You are on page 1of 48

ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΑΛΙΕΙΑ

ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ


— Οξείδιο σιωπής, 2003
— Ιχνηλασία εσωτερικού χώρου, 2005

ISBN 978-960-93-3485-3
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΡΑΛΛΗΣ

Παράκτια
Αλιεία

ποιήματα

ΚΑΒΑΛΑ 2011
Στην Αθηνά
Προς ναυτιλλόμενο

Στην κουπαστή του δειλινού στου φεγγαριού την πλώρη ταξιδεύοντας


δε γίνεται ν’ αναμετράς πόσοι σε πλήγωσαν˙
έχεις άλλες στιγμές να ξύσεις τις πληγές σου ή να τις κάψεις
ή και να τις γιατρέψεις με βότανα πολύτιμα της μνήμης.
Στου φεγγαριού την πλώρη ταξιδεύοντας
άπλωσε την αγάπη σου λευκό σεντόνι ακύμαντο
να ξαποστάσουν τα όνειρα ο κάματος
και η πίκρα της μέρας.

Πού σε πηγαίνει σήμερα το νέο ταξίδι;


Ποια πέλαγα ποιοι δρόμοι ποια σπίτια και ποια πρόσωπα
σε προσκαλούν να ψηλαφήσεις τη μορφή τους να τη γράψεις
όπως σε βιβλικά κιτάπια «γεννηθήτω φως»;

Πέλαγα σκοτεινά ψυχές αβυθομέτρητες


λες και ιριδίζουν μπρος στα μάτια σου λες κι ανασαίνουν
δρόμοι που δεν περπάτησες σε πολιτείες πολύφωτες
σε φτωχικές γωνίες του κόσμου μουσκεύουν στη σιωπή τους
σπίτια με τις ρυτίδες που δε γνώρισες
κρατούν ακόμα το σφυγμό τους μυστικό να τον μετρήσεις
πρόσωπα που βυθίστηκαν στην πίσω όψη της ζωής
αναζητούν το νεύμα σου την τρυφερή χειρονομία του φίλου
να μη χαθούν μες στην αγρύπνια και την προσμονή
να μην τελειώσουν.

Θα ’χει ωραίο καιρό απόψε. Μη φοβάσαι.

ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΑΛΙΕΙΑ 9
Κι όμως

Κι όμως κρατούσες το μαχαίρι την ώρα εκείνη


όταν…

(Από τις πύλες του ουρανού έμπαινε αγέρωχη η μέρα


όπως το κύμα της παλίρροιας στην ακμή του˙
του ήλιου η χαρακιά ρομφαία αγγέλου άνοιγε απέραντο τον κόσμο
κι η θάλασσα ζεστή κι αξόδευτη˙
το γέλιο σου εωθινό άπλωνε πλούσιους τους καρπούς του˙
καμιά κραυγή καμιά φωνή απελπισμένη.

Δε γνώριζες την υγρασία των ματιών χωρίς βροχή δε γνώριζες


πώς είναι η λυπημένη Κυριακή στις γειτονιές πώς
η ραγισματιά του ονείρου του χρόνου η μετέωρη περπατησιά
στα χαλασμένα κάδρα η θλίψη
δε γνώριζες ακόμη˙
σου έφτανε ένα νεύμα του έρωτα
να ταξιδέψεις την καρδιά σου δίχως φόβο…)

Κι όμως κρατούσες το μαχαίρι όταν


έπεσε απάνω του ένα άστρο κόκκινο.
Ματώθηκες «σκοτείνιασες σκοτείνιασε»
έγινε νύχτα έγινε σιωπή
κι έσβησε μια ζωή πριν καν αρχίσει.

10
Ανθρωπογεωγραφία παντός καιρού

Το αίμα μας
αποτιμήθηκε φτηνά˙ τόσο φτηνά
όσο οι σταγόνες βιαστικής βροχής το καλοκαίρι.
Δεν πότισε βαθιά τη γη δεν έθρεψε σπαρτά δε βλάστησε
εμβατήρια και στίχους˙ μήτε ζωγράφισε
πλατείες και γειτονιές με ηρωικά συνθήματα.
Δεν το πουλήσαμε για υλικό ακριβό δεν το εξαργυρώσαμε
σε τοκογλύφους˙ το μοιραστήκαμε με φίλους ταπεινούς
μ’ εκείνους τους δειλούς τους πικραμένους τους στοχαστικούς
και δε ζητήσαμε συμπόνια από κανένα
γιατί ξοδέψαμε όπως ξοδέψαμε
το αίμα μας.

Βέβαια, όσοι καυχιούνται πως πολέμησαν και πάσχισαν


πως έκαναν πρώτη φωνή στα θούρια και στις ιαχές
αξίζουν τα λαμπρά παράσημα «τον έπαινο των Σοφιστών τα Εύγε».
Μα εγώ θυμούμαι πως αυτοί στη δύσκολη ώρα
σφάλισαν πόρτες και παράθυρα πήραν κι απ’ το υπόγειο το κλειδί
μην μπει κανείς παρείσακτος κανένας βέβηλος κυνηγημένος
κι’ ύστερα πώς ξεπλένεις την ντροπή
πώς περπατάς στην πολιτεία ατιμασμένος;

Τους άλλους, τους αληθινούς, που πόνεσαν


τους βγάλαμε νωρίς από τα κάδρα μας
τους κρύψαμε στο βάθος της καρδιάς
δώρο κι αντίδωρο πολύτιμο για δίσεκτους καιρούς.

ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΑΛΙΕΙΑ 11
Όταν κοιτάς τα δέντρα

Όταν κοιτάς κατάματα τα δέντρα θλίβονται


δεν την αντέχουν τέτοια ανάκριση, πληγώνει˙
αρνούνται να πετάξουν τα φυλλώματα ν’ ανθίσουν
ν’ αναδυθούν γυμνά στην ήλιο του καλοκαιριού να χτυπηθούν
στη νύχτα και στον άνεμο χωρίς ελπίδα.

Όταν κοιτάς κατάματα τα δέντρα


είναι σαν να χλευάζεις αγιασμένο εικόνισμα.
Η σιωπή τους σου μιλά: Ποιος είσαι εσύ που ασελγείς στα όνειρά μας;
Ποιος είσαι εσύ που ξύνεις τις πληγές; Δε βλέπεις
κορμούς εφηβικούς συλλογισμένους στο μαράζι του έρωτα
πυρπολημένα σώματα συρρικνωμένα γέρικα κορμιά
κλαδιά ικετευτικά στην προσευχή τους, δε βλέπεις;

Εξάλλου δε σου φτάνουν οι άνθρωποι


να πάρεις το νυστέρι να τους κομματιάσεις
μέχρι το βάθος της ψυχής τους, να χορτάσεις
τη δήθεν ερευνητική αναίσχυντη ματιά σου;

12
Μάθημα αριθμητικής

Με μια σταγόνα θάλασσα στη θέση της θάλασσας


μ’ ένα κομμάτι ουρανό στη θέση του ουρανού
μιαν ατραπό εκεί που απλώνεται ατέλειωτος ο δρόμος
ένα μικρό παράθυρο όταν χίλια παράθυρα ανοίγονται στο φως
κι ένα σπασμό στη θέση της αγάπης
στενεύει ο κόσμος μέσα σου φτωχαίνει η ζωή.

