You are on page 1of 11

ΑΝΕΜΩΝΗ

ΜΗΝΙΑΙΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΙΟΥΛΙΟΥ ΝΑΡΚΙΣΣΟΥ

Σ ΑΥΤΟ ΤΟ ΦΥΛΛΟ ΓΡΑΦΟΥΝ

Ι8ΤΗΡΗΙ ΣΚΙΒΗΣ - ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΡΠΑΑΙΤΗΣ (ΙΕΤ. PIERRE BAU ORI)

- M I . HAI -ΝΙΚΟΣ KAPBOÌNHI - FLORAIY - ΠΑΝΟΙ

ΦΑ0Ρ0Σ - IANQAHÎ 8ΑΓΚΑΚΗΣ - BÎKTOP ZKNQS - ΓΙΑΝΝΗΣ

ΤΟΥΡΝΑΚΗΣ - ΠΕΤΡΟΣ ΓΟΑΓΟΒΑΣ - JEAN MORÉAS ( ΙΕΤ. EXT.

AâONI) - Γ. ΠΟΛΥΚΡΑΤΗΣ.

ΠΡΩΤΗ Χ Ρ Ο Ν Ι Α

ΑΡ. 2 - Α Π Ρ Ι Λ Η Σ 1910

Α Θ Η Ν Α
ΑΝΕΜΩΝΗ
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ιδρυμένη άηό τους: Ιούλιο Νάρκισσο. Κώστα Δελακοβία,Έχτωρα Άδωνι,


Παϋλο Ααμπρινό και Πάνο Φλώρο.
Ή συντρομή προπληρώνεται και είναι δ δρ. ή 6 φρ. χρ. ττ) χρονιά.
Στέλνεται (καθώς και κάθε άλλο γράμμα) στον κ. Ιούλιο Νάρκισσο —
Δεινοκράτη '2Ά Αθήνα.
Ή «Ανεμώνη» πουλιέται 50 λ. στα βιβλιοπωλεία.

ΠΡΩΤΗ ΧΡΟΝΙΑ ΑΘΗΝΑ — ΑΠΡΙΛΗΣ 1910 ΑΡΙΘΜΟΣ 2

ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

ΘΡΙΜΜΑΤΑ
(Από βουνά, λαγκάδια και θάλασσα).

. . . Δέν ξέρω γιατί άποικε έχω τόση λύπη μέσα μου !


Εΐνε τό σκοτάδι, εΐνε ή γαλήνη που βασιλεύει παντού ή ιής
βρύσης ύ θρήνος ό αδιάκοπος!
Τά άστρα απάνω άστραποβολοιν μέσα στον μαΐρο κάμπο
τους, σάν δάκρυα ποϋ στάζουν από μαΰρη συμφορά. Σ έ λίγο
βγήκε και ένα φεγγάρι. Χλωμό, κιτρινισμένο, με μάγουλα λιπό­
σαρκα κα! μάτια αδειανά, σάν κρανίο.
Δέν εΐνε φεγγάρι, εινε νεκροκέφαλο.
— Ουφ ! Κλείστε το παράθυρο !
Και μΐά θάλασσα! Μια θάλασσα ακίνητη, βουβή, γιαλιστερή
σάν μάτι πεθαμμένου. Παράξενη βραδεία απόψε και δμως τό
Τουρκικό ερείπιο, δέν βγάνει φαντάσματα από τά μαύρα σωτικά
του! Πάει έπροστυχιανε κΐ'αυτό! Τό έφαγε τό χνεΰμα τοϋ αιώνος!..
*
* *
Πόσο μ' αρέσουν τά α γ κ ά θ ι α ! Πάνοπλα σάν ιππότες εγεί­
ρονται μέσα σ τ ' άλλα χόρτα μέ της λόγχες και τά χρωματιστά
λοφία των.
Εΐνε ή στρατιωτική, ή πολεμική χλωρίς.
Και τι ώραΐα πού πεθαίνουν τον χειμώνα ! Δέν μαραίνονται
σαν τ*άλλα τά χορτάρια, ουτε λιποθυμούν, οΰτε .πέφτουν. Κ ι τ ι ι -
26

νίξουν μοναχά και στέκονται ορθά, σίίν παράξενης τέχνης, ολό­


χρυσα κηροπήγια.
LES FOLLES C H A N S O N S
Πάλ'τοτε ορθά. Και ατή ζοοή και στο θάνατο ! . . .

