You are on page 1of 355

Η συναρπαστική τετραλογία της Sandra Marton σε νέα, δίτομη έκδοση!

Ο Τεξανός μεγαλοκτηματίας Τζόνας Μπάρον κλείνει σύντομα τα ογδόντα


πέντε του χρόνια και πρόκειται να επιλέξει σε ποιο από τα παιδιά του θα αφήσει
το τεράστιο ράντσο του, το Εσπάδα. Έχει τρεις γιους, τον Γκέιτζ, τον Τράβις
και τον Σλέιντ, και μια θετή κόρη, την Κέιτλιν. Ποιος θα κληρονομήσει το
Εσπάδα Και τι ρόλο θα παίξει ο έρωτας στη ζωή τους

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΥΚΑΡΙΑ
Ο Γκέιτζ Μπάρον είχε καταφέρει να γίνει ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας
χωρίς τη βοήθεια του πατέρα του. Ήταν ιδιοκτήτης μιας αλυσίδας πολυτελών
ξενοδοχείων και ο γάμος του φαινόταν εξίσου επιτυχημένος -ώσπου η Νάταλι
τον εγκατέλειψε. Στην αρχή, ο εγωισμός και η περηφάνια του δεν τον άφηναν
να τρέξει πίσω από τη γυναίκα του.
Έπειτα όμως ήρθε η πρόσκληση για το πάρτι των γενεθλίων του πατέρα του,
όπου θα τους ανακοίνωνε ποιον διάλεξε για διάδοχό του. Ο Γκέιτζ
αδιαφορούσε για το Εσπάδα. Όμως ο Τζόνας περίμενε να τον δει να πηγαίνει
μαζί με τη Νάταλι, κι αυτή η ευκαιρία που του δινόταν τον ενδιέφερε και με το
παραπάνω!

ΑΠΡΟΘΥΜΗ ΕΡΩΜΕΝΗ
Ο Τράβις Μπάρον ήταν ένας διακεκριμένος δικηγόρος, πολύ γοητευτικός και...
εργένης! Ποια γυναίκα δεν θα πλειοδοτούσε στον φιλανθρωπικό
πλειστηριασμό για να περάσει ένα Σαββατοκύριακο μαζί του Κι όμως, όταν τον
"κέρδισε" η Αλεξάνδρα Θορπ, δεν διεκδίκησε το βραβείο της.
Για ποιο λόγο η όμορφη ξανθιά ξόδεψε για χάρη του τόσα χρήματα και μετά
σηκώθηκε και έφυγε Ο Τράβις δεν θα το άφηνε αυτό να περάσει έτσι. Ακόμα κι
αν χρειαζόταν να κινήσει γη και ουρανό, η Άλεξ θα γινόταν δική του!
SANDRA MARTON
Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ TON ΜΠΑΡΟΝ
-A' ΤΟΜΟΣ -
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ
ΑΠΡΟΘΥΜΗ ΕΡΩΜΕΝΗ
Μετάφραση: Γιώργος Θεοδωρακάκος
© 2011 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΒΕΕ για την ελληνική γλώσσα, κατόπιν συμφωνίας με τη
HARLEQUIN ENTERPRISES II B.V / S.a.r.l.
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ
Τίτλος πρωτοτύπου: Marriage on the Edge
© 1999 by Sandra Myles. All rights reserved.
ΑΠΡΟΘΥΜΗ ΕΡΩΜΕΝΗ
Τίτλος πρωτοτύπου: More Than a Mistress © 1999 by Sandra Myles. All rights reserved.
Μετάφραση: Γιώργος Θεοδωρακάκος Επιμέλεια: Χριστίνα Σιμοπούλου Διόρθωση: Γιώργος Ψυχίδης
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, η αναπαραγωγή ή μετάδοσή του με
οποιοδήποτε οπτικοακουσπκό ή άλλο μέσο, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη.
ΕΙΔΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΛΕΚΙΝ - ΤΕΥΧΟΣ 54
Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε στην Ελλάδα.
Made and printed in Greece.
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Ο Γκέιτζ Μπάρον ήταν πολύ άκεφος.


