομόνοιας κοντά στο γραφείο της και κάθε πρωί
επαναλάμβανε μονότονα κάτι ασυνάρτητο, ένιωσε συμπόνια, ενώ συνήθως
μόνο εκνευρισμό τής προκαλούσε. Πλέον όλα είχαν ένα βαθύτερο νόημα,
γιατί ήξερε πολύ καλά πως κυνηγούσε ένα όνειρο που άξιζε και ίσως να είχε
καταφέρει να γίνει ήδη αυτό που πάντα ονειρευόταν, αλλά να μην το είχε συ-
νειδητοποιήσει ακόμη. Λίγο πριν χτυπήσει κάρτα στο γραφείο, κοίταξε το κι-
νητό της και είδε πως ο άγνωστος του οποίου τα λόγια την είχαν επηρεάσει
τόσο την είχε ακολουθήσει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Όταν το είδε χα-
μογέλασε, αλλά δεν δέχτηκε ποτέ το αίτημά του.

Νεφέλη Μπαντελά
[ 282 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Μη φύγεις!

Ξεκλειδώνω την πόρτα και μπαίνω μέσα στο σπίτι. Γνώριμος ήχος έρχεται
από την κουζίνα. Κραυγές ακούγονται από τη μικρή τηλεορασίτσα. Πάλι θα
καβγαδίζουν οι σωτήρες μας για το ποιος εφάρμοσε καλύτερα τα μνημόνια,
σκέφτηκα, και ένα γέλιο έσκασε στα ξερά μου χείλη. Έβγαλα τα παπούτσια
και κατευθύνθηκα προς την κουζίνα.
– Καλώς τον, μου λέει η μάνα μου, καθώς καθαρίζει φασολάκια στο τραπέζι.
– Καλώς σε βρήκα μάνα, της απαντάω.
– Πες μου τι έγινε με τη συνέντευξη; Έχω μεγάλη αγωνία. Σε προσέλαβαν;
– Όχι, μάνα...
– Αχ, παιδί μου, σ’ τα έλεγα...
Πάλι ξεκίνησε, είπα μέσα μου και έκανα κίνηση να πάω στο υπνοδωμάτιό
μου. Μα εκείνη πρόλαβε και μου είπε εκείνη τη λέξη που όταν την ακούω με
καρφώνει σαν μαχαίρι μέσα στην καρδιά. 
– Να φύγεις! Να φύγεις, αγόρι μου, στο εξωτερικό, να σωθείς!
– Πάλι άρχισες, ρε μάνα; 
– Φύγε, φύγε, φύγε!
– Μα εγώ δεν θέλω να φύγω...
– Τι άλλο καλύτερο έχεις να κάνεις σε μια μαραζωμένη χώρα που το μόνο
που κάνει είναι να τρώει τα παιδιά της; 
– Να πολεμήσω για να το αλλάξω αυτό και να καλυτερεύσει η ζωή μας.
– Μα δεν υπάρχει ζωή σ’ αυτόν τον χρεοκοπημένο τόπο. Θέλεις να γίνεις
ζητιάνος και να ζητιανεύεις στα φανάρια; 
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 283 ]

– Θα δουλέψω, μάνα!
– Και πού θα βρεις δουλειά, όταν πάνω από τους μισούς νέους της ηλικίας
σου κάθονται άνεργοι στα σπίτια τους; Χα! Ποια σπίτια, αυτά θα τα πάρουν
οι τράπεζες, αν δεν τα έχουν πάρει ήδη.
– Γι’ αυτό τον λόγο θα μείνω στην πατρίδα μου, μάνα, για να δουλέψω
μαζί με τους άλλους αντάμα και να σώσουμε την αξιοπρέπειά μας, τη στέγη
και την οικογένειά μας!
– Και πώς θα μας σώσετε, από τον καναπέ ή τις καφετέριες με τον φραπέ
στο χέρι;
– Μην ακούς τι λένε στις τηλεοράσεις. Αυτά είναι προπαγάνδα. Κανένας
δεν θ’ αφήσει το σπίτι του να χαθεί ή να πεινάσει!
– Σε ρωτάω, αλλά δεν μου απαντάς. Πού θα βρεις, αγόρι μου, δουλειά;
– Δεν χρειάζεται να βρω, θα δημιουργήσω μόνος μου. Τι τα έχουμε τα χω-
ράφια στο χωριό; Θα πάω, θα τα οργώσω, θα τα καλλιεργήσω, θα μαζέψω
τον καρπό και στο τέλος θα τον πουλήσω.
– Και τι θα κερδίσεις από αυτό; Με τόσους φόρους και αρπακτικά μεσά-
ζοντες; Το επίδομα ανεργίας θα σε ωφελήσει περισσότερο.
– Ακούς τι λες, μάνα; Μου υποδεικνύεις να μείνω άπραγος και να μην εκ-
μεταλλευτώ το δώρο της αειφόρου γης που μας έδωσε η μητέρα μας, Ελ-
λάδα; 
– Φύγε, φύγε, φύγε!
– Και πού να πάω;
– Να πας στα ξένα, να βρεις εργασία. Η Γερμανία ζητάει γιατρούς και η
Ελβετία παθολόγους! Τι θα τα κάνεις διαφορετικά τα πτυχία σου εδώ, απλώς
θα τα έχεις κρεμασμένα στο σαλόνι. Γι’ αυτό άκουσέ με, αγόρι μου. Φύγε,
φύγε γρήγορα να σωθείς!
– Και θεωρείς πως η ξενιτιά θα μ’ ωφελήσει;
– Πρέπει να φύγετε, παιδί μου, όλοι οι νέοι, όπως ο ξάδερφός σου ο Γιάν-
[ 284 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