* *
Σ τ ή θάλασσα τώρα ! LES VENTS
Έ ν α ς λιθαρένιος βράχος μπροστά μον, κατάμαυρος από
μουσκλια και γεμάτος φι^κία, σαν γέννεια μακρυά, στέκεται εμπρός « Berce par mon souffle» dit l'nn,
μου, σαν νά μέ κυττάη βλοσυρός. Κάτι χωματόχρωμοι γοβιοί i Olis immaculé, repose ;
γλυστροϋν στά πόδια του, σαν υπηρέτες ταπεινοί, καΐ πεταλλίδες De main avec l'aurore rose
του στολίζουνε τύ στήθος, πετράδια θαρρείς βασιλικά. Μέ κυττάει Je viendrai ravir ton parfum'>
σαν νά μου λέγη : L'autre autan à la fleur sussure ;
— Τι θέλεις εδώ, σκονισμένο τής γης ζωΰφιο ; « C'est pour la tnort t/ue je te veux 2 .
— Ζηλεύω τήν ευφροσύνη και τή χαρά και του ελαχίστου τών Puis ils disparaissent tous deux,
ψ α ρ ι ώ ν «ς γινόμουνα γΐά μιά στιγμή μαρίδα και χάριζα δλο τό Et dans le silence ou entend
ανθρώπινο μεγαλείο μου, δλη τήν αξιοπρέπεια μου. τής γνά>σεις Les Cyclamens qui doucement
και τά όνειρα. Pétale ¿1 pétale murmurent
Ά λ λ ά ό βράχος άγριοκυττάζει μόνον και εγώ εξακολουθώ
νά μένω άν{>ρωπος!
Τι κρίμα! Afais alors le naïffleuron,
•* La fleur liliale et timide,
Σ ' άκοΰω νά γελάς μέσα στο περιβόλι κρυμμένη πίσω άπό Entr' ouvrant ses livres humides,
την τουφωτή, μέ τ' άνθη τά, σαν νΐόνυφης μαστούς, τή βυζαροΰ J)it au nomade papillon :
όρτενσία και τής γαρουφαλιές τής θυμωμένες! ·« Toi qui sus me plaire, ô mon roi,
° Ακούω τά γελοία σου σαν γάργαρο νερο νά τρέχουν μέσα Rame desailcr, vole, vole
στοΰ κήπου σου τής φυλλωσιές, Μά— άλλοίμονο !— τών γελοίων LJger acutour de ma corolle,
σου οί ήχοι, θρήνοι και καϋμοΐ γίνονται δταν σέ 'μένα φθάσουν... Et de mes appas repais toi,
*Ω δέν γελάει έτσι οποίος θΐ'μάται και π ο ν ε ΐ ! . . . Donne noi l'ivresse et la mort,
Έ τ σ ι λέει το τραγούδι! Que je ne voie l'aurore, d'or.
*
4#
1
Μ ' αρέσει ν ανεβαίνω ψηλά, στο βουνό, στήν κορυφή του Le papillon rôle léger
κάστρου. "Ασφάκες ξηρές τριζοβολούν στο πέρασμα μου, κοτρώ- Aux lèvres de la fleur aimée.
νια ξεπέρνωνται και κατρακυλούνε μέ βουή, μαμοΰδια και μολέ- Et son haleine parfumée,
ματα ξυπνοΓ-νε και ταράσσονται μέσα στά ρειπωμένα σπίτια καΐ Ll la lui prend en un baiser,
ζωντανεύουν οί κοιμησμένοι ήχοι μέσα στής καμάρες, τά μπουν­ Avant que retournent les dises,
τρούμια και τής στενές ανηφοριές . . . Lui voler à l'instant fatal
Τ
Ω τί ωραίο που είνε το ξύπνημα αυτό, ξύπνημα ένύς άλλου L.es splendeurs de son corps florial,
κόσμου πον τραβίχτηκε και κούρνιασε εκεί απάνω στά σκοτάδια Son parfum et sa grâce exquise.
και τ ' άπόιιερα ! . . .
ΣΤΑΜ. ΣΤΑΜ.
28 _29

— Où vas-tu, papillon joli? βρούνε. Σ ά ν τον βρήκανε και τόν ρωτήσανε τί είχε. ό παπάς τους
Pourquoi délaisser nos feuillces? είπε όλη τήν ιστορία καΐ στο τέλος τούς πρόστεσε.
—Je mis devenu fiettr aillée — Ε λ ά τ ε τώρα, συκόστε με, γιά τ ί π ο τ ' άλλο δέ μέ κόφτει
Et possc de l'âme d'un lis ! παρά γιά ένα πράγμα : πώς θ ' άναπαφτώ σπίτι μου.
JEAN PERGIALITIS
Μ ' αυτή τήν ιστορία μαθένουμε ότι. δέ πρέπει νά λέμε
ίίτι σκεφτόμαστε.
( T r a d u i t d u grec par P I E R R E I Î A U D R I ) . Μετάφραση ΕΧΤ. ΑΛΩΝΙ

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΟΡΦΑΝΗΣ


JEAN MOREAS
Στο Λέαντρο Κ. ΙΙαλαμά από άγά.τη.
υπό θαυμασμό.