Είχε περάσει μια δύσκολη μέρα, επιβλέποντας συνέχεια ένα συνεργείο
οικοδόμων που έδειχναν έτοιμοι να ισοπεδώσουν το ξενοδοχείο
Μπάρον Γουίντσονγκ αντί να του προσθέσουν μια καινούρια πτέρυγα.
Τώρα τον περίμενε ένα ακόμη πιο κουραστικό βράδυ. Και αν
μπορούσε να επιλέξει, θα αντάλλασσε χωρίς δεύτερη σκέψη τη
συντροφιά της αφρόκρεμας που θα συναντούσε στο κοκτέιλ πάρτι των
Χόλκομπ με την ομάδα των οικοδόμων.
Αλλά είχε δώσει το λόγο του και έπρεπε να πάει σ’ αυτή την ηλίθια
συγκέντρωση, είτε του άρεσε είτε όχι.
«Αυτό που έκανες ήταν μεγάλη ανοησία, Μπάρον», είπε στο είδωλό
του στον καθρέφτη του μπάνιου. «Αλλά τώρα το έκανες και θα το
υποστείς».
Πέρασε τη λεπτή πλευρά του ξυραφιού στο σαγόνι του. Ήταν μπελάς
να ξυρίζεται κάθε πρωί ένας άντρας, αλλά όταν χρειαζόταν να το
επαναλάβει και στις έξι το απόγευμα, αυτό πια ήταν ανυπόφορο.
Κοίταξε το χρυσό του Ρόλεξ που το είχε αφήσει στην άκρη του
νιπτήρα. Δεν ήταν έξι. Ήταν επτά και τέταρτο.
Είχε αργήσει εκτός όλων των άλλων... Αν και... τώρα που το
σκεφτόταν... δεν ήταν κακό. Θα περιφερόταν στη βεράντα των
Χόλκομπ και θα προσποιόταν ότι διασκέδαζε μια ώρα λιγότερη, αφού
μόνο ένας βλάκας θα μπορούσε να διασκεδάζει σ’ ένα από τα ηλίθια
φιλανθρωπικά κοκτέιλ πάρτι της Λιζ Χόλκομπ.
Και ποιος έφταιγε γι’ αυτό; μάλωσε το είδωλό του καθώς ξέπλενε τον
αφρό ξυρίσματος από το πρόσωπό του. Ο ίδιος φυσικά. Ο ίδιος και
κανένας άλλος.
Είχε αφήσει τη Νάταλι να τον πείσει. «Δε θα πάω στο πάρτι, αλλά θα
στείλω μια επιταγή», της είχε πει όταν του έδειξε την πρόσκληση. «Πες
μου τι ποσό να δώσω». Αλλά η Νάταλι τον είχε κοιτάξει μ’ εκείνο το
βλέμμα που έβλεπε όλο και πιο συχνά από αυτή τους τελευταίους
μήνες.
«Έχεις κάθε δικαίωμα να το κάνεις αυτό αν θέλεις», του είχε πει με την
ψυχρή, απαλή φωνή της, «αλλά δούλεψα με τη Λιζ στην επιτροπή».
«Που σημαίνει;» είχε ρωτήσει ο Γκέιτζ και η Νάταλι είχε χαμογελάσει
ευγενικά και του είχε πει ότι αυτό σήμαινε πως εκείνη θα πήγαινε στο
κοκτέιλ πάρτι ακόμη και μόνη της.
Η απάντησή της τον είχε αφήσει άφωνο. Τα πράγματα δεν πήγαιναν
και τόσο καλά ανάμεσά τους τελευταία, αλλά παρ’ όλα αυτά συνέχιζαν
να είναι ζευγάρι. Όχι; Παραλίγο να της κάνει αυτή την ερώτηση, αλλά
το ξανασκέφτηκε και τελικά παρατήρησε πως, αν ήταν τόσο σημαντικό
για κείνη, θα πήγαινε.
«Ευχαριστώ», είχε πει η Νάταλι, με φωνή τόσο ευγενική όσο και το
χαμόγελό της και αυτό τον είχε κάνει να πέσει από τα σύννεφα. Τον
είχε εξαγριώσει τόσο πολύ που ήθελε να την αρπάξει στην αγκαλιά του
και να τη φιλήσει μέχρι να τη μεταμορφώσει ξανά στη γυναίκα που
θυμόταν.
Η ανάσα βγήκε σαν σφύριγμα μέσα από τα σφιγμένα δόντια του.
Πέταξε την πετσέτα, φόρεσε το ρολόι του και μπήκε γυμνός στην
κρεβατοκάμαρα.
Αλλά το σεξ ήταν δρόμος διπλής κατεύθυνσης. Και στην προσωπική
σου ζωή, όπως και στις επιχειρήσεις, δεν έπρεπε να μπαίνεις ποτέ σε
μια κατάσταση αν δεν ήσουν αρκετά σίγουρος για την κατάληξη... Και
ποιος ήξερε τι μπορούσε να γίνει αν δοκίμαζε να λιώσει την παγωμένη
ευγένεια της Νάταλι με το σεξ;
Μπορεί να μην ήταν αποτελεσματικό. Και αυτή την πιθανότητα δεν
ήταν ακόμη έτοιμος να την αντιμετωπίσει.
Από την άλλη, σκεφτόταν ότι ίσως ήταν καιρός να ζητήσει κάποιες
απαντήσεις. Ο Γκέιτζ στάθηκε μπροστά στην πόρτα της ντουλάπας με
τα χείλη σφιγμένα. Ίσως είχε έρθει η στιγμή να μάθει αν ήταν μόνο ο
εγωισμός του που ήθελε τη Νάταλι ζεστή και εκδηλωτική μέσα στην
αγκαλιά του και όχι η καρδιά του.
Γι’ αυτό της είχε πει ότι ευχαρίστως θα πήγαινε στο πάρτι των
Χόλκομπ, τώρα που ήξερε ότι είχε βάλει κι εκείνη ένα χεράκι στη
διοργάνωσή του. Του είχε φανεί μάλιστα ότι το ευγενικό χαμόγελό της
είχε γίνει λίγο πιο ζεστό.
«Ευχαριστώ», του είχε πει κι εκείνος είχε αρχίσει αμέσως να κάνει
σχέδια. Θα επιστράτευε όλη του τη γοητεία τη βραδιά του πάρτι και θα
έκανε τα πάντα για να ξαναβρούν λίγη από τη μαγεία που υπήρχε
κάποτε ανάμεσά τους.
Τώρα αυτά τα σχέδια είχαν αχρηστευτεί, αφού ετοιμαζόταν να πάει στο
πάρτι των Χόλκομπ μόνος του.
«Μεγάλη έκπληξη, Μπάρον», μουρμούρισε καθώς άνοιγε την πόρτα
της ντουλάπας.
Τελευταία δεν μπορούσε πια να βασίζεται σε τίποτα. Τα σχέδια, εκτός
από αυτά που αφορούσαν καλά θωρακισμένα συμβόλαια και
επαγγελματικές δεσμεύσεις, ήταν άσκοπα. Οι άνθρωποι ήταν
απρόβλεπτοι. Τα αισθήματα άλλαζαν μέχρι ν’ ανοιγοκλείσεις τα μάτια
σου. Και αν είχε την αφέλεια να πιστεύει ότι η Νάταλι ήταν
διαφορετική, οι ελπίδες του είχαν αρχίσει να διαψεύδονται.
Τα χείλη του σφίχτηκαν.
Είχαν τελειώσει όλα ανάμεσα σ’ εκείνον και τη Νάταλι. Και ίσως αυτό
ήταν το καλύτερο. Ποιος ο λόγος να υπάρχει μια σχέση, στην οποία η
σιωπή είχε αντικαταστήσει τη συζήτηση και η συνήθεια το πάθος;
«Συμβαίνει τίποτα;» είχε ρωτήσει πριν από δυο εβδομάδες. Θεέ μου,
πόσο του είχαν κοστίσει αυτές οι λέξεις, ειδικά όταν είδε την έκφραση
περιφρόνησης στο ωραίο πρόσωπο της Νάταλι.
«Δεν ξέρω», του είχε απαντήσει μ’ αυτή την ευγενική φωνή που έκανε
την πίεσή του να εκτοξεύεται. «Εσύ να μου πεις. Συμβαίνει;»
Για πρώτη φορά στη ζωή του ο Γκέιτζ είχε σκεφτεί ότι ίσως υπήρχαν
περιπτώσεις που ένας άντρας είχε λόγους να χαστουκίσει μια γυναίκα.
Αν η γυναίκα ήταν άντρας. Και αν είχε το μπόι του, ένα και ογδόντα
εφτά, ή τους μυς που είχε αποκτήσει όλα εκείνα τα χρόνια
χειρωνακτικής εργασίας, πριν αρχίσουν τα πράγματα να παίρνουν την
πάνω βόλτα.
Αλλά η Νάταλι δεν ήταν τίποτε απ’ όλα αυτά. Ήταν ψηλή, ναι, με
σφιχτό, ωραίο κορμί, αλλά ήταν πολύ θηλυκή.
Δε θα την πλήγωνε ποτέ. Ποτέ. Κι όμως, εκείνη δε φαινόταν να δίνει
δεκάρα που τον πλήγωνε. Εντάξει, δεν τον πλήγωνε. Πώς θα
μπορούσε, αφού στην πραγματικότητα δεν ένιωθε πια για κείνη όπως
παλιότερα; Είχε, όμως, δικαίωμα ν’ απαιτεί κάποια αβρότητα. Κι
έπειτα από δέκα χρόνια γάμου τα πράγματα έδειχναν ότι η Νάταλι δεν
προσπαθούσε ούτε γι’ αυτό.
«Ήξερε ότι πήγαινα σ’ αυτό το ηλίθιο πάρτι για χάρη της», είπε ο
Γκέιτζ στην ανοιχτή ντουλάπα. «Αλλά σκέφτηκε να τηλεφωνήσει στο
γραφείο μου και να μου πει ότι δε θα ερχόταν μαζί μου; Όχι βέβαια»,
απάντησε ο ίδιος στο ερώτημά του. «Όχι, δεν τηλεφώνησε».
Δεν είχε τηλεφωνήσει. Δεν του είχε δώσει εξηγήσεις. Το μόνο που τον
είχε καλωσορίσει ήταν το κόκκινο φωτάκι του αυτόματου τηλεφωνητή
όταν μπήκε στο σπίτι πριν από μισή ώρα και μετά είχε ακούσει την
κοφτή φωνή της Νάταλι που έλεγε:
«Έχω καθυστερήσει. Δεν υπόσχομαι τίποτα, αλλά, αν τα καταφέρω, θα
σε συναντήσω στο σπίτι των Χόλκομπ».
Τουλάχιστον αυτό το είχε καταλάβει σωστά, σκέφτηκε μελαγχολικά
καθώς φορούσε το επίσημο άσπρο πουκάμισό του. Όχι υποσχέσεις.
Και τώρα... όχι Νάταλι.
«Έτσι, λοιπόν, Μπάρον, θα πας μόνος στο πάρτι», μουρμούρισε καθώς
έκλεινε το πουκάμισό του και φορούσε το σακάκι του. «Τι νομίζεις ότι
σημαίνει αυτό;»
Ότι είσαι ένας κόπανος. Ένας κόπανος με σμόκιν. Κοιτάχτηκε στον
καθρέφτη, πέρασε τα χέρια μέσα από τα σκούρα μαλλιά του, διόρθωσε
το παπιγιόν του, δοκίμασε να χαμογελάσει και αναρωτήθηκε αν θα το
έβαζαν οι άνθρωποι στα πόδια βλέποντας αυτό το χαμόγελο.
Ωραία βραδιά τον περίμενε! Θα πλήρωνε χίλια δολάρια για να περάσει
μερικές ώρες μασκαρεμένος, θα μασουλούσε λασπωμένα
καναπεδάκια, θα έπινε φτηνή σαμπάνια και θ’ αναρωτιόταν πού ήταν η
Νάταλι...
Και γιατί έπρεπε να το κάνει στο κάτω κάτω; Τα ανοιχτά γαλάζια μάτια
του στένεψαν. Η Νάταλι ήταν μεγάλο κορίτσι.
Μπορούσε να φροντίζει τον εαυτό της, όπως της άρεσε να του λέει.
Αν είχε τελειώσει η σχέση τους, είχε τελειώσει. Όσο συντομότερα
συνήθιζε σ’ αυτή την ιδέα... τόσο καλύτερα.
Πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου από το πρώτο συρτάρι της
σιφονιέρας, τα πέταξε στον αέρα και κατευθύνθηκε προς την πόρτα.