νης στην Αμερική. Κοίταξε τον πώς ζει σαν βασιλιάς. Δύο εστιατόρια άνοιξε.
Φύγε, λοιπόν, αγόρι μου, φύγε να σωθείς!
– Και την Ελλάδα ποιος θα τη σώσει; Μήπως οι γραβατωμένες μαριονέτες
που μας κυβερνούν; 
– Πήγαινε εσύ και άσε την Ελλάδα να τα βγάλει πέρα μόνη της. Μα για
ποια Ελλάδα μιλάω, λες πως υπάρχει ακόμη αυτή η χώρα. Μία σκλάβα είναι
μονάχα.
– Ε, όχι δα! Πώς θα αφήσω τη χώρα μου σκλάβα κι εγώ θα ζήσω ήρεμος
στα ξένα; Πώς θα ελευθερωθεί αν όλα τα παιδιά της φύγουν στην ξενιτιά και
μείνει μοναχή της; Θα μαραζώσει, θα σαπίσει, μέχρι το κουφάρι της να αφε-
θεί βορά στ’ αρπακτικά και να χαθεί τελείως. Όχι, αυτός ο πολιτισμός, αυτό
το πνεύμα, αυτή η γλώσσα δεν έσβησαν και δεν θα σβήσουν ποτέ. Όχι, όχι,
όχι... Δεν φεύγω, θα μείνω κι ας παραμείνουν κρεμασμένα τα πτυχία μου
στον τοίχο. Θα γίνω αγρότης. Θα καλλιεργήσω αυτό τον τόπο, αυτήν τη θεία
γη, με το αρχαίο και αθάνατο ελληνικό πνεύμα.
– Μα τι κουταμάρες είναι αυτές που μου τσαμπουνάς; Δεν σε σπούδασα
εγώ για να μου γίνεις εσύ αγρότης. Το παιδί μου, γιατρός πράγμα, αγρότης;
Ας γελάσω δυνατά!
– Και τι με συμβουλεύεις, μάνα, να φύγω μακριά από τον τόπο που γεννή-
θηκα και μεγάλωσα; Να φύγω μακριά από εσένα, τον πατέρα, τ’ αδέρφια μου
και τους φίλους μου; Να φύγω και ν’ αφήσω πίσω μου ό,τι αγάπησα και συ-
νεχίζω ν’ αγαπώ;
– Φύγε, φύγε, φύγε! Φύγε να σωθείς να γίνεις άνθρωπος!
– Μα τώρα τι είμαι, μάνα, δεν είμαι άνθρωπος ή μήπως τα χρήματα κάνουν
την ανθρωποσύνη;
– Φύ...
– Σταμάτα, μάνα, μην κουράζεσαι άλλο. Ξέρω πως μου τα λες όλα αυτά
γιατί θέλεις το καλό μου. Όμως, μέσα σου βαθιά το ξέρεις και συ πως μία
μάνα Σπαρτιάτη, Μαραθωνομάχου, Μακεδόνα ποτέ δεν θα άφηνε τις Θερ-
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 285 ]

μοπύλες διάπλατα ανοικτές για να περάσουν ελεύθερα οι εχθροί της πατρίδας


της. Όχι, μάνα, εγώ δεν είμαι Εφιάλτης. Δεν θα φύγω, κι ας με διώχνουν. Κι
αν λιποτακτήσουν όλοι, κι αν μείνουμε μονάχα τριακόσιοι, εμείς θ’ αγωνι-
στούμε, θα μοχθήσουμε, για να χτίσουμε ξανά την ξεχαρβαλωμένη τούτη κοι-
νωνία. Καμία οικογένεια δεν θα διαμελιστεί και δεν θα ξεριζωθεί πια. Γιατί το
μόνο που χρειαζόμαστε, όπως είπε κι ο Ελύτης, είναι μία ελιά, ένα αμπέλι κι
ένα καράβι για να ξαναφτιάξουμε και πάλι την Ελλάδα!
– Μη φύγεις, μη φύγεις, μη φύγεις, μου απαντάει με δάκρυα στα μάτια και
με γραπώνει γερά με τα χέρια της, βάζοντάς με μέσα στη ζεστή μητρική αγ-
καλιά της.
Πλούταρχος Πάστρας
[ 286 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Ένστικτα, περιβάλλον και ματαιοδοξία