0 ΠΑΠΑΣ ΠΟΥΦΑΓΕ ΤΑ ΜΟΥΡΑ Μέσα στο σκοτεινό της καμαράκι


Παλεύει /ιε το χάρο όλαρφανή
"Ενας αγαθός πάπας επήρε μια φορά τή δυνατή και καλο-
Κι' άπ' το παρθενικό της κρεβατάκι
θρεμμένη φοράδα του και τράβηξε μπρος, ψέλνοντας της π ρ ω ι ­
νές παραμονιάτικες προσευχές του. Σαν φτάνει στο στρογγΰλεμα Βαρειόπνιχτοι γροικοννται στεναγμοί.
ενός δρόμου, βλέπει ένα βάτο γιομάτο ά.τό χοντρά, μαΐρα και
γινόμενα μοϋρα.
Μάνα στο προσκεφάλι της èèv παραστέκει
— Γιά τό Χριστό, είπε, ποτέ μου δε ξανάδα τέτοια μ ο ί ρ α !
Κι* αιστάνθη^ε μεγάλη εΐ'χαρίστηση ό παπάς κ ι ' έσταμάτησε
Οντ' αδελφάκι κλαίει σε καμιά γωνιά
τή φοράδα του μπρύς στο βάτο, μά ένα πράγμα μονάχα τον βα­ Τά διάφαν' άργομαρμαρώνει της χεράκια
σάνιζε: τά πιο ωραία μοϋρα ήτανε πολύ ψηλά και περιτριγυ­ Ή άγρια τον χάρου παγιονιά.
ρισμένα ά π ' αγκάθια.
Ό καλός μας ό παπάς σκέφτηκε πώς θά τάφτανε άν κ α θ ό ­
τανε πάνου στή φοράδα και χωρίς νά χάσει καιρό πήδησε στη. "Εχουν περάσει τ' άγρια μεσάνυχτα
σέλα, έσκυψε λίγο, μάζεψε μερικά μοϋρα, τά πιο νόστιμα, και κι' άργοπροβάλλ' ή ρόδινη ανγονλα
τάφαγε μ' όρεξη. Άπ' τά παραϋνρόφνλλα μισάνοιχτα
Σάν ό παπάς χόρτασε, παρατήρησε μέ πολλή ευχαρίστηση τή, άργοπροβάλλ' ή ρόδινη ανγονλα.
φοράδα του πού καθότανε ήσυχη.
— Θεέ μ' έφοιναξε, άν ήτανε κανέλας νά τ ή ; φωνάζει Οϋυυυσας
-
Τ ό σκέφτηκε και τώπε μαζΰ ή φοράδα φοβήθηκε κ ι ' άρχισε Κι ' ι)λιανοτ ρεμούλες του ήλιου αχτίδες
νά τρέχει κ ι ' ό παπάς έπεσε μέσα σ τ ' αγκάθια τοΰ βάτου τ ό ­ στη μέτωπο της παίζουν τώρα το νεκρό
σον ελεεινά ποϋ δέ θ ά γύριζε στήν άλλη μεριά μ' δλο τό χρυ­
καί γύρω στες λυτές χρυσές πλεξίδες
σάφι τοΰ κόσμου.
σ ' ενα στεφάνι πλέκουνται μικρό.
Ή φοράδα γι'ρισί στο σπίτι κι' οί υπηρέτες σάν τήν είδανε
μοναχή, άνησυχίσανε γιά τό παπά και βγήκανε ψάχνοντας νά τον ΒΙΚΤΩΡ Ν. ΖΗΝΩΝ
31

ΣΤΗΝ ΑΓΝΗ
Φ Τ Ε Ρ Α Σ Τ Ο Ν Α Ν Ε Μ Ο *

Δεν θ ά σέ κλάψω, 'Αγνή" τους πεθαμένους κλαίνε


Κ ι ' ό πεθαμένος ε ΐ μ ' εγώ. — Έ σ ύ ζής αιώνια ΜΑΡΑΣΜΟΙ
Μες στων ανθών τ ' αρώματα, στοΰ "Ηλιου τή λάμψη,.
Μές στο γλυ/.οκελάηδημα μύριων π ο υ λ ι ώ ν Πόσο μελαγχολικά στενάζουν τά κυπαρίσια απόψε και πόσο
Μέ; στης Αυγής την παρθενιά, στην περηφάνεια λυπητερά άπαλοτρέμουν τά μαραμένα φύλλα τής ακακίας.
Του ό/.όπυρου μεσημεριού . . . Κ ι ' δταν τό δείλι Μέ πόσο πόνον άνεσένουν απόψε τά γιασεμιά και μέ πόση ν
Χίλιε; κρυφές φωνές μοΰ άπαλοτραγουδάνε πίκρα γλυστροϋν τά δάκρυα ά π ' τά δροσερά μάγουλα τών
Τής όμορφης καρδίας σου εΐν' ή γλυκεία αρμονία. τριαντάφυλλων.
Μέ πόση θλίψι τραγουδάει απόψε τ ' αηδόνι και μέ πόπην
άπαγοήτευσι σταλάζουν τά χλωμά φιλήματα τής σελήνης.
Μέ ονείρου ανάλαφρα φτερά σ' είδα τής νύχτες Τ ' αστέρια λες καΐ ξεψυχούν στά πένθιμα λειβάδια τ ' ουρα­
Μές σ τ ' άστρα τά τρεμόλαμπα πού άργυπετούσες- νού και τά δένδρα λές και τονίζουν κάποια νεκρική ωδή.
Κ ' ήταν φιλί στο μέτωπο σου ό Αποσπερίτης, "Ω φύσι, ώ φύσι ! Πόσο διάφορη όψι έχεις για τά μάτια
Στην κόμη σου άστραπόβολη κορώνα ή Πούλια. τής οδύνης !
ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΟ

Μές στον πυκνόφυλλο τον λόγγο σάν σκορπάη


"Ω, ώ τό φυλδισένιο σου κορμί, που ηδονικά ξαπλώνεται
Το μεγαλόπρεπο τραγούδι του ό αγέρας,
στων άσπρων σεντονιών σου τήν ακύμαντη θάλασσα.
Εΐνε ξεφάντωμα τής λιόλευκης ψυχής σου
"Ω, ώ τά τριανταφυλλένια του φιλιά, πού αδύνατα σκορπάει
Και τά γλυκόλογα που μώλεγες τ ' ακούω
στά μυστήρια σκοτάδια τής κάμαρης σου, ποΰ τό λούζουν.
Στων ήρεμων ακρογιαλιών τή μουσική.
"Ω, ώ οί λάγνοι πόθοι, πού γέννα στά μισόκλειστα μάτια της
Π ο ι ά βρύση επήρε την ουράνια τή δροσιά σου
στερνής αναλαμπής τοΰ καντηλιοϋ σου, που Π Έ ΘΑΝΕ λιγωμένο
Και τό φεγγοβόλο ΐβ βάθος τής ματιάς σου
ά π ' τής ευωδιές του.
Ποιος ουρανός-;
"Ω, ώ ή ΰπερούσιες αρμονίες τής ονειρευτών γραμμών του.
-
c - 5 S c "Ω, ώ οί ανήκουστοι ρυθμοί του "Ω, ώ

Τά ρόδα που άνοιξαν δειλά τή χαραυγοΰλα


Του χαμογέλιου σου ή γλυκάδα τή στολίζει ΤΙ ΗΘΕΛΑ
Κ ι ' ο,τι εΐν' ώραΐο κ ι ' ευγενικό μές στήν ψυχή μου
Μές στής αγάπης σου τό βρ®$ έχει λουστεί. Δέν ήθελα νά ήμουν βασιληάς, ΎΛ άς ήμουν βασιληάς
δλης τής γης.
Δέν ήθελα νά ήμουν σοφός, ποΰ νά ζητούν οί άνθρωποι τό
Δεν θα σέ κλάψω, ' Α γ ν ή : θρηνούν τους πεθαμένους φώς από έμενα,
Κ ι ' εσύ δεν π έ θ α ν ε ς . . . Ε ι μ ' ό νεκρός εγώ.

1903 ΝΙΚΟΣ. ΚΑΡΒΟΥΧΗΣ- * ΑΛΟβ-τάοματα άπό Μ


Α
ΊΝ ανέκδοτη ανλλογι].
32 33

Δεν ήθελα να ήμουν πλούσιος, δέν ήθελα να ήμουν ωραίος,


κι' άς ήμουν (3 ωραιότερος τον κόσμοι·.
Δέν ήθελα τίποτα ά φ ' όσα οΐ άνθρωποι ζηλεύουν. ΑΠΟ ΤΙΣ « Σ Τ Ρ Ο Φ Ε Σ »

"Ηθελα μόνο ν α / ω τήν αγάπη όσων αγαπώ, ήθελα μόνο να


ΤΟΥ ΖΑΝ ΜΩΡΕΑΣ
αΐσθάνουμαι τους αγαπημένους μου και τής αγαπημένες μου
πάντα μαζΰ μου, αυτό ήί)ελα μόνο. ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Μήπως· αυτό δέν ιΐναι ή ευτυχία ;
Τί άλλο είνε ή ευτυχία τότε ; II
*

ΓΙΑ ΕΝΑ Φ ΛΙ · Καϊ τί ; μήπως μοΰ στάίϊηκε τδ φυσικό μου εμένα ;


ενώ σκληρός, εϊμουν γλυκός, κι' ενώ σκαιός, φαιδρός.
"Ω μή, Ω μή αγάπη μου, μή φεύγεις!
"Ενα (~)εδ παρωδικδν έπάσκισα νά νη'ώσω,
Πές μου, μήπως τα χάδια μου σέ κοί'ρασαν, πές μου, μ ή ­
μα πίσω μον φαντάσματα μ' άκολονϋονν σίορός.
πως βαρέθηκες τα σφιχταγκαλιάσματα μου ;
"Ω μείνε, μείνε ακόμα, ένα πράγμα θέλω να μοΰ χαρίσεις,
έ'να πράγμα ακόμα και ή ευτυχία μου ΘΑ εινε τέλεια. im
Χάρισε μου αυτό ποΰ σον ζητώ, το ξέρεις, σάν το ξέρεις, χά­
ρισε μου το αγάπη μου, χάρισε μου το ! Σκΰφτειό ϋνητδς ύ ανύΙρωπυς κι -ή Μοίρα είνε νικήτρα.
Γιατί, γιατί δέν μοΰ μιλάς ; Σκληρέ θεέ, ώ Απόλλωνα και της γεννιας σου έχϋρέ,
Μέσα στα χέρια σου έχεις τήν καρδιά μου, μαλακή-μαλακή νά τρέξη άν όλο μον έκανες τδ αίμα τής καρδιάς μου,
σάν το πούπουλο και άσπρη-άσπρη σάν το χιόνι, τί, δέν σου <",τι έτιμώραες εΐτανε ή ίδια σου τόλμη, έσέ.
φτάνει αυτό ;
KV εγώ ένα πράγμα σοΰ ζητώ μονάχα, το ξέρεις, έλα-έλα
δόσε μου το, έλα-έλα γιατί δέν μοΰ μιλάς ; VI