Πόσες πυρακτωμένες νύχτες θα δροσίσεις με μια σταγόνα θάλασσα


έστω κι αν την κρατάς σφιχτά κρυμμένη στην παλάμη σου
μη σου στεγνώσει αστόχαστα; Πόσα ουράνια τόξα θα σου δώσει
ένα κομμάτι ουρανός να συναλλάζεις την ελπίδα
όταν οι ώρες ξαγρυπνούν και σε παιδεύουν; Οι ταξιδιώτες φίλοι σου
δεν έρχονται απ’ το μονοπάτι δε χωρούν συθλίβονται
γυρίζουν πίσω χάνονται˙ κι απ’ το μικρό παράθυρο
λίγο το φως αδύναμη η φωνή σου όταν καλείς
σε πανηγύρι ή σε βοήθεια τους συντρόφους.

Και προπαντός˙ η αγάπη είναι απέραντη γαλήνη


η ταραχή στο σώμα σου κομμένη ανάσα του έρωτα στιγμή πνιγμού˙
εξαίσια, όμως στιγμή.

ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΑΛΙΕΙΑ 13
Αγροτικές συμβουλές

Πρόσεχε καθώς βγάζεις στο φως


τις παλιές παιδικές σου εικόνες˙
μπορεί να σου στεγνώσουν να σου ξεραθούν
όπως στεγνώνει ο ήλιος τις πηγές το καλοκαίρι˙
κράτησέ τες υγρές.
Ή πρόσεχε μη σου σαπίσουνε στο βάθος της ψυχής
ανήλιαγες.

Θέλουνε λίγο φως λίγο νερό να ζωντανέψουν


τα καρποφόρα δέντρα της αυλής σου.

14
Τα ποδήλατα της νύχτας
Μνήμη Γιώργου Ιωάννου

Το φως αναιμικό στο φανοστάτη του αστικού λεωφορείου


κεντάει με τη βροχή μικρά διαστήματα σιωπής
και τα ποδήλατα της νύχτας αναλαμπές σπαταλημένης νιότης
έρχονται φεύγουν όπως ψίθυροι σ’ αράγιστο τζάμι.
Το ίδιο τοπίο η κάθε στάση νωχελικό κι ερημωμένο
μέχρι την πόρτα του σπιτιού που αργοκοιμάται.

Οι γειτονιές στην Άνω Πόλη οι παρυφές στα Χίλια Δέντρα


ξέρουν το βήμα του το περιμένουν κάθε βράδυ.
Κι αυτός με την ομπρέλα του να κρύβεται απ’ τη βροχή και τους ανθρώπους
ανηφορίζει απόκοσμα στενά σαρακιασμένες γρίλιες
παράθυρα σκοτάδι απέραστο˙ κι οι φίλοι δεν ανοίγουν πια˙
μάταιος κόπος. Αργά πολύ αργά πριν σβήσει η νύχτα
κόβει χίλια κομμάτια την ψυχή του αντίδωρο για τους απαρνημένους.
Πώς πλάθεται εδώ η ζωή πώς ξημερώνει
στη λασπωμένη ερημιά και στις υγρές πευκοβελόνες!

Και τα ποδήλατα της νύχτας δεν τελειώνουν˙ αναρριπίζουν τα όνειρά μας


έρχονται σαν υπόσχεση ζωής ζυγιάζουν λίγο τα φτερά τους
κι’ ύστερα φεύγουν για άλλους φανοστάτες.

Βαρύ το τίμημα της μοναξιάς όποιος τη ζήσει.

ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΑΛΙΕΙΑ 15
Τέλος ή αρχή;

Ξεχάστηκε όλο το χειμώνα η μολυβιά


που χάραξες πάνω σ’ αράγιστο χαρτί μια νύχτα Αυγούστου.
Τέλος ή αρχή;

Έχω πολύν καιρό μπροστά μου, είπες˙ να δυναμώσουν οι βροχές


να μεγαλώσουν τα σπαρτά ν’ ανθίσει πίκρα το τραγούδι.

Κι’ έπνιξαν τις βροχές οι καταιγίδες ψήλωσαν


ως τον ουρανό τα στάχυα έγειραν τον καρπό τους
πίκρα στην πίκρα χτίστηκε μια πολιτεία απέραντη.

Και συ ακόμα συλλογιέσαι˙ τέλος ή αρχή;

16
Νυχτερινή κατάδυση
Μνήμη Κυριάκου Μάτση

Παράξενα στυλώνει απόψε ο χρόνος τη ματιά του εδώ στις κορυφογραμμές.

Βαθύ σκοτάδι του χειμώνα κι όμως δε σβήνει τη μορφή τους˙


τρεμάμενες πλαγιές μαχαιριές βυθισμένες στα έγκατα καμπύλες
λογχοφόρες ακμές σφιγμένες παλάμες φλέβες των βουνών
κατηφορίζοντας νωχελικά προς τη θάλασσα
νυχτερινά τοπία τόσο γνώριμα χρόνια και χρόνια˙
σου ’ρχεται ν’ ακουμπήσεις πάνω τους και ν’ αφεθείς
στις βραδινές καταδύσεις της μνήμης. Ιερή στιγμή.

Να, κάπως έτσι ήρθε απόψε η μορφή του και με βρήκε…


Πού είν’ ο Μάτσης, ρώτησε ένας φίλος˙ πριν λίγες μέρες
έπινε τον καφέ του εδώ στο κυλικείο. Στυμμένο πρόσωπο
μάτια πυρωμένες βολές κι ένα μετέωρο σύννεφο στο μέτωπο
έδειχνε πόσο ήταν πια μακριά φευγάτος.
Ύστερα ήρθε η είδηση˙ χτες τον σκοτώσαν στο νησί.
Να τον τιμήσουμε, είπε κάποιος άλλος, να τον μνημονέψουμε.

