Professional Documents
Culture Documents
SANDRA MARTON - Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΩΝ ΜΠΑΡΟΝ #1
SANDRA MARTON - Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΩΝ ΜΠΑΡΟΝ #1
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΥΚΑΡΙΑ
Ο Γκέιτζ Μπάρον είχε καταφέρει να γίνει ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας
χωρίς τη βοήθεια του πατέρα του. Ήταν ιδιοκτήτης μιας αλυσίδας πολυτελών
ξενοδοχείων και ο γάμος του φαινόταν εξίσου επιτυχημένος -ώσπου η Νάταλι
τον εγκατέλειψε. Στην αρχή, ο εγωισμός και η περηφάνια του δεν τον άφηναν
να τρέξει πίσω από τη γυναίκα του.
Έπειτα όμως ήρθε η πρόσκληση για το πάρτι των γενεθλίων του πατέρα του,
όπου θα τους ανακοίνωνε ποιον διάλεξε για διάδοχό του. Ο Γκέιτζ
αδιαφορούσε για το Εσπάδα. Όμως ο Τζόνας περίμενε να τον δει να πηγαίνει
μαζί με τη Νάταλι, κι αυτή η ευκαιρία που του δινόταν τον ενδιέφερε και με το
παραπάνω!
ΑΠΡΟΘΥΜΗ ΕΡΩΜΕΝΗ
Ο Τράβις Μπάρον ήταν ένας διακεκριμένος δικηγόρος, πολύ γοητευτικός και...
εργένης! Ποια γυναίκα δεν θα πλειοδοτούσε στον φιλανθρωπικό
πλειστηριασμό για να περάσει ένα Σαββατοκύριακο μαζί του Κι όμως, όταν τον
"κέρδισε" η Αλεξάνδρα Θορπ, δεν διεκδίκησε το βραβείο της.
Για ποιο λόγο η όμορφη ξανθιά ξόδεψε για χάρη του τόσα χρήματα και μετά
σηκώθηκε και έφυγε Ο Τράβις δεν θα το άφηνε αυτό να περάσει έτσι. Ακόμα κι
αν χρειαζόταν να κινήσει γη και ουρανό, η Άλεξ θα γινόταν δική του!
SANDRA MARTON
Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ TON ΜΠΑΡΟΝ
-A' ΤΟΜΟΣ -
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ
ΑΠΡΟΘΥΜΗ ΕΡΩΜΕΝΗ
Μετάφραση: Γιώργος Θεοδωρακάκος
© 2011 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΒΕΕ για την ελληνική γλώσσα, κατόπιν συμφωνίας με τη
HARLEQUIN ENTERPRISES II B.V / S.a.r.l.
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ
Τίτλος πρωτοτύπου: Marriage on the Edge
© 1999 by Sandra Myles. All rights reserved.
ΑΠΡΟΘΥΜΗ ΕΡΩΜΕΝΗ
Τίτλος πρωτοτύπου: More Than a Mistress © 1999 by Sandra Myles. All rights reserved.
Μετάφραση: Γιώργος Θεοδωρακάκος Επιμέλεια: Χριστίνα Σιμοπούλου Διόρθωση: Γιώργος Ψυχίδης
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, η αναπαραγωγή ή μετάδοσή του με
οποιοδήποτε οπτικοακουσπκό ή άλλο μέσο, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη.
ΕΙΔΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΛΕΚΙΝ - ΤΕΥΧΟΣ 54
Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε στην Ελλάδα.
Made and printed in Greece.
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
***
Η ουρά των αυτοκινήτων που πήγαιναν στη βίλα των Χόλκομπ άρχιζε
μισό τετράγωνο πριν μπεις στον ιδιωτικό δρόμο τους.
«Τέλεια», μουρμούρισε ο Γκέιτζ, καθώς άλλαζε ταχύτητα στην αντίκα
Κορβέτ του, «μόνο αυτό μας έλειπε».
Δεν υπήρχε μεγαλύτερη δοκιμασία από το να βρίσκεσαι στην ουρά
μιας σειράς από Κάντιλακ και Μερσέντες. Θα προτιμούσε να
βρισκόταν καθισμένος στο σαλόνι του Μπάρον Γουίντσονγκ, μ’ ένα
ποτήρι καλό σινόν μπλαν στο χέρι.
Η Κάντιλακ μπροστά του μετακινήθηκε μερικούς πόντους. Ο Γκέιτζ
αναστέναξε καθώς την ακολουθούσε με την Κορβέτ του.
Ξέχνα το κρασί και το ξενοδοχείο. Άλλωστε αρκετά τα απολάμβανε
και τα δύο καθημερινά. Το κρασί ήταν πολύ ωραίο την κατάλληλη ώρα
στον κατάλληλο χώρο, αλλά αυτή τη στιγμή εκείνο που θα ήθελε
πραγματικά ήταν ένα μπουκάλι παγωμένη, καλή, μαύρη μπίρα. Και μια
παραλία, όχι εδώ στο Μαϊάμι, κάπου στο Νότιο Ειρηνικό' κάπου όπου
το ίδιο φεγγάρι που κρεμόταν και τώρα πάνω από το κεφάλι του θα
έριχνε το φιλντισένιο του φως πάνω σε μια ανέγγιχτη, ατέλειωτη
αμμουδιά. Θεέ μου, μπορούσε σχεδόν να δει την εικόνα. Φορούσε ένα
βαμβακερό σορτσάκι, στηριζόταν στους αγκώνες του και, με το κεφάλι
στραμμένο προς το νυχτερινό ουρανό, παρακολουθούσε όλους τους
διάττοντες αστέρες να σκίζουν το βαθύ σκοτάδι, ενώ το δροσερό
κυματάκι χάιδευε τα δάχτυλα των ποδιών του...
Μία κόρνα ακούστηκε πίσω του. Ο Γκέιτζ ανοιγόκλεισε τα μάτια,
κατσούφιασε, είδε το μικρό κενό ανάμεσα στο δικό του και το
μπροστινό αμάξι και άφησε την Κορβέτ να τσουλήσει απαλά.
Τι στην ευχή είχε πάθει απόψε;
Χρόνια είχε να καθίσει σε κάποια ακρογιαλιά ή να σκεφτεί κάτι
ανάλογο. Χρόνια είχε επίσης να κάνει αυτοανάλυση...
Όπως είχαν περάσει χρόνια κι από τότε που τον έκανε μια γυναίκα να
νιώθει τόσο αβέβαιος.
Τα χέρια του ανοιγόκλεισαν πάνω στο τιμόνι.
Αυτό δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Εντάξει, θα άντεχε για μια ώρα το
πατιρντί των Χόλκομπ. Μισή ώρα- αρκούσε. Μετά θα γλιστρούσε
κλεφτά έξω από την πόρτα, θα αντιμετώπιζε τη Νάταλι όταν θα γύριζε
τελικά στο σπίτι, θα απαιτούσε να του δώσει μερικές απαντήσεις και θα
τελείωνε αυτή η ανοησία ανάμεσά τους με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Αν ήθελε να συνεχίσουν, ο Γκέιτζ θα το σκεφτόταν. Αν ήθελε να
χωρίσουν, ας γινόταν κι αυτό. Η ζωή θα συνεχιζόταν με ή χωρίς
διαζύγιο...
Αλλά σ’ αυτή την περίπτωση τι γύρευε εκείνος εδώ, περιμένοντας τη
σειρά του σ’ ένα πάρτι όπου δεν ήθελε να πάει, για να ευχαριστήσει μια
γυναίκα που δεν ήταν σίγουρος ότι την ήθελε ακόμη;
Αυτή ήταν η αλήθεια και τώρα που την είχε τελικά παραδεχτεί, ένιωθε
σαν να είχε φύγει ένα μεγάλο βάρος από το στήθος του.
Στο διάολο να πάει το πάρτι. Τα χείλη του σφίχτηκαν. Θα έβγαινε από
αυτή τη σειρά, θα γύριζε στο σπίτι του, θα πετούσε αυτό το ανόητο
σμόκιν, θα φορούσε το σορτσάκι του...
«Κύριε;»
Ο κόμπος στο στομάχι του είχε αρχίσει να λύνεται. Το μόνο που
χρειαζόταν ήταν να κάνει λίγο όπισθεν και να γυρίσει τη μύτη της
Κορβέτ προς το δρόμο...
«Κύριε; Με συγχωρείτε, κύριε;»
Ο Γκέιτζ έστρεψε το κεφάλι προς το παράθυρο. «Τι είναι;» ρώτησε
απότομα, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια.
Χωρίς να το καταλάβει είχε φτάσει στο πάρκινγκ των Χόλκομπ. Ένας
νεαρός στεκόταν έξω από το αμάξι. Η κόκκινη ζακέτα του έδειχνε ότι
ήταν παρκαδόρος. Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο σπυράκια και το
καρύδι του λαιμού του ήταν πεταγμένο έξω. Ο Γκέιτζ αναστέναξε,
έλεγξε τα νεύρα του και κάτι που έμοιαζε με χαμόγελο χαράχτηκε στα
χείλη του.
«Ναι», είπε. Και επειδή είχε επέμβει η μοίρα ή επειδή εκείνος είχε
αργήσει πολύ να γυρίσει στην πραγματικότητα, βγήκε από την Κορβέτ
κι έδωσε στο νεαρό τα κλειδιά μαζί μ’ ένα χαρτονόμισμα των δέκα
δολαρίων, επειδή ένιωθε άσχημα για τον απότομο τρόπο που του είχε
μιλήσει. Μετά ανέβηκε τα σκαλοπάτια της βίλας των Χόλκομπ,
ξέροντας ότι τον περίμεναν μια δυο ώρες πολιτισμένου μαρτυρίου.
***
***
Έκλεισε την πόρτα του γραφείου του και πέταξε το χαρτοφύλακά του
σ’ ένα χαμηλό τραπέζι από ξύλο οξιάς...
«Διάολε», μουρμούρισε και άνοιξε πάλι την πόρτα. «Ρόζα!»
«Μάλιστα;» Ήταν ευγενική αλλά τυπική και τα μάγουλά της ήταν
ακόμη κόκκινα. Ο Γκέιτζ αναστέναξε.
«Συγνώμη, δεν ήθελα να σου μιλήσω τόσο απότομα. Απλώς...» Απλώς
τι, Μπάρον; Απλώς σ’ εγκαταλείπει η γυναίκα σου; «Άργησα να
κοιμηθώ χτες».
Η Ρόζα χαμογέλασε. «Το φαντάζομαι».
«Συγνώμη;»
«Το πάρτι των Χόλκομπ. Γράφουν στην εφημερίδα σήμερα ότι είχε
μεγάλη επιτυχία».
«Ω... ναι. Ναι, ήταν... υπέροχα».
«Θα κρατήσω όλα τα τηλεφωνήματά σας, κύριε Μπάρον».
«Ευχαριστώ. Και κάνε μου μια χάρη, σε παρακαλώ. Πες στην Κάρολ
να παραγγείλει ένα κιλό καφέ της αρεσκείας της και να το χρεώσει σ’
εμένα. Πες της επίσης ότι μπορεί να έχει ακόμη και την καφετιέρα
δίπλα της αν θέλει».
«Συγνώμη;» «Πες της αυτό που σου είπα. Εκείνη θα καταλάβει».
«Θα της το πω. Και θα φροντίσω να μη σας ενοχλήσει κανείς... Αλλά
υπάρχει ένας φάκελος που παραδόθηκε σήμερα το πρωί...»
Ο Γκέιτζ αναστέναξε. «Εντάξει. Δώσ’ τον, αλλά δεν καταλαβαίνω
γιατί... Δεν ήρθε εξπρές;»
«Όχι, σας είπα ότι παραδόθηκε».
Το όνομα και η διεύθυνσή του ήταν γραμμένα καλλιγραφικά πάνω
στον κρεμ, από χαρτί περγαμηνής, φάκελο.
«Εντυπωσιακό», σχολίασε η Ρόζα.
«Πράγματι. Διαφημιστικό κόλπο θα είναι. Ελάτε να δοκιμάσετε το
αεροδυναμικό, υπερπολυτελές σκάφος μας. Κάπως έτσι».
Η Ρόζα γέλασε. «Μάλλον έχετε δίκιο. Αλλά σκέφτηκα ότι ίσως ήταν
κάτι σημαντικό».
«Δε χρειάζονται εξηγήσεις». Ο Γκέιτζ χαμογέλασε. «Πάντως, μη μου
δώσεις τίποτε άλλο, εντάξει; Θέλω να σκεφτώ... το ακίνητο στο
Πουέρτο Ρίκο».
«Μάλιστα, κύριε».
Το χαμόγελο εξαφανίστηκε από τα χείλη του μόλις ξαναμπήκε στο
γραφείο του.
«Σου αξίζουν συγχαρητήρια, Μπάρον», μουρμούρισε, πετώντας το
φάκελο πάνω στο γραφείο. «Πρώτα κόβεις τα κεφάλια δυο καλών
συνεργατών σου και μετά στέκεσαι εκεί και
αραδιάζεις δικαιολογίες σαν δεκάχρονο αγοράκι που προσπαθεί να
εξηγήσει πώς έσπασε η μπάλα του το τζάμι». Πέταξε το σακάκι του,
ξέσφιξε τη γραβάτα και βούλιαξε στην περιστρεφόμενη καρέκλα του.
Ο γάμος του διαλυόταν. Και λοιπόν; Το διαζύγιο ήταν αναπόσπαστο
κομμάτι της παιδικής του ηλικίας. Τότε αυτοί που τον καταλάβαιναν
ήταν μόνο τα αδέρφια του και αργότερα η Κέιτλιν. Τώρα όμως ήταν
κάτι που συνέβαινε καθημερινά.
Καιρός να σταματήσω να νιώθω οίκτο για τον εαυτό μου. Πρέπει ν’
ασχοληθώ με κάτι άλλο. Να καθαρίσω το μυαλό μου για να μπορέσω
να δω πιο λογικά τα πράγματα. Σήμερα είναι μια εργάσιμη μέρα όπως
κάθε άλλη. Έχω ραντεβού, συσκέψεις, γεύματα.
Η Ρόζα είχε αφήσει ανοιχτό το ημερολόγιό του πάνω στο γραφείο. Μια
στοίβα με φαξ αριστερά και πέντε έξι σημειώματα δεξιά.
Ο φάκελος από περγαμηνή είχε προσγειωθεί πάνω τους.
Ο Γκέιτζ τον έσπρωξε, πήρε τα σημειώματα και τους έριξε μια ματιά.
Οι λέξεις χοροπηδούσαν, δεν έβγαινε νόημα. Τα πέταξε στο καλάθι
των αχρήστων και πήρε στα χέρια του τα φαξ.
Δεν καταλάβαινε τίποτα.
«Να πάρει και να σηκώσει!» αναφώνησε.
Πώς θα συγκεντρωνόταν σε οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό που
συνέβαινε στην προσωπική του ζωή;
Σηκώθηκε από την καρέκλα και άνοιξε τα κάθετα ρολά που κάλυπταν
την τζαμαρία πίσω του. Από κάτω εραστές του ήλιου βρίσκονταν γύρω
από την πισίνα του Γουίντσονγκ, που ήταν σχεδιασμένη σε σχήμα
ποταμού, με καταρράκτες που ξεπετάγονταν μέσα από κρυμμένες
σπηλιές. Πίσω από την πισίνα μια μεγάλη, άσπρη αμμουδιά οδηγούσε
στη σμαραγδένια θάλασσα.
Όλα όσα είχε παλέψει να δημιουργήσει βρίσκονταν εκεί έξω. Εκεί και
σε διάφορα άλλα μέρη σε όλο τον κόσμο. Κάτω από τη δική του
διοίκηση και προσωπική εργασία, το πανάθλιο ξενοδοχείο, για την
αγορά του οποίου είχε πουλήσει την ψυχή του, είχε γίνει ένα διεθνές
ξενοδοχείο πέντε αστέρων και κέντρο των επιχειρήσεών του, που οι
μάγοι της οικονομίας αποκαλούσαν το βασίλειο του Μπάρον.
Ήταν ένας επιτυχημένος, ευτυχισμένος άνθρωπος.
Μέχρι χτες το βράδυ τουλάχιστον.
Ο Γκέιτζ βουλίαξε πάλι στην καρέκλα, στήριξε τους αγκώνες πάνω στο
γραφείο κι έπιασε το κεφάλι του.
Τι έπρεπε να κάνει;
Δεν ήταν λογικό. Δεν ήταν πρακτικό. Ήταν ηλίθιο. Αυτό θα το έλεγε
στη Νάταλι, θα της έδινε μια ευκαιρία ν’ αλλάξει γνώμη...
Τρελός ήταν; Μ άλλον θα της έδινε την ευκαιρία να τον κάνει πάλι
σκόνη. Άλλωστε, ήθελε κι εκείνος την ελευθερία του. Πώς το ξεχνούσε
συνέχεια αυτό;
Του ξέφυγε μια από τις βρισιές που είχε μάθει όταν δούλευε με τα
χέρια, όχι με το μυαλό.
«Πρέπει ν’ ασχοληθώ με κάτι για να μη σκέφτομαι», μουρμούρισε.
Η ματιά του έπεσε στο φάκελο. Εντάξει, ακόμη και μια διαφήμιση
μπορεί να τον βοηθούσε να ξεχάσει τα προβλήματά του.
Άνοιξε το φάκελο κι έβγαλε μια επίσημη πρόσκληση. Τα φρύδια του
έσμιξαν καθώς άρχισε να τη διαβάζει.
Απαιτείται η παρουσία σας στον εορτασμό των ογδοηκοστών πέμπτων
γενεθλίων του κυρίου Τζόνας Μπάρον Σάββατο και Κυριακή, 14η και
15η Ιουνίου ράντσο Εσπάδα Μπράζος Σπρινγκς, Τέξας.
Παρακαλούμε απαντήστε το συντομότερο
Μια σημείωση ήταν γραμμένη στο χέρι από κάτω.
«Γκέιτζ», έλεγε, «αν θέλεις το καλώ σου, κοίτα μην αρχίσεις τις
δικαιολογίες, εντάξει;»
Το λακωνικό σημείωμα ακολουθούσε ένα κεφαλαίο «Κ» και μια
μικροσκοπική καρδούλα δίπλα του.
Ένα χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό του. Η Κέιτλιν δεν άλλαζε
ποτέ. Ατσάλι απ’ έξω, γλυκιά και τρυφερή από μέσα, παρ’ όλο που θα
τον χαστούκιζε αν τολμούσε να το πει αυτό μπροστά της.
Το χαμόγελό του έσβησε.
Η μέρα του άρχιζε τέλεια. Πρώτα η λογομαχία του με τη Νάταλι και
τώρα αυτή η απαίτηση να πάει στο Εσπάδα.
Ο Τζόνας έκλεινε τα ογδόντα πέντε. Ήταν δυνατόν; Είχε να δει τον
πατέρα του ένα χρόνο. Μπορεί και δυο. Αλλά στα μάτια του μυαλού
του ο Τζόνας ήταν αγέραστος, με κορμί μυώδες, ίσιο σαν σιδερένια
βέργα και μάτια ασημιά, γερακίσια.
Άφησε κάτω την κάρτα. .Ογδόντα πέντε! Αξιομνημόνευτος αριθμός.
Θα έπρεπε να τηλεφωνήσει στο ράντσο και να ευχηθεί στο γέρο χρόνια
πολλά. Θα του έστελνε κι ένα δώρο φυσικά... Αν και τι μπορούσες να
στείλεις σ’ έναν άνθρωπο που είχε ό,τι ήθελε και αποδοκίμαζε
οτιδήποτε άλλο υπήρχε;
Η έκφρασή του μαλάκωσε. Θα τηλεφωνούσε και στην Κέιτλιν.
Θα της εξηγούσε ότι, όσο κι αν το ήθελε, δεν μπορούσε να παραστεί...
Το προσωπικό του τηλέφωνο άρχισε να χτυπάει. Ο ήχος τον ξάφνιασε.
Κανένας δεν ήξερε αυτό τον αριθμό, εκτός...
«Μωρό μου», είπε αρπάζοντας το τηλέφωνο. «Νάταλι, σ’ αγαπώ
τόσο...»
«Κι εγώ σ’ αγαπώ, ακριβέ μου», ακούστηκε μια προσποιητή, ψιλή
φωνή, «αλλά ο άντρας μου έχει αρχίσει να μας υποψιάζεται».
Ο Γκέιτζ τινάχτηκε. «Τράβις; Τραβ, εσύ είσαι;»
Ένα βαθύ αντρικό γέλιο ακούστηκε από την άλλη άκρη της γραμμής.
«Ξέρω ότι αυτό μπορεί να σε απογοητεύει, αλλά ναι, εγώ είμαι. Καλή
μέρα».
Ένα χαμόγελο πλανήθηκε στα χείλη του Γκέιτζ.
«Καλημέρα;» Κοίταξε το ρολόι του και σφύριξε μακρόσυρτα. «Θεέ
μου, μ’ εντυπωσιάζεις, Τράβις. Δεν είναι ακόμη εφτά στη δική σας
ώρα. Νόμιζα ότι εσείς οι μεγαλοκαρχαρίες της Δυτικής Ακτής δεν
ξυπνάτε νωρίτερα από την ώρα που εμείς, οι σκληρά
εργαζόμενοι άνθρωποι της Ανατολικής Ακτής, σταματάμε για
μεσημεριανό φαγητό».
«Αυτό του το είπα ήδη εγώ», ακούστηκε άλλη μια βαθιά φωνή.
Το χαμόγελο του Γκέιτζ έγινε πιο πλατύ. «Σλέιντ;»
«Ο ένας και μοναδικός», απάντησε ο Σλέιντ Μπάρον.
«Θεέ μου, δεν το πιστεύω! Το γλεντάτε και οι δυο μαζί στο Μαλιμπού;
Ή στη Βοστόνη, σ’ εκείνο το πελώριο παλιό κτίσμα στο Μπίκον Χιλ,
που ο μικρός μου αδερφός αποκαλεί σπίτι του;»
«Εγώ είμαι στη Βοστόνη», είπε ο Σλέιντ.
«Και εγώ στο Μαλιμπού», πρόσθεσε ο Τράβις. «Η τριπλή τηλεφωνική
σύνδεση είναι ένα από τα θαύματα της μοντέρνας τεχνολογίας».
«Έτσι ακριβώς είναι», είπε ο Σλέιντ, κλείνοντας το μάτι στην όμορφη
γραμματέα που του έφερε τον καφέ του.
«Ευχαριστώ, αγαπούλα».
«Μη με λες εμένα ‘αγαπούλα’, φίλε», είπε ο Τράβις, «μην έρθω στην
πολυτελέστατη βίλα σου και σε κάνω μαύρο στο ξύλο, όπως όταν
ήσουν ένα κοκαλιάρικο δωδεκάχρονο κι εγώ ένας γεροδεμένος
δεκατριάχρονος».
«Ναι; Μαζί με πόσους άλλους;»
«Μόνο με το φίλο μου τον Γκέιτζ. Σωστά τα λέω, Γκέιτζ;» Ο Τράβις
γέλασε πνιχτά. «Φυσικά θα περιμένω ν’ ανέβει πρώτα λίγο ο ήλιος
στον ουρανό για ν’ αρχίσει να λειτουργεί το μυαλό μου».
Και τα τρία αδέρφια γέλασαν. Ο Γκέιτζ ένιωσε αυτό το γέλιο να φτάνει
μέχρι την καρδιά του και να τον ζεσταίνει.
Πάντα του έκανε εντύπωση η άνετη ανταλλαγή πειραγμάτων ανάμεσά
τους. Περνούσαν μήνες χωρίς να συναντηθούν, αλλά αυτό δεν είχε
σημασία. Ούτε οι μικροκαβγάδες τους όταν ήταν παιδιά είχαν
σημασία. Κάθε φορά που συναντιούνταν ή επικοινωνούσαν
τηλεφωνικώς, οι αναμνήσεις τούς πλημμύριζαν αμέσως. Ο Τράβις
τελικά μπήκε στο θέμα που ήταν και ο λόγος αυτής της τηλεφωνικής
επαφής.
«Εντάξει, παιδιά», είπε αναστενάζοντας. «Μακάρι να μπορούσαμε ν’
αποφύγουμε το θέμα, αλλά είναι καιρός να ξαναγυρίσουμε στην
πραγματικότητα».
«Στην πρόσκληση», είπε ο Σλέιντ.
«Πήρες κι εσύ τη δική σου;» ρώτησε ο Γκέιτζ.
«Πρωί πρωί σήμερα. Τραβ;»
«Η δική μου ήρθε στις έξι».
Ο Σλέιντ γέλασε. «Ήσουν με κάποια και σε διέκοψε».
«Ας πούμε ότι ήμουν απασχολημένος...»
«Σκληρή που είναι η ζωή του», σχολίασε ο Σλέιντ.
«Θα περίμενα κάποια συμπόνια από σένα, μικρέ», είπε ο Τράβις. «Όχι
από τον Γκέιτζ φυσικά, αφού έχασε πριν από χρόνια την ελευθερία
του». Η φωνή του μαλάκωσε. «Αλήθεια, πώς είναι το κορίτσι μου; Της
φέρεσαι ακόμη καλά ή θα καταλάβει ότι πρέπει να σε παρατήσει και να
έρθει σ’ εμένα;»
Το χαμόγελο του Γκέιτζ έσβησε. «Μια χαρά είναι», απάντησε κοφτά.
Κατάλαβε ότι έκανε φοβερό λάθος όταν τα λόγια του ακολούθησε
σιωπή.
«Γκέιτζ;» είπε ο Σλέιντ. «Είσαι καλά;»
«Όλα εντάξει;» πρόσθεσε ο Τράβις.
«Ναι».
«Είσαι σίγουρος; Δε φαίνεσαι...»
«Ακούστε, παιδιά, εσείς ίσως έχετε όλη τη μέρα στη διάθεσή σας», είπε
ο Γκέιτζ κοφτά, «αλλά εγώ έχω δουλειές. Ας μπούμε λοιπόν στο θέμα».
Ακούστηκαν αναστεναγμοί. «Σωστά», είπε ο Σλέιντ. «Ο Τράβις το
έθεσε ήδη. Τι θα κάνουμε μ’ αυτό το πανηγύρι που έχει σχεδιάσει ο
γέρος;
«Θα το αγνοήσουμε», είπε ο Γκέιτζ αποφασιστικά. «Εγώ έχω...»
«Δουλειές», τον διέκοψε ο Τράβις. «Ναι, το άκουσα. Και πίστεψέ με,
ούτε εγώ έχω περισσότερη διάθεση από εσάς τους δυο να γυρίσω στο
Εσπάδα για πρόβα τζενεράλε του Βασιλιά Ληρ, αλλά...»
«Ληρ;» ρώτησε ο Σλέιντ.
«Κόφ’ το, Σλέιντ. Ξέρουμε πολύ καλά τι συμβαίνει. Ο Τζόνας άρχισε
να νιώθει θνητός».
«Ο Τζόνας;» κάγχασε ο Σλέιντ. «Ο πατέρας μας σκοπεύει να φτάσει τα
εκατό. Και ξέρετε κάτι; Στοιχηματίζω ότι θα τα φτάσει».
«Συμφωνώ. Αλλά υποψιάζομαι ότι ο γέρος κοιτάζει γύροι του, βλέπει
τα αμέτρητα στρέμματα γης που αποκαλεί χαϊδευτικά ‘σπιτάκι του’ και
σκέφτεται ότι ήρθε η ώρα να κάνει σχέδια για το πώς θα μοιράσει το
βασίλειό του».
«Δε χρειάζεται να περάσω ένα απαίσιο Σαββατοκύριακο ακούγοντάς
τον να δίνει εντολές για να διαπιστώσω ότι δε με νοιάζει πώς θα το
μοιράσει». Ο Γκέιτζ σηκώθηκε, πήγε στην πόρτα, την άνοιξε και έκανε
νόημα στη Ρόζα ότι ήθελε καφέ. «Θα στείλω ένα δώρο, θα
τηλεφωνήσω στο ράντσο, θα δώσω τις ευχές μου στον Τζόνας...»
Χαμογέλασε στη Ρόζα που του έβαλε στο χέρι ένα φλιτζάνι με καφέ.
«Εσείς οι δυο μπορείτε να ευχαριστηθείτε το πάρτι χωρίς εμένα», είπε
και κάθισε πάλι στο γραφείο του.
«Για στάσου, φίλε». Η φωνή του Σλέιντ ήταν αγανακτισμένη. «Εγώ
δεν είπα ότι θα πάω. Στην πραγματικότητα θα είμαι στη Βαλτιμόρη
εκείνο το Σαββατοκύριακο».
«Ή στην Ανταρκτική», είπε ο Τράβις. «Όπου χρειαστεί για ν’
αποφύγεις αυτό το πανηγύρι, σωστά;»
«Λάθος. Τις τελευταίες οχτώ εβδομάδες έχω μελετήσει τα σχέδια για
μια καινούρια τράπεζα στη Βαλτιμόρη και να με πάρει ο διάολος αν...»
«Ηρέμησε, Σλέιντ. Αστειευόμουν».
Ο Σλέιντ αναστέναξε. «Ψεύδομαι ασύστολα. Δεν είναι αυτός ό λόγος
που δεν μπορώ να πάω στο Εσπάδα».
«Καταπληκτικό», είπε χαμηλόφωνα ο Γκέιτζ. «Τρεις μεγάλοι άντρες
κάνουμε τα πάντα για να μην πάμε στο μέρος όπου μεγαλώσαμε».
«Μερικοί άνθρωποι αποκαλούν το μέρος όπου μεγάλωσαν ‘σπίτι’»,
είπε ο Σλέιντ προσπαθώντας, χωρίς επιτυχία, να δώσει έναν εύθυμο
τόνο στη φωνή του.
«Ναι», είπε ο Τράβις, «αλλά αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι γιοι του Τζόν
ας Μπάρον».
«Οι Γιοι του Τζόνας Μπάρον», σχολίασε ο Γκέιτζ. «Σαν τίτλος
ταινίας».
«Δεν είναι άσχημη ιδέα», είπε ο Σλέιντ. «Εγώ μπορώ να παίξω τον
εαυτό μου, αλλά για σας θα χρειάζονταν να προσλάβουν ηθοποιούς. Αν
εμφανίζονταν οι φάτσες σας στην οθόνη, δε θα έμπαινε κανένας στο
σινεμά».
Αυτή τη φορά γέλασαν όλοι.
«Το θέμα είναι», είπε ο Τράβις, «πως όσο σκληρός κι αν είναι ο γέρος,
τα ογδόντα πέντε είναι ένας εντυπωσιακός αριθμός».
«Και λοιπόν;» Η φωνή του Γκέιτζ φανέρωνε πικρία. «Δε θυμάμαι να
τον ενδιέφεραν ποτέ κάποιοι άλλοι αριθμοί. Τα δέκατα όγδοα γενέθλιά
σου, για παράδειγμα. Ή όταν τελείωσε ο Σλέιντ το μεταπτυχιακό του».
«Ή το μεγάλο πάρτι για την πέμπτη επέτειο του γάμου σου», είπε ο
Τράβις και ο Γκέιτζ ένιωσε μια σουβλιά στην καρδιά. «Αλλά, κύριοι,
εμείς είμαστε υπεράνω όλων αυτών, σωστά;»
Αναστεναγμοί ακολούθησαν αυτή τη δήλωση, αλλά ο Τράβις δεν
πτοήθηκε.
«Σκεφτείτε το. Εμείς είμαστε νέοι, εκείνος γέρος. Αυτό είναι γεγονός».
Η φωνή του έγινε πιο απαλή. «Άλλωστε είναι και η Κέιτλιν».
«Ναι», είπε ο Σλέιντ, αναστενάζοντας πάλι. «Δε θέλω να την
απογοητεύσω».
«Να την απογοητεύσεις;» μουρμούρισε ο Γκέιτζ. «Η Κέιτι θα μας
κόψει τα πόδια αν ακούσει ότι δε θα πάμε».
«Ή άλλα, πιο ζωτικά μέλη μας», είπε ο Σλέιντ.
Οι τρεις Μπάρον γέλασαν και μετά ο Γκέιτζ αναστέναξε βαθιά.
«Ναι, το ξέρω. Δε θέλω να τη στενοχωρήσω, αλλά δεν έχω άλλη
επιλογή, παιδιά. Λυπάμαι πολύ».
«Η επιλογή», είπε ο Τράβις μ’ έναν τόνο λογικής που τον είχε κάνει
επιτυχημένο δικηγόρο, «η επιλογή, αγόρι μου, είναι ότι δεν έχουμε
περιθώρια επιλογής. Πρέπει να πάμε».
«Αποκλείεται», ακούστηκαν δυο φωνές ταυτόχρονα.