***

Η ουρά των αυτοκινήτων που πήγαιναν στη βίλα των Χόλκομπ άρχιζε
μισό τετράγωνο πριν μπεις στον ιδιωτικό δρόμο τους.
«Τέλεια», μουρμούρισε ο Γκέιτζ, καθώς άλλαζε ταχύτητα στην αντίκα
Κορβέτ του, «μόνο αυτό μας έλειπε».
Δεν υπήρχε μεγαλύτερη δοκιμασία από το να βρίσκεσαι στην ουρά
μιας σειράς από Κάντιλακ και Μερσέντες. Θα προτιμούσε να
βρισκόταν καθισμένος στο σαλόνι του Μπάρον Γουίντσονγκ, μ’ ένα
ποτήρι καλό σινόν μπλαν στο χέρι.
Η Κάντιλακ μπροστά του μετακινήθηκε μερικούς πόντους. Ο Γκέιτζ
αναστέναξε καθώς την ακολουθούσε με την Κορβέτ του.
Ξέχνα το κρασί και το ξενοδοχείο. Άλλωστε αρκετά τα απολάμβανε
και τα δύο καθημερινά. Το κρασί ήταν πολύ ωραίο την κατάλληλη ώρα
στον κατάλληλο χώρο, αλλά αυτή τη στιγμή εκείνο που θα ήθελε
πραγματικά ήταν ένα μπουκάλι παγωμένη, καλή, μαύρη μπίρα. Και μια
παραλία, όχι εδώ στο Μαϊάμι, κάπου στο Νότιο Ειρηνικό' κάπου όπου
το ίδιο φεγγάρι που κρεμόταν και τώρα πάνω από το κεφάλι του θα
έριχνε το φιλντισένιο του φως πάνω σε μια ανέγγιχτη, ατέλειωτη
αμμουδιά. Θεέ μου, μπορούσε σχεδόν να δει την εικόνα. Φορούσε ένα
βαμβακερό σορτσάκι, στηριζόταν στους αγκώνες του και, με το κεφάλι
στραμμένο προς το νυχτερινό ουρανό, παρακολουθούσε όλους τους
διάττοντες αστέρες να σκίζουν το βαθύ σκοτάδι, ενώ το δροσερό
κυματάκι χάιδευε τα δάχτυλα των ποδιών του...
Μία κόρνα ακούστηκε πίσω του. Ο Γκέιτζ ανοιγόκλεισε τα μάτια,
κατσούφιασε, είδε το μικρό κενό ανάμεσα στο δικό του και το
μπροστινό αμάξι και άφησε την Κορβέτ να τσουλήσει απαλά.
Τι στην ευχή είχε πάθει απόψε;
Χρόνια είχε να καθίσει σε κάποια ακρογιαλιά ή να σκεφτεί κάτι
ανάλογο. Χρόνια είχε επίσης να κάνει αυτοανάλυση...
Όπως είχαν περάσει χρόνια κι από τότε που τον έκανε μια γυναίκα να
νιώθει τόσο αβέβαιος.
Τα χέρια του ανοιγόκλεισαν πάνω στο τιμόνι.
Αυτό δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Εντάξει, θα άντεχε για μια ώρα το
πατιρντί των Χόλκομπ. Μισή ώρα- αρκούσε. Μετά θα γλιστρούσε
κλεφτά έξω από την πόρτα, θα αντιμετώπιζε τη Νάταλι όταν θα γύριζε
τελικά στο σπίτι, θα απαιτούσε να του δώσει μερικές απαντήσεις και θα
τελείωνε αυτή η ανοησία ανάμεσά τους με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Αν ήθελε να συνεχίσουν, ο Γκέιτζ θα το σκεφτόταν. Αν ήθελε να
χωρίσουν, ας γινόταν κι αυτό. Η ζωή θα συνεχιζόταν με ή χωρίς
διαζύγιο...
Αλλά σ’ αυτή την περίπτωση τι γύρευε εκείνος εδώ, περιμένοντας τη
σειρά του σ’ ένα πάρτι όπου δεν ήθελε να πάει, για να ευχαριστήσει μια
γυναίκα που δεν ήταν σίγουρος ότι την ήθελε ακόμη;
Αυτή ήταν η αλήθεια και τώρα που την είχε τελικά παραδεχτεί, ένιωθε
σαν να είχε φύγει ένα μεγάλο βάρος από το στήθος του.
Στο διάολο να πάει το πάρτι. Τα χείλη του σφίχτηκαν. Θα έβγαινε από
αυτή τη σειρά, θα γύριζε στο σπίτι του, θα πετούσε αυτό το ανόητο
σμόκιν, θα φορούσε το σορτσάκι του...
«Κύριε;»
Ο κόμπος στο στομάχι του είχε αρχίσει να λύνεται. Το μόνο που
χρειαζόταν ήταν να κάνει λίγο όπισθεν και να γυρίσει τη μύτη της
Κορβέτ προς το δρόμο...
«Κύριε; Με συγχωρείτε, κύριε;»
Ο Γκέιτζ έστρεψε το κεφάλι προς το παράθυρο. «Τι είναι;» ρώτησε
απότομα, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια.
Χωρίς να το καταλάβει είχε φτάσει στο πάρκινγκ των Χόλκομπ. Ένας
νεαρός στεκόταν έξω από το αμάξι. Η κόκκινη ζακέτα του έδειχνε ότι
ήταν παρκαδόρος. Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο σπυράκια και το
καρύδι του λαιμού του ήταν πεταγμένο έξω. Ο Γκέιτζ αναστέναξε,
έλεγξε τα νεύρα του και κάτι που έμοιαζε με χαμόγελο χαράχτηκε στα
χείλη του.
«Ναι», είπε. Και επειδή είχε επέμβει η μοίρα ή επειδή εκείνος είχε
αργήσει πολύ να γυρίσει στην πραγματικότητα, βγήκε από την Κορβέτ
κι έδωσε στο νεαρό τα κλειδιά μαζί μ’ ένα χαρτονόμισμα των δέκα
δολαρίων, επειδή ένιωθε άσχημα για τον απότομο τρόπο που του είχε
μιλήσει. Μετά ανέβηκε τα σκαλοπάτια της βίλας των Χόλκομπ,
ξέροντας ότι τον περίμεναν μια δυο ώρες πολιτισμένου μαρτυρίου.