Φεβρουάριος 2014. Ήταν η μέρα που θα ανακοινώνονταν τα αποτελέσματα


του Proficiency και εγώ εξεταζόμουν εντελώς άυπνος σε ένα μάθημα της
σχολής. Με το που παρέδωσα το γραπτό, στις 11:05, κοίταξα την οθόνη του
κινητού μου και είδα αναπάντητη κλήση από την καθηγήτρια των αγγλικών,
στις 11 ακριβώς. Δεν είχα κάρτα για επανάκληση κι έπρεπε να περιμένω στο
Πανεπιστήμιο μέχρι τις 12, που θα άνοιγε η λέσχη. Είχα μόνο τρία τσιγάρα
πάνω μου. Δεν αρκούσαν σε καμία περίπτωση για να περάσει η ώρα περιμέ-
νοντας, οπότε πήρα την απόφαση να κάνω μια βόλτα στη μονή Δουρούτης.
Στις παρυφές είχα μόλις καπνίσει το πρώτο, αλλά δεν ένιωθα καθόλου πιο
ήρεμος. Όσο χωνόμουν βαθύτερα στο ομιχλιασμένο δάσος, το μυαλό μου
ήταν ολοένα λιγότερο στα μαθήματα και ολοένα περισσότερο στο τοπίο
γύρω μου, μέχρι που σύντομα δεν υπήρχε τίποτα άλλο παρά το κελάηδισμα
των πουλιών. Η λέσχη είχε ανοίξει εδώ και αρκετή ώρα όταν τελικά πήγα για
φαγητό…
Αποτελεί προσωπική μου άποψη ότι βασικό αίτιο της ματαιοδοξίας, αυτής
της αέναης αίσθησης μη πληρότητας, είναι η μη εφαρμογή των ενστίκτων.
Ως ένστικτα ορίζονται οι έμφυτες τάσεις προς κάποιες συγκεκριμένες συμ-
περιφορές, στην περίπτωση του ανθρώπου αυτές ενός φυτοφάγου, μονο-ή-
ολιγογαμικού* κοινωνικού θηλαστικού. Τέτοιες συμπεριφορές είναι η ανα-
πνοή, η κίνηση, η τάση ενός βρέφους για θηλασμό, το παιχνίδι κατά την
πρώιμη ηλικία, η σεξουαλικότητα κατόπιν, η κοινωνική αλληλεπίδραση με
άλλα άτομα, ο σχηματισμός οικογένειας κ.ά. Ο άνθρωπος αποκόπηκε από
το φυσικό του ενδιαίτημα (αυτό των υπόλοιπων στενών συγγενών του στο

* Προσδιορίζεται από το λόγο του όγκου των όρχεων προς τον όγκο ολόκληρου του σώματος.
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 287 ]

ζωικό βασίλειο) υπερβολικά πρόσφατα για να μπορεί να έχει προκύψει –


μέσω της εξέλιξης– αλλαγή των ενστίκτων του. Συνεπώς, δεν δύναται να
ανεξαρτητοποιηθεί εντελώς από το περιβάλλον.
Όσον αφορά τη διαβίωση σε «ανθρώπινες» συνθήκες, έχει παρατηρηθεί
ότι στις πιο προηγμένες κοινωνίες του δυτικού πολιτισμού τα ποσοστά της
κατάθλιψης είναι τα πλέον υψηλά. Από την άλλη πλευρά, ζώα σε αιχμαλωσία,
ακόμη κι αν δεν έχουν ζήσει ποτέ τους ελεύθερα, παρουσιάζουν εμφανή
συμπτώματα κατάθλιψης. Αρκεί να αναφερθεί ότι χορηγούνται αντικαταθλι-
πτικά φάρμακα ακόμα και στα ψάρια των ιχθυοκαλλιεργειών. Αιτία των πα-
ραπάνω φαινομένων θεωρώ πως είναι η αδυναμία έκφρασης θεμελιωδών
αναγκών· περιορισμός, ελλιπής κίνηση, φυσικά ερεθίσματα μη αντίστοιχα με
αυτά του οικοσυστήματος του κάθε οργανισμού. Αρκετά συχνά, η καταπίεση
που προκύπτει από αυτήν την κατάσταση εκφράζεται ως βία, είτε προς
άλλους είτε προς τον εαυτό. Στον αντίποδα, πιο πρωτόγονες κοινωνίες δεν
χαρακτηρίζονται από αυτά τα προβλήματα και μάλιστα υπάρχει μια κοινωνία
σε νησί της νοτιοανατολικής Ασίας που χαρακτηρίζεται από απόλυτη ελευ-
θεριότητα και θεωρείται η πρώτη που έχει εξαλείψει εντελώς τη βία.
Όλα τα παραπάνω με κάνουν να πιστεύω ότι απαραίτητη προϋπόθεση για
την ευτυχία είναι η διαβίωση σύμφωνα με τα ένστικτα για τον κάθε οργανισμό,
κοινώς το να είναι ο εαυτός του. Ο υλισμός, η φιλαργυρία, η σεξουαλική κα-
ταπίεση, η μη αποδοχή του εαυτού, η υπερβολική ανάγκη αναγνώρισης από
το κοινωνικό σύνολο· όλα ανθρώπινες ιδιότητες, απορρέουν από τη μαται-
οδοξία και συνιστούν υποκατάστατα και εμπόδιο για τη συνειδητοποίηση
των πραγματικών αναγκών. Στην περίπτωση του περιβάλλοντος, η φυσική
επαφή με αυτό κρίνεται αναπόσπαστη, δεδομένου ότι παρέχει πάμπολλα
ερεθίσματα –κάποια ενδεχομένως άγνωστα ακόμα– που εναρμονίζονται με
τις ενστικτώδεις ορμονικές υποδομές της ζωής.
Σε τελική ανάλυση, θεωρώ ότι ο άνθρωπος, ανεξάρτητα των όποιων φιλο-
σοφικών πεποιθήσεων, είναι αναγκαιότητα να αποδεχθεί και να αγκαλιάσει
τη ζωώδη του υπόσταση και να επαναπροσδιορίσει τη θέση του στη φύση.
[ 288 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Τα κλασικά μαθήματα στη σύγχρονη ζωή