«Ακούστε, δεν είμαστε πια παιδιά. Ο Τζόνας δεν μπορεί να μας κάνει
να νιώσουμε άσχημα. Και, εδώ που τα λέμε, του χρωστάμε κάποιο
σεβασμό. Σκεφτείτε πόσο ευτυχισμένη θα κάνουμε την Κέιτλιν. Δυο
μέρες δεν είναι και τόσο μεγάλη θυσία, σωστά;»
Επικράτησε σιωπή. «Ίσως όχι», είπε έπειτα από λίγο ο Σλέιντ.
Ίσως όχι, σκέφτηκε ο Γκέιτζ, αλλά το Σαββατοκύριακο των γενεθλίων
ήταν σε δέκα μέρες. Το ένστικτό του του έλεγε ότι θα χρειαζόταν
περισσότερο από δέκα μέρες για να πείσει τη Νάταλι ότι την αγαπούσε
ακόμη, ότι την ήθελε επειδή... την ήθελε, που να πάρει!
«Εντάξει», είπε ο Σλέιντ. «Είμαι μέσα».
«Θαυμάσια», συμφώνησε ο Τράβις. «Γκέιτζ;»
Ο Γκέιτζ καθάρισε το λαιμό του. «Δεν μπορώ».
«Πανάθεμά σε, Γκέιτζ, αν μπορούμε ο Σλέιντ κι εγώ...»
«Δεν μπορώ, σας λέω! Έχω... κάποιες πολύ σοβαρές υποθέσεις».
«Άκου, αδερφέ», είπε θυμωμένος ο Τράβις. «Αν μπορούμε να βρούμε
εμείς το χρόνο...»
«Μπράβο σας», γρύλισε ο Γκέιτζ. «Είμαι περήφανος και για τους δυο
σας. Αλλά εγώ δεν έχω καιρό για ανοησίες. Έχω κάποιες πολύ λεπτής
φύσεως εκκρεμότητες. Το καταλαβαίνετε ή το θέλετε γραπτώς;»
Τα αδέρφια του έμειναν σιωπηλά. Έκλεισε τα μάτια και πίεσε με τη
γροθιά το μέτωπό του. Πήρε βαθιά ανάσα.
«Συγνώμη», είπε σχεδόν ψιθυριστά. «Αλλά δεν μπορώ να έρθω».
«Εντάξει», είπε ο Τράβις.
«Το σεβόμαστε», πρόσθεσε ο Σλέιντ. «Λοιπόν...»
Έγινε πάλι σιωπή. «Λοιπόν», είπαν τρεις φωνές συγχρόνως και
ακολούθησαν κάποια αντίο και ευχές...
Το τηλέφωνο σίγησε. Ο Γκέιτζ έμεινε να το κοιτάζει, περιμένοντας...
και χαμογέλασε όταν το άκουσε να χτυπάει.
«Κοίτα», είπε ο Τράβις, «αν έχεις κάποιο πρόβλημα...»
«Εντάξει είμαι».
«Ναι, βεβαίως, αλλά αν υπάρχει οποιοδήποτε πρόβλημα...»
«Θα σου τηλεφωνήσω».
«Ναι», είπε ο Τράβις, ξερόβηξε κι έκλεισε. Το τηλέφωνο χτύπησε πάλι,
σχεδόν αμέσως.
«Γκέιτζ;»
Ο Γκέιτζ αναστέναξε. «Ναι, Σλέιντ».
«Κοίτα, αν χρειάζεσαι τίποτα...» «Μια χαρά είμαι».
«Ναι, αλλά αν χρειαστείς οτιδήποτε, αν θέλεις να μιλήσεις σε
κάποιον...»
«Θα σου τηλεφωνήσω», είπε ο Γκέιτζ με απαλή φωνή.
«Εντάξει». Ο Γκέιτζ άφησε κάτω το τηλέφωνο. Μερικές φορές
ξεχνούσε πώς ήταν να έχεις μια οικογένεια που σ’ αγαπάει.
Ίσως το είχε ξεχάσει και η Νάταλι. Εκείνος ήταν η οικογένειά της και
εκείνη η δική του. Ίσως το μόνο που χρειαζόταν ήταν να την καθίσει
κάτω, να της πει πόσο την αγαπούσε...
Το τηλέφωνο χτύπησε πάλι. Ο Γκέιτζ το σήκωσε κουνώντας πέρα δώθε
το κεφάλι του.
«Ακούστε, παιδιά, σας ορκίζομαι ότι είμαι καλά. Δεν έχω κανένα
πρόβλημα, το καταλάβατε; Η ζωή μου είναι τέλεια. Απλώς είμαι πολύ
απασχολημένος».
«Μην προσπαθείς να με πείσεις», είπε η Νάταλι. «Ξέρω πόσο
απασχολημένος είσαι, Γκέιτζ».
«Νάταλι;» Πετάχτηκε όρθιος. «Δεν κατάλαβα...»
«Όχι», του είπε με φωνή που έτρεμε. «Όχι, ποτέ δεν κατάλαβες. Ελπίζω
να μην είσαι πολύ απασχολημένος για να γράψεις έναν αριθμό
τηλεφώνου».
«Τι αριθμό τηλεφώνου; Νατ, άκου...» «Το δικό μου αριθμό. Σ’
εγκατέλειψα, Γκέιτζ. Βρήκα ένα διαμέρισμα στη Λίνκολν Ντράιβ».
«Μα σήμερα το πρωί είπες...»
«Άλλαξα γνώμη».
«Νάταλι, μωρό μου...»
«Μίλησα με τον Τζιμ Ράδερφορντ. Νομίζω ότι πρέπει να μιλήσεις κι
εσύ με το δικηγόρο σου».
Τα μάτια του Γκέιτζ στένεψαν. «Όλα αυτά σ’ ένα πρωί;» ρώτησε αργά.
«Όλα αυτά σ’ ένα πρωί».
«Πόσο καιρό το σχεδίαζες, Νάταλι;»
«Δεν το είχα σχεδιάσει. Το είχα σκεφτεί, αλλά...»
«Είχες σκεφτεί να μ’ εγκαταλείψεις;»
Έκλεισε τα μάτια και θυμήθηκε τις νύχτες που έκανε την κοιμισμένη,
τις νύχτες που εκείνος την έπαιρνε έτσι κι αλλιώς στην αγκαλιά του και
την ένιωθε σαν να ήταν ένα κομμάτι ξύλο. Τότε είχε σκεφτεί να τον
εγκαταλείψει; Ξαπλωμένη δίπλα του ή κάτω από το κορμί του μέσα
στο σκοτάδι;
Η καρδιά του ήταν έτοιμη να σπάσει, αλλά την έκανε πέτρα. «Να σου
πω κάτι, μωρό μου; Κι εγώ το σκεφτόμουν. Μήνες. Δεν ήξερα πώς να
σου το πω, αλλά τώρα βλέπω ότι δε χρειαζόταν ν’ ανησυχώ».
Η Νάταλι δάγκωσε το χέρι της για να μη δώσει την ικανοποίηση σ’
αυτό τον άντρα που κάποτε αγαπούσε να την ακούσει να κλαίει. «Αν
δεν ξέρεις να κολυμπάς, μην πέφτεις στα βαθιά», της είχε πει η Λιζ
Χόλκομπ. «Ω, Νάταλι, μην κάνεις τίποτα βιαστικά.
Περίμενε. Σκέψου το».
Αλλά περίμενε τόσα χρόνια να σκεφτεί ο άντρας της ότι είχε ξεχάσει
ποια ήταν, ότι την έβαζε σε δεύτερη μοίρα, μετά τα ξενοδοχεία, τις
συσκέψεις, τα λεφτά του.
Και μετά τον είχε κοιτάξει στον κήπο των Χόλκομπ χτες το βράδυ και
είχε καταλάβει ότι το μόνο πράγμα που ήθελε πια από κείνη ήταν ό,τι
μπορούσε να του δώσει στο κρεβάτι.
Αυτή η διαπίστωση της είχε ραγίσει την καρδιά, αλλά της είχε δώσει τη
δύναμη που χρειαζόταν για ν’ αλλάξει τη ζωή της.
Είχε τηλεφωνήσει στον Τζιμ Ράδερφορντ και σ’ ένα κτηματομεσιτικό
γραφείο; γιατί δεν μπορούσε πια να μένει σ’ αυτό το σπίτι. Είχε κάνει
ό,τι μπορούσε... ενώ προσευχόταν να γίνει κάποιο θαύμα. Ο Γκέιτζ
μπορεί ξαφνικά να έβλεπε πόσο σοβαρά ήταν τα πράγματα. Τι θα
έχαναν και οι δυο αν χώριζαν.
Νάταλι, θα της έλεγε, μη φύγεις. Σ’ αγαπώ. Ποτέ δε σταμάτησα να σ’
αγαπώ...
«Στην πραγματικότητα», είπε ψυχρά, «χαίρομαι που τελειώνει αυτή η
φάρσα».
«Ναι», ψιθύρισε η Νάταλι. Σκούπισε με την ανάποδη του χεριού της τα
δάκρυα που κυλούσαν ποτάμι στα μάγουλά της. «Κι εγώ. Είναι... είναι
καλό που αποφασίσαμε και οι δυο να δούμε με ειλικρίνεια τι θέλουμε».
«Χωρισμό», γρύλισε ο Γκέιτζ. «Αυτό θέλω εγώ». Πέταξέ το τηλέφωνο,
το άρπαξε πάλι και σχημάτισε τον αριθμό του Σλέιντ. «Σλέιντ; Άλλαξα
γνώμη. Θα έρθω στο Εσπάδα. Κανόνισα τις εκκρεμότητές μου. Κάνε
μου μια χάρη, πες το και στον Τράβις. Μα και βέβαια θα το
γλεντήσουμε. Όπως τον παλιό καλό καιρό».
Όπως τον παλιό καλό καιρό, σκέφτηκε ο Γκέιτζ με πικρία καθώς
έκλεινε το τηλέφωνο.
Και αυτό δεν ήταν κάτι που θα έπρεπε να περιμένει με ανυπομονησία;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
***
Το διαμέρισμα της Νάταλι βρισκόταν σε μια περιοχή της πόλης που
άλλαζε όψη πολύ συχνά, ενώ το κτίριο σε οδηγούσε σε μια γρήγορη
αναδρομή στην ιστορία του Μαϊάμι Μπιτς.
Κάποτε πρέπει να ήταν πολύ αριστοκρατικό, με τα γύψινα σχέδια και
τα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Αλλά τώρα τα σκαλοπάτια ήταν βρόμικα
και τα γύψινα ξεφτισμένα, περίτρανη απόδειξη του τι μπορούσαν να
κάνουν οι αλλαγές γούστων και πληθυσμών σ’ ένα κτίριο.
Τ ώρα το κτίριο βρισκόταν ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον. Και
το δικό μου μέλλον, σκέφτηκε ο Γκέιτζ καθώς έμπαινε στο χολ, είναι
αβέβαιο.
Κάποιος είχε ζωγραφίσει φοίνικες και ηλιαχτίδες στην εσωτερική
πόρτα, αλλά κάποιος άλλος είχε γράψει μια χυδαία λέξη πάνω σ’ έναν
από τους φοίνικες.
Και κάποιος είχε ξεχαρβαλώσει την κλειδαριά.
Ο Γκέιτζ κοίταξε τα ονόματα και τα κουδούνια στον τοίχο. Δε
χρειαζόταν όμως να χτυπήσει κουδούνι, αφού η πόρτα άνοιξε μόλις την
άγγιξε. Τα ονόματα πάνω από τα κουδούνια θύμιζαν Ηνωμένα Έθνη:
Ρομέρο- Σμιθ- Ο’Μπράιεν.
Και Μπάρον, στο Διαμέρισμα 405. Κάτι ήταν κι αυτό.
Καθώς ανέβαινε τη σκάλα, μύριζε ένα συνδυασμό έντονων οσμών από
πικάντικα νησιώτικα καρυκεύματα και τηγανητό κοτόπουλο. Διέφερε
πολύ από το ποτ πουρί βανίλιας που χρησιμοποιούσε η Νάταλι στο
σπίτι τους.
Είχε αρχίσει να το χρησιμοποιεί στο πρώτο τους διαμερισματάκι στη
Νέα Υόρκη. Θυμόταν ακόμη πώς είχε γυρίσει στο σπίτι ένα βράδυ από
τη δουλειά και την είχε βρει να κάθεται ανακούρκουδα στη μέση του
κρεβατιού, επειδή δεν υπήρχε άλλο μέρος να καθίσει, και να γεμίζει
ένα μικρό ψάθινο καλάθι με ξερά φύλλα και κλαράκια.
Είχε σμίξει τα φρύδια του απορημένος, αλλά είχε χαμογελάσει όταν
έσκυψε να τη φιλήσει και τον χτύπησε το άρωμα στη μύτη.
«Μμμ, ωραίο», είχε πει. «Ποιος να το φανταζόταν ότι η βανίλια είναι
αφροδισιακό;»
Η Νάταλι είχε γελάσει και του είχε πει ότι έλεγε ανοησίες. Και φυσικά
είχε δίκιο, γιατί εκείνη ήταν που τον ερέθιζε, όχι η βανίλια. Και την είχε
ρίξει πάνω στα μαξιλάρια και της είχε κάνει έρωτα σε μια θάλασσα
βανίλιας...
Ανέβηκε λαχανιασμένος την τελευταία σκάλα.
«Και λοιπόν;» μουρμούρισε. Αυτό δεν ήταν ένας χώρος αναμνήσεων.
Είχε έρθει εδώ για να... να...
Να κάνει τι;
Στάθηκε έξω από την πόρτα της Νάταλι, με το δάχτυλο στο κουδούνι.
Γιατί είχε έρθει; Τώρα θα έπρεπε να ήταν στο αεροπλάνο του και να
πέταγε πάνω από τον κόλπο, αντί να στέκεται εδώ και να κοιτάζει την
πόρτα του διαμερίσματος της πρώην... της σχεδόν πρώην γυναίκας του.
Έσκυψε πιο κοντά. Άκουγε μουσική, κάτι με πολλά βιολιά και τσέλο.
Μουσική δωματίου την έλεγε η Νάταλι. Είχε συνηθίσει να την ακούει
συνέχεια στο σπίτι. Όχι τελευταία βέβαια... και τώρα καταλάβαινε ότι
του είχε λείψει. Θα έπρεπε να κοιτάξει τα CD στο γραφείο, να μάθει
ποια άκουγε η Νάταλι...
Συνοφρυώθηκε. Τι γελοία σκέψη! Δεν του άρεσε ποτέ η μουσική
δωματίου, απλώς υποκρινόταν. Την ανεχόταν για χάρη της Νάταλι.
Και αυτό έδειχνε τι ανοησίες μπορούσε να κάνει ένας άντρας για να
πείσει τον εαυτό του ότι αγαπούσε ακόμη τη γυναίκα του. Αλλά αυτά
ήταν τώρα παρελθόν. Διάολε, δεν ήξερε τι έκανε εδώ...
Η πόρτα άνοιξε. Η Νάταλι, με τζιν και φανελάκι, τον κοίταξε
σοκαρισμένη.
«Γκέιτζ;»
Εκείνος συνοφρυώθηκε, καθάρισε το λαιμό του και προσπάθησε να
σκεφτεί να πει κάτι.
«Τι θέλεις εδώ, Γκέιτζ;»
«Θα πάτησα κατά λάθος το κουδούνι».
«Εννοώ, γιατί ήρθες εδώ;»
Μια πόρτα μισάνοιξε από την άλλη πλευρά του διαδρόμου. Η Νάταλι
έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο του Γκέιτζ και παραμέρισε.
«Εντάξει, μη στέκεσαι εκεί», είπε. «Έλα μέσα».
Εκείνος την προσπέρασε και μπήκε στο στενό χολ.
«Ωραία», είπε αυτόματα.
Δεν ήταν. Το φως ήταν θαμπό, αλλά μπορούσε να διακρίνει το
φθαρμένο πλαστικό δάπεδο και τις ξεφτισμένες μπογιές στους τοίχους.
Η Νάταλι κλείδωσε την πόρτα και τον οδήγησε στο καθιστικό που ήταν
σαν μια μεγάλη ντουλάπα. Ο Γκέιτζ έριξε μια γρήγορη ματιά γύρω του.
Οι τοίχοι είχαν ένα απαίσιο σκούρο ροζ χρώμα. Η μοκέτα, αν
μπορούσες να την πεις μοκέτα, ήταν λεκιασμένη και ξεφτισμένη.
Εκτός από μια βουλιαγμένη πολυθρόνα, ένα παλιό τραπεζάκι κι ένα
μικρό στερεοφωνικό, το δωμάτιο ήταν άδειο.
Η Νάταλι πήγε στο στερεοφωνικό και πάτησε ένα κουμπί. Η μουσική
σταμάτησε. Γύρισε και τον κοίταξε με τα χέρια σταυρωμένα.
«Δε θυμάμαι να σε κάλεσα».
Ο Γκέιτζ χαμογέλασε βεβιασμένα. «Θα μπορούσα να πω ότι ήμουν στη
γειτονιά και είπα να περάσω να σε δω».
«Θα μπορούσες, αλλά δε θα σε πίστευα».
«Έλα, Νατ. Μπορεί να μη ζούμε πια μαζί, αλλά δε χρειάζεται να
γίνουμε και εχθροί».
Μετά από λίγο κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
«Μάλλον όχι. Αλλά έπρεπε να είχες τηλεφωνήσει».
«Αν είχα τηλεφωνήσει, θα με καλούσες επάνω;»
Η Νάταλι αναστέναξε. «Όχι», παραδέχτηκε.
«Βλέπεις;» Ο Γκέιτζ της χάρισε το πιο γοητευτικό του χαμόγελο. «Γι’
αυτό αυτοπροσκλήθηκα».
Το είπε σαν να ήταν κάτι πολύ λογικό. Μπορεί και να ήταν όμως. Αυτή
τη στιγμή η Νάταλι δεν καταλάβαινε τίποτα. Οι παλμοί της είχαν
αρχίσει να καλπάζουν όταν είδε τον άντρα της... τον σύντομα πρώην
άντρα της, στην πόρτα... αλλά αυτό ήταν φυσιολογικό. Την είχε
αιφνιδιάσει. Αυτός ήταν ο μόνος λόγος που χτυπούσε τόσο γρήγορα η
καρδιά της.
«Έλα, Νατ. Βάλε μου λίγο καφέ. Μίλησέ μου. Δεν μπορείς να με
κατηγορείς επειδή ήθελα να δω πώς τα πας».
Σκέφτηκε την εξήγησή του. Λίγη ευγένεια δε θα της κόστιζε τίποτα.
Όχι ότι θα κατέβαλλε και μεγάλες προσπάθειες.
«Νατ;»
Η Νάταλι ανασήκωσε τους ώμους. «Έχω μόνο μια στιγμή». «Εντάξει,
μια στιγμή», της είπε πριν αλλάξει γνώμη.
Προσπάθησε να μην κάνει γκριμάτσες καθώς την ακολουθούσε στην
κουζίνα που είχε μια άθλια κίτρινη απόχρωση. Τα ντουλάπια που
κάλυπταν τον ένα τοίχο ήταν χωρίς πόρτες.
Το εμαγιέ της κουζίνας του γκαζιού ήταν ξεφτισμένο και το ψυγείο
είχε σπασμένα πόδια.
«Ω, είναι... συμπαθητικό», της είπε χαμογελώντας, αλλά κατάλαβε
αμέσως ότι είχε κάνει λάθος σχόλιο.
«Μη με κοροϊδεύεις», του είπε εκνευρισμένη.
«Δε σε...»
«Μην το αρνείσαι. Ξέρω πώς δείχνει αυτό το μέρος». Του γύρισε την
πλάτη, γέμισε την κανάτα με νερό και την έβαλε στο μάτι.
«Χρειάζεται... πολλή δουλειά».
Ένα θαύμα χρειαζόταν, αλλά ο Γκέιτζ ήξερε ότι αυτό δεν έπρεπε να το
πει. Γι’ αυτό την παρακολούθησε σιωπηλός να παίρνει ένα βαζάκι με
καφέ από ένα ντουλάπι κι ένα κουτάλι από-ένα συρτάρι που δεν
έκλεινε καλά, αλλά έμεινε άναυδος όταν την είδε να πιάνει στο χέρι της
ένα κουτί σπίρτα.
«Τι κάνεις; Δεν ανάβει αυτόματα αυτό το πράγμα;»
«Φυσικά. Αλλά δεν...»
«Να πάρει και να σηκώσει!» Άρπαξε το κουτί από το χέρι της. «Τι
προσπαθείς να κάνεις; Να τιναχτείς στον αέρα;»
«Μπορώ ν’ ανάψω μια κουζίνα γκαζιού».
«Και η κουζίνα μπορεί να σε τινάξει στον αέρα». Ο Γκέιτζ άναψε το
μάτι, έσβησε το σπίρτο και το πέταξε στο νεροχύτη. «Είπες στο
σπιτονοικοκύρη σου ότι αυτό το μαραφέτι χρειάζεται επισκευή;»
«Κάθισε κάτω, Γκέιτζ. Πίνεις ακόμη σκέτο τον καφέ σου;»
Αν έπινε ακόμη...; Μια εβδομάδα είχε φύγει. Πίστευε πραγματικά ότι
θ’ άλλαζε τις συνήθειες του μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα; Ή
ήθελε να του δείξει ότι δε θυμόταν; Αυτό . τον έκανε να χάσει την
ψυχραιμία του.
«Ναι», είπε κοφτά. «Και απάντησέ μου. Ξέρει ο σπιτονοικοκύρης σου
για την κουζίνα;»
Η Νάταλι πέταξε σχεδόν ένα φλιτζάνι πάνω στο τραπέζι. «Αυτό δε σε
αφορά. Δικό μου είναι το διαμέρισμα, δική μου η κουζίνα, δική μου η
ζωή».
«Χαλάρωσε, κυρία μου. Όταν κάνω μια πολιτισμένη ερώτηση,
δικαιούμαι μια πολιτισμένη απάντηση».
«Χα!»
«Χα; Δηλαδή τι σημαίνει αυτό;»
«Αυτό σημαίνει», του είπε ψυχρά, «ότι δεν ήρθες εδώ με φιλικές
διαθέσεις».
«Η κυρία έγινε ξαφνικά και μέντιουμ», είπε ο Γκέιτζ.
«Ήρθες για να με κριτικάρεις. Να με μειώσεις. Να μου δείξεις ότι το
σπίτι μου δεν είναι για τα δικά σου υψηλά γούστα».
Κλείσε το στόμα σου, είπε στον εαυτό του. Μη σε παρασύρει σε
λογομαχία.
«Λοιπόν, κύριε Μπάρον, σε διαβεβαιώνω ότι εμένα μου αρέσει».
Ο Γκέιτζ ξεφύσηξε δυνατά. «Άσε τις υποκρισίες, μωρό μου. Αυτό το
‘σπίτι’ δεν κάνει ούτε για κατσαρίδες! Είναι...»
«Δικό μου». Η Νάταλι σήκωσε ψηλά το πιγούνι. «Όλο δικό μου. Και
αν δε σου αρέσει, πρόβλημά σου».
«Πάει περίπατο η πολιτισμένη συμπεριφορά».
«Δεν έχεις δικαίωμα να μου λες τι να κάνω».
«Θεέ μου, δεν το πιστεύω! Φτιάχνεις κανέναν κατάλογο παραπόνων
για το δικηγόρο σου;» Ένας μυς τινάχτηκε στο μάγουλό του. «Ξέρεις
πολύ καλά ότι δεν ήμουν ποτέ αυταρχικός».
Τα μάγουλά της βάφτηκαν κόκκινα. «Ήθελα απλώς να σου
υπενθυμίσω ότι δεν είσαι πια άντρας μου».
«Είναι η δεύτερη φορά που μου το επισημαίνεις», της είπε με απαλή
φωνή.
«Αυτή είναι η αλήθεια».
Κάτι σκοτεινό και επικίνδυνο έλαμψε στα μάτια του. «Θέλεις να σου
αποδείξω ότι είμαστε ακόμη σύζυγοι, μωρό μου;»
Η καρδιά της Νάταλι χοροπήδησε μέσα στο στήθος της καθώς ο Γκέιτζ
έσπρωξε πίσω την καρέκλα του και ήρθε προς το μέρος της. Η ματιά
της στάθηκε για λίγο στα γένια που είχαν αρχίσει να μεγαλώνουν στο
σαγόνι του, στο φανελάκι που έσφιγγε τους φαρδιούς ώμους του, στο
ξεθωριασμένο στενό τζιν. Ένιωσε το αίμα της να κοχλάζει.
«Μη!» του είπε. «Γκέιτζ...»
«Μη, τι;» Την πλησίασε σε απόσταση αναπνοής. Η ματιά του
καρφώθηκε στο στόμα της. «Είσαι ακόμη γυναίκα μου, Νάταλι».
«Όχι, δεν είμαι. Εγώ...» Η ανάσα της πιάστηκε καθώς ο Γκέιτζ άγγιξε
με το χέρι του το μάγουλό της, έσπρωξε πίσω τα μαλλιά της και την
έπιασε από το λαιμό.
Το χαμόγελό του ήταν γλυκό, σέξι, ακαταμάχητο. «Αν δε με
πιστεύεις», της είπε τρυφερά, «θα σου δείξω». Και σκύβοντας το
κεφάλι, τη φίλησε.
Η Νάταλι είπε στον εαυτό της πως ήταν μόνο ένα φιλί, τίποτα
παραπάνω. Μια γυναίκα μπορούσε ν’ αντέξει ένα φιλί, ακόμη κι από
έναν άντρα σαν τον Γκέιτζ...
Αλλά όταν έπιασε το πρόσωπό της με τις παλάμες του, χάιδεψε τα
χείλη της με τα δικά του και διεκδίκησε το στόμα της, ένιωσε να
χάνεται.
«Γκέιτζ», ψιθύρισε και άνοιξε τα χείλη της.
Με μια πνιχτή κραυγή, την πήρε στην αγκαλιά του και τη φίλησε
πεινασμένα. Οι παλάμες της απλώθηκαν στο στέρνο του. Ένιωθε τους
δυνατούς χτύπους της καρδιάς του, τη φλόγα της σάρκας του κάτω από
το λεπτό βαμβακερό φανελάκι. Έκρυψε το πρόσωπό της στο λαιμό του,
ρούφηξε την οικεία μυρωδιά του, γεύτηκε την αρμύρα της επιδερμίδας
του. Το χέρι της κατέβηκε στη μέση του, μετά πιο χαμηλά κι εκείνος
βόγκηξε σαν τραυματισμένο ζώο.
Ω, πόσο της είχε λείψει. Ο Γκέιτζ. Ο άντρας της. Ο μόνος άντρας που
είχε αγαπήσει ποτέ.
Ο Γκέιτζ έκλεισε τα μάτια καθώς η Νάταλι δάγκωνε απαλά το λαιμό
του. Θεέ μου, πόσο του είχε λείψει. Η γυναίκα του.
Η μοναδική γυναίκα που είχε αγαπήσει ποτέ.
Αυτό ήταν το φυσικό. Να την κρατά αγκαλιά, να τη φιλάει, να ρουφάει
το άρωμα αγριολούλουδων, τι. μεθυστικό άρωμα του πάθους της.
Είπε ψιθυριστά τ’ όνομά της καθώς την έπιανε από τους γλουτούς. Τη
σήκωσε κι έσφιξε το κορμί του πάνω στο δικό της έτσι που να μπορεί
να νιώθει εκείνη πόσο ερεθισμένος ήταν. Έπρεπε να την κάνει να
θυμηθεί πώς ήταν ανάμεσά τους, πώς θα μπορούσε να είναι πάλι...
Ένα άγριο σφύριγμα διέκοψε την ησυχία. Η Νάταλι πετάχτηκε σαν
τρομαγμένος λαγός. Τα μάτια της άνοιξαν.
Ο Γκέιτζ βλαστήμησε μέσα από τα σφιγμένα δόντια του. «Η κανάτα
είναι». Άπλωσε το χέρι και ψαχούλεψε για το διακόπτη της κουζίνας.
«Χαλάρωσε, μωρό μου. Εντάξει είναι...»
«Όχι, δεν είναι εντάξει». Η Νάταλι τον έσπρωξε δυνατά και
απελευθερώθηκε. «Γι’ αυτό ήρθες εδώ;» Η φωνή της έτρεμε από την
οργή· τα μάγουλά της είχαν φουντώσει. «Για να με αποπλανήσεις;»
Έτσι έβλεπε αυτό που είχε γίνει ανάμεσά τους; Σαν αποπλάνηση; Τα
μάτια του Γκέιτζ στένεψαν.
«Νόμιζα ότι κάναμε έρωτα».
Το ίδιο νόμιζε κι εκείνη... αλλά αν το παραδεχόταν, θα ήταν λάθος.
«Ήταν σεξ», του είπε. «Τίποτε άλλο. Σεξ. Και ήταν λάθος. Είμαι
αρκετά σαφής;»
Τα χείλη του σφίχτηκαν. Πολύ σαφής. Για κείνη τα τελευταία λεπτά
ήταν μόνο σεξ. Η γυναίκα του -η μια φορά κι έναν καιρό γυναίκα του-
είχε γίνει μια άγνωστη. Και δεν του άρεσε αυτή η άγνωστη. ;·
«Απολύτως σαφής», της είπε. «Αλλά κάνεις λάθος, μωρό μου. Δε θα
προσπαθούσα να σε αποπλανήσω ακόμη κι αν εμφανιζόσουν στην
πόρτα μου γυμνή, τυλιγμένη σαν δώρο και με μια κορδέλα στο λαιμό
σου».
Το αίμα στράγγιζε από το πρόσωπό της. «Φύγε από δω».
«Μην ανησυχείς». Ο Γκέιτζ βγήκε από την κουζίνα. «Φεύγω».
«Ωραία». Η Νάταλι πέρασε ξυστά δίπλα του. «Και», του είπε καθώς
άνοιγε την πόρτα, «μην ξανάρθεις...»
«Νάταλι;»
Ο Γκέιτζ προχώρησε προς την πόρτα και τον άντρα που στεκόταν στο
άνοιγμά της. Άντρας... Μάλλον βουνό ήταν. Ένας γίγαντας με
πλούσιες ξανθές μπούκλες, ένα λαιμό σαν κορμό δέντρου και
ανάλογους μυς και μηρούς. Και, κρίνοντας από την έκφρασή του, ο
Γκέιτζ κατάλαβε ότι ο τύπος ήταν έτοιμος να τον κάνει κιμά.
«Χανς», είπε η Νάταλι. «Τι κάνεις εδώ;»
«Ετοιμαζόμουν να ξεκλειδώσου την πόρτα μου». Ο γίγαντας έδειξε με
το κεφάλι το απέναντι διαμέρισμα, κρατώντας πάντα καρφωμένο το
βλέμμα στο πρόσωπο του Γκέιτζ. «Και άκουσα φωνές». Έσφιξε τις
γροθιές του. «Σ’ ενοχλεί αυτό το ρεμάλι, Νάταλι;»
«Όχι. Όχι, Χανς, δεν καταλαβαίνεις...»
«Δεν είμαι ρεμάλι», είπε ο Γκέιτζ θλιμμένα. «Είμαι ο άντρας της».
«Πρώην άντρας της». Τα μάτια του Χανς στένεψαν. «Η Νάταλι είναι
διαζευγμένη».
«Χωρισμένη», τον διόρθωσε η Νάταλι.
«Ούτε αυτό», βιάστηκε να πει ο Γκέιτζ. «Αλλά εσένα τι σε νοιάζει;»
Ο γίγαντας έκανε ένα βήμα μπροστά. «Η Νάταλι είναι φίλη μου. Αν
χρειάζεται βοήθεια, είμαι εδώ να της την προσφέρω».
«Χανς. Σε παρακαλώ. Δεν...»
«Ακριβώς, Χανς». Ο Γκέιτζ χαμογέλασε. Η αδρεναλίνη του είχε
αρχίσει ν’ ανεβαίνει στα ύψη. Τι σημασία είχε αν ο τύπος ζύγιζε
κανέναν τόνο παραπάνω από κείνον; Ένιωθε ότι θα τον κατάφερνε.
Ένας δυο γύροι με τον Χανς το Μαντρόσκυλο θα τον εκτόνωναν.
Ο Γκέιτζ έκανε ένα βήμα μπροστά. «Άκουσες την κυρία. Δε σε
χρειάζεται. Για τίποτα. Το έπιασες ή θέλεις να σου το συλλαβίσω;»
«Σταματήστε!» Η Νάταλι μπήκε ανάμεσά τους. «Αυτό είναι γελοίο».
Ο Χανς σταύρωσε τα πελώρια χέρια του στο στήθος. «Με μια λέξη
σου, Νάταλι, τον πετάω έξω».
«Ναι, μωρό μου». Ο Γκέιτζ χαμογέλασε. «Με μια λέξη σου, στέλνω
τον Χανς στο διαμέρισμά του χωρίς να ξεκλειδώσει την πόρτα».
Η Νάταλι έβαλε από ένα χέρι στο στέρνο του καθενός. «Χανς», είπε
αυστηρά, «πήγαινε στο σπίτι σου. Ο πρώην μου...»