Έ γ ώ είμαι έ'να άρρωστο πουλάκι, ποΰ μπλέχτηκε στά μετα­


ξένια δίχτυα τής αγάπης σου και έσυ είσαι-ξέρεις τί εΐσαι έσν ; Μη λέτε : πώς χαρούμενο εΐν' ή ζωή ξεφάντωμα,
—έσΐ· εΐσαι ό,τι υπάρχει στον κόσμο και ό,τι δέν υπάρχει, δ,τι ή ενα πνεύμα αστόχαστο, ή μχά ψυχή ποΰ ά/./.άζει.
βλέπει κανείς και δτι δέν μπορεί να ί δ ή , ότι αισθάνεται κάνεις
Μή λέτε διόλου προ παντός : εϊν' δυστυχία άτέληοτη'
και ό,τι δέν μπορεί να αισθανθεί, ό,τι νοιάιθει κανείς και δ,τι
άσκημο ΰάρρος εΐν' αύτδ που γλύγορα κουράζει,
δέν μπορεί να νοιώσει, ναί, αυτό εΐσαι, αυτό εΐσαι έσΰ
, Έ λ α - έ λ α δόσε μου αυτό πον σον ζητώ, τό ξέρεις, έλα-
έλα αγάπη μου, πεθαίνω από πόθο, δόσε μην το.
, . / Έ ν α φιλί ! ! ένα φιλάκι ! ! !
Γελάτε δπως τήν άνοιξη τά κλώνια άπαλοσειοϋνται
ΜΑΝΩΛΗΣ Κ. ΜΑΓΚΑΚΗΣ και κλαίτε οπως δ Ζέφυρος, τδ κύμα στήν ακρογιαλιά,
τήν κάΰε γεύεστε ηδονή, πονέστε όλους τους πόνους,
και λέτε: τούτο είνε πολν κι' εΐν' ένδς ονείρου σκιά!
34 35

ΑΠΟ TO ΔEYTEPO ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΤΑΧΝΙΑ

VII. " Ώ ! π ώ ; μ' αρέσει ή καταχνιά που πέφτει της βραδιές !:


και μαγικά σκεπάζοντας την κοιμισμένη πλάσι.
Χαμογελά υ Απρίλης, μά πιο γλυκά με σκλαβώνουν έναν άλλοιώτικο παλμό δίνει μέσ' της ψυχές,
μέ πέπλο αραχνοΰφαντο σκεπάζοντας τά δάση.
Της Μοίρας τα τραχιά σκοινιά.
Kai στοχασμοί πασίχαροι το νου μον πάντα ζώνουν
ωσάν τα φύλλα τα χλωρά.
Ή ξεγελάστρα θάλασσα, τ" απάτητο βουνό,
τ ώμμορφο ρυάκι που γοργά κυλάει τά νερά του,
Περνούν ζωή στο σκέπασμα εκείνο τό τρανό
"Ε, τί' Το λίγο μέλι αυτό στην τελευταία στα/uà του και φεύγει κ α θ ' ένα πουλί χάνοντας τή /(.αλιά του.
μου έχει επί τέ?.ους χαριστεί,
ώ σκοτεινή Ζωή; Πικρά αν δλα εΐν' εδώ κάτου
φίλοι δεν είμαστε παλιοί ; "Ω ! πώς μ' αρέσει ή καταχνιά που πέφτει της βραδιές,,
κ ι ' εγώ σέ δάσος έρημο νά κοίτωμαι θλιμμένος,
σκοτάδι νάν που νά φοβα της πειύ άτρωμες καρδίες
ΑΠΟ ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ και μόν' του γκιώνη τή φωνή ν ' άκοΰι» κοιμισμένος,

II
Γυροο τριγύρω μου ό βορρηάς δένδρα νά ξεριζώνει
τ
Ω κυπαρίσσα ασάλευτα, σας βλέπω κάϋε μέρα η αστραπές νά σχίζουνε τά στήί}εΐα τ ουρανού,
μες στο σκληρί) το φως, ή γή μέ τά ουράνια νά παίζη, νά μαλλώνη
αγνάντια στ' άκροκύματα, στεΐλ,ε προς τον αίΰέρα και μόνο τήν κακιά φωνή ν ' ακούω τού πουλιού.
σε ϋψος όλάσπρο ομπρός.

Κ ι ' οταν πεθάνω-έρημος και καταφρονεμμένος


νά μην έρθή κανείς παπάς τό λείψανο νά θ ά ψ η
Φυλάω παρόμοια τούς νεκρούς- έχει ή ψυχή μου εμένα νά μην ακούσω κλάμματα κει πού θάμαι ριγμένος
*à '/,ρώμα τό βαρύ σας, καί μ ό ν ' τού γκιώνη ή φωνή απάνω μου νά κλάψη.
μα πέρα ορμώ άπ'τη συμφορά καί τά πικρά γραμμένα
όμως με την κορφή σας. ΠΕΤΡΟΣ ΓΟΛΓΟΘΑΣ

