You are on page 1of 349

Μκε τονjm ena τον:

Ο Κούπερ Τάουνσεντ δε θα φανταζόταν ότι θα έφτανε οτο σημείο


να μπουχτίσει τα καλοπιάσματα και τα φλερτ. Όμως από τότε που
γύρισε από τη Γαλλία ως ήρωας πολέμου και απέκτησε τον τίτλο
του βαρόνου τον κυνηγούν ανελέητα όλες οι νεαρές κυρίες σε ηλι­
κία γάμου! Ίσως γι’ αυτό το λόγο η ανπσυμβατική μις Ντανιέλα
Φόστερ φαντάζει τόσο ελκυστική στα μάτια του. Δεν του χαμογε­
λάει όλο νάζι, ούτε τον κολακεύει. Ζητά μόνο τη βοήθειά του για
να ξεσκεπάσουν τον εκβιαστή της αδερφής της -και ο Κουπ πρώτη
φορά νιώθει να κεντρίζεται τόσο πολύ το ενδιαφέρον του...
Ας τσακώνονται όλες οι άλλες γυναίκες στο Λονδίνο για το ποια
θα γοητεύσει τον περιζήτητο λόρδο. Την Ντάνι δεν την απασχολεί
καθόλου το θέμα του γάμου... τουλάχιστον ως τη στιγμή που παίρ­
νει μια γεύση από τα παράνομα φιλιά του! Τώρα, καθώς συνερ­
γάζονται ενάντια στον κοινό τους εχθρό που προσπαθεί να
καταστρέψει την οικογένεια της Ντάνι αλλά και την υπόληψη του
Κούπερ, ο ψεύτικος αρραβώνας τους θα πυροδοτήσει ανάμεσά
τους ένα απρόσμενο πάθος που ίσως τελικά σώσει και τους δύο.

- rluKrs Α ιαξίκ -
Tpeis tiptoes του πολέμου
παραδίνονται στον έρωτα!

9789606207273
ασικα
Τίτλος πρωτοτύπου: A Scandalous Proposal

© 2009 Kathryn Seidick

© 2017 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ABEE


για την ελληνική γλώσσα, κατόπιν συμφωνίας
με τη Harlequin Books S.A. All rights reserved.

To λογότυπο ΑΡΛΕΚΙΝ και το σχέδιο του Ρόμβου είναι εμπορικά σήματα


ιδιοκτησίας της Harlequin Enterprises Limited ή των θυγατρικών
εταιρειών της και χρησιμοποιούνται από άλλους κατόπιν αδείας.

Η εικόνα εξωφύλλου χρησιμοποιείται κατόπιν συμφωνίας


με τη Harlequin Books S.A. All rights reserved.

Μετάφραση: Τίνα Μαθιουδάκη


Επιμέλεια: Ιουλία Σταματέλου
Διόρθωση: Στεφανία Ιωάννου

Το βιβλίο αυτό είναι έργο μυθοπλασίας. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι τοποθεσίες


και τα περιστατικά είτε είναι προϊόν της φαντασίας της συγγραφέως είτε χρησιμο­
ποιούνται κατά τρόπο μυθιστορηματικό. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά
πρόσωπα, εν ζωή ή όχι, γεγονότα, τοποθεσίες, ιδρύματα ή επιχειρήσεις είναι εντελώς
συμπτωματική.
Απαγορεύονται η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή -ολική, μερική ή περιληπτική-,
η κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του κειμένου με οποιονδήποτε τρόπο - μ η ­
χανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή ά λ λ ο ν - χωρίς προηγούμενη γραπτή
άδεια του εκδότη, σύμφωνα με το Ν όμο 2121/1993 και τις διεθνείς συμβάσεις περί
πνευματικής ιδιοκτησίας.

ISB N 978-960-620-727-3

ΜΕΓΑΛΑ ΚΛΑΣΙΚΑ - ΤΕΥΧΟΣ 70


Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε στην Ελλάδα
Made and printed in Greece
ΜΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗΣ
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ
Αγαπητές αναγνώστριες,
Ένας δημοσιογράφος ρώτησε κάποτε τον τότε πρόεδρο
Τζον Φ. Κένεντι, που στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου
Πολέμου ήταν κυβερνήτης μιας τορπιλακάτου, πώς
κατέληξε να γίνει ήρωας πολέμου. Η απάντησή του
συνοδεύτηκε από ένα κλείσιμο του ματιού κι ένα
χαμόγελο: «Ήταν αθέλητο. Βύθισαν το σκάφος μου».
Αυτή η φράση έμεινε για πάντα στο μυαλό μου: Ήταν
αθέλητο.
Κανείς δε σηκώνεται το πρωί και λέει: «Σήμερα θα γίνω
ήρωας». Ο ηρωισμός επιβάλλεται, μάλλον, σε κάποιον.
Κάτι τέτοιο συνέβη και στον Κούπερ Μαγκίνλι
Τάουνσεντ στη μάχη του Κατρ Μπρα. Ο Κουπ σηκώθηκε
εκείνο το πρωί με μόνη επιθυμία να μπορέσει να
επιστρέφει το βράδυ ζωντανός στο αντίσκηνό του.
Αλλά ανάμεσα στο χάραμα και στο σούρουπο, χωρίς
προειδοποίηση και παρόλο που βρισκόταν μακριά απ’ τη
θάλασσα, οι μοίρες, μεταφορικά, βύθισαν το σκάφος του.
Τιμές άρχισαν να ραίνουν τον ήρωά μας, ένα όμορφο
κτήμα, χρήματα, και μαζί ο τίτλος του βαρόνου. Ο Κουπ,
εκ φύσεως άνθρωπος χαμηλών τόνων, ήταν ευγνώμων,
είπε «ευχαριστώ πάρα πολύ» και θεώρησε πως αυτό
ήταν όλο.
Μόνο που δεν ήταν. Κάποιος «στενός φίλος και
έμπιστος του ήρωα» κυκλοφόρησε τον Πρώτο Τόμο
μιας φυλλάδας που ήταν τόσο γεμάτη με χαζομάρες και
υποτιθέμενα τολμήματα και κατορθώματα του Κουπ
(που αφορούσαν, ιδίως, κυρίες) που μόνο ένας ανόητος
θα έδινε βάση στα λεγάμενα της. Το Λονδίνο ωστόσο
πίστεψε τα πάντα, κατάπιε τις ανοησίες αμάσητες και
μετέτρεψε την ίδια τη ζωή του Κουπ σε φυλλάδα.
Το να έχεις φήμη είναι ένα πράγμα. Το να μην μπορείς
να κάνεις ήσυχος δυο βήματα στο δρόμο είναι εντελώς
διαφορετικό. Ο Κουπ βρέθηκε πολιορκημένος
από χαζοχαρούμενες νεαρές δεσποινίδες και τους
φιλόδοξους γονείς τους, κι αυτό ενώ ο Πρώτος Τόμος
προειδοποιούσε ότι θα ακολουθούσαν κι άλλες
γελοιότητες.
Τι θα μπορούσε να κάνει γι’ αυτό, άραγε;
Ας το ανακαλύψουμε μαζί, τι λέτε;
Καλή ανάγνωση,
Στη Σάλι Χοκς, μια αληθινή φίλη
Ο Κούπερ Τάουνσεντ στεκόταν μπροστά στην ψηλή
τουαλέτα, ο καθρέφτης της οποίας αντανακλούσε την
έκφραση του προσώπου του, και κοιτούσε το συνήθως
καθάριο πράσινο χρώμα των ματιών του να σκοτεινιά­
ζει. Έπρεπε να ελέγξει τον εαυτό του, να ξεπεράσει το
θυμό του, αλλιώς δε θα μπορούσε να σκεφτεί καθαρά.
Επίσης, σε λίγο δε θα είχε άλλα φουλάρια, καθώς
αυτό ήταν το τρίτο που είχε καταφέρει να σχίσει απ’ τη
στιγμή που ο φίλος του ο Ντάρμπι είχε εμφανιστεί στο
δωμάτιο όπου ντυνόταν, ανεμίζοντας το δεύτερο τόμο
αυτού που είχε αρχίσει να γίνεται γνωστό ως Ία Χρονικά
Ενός Ήρωα.
Λες και ο πρώτος τόμος δεν ήταν αρκετός! Τα Τολ­
μηρά και Ερωτικά Κατορθώματα της Εξοχότητάς του
Κούπερ Μαγκίνλι Τάουνσεντ, Συμπληρωμένα με Διηγή­
σεις από Πρώτο Χέρι των Εντυπωσιακών Αποστολών του
Εναντίον των Γάλλων κατά την Ένδοξη Νίκη της Αγγλίας
Επί του Σατανικού Βοναπάρτη: Πρώτος Τόμος.
Για την ακρίβεια, ο Πρώτος Τόμος ήταν αρκετός για
να τον κάνει να καταφύγει, έπειτα από δύο εβδομάδες,
στην υποτιθέμενη ασφάλεια του νεοαποκτηθέντος κτή­
ματός του, όπου είχε την ελπίδα ότι θα επικρατούσε μια
12 K a s e y M ic h a e l s

λογική κατάσταση (ακόμη και λαμβάνοντας υπόψη ότι


εκεί έμενε και η μητέρα του).
Είχε επιστρέψει στο Λονδίνο μόνο μετά την επιθυ­
μία του φίλου του Γκέιμπριελ Σινκλέρ και αυτό απλώς
για μια εβδομάδα, οπότε έφτασε στα χέρια του ένα αντί­
τυπο του προς έκδοση Δεύτερου Τόμου, που τον έστειλε
κακήν κακώς ξανά στο κτήμα του. Αλλά τούτη τη φορά
ήταν μόνο για να αμπαλάρει το μεγαλύτερο μέρος της
καινούργιας γκαρνταρόμπας του, να αποτύχει να πείσει
τη μητέρα του να μην πάει μαζί του και να επιστρέφει
στη Μικρή Σεζόν, για να βρει μια σύζυγο. Δεν ήθελε
σύζυγο -ποιος ήθελε, άλλωστε; Εκτός από τον Γκέι-
μπριελ, ο οποίος, κόντρα σε κάθε λογική, φαινόταν εκ­
στατικά ευτυχισμένος με την επικείμενη απώλεια της
ελευθερίας του.
Έ νας εσπευσμένος αρραβώνας μπορεί να μην έλυ­
νε όλα τα προβλήματά του, θα ήταν όμως μια αρχή. Οι
προξενήτρες μαμάδες αποδεικνύονταν πολύ έξυπνες,
ενώ έτσι θα διάλεγε, τουλάχιστον, μόνος του τη σύζυγό
του και δε θα ξυπνούσε ένα πρωί για να βρει μια ντε-
μπιτάντ να χαχανίζει δίπλα του στο κρεβάτι, με τη μαμά
της απέξω έτοιμη να ορμήσει -μα ζί με μάρτυρες- και να
φωνάξει: «Κάθαρμα! Σήμερα κιόλας θα ανακοινώσουμε
το γάμο σας!»
Αυτός, βεβαίως, θα μπορούσε να ήταν απλώς ένας
ανόητος συλλογισμός... μόνο που μια φιλόδοξη δεσποι-
νιδούλα είχε ήδη καταφέρει να φτάσει μέχρι την κρε­
βατοκάμαρα της σουίτας του στο ξενοδοχείο, πριν την
αρπάξει ο Έιμς και την πάει σηκωτή ξανά στο χολ του
ξενοδοχείου, όπου η εξοργισμένη μαμά της την άδραξε
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 13

απ’ το αυτί και την πήγε μέχρι την άμαξα κατσαδιάζο-


ντάς τη για την ανικανότητά της.
Ναι, θα απέσυρε τον εαυτό του από την αγορά. Μόνο
τότε θα μπορούσε να συγκεντρωθεί στα υπόλοιπα.
«Το διάβασες αυτό; Το είδα μόλις σήμερα το πρωί,
οπότε ίσως δεν είχες ακόμη την ευχαρίστηση». Ο Ντάρ-
μπι Τράβερς (υποκόμης του Νέλμπορν, όταν ήθελε να
εντυπωσιάσει) σήκωσε το κεφάλι του από τη σελίδα και
ανέμισε τη φυλλάδα.
«Ναι, το διάβασα. Ο δράστης -δ ε θα τον αποκαλέσω
συγγραφέα- είχε την ευγένεια να μου στείλει ένα από τα
πρώτα αντίτυπα, όταν ήμουν στην πόλη την περασμένη
εβδομάδα. Για όνομα του Θεού, Ντάρμπι, παράτα το».
«Όχι ακόμη. Είναι φανερό ότι πρόκειται να γλιτώ­
σεις την όμορφη κόρη από μια μοίρα χειρότερη από το
θάνατο, τόσο ήρωας που είσαι. Ασε με να διαβάσω την
κατάληξη».
«Εφόσον είναι, δυστυχώς, τόσο σημαντικό, εντάξει.
Συνέχισε. Ανάθεμα, Ντάρμπι -δ ε σου είπα να το διαβά­
σεις δυνατά».
Αλλά ο υποκόμης συνέχισε, με την όμορφη βαθιά φω­
νή του, φορτωμένη τώρα με απολαυστική έμφαση.

«Η πλέον ευειδής και ευγνώμων νεαρή κυρία, που


το όνομά της θα μείνει πάντα ένα μυστήριο, με
τα Γαλάζια Μάτια της πλημμυρισμένα από Δια-
μαντένια Δάκρυα, στράφηκε στον Μετριόφρονα
και Αμήχανο Ήρωά μας και, προς Κατάπληξή
του, έριξε το απαλό, καμπυλόγραμμο σώμα της
στο στήθος του, έτσι ώστε δεν μπορούσε να κά­
νει Τίποτα Άλλο, παρά να την Κρατήσει Σφιχτά,
14 K a s e y M ic h a e l s

καθώς ένιωθε το Ξέφρενο Χτύπημα της Παρθε-


νικής Καρδιάς της, το γρήγορο ανεβοκατέβασμα
του Τέλειου Στήθους της, καθώς εκείνη εξυμνού­
σε τις Αρετές του, την τεράστια Γενναιότητά του,
μέχρι που, Συγκλονισμένη από τα Συναισθήματά
της, φώναξε, σε έκσταση σχεδόν, καθώς άδραχνε
τους στιβαρούς ώμους του, ότι ο κόσμος μπορούσε
με ασφάλεια να στηριχτεί επάνω τους, όπως είχε
συμβεί λίγο πριν και με τη μοίρα της, και πως δεν
έπρεπε να Φοβάται για την Τιμή της, την οποία
τόσο Πρόθυμα του Πρόσφερε».

«Είναι ακόμη χειρότερο απ’ ό,τι θυμόμουν», γκρί-


νιαξε ο Κούπερ. «Κι αυτός ο άνθρωπος δεν έμαθε ποτέ
τι είναι παράγραφος-, Λαχάνιασες, Ντάρμπι, ή “συγκλο­
νίστηκες από τα συναισθήματά σου”;»
«Λίγο κι από τα δύο, νομίζω. Αχ, τυχερέ άνθρωπε».
Ο Ντάρμπι γύρισε στην τελευταία σελίδα της φτηνιάρι-
κης φυλλάδας και συνοφρυώθηκε.
«Σύντομα ο Τρίτος Τόμος: Οι Νέες Περιπέτειες και τα
Κατορθώματα τον Βαρόνου Κούπερ Μαγκίνλι Τάουνσεντ,
Ήρωα, Όπου Αποκαλύπτονται τα Πάντα για το Χαρακτή­
ρα του και τις Κρυφές Ιδιαιτερότητές του, για το αν είναι
Διάβολος ή Άγιος».
Κοίταξε το φίλο του. «Αυτό είναι; Δεν έχει άλλο; Θεέ
μου, Κουπ, ακόμη κι αν παραμερίσω όλα τα καυστικά
σχόλια που μου ήρθαν στο μυαλό, αυτό δεν είναι καλό.
Οποιοσδήποτε διαθέτει λίγη φαντασία θα σκεφτεί ότι
εκμεταλλεύτηκες την αρετή της. Κι ως γνωστόν, όσο η
καλή κοινωνία υστερεί σε εξυπνάδα τόσο το αναπληρώ­
νει σε ζωηρή φαντασία».
Μ ια σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 15

«Το έχω υπόψη μου, ευχαριστώ». Ο Κουπ τράβηξε


το ταλαιπωρημένο φουλάρι από το λαιμό του και το πέ-
ταξε στον ανθυπασπιστή Έιμς, που ήταν η ορντινάντσα
του στη διάρκεια της τελικής ήττας του Βοναπάρτη στο
Βατερλώ και τώρα θα μπορούσε να ισχυριστεί πως ήταν
ο πιο σωματώδης, ο πιο βωμολόχος και ο πιο κακοντυ­
μένος βαλές σε ολόκληρη την Αγγλία.
«Του τύπου πρέπει να του πετσοκόψουν τα δάχτυλα,
αυτό του χρειάζεται», είπε ο Έιμς, πετώντας ένα άλλο
φουλάρι προς τη μεριά του Κουπ. «Κι έπειτα να του τα
χώσουν στον πισινό».
«Ω, δε θα το τραβούσα τόσο πολύ, Έιμς», είπε νω-
χελικά ο Ντάρμπι, καθώς έκανε ένα βήμα μπροστά και
έπιανε το λινό ύφασμα στον αέρα, «Συνήθως είναι υπο­
φερτά ικανός, αλλά τώρα είναι φανερά αναστατωμένος.
Έλα, Κουπ, άσε με να το κάνω εγώ, αλλιώς θα περάσου­
με την υπόλοιπη ζωή μας εδώ μέσα».
Ο καθρέφτης αντανακλούσε τώρα δύο ψηλούς, γο­
ητευτικούς, αλλά πολύ διαφορετικούς άντρες. Ο Κουπ
θα μπορούσε να είναι ένας άγγελος, με την ξανθή ομορ­
φιά του, και ο Ντάρμπι ένας σκουρόχρωμος διάβολος,
που με κάποιον τρόπο γινόταν ακόμη πιο ελκυστικός με
το μαύρο σατινένιο ύφασμα που κάλυπτε το αριστερό
του μάτι.
«Ο ανθυπασπιστής εννοούσε τον ανώνυμο καλό μου
φίλο», επεσήμανε ο Κουπ χαμογελώντας, καθώς σήκω­
νε το πιγούνι του για να περάσει ο Ντάρμπι το φουλάρι
γύρω από τον ανασηκωμένο γιακά του πουκαμίσου του.
«Και το έθεσε ευγενικά, αν όχι πολιτισμένα. Στην πραγ­
ματικότητα σε κάποια άλλα μέλη της ανατομίας του
συγγραφίσκου μας αναφερόταν, έτσι δεν είναι, Έιμς;»
16 K a s e y M ic h a e l s

«Πρώτα πρέπει να τα βρούμε, μιλόρδε, και αμφιβάλ­


λω αν αυτός ο κατεργάρης έχει πρόβλημα να χωρέσει
στα παντελόνια του, αν αντιλαμβάνεστε τι εννοώ».
«Δώσ’ το μου αυτό πριν με πνίξεις», είπε ο Κουπ,
αρπάζοντας τη μια άκρη του λινού υφάσματος, καθώς
ο Ντάρμπι ξεσπούσε σε βροντερά γέλια. «Γύρισα στην
πόλη για να βρω βοήθεια από τους φίλους μου, και όχι
μόνο ο Γκέιμπ λείπει στο κτήμα του, αλλά άφησε εσένα
πίσω, πράγμα που, σε κάθε περίσταση, κάθε άλλο παρά
βοηθάει. Αρκετή αναστάτωση έχω ήδη στη ζωή μου, κι
εσύ είσαι σκέτος μπελάς».
«Θα με στενοχωρούσε αυτό, αν δεν επέλεγα να το
θεωρήσω κομπλιμέντο. Αλλά, σημειωτέον, μπελάς που
μπορεί να δέσει ένα φουλάρι με κλειστά μάτια -συγγνώ ­
μη, μάτι. Πολύ καλά, κάν’ το χάλια μόνος σου. Θα του
δώσουμε και όνομα. Ο Κόμπος του Ήρωα. Καλό δεν εί­
ναι, ανθυπασπιστή, τι λες κι εσύ; Νομίζω ότι κατάφερε
να φτιάξει μια θηλιά».
«Τι πνευματώδης που είσαι, Ντάρμπι», είπε ο Κού­
περ, καθώς ο Έιμς τον βοηθούσε να φορέσει το σακάκι
του. «Δεν ξέρω πώς δε γελάς συνέχεια. Νομίζεις πως
όλο αυτό είναι εκπληκτικά διασκεδαστικό, έτσι;» ρώτη­
σε, καθώς ο Ντάρμπι έβαζε το μαντίλι του στην τσέπη
του, αφού είχε ανασηκώσει το μαύρο κάλυμμα και είχε
σκουπίσει ένα ανύπαρκτο δάκρυ απ’ τα γέλια.
«Τις περισσότερες φορές όχι, δε νομίζω, αλλά το να
βλέπω τον ήρεμο και πάντα ατάραχο Κούπερ τόσο συγ­
χυσμένο; Ναι, παραδέχομαι ότι το διασκεδάζω. Αλλά,
στ’ αλήθεια, σοβαρέ μου φίλε, είναι τόσο τρομερό να
έχεις το ρόλο του ήρωα; Αυτή τη στιγμή οι δεσποινίδες
σε όλο το Μέιφερ θα πρέπει να αναστενάζουν και να
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς σ υ ν ε ρ γ α σ ία 17

λιποθυμούν πάνω από τη ζεστή σοκολάτα τους, σφίγ­


γοντας από ευχαρίστηση τα ροζ δαχτυλάκια των ποδιών
τους. Επαναλαμβάνω, αχ, τυχερέ άνθρωπε...»
Ο Κουπ και ο Έιμς αντάλλαξαν βλέμματα και μετά ο
βαλές πήρε ένα διπλωμένο φύλλο χαρτιού από το γρα­
φείο του δωματίου όπου έμενε ο Κουπ, στο ξενοδοχείο
Πόλτνι. «Αυτό έφτασε νωρίτερα, το έριξαν κάτω από
την πόρτα, όπως κάνουν σε όλα τα υποδεέστερα μυθι­
στορήματα. Πάρ’ το μαζί σου κάτω στο σαλόνι, διάβασέ
το και αποφάσισε μόνος σου. Θα πω απλώς μια γρήγορη
καλημέρα στη μητέρα μου και θα σε συναντήσω εκεί
σε λίγο».
«Θα με διασκεδάσει;» ρώτησε ο Ντάρμπι, καθώς
έβαζε το χαρτί στο σακάκι του. «Άσε, καταλαβαίνω ότι
δεν πρόκειται. Και αυτό εξηγεί το φουλάρι και τη χαρού­
μενη διάθεσή σου; Έτσι υποθέτω. Πολύ καλά, σε δέκα
λεπτά, αλλιώς θα ανέβω πάλι».
Όταν ο Ντάρμπι έφυγε, ο Κουπ πήρε την επενδυμέ­
νη με ασήμι βούρτσα του και συγκεντρώθηκε στο να
πειθαρχήσει την πυκνή μάζα των ενοχλητικά ατίθασων
σκουρόξανθων μαλλιών του ή

«...το Υπέροχο Στέμμα του από ηλιοφίλητες μπού-


κλες, που θύμιζαν ένα Αληθινό Φωτοστέφανο Κα­
λοσύνης, ακόμη και καθώς περνούσε τα μακριά,
ίσια δάχτυλά του από τη Μάζα τους, καθώς δρα­
σκέλιζε το Σωριασμένο Σώμα του Άθλιου Δράστη
και χαμογελούσε ντροπαλά στην Άγνωστη Δεσποι­
νίδα, την οποία είχε Σώσει από μια Μοίρα Χειρό­
τερη από το Θάνατο».
18 K a s e y M ic h a e l s

Μοίρα χειρότερη από το θάνατο. Αυτό ακριβώς που


είχε πει ο Ντάρμπι αστειευόμενος λίγο νωρίτερα. Απο-
δείκνυε απλώς ότι ο καθένας μπορούσε να γράψει μια
φυλλάδα -εφόσον δεν έκανε τον κόπο να πάει πέρα από
το τετριμμένο και το λάγνο. «Ωχ Θεέ μου, τώρα τα βάζω
με έναν από τους καλύτερους φίλους μου», μονολόγησε
ο Κούπερ αναστενάζοντας, καθώς άφηνε τη βούρτσα.
«“Είναι τόσο τρομερό να έχεις το ρόλο του ήρωα;”
Ντάρμπι, φίλε μου, δεν έχεις ιδέα».
Ομολογουμένως, στην αρχή δεν ήταν τόσο άσχημα.
Είχε υπηρετήσει τη χώρα του όχι μία, αλλά δύο φορές,
φορώντας ξανά τη στολή αφού είχε επιστρέφει, τραυ­
ματισμένος, στην Αγγλία, το 1814, μαζί με τους φίλους
του, τον Ντάρμπι, τον Γκέιμπριελ και το βαρονέτο Τζε-
ρεμάια Ρίγκμπι. Είχε γίνει αρκετά διάσημος έπειτα από
μια μικρή, αλλά άγρια μάχη έξω από το Κατρ Μπρα,
ακριβώς πριν από την οριστική νίκη του Γουέλινγκτον
στο Βατερλώ.
Ο κόσμος δεν έπρεπε να μάθει ποτέ όλη την αλήθεια
για το τι είχε συμβεί εκείνη τη μέρα, όπως είχε τονίσει
επιτακτικά στον Κούπερ και η Αυτού Υψηλότης ο Αντι­
βασιλέας αυτοπροσώπως, πριν δωρίσει στον ήρωα ένα
μικρό κτήμα κι ένα μεγάλο χρηματικό ποσό και του
απονείμει τον τίτλο του βαρόνου. Ή ταν μια εξαιρετική
επιβράβευση... αν και κάποιοι θα την έλεγαν δωροδοκία,
που περιλάμβανε ακόμη και μια υποψία απειλής. Σε κά­
θε περίπτωση, ο Κούπερ κατάλαβε γρήγορα ότι θα ήταν
φρόνιμο -κ α ι ίσως ασφαλέστερο- να τη δεχτεί.
Αλλά ο κόσμος δεν ήξερε τίποτα απ’ όλα αυτά.
Αυτό που ενδιέφερε πάνω απ’ όλα την κοινή γνώμη
και τις εφημερίδες ήταν ότι ο Κούπερ έσωσε με τόλμη
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 19

κάποια ξανθομάλλικα παιδάκια (ο αριθμός τους κυμαι­


νόταν από τρία έως μια ντουζίνα, ανάλογα με τον αφηγη­
τή της ιστορίας), τα οποία είχαν βρεθεί στη μέση αυτού
που σύντομα θα γινόταν πεδίο μάχης. Κάποιες εκδοχές
περιλάμβαναν και μια όμορφη, μεγαλύτερη ξαδέλφη, η
οποία ήταν πολύ ευγνώμων για τη διάσωσή τους... αλλά
ρομαντικοί υπάρχουν παντού, έτσι δεν είναι;
Είτε τρία ήταν τα παιδάκια είτε δώδεκα, είτε υπήρ­
χε η ανώνυμη, βαθιά ευγνώμων όμορφη ξανθιά είτε όχι,
επιστρέφοντας στο Λονδίνο ο Κούπερ ανακάλυψε ότι
ήταν πιο δημοφιλής κι από τη χριστουγεννιάτικη που­
τίγκα. Τους μήνες που ακολούθησαν το Βατερλώ, εκεί­
νος δεν είχε κατορθώσει να κάνει μερικά βήματα, προς
οποιαδήποτε κατεύθυνση, χωρίς κάποιος να φωνάξει:
«Αυτός είναι - ο Τάουνσεντ! Να, εκεί!»
Όλοι τον χτυπούσαν στην πλάτη. Όλοι τον κερνού­
σαν ένα δύο ποτά. Όλοι αντιμετώπιζαν αυτό το γιο μιας
καλής, αλλά απλώς ευκατάστατης οικογένειας σαν να
ήταν ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου. Το διάστημα
αυτό είχε προσκληθεί σε τόσα σπίτια και σε τόσες γιορ­
τές που θα χρειαζόταν μια διμοιρία ηρώων για να αντα-
ποκριθεί στις προσκλήσεις.
Παρ’ όλα αυτά, η όλη κατάσταση ήταν αρκετά δια-
σκεδαστική.
Αλλά έπειτα, άρχισαν να μοιράζουν δωρεάν, στο δρό­
μο, τον Πρώτο Τόμο, κι όλα άλλαξαν.
Ο Κουπ θυμόταν πως ξύπνησε ένα πρωί και ο Έιμς
του έδωσε αυτό. Και να τος εκεί, στο εξώφυλλο της φτη­
νής φυλλάδας ή, τουλάχιστον, ο Έιμς του είπε ότι αυτή
η κακόγουστη ζωγραφιά παρίστανε εκείνον. Τον παρου­
σίαζε ψηλό και λεπτό, που ήταν, αλλά με μια εξαιρετικά
20 K a s e y M ic h a e l s

υπερβολική μάζα ατίθασων ξανθών μαλλιών και τόσο


έντονα πράσινα μάτια ώστε κοιτάχτηκε στον καθρέφτη
για να τσεκάρει το χρώμα τους. Ήταν όντως πράσινα
-το αναγνώριζε αυτό στον καλλιτέχνη-, αλλά οπωσδή­
ποτε όχι τόσο πράσινα.
Οι δρόμοι πλημμύρισαν με το αναθεματισμένο βι­
βλίο, το οποίο στο οπισθόφυλλό του ανέφερε ότι το επό­
μενο της σειράς θα αποκάλυπτε τις...

«...Επόμενες Περιπέτειες του Ένδοξου Βαρόνου


μας, που Επιστρέφει από τον Πόλεμο και Συνε­
χίζει Μυστικά τις Ηρωικές Πράξεις στην Αγγλία,
ως Προστάτης των Ανθρώπων και Σωτήρας Ευαί­
σθητων Γυναικών σε Δύσκολη Θέση, που Χρειά­
ζονται τη Γενναία Βοήθειά του».

Τώρα, οι μαμάδες τον ήθελαν για τις κόρες τους. Οι


πατεράδες τον ήθελαν επειδή ήταν ήρωας και θα κό­
μπαζαν στη λέσχη τους: «Ο γαμπρός μου ο ήρωας, ναι,
πράγματι». Οι παντρεμένες γυναίκες τον ήθελαν επει­
δή... ωχ Θεέ μου, ποιος ξέρει γιατί θέλουν οτιδήποτε οι
παντρεμένες... Όσο για τις γλυκές νεαρές δεσποινίδες,
αυτές τον θεωρούσαν γαμπρό της χρονιάς.
«Και τώρα, αυτό. Πάει το σχέδιό, μου να ριχτώ στη
Μικρή Σεζόν και να βρω μια σύζυγο, ώστε να μπει ένα
τέλος σε όλες αυτές τις ανοησίες», μουρμούρισε.
«Μιλόρδε μου; Δεν κατάλαβα τι είπατε...»
«Δεν έχει σημασία, Έιμς. Σκεφτόμουν πάλι αυτό το
αναθεματισμένο σημείωμα».
Το είχε ήδη απομνημονεύσει.
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 21

«Δέκα χιλιάδες λίρες, αλλιώς ο επόμενος τόμος


θα λέει Ο Ήρωάς μας Γκρεμίζεται καθώς Αποκα­
λύπτεται η Πραγματική Ταυτότητα των Υποτιθέμε­
νων Αθώων που Σώθηκαν στο Κατρ Μπρα, και
το Σκάνδαλο Φτάνει στα Ανώτατα Αξιώματα, και
στο Ίδιο το Στέμμα. Ναι, ήρωά μου, πρόκειται για
εκβιασμό, και είμαι αρκετά καλός σ ’ αυτό. Μείνε
στο Λονδίνο, βαρόνε Τάουνσεντ, και μην τρέξεις
να κρυφτείς πάλι στο κτήμα σου. Θα επικοινω­
νήσω ξανά».

«Α, Έιμς. Πάνε οι λαμπρές ιδέες, για να μην πω το


ζόρι που θα τραβήξει ο Γεώργιος Δ' αν αποκαλυφθεί η
αλήθεια. Μπορούμε μόνο να ελπίζουμε στο Θεό ότι ο
Ντάρμπι διασκέδασε πια αρκετά και είναι έτοιμος να
βοηθήσει», είπε τώρα, καθώς έπαιρνε τα γάντια του και
το καπέλο του με το γυριστό μπορ απ’ τον Έιμς και κα-
τευθυνόταν προς τις σκάλες για να κατεβεί στο σαλόνι.
«Έτσι κι αλλιώς, εσείς δε θέλατε να αναμειχθείτε»,
του θύμισε ο βαλές του.
«Αυτό είναι αλήθεια, αλλά αν δεν μπορέσω να ανα-
καλύψω τον στερημένο προσόντων μπάσταρδο βιογρά­
φο μας, θα αποχαιρετήσουμε, πιθανότατα, το κτήμα μας
κι εσύ θα σταματήσεις να με αποκαλείς μιλόρδο. Και δε
θέλω καν να σκεφτώ τι θα πει η μητέρα μου».
Ο Έιμς έκανε μια γκριμάτσα. «Αυτό θα ήταν το χει­
ρότερο, μιλόρδε μου, συμφωνώ. Ήδη λέει περισσότερα
από αρκετά, έτσι δεν είναι;»
Ο Κουπ γέλασε. «Σ’ ευχαριστώ, Έιμς, για την υπεν-
θύμιση. Πες της, σε παρακαλώ, ότι έπρεπε να φύγω και
22 K A SEY M ICHA ELS

πως θα τη δω απόψε στο δείπνο. Πηγαίνω τώρα, με δι­


πλή αποφασιστικότητα και βιασύνη».
Ο ανθυπασπιστής χαιρέτησε στρατιωτικά. «Όπως ται­
ριάζει σε έναν ήρωα, σερ».
«Σε συμπαθώ πολύ, Έιμς, αλλά δε θα είχα πρόβλη­
μα να σε απολύσω», τον προειδοποίησε ο Κουπ, καθώς
εκείνος έκρυβε γρήγορα το χαμόγελό του κάτω από το
τεράστιο μουστάκι του.
Ο Ντάρμπι τον περίμενε, βηματίζοντας, στο χολ. «Κα­
ταφέρνεις να μπλέκεις στα χειρότερα, έτσι;» του είπε,
επιστρέφοντάς του το διπλωμένο χαρτί.
«Κάνεις λάθος. Αυτό συμβαίνει σ ’ εσένα, στον Γκέιμπ
και στον Ρίγκμπι. Μην ξεχνάς ότι εγώ είμαι ο λογικός,
αυτός που σας βγάζει κάθε φορά απ’ τους θάμνους με τα
αγκάθια».
«Θα το θυμάμαι. Και τι σχεδιάζεις εσύ, ο λογικός,
τώρα που τα αγκάθια έχουν καρφωθεί στη δική σου πλά­
τη; Ελπίζω το σχέδιό σου να περιλαμβάνει το να ανακα­
λύψουμε αυτόν τον μπάσταρδο και να στρίψουμε τον
κοκαλιάρικο λαιμό του».
Ο θυμός του Ντάρμπι ηρέμησε κάπως τον Κουπ.
«Ναι, αυτό είναι το σχέδιο. Πώς το ήξερες;»
«Δεν το ήξερα, όχι, εφόσον πρόκειται για σένα. Εί­
σαι τόσο αναθεματισμένα πολιτισμένος. Δεν πρόκειται
να μου πεις το όνομα της κυρίας, έτσι; Της ωραίας κόρης
που ήταν ή, ίσως, δεν ήταν εκεί την ημέρα της παράτολ­
μης διάσωσής σου».
«Τι να σου πω, Ντάρμπι, νομίζω ότι το ξέχασα. Για
φαντάσου!» Έπειτα δαγκώθηκε, καταλαβαίνοντας ότι ο
φίλος του τον είχε ξεγελάσει. Πώς μπόρεσε να ξεχάσει,
μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς σ υ ν ε ρ γ α σ ία 23

έστω για μια στιγμή, ότι ο Ντάρμπι μπορούσε να απο-


σπάσει μυστικό κι από ένα στρείδι.
«Αχά! Άρα υπήρχε κάποια γυναίκα. Αυτό, τουλάχι­
στον, σ’ το απέσπασα. Είσαι όντως ήρωας, αγνός στην
καρδιά και ευθύς σαν βέλος. Και, επίσης, απίστευτα
βλάκας, τώρα που ξέρω ότι είναι με κάποιον τρόπο ανα-
μειγμένος ο δικός μας χοντρός Φλοριζέλ. Βαρόνος; Μου
φαίνεται ότι θα έπρεπε να είχες γίνει κόμης. Ξεκινάμε;»
f / u cpa ja fo /

Η διαδρομή από το Πόλτνι έως την κοντινότερη λέσχη


ήταν πολύ μικρή για να φέρει κανείς την άμαξά του από
το στάβλο ή να σταματήσει ένα μόνιππο-ταξί, εκτός αν
ήταν ηλικιωμένος ή χαζός επιδειξιομανής, διαμαρτυρή-
θηκε ο Ντάρμπι, όταν ο Κουπ πρότεινε να πάρουν ένα
μόνιππο.
«Μπορεί να με αναγνωρίσουν», επεσήμανε ήρεμα ο
Κουπ.
Ο Ντάρμπι έβαζε τα γάντια του, «Ποιος; Όχι ότι αμ­
φισβητώ τη συνήθη σεμνότητά σου, αλλά η παρατήρησή
σου θα μπορούσε να θεωρηθεί αλαζονική. Υποθέτω ότι
μαζί με όλα αυτά τα ηρωικά έρχεται και η ματαιοδοξία».
«Το διασκεδάζεις πάλι, έτσι; Ξέρεις ποιος. Όλοι. Με­
ρικές φορές μου έρχεται να γυρίσω να δω αν έχω κάποια
ταμπέλα κολλημένη στην πλάτη».
«Αλήθεια; Μαζεύεται κόσμος όπου πας; Καλό αυτό
για σένα. Και για μένα, γιατί είμαι ο εκλεκτός, που περ­
πατάω καμαρωτά τούτη την όμορφη ηλιόλουστη μέρα
με τον ήρωα όλων αυτών των γενναίων, για να μην πω
ερωτικών κατορθωμάτων. Ο Γκέιμπ και ο Ρίγκμπι δεν
ξέρουν τι χάνουν. Πάμε, θέλω να το δω αυτό. Ίσως, καθ’
οδόν, να βρεις και καμιά άλλη ωραία νεαρή να σώσεις».
26 K a s e y M i c i i a i -l s

Λιγότερο από ένα τετράγωνο από το ξενοδοχείο, ο


Κουπ προσπαθούσε να αντισταθεί στον πειρασμό να γυ­
ρίσει στο φίλο του και να του πει την κλασική φράση:
«Σ’ τα έλεγα εγώ».
«’Μέρα, αφεντικό», φώναξε ο πρώτος που τον ανα­
γνώρισε και υποκλίθηκε καθώς ο Κουπ και ο Ντάρμπι
πλησίαζαν στη γωνία.
«Ναι, καλημέρα», απάντησε ο Κουπ στον πλανόδιο
πωλητή, που ισορροπούσε ένα κοντάρι γεμάτο καπέλα
που είχαν δει καλύτερες μέρες, ακόμη και καλύτερες δε­
καετίες.
«Φιλοδώρημα θέλει, όχι χαιρετισμό. Εκτός αν θέλεις
να αγοράσεις ένα καπέλο, που δε θα το συνιστούσα. Ψεί­
ρες, ξέρεις, αντιπαθητικά πλάσματα», τον πληροφόρησε
ο Ντάρμπι, χωρίς να νοιαστεί να χαμηλώσει τη φωνή
του. «Αλλά, εφόσον είσαι ήρωας, και ο κοσμάκης περι­
μένει κάποια πράγματα από τους ήρωες -ναι, καλέ μου,
κομπλιμέντο ήταν αυτό, οπότε καλά κάνεις και χαμο­
γελάς-, θα το χειριστώ εγώ αυτό. Έλα, άνθρωπέ μου»,
είπε, βγάζοντας ένα κέρμα απ’ την τσέπη του και πε-
τώντας το προς τον τύπο, που το άρπαξε επιδέξια στον
αέρα. «Εκ μέρους του βαρόνου. Δρόμο τώρα».
Ο Κούπερ κοίταξε γύρω και είδε ότι οι δυο τους γί­
νονταν γρήγορα το επίκεντρο του ενδιαφέροντος. «Τι
έκανες τώρα, ανόητε;»
«Τι έκανα; Δεν μπορώ ν ’ αφήσω ν ’ αμαυρωθεί η φή­
μη σου, επειδή είσαι τσιγκούνης. Δεν έχεις λίγη υπερη­
φάνεια;»
«Υπερηφάνεια, ε; Πόσο γρήγορα μπορείς να τρέξεις
μ ’ αυτές τις καινούργιες, γυαλιστερές μπότες;»
Αφού δάγκωσε καχύποπτα το νόμισμα, ο άνθρωπος
Μ ΙΑ ΣΚ ΑΝΔΑΛΩ ΔΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 27

χαμογέλασε, σήκωσε το χέρι του ψηλά, δείχνοντας το


κέρμα, και φώναξε: «Κάντε στην άκρη! Κάντε στην ά­
κρη! Περνάει ο ήρωας! Ανοίξτε δρόμο για το γενναίο
βαρόνο Τάουνσεντ!»
«Ω, για όνομα... Είδες τι ξεκίνησες;»
«Αρχίζω να το βλέπω, ναι. Νόμιζα ότι υπερέβαλλες,
αλλά θα έπρεπε να ξέρω καλύτερα. Εγώ το συνηθίζω
αυτό». Ο Ντάρμπι έκανε με χάρη μια στροφή. «Μήπως
να προχωρήσουμε; Το να στεκόμαστε εδώ δε φαίνεται
φρόνιμο».
Α π’ όλες τις πλευρές, άνθρωποι είχαν αρχίσει να
διασχίζουν το σταυροδρόμι, κατευθυνόμενοι προς τον
Κουπ, ενώ μπροστά τους δυο πρόθυμοι νεαροί που
κρατούσαν αυτοσχέδιες σκούπες συναγωνίζονταν ποιος
θα καθαρίσει πρώτος το δρόμο, ώστε ο ήρωας να μην
πατήσει... οτιδήποτε. Από τον ενθουσιασμό τους, είχαν
αρχίσει να τσακώνονται με τις σκούπες τους και ο μι­
κρότερος θα τις είχε φάει αν δεν επενέβαινε ο Κουπ να
τους χωρίσει.
Κρατώντας το μαντίλι του πάνω στο γρατζουνισμέ-
νο μάγουλό του -όπου τον είχε πετύχει, όχι και τόσο
μαλακά, ένα σκουπόξυλο-, ο Κούπερ συνέχισε με τον
Ντάρμπι το δρόμο τους, όχι τρέχοντας ακριβώς, αλλά
αρκετά γρήγορα ώστε να αποφύγουν το πλήθος που συ­
γκεντρωνόταν.
Ακριβώς πριν στρίψουν σε ένα δρομάκι, ο Ντάρμπι
είχε την εξυπνάδα να πετάξει αρκετά νομίσματα πάνω
απ’ τον ώμο του. Οι διώκτες τους σταμάτησαν τόσο από­
τομα, ώστε έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλο, κι όρμησαν
στα νομίσματα, ενώ άρχιζαν ήδη να πέφτουν και κάποιες
γροθιές.
28 K a s e y M ic h a e l s

«Α, επιτέλους χαμογέλασες. Αναρωτιόμουν αν, εξαι-


τίας του βιογράφου σου, είχες χάσει εντελώς την αίσθη­
ση του χιούμορ. Προχωράμε;»
«Καλπάζοντας και όχι τριποδίζοντας; Νομίζω πως
ναι».
Καθώς το πλήθος άρχισε να φωνάζει ξανά, επιτάχυ­
ναν το βήμα τους, αποφεύγοντας ύποπτα λασπόνερα,
σκύβοντας κάτω από σειρές απλωμένων γαριασμένων
ρούχων, ανασηκώνοντας τα καπέλα τους σε μια φαφού­
τα γριά που πρότεινε να τους δείξει την «πραμάτεια» της
για μία πένα.
Έστριψαν από εδώ, έστριψαν από εκεί, έκαναν με­
ταβολή σε ένα αδιέξοδο δρομάκι. Δε σταμάτησαν παρά
μόνο όταν έχασαν και τον τελευταίο από τους διώκτες
τους, αλλά μέχρι τότε ο Κούπερ είχε μπερδευτεί τόσο
πολύ που δεν μπορούσε να υπολογίσει ούτε προς τα πού
ήταν ο βορράς, έτσι όπως ήταν παγιδευμένοι κάτω από
σαραβαλιασμένα κτίρια, που τα πάνω πατώματά τους
έμοιαζαν να γέρνουν πάνω από το δρομάκι, αγγίζοντας
σχεδόν το ένα το άλλο και κρύβοντας τον ήλιο.
«Πού βρισκόμαστε;» ρώτησε ο Κούπερ, κοιτάζοντας
με ανησυχία ένα σωματώδη άντρα που τους παρακολου­
θούσε από το κάθισμά του, στην είσοδο ενός κτιρίου που
του έλειπε η πόρτα.
«Συγγνώμη», ψιθύρισε ο Ντάρμπι και σταμάτησε
ακουμπώντας τα χέρια του στα γόνατά του, προσπαθώ­
ντας να ξαναβρεί την ανάσα του. «Εμένα ρώτησες ή αυ­
τό το κάπως τρομακτικό πλάσμα εκεί πέρα, που δείχνει
σαν να μας φαντάζεται να στριφογυρίζουμε σε μια σού­
βλα για το δείπνο;»
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 29

«Εσένα, φυσικά, και μη σταματάς. Νόμιζα πως ήξε­


ρες πού πάμε».
«Ήξερα», είπε ο Ντάρμπι, «περίπου τρεις στροφές
πριν. Αλλά την τελευταία φορά που έκανα τέτοια κόλπα
ήμουν πολύ νεότερος και πολύ λιγότερο νηφάλιος. Α,
ανάθεμα, Κουπ. Νομίζω πως μάλλον μου χρωστάς ένα
καινούργιο ζευγάρι μπότες».
Ο Κουπ δεν έκανε τον κόπο να ασχοληθεί με τις μπό­
τες του φίλου του -κ α ι η φιλία έχει τα όριά της-, αλλά
έσπρωξε τον Ντάρμπι στην άκρη, καθώς μια άγνωστη
γυναίκα από πάνω τους τους προειδοποίησε ότι θα άδει-
αζε έναν κουβά. Πράγμα που έκανε μισό δευτερόλεπτο
αργότερα, χασκογελώντας κεφάτα, καθώς οι στόχοι της
μόλις που γλίτωσαν απ’ το χαριτωμένο αστείο της.
«Δεν μπορείς να πεις πως όλοι στο Λονδίνο έχουν δι­
αβάσει τα κατορθώματά σου, εκτός αν μ’ αυτόν τον τρό­
πο η γυναίκα εξέφρασε τη χαρά της που σε συνάντησε»,
είπε ο Ντάρμπι καθώς σταματούσαν επιτέλους, βγαί­
νοντας, με κάποιον τρόπο, στην Μποντ Στρητ. Ξεσκό­
νισαν και οι δύο τα μανίκια τους και έλεγξαν αν είχαν
μείνει πάνω τους βρομιές από λερωμένα χέρια, καθώς
όλοι ήθελαν να αγγίξουν το μεγάλο ήρωα. «Τελικά, ξέ­
ρεις -α ν εξαιρέσουμε τις καημένες τις μπότες μου- όλο
αυτό ήταν συναρπαστικό. Κρίμα που δεν ήταν ο Ρίγκμπι
μαζί μας. Θα του έκανε καλό λίγη άσκηση του παχουλού
φίλου μας».
Ο Κουπ προσπαθούσε ακόμη να ξαναβρεί την ανάσα
του. «Αυτό είναι; Αυτό είναι όλο που έχεις να πεις; Δεν
άκουσες που ζητούσαν το όνομα της τελευταίας όμορ­
φης που υποτίθεται ότι έσωσα; Δεν άκουσες τι πρότει-
30 K a s e y M ic h a e l s

ναν να κάνω μαζί της; Μερικές προτάσεις ήταν πολύ


παραστατικές».
«Ναι, άκουσα, αλλά προτίμησα να κάνω πως δεν ά-
κουσα. Τουλάχιστον έναν απ’ αυτούς θα έπρεπε να τον
κλείσουν και να τον αλυσοδέσουν στο Μπέντλαμ ή,
αλλιώς, να τον ευνουχίσουν. Γιατί δεν τα πρόσεξα όλα
αυτά όταν ήσουν στην πόλη την περασμένη εβδομάδα;»
«Ο δεύτερος τόμος των υποτιθέμενων κατορθωμάτων
μου κυκλοφόρησε μόλις είχα φύγει για την εξοχή. Τον
πρώτο καιρό, αφού ο Γεώργιος Δ' με τίμησε, είχα μάλλον
καλή αντιμετώπιση. Με έδειχναν, βέβαια, μου μιλούσαν
-αρκετοί ήθελαν να σφίξουν το χέρι μου-, με χτυπούσαν
στην πλάτη και μου σύστηναν τις κόρες τους. Η επιπλέ­
ον προσοχή που έφερε η κυκλοφορία του Πρώτου Τό­
μου ήταν ένα σοκ, ιδίως καθώς πυροδότησε ένα σχεδόν
αφύσικο ενδιαφέρον από τις κυρίες. Όμως ο Δεύτερος
Τόμος -όλη αυτή η ιστορία για τους υποτιθέμενους ηρω­
ισμούς μου απ’ τη στιγμή που επέστρεψα στην Αγγλία-
φαίνεται ότι ξεσήκωσε κάποια άλλα συναισθήματα, πέ­
ρα από την απλή ευγνωμοσύνη. Ή ταν αρκετά άσχημα
τα πράγματα όταν γύρισα. Άνθρωποι μαζεύονταν γύρω
μου. Όμως αυτή ήταν η πρώτη φορά που χρειάστηκε να
τρέξω για να τους ξεφύγω. Δεν μπορεί να συνεχιστεί αυ­
τή η κατάσταση, Ντάρμπι, δε γίνεται να συνεχιστεί».
«Αυτό είναι αλήθεια. Φαντάσου μόνο τι θα συμβεί αν
ο εκβιαστής σου πραγματοποιήσει την απειλή του -αυτή
που δεν καταλαβαίνω απόλυτα και, προφανώς, δεν επι­
τρέπεται να μάθω τι ακριβώς σημαίνει, παρότι ζητάς τη
βοήθειά μου. Θα πρέπει να μεταναστεύσεις. Είναι γνοι-
στό ότι ο θαυμασμός του κόσμου μπορεί να μετατραπεί
σε μίσος μέσα σε μια στιγμή».
μ ια σκ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 31

«Ναι, το σκέφτηκα αυτό. Αλλά, εν τω μεταξύ, ας ψά­


ξουμε να βρούμε ένα λούστρο».
«Και μετά, να φάμε και να πιούμε», συμφώνησε ο
Ντάρμπι. «Δεν είμαι απαιτητικός άνθρωπος όμως. Μπο­
ρώ να ζήσω και χωρίς το φαγητό».
ffu y> a } α ι ο 2

Η Ντανιέλα Φόστερ, γνωστή στην οικογένειά της ως


Ντάνι, Μωρό ή, αρκετά συχνά, το Βάσανο της Μαμάς
της, κοίταξε το μοβ τουρμπάν που ήταν στερεωμένο σε
μια ξύλινη βάση στη γωνιά του δοκιμαστηρίου. Ένιωθε
σαν να ήταν εκεί μέσα μια μικρή αιωνιότητα και είχε
ήδη επιθεωρήσει σχεδόν κάθε εκατοστό του συνωστι­
σμένου δωματίου, στο πίσω μέρος του μοδιστράδικου.
Δεν είχε βαρεθεί, γιατί η Ντάνι δε βαριόταν ποτέ. Την
ενδιέφεραν τα πάντα γύρω της, ήταν περίεργη για τον κό­
σμο γενικά, από τότε που, μικρή, κυλιόταν στο λασπωμέ­
νο έδαφος για να βρεθεί μύτη με μύτη με ένα σκουλήκι,
μέχρι σήμερα, που αναρωτήθηκε ξαφνικά πώς θα ήταν
αν φορούσε ένα τουρμπάν. Θα της προκαλούσε φαγού­
ρα; Πιθανότατα, αλλά πώς μπορούσε να είναι σίγουρη
χωρίς να το δοκιμάσει;
«Εγώ λέω πως είναι όμορφο», δήλωσε, «και θα μου
πηγαίνει τέλεια».
Η αδελφή της, η Μαριέτα, κόμισσα του Κόκερμαουθ,
που εκείνη τη στιγμή έκανε πρόβα την τελευταία τουαλέ­
τα που είχε παραγγείλει, δε συμφώνησε. «Σου είπα, Ντά­
νι, μοβ τουρμπάν φορούν οι χήρες. Όχι, μην το αγγίζεις».
«Γιατί όχι;» Η Ντάνι έβγαλε το τουρμπάν από τη βάση
Μ ΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 33

του. «Δεν είναι ωραίο;» ρώτησε, επιδεικνύοντας τη δική


της εκδοχή της ωραιότητας, καθώς χαμήλωνε το καπέ­
λο πάνω στα φρεσκοκουρεμένα, χρυσοκόκκινα μαλλιά
της. «Βλέπεις; Το χρώμα του είναι σχεδόν ίδιο με τα
μάτια μου».
«Τα μάτια σου είναι γαλάζια».
«Όχι με αυτό το τουρμπάν, δεν είναι. Κοίτα».
Η Ντάνι στήθηκε μπροστά στην αδελφή της, που
εκείνη τη στιγμή ήταν περίπου είκοσι εκατοστά ψηλότε­
ρη, καθώς στεκόταν πάνω σε μια στρογγυλή πλατφόρμα
για την πρόβα.
Η Μαριέτα συνοφρυώθηκε. «Κάποιοι θα έλεγαν ότι
είσαι μάγισσα, ξέρεις. Αυτό το πράγμα δεν ταιριάζει κα­
θόλου με τα μαλλιά σου, ό,τι άφησες απ’ αυτά όταν σε
έπιασε η μανία και τα πετσόκοψες. Το δέρμα σου είναι
πολύ χλομό, τα μάτια σου είναι γελοία μεγάλα και τα
μαλλιά σου είναι... Απορώ που η μαμά δεν έπαθε απο­
πληξία. Κι όμως... ναι, Ντάνι, είσαι υπέροχη. Μικροκα-
μωμένη και εύθραυστη, και αθώα σαν αγγελούδι. Πάντα
είσαι υπέροχη. Λες και δεν ξέρεις να φαίνεσαι κάτι λιγό­
τερο από γλυκιά και αξιολάτρευτη».
Η Ντάνι σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και φί­
λησε την αδελφή της στο μάγουλο. «Σ’ ευχαριστώ, Μάρι.
Αλλά ξέρεις, δεν μπορώ να φτάσω τη γαλήνια ομορφιά
σου. Μην ξεχνάς ότι ο Όλιβερ σου έριξε μόνο μια ματιά
από την άλλη άκρη της αίθουσας στη λέσχη Άλμακ’ς
και σε ερωτεύτηκε τρελά, απελπισμένα και αιώνια... Ω,
Μάρι, μην κλαις».
Γυρνώντας προς τη μοδίστρα, που τις κοιτούσε με
περιέργεια, και την υπηρέτρια της Μαριέτα, που έψαχνε
ήδη για μαντίλι στο τσαντάκι της κυρίας της, η Ντάνι
34 K a s e y M ic h a e l s

ζήτησε και από τις δυο γυναίκες να τις αφήσουν για λίγο
μόνες τους.
«Η κόμισσα είναι έγκυος, και μπράβο της», είπε η
μοδίστρα στην υπηρέτρια, κουνώντας το γκριζόμαλλο
κεφάλι της. «Έτσι κάνουν, ξέρεις, όλο κλαίνε χωρίς λό­
γο. Να κοιτάξω ν ’ αφήσω αρκετό ύφασμα, για να μπο­
ρούν να ανοίξουν οι ραφές».
«Δεν...»
«Κλαις;» είπε γρήγορα η Ντάνι, σφίγγοντας τόσο το
χέρι της Μαριέτα που εκείνη μόρφασε. «Όχι, αγάπη μου,
φυσικά δεν κλαις. Καμιά μας δε σκέφτηκε κάτι τέτοιο».
Έπειτα έκλεισε το μάτι στη μοδίστρα, που άφησε απρό­
θυμα την κουρτίνα να πέσει πάνω από την πόρτα και
έμεινε με την υπηρέτρια από την άλλη πλευρά. Ας νόμι­
ζε ότι η Μάρι ήταν έγκυος. Οτιδήποτε ήταν προτιμότερο
από τον πραγματικό λόγο που είχε μετατρέψει την αδελ­
φή της σε ποτιστήρι.
«Ήσουν έτοιμη να ξεφουρνίσεις την αλήθεια, έτσι
δεν είναι;» ρώτησε -ίσ ω ς και κατηγόρησε- την αδελφή
της, καθώς τη βοηθούσε να κατέβει από την πλατφόρμα.
«Φυσικά και δεν ήμουν. Αναρωτιέμαι ακόμη τι στο
καλό με έκανε να το πω σ’ εσένα. Θα πρέπει να είχε
θολώσει προσωρινά το μυαλό μου».
«Όχι», είπε κατηγορηματικά η Ντάνι, καθώς κοιτού­
σε την αδελφή της να κάθεται προσεκτικά σε μια καρέ­
κλα, για να μην τρυπηθεί από τις καρφίτσες. «Αυτό σου
συνέβη όταν έγραφες εκείνα τα ανόητα γράμματα στον
κρυφό θαυμαστή σου. Και η μαμά λέει ότι εσύ είσαι η
λογική κι εγώ πρέπει να σε μιμούμαι σε όλα. Αλλά ξέ­
ρεις κάτι, Μάρι; Εγώ θα είχα ρωτήσει, τουλάχιστον, το
όνομα του θαυμαστή μου. Ω, έλα, πάρε αυτό και φύσηξε
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 35

τη μύτη σου», κατέληξε, βγάζοντας ένα κεντημένο μα-


ντιλάκι από το δικό της τσαντάκι και χώνοντας το σχε­
δόν στο πρόσωπο της αδελφής της.
«Χαμήλωσε τη φωνή σου, Ντάνι». Η Μαριέτα κοίτα­
ξε δεξιά κι αριστερά, για να σιγουρευτεί πως δεν κρυβό­
ταν κανείς στο φορτωμένο δωμάτιο, πιθανόν κρατώντας
σημειώσεις, και έπειτα ψιθύρισε: «Και δεν ήταν δικό
μου το λάθος. Όλες οι παντρεμένες κυρίες της καλής
κοινωνίας έχουν κρυφούς θαυμαστές. Είναι μια ανώδυ­
νη διασκέδαση. Εφόσον, μάλιστα, οι σύζυγοί μας μας
εγκαταλείπουν για να πάνε για κυνήγι, για να παίξουν
χαρτιά ή για οτιδήποτε λένε ότι απολαμβάνουν οι κύριοι
που θέλουν να αποφύγουν τις συζύγους τους».
Η Ντάνι έβαλε πάλι το τουρμπάν στη βάση του. Ήταν
ενδιαφέρον που είδε πώς της πήγαινε, αλλά είχε αρχίσει
να της προκαλεί φαγούρα. Όταν θα γινόταν χήρα, θα
φρόντιζε όλα τα τουρμπάν της να είναι φοδραρισμένα
με μαλακό βαμβακερό ύφασμα.
«Ώστε έτσι; Και είναι ακόμη ανώδυνη διασκέδαση
τώρα που ο θαυμαστής σου απαιτεί πεντακόσιες λίρες
για τη σιωπή του και για να επιστρέφει τα γράμματά
σου; Είναι κι αυτό μέρος του παιχνιδιού;»
Η Μαριέτα φύσηξε τη μύτη της, όχι και τόσο κομψά.
«Το ξέρεις πως δεν είναι. Δεν έχω πεντακόσιες λίρες,
Ντάνι, και σε δύο εβδομάδες ο Όλιβερ θα επιστρέφει.
Ω, για όλα αυτός φταίει. Αν μου έδινε λίγη περισσότερη
προσοχή! Παλιά δεν μπορούσα να τον ξεκολλήσω από
το κρεβάτι, αλλά... όχι, μη με ακούς, Ντάνι. Είσαι ακόμη
ανύπαντρη».
«Γεγονός, αλλά δεν είμαι πια παιδάκι. Του Όλιβερ
του λείπει πια ο ρομαντισμός, αυτό δεν είναι;»
36 K a s k y M icviahls

Ον ώμον της αδελφής της έγενραν. «Ξέ... ξέχασε τα


γενέθλνά μου. Πήγε να σεργνανίσεν στη Σκωτία με τους
απαράδεκτους φίλους του καν ξέχασε εντελώς τα γενέ­
θλνά μου. Τον πρώτο χρόνο του γάμου μας μου αγόρασε
δναμαντέννα σκουλαρίκνα, το δεύτερο ένα βραχνόλν με
ρουμπίννα καν τον τρίτο ένα μαργαρνταρέννο κολνέ με
τρενς σενρές. Τώρα; Τώρα τίποτα». Κοίταξε την. Ντάνν,
με τα γαλάζνα μάτνα της πλημμυρνσμένα δάκρυα. «Δε
θέλω να είμαν μνα σύζυγος, Ντάνν. Είναν φανερό ότν μνα
σύζυγο τη βαρνέταν. Θέλω να είμαν η αγάπη του».
Η Ντάνν έκανε νόημα στην αδελφή της να σηκωθεί
καν άρχνσε να τη βοηθάεν να βγάλεν την τουαλέτα. «Θυ-
μάμαν όταν κόντεψες να ακυρώσενς το γάμο».
«Αυτό ήταν σφάλμα του Ντέξτερ», επεσήμανε η Μα-
ρνέτα, καθώς λύγνζε τα γόνατά της καν σήκωνε τα μπρά­
τσα πάνω από το κεφάλν της γνα να βγάλεν η Ντάνν το
φόρεμα. «Καν δε συζητάμε γν’ αυτό».
Η Ντάνν, κρατώντας προσεκτνκά το φόρεμα από το
λανμό, το πέρασε από το μνκρό άνονγμα της κουρτίνας,
σίγουρη ότν η μοδίστρα θα βρνσκόταν από την άλλη
πλευρά γνα να το πάρεν (καν να ακούσεν ό,τν μπορούσε).
Όχι, δε συζητούσαν γν’ αυτό, γνα το τν είχε πεν ο Ντεξ,
όχν αφότου ο πατέρας τους είχε απενλήσεν να τον αποκη-
ρύξεν αν έκανε οτνδήποτε κόστνζε στην αδελφή του το
γάμο της με έναν πλούσνο καν περνζήτητο κόμη.
Όλνβερ Όσγουολντ, κόμης του Κόκερμαουθ. Η Μα-
ρνέτα είχε γράψεν αυτές τνς λέξενς σ ’ ένα παλνό τετρά-
δνο τουλάχνστον δνακόσνες φορές, μαζί με το Μαρνέτα
Φόστερ Όσγουολντ, ΤΙ Αυτής Εξοχότης η Κόμνσσα του
Κόκερμαουθ. Ήταν τόσο περήφανη -ω ς τη στνγμή που
ο Ντεξ τής ψνθύρνσε μνα απολύτως χυδαία ερμηνεία της
Μ ΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 37

λέξης Κόκερμαουθ, με την οποία θα τη χρησιμοποιού­


σαν οι νεαροί που συνηθίζουν να χαχανίζουν μ’ αυτά τα
πράγματα.
«Ο Όλιβερ μου τα εξήγησε όλα», είπε τώρα η Μαρι­
έτα, καθώς φορούσε το λουλουδάτο φόρεμα από μουσε­
λίνα που είχε διαλέξει για την αγοραστική της εξόρμηση
στην Μποντ Στρητ. «Το όνομα προέρχεται από τη θέση
της παλιάς και υπερήφανης πόλης στη...»
«...στη συμβολή του ποταμού Κόκερ με τον ποταμό
Ντέργουεντ. Ναι, το ξέρω. Ο μπαμπάς με ανάγκασε να
το απομνημονεύσω. Μου χάρισε, επίσης, ένα ωραίο δα­
χτυλίδι με μαργαριτάρι όταν υποσχέθηκα να σταματήσω
να σε αποκαλώ...»
«Το υποσχέθηκες!»
Η Ντάνι σήκωσε, υποχωρητικά, τα χέρια της ψηλά.
«Ήμουν μόλις δεκατεσσάρων, αδαής ακόμη η καημένη,
και δεν ήξερα τι έλεγα. Πράγμα για το οποίο, όπως σου
έχω επισημάνει πολλές φορές, πρέπει να κατηγορήσεις
τη μαμά και όχι εμένα. Τώρα, βάλε την πανοπλία σου και
πάμε σπίτι. Θα στύψουμε το μυαλό μας και θα βρούμε
έναν τρόπο να σε βγάλουμε από τις τσουκνίδες που πή­
γες κι έπεσες τόσο ανέμελα, στο όνομα της εκδίκησης».
Η Μαριέτα έστρωσε προσεκτικά τα γάντια της, ένα
ένα δάχτυλο. «Δεν έπρεπε να σου πω τίποτα», μάλωσε
τον εαυτό της. «Για όνομα του Θεού, τι με έπιασε και
σκέφτηκα ότι μπορούσες να βοηθήσεις, έστω και λίγο;»
Παρ’ όλα αυτά, εξοπλισμένη και πάλι με το καπέλο και
τα γάντια της, έδειχνε εξωτερικά η προσωποποίηση της
ηρεμίας, με αποτυπωμένη στα όμορφα χαρακτηριστικά
της την έκφραση που η Ντάνι αποκαλούσε «ψωνισμέ­
νη». Την έκφραση που έλεγε «είμαι κόμισσα, ξέρετε».
38 K a s e y M ic h a e l s

Αν η Μαριέτα δεν ήταν τόσο απίστευτα όμορφη, και αν


η Ντάνι δεν την αγαπούσε τόσο πολύ, θα γελούσε.
«Όλα θα πάνε καλά, Μάρι. Όλα θα πάνε καλά. Σ ’ το
υπόσχομαι».
«Χμ, χμ». Δεν ήταν ακριβώς ένα ευγενικό καθάρισμα
του λαιμού, αλλά ένας ήχος που κάτι ήθελε να πει, κά­
ποιος υπαινιγμός ή, ίσως, ακόμη και ελπίδα. Έτσι, του­
λάχιστον, ήθελε να πιστεύει η Ντάνι.
Οι δύο νέες γυναίκες στράφηκαν και είδαν την ηλι­
κιωμένη μοδίστρα που είχε ξαναμπεί στο δοκιμαστήριο.
Η λαίδη Κόκερμαουθ ανασήκωσε το πιγούνι της. «Πί­
στευα ότι είχαμε ζητήσει να μη μας ενοχλήσει κανείς.
Παρ’ όλα αυτά, επειδή τελειώσαμε από εδώ, φεύγουμε
και μπορείτε να στείλετε τα φορέματα όταν είναι έτοιμα».
Η Μαριέτα, ταραγμένη και ξαφνιασμένη, προσπαθού­
σε να φανεί υπεροπτική, με σκοπό να βάλει τη μοδίστρα
στη θέση της, παριστάνοντας τη μεγάλη κυρία. Τόσο χα­
ρακτηριστικό εκ μέρους της, και τόσο λάθος, τουλάχι­
στον κατά τη γνώμη της αδελφής της. Η Ντάνι πίστευε
ότι η ίδια δεν ήταν τόσο ανόητη. Θα ήταν προτιμότερο,
ακόμη και ασφαλέστερο, να επιζητήσει τη συμπάθεια
της γυναίκας.
Και μετά, ήταν εκείνο το «χμ, χμ». Ήταν φανερό πως
η γυναίκα πέθαινε να πει κάτι.
«Κυρία Γιόδερς, έτσι δεν είναι; Υπάρχει, ίσως, κάτι
που θα θέλατε να πείτε στη λαίδη Κόκερμαουθ;»
«Τι θα μπορούσε να...»
«Μάρι, υπάρχει μια ζάρα στο δεξί σου γάντι», την
έκοψε η Ντάνι, ξέροντας ότι αυτό θα την έκανε να σω-
πάσει. Απεχθανόταν τις ζάρες στα γάντια της και γι’ αυ­
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 39

τό τα φορούσε τόσο στενά που της έκοβαν, σχεδόν, την


κυκλοφορία του αίματος. «Κυρία Γιόδερς;»
«Μάλιστα, δεσποινίς, λαίδη μου. Ζητώ συγγνώμη, ει-
λικρινά, αλλά για να είμαι σίγουρη πως δε 0α ενοχλήσει
κανείς τέτοιες εξαιρετικές κυρίες, πήρα το θάρρος και
έστειλα την υπηρέτριά σας έξω κι εγώ η ίδια στάθηκα
από την άλλη πλευρά της κουρτίνας. Δε γινόταν να μην
ακούσω, παρόλο που είχα βουλώσει τ ’ αυτιά μου με τα
χέρια μου, ότι η λαίδη έχει κάποια προβλήματα».
«Δεν έχω...»
«Ω, έκανα λάθος. Δεν είναι ζάρα. Ωχ, Μάρι, μου φαί­
νεται ότι έχεις ένα λεκέ. Συνεχίστε, παρακαλώ, κυρία
Γιόδερς».
«Μάλιστα, δεσποινίς. Και μια και όλες γυναίκες εί­
μαστε, ακόμη κι εσείς, δεσποινίς, και με την καημενού-
λα σε ενδιαφέρουσα...»
«Δεν είμαι...»
«Μάρι, δε θα ήθελες να ξεχάσεις το τσαντάκι σου»,
είπε η Ντάνι, χώνοντάς το στο στομάχι της αδελφής της
και κόβοντάς της σχεδόν την ανάσα. Και, ευτυχώς, και
τη φωνή. «Τι λέγατε, κυρία Γιόδερς;»
Η μοδίστρα έριξε ένα συμπονετικό βλέμμα στη Μα­
ριέτα. «Θυμάμαι πώς ήμουν με το πρώτο μου. Η κατά­
σταση στρώνει, λαίδη μου, όσο περνούν οι μήνες. Πριν
χειροτερέψει ξανά, δηλαδή, αλλά αυτό περνάει γρήγορα
και κάνετε ξανά ό,τι σας έφερε σ ’ αυτή την κατάσταση.
Αλλά δεν είναι αυτό που ήθελα να πω. Νομίζω, εξοχό­
τατη, ότι αυτό που χρειάζεστε τώρα είναι ένας ήρωας».
Η Ντάνι στριφογύρισε τα μάτια της. Ώστε αυτό σή-
μαινε το «χμ, χμ»; Τι απογοητευτικό. «Ένας ήρωας, κυ­
40 K a s e y M ic h a e l s

ρία Γιόδερς; Τι θαυμάσια ιδέα. Μήπως ξέρετε, ίσως, πού


μπορούμε να βρούμε κάποιον;»
Η γυναίκα χαμογέλασε, έβαλε το χέρι της στην τσέπη
της ποδιάς της και έβγαλε μια τσαλακωμένη, πολυδια-
βασμένη φυλλάδα. «Ξέρω πράγματι, μάλιστα. Ορίστε,
δεσποινίς. Μπορείτε να το κρατήσετε, γιατί έτσι κι αλλι­
ώς το ξέρω όλο απέξω και με περιμένει ένα ολοκαίνουρ­
γιο επάνω, όταν ανέβω για το τσάι μου. Λένε ότι είναι
ακόμη καλύτερο από το πρώτο».
Η Ντάνι διάβαζε ήδη τον τίτλο στο εξώφυλλο: Τα
Χρονικά Ενός Ήρωα.
«Ενός ήρωα; Αλλά, σίγουρα, κυρία Γιόδερς, αυτή εί­
ναι μια φανταστική ιστορία. Αυτός ο άντρας...», κοίταξε
ξανά το εξώφυλλο, «...η Εξοχότητά του Κούπερ Μα-
γκίνλι Τάουνσεντ; Δεν είναι περισσότερο αληθινός από
τον κύριο Ντάρσι της δεσποινίδας Όστιν».
«Εμένα μου φάνηκε αρκετά αληθινός μια ώρα πριν,
όταν αυτός και ένας φίλος του πέρασαν απέξω, κάνοντας
τον περίπατό τους. Είδε ένα από τα κορίτσια μου, που τον
κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια από το παράθυρο, και τη
χαίρέτησε με το καπέλο του, αλήθεια. Τόσο τζέντλεμαν!
Όλοι τον ξέρουν, δεσποινίς. Είναι ο πιο αγνός, ο πιο γεν­
ναίος άντρας που υπάρχει, αφοσιωμένος στο να βοηθά­
ει άλλους ανθρώπους με τα προβλήματά τους, ιδίως τις
όμορφες νεαρές κυρίες. Ο ίδιος ο Γεώργιος Δ' του έδωσε
έναν τίτλο και ένα κτήμα. Όλο γ ι’ αυτόν ακούω εδώ μέ­
σα, δεσποινίς. Για όλες τις κυρίες είναι ένας ήρωας και
είναι φοβερό πώς τον κυνηγούν, τον καημενούλη».
Η Ντάνι κοίταξε ξανά το εξώφυλλο. Τι σαχλή ζωγρα­
φιά! Κανείς δεν μπορούσε να έχει τέτοια εμφάνιση, του­
λάχιστον κανείς πραγματικός. Αν όμως...
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 41

«Ντάνι; Ντανιέλα, τι στο καλό χαζεύεις έτσι;»


«Δε χαζεύω», απάντησε γρήγορα η Ντάνι, διπλώνο­
ντας τη φυλλάδα και χώνοντάς τη στην τσέπη της. «Σκε­
φτόμουν, κυρία Γιόδερς, ότι μπορεί να έχετε δίκιο. Πά­
με, Μάρι; Σας ευχαριστώ πάρα πολύ και είμαι βέβαιη ότι
η λαίδη Κόκερμαουθ θα ξανάρθει την επόμενη εβδομά­
δα ή πιο σύντομα, για να παραγγείλει τουλάχιστον μισή
ντουζίνα φορέματα, τα τέσσερα απ’ τα οποία θα είναι,
για την ακρίβεια, για εμένα».
«Τι θα κάνω;» Αλλά ακόμη και η Μάρι δεν ήταν τόσο
χοντροκέφαλη. «Α, μάλιστα. Ναι, πράγματι. Και σκου-
φάκια. Και... και φουλάρια. Μ ’ αρέσουν τα φουλάρια.
Ξέρετε, αυτά τα διάφανα, κυματιστά. Και... και...»
Έ να νεαρό αγόρι έσπευσε να τους ανοίξει την πόρ­
τα και η Ντάνι έπιασε την αδελφή της από τον αγκώνα,
έτοιμη να την τραβήξει έξω από το κατάστημα αν χρει­
αζόταν, πριν χρεοκοπήσει τον κόμη. «Η κυρία Γιόδερς
καταλαβαίνει -έτσι δεν είναι, κυρία Γιόδερς;- και εκτι­
μά πολύ την προτίμησή σου».
Η μοδίστρα κοκκίνισε και έκανε κάμποσες γρήγορες
υποκλίσεις. «Καταλαβαίνω πράγματι, δεσποινίς. Και, ό­
πως λέει ο γιος μου, δε βγάζω τσιμουδιά».
«Ευχαριστώ. Μάρι, φεύγουμε τώρα».
«Θα έπρεπε να είχαμε φύγει πολλή ώρα πριν», επε-
σήμανε η Μάρι, καθώς η υπηρέτριά της σηκωνόταν από
ένα πάγκο έξω από το κατάστημα και έπαιρνε τη θέση
της, τρία βήματα πίσω τους. «Δε θα έπρεπε να είχαμε
έρθει καθόλου, στην ευαίσθητη κατάσταση που βρί­
σκομαι, και σίγουρα δε θα έπρεπε να είχα πάρει και το
φλύαρο στόμα σου μαζί μου. Κοίτα τώρα πού βρίσκομαι
-υποχρεωμένη στην κυρία Γιόδερς».
42 K a s e y M ic h a e l s

«Αν έχει δίκιο, θα αξίζει κάθε πένα και, στην πραγ­


ματικότητα, δεν ξέρει τίποτα. Βασικά, ήταν ευγενική
επειδή είσαι έγκυος».
«Δεν είμαι... ω, άσ’ το να πάει! Πες μου τι έχεις στο
μυαλό σου, Ντάνι, ακόμη κι αν δε θα μου αρέσει ούτε
θα το επιδοκιμάσω. Η μαμά σε εμπιστεύτηκε στα χέρια
μου, να το θυμάσαι».
«Η απάντηση είναι προφανής, Μάρι. Εσύ δεν μπο­
ρείς να διορθώσεις ό,τι πάει στραβά κι εγώ δεν έχω ιδέα
πώς να διορθώσω ό,τι πάει στραβά. Αλλά ένας ήρωας;
Με ηθικές αρχές, γενναιόδωρος στην καρδιά και στο
πνεύμα, και υπέροχα διαθέσιμος. Νομίζω ότι πρέπει να
ζητήσουμε τη βοήθειά του».
«Ούτε να το σκέφτεσαι», είπε η Μάρι με τρεμάμενη
φωνή. «Ο καημένος είναι κυριολεκτικά πολιορκημένος
από κάθε είδους κυρίες της καλής κοινωνίας. Νέες, γρι­
ές, όμορφες δεσποινίδες και οι μητέρες τους, παντρε­
μένες γυναίκες -όλες τον κυνηγούν μέρα και νύχτα. Ο
Όλιβερ μου είπε ότι ο άνθρωπος αναγκάστηκε να δραπε­
τεύσει από το Λονδίνο, για να ξεφύγει από τις εκκλήσεις
τους και τις δυσάρεστες απρέπειές τους. Τώρα, σύμφω­
να με την κυρία Γιόδερς, επέστρεψε, και είμαι βέβαιη
ότι οι κυρίες άρχισαν να γελοιοποιούνται ξανά. Δε θα
μπορούσα να έχω κι εγώ τόσο θράσος».
Και τότε εμφανίστηκε το χαμόγελο που είχε προ-
καλέσει χίλια νευρικά τρέμουλα στην οικογένειά τους.
«Δεν πειράζει, Μάρι, γιατί εγώ θα μπορούσα. Για την
ακρίβεια, δε βλέπω την ώρα».
«Ντάνι, δε θα τολμούσες! Ω, τι λέω; Φυσικά θα τολ­
μούσες. Αλλά δεν πρέπει, Ντανιέλα. Δεν πρέπει».
«Γιατί; Τουλάχιστον εγώ ξέρω το όνομά του, ενώ εσύ
Μ ΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 43

δεν έκανες καν αυτό τον κόπο όταν τιμωρούσες τον Όλι-
βερ με τον άγνωστο γυναικοκατακτητή σου, προσφέρο-
ντάς του τη φήμη σου για να την κουρελιάσει -μέχρι
που υπέγραψες με το όνομά σου αυτά τα επικίνδυνα
σημειώματα! Δεν μπορούσες να υπογράψεις “Η Αγαπη­
μένη σου Ζουζουνίτσα” ή κάτι τέτοιο, γλυκανάλατο και
ανώνυμο;»
«Αυτό θα ήταν ανόητο. Ήξερε ήδη το όνομά μου».
«Ακριβώς. Δε χρειαζόταν να υπογράψεις καθόλου.
Ω, μην αρχίζεις πάλι να κλαις. Σου δείχνω απλώς το
προφανές. Τώρα άσε με να σκεφτώ πώς θα πλησιάσου­
με τον ήρωά σου».
«Ο βαρόνος δεν είναι ο ήρωάς μου κι εσύ δεν πρό­
κειται ν ’ αρχίσεις να τον κυνηγάς σαν θήραμα. Δεν μπο­
ρώ να σ’ αφήσω να το κάνεις. Θα το πω ξανά. Η μαμά
σε έστειλε εδώ για να εξασκηθείς για την ανοιξιάτικη
Σεζόν. Πρέπει να σε εκπαιδεύσω, να σε προπονήσω, να
σου δίνω το καλό παράδειγμα».
«Και, μέχρι στιγμής, κάνεις εκπληκτική δουλειά»,
είπε η Ντανιέλα, χαμογελώντας πλατιά. «Κανόνας νού­
μερο ένα. Ξέρω τώρα, ενώ πριν δεν το ήξερα, ότι δεν
πρέπει ποτέ να ανταλλάσσω ανόητα γράμματα με άγνω­
στους άντρες».
Η Μαριέτα είχε να κάνει τέτοια μούτρα από τότε
που ήταν δώδεκα χρονών. «Ένα λάθος. Έκανα μόνο ένα
αθώο λάθος».
«Και το μισό φταίξιμο είναι του Όλιβερ. Ίσως παρα­
πάνω, καθώς είναι στη μέση κοσμήματα. Το θυμάμαι,
βλέπεις; Δεύτερο μάθημα που έμαθα. Όταν εμπλέκονται
κοσμήματα μπορεί να υπάρχουν εξαιρέσεις στον κανόνα
νούμερο ένα».
44 K a s e y M ic h a e l s

«Εσύ κάνεις πλάκα».


«Και το διασκεδάζω υπερβολικά. Είμαι ενθουσιασμέ­
νη, το παραδέχομαι, αν σκεφτείς πως ήρθα στην πόλη
πιστεύοντας ότι θα βαρεθώ μέχρι αηδίας. Πώς λες να κι­
νηθούμε, Μάρι; Αν ξέραμε τη διεύθυνση του βαρόνου,
θα του έστελνα, απλούστατα, ένα τυπικό σημείωμα, ζη­
τώντας του να συναντηθούμε για ένα επείγον, προσω­
πικό ζήτημα, που αφορά την αρετή μιας αθώας γυναί­
κας. Ή νομίζεις ότι θα είχα περισσότερες πιθανότητες
αν τον πλησίαζα δημοσίως, ίσως στο θέατρο ή σε μία
από τις συγκεντρώσεις όπου είμαστε καλεσμένες αυτή
την εβδομάδα;»
Έβγαλε τη φυλλάδα από την τσέπη της. Στ’ αλήθεια,
θα μπορούσε να κοιτάει τη ζωγραφιά για ώρες, απλώς
για να βλέπει αυτά τα πράσινα μάτια. «Πιστεύω ότι θα
τον αναγνώριζα αν τύχαινε να πέσω πάνω... Ωχ!»
«Ω , για όνομα...» Ο βαρόνος Κούπερ Τάουνσεντ άρπα­
ξε ενστικτωδώς τη νεαρή γυναίκα από τους ώμους. Την
είχε προσέξει, έτσι όπως κρατούσε σφιχτά το μπράτσο
της συνοδού της και προχωρούσαν στο λιθόστρωτο φλυ­
αρώντας σαν γαλιάντρες, σαφώς χωρίς να βλέπουν πού
πηγαίνουν.
Του φάνηκε ότι η ψηλότερη γυναίκα ήταν η κόμισσα
του Κόκερμαουθ, αν και δεν ήταν σίγουρος. Εξάλλου,
ήταν η άλλη νεαρή κυρία που αιχμαλώτισε την προσοχή
του, απλώς με την παρουσία της.
Κι έπειτα εκείνη σκόνταψε και σχεδόν έπεσε στην
αγκαλιά του.
«Πω πω, Κουπ, κοίτα τι βρήκες», τον πείραξε ο φί­
λος του, ο Ντάρμπι, που πάντα έβλεπε μια εύθυμη πλευ­
ρά σε κάθε κατάσταση. «Ή, μήπως, κοίτα τι σε βρήκε;
Έχω χάσει λογαριασμό -είναι τέσσερις; Δύο πηγαίνο­
ντας και δύο καθώς γυρίζαμε; Αλίμονο, οι Αγγλίδες δε­
σποινίδες φαίνεται να στερούνται φαντασίας, επίσης και
ισορροπίας».
Ο Κούπερ τον αγνόησε και συγκεντρώθηκε στο μι­
κρό, ανασηκωμένο πρόσωπο και στα δυο τεράστια σκου­
ρογάλανα μάτια που κοιτούσαν τα δικά του. Πρέπει να
46 K a s e y M ic h a e l s

ήταν τα πιο ασυνήθιστα και ενδιαφέροντα μάτια που


είχε δει ποτέ· σχεδόν τον ρούφηξαν και τον άφησαν σο-
καρισμένο και με κομμένη την ανάσα.
Αυτό δεν ευχαρίστησε το βαρόνο Τάουνσεντ. Τον προ­
σγειωμένο βαρόνο Τάουνσεντ. Ο κόσμος του ήταν αρκε­
τά αναστατωμένος και δε χρειαζόταν να προστεθούν και
άλλα στα βάσανά του.
Και όμως κοιτούσε, συνεπαρμένος, καθώς αυτά τα
μάτια, σαν καθρέφτης της ψυχής της, του έλεγαν κάθε
της σκέψη, κάθε διαδοχικό συναίσθημά της. Ξαφνικό
σοκ. Αμήχανη αθωότητα. Απορία. Αναγνώριση. Διασκέ­
δαση, σαν να γελούσε με την κατάστασή τους, ίσως και
μαζί του. Όχι, δεν ήταν δυνατό αυτό.
«Δεν το εννοούσα τόσο κυριολεκτικά, αλλά τι βολικά
που ήρθε», είπε σαν να μιλούσε στον εαυτό της και το
χαμόγελό της τον χτύπησε με ένα φυσικό, σχεδόν, τρό­
πο. Ανάθεμα, το διασκέδαζε πράγματι, και σίγουρα εις
βάρος του.
Υπέροχα. Δεν έφτανε που τον κυνηγούσαν, έπρεπε
αυτή εδώ να βρίσκει το κυνήγι τόσο απολαυστικό;
«Είστε εντάξει, δεσποινίς;» ρώτησε σφιγμένα, κρα­
τώντας την ακόμη ανάλαφρα κάτω από τα μπράτσα,
επειδή αυτή φαινόταν να είναι η αναμενόμενη φράση σ ’
αυτές τις κουραστικές συναντήσεις. «Μήπως στρίψατε
τον αστράγαλό σας και χρειάζεστε τη βοήθειά μου;»
«Φαίνεται ότι σκόνταψα σε κάποιο τούβλο που προ­
εξείχε. Τι απρόσεκτη που ήμουν, δεν έβλεπα πού πατού­
σα. Όχι, δε νομίζω ότι χτύπησα» είπε και η φωνή της,
απρόσμενα χαμηλή και βραχνή για ένα τόσο μικρό πλά­
σμα, τον ξάφνιασε και του κίνησε κι άλλο το ενδιαφέ­
ρον, σχεδόν παρά τη θέλησή του. «Όχι ακριβώς. Λλλά
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς σ υ ν ε ρ γ α σ ία 47

αν είχατε την καλοσύνη να με στηρίξετε μέχρι εκείνο


τον πάγκο...»
Αυτά τα μάτια, αυτή η φωνή, το μοναδικό χρώμα
όσων μαλλιών μπορούσε να δει, το αλαβάστρινο δέρμα
σε συνδυασμό με τα μάτια της και την ελκυστική κα­
μπύλη των ρόδινων χειλιών της. Τόσος κίνδυνος σε τόσο
μικρό πακέτο.
Είπες γεια, Κουπ, θύμισε στον εαυτό του. Τώρα πες
αντίο.
«Δε νομίζω. Γιατί δε χοροπηδάτε;» άκουσε τη φωνή
του να λέει και την άφησε.
Και να που έγειρε αμέσως προς τη μια πλευρά, έτσι
ώστε ο Κουπ αναγκάστηκε να την αρπάξει ξανά στα χέ­
ρια του για να μη σωριαστεί στο λιθόστρωτο.
«Γιατί δε μου είπατε ότι χτυπήσατε τον αστράγαλό
σας;» τη ρώτησε επιτακτικά, καθώς τη μετέφερε σε έναν
πάγκο έξω από ένα καπελάδικο, ενώ η σύντροφός της,
ακριβώς από πίσω τους, ρωτούσε: «Ντάνι, είσαι εντάξει;»
«Σας είπα ότι δεν τραυματίστηκα, όχι ακριβώς. Ζή­
τησα τη βοήθειά σας, θυμάστε; Έφυγε το τακούνι από
το παπούτσι μου, βλέπετε;» Η όμορφη άγνωστη με το
αταίριαστο όνομα Ντάνι σήκωσε το δεξί της πόδι για να
επιδείξει το χαλασμένο παπούτσι (και να του δώσει μια
σύντομη, αλλά απολαυστική εικόνα του καλοσχηματι-
σμένου αστραγάλου της). Τον κοίταξε, ενώ το βλέμμα
της φωτιζόταν από κατανόηση. «Δε με πιστέψατε. Σας
πλησιάζουν συχνά στο δρόμο θηλυκά γεμάτα θαυμασμό
και ελπίδα, μιλόρδε Τάουνσεντ;»
Ο Κουπ ανασηκώθηκε. «Ώστε ξέρετε ποιος είμαι;»
«Και έλεγες ότι δε σου μοιάζει», είπε ο Ντάρμπι, δεί­
χνοντας ένα αντίτυπο του καταραμένου Πρώτου Τόμου.
48 K a s e y M ic h a e l s

«Αυτό έπεσε απ’ τα χέρια της δεσποινίδας, καθώς έκα­


νες την κάθε άλλο παρά εντυπωσιακή μίμησή σου του
σερ Γκάλαχαντ».
«Να μου το δώσετε πίσω», απαίτησε η Ντάνι, απλώ­
νοντας το χέρι της. «Δεν το έχω διαβάσει ακόμη».
«Και ούτε να το διαβάσετε», απάντησε ο Κουπ. «Βάλ’
το στην τσέπη σου, σε παρακαλώ», είπε στο φίλο του.
«Συγγνώμη», παρενέβη αυταρχικά η μεγαλύτερη σε
ηλικία γυναίκα, μπαίνοντας ανάμεσα στον Κουπ και στην
Ντάνι. «Δεν ξέρω ποιοι είστε, κύριοι, αλλά θα χαιρόμουν
πολύ αν φεύγατε τώρα και με αφήνατε να φροντίσω την
αδελφή μου».
«Το άκουσες αυτό;» είπε ο Ντάρμπι, χτυπώντας τον
Κουπ στην πλάτη, «Ο ήρωας του Κατρ Μπρα, και όχι
μόνο, αποπέμπεται. Τι μειωτικό!»
Ο Κουπ έκανε ένα βήμα πίσω και υποκλίθηκε. «Χίλια
συγγνώμη, κυρίες μου. Φεύγουμε αμέσως. Αλλά πρώτα,
να πάρω το θάρρος να συστηθούμε; Εσείς πιστεύω ότι
είστε η κόμισσα του Όλιβερ. Ο φίλος μου από εδώ είναι
ο υποκόμης Νέλμπορν κι εγώ είμαι...»
«Είναι ο βαρόνος Κούπερ Μαγκίνλι Τάουνσεντ, Μά­
ρι, ο ήρωας, και θα το ήξερες ήδη αν καταδεχόσουν να
τον κοιτάξεις. Ο άνθρωπος για τον οποίο μιλούσαμε
όταν είχα την τύχη να παραπατήσω και να προσγειωθώ
στην αγκαλιά του. Δύο φορές».
«Ντάνι!»
Η κόμισσα κάθισε μονοκόμματα δίπλα στην αδελφή
της, σαν να την είχε σπρώξει κάποιος στον πάγκο.
Η Ντάνι κοίταξε τον Κουπ, με τα τεράστια μάτια
της γεμάτα ευθυμία και σκανταλιά. «Ενώ η αίΚΙφή μου
σχεδιάζει τρόπους να με φιμώσει και να με πιείΑι.ι /α-
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 49

σω στην εξοχή, επιτρέψτε μου, παρακαλώ, να συστηθώ.


Είμαι η Ντανιέλα Φόστερ και βρίσκομαι στο Λονδίνο
για να αποκτήσω, σύμφωνα με τον αγαπητό μου μπα­
μπά, λίγο κοσμοπολίτικο αέρα, πριν κάνω το επίσημο
ντεμπούτο μου στην καλή κοινωνία, την άνοιξη. Και, αν
κρίνω από τους αναστεναγμούς της αδελφής μου, δυ­
στυχώς δεν τα καταφέρνω. Σας έψαχνα, εξοχότατε. Φαί­
νεται ότι η αδελφή μου χρειάζεται έναν ήρωα».
«Δε χρειάζομαι...» άρχισε να λέει η κόμισσα, αλλά
μετά ηρέμησε.
Η Ντάνι σηκώθηκε και ο Ντάρμπι έσπευσε να τη βο­
ηθήσει, πιο γρήγορος από τον Κουπ, που επαναλάμβανε
ακόμη στο μυαλό του τα παράξενα λόγια της. Δεν του
απέμενε παρά να προσφέρει το μπράτσο του στην κό­
μισσα, η οποία το αγνόησε, και άρπαξε, αντίθετα, σφι­
χτά, το μπράτσο της υπηρέτριάς της.
Όταν, τελικά, άνοιξε το στόμα του, άκουσε τον εαυ­
τό του να λέει σοβαρά, υποκλινόμενος στην κόμισσα:
«Λαίδη μου, είμαι, φυσικά, στις διαταγές σας», σαν να
έγραφε το δικό του, σαχλό κεφάλαιο του Τρίτου Τόμου.
Προφανώς, τα τελευταία λίγα λεπτά είχε χάσει το μυαλό
του. Και πάντα νόμιζε ότι μόνο οι άλλοι άντρες χάζευαν
με μια γυναικεία ματιά.
Εκείνη τη στιγμή, μια κλειστή άμαξα με το οικόσημο
των Κόκερμαουθ στην πόρτα της σταμάτησε μπροστά
τους. Ένας ιπποκόμος με λιβρέα πήδηξε κάτω για να
ανοίξει την πόρτα και να κατεβάσει τα σκαλοπάτια.
Πάνω στην ώρα, συνειδητοποίησε ο Κουπ, καθώς η
υπηρέτρια βοηθούσε την κόμισσα ν ’ ανέβει στην άμαξα,
πριν πω και άλλη ανοησία και προσφέρω και τη βοήθεια
του Ντάρμπι.
50 K a s e y M ic h a e l s

Αλλά ήταν ήδη αργά.