***

Η λέξη «μαρτύριο» ήταν άκρως επιεικής χαρακτηρισμός.


Ποιος στην ευχή είχε εφεύρει τα κοκτέιλ πάρτι; Ειδικά τα
φιλανθρωπικά; Όχι κάποιος άντρας -γι’ αυτό τουλάχιστον ήταν
σίγουρος. Μόνο μια γυναίκα θα είχε την απαίτηση να πληρώνεις για να
έχεις το προνόμιο να στέκεσαι όρθιος σε μια αίθουσα γεμάτη κόσμο,
κρατώντας ένα ποτήρι με απαίσιο κρασί στο ένα χέρι και κάτι που δεν
τρωγόταν όσο φιλότιμες προσπάθειες κι αν κατέβαλλες στο άλλο, ενώ
ένα κουαρτέτο εγχόρδων στη βεράντα θα έπαιζε κάποιο είδος
μουσικής, που κατά πάσα πιθανότητα θα ήταν ανιαρή και άτονη ακόμη
κι όταν γράφτηκε πριν από έναν ή δύο αιώνες, πόσο μάλλον τώρα!
Το χαμόγελο στο οποίο είχε εξασκηθεί ήταν αρκετά αποτελεσματικό.
Τον ίδιο τον έκανε να νιώθει σαν να είχε δραπετεύσει από κανένα
άσυλο, αλλά οι άλλοι δε φαίνονταν να το προσέχουν. Ο Χανκ Χόλκομπ
του είχε σφίξει εγκάρδια το χέρι και είχε μουρμουρίσει κάτι για το πόσο
χαιρόταν που ήταν οικοδεσπότης σ’ αυτό το πάρτι, παρ’ όλο που το
γούρλωμα των ματιών του τον διέψευδε. Η Λιζ Χόλκομπ είχε κατέβει
μέσα σ’ ένα σύννεφο αρώματος τόσο πυκνό που θα μπορούσε να
δηλητηριάσει όποιον βρισκόταν πολύ κοντά της. Φίλησε τον αέρα αντί
τα δυο του μάγουλα και τον συμβούλεψε να δοκιμάσει τις
αλευρωμένες γαρίδες.
«Πού είναι η γλυκιά μας Νάταλι;» τον είχε ρωτήσει, αλλά βλέποντας
κάποιον άλλο έφυγε πριν προφτάσει ο Γκέιτζ να βρει κάποια
δικαιολογία. «Θα σε δω αργότερα, αγάπη μου», φώναξε και, φιλώντας
άλλη μια φορά τον αέρα, απομακρύνθηκε.
Κι εκείνος είχε διασχίσει το μεγάλο -σε μέγεθος γηπέδου-σαλόνι, είχε
βγει στη βεράντα και είχε μπει ξανά από την τραπεζαρία, είχε δεχτεί
ένα ποτήρι κρασί κι ένα απαίσιο καναπεδάκι από τους σερβιτόρους που
πηγαινοέρχονται, επειδή είχε βαρεθεί πια να λέει κάθε δυο λεπτά: «Όχι,
ευχαριστώ». Και τώρα είχε βρει μια ήσυχη γωνιά που απέφευγαν όλοι
οι άλλοι, αφού ένας μεγάλος φοίνικας σε γλάστρα έκρυβε από τη θέα
όποιον στεκόταν κάτω από τα κλαδιά του. Και δεν αμφέβαλλε καθόλου
ότι ο κυριότερος λόγος που έρχονταν οι περισσότεροι σ’ αυτές τις
εκδηλώσεις ήταν η ανεξήγητη για κείνον ευχαρίστηση να σε βλέπουν
και να τους βλέπεις.
Και όσο περισσότερο στεκόταν εκεί και παρακολουθούσε τη σκηνή
τόσο καλύτερα ένιωθε. Υπήρχε κάτι το διασκεδαστικό σ’ αυτή τη
μεγάλη ανοησία. Το κακό φαγητό. Το χειρότερο κρασί. Η απαίσια
μουσική. Οι καλεσμένοι, οι γυναίκες που έλαμπαν σαν πλουμιστά
πουλιά· οι άντρες, ντυμένοι σαν πιγκουΐνοι. Γέλασε πνιχτά. Ήταν σαν
να βρισκόσουν σε κάποιο πελώριο ορνιθοτροφείο. Ακόμη και οι ήχοι
μέσα στο δωμάτιο ταίριαζαν. Κα, κα, κα. Τσίου, τσίου...
«Γεια».
Γύρισε. Η φωνή ήταν απαλή και σέξι. Και ταίριαζε απόλυτα με το
πρόσωπο και το κορμί, που ήταν αναμφισβήτητα ό,τι καλύτερο είχε να
προσφέρει ο συνδυασμός των καλών γονιδίων και της πλαστικής
χειρουργικής.
«Γεια», της είπε και χαμογέλασε.
«Είναι απαίσια, έτσι;» σχολίασε η γυναίκα.
Ο Γκέιτζ γέλασε. «Συμφωνώ απόλυτα».
«Το κρασί. Τα ορντέβρ». Ανατρίχιασε, μ’ έναν τρόπο που έδειχνε
ολοκάθαρα ότι είχε κάνει πολλές πρόβες για να τον τελειοποιήσει.
Τίναξε ελαφρά τα μακριά, ολόχρυσα μαλλιά της, κάνοντάς τα να
γλιστρήσουν πάνω στους γυμνούς της ώμους σαν νερό που τρέχει πάνω
σε αλάβαστρο και τα στρογγυλά της στήθη να τρεμουλιάσουν σαν ζελέ
κάτω από μερικούς πόντους ύφασμα που υποτίθεται ότι ήταν το
φόρεμά της. Έγειρε το κεφάλι, τον κοίταξε μέσα από τις βλεφαρίδες
της και, πολύ αργά, άγγιξε με την άκρη της γλώσσας το υγρό κάτω χείλι
της. «Θεέ μου», είπε μ’ ένα νωθρό χαμόγελο, «δεν ξέρω τι να κάνω με
τον εαυτό μου».
Ένα νεύρο πετάχτηκε στο μάγουλο του Γκέιτζ. Ήταν αρκετό καιρό
εκτός κυκλοφορίας, αλλά ένας άντρας θα έπρεπε να είναι νεκρός από
το λαιμό και πάνω και από τη μέση και κάτω για να μην ξέρει ποια ήταν
η απάντηση σ’ αυτό το σχόλιο.
Ξέρω εγώ, έπρεπε να απαντήσει και η προκλητική ξανθιά με τα
απίθανα στήθη θα χαμογελούσε πάλι, θα τον έπιανε από το μπράτσο
και σε λίγο θα βρίσκονταν στο κρεβάτι.
Το κορμί του ανταποκρινόταν σ’ αυτή την εικόνα. Δε θυμόταν από
πότε είχε να σκεφτεί ερωτικά άλλη γυναίκα εκτός από τη Νάταλι. Πριν
από πάρα πολύ καιρό. Ίσως αυτό ακριβώς χρειαζόταν: μια σέξι
γυναίκα, ένα ανέμελο μπουρδούκλωμα ανάμεσα στα δροσερά
σεντόνια, ένα αμοιβαίο «χάρηκα για τη γνωριμία», χωρίς τύψεις και
χωρίς δεσμεύσεις που θα τον έβαζαν σε μπελάδες.
«Ναι ή όχι;» είπε με απαλή φωνή η ξανθιά, με μια αμεσότητα που ο
Γκέιτζ δεν μπορούσε να μη θαυμάσει.
Χαμογέλασε με απογοήτευση σχεδόν.
«Λυπάμαι. Δεν είμαι...»
«Δεν πειράζει». Και το δικό της χαμόγελο πρόδιδε απογοήτευση. «Μια
άλλη φορά ίσως».
«Βεβαίως», της είπε, αν και ήξερε ότι δεν το εννοούσε. Ακόμη κι αν
έφτανε σ’ ένα τέλος η σχέση του με τη Νάταλι, ακόμη κι όταν θα ήταν
ελεύθερος, τέρμα οι γυναίκες για κείνον. Για ένα διάστημα
τουλάχιστον, σκέφτηκε καθώς έβλεπε την ξανθιά να απομακρύνεται.
Ένας άντρας θα έπρεπε να είναι ή βλάκας ή ψεύτης αν έλεγε ότι θα
έβγαζε για πάντα το γυναικείο φύλο από τη ζωή του. Αλλά για το
άμεσο μέλλον δεν είχε καμιά απολύτως επιθυμία να... να...
Και τότε την είδε στην πόρτα.