Το σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα μαστίζεται από μια άθλια χρησιμοθηρία,
σπάνια κάνει κανείς κάτι αν δεν υπάρχει σαφής χρησιμότητα. Τα παιδιά δια-
βάζουν, προπαντός, για να αποσπάσουν καλούς βαθμούς, οι νέοι αγωνίζονται
να εισαχθούν σε σχολές που προσφέρουν καλές εργασιακές προοπτικές και
συνεχίζουν με μεταπτυχιακά, με μοναδικό σκοπό τον εμπλουτισμό του βιο-
γραφικού τους. Μαθήματα όπως οι καλές τέχνες και τα κλασικά τείνουν να
θεωρηθούν άχρηστα, λόγω της απουσίας άμεσων ωφελειών από τη διδασκαλία
τους. Αυτή η αντίληψη, ωστόσο, είναι εντελώς λάθος!
Κατ’ αρχήν, η διδασκαλία των νεκρών γλωσσών, αρχαία ελληνικά και λατι-
νικά, συμβάλλουν στη βαθύτερη κατανόηση των σύγχρονων ευρωπαϊκών
γλωσσών. Βοηθούν στη γνώση της ετυμολογικής προέλευσης λέξεων και
στην υπόθεση της μορφής τους σε άλλες γλώσσες. Πάνω απ’ όλα, ωφελούν
στην απόκτηση ενός υψηλού επιπέδου στη μητρική γλώσσα, δεδομένου ότι
πάμπολλες εκφράσεις, όροι και αποφθέγματα προέρχονται από αυτές τις
δύο γλώσσες. Επιπροσθέτως, όντας τόσο πολύπλοκες, διευκολύνουν την εκ-
μάθηση ξένων γλωσσών –είτε έχουν σχέση με αυτές είτε όχι– και επίσης εν-
δυναμώνουν την εγκεφαλική λειτουργία της ανάλυσης. Συνοψίζοντας, τα λα-
τινικά και τα αρχαία ελληνικά έχουν σημαντικούς λόγους να συνεχίσουν να
συμπεριλαμβάνονται στα σχολικά προγράμματα.
Κατά δεύτερον, οι καλές τέχνες αποτελούν μέσο/τρόπο έκφρασης που αν-
ταποκρίνεται σε μια από τις πιο θεμελιώδεις ανάγκες του ανθρώπου: την
κοινωνία όχι μόνο λέξεων, αλλά και συναισθημάτων, τάσεων, φόβων, παθών
και γενικότερα πτυχών της ζωής και της ανθρώπινης φύσης. Τα έργα τέχνης
είναι στην ουσία μια αντανάκλαση του ψυχικού κόσμου του καλλιτέχνη και
δύνανται να αλληλεπιδράσουν με τον ψυχικό κόσμο των υπόλοιπων και να
επηρεάσουν τον προσωπικό πολιτισμό, καθώς και τη συλλογική αντίληψη
του κοινού πάνω στον φυσικό κόσμο. Αρκεί να αναφερθεί η επίδραση που
είχαν η Σφαγή της Χίου του Ντελακρουά και η Γκουέρνικα του Πικάσο στην
ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης της κάθε εποχής.
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 289 ]

Εν συνεχεία, η παρουσία της φιλοσοφίας στη ζωή ενισχύει την ποιότητά


της και αυξάνει το πνευματικό επίπεδο. Τα μαθήματα της κλασικής φιλοσοφίας
αποτελούν μια καλή εισαγωγή στον κόσμο των φιλοσοφικών κινημάτων. Από
την άλλη πλευρά, η ανθρωπότητα έχει ήδη βιώσει μια εποχή κατά την οποία
λαμβάνονταν υπόψη ελάχιστα φιλοσοφικά ρεύματα, ενώ όλα τα υπόλοιπα
της αρχαιότητας θεωρούνταν εντελώς άχρηστα. Ονομάζεται Μεσαίωνας.
Όσον αφορά τη σύγχρονη εποχή, ο Γκάντι καυτηρίασε την ύπαρξη επιστήμης
χωρίς ανθρωπιά. Αρκεί να αναφερθεί το παράδειγμα των ατόμων που έγιναν
γιατροί αποκλειστικά για τα χρήματα, αλλά καταπάτησαν τον όρκο του Ιππο-
κράτη με κάθε δυνατό τρόπο.
Εν κατακλείδι, σε μια εποχή που σταθερές αξίες χιλιάδων ετών –ευτυχώς
και επιτέλους– καταρρίπτονται ή αναθεωρούνται, αναδεικνύεται η ανάγκη
παρουσίας στοιχείων που να συνεχίζουν να εμπνέουν την κοινωνία, ώστε να
μη χαθεί. Συνεπώς, τα πολιτισμικά μαθήματα είναι πιο αναγκαία από ποτέ
για τη ζωή και ο αποκλεισμός τους από τα σχολεία μόνο καταστροφικός
μπορεί να είναι, τόσο για τους ίδιους τους μαθητές όσο και για ολόκληρο το
κοινωνικό σύνολο. Εν τέλει, όπως υποστήριζε ο Μιχαήλ ντε Θερβάντες, η
ευτυχία δεν έγκειται σε ό,τι έχουμε ή ό,τι ξοδεύουμε, αλλά στη φιλοσοφία με
την οποία ζούμε.