«Ο άντρας της», διόρθωσε ο Γκέιτζ.
«Ο άντρας με τον οποίο δε ζω πια», είπε ψυχρά η Νάταλι, «είναι
ηλίθιος, αλλά ακίνδυνος».
«Είσαι σίγουρη;»
«Ναι».
«Εντάξει». Ο Χανς ξεφύσηξε δυνατά. «Αλλά αν με χρειαστείς...» «Θα
σε φωνάξω».
«Εντάξει. Και, Νάταλι... Αυτή η ταινία που λέγαμε είναι στην
τηλεόραση αργότερα. Αν θέλεις να τη δούμε μαζί...»
«Τέλεια». Η Νάταλι χαμογέλασε. «Θα φτιάξω ποπκόρν».
Ο γίγαντας αγριοκοίταξε τον Γκέιτζ. Εκείνος ανταποκρίθηκε μ’ ένα
χαμόγελο που έδειξε όλα του τα δόντια.
«Άου φίντεζεν, φίλε», είπε και του έκλεισε κατάμουτρα την πόρτα.
«Το χιούμορ σου πήγε χαμένο», είπε η Νάταλι. «Ο Χανς είναι από την
Ολλανδία».
«Δε μ’ ενδιαφέρει ακόμη κι αν είναι από τον Αρη. Ταινίες; Ποπκόρν;
Για την περίπτωση που το έχεις ξεχάσει, μωρό μου, είσαι ακόμη μια
παντρεμένη γυναίκα».
«Μόνο προσωρινά. Άλλωστε ο Χανς είναι μόνο φίλος».
«Φίλος, ε;»
«Ξέρω ότι μια σχέση ανάμεσα σ’ έναν άντρα και μια γυναίκα που
βασίζεται σε οτιδήποτε άλλο εκτός από το σεξ είναι κάτι που δεν το
χωράει το δικό σου το μυαλό, αλλά συμβαίνει».
«Αυτός ο τύπος έχει μόνο ένα πράγμα στο μυαλό του. Θέλει να μπει
στα βρακιά σου».
«Είσαι τόσο άξεστος».
«Είμαι ειλικρινής».
«Πάντως, κάνεις λάθος. Εξάλλου, είναι κάτι που δεν...» «Με αφορά».
Αρκετά πια. Είτε της άρεσε είτε όχι, ήταν ακόμη άντρας της. Και ήταν
καιρός να το καταλάβει.
«Μάζεψε τα πράγματά σου», ούρλιαξε.
«Σταμάτα, Γκέιτζ. Δε δέχομαι εντολές από σένα».
«Πάρε αρκετά πράγματα για το Σαββατοκύριακο. Στα γρήγορα».
«Ω, αυτό μ’ αρέσει», είπε εύθυμα η Νάταλι. «Πρέπει να χαιρετήσω
στρατιωτικά; Γιατί τότε...»
«Πρόκειται για τον πατέρα μου», είπε ο Γκέιτζ, πετώντας με μεγάλη
ευκολία αυτό το ασύστολο ψέμα.
«Ο Τζόνας;»
Ο Γκέιτζ έγνεψε καταφατικά. «Αυτό ήρθα να σου πω». Δεν ήταν
εντελώς ψέμα. Κάτι είχε συμβεί στον Τζόνας. Ένας άνθρωπος δε
γίνεται κάθε μέρα ογδόντα πέντε χρόνων. «Μίλησα με τ’ αδέρφια μου.
Πάμε όλοι στο Εσπάδα».
«Ω!» Η Νάταλι δάγκωσε το κάτω χείλι της. «Λυπάμαι πολύ.
Αλλά...»
«Σκέφτηκα ότι δε θα σε πείραζε να ξεχάσεις για λίγο τα προσωπικά μας
προβλήματα και να έρθεις μαζί μου για να σε δει άλλη μια φορά ο
γέρος».
Ούτε αυτό ήταν εντελώς ψέμα. Άλλη μια φορά ήταν άλλη μια φορά.
Άλλωστε, δεν υπήρχε περίπτωση ν’ αφήσει εδώ τη Νάταλι. Σ’ αυτή την
τρύπα. Και με τον Χανς απέναντι.
«Γιατί δε μου το είπες από την αρχή;»
Ο Γκέιτζ απάντησε μ' ένα χαμόγελο στο καχύποπτο βλέμμα της
γυναίκας του.
«Παρασυρθήκαμε, μωρό μου. Το ξέχασες;»
Η Νάταλι κοκκίνισε. «Γκέιτζ, ορκίζομαι, αν μου λες ψέματα...»
«Φιλάω σταυρό», της είπε, γουρλώνοντας τα μάτια.
Η Νάταλι σταύρωσε τα χέρια και τον κοίταξε. Είχε αρχίσει να χάνει τις
ελπίδες του όταν την άκουσε ν’ αναστενάζει.
«Εντάξει. Δώσε μου μερικά λεπτά να ετοιμαστώ».
Ήταν δύσκολο να μη χαμογελάσει, αλλά ο Γκέιτζ κρατήθηκε μέχρι που
έφυγε η Νάταλι. Μετά είπε ένα σιγανό «ναι!» και σήκωσε τη γροθιά
του ψηλά στον αέρα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
***
***
***
***
***
***
Το κορμί του Γκέιτζ έγινε σκληρό σαν πέτρα. Ήταν σαν να είχε γυρίσει
προς τα πίσω ο χρόνος. Το πάρτι. Το πλήθος. Η Νάταλι, να στέκεται
μόνη, εξερευνώντας το δωμάτιο...
Ψάχνοντας για κείνον.
Άφησε κάτω το ποτό του, πήρε βαθιά ανάσα και βγήκε από τον κάκτο
που τον έκρυβε. Οι ματιές τους διασταυρώθηκαν και η Νάταλι... ω, ναι,
η Νάταλι χαμογέλασε.
«Νάταλι», είπε πάλι και προχώρησε προς το μέρος της, σπρώχνοντας
τον κόσμο, αγνοώντας τους πάντες και τα πάντα, ακόμη και τη φωνή
του Τζόνας και μετά του Τράβις.
«Νάταλι», ψιθύρισε καθώς έφτανε κοντά της...
«Κύριε γερουσιαστά», είπε εκείνη και τον προσπέρασε. «Πόσο
χαίρομαι που σας βλέπω πάλι».
Ο Γκέιτζ γύρισε σαν χαμένος. Η γυναίκα του κοίταζε το ωραίο,
αρρενωπό πρόσωπο ενός άντρα, που οι εφημερίδες ανέφεραν συχνά ως
τον πιο περιζήτητο εργένη της Ουάσινγκτον. Είχε μείνει δυο φορές στο
Γουίντσονγκ. Η Νάταλι του φερόταν πάντα ευχάριστα, αλλά τώρα τον
κοίταζε σαν να ήταν ο Ρωμαίος κι εκείνη η Ιουλιέτα.
«Αγαπητή, κυρία Μπάρον». Ο γερουσιαστής πήρε το χέρι της και το
έφερε στα χείλη του. «Είστε εκθαμβωτική. Και τι ευχάριστη έκπληξη.
Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι ήσαστε συγγενής του Τζόνας Μπάρον».
Η Νάταλι τίναξε πίσω το κεφάλι, μ’ έναν τρόπο που έκανε την πίεση
του Γκέιτζ να εκτοξευτεί.
«Είναι και για μένα ευχάριστη έκπληξη. Δεν ήξερα ότι είστε φίλοι με
τον πεθερό μου». Του χαμογέλασε. «Και να με λέτε Νάταλι, σας
παρακαλώ».
«Με πολύ μεγάλη χαρά». Ο γερουσιαστής χαμογέλασε. «Αν με λες κι
εσύ Τζον».
«Τζον. Φυσικά».
«Και πού είναι ο άντρας σου απόψε, Νάταλι;»
Ο Γκέιτζ άνοιξε το στόμα του. Εδώ είμαι, πήγε να πει... Αλλά η Νάταλι
τον διέκοψε μ’ ένα κοριτσίστικο γέλιο.
«Δεν έχω ιδέα», είπε. «Και νιώθω παραμελημένη. Θα πιστέψεις ότι δεν
έχω πιει ακόμη ούτε μια γουλιά σαμπάνια;»
«Όχι», είπε ο γερουσιαστής δήθεν τρομαγμένος.
«Ναι», απάντησε η Νάταλι, γελώντας δυνατά. «Δεν είναι φοβερό;»
«Απαράδεκτο». Ο γερουσιαστής έπιασε το χέρι της και το πέρασε στο
μπράτσο του. «Και αυτό σκοπεύω να το διορθώσω αμέσως, Νάταλι».
«Σε παρακαλώ, Τζον», του απάντησε.
Και μετά απ’ αυτό εξαφανίστηκαν μέσα στο πλήθος.
Ο Γκέιτζ είπε στον εαυτό του να χαλαρώσει. Η Νατ ήταν ενήλικη.
Μπορούσε να μιλάει με όποιον ήθελε, να πίνει σαμπάνια με όποιον
ήθελε, να φλερτάρει με όποιον ήθελε... και τώρα μ’ έναν άντρα που
ήταν τόσο γνωστός για τις ερωτικές του περιπέτειες όσο και για την
πολιτική του;
«Όχι», μουρμούρισε. «Όχι, διάολε. Δεν μπορεί».
«Μόνος σου μιλάς, νεαρέ;»
Ο Τζόνας ήταν δίπλα του μαζί με τη Μάρτα που του χαμογελούσε. Ο
Τζόνας έκανε μια γκριμάτσα.
«Πατέρα», είπε ο Γκέιτζ. «Με συγχωρείτε, είμαι...»
«Μην τρέχεις ποτέ πίσω από μια γυναίκα. Ακόμη δεν το έχεις μάθει
αυτό;»
Τα μάτια του Γκέιτζ στένεψαν. «Με όλο το σεβασμό, Μάρτα», είπε και
κοίταξε κατάματα τον Τζόνας. «Δεν είσαι σε θέση να δίνεις συμβουλές
για γυναίκες, πατέρα».
Ο Τζόνας γέλασε. «Επειδή παντρεύτηκα πέντε; Μα αυτό σημαίνει ότι
έχω κάποια πείρα. Μην τρέξεις πίσω της, αυτή είναι η δική μου
συμβουλή. Εκτός αν θέλεις να της δώσεις την ικανοποίηση να δει πόσο
τρελός είσαι για κείνη».
Η Μάρτα φίλησε τον Γκέιτζ στο μάγουλο πριν απομακρυνθούν.
«Ξέρω ότι δε θέλεις να τον πιστέψεις», είπε ψιθυριστά, «αλλά έχει
δίκιο».
Τα χείλη του Γκέιτζ σφίχτηκαν καθώς κοίταζε τον πατέρα του και τη
Μάρτα. Πώς μπορούσε να έχει δίκιο ο Τζόνας; Δεν κατάφερνε ποτέ να
κρατήσει για πολύ μια γυναίκα.
Αλλά ποιος ήταν εκείνος για να κριτικάρει τον πατέρα του; Όπως
έδειχναν τα πράγματα, ο ίδιος δεν μπορούσε να κρατήσει τη μία και
μοναδική γυναίκα που είχε ποτέ.
«Σαμπάνια, κύριε;»
«Ναι», είπε, «γιατί όχι;»
Τι θα έχανε αν άκουγε τη συμβουλή του Τζόνας; Η Νάταλι ήταν
αποφασισμένη να τον πικάρει. Ας φλέρταρε λοιπόν όσο ήθελε. Ήπιε
μονορούφι τη σαμπάνια και μετά αντάλλαξε το άδειο ποτήρι του μ’ ένα
γεμάτο.
Όταν τελείωνε η βραδιά, όταν έσβηναν τα φώτα, όταν το σπίτι ησύχαζε
τελικά, η Νάταλι θα ήταν στο δωμάτιό του.
Στο κρεβάτι του.
Και τότε... ω, ναι, τότε θα την έπαιρνε στην αγκαλιά του και θα της
έδειχνε σε ποιον ανήκε.
***
***
Η Νάταλι ξύπνησε στη ζεστασιά του ήλιου και στη θερμότητα που
εξέπεμπαν τα μπράτσα του άντρα της.
Η νύχτα που είχαν περάσει εμφανίστηκε μπροστά της σαν όνειρο. Ένα
υπέροχο όνειρο, γεμάτο πάθος και αγάπη.
Ω, ήταν ένα θαύμα! Βρισκόταν πάλι μέσα στην αγκαλιά του Γκέιτζ. Τη
ζάλιζαν οι αισθήσεις που είχε αρχίσει να ξεχνάει...
«Καλημέρα, γυναίκα».
Χαμογέλασε χαρούμενη καθώς ο Γκέιτζ γύριζε στο πλευρό του,
κρατώντας την ακόμη αγκαλιά.
«Καλημέρα, άντρα μου».
Τη φίλησε τρυφερά.
«Είδα ένα θαυμάσιο όνειρο τη νύχτα».
«Αλήθεια;» Τα χείλη της Νάταλι χαμογέλασαν κάτω από τα δικά του.
«Τι σύμπτωση. Κι εγώ είδα ένα θαυμάσιο όνειρο».
Το χέρι του γλίστρησε στους γλουτούς της και την τράβηξε πιο κοντά
του.
Το ερεθισμένο του κορμί σφίχτηκε πάνω στο δικό της και η Νάταλι
γουργούρισε χαρούμενα.
«Ωραία», είπε αναστενάζοντας.
Ο Γκέιτζ γέλασε. «Μάγισσα», της είπε και σφίχτηκε πιο πολύ πάνω
της.
«Εννοούσα, ωραία που είδαμε και οι δύο όμορφα όνειρα».
«Α!» Τη φίλησε πάλι. Η γλώσσα του πέρασε μέσα από τα μισάνοιχτα
χείλη της. «Ονειρεύτηκα ότι κάναμε έρωτα.
Αυτό ονειρεύτηκες κι εσύ;»
Τα μάτια της έκλεισαν. «Ναι. Είδα το ίδιο... Ωχ», ψιθύρισε με κομμένη
ανάσα. «Γκέιτζ...»
«Νατ». Η φωνή του ήταν μια πνιχτή κραυγή. «Μωρό μου, σε νιώθω
τόσο τέλεια μέσα στην αγκαλιά μου».
Η Νάταλι έκρυψε το πρόσωπό της στον ώμο του κι ο Γκέιτζ με μια
κίνηση βρέθηκε πάνω της. Το ίδιο ένιωθε κι εκείνη. Ο έρωτας που
έκαναν ήταν κάτι έξοχο. Για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό δεν είχε
ανταποκριθεί μόνο το κορμί της στα χάδια του αλλά και η ψυχή της.
Δεν μπορούσε να θυμηθεί την τελευταία φορά που ήταν η σχέση τους
έτσι. Είχε σχεδόν συμβεί εκείνο το βράδυ στον κήπο των Χόλκομπ,
αλλά δεν είχε κρατήσει.
Χτες το βράδυ είχε κρατήσει.
Διψούσε για τα φιλιά του Γκέιτζ. Για το άγγιγμά του. Δεν είχε χρόνο να
σκεφτεί αν ήταν σωστό ή λάθος αυτό που έκαναν, αν θα μετάνιωνε την
άλλη μέρα, αν...
Αν!
Τα μάτια της άνοιξαν απότομα. «Γκέιτζ».
«Μμμ».
«Γκέιτζ, περίμενε».
«Αρκετά περίμενα». Τη φίλησε στο στήθος. Το χέρι του γλίστρησε
ανάμεσα στους μηρούς της. «Περίμενα εβδομάδες, Νατ. Μήνες. Δεν
ήταν ποτέ έτσι τον τελευταίο καιρό».
«Αυτό εννοώ». Η Νάταλι τον έπιασε από τους ώμους και τον έσπρωξε.
«Δε χρησιμοποιήσαμε τίποτα χτες το βράδυ».
«Δε χρησιμοποιήσαμε...»
«Ναι. Και αυτό δεν το έχουμε κάνει από τότε...»
Ο Γκέιτζ πάγωσε. «Από τότε που έχασες το μωρό», είπε και κύλησε
από πάνω της.
Η Νάταλι ένιωσε μια ψύχρα που άρχιζε από την καρδιά κι έφτανε στο
αίμα της. Από τότε που έχασες το μωρό. Όχι από τότε που χάσαμε το
μωρό μας. Αλλά έτσι έλεγε από την ημέρα που είχε αποβάλει η Νάταλι.
«Ναι». Ξαφνικά ένιωσε εκτεθειμένη. Ευάλωτη. Άρπαξε το σεντόνι και
το τράβηξε μέχρι το πιγούνι της. Πόσο ηλίθια ήταν! Είχε πιστέψει
πραγματικά ότι μια νύχτα πάθους θα άλλαζε τα πράγματα; «Ακριβώς».
Η φωνή της ήταν ψυχρή, υπόκωφη, αντανακλούσε το κενό που υπήρχε
στην καρδιά της. «Είναι η πρώτη φορά που δε χρησιμοποιήσαμε
προφύλαξη από τότε που έχασα το μωρό».
Ο Γκέιτζ έγνεψε καταφατικά. Ανασηκώθηκε στα μαξιλάρια και
κοίταξε τη γυναίκα του. Πριν από λίγο βρισκόταν κάτω από το σώμα
του. Το κορμί της ζεστό, γυμνό, τον αποζητούσε. Τώρα τον κοίταζε
σαν να ήταν κάποιο ενοχλητικό πλάσμα που είχε εισβάλει στον
προσωπικό της χώρο.
Το στομάχι του σφίχτηκε. Είχε πάλι αυτό το ύφος που γνώριζε πολύ
καλά.
«Αυτό σημαίνει», της είπε, «ότι μπορεί να την έπαθες χτες το βράδυ».
Τα λόγια του ήταν σκληρά, αλλά δεν τον ένοιαζε, ακόμη κι όταν είδε τη
Νάταλι να μορφάζει. Κι εκείνος είχε σκεφτεί ότι δεν είχαν
χρησιμοποιήσει προφυλακτικό την τελευταία φορά που την είχε πάρει
στην αγκαλιά του, την ώρα που έσκαγε η αυγή στον ουρανό. Και η
σκέψη ότι μπορεί να γεννούσαν ένα μωρό -ότι η Νάταλι μπορεί να
ήθελε ένα μωρό- είχε κάνει τον έρωτά τους πιο γλυκό.
Πόσο ηλίθιος είσαι, Μπάρον, σκέφτηκε και κατέβασε τα πόδια του από
το κρεβάτι.
Η Νάταλι ανασηκώθηκε, τυλίγοντας το σεντόνι γύρω της.
«Πόσο γοητευτικά το έθεσες», του είπε με τρεμάμενη φωνή. «Αλλά
μην ανησυχείς. Ευτυχώς και για τους δυο μας, δεν είναι οι μέρες που
μπορώ να συλλάβω».
«Κι αυτό είναι μια ανακούφιση», της είπε με σφιγμένη καρδιά. «Το
τελευταίο πράγμα που θα θέλαμε είναι ένα παιδί. Σωστά;»
Η Νάταλι σηκώθηκε με το σεντόνι τυλιγμένο γύρω της. «Χωρίς καμιά
αμφιβολία», του είπε και χτύπησε δυνατά την πόρτα του μπάνιου.
***
Ο Τράβις καθόταν στην τραπεζαρία όταν μπήκε ο Γκέιτζ στο δωμάτιο.
«Καλημέρα», είπε.
Ο Γκέιτζ κάτι γρύλισε, έβαλε ένα φλιτζάνι καφέ και τράβηξε μια
καρέκλα.
Τα φρύδια του Τράβις ανασηκώθηκαν. «Κάτι μου λέει ότι δεν είναι
καλή η μέρα».
Ο Γκέιτζ του έριξε μια άγρια ματιά. «Σε προειδοποιώ, Τράβις, δεν έχω
διάθεση για παιχνίδια».
Ο Τράβις κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Ούτε εκείνος είχε διάθεση.
Το Σαββατοκύριακο δεν πήγαινε όπως το περίμενε, αλλά κάτι του
έλεγε ότι με τον Γκέιτζ τα πράγματα ήταν πιο σοβαρά.
«Τότε άσε να κάνω χειρότερη τη διάθεσή σου, λέγοντάς σου τα καλά
και τα άσχημα νέα». Σηκώθηκε, πήγε στον μπουφέ και έβαλε μια
βάφλα στο πιάτο του. «Τα καλά νέα είναι ότι μπορούμε ν’ αποφύγουμε
το επίσημο πρόγευμα. Τα άσχημα μια εντολή του γέρου για παράσταση
σε μισή ώρα».
«Ο γέρος ξέρει τι μπορεί να κάνει με τις εντολές του».
«Ναι». Ο Σλέιντ μπήκε στην τραπεζαρία και πήγε κατευθείαν στον
μπουφέ. «Δε νομίζω ότι τώρα μπορεί να μας διατάξει να καθαρίσουμε
τους στάβλους αν δε σταθούμε προσοχή».
«Κέφια έχεις σήμερα», είπε ο Γκέιτζ.
«Κάνε μου μια χάρη, εντάξει; Άσε τις εξυπνάδες», είπε ο Σλέιντ. «Πώς
είναι οι βάφλες; Τις φτιάχνει ακόμη αφράτες η Κάρμεν;»
«Πάντα», είπε ο Τράβις.
«Ευτυχώς υπάρχουν μερικά πράγματα που δεν αλλάζουν», είπε ο
Σλέιντ σκυθρωπός.
Ο Τράβις και ο Γκέιτζ κοιτάχτηκαν. Μετά τα τρία αδέρφια έπεσαν με
τα μούτρα στο πρωινό τους. Σε λίγο ο Σλέιντ έσπρωξε το πιάτο του και
πήρε τον καφέ του.
«Ο Τζόνας λοιπόν θέλει να μας δει. Έχετε καμιά ιδέα για τι;»
«Για το Εσπάδα», είπε ο Γκραντ Λάντον, μπαίνοντας στο δωμάτιο.
«Καλημέρα, κύριοι. Πρωινό είναι αυτό στον μπουφέ ή δείπνο για
εξήντα άτομα;»
«Βλέπω ντύθηκες σπορ σήμερα, Λάντον». Ο Γκέιτζ χαμογέλασε.
«Άσπρο πουκάμισο, γκρι κοστούμι... αλλά όχι γραβάτα».
«Κάνεις ωραίο ζευγάρι με τη γυναίκα μου», είπε ο Γκραντ ψυχρά. «Οι
δυο σας έχετε αρκετό υλικό για κωμωδία».
Ο Τράβις και ο Σλέιντ αντάλλαξαν ένα βλέμμα.
«Ω, δοκίμασε τις βάφλες», είπε ο Τράβις. «Είναι υπέροχες».
Σιωπή έπεσε πάλι στο δωμάτιο. Ο Σλέιντ ξερόβηξε. «Είπες ότι ο γέρος
θέλει να συζητήσει για το Εσπάδα, Λάντον; Πώς το ξέρεις;»
«Επειδή είναι δικηγόρος του Τζόνας». Η Κέιτλιν μπήκε στην
τραπεζαρία και, όταν οι άντρες πήγαν να σηκωθούν, τους έκανε νεύμα
να καθίσουν πάλι. «Ο Τζόνας ανησυχεί για το τι θα γίνει όταν πεθάνει».
«Ακριβώς. Μου ζήτησε να σας διαβεβαιώσω ότι θα έχετε ίσα μερίδια
όλοι στην περιουσία του», είπε ο Γκραντ.
«Και οι τέσσερις», είπε ο Τράβις, κοιτάζοντας την ετεροθαλή αδερφή
του.
«Και οι τέσσερις. Ο Τζόνας το ξεκαθάρισε. Βλέπει την Κέιτλιν σαν
κόρη του». Το χαμόγελο έσβησε. «Εκτός από ό,τι αφορά το Εσπάδα».
Ο Γκέιτζ συνοφρυώθηκε. «Τι σημαίνει αυτό;»
«Αυτό σημαίνει», είπε η Κέιτλιν, «ότι ο Τζόνας θ’ αφήσει το ράντσο
μόνο σε κάποιον που έχει το αίμα των Μπάρον».
Ένα θλιμμένο χαμόγελο πλανήθηκε στα χείλη της. «Και αυτό
αποκλείει εμένα».
«Μα εσύ αγαπάς αυτό το μέρος», είπε ο Γκέιτζ.
«Ναι». Η Κέιτλιν χαμογέλασε βεβιασμένα. «Αλλά δεν είμαι μια
Μπάρον».
«Αυτό είναι γελοίο». Ο Τράβις έσπρωξε πίσω την καρέκλα του. «Όλοι
μας εκτός από την Κέιτλιν επιλέξαμε να φύγουμε από το ράντσο και να
φτιάξουμε αλλού τη ζωή μας. Κανένας μας δε θέλει να ξαναγυρίσει
εδώ».
«Πολύ σωστά», είπαν με μια φωνή ο Σλέιντ και ο Γκέιτζ.
«Κατάλαβες, Λάντον; Μόνο η αδερφή μας νοιάζεται για το ράντσο».
«Συμφωνώ. Αλλά άντρες σαν τον πατέρα σας παίρνουν αποφάσεις που
έχουν τη δική τους λογική. Και αυτό δε σας το λέει ο Λάντον, ο
δικηγόρος, αλλά ο γιος ενός γερο-ξεροκέφαλου που κυβερνούσε τη
δική του μικρή γωνιά της γης όπως και ο πατέρας σας».
Ο Γκέιτζ σηκώθηκε, πλησίασε την Κέιτλιν και τύλιξε το χέρι του γύρω
από τους ώμους της. «Ο γέρος θα πρέπει ν’ αλλάξει τα σχέδιά του».
«Δε θα τ’ αλλάξει. Θα αφήσει το ράντσο στον ανιψιό του αν δεν του πει
κανένας από τους τρεις σας αυτό που θέλει ν’ ακούσει».
«Στον Λίτον;» Ο Τράβις αναστέναξε. «Αυτός είναι πιο ύπουλος κι από
φίδι».
«Αυτό είναι γελοίο», είπε ο Γκέιτζ θυμωμένος. «Και άδικο».
Γέλασε βραχνά. «Αλλά το ίδιο άδικη είναι και η ζωή».
«Αυτό κι αν είναι αλήθεια», μουρμούρισε ο Γκραντ
Σιωπή έπεσε πάλι στο δωμάτιο.
***
Η Νάταλι δεν είχε πει λέξη όση ώρα ο Γκέιτζ ντυνόταν κι έβγαινε από
την κρεβατοκάμαρα.
Είχε μείνει κολλημένη στην πόρτα του μπάνιου κρατώντας την ανάσα
της, μέχρι που τον άκουσε να βγαίνει χτυπώντας δυνατά την πόρτα.
«Ηλίθιε», είπε καθώς γύριζε προς τον καθρέφτη.
Γιατί είχε κοιμηθεί μαζί του; Αν είχε χρόνο να το σκεφτεί, δε θα έκανε
ποτέ σεξ με τον Γκέιτζ. Και αυτό είχαν κάνει, σκέφτηκε καθώς άνοιγε
το ντους. Σεξ. Αυτή η λέξη την έκανε ν’ αηδιάζει, αλλά δε θα
υποκρινόταν ότι είχαν κάνει έρωτα.
Εδώ και πολύ καιρό.
Ο Γκέιτζ την ήθελε ακόμη, αλλά αυτό ήταν το μόνο που είχε απομείνει
από τη σχέση τους. Και, όπως της είχε υπενθυμίσει πριν, αυτό είχε
επιβεβαιωθεί όταν έχασε το μωρό.
Θεέ μου, η απελπισία εκείνης της μέρας. Οι λυγμοί της. Η αγωνία της.
Η ανάγκη να βρει παρηγοριά στην αγκαλιά του. Αλλά εκείνος έλειπε
ως συνήθως, σε κάποιο επαγγελματικό ταξίδι ως συνήθως και η Νάταλι
ήταν μόνη, ολομόναχη ως συνήθως.
Τυλίχτηκε με μια πετσέτα και πήγε στην κρεβατοκάμαρα.
Μόνη, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ήταν και στη διάρκεια της
εγκυμοσύνης της. Ο Γκέιτζ παρακολουθούσε το χτίσιμο ενός
ξενοδοχείου.
«Αχά», της έλεγε όταν τον ρωτούσε για την ταπετσαρία του δωματίου
του μωρού, για καροτσάκια ή χρώματα. «Ωραία. Ό,τι σου αρέσει, Νατ.
Ρώτησε και το διακοσμητή».
Φόρεσε τα ρούχα της.
Τελικά είχε καταλάβει ότι δεν τον ενδιέφερε. Έτσι είναι οι άντρες, της
είχε πει η Λιζ Χόλκομπ, αλλά ο Γκέιτζ δεν ήταν «οι άντρες», ήταν ο
δικός της άντρας. Και θα γινόταν πατέρας του παιδιού της...
Και μετά... δεν έγινε.
Ένα πρωί που ντυνόταν, ένιωσε μια κράμπα... και τελείωσαν όλα. Είχε
χάσει το μωρό.
Η καρδιά της, το κορμί της, ήταν άδεια.
«Λυπάμαι τόσο που έχασες το μωρό, Νατ», είχε πει ο Γκέιτζ. Λυπόταν.
Αυτό ήταν το καλύτερο που μπορούσε να της πει, όταν η καρδιά της
είχε γίνει κομμάτια; Όταν κομμάτια θα έπρεπε να είχε γίνει και η δική
του καρδιά; Και της είπε πως έχασε το μωρό, όχι το μωρό τους.
Ω, πόσο τον μισούσε εκείνη τη στιγμή!
Αλλά δεν το είχε δείξει. Τον είχε ευχαριστήσει ευγενικά για το
ενδιαφέρον του και τον είχε δει να συνεχίζει τη ζωή του σαν να μην είχε
συμβεί τίποτα. Δεν είχε ξανασκεφτεί ούτε είχε αναφέρει ποτέ ξανά το
μωρό. Ήταν σαν να μην είχε συλλάβει ποτέ το παιδί τους. Και τότε είχε
καταλάβει ότι ο Γκέιτζ δεν ήθελε το μωρό.
Ένα μωρό θα άλλαζε τη ζωή που έκαναν πριν μείνει έγκυος. Τα
ταξίδια, τα πάρτι, το γύρο της υφηλίου από το ένα ξενοδοχείο Μπάρον
στο άλλο. Θα κατέστρεφε το τέλειο σπίτι τους, με τα τέλεια έπιπλα και
την τέλεια διακόσμηση.
Η Νάταλι έκλεισε τη βαλιτσούλα της.
Η ζωή τους είχε συνεχιστεί, αλλά με μεγάλες αλλαγές. Είχε σταματήσει
να ταξιδεύει με τον Γκέιτζ. Ήταν πολύ απασχολημένη, του είχε πει.
Και ήταν όντως. Έγινε μέλος σε λέσχες, σε διοικητικά συμβούλια
φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, έπαιζε τένις μέχρι που σιχαινόταν να δει
ρακέτα και δίχτυ, αλλά ο Γκέιτζ δεν το πρόσεχε. Ή δεν τον ένοιαζε. Δεν
τη χρειαζόταν πια.
Ήταν διαφορετικά πριν. Παλιά έτρεχε στο σπίτι, την άρπαζε στην
αγκαλιά του και τη σήκωνε ψηλά.
«Μου έλειψες», της έλεγε κι εκείνη το πίστευε, γιατί της έλειπε κι
εκείνος.
Μετά ο Γκέιτζ είχε γνωρίσει τη γεύση της επιτυχίας. Και οι ανάγκες
του για κείνη σιγά σιγά άλλαζαν. Είχε γίνει ένα αστραφτερό έπαθλο, η
περιφερόμενη, ομιλούσα απόδειξη του ονείρου του για μεγάλους
άθλους, ενός ονείρου όπου δεν υπήρχε χώρος για παιδιά.
Τώρα δεν υπήρχε χώρος ούτε για κείνη.
Έτριψε με την ανάποδη του χεριού της το μέτωπό της και πήρε τη
βαλιτσούλα της.
«Αντίο, Γκέιτζ», είπε στο άδειο δωμάτιο.
Αυτή τη φορά έφευγε για πάντα από τη ζωή του.
***
***
Ο Γκέιτζ βγήκε από τις σκιές μιας λεύκας καθώς το ταξί ξεκινούσε.
«Φύγε, λοιπόν», μουρμούρισε. «Θέλεις να μ’ εγκαταλείψεις; Κάνε το.
Νομίζεις ότι με νοιάζει...»
Τα λόγια κόλλησαν στο λαιμό του. Τα μάτια του έκαιγαν, το πρόσωπό
του ήταν φουντωμένο, τα χέρια του ήταν σφιγμένα σε γροθιές. Γύρισε
απότομα και... έπεσε πάνω στον πατέρα του. «Καλημέρα», είπε ο
Τζόνας. «Ωραία μέρα».
Ο Γκέιτζ έγνεψε καταφατικά και τον προσπέρασε. Ο Τζόνας βρέθηκε
δίπλα του.