«Δεσποινίς Φόστερ, παρότι δεν υπάρχουν γραπτές
αναφορές των κατορθωμάτων μου, θα ήταν τιμή μου να
σας προσφέρω κι εγώ τη βοήθειά μου», είπε ο Ντάρμπι,
χαμογελώντας στο φίλο του. «Έτσι δεν είναι, βαρόνε;
Δυο μυαλά είναι πάντα καλύτερα από ένα σ ’ αυτή την
υπόθεση των ηρωισμών».
«Σας ευχαριστώ, λόρδε μου», αποκρίθηκε, καθώς
προχωρούσε με τη βοήθειά του, χοροπηδηχτά, προς την
άμαξα. «Στον αριθμό 11 της Πόρτμαν Σκουέαρ σε μια
ώρα; Αν και αμφιβάλλω ότι η κόμισσα θα είναι μαζί μας.
Βρίσκεται σε μια μάλλον λεπτή κατάσταση».
Η φωνή της κόμισσας ήχησε από την άμαξα. «Δεν
είμαι σε λεπτή... Ντανιέλα, μπες στην άμαξα. Αμέσως!»
Οι δύο κύριοι έμειναν να κοιτούν καθώς ο αμαξάς
ξεκινούσε.
«Η δεσποινίς Φόστερ θα τα ακούσει για τα καλά μέ­
χρι να φτάσουν στην Πόρτμαν Σκουέαρ», είπε ο Ντάρ-
μπι, καθώς συνέχιζαν τον περίπατό τους. «Και δε θα είναι
η πρώτη φορά, φαντάζομαι. Τι παράξενο πλασματάκι.
Δεν έχει ίχνος πονηριάς επάνω της -τίμια, ειλικρινής και,
προφανώς, το διασκεδάζει, παρότι είναι φανερό ότι θέλει
να βοηθήσει την κόμισσα. Η καλή κοινωνία θα την κα­
τασπαράξει, ξέρεις, ακόμη και τώρα, στη Μικρή Σεζύν».
«Ή θα πέσουν όλοι στα πόδια της», αντέτεινε ο Κουπ,
αντιλαμβανόμενος ότι δεν του άρεσε ιδιαίτερα το συ­
μπέρασμά του. «Η καλή κοινωνία αποδέχεται συχνά το
εκκεντρικό».
«Ω, είναι παραπάνω απ’ αυτό, παλιόφιλε. Μόλις α­
νακάλυψα ότι κατάφερε να πάρει τη φυλλάδα «;ιό την
τσέπη μου».
Μ ΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 51

«Τι έκανε;» Ο Κουπ στράφηκε και κοίταξε το λιθό­


στρωτο, ελπίζοντας ότι η φυλλάδα είχε απλώς πέσει ξα­
νά κάτω. Αλλά δεν υπήρχε παρά μόνο το σπασμένο δεξί
τακούνι της Ντάνι, που το μάζεψε γρήγορα. «Θεέ μου!
Τολμηρή, θρασεία και κλέφτρα! Πού μπλέξαμε, Ντάρ-
μπι; Αν η κόμισσα σχεδιάζει να κλεφτεί, δεν πρόκειται
να βοηθήσω, ούτε κι εσύ. Ο Όλιβερ είναι φίλος».
«Και επειδή είναι φίλος, προσφέραμε τις υπηρεσίες
μας στη γυναίκα του. Τουλάχιστον, ας μάθουμε τι συμ­
βαίνει για να τον προειδοποιήσουμε. Πιθανότατα, απ’
όσα γνωρίζω για τις γυναίκες, δεν πρόκειται για κάτι σο­
βαρό και θα διορθωθεί εύκολα. Αν μη τι άλλο, θα σε βο­
ηθήσει να ξεχάσεις, για λίγες ώρες, τον εκβιαστή σου».
Ο Κουπ συνοφρυώθηκε. «Με τίποτα δεν μπορώ να
ξεχάσω αυτό τον μπάσταρδο», είπε, αλλά καθώς έπαιρ­
ναν, συνετά, ένα μόνιππο για να τους πάει στο Πόλτ-
νι, για ένα «πλύσιμο και ξεσκόνισμα», όπως το έθεσε ο
Ντάρμπι, εκείνο που κυριαρχούσε στο μυαλό του ήταν η
σκέψη της Ντανιέλα Φόστερ.
Βεβαίως, είχε επιστρέψει στο Λονδίνο για να βρει
σύζυγο.
Αλλά, σίγουρα, όχι κάποια σαν την Ντανιέλα Φό­
στερ· ήταν πολύ προσγειωμένος για να παρασυρθεί σ ’
αυτό το δρόμο, όσο μεγάλη κι αν ήταν η αρχική έλξη.
Δεν έφτανε που η μητέρα του ήταν, επίσης, περισσότερο
από εκκεντρική;
f/u (p d ja r () 4

Η σ υχία επικρατούσε στο σαλόνι της Πόρτμαν Σκουέαρ,


τώρα που η κόμισσα είχε αποσυρθεί στην κρεβατοκάμα­
ρά της, δελεασμένη από την υπόσχεση ενός τσαγιού και
φρεσκοψημένων κέικ λεμονιού. Έ τσι κι αλλιώς, είχε ξε-
μείνει από παράπονα και απειλές, είχε απαριθμήσει όλα
τα Πράγματα που οι Κυρίες με Καλή Ανατροφή Δεν Κά­
νουν και Δε Λένε Ποτέ και είχε σηκώσει τα χέρια ψηλά,
ηττημένη, όταν η αδελφή της τη ρώτησε χαμογελώντας:
«Τελικά, είσαι έγκυος, Μάρι; Φαίνεσαι πολύ αναστατω­
μένη τελευταία. Μήπως δεν υπολόγισες σωστά;»
Αφού ξεφορτώθηκε, επιτέλους, την αδελφή της, η Ντά­
νι κοίταξε στην άλλη πλευρά του δωματίου όπου η υπηρέ-
τριά της, η Έμαλαϊν, καθόταν -όπω ς της είχε π ει- σε μια
καρέκλα κοντά σε ένα από τα παράθυρα που έβλεπαν
στο δρόμο. Υπήρχαν δυο λόγοι γι’ αυτό. Ο πρώτος ότι
θα κοιτούσε έξω και θα ειδοποιούσε την κυρία της μόλις
κάποια άμαξα σταματούσε μπροστά στο νούμερο 11 και
ο δεύτερος ότι ο θόρυβος από την κίνηση στο δρόμο θα
έπνιγε τις φωνές όταν η Ντάνι και οι κύριοι θα μιλούσαν.
Ω, υπήρχε και ένας τρίτος: Οι νεαρές, ανύπαν ιρες κο­
πέλες έπρεπε πάντα να έχουν συνοδό, αλλιώς ο κόσμος
θα μετατρεπόταν σε στάχτη ή κάποια ανάλο/η κατα­
Μ ΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 53

στροφή. Φυσικά, αν αυτό ήταν αλήθεια, η Ντάνι θα είχε


καταστρέψει τον κόσμο τουλάχιστον έξι φορές ως τώρα.
Και μόνο τον τελευταίο χρόνο!
Σε κάθε περίπτωση, η Έμαλαϊν ήταν διακριτική. Όλα
αυτά τα χρόνια είχε φυλάξει πολλά μυστικά της Ντάνι,
είτε από συμπάθεια είτε επειδή θα απολυόταν επιτόπου
αν μαθαίνονταν όσα την είχε αφήσει να κάνει, πολλά
από τα οποία περιλάμβαναν, αναγκαστικά, τη συνεργα­
σία της. Η Ντάνι προτιμούσε να πιστεύει ότι ήταν από
συμπάθεια.
Κοίταξε το ρολόι στο ράφι του τζακιού, υπολογίζο­
ντας νοερά το χρόνο που είχε περάσει από την αναχώρη­
σή τους από την Μποντ Στρητ, και έβγαλε τη φυλλάδα
από την τσέπη της. Δεν είχε πολλές σελίδες, τριάντα το
πολύ, και με λίγη τύχη θα την είχε τελειώσει πριν φτά­
σουν ο ήρωας και ο φίλος του, ο υποκόμης.
Αλλά πρώτα κοίταξε ξανά το εξώφυλλο. Ο βαρόνος
διέθετε, πραγματικά, τα πιο ευχάριστα χαρακτηριστικά
που είχε δει συγκεντρωμένα σε ένα μόνο άνθρωπο. Μαλ­
λιά τόσο πυκνά και ξανθά που θα τα ζήλευαν πολλές γυ­
ναίκες, οι οποίες και τις μπούκλες τους έβαφαν και τους
πρόσθεταν ενοχλητικές μάλλινες τούφες, για να κρύψουν
τα αραιά σημεία.
Όχι ότι η Ντάνι είχε αυτό το πρόβλημα. Το βάσανο
της ζωής της, σε σχέση με τα μαλλιά της, ήταν το χρώμα
τους. Δεν ήταν κόκκινο, δεν ήταν καστανοκόκκινο, δεν
ήταν -δόξα τω Θ εώ - πορτοκαλί. Η μητέρα της (νομί­
ζοντας ότι η μικρότερη κόρη της δεν την άκουγε) είχε
περιγράψει κάποτε αυτό το περίεργο μείγμα κόκκινου
και χρυσού ως φτηνιάρικο, το είδος του χρώματος που
δε θα μπορούσε ποτέ να είναι φυσικό και το οποίο προ­
54 K a s e y M ic h a e l s

τιμούσαν εκείνες οι εύκολες γυναίκες που μοστράριζαν


τα στήθη τους και ανασήκωναν τις φούστες τους για να
επιδείξουν τους αστραγάλους τους στους ξαναμμένους
νεαρούς κυρίους στο Κόβεντ Γκάρντεν.
Πάντως, μερικές φορές η Ντάνι σκεφτόταν ότι αυτό
δε θα μπορούσε να θεωρηθεί ακριβώς βάσανο, καθώς
αυτή η χαλαρότητα ακουγόταν μάλλον διασκεδαστική
και σίγουρα πιο ενδιαφέρουσα από μια μακρόχρονη, βα­
ρετή ζωή, όπου το μόνο που είχε να προσμένει μια γυναί­
κα ήταν τα μοβ τουρμπάν.
Κάποια στιγμή, ανάμεσα σε όσες ευχάριστες στιγ­
μές ήλπιζε να ζήσει και στα τουρμπάν, υπέθετε ότι θα
παντρευόταν, αν και δε βιαζόταν να ευχαριστήσει τους
γονείς της αποδεχόμενη τον πρώτο τζέντλεμαν που θα
ήταν πρόθυμος να την πάρει από τα χέρια τους. Ευχόταν
να περνούσαν τουλάχιστον δύο Σεζόν ακόμη πριν κά­
ποιος φανεί τόσο γενναίος.
Τα μάτια του βαρόνου τώρα. Ο καλλιτέχνης είχε φα­
νεί λίγο γενναιόδωρος με το πράσινο χρώμα, αλλά, γενι­
κά, ήταν τα δεύτερα πιο ενδιαφέροντα μάτια που είχε δει
ποτέ η Ντάνι, έπειτα από ενός σκυλιού που είχε μικρή,
που είχε ένα μάτι μπλε κι ένα καφέ. Και ήταν γλυκά και
συμπαθητικά, ακριβώς σαν του κουταβιού της όταν ήθε­
λε να την πείσει ότι του άξιζε μια λιχουδιά. Αξιαγάπητα,
σοφά και με μια σπίθα χιούμορ.
Ναι, πραγματικά της άρεσαν τα μάτια του βαρόνου.
Ήταν σχεδόν τόσο συναρπαστικά όσο τα δικά της, σκέ­
φτηκε χωρίς μετριοφροσύνη -η ίδια θα έλεγε με ειλικρί­
νεια-, που έμοιαζαν να αλλάζουν χρώμα ανάλογα με τη
διάθεσή της ή με το τι φορούσε. Όχι ότι βιαζόιυν ιδιαί­
τερα να περιοριστεί στο μοβ χρώμα της χηρείας.
μ ια σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σία 55

Η μύτη του σαφώς ξεπερνούσε τη δική της. Της άρε­


σε αυτό το μικρό εξόγκωμα που είχε στη ράχη, που τον
εμπόδιζε να είναι υπερβολικά όμορφος. Η δική της ήταν
ίσια, ίσως λίγο λεπτή. Ήταν, απλά, μια μύτη. Εξυπηρε­
τούσε το σκοπό της, αλλά δε θα προκαλούσε ποτέ το
θαυμασμό.
Και μετά, το στόμα του. Ω, Θεέ μου, το στόμα του! Ο
πατέρας της δεν είχε πάνω χείλος, καθόλου, λες και όταν
τα μοίραζαν είχε κρυφτεί πίσω από μια πόρτα. Το πάνω
χείλος του βαρόνου ήταν καλοσχη ματισμένο, με όμορ­
φες καμπύλες, και το κάτω γεμάτο, ελαφρά προτεταμέ­
νο, τόσο ώστε να σχηματίζει μια αχνή σκιά από κάτω.
Δεν είχε φαβορίτες, κάτι για το οποίο η Ντάνι ήταν
ευγνώμων, βλέποντας τον Ντέξτερ, τον αδελφό της, ο
οποίος είχε σγουρά, μαύρα μαλλιά και άφηνε φαβορίτες
μέχρι τη βάση των αυτιών του, με αποτέλεσμα να μοιά­
ζει με κανίς.
Και ήταν ψηλός - ο βαρόνος τώ ρα- τόσο ώστε το κε­
φάλι της δεν έφτανε στον ώμο του. Κανονικά, αυτό θα
την ενοχλούσε. Πάντα θεωρούσε ότι την προσείλκυαν
πιο κοντοί άντρες, έτσι ώστε να μη νιώθει ότι κυριαρ­
χούσαν επάνω της. Όμως δεν ένιωθε μικρή ή αδύναμη
δίπλα στο βαρόνο. Ένιωθε... προστατευμένη. Ιδίως όταν
την είχε πιάσει όταν έπεσε και την είχε σηκώσει στα
μπράτσα του. Ήταν μια εξαιρετική εμπειρία.
«Υποθέτω ότι δε γίνεται να σκοντάψω ξανά, γιατί θα
ήταν πολύ φανερό. Κρίμα», είπε στον εαυτό της, ανοί-
γοντας τη φυλλάδα. Ήταν καιρός να σταματήσει να
σκέφτεται και να αρχίσει να διαβάζει. Καιρός να δει τι
είδους ήρωας ήταν ο βαρόνος, αν ήταν καθόλου ήρωας.
56 K a s e y M ic h a e l s

Είχε την ελπίδα ότν ένα, τουλάχιστον, μέρος της ιστορί­


ας θα αποδεικνυόταν αληθινό.
Είχε ακόμη μόνο δυο σελίδες να διαβάσει όταν το
ρολόι στο ράφι του τζακιού χτύπησε μία η ώρα και συ­
νέχισε, αποφασισμένη να τελειώσει.

«Η Απριλιάτικη Μέρα ήταν φτιαγμένη για Πικνίκ


κάτω από τα Ανθισμένα Δέντρα, μια μέρα για Κα­
λό Φαγητό, Εκλεκτό Κρασί και Ερωτευμένους.
Αντίθετα, όμως, ήταν μια Μέρα για Σκοτωμούς και
Θανάτους και, μέχρι το βράδυ, το πράσινο λιβάδι
θα είχε Βαφτεί Κόκκινο από το Αίμα. Οι Άγγλοι
στρατιώτες κοίταξαν το λιβάδι και αναρωτήθηκαν
αν, σε λίγες ώρες, θα βρίσκονταν πεσμένοι εκεί,
με Σακατεμένο Κορμί, Τροφή για τα Σκουλήκια.
Αυτή δεν ήταν η Επιλογή τους -ήταν το Καθήκον
τους- και θα Πολεμούσαν μέχρι Θανάτου για το
Βασιλιά και τη Χώρα, γιατί ο Μικρός Δεκανέας
το είχε σκάσει από τη φυλακή του και είχε φτάσει
σχεδόν μέχρι τις Βρυξέλλες, απειλώντας, για μια
ακόμη φορά, Ολόκληρο τον κόσμο, με την Παρα­
νοϊκή Φιλοδοξία του.
Τα στρατεύματα ήλπιζαν να φτάσουν το Ύ ψω­
μά πίσω τους και από εκεί να Υπερασπίσουν τις
Θέσεις τους, αν γινόταν επίθεση. Αλλά είχαν Αρ­
γήσει πολύ, και όταν ένας ανιχνευτής ανέφερε ότι
είχε δει Γ άλλους στρατιώτες να Προχωρούν προς
το Μέρος Τους, δεν είχαν άλλη επιλογή από το
να αναζητήσουν καταφύγιο στα δέντρα στα Ριζά
του λόφου, ελπίζοντας πως οι Γ άλλοι δε θα τους
Εντόπιζαν μέχρι που θα είχαν προχωρήσει αρκετά
Μ ΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 57

κατά μήκος του λόφου, για να Υποχωρήσουν χω­


ρίς να Πέσουν ο ένας πάνω στον άλλο.
Αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά. Οι Μοίρες εί­
χαν τοποθετήσει ένα χαμηλό Πέτρινο Τοίχο και
τα Ερείπια ενός παλιού Καμινιού στα μισά του
λόφου. Αρκετές Μικρές Φιγούρες στριμώχνονταν
εκεί, μέσα στο Καμίνι, τουλάχιστον μισή ντουζί­
να Παιδιά και μια Κυρία με πυκνό βέλο, που ίσως
ήταν η γκουβερνάντα ή η μητέρα τους. Αν κρύβο­
νταν από τους Άγγλους ή από τους Γ άλλους δεν
μπορούσε κανείς να το ξέρει. Σε κάθε περίπτωση,
επρόκειτο να Εγκλωβιστούν στην καρδιά ακρι­
βώς μιας Μάχης.
Ήταν ο Χειρότερος απ’ όλους τους πιθανούς
Εφιάλτες. Πώς μπορούσαν οι Άγγλοι να ανοίξουν
πυρ γνωρίζοντας ότι τα Παιδιά και μια Αδύνα­
μη Γυναίκα βρίσκονταν ανάμεσα σ ’ αυτούς και
στους Γάλλους; Κανείς καθωσπρέπει άνθρωπος
δε θα Τολμούσε τέτοιο πράγμα. Ακόμη και οι
αξιωματικοί είχαν δώσει ψιθυριστά εντολές να
φτάσουν σ ’ όλους τους στρατιώτες. Μείνετε στις
θέσεις σας! Μην πυροβολήσετε!
Αλλά ένας Γενναίος Άντρας έσπασε τις γραμ­
μές, ρίχνοντας το όπλο και το καπέλο της στολής
του, και έτρεξε σκυφτός προς τα Πάνω στο Λόφο,
χωρίς να νοιαστεί για τη δική του ασφάλεια. Όλοι
κράτησαν την ανάσα τους, καθώς ο λοχαγός Κού­
περ Μαγκίνλι Τάουνσεντ φαινόταν να Λογομαχεί
με τη γυναίκα, για να την πείσει να Εγκαταλείψει
το καταφύγιο που τόσο άστοχα είχε διαλέξει.
Και εν τω μεταξύ ο Εχθρός προχωρούσε. Μπο­
kasey M ic h a e l s

ρούσαν τώρα να δουν το λάβαρο με το χαρακτη­


ριστικό Αετό πάνω σε ένα ψηλό ραβδί να ανεμί-
ζει στο αεράκι. Όλη η Δύναμή τους θα έφτανε
στην κορυφή του λόφου σε Λίγα Δευτερόλεπτα,
και μακάρι να σταματούσαν για λίγο να επιθεω­
ρήσουν την περιοχή. Μπορούσαν να Δουν πίσω
από τον τοίχο; Μήπως τα χαρακτηριστικά Ξανθά
Μαλλιά του λοχαγού άστραφταν στον ήλιο και
πρόδιδαν τη Θέση του;
Με μια ανάσα, με μια σιωπηλή συλλογική σκέ­
ψη, τα στρατεύματα προσευχήθηκαν: Τρέξε! Τρέξε
τώρα, πριν σημάνει η Καταστροφή για όλους μας!
Και έτρεξε πράγματι. Αρπάζοντας τα μικρότε­
ρα παιδιά στο στήθος του, Ρίχνοντας τη γυναίκα
που διαμαρτυρόταν στον ώμο του, έκανε νόημα
στα υπόλοιπα παιδιά να Τρέξουν προς τα Εμπρός,
καθώς Έτρεχε κι εκείνος κατά μήκος του αγρού,
βγαίνοντας από την Εύθραυστη Ασφάλεια του
Μισογκρεμισμένου πέτρινου φράχτη, προς τα δέ­
ντρα, Φτάνοντας ο ίδιος και τα Πολύτιμα Φορ­
τία Του σε μέρος που μπορούσαν να Καλυφθούν,
δευτερόλεπτα πριν φανεί το πρώτο άλογο με τον
αναβάτη του στην Κορυφή του Λόφου.
Ο Άγγλος Στρατηγός ξεπέζεψε και προχώρησε
προς το μέρος τους. “Έτσι παρακούς τις εντολές,
ε; Μπράβο, Τάουνσεντ. Σήμερα, κύριοι, γίνατε
μάρτυρες στη γένεση ενός Ήρωα. Τώρα, τι λέτε,
να απαλλάξουμε τον Κόσμο από μερικούς απ’ αυ­
τούς τους Πηδηχτούληδες, ε; Θα στείλουν πρώτα
το πεζικό. Α, και να τοι που έρχονται, όλο υπε­
ροψία και ανυποψίαστοι. Ήρεμα, άντρες. Περιμέ­
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ί α 59

νετε... περιμένετε... περιμένετε. Πρώτη γραμμή,


προχωρήστε, παρακαλώ. Γονατιστέ. Υψώστε τα
όπλα σας. Περιμένετε. Περιμένετε. Π υρ!”
Την ώρα που έπεφτε το Δειλινό, ο Ήρωάς μας
μπήκε στο στρατόπεδο, ματωμένος αλλά όχι γο-
νατισμένος, με τα Αθώα παιδιά που είχε σώσει,
όλα ορφανά, να χοροπηδούν χαρούμενα πίσω
του, με ένα γλυκό, ξανθό αγγελούδι, όχι περισ­
σότερο από τριών χρονών, καθισμένο στους Δυ­
νατούς Ώμους του, να κουνάει το καπελάκι του
Θριαμβευτικά, αλλά η Κυρία με το πυκνό βέλο
ήταν, περιέργως, Απούσα.
Ζήτω! φώναξαν οι συγκεντρωμένοι στρατιώ­
τες, υψώνοντας τα όπλα τους σε συνεχείς Χαι­
ρετισμούς, γιατί είχαν χάσει πολλούς Γενναίους
άντρες εκείνη τη μέρα, και το θέαμα των Παιδιών
δυνάμωσε ξανά την απόφασή τους να Συνεχίσουν
να Πολεμούν. Ζήτω! Ζήτω!
Οι γυναίκες του στρατοπέδου Έτρεξαν, μάζε­
ψαν τα Παιδιά και τα πήγαν στο μαγειρείο για να
τα τάΐσουν, και ο γενναίος μας Λοχαγός βρέθηκε
περικυκλωμένος από τους άντρες του, που Όλοι
ήθελαν να τον χτυπήσουν στην πλάτη, να του σφί­
ξουν το χέρι.
Ζήτω! Ζήτω! Μακάρι όλος ο κόσμος να Χαρεί
με αυτή τη γεμάτη Μετριοφροσύνη Γενναιότητα!
...και έτσι, Αγαπητοί Αναγνώστες, έγινε Ή ρω­
ας ο Βαρόνος Κούπερ Μαγκίνλι Τάουνσεντ.
Υπάρχει ακόμη Κάτι, πριν τελειώσουμε αυτή
την ιστορία, αν και δε θα Ικανοποιήσουμε, δυστυ­
χώς, τους πιο Περίεργους.
K a s e y M ic h a e l s

Μια τολμηρή Ερώτηση από ένα γνωστό του,


για τις Γρατζουνιές που είχε στο μάγουλό του,
που την ακολούθησε μια Υπόθεση για το πώς έγι­
ναν, προκάλεσε μια Προειδοποιητική Πράσινη
Αστραπή από τα μισόκλειστα μάτια του Τάουν­
σεντ, που στη συνέχεια χαμογέλασε και Εξήγησε
ότι μια Αγια Καλόγρια πήγαινε τα Παιδιά στο μο­
ναστήρι της για Ασφάλεια, αλλά του τα είχε δώ­
σει ευχαρίστως, καθώς τα τρόφιμα στο μοναστήρι
ήταν περιορισμένα.
Μια έρευνα στην περιοχή μέρες μετά την ορι­
στική ήττα του Βοναπάρτη, αποκάλυψε πως Δεν
Υπήρχε εκεί Μοναστήρι. Υπήρχε, όμως, Αγαπη­
τοί Αναγνώστες, μια όμορφη Αγροικία, την οποία
ήταν φανερό πως είχαν Εγκαταλείψει γρήγορα,
και είχε απομείνει μόνο μια οικονόμος, η οποία
Επιβεβαίωσε πως μια νέα γυναίκα, που φορούσε
πάντα Πυκνό Βέλο, Έμενε εκεί αρκετές εβδομά­
δες πριν φύγει βιαστικά, αφήνοντας πίσω, ως πλη­
ρωμή, μόνο ένα Παράξενο Δαχτυλίδι με Σφραγι­
δόλιθο, ένα δαχτυλίδι που τώρα βρίσκεται στην
Κατοχή εκείνων που είναι Γνωστοί για τη Διακρι-
τικότητά τους.
Αλλά μην ανησυχείτε, Πιστοί Αναγνώστες,
γιατί οι Τολμηρές Περιπέτειες του ήρωά μας δεν
τελειώνουν με αυτό το ένα δείγμα γενναιότητας.
Επιστρέφοντας στο όμορφο νησί μας, ο Βαρόνος
Κούπερ Μαγκίνλι Τάουνσεντ, όπως είναι πλέον
με Διαταγή του Στέμματος, συνέχισε τις Γενναί­
ες και Σωτήριες Πράξεις του, προστατεύοντας
προσωπικά την Τιμή αρκετών δεσποινίδων που
μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ργα σία 61

η Αρετή τους αντιμετώπιζε Θανάσιμο Κίνδυνο,


ενώ το Μυστήριο παραμένει -ποια είναι η Κυρία
με το Βέλο;»

Η Ντάνι άφησε την ανάσα που δεν είχε καταλάβει


ότι κρατούσε και έκλεισε τη φυλλάδα. «Μια κυρία με
βέλο; Τι ανοησία», είπε, γιατί εκείνο που την ενδιέφερε
περισσότερο ήταν το τολμηρό κατόρθωμα και όχι κάτι
τόσο εμφανώς φανταστικό όσο μια κυρία με βέλο. Και
μέσα σ’ όλα, ένα δαχτυλίδι με σφραγιδόλιθο, το τέλειο
ίχνος για κάποιον που θα ήθελε να αναζητήσει την προ­
έλευσή του. Αλλά, υπέθετε, κάθε ιστορία έπρεπε να πε­
ριέχει μια κυρία, κατά προτίμηση με βέλο, ή όμορφη,
ή και τα δύο, αλλιώς οι κύριοι δε θα έκαναν τον κόπο
να ασχοληθούν και να παρακολουθούν με το δάχτυλό
τους αράδα την αράδα, για να μη χάσουν ούτε μια λέξη.
Οι άντρες ήταν τόσο παιδιά! Και οι γυναίκες, δυστυχώς,
ήταν ίσως ακόμη χειρότερες, καθώς έβλεπαν τον εαυτό
τους στο ρόλο του θύματος που σώζεται.
«Άμαξα, δεσποινίς Ντάνι».
Με μια τελευταία, γρήγορη ματιά στο εξώφυλλο της
φυλλάδας -είχε βάλει στην αρχική της καταγραφή τα
υπέροχα, ψηλά ζυγωματικά του;-, η Ντάνι την έχωσε
κάτω από τα μαξιλάρια του καναπέ και πέρασε τα χέρια
της από τα μαλλιά της, το μπούστο και τη φούστα της,
απλώς για να βεβαιωθεί πως όλα ήταν ακόμη έτσι όπως
τα είχε περιποιηθεί πολύ προσεκτικά, περιμένοντας τους
επισκέπτες της.
Πίεσε μια ακόμη φορά με το χέρι της το στήθος της,
καθάρισε το λαιμό της όσο πιο διακριτικά μπορούσε,
ελπίζοντας πως αυτό θα μπορούσε να ηρεμήσει λίγο το
62 K a s e y M ic h a e l s

γρήγορο χτυποκάρδι της, και κάρφωσε το βλέμμα της


στην πόρτα.
Αλλά όχι! Δε γινόταν να φανεί πως απλώς καθόταν
εκεί, περιμένοντάς τον. Ασφαλώς ένας ήρωας θα είχε
ήδη μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, δε χρειαζόταν να
νομίσει πως μετρούσε τα λεπτά μέχρι την άφιξή του.
Πετάχτηκε όρθια καθώς άκουσε τον Τίμερλι να καλω­
σορίζει τους επισκέπτες και κοίταξε γύρω της ξέφρενα
για να βρει κάτι να φαίνεται απασχολημένη όταν θα τους
ανήγγελλε ο μπάτλερ.
Να στηριχτεί στο ράφι του τζακιού θα ήταν γελοίο
και, έτσι κι αλλιώς, αυτή ήταν μια στάση που έπαιρναν
οι άντρες, άσε που θα έπρεπε να σηκώσει το λογισμένο
μπράτσο της πάνω από το κεφάλι της, για να ακουμπή-
σει τον αγκώνα της στο ράφι. Εντόπισε το καλάθι με
το κέντημα της αδελφής της και το απέρριψε την ίδια
στιγμή. Για όνομα του Θεού, θα προτιμούσε να την πε-
ριλούσουν με καυτό λάδι, παρά να τη βρουν να κεντάει.
Τι να κάνει, τι να... μισό λεπτό, τα λουλούδια! Πρέπει
να υπήρχαν πέντε τεράστια μπουκέτα σκορπισμένα στο
δωμάτιο, το ένα πιο όμορφο απ’ το άλλο. Πόσο θα εντυ­
πωσιάζονταν οι κύριοι όταν θα έβλεπαν τι ωραία δου­
λειά έκανε! Έτρεξε σε ένα στρογγυλό τραπέζι που είχε
επάνω ένα άψογα τακτοποιημένο μπουκέτο και τράβηξε
τέσσερα λουλούδια από το πορσελάνινο βάζο. Τα τρία
απ’ αυτά τα ακούμπησε στο τραπέζι, ρίχνοντας νερό στη
φούστα της, και το ένα το κράτησε στο χέρι της, παγώ­
νοντας σε μια κίνηση που έδειχνε ότι ήταν έτοιμη να το
βάλει μαζί με τα υπόλοιπα.
«Α, κύριοι», γουργούρισε, στρέφοντας ελαφρά to κε­
φάλι της όταν ο Τίμερλι τους ανήγγειλε, βλαστημώντας
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 63

από μέσα της τον υποκόμη, που είχε τηρήσει την υπό­
σχεσή του να βοηθήσει. Ειλικρινά, θα προτιμούσε να εί­
χε πάει κάπου αλλού, να διασκεδάσει σε βάρος κάποιου
άλλου. «Τι ευγενικό εκ μέρους σας που ήρθατε. Τίμερλι,
αναψυκτικά, σε παρακαλώ».
«Μάλιστα, δεσποινίς Ντάνι», είπε γκρινιάρικα ο μπάτ­
λερ, ενώ υποκλινόταν. «Αλλά η κόμισσα θα χαιρόταν
πολύ αν σταματούσατε να παίζετε με τα λουλούδια. Η
εξοχότητά της και η κυρία Τίμερλι χρειάστηκαν μια ώρα
σχεδόν για να τα τακτοποιήσουν σήμερα το πρωί».
Το ξέσπασμα του γέλιου του υποκόμη συνόδεψε την
έξοδο του ψηλομύτη μπάτλερ από το καθιστικό, ενώ η
Ντάνι δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο από το να πάρει
τα υπόλοιπα λουλούδια και να τα χώσει όπως όπως στο
βάζο. Οι μπάτλερ μπορούσαν να είναι τόσο μειωτικοί.
«Υποθέτω ότι ξεμπροστιάστηκα», παραδέχτηκε αμέ­
σως, σκουπίζοντας μεταξύ τους τα υγρά χέρια της, κα­
θώς επέστρεφε στον καναπέ. «Έλπιζα να φανώ ικανή,
αλλά η αλήθεια είναι πως έχω πολύ λίγες από τις δεξιό­
τητες που εκτιμώνται στους καλούς κύκλους. Παρακα­
λώ, κύριοι, καθίστε».
Κι ο εξοργιστικός υποκόμης είπε πάλι το λογάκι του:
«Όπως το να ξαφρίζετε πράγματα από τσέπες;»
Στράφηκε στο βαρόνο που της φάνηκε, έτσι τουλά­
χιστον ήλπιζε, ότι το διασκέδαζε λιγάκι. Επομένως, θα
έκανε κι εκείνη το ίδιο. «Μάλιστα, μιλόρδοι, αν κι εγώ
προτιμώ να λέω πως παίρνω πίσω ό,τι μου ανήκει. Το
διάβασα, φυσικά, απ’ την αρχή ως το τέλος. Πόσα από
αυτά είναι αλήθεια, κύριε, και πόσα θα μπορούσαν να
χαρακτηριστούν ένα μάτσο ανοησίες; Όσο για το δαχτυ­
λίδι με το σφραγιδόλιθο, το δελεαστικό ίχνος που απλώς
64 K a s e y M ic h a e l s

έτυχε να μείνει πίσω για να ανακαλυφθεί από τον ανώ­


νυμο βιογράφο σας; Θα έλεγα ότι τόσο αυτό όσο και η
κυρία με το βέλο αναφέρθηκαν μόνο για να παρακινή­
σουν στην αγορά του Δεύτερου Τόμου. Μήπως, κατά τύ­
χη, έχετε ένα αντίτυπο ή ξέρετε πού μπορώ να βρω ένα;»
Ο όμορφος, διάσημος Κούπερ Μαγκίνλι Τάουνσεντ,
που είχε μείνει σιωπηλός μέχρι εκείνη τη στιγμή, με τον
αγκώνα του στηριγμένο στο μπράτσο της πολυθρόνας
και το σαγόνι του να ακουμπάει στο χέρι του, αγνόησε
την ερώτηση και είπε: «Πού είναι η κόμισσα; Θα έλεγα
ότι μέχρι τώρα θα σας είχε δέσει, φιμώσει και κλειδώσει
στο παιδικό δωμάτιο».
«Ωχ, άουτς», είπε ο υποκόμης, μορφάζοντας κωμι­
κά. «Πόνεσε αυτό, δεσποινίς Φόστερ; Θα έλεγα μάλλον
όχι, κρίνοντας από το πλατύ χαμόγελό σας. Μπορούμε
να τον αγνοήσουμε, ξέρετε. Έχει κακή διάθεση όλη τη
μέρα. Όχι ότι είναι ποτέ ιδιαίτερα χαρούμενος, καθώς εί­
ναι εκ φύσεως ένας ήρεμος, λογικός και σχεδόν βαρετός
άντρας. Οι φίλοι μου κι εγώ τον ανεχόμαστε γιατί έχει
καλή καρδιά, καταλαβαίνετε. Επιπλέον, με τη λογική
του, καταφέρνει να μας γλιτώνει από τους περισσότε­
ρους μπελάδες μας από τότε που ήμασταν παιδιά. Έτσι
δεν είναι, Κουπ;»
Η Ντάνι διατήρησε το χαμόγελό της, αλλά καθώς
δεν ήταν αυθόρμητο, τα μάγουλά της είχαν αρχίσει να
πονάνε. «Οι δοκιμασίες και οι ταλαιπωρίες τού να είσαι
ήρωας πρέπει να είναι πολύ βαριές». Κοίταξε τολμιηρά
σχεδόν αυτά τα πράσινα μάτια, που ξαφνικά είχαν σκο­
τεινιάσει. Ένιωσε να τη διαπερνούν, πράγμα εκνευριστι-
κό, αν και λιγάκι απολαυστικό. «Αισθάνομαι απαίσια,
ένα τέρας που καταχράται την καλοσύνη σας, και ό,τι
Μ ΙΑ Σ Κ Α Ν Δ Α Λ Ω Δ Η Σ Σ Υ Ν Ε Ρ Γ Α Σ ΙΑ 65

άλλο άθλιο μπορείτε να σκεφτείτε, αλλά φοβάμαι ότι


πρέπει να ζητήσω να τηρήσετε το λόγο σας. Η αδελφή
μου χρειάζεται πραγματικά έναν ήρωα. Βρίσκεται σε
τρομερό αδιέξοδο».
Ο Κούπερ σηκώθηκε. «Ναι, φυσικά. Φοβάμαι πως
ο υποκόμης έχει δίκιο. Η συμπεριφορά μου τόσο τώρα
όσο και στην Μποντ Στρητ είναι παραπάνω από αξιο­
κατάκριτη και δε φταίει κανείς άλλος πέρα από τη δική
μου κακή διάθεση», Υποκλίθηκε, γέρνοντας κομψά τη
μέση του, και πρόσθεσε: «Πώς μπορώ να επανορθώσω,
δεσποινίς Φόστερ;»
Η Ντάνι ήξερε τις διάφορες πλευρές του χαρακτήρα
της, και μία απ’ αυτές ήταν ότι το τσαγανό (και τα λό­
για) δεν της έλειψε ποτέ. «Μια βόλτα στο Χάιντ Παρκ,
σήμερα, στις πέντε, δε θα ήταν κακή ιδέα. Μια εμφάνισή
μου με τον ήρωα θα ήταν, πιθανότατα, ό,τι καλύτερο για
τη φήμη μου και αυτό θα εξευμένιζε την αδελφή μου,
η οποία πιστεύει πως δεν υπάρχει πια ελπίδα για μένα.
Λόρδε Νέλμπορν; Γελάτε ξανά; Διασκεδάζετε εύκολα,
έτσι δεν είναι; Έχετε σκεφτεί ποτέ να κυκλοφορήσετε
δημοσίως με μια μαϊμού δεμένη με αλυσίδα; Θα μπο­
ρούσατε να φοράτε ίδια καπέλα».
Τότε, για πρώτη φορά, η Ντάνι άκουσε το γέλιο του
βαρόνου, καθαρό, και πλούσιο, και υπέροχα γοητευτι­
κό. Και το καλύτερο, γελούσε με ολόκληρο το σώμα του
-πλατύ χαμόγελο, το ηλιοκαμένο δέρμα γύρω από τα
μάτια του ζαρωμένο, οι ώμοι του να δονούνται, καθώς
έδειχνε τη θυμηδία του.
«Δεσποινίς Φόστερ», είπε, καθώς καθόταν ξανά, αυ­
τή τη φορά με τα πόδια του ελαφρά ανοιχτά και τους
αγκώνες στα γόνατά του, καθώς έσκυβε προς το μέρος
66 K a s e y M ic h a e l s

της, «θα ήμουν ευτυχής. Αλλά, αντίθετα, πιστεύω πως


το να δουν εμένα μαζί σας θα ήταν ό,τι καλύτερο για
τη φήμη μου, καθώς πιστεύω ότι θα κάνετε θραύση στη
Μικρή Σεζόν».
Τώρα έγειρε προς τα εμπρός η Ντάνι, νιώθοντας κά­
θε λεπτό που περνούσε όλο και πιο άνετα. «Βλέπετε, αυ­
τό εννοώ», του είπε σοβαρά. «Η Μάρι δεν είναι τόσο σί­
γουρη και ξέρω ότι η μητέρα μου κάθεται στο σαλονάκι
της, στο σπίτι, και κάνει, ίσως και αυτή τη στιγμή, τάμα­
τα στον Κύριο, μήπως Εκείνος καταφέρει να με κρατή­
σει σιωπηλή μέχρι κάποιος φτωχός ανόητος αποφασίσει
πως δεν μπορεί να ζήσει χωρίς κοκκινομάλλικα παιδιά».
«Δεσποινίς Φόστερ, η ειλικρίνειά σας είναι άλλο πράγ­
μα. Νομίζω πως σας λατρεύω», παρενέβη ο λόρδος Νέλ-
μπορν.
«Μαζέψου, Ντάρμπι», προειδοποίησε ήρεμα ο βαρό­
νος. «Αγνοήστε τον, δεσποινίς Φόστερ. Είναι πολύ πιο
συνηθισμένος να είναι εκείνος που κάθε του λέξη θεω­
ρείται αριστούργημα στεγνού χιούμορ».
«Καυστικού χιούμορ», διόρθωσε ο υποκόμης. «Είμαι
ένας παρατηρητής, δεσποινίς Φόστερ, και, κατά καιρούς,
αρέσκομαι να μοιράζομαι αυτές τις παρατηρήσεις».
«Κατάλαβα. Και ποιες είναι οι παρατηρήσεις σας για
την κατάσταση όπως έχει αυτή τη στιγμή, λόρδε μου;
Εννοώ μ’ εμάς τους τρεις εδώ».
Ο Ντάρμπι κοίταξε αρκετή ώρα το φίλο του και έπει­
τα κούνησε το κεφάλι του. «Όχι, όχι σήμερα. Νομίζω
πως θα περιμένω. Μπορεί να είναι ασφαλέστερο». Ση­
κώθηκε έπειτα, τη στιγμή που ο Τίμερλι έμπαινε στο
δωμάτιο με την τσαγιέρα και μερικά κέικ. «I Ιιο ιεύω ότι
θα έπρεπε τώρα να θυμηθώ πως έχω ένα μανιι.βού με
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ί α 67

το ράφτη μου. Ή , ίσως, με τον προμηθευτή κρασιών.


Σε κάθε περίπτωση, δεσποινίς Φόστερ, αποχωρώ και
αφήνω εσάς τους δύο να συζητήσετε το πρόβλημα της
εξοχότητάς της χωρίς εμένα στη μέση. Κουπ, αν αποδει­
χτεί ότι όντως χρειάζεται η βοήθειά μου, με ενημερώνεις
αργότερα».
«Δειλέ», μουρμούρισε ο Κουπ, καθώς ο υποκόμης
έβγαινε από το δωμάτιο πριν από τον Τίμερλι. Έπειτα
στράφηκε προς την Ντάνι, που προσπαθούσε να πάρει
το πιο αθώο της ύφος. Κάτι που, δυστυχώς, ποτέ δεν είχε
καταφέρει με επιτυχία.
«Ξέρω ότι είστε νέα και σχετικά άπειρη ως προς την
κοινωνική συμπεριφορά, αλλά νιώθω υποχρεωμένος να
ρωτήσω -θελήσατε επίτηδες να διώξετε τον καλό μου
φίλο από το σπίτι;»
Η Ντάνι έγειρε πίσω στα μαξιλάρια, με το ένα χέ­
ρι στο στήθος της. «Εγώ; Να κάνω κάτι τόσο ύπουλο
ώστε να υπαινιχθώ ότι η παρουσία του δεν ήταν, επί του
παρόντος, απαραίτητη;» Ακούμπησε τα χέρια της στη
φούστα της. «Ναι, φυσικά. Η αδελφή μου με έβαλε να
υποσχεθώ πως δε θα αποκάλυπτα την ταπείνωσή της
στον υποκόμη».
«Θα μπορούσατε να του ζητήσετε να φύγει».
Η Ντάνι στριφογύρισε τα μάτια της. «Τώρα, αυτό,
λόρδε μου, θα ήταν αγενές. Να σερβίρω;»
«Όχι σ ’ εμένα, ευχαριστώ, γιατί δε θα μείνω πολύ.
Ξέρετε τι είστε, δεσποινίς Φόστερ; Είστε η αδελφή που
χαίρομαι πολύ που δε γέννησε ποτέ η μητέρα μου».
Η Ντάνι είχε απλώσει το χέρι της προς την ασημένια
τσαγιέρα, αλλά το τράβηξε, καθώς δεν είχε παραστήσει
ποτέ πριν την οικοδέσποινα και ανησυχούσε λίγο μήπως
68 K a s e y M ic h a e l s

το χέρι της έτρεμε, προδίδοντας τα αληθινά συναισθή-


ματά της, τώρα που βρισκόταν, στην ουσία, μόνη με το
βαρόνο (η Έμαλαϊν ροχάλιζε απαλά, αλλά ευδιάκριτα).
Θα ένιωθε προσβεβλημένη αν δεν υπήρχε ένα χαμόγελο
στο πρόσωπο του βαρόνου. «Το ίδιο νιώθει και η αδελ­
φή μου, ή σχεδόν. Έ χει πει πολλές φορές ότι θα ευχόταν
να μην με είχαν γεννήσει οι γονείς μου ή κάπως έτσι.
Φυσικά, το ίδιο λέει και για τον Ντέξτερ, τον αδελφό
μας. Αλλά δεν το εννοεί».
«Τότε, υποθέτω πως ούτε εγώ το εννοώ. Για την ακρί­
βεια, θα πείσω τον εαυτό μου ότι δεν είστε τίποτα άλλο
από μια μικρότερη αδελφή, που ξεχειλίζει από καλές
προθέσεις. Μπορώ να το κάνω αυτό με ασφάλεια, δε­
σποινίς Φόστερ;»
«Ω, ναι, ναι. Αυτό ακριβώς είμαι. Όχι ότι δεν είμαι
έξαλλη που κατάφερε να μπλέξει σε τέτοιους μπελάδες.
Σοβαρά. Είναι κάτι που μάλλον εγώ θα έκανα -ή , του­
λάχιστον, έτσι θα έλεγε η μητέρα μας. Μόνο που, ενώ
είμαι εξοργιστική πολλές φορές, ακόμη και απογοητευ-
τική, δεν είμαι εντελώς ηλίθια».
«Ο φίλος μου ο Όλιβερ παντρεύτηκε μια ηλίθια;
Πρέπει να καταλάβετε πως, όσο κι αν επιθυμώ να βοη­
θήσω τη γυναίκα του, αρνούμαι να κάνω οτιδήποτε θα
τον έβλαπτε».
«Ο φίλος σας ο Όλιβερ παντρεύτηκε ένα χαμόγελο
γλυκό σαν ζάχαρη, δυο εκφραστικά γαλάζια μάτια και
ένα λεπτό, απαλό κορμί, το οποίο τον τράβηξε όπως το
μέλι τις μέλισσες, και έπειτα βρέθηκε δεμένος με μια
χαζή ρομαντική, η οποία πιστεύει ότι θα έπρεπε να συνε­
χίσει να την κορτάρει κάθε μέρα, για όλη την υπόλοιπη
ζωή τους. Της το είπα, αυτά τα πράγματα... ξεθωριάζουν
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ί α 69

έπειτα από λίγα χρόνια, και ο ένας αρχίζει να νιώθει


άνετα με τον άλλο, όπως συμβαίνει με τους γονείς μας.
Αλλά δεν το πιστεύει αυτό. Η Μάρι... η Μάρι χρειάζεται
προσοχή. Και... και δράμα».
«Πράγματα που ο κόμης δεν της παρέχει πια; Με κά­
νετε και κοκκινίζω, δεσποινίς Φόστερ».
Η Ντάνι ανασήκωσε τους λεπτούς ώμους της. Όλες
αυτές οι εξηγήσεις ήταν πιο δύσκολες απ’ όσο είχε φα­
νταστεί. «Επειδή δεν ξέρω λεπτομέρειες της προσω­
πικής τους ζωής, δεν μπορώ να το απαντήσω αυτό και
εσείς, μιλόρδε, δε θα έπρεπε να ρωτάτε. Μπορώ μόνο
να σας πω ότι ξέχασε τα γενέθλιά της, πριν φύγει για το
βορρά με τους φίλους του, να ψαρέψουν σολομούς ή να
κυνηγήσουν φτερωτά πλάσματα, το οποίο - α π ’ ό,τι φαί­
νεται- θεωρείται από τη γυναίκα του ως απόδειξη της
αδιαφορίας του».
Ο Κουπ έξυσε ένα σημείο ακριβώς πίσω από το αρι­
στερό αυτί του. «Μάλλον θα έπρεπε να το προσθέσω κι
αυτό στη λίστα μου με τους κινδύνους του γάμου».
«Κρατάτε λίστα; Μήπως έχετε και μία με τα πλεονε­
κτήματα της έγγαμης ζωής;»
«Όχι, αλλά αν ποτέ σκεφτώ κάτι, θα το σημειώσω.
Δεσποινίς Φόστερ, μπορούμε, παρακαλώ, να έρθουμε
στο θέμα; Η αδελφή σας θέλησε να εκδικηθεί τον Όλι-
βερ, έτσι δεν είναι; Τι έκανε; Και μη μου πείτε, σας πα­
ρακαλώ, πως βρήκε εραστή, γιατί δεν έχω ιδέα πώς να
τη σώσω από κάτι τέτοιο, εκτός αν περιμένετε να σκο­
τώσω κάποιον για χάρη της. Πράγμα που δε θα κάνω».
«Α, με απογοητεύετε, μιλόρδε. Θα ήταν, δηλαδή,
μεγάλη απαίτηση να προσβάλετε τους προγόνους αυτού
του άντρα ή κάτι τέτοιο κι έπειτα να μονομαχήσετε με
70 K a s e y M ic h a e l s

πιστόλια το χάραμα; Ως ήρωας, υποθέτω ότι ξέρετε κα­


λό σημάδι, οπότε αυτό δε θα ήταν πρόβλημα για εσάς».
«Και έπειτα να δραπετεύσω στην ηπειρωτική Ευρώ­
πη και να μείνω εκεί το υπόλοιπο της ζωής μου, επειδή
οι μονομαχίες είναι παράνομες και αν έμενα εδώ θα με
κρεμούσαν;»
«Ναι, υποθέτω πως αυτό είναι μεγάλη απαίτηση. Τι
είστε διατεθειμένος να κάνετε;»
«Όσο δεν ξέρω την ακριβή φύση του προβλήματος,
τίποτα. Σας θυμίζω και πάλι ότι ο Όλιβερ είναι φίλος».
«Ήθελα να αποφύγω τις λεπτομέρειες», είπε η Ντάνι,
νιώθοντας σίγουρη πως αν του έλεγε την αλήθεια -ό τι
δηλαδή απολάμβανε την ως τώρα ανούσια συνομιλία
τους-, αυτό απλώς θα παρέτεινε τη στιχομυθία τους και
της ήταν ήδη δύσκολο να μη λιώνει κάθε φορά που κοι­
τούσε τα πράσινα μάτια του.
«Μην τις αποφεύγετε άλλο, δεσποινίς Φόστερ. Βρή­
κε η κόμισσα κάποιον εραστή που τώρα εύχεται να εξα­
φανιστεί, κατά προτίμηση χωρίς ίχνος;»
Η Ντάνι κούνησε το κεφάλι της. «Σχεδόν κάτι τέτοιο,
αλλά όχι τόσο φοβερό ώστε να απαιτείται μια οριστική
λύση. Άρχισε αλληλογραφία με -κ α ι το λέω με όση αη­
δία μου δημιουργούν οι λέξεις- έναν κρυφό θαυμαστή».
Τώρα ήταν η σειρά του βαρόνου να σηκώσει τους
ώμους του. «Αυτό είναι όλο; Συμφωνώ μαζί σας. Αν
επρόκειτο να βάλουμε σε σειρά όλες τις παντρεμένες
κυρίες της καλής κοινωνίας που έχουν ανόητη αλληλο­
γραφία με υποτιθέμενους κρυφούς θαυμαστές, θα φτά­
ναμε από τη μια άκρη της χώρας στην άλλη. Δύο φορές.
Απλώς πείτε στην κόμισσα να σταματήσει να ανησυχεί.
Μ ια σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς σ υ ν ε ρ γ α σ ί α 71

Είμαι βέβαιος πως ο Όλιβερ θα καταλάβει, αν και δε


βλέπω γιατί θα έπρεπε να του το πει».
«Αν ήταν τόσο εύκολο, λόρδε μου, δε θα κάναμε αυτή
τη συζήτηση. Η αδελφή μου έγραψε τις πιο απόκρυφες
σκέψεις της σ’ αυτό τον άνθρωπο, τα παράπονά της και
τις αμφιβολίες της γι’ αυτό το τέρας τον Όλιβερ, τον φρι­
χτά αντιρομαντικό και, πιθανόν, ερωτύλο, ο οποίος της
ράγισε την καρδιά πριν φύγει με τους φίλους του για να
κάνουν ένας Θεός ξέρει τι. Ξεγύμνωσε την καρδιά της,
λόρδε μου, την ταλαιπωρημένη, μελοδραματική ψυχή
της. Και έγραψε ό,τι δε θα έπρεπε ποτέ να είχε γράψει».
Ο βαρόνος μετακινήθηκε ελαφρά. Τα μάγουλά του
κοκκίνισαν λίγο, πράγμα που ήταν αξιολάτρευτο, ειδικά
για έναν ήρωα. «Χμμ. Αυτές οι εξομολογήσεις έφτασαν
στο σημείο να περιλάβουν θέματα... συζυγικής οικειότη­
τας; Σας παρακαλώ, πείτε όχι», πρόσθεσε γρήγορα.
Ακόμη και η Ντάνι ήξερε πως, σ’ αυτό το σημείο, θα
έπρεπε κι εκείνη να κοκκινίσει. Αλλά ίσως επειδή όλα
αυτά τα ήξερε ήδη ή ίσως επειδή δεν είχε ποτέ της την
εμπειρία της «συζυγικής οικειότητας» και επομένως δεν
αντιμετώπιζε το θέμα με την πρέπουσα σοβαρότητα,
απάντησε με το συνηθισμένο, ανάλαφρο τρόπο της: «Ή
τη λυπηρή έλλειψή της, λόρδε μου;»
«Δεν είναι καλό αυτό, δεν είναι», είπε εκείνος, σχε­
δόν ψιθυριστά.
«Γιατί;»
«Γιατί;» Την κοίταξε καταπρόσωπο τώρα. «Γιατί κα­
νένας άντρας δε θέλει να αμφισβητείται ο ανδρισμός του,
γ ι ’αυτό. Ποιος είναι αυτός ο κρυφός θαυμαστής;»
Η Ντάνι πήρε ένα κεκάκι λεμονιού και δάγκωσε μια
μπουκιά, μουρμουρίζοντας με γεμάτο στόμα, ελπίζοντας
72 K a s e y M ic h a e l s

να μην ακουστεί, αλλά ξέροντας ότι έπρεπε να του πει


την αλήθεια. «Και εδώ, λόρδε μου, βρίσκεται η καρδιά
του προβλήματος. Δε συνάντησε ποτέ της αυτό τον άν-
δρα ή, αν το έκανε, δεν ήξερε ότι είναι αυτός ο κρυφός
θαυμαστής της. Είναι ανόητο πέρα από κάθε όριο, αν
και η Μάρι είναι πεισμένη πως ο Όλιβερ δε θα δει τη
φαιδρή πλευρά του θέματος που βλέπω εγώ. Εν ολίγοις,
λόρδε μου, δεν ξέρει το όνομά του».
«Δεν... δεν ξέρει; Για όνομα του Θεού, δεσποινίς Φό­
στερ, πώς μπορεί να μην ξέρει το όνομα του κρυφού
θαυ... Όχι, μην απαντάτε. Γιατί τότε δε θα ήταν κρυφός,
θα ήταν; Εσείς οι γυναίκες είστε όλες για δέσιμο, μου
φαίνεται».
Η Ντάνι ένιωσε ότι ήταν απαραίτητο να υπερασπι­
στεί το φύλο της και, ίσως, ακόμη και την αδελφή της.
«Τώρα θα προκαλέσω εγώ εσάς. Οι γυναίκες είναι, σε γε­
νικές γραμμές, δέκα φορές πιο λογικές απ’ τους άντρες.
Κατ’ αρχάς, δε θα κάναμε ανόητους πολέμους. Ακόμη
και η αδελφή μου δεν είναι, συνήθως, τόσο ανόητη και
επομένως για δέσιμο. Απλώς αυτή τη στιγμή είναι ανα­
στατωμένη συναισθηματικά. Θεέ μου! Αναρωτιέμαι μή­
πως έχει δίκιο η κυρία Γιόδερς και είναι... Όχι, θα το
ήξερε, δε θα το ήξερε; Δεν μπορεί, αυτό θα το ήξερε».
Ο βαρόνος σηκώθηκε και άρχισε να βηματίζει. «Όταν
τελειώσετε τη συζήτηση με τον εαυτό σας, δεσποινίς Φό­
στερ, θα μπορούσαμε μήπως να επιστρέφουμε στο θέμα
του άγνωστου κρυφού θαυμαστή;»
Η Ντάνι άφησε κάτω το υπόλοιπο κέικ λεμονιού, που
ήταν το αγαπημένο της, καθώς η όρεξή της είχε εξαφα­
νιστεί, ίσως για πάντα. «Η μοδίστρα πιστεύει πως η κό­
μισσα είναι... σε ενδιαφέρουσα». Κοίταξε τον Κούπερ, ο
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ί α 73

οποίος τώρα στεκόταν ακίνητος. «Μια μοδίστρα δεν μπο­


ρεί να ξέρει καλύτερα από την ίδια τη γυναίκα, μπορεί;»
«Με ρωτάτε;»
«Όχι, μάλλον όχι. Δεν είστε τόσο ήρεμος και κυρι­
αρχημένος όσο φανταζόμουν πως θα ήταν ένας ήρωας,
ξέρετε».
«Ανάθεμα, δεν είμαι ήρωας!» Ύψωσε τα χέρια του.
«Σας ζητώ συγγνώμη, δεσποινίς Φόστερ, αλλά δεν είμαι
ήρωας. Όλα όσα διαβάσατε σ’ αυτή τη φρικτή φυλλάδα
είναι φαντασίες».
Ε, αυτό κι αν ήταν απογοητευτικό\ «Όλα; Δε σώσατε
τα παιδιά;»
Έγειρε το κεφάλι του στο πλάι για μια στιγμή. «Εντά­
ξει, αυτό είναι αλήθεια. Αλλά δεν το σχέδιασα. Απλώς...
απλώς συνέβη. Τη μια στιγμή στεκόμουν εκεί, μαζί με
όλους τους άλλους, και την άλλη είχα πετάξει το όπλο
μου και έτρεχα. Μου φάνηκε ότι αυτό έπρεπε να κάνω.
Άλλωστε τι σημασία έχει;»
«Φαντάζομαι ότι έχει σημασία για τα παιδιά που δεν
αφήσατε να τα ποδοπατήσουν ή να τα πυροβολήσουν
και για τους Άγγλους που μπόρεσαν μετά να υπερασπί­
σουν τους εαυτούς τους από την επίθεση των Γ άλλων.
Α, και για την κυρία με το βέλο. Υπήρχε κυρία με βέλο;»
«Μια άγια καλόγρια. Μια καλόγρια με βέλο, ναι».
«Τώρα λέτε ψέματα», είπε, χωρίς να ξέρει γιατί ήταν
τόσο σίγουρη, αλλά, παρ’ όλα αυτά, ήταν σίγουρη. «Όποια
κι αν είναι, την προστατεύετε. Γι’ αυτό εξαφανίστηκε. Την
πήγατε κάπου όπου ήταν ασφαλής και μόνο μετά επιστρέ-
ψατε στο στρατόπεδο, ώρες μετά τη μάχη. Ακόμη και
τώρα, την προστατεύετε. Πρέπει να είναι πολύ σημαντι­
κή για κάποιον».
74 K a s e y M ic h a e l s

Τα πράσινα μάτια του άστραψαν, τα βλέφαρά του


στένεψαν -ακριβώς όπως είχε περιγράφει ο άγνωστος
βιογράφος του. «Δε σας συμπαθώ, δεσποινίς Φόστερ».
«Αυτό είναι κατανοητό. Μπήκα με το ζόρι στη ζωή
σας, έτσι δεν είναι; Δεν ντρέπομαι, όμως, γι’ αυτό, καθώς
η αδελφή μου χρειάζεται απεγνωσμένα έναν ήρωα, είτε
πρόθυμο είτε απρόθυμο», του απάντησε ζωηρά. «Δυστυ­
χώς για εσάς, είστε άνθρωπος που κρατάτε το λόγο σας,
επειδή είστε ακόμη εδώ, ενώ κάποιος πιο μικρόψυχος θα
είχε γκρεμίσει την εξώπορτα του κόμη απ’ τη βιασύνη
του να φύγει. Φυσικά, ξέρει ποια είναι».
«Τι πράγμα;»
«Ω, συγγνώμη. Αναφέρομαι πάλι στην αδελφή μου
και στον κρυφό θαυμαστή της. Την ξέρει επειδή τα ση­
μειώματα που της έγραφε παραδίνονταν εδώ. Αυτό είναι
λογικό. Αλλά την ξέρει, επίσης, επειδή, ανοήτως, υπέ­
γραφε τα γράμματά της με το όνομά της. Πιθανόν με μια
καλλιγραφική υπογραφή και περιλαμβάνοντας τον τίτλο
της. Η Μάρι μπορεί να είναι λίγο ζωντόβολο ώρες ώρες».
«Εντάξει, νομίζω ότι, τελικά, καταλαβαίνω. Η αδελ­
φή σας θέλει να ανακαλύψω την ταυτότητα του ανώ­
νυμου θαυμαστή της, ώστε να πάρω πίσω τα γράμματά
της. Και πώς υποτίθεται ότι θα το κάνω αυτό, δεσποινίς
Φόστερ; Μήπως η αδελφή σας κρατά έναν κατάλογο με
τους θαυμαστές της; Για να ξεκινήσω από κάπου, κατα­
λαβαίνετε».
«Όχι, και δεν είναι τόσο απλό. Υποθέτω ότι μπορώ
να σας δείξω τα γράμματα που της έγραψε εκείνος. Ίσως
υπάρχει εκεί κάποιο ίχνος που παρέβλεψα. Αλλά το πρό­
βλημα είναι η τελευταία επιστολή του -μάλλον θα έπρε­
πε να πω, η τελευταία προς το παρόν».
Μ ΙΑ Σ Κ Α Ν Δ Α Λ Ω Δ Η Σ Σ Υ Ν Ε Ρ Γ Α Σ ΙΑ 75

Και λέγοντας αυτά, έβαλε το χέρι στην τσέπη της και


έβγαλε ένα διπλωμένο σημείωμα που του το έδωσε.
Το κοίταξε σαν να μην ήθελε να το αγγίξει, και έπει­
τα, ξαφνικά, σχεδόν της το άρπαξε. Ξεδιπλώνοντάς το,
διάβασε δυνατά:

«Πεντακόσιες λίρες αλλιώς το επόμενο πρόσωπο


που θα διαβάσει τα γράμματά σου θα είναι ο σύ­
ζυγός σου, ακριβώς πριν η συλλογή δημοσιευτεί
σε ένα βιβλιαράκι με τίτλο Εξομολογήσεις μιας
Κυρίας της Καλής Κοινωνίας που Αναγκάστηκε να
Γυρέψει Παρηγοριά στην Αγκαλιά Κάποιου Άλλου,
Αφού την Απέρριψε ο Σύζυγός της, ο Οποίος εί­
ναι Προφανώς Απρόσβλητος Από τις Γυναικείες
Χάρες, Προτιμώντας τη Συντροφιά Άλλων με τις
Δικές του Προτιμήσεις.
»Ναι, πρόκειται για εκβιασμό και είμαι αρκετά
καλός σ ’ αυτό. Ο άντρας σου επιστρέφει σύντομα,
λαίδη μου, και δεν έχεις πολύ χρόνο. Θα επικοι­
νωνήσω ξανά».

«Μπορείτε να δείτε ότι είναι αρκετά συγκεκριμένος


και, συγχρόνως, ενοχλητικά ασαφής. Η Μάρι δεν έχει
ιδέα πώς να βρει πέντε λίρες χωρίς να της ζητήσει απ’
τον άντρα της, πόσω μάλλον πεντακόσιες, αλλά είναι
βέβαιη πως ό,τι υπαινίσσεται αυτός ο άντρας θα ανα­
στατώσει πολύ τον Όλιβερ».
«Θα τον αναστατώσει; Δεσποινίς Φόστερ δεν έχετε
ιδέα, ευτυχώς. Τον μπάστ... Πότε έφτασε αυτό;»
«Πριν από λίγες μέρες. Γιατί; Ω, όχι, δεν έχει επικοι­
νωνήσει ξανά με την αδελφή μου. Θα έπρεπε να ψά­
76 K a s e y M ic h a e l s

ξου με για ένα διακριτικό κοσμηματοπώλη να αγοράσει


μερικά από τα κολιέ της Μάρι ή νομίζετε πως πρόκειται
για απειλή χωρίς αντίκρισμα;»
«Όχι, δε νομίζω πως η κόμισσα πρέπει να θεωρήσει
ότι πρόκειται για απειλή χωρίς αντίκρισμα. Μπορώ να
το κρατήσω αυτό; Και έχετε τα υπόλοιπα γράμματά του;
Φαινόταν να είχε κινηθεί το ενδιαφέρον του τώρα;
Ναι. Ίσους ήταν ο ήρωας μέσα του, που έβγαινε στο προ­
σκήνιο. Ή ανησυχούσε για τον Όλιβερ. Ασφαλώς δε θα
μπορούσε να είναι κάτι άλλο, θα μπορούσε;
Η Ντάνι ανέσυρε κάτω από τα μαξιλάρια τα γράμμα­
τα, δεμένα τρυφερά με μια ροζ κορδέλα, επειδή η Μά­
ρι δεν έπαιρνε γρήγορα το μάθημά της, αν το έπαιρνε
καθόλου. Μπορεί ακόμη και τώρα να έτρεφε μια μικρή
ελπίδα πως ο εκβιαστής προσπαθούσε απλώς να την
αναγκάσει να του γράψει ξανά. Πράγμα το οποίο θα έκα­
νε μόνο πάνω από το πτώμα της Ντάνι, όπως είχε ενημε­
ρώσει την κόμισσα. Να διπλώνει τα σημειώματα και να
τα αφήνει...
«Ω, θα θέλατε ίσως να μάθετε πώς αλληλογραφού­
σαν», είπε, καθώς ο βαρόνος έβαζε τα γράμματα στην
τσέπη του. «Το πρώτο έφτασε με μια υπηρέτρια που της
το έδωσαν στο δρόμο, μαζί με ένα νόμισμα, και με οδηγί­
ες για την παράδοσή του. Της έκανα ερωτήσεις, φυσικά.
Δεν της έδωσε το σημείωμα ο ίδιος ο άντρας, αλλά ένας
νεαρός, ο οποίος στη συνέχεια εξαφανίστηκε. Τα υπό­
λοιπα τα έβαζαν σε μια κουφάλα, στο τρίτο δέντρο από
δεξιά, πίσω από το μέγαρο. Τα παράθυρα του δωματίου
μου βλέπουν στους στάβλους και αρκετές νύχτες κόρα
προσπάθησα να μείνω ξύπνια και να παρακολουθώ, αλ-
λά πρέπει να ομολογήσω πως δεν είμαι καλός φρουρός.
Μ Ι Α Σ Κ Α Ν Δ Α Λ Ω Δ Η Σ Σ Υ Ν Ε Ρ Γ Α Σ ΙΑ 77

Δεν κατάφερα ποτέ να μείνω ξύπνια πολύ μετά τα μεσά­


νυχτα και να μην αποκοιμηθώ στο πόστο μου».
Την κοιτούσε παράξενα τώρα, σαν να τη ζύγιζε. Τι
στο καλό σκεφτόταν;
«Όχι, δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Ακόμη και ο Ντάρ-
μπι δεν είναι τόσο ριψοκίνδυνος».
«Παρακαλώ;»
«Τίποτα, δεσποινίς Φόστερ. Υπάρχει κάτι άλλο που
θα θέλατε να μου πείτε;»
«Μόνο τις σκέψεις μου για το πώς να πιάσετε αυτό
τον αχρείο και να του δώσετε ένα καλό μάθημα. Θα το
κάνετε αυτό, έτσι δεν είναι, αλλιώς τι νόημα θα έχει να
μάθουμε, τελικά, ποιος είναι. Να, λοιπόν τι σκέφτομαι,
λόρδε μου. Πρέπει να επικοινωνήσει ξανά με την αδελ­
φή μου, σωστά; Να την απειλήσει με φριχτές επιπτώσεις
και να την αναστατώσει ξανά, έπειτα να της πει πού να
αφήσει τα χρήματα και όλες αυτές τις ανοησίες, έτσι
ώστε να εφορμήσει, φορώντας μάσκα και μια κάπα, και
να εξαφανιστεί με τα άνομα κέρδη του».
«Διαβάζετε αρκετά φτηνά μυθιστορήματα, έτσι;»
«Δε φταίω εγώ αν η μαμά ξεχνάει συχνά να τα κλει­
δώνει στο γραφείο της. Αλλά έχω δίκιο, δεν έχω; Έγραψε
ότι θα επικοινωνήσει. Αμφιβάλλω ότι θα αργήσει πολύ,
δε νομίζετε; Μπορεί να επιστρέφει ακόμη και απόψε,
για να βάλει ένα ακόμη μήνυμα στο δέντρο. Που σημαί­
νει ότι πρέπει να βρίσκεστε στο δωμάτιό μου πριν από
τα μεσάνυχτα. Είναι το καλύτερο στρατηγικό σημείο. Το
ξέρω, επειδή τα δοκίμασα όλα. Δεν υπάρχουν αρκετοί
θάμνοι για να καλυφθεί κανείς, τα παράθυρα της κουζί­
νας μόλις φτάνουν πάνω από το έδαφος, και θα μπορού­
σα να παρακολουθήσω από τα παράθυρα της αδελφής
μου μόνο αν την αναμείγνυα, πράγμα που δεν πρόκειται
78 K a s e y M ic h a e l s

να κάνω. Αν καταλάβαινε πως εμπλέκομαι προσωπικά


στην ατυχία της, θα με έστελνε κατευθείαν σπίτι. Και αν
προσπαθούσα να εκμεταλλευτώ τη θέα από τα δωμάτια
των υπηρετών στη σοφίτα, θα προκαλούσα πολλά σχό­
λια. Ω, και πριν ρωτήσετε, τα παράθυρα στο γραφείο
του Όλιβερ έχουν χρωματιστά τζάμια και δεν μπορεί κα­
νείς να δει τίποτα».
«Τα έχετε σκεφτεί όλα, έτσι;»
«Τα έχω. Που σημαίνει ότι το μόνο πλεονεκτικό ση­
μείο είναι τα παράθυρα του δωματίου μου». Του χαμογέ­
λασε, ξέροντας πως εκείνος αποθαρρυνόταν κάθε λεπτό
που περνούσε. «Είναι ένα στενό σπίτι, λόρδε μου, παρά
το μεγαλείο του».
«Αυτό το απέκλεισα ήδη, σας ευχαριστώ».
«Το αποκλείσατε; Ω, ώστε αυτό μουρμουρίζατε. Το
σκεφτήκατε, όμως, έστω για λίγο. Γιατί δε σας άρεσε η
ιδέα;»
«Τι να σας πω, δεσποινίς Φόστερ, δεν έχω ιδέα, εκτός
αν την κοιτάζω».
Η Ντάνι ήταν νέα, αλλά μερικά θέματα οι γυναίκες
τα αντιλαμβάνονται από τη στιγμή που γεννιούνται. «Η
φήμη σας φαίνεται ότι σας έχει φουσκώσει τα μυαλά,
λόρδε μου, καθώς υπερεκτιμάτε απίστευτα την ελκυστι-
κότητά σας».
«Υπέροχα. Τώρα, με καθυστέρηση μερικών αιώνων,
αποφασίσατε να προσβληθείτε. Δε σας πέρασε από το
μυαλό, δεσποινίς Φόστερ, ότι εσείς υποτιμάτε απίστευ­
τα τα θέλγητρά σας;»
Τώρα την είχε πατήσει, την είχε θυμώσει πραγματι­
κά. Και ήταν σίγουρη ότι απολάμβαναν την κουβεντούλα
τους. Μιλούσαν σαν φίλοι, φιλαράκια, που θα έλεγε και ο
Ντέξτερ. «Δεν είναι αστείο. Ούτε ένιωσα κολακευμένη,
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ί α 79

αν αυτό επιδιώκατε, μ ’ αυτή τη γελοία δήλωση. Θεωρού­


σα ότι είμαστε σύντροφοι σ’ αυτή την περιπέ... σ ’ αυτή
την υπόθεση. Μπορώ να βοηθήσω. Θέλω να βοηθήσω.
Η Μάρι είναι αδελφή μου, μην το ξεχνάτε. Σας απαλλάσ­
σω από τη δέσμευσή σας. Μπορείτε να φύγετε. Τώρα».
«Νιώθετε καλύτερα τώρα που πήρατε αυτό το ύφος;»
τη ρώτησε, κουνώντας το κεφάλι του, σαν να κοιτούσε
το αγαπημένο του κυνηγόσκυλο και έβλεπε ότι είχε κα-
τουρήσει τις μπότες του. «Και δεν πρόκειται να φύγω.
Όχι, αυτό δεν είναι αλήθεια. Θα φύγω τώρα, αλλά θα επι­
στρέφω στις τέσσερις και μισή, για να σας πάρω για μια
βόλτα με την άμαξα στο πάρκο. Ή το ξεχάσατε αυτό;»
Φτου. Το είχε ξεχάσει. Επρόκειτο να στηρίξει με το κύ­
ρος του την είσοδό της στη Μικρή Σεζόν, ιδίως τώρα που
η Μάρι είχε καταφύγει στο κρεβάτι της και ορκιζόταν να
μη σηκωθεί ποτέ ξανά για την υπόλοιπη ζωή της. Ποιος
είναι τώρα το ζωντόβολο, Ντανιέλα Φόστερ;
Μερικές φορές είναι πιο σοφό να υποχωρεί κανείς,
λίγο τουλάχιστον, για να πετύχει το σκοπό του.
«Πολύ καλά, λόρδε μου, δέχομαι την απολογία σας».
«Αυτό φαντάστηκα κι εγώ, αν και δεν απολογήθηκα.
Μπορεί, ή μπορεί και όχι, να έχουμε πολλά να πούμε στη
διάρκεια της βόλτας μας».
«Αλήθεια;»
Σηκώθηκε. «Δεν αποκλείεται. Αλλά πρώτα θα συμ­
βουλευτώ τον πιο απίθανο γιατρό που θα σκεφτόταν κα­
νείς και θα τον βάλω να εξετάσει τον εγκέφαλό μου. Θα
σας δω αργότερα, δεσποινίς Φόστερ».
Υποκλίθηκε πάνω από το χέρι της -θ α συλλογιζόταν
αργότερα την αντίδρασή της σ ’ αυτή τη μικρή οικειό­
τητα- και την άφησε εκεί όπου καθόταν, ενώ καλά θα
έκανε να μην προσπαθούσε σύντομα να σηκωθεί.
J(K O 6

Ο Ντάρμπι Τράβερς τέλειωσε την εξέταση των δύο ση­


μειωμάτων, μια διαδικασία που δεν είχε κρατήσει πάνω
από ένα λεπτό, και τα ακούμπησε πάλι πάνω στο γρα­
φείο του φίλου του. «Δε ζητάς πραγματικά τη γνώμη ενός
μονόφθαλμου, έτσι δεν είναι; Η μοναδική συνεισφορά
μου, φαντάζομαι, είναι να δείξω συγκλονισμένος και
να αναφωνήσω: “Για όνομα του Θεού, άνθρωπέ μου, ο
γραφικός χαρακτήρας είναι ολόιδιος!”».
«Όπως και η διατύπωση, ναι, ευχαριστώ», είπε ο Κουπ,
γέρνοντας πάνω στο γραφείο και κρατώντας ένα ποτήρι
με κρασί χαλαρά ανάμεσα στα δάχτυλά του. «Ο μπά­
σταρδος φαίνεται ότι έχει ξεκινήσει μια βιοτεχνία εκβι­
ασμών. Αναρωτιέμαι πόσοι άλλοι βρίσκονται εκεί έξω
αυτή τη στιγμή, υποφέροντας από το ίδιο πρόβλημα».
«Αν έχει στόχο συζύγους που παραστρατούν, άντρες
και γυναίκες, υπολογίζω αρκετές εκατοντάδες. Αλλά υ­
πάρχεις κι εσύ, κάτι που μαρτυρά ότι ο άνθρωπος έχει
πολλαπλές φιλοδοξίες και, θα έλεγα, υψηλές φιλοδοξίες.
Να πάρει το χρόνο να γράψει και να εκδώσει δύο ολό­
κληρες φυλλάδες, μόνο για δέκα χιλιάδες λίρες; Μπορεί
να είσαι το κορυφαίο θύμα του, το αποκορύφωμα της
σατανικής καριέρας του -α ν αυτό σε κολακεύει-, και
Μ ια σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 81

αρχίζω, επίσης, να σκέφτομαι ότι είσαι ένα πουλί που θα


το μαδήσει περισσότερες από μία φορές αν τον αφήσεις.
Αναρωτιέμαι πόσο καιρό κάνει αυτή τη δουλειά».
«Σκέφτεσαι να του δώσεις μερικές συμβουλές;» Ο
Κουπ πήρε το σημείωμα προς την κόμισσα. «Πεντακό­
σιες λίρες. Νομίζω πως η κόμισσα έχει σκεφτεί ήδη να
πουλήσει μερικά από τα κοσμήματά της για να τον πλη­
ρώσει. Ο άνθρωπος δεν είναι ανόητος, δε ζητάει περισ­
σότερα απ’ όσα θα κατόρθωνε να συγκεντρώσει».
«Δεν απαιτείται σπουδαία επένδυση για να γράψεις
γλυκανάλατα γράμματα σε δυστυχείς νεαρές κυρίες.
Φαντάζομαι πως θεωρεί το ποσό δίκαιη αμοιβή για τις
προσπάθειές του».
«Το διασκεδάζεις, έτσι δεν είναι;»
«Καθόλου. Απλώς το βλέπω από την πλευρά του εκ­
βιαστή μας, και πρέπει να επικροτήσω το σκεπτικό του.
Πέντε λίρες από έναν υποδηματοποιό που πασάρει κα­
τώτερα δέρματα βαμμένα έξυπνα. Δέκα λίρες απ’ τη μο­
δίστρα που παραδίνει φορέματα και σουφρώνει διάφορα
πραγματάκια από τα ράφια στα σπίτια των κυριών και τα
κρύβει μέσα στο καλάθι της. Αυτό το είδος απαιτεί σημα­
ντική προσπάθεια με μικρή ανταπόδοση, αλλά από κάπου
πρέπει να ξεκινήσει κανείς, έτσι δεν είναι; Να εξελιχθεί,
να αυξήσει σταδιακά τα κέρδη του και να προχωρήσει σε
μεγαλύτερους στόχους».
«Μιλάς λες και πρόκειται να ακολουθήσεις τα βή­
ματά του».
Ο Ντάρμπι χαμογέλασε πλατιά. «Δεν πρόκειται να
ακολουθήσω κανενός τα βήματα, αν και αναρωτιέμαι γι­
ατί δε σκέφτηκα ποτέ μια τέτοια επιχείρηση».
82 K a s e y M ic h a e l s

«Διστάζω να υποθέσω, αλλά ίσως επειδή είσαι πλού­


σιος σαν τον Κροίσο;»
«Αυτό είναι αλήθεια. Παραμένει ωστόσο γεγονός
πως λίγοι άνθρωποι ξέρουν τόσα μυστικά όσα εγώ. Ευ­
τυχώς για τον κόσμο, είμαι, επίσης, τζέντλεμαν. Αν και
θα πω πως, αν υπάρχει κάποια αλήθεια στους καλυμμέ­
νους υπαινιγμούς αυτού του τύπου ότι το μυστικό σου
αγγίζει τα ανώτερα στρώματα του Στέμματος, τότε ή
είναι πιο τολμηρός απ’ όσο θα ήμουν ποτέ εγώ ή έχει
πρόσβαση, σε κάποιους πολύ σημαντικούς ανθρώπους.
Πρέπει να αναζητήσουμε τον εκβιαστή μας ανάμεσα
στην καλή κοινωνία, Κουπ. Είμαι σίγουρος ότι το έχεις
σκεφτεί κι εσύ αυτό».
Ο Κουπ στράγγισε ό,τι είχε απομείνει στο ποτήρι
του. «Το σκέφτηκα. Φλερτάρισα για λίγο με την ιδέα
ότι ένας γραμματέας σε καλή θέση ή ένας υπηρέτης θα
μπορούσε να έχει πρόσβαση σε πολλά μυστικά, αλλά θα
χρειαζόταν ένας μικρός στρατός από συνωμότες για να
εκτελέσουν κάτι σε τόσο μεγάλη κλίμακα. Όσο περισ­
σότερο το σκέφτομαι, τόσο πιστεύω πως δεν πρόκειται
για ένα μόνο, φιλόδοξο άντρα, που ενεργεί ατομικά».
«Συμφωνώ ότι υπάρχει ένας ολόκληρος άλλος κό­
σμος που κινείται στο Μέιφερ, τον οποίο πολλοί από
εμάς, δυστυχώς, δε γνωρίζουμε. Τους θεωρούμε αόρα­
τους, για να μην πω κουφούς ή μουγκούς. Καμαριέρες,
βαλέδες, έφηβοι που φροντίζουν τη φωτιά, υπηρέτες με
μεγάλα αυτιά που ακούν στους διαδρόμους. Θα χρει­
αζόταν όμως κάποιος να τους στρατολογήσει, να τους
οργανώσει. Ποια είναι η έκταση μιας τέτοιας επιχείρη­
σης, όλα τα κομματάκια που ενώνονται σε ένα σύνολο;
Νιώθω ότι μου έρχεται πονοκέφαλος».
Μ ΙΑ Σ Κ Α Ν Δ Α Λ Ω Δ Η Σ Σ Υ Ν Ε Ρ Γ Α Σ ΙΑ 83

«Συμφωνούμε ότι φαίνεται λογικό να υπάρχει μια ορ­


γανωμένη συμμορία, που προκαλεί πανικό σε όλο το Μέι-
φερ. Ή, κάνουμε λάθος, και ο εκβιαστής μας δεν είναι πα­
ρά ένα πρόσωπο, με προσεκτικά επιλεγμένους στόχους».
«Τι πιθανότητες υπάρχουν για κάτι τέτοιο; Μόνο ένας
εκβιαστής και λίγοι επιλεγμένοι στόχοι, όπως λες, και
δύο απ’ αυτούς τυχαίνει να πέσουν ο ένας πάνω στον άλ­
λο -κυριολεκτικά- στην Μποντ Στρητ και καταλήγουν
να μοιράζονται τα κοινά βάσανά τους;»
«Δε μοιράστηκα τίποτα».
«Όχι, αλλά κάποια στιγμή θα πρέπει να το κάνεις. Η
δεσποινίς Φόστερ είναι πολύ έξυπνη για να πιστέψει ότι
θα κυνηγήσεις αυτό τον αχρείο με όλες σου τις δυνάμεις
απλώς επειδή είσαι ήρωας. Εμένα με μέτρησε μέσα σε
μια στιγμή και -όσο κι αν με ενοχλεί να το παραδεχτώ-
με βρήκε και αχρείαστο και περιττό».
«Μην κάνεις μούτρα. Η κόμισσα δε θέλει να αναμει-
χθείς. Εδώ που τα λέμε, αμφιβάλλω αν θέλει κι εγώ να
αναμειχθώ. Έ χει κλειστεί στο δωμάτιό της και αρνείται
να βγει, ακόμη και για να καθοδηγήσει την αδελφή της
στη Μικρή Σεζόν».
«Αυτή η σουσουραδίτσα δε θα το δεχτεί αδιαμαρτύ­
ρητα».
«Συμφωνώ, αλλά, ευτυχώς, αυτό δεν είναι δικό μας
πρόβλημα».
«ΓΙοιο δεν είναι δικό σας πρόβλημα, αγάπες μου;»
Η φωνή που έκανε την ερώτηση ήταν δυνατή, εκκωφα-
ντική σχεδόν, λόγω του ότι η γυναίκα στην οποία ανήκε
ήταν λίγο κουφή και δυνάμωνε τη δική της ένταση σαν
να είχαν όλοι οι άλλοι πρόβλημα να την ακούσουν. Και
σαν να μην έφτανε αυτό το ενοχλητικό χαρακτηριστι­
84 kasey M ic h a e l s

κό -πολύ άβολο όταν πίστευε πως ψιθύριζε- υπήρχε το


γεγονός ότι σπάνια σταματούσε να μιλάει. «Και, μα το
Θεό, Κούπερ, μην καμπουριάζεις έτσι πάνω στο γρα­
φείο, σαν κανένας τεμπέλης χαζοβιόλης. Δε σε μεγάλω­
σα έτσι εγώ. Σήκω, σήκω. Μπράβο, τώρα είναι καλύτε­
ρα. Ίσιωσε τους ώμους σου. Η σωστή στάση δείχνει τον
τζέντλεμαν. Κοίτα τον Ντάρμπι. Βλέπεις πόσο ευθυτε­
νής είναι; Εκείνος την άκουγε τη μητέρα του».
«Δυστυχώς, κυρία Τάουνσεντ, η μητέρα μου αποδή­
μησε στους ουρανούς όταν ήμουν ακόμη μωρό στην κού­
νια. Αλλά πρέπει να πω ότι η νταντά μου τις είχε εύκολες
τις ξυλιές αν καμπούριαζα σαν τεμπέλης χαζοβιόλης».
Ο Κούπερ στράφηκε να κοιτάξει τη μητέρα του.
Ήταν ψηλή, με πλούσιο στήθος και ένα πρόσωπο με
γαμψή μύτη και έντονα χαρακτηριστικά, που θα ταίρια­
ζε ως φιγούρα στην πλώρη ενός πολεμικού πλοίου. Όλα
αυτά, σε συνδυασμό με τη φυσική της περιέργεια και το
μοναδικό της τρόπο να βλέπει τα πάντα, σήμαιναν ότι
ήταν ώρα να φεύγουν από το Πόλτνι, που διέθετε ευρύ­
χωρες αίθουσες, αλλά πρόσφερε πολύ λίγη απομόνωση.
«Ίσως εγώ δε σου έδωσα αρκετές ξυλιές, Κούπερ.
Ανάθεμα την καλή μου καρδιά, αλλά ήσουν πάντα τόσο
χαριτωμένος», είπε, αρπάζοντας και ζουλώντας τα μά­
γουλα του γιου της. «Κοίτα αυτό το πρόσωπο, Ντάρμπι.
Απλώς κοίτα το, πρόσεξέ το! Πώς θα μπορούσε κανείς
να θυμώσει σε ένα τέτοιο πρόσωπο; Είναι τόσο υπέροχα
ευγενικό. Δείχνει τόσο πολλή κατανόηση».
«Μινέρβα, σε παρακαλώ», είπε ο Κούπερ και απο­
μακρύνθηκε πριν του τσαλακώσει μόνιμα τα μάγουλα.
Δεν του είχε επιτρέψει να την ξαναπεί μητέρα από τότε
που έγινε δεκάξι ετών, που ήταν η πρώτη φορά που είχε
Μ ΙΑ Σ Κ Α Ν Δ Α Λ Ω Δ Η Σ Σ Υ Ν Ε Ρ Γ Α Σ ΙΑ 85

συνειδητοποιήσει πως είχε ένα γιο που έπρεπε πλέον να


ξυρίζεται. Δεν την ενδιέφερε ιδιαίτερα να είναι μητέρα,
και ένιωθε πως θα τα πήγαιναν πολύ καλύτερα ως φίλοι.
Κοίταξε πίσω της, εκεί όπου στεκόταν η υπηρέτριά
της, στον προθάλαμο, προσπαθώντας να κρατήσει μισή
ντουζίνα κουτιά με καπέλα. «Δεν έχω άπειρη κατανόη­
ση, Μινέρβα. Μπορώ να φερθώ τόσο λίγο σαν κύριος
και να ρωτήσω πόσο μου κόστισε η τελευταία εξόρμησή
σου στην Μποντ Στρητ;»
Η Ρόουζ έβηξε. Εκείνη και ο Κούπερ είχαν καθιε­
ρώσει μια σειρά από κώδικες, που τον προειδοποιούσαν
πως, οτιδήποτε κι αν επρόκειτο να πει η μητέρα του, δε
θα χαιρόταν να το ακούσει.
«Ξέρω καλά πόσο σφιχτοχέρης είσαι. Πρέπει ωστό­
σο να διατηρήσω τη φήμη μου, ακόμη κι αν εσύ αγνοείς
τις ευθύνες που βαραίνουν τη μητρική φιγούρα της νέας
δυναστείας των Τάουνσεντ. Δε θα τολμούσες να με αφή-
σεις να κυκλοφορώ στην καλή κοινωνία με κουρέλια, θα
τολμούσες; Με κουρέλια, Κούπερ».
Ο Κουπ κοίταξε τη Ρόουζ, την υπηρέτρια-συνοδό και
μακρινή συγγενή, που τον ήξερε από την κούνια του.
Αυτή τη φορά στριφογύρισε τα μάτια της, καθώς τα­
κτοποιούσε τις κορδέλες των κουτιών στα μπράτσα της.
Χειρότερο από βήχα; Τελικά, αυτή ήταν η τυχερή του
μέρα, έτσι; «Συγχώρησέ μου την αφύσικη διάθεσή μου
να αποφύγω τη χρεοκοπία. Είμαι πεισμένος ότι θα με
κάνεις υπερήφανο κάθε φορά που θα καταπλέεις στην
καλή κοινωνία».
«Αυτό ακριβώς εννοώ. Με τα πανιά φουσκωμένα, τις
σημαίες να ανεμίζουν, να ξεσηκώνω κύματα καθώς περ­
νάω. Αυτό αρμόζει και, ευτυχώς, έχω τα προσόντα να το
86 K a s e y M ic h a e l s

κάνω. Είμαι τρομερά ντροπαλή εκ φύσεως, αλλά θεωρώ


ότι τώρα είναι καιρός να καταπνίξω τη φυσική συστολή
μου και να ανταποκριθώ στις υποχρεώσεις μου».
Η Μινέρβα αγνόησε τον πνιγμένο βήχα της Ρόουζ και
απλώς ύψωσε ένα αδρό φρύδι, προκαλώντας τον Κού­
περ να σχολιάσει αυτά που μόλις είχε πει.
«Ό,τι κάνω, το κάνω για σένα. Δεν μπορεί κανείς να
βάλει κάτι τόσο πεζό όπως μια τιμή στην αγάπη ενός γιου
και στις υποχρεώσεις μιας μητέρας, χρυσό μου. Παρόλο
που βρίσκομαι τόσο λίγο καιρό εδώ, στο Λονδίνο, άκου-
σα πολλά καλά λόγια για μια συγκεκριμένη μοδίστρα.
Ακόμη και η Βίβιεν ράβει μερικά ρούχα εκεί. Μη με
κοιτάς απορημένος, Κούπερ. Η Βίβιεν Σινκλέρ, η θεία
του Γκέιμπριελ και δούκισσα του Κράνμπρουκ. Είχα να
τη δω ένα σωρό χρόνια, καθώς εκείνη και ο Μπάζιλ της
τριγυρνούσαν πάντα σ ’ όλο τον κόσμο, αλλά πέσαμε η
μια πάνω στην άλλη χτες στο πάρκο και ήταν σαν να
μην είχαμε χωρίσει ποτέ. Έ τσι είναι οι καλοί φίλοι, ξέ­
ρεις. Το μόνο που χρειάστηκε να πω ήταν “Κήποι του
Βόξχολ”, κι αρχίσαμε κι οι δυο μας να χαχανίζουμε σαν
μαθητριούλες. Υπήρχε εκείνος ο φορτικός παλιανθρω-
πάκος, καταλαβαίνεις, που πρότεινε έναν περίπατο σε
κάποια απόμερα σημεία...»
«Είμαι πολύ ευχαριστημένος που εσύ και η θεία του
Γκέιμπ ξαναβρήκατε η μία την άλλη», είπε ο Κούπερ,
απλώς για να σταματήσει τη μητέρα του πριν ξεκινήσει
μια λιτανεία πικάντικων, ασφαλώς, αναμνήσεων. «Και
η μοδίστρα;»
«Πόσο θλιβερή είναι η γενιά σας, κολλημένη στον
καθωσπρεπισμό. Ξέρω ότι τώρα η καλή κοινωνία δεν
προτιμά το Βόξχολ, αλλά στην εποχή μου ήταν στις δό­
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 87

ξες του. Θα έπρεπε να χαίρεσαι που η μητέρα σου το


διασκέδασε στα νιάτα της. Μη γρυλίζεις, Κούπερ, δεν’
είναι ευγενικό. Ναι, η μοδίστρα. Για την ακρίβεια, από
εκεί έρχομαι. Η κυρία Γιόδερς, αξιαγάπητη γυναίκα.
Μου έκανε δώρο ένα από τα φορέματα και ένα γοητευ­
τικό μοβ τουρμπάν. Μου προκαλεί λίγη φαγούρα, αλλά
θα είναι μια χαρά».
«Γιατί να το κάνει αυτό; Δεν εννοώ να σου δώσει ένα
τουρμπάν που προκαλεί φαγούρα -ν α σου δώσει οτιδή­
ποτε;»
«Α, Κούπερ, παρ’ όλη την εξαίρετη εκπαίδευσή σου,
δεν καταλαβαίνεις ακόμη πώς κινείται ο κόσμος, έτσι;
Η κυρία κι εγώ είχαμε μια ωραία κουβεντούλα -φλύαρη
γυναίκα, κι έτσι δε θα της εμπιστευόμουν κανένα μυστι­
κό, αν δεν ήθελα να το μάθει στο λεπτό όλο το Μέιφερ,
αλλά σίγουρα είχα τα δικά μου αυτιά ανοιχτά».
«Πρέπει κι εμείς οι δύο να κάνουμε κάποια στιγμή
μια ωραία κουβεντούλα, κυρία Τάουνσεντ», παρενέβη ο
Ντάρμπι, γελώντας, κατά βάθος, με το φίλο του.
«Πολύ αμφιβάλλω, διαβολάκι. Ξέρεις ήδη πολλά για
την καλή κοινωνία, κι έτσι κι αλλιώς ορκίστηκα να μη
μιλήσω. Τώρα, για να ξαναγυρίσουμε στην κυρία Γιό­
δερς, εφόσον σταματήσετε να διακόπτετε. Τρομερή συ­
νήθεια. Σε αντάλλαγμα για τα φορέματα και όλα αυτά,
πρέπει απλώς να αναφέρω σε δυο τρεις κυρίες -τυχαία,
δήθεν, στην κουβέντα, και ξέρετε ότι είμαι η προσωπο­
ποίηση της διακριτικότητας- ότι η κυρία Γιόδερς είναι η
μόνη μοδίστρα που αξίζει σε όλη την πόλη».
«Χίλια συγγνώμη, Μινέρβα», ένιωσε την ανάγκη να
παρέμβει ο Κούπερ. «Είπες, όντως, “η προσωποποίηση
της διακριτικότητας”;»
88 K a s e y M ic h a e l s

«Μπορώ να είμαι, αν θέλω. Απλώς δε θέλω πάντα.


Για να συνεχίσω, λοιπόν. Κάναμε, ας πούμε, μια συμ­
φωνία, ανάλογη με αυτές που έχω με την κυρία Μπελ,
την καπελού, τον κύριο Γουντ, τον υποδηματοποιό -τ ι
ακριβός που είναι αυτός! Και υπάρχουν και άλλοι. Ω,
σου άνοιξα λογαριασμό με τον κύριο Γουέστον, ο οποί­
ος ορκίζεται ότι θα είχες πολύ κακή εξυπηρέτηση στον
Στολτς, που οι υπάλληλοί του είναι αδέξιοι ράφτες. Εκεί
δεν κατάφερα να κανονίσω κάτι, αλλά μου είπαν ότι εί­
ναι ο καλύτερος. Έχεις πρόβα αύριο στις έντεκα. Τώρα
μπορείς να με ευχαριστήσεις».
Ο Κουπ είχε μάθει πολύ καιρό πριν ότι, όσον αφο­
ρούσε τη μητέρα του, δεν υπήρχε τρύπα αρκετά βαθιά
για να κρυφτεί κι έτσι είπε απλά: «Σ’ ευχαριστώ».
«Καλώς, και καθώς είπα ό,τι είχα να πω, η καημένη η
Ρόουζ μπορεί να σταματήσει να βήχει σαν φθισική, ναι;
Τώρα, τι δεν είναι πρόβλημά σας, αγάπες μου; Από τον
τόνο των φωνών σας όταν μπήκα, πιστεύω ότι σκέφτε­
στε κάτι που δε λέτε. Ελάτε, λοιπόν, ξεφουρνίστε το και,
Κούπερ, ξέρεις ότι αντιλαμβάνομαι τα ψέματα. Είσαι πο­
λύ ηθικός για να κάνεις κάτι τέτοιο, και γι’ αυτόν το λόγο,
Ντάρμπι, εσύ δε θα μιλήσεις, εκτός αν σε ρωτήσω».
Ο Ντάρμπι σήκωσε τό χέρι του, κουνώντας τα δά­
χτυλά του. «Μπορώ να πάω έξω;» ρώτησε με αναίδεια.
«Ασφαλώς και δεν μπορείς», του αποκρίθηκε αυστη­
ρά η κυρία Τάουνσεντ, και ο υποκόμης κοίταξε τον Κουπ
για βοήθεια, την οποία -ανάθεμ α- δεν πήρε. Αν και ο
Ντάρμπι δεν μπορούσε να θεωρηθεί ακριβώς ως ενίσχυ­
ση, τουλάχιστον η Μινέρβα Τάουνσεντ θα περιόριζε κά­
πως τη γλώσσα της όσο εκείνος ήταν παρών. Μπα, αυ­
τό δεν επρόκειτο να συμβεί, αλλά εφόσον ο Κουπ ήταν
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ί α 89

εγκλωβισμένος εκεί, δεν έβλεπε γιατί να επιτρέψει στο


φίλο του να δραπετεύσει αλώβητος.
«Αλήθεια, κυρία Τάουνσεντ, δεν είναι τίποτα ανησυ­
χητικό», είπε ο Ντάρμπι, αλλά χωρίς πολλές ελπίδες.
«Δεν ακουγόταν σαν τίποτα. Όποιο κι αν είναι το
πρόβλημα, δεν αμφιβάλλω ότι εσύ είσαι ο υπεύθυνος.
Εσύ και τα άλλα δύο διαβολάκια, που παρασύρετε τον
καημένο Κούπερ μου στις συνεχείς σκανδαλιές σας. Τώ­
ρα, θα καθίσω -Ρόουζ, για όνομα, ακόμη εκεί στέκεσαι;
Φύγε, δρόμο, πήγαινε να ξεκουράσεις τα πόδια σου.
Φαίνεσαι τελείως εξαντλημένη. Εγώ είμαι είκοσι χρόνια
μεγαλύτερή σου και δεν έχω κουραστεί στο ελάχιστο».
Αν έλεγε τριάντα, θα πλησίαζε περισσότερο. Α, ναι, ο
Κούπερ Μαγκίνλι Τάουνσεντ μπορούσε να αναγνωρίσει
μια εκκεντρική. Είχε μεγαλώσει με μια τέτοια. Έπειτα
από σαράντα ακόμη χρόνια εξάσκησης, η δεσποινίς Φό­
στερ θα είχε όλα τα προσόντα να παραλάβει τη σημαία
από τη μητέρα του και να γίνει ο Τρόμος της Κοινωνίας.
«Μινέρβα, απλώς μιλούσαμε γενικά, έτσι δεν είναι,
Ντάρμπι; Δεν υπάρχει κάτι να σε ενδιαφέρει».
Η κυρία Τάουνσεντ διόρθωσε τα γυαλιά της πάνω
στη θαυμάσια, σαν ράμφος, μύτη της. Δε χρειαζόταν γυ­
αλιά, ή έτσι ισχυριζόταν, και απλώς τα χρησιμοποιούσε
για να της προσθέτουν σοβαρότητα. Ο Κουπ έπρεπε να
παραδεχτεί πως όποτε τον κοιτούσε πάνω από το χρυσό
σκελετό τους (για να μην πούμε τη γαμψή προβοσκίδα
της), όντως ξεχείλιζε σοβαρότητα, σαν ηφαίστειο που
ρίχνει τη λάβα του στους ανυποψίαστους χωρικούς κά­
τω στην κοιλάδα.
Έστρεψε μια ακόμη φορά το βλέμμα της στον υπο­
κόμη.
90 κ λ μ γ M ic h a e l s

«Παραδίνομαι», είπε έπειτα από μερικά δευτερόλε­


πτα ο Ντάρμπι, χαμογελώντας απολογητικά στο φίλο
του. «Προς υπεράσπισή μου, υπερέχει κατά ένα μάτι.
Πες της, Κουπ, αλλιώς θ ’ αρχίσω να στριγκλίζω σαν
τους αναθεματισμένους παπαγάλους του Γκέιμπ».
«Γιατί όχι; Α π’ ό,τι φαίνεται, βρίσκομαι ήδη σε έναν
λάκκο που έσκαψα μόνος μου και που θυμίζει έντονα
τάφο».
«Κούπερ! Δεν ήσουν ποτέ τόσο μελοδραματικός.
Ένας λάκκος που θυμίζει τάφο; Πού άκουσες τέτοιες
ανοησίες; Διαβάζεις ξανά ποιήματα; Σε προειδοποίησα
γ ι’ αυτά, ξανά, και ξανά. Είναι όλο μονόπλευρους έρω­
τες και θλιβερές ιστορίες, που κανένας λογικός άνθρω­
πος δε θα κατάπινε. Αυτό που χρειάζεσαι είναι ένας με­
γάλος τόμος για τις καλλιέργειες. Έχεις να διαχειριστείς
ένα κτήμα τώρα, ξέρεις. Να μάθεις να καλλιεργείς γογ­
γύλια, αυτό λέω εγώ. Τίποτα δεν μπορεί να πάει στραβά
με τα γογγύλια».
«Δε θα το έθετα καλύτερα, κυρία Τάουνσεντ. Γογγύ-
λια, αυτός είναι ο στόχος. Έχε το στο μυαλό σου, φίλε
μου». Ο Ντάρμπι πλησίασε στο τραπέζι με τα ποτά, προ­
φανώς για να βάλει μια τονωτική δόση κρασιού.
Ο Κουπ ήταν πολύ πιεσμένος για να μην τον μιμη-
θεί, μόνο που αγνόησε το ποτήρι και ήπιε κατευθείαν
από την καράφα. Ο πατέρας του ήξερε πώς να χειρίζε­
ται τη Μινέρβα. Είχε μάθει να την αγνοεί επειδή, όσο
κι αν φαινόταν απίθανο, όλοι εκτός από τον άντρα και
το γιο της, την έβρισκαν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και
διασκεδαστική.
Παρ’ όλα αυτά, να δώσουν στη Μινέρβα πληροφορί­
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ί α 91

ες που Κύριος οίδε τι θα χης έκανε; Ο Κουπ δεν έβλεπε


κανένα καλό να βγαίνει απ’ αυτό,
Η απειλή του εκβιαστή, το κυνηγητό στα σοκάκια,
η δεσποινίς Φόστερ. Και τώρα αυτό; Κοίταξε το ρολόι
στο ράφι του τζακιού και μόρφασε μέσα του. Ήταν μόνο
λίγα λεπτά μετά τις τρεις; Και είχε ακόμη να περάσει
τη δοκιμασία μιας τρίτης συνάντησης με τη δεσποινίδα
Φόστερ, Τι άλλο θα του πήγαινε στραβά σήμερα;
«Και κάτι ακόμη», είπε η Μινέρβα, που κάθισε, τε­
λικά, σε μια καρέκλα, ώστε να μπορέσουν να καθίσουν
και οι κύριοι. «Αυτή η ιστορία με το “Μινέρβα”. Μέχρι
τώρα ήταν μια χαρά, αλλά με το μανδύα της υπευθυνό­
τητας που έχω τώρα επάνω μου, χάρη στους ηρωισμούς
σου, πιστεύω ότι είναι ταιριαστό να μετατραπώ ξανά
σε...» Αναστέναξε. «Μ ητέρα/Η, μήπως, μαμά;»
«Αστειεύεσαι! Απεχθάνεσαινα σε αποκαλώ μητέρα».
«Δεν αστειεύομαι καθόλου. Από εδώ και πέρα, δη­
μόσια τουλάχιστον -ό χι ότι θεωρώ την παρουσία αυτού
του σκανταλιάρη δημόσια εμφάνιση- θα με αποκαλείς
μητέρα».
«Όλα τα ωραία επάνω σου πέφτουν, Κουπ, τυχερά-
κια. Ή αυτό ή εκείνος ο λάκκος που έλεγες πριν γίνεται
όλο και πιο βαθύς».
«Σκάσε, Ντάρμπι. Εντάξει, μητέρα, αφού επιμένεις.
Γιατί δεν πας τώρα στο δωμάτιό σου, όπου είμαι σίγου­
ρος ότι η Ρόουζ έχει ετοιμάσει κάτι να τσιμπήσεις;»
«Ίσως πίτα με γογγύλια», είπε σιγανά ο Ντάρμπι.
Πολύ σιγά για να τον ακούσει η Μινέρβα, αλλά όχι και ο
Κούπερ, που αναγκάστηκε να πνίξει το γέλιο του.
Η Μινέρβα κοίταξε τον ένα, μετά τον άλλο. «Κάτι εί­
πε, έτσι; Κάτι διασκεδαστικό. Τι είπε;»
92 K a s e y M ic h a e l s

«Τίποτα, Μινέ... μητέρα. Το στόμα του Ντάρμπι κι­


νείται, αλλά σπάνια λέει κάτι σημαντικό».
Η Μινέρβα έστρωσε το φόρεμά της και φάνηκε κα­
θαρά ότι δεν επρόκειτο να σηκωθεί. «Τουλάχιστον συμ­
φωνούμε σε κάτι. Τώρα, μπορούμε να επανέλθουμε στο
πρόβλημα που δεν είναι πρόβλημά σας, καθώς φαινόταν
ξεκάθαρα πως ήταν απολύτως πρόβλημά σας, την ώρα
που ήρθα; Ελάτε, παιδιά, ένας από εσάς ας ανοίξει το
στόμα του να πει κάτι σημαντικό, επειδή δε φεύγω μέχρι
να το κάνετε».
«Παραβγαίνουμε μέχρι την πόρτα;» ψιθύρισε ο Ντάρ-
μπι, χωρίς να κουνάει τα χείλη του. «Εκτός αν μπορείς να
σκεφτείς ένα πειστικό ψέμα. Ειατί, Κουπ, κάνεις λάθος για
την απόσυρση της κόμισσας στην κρεβατοκάμαρα -χρ ει­
άζεσαι τη δεσποινίδα Φόστερ στην καλή κοινωνία».
Και έτσι, θα έλεγε ο Κούπερ στον εαυτό του αργότερα,
ο Ντάρμπι τον βοήθησε να σκάψει αυτό τον ισόβιο μεταφο­
ρικό λάκκο ακόμη πιο βαθιά, μέχρι να φτάσει στην Κίνα.
ί /ιΐ'ψ α μ ΐ( ( >

Α νά θεμα αυτό τον άνθρωπο, σκέφτηκε η Νχάνι, καθώς


στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη, ακριβώς έξω από το
σαλόνι, χτυπώντας τα γάντια της στο μηρό της. Και ανά­
θεμα τη Μάρι, που είχε χωθεί τόσο βαθιά κάτω από τα
σκεπάσματα που θα χρειαζόταν εκστρατεία για να την
ξετρυπώσει κανείς.
Θα έπρεπε άραγε να φορέσει τα γάντια της πριν έρ­
θει ο συνοδός της; Θα έπρεπε να εμφανιστεί φορώντας
γάντια και καπέλο και με τη γλώσσα έξω, σαν κουτάβι
που ανυπομονεί να του βάλουν το κολάρο; Μήπως θα
έπρεπε να τρέξει επάνω και να κατέβει -όλο χάρη- όταν
θα ανήγγελλαν τον κύριο; Αυτό θα ήταν πιο πολύ από
γελοίο, καθώς τα άλογά του θα στέκονταν απέξω, ενώ
εκείνος θα περίμενε να φορέσει τα γάντια και το καπέλο
της, γεμίζοντας την αμήχανη σιωπή με ανοησίες όπως
«Αχ, πώς πέρασε η ώρα!» ή «Θεέ μου, είχα ξεχάσει εντε­
λώς ότι είχα συμφωνήσει να πάω μαζί σας στο πάρκο».
Και σπουδαία βοήθεια είχε δώσει η Μάρι, όταν κάθι­
σε στο κρεβάτι της και έκανε αυτές τις ερωτήσεις. Απλώς
βόγκηξε: «Για όνομα του Θεού, γιατί δε φεύγεις;»
Κι έτσι στεκόταν εκεί, χωρίς γάντια, αν και είχε απο­
φασίσει ότι το καπελάκι της θα χρειαζόταν αρκετές προ-
94 K a s e y M ic h a e l s

απάθειες για να σταθεί με στυλ πάνω από το δεξί της


μάτι, και το είχε ήδη φορέσει. Παραδόξως, με τα χέρια
της να τρέμουν ελαφρά, το είχε βάλει άψογα με την πρώ­
τη απόπειρα.
Θα ερχόταν μαζί της η Έμαλαϊν; Αν ναι, μακάρι να
μην καθόταν ανάμεσα στο βαρόνο και στην ίδια. Αν εκεί­
νος όμως έφερνε μια ανοιχτή άμαξα, θα υπήρχαν δύο
θέσεις, και τότε η υπηρέτρια θα καθόταν απέναντι της
-κ α ι θα την έβλεπε όλη την ώρα. Αυτό θα ήταν δε το
αποκορύφωμα, καθώς η Έμαλαϊν είχε την εξοργιστική
τάση να χαχανίζει.
Αλλά όχι. Οι νεαροί κύριοι δεν προτιμούσαν τέτοια
μεταφορικά μέσα. Πιθανότατα θα εμφανιζόταν με κά­
ποια αλλόκοτη άμαξα, ψηλή ίσως (και θα είχε ενδιαφέ­
ρον να προσπαθεί να σκαρφαλώσει κομψά χωρίς να φα­
νεί ο αστράγαλός της). Και ιπποκόμο; Θα είχε κάποιον
ο βαρόνος, κάποιον φτωχό, τρομοκρατημένο νεαρό με
κακόγουστη λιβρέα, που θα ισορροπούσε πάνω σε ένα
μικρό σκαλοπάτι και θα κρατιόταν σφιχτά από το πίσω
μέρος της άμαξας; Μπορούσε ένας ιπποκόμος να θεω­
ρηθεί συνοδός; Γιατί χρειαζόταν κανείς συνοδό στη μέ­
ση του Λονδίνου, περικυκλωμένος από ένα σωρό μέλη
της καλής κοινωνίας που είχαν αποφασίσει πως το να
πάρουν τον αέρα τους στο Χάιντ Παρκ ήταν το καλύτε­
ρο που θα μπορούσαν να κάνουν εκείνη την ώρα;
Η Ντάνι δεν είχε προλάβει να κάνει αυτές τις ερω­
τήσεις στη Μάρι, αν και είχε προσπαθήσει, ακόμη και
καθώς η καμαριέρα της αδελφής της την έσπρωχνε, όχι
και τόσο ευγενικά, προς την πόρτα.
Θα ρωτούσε τον Τίμερλι, αλλά εκείνος απλώς θα μει-
διούσε, με εκείνο τον προσβλητικό τρόπο που είχε, και
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ί α 95

0α την έκανε να νιώσει δυο φορές ηλίθια. Δεν έφτανε που


στεκόταν στην κορυφή της σκάλας, κάνοντας ότι δεν την
είχε προσέξει, εδώ και δέκα λεπτά; Ειλικρινά, κάποια
ευγενική ψυχή θα έπρεπε να είχε συνοψίσει όλους τους
κανόνες της καλής κοινωνίας σε έναν...
«Να πάρει! Γιατί δεν το σκέφτηκα νωρίτερα;» ανα­
ρωτήθηκε και έτρεξε προς τη σκάλα, καθώς θυμήθηκε
εκείνο το χοντρό τόμο που της είχε δώσει η αδελφή της,
με την εντολή να αποστηθίσει κάθε του λέξη. Ο τίτλος,
απ’ ό,τι θυμόταν, ήταν ένα μικρό βιβλίο από μόνος του
και περιείχε λέξεις όπως Περίσκεψη, Συμπεριφορά., Ευ­
πρέπεια. Η Ντάνι περίμενε να βγει η αδελφή της από το
δωμάτιο και έπειτα κλότσησε το ενοχλητικό βιβλίο κά­
τω από το κρεβάτι. Το μεγάλο της δάχτυλο την πονούσε
για τρεις ημέρες.
Είχε μόλις ακουμπήσει το χέρι της στο κιγκλίδωμα,
όταν ένας υπηρέτης φώναξε: «Κύριε Τίμερλι, σερ, ο ήρω­
ας βαρόνος μόλις έφτασε. Η δεσποινίς δε θα έπρεπε να
κάνει να περιμένουν δυο τέτοια θαυμάσια άλογα».
«Δεσποινίς Φόστερ», είπε σοβαρά ο στριμμένος γε-
ρο-υπηρέτης, «ζητώ συγγνώμη για το θάρρος, αλλά το
φουαγέ βρίσκεται από την άλλη πλευρά».
«Το διασκεδάζεις, έτσι δεν είναι;» τον κατηγόρησε,
καθώς κατευθυνόταν προς την καμπύλη σκάλα που οδη­
γούσε στο φουαγέ.
«Ίσως θα έπρεπε να είστε πιο ευγενική με την κόμισ­
σα, δεσποινίς, τώρα που βρίσκεται σε ενδιαφέρουσα».
Η Ντάνι σταμάτησε με το ένα της πόδι μετέωρο πά­
νω από το πρώτο σκαλί και ευτυχώς που κρατούσε το
σιδερένιο κιγκλίδωμα, αλλιώς θα είχε κατρακυλήσει με
το κεφάλι στο μαρμάρινο πάτωμα από κάτω. «Η αδελφή
96 K a s e y M ic h a e l s

μου δεν... Ω Θεέ μου, μπορεί και να είναι. Η Μάρι είναι


ικανή να μην το ξέρει». Κοίταξε τον Τίμερλι. «Τι ξέρεις;»
«Δεν είναι ευπρεπές να συζητά κανείς τέτοια θέματα
με νεαρές κυρίες».
Η ήδη δύσκολη μέρα της Ντάνι γινόταν όλο και χει­
ρότερη. «Επίσης δεν είναι ευπρεπές για τις νεαρές κυρί­
ες να χαστουκίζουν μπάτλερ, αλλά αν ρωτήσεις οποιον-
δήποτε από την οικογένειά μου, θα σου πει ότι δεν είχα
ποτέ καλές σχέσεις με την ευπρέπεια».
Ο μπάτλερ ξερόβηξε, προσπαθώντας εμφανώς να μην
κοκκινίσει.
«Αρκεί να πω ότι η κυρία Τίμερλι είναι βέβαιη πως
θα καλωσορίσουμε το διάδοχο του Κόκερμαουθ πριν από
τα γενέθλια του βασιλιά».
Η Ντάνι μέτρησε με τη γλώσσα της τα πάνω δόντια
της μέχρι που έφτασε στο εννιά (μπορεί να ήταν νέα, αλ­
λά δεν ήταν εντελώς χαζή). «Ω, αυτό δεν είναι καλό. Δεν
είναι καθόλου καλό», μουρμούρισε.
Ο Τίμερλι ίσιωσε τους ώμους του και προέταξε το
στήθος του. «Παρακαλώ;»
«Ω, συγγνώμη. Αυτά είναι τα καλύτερα νέα, δεν εί­
ναι; Ο κόμης θα τρελαθεί από τη χαρά του όταν επιστρέ­
φει». Εκτός κι αν πιστέψει ότι η γυναίκα τον έχει εραστή.
«Πρέπει να φύγω τώρα, όχι ότι σε νοιάζει το τι θα κάνω.
Δ εν πρέπει να αφήσουμε αυτά τα θαυμάσια άλογα να
στέκονται».
Ο υπηρέτης μόλις άνοιγε την πόρτα στο βαρόνο όταν
η Ντάνι τον προσπέρασε ορμητικά. «Αργήσατε», του εί­
πε, πριν προλάβει να της το πει εκείνος, όπως κατάλα­
βε με μια φευγαλέα ματιά στο πρόσωπό του ότι ήταν
Μ ΙΑ Σ Κ Α Ν Δ Α Λ Ω Δ Η Σ Σ Υ Ν Ε Ρ Γ Α Σ ΙΑ 97

έτοιμος να κάνει. «Έχουμε ένα καινούργιο πρόβλημα να


συζητήσουμε».
«Ω, τι ευτυχισμένη μέρα», είπε ο Κούπερ ακολουθώ­
ντας την, και μετά μένοντας λίγο πίσω ώστε ο ιπποκόμος
του -τελικά, η λιβρέα του δεν ήταν τόσο κακή- να τη
βοηθήσει να ανέβει σε μια όμορφη, αλλά σοβαρή άμα­
ξα. Ή ταν σαφές πως ο βαρόνος Τάουνσεντ δεν είχε υιο­
θετήσει τους κίτρινους τροχούς ή κάτι παρόμοιο. Και τα
άλογα ήταν εξαιρετικά.
«Είναι πολύ όμορφο ζευγάρι», παραδέχτηκε, όταν ε­
κείνος είχε κάνει το γύρο της άμαξας και είχε ανέβει στο
κάθισμα.
Η έκφρασή του ήταν σχεδόν κωμική. «Παρακαλώ;»
«Τα άλογα είναι πολύ όμορφα, ταιριάζουν άψογα»,
εξήγησε, ενώ αναρωτιόταν αν ο βαρόνος τα είχε πιει στη
διάρκεια του μεσημεριού. Δε θα ήταν βολικό για κανέ-
ναν από τους δύο αν έπρεπε να εξηγεί τα πάντα δυο φο­
ρές. «Δεν έχετε πιει, έτσι;»
«Κι αν έχω, προφανώς όχι αρκετά. Ξεκινάμε;»
«Υποθέτω. Όσο πιο γρήγορα ξεκινήσουμε, τόσο πιο
γρήγορα θα επιστρέφουμε, κάτι που θα σας ευχαριστή­
σει εξαιρετικά».
«Πόσο καλά με ξέρετε, έπειτα από τόσο σύντομη γνω­
ριμία», είπε ο Κουπ και η άμαξα άρχισε να κινείται, ενώ
ο ιπποκόμος του στεκόταν ακόμη στο πλακόστρωτο.
«Νομίζω ότι κάποιον ξεχάσατε», είπε η Ντάνι, κα­
θώς το αγόρι, που δε θα ήταν πάνω από δώδεκα χρονών,
στράφηκε προς το δρομάκι στο πλάι του μεγάρου.
«Ο Χάρι θα πάει στην πόρτα υπηρεσίας και κάποιος
θα του δώσει κέικ ή κάτι τέτοιο. Είναι κανονισμένο. Δε
98 K a s e y M ic h a e l s

χρειαζόμαστε έναν ανήλικο συνοδό, δεσποινίς Φόστερ.