( Ά π ' το Σεράτιο ) ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΚΙΠΗΣ


36 37

βουβά μένουν στο φ ί λ η μ α μου ! Καί σύ, αχ vul και σ ύ ,


Σ Τ Ο ΡΥΑΚΙ
γλυκεία μ' α γ ά π η , σαν τά χλωμά λουλούδια κάθεσαι
Φτωχό μου ρυάκι βουβή, ΣΤΑ λόγια μου, ώ τά γλυκά μου λόγια, τά λόγια
Ποΰ Ξ
Έ ΝΟΑ
ΙΣ
ΤΟ τρέχεις της αγάπης ! . . .
ατή κρύφια μαρδιά σου Κ α ι δέ μου μ ι λ ά ς και ΤΆ λουλούδια ποΰ μου χάρισες
τι κλεΐς τι κατέχεις; μαραίνονται καί πέφτουνε ΤΆ φύλΛ,α ε ν α - ε ν α . . .
Μαραίνονται ΤΆ λούλουδα πού πεϊραν ΆΠΑ σένα μυ­
Κ ρ α τ ώ την α γ ά π η ρουδιάν ανέκφραστη, μά, παράξενο, ή α γ ά π η μου, θ ε ­
ο τ ' άνίδιοτα σ τ ή θ η ριεύει, μεγαλάννει ! . . .
καί τρέχω μέ τρέλλα, "Αθήνα 11 4 1910 ΠΑΝΟΣ ΦΛΩΡΟΣ
στή νέκρα, στη / . ή θ η . 0
Πειραιας FLORAMY

0 ΤΟ ΦΙΛΙ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ

Μ ι ά πεταλούδα ώ μ ο ρ φ η
ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΑ ΣΟΥ ΠΟΥ ΜΑΡΑΙΝΟΝΤΑΙ
Με κάτασπρες φτερούγες
Τ ά λούλουδα ποΰ μοΰδιυκες, τά λούλουδα τ ' α τ ί μ η τ α Πετούσε δ ώ και κει
για μίνα. μαραίνονται. Τ ά Φ
ΎΛΛ
Α τους πέφτουν ΕΝΑ-ΙΝΑ Μά πιά ΚΟ ΥΡ Ά ΣΤ
Η Κ
Ε ή τρελλή .
κι' ΕΓΏ σε κάθε ΦΎ Λ
ΛΟ δίνω κ ι ' ενα ΦΙ
Λ Ί
. Κ ά θ ε (| Υ
ΛΛΟ ΝΆ τρέχει, κ ι ' ΑΠΟΣΤ
ΑΜΈΝΗ
π ο ΰ πέφτει, κάθε φύλλο ποΰ ΜΑΡΑΊ
Ν ΕΤ
Α ,Ι είναι και μια Σ' ενα λουλούδι κάθησε
π λ η γ ή γΐά μένα, μια πληγή στή καρδιά μου. Και τά ΝΆ ξαποστάσει λ ί γ ο .
φύλλα ΜΑ
ΡΑΊ
Ν ΟΝΤ
ΑΙ και πέφτουν, κ ι ' ή καρδιά μου πλη­ ΜΑ ΤΟ λουλούδι λύγισε
ΓΏΝΕΤΑΙ, μα ή ΑΓ
Ά ΠΗ μου θεριεύει μεγαλώνει. ' Α π ' το μικρό της βάρος
Τ ά λούλουδα Τ' ΑΤ
ΊΜΗΤ
Α , πούχουν μιά μυρουδιάν Κ ι ' ακούμπησε στή ΓΗ
Α
Φ Ά
Ν Τ
ΑΣΤ
Η Π Α
ΡΜ ΈΝ
ΗΝ από σένα, τά μαζεύω τ ώ ρ ' άπό Κ ι ' ή π ε τ α λ ο ύ δ ' ανύποπτη
Χ
ΆΜΩ και τά ΒΑΣ
ΤΆΩ απαλά μέσα στά χέρια μου προσέ- ΣΤΟ πράσινο φ ό ρ ε μ α της
yοντάς μήπως τά σφίξω και πονέσουνε, τά κυττάζω με " Ε δ ω κ ' ενα φιλί.
π ό θ ο , μέ περιφάνεια, τά φ έ ρ ν ω μ' ευλάβεια στά χείλια Μ ' όταν ή δόλια θέλησε
μου, χίλια φι?.ιά τ ο υ ; Öivco κ ι ' α ν ο ί γ ω σ ' α ύ τ ά , στά μαρα­ ΝΆ φύγει νά πετάξει
μένα Λ
ΟΎΛ
ΟΥΔ
Α σου, την καρδιά μου και τους ΜΛ
ΙΆ
Ω γΐά ΔΈ μπόρεσε, τί κ ρ ί μ α !
τον πόνο μου και γιά τήν τόση μου α γ ά π η τούς μιλάω ! ΣΈ μιας αράχνης πιάστηκε
Και 'κεΐνα, τά λούλουδα πού πεΐραν από 'σένα τή μ υ ρ ω ­ Π ο ΰ φ ώ λ ι α ζ ' εκεί, ΤΟ νήμα.
διά τους τήν Α
Ν ΈΚ
Φ Ρ
ΑΣΤ
Η , τά λούλουδα π ο ΰ μαραίνονται, ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΟΥΡΝΑΚΙΙΣ.
38 39