«Λοιπόν», είπε, «δε θέλεις να έχεις καμιά σχέση με το ράντσο, ε;»
Ο Γκέιτζ ανάσανε βαθιά. «Το συζητήσαμε και πριν πατέρα. Σου είπα,
έχω...»
«Έχεις φτιάξει αλλού τη ζωή σου». Ο Τζόνας γέλασε. «Μη με
κατηγορείς που προσπάθησα».
«Εντάξει», είπε ο Γκέιτζ και άνοιξε το βήμα του. Ο πατέρας του έκανε
το ίδιο.
«Στους στάβλους πας;»
Στην κόλαση πάω, σκέφτηκε ο Γκέιτζ. «Όχι, απλώς περπατάω».
Ο Τζόνας έβαλε τα χέρια στις τσέπες κι έριξε μια ματιά στο γιο του.
«Σε εγκατέλειψε, ε;»
Ο Γκέιτζ γύρισε και κοίταξε το γέρο. «Αυτό δε σε αφορά», είπε με
χαμηλή φωνή. «Όταν ήμουν παιδί μπορούσες να χώνεις τη μύτη σου
στις υποθέσεις μου, να μου λες ότι η Νάταλι δεν ήταν για μένα,
αλλά...»
«Κράτα τα γκέμια, γιε μου». Ο Τζόνας σήκωσε ψηλά τα χέρια. «Αυτό
έγινε πριν από δέκα χρόνια».
«Άκου, ό,τι συμβαίνει ανάμεσα σ’ εμένα και τη γυναίκα μου δεν
προσφέρεται για συζήτηση, εντάξει;»
«Εντάξει».
Ο Γκέιτζ συνέχισε να περπατάει με μεγάλες δρασκελιές, αλλά ο Τζόνας
είχε μακριά πόδια.
«Για να είμαι ειλικρινής, σκέφτηκα ότι ίσως ήταν καιρός να σου πω ότι
έκανα λάθος».
Ο Γκέιτζ τινάχτηκε σαν ελατήριο. «Ο Τζόνας Μπάρον; Λάθος;»
Γέλασε. «Τι συμβαίνει, πατέρα; Αλλάζεις σελίδα ύστερα από ογδόντα
πέντε χρόνια;»
«Νόμιζα ότι η Νάταλι ήθελε ν’ απαλλαγεί από τον τυραννικό πατέρα
της τότε. Υπήρχαν βέβαια και τα λεφτά των Μπάρον».
«Ναι», είπε ο Γκέιτζ θλιμμένα «Έκανες λάθος πόντιος. Η Νάταλι κι
εγώ δεν αγγίξαμε δεκάρα από τα λεφτά των Μπάρον».
«Σωστά». Ένα χαμόγελο γέμισε ρυτίδες το γέρικο πρόσωπο του
Τζόνας. «Τα καταφέρατε μόνοι σας, αγόρι μου».
«Θεέ μου, αυτή είναι αξιομνημόνευτη μέρα. Ο Τζόνας Μπάρον
παραδέχεται ότι έκανε λάθος και μετά λέει στο γιο του κάτι που
μοιάζει με κομπλιμέντο».
«Η Νάταλι αποδείχτηκε σπουδαία γυναίκα».
Ο Γκέιτζ χτύπησε την παλάμη στο μέτωπό του. «Μεγαλοδύναμε Κύριε,
δε θ’ αντέξω άλλο! Έπρεπε να είχα ένα κασετόφωνο μαζί μου».
«Και την αγαπάς», συνέχισε ο Τζόνας χωρίς να τσιμπήσει το δόλωμα.
«Δεν ξέρεις τίποτα για μένα ή τι κάνω και τι δεν...» Το στόμα του
στράβωσε. «Ναι, που να με πάρει, την αγαπώ. Λοιπόν, τι θα κάνεις
τώρα; Θα μου πεις ότι παρ’ όλη την αγάπη μου εκείνη μ’ εγκατέλειψε;»
Ο Τζόνας προχώρησε προς τους στάβλους. Ο Γκέιτζ τον ακολούθησε.
«Είχα αγαπήσει κι εγώ κάποτε τόσο πολύ μια γυναίκα. Πριν από πολύ,
πάρα πολύ καιρό».
Ο Γκέιτζ τον κοίταξε κατάπληκτος. «Αλήθεια;»
«Ήταν η καρδιά και η ψυχή μου, αγόρι μου, η καρδιά και η ψυχή μου».
«Ήταν...» Ο Γκέιτζ καθάρισε το λαιμό του. «Ήταν η μητέρα μας;»
Ο γέρος αναστέναξε. «Η μητέρα σας ήταν καλή γυναίκα.
Θαυμάσια γυναίκα. Και την αγαπούσα». Χαμήλωσε το βλέμμα και
κλότσησε μια πέτρα. «Αλλά η γυναίκα για την οποία μιλάω ήταν το
μόνο πράγμα που ήθελα στη ζωή μου».
Ο Γκέιτζ περίμενε να συνεχίσει ο πατέρας του, αλλά ο Τζόνας δε
μίλησε. Είχαν φτάσει στους στάβλους, όπου ένας εργάτης του ράντσου
περίμενε με το χέρι στο χαλινάρι ενός μεγαλόσωμου αλόγου. Ο Τζόνας
πήρε το χαλινάρι κι έκανε νόημα στον άντρα να φύγει.
«Και;» ρώτησε ο Γκέιτζ.
Το άλογο σήκωσε τον κατάμαυρο λαιμό του και χλιμίντρισε.
«Και της έδωσα τα πάντα», είπε ο Τζόνας ψιθυριστά. «Τα πάντα, αγόρι
μου. Ακόμη και το Εσπάδα. Όλα αυτά για κείνη τα έχτισα. Αλλά ήθελε
κι άλλα».
«Τι περισσότερο μπορεί να ήθελε;»
«Ποτέ δεν κατάλαβα, δε μου είπε... Κι εγώ είχα πολύ μεγάλο εγωισμό
για να τη ρωτήσω».
Ανέβηκε στη σέλα, χτύπησε το άλογο στα πλευρά και απομακρύνθηκε.
***
***
***
***
Το μεγάλο ροζ σπίτι δεν ήταν ποτέ τόσο σιωπηλό, τόσο άδειο.
Η Νάταλι στηριζόταν στο παράθυρο του καθιστικού, χαμένη στις
σκέψεις της.
Ερχόταν καταιγίδα. Μια αστραπή φώτισε τον ορίζοντα και την
ακολούθησε μια μακρινή βροντή. Ο αέρας σφύριζε περνώντας μέσα
από τα φοινικόδεντρα και χτυπούσε αλύπητα τη στέγη του σπιτιού.
Η Νάταλι ανατρίχιασε. Έκλεισε τις κουρτίνες και άναψε τα φώτα. Ο
καιρός λες και συναγωνιζόταν τη διάθεσή της.
Όχι, δε θα ένιωθε οίκτο για τον εαυτό της. Η Κρίστα και τα μωρά είχαν
φύγει, αλλά έτσι έπρεπε να γίνει.
Οι Λάντον ήταν πάλι μαζί, ευτυχισμένοι.
«Δεν υπάρχει λόγος να κλαις», είπε δυνατά.
Στηρίχτηκε στον τοίχο. Ποιον προσπαθούσε να πείσει; Το κεφάλι της
έπεσε βαρύ στο στήθος της.
***
***
Το φεγγάρι είχε ανέβει ψηλά στον έναστρο ουρανό όταν μάζεψαν ό,τι
είχε απομείνει από τα ρούχα τους και έφτασαν στο εξωτερικό ντους του
σπιτιού, στην πίσω πόρτα.
Ο Γκέιτζ το κοίταξε επιφυλακτικά. «Μόνο κρύο νερό έχει;»
«Δεν ξέρω», απάντησε η Νάταλι. «Δεν το έχω χρησιμοποιήσει ποτέ...»
Τσίριξε καθώς το παγωμένο νερό έπεσε με ορμή πάνω τους.
«Παλιάνθρωπε», είπε και τον τράβηξε κοντά της.
Γελώντας, άφησαν το νερό να ξεπλύνει την άμμο από τα κορμιά τους.
Μετά ο Γκέιτζ πήρε τη γυναίκα του αγκαλιά και την πήγε μέσα στο
σπίτι και στο κρεβάτι.
«Αυτό το έκανες επειδή φοβήθηκες ότι θα σε χτυπούσα που με είπες
χοντρή», του είπε καθώς την άφηνε πάνω στο στρώμα.
«Αχά», της απάντησε.
Χαμογέλασαν. Μετά, αγκαλιασμένοι σφιχτά, έπεσαν σ’ ένα βαθύ ύπνο.
Η Νάταλι ξύπνησε μόνη στο λαμπερό φως του ήλιου, έχοντας τη
δυσάρεστη αίσθηση ότι αυτό που έγινε το περασμένο βράδυ δεν είχε
λύσει κανένα πρόβλημα.
Ανακάθισε και χτένισε με τα δάχτυλα τα μαλλιά της.
Υπήρχαν τόσες ερωτήσεις που ήθελε να κάνει, τόσα πράγματα που
ήθελε να πει. Η Κρίστα της είχε δώσει μια καλή συμβουλή- Μίλησέ
του, της είχε πει. Συζητήστε τις διαφορές σας.
Αλλά δεν το είχε κάνει. Είχε πέσει στην αγκαλιά του Γκέιτζ και στο
κρεβάτι, όπως κι εκείνη τη βραδιά στο Εσπάδα. Και τι είχε κερδίσει μ’
αυτό;
Τίποτα- μόνο περισσότερο πόνο. Γιατί, κάνοντας έρωτα με τον Γκέιτζ,
ήταν σαν να έριχνε αλάτι στην ανοιχτή πληγή της καρδιάς της.
Το μόνο πράγμα που ήξερε σήμερα το πρωί και δεν το ήξερε χτες το
βράδυ ήταν ότι ο Γκέιτζ δεν είχε μπλέξει με άλλη γυναίκα. Ο άντρας
της ήταν έντιμος άνθρωπος. Αν υπήρχε άλλη στη ζωή του, δε θα της
έκανε ποτέ έρωτα.
Τα μάγουλά της φούντωσαν.
Άγριο, ανεπανάληπτο έρωτα. Αλλά με το σεξ δεν είχαν ποτέ πρόβλημα,
μέχρι που έχασε η Νάταλι το μωρό.
Πέταξε τα σκεπάσματα και πήρε τη ρόμπα της.
Το σεξ έγινε διαφορετικό μετά.
Διψούσε για τη ζεστασιά της αγκαλιάς του Γκέιτζ. Αλλά όταν τον είχε
αναζητήσει, αφού συνήλθε, εκείνος δεν είχε ανταποκριθεί.
«Δε θέλω να σε πιέσω», της έλεγε και την απέφευγε.
Τελικά κατάλαβε ότι αυτό που εκείνος ήθελε πραγματικά ήταν να
βεβαιωθεί ότι δε θα ξανάμενε έγκυος- ότι ήλπιζε να πάρει η Νάταλι με
δική της πρωτοβουλία το χάπι ή να φορέσει διάφραγμα.
Και όταν εκείνη δεν το έκανε, ο Γκέιτζ είχε αρχίσει να χρησιμοποιεί
πάλι προφυλακτικά. Όχι ότι είχε σημασία. Η παγωνιά δηλητηρίαζε τη
ζωή τους. Το σεξ είχε γίνει κάτι που έκανε εκείνος και η Νάταλι το
ανεχόταν.
Έκανε ντους, φόρεσε ένα τζιν κι ένα φαρδύ μπλε φανελάκι.
Εντάξει. Για κάποιο λόγο, ίσως επειδή ήταν πολύ καιρό χώρια, το σεξ
είχε γίνει πάλι καλό.
Καλό; Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και πήρε τη βούρτσα των μαλλιών
της. Ήταν υπέροχο! Αλλά ένας γάμος δεν κρατιόταν με το σεξ.
Χρειαζόταν αγάπη, κοινά όνειρα. Δεσμεύσεις.
Το χέρι της έτρεμε. Άφησε κάτω τη βούρτσα.
Αυτό ακριβώς δε σήμαινε ένα παιδί; Ένα παιδί φτιαγμένο από τον
έρωτα δυο ανθρώπων ήταν ένα ολόλαμπρο όνειρο του μέλλοντος.
Ήταν ο πιο τέλειος τρόπος για να κοιτάζουν ο ένας στην καρδιά του
άλλου και να λένε, ναι, αγαπιόμαστε και θ’ αγαπιόμαστε πάντα.
Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της.
Ήταν τόσο απλό. Και τόσο πολύπλοκο. Παλιό όσο κι ο χρόνος,
καινούριο όσο όλες οι γενιές που θα ακολουθούσαν και αν ήθελες να το
εξηγήσεις...
Πώς μπορούσες να το εξηγήσεις όταν ήξερες ότι ήταν άσκοπο;
Η ζωή ήταν σαν επιτραπέζιο παιχνίδι. Έτσι το έβλεπε ο Γκέιτζ.
Θυσίασε αυτό, κέρδισε εκείνο, δοκίμασε κάτι καινούριο. Και ναι,
αγάπα τη γυναίκα σου, με το δικό σου τρόπο. Δίνε της ό,τι μπορούν ν’
αγοράσουν τα λεφτά σου. Και όταν δεν ανταποκρίνεται με τον τρόπο
που θα ήθελες εσύ, δείξε πόσο κατάπληκτος μένεις.
Πες του πώς νιώθεις, της είχε πει η Κρίστα. Αλλά τι να του πει; Ότι
υπήρχαν κι άλλα πράγματα στη ζωή εκτός από τις επιτυχίες; Κι άλλα
πράγματα στο γάμο εκτός από το σεξ; Της είχε δείξει πώς το έβλεπε
εκείνος, όταν την άφηνε μόνη κι έτρεχε από το ένα ξενοδοχείο του στο
άλλο, όταν άπλωνε το χέρι στο συρτάρι του κομοδίνου για να πάρει
προφυλακτικό.
Γι’ αυτό τον είχε αφήσει, γι’ αυτό δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω...
Γι’ αυτό η χτεσινή βραδιά ήταν μεγάλο λάθος.
Πόσο απλό θα ήταν να τα ρίξει όλα στον Γκέιτζ. Να πει ότι την είχε
βρει σε μια στιγμή αδυναμίας. Αλλά δε θα έλεγε ψέματα. Είχε κάνει
λάθος. Θα πήγαινε κάτω να του πει ότι το χτεσινο-βραδινό σεξ δεν είχε
λύσει κανένα πρόβλημα, ότι εκείνη ήθελε ακόμη το διαζύγιο...
Μπουπ, μπουπ. μπουπ.
Τι ήταν αυτό; Σαν να χτυπούσε κάποιος γίγαντας τον τοίχο.
Όχι, ο θόρυβος ερχόταν από το ταβάνι. Το ταβάνι; Το αίμα της πάγωσε.
Βήματα στη στέγη. Κάποιος βρισκόταν στη στέγη.
Διαρρήκτης; Πώς ανέβηκε; Πώς δε λειτούργησε το σύστημα
συναγερμού;
Θεέ μου, είχε ξεχύσει να το ενεργοποιήσει.
Μπουπ. Μπουπ. Μπουπ.
«Βοήθεια», είπε με χαμηλή φωνή. «Γκέιτζ, βοήθεια».
Ηλίθια, είπε στον εαυτό της. Ανόητο πλάσμα. Ο Γκέιτζ δε θα την
άκουγε, αφού έλεγε ψιθυριστά τ’ όνομά του. Όχι αν ήταν στην παραλία
ή αν είχε κιόλας φύγει για το Μαϊάμι. Αν είχε μείνει πάλι ολομόναχη.
Το χέρι της έτρεμε καθώς έπαιρνε το τηλέφωνο. Εντάξει, ήξερε τι
έπρεπε να κάνει. Θα καλούσε την Άμεση Δράση. Θα κλείδωνε την
πόρτα της. Θα έβαζε κι ένα βαρύ έπιπλο από πίσω αν τα κατάφερνε...
«Ω, που να πάρει...»
Είδε ένα κορμί να πέφτει έξω από το παράθυρό της. Το τηλέφωνο
έπεσε από τα μουδιασμένα δάχτυλά της. Έτρεξε στο παράθυρο, το
άνοιξε, έσκυψε και είδε... τον Γκέιτζ ακίνητο πάνω στην άμμο.
Για μια στιγμή ο κόσμος άρχισε να γυρίζει σαν σβούρα. Μετά έτρεξε
και κατέβηκε δυο δυο τα σκαλοπάτια. Διέσχισε σαν ρουκέτα το σπίτι,
βγήκε έξω και βρέθηκε δίπλα του.
«Γκέιτζ;» Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. «Γκέιτζ, αγάπη μου,
μίλησέ μου».
Εκείνος δεν κινήθηκε. Αίμα έτρεχε από μια πληγή ψηλά στο μέτωπό
του.
Ο φόβος την έκανε να τρέμει σαν φύλλο.
«Γκέιτζ; Ω, σε παρακαλώ», ψιθύρισε, «σε παρακαλώ...»
Τίποτα. Είχε χάσει τον άντρα που αγαπούσε και θ’ αγαπούσε πάντα;
Όχι, η ζωή δεν μπορούσε να είναι τόσο σκληρή.
Κοίταξε γύρω της αλαφιασμένη, ψάχνοντας για βοήθεια. Είδε μόνο
ατέλειωτη αμμουδιά και θάλασσα. Έτρεξε στο σπίτι, άρπαξε το
τηλέφωνο και κάλεσε την Άμεση Δράση. Τα δόντια της χτυπούσαν
καθώς έδινε στο τηλεφωνικό κέντρο τη διεύθυνσή της.
«Ασθενοφόρο!» φώναξε. «Χρειάζομαι ασθεν...»
Ο Γκέιτζ βόγκηξε. Πέταξε το τηλέφωνο, έτρεξε πάλι έξω και γονάτισε
δίπλα του.
«Αγάπη μου», ψιθύρισε. «Γκέιτζ, ω, Γκέιτζ!»
Τα μάτια του μισάνοιξαν. Την κοίταξε στο πρόσωπο και σήκωσε το ένα
του χέρι.
«Νατ;»
Με μια κραυγή ανακούφισης, η Νάταλι άρπαξε το χέρι του. Δάκρυα
έτρεχαν από τα μάτια της καθώς φιλούσε τα χέρια του.
«Δόξα τω Θεώ», μουρμούρισε.
«Νατ, τι έγινε;»
Παραλίγο να σε χάσω για πάντα, σκέφτηκε, αυτό έγινε.
«Ήμουν στη στέγη. Και μετά... μετά...»
«Και μετά έπεσες», του είπε. Τράβηξε τα μαλλιά του από το τραύμα
του. Φόβος την κατέλαβε πάλι. «Μείνε ακίνητος», του είπε. «Έρχεται
ασθενοφόρο».
«Δε χρειάζομαι ασθενοφόρο. Βοήθησέ με να σηκωθώ».
«Όχι! Δεν πρέπει να κινηθείς!»
Ο Γκέιτζ στηρίχτηκε στον ένα του αγκώνα και προσπάθησε ν’
ανασηκωθεί. Η Νάταλι κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να τον πείσει. Γί’
αυτό πέρασε το ένα της χέρι γύρω από τη μέση του και τον στήριξε.
«Ωραία παράσταση έδωσα», είπε και γέλασε. Το γέλιο έγινε ένας
συριγμός. «Ωχ!» ούρλιαξε.
«Γκέιτζ, σε ικετεύω, μην κινείσαι. Χρειάζεσαι ακτινογραφίες, αξονική
τομογραφία. Δεν ξέρουμε τι έχει σπάσει. Τα πόδια, η μέση σου...»
«Τα πόδια μου είναι εντάξει. Βλέπεις;» Έβαλε το ένα πόδι μπροστά,
μετά το άλλο. «Πονάει το αριστερό μου χέρι. Και το κεφάλι μου. Αλλά
μπορώ να πάω μόνος μου στα Επείγοντα. Βοήθησέ με, μωρό μου».
«Όχι. Δεν μπορείς... Τι κάνεις;»
«Ση-κώ-νο-μαι».
«Έχεις σηκωθεί».
«Όχι... θέλω... όρθιος».
«Γκέιτζ, άκουσέ με, δεν πρέπει...» Τελικά πέρασε πάλι τα χέρια της
γύρω από τη μέση του και τον βοήθησε να σταθεί όρθιος.
«Πολύ καλύτερα τώρα».
Δεν έπρεπε να περπατήσει. Αλλά ο Γκέιτζ ήταν αποφασισμένος να το
κάνει. Η Νάταλι στήριξε τον ώμο της κάτω από το μπράτσο του.
Προχώρησαν μαζί προς την πίσω πόρτα παραπατώντας.
«Έπρεπε να περιμένεις ακίνητος».
Γιατί αργούσε τόσο πολύ το ασθενοφόρο;
«Βοήθησέ με να φτάσω στο σπίτι. Και στο αμάξι μου. Και...» Η
ανάσα του έβγαινε σαν σφύριγμα μέσα από τα δόντια του. «Ω, να με
πάρει», είπε αδύναμα κι έπεσε βαρύς στο πρώτο σκαλοπάτι.
Έπρεπε να τον κρατήσει εκεί. «Τι στην ευχή γύρευες πάνω στη στέγη,
Γκέιτζ;» τον ρώτησε. «Νόμιζες ότι είχες γίνει ξανά είκοσι ενός
χρόνων;»
«Είκοσι ενός χρόνων...» Ο Γκέιτζ χαμογέλασε. «Θυμάσαι εκείνο το
καλοκαίρι;»
«Φυσικά το θυμάμαι». Η Νάταλι κάθισε κάτω κι έπιασε το χέρι του
μέσα στα δικά της. «Μέναμε σ’ αυτό το χαριτωμένο διαμερισματάκι
στη Νέα Υόρκη».
«Στο παλάτι της κατσαρίδας, εννοείς».
«Και η δουλειά σου ήταν να επισκευάζεις στέγες στο Λονγκ Άιλαντ».
«Και η δική σου, πωλήτρια στο τμήμα εσωρούχων του Μέισι’ς».
«Θυμάσαι;» Σειρήνα ασθενοφόρου ήταν αυτό που άκουγε;
«Ναι». Ο Γκέιτζ έκλεισε τα μάτια. «Θυμάμαι τα πάντα, Νατ, από
κείνο το καλοκαίρι. Πώς με φιλούσες κάθε πρωί πριν φύγω, σαν να
πίστευες ότι δε θα με ξανάβλεπες...»
«Φοβόμουν πάντα μην πέσεις από καμιά στέγη...»
«Δεν έπεσα όμως». Άνοιξε τα μάτια, την κοίταξε και χαμογέλασε
αδύναμα. «Μέχρι σήμερα τουλάχιστον». Τα δάχτυλά του πλέχτηκαν με
τα δικά της. «Είχα σχεδόν ξεχάσει εκείνο το καλοκαίρι, μωρό μου, που
έπαιρνες το τρένο κι ερχόσουν στο Λονγκ Άιλαντ να με βρεις κάθε
Παρασκευή».
«Την ημέρα που είχα ρεπό», του είπε. Ω, ναι, σειρήνα ήταν. Την
άκουγε όλο και πιο καθαρά.
«Έφερνες ένα καλάθι του πικνίκ. Με το κέικ σοκολάτας που έφτιαχνες
μόνη σου. Και σάντουιτς μ’ εκείνο το καταπληκτικό ρολό κιμά. Έχεις
χρόνια να το φτιάξεις, Νατ».
Ρολό κιμά; σκέφτηκε η Νάταλι. Στη μεγαλοπρεπή κουζίνα τους στο
Μαϊάμι Μπιτς; Ποιος θα τολμούσε να φτιάξει ένα τόσο ταπεινό
φαγητό; Άλλωστε ο Γκέιτζ δε θα ήταν εκεί για να το φάει.
Δάκρυα έκαιγαν τα μάτια της. «Δεν ξέρω. Το είχα ξεχάσει, υποθέτω».
«Κάναμε το πικνίκ μας σε μια έρημη αμμουδιά που είχαμε
ανακαλύψει. Άπλωνα την κουβέρτα πίσω από έναν αμμόλοφο,
τρώγαμε, πίναμε κρασί και μετά φώλιαζες στην αγκαλιά μου...» Τα
λόγια του έσβησαν.
«Γκέιτζ!» Η φωνή της ήταν τσιριχτή. «Γκέιτζ, μην κοιμηθείς. Μ Λα
μου, αγάπη μου».
«Θυμάσαι πώς ήταν; Κάναμε έρωτα και μας τύλιγε η ζεστή νύχτα, η
αύρα χάιδευε το κορμί σου». Αργά αργά τα μάτια του άνοιξαν.
Δυσκολευόταν να δει το πρόσωπό της. «Όπως χτες το βράδυ εδώ, στην
αμμουδιά. Ή όπως στο Τέξας, όταν ήμαστε παιδιά και σε πήγαινα στο
λόφο». Έπιασε το λαιμό της. Τα δάχτυλά του ήταν σαν πάγος πάνω στη
σάρκα της. «Πότε στράβωσαν τα πράγματα, μωρό μου;» ψιθύρισε. «Τι
έγινε;»
Το ουρλιαχτό της σειρήνας τής έσπασε τα τύμπανα, μετά σταμάτησε. Η
Νάταλι άκουσε πόρτες να χτυπούν στο πάρκινγκ μπροστά στο σπίτι.
«Εδώ πίσω», φώναξε. «Γρήγορα!»
«Τι... είναι;» τραύλισε ο Γκέιτζ. «Ασθεν... οφόρο; Νατ, δε χρειάζ...
ομαι...»
Τα μάτια του βασίλεψαν. Η Νάταλι ούρλιαξε και τον άρπαξε καθώς
άρχισε να χάνει τις αισθήσεις του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
Οι νοσηλευτές είπαν στη Νάταλι ότι δεν μπορούσε να πάει μαζί τους με
το ασθενοφόρο. «Ακολούθησε μας με το αμάξι σου», της είπε ο ψηλός.
Δε θα έχανε χρόνο λογομαχώντας μαζί τους. Ανέβηκε πίσω από το
φορείο καθώς έβαζαν τον Γκέιτζ στο ασθενοφόρο.
«Κυρία μου», είπε ο νοσηλευτής, «δεν μπορείς να το κάνεις αυτό».
«Το έκανα ήδη», απάντησε και κάθισε στον πάγκο.
Οι νοσηλευτές αναστέναξαν και ανασήκωσαν τους ώμους. «Τρέχουμε
πολύ», της είπε ο ψηλός κι έκλεισε την πόρτα.
«Βάλε ζώνη και κρατήσου γερά».
Η Νάταλι έγνεψε καταφατικά. Μετά έσκυψε και φίλησε απαλά τα
χείλη του Γκέιτζ. «Ω, αγάπη μου, κρατήσου για λίγο».
Το ταξίδι μέχρι το νοσοκομείο τής φάνηκε ατέλειωτο.
Στη διαδρομή ο Γκέιτζ βόγκηξε και άνοιξε τα μάτια. «Νατ;»
«Σσσ. Μην κινείσαι. Όλα θα πάνε καλά».
«Ήταν βλακεία ν’ ανέβω στη στέγη».
Του έσφιξε το χέρι. Τα μάτια του άρχισαν να κλείνουν πάλι. «Μείνε
μαζί μου», του είπε επιτακτικά. «Γκέιτζ; Κοίταξέ με. Άνοιξε τα μάτια
σου».
«Μεγάλη βλακεία».
«Μίλα μου. Πες μου για το καινούριο ξενοδοχείο Μπάρον».
Ο Γκέιτζ αναστέναξε. «Δε θέλεις ν’ ακούσεις...»
«Θέλω! Φυσικά θέλω. Είναι ωραίο; Πόσα δωμάτια έχει;»
«Νατ. Συγνώμη που έπεσα...»
«Γκέιτζ, μίλα μου! Μη χάσεις τις αισθήσεις σου!» Δάκρυα έτρεχαν από
τα μάτια της. «Σε παρακαλώ, αγάπη μου...» «Νατ;»
Σκούπισε τη μύτη με το μανίκι της. «Τι είναι;»
«Μου έλειψες, μωρό μου». Τα βλέφαρά του έκλεισαν και κοιμήθηκε.
«Ναι;»
«Θα μπορούσε να σκοντάψει σ’ έναν κορμό δέντρου ή σ’ ένα σωρό
κλαδιά».
Η Νάταλι χαμογέλασε. «Λοιπόν, τι ήταν, κορμός ή κλαδιά;»
Ο Γκέιτζ γέλασε, έκανε ένα μορφασμό και άγγιξε προσεκτικά με τα
χέρια το κεφάλι του. «Δική σου η επιλογή, μωρό μου. Θα πω ό,τι από
τα δυο θέλεις όταν χρειαστεί να εξηγήσω τι έγινε».
Γέλασε και η Νάταλι. «Με άλλα λόγια, έπεσες. Κι εγώ που δεν είχα
καταλάβει τόσα χρόνια ότι είχα έναν τόσο αδέξιο συζ...» Τα λόγια της
έσβησαν. Συνοφρυωμένη σταμάτησε το αμάξι δίπλα στο πεζοδρόμιο.
«Παραλίγο να το ξεχάσω. IT νοσοκόμα μού έδωσε μια συνταγή».
«Νατ», είπε ο Γκέιτζ δοκιμάζοντας ν α της πιάσει το χέρι, αλλά εκείνη
το τράβηξε όπως και το προηγούμενο βράδυ.
«Γυρίζω σ’ ένα λεπτό», είπε κι έκλεισε την πόρτα του αυτοκινήτου
πίσω της.
«Αλήθεια», είπε όταν γύρισε, «δε μου είπες τι γύρευες στη στέγη».
Μια φλέβα πετάχτηκε στον κρόταφό του. Δεν ήθελε να μιλήσουν για
τίποτα σοβαρό. Εντάξει, ούτε εκείνος το ήθελε. Τώρα ήταν σίγουρος
ότι θα τον πήγαινε στο Μαϊάμι.
«Με ξύπνησε ένας θόρυβος την αυγή. Ο Γκραντ είχε πει ότι το ταβάνι
έσταζε και...»
«Μίλησες με τον Γκραντ;»
«Ναι, του τηλεφώνησα πριν από δυο εβδομάδες».
«Τηλεφώνησες στον Γκραντ;»
«Για το σπίτι. Ήταν εντάξει; Ήσουν ασφαλής; Και μου είπε πως ήταν
εντάξει. Εκτός από το ότι ήταν σαν μαυσωλείο. Μου ανέφερε ότι
υπήρχε κάποιο πρόβλημα στη στέγη, γι’ αυτό όταν άκουσα κάτι...»
Η Νάταλι έγνεφε καταφατικά, αλλά δεν πρόσεχε τι της έλεγε. Νόμιζε
ότι ο Γκέιτζ δε νοιαζόταν, επειδή δεν είχε τηλεφωνήσει. Αλλά είχε
τηλεφωνήσει στον Γκραντ και είχε ρωτήσει για κείνη. Από μια άποψη
αυτό ήταν πιο σημαντικό.
Η καρδιά της χοροπήδησε, όπως και το πρωί που τον είχε δει...
«Σκέφτηκα πως ίσως είχαν μετακινηθεί οι πλάκες στη στέγη».
Η Νάταλι βγήκε από τις σκέψεις της. «Πλάκες», είπε.
«Ναι. Η καταιγίδα πρέπει να τις ξεκόλλησε». Η φωνή του Γκέιτζ έγινε
βραχνή. «Θυμάσαι την καταιγίδα, έτσι δεν είναι, μωρό μου;»
Τα μάγουλά της κοκκίνισαν, αλλά δεν τον κοίταξε. «Σε λίγο φτάνουμε
στο σπίτι, Γκέιτζ. Στήριξε το κεφάλι σου στο κάθισμα να αναπαυτείς
λίγο».
Ένιωσε μια πικρή γεύση στο στόμα. «Καλή ιδέα».
Στήριξε το κεφάλι του κι έκλεισε τα μάτια.
Η Νάταλι γύρισε και τον κοίταξε. Από το ρυθμικό ανεβοκατέβασμα
του στήθους του κατάλαβε ότι είχε κοιμηθεί.
Το χρώμα του ήταν καλύτερο σήμερα, αλλά τα χαρακτηριστικά του
ήταν τραβηγμένα. Πρέπει να πονούσε και ας μην το παραδεχόταν. Η
νοσοκόμα είχε προσπαθήσει να του δώσει χάπια πριν φύγουν, αλλά
αρνήθηκε να τα πάρει.
Ηταν πάντα πεισματάρης. Ακόμη και ασπιρίνη δυσκολευόταν να τον
πείσει να πάρει όταν είχε πονοκέφαλο.
Ήταν παλαβός.
«Παλαβός», είπε τρυφερά και τον ξανακοίταξε.
Όχι ότι εκείνη ήταν καλύτερη. Πώς αλλιώς θα περιέγραφες μια γυναίκα
που είχε πάρει τοις μετρητοίς την παράκληση του άντρα της να τον
πάρει στο σπίτι;
Έστριψε στην Όσιαν Μπούλεβαρντ.