Κάθε άλλο παρά μόνοι μας θα είμαστε στο πάρκο».
«Ναι, αναρωτιόμουν γι’ αυτό. Θα φαινόμασταν ανό­
ητοι αν έπρεπε να μιλάμε με την υπηρέτριά μου ανάμεσά
μας, να σκεπάζει με τα χέρια της τα αυτιά της. Πρέπει,
πραγματικά, να διαβάσω εκείνο το βιβλίο».
«Ό,τι βιβλίο κι αν είναι αυτό, σας παρακαλώ διαβάστε
το επειγόντως. Ξέρω πως μόλις ήρθατε από την επαρχία,
αλλά δε σας έχει εξηγήσει τίποτα η αδελφή σας;»
«Είναι απασχολημένη να μουσκεύει με δάκρυα το μα­
ξιλάρι της» είπε η Ντάνι, που εκείνη τη στιγμή δεν ενδια­
φερόταν για το τι σκεφτόταν ο βαρόνος για εκείνη ή την
αδελφή της. Αρκούσε ότι βρισκόταν εκεί και ήταν, προ­
φανώς, ακόμη πρόθυμος να παίξει τον ήρωα για χάρη
τους. Φαντάσου, είχε σχεδόν ξεχάσει τα πράσινα μάτια
του. Σχεδόν. «Και αυτό μας φέρνει στο καινούργιο μας
πρόβλημα. Η γυναίκα του μπάτλερ πιστεύει ότι η αδελ­
φή μου πρέπει να είναι σε ενδιαφέρουσα».
Εκείνος έστριψε επιδέξια, αλλά ήρεμα στο Χάιντ
Παρκ, αφού είχε κάνει το δύσκολο ελιγμό να μπει στη
σειρά των διάφορων οχημάτων χωρίς φασαρία και χωρίς
να τρακάρει με άλλους τροχούς. Ο άνθρωπος δεν ήταν
κραυγαλέος, ούτε στην ομιλία του ούτε στο ντύσιμό του
ή στη συμπεριφορά του. Δεν έμοιαζε στο ελάχιστο με
τον ήρωα των φαντασιώσεών της. Ήταν απλώς ένας
άντρας που έβγαινε μπροστά όταν χρειαζόταν και έκανε
ηρωικές πράξεις. Ίσως δεν ήταν μόνο τα μάτια του, τα
ξανθά μαλλιά του, το δυνατό σαγόνι του και... και όλα
τα υπόλοιπα που την τραβούσαν σ ’ αυτόν. Θα το ήθελε
να είναι έτσι, αλλιώς δε θα διέφερε από το τσούρμο των
γυναικών που χαχάνιζαν, αναστέναζαν και, πιθανότατα,
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς σ υ ν ε ρ γ α σ ί α 99

τον κυνηγούσαν παντού. Πόσο θα έπρεπε να το απεχθά-


νεται αυτό!
«Αλήθεια. Σε τι ενδιαφέρουσα... Ω! Δεσποινίς Φό­
στερ, δε νομίζω ότι αυτό είναι κάτι που πρέπει να συζη­
τάμε εσείς κι εγώ. Να διορθώσω. Ξέρω ότι είναι κάτι που
δε θα έπρεπε να συζητάμε. Αλλά, από τη στιγμή που δεν
έχω αμφιβολία ότι θα το κάνετε έτσι κι αλλιώς, υπάρχει
θέμα... χρονικής στιγμής;»
«Αχ, ωραία. Αναρωτιόμουν πώς θα έθιγα αυτό το ση­
μείο. Ναι, έτσι νομίζω. Πιθανότατα μόνο η κυρία Τίμερλι
ξέρει σίγουρα, καθώς πιστεύω ότι η Μάρι το ανακάλυψε
μόλις σήμερα. Βλέπετε, λοιπόν, λόρδε μου, τώρα είναι
ακόμη πιο σημαντικό να ανακαλύψουμε τον εκβιαστή
και να πάρουμε πίσω τα γράμματα. Ο Όλιβερ δεν πρέ­
πει να μάθει ποτέ, δεν πρέπει να σκεφτεί καν ότι μπορεί
να... ε...»
«Να έχουν σφετεριστεί τη γυναίκα του; Μπορώ να
βρω και άλλες λέξεις, αν και θα προτιμούσα να μην το
κάνω».
Η Ντάνι αρνήθηκε να κοκκινίσει. «Είναι πολύ κα­
θαρό έτσι, σας ευχαριστώ. Ένιωσα ότι θα έπρεπε να το
ξέρετε, εφόσον δουλεύουμε μαζί».
«Αλήθεια; Δε νομίζω ότι συμφώνησα σε κάποιου εί­
δους συνεργασία».
Οι άντρες μπορούσαν, προφανώς, να είναι εξαιρετι­
κά χοντροκέφαλοι. «Έχετε, στ’ αλήθεια, άλλη επιλογή;»
«Δεν έχω; Διαφωτίστε με, παρακαλώ».
«Ναι, πρέπει να το κάνω. Για να είμαι ειλικρινής, νιώ­
θω ότι είναι δίκαιο να προσθέσω πως δε σας συμπαθώ.
Μπορεί να σας θαυμάζω, να σας βρίσκω ακόμη και κά­
πως ελκυστικό, αλλά δε σας συμπαθώ. Είναι φανερό
100 K a s e y M ic h a e l s

πως σας δυσαρεστεί το ότι σας ζήτησα βοήθεια και πως


απολαμβάνετε να με κάνετε να νιώθω άβολα».
«Μία σας και μία μου, δεσποινίς Φόστερ. Δεν πέρα­
σα ούτε ένα λεπτό νιώθοντας βολικά από τη στιγμή που
ριχτήκατε επάνω μου στην Μποντ Στρητ».
«Δε ρίχτηκα... Α, τώρα χαμογελάτε. Θα έπρεπε να
σας κοιτάζω πιο συχνά».
«Και να είστε μαζί μου πιο αραιά», αντέτεινε. «Και,
τέλος πάντων, τι κοιτάτε; Είναι φανερό πως δε δίνετε ση­
μασία στους συνταξιδιώτες μας, σ ’ αυτό το δρόμο προς
το πουθενά, αλλιώς θα είχατε μέχρι τώρα κάνει κάποιο
σχόλιο. Υπάρχουν πολλά φτερωτά πλάσματα που παίρ­
νουν τον αέρα τους σήμερα».
«Υπάρχουν; Ω, αν είναι δυνατό -αυτός ο άντρας, στη
μεγάλη γκρίζα άμαξα, έχει έναν παπαγάλο στον ώμο του;
Τι παράξενο».
«Και πού να ξέρατε, δεσποινίς Φόστερ. Μια μέρα
ίσως σας πω μια μάλλον διασκεδαστική ιστορία για τα
πουλιά που βλέπει κανείς ακόμη στο Μέιφερ, δεμένα με
αλυσίδες ή σε κλουβιά, να τα κυκλοφορούν εκείνοι που
δεν είναι αρκετά έξυπνοι για να καταλάβουν το αστείο.
Οι φτερωτοί φίλοι μας δεν είναι πλέον της μόδας».
«Ναι, να μου την πείτε». Η Ντάνι δεν ενδιαφερόταν
πραγματικά για τα μοδάτα ή ξεπερασμένα πουλιά. «Πράγ­
ματι, όμως, δε δίνω πολλή σημασία γύρω μου. Νόμιζα
ότι θα κάναμε κάτι παραπάνω απ’ το να ακολουθούμε
όλους τους άλλους, καθώς ακολουθούν όλους τους άλ­
λους. Ποιο είναι το νόημα, ξέρετε;»
«Το νόημα, καλή μου επαρχιωτοπούλα, είναι να δεις.
Και να σε δουν. Εσάς, για παράδειγμα, σας βλέπουν με
τη συντροφιά του ήρωα του Κατρ Μπρα και μιας ντου­
Μ ΙΑ Σ Κ Α Ν Δ Α Λ Ω Δ Η Σ Σ Υ Ν Ε Ρ Γ Α Σ ΙΑ 101

ζίνας ακόμη φανταστικών κατορθωμάτων εδώ στο Λον­


δίνο. Αυτή τη στιγμή, διάφοροι ψιθυρίζουν στους φίλους
τους: “Ποια είναι; Την έσωσε; Είναι κάποια κληρονό­
μος; Να σταματήσουμε να ρωτήσουμε ή θα προσβληθεί
ο ήρωας από την απροκάλυπτη περιέργειά μας;”».
«Αυτό είναι γελοίο».
«Τα περισσότερα πράγματα είναι γελοία, δεσποινίς
Φόστερ. Αλλά να θυμάστε πως αυτό ήταν δική σας ιδέα».
Η Ντάνι το σκέφτηκε για μερικά λεπτά. «Έχετε δί­
κιο. Δική μου ιδέα ήταν. Νόμιζα ότι θα ήταν ενδιαφέρον.
Νόμιζα ότι θα επιδείκνυα το καινούργιο μου καπέλο, το
οποίο δεν κατάφερα να φορέσω, επειδή έκοψα τα μαλ­
λιά μου και τώρα, ακόμη και αυτό που φοράω, είναι
παραγεμισμένο με χαρτί για να μη γλιστράει στα αυτιά
μου. Είχα ένα σωρό, ξέρετε».
«Χαρτιά; Ή μαλλιά;»
«Μαλλιά, φυσικά. Τα μάκραινα για χρόνια, σύμφωνα
με την εντολή της μητέρας μου. Έχετε ιδέα πόσο μεγάλο
πρόβλημα μπορεί να είναι τα μαλλιά;»
«Όχι ακριβώς, όχι. Είναι τόσο μεγάλο πρόβλημα όσο
το να πρέπει να παραγεμίζετε τα καπέλα σας με χαρτί;»
Η Ντάνι τον κοίταξε και χαμογέλασε. «Τα καπέλα εί­
ναι προσωρινά. Τα μαλλιά ήταν μόνιμα. Τελικά, βέβαια,
δεν ήταν. Αλλά, γενικά, νομίζω πως ό,τι έχει απομείνει
είναι μάλλον ελκυστικό. Οπωσδήποτε διαφορετικό».
«Α, βέβαια διαφορετικό. Νομίζω πως αυτό με απαλ­
λάσσει από το να ρωτήσω γιατί στο καλό τα πετσοκό­
ψατε. Το χρώμα δε σας έφτανε;»
«Δε σας αρέσει το χρώμα;»
«Στο πέρασμα των αιώνων οι άντρες έμαθαν πως δεν
υπάρχει ασφαλής απάντηση σε αυτή την ερώτηση, οπό­
102 K a s e y M ic h a e l s

τε θα προσποιηθώ ότι δεν την κάνατε. Κοιτάξτε, δεσποι­


νίς Φόστερ, όλα αυτά δεν οδηγούν πουθενά, και έχουμε
πολλά να συζητήσουμε. Για τις αμαρτίες μου».
Η φωνή του είχε σβήσει κάπως καθώς πρόφερε τις τε­
λευταίες λέξεις, αλλά η Ντάνι τις άκουσε. «Και τι αμαρτί­
ες διαπράξατε; Ξέρω ότι εγώ δεν έχω διαπράξει. Τουλάχι­
στον κάποιες που να συνδέονται με ό,τι περνάει η αδελφή
μου τώρα. Δε λέω ότι δεν έχω τα ελαττώματά μου».
Ο Κούπερ βγήκε από το πάρκο με την ίδια επιδεξιό-
τητα που είχε μπει και έβαλε την άμαξα στην κυκλοφορία
του δρόμου. «Ελπίζω να μη σας πειράξει αν δεν αναφω­
νήσω ιπποτικά ότι δεν είστε κάτι λιγότερο από τέλεια».
«Και τώρα θα αγνοήσω εγώ αυτό. Ξέρετε, λόρδε μου,
πιστεύω πως αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε ο ένας τον
άλλο».
Κράτησε την προσοχή του στραμμένη στα άλογα, αλ­
λά η Ντάνι παρατήρησε ότι το δεξί του φρύδι είχε ανα­
σηκωθεί, ίσως από έκπληξη. Οπωσδήποτε όχι με χιού­
μορ. «Σας φοβίζει αυτή η προοπτική τόσο όσο εμένα;»
τη ρώτησε, καθώς έστρεφε τα άλογα σε ένα μάλλον
στενό δρόμο.
«Δεν ξέρω. Τουλάχιστον κανείς απ’ τους δύο μας δε
χρειάζεται να σπαταλά χρόνο ή λέξεις, προσπαθώντας
να είναι ευγενικός. Πράγμα το οποίο, οφείλετε να πα­
ραδεχτείτε, μόνο καλό μπορεί να θεωρηθεί, γιατί, πραγ­
ματικά, δεν έχουμε χρόνο να χάσουμε με συμβάσεις και
ανόητους κανόνες καλής συμπεριφοράς. Ο Όλιβερ θα
επιστρέφει σε λιγότερο από δύο εβδομάδες».
«Συμφωνώ ότι πρέπει να βιαστούμε. Ο εκβιαστής μπο­
ρεί να επικοινωνήσει ξανά ανά πάσα στιγμή».
«Ναι, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι πρέπει να εξετά­
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ί α 103

σετε ξανά το στρατηγικό πλεονέκτημα της κρεβατοκάμα­


ράς μου. Πού πηγαίνουμε; Δε φοβάμαι ότι σχεδιάζετε να
θίξετε την υπόληψή μου, αλλά αν έχετε έναν προορισμό
στο μυαλό μας, καλύτερα να μην είναι η Πόρτμαν Σκου-
έαρ, καθώς έχουμε ακόμη πολλά να συζητήσουμε».
«Περισσότερα απ’ όσα φαντάζεστε, δεσποινίς Φό­
στερ», είπε, σταματώντας μπροστά από ένα παλιό εκ­
κλησάκι, ανάμεσα σε ένα μαγαζί με υφάσματα και ένα
καπνοπωλείο. Έβαλε το φρένο και τύλιξε γύρω του τα
χαλινάρια. «Μείνετε στη θέση σας μέχρι να έρθω απ’ την
πλευρά σας να σας βοηθήσω. Το λέω αυτό μόνο επειδή
δεν έχετε διαβάσει ακόμη το βιβλίο, ό,τι βιβλίο κι αν εί­
ναι αυτό, και δε θα έπρεπε να επιχειρήσετε να κατεβείτε
μόνη σας».
«Δε σημαίνει ότι δε θα μπορούσα, ξέρετε».
«Δεν αμφέβαλα ούτε στιγμή. Απλώς... μην το κάνετε».
Στράφηκε στο κάθισμά της για να τον κοιτάξει κα­
θώς περνούσε πίσω από την άμαξα, πετώντας ένα νόμι­
σμα σε ένα νεαρό που είχε εμφανιστεί από το πουθενά
και είχε προσφερθεί «να προσέχει τα αλογάκια» για λο­
γαριασμό του.
«Ίσως θα έπρεπε να είχατε φέρει τον ιπποκόμο», εί­
πε, καθώς του επέτρεπε να τη βοηθήσει να κατέβει στο
ανώμαλο λιθόστρωτο. Δεν την άρπαξε ακριβώς στην
αγκαλιά του, αλλά η αίσθηση των χεριών του στη μέση
της, ενώ εκείνη ακουμπούσε τα δικά της στον ώμο του
για μια στιγμή, επηρέασε τους χτύπους της καρδιάς της.
Μακάρι η Μάρι να έβγαινε από το πηγάδι της απελ­
πισίας που είχε πέσει. Η Ντάνι είχε πραγματικά να της
κάνει μερικές σημαντικές ερωτήσεις.
«Οι ιπποκόμοι είναι για τα μάτια, εκτός αν διαθέτει
104 K a s e y M ic h a e l s

κανείς κάποιον γερασμένο μπόξερ, κι αυτοί δε δείχνουν


όμορφοι με τη λιβρέα. Ο Χάρι και η λιβρέα του δε θα
στέκονταν ούτε στιγμή σ ’ αυτή τη γειτονιά. Δε μου είπα­
τε, δεσποινίς Φόστερ, διαθέτετε κάποια άλλα ταλέντα,
εκτός απ’ το να σουφρώνετε πράγματα;»
Η Ντάνι βγήκε από την καινούργια, απρόσμενη κα­
τάσταση της περιέργειας για οτιδήποτε αφορούσε τον
Κούπερ. «Αυτό δεν είναι δίκαιο. Η φυλλάδα ήταν δική
μου. Απλώς την πήρα πίσω. Τι είδους ταλέντα;»
«Ηθοποιού. Ελπίζω ότι δεν έχετε αντίρρηση για λίγα
ψεματάκια».
Η Ντάνι χτύπησε με το δάχτυλο το πιγούνι της. «Μπο­
ρεί να χρειάστηκε να πω μερικά στο παρελθόν. Έ να ψέ­
μα είναι συχνά πιο ευγενικό από την αλήθεια. Ειδικά
όταν η ίδια σου η μητέρα κάνει δυσάρεστες ερωτήσεις».
«ΓΙολύ καλά. Η ευθύτητα και η ειλικρίνεια δε θα μας
εξυπηρετούσαν αυτή τη στιγμή». Της πρόσφερε το μπρά­
τσο του. «Να απομακρυνθούμε από την κοινή θέα;»
Ω, οπωσδήποτε, σκέφτηκε η Ντάνι, συνειδητοποιώ­
ντας αμέσως ότι δε θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί όπου
βρισκόταν, και σίγουρα όχι μαζί του. Έκαναν κάτι απα­
γορευμένο. Τι ωραία λέξη -απαγορευμένο. Πώς μπόρε­
σε να σκεφτεί, έστω για ένα λεπτό, ότι ο βαρόνος ήταν
υπερβολικά καθωσπρέπει; Τι πλάκα!
«Αυτό το παρεκκλήσι δε λειτουργεί πλέον, εκτός από
κάποιο περιστασιακό γάμο, αλλά λένε ότι οι τοιχογρα­
φίες είναι σε εξαιρετικά καλή κατάσταση. Η θεία Μίλ-
ντρεντ είπε ότι δε θα έπρεπε να παραλείψουμε να τις
δούμε πριν φύγουμε από το Λονδίνο».
Η θεία Μίλντρεντ; Α, ώστε το παραμύθι είχε ξεκι­
νήσει.
Μ ια σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς σ υ ν ε ρ γ α σ ία 105

«Τότε έκανες πολύ άσχημα που δε μου είπες να φέρω


το μπλοκ μου να τις σχεδιάσω. Πάντα ήσουν κάπως αφη-
ρημένος, ξάδελφε Μόρτιμερ. Και μόνο γι’ αυτό, νομίζω
ότι θα επιμείνω να εξετάσω λεπτομερώς κάθε τοιχογρα­
φία, κι εσύ θα μείνεις εδώ να με συνοδεύεις τουλάχιστον
για μια ώρα, πριν μπορέσεις να φύγεις για να πας να
αναζητήσεις τους απαράδεκτους φίλους σου».
Τι καλή που ήταν η ηρωική καρδιά του βαρόνου. Της
έκλεισε το μάτι! Του είχε δώσει να καταλάβει ότι θα μπο­
ρούσε να είναι βοήθεια μάλλον, παρά εμπόδιο.
Ανέβηκαν τα έξι σκαλιά που οδηγούσαν σε μια δί­
φυλλη πόρτα γεμάτη σκαλίσματα, σταματώντας μόνο για
να δώσει ο Κούπερ μια πένα σε ένα γέρο που καθόταν σε
ένα ξύλινο σκαμνί και, παραδόξως, δεν έδειξε ίχνος πε­
ριέργειας βλέποντας επισκέπτες να φτάνουν τόσο αργά.
«Πάντα ήσουν λίγο μπελάς, ξαδέλφη Γκέρτρουντ»,
αποκρίθηκε με τη σωστή δόση συγγενικής ενόχλησης,
καθώς ο γέρος σηκώθηκε ασθμαίνοντας για να ανοίξει
μία από τις πόρτες. «Τώρα θα μου πεις να σε φέρω πάλι
αύριο, αλλά δεν πρόκειται να το κάνω. Ούτε αν με πα­
ρακαλέσεις».
Ο γέρος ξερόβηξε. «Υπάρχουν φύλλα χαρτιού και κάρ­
βουνο μέσα, δεσποινίς, για όσους θέλουν να ξεπατικώ­
σουν μερικές από τις ταφόπλακες που έχουμε στο βάθος.
Αλήθεια, μερικές είναι πολύ όμορφες. Μόνο μία πένα
για πέντε».
Η Ντάνι έστειλε το πιο ελκυστικό χαμόγελό της στον
επιστάτη. «Σας ευχαριστώ, καλέ μου κύριε. Ξάδελφε, μη
στέκεσαι εκεί σαν χαζός. Δώσε μια πένα στον άνθρωπο».
«Θα χρησιμοποιήσεις τα χαρτιά για να γεμίσεις κι
άλλα καπέλα;» ρώτησε σιγανά ο Κούπερ βγάζοντας το
106 K a s e y M ic h a e l s

πορτοφόλι του. «Ορίστε, κύριε, έξι πένες. Θα προτιμού­


σαμε να μη μας ενοχλήσει κανείς».
«Όλοι σας δε θέλετε να σας ενοχλήσουν», γκρίνια-
ξε ο γέρος κουνώντας το κεφάλι του και επέστρεψε στο
σκαμνί του, καθώς ο Κούπερ άρπαζε το χέρι της και την
τραβούσε μέσα, πριν προλάβει να ρωτήσει το γέρο τι
εννοούσε.
Η πόρτα μόλις είχε κλείσει πίσω τους και η Ντάνι
στράφηκε γελώντας προς το μέρος του. «Ακόυσες; Αυτό
το μέρος χρησιμεύει για ραντεβού, έτσι δεν είναι; Ο άν­
θρωπος το είπε σχεδόν καθαρά. Χρησιμοποιείς αυτό το
εκκλησάκι συχνά;»
Κρατώντας ακόμη το χέρι της, επειδή λίγα μόνο κε­
ριά ήταν αναμμένα και τα βιτρό στα παράθυρα δεν άφη­
ναν να περάσει πολύ φως, την οδήγησε σε έναν πάγκο
κολλημένο σε έναν τοίχο. «Για την ακρίβεια, νόμιζα ότι
πρωτοτυπούσα. Ελάτε, καθίστε εδώ. Δε νιώθω πολύ
άνετα με το πόσο εύκολα λέτε ψέματα, Γκέρτρουντ».
«Γκέρτι. Προτιμώ το Γκέρτι. Δε νομίζετε, δηλαδή, ότι
ο επιστάτης μάς πίστεψε;»
«Εσείς το νομίζετε;»
Η Ντάνι το σκέφτηκε για ένα λεπτό. «Δεν είμαι βέ­
βαιη. Δε θα ήθελα να με θεωρήσει εύκολη. Ή τόσο ανόη­
τη σαν την αδελφή μου, η οποία πιθανότατα θα θεωρούσε
ένα ραντεβού με τον άγνωστο θαυμαστή της σε ένα παλιό
εκκλησάκι ως το άκρον άωτο του ρομαντισμού. Φυσικά,
σε κάθε περίπτωση, ο αχρείος είστε εσείς. Ντροπή σας».
Ο βαρόνος κάθισε δίπλα της. «Δεν έχετε ούτε ένα νεύ­
ρο στο σώμα σας, έτσι;»
«Όχι, δε νομίζω», είπε, καθώς κάθε νεύρο στο σώμα
της άρχισε να μυρμηγκιάζει όταν τον ένιωσε τόσο κο­
Μ ια σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ί α 107

ντά. Όχι ότι εκείνος θα το μάθαινε ποτέ αυτό. «Ο μπα­


μπάς ισχυρίζεται ότι είμαι ένα αυγό κούκου. Ξέρετε τι
κάνουν οι κούκοι, έτσι; Αφήνουν τα αυγά τους σε φωλι­
ές άλλων πουλιών. Αν η μεγάλη θεία μου απ’ την πλευρά
του πατέρα μου, η Ίζομπελ, δεν είχε το ίδιο εξωφρενι­
κό χρώμα μαλλιών, πιστεύω ότι η μαμά θα είχε πολλές
εξηγήσεις να δώσει. Και μη με κοιτάτε έτσι. Ναι, αυτός
είναι ο λόγος που ξέρω τόσα πολλά για το... σφετερι-
σμό. Μου τα εξήγησε ο αδελφός μου. Τώρα, μπορούμε
να επιστρέφουμε στο θέμα μας; Τι ώρα θέλετε να σας
συναντήσω στην πλαϊνή πόρτα; Ο Τίμερλι κλειδώνει
όλες τις πόρτες τα μεσάνυχτα, αλλά κατάφερα να βρω
ένα κλειδί της πλαϊνής πόρτας που οδηγεί στα μαγειρεία.
Θα είναι απλό να σας ανοίξει η Έμαλαϊν και να σας ανε­
βάσει κρυφά από τη σκάλα υπηρεσίας».
«Δε θα έρθω κρυφά στην κρεβατοκάμαρά σας».
«Ω, αλλά σας το εξήγησα ήδη αυτό. Και έχουμε ήδη
συμφωνήσει ότι το θέμα του χρόνου είναι πολύ σημα­
ντικό. Κανείς δε θα το πάρει είδηση και ή Έμαλαϊν είναι
πολύ διακριτική. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος».
«Δυστυχώς, υπάρχει. Τώρα, ακούστε με προσεκτικά,
δεσποινίς Φόστερ, γιατί δεν έχουμε πολύ χρόνο».
«Γιατί τόση επισημότητα; Είμαστε συνωμότες τώρα.
Παρακαλώ να με λέτε Ντάνι. Είναι πολύ πιο βολικό».
«Και ο χρόνος συνεχίζει να κυλάει, δεσποινίς Φό­
στερ», είπε σφιγμένα ο βαρόνος, με ένα βλέμμα αγανά­
κτησης έως και οργής στα πράσινα μάτια του, απ’ όσο
τουλάχιστον μπορούσε να κρίνει η Ντάνι, και έκρινε
σωστά, καθώς αυτό το συγκεκριμένο βλέμμα το είχε δει
ξανά και ξανά στα μέλη της οικογένειάς της καθώς μεγά­
λωνε (και τουλάχιστον δυο φορές εκείνη τη μέρα).
108 K a s e y M ic h a e l s

«Τικ τακ, τικ τακ. Ναι, καταλαβαίνω, ακόμη κι αν


αναρωτιέμαι αν εσείς καταλαβαίνετε. Συνεχίστε».
«Θα το αγνοήσω αυτό. Οι κανόνες είναι οι εξής: πρώ­
τον, δεν πρόκειται· να στηθούν κρυφά παρατηρητήρια
στην κρεβατοκάμαρά σας. Ούτε από εμένα, ούτε από
εσάς, ούτε από κανένα συνδυασμό που περιλαμβάνει
εσάς, εμένα ή όποια άλλα πρόσωπα τα οποία κανείς δε
θα μπορούσε ποτέ να θεωρήσει συνοδούς».
«Ούτε αν είναι ο αρχιεπίσκοπος του Κάντερμπερι;»
Η Ντάνι δεν μπορούσε να αντισταθεί. Ήταν τόσο όμορ­
φος έτσι αγανακτισμένος. Αν ήταν αδελφός της, θα της
είχε δώσει μία στ’ αυτιά ή κάτι τέτοιο. Αλλά δεν ήταν,
και οι κοινωνικές συμβάσεις τον υποχρέωναν να την
αντιμετωπίσει ως μια καθωσπρέπει νεαρή κυρία. Κρίμα
που η ίδια δεν ήξερε πώς να συμπεριφερθεί ως καθω­
σπρέπει νεαρή κυρία.
Ή , μάλλον, ήξερε. Είχε χρόνια μαθημάτων πίσω της.
Απλώς δεν έβλεπε το λόγο, όταν διασκέδαζε τόσο πολύ
με το να είναι σκανδαλιάρα.
«Ας αφήσουμε αυτή την ερώτηση προς το παρόν»,
της είπε απότομα. «Δεύτερον. Δε ζήτησα αυτή την απο­
στολή, δεν την επιδίωξα, δεν τη θέλω -εσείς και το ασυ­
νάρτητο σχέδιό σας με βάλατε σε αυτή τη θέση. Και
αφού το ξεκαθάρισα αυτό και με λίγα λόγια, εγώ έχω
την αποκλειστική ευθύνη για ό,τι θα κάνουμε για να βο­
ηθήσουμε την κόμισσα».
Καλά, τώρα εκείνη άρχισε να εκνευρίζεται. Ενωσε
τα χέρια της μπροστά στο στήθος της, πετάρισε τα βλέ­
φαρά της και τον προκάλεσε: «Ήρωά μου. Φοβάμαι ότι
θα λιποθυμήσω».
Επιτέλους, εκείνος χαμογέλασε. Μπορεί να ήταν υπερ­
Μ ΙΑ Σ Κ Α Ν Δ Α Λ Ω Δ Η Σ Σ Υ Ν Ε Ρ Γ Α Σ ΙΑ 109

βολικά σοβαρός, αλλά τουλάχιστον τον έκανε να βλέπει


το γελοίο της κατάστασης. «Παρακαλώ, μη σταματάτε.
Πιστεύω ότι θα υπάρχει λίγο νερό σ’ εκείνο το βάζο με
τα μαραμένα λουλούδια. Το να σας το ρίξω στο γεμισμέ­
νο με χαρτιά κεφάλι σας θα είναι η πρώτη χαρά που θα
πάρω από την ώρα που ξύπνησα σήμερα το πρωί».
Χμμ. Ίσως δεν τον είχε κάνει να διασκεδάσει όσο νό­
μιζε, αλλά μόνο να χαρεί αναλογιζόμενος πώς θα πάρει
το αίμα του πίσω για αυτά στα οποία τον είχε υποβάλει.
Που -εδώ που τα λέμε- δεν ήταν και λίγα.
«Είναι φανερό πως η αντίδρασή μου δεν ήταν η σω­
στή». Η Ντάνι ήξερε να υποχωρεί όταν το παράκανε -ε ί­
χε φτάσει πολλές φορές σ ’ αυτό το σημείο. «Πολύ καλά.
Λυπάμαι. Δε θα διακόψω ξανά. Κάνετε στη Μάρι και σ’
εμένα μια μεγάλη εξυπηρέτηση και σε ανταπόδοση δε
σας έχω δημιουργήσει παρά μόνο προβλήματα. Αλλά»,
πρόσθεσε, επειδή με την Ντάνι υπήρχε πάντα κάπου ένα
αλλά, «δε χρειάζεται να είστε τόσο κακός. Προσπαθώ,
απλώς, να βοηθήσω».
Ο βαρόνος σηκώθηκε, έκανε μερικά βήματα και στρά­
φηκε να την κοιτάξει. «Το ξέρω, και αυτό είναι που κάνει
ό,τι έχω να πω ακόμη πιο δύσκολο. Νομίζετε ότι βοηθά­
τε. Όχι, να το διορθώσω. Είστε βέβαιη ότι θα βοηθήσε­
τε. Πείτε μου, πόσο χειρότερα θα ήταν τα πράγματα για
εμένα αν δε σας περιλάμβανα στα σχέδιά μου;»
Σηκώθηκε, χειροκροτώντας απαλό. «Το ήξερα ότι εί­
στε ευφυής, λόρδε μου. Ποτέ πριν δε μου έχει κάνει κά­
ποιος αυτή την ερώτηση».
«Παρόλο που σίγουρα πήραν την απάντηση;» ρώτη­
σε, ενώ ένα ακόμη χαμόγελο τρεμόπαιζε στην άκρη των
χειλιών του.
110 K a s e y M ic h a e l s

Καλά πέρασε αυτό το δύσκολο σημείο.


«Πράγματι, την πήραν. Φοβάμαι ότι δεν είμαι σαν τη
Μάρι ή τη μητέρα μου ή τις περισσότερες γυναίκες. Δεν
μπορώ να αρκεστώ ευσυνείδητα στο κέντημά μου όταν
συμβαίνει κάτι σημαντικό. Είναι ενάντια στη φύση μου.
Το να κάθομαι και να περιμένω, ίσως να προσεύχομαι σε
κάποιο εκκλησάκι σαν αυτό εδώ, χωρίς να έχω λόγο στο
αποτέλεσμα, θα με τρέλαινε».
«Κυνηγάω έναν ποταπό εκβιαστή, δεσποινίς Φόστερ,
δεν ξεκινάω για τις σταυροφορίες με τα χρώματά σας δε­
μένα στο μανίκι μου».
Ω, αλλά αν το έκανες θα σε ακολουθούσα χωρίς να
διστάσω στιγμή. Η σκέψη την έκανε να κοκκινίσει. Ίσως
έμοιαζε με τη Μάρι περισσότερο απ’ όσο νόμιζε. «Μην
αστειεύεστε, λόρδε μου. Αλλά τώρα που το ξεκαθαρίσα­
με αυτό, τι πρόκειται να κάνουμε στη συνέχεια; Και, σας
παρακαλώ, μην πείτε ότι θα προσθέσουμε τον υποκόμη
στην ομάδα μας. Δεν πιστεύω ότι θα προσέγγιζε το πρό­
βλημα με όση σοβαρότητα θα ήθελα».
«Το είπε ότι θα το λέγατε αυτό. Φοβάμαι ωστόσο
πως δεν έχουμε περιθώρια επιλογής, Νομίζω ότι θα πρέ­
πει να καθίσετε ξανά, δεσποινίς Φόστερ».
«Θα μείνω όρθια, ευχαριστώ».
«Πολύ καλά. Υποθέτω ότι μπορώ να σας επιτρέψω
να είστε πεισματάρα όταν δεν έχει καμία σημασία για
μένα. Προχωράμε με την προϋπόθεση ότι έχω την ευθύ­
νη για τα πάντα, πέρα και πάνω απ’ το αν θα επιλέξετε
να καθίσετε ή να μείνετε όρθια. Σύμφωνοι;»
«Εφόσον δεν έχω άλλη επιλογή. Συνεχίστε».
«Εφόσον εγώ είμαι υπεύθυνος, εννοείται ότι θα παίρ­
νετε οδηγίες από εμένα. Δε θα παραβείτε αυτές τις οδη­
Μ ια σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ί α 111

γίες, δε θα αυτοσχεδιάσετε, οπωσδήποτε δεν πρόκειται


να τις αμφισβητήσετε. Δεν πρόκειται να σκεφτείτε οτι­
δήποτε που θα θεωρήσετε ότι είναι καλύτερη λύση από
τη δική μου και θα ξεκινήσετε να το κάνετε μόνη σας,
αναγκάζοντάς με να τρέχω από πίσω σας και να μαζεύω
τα κομμάτια».
Ναι, την ήξερε ήδη πολύ καλά. Πώς είχε συμβεί αυτό;
Είχε κάποια προειδοποιητική πινακίδα κολλημένη στο
μέτωπό της, που μόνο εκείνος μπορούσε να δει;
«Διστάζω να το επισημάνω, αλλά ακούγεστε περισ­
σότερο σαν τύραννος παρά σαν ήρωας. Και αφού το είπα,
υποθέτω ότι συνεχίζω να συμφωνώ, εφόσον είναι φανερό
πως δε μου αφήνετε άλλη επιλογή, προκειμένου να συ-
νεχίσετε. Ο χρόνος κυλάει, θυμάστε;»
«Τι εμπιστοσύνη μου εμπνέετε, δεσποινίς Φόστερ!
Δυστυχώς -όπως μου έχει επισημανθεί και μάλιστα έντο­
ν α - ούτε εγώ έχω δυνατότητα επιλογής σε ό,τι σας αφο­
ρά. Βλέπετε, δεσποινίς Φόστερ, η αδελφή σας δεν είναι
το μόνο πρόσωπο που το εκβιάζουν. Κι εγώ, επίσης, εί­
μαι θύμα του κρυφού θαυμαστή της αδελφής σας».
Η Ντάνι κάθισε. Κάθισε τόσο γρήγορα ώστε παραλί­
γο να μην πετύχειτον πάγκο. «Συ... συγγνώμη, τι είπατε;»
Ο βαρόνος σήκωσε τα μάτια του προς το ξεφλουδι­
σμένο, ζωγραφισμένο ταβάνι της εκκλησίας, σαν να έλεγε
από μέσα του τα λόγια του για δεύτερη φορά. «Ο κοινός
μας εκβιαστής απαιτεί χρήματα από την κόμισσα για την
αθώα αδιακρισία της, και από εμένα με απειλές οι οποίες
δε σας αφορούν. Είναι ξεκάθαρο».
«Όχι», είπε, κουνώντας το κεφάλι της. «Δε νομίζω ότι
είναι. Δεν είστε αρκετά ήρωας;»
«Δεν είμαι καθόλου ήρωας, απλώς έκανα αυτό που
112 K a s e y M ic h a e l s

φαινόταν λογικό εκείνη τη στιγμή. Αν δεν υπήρχαν αυ­


τές οι καταραμένες φυλλάδες, τώρα θα ήμουν στο κτήμα
μου και θα μάθαινα πώς να καλλιεργώ γογγύλια, ενώ το
Κατρ Μπρα θα είχε μείνει πίσω μου και θα είχε ξεχα-
στεί». Πέρασε τα δάχτυλά του ανάμεσα στα μαλλιά του,
εκφράζοντας μάλλον αηδία, αλλά η Ντάνι βρήκε τη χει­
ρονομία γοητευτική. «Λυπάμαι. Δε χρειάζεται να ξέρετε
για ποιο λόγο με εκβιάζουν, αρκεί μόνο να πω ότι είμαι
βέβαιος πως το ίδιο πρόσωπο ταλαιπωρεί την αδελφή
σας και, πιθανότατα, πολύ περισσότερους ακόμη».
«Γιατί το λέτε αυτό;»
Ο βαρόνος κάθισε ξανά δίπλα της και εξήγησε τη θε­
ωρία, τη δική του και του υποκόμη, ότι ο εκβιαστής είχε
δημιουργήσει έναν ολόκληρο κατάλογο από θύματα, με
τη βοήθεια όσων είχε επιστρατεύσει να ξετρυπώνουν
μυστικά.
«Υπηρέτες, σερβιτόρες, μαγαζάτορες. Οι πιο πιθανοί
σύμμαχοί του είναι μάλλον εγκατεστημένοι στην Μποντ
Στρητ, σε επιχειρήσεις όπου συχνάζει η καλή κοινωνία».
«Μαγαζάτορες; Στην Μποντ Στρητ;» ψιθύρισε η Ντά­
νι και ανατρίχιασε. «Όχι, προσπαθούσε να βοηθήσει. Ή,
μήπως, προσπαθούσε πολύ να βοηθήσει; Αλλά περίμενε
απ’ την άλλη πλευρά της κουρτίνας και είχε απομακρύ-
νει την υπηρέτρια της Μάρι. Και να έχει έτοιμη την απά­
ντηση; Ω, πώς μπόρεσα να φανώ τόσο ανόητη;»
«Απολαμβάνετε αυτή τη συζήτηση με τον εαυτό σας;
Όχι, θα έλεγα. Αντιλαμβάνομαι ότι σκέφτεστε κάποιο
συγκεκριμένο καταστηματάρχη».
Τώρα ήταν σειρά της Ντάνι να σηκωθεί και να αρ­
χίσει να βηματίζει. «Ναι, αυτό σκέφτομαι. Μια γυναί­
κα που έχει ένα μικρό, αλλά ανθηρό μοδιστράδικο στην
Μ ΙΑ Σ Κ Α Ν Δ Α Λ Ω Δ Η Σ Σ Υ Ν Ε Ρ Γ Α Σ ΙΑ 113

Μποντ Στρητ. Είχε το αυτί της στην κουρτίνα όλη την


ώρα που η Μάρι και εγώ μιλούσαμε προσωπικά σήμερα
το πρωί, αλλά τότε δεν έδωσα σημασία. Μου έδωσε τη
φυλλάδα, κάνοντας ξεκάθαρους υπαινιγμούς ότι αυτό
που χρειαζόταν η αδελφή μου ήταν ένας ήρωας. Και,
συγκεκριμένα, εσείς. Μας... μας είπε, επίσης, ότι η Μάρι
είναι σε ενδιαφέρουσα».
«Να τολμήσω να ρωτήσω πώς το ήξερε αυτό;» είπε
ο βαρόνος, ενώ σηκωνόταν επίσης. Η προσοχή του είχε
εστιαστεί τώρα και ήθελε ξεκάθαρα να ακούσει τα πάντα.
«Δεν το ήξερε. Θέλω να πω, μας είπε ότι νόμιζε πως η
Μάρι... παρόλο που εμείς δεν είχαμε πει κάτι τέτοιο, αλ­
λά τώρα ξέρουμε πως είχε δίκιο. Αν, λοιπόν, είναι στην
υπηρεσία αυτού του φρικτού εκβιαστή, τώρα εκείνος
έχει ακόμη περισσότερα για να απειλεί τη Μάρι. Σίγουρα
δεν μπορεί να υποφέρει περισσότερο απ’ ό,τι τώρα και
να παραμείνει υγιής για να... Πρέπει να κάνουμε κάτι».
Άρπαξε το χέρι του. «Τα μαγαζιά είναι ακόμη ανοιχτά,
έτσι δεν είναι; Ελάτε, πρέπει να βιαστούμε».
Ο Κούπερ κοίταξε τα ενωμένα χέρια τους. «Ε λοιπόν,
κράτησε περισσότερο απ’ όσο περίμενα. Ίσως ένα ολό­
κληρο λεπτό».
«Τι εννοείτε... ω». Η Ντάνι άφησε το χέρι του και
χαμογέλασε συνεσταλμένα. «Ξέχασα».
«Καταλαβαίνω απόλυτα, δεσποινίς Φόστερ. Δεν είναι
δύσκολο να ξεχάσει κανείς ό,τι έχει ήδη επιλέξει να μη
θυμάται».
«Δεν είναι αστείο. Απλώς... απλώς παρασύρθηκα από
την ανησυχία μου. Τι θα συμβεί αν, χωρίς να το θέλω,
κάνω τα πράγματα ακόμη χειρότερα για τη Μάρι;»
«Είχε αρχίσει να σκάβει το λάκκο της πολύ πριν ανα-
114 K a s e y M ic h a e l s

μειχθείτε εσείς», επεσήμανε ο Κούπερ, κάτι που καθη­


σύχασε, έστω και λίγο, την Ντάνι.
«Υποθέτω πως έχετε δίκιο. Ήρθα στην πόλη μόλις
λίγες μέρες πριν».
«Πράγμα που εξηγεί την άγνοιά σας σχετικά με τα που­
λιά του Γκέιμπ. Μάλλον χαίρομαι που το χάσατε αυτό».
«Άντε πάλι με τα πουλιά. Αν δεν έχουν σχέση με το
θέμα μας, και είμαι βέβαιη πως δεν έχουν, μπορούμε, πα­
ρακαλώ, να επιστρέψουμε στην ουσία; Κάποιος εκβιάζει
τη Μάρι και εσάς, και ακόμη περισσότερους, αν έχετε
δίκιο. Πόσοι λάκκοι νομίζετε ότι έχουν σκαφτεί σε όλο
το Μέιφερ;»
«Δεκάδες, θα έλεγα. Αρκετές δεκάδες ίσως. Όχι ότι
μπορούμε να βρούμε κάποιον και να τον ρωτήσουμε».
«Αυτό θα ήταν δύσκολο, συμφωνώ. “Καλησπέρα λόρ­
δε μου. Μήπως, κατά τύχη, δείχνετε τόσο σκυθρωπός
επειδή σας εκβιάζουν, για να μην αποκαλύψουν στη γυ­
ναίκα σας ότι έχετε αντικαταστήσει τα διαμάντια της με
ψεύτικα;”»
Ο Κούπερ χαμογέλασε. «Δεν μπορώ να σκεφτώ κα­
λύτερο τρόπο για να βρεθώ με σπασμένη μύτη».
«Και την κυρία Γιόδερς, την ιδιοκτήτρια του κατα­
στήματος; Ούτε αυτή μπορούμε να την πλησιάσουμε;»
Για ένα δευτερόλεπτο, όχι περισσότερο, ο βαρόνος φά­
νηκε να κοκαλώνει. «Είπατε κυρία Γιόδερς;»
«Ναι», είπε η Ντάνι, σηκώνοντας το κεφάλι της να
τον κοιτάξει. «Γιατί; Ξέρετε το όνομα;»
«Το άκουσα να αναφέρεται, ναι. Πολύ πρόσφατα, για
την ακρίβεια. Υποθέτω ότι αυτό οριστικοποιεί την κατά­
σταση -δεν μπορούμε να το αποφύγουμε τώρα. Ήμουν
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ί α 115

έτοιμος να προτείνω να φύγουμε, αλλά νομίζω πως είναι


καλύτερα να καθίσουμε ξανά».
«Αλήθεια; Τι δεν μπορούμε να αποφύγουμε; Είμαστε
ήδη κάποια ώρα εδώ. Ακόμη και μια χαζή επαρχιωτο-
πούλα σαν εμένα ξέρει ότι έχουμε ξεπεράσει τα όρια της
ευπρέπειας και μόνο με το που βρισκόμαστε εδώ. Το βρί­
σκετε συνετό να μείνουμε κι άλλο;»
«Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δε με ενδιαφέρει πλέον».
«Ποιες συνθήκες;»
«Ανάθεμα, Ντάνι, κάθισε!»
«Ε, λοιπόν», του είπε χαμογελώντας, «αφού μου το ζη­
τάτε τόσο ευγενικά, υποθέτω ότι θα καθίσω».
Αχ, πόσο υπέροχα σκοτείνιαζαν τα πράσινα μάτια του
όταν ήθελε να τη στραγγαλίσει! Ήταν τόσο γλυκός...
ί/η ψ ά ja to 7

Ο Κουπ περίμενε μέχρι που εκείνη κάθισε, τακτοποι­


ώντας προσεκτικά τό φόρεμά της γύρω της και διπλώ­
νοντας τα χέρια της στην ποδιά της, σαν να επρόκειτο
να τραβήξει το κορδόνι κάποιου αόρατου κουδουνιού
και ο γέρος θα εμφανιζόταν αμέσως, φέρνοντας τσάι
και κέικ.
Μερικοί, σκέφτηκε ο Κουπ, θα μπορούσαν να το θε­
ωρήσουν αυτό συμμόρφωση. Αλλά ακόμη και έπειτα από
τόσο σύντομη γνωριμία, ο Κουπ ήταν βέβαιος πως η λέ­
ξη συμμόρφωση δεν υπήρχε στο λεξιλόγιο της Ντανιέλα
Φόστερ.
Η κίνησή της δεν προερχόταν από προθυμία να τον
ευχαριστήσει, απλώς προφανώς θεωρούσε πως αυτός
ήταν ο πιο σύντομος δρόμος ώστε να ακούσει όσα θα της
έλεγε, μια περιέργεια που σύντομα θα μετατρεπόταν σε...
τι; Σοκ; Οργή; Ίσως - ο Θεός να τον βοηθήσει θυμηδία;
Ασφαλώς όχι πειθήνια αποδοχή, γι’ αυτό ήταν βέβαιος.
Τη γνώριζε λιγότερο από μια μέρα, λιγότερο από λίγες
ώρες για την ακρίβεια, αλλά είχε ήδη καταλάβει πως ο
χαρακτηρισμός «προβλέψιμη» σίγουρα δεν της ταίριαζε.
Άρχισε να βηματίζει στο μικρό εκκλησάκι, χωρίς να
είναι σίγουρος αν το έκανε για να βάλει μια απόσταση
Μ ΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 117

ασφαλείας ανάμεσά τους ή αναζητώντας κάποια πη­


γή έμπνευσης στις ξεθωριασμένες τοιχογραφίες που
κοιτούσε.
Δεν ήταν συνηθισμένος να νιώθει τόσο αβοήθητος,
τόσο στο έλεος των περιστάσεων.
Δεν του άρεσε το συναίσθημα.
Αν δεν επρόκειτο για τη γυναίκα, αν δεν επρόκειτο
για τον αντιβασιλέα, ο Κουπ θα είχε αγνοήσει την απειλή
του εκβιαστή να τον εκθέσει ως διαφθορέα αθώων κορα­
σίδων και ακόμη χειρότερα, όποιες κι αν ήταν οι συνέ­
πειες. Είχε ακυρώσει όμως αυτή την επιλογή τη στιγμή
που είχε αποδεχτεί την προσφορά του Γεωργίου Δ', με
αντάλλαγμα τη σιωπή του.
Αν όμως τότε είχε αρνηθεί την προσφορά -όπω ς είχε
συνειδητοποιήσει-, το πιθανότερο ήταν πως θα είχε πέ­
σει θύμα κάποιου θανατηφόρου δυστυχήματος μέσα σε
λίγες ώρες απ’ την επίσκεψή του στο Κάρλτον Χάουζ.
Για την ακρίβεια, αν ο αντιβασιλέας δεν ήθελε να χρη­
σιμοποιήσει τη λάμψη του ήρωα του Κατρ Μπρα για να
βελτιώσει τη δική του εικόνα σε έναν όλο και πιο εχθρι­
κό λαό, ο Κούπερ δε θα είχε K ay προσκληθεί στην κατοι­
κία του -θ α τον είχαν αποτελειώσει απλά και αθόρυβα...
Το μυαλό του Κουπ πέταξε στη συζήτηση που είχε
νωρίτερα με τη μητέρα του και τον Ντάρμπι. Κανείς τους
δεν ήξερε τώρα περισσότερα απ’ ό,τι πριν για τα γεγο­
νότα του Κατρ Μπρα, εκτός από το ότι ο ίδιος ο αντιβα­
σιλέας δε θα ήταν καθόλου ευχαριστημένος αν ο εκβι­
αστής έγραφε μια ακόμη φυλλάδα που θα αποκάλυπτε
το «Αίσχος που Φτάνει ως τα Ανώτερα Στρώματα του
Ίδιου του Στέμματος».
Η Μινέρβα όμως δεν ήξερε ούτε για τα βάσανα της
118 K a s e y M ic h a e l s

κόμισσας του Κόκερμαουθ, την Ντανιέλα Φόστερ ή την


κρεβατοκάμαρά της... Μετά τις αποκαλύψεις και την
τόση κουβέντα, ε, τα σχέδια που είχαν εξυφάνει η μητέ­
ρα του και ο Ντάρμπι είχαν θολώσει κάπως στο μυαλό
του Κουπ.
Ήξερε, απλώς, πως τελικά είχε συμφωνήσει να κάνει
ό,τι είπαν. Για τις αμαρτίες του...
Τον είχαν πείσει να συμφωνήσει μ’ αυτό το τρελό σχέ­
διο δράσης ή, τουλάχιστον, τους είχε αφήσει να νομίζουν
πως τον είχαν πείσει. Συντηρούσε την ελπίδα πως θα μπο­
ρούσε να υπάρχει και άλλος τρόπος ακόμη και τη στιγμή
που σταματούσε τα άλογα μπροστά στο εκκλησάκι.
Η έμπνευση δεν είχε έρθει.
Η κρίσιμη στιγμή όμως θα ερχόταν σύντομα.
Και έπειτα, ηχούσαν ακόμη στ’ αυτιά του τα εύθυ­
μα, αποχαιρετιστήρια λόγια του Ντάρμπι, καθώς ανέ­
βαινε στην άμαξά του, έξω από το ΓΙόλτνι: «Σύνελθε,
φίλε μου, βάλε ένα χαμόγελο στο ηρωικό πρόσωπό σου.
Θυμήσου ότι η δεσποινίς Φόστερ είναι το κλειδί για τη
σωτηρία σου. Ή θα πείσεις το κορίτσι ή μπορείς να με
βοηθήσεις να γράψω τον επικήδειο σου».
Μεγάλη παρηγοριά το ειλικρινές ενδιαφέρον των φί­
λων!
Ο Κουπ κοίταξε το ρολόι του. Δέκα λεπτά. Είχε μό­
λις δέκα λεπτά για να βρει κάποια καλύτερη ιδέα. Οποι­
αδήποτε ιδέα. Δέκα λεπτά. Μια αιωνιότητα. Μια απει­
ροελάχιστη στιγμή μέσα στο χρόνο.
Του είχε φανεί πως η ασυνάρτητη συζήτησή τους από
τη στιγμή που είχαν μπει στο εκκλησάκι είχε διαρκέσει
δέκα λεπτά, αλλά στην πραγματικότητα είχε πάρει λι­
γότερο από πέντε. Και έπειτα δεν είχε πια κάτι να πει,
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 119

κάποιο λόγο να την κρατήσει εκεί, μέχρι που η αναφορά


της στην κυρία Γιόδερς είχε, πιθανότατα, εξαφανίσει την
τελευταία επιλογή του -ν α την αρπάξει απ’ το χέρι και
να εξαφανιστούν και οι δυο τους από το εκκλησάκι.
Αυτό ήταν, λοιπόν; Σε λιγότερο από μια μέρα επρό-
κειτο να αλλάξει αμετάκλητα τη μέχρι τότε πορεία της
ζωής του; Αυτός, ο Κούπερ Μαγκίνλι Τάουνσεντ. Ο στα­
θερός. Ο λογικός. Αυτός που σκεφτόταν πριν ενεργήσει.
Εκτός από εκείνη τη στιγμή στο Κατρ Μπρα, που είδε
τα παιδιά να κινδυνεύουν... και ξανά στο λιθόστρωτο
της Μποντ Στρητ, χάρη σε ένα ζευγάρι σκανδαλιάρικα
σκουρογάλανα μάτια.
Ήταν καιρός να αντιμετωπίσει τα γεγονότα. Από τη
στιγμή που είχε βάλει την Ντάνι στο εκκλησάκι δεν υπήρ­
χε διαφυγή, δεν υπήρχε οπισθοχώρηση. Και, αν ήθελε να
είναι ειλικρινής με τον εαυτό του, πιθανότατα δεν υπήρ­
χε από την πρώτη στιγμή που κοίταξε τα σκουρογάλανα
μάτια της. Από εκείνη τη στιγμή ήξερε πως, με κάποιον
τρόπο, εκείνη θα ήταν μέρος της ζωής του και εκείνος
της δικής της.
Το είχε αποδεχτεί αυτό, εν μέρει, τουλάχιστον. Εί­
χε ακούσει για τέτοιες σαϊτιές στην καρδιά από άλλους
άντρες, ιδιαίτερα απ’ τους φίλους του, τον Γκέιμπ και τον
Ρίγκμπι. Έτσι κι αλλιώς είχε έρθει στο Λονδίνο για να
βρει σύζυγο. Υπό οιεσδήποτε άλλες συνθήκες, το ότι η
Ντάνι παραπάτησε και έπεσε στην αγκαλιά του το πρωί
θα μπορούσε να θεωρηθεί χέρι βοήθειας από κάποιους
φιλικούς θεούς.
Υπό οιεσδήποτε άλλες συνθήκες.
«Γνωρίζετε κάτι, έτσι δεν είναι;» ρώτησε η Ντάνι, πί­
σω του. «Ή σας ξάφνιασα; Είμαι σίγουρη πως δε σας
120 K A SEY M ICHAELS

πειράζει που σηκώθηκα, καθώς αποφάσισα ότι κάθισα


αρκετά. Γνωρίζετε κάτι, κάτι άσχημο, και δεν ξέρετε
πώς να μου το πείτε. Γι’ αυτό με φέρατε εδώ και γ ι’ αυ­
τό στριφογυρίζετε τόση ώρα, ψάχνοντας να βρείτε έναν
τρόπο να πείτε αυτό που δε θέλετε να πείτε. Πρόκειται
για τον Όλιβερ, έτσι δεν είναι; Ακούσατε ότι επιστρέφει
νωρίτερα απ’ ό,τι περιμέναμε».
«Ο Όλιβερ;» Ο Κουπ χρειάστηκε μια στιγμή για να
καταλάβει, ενώ συνέχιζε να παρατηρεί με υποτιθέμενο
ενδιαφέρον τις τοιχογραφίες. «Όχι, δεν πρόκειται για το
λόρδο Κόκερμαουθ. Όχι άμεσα, αν και αυτό μου θυμίζει
ότι έχουμε περιορισμένο χρόνο για να εντοπίσουμε τον
εκβιαστή».
«Ούτε εσείς έχετε χρόνο», του επεσήμανε. «Δε μου
είπατε στην πραγματικότητα τη φύση του προβλήματος
σας με τον εκβιαστή».
«Κυνηγάμε τον ίδιο άνθρωπο. Αυτό μόνο χρειάζεται
να ξέρετε».
«Πιθανόν, αλλά δεν είναι μόνο αυτό που θέλω να ξέ­
ρω. Είμαι σίγουρη πως οι λεπτομέρειες είναι πολύ πιο
ενδιαφέρουσες απ’ ό,τι στην περίπτωση της Μάρι».
«Καθόλου. Σε αντίθεση με τη διαστρεβλωμένη εκ­
δοχή της ζωής μου από τον ανώνυμο βιογράφο μου, δεν
υπάρχει ίχνος ειδυλλίου».
«Τότε δεν έχει σχέση με τη γυναίκα; Λιαψεύδετε τις
προσδοκίες μου. Αμφιβάλλω ότι προστατεύετε τον εαυ­
τό σας, ακόμη κι αν πείτε το αντίθετο. Και ασφαλώς όχι
τη φανταστική κάτοχο του δαχτυλιδιού με ιό σφραγιδό­
λιθο, καθώς κανείς δεν μπορεί να καταπιεί ιέ mm παρα­
μύθι ότι η γυναίκα θα έδινε κάτι τόσο σ-ημανι ικό σε μια
υπηρέτρια. Τον αντιβασιλέα, τότε; Ξέρω όπ είστε ήρω-
μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 121

ας, αλλά να πάρετε τίτλο, κτήμα; Μεγάλη ανταμοιβή...


Μήπως αυτή είναι η λέξη-κλειδί;»
Στράφηκε να την κοιτάξει κι έπεσε σχεδόν πάνω της.
Έ να από τα προβλήματα που είχε με την Ντάνι ήταν το
ότι ήταν πολύ έξυπνη. Άνοιξε το στόμα του και η πιο
γελοία ερώτηση ξεπήδησε: «Πόσων χρονών είστε;»
Δεν τα έχασε καθόλου. «Δεκαεφτά. Θα κάνω λίγο
αργά την εμφάνισή μου την επόμενη άνοιξη, που θα εί­
μαι πια στην προχωρημένη ηλικία των δεκαοχτώ, αλλά
θεώρησαν ότι χρειαζόμουν λίγη προετοιμασία πριν από
τη Σεζόν μου».
Η απάντησή της ήταν άμεση, χωρίς ενόχληση. Χωρίς
πονηριά. Με ένα χαμόγελο στο πρόσωπό της.
Ο Κουπ ήταν εντυπωσιασμένος από το πόσα πολλά
είχε μάθει για εκείνη σε διάστημα μικρότερο της μιας
μέρας.
«Δε σας πιστεύω».
Χτύπησε μελοδραματικά τα μάγουλά της. «Γιατί; Φαί­
νομαι σαν να είμαι στα τελευταία μου; Ζαρωμένη; Παλιό-
γρια; Μήπως υπάρχει κάπου κάποια ρυτίδα που δεν έχω
προσέξει;»
Ο Κουπ ένιωσε τα δικά του μάγουλα να κοκκινίζουν.
«Όχι, όχι κάτι τέτοιο. Ζητώ συγγνώμη. Απλώς... είναι δύ­
σκολο να πιστέψω ότι είστε τόσο νέα. Από τον τρόπο που
μιλάτε. Και πάλι συγγνώμη. Προς υπεράσπισή μου, είχα
μια μάλλον κουραστική μέρα».
«Μην απολογείστε». Η Ντάνι ανασήκωσε τους ώμους
της. «Τους το είπα πως οποιοσδήποτε με λίγο μυαλό δε
θα πίστευε αυτό το παραμύθι, αλλά επέμεναν. Είναι ση­
μαντική η αλήθεια;»
«Όχι για τον κόσμο, όχι».
122 K a s e y M ic h a e l s

«Αλλά για εσάς;»


«Πιθανότατα όχι, πέρα από την προσωπική μου ικα­
νοποίηση. Εκτός αν είστε στην πραγματικότητα δεκάξι».
Θεέ μου, αυτό Θα ήταν το αποκορύφωμα.
«Αλήθεια; Τι ενδιαφέρον. Κάνει τέτοια διαφορά ένας
χρόνος;»
«Λένε πως και μια ίντσα κάνει διαφορά όταν πρό­
κειται για τη μύτη ενός ανθρώπου», αντιγύρισε ο Κουπ,
προσπαθώντας ακόμη να ξαναβρεί τη συνηθισμένη ατά­
ραχη στάση του.
Τα μάτια της αλληθώρισαν καθώς προσπάθησε να
δει τη δική της μύτη (αξιολάτρευτη μύτη, τέλεια σχε­
δόν). «Το να τρως σούπα και να πίνεις κρασί θα γινόταν
πρόβλημα, έτσι. Καταλαβαίνω τι λέτε. Δεν είναι, λοιπόν,
η ηλικία, όχι γενικά. Είναι με τι σχετίζεται». Έπειτα συ­
νοφρυώθηκε. «Όχι. Ειλικρινά, ακόμη δεν καταλαβαίνω.
Αλλά αν βοηθάει, ο μπαμπάς μου μπλέχτηκε μάλλον
άσχημα με τον τζόγο και στο διάστημα που χρειάστη­
κε για να ανακάμψει τόσο ώστε να εμφανιστώ με κάτι
καλύτερο απ’ τα αποφόρια της Μάρι, είχα το θράσος να
μεγαλώσω κατά δύο χρόνια».
Ο Κουπ άρχισε να χαλαρώνει. «Ώστε πλησιάζετε τα
είκοσι;»
«Για την ακρίβεια τον Ιανουάριο θα γίνω είκοσι ενός,
καθώς έχασα έναν ακόμη χρόνο, λόγω σπασμένου ποδι­
ού. Της μαμάς, όχι δικό μου, και η Μάρι είχε παντρευτεί
τόσο πρόσφατα που η μαμά ένιωσε πως δεν μπορούσε
να της επιβάλει την παρουσία μου, χωρίς άλλη συνοδεία.
Τώρα, ειλικρινά, νομίζω πως δεν ενδιαφέρεται πλέον.
Πιστεύετε, στ’ αλήθεια, ότι η ηλικία σημαίνει κάτι; Οι
γονείς μου και η Μάρι με έβαλαν να ορκιστώ πως θα το
μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σία 123

κρατήσω μυστικό, λέγοντας πως αν γινόταν γνωστό, θα


μειώνονταν οι πιθανότητές μου να παντρευτώ. Πράγμα
το οποίο εξηγεί, επίσης, το γιατί ξαπέστειλαν τον Ντέξ-
τερ -το φλύαρο αδελφό μου- να κάνει το γύρο της Ευ­
ρώπης με μερικούς από τους ανεκδιήγητους φίλους του».
Ο Κούπερ χαμογέλασε. «Δε θα μπορέσετε να τον
κρατήσετε μακριά για πάντα».
«Ακριβώς! Και πρέπει να πω ότι αυτό ήταν ένα ακό­
μη επιχείρημα που αγνόησαν οι γονείς μου. Είμαι, αλή­
θεια, πολύ ώριμη για την ηλικία μου;»
«Ώριμη; Δε θυμάμαι να είπα κάτι τέτοιο», της απά­
ντησε πειρακτικά. «Θα έλεγα ότι είστε πολύ πιο ζόρικη
απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς από μία ντεμπιτάντ».
«Ω! Και τι ιδιότητες πιστεύετε ότι πρέπει να έχει μία
ντεμπιτάντ;»
«Τις συνηθισμένες, φαντάζομαι. Να είναι γλυκιά και
υπάκουη. Ντροπαλή, καθόλου ξεθαρρεμένη».
«Να χαμογελά ναζιάρικα; Να έχει μια τάση να χα-
σκογελάει; Να μη μυρίζει παρά ψωμί και βούτυρο, όπως
έλεγε ο Μπάιρον; Να συζητάει με ευχέρεια για τον και­
ρό, αν είναι καλός, αν πρόκειται να βρέξει, αν έχει φρι-
κτή κάψα. Όχι, όχι φρικτή. Αφόρητη κάψα».
Ακόμη και με τη μεταφορική δαμόκλειο σπάθη που
κρεμόταν από ένα ξεφτισμένο κορδόνι πάνω απ’ το κε­
φάλι του, ο Κουπ συνειδητοποίησε ότι θα μπορούσε να
χαζολογάει για ώρες με την Ντανιέλα Φόστερ και να το
απολαμβάνει με την ψυχή του. «Ζέστη. Οι καθωσπρέπει
κυρίες δεν ξέρουν το νόημα της λέξης κάψα».
«Α ναι, θυμήθηκα τώρα. Οι κυρίες, ακόμη κι αν χα­
θούν στην έρημο, δε θα νιώσουν παρά λίγη ζέστη. Όμως,
124 K a s e y M ic h a e l s

υπ’ αυτές τις συνθήκες, νομίζω ότι είναι καλύτερα που


έχετε εμένα».
«Ναι, τελικά αυτός ήταν ο καθοριστικός παράγοντας»,
μουρμούρισε ο Κουπ, καθώς η βαριά πόρτα της εκκλησί­
ας άνοιγε και αμέσως μετά (πολύ γρήγορα, είναι η αλή­
θεια), ακουγόταν η φωνή μιας γυναίκας. «Αχά! Μπάζιλ,
μπες μέσα! Κοίτα τι βρήκα. Ω, τι ντροπή, τι ντροπή».
Η Ντάνι στριφογύρισε για να δει τους εισβολείς ή,
τουλάχιστον, θα το είχε κάνει αν ο Κούπερ δεν την είχε
αρπάξει απ’ τους ώμους και δεν την είχε τραβήξει προς
το μέρος του φιλώντας την. Ήταν το φιλί που θα έκλεβε
μόλις το ρολόι στην τσέπη του χτυπούσε ακριβώς, κάτι
που δεν είχε συμβεί ακόμη.
Ένα φιλί, θα έλεγε αργότερα, καθώς διηγούνταν τη
σκηνή στον Ντάρμπι, που ήταν τόσο θερμό όσο αν πίεζε
κανείς τα χείλη του σε ένα κομμάτι ξύλο.
«Μπάζιλ, τους βλέπεις; Στη ζωή μου, αυτός είναι ο
Κούπερ της Μινέρβα και κάποια καημένη κοπέλα. Ο
ήρωας του Κατρ Μπρα -το ν αναγνώρισα αμέσως από
τη φυλλάδα. Και αγκαλιάζονται κρυφά».
«Ναι χρυσή μου, τους βλέπω», είπε ο δούκας του Κρά-
νμπρουκ, λαχανιάζοντας λίγο από τα σκαλοπάτια, καθώς
και ο δούκας και η δούκισσα σε λίγο καιρό θα άφηναν
πίσω τους τα εξήντα. «Όχι ότι δεν το έχουμε κάνει κι
εμείς, ε Βιβ;»
«Όχι τώρα, Μπάζιλ, όχι τη στιγμή που είμαστε τόσο
κόσμιοι», τον μάλωσε η δούκισσα και τον εγκατέλειψε
για να γλιστρήσει πάνω στο πέτρινο πάτωμα ι υλιγμένη
σε άφθονες φούστες και εσάρπες, που αν ήιαν /, ίγο πιο
σκοτεινά στο εκκλησάκι, θα την έκαναν να μοιάζει με
Μ ια σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ί α 125

φάντασμα. Αν, βεβαίως, τα φαντάσματα φορούσαν πτυ­


χωτούς σκούφους τυλιγμένους με τούλια.
Η Ντάνι είχε απομείνει στήλη άλατος, με γουρλω-
μένα μάτια, ενώ ο Κούπερ είχε τώρα γονατίσει στο ένα
πόδι και κρατούσε σφιχτά τα χέρια της στα δικά του.
Έτσι δε θα μπορούσε να το βάλει στα πόδια. Ή να
τον αρχίσει στις γροθιές στο κεφάλι και στους ώμους,
πράγμα που δεν το απέκλειε, κρίνοντας από την έκφρα­
ση στο πρόσωπό της.
«Δεσποινίς Φόστερ», είπε βιαστικά, σφίγγοντας τα
δάχτυλά της για να τραβήξει την προσοχή της. «Υπ’ αυ­
τές τις συνθήκες, θα ήταν πραγματικά τιμή και προνόμιο
για μένα να ζητήσω το χέρι σας μπροστά σ ’ αυτούς τους
μάρτυρες».
«Το άκουσες αυτό, Βιβ; Είμαστε μάρτυρες», είπε ο
δούκας, πλησιάζοντας τη σύζυγό του και περνώντας το
χέρι του στη μέση της. «Πάντα ήθελα να γίνω μάρτυρας».
«Ησυχία, Μπάζιλ. Ομορφούλα δεν είναι; Η Μινέρ-
βα ανησυχούσε γι’ αυτό. Ωχ, δεν έχει απαντήσει ακόμη.
Έλα χρυσή μου, είναι η σειρά σου τώρα. Πες ναι», πα­
ρότρυνε η δούκισσα, σκύβοντας μπρος τα εμπρός για να
μη χάσει ούτε λέξη.
Ο Κούπερ παρακολουθούσε την Ντάνι καθώς εκείνη
κοιτούσε αυτό το φαινομενικά αγγελικό ζευγάρι που τους
χαμογελούσε και έκανε μια σύντομη υπόκλιση πριν στρέ­
ψει ξανά την προσοχή της -κα ι τα σκουρογάλανα μάτια
της που τώρα είχαν γίνει σχεδόν μαύρα- σ ’ εκείνον.
Ξαφνικά, ο Κουπ ένιωσε να μεταφέρεται στην Μποντ
Στρητ.
Αυτά τα μάτια, σαν καθρέφτης της ψυχής της, του
έλεγαν κάθε σκέψη της, κάθε διαδοχικό συναίσθημά της.
126 K a s e y M ic h a e l s

Έκπληξη και σοκ. Αμήχανη αθωότητα. Απορία. Κατα­


νόηση. Ευθυμία, σαν να γελούσε, σχεδόν, με την κατά­
στασή τους, ίσως και μαζί του.
«Πες απλώς ναι, εντάξει;» της ψιθύρισε. «Θα σου
εξηγήσω αργότερα».
«Ω ναι, θα το κάνεις αυτό, δε θα το κάνεις;» του απά­
ντησε το ίδιο σιγανά.
«Βιβ, βλέπω ότι μιλάνε, αλλά δεν ακούω τι λένε»,
παραπονύθηκε ο δούκας του Κράνμπρουκ.
«Είπε ναι, εξοχότατε», του είπε ο Κουπ ενώ σηκωνό­
ταν και έφερνε τα χέρια της Ντάνι στα χείλη του για ένα
φιλί, που ήλπιζε ότι θα φαινόταν αγνό και θερμό.
«Α, ωραία τότε», κελάηδησε ο δούκας. «Μπράβο σ’
εσένα, νεαρή μου, και μπράβο στο φίλο του ανιψιού μου.
Ω, και μπράβο σ ’ εμένα, γιατί τώρα δε θα αργήσω για
το δείπνο». Πέρασε το μπράτσο του στης γυναίκας του.
«Έλα γλυκιά μου, ας αφήσουμε αυτά τα δυο πιτσουνά-
κια μόνα τους, να συνεχίσουν να γουργουρίζουν -κ α ι
ό,τι άλλο έχουν στο μυαλό τους, ε;»
Η δούκισσα χτύπησε παιχνιδιάρικα το χέρι του άντρα
της. «Είσαι τόσο άτακτος. Πάμε τώρα».
Καθώς γύριζαν για να φύγουν, ο δούκας έσκυψε και
ψιθύρισε κάτι στο αυτί της γυναίκας του, που την έκανε
να χασκογελάει σαν χαζή ντεμπιτάντ, μέχρι να φτάσουν
στην πόρτα. «Ω, Μπάζιλ, φυσικά θα έχουμε χρόνο πριν
από το φαγητό, ξαναμμένε γερο-τράγε».
«Ο δούκας και η δούκισσα του Κράνμπρουκ, θείος
και θεία του καλού μου φίλου και κληρονόμου τους Γκέ-
ιμπριελ Σινκλέρ», είπε ο Κουπ, μόλις η πόρτα έκλεισε
πίσω από το ζευγάρι. «Υπό τις περιστάσεις, σκύφτηκα ν ’
αφήσω τις συστάσεις για κάποια άλλη στιγμή».
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 127

Άφησε τα χέρια της.


«Δεσποινίς Φόστερ; Δε λέτε κάτι».
«Δεν ξέρω από πού να αρχίσω», του είπε και στράφη­
κε προς τον πάγκο για να πάρει τα γάντια της. «Ω, μισό
λεπτό, νομίζω ότι ξέρω».
Και λέγοντας αυτό σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών
της και τον χαστούκισε με τα γάντια της.
«Αυτό επειδή με φέρατε εδώ με δόλο».
Ο Κουπ έμεινε ακίνητος, σίγουρος πως εκείνη μόλις
άρχιζε.
Είχε δίκιο.
Πλαφ.
«Αυτό γιατί είστε τόσο ελαφρόμυαλος, ώστε αφήσα­
τε τον υποκόμη να σας πείσει για κάτι τέτοιο».
«Για να είμαι δίκαιος απέναντι στον Ντάρμπι, συνη­
γόρησε και η μητέρα μου. Υπερείχαν αριθμητικά τουλά­
χιστον δέκα προς ένα».
«Είπατε ο υποκόμης και η μητέρα σας...»
Πλαφ.
«Έχετε δίκιο. Υπερείχαν είκοσι προς ένα. Θα κατα­
λάβετε όταν γνωρίσετε τη Μινέ... τη μητέρα μου. Δεν
είχα σχέδιο -εκείνη και ο Ντάρμπι είχαν. Ο χρόνος μας
πίεζε και ήταν ξεκάθαρο πως, έτσι κι αλλιώς, θα ανακα­
τευόσασταν, οπότε δεν υπήρχε άλλη λύση».
«Δε θα τελειώσουμε εύκολα μ’ αυτό, Κούπερ Τάουν-
σεντ».
Πλαφ.
«Άουτς! Έχουν κουμπιά αυτά τα γάντια, ξέρετε».
«Δε με ενδιαφέρει. Να σας υπακούω, είπατε. Εσείς
έχετε την ευθύνη. “Πόσων χρονών είστε, δεσποινίς Φό­
στερ;” Αρκετά μεγάλη για να αποφασίσω; Δεν μπορού­
128 K a s e y M ic h a e l s

σατε, απλώς, να μου το ζητήσετε; Νιώθετε πιο άνετα που


με εξαναγκάσατε να δεχτώ; Δεν μπορούσατε να εμπι­
στευτείτε το ότι έχω μυαλό;»
Πλαφ.
Δεν ήταν η δύναμη των χτυπημάτων, αλλά τα κου­
μπιά και η επανάληψη που είχαν αρχίσει να τεντώνουν
τα νεύρα του Κουπ. Αυτό και το γεγονός ότι η Ντάνι είχε
δίκιο, απόλυτο δίκιο. «Χρειάζεται να μπορούμε να είμα­
στε συνέχεια ο ένας με τον άλλο και δεν έχουμε χρόνο
να αφιερώσουμε σε ένα υποτιθέμενο φλερτ, όχι ενώ ο
εκβιαστής στενεύει τον κλοιό γύρω μας και, πιθανότατα,
γύρω από πολλούς άλλους σαν κι εμάς. Δεν' μπορώ να
παρακολουθώ καλά εκεί όπου μένω τώρα, στο Πόλτνι.
Χρειάζομαι πρόσβαση στην Πόρτμαν Σκουέαρ. Χρειά­
ζεται να με αφήσουν ήσυχο οι φιλόδοξες μαμάδες και οι
ανόητες νεαρές που φυτρώνουν στο δρόμο μου και μπλέ­
κονται στα πόδια μου. Και ξαναλέω, επειδή είναι σημα­
ντικό, εσείς θα ανακατευτείτε όπως κι αν είναι, οπότε
έτσι έχω μια μικρή πιθανότητα να σας ελέγχω -ή να σας
προσέχω. Ο αρραβώνας μάς βολεύει. Μην ανησυχείτε.
Μόλις τελειώσουν όλα, θα πω ότι βρήκατε τα λογικά σας
και τον διαλύσατε. Δεν πρόκειται να παντρευτούμε».
Και μ’ αυτό εκείνη πέταξε τα γάντια και του έδωσε
μια γροθιά στο σαγόνι.
«Γιατί το κάνατε αυτό;» τη ρώτησε.
«Μην παριστάνετε ότι δεν ξέρετε».
Το χτύπημα μπορεί να ήταν, τελικά, αυτό που συνέ­
φερε κάπως τον Κούπερ. Για άντρας είκοσι πέντε χρο-
νών, είχε δείξει λίγο ενδιαφέρον για τις γυναίκες και είχε
ακόμη λιγότερη εμπειρία. Το χρόνο του τον είχε απορ­
ροφήσει ο στρατός. Από τη στιγμή που ο εκβιαστής εί­
Μ ια σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 129

χε στείλει την απειλή του, είχε αφιερωθεί αποκλειστικά


σχεδόν στο να τον ανακαλύψει πριν προλάβει να δημο­
σιεύσει την επόμενη φυλλάδα του -κ α ι πριν ο Γεώργι­
ος Δ ' αποφασίσει να επαναφέρει τον αποκεφαλισμό ως
βασιλικό σπορ. Δεν είχε αναλογιστεί όλες τις συνέπειες,
όταν υπέκυπτε, τελικά, στο σχέδιο του Ντάρμπι και της
Μινέρβα, εφόσον μπορούσε να φέρει αποτέλεσμα.
Δεν είχε σκεφτεί ιδιαίτερα την αντίδραση της Ντάνι.
Το έκανε τώρα, και με το παραπάνω.
«Θέλετε να με παντρευτείτε; Γιατί στο καλό θα θέ­
λατε κάτι τέτοιο;»
Έσκυψε το κεφάλι της, αποφεύγοντας το βλέμμα του
και την ερώτησή του. «Δεν είπα αυτό».
Έτριψε το σαγόνι του. «Τότε λυπάμαι, αλλά πραγ­
ματικά δεν καταλαβαίνω. Αν και είμαι βέβαιος πως το
άξιζα».
Τώρα τον κοιτούσε ξανά. Αυτά τα μάτια... Ανάθεμα
αυτά τα εκφραστικά μάτια. «Δεν ξέρω γιατί το έκανα,
όχι ακριβώς. Υποθέτω πως ένιωσα προσβεβλημένη».
Ο Κουπ έβαλε το δάχτυλό του κάτω από το πιγούνι
της και, σκύβοντας, τη φίλησε απαλά στα χείλη. Έπειτα
μάζεψε τα γάντια της και της τα έδωσε. Τα χείλη της
ήταν απαλά αυτή τη φορά, καθόλου ξύλινα, και απόλαυ­
σε τη σύντομη εμπειρία. Ίσως θα έπρεπε να το δοκιμά­
σει ξανά. Σύντομα.
«Γιατί το κάνατε αυτό;» τον ρώτησε, μ’ εκείνη την
ελαφρά βραχνή φωνή, που τον είχε συγκινήσει σχεδόν
όσο τα μάτια της.
«Δεν ξέρω ακριβώς. Υποθέτω πως ένιωσα μια ανε­
ξήγητη επιθυμία. Νομίζω πως έχω ήδη διευκρινίσει πως
130 K a s e y M ic h a e l s

δε σκέφτομαι και τόσο καθαρά σήμερα. Θα με χτυπή­


σετε ξανά;»
«Όχι. Νομίζω ότι θέλω να με πάτε πίσω στην Πόρ-
τμαν Σκουέαρ, για να ενημερώσω την αδελφή μου για
τη νέα μου ιδιότητα ως μνηστή του ήρωα του Κατρ
Μπρα. Πιστεύω πως αυτό θα την κάνει να πεταχτεί από
τα σκεπάσματα. Και εσείς, κύριε, πρέπει να συντάξετε
μια επιστολή προς τον πατέρα μου, όπου θα του ζητάτε
συγγνώμη για την τόλμη σας να ζητήσετε το χέρι μου
πριν πάρετε την άδειά του γ ι’ αυτό. Θα πρότεινα να συ­
νοδέψετε το σημείωμά σας με ένα κιβώτιο καλό μπορ­
ντό. Ο μπαμπάς θα συγχωρούσε σχεδόν τα πάντα για μια
ποσότητα καλού μπορντό».
Ο Κούπερ είχε εντυπωσιαστεί από την ηρεμία της. Ο
ίδιος ένιωθε σφιγμένος σαν ελατήριο. Και το φιλί είχε
επιτείνει την ένταση. Ίσως να έπρεπε να ξεσπάσει χτυ­
πώντας κάτι.
Τη βοήθησε να ανέβει στην άμαξα, πέταξε ένα ακόμη
νόμισμα στο αγόρι που πρόσεχε τα άλογα και ξεκίνησαν
για την Πόρτμαν Σκουέαρ.
Η Ντάνι καθόταν ξανά με τα χέρια της ήσυχα πλεγ­
μένα στην ποδιά της. Αυτό δεν ήταν καλό.
«Σκέφτεστε, έτσι δεν είναι; Υποθέτω ότι θα θέλατε
να ανακοινώσω τον αρραβώνα μας στις εφημερίδες;»
Του απάντησε χωρίς να τον κοιτάξει. «Αν αυτό συ­
νηθίζεται, τότε κάποιος που εκθέτει καθωσπρέπει κυρί­
ες, πιθανότατα ναι, πρέπει να το κάνει. Αμφιβάλλω ότι
τέτοιο πρωτόκολλο περιλαμβάνεται στο βιβλίο που μου
έδωσε η Μάρι. Υπάρχει ανάλογο βιβλίο για κυρίους;»
«Πιθανότατα. Αλλά είμαι αρκετά σίγουρος πως ξέρω
τι να κάνω».
Μ ια σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 131

Ο Κουπ ήξερε πως θα έπρεπε να είχε αναφέρει το βι­


βλίο Επιστολές του Λόρδου Τσέστερφιλντ προς το Γιο του
για την Τέχνη του να Γίνει Άνθρωπος του Κόσμου και Τζέ­
ντλεμαν. Η Μινέρβα του είχε χαρίσει τη συλλογή των επι­
στολών στα δέκατα πέμπτα γενέθλιά του, λέγοντας πως,
εφόσον δε ζούσε ο πατέρας του για να τον καθοδηγήσει,
θα μπορούσε να το κάνει ο πατέρας κάποιου άλλου -κα ι
πιθανόν καλύτερα.
Έ να χρόνο αργότερα η Μινέρβα πέταξε το βιβλίο
στη φωτιά, αφού διάβασε τις απόψεις του λόρδου για
τις γυναίκες, τις οποίες θεωρούσε απλώς αναπτυγμένα
παιδιά, χωρίς πραγματική εξυπνάδα ή λογική, και επιρ­
ρεπείς στο να ενδίδουν σε μικρές, ανόητες επιθυμίες.
«Καλώς. Τότε ξέρετε, όπως κι εγώ, ότι η πλαϊνή πόρ­
τα θα είναι ξεκλείδωτη, απόψε στις δώδεκα παρά τέταρ­
το, και η καμαριέρα μου θα σας περιμένει εκεί, για να
σας φέρει στην κρεβατοκάμαρά μου. Όχι ότι η ρομαντι­
κή αδελφή μου θα είχε καμία αντίρρηση τώρα που με εκ­
θέσατε. Για την ακρίβεια, θα κάνει πιθανότατα ό,τι μπο­
ρεί για να βοηθήσει. Μπήκατε σε πολλούς μπελάδες για
να κάνετε αυτό που ήδη σας είχα προτείνει να κάνετε».
Θα υπήρχε, προφανώς, κάτι που θα μπορούσε να πει ο
Κουπ για όλα αυτά, αλλά δεν μπορούσε να σκεφτεί τίπο­
τα. Μέχρι να φτάσουν στην Πόρτμαν Σκουέαρ ήταν σχε­
δόν πεισμένος πως, όπως κι αν τον έβλεπε ο κόσμος -ω ς
στρατιώτη, πατριώτη, ήρωα, βαρόνο-, στον τρόπο που
χειριζόταν τις γυναίκες στη ζωή του υστερούσε, αναμφί­
βολα, σημαντικά.
&νεψ-ίί}·αι&> &

Ο κόσμος ήταν ένα ιδιόρρυθμο μέρος και το Λονδίνο


αποτελούσε, ίσως, το απόλυτο κέντρο της ιδιορρυθμίας.
Αυτό ήταν, τουλάχιστον, το συμπέρασμα στο οποίο είχε
καταλήξει η Ντάνι τις τελευταίες ώρες.
Η αδελφή της, κάπου μεταξύ του ντεμπούτου της και
τα σχεδόν τέσσερα χρόνια του γάμου της, είχε μεταβλη­
θεί σε ζωντόβολο. Όχι ότι δεν ήταν πάντοτε λίγο ανόητη
και ρομαντική, αλλά η έκθεση στο λονδρέζικο αέρα και
στο συζυγικό κρεβάτι ή η ανοησία της καλής κοινωνίας
είχαν χειροτερέψει την κατάστασή της και είχε χαζέψει
εντελώς.
Ακοήγοντας τα νέα της αδελφής της, η Μάρι πέρα­
σε απ’ την απόλυτη απελπισία σε κατάσταση ευφορίας.
Δεν έκανε καμία ερώτηση, λες και οι νεαρές κυρίες συ­
ναντούσαν έναν κύριο το πρωί στην Μποντ Στρητ και
μέχρι το σούρουπο της ίδιας μέρας τον είχαν αρραβω-
νιαστεί, χωρίς αυτό να σημαίνει πως κάτι περίεργο είχε
μεσολαβήσει στο ενδιάμεσο.
Προφανώς, για τη Μάρι δε μετρούσε τίποτα άλλο πα­
ρά μόνο το πώς ο ξαφνικός αρραβώνας της αδελφής της
επηρέαζε εκείνη. Ο ήρωας είχε έρθει. Ζήτω, ζήταν Είχε
ερωτευτεί αμέσως την Ντάνι και είχε ορκιστεί στο ξίφος
Μ ια σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ί α 1 33

του να τους Σώσει Όλους από την Ντροπή και την Κα­
ταστροφή. Ένα ακόμη ζήτω! Όλα θα λύνονταν, ο Όλιβερ
θα ξετρελαινόταν που θα αποκτούσε διάδοχο, θα υπήρ­
χαν, σίγουρα, περισσότερα κοσμήματα στο μέλλον της
και ο κόσμος της θα κολυμπούσε στη ροδοζάχαρη. «Ω,
αγαπημένη μου αδελφούλα, έλα, πάρε αυτά τα μαργαρι­
τάρια, δώρο από εμένα. Δε γίνεται τώρα να κυκλοφορείς
στην πόλη μ’ αυτούς τους φτηνιάρικους γρανάτες της
γιαγιάς. Ο Όλι θα μου αγοράσει άλλα».
«Ζωντόβολο», είπε δυνατά η Ντάνι, καθώς καθόταν
οκλαδόν μπροστά στη φωτιά και ξεμπέρδευε τα νωπά
ακόμη μαλλιά της με τα δάχτυλα. «Ζωντόβολο και ξανά
ζωντόβολο». Τι φανταζόταν η αδελφή της; Ότι αρκούσε
να κουνήσει ο Κούπερ Τάουνσεντ τα ηρωικά αυτιά του
και ο εκβιαστής θα εμφανιζόταν ξαφνικά με τα γράμμα­
τα της Μάρι δεμένα με γαλάζια κορδέλα;
Και έπειτα ήταν ο Τίμερλι. Η συγκαταβατική γκρι-
μάτσα η οποία εμφανιζόταν στο πρόσωπο του μπάτλερ
κάθε φορά που έβλεπε την Ντάνι είχε, ως εκ θαύματος,
αντικατασταθεί με μια ενοχλητική σειρά από υποκλίσεις
και «μάλιστα, δεσποινίς», «ό,τι θέλετε, δεσποινίς», «η
κυρία Τίμερλι προγραμματίζει ήδη ένα υπέροχο γλυκό
για το πρώτο σας δείπνο εδώ με το βαρόνο, δεσποινίς».
Η Ντάνι σχεδόν περίμενε ότι θα έριχνε το σώμα του
στα πόδια της στην περίπτωση που μια απρόσμενη λακ­
κούβα εμφανιζόταν μπροστά της, πηγαίνοντας από τη
σκάλα στο σαλόνι. Εδώ στο δείπνο είχε προσφερθεί να
της κόψει το κρέας της.
Και όλα αυτά, απλώς επειδή είχε αρραβωνιαστεί με
το βαρόνο, τον ήρωα του Κατρ Μπρα κι εκείνων των
ανόητων φυλλάδων. Αν όλοι ήταν τόσο ενοχλητικοί όσο
134 K a s e y M ic h a e l s

η Μάρι και ο Τίμερλι, σύντομα θα λυπόταν το βαρό­


νο απεριόριστα. Πώς σ,ντεχε όλη αυτή τη δουλοπρεπή
προσοχή;
Και όλες αυτές οι ιστορίες ότι ήταν στις διαταγές «κά­
ποιου κοντά στο Στέμμα», ότι γύριζε όλη τη χώρα υπε­
ρασπιζόμενος αθώες νέες γυναίκες από μια μοίρα χειρό­
τερη κι από το θάνατο. Τι ανοησίες!
Είχε διαβάσει και τη δεύτερη φυλλάδα πλέον, καθώς
η κυρία Τίμερλι της είχε προσφέρει χασκογελώντας το
δικό της αντίτυπο, και δεν είχε πιστέψει ούτε τα μισά.
Ούτε το ένα τέταρτο. Δε θα έφταναν οι ώρες της μέρας
για να καταφέρει κανείς να σώσει τόσες γυναίκες όσες
έγραφε ο Δεύτερος Τόμος!
Και ποια ήταν, τέλος πάντων, αυτή η μοίρα η χειρό­
τερη από το θάνατο; Ασφαλώς δεν υπήρχε τίποτα πιο
τελειωτικό από το θάνατο. Και οι δύο τόμοι ήταν μάλλον
ασαφείς ως προς αυτό το σημείο. Όπως ήταν ασαφείς
και ως προς το τι έκανε ο βαρόνος με τις δεσποινίδες που
διέσωζε. Ειδικά στο τέλος του Δεύτερου Τόμου.
Η Ντάνι έπιασε το βιβλίο και διάβασε ξανά την πα­
ράγραφο.