Κώστας Πολυπαθέλλης
[ 290 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Για κάθε κοπέλα


που πίστεψε και πληγώθηκε 

Ένα γλυκό κορίτσι

Τα χείλη της κόκκινα, έτοιμα


να κατακτήσουν τον κόσμο.
Ήταν τόσο πρόθυμη να πιστέψει στον έρωτα,
πίστεψε υπερβολικά πολύ μάλλον.
Απογοητεύτηκε, πληγώθηκε,
η ίδια λέξη είναι.
Αγάπη μου, στεναχωριέμαι.
Όχι για εσένα, για όσους σε είχαν και δεν σε εκτίμησαν.
Δύο μάτια διαμάντια και ένα χαμόγελο αξίας εκατομμυρίων.
Μην κουράζεσαι, ο κόσμος σού ανήκει, βγες και απόλαυσέ τον.
Σου αξίζει.
Μην το ξεχάσεις ποτέ.

Δημήτρης Ράντζα
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 291 ]

Νανούρισμα

Γύρε το κεφάλι σου.


Χάιδεψε τρυφερά το ύφασμα και αφέσου στις ζάρες του.
Θα αργήσουν οι στιγμές να γίνουν αιώνες.
Γέρασαν. Κοιμήθηκαν με τα ιδρωμένα ρολόγια που ξεδιψούν οι νύ-
χτες.
Μόλις ξυπνήσεις θα έχεις ξεχάσει ότι ήσουν παιδί,
ίσως γιατί πολλοί δεν σε πρόσεξαν καθώς μεγάλωνες.

Γύρε το κεφάλι σου.


Η νύχτα καίει το κορμί σου. Βρίσκει το λιωμένο παιδί.
Το σέρνει στα πάρκα που δεν πήγαινες τον χειμώνα.

Γύρε το κεφάλι σου.


Άκου τον χτύπο της καρδιάς σου, της καρδιάς του, της καρδιάς της,
της καρδιάς των.
Βγες από τις φλέβες σου να ποτίσεις τον κόσμο.
Γέμισε τα πάντα με ό,τι σε δροσίζει.
Κάπνισε τους στίχους, τα αποτσίγαρα των χαμένων ονείρων.
Άναψε τη λάμπα πριν πέσεις για ύπνο
Γίνε το φως μέσα στο σκοτάδι.

Αλέξανδρος Σαγρής
[ 292 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Το μήνυμα του Αργοναύτη

Μίλησες
Μα τα λόγια μπλέχτηκαν
Πίσω από τα μπορώ σου

Φαρδιά και άνετα


Τα καλοσχηματισμένα εάν
Θεριά ανήμερα στη σκέψη
Τα πρέπει
Και τα εναλλασσόμενα γιατί
Παιδεύουν το μυαλό

Σε ψηλά τακούνια
Ακροβατεί ο εγωισμός σου
Λόγια ζεστά
Δεν βγαίνουν από τα χείλη

Αν σου ζητήσω λίγο ακόμα ουρανό,


Τι θα μου φέρεις;
Αν σου ζητήσω λίγο ακόμα κόκκινο κρασί,
Τι θα μου γνέψεις;
Κι αν, ακόμα, σε παρακαλέσω;
Θα μου χρεώσεις ακριβά ετούτη την παράκληση;
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 293 ]

Ποιος ο κυνηγός και ποιο το θήραμα;


Ρωτώ
Και η απάντηση γυμνή
Ταξιδεύει στο ανηλεές πέλαγος

Μεταξένια η επιθυμία για πιο γεμάτα θέλω


Αφημένα στην ακρογιαλιά
Kι εγώ εκεί
Να σε κοιτώ
Μ’ ανοιχτά τα μάτια
Και να ονειρεύομαι
Τα θέλω σου να ’ταν μπορώ
Και τα μπορώ σου
Θέλω.
Κατερίνα Σπανού
[ 294 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Για όσους έμειναν