Μνημόσυνο λιτό πλήθος βουνό κατέβαινε την Τσιμισκή


στοχαστικό αργά γερμένο πάτημα χέρια δεμένα αλυσίδα ασάλευτη
δυο ατέλειωτες σειρές αρχαίου χορού στα κράσπεδα της Λεωφόρου
βάδιζε και δε βάδιζε έκλαιγε και δεν έκλαιγε μ’ ένα βουητό
κραυγή μαζί κι εκδίκηση γι’ αυτόν που έφυγε γι’ αυτούς που απόμειναν
μονάχοι κι ορφανοί να τον θυμούνται σε δύσκολους καιρούς
όταν σπανίζουν τα όνειρα κι η πείνα της ψυχής θεριεύει
όταν φυραίνει απ’ το κρύο η μνήμη όπως τώρα
νύχτα βαθιά χειμερινή που όμως δε σβήνει τη μορφή του.

Παράξενα στυλώνει απόψε ο χρόνος τη ματιά του εδώ στις κορυφογραμμές.

ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΑΛΙΕΙΑ 17
Πονηροί καιροί

Κοφτός κι ατόφιος να ’ναι ο λόγος σου


όπως χτυπάς με την ανάστροφη του πιστολιού την πόρτα μια φορά, κοφτά
λίγο πριν ρίξεις καίρια τη βολή στα νεύρα του ξύλου˙
κοφτός κι ατόφιος.
Να μη θυμίζει ανατολές νοσταλγικές και δειλινά μελίρρυτα
μήτε κυματισμούς αμφίσημους του στοχασμού μισόλογα στο ναι και στο όχι
ψίθυρους ερωτικούς φωνές πουλιών αρώματα μεθυστικά του Αυγούστου
απέραντη γαληνεμένη θάλασσα.
Οι πονηροί καιροί έρχονται πια και μας χτυπούν το τζάμι.

Αντίκρυ σου ένας ήλιος καταδότης οχληρός


σε προκαλεί να κλείσεις το παράθυρο˙ οι ιριδισμοί του κόβουν την ψυχή σου
γραμμή γραμμή κομματιασμένα χρώματα της νιότης. Στη διπλανή πλατεία
μια αφίσα για ταξίδια αναψυχής σφυροκοπά τα μάτια σου νύχτα και μέρα
και η παλιά σου αγάπη επίμονα ζητά να τη δεχτείς
έστω με συγκατάβαση, ελάχιστο σημάδι νομιμότητας
–δεν είναι δα σπουδαία παραχώρηση–.

Μην υποκύψεις μην αποδεχτείς. Ξέρεις


πόσο ακριβά πληρώνεται κάποια στιγμή μια τέτοια πράξη.

18
Οι μυγδαλιές
«Ήξερα πως μια νύχτα, μια μόνη κρύα και
σκληρή νύχτα του Φλεβάρη, οι μυγδαλιές της
κοιλάδας θα γέμιζαν μ’ άσπρα λουλούδια»
ALBERT CAMUS

Βέβαια, οι μέρες
μάρμαρο κρύο βαρύ κι ασήκωτο
έπεσαν πάνω σου σε πάγωσαν σε τσάκισαν
και πού καρδιά να σηκωθείς
και ν’ ανασάνεις.

Βέβαια, οι νύχτες
βαθύς καημός σαράκι αγιάτρευτο
τις σεργιανάς και δε σου γνέφουν
τις αγκαλιάζεις
και σε πνίγουν.

Όμως θυμήσου˙ οι μυγδαλιές ανθίζουν το Φλεβάρη.

ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΑΛΙΕΙΑ 19
Ταξίδεψα
«Αργοπεθαίνει όποιος δεν ταξιδεύει»
PABLO NERUDA

Ταξίδεψα βαθιά στις κόρες των ματιών της


στην πράσινη ανοιχτή τους θάλασσα
στη φωτεινή καμπύλη του ουράνιου τόξου,
κάθε καινούρια μέρα κι ένα χρώμα
στο πέτρινο δρομάκι της αυλής μου γράφοντας
ήλιους μικρούς σκιές ρωγμές σχήματα αχνά
ανυποψίαστες ρυτίδες.

Ταξίδεψα στην παιδική μου γειτονιά, τη Βασιλεία των Ουρανών


με τους ψαλμούς των Χερουβείμ και τα τραγούδια των εφήβων˙
στους δρόμους τους χωμάτινους που πότισε η αγάπη
το άγουρο ανασκίρτημα της νύχτας,
το ντροπαλό κυμάτισμα των κοριτσιών
η ανυπεράσπιστη σιωπή ερμητικά κλεισμένη
στα παράθυρα του φθινοπώρου.

Ταξίδεψα στα βάθη της ψυχής μου άλλοτε όρτσα τα πανιά άλλοτε πόντζα.
Φως της αυγής σκοτάδι της αβύσσου
φλόκοι της φρόνησης πρυμάτσες πάθη ασίγαστα
τρελοί αστρολάβοι ανάστροφοι στο πολικό αστέρι
κατάρτια λόγχες που ματώνουν
αγριεμένα κύματα κι απάνεμα κάποιες φορές λιμάνια.
Πώς κράτησα τόσον καιρό πώς έζησα
ένας θεός το ξέρει.

Φίλε μου
κάνω ό,τι μπορώ για να ξορκίσω το κακό, μα δε γιατρεύεται με τα ταξίδια.
Τουλάχιστο να’ ρθεί απρόσμενο
«να μου δοθεί ετούτη η χάρη».

20
Κώδικας ποιητικής

Να σε κρατήσω στην παλάμη μου και να πυρακτωθώ


λιωμένο ασήμι της σιωπής
καυτό μολύβι της αγρύπνιας.

Να ταξιδέψω στα πελάγη σου μ’ ένα σκαρί ανεμόδαρτο


να κατεβώ ως τα βάθη σου γυμνός κι αδύναμος
κι ας χρειαστεί θυσία ψυχής κριάρι μαύρο
να γαληνέψουν τα όνειρα να ζωντανέψουν οι σκιές
των ξεχασμένων .

Κι αν είμαι τυχερός
ίσως κρεμάσω ουράνιο τόξο στο κατάρτι μου
ίσως φυτρώσει απ’ το χέρι μου πληγή ανθοφόρα
ή φωτεινό επώδυνο άστρο .

ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΑΛΙΕΙΑ 21
Ανεπίστροφος χρόνος

Την κλίμακα που ανέβαινες γοργά


πιο γρήγορα κι από τους χτύπους της καρδιάς σου, όταν
λιγόστευαν οι ώρες στην κλεψύδρα του ήλιου κι έσβηναν
ένα ένα τα τοπία του δειλινού, δε θα τη βρεις ξανά˙
εκείνο το αναρρίγημα στο σκοτεινό πλατύσκαλο
το ελαφρό κυμάτισμα στο σώμα όταν ζητούσες γνώριμες γωνιές
να ταξιδέψεις την αγάπη σου σ’ απέραντα πελάγη
δε θα το νιώσεις πια˙ βλέπεις
έχουνε άλλα μέτρα οι μέρες που διαβήκαν
κι οι νύχτες τη δική τους άρνηση.