Η ανάσα του πιάστηκε, το στομάχι του σφίχτηκε και κατάλαβε ότι οι
σκέψεις που έκανε πριν από λίγο ήταν όλες λανθασμένες.
Δεν είχε τελειώσει με τις γυναίκες όχι μόνο απόψε, όχι μόνο στο άμεσο
μέλλον, αλλά ποτέ και με κανέναν τρόπο.
Ήταν λάθος να τη συγκρίνει με την ξανθιά που είχε μόλις φύγει, αλλά
οι αντιθέσεις ήταν τόσο έντονες που δεν μπορούσε να μην το κάνει.
Δεν ήταν ξανθιά. Ίσως αυτό δεν έλεγε τίποτα, αλλά στο Μαϊάμι Μπιτς,
σε τέτοιου είδους συγκεντρώσεις, τα περισσότερα κεφάλια ήταν
χρυσόξανθα. Όχι ότι έτσι είχαν γεννηθεί. Απλώς ο ήλιος φαίνεται ότι
ενέπνεε στις γυναίκες την ανάγκη να γίνουν όλες χρυσομαλλούσες.
Όχι εκείνη όμως!
Η γυναίκα που κατέβαινε αργά αργά τα σκαλοπάτια του καθιστικού
είχε κατάμαυρα μαλλιά. Τα είχε τραβηγμένα πίσω από το τέλειο οβάλ
πρόσωπό της, πιασμένα ψηλά στο κεφάλι της. Και μόνο που τα
κοίταζε, ο Γκέιτζ καταλάβαινε πως όταν τα ελευθέρωνε... όταν θα της
τα ελευθέρωνε εκείνος, θα γλιστρούσαν πάνω στα χέρια του σαν μαύρο
μετάξι.
Το βλέμμα του την περιεργάστηκε. Παρατήρησε τα μεγάλα, σκούρα
μάτια, την ίσια μύτη, το αποφασιστικό στόμα και κατέβηκε πιο
χαμηλά, στο απλό μαύρο φόρεμα. Στάθηκε για λίγο στα όμορφα στήθη
που ήξερε ότι δεν τα είχε αγγίξει νυστέρι χειρουργού. Ήταν λεπτή,
αλλά εκατό τοις εκατό γυναίκα, με στρογγυλούς γοφούς, μακριά πόδια,
ντυμένα με μεταξωτές μαύρες κάλτσες, που τελείωναν σ’ ένα ζευγάρι
μαύρα πέδιλα με υπερβολικά ψηλά τακούνια.
Ήταν όμορφη! Πιο όμορφη από κάθε άλλη γυναίκα που είχε δει ποτέ.
Και μόνη. Μόνη, αλλά η ματιά της έψαχνε για κάποιον.
Ο Γκέιτζ πέταξέ το ηλίθιο καναπεδάκι και τη φτηνή σαμπάνια στη
γλάστρα με το φοίνικα. Αν έψαχνε για κάποιον άντρα, ήθελε να
πιστεύει πως αυτός ήταν εκείνος.
Βγήκε από τη γωνία με το βλέμμα καρφωμένο πάνω της και περίμενε.
Θα κοίταζε προς το μέρος του- του το έλεγε το ένστικτό του, κάθε
δυνατός χτύπος της καρδιάς του.
Και τελικά το έκανε.
Οι ματιές τους διασταυρώθηκαν. Ο χρόνος σαν να σταμάτησε. Η
στιγμή ήταν ηλεκτρισμένη. Ο Γκέιτζ ένιωσε το αίμα να κυλάει γοργά
στις φλέβες του. Το κορμί του είχε αντιδράσει στην ξανθιά, αλλά όχι
έτσι.
Αυτό ήταν διαφορετικό. Ήταν όλα όσα ήλπιζε, όσα ονειρευόταν.
Μια στιγμιαία λάμψη πέρασε από το όμορφο πρόσωπό της.
Ανυπομονησία; Προσδοκία; Ο Γκέιτζ έκανε ένα βήμα μπροστά...
Τώρα έβλεπε και κάτι άλλο στο πρόσωπό της. Πανικό. Ακόμη και
φόβο. Αλλά... γιατί να τον φοβάται; Ήξερε τι ήθελε· το ίδιο ήθελε κι
εκείνη, δεν είχε καμιά αμφιβολία γι’ αυτό.
Έκανε άλλο ένα βήμα... κι εκείνη γύρισε κι απομακρύνθηκε. Χάθηκε
μέσα στον κόσμο.
Ήθελε να φύγει μακριά του, αλλά, διάβολε, δε θα την άφηνε. Όχι
απόψε. Όχι, αφού ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόταν, αυτό για το
οποίο διψούσε χωρίς να ξέρει ότι ήταν διψασμένος.
Προχώρησε με γρήγορα βήματα, περνώντας με δυσκολία ανάμεσα από
τις συντροφιές που γέμιζαν το δωμάτιο, ψάχνοντας με το βλέμμα για το
χλομό της πρόσωπο, τα μεταξένια μαλλιά.
Η Λιζ Χόλκομπ τον άρπαξε από το μπράτσο.
«Εδώ είσαι, Γκέιτζ! Θέλω να σου γνωρίσω...»
«Αργότερα», της είπε και την προσπέρασε βιαστικά.
Μετά εμφανίστηκε μπροστά του ο Χανκ, μ’ έναν εύσωμο,
χαμογελαστό κύριο δίπλα του.
«Αργότερα», είπε πάλι και συνέχισε να προχωρεί... και ξαφνικά την
είδε να βγαίνει από τις τζαμένιες πόρτες στη βεράντα.
Έτρεχε σχεδόν, ταλαντευόμενη πάνω σ’ αυτά τα εξοργιστικά ψηλά
τακούνια, αυτά τα σέξι σαν αμαρτία τακούνια. Πέρασε δίπλα από το
κουαρτέτο εγχόρδων, κατέβηκε στον κήπο και πέρασε δίπλα από το
σιντριβάνι, όπου αγγελάκια και δελφίνια χόρευαν λουσμένα στα
φωταγωγημένα νερά. Ύστερα από λίγο σταμάτησε κι έριξε μια ματιά
πίσω της. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν πάλι και η φλόγα που
είδε στα μάτια της τον έκανε σχεδόν να βογκήξει.
Έκανε πάλι στροφή και προχώρησε τρέχοντας. Ο Γκέιτζ επιτάχυνε το
βήμα του. Δεν υπήρχε λόγος να τρέξει. Ήταν πιο γρήγορος από κείνη
και ούτε μπορούσε να του ξεφύγει, όχι εδώ έξω. Ο κήπος ήταν
περιτοιχισμένος. Δεν υπήρχε τρόπος να το σκάσει.
Ήξερε επίσης ότι δεν ήθελε πραγματικά να του ξεφύγει.
Στα μάτια της καθρεφτιζόταν ο μεγάλος πόθος που φούντωνε μέσα στο
κορμί της, όπως και στο δικό του.
Και τώρα στεκόταν εκεί, στο πίσω μέρος του κήπου, όπου τα πυκνά
φυλλώματα των δέντρων εμπόδιζαν κάθε άλλου είδους φως να περάσει
εκτός από μερικές χλομές ακτίνες του φεγγαριού.
Ο Γκέιτζ σταμάτησε λίγα εκατοστά μακριά της.
Τα μάτια της ήταν ανοιγμένα διάπλατα, τα χείλη της μισάνοιχτα.
Ανέπνεε με δυσκολία και τα στήθη της ανεβοκατέβαιναν γρήγορα
κάτω από το στενό μαύρο φόρεμα. Μια τούφα μαλλιών είχε ξεφύγει
από τον κότσο της και είχε πέσει στο λαιμό της. Το άρωμά της, γιασεμί
και τριαντάφυλλο, σε συνδυασμό με το άρωμα θάλασσας που ερχόταν
πίσω από τους τοίχους του κήπου, πλημμύρισε τις αισθήσεις του.
Της άπλωσε το χέρι. Εκείνη τραβήχτηκε.
«Με φοβάσαι;» τη ρώτησε απαλά.
Πέρασε τη γλώσσα πάνω από τα χείλη της. Ο τρόπος που το έκανε δεν
ήταν προκλητικός, παρ’ όλα αυτά το κορμί του άρχισε να ερεθίζεται.
Ήρθε πιο κοντά της· τόσο κοντά που, αν έσκυβε το κεφάλι του, τα
χείλη του θα άγγιζαν τα δικά της.