Ξέρεις τι είναι κάποιος να ξεπεράσει τα όριά του για να σε δεχτεί όπως είσαι;
Να διαφωνεί μαζί σου σε θέματα ηθικής και αξιοπρέπειας κι όμως να στέκεται
δίπλα σου χωρίς να σε κατακρίνει. Να προσπαθεί να σου δείξει πού κάνεις
λάθος, όχι για τους άλλους, αλλά πού αδικείς εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου.
Δεν μπήκα ποτέ στη διαδικασία να σκεφτώ τι κόπο χρειάστηκε να καταβάλει
για να με δεχτεί ακόμα και στις χειρότερες στιγμές μου. Γιατί, ενώ ήξερε ότι
στο τέλος θα χτυπούσα το κεφάλι μου στον τοίχο, δεν μου κούνησε ποτέ το
δάχτυλο, και δεν μου είπε «εγώ σ’ τα ’λεγα». Ούτε όμως με ντάντεψε και
ποτέ! Προσπάθησε εκείνη να μαζέψει τα κομμάτια μου και όταν είδε ότι με
ήρεμο τρόπο δεν καταλάβαινα, τότε μόνο μου φώναξε… Μου φώναξε όπως
θα έκανε η μάνα μου, που ενώ μπορεί να την έχω κάνει έξαλλη, καταλαβαίνω
από τον τόνο της φωνής της, ότι νοιάζεται βαθιά και ειλικρινά για μένα.
Της χρωστάω λοιπόν ένα ευχαριστώ, για τον χρόνο που επένδυσε, για τον
κόπο που χρειάστηκε να καταβάλει για να με δεχτεί με τα λάθη μου και να
με βοηθήσει. Μπορεί να με έκανε να κλάψω, αλλά το ξέρω ότι εκείνη πονούσε
περισσότερο για μένα απ’ ό,τι εγώ για τον εαυτό μου.
Σε ευχαριστώ, λοιπόν, που έμεινες ενώ θα ήταν πιο εύκολο και πιο ανώδυνο
να φύγεις.

Έλενα Χαδιού
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 295 ]

Ένα βέλος ταξιδεύει στα χρόνια

Ένα βέλος ταξιδεύει στα χρόνια


Ρυθμικό της καρδιάς ταμπούρλο
άλλοτε με ταχύτητα γλάρου αναγκασμένου να προσγειωθεί
στο άνυδρο έδαφος
κι άλλοτε γερακιού να εισπνέει σύννεφα χαιρετώντας τον ήλιο
Μες στους αέρηδες λογιών λογιών χαστούκια και φιλήματα ελπιδοφόρα
Σπασμένοι καθρέφτες εγωισμού
Πληγές πατήματα μυρμηγκιών με τον αντίχειρα ενός παιδιού ξενόφερτου
με μια γλώσσα ξένη και μια ψυχή ολόδικιά του καμωμένη από λάσπη
κι άχυρα μιας ηθικής ξεχασμένης
Τη μύτη του βέλους έντυσε με φόρεμα γιασεμιών ποδοπατημένων.
Το σώμα του αλύγιστο άγει τη θλίψη από τότε που την ανάσα
της χορδής για μια στιγμή ένιωσε
Πλουμιστή ουρά με χρώματα βαλσαμωμένου χαμαιλέοντα
Κάτοικος σε μια φούσκα ροδόνερου
Μιλά για ονειρεμένους κόσμους με γλυκιές σαν το αγριόμελο γυναίκες
και δυνατούς σαν το ευαίσθητο λιοντάρι άντρες
Άξιοι μαθητές της φύσης αποφασίζοντας για το Δίκαιο
Βασιλείς του Πράττειν
Ένα βέλος ταξιδεύει στα χρόνια με χαραγμένο σύνθημα στα μπαγκάζια του:
«Δεν πέφτω»
«Ανοίγω ορίζοντες ψηλά».

Θεόφιλος Χατζηαριστεράς
[ 296 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Το νερό και η φωτιά

Μέσα σε μια στιγμή τα λόγια μου ακριβά


σαν τα λάφυρα που κρύβονται στον πάτο του ωκεανού μου·
κι εσύ με μια σιωπή να υψώνεσαι
που οι σκέψεις σου μόνο με εμπρησμό θα φανούν.
Σαν παλίρροια σηκώσω θέλοντας να σε σβήσω
σβήνεις και γίνεσαι καπνός θέλοντας να σκεφτείς
προλαβαίνοντας μόνο τις στάχτες σου να αφήσεις
και να φύγω ακόμα μια φορά
παραπονεμένη που δεν σε πρόλαβα ενώ έκαιγες
και διερωτώμαι πώς θα σε ανάψω πάλι απελπισμένη.
Όμως δεν μπορώ να σε ανάψω·
μόνος σου θα ανάψεις μόλις βγει πάλι ο ήλιος σου ξανά.
Τότε να με αντικρίσεις.
Και τώρα με την απορία στον νου να με βασανίζει
«Πότε θα ανατείλει άραγε αυτός ο ήλιος σου;».
Κρύβεσαι μέσα στις φλόγες σου
και εγώ απέναντι διάφανη να φανερώνω όσα έχω μέσα μου
στο μυαλό μου, στην καρδιά μου, στην ψυχή μου.
Ελπίζω να μη σε φοβίζω.
Όμως όταν τις σταγόνες μου αφήνω
έτοιμη από εκείνες να πνιγώ,
θα τρέξεις να μου ανάψεις ένα χαμόγελο.
Αν είσαι έτοιμος να κάψεις μα και να καείς,
θα είμαι εκεί να καλμάρω τις φλόγες σου.
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 297 ]