Μπορεί η περίκλειστη αυλή να ζωντανεύει ακόμη απ’ τον κισσό της


το βραδινό παράθυρο να στέκει μισοφώτιστο όπως τότε
να γράφεται στους γερασμένους τοίχους η μορφή της άσβηστη
-δε σβήνει ο χρόνος εύκολα όσα η νύχτα πύρωσε σ’ ακοίμητο καμίνι-˙
μπορεί το γέλιο της καμπυλωτό ν’ απλώνεται στη μνήμη των πραγμάτων
και του κορμιού της η αυλακιά ν’ ακινητεί τη μια στιγμή
ανάμεσα στο θάνατο και τη ζωή, μπορεί˙ όμως

τώρα ο ήλιος βγαίνει μόνο από τη δύση


οι βάρβαροι σκοτώνουν τα όνειρα όταν ξυπνούν
και πώς ν’ ανοίξει ο έξω ουρανός
όταν μένει κλειστός ο ουρανός εντός σου;
Πώς;

22
Προσωπική υπόθεση

Κάποιες φορές το γέλιο σου αντηχεί σαν κλάμα πληγωμένης θάλασσας


λυγμός ανέμου σε παράθυρα γυμνά κραυγή αιφνίδια σε βαθιά μεσάνυχτα
μ’ ένα σκληρό απερίτμητο απαρηγόρητο φεγγάρι.
Κάποιες φορές το δάκρυ σου ανοίγει δρόμους φωτεινούς
απλώνει απέραντη τη γη κεντάει ανθούς σμιλεύει αγάλματα
κόβει στη μέση την αγάπη, ένα κομμάτι εσύ ένα εγώ
να ταξιδέψει η νύχτα ως το ξημέρωμα.

Τι να ζητήσω απόψε απ’ τη μοίρα μου;


Όνειρα δεν υπάρχουν πια στα ράφια δεν πουλιούνται
λάμπες παλιές μικρές ανταύγειες και σκιές δε βρίσκω να μιλήσω
όπως μιλούν οι γέροι σε μορφές και πράγματα από καιρό λησμονημένα˙
πολεμικά εμβατήρια δεν παίζουν στις πλατείες να ’βγω να φωνάξω
- μια επίφαση ιδέας ηρωικής - να πω πως κάτι έκανα
όταν οι νέες γενιές θα μας γιορτάζουν…

Την ύστατη τούτη στιγμή


λίγο προτού χαθώ στην κοιμισμένη πόλη
δωσ’ μου το δάκρυ και το γέλιο σου˙
έστω όπως να ’ναι.

ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΑΛΙΕΙΑ 23
Περιβαρδάρια ιστορία
«Και με ταξίδευες όλο το δρόμο
από το αγρίμι ως τον άνθρωπο»
ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ
Απόψε είσαι δική μου.

Η γύμνια σου γύμνια του κόσμου με καλεί


σ’ ένα ταξίδι ονείρου σαρκοβόρου˙ η μουσική
βαρύ ρεμπέτικο που μου θυμίζει Ανατολή κι ο πόνος
δεν έχεις τείχη να τον κλείσεις στην καρδιά σου.
Η αγάπη σου κερί λιωμένο ο πόθος μου πυρά
τη νύχτα αυτή που χάνεις την ψυχή σου ή την κερδίζεις.

Δεν περπατά η ζωή, μου είπες, δεν αντέχεται


να ’ρχονται φίλοι της στιγμής να φεύγουν να μ’ αφήνουν
σαν ξεφτισμένο ρούχο που πετάς και δε σε νοιάζει
ποια σώματα το φόρεσαν ποια όνειρα το κέντησαν σε βράδια ερωτικά
ποια δάκρυα το πότισαν κι έχασε τη θωριά του.
Και συ θα φύγεις αύριο θα σε καταπιεί
η δίνη του καιρού το ατέλειωτο βαθύ ποτάμι των ανθρώπων.

Ναι, έτσι είναι, σου είπα… μα


τι έπαθα την ώρα αυτή και σκέφτομαι την άνοιξη
κι ανοίγω τα παράθυρα και τραγουδώ
πόσο οι δρόμοι ομόρφυναν με τη βροχή
με τη βροχή που αρχόντισσα κατεβαίνει τα μάτια σου;

24
Βιογραφικό σημείωμα

Ό,τι σου δόθηκε να τραγουδήσεις


γλυκό νερό ψωμί πικρό μελίκρατο μ’ αρμύρα ποτισμένο
μην το ξοδεύεις έτσι αστόχαστα˙ είν’ η ζωή σου.

Δικοί σου οι δρόμοι τα όνειρα και τ’ άστρα ν’ ακουμπάς


στις άγριες νύχτες την αγρύπνια σου να ψηλαφείς
την πυρωμένη τους ανάσα την παγερή τους συλλογή.
Δικά σου τ’ απολιθώματα της μνήμης οι ρωγμές
βαθιά κρυμμένες στα χαρτιά σου μην τις δουν
βέβηλα μάτια˙ κι οι έρημοι σταθμοί οι νοτισμένοι
απ’ το φιλί του χωρισμού το δάκρυ της επιστροφής
κι εκείνη η λόγχη της αυγής που ανασταίνει την αγάπη ή τη σκοτώνει
δική σου.

Μα προπαντός δική σου η νηνεμία της θάλασσας όταν


αμίλητη στοχαστική και μόνη ξαποσταίνει
σε μια λεπτή γραμμή αμμουδιάς.
Ξημέρωμα βαθύ.

ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΑΛΙΕΙΑ 25
Δελτίο καιρού

Το γέλιο σου καμπυλωτό ή τεθλασμένο


γλυκός πρωινός κελαηδισμός
ανοίγει πύλες Παραδείσου κλείνει αβύσσους
ποτίζει τις τριανταφυλλιές το φούλι τα γεράνια
τη διπλανή κληματαριά και το μπαλκόνι μου.

Δελτίο καιρού για σήμερα:


θα πάει καλά η μέρα
χωρίς ανέμους ισχυρούς χωρίς βροχές και καταιγίδες.

26
Αιτίες σιωπής
«Μόνο τα πουλιά, τα παιδιά και
οι άγιοι παρουσιάζουν ενδιαφέρον»
ΜΙΛΟΖ

Σου χτύπησα πολλές φορές την πόρτα και δεν άνοιξες.

Δεν ήταν για τους φίλους ή για μένα, τους ταπεινούς μου στίχους
που κατάντησαν ήχος ανέμου και δεν πρόλαβες να τους ψελλίσεις˙
μήτε για τους φτωχούς «τον οβολό σας για το γεύμα της αγάπης».
Είχα καιρό ν’ ακούσω τη φωνή σου, έτσι απλά.
— Ξέρεις πόσο σπανίζει στους καιρούς μας μια ζεστή φωνή
μ’ αυτό το κρύο που μας πονά και μας παγώνει.