«Συγκλονισμένη από τα Συναισθήματά της, φώ­


ναξε σε Έκσταση σχεδόν, καθώς άρπαζε τους δυ­
νατούς του ώμους, δηλώνοντας ότι ο κόσμος μπο­
ρούσε με ασφάλεια να ακουμπήσει Επάνω τους,
όπως είχε συμβεί τόσο πρόσφατα και με τη μοίρα
της, και πως δε Φοβόταν πια για την τιμή της, αυ­
τή που τόσο Πρόθυμα Του Πρόσφερε».
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 135

«Μπορεί να μην είμαι τόσο σίγουρη για το τι είναι αυ­


τή η χειρότερη από το θάνατο μοίρα, αλλά μόνο κάποιος
εντελώς χαζός δε θα καταλάβαινε τι σημαίνει αυτό».
«Είπατε κάτι, δεσποινίς Ντάνι;»
Χαμογέλασε στην καμαριέρα. «Τίποτα που να αξίζει
να επαναληφθεί. Η ζωή είναι παράξενη, δεν είναι, Έμα-
λαϊν; Τη μια στιγμή νομίζεις πως ξέρεις τα πάντα και την
άλλη είσαι βέβαιη πως ποτέ δεν ήξερες τίποτα. Και ναι,
πριν το πεις, ανάμεσα σ ’ αυτά τα δύο συγκρουόμενα συ­
μπεράσματα είναι που κάνω πράγματα όπως το να κόψω
τα μαλλιά μου».
«Θα ξαναμεγαλώσουν, δεσποινίς. Ήδη μακραίνουν.
Μέχρι που θα έλεγα κι ότι σας πηγαίνουν έτσι που κολ­
λάνε γύρω από το λαιμό σας και τα μάγουλά σας. Όχι
ότι θα το έλεγα αυτό αν η καημένη η μαμά σας καθόταν
εδώ, μαζί μας».
«Τόσο πολύ εκτιμάς τη θέση σου;» Η Ντάνι χαμογέ­
λασε στην υπηρέτρια και σηκώθηκε, ξεκουμπώνοντας
τη ρόμπα που είχε φορέσει μετά το μπάνιο της. «Ώρα να
ντυθώ, Έμαλαϊν. Πες μου, τι φοράει μια γυναίκα για να
υποδεχτεί τον αρραβωνιαστικό της στην κρεβατοκάμα­
ρά της, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα;»
Η καμαριέρα κοκκίνισε μέχρι τις ρίζες των αραιών,
γκρίζων μαλλιών της. Η Έμαλαϊν ήταν δεκαετίες στην
οικογένεια Φόστερ, μιαγλυκιά, άσχημη γυναίκα, που δεν
είχε καν βγει με κάποιο νεαρό στα νιάτα της. Η Ντάνι
είχε πάψει από καιρό να της ζητάει απαντήσεις στις ερω­
τήσεις που απέφευγε η μητέρα της. «Περίπου ό,τι φοράτε
τώρα, δεσποινίς Ντάνι, έτσι έχω ακούσει».
«Έμαλαϊν, ντροπή!» Η Ντάνι χασκογέλασε, αλλά ά-
136 K a s e y M ic h a e l s

κουσε τη νευρικότητα στο γέλιο της και σταμάτησε γρή­


γορα. «Το μπλε δίμιτο φόρεμα νομίζω, σε παρακαλώ».
Η καμαριέρα συνοφρυώθηκε. «Αυτό με τα πολλά κου­
μπιά, δεσποινίς;»
«Ακριβώς. Μα τι νομίζεις ότι πρόκειται να συμβεί
απόψε, Έμαλαϊν;»
«Δεν μπορώ να πω ότι ξέρω, δεσποινίς Ντάνι. Να με
συμπαθάτε, αλλά ποτέ δεν ήξερα τι μπορούσε να συμβεί
μ’ εσάς από τότε που σταθήκατε στα πόδια σας».
«Είμαι ζόρικη, το ξέρω», είπε η Ντάνι και την αγκά­
λιασε. «Αν η Ίβ ι δεν είχε παντρευτεί πέρυσι και δεν είχε
πάει να ζήσει με τον άντρα της, θα ήσουν ακόμη δεύτερη
καμαριέρα της μαμάς μου και δε θα αναγκαζόσουν να
ασχοληθείς με την ανοικονόμητη κόρη της. Να κατηγο­
ρήσουμε την Ίβι, λοιπόν;»
«Όχι, δεσποινίς Ντάνι, γιατί αν δεν είχε παντρευτεί
θα ήταν εκείνη εδώ, μαζί σας, και είμαι τόσο ευτυχισμέ­
νη που βρίσκομαι στο Λονδίνο και βλέπω τον αδελφό
μου, τον Σαμ, στους στάβλους, όταν έχω ρεπό. Ο Σαμ
πάντοτε έλεγε ότι δεν ήταν φτιαγμένος για να κάθεται
στην εξοχή».
Και όμως ο Σαμ ήταν φτιαγμένος για να κάθεται -στο
τραπέζι για φαγητό.
«Σωστά. Είχα ξεχάσει ότι ο Σαμ ανήκει στο προσωπι­
κό του κόμη στο Λονδίνο. Αυτό είναι κάτι που θα έπρε­
πε να έχω υπόψη μου», κατέληξε, μιλώντας σχεδόν στον
εαυτό της, καθώς πάντα χρειαζόταν κανείς συμμάχους. Ο
Σαμ, τόσο παχύς ώστε δύο τουλάχιστον άνθρωποι μπο­
ρούσαν να κρυφτούν πίσω του, θα μπορούσε, επίσης, να
παρακολουθεί το δέντρο, από τους στάβλους. Δε θα χρει­
αζόταν κάτι παραπάνω από τα απομεινάρια μιας πουτί­
Μ ΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 137

γκας για να εξασφαλίσουν τη συνεργασία του. Έπρεπε


να θυμηθεί να πει στον Κουπ για τον Σαμ.
Ο Κουπ. Θα ερχόταν σύντομα και θα ανυπομονού-
σε, καθώς θα περίμενε απέξω να του ανοίξει η Έμαλαϊν.
Πώς της είχε φανεί ότι το βράδυ σερνόταν και τώρα,
αυτά τα τελευταία λεπτά, ο χρόνος πετούσε;
Η Έμαλαϊν την πλησίασε με το μπλε φόρεμα, αλλά
ήταν πια αργά γι’ αυτό. Όλα εκείνα τα κουμπιά!
«Έλα», είπε, βγάζοντας τη ρόμπα και πετώντας τη
στο κρεβάτι. Ωχ Θεέ μου, η Έμαλαϊν είχε τραβήξει τα
σκεπάσματα! Ε, αυτή η πρόσκληση έπρεπε να διορθωθεί
άμεσα. «Το ξεχνάμε αυτό. Φέρε μου το πράσινο κοστού­
μι ιππασίας και πήγαινε στην πλαϊνή πόρτα για να ανοί­
ξεις στο βαρόνο, εντάξει; Δε θέλουμε να τον αφήσουμε
να περιμένει».
«Το κοστούμι της ιππασίας, δεσποινίς Ντάνι; Θα πά­
τε για ιππασία τόσο αργά; Α, του Σαμ δε θα του αρέσει
αυτό, γιατί έχει τακτοποιήσει τα ζωντανά για τη νύχτα».
«Τα βάζει για ύπνο, ε;» Η Ντάνι έβαλε τα χέρια της
στους ώμους της υπηρέτριας και την έσπρωξε προς την
πόρτα. «Όχι, δε θα πάω για ιππασία απόψε. Απλώς αυ­
τό το κοστούμι μπορώ να το φορέσω μόνη μου. Πήγαι­
νε τώρα».
Δεν ανέφερε ότι ήταν, επίσης, ένα κοστούμι με το
οποίο μπορούσε να τρέξει, χάρη στο χώρισμα της φού­
στας του, σε περίπτωση που χρειαζόταν. Ασφαλώς ο
βαρόνος δεν μπορεί να νόμιζε ότι θα έμενε πειθήνια να
κοιτάει από το παράθυρο αν ο εκβιαστής εμφανιζόταν κι
ότι δε θα τον ακολουθούσε όταν θα κυνηγούσε αυτό τον
αχρείο; Τι νόημα είχε να παίρνει μέρος σε μια περιπέτεια
αν δεν έκανε κάτι περιπετειώδες;
138 K a s e y M ic h a e l s

Αφοί) στερέωσε τη φούστα στη μέση της, φόρεσε στα


γυμνά της πόδια ένα ζευγάρι μποτάκια, έβαλε και κού­
μπωσε το σακάκι της, και είχε αρχίσει να αναρωτιέται
μήπως ο Κούπερ είχε αλλάξει γνώμη, όταν άνοιξε η πόρ­
τα και μπήκε στο δωμάτιο.
Ω, Θεέ μου!
Ή ταν ντυμένος επίσημα, σε αυστηρό μαύρο και παρ-
θενικό λευκό, με τα ξανθά μαλλιά του να πέφτουν χαλα­
ρά, τα πράσινα μάτια του αστραφτερά.
Και ήταν μεγαλόσωμος. Δεν είχε καταλάβει πως ήταν
τόσο μεγαλόσωμος. Το άνετο υπνοδωμάτιο φάνηκε ξαφ­
νικά δυσάρεστα μικρό, τώρα που ήταν αυτός μέσα.
Και τα σκεπάσματα ήταν ακόμη τραβηγμένα...
Τη χαιρέτησε με ένα απλό νεύμα και στράφηκε προς
την Έμαλαϊν. Η Ντάνι φαντάστηκε την έκφραση του
προσώπου του, γιατί η υπηρέτρια έκανε δυο γρήγορες
υποκλίσεις και έφυγε, κλείνοντας πίσω της την πόρτα,
χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στην κυρία της.
«Ήταν απίστευτα εύκολο», είπε, πετώντας το καπέλο
του στο κρεβάτι. «Αν και θα προτιμούσα να μην ήταν
ο μπάτλερ, η γυναίκα του και όλο το υπόλοιπο προσω­
πικό παραταγμένοι στο χολ, για να με καλωσορίσουν.
Την επόμενη φορά, αν υπάρξει επόμενη φορά, δε βλέπω
γιατί να μη χτυπήσω την εξώπορτα, ίσως να φέρω και
καμιά μπάντα».
«Δεν είχα ιδέα...» Η Ντάνι σταμάτησε και κούνησε
το κεφάλι της. «Όχι, αυτό δεν είναι αλήθεια. Θα έπρεπε
να το είχα φανταστεί. Αυτό συμβαίνει συνέχεια; Οι άν­
θρωποι χαζεύουν απλώς με την προοπτική να σε δουν;»
«Αφότου κυκλοφόρησαν οι φυλλάδες, εννοείς; Οι πε­
ρισσότεροι, ναι. Και αν ο εκβιαστής μας έχει κάποιον
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς σ υ ν ε ρ γ α σ ία 139

πληροφοριοδότη στο προσωπικό του κόμη, αύριο θα ξέ­


ρει ότι δεν μπορεί να συνεχίσει την αλληλογραφία του
με την κόμισσα μέσω του δέντρου, οπότε θα πρέπει να
εκμεταλλευτούμε αυτή τη μία νύχτα που έχουμε».
«Νομίζεις, ειλικρινά, ότι κάποιος από το προσωπι­
κό είναι στην υπηρεσία του εκβιαστή; Ειλικρινά; Ε, τι
κάνεις;»
Ο Κουπ πήγαινε πέρα δώθε στο δωμάτιο σβήνοντας
τα κεριά. «Για να απαντήσω στην πρώτη ερώτησή σου,
τίποτα δεν αποκλείεται. Ως προς τη δεύτερη, πριν τρα­
βήξουμε τις κουρτίνες, πρέπει να σβήσουμε κάθε φως
στο δωμάτιο».
Η Ντάνι έκανε ένα μορφασμό. «Ω, δεν το έκανα σω­
στά αυτό, ε; Αν είχε σκοπό να αφήσει και άλλο απειλητι­
κό σημείωμα, θα μπορούσε να με δει καθαρά μέσα από
το τζάμι, έτσι δεν είναι;»
«Προς υπεράσπισή σου, είσαι, πρωτόβγαλτη», είπε,
σβήνοντας τα τελευταία κεριά και βυθίζοντας το δωμά­
τιο στο σκοτάδι, εκτός απ’ τη λάμψη της φωτιάς. «Θα
μείνεις εδώ, μαζί μου, ή σχεδιάζεις μια νυχτερινή βόλτα
με το άλογο;»
Κοίταξε το κοστούμι της, αντιλαμβανόμενη με καθυ­
στέρηση ότι, στη βιασύνη της, είχε ξεχάσει να φορέσει
μπλούζα και πως φαινόταν εντελώς γυμνή από το τελευ­
ταίο κουμπί του σακακιού της και πάνω. Σκέφτηκε ότι θα
ήταν αδύνατο να σβήσει τη φωτιά, ώστε να σκοτεινιάσει
εντελώς το δωμάτιο. Εκτός αυτού, ήταν φανερό πως είχε
ήδη προσέξει το ρούχο που έλειπε. Και δεν μπορούσε να
αντισταθεί και να μην της το χτυπήσει, μπορούσε;
Σοβαρά, αν οι άνθρωποι γνώριζαν το βαρόνο, μάλλον
δε θα τρελαίνονταν όταν τον έβλεπαν. Ή ταν απλώς ένας
140 K a s e y M ic h a e l s

άντρας, και μάλιστα ένας εξοργιστικός άντρας. Ιδίως


όταν το χαμόγελό του έφτανε μέχρι τα μάτια του, όπως
συνέβαινε τώρα.
«Ας συνεχίσουμε καλύτερα. Ή προτιμάς να στέκεσαι
εκεί και να γίνεσαι προσβλητικός, ενώ ο εκβιαστής θα
έρθει και θα φύγει;» του πέταξε, ενώ συγκρατήθηκε με
μεγάλη προσπάθεια και δε χτύπησε με τα χέρια της το
στήθος του. Οι βραδινές τουαλέτες της ήταν πιο αποκα­
λυπτικές, αλλά υπήρχε κάτι διαφορετικό στο να φαίνεται
το δέρμα της κάτω από ένα αυστηρό σύνολο ιππασίας.
Ή, ίσως, στο να αποκαλύπτει αυτό το δέρμα στο βα­
ρόνο Τάουνσεντ...
«Αν εμφανιστεί καθόλου».
«Ξέρω. Δεν το έχει κάνει όμως μέχρι τώρα και έχουν
περάσει πέντε μέρες -νύχτες- από την απειλή του. Ανα­
γκαστικά θα εμφανιστεί σύντομα».
Τον κοιτούσε καθώς έβαζε το προστατευτικό μπρο­
στά στη φωτιά, μειώνοντας κάπως τη λάμψη της και κα-
τευθύνοντάς την προς το κρεβάτι, ενώ μετά προχώρησε
προς ένα από τα μακριά παράθυρα, τράβηξε τις κουρτί­
νες και κάθισε στο περβάζι.
«Αν έχω δίκιο ότι κάποιος σ’ αυτό το σπίτι είναι στην
υπηρεσία του, απόψε είναι η τελευταία μας ευκαιρία.
Έβαλες την αδελφή σου να γράψει το σημείωμα και να
το αφήσει στην κουφάλα;»
«Ναι. Να φανταστείς ότι τον προσφώνησε Αγαπητέ
Εκβιαστή. Υποσχέθηκε ότι θα βάλει τις πεντακόσιες λί­
ρες μέσα στην κουφάλα, αμέσως μόλις πάρει τα γράμ­
ματά της. Τυλίξαμε, επίσης, μαζί με το σημείωμα, τους
γρανάτες της γιαγιάς μας».
Ο Κουπ στράφηκε και την κοίταξε. «Γιατί το κάνατε
αυτό;»
Μ ΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 141

«Επειδή είναι άσχημοι, δε μου άρεσαν ποτέ και είμαι


σχεδόν σίγουρη ότι είναι ψεύτικοι, χάρη στην περιπέτεια
του πατέρα μου με τη χαρτοπαιξία πριν από λίγα χρό­
νια». Αναλογίστηκε αυτά που είπε, γιατί εκείνος την κοι­
τούσε σαν να μην είχε ξαναβρεθεί ποτέ πριν τόσο κοντά
στο μυαλό μιας γυναίκας, κι αυτή η πρώτη του επίσκεψη
αποδεικνυόταν μάλλον ανησυχητική. «Για να δείξει την
καλή της πίστη, γ ι’ αυτό».
Ο Κουπ έστρεψε το βλέμμα του προς τους στάβλους
και τη σειρά των δέντρων. «Αποφάσισες, λοιπόν, να δεί­
ξεις την καλή πίστη της αδελφής σου, προσφέροντας σ’
αυτό τον άνθρωπο μια προκαταβολή με ψεύτικους γρα-
νάτες. Γιατί, έτσι κι αλλιώς, δε σου άρεσαν ποτέ. Είσαι
μια μάλλον τρομακτική νεαρή γυναίκα, αλλά φαντάζο­
μαι πως αυτό το ξέρεις ήδη».
«Πιθανόν είμαι, νομίζω ότι το ξέρω, αλλά μπορεί να
μην προσέξει ότι τα κοσμήματα είναι ψεύτικα. Είναι πο­
λύ καλή απομίμηση», είπε η Ντάνι, υπερασπιζόμενη την
ευφυή ιδέα της. Καημένε ήρωα. Αν η ίδια το έβρισκε δύ­
σκολο μερικές φορές να είναι ο εαυτός της, μπορούσε
κάπως να φανταστεί πόσο άβολα πρέπει να ένιωθαν άλ­
λοι άνθρωποι με την παρουσία της. Είχε αρχίσει, πραγ­
ματικά, να τον λυπάται.
«Επομένως, όλα είναι καλά, έτσι; Υποθέτω ότι θα
έπρεπε να σε ευχαριστήσω που ακολούθησες τις μισές
τουλάχιστον οδηγίες μου».
«Μάλλον. Τις περισσότερες φορές δεν τα καταφέρ­
νω καθόλου σε θέματα που απαιτούν συνεργασία. Εγώ
λέω πως αυτό συμβαίνει επειδή έχω ανεξάρτητη σκέψη,
αν και η μαμά επιμένει πως το μόνο για το οποίο είμαι
ικανή είναι να τρελαίνω τους άλλους γύρω μου», παρα­
142 K a s e y M ic h a e l s

δέχτηκε με ειλικρίνεια. «Έχει αρκετό φως για να δεις


αν κάποιος πλησιάσει το δέντρο; Τις δύο πρώτες νύχτες
που παρακολουθούσα δεν μπορούσα να δω πολλά, αλλά
τώρα το φεγγάρι είναι πιο γεμάτο».
«Ίσως αυτό περίμενε ο εκβιαστής. Αρκετό φως για να
βλέπει, αλλά όχι πανσέληνο, γιατί τότε μπορεί να έβλε­
παν κι εκείνον. Επί τη ευκαιρία, έχω τοποθετήσει τον
υποκόμη Νέλμπορν στη μια άκρη του σοκακιού και το
φίλο μου Τζερεμάια Ρίγκμπι στην άλλη, και είναι έτοι­
μοι να δράσουν μόλις δώσω το σύνθημα».
«Τι είδους σύνθημα;»
«Τίποτα πολύπλοκο. Αν εντοπίσουμε κάτι ασυνήθι­
στο, απλώς θα ανοίξουμε ένα απ’ τα παράθυρα και θα
σφυρίξω», της είπε. «Τι άλλο να έκανα;»
Μα τον λυπόταν; Είχε τρελαθεί; Δεν ήταν λάθος της
που αυτός είχε επιλέξει να την εκθέσει μπροστά σ’ εκεί­
νο το αξιολάτρευτο ζευγάρι, μόνο και μόνο για να κινεί­
ται ελεύθερα στο σπίτι του Όλιβερ.
«Πραγματικά, τι άλλο να έκανες; Τι ανόητο εκ μέ­
ρους μου να ενοχλώ τον ήρωα με προφανείς ερωτήσεις.
Τι ευφυές σχέδιο. Με γεμίζει δέος, λόρδε μου, ειλικρινά.
Τι κρίμα που αυτά τα παράθυρα έχουν κολλήσει από την
μπογιά εδώ και δεκαετίες».
«Ανάθεμα!» Ο βαρόνος δοκίμασε το χερούλι, που
γύρισε με ευκολία, και το παραθυρόφυλλο άνοιξε εξί­
σου εύκολα. Το έκλεισε ξανά αμέσως. Χωρίς να την κοι­
τάξει, της είπε: «Είσαι απίστευτος μπελάς. Πήγαινε να
καθίσεις».
Ικανοποιημένη που είχε πάρει κάπως το αίμα της πί­
σω, προχώρησε μέχρι το περβάζι και κάθισε δίπλα του,
μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς σ υ ν ε ρ γ α σ ία 143

γυρνώντας για να βλέπει μέσα από το στενό άνοιγμα


στις κουρτίνες.
Οι ώμοι τους ήταν δίπλα δίπλα, τα μάγουλά τους σχε­
δόν ακουμπούσαν. Μπορούσε να νιώσει τα μάτια του
Κουπ επάνω της.
«Ντάνι», είπε, έπειτα από ένα λεπτό.
«Τι;»
«Εκεί. Στο άλλο παράθυρο. Είπα πήγαινε ν α καθίσεις,
όχι έλα να καθίσεις. Και να ξέρεις ότι έχεις κουμπώσει
στραβά το σακάκι σου. Διόρθωσέ το, πριν μπει κάποιος
και σκεφτεί πως είμαι εγώ υπεύθυνος γι’ αυτό και χάσεις
κάθε ελπίδα να διαλύσεις τον αρραβώνα μας χωρίς να με
αναγκάσεις να μονομαχήσω είτε με τον πατέρα σου είτε
με τον αδελφό σου».
Πετάχτηκε από το περβάζι, κάθισε στο άλλο παράθυ­
ρο κι αμέσως άρχισε να ψηλαφίζει τα κουμπιά της, μέσα
στο σκοτάδι. Δεν τα είχε κουμπώσει στραβά.
Αυτό έπρεπε να του το αναγνωρίσει -ανταπέδιδε ό,τι
δεχόταν. Υπό άλλες συνθήκες, σκέφτηκε, θα μπορούσαν
να είχαν γίνει οι καλύτεροι φίλοι.
«Θα μπορούσες απλώς να μου ζητήσεις να μετακι­
νηθώ. Και να σκεφτείς πως οι μισοί άνθρωποι στο σπίτι,
και ιδίως η αδελφή μου, θεωρούν ότι κάνουμε άσεμνα
πράγματα εδώ. Μέχρι που είχα αρχίσει να σε λυπάμαι».
«Μην κάνεις τον κόπο. Όσο περισσότερο είμαι μα­
ζί σου, τόσο περισσότερο λυπάμαι εγώ τον εαυτό μου.
Κατάρα, κάποιος βγαίνει απ’ τους στάβλους του κόμη.
Καλά θα κάνει να μη μείνει πολύ, αλλιώς ο εκβιαστής
δεν πρόκειται να εμφανιστεί».
Η Ντάνι έσπρωξε την κουρτίνα και προσπάθησε να
δει κάτω τους στάβλους. Μπορεί να ήταν σκοτεινά, αλλά
144 K a s e y M ic h a e l s

δε δυσκολεύτηκε να αναγνωρίσει τον τροφαντό αδελφό


της καμαριέρας της. «Είναι απλώς ο Σαμ», είπε. «Κοι­
μάται στους στάβλους. Γιατί κοιτάζει γύρω του έτσι;
Νομίζεις πως άκουσε κάτι και βγήκε να ερευνήσει; Ας
ελπίσουμε πως δε θα τρομάξει τον... Ω, Θεέ μου!»
Άφησε την κουρτίνα να πέσει, καθώς ο Σαμ κατέβαζε
τα παντελόνια του και γυρνούσε προς τον πέτρινο τοίχο
των στάβλων.
Το γέλιο του Κουπ, δυνατό και καθαρό, ήταν τόσο
γοητευτικό που δεν μπόρεσε να αντισταθεί και ένωσε και
το δικό της. Θα ήταν πολύ ανόητο να υποκριθεί πως δεν
ήξερε τι έκανε ο Σαμ.
«Αυτά παθαίνεις, υποθέτω, όταν κρυφοκοιτάς από
παράθυρα», είπε όταν σταμάτησε να γελάει. «Έφυγε;»
«Έφυγε. Αν ο κόμης αναρωτηθεί ποτέ γιατί δε φυτρώ­
νει κισσός σ ’ εκείνη την πλευρά των στάβλων, θα ξέρεις
την απάντηση, αν και καλό θα ήταν να μην την πεις».
Η μόνη απάντηση της Ντάνι ήταν να τραβήξει και
πάλι, προσεκτικά, την κουρτίνα και να συνεχίσει την πα­
ρακολούθηση, συνιστώντας στο βαρόνο να κάνει το ίδιο.
Και αυτό έκαναν επί δύο, σχεδόν, ώρες, στη διάρκεια
των οποίων κανείς τους δε μίλησε, ενώ πολλές άμαξες
πέρασαν από το σοκάκι, επιστρέφοντας στη σειρά των
στάβλων που βρίσκονταν κατά μήκος του.
Χάμουρα κουδούνιζαν, υπηρέτες και βοηθοί των στά­
βλων φώναζαν ο ένας στον άλλον, πόρτες χτυπούσαν.
Σίγουρα το Λονδίνο δε φημιζόταν για την ησυχία του,
ανεξάρτητα από την ώρα.
Εκτός από εκείνο το περιστατικό με τον Σαμ, η Ντάνι
θεωρούσε πως δεν είχε βαρεθεί ποτέ στη ζωή της περισ­
σότερο. Είχε ξεχάσει εντελώς πως εκείνη και ο υποτιθέ-
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 145

μένος αρραβωνιαστικός της βρίσκονταν μόνοι τους στο


υπνοδωμάτιό της. Δεν υπήρχε τίποτα ρομαντικό στην
κατάστασή τους, κι αν χασμουριόταν μια ακόμη φορά
δεν είχε άλλη λύση από το να πάει στη λεκάνη και να
ρίξει κρύο νερό στο πρόσωπό της για να μείνει ξύπνια.
«Δεν πρόκειται να έρθει», είπε τελικά, σπάζοντας τη
σιωπή. «Όλη αυτή η συνωμοσία πήγε χαμένη, αφού -κ α ­
θώς είπες- απόψε ήταν η μοναδική μας ευκαιρία να πιά-
σουμε αυτό τον άνθρωπο. Ελπίζω μόνο πως δεν είσαι
και τόσο οργανωμένος ήρωας και δεν έχεις στείλει ήδη
επιστολή στον πατέρα μου. Ή , ακόμη χειρότερα, ανα­
κοίνωση στις εφημερίδες».
«Φοβάμαι πως είναι αργά για να ανησυχούμε γι’ αυ­
τό. Τη στιγμή που τόσο η μητέρα μου όσο και η φίλη
της, η δούκισσα του Κράνμπρουκ, που συνάντησες το
απόγευμα, ήταν καλεσμένες απόψε στο ίδιο δείπνο,
φαντάζομαι πως τα νέα του επικείμενου γάμου μας θα
σερβιριστούν αύριο ως πρόγευμα σε όλο το Μέιφερ. Σή­
μερα», διόρθωσε.
Η Ντάνι έφυγε από το κάθισμά της και πήγε κοντά
του, καθώς εκείνος συνέχισε να παρακολουθεί το δρο­
μάκι. «Επικείμενος γάμος; Γιατί το θέτεις έτσι; Μου εί­
πες πως θα με άφηνες να διαλύσω τον αρραβώνα».
«Το θυμάμαι. Και μου έδωσες μπουνιά λόγω αυτού.
Η προσφορά ισχύει, αλλά κατάλαβα πως το να ακούω
τον Ντάρμπι και τη Μινέρβα να επισημαίνουν τη λογι­
κή και τα πλεονεκτήματα της κατάστασης και το να σε
σύρω, στην πραγματικότητα, σε όλο αυτό το μπλέξιμο,
είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Ήρθα στο Λονδίνο για
να βρω σύζυγο, έχοντας την ιδέα πως μια σύζυγος δίπλα
μου θα έβαζε τέρμα σε όλη αυτή την ταλαιπωρία. Το
146 K a s e y M ic h a e l s

παραδέχομαι. Ίσως γι’ αυτό δεν απέρριψα την ιδέα τους


και άφησα τον εαυτό μου να παρασυρθεί, ας πούμε, απ’
τη ροή των γεγονότων».
Τελικά, γύρισε να την κοιτάξει. «Κι εσύ δεν είπες όχι».
«Ω, τώρα είμαι κι εγώ η αιτία, έτσι; Έχω μερίδιο ευ­
θύνης για το μπλέξιμο στο οποίο εσύ μας έβαλες σήμε­
ρα; Και ποια είναι η Μινέρβα;»
«Η μητέρα μου. Θα τη συναντήσεις αύριο. Ανακάλυ­
ψα ότι μάλλον ανυπομονώ να συναντηθείτε εσείς οι δύο.
Για την ακρίβεια, ο Ντάρμπι ανέφερε την πιθανότητα να
πουλήσουμε εισιτήρια για το θέαμα».
«Είμαι σίγουρη πως δεν πρόκειται να τη συμπαθήσω.
Ακούγεται πολύ αυταρχική και είναι φανερό ότι σε έχει
ακόμη δεμένο στην ποδιά της. Όσο περισσότερο σε γνω­
ρίζω, Κούπερ Τάουνσεντ, τόσο λιγότερο καταλαβαίνω
πώς έγινες ήρωας».
«Επιτέλους, συμφωνούμε σε κάτι. Προς υπεράσπισή
μου, έχω έναν πολύ καλό λόγο να μη θέλω να δημοσιεύ­
σει ο εκβιαστής τον τρίτο τόμο, με τον οποίο με απειλεί,
και εφόσον εσύ και η αδελφή σου είστε τα μόνα μέσα
που έχω αυτή τη στιγμή για να ανακαλύψω τον μπάσταρ­
δο, ομολογώ πως σας χρησιμοποιώ. Και τις δύο».
Α, τώρα έφταναν κάπου. Επιτέλους. «Δεν είναι απλώς
οι φυλλάδες που σε ανησυχούν, έτσι; Έχεις σοβαρά προ­
βλήματα. Το ένιωσα από την αρχή ή, τουλάχιστον, έτσι
θέλω να πιστεύω. Ο υποκόμης ξέρει; Η μητέρα σου;
Εμένα θα μου πεις; Νομίζω ότι μου το οφείλεις. Το να
μου πεις, εννοώ».
Έσφιξε το χέρι της φευγαλέα. «Λυπάμαι. Δεν μπο­
ρώ. Κανείς δεν ξέρει. Ο Ντάρμπι έχει κάνει μερικές υπο­
θέσεις, όπως κι εσύ, αλλά εδώ δε διακυβεύεται μόνο η
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ί α 147

δική μου υπόληψη. Και ούτε αυτό με κάνει ήρωα, σε


περίπτωση που ήσουν έτοιμη να το επισημάνεις. Αλλά,
τουλάχιστον, αναπνέω ακόμη».
Τώρα ήταν η σειρά της να βάλει το χέρι της στο δικό
του. «Για πόσο ακόμη;»
«Συγγνώμη;» Είχε σκύψει πιο κοντά στο τζάμι. «Ποιο
πράγμα για πόσο ακόμη;»
«Για πόσο ακόμη θα αναπνέεις».
«Έκανα κι εγώ την ίδια ερώτηση στον εαυτό μου και
η μόνη απάντηση που φαίνεται εύλογη είναι όσο χρόνο
ακόμη μου δώσει ο Θεός, εφόσον ανακαλύψω τον εκ­
βιαστή πριν δημοσιεύσει οτιδήποτε θεωρεί πως είναι η
αναθεματισμένη αλήθεια».
«Υπάρχει αναθεματισμένη αλήθεια;»
Στράφηκε και της χαμογέλασε, και η προδότρα καρ­
διά της έλιωσε. «Πάντα δεν υπάρχει;»
«Ναι, υποθέτω. Λυπάμαι. Λυπάμαι ακόμη περισσό­
τερο που ο εκβιαστής δεν εμφανίστηκε απόψε».
«Επειδή ήλπιζες σε ένα ωραίο κυνήγι στο σοκάκι ή
επειδή δεν ξεφορτώθηκες τους ψεύτικους γρανάτες της
γιαγιάς σου;»
Η Ντάνι χαμογέλασε. «Ξέρω ότι αστειεύεσαι από ευ­
γένεια, αλλά, πραγματικά, είσαι πολύ καλός άνθρωπος.
Υπόσχομαι ότι δε θα δημιουργήσω άλλα προβλήματα,
ειλικρινά το υπόσχομαι. Όταν μπορώ», πρόσθεσε, γιατί
αυτή η προειδοποίηση θα την έκανε, τουλάχιστον, να νι­
ώθει λιγότερη ενοχή αν δεν κατόρθωνε να συγκρατηθεί
και δρούσε από μόνη της εφόσον εύρισκε την ευκαιρία.
Την κοίταξε στο αχνό φεγγαρόφωτο. «Σ’ ευχαριστώ.
Αυτό δε σημαίνει ότι πρόκειται να σου πω γιατί με εκ­
βιάζουν, ξέρεις».
148 K a s e y M ic h a e l s

Η Ντάνι ανασήκωσε τους ώμους της, απτόητη. «Στο


τέλος θα το κάνεις. Δε θα μπορέσεις να αντέξεις. Ρώτη­
σε όποιον θέλεις. Είμαι πολύ πειστική».
«Εννοείς ότι εξουθενώνεις τους άλλους τόσο πολύ
ώστε τους φαίνεται πιο απλό να υποχωρήσουν».
Γύρισε προς το άνοιγμα στις κουρτίνες. «Το παίρνω
πίσω. Δεν είσαι και τόσο καλός. Υποτίθεται πως οι γυ­
ναίκες είναι ένα μεγάλο μυστήριο για τους άντρες, έτσι
νόμιζα».
«Αλήθεια; Τότε θα πρέπει να προσπαθήσεις να μην
είσαι τόσο διάφανη. Έλα, νομίζω πως τελειώσαμε από
εδώ. Δεν πρόκειται να εμφανιστεί απόψε».
«Πέντε λεπτά ακόμη. Δεν έχει περάσει άμαξα για
τους στάβλους εδώ κι ένα τέταρτο. Ίσως τώρα νιώθει αρ­
κετά ασφαλής για να πλησιάσει. Ω, λάθος έκανα. Ακούω
μία που έρχεται».
Ο Κουπ ακούμπησε σχεδόν το μάγουλό του στο δικό
της, καθώς έσκυψε να κοιτάξει. «Αυτή δεν είναι άμαξα,
είναι μόνιππο-ταξί».
«Τι είναι;»
«Μισθωμένο όχημα. Δεν υπάρχει λόγος να έρθει ένα
μισθωμένο όχημα σ ’ αυτό το σοκάκι. Κουνήσου».
Η Ντάνι κουνήθηκε. Δεν είχε άλλη επιλογή, καθώς ο
Κουπ την έσπρωξε τόσο ώστε να μπορέσει να πιάσει το
χερούλι του παραθυρόφυλλου και να το γυρίσει.
Η Ντάνι έτρεξε στο άλλο παράθυρο για να δει, ενώ
το κεφάλι της σφυροκοπούσε από την ένταση. Και ναι,
το αμάξι σταμάτησε ακριβώς μπροστά από τους στά­
βλους των Κόκερμαουθ και μια μαυροντυμένη φιγούρα
πήδησε κάτω.
Κουβαλώντας ένα σκαμνί;
Μ ια σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 149

«Κρατάει ένα σκαμνί; Γιατί στο καλό κρατάει... Ω,


αυτό δεν είναι δίκαιο. Είναι ένα παιδί, έτσι δεν είναι;
Κοίτα, άφησε κάτω το σκαμνί και ανεβαίνει -ναι, πάει
το γράμμα της Μάρι. Και οι γρανάτες μου. Και τώρα βά­
ζει κάτι στην...»
Τα διαπεραστικά σφυρίγματα του Κουπ, το ένα αμέ­
σως μετά το άλλο, έκοψαν ό,τι επρόκειτο να του πει στη
συνέχεια, αν και γιατί του περιέγραφε ό,τι έβλεπε και
μόνος του, δεν είχε ιδέα.
Άλλωστε, η ίδια είχε ξεκινήσει ήδη για την πόρτα.
θ ΐίψ α }ato^c)

Ο Κουπ πρόλαβε την Ντάνι τη στιγμή που άνοιγε την


πλαϊνή πόρτα. Την άρπαξε από τη μέση και τη σήκωσε
στον αέρα, τραβώντας την πάνω του.
«Δεν υπάρχει βιασύνη. Έχει φύγει προ πολλού», εί­
πε, προσπαθώντας να βρει την ανάσα του. Πώς τα κατά-
φερναν οι υπηρέτες να ανεβοκατεβαίνουν αυτά τα από­
τομα, στενά σκαλιά φορτωμένοι δίσκους ή ό,τι άλλο;
Παραλίγο να σκοντάψει μερικές φορές, κάτι που θα
τον έκανε να πέσει πάνω στην Ντάνι κι έτσι θα κατέλη­
γαν κι οι δύο κουβαριασμένοι άδοξα στο κάτω πάτωμα.
«Πώς το ξέρεις; Και άφησέ με κάτω».
«Μόνο αν υποσχεθείς να μην το σκάσεις».
«Δεν είμαι άλογο. Και μου πιέζεις τα πλευρά».
Ο Κουπ υποχώρησε. Γύρισε έτσι ώστε να ακουμπάει
με την πλάτη στην πόρτα και τότε μόνο την άφησε.
Στράφηκε να τον κοιτάξει και είδε ότι φορούσε το
καπέλο του. «Βρή... βρήκες χρόνο να πάρεις το καπέλο
σου;»
«Ναι, επειδή θα φύγω τώρα. Είσαι έτοιμη να ελέγξεις
την κουφάλα;»
«Δε θα κυνηγήσουμε το αμάξι; Το ξέρω ότι δε θα το
προλάβουμε, γι’ αυτό μη με κοιτάς σαν να έχω δυο κε­
Μ ΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 151

φάλια, αλλά ίσως δούμε τον οδηγό. Και αύριο θα μπο­


ρούμε να τον αναζητήσουμε».
«Ναι, ανάμεσα σε αρκετές εκατοντάδες που υπάρ­
χουν στο Λονδίνο, αυτό θα ήταν εύκολο». Σήκωσε ψηλά
τη λάμπα που είχε ζητήσει νωρίτερα από τον Τίμερλι να
αφήσει στο στενό διάδρομο, άνοιξε την πόρτα και της
έκανε νόημα να περάσει. «Σφύριξα δύο φορές, αν θυ­
μάσαι. Αυτό ήταν για να ειδοποιήσω τον Ρίγκμπι ότι ο
στόχος μας κατευθυνόταν προς το μέρος του. Μπορεί να
είχαμε κάποια ισχνή πιθανότητα, αν το αμάξι είχε έρθει
απ’ την αντίθετη πλευρά του σοκακιού και πήγαινε προς
τον Ντάρμπι, αλλά ο Ρίγκμπι είχε στη ζωή του πολλά
άφθονα γεύματα για να τα καταφέρει στο κυνήγι. Το να
προλάβει τα άλογα ξεπερνά σαφώς τις δυνατότητές του.
Μπορούμε μόνο να ελπίζουμε ότι κατάφερε να ρίξει μια
ματιά στον επιβάτη. Ναι, και στον οδηγό».
«Δε χρειάζεται να δείχνεις τόσο αυτάρεσκος».
«Λογικός, όχι αυτάρεσκος», είπε, καθώς πλησίαζαν
το μεγάλο δέντρο.
«Με άφησες να υποθέσω ότι μπορεί να τον κυνηγού­
σαμε».
«Γι’ αυτό, λοιπόν, και το κοστούμι ιππασίας. Τώρα
καταλαβαίνω. Σε πειράζει αν ξανασκεφτώ την πιθανή συ­
νεισφορά σου στη μικρή μας περιπέτεια;»
Η λάμπα έριχνε αρκετό φως για να δει την έκφραση
αποδοκιμασίας στο πρόσωπό της.
«Φόρεσα το κοστούμι ιππασίας γιατί ήταν πιο εύκο­
λο να... Ω, εντάξει, ναι. Το διάλεξα επίτηδες, αλλά ήταν
η δεύτερη επιλογή μου. Όχι για να τον κυνηγήσουμε, αν
εμφανιζόταν. Εννοώ, όχι ο,κριβώς. Το πρώτο φόρεμα το
διάλεξα για τα κουμπιά του. Και θα τον κυνηγούσαμε
152 K a s e y M ic h a e l s

μόνο αν είχαμε την ευκαιρία. Κυρίως, ήθελα να είμαι βέ­


βαιη ότι θα ήμουν σωστά ντυμένη για να σε συνοδέψω
όταν θα πηγαίναμε να πάρουμε ό,τι είχε αφήσει -κα ι ναι,
υπόσχομαι να σταματήσω τη φλυαρία τώρα, γιατί ξέρω
ότι φλυαρώ. Έλα, άπλωσε το χέρι σου και πάρ’ το».
«Μάλιστα, βασίλισσά μου», είπε και έπειτα σταμά­
τησε, με το χέρι μισοσηκωμένο για να κάνει όπως του
είχε πει. «Όχι. Εσύ πάρ’ το. Εσύ δεν έβαλες το σημείωμα
της αδελφής σου μέσα στο δέντρο;»
«Αν επιμένεις. Αλλά κάνε στην άκρη. Η Μάρι είναι
αρκετά ψηλή για να φτάσει, αλλά εγώ πρέπει να πατήσω
σ ’ αυτό το σπασμένο σκαλοπάτι πίσω σου και μετά να
κρατηθώ από το κλαδί... Ω, ω!»
Ο Κουπ πήρε το διπλωμένο κομμάτι χαρτιού. «Ναι,
ω! Έχουμε να κάνουμε με ένα νεαρό που τον μίσθωσαν;
Με έναν κοντό εκβιαστή; Ή έχουμε να κάνουμε...»
«Με μια γυναίκα! Θα μπορούσε ο εκβιαστής να είναι
γυναίκα; Μπορεί η Μάρι να άνοιξε την καρδιά της σε
ένα άλλο θηλυκό; Δεν είναι να απορεί κανείς που βρήκε
όλα τα σωστά, γλυκερά πράγματα να πει, έτσι ώστε η
Μάρι να νομίσει ότι είχε βρει, επιτέλους, κάποιον που
καταλάβαινε την αγωνία της».
«Μερικές γυναίκες έχουν συμπαθητικές αδελφές, με
κατανόηση, και εξομολογούνται σ ’ αυτές», είπε ο Κούπερ,
χωρίς να μπορεί να αντισταθεί, καθώς έβαζε το σημείωμα
στην τσέπη του γιλέκου του και ωθούσε την Ντάνι πίσω,
προς την πλαϊνή πόρτα.
«Θα ένιωθα προσβεβλημένη αν η Μάρι δεν είχε ξεκι­
νήσει την παράνομη αλληλογραφία της πριν έρθω στην
πόλη ή αν ήμουν αρκετά ανόητη ώστε να επικροτήσω τη
σαχλαμάρα που έκανε. Δε χρειάζεται συμπάθεια. Χρειά­
μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σία 1 53

ζεται να πάρουμε πίσω τα γράμματά της πριν επιστρέφει


ο Όλιβερ. Της είμαι πολύ περισσότερο χρήσιμη από κά­
ποια γλυκιά αγαθιάρα, που απλώς θα τη χτυπούσε στον
ώμο και θα έλεγε “έλα, έλα”. Φυσικά, αυτό σημαίνει,
επίσης, ότι καταλήξαμε μ’ εσένα. Και μέχρι στιγμής -λ υ ­
πάμαι που το λέω - αυτό δε μας έχει βοηθήσει και πολύ».
«Δυστυχώς, πρέπει να συμφωνήσω μαζί σου, αν και
απαλλάχτηκες, τουλάχιστον, από τους γρανάτες. Ας μπού­
με μέσα κι ας δούμε τι έχει να πει ο βασανιστής μας ή η
βασανίστριά μας».
«Αλλά τι θα γίνει με τον υποκόμη και τον άλλο φίλο
σου; Δε θέλεις να ακούσεις τι έχουν να πουν;»
«Θα με περιμένουν στο Πόλτνι, ελπίζω με ένα μπου­
κάλι κι ένα ποτήρι, και με τη μητέρα μου να ροχαλίζει
στο κρεβάτι της. Θέλεις να το διαβάσω αυτό ή όχι;»
Έσφιξε τις γροθιές της στους γοφούς της. Μάλλον
εξαντλούσε την υπομονή της. Παράδόξως, αυτό του φαι­
νόταν πολύ ελκυστικό. Ήταν η μόνη γυναίκα που είχε
γνωρίσει μετά το Κατρ Μπρα που δεν της έτρεχαν τα
σάλια βλέποντάς τον.
«Όχι, θέλω να το κάνεις σαΐτα και να το πετάξεις
προς τους στάβλους».
«Ναι, αυτό σκέφτηκα», της είπε, ακουμπώντας τη
λάμπα στο τραπέζι δίπλα στην πόρτα. «Αλλά θα το δια­
βάσω, έτσι κι αλλιώς». Ξεδίπλωσε το σημείωμα, πνίγο­
ντας μια ξαφνική βλαστήμια. «Ειδικά αφού φαίνεται ότι
απευθύνεται σ’ εμένα».
«Σ’ εσένα; Όχι στη Μάρι; Ω, Θεέ μου. Αυτό δεν είναι
καλό, έτσι;» Η Ντάνι άρπαξε τον καρπό του και χαμή­
λωσε το μπράτσο του ώστε να δει το σημείωμα και να
το διαβάσουν μαζί.
154 K a s e y M ic h a e l s

«Άτακτε, άτακτε λόρδε Τάουνσεντ, που ανακα­


τεύεσαι σε δουλειές που δε σε αφορούν, αν και το
να πάψεις να είσαι επίδοξος γαμπρός ήταν εμπνευ­
σμένη κίνηση, παρόλο που η επιλογή σου ήταν
περίεργη. Χάρη σ’ εμένα, που αυξάνω μια δημο­
τικότητα που δεν αξίζεις, θα μπορούσες να είχες
εξασφαλίσει μια κληρονόμο. Σε κάθε περίπτωση,
τα συγχαρητήριά μου. Η μαμά σου φαίνεται ευ­
χαριστημένη, κι αυτό θα σου αφήσει περισσότε­
ρο χρόνο να αναλογιστείς τις συνέπειες των βια­
στικών ενεργειών σου. Γιατί, βλέπεις, πρέπει να
πληρωθεί ένα τίμημα. Παρακαλώ, πληροφόρησε
την κόμισσα ότι αποσύρω την ευγενική προσφο­
ρά μου. Ο κόμης θα λάβει τα γράμματά της μόλις
επιστρέφει. Ω, κι η τιμή σου μόλις ανέβηκε κατά
χίλιες λίρες. Στο κάτω κάτω, πρέπει να ισοφαρίσω
τα κέρδη που έχασα απ’ την παρέμβασή σου. Σε
δέκα μέρες, ένα αντίγραφο του Τρίτου Τόμου θα
σταλεί στον αντιβασιλέα. Νωρίτερα, αν βρεθείς
ξανά στο δρόμο μου. Μπορείς να αρχίσεις να με­
τράς από τώρα... Θα επικοινωνήσω ξανά».

«Δε θα την αφήσει να πληρώσει για να τα πάρει πί­


σω; Δεν μπορώ να της το πω αυτό. Τι θα κάνουμε;»
Ο Κουπ κοίταξε την πρόσφατη αρραβωνιαστικιά του.
Τα σκουρογάλανα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα.
Πήρε τα χέρια της, που ξαφνικά ήταν παγωμένα και
έτρεμαν. «Θα τον ανακαλύψουμε, αυτό θα κάνουμε», εί­
πε με όση αυτοπεποίθηση μπορούσε να επιστρατεύσει.
«Ή θα την ανακαλύψουμε. Τι θα έλεγες για μια βόλτα
Μ ια σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 155

στην Μποντ Στρητ αύριο το πρωί, στις έντεκα; Έχω διά­


θεση να σου αγοράσω ένα δώρο αρραβώνων».
«Θέλεις να πάμε για ψώνια; Τι καλό θα μας κάνει να
πάμε... Ω, περίμενε. Ξέχασα. Η κυρία Γιό...»
Έκλεισε με το χέρι του το στόμα της κι έσκυψε να
της ψιθυρίσει στο αυτί: «Τίποτα. Ούτε μια λέξη ακόμη.
Ούτε στην αδελφή σου, ούτε στην υπηρέτριά σου, ούτε
σε κανέναν. Και, για όνομα του Θεού, αν κρατάς ημερο­
λόγιο, μη γράψεις τίποτα για όλα αυτά».
Έσπρωξε το χέρι του. «Πώς ξέρεις ότι κρατάω ημε­
ρολόγιο;»
Επιτέλους χαμογέλασε. «Ευτυχής υπόθεση; Τώρα πε­
ρίμενε μέχρι να βγω, βάλε το σύρτη και πήγαινε πάνω.
Πρέπει να συναντήσω τους φίλους μου, ελπίζοντας ότι
τουλάχιστον ένας απ’ αυτούς είδε κάτι που μπορεί να
μας βοηθήσει».
«Μακάρι να ερχόμουν μαζί σου».
Θα έπρεπε να είναι πιο δυνατός απ’ ό,τι ήταν, για να
κοιτάξει εκείνα τα μάτια, να δει τον πόνο και την ανησυ­
χία και να μην ανταποκριθεί.
«Το ξέρω, αλλά όλα θα τακτοποιηθούν. Σ ’ το υπό­
σχομαι».
Ένευσε καταφατικά. «Νομίζω ότι θα σε πιστέψω.
Ή ρωά μου».
Έπειτα ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και
τον φίλησε στο μάγουλο, το ίδιο που είχε χτυπήσει επα­
νειλημμένα εκείνο το απόγευμα με τα γάντια της.
«Νόμιζα ότι είπες πως δε μοιάζω και πολύ με ήρωα».
«Το ξέρω. Αλλά τώρα πρέπει να είσαι, δεν πρέπει;»
του είπε και τον έσπρωξε έξω από την πόρτα.
Στάθηκε απέξω, περιμένοντας να σβήσουν τα βήμα­
156 K a s e y M ic h a e l s

τά της στη σκάλα υπηρεσίας, με το χέρι του στο μάγου­


λό του, ενώ αναρωτιόταν τι στο διάβολο ήταν όλα αυτά
και γιατί χαμογελούσε.
Έπειτα θυμήθηκε το μπλέξιμο όπου βρισκόταν, όπου
βρίσκονταν όλοι τους, και ξεκίνησε με γρήγορο βήμα,
σταμάτησε ένα μόνιππο-ταξί στην άκρη της πλατείας
και έδωσε εντολή να τον πάει στο Πόλτνι.
Όπως είχε κανονιστεί, ο Ντάρμπι και ο Ρίγκμπι τον
περίμεναν στα δωμάτιά του, μαζί με τον ανθυπασπιστή
Έιμς. Και οι τρεις τους (ραίνονταν χαλαροί και άνετοι,
απλωμένοι σε πολυθρόνες και καναπέδες, με ένα ποτό
στο χέρι.
«Σερ!» είπε ο ανθυπασπιστήςΈιμς και πετάχτηκε όρ­
θιος να χαιρετήσει τον εργοδότη του. «Θυμόμασταν το
Σαμπομπέρ. Τι χάλια που ήταν! Έπρεπε να κάνουμε μια
πρόποση για το χαμένο μάτι του υποκόμη, καταλαβαίνε­
τε. Θα φύγω τώρα».
«Ναι, Έιμς, σ’ ευχαριστώ», είπε ο Κουπ, κοιτώντας
τον Ντάρμπι. Πώς τα κατάφερνε και μετέτρεπε το τραύ­
μα του σε αναρίθμητα ανέκδοτα εις βάρος του, κάνο­
ντας ακόμη και τον ανθυπασπιστή να νιώθει άνετα να
το σχολιάζει; Επιπλέον, άλλο να θυσιάζεις ένα μάτι στη
μάχη και εντελώς άλλο να το χάνεις σε μια παντελώς
αχρείαστη ήττα, που προκλήθηκε εξαιτίας εκείνου του
καταραμένου Ρώσου στρατηγού, του Ολσούφιεφ...
«Είσαι εντάξει;» ρώτησε το φίλο του αφού είχε φύγει
ο Έιμς, και κανείς δεν είχε σχολιάσει ότι είχε πάρει κι
ένα από τα μπουκάλια μαζί του. Ο Κουπ ήξερε ότι ο αν-
θυπασπιστής θα συνέχιζε να αναπολεί για μια δυο ώρες,
πριν τον πάρει ο ύπνος. Οι απώλειές τους στο Σαμπο­
μπέρ, που τις ακολούθησαν μήνες αιχμαλωσίας, μέχρι
Μ ΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 157

ο εκθρονισμένος αυτοκράτορας να πιαστεί και να μπει


στο κλουβί, είχαν αλλάξει τις ζωές τους.
Ο φίλος τους, ο Γκέιμπριελ Σινκλέρ, που ένας Γάλ­
λος στρατιώτης του είχε σχεδόν λιώσει το κεφάλι με το
κοντάκι του όπλου του, είχε πέσει σε κατάθλιψη, κατη­
γορώντας τον εαυτό του για γεγονότα που δε θα μπο­
ρούσε να είχε αλλάξει, ακόμη κι αν ήταν βέβαιος πως
ετοιμαζόταν επίθεση. Ο ίδιος ο Κουπ είχε δεχτεί μια
σφαίρα στο πλευρό και δεν μπορούσε να βοηθήσει κα-
νέναν όταν το τραύμα του μολύνθηκε. Αν δεν τον είχε
περιποιηθεί όπως μπορούσε ο Έιμς κι αν ο Ρίγκμπι δεν
είχε ανακαλύψει το ταλέντο του να βρίσκει τρόφιμα εκεί
όπου δε φαινόταν να υπάρχουν, τα πράγματα θα είχαν
καταλήξει πολύ διαφορετικά γι’ αυτόν. Ο δε Ντάρμπι
είχε χάσει το αριστερό του μάτι.
Τέσσερις φίλοι από το σχολείο, δεμένοι τώρα με δε­
σμούς περισσότερο από αδελφικούς. Κατόρθωσαν να
επιστρέφουν στις προηγούμενες ζωές τους, να μαζέψουν
τα κομμάτια και να συνεχίσουν. Αλλά ποτέ μόνοι τους.
Όταν ο Γ κέιμπ χρειάστηκε τη βοήθειά τους, ανταποκρί-
θηκαν αμέσως, πρόθυμοι να γελοιοποιηθούν με εκείνα
τα αναθεματισμένα πουλιά. Τώρα οι άλλοι ήταν εκεί για
εκείνον, χωρίς ερωτήσεις, πρόθυμοι να κάνουν οτιδήπο­
τε χρειαζόταν.
«Είχε κανείς νέα απ’ τον Γκέιμπ;» ρώτησε καθώς σή­
κωνε ένα από τα μπουκάλια και έπινε κατευθείαν απ’
αυτό, χωρίς να ασχοληθεί με το ποτήρι που βρισκόταν
δίπλα του.
«Είχα ένα σημείωμά του σήμερα το πρωί», είπε ο Ρί-
γκμπι. «Ελπίζει να επιστρέφει σύντομα στην πόλη, συντο­
μότερα, αν είναι δυνατόν, αφού τον χρειάζεσαι. Φοβάμαι
158 K a s e y M ic h a e l s

ότι ασχολείται ακόμη με εκείνη τη μικρή περιπέτεια της


περασμένης εβδομάδας, καταπιανόμενος με ό,τι η Θία
του θεωρεί ότι είναι οι νέες ευθύνες της».
«Με άλλα λόγια, κρύβονται μέχρι το σκάνδαλο να ξε-
χαστεί από κάτι πιο ενδιαφέρον», πρόσθεσε ο Ντάρμπι.
«Εκτός αν σταθούμε πιο τυχεροί απ’ ό,τι απόψε, ίσως να
μπορέσεις να βοηθήσεις τον Γκέιμπ με αυτό το θέμα».
«Ώστε κανείς απ’ τους δυο σας δεν είδε κάτι;» Σε όλη
τη διαδρομή μέχρι το Πόλτνι, ο Κουπ διατηρούσε μια
ισχνή ελπίδα, αλλά ήταν ακριβώς αυτό, ισχνή.
«Αντιθέτως, φίλε μου», είπε ο Ντάρμπι, υψώνοντας
το ποτήρι του σε χαιρετισμό. «Έχοντας εξαιρετικά ανώ­
τερη διάνοια, κατάλαβα αμέσως ότι ένα ταξί δεν είχε κα­
μιά δουλειά στη σειρά των στάβλων πίσω από τα μέγα­
ρα. Ως εκ τούτου, καλυπτόμενος πάντα -κ α ι με μεγάλο
προσωπικό κίνδυνο, πρέπει να π ω - μέσα σε μια συστάδα
αγκαθωτών θάμνων, το παρακολούθησα να πλησιάζει
και έπειτα, γρήγορος σαν λαγός, πήδησα στο σοκάκι, τη
στιγμή που κάποιος βλάκας -ονόματα δε λέμε- σφύριξε
τόσο δυνατά που θα ξύπναγε και νεκρούς, και ο επιβά­
της του εν λόγω ταξί ζάρωσε στην πιο σκοτεινή γωνιά
του οχήματος».
«Υπέροχα. Ακόμη κι όταν η τύχη μού χαμογελά, εί­
ναι εναντίον μου», είπε ο Κουπ, απογοητευμένος.
«Όχι εντελώς. Μπορώ να συνεχίσω την ιστορία μου;
Το άλογο τρόμαξε από το σφύριγμα, σηκώθηκε στα δυο
του πόδια -κ ι εγώ ξαναχώθηκα στους θάμνους, πρέπει
να προσθέσω, για να μην καταλήξω ποδοπατημένος-,
αλλά κατάφερα να ξαναβγώ εγκαίρως, ώστε να χαράξω
με το μαχαίρι μου ένα αρκετά μεγάλο κόψιμο στην πίσω
τέντα του μόνιππου».
Μ ΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 159

«Πράγμα που ελπίζουμε ότι θα μας επιτρέψει να το


αναγνωρίσουμε με το φως της μέρας», πρόσθεσε ο Ρί-
γκμπι με κάποιο δέος. «Εγώ δεν κατάφερα να κάνω τόσα
πολλά, φοβάμαι. Το μόνιππο με έφτασε πριν προλάβω
να κάνω οτιδήποτε πέρα από το να καταλάβω ότι δε θα
μπορούσα ποτέ να το φτάσω, και έπειτα χάθηκε. Μό­
νο που -κ α ι θα με συγχωρέσεις γι’ αυτό, Ν τάρμπι- δεν
ήταν μόνιππο-ταξί».
«Παρακαλώ;»
Ο Ρίγκμπι ήπιε μια γουλιά κρασί, προφανώς για να
καθυστερήσει την εξήγησή του μέχρι να είναι βέβαιος
πως είχε όλη την προσοχή τους. «Ο σκοπός ήταν να φαί­
νεται σαν τέτοιο, αλλά ή το άλογο ήταν από καλό στά­
βλο ή εγώ είμαι πίθηκος».
«Είσαι πίθηκος», είπε ο Ντάρμπι ορθά κοφτά. «Αλ­
λά ξέρεις, τώρα που το ξανασκέφτομαι, και με δεδομένο
πως εκείνη την ώρα ήμουν συγκεντρωμένος στον επιβά­
τη, μπορεί να έχεις δίκιο. Το ζωντανό ήταν νευρικό, έτσι;
Τα άλογα των μόνιππων-ταξί προχωρούν πάντα τεμπέ­
λικα, ακόμη κι αν σκάσει δίπλα τους κανόνι». Κοίταξε
τον Κουπ, που μασούσε το κάτω χείλος του, χαμένος
στις σκέψεις του. «Τι σκέφτεσαι; Τίποτα δεν περνάει πιο
απαρατήρητο στο δρόμο από ένα μόνιππο-ταξί. Μήπως
ο εκβιαστής μας, αντί να έχει ανάγκη από χρήματα, πα­
ριστάνει απλώς πως δεν είναι ευκατάστατος;»
«Ίσως να έχει καλή κοινωνική θέση...» είπε ο Κουπ,
συνδυάζοντας αυτό το στοιχείο με τη σωστή ορθογρα­
φία και διατύπωση των σημειωμάτων και των φυλλά-
δων. «Ποιος έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να κινείται
στην καλή κοινωνία από ένα μέλος της; Α, και απ’ ό,τι
είδα απόψε, αυτό το πρόσωπο μπορεί να είναι γυναίκα.
160 K a s e y M ic h a e l s

Ή ένας κοντός άντρας. Ή », πρόσθεσε αναστενάζοντας,


«κάποιο παλικαράκι που βρήκε στο δρόμο και το προ-
σέλαβε».
«Τώρα έχουμε πολλαπλές επιλογές;» τον πείραξε ο
Ντάρμπι. «Πες μου ξανά γι’ αυτόν τον εκβιαστή. Τι ακρι­
βώς απειλεί -αυτός, αυτή ή αυτοί- να αποκαλύψει στον
κόσμο;»
«Δε θα σου πω, όπως δε σου είπα και την πρώτη φο­
ρά, αν και σου προσάπτω το ότι προσπαθείς ξανά τώρα,
που είμαι φανερά καταβεβλημένος. Πράγμα που, πρέ­
πει να επισημάνω, κι εσύ θα ήσουν αν είχες περάσει τις
προηγούμενες αρκετές ώρες συντροφιά με τη δεσποινί­
δα Φόστερ. Οπότε μπορείς να χαλαρώσεις, Ρίγκμπι. Δεν
πρόκειται να ξεγυμνώσω την ψυχή μου στους δυο σας».
«Κακό αυτό», είπε ο Ρίγκμπι, «γιατί υποσχέθηκα στην
Κλαρίς ότι θα της είχα νέα αύριο, όταν θα κάνω την κα­
θημερινή, πρωινή επίσκεψή μου στην Γκρόβενορ Σκου-
έαρ. Ενδιαφέρεται ιδιαίτερα γι’ αυτές τις αρκετές ώρες
που μόλις ανέφερες».
«Α, η όμορφη δεσποινίς Κλαρίς Γκουντφέλοου, με
τα λακκάκια της, που θα γίνει σύντομα λαίδη Κλαρίς
Ρίγκμπι, η ντροπαλή νυφούλα σου. Μου φαίνεται πως
είμαι ο μόνος που έμεινε» είπε δηκτικά ο Ντάρμπι.
«Τι έμεινε, Ντάρμπι;»
«Αδέσμευτος, Ρίγκμπι. Πόσο σου έχει ζαλίσει ο έρω­
τας το μυαλό;»
Ο Κουπ χρειάστηκε ένα λεπτό για να χωνέψει την
αρχική παρατήρηση του Ρίγκμπι, καθώς προσπαθούσε
ακόμη να φτιάξει μια νοερή εικόνα του προσώπου που
είχε δει στο σοκάκι. «Τι πράγμα; Πώς είσαι ο μόνος που
έχει μείνει;»
Μ ΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 161

«Είσαι αρραβωνιασμένος με τη δεσποινίδα Φόστερ,


Κουπ», επεσήμανε ο Ντάρμπι, κουνώντας το κεφάλι
του. «Πόσο εύκολα ξεχνάς...»
Το ξέσπασμα γέλιου του Ρίγκμπι δε βοήθησε τον Κουπ
να νιώσει καλύτερα. «Πόσο ικανοποιητικό είναι που βλέ­
πω και τους δυο σας να το διασκεδάζετε. Της άφησα την
επιλογή να με ξαποστείλει μόλις όλα αυτά τελειώσουν».
«Να τολμήσω να πω ότι τα πάει μια χαρά με “όλα
αυτά”;»
«Ναι, Ντάρμπι, να το τολμήσεις. Αν και δε θα είναι
θέμα επιλογής αν δεν μπορέσω να σταματήσω τον εκβι­
αστή πριν δημοσιεύσει την επόμενη φυλλάδα του. Θα
έχει κάθε λόγο να με παρατήσει -κ α ι με τη συμπάθεια
όλων μάλιστα».
«Τώρα, Ρίγκμπι, γιατί νομίζεις πως αναρωτιέμαι ξαφ­
νικά αν ο φίλος μας από εδώ στενοχωριέται περισσότερο
με την προοπτική να τον παρατήσει η δεσποινίς Φόστερ
παρά με το να εκτεθεί ως... Ανάθεμα, Κουπ, δεν μπορείς
να μας πεις κάτι; Κάτι μικρό έστω;»
«Να σου υπενθυμίσω πως έχω ορκιστεί να μη μι­
λήσω;»
«Ούτε σ’ εμάς·, Εμάς που ριχνόμαστε ανιδιοτελώς
στη μάχη για χάρη σου; Ω, ντροπή, Κούπερ, ντροπή»,
είπε ο Ρίγκμπι και έκλεισε το μάτι.
«Θα σας πω τι θα κάνουμε», είπε ο Κουπ, αφού το
σκέφτηκε. «Θα μου κάνετε ερωτήσεις κι εγώ θα απα­
ντήσω ναι ή όχι. Τρεις ερωτήσεις κι αυτό είναι όλο. Συμ­
φωνείτε;»
«Φαίνεται δίκαιο, έτσι δεν είναι, Ντάρμπι; Εντάξει,
ξεκινάμε. Εγώ πρώτος. Κουπ, ποιο είναι το όνομα της
κοπέλας;»
162 K a s e y M ic h a e l s

«Ω, για όνομα... Ρίγκμπι, βάλε άλλο ένα ποτό κι άσε


με εμένα να το χειριστώ αυτό. Πάμε, ερώτηση πρώτη. Η
γυναίκα είναι σημαντική;»
«Και αυτή η ερώτηση είναι καλύτερη; Δε διάβασες
τις φυλλάδες; Φυσικά η γυναίκα είναι σημαντική. Είναι
ο βασικός λόγος που βρισκόμαστε εδώ. Μην τον αφή-
σεις να απαντήσει -κάνε μια άλλη ερώτηση. Μια καλύ­
τερη ερώτηση».
«Θα επιμείνω σ ’ αυτήν, αν δε σε πειράζει, Ρίγκμπι.
Κουπ; Είναι σημαντική η γυναίκα;»
Πάντα ο Ντάρμπι έβλεπε πέρα από το προφανές.
«Όχι αυτή καθαυτή, όχι».
«Όχι;»
«Όχι, Ρίγκμπι», επανέλαβε ο Κουπ.
«Χμ, αναρωτιόμουν, αλλά παραδέχομαι πως η απά­
ντησή σου ήταν ένα μικρό σοκ. Εντάξει, ας δοκιμάσου­
με κάτι άλλο. Υπήρξε δαχτυλίδι με σφραγιδόλιθο;» συ­
νέχισε ο Ντάρμπι.
«Όχι, και θα πρέπει να προσπαθήσεις περισσότερο
αν θέλεις να φανείς ευφυής. Η δεσποινίς Φόστερ το συ-
μπέρανε ήδη αυτό».
«Ενδιαφέρεσαι αισθηματικά για τη δεσποινίδα Φό­
στερ;» πετάχτηκε ο Ρίγκμπι.
«Ρίγκμπι, για όνομα του Θεού, ρωτάς κάτι τέτοιο ως
τρίτη ερώτηση;»
«Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς», είπε ο Ρίγκμπι μαζε­
μένα. «Η Κλαρίς μου το ξεκαθάρισε ότι θα δώσω ανα­
φορά σ ’ εκείνη και στη δούκισσα. Με λεπτομέρειες. Ω,
επί τη ευκαιρία, η δούκισσα πιστεύει ότι η δεσποινίς Φό­
στερ έχει πάρα πολύ τσαγανό. Η εξοχότητά της εκτιμάει
το τσαγανό. Ο δούκας χάρηκε απλώς επειδή εντόπισε
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς σ υ ν ε ρ γ α σ ία 16 3

έναν τύπο να πουλάει κρεατόπιτες στη γωνία, καθώς


έφευγαν απ' το εκκλησάκι».
Εφόσον ο Γκέιμπ και η Θία έλειπαν από την πόλη,
η αρραβωνιαστικιά του Ρίγκμπι -πρώην υπηρέτρια της
Θία, αλλά πλέον δεσποινίς Γκουντφέλοου των Γκου-
ντφέλοου της Βιρτζίνια- έμενε με το δούκα και τη δού­
κισσα του Κράνμπρουκ, και θα παρέμενε εκεί μέχρι το
γάμο της. Πράγμα που σήμαινε πως ο Ρίγκμπι είχε σχε­
δόν κατασκηνώσει στην Γκρόβενορ Σκουέαρ, καθώς δεν
μπορούσε να αντέξει περισσότερο από λίγες ώρες χωρίς
να ανασαίνει τον ίδιο αέρα με την αγαπημένη του.
«Συνέχισε, Ντάρμπι. Δε θα μετρήσω αυτή την ερώ­
τηση».
«Μεγαλόψυχο εκ μέρους σου», παραδέχτηκε ο Ρί-
γκμπι. «Αν και δε με βοηθάει καθόλου. Υποθέτω ότι θα
πρέπει να σκαρφιστώ κάτι. Ακόμη κι αν δεν καταλαβαί­
νω γιατί δε θέλεις να απαντήσεις».
«Όχι δε θέλω, δεν μπορώ. Δεν ξέρω τη νεαρή κυρία
ούτε είκοσι τέσσερις ώρες. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει
τέτοια πράγματα σε λιγότερο από μία μέρα». Και τώρα
έλεγε ψέματα στους φίλους του.
«Ναι, μπορεί. Μια ματιά έριξα μόνο στη μις Φρό-
μπισερ και κατάλαβα ότι δε θα ενδιαφερόμουν γ ι’ αυτήν
αισθηματικά ακόμη κι αν κάποιος μου έβαζε ένα πιστό­
λι στον κρόταφο. Τη θυμάσαι, Ντάρμπι; Αυτή που μου
προξένευε η θεία μου μερικές Σεζόν πριν; Είναι λογι­
κό πως, αν μπορείς να πεις ποια δε θέλεις μέσα σε μια
στιγμή, το ίδιο μπορείς να πεις και ποια θέλεις. Δες με
την Κλαρίς. Την κοίταξα. Είδα ένα χαμόγελο. Και να με
έτοιμος να γίνω ένας ευτυχής παντρεμένος. Θα απαντή­
σεις τώρα, Κούπερ;»
164 K a s e y M ic h a e l s

«Για μια ακόμη φορά, Ρίγκμπι, όχι».


Εκείνος όμως δεν ήταν διατεθειμένος να παραιτη­
θεί. Αυτό, αποφάσισε γρήγορα ο Κουπ, ήταν ένα ακόμη
επιχείρημα κατά του γάμου: μετέτρεπε πρώην έξυπνους
άντρες σε ανόητους. «Όχι δε θα απαντήσεις ή όχι δεν εν-
διαφέρεσαι; Η Κλαρίς θα ρωτήσει, ξέρεις, και το ίδιο και
η δούκισσα. Λυπήσου λίγο έναν άντρα που θα πρέπει να
αντιμετωπίσει αυτές τις δύο το πρωί».
«Ωραία, πες ότι σε λυπάμαι. Έχετε μία ακόμη ερώτη­
ση. Πρέπει να είναι καλή. Ντάρμπι;»
«Δώσε μου ένα λεπτό, φίλε, σε παρακαλώ. Η γυναίκα
δεν είναι σημαντική. Το δαχτυλίδι είναι όχι μόνο μη ση­
μαντικό, αλλά και ανύπαρκτο. Όμως η απειλή, ο κίνδυ­
νος για σένα παραμένουν αληθινά. Οπότε τι μας απομέ­
νει; Α -κ α ι συγχώρησέ μου την εκτενή ερώτηση-, αλλά
η απάντηση θα είναι πάλι, τελικά, ναι ή όχι».
«Συνέχισε», είπε ο Κουπ, ενώ ευχόταν να μην είχε
προσφερθεί να απαντήσει σε ερωτήσεις.
«Αυτό σκοπεύω να κάνω. Η γυναίκα ασήμαντη, το
δαχτυλίδι ανύπαρκτο -το οποίο, πιθανότατα ακυρώνει
και το μικρό κτήμα και τη γυναίκα που έμενε εκεί, την
υπηρέτρια- και θα πετάξουμε, επίσης, στα σκουπίδια
όλα τα κατορθώματα απ’ το Κατρ Μπρα και μετά. Και
όμως —και όμω ς- ο εκβιαστής απειλεί να αποκαλύψει
κάτι τόσο επικίνδυνο που μας κάλεσες για να σε βοηθή­
σουμε, έφτασες μάλιστα στο σημείο να αρραβωνιαστείς
μια γυναίκα που, όπως μόλις παραδέχτηκες, δεν την ξέ­
ρεις καθόλου».
«Θα πεις πολλά ακόμη; Είχα μια μακριά μέρα».
«Καταλήγω, φίλε. Τι μας απομένει, λοιπόν; Μας α­
πομένει αυτή η ιστορία με τα ανώτερα στρώματα του
μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σία 165

Στέμματος. Μας απομένει ο Γεώργιος Δ', που ραίνει τον


ήρωά μας με γη, τίτλο, ακόμη και χρήματα -που δεν έχει
πολλά απ’ τα τελευταία, θα έπρεπε να προσθέσω. Με
προσέχεις Ρίγκμπι;»
«Θα μπορούσε να πει απλώς ότι βρίσκει τη δεσποι­
νίδα Φόστερ ελκυστική. Αυτό θα ηρεμούσε κάπως την
Κλαρίς», μουρμούρισε ο Ρίγκμπι, με το στόμα του στο
λαιμό της μποτίλιας του κρασιού.
«Θα συνεχίσουμε χωρίς εσένα, τότε», είπε ο Ντάρ-
μπι και ανασηκώθηκε. «Εκτός αν η ερώτησή μου -ναι,
φτάνω επιτέλους στο κρίσιμο σημείο- τραβήξει πάλι
την προσοχή σου. Κούπερ, και θα ήθελα ένα ειλικρινές
ναι ή όχι, αν δεν καταφέρουμε να βρούμε και να σταμα­
τήσουμε τον εκβιαστή -προς χάρη όλων των άλλων που
ταλαιπωρούνται παρομοίως, αλλά, κυρίως, για να βο­
ηθήσουμε εσένα, αγαπημένε φίλε- και αν ο εκβιαστής
πραγματοποιήσει την απειλή του και δημοσιοποιήσει
κάποιες αλήθειες στον Τρίτο Τόμο, μπορεί να θεωρηθεί
παραπάνω από απλή υπόθεση ότι πολύ πιθανόν η ζωή
σου θα βρεθεί σε κίνδυνο;»
Επιτέλους. «Ναι».
Ο Ντάρμπι κάθισε ξανά στη θέση του. «Κατάλαβα.
Επομένως, τι θα κάνουμε στη συνέχεια;»
«Εφόσον η συνέχεια είναι το αυριανό πρωινό, θα ακυ-
ρώσω το ραντεβού μου με τον υποτιθέμενο καινούργιο
ράφτη μου και θα πάω τη δεσποινίδα Φόστερ στην Μποντ
Στρητ, για να της αγοράσω ένα δώρο αρραβώνων. Εσύ,
Ρίγκμπι-ναι, η απάντηση είναι ναι, θα κλείσεις επομένως
το στόμα σου;-, θα με ευχαριστήσεις συνοδεύοντας στο
μοδιστράδικο της κυρίας Γιόδερς την αγαπημένη σου, η
οποία θα έχει στη φαρέτρα της μερικά κουτσομπολιά».
166 K a s e y M ic h a e l s

«Κουτσομπολιά; Η Κλαρίς ζει για το κουτσομπολιό.


Ω, σ’ ευχαριστώ, Κουπ. Μόλις με έσωσες. Τι υποτίθεται
ότι θα πει;»
«Αυτό, φίλοι μου, ίσως απαιτήσει ένα μπουκάλι ακό­
μη. Γιατί δεν ξέρω ποιος από τους δυο σας θα προσφερ-
θεί πρώτος ως εθελοντής».
«Είμαι μέσα», είπε ο Ντάρμπι χωρίς να διστάσει.
«Να θεωρήσω πως έχεις λόγους να πιστεύεις ότι η κυρία
Γιόδερς είναι στην υπηρεσία του εκβιαστή;»
«Δεν μπορώ να είμαι σίγουρος, αλλά η Ντάνι -η δε­
σποινίς Φόστερ- φαίνεται να το θεωρεί πιθανό. Αν έχει
δίκιο κι αν ο εκβιαστής μας τακτοποιεί τους λογαρια­
σμούς του με τα θύματά του πριν αναχωρήσει προς άγνω­
στη κατεύθυνση, ένα σημείωμα που θα απαιτεί χρήματα
για τη σιωπή του θα φτάσει στο κατώφλι σου μέσα σε
λίγες μέρες».
Ο Ντάρμπι έγνεψε ότι καταλάβαινε. «Έχεις σκεφτεί
την πιθανότητα η κυρία Γιόδερς να είναι απλώς κουτσο­
μπόλα και να μεταφέρει διάφορα στις πελάτισσες της,
κάποια απ’ τις οποίες μπορεί να είναι στην υπηρεσία αυ­
τού του ανθρώπου;»
«Το σκέφτηκα. Αλλά, ανάθεμα, από κάπου πρέπει να
ξεκινήσουμε».
«Συμφωνώ. Απλώς να φροντίσουμε το κουτσομπο­
λιό να είναι αρκετά πικάντικο. Πρέπει να φανώ αντάξιος
της φήμης μου, καταλαβαίνεις».
fZ kvw djaio ZO

H Ντάνι κοιτούσε εντυπωσιασμένη, και με κάποιο θαυ­


μασμό, την αδελφή της, που τελευταία φορά την είχε δει
σκυμμένη πάνω από ένα δοχείο στην κρεβατοκάμαρά
της, να μπαίνει στο σαλόνι με το αέρινο βάδισμα και το
ανασηκωμένο πιγούνι που ήταν το αποτέλεσμα χρόνων
εκπαίδευσης στο να είναι τέλεια. Ή ψηλομύτα, σκεφτό­
ταν συχνά η Ντάνι.
Η Μάρι, με το μαγικό τρόπο της να εντοπίζει ατέλει­
ες, πήγε αμέσως στο μεγάλο βάζο με λουλούδια που η
Ντάνι είχε τακτοποιήσει ξανά το προηγούμενο απόγευ­
μα, αλλά προφανώς όχι τέλεια. Η Μάρι συνοφρυώθηκε
ενοχλημένη, εξέτασε το μπουκέτο με τα μάτια και τα
χέρια της, κι έπειτα απομάκρυνε τέσσερα λουλούδια.
Τέσσερα, ακριβώς όσα είχε αρπάξει η Ντάνι, σε μια
προσπάθεια να εντυπωσιάσει το λόρδο Τάουνσεντ. Ένα,
δύο, τρία, τέσσερα -κ α ι το μπουκέτο ήταν άψογο ξανά.
«Ένας πιο μικρόψυχος άνθρωπος θα σε μισούσε», εί­
πε στην αδελφή της, καθώς η Μάρι καθόταν σε έναν από
τους καναπέδες, τακτοποιώντας με ακρίβεια τις πτυχές
του κίτρινου, πρωινού φορέματος της. Έπλεξε τα δάχτυ­
λά της πάνω στη φούστα της.
«Ένας έξυπνος άνθρωπος θα προσπαθούσε να με μι-
168 K a s e y M ic h a e l s

μηθεί», απάντησε η Μάρι με τη γλυκιά φωνή της. «Όπως


σε παροτρύνει η μαμά να κάνεις. Στο κάτω κάτω, κοίτα­
ξε με. Ήμουν απλώς μια επαρχιωτοπούλα όπως τόσες
άλλες, από μια αξιοσέβαστη, αλλά μάλλον συνηθισμένη
οικογένεια, και τώρα είμαι κόμισσα. Εργάστηκα σκληρά
για να το καταφέρω αυτό, ξέρεις. Πέρασα χρόνια ισορ­
ροπώντας βιβλία στο κεφάλι μου καθώς βάδιζα, πολλές
ατελείωτες μέρες με ένα ξύλο δεμένο στην πλάτη μου.
Έκανα μαθήματα συμπεριφοράς, μουσικής, φωνητικής,
ακουαρέλας, κεντήματος. Επί χρόνια, Ντάνι».
Το χαμόγελό της έσβησε. «Και το μόνο που έκανες
εσύ ήταν να σπάσεις ένα τακούνι και δώδεκα ώρες αργό­
τερα βρέθηκες αρραβωνιασμένη με τον ήρωα του Κατρ
Μπρα, τον πιο περιζήτητο εργένη της Αγγλίας. Αν κά­
ποια έπρεπε να μισεί την άλλη, Ντανιέλα, νομίζω πως
είμαι εγώ».
Το χαμόγελο της Ντάνι ήταν τόσο βεβιασμένο που
την πονούσε. «Και θα πάρει πίσω τα γράμματά σου, και ο
Όλιβερ δε θα μάθει ποτέ τίποτα. Το πιστεύεις αυτό, έτσι;»
«Πρέπει να το πιστεύω, ναι. Αλλιώς η ζωή μου έχει
τελειώσει, οριστικά και αμετάκλητα».
Ευχαριστώ Μάρι. Αυτό πρόσθεσε ένα ακόμη φορτίο
στους ώμους μου.
«Είχες ειδήσεις από τον κόμη;»
Η Μάρι κούνησε το κεφάλι της. «Όχι, τίποτα μετά το
τελευταίο γράμμα του, που μου έλεγε ότι θα γύριζε σπίτι
μέσα σε δύο εβδομάδες. Κι αυτό ήταν τρεις μέρες πριν.
Έχουμε χρόνο, έτσι; Πες μου πως έχουμε αρκετό χρόνο».
Η Ντάνι ένωσε τα χέρια της πάνω στα πόδια της. «Σου
είπα. Το σημείωμα του εκβιαστή ήταν αρκετά ξεκάθαρο.
Θα επικοινωνήσει μαζί σου με κάποιον άλλο τρόπο. Θα
Μ ι α ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 169

κανονίσει να επιστρέψει διακριτικά τα γράμματά σου και


έπειτα ο δικός σου απεσταλμένος θα παραδώσει τα δικά
του, σε συγκεκριμένο μέρος και ώρα, επειδή καταλαβαί­
νει ότι δεν έχεις διαθέσιμα μετρητά, όπως εξήγησες τόσο
εύγλωττα στο σημείωμά σου, και δέχεται τους γρανάτες
ως πληρωμή».
Και έτσι, μπορώ να εξασφαλίσω ότι τα γράμματα θα
καταλήξουν στη φωτιά και όχι φυλαγμένα, ως ρομαντικό
ενθύμιο, κάπου όπου μπορεί να τα βρει κανείς μια μέρα
και να έχουμε πάλι φασαρίες. Γιατί ναι, αδελφούλα μου,
όσο κι αν σε αγαπάω, υπάρχουν φορές που είσαι εντελώς
χοντροκέφ αλ η.
«Αναλόγως, είναι πολύ καλός, δεν είναι;»
Όπως τώρα.
Τα μάτια της Ντάνι αλληθώρισαν, αλλά συμφώνησε
αμέσως. «Οπωσδήποτε, ο εκβιαστής σου είναι εξαιρετι­
κός άνθρωπος. Σχεδόν τζέντλεμαν».
Η Μάρι ανασήκωσε το πιγούνι της. «Τώρα γελάς μα­
ζί μου. Το ξέρω ότι είναι πολύ κακός άνθρωπος, αλλά θα
μπορούσε να είναι και χειρότερος, έτσι δεν είναι;»
«Ω ναι, θα μπορούσε να είχε γράψει μια φυλλάδα και
για εσένα».
Η Μάρι ανατρίχιασε. «Μια φυλλάδα; Γιατί είπες τέ­
τοιο ανόητο πράγμα;»
Γιατί κι εχώ μπορεί να γίνομαι ανόητη και φλύαρη.
«Ω, χωρίς λόγο. Μου φαίνεται πως άκουσα έναν από
τους υπηρέτες να ανοίγει την πόρτα. Ναι, είμαι βέβαιη
ότι το άκουσα». Πήρε το τσαντάκι και τα γάντια της και
ξεκίνησε για τη σκάλα που οδηγούσε στο φουαγέ. «Γεια
χαρά, Μάρι. Πάω στην Μποντ Στρητ να χρεοκοπήσω το
βαρόνο».
170 K a s e y M ic h a e l s

Ο Κουπ μόλις είχε μπει μέσα όταν έτρεξε ορμητικά


προς το μέρος του. «Μιλάω πάρα πολύ», είπε προσπερ­
νώντας τον. «Πάμε».
Έβαλε πάλι στη θέση του το καπέλο του, που μόλις
είχε προλάβει να ανασηκώσει προς το μέρος της, και την
ακολούθησε. «Επιτρέπεται να συμφωνήσω ή θα ήμουν
πιο ασφαλής με ένα απλό “Καλημέρα, αγαπητή μου”;»
Σταμάτησε στο λιθόστρωτο, βλέποντας την κλειστή
άμαξα. «Τι στο καλό; Δε βρέχει. Έ χει λιακάδα και είναι
ευχάριστα. Γιατί θα μετακινηθούμε μ’ αυτό το πράγμα;
Ντρέπεσαι να σε δουν μαζί μου;»
Ο Κουπ έβαλε το χέρι του κάτω από τον αγκώνα της κι
εκείνη αγνόησε αποφασιστικά τη μάλλον ευχάριστη ανα­
τριχίλα που της προκάλεσε αυτή η απλή επαφή. «Όλα
τα καταλαβαίνεις σήμερα, έτσι; Ναι, γι’ αυτό ακριβώς
πρόκειται».
«Όχι, δεν είναι αυτό. Υπάρχει κάποιος άλλος μέ­
σα στην άμαξα, έτσι δεν είναι; Μη μου πεις ότι είναι ο
υποκόμης. Μπορεί να τον γνωρίζω μια μέρα μόνο, αλλά
είμαι σίγουρη πως δεν έχει σηκωθεί ακόμη απ’ το κρε­
βάτι του».
«Ή δεν έχει ακόμη ξαπλώσει. Διάλεξα την ιδιωτικό-
τητα της κλειστής άμαξας, γιατί μπορεί να πάμε μαζί,
αλλά δε θα φτάσουμε στην Μποντ Στρητ την ίδια στιγ­
μή. Θα συναντηθούμε τυχαία».
«Άρα έχεις κάποιο σχέδιο. Δόξα τω Θεώ που ο ένας
απ’ τους δυο μας έχει».
«Δεν είναι κάτι εξαιρετικό, αλλά ναι, είναι ένα σχέ­
διο. Έλα τώρα, θέλω να σε συστήσω στους φίλους και
συμμάχους μου».
«Είναι και δικοί μου σύμμαχοι;»
Μ ια ς κ α ν δ α λ π δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 171

«Δεν ήξερα πως χρειάζεσαι συμμάχους».


«Είμαι μαζί σου, δεν είμαι; Νομίζω πως δε θα έβλα­
πτε αν είχα ολόκληρο στρατό από πίσω μου».
«Βλέπω ότι το πρωινό προβλέπεται ευχάριστο».
«Ίσως αν είχα καταφέρει να κοιμηθώ, αφού κατάλα­
βα πως η Μάρι έχει τώρα διπλάσια προβλήματα απ’ ό,τι
πριν σταθώ τόσο τυχερή ώστε να της βρω έναν ήρωα, να
ήμουν πιο ευχάριστη».
Γιατί δεν μπορούσε να σταματήσει να μιλάει; Ειλικρι-
νά, ο βαρόνος θα της έκανε χάρη αν έχωνε ένα μαντίλι
στο στόμα της.
«Σε προειδοποίησα ότι δεν είμαι ήρωας. Μπες μέσα
τώρα, ενώ εγώ θα εξηγώ στον εαυτό μου γιατί επιμένω
να απολαμβάνω τη συντροφιά σου όπως φαίνεται», είπε
ο Κουπ, καθώς ο γκρουμ κατέβαζε τα σκαλοπάτια.
«Απολαμβάνεις τη συντροφιά μου; Αλήθεια;»
Να το πάλι, η καρδιά της ξανάρχισε το τουκ τουκ.
«Γιατί δείχνετε τόσο σοκαρισμένη, δεσποινίς Φό­
στερ; Μήπως σας ενοχλεί τόσο πολύ όσο κι εμένα; Ελά­
τε τώρα, παρακαλώ, δεν κάνει να αφήνουμε τους άλλους
να περιμένουν».
Εφόσον δεν είχε άλλη εύλογη επιλογή -είπε στον εαυ­
τό της πως αυτός ήταν ο μόνος λόγος που τον υπάκου­
σε-, η Ντάνι ανέβηκε στην άμαξα και κάθισε στο άδειο
κάθισμα που κοιτούσε προς τα εμπρός, ενώ ο Κουπ ανέ­
βηκε πίσω της και η άμαξα ξεκίνησε προς την πλατεία.
Καθισμένο στο απέναντι κάθισμα ήταν ένα ζευγάρι
ντυμένο εξαιρετικά εκλεπτυσμένα, κοιτάζοντάς τη με τέ­
τοια χαμόγελα σαν να ήταν ή εκείνη ή αυτοί οι τρελοί
του χωριού.
«Ω, Κουπ, είναι όμορφη!» αναφώνησε η νεαρή ξαν­
172 K a s e y M ic h a e l s

θή με τα λακκάκια, που φορούσε ένα εκτυφλωτικά ροζ


πανωφόρι και ένα υπερφορτωμένο ψάθινο καπέλο, δι­
ακοσμημένο με κόκκινα κεράσια και κάτι που έμοιαζε
με ζαχαρωμένες καραμελίτσες, δεμένο με μια πράσινη
κορδέλα τόσο φαρδιά που σχεδόν κάλυπτε το λαιμό της.
Η φωνή της ήταν ελαφρά οξεία, αλλά υπέροχη, με μια
γλυκιά, συρτή προφορά, που φανέρωνε αμέσως πως δεν
ήταν Αγγλίδα. «Δε μου είπες πως ήταν όμορφη, Τζέ­
ρι». Χτύπησε ανάλαφρα το σύντροφό της στο μπράτσο.
«Λεπτομέρειες, αγάπη μου. Είναι αυτό που λέει η δού­
κισσα, για να μας είσαι χρήσιμος, πρέπει να θυμάσαι τις
λεπτομέρειες».
«Ναι, Κλαρίς», απολογήθηκε ο άντρας με το γλυκό,
σαν χερουβείμ, πρόσωπο. Αυτός πρέπει να ήταν ο Τζε-
ρεμάια Ρίγκμπι, βαρονέτος, ο φίλος τον οποίο είχε ανα­
φέρει ο Κουπ χτες. Ένας κοκκινομάλλης, που πλησίαζε
πολύ το χρώμα του καρότου. Και αυτό το χρώμα έκανε
άσχημη αντίθεση με το κοκκίνισμα στο πρόσωπό του.
«Σου είπα, όμως, για τα μαλλιά, σωστά;»
Η γυναίκα που είχε αποκαλέσει Κλαρίς, έσκυψε και
απόθεσε ένα φιλί στο μάγουλο του χερουβείμ. «Μου εί­
πες πράγματι, ροδακινάκι μου». Έστρεψε την προσοχή
της στην Ντάνι, η οποία εκείνη τη στιγμή κοιτούσε τον
Κουπ, ελπίζοντας σε κάποια εξήγηση, η οποία, όμως,
δε διαφαινόταν. «Γεια σας, δεσποινίς Φόστερ. Είμαι η
Κλαρίς Γκουντφέλοου, μέχρι τώρα των Γκουντφέλοου
της Κομητείας Φέρφαξ της Βιρτζίνια και σύντομα λαίδη
Κλαρίς Γκουντφέλοου Ρίγκμπι. Από εδώ ο Τζέρι μου»,
είπε, δείχνοντας με τον αντίχειρα τον αρραβωνιαστικό
της. «Δεν είναι το πιο όμορφο πράγμα που έχετε δει;
Φυσικά και είναι. Χαιρέτησε, Τζέρι».
Μ ΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 173

«Δεσποινίς Φόστερ», κατάφερε να πει ο Τζέρι, φέρ­


νοντας το χέρι στο καπέλο του. «Να με συγχωρείτε που
δε σηκώνομαι. Είναι τιμή μου που σας γνωρίζω». Κοίτα­
ξε έπειτα τον Κούπερ, κάπως απελπισμένα.
«Σερ Τζέ... σερ Τζερεμάια», απάντησε η Ντάνι, ενώ
αναρωτήθηκε για μια στιγμή αν θα έπρεπε να του τείνει
το χέρι της για να υποκλιθεί επάνω του, αλλά αποφάσισε
αμέσως ότι αρκετά θέματα είχε, δε χρειαζόταν να του
προσθέσει κι αυτή τη μανούβρα σε μια κινούμενη άμα­
ξα. «Δεσποινίς Γκουντφέλοου. Είναι ευχαρίστησή μου
που σας γνωρίζω και τους δύο».
Η Κλαρίς σήκωσε ζωηρά τα γαντοφορεμένα χέρια
της. «Ορίστε, βλέπετε; Δεν ήταν τόσο τρομερό, ήταν; Οι
συστάσεις στην Αγγλία είναι τόσο γεμάτες με πνιγηρούς
κανόνες. Δύσκολο πράγμα, με όλη αυτή την εθιμοτυπία
για το ποιος έρχεται πρώτος και ποιος τελευταίος. Αυτή
τη δυσκολία πρέπει να την ξεπερνάμε στα γρήγορα, λέω
εγώ. Και τώρα, για να το κλείσου με, εγώ θα είμαι η Κλα­
ρίς και ο Τζέρι από εδώ θα είναι ο Ρίγκμπι -γιατί όλοι,
εκτός από εμένα, έτσι τον αποκαλούν-, κι αυτός είναι ο
Κουπ και μετά εσύ. Η Ντάνι, σωστά; Α, μ’ αρέσει όταν
όλα τακτοποιούνται, και είμαστε πλέον οι καλύτεροι φί­
λοι. Ω, και σύντροφοι στη συνωμοσία, πράγμα που είναι
το καλύτερο απ’ όλα. Πάντοτε ήθελα να συνωμοτήσω».
Η Ντάνι είδε μια νοερή εικόνα της έκφρασης που θα
έπαιρνε το πρόσωπο της αδελφής της αν μπορούσε να
ακούσει τη γνώμη της Κλαρίς Γκουντφέλοου για τους
αυστηρούς κανόνες του πρωτοκόλλου που έχωναν χρό­
νια στο κεφάλι και των δυο τους: τα μάτια της γουρλω-
μένα και το σαγόνι της κρεμασμένο, ενώ η καμαριέρα
της θα έψαχνε βιαστικά να βρει κάτι για να τη συνεφέρει.
174 K a s e y M ic h a e l s

«Τι υπέροχη πρόταση, Κλαρίς», είπε η Ντάνι, ενώ


ευχόταν να είχε κατορθώσει εκείνη να βρει έναν τρόπο
για να ξεπεράσει το δεσποινίς Φόστερ και το λόρδε μου
αν σκεφτεί κανείς πως ήταν πλέον αρραβωνιασμένοι.
Τώρα ωστόσο το είχε κάνει η Κλαρίς για λογαριασμό
της. Οι Αμερικανοί ήταν τόσο αναζωογονητικοί. «Έτσι
δεν είναι... Κουπ;»
Έριξε άλλη μια ματιά προς την πλευρά του Κουπ, ο
οποίος απέφευγε να την κοιτάξει, όπως και τους υπόλοι­
πους στην άμαξα. Ήταν θυμωμένος; Αποσβολωμένος;
Αμήχανος; Όχι, μισό λεπτό, έμοιαζε να δυσκολεύεται
να ανασάνει και το ένα μάτι που μπορούσε να δει είχε
αρχίσει λίγο να δακρύζει. Κόντευε να πάθει αποπληξία
προσπαθώντας να μη γελάσει.
Αχ... τι γλυκό που ήταν αυτό!
Δεν μπορούσε να τον αφήσει να υποφέρει έτσι, τον
καημένο. Μπορεί να έσκαζε κάτι σημαντικό μέσα του.
«Δε θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο, Κλα­
ρίς. Οι τυπικότητες είναι τόσο... ω, ποια είναι η κατάλ­
ληλη λέξη; Λόρδε Τάουνσεντ, αγαπημένε Κουπ, θέλω
να πω, καθώς δεν έχεις συνεισφέρει ακόμη σ ’ αυτή την
απολαυστική συζήτηση, θα είχες την ευγένεια να με βο­
ηθήσεις;»
Με τα χείλη του σφιχτά κλεισμένα, ο Κουπ κούνησε
απλώς γρήγορα το κεφάλι του. Προφανώς, δεν τολμού­
σε ν ’ ανοίξει το στόμα του.
«Όχι; Ω, τι κρίμα! Μισό λεπτό, το βρήκα. Ας μου
πείτε όλοι αν έχω δίκιο, παρακαλώ. Οι τυπικότητες είναι
τόσο... τυπικές».
Η Κλαρίς έτεινε το δάχτυλό της προς την Ντάνι.
«Ακριβώς!»
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς σ υ ν ε ρ γ α σ ία 175

Είναι πολύ πιθανό ότι ο λόρδος Κούπερ Τάουνσεντ


δεν είχε γελάσει, πραγματικά γελάσει, εδώ και καιρό. Αν
είναι έτσι, τότε πράγματι κέρδιζε το χαμένο χρόνο, κα­
θώς μπόρεσε να πάρει ανάσα μόνο για μια στιγμή, οπότε
ψιθύρισε στην Ντάνι: «Θα σε σκοτώσω», πριν αρχίσει
να γελάει ξανά.
«Τον καημένο, είναι απ’ την ανησυχία», είπε η Κλα­
ρίς, κουνώντας με νόημα το κεφάλι της. «Ο Τζέρι μού
είπε ότι έχει κάποια τρομερά προβλήματα, αν και, επει­
δή είναι φίλος, δε θέλει να πει τι ακριβώς. Θα τον κα­
ταφέρω όμως να μου πει τελικά. Ω, τώρα έχει λόξιγκα.
Τζέρι, κοίτα να δεις αν υπάρχει κανένα φλασκί στην
τσέπη της άμαξας. Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο για να
σταματήσει ο λόξιγκας από το να κρατάς την ανάσα σου
ενώ πίνεις αλκοόλ. Ή , όπως έλεγε ο θείος μου ο Σάγκι,
ο υπεύθυνος των ιδιαίτερων, “και να μη σταματήσει, σε
κάνει να μη νοιάζεσαι πια”. Ω, Τζέρι, εντάξει, δε χρειά­
ζεται να με σκουντάς. Δε θα έπρεπε να το είχα πει αυτό
-α ν και, στη ζωή μου, δεν ξέρω το γιατί-, αφού βλέπω
πώς κάνετε όλοι για τους ιδιαίτερους. Το ιδιαίτερο είναι
ιδιαίτερο, Τζέρι, και αυτό δεν αλλάζει».
«Κλαρίς», είπε ο Ρίγκμπι με πνιγμένη φωνή, «σ’ το
είπα. Υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στο θείο σου
τον Σάγκι, που σκάβει βόθρους για τα ιδιαίτερα, και
τους ιδιαίτερους συμβούλους, που πήραν το όνομά τους
επειδή οι βασιλιάδες συνήθιζαν κάποτε να συζητούν στο
ιδιαίτερο, επειδή αυτό ήταν το μόνο μέρος όπου δεν
ανησυχούσαν μήπως τους κρυφακούν».
«Εμένα μου φαίνεται ότι ακούς πολλά πράγματα' σε
ένα ιδιαίτερο», είπε η Κλαρίς, μουτρώνοντας.
Για μια στιγμή η Ντάνι φοβήθηκε ότι ο βαρόνος θα
176 K a s e y M ic h a e l s

έπεφτε από τα μαξιλάρια, διπλωμένος στα δύο από τα


γέλια. Κατάφερε ωστόσο να ελέγξει τον εαυτό του -ω ς
κύριος, αποφάσισε η Ντάνι-, να σταματήσει να γελά και
να επιστρέφει στο ρόλο του τζέντλεμαν. «Συγχωρήστε
με», είπε, έπειτα από έναν τελευταίο λόξιγκα. «Κλαρίς,
είσαι θησαυρός ανεκτίμητος».
«Ευχαριστώ, Κουπ, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Σή­
μερα, επειδή ο Τζέρι με μάλωσε χωρίς να κάνω κανένα
τρομερό λάθος, η τιμή μου θα είναι ένα καινούργιο κα­
πέλο. Έτσι δεν είναι, Τζέρι αγάπη μου;»
«Δύο, αν το ένα δε σου φτάνει», της υποσχέθηκε ο
αγαπημένος της, καθώς η άμαξα σταματούσε δίπλα στο
πεζοδρόμιο. «Και εδώ είμαστε, ένα μόνο τετράγωνο από
την Μποντ Στρητ. Σε πόση ώρα, Κουπ;»
Ο Κουπ έβγαλε το ρολόι από την τσέπη του και ο Ρί-
γκμπι έκανε το ίδιο. «Στις δωδεκάμισι θα είναι καλά. Να
θυμάστε, θα μπούμε μέσα λίγη ώρα μετά από εσάς. Δεν
πρέπει να προκαλέσουμε τις υποψίες της κυρίας Γιό-
δερς. Θυμάσαι τι πρέπει να πεις, Κλαρίς;»
Η ξανθιά ήταν απασχολημένη να μαζεύει τα πράγ­
ματά της. Γάντια, τσαντάκι και το ομπρελίνο της, που
το έδωσε στον Ρίγκμπι. «Μην ανησυχείς για μένα, χαζέ.
Η δούκισσα λέει ότι λέω τα καλύτερα ψέματα. Αυτό εί­
ναι κομπλιμέντο, γλυκέ μου», είπε στον Ρίγκμπι, καθώς
εκείνος κατάφερνε να βγει από την άμαξα πισωπατώ-
ντας, κρατώντας στο ένα χέρι το μπαστούνι του και το
ομπρελίνο, ενώ με το άλλο βοηθούσε την Κλαρίς, που
του έλεγε να προσέχει τις φούστες της.
Η πόρτα έκλεισε και η άμαξα ξεκίνησε.
«Ντάνι; Δεν έκανες τίποτα άλλο από ίο να κάθεσαι
εκεί, ενώ εγώ φερόμουν παλαβά. Το διασκέδασες;»
μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σία 177