Όταν γίνω πάγος,


εσύ θα με ζεσταίνεις.
Ενώ όταν οι φλόγες σου θα διστάζουν να σηκωθούν,
θα φυσήξω οξυγόνο να τις απελευθερώσει.
Ο κόσμος μας χρειάζεται και τους δύο·
Εσένα τον χειμώνα, εμένα το καλοκαίρι.
Εσένα στο άναμμα, εμένα στο σβήσιμο.
Εσένα στους κεραυνούς, εμένα στα σύννεφα.
Εσένα ο ήλιος, εμένα το φεγγάρι.
Εσένα σε χρειάζομαι ΕΓΩ!
Χωρίς εσένα χάνω τη συντροφιά,
χάνω την ανακάλυψη,
χάνω το άλλο μισό.
Είμαστε ένα!
Μαζί θα φτιάξουμε το σύμπαν
και η αγάπη αυτή θα φροντίσει να υπάρχει για πάντα.
Νάσια Αρβανίτη
[ 298 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Μισοτελειωμένη μπεσαμέλ

Με τον πρώτο χτύπο της καμπάνας ξεπροβάλλει απ’ την ανατολή,


η ευωδιά σου εκείνη που ’χει για σήμα κατατεθέν την αυγή.
Κατεβαίνω τα σκαλιά πηγαίνοντας προς την κουζίνα και η θωριά σου
στέκει εκεί, σαν ένας άγρυπνος φρουρός που με ρωτά: «Πώς το θέλεις σή-
μερα το τοστ σου; Με γαλοπούλα ή ζαμπόν;»

Ο καφές πρόχειρα χτυπημένος στο χέρι και το τσιγάρο «αργοπεθαίνει»


στο σταχτοδοχείο,
μιας και η μέρα είναι «μικρή» και το ψωμί δεν «φτάνει» και για τους δύο!

Βγαίνεις έξω να πας στην αγορά,


να κάνεις τα ψώνια, εκείνα τα καθημερινά,
μα με το μπουφάν στο χέρι και το καροτσάκι της λαϊκής αγκαλιά,
ξάφνου με ρωτάς: «Μήπως θες να κάνω μουσακά;»

Μ’ ένα νεύμα και χαμόγελο, σου απαντώ,


την ανείπωτη επιθυμία μου ξέρεις πολύ καλά, πως για σένα την κρατώ,
αφού τα δυο σου χέρια με προσέχουν και με φροντίζουν από τότε που με
φώναζες «μικρό»

Το σημείωμα που άφηνες πάντα στον πάγκο της κουζίνας,


έγραφε πως το μεσημεριανό είναι στο ψυγείο, και αν δεν σας φτάσει,
πως έχει αυγά μιας ντουζίνας.
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 299 ]

Τα απογεύματα πέφτανε οι παλμοί…


χαλάρωνες στον καναπέ σαν ένα μικρό παιδί,
που περίμενε με ανυπομονησία,
να ξεκινήσει το πρόγραμμά του στην TV.

Τώρα όμως, θεία, πού πας;


Για ποια δουλειά αγχώνεσαι και σκας;
Τι σου ’τάξαν οι άγγελοι και άφησες μισό τον μουσακά;
Θα σου «κόψει» η μπεσαμέλ, και τότε θα ναι πια αργά…

Μα τι λέω ο τρελός… αφού λείπεις και η δύση είναι ήδη εδώ…


Παράξενο πράγμα εκείνη η ευωδιά σου,
να σ’ ακολουθεί ακόμα και στα πιο «βαθιά» όνειρά σου…

Κράτα λοιπόν την «ημιμελωδία» των στίχων μου για συντροφιά


και μουσική,
και είθε η χορωδία αγγέλων που ’χεις τώρα στο πλευρό σου,
να ευφραίνει αιώνια την ψυχή!

Γρηγόρης Καλπακιάν

Υ.Γ. Εις μνήμην της Μαρίας-Τερέζας Κ., ενός ξεχωριστού ανθρώπου που μεγάλωσε και ανέθρεψε
με αγάπη και ήθος τα δυο της ανίψια και τα δυο της παιδιά.
Σ’ ευχαριστούμε!
[ 300 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Ως ποιητής

Θα μιλήσω προσωπικά:
Σχεδόν σαν να συνομιλώ με τον εαυτό μου.
Δεν υπάρχει απάντηση με ναι ή όχι
σ’ αυτό το ερώτημα.
Υπάρχω σ’ όλα όσα γράφω,
μα συγχρόνως είμαι απολύτως απούσα.
Είναι σαν να μου ανήκουν όσα γράφω
μέχρι πριν να τα γράψω
Κι όμως, πάλι,
δεν μου ανήκαν ποτέ
ή έστω, λίγο·
κι εξαφανίζονται από μέσα μου,
αλλά παραμονεύουν πάντα με τα σημάδια τους·
κάνω κύκλους θνητούς,
μικρούς,
πολύ πιο κάτω απ’ την ποίηση,
την οποία μόνιμα και αναγκαία
προσπαθώ να δω.
Νάντια Βούκατζη
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 301 ]