Πώς να μιλήσω, μου είπες, και σε ποιον;


Ορφάνεψαν οι δρόμοι από παιδιά
έφυγαν τα πουλιά απ’ την αυλή μου
κι οι άγιοι απ’ τη γειτονιά˙

ερημητήριο απέραντο η πόλη


και η ψυχή μου,
μου είπες.

ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΑΛΙΕΙΑ 27
Όνειρα φτηνά
«Κι όταν ξυπνήσω
Μην τινάξεις από πάνω μου
Τα χώματα που θα επιπλεύσουν»
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΝΑΒΟΥΡΗΣ

Μια τέτοια πολυτέλεια δεν την αντέχουν τα οικονομικά μου


να ’ρχονται κάθε βράδυ και να με κοιμίζουν
χώρες του ήλιου απέραντες πελάγη στο βαθύ γαλάζιο ποτισμένα
πολύβουες πολιτείες λιμάνια ερωτικά σε μακρινά ταξίδια απαντημένα.

Μου φτάνουν πράγματα απλά και φτωχικά˙


ένα λουλούδι ταπεινό πεισματικά ριζωμένο στην άκρη του φράχτη
ένα χορτάρι που κανείς δεν καταδέχτηκε να ξεριζώσει
ένα μονάχα αστέρι ένα κύμα γαλήνιο ένα κοχύλι ανώνυμο
γλειμμένο απ’ τη θάλασσα πεταμένο στην άμμο.

Μου φτάνει η καλημέρα σου μεσίστια και υγρή


όπως τη νότισε η προσμονή της περασμένης νύχτας
ο χτύπος της καρδιάς σου ο ήχος της βροχής
όταν ξεχνιέται ανυπεράσπιστη πάνω στις στέγες.

Μου φτάνει ένας στίχος της αγάπης


καθώς κατηφορίζει αργά του στοχασμού τα μονοπάτια
σαν δροσερό ρυάκι ευλογημένο˙ το παν μέσα στο τίποτα
το τίποτα μέσα στο τίποτα αναστημένο.

Φτηνά, σου λέω, πολύ φτηνά τα όνειρά μου.

28
Να θυμηθείς και να μιλήσεις
«Σωπαίνοντας, με τον καιρό, θα ξεχάσεις»
ΠΑΝΟΣ Κ. ΘΑΣΙΤΗΣ

Να στοχαστείς τις ώρες που φέρουν άλλες ώρες


να θυμηθείς γωνιές βαθύσκιες της αγάπης
χρώματα της πορφύρας ιριδίζοντα στο μαγικό σου ύπνο
φωτιές από παλιούς χειμώνες και το αίμα σου πυρπολημένο
και τα ταξίδια σου καταλυμένα απ’ την αρμύρα του πελάγου.
Να θυμηθείς δρόμους της νύχτας που σε πρόδωσαν
πληγές από μαχαίρι δίστομο
τη νιότη σου στο έλεος της βροχής˙
να θυμηθείς και να μιλήσεις.

Βέβαια η σιωπή είναι χρυσός


μα τι πολύτιμο στις μέρες μας κερδίζεται με το χρυσάφι;
τη μνήμη φίλου μακρινού χαμένου πια στις δημοσιές του κόσμου
το ζεστό χέρι του συντρόφου από καιρούς ηρωικούς
την κερασιά που φύτεψες στην άκρη της αυλής
να σου θυμίζει το παλιό σου σπίτι
και τ’ άστρα της Παρθένου όταν χαμήλωναν στα μάτια της
λίγο πριν την ξυπνήσει το γέλιο της αυγής
δεν τα πουλά κανείς δε γίνεται να τ’ αγοράσεις.

Να θυμηθείς και να μιλήσεις.


«Σωπαίνοντας με τον καιρό ξεχνάς».

ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΑΛΙΕΙΑ 29
Από αγιολόγιο τοίχου

31 Οκτωβρίου˙
Στάχυος Απελλού Αριστοβούλου
Αμπλίου Ουρβανού Ναρκίσσου
των Εβδομήκοντα.

Πες μου
τι ξέρεις για τη νιότη τους το πρώτο αναρρίγημα της ήβης
της νύχτας το καμίνι την αυγινή δροσιά
στα στεγνωμένα απ’ την αγρύπνια μάτια τους.
Ποιες κατακόμβες μυστικές περπάτησαν ερημικοί οδοιπόροι της ελπίδας
ποιο ουράνιο τόξο τους ταξίδεψε ποια μακρινή στεριά του παραδείσου
όλο πλησίαζε όλο έφευγε κι εκείνοι ανυπεράσπιστοι
άπλωναν την καρδιά τους να τη φτάσουν˙
λοιπόν τι ξέρεις;

Στάχυος Απελλού Αριστοβούλου


Αμπλίου Ουρβανού Ναρκίσσου…
Μόνο ένα όνομα˙ κι αυτό
σαν επιτύμβια στήλη της σιωπής
σαν οδοδείχτης που ξεχάστηκε στο κράσπεδο του δρόμου.

30
Επιμνημόσυνο
Του Γιάννη

Δε θα σου φέρω κριάρι μαύρο θυσία εντάφια


να πιεις από το αίμα του ν’ αναστηθείς να ξαναρθείς
και να μιλήσεις˙ η εκδημία σου σεβαστή
και η σιωπή σου.

Όμως τη μνήμη σου πώς να την τιθασέψω όταν


επίμονα γυρίζει σε παράθυρα στενά ξερά νησιά
τοίχους υγρούς που χάραξες το πρόσωπό σου και τη μοίρα σου
οράματα χαμένα ή κερδισμένα μια και για πάντα˙
όταν στους δρόμους ψηλαφεί το πάτημά σου ανάερο ή βαρύ
καταπώς γέρνει ο χρόνος;

Δε θα ποτίσω με μελίκρατο το χώμα σου˙


ξέρω πως δε σ’ αρέσουν οι σπονδές πως προτιμάς τη γη ξερή πικρή
έτσι όπως ήταν η ζωή σου.

Κι όμως εκείνη τη μελίρρυτη πηγή που ανάβλυζε τραγούδια του έρωτα


χρώματα-φως που λαμπυρίζανε στα χέρια σου και στο χαρτί
σπίτια παλιά στην Άνω Πόλη αναστημένα απ’ την αγάπη σου
ποιο δάκρυ γέλιο άμπωτη και παλίρροια νεροποντή και κάμα
μπορεί να τα φυράνει να τα σβήσει;

Γεύση στυφή καλοκαιριού κρύο βαθύ χειμώνα


κι εγώ χτυπώ κάθε φορά την πόρτα.
Και μ’ ανοίγεις.

ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΑΛΙΕΙΑ 31
Σε κάποιον άλλον ουρανό

Σε κάποιον άλλον ουρανό μιαν άλλη θάλασσα


ίσως καρπίσει αυτό το δέντρο της αγάπης.

Τώρα ετοιμάζω τις αποσκευές˙


λίγα βιβλία παλιά θυμητικά σπαταλημένης νιότης
δυο τρεις φωτογραφίες ασπρόμαυρες - το φως
αφήνει χαρακιές πάνω στα δέντρα και στα πρόσωπα
και οι σκιές κατηφορίζουνε και χάνονται στο περιθώριο ή στο κενό˙
ένα δρόμο χωμάτινο που τον διπλώνω τον ξαναδιπλώνω
για να χωρέσει στην καρδιά μου˙ μια μπλε γραβάτα για να μου θυμίζει
α. τα βάθη του πελάγου που ονειρεύτηκα
β. τα μάτια σου λίγο πριν τα σπαθίσει η αστραπή
γ. ...............................................................
δ. κάποιες φορές αρκεί ένα κλαδί κι ένα κομμάτι ουρανού γλαυκού
για τους αυτόχειρες της τελευταίας ώρας.
Τα άλλα, ημερολόγια ρωγμές αλάβαστρα πολύτιμα καθρέφτες
τ’ αφήνω στους νέους ενοίκους.

Σε κάποιον άλλον ουρανό μιαν άλλη θάλασσα


ίσως ανθίσει η ζωή μας.

32
Η συνωμοσία της σιωπής

Μου είπες:
«Μη σκέφτεσαι και μη μιλάς για τους αγαπημένους που μας έφυγαν.
Μπορεί την ώρα αυτή να ονειρεύονται σε θάλασσες μακάρων ταξιδεύοντας
να ξεκουράζονται σε δροσερούς λειμώνες της Εδέμ ευτυχισμένοι
μέσα στην απουσία του κόσμου τούτου˙ μπορεί και να μετρούν
πληγές βαθιές αβάσταχτη ερημιά πρόσωπα ερωτικά τυραγνισμένα
που πυρπόλησαν τη μνήμη τους και τη ζωή τους˙ μπορεί
ν’ αποθηκεύουν δούναι και λαβείν όσα οι νύχτες τους αρνήθηκαν
αμετανόητοι ή μετανιωμένοι.
Πάντως έτσι ή αλλιώς δεν είναι τούτο μέλημά σου.
Μη θλίβεσαι λοιπόν και μη μιλάς γι’ αυτούς».

Ψεύτη ατομιστή τάχα σκεπτικιστή


τάχα εραστή των στοχασμών της ματαιότητας,
δεν την αντέχω τη σιωπή του τάφου.
Θέλω κάθε πρωί όταν ξυπνώ σταγόνες απ’ το αίμα τους πάνω στη σάρκα
μου
να μαρτυρούν το πέρασμά τους˙ να ξαναζώ τον ήχο της φωνής τους
τους ανεπαίσθητους κυματισμούς της λύπης, εκείνη τη ματιά
που έκοβε λεπίδι αμφίστομο το δόλο και το ψέμα˙ να περιμένω
χτύπους και βήματα του γυρισμού
βράδια του νόστου ανθόμελο και διοσμαρίνι.

Ψεύτη ατομιστή τάχα μηδενιστή


τάχα υπεράνω των απλών φτηνών ανθρώπων,
αρνούμαι τη συνωμοσία της σιωπής σας.

ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΑΛΙΕΙΑ 33
Γαλήνιος άνεμος
Στην Ελένη

Έκλαιγες όλη τη νύχτα.

Το πρωί
ένας γαλήνιος άνεμος
πέρασε πάνω από τα δέντρα τα σπαρτά τα μάτια σου.
Τα στέγνωσε.

Ύστερα τράβηξε για το δικό του ριζικό.


Να κλάψει.

34
Σεφερικός απόηχος
«Γυρίσαμε στα σπίτια μας τσακισμένοι
μ’ ανήμπορα μέλη, με το στόμα ρημαγμένο
από τη γέψη της σκουριάς και της αρμύρας»
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

Μαζέψαμε τα όνειρα τα έργα και τα λόγια μας


και ξανοιχτήκαμε σε θάλασσες ανίδωτες μη ξέροντας
πού θα μας πάει ο γρέγος ο σιρόκος ο γαρμπής.
Το βράδυ σταματήσαμε στη μέση του πελάγου
κι είδαμε το φεγγάρι ανάστροφο να ξαποσταίνει
σ’ ένα βαθύ πράσινο χάσμα. Ρίξαμε μέσα
τα όνειρα τα έργα και τα λόγια μήπως και ξαλαφρώσουμε˙
μάταιες ελπίδες.

Γυρίσαμε βουβοί κι ωστόσο φλύαροι


γυμνοί κι όμως ντυμένοι ενδύματα πολύχρωμα φανταχτερά.
Το μόνο κέρδος˙ μια υποψία βαθιά γραμμένη στην κόχη των ονείρων.

ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΑΛΙΕΙΑ 35
Να θυμηθείς την Κασσάνδρα

Θα φυσήξουν οι άνεμοι
και συ δε θα ’χεις πέτρες να τους ρίξεις
να διώξεις τη βουή
να σταματήσεις το θάνατο.

Θα ξεραθούν τα ποτάμια
και συ μ’ ένα μαντίλι απλωμένο σε χόρτα ξερά
θα ζητάς μια σταγόνα
να δροσίσεις τα χαραγμένα σου χείλη.

Θ’ αδειάσουν οι θάλασσες θα χαθούν τα λιμάνια


πανιά κι αστρολάβοι πρυμάτσες και φλόκοι
θα ηχούν σαν παράξενες λέξεις ενός άλλου καιρού
και συ θα πασχίζεις για ένα ταξίδι ονείρου, έστω σύντομο
όσο κρατάει ο χτύπος της καρδιάς σου˙
μάταιος κόπος.

Τότε να θυμηθείς την Κασσάνδρα.

36
Η σφραγίδα
«Τίποτα δε σε ξεχνά, σα σε ρημάζει»
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΡΑΛΛΗΣ

Πάλι σε βρίσκω να γυρίζεις στις παρόδους


μ’ ένα φθαρμένο αμπέχονο απ’ τον καιρό της θητείας να μετράς
μικρά κλειστά παράθυρα μικρές κλειστές αγάπες να πνίγεσαι
ώσπου να δεις ένα κομμάτι ουρανού, αν δεις
ώσπου να βγεις στην άλλη άκρη του δρόμου ν’ ανασάνεις.