— Από τότε κόλησε κι' ό ποιητής κ. Μαλακάσης τό τικ αυτό τοϋ


στριψήματος και πέρασαν χρόνια πολλά ιός ποϋ νά τό ξεμάθει.
ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ "ΑΝΕΜΩΝΗΣ,, — Στό δεύτερο ταξείδι του ό Μωρεάς. ποϋ ήρθε νά παρακολοΐ'θήσει
τήν παράσταση τής Ιφιγένειας, εκτός τοϋ κ. Μαλακάση γνώρισε τή σάρα
— Ή «Ανεμώνη» έχει υποχρέωση νύ ευχαριστήσει άπό μέση καρδιά κα'ι τή μάρ^, και ήτανε υποχρεωμένος νά τους γνωρίσει ό δλ·στυχισμένος ό
•όλα τα περιοδικά και εφημερίδες ποϋ καλοδεχτήκανε τήν έμφάνησή άνθρωπος, θειος σχιορέστονε. άπό ευγένεια στοί'ς συμπατριώτες του.
της. δπιυς και τούς φίλοι·; και συνεργάτες της που τόσο ένθερμα τήν — "Ενα βράδυ στό καφφενεΐο τοϋ Ζαχαράτου ό Ποιητής είχε τήν
νποστ>]ρίζοτ>νε. καλοσύνη νά δώσει λίγους στίχους του σ' ένα μεγαλόσχημο διευθτ»ντή περιο­
δικού κι αυτός άφού διάβασε και ξαναδιάβασε τό ποίημα, τήν άλλη μέρα
είχε τήν αφέλεια νά τόν ρωτήσει :
— Ό Z c a u Mureus πέθανε '. Τό χαμό τον κλαίνε δυο πατς>ίδες. ή Ε λ ­ — Σ* αυτόν έδώ τό'στίχο, m a i t r e , τής Αθηναίες τής λέτε άσχημες ή
λάδα που τον έγέλνησε και ή Γαλλία που τόν ανάδειξε. Πέθανε ό ποιητής ωραίες : Κι' ό Ποιητής τόν έκύτταξε καλά - καλά και τοϋ είπε ήσυχα —
των στροφών μακρυά άπ' τον γλαυκόν ουρανό της Αττικής, και χωρίς Ό π ω ς αγαπάτε.
να τόν θερμάνει στην επιθανάτιο κλίνη του, ύ ήλιος που τόν έχαιρέτησε
— Ό Μιορεάς και στά δυό του ταξείδια εύρισκε μεγάλη ευχαρίστηση
σάν γεννιότανε.
να γυρίζει στόν ελαιώνα μ' αμάξι.
— Ό Zea» Morém γεννήθηκε στης 'Λ τ' Άπρίλι του 185G στην ΆΟήνα.
Τήν πρώτη του έμφάννιση στύ φιλολογικό κόσμο έκανε στόν «Άττικόν
— Πάρα πολύ επιτυχημένη ήτανε ή μουσικοφιλολογική εσπερίδα της
Μηνύτορα». "Επειτα τό 1874 μετάφρασε κι' έδημοσίευσε τήν «Φωλεάν των
Κοράκων» τοϋ Αρσέν Ούσσα'ι και τό 1878 τήν πρώτη του ποιητική συλ­ «Τέχνης» πούγινε τήν πρωταπριλιά στήν αϊθολ·σα τοϋ συνδέσμου τών
λογή μέ τόν τίτλο «Τρυγόνες και Έχιδναι» και τό Νοέμβρη του Ίδιου χρό­ συνταχτών. ·
νου, επήγε στο Παρίσι γ ι α ν α σποΐ'δάσει Νομική. Άλλά τό ποιητικό δαιμό­ —» Κι έτσι μάς έδόθηκε ή περίσταση νά άκούσοτ'με τόν κ. Μαγκάκη
νιο υπεοισ/ησε κι ό Ιωάννης Παπαδιαμαντύποτν.ος έγινε Moréas κι'άρχισε σέ μια πολύ τέλεια διάλεξη κα'ι ν' απολάψουμε τήν γλιν.ειάν απαγγελία
νά γ ρ ά φ ε ι . . . τοϋ κ. Λαπαθκότη.
— Ή πρώτες του ποιητικές συλλογές βρίκανε μεγάλη αντίδραση ώς — Πολύ καλά άπήγγειλε κι' ό κ. Τουρνάκης, τό ίδιο έξοχος ήτανε
ακατάληπτες. Ή αντίδραση όμως αυτή είχε αποτέλεσμα νά μελετηθεί ό κι' ό κ. Βώτιης στης καρικατούρες.
Moréas και ν ' ανακηρυχτεί α ρ χ η γ ό ς τής σκόλης τών «συμβολιστών.» Ό
— Τ' αληθινά μας συγχαρητήρια στόν αγαπητό πρόεδρο και τ' άλλα
συμβολισμός όμως. «ή ανάγκη τής ποίησης», όπως τόν χαραχτηρίζει ό ίδιος,
μέλη τής «Τέχλης».
άπό τής Έφιφΰλης» αρχίζει νά ύποχιυρει στό κλασικισμό ποϋ επικρατεί,
έπειτα σ' όλα τά επόμενα έργα: «στροφές» ((ί βιβλία), Τοπεία και Εντύπω­ —"Εγινε κι' ή διάλεξη τοϋ κ. Στ. Χελιαδάκη.
σες, Ίφιγέ.'εια. Μύθοι τής παληάς Γαλλίας, και τέλος «Esquisses et Souvenirs».

Γ. ΠΟΛΥΚΡΑΤΗΣ
— Μερικά διηγήματα τών κ. κ. Γ. Βλαχογιάννη. Εφταλιώτη, Καρκα­
βίτσα, Άστέρη και άλλων, μεταφραστήκανε στή Γερμανική και έκδοθή-
— Τήν πρώτη φορά ποϋρθε στην Ελλάδα ό Μωρεάς τό ντουφέκι
βροντούσε στά σύνορα. κανε σέ βιβλίο στό Βερολίνο.