«Δε θα σε πληγώσω», της μουρμούρισε. «Αυτό το ξέρεις».
«Όχι σκόπιμα», του απάντησε. Η φωνή της ήταν χαμηλή και βραχνή. Ο
ήχος της λες και χόρευε πάνω στο δέρμα του.
«Αλλά θα το κάνεις».
«Όχι», της είπε σχεδόν βίαια, αλλά το χέρι που έπιασε την τούφα των
μαλλιών της και τη στήριξε πίσω από το αυτί της ήταν απαλό. «Όχι»,
της είπε πάλι, «δε θα σε πλήγωνα ποτέ».
«Θα το κάνεις», του ψιθύρισε. «Θα...»
Και μετά, μ’ ένα λυγμό, έπεσε στην αγκαλιά του.
Ο Γκέιτζ φίλησε το στόμα, τα μάτια, τους κροτάφους της. Ήξερε ότι
την κρατούσε πολύ σφιχτά, αλλά ένιωθε σαν ναυαγός που είχε
αρπαχτεί από μια σανίδα σωτηρίας. Αν την κρατούσε χαλαρά, μπορεί
να του ξέφευγε- αν την έσφιγγε σπασμωδικά, μπορεί να την τρόμαζε.
Έδωσε εκείνη λύση στο πρόβλημά του. Έβγαλε μια πνιχτή κραυγή,
πέρασε τα χέρια της μέσα από τα μαλλιά του κι έφερε βίαια το στόμα
του πάνω στο δικό της.
«Μωρό μου!» Η φωνή του πνίγηκε. Έπιασε το πρόσωπό της με τα
χέρια του και τη φίλησε βαθιά, αχόρταγα. «Γλυκό μου μωρό!»
Τα χέρια της τρύπωσαν κάτω από το σακάκι του και οι παλάμες της
ένιωσαν τους χτύπους της καρδιάς του που κάλπαζαν όπως και οι δικοί
της.
«Ναι», του είπε, «ω, ναι, σε παρακαλώ. Σε παρακαλώ...»
Αναστέναξε ηδονικά όταν εκείνος κατέβασε τις τιράντες του
φορέματος της. Τα στήθη της έλαμπαν κάτω από το φως του
φεγγαριού. Έβγαλε μια πνιχτή κραυγή όταν τη φίλησε με πάθος στο
λαιμό. Τίναξε πίσω το κεφάλι της. Εκείνος πέρασε τα χέρια του κάτω
από το σουτιέν της και άγγιξε την ερεθισμένη σάρκα που τον περίμενε
ανυπόμονα.
Οι αναστεναγμοί της έσβησαν οποιαδήποτε ίχνη πολιτισμένης
συμπεριφοράς τού είχαν απομείνει. Έβγαλε έναν άναρθρο ήχο από το
λαιμό του, την τράβηξε πιο κοντά του και πίεσε το κορμί της πάνω στον
τοίχο.
Εκείνη ψιθύρισε κάτι που δεν μπόρεσε να καταλάβει αυτός καθώς τα
χέρια του περνούσαν κάτω από το φόρεμά της. Οι γοφοί της
συνάντησαν τους δικούς του. Η παλάμη του χάιδεψε το μικροσκοπικό
κομμάτι δαντέλας. Ήταν ζεστή, έκαιγε σαν υγρή λάβα κάτω από τα
δάχτυλά του.
Με μια ανυπόμονη κίνηση ξέσκισε τη δαντέλα. «Έλα, μωρό μου», της
ψιθύρισε...
«Όχι!»
Η κραυγή της αντήχησε σαν λυγμός μέσα στην απόλυτη σιγαλιά. Αλλά
ο Γκέιτζ δεν την άκουσε. Ήταν χαμένος, δεν έβλεπε τίποτε άλλο εκτός
από την ηδονή που του χάριζε το κορμί της. Είχε περάσει τόσος
καιρός... τόσος καιρός...
«Όχι». Το χέρι της άρπαξε το δικό του· το πρόσωπό της τραβήχτηκε
μακριά από το άπληστο στόμα του. «Σταμάτα», του είπε
λαχανιασμένη. «Σταμάτα είπα, ανάθεμά σε!»
Ο συνδυασμός οργής και φόβου που διέκρινε στη φωνή της τον
επανέφερε στην πραγματικότητα. Έμεινε ακίνητος, το κορμί του
μούδιασε. Ανοιγόκλεισε τα μάτια και την κοίταξε στο πρόσωπο.
«Τι είναι;» τη ρώτησε.
Έτρεμε και μισούσε τον εαυτό της γι’ αυτό όσο και για το ότι είχε
υποκύψει στο πάθος της στιγμής.
«Άφησέ με», ψιθύρισε.
Να την αφήσει, αφού πριν από λίγο έλιωνε μέσα στην αγκαλιά του;
«Αφησέ με», του είπε ξανά και ο τόνος της φωνής της διέλυσε το
όνειρο. Η πραγματικότητα ήταν η παγωμένη φωνή της, τα ψυχρά της
μάτια...
Η απόρριψή της.
Η φλόγα μέσα του έσβησε. Έκανε ένα βήμα πίσω, ίσιωσε τη
γραβάτα και το πουκάμισό του. Ανέβασε τις τιράντες της και
κατέβασε τη φούστα του φορέματος της.
«Είναι πολύ επικίνδυνο παιχνίδι αυτό που παίζεις, κυρία μου», της
είπε, ξαναβρίσκοντας την ψυχραιμία του.
Τα μάτια της άστραψαν. «Εσύ έπαιζες παιχνίδια, όχι εγώ».
«Όταν ερεθίζεις μ’ αυτό τον τρόπο έναν άντρα, κάποια στιγμή μπορεί
να πέσεις πάνω σε κάποιον που δε θα δίνει δεκάρα για τους κανόνες».
Εκείνη τύλιξε σφιχτά τα χέρια της γύρω από το κορμί της. Έκανε ζέστη
εδώ στον κήπο, αλλά ο αέρας είχε μια ψύχρα... ή ίσως η ψύχρα υπήρχε
μέσα της, δεν είχε σημασία. Το μόνο που είχε σημασία ήταν το πόσο
επικίνδυνα κοντά είχε φτάσει πάλι στην παγίδα.
«Θα νομίζεις, υποθέτω, ότι εγώ ήμουν αυτή που σε κυνήγησα». «Με
κυνήγησες;»
Διέκρινε την οργή στη φωνή του. Και λοιπόν; Κι εκείνη ένιωθε
οργισμένη και πληγωμένη.
«Εσύ με κυνήγησες», του είπε. «Με ακολούθησες, παρ’ όλο που σου
έδειξα ολοκάθαρα ότι προσπαθούσα να σε αποφύγω».
Ο Γκέιτζ γέλασε δυνατά. «Αυτό κι αν είναι αστείο! Ήθελες να σε
ακολουθήσω. Είδα τον τρόπο που με κοίταζες. Κατάλαβα τι σήμαινε».
«Χαίρομαι που κατάλαβες τελικά τι θα πει ‘όχι’. Αλλιώς...»
«Αλλιώς, τι;» Το δάχτυλό του άγγιξε τα μισάνοιχτα χείλη της. «Ας
είμαστε ειλικρινείς, μωρό μου. Αν είχα αγνοήσει αυτό το ‘όχι’, τώρα θα
ήμουν μέσα στο κορμί σου κι εσύ θα...»
Το δυνατό χαστούκι στο μάγουλό του αντήχησε, μέσα στη σιγαλιά της
νύχτας.
«Παλιοτόμαρο!»
Η φωνή της έτρεμε. Μισούσε τον εαυτό της γι’ αυτό, για την αδυναμία
που την είχε ρίξει στην αγκαλιά του... για το γεγονός ότι εκείνος είχε
δίκιο. Για όλους αυτούς τους λόγους και για πολλούς άλλους, η Νάταλι
Μπάρον σήκωσε ψηλά το κεφάλι, συνάντησε την οργισμένη ματιά του
άντρα της και είπε τα λόγια που κάποτε δε φανταζόταν ότι θα έλεγε
ποτέ. Τα λόγια που έπνιγε όλους αυτούς τους ατέλειωτους τελευταίους
μήνες.
«Γκέιτζ», είπε, «θέλω διαζύγιο».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Κάποιος ήχος ξύπνησε τη Νάταλι από το βαθύ της ύπνο.