Δεν είχε ρωτήσει καν τον Γκέιτζ αν ήθελε να μείνει μαζί της.
Είχε πάρει την απόφαση την τελευταία στιγμή, καθώς στεκόταν στην
πόρτα του δωματίου του στο νοσοκομείο το πρωί.
Έδειχνε τόσο χαρούμενος που την έβλεπε. Όπως κι εκείνη.
Πώς μπορούσε να τον αφήσει όταν τη χρειαζόταν;
Όχι πως αν τον πήγαινε στο Μαϊάμι Μπιτς θα ήταν σαν να τον
εγκατέλειπε. Θα τηλεφωνούσε στη Λους και θα της ζητούσε να μείνει
στο σπίτι μερικές μέρες ή κι εβδομάδες. Η Λους θα το έκανε
ευχαρίστως.
Μπήκε στον ιδιωτικό δρόμο που οδηγούσε στη μεγάλη ροζ βίλα.
Και αν δεν μπορούσε η Λους, θα του έπαιρνε μια οικιακή βοηθό ή μια
νοσοκόμα.
Και ο Γκέιτζ θα... ενθουσιαζόταν. Η σκέψη την έκανε να
χαμογελάσει. Μια νοσοκόμα στην κρεβατοκάμαρά του μ’ ένα
θερμόμετρο στο ένα χέρι κι ένα μπουκάλι με χάπια στο άλλο...
Αυτό θα της άρεσε να το δει.
Αναστέναξε, έσβησε τη μηχανή και πήγε από την πλευρά του
συνοδηγού.
Μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα κι όχι αυτό που έκανε, αλλά τώρα
ήταν πολύ αργά για ν' αλλάξει γνώμη.
Άλλωστε, αυτή δεν ήταν άσχημη λύση.
Υπήρχε ένα γραφείο στον πρώτο όροφο, μ’ ένα πτυσσόμενο κρεβάτι,
μια τηλεόραση και συρόμενες πόρτες που οδηγούσαν στη βεράντα. Ο
Γκέιτζ θα ήταν άνετα εδώ για δυο τρεις μέρες. Όταν θα ένιωθε
καλύτερα, θα τηλεφωνούσε στη Λους και θα της έλεγε να τον προσέχει.
Δε χρειαζόταν να τον κρατήσει πιο πολύ.
Τον κοίταξε. Έδειχνε ταλαιπωρημένος. Παραμέρισε με τα δάχτυλά της
τα μαλλιά από το μέτωπό του. Είδε τα δέκα ράμματα που θα του τα
έκοβαν σε μια εβδομάδα.
Εντάξει λοιπόν. Μπορεί να τον άφηνε να μείνει μέχρι να του κόψουν τα
ράμματα.
Αλλά ούτε στιγμή περισσότερο.
Κοίταξε πάλι το πρόσωπό του. Υπήρχαν σκιές κάτω από τα μάτια του
και μικρές ρυτίδες στις άκρες των χειλιών του. Κι ένα χνούδι στο
σαγόνι του. Ένα σέξι χνούδι, όπως του έλεγε πάντα όταν ήθελε να
ξυρίζεται το Σαββατοκύριακο.
Όχι, του έλεγε. Μετά του ψιθύριζε μες στο αυτί πόσο της άρεσε να
χαϊδεύουν τα γένια του το στήθος, την κοιλιά, τους μηρούς της.
«Ξεδιάντροπη γυναίκα, μόνο ένας τρόπος υπάρχει να αντιμετωπίσει
κανείς ένα ακόλαστο θηλυκό σαν εσένα», της έλεγε. Κι εκείνη του
απαντούσε πως ήθελε να ελπίζει ότι υπήρχαν πολλοί τρόποι και τότε
εκείνος χαμογελούσε πονηρά και μετά... μετά...
Η Νάταλι έβγαλε από το μυαλό της τις αναμνήσεις. Αν σκεφτόταν έτσι,
θα κατέληγε στο κρεβάτι του Γκέιτζ, το ήξερε. Κι αυτό δε θα συνέβαινε
ποτέ ξανά. Τα τραύματά του ήταν εγγύηση γι’ αυτό. Τα τραύματά του
και η αποφασιστικότητά της. Είχε αντιμετωπίσει τη δική της στιγμή
της αλήθειας όταν ξύπνησε το χτεσινό πρωί.
Δεν υπήρχαν περιθώρια επιστροφής.
«Γκέιτζ;» Άγγιξε τον ώμο του. «Γκέιτζ, ξύπνα».
Αργά αργά τα βλέφαρά του άνοιξαν. «Νατ;»
«Ναι. Φτάσαμε στο σπίτι. Να σε βοηθήσω να πας μέσα».
«Σπίτι;» είπε ζαλισμένος. Ανακάθισε και σκούπισε με το χέρι το
πρόσωπό του. «Αποκοιμήθηκα, νομίζω».
«Έλα. Θα σε πάω μέσα».
«Με έφερες... στο σπίτι».
«Φυσικά».
Ο Γκέιτζ έγνεψε καταφατικά. Σπίτι, στο Μαϊάμι. Δηλαδή τι περίμενε;
Ότι θα τον πήγαινε σ’ αυτό το πανάσχημο σπίτι στον ωκεανό; Στην
κρεβατοκάμαρά της που μύριζε τόσο γλυκά, στο απαλό κρεβάτι της;
Ότι θα ήθελε να τον κρατήσει στην αγκαλιά της όπως προχτές το
βράδυ; Με καμιά δύναμη. Η Νάταλι είχε κάνει τα πάντα για να του
δείξει ότι είχε μετανιώσει. Το είχε διακρίνει στο πρόσωπό της, στη
φωνή της.
«Προσεκτικά», του είπε, σκύβοντας πάνω από την ανοιχτή πόρτα του
αυτοκινήτου. Του άπλωσε το χέρι της κι εκείνος το πήρε. «Ρίξε πάνω
μου το βάρος σου».
Ο Γκέιτζ βγήκε από το αμάξι, στηρίχτηκε πάνω της... και, γυρίζοντας,
είδε το μεγάλο ροζ άσχημο σπίτι μπροστά του.
Αυτή τη στιγμή το έβλεπε σαν παλάτι.
Κοίταξε τη γυναίκα του. Το πρόσωπό της -το αγαπημένο, ωραίο
πρόσωπό της- ήταν στραμμένο προς το δικό του.
«Με έφερες στο σπίτι», είπε σαν χαμένος. «Στο σπίτι, μαζί σου».
Τα μάγουλά της κοκκίνισαν. «Ναι. Σκέφτηκα... ότι ήταν ο καλύτερος
τρόπος να...»
Δεν πρόφτασε να τελειώσει την πρότασή της. Ο Γκέιτζ κάλυψε το
στόμα της με το δικό του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
***
«Και αν δυο άνθρωποι δεν ξέρουν ποια είναι τα πράγματα που τους
χωρίζουν; Τότε τι γίνεται; Εννοώ, αν ο άντρας δεν έχει ιδέα;»
Η Νάταλι σφίχτηκε. «Τότε υπάρχει μεγάλο πρόβλημα. Το γεγονός ότι
δεν έχει ιδέα λέει πολλά για το τι συμβαίνει στη σχέση τους».
«Γιατί δεν του λέει η γυναίκα;»
«Ίσως έχει προσπαθήσει. Ίσως δεν προσέχει τι του λέει. Ίσως έχουν
φτάσει στο απροχώρητο τα πράγματα».
«Και τι πρέπει να κάνει ο άντρας; Να ρωτήσει τι πήγε στραβά;»
«Μερικές φορές είναι πολύ αργά γι’ αυτό. Τα ‘τι και γιατί’ δεν έχουν
σημασία. Καταλαβαίνουν κι οι δυο ότι ήρθε το τέλος της σχέσης τους».
Ο Γκέιτζ της έπιασε το χέρι. «Δεν ήρθε το τέλος», είπε θερμά. «Όχι για
μένα. Δε σταμάτησα ποτέ να σ’ αγαπώ, μωρό μου.
Ούτε για μια στιγμή». Τα δάχτυλά του σφίχτηκαν γύρω από τον καρπό
της. «Εσύ σταμάτησες να μ’ αγαπάς;»
Η καρδιά του χτυπούσε σαν σφυρί καθώς περίμενε την απάντησή της.
Γύρισε και τον κοίταξε. Τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα, αλλά δεν
μπορούσε να καταλάβει αν ήταν για κείνον, για τον εαυτό της ή γι' αυτό
που τους συνέβαινε.
«Νατ; Σταμάτησες να μ’ αγαπάς;»
Είχε έρθει η ώρα της αλήθειας. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να τον
κοιτάξει στα μάτια και να του πει ότι ναι, είχε σταματήσει να τον
αγαπάει. Ήξερε ότι δε θα την άγγιζε ποτέ ξανά, δε θα την πίεζε. Θα
ελευθερωνόταν από τον Γκέιτζ, από την αγάπη του...
«Μωρό μου;»
Η Νάταλι σήκωσε το κεφάλι της. Οι ματιές τους διασταυρώθηκαν.
«Όχι», είπε τρέμοντας. «Ποτέ. Πάντα σ’ αγαπούσα, Γκέιτζ. Και πάντα
θα...»
Δεν πρόφτασε να τελειώσει. Η καρέκλα του έπεσε πίσω καθώς εκείνος
σηκώθηκε, την πήρε στην αγκαλιά του και ρούφηξε με απληστία τα
χείλη της.
«Σ’ αγαπώ», της είπε με πάθος. «Νατ, αγάπη μου, σ’ αγαπώ τόσο
πολύ».
Και εκείνη τον αγαπούσε. Ποιος ο λόγος να προσποιείται; Τον
αγαπούσε πάντα" από τα δεκαέξι της. Μπορούσε να φτιάξει τη ζωή της
χωρίς τον Γκέιτζ, αλλά δεν ήθελε. Όχι, δεν ήθελε.
Τα χέρια της τυλίχτηκαν στο λαιμό του. Το κεφάλι της έγειρε πίσω και
τα χείλη της άνοιξαν για να δεχτούν τη γλώσσα του. Σύνεση, λογική...
Τα έσβησε όλα η γλύκα του φιλιού του. Λυτό ήταν το μόνο που είχε
σημασία. Να βρίσκεται στην αγκαλιά του. Να γεύεται τα φιλιά του. Να
έχει την αγάπη του.
Τα χέρια του γλίστρησαν κάτω από το φανελάκι της. Αναστέναξε,
νιώθοντας τα δάχτυλά του στην πλάτη, στην κοιλιά, στο στήθος της.
«Ο καρπός σου», ψιθύρισε, αλλά εκείνος κούνησε πέρα δώθε το
κεφάλι και τη φίλησε ξανά και ξανά, μέχρι που την έκανε να νιώσει ότι
πετούσε στο διάστημα.
«Βγάλ’ το αυτό», γρύλισε ο Γκέιτζ κι εκείνη τον βοήθησε να πετάξει το
φανελάκι, το σορτσάκι, το σουτιέν της.
«Κι εσύ», του είπε ψιθυριστά και τράβηξε με τρεμάμενα δάχτυλα το
φερμουάρ του τζιν του.
Ο Γκέιτζ φώναξε πνιχτά τ’ όνομά της, πέρασε τα δάχτυλά του μέσα στα
μαλλιά της και την έγειρε πίσω, πάνω στο μπράτσο του. Τα χείλη του
παγίδεψαν τη μια θηλή της και η Νάταλι αναστέναξε ηδονικά.
«Τώρα», της είπε. «Τώρα, μωρό μου, εδώ, γιατί δεν μπορώ να
περιμένω».
«Μην περιμένεις», του ψιθύρισε και σφίχτηκε πάνω του. «Σε
παρακαλώ, Γκέιτζ, σε θέλω μέσα στο κορμί μου...»
Το σώμα του ολόκληρο σφίχτηκε ακούγοντας τα λόγια της. Έκρυψε το
πρόσωπό του μέσα στα μαλλιά της.
«Γκέιτζ;» Η Νάταλι έπιασε το πρόσωπό του με τις παλάμες της και τον
κοίταξε στα μάτια. «Τι συμβαίνει; Έκανα τον καρπό σου να πονέσει; Ή
το κεφάλι σου; Ω, το ήξερα ότι δεν έπρεπε να το κάνουμε...»
Εκείνος έβαλε απαλά το ένα του δάχτυλο πάνω στα χείλη της για να τη
σταματήσει. Έπρεπε να είναι όλα τέλεια απόψε. Αλλιώς θα την έχανε.
«Δεν πόνεσα πουθενά», της είπε με απαλή φωνή.
«Τότε τι συμβαίνει;»
«Δεν έχω τίποτα μαζί μου, Νατ».
Τον κοίταξε απορημένη. «Δεν καταλαβαίνω».
«Δεν έχω προφυλακτικό, μωρό μου. Δε χρησιμοποίησα ούτε προχτές
το βράδυ». Είδε την έκφρασή της ν’ αλλάζει και πήρε βαθιά ανάσα.
«Συγνώμη, αγάπη μου. Θα πρέπει να περιμένουμε. Δε θέλουμε να
μείνεις έγκυος...»
Είδε σαν μεθυσμένος το χέρι της να χτυπάει το μάγουλό του.
«Μωρό μου», της είπε, αλλά ήταν πολύ αργά. Είχε φύγει και ο Γκέιτζ
είχε μείνει μόνος.
***
Πηγαινοερχόταν σαν τρελός μέσα στο γραφείο. Όταν δεν άντεχε πια
άλλο, άνοιξε την πόρτα της βεράντας και κατέβηκε στη θάλασσα.
Αλλά τα κύματα και το φεγγάρι δεν είχαν απαντήσεις να του δώσουν.
Και χρειαζόταν απελπισμένα απαντήσεις.
Ή εκείνος ήταν τρελός ή η Νάταλι. Και είχε βαρεθεί να προσπαθεί να
καταλάβει ποιος από τους δυο.
Ύστερα από λίγο γύρισε στο σπίτι. Το φως ήταν αναμμένο σ’ ένα από
τα επάνω δωμάτια. Άσ’ τη να κάθεται εκεί θυμωμένη. Αναστατωμένη.
Ας έκανε ό,τι ήθελε, δεν τον ένοιαζε. Δε χρειαζόταν απαντήσεις. Αφού
δεν ήξερε ούτε τις ερωτήσεις.
Δεν ήξερε τίποτα πια.
Υπήρχε μια καράφα με κάποιο υγρό που δεν καταλάβαινε τι ήταν
πάνω στον μπουφέ του γραφείου. Ο Γκέιτζ πήρε ένα ποτήρι από ένα
ράφι, άνοιξε την καράφα και το γέμισε. Έφερε το ποτήρι στη μύτη του
και το μύρισε.
«Απαίσιο», είπε ανατριχιάζοντας και ρούφηξε το μισό.
Έπεσε βαρύς στη μια άκρη του καναπέ, πήρε ένα περιοδικό και το
άνοιξε. Οι λέξεις χόρευαν μπροστά του, αλλά συνέχισε να το κοιτάζει,
αποφασισμένος να βγάλει από το μυαλό του τη Νάταλι. Άδικος κόπος.
Προσπαθούσε ακόμη να συγκεντρωθεί, όταν την είδε να μπαίνει στο
δωμάτιο. Μόλις την είδε, συνειδητοποίησε ότι την περίμενε.
«Συγνώμη που σε χτύπησα», του είπε ψυχρά. «Στην κατάσταση που
βρίσκεσαι, εννοώ».
«Ποια κατάσταση;» Ο Γκέιτζ χαμογέλασε βεβιασμένα. «Μια χαρά
είμαι. Άλλωστε, ίσως να μου άξιζε». Πήρε το μισοάδειο ποτήρι του και
το σήκωσε ψηλά. «Όχι ότι κατάλαβα γιατί με χαστούκισες».
«Όχι», του είπε ακόμη πιο ψυχρά, «δε θα καταλάβαινες». «Και ούτε θα
ήθελες να μου εξηγήσεις;»
«Δεν ήρθα να συζητήσω τι έγινε. Σκέφτηκα ότι ίσως ήθελες να μάθεις
τι έχασες για δείπνο».
Ο Γκέιτζ χασμουρήθηκε.
«Ρολό κιμά», του είπε.
Την κοίταξε. Είχε τα χέρια γροθιές στους γοφούς της- τα μάτια της
ήταν ψυχρά σαν ατσάλι.
«Και κέικ σοκολάτας για επιδόρπιο».
«Ρολό κιμά; Και κέικ σοκολάτας;»
«Ακριβώς. Και τα πέταξέ στα σκουπίδια», του είπε κι έφυγε. Ο Γκέιτζ
έμεινε για λίγο εκεί, προσπαθώντας να βγάλει κάποιο νόημα. Αλλά
μόνο ένα μέντιουμ θα τα κατάφερνε.
Τελικά σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα. Η Νάταλι ήταν εκεί και
έτριβε με μανία ένα ταψί.
«Άκου», της είπε, κάνοντας το πρώτο βήμα προσεκτικά, σαν να
περπατούσε σε τεντωμένο σκοινί πάνω από ένα χάσμα. «Προσπαθώ να
καταλάβω τι συμβαίνει, αλλά δεν μπορώ, Νατ». «Το ξέρω. Κι αυτό
είναι το χειρότερο».
«Νάταλι, αγάπη μου...»
Η Νάταλι πέταξέ το ταψί στον τοίχο. «Μη με λες αγάπη σου», ούρλιαζε
κι έφυγε κλαίγοντας από το δωμάτιο.
Και ο Γκέιτζ κατάλαβε ότι το χάσμα ήταν πολύ μεγάλο. Χρειαζόταν
βοήθεια.
***
***
«Είχα ξεχάσει πώς είναι εδώ στα μέσα του καλοκαιριού», είπε η
Νάταλι.
«Στο λόφο θα είναι πιο δροσερά».
«Αλήθεια, εκεί θα πάμε;»
Την κοίταξε σοβαρά. «Δε σου έχω πει ποτέ ψέματα, μωρό μου, και
ούτε θ’ αρχίσω τώρα. Είπα ότι θα πάμε στο λόφο κι εκεί θα πάμε».
Ο Έιμπελ τους περίμενε στην άκρη του αεροδιαδρόμου μ’ ένα παλιό
φορτηγάκι. Ένας από τους άντρες του ράντσου στεκόταν δίπλα του.
«Κύριε Γκέιτζ, κυρία Νάταλι», είπε ο Έιμπελ. Τα φρύδια του
ανασηκώθηκαν. «Θεέ μου, τι είναι αυτά που βλέπω; Πήρες μέρος σε
ταυρομαχίες;»
Ο Γκέιτζ χαμογέλασε. «Έφερες το αμάξι, Έιμπελ;»
Ο Έιμπελ έδειξε τον άντρα δίπλα του. «Ο Μπομπ το οδήγησε. Είναι
παρκαρισμένο εκεί πέρα».
Ο Γκέιτζ έσφιξε το χέρι των δυο αντρών. Μετά έπιασε τη Νάταλι από
τον αγκώνα και προχώρησε μες στο σκοτάδι. Σε λίγο εκείνη σταμάτησε
απότομα.
«Δεν το πιστεύω!» Γύρισε στον Γκέιτζ. «Δεν μπορεί να είναι αυτό
που... νομίζω».
«Αν νομίζεις ότι είναι το σαραβαλάκι που είχα από το σχολείο», της
είπε, «αυτό ακριβώς είναι».
Η Νάταλι κοίταξε αποσβολωμένη την παλιά Σεβρολέ. «Νόμιζα ότι την
είχες ξεφορτωθεί πριν από χρόνια».
«Δε μου έκανε καρδιά. Του έβγαλα τα λάστιχα και το άφησα σε μια
αποθήκη. Ζήτησα από τον Έιμπελ ν’ ανάβει κάπου κάπου τη μηχανή.
Του τηλεφώνησα απόψε να ξαναβάλει τα λάστιχα και να το ετοιμάσει».
Ο Γκέιτζ άνοιξε την πόρτα. «Έλα, μωρό μου. Μπες μέσα».
Η Νάταλι δίστασε. Αυτό το αμάξι τής έφερνε στο μυαλό τόσες
αναμνήσεις, αναμνήσεις γεμάτες νεανικές υποσχέσεις κι ελπίδες...
«Για τι ανησυχείς, Νατ;» Το χαμόγελο του Γκέιτζ ήταν ολοφώτεινο.
«Θα αντέξει να μας πάει μέχρι το λόφο και να μας φέρει πίσω».
Η Νάταλι κοίταξε την παλιά Σεβρολέ. Το αμάξι μάλλον θα άντεχε.
Εκείνη όμως;
«Νατ;»
Κοίταξε τον άντρα της. Το χαμόγελό του ήταν γεμάτο υποσχέσεις,
όπως ήταν πάντοτε όταν ερχόταν να την πάρει πριν από μια δεκαετία
περίπου.
«Πάμε μια βόλτα;»
Ήθελε να του πει όχι, ότι αυτό που ήθελε ήταν να γυρίσει στο Παλμ
Μπιτς... αλλά ξαφνικά ένιωσε κάτι απόκοσμο να συμβαίνει μέσα στη
νύχτα... και μόνο ένας ηλίθιος θα ήθελε να διαλύσει αυτή τη μαγεία.
***
Λες και το παλιό αμάξι ήξερε από μόνο του το δρόμο για το ύψωμα.
Ο δρόμος δεν είχε αλλάξει. Ήταν ακόμη χωματόδρομος που περνούσε
από την καρδιά του Εσπάδα, ανηφόριζε σαν κουλουριασμένο φίδι
στους λόφους και έφτανε στο ύψωμα των κόκκινων βράχων, με μόνη
συντροφιά τ’ αστέρια και το φεγγάρι.
Όταν έφτασαν, ο Γκέιτζ έκλεισε τη μηχανή.
Επικρατούσε απόλυτη σιγή που τη διέκοπταν μόνο ο αναστεναγμός της
νυχτερινής αύρας και οι σιγανές κραυγές μιας κουκουβάγιας.
Ο Γκέιτζ στράφηκε στη Νάταλι. «Θυμάσαι τι είπαμε σήμερα το
μεσημέρι; Για τους Λάντον και πόσο θλιβερό είναι όταν δυο άνθρωποι
που αγαπιούνται χάνουν το δρόμο τους;»
Η Νάταλι έγνεψε καταφατικά και κοίταξε τα χέρια της που τα είχε
διπλωμένα στην ποδιά της. Τα μαλλιά της έκρυβαν το πρόσωπό της.
«Ναι. Αλλά μερικές φορές... Δεν είναι τόσο απλό».
Ο Γκέιτζ τράβηξε πίσω τα μαλλιά της με το ένα του χέρι για να τη
βλέπει.
«Ναι. Έχεις δίκιο. Και δεν καταλαβαίνω πώς συνέβη αυτό, μωρό μου.
Όταν αρχίσαμε, ήταν όλα τόσο απλά».
II Νάταλι αναστέναξε. «Το ξέρω».
«Ένα αγόρι, ένα κορίτσι... Θυμάσαι όταν ερχόμαστε εδώ;» «Φυσικά».
«Είναι θαύμα πώς δεν είχαμε διαλύσει αυτό το παλιό αμάξι».
Γέλασε πνιχτά, πήρε το χέρι της κι έπλεξε τα δάχτυλά του με τα δικά
της. «Όλα εκείνα τα βράδια...»
«Γκέιτζ, καλύτερα να μη μιλάμε για...»
«Ακόμη κι εκείνο το απόγευμα. Θυμάσαι εκείνο το απόγευμα, μωρό
μου;»
Αν θυμόταν; Η Νάταλι ένιωσε τα μάγουλά της να φουντώνουν. «Θυ...
θυμάμαι».
«Πρέπει να ήμαστε τρελοί, για να έρθουμε εδώ, να κάνουμε έρωτα
στην παλιά κουβέρτα, με τον ήλιο που μας χτυπούσε... Αλλά δε σ’
έφερα εδώ να μιλήσουμε για τα παλιά».
Η Νάταλι δάγκωσε τα χείλη της. «Το υποψιαζόμουν. Δε θα θέλαμε να
παίξουμε το παιχνίδι των αναμνήσεων, αφού όλα αυτά δε θα πρέπει να
τα θυμόμαστε όταν...»
Ο Γκέιτζ της έκλεισε το στόμα με τα δάχτυλά του.
«Μην το πεις». Η φωνή του ήταν βραχνή από το συναίσθημα- «Όχι
πριν μ’ ακούσεις».
«Γκέιτζ». Η φωνή της Νάταλι έτρεμε. «Γκέιτζ, η συζήτηση δε θ’
αλλάξει τίποτα».
«Απάντησε μόνο σε μία ερώτησή μου, Νατ». Την έπιασε από το
πιγούνι και την κοίταξε στα μάτια. «Θα μου κάνεις αυτή τη χάρη;»
Η Νάταλι δίστασε, μετά έγνεψε καταφατικά. «Εντάξει. Μία ερώτηση».
Η ματιά του Γκέιτζ έφτανε μέχρι τα βάθη της καρδιάς της.
«Πριν από δυο τρεις ώρες σε ρώτησα αν μ’ αγαπούσες ακόμη. Και
είπες ναι. Είναι αλήθεια;»
Η Νάταλι κατάπιε το σάλιο της. «Ναι. Πρέπει να παραδεχτώ ότι έχω
ακόμη κάποια αισθήματα...»
Τη φίλησε. Τα χείλη του χάιδεψαν τρυφερά τα δικά της.
«Κι εγώ σ’ αγαπώ», της ψιθύρισε.
Τα μάτια της Νάταλι γέμισαν δάκρυα. «Το ξέρω. Αλλά η αγάπη δεν...»
Ο Γκέιτζ τη φίλησε πάλι. Και η Νάταλι δεν μπορούσε να μην
ανταποκριθεί στο φιλί του.
«Η αγάπη... δεν είναι πάντα αρκετή», είπε με τρεμάμενη φωνή.
«Η αγάπη είναι το παν», της απάντησε αποφασιστικά. «Όλα τα άλλα δε
σημαίνουν τίποτα».
«Αυτό δεν είναι αλήθεια. Ακόμη και η αγάπη δεν μπορεί να κρατήσει
ζωντανό ένα όνειρο, Γκέιτζ».
«Ποιο όνειρο; Το μόνο όνειρο που είχα εγώ ποτέ ήσουν εσύ».
«Στην αρχή. Αλλά μετά... ήθελες άλλα πράγματα. Και δε σε κατηγορώ
γι’ αυτό. Ένας άντρας θέλει ν’ αφήσει τα χνάρια του στον κόσμο" και
τα ξενοδοχεία Μπάρον είναι τα δικά σου χνάρια, για τα οποία είσαι
περήφανος».
«Αυτό νομίζεις ότι είναι τα ξενοδοχεία Μπάρον, Νατ; Ένα μνημείο για
το εγώ μου;» «Όχι. Δεν εννοούσα...»
«Έχτισα τα Μπάρον για μας». Το στόμα του Γκέιτζ στράβωσε. «Για
σένα και για μένα. Ναι, είμαι περήφανος, αλλά νόμιζα ότι ήσουν κι
εσύ».
«Ήμουν. Είμαι...»
«Ήταν λάθος που ήθελα να πετύχω; Δεν έπρεπε να χαίρομαι που
μπορούσα να σου χαρίσω τη ζωή που σου άξιζε;»
«Θα ήμουν ευτυχισμένη αν ζούσαμε στο διαμέρισμα του Μανχάταν».
Ο Γκέιτζ ξεφύσηξε δυνατά. «Στο παλάτι της κατσαρίδας;»
«Στο δικό μας παλάτι. Το σπίτι μας».
«Ναι, σπουδαίο σπίτι. Το μεταχειρισμένο χαλί που είχαμε αγοράσει.
Τα έπιπλα που είχαμε βρει σ’ ένα παλιατζίδικο στο Μπρούκλιν...»
«Δεν ήταν τέλεια».
«Ναι, λίγο απείχαν από την τελειότητα», είπε ο Γκέιτζ.
«Εκείνα τουλάχιστον τα είχαμε διαλέξει μόνοι μας, δε μας τα είχε
επιβάλει κάποιος κομψευόμενος διακοσμητής».
«Κομψευόμενος διακοσμητής;»
Η Νάταλι κοκκίνισε. «Εσένα μπορεί να σου αρέσουν οι πολυθρονίτσες
όπου δε χωράει κανένας να καθίσει. Οι δερμάτινοι καναπέδες από τους
οποίους γλιστράς. Οι πανάθλιοι καθρέφτες που σου φωνάζουν ότι
πήρες μερικά κιλά».
«Μιλάς σοβαρά;»
«Φυσικά».
«Δε σ’ αρέσει το σπίτι μας;»
Η Νάταλι αναστέναξε. «Δε μου αρέσει το περιεχόμενό του. Ξέρω ότι
πληγώνω τα αισθήματά σου, αλλά...»
Ο Γκέιτζ γέλασε. «Ω, μωρό μου, αν ήξερες πόσο μισώ όλ’ αυτά τα
πράγματα». Πήρε ένα τσουλούφι της μέσα στα δάχτυλά του. «Ίσως όχι
τους καθρέφτες», είπε χαμογελώντας. «Μ’ αρέσει να βλέπω τη γυναίκα
μου εις τριπλούν όταν βγαίνει από το ντους».
Η Νάταλι κοκκίνισε. «Μισώ αυτούς τους καθρέφτες», είπε
αποφασιστικά.
«Εντάξει. Όχι καθρέφτες. Τι άλλο;»
«Γκέιτζ, η αλλαγή επίπλων δε θα...» «Αλλά η κουζίνα σ’ αρέσει, έτσι;»
Ακουγόταν σχεδόν απελπισμένος. «Όλες αυτές... πώς τις λένε; Οι
υψηλής τεχνολογίας συσκευές;»
«Η Λους τις χρησιμοποιεί πιο πολύ από μένα».
Ο Γκέιτζ έσμιξε τα φρύδια του. «Μη μου πεις ότι δε θέλεις ούτε τη
Λους».
«Η Λους είναι θαυμάσια. Αλλά νομίζεις ότι προτιμώ να πηγαίνω σε
ανόητα φιλανθρωπικά γεύματα παρά να φτιάχνω ρολό κιμά; Κάνεις
λάθος. Δηλαδή δεν έχει σημασία τώρα που... που θα πάρουμε διαζύγιο,
αλλά μου άρεσε να φροντίζω το σπίτι μας, Γκέιτζ. Δε χρειαζόμουν τη
Λους να τα κάνει όλα».
Ο Γκέιτζ αναστέναξε βαθιά. «Στάσου να καταλάβω. Μου λες ότι μισείς
το σπίτι μας. Προτιμάς να κάνεις εσύ το νοικοκυριό και όχι η Λους.
Βρίσκεις ανόητα τα φιλανθρωπικά γεύματα. Και δεν είσαι
ικανοποιημένη από τη ζωή που σου προσφέρω».
«Όχι, δεν είπα ποτέ...»
«Ακριβώς. Δεν είπες ποτέ λέξη». Τα χείλη του σφίχτηκαν. «Τι άλλο
μου κρύβεις, Νάταλι;»
«Εγώ;»
«Ναι, εσύ. Γιατί εγώ δε σου έχω πει μόνο δυο πράγματα. Το ένα είναι
ότι δε μου άρεσε ποτέ η διακόσμηση του σπιτιού μας. Και το άλλο ότι
δε θέλω να σε χάσω. Ποτέ». Καθάρισε το λαιμό του. «Τα μόνα μυστικά
που υπάρχουν λοιπόν είναι τα δικά σου».
«Δεν έχω μυστικά...»
«Φυσικά έχεις. Τουλάχιστον ένα, μωρό μου. Αυτό που σε κάνει να
θέλεις να μ’ εγκαταλείψεις, παρ’ όλο που μ' αγαπάς».
Η Νάταλι έσκυψε το κεφάλι. «Είναι πολύ αργά», ψιθύρισε.
«Έτσι νομίζεις!» Ο Γκέιτζ την έπιασε από το πιγούνι και την ανάγκασε
να τον κοιτάξει. «Πες μου τι σε πληγώνει και θα βρούμε λύση».
«Δεν μπορούμε». Η φωνή της έσπασε. «Είναι κάτι που δεν ξέρουμε
πώς να το συζητήσουμε. Ξέρουμε και οι δυο τι είναι...»
«Εγώ δεν ξέρω, που να με πάρει!»
«Ξέρεις! Ω, δεν έχει σημασία. Δε γίνεται τίποτα, Γκέιτζ, γιατί αυτό έχει
σχέση με το δικό μου όνειρο, όχι με το δικό σου. Είναι κάτι που μου
ραγίζει την καρδιά... Ο λόγος που δεν μπορεί να σωθεί ο γάμος μας...»
Τραβήχτηκε απότομα, άνοιξε την πόρτα και πετάχτηκε έξω από το
αμάξι. Ο Γκέιτζ την ακολούθησε βλαστημώντας.