Πάλι σε βρίσκω… Κι όμως


οι δημοσιές του κόσμου σε καλούν
οι λεωφόροι γκρέμισαν τους οδοδείχτες να περάσεις
μπαλκόνια και αυλές ουράνιο τόξο στης καρδιάς τα χρώματα
σε περιμένουν να τα δρασκελίσεις
σμήνη πουλιών και θάλασσες ερωτικές σου γνέφουνε
να ταξιδέψεις με τους ήχους τους να περπατήσεις πάνω στον αφρό τους
ανάερος μετέωρος με την περπατησιά του ονείρου.
Και συ επιμένεις να γυρίζεις στις παρόδους
όπως γυρίζει επίμονα σε ραγισμένο δίσκο
η ίδια μουσική.

Τόσο σε σφράγισε εκείνη η εποχή


κι ας πέρασε μισός αιώνας.

ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΑΛΙΕΙΑ 37
Παράκτια αλιεία

Το πέλαγος και η ποίηση –βαθύκολπη αγκαλιά ερωτική–


μας δέχονται χωρίς προκαταλήψεις. Όσοι πιστοί
ανοίγουν τα πανιά κι αφήνονται σ’ ένα ταξίδι
που συχνά κρατά όσο η ζωή τους. Μακριά ο ορίζοντας
μια χαρακιά από λουλάκι περιμένει˙ πλούσια η τροφή
για την ψυχή τους και τη σάρκα τους.

Βάθη της αβύσσου ύφαλοι και σπηλιές θαλασσινές


καράβια σκέλεθρα ναυαγισμένα σε καιρούς αλλοτινούς
ζωές πολύμορφες πολύχρωμες σμάρι ασημένιο σπαρταρώντας μες στο δίχτυ
ιδέες λαμπρές αισθήματα υψηλά και ιστορίες του κόσμου
θα βγουν στο φως να θρέψουνε τους πεινασμένους.

Όμως εμείς παράκτιοι αλιείς της ποίησης


μένουμε στα ρηχά και ψηλαφούμε όστρακα που τα ξέβρασε ο νοτιάς
φύκια και πέτρες της ακτής ήλιους μικρούς
που στραφταλίζουν στο βυθό και χάνονται πλάσματα του γιαλού
καθώς γλιστρούν μέσα απ’ τα χέρια μας και φεύγουν˙ μένουμε εδώ
κι αγγίζουμε πρόσωπα αχνά γραμμένα στον καθρέφτη του νερού
αισθήματα κρυμμένα στη σιωπή απλές χαρές του τίποτα
κι όνειρα ανεπίδοτα σε παραλήπτες που μας έχουνε ξεχάσει˙
μένουμε εδώ και τρυφερά συλλέγουμε τα ταπεινά τα λίγα
την ψιλή ψαριά να μας χορτάσει.

Μας φτάνει αυτό το δείπνο της καρδιάς και της αγάπης.

38
ΣΗΜΕΙΩΜΑ

1. Η συλλογή «Παράκτια αλιεία» περιέχει ποιήματα που γράφηκαν από το Σεπτέμβρη


του 2004 μέχρι τον Απρίλη του 2011.
2. Εφτά ποιήματα της συλλογής δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στο λογοτεχνικό
περιοδικό «ΠΑΝΔΩΡΑ»:
– «Προς ναυτιλλόμενο», «Κι όμως», «Κώδικας ποιητικής» (τεύχος 20).
– «Όταν κοιτάς τα δέντρα», «Μάθημα αριθμητικής», «Τα ποδήλατα της νύχτας»
(τεύχος 21).
– «Ανθρωπογεωγραφία παντός καιρού» (τεύχος 22).
3. Τρία ποιήματα της συλλογής («Πονηροί καιροί», «Προσωπική υπόθεση», «Να
θυμηθείς και να μιλήσεις») δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στο λογοτεχνικό
περιοδικό «Ο ΣΙΣΥΦΟΣ» (τεύχος 1).

40
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

σελ. 10 – Κι όμως
«σκοτείνιασες σκοτείνιασε». Μίλτος Σαχτούρης. από το ποίημα «Ο συλλέ-
κτης» της συλλογής «Το σκεύος» 1971.

σελ. 11 – Ανθρωπογεωγραφία παντός καιρού


«τον έπαινο των Σοφιστών τα Εύγε». Κ.Π. Καβάφης. από το ποίημα «Η
Σατραπεία».
Το απόσπασμα: «Άλλα ζητά η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει. / τον έπαινο του
Δήμου και των Σοφιστών / τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε» .

σελ. 17 – Νυχτερινή κατάδυση


«Μνήμη Κυριάκου Μάτση». Κυριάκος Μάτσης: Κύπριος αγωνιστής της
ΕΟΚΑ.
Σπούδασε Γεωπονική στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Πήρε ενεργό
μέρος στον Κυπριακό Απελευθερωτικό Αγώνα. Φυλακίστηκε από τους
Άγγλους, βασανίστηκε, δραπέτευσε και συνέχισε τον αγώνα. Στις 19
Νοεμβρίου 1958 περικυκλώθηκε το κρησφύγετό του στο Δίκωμο. Δεν
παραδόθηκε. προτίμησε να πεθάνει μαχόμενος. Το λείψανό του το έθαψαν
οι Άγγλοι στα «Φυλακισμένα Μνήματα» δίπλα σε άλλους Αγωνιστές.
Το μνημόσυνο που τέλεσε το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης αμέσως με την
είδηση του θανάτου του είναι το θέμα του ποιήματος. Σιωπηρή παμφοιτη-
τική πορεία διαμαρτυρίας με επικεφαλής τη Σύγκλητο του Πανεπιστημί-
ου.

σελ. 19 – Οι μυγδαλιές
«Ήξερα πως μια νύχτα… θα γέμιζαν μ’ άσπρα λουλούδια». Albert Camus.
Το απόσπασμα ολοκληρωμένο: «Όσο κατοικούσα στο Αλγέρι, υπόμενα
πάντα μες στο χειμώνα, γιατ’ ήξερα πως μια νύχτα, μια μόνη κρύα και
σκληρή νύχτα του Φλεβάρη, οι μυγδαλιές της κοιλάδας θα γέμιζαν μ’ άσπρα
λουλούδια. Ξαγρυπνούσα μετά, για να δω κείνο το άσπρο εύθραστο χιόνι
ν’ αντιστέκεται σ’ όλες τις βροχές και τους ανέμους της θάλασσας. Ήταν
ό,τι χρειαζόταν να κάνει για να ετοιμάσει τον καρπό». («Το καλοκαίρι», «Οι
μυγδαλιές» σ. 111 κ.ε.) Εκδόσεις Δωδώνη.

ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΑΛΙΕΙΑ 41
σελ. 20 – Ταξίδεψα
«Αργοπεθαίνει όποιος δεν ταξιδεύει». Pablo Neruda.
«να μου δοθεί ετούτη η χάρη». Γιώργος Σεφέρης. από το ποίημά του «Ένας
γέροντας στην ακροποταμιά» της συλλογής «Ημερολόγιο καταστρώματος,
Β΄», 1944.

σελ. 24 – Περιβαρδάρια ιστορία


«Και με ταξίδευες όλο το δρόμο / από το αγρίμι ως τον άνθρωπο». Τίτος
Πατρίκιος. από το ποίημα «Ταξίδι» της συλλογής «Θάλασσα επαγγελίας»,
Εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ.

σελ. 27 – Αιτίες σιωπής


«Μόνο τα πουλιά τα παιδιά και οι άγιοι παρουσιάζουν ενδιαφέρον». Oskar
Vladislas de Lubics-Milosz. σημείωμα του Georges-Emmanuel Clancier
στα μεταφρασμένα από τον Άρη Δικταίο «Ποιήματα» του Μιλόζ (ΦΕΞΗΣ
1961).

σελ. 28 – Όνειρα φτηνά


«Κι όταν ξυπνήσω / Μην τινάξεις από πάνω μου / Τα χώματα που θα επι-
πλεύσουν». Κώστας Καναβούρης. από το ποίημα «Επίπλευστο» της συλλο-
γής «Νυχτολόγιο χειρός», ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ 1990.

σελ. 29 – Να θυμηθείς και να μιλήσεις


«Σωπαίνοντας, με τον καιρό, θα ξεχάσεις». Πάνος Κ. Θασίτης. από τη συλ-
λογή «Εκατόνησος», σημείωση, σ. 29.

Σελ. 35 - Σεφερικός απόηχος


«Γυρίσαμε στα σπίτια μας τσακισμένοι / μ’ ανήμπορα μέλη, με το στόμα
ρημαγμένο / από τη γέψη της σκουριάς και της αρμύρας». Γιώργος Σεφέρης
«Μυθιστόρημα, Α΄».

Σελ. 37 – Η σφραγίδα
«Τίποτα δε σε ξεχνά, σα σε ρημάζει». Γιάννης Παπαράλλης. από το ποίημα
«Δε μας ξέχασαν» της ανέκδοτης συλλογής «Ιχθύες ελευθέρως νηχόμενοι».

42
Βιογραφικό

Ο Δημήτρης Παπαράλλης γεννήθηκε το 1935 στην Αλεξανδρούπολη.


Φοίτησε στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Αλεξανδρούπολης και
στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Δίδαξε ως καθηγητής στα σχολεία Σαμοθράκης, Αλεξανδρούπολης και
Καβάλας, όπου κατοικεί μόνιμα απο το 1978.
Είναι παντρεμενος με τη φιλόλογο Αθηνά Μαλτίδου και πατέρας ενός
παιδιού.
Η ποιητική συλλογή “Παρακτια Αλιεία” είναι η τρίτη. Προηγήθηκαν οι
συλλογές “Οξείδιο σιωπής” (2003) και “Ιχνηλασία εσωτερικού χώρου”(2005).
Ποιήματά του δημοσιεύθηκαν στα λογοτεχνικά περιοδικά “Πανδώρα” και
“Ο Σίσυφος”.

ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΑΛΙΕΙΑ 43
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Προς ναυτιλλόμενο ...................................................................................................................................................................... 9


Κι όμως ....................................................................................................................................................................................................... 10
Ανθρωπογεωγραφία παντός καιρού .......................................................................................................................... 11
Όταν κοιτάς τα δέντρα ............................................................................................................................................................. 12
Μάθημα αριθμητικής .................................................................................................................................................................. 13
Αγροτικές συμβουλές ................................................................................................................................................................. 14
Τα ποδήλατα της νύχτας ......................................................................................................................................................... 15
Τέλος ή αρχή; ....................................................................................................................................................................................... 16
Νυχτερινή κατάδυση .................................................................................................................................................................. 17
Πονηροί καιροί .................................................................................................................................................................................. 18
Οι μυγδαλιές ......................................................................................................................................................................................... 19
Ταξίδεψα .................................................................................................................................................................................................... 20
Κώδικας ποιητικής ......................................................................................................................................................................... 21
Ανεπίστροφος χρόνος ................................................................................................................................................................ 22
Προσωπική υπόθεση ................................................................................................................................................................... 23
Περιβαρδάρια ιστορία ............................................................................................................................................................... 24
Βιογραφικό σημείωμα ................................................................................................................................................................ 25
Δελτίο καιρού ...................................................................................................................................................................................... 26
Αιτίες σιωπής ....................................................................................................................................................................................... 27
Όνειρα φτηνά ...................................................................................................................................................................................... 28
Να θυμηθείς και να μιλήσεις ............................................................................................................................................... 29
Από αγιολόγιο τοίχου ................................................................................................................................................................. 30
Επιμνημόσυνο ..................................................................................................................................................................................... 31
Σε κάποιον άλλον ουρανό ..................................................................................................................................................... 32
Η συνωμοσία της σιωπής ....................................................................................................................................................... 33
Γαλήνιος άνεμος ............................................................................................................................................................................... 34
Σεφερικός απόηχος ....................................................................................................................................................................... 35
Να θυμηθείς την Κασσάνδρα ............................................................................................................................................ 36
Η σφραγίδα ............................................................................................................................................................................................ 37
Παράκτια αλιεία ............................................................................................................................................................................... 38
Σημειώμα .............................................................................................................................................................................................. 40
Σημειώσεις .............................................................................................................................................................................................. 41
Βιογραφικό ............................................................................................................................................................................................. 43
Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ «ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΑΛΙΕΙΑ»
ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΠΑΡΑΛΛΗ ΓΡΑΦΗΚΕ
ΑΠΟ ΤΟ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ ΤΟΥ 2004 ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ
ΤΟΝ ΑΠΡΙΛΗ ΤΟΥ 2011.
ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ME MINION PRO ΚΑΙ
PALATINO LINOTYPE ΣΤΟ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΤΙΚΟ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ADOBE INDESIGN CS4.
Η ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΓΙΝΕ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΑΚΗ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟ
ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ
ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΧΑΡΤΗΣ.
ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑ ΣΕ ΧΑΡΤΙ CHAMOIS
WOODFREE 120 GSM ΓΙΑ ΤΟ ΣΩΜΑ ΚΑΙ
VELVET 300 GSM ΓΙΑ ΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ
ΣΕ 200 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΤΟ ΝΟΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2011.
Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ
ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ ΕΙΝΑΙ
ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΠΑΡΑΛΛΗ.

You might also like