Παραλλαγή παραμυθιού

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα ορεινό χωριό,


ζούσε μια οικογένεια με τρεις γιους.
Μεροφάι, μεροδούλι.
Μιαν αυγή κινήσανε οι τρεις γιοι, για να βρουν δουλειά.
Γοργά φτάσανε σε ένα τρίστρατο· στη μέση του καθόταν ένας γέροντας.
Τότε ο γέροντας τους ρωτά: «Ποιος είναι ο σωστός ο δρόμος;»
Κι ο καθένας επέλεξε διαφορετικό δρόμο ως τον σωστό, ενώ ο γέροντας
κουνούσε το κεφάλι στωικά.
Μόνο ο πιο μικρός απάντησε «Θα δοκιμάσω τον πρώτο δρόμο κι αν δεν
μου βγει, θα πάρω άλλον δρόμο». Κι ο γέροντας χαμογέλασε.
Τότε τον ρώτησαν: «Ποια είναι η σωστή απάντηση, σοφέ γέροντα;»
Κι εκείνος απαντά, «Δεν υπάρχει ένας δρόμος σωστός, ο καθένας έχει τον
δικό του, κι αν η πορεία δεν του βγει, θα πρέπει να έχει το κουράγιο να ξα-
ναξεκινήσει από την αρχή».
Και πορεύτηκαν λοιπόν οι γιοι στον δρόμο που επέλεξαν.
Μονάχα ο μικρότερος επέμεινε: «Ποιος είναι ο σωστός δρόμος για σένα,
γέροντα;»
Κι ο γέροντας χαμηλόφωνα αποκρίθηκε: «Δες πού στέκομαι».

Μάγια Βαρδακώστα
[ 302 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Η Πανελλήνια Λογοτεχνική Συντροφιά του Δήμου Βύρωνα


μελέτησε αποσπάσματα βιβλίων από τις εξής εκδόσεις:

Άννα Φρανκ, Το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ, Μετάφραση


Κώστα Καλλιγά, εκδ. Ενωμένοι εκδότες, Αθήναι 1956.

Hans Fallada, Μόνος στο Βερολίνο, Μετάφραση Άντζη Σαλ-


ταμπάση, Εκδ. Πόλις, Αθήνα 2018 (ανατύπωση).

Primo Levi, Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, Μετάφραση Χαρά


Σαρλικιώτη, Εκδ. Άγρα, Αθήνα 2009 (γ΄ ανατύπωση).

Ιάκωβος Καμπανέλλης, Μαουτχάουζεν, Ειδική έκδοση για


την εφημερίδα Το Βήμα, Δημοσιογραφικός Οργανισμός
Λαμπράκη, Αθήνα 2012.
Ρινόκερος και Φοίνικας—[ 303 ]

Το βιβλίο Ρινόκερος και Φοίνικας |Κείμενα 5oυ Δια-

γωνισμού Λογοτεχνικής Έκφρασης Εφήβων και

Νέων & Κείμενα από τη Νεανική Λογοτεχνική Συν-

τροφιά του Δήμου Βύρωνα, σχεδιάστηκε από τη Γε-

ωργία Αλεβιζάκη και εκτυπώθηκε σε 1.000 αντί-

τυπα σε χαρτί Symbol Tatami 150gr και 250gr από

τις γραφικές τέχνες Pressious Arvanitidis για λογα-

ριασμό του Δήμου Βύρωνα τον Νοέμβριο του 2019.


[ 304 ]—ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΑ—|—«ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ»

Ο Ρινόκερος και ο Φοίνικας είναι δύο κορυφαίες αλήθειες μας:


ο εθισμός στην άσκηση βίας, ο ναζισμός, ο άνθρωπος-ρινόκερος,
ο άνθρωπος-στάχτη σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, σπουδαίοι
συγγραφείς, λέξεις παιδιών, εφήβων και νέων «συναντιούνται»
δίπλα στα βράχια του Βύρωνα και «γιορτάζουν» με τον δικό
τους τρόπο τα ογδόντα χρόνια από την έναρξη του Δευτέρου
Παγκοσμίου Πολέμου. Τίποτε δεν είναι εύκολο σε αυτήν τη συ-
νάντηση. Ο άνθρωπος-ρινόκερος είναι ο άνθρωπος που στο
όνομα της επιβίωσης οδηγείται στον κοινωνικό θάνατο. Ο φοί-
νικας είναι το μυθικό πλάσμα που βρήκε το κλειδί της αθανασίας
μέσα από τον ίδιο τον θάνατό του. Η Ευρώπη και μαζί της η αν-
θρωπότητα προσπάθησε να βρει την ταυτότητά της μέσα από
την Αναγέννηση. Εξήντα τέσσερις νέοι άνθρωποι –κι εγώ μαζί
τους– επεξεργαστήκαμε δημιουργικά τον εξευτελισμό του αν-
θρώπου, θύτη και θύματος, αλλά αγγίξαμε και τη στάχτη, τη δύ-
ναμη του Φοίνικα που κρατάτε στα χέρια σας: μέσα σε ένα
ακόμη βιβλίο στοχασμών και εξομολόγησης, όπως θα ήθελε ο
Μπάιρον, αλλά και όπως πράττει ο Δήμος Βύρωνα.

Δήμητρα Νούση
Συγγραφέας, συντονίστρια της δράσης
«Στο βλέμμα του Μπάιρον»

ISBN: 978-960-86210-2-2

You might also like