«Αξίζει να το συζητήσουμε», φώναξε αρπάζοντάς τη, «γιατί νοιώθω
χαμένος. Ποιο όνειρο; Τι είναι αυτό που θέλεις και δε σου το έχω
δώσει;»
«Το παιδί σου!» Τα λόγια βγήκαν σαν κραυγή απελπισίας από το
λαιμό της κι αντήχησαν στη ζεστή σιγαλιά της νύχτας. «Το μωρό σου,
Γκέιτζ... Το δικό σου και το δικό μου».
Ο Γκέιτζ κοίταξε σαν χαμένος τη γυναίκα του, καθώς εκείνη έπιανε το
πρόσωπό της με τα χέρια της και οι λυγμοί τράνταζαν το κορμί της σαν
να έβγαιναν όχι από το λαιμό αλλά από τα βάθη της ψυχής της.
«Ένα παιδί;» αναρωτήθηκε. «Το δικό μας παιδί; Μα... μα...»
Έσφιξε αγανακτισμένος τα χείλη του. Αυτό μόνο μπορούσε να πει; Δεν
είχε ποτέ πρόβλημα με τις λέξεις, αλλά αυτή τη στιγμή δεν έβρισκε
καμιά.
Η Νάταλι ήθελε το παιδί του; Τον είχε αφήσει επειδή ήθελε το παιδί
του; Επειδή δεν της είχε δώσει το μόνο πράγμα που ήθελε κι εκείνος;
Του ερχόταν να την ταρακουνήσει. Να ουρλιάξει που δεν του το είχε
πει. Να εκτοξεύσει ύβρεις προς τον ουρανό για όλους τους μήνες και τα
χρόνια μιας ηλίθιας, οδυνηρής παρεξήγησης... Αλλά κυρίως ήθελε να
πάρει τη γυναίκα του στην αγκαλιά του και να τη φιλήσει. Να της πει
ότι το όνειρό της ήταν και δικό του όνειρο, ότι η καρδιά του ξεχείλιζε
από ευτυχία.
Άπλωσε το χέρι του, αλλά το τράβηξε πάλι. Ό,τι έλεγε τώρα θα ήταν
κρίσιμο. Αυτό το ήξερε τόσο σίγουρα όσο και ότι δε βρίσκονταν στο
τέλος του γάμου τους αλλά στην αρχή του.
«Νατ», είπε τρυφερά, «αγάπη μου, κάνεις μεγάλο λάθος. Μπορούμε να
το συζητήσουμε. Πρέπει».
Η Νάταλι σήκωσε το κεφάλι της. Δάκρυα έτρεχαν στο πρόσωπό της. Ο
Γκέιτζ έβγαλε ένα μαντίλι, της το έδωσε και σκέφτηκε ότι ποτέ δεν την
είχε δει τόσο όμορφη.
«Μην πεις τίποτα για το οποίο μπορεί να μετανιώσεις», του είπε
βραχνά. «Μη δώσεις υποσχέσεις για χάρη μου. Γι’ αυτό δε μιλούσα
ποτέ για το μωρό που χάσαμε, Γκέιτζ. Επειδή ήξερα πως, αν σου έλεγα
πόσο πονούσα, πόσο απελπισμένα ήθελα να ξαναμείνω έγκυος, μπορεί
να υποχωρούσες. Να μου έλεγες, εντάξει, θα κάνουμε ένα παιδί αν
αυτό θέλεις, όπως συμβιβάστηκες με την εγκυμοσύνη μου την πρώτη
φορά».
«Τι; Τι είπες;» Η οργή έκανε τραχιά τη φωνή του. Την άρπαξε,
αγνοώντας τον εξαρθρωμένο καρπό του. Ένας σουβλερός πόνος
έφτασε μέχρι τον ώμο του, αλλά δεν τον ένοιαζε. «Συμβιβάστηκα με
την εγκυμοσύνη σου; Έτσι νομίζεις;»
«Ναι. Ξέρω ότι ήταν μια αλλαγή στον τρόπο ζωής μας, ότι δε θα
μπορούσα να ταξιδεύω μαζί σου...»
«Να πάρει η οργή, Νάταλι! Πώς σου ήρθε αυτή η τρελή ιδέα;
Πετούσα στα ουράνια όταν μάθαμε ότι θ’ αποκτούσαμε μωρό».
Η Νάταλι ανοιγόκλεισε τα μάτια της. «Αλήθεια;»
«Τους είχα τρελάνει όλους. ‘Θα κάνω μωρό’, είπα μια μέρα στη μέση
μιας συνεδρίασης. Με κοίταξαν όλοι σαν να είχα τρελαθεί, μέχρι που ο
Τζόνι Μίλερ τελικά ρώτησε: Το έχεις πει στη γυναίκα σου;’»
«Μα... δεν είπες ποτέ...»
«Νόμιζα πως δε χρειαζόταν».
«Στην αρχή... νόμιζα ότι χαιρόσουν για το μωρό. Δεν κατάλαβα την
αλήθεια μέχρι... που το έχασα».
Οι ενοχές του για κείνη τη μέρα ξύπνησαν ξανά.
«Δεν ήμουν εκεί, το ξέρω, μωρό μου. Και έχω τύψεις γι’ αυτό. Έπρεπε
να είμαι στο σπίτι. Δεν ήθελα να είμαι μακριά σου, αλλά έλεγα να
τελειώσω με όλα τα ταξίδια μου πριν...» Αναστέναξε. «Πριν γεννηθεί
το μωρό μας».
Η Νάταλι τον κοίταξε σαν υπνωτισμένη. «Αλήθεια;»
«Δεν ήθελα να είμαι το είδος του πατέρα που ήταν ο Τζόνας. Ήθελα να
βρίσκομαι κοντά στο παιδί μου, να πηγαίνω σε σχολικές εκδηλώσεις,
να του διαβάζω παραμύθια. Ξέρω ότι ήταν τρελό, αλλά μου ’χε μπει η
ιδέα ότι μπορούσα να τελειώσω τα πάντα και να είμαι δίπλα στο παιδί
μου από την ώρα που θα γεννιόταν μέχρι... Νατ; Αγάπη μου, μην
κλαις».
«Ω, Γκέιτζ...»
«Κόντεψα να πεθάνω», της είπε βραχνά, «όταν κατάλαβα ότι δεν
ήθελες να δοκιμάσεις ξανά».
«Ήθελα. Ω, πόσο το ήθελα! Νόμιζα ότι εσύ δεν το ήθελες».
Χαμογέλασε μέσ’ από τα δάκρυά της. «Την πρώτη φορά που
Χρησιμοποίησες προφυλακτικό, έκλαψα με την κάρδιά μου όταν
ολοκληρώσαμε τον έρωτα. Είπα στον εαυτό μου ότι μπορούσα να ζήσω
και χωρίς το παιδί σου ...Αλλά αρχίσαμε ν α χάνουμε την επαφή μας.
Εσύ ταξίδευες όλο και περισσότερο...»
«Επειδή δεν άντεχα να σε βλέπω να με κρατάς σε απόσταση όταν
ήμουν στο σπίτι».
«Νόμιζα ότι ήθελες αυτό το είδος ζωής. Και... άρχισα να σε μισώ που
το προτιμούσες από την οικογένεια».
Ο Γκέιτζ έσκυψε και τη φίλησε στο στόμα. «Σ’ αγαπώ», είπε τραχιά.
«Πάντα σ’ αγαπούσα και πάντα θα σ’ αγαπώ. Το καταλαβαίνεις αυτό;»
Η Νάταλι γέλασε και τα δάκρυα έλαμψαν σαν αστέρια στα μάτια της.
«Ναι», είπε. «Ω, ναι».
Φιλήθηκαν πάλι και μετά ο Γκέιτζ τράβηξε το κεφάλι της πάνω στον
ώμο του.
«Θυμάσαι τα πράγματα που κάναμε εδώ επάνω;»
Τραβήχτηκε και τον κοίταξε. «Τα πικνίκ εννοείς;» Τα μάτια της
γελούσαν.
«Ναι. Τα πικνίκ. Και άλλα πράγματα».
«Μάλλον όχι», του είπε σοβαρά. «Θα πρέπει να μου τα υπενθυμίσεις».
Ο Γκέιτζ την ξαναφίλησε. Η Νάταλι έβγαλε έναν απαλό αναστεναγμό,
κάτι που έκανε πάντα τους παλμούς του να χτυπούν πιο γρήγορα. Η
γλώσσα του πέρασε μέσα στο στόμα της κι εκείνη τύλιξε τα χέρια της
στο λαιμό του.
«Ω... νομίζω ότι αρχίζω να θυμάμαι...»
Τράβηξε τα μαλλιά της και δάγκωσε απαλά την τρυφερή σάρκα πίσω
από τ’ αυτί της.
«Ωραία», ψιθύρισε. «Ας δούμε αν μπορούμε να ξυπνήσουμε λίγο
ακόμη τη μνήμη σου».
Την κοίταξε βαθιά στα μάτια. Μετά ξεκούμπωσε αργά την μπλούζα
της, με δυσκολία λόγω του πληγωμένου καρπού του. Η μπλούζα έπεσε
από τους ώμους της. Τα υπόλοιπα ρούχα της ακολούθησαν, μέχρι που
έμεινε γυμνή.
Ο Γκέιτζ κοίταξε τη γυναίκα του, την πανέμορφη γυναίκα του και
ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό.
«Νάταλι. Αγάπη μου, πόσο μου έχεις λείψει».
«Άγγιξέ με», του είπε ψιθυριστά. «Γκέιτζ, σε παρακαλώ, άγγιξέ με...»
Η ανάσα της πιάστηκε καθώς πήρε το στήθος της μέσα στα χέρια του κι
έσκυψε από πάνω της. Πήρε τη μια θηλή της στο στόμα του κι άρχισε
να τη βασανίζει. Μετά άρχισε να φιλάει όλο το κορμί της, γονατίζοντας
μπροστά της. Το κεφάλι της Νάταλι έπεσε πίσω, καθώς η γλώσσα του
τη χάιδευε- κοίταξε τ’ αστέρια κι έβγαλε μια κραυγή ηδονής.
Ο Γκέιτζ σηκώθηκε και τη φίλησε κι ένιωσε τη γεύση του πάθους τους
στα χείλη της.
«Γδύσε με», της είπε απαλά.
Η Νάταλι το έκανε. Ξεκούμπωσε το πουκάμισό του, χαϊδεύοντας με τις
παλάμες της το μυώδες στέρνο του. Άνοιξε τη ζώνη, μετά το κουμπί
του παντελονιού του... και δίστασε.
«Είσαι σίγουρος ότι μπορείς;» τον ρώτησε ξέπνοα. Εκείνος γέλασε,
έπιασε το χέρι της και το οδήγησε στον ερεθισμένο ανδρισμό του.
«Εσύ να μου πεις, αγάπη μου».
Όταν έβγαλαν όλα τα ρούχα του μαζί, πήρε το χέρι της, φίλησε την
παλάμη της και την οδήγησε στην παλιά Σεβρολέ.
«Η παλιά μας κουβέρτα πρέπει να βρίσκεται ακόμη στο πορτ μπαγκάζ.
Αλλά θα πρέπει να με βοηθήσεις. Δε θα καταφέρω να τη στρώσω μ’
ένα χέρι».
Όταν η κουβέρτα απλώθηκε κάτω από το φως του φεγγαριού, η Νάταλι
κοίταξε τον άντρα της και χαμογέλασε.
«Γκέιτζ Μπάρον», είπε σοβαρά, «θα μας βάλεις σε μεγάλους
μπελάδες».
Τα ίδια λόγια τού είχε ψιθυρίσει και πριν από πολλά χρόνια. Και όπως
είχε κάνει και τότε, τη φίλησε και την τράβηξε στο πρόχειρο κρεβάτι
τους.
«Θα σταματήσω αν θέλεις», της ψιθύρισε όπως και τότε.
Η Νάταλι ξάπλωσε με τα χέρια γύρω από το λαιμό του. «Ποτέ», είπε
σχεδόν βίαια. «Μη σταματήσεις ποτέ, Γκέιτζ, γιατί σ’ αγαπώ, σ’
αγαπώ...»
Τη φίλησε άπληστα, τα χέρια του γλίστρησαν πάνω στο κορμί που
ήξερε και λάτρευε. Μετά τραβήχτηκε πίσω.
«Μωρό μου;» «Ναι;» «Δε θα ήταν ένα θαύμα αν φτιάχναμε απόψε το
μωρό μας εδώ στο λόφο;»
Η Νάταλι γέλασε ευτυχισμένη. «Ναι». Έπιασε το πρόσωπο του
αγαπημένου της άντρα με τα χέρια της. «Ω, ναι, αγάπη μου, θα ήταν...»
Ο Γκέιτζ μπήκε μέσα στο κορμί της με μια απαλή, κατακτητική κίνηση.
Εκείνη φώναξε βραχνά τ’ όνομά του, ανασήκωσε το κορμί της και
δόθηκε στον έρωτα.
Ο άνεμος αναστέναξε ανάμεσα στα δέντρα. Το φεγγάρι γλίστρησε από
τον ουρανό. Η κουκουβάγια πέταξε αθόρυβα για τη φωλιά της.
Και τη στιγμή ακριβώς που η Νάταλι παραδινόταν στην αγκαλιά του
Γκέιτζ, ένας διάττοντας αστέρας φώτισε σαν πυρακτωμένο βέλος το
σκοτεινό ουρανό του Τέξας.
ΑΠΡΟΘΥΜΗ ΕΡΩΜΕΝΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Ο ήχος του σφυριού αντήχησε στην αίθουσα, αλλά δεν ήταν τόσο
δυνατός όσο οι χτύποι της καρδιάς της Αλεξάνδρας Θορπ.
«Κατακυρώθηκε στην κυρία με τα κόκκινα», φώναξε ο
δημοπράτης.
Η κυρία με τα κόκκινα, σκέφτηκε μουδιασμένη...
Η Άλεξ για μια στιγμή φοβήθηκε ότι τα γόνατά της θα λύγιζαν.
Έσκυψε το κεφάλι και αρπάχτηκε από μια καρέκλα. Είχε έρθει εδώ ν’
αγοράσει έναν άντρα και το είχε κάνει. Λεγόταν Τράβις Μπάρον.
Ένα γόη που τον λένε Τράβις Μπάρον, είπε μια παγερή φωνή μέσα
της. Ήταν αλήθεια. Ο άντρας που ήταν στη σκηνή ήταν γνήσιος γόης
αν έκρινε από την εμφάνιση και τη συμπεριφορά...
Και τώρα ήταν ιδιοκτησία της.
Τι την είχε πιάσει κι έκανε μια τόσο μεγάλη ηλιθιότητα; Τα λόγια του
Καρλ την είχαν πληγώσει. Και λοιπόν; Είχαν πάρει διαζύγιο πριν από
δύο χρόνια. Δεν της έλειπε ο Καρλ, ούτε τον αγαπούσε. Τώρα ήξερε ότι
δεν τον είχε αγαπήσει ποτέ. Τι την ενδιέφεραν λοιπόν όσα έλεγε; Και
το υπόλοιπο σχέδιό της, αν μπορούσες να το πεις σχέδιο, δεν ήταν
απλώς ηλίθιο αλλά νοσηρό. Μια γυναίκα δεν... μπορούσε...
Ένιωσε το αίμα της ν’ ανάβει.
Την κοίταζε. Της το φώναζε κάθε ίνα του κορμιού της.
Μη σηκώσεις το κεφάλι σου, είπε στον εαυτό της.
Αλλά θα ήταν ευκολότερο να βγάλει τον πλανήτη από την τροχιά του.
Δάγκωσε τα χείλη της και σήκωσε το βλέμμα της στη σκηνή.
Η καρδιά της χοροπήδησε όπως και την πρώτη φορά που την κοίταξε.
Και η αίθουσα άρχισε να γυρίζει. Λυτά τα φλογερά πράσινα μάτια ήταν
ακόμη καρφωμένα πάνω της, σαν να ήταν αυτός γεράκι κι εκείνη η λεία
του. Ένα χαμόγελο ικανοποίησης είχε χαραχτεί στα χείλη του. Αυτά τα
αισθησιακά χείλη τα ένιωθε σχεδόν πάνω στα δικά της. Όλα σ’ αυτό
τον άντρα, οι φαρδιοί του ώμοι, ο τρόπος που στεκόταν με τα μακριά
του πόδια ανοιχτά, έστελναν ένα αδιαμφισβήτητο μήνυμα.
Είμαι άντρας, έλεγε. Κι εσύ είσαι γυναίκα. Και όταν εσύ κι εγώ
βρεθούμε μόνοι...
Ο πανικός που ένιωσε την έκανε να ριγήσει. Δε θα έμενε ποτέ μόνη μ’
αυτό τον άντρα ή με οποιονδήποτε άλλο. Αυτό τουλάχιστον το είχε
μάθει από το γάμο της. Το γεγονός ότι είχε ξεχάσει αυτό το μάθημα
απόψε ήταν μια ηλίθια αντίδραση σε κάτι που είχε ακούσει να
ψιθυρίζεται και είχε φέρει στο μυαλό της οδυνηρές αναμνήσεις.
Τι την ενδιέφερε αν είχε πει ο Καρλ στην καινούρια του γυναίκα ότι η
Αλεξ ήταν σαν παγόβουνο; Ας έλεγε ό,τι ήθελε, αφού δεν το έλεγε στην
ίδια.
Τράβηξε το βλέμμα της από τον Τράβις Μπάρον. Πολλοί
συνωστίζονταν γύρω της για να τη συγχαρούν.
«Τι θα κάνεις μ’ αυτό τον κούκλο ολόκληρο Σαββατοκύριακο;»
ρώτησε μια γυναίκα και ξέσπασαν όλοι σε γέλια.
Ήξερε ότι ήταν μόνο ένα παιχνίδι. Μια φιλανθρωπική εκδήλωση. Οι
νικήτριες έπαιζαν με τους εργένηδες τένις, γκολφ, πήγαιναν για χορό ή
φαγητό...
Μόνο που εκείνη δε σκόπευε να το κάνει αυτό με το δικό της εργένη.
Το αίμα της πάγωσε σ’ αυτή τη σκέψη. Η Αλεξ χαμογέλασε. Κάτι θα
σκεφτόταν.
Κι ενώ τα γέλια ηχούσαν ακόμη στ’ αυτιά της, έτρεξε προς τη διπλή
πόρτα που οδηγούσε στον προθάλαμο για να ξαναβρεί τα λογικά της.
«Κυρία Στούαρτ;»
Συ νύχι σε να περπατάς, Αλες. Χαμογέλα και συνέχισε...
«Κυρία Στούαρτ». Ένα χέρι την έπιασε από το μπράτσο.
Η Αλεξ τραβήχτηκε. «Όχι», είπε και κοίταξε το απορημένο πρόσωπο
της γκριζομάλλας γυναίκας.
«Λυπάμαι πολύ, κυρία Στούαρτ. Δεν ήθελα να σε τρομάξω».
Η Άλεξ ξεροκατάπιε και χαμογέλασε βεβιασμένα. «Συγνώμη, δεν...»
Η γυναίκα την έπιασε αγκαζέ. «Έχουμε ξανασυναντηθεί, κυρία
Στούαρτ. Δεν το θυμάστε; Είμαι η Μπάρμπαρα Ρόουντς. Οι άντρες μας
ήταν στην Επιτροπή Διατήρησης Υδάτινων Πόριον».
«Πρώην άντρας μου», είπε η Αλεξ. «Χρησιμοποιώ το πατρικό μου.
Τώρα είμαι η Αλεξάνδρα Θορπ».
Μ γυναίκα τα 'χάσε. «Ναι, βέβαια. Συγνώμη. Το είχα ξεχάσει».
«Δεν πειράζει. Τώρα μου επιτρέπετε...»
«Ω, ξέρω ότι βιάζεστε να πληρώσετε για την αγορά σας».
«Την αγορά μου», είπε η Αλεξ και κοκκίνισε.
«Ναι. Το γραφείο είναι στο διάδρομο». Η γυναίκα την οδήγησε προς τη
διπλή πόρτα. «Αλλά ήθελα να σας ευχαριστήσω προσωπικά για τη
μεγαλύτερη προσφορά της βραδιάς».
«Α!» Η Αλεξ χαμογέλασε πάλι. «Δε χρειάζεται. Χαρά μου που...
βοήθησα».
«Μακάρι να ένιωθαν όλοι έτσι. Αλλά δε νιώθουν. Είμαι πρόεδρος
αυτών των δημοπρατών τα τελευταία δύο χρόνια.
Ξέρω πόσο σπάνια κάνουν τόσο μεγάλες δωρεές οι άνθρωποι».
«Ναι». Κάποιος άνοιξε τη διπλή πόρτα και η Αλεξ με την πρόεδρο
βγήκαν στο διάδρομο. «Ξέρω πόσο καλή δουλειά κάνει ο οργανισμός
σας, κυρία Ρόουντς...»
«Έχετε αποφασίσει τι θα κάνετε με τον εργένη σας;»
Η Αλεξ ξεροκατάπιε. «Όχι. Όχι, εγώ... Αμφιβάλλω αν θα τον
χρησιμοποιήσω. Έχω ήδη κάνει σχέδια για το Σαββατοκύριακο».
«Ω, τι κρίμα».
«Ναι, πράγματι». Η Αλεξ σταμάτησε κι άνοιξε τη χάντρινη τσάντα της.
«Κοιτάξτε, γιατί να μη γράψω τώρα την επιταγή και να τη δώσω σ’
εσάς...»
«Οι πληρωμές γίνονται στο γραφείο... Ω, τι σημασία έχει; Ευχαρίστως
να σας διευκολύνω».
Η Αλεξ έβγαλε το μπλοκ επιταγών της. «Ταμείο Στήριξης
Νοσοκομείων Παίδων, έτσι;» Τα χέρια της έτρεμαν. Θα τα κατάφερνε;
Έγραψε το όνομα του οργανισμού και το ποσό - το υπέρογκο ποσό που
είχε προσφέρει για έναν άντρα που ευχόταν να μην ξαναδεί-,
υπέγραψε, έκοψε την επιταγή και την έδωσε στην πρόεδρο, η οποία την
έσφιξε χαρούμενη πάνω στο πελώριο στήθος της.
«Θαυμάσια, κυρία Θορπ. Και τώρα...»
«Και τώρα», είπε η Αλεξ με ψεύτικη ευθυμία, «πρέπει να φύγω».
«Βεβαίως. Αλλά πρώτα θα μας επιτρέψετε vu βγάλουμε μερικές
φωτογραφίες καθώς θα χορεύετε με τον κύριο Μπάρον. Για λόγους
δημοσιότητας».
«Όχι! Εννοώ, μόλις σας εξήγησα, έχω σχέδια...»
«Για το Σαββατοκύριακο. Μερικά λεπτά μόνο θα μας παραχωρήσετε».
Η Ρόουντς την έπιασε από το μπράτσο. «Ξέρετε τίποτα για τον κύριο
Μπάρον;»
«Τίποτε απολύτως», είπε η Αλεξ κοφτά.
«Ω, είναι γοητευτικός άντρας. Τόσο ωραίος! Κι αυτές οι καουμπόικες
μπότες του...» Η πρόεδρος αναστέναξε. «Ω, γιατί να μην είμαι είκοσι
χρόνια νεότερη; Ανύπαντρη. Και είκοσι κιλά πιο λεπτή...»
Γέλασε εύθυμα και η Αλεξ προσπάθησε να τη μιμηθεί.
«Ένα λεπτό μόνο, κυρία Θορπ». Χάρισε ένα φωτεινό χαμόγελο στην
Αλεξ. «Τα συνεργεία της τηλεόρασης είναι εδώ. Αν τους δίνατε
μερικές φωτογραφίες εσείς κι ο εργένης σας και μια μικρή συνέντευξη;
Θα ήταν μεγάλη διαφήμιση για τον πλειστηριασμό».
«Δεν είναι εργένης ‘μου’. Δεν καταλαβαίνετε, κυρία Ρόουντς. Δεν έχω
χρόνο για όλα αυτά. Ειλικρινά, δεν μπορώ...»
«Ω, ναι, μπορείς, κυρία Θορπ», είπε μια βαθιά φωνή. «Και θα το
κάνεις».
Η Αλεξ πάγωσε. Η καρδιά της χτυπούσε σε τρελούς ρυθμούς. Έκανε
ένα γρήγορο βήμα πίσω και κατάλαβε -πολύ αργά- ότι είχε κάνει άλλο
ένα λάθος, αφού αυτό την έφερε σ’ επαφή με το σκληρό αντρικό κορμί
στο οποίο ανήκε η φωνή.
Τα φρύδια της Μπάρμπαρα Ρόουντς ανασηκώθηκαν και η Αλεξ
κατάλαβε ότι ο τρόμος της πρέπει να φαινόταν στο πρόσωπό της. Πήρε
βαθιά ανάσα και προσπάθησε να χαμογελάσει.
«Ω, Θεέ μου, παγιδεύτηκα». Και μετά, χαμογελώντας ακόμη, γύρισε
και κοίταξε τον Τράβις Μπάρον.
«Γεια σου, γλύκα», της είπε απαλά εκείνος και της χαμογέλασε.
Στη σκηνή έδειχνε ωραίος και αρρενωπός. Αλλά από κοντά... από
κοντά...
Η καρδιά της ήταν έτοιμη να εκραγεί. Από κοντά σού έκοβε την
ανάσα!
Ψηλός. Τόσο ψηλός που ακόμη κι εκείνη, με ένα κι εβδομήντα δύο
ύψος χωρίς παπούτσια, χρειαζόταν να γείρει προς τα πίσω το κεφάλι
της για να τον κοιτάξει. Και απόψε φορούσε υπερβολικά ψηλά
τακούνια για να ταιριάζουν με το γελοίο φόρεμά της. Ψηλός και
ακαταμάχητα ωραίος, με τα φλογερά πράσινα μάτια του. Και μ’ αυτό
το στόμα! Αυτό το σέξι, σχεδόν σκληρό στόμα.
Η κυρία Ρόουντς είχε δίκιο. Ο άντρας που είχε κερδίσει εκείνη ήταν
εξαιρετικά ωραίος. Ήταν η εκπλήρωση κάθε τρελού ονείρου που είχε
παλιά, όταν είχε ακόμη την αφέλεια να ονειρεύεται.
Και ήταν επικίνδυνος. Αυτό μπορούσε ακόμη κι εκείνη να το δει.
Τι στην ευχή έπαθες απόψε, Αλεξάνδρα;
Η πρόεδρος κοίταξε μια την Αλεξ και μια τον Τράβις και μετά άφησε
ένα κοριτσίστικο γελάκι. «Λοιπόν, βλέπω ότι δε με χρειάζεστε πια».
«Όχι», είπε ο Τράβις χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει. «Όχι, δε σας
χρειαζόμαστε».
«Ω, Θεέ μου». Η κυρία Ρόουντς έκανε αέρα με την επιταγή της Αλεξ.
«Θεούλη μου. Ευχαριστώ και πάλι, κυρία... δεσποινίς Θορπ. Κι εσάς,
κύριε Μπάρον. Αν χρειαστείτε οτιδήποτε...»
Ο Τράβις έπιασε την Αλεξ από το χέρι και την τράβηξε μακριά από την
πρόεδρο.
«Τι από τα δύο είσαι;» ρώτησε.
Η Αλεξ σάστισε. «Συ... συγνώμη;»
«Σε είπε κυρία και μετά δεσποινίδα».
Το χέρι του έσφιξε το μπράτσο της. Η Αλεξ πρόσεξε τα σκούρα
δάχτυλά του πάνω στο άσπρο της δέρμα. Πήρε βαθιά ανάσα.
«Είμαι...» Πες ψέματα ότι είσαι παντρεμένη. Πες του οτιδήποτε. Και
πάρε δρόμο όσο είναι καιρός ακόμη. «Είμαι...» Η ματιά της συνάντησε
τη δική του. «Αν έλεγα κυρία, θα έφευγες;»
Της χαμογέλασε. Το χαμόγελο έκανε πιο αισθησιακά τα χείλη του και
πιο σκούρα τα μάτια του. Το στομάχι της σφίχτηκε.
«Όχι πριν με συστήσεις στον άντρα σου, για να δω με τα ίδια μου τα
μάτια ποιος ηλίθιος αφήνει μια γυναίκα σαν εσένα τόσο ανικανοποίητη
ώστε να κοιτάζει με τόση πείνα έναν άγνωστο».
Τα μάγουλά της κοκκίνισαν. «Κύριε Μπάρον...»
«Είσαι παντρεμένη ή δεν είσαι;»
«Διαζευγμένη. Κι αν νομίζεις ότι έδειχνα...»
«Δεν το νομίζω, γλύκα. Είμαι σίγουρος».
Ο Τράβις χάιδεψε το χέρι της μέχρι τον καρπό. Είχε σκεφτεί όλα όσα
θα της έλεγε καθώς προσπαθούσε να περάσει ανάμεσα από τον κόσμο
και να την πλησιάσει. Θα της έλεγε πόσο όμορφη ήταν. Τι είχε νιώσει
από την πρώτη ματιά που της έριξε. Αλλά από κοντά, νιώθοντας το
άρωμά της στα ρουθούνια του και το βελούδινο δέρμα της κάτω από τα
δάχτυλά του, κατάλαβε ξαφνικά πως όλα αυτά δεν ήταν απαραίτητα.
Είχαν πάρει και οι δύο φωτιά, δεν υπήρχε λόγος να παίζουν παιχνίδια.
«Με χρειάζεσαι», της είπε απαλά. «Κι εγώ σε χρειάζομαι. Και σου
υπόσχομαι να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας πριν τελειώσει αυτή η
νύχτα».
Τα λόγια του έπρεπε να τη σοκάρουν. Αντιθέτως, την ερέθισαν. Η
Αλεξ ένιωσε το κορμί της να γίνεται ρευστή φλόγα" τη φωνή του να
την τυλίγει μελωδικά, να μπαίνει στην ψυχή της. Κοίταξε τα σκούρα
πράσινα μάτια του και σκέφτηκε πως, ναι, θα μπορούσε να το κάνει
αυτό για μένα, θα μπορούσε...
Αλεξ, της ψιθύρισε αυστηρά μια φωνή, τι έχεις πάθει;
Τράβηξε ευγενικά το χέρι της από το δικό του.
«Είμαι σίγουρη ότι αυτά τα κόλπα είναι αποτελεσματικά στα μέρη σου,
κύριε Μπάρον».
Τα μάτια του στένεψαν. «Κόλπο νομίζεις ότι είναι;»
«Και πολύ ενδιαφέρον, πρέπει να παραδεχτώ». Η αριστοκρατική
καταγωγή της και τα τέσσερα χρόνια ως γυναίκα του Καρλ Στούαρτ τη
βοήθησαν να χαμογελάσει αγέρωχα. «Αλλά φοβάμαι ότι
παρερμήνευσες την κατάσταση».
«Λες ψέματα», της είπε ωμά.
Η Αλεξ γέλασε σχεδόν υστερικά. «Θα προσπαθήσω να μην το πάρω
σαν προσβολή, κύριε Μπάρον. Τέτοιου είδους σχόλια ίσως είναι
αποδεκτά στο δικό σου κόσμο».
«Είναι η δεύτερη φορά που κάνεις αυτή την αναφορά». Ο Τράβις
σταύρωσε τα χέρια. «Ποιο είναι το πρόβλημα εδώ; Με περνάς για
καουμπόι και οι κυρίες σαν εσένα δεν κοιμούνται με αγελαδάρηδες;»
Η Αλεξ κοκκίνισε. «Αν προσπαθείς να γίνεις αντιπαθητικός, κύριε
Μπάρον, σε διαβεβαιώνω ότι το πέτυχες».
«Είμαι απλώς ειλικρινής, κυρία Θορπ. Κάτι που εσύ δεν είσαι».
«Κύριε Μπάρον, λυπάμαι ειλικρινά αν έχεις παρεξηγήσει το σκοπό του
πλειστηριασμού. Είναι μια φιλανθρωπική εκδήλωση. Κι εγώ στηρίζω
πολλούς φιλανθρωπικούς οργανισμούς. Έδωσα ήδη στην πρόεδρο την
επιταγή μου. Και τώρα...» έκανε μικρή παύση «...χάρηκα πολύ για τη
γνωριμία».
Τα μάτια του στένεψαν. Αργότερα η Αλεξ το θυμήθηκε αυτό και
κατάλαβε ότι ήταν μια προειδοποίηση. Αλλά εκείνη τη στιγμή δεν
μπορούσε να σκεφτεί τίποτε άλλο παρά μόνο πώς θα δραπέτευε.
«Προσπαθείς να μου πεις ότι μου δίνεις τα παπούτσια στο χέρι, κυρία
Θορπ;»
Η φωνή του είχε γίνει πάλι απαλή, μακρόσυρτη. Αυτό εξηγούσε πολλά
πράγματα. Καουμπόη εργάτης σε ράντσο, κάπως έτσι.