Την είχε πει Ντάνι. Ε, καιρός ήταν, αφού υποτίθεται


πως θα παντρεύονταν. Σ τ’ αλήθεια, της άρεσε όλο και
περισσότερο. Το οποίο ήταν, επίσης, καλό, εκτός αν γι­
νόταν κακό, το οποίο επίσης μπορούσε να συμβεί.
Τα μάγουλά της είχαν σφιχτεί, καθώς συγκρατούσε
τη δική της ευθυμία, αλλά κατάφερε να μείνει σιωπη­
λή, ακόμη και κυριαρχημένη σχεδόν. «Το διασκέδασα.
Μόνο ένας άνθρωπος σαν την αδελφή μου δε θα το δι­
ασκέδαζε».
«Τότε σε συγχαίρω για την αυτοσυγκράτησή σου.
Προς υπεράσπισή μου, δεν κοροΐδευα την Κλαρίς».
«Όχι, φυσικά όχι. Αυτό το κάνει πολύ καλά από μό­
νη της και φαίνεται, μάλιστα, να το απολαμβάνει. Ίσως
δεν πρόσεξες καν ότι μου έκλεισε το μάτι. Ποια είναι
στ’ αλήθεια; Εννοώ, πέρα απ’ αυτό το “δεσποινίς Γκου­
ντφέλοου, των Γκουντφέλοου της Κομητείας Φέρφαξ
της Βιρτζίνια”».
«Μεγάλωσε μαζί με τη Θία, τη μέλλουσα γυναίκα
του Γκέιμπ, και ήρθε εδώ ως καμαριέρα της. Αυτό όμως
δεν πρέπει να το μάθει κανείς. Ο Ρίγκμπι την ερωτεύ­
τηκε κεραυνοβόλα, οπότε τώρα η δούκισσα τη μετα­
μορφώνει σε κυρία. Τα καταφέρνει πολύ καλά, για την
ακρίβεια. Και μέσα σε λίγες μόλις εβδομάδες. Απλώς
της ξεφεύγουν ακόμη μερικά».
«Επίτηδες της ξεφεύγουν», αποφάνθηκε η Ντάνι.
«Νομίζω ότι θα τη συμπαθήσω πολύ. Αλλά τώρα, αν δε
σε πειράζει, θα ήθελα να μου πεις τι συμβαίνει, σε παρα­
καλώ. Νόμιζα ότι θα πηγαίναμε στο μαγαζί της κυρίας
Γιόδερς για να... να διερευνήσουμε».
«Αυτό θα κάναμε, αλλά αφού σε άφησα, χτες τη νύ­
χτα, ο Ντάρμπι, ο Ρίγκμπι κι εγώ είχαμε μια άλλη ιδέα.
178 K a s e y M ic h a e l s

Δε θέλουμε να δείξουμε ότι υποψιαζόμαστε ή να φα­


νούμε άγαρμποι, καταλαβαίνεις. Εκτός αν σχεδιάζεις να
ορμήσεις μέσα, να αρπάξεις ένα ψαλίδι και να την απει­
λήσεις μ’ αυτό αν δε μιλήσει».
«Όχι, απέρριψα αυτή την ιδέα στα πέντε πρώτα λεπτά.
Πέρασα την υπόλοιπη νύχτα περιμένοντας την έμπνευση
που δεν ήρθε ποτέ, πράγμα που είναι πολύ αποκαρδιω­
τικό, γιατί συνήθως είμαι αρκετά καλή στο να εξυφαίνω
σχέδια, που θα έλεγε και η μητέρα μου. Προς δική μου
υπεράσπιση, πιστεύω ότι η ανησυχία για τη Μάρι πάγω­
σε το μυαλό μου. Απεχθάνομαι που το λέω, αλλά φοβά­
μαι ότι αυτή η αποστολή βρίσκεται όλη στα χέρια σου».
«Θα σε πείραζε να μου το δώσεις αυτό γραπτώς;»
«Και η αδελφή μου κατηγορεί εμένα, ότι κάνω πλάκα.
Ω, μιλώντας για τη Μάρι, της είπα ό,τι μου είπες να της
πω και είναι απόλυτα ευτυχισμένη και χαλαρή, βέβαιη
ότι τα βάσανά της τέλειωσαν. Για μια φορά στη ζωή
μου, δεν το χάρηκα που της έλεγα ψέματα».
«Δεν μπορούσες να της πεις την αλήθεια», είπε ο Κουπ,
καθώς η άμαξα σταματούσε ξανά. «Είσαι έτοιμη;»
Η Ντάνι κοίταξε έξω από το πλαϊνό παράθυρο. «Αυ­
τό δεν είναι το μαγαζί της κυρίας Γιόδερς. Πού βρισκό­
μαστε;»
Περίμενε να χαμηλώσει ο υπηρέτης τα σκαλοπάτια,
και έπειτα βοήθησε την Ντάνι να κατέβει στο λιθόστρω­
το πριν απαντήσει. «Υποσχέσου μου πως δε θα κάνεις
σκηνή».
«Γιατί να... Πού πηγαίνουμε;»
«Η Μινέρβα, η μητέρα μου δηλαδή, λέει πως αυτό
είναι ένα από τα καλύτερα κοσμηματοπωλεία της πό­
λης», είπε, καθώς ο υπηρέτης έτρεχε μπροστά για να
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 179

ανοίξει την πόρτα ενός μικρού μαγαζιού. «Αχά, μην πει­


σματώνεις, δεσποινίς Φόστερ. Πρόκειται να διαλέξεις
αυτό που θα γίνει το δαχτυλίδι των αρραβώνων των Τά-
ουνσεντ. Οι επόμενες γενιές εξαρτώνται από την καλή
επιλογή σου».
«Οι επόμενες γενιές εξαρτώνται από την ικανότητά
σου να βρεις μια πρόθυμη νύφη, αλλιώς δεν πρόκειται να
υπάρξουν», του είπε, ενώ η καρδιά της χτυπούσε δυνατά.
«Εσύ κι εγώ το ξέρουμε αυτό, αλλά αν πρόκειται να
πείσουμε τον κόσμο για κάτι διαφορετικό, χρειαζόμα­
στε ένα δαχτυλίδι, ιδιαίτερα αφού η μητέρα μου και η
δούκισσα πέρασαν το χτεσινό βράδυ λέγοντας σ’ όλο
τον κόσμο πως ο ήρωας του Κατρ Μπρα ετοιμάζεται να
κουκουλωθεί. Είχα ήδη τρεις παθιασμένες, δακρύβρε­
χτες επιστολές από νεαρές κυρίες, που με ικέτευαν να
αλλάξω γνώμη, και ο άνθρωπός μου χρειάστηκε να απο-
μακρύνει μια επίμονη μαμά, που δήλωνε πως δεν ήταν
δίκαιο εκ μέρους μου να διαλέξω νύφη πριν αναρρώσει
η κόρη της από την ιλαρά και κυκλοφορήσει ξανά στην
πόλη, οπότε δε θα μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο από
το να πετάξω την ασήμαντη καιροσκόπο από την επαρ­
χία στα σκουπίδια, και να διαλέξω την ομορφιά της».
«Ασήμαντη καιροσκόπο; Το είπε πράγματι αυτό; Εί­
μαι αδελφή της κόμισσας του Κόκερμαουθ. Είμαι κόρη
του εντιμότατου Χένρι Εράσμους Φόστερ. Είμαι μι-
κρανιψιά της λαίδης... όχι, άσ’ το αυτό. Το έσκασε στην
Ιταλία πέρυσι με τον αρχιυπηρέτη της. Αλλά δεν έχουν
σημασία αυτά. Είμαι η Ντανιέλα Φόστερ και δεν είμαι
ασήμαντη. Είμαι εγώ».
Προς έκπληξή της, ο Κουπ πήρε και τα δυο χέρια της
και τα έφερε στα χείλη του, αποθέτοντας φιλιά στη ράχη
180 K a s e y M ic h a e l s

του κάθε γαντιού, ενώ το πράσινο βλέμμα του την κοι­


τούσε σταθερά.
Ελευθέρωσε τα χέρια της, νιώθοντας τα σωθικά της
ν ’ αρχίζουν να τρέμουν ανησυχητικά. «Γιατί το έκανες
αυτό;»
Ο Κούπερ κούνησε ελαφρά το κεφάλι του. «Υποθέτω
γιατί το να σε φιλούσα στο στόμα θα σφράγιζε για πάντα
τη μοίρα σου, καθώς στεκόμαστε ακόμη στο λιθόστρω­
το και αρκετοί άνθρωποι παριστάνουν τους αδιάφορους,
ενώ παρακολουθούν την κάθε μας κίνηση. Απλώς κατά­
λαβα ότι, έπειτα από την ευγένειά σου προς την Κλαρίς,
την προσπάθειά σου να μου φτιάξεις το κέφι με ανοη­
σίες και την παθιασμένη υπεράσπιση του όλο και πιο
ελκυστικού εαυτού σου, δεν είχα άλλη επιλογή».
«Ω, καλά, εντάξει». Η Ντάνι ένιωσε τα δάχτυλα των
ποδιών της να σφίγγονται. «Αλλά τα λες όλα αυτά μόνο
για να σε συνοδεύσω ευγενικά στο μαγαζί».
«Δε νομίζω, όχι», της είπε με μια φωνή που αν δεν
ήταν ειλικρινής, τουλάχιστον ακουγόταν έτσι. «Αλλά θα
το κάνεις;»
Η Ντάνι άνοιξε το στόμα της και μια χαζομάρα ξε-
πήδησε πριν προλάβει να τη σταματήσει. «Συγγνώμη,
να κάνω τι, λόρδε μου; Να φερθώ όπως πρέπει ή να σε
παντρευτώ;»
«Για χάρη των επόμενων γενιών των Τάουνσεντ, προς
το παρόν θα είμαι ευχαριστημένος αν δε με χρεοκοπή­
σεις εκεί μέσα».
«Ναι, αυτή είναι, πιθανότατα, η καλύτερη απάντηση.
Αλλά όχι γρανάτες».
«Στο λόγο μου, ως πρόσφατα ανακηρυγμένου τζέ­
ντλεμαν». Της πρόσφερε το λογισμένο μπράτσο του, ε­
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 181

κείνη πέρασε το δικό της και, για πρώτη φορά στη ζωή
της, η Ντάνι προχώρησε για να διαλέξει ένα κόσμημα το
οποίο, προσωρινά τουλάχιστον, θα ήταν δικό της.
Το πρώτο πράγμα που πρόσεξε μπαίνοντας στο μα­
κρύ, στενό κατάστημα, ήταν ότι δεν υπήρχε πουθενά
ίχνος κοσμήματος. Ούτε κολιέ, ούτε σκουλαρίκια, ούτε
δαχτυλίδια. Ούτε καν μια καρφίτσα για τη γραβάτα του
βαρόνου. Οι πλαϊνοί τοίχοι ήταν καλυμμένοι με ξύλινα
συρτάρια, καθένα από τα οποία είχε ένα μπρούντζινο χε­
ρούλι, μια κλειδαριά και μια λευκή κάρτα με το περιεχό­
μενό του. Κάθε πλευρά είχε τη δική της ξύλινη σκάλα,
που μπορούσε να κυλήσει κατά μήκος των συρταριών,
έτσι ώστε να υπάρχει πρόσβαση σε όλα, που έφταναν σε
ύψος τεσσεράμισι μέτρων.
Μια βιβλιοθήκη κοσμημάτων.
Μπροστά από κάθε τοίχο βρίσκονταν στενά, μακριά
ντουλάπια και ψηλά σκαμνιά με μοβ βελούδινα μαξι­
λάρια. Το χαλί στο πάτωμα είχε σχέδια σε χρυσό και
ήταν τόσο μαλακό που τα τακούνια της Ντάνι βούλιαζαν
μέσα του.
Υπήρχαν μισή ντουζίνα υπάλληλοι, που φορούσαν
μαύρα, δερμάτινα σκίαστρα, και τα χέρια τους ήταν τυ­
λιγμένα μέχρι τους καρπούς σε λευκό χαρτί, το οποίο συ­
γκρατούσαν στη θέση του μαύρες κορδέλες. Σίγουρα, σ’
αυτό το κατάστημα, κανείς δεν μπορούσε να εξαφανίσει
στο μανίκι του ένα δαχτυλίδι ή κάποιο άλλο κόσμημα.
Ιδιαίτερα καθώς ένα μέτρο πίσω από κάθε υπάλληλο
υπήρχαν μεγαλόσωμοι στρατιώτες, σαν τα υπολείμματα
κάποιου συντάγματος, ο ένας πιο άγριος από τον άλλο.
Υπήρχαν δύο πελάτες στο κατάστημα -ένας άντρας
που εξέταζε ένα δίσκο με διαμαντένιες καρφίτσες και
182 K a s e y M ic h a e l s

ένας άλλος που φαινόταν απορροφημένος σε συζήτη­


ση με έναν υπάλληλο, που θεωρείτο προφανώς αρκετά
έμπιστος, ώστε να φοράει το σακάκι του.
«Θεέ μου. Νιώθω ότι μπήκαμε σε εκκλησία ή σε φυ­
λακή».
«Είναι τρομακτικό, ε; Νομίζω ότι θα προτιμούσα να
αντιμετωπίσω αρκετούς από τους καλύτερους στρατιώ­
τες του Βοναπάρτη», συμφώνησε ο Κουπ. «Να θυμάσαι
ότι είσαι πελάτισσα. Δεν είναι ο μόνος κοσμηματοπώλης
στο Μέιφερ».
«Σ’ αυτή την περίπτωση, θα παραστήσω τη Μάρι. Σε
προειδοποιώ, μπορεί να σε φέρει σε αμηχανία. Ω, άκου.
Αυτός ο άντρας λογομαχεί με το μόνο υπάλληλο που
φοράει σακάκι».
«Είναι ο ιδιοκτήτης», τη διόρθωσε ο Κουπ. «Αλλά
έχεις δίκιο. Τη στιγμή που μας αγνοούν λόγω αυτής της
λογομαχίας, τι θα έλεγες να κρυφακούσουμε;»
«Στο μυαλό μου είσαι. Συνεννοούμαστε, έτσι; Ίσως
χρεοκοπήσω μόνο εν μέρει τους απογόνους σου».
Ή ταν φανερό πως ο Κουπ δεν την άκουγε. «Σσσς!»
«Ναι, φυσικά. Αλλά πρώτα θα διαγράψουμε την τε­
λευταία μου δήλωση. Άουτς!»
Ο Κουπ την είχε σπρώξει μάλλον απότομα πίσω του,
και ίσα που πρόλαβε, καθώς ο θυμωμένος πελάτης πέρα­
σε ορμητικά δίπλα τους, στο στενό διάδρομο, και βγήκε
βροντώντας την πόρτα πίσω του.
«Χριστούλη μου», είπε η Ντάνι καθώς ξεμυτούσε
ανάμεσα στον Κουπ και ένα από τα μακρόστενα ντου­
λάπια. «Τι νομίζεις πως συνέβη;»
Ο ιδιοκτήτης έκανε αέρα στο πρόσωπό του με το μα­
ντίλι του, όταν εντόπισε τους νέους πελάτες. Ήταν ένας
μ ια σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 1 83

μικρόσωμος άντρας, σχεδόν ενοχλητικά αδύνατος, με μια


βολβώδη μύτη δυσανάλογη με το υπόλοιπο σώμα του,
και εντελώς φαλακρό κεφάλι, σαν αυγό, αν και τα κα-
τάμαυρα φρύδια του ήταν σαν μικροί θάμνοι. Ήταν δύ­
σκολο να πιστέψει κανείς πως ήταν πραγματικός, καθώς
έμοιαζε περισσότερο με καρικατούρα παρά με άνθρωπο.
«Απολογούμαι ειλικρινά, σερ, γιατί γίνατε μάρτυρας
τέτοιας εξοργιστικής συμπεριφοράς στο κατάστημά μου»,
είπε με φωνή μια οκτάβα ψηλότερη από της Ντάνι. «Δυ­
στυχώς, μερικοί άνθρωποι εξοργίζονται όταν τους λες
την αλήθεια».
«Δεν του άρεσε η τιμή που του δώσατε;»
«Θα ήμουν ανόητος αν του έδινα όσα νόμιζε πως
αξίζουν αυτά».
Και ο άντρας έδειξε ένα περιδέραιο, ένα βραχιόλι και
σκουλαρίκια από γρανάτες, αφημένα σε ένα σωρό στην
επιφάνεια του πάγκου.
«Ω, Θεέ μου», είπε η Ντάνι και τα μάτια της άνοιξαν
διάπλατα.
«Αλλά υποθέτω πως είναι δικά μου τώρα, καθώς μό­
νο που δε μου εκτόξευσε το κολιέ».
«Αλήθεια;», είπε ο Κουπ, παίρνοντας στα χέρια του
και εξετάζοντας το περιδέραιο. «Σ’ αρέσουν, αγαπητή
μου;»
Κατάλαβε τι τη ρωτούσε και απάντησε ανάλογα. «Μου
θυμίζουν το σετ που μου είχε χαρίσει η γιαγιά μου».
«Δε θα τα θέλατε αυτά, σερ. Είναι αρκετά όμορφα,
αλλά οι πέτρες είναι από γυαλί. Ούτε καν πρώτης τάξε-
ως γυαλί, όπως επεσήμανα στο θυμωμένο πελάτη μου.
Είμαι ο κύριος Τζόναθαν Μπέρντγουελ, ο ιδιοκτήτης»,
184 K a s e y M ic h a e l s

συνέχισε, ξαναβρίσκοντας την αξιοπρέπειά του. «Πώς


μπορώ να εξυπηρετήσω τον κύριο;»
Η Ντάνι κοίταξε το σώμα της, απλώς για να βεβαιω­
θεί πως δεν είχε γίνει, ξαφνικά, αόρατη.
Ο Κουπ άφησε το περιδέραιο να πέσει ξανά πάνω στο
κομμάτι του μαύρου βελούδου όπου βρισκόταν και πριν,
το ίδιο μαύρο βελούδο με το οποίο η Ντάνι είχε τυλίξει
το σετ πριν το αφήσει στην κουφάλα. Κοίταξε προς την
πόρτα, αλλά δεν έκανε καμιά απόπειρα να ακολουθήσει
το δυσαρεστημένο πελάτη, ο οποίος, έτσι κι αλλιώς, θα
είχε απομακρυνθεί πολύ τώρα.
«Για την ακρίβεια, Μπέρντγουελ, θα ήθελα, από απλή
περιέργεια, να ρωτήσω το όνομα του απογοητευμένου
τζέντλεμαν».
Ο ιδιοκτήτης τύλιξε τα κοσμήματα και πέταξε το βε­
λούδινο ύφασμα σε έναν από τους φύλακες. «Τουλάχι­
στον ο χρυσός είναι αληθινός -θ α τον λιώσουμε», είπε
στον τύπο, πριν στρέψει ξανά την προσοχή του στον
Κουπ. «Φοβάμαι πως δεν μπορώ να σας αποκαλύψω
αυτή την πληροφορία, καθώς ο κύριος δικαιούται την
ανωνυμία του».
Η Ντάνι είδε πως ο Κουπ ετοιμαζόταν να βάλει το
χέρι στην τσέπη του και στο πορτοφόλι του.
Ω, όχι, δεν υπήρχε λόγος για κάτι τέτοιο. Όχι, εφόσον
ήταν εκεί η Μάρι!
«Αρνείστε; Τι προσβολή! Τι θράσος! Ανθρωπάκο
μου, ξέρεις με ποιον μιλάς;»
«Για όνομα...»
«...της λογικής και της ευπρέπειας, ναι, συμφωνώ.
Ελάτε, βαρόνε Τάουνσεντ, θα ψωνίσ ουμε από αλλού»,
συνέχισε, πάνω από τις βραχνές διαμαι τυρίες του. «Μπο­
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 185

ρεί να μτ|ν είμαι ακόμη η σύζυγός σας, είμαι όμως η


μνηστή σας και έχω συναίσθηση του σεβασμού που σας
οφείλεται».
Και οφείλεται και σ ’εμένα. Αυτό σε περίπτωση, Τζό-
ναθαν, παλιόφιλε, που φαντάστηκες πως είμαι κάτι άλλο
από μια νέα, αθώα δεσποινίδα, που είμαι βέβαιη πως το
φαντάστηκες!
«Περιμένετε!» φώναξε σχεδόν ο Μπέρντγουελ. «Θέ­
λω να πω», συνέχισε, μαζεύοντας γύρω του τα κουρέλια
της αξιοπρέπειάς του, «λυπάμαι πάρα πολύ, λόρδε μου.
Πώς μπόρεσα να μην αναγνωρίσω την εξοχότητά σας,
τον ήρωα του Κατρ Μπρα...»
«Και όχι μόνο, ναι», τον έκοψε ο Κουπ βαριεστημέ-
να, τραβώντας ένα από τα σκαμνιά για την Ντάνι, που
του χαμογέλασε ενώ την αγριοκοίταζε και σκαρφάλωσε
στο μοβ κάθισμα. «Το θυμάμαι».
Μια μικρή δόση Μάρι, ένα πασπάλισμα με Κλαρίς και
μια τεράστια δόση από Ντάνι. Γιατί άραγε οι γυναίκες δεν
κυβερνούσαν τον κόσμο...
«Θέλετε, αλήθεια, να μείνετε, βαρόνε μου;» ρώτησε,
ενώ είχε ήδη ακουμπήσει το τσαντάκι της στον πάγκο.
«Τέλος πάντων, υποθέτω πως αν αυτός ο υπάλληλος εδώ
δεήσει να φανεί πιο πρόθυμος...»
«Δεν ξέρω το όνομα του ανθρώπου, βαρόνε μου,
γιατί αυτές δεν είναι ερωτήσεις που κάνει κανείς σε
τοκογλύφους».
Τοκογλύφος; Ω, αυτό γινόταν ενδιαφέρον!
«Καταλαβαίνω», είπε ο Κουπ. «Είχε έρθει εδώ για να
πουλήσει τους γρανάτες;»
«Ακριβώς. Τον χμ... διευκολύνουμε κατά καιρούς. Ο
δικός του, χμ, πελάτης έδωσε τα κοσμήματα για να ξε­
186 K a s e y M ic h a e l s

πληρώσει κάποιο χρέος ή, τουλάχιστον, αυτό κατάλαβα.


Πιστεύω ότι ξέρετε τα υπόλοιπα».
Η Ντάνι αναστέναξε θεατρικά. «Τι βαρετό! Κι εγώ
που νόμιζα ότι θα άκουγα κανένα καλό κουτσομπολιό.
Αλλά προφανώς όχι».
«Μη λέτε κουτσομπολιό, δεσποινίς», παρακάλεσε ο
ιδιοκτήτης και τα φρύδια του μετακινήθηκαν ανήσυχα.
«Είναι δουλειά μου τόσο να αγοράζω όσο και να που­
λάω, αλλά δε θα αγόραζα ποτέ κάτι που θα... τέλος πά­
ντων, αγοράζω πολύ σποραδικά μόνο».
«Τι καθησυχαστικό», είπε ο Κουπ, ενώ καθόταν δί­
πλα στην Ντάνι. «Η μνηστή μου, η δεσποινίς Φόστερ, κι
εγώ είμαστε εδώ για να διαλέξουμε ένα δαχτυλίδι αρρα­
βώνων. Έ να με καινούργια πέτρα, που δε θα έχει χρησι­
μοποιηθεί σε άλλο δέσιμο».
«Ναι, λόρδε μου, το σημείωμα της μητέρας σας σή­
μερα το πρωί, ήταν αρκετά επεξηγηματικό. Χμ», πρό-
σθεσε γρήγορα, όταν τόσο ο Κουπ όσο και η Ντάνι
συνοφρυώθηκαν, «αξιαγάπητη γυναίκα, η μητέρα σας.
Είναι... είναι πολύ επιβλητική. Άνοιξε λογαριασμό για
εσάς μόλις χτες. Αλλά δε θα θέλατε να περάσετε σε ένα
από τα ιδιαίτερα δωμάτιά μας;»
«Μ ’ αρέσει εδώ», είπε η Ντάνι, απλώς επειδή ένιωθε
ακόμη πεισμωμένη, αν και όχι αόρατη.
«Θα μείνουμε εδώ, Μπέρντγουελ», είπε ο Κουπ. «Η
δεσποινίς Φόστερ ζαλίζεται όταν μπαίνει σε μικρά δω­
μάτια».
Η Ντάνι του έδωσε μια πλάγια κλοτσιά, που ήταν το
λιγότερο που του άξιζε.
«Πολύ καλά, βαρόνε μου. Θα σας φέρω μια συλλογή
από τα καλύτερα δαχτυλίδια μας».
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 187

«Μη ρωτήσεις», είπε ο Κουπ, καθώς ο ιδιοκτήτης


απομακρυνόταν, διώχνοντας έναν από τους φρουρούς
που ήταν μπροστά του.
«Λυπάμαι, αλλά φοβάμαι ότι πρέπει. Η μητέρα σου;»
«Ντροπιαστικό, το ξέρω. Θα σου εξηγήσω άλλη φορά».
«Ναι, οπωσδήποτε θα μου εξηγήσεις. Καιυποσχέθη-
κες ότι θα μου τη γνωρίσεις».
«Το ξέρω. Υποσχέθηκα, επίσης, στον εαυτό μου να
διαβάσω το βιβλίο για τη μελισσοκομία που μου έδωσε,
αλλά, δυστυχώς, δεν κρατάω όλες τις υποσχέσεις μου».
«Αλήθεια; Θα πρέπει να το θυμάμαι αυτό. Αρα ο εκ­
βιαστής μας χρωστάει σε τοκογλύφο; Αυτό είναι ανησυ­
χητικό, γιατί σημαίνει πως είναι απελπισμένος».
«Ο ανθρωπάκος μας δεν είπε αυτό, όχι ακριβώς», τη
διόρθωσε ο Κουπ. «Υπέθεσε ότι οι γρανάτες της γιαγιάς
σου χρησιμοποιήθηκαν για να πληρωθεί κάποιο χρέος.
Είναι εξίσου πιθανό ο εκβιαστής να τους πούλησε στον
τοκογλύφο -περίμενε. Πώς ξέρουμε, πώς ξέρει ο ιδιο­
κτήτης ότι ο άνθρωπος που μόλις είδαμε είναι όντως το­
κογλύφος; Δεν έχουν ειπωθεί ονόματα. Κατάρα! Μπορεί
να είδαμε μόλις τον εκβιαστή. Εφόσον πληρώθηκε με
κοσμήματα, στη συνέχεια τα πουλάει».
«Υποθέτω ότι είναι πιθανό. Δεν είδα το πρόσωπό
του, χάρη σ ’ εσένα που με έσπρωξες πίσω σου. Εσύ τον
είδες καλά;»
«Όχι. Φορούσε θυμωμένος το καπέλο του καθώς περ­
νούσε και το μπράτσο του κάλυπτε σχεδόν το πρόσωπό
του. Τώρα που το σκέφτομαι, μπορεί και να το έκανε
επίτηδες, αν με αναγνώρισε. Ψηλός, αλλά όχι όσο εγώ,
καλοντυμένος, αλλά όχι εντυπωσιακά. Και δεν τον ακού­
188 K a s e y M ic h a e l s

σαμε να μιλάει. Με άλλα λόγια, θα μπορούσε να είναι


οποιοσδήποτε».
«Ναι, αλλά είπες ψηλός. Που σημαίνει αρκετά ψηλός
ώστε να φτάνει την κουφάλα. Αυτό δεν αποδεικνύει ότι
έχουμε να κάνουμε με περισσότερα από ένα πρόσωπα;»
Η Ντάνι ένιωσε ενθουσιασμό, αλλά μόνο για μια στιγ­
μή. «Δε μας βοηθάει αυτό στην πραγματικότητα, έτσι
δεν είναι;»
’«Όχι, πιθανότατα όχι. Α, και με την ευκαιρία, συγ­
χαρητήρια για τον τρόπο που χειρίστηκες τον Μπέρ-
ντγουελ».
«Του άξιζε, αφού συμπέρανε πως ήμουν ερωμένη
σου ή κάτι τέτοιο».
Ο Κουπ κούνησε το κεφάλι του. «Ανάθεμα, είχα την
ελπίδα πως δε θα το καταλάβαινες. Σου είπα ότι δεν έχω
εμπειρία σε όλα αυτά, οπότε ζητώ συγγνώμη που σε
έφερα εδώ. Α π’ ό,τι φαίνεται, η επιλογή του δαχτυλιδιού
είναι δουλειά του γαμπρού».
«Δεν καταλαβαίνω το γιατί. Δε φοράει ο γαμπρός το
δαχτυλίδι».
«Αυτό είναι αλήθεια, αλλά δε θα το τονίσουμε».
«Ούτε θα ρωτήσουμε το κόστος».
«Για το γαμήλιο δώρο μου; Όχι, φυσικά δε θα ρωτή­
σω... ρωτήσουμε το κόστος».
Η Ντάνι δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. Ακούμπησε
το χέρι της στο μπράτσο του και τρεμόπαιξε τις βλεφα­
ρίδες της, όπως είχε δει τη Μάρι να κάνει μερικές φορές
στον Όλιβερ. «Γιατί η αληθινή αγάπη δεν έχει τιμή. Τι
γλυκός που είσαι».
Ο Κουπ αναδεύτηκε αμήχανα στο κάθισμά του. «Τε­
λείωσες;»
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 189

«Δε νομίζω, όχι. Λες να φταίνε τα κόκκινα μαλλιά;


Ο Ντέξτερ λέει ότι οι κοκκινομάλλες θεωρούνται συχνά
γυναίκες αμφιβόλου ηθικής. Ίσως ο Μπέρντγουελ να
έβγαλε, απλώς, ένα φυσικό συμπέρασμα».
«Μπορούμε να κάνουμε αυτή τη συζήτηση κάποια
άλλη φορά ή παίρνεις το αίμα σου πίσω για κάτι που
έκανα;»
«Δεν είμαι σίγουρη. Θα πρέπει να το σκεφτώ. Μπο­
ρεί να είναι επειδή αλλιώς θα ένιωθα να πνίγομαι σ ’
αυτό το περιβάλλον. Ή μπορεί να μ ’ αρέσει να βλέπω
τα φρύδια του Μπέρντγουελ να σκαρφαλώνουν στο μέ­
τωπό του σαν τριχωτά ζουζούνια. Ξέρω, πάντως, ότι το
διασκεδάζω. Εσύ το διασκεδάζεις;»
«Περισσότερο απ’ ό,τι πίστευα, ναι. Κάθομαι στα
καρφιά, περιμένοντας να δω τι άλλο θα κάνεις».
«Εντάξει, θα μπορούσα να είμαι καλή. Αλλά τι πλά­
κα θα είχε αυτό;»
«Καμία, συμφωνώ. Α, έρχεται ο ιδιοκτήτης μας, χα­
μογελώντας αυτάρεσκα, και με μια σειρά υπαλλήλων
που κουβαλούν συρτάρια, αναμφίβολα γεμάτα πολύτι­
μες πέτρες και δαχτυλίδια. Δεν το πιστεύω που το λέω
αυτό, αλλά ας αρχίσει το σκαρφάλωμα των ζουζουνιών».
Η Ντάνι κοιτούσε καθώς οι υπάλληλοι ακούμπησαν
με σεβασμό τα συρτάρια -εφτά συνολικά- στην επιφά­
νεια του πάγκου, ταυτόχρονα, και άρχισαν να απομα­
κρύνουν, το ένα μετά το άλλο και με τον ίδιο σεβασμό,
τα μοβ βελούδινα υφάσματα που τα κάλυπταν. Η πο­
μπώδης ακρίβεια της διαδικασίας την έκανε σχεδόν ν ’
αρχίσει να χαχανίζει.
Οι υπάλληλοι έκαναν πίσω, χτύπησαν τα τακούνια
τους, και έφυγαν σαν ένας άνθρωπος, αφήνοντας πίσω
190 K a s e y M ic h a e l s

μόνον ένα θεόρατο άντρα. Αυτός στάθηκε πίσω από το


μικροσκοπικό Μπέρντγουελ, φαινομενικά αθώα, αλλά
προειδοποιώντας, στην πραγματικότητα, πως καλό θα
ήταν να μην επιχειρήσει κανείς να σουφρώσει κάτι αν
δεν ήθελε να βρεθεί με σπασμένο κεφάλι.
«Ορίστε, λόρδε μου, για να τα εξετάσετε», δήλωσε
ο ιδιοκτήτης με στόμφο, απλώνοντας το χέρι του πάνω
από τα αστραφτερά κοσμήματα. «Τα καλύτερό μου, στη
διάθεσή σας. Διαμάντια, ρουμπίνια, ζαφείρια, σμαρά­
γδια, μαργαριτάρια, ακουαμαρίνες, τοπάζια».
Η Ντάνι ήθελε να τσιρίξει, να γελάσει, να κατέβει
από το σκαμνί και ν ’ αρχίσει να χορεύει γύρω γύρω. Δεν
είχε δει ποτέ τόσα θεσπέσια πράγματα μαζεμένα. Δυσκο­
λευόταν να ελέγξει την αναπνοή της. Δεν μπορούσε να
καταπιεί ούτε ν ’ ανοιγοκλείσει τα μάτια της.
Όμως, για μια ακόμη φορά, ο ιδιοκτήτης την αγνοού­
σε, διαλέγοντας δαχτυλίδια και παρουσιάζοντάς τα στον
Κουπ, σαν να μην ήταν εκείνη εκεί.
«Όχι», άκουσε τον εαυτό της να λέει, καθώς ο κο­
σμηματοπώλης πρότεινε ένα χρυσό δαχτυλίδι με πλού­
σιο σκάλισμα, καλυμμένο με διαμάντια και με μια κε­
ντρική πέτρα τόσο μεγάλη που φαινόταν σαν ψεύτικη.
Τόσο ο Κουπ όσο και ο κοσμηματοπώλης γύρισαν
να την κοιτάξουν, και τότε μόνο η Ντάνι κατάλαβε ότι
είχε μιλήσει.
«Δε σας αρέσει, δεσποινίς Φόστερ;» ρώτησε ο Κού­
περ, προσκαλώντας τη φανερά να κάνει κάποια από τις
σκανταλιές της.
Δεν ήταν γλύκας;
«Βοήθησέ με», είπε με ύφος στον Κουπ, απλώνοντας
το χέρι της, έτσι ώστε να γλιστρήσει και όχι να πηδήσει
Μ ια σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς σ υ ν ε ρ γ α σ ί α 191

κάτω από το σκαμνί. Ή ταν φανερό πως δεν εμφανίζο­


νταν συχνά κυρίες στα κοσμηματοπωλεία, αλλιώς με­
ρικά, τουλάχιστον, απ’ τα σκαμνιά θα ήταν πιο χαμηλά.
«Ναι, ευχαριστώ. Τώρα κάντε πίσω, παρακαλώ».
Της έσφιξε το χέρι ενθαρρυντικά. «Δε σας αρέσουν
τα διαμάντια;»
«Δε μ’ αρέσει να διαλέξουν δύο κύριοι το γαμήλιο
δαχτυλίδι των απογόνων των Τάουνσεντ. Αν ήταν να γί­
νει έτσι, δε θα έπρεπε να με φέρετε εδώ».
Έσκυψε κοντά της και της ψιθύρισε στο αυτί: «Και
τότε τι πλάκα θα είχε;»
Δάγκωσε τα χείλη της για να μη γελάσει. Της έδινε
το ελεύθερο, την άφηνε να κάνει ό,τι ήθελε, ακόμη κι αν
αυτό σήμαινε πως θα τον έφερνε σε δύσκολη θέση.
Αλλά είχε μια ιδέα, και της την είχε δώσει εκείνος.
Βάδισε κατά μήκος του πάγκου, μιμούμενη το πιο
αυταρχικό ύφος της αδελφής της, δείχνοντας με το δά­
χτυλο τα καλυμμένα με βελούδο συρτάρια. «Όχι, όχι
αυτό, πάρτε το αυτό, οπωσδήποτε όχι διαμάντια. Αυτό»,
δήλωσε, σταματώντας μπροστά στο συρτάρι με τα σμα­
ραγδένια δαχτυλίδια.
Σμαράγδια. Πράσινα σαν τα μάτια του.
Το συρτάρι αυτό ήταν ο στόχος της από τη στιγμή
που το σύνολο είχε τοποθετηθεί πάνω στον πάγκο, μια
απόφαση που αποκρυσταλλώθηκε όταν εκείνος την κοί­
ταξε στα μάτια και είδε μέσα τους μια παιχνιδιάρικη
λάμψη.
Ο Μπέρντγουελ έκανε νόημα να απομακρυνθούν τα
υπόλοιπα συρτάρια και οι υπάλληλοι έσπευσαν να υπα­
κούσουν. Μπροστά στην Ντάνι έμεινε ένα μόνο συρτάρι
192 K a s e y M ic h a e l s

κι εκείνη πήδησε πάλι πάνω στο σκαμνί και άρχισε να


εξετάζει, σειρά σειρά, το περιεχόμενό του.
Τα δεσίματα και οι πέτρες φαίνονταν όλα τόσο εντυ­
πωσιακά, και τόσο βαριά. Η Μάρι έπρεπε σχεδόν να
έχει μια υπηρέτρια δίπλα της, για να της στηρίζει το
χέρι, όταν φορούσε το πατρογονικό δαχτυλίδι των Κό­
κερμαουθ. Η Ντάνι φανταζόταν πως η πρώτη νύφη των
Κόκερμαουθ θα έπρεπε να έμοιαζε με Αμαζόνα, και οι
κόμισσες που ακολούθησαν βρέθηκαν όλες φορτωμένες
μ’ αυτό το πράγμα, είτε τους άρεσε είτε όχι. Η Μάρι
ορκιζόταν ότι το λάτρευε, αλλά η Μάρι δε θα έλεγε την
αλήθεια για κάτι τέτοιο ακόμη κι αν κάποιος την απει­
λούσε με μαχαίρι.
Οι νύφες των Τάουνσεντ δε θα φορτώνονταν με κάτι
τόσο τεράστιο ούτε τόσο κακόγουστο. Έβγαλε τα γά­
ντια της, πανέτοιμη να δοκιμάσει ντουζίνες δαχτυλίδια,
απλώς επειδή μπορούσε.
Αλλά δε χρειάστηκε.
«Αυτό», δήλωσε, δείχνοντας μια μεγάλη πέτρα, σε
ορθογώνιο σχήμα, που ήταν στερεωμένη με λεπτά δο­
ντάκια, χωρίς κανένα άλλο στολίδι, σε έναν αρκετά φαρ­
δύ και επίπεδο, χρυσό κρίκο. Απλό. Κομψό. Και δε θα
χρεοκοπούσε το βαρόνο.
«Η κυρία σας έχει γούστο, λόρδε μου. Αυτή η πέτρα
μόλις έφτασε από την Κολομβία, την πατρίδα των πιο
υπέροχων σμαραγδιών του κόσμου». Αν ο Μπέρντγουελ
είχε φτερά θα είχε ανασηκωθεί από το έδαφος. Ακόμη κι
έτσι, φαινόταν να είχε ψηλώσει μερικά εκατοστά, καθώς
έσκυβε προς το δαχτυλίδι.
Αλλά η Ντάνι ήταν πιο γρήγορη. Το άρπαξε και το
πέρασε στο δάχτυλό της και της έκανε σαν να είχε φτια­
Μ ΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 1 93

χτεί γι’ αυτή. Και ναι, η πέτρα ταίριαζε τέλεια με τα μά­


τια του Κουπ, τουλάχιστον όταν η συμπεριφορά της του
προκαλούσε κάποιο συναίσθημα, είτε ευθυμία, είτε ενό­
χληση, είτε καθαρό θυμό.
«Μιλόρδε», βέλαξε σχεδόν ο Μπέρντγουελ, με το
ένα μάτι στο χέρι της Ντάνι, σαν να επρόκειτο να κάνει
το δαχτυλίδι να εξαφανιστεί. «Καταλαβαίνετε ότι βάλα­
με το σμαράγδι σ ’ αυτό το δέσιμο μόνο για να, χμ, δεί­
ξουμε την πέτρα. Δεν πρόκειται για κανονικό δαχτυλίδι.
Θα θέλατε, ασφαλώς, να διαλέξετε ένα δέσιμο αντάξιο
της πέτρας. Να προτείνω διαμάντια; Ένα μαξιλαρά-
κι από διαμάντια, δουλεμένα έτσι που να μοιάζουν με
μπουμπούκια τριαντάφυλλου, από την κάθε πλευρά, που
θα υψώνονται ένα ολόκληρο εκατοστό πάνω από ένα
σκαλισμένο κρίκο. Έχω ακριβώς ένα τέτοιο δέσιμο».
«Κατηγορηματικά όχι. Θα καταστρέψουν την πέτρα»,
είπε η Ντάνι, κλείνοντας τη γροθιά της. Δε θα άφηνε να
της πάρουν το δαχτυλίδι!
Ο Κουπ της έπιασε το χέρι και η γροθιά της χαλάρω­
σε. «Είστε σίγουρη, δεσποινίς Φόστερ; Είναι όμορφο,
αναμφίβολα, αλλά είναι μάλλον απλό».·
«Σε σκέφτομαι απλώς. Αυτή είναι, μάλλον, η λιγό­
τερο ακριβή πέτρα του συρταριού», ψιθύρισε, καθώς ο
Μπέρντγουελ έφευγε βιαστικά, πιθανόν για να τους φέρει
το δέσιμο που προτιμούσε. «Εκτός αυτού είπες να δια­
λέξω, κι αυτό μ’ αρέσει πραγματικά». Κοίταξε τα μάτια
του, αλλά δεν μπορούσε να τα διαβάσει. «Παρακαλώ;»
Έσκυψε και της φίλησε την άρθρωση ακριβώς κάτω
από το δαχτυλίδι. «Εδώ θα μείνει, μέχρι τη μέρα που θα το
βγάλεις, πιθανότατα για να μου το πετάξεις στα μούτρα».
Εύρισε προς τον Μπέρντγουελ που πλησίαζε και του
194 K a s e y M ic h a e l s

είπε: «Η δεσποινίς Φόστερ κι εγώ αποφασίσαμε. Θα πά­


ρουμε το δαχτυλίδι τώρα αμέσως».
Μόνο τότε, βλέποντας τα συναισθήματα που περνού­
σαν από το πρόσωπο του ιδιοκτήτη, η Ντάνι κατάλαβε
ότι ο άνθρωπος παρέπαιε ανάμεσα στον ενθουσιασμό
και στην ανησυχία για τη φήμη του, στην περίπτωση
που κάποιος καταλάβαινε πως αυτό το αστόλιστο, ασυ­
νήθιστο δαχτυλίδι προερχόταν από το κατάστημά του.
Τελικά, νίκησε ο ενθουσιασμός και διέταξε το ανθρώ­
πινο βουνό να απομακρύνει το συρτάρι, σαν να τον πρό­
σβαλλε το κατώτερο περιεχόμενό του.
Η Ντάνι κοίταξε ξανά την πέτρα. Ήταν μεγάλη. Εί­
χε ένα βαθύ πράσινο χρώμα και ήταν αψεγάδιαστη. Ο
Μπέρντγουελ είχε πει ότι είχε βάλει την πέτρα σ’ αυτό το
απλό δέσιμο για να τη δείχνει. Άρα δεν ήταν το δαχτυλί­
δι που θα κόστιζε ένα σωρό λεφτά, αλλά η ίδια η πέτρα.
Ω, Θεέ μου!
«Εμ...» ψιθύρισε η Ντάνι, τραβώντας τον Κουπ από
το μανίκι. «Ίσως θα έπρεπε να ρωτήσεις πόσο κοστίζει.
Μάλλον δε... λογάριασα σωστά».
«Τώρα μόλις το κατάλαβες, ε;» ψιθύρισε κι ο Κούπερ.
«Αλλά μην ανησυχείς. Η πολυμήχανη μητέρα μου έχει
ήδη κανονίσει να έχω έκπτωση, οπότε μάλλον με χρεοκό­
πησες μόνο κατά το ήμισυ». Της χαμογέλασε. «Και, όπως
η εν λόγω μητέρα μου συνηθίζει να μου λέει, κλείσε το
στόμα σου τώρα, γιατί θα καταπιείς καμιά μύγα».
f/ η φ α j a f o / /

Η Ντάνι ήταν ακόμη στις μαύρες της, καθώς περπατού­


σαν με τον Κούπερ στο λιθόστρωτο της Μποντ Στρητ. Θά­
λασσα τα είχε κάνει, ενώ πίστευε πως ήταν τόσο έξυπνη.
Αλλά το δαχτυλίδι πραγματικά της άρεσε.
Όχι ότι ήταν δικό της, όχι στ ’αλήθεια.
Αν και θα μπορούσε να γίνει.
Αλλά μόνο επειδή ο Κούπερ Τάουνσεντ ήταν τζέ­
ντλεμαν και άνθρωπος που κρατούσε το λόγο του. Ένας
ήρωας, που επέμενε πως δεν ήταν ήρωας.
Όχι ότι θα τον ανάγκαζε να φερθεί σαν να την είχε
όντως εκθέσει και να τιμήσει την πρότασή του. Θα έβρι­
σκαν τον εκβιαστή. Ο Κουπ θα του έδινε ένα γερό χέ­
ρι ξύλο, και θα πρότεινε ένα μακρινό ταξίδι, ίσως στην
Ινδία. Με κάποιον άλλο άντρα θα ανησυχούσε μήπως
εξαφάνιζε τον εκβιαστή με κάποιον πιο οριστικό τρόπο,
αλλά όχι με τον Κουπ. Παρ’ όλα αυτά, ο εκβιαστής θα
έπαιρνε το μήνυμα! Θα έπαιρναν πίσω και θα έκαιγαν
τα γράμματα της Μάρι· η επικίνδυνη φυλλάδα δε θα κυ­
κλοφορούσε ποτέ· τα μυστικά του Κουπ θα παρέμεναν
ασφαλή και το κεφάλι του κολλημένο στους ώμους του
και ο αντιβασιλέας, ή όποιος άλλος, δε θα μάθαινε ποτέ
196 K a s e y M ic h a e l s

ότι κάποιο σκοτεινό μυστικό παραλίγο να διαρ ρεύσει σε


όλο το Λονδίνο.
Και έπειτα όλα θα τέλειωναν. Ο Κουπ θα τραβούσε
το δρόμο του κι εκείνη το δικό της.
Ίσως θα μπορούσαν να μείνουν φίλοι.
Ξαφνικά δεν περπατούσε πια, επειδή ο Κουπ είχε στα­
ματήσει και την τραβούσε καθώς εκείνη συνέχιζε, χωρίς
να το έχει προσέξει.
«Έι», την πείραξε. «Είσαι ξύπνια;»
Τον κοίταξε, συνειδητοποιώντας ότι είχε επικεντρώ­
σει το βλέμμα της στο λιθόστρωτο και στις μύτες των
παπουτσιών της, με κάθε βήμα που έκανε, απορροφημέ-
νη από την ίδια της την κίνηση. Πόσο μακριά είχαν περ­
πατήσει; Ένα τετράγωνο; Έξι; Βρίσκονταν ακόμη στην
Μποντ Στρητ;
«Εεε... πού είμαστε;»
«Εγώ στέκομαι λίγο πιο πέρα από το μαγαζί της κυ­
ρίας Γιόδερς. Εσύ δεν ξέρω πού βρίσκεσαι, και πρέπει
να πω ότι προκάλεσες την περιέργεια των περαστικών,
καθώς τους έκοβες το δρόμο, ενώ εγώ έβγαζα το καπέλο
μου απολογητικά σε όλο τον κόσμο».
Η Ντάνι κοίταξε δεξιά αριστερά, ενώ ένιωθε τα μά­
γουλά της να κοκκινίζουν. «Εεε... αφαιρέθηκα».
«Ήσουν εντελώς αλλού. Όχι ότι παραπονιέμαι. Φαί­
νεται ότι μ’ αρέσει να είναι ήρεμη η γυναίκα».
«Τότε θα πρέπει να την ψάξετε αλλού, λόρδε μου»,
του πέταξε, θυμωμένη ακόμη με τον εαυτό της, «για­
τί κάθε άλλο παρά ήρεμη νιώθω. Εγώ φταίω, το ξέρω.
Μόνο η Μάρι μπορεί να είναι η Μάρι. Εγώ θα έπρεπε
να είμαι ο εαυτός μου. Αν ήμουν ο εαυτός μου, ίσως θα
είχα καταλάβει πως αυτή η πέτρα είναι εξαιρετικά όμορ­
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 197

φη για να... σταμάτα να χαμογελάς. Μιλάω σοβαρά. Σε


χρεοκόπησα».
«Ξεχνάς την έκπτωση της Μινέρβα».
«Ναι, η μητέρα σου. Φοβάμαι ωστόσο πως δεν κατα­
λαβαίνω τι είναι αυτή η έκπτωση της Μινέρβα».
«Ο Μπέρντγουελ, και αρκετοί άλλοι κατάλαβαν πως
το να έχουν πελάτη τον ήρωα του Κατρ Μπρα θα ωφε­
λήσει σημαντικά τη δουλειά τους. Και αν δεν το κατά­
λαβαν μόνοι τους, τους το επεσήμανε η Μινέρβα. Και
πριν πεις οτιδήποτε άλλο, ναι, σοκαρίστηκα όταν έμαθα
τι είχε κάνει». Της χαμογέλασε. «Παραδέχομαι ότι δεν
είμαι πια τόσο σοκαρισμένος όσο πριν ρίξεις τα μάτια
σου σ’ αυτό το σμαράγδι, καθώς πέτυχε έκπτωση πενή­
ντα τοις εκατό από τον ιδιοκτήτη. Τώρα, είσαι έτοιμη
να μπεις μέσα και να χαρείς που θα δεις την καινούργια
σου φίλη, την Κλαρίς; Έχουμε ήδη αργήσει, που ση­
μαίνει πως αυτός που κινδυνεύει να χρεοκοπήσει είναι
ο Ρίγκμπι».
«Ακόμη δε μου έχεις πει περί τίνος πρόκειται και γι­
ατί θα συναντήσω την Κλαρίς».
«Το ξέρω. Σ ’ το κρατάω για έκπληξη, επειδή θέλω να
αντιδράσεις αυθόρμητα. Μην ανησυχείς, η Κλαρίς ξέρει
τι πρέπει να κάνει».
«Αλλά είναι καλύτερα εγώ να μην ξέρω;»
«Α, το βλέπεις; Ήμουν σίγουρος πως θα καταλάβαι­
νες. Καλό κορίτσι. Πάμε;»
Η Ντάνι κόντευε ν ’ αρχίσει να τρίζει τα δόντια της.
«Έχω άλλη επιλογή;»
«Θα έχεις πάντα άλλη επιλογή, Ντάνι», της είπε, σο-
βαρεύοντας ξαφνικά και απρόσμενα. «Αυτό σ ’ το υπό­
σχομαι».
198 K a s e y M ic h a e l s

«Ω! Ω, Θεέ μου», είπε, προσπαθώντας να ξαναβρεί


την ανάσα της. «Δεν το περίμενα αυτό». Έπειτα ζάρω­
σε τη μύτη της, καταλαβαίνοντας τι είχε πει. «Δηλαδή,
θέλω να πω...» συνέχισε βιαστικά. «Εννοώ, μιλούσαμε
για... για... Για τι πράγμα μιλάμε, Κουπ;»
«Δεν είμαι σίγουρος», της είπε, χτυπώντας ελαφρά
το πιγούνι της. «Απλώς ένιωσα ξαφνικά την ανάγκη να
το πω αυτό. Και ίσως να φέρω ξανά το μυαλό μου στο
θέμα μας, καθώς κατάφερες να με αποσπάσεις από τα
κοινά μας, πιεστικά προβλήματα. Πώς το κάνεις αυτό;»
Η Ντάνι ύγρανε τα χείλη της με την άκρη της γλώσ­
σας της. «Δεν ξέρω. Δεν το κάνω επίτηδες. Υπάρχει κάτι
ιδιαίτερο που, χμ, σε αποσπά;»
«Εσύ», είπε ο Κουπ, με ένα μάλλον λυπημένο χαμό­
γελο, που της έκοψε την ανάσα. «Θα μπορούσα να απα­
ριθμήσω διάφορα, κάποια άλλη φορά, που θα έχουμε λι­
γότερο κοινό, αλλά για την ώρα; Για την ώρα, δεσποινίς
Ντανιέλα Φόστερ, εσύ. Απλώς εσύ, αυτό που είσαι».
«Ω!» Η φωνή της μόλις που ακουγόταν. Ο κόσμος
γύρω της έμοιαζε να σβήνει κι ένιωσε το σώμα της να
κινείται προς το μέρος του, τραβηγμένο από την ένταση
των ματιών του. Κι ο Κουπ επίσης έμοιαζε σαν να μην
είχε αίσθηση πού βρίσκονταν.
Αυτό ήταν... ενδιαφέρον.
«Επιτέλους, ήρθατε! Αργήσατε».
Η Ντάνι κούνησε το κεφάλι της, καθώς εκείνη και ο
Κουπ στράφηκαν και είδαν τον Ρίγκμπι να έρχεται προς
το μέρος τους, από την κατεύθυνση του μαγαζιού, με τα
μάγουλά του αναψοκοκκινισμένα.
«Συγγνώμη, φίλε μου», είπε ο Κουπ. «Αργήσαμε
πολύ;»
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 199

«Κατά δύο καπέλα και ένα τσαντάκι, θα έλεγα», του


απάντησε, βγάζοντας ένα μαντίλι από την τσέπη του και
σφουγγίζοντας το μέτωπό του. «Δεσποινίς Φόστερ», εί­
πε, αναγνωρίζοντας καθυστερημένα την παρουσία της,
με μια ελαφριά υπόκλιση. «Ντάνι, θέλω να πω. Θα είχες
την καλοσύνη να πας να βρεις την Κλαρίς στο μαγαζί
και ίσως να την πείσεις να μην αγοράσει το τσαντάκι;
Είναι πνιγμένο στα μαργαριτάρια, καταλαβαίνεις».
«Ασφαλώς όχι αληθινά μαργαριτάρια».
«Δεν ξέρω», αποκρίθηκε ο βαρονέτος. «Θέλει να δα­
γκώσει ένα για να το διαπιστώσει, αλλά την έπεισα να σε
περιμένει, καθώς της είπα ότι είσαι ειδική στα μαργαρι­
τάρια. Σε παρακαλώ».
Η Ντάνι γέλασε και το χάρηκε -ήθελε να δώσει στον
Ρίγκμπι ένα φιλί στο μάγουλο, επειδή είχε αποτραβήξει
το μυαλό της α π’ τις επικίνδυνες περιοχές όπου ταξί­
δευε από τη στιγμή που ο Κουπ είχε γίνει, ξαφνικά, τόσο
σοβαρός.
«Δε θέλω να με δουν ακόμη. Επομένως, αφού συ­
νάντησες, ευτυχώς, τον Ρίγκμπι εδώ, έστειλες την υπη-
ρέτριά σου στην άμαξα, για να αφήσει τα πακέτα με τα
ψώνια σου, ενώ εκείνος πρότεινε να σε συνοδέψει για
να συναντήσεις τη φίλη σου, την Κλαρίς», είπε ο Κουπ,
δείχνοντας με το κεφάλι του προς την κατεύθυνση του
μαγαζιού της κυρίας Γιόδερς. «Είσαι έτοιμη; Ώρα να
πηγαίνετε».
«Έχεις σκεφτεί τα πάντα, έτσι;» ρώτησε, όχι και τόσο
ευχαριστημένη. Γιατί στο καλό είχε αποδεχτεί να πάρει
εκείνος τα ηνία; Έπρεπε να το διορθώσει αυτό κάποια
στιγμή, αν και, πιθανότατα, δεν είχε σημασία, γιατί σύ­
ντομα θα έληγε αυτή η ιστορία του ψεύτικου αρραβώνα
200 K A SEY M ICHA ELS

τους. «Θα μπορούσα να είχα φτιάξει τη δική μου ιστο­


ρία, ξέρεις».
«Την επόμενη φορά», είπε ο Κουπ. «Ίσως να το κά­
νουμε με τη σειρά».
«Τώρα αστειεύεσαι ξανά. Όχι ότι δε θα σου θυμίσω
την πρότασή σου. Στο κάτω κάτω, μπορεί να τα πηγαί­
νουμε καλά, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι τα πηγαίνουμε
καλά, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ».
«Δυστυχώς, Ντάνι, πιστεύω ότι καταλαβαίνω. Παί­
ζουμε ένα είδος παιχνιδιού, έτσι δεν είναι; Και δεν το
απολαμβάνουμε πάντοτε και οι δύο. Αλλά όλα τα παιχνί­
δια τελειώνουν κάποτε». Έφερε το χέρι στο καπέλο του,
στράφηκε κι άρχισε να απομακρύνεται.
Και τώρα είναι συνοφρυωμένος και πιθανότατα ξανα­
σκέφτεται αυτό το γελοίο διακανονισμό, από το δαχτυλί­
δι μέχρι το φιλί... και τα υπόλοιπα. Είσαι ευχαριστημένη
τώρα, Ντάνι; ρώτησε τον εαυτό της, και αποφάσισε πως
όχι, δεν ήταν. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να
συνεχίσει το παιχνίδι.
Εντόπισε την Κλαρίς δευτερόλεπτα αφότου μπήκε
στο μαγαζί με τον Ρίγκμπι και έβγαλε ένα κεφάτο «Γιου
χου», κουνώντας δυνατά το χέρι της, έτσι όπως έκανε η
μητέρα της όταν έβλεπε κάποιο γνωστό (και οι δυο κό­
ρες της ένιωθαν ότι τις έκανε ρεζίλι).
Η Κλαρίς κούνησε κι εκείνη το χέρι της και τους πλη­
σίασε βιαστικά, διατάζοντας τον Ρίγκμπι να εξαφανι­
στεί, καθώς η παρουσία του δεν ήταν απαραίτητη.
Ο Ρίγκμπι έφυγε χωρίς να παραπονεθεί, πιθανότατα
για να συναντήσει τον Κουπ και να πάνε ν ’ αγοράσουν
πούρα ή κάτι τέτοιο.
Η Κλαρίς άρπαξε το χέρι της Ντάνι και την τράβη­
Μ ΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 201

ξε σε μια γωνία, ενώ η κυρία Γιόδερς πρόβαλε από την


κουρτίνα που κάλυπτε το δοκιμαστήριο, στο οποίο είχαν
βρεθεί η Μάρι και η Ντάνι μία μέρα πριν.
Μία μέρα; Γιατί έμοιαζε σαν να είχαν περάσει ολό­
κληρες εβδομάδες;
«Έλα, έλα, έχω να σου πω ένα μυστικό. Γι’ αυτό έδιω­
ξα τον καημένο τον Τζέρι», δήλωσε η Κλαρίς με όχι και
τόσο σιγανή φωνή. «Ανυπομονούσα να βρω κάποιον να
του το πω. Είναι το καλύτερο μυστικό που έμαθα ποτέ».
Η Ντάνι χαμογέλασε. Ώστε αυτό ήταν; Έπρεπε να
αφήσει την Κλαρίς να της πει -κ α ι να ακούσει η κυρία
Γιόδερς- ένα μυστικό; Και έπειτα θα έδειχνε εμφανώς
εντυπωσιασμένη από το εν λόγω μυστικό. Προφανώς γι’
αυτό δεν της είχε πει λεπτομέρειες ο Κουπ, για να μη φα­
νούν ιι συνάντηση και η εξομολόγηση προσχεδιασμένες.
1Ιολύ καλά, θα παρίστανε την έκπληκτη. Αλλά πρώτα θα
έδινε στην κυρία Γιόδερς χρόνο να πλησιάσει τόσο ώστε
να ακούει. Προς το παρόν τακτοποιούσε κάτι φουλάρια,
σε ένα από τα κοντινά τραπέζια, με την πλάτη της γυρι­
σμένη, σαν να μην είχε αντιληφθεί ότι είχε πελάτισσες.
«Μυστικό, Κλαρίς; Εννοείς κουτσομπολιό, έτσι;» Η
Ντάνι κούνησε το κεφάλι της κι έκανε έναν αποδοκιμα-
στικό ήχο. «Θα προτιμούσα να μην το ακούσω, αν δε σε
πειράζει. Φοβάμαι πως δεν εγκρίνω το κουτσομπολιό».
Τα γαλάζια μάτια της Κλαρίς άνοιξαν διάπλατα. «Μα...
μα σε όλους αρέσει το κουτσομπολιό. Πρέπει να σου αρέ­
σει. Ω, περίμενε. Το λες μόνο γιατί είσαι κυρία και νο­
μίζεις ότι έτσι πρέπει, καταλαβαίνω. Αλλά θέλεις να το
ακούσεις, έτσι δεν είναι;»
Η ιδιοκτήτρια βρισκόταν τώρα κοντά.
202 K a s e y M ic h a e l s

' Η Ντάνι γέλασε. «Με κατάλαβες, ε; Σε εντυπώσιασε


το πόσο κυρία στάθηκα;»
Η Κλαρίς ανασήκωσε τους ώμους της. «Υποθέτω.
Απλώς χαίρομαι που δεν είσαι και τόσο καθωσπρέπει
πια, γιατί τότε θα έπρεπε να δείξω κι εγώ ανάλογη συ­
μπεριφορά και δεν ξέρω πώς ακριβώς να το κάνω, γιατί
όταν νομίζω πως τα καταφέρνω, η δούκισσα μου λέει
πως όχι. Είναι γλυκούλα η δούκισσα, αλλά μου λείπει
η κυρία... η καλή μου φίλη, η Θία», είπε και κούνησε
το κεφάλι της. «Εννοώ η καλή μου φίλη, η δεσποινίς
Ντοροθία Νέβιλ. Πρόκειται να παντρευτεί τον κύριο
Εκέιμπριελ Σινκλέρ, κληρονόμο του δουκάτου, καταλα­
βαίνεις. Εσύ κι η Θία όμως είστε πιο πολύ φιλικές παρά
τυπικές, οπότε δεν πειράζει αν κάνω ένα δυο λαθάκια.
Καταλαβαίνεις, είναι πολύ σημαντικό να μην ντροπιάσω
τον γλυκό μου Τζέρι».
«Δε νομίζω πως ανησυχεί γι’ αυτό», της είπε η Ντάνι,
απλώνοντας το χέρι της προς το τσαντάκι που κρατούσε
σφιχτά η Κλαρίς. «Ω, τι όμορφο που είναι! Μπορώ να
το δω;»
Το τσαντάκι άλλαξε χέρια και η Ντάνι, η ειδική στα
μαργαριτάρια, το στριφογύρισε, ρουθούνισε απαξιωτικά
και το άφησε στο πιο κοντινό τραπέζι. «Ναι, είναι αρκε­
τά όμορφο, αλλά η κατασκευή του είναι χάλια. Αρκεί
μια λάθος κίνηση και η ιδιοκτήτριά του θα άρχιζε να
σκορπίζει πίσω της ψεύτικες πέρλες, καθώς θα έμπαινε
στην αίθουσα του χορού. Λοιπόν, τι έλεγες;»
Η Κλαρίς κοιτούσε ακόμη το τσαντάκι. «Δε θυμά­
μαι. Χάλια;»
Ξέροντας ότι η κυρία Γιόδερς σίγουρα άκουγε πια, η
Ντάνι απάντησε: «Ω, ναι. Αυτά τα μαγαζιά ανακατεύουν
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 203

τα καλά με τα δεύτερα, ελπίζοντας πως δε θα το προ­


σέξει κανείς. Η μητέρα μου μου τα εξήγησε όλα αυτά,
πριν έρθω στο Λονδίνο». Έσκυψε και ψιθύρισε όχι και
τόσο σιγανά στο αυτί της Κλαρίς: «Στοιχηματίζω ένα
καινούργιο μεταξωτό μαντίλι ότι αυτά τα μαργαριτάρια
θα χάσουν τη λάμψη τους μόλις πέσει μια σταγόνα βρο­
χής πάνω τους».
Να, αυτό θα σε κανονίσει, προς το παρόν, κυρία Γιό­
δερς. Γιατί είσαι σίγουρα ένοχη γιο. κάτι, το ξέρτο!
«Αλήθεια;» Ο ψίθυρος της Κλαρίς ήταν τόσο ευδι­
άκριτος όσο και της Ντάνι. «Δηλαδή, αν έφτυνα στα
δάχτυλά μου και μετά, τυχαία, έτριβα μια απ’ αυτές τις
πέρλες...»
«Καλό απόγευμα, κυρίες μου!» αναφώνησε ζωηρά
η κυρία Γιόδερς, σκοντάφτοντας σχεδόν σε ένα τραπέ­
ζι καθώς τις πλησίαζε βιαστικά. «Ζητώ συγγνώμη, δεν
κατάλαβα πως δε σας εξυπηρετούσε η Χίλντα. Ανόητο
κορίτσι, συνέχεια χάνεται. Ω, η δεσποινίς Φόστερ, έτσι
δεν είναι; Ναι, φυσικά. Καί, συγχωρήστε με για το θάρ­
ρος μου, πώς είναι η αδελφή σας, η κόμισσα;»
«Αρκετά καλά, σας ευχαριστώ», είπε η Ντάνι, προ­
σπαθώντας να μη γελάσει καθώς η έξυπνη καταστημα­
τάρχισσα έκρυβε με τρόπο το τσαντάκι με τις πέρλες
κάτω από μια πολύχρωμη εσάρπα που είχε φέρει μαζί
της από ένα άλλο τραπέζι. «Και είναι ακόμη πολύ ικανο­
ποιημένη από τα φορέματα που διάλεξε».
«Τι... ευχάριστο», αποκρίθηκε η κυρία Γιόδερς, ενώ
το μέτωπό της ρυτιδωνόταν, καθώς αναλογιζόταν αν
ήταν φρόνιμο να συνεχίσει. «Βρήκατε χρόνο να διαβά­
σετε το βιβλίο που σας έδωσα, δεσποινίς;»
«Δυστυχώς, όχι ακόμη. Ήμουν απασχολημένη».
204 K a s e y M ic h a e l s

Όπως θα μάθεις πολύ σύντομα ή, ίσως, ξέρεις ήδη,


ακόμη κι αν δεν το δείχνεις. Λεν είσαι και πολύ ψηλή, ε
κυρία Γιόδερς; Χρειάζεται ίσως να ανέβεις σε σκαμνί για
να φτάσεις κάπου ψηλά; Σε παρακαλώ, ας είσαι ένοχη.
Θα ήταν πολύ πιο εύκολα τα πράγματα αν ήσουν ένοχη.
«Τι ωραία και φιλικά που είμαστε», είπε η Κλαρίς -ο ι
λέξεις της ήταν ευχάριστες, αλλά ο τόνος της κάθε άλλο.
«Είμαι βέβαιη πως η δεσποινίς Φόστερ είχε μια ανατρο­
φή που την έμαθε να είναι ευγενική και είναι πρόθυμη
να στέκεται εδώ ενώ κάνετε ανόητες κουβεντούλες όλο
το απόγευμα, εγώ όμως όχι. Γι’ αυτό πηγαίνετε, αν έχετε
την καλοσύνη, και πάρτε μαζί σας κι αυτό το θλιβερό
τσαντάκι. Μη νομίσετε πως δεν είδα την προσπάθειά σας
να το κρύψετε. Φανταστείτε τι έχει να γίνει αν το πω στη
δούκισσα! Θα σας καλέσουμε όταν σας χρειαστούμε».
Για μια στιγμή φάνηκε ότι η κυρία Γιόδερς ήταν έτοι­
μη να υπενθυμίσει στην πελάτισσα της πως δεν μπορού­
σε να τη διώξει από το ίδιο της το μαγαζί, αλλά έπειτα
το σκέφτηκε, προφανώς, καλύτερα.
Υποκλίθηκε, πρώτα στην Κλαρίς, έπειτα στην Ντά­
νι, μουρμούρισε ότι έπρεπε να τελειώσει τη δουλειά που
είχε παραμελήσει η Χίλντα, να διπλώσει τις εσάρπες,
και έφυγε.
Η Ντάνι πήρε την Κλαρίς από το μπράτσο και απο­
τραβήχτηκαν σε μια γωνία. «Πιθανότατα θα επιβληθείς
στην καλή κοινωνία, το ξέρεις αυτό, δεν το ξέρεις;» είπε
στη νέα φίλη της. «Πιστεύω ότι δεν υπάρχει κανένας,
από τον καπνοδοχοκαθαριστή μέχρι το βασιλιά, που δεν
υπολογίζει όποιον μπορεί ανά πάσα στιγμή ν ’ ανοίξει το
στόμα του και να πει ό,τι ακριβώς σκέφτεται».
«Ο Τζέρι δεν το πιστεύει αυτό. Θα προτιμούσε, για
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 205

λίγο καιρό ακόμη, ίσως μέχρι την ανοιξιάτικη Σεζόν,


απλώς να χαμογελάω και να υποκλίνομαι. Όπως έχουν τα
πράγματα, ανυπομονεί να με απομακρύνει από το Λονδί­
νο, ο γλυκούλης μου. Λες και θα έφευγα. Ω! Θυμήθηκα
τώρα γιατί χάρηκα τόσο πολύ που σε είδα. Ο Τζέρι μού
είπε κάτι χτες, κάτι πραγματικά εξαιρετικό και απίθανο
και, ακόμη χειρότερα, αληθινό. Υποτίθεται, βέβαια, πως
δεν πρέπει να επαναλάβω τα όσα μου είπε. Φυσικά, πε­
θαίνω να το κάνω. Σε παρακαλώ, άσε με να σ ’ το πω».
Νιώθοντας ότι η κυρία Γιόδερς παραμόνευε, παρόλο
που της είχε γυρισμένη την πλάτη, η Ντάνι είπε: «Αφού
είναι αλήθεια, τότε νομίζω πως δεν πρέπει να θεωρηθεί
κουτσομπολιό, έτσι δεν είναι;»
«Λ μπράβο!» Η Κλαρίς έτριψε τις παλάμες της και
έσκυψε πιο κοντά. «Έχεις γνωρίσει τον Ντάρμπι, έτσι;
Είμαι βέβαιη ότι ο Τζέρι μού είπε πως τον έχεις γνωρί­
σει. Τον Ντάρμπι Τράβερς, τον υποκόμη του Νέλμπορν;
Που έχει το κάλυμμα πάνω από το μάτι του; Ένας όμορ­
φος διαβολάκος, αν και με περίεργη αίσθηση χιούμορ,
αν καταλαβαίνεις τι εννοώ. Ο Γκέιμπ - ο αρραβωνιαστι­
κός της Θ ία- είναι πολύ ευχάριστος, έτοιμος για κάθε
σκανταλιά, και ο Κουπ είναι τόσο σοβαρός και λογικός,
ενώ ο Τζέρι μου είναι ο χαϊδεμένος τους, όχι ότι θα του
το έλεγα ποτέ αυτό. Είναι τόσο καλοί φίλοι, και τόσα
χρόνια. Αλλά αυτό;» Κούνησε το κεφάλι της. «Ακόμη
και ο Τζέρι σοκαρίστηκε. Θα μ’ αφήσεις, αλήθεια, να
σου πω;»
Η Ντάνι αναρωτήθηκε ποια από τις δύο, η κυρία Γιό­
δερς ή η ίδια, θα άρπαζε την Κλαρίς από το λαιμό για να
πει, επιτέλους, το υποτιθέμενο μυστικό.
Αλλά κατάφερε να μείνει επιφανειακά ήρεμη, καθώς
206 K a s e y M ic h a e l s

ένευε καταφατικά. «Για να ησυχάσεις, Κλαρίς, ναι, θα


ακούσω το μυστικό σου».
«Καιρός ήταν», ψιθύρισε η νεαρή γυναίκα, αυτή τη
φορά έτσι ώστε να μην την ακούσει η κυρία Γιόδερς. Η
Ντάνι μόλις που την άκουσε, αλλά ήταν σίγουρη για το
τι είπε.
Τώρα η κοπέλα πήρε μια βαθιά ανάσα, την κράτησε
μερικές στιγμές και, τελικά, είπε: «Έχει έναν οίκο ανο­
χής. Αυτός. Ο υποκόμης του Νέλμπορν».
Η Ντάνι κούνησε γρήγορα το κεφάλι της, σαν να μην
είχε καταλάβει ακριβώς τι είχε ακούσει. Στ’ αλήθεια,
της ήταν δύσκολο να πιστέψει πως αυτό ήταν το μυστικό
που ήθελαν ν ’ ακούσει η κυρία Γιόδερς. «Τι; Δεν μπορεί
να είναι αλήθεια αυτό».
Η Κλαρίς έσπρωξε με μια μάλλον επιβλητική κίνηση
τις ξανθές μπούκλες της. «Ο Τζέρι μου δε λέει ψέματα».
«Όχι, όχι, φυσικά όχι. Δεν εννοούσα κάτι τέτοιο. Αλ­
λά αυτό είναι τρομερό, Κλαρίς. Σχεδόν τόσο σκανδα­
λώδες όσο αν είχε αναμειχθεί με το εμπόριο. Οι γονείς
μου ήταν πολύ ξεκάθαροι σ ’ αυτό το θέμα. Καλύτερα
να είναι κάποιος πειρατής, παρά καρβουνέμπορος. Αλλά
αυτό είναι χειρότερο, δεν είναι;»
«Έτσι νομίζει ο Τζέρι. Είπε ότι ο οίκος ανοχής εί­
ναι ακριβώς εδώ, στο Μέιφερ, και αυτό σημαίνει πως
ο υποκόμης συναντιέται συνέχεια με τους άντρες που
πληρώνουν για τις υπηρεσίες του. Θέλω να πω, όχι τις
δικές του υπηρεσίες, αλλά αυτές που παρέχει. Κατάλα­
βες τι εννοώ;»
«Δεν έχω ιδέα», είπε ψέματα η Ντάνι, ενώ ευχόταν
να μην άκουγε τόσο καλά όταν ο αδελφός της της έλεγε
πράγματα που δεν έπρεπε να ξέρει. «Κλαρίς, ο Ρίγκμπι
μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σία 207

δεν έκανε καλά που σ ’ το είπε. Καταλαβαίνω ότι πέθαι-


νες να το πεις σε κάποιον, αλλά τώρα δεν πρέπει να το
πεις σε κανέναν άλλο. Σε ψυχή. Ο υποκόμης μπορεί να
καταστραφεί. Να ατιμαστεί. Να αναγκαστεί να εγκατα­
λείψει την καλή κοινωνία».
Ήταν αρκετό αυτό ή μήπως θα έπρεπε να προσθέσει
κάτι ακόμη;
Η Κλαρίς έγνεφε έντονα πως συμφωνούσε, οπότε η
Ντάνι αποφάσισε πως ήταν αρκετά ξεκάθαρη.
«Εντάξει. Τώρα δε θα μιλήσουμε ξανά γ ι’ αυτό. Στ’
αλήθεια, είναι κάτι που δε θα έπρεπε να ξέρουμε. Αν και
αναρωτιέμαι αν ο Κουπ το ξέρει. Ίσως του το πω. Αλλά
μόνο σ ’ αυτόν και σε κανέναν άλλο. Αυτό είναι το μυστι­
κό μας τώρα, Κλαρίς. Και είναι φοβερό μυστικό. Να σου
πω, με αναστάτωσε πολύ. Δε νομίζω ότι μπορώ να δω
τίποτα στο μαγαζί σήμερα, αν και ήρθα συγκεκριμένα
για να διαλέξω υφάσματα για μερικά φορέματα που μου
υποσχέθηκε η αδελφή μου. Να φύγουμε τώρα; Ελπίζω
ότι δεν έχει πάει πολύ μακριά ο Ρίγκμπι».
Δεν είχε πάει. Μόλις η Ντάνι βγήκε από το μαγαζί,
είδε τον Ρίγκμπι να βηματίζει νευρικά στο λιθόστρωτο.
«Επιτέλους!» αναφώνησε, ενώ η Κλαρίς του άπλω­
νε τα χέρια της, σαν να συναντιούνταν ξανά έπειτα από
έναν αφόρητα μακρύ χωρισμό. «Το κάνατε; Σας άκουσε;
Πού είναι τα πακέτα σας; Μη μου πείτε πως δεν αγορά­
σατε τίποτα. Αυτό θα ήταν πολύ ύποπτο».
«Δεν είμαι τόσο χαζή», τον μάλωσε η Κλαρίς, καθώς
περνούσε το μπράτσο της στο δικό του και η Ντάνι προ­
χωρούσε δίπλα τους μέχρι τη γωνία. «Τα καπέλα θα στα­
λούν στην Γκρόβενορ Σκουέαρ, αλλά άφησα την Ντάνι
να με πείσει να μην αγοράσω το τσαντάκι, όπως ήθελες».
208 K a s e y M ic h a e l s

«Α, με κατάλαβες, ε;» είπε η Ντάνι γελώντας. «Τι με


πρόδωσε;»
«Τίποτα», είπε η Κλαρίς, καθώς της έκλεινε το μάτι.
«Έκανα, απλώς, μια υπόθεση. Ντροπή σου, Τζέρι. Θα
μπορούσες, απλώς, να πεις όχι».
«Δε θα μπορούσα ποτέ να σου πω όχι, Κλαρίς. Δε θα
ήξερα πώς να το κάνω».
Θα έχεις πάντα άλλη επιλογή, Ντάνι. Αυτό σ ’το υπό­
σχομαι.
Δύο άντρες. Που έλεγαν δύο διαφορετικά πράγματα.
Αλλά και οι δύο με τον ίδιο, σοβαρό ξαφνικά, τόνο.
Τι σήμαινε αυτό; Σήμαινε κάτι; Ο Ρίγκμπι ήταν ερω­
τευμένος. Ο Κουπ... δεν ήταν, αυτό ήταν όλο. Εδώ μόλις
που γνώριζαν ο ένας τον άλλο.
Τον εντόπισε μόλις οι τρεις τους έστριψαν τη γωνία.
Στεκόταν δίπλα στην άμαξά του, ακουμπώντας σε ένα
φανοστάτη, με τα μπράτσα του διπλωμένα, τα πόδια του
σταυρωμένα. Φαινόταν τρομερά βαριεστημένος και η
Ντάνι ένιωσε ξαφνικά μια τρελή επιθυμία να ριχτεί στην
αγκαλιά του.
Ο Ρίγκμπι και η Κλαρίς τον χαιρέτησαν χαρούμε­
να πριν ανεβούν στην άμαξα, αλλά η Ντάνι σταμάτησε
μπροστά του και είπε: «Οίκος ανοχής; Αυτό δεν μπορεί
να ήταν δική σου ιδέα».
«Όντως. Ο Ντάρμπι το διάλεξε. Ή θελε κάτι πικάντι­
κο. Ξέρεις τι πρόκειται να ακολουθήσει;»
«Ναι ή, τουλάχιστον, έτσι νομίζω. Θα ξανάρθουμε α­
πόψε, όταν το κατάστημα κλείσει, και αν είμαστε τυχεροί
θα ακολουθήσουμε την κυρία Γιόδερς καθώς θα σπεύδει
να συναντηθεί με το αφεντικό της, τον εκβιαστή».
Ο Κουπ άπλωσε το χέρι του για να τη βοηθήσει ν ’
Μ ΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 209

ανέβει στην άμαξα. Μόλις κάθισαν, προσποιούμενοι ότι


αγνοούσαν την Κλαρίς και τον Ρίγκμπι, που έκαναν σαν
να είχαν χωριστεί για χρόνια (άραγε γιατί η Ντάνι ένιω­
σε, ξαφνικά, να ζηλεύει;), διόρθωσε την υπόθεσή της.
«Ο Ντάρμπι το έχει αναλάβει αυτό. Εμείς θα πάμε στο
θέατρο, για να δούμε και να μας δουν, καθώς το κουτσο­
μπολιό από το χτεσινοβραδινό δείπνο θα έχει εξαπλωθεί
κόρα σε όλο το Μέιφερ και είναι σημαντικό να κάνουμε
μια δημόσια εμφάνιση. Δεν μπορούμε να τους αφήσουμε
να σκεφτούν ότι έχεις κλειδωθεί στο δωμάτιό σου και
κρύβεσαι από τον άντρα που σε εξέθεσε, μπορούμε;»
Η Ντάνι έδειξε τα πιτσουνάκια που γουργούριζαν στο
απέναντι κάθισμα. «Πρέπει να κάνουμε τέτοια;»
Σίγουρα δεν μπορεί να άκουσε την αμυόρή ελπίδα στη
φωνή μου.
Ο Κουπ χαμογέλασε. «Θεέ μου, όχι. Κανείς δεν το
κάνει αυτό. Μόνο ετούτοι οι δύο. Εκτός αν πιστεύεις ότι
χρειάζεται».
«Όχι, δε νομίζω», είπε η Ντάνι όσο πιο πειστικά μπο­
ρούσε, ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά προς τους καινούρ­
γιους φίλους της, που προφανώς είχαν θυμηθεί πού βρί­
σκονταν και είχαν σταματήσει να φιλιούνται. Εκτός κι
αν τους είχε κοπεί η ανάσα. «Πιστεύεις ότι θα πιάσει;»
«Αυτό;» ρώτησε ο Κουπ δύσπιστα, δείχνοντας τους
φίλους του.
«Όχι, φυσικά όχι. Το να ξετρυπώσει ο υποκόμης τον
εκβιαστή. Αυτό είναι που θέλεις, έτσι δεν είναι; Να του
πάει η κυρία Γιόδερς την πληροφορία που μπορεί να του
φέρει κι άλλα χρήματα».
«Να με συγχωρείς που δεν τρέχω πάντα τόσο γρήγο­
210 K a s e y M ic h a e l s

ρα ώστε να παρακολουθώ τη σκέψη σου που αναπηδάει


σαν πέτρα στο νερό. Αλλά αυτό είναι το σχέδιο, ναι».
«Θα έπρεπε να είχες μιλήσει μαζί μου πριν το ξεκι­
νήσεις, ξέρεις. Ή συλλογίστηκες την πιθανότητα να μη
σχετίζεται η κυρία Γιόδερς με τον εκβιαστή, αλλά να
είναι απλώς μια ανόητη κουτσομπόλα, έτσι ώστε όλοι
να αγνοήσουν τον αρραβώνα μας και να ασχοληθούν με
τον υποκόμη;»
Ο Κουπ μουρμούρισε κάτι.
«Συγγνώμη; Δεν το άκουσα αυτό», είπε η Ντάνι, νι­
ώθοντας αρκετά αυτάρεσκα.
«Είπα ότι οι άντρες δε θα έπρεπε να σκέφτονται όταν
πίνουν. Πιστεύω ότι εξετάσαμε αυτή την πιθανότητα,
αλλά όχι στα σοβαρά. Καλύτερα να ελπίζουμε ότι η κυ­
ρία Γιόδερς είναι ένοχη».
«Ναι, οπωσδήποτε πρέπει να το ελπίζουμε. Εσείς οι
άντρες θα έπρεπε να περιοριστείτε στον πόλεμο και να
αφήσετε τις ίντριγκες για τις γυναίκες. Είμαστε πολύ κα­
λύτερες. Πφ, οίκος ανοχής... Υποθέτω ότι αυτό τουλάχι­
στον είναι καλύτερο απ’ το να λέγατε ότι δολοφόνησε
τον υπηρέτη του ή κάτι τέτοιο».
«Το εξετάσαμε κι αυτό, αλλά ο Ντάρμπι επεσήμανε
ότι τότε θα έπρεπε να γυαλίζει μόνος του τις μπότες του,
πράγμα που θεώρησε απαράδεκτο για έναν άνθρωπο της
θέσης του».
Η Ντάνι κοίταξε έκπληκτη τον Κουπ, αλλά αμέσως
πρόσεξε το παιχνίδισμα στα μάτια του -αυτά τα υπέρο­
χα πράσινα μάτια, πιο ανεκτίμητα από κάθε σμαράγδι-
κι έπεσαν ο ένας επάνω στον άλλο γελώντας.
Ή ταν σαν να γνωρίζονταν από πάντα. Δεν ήταν θαυ­
μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 211

μάσιο αυτό; Είχαν φτάσει στα όρια της γελοιότητας και


τι όμορφα που ένιωθαν...
Η Ντάνι θα μπορούσε να πιστέψει πως ήταν απλώς
δυο άνθρωποι που είχαν συναντηθεί και είχαν συμπα­
θήσει ο ένας τον άλλο κι ότι θα μπορούσαν να προχω­
ρήσουν πέρα από τη συμπάθεια σε κάτι άλλο, πιθανόν
κάτι σπάνιο και μαγικό. Γιατί εκείνη την ώρα, για λίγες
φευγαλέες στιγμές, θα μπορούσε να πει κανείς πως οι
ζωές τους ήταν τέλειες.
Εκτός από τον εκβιαστή, τις φυλλάδες, τα γράμματα
της Μάρι και τον άντρα της που σύντομα θα επέστρεφε,
έναν απόλυτα γελοίο αρραβώνα και τον αδιάκοπο χτύπο
του ρολογιού που κρεμόταν πάνω απ’ τα κεφάλια τους...
f/ ΐε ψ ά j a r o / 2

Ο Κουπ πίστευε ότι δεν είχε απολαύσει ποτέ του τόσο


πολύ μια βραδιά στο θέατρο, αν και δεν είχε ρίξει πα­
ρά κάποιες περιστασιακές ματιές στη σκηνή. Σε ό,τι τον
(αρορούσε, θα μπορούσαν να στροβιλίζονται εκεί πάνω
ι.Λκψανιτ.ς μι: τούλινες φούστες. Δεν τον ένοιαζε.
ΊΙιτιν πολύ πιο διασκεδαστικό να παρακολουθεί τις
αντιδράσεις ιης Ντάνι σε όλα όσα συνέβαιναν γύρω
της. Ήταν, διαδοχικά, ενθουσιασμένη, απογοητευμένη,
περίεργη, ξεσηκωμένη σαν παιδί και, κάποια στιγμή, εί­
χε κουνήσει τα δάχτυλά της (του χεριού με το σμαράγδι
πάνω από το γάντι της) σε μια αγενή αριστοκράτισσα, η
οποία έδειχνε με το φασαμέν της το θεωρείο τους, μέχρι
που εκείνη έστρεψε το βλέμμα της, ντροπιασμένη.
Όχι ότι όλοι σχεδόν δεν είχαν στυλώσει κάποια στιγ­
μή τα μάτια τους επάνω τους απ’ όταν μπήκαν στο θε­
ωρείο τους και κάθισαν στην πρώτη σειρά. Στην καλή
κοινωνία, τα νέα διαδίδονται σαν αστραπή.
Τη συγκεκριμένη στιγμή, η Ντάνι έσκυβε ελαφρά
μπροστά, χτυπώντας ρυθμικά τα πόδια της, καθώς το
μπαλέτο χόρευε στη σκηνή -ο Κουπ πίστευε ότι παρί-
σταναν αγγέλους. Αν μη τι άλλο φορούσαν φτερά, παρό­
λο που οι χορεύτριες του Κόβεντ Γκάρντεν, ως σύνολο,
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 213

απείχαν απ’ την αθωότητα των αγγέλων περισσότερο


από κάθε άλλη ομάδα που ήξερε ο Κουπ. Υπήρχε η φή­
μη ότι ο Ντάρμπι είχε πάει στο κρεβάτι με τις περισσό­
τερες α π’ αυτές.
Πιθανότατα ο ίδιος ο Ντάρμπι είχε διαδώσει αυτή τη
φήμη.
Τέλος πάντων, εκείνο το βράδυ η Ντάνι κι ο ίδιος
ήταν καλεσμένοι του δούκα και της δούκισσας του Κράν-
μπρουκ, του θείου Μπάζιλ και της θείας Βίβιεν, όπως επέ­
μεναν να τους αποκαλούν ανεπίσημα. Έτσι τους έλεγαν
ο Κουπ, ο Ντάρμπι, ο Ρίγκμπι και, φυσικά, ο Γκέιμπ
από μικροί, όταν ήταν τακτικοί επισκέπτες στο Κράν-
μπρουκ Τσέις. Τότε ο Μπάζιλ ήταν ακόμη τέταρτος στη
διαδοχή του δουκάτου και αποφασισμένος να μένει μα­
κριά από κάθε ευθύνη, όσο του επέτρεπε ένα γενναιό­
δωρο επίδομα.
Αλλά, όπως είχε διηγηθεί ο Γκέιμπ στον Κουπ, ο
ένας μετά τον άλλο, οι μεγαλύτεροι αδελφοί του Μπά­
ζιλ, όλοι την παραμονή των εξηκοστών γενεθλίων τους,
είχαν ανοίξει διάπλατα τα μάτια τους, είχαν προφέρει
κάτι σαν «επ;» και, δευτερόλεπτα μετά, είχαν εγκαταλεί­
ψει το μάταιο αυτό κόσμο για έναν καλύτερο...
Τα τρία «επ;» είχαν ως αποτέλεσμα να βρεθεί ο Μπά­
ζιλ δούκας και, καθώς τα εξηκοστά του γενέθλια πλησί­
αζαν, το Νοέμβριο, φοβόταν πως ήταν ο επόμενος. Είχε
μαραζώσει και αρνιόταν να εγκαταλείψει τα δωμάτιά του
στον πύργο. Την αποστολή να βγάλει το θείο του από τη
μελαγχολία του την είχε αναλάβει ο Γκέιμπ, πράγμα που
σήμαινε πως ο Κουπ, ο Ντάρμπι και ο Ρίγκμπι κλήθηκαν
αμέσως για να βοηθήσουν.
Εκείνοι και οι παπαγάλοι.
214 K a s e y M ic h a e l s

Τελικά ο Μπάζιλ είχε μεταβληθεί από έναν άνθρωπο


που κρυβόταν από τη μοίρα του σε έναν ευτυχισμένο
τύπο, ο οποίος, αν επρόκειτο να πεθάνει, ήταν αποφασι­
σμένος να εκμεταλλευτεί στο έπακρο το χρόνο που του
απέμενε. Τώρα περνούσε τον καιρό του κάνοντας ό,τι
τον ευχαριστούσε, όταν τον ευχαριστούσε και κυνηγώ­
ντας μια ενθουσιασμένη Βίβιεν γύρω γύρω στην κρεβα­
τοκάμαρα. Σ ’ αυτό το τελευταίο επιδιδόταν πολύ -κα ι
όχι πάντα στην κρεβατοκάμαρα.
Βεβαίως, κανείς δε θα επεσήμαινε, ούτε ο Γκέιμπ,
ότι από τη στιγμή που η Κλαρίς ζούσε κάτω από τη στέ­
γη τους, μπορεί να έδιναν το κακό παράδειγμα στη δε­
σποινίδα Γκουντφέλοου και στον ενθουσιώδη Ρίγκμπι
στο θέμα της δημόσιας επίδειξης τρυφερότητας.
Η Κλαρίς και ο Τζέρι της δεν έδιναν δεκάρα για τις
συμβάσεις. Η Κλαρίς ήταν ο πρώτος έρωτας του Ρίγκμπι,
κι αυτός ο έρωτας τον είχε χτυπήσει κατακούτελα, οπότε
τι σημασία είχαν οι συμβάσεις; Δεν έβλεπαν την ώρα
να γίνει ο γάμος τους, που είχε προγραμματιστεί για τα
Χριστούγεννα, στο Κράνμπρουκ.
Ο γάμος του Γκέιμπ με τη Θία του, καθώς εκείνος
ήταν ο κληρονόμος του δουκάτου, είχε αναβληθεί για
μετά τα γενέθλια του δούκα και τη γιορτή -ή την κηδεία,
ανάλογα με το πού θα έγερνε η πλάστιγγα.
Πιτσουνάκια. Ο Κουπ ήξερε πως ήταν περιστοιχι­
σμένος από πιτσουνάκια. Δόξα τω Θεώ υπήρχε και ο
Ντάρμπι, ο αμετανόητος εργένης, ο οποίος-μισό λεπτό.
Ο Ντάρμπι δε μετείχε στο σχέδιο του εξαναγκασμού της
Ντάνι να αρραβωνιαστεί τον Κουπ;
Γιατί το είχε κάνει αυτό; Γιατί παιχνίδιζαν έτσι τα
Μ ΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 215

μάτια του, καθώς έπειθε τον Κουπ ότι αυτό ήταν ένα
αναγκαίο στρατήγημα για να πιάσουν τον εκβιαστή;
Και έπειτα θυμήθηκε. Βρίσκονταν στο σπίτι του Όλι-
βερ εκείνη την πρώτη μέρα -κ α ι πόσο μακρινή φαινόταν
τώρα. Ο Ντάρμπι είχε πει πως ήταν ένας παρατηρητής
και η Ντάνι τον είχε ρωτήσει τι παρατηρούσε εκείνη τη
στιγμή. Τότε ήταν που ο Ντάρμπι είχε κοιτάξει επίμονα
τον Κουπ, με εκείνο τον τρόπο που είχε, και είχε πει:
«Όχι, όχι σήμερα. Νομίζω ότι θα περιμένω. Μπορεί να
είναι ασφαλέστερο». Και έπειτα είχε βρει μια δικαιολο­
γία για να αφήσει τον Κουπ και την Ντάνι μόνους.
Όχι, αυτό ήταν αδύνατο, Ο υποκόμης του Νέλμπορν
στο ρόλο του προξενητή; Δεν μπορούσε να είχε δει κάτι
που κανείς από εμάς δεν έβλεπε. Ούτε τώρα βλέπουμε.
Βλέπουμε;
Βλέπω;
Ο Κουπ κοίταξε την Ντάνι, που χτυπούσε ακόμη το
πόδι της και αναστέναζε από ευχαρίστηση, καθώς οι
άγγελοι συνέχιζαν τον πεταχτό χορό τους στη σκηνή.
Υπήρχε τόση χαρά μέσα σ’ αυτό το μικροκαμωμένο κορ­
μί, τόση ενέργεια και αγάπη για τη ζωή. Ή ταν φανερό
πως ήθελε να σηκωθεί και να αρχίσει να χορεύει.
Ξαφνικά ήθελε να χορέψει μαζί της, εκεί ακριβώς, ε­
κείνη τη στιγμή, κι ας πήγαινε στο διάβολο ο κόσμος. Αυ­
τός, ο Κούπερ Τάουνσεντ, που τον αποδέχονταν ως έναν
καλό φίλο, αλλά μερικές φορές τον κατηγορούσαν πως
ήταν λίγο βαρύς, να γίνεται, με τη θέλησή του, θέαμα;
Η Ντάνι είχε προκαλέσει αυτή την αλλαγή;
Υπήρχε άλλη απάντηση;
Όχι, τουλάχιστον δεν μπορούσε να σκεφτεί καμία.
Ήταν σαν να είχε φτιαχτεί ειδικά γι’ αυτόν, για να τον
216 K a s e y M ic h a e l s

ταρακουνήσει, να τον κάνει να καταλάβει όλα όσα έχα­


νε, όντας τόσο άκαμπτος και τόσο λογικός. Γιατί, δηλα­
δή, να είναι ο δούκας ο μόνος που έβλεπε τη ζωή σαν κά­
τι που έπρεπε να στραγγίσει ως την τελευταία σταγόνα;
Αλλά τώρα τι; Αυτός ήταν ένας προσωρινός αρραβώ­
νας· το είχε υποσχεθεί στην Ντάνι. Ανάθεμα τον Ντάρ-
μπι και τις μαντικές του ικανότητες· τι θα έκανε τώρα;
«Κοιτάξτε την τρίτη από αριστερά, χρυσούλια μου.
Τα μαστάρια της αναπηδάνε και τρεμουλιάζουν σαν κρέ­
μα. Θα χρειαζόταν, λέω εγώ, ένα κομμάτι λινό δεμένο
γύρω από το στήθος της. Αν συνεχίσει να κουνάει αυτά
τα πράγματα για χρόνια ακόμη, θα φτάσουν μέχρι τα γό­
νατά της».
Μπαμ! Καλώς ήρθες ξανά στην πραγματικότητα, φίλε
μου. Το να ερωτευτείς αναπάντεχα δεν είναι το μοναδικό
σου πρόβλημα.
Πώς είχε ξεχάσει ότι η μητέρα του καθόταν ακριβώς
πίσω τους; Άραγε τι πιθανότητες είχε να σκοτωθεί ακα­
ριαία και χωρίς πόνο αν σηκωνόταν κι έπεφτε από το
θεωρείο στην πλατεία από κάτω;
«Μινέρβα, σε παρακαλώ, δεν μπορείς να λες τέτοια
πράγματα μπροστά...» είπε, αλλά μετά σταμάτησε από­
τομα, καθώς κατάλαβε πως η Ντάνι γελούσε. Οι λεπτοί
ώμοι της τραντάζονταν, τα γαντοφορεμένα χέρια της
έκρυβαν ένα πλατύ χαμόγελο. Ακόμη και τα μάτια της
είχαν αρχίσει να δακρύζουν, καθώς προσπαθούσε να συ-
γκρατήσει την ευθυμία της.
«Αχ, ακριβέ μου. Απλώς τσεκάριζα», είπε η Μινέρβα
ικανοποιημένη, καθώς έγερνε πάλι πίσω στην καρέκλα
της και έριχνε τη μια άκρη της φανταχτερής μοβ πασμί-
νας της γύρω απ’ το λαιμό της, σαν να είχε μόλις εκπλη­
Μ ΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 217

ρώσει με επιτυχία μια αποστολή. «Θα τα πάει μια χαρά,


Κούπερ, ακριβώς όπως είπε ο Ντάρμπι. Μπορείς να την
κρατήσεις. Αν και ίσως θα έπρεπε να πεις στον Έιμς να
βάζει κάπως λιγότερη κόλλα στα δικά σου κολάρα».
Η μητέρα του δεν επρόκειτο να αλλάξει ποτέ και την
αγαπούσε. Η Ντάνι δεν ήταν η μητέρα του, αλλά ήταν
σαφές ότι την ενθουσίαζαν οι ανοησίες. Ίσως αυτός ο
συνδυασμός δεν ήταν τόσο κακός όσο θα του φαινόταν
μια μέρα πριν. Για την ακρίβεια, αυτές οι δύο μαζί μπο­
ρεί και να είχαν πλάκα, αν πλάκα ήταν η σωστή λέξη.
Παρ’ όλα αυτά, έπρεπε να πει κάτι, να επιπλήξει με κά­
ποιον τρόπο τη μητέρα του. «Μητέρα...»
Εκείνη τη στιγμή όμως ξέσπασε γύρω τους χειρο­
κρότημα και, για ένα δευτερόλεπτο, ο Κουπ φαντάστη­
κε ότι η Μινέρβα και η Ντάνι θα σηκώνονταν και θα
υποκλίνονταν στο κοινό. Αλλά επρόκειτο, απλώς, για
το διάλειμμα, μια απρόσμενη διαφυγή, οπότε άρπαξε το
χέρι της Ντάνι και σχεδόν ποδοπάτησε τον Ρίγκμπι και
την Κλαρίς καθώς την έσερνε έξω από το θεωρείο, προ­
σπερνώντας το δούκα και τη δούκισσα που σαλιάριζαν
σε μια γωνιά.
«Πού πηγαίνουμε;» τον ρώτησε, καθώς έτρεχαν μπρο­
στά από τους άλλους θεατές, που βιάζονταν, επίσης, να
βγουν από τα θεωρεία τους, για να πάρουν λίγο αέρα
και ένα αναψυκτικό. «Και μπορούμε να πάμε εκεί πριν
οποιοσδήποτε μπορέσει να μας ακολουθήσει;»
Ο Κουπ γύρισε και της χαμογέλασε, γιατί, για μια ακό­
μη φορά, είχε διαβάσει το μυαλό του και είχε καταλάβει
τις προθέσεις του. «Τους χόρτασες για λίγο τους χαρού­
μενους φίλους μας, έτσι δεν είναι; Το βασιλικό θεωρείο
218 K a s e y M ic h a e l s

είναι άδειο, κλεισμένο με κουρτίνες και απέχει μόλις πέ­


ντε θεωρεία από εδώ. Είναι η καλύτερη επιλογή μας».
Κοιτώντας προσεκτικά προς όλες τις κατευθύνσεις,
για να σιγουρευτεί πως δεν τους παρακολουθούσε κα­
νείς, παραμέρισε τις βελούδινες κουρτίνες και μπήκαν
στο βασιλικό θεωρείο. Καθώς και το μπροστινό του μέ­
ρος ήταν καλυμμένο με κλειστές κουρτίνες, μπαίνοντας
μέσα βρέθηκαν σε απόλυτο, σχεδόν, σκοτάδι.
«Δε θα μας συλλάβουν αν ανακαλύψει κανείς...»
Δεν την άφησε να τελειώσει. Τη γύρισε αποφασιστι­
κά, την τράβηξε στην αγκαλιά του και σφράγισε τα απί­
στευτα ελκυστικά, σαρκώδη χείλη της.
Για να την κάνει να σωπάσει, φυσικά.
Σιγά να μην ήταν αυτός ο λόγος!
Ίσως εκείνη είχε μάθει κάτι από τον Ρίγκμπι και την
Κλαρίς, νωρίτερα στην άμαξα, γιατί αυτή τη φορά δεν
ήταν ούτε άκαμπτη ούτε ντροπαλή, καθώς ανταποκρι-
νόταν στο φιλί του. Αντίθετά, έμοιαζε να λιώνει στην
αγκαλιά του, καθώς τα χέρια της γλίστρησαν στο στήθος
του και τυλίχτηκαν γύρω από το λαιμό του.
Η αντίδρασή του σ ’ αυτή την απρόσμενη συνθηκο­
λόγηση κάθε άλλο παρά έμπειρο διαφθορέα θύμιζε.
Του φάνηκε ότι ο λαιμός του έκλεισε, οι χτύποι της
καρδιάς του διπλασιάστηκαν και ναι, σαν να έβλεπε πυ­
ροτεχνήματα πίσω από τα κλειστά μάτια του.
Άλλα μέρη του κορμιού του ωστόσο αντέδρασαν με
απόλυτα αντρικό τρόπο.
Το πρόσεξε κι εκείνη. Και δεν τραβήχτηκε.
Το φιλί του Κουπ έγινε πιο βαθύ, η άκρη της γλώσ­
σας του γλίστρησε στο στόμα της, γεύτηκε τη γλύκα της,
εντυπωσιάστηκε από την ανταπόκρισή της σε όλα. Ο
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 219