— Κάθε άπόγεμα φαινότανε στό πεζοδρόμιο τής πλατείας, μέ τό


πρόσιυπο γιομάτο αγωνία, να ρωτάει όποιον γνώριμο προταπαντοϋσε, τι —Έλάβαμε τούς «Παιδαγωγικούς μύθους» τοϋ κ. Γιάννη Περγιαλίτη.
νέα ά π ' τά σύνορα. — Γιά τό βιβλίο αυτό γραφτήκανε πολλά κι' έμεϊς δέν έχουμε παρά
— Στ·νήθ(ος απαντούσε τόν κύρ Σπύρο τόν Αγγελόπουλο, παληό του νά επαναλάβουμε πώς συμπληρώθηκε αληθινά μια μεγάλη έλειψη ποϋ δέ
γνώριμο, γιατί ό -/.ύρ Σπύρος Άγγελλόπουλος. παιδί τοΰ 02 γνώριζε και τό χάριζε ώς τώρα και στό παιδΊ ένα βιβλίο τόσο τερπνό δσο κι' ωφέλιμο.
σπίτι τοΰ Μωρεάς και τόν Τδιο τό «Γιάννη» τόν είχε άπό μικρό παιδί — Πολλές ευχαρίστησες χρωστάμε στόν κ. Περγιαλίτη, ποϋ μέ τό
στα χέρια του. βιβλίο του αυτό άρχισε νά πολεμάει τή σχολαστικότητα ποϋ βασιλεύει
— "Αν δέν εύρισκε τόν κύρ Σπύρο, εύρισκε τόν ποιητή Μίλτο Μαλα- •στήν παίδευση μας.
κάση. τήν αδυναμία του.
— Κι* ήταν τόση ή αγωνία του, ποϋ ξεχνούσε και τό συνηθισμένο — Εβγήκε ή «Καινούρια λύρα» τοϋ Δόγη.
στρίψημο τοϋ μουστακιοϋ του. —Τό κομψό αυτό βιβλιαράκι περικλίνει στή; σελίδες του πολλά ώραΐα
40

1
ελαφρύ τραγουδάκια δημοσιεμένα σέ διάφορα περιοδικά κι εφημερίδες.
— Ό Δόγης ετοιμάζει και τό δεύτερο μέρος της «Καινούριας λύρα;»
μέ σοβαριότερη ί'ιλη.

— Κάτι θέλησε να γράψει γΐά τήν «Ανεμώνη» σέ κάποιο φύλλο της


«Δάφνης» ό Παπαστρατηγάκης, μά δέ τά κατάφερε.
— "Ας περιμένουμε κι' εμείς τούς «Γίγαντες» ! ! . .

— Τ(ΐ')ρα μέ τό θάνατο του Μωρεάς, πολλοί νεαροί άρχισαν* να


πίνουνε άψέντ.
— Έ ν χ ς μάλιστα λέγεται ότι σκέφτεται σοβορά να μήν ξαναγράψει
στην Έλληνικιά.

— Ό γνωστός "Ελληνας λόγιος κ. Περικλής Γιαννόπουλος, πνίγηκε.

— Ό Αμερικανοί μυθιστοριογράφος Μ. Τ\ν;ιίη πέθανε.

ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ
—Ή «ΑΝΕΜΩΝΗ» αναγγέλλει κάθε έκδοση πού ήθελε λάβει ένα
αντίτυπο και ανταλλάζεται μέ κάθε φιλολογικό περιοδικό.
— Ό σ η δλη στέλνεται από συντρομητές της «Ανεμώνης» γιά δημό­
σιε μα εγκρίνεται άπό τον « Φιλολογικό κύκλο της Ανεμώνης » και δέν
εΰτύνεται ό κ. Ιούλιος Νάρκισσος.
— Τό άλλο φύλλο της «Ανεμώνης » θα είναι διπλό και μέ 'ίεχωριβτή
χρωματιστό, εικόνα.
— Έβγήκε τό φύλλο τ' Απρίλη της «Πινοκοθήκης» μέ καλλιτεχνικές
εικόνες και διαλεχτή δλη.
— Έβγήκανε τά τελευταία φύλλα της «Δάφνης» μέ χρωματιστές εικό­
νες και συνεργασία διαφόρων γνωστών λογίων. Τά κατοπινά φύλλα σέ 12.
και 1(5 σελίδες.
— Έβγήκε τό πρώτο φύλλο τού «Καλλιτέχνη» (Απρίλης 1910) του κ.
Γερ. Βώκου οέ χρωματιστό ά;ώφυλλο άπ' τόν κ. Ρούμπο και μέ διαλεχτή
ί)λη και γνώμες διαφόρων λογίων γΐά τήν επανάσταση. Συντρομή χρονίάτικη^
8 δρ. Εύκόμαστε καλή πρόοδο.
— Έβγήκανε τά τελευταία φύλλα τών περιοδικών «Νουμάς», «Πανα­
θήναια», «Ελλάς», «Έπιθεο')ρησις» και «Μοϋσαι της Ζάκανθος» μέ
εκλεχτή ύλη.
— Έβγήκε ό «Κοινωνισμός» τών κ. κ. Πύρρου ΉπειοοΊτη και Ά ν .
Μάρκελλου, όργανο νεοϊδεατών.
— Εβγήκε τό τελευταίο φύλλο του Δελτίου τών γραμματοσήμων.

You might also like