Δεν είχε προφτάσει ν’ ακούσει τι ήταν, αλλά καλά το είχε καταλάβει
ότι δεν ήταν ντόπιος. Η επιτροπή του πλειστηριασμού τον είχε
προφανώς βρει από κάποιο γραφείο μοντέλων ή από το Σύλλογο
Ηθοποιών. Το Λος Αντζελες ήταν γεμάτο από άντρες που είχαν έρθει
εδώ με το όνειρο να γίνουν μεγάλα αστέρια.
Απ’ όπου κι αν ήταν, είχε συνηθίσει να το παίζει σκληρός. Θα τον
βοηθούσε αυτό να μπει στο εξώφυλλο του GQ. Και ίσως να τον
οδηγούσε σε πολλές κρεβατοκάμαρες του Λος Αντζελες, αλλά...
Όχι στη δική της.
Για τη συμπεριφορά της μέσα στην αίθουσα και τ’ αστροπελέκια που
είχαν πέσει ανάμεσά τους αιτία ήταν το γεγονός ότι είχε θυμηθεί πώς
την είχε ταπεινώσει ο Καρλ. Πως ακόμη και τώρα μπορούσε να την
ταπεινώνει και να την εξοργίζει. Να την πληγώνει.
Αυτό δεν είχε καμιά σχέση με τον Τράβις Μπάρον που ήταν
υπερβολικά ωραίος για το δικό του το καλό και υπερβολικά άγριος για
κείνη.
«Έχω δίκιο, κυρία Θορπ; Μου δίνεις τα παπούτσια στο χέρι;»
Η Άλεξ έγειρε το κεφάλι και τον κοίταξε με ευγενικό ενδιαφέρον. Ένας
καουμπόι με ευαισθησίες.
Πόσο γρήγορα άλλαζαν τα πράγματα.
Αυτή ήταν η δική της επικράτεια. Κρίμα που το κατάλαβε με το
δύσκολο τρόπο. Κρίμα που παραλίγο να το ξεχάσει. Ήταν η Αλεξ
Θορπ. Είχε αγοράσει έναν άντρα. Είχε σκεφτεί ότι θα τον έπαιρνε στο
κρεβάτι της. Για ποιο λόγο; Για ν’ αποδείξει κάτι σ’ έναν πρώην
σύζυγο για τον οποίο δεν έδινε δεκάρα; Δεν είχε ν’ αποδείξει τίποτα σε
κανέναν. Ειδικά στον εαυτό της.
Εντάξει, είχε σπεύσει στον πλειστηριασμό με μια διάθεση που ήταν
ηλίθια και ίσως κι επικίνδυνη. Και ναι, η προσφορά που είχε κάνει ήταν
μεγάλη ανοησία. Αλλά παραλίγο να κάνει κάτι ακόμη πιο ηλίθιο" να το
βάλει στα πόδια! Ο κόσμος θα μιλούσε για την υψηλή προσφορά της
αρκετές μέρες, ίσως κι εβδομάδες, μέχρι να βρουν άλλο θέμα. Ήθελε
να μιλάνε και για τον τρόπο που το ’χε σκάσει από το ξενοδοχείο;
Ήξερε τι έπρεπε να κάνει.
Να παίξει το παιχνίδι. Ψύχραιμα, πολιτισμένα. Με κάποιο χιούμορ. Να
δείξει ότι το είχε κάνει για να διασκεδάσει, επειδή ήθελε να το κάνει,
όχι για τίποτα προσωπικό.
Και όχι εξαιτίας αυτού που είχε νιώσει ξαφνικά -που είχε φανταστεί ότι
είχε νιώσει- όταν είχε καρφωθεί πάνω της η ματιά του Τράβις Μπάρον.
Η αίθουσα είχε αδειάσει. Ο κόσμος είχε σχηματίσει πηγαδάκια στο
διάδρομο και τους έριχναν κρυφές ματιές γεμάτες ενδιαφέρον.
Εντάξει, θα τους έδινε κάτι να παρακολουθήσουν, αλλά όχι να
θυμούνται.
Ανασήκωσε το βλέμμα της. Ο καουμπόι συνέχιζε να την κοιτάζει
επίμονα. Πέρα απ’ αυτό, όμως, δεν έβλεπε τίποτε άλλο. Αυτό την
ανησυχούσε, αλλά όχι πολύ. Η πλάστιγγα είχε γείρει. Τώρα είχε
εκείνα] το πάνω χέρι. Και αν υπήρχε ένα πράγμα που ήξερε πώς να το
κάνει, αυτό ήταν πώς να χρησιμοποιεί τη δύναμη.
«Δε σου δίνω τα παπούτσια στο χέρι, κύριε Μπάρον». Κοίταξε το
χρυσό και διαμαντένιο ρολόι της. «Έχω κάποια ραντεβού. Αλλά...»
«Ακύρωσέ τα».
Η Αλεξ γέλασε εύθυμα, σαν να είχε πει κάποιο αστείο. «Δεν μπορώ.
Αλλά αντιλαμβάνομαι τις υποχρεώσεις μου». Χαμογελώντας ακόμη,
έβαλε το χέρι της στο μπράτσο του. «Αν έχεις την καλοσύνη να με
οδηγήσεις στην αίθουσα όπου γίνεται
το πάρτι, θα σου παραχωρήσω ένα χορό».
«Θα μου παραχωρήσεις;» τη ρώτησε με απαλή φωνή.
Διέκρινε τον εκνευρισμό σ’ αυτά τα απλά λόγια κι ένιωσε τους μυς του
κάτω από τα δάχτυλά της να σφίγγονται. Αλλά τώρα τα πόδια της
πατούσαν σε στέρεο έδαφος. Είχε πάρει τον έλεγχο στα χέρια της.
«Ακριβώς. Ίσως επιτρέψω ακόμη και μια σύντομη συνέντευξη». Ο
ήχος της μουσικής έφτανε από μια κοντινή πόρτα, γι’ αυτό ύψωσε τη
φωνή της για ν’ ακούγεται. «Και μετά θα φύγω. Καταλαβαίνεις,
ελπίζω».
Ω, ναι, ο Τράβις καταλάβαινε. Η Παγερή Πριγκίπισσα του ζητούσε να
τη συνοδέψει στο πάρτι, αλλά μόνο για τους τύπους. Ήταν μια
εκμετάλλευση προνομίων και δύναμης. Πως μπορούσε να μην τ’
αναγνωρίσει κάποιος που τα ήξερε από παιδί; Εκείνη έλεγχε την
κατάσταση. Το έλεγε καθαρά το υπεροπτικό χαμόγελό της. Χωρίς να
περιμένει την απάντησή του, γύρισε και ακολούθησε τους ήχους της
μουσικής, σίγουρη ότι εκείνος θα πήγαινε πίσω της.
Ένας μυς συσπάστηκε στο σαγόνι του. Η Αλεξάνδρα Θορπ, η κυρία
της έπαυλης, τον αντιμετώπιζε σαν άξεστο καουμπόι.
Αυτό τον έκανε έξω φρενών, αλλά δε θα την άφηνε να το καταλάβει;
Όχι ακόμη.
Την ακολούθησε σαν να είχε αποδεχτεί το ρόλο που του είχε δώσει.
Τίποτε απ’ όσα είχαν συμβεί δεν του έκανε εντύπωση. Ήξερε ότι κάτι
παιζόταν μετά την εξωφρενική προσφορά της. Η έκφραση του ωραίου
προσώπου της έδειχνε πόθο και δυσπιστία ταυτόχρονα. Όταν εκείνη
πήγε να φύγει μετά την προσφορά της, αυτός ήθελε να την
ακολουθήσει, αλλά οι άλλοι εργένηδες είχαν ανέβει στη σκηνή για να
τον συγχαρούν και να τον πειράξουν.
Είχε προσπαθήσει, να τους ξεφύγει, αλλά όταν είδε την Μπάρμπαρα
Ρόουντς να σταματάει την Αλεξ, έμεινε για λίγο μαζί τους.
Όταν κατάφερε τελικά ν’ απελευθερωθεί, ένιωθε σαν ελατήριο.
Τότε τον είχε πλησιάσει η Πέγκι. «Δε σου το είπα, κούκλε; Δεν υπήρχε
κανένας λόγος ν’ ανησυχείς».
«Πώς τη λένε;» την είχε ρωτήσει και η Πέγκι προφανώς διέκρινε την
ένταση στη φωνή του, γιατί δεν τον πείραξε, ούτε γέλασε.
Του είχε πει μόνο ότι κι εκείνη είχε κάνει την ίδια ερώτηση.
«Αλεξάνδρα Θορπ».
«Παντρεμένη ή ελεύθερη;»
«Δεν ξέρω».
Την είχε ευχαριστήσει μ’ ένα νεύμα και είχε γυρίσει να φύγει, όταν η
Πέγκι τον άγγιξε στο μπράτσο.
«Κούκλε;»
«Ναι;» της είπε ανυπόμονα.
«Δεν κάνει για σένα».
«Ναι, ευχαριστώ για τη συμβουλή».
«Μιλάω σοβαρά. Θυμάσαι που την είπα Παγερή Πριγκίπισσα;»
Ο Τράβις την κοίταξε κατάματα. «Έκανες λάθος».
«Όχι. Το κορίτσι που μου είπε τ’ όνομά της λέει ότι έχει έναν
καταψύκτη στο σημείο που θα έπρεπε να βρίσκεται η καρδιά της».
Ο Τράβις είχε χαμογελάσει. «Δε μ’ ενδιαφέρει η καρδιά της», είχε πει
και μετά είχε στριμωχτεί μέσα στο πλήθος, αγνοώντας τα χτυπήματα
στην πλάτη και τα συγχαρητήρια από τον Πιτ Χάσκελ και τους
υπόλοιπους συνεργάτες του. Σπρώχνοντας όποιον έβρισκε μπροστά
του, είχε φτάσει στο διάδρομο και είχε δει την Αλεξάνδρα Θορπ.
Μιλούσε με την πρόεδρο. Του είχε γυρισμένη την πλάτη, δίνοντάς του
την ευκαιρία να θαυμάσει τη θέα. Τα χρυσά μαλλιά που έπεφταν στους
ώμους της, την ίσια, λεπτή πλάτη, γυμνή μέχρι τη μέση. Τους
στρογγυλούς γλουτούς και τα ατέλειωτα πόδια με τις μαύρες κάλτσες
που κατέληγαν σ’ ένα ζευγάρι ψηλοτάκουνα παπούτσια.
Αναρωτιόταν τι θα έβρισκε κάτω από αυτό το κατ’ ευφημισμόν φόρεμα
όταν θα της το έβγαζε αργότερα απόψε. Ένα μαύρο δαντελένιο σουτιέν
με ασορτί ζαρτιέρες; Ένα μικροσκοπικό μεταξωτό σλιπάκι;
Ο Τράβις είχε νιώσει το κορμί του να ερεθίζεται.
Ή δε θα υπήρχε τίποτε άλλο κάτω από το φόρεμα εκτός από τις
ζαρτιέρες και τις σέξι κάλτσες;
Τα δάχτυλά του είχαν μουδιάσει από την επιθυμία να το ανακαλύψουν.
Είχε προχωρήσει προς το μέρος της και μετά είχε επιβραδύνει το βήμα
του.
Κάτι δεν πήγαινε καλά. Το έβλεπε στο πρόσωπο της προέδρου.
Χαμογελούσε, αλλά είχε μια έκφραση ανησυχίας στο πρόσωπο.
Πλησίασε και άκουσε αρκετά για να καταλάβει ότι είχε δίκιο.
«Μερικά λεπτά μόνο θα χρειαστούν», έλεγε. «Αν αφήσετε εσείς κι ο
εργένης σας τους ανθρώπους της τηλεόρασης να πάρουν μερικές
φωτογραφίες και μια σύντομη συνέντευξη, θα. ήταν μεγάλη διαφήμιση
για τη φιλανθρωπική εκδήλωση».
«Δεν είναι εργένης ‘μου’», είχε πει η Αλεξάνδρα Θορπ. «Δεν
καταλαβαίνετε, κυρία Ρόουντς. Δεν μπορώ να μείνω».
Ο Τράβις την είχε πλησιάσει και της είχε πει ότι και μπορούσε και θα
έμενε. Για κάποιο λόγο, η προφορά του Νότου είχε γίνει ακόμη πιο
ευδιάκριτη στη φωνή του. «Γλύκα», την είχε αποκαλέσει και του άρεσε
ο τρόπος που είχαν λάμψει τα μάτια της. Είχε χάσει την ισορροπία της,
κάποια πάλη γινόταν μέσα της... και μετά, ξαφνικά, είχαν αλλάξει όλα.
Ήταν σαν να έβλεπε μια γυναίκα να ρίχνει ένα πέπλο πάνω στο
πρόσωπό της. Ή μια μάσκα. Ναι, αυτό ήταν. Η Αλεξάνδρα Θορπ είχε
κρυφτεί πίσω από μια μάσκα και δεν ήταν η πρώτη φορά που
συνέβαινε αυτό απόψε. Ο πόθος είχε δώσει τη θέση του στη δυσπιστία.
Τώρα τον κάλυπτε παίζοντας την κυρία της έπαυλης.
Το ένστικτο και η οργή τον έσπρωχναν να την πάρει στην αγκαλιά του
και να σβήσει το υπεροπτικό χαμόγελο από το πρόσωπό της. Ήξερε ότι
μπορούσε να την κάνει όχι μόνο να τον θέλει πάλι, αλλά να τον ικετεύει
για την απελευθέρωση που μόνο εκείνος μπορούσε να την οδηγήσει
όταν θα την έσφιγγε πάνω του.
Η λογική -η λίγη που του είχε απομείνει μετά την έξαρση στην οποία
βρίσκονταν οι ορμές του- τον προειδοποιούσε ότι αυτό θα ήταν λάθος.
Έπρεπε να παίξει το παιχνίδι και να δει πού πίστευε η Αλεξάνδρα Θορπ
ότι θα κατέληγαν.
Ένα ευγενικό χειροκρότημα ακούστηκε καθώς τον οδηγούσε στο
κέντρο της πίστας. Η ορχήστρα σταμάτησε και η πρόεδρος πήρε το
μικρόφωνο.
«Κυρίες και κύριοι, με χαρά σάς παρουσιάζω την κυρία Αλεξάνδρα
Θορπ και το βραβείο της!»
Ακούστηκαν γέλια και χειροκροτήματα. Η Αλεξ χαμογέλασε και
γύρισε στον Τράβις, αλλά το χαμόγελο έσβησε από το πρόσωπό της
όταν πρόσεξε τον τρόπο που την κοίταζε. Η ορχήστρα άρχισε να παίζει.
Η μουσική ήταν ρομαντική. Ο Τράβις την τράβηξε μέσα στην αγκαλιά
του.
«Είσαι καλή χορεύτρια, κυρία Θορπ;» τη ρώτησε απαλά. «Ξέρεις ν’
αφήνεις το κορμί σου ελεύθερο ν’ ακολουθεί το ρυθμό της μουσικής;»
«Είμαι πολύ καλή χορεύτρια. Αλλά δε μου αρέσει να με κρατάνε τόσο
σφιχτά».
Ο Τράβις χαμογέλασε και την έσφιξε πιο πολύ. «Δεν είσαι άνετη.
Μήπως αυτό συμβαίνει...» έκανε μεγάλη παύση «...επειδή δε χορεύεις
αρκετά τελευταία;»
Η Αλεξ κοκκίνισε. «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς».
«Ίσως δεν είχες τον κατάλληλο άντρα. Για να χορεύεις, εννοώ».
Το κοκκίνισμά της έγινε πιο βαθύ. Η υπεροπτική έκφραση έσβησε από
το πρόσωπό της.
«Θα μπορούσα να σε οδηγήσω σε βήματα που μόνο στο όνειρό σου
έχεις δει, κυρία Θορπ. Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να
παραδεχτείς ότι με θέλεις για δάσκαλό σου».
«Αρκετά!»
Η Αλεξ δοκίμασε να τραβηχτεί, αλλά το χέρι του τη συγκράτησε.
«Γιατί πλήρωσες είκοσι χιλιάδες δολάρια για μένα, γλύκα;»
Χαμογέλασε μέσα από τα δόντια του. «Το πρόσωπό σου είναι ανοιχτό
βιβλίο. Διχάζεσαι ανάμεσα στην επιθυμία να μου δώσεις γροθιά στα
δόντια και να το βάλεις στα πόδια σαν τρομαγμένος λαγός».
«Δεν το βάζω ποτέ στα πόδια». Η φωνή της ήταν οργισμένη. «Αλλά
στο πρώτο έχεις δίκιο».
«Όπως και να ’χει, μας παρακολουθούν πεντακόσιοι άνθρωποι.
Και μια τηλεοπτική κάμερα είναι στραμμένη πάνω μας. Θέλεις να
γίνουμε πρωτοσέλιδο;»
«Είσαι ένας απαίσιος άνθρωπος!»
«Είμαι ειλικρινής. Πλήρωσες πολλά λεφτά για μένα κι αυτό δεν είχε
καμιά σχέση με τα φιλανθρωπικά σου αισθήματα».
«Υπερτιμάς τη γοητεία σου».
«Τα πλήρωσες για να πας στο κρεβάτι μ’ έναν άντρα που θα σ’ έκανε
να νιώσεις κάτι. Και μετά δείλιασες».
Η Αλεξ σταμάτησε να κινείται. Το ίδιο και ο Τράβις. Τον κοίταξε και
τα μάτια της πέταξαν φλόγες. «Σε μισώ!»
Ο Τράβις γέλασε. «Μωρό μου, πού είναι τώρα η υπεροψία σου; Ξέρω
ότι ένας καουμπόι δε χρησιμοποιεί τέτοιες λέξεις, αλλά εγώ δεν είπα
ποτέ ότι είμαι καουμπόι. Εσύ έβγαλες αυτό το συμπέρασμα».
Η μουσική άλλαξε, τώρα έπαιζαν ένα βαλς. Ο Τράβις ακολούθησε το
ρυθμό. Η Αλεξάνδρα δεν είχε άλλη επιλογή από να τον μιμηθεί.
Έκανε τον κύκλο της αίθουσας κρατώντας τη στην αγκαλιά του όλο και
πιο γρήγορα, πιέζοντας το κορμί της πάνω στο δικό του.
Τα στήθη, τους μηρούς της... Θεέ μου, πόσο την ήθελε!
Η ζεστασιά της έκαιγε τη σάρκα του. Ναι, τα μάτια της πετούσαν
φλόγες μίσους, αλλά ο Τράβις ήξερε από γυναίκες κι από πόθο. Και
μπορούσε να διακρίνει κάτι παραπάνω από μίσος στο βλέμμα της.
«Τι είναι αυτό που φοβάσαι να παραδεχτείς, Αλεξ;»
Η φωνή του ήταν βελούδινη. Της έκοβε την ανάσα. Πώς έγινε αυτό;
Πώς έχασε τον έλεγχο;
«Δε φοβάμαι τίποτα». Ακόμη και η ίδια άκουγε το τρέμουλο της φωνής
της.
«Τότε πες την αλήθεια», της είπε απότομα. «Παραδόξου ότι με θέλεις».
«Δε σε θέλω!»
Ο Τράβις γέλασε. «Ψεύτρα», είπε κι άρχισε να στροβιλίζεται όλο και
πιο γρήγορα μαζί της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
***
Πάνω από το Ιγκλ Κάνιον, σ’ ένα σπίτι που είχε χτίσει ο παππούς της
και στο οποίο κυριαρχούσαν πρώτα ο πατέρας και μετά ο άντρας της, η
Αλεξάνδρα Θορπ έπαιρνε πρωινό στον κήπο της.
Πρώτη φορά γινόταν αυτό και η Άλεξ το απολάμβανε, νιώθοντας
σχεδόν μια ένοχη ευχαρίστηση.
Είχε κοιμηθεί πολύ άσχημα. Στριφογύριζε όλη τη νύχτα και
ονειρευόταν, παρ’ όλο που δε θυμόταν τι είχε ονειρευτεί.
Είχε ξυπνήσει γύρω στις πεντέμισι και η καρδιά της χτυπούσε σαν
τρελή.
Και επειδή ήταν πολύ πρωί, είχε κατέβει την περίτεχνη σκάλα του
σπιτιού με το νυχτικό της και μετά, ξυπόλυτη, είχε διασχίσει το
πελώριο χολ και είχε μπει στην κουζίνα.
Το μεγάλο δωμάτιο ήταν σιωπηλό. Ούτε η Λουίζα δε σηκωνόταν τόσο
πρωί. Είχε πάρει χυμό πορτοκαλιού από το ψυγείο, αλλά όταν είδε το
κουτί με τον καφέ κατάλαβε ότι αυτό χρειαζόταν. Δίσταζε όμως. Η
κουζίνα ήταν η επικράτεια του υπηρετικού προσωπικού της. Δηλαδή
της Λουίζα, αφού τώρα που ο πατέρας της είχε πεθάνει και ο Καρλ είχε
φύγει, η Αλεξ είχε διώξει την καμαριέρα, τον μπάτλερ και το σοφέρ.
Ήταν άγραφος κανόνας να μην μπαίνουν οι Θορπ και οι Στούαρτ στην
κουζίνα.
Κοίταξε το κουτί με τον καφέ. Άπλωσε διατακτικά το χέρι και το πήρε.
«Καφές είναι, Αλεξ», μάλωσε τον εαυτό της.
Διάβασε με μεγάλη προσοχή τις οδηγίες κι έψαξε για τα φίλτρα. Λίγο
αργότερα ο καφές έσταζε μέσα στη γυάλινη κανάτα της καφετιέρας.
Κι αφού παραβιάσαμε τον πρώτο κανόνα, σκέφτηκε σχεδόν
σκανταλιάρικα, γιατί όχι και τον δεύτερο; Δεν υπήρχε λόγος να πάει
επάνω να ντυθεί. Η Λουίζα ήταν ακόμη στο δωμάτιό της. Ήταν μόνη
και σίγουρα δε θα ήταν η πρώτη γυναίκα στον κόσμο που θα έτρωγε
πρωινό με το νυχτικό της.
Αυτή η ανόητη σκέψη την έκανε να γελάσει. Χαμογελώντας ακόμη,
μπήκε στην τραπεζαρία κι αντίκρισε το πελώριο μαύρο τραπέζι από
ξύλο καρυδιάς.
«Στο διάολο οι κανόνες», είπε δυνατά και γύρισε στην κουζίνα.
Έφτιαξε τοστ, γέμισε με χυμό ένα ποτήρι, έβαλε ένα φλιτζάνι και την
καφετιέρα πάνω σ’ ένα δίσκο και τον έβγαλε στην πλακόστρωτη
βεράντα, σ’ ένα από τα γυάλινα τραπέζια που ήταν μόνο για κοκτέιλ
και καναπεδάκια. Ο πατέρας της πίστευε ότι το να τρως στη βεράντα
ήταν μικροαστική συνήθεια.
Ο άντρας της το έβρισκε άβολο. Και η Αλεξ δεν ήθελε να σκέφτεται τι
θα έλεγαν και οι δυο αν την έβλεπαν να κάθεται εδώ, με το νυχτικό,
στις έξι το πρωί και να τρώει ένα πρωινό που είχε φτιάξει η ίδια.
Ο χυμός πορτοκαλιού δεν της είχε φανεί ποτέ τόσο γλυκός, το τοστ
τόσο τραγανιστό. Και ο καφές, όταν ήπιε μια μεγάλη γουλιά, ήταν
απολαυστικός.
Έπιασε το φλιτζάνι και με τα δυο της χέρια, αφήνοντας τη ζεστασιά του
να διοχετευτεί στο αίμα της και χαμογέλασε.
Ήταν ανόητο να νιώθει τόση χαρά με τέτοια μικροπράγματα, αλλά
ήταν σαν να έκανε το πρώτο βήμα προς την ανεξαρτησία της.
Το χαμόγελό της έσβησε.
Δεν έπρεπε να σκέφτεται τη χτεσινή βραδιά. Αυτό που παραλίγο να
κάνει μ’ έναν άγνωστο στο δρόμο δεν είχε σημασία.
Σημασία είχε ότι υπερίσχυσε η λογική. Έτσι δεν ήταν τα πράγματα;
«Καλημέρα, σενιόρα».
Καφές πετάχτηκε από το φλιτζάνι της Αλεξ. «Λουίζα», είπε μ’ ένα
βεβιασμένο χαμόγελο. «Ελπίζω να μη σε πειράζει που έκανα εισβολή
στην κουζίνα σου».
Την πείραζε. Η Αλεξ το είδε στην έκφραση του προσώπου της πριν
προφτάσει να το κρύψει μ’ ένα ευγενικό χαμόγελο.
«Όχι βέβαια, σενιόρα Στούαρτ. Αλλά αν πεινούσε η σενιόρα, έπρεπε να
με ξυπνήσει».
«Δε χρειαζόταν. Και, Λουίζα, σου το έχω ξαναπεί, σταμάτα να με λες
έτσι».
«Σενιόρα;»
«Είμαι η κυρία Θορπ, Λουίζα. Ή η κυρία Αλεξ. Ή σκέτο Αλεξ, αν σου
αρέσει. Αλλά δεν είμαι η ‘σενιόρα Στούαρτ’».
«Ω, φυσικά». Η Λουίζα κοκκίνισε. «Αλλά έτσι προτιμούσε ο πατέρας
σας να σας λέω. Και ο άντρας... ο κύριος Καρλ».
«Εγώ δεν το προτιμώ», είπε η Αλεξ.
«Θα προσπαθήσω να το θυμάμαι. Μπορώ να σας φέρω κάτι;» «Όχι,
ευχαριστώ. Θα σε φωνάξω αν σε χρειαστώ».
Αυτός ήταν ο τέταρτος κανόνας, σκέφτηκε η Αλεξ καθώς έκλεινε η
πόρτα της βεράντας. Μην αιφνιδιάζεις τους υπηρέτες. Εκείνη δεν είχε
αιφνιδιάσει τη Λουίζα, την είχε σοκάρει. Όπως και τον εαυτό της. Τι
είχε πάθει σήμερα το πρωί; Ένιωθε αντιφατική. Ανήσυχη. Σαν να
ήθελε να γυρίσει ολόκληρο τον κόσμο ανάποδα.
Έφερε το φλιτζάνι στα χείλη της.
Και αυτό ακριβώς παραλίγο να κάνει χτες το βράδυ.
Αλλά αυτή η τρέλα, ευτυχώς, είχε περάσει. Και δεν έπρεπε να τη
σκέφτεται. Είχε κάνει τόσες ανοησίες από τη στιγμή που άκουσε τις
δυο στρίγκλες να μιλάνε στις τουαλέτες του Λορανζερί.
Τι μανία την είχε κυριέψει, να τρέξει στο Σακς και ν’ αγοράσει αυτά τα
απερίγραπτα ρούχα που τώρα είχε πετάξει σε μια γωνιά της ντουλάπας;
Τη δαντελίτσα που περνούσε για εσώρουχο. Το σκούρο κόκκινο
φόρεμα. Και... Το πρόσωπό της φούντωσε.
Κι αυτά τα προκλητικά παπούτσια. Έπιασε με το χέρι το μέτωπό της.
Και όλα αυτά για τι; Για ν’ αποδείξει ότι μπορούσε να ερεθίσει έναν
άντρα;
Το πρόσωπό της έγινε κατακόκκινο.
Πώς μπόρεσε να σχεδιάσει κάτι τόσο ταπεινό; Ν’ αγοράσει έναν άντρα.
Να τον αφήσει... να της κάνει διάφορα...
Να πάρει η οργή!
Πετάχτηκε όρθια και κατέβηκε στον κήπο. Ήταν δική της επικράτεια.
Ούτε ο πατέρας της ούτε ο Καρλ καταλάβαιναν γιατί της άρεσε να
βρομίζει τα χέρια της φροντίζοντας τα λουλούδια, αλλά το ανέχονταν
και χαμογελούσαν κάθε φορά που αναφέρονταν στο χόμπι της. Αλλά
ήταν κάτι παραπάνω απ’ αυτό για την Αλεξ. Υπήρχε κάτι τονωτικό σ’
αυτή τη φροντίδα των λουλουδιού. Της άρεσε η πανδαισία των
χρωμάτων, το κόκκινο, το ροζ, το βαθύ κίτρινο. Και η ευωδιά τους
ήταν καλύτερη απ’ όλα τα ακριβά αρώματα που είχε στην τουαλέτα της
κρεβατοκάμαράς της.
Τα κρινάκια έδειχναν κάπως μαραμένα. Και οι φωτίτσες χρειάζονταν
περιποίηση. Έμεινε ακίνητη. Μετά ξεφύσηξε δυνατά και ίσιωσε το
κορμί της.
Ποιον κορόιδευε; Ό,τι κι αν έκανε, δε θα έβγαζε τον Τράβις Μπάρον
από το μυαλό της. Τα έξυπνα μάτια του. Το αχνό χαμόγελο. Θα τη
βασάνιζε η ταπείνωση της περασμένης βραδιάς σ’ όλη της τη ζωή;
Διόλου απίθανο.
Οι άνθρωποι είχαν δει πολλά. Όχι τι είχε γίνει όταν ήταν μόνοι οι δυο
τους, ευτυχώς, αλλά τα υπόλοιπα... Την εξωφρενική προσφορά της, τον
τρόπο που την κρατούσε όταν χόρευαν, το φιλί...
Θεέ μου, αυτό το φιλί.
Το είχαν δει και το είχαν συζητήσει. Είχαν γελάσει. Τους είχαν
πειράξει. Κι εκείνη είχε αναγκαστεί να χαμογελάει και να προσπαθεί
να βρει κάτι έξυπνο να πει, για να μη φανταστεί κανένας ότι σήμαινε
τίποτα γι’ αυτήν είτε το φιλί είτε εκείνος, γιατί απλούστατα δε
σήμαιναν.
«Τίποτε απολύτως», είπε δυνατά. Κάθισε στο τραπέζι και πήρε το
φλιτζάνι της.
Ό,τι της είχε κάνει ήταν φτηνό. Δε θα τον άφηνε αν σκεφτόταν καθαρά.
Αλλά ποια γυναίκα θα τον άφηνε; Μερικές ίσως. Αλλά εκείνη δεν ήταν
μια απ’ αυτές. Και αν ο Καρλ -ή οποιοσδήποτε άντρας- ήθελε ν’
αποκαλεί μια γυναίκα ψυχρή επειδή δεν μπορούσε να ξαπλώνει στο
κρεβάτι και να υποκρίνεται ότι το σεξ ήταν κάτι παραπάνω από... αυτό
που ήθελαν οι άντρες και ήταν σχεδόν ανθυγιεινό... τότε το πρόβλημα
ήταν του άντρα. Όχι της γυναίκας.
Κανένας έξυπνος άνθρωπος δε θα πίστευε ότι μια γυναίκα που δεν είχε
ποτέ εκστασιαστεί μέσα στην αγκαλιά κάποιου άντρα ήταν, κατά
κάποιον τρόπο, κάτι λιγότερο απ’ αυτό που θα έπρεπε.
Εκείνη είχε εκστασιαστεί όμως. Χτες το βράδυ είχε βγάλει κραυγές
ηδονής στην αγκαλιά του Τράβις Μπάρον. Είχε νιώσει... διάφορα κι
ήθελε κι άλλα...
Το φλιτζάνι έτρεμε στα χέρια της. Το άφησε κάτω προσεκτικά. Δεν
έπρεπε να το σκέφτεται. Αυτό δεν έκανε όλη τη νύχτα; Όλες οι
δικαιολογίες του κόσμου δε θ’ άραζαν αυτό που είχε συμβεί.
«Το έκανα», θα έλεγε με χαμόγελο όταν θα την πείραζαν, «για
φιλανθρωπικό σκοπό».
Ήταν κι αυτοί που είχαν προσέξει το ντύσιμό της. Δεν είχε φορέσει
ποτέ κάτι τόσο κραυγαλέο στη ζωή της, αλλά κανένας στον κύκλο της
δε θα το σχολίαζε.
Όχι μπροστά της τουλάχιστον.
Θα επιβίωνε. Οι Θορπ πάντα επιβίωναν. Οι άνθρωποι θα ξεχνούσαν, το
ίδιο κι εκείνη. Σύντομα δε θα θυμόταν καμιά από τις λεπτομέρειες
εκείνης της βραδιάς. Καμιά απολύτως. Ούτε τ’ όνομα του Τράβις
Μπάρον ούτε το πρόσωπό του ούτε τον τρόπο που την είχε φιλήσει. Ή
τον τρόπο που το απαιτητικό του στόμα είχε διεκδικήσει το δικό της,
τόσο λαίμαργα που είχε κάνει την καρδιά της να σταματήσει. Θα τον
έβγαζε από το μυαλό, από τα όνειρά της...
Τα όνειρά της.
Δίπλωσε τα χέρια της, που έτρεμαν, πάνω στην ποδιά της. Είχε μόλις
θυμηθεί το όνειρό της. Μακάρι να μην το είχε ονειρευτεί.
Είχε ονειρευτεί ότι στεκόταν στο χολ της Έπαυλης Θορπ...
Αλλά δεν ήταν η έπαυλη. Ήταν ένα κάστρο κι εκείνη ήταν μόνη στο
χολ και περίμενε κάτι. Κάποιον. Τα μαλλιά της κυμάτιζαν πάνω στους
ώμους της. Τα πόδια της ήταν γυμνά. Και η καρδιά της, κάτω από την
απλή άσπρη τουαλέτα της, χτυπούσε τόσο γρήγορα και τόσο δυνατά
που την άκουγε.
Ξαφνικά οι μεγάλες πόρτες του κάστρου άνοιξαν. Εμφανίστηκε ένα
μεγάλο μαύρο άτι και στη ράχη του καθόταν ένας ιππότης με μαύρη
πανοπλία. Τα μαλλιά του έλαμπαν, τα μάτια του ήταν σμαραγδένια.
Ο μαύρος ιππότης ήταν ο Τράβις Μπάρον και είχε έρθει για κείνη.
Ήταν ο ουρανός και η γη και όλες οι φωτιές της κόλασης. Και στο
όνειρό της η Άλεξ καταλάβαινε πολύ καλά ότι θα καταστρεφόταν αν
τον άφηνε να την πάρει...
«Κυρία Θορπ;»
Η Άλεξ γύρισε απότομα.
«Λουίζα». Γέλασε νευρικά. «Με ξάφνιασες».
«Συγνώμη. Ήρθα να δω αν τελειώσατε το πρωινό σας». Τα χείλη της
Λουίζα ήταν σφιγμένα. «Καθάρισα την κουζίνα μου, αλλά θέλω να
συμμαζέψω κι εδώ, αν δε σας πειράζει».
«Μην ανησυχείς για τη βεράντα, Λουίζα. Θα την καθαρίσω εγώ».
«Ω, όχι, σενιόρα... κυρία Θορπ. Δε θα μπορούσα να σας επιτρέψω...»
«Λουίζα», είπε η Άλεξ γελώντας, «τι κάνει η αδερφή σου, αυτή που ζει
στη... Σάντα Μπάρμπαρα, νομίζω;»
«Μα... ναι. Μια χαρά είναι, ευχαριστώ».
«Δε θα τη βλέπεις συχνά». Η Άλεξ καθάρισε το λαιμό της. «Πάρε το
στέισον βάγκον και πήγαινε να περάσεις το Σαββατοκύριακο μαζί
της».
Η οικονόμος την κοίταξε σαν να τη θεωρούσε τρελή.
«Εννοείτε, ολόκληρο το Σαββατοκύριακο;»
«Ναι. Μπορείς να φύγεις αμέσως τώρα. Δε θα σου άρεσε αυτό;»
«Φυσικά. Αλλά...»
«Αλλά;»
«Αλλά όλα αυτά τα χρόνια που δούλευα για τον πατέρα σας και μετά
για τον άντρα σας, ποτέ δεν...»
«Τώρα δε δουλεύεις γι’ αυτούς», είπε η Αλεξ κοφτά. Πήρε βαθιά
ανάσα. «Πάρε το αμάξι και πήγαινε όπου θέλεις. Σου δίνω ρεπό για το
Σαββατοκύριακο».
Λίγο αργότερα άκουσε το τρίξιμο της πύλης καθώς περνούσε η
Λουίζα. Η Αλεξ σηκώθηκε και, διασχίζοντας τον κήπο, πήγε στην
τεχνητή λιμνούλα. Την είχε προσθέσει ο Καρλ μετά το θάνατο του
πατέρα της. Είδε τα παχουλά χρυσόψαρα να κολυμπούν μπρος πίσω
όπως πάντα μέσα στην κομψή, όμορφη, τέλεια φυλακή τους...
Τι στην ευχή είχε πάθει σήμερα το πρωί;
«Σύνελθε, Άλεξ», μουρμούρισε.
Γύρισε πίσω, πήρε το δίσκο και μπήκε στο σκοτεινό σπίτι. Η κουζίνα
ήταν άψογη- ακόμη και η καφετιέρα ήταν πλυμένη και στεγνή. Η Άλεξ
έπλυνε και τα δικά της πιατικά και κοίταξε το ρολόι.
Μπορεί να ήταν μόνο οχτώμισι η ώρα;
Τι πείραζε; Θα ξεχορτάριαζε τον κήπο. Ο Κάρλος μάλλον θα τη
στραβοκοίταζε τη Δευτέρα, όταν θα ’βλεπε ότι είχε μπει στ’
αμπελοχώραφά του, αλλά αυτό ήταν το δικό της σπίτι, η δική της
κουζίνα, η δική της ζωή...
Το κουδούνι της πόρτας χτύπησε μελωδικά. Η Άλεξ πάγωσε καθώς
θυμήθηκε το όνειρό της, μετά γέλασε. Οι μαύροι ιππότες δε χτυπούσαν
κουδούνια. Άλλωστε, κανένας δεν μπορούσε να περάσει την πύλη
χωρίς κλειδί.
Κάτι θα είχε ξεχάσει η Λουίζα.
Διέσχισε βιαστικά το χολ, νιώθοντας τα πλακάκια κρύα κάτι» από τα
γυμνά της πόδια. Ίσιωσε το νυχτικό της, τράβηξε το σύρτη και άνοιξε
την πόρτα.
«Λουίζα», είπε χαμογελώντας, «τι ξεχ...»
Ω! Η Άλεξ έκλεισε βιαστικά την πόρτα και στηρίχτηκε πάνω της. Δεν
είδε τα ξινισμένα μούτρα της οικονόμου όταν άνοιξε την πόρτα, αλλά
τον Τράβις Μπάρον.
«Άλεξ;» Η πόρτα κουνήθηκε κάτω από τη γροθιά του. «Άλεξ, άνοιξε
την πόρτα!»
Η Άλεξ απομακρύνθηκε με το βλέμμα καρφωμένο στην πόρτα. Πώς
την είχε βρει; Δεν ήξερε πού έμενε. Δεν του είχε πει...
Μπουμ! Μπουμ!
«Άλεξ, άνοιξε, αλλιώς θα τη σπάσω!»
Μια μικρή κραυγή βγήκε από το λαιμό της. Σκέφτηκε το όνειρο και
άρχισε να τρέμει.
«Φύγε», του είπε, αλλά τα λόγια έσβησαν κάτω από τις γροθιές του
Τράβις πάνω στην πόρτα και τους δυνατούς χτύπους της καρδιάς της.
Η πόρτα έτριξε. Δεν είχε βάλει σύρτη. Φοβόταν να πάει κοντά και να
τον βάλει τώρα. Αν άνοιγε η πόρτα ξαφνικά κι εκείνη βρισκόταν από
πίσω; Θα την άρπαζε και... και...
Έδιωξε αυτή τη φοβερή σκέψη από το μυαλό της. Τρέξε να κρυφτείς,
είπε στον εαυτό της...
Αλλά ήταν πολύ αργά. Η πόρτα άνοιξε και ο Τράβις μπήκε στο Χολ.
Η Αλεξ τον κοίταξε σαν υπνωτισμένη. Δεν πίστευε αυτό που έβλεπε.
Ηταν ντυμένος στα κατάμαυρα. Ένα μαύρο φανελάκι έσφιγγε τους
φαρδιούς ώμους και το πλατύ του στέρνο. Ένα ξεθωριασμένο μαύρο
τζιν τόνιζε τους λεπτούς γοφούς και τα μακριά του πόδια. Μαύρες
μπότες, σκονισμένες, φαίνονταν κάτω από το τζιν.
Έδειχνε αγριεμένος κι επικίνδυνος... και πολύ αρρενωπός. Δεν ήταν
όνειρο. Είχε σάρκα και οστά και είχε έρθει για κείνη.
Ναι, για κείνη.
Ο τρόμος την έκανε να ριγήσει. Τρόμος... και κάτι άλλο.
Η ματιά του συνάντησε τη δική της. «Αλεξ», ψιθύρισε.
Ψυχραιμία, είπε στον εαυτό της. Όνειρο ήταν. Ο Μπάρον ήταν
πολιτισμένος άντρας. Κι εκείνη μια πολιτισμένη γυναίκα που ήξερε
πώς να φερθεί σε απρόσκλητους επισκέπτες.
«Δεν είσαι ευπρόσδεκτος εδώ, κύριε Μπάρον», του είπε.
Ο Τράβις γέλασε. Είχε φανταστεί πολλά σενάρια καθώς ερχόταν εδώ,
αλλά σε κανένα απ’ αυτά δεν είχε δει την Αλεξάνδρα Θορπ, μ’ ένα
σχεδόν παρθενικό νυχτικό, να στέκεται στο κέντρο ενός δωματίου, σαν
να είχε βγει από το δέκατο πέμπτο αιώνα και να τον κοιτάζει σαν να
ήταν ανεπιθύμητος επισκέπτης, αφού πρέπει να ήξερε τι τον είχε φέρει
εδώ.
Ω, ναι, ήξερε. Το έβλεπε στα σκοτεινά μάτια της. Στον τρόπο που
χτυπούσε ο σφυγμός στο λαιμό της. Και στη μεγάλη ένταση που
παλλόταν ανάμεσά τους.
Ο Τράβις χαμογέλασε κι έκλεισε με μια κλοτσιά την πόρτα. «Έτσι
υποδέχεσαι τον άντρα με τον οποίο υποτίθεται ότι θα περάσεις το
Σαββατοκύριακο, Πριγκίπισσα;»
Βάλτο στα πόδια, της ψιθύρισε μια φωνή.
Αλλά δεν μπορούσε. Ήξερε ότι δεν έπρεπε να γυρίσει την πλάτη της σ’
ένα πεινασμένο ζώο, κι αυτό το ζώο ήταν ο άντρας που στεκόταν στην
πόρτα της. Όχι ένας μαύρος ιππότης, αλλά ένας μαύρος πάνθηρας- ένας
πεινασμένος πάνθηρας που θα ορμούσε πάνω της και θα την
καταβρόχθιζε στη στιγμή αν έδειχνε φόβο.
«Μη λες ανοησίες, κύριε Μπάρον. Δεν είχα ποτέ την πρόθεση να
περάσω μαζί σου το Σαββατοκύριακο, το ξέρεις».
«Τότε τι σκόπευες να με κάνεις, Πριγκίπισσα;»
«Τίποτα», βιάστηκε να του απαντήσει. «Ό,τι έκανα... το έκανα για
φιλανθρωπία».
Εκείνος γέλασε. «Φιλανθρωπία, ε;» Ένα χαμόγελο, παγωμένο και
θυμωμένο, χαράχτηκε στα χείλη του. «Ωραία δικαιολογία,
Πριγκίπισσα. Αλλά η δική μου διάθεση δεν είναι καθόλου
φιλανθρωπική σήμερα».
«Στάσου εκεί που είσαι, κύριε Μπάρον». Η Αλεξ ξεροκατάπιε καθώς
τον είδε να έρχεται αργά προς το μέρος της.
«Ορκίζομαι πως, αν με πλησιάσεις, θα...»
«Έπειτα από όλα αυτά που κάναμε», της είπε σκληρά, «και δε με
φωνάζεις με το μικρό μου όνομα;»
Ο λαιμός της έκλεισε. Έκανε ένα βήμα πίσω, μετά άλλο ένα κι άλλο
ένα. Μια βαριά δρύινη καρέκλα βρισκόταν κάπου κοντά" άπλωσε το
χέρι, την έπιασε και κρύφτηκε πίσω της.
« Κύριε Μπάρον...»
Ο Τράβις πέταξε την καρέκλα με μια κλοτσιά. Η Αλεξ παραλίγο να
χάσει την ισορροπία της.
«Κύριε Μπάρον. Δεν ξέρω γιατί ήρθες εδώ, αλλά...»
«Δεν ξέρεις;»
Θεέ μου, ερχόταν ακόμη! Ερχόταν...
«Λουίζα! Λουίζα; Κάλεσε την αστυνομία».
Το χαμόγελό του ήταν σχεδόν τρυφερό. «Λουίζα;»
«Η οικονόμος μου. Ναι. Λουίζα! Πάρε την άμεση δράση. Πες τους...»
«Είναι η γυναίκα που οδηγούσε το Βόλβο; Τώρα θα έχει φτάσει στην
κοιλάδα. Να της πεις να κλείνει πιο προσεκτικά την πύλη,
Πριγκίπισσα».
«Ο... σοφέρ μου τότε». Η φωνή της έτρεμε. «Δε θα ήθελες να τον
φωνάξω. Είναι... θεόρατος. Πρώην παλαιστής. Και θα...»
«Φώναξε τον. Παλιότερα πάλευα με ταύρους. Έτσι διασκεδάζει ένας
καουμπόι». Της χαμογέλασε. «Φώναξε το σοφέρ σου, αν έχεις
πράγματι». Τα μάτια του είχαν γίνει σχεδόν μαύρα καθώς κάλυπτε την
απόσταση ανάμεσά τους. «Δε θα σταματήσει αυτό που πρόκειται να
συμβεί, Άλεξ».
Έκανε άλλο ένα βήμα πίσω. Οι ώμοι της χτύπησαν στον
ταπετσαρισμένο τοίχο.
«Τράβις», είπε ξέπνοα, νιώθοντας ένα γλυκό ρίγος.
«Πες το πάλι».
«Τράβις. Σε παρακαλώ...»
«Λυτό το είπες και χτες το βράδυ».
«Τι είπα;» Τώρα ήταν τόσο κοντά της που ένιωθε τη θερμότητα του
κορμιού του, τη μυρωδιά θάλασσας και σαπουνιού και μια άλλη
μυρωδιά, άγρια και πρωτόγονη, που έκανε τους σφυγμούς της ν’
απογειωθούν. «Το μόνο πράγμα που θυμάμαι να είπα χτες το βράδυ
είναι ότι δεν ήθελα να σε ξαναδώ...»
«Είπες, ‘σε παρακαλώ’». Ο πόθος έκανε βαριά τη φωνή του. «Σε
παρακαλώ, είπες, όταν ήμαστε σ’ εκείνη την πόρτα, όταν κάναμε
έρωτα».
«Δεν ήταν έρωτας! Ήταν...»
«Σεξ». Άπλωσε το χέρι και άγγιξε το μάγουλό της. Τα δάχτυλά του
ήταν σκληρά και ροζιασμένα, αλλά το άγγιγμά του ήταν τρυφερό.
Φαντάστηκε τον εαυτό της να γυρίζει το κεφάλι και να παίρνει τα
δάχτυλά του μέσα στο στόμα της. Αυτή η σκέψη τής έκοψε την ανάσα.
«Δε με πειράζει, Πριγκίπισσα. Δεν πιστεύω στα παραμύθια όπου η
ευτυχία κρατά αιώνια».
«Κι εγώ δεν πιστεύω σε φαντασιώσεις βιασμών».
Τ ο επικίνδυνο χαμόγελό του την έκανε να λιώνει. «Ούτε εγώ».
Το μεγάλο του δάχτυλο χάιδεψε το κάτω χείλι της. «Μιλάω για έναν
άντρα και μια γυναίκα και γι’ αυτό που ξέρουν και οι δυο ότι θέλουν».
«Όχι. Σε παρακαλώ, Τράβις. Σε ικετεύω. Αν έχεις κάποιο ίχνος
εντιμότητας...»
«Όχι, που να με πάρει!» της είπε άγρια. «Δεν έχω. Μου το αφαίρεσες
χτες το βράδυ».
Άπλωσε τα χέρια του. Εκείνη πέρασε κάτω απ’ αυτά και άρχισε να
τρέχει. Αλλά δεν υπήρχε τρόπος να του ξεφύγει. Την έπιασε στη μέση
του χολ και τη γύρισε προς το μέρος του.
«Αυτή τη φορά δεν μπορείς να το σκάσεις, κυρία Θορπ». Ο τόνος της
φωνής του και ο τρόπος που έσφιγγε το δαντελένιο γιακά του νυχτικού
της έκαναν τ’ όνομα ν’ ακούγεται αστείο. «Είσαι δική μου,
Πριγκίπισσα. Ή εγώ δικός σου. Με αγόρασες, πλήρωσες...»
Το λεπτό βαμβακερό ύφασμα σκίστηκε κάτω από το χέρι του. Και
μετά... ξαφνικά βρέθηκε στην αγκαλιά του.
Η οργή του εξαφανίστηκε όταν τα χείλη της άγγιξαν τα δικά του.
Αναστέναξε βαθιά, πέρασε τα δάχτυλά του μέσα στα μαλλιά της και
την κράτησε αιχμάλωτη του φιλιού του. Αλλά η Αλεξ ήταν μια πολύ
πρόθυμη αιχμάλωτη. Σπαρταρούσε μέσα στην αγκαλιά του. Και όλα
εκείνα που του είχε δώσει το περασμένο βράδυ δεν ήταν τίποτα
μπροστά σ’ αυτά που του πρόσφερε τώρα.
Τον έπιασε από το φανελάκι κι ανασηκώθηκε στα δάχτυλα των ποδιών
της για να φτάσει το στόμα του. Εκείνος την τράβηξε πάνω του και τη
σήκωσε πιο ψηλά. Της ξέφυγε μια πνιχτή κραυγή- το στόμα της άνοιξε
και η άνευ όρων παράδοσή της έκανε το αίμα να κοχλάζει στις φλέβες
του.
Ήταν ζεστή και απαλή σαν μετάξι στην αγκαλιά του" είχε τη γεύση του
ήλιου και των λουλουδιών. Ήξερε ότι μπορούσε να πάρει ό,τι ήθελε και
τα πήρε όλα χωρίς οίκτο. Τα ήθελε όλα. Τα φιλιά της. Το κορμί της.
Τον πόθο της.
Την άγγιξε. Στα στήθη. Στην κοιλιά. Στο απαλό χρυσαφένιο χνούδι
ανάμεσα στους μηρούς της, αλλά τίποτε απ’ αυτά δεν ήταν αρκετό.
Χρειαζόταν να μπει βαθιά στο κορμί της και δεν μπορούσε να
περιμένει την άνεση ενός κρεβατιού ή έστω μιας μοκέτας.
Πεινούσε σαν λύκος κι εκείνη ήταν η λεία του.
«Τράβις». Ακούστηκε σαν λυγμός. «Τράβις, σε παρακαλώ».
Η πείνα που διέκρινε στη φωνή της τον αποτελείωσε. Την έσπρωξε
πάνω στον τοίχο, με χέρια σκληρά κι απελπισμένο πόθο.
«Τώρα», της είπε καθώς ξεκούμπωνε το παντελόνι του.
«Ναι. Ω, ναι. Ω...»
Αναστέναξε ηδονικά καθώς έμπαινε στο κορμί της. Την ένιωσε να
πάλλεται σχεδόν αμέσως και να βγάζει πνιχτές κραυγές. Κατάλαβε ότι
αυτή ήταν μόνο η αρχή.
Όταν ξαναβρήκε την ανάσα του, έπιασε το πρόσωπό της με τις παλάμες
του και τη φίλησε. Μετά τη σήκωσε στα χέρια του κι εκείνη τύλιξε τα
δικά της γύρω του, πιέζοντας τα χείλη της στο λαιμό του.
Την ανέβασε από την πλατιά σκάλα σ’ ένα δωμάτιο όπου οι κουρτίνες
ήταν τραβηγμένες. Την άφησε πάνω σ’ ένα ψηλό κρεβάτι με θόλο που
μύριζε όπως κι εκείνη. Ξεντύθηκε κι έπεσε δίπλα της.
Είπε στον εαυτό του να προχωρήσει πιο αργά αυτή τη φορά, να την
αγγίξει τρυφερά και ν’ ανακαλύψει όλα τα σημεία που της έδιναν
απόλαυση. Ήθελε να δει τα γαλάζια της μάτια να σκοτεινιάζουν, να τη
νιώσει να τρέμει από πάθος. Αλλά βλέποντάς την ξαπλωμένη κάτω από
το κορμί του, βλέποντας το σκισμένο νυχτικό της απλωμένο γύρω της
σαν σπασμένα πέταλα κάποιου λουλουδιού, τα χείλη της κόκκινα και
φουσκωμένα από τα φιλιά του, κάθε λογική σκέψη εξαφανίστηκε από
το μυαλό του.
«Πες μου», της είπε, πιάνοντας τους καρπούς της και φέρνοντας τα
χέρια της πάνω από το κεφάλι της. «Πες μου τι θέλεις, Πριγκίπισσα.
Θέλω να το ακούσω».
Είδε την κίνηση του λαιμού της καθώς κατάπινε το σάλιο της και
κατάλαβε ότι ακόμη και τώρα, έπειτα απ’ όσα είχαν γίνει, δε θα του το
έλεγε με λόγια.
Έσκυψε το κεφάλι του και πήρε τη ροζ θηλή της στο στόμα του. Η
Άλεξ στέναξε απαλά και αναδεύτηκε, αλλά εκείνος ήταν
ανυποχώρητος.
«Πες το, Αλεξ».
Οι βλεφαρίδες της σκίασαν τα μάγουλά της. «Δεν μπορώ», ψιθύρισε.
«Τράβις, σε παρακαλώ...»
Το ελεύθερο χέρι του χάιδεψε το κορμί της κι έφτασε ανάμεσα στους
μηρούς της.
«Πες το», είπε καθώς την άγγιζε.
«Εσένα», του είπε αναστενάζοντας, «εσένα, Τράβις. Θέλω...»
Μια ηδονική κραυγή βγήκε από το λαιμό της καθώς έμπαινε μέσα της.
«Ναι. Ναι. Ω, ναι...»
Θέλω να σε βλέπω, είπε νοερά εκείνος. Και το έκανε για λίγο. Είδε τα
μάτια της να γίνονται σκούρα και απύθμενα καθώς το κορμί της
ανασηκωνόταν για να συναντήσει το δικό του. Άγγιξε με το ένα της
χέρι το πρόσωπό του. Ήταν μια χειρονομία παράξενα τρυφερή τη
στιγμή που βρίσκονταν στο κέντρο ενός ανεμοστρόβιλου.
«Τράβις», ψιθύρισε. «Τράβις...»
Η φωνή της έσπασε κι εκείνος χάθηκε στον πόθο. Στην έκσταση. Στην
Αλεξάνδρα.
***
***
***
***
***
Και μετά σκέφτηκε τη γυναίκα που τον βασάνιζε από τη στιγμή που
έφυγε από την Έπαυλη Θορπ πριν από δυο εβδομάδες και ότι έπρεπε να
δώσει οριστικά τέλος σ’ αυτές τις ανοησίες.
«Όχι», είπε ήρεμα, «δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Κανένα
απολύτως».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
***
***
Οι χτύποι της καρδιάς της ήταν πιο δυνατοί από τον ήχο των κυμάτων
που έσκαγαν στην ακτή.
Το φιλί του Τράβις την έκανε να νιώθει πως ζητούσε να του παραδώσει
μαζί με το κορμί και την ψυχή της. Αλλά αυτό δεν ήταν αλήθεια, αφού
το μόνο που υπήρχε ανάμεσά τους ήταν ο πόθος.
Ένας ανεξέλεγκτος πόθος!
Τα χέρια του την κρατούσαν φυλακισμένη καθώς το στόμα του την
καταβρόχθιζε. Η αγκαλιά του ήταν κατακτητική. Ανήκεις σ’ εμένα,
σαν να της έλεγε, σε καν έναν άλλο.
Ήξερε ότι ήταν μια ψευδαίσθηση. Δεν του ανήκε. Δεν ήθελε να του
ανήκει. Κάποτε ανήκε στον πατέρα της, μετά στον άντρα της.
Αλλά ο Καρλ δεν την είχε κάνει ποτέ να νιώσει έτσι.
Ο Τράβις ψιθύρισε τ’ όνομά της και δάγκωσε απαλά το κάτω χείλι της.
Εκείνη έβγαλε μια κραυγή κι έβαλε τα χέρια γύρω από το λαιμό του.
Σφίχτηκε πάνω του και ρίγησε όταν ένιωσε το ερεθισμένο του φύλο
πάνω στην κοιλιά της.
Τα χέρια του είχαν περάσει κάτω από την μπλούζα της. Έτρεμε καθώς
τα σκληρά του δάχτυλα χάιδευαν το φλογισμένο της δέρμα.
«Τράβις», είπε βραχνά. «Τράβις...»
«Πριγκίπισσά μου». Τα χέρια του ανέβηκαν στο στήθος της.
Ένας δυνατός πόθος φούντωσε μέσα της, αλλά αντιστάθηκε. Μην το
κάνεις αυτό, Αλεξάνδρα, είπε στον εαυτό της. Θυμήσου πόσο άδεια
ένιωσες την προηγούμενη φορά, πόσο μισούσες τον εαυτό σου...
Θυμήσου την ηδονή που σου χάρισε το κορμί του όταν ήταν μέσα σου.
Θυμήσου όταν απογειώθηκες, θυμήσου τη δυνατή έκρηξη όταν
βρισκόσουν στα ουράνια. Αλλά περισσότερο απ’όλα, θυμήσου πόση
ευτυχία ένιωσες μετά, πόση γαλήνη μέσα στην αγκαλιά του...
«Έλα μαζί μου, Άλεξ, έλα κι άσε με να σου δείξω πώς μπορεί να είναι».
Ένα καυτό, γλυκό κύμα πόθου τη σάρωσε. Σαν υπνωτισμένη άπλωσε
το χέρι της, αλλά το δικό του τη σταμάτησε.
«Όχι», της είπε. «Άσε με να τα κάνω όλα εγώ».
Η Αλεξ διαμαρτυρήθηκε. Τον τρέλαινε το γεγονός ότι εκείνη ήθελε να
την κάνει δική του τώρα αμέσως- να την ξαπλώσει στην άμμο μέσα στο
σκοτάδι, να μπει στο κορμί της και να την κάνει να σπαρταρίσει μέσα
στην αγκαλιά του.
Αλλά δεν ήθελε να της κάνει έρωτα έτσι, ειδικά τώρα που του είχε πει
ότι το σεξ δεν ήταν ικανοποιητικό με τον άντρα της. Αυτό σήμαινε ότι
το κάθαρμα που την είχε κάθε βράδυ στο κρεβάτι του έπαιρνε ό,τι
ήθελε χωρίς να δίνει τίποτα.
Απόψε ο Τράβις θα το άλλαζε αυτό... Αλλά όχι αν υπέκυπτε στα ζωώδη
ένστικτά του. Επιστράτευσε όλη τη δύναμη της θέλησής του για να την
εμποδίσει να τον αγγίξει. Ήθελε να της χαρίσει αυτή τη νύχτα.
«Όχι», είπε. «Όχι εδώ».
«Φυσικά». Έκανε ένα βήμα πίσω. «Συγνώμη, Τράβις. Έχεις δίκιο. Δεν
έπρεπε...»
«Το διάβολό μου», είπε και την τράβηξε πάλι στην αγκαλιά του. Τη
φίλησε ξανά και ξανά. «Μην ξαναζητήσεις συγνώμη επειδή με θέλεις.
Δεν ξέρεις πόσο μ’ αρέσει αυτό, Πριγκίπισσα; Να ξέρω ότι νιώθεις
όπως κι εγώ;» Έπιασε απαλά το πρόσωπό της στα χέρια του και τα
χείλη του χάιδεψαν τρυφερά τα δικά της. «Έχω μια σουίτα στο
πανδοχείο. Θα έρθεις μαζί μου και θα μ’ αφήσεις να σου κάνω έρωτα
σαν να είναι η πρώτη μας φορά;»
Περίμενε την απάντησή της. Ήθελε να την ακούσει να παραδέχεται τον
πόθο της, όχι να παρασύρεται απ’ αυτόν.
Απόψε ήθελε να την ξελογιάσει. Να βεβαιωθεί ότι ο μόνος άντρας που
θα σκεφτόταν μετά τον έρωτα που θα έκαναν θα ήταν εκείνος.
«Άλεξ». Πέρασε το δάχτυλό του πάνω στα μισάνοιχτα χείλη της.
«Θέλω να σου κάνω έρωτα. Πες μου ότι αυτό θέλεις κι εσύ».
Η απάντησή της ήταν ένα τρυφερό φιλί.
***
***
***
***
***
Ερχόταν και την έπαιρνε κάθε βράδυ. Και την ξανάφερνε στο σπίτι τις
πρώτες πρωινές ώρες, σαν να μην είχαν συμφωνήσει να βλέπονται
λιγότερο. Περνούσαν μαζί και τα Σαββατοκύριακα στο Μαλιμπού,
εκτός από ένα που πήγαν στην κοιλάδα Νάπα και περπάτησαν στους
αμπελώνες.
«Έχω δώσει την έγκρισή μου για την πώληση», είπε η Άλεξ καθώς
ανέβαιναν στη βεράντα του μεγάλου βικτωριανού σπιτιού στο ύψωμα.
«Πες στον πατέρα σου ότι το Πέρεγκριν είναι δικό του αν το θέλει».
«Ωραία», είπε ο Τράβις, φέρνοντας τα δάχτυλά της στα χείλη του.
«Έκλεισα δωμάτιο στο πανδοχείο της ακτής».
«Μμμ». Η Αλεξ έκανε ένα μορφασμό.
«Τι συμβαίνει, Πριγκίπισσα;»
«Έχω πονοκέφαλο», του είπε. «Θα μου περάσει όταν φτάσουμε εκεί.
Είναι πολύ ωραίο μέρος».
Μέχρι το βράδυ η Άλεξ δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια της. Τα
δόντια της χτυπούσαν και τα κόκαλά της πονούσαν αφόρητα. Το πρωί
είχε τριάντα οχτώ κι εννιά πυρετό.
Παρά τις διαμαρτυρίες της, ο Τράβις κάλεσε γιατρό.
«Γρίπη», τους είπε. «Είναι επιδημία. Χρειάζεται ανάπαυση, πολλά
υγρά, ασπιρίνη...»
Η Αλεξ βόγκηξε, σηκώθηκε και προσπάθησε να κατέβει από το
κρεβάτι. Ο Τράβις έβαλε το ένα του χέρι γύρω από τους ώμους της.
«Θα κάνω εμετό».
«Όχι χωρίς εμένα», της είπε και την πήγε αγκαλιά στο μπάνιο.
Την κρατούσε όση ώρα έβγαζε τα σωθικά της. Μετά της σκούπισε
τρυφερό το πρόσωπο μ’ ένα βρεγμένο πετσετάκι και την ξαναπήγε
αγκαλιά στο κρεβάτι.
«Όπως έλεγα», συνέχισε ο γιατρός, «χρειάζεται ανάπαυση, υγρά,
ασπιρίνη για τον πυρετό και κάτι ελαφρύ να φάει αν το αντέχει το
στομάχι της. Σε μερικές μέρες θα είναι μια χαρά».
Ο Τράβις κοίταξε την Αλεξ. «Τι μπορώ να κάνω για να νιώσεις
καλύτερα, αγάπη μου;» «Να με πας στο σπίτι», μουρμούρισε η Αλεξ.
«Προτιμώ να είμαι άρρωστη σε γνωστό περιβάλλον».
Ο Τράβις κοίταξε το γιατρό. «Μένουμε στο Μαλιμπού, αλλά ήρθαμε
με αεροπλάνο. Μπορεί να πετάξει;»
«Εγώ δε μένω στο Μαλιμπού», είπε η Άλεξ. «Μένω...»
«Βεβαίως», είπε ο γιατρός, «θα της δώσω κάτι για τη ναυτία. Ρίξτε λίγο
τον πυρετό, δίπλωσέ τη με μια κουβέρτα και μπορείς να την πας στο
Μαλιμπού».
«Μα δε μένω...»
«Βούλωσέ το», είπε ο Τράβις χαμηλόφωνα. Μετά χαμογέλασε στο
γιατρό και του έσφιξε το χέρι. «Ευχαριστώ, γιατρέ».
«Κανένα πρόβλημα». Ο γιατρός χαμογέλασε. «Πάρε μόνο και μια
λεκάνη μαζί σου για κάθε ενδεχόμενο».
***
Η Άλεξ δήλωσε ότι ένιωθε σαν πακέτο του Ερυθρού Σταυρού.
Και ο Τράβις είπε ότι έδειχνε σαν θύμα θεομηνίας.
Αλλά το είπε τρυφερά, καθώς την τακτοποιούσε στο κάθισμα δίπλα
του στο Κομάντσι. Και δεν είχε άδικο. Το πρόσωπό της ήταν χλομό, τα
μάτια της τεράστια και σκοτεινά. Η λεκάνη που κρατούσε στην ποδιά
της συμπλήρωνε την εικόνα.
Έδειχνε κουρασμένη, άρρωστη και εύθραυστη. Εκείνη τη στιγμή
κατάλαβε ότι ένιωθε κάτι γι’ αυτή τη γυναίκα που δεν είχε νιώσει ποτέ
πριν.
Κι αυτό τον τρομοκρατούσε.
«Τι;» τον ρώτησε όταν είδε μια ρυτίδα να σχηματίζεται ανάμεσα στα
μάτια του.
«Τίποτε», της απάντησε κοφτά κι έστρεψε την προσοχή του στο
αεροπλάνο.
***
***
ΤΕΛΟΣ