μηρός του χώθηκε ανάμεσα στους δικούς της, το χέρι


του κατέβηκε πιο χαμηλά, ενώ κολλούσε επάνω της.
Άφησε τα χείλη της, αλλά δε χαλάρωσε το αγκάλι­
ασμά τους, και το στόμα του κινήθηκε στο λαιμό της,
γεμίζοντας φιλιά το γυμνό δέρμα πάνω από το ντεκολτέ
του σεμνού φορέματος της, μαλάζοντας απαλά το στή­
θος της, καθώς εκείνη έριχνε το κεφάλι της προς τα πί­
σω, στο προαιώνιο σημάδι αποδοχής.
Με τα τελευταία ίχνη της λογικής του, ο Κουπ ήξερε
πως έπρεπε να σταματήσει. Δεν ήταν η κατάλληλη στιγ­
μή και, οπωσδήποτε, δεν ήταν το κατάλληλο μέρος.
Και ποιος θα φανταζόταν ότι θα ήταν τόσο πρόθυμη;
Θεέ μου, ήταν πρόθυμη.
Ήταν αυτή η σκέψη που τον έκανε να σταματήσει.
Έπρεπε να μάθει. Μπορεί να ήταν ανόητος, αλλά
έπρεπε να μάθει.
Έβαλε τα χέρια του στους ώμους της, και μερικά εκα­
τοστά ασφαλείας μεταξύ τους, και προσπάθησε να δια­
κρίνει την έκφρασή της μέσα στο σκοτάδι.
«Είσαι σοβαρή ή είναι κι αυτό μια ακόμη περιπέ­
τεια;»
Ο ήχος της παλάμης της καθώς χτυπούσε στο μάγου­
λό του δε θα έλεγε κανείς ότι ακούστηκε παντού, ούτε
καν έξω από το βασιλικό θεωρείο, αλλά του άξιζε από­
λυτα και ο Κουπ το ήξερε.
«Ω, Θεέ μου, Ντάνι, εγώ...»
«Ούτε λέξη παραπάνω, φίλε μου. Αυτόν το συγκε­
κριμένο λάκκο τον έσκαψες μόνος σου και αρκετά βα­
θιά. Αν και, έτσι κι αλλιώς, επρόκειτο να σας σταματή­
σω, γιατί έχω κι εγώ τις ευαισθησίες μου».
Ο Κουπ και η Ντάνι στράφηκαν συγχρόνως και είδαν
220 K a s e y M ic h a e l s

τη σκοτεινή φιγούρα του Ντάρμπι Τράβερς, που στεκό­


ταν στ’ αριστερά του κιγκλιδώματος που έβλεπε προς
τη σκηνή.
«Πώς το...»
«Πού αλλού θα πηγαίνατε;» τον έκοψε ο Ντάρμπι,
καθώς προχωρούσε για να υποκλιθεί πάνω από το χέρι
της Ντάνι. «Το ήξερα πως δε θα μένατε στο θεωρείο του
δούκα όλο το βράδυ, όχι χωρίς να τρελαθείτε εντελώς,
κι αυτό εδώ είναι εξαιρετικά βολικό. Ή κάνω λάθος και
η Μινέρβα συμπεριφέρεται όπως πρέπει;»
«Συμπεριφέρεται ακριβώς σαν τον εαυτό της», είπε
ο Κουπ, περνώντας προστατευτικά το χέρι του στους
ώμους της Ντάνι. «Η Ντάνι ωστόσο αντεπεξήλθε μια
χαρά και φάνηκε να το απολαμβάνει».
Εκείνη ξέφυγε από το ανάλαφρο αγκάλιασμά του και
έσφιξε γύρω της τη μεταξωτή εσάρπα της. «Μπορώ να
μιλήσω;»
«Δεν ξέρω», είπε ο Ντάρμπι. «Κουπ, να το τολμή­
σουμε;»
«Θα σας ζητούσα να φύγετε», είπε κάπως έντονα η
Ντάνι, «αλλά αυτό εσάς απλώς θα σας διασκέδαζε, λόρδε
μου. Γιατί είστε εδώ; Δεν υποτίθεται ότι θα παρακολου­
θούσατε την κυρία Γιόδερς;»
«Α, αγαπητή μου κυρία, μα αυτό κάνω. Ή , τουλάχι­
στον, έκανα. Την ακολούθησα εδώ, κατευθείαν από το
μαγαζί της. Αγόρασε ένα εισιτήριο, μπήκε μέσα, αγνόη­
σε τη σκάλα που οδηγεί στους εξώστες και προχώρησε
προς ένα θεωρείο που, κατά σύμπτωση, βρίσκεται ακρι­
βώς απέναντι απ’ αυτό εδώ. Πολύ βολικά, τουλάχιστον
για εμάς, πριν μπει στο θεωρείο έβγαλε ένα διπλωμένο
χαρτί από το τσαντάκι της. Δεν έμεινε μέσα παρά μόνο
Μ ΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 221

ένα λεπτό καν τώρα επιστρέφει στο μαγαζί της, φαντά­


ζομαι, αφού παρέδωσε το γράμμα στον -όπω ς υποθέτω
ότι θα έπρεπε να πω - εργοδότη της».
«Πληροφορώντας τον για το κουτσομπολιό σχετικά
μ’ εσένα που φροντίσαμε να μάθει». Ο Κουπ έκανε ένα
βήμα προς το φίλο του. Έκαναν πρόοδο. «Ωραία, του­
λάχιστον κάτι πηγαίνει όπως το είχαμε σχεδιάσει. Τίνος
είναι το θεωρείο;»
«Ναι, εδώ κολλήσαμε λίγο. Υποθέτω ότι πρέπει να
αποκαλύψω τώρα πως χρησιμοποιούσα το βασιλικό θε­
ωρείο ως παρατηρητήριο, για να δω ποιος είναι σ ’ εκείνο
το θεωρείο κι ότι εσείς οι δύο με ξαφνιάσατε όταν μπή­
κατε κι αρχίσατε να... αλλά αρκετά μ’ αυτό».
«Το ήξερα πως δεν είστε τόσο διορατικός», είπε η
Ντάνι με έκδηλη ικανοποίηση. «Αλλά είστε τυχερός,
αυτό το παραδέχομαι».
Ο Ντάρμπι άγγιξε το κάλυμμα του ματιού του. «Αυ­
τό ακριβώς, δεσποινίς Φόστερ. Σε όλα στη ζωή μου
υπήρξα τυχερός».
«Ω, λυπάμαι τόσο πολύ...»
«Μην ξεγελιέσαι, Ντάνι», την προειδοποίησε ο Κουπ.
«Αν η σφαίρα τον είχε χτυπήσει μερικά εκατοστά πιο
κάτω, θα πηγαίναμε λουλούδια στον τάφο του μια φορά
το χρόνο».
«Αλλά αυτό δεν είναι τύχη, είναι απλώς μικρότερη
ατυχία», επεσήμανε η Ντάνι, με αυτή τη χαρακτηριστική
λογική της. «Και πάλι, λυπάμαι, λόρδε μου. Να πω όμως
κάτι που με απασχολεί από την πρωινή επίσκεψή μας
στο μαγαζί της κυρίας Γιόδερς; Μήπως η Κλαρίς κι εγώ
δεν ήμασταν τόσο πειστικές όσο νομίζουμε και το μόνο
222 K a s e y M ic h a e l s

που έγραψε η κυρία Γιόδερς στο σημείωμά της ήταν ότι


την ανακαλύψαμε;»
«Έχει καμιά σημασία, δεσποινίς Φόστερ;»
«Όχι, υποθέτω πως όχι, εκτός αν θέλετε πάρα πολύ
να σας εκβιάσουν, ωστόσο θα ήταν πολύ αποκαρδιωτικό
να αποδειχτεί πως δεν ήμασταν καθόλου πειστικές. Τώ­
ρα, πείτε μας, ποιος κάθεται στο θεωρείο».
«Δε στέκεται πολύ σε ένα θέμα, έτσι;» αστειεύτηκε
ο Ντάρμπι, και έπειτα πρότεινε να φύγουν από το βασι­
λικό θεωρείο, πριν έρθει και σε κάποιον άλλο η φαεινή
ιδέα να το χρησιμοποιήσει.
Βγήκαν προσεκτικά, ο Κουπ και η Ντάνι μαζί, και
λίγες στιγμές αργότερα τους ακολούθησε ο υποκόμης,
ο οποίος στάθηκε με την πλάτη στον τοίχο και οι άλλοι
δύο αναγκαστικά μπροστά του.
«Ετοιμάσου να εκπλαγείς, φίλε μου, αν και προτείνω
να μην παρασυρθείς τόσο ώστε να αναφωνήσεις: “Αχά!
• Τώρα βγάζει νόημα”. Το οποίο, παρεμπιπτόντως, συμ­
βαίνει, αν και θα έλεγα -λαμβάνοντας υπόψη τους στό­
χους του εκβιασμού- ότι το μυστικό μου δεν κινδυνεύει.
Αυτό, σε περίπτωση που ανησυχείτε ακόμη, δεσποινίς
Φόστερ».
«Μπορείς, σε παρακαλώ, να συνεχίσεις;» είπε ο Κουπ
κουνώντας το κεφάλι του. «Έχω καταλάβει πως είσαι δι-
ασκεδαστικός μόνο όταν πειράζεις κάποιον άλλον και
όχι εμένα».
«Δεν πειράζω ποτέ. Απλώς φτιάχνω ατμόσφαιρα.
Πολύ καλά όμως. Το ίδιο το θεωρείο, απ’ ό,τι θυμάμαι,
ανήκει στην παλιά και αξιοσέβαστη οικογένεια των Λά-
νισφορντ και ο τωρινός μαρκήσιος είναι ο Φέρντιναντ
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 223

Λάνισφορντ. Τον θυμάσαι τον Φέρντι, έτσι δεν είναι, και


ένα συγκεκριμένο περιστατικό;»
Ο Κουπ δε χρειάστηκε πολλή ώρα για να φρεσκά­
ρει τη μνήμη του. Ο Φέρντι ήταν μαζί τους στο σχολείο
για τρία τρίμηνα και δύσκολα θα φανταζόταν κανείς
πιο αποκρουστικό δείγμα ανθρώπου. Γκρίνιαζε, έκανε
τον νταή, κάρφωνε τους φίλους του. Χτένιζε τα άσχημα
βαμμένα μαλλιά του σε κοκοράκι, στην κορυφή του κε­
φαλιού του, ντυνόταν σαν κλόουν, γκάριζε όταν γελού­
σε και, συχνά, μύριζε και σαν γάιδαρος.
«Ο Όλιβερ ήταν μαζί μου εκείνη τη νύχτα, όπως και
μερικοί ακόμη», είπε ο Κουπ, γνέφοντας καταφατικά.
«Ναι, Ντάρμπι, αχά».
Η Ντάνι κοίταξε τον ένα, μετά τον άλλο, ολοφάνερα
μπερδεμένη. «Θα μου εξηγήσει κανείς κι εμένα; Γιατί
μιλάμε, ξαφνικά, για τον άντρα της Μάρι;»
«Αργότερα, Ντάνι, σε παρακαλώ. Προς το παρόν,
ποιος άλλος είναι στο θεωρείο;»
«Ο Φέρντι, φυσικά, η όμορφη μνηστή του, η Σάλι
Μπράξτον -κάποτε τη θεωρούσες πολύ χαριτωμένη, νο­
μίζω. Πολύ καιρό πριν. Ξέροντας τα χρέη που έχει ο πα­
τέρας της από τον τζόγο, φαντάζομαι ότι ο αρραβώνας
δεν έγινε από έρωτα».
«Πες απλώς τα ονόματα, Ντάρμπι», είπε ο Κουπ,
καθώς η Ντάνι φαινόταν έτοιμη ν ’,ανοίξει ξανά το στό­
μα της.
«Τώρα με αναγκάζεις να παραδεχτώ πως δεν ξέρω το
όνομα του άλλου προσώπου που βρίσκεται εκεί. Όμως,
απ’ ό,τι είδα παρατηρώντας το θεωρείο από μια χαρα­
μάδα στις κουρτίνες, πιστεύω ότι ο κύριος που κάθεται
πίσω από το ευτυχές ζεύγος, πιθανόν να είναι ο αδελφός
224 K A SEY M ICHAELS

της δεσποινίδας Μπράξτον. Το μόνο που θυμάμαι απ’


αυτόν είναι ότι δεν έχει τίποτα το αξιομνημόνευτο. Το
μόνο άλλο πρόσωπο είναι μια υπηρέτρια, που κάθεται
στη σκιά, στο βάθος του θεωρείου. Και τώρα, απλώς για
να αποδείξω ότι η αγαπητή δεσποινίς Φόστερ δεν είναι
η μόνη που μπορεί να πηδάει από θέμα σε θέμα, μήπως
συμβαίνει να θυμάσαι ποιοι άλλοι ήταν με τον Όλιβερ κι
εσένα εκείνη τη νύχτα; Ίσως να πρέπει να κάνουμε μια
κουβεντούλα μαζί τους αύριο».
«Δεν έχω την παραμικρή ιδέα για ποιο πράγμα μιλά­
ει», είπε η Ντάνι, τραβώντας το μανίκι του Κουπ, «αλλά
θέλω κι εγώ να κουβεντιάσω. Τώρα. Λόρδε μου, μπορεί­
τε να αποχωρήσετε».
«Παρακαλώ...»
«Δε νομίζω ότι τα παρακάλια θα ωφελήσουν», είπε
ο Κουπ γελώντας. «Αλλά, σε παρακαλώ, μη φύγεις αμέ­
σως -τουλάχιστον όχι πριν περάσεις από το θεωρείο του
δούκα και πληροφορήσεις τη Μινέρβα ότι τη δεσποινίδα
Φόστερ την έπιασε πονοκέφαλος και τη συνοδεύω στο
σπίτι της».
«Δεν έχω πάρει μαζί μου το τσαντάκι μου. Και επίσης
δεν πρόκειται να πιστέψει αυτή τη δικαιολογία», επισή-
μανε η Ντάνι.
«Όχι, αλλά δεν πρόκειται και να κάνει φασαρία», αντέ-
τεινε ο υποκόμης. «Κανείς τους άλλωστε δεν πρόκειται ή
μήπως δεν έχετε προσέξει ότι η τήρηση των συμβάσεων
δεν έχει ιδιαίτερη σημασία για κανέναν τους;»
«Ε λοιπόν, εγώ τους συμπαθώ, λόρδε μου», είπε η
Ντάνι με ζέση. «Τους συμπαθώ όλους».
«Όλοι τους συμπαθούμε, δεσποινίς Φόστερ», είπε ο
Ντάρμπι, υποκλινόμενος προς το μέρος της. «Μερικές
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 225

φορές, όμως, όχι όταν είναι όλοι μαζί, τουλάχιστον αν


δεν είναι κανείς αρματωμένος με έναν κουβά παγωμένο
νερό. Παρ’ όλα αυτά, ως πιστός φίλος, θα πάω τώρα να
κάνω αυτό που μου ζητήθηκε. Κουπ; Αργότερα;»
Ο Κουπ ένιωσε το βλέμμα της Ντάνι επάνω του και
στράφηκε να της χαμογελάσει. «Τι μπορώ να πω; Είναι
φίλος μου».
«Και καλός φίλος», απάντησε η Ντάνι, γλιστρώντας
το μπράτσο της στο δικό του, καθώς άνοιγαν δρόμο ανά­
μεσα στο πλήθος των θεατών που επέστρεφαν στα θεω­
ρεία τους, καθώς είχε σημάνει η λήξη του διαλείμματος.
«Βλέπει πάντως πολλά για άνθρωπος με ένα μάτι, έτσι
δεν είναι; Αν μη τι άλλο, θα μπορούσε να πει γεια ή, του­
λάχιστον, να ξεροβήξει ή κάτι τέτοιο όταν μπήκαμε στο
βασιλικό θεωρείο».
«Μέχρι που μίλησα φαντάζομαι πως δεν ήξερε ποι­
οι είχαν μπει», επεσήμανε ο Κουπ, καθώς άρχισαν να
κατεβαίνουν τις πρώτες μακριές σκάλες προς το δρόμο.
«Ήταν σχεδόν κατασκότεινα εκεί μέσα».
«Ακούσε τι είπες. Ακούσε τον ήχο του χαστουκιού
μου».
«Αυτό που είπα ήταν ασυγχώρητο. Η απάντησή σου
ήταν ανάλογη με τη σοβαρότητα της αδιακρισίας μου».
«Ω, σαχλαμάρες. Σε χαστούκισα απλώς γιατί αλλιώς
θα έπρεπε να σου απαντήσω και δεν είχα απάντηση. Όχι
ότι θα έπρεπε να είχες ρωτήσει. Μάλλον πρέπει να στα­
ματήσεις να το κάνεις αυτό, να κάνεις απόλυτα προσω­
πικές ερωτήσεις που δεν μπορώ να απαντήσω, τουλάχι­
στον μέχρι να μπορέσω να σκεφτώ κάποιον άλλο τρόπο
να σε αποσπώ».
«Εγώ μπορώ, πολύ εύκολα, να σκεφτώ αρκετούς».
226 K a s e y M ic h a e l s

Τι παράξενο. Οι φίλοι του δεν είχαν μπορέσει να τον


αλλοιώσουν, ας πούμε, όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν
μαζί, και όμως η Ντάνι είχε καταφέρει να διαλύσει την
υπερβολική του τυπικότητα, για την οποία πάντα παρα­
πονιόταν η Μινέρβα, μέσα σε ελάχιστο χρόνο.
Τον κοίταξε, φανερά ζυγίζοντας, χωνεύοντας τα λό­
για του. Προετοιμάστηκε για ένα ακόμη, δικαιολογημέ­
νο, χαστούκι.
«Νομίζω πως αυτό ήταν πονηρό. Ήταν πονηρό, δεν
ήταν; Η άμαξά σου είναι αυτή;»
Ο Κουπ κοίταξε προς τα αριστερά, όπου του έδειχνε.
Οι άμαξες είχαν αρχίσει να κυκλώνουν το θέατρο, κα­
θώς πολλοί θεατές έφευγαν στο διάλειμμα, για να πάνε
σε κάποια άλλη υποχρέωση της βραδιάς. «Είναι. Φαίνε­
ται πως είμαστε κι εμείς τυχεροί σαν τον Ντάρμπι. Και
καθώς ο αμαξάς μου μας αναγνώρισε, σταμάτησε ήδη».
Ο ιπποκόμος κατέβασε να σκαλοπάτια και ο Κουπ
βοήθησε την Ντάνι να μπει.
«Στην Πόρτμαν Σκουέαρ, λόρδε μου;»
«Όχι αμέσως, Χάρι. Σε παρακαλώ, πες στον Σίμονς
να κάνει μια βόλτα στο πάρκο μέχρι να τον ειδοποιή­
σω ότι θα επιστρέφουμε στην κατοικία της δεσποινίδας
Φόστερ».
«Μάλιστα σερ! Και θα οδηγήσει αργά, σερ!» Κι ο
νεαρός έκλεισε το μάτι.
Ο Κουπ κοίταξε το αγόρι με περιέργεια. «Δεν είσαι
πολύ νέος για να... άσ’ το. Ξέχασα ότι συνοδεύεις και τη
μητέρα μου στην πόλη. Κάνε τη δουλειά σου».
Κάθισε δίπλα στην Ντάνι, περίμενε μέχρι η άμαξα
να απομακρυνθεί από το θέατρο κι έπειτα έσκυψε και
σήκωσε τα σκίαστρα κατά τα τρία τέταρτα, έτσι ώστε να
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς σ υ ν ε ρ γ α σ ί α 227

μη φαίνονται απέξω, αλλά να έχουν αρκετό φως για να


βλέπουν πέρα από τη μύτη τους.
Δεν είπε λέξη. Πράγμα που, φυσικά, έλεγε πολλά.
«Υποθέτω πως θέλεις ν ’ αρχίσω από την αρχή».
«Αν αυτό σημαίνει ν ’ αρχίσεις από τον Όλιβερ, ναι,
έτσι νομίζω. Ξεκαθάρισες κάποια πράγματα, έτσι δεν
είναι;»
«Ο Ντάρμπι το έκανε πρώτος, αλλά ναι, πιστεύω πως
τώρα έχουμε κάποιες απαντήσεις».
«Έχω μία μόνο ερώτηση. Ποιος είναι ο εκβιαστής;
Είναι αυτός ο Φέρντι;»
Πήρε το χέρι της, το έφερε στα χείλη του και έπειτα
συνέχισε να το κρατάει καθώς χαμήλωσε τα χέρια τους
ανάμεσά τους. «Θέλω να σκεφτείς κάτι, Ντάνι. Έχεις
αναρωτηθεί γιατί ο εκβιαστής ασχολήθηκε ειδικά με την
αδελφή σου; Στο κάτω κάτω, αυτό απαιτούσε αρκετή
προσπάθεια εκ μέρους του. Να ερευνήσει την περιοχή,
να βρει εκείνη την κόυφάλα. Να γράψει όλα εκείνα τα
γράμματα μέχρι να τη φέρει στο σημείο να του πει κά­
τι... ας πούμε κάτι που θα έφερνε σε δύσκολη θέση τον
άντρα της, τον κόμη».
«Τη χρησιμοποίησε', Για να φτάσει στον Όλιβερ; Αυ­
τό μου λες; Αλλά... οι πεντακόσιες λίρες;»
Ο Κουπ κούνησε το κεφάλι του, ξέροντας ότι κι εκεί­
νος είχε κάνει την ίδια, λανθασμένη εικασία. «Η οικογέ­
νεια του Φέρντι είναι, όπως θα έλεγαν κάποιοι, εξοργιστι­
κά πλούσια. Τα λεφτά δεν είχαν ποτέ καμία σχέση με την
υπόθεση. Ούτε στη δική μου περίπτωση. Πρόκειται για
εκδίκηση. Να προκαλέσει πόνο, να δώσει ψεύτικες ελπί­
δες, να ασκήσει πίεση ξανά και ξανά και, τέλος, να δώσει
228 K a s e y M ic h a e l s

τη χαριστική βολή, να καταστρέψει το πρόσωπο. Τα πρό­


σωπα. Α π’ την αρχή, δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής».
«Εκδίκηση; Εναντίον σου; Και εναντίον του Όλιβερ;
Γιατί;»
Αλλά ο Κουπ σκεφτόταν ακόμη, αναλογιζόταν. «Φά­
νηκε μεγάλη σύμπτωση που δύο θύματα του ίδιου εκβι­
αστή έμαθαν το ένα για το άλλο. Και στ’ αλήθεια ήταν,
μόνο που αν δεν είχα ακούσει το όνομα του Όλιβερ, θα
είχα φύγει. Όχι, αυτό δεν είναι αλήθεια. Το να φύγω
δεν υπήρξε ποτέ επιλογή. Ένα σπασμένο τακούνι, δυο
σκουρογάλανα μάτια. Η μοίρα που παρενέβη. Αυτό δεν
μπορούσε να το προβλέψει, πράγμα που αποδεικνύει ότι
κανένα έγκλημα δεν μπορεί ποτέ να είναι τέλειο».
Η Ντάνι έσφιξε το χέρι του, και όχι ευγενικά. «Μπο­
ρείς να σταματήσεις να μιλάς στον εαυτό σου και να
μου πεις τι εννοείς; Ιδίως με αυτό για τα σκουρογάλανα
μάτια».
Της χαμογέλασε μέσα στο μισοσκόταδο. «Μη μου
πεις πως δεν τα χρησιμοποίησες όσο καλύτερα μπορού­
σες όταν πέσαμε ο ένας πάνω στον άλλο».
«Ποτέ δε θα... Χαμογελάς τώρα, ε; Δεν πειράζει. Συ­
νέχισε. Εσύ και ο Όλιβερ έχετε έναν κοινό εχθρό. Και
ίσως υπάρχουν κι άλλοι, αφού ο υποκόμης ρώτησε αν
θυμάσαι τα ονόματα. Μαντεύω σωστά ως τώρα;»
«Επειδή είσαι πανέξυπνη, ναι. Και πάλι, θ’ αρχίσω
απ’ την αρχή».
«Με τον Φέρντι, το μαρκήσιο. Γιατί αυτός είναι ο
εχθρός».
Διέτρεξε με το δάχτυλό του το μάγουλό της και της
έδωσε ένα ανάλαφρο χτυπη ματάκι στο πιγούνι. «Θα πεις
εσύ την ιστορία ή εγώ;»
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 229

«Συγγνώμη. Συνέχισε», είπε. Ελευθερώθηκε από την


εσάρπα της και κουλουριάστηκε δίπλα του, σαν να είχαν
σχέση από χρόνια κι αυτή ήταν μια φυσική κίνηση.
Σίγουρα έμοιαζε φυσική, όπως κι ότι εκείνος σήκωσε
το χέρι του ώστε να έρθει ακόμη πιο κοντά του και μετά
το πέρασε γύρω από τους ώμους της.
Πριν κάνω τον Φέρντι κομματάκια, θα έπρεπε, αλή­
θεια, να τον ευχαριστήσω...
«Μια φορά κι έναν καιρό», άρχισε και δέχτηκε μια
παιχνιδιάρικη αγκωνιά στα πλευρά, «υπήρχε ένας υπο­
δειγματικός μαθητής σε θέματα στρατιωτικής τακτικής,
όπως παρουσιάστηκαν πρώτη φορά απ’ τον μυθικό Σουν
Τσου στα γραπτά του, που είναι γνωστά ως Η Τέχνη του
Πολέμου. Έπειτα από αίτημα αρκετών συμμαθητών του
συμφώνησε να γίνει μια βραδιά με ποτό και συζήτηση».
«Εσύ ήσουν αυτός ο μαθητής, ασφαλώς», διέκοψε η
Ντάνι, με μια νότα περηφάνιας στη φωνή της.
«Με κολακεύει η ιδέα που έχεις για μένα και θα ήθε­
λα να πω ότι ήμουν, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Ήμουν
ένας απ’ αυτούς που ήλπιζαν να μάθουν κάτι, ώστε να
μείνω ζωντανός αν κατέληγα απέναντι στον Βοναπάρτη,
πράγμα που οι περισσότεροι από εμάς πιστεύαμε ότι θα
συμβεί. Ο φίλος μου, ο Γκέιμπριελ Σινκλέρ, ήταν ο ανε­
πίσημος δάσκαλός μας. Τέλος πάντων, συναντηθήκαμε
σε μια τοπική ταβέρνα και έπειτα επιστρέψαμε όλοι μαζί
στα δωμάτιά μας, εκτός από τον Γκέιμπ, ο οποίος είχε
τραβήξει την προσοχή μιας απ’ τις σερβιτόρες -αλλά
αυτό δεν είναι σημαντικό, πέρα από το γεγονός ότι δεν
ήταν μαζί μας».
«Αλλά ο Όλιβερ δεν τράβηξε την προσοχή μιας από
τις σερβιτόρες. Ούτε εσύ. Ωραία».
230 K A SEY M ICHAELS

«Με ανακουφίζει η επιδοκιμασία σου, αλλά τότε δε


νιώθαμε και τόσο τυχεροί», της είπε, τολμώντας να φι­
λήσει ανάλαφρα τα μαλλιά της.
Μπορούσε να της πει οτιδήποτε. Θα μπορούσαν... θα
μπορούσαν να είναι τα δύο μισά του ίδιου προσώπου.
Ενός προσώπου που μόλις γνώριζε, παρόλο που ήταν
σίγουρος ότι την ήξερε περισσότερο από κάθε άλλον,
όπως κι εκείνη αυτόν.
«Ποιος ήταν μαζί σου; Ο υποκόμης; Ο Ρίγκμπι;»
«Όχι, κανένας από τους δύο. Δε θυμάμαι πού είχαν
πάει, αλλά είμαι βέβαιος πως δεν είχε καμία σχέση με
αρχαίες διδασκαλίες. Εντάξει, θυμάμαι τώρα. Οι υπό­
λοιποι ήταν ο Όλιβερ, ο Τζόνι Γουέρκελ, ο Θαντ Γου-
άλας, ο Τζεφ Κουίντον, ο Έντουαρντ Γκίβενς και... όχι,
δεν μπορεί αν είναι σωστό αυτό.
Στράφηκε στο κάθισμα και πήρε τα χέρια της Ντάνι
στα δικά του. «Υπήρχε και κάποιος άλλος. Ο Ντέιβιντ
Φάλον. Ή ταν ο νεότερος απ’ όλους μας».
«Ναι; Αλλά τι δεν μπορεί να είναι σωστό; Καταλα­
βαίνω ότι αναστατώθηκες».
Ο Ν τέφι είναι νεκρός, αυτό δεν είναι το σωστό. Βρέ­
θηκε κρεμασμένος στη σοφίτα της μητέρας του. Ο Ρίγκμπι
ήταν ο μόνος που μπορούσε να ταξιδέψει για να πάει
στην κηδεία, αλλά η μητέρα του Ντέιβι του έδειξε το
σημείωμα που είχε αφήσει; Δεν μπορώ να το αφήσω να
συμβεί, αυτός είναι ο μόνος τρόπος. Συγχωρήστε με.
«Λυπάμαι. Ο Ντέιβι είχε ένα θανατηφόρο δυστύχη­
μα, ούτε έξι μήνες πριν. Είχε περάσει τον πόλεμο χω­
ρίς ούτε μια γρατζουνιά. Έ χεις δίκιο. Με αναστατώνει
ακόμη».
Μ ΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 231

Σήκωσε το χέρι της και χάιδεψε το μάγουλό του. «Κι


εγώ λυπάμαι. Οι άλλοι;»
Ο Κουπ χάιδεψε ελαφρά το σημείο που τον είχε αγ­
γίξει, κάνοντας προσκλητήριο στη μνήμη του. «Ο Τζόνι
πέθανε στην Πενίνσουλα. Ο Θαντ μετανάστευσε, νομίζω
στην Τζαμάικα, για να αναλάβει τα κτήματα του θείου
του εκεί. Δεν ήμασταν τόσο κοντά. Πιστεύω ότι ο Τζεφ
είναι στην πόλη και ξέρω πού βρίσκεται ο Νεντ. Η καλή
κοινωνία του γύρισε την πλάτη όταν αποκαλύφθηκε πως
έκλεβε στα χαρτιά, οι πιστωτές του απαίτησαν αμέσως
τα χρήματά τους και τώρα βρίσκεται στη Φλιτ για χρέη».
Σήκωσε το χέρι του. «Ναι, και πριν το πεις, αυτό ακού-
γεται όντως ύποπτο».
«Πρέπει να τον επισκεφθούμε. Δεν έχω πάει ποτέ σε
φυλακή οφειλετών. Έχω διαβάσει ότι κατεβάζουν καλά­
θια ανάμεσα από τα κάγκελα των παραθύρων και παρα-
καλούν για φαγητό και λίγα χρήματα».
«Η οικογένειά σου πρέπει να έχει ενδιαφέρουσα βι­
βλιοθήκη. Και όχι, δεν πρόκειται να επισκεφθείς τη Φλιτ.
Εκτός αυτού, δεν άκουσες την υπόλοιπη ιστορία».
«Αυτό είναι αλήθεια. Μπορείς να συνεχίσεις, υπο­
θέτω».
«Ευχαριστώ». Ο Κουπ χαμογέλασε. «Πήγαινα προς
το δωμάτιό μου, μαζί με τους άλλους που ανέφερα, όταν
ακούσαμε ένα κλαψούρισμα, κάποια βογκητά να έρχο­
νται από το δωμάτιο του Φέρντι. Περίεργος, χτύπησα,
αλλά το μόνο που άκουσα ήταν να εξαφανιστώ αν ήξερα
το συμφέρον μου. Αυτά είναι σχεδόν τα ακριβή λόγια».
«Δεν το ήξερες, φυσικά. Το συμφέρον σου, εννοώ.
Χτύπησες ξανά ή, απλώς, έσπασες την πόρτα;»
«Λίγο κι από τα δύο», παραδέχτηκε. «Θυμήσου ότι
232 K a s e y M ic h a e l s

ερχόμουν από ταβέρνα, επομένως δεν ήμουν απόλυτα


νηφάλιος, και δεν είχα διάθεση να κάνω ό,τι μου έλεγαν,
ιδίως ένας μπάστ... ένας άνθρωπος που, έτσι κι αλλιώς,
δεν είχα σε εκτίμηση. Όταν μπήκαμε, είδαμε μια γυναί­
κα πεσμένη στο πάτωμα και όχι σε καλή κατάσταση».
«Μια γυναίκα; Εννοείς μια γυναίκα ελαφρών ηθών;»
«Φαίνεται ότι σ ’ αρέσει αυτή η έκφραση. Ναι, μια
πόρλ'η. Ο Φέρντι την είχε χτυπήσει με το μαστίγιο της
ιππασίας. Έτσι...», είχε κάποια δυσκολία να μιλήσει ε­
ντελώς ειλικρινά, αλλά η Ντάνι πραγματικά τον διευκό­
λυνε, «...έτσι, του άρπαξα το μαστίγιο και του ανταπό­
δωσα τα ίσα. Κάποιος, μάλλον ο Τζεφ, φώναξε: “Όλοι
ή κανένας!” ή κάτι τέτοιο, εξίσου γελοίο. Τελικά, πήρε
ο καθένας με τη σειρά το μαστίγιο και στο τέλος σωρι­
άσαμε τον αναίσθητο πια Φέρντι μπροστά στην πόρτα
του πρύτανη, με ένα σημείωμα στο στήθος του, όπου
ομολογούσε το έγκλημά του. Δεν είμαι περήφανος για
όλα αυτά, αλλά ήμασταν νέοι, ήμασταν αρκετά μεθυ­
σμένοι... και συνέβη».
«Ήσασταν νέοι», επανέλαβε η Ντάνι, γνέφοντας κα­
ταφατικά. «Αποβλήθηκε;»
«Η γυναίκα πέθανε την επόμενη μέρα και, ξαφνικά,
ο Φέρντι εξαφανίστηκε. Ο μαρκήσιος έκανε μια σεβα­
στή δωρεά στο παρεκκλήσι του σχολείου και ο Φέρντι
εξορίστηκε στο σπίτι ενός μακρινού ξαδέλφου, σε μια
επαρχία της βόρειας Ιρλανδίας, με τον όρο να μη φύγει
από εκεί αν δεν ήθελε να αποκληρωθεί. Θυμάμαι ότι ο
ξάδελφος ήταν ένα είδος φανατικού θρησκόληπτου, που
απείχε από τα χρήματα, το κρασί, τις γυναίκες και, πιθα­
νώς, τα λουτρά μέσα στο σπίτι. Και ναι, πριν ρωτήσεις,
ευχαριστηθήκαμε όλοι πολύ όταν τα μάθαμε αυτά από
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 233

τον ξαφνικά άνεργο βαλέ του Φέρντι. Όταν ο πατέρας


του πέθανε, πέρυσι το χειμιώνα, ο Φέρντι πήρε τον τίτλο.
Δεν ξέρω κάτι περισσότερο».
«Ναι, ξέρεις. Ή έτσι νομίζεις. Έχουμε φτάσει, σχε­
δόν, στο τέλος, έτσι δεν είναι;»
Πήρε και τα δυο της χέρια στα δικά του, χαϊδεύοντας
με τους αντίχειρές του το απαλό δέρμα της. «Δε θα εκ-
φράσω άποψη μέχρι να μιλήσουμε με τον Νεντ και τον
Τζεφ. Ναι, όμως, νομίζω ότι ο Φέρντι είναι ο άνθρωπός
μας, αν και δεν είναι αυτός που συναντήσαμε στο κο­
σμηματοπωλείο. Όσο για το πού έχουμε φτάσει εμείς,
εσύ κι εγώ, δεν έχω απάντηση».
Η Ντάνι αναστέναξε. «Ούτε εγώ έχω. Καλά καλά δε
γνωριζόμαστε».
Έσκυψε και τα επόμενα λόγια του τα ψιθύρισε στο
αυτί της: «Πόσος καιρός νομίζεις ότι χρειάζεται για να
πουν δυο άνθρωποι πως ξέρουν ο ένας τον άλλο;»
Ο στεναγμός της βγήκε τρεμάμενος και άναψε μια
μικρή φωτιά μέσα του. «Σίγουρα περισσότερο από δυο
μέρες, δε νομίζεις;»
«Ίσως...», σταμάτησε και φίλησε ανάλαφρα το αυτί
της, «...ίσως χρειάζεται μια ζωή για να γνωρίσεις πραγ­
ματικά κάποιον. Ή μπορεί να συμβεί μέσα σε μια στιγμή
και να περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου απολαμβάνοντας
ό,τι συνέβη».
Απομακρύνθηκε λίγο από κοντά του, αν και δεν τρά­
βηξε τα χέρια της. «Αυτό ήταν πολύ όμορφο, αν και λίγο
ρομαντικό. Οι γονείς μου είναι... άνετα. Νομίζεις πως
όλοι οι άνθρωποι που γνωρίζουν ο ένας τον άλλο μια
ζωή είναι άνετα μεταξύ τους;»
Την τράβηξε κοντά του, ξέροντας ότι θα σκεφτό­
234 K a s e y M ic h a e l s

ταν την ερώτησή της προσεκτικά. «Νιώθω άνετα τώρα


μαζί σου».
«Αλήθεια; Καλό είναι αυτό, υποθέτω».
Καλό; Α εν ήταν και πολύ ενθαρρυντικό αυτό),
«Θα προτιμούσες να ένιωθα άβολα;»
«Υποθέτω πως σκέφτομαι τη Μάρι και τον Όλιβερ
και το πώς ανησυχεί ότι εκείνος δεν... δεν ενδιαφέρεται
τόσο όσο όταν παντρεύτηκαν. Δε νομίζω ότι θα ήθελα
ποτέ να με θεωρούν σαν ένα ζευγάρι παλιές, άνετες πα­
ντόφλες».
Χαμογέλασε. «Θα έλεγα ότι μπορείς να είσαι σίγου­
ρη πως αυτό δε θα συμβεί ποτέ».
«Αυτό το λες τώρα. Αλλά, ίσως, είμαστε απλώς φί­
λοι. Οι άνθρωποι μπορούν εύκολα να γίνουν φίλοι, ιδί­
ως σε περιόδους κρίσης. Αισθάνομαι ήδη φίλη μου την
Κλαρίς».
Μήπως η Ντάνι ακουγόταν μια ιδέα απελπισμένη;
Ίσως προσπαθούσε να βρει κάποια λογική σε συναισθή­
ματα που δεν τα περίμενε και δεν ήξερε πώς να τα ερ­
μηνεύσει;
Να της πω ότι κι εγώ το ίδιο παλεύω να κάνω;
Άλλαξε θέμα, για να δώσει και στους δύο την ευκαι­
ρία να χαλαρώσουν.
«Αυτός ο ψεύτικος αρραβώνας ήταν λάθος, για πάρα
πολλούς λόγους, ένας από τους οποίους είναι ότι κατα­
φέραμε να ανακαλύψουμε τον εκβιαστή με εκπληκτική
ευκολία. Για την ακρίβεια, το μόνο που πετύχαμε ήταν να
προειδοποιήσουμε τον Φέρντι ότι ξέρουμε πως εκβιάζει
και την αδελφή σου κι εμένα. Ακόμη χειρότερα, από τη
στιγμή που εμφανίστηκε εκείνη η Γιόδερς με ένα κου­
τσομπολιό για τον Ντάρμπι -τον Ντάρμπι που είναι κα­
Μ ΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 235

λός μου φίλος- υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες να κατά­


λαβε ότι το κουτσομπολιό είναι φτιαχτό και ότι η γυναίκα
έκανε αυτό που ελπίζαμε, μας οδήγησε κατευθείαν σ ’
εκείνον. Σ ’ αυτό το σημείο, μπορεί να οπισθοχωρήσει».
«Εννοείς να αποσυρθεί από το παιχνίδι; Δεν τον ξέ­
ρω τον άνθρωπο, φυσικά, αλλά φαίνεται ότι έκανε μεγά­
λο κόπο για να πάρει την εκδίκησή του. Αμφιβάλλω αν
θα σταματήσει στο πρώτο εμπόδιο».
Να ’ναι καλά, ήταν πάντα έτοιμη να περάσει από θέ­
μα σε θέμα, χρησιμοποιώντας αποτελεσματικά το πολύ
καλό μυαλό της. Η συζήτηση για τη μεταξύ τους σχέση
θα μπορούσε να περιμένει μια άλλη μέρα.
Ο Κουπ είχε μια ξαφνική ανάμνηση του ματωμένου
προσώπου του Φέρντι, εκεί όπου ένα από τα χτυπήματα
τον είχε διαπεράσει μέχρι το κόκαλο. Όχι, με την ουλή
που θα έπρεπε να είχε αφήσει αυτό το χτύπημα να τον
καλημερίζει κάθε πρωί στον καθρέφτη του, ήταν αμφί­
βολο ότι θα έκανε πίσω τώρα.
«Ανάθεμα».
«Συγγνώμη;»
«Ακούσε με. Ο Φέρντι είχε πολλά χρόνια στη διά­
θεσή του για να θρέψει το μίσος του και να σχεδιάσει
την εκδίκησή του. Καταστρέψαμε σχεδόν τη ζωή του
τα προηγούμενα έξι χρόνια ή και περισσότερο ή, ίσως,
στο μυαλό του, και για πάντα. Αυτό δεν είναι κάτι που
ξεχνιέται εύκολα. Αλλά πρώτα έπρεπε να σκεφτεί πώς
θα στοχοποιούσε τα θύματά του ή τους τυράννους του,
όπως μάλλον το σκέφτεται. Οι δύο βρίσκονται πολύ μα­
κριά - ο Τζόνι και ο Θαντ-, αλλά τους άλλους δύο τους
χτύπησε ήδη».
236 K a s e y M ic h a e l s

«Δύο; Είπες ότι ο Νεντ Γκίβενς ξεμπροστιάστηκε ως


χαρτοκλέφτης. Ποιος είναι ο άλλος;»
«Ο Ντέιβι. Έτσι πρέπει να έγινε. Σου είπα ότι είχε
ένα δυστύχημα, αλλά δεν είναι αλήθεια. Αυτοκτόνησε».
Το κορμί της Ντάνι τσιτώθηκε από έξαψη. Ήταν φα­
νερό πως της άρεσαν τα μυστήρια, αλλά πολύ περισσό­
τερο το να τα λύνει. «Επειδή ο Φέρντι επρόκειτο να τον
εκθέσει; Αυτό λες; Τι είχε κάνει;»
«Τίποτα που να ξέρω, αλλά κάτι πρέπει να υπήρχε».
Αγαπούσε έναν άντρα, αυτό ήταν το λάθος του, του­
λάχιστον σύμφωνα με τον κόσμο. Τι άλλο θα μπορούσε
να εννοεί μ’ εκείνο το σημείωμα; Με κάποιον τρόπο ο
Φέρντι το είχε ανακαλύψει και απειλούσε να τον εκθέ­
σει. Είχε αρκετά λεφτά στις τσέπες του για να αγοράσει
οποιαδήποτε πληροφορία ήθελε.
Μεταξύ αυτών και πληροφορίες για μένα; Ναι, φυσικά.
«Λυπάμαι», είπε, βάζοντας το χέρι της στο μπράτσο
του. «Πρέπει να είναι δύσκολο για σένα, έτσι;»
«Αν λέγοντας δύσκολο, εννοείς ότι χρειάζεται να επι­
στρατεύσω όλη μου τη δύναμη για να μη σε αφήσω στην
Πόρτμαν Σκουέαρ και να τρέξω να βρω αυτό τον άν­
θρωπο και να του στρίψω το λαρύγγι, ναι, είναι δύσκο­
λο. Πρέπει αύριο να δω τον Νεντ. Είμαι ήδη βέβαιος ότι
βρίσκεται στη Φλιτ εξαιτίας του Φέρντι, αλλά θέλω να
το ακούσω από τον ίδιο»,
«Όμως στ’ αλήθεια έκλεβε στα χαρτιά, έτσι;»
«Το έκανε στο σχολείο, αλλά αφού τον τσιτσιδώσαμε
και τον ανεβάσαμε στον ιστό της σημαίας δεμένο από
τους αστραγάλους, υποσχέθηκε να μην το ξανακάνει.
Και, απ’ όσο ξέρω, το τήρησε -έστω και επειδή κανείς
δε δεχόταν πια να παίξει μαζί του. Ηταν πραγματικά
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 237

καλός στο να μπερδεύει τα χαρτιά, του το αναγνωρίζω


αυτό, οπότε μπορεί να το δοκίμασε ξανά, για να διατηρεί
τη φόρμα του. Αυτό που πρέπει να μάθουμε είναι αν ο
Φέρντι έβαλε το χεράκι του στην αποκάλυψή του».
Η Ντάνι έγνεψε καταφατικά. «Από τη στιγμή που βε­
βαιωθούμε γ ι’ αυτό που είμαστε ήδη βέβαιοι ότι ξέρου­
με, τι θα κάνουμε; Η Μάρι χρειάζεται αυτά τα γράμμα­
τα, Κουπ, κι εσύ πρέπει να εμποδίσεις αυτό τον απαίσιο
Φέρντι να εκδώσει κι άλλη φυλλάδα. Μόνο τότε μπο­
ρείς να του στρίψεις το λαρύγγι, αν και δε θα σ ’ το συ-
νιστούσα, γιατί μπορεί να σε κρεμάσουν γι’ αυτό και θα
μου λείψεις».
«Τι ευχάριστο! Όχι, έμαθα το μάθημά μου εκείνη τη
νύχτα στο σχολείο. Η καταφυγή στη βία δεν είναι η απά­
ντηση σε τίποτα».
«Μισό λεπτό. Γι’ αυτό είσαι πάντα τόσο σοβαρός -αν
και εγώ δε νομίζω ότι είσαι, καθόλου».
«Όχι, αυτό πιστεύουν οι φίλοι μου και η ίδια μου η
μητέρα», είπε ο Κουπ, ελπίζοντας ότι θα άκουγε το χα­
μόγελο στη φωνή του.
Έσφιξε τα χέρια του. «Οι άλλοι δεν ήταν μαζί σου,
διαφορετικά ίσως να ένιωθαν το ίδιο. Η ζωή σου άλλαξε
εκείνη τη νύχτα, έτσι δεν είναι;»
Συλλογίστηκε το συμπέρασμά της. Είχε μάθει πως, με
αρκετά χρήματα και με κοινωνική θέση, μπορούσε κα­
νείς να γλιτώσει μια κατηγορία για φόνο και ότι μερικές
ζωές άξιζαν, προφανώς, λιγότερο από άλλες. Το μόνο
που μπορούσε να πει με βεβαιότητα ήταν πως, παρόλο
που είχαν όλοι την ίδια ηλικία, μετά τον Φέρντι ένιωθε
μεγαλύτερος από τους φίλους του απ’ ό,τι πριν.
«Τουλάχιστον δεν ορκίστηκα να μην πιω ξανά, αλλιώς
238 K A SEY M ICHA ELS

η μητέρα μου θα μου έκοβε την καλημέρα», αστειεύτηκε,


προκαλώντας ένα χαμόγελό της, πριν πέσουν και οι δύο
σε βαριά σιωπή.
«Δεν μπορείς να τον πας στα δικαστήρια», του επε-
σήμανε, με το μυαλό της να τρέχει. «Όχι χωρίς να εκθέ­
σεις τη Μάρι ή τον εαυτό σου. Οπότε, πώς θα τον στα­
ματήσεις; Ειλικρινά, είναι κρίμα που δεν έχει μυστικά
που να μπορείς να αποκαλύψεις, καθότι οφθαλμός αντί
οφθαλμού δικαιολογείται κι όλα αυτά».
«Τι είπες; Όχι, περίμενε, σε άκουσα. Οφθαλμός αντί
οφθαλμού δικαιολογείται. Ντάνι, είσαι ιδιοφυία!»
«Είμαι; Τι ωραία, επιτέλους κάποιος αναγνώρισε αυ­
τό που πάντα πίστευα». Έσκυψε προς το μέρος του. «Με
ποιον τρόπο είμαι ιδιοφυία;»
«Δεν είμαι σίγουρος ακόμη, αλλά κάτι θα σκεφτούμε».
«Πριν αρχίσω να χαίρομαι, θα ήθελα να μου ξεκαθα­
ρίσεις κάτι. Όταν λες θα σκεφτούμε, εννοείς εσένα, τον
υποκόμη και τον Ρίγκμπι; Ή το εννοείς με τον τρόπο που
θα προτιμούσα εγώ; Εσύ, ο υποκόμης, ο Ρίγκμπι και η
ιδιοφυία;»
«Δε θα έκανα ούτε βήμα χωρίς εσένα. Δε νομίζω ότι
θα τολμούσα».
«Υπέροχα, γιατί δε θα μου άρεσε καθόλου να τρέχω
για να σας φτάσω. Παρ’ όλα αυτά -κ α ι ως φίλοι-, νομίζω
ότι θα έπρεπε να σφίξουμε τα χέρια. Ξέρεις, για να σφρα­
γίσουμε τη συμφωνία, όπως κάνετε εσείς οι άντρες».
Εκείνος είδε μια ευκαιρία και, παρότι θεώρησε τον
εαυτό του τολμηρό, την άρπαξε.
«Θα προτιμούσα να σφραγίσουμε τη συμφωνία όπως
κάνουν οι άντρες και οι γυναίκες».
Ή , ίσως, ήταν η ευκαιρία που εκείνη ζητούσε. Με την
Μ ΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 239

Ντάνι, ήξερε πως δεν μπορούσε ποτέ να είναι σίγουρος


για το ποιος, ας πούμε, οδηγούσε την άμαξα.
«Ε, λοιπόν, Κουπ, καιρός ήταν. Είχα αρχίσει να ανα­
ρωτιέμαι μήπως σου έγινα απωθητική τώρα που υποτί­
θεται ότι είμαστε αρραβωνιασμένοι».
Χαλάρωσε... αλλά σίγουρα δεν ήταν χαλαρός. «Ή,
μήπως, γίναμε πολύ άνετα μεταξύ μας;»
«Ναι, και αυτό, υποθέτω. Φοβάμαι πως μάλλον έχω
κι εγώ μερικές από τις ρομαντικές ιδέες της αδελφής μου
και θα μου άρεσε πάρα πολύ να με φιλήσεις».
Προφανώς κρατούσαν και οι δύο τα χαλινάρια, και
προχωρούσαν προς την ίδια κατεύθυνση.
Μείωσε στο ελάχιστο την απόσταση μεταξύ τους. «Αν
δεν το πρόσεξες, έχω την ίδια επιθυμία όλο το βράδυ».
Έκλεισε τα μάτια της. «Ναι, νομίζω ότι το πρόσεξα».
«Αλλά είναι λάθος. Εννοώ και για τους δυο μας. Ως
τζέντλεμαν, όσο κι αν ο χαρακτηρισμός δεν είναι πολύ
πειστικός αυτή τη στιγμή, νιώθω υποχρεωμένος να το
επισημάνω».
«Νομίζω ότι οι περισσότεροι αυτό θα έλεγαν».
Άφησε τα χέρια της και ακούμπησε τα δικά του στους
ώμους της. «Το οποίο μας φέρνει στην ερώτηση -μ α ς
ενδιαφέρει το τι λέει ο κόσμος;»
Τώρα τον κοιτούσε και τα γαλάζια μάτια της είχαν
σκουρύνει σαν τα πιο βαθιά νερά της θάλασσας. «Θα
έπρεπε να πω ναι, ότι εγώ ενδιαφέρομαι. Σε πειράζει να
πω όχι;»
«Όχι», της ψιθύρισε, πριν εξαφανίσει κάθε απόστα-.
ση μεταξύ τους. «Δε με πειράζει καθόλου».
f/ιν φ ά j m o f S

T α χείλη του ήταν δροσερά καθώς άγγιξαν τα δικά της


-για ποιο άλλο λόγο θα ένιωθε μια ανατριχίλα να διαπερ­
νά τη σπονδυλική της στήλη με το παραμικρό άγγιγμά
του;- και η Ντάνι πίεσε ενστικτωδώς το σώμα της στο
δικό του, για να πάρει τη ζεστασιά του.
Η έξαψη ήταν ξαφνική και έντονη.
Χάθηκαν ξαφνικά τα πειράγματα, η ευχάριστη συ­
ντροφικότητα. Η φιλία δεν είχε καμιά σχέση με αυτό
που ένιωθε τώρα. Δεν μπορούσε να έχει.
Αυτό ήταν κάτι καινούργιο, διαφορετικό.
Αυτό ήταν πόθος.
Και της άρεσε.
Ίσως να φταίνε τα κόκκινα μαλλιά,, σκέφτηκε, πριν
αποφασίσει να μη σκέφτεται πια. Ήταν πολύ προτιμό­
τερο να νιώθει.
Τα φιλιά του Κουπ ήταν σύντομα, ανάλαφρα, τη δο­
κίμαζαν και τη γεύονταν, σαν να μετρούσε την ανταπό­
κρισή της, την προθυμία της.
Ήθελε να τον αρπάξει και να τον τραβήξει επάνω της,
γιατί αν τη δοκίμαζε, θα έπρεπε να μάθει σύντομα ότι, με
τον ευγενικό του τρόπο, την τρέλαινε.
Έτσι η Ντάνι τύλιξε τα μπράτσα της στο λαιμό του,
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 241

σήκωσε τα πόδια της και τα έφερε πάνω στα γόνατά του


και, ηθελημένα, άρχισε να γέρνει προς τα πίσω.
Έπεσαν πάνω στα βελούδινα μαξιλάρια, με τα χεί­
λη τους πάντα κολλημένα. Ο Κουπ κατάφερε να βρεθεί
ξαπλωμένος δίπλα της, κρατώντας τη για να μην πέσει
κάτω, κάτι που και σε αμηχανία θα τους έφερνε, και θα
έβαζε τέλος σ ’ αυτό το ευχάριστο ιντερλούδιο.
Τώρα φιλούσε το πρόσωπό της, μ ’ αυτά τα γρήγορα,
βασανιστικά φιλιά.
Και μιλούσε.
Ωχ Θεέ μου, γιατί μιλάει;
«Είσαι τόσο όμορφη».
Τι γλυκός που είσαι! Τώρα σταμάτα και φίλα με ξανά.
Φίλα με χίλιες φορές. Ναι, έτσι. Ακριβώς έτσι. Φίλα με
όλη τη νύχτα...
Το στόμα της άνοιξε, λίγο από σοκ, λίγο από ένα στε­
ναγμό, όταν ένιωσε το χέρι του στο στήθος της. Να το
τυλίγει. Να τρίβει τον αντίχειρά του πάνω του, μέχρι που
η θηλή της ανταποκρίθηκε και ορθώθηκε στέλνοντας
κύματα αισθήσεων σε όλο της το κορμί, αλλά πιο πολύ
χαμηλά, στην κοιλιά της, και ακόμα πιο χαμηλά.
Τη φιλούσε. Την άγγιζε. Η ανάσα του έβγαινε ακα­
νόνιστα, όπως και η δική της. Είχε βυθίσει τα δάχτυλά
της στο ύφασμα του σακακιού του, ένιωθε τους μυς του
ώμου του και ευχόταν να μην υπήρχε το σακάκι, να μην
υπήρχε το πουκάμισό του, έτσι ώστε να πιέσει τα χέρια
της κατευθείαν πάνω στο στιβαρό κορμί του.
Έπρεπε να φταίνε τα κόκκινα μαλλιά. Ή ο Κουπ.
Ήταν δυο άνθρωποι που βρίσκονταν σε πολύ άβολη
στάση, σε μια πολύ μπερδεμένη κατάσταση και φέρο­
νταν όπως δύο οποιοιδήποτε άνθρωποι που δεν μπο­
242 KA SEY M ICHA ELS

ρούσαν να απομακρυνθούν ο ένας απ’ τον άλλο, δεν


μπορούσαν να κρατηθούν, δεν έλεγχαν πλέον την κατά­
σταση που είχαν δημιουργήσει.
Κάτι άλλο τους είχε κυριεύσει και αυτό είχε τον
έλεγχο.
Και το ήξερα πως θα συνέβαινε αυτό απ ’ την πρώτη
στιγμή που έπεσα στην αγκαλιά του. Δυο μέρες, δυο εβδο­
μάδες, δυο χρόνια. Τι σημασία έχει ο χρόνος; Το ήξερα.
Και νομίζω πως το ήξερε κι εκείνος...
Η Ντάνι δεν μπόρεσε να συγκροτήσει ένα απαλό βο­
γκητό αγωνίας όταν ο Κουπ σταμάτησε να τη φιλάει και
τράβηξε το χέρι του από το στήθος της.
Αλλά έπειτα τη φιλούσε ξανά, σέρνοντας τα χείλη του
στο πλάι του λαιμού της, κατεβαίνοντας προς το στήθος
της, ενώ συγχρόνως γλιστρούσε το φόρεμά της από τους
ώμους της.
Όταν πήρε τη θηλή της στο στόμα του, η Ντάνι ήξερε
πως οτιδήποτε είχε νιώσει στη ζωή της, πριν απ’ αυτή τη
στιγμή, δεν ήταν τίποτα. Ούτε η ευτυχία ούτε η λύπη, ο
πόνος ή η ευχαρίστηση. Τίποτα δε συγκρινόταν μ’ αυ­
τό τον καταιγισμό συναισθημάτων που την κατέκλυζαν.
Λαχτάρα. Χαρά. Πλήρωση. Κατάκτηση. Υποταγή. Πυ­
ροτεχνήματα έσκασαν μπροστά στα μάτια της, γεμίζο­
ντας χρώμα τον κόσμο της.
Πίεσε το κάτω μέρος του κορμιού της πάνω στο δικό
του, ανασηκώνοντάς το, γιατί έτσι της φαινόταν φυσικό,
και ανακάλυψε τη δύναμη, το πάθος του.
Την ήθελε.
Δεν ήταν πια η μικρή αδελφή, η περίεργη, η απερί­
σκεπτη, ο πονοκέφαλος της μητέρας της επειδή τολμού­
σε, ρισκάριζε, εμπιστευόταν πολύ εύκολα.
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σία 243

Ή , ίσως, ήταν έτοιμη να αποδείξει πως ήταν όλα αυ­


τά τα πράγματα.
Ο Κουπ ανασήκωσε το κεφάλι του, τακτοποίησε το
φόρεμά της. Την κοίταξε μέσα στο μισοσκόταδο.
«Έχεις δίκιο», είπε, σαν να διάβαζε το μυαλό της.
«Δεν είμαστε έτοιμοι γι’ αυτό».
«Δεν είμαστε;» Είχε την ελπίδα ότι δε θα άκουγε το
μείγμα ανακούφισης και απογοήτευσης στη φωνή της.
Τη φίλησε με ένα μακρύ, βαθύ φιλί, σαν εκείνο που
τα είχε προκαλέσει όλα αυτά. Θα του το θύμιζε, μόνο
που φοβόταν πως ίσως δεν το ξανάκανε.
«Δε θα το αφήσουμε αυτό», είπε, σταματώντας να
τη φιλάει, ίσα ίσα για να πάρουν μια ανάσα, και μετά τη
φίλησε ξανά, ενώ τους ανασήκωνε στο κάθισμα.
«Μείνε εδώ», της είπε, δίνοντάς της ένα φιλί στη μύ­
τη, και μετά πέρασε στο απέναντι κάθισμα, για να ανοί­
ξει την πορτούλα και να πει στον αμαξά να τους πάει
στην Πόρτμαν Σκουέαρ.
Και έπειτα ξαναγύρισε.
Κι εκείνη περίμενε.
Κάθε φιλί ήταν καλύτερο από το προηγούμενο, τα δυ­
νατά του μπράτσα ήταν γύρω της, το κεφάλι της ακου-
μπούσε στους ώμους του, τον κρατούσε σφιχτά.
Κάθε φορά που σταματούσαν να φιλιούνται, ένιωθε
μια αίσθηση απώλειας να τη διαπερνά, μέχρι που τη γι­
άτρευε με ένα ακόμη φιλί.
Όλη τη νύχτα. Φίλα με όλη τη νύχτα.
Αλλά όταν η άμαξα σταμάτησε και ο πυρσός που
έκαιγε έξω από το μέγαρο του κόμη φώτισε το εσωτερι­
κό της, είχε έρθει η ώρα να πουν καληνύχτα.
244 K A SEY M ICHA ELS

To κάτω χείλος της Ντάνι τρέμισε και ένιωσε δάκρυα


να τσούζουν τα μάτια της.
«Μέχρι αύριο», της υποσχέθηκε ο Κουπ, με τόση ει­
λικρίνεια στη φωνή του που ένιωσε τα δάχτυλα των πο­
διών της να ζαρώνουν.
Φίλησε τις παλάμες των χεριών της· την τράβηξε κο­
ντά του για να γευτεί τα χείλη της μια τελευταία φορά.
«Δε θέλω να σ ’ αφήσω».
Ήταν σαν να της είχε πει ότι την αγαπάει. Η Ντάνι
ξέσπασε, σχεδόν, σε κλάματα, κάτι που δεν έκανε ποτέ.
«Δε θέλω να φύγεις», του ψιθύρισε, έκπληκτη από
το αίσθημα της απώλειας που ένιωθε, παρόλο που τον
κοιτούσε ακόμη στα μάτια. «Ένα ακόμη;»
Είδε το χαμόγελό του, καθώς έγειρε το κεφάλι του
και την πήρε ξανά στην αγκαλιά του.
Η πόρτα άνοιξε και ο ιπποκόμος έσκυψε για να κατε­
βάσει τα σκαλοπάτια.
«Πρέπει να φύγεις».
«Το ξέρω».
«Δώσε μου το χέρι σου, για να σε βοηθήσω να κα-
τέβεις».
Η Ντάνι έγνεψε καταφατικά. Ο λαιμός της ήταν πολύ
πνιγμένος για να μιλήσει.
Μαζί, με τις ράχες των χεριών τους να αγγίζονται,
ανέβηκαν τα σκαλιά ως την πόρτα του μεγάρου, όπου το
φως ήταν πιο έντονο και κυριαρχούσαν πια οι συμβάσεις
της καλής κοινωνίας.
Φίλησε το χέρι της καθώς ένας υπηρέτης άνοιγε την
πόρτα, ενώ πίσω του βρισκόταν ο Τίμερλι.
«Δεσποινίς Φόστερ, ήταν ευχαρίστησή μου», είπε ο
Μ ια σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 245

Κουπ, υποκλινόμενος ξανά πάνω από το χέρι της. «Κα­


ληνύχτα».
«Καληνύχτα, λόρδε μου», απάντησε, ξέροντας ότι τα
μάτια της τον παρακαλούσαν να μη φύγει.
Τον παρακολούθησε να κατεβαίνει τη μισή ντουζίνα
σκαλιά, πριν γυρίσει να την κοιτάξει. «Καληνύχτα», είπε
ξανά.
«Ναι. Καληνύχτα».
«Κάνει ψύχρα, δεσποινίς Φόστερ», είπε ο μπάτλερ.
«Ελάτε μέσα τώρα, για να κλείσει ο Μάρτιν την πόρτα».
«Σε ένα λεπτό».
Ο Κουπ έφτασε στην ανοιχτή πόρτα της άμαξας και
στράφηκε μια ακόμη φορά.
«Αν δεν έχει αντίρρηση η κόμισσα, θα ξανάρθω αύ­
ριο το μεσημέρι. Θα πάμε μια βόλτα, ίσως για πικνίκ στο
Ρίτσμοντ Παρκ, αν ο καιρός είναι καλός».
«Το μεσημέρι είναι μια χαρά. Και νωρίτερα ίσως»,
πρόσθεσε και σκούπισε γρήγορα ένα δάκρυ που είχε κυ­
λήσει στο μάγουλό της.
Θα έλεγε κανείς πως έφευγε για τον πόλεμο και δε
θα τον ξανάβλεπε ποτέ. Κι όμως έτσι ένιωθε. Χαμένη.
Στερημένη.
Ο Κουπ έγνεψε καταφατικά και μπήκε στην άμαξα.
«Αμέσως, δεσποινίς Φόστερ. Η κόμισσα δε θα το ε-
νέκρινε».
«Ντάνι, περίμενε!»
Στράφηκε και είδε τον Κουπ που σχεδόν πηδούσε προς
το μέρος της, με την εσάρπα της στο χέρι.
«Την ξέχασες», είπε, περνώντας τη γύρω απ’ τους ώ­
μους της.
Ξαφνικά η κατάσταση ήταν αμήχανη.
246 K a s e y M ic h a e l s

«Ευ... ευχαριστώ».
«Ευχαρίστησή μου, δεσποινίς Φόστερ». Έσκυψε προς
το μέρος της και ψιθύρισε: «Πώς τον λένε;»
«Πώς... ω, Τίμερλι. Γιατί;»
«Τίμερλι; Να σΰυ πω κάτι;»
«Μάλιστα, λόρδε μου. Θα θέλατε κάτι;»
«Πράγματι θέλω. Να κλείσεις τα μάτια σου», είπε ο
Κουπ, καθώς τραβούσε την Ντάνι προς το μέρος του για
ένα τελευταίο, μακρόσυρτο φιλί.
Αυτή τη φορά, όταν χαλάρωσαν το αγκάλιασμά τους,
χαμογελούσαν. Και τα χαμόγελά τους έγιναν γέλια, σε
βάρος του μπάτλερ ασφαλώς, αλλά συγχρόνως γελού­
σαν στον κόσμο, στη ζωή γενικά, και με μια ευτυχία που
κανείς από τους δύο δεν ντρεπόταν να δείξει.
«Αύριο», είπε ο Κουπ και κατέβηκε ξανά τα σκαλιά.
«Χάρι. Στο Πόλτνι. Γρήγορα, πριν αλλάξω γνώμη».
Ο ιπποκόμος έκλεισε την πόρτα και σκαρφάλωσε στο
κάθισμα δίπλα στον αμαξά. «Περίεργοι είναι, όλοι τους,
αυτό έχω να πω», σχολίασε αρκετά δυνατά ώστε να τον
ακούσει η Ντάνι, καθώς ο αμαξάς τίναζε τα χαλινάρια.
«Τώρα, δεσποινίς Φόστερ;»
«Ναι, ευχαριστώ», είπε καθώς έμπαινε στο μέγαρο,
συγκροτώντας ακόμη τα γέλια της. «Είμαι σκέτη ταλαι­
πωρία, Τίμερλι, το ξέρεις;»
«Έχουν ακουστεί τέτοιες φήμες, δεσποινίς, μάλιστα».
«Θα το πεις, λοιπόν, στην κόμισσα;»
«Όχι, δεσποινίς. Η εξοχότητά του είναι ο ήρωας του
Κατρ Μπρα και είστε αρραβωνιασμένοι. Εξάλλου, κι
εγώ και η κυρία Τίμερλι ήμασταν κάποτε νέοι».
«Αλλά τώρα είστε βολεμένοι».
Έγειρε το κεφάλι του στο πλάι, σαν να συλλογιζόταν
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 247

την ανάγκη της για μια απάντηση. «Υπάρχει η αγάπη,


δεσποινίς Φόστερ, και έπειτα υπάρχει η αγάπη. Όταν έρ­
χεται η πρώτη, πιστεύουμε ότι αυτό είναι το μόνο που θα
επιθυμούσαμε».
.«Και η δεύτερη;» .
Την κοίταξε πάλι επίμονα και κάτι επάνω του φάνηκε
να μαλακώνει. «Και η δεύτερη, η αγάπη που κρατάει, που
μας στηρίζει, είναι αυτό που ποτέ δεν είχαμε καταλάβει
ότι χρειαζόμασταν. Καληνύχτα, δεσποινίς Φόστερ».
Η Ντάνι ένιωσε πάλι τα μάτια της να τσούζουν από
δάκρυα, ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και
φίλησε τον μπάτλερ στο μάγουλο. «Σ’ ευχαριστώ. Είσαι,
πραγματικά, πολύ καλός άνθρωπος».
Ο Τίμερλι καθάρισε το λαιμό του με έναν επιβλητι­
κό ήχο. «Δεν είμαι τίποτα τέτοιο. Επάνω, νεαρή κυρία.
Μάρτιν, κλείσε το στόμα σου».
«Ναι, Μάρτιν, πριν μπει μέσα καμιά μύγα». Γελώ­
ντας η Ντάνι ανασήκωσε τη φούστα της κι άρχισε να ανε­
βαίνει τις σκάλες, νιώθοντας ελαφριά σαν φτερό, σαν να
ήταν έτοιμη να πετάξει.
«Ευπρέπεια, δεσποινίς Φόστερ», φώναξε από πίσω
της ο Τίμερλι. «Παντού και πάντα ευπρέπεια».
Η Ντάνι έστριψε στο κεφαλόσκαλο, έτοιμη ν ’ ανέ­
βει στο επόμενο πάτωμα, αλλά έπειτα δίστασε. Η Μάρι
έπρεπε, πραγματικά, να μάθει για τα δύο είδη αγάπης.
Επιπλέον, ήξερε πως, αν δε μιλούσε σε κάποιον, θα
έσκαγε!
Προχώρησε στο διάδρομο πατώντας στα νύχια, γιατί
δεν ήθελε να την ακούσει ο Τίμερλι, χτύπησε ελαφρά
την πόρτα της κύριας κρεβατοκάμαρας και γλίστρησε
μέσα. Υπήρχε ακόμη λίγο φως από τη φωτιά που αργό-
248 K a s e y M ic h a e l s

σβήνε και, για κάποιο λόγο, ένα μανουάλι ήταν ακόμη


αναμμένο σε ένα τραπέζι δίπλα στο κρεβάτι. Φοβόταν
ακόμη το σκοτάδι η αδελφή της; Έπειτα από τόσα χρό­
νια; Προχώρησε ανάλαφρα προς το κρεβάτι με τον ου­
ρανό, όπου οι κουρτίνες ήταν μισοτραβηγμένες.
«Μάρι; Μάρι. Ψιτ, Μάρι». Άνοιξε κι άλλο τις κουρτί­
νες. «Ω, για όνομα του Θεού, Μάρι, ξύπνα».
Η κόμισσα του Κόκερμαουθ, τόσο όμορφη στη διάρ­
κεια της μέρας, ανακάθισε απότομα, και η Ντάνι πισω-
πάτησε απότομα, κλείνοντας με τα χέρια της το στόμα
της για να μη φωνάξει.
«Τι έχεις στο πρόσωπό σου;» ρώτησε, καθώς η αδελ­
φή της έβγαζε μια σατινένια μάσκα ύπνου, και ανοιγό-
κλεινε τα μάτια της από το φως. «Θεέ μου, Μάρι, είσαι
πράσινη! Και γιατί φοράς αυτή τη μάσκα; Και... και πού
είναι τα μαλλιά σου;»
«Δεν είμαι πράσινη».
«Και όμως είσαι», είπε η Ντάνι, πηδώντας στο κρε­
βάτι. Άπλωσε το χέρι της και τράβηξε κάτι που κρεμό­
ταν από το μάγουλο της Μάρι. «Και μαδάς. Μπλιαχ!»
Η Μάρι έφερε τα χέρια της στο πρόσωπό της και κόλ­
λησαν κι αυτά λίγη πρασινάδα. «Τώρα το κατέστρεψες,
Ντάνι. Οι οδηγίες έλεγαν ότι πρέπει να μείνει στο πρό­
σωπο για δώδεκα ώρες, για να ξυπνήσεις με άψογη, δρο­
σερή επιδερμίδα».
«Οι οδηγίες τίνος;»
«Της κυρίας Ανζελίκ Σουίτ, φυσικά. Έχει έρθει κα­
τευθείαν από το Παρίσι. Και πριν το πεις, όχι, δεν είναι
μάγισσα, σαν εκείνη τη γριά καρακάξα στο χωριό, που
πήγαινε η μαμά και έπαιρνε το ελιξίριό της, μέχρι που
το δοκίμασε ο μπαμπάς και από τότε το έπινε εκείνος.
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 249

Αλλά τα αποτελέσματά της είναι μαγικά. Είναι μια αξι-


οσέβαστη... προμηθεύτρια ομορφιάς. Οι πιο εκλεκτές
κυρίες της καλής κοινωνίας είναι πελάτισσες της».
Ανζελίκ Σουίτ. Στοιχηματίζω τα καλύτερα καινούρ­
για γάντια μου ότι το πραγματικό της όνομα είναι Άγκνες
Κλαμπ και είναι βέρα Λονδρέζα.
«Και αν οι πιο εκλεκτές κυρίες της καλής κοινωνίας
έχωναν τα δάχτυλά τους στ’ αυτιά τους και έκρωζαν σαν
πάπιες, υποθέτω πως θα τις ακολουθούσες και σ’ αυτό.
Είναι σαν να σας βλέπω, να περπατάτε γραμμή στο πάρ­
κο, πηγαίνοντας να πλατσουρίσετε στη Σέρπεντάϊν».
«Νομίζεις πάντα ότι είσαι πιο έξυπνη από εμένα, αλλά
δεν είσαι.Έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στην κυρία Σουίτ».
Η Ντάνι πλησίασε στη μύτη της το κομματάκι του
μαγικού φίλτρου, που μύριζε κάπως σαν μήλο, και έπει­
τα οσμίστηκε τον αέρα... όπου πλανιόταν μια άλλη μυ­
ρωδιά. «Έχεις βάλει κάτι στα μαλλιά σου κάτω απ’ την
πετσέτα, έτσι δεν είναι; Εκτός αν έκρυψες εκεί κανένα
μπούτι από κοτόπουλο που έκλεψες από την κουζίνα».
Η αδελφή της άγγιξε την τυλιγμένη πετσέτα. «Αν θέ­
λεις να ξέρεις, η συνταγή της κυρίας Σουίτ για πυκνά,
πλούσια μαλλιά περιέχει πράγματι λίγο... λίγο λίπος από
κοτόπουλο, νομίζω». Και πρόσθεσε γρήγορα: «Με προει­
δοποίησε ότι πολλές γυναίκες χάνουν τούφες ολόκληρες
από τα μαλλιά τους στη διάρκεια της εγκυμοσύνης και
ότι αυτός είναι ένας σίγουρος τρόπος για να το αποφύγω.
Τρέφει τους... τους θύλακες, ό,τι κι αν είναι αυτοί».
«Ταΐζεις τους θύλακες. Με λίπος κοτόπουλου», είπε
στεγνά η Ντάνι. «Αρχίζω να καταλαβαίνω τι είναι όλα αυ­
τά ία μπουκαλάκια και τα βαζάκια στην τουαλέτα σου».
250 K a s e y M ic h a e l s

Έβαλε το χέρι της πάνω στο χέρι της αδελφής της. «Δεν
το ξέρεις ότι είσαι ήδη όμορφη;»
«Ναι, υποθέτω ότι το ξέρω. Η μαμά λέει πάντα πως
είμαι η όμορφη κόρη της».
Η Ντάνι στριφογύρισε τα μάτια της. Πάνω που της
ερχόταν να αγκαλιάσει την αδελφή της, εκείνη έλεγε κά­
τι τέτοια. Αν και η ευλογημένη, δεν εννοούσε κάτι κακό.
Και, ίσως, αυτό να ήταν το χειρότερο.
Η Μάρι τράβηξε άλλη μια λεπτή λωρίδα από τη μά­
σκα ομορφιάς. «Αλλά το να είσαι όμορφη μπορεί να εί­
ναι και ευλογία και κατάρα».
Η Ντάνι κάθισε οκλαδόν, στήριξε τους αγκώνες της
στα γόνατά της και προσποιήθηκε πως η αδελφή της είχε
την αμέριστη προσοχή της. «Δεν έχω, βέβαια, λόγο να
το καταλαβαίνω ή να ανησυχώ για κάτι τέτοιο. Αλλά,
παρακαλώ, συνέχισε».
«Να σου εξηγήσω ευχαρίστως».
Ο σαρκασμός ήταν κάτι ακόμη που διέφευγε εντελώς
την αντίληψη της Μάρι. Ωραίο πράγμα να είναι κανείς
τόσο απόλυτα και ολοκληρωτικά απορροφημένος από
τον εαυτό του.
Η Μάρι ξετύλιξε μια πλευρά της πετσέτας και τη χρη­
σιμοποίησε για να σκουπίσει το πρόσωπό της. «Είναι, στ’
αλήθεια, απλό. Ο Όλιβερ με είδε και αμέσως ξετρελάθη­
κε. Μου το είπε αυτό, μου είπε πόσο όμορφη είμαι. Αλ­
λά τότε ήμουν τέσσερα χρόνια νεότερη, Ντάνι. Αν θέλω
να τον κρατήσω, πρέπει να παραμείνω όμορφη. Και...»
-αναστέναξε μελαγχολικά- «...είναι φανερό πως δεν τα
καταφέρνω. Σύντομα θα είμαι σαν παλιόγρια».
Τώρα η Ντάνι πρόσεχε πραγματικά. Μετακινήθηκε
ανήσυχα στο κρεβάτι. Τι της είχε πει ο Κουπ όταν εκείνη
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 251

ευχόταν να σκάσει και να τη φιλήσει; Α, ναι, θυμήθηκε.


Είσαι τόσο όμορφη.
«Νομίζω πως κάνεις λάθος», είπε, εν μέρει για να κα­
θησυχάσει τον εαυτό της. «Οι άντρες λένε πάντα τέτοια
πράγματα. Ιδίως όταν... όταν είναι σε ρομαντική διάθεση».
«Και πώς το ξέρεις εσύ αυτό;»
Η Ντάνι Φούσκωσε τα μάγουλά της και έπειτα χαμο­
γέλασε. «Έχω διαβάσει μερικά από τα βιβλία της μαμάς».
Η Μάρι της έκανε νόημα να μετακινηθεί, ώστε να κα­
τεβάσει τα πόδια της από το κρεβάτι και να σηκωθεί. «Ω,
τι κρίμα, Ντάνι. Κι εγώ σκέφτηκα ότι, ίσως, ο αρραβω­
νιαστικός σου σε φίλησε».
«Και τι εννοείς μ’ αυτό;» ρώτησε η Ντάνι, ακολου­
θώντας την αδελφή της μέχρι την τουαλέτα της, όπου
βρίσκονταν μια λεκάνη κι ένα κανάτι με νερό. «Όχι για
το φιλί. Για τον τρόπο που είπες αρραβωνιαστικός. Σαν
να... Μα πώς... Η Έμαλαϊν,»
«Δεν ήταν δικό της το λάθος, οπότε μην αρπάζεσαι.
Απλώς, μετά την πρώτη χαρά, άρχισα να σκέφτομαι. Τι
θα μπορούσε να είχε δει ο ήρωας του Κατρ Μπρα στη νε-
οφερμένη αδελφή μου; Το κάνατε μόνο για να μπορεί να
είναι συνέχεια κοντά, για να με βοηθήσει να ξαναπάρω τα
γράμματά μου. Ειλικρινά, Ντάνι, σας ευγνωμονώ βαθιά
και τους δύο. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι πώς θα
καταφέρεις να ξεμπερδέψεις χωρίς να φανείς η πιο χαζή
κοπέλα του κόσμου. Απορρίπτοντας τον ήρωα, εννοώ».
«Η ντεμπιτάντ που απέρριψε τον ήρωα. Φαντάζομαι
πως αυτό θα συμβάλει αποφασιστικά στη φήμη μου όταν
θα κάνω το επίσημο ντεμπούτο μου την άνοιξη».
Φαινόταν μια λογική απάντηση. Για τρία λεπτά.
Η Μάρι ήταν σκυμμένη πάνω από τη λεκάνη αλλά,
252 K a s e y M ic h a e l s

δυστυχώς, κάθε λέξη της ακούστηκε καθαρά σαν καμπά­


να -μάλλον σαν πένθιμη κωδωνοκρουσία. «Μα, Ντάνι,
δεν το έχεις συνειδητοποιήσει ακόμη; Εφόσον είμαι
έγκυος και, πιθανότατα, μέχρι την άνοιξη θα είμαι τερά­
στια, δε θα μπορώ να σε συνοδεύω, και η μαμά έχει ορκι­
στεί ότι θα προτιμούσε να της χώσουν ακίδες στα νύχια
παρά να σε κυκλοφορεί στο Μέιφερ. Το ντεμπούτο σου
πρέπει να αναβληθεί ξανά. Πόσων χρονών θα είσαι τότε;
Εννοώ, σ τ ’αλήθεια».
«Σου ξέφυγε ένα σημείο στο μέτωπό σου», είπε η
Ντάνι άτονα, καθώς η αδελφή της τελείωσε το πλύσιμο
και στράφηκε. «Πάω να ξαπλώσω».
«Ναι, εντάξει. Όχι, περίμενε. Γιατί όρμησες έτσι στο
δωμάτιό μου;»
«Ω, αυτό. Να... ήθελα να σου πω ότι ο Κουπ πιστεύει
πως εντοπίσαμε τον εκβιαστή και ότι θα έχεις τα γράμ­
ματά σου πολύ πριν γυρίσει ο Όλιβερ».
Η Μάρι έμπηξε ένα καθωσπρέπει τσίριγμα και έτρε-
ξε με τα μπράτσα ανοιχτά να αγκαλιάσει την αδελφή
της. «Ω, είσαι η πιο καλή αδελφή, Ντάνι. Σ ’ ευχαριστώ».
«Είμαι η μοναδική σου αδελφή», της αντέτεινε, καθώς
προσπαθούσε να αποφύγει το λίπος του κοτόπουλου και
ό,τι άλλο ήταν κολλημένο στα μαλλιά της αδελφής της.
«Ναι, αλλά ξέρεις τι εννοώ. Δε μου είπες, όμως, ξέ­
ρετε το όνομα αυτού του απαίσιου εκβιαστή; Είναι κά­
ποιος που γνωρίζω;»
«Όχι, ο Κουπ κρατάει τα χαρτιά του κλειστά», είπε
ψέματα η Ντάνι. «Εγώ είμαι απλώς η ψεύτικη αρραβω­
νιαστικιά, όπως τόσο ευγενικά επεσήμανες. Δεν ξέρω
τίποτα άλλο για το θέμα. Όλα θα πάνε καλά. Και ό,τι
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 253

κι αν γίνει, Μάρι, ο Όλιβερ σ ’ αγαπάει. Να το θυμάσαι


αυτό, σε παρακαλώ».
Η αδελφή της την αγκάλιασε ξανά. «Σ’ ευχαριστώ.
Τον αγαπάω τόσο πολύ. Και τώρα θα έχουμε και μωρό
και θα ζήσουμε ευτυχισμένοι για πάντα!»
Η Ντάνι κατέφυγε στο χιούμορ. «Αρκεί να μη φο­
ράς τα παρασκευάσματα της κυρίας Σουίτ στο κρεβάτι
όταν είναι σπίτι. Μου έδωσες πολλή τροφή για σκέψη.
Καληνύχτα».
^ /ά 'ψ ά /α α ) ί 4

Ο Κουπ έφτασε στη Φλιτ πριν από τις δέκα, αφού είχε
προγευματίσει νωρίς με τον Ντάρμπι, ο οποίος βρισκό­
ταν τώρα καθ’ οδόν να συναντήσει τον Τζέφρι Κουίντον.
Συνήθως η ισχύς εν τη ενώσει ήταν η στρατηγική τους,
αλλά ο χρόνος είχε πολύ μεγάλη σημασία, οπότε είχαν
μοιράσει τις δουλειές.
Εκτός αυτού ο Ντάρμπι δεν είχε ποτέ συμπαθήσει
πραγματικά τον Τζεφ, έναν άντρα με αργή σκέψη και
γρήγορες γροθιές, και είχε παραδεχτεί ότι θα χαιρόταν
να τον δει να έρχεται σε δύσκολη θέση. «Πιστεύω από­
λυτα ότι πρέπει να αντλώ ευχαρίστηση απ’ όπου μπο­
ρώ», ήταν τα ακριβή λόγια του.
Έτσι, ο Κουπ, αφού φιλοδώρησε ένα σωματώδη τύ­
πο στην πύλη, ανέβηκε, συνοδευόμένος, αρκετές σκάλες
σκεπασμένες με υπολείμματα αμφίβολης προέλευσης
και στάθηκε καθώς ο τύπος χτυπούσε με τα τριχωτά δά­
χτυλά του μια πόρτα, που υπέθεσε ότι ήταν το κελί του
Νεντ. Ο άνθρωπος χτύπησε; Σαν να ζητούσε την άδεια
να μπει;
Χμ...
«Αφέντη Γκίβενς», φώναξε, με το στόμα του λίγα
εκατοστά από την πόρτα. «Ο Κλεμ είμαι, σερ. Έχω δω
μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 255

πέρα έναν κυριλάτο που θέλει να σας δει, λέει. Μου ’δώ­
σε και λεφτά και είπε και “παρακαλώ”, όπως μου ’πατε
ότι κάνουν οι πραγματικοί κυριλάτοι».
Η χαρωπή φωνή του Νεντ Γκίβενς ακούστηκε από
την άλλη πλευρά της πόρτας. «Ο κύριος σε φιλοδώρησε,
Κλεμ; Μπράβο σου! Στείλ’ τον μέσα».
Ο Κλεμ άπλωσε το χέρι του προς την πετούγια, αλλά
πριν προλάβει να τη φτάσει η πόρτα άνοιξε απότομα,
χτυπώντας τον, σχεδόν, στη μύτη. Ένας ψηλός, μακρο-
πόδαρος άντρας βγήκε βιαστικά, αλλά ο Κουπ πρόλαβε
να δει μια χάλκινη λεκανίτσα για ξύρισμα και μερικές
βούρτσες και κάποια άλλα αντικείμενα του επαγγέλμα­
τος του να κρέμονται από ένα δερμάτινο λουρί περασμέ­
νο στον ώμο του.
Αφού κοίταξε ξανά, για να σιγουρευτεί πως είχε δί­
κιο και δεν υπήρχε κλειδαριά στην πόρτα, ο Κουπ μπή­
κε σε ένα χώρο που ασφαλώς δεν ήταν κελί, αλλά ένα
απλόχωρο και καλόγουστα επιπλωμένο διαμέρισμα, με
πόρτες που οδηγούσαν Κύριος οίδε πού.
Υπήρχαν ψηλά παράθυρα. Υπήρχαν κουρτίνες. Υπήρ­
χαν καναπέδες, καρέκλες, ένα γραφείο, ένα μεγάλο τζά­
κι, ακόμη και βιβλιοθήκες με αρκετά βιβλία. Ένας πολυ­
έλαιος κρεμόταν από το ψηλό ταβάνι.
Όλα αυτά έμοιαζαν απίστευτα, αλλά εδώ που τα λέμε
ο Νεντ είχε πάντα έναν τρόπο να τα καταφέρνει.
Ο εν λόγω άντρας στεκόταν μπροστά σε μια ψηλή
τουαλέτα με καθρέφτη και δοκίμαζε ένα κατάλευκο, λι­
νό φουλάρι, σαν να σχεδίαζε να βγει για βόλτα κάποια
στιγμή.
«Κούπερ Τάουνσεντ, είσαι όντως εσύ που βλέπω
στον καθρέφτη;»
256 K a s e y M ic h a e l s

Ο Νεντ στράφηκε, αποκαλύπτοντας ένα πρόσωπο και


ένα σώμα που ελάχιστα είχαν αλλάξει από τα χρόνια του
σχολείου. Τα ίδια σκουροκόκκινα μαλλιά, η ίδια αφθο­
νία μεγάλων, άσπρων δοντιών, η ίδια σιλουέτα, με τους
στενούς ώμους και την τάση, δυστυχώς, για παχάκια
στη μέση.
«Νεντ», χαιρέτησε ο Κουπ. «Φαίνεσαι μια χαρά».
«Περίμενες να με δεις ζαρωμένο σε μια γωνιά, σκε­
πασμένο με κουρέλια και πληγές, να κλαψουρίζω και να
παραμιλάω ασυνάρτητα;»
Ο Κουπ κάθισε σε μια καρέκλα ντυμένη με ριγωτό
μπλε σατέν. «Κάτι τέτοιο, ναι». Άπλωσε τα χέρια του, δεί­
χνοντας το περιβάλλον. «Πώς τα κατάφερες όλα αυτά;»
Ο Νεντ απλώθηκε στον κοντινότερο καναπέ, κάνο­
ντας με κάποιον τρόπο τον Κουπ να νιώθει σαν σφιγμέ­
νος διευθυντής σχολείου.
«Ξέρεις γιατί είμαι εδώ, έτσι;» ρώτησε ο Νεντ και δεν
περίμενε την απάντηση. «Γι’ αυτή την ιστορία με τα χαρ­
τιά. Ευτυχώς, ήμουν προειδοποιημένος, καταλαβαίνεις».
Ο Κουπ έσκυψε μπροστά. Έπρεπε να εννοεί τον Φέρ-
ντι. «Όχι, δεν καταλαβαίνω απόλυτα. Πες μου πώς προ­
ειδοποιήθηκες».
«Υποθέτω ότι έχεις κάποιο λόγο που ρωτάς. Αλλιώς
γιατί να καταδεχτεί ο ήρωας του Κατρ Μπρα να έρθει
στη Φλιτ, χμ; Πολύ καλά. Θα σου κοστίσει όμως. Πέντε
λίρες».
«Θα τις έχεις. Και περισσότερες, αν μου αρέσουν οι
απαντήσεις σου».
«Θα σε εμπιστευτώ. Δε μου έδωσες ποτέ αφορμή για
το αντίθετο, έτσι δεν είναι; Σε θαύμαζα πάντα για την πί­
στη σου, την ξεκάθαρη σκέψη σου, την αίσθησή σου του
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 257

σωστού και του λάθους. Δεν μπόρεσα να σε αντιπαθήσω


ούτε όταν με κρεμάσατε στον ιστό, επειδή μου εξήγησες
γιατί το κάνατε. Για να μου δείξετε ότι οι πράξεις έχουν
και τις συνέπειες τους, αυτό δεν ήταν; Κρίμα που δεν
άκουγα πιο προσεκτικά».
«Νεντ;»
«Ναι, ναι, φτάνω στο θέμα. Είναι σαφές πως δεν ήρ­
θες εδώ για να αναπολήσουμε τις παλιές μέρες. Ήταν πε­
ρίπου έξι μήνες πριν, αν θυμάμαι καλά. Πήρα ένα σημεί­
ωμα που με ειδοποιούσε να πληρώσω ένα ποσό, αλλιώς
θα αποκαλυπτόταν ότι είμαι χαρτοκλέφτης».
«Ήσουν; Δε ρωτάω για να σε κατακρίνω, απλώς από
περιέργεια».
«Ξέρεις ότι δεν πρόκειται να απαντήσω σ ’ αυτό. Αν
και είμαι υπέρμαχος του να κάνουν οι άνθρωποι αυτό
στο οποίο είναι καλοί, καταλαβαίνεις».
Ο Κουπ χαμογέλασε. «Αυτό αποτελεί απάντηση. Πλή­
ρωσες αυτό το πρόσωπο;»
«Έλα, Κουπ, γιατί να κάνω κάτι τέτοιο; Αν είχε επι­
τυχία την πρώτη φορά, θα επανερχόταν για περισσότε­
ρα. Όχι, έκανα αυτό που ήταν φρόνιμο. Μάζεψα όσο πιο
πολλά χρήματα μπορούσα -είχα γίνει πολύ κοινωνικός,
αν και συνήθως η παρουσία μου περιοριζόταν στο δω­
μάτιο όπου έπαιζαν χαρτιά. Πούλησα όλα μου τα έπιπλα
εκτός απ’ αυτά που βλέπεις γύρω μας και όσα είναι στην
κρεβατοκάμαρά μου, τα οποία τα άφησα στα χέρια ενός
καλού φίλου, που μου τα παρέδωσε εδώ. Έστειλα το με­
γαλύτερο μέρος της γκαρνταρόμπας μου, τα άλογα και
τις άμαξές μου, τα ασημικά της οικογένειας και οτιδήπο­
τε μπορούσε να μεταφερθεί σε έναν ξάδελφο στο Γουίλ-
τσερ, και ετοιμάστηκα να αντιμετωπίσω τη μοίρα μου».
258 K a s e y M ic h a e l s

«Και η μοίρα σου ήταν ότι ξεκίνησαν οι φήμες και


έπειτα ήρθαν οι πιστωτές».
«Σαν λυσσασμένοι», είπε ο Νεντ ανατριχιάζοντας.
«Με βρήκαν να κάθομαι στη μοναδική καρέκλα που είχε
απομείνει, στο νοικιασμένο διαμέρισμά μου και, πίστε-
ψέ με, άρχισαν να τσακώνονται για την καρέκλα».
Ο Κουπ δεν μπόρεσε να μη γελάσει. «Και τώρα ζεις
εδώ».
«Είμαι εγκατεστημένος προσωρινά. Και καθώς δεν
έχω έλλειψη από συμπαίκτες στα χαρτιά, οι τσέπες μου
είναι γεμάτες και δεν έχει χρειαστεί ακόμη να αγγίξω το,
ας πούμε, κεφάλαιό μου. Ο Κλεμ είναι καλός άνθρωπος.
Του δίνω χαρτζιλίκι και μου επιτρέπει να τον συνοδεύω
τα βράδια στην αγαπημένη του παμπ. Υπάρχει μια σερ­
βιτόρα εκεί που μου αρέσει πολύ. Οι πιστωτές με έχουν
ξεχάσει σχεδόν, αν και η καλή κοινωνία δε θα με συγχω­
ρήσει ποτέ. λεν είναι μια υπέροχη ζωή, Κουπ, αλλά εί­
ναι καλή, και σκοπεύω να φύγω από την πόλη σύντομα,
να περάσω το χειμώνα με τον ξάδελφό μου και έπειτα
να ξεκινήσω για την περιπέτεια. Σκέφτομαι την Ισπανία,
αλλά και την Αυστρία. Τι λες;»
«Λέω ότι θα ήθελες να μάθεις ποιος αποπειράθηκε
να σε εκβιάσει».
Ο Νεντ ανασήκωσε τους ώμους του. «Έχει σημασία;»
«Μπορεί και να έχει αν σου πω ότι ήταν ο Φέρντι-
ναντ Λάνισφορντ».
Ο Νεντ τινάχτηκε όρθιος και τα χλομά μάγουλά του
βάφτηκαν κόκκινα. «Ο Φέρντι;» Και ακολούθησε μια σει­
ρά από βλαστήμιες τόσο εφευρετικές, τόσο ιδιαίτερες στις
λεπτομέρειές τους που οποιαδήποτε άλλη στιγμή ο Κουπ
θα είχε χειροκροτήσει.
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 259

«Θέλεις να μάθεις το γιατί;»


Ο Νεντ κάθισε ξανά. «Δε νομίζω ότι χρειάζεται να ρω­
τήσω. Και ξέρω, επίσης, γιατί είσαι εδώ. Ο Φέρντι έχει
αποφασίσει να μας καταστρέψει όλους, τόσα χρόνια μετά.
“Ο άνθρωπος που σχεδιάζει εκδίκηση κρατά τις πληγές
του ανοιχτές”. Ο Φράνσις Μπέικον το είπε αυτό. Διαβά­
ζω πολύ τους τελευταίους μήνες».
«Κυνηγάει όλους όσοι είμαστε αρκετά κοντά για να
μας χτυπήσει. Τον Όλιβερ, εμένα. Ο Τζόνι σκοτώθηκε
στο Βατερλώ. Ο Θαντ είναι στην Τζαμάικα, νομίζω. Θα
ξέρω σύντομα αν έχει κυνηγήσει τον Τζεφ. Τώρα πρό-
σθεσα κι εσένα στον κατάλογο».
«Ξέχασες έναν. Τον Ντέιβι».
Δεν μπορούσε παρά να μιλήσει καθαρά. «Κρεμάστη­
κε περίπου την ίδια εποχή που κατέληξες εσύ εδώ. Άφη­
σε ένα σημείωμα που έλεγε ότι ήταν ο μόνος τρόπος για
να μη μάθουν όλοι».
Αντάλλαξαν ένα βλέμμα κι έπειτα ο Νεντ έγνεψε κα­
ταφατικά. «Τον κακομοίρη. Δεν ήθελε καν να είναι εκεί
εκείνη τη νύχτα. Τι έχει σε βάρος σου;»
«Αυτό είναι το κακό μ’ εμένα. Δεν μπορώ να είμαι
σίγουρος. Θα μπορούσε να μπλοφάρει. Ξέρω απλώς,
όπως το ξέρεις κι εσύ, ότι δε θέλει χρήματα. Εκδίκηση
θέλει. Εύχομαι μόνο να το είχα καταλάβει νωρίτερα».
«Δεν μπορεί να σε κατηγορήσει κανείς, Κουπ, επειδή
δε σκέφτεσαι σαν εμένα», είπε ο Νεντ καθώς συνόδευε
τον Κουπ στην πόρτα, με το ένα χέρι περασμένο στους
ώμους του. «Εγώ είμαι τζογαδόρος, σκέφτομαι μέ πιθα­
νότητες. Και οι πιθανότητες ήταν ότι θα εμφανιζόταν
ξανά, και δεύτερη φορά, και έπειτα τρίτη. Έτσι... προ­
260 K a s e y M ic h a e l s

ετοιμάστηκα. Πρέπει να προετοιμαστείτε, παλιόφιλε, κι


εσύ, και ο Όλιβερ, και ο Τζεφ».
Έσφιξαν τα χέρια τους και ένα χαρτονόμισμα πέρασε
στο χέρι του Νεντ.
«Συγγνώμη», είπε ένας άντρας περνώντας ανάμεσά
τους. «Έντεκα η ώρα, Γκίβενς. Μου υποσχέθηκες ένα
δεύτερο γύρο».
Ο Κουπ κοίταξε τον άντρα, που ήταν ντυμένος με
καλά, αλλά ελαφρώς φθαρμένα ρούχα, κι εκείνη τη στιγ­
μή έστηνε ένα τραπέζι για χαρτιά που ήταν ακουμπισμέ­
νο στον τοίχο. «Αυτός δεν είναι ο...»
«Και βέβαια είναι. Κατά καιρούς άνθρωποι κάθε εί­
δους καταλήγουν στη Φλιτ. Αυτός, έτσι λέει τουλάχι­
στον, θα μείνει μέχρι το επόμενο τριμηνιαίο επίδομά του.
Υπάρχουν αρκετά διαμερίσματα εδώ, για όσους έχουν τη
δυνατότητα, καταλαβαίνεις, αν και θα μπορούσα αδιά­
ντροπα να δηλώσω ότι το δικό μου είναι από τα καλύτε­
ρα. Έχω ατέλειωτους συμπαίκτες, που είναι πρόθυμοι να
αποχωριστούν τα χρήματά τους. Μπορεί να φύγω από
εδώ πολύ πλούσιος».
«Μια χαρά θα είσαι, Νεντ», δήλωσε ο Κουπ, καθώς
έβγαινε.
«Πάντα είμαι. Τώρα πήγαινε να καταστρέψεις αυτόν
τον μπάσταρδο. Για τον Ντέιβι. Για όλους μας. Δεν μπο­
ρώ να σκεφτώ καλύτερο άνθρωπο γι’ αυτή τη δουλειά».
Ο Κουπ άφησε τη Φλιτ με ένα χαμόγελο στο πρό­
σωπό του, πράγμα που θεωρούσε γελοίο εκ μέρους του,
δεδομένων των συνθηκών, και βγήκε στο δρόμο όπου
είδε τον Ντάρμπι να στέκεται, ακουμπισμένος σε ένα
φανοστάτη.
«Είδα την άμαξά σου και έδιωξα τη δική μου», του
μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 261

είπε ο φίλος του, καθώς άρχισαν να βαδίζουν στο λιθό­


στρωτο προς το μέρος του Χάρι, που περίμενε στη γωνία
και γρύλιζε σε κάθε περαστικό που μπορεί να κοιτούσε
επίμονα τα άλογα ή την άμαξα. «Λοιπόν; Τι έμαθες;»
«Ο Νεντ δεν επιβιώνει με βρόμικο νερό και ξερό ψω­
μί, αν αυτό θέλεις να μάθεις. Αλλά, πιθανότατα, θέλεις
να σου πω ότι ναι, τον εκβίασαν. Αυτό έγινε».
«Δε με εκπλήσσει. Ιδίως αφού ο φίλος σου, ο Τζεφ...»
«Γνωστός. Όχι φίλος. Όλοι γνωστοί ήταν. Αν και έχω
αρχίσει να εύχομαι να είχα γνωρίσει καλύτερα τον Νεντ.
Νομίζω ότι θα μπορούσε να με είχε διδάξει μερικά πράγ­
ματα».
«Σχετικά με άσους στο μανίκι;»
«Σχετικά με τη ζωή, για την ακρίβεια. Για ποιο πράγ­
μα κυνήγησε ο Φέρντι τον Τζεφ;»
& εψ ίίγα ίθ Ιό

Ο Κουπ και η Ντάνι ξεκίνησαν από την Πόρτμαν Σκου-


έαρ κάτω από έναν αρκετά ζεστό λονδρέζικο ήλιο, με
τον Χάρι και ένα ψάθινο καλάθι του πικνίκ πίσω από το
κάθισμα της άμαξας.
Η Ντάνι θεώρησε το καλάθι του πικνίκ καλό οιωνό.
Για τον Χάρι, ευχόταν να βρίσκεται στην άλλη άκρη της
χώρας.
Μετατρεπόταν γρήγορα σε ένα πολύ κακό άτομο.
Τα δάχτυλά της λαχταρούσαν να χαϊδέψουν το μά­
γουλο του Κουπ, να περάσουν ανάμεσα στα μαλλιά του.
Δε θα έπρεπε να φαντάζεται κάτι άλλο πέρα απ’ αυ­
τό. Προς το παρόν, μετά βίας μπορούσε να τον κοιτάξει
χωρίς να δεθεί το στομάχι της κόμπο.
Εκείνος, όμως, φαινόταν απόλυτα ψύχραιμος. Σχε­
δόν σαν να μην είχε μεσολαβήσει το προηγούμενο βρά­
δυ. Μπορούσε μόνο να ελπίζει πως κι αυτός έκρυβε τα
πραγματικά του συναισθήματα.
«Παρακαλώ;»
Κάτι είχε πει ο Κουπ, αλλά δεν τον είχε ακούσει.
Μήπως τα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας την
είχαν κάνει, ξαφνικά, χαζή; Ναι, ήταν πολύ πιθανό, αν
έπαιρνε για παράδειγμα τη Μάρι.
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 263

«Είπα ότι ξαφνιάστηκα που με συνάντησες στο χολ,


έτοιμη να φύγουμε. Ήμουν βέβαιος πως η αδελφή σου
θα είχε μερικές ερωτήσεις να μου κάνει».
Η Ντάνι έφερε στο μυαλό της την εικόνα της Μάρι,
έτσι όπως την είχε δει τελευταία φορά, να κλαψουρίζει
πάνω από τη ζεστή σοκολάτα της, ενώ κρατούσε έναν
καθρέφτη μπροστά στο γεμάτο κοκκινίλες πρόσωπό της,
με τα συνήθως όμορφα, σκούρα μαλλιά της να κρέμονται
σε λιγδωμένες τούφες, καθώς δύο λουσίματα δεν είχαν
καταφέρει να απομακρύνουν το λίπος του κοτόπουλου.
Α εν μπορούσε να αντισταθεί.
«Πιστεύω ότι σχεδιάζει να παραμείνει στα διαμερί-
σματά της για αρκετές μέρες. Μια μικρή αναποδιά σχε­
τική με το φαγητό».
Τον ένιωσε να την κοιτάζει και ευχήθηκε να δείχνει
τόσο σοβαρή όσο έπρεπε.
«Σχετική με το φαγητό; Δε νομίζω ότι θέλω να μάθω
κάτι παραπάνω απ’ αυτό».
«Όχι, δε νομίζω. Αρκεί να πω, αν και είμαι βέβαιη
πως θα γίνει καλά, ότι μου είπε πως δεν τη νοιάζει πού
θα πάω, τι θα κάνω, με ποιον θα το κάνω, αρκεί να μην
της πω μια ακόμη φορά “σ ’ τα έλεγα εγώ”. Εσύ κι εγώ,
Κούπερ Τάουνσεντ, είμαστε ελεύθεροι σαν πουλιά».
Ο Κουπ έσφιξε το χέρι της. «Δε νομίζω ότι θα είμαι
ποτέ ξανά ελεύθερος. Και πριν πετάξεις σε κάποιο κλαδί,
μικρό πουλάκι, είμαι απίστευτα ευτυχισμένος γι’ αυτό».
«Ω!» Η Ντάνι πήρε μια ανάσα, όχι βαθιά, γιατί ξαφ­
νικά ακόμη και οι πιο ελαφρές ανάσες έμοιαζαν δύσκο­
λες, έτσι σφιγμένο που ήταν το στήθος της. «Κάναμε ανο­
ησίες χτες το βράδυ, έτσι;»
Περίμενε κάποια απάντηση.
264 K a s e y M ic h a e l s

«Λοιπόν; Δε θα πεις κάτι;» ρώτησε τελικά.


«Ω, ήθελες κάποιου είδους επιβεβαίωση;»
Στριφογύρισε τα μάτια της. Προφανώς, του άρεσε
πολύ να την πειράζει. Και, επίσης προφανώς, της άρεσε
και της ίδιας όταν την πείραζε. «Θα μπορούσες να μου
πεις ότι κάνω λάθος. Ναι, αυτό θα βοηθούσε».
Στράφηκε προς το μέρος της και έλιωσε με το χαμό­
γελό του. «Συγγνώμη. Ήμουν απορροφημένος να σκέ­
φτομαι πώς μπορούμε να κάνουμε και πάλι ανοησίες
σήμερα».
Η Ντάνι δάγκωσε το κάτω χείλος της για να μη γελά­
σει. «Μ ’ αρέσουν οι κύριοι που σκέφτονται».
«Κι εμένα μ’ αρέσει μια ειλικρινής γυναίκα. Πρώτα
όμως πρέπει να μιλήσουμε. Ο Ντάρμπι κι εγώ μάθαμε
κάποια πράγματα σήμερα το πρωί».
«Επισκέφθηκες τη Φλιτ;» Η Ντάνι άφησε το μυαλό
της να στραφεί αλλού. Στο κάτω κάτω, δεν μπορεί κα­
νείς να σκέφτεται τις ανοησίες όλη την ώρα. Αν και θα
ήθελε να ασχοληθεί περισσότερο με το γιατί δε θα μπο­
ρούσε. «Είναι φριχτό μέρος;»
«Το μεγαλύτερο μέρος του ναι, είμαι βέβαιος. Ο Νεντ
Γκίβενς, από την άλλη, ζει καλύτερα από το μισό Λον­
δίνο. Μου εξήγησε ότι ήταν προετοιμασμένος να τον
κλείσουν στη Φλιτ και είχε πάρει τα μέτρα του. Και πριν
ρωτήσεις, ναι, ο Φέρντι του ζήτησε λεφτά για να μην τον
ξεσκεπάσει ως απατεώνα».
Η Ντάνι έγειρε το κεφάλι της και συλλογίστηκε τι
σήμαινε το προετοιμασμένος.
«Πώς ήξερε ότι αυτός ο Φέρντι θα τον ξεσκέπαζε;»
«Δεν ήξερε ότι επρόκειτο για τον Φέρντι. Κατάλαβε,
απλώς, ότι αν ο εκβιαστής πετύχαινε το σκοπό του θα
Μ ΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 265

ζητούσε και άλλα χρήματα, μέχρι ο Νεντ να στεγνώσει


εντελώς και μάλλον, στο τέλος, θα τον αποκάλυπτε έτσι
κι αλλιώς. Του Νεντ δεν του άρεσαν οι πιθανότητες».
«Να μην παίξεις ποτέ χαρτιά μαζί του», προειδοποί­
ησε η Ντάνι, αλλά έπειτα χαμογέλασε. «Μακάρι να με
είχες πάρει μαζί σου. Νομίζω ότι θα είχα απολαύσει τη
γνωριμία του κυρίου Γκίβενς».
«Ναι, το σκέφτηκα αυτό. Τώρα θέλεις να ακούσεις τι
έμαθε ο Ντάρμπι για τον Τζεφ Κουίντον;»
«Υποθέτω. Τον εκβίασε κι αυτόν ο Φέρντι - τ ι γελοίο
όνομα, το Φέρντι. Φαίνεται πως δεν μπορώ να σταματή­
σω να το λέω».
«Χαίρομαι που σε διασκεδάζει. Εγώ αυτή τη στιγμή
δεν μπορώ να βρω τίποτα γελοίο σχετικά μ’ αυτόν τον
άνθρωπο».
«Λόγω του φίλου σου του Ντέιβι». Η Ντάνι έγνεψε
καταφατικά. «Λυπάμαι πολύ».
«Κι εγώ το ίδιο. Λυπάμαι και για τον Όλιβερ, και για
τον Νεντ, και κρατάω και λίγο οίκτο για τον εαυτό μου,
αν αποκαλυφθεί η αλήθεια. Αλλά όχι για τον Τζεφ Κου­
ίντον. Εκτός αν θα έπρεπε να τον λυπηθούμε τώρα που
έχει ένα σπασμένο χέρι».
«Είχε... είχε κάποιο ατύχημα;» ρώτησε, αν και κατά
βάθος ήξερε την πραγματική αιτία. «Ο Ντάρμπι τον επι-
σκέφθηκε σήμερα το πρωί. Είχε πάθει το ατύχημα πριν
φτάσει ο υποκόμης;»
«Όχι. Α π’ ό,τι κατάλαβα, ήταν στην τραπεζαρία του
και καταβρόχθιζε αυγά και καπνιστή ρέγκα. Και πριν
συνεχίσω, άσε με να σου πω ξανά πόσο υπέροχο είναι
που μπορώ να σου μιλάω ελεύθερα, χωρίς να φοβάμαι
πως δε θα καταλάβεις ή θα λιποθυμήσεις ή κάτι τέτοιο».
266 K a s e y M ic h a e l s

«Ευχαριστώ».
«Παρακαλώ. Και σταμάτα να με κοιτάς μ’ αυτό τον
τρόπο, αλλιώς ο Χάρι θα διδαχθεί πράγματα για τα οποία
είναι πολύ μικρός ακόμη. Και εδώ είμαστε», είπε, στρί­
βοντας την άμαξα σε ένα στενό μονοπάτι. «Θα απαντή­
σω στις ερωτήσεις σου σύντομα».
Συνέχισαν σιωπηλοί περίπου μισό μίλι και έπειτα ο
Κουπ σταμάτησε το αμάξι μπροστά σε μια αγροικία με
υπέροχη αχυρένια σκεπή και σταυρωτές σανίδες. Ο ήλιος
αντανακλούσε σε μια ντουζίνα καφασωτά παράθυρα και
το κτίσμα ήταν τουλάχιστον πέντε φορές μεγαλύτερο
από κάθε αγροτόσπιτο που είχε δει η Ντάνι.
«Παραδέχομαι ότι δεν πρόσεχα ιδιαίτερα από τότε
που αφήσαμε πίσω μας το Λονδίνο», είπε η Ντάνι, καθώς
τη βοηθούσε να κατέβει, και κοιτούσε γύρω της το κα-
ταπράσινο τοπίο που έμοιαζε με πάρκο. «Πού είμαστε;»
«Λίγο έξω από το Γουίμπλεντον. Αυτό είναι το κτή­
μα του Ντάρμπι ή, μάλλον, θα έπρεπε να πω ένα από τα
κτήματά του. Είναι κλειστό τώρα, με ένα υποτυπώδες
προσωπικό, καθώς δεν έβλεπε το λόγο να εγκατασταθεί
εδώ για τη σύντομη διάρκεια της Μικρής Σεζόν και προ­
τίμησε το μέγαρό του στην πόλη».
«Ναι, φυσικά, τον καταλαβαίνω», είπε η Ντάνι, ει­
ρωνικά. «Είναι εδώ;»
«Ευτυχώς, όχι, αλλά πρότεινε να κάνουμε το πικνίκ
μας εδώ. Σε πειράζει;»
Η Ντάνι σχεδόν ρουθούνισε από τον παραλογισμό
της ερώτησης. «Όχι, υποθέτω πως όχι. Πρέπει να... μι­
λήσουμε».
Ο Κουπ έπιασε το χέρι της. «Υπάρχει ένα κιόσκι, σε
ένα διακριτικό σημείο πίσω από το σπίτι. Χάρι; Το καλά-
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 267

θτ, σε παρακαλώ. Φρόντισε τα άλογα κι έπειτα σε περιμέ­


νουν στην κουζίνα, όπου θα μείνεις μέχρι να σε φωνάξω».
«Μάλιστα, λόρδε μου, έφυγα», είπε το αγόρι πιάνο-
ντας ήδη τα χαλινάρια και παίρνοντας το χαλικοστρωμέ­
νο μονοπάτι που οδηγούσε στους στάβλους.
«Δε θα μπορούσε να είναι πιο φανερό, θα μπορού­
σε;» είπε ο Κουπ, οδηγώντας την Ντάνι στην αντίθετη
κατεύθυνση, προς το ρυάκι. «Έχουμε ψαρέψει πολλές
φορές σ’ αυτά τα νερά, τα προηγούμενα χρόνια, με μι­
κρή επιτυχία. Αλλά η συζήτηση και το κρασί ήταν πάντα
πολύ καλά».
«Είναι υπέροχο ρυάκι. Το κιόσκι είναι υπέροχο. Εί­
μαι βέβαιη πως και το φαγητό στο καλάθι θα είναι υπέ­
ροχο. Και κάποιος ήταν τόσο ευγενικός ώστε έστρωσε
μια κουβέρτα για χάρη μας. Μπορούμε να πούμε γεια ο
ένας στον άλλο τώρα;»
Άφησε κάτω το καλάθι και πήρε και τα δυο της χέρια
στα δικά του, πλησιάζοντάς την.
Είχε φανεί καλή. Ή ταν καλή για μια ολόκληρη ώρα.
Τώρα η προσμονή τη διαπερνούσε ολόκληρη.
«Γεια», της είπε σιγανά, πλησιάζοντας το κεφάλι του
στο δικό της, το στόμα του λίγα εκατοστά από το δικό
της. Τα πράσινα μάτια του ήταν σκοτεινά και έντονα.
Μύριζε τόσο όμορφα. Έλυσε την κορδέλα του καπέλου
της και το πέταξε. Δεν την ένοιαξε ακόμη κι αν το έπαιρ­
νε το ρυάκι, εφόσον είχε φύγει από τη μέση.
Και μετά, επιτέλους, τη φίλησε, και η καρδιά της κλό­
τσησε μέσα στο στήθος της.
Δεν ήταν σύμπτωση η προηγούμενη νύχτα. Δεν ήταν
απλώς η στιγμή. Δεν ήταν η περιέργεια. Ή ταν ο άντρας.
Θα ήταν πάντα ο άντρας. Αυτός ο άντρας.
268 K a s e y M ic h a e l s

Ένιωσε να τη σηκώνει στην αγκαλιά του, να την


ακουμπάει προσεκτικά πάνω στην κουβέρτα, να ξαπλώ­
νει δίπλα της, χωρίς τα χείλη του ν ’ αφήσουν στιγμή τα
δικά της. Έτσι κι αλλιώς δε γινόταν, γιατί είχε τα χέρια
της σφιχτά τυλιγμένα γύρω από το λαιμό του.
Ένιωσε σαν στο σπίτι της ξανά.
Εκείνος τραβήχτηκε ελαφρά, έπειτα τη φίλησε πάλι,
με τα χείλη του να γλιστρούν πάνω στα δικά της, να χα­
μογελούν πάνω στα δικά της.
Ήταν ευτυχισμένος. Μπορούσε να νιώσει την ευτυ­
χία του. Να την αγγίξει, να τη γευτεί. Όπως σίγουρα κι
εκείνος μπορούσε να αγγίξει και να γευτεί τη δική της.
«Φοβάμαι πως θα πρέπει να αρκεστούμε σ’ αυτό για
την ώρα», είπε, καθώς την τράβηξε να ανασηκωθούν από
την κουβέρτα και κάθισαν κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο.
Διέτρεξε με τα δάχτυλά του το μάγουλό της και έπειτα,
απρόσμενα, της ανακάτεψε τα μαλλιά.
Ακριβώς όπως λαχταρούσε να κάνει κι εκείνη.
«Πώς είναι μακριά;»
«Πιο όμορφα, υποθέτω. Αλλά, επίσης, και πιο βαριά».
«Μ ’ αρέσουν έτσι. Ο Ρίγκμπι είπε πως θα μπορούσες
να ήσουν ξωτικό. Έχεις μαγικές δυνάμεις; Μου πέρασε
από το μυαλό».
«Εννοείς αν σου έκανα κάποιο ξόρκι; Καλό θα ήταν
αυτό, αλλά δε νομίζω. Πεινάς; Εγώ πεθαίνω της πείνας».
Στράφηκε προς το καλάθι, κρύβοντας το κοκκίνισμα
που της προκάλεσε το κομπλιμέντο του. Τουλάχιστον,
το θεώρησε ως κομπλιμέντο.
Τη βοήθησε, βγάζοντας και ανοίγόντας ένα σκούρο
μπουκάλι με κρασί, καθώς εκείνη έση >ωνε πιάτα και μα­
χαιροπίρουνα, ένα δοχείο με κρύο κο ιόπουλο, μια τρα­
Μ ΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 269

γανή φρατζόλα ψωμί, ένα βάζο με βούτυρο και ψιλοκομ­


μένες φέτες αγγουριού. Σιχαινόταν το αγγούρι. Αλλά τα
σταφύλια, μεγάλα και σκούρα, φαίνονταν λαχταριστά.
Πήρε μια ρώγα και έκανε νόημα στον Κουπ να ανοί­
ξει το στόμα του, για να έχει καλό στόχο.
«Πολύ καλά», του είπε, καθώς έπιασε τη ρώγα ανά­
μεσα στα δόντια του και την εξαφάνισε. «Τώρα, καθώς
θα ασχολούμαι μ’ αυτό το κοτόπουλο, πες μου για τον
άτυχο Τζέφρι Κουίντον και το σπασμένο χέρι του».
«Μάλιστα, βασίλισσά μου». Έβγαλε δυο ποτήρια του
κρασιού και τα γέμισε. Στο δικό της έβαλε λίγο, αλλά
αυτό ήταν μάλλον φρόνιμο.
Άρχισε εξηγώντας πως ο Κουίντον δεν ήταν κολλη-
τός φίλος κανενός. Ήταν γιος κόμη, αλλά δεύτερος στη
σειρά και χωρίς ελπίδα διαδοχής - ο μεγαλύτερος αδελ­
φός του είχε ήδη αποκτήσει τέσσερις γιους με την καρ­
περή σύζυγό του. Δεν είχε τίτλο, δεν είχε προοπτικές,
είχε μόνο ένα μικρό επίδομα και την αδυναμία να σπάει
μύτες. Είχε αποφύγει να πολεμήσει στον τελευταίο πό­
λεμο, πράγμα που ο Κουπ το θεωρούσε προφανώς στίγ­
μα, και λεγόταν πως μίσθωνε τις γροθιές του. Ζούσε στις
παρυφές της καλής κοινωνίας, αλλά μόνο λόγω του τίτ­
λου του πατέρα του.
«Αλλά, κατά βάθος, ο Τζεφ είναι ένας δειλός», είπε ο
Κουπ στην Ντάνι, καθώς εκείνη, αγνοώντας τα μαχαιρο­
πίρουνα, είχε αρπάξει με τα δυο της χέρια ένα μπούτι κο­
τόπουλου. «Δεν τον είδα ποτέ να αντιμετωπίζει κάποιον
έστω και λίγο πιο σωματώδη ή πιο δυνατό απ’ αυτόν.
Πράγμα που μας φέρνει στο πρόβλημά του. Προετοιμά­
σου, Ντάνι, γιατί αυτό δε θα σου αρέσει».
270 K a s e y M ic h a e l s

«Χτύπησε κάποιον μέχρι θανάτου; Αποπειράθηκε να


σφάξει τον αδελφό και τους ανιψιούς του; Τι; Πες μου».
«Είχε πάρει εντολή να με σκοτώσει».
Η Ντάνι έμεινε με το μπούτι στον αέρα. «Να σε σκο­
τώσει; Πως;»
«Άγρια, για την ακρίβεια. Με τις γροθιές του. Παρε­
μπιπτόντως, έχει γροθιές σαν μικρά χοιρομέρια», είπε
ο Κουπ, κοιτάζοντάς την πάνω από το χείλος του ποτη­
ριού του. «Ο εκβιασμός θα σταματούσε μόλις πέθαινα,
ενώ η μη συμμόρφωση θα σήμαινε το δικό του θάνατο.
Είχε τρεις μέρες για να εκτελέσει την “αποστολή” του.
Κατά τον Ντάρμπι, ο τύπος ήταν πολύ συγχυσμένος και
φάνηκε να χαίρεται πολύ που μπορούσε να μοιραστεί το
δίλημμά του».
Το μυαλό της Ντάνι έτρεχε. «Οπότε ο Ντάρμπι του
έσπασε το χέρι για να... κάνει τι; Να τον βγάλει από το
παιχνίδι;»
«Ναι, είπε στον Τζεφ να το θεωρήσει σαν χάρη. Και
του είπε ότι θα ξαναγύριζε και θα του έσπαζε και το άλ­
λο αν παίρναμε χαμπάρι κάποιον από την κουστωδία του
να με ακολουθεί. Καθώς ο Ντάρμπι έφευγε, ο Τζεφ έδινε
εντολή στον υπηρέτη του να ετοιμάσει τα πράγματά του
για μια επίσκεψη στον πατέρα του, τον κόμη. Ναι, κι
αυτό ο Ντάρμπι το πρότεινε».
«Το ήξερα ότι ο υποκόμης μπορούσε να γίνει επικίν­
δυνος. Είναι πολύ έξυπνος». Η Ντάνι άφησε το μπού­
τι. Της είχε κοπεί η όρεξη και τα χέρια της έτρεμαν αι­
σθητά. Γλείφοντας ελαφρά τα λερωμένα δάχτυλά της,
μιλούσε καθώς σκεφτόταν. «Αλλά... αλλά θα το έκανε;
Εννοώ, θα σε σκότωνε; Τις επόμενες τρεις μέρες; Ω, Θεέ
μου, Κουπ, αν δεν είχαμε... αν δεν είχαμε συναντηθεί, αν
Μ ΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 271

δεν είχαμε ανακαλύψει την κυρία Γιόδερς... αν δεν -τ ι


εννοείς, τρεις μέρες; Και ποια είναι αυτή η κουστωδία;»
Ο Κουπ στράγγισε το ποτήρι του. «Περίμενα να το
θίξεις αυτό, αν και παραδέχομαι ότι το μυαλό μου ξέφυ-
γε καθώς σε κοιτούσα».
Η Ντάνι μίλησε έχοντας στο στόμα της το μεσαίο δά­
χτυλό της, από το οποίο προσπαθούσε να βγάλει με την
άκρη της γλώσσας της, διακριτικά ήλπιζε, ένα κομματά­
κι κοτόπουλο που είχε χωθεί κάτω απ’ το νύχι της. «Γιατί
με κοιτάς έτσι; Δεν καταλαβαίνω».
«Ωραία. Τώρα, ας επιστρέφουμε σε ό,τι ξέρουμε. Ο
Τζεφ πήρε μήνυμα ένα μήνα πριν, που τον εκβίαζε με
την αποκάλυψη ότι ενισχύει το επίδομά του ληστεύο­
ντας άμαξες, μαζί με μια μικρή συμμορία από αναμφί­
βολα επικίνδυνους μισθωμένους τύπους. Το αίτημα να
απαλλάξει τον κόσμο από εμένα ήρθε με ένα σημείωμα
σήμερα το πρωί, για την ακρίβεια, μία ώρα πριν πάει
σπίτι του ο Ντάρμπι. Προφανώς το πρόβλημα του Τζεφ
δε φάνηκε να επηρεάζει την όρεξή του».
«Σήμερα το πρωί. Γιατί αυτός - ο Φέρντι- ξέρει ότι
τον ανακαλύψαμε. Τον έχουμε στριμώξει στ’ αλήθεια,
έτσι; Και τους εαυτούς μας, υποθέτω».
«Τον έχουμε. Ο Φέρντι πρέπει να πιστεύει ότι είτε
εκδοθεί εγκαίρως η τρίτη φυλλάδα είτε όχι, δε θα σωθεί
από εμένα».
«Γιατί θα πας κατευθείαν να τον βρεις, κι ας πάει στο
διάβολο η φυλλάδα», είπε η Ντάνι, με κάποια περη­
φάνια.
«Δεσποινίς Φόστερ, τι λόγια!» Έβαλε κι άλλο κρα­
σί και στους δυο τους. «Ευτυχώς, ο φίλος μας ο Φέρντι
δεν ξέρει πως δεν έχουμε ακόμη κάποιο σχέδιο για να
272 K a s e y M ic h a e l s

τον αντιμετωπίσουμε, να πάρουμε πίσω τα γράμματα της


αδελφής σου και να σταματήσουμε την κυκλοφορία της
φυλλάδας».
«Το ψάχνουμε», του είπε, χτυπώντας ελαφρά το χέρι
του. «Θα σκεφτούμε κάτι, σύντομα. Θα σκεφτούμε, έτσι
δεν είναι;»
«Δεν έχουμε χρόνο να το λεπτολογήσουμε, φοβάμαι.
Θα πρέπει να τον αντιμετωπίσω απευθείας, να ανακαλύ-
ψω τι ξέρει πραγματικά για... για το Κατρ Μπρα».
Η Ντάνι τράβηξε το χέρι της. Δεν μπορούσε να τον
αφήσει να καταλάβει πόσο την τρομοκρατούσε αυτή η
προοπτική. Εκτός αυτού, είχε κάτι άλλο στο μυαλό της.
«Πιθανότατα ξέρει περισσότερα απ’ όσα ξέρω εγώ, που
δεν ξέρω τίποτα. Να σου πω κάτι, λόρδε Τάουνσεντ; Πι­
στεύω πως είμαι περισσότερο θυμωμένη μαζί σου παρά
φοβισμένη από τα σχέδια του Φέρντι. Τι σκοπεύεις να
κάνεις γ ι’ αυτό;»
«Προς το παρόν; Τίποτα».
«Τίποτα; Πώς... πώς μπορείς να το λες αυτό;»
«Ντάνι, δεν είναι δικό μου το μυστικό για να το απο-
καλύψω. Απλώς το ξέρω. Εξάλλου, ο Φέρντι μπορεί να
μπλοφάρει. Σίγουρα, αυτά που έλεγε στις φυλλάδες δεν
ήταν σωστά, δόξα τω Θεώ».
«Το δαχτυλίδι με το σφραγιδόλιθο». Κούνησε το κε­
φάλι της με κατανόηση. «Και όχι η γυναίκα; Ξέρω τι
είπες, αλλά νιώθω υποχρεωμένη να σε ρωτήσω ξανά».
«Φανταζόμουν ότι θα το έκανες. Το έχω συλλογιστεί
αρκετά. Φαίνεται αποφασισμένος να με παρουσιάσει ως
διαφθορέα γυναικών, πράγμα που απέχει πάρα πολύ από
την πραγματικότητα. Όσο περισσότερο το σκέφτομαι,
τόσο πείθομαι ότι μπλοφάρει σχετικά με το ότι ξέρει
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 273

κάτι επικίνδυνο για το Κατρ Μπρα. Απλώς έκανε μια ει­


κασία, έτσι ώστε να εκτεθώ στο Στέμμα, που -θυμήσου-
με αντάμειψε με έναν τίτλο και ένα κτήμα. Όχι ότι δε θα
καταστρεφόμουν, σε κάθε περίπτωση, για να μην πω ότι
θα έμπαινε το κεφάλι μου στον ντορβά αν κάποιος μά­
θαινε ολόκληρη την αλήθεια». Σηκώθηκε και άπλωσε το
χέρι του για να τη βοηθήσει να σηκωθεί κι εκείνη. «Έλα,
ας περπατήσουμε λίγο. Μπορεί να μου είναι πιο εύκολο
αν δε με κοιτάς κατευθείαν».
Η Ντάνι συμμορφώθηκε αμέσως. Της έδινε αυτό που
ήθελε. Τώρα έμενε να δει μήπως ήταν καλύτερα να μην
ξέρει. «Μήπως θέλεις να φορέσω ξανά το καπέλο μου,
για να κρύβει το πρόσωπό μου;»
Γλίστρησε το μπράτσο του γύρω από τη μέση της κι
έκανε κι εκείνη το ίδιο. «Όχι, είσαι αρκετά κοντή. Με
την προϋπόθεση πως δε θα σηκώσεις το κεφάλι σου για
να με διαπεράσεις μ’ αυτά τα πλάνα μάτια σου», αστει­
εύτηκε, φιλώντας τα μαλλιά της.
Δεν έχασε χρόνο να νιώσει ευτυχισμένη για τον προ­
φανή θαυμασμό του για τα μάτια της. «Απλώς πες μου
ένα πράγμα πριν ξεκινήσεις. Έχεις πει την αλήθεια στον
Ντάρμπι και στον Ρίγκμπι; Ή σε οποιονδήποτε άλλο;»
«Λέω ψέματα, ελπίζω πειστικά, σε όποιον ρωτάει,
μπερδεύοντας τα γεγονότα με τη φαντασία. Δε νομίζω
πως έχω δώσει δυο φορές την ίδια απάντηση, και ξεχνάω
πότε πότε τι ψέμα είχα πει την τελευταία φορά. Ολόκλη­
ρη η αλήθεια θα τους έβαζε σε κίνδυνο. Και φοβάμαι,
επίσης, πως η αλήθεια δε με κολακεύει ιδιαίτερα. Είσαι
σίγουρη πως θέλεις ακόμη να μάθεις;»
«Δεν πρόκειται ν ’ αρχίσω να γυρνάω στο Μέιφερ φω-
νάζοντας την αλήθεια, οπότε ναι, νομίζω πως θα είμαι
274 K A SEY M ICHAELS

ασφαλής, σ ’ ευχαριστώ. Εκτός αυτού, οι άντρες δε λέ­


νε συνήθως στις γυναίκες τα σημαντικά πράγματα, έτσι
δεν είναι;»
Ο Κουπ γέλασε. «Θα ήθελες ένα σύντομο κατάλο­
γο των αυτοκρατοριών που είχαν πέσει λόγω αυτής της
λανθασμένης υπόθεσης; Ω, και σημείωσε ότι σου λέω
κάτι σημαντικό, και ότι αυτό κάνω από τη μέρα που συ­
ναντηθήκαμε».
Η Ντάνι αναστέναξε. «Ναι, αλλά είμαι πολύ πειστι­
κή». Έπειτα χαμήλωσε το κεφάλι της για να κρύψει το
κοκκίνισμά της, καθώς κατάλαβε την πραγματική σημα­
σία των λόγων του.
Περπατούσαν κατά μήκος της όχθης του ρυακιού, και
η Ντάνι δεν έβλεπε την ομορφιά του περιβάλλοντος, κα­
θώς με το ζόρι συγκρατιόταν, ενώ ο Κουπ έψαχνε, προ­
φανώς, κάποιον τρόπο να της πει για εκείνη τη μέρα στο
Κατρ Μπρα.
«Ξέρεις ότι ήμασταν στις Βρυξέλλες, περιμένοντας
τον Βοναπάρτη, ελπίζοντας ότι θα έφτανε μετά τον Μπλί-
χερ, γιατί, πιθανότατα, ο στρατός του θα μας ξεπερνού-
σε αριθμητικά. Επιπλέον, επρόκειτο για τον Βοναπάρτη,
τον αναγνωρισμένο μαιτρ της στρατιωτικής στρατηγι­
κής. Ο Γουέλινγκτον είχε τις νίκες του, αλλά δεν είχε
αντιμετωπίσει ποτέ πριν τον αυτοκράτορα».
«Μπορώ να γνέψω, για να δείξω ότι το ξέρω αυτό;»
«Ναι, μπορείς να γνέψεις», συμφώνησε, δίνοντας άλ­
λο ένα φιλί στα μαλλιά της.
«Ωραία. Μπορείς, επίσης, να θεωρήσεις ότι, γνέιρΟ­
ντας, σε παρακινώ να φτάσεις στο θέμα».
«Είμαι πιο συνηθισμένος να δίνω εντολές, ξέρεις, αλ­
λά θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος. Ο Βοναπάρτης
Μ ΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 275

αλώνιζε και συγκέντρωνε υποστηρικτές με ανησυχη­


τικό ρυθμό. Κι αυτό, σε λιγότερο από ένα χρόνο μετά
τους πανηγυρισμούς για την ειρήνη και τον Γεώργιο Δ'
που υπερηφανευόταν πως ήταν εκείνος που είχε νικήσει
τον τυχάρπαστο Ναπολέοντα. Ο αντιβασιλέας μας ήταν,
προφανώς, ζαρωμένος κάτω από τα σκεπάσματα, στο
κρεβάτι του, φοβούμενος ότι ο πληθυσμός της Αγγλίας
μπορεί να ξεσηκωνόταν και να υποστήριζε έναν άνθρω­
πο του λαού. Θυμήσου ότι οι στρατιώτες μας δεν είχαν
επιστρέφει σε μια χώρα που είχε γίνει ξαφνικά παράδει­
σος, αλλά σε μισθούς πείνας και αστρονομικές τιμές, και
γρήγορα τους ξέχασαν. Οι Γάλλοι έπρεπε να υποστούν
βαριά και τελειωτική ήττα στο Βέλγιο, και ο Βοναπάρ-
της να μπει σε ένα κλουβί απ’ όπου δε θα μπορούσε να
δραπετεύσει. Ο Γουέλινγκτον και οι σύμμαχοί μας ήταν
μια σημαντική δύναμη, αλλά ο Γεώργιος Δ', κάπως σαν
τον Νεντ Γκίβενς, δε θεωρούσε καλές τις πιθανότητες.
Έτσι αποφάσισε, ή, μάλλον τον προέτρεψαν οι σύμβου­
λοί του, να τις επηρεάσει».
«Αυτό ήταν πολύ περιεκτικό, σ ’ ευχαριστώ. Συνέ­
χισε».
«Υποθέτω ότι θα έπρεπε να σε απαλλάξω από τη δέ­
σμευση να μείνεις σιωπηλή, από τη στιγμή που, έτσι κι
αλλιώς, δεν μπορείς να την τηρήσεις. Πολύ καλά. Ο Βο-
ναπάρτης είχε μία αδυναμία. Δύο, για την ακρίβεια. Τη
γυναίκα του, την αυτοκράτειρα Μαρία Λουίζα, και το
γιο του, τον Ναπολέοντα Β', βασιλιά της Ρώμης από τη
γέννησή του, ανάμεσα στους άλλους τίτλους του. Και
οι δύο είχαν εγκαταλείψει τη Γαλλία και βρίσκονταν,
ασφαλείς, στην Αυστρία, όπου η αυτοκράτειρα υποτί­
θεται πως αποκήρυξε επίσημα τον άντρα της, ως εγκλη­
276 K a s e y M ic h a e l s

ματία, δίνοντας το ελεύθερο σε όλη την Ευρώπη να τον


αιχμαλωτίσουν και να τον φυλακίσουν».
Η Ντάνι έγνεψε ξανά και ξανά. Ήξερε την ιστορία
και είχε αναρωτηθεί πόση πίεση είχε ασκήσει η οικογέ-
νειά της στην αυτοκράτειρα, ώστε να χαρακτηρίσει τον
πατέρα του παιδιού της εγκληματία.
«Ο Βοναπάρτης ήθελε απελπισμένα να ενωθεί ξα­
νά με τη γυναίκα και το παιδί του. Ο Γεώργιος Δ' και
οι σύμβουλοί του... ας πούμε πως αποφάσισαν να του
δώσουν αυτή την ευκαιρία. Και αν δεν το έκαναν αυτοί
ακριβώς, ο Γεώργιος Δ' ήταν πάντως χωμένος ως το λαι­
μό σ ’ αυτή την ιστορία, αλλιώς δε θα είχα χαρακτηριστεί
ήρωας κανενός και δε θα είχα γίνει, φυσικά, βαρόνος».
«Αυτή η γυναίκα στον αγρό. Ήταν η αυτοκράτειρα·,·»
Η Ντάνι χαμήλωσε αμέσως το κεφάλι της και απολογή-
θηκε. «Συγγνώμη. Συνέχισε. Αλλά, σε παρακαλώ, κάνε
γρήγορα».
«Δεν ξέρω ποια ήταν η γυναίκα -δ ε συστηθήκαμε-,
αλλά βλαστημούσε σαν μαουνιέρης, τόσο στα γαλλικά
όσο και στα γερμανικά, και με φιλοδώρησε με μερικές
άσχημες γρατζουνιές στο μάγουλο. Όταν τη μετέφερα
στην ασφάλεια των δέντρων και στάθηκε όρθια, έπεσε η
κάπα της και μου έκανε αμέσως εντύπωση η ομοιότητά
της με την αυτσκράτειρα. Είχα δει πορτραίτα, καταλα­
βαίνεις, άσε που φορούσε, όπως φαινόταν τουλάχιστον,
διαμάντια, και είχε τη σφραγίδα του Βοναπάρτη κεντη­
μένη στο μπούστο του φορέματος της.
»Τα παιδιά, όπως έμαθα αφού η γυναίκα υποσχέθηκε
να πει την αλήθεια, με αντάλλαγμα την απελευθέρωσή
της, ήταν ορφανά της περιοχής, και όλα σχεδόν είχαν
την ίδια ηλικία με τον πρίγκιπα της Ρώμης. Κάποιοι -κ α ι
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 277

το ποιοι παραμένει πάντα μυστήριο για μένα- θα απο­


φάσιζαν ποιο ορφανό έμοιαζε-περισσότερο στο αγόρι,
και τα είχαν όλα κρυμμένα σε μια αγροικία, υποτίθεται
ασφαλή, ενώ εκείνοι είχαν πάει να διαπραγματευτούν με
έναν από τους στρατάρχες του Βοναπάρτη. Η γυναίκα
άκουσε το θόρυβο των στρατιωτών που πλησίαζαν, οι
υπηρέτες το έσκασαν αφήνοντάς τους πίσω, και αποφά­
σισε πως ήταν πιο ασφαλές να ακολουθήσει το παρά­
δειγμά τους από το να παγιδευτεί πίσο) από τον πέτρινο
τοίχο. Τέλος πάντων, η Μεγάλη Στρατιά παραδίνεται,
όλοι οι στρατάρχες απελευθερώνονται, και στον Βονα­
πάρτη επιτρέπεται, με γενναιοδωρία, να συναντηθεί μια
τελευταία φορά με τη γυναίκα του και το γιο του. Α, και
ο γιος ονομάζεται, επίσημα, κληρονόμος του θρόνου της
Γαλλίας. Φυσικά, δε θα τους πλησίαζε ποτέ τόσο ώστε
να καταλάβει ότι δεν ήταν, στην πραγματικότητα, η γυ­
ναίκα του και ο γιος του. Θα του τους έδειχναν, απλώς,
από απόσταση».
«Θα είχαν συμφωνήσει οι στρατάρχες του, θα είχε
συμφωνήσει ο Βοναπάρτης; Και πάλι, απολογούμαι, αλ­
λά φαίνεται τόσο παρατραβηγμένο».
Σταμάτησε, τη γύρισε προς την άλλη πλευρά, και άρ­
χισαν να βαδίζουν ξανά προς το κιόσκι.
«Και πάλι, δε θα μάθουμε ποτέ. Η αγάπη του Βονα­
πάρτη για το γιο του, και για τη δική του κληρονομιά, θα
ήταν ο αποφασιστικός παράγοντας. Κατά βάθος, -έπρε­
πε να το ξέρει πως η υπόθεσή του ήταν χαμένη. Αλλά,
ανεξάρτητα απ’ το πιθανό αποτέλεσμα, ο κόσμος δεν
έπρεπε να μάθει πως η Αγγλία είχε επιχειρήσει έστω μια
τόσο άτιμη μηχανορραφία, ιδίως αν αποτύγχανε. Άφησα
τη γυναίκα να φύγει -ή , μάλλον, θα έπρεπε να πω ότι το
278 K a s e y M ic h a e l s

έβαλε στα πόδια μόλις άφησα το μπράτσο της- και πήρα


τα ορφανά μαζί μου, στο στρατόπεδο.
»Πιστεύω ότι πρέπει να συναντήθηκε με τους εργο­
δότες της και να τους είπε τι συνέβη, ότι την είχα δει, της
είχα μιλήσει, είχα δει το οικόσημο κεντημένο στο φό­
ρεμά της. Αμέσως μόλις ο Βοναπάρτης εγκατέλειψε το
πεδίο της μάχης εκείνη τη μέρα, και από τη στιγμή που
δεν είχα, βολικά, σκοτωθεί, με πήραν και με μετέφεραν
γρήγορα στην Αγγλία, όπου συναντήθηκα με τον αντι­
βασιλέα και τα φιλαράκια του. Τα υπόλοιπα τα ξέρεις».
«Ο τίτλος, το κτήμα. Η απειλή που τα συνόδευε. Αλ­
λά τι άλλο θα μπορούσες να είχες κάνει;»
«Θα μπορούσα να είχα σκοτωθεί στη μάχη και η Αυ­
τού Υψηλότης θα είχε απλώς παραγγείλει ένα άγαλμα να
στηθεί σε κάποια απόμερη γωνιά του Γκριν Παρκ ή κά­
που αλλού, και θα είχε ξοδέψει πολύ λιγότερα χρήματα.
Παρ’ όλα αυτά, προτιμώ να λέω στον εαυτό μου ότι, στις
συγκεκριμένες συνθήκες, έκανα τη μόνη λογική επιλο­
γή. Δεν μπορούσα να αφήσω τη χώρα μου να γελοιοποι­
ηθεί και να επικριθεί. Δεν μπορούσα να περνάω τις μέ­
ρες μου περιμένοντας κάποιο θανατηφόρο δυστύχημα.
Δέχτηκα απρόθυμα να γίνω ο φημισμένος και τιμημένος
ήρωας του Κατρ Μπρα και ο Γεώργιος Δ' απόλαυσε την
αντανάκλαση αυτής της δόξας. Νομίζω ότι πέρασαν δύο
εβδομάδες πριν πετάξουν πορτοκάλια στην άμαξά του
όταν βγήκε έξω».
Τώρα η Ντάνι σήκωσε το κεφάλι της για να χαμογε­
λάσει στον Κουπ, που της αντιγύρισε το χαμόγελο.
«Και αυτά είναι όλα;»
«Ναι, αυτά είναι όλα. Παραδόξως, νιώθω καλύτερα
τώρα που σ ’ τα είπα».
Μ ΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 279

«Χαίρομαι. Θα τα πεις και στους άλλους;»


«Όχι, ποτέ. Θα πρέπει να κρατήσεις το μυστικό όπως
κι εγώ».
«Θα το κάνω, θα το κάνω», υποσχέθηκε θερμά. «Όχι
επειδή δεν ήσουν γενναίος και έντιμος, αλλά επειδή
ήσουν γενναίος και έντιμος. Το ξέρεις αυτό, έτσι δεν εί­
ναι; Στο κάτω κάτω, έσωσες εκείνα τα παιδιά, εκείνη
τη γυναίκα, με κίνδυνο για τον εαυτό σου και χωρίς να
περιμένεις ανταμοιβή. Είσαι ήρωας, Κούπερ Τάουνσεντ.
Μην το ξεχνάς ποτέ αυτό, σε παρακαλώ».
Είχαν επιστρέψει στο κιόσκι τώρα, και ο Κουπ την
έπιασε από τον αγκώνα, καθώς τη βοηθούσε ν ’ ανέβει τα
τρία σκαλιά προς το εσωτερικό του, το οποίο είχε αρα­
χνοΰφαντες λευκές κουρτίνες, πάγκους με μαξιλαράκια
κατά μήκος των οχτώ πλευρών του και στο κέντρο του
ένα μεγάλο ανάκλιντρο καλυμμένο με λευκό λινό και
μια απαλή, κίτρινη κουβέρτα ριγμένη στη ράχη του.
Η Ντάνι σκέφτηκε ότι ο ίδιος ο Ντάρμπι είχε σχεδιά­
σει το εσωτερικό και είχε επιλέξει τη θέση όπου βρισκό­
ταν το κιόσκι, σύμφωνα με τις προδιαγραφές του.
Και τώρα θα κοκκινίσω ξανά και θα προδώσω τις σκέ­
ψεις μου. Ντροπή μου που σκέφτομαι καν τέτοια πράγματα.
Παρ’ όλα αυτά, έριξε την κουβέρτα πάνω στους μη­
ρούς της, καθώς μισοξάπλωσε στο ανάκλιντρο. Αναπή­
δησε δυο φορές, δοκιμάζοντας πόσο μαλακό ήταν. Ήταν
πολύ αναπαυτικό.
Και απομονωμένο.
Και... βολικό.
«Ντάνι;»
Κοίταξε τον Κουπ, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια της.
«Ναι», είπε. Δεν ήταν ερώτηση. Είπε ναι.
Είχε την ελπίδα ότι εκείνος θα καταλάβαινε.
^/^Εψά]α{θ / 6

Γα σκουρογάλανα μάτια της ήταν διάπλατα ανοιχτά,


γεμάτα ερωτήματα, προσμονή, ένα ίχνος χιούμορ, σκι-
ασμένο ελαφρά από ανησυχία.
Ο Κουπ αναρωτήθηκε τι έβλεπε η Ντάνι στα δικό.
του μάτια.
Αναρωτήθηκε αν δυσκολευόταν να ανασάνει όσο κι
εκείνος, σαν το σώμα του να είχε αναθέσει αυτή την ευ­
θύνη αποκλειστικά στον ίδιο κι αν δε συγκεντρωνόταν,
δε θα ανάσαινε καθόλου.
Η Ντάνι δεν ήξερε. Δεν αμφισβητούσε.
Δεν είχε αμφιβάλει ποτέ.
Είχε σημασία;
Ήταν δική του, ήταν αρραβωνιασμένοι που να πάρει,
ανάθεμα στο δαχτυλίδι, ανάθεμα στον κόσμο όλο.
Ήταν δική του. Από τη στιγμή που τον κοίταξε για
πρώτη φορά στα μάτια. Τότε. Τώρα. Για πάντα.
Το στόμα της ήταν ζεστό κάτω από το δικό του, το
δέρμα της απαλό και μεταξένιο, καθώς την έγδυνε φιλώ­
ντας την, με τις αισθήσεις του να φλογίζονται στο διατα­
κτικό άγγιγμά της, καθώς του έκανε το ίδιο.
Χάιδευε. Άγγιζε. Μάθαινε.
Με όλο το χρόνο του κόσμου, με όλη τη φροντίδα
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 281

που ήλπιζε ότι της μετέδιδε με κάθε νέο, προσεκτικό βή­


μα που έκανε.
Έτοιμος κάθε στιγμή να σταματήσει. Με τη διαρκή
ευχή στο μυαλό του να μην του ζητήσει να το κάνει.
Να μην το ζητήσει ο ίδιος από τον εαυτό του.
Βόγκηξε απαλά καθώς πήρε τη θηλή της στο στόμα
του, και το σώμα της ανασηκώθηκε για να τη νιώσει κα­
λύτερα, να την κρατήσει, να της ανοίξει τον κόσμο της
απόλαυσης των αισθήσεων.
Τη φίλησε ξανά, κρατώντας τη σε ένα επίπεδο ευχα­
ρίστησης χωρίς πόνο, καθώς κατάφερνε να ξεκουμπώσει
το φόρεμά της.
Προχώρημα. Οπισθοχώρηση. Ξανά και ξανά φιλιά,
γεύση και άγγιγμα και σαρωτικός πόθος ανάμεικτος με
μια τρυφερότητα που του έφερνε σχεδόν δάκρυα στα
μάτια.
Θεέ μου. Σ ’ευχαριστώ Θεέ μου. Τι έκανα για να αξίζω
ένα τόσο πολύτιμο δώρο;
Ο Κουπ ανασήκωσε το κεφάλι του για να κοιτάξει
το πρόσωπο της Ντάνι, καθώς γλιστρούσε αργά το χέρι
προς τα κάτω, στο τέλειο κορμί της. Πίεσε την παλάμη
του χαμηλά στην κοιλιά της και είδε τις κόρες των ματι­
ών της να διαστέλλονται και να σκοτεινιάζουν.
Έγλειψε τα χείλη της με την άκρη της γλώσσας της.
Είδε το λαιμό της να κινείται καθώς κατάπινε, τα βλέφα­
ρά της να πεταρίζουν.
ΕΙ καρδιά του βροντοχτυπούσε. Από το γρήγορο χτύ­
πο της ζωής, από τον υπέροχο πόνο της αγάπης που δεν
ήξερε ότι υπήρχε.
Μετακίνησε το χέρι του, το γλίστρησε ανάμεσα στους
282 K a s e y M ic h a e l s

μηρούς της, καθώς απαιτούσε ξανά το στόμα της με τα


χείλη και τη γλώσσα του.
Άνοιξε για χάρη του. Άνθισε για χάρη του.
Μιμήθηκε τις κινήσεις του, με τη γλώσσα και τα δά­
χτυλά της να εξερευνούν. Πεισμένη. Ησυχασμένη. Ή ξε­
ρε τη στιγμή που η ανησυχία έδωσε τη θέση της στην
ευχαρίστηση. Ευχαρίστηση που της έδινε, που λαχτα­
ρούσε να της δώσει.
Βόγκηξε σιγανά, κουνώντας τους γοφούς της σαν να
φοβόταν πως θα την άφηνε. Τόλμησε να προχωρήσει πε­
ρισσότερο, αλλά εκείνη αμέσως σφίχτηκε, οι μηροί της
συσπάστηκαν.
«Εντάξει, εντάξει», την ηρέμησε, με το στόμα του πά­
νω στο δικό της. «Θα σταματήσω».
Κούνησε το κεφάλι της. Μάλλον βίαια, για την α­
κρίβεια.
Δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει.
Μα τι φαντάστηκε; Η Ντάνι δε θα υποχωρούσε ποτέ
μπροστά στο πρώτο εμπόδιο. Δεν ήταν στη φύση της.
Σιγανά, καθώς έβαζε το πόδι του ανάμεσα στα δικά
της, άρχισε να ψιθυρίζει στο αυτί της. «Δε θέλω να σε
πονέσω. Ποτέ δε θα θελήσω να σε πονέσω. Αλλά αυτή
μόνο τη φορά θα το κάνω, πρέπει».
Πέρασε τα μπράτσα της γύρω από την πλάτη του και
ανασήκωσε το κάτω μέρος του κορμιού της προς το μέ­
ρος του. Χωρίς λόγια. Χωρίς φόβο. Απλώς ένα σιωπηλό,
αλλά ξεκάθαρο ναι.
«Αλλά γρήγορα», του είπε, ενώ τα δάχτυλά της βυθί­
ζονταν στην πλάτη του.
«Δεν υπάρχει επιστροφή», την προειδοποίησε.
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 283

«Δεν υπάρχει επιστροφή», συμφώνησε με ένα ανα­


στεναγμό.
Αυτή ήταν όλη η ενθάρρυνση που χρειαζόταν. Την
ένιωσε να τεντώνεται. Κατάλαβε τη στιγμή που πέρασε
το λεπτό φράγμα. Την κράτησε σφιχτά καθώς της έδινε
τα πάντα, καθώς τον δεχόταν μέσα της.
Ήθελε να είναι ευγενικός. Είχε κάθε πρόθεση να εί­
ναι ευγενικός, να της δείξει σιγά σιγά αυτό που ήλπιζε
να είναι όλο και πιο μεγάλη ευχαρίστηση, αρκετή του­
λάχιστον για να της δώσει την υπόσχεση ότι η επόμενη
φορά, και όλες οι φορές έπειτα από αυτήν, δε θα ήταν
τίποτα άλλο από ηδονή.
Αλλά είχε υπολογίσει χωρίς την Ντάνι. Με κάποιον
τρόπο, ανάμεσα στα μπερδεμένα ρούχα και στην απαλή,
ζεσταμένη από τον ήλιο κασμιρένια κουβέρτα, κατάφε-
ρε να ελευθερώσει τα πόδια της, να τα σηκώσει και να
τα τυλίξει γύρω του, καθώς εκείνος άρχισε να κινείται
μέσα της.
Το κουράγιο της του έδωσε κουράγιο. Η Ντάνι ήταν
γυναίκα τώρα, με τη δική της ελεύθερη θέληση, τη δική
της ελεύθερη επιλογή.
Θα μπορούσε να φύγει όταν θα είχε τελειώσει αυτή
η ιστορία του εκβιασμού, όταν η Μάρι θα είχε απαλλα­
γεί. Θα μπορούσε να φύγει εκείνος, αφού είχαν κι οι δύο
συμφωνήσει πως αυτός ήταν ένας ψεύτικος αρραβώνας.
Και όμως του είχε προσφέρει τον εαυτό της. Χωρίς
δισταγμό, χωρίς να απαιτήσει τίποτα από εκείνον. Και
ας πάνε στο διάβολο οι συνέπειες,
Ή τον εμπιστευόταν τόσο πολύ; Υπήρχε ίσως κάτι πε­
ρισσότερο από εμπιστοσύνη; Τολμούσε να ελπίσει.
«Ντάνι...» ψιθύρισε, φιλώντας ξανά το στόμα της. Πο­
284 K a s e y M ic h a e l s

τέ, ποτέ δε θα χόρταινε τα φιλιά της. Θα μπορούσε να


ζήσει μέρες χωρίς άλλη τροφή, πέρα από τη γλυκιά γεύ­
ση της.
Ο Κουπ ένιωθε γεμάτος δέος, σεβασμό, ακόμη και
καθώς ο πόθος του φούντωνε, αλλά θα συνέχιζε να συ­
γκροτείται, να είναι ήπιος, να της δίνει ευχαρίστηση αρ­
γά, προσεκτικά... ακόμη κι αν τον σκότωνε.
Η Ντάνι όμως δεν ήταν τόσο επιφυλακτική.
Τα δάχτυλά της είχαν βυθιστεί στην πλάτη του τόσο
ώστε θα άφηναν σημάδια. Ανασηκωνόταν για να τον συ­
ναντήσει κάθε φορά που τολμούσε να προχωρήσει πιο
βαθιά, ανταποκρινόμενη σε κάθε κίνησή του. Άκουγε τη
γρήγορη, κοφτή ανάσα της. Ένιωθε την καρδιά της να
χτυπά κάτω από το στήθος του.
Ανασήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε στα μά­
τια. Αυτά τα σκούρα γαλανά, τόσο εκφραστικά μάτια. Η
ερωτηματική έκφραση ήταν ακόμη εκεί, αλλά τώρα μαζί
με μια αίσθηση αποκάλυψης, ακόμη και ανυπομονησίας.
Ευλογημένη να είναι. Η Ντάνι, η ατρόμητη.
«Είσαι σίγουρη; Δε σε πονάω; Γιατί...»
Σταύρωσε τα πόδια της πιο ψηλά στο κορμί του.
Είχε πάρει την απάντησή του.
Η φύση έχει έναν τρόπο να προστατεύει τους αθώ­
ους, και αυτό ήταν εκείνη τη στιγμή, δύο αθώοι, που
έψαχναν το δρόμο τους σε άγνωστο έδαφος, οδηγημένοι
μόνο από το ένστικτο.
Σεξ. Δυο άνθρωποι έβρισκαν ψηλαφητά το δρόμο για
την προαιώνια πράξη.
Αλλά το να νοιάζεσαι, να νοιάζεσαι πραγματικά; Να
προστίθεται αυτή η απρόσμενη διάσταση σε ό,τι ερχό­
ταν φυσικά;
μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Συ ν ε ρ γα σία 285

Τούτη τη στιγμή ο Κουπ ένιωθε τόσο παρθένος όσο


ήταν η Ντάνι μόλις λίγα λεπτά πριν. Καθώς ο πόθος του
κορυφωνόταν, ένα άλλο συναίσθημα μεγάλωνε μαζί του
και άνθισε θριαμβικά τη στιγμή που ένιωσε το σώμα της
να συσπάται γύρω του. Η ευχαρίστησή της τον έκανε
να εκραγεί, τον ταξίδεψε πέρα απ’ οτιδήποτε ήξερε, και
όταν έφτασε στην κορύφωση μέσα της, ένιωσε δάκρυα
να τσούζουν στα μάτια του.
Έμεινε πεσμένος επάνω της για μερικά ατέλειωτα λε­
πτά, καθώς και οι δύο ξανάβρισκαν την ανάσα τους, πε-
ρίμεναν τις καρδιές τους να ηρεμήσουν από τον ξέφρενο
καλπασμό τους, που τους είχε φέρει στα άκρα, και πέρα
απ’ αυτά.
Κοίταξε το πρόσωπό της, προσπαθώντας ξανά να ζυ­
γίσει την αντίδρασή της, και είδε δάκρυα να κυλούν από
τις άκρες των ματιών της, προς τα αυτιά της. Όμως χα­
μογελούσε, και σήκωσε το χέρι της να χαϊδέψει το πρό­
σωπό του.
Έστρεψε το στόμα του στην παλάμη της, φίλησε το
ζεστό δέρμα της.
«Αυτό ήταν... ήταν ενδιαφέρον».
Μόνο η Ντάνι μπορούσε να πει κάτι τέτοιο και να
τον κάνει να γελάσει.
«Συμφωνώ», της είπε, καθώς σηκωνόταν προσεκτι­
κά, απλώς για να μετακινήσει το βάρος του. Κοιτώντας
την πάντα, αναζήτησε την κασμιρένια κουβέρτα και την
έριξε επάνω της.
Φιλώντας την άκρη της μύτης της, ανακάθισε, με την
πλάτη προς το μέρος της, εντόπισε το σακάκι του και
έβγαλε το λινό μαντίλι του.
«Μείνε εδώ», της είπε καθώς σηκωνόταν, κρατώντας
286 K a s e y M ic h a e l s

με το ένα χέρι το παντελόνι του. Ένιωθε ότι δεν παρου­


σίαζε τόσο ρομαντικό θέαμα, αλλά δεν μπορούσε να κά­
νει κάτι άλλο.
«Να μείνω εδώ; Αναβαθμίστηκα τώρα σε έμπιστο
κυνηγόσκυλό σου;»
«Εντελώς», της είπε χαμογελώντας και έπειτα κα-
τευθύνθηκε προς το ρυάκι, βούτηξε μέσα το μαντίλι του
και κόπηκε η ανάσα του καθώς είδε ένα ίχνος από αίμα
κολλημένο στο σώμα του.
Αφού κούμπωσε το παντελόνι του, έβαλε μέσα το
πουκάμισό του και ήταν στοιχειωδώς ευπαρουσίαστος,
ξέπλυνε το μαντίλι και γύρισε στο κιόσκι, όπου η Ντάνι
φαινόταν να έχει αποκοιμηθεί.
Άδικες, λοιπόν, οι ανησυχίες του για δάκρυα, άβολες
ερωτήσεις, κατηγορίες.
Ανασήκωσε την κουβέρτα και έσκυψε επάνω της,
την ξύπνησε φιλώντας την, ψιθυρίζοντας στο αυτί της,
της έβαλε στο χέρι το υγρό μαντίλι και απομακρύνθηκε
ξανά, επιστρέφοντας μόνο όταν ζήτησε τη βοήθειά του
για να κουμπώσει ξανά το φόρεμά της, και στάθηκε πί­
σω της, περνώντας τα κουμπιά, φιλώντας τον ώμο της,
χαμογελώντας καθώς εκείνη έγερνε το κεφάλι της για να
ακουμπήσει στο στήθος του.
«Πρέπει να φύγουμε», είπε, καθώς η Ντάνι δίπλωνε
την κουβέρτα και την άφηνε ξανά στην πλάτη του ανά­
κλιντρου.
«Το ξέρω. Πρέπει να επιστρέφουμε στον κόσμο και
στα προβλήματά μας. Μεταξύ των οποίων είναι ότι αμ­
φιβάλλω αν θα μπορέσω να αντικρίσω ξανά τον Ντάρ-
μπι ή τον Χάρι».
«Ο Χάρι έχει εκπαιδευτεί να είναι διακριτικός, καθώς
μ ια σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς σ υ ν ε ρ γ α σ ία 287

ήταν από πολύ μικρός στην υπηρεσία της μητέρας μου,


και ο Ντάρμπι έχει αυτό που ονομάζει επιλεκτική μνή­
μη. Τουλάχιστον δε θα αρχίσει τα πειράγματα. Σ ’ εσένα,
δηλαδή, εγώ δε νομίζω πως θα σταθώ τόσο τυχερός»,
Μαζί, ανταλλάσσοντας κλεφτά φιλιά, μάζεψαν τα υ­
πολείμματα του γεύματος που δεν είχαν φάει, και έπειτα
ο Κουπ την πήρε από το χέρι και την οδήγησε πίσω στην
αγροικία.
Ο Χάρι τους περίμενε ήδη με την άμαξα, κρατώντας
το κεφάλι ενός από τα άλογα, με το σαγόνι του πασα-
λειμμένο με κάτι που έπρεπε να είναι τάρτα από κεράσια
κι ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό του.
Αφού είχαν απομακρυνθεί από το κτήμα και κατευ-
θύνονταν προς την Πόρτμαν Σκουέαρ, ο Κουπ ένιωσε
να αποκτά ξανά συνείδηση του κόσμου και να απομα­
κρύνονται οι πιο πρόσφατες και, οπωσδήποτε, πολύ πιο
ευχάριστες αναμνήσεις.
Και η Ντάνι φαινόταν να νιώθει την ίδια καταθλιπτι-
κή απογοήτευση.
«Αποφάσισες πώς θα προσεγγίσεις αυτόν τον Φέρ-
ντι; Υπαινίχθηκες πως το να βρεις κάτι που θα γύριζε την
κατάσταση σε βάρος του δεν είναι πλέον δυνατό τώρα
που ξέρει πως έχει αποκαλυφθεί. Επομένως, τι θα κά­
νεις; Τι μπορούμε να κάνουμε για να σταματήσουμε την
έκδοση μιας ακόμη φυλλάδας που θα σε κατέστρεφε και
για να πάρουμε πίσω τα γράμματα της Μάρι;»
«Υπάρχουν κάποια σχέδια που προχωρούν, αλλά δεν
αρκούν από μόνα τους. Ο Φέρντι επιχείρησε να αναγκά­
σει τον Τζεφ να με σκοτώσει. Αμφιβάλλω ότι ο παροπλι­
σμός του Τζεφ από τον τραυματισμό του θα σταματήσει
288 K a s e y M ic h a e l s

για πολύ τον Φέρντι, ιδίως όταν ανακαλύψει ότι ο Τζεφ


το έσκασε».
Στράφηκε να την κοιτάξει, βέβαιος ότι επρόκειτο να
έχουν την πρώτη λογομαχία τους, και ούτε μισή ώρα
αφότου είχαν κάνει έρωτα. «Σε κάθε περίπτωση, μέχρι
να δούμε τι θα κάνουμε μαζί του, εσύ θα περιοριστείς
στην Πόρτμαν Σκουέαρ».
«Δεν πρόκειται!»
Έπρεπε να είναι ευθύς και κατηγορηματικός. «Ντάνι,
δεν έχω αρκετά στο μυαλό μου;»
Κοίταξε ευθεία μπροστά, με τα μπράτσα της σταυ­
ρωμένα, και κατέβασε μούτρα.
«Ντάνι;»
«Ναι, ναι, θα σου απαντήσω. Απρόθυμα. Έχεις δίκιο»,
είπε τελικά, αναστενάζοντας μάλλον θεατρικά. «Αλλά ελ­
πίζω ότι ο Ρίγκμπι και ο Ντάρμπι θα σε προστατέψουν.
Θα το κάνουν, έτσι δεν είναι;»
«Ναι». Αλλά ο Κουπ κάθε άλλο παρά χαλάρωσε. Π
Ντάνι υπάκουε όταν ήθελε να υπακούσει. Αυτό το είχε
μάθει καλά τις προηγούμενες λίγες μέρες. «Θα σε πή­
γαινα στο μέγαρο της δούκισσας, αλλά πρέπει να είσαι
κοντά στην αδελφή σου. Τι θα γίνει αν ο Όλιβερ επι­
στρέφει πριν πάρουμε τα γράμματα; Θα σε χρειαστεί».
«Και πάλι, πρέπει να συμφωνήσω. Θα μου πεις, του­
λάχιστον, ποια είναι αυτά τα σχέδια που προχωρούν;»
Προσπάθησε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο, αλλά
δεν τα κατάφερε. «Εμπλέκονται η Μινέρβα και η δού-
κισσα, μαζί με την πολύ πρόθυμη Κλαρίς Γκουντφέλοου.
Και είτε το πιστεύεις είτε όχι, η ιδέα ήταν του Ρίγκμπι.
Εγώ έπρεπε μόνο να συμφωνήσω να μην αναμειχθώ και
Μ ΙΛ ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 289

“να συμμορφωθώ”, όπως είπε η Μινέρβα στον Ντάρμπι


καν σ ’ εμένα...»
Ο πυροβολισμός ήρθε από τα δέντρα αριστερά τους
και ο Χάρι ξεφώνισε από τον πόνο.
Ο Κουπ αντέδρασε άμεσα, σαν στρατιώτης, χωρίς να
μειώσει καθόλου την ταχύτητα του αμαξιού.
«Χάρι!»
«Εδώ, σερ. Το πόδι μου, σερ».
«Κρατήσου! Ντάνι, μπορείς να πάρεις τα χαλινάρια;»
Είχε απλώσει ήδη τα χέρια της για να τα πιάσει. «Πά­
ντα υπάρχει η πρώτη φορά. Πιάσετον, Κουπ, πριν πέσει».
Ο Κουπ δεν είχε χρόνο να ανησυχήσει για την απειρία
της. Ο δρόμος δεν είχε καθόλου κίνηση και συνέχιζε σε
ευθεία. Στράφηκε πάνω στον πάγκο, άρπαξε τον Χάρι από
το πουκάμισο, τον σήκωσε από το κάθισμα και τον τρά­
βηξε, έτσι ώστε βρέθηκε μπρούμυτα ανάμεσά τους, και
μετά τον κάθισε κανονικά, πριν ξαναπάρει τα χαλινάρια.
Από τον ήχο του πυροβολισμού, την κραυγή πόνου
του Χάρι, μέχρι να πάρει πάλι τα χαλινάρια, ενώ η Ντάνι
κρατούσε σφιχτά τον ιπποκόμο, δεν είχαν περάσει παρά
λίγα δευτερόλεπτα.
Δευτερόλεπτα που έμοιαζαν να είχαν κρατήσει μια
ζωή.
«Είσαι εντάξει;»
«Εντάξει», απάντησε η Ντάνι. «Ο Φέρντι έμαθε τα
νέα για τον Τζεφ πιο γρήγορα απ’ ό,τι νόμιζες;»
«Και έκανε άλλα σχέδια, επίσης πιο γρήγορα απ’ ό,τι
νόμιζα. Είσαι σίγουρη πως είσαι εντάξει;»
«Ναι, τουλάχιστον όσο μπορεί να είναι κανείς με αυ­
τές τις συνθήκες. Αλλά ο Χάρι αιμορραγεί».
«Απλώς μια γρατζουνιά, μαντάμ», είπε ο Χάρι πο­
290 K a s e y m ic h a e ' l s

νηρά, ενώ το κεφάλι του ακουμπούσε στο στήθος της


Ντάνι και της χαμογελούσε, με λατρεία σχεδόν. «Λίγο
ζαλισμένος μόνο, αυτό είναι όλο». Και τύλιξε και τα δυο
χέρια του γύρω από τη μέση της Ντάνι.
«Θα σταματήσω στην άκρη του δρόμου, μόλις σι­
γουρευτώ πως δε μας ακολουθεί κανείς».
«Λογικό ακούγεται», του είπε η Ντάνι. «Απ’ ό,τι φαί­
νεται από τα παντελόνια του, μόλις που τον άγγιξε η
σφαίρα. Κυρίως του τα έσκισε. Χμ, θα μπορούσες να
επιταχύνεις λίγο τα άλογα; Μπορεί να ακουστεί χαζό,
αλλά νιώθω φαγούρα στην πλάτη».
Της χαμογέλασε. «Κι εγώ το ίδιο. Υπάρχει ήδη πε­
ρισσότερη κίνηση στο δρόμο. Σε λίγο θα πρέπει αναγκα­
στικά να κόψω ταχύτητα».
«Να το κάνεις τότε, κι εγώ θα φροντίσω τον καημένο
τον Χάρι καθώς θα προχωράμε».
«Ο καημένος ο Χάρι, το μόνο μωρό της μαμάς», είπε
το αγόρι με έναν αναστεναγμό, κουρνιάζοντας ακόμη πιο
κοντά, έτσι που ο Κουπ μπήκε στον πειρασμό να του δώ­
σει μια σφαλιάρα. Μόνο που το αγόρι είχε φάει μια σφαί­
ρα που ξεκάθαρα προοριζόταν για εκείνον, μια σφαίρα
που θα μπορούσε, εύκολα, να είχε πετύχει την Ντάνι.
Είχαν διανύσει ένα μίλι από τον τόπο της απόπειρας,
και τώρα υπήρχαν δυο άμαξες πίσω τους, και μια άδεια
αγροτική καρότσα μπροστά τους. Είχαν επιβραδύνει σε
ρυθμό βαδίσματος.
«Μπορείς να την αφήσεις τώρα, Χάρι, εκτός αν νιώ­
θεις πως θα λιποθυμήσεις».
«Μάλιστα, λόρδε μου».
«Κλείσε τα μάτια σου, Χάρι», του είπε η Ντάνι, κα­
θώς έσκυψε μπροστά, σήκωσε τη φούστα της και έσκισε
Μ ΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 291

μια λωρίδα ύφασμα από το μισοφόρι της. «Έλα. Ας το


τυλίξουμε αυτό γύρω από το πόδι σου, εντάξει;»
«Ναι, μαντάμ. Πρέπει... πρέπει να κατεβάσω τα πα­
ντελόνια μου;»
«Όχι!»
«Ειλικρινά, Κουπ, δε χρειάζεται να φωνάζεις», εί­
πε η Ντάνι γελώντας. «Σ’ ευχαριστώ, Χάρι, αλλά δε θα
χρειαστεί. Θέλω μόνο να το πιέσω πάνω στο τραύμα
σου. Αυτό έκανε ο πατέρας μου τη μέρα που ο αδελφός
μου θεώρησε ότι θα είχε πλάκα να δει αν μπορούσε να
πετάξει το μαχαίρι του στον αέρα και να το πιάσει».
«Δεν έχω αδελφό», είπε ο Χάρι. «Ούτε μπαμπά. Μό­
νο η μαμά κι εγώ είμαστε, κι εκείνη είναι ακόμη στο
κτήμα του βαρόνου, ολομόναχη».
Η Ντάνι τύλιξε το τραύμα και έδεσε τις άκρες του
υφάσματος. «Θα τη δεις πολύ σύντομα. Έ τσι δεν είναι,
λόρδε μου; Και με μια ωραία, καινούργια λιβρέα. Φάνη­
κε τόσο γενναίος».
Τώρα έμπαιναν στα περίχωρα του Λονδίνου. «Τίπο­
τα άλλο, δεσποινίς Φόστερ; Ίσως ένα δικό του πόνι;»
«Ένα δικό μου πόνι;» Ο Χάρι αγκάλιασε σφιχτά την
Ντάνι. «Ω, ευχαριστώ, δεσποινίς Φόστερ, μαντάμ, ευ­
χαριστώ]»
Η Ντάνι χάιδεψε το κεφάλι του και έκανε μια αστεία
γκριμάτσα στον Κουπ. «Παρακαλώ», είπε, ευχαριστημέ­
νη, προφανώς, που δεχόταν όλη την ευγνωμοσύνη του.
Ο Κουπ κούνησε το κεφάλι του και πήρε τη στροφή
που θα τους οδηγούσε στην Πόρτμαν Σκουέαρ. Η Ντάνι
έκανε τη Μινέρβα να μοιάζει με άβγαλτη ερασιτέχνισ-
σα... και, για κάποιο λόγο, δε θα μπορούσε να είναι πιο
ευτυχισμένος.
«Ε ίσ αι καλά;» ρώτησε η Ντάνι την αδελφή της, καθώς
προσπαθούσε να διακρίνει μέσα στο μισοσκόταδο της
κρεβατοκάμαρας, καθώς όλες οι κουρτίνες ήταν κλει­
σμένες.
Θα έπρεπε, ίσως, να ρωτήσει το ίδιο και τις δύο υπη­
ρέτριες που είχαν καταρρεύσει στις καρέκλες, με βουνά
από πετσέτες στα πόδια τους, η μία κρατώντας ακόμη
μια βούρτσα από τρίχα αλόγου στο χέρι της. Και οι δύο
σηκώθηκαν με κόπο όταν η Ντάνι μίλησε, μάζεψαν τις
πετσέτες και βγήκαν βιαστικά από το δωμάτιο, πιθανόν
για να ζητήσουν από την οικονόμο μερικά αναζωογονη­
τικά φλιτζάνια τσάι και βουτυρωμένα μπισκότα.
«Οχι, δεν είμαι καλά», απάντησε ξινισμένα η κόμισ­
σα από το κρεβάτι. «Μόνο εσύ θα μπορούσες να κάνεις
μια τόσο γελοία ερώτηση, Ντανιέλα. Το κεφάλι μου πο­
νάει από τα απανωτά λουσίματα, το πρόσωπό μου είναι
ακόμη καλυμμένο με κοκκινίλες και σχεδόν ικέτεψα να
μου φέρει κάποιος μερικά αγγουράκια τουρσί με κρέμα,
αλλά κανένας δε μου δίνει σημασία. Που ήσουν;»
«Είπες πως δε σε ένοιαζε πού θα πήγαινα», της θύ­
μισε η Ντάνι, καθώς πηδούσε πάνω στο κρεβάτι. «Τα
Μ ίΑ ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 293

μαλλιά σου δείχνουν πολύ καλύτερα, Μάρι. Και σίγου­


ρα μυρίζει πολύ καλύτερα εδώ μέσα».
«Δε θα ξαναφάω ποτέ κοτόπουλο, σε όλη την υπό­
λοιπη ζωή μου!»
«Ναι, άτιμα πουλερικά», είπε η Ντάνι, αν και δεν πε-
ρίμενε να γελάσει η αδελφή της. «Αλλά, είσαι εντάξει;
Εννοώ γενικά. Με το μωρό και όλα αυτά».
Η Μάρι τύλιξε γύρω της μια ροζ μεταξωτή ρόμπα.
«Πολύ επίμονη είσαι σήμερα. Ναι, είμαι καλά. Πήρε ο
βαρόνος πίσω τα γράμματά μου; Με το βαρόνο ήσουν;
Πού πήγατε;»
Ο,τι και να έλεγε η Ντάνι απ’ όσα είχαν γίνει στ’ αλή­
θεια, δε θα ήταν φρόνιμο. Έτσι κατέφυγε σε ένα ψέμα.
«Κάναμε έναν περίπατο στην Μποντ Στρητ, κι έπει­
τα έναν ακόμη στο Γκριν Παρκ, όπου η εξοχότητά του
πήρε το χέρι μου και εξαφανιστήκαμε μέσα στα δέντρα,
όπου με φίλησε. Δύο φορές, μάλιστα».
«Ω, δεν κάνατε κάτι τέτοιο. Ο βαρόνος δε θα σε εξέ­
θετε ποτέ εφόσον δε σκοπεύει πραγματικά να σε παντρευ­
τεί. Ούτε εσύ εκείνον. Ντάνι, δε σου έχουν μπει τίποτα
ανόητες ιδέες, έτσι; Εκτιμώ ό,τι κάνεις, αλλά δε θέλω να
πληγωθείς. Είσαι η αδελφή μου».
«Όχι, όχι, φυσικά δε θα πληγωθώ. Και ναι, ψέματα
είπα, χαζή. Σιγά μη με φιλούσε. Ήθελα να βεβαιωθώ ότι
με παρακολουθούσες. Συχνά δεν το κάνεις. Δεν ξέρω γι­
ατί η μαμά θεώρησε πως θα ήσουν καλή συνοδός».
Η Μάρι ξέσπασε σε δάκρυα, που ήταν το τελευταίο
πράγμα που ήθελε η Ντάνι.
«Λυπάμαι τόσο, τόσο πολύ», είπε η κόμισσα, πιάνο-
ντας το χέρι της Ντάνι. «Είμαι απαίσια αδελφή. Δίνω
το κακό παράδειγμα, κάνω ανόητα λάθη και τώρα είμαι
294 K a s e y M ic h a e l s

κλεισμένη στο δωμάτιό μου μέχρι να φύγουν αυτές οι


απαίσιες κοκκινίλες -η Μικρή Σεζόν θα τελειώσει πριν
το καταλάβουμε. Τι να κάνω για να επανορθώσω;»
«Εεε, δεν ξέρω. Εννοώ, αλήθεια, Μάρι, είσαι η κα­
λύτερη αδελφή, και είμαι τόσο χαρούμενη που θα έχω
έναν ανιψιό ή ανιψιά σε λίγους μήνες, και έτσι κι αλλιώς
μ’ αρέσει τόσο πολύ που είμαι εδώ, στο Λονδίνο, ακόμη
κι αν δεν πάω σε κανέναν άλλο χορό ή μουσική βραδιά.
Παρ’ όλα αυτά...»
Η Μάρι έσφιξε τα χέρια της. «Ναι, ναι; Τι είναι; Ει-
λικρινά, Ντάνι, εκτός αν θέλεις να κάνεις κάτι τελείως
εξωφρενικό, είμαι σίγουρη ότι θα το εγκρίνω. Θα το
εγκρίνω;»
«Ο Όλιβερ ταξιδεύει ακόμη;» ρώτησε η Ντάνι, κατε­
βαίνοντας από το κρεβάτι. «Δε θα τον δούμε στην πόρ­
τα, στις επόμενες είκοσι τέσσερις ώρες;»
«Όχι, όχι. Μέτρησα στα δάχτυλά μου, από τη μέρα
που πρωτοείπε ότι επιστρέφει. Μένουν τουλάχιστον άλ­
λες τρεις μέρες. Και πρέπει να έχω γιατρευτεί μέχρι τότε.
Η κυρία Τίμερλι είπε ότι θα έχω, χρησιμοποιώντας μια
κρέμα που έχει από τη μαμά και τη γιαγιά της. Ειατί;
Δεν είναι αρκετός ο χρόνος για να πάρει πίσω ο βαρόνος
τα γράμματα; Πες μου την αλήθεια, Ντάνι. Πρέπει να
ξέρω την αλήθεια. Είπες ότι ανακάλυψε ποιος είναι ο
εκβιαστής».
«Αυτό είναι αλήθεια, αλλά δε μου λέει. Δεν πεθαίνεις
από επιθυμία να μάθεις;»
Η Μάρι ανασήκωσε τους ώμους της. «Υποθέτω. Ίσως
τον συναντήσω κάποια στιγμή». Έπειτα ανατρίχιασε.
«Δεν μπορεί ο βαρόνος απλώς να τον πυροβολήσει ή
κάτι τέτοιο; Αφού πάρει τα γράμματά μου, εννοώ».
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 295

Μέχρι εδώ κατάφερα να την αποσπάσω, σκέφτηκε η


Ντάνι, χαμογελώντας από μέσα της. Τώρα ξαναγυρίσαμε,
όπως πάντα, στο αγαπημένο θέμα της Μάρι: τον εαυτό της.
«Θα ζητούσες από έναν σχεδόν άγνωστο να θυσιάσει
την ελευθερία του για να πάρει πίσω τα ανόητα γράμ­
ματά σου;»
Η κόμισσα βούλιαξε ξανά στα μαξιλάρια. «Όχι για
μένα, Ντάνι. Για το παιδί».
«Ω, ναι, φυσικά. Το παιδί. Τι χαζή που είμαι. Τα μω­
ρά χρειάζονται μπαμπάδες, έτσι δεν είναι; Και να θεω­
ρηθούν διάδοχοι χωρίς ανησυχητικά ερωτήματα για το
ποιος μπορεί να είναι αυτός ο μπαμπάς».
«Ξέρεις πολύ καλά, ότι ποτέ δε θα... ω, Ντάνι, πρέπει
να τα καταφέρουμε. Απλώς πρέπει!»
Α, και τώρα, επιτέλους, είχαν φτάσει εκεί όπου ήθελε
η Ντάνι.
«Συμφωνώ απολύτως. Και γ ι’ αυτό ήθελα να βεβαιω­
θώ πως είσαι καλά. Γιατί η δούκισσα με κάλεσε σε δείπνο
και, πιθανόν, να περάσω τη νύχτα εκεί, καθώς πιστεύει
ότι η φιλοξενούμενή της, η δεσποινίς Κλαρίς Γκουντφέ-
λοου, των Γκουντφέλοου της Βιρτζίνια, καταλαβαίνεις,
νιώθει νοσταλγία για το σπίτι της και θα της έκανε καλό
η συντροφιά με μια γυναίκα κοντά στην ηλικία της. Εί­
σαι σίγουρη πως θα είσαι εντάξει εδώ, μόνη σου;»
«Είμαι τριγυρισμένη από κόσμο, Ντάνι», είπε η αδελ­
φή της, και για μια φορά ακούστηκε λογική. «Εκτός αυ­
τού, πώς γίνεται να αρνηθεί κανείς μια πρόσκληση από
δούκισσα, ιδίως αν δεν έχει προοπτικές ή σημαντική
προίκα; Όχι, όχι, δεν είναι δυνατό».
Η Ντάνι προχωρούσε ήδη προς την πόρτα. «Είσαι
σίγουρη;»
296 ka sey M ic h a e l s

Η κυρία Τίμερλι αυτοπροσώπως μπήκε στο δωμάτιο,


κρατώντας έναν ασημένιο δίσκο πάνω στον οποίο βρι­
σκόταν μια πορσελάνινη γαβάθα ξέχειλη με αγγουράκια
τουρσί μέσα σε κρέμα.
Η Μάρι ανακάθισε, ενθουσιασμένη, και τρέμοντας
σχεδόν από προσμονή.
«Τι; Ω, ναι, ναι. Είμαι σίγουρη. Πήγαινε. Αααχ», εί­
πε, με όλη της την προσοχή στραμμένη στο δίσκο. Πήρε
με τα δάχτυλά της μια στρογγυλή φέτα και την κράτησε
μπροστά της. «Παράδεισος».
Η Ντάνι δεν περίμενε να δει το γεμάτο κρέμα αγγου-
ράκι να εξαφανίζεται στο στόμα της αδελφής της. Α π’
ό,τι θυμόταν, της Μάρι δεν της άρεσαν καν τα αγγουρά­
κια τουρσί.
Μια ώρα μετά, φρέσκια από το μπάνιο της, με τα κο­
ντά μαλλιά της στεγνά και ελκυστικά -ή λπιζε- χτενισμέ­
να, αφού είχε ήδη δώσει μια παραγεμισμένη καπελιέρα
στον υπηρέτη και είχε βεβαιωθεί πως ο Χάρι αναπαυ­
όταν στα δωμάτια του προσωπικού, η Ντάνι στεκόταν
στο φουαγέ, περιμένοντας να φτάσει το αμάξι του κόμη.
«Δεσποινίς Φόστερ;»
Στράφηκε και είδε τον Τίμερλι να κατεβαίνει τις σκά­
λες, με μια ανήσυχη έκφραση στο πρόσωπό του και ένα
διπλωμένο γράμμα στο χέρι του.
«Ναι; Θέλει να με δει η αδελφή μου;»
Ο μπάτλερ κούνησε το κεφάλι του. «Όχι, είναι μαζί
της η κυρία Τίμερλι. Δεν ξέρω αν το αντιλαμβάνεστε,
δεσποινίς Φόστερ, αλλά το παλιό προσωπικό, όπως εγώ,
έχει πρόσβαση σε πληροφορίες που θα θεωρούσε κανείς
πως δεν τους δίνονται. Όπως... όπως συμβαίνει με το
τρέχον πρόβλημα της εξοχότητάς της. Δε θα έλεγα ότι...
μ ια σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 297

κατασκοπεύω, αλλά υπάρχουν στιγμές που χρειάζεται,


ίσως, να...»
Η Ντάνι κοιτούσε το χέρι του Τίμερλι και τη σπα­
σμένη σφραγίδα του γράμματος που κρατούσε. «Δώσε
μού το».
«Ω, σας ευχαριστώ, δεσποινίς. Έφτασε σήμερα το
πρωί, αλλά η κυρία Τίμερλι είπε ότι η εξοχότητά της εί­
ναι ήδη πολύ αναστατωμένη...»
«“Αγαπημένη μου γυναίκα”», διάβασε δυνατά η Ντά­
νι, κάνοντας νόημα στον Τίμερλι να σωπάσει, «“άφησα
τις αποσκευές μου και τους άλλους πίσω, εκνευρισμένος
από τον αργό ρυθμό τους, εφόσον το μόνο που εύχομαι
είναι να είμαι στο σπίτι, να δω ξανά το όμορφο πρόσωπό
σου. Να με περιμένεις μέσα σε μια μέρα από τη στιγμή
που θα λάβεις αυτό. Με απέραντη τρυφερότητα...” Ω,
Θεέ μου!»
«Μάλιστα, δεσποινίς. Η κυρία Τίμερλι κάνει ό,τι μπο­
ρεί για να ηρεμήσει τη, χμ, επιδερμίδα της κόμισσας, αλ­
λά η εξοχότητά της δεν πρέπει να αναστατώνεται στην
κατάστασή της».
«Την επιδερμίδα της; Αχ, Τίμερλι, μακάρι να ήταν
αυτό το μοναδικό πρόβλημα. Είναι έξω το αμάξι; Πρέ­
πει να πάω στη δούκισσα για να, χμ, τη βοηθήσω, καθώς
και τους άλλους καλεσμένους της, σε ένα μικρό σχέδιο».
Και ελπίζοντας να ανακαλύψω τα σχέδια του Κουπ για
απόψε, καθώς σίγουρα θα αφορούν την αντιμετώπιση του
Φέρντι.
Δέκα λεπτά αργότερα την οδηγούσαν στο προσωπι­
κό σαλόνι της δούκισσας του Κράνμπρουκ.
Η δούκισσα βρισκόταν ήδη εκεί, με όλους τους φρα­
μπαλάδες και τα αέρινα υφάσματά της. Εκεί ήταν και η
298 K a s e y M ic h a e l s

μητέρα του Κουπ, η φημισμένη Μινέρβα, ντυμένη πολύ


πιο αυστηρά, με το αγαπημένο της μοβ χρώμα. Η Κλα-
ρίς Γκουντφέλοου, με τις ξανθές μπούκλες της να κρέ­
μονται, καθόταν σε ένα γραφείο, με μια πένα στο χέρι,
ενώ οι μεγαλύτερες κυρίες στέκονταν σε κάθε πλευρά,
σκυμμένες από πάνω της.
Καμιά τους δε φάνηκε να ακούει να αναγγέλλουν την
Ντάνι, και το μόνο που έκανε ο μπάτλερ ήταν να την
κοιτάξει, να ανασηκώσει τους ώμους του και να απο­
συρθεί κλείνοντας τη διπλή πόρτα πίσω του.
«Όχι, δεν είναι έτσι, Μινέρβα. Το απαγορευμένο γρά­
φεται με ωμέγα, είμαι βέβαιη. Α-πα-γω-ρευ-μέ-νο».
«Το άκουσες αυτό, Κλαρίς; Δε θα έπρεπε. Θα έπρεπε
να βουλώσεις τα αυτιά σου με τα χέρια σου, για να μην
ακούς τέτοιες ανοησίες. Η γυναίκα δεν ξέρει να συλλα­
βίσει. Εμπρός, σβήσε το και γράψ’ το σωστά».
«Ναι, Μινέρβα», είπε η Κλαρίς, βουτώντας την πένα
στο μελάνι και γυρνώντας στη σελίδα. «Αλλά περί τίνος
πρόκειται; Τι είναι ο απαγορευμένος διακανονισμός;»
Οι δύο μεγαλύτερες γυναίκες αντάλλαξαν βλέμματα
και η δούκισσα άπλωσε το χέρι της, δείχνοντας ότι έπρε­
πε να απαντήσει η φίλη της.
«Είναι, αγαπητή μου, μια συνάντηση -μεταξύ ερα­
στών συνήθως- στα κρυφά, για λόγους ερωτικής... δι-
ερεύνησης».
«Ω, όπως όταν το σκας κρυφά από το σπίτι μετά τα
μεσάνυχτα, για να συναντήσεις το γιο της μαγείρισσας
και να κάνετε πονηριές πίσω από τον αχυρώνα. Και γιατί
δεν το λέτε;»
«Και προειδοποίησες εμένα να προσέχω τη γλώσσα
μου μπροστά της», κατηγόρησε η Μινέρβα τη φίλη της.
Μ ΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 299

Η δούκισσα τακτοποίησε τους φραμπαλάδες της. «Δε


σκεφτόμουν ότι θα έφερνες σε αμηχανία το κορίτσι, Μι-
νέρβα, αν μιλούσες με ειλικρίνεια. Και κοκκινίζεις, έτσι
δεν είναι; Η Κλαρίς ξέρει πολλά για την ηλικία της.
Απλώς δε μας αρέσει να το σκεφτόμαστε αυτό».
Το ξέσπασμα του γέλιου της Ντάνι έκανε τις τρεις
γυναίκες να γυρίσουν προς το μέρος της, και βιάστηκε
να πλησιάσει, υποκλινόμενη πρώτα στη δούκισσα, έπει­
τα στη Μινέρβα και χαμογελώντας απλώς στην Κλαρίς.
«Να με συγχωρείτε, κυρίες. Πιστέψτε με, παρακαλώ,
ότι δεν το έκανα επίτηδες... Ω, φυσικά και το έκανα. Εν­
νοώ, ότι κρυφάκουγα επίτηδες».
Η Μινέρβα Τάουνσεντ κοίταξε την Ντάνι πάνω από
ένα εντυπωσιακό ζευγάρι γυαλιά. «Ξέρει ο γιος μου ότι
είσαι εδώ;»
«Ω, ναι. Για την ακρίβεια, με έστειλε να βοηθήσω».
«Δεν το έκανε», είπε η Μινέρβα στη δούκισσα. «Λέ­
ει καλά ψέματα, έτσι;» Ξαναγύρισε στην Ντάνι. «Αλλά,
στοιχηματίζω, μόνο όταν δεν έχεις άλλη εναλλακτική,
ενώ εγώ θεωρώ τα ψέματα ένα ευχάριστο χόμπι. Ξέρεις
πού βρίσκεται;»
«Εσείς δεν ξέρετε;» Η Ντάνι κάθισε στην πιο κοντι­
νή καρέκλα, νιώθοντας ξαφνικά να ξεφουσκώνει. «Είχα
την ελπίδα ότι θα ξέρατε. Ή ρθα να σε δω, Κλαρίς. Ο
Ρίγκμπι δε θα μπορούσε με τίποτα να σου κρατήσει μυ­
στικό. Ξέρεις εσύ; Κάποιος πρέπει να ξέρει. Έπειτα απ’
ό,τι συνέβη».
Η Μινέρβα πλησίασε με τις άλλες δύο από πίσω της.
«Τι συνέβη; Έχω να δω το γιο μου από τότε που έφυγε
από το Πόλτνι, αφού αρνήθηκε την πρόταση του Έιμς
για πρόγευμα. Έλα κορίτσι μου, μίλα».
300 K a s e y M ic h a e l s

Η Ντάνι μίλησε. Άνθρωποι πιο δυνατοί από εκείνη


θα είχαν λυγίσει κάτω από το βλέμμα της Μινέρβα Τά-
ουνσεντ.
Τους είπε για τον Νεντ Γκίβενς. Τους είπε για την
επίσκεψη του Ντάρμπι στον Τζεφ Κουίντον. Τους είπε
για τη δολοφονική απόπειρα στο δρόμο.
Δεν τους είπε για το μυστικό του Κουπ, που δεν ήταν
στην πραγματικότητα δικό του, ούτε ανέφερε το πρό­
βλημα της αδελφής της.
Και, κυρίως, δεν τους είπε τα σχετικά με... τέλος πά­
ντων, τα σχετικά.
«Κάποιος πυροβόλησε το γιο μου; Τό γιο μου;» Η
Μινέρβα έπεσε βαριά σε μια καρέκλα. «Βιβ, χρειάζομαι
ένα τονωτικό. Γρήγορα!»
Η Κλαρίς κινήθηκε πρώτη. «Θα χτυπήσω για λίγη βι-
νεγκρέτ. Ή θα μπορούσαμε να κάψουμε μερικά φτερά».
«Δε χρειάζεται», είπε η δούκισσα, πηγαίνοντας σε
ένα σκαλιστό και ντυμένο με καθρέφτη ντουλάπι, απ’
όπου έβγαλε μια καράφα και δύο ποτήρια. «Τζιν, Μινέρ-
βα; Νομίζω πως ήταν το αγαπημένο σου».
Η Μινέρβα έγνεψε καταφατικά, κρατώντας χαμηλω­
μένο το κεφάλι της, ακόμη και καθώς άπλωνε το χέρι
της, με τα δάχτυλά της να ανοιγοκλείνουν μέχρι που
έπιασε το ποτήρι. Κατέβασε το περιεχόμενό του με μια
γουλιά και το έτεινε ξανά. «Το πρώτο ήταν για να με
συνεφέρει, το δεύτερο για να με βοηθήσει να σκεφτώ».
Δυναμωμένη, έγειρε μπροστά στην καρέκλα της, με
τους αγκώνες στα γόνατά της, και η Ντάνι κάθισε όσο
πιο πίσω μπορούσε στη δική της.
«Πισώπλατα, υποθέτω», είπε η Μινέρβα, τρίβοντας
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 301

το άδειο ποτήρι ανάμεσα στις παλάμες της. «Έτσι ενερ­


γούν οι δειλοί, καλυμμένοι και πισώπλατα. Ποιος είναι;»
«Ούτε... ούτε αυτό το ξέρετε;» Η Ντάνι εξεπλάγη.
Μάλλον ήταν η μοναδική πραγματική έμπιστη του Κουπ.
Τι υπέροχο!
«Δεν μπορώ να πω, κυρία».
«Μινέρβα. Θα με λες Μινέρβα μέχρι να ζητήσω κάτι
άλλο. Δεν μπορείς να πεις ή δε θέλεις;»
Η Κλαρίς έβαλε τα χέρια της στην πλάτη της κα­
ρέκλας της Ντάνι. «Πρόσεχε. Δεν έχω γνωρίσει άλλη
γυναίκα που να μπορεί να κάνει την ίδια ερώτηση με
τόσους διαφορετικούς τρόπους, ώστε, τελικά, απλώς πα­
ραδίνεσαι και της λες αυτό που θέλει να μάθει».
«Δεν ξέρω, οπότε δεν έχει σημασία με πόσους τρό­
πους θα με ρωτήσει», είπε η Ντάνι, κάνοντας όσο μπο­
ρούσε πιο πειστική τη φωνή της. «Όπου και να βρίσκεται
ο Κούπερ ξέρω μόνο ότι ελέγχει την κατάσταση. Είναι
ο ήρωας του Κατρ Μπρα, αν θυμάστε, και δεν ξέρει τι
θα πει φόβος».
Παραδόξως, αυτό έκανε την κυρία Τάουνσεντ να βγά­
λει ένα μεγάλο, λευκό, λινό μαντίλι από την τσέπη της και
να σκουπίσει τις άκρες των ματιών της. «Αυτό είναι που
φοβάμαι, αγαπητή μου. Ξέρω το γιο μου κι αν ένιωσε
φόβο, θα ήταν μόνο γιατί ήσουν μαζί του όταν ρίχτηκε ο
πυροβολισμός. Χτυπήθηκε ο φτωχός Χάρι, θα μπορούσε
να είχε σκοτωθεί ένας απ’ τους δυο σας. Όχι, είμαι πει­
σμένη πως ο Κούπερ δε νιώθει φόβο. Είναι θυμωμένος.
Είναι εξαγριωμένος. Δεν τον έχω δει ποτέ εξαγριωμένο.
Δεν είναι ποτέ φρόνιμο να θυμώνεις έναν ήρεμο άντρα.
Είναι σαν κάποιος να τσίγκλησε μια κοιμισμένη αρκού­
δα. Έ νας Θεός μόνο ξέρει τι θα συμβεί τώρα».
302 K a s e y M ic h a e l s

«Ο Τζέρι μου είναι μαζί του, Μινέρβα», την καθη­


σύχασε αμέσως η Κλαρίς. «Και όπου είναι εκείνοι, είναι
σίγουρα και ο Ντάρμπι. Η δική μας δουλειά είναι να εί­
μαστε δυνατές και να τελειώσουμε τη δουλειά που μας
ανέθεσαν. Δεν έχω δίκιο, εξοχότατη;»
«Ναι, αγαπητή μου, έχεις δίκιο. Δυστυχώς. Έλα, Μι-
νέρβα, πρέπει να συνεχίσουμε τη δουλειά μας. Έχουμε
τελειώσει σχεδόν, αλλά πρέπει να το πάμε στην Πάτερ-
νοστερ Ρόου μέχρι το βράδυ αν θέλουμε να κυκλοφορή­
σει αύριο».
Η Ντάνι κοίταξε την Κλαρίς που είχε καθίσει ξανά
στο γραφείο. «Γρά... γράφετε μια φυλλάδα;»
«Πράγματι. Μας πήρε διαβολεμένη ώρα για να βρού­
με ένα νέο τίτλο. Βιβ, διάβασε στην κοπέλα τον τίτλο».
«Βεβαίως». Η δούκισσα έβγαλε ένα ζευγάρι γυαλιά
διακοσμημένα με διαμάντια από το μπούστο του φορέ­
ματος της και τύλιξε προσεκτικά τις άκρες τους γύρω
από τα αυτιά της, πριν αρχίσει να ψάχνει σε μια μικρή
στοίβα από χαρτιά, μέχρι να βρει το σωστό. «Εδώ εί­
ναι». Καθάρισε τη φωνή της και διάβασε: Τα Χρονικά
Ενός Ήρωα: Όπου ο Ήρωας του Κατρ Μπρα Δοκιμάζεται
και Δελεάζεται στα Όρια της Αντοχής του, και Αποφασίζει
Θαρραλέα για το Μέλλον του και τη Δικαιωματική του
Θέση στην Κοινωνία: Τρίτος και Τελευταίος Τόμος. Κοί­
ταξε την Ντάνι που έβαλε τα δυνατά της για να βρει ένα
κομπλιμέντο και, τελικά, αποφάσισε να χειροκροτήσει,
απλώς, ελαφρά.
Η δούκισσα έβγαλε τα γυαλιά της και τα έβαλε ξανά
στο φόρεμά της. «Ναι, συμφωνώ, μπορεί να χρειάζεται
λίγη δουλειά ακόμη. Αλλά έπρεπε να προχωρήσουμε».
«Ο Τζέρι μου το σκέφτηκε», είπε με υπερηφάνεια η
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς σ υ ν ε ρ γ α σ ία 303

Κλαρίς, πιάνοντας ξανά την πένα. «Εκείνος κι εγώ περά­


σαμε όλη τη χτεσινή μέρα πηγαίνοντας σε τυπογραφεία,
όπου ο Τζέρι πρόσφερε ένα καλό ποσό στους ιδιοκτήτες
για να αγοράσει ένα αντίγραφο της εικόνας του ήρωα του
Κατρ Μπρα, όπως εμφανίζεται στο εξώφυλλο του Δεύτε­
ρου Τόμου. Για εμένα, καταλαβαίνεις, που θα πέθαινα, θα
πέθαινα, αν δεν είχα ένα αντίγραφο εντελώς δικό μου».
Η Ντάνι εντυπωσιάστηκε. «Και είχε αποτέλεσμα;
Βρήκατε το τυπογραφείο που τύπωσε τις φυλλάδες;»
«Τό βρήκαμε. Και στη δεύτερη μόλις προσπάθειά μας.
Κλαίω πολύ πειστικά, καταλαβαίνεις». Χαμογέλασε και
έπειτα χάιδεψε το πλούσιο και πολύ ορατό στήθος της.
«Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από ένα ζωηρό, νεα­
ρό ζευγάρι για να πείσει κάποιον να κάνει αυτό που δεν
πίστευε πως θα έκανε. Ο Κούπερ θα το είχε σκεφτεί από
μόνος του», είπε η Μινέρβα, που προφανώς είχε ανα­
κάμψει. «Όχι τη συγκεκριμένη μέθοδο, φυσικά. Δε θα
έπιανε μ’ εκείνον. Αλλά θα είχε σκεφτεί να εντοπίσει τον
τυπογράφο. Παρ' όλα αυτά, είναι δύσκολο να πιστέψεις
ότι τον ξεπέρασε στη σκέψη ο Ρίγκμπι. Ο τυπογράφος
παραδέχτηκε, μάλλον υπερήφανα, ότι του είχαν αναθέ­
σει τους δύο άλλους τόμους και ότι ετοίμαζε τις μηχανές
του για τον τρίτο».
Η Ντάνι έφερε το χέρι της στο στόμα της. «Καταφέ­
ρατε να τον σταματήσετε;»
«Το καταφέραμε. Σου είπα ότι ο Ρίγκμπι είχε μαζί του
το πορτοφόλι του. Και ήταν αρκετά βαρύ. Υποσχεθήκα-
με στον άνθρωπο ότι θα τύπωνε κάτι άλλο, έναν άλλο
Τρίτο Τόμο που θα αντικαθιστούσε το χειρόγραφο που
στοιχειοθετούσε. Θέλεις να το δεις; Το περισσότερο το
304 K a s e y M ic h a e l s

αφήσαμε ίδιο, αλλά κάναμε μερικές δραστικές αλλαγές


στο τέλος, το οποίο σίγουρα δεν κολάκευε το βαρόνο».
«Ο Κουπ είχε δίκιο. Το τέλος του Τρίτου Τόμου πα­
ρουσίαζε το γιο μου ως άρπαγα γυναικών και με υπαι­
νιγμούς ότι αυτό το έκανε με την καθοδήγηση του Στέμ­
ματος, για κάποιον εξωφρενικό λόγο. Του έριξα απλώς
μια ματιά, καθώς είναι όλο ανοησίες. Το Κατρ Μπρα ού­
τε αναφέρεται, εκτός από μια απαίτηση να αφαιρεθούν
από τον Κουπ η γη και ο τίτλος του και να αποβληθεί
από την καλή κοινωνία».
Η δούκισσα έβαζε άλλη μια δόση τζιν για τον εαυτό
της. Τα μάγουλά της είχαν ήδη ροδίσει και χαμογελούσε
μόνη της. «Ο κόσμος περιμένει ένα τέλος στην ιστορία
του ήρωα, και θα του το δώσουμε. Αλλιώς, θα κάνουν
πάντα εικασίες και ο καημένος ο Κουπ έχει ήδη ταλαι­
πωρηθεί αρκετά. Μινέρβα, είχα μόλις την πιο θαυμάσια
ιδέα. Αντί να βγει κρυφά στον κήπο για μια απαγορευμέ­
νη συνάντηση -το κάνει τόσος κόσμος αυτό, αγαπητές
μου-, θα μπορούσαμε να γράψουμε για εκείνη τη φορά
που ο Μπάζιλ κι εγώ περάσαμε κρυφά από τους φρου­
ρούς και ανεβήκαμε στο καμπαναριό του Αγίου Παύλου.
Έπρεπε να κάνουμε στα γρήγορα ό,τι ήταν να κάνουμε,
φυσικά, λόγω των καμπανών. Το κουδούνισμα θα μας
τρέλαινε. Οπότε, να τι κάναμε -κορίτσια, αφήστε μας.
Θα τελειώσουμε η Μινέρβα κι εγώ εδώ».
«Αλλά... αλλά δε θα διαβάσουμε τη φυλλάδα όταν
δημοσιευτεί;»
«Ναι, Κλαρίς», είπε η δούκισσα. «Αυτό που θα πω
στη Μινέρβα δεν πρόκειται να δημοσιευτεί πουθενά.
Όσο σκανδαλιστικό και αν ήταν αλλιώς, στο δικό μας
Τρίτο Τόμο η συνάντηση θα οδηγήσει στο να σωθεί ένα
Μ ΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 305

ακόμη νεαρό ζωντόβολο, που έκανε ανοησίες, από. τον


ήρωα, ο οποίος στη συνέχεια επιστρέφει στο κτήμα του
για να περάσει τις υπόλοιπες μέρες του -πώ ς είπαμε ότι
θα περάσει τις υπόλοιπες μέρες του, Μινέρβα;»
«Καλλιεργώντας μια νέα ποικιλία γογγυλιών, με σκο­
πό να τραφούν οι μάζες», απάντησε άτονα η κυρία Τά-
ουνσεντ. «Θα πρέπει κι αυτό να το δουλέψουμε λιγάκι,
έτσι; Ε καλά, κάτι θα σκεφτούμε. Το σημαντικό είναι πως
το Λονδίνο ξέρει ότι ο Τρίτος Τόμος είναι ο τελευταίος».
Η δούκισσα χτύπησε τα στρουμπουλά χέρια της (με
πολύ μεγαλύτερο ενθουσιασμό απ’ ό,τι το είχε καταφέ­
ρει η Ντάνι). «Ναι, αυτό είναι. Τα γογγύλια θα τα αφή-
σουμε. Πρώτα θα σκανδαλίσουμε, και έπειτα θα τους
κάνουμε να βαρεθούν μέχρι θανάτου, αυτό θα κάνουμε.
Σύντομα θ’ αρχίσουν να ασχολούνται με κάποια άλλη
ανοησία και ο γιος σου θα μπορέσει να συνεχίσει τη ζωή
του. Α, είμαστε πανέξυπνες. Πηγαίνετε, κορίτσια. Η Μι-
νέρβα κι εγώ πρέπει να δημιουργήσουμε».
Η Ντάνι, περισσότερο από πρόθυμη να βγει από το
δωμάτιο, έπιασε το χέρι της Κλαρίς και σχεδόν την έσυ­
ρε στο χολ.
«Πού μπορούμε να μιλήσουμε ιδιαιτέρως;» τη ρώ­
τησε.
«Μπορούμε να περπατήσουμε στην πλατεία».
Η Ντάνι κούνησε το κεφάλι της. «Όχι, αυτό δεν είναι
καλό. Ο Κουπ δε θα το ενέκρινε».
«Θα ενέκρινε το ότι είσαι εδώ;» ρώτησε η Κλαρίς,
κλείνοντάς της το μάτι.
«Πιθανότατα, αν το σκεφτόταν καλά. Δε θα ενέκρινε
το να φανώ ανόητη, να εκθέσω τον εαυτό μου σε πιθανό
κίνδυνο».
306 K a s e y M ic h a e l s

«Και το να περπατήσεις στην πλατεία θα σε εξέθετε


σε πιθανό κίνδυνο;»
«Μας πυροβόλησαν σήμερα, Κλαρίς, το θυμάσαι;»
«Να πάρει, έχεις δίκιο. Δεν έχει νόημα να βάζει από
μόνο του το κοτόπουλο το λαιμό του στον πάγκο, ενώ ο
αγρότης ακονίζει το τσεκούρι, ε;»
Η Ντάνι έφερε το χέρι της στο λαιμό της. «Ναι, αυ­
τό συνοψίζει την κατάσταση. Τώρα πες μου πού είναι.
Υπάρχει κάτι που πρέπει να του πω. Πού πήγαν;»
«Δεν ξέρω».
«Δεν ξέρεις ή δεν πρέπει να πεις;»
«Δεν ξέρω, Ντάνι. Λυπάμαι πολύ. Απλώς δεν ξέρω».
Έπειτα άνοιξε τα χέρια της και η Ντάνι, υποκύπτοντας,
τελικά, στο φόβο που είχε φωλιάσει από νωρίτερα μέσα
της, έπεσε στην αγκαλιά της και άρχισε να κλαίει.
f / ' ί ' ψ α } < ΐ{ < ) ί< 9

Κ άθονταν γύρω από το τραπέζι, στο σαλόνι της σουίτας


του Κουπ, στο Πόλτνι, ακούγοντας τη μικρή φωτιά που
τριζοβολούσε στο τζάκι. Ο μόνος άλλος ήχος ήταν το τικ
τακ του ρολογιού στο ράφι του τζακιού, και το τρίξιμο
της καρέκλας του Ρίγκμπι, καθώς κάθε τόσο την κου­
νούσε πίσω κι εμπρός, και σταματούσε κάθε φορά που ο
Ντάρμπι του έριχνε ένα δολοφονικό βλέμμα.
Κάθονταν εκεί πάνω από μια ώρα, και λίγο πριν το
ρολόι είχε χτυπήσει εφτά.
«Θυμάσαι ποτέ τον Κουπ τόσο ήσυχο, Ντάρμπι; Εγώ
δεν τον θυμάμαι ποτέ τόσο ήσυχο. Όχι ότι είναι το είδος
που μιλάει μέχρι να σου πάρει τ ’ αυτιά, αλλά απλώς κά­
θεται εκεί, Ντάρμπι, κοιτάζοντας το ποτό που δεν πίνει.
Με κάνει νευρικό, αυτό κάνει. Τι σκέφτεσαι, Ντάρμπι;»
«Σκέφτομαι πώς θα φαινόσουν αν σου έχωνα το κα­
σκόλ σου στο στόμα», απάντησε, σε φιλικό τόνο, ο υπο­
κόμης. «Άσ’ τον ήσυχο. Τον πυροβόλησαν, θυμάσαι;»
«Δεν είναι αυτό», είπε ο Κουπ, βγαίνοντας από τις
σκέψεις του. «Με έχουν πυροβολήσει περισσότερες από
μία φορές. Και άνθρωποι που ήξεραν καλύτερο σημά­
δι. Ή ταν μαζί μου η Ντάνι. Καταλαβαίνετε τι σημαίνει
αυτό;»
308 K a s e y M ic h a e l s

«Δε νομίζω, όχι», είπε ο Ντάρμπι, κοιτώντας τον Ρί-


γκμπι, που απλώς ανασήκωσε τους ώμους του. «Γιατί δε
μας εξηγείς;»
«Θα μπορούσε να είχε χτυπηθεί, ηλίθιοι. Θα μπορού­
σε να είχε σκοτωθεί, απλώς επειδή ήταν μαζί μου. Γιατί
ήμουν αρκετά ανόητος, αρκετά εγωιστής, ώστε να θέλω
να είμαι μαζί της σήμερα, αδιαφορώντας για τις συνέπει­
ες. Γιατί υποτίμησα την ικανότητα του Φέρντι να αυτο­
σχεδιάσει μόλις έμαθε για το σπασμένο χέρι του Τζεφ».
«Όλοι μας υποτιμήσαμε τον Φέρντι. Δεν ήσουν ο
μόνος».
Ο Κουπ κούνησε το κεφάλι του. «Και πάλι δεν είναι
αυτό, δεν είναι μόνο αυτό». Κοίταξε τους φίλους του και
έπειτα σήκωσε το ποτήρι του, άφησε το κρασί να τρέξει
στο λαρύγγι του και πέταξε το ποτήρι στη φωτιά.
«Αυτό ήταν άσκοπο», είπε ο Ρίγκμπι. «Θα το χρεώ­
σουν στο λογαριασμό σου, ξέρεις».
«Ο πάντα πρακτικός Τζερεμάια Ρίγκμπι», είπε ο Ντάρ-
μπι χαχανίζοντας.
Βυθίστηκαν ξανά στη σιωπή.
Ο Ρίγκμπι έγειρε το κεφάλι του στα μπράτσα του, πά­
νω στο τραπέζι, και δυο λεπτά αργότερα άρχισε να ρο­
χαλίζει.
Ο Ντάρμπι έβγαλε ένα λεπτό βιβλίο με ποιήματα από
την τσέπη του και γύριζε αργά τις σελίδες.
Το ρολόι χτύπησε οχτώ.
«Θα σας πω τι είναι», είπε ο Κουπ, σπάζοντας τη
σιωπή.
Ο Ντάρμπι έκλεισε το βιβλίο και το έβαλε πάλι στην
τσέπη του γιλέκου του.
Έπειτα σκούντησε τον Ρίγκμπι, κάτω από το τρα­
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 309

πέζι, με τη μύτη της μπότας του, για να τον ξυπνήσει.


