You are on page 1of 1

ΤΟ ΓΑΛΑ – ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΑΝΤΩΝΗ

Στις καφετέριες που πηγαίναμε δε μιλούσαμε πολύ. «Τι γίνεται;», τον


ρωτούσα. «Καλά», μου λεγε αυτός, «εσύ;» «Καλά», του λεγα κι εγώ και
σωπαίναμε. (παύση) «Πολύ καπνίζεις», μου λεγε αυτός μετά – απ’ την
αμηχανία μου άναβα συνέχεια τσιγάρα. «Κι εσύ το ίδιο» του απαντούσα.
«Εγώ έχω στεναχώριες.» «Τι στεναχώριες;» ... Δε μιλούσε. «Μια χαρά είσαι,
δεν έχεις τίποτα εσύ, όλα ιδέα σου είναι», του έβαζα την κασέτα εγώ. Έσκυβε
το κεφάλι και μ’άκουγε. Ή μάλλον δε μ’ακουγε. Απλώς καθόταν έτσι, με το
κεφάλι σκυφτό. Το σήκωνε μόνο άμα έμπαινε κανά ζευγαράκι στην
καφετέρια και τους κοιτούσε σα μοσχαρι. «Κόφτο, ρε, θα μας
παρεξηγήσουνε», του ‘λεγα εγώ κι αυτός μαζευόταν πάλι, ξανάριχνε το
κεφάλι κάτω. (παύση) Αυτά την εποχή που τα ‘παιρνε τα χάπια του. Μετά
που πότε τα ‘κοβε και πότε έκανε συνδυασμούς μόνος του, αρχίσανε τα
δύσκολα. Δε μαζευότανε. Κι όποτε πήγαινα να του μιλήσω, μια κουβέντα του
‘λεγα, δέκα μου γύριζε αυτός. Κι όλο ασυναρτησίες, όλο τρέλες. Κουράστηκα
κι εγώ. (παύση) Κανείς δεν ξέρει τι είναι να ζεις μ’ άρρωστο άνθρωπο στο
ίδιο σπίτι. Να μεγαλώνεις σ’ αυτό το σπίτι. Κι όσο μεγαλώνεις τόσο πιο πολύ
να τον φορτώνεσαι.

Αν...αν ποτέ μου έκαναν μια εξέταση, μια...ακτινογραφία ας πούμε, θα...θα


έβρισκαν μέσα μου ένα μαύρο σημάδι, μια σκιά... ο Λευτέρης!! Κι ο,τι τρώω,
ο,τι πίνω, ο,τι κάνω κι ο,τι λέω, αυτή η σκιά, σαν μουτζούρα. (παύση) Δε με
πειράζει όμως τόσο αυτό , όχι, έχω μάθει. Από μικρός, από τότε ακόμα που
τριγύρναγα μοναχός μου, που δε μου μίλαγε κανείς, έσφιγγα τα δόντια,
κουλουριαζόμουνα γύρω από κάτι σκληρό μέσα μου, εκείνο το πράγμα που
έλεγε και η μακαρίτισσα η μάνα μου και που το ‘νιωθα ότι δε θα σπάσει
ποτέ!! Κι έλεγα στον εαυτό μου, θα ζήσεις ρε πούστη μου, πρέπει να ζήσεις.
Έστω και μ’ αυτή τη σκιά στα πνευμόνια, έστω και μ’ αυτό το σακατιλίκι, τη
δαγκωματιά στην καρδιά.

You might also like