Άνοιξε τα μάτια και τα ξανάκλεισε αμέσως, ζαλισμένη από το φως του
ήλιου που έμπαινε στο δωμάτιο. Δεν είχε κλείσει ο Γκέιτζ τα ρολά πριν
πέσει στο κρεβάτι όπως έκανε πάντα; Αυτόν δεν τον ενοχλούσε το φως,
αλλά εκείνη...
«Ω, Θεέ μου!»
Φυσικά δεν είχε κλείσει τα ρολά. Αυτή δεν ήταν η κρεβατοκάμαρά
τους αλλά ο ξενώνας. Εκείνη και ο Γκέιτζ δεν είχαν κοιμηθεί στο ίδιο
κρεβάτι χτες το βράδυ. Για πρώτη φορά, από τη βραδιά που είχαν
κλεφτεί, κοιμήθηκαν χωριστά.
Όχι ακριβώς. Ανασηκώθηκε αργά και πάτησε στη μοκέτα. Είχαν
κοιμηθεί πολλές φορές χωριστά. Όλο και περισσότερες τον τελευταίο
ενάμιση χρόνο. Ο Γκέιτζ βρισκόταν πάντα σε επαγγελματικά ταξίδια,
αναζητώντας καινούρια μέρη για τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις
Μπάρον, συζητώντας με τραπεζίτες από τη Βαλτιμόρη μέχρι την
Μπανγκόκ...
Ή έτσι τουλάχιστον έλεγε...
Σηκώθηκε και μπήκε στο εσωτερικό μπάνιο, προσπαθώντας να μην
κοιτάξει το είδωλό της στον καθρέφτη, αλλά αυτό δεν ήταν εύκολο. Ο
διακοσμητής είχε καλύψει όλους τους τοίχους με καθρέφτες. Και
δεδομένου ότι το μπάνιο ήταν μεγαλύτερο από το πρώτο τους
διαμέρισμα, υπήρχαν πολλοί καθρέφτες. Εκείνη δε θα το έκανε ποτέ
αυτό. Ποια γυναίκα θέλει να βλέπει απ’ όλες τις γωνίες το πρόσωπό της
πρωί πρωί; Αλλά ο Γκέιτζ είχε εξουσιοδοτήσει εν λευκώ το
διακοσμητή.
«Όλα να γίνουν έπειτα από έγκριση της γυναίκας μου», είχε πει καθώς
στεκόταν με το χέρι γύρω από τους ώμους της Νάταλι.
«Φυσικά, κύριε Μπάρον», είχε απαντήσει ο διακοσμητής
χαμογελώντας.
«Αλλά μην την απασχολείς με λεπτομέρειες», είχε προσθέσει ο Γκέιτζ.
«Έχει αρκετές ασχολίες. Το τουρνουά τένις, τα φιλανθρωπικά της
γεύματα, έτσι δεν είναι, αγάπη μου;»
«Βέβαια», είχε απαντήσει η Νάταλι. Τι άλλο να έλεγε, αφού ο άντρας
της και ο διακοσμητής την κοίταζαν σαν να ήταν κάποιο είδος
κουρδιστής κούκλας;
Βούρτσισε τα δόντια της κι έκανε ένα μορφασμό όταν σήκωσε το
κεφάλι και είδε ένα πλήθος από Νάταλι να την κοιτάζει.
«Ωχ», αναφώνησε βλέποντας το ταλαιπωρημένο πρόσωπό της, αφού
είχε κοιμηθεί χωρίς να ξεβαφτεί. Και είχε τη δυνατότητα να το κάνει, ο
ξενώνας ήταν πλήρως εξοπλισμένος.
Το μόνο που δεν είχε σκεφτεί ο διακοσμητής ήταν το πώς θα ένιωθε
όταν θα ξυπνούσε στον ξενώνα μια γυναίκα που είχε πει στον επί δέκα
χρόνια άντρα της ότι ήθελε διαζύγιο. Δε σκόπευε να πει αυτά τα λόγια,
όχι ενσυνείδητα. Και σίγουρα όχι το χτεσινό βράδυ. Αλλά τώρα
χαιρόταν. Ήταν καλύτερα έτσι. Γιατί να παρατείνεται αυτή η
κατάσταση; Ήξερε εδώ και πολύ καιρό ότι ο γάμος τους είχε τελειώσει.
Ότι εκείνη και ο Γκέιτζ ζούσαν ένα ψέμα. Από τότε που είχε χάσει το
μωρό -ένα μωρό που εκείνος δεν ήθελε πραγματικά- ήξερε ότι δεν την
αγαπούσε πια. Ούτε εκείνη τον αγαπούσε. Ότι... ότι...
«Ω, Γκέιτζ!» ψιθύρισε κι έπεσε αποκαμωμένη πάνω στα πλακάκια του
μπάνιου. Έκρυψε το πρόσωπο στις παλάμες της κι έκλαψε μέχρι που
νόμιζε ότι δεν είχε πια άλλα δάκρυα να χύσει.
Και μετά έκλαψε λίγο ακόμη.