«Είναι ώρα».
«Τι; Τι; Τι έχασα;»
«Τίποτα. Ο προφήτης είναι έτοιμος να μιλήσει».
«Δεν ξέρω πώς με ανέχεστε, κι οι δυο σας», είπε ο
Κουπ.
«Σε συμπαθούμε, γι’ αυτό. Ο Γκέιμπ λέει ότι μας
προσγειώνεις, έτσι δεν είναι, Ντάρμπι; Ένας Θεός ξέρει
πού θα ήμασταν αν εσύ δεν ήσουν τόσο λογικός. Όχι ότι
είμαστε τόσο ατίθασοι πια. Ο Γκέιμπ έχει ηρεμήσει πο­
λύ με τη Θία του, εγώ θα είμαι σύντομα με την Κλαρίς.
Ένας άντρας κατασταλάζει όταν έχει μια γυναίκα στη
ζωή του».
«Κι εγώ, Ρίγκμπι;» ρώτησε ο Ντάρμπι.
«Μην επιχειρήσεις καν να απαντήσεις», τον προει­
δοποίησε ο Κουπ, προσπαθώντας ακόμη να διώξει την
ακεφιά του.
«Συμφωνώ. Θα με έκανε να κοκκινίσω. Εντάξει,
Κουπ, είπες ότι θα μας πεις κάτι. Είμαστε πανέτοιμοι να
το ακούσουμε».
«Έμαθα κάτι για τον εαυτό μου σήμερα. Το είχα ήδη
καταλάβει εν μέρει, αλλιώς θα έπρεπε να θεωρήσω τον
εαυτό μου εντελώς μπάσταρδο, αλλά, πραγματικά, μόνο
όταν άκουσα τον ήχο εκείνου του πυροβολισμού με χτύ­
πησε κατάστηθα και με πέταξε σχεδόν από το κάθισμα».
«Αλλά η σφαίρα αστόχησε. Ούτε κατά διάνοια δε σε
χτύπησε στο στήθος».
«Ρίγκμπι, άσ’ τον να μιλήσει».
«Συγγνώμη. Συνέχισε».
«Όχι, εντάξει. Γίνομαι μελοδραματικός. Απλώς...
απλώς είναι όλα τόσα καινούργια». Κοίταξε ξανά τους
310 kasey M ic h a e l s

φίλους του. «Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα πως, αν


πέθαινα σήμερα, θα λυπόμουν μόνο που θα άφηνα την
Ντάνι. Και... και αν εκείνη πέθαινε, δε θα είχα λόγο να
συνεχίσω να ζω».
Ο Ρίγκμπι έβαλε το χέρι του στο μπράτσο του Κουπ.
«Καταλαβαίνω».
«Δυστυχώς», είπε ο Ντάρμπι, «κι εγώ το ίδιο. Και το
λάθος είναι δικό μου. Εγώ είχα την ιδέα να κάνετε αυτό
τον ψεύτικο αρραβώνα. Πώς θα μπορέσεις να πείσεις τη
δεσποινίδα Φόστερ ότι στ’ αλήθεια την αγαπάς; Αυτό
είναι το θέμα μας απόψε. Ναι, είσαι αποφασισμένος να
σταματήσεις τον Φέρντι. Όλοι είμαστε. Αλλά για σέ­
να υπάρχει ένα ιδιαίτερο πρόβλημα. Γιατί, αν και είναι
ολοφάνερο σ ’ εμάς ότι αγαπάς αυτή τη γυναίκα -ναι,
ακόμη και σ ’ εμένα-, εκείνη μπορεί να μην το βλέπει.
Λυπάμαι».
«Τώρα δεν καταλαβαίνω», είπε ο Ρίγκμπι. «Αρκεί να
της πεις την αλήθεια. Απλώς πες της την αλήθεια, Κουπ.
77ες την. Θέλεις εγώ...»
«Όχι!» Η απάντηση ήρθε συγχρόνως από τον Κουπ
και τον Ντάρμπι.
«Είναι και κάτι ακόμη», είπέ ο Κουπ, δένοντας τα
χέρια του και σφίγγοντας τα δάχτυλά του μέχρι που οι
κόμποι τους άσπρισαν. «Το μόνο που ήθελα ήταν να
αφήσω την Ντάνι και τον Χάρι στο σπίτι της αδελφής
της και να πάω κατευθείαν να βρω τον Φέρντι και να
του στρίψω το λαιμό. Έβλεπα μόνο ένα κόκκινο πανί
μπροστά μου και χρειάστηκε να επιστρατεύσω όλη μου
τη δύναμη για να γυρίσω εδώ και να περιμένω εσάς τους
δύο να με αποτρέψετε από το να καταστρέψω κάθε ελ­
μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σία 311

πίδα μου για ευτυχία, απλώς για την ευχαρίστηση να δω


αυτόν τον μπάσταρδο νεκρό».
«Βλέπεις; Παραμένει πάντα λογικός», είπε ο Ρίγκμπι,
ευχαριστημένος. «Έκανες το σωστό, Κουπ. Πάντα το
κάνεις. Τώρα, εμείς τι κάνουμε;»
Ο Κουπ άπλωσε το χέρι του στο τραπέζι και πήρε
το μπουκάλι με το κρασί. Καθώς το έφερνε στα χείλη
του, χαμογέλασε. «Βλέπεις, Ρίγκμπι, ήλπιζα ότι θα είχες
εσύ την απάντηση σ ’ αυτή την ερώτηση. Φάνηκες τόσο
έξυπνος μέχρι τώρα».
Ο φίλος του κοκκίνισε μέχρι τις ρίζες των μαλλιών
του. «Ναι, φάνηκα, έτσι δεν είναι; Αν και ήταν η Κλαρίς
που παραπονέθηκε πως τα πράγματα θα ήταν σίγουρα
πολύ πιο εύκολα αν γράφαμε εμείς τον τρίτο τόμο. Της
επεσήμανα πως γι’ αυτό θα χρειαζόμασταν έναν τυπο­
γράφο και τότε, η αγαπημένη, αγαπημένη μου Κλαρίς,
με χτύπησε στο μπράτσο και είπε: “Ε, τότε, Τζέρι, ας
πάμε να βρούμε έναν”».
«Παντρεύεσαι πολύ ανώτερή σου, φίλε μου», σχο­
λίασε στεγνά ο Ντάρμπι. «Μήπως, κατά τύχη, ανέφερε
και πώς θα απαλλάξουμε τον Κουπ από το διώκτη του;»
«Όχι». Το σαγόνι του Ρίγκμπι βούλιαξε. «Τη ρώτη­
σα, ξέρετε, αλλά είπε ότι είχε φανεί αρκετά έξυπνη για
μια μέρα, και τα παπούτσια της τη χτυπούσαν, οπότε
έπρεπε να την πάω πίσω στη δούκισσα. Ίσως να τη ρω­
τήσω ξανά αύριο;»
«Έτσι κι αλλιώς, δε νομίζω πως υπάρχει κάτι άλλο
που μπορούμε να κάνουμε απόψε», είπε ο Κουπ γρήγο­
ρα, πριν ο Ντάρμπι προλάβει να σχολιάσει την τελευ­
ταία φράση του φίλου τους. «Εκτός αν εσείς οι δύο σκέ­
φτεστε να σκαρφαλώσουμε στην υδρορροή του Φέρντι
312 K a s e y M ic h a e l s

και να διαρρήξουμε το σπίτι του. Έχουμε ακόμη να


πάρουμε πίσω τα γράμματα της κόμισσας, το θυμάστε;
Αμφιβάλλω ότι ο Φέρντι θα μας τα παραδώσει με τη
θέλησή του».
Ο Ντάρμπι έδειξε τα καλοραμμένα βραδινά ρούχα
του. «Φοβάμαι πως δεν είμαι κατάλληλα ντυμένος για
κάτι τέτοιο. Δίσταζα να το αναφέρω νωρίτερα, αλλά
φαίνεται πως έχετε ξεχάσει και οι δύο ότι απόψε είναι ο
χορός της λαίδης Χάντλεστον. Καθώς είναι γνωστό ότι η
εξοχότητά του ο σύζυγός της στήνει χαρτοπαίγνια όπου
παίζονται μεγάλα ποσά, για να διασκεδάζουν οι κύριοι,
σχεδόν όλοι θα βρίσκονται εκεί, είτε για να παίξουν είτε
για να παρακολουθήσουν».
«Μεταξύ αυτών και ο Φέρντι», είπε ο Κουπ, με το μυ­
αλό του ήδη να τρέχει. Είχε αρχίσει να νιώθει καλύτερα,
αν και δεν είχε ακόμη τον πλήρη έλεγχο του εαυτού του.
Ήταν καλό το ότι είχε αφήσει πίσω του το θυμό και το
φόβο του για την Ντάνι. Και ο Ντάρμπι και ο Ρίγκμπι εί­
χαν δείξει υπομονή, περιμένοντάς τον να συνέλθει. Δε θα
μπορούσε να έχει καλύτερους φίλους. «Και αν βρίσκεται
εκεί, τότε δε φαίνεται αδύνατο να μπούμε στο σπίτι του.
Ρίγκμπι, έχεις διάθεση για μια μικρή περιπέτεια;»
«Δεν είναι ακόμη εννέα. Είχα πει στο φίλο μας εδώ
ότι έχεις περιθώριο μέχρι τις δέκα, για να σκεφτείς κά­
ποιο σχέδιο. Συγχαρητήρια, Ρίγκμπι, νομίζω πως σου
χρωστάω δέκα λίρες». Ο Ντάρμπι είχε ήδη σηκωθεί.
«Τώρα, καθώς είμαι ο μόνος ντυμένος κατάλληλα, θα
πάω στης λαίδης Χάντλεστον και θα παρακολουθώ τον
Φέρντι. Τι λέτε; Σας φτάνουν δύο ώρες για να βρείτε και
να πάρετε την αλληλογραφία της κόμισσας; Αλλά ούτε
λεπτό παραπάνω. Αν κάνει την έκπληξη και φύγει από
μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 313

το χορό νωρίτερα, θα με αναγκάσετε να πέσω επάνω του


στις σκάλες ή κάτι τέτοιο. Όχι ότι θα με δυσαρεστήσει να
φανώ τόσο αδέξιος».
«Σύμφωνοι». Ο Κουπ ακούμπησε το χέρι του στο
τραπέζι και οι άλλοι δύο έβαλαν από πάνω τα δικά τους.
Και έπειτα, ξαφνικά, ένα τέταρτο χέρι ακούμπησε πά­
νω στα άλλα.
«Για μια ακόμη φορά στη μάχη, αγαπητοί φίλοι, για
μια ακόμη φορά», είπε ο Γκέιμπ Σινκλέρ, έτσι όπως συ­
νήθιζαν να λένε μεταξύ τους, πριν από κάθε μάχη, στον
τελευταίο πόλεμο.
«Γκέιμπ! Πώς στο διάβολο...»
«Μπήκα εδώ; Αρκετά εύκολα, παλιόφιλε. Ή ξέχασες
πως έστησες τον ανθυπασπιστή Έιμς έξω από την πόρτα
σου, ενώ εσείς καθόσασταν εδώ σαν κλώσες, κλωσώ­
ντας σχέδια. Τα καταφέρατε, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, αλλά πρώτα πες μας πώς ήξερες ότι θα είμαστε
εδώ».
«Με ειδοποίησε ο θείος Μπάζιλ, λέγοντας ότι έχανα
όλο το πανηγύρι. Η Θία είναι με τις κυρίες και η Μι-
νέρβα με έστειλε να σας ψάξω πρώτα εδώ. Συνάντησα
τη δεσποινίδα Φόστερ, Κουπ, και μου έδωσε αυστηρές
οδηγίες να σε προστατεύω, και είπε επίσης ότι πρέπει να
έχετε πάρει τα γράμματα -ό ,τι κι αν είναι αυτό- μέχρι
αύριο το πρωί. Είπε ότι θα καταλάβαινες».
Ο Όλιβερ πρέπει να είναι πιο κοντά απ' ό,τι ελπίζαμε.
Όσο για το γιατί η Ντάνι βρέθηκε στης δούκισσας; Έπρε­
πε να το πάρει απόφαση -η Ντάνι έκανε ό,τι έκανε για
λόγους που μόνο εκείνη ήξερε.
«Ναι, καταλαβαίνω. Σ ’ ευχαριστώ. Τουλάχιστον ξέ­
ρω πού βρίσκεται».
314 K a s e y M ic h a e l s

«Μη με ευχαριστείς. Δε με άφησε να φύγω μέχρι να


υποσχεθώ ότι θα σ ’ το έλεγα. Δεν είναι ακριβώς ντρο­
παλή και μαζεμένη, έτσι; Πολύ διαφορετική απ’ ό,τι
φανταζόμουν πως θα διάλεγες, όταν το έπαιρνες, επιτέ­
λους, απόφαση. Μου αρέσει. Ω, και Ρίγκμπι, η Κλαρίς
με πληροφόρησε ότι πρέπει να πας τρέχοντας στις κυρί­
ες, γιατί πρέπει να παραδώσεις ένα έργο στην Πάτερνο-
στερ Ρόου. Δεν έκανα ερωτήσεις, ιδίως από τη στιγμή
που η Μινέρβα μου είπε ότι σήμερα πυροβόλησαν το
φίλο μας από εδώ. Τώρα που εκπλήρωσα την αποστολή
μου ως αγγελιοφόρος, τι πρόκειται να κάνουμε με το μο­
χθηρό σκουλήκι μας;»
Ο Κουπ κοίταξε το ρολόι στο τζάκι. «Θα σου εξηγή­
σω καθ’ οδόν. Κύριοι;»
Ή ταν καλό να κινείται ξανά. Αρκετά είχε καθίσει και
έβραζε στο ζουμί του, παλεύοντας με την ασυνήθιστη
αίσθηση της αδυναμίας.
Μέσα σε λίγα λεπτά, ο Ρίγκμπι είχε ξεκινήσει για τις
κυρίες, ο Ντάρμπι για το χορό και ο Κουπ και ο Γκέιμπ
βρίσκονταν μέσα σε ένα μόνιππο-ταξί, πηγαίνοντας προς
το σπίτι του Φέρντι.
Κατέβηκαν ένα τετράγωνο πριν από το μέγαρο των
Λάνισφορντ και συνέχισαν με τα πόδια, στρίβοντας σε
ένα δρομάκι, έτσι ώστε να πλησιάσουν από την πλευρά
των στάβλων.
Αλλά τότε ο Κουπ σταμάτησε, απλώνοντας το μπρά­
τσο του για να σταματήσει και τον Γκέιμπ. «Όχι. Θα πά­
με απ’ την μπροστινή πόρτα. Ανάθεμα αν αυτός ο τύπος
με κάνει διαρρήκτη, και το μελλοντικό δούκα του Κρά-
νμπρουκ, επίσης».
«Ευτυχώς, εκτός αν η κατάρα των Κράνμπρουκ που
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 315

φοβάται τόσο ο θείος είναι αληθινή, έχω πολύ καιρό μέ­


χρι να γίνω δούκας οποιουδήποτε», επεσήμανε ο Γκέιμπ.
«Είσαι βέβαιος; Είχε αρχίσει να μου αρέσει όλη αυτή η
ιστορία της διάρρηξης».
«Ναι, αλλά αυτός είναι ο λόγος που με άφηνες πά­
ντοτε να αναλαμβάνω τη στρατηγική. Απλώς ακολού­
θησε με σε ό,τι κάνω, εντάξει;»
«Αυτό μπορεί να αποδειχτεί ενδιαφέρον», είπε ο
Γκέιμπ, ανασηκώνοντας το καπέλο του για να περάσει
τα δάχτυλά του μέσα από τα ξανθά του μαλλιά. «Είμαι
αρκετά ευπαρουσίαστος για τον οικονόμο ενός μαρκη-
σίου; Ταξίδευα όλη τη μέρα».
Ο Κουπ χαμογέλασε, όπως υποτίθεται πως έπρεπε
να κάνει. «Απλώς μη στέκεσαι πολύ στο φως, και μάλ­
λον δε θα μας στείλουν στην είσοδο των προμηθευτών.
Έτοιμοι, ξεκινάμε».
Ο Κουπ ανέβηκε τα μαρμάρινα σκαλοπάτια προς την
επιβλητική εξώπορτα και ανασήκωσε το βαρύ, μπρού­
ντζινο ρόπτρο. Χτύπησε τρεις φορές, γρήγορα και με
τέτοια δύναμη, ώστε όσοι ήταν μέσα θα νόμιζαν ότι
επρόκειτο να δεχτούν τον αντιβασιλέα στο ταπεινό τους
κατάλυμα.
Και ως εδώ, καλά. Ένας άντρας με λιβρέα άνοιξε την
πόρτα, μια εντυπωσιακή φιγούρα, που θα έπρεπε να εί­
ναι ο οικονόμος που έλεγε ο Γκέιμπ.
«Κάνε στην άκρη, βασιλική αποστολή», διέταξε ο
Κουπ, προχωρώντας ήδη στο στρωμένο με ασπρόμαυ­
ρες πλάκες φουαγέ.
Ο οικονόμος κινήθηκε για να τον εμποδίσει, αλλά
μπορούσε πάντα να βασιστεί κανείς στον Γκέιμπ σε τέ­
τοιες περιπτώσεις. «Έλα, άνθρωπέ μου, τι νομίζεις πως
316 K a s e y M ic h a e l s

κάνεις; Ξέρεις ποιος είναι αυτός; Ο λόρδος Κούπερ Τά-


ουνσεντ, ο ήρωας του Κατρ Μπρα. Ω, κι εγώ είμαι ο
Γκέιμπριελ Σινκλέρ, κληρονόμος του δούκα του Κράν-
μπρουκ, όχι ότι αυτό έχει καμιά σημασία προς το παρόν.
Βρίσκομαι εδώ μόνο έπειτα από αίτημα του λόρδου Τά-
ουνσεντ. Τώρα - κάνε στην άκρη».
«Συγχωρήστε με, λόρδε μου, σερ», παρακάλεσε ο άν­
θρωπος, φανερά εντυπωσιασμένος.
Ο Κουπ ένιωσε για μια στιγμή λίγο παρηγορημένος,
καθώς έβγαινε, επιτέλους, και κάτι καλό από το να είναι
ο ήρωας του Κατρ Μπρα.
«Πολύ καλά, αλλά κάνε γρήγορα, άνθρωπέ μου. Όπως
είπα, βρίσκομαι εδώ με βασιλική αποστολή. Οδήγησε με
στο ιδιαίτερο γραφείο του εργοδότη σου. Έλα, μην κα­
θυστερείς».
«Στο... στο ιδιαίτερο γραφείο της εξοχότητάς του; Να
τολμήσω να ρωτήσω γιατί, λόρδε μου;»
«Ασφαλώς μπορείς να το κάνεις. Γκέιμπ, φώναξε, σε
παρακαλώ τους φρουρούς απέξω και πες τους να οδη­
γήσουν αυτό τον περίεργο τύπο στο... δε χρειάζεται να
πούμε ονόματα».
«Βεβαίως», είπε ο Γκέιμπ, πηγαίνοντας προς την
πόρτα.
«Όχι! Περιμένετε! Διάβασα τις φυλλάδες», είπε βι­
αστικά ο οικονόμος, λαχανιάζοντας. «Ξέρω ότι υπηρε­
τείτε το Στέμμα, λόρδε μου. Εγώ... εγώ... συγχωρήστε
με. Μπορεί ο Τζορτζ από εδώ να πάρει τα καπέλα και τα
γάντια σας;»
«Βεβαίως».
Το ψέμα γίνεται όλο και πιο εύκολο όσο πιο πολύ το
λες, συνειδητοποίησε ο Κουπ, καθώς έβγαζε τα γάντια
μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σία 317

του καν τα έδινε στο νεαρό υπηρέτη. Φαντάζομαι πως η


Ντάνι θα μπορούσε να μου το πει αυτό. Θα πρέπει να την
προειδοποιήσω ότι γίνομαι πιο ικανός με την εξάσκηση.
Ο οικονόμος τους οδήγησε κατά μήκος του μεγάλου
χολ προς το πίσω μέρος του μεγάρου, την κλασική τοπο­
θεσία των ιδιαίτερων γραφείων.
Όμως η διακόσμηση του γραφείου του Φέρντι δεν
ήταν καθόλου κλασική. Υπήρχαν, βέβαια, δερμάτινοι
καναπέδες, βιβλιοθήκες, ένα μεγάλο, περίτεχνα σκαλι­
σμένο γραφείο, ένα καλά εφοδιασμένο τραπεζάκι για
ποτά. Όμως αντί για υδρόγειες σφαίρες και προτομές
αρχαίων Ελλήνων, ο μαρκήσιος είχε διαλέξει για δια-
κόσμηση μια σειρά από μπρούντζινα και πέτρινα γυμνά,
λίγα απ’ αυτά κάπως καλλιτεχνικά, αλλά τα περισσότε­
ρα αηδιαστικά μεγεθυμένα σε συγκεκριμένες περιοχές,
καρικατούρες σχεδόν.
«Του ταιριάζει», είπε σιγανά ο Γκέιμπ. «Το μόνο που
λείπει είναι μια σειρά από μαστίγια ιππασίας, κρεμασμέ­
να σε περίοπτη θέση στον τοίχο».
Ο οικονόμος είχε σταθεί στην ανοιχτή πόρτα. «Αν
μπορώ να σας βοηθήσω...»
«Δεν μπορείς», του είπε ο Κουπ, κλείνοντάς του την
πόρτα στα μούτρα, και μετά ακούμπησε πάνω της και
χαμογέλασε, σαν σχολιαρόπαιδο που είχε κλέψει την πί­
πα και τον καπνό του πατέρα του.
Ο Γκέιμπ είχε αρχίσει ήδη να ψάχνει τα ράφια, για
να βεβαιωθεί ότι κανένα από τα διακοσμητικά κουτιά
δεν περιείχε τα γράμματα. «Το φανταζόσουν ότι θα ήταν
τόσο εύκολο;»
«Όχι. Αλλά είχα την ελπίδα. Η Μινέρβα προχωράει
στη ζωή σαν φρεγάτα και τις περισσότερες φορές όλοι
318 kasey M ic h a e l s

σπεύδουν να τραβηχτούν από το δρόμο της. Απλώς τη


μιμήθηκα. Εγώ θα αναλάβω το γραφείο».
Τράβηξε την καρέκλα και κάθισε, ανοίγοντας το ένα
συρτάρι μετά το άλλο, μέχρι που είδε ότι ένα από αυτά
είχε κλειδαριά. Και ήταν κλειδωμένο, φυσικά. «Γκέιμπ,
μήπως έχεις ένα μαχαίρι;»
«Με μπερδεύεις με τον Ντάρμπι. Να, δοκίμασε αυ­
τόν το χαρτοκόπτη».
«Δε χρειάζεται να κάνετε κάτι τέτοιο, κύριοι».
Ο Κουπ πάγωσε, το ίδιο και ο Γκέιμπ και έμειναν να
κοιτούν καθώς ένας νέος άντρας, ούτε πολύ ψηλός, ούτε
όμορφος, ούτε άσχημος -ειλικρινά, καθόλου αξιομνη­
μόνευτος- μπήκε στο γραφείο από την μπαλκονόπορτα.
«Εσύ», είπε ο Κουπ, κρατώντας προσεκτικά τα χέρια
του ακίνητα, μέχρι που είδε πως τα χέρια του άντρα ήταν
άδεια. «Εσύ ήσουν στο κοσμηματοπωλείο».
Ο άντρας υποκλίθηκε. «Εγώ ήμουν, ναι, για τις αμαρ­
τίες μου. Επιτρέψτε μου να συστηθώ. Είμαι ο Γουίλιαμ
Μπράξτον, αδελφός της δεσποινίδας Σάλι Μπράξτον,
που πρόκειται σύντομα να παντρευτεί το μαρκήσιο. Αν
δεν τον σκοτώσω πρώτα. Τώρα, εσείς ποιοι είστε;»
«Είμαστε εδώ με βασιλική αποστολή», είπε ο Γκέ­
ιμπ, πιάνοντας κρυφά ένα λεπτό μπρούντζινο αγαλματά-
κι και φέρνοντάς το πίσω από την πλάτη του.
Ο Μπράξτον χαμογέλασε. «Όχι, δεν είστε. Ήρθατε
να βρείτε το τελευταίο ενοχοποιητικό χειρόγραφο του
Φέρντι. Αργήσατε. Με έστειλε να το πάω στον τυπογρά­
φο σήμερα το πρωί».
«Όπως σας είχε στείλει να πάτε τους γρανάτες στο
κοσμηματοπωλείο».
«Ναι, όπως το λέτε. Σας αναγνώρισα εκείνη τη μέρα,
Μ ια σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 319

γ ι’ αυτό και έκρυψα το πρόσωπό μου όταν σας προσπερ­


νούσα. Όχι ότι κανείς θυμάται το πρόσωπό μου. Είναι η
κατάρα μου και η ευλογία μου».
Ο Κουπ σηκώθηκε. Ένιωθε πιο άνετα όρθιος. «Ώστε
συνεργάζεστε με το μέλλοντα γαμπρό σας».
«Δε θα το έλεγα. Όπως και η αδελφή μου, λόγω της
τρέλας του πατέρα μας με τον τζόγο, είμαι στο έλεος του
μέλλοντος γαμπρού μου. Η διαφορά είναι ευδιάκριτη,
για όποιον ενδιαφέρεται να τη δει».
«Εγώ ενδιαφέρομαι. Τα κοσμήματα που επιχειρήσα­
τε να πουλήσετε. Αυτή δεν ήταν η πρώτη σας επίσκεψη
στο κατάστημα για μια τέτοια δουλειά».
«Όχι. Στις προηγούμενες επισκέψεις είχα πάει κά­
ποια δευτερεύοντα κομμάτια της τεράστιας οικογενεια­
κής συλλογής των Λάνισφορντ, για να αντικαταστήσουν
τις μεγαλύτερες αυθεντικές πέτρες με γυάλινες».
«Γιατί ήθελε να το κάνει αυτό;» ρώτησε ο Γκέιμπ,
που είχε χαλαρώσει τόσο ώστε άφησε το αγαλματάκι και
κάθισε στην άκρη του γραφείου. «Απ’ ό,τι ξέρω, ο Φέρ-
ντι είναι πλούσιος σαν τον Κροίσο».
«Ο αείμνηστος μαρκήσιος άφησε, στη διαθήκη του,
αρκετά από τα μικρότερα κομμάτια, που δεν πήγαιναν
με τον τίτλο, στις αδελφές και ανιψιές της μακαρίτισσας
της γυναίκας του. Ο Φέρντι συμπέρανε ότι η διαθήκη
του πατέρα του δεν απαιτούσε να δοθούν στην αρχική
τους κατάσταση».
Ο Κουπ κατάφερε να δει τη χιουμοριστική πλευρά
της ιστορίας. «Ταιριάζει στον Φέρντι. Πώς το λένε οι
Ιρλανδοί; Α, ναι - “Αν είχε μόνο ένα αυγό, θα σου έδινε
το τσόφλι”. Πες μας τώρα, γιατί συνεχίζεις να συνερ­
320 K a s e y M ic h a e l s

γάζεσαι μαζί του κι αν είσαι εσύ που με πυροβόλησες


σήμερα από τα δέντρα».
«Θα μπορούσατε ακόμη να σταματήσετε τη δημοσί­
ευση αν σας έλεγα τη διεύθυνση του τυπογράφου», είπε
ο Μπράξτον, απαντώντας, στην ουσία, στην ερώτηση
του Κουπ.
«Αυτή η πληροφορία δε θα σε σώσει. Η φυλλάδα εί­
ναι ήδη στην κατοχή μας. Χτύπησες τον ιπποκόμο μου.
Θα μπορούσες να είχες σκοτώσει την αρραβωνιαστι­
κιά μου».
«Θα μπορούσα να σε είχα πετύχει ακριβώς στο κε­
φάλι», καυχήθηκε ο άντρας. «Αντί γι’ αυτό, την τελευ­
ταία στιγμή, συνήλθα και σκοπέυσα χαμηλά, ξέροντας
ότι έπρεπε να χτυπήσω κάτι, αλλιώς μπορεί να μην κα­
ταλάβαινες ποτέ ότι η ζωή σου κινδύνευε. Τις απολογίες
μου στον ιπποκόμο σου. Ήταν, απλώς, μια γρατζουνιά».
«Αυτή η γρατζουνιά μου κόστισε ένα πόνι. Ώστε τώ­
ρα συνήλθες. Γιατί;»
Ο Μπράξτον έδειξε προς το τραπεζάκι με τα ποτά.
«Μπορώ;» Πήγε και έβαλε ένα ποτήρι τζιν, το κατέβα­
σε και έβαλε άλλο ένα. «Ξέρεις τι σημαίνει να είσαι
φτωχός, λόρδε μου; Φτωχός, έπειτα από χρόνια που δεν
ήσουν φτωχός. Νομίζω πως αυτό είναι ακόμη χειρότερο,
γιατί έχεις γνωρίσει το καλύτερο και δεν ξέρεις ακριβώς
πώς να είσαι φτωχός. Τέλος πάντων, όταν ο Λάνισφορντ
αποφάσισε πως ήθελε τη Σάλι, δε ζητούσε προίκα, πλή­
ρωσε τα χρέη του μπαμπά στα χαρτιά και τις υποθήκες
του, φάνηκε εύκολο, τουλάχιστον για ένα διάστημα, να
κάνω πώς δε βλέπω τι συνέβαινε πραγματικά με την
αδελφή μου».
«Φλερτάριζες κάποτε τη Σάλι, έτσι δεν είναι Κουπ;
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 321

Όμορφο κορίτσι, απ’ ό,τι θυμάμαι και πάντοτε με το χα­


μόγελο. Τι συνέβη τότε;»
«Έπρεπε να φύγει από την πόλη στη μέση της Σεζόν.
Αρρώστησε η μητέρα της, νομίζω».
«Η μητέρα μας ήταν μια χαρά. Τα οικονομικά μας
έπασχαν, και σχεδόν θανάσιμα. Και αν δεν έχετε δει τη
Σάλι μετά τον αρραβώνα της, δε χαμογελάει πια πολύ.
Νομίζω πως το χαμόγελό της είναι αυτό που μου λείπει
περισσότερο. Της το είπα απόψε. Ο γάμος, ο τίτλος, η
προοπτική να μην είναι ποτέ ξανά φτωχή; Απλώς δεν
αξίζουν άλλη μια μέρα με τον Φέρντι και τις περίεργες
προτιμήσεις του. Γι’ αυτό βρίσκομαι εδώ απόψε, ενώ
εκείνος είναι στην πόλη, για να πάρω την αποζημίωσή
μου καθώς φεύγω από την υπηρεσία του. Παρεμπιπτό­
ντως, στέκεστε επάνω της, λόρδε μου -στην αποζημίω­
σή μου. Η Σάλι κι εγώ παίρνουμε το πρωί το πλοίο για
τη Βοστόνη και το σπίτι της αδελφής της μητέρας μας.
Σας μίλησα ειλικρινά, κύριοι. Από τη στιγμή που έχετε
τη φυλλάδα, γιατί βρίσκεστε εσείς εδώ;»
Ο Κουπ κοίταξε τα πόδια του, έπειτα έσπρωξε την
καρέκλα και ανασήκωσε το μικρό χαλί. Υπήρχε ένα χο­
ντρό, σιδερένιο δαχτυλίδι βυθισμένο στο πάτωμα και το
ξύλο ήταν προσεκτικά κομμένο στις τέσσερις πλευρές.
«Μια καταπακτή; Πού οδηγεί;»
«Πουθενά. Είναι μια κρύπτη. Άνοιξέ την. Α, και αν
έχεις την καλοσύνη να μου δώσεις το μαύρο, μεταλλικό
κουτί, θα πάρω δρόμο. Ο χρόνος κι η παλίρροια δεν πε­
ριμένουν, ξέρεις».
«Τζέφρι Τσόσερ, ε;» είπε ο Γκέιμπ. «Είσαι μορφωμέ­
νος άνθρωπος. Εσύ και η αδελφή σου θα τα καταφέρετε».
Ο Κουπ έλεγξε το περιεχόμενο του κουτιού και έπειτα
322 K a s e y M ic h a e l s

το έδωσε στον Μπράξτον. «Πιστεύω ότι θα βολευτούν


τα πράγματα μέχρι ο νέος φίλος μας να βρει δουλειά.
Με ένα γρήγορο υπολογισμό, είναι δέκα χιλιάδες λίρες».
«Δώδεκα, για την ακρίβεια. Τις μέτρησα την τελευ­
ταία φορά που είχα την τύχη να βρεθώ μόνος μου εδώ. Η
θεία μου έχει εξασφαλίσει ήδη μια θέση για μένα σε ένα
σχολείο που λέγεται Χάρβαρντ. Το έχετε ακουστά; Θα
διδάσκω κλασική λογοτεχνία. Και τώρα φεύγω, ελπίζω
να βρείτε αυτό που ψάχνετε».
«Νομίζω πως μόλις το βρήκαμε, ναι, ευχαριστώ. Και
ευχαρίστησε την αδελφή σου, γιατί είναι για χάρη της
που δε φεύγεις από δω με δυο μαυρισμένα μάτια. Γκέ­
ιμπ;» Ο Κουπ σήκωσε ψηλά έναν πάκο με γράμματα δε­
μένα με μια μαύρη κορδέλα. «Ένας κατώτερος άντρας
μπορεί να φώναζε Εύρηκα!»
«Αρχιμήδης», είπε ο Μπράξτον πάνω από τον ώμο
του και έφυγε.
Ο Γκέιμπ πλησίασε τον Κουπ πίσω από το γραφείο.
«Υπάρχει κάτι άλλο εκεί;»
«Υπάρχουν κι άλλα, ναι. Αλλά βρήκαμε αυτό που ζη­
τούσαμε, και το ίδιο ο Μπράξτον. Δεν ξέρω αν έχω λόγο
να ψάξω και άλλο».
«Αλήθεια; Άσε με τότε να σου πω, έντιμε και στενό­
μυαλε φίλε μου, ότι γι’ αυτό μας χρειάζεσαι. Κάνε στην
άκρη και άφησε εμένα να ψάξω».
«Καλά, αλλά κάνε γρήγορα. Δεν εμπιστεύομαι αυτόν
το δράκο στην πόρτα ότι δε θα στείλει σημείωμα στον
εργοδότη του, ειδοποιώντας τον για την παρουσία μας».
«Αυτό είναι αλήθεια. Α, εδώ είμαστε. Θα πάρω αυτά
τα ενδιαφέροντα χαρτιά και θα τα κοιτάξουμε πιο προ­
σεκτικά αργότερα. Είσαι έτοιμος;»
Μ ια σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σία 323

Ο Κουπ στριφογύρισε τα μάτια του, καθώς ο Γκέιμπ


έχωνε διάφορα φύλλα χαρτιού μέσα στο γιλέκο του. «Όχι
εντελώς, όχι. Σκεφτόμουν να φωνάξουμε κάποιον ν ’ ανά­
ψει τη φωτιά και να πιούμε λίγο από το μπράντι του Φέρ-
ντι, ενώ θα κάνουμε μια ευχάριστη κουβεντούλα -φ υ ­
σικά είμαι έτοιμος. Και για όνομα του Θεού, εξαφάνισε
αυτό το χαμόγελο από το πρόσωπό σου. Είμαστε στην
υπηρεσία του βασιλιά, το θυμάσαι;»
«Του βασιλιά που είναι κλειδωμένος στο κάστρο, πει­
σμένος ότι μπορεί να πετάξει; Ναι, ναι. Πρέπει να επιδεί-
ξουμε κάθε σοβαρότητα».
«Ο Ρίγκμπι είπε ότι συμμαζεύτηκες, ότι εξημερώ­
θηκες».
«Σιγά την παρατηρητικότητα που έχει ο Ρίγκμπι. Η
Θία δε θα με άφηνε ποτέ να συμμαζευτώ».
Ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στο δωμάτιο, ο Κουπ
πήρε ένα από τα λιγότερο αποκρουστικά αγάλματα και
άνοιξε την πόρτα προς το χολ.
Ο οικονόμος έσπευσε προς το μέρος τους, σφίγγο­
ντας τα χέρια του.
«Κύριοι! Αυτό είναι ένα από τα πιο αγαπημένα κομ­
μάτια της εξοχότητάς του».
«Είμαι βέβαιος πως είναι, καλέ μου άνθρωπε», του
είπε ο Κουπ καθώς τον προσπερνούσε. «Δυστυχώς για
τον εργοδότη σου, είναι, επίσης, ιδιοκτησία του Στέμμα­
τος και μέχρι πρόσφατα βρισκόταν στην προθήκη του,
στον Πύργο. Σε παρακαλώ, πληροφόρησε την εξοχότη­
τά του ότι πρέπει να βρίσκεται εδώ, αύριο το πρωί στις
δέκα, όταν θα έλθει ένας άλλος συνάδελφός μου, για να
συζητήσουν το θέμα περαιτέρω. Καλό βράδυ να έχεις.
Τζορτζ, τα καπέλα και τα γάντια μας, σε παρακαλώ».
324 K a s e y M ic h a e l s

Ο νεαρός υπηρέτης βιάστηκε να εξυπηρετήσει τους


κυρίους, και σε ένα λεπτό βρίσκονταν στο λιθόστρωτο,
απομακρυνόμενοι από το μέγαρο και επιταχύνοντας το
βήμα τους, μέχρι που βγήκαν από την πλατεία και βρέ­
θηκαν, ασφαλείς, μέσα σε ένα άλλο μισθωμένο μόνιππο.
«Τι διάβολο υποτίθεται πως θα κάνω μ’ αυτό το τε­
ρατούργημα;» ρώτησε ο Κουπ το φίλο του, που καθόταν
χαλαρά στο φθαρμένο δερμάτινο κάθισμα, χασκογελώ-
ντας χαρούμενα.
Ο Γκέιμπ πήρε τη φιγούρα, έσκυψε μπροστά και την
κούνησε μπροστά στο πρόσωπό του οδηγού. «Έι, εσύ,
θα το ήθελες αυτό για το ράφι του τζακιού σου;»
«Δεν έχω τζάκι, αλλά θα το πασάρω στην ταβέρνα
μου και θα τα πιω για τα καλά. Πάω στοίχημα».
Ο Γκέιμπ του το έδωσε και ακούμπησε ξανά πίσω.
«Ορίστε, λύθηκε κι αυτό το πρόβλημα. Τι θα έκανες χω­
ρίς εμάς; Αν και πρέπει να πω ότι απόψε υπήρξες σχεδόν
ευφυής. Πού πάμε τώρα;»
«Πίσω στο Πόλτνι, να πάρουμε την άμαξά σου, κι
έπειτα θα σε ακολουθήσω στης δούκισσας, απ’ όπου θα
πάρω την Ντάνι να την πάω πίσω στην αδελφή της».
«Νομίζεις ότι είναι φρόνιμο;»
«Δε βλέπω γιατί όχι».
Ο Κουπ φαντάστηκε ότι ένιωσε στ’ αλήθεια το χα­
μόγελο του Γκέιμπ, μέσα στο σκοτεινό εσωτερικό του
αμαξιού. «Όχι, φυσικά, δε βλέπεις. Αλλά ξέχασες κάτι,
Ρωμαίε. Έχουμε να συναντήσουμε τον Ρίγκμπι και τον
Ντάρμπι στο ξενοδοχείο».
«Ανάθεμα». Ο Κουπ ένιωσε δέκα φορές ανόητος. Πώς
μπόρεσε να το ξεχάσει; Αλλά είχε νέα για την Ντάνι και
θα τρελαινόταν από τη χαρά της που θα έβλεπε τα γράμ­
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ί α 325

ματα της αδελφής της. Πραγματικά θα χαιρόταν. Θα


ήταν ακόμη και ευγνώμων. «Γκέιμπ, γίνομαι πραγματι­
κά κακός άνθρωπος».
«Ναι, συμβαίνει αυτό όταν ένας άντρας ερωτεύεται»,
είπε απλά ο φίλος του. «Επίσης, μερικές φορές φερόμα­
στε σαν ηλίθιοι και γινόμαστε γελοίοι. Το λέω αυτό, κα­
ταλαβαίνεις, ως κάποιος που ταξίδεψε στο Λονδίνο στο
πίσω μέρος μια καρότσας γεμάτης με κλουβιά πουλιών,
απλώς για να είμαι κοντά στη Θία».
«Για ποιο λόγο η αρραβωνιαστικιά σου ταξίδευε με
τους παπαγάλους, υποθέτω, του θείου σου;»
«Δεν είπα ότι μόνο εμείς οι άντρες κάνουμε γελοία
πράγματα όταν ερωτευόμαστε, το είπα; Αλλά υπάρχει
κι ένας άλλος λόγος που θεωρώ ότι είναι καλύτερα να
αφή σεις τη δεσποινίδα Φόστερ να μείνει εκεί όπου είναι,
ανάμεσα σε γυναίκες που θα είναι ευτυχείς να... Ξέρεις,
Κουπ, τελικά μπορεί να έχεις δίκιο. Ίσως θα έπρεπε να
τη συνοδέψεις πίσω στην κόμισσα».
«Η μητέρα μου ήταν ακόμη εκεί όταν έφυγες;»
«Ήταν. Και θα έμενε τη νύχτα. Και η θεία μου η Βί-
βιεν, φυσικά».
«Και η Κλαρίς του Ρίγκμπι;»
«Και η Θία μου», πρόσθεσε ο Γ κέιμπ, γελώντας. «Ήταν
όλες στο σαλόνι και κουβέντιαζαν, όταν έφυγα. Ή θα
ήταν πιο σωστό να πω δραπέτευσα».
Ο Κουπ σκέφτηκε την κατάσταση, σκέφτηκε τη μη­
τέρα του, τη δούκισσα, την Κλαρίς. «Πρέπει να την πά­
ρω από εκεί».
«Ένα πραγματικό άντρο ανεξέλεγκτων θηλυκών, συμ­
φωνώ. Γεμάτο ψιθυρίσματα, χαχανητά και, για τις κυ­
ρίες, μια καράφα τζιν για να δυναμώσει το τσάι τους.
326 K a s e y M ic h a e l s

Αλλά, πρώτα, το Πόλτνι. Αν ό,τι είδα όταν έριξα μια


βιαστική ματιά στα χαρτιά που σούφρωσα από την κρυ­
ψώνα του Φέρντι είναι αυτό που νομίζω, τότε το τελευ­
ταίο από τα προβλήματά σου έχει λυθεί και μπορείς να
επιστρέψεις στο καινούργιο κτήμα σου και να καλλιερ­
γήσεις γογγύλια».
Ο Κουπ γύρισε το κεφάλι του τόσο γρήγορα που κό­
ντεψε να σπάσει το λαιμό του. «Είπες γογγύλια;»
«Ναι. Γογγύλια. Μου έκαναν μια γρήγορη περί­
ληψη του μεγάλου φινάλε των Χρονικών Ενός Ήρωα.
Σώζεις την ωραία δεσποινίδα -νομίζω ότι αυτή ήταν η
πέμπτη- και το Στέμμα σε ανακηρύσσει ξανά ήρωα και
σε απαλλάσσει από οποιεσδήποτε άλλες υποχρεώσεις,
και έτσι μπορείς να επιστρέψεις στην πρώτη σου αγάπη,
τη βοτανολογία, έτοιμος να υπηρετήσεις το Στέμμα με
άλλον τρόπο, δημιουργώντας νέες ποικιλίες ανθεκτικών
γογγυλιών, που θα χορτάσουν τις πεινασμένες μάζες».
«Θεέ μου! Η Μινέρβα. Αν μη τι άλλο, υποθέτω ότι δε
θα έχω πλέον να ανησυχώ για τον όχλο στους δρόμους.
Αλλά... γογγύλια',»
«Γογγύλια», επανέλαβε ο Γκέιμπ και ξέσπασε σε α­
συγκράτητα γέλια μέχρι που, κόντρα σε κάθε λογική, ο
Κουπ τον μιμήθηκε.
^ΨιεψάψαίΌ (β

Η Ντάνι είχε ξαπλώσει, απρόθυμα, στο κρεβάτι που τη


φιλοξενούσε, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ελπίζοντας ακόμη
ότι ο Κουπ θα χτυπούσε την πόρτα, φέρνοντας καλά νέα.
Τώρα δεν είχε να ανησυχεί μόνο για τη Μάρι, αλ­
λά και για τον Κουπ, ο οποίος μπορεί να. είχε αποτύχει,
μπορεί να βρισκόταν ματωμένος σε κάποιο χαντάκι ή,
μπορεί απλώς, να μην το θεωρούσε απαραίτητο να την
αναζητήσει, επειδή δεν ενδιαφερόταν αν εκείνη τρελαι­
νόταν σιγά σιγά από ανησυχία.
Και τι έλεγε αυτό για λογαριασμό του;
Τι έλεγε για εκείνη;
«Ότι είμαι ηλίθια», είπε στον εαυτό της, καθώς κο­
πανούσε ακόμη μια φορά τα μαξιλάρια, ανήμπορη να
κοιμηθεί. Και τι είχε πει η Κλαρίς, ε; Ότι οι άντρες δεν
αγοράζουν την αγελάδα όταν μπορούν να πάρουν τζά­
μπα το γάλα που θέλουν. Ναι, αυτό ήταν. Και όλες είχαν
γελάσει, εκτός από τη Θία. Η Ντάνι δεν είχε καταλάβει
στην αρχή, και όταν κατάλαβε, τα μάγουλά της έγιναν
κατακόκκινα από ντροπή.
«Αλλά έρχονται ξανά», είχε συνεχίσει η Κλαρίς. «Θεέ
μου, μερικές φορές δεν μπορείς να απαλλαγείς απ’ αυ­
τούς. Έτσι δεν είναι, Μινέρβα;»
328 K a s e y M ic h a e l s

«Μ ’ αρέσει αυτό το κορίτσι», είχε πει η μητέρα του


Κουπ, υψώνοντας προς την Κλαρίς το φλιτζάνι της. «Ξέ­
ρει πώς είναι ο κόσμος, μάλιστα. Και όταν ξαναγυρίζουν
θέλοντας κι άλλο; Α, τότε είναι που μια έξυπνη γυναίκα
παριστάνει ξανά την παρθένα, μέχρι που ο δόλιος δεν
μπορεί να αντέξει άλλο και παρακαλεί -ικετεύει!- να
τον παντρευτεί. Και τότε, φυσικά, τον φορτώνεσαι για
τα καλά. Πάρε παράδειγμα εσένα, Βιβ. Έχεις κολλήσει
με τον Μπάζιλ για σχεδόν σαράντα χρόνια. Στη δική σου
περίπτωση, έχεις κολλήσει στον Μπάζιλ. Ξαναμμένο γε-
ρο-κριάρι».
«Ναι, αλλά αν υπάρχει αγάπη, είναι εντάξει», είχε
διαφωνήσει η Κλαρίς. «Εγώ αγαπάω τον Τζέρι μου με
όλη μου την ψυχή. Εσύ τι έχεις να πεις, Θία; Και θυμή­
σου, ήμουν εκεί όταν φλερτάρατε με τον Γκέιμπ, οπότε
μην προσπαθήσεις να μας το παίξεις αθώα, γιατί δε θα
πιάσει».
Η Θία είχε απλά χαμογελάσει και είχε σηκώσει το
δίσκο με τα κέικ λεμονιού. «Θέλει καμιά ένα ακόμη;»
Η Ντάνι είχε αρπάξει ένα και το είχε χώσει όλο στο
στόμα της, έτσι ώστε να μην αναγκαστεί να μιλήσει.
Και τώρα βρισκόταν εδώ, όπου δεν ήθελε να βρίσκε­
ται, χωρίς να ξέρει τίποτα απ’ όσα ήθελε να ξέρει, διχα­
σμένη ανάμεσα στην ανησυχία της για τον Κουπ και τη
σφοδρή επιθυμία να του δώσει ένα χαστούκι, γιατί δεν
είχε πάει να την ενημερώσει, όπως όφειλε, για όσα είχαν
συμβεί από τότε που τον είχε δει τελευταία φορά.
Και όταν τον είχε δει τελευταία φορά, είχε το στόμα
του κλειστό και το σαγόνι του σφιγμένο και έδειχνε πο­
λύ, πολύ επικίνδυνος.
Πέταξε τα ανακατωμένα σκεπάσματα και σηκώθηκε,
Μ ΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 329

προετοιμασμένη να περάσει την υπόλοιπη νύχτα βημα­


τίζοντας πάνω κάτω, αλλά όταν άκουσε το αχνό κλικ της
πόρτας, χώθηκε ξανά στο κρεβάτι, ξάπλωσε στο πλάι, με
την πλάτη της προς την πόρτα και έκανε την κοιμισμένη.
Το τελευταίο, πραγματικά το τελευταίο, πράγμα που
ήθελε εκείνη τη στιγμή ήταν κάποια από τις κυρίες -σ υ ­
μπαθέστατες, όλες τους- να έρθει να μοιραστεί μαζί της
κάτι που πραγματικά δεν ήθελε να ακούσει.
Ένιωσε την ελαφριά πίεση από κάποιον που ξάπλω­
νε δίπλα της στο στρώμα και ευχήθηκε η φωνή που θα
άκουγε να μην ήταν της Μινέρβα Τάουνσεντ, η οποία
είχε ακούσει ήδη δύο φορές την ιστορία για την επίθε­
ση στο δρόμο -«και γιατί οι δυο τους είχαν, κατ’ αρχάς,
απομακρυνθεί τόσο από το Λονδίνο;»- και θεωρούσε
ακόμη πως πρέπει να υπήρχαν κι άλλες λεπτομέρειες
που δεν της είχε πει.
«Ντάνι; Ντάνι, κοιμάσαι;»
Ο Κουπ; Εδώ, στην κατοικία του δούκα; Στην κρεβα­
τοκάμαρά της; Με το μέγαρο γεμάτο από κόσμο -κα ι τη
μητέρα του!- και με τον κίνδυνο να τον ανακαλύψουν;
Είχε τρελαθεί;
Δεν κινήθηκε. Θα ήταν καλύτερο και για τους δυο
τους να παρίστανε την κοιμισμένη κι εκείνος να έφευγε.
Μήπως είχε τρελαθεί η ίδια;
«Κουπ!», φώναξε, πετώντας τα σκεπάσματα για να
μπορέσει να ανασηκωθεί, πέφτοντας στην αγκαλιά του,
γεμίζοντας φιλιά το πρόσωπό του.
«Χάρηκες που με είδες;» αστειεύτηκε, αφού είχε, τε­
λικά, αιχμαλωτίσει το στόμα της σε ένα μακρύ, απολαυ­
στικό φιλί, που τέλειωσε και με τους δυο τους ξαπλωμέ­
νους στα μαξιλάρια.
330 K a s e y M ic h a e l s

«Θα μπορούσες να είχες έρθει νωρίτερα», είπε, καθώς


θυμήθηκε την ιστορία με την αγελάδα και το γάλα, που η
Κλαρίς και οι άλλες είχαν βρει τόσο διασκεδαστική. «Εί­
σαι καλά; Πού ήσουν; Τι έκανες; Σε βρήκε ο άντρας της
Θία; Δεν πυροβόλησες κανέναν, έτσι δεν είναι; Ποιος σε
έβαλε μέσα στο σπίτι; Ποιος σου είπε πού... Δεν μπορεί
να τριγύριζες πάνω κάτω στους διαδρόμους, κοιτώντας
μέσα σε κάθε δωμάτιο, μέχρι να με βρεις; Πες κάτι».
«Περίμενα να σου τελειώσει η ανάσα. Αν και πρέ­
πει .να πω ότι το ενδιαφέρον σου -γ ια σχεδόν τα πάντα-
ήταν απολαυστικό. Έχω κάτι να σου δείξω».
«Τα γράμματα;» Η Ντάνι ένιωσε ότι δεν μπορούσε
να αναπνεύσει. «Έχεις τα γράμματα της Μάρι;»
Τον κοιτούσε καθώς έβγαζε το σακάκι του και έψα­
χνε στο γιλέκο του, βγάζοντας κάτι που έπρεπε να είναι
τα γράμματα της αδελφής της. «Δεν πρόκειται να τα δι­
αβάσουμε».
Άρπαξε το πακέτο, ένιωσε πόσο παχύ ήταν. Η Μά­
ρι έγραφε πάντα μακροσκελή γράμματα. «Όχι, φυσικά
όχι». Τα δάχτυλά της έπιασαν τη μαύρη, ταφταδένια
κορδέλα. «Ούτε ένα μόνο;»
«Ούτε ένα», της είπε ο Κουπ, παίρνοντάς τα από τα
χέρια της και πετώντας τα πίσω από την πλάτη του, όπου
κατέληξαν με έναν απαλό θόρυβο στο χαλί. «Νομίζω
πως έχουμε καλύτερα πράγματα να κάνουμε τώρα, δε
νομίζεις;»
«Εδώ; Τώρα; Κι αν...»
«Ντάνι, μου λες σοβαρά να φύγω;»
Το γάλα. Η αγελάδα.
«Θα έπρεπε να σου πω να φύγεις. Εννοώ, έκανες αυ­
τό που σου ζήτησα να κάνεις, έτσι δεν υπάρχει πραγ­
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 331

ματικός λόγος να παραμείνεις τώρα που έχουμε πίσω


τα γράμματα και, προφανώς, κατατρόπωσες το φριχτό
Φέρντι χωρίς να τον εξαφανίσεις οριστικά, κι έτσι δε
χρειάζεται να φύγεις από τη χώρα, και ξέρω πως είπαμε
ότι αρραβωνιαζόμαστε, αλλά δεν υπάρχει πια λόγος να...
Θα με σταματήσεις, επιτέλους, λόρδε Τάουνσεντ; Γιατί
νομίζω πως αυτή ήταν η πιο μακριά, η καλύτερη και η
χειρότερη μέρα της ζωής μου και...»
Το φιλί του την έκοψε τη στιγμή που ήταν έτοιμη να
ξεσπάσει σε δάκρυα. Σφίχτηκε πάνω του με όλη της τη
δύναμη και κύλησαν μαζί στο κρεβάτι, με τα πόδια τους
μπερδεμένα, τα χέρια τους να ψάχνουν, να αναζητούν,
να βρίσκουν.
Η Ντάνι ήξερε τώρα. Ήξερε τι βρισκόταν στο τέλος
του μακριού, γλυκού και στριφογυριστού μονοπατιού
που εκείνος την οδηγούσε, κι αυτή τη φορά ήταν απο­
φασισμένη να έχει πιο ενεργό ρόλο στη διαδρομή.
Αυτό που το ίδιο πρωί ήταν καινούργιο, ακόμη και
αλλόκοτο, τώρα έμοιαζε φυσικό σαν την αναπνοή. Ήταν
δύο άνθρωποι, και ο στόχος τους ήταν να γίνουν ένας.
Ο πόθος της που φούντωνε δεν την τρόμαζε τώρα.
Τον καλωσόρισε.
Ξεκούμπωσε το γιλέκο και το πουκάμισό του με στα­
θερά, σίγουρα δάχτυλα και απόλαυσε τη ζεστή, σφιχτή
δύναμη που βρήκε από κάτω. Διέτρεξε τα πλευρά του,
στάθηκε σε μια ουλή στη σάρκα του, που πρέπει να εί­
χε γίνει από κάποιο παλιό τραύμα, και λαχτάρησε να τη
φιλήσει, να απομακρύνει κάθε ανάμνηση του πόνου που
θα είχε νιώσει.
Όταν εκείνος ανασήκωσε το νυχτικό της, η ανάσα της
κόλλησε στο λαιμό της, και λύγισε τα γόνατά της, ανοί-
332 K a s e y M ic h a e l s

γοντας για χάρη του, λαχταρώντας το άγγιγμά του, προ-


σφέροντάς του τον καυτό, υγρό πυρήνα της.
Σε παρακαλώ. Σ ε παρακαλώ.
Ένιωσε τη βιασύνη του, αντανάκλαση της δικής της.
«Ναι», είπε με μια ανάσα, πάνω στο στόμα του, όπως
είχε κάνει και νωρίτερα. Ναι, Κουπ, ναι.
Όταν τον δέχτηκε μέσα της, δεν ένιωσε πραγματικό
πόνο, ένα μικρό τσούξιμο μόνο, που εύκολα το αγνόησε,
γιατί τώρα ήξερε τι ήταν η κατάκτηση, και καλωσόρισε
την αίσθηση της πληρότητας, την αίσθηση να δίνει και
να παίρνει.
«Θεέ μου, Ντάνι», της ψιθύρισε, ενώ ανασηκωνόταν
στα χέρια του για να κοιτάξει τα μάτια της. «Δεν ξέ­
ρεις... δεν μπορείς να ξέρεις πόσο ανησυχούσα μήπως
κάτι είχε αλλάξει...»
Γλίστρησε τα χέρια της στην πλάτη του και τον κρά­
τησε, τον καθησύχασε, μέχρι που αργά, άρχισε να κινεί­
ται μέσα της.
«Σε παρακαλώ», του είπε, «μη μιλάς άλλο. Ξέρω ότι
θέλεις περισσότερα. Δε χρειάζεται να είσαι ευγενικός
απόψε. Το μόνο που χρειάζομαι είσαι απλώς εσύ».
Έσκυψε να τη φιλήσει, καθώς έσπρωχνε το κάτω μέ­
ρος του κορμιού του προς το μέρος της, ξεκινώντας αργά,
επιταχύνοντας, με ένα ρυθμό στον οποίο εκείνη ανταπο-
κρίθηκε, γιατί ήταν ένα, κινούνταν, αντιδρούσαν σαν
ένας άνθρωπος.
Θα τον άφηνε να φύγει. Αν έπρεπε, θα τον άφηνε να
φύγει.
Τούτη τη στιγμή, όμως, τον ήθελε. Τούτη τη στιγμή
την ήθελε κι αυτός.
Είχαν περάσει τόσα πολλά, σε λίγες μόνο μέρες.
Μ ΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ 333

Τώρα χρειάζονταν ο ένας τον άλλο κι είχαν ενδώσει


στον πειρασμό.
Και η ίδια δεν το μετάνιωνε ούτε για ένα λεπτό.
Χρώματα στροβιλίστηκαν πίσω από τα σφιχτοκλει-
σμένα βλέφαρά της. Η καρδιά της χτυπούσε γρήγορα,
σφυροκοπούσε, όλο της το σώμα είχε τεντωθεί από προ­
σμονή, καθώς ο Κουπ την οδηγούσε πέρα απ’ οτιδήποτε
είχε ονειρευτεί, σε έναν κόσμο όπου βρίσκονταν μόνο οι
δυο τους... και έπειτα πέρα απ’ οτιδήποτε μπορούσε να
φανταστεί.
Η πλάτη του ήταν λουσμένη στον ιδρώτα καθώς κα-
τέρρευσε επάνω της και η Ντάνι έκρυψε το πρόσωπό της
στο λαιμό του, γεύτηκε το αλμυρό δέρμα του, κρατώ­
ντας τον καθώς ριγούσε, και μετά ο Κουπ φάνηκε να
λιώνει πάνω στο κορμί της.
Έπειτα από μερικά λεπτά, που θα έδινε τη μισή ζωή
της να κρατήσουν για πάντα, εκείνος γύρισε ανάσκελα,
τραβώντας τη μαζί του, έτσι που φώλιασε στον ώμο του,
ενώ έδινε ανάλαφρα φιλιά στα μαλλιά της και ξανάβρι­
σκαν και οι δύο την ανάσα τους.
Δεν ήξερε τι να πει. Φαινόταν τελείως λάθος η στιγ­
μή να του πει πως ήταν ελεύθερος τώρα, πως δε μετάνι­
ωνε για τίποτα.
Ούτε της φαινόταν σωστό να τον ρωτήσει, καθώς
ήταν ξεκάθαρα τόσο απορροφημένος από τη στιγμή όσο
κι η ίδια -δεν ήθελε να τον κάνει να πει κάτι για το οποίο
θα λυπόταν όλη την υπόλοιπη ζωή του.
Δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσαν να πουν.
Ή έτσι νόμιζε.
«Γ ογγύλια;»
334 K a s e y M ic h a e l s

Η Ντάνι τον κοίταξε, είδε το χαμόγελο στο πρόσω­


πό του.
«Συγγνώμη;»
«Αυτό μόνο μπόρεσαν να σκεφτούν; Γογγύλια;»
Η Ντάνι χαμογέλασε. Ήταν εντάξει. Ήταν πάντα ο
Κουπ και ήταν πάντα η Ντάνι. Και μπορούσαν ακόμη
και οι δύο, δόξα τω Θεώ, να δουν τη γελοιότητα μιας κα­
τάστασης, ακόμη και μέσα σε όλα όσα ήταν πολύπλοκα
και τρομακτικά.
«Τα γογγύλια Τάουνσεντ. Τα Ηρωικά Γογγύλια».
«Ποτέ», είπε, τραβώντας την ξανά κοντά του. «Αν
πρόκειται να ανακαλύψω κάποιο νέο, ανθεκτικό γογγύ­
λι, θα ονομαστεί Μινέρβα».
«Αυτό φαίνεται δίκαιο», του είπε η Ντάνι. «Και θα
ακολουθήσουν το Βίβιεν και το Κλαρίς. Δε θα φύγεις,
έτσι;»
«Όχι ακόμη. Δε νομίζω ότι μπορώ να κινηθώ».
«Ωραία. Τότε... καληνύχτα», είπε και σφίχτηκε ακό­
μη πιο κοντά του, νυσταγμένη ξαφνικά. Το αύριο θα
έπρεπε να φροντίσει μόνο του τον εαυτό του.
f/ v F f f c ij lU O 2 0

Ο Κουπ είχε φύγει όταν μια από τις υπηρέτριες της δού-
κισσας μπήκε στο δωμάτιο της Ντάνι το επόμενο πρωί.
Αναδεύτηκε και κύλησε στην άλλη πλευρά του κρεβατι­
ού και κοίταξε κάτω, στο χαλί.
Να πάρει. Το πακέτο με τα γράμματα της Μάρι είχε
φύγει μαζί του.
Δε μου είχε εμπιστοσύνη ότι δε θα τα διάβαζα. Πολύ
σοφό!
Και ο Φέρντι δεν αποτελούσε πλέον πρόβλημα. Μισό
λεπτό. Εκείνος το είχε πει αυτό ή εκείνη; Ήταν δύσκολο
να θυμηθεί, αλλά είχε, ξαφνικά, το ενοχλητικό συναίσθη­
μα ότι μπορεί να είχε υποθέσει πως ο Κουπ δεν κινδύ­
νευε πλέον, κι εκείνος να την είχε αφήσει να το νομί­
ζει επειδή, ε, είχαν άλλα πιεστικά πράγματα στο μυαλό
τους... όπως το να κάνουν έρωτα.
Ξάπλωσε ανάσκελα τρίβοντας τα μάτια της, και μετά
προσπάθησε να διακρίνει την ώρα στο ρολόι του τζακιού.
«Δέκα και μισή! Ποιος με άφησε να κοιμηθώ μέχρι
τις δέκα και μισή!» Πετάχτηκε από το κρεβάτι τόσο γρή­
γορα που κόντεψε να ρίξει τον ασημένιο δίσκο, που είχε
επάνω μικρά κέικ και μια κανάτα με ζεστή σοκολάτα,
από τα χέρια της καμαριέρας. «Ω, συγγνώμη. Γρήγορα,
336 K a s e y M ic h a e l s

χρειάζομαι μια λεκάνη με ζεστό νερό και τα ρούχα που


έφερα χτες μαζί μου. Πρέπει να επιστρέφω στην Πόρ-
τμαν Σκουέαρ αμέσως».
«Μάλιστα, δεσποινίς. Ο λόρδος Τάουνσεντ είπε να
είστε έτοιμη, να τον περιμένετε και, χμ, να χτυπάτε το
πόδι σας ανυπόμονα, στις έντεκα. Αλλά η μητέρα του
είπε ότι είχατε ανάγκη από ύπνο γιατί -δεν ξέρω, ακρι­
βώς γιατί, δεσποινίς, αλλά μου έκλεισε το μάτι. Ήταν
τρομακτικό αυτό, αν και, με όλο το θάρρος, το χαμόγελό
της είναι χειρότερο».
«Ω Θεέ μου...»
Η Ντάνι βρισκόταν στο ισόγειο και, ναι, χτυπούσε
το πόδι της ανυπόμονα όταν το ρολόι του χολ σήμανε
έντεκα.
Να ’ναι καλά τα κοντά μαλλιά της, που δε χρειάζο­
νταν κάτι περισσότερο από ένα γρήγορο βούρτσισμα,
και η Μέιζι, η καμαριέρα που τη φρόντιζε, η οποία, πι­
θανότατα, δεν έβλεπε την ώρα να φύγουν απ’ το μέγα­
ρο όλες αυτές οι επιπλέον γυναίκες που χασκογελούσαν
και, προφανώς, έπιναν για τα καλά.
Θα είχε πάει να περιμένει απέξω, στο φαρδύ κατώ­
φλι, αν ο αυστηρός μπάτλερ δεν την είχε πληροφορήσει
πως αυτό δε γινόταν.
Αλήθεια, ο Τίμερλι θα είχε πει το ίδιο, αλλά, τουλά­
χιστον, θα της είχε δείξει λίγη συμπάθεια.
Όμως όταν άκουσε τον ήχο από τις οπλές που στα­
ματούσαν και το κουδούνισμα από τα χαλινάρια, όχι ο
αρχιυπηρέτης, ο Θεός ο ίδιος δε θα μπορούσε να τη συ-
γκρατήσει.
Ο Κουπ και το πλατύ χαμόγελό του τη συνάντησαν
στα μισά της μαρμάρινης σκάλας.
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 337

«Άργησες», τον πείραξε, καθώς τη βοηθούσε ν ’ ανέ­


βει στο κάθισμα του αμαξιού. «Το ξέρεις ότι ο Όλιβερ
επιστρέφει στο σπίτι σήμερα; Είπα στον κύριο Σινκλέρ
να σ ’ το πει».
«Το όνομά του είναι Γκέιμπ και ναι, το ξέρω. Αλλά
δεν έχουμε πρόβλημα. Οι αγροτικές καρότσες που έρχο­
νται στις αγορές της πόλης θα τον καθυστέρησαν, εκτός
αν έρχεται ιππεύοντας».
«Ιππεύοντας έρχεται! Δε σ’ το είπε αυτό ο κύριος Σι...
ο Γκέιμπ; Πρέπει να βιαστούμε».
«Μήπως προτείνεις να διατάξω τα άλογά μου να
βγάλουν φτερά και να πετάξουμε πάνω απ’ όλες τις άλ­
λες άμαξες;»
«Ω, κλείσ’ το πια».
Ο Κουπ γέλασε. «Βλέπω ότι ο ρομαντισμός της νύ­
χτας ξεθωριάζει γρήγορα στο φως».
Η Ντάνι κατέβασε το κεφάλι, χτυπώντας ακόμη τις
μύτες των ποδιών της στο πάτωμα. «Λυπάμαι, αλλά η
Μάρι με χρειάζεται. Δεν έπρεπε να την είχα αφήσει μόνη
της, αλλά ήθελα τόσο απελπισμένα να σε βρω, να σε ει­
δοποιήσω ότι πρέπει να πάρουμε τα γράμματα αμέσως».
Αργότερα θα τον ρωτούσε περισσότερα για τον Φέρ-
ντι. Μία μία οι κρίσεις και για την ώρα, όπως η Ντάνι
συνειδητοποίησε με κάποια έκπληξη, η βασική ανησυχία
της ήταν η αδελφή της. Στο κάτω κάτω, ο Κουπ καθόταν
δίπλα της και ήταν, εμφανώς, τρομερά ευδιάθετος.
Έστριψαν στην πλατεία και η Ντάνι αναστέναξε με
ανακούφιση, μια ανακούφιση που κράτησε μόνο μέχρι
τη στιγμή που είδε τη γνώριμη, στρογγυλή σιλουέτα του
αδελφού της Έμαλαϊν, του Σαμ, να οδηγεί ένα άλογο
στο μονοπάτι δίπλα από το μέγαρο, προς τους στάβλους.
338 KA SEY M ICHAELS

Αναπήδησε στο κάθισμά της, ευχόμενη να μπορού­


σε να πετάξει. «Είναι εδώ. Είναι σπίτι. Είναι ήδη μέσα.
Ω, κι αν η Μάρι αρνηθεί να τον δει; Ακόμη χειρότερα,
αν νιώσει την ακατανίκητη ανάγκη να του τα εξομολο­
γηθεί όλα;»
«Εννοείς να του πει για τα γράμματα, σωστά;» ρώ­
τησε ο Κουπ, καθώς σταματούσε την άμαξα και η Ντά­
νι πηδούσε στο λιθόστρωτο, πριν προλάβει να βάλει το
φρένο.
«Τι νόμιζες ότι εννοούσα... Ω, βιάσου, σε παρακαλώ.
Κάποιος ιπποκόμος θα βγει σε ένα λεπτό και έχεις βάλει
το φρένο. Έχεις τα γράμματα;»
«Ο Γκέιμπ έχει δίκιο», τον άκουσε να λέει, καθώς
κατέβαινε κι αυτός. «Τίποτα δεν είναι ποτέ το ίδιο. Είσαι
έτοιμη;»
«Αν είμαι... όχι, δεν είμαι έτοιμη. Αν φτάσαμε πολύ
αργά, δεν ξέρω πώς θα μπορέσει να συνεχίσει η Μάρι».
Ένας υπηρέτης άνοιξε την πόρτα καθώς πλησίασαν
και η Ντάνι έτρεξε μέσα και είδε τον Όλιβερ να στέκεται
στο φουαγέ, κοιτώντας ψηλά, στη σκάλα.
Στράφηκε προς τα εκεί που κοιτούσε και είδε τη Μά­
ρι, με το πόδι της πάνω από το πρώτο σκαλί, τόσο όμορ­
φη, τόσο φοβισμένη, έτσι όπως ήταν στα παιδικά τους
χρόνια -όταν η Ντάνι, αν και μικρότερη, έπαιρνε πάντα
την πρωτοβουλία κι η Μάρι, απρόθυμα, ακολουθούσε.
«Μάρι», είπε ο Όλιβερ, κάνοντας ένα βήμα μπροστά.
«Αγαπημένη μου Μάρι».
Μια σιωπή ακολούθησε, μια σιωπή τόσο απόλυτη
που η Ντάνι άκουγε τους χτύπους της καρδιάς της.
«Όλιβερ», είπε, τελικά, η αδελφή της, κατεβαίνοντας
αργά τις σκάλες. «Είσαι σπίτι».
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ί α 339

Η Ντάνι άκουσε ένα ελαφρύ θρόισμα πίσω της, και


μπορούσε να φανταστεί τον Κουπ να βγάζει το πακέτο
με τα γράμματα από το γιλέκο του και να τα ανεμίζει
πίσω από τον ανύποπτο Όλιβερ.
Βγήκε ο ήλιος. Ακριβώς εκεί, στη στριφογυριστή,
μαρμάρινη σκάλα του μεγάρου των Κόκερμαουθ, το φως
άστραψε σαν το πιο υπέροχο ξημέρωμα, και ξαφνικά η
Μάρι κατέβαινε τις σκάλες τρέχοντας και έπεφτε στα
απλωμένα χέρια του άντρα της, με ένα χαμόγελο που έφε­
ρε δάκρυα στα μάτια της Ντάνι.
«Ω, Όλιβερ! Είσαι σπίτι!»
Ο κόμης του Κόκερμαουθ σήκωσε ψηλά τη γυναίκα
του και τη στριφογύρισε, πριν την ακουμπήσει ξανά
στο πάτωμα φιλώντας την, αγκαλιάζοντάς την. Έπειτα
από μια στιγμή, τη σήκωσε στα χέρια και ξεκίνησε για
τις σκάλες.
Ο Τίμερλι, που φαινόταν να είναι πάντα παρών όταν
συνέβαινε κάτι σημαντικό, στράφηκε στην Ντάνι και
της έκλεισε το μάτι, πριν τους προσπεράσει και ανοίξει
ο ίδιος την πόρτα -μ ια σιωπηλή πρόσκληση να φύγουν.
«Έλα, πάμε, πριν αυτά τα δάκρυα κάνουν λιμνούλα
στο πάτωμα», ψιθύρισε ο Κουπ στο αυτί της Ντάνι, ενώ
συγχρόνως της έβαζε στο χέρι ένα λευκό μαντίλι. «Προ­
φανώς, δε μας χρειάζονται εδώ προς το παρόν».
Όταν βρέθηκαν ξανά στο λιθόστρωτο, όπου ένας υπη­
ρέτης κρατούσε την άμαξα και τα άλογα, η Ντάνι τον
άφησε, αυτή τη φορά, να τη βοηθήσει να ανέβει, και συ­
νέχισε να σκουπίζει τα μάτια της, ενώ ο Κουπ περνούσε
από πίσω για να ανέβει στη δική του θέση, και πετούσε
ένα νόμισμα στον υπηρέτη.
340 K a s e y M ic h a e l s

«Πού... πού πηγαίνουμε; Και πεθαίνω της πείνας. Δεν


το είχα καταλάβει μέχρι τώρα».
«Ναι, το φαντάστηκα. Για την ακρίβεια, πηγαίνου­
με ξανά στο κτήμα του Ντάρμπι. Οι άλλοι πρέπει να εί­
ναι ήδη εκεί και να μας περιμένουν ανυπόμονα. Και θα
υπάρχει φαγητό, αν αυτό σε απασχολεί. Καθ’ οδόν, ίσως
θέλεις να δεις αυτό».
Και έβαλε ξανά το χέρι στο γιλέκο του, απ’ όπου
έβγαλε τον Τρίτο Τόμο.
Τον άρπαξε, διαβάζοντας γρήγορα το εξώφυλλο. «Δεν
άλλαξαν ούτε μια λέξη, έτσι; Ακόμη και να το κοιτάς σου
προκαλεί πλήξη. Και κυκλοφορεί ήδη στους δρόμους;»
«Δίνεται δωρεάν, για την ακρίβεια. Θέλουμε να εί­
μαστε σίγουροι πως όλοι θα διαβάσουν ή θα ακούσουν
την πεζή κατάληξη των κατορθωμάτων μου. Είμαι έτοι­
μος να επιστρέφω στην αφάνεια, που δεν είχα καταλάβει
ότι θα μου έλειπε τόσο πολύ».
Η καρδιά της Ντάνι άρχισε να βουλιάζει. «Άρα φεύ­
γεις για να καλλιεργήσεις γογγύλια;»
«Όχι ακόμη, όχι. Μήπως, κατά τύχη, αναρωτιέσαι
γιατί δεν έχω ενδοιασμούς να μας εκθέσω σε μια ακό­
μη απόπειρα του Φέρντι να απαλλάξει τον κόσμο από
αυτόν που, στο μυαλό του, φαίνεται να είναι ο μεγαλύ­
τερος εχθρός του;»
«Το σκέφτηκα αυτό, ναι, και πρέπει να προσθέσω
πως φαίνεσαι τόσο ικανοποιημένος όσο μια γάτα με
φτερά πουλιού να κρέμονται από τα μουστάκια της, γ ι’
αυτό πες μου γρήγορα. Τι συνέβη χτες το βράδυ όταν
τον αντιμετώπισες, απαιτώντας τα γράμματα της Μάρι;
Τέλειωσε; Τέλειωσε στ’ αλήθεια; Πώς μπορείς να είσαι
μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 341

βέβαιος; Σε παρακαλώ, πες μου ότι δε χρειάστηκε να τον


σκοτώσεις».
«Να τον σκοτώσω; Εγώ κι ο Γκέιμπ δεν τον είδαμε
καν».
Στύλωσε το βλέμμα της στο δρόμο μπροστά τους, και
είδε με ικανοποίηση πως όλη η κίνηση φαινόταν να κα-
τευθύνεται προς την πόλη, και όχι έξω από αυτήν, επομέ­
νως ο Κουπ θα μπορούσε να τρέξει λίγο τα άλογα. «Είσαι
επίτηδες ασαφής, έτσι; Με αναγκάζεις να σου βγάζω κά­
θε πληροφορία με το τσιγκέλι».
«Για την ακρίβεια, προσπαθώ να μη βάλω τις φωνές,
γι’ αυτό που βρήκε ο Γκέιμπ στο γραφείο του Φέρντι.
Εκτός από τα γράμματα της αδελφής σου, ο Φέρντι είχε
κρύψει κάποια χαρτιά που φανερώνουν, πολύ καθαρά,
ότι έχει αλληλογραφία με μια μικρή, μάλλον εκρηκτι­
κή ομάδα Ιρλανδών, με επαναστατικές προθέσεις. Θα
θυμάσαι ότι πέρασε αρκετά χρόνια στην Ιρλανδία. Φαί­
νεται ότι χρησιμοποίησε ένα μέρος, τουλάχιστον, αυτού
του χρόνου δημιουργώντας συμμαχίες».
«Αλλά... αλλά αυτό είναι προδοσία».
Το χαμόγελο του Κουπ ήταν και κακό, και εύθυμο.
«Λατρεύω το πόσο γρήγορα φτάνει το μυαλό σου στο
σωστό συμπέρασμα ή, τουλάχιστον, στο συμπέρασμα
που μετράει για όποιον δε θα ήθελε να περάσει ούτε ένα
λεπτό ακόμη διερωτώμενος τι άλλο θα σκεφτεί ο μπά­
σταρδος για να τον εκδικηθεί. Αμφιβάλλουμε για το αν
υπήρχε πραγματική πεποίθηση ή αφοσίωση στα σχέδια
του Φέρντι, γίνεται όμως αναφορά σε ένα πολύ μεγάλο
κτήμα, ακριβώς έξω από το Δουβλίνο, που μεταφέρθηκε
στο όνομά του».
«Ξέρει ότι ξέρεις;»
342 K a s e y M ic h a e l s

«Δύο κύριοι που παρουσιάστηκαν ως εκπρόσωποι


του Στέμματος απαίτησαν να μπουν στο σπίτι του χτες
το βράδυ, κάτι που ο Φέρντι θα έμαθε μόλις επέστρεψε.
Το πιθανότερο είναι πως θα έλεγξε το περιεχόμενο της
κρυψώνας του και θα ανακάλυψε πως λείπουν μερικά
πολύ σημαντικά πράγματα».
«Εσύ και ο Γκέιμπ υποχρεώσατε τους υπηρέτες να
σας αφήσουν να μπείτε, ψάξατε το γραφείο του Φέρντι
για να βρείτε τα γράμματα της Μάρι και πέσατε κατευ­
θείαν πάνω σε αποδείξεις που ενοχοποιούν το μαρκήσιο.
Κάπως έτσι συνέβη;»
«Και πάλι, τα συγχαρητήριά μου». Έπειτα χαμογέλα­
σε. «Α, Ντάνι, τι πλάκα που είχε. Δε θα έπρεπε να το λέω
αυτό, να το παραδέχομαι, αλλά ο Γκέιμπ κι εγώ χαρή-
καμε κάθε στιγμή, χτες το βράδυ, ειδικά όταν βρήκαμε
τις αποδείξεις εναντίον του Φέρντι. Πιστεύω ότι κάποια
στιγμή σήμερα θα συλληφθεί, αν δεν αντιμετωπίζει ήδη
αυτή τη στιγμή κάποιες πολύ επίμιονες ερωτήσεις. Ο
Γκέιμπ πήγε κατευθείαν σε έναν από τους φίλους του
στη Βασιλική Υπηρεσία Πολέμου, πρωί πρωί σήμερα,
καταλαβαίνεις. Και τώρα είμαστε εδώ, κι έχουμε κάποι­
ες δικές μας εκκρεμείς υποθέσεις».
Πήγε το αμάξι κατευθείαν στους στάβλους και βοή­
θησε την Ντάνι να κατέβει, και έπειτα την πήρε από το
χέρι και προχώρησαν πάνω στο παχύ γρασίδι. Σύντομα
φάνηκε το κιόσκι και όλοι όσοι στέκονταν τριγύρω ή
κάθονταν στα τραπέζια που είχαν στηθεί δίπλα του.
Η Μινέρβα. Ο δούκας και η δούκισσα. Η Κλαρίς και
ο Ρίγκμπι, η Θία και ο Γκέιμπ. Ο Ντάρμπι, που στεκό­
ταν μόνος του, ακουμπισμένος σε μια από τις κολόνες.
Οι μόνοι που έλειπαν ήταν η Μάρι και ο Όλιβερ, αλλά
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς σ υ ν ε ρ γ α σ ί α 343

ήξερε πού βρίσκονταν, και μπορούσε να φανταστεί ότι


δεν τους πείραζε που έλειπαν από την παρέα.
«Έχουμε γιορτή;»
«Ας το ελπίσουμε», είπε ο Κουπ, σφίγγοντας το χέρι
της.
Τον κοίταξε, ενώ ανταπέδιδε χαρούμενους χαιρετι­
σμούς. Ακουγόταν νευρικός; Ναι, ακουγόταν νευρικός.
Τι στο καλό;
«Εξοχότητες, φίλοι, σας ευχαριστώ για την παρου­
σία σας, για την υποστήριξή σας αυτή την ώρα», είπε,
αφού σταμάτησε περίπου τρία μέτρα μακριά απ’ όλους
και υποκλίθηκε, ενώ η Ντάνι, ξαφνικά το ίδιο νευρική,
υποκλινόταν επίσης.
«Όπως όλοι ξέρετε, αυτή ήταν μια επεισοδιακή εβδο­
μάδα. Στην αρχή της σχεδόν, με κρίση αρκετά θολωμένη
και έπειτα από βιαστικές αποφάσεις, η δεσποινίς Φόστερ
βρέθηκε, ξαφνικά, μπλεγμένη σε έναν ψεύτικο αρραβώ­
να με έναν άντρα που υποτίθεται πως είναι ο ήρωας του
Κατρ Μπρα».
«Είσαι ο ήρωας του Κατρ Μπρα», διαμαρτυρήθηκε,
αλλά έπειτα δάγκωσε τα χείλη της, γιατί είχε αρχίσει να
καταλαβαίνει τι συνέβαινε, και δεν ήξερε αν έπρεπε να
τρέξει ή να κλάψει ή, απλά, να μείνει εκεί, ενώ ολόκλη­
ρος ο κόσμος της γκρεμιζόταν.
«Αλλά ο κίνδυνος πέρασε και είναι καιρός να γίνουν
διορθώσεις, όχι να πάμε πίσω και να αλλάξουμε τα γεγο­
νότα, γιατί αυτό είναι αδύνατο, αλλά να γίνει σαφές σε
όλους ότι η δεσποινίς Φόστερ -η Ν τάνι- δε δεσμεύεται
πλέον από τη συμφωνία της και, επομένως, την απαλ­
λάσσω από κάθε υποχρέωση που μπορεί να νιώθει».
344 K a s e y M ic h a e l s

Η Ντάνι δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Όλο το κορμί


της είχε μουδιάσει.
Όλοι την κοιτούσαν.
Κανείς δεν είπε τίποτα, ούτε μια λέξη.
«Ντάνι», ψιθύρισε ο Κουπ. «Δώσε μου το δαχτυλίδι».
Τον κοίταξε, ανίκανη να πιστέψει ό,τι συνέβαινε. Πώς
μπορούσε να το κάνει αυτό;
«Ντάνι. Σε παρακαλώ. Δώσε μου το δαχτυλίδι».
Με τα μάτια της κολλημένα στα δικά του, έβγαλε το
γάντι της και του έδωσε το δαχτυλίδι.
«Σ’ ευχαριστώ».
«Θα έπρεπε να το πετάξω στο ρυάκι», του είπε και
το κάτω χείλος της έτρεμε, ενώ κατά βάθος λαχταρούσε
να ριχτεί στην αγκαλιά του και να του θυμίσει ότι είχε
αργήσει λίγο να παίξει το ρόλο του έντιμου τζέντλεμαν.
Αλλά το ήξερε ότι απλώς υποκρινόταν. Όπως όταν
του πρόσφερε τον εαυτό της κι έλεγε μέσα της ότι θα
ήταν ευχαριστημένη με αυτό και τίποτα παραπάνω.
«Θα με πας σπίτι τώρα; Σε παρακαλώ».
«Αν αυτό θέλεις», της είπε. «Αλλά πρώτα...»
Παίρνοντας τα χέρια της στα δικά του, γονάτισε με
το ένα πόδι στο γρασίδι.
«Δεσποινίς Ντανιέλα Φόστερ», είπε, με δυνατή και
καθαρή φωνή για να τον ακούσουν όλοι. «Παρόλο που
σε πολλά αποδείχτηκα ανάξιος, η βαθιά αγάπη και η
τρυφερότητά μου για εσάς δε θα μου επιτρέψουν να βυ­
θιστώ στην απελπισία πριν σας ρωτήσω πρώτα αν θα
θέλατε να μοιραστούμε την υπόλοιπη ζωή μας. Ντάνι,
αγαπημένη, αγαπημένη Ντάνι, θα μου κάνεις την τιμή
να γίνεις γυναίκα μου;»
«Εσύ...» Κοίταξε όλους που τους παρακολουθούσαν,
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 345

τη Μινέρβα που έκλαιγε σιγανά πίσω από ένα μαντίλι,


την Κλαρίς που σχεδόν χοροπηδούσε κρεμασμένη από
τον Ρίγκμπι, όλους τους που κοιτούσαν, περίμεναν.
«Αυτοί... Εσείς όλοι... το σχεδιάσατε αυτό; Ξέρεις πό­
σο με τρόμαξες·, Και όλα αυτά επειδή ήθελες να είσαι
έντιμος·, Όλα αυτά επειδή ήθελες να ξέρω ότι ο ψεύτικος
αρραβώνας δεν υπάρχει πλέον και τώρα ξεκινάμε από...
Ω, Κουπ, σ ’ αγαπώ. Ναι, ναι». Στράφηκε στο ακροατή­
ριό τους. «Ναι! Είπα ναι!»
& 7 ΐίγ θ γ θ 8 '

Η Ντάνι ήταν στην αγκαλιά του Κουπ, καθώς κάθονταν


μισοξαπλωμένοι πάνω σε ένα φαρδύ κορμό δέντρου,
κοιτώντας πέρα από το ρυάκι. Τα υπολείμματα από το
γεύμα τους ήταν σκορπισμένα πάνω στην κουβέρτα, και
κάθε τόσο εκείνος έφερνε το χέρι της στα χείλη του, φι­
λώντας το δαχτυλίδι που τώρα έβλεπε σαν την πραγμα­
τική υπόσχεση της κοινής τους ζωής.
«Με συγχώρησες ή ακόμη;» τη ρώτησε καθώς η
Ντάνι αναστέναξε, από ευχαρίστηση ήλπιζε.
«Σε συγχώρησα. Αλλά θα μπορούσες να μου το είχες
πει. Θα καταλάβαινα».
«Ήθελα όλοι να το μάθουν, να δουν. Ιδίως ο Ντάρ-
μπι, καθώς αισθανόταν ένοχος, επειδή ήταν εκείνος
που είχε την ιδέα για τον ψεύτικο αρραβώνα. Τώρα δεν
υπάρχει αμφιβολία. Σ ’ αγαπώ, Ντανιέλα Φόστερ. Για
την ακρίβεια, είμαι ξετρελαμένος μαζί σου».
«Αλλά ο Ντάρμπι δεν είναι. Το πρόσεξες αυτό, έτσι;
Χαμογέλασε και φίλησε το χέρι μου, και είπε αυτά που
έπρεπε να πει, αλλά έμοιαζε αφηρημένος, σαν να τον
ενοχλεί ακόμη κάτι».
«Τον ενοχλεί. Με πήρε παράμερα, την ώρα που εσύ
και οι κυρίες μιλούσατε, και μου είπε για ένα γράμμα
Μ ια Σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς Σ υ ν ε ρ γ α σ ία 347

που βρήκε να τον περιμένει όταν έφτασε εδώ, σήμερα


το πρωί. Φαίνεται ότι ο φίλος μας είναι στριμωγμένος».
«Τι συμβαίνει;»
«Είναι μεγάλη ιστορία και, κανονικά, πρέπει να
σ’ την πει ο Ντάρμπι, αλλά ενώ βρισκόμασταν σε μια
γαλλική φυλακή -αυτό ήταν ένα χρόνο πριν από το Βα-
τερλώ - ανέπτυξε φιλία με έναν από τους γιατρούς αιχ­
μαλώτους, που προσπαθούσαν να μας φροντίσουν. Ο
άνθρωπος είχε μια κόρη, και όταν ο Ντάρμπι τον ρώτη­
σε πώς μπορούσε να τον ξεπληρώσει που έσωσε το μάτι
του, αν όχι και την όρασή του, του απάντησε πως, αν του
συνέβαινε κάτι, ο Ντάρμπι θα μπορούσε να αναλάβει τη
φροντίδα της κόρης του».
«Και ο Ντάρμπι είπε ναι; Και ο άνθρωπος πέθανε;
Αλλά... αλλά αυτό συνέβη χρόνια πριν. Έ τσι είπες».
«Όχι, ο γιατρός δεν πέθανε. Πληγώθηκε προσπαθώ­
ντας να κλέψει φαγητό από τους Γάλλους στρατιώτες
που μας φρουρούσαν, αλλά δεν πέθανε. Τότε. Τώρα
όμως φαίνεται πως ναι, και η κόρη του περιμένει από
τον Ντάρμπι να τηρήσει το λόγο του. Για την ακρίβεια,
σύμφωνα με το γράμμα που μου έδειξε, πρόκειται να
φτάσει εδώ, στην αγροικία, σε λίγες μέρες».
Η Ντάνι ανακάθισε και κοίταξε προς τους άλλους,
που βρίσκονταν σε κάποια απόσταση. Όλοι γελούσαν
και μιλούσαν και φαίνονταν να διασκεδάζουν πολύ. Ο
Ντάρμπι όμως στεκόταν ξανά μόνος του, με τα χέρια
στις τσέπες και μια έκφραση στο πρόσωπό του που δεν
προοιωνιζόταν κάτι καλό για όποιον αποφάσιζε να τον
πλησιάσει.
«Τι θα κάνει; Δεν μπορώ ούτε να τον φανταστώ να
κηδεμονεύει μια νέα κοπέλα».
348 K a s e y M ic h a e l s

«Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι ότι ζήτησε από τους
φίλους του να τον βοηθήσουν, και φυσικά θα το κάνου­
με. Γι’ αυτό, αν δε σε πειράζει, πριν ταξιδέψουμε για να
δούμε τους γονείς σου και να ζητήσω ξανά το χέρι σου,
μπορούμε να μείνουμε λίγο ακόμη στην πόλη;»
Πόσω χρονών είναι αυτό το κορίτσι; Έχει ακόμη ανά­
γκη από καθοδήγηση; Είναι έτοιμη να κάνει το ντεμπούτο
της; Τι ταλαιπωρίες πρέπει να περάσει ο Ντάρμπι πριν
απαλλαγεί α π ’αυτή;
«Ω, όχι. Θεέ μου, όχι», είπε η Ντάνι, ξαπλώνοντας
ξανά στην αγκαλιά του Κουπ. «Δε με πειράζει. Δε με
πειράζει καθόλου...»

You might also like