***

Ο Γκέιτζ ξύπνησε όπως πάντα στις έξι ακριβούς.


Ήταν μια συνήθεια που είχε αποκτήσει πριν από πολλά χρόνια, από
τότε που είχε εγκαταλείψει το Τέξας και είχε πάει ανατολικά. Είχε
ανακαλύψει πολύ νωρίς ότι ένα παιδί είκοσι ενός χρόνων, που δεν είχε
καταφέρει να τελειώσει το κολέγιο, χωρίς ιδιαίτερο ταλέντο σε κάτι και
με την έγνοια μιας γυναίκας, έπρεπε να ξυπνάει πολύ πρωί αν ήθελε να
ελπίζει ότι θα έπιανε έστω κι ένα μικρό σκουλήκι.
Τώρα δεν ήταν απαραίτητο φυσικά. Το γραφείο του δεν άνοιγε πριν
από τις εννιά, αλλά εκείνος ξυπνούσε πάντα στις έξι ακριβώς.
Συνήθως περπατούσε αθόρυβα μέσα στο σκοτάδι για να μην ξυπνήσει
τη Νάταλι. Εκείνη έλεγε ότι δεν την πείραζε, το δικό της εσωτερικό
ρολόι ήξερε ότι ήταν ακόμη ξημερώματα.
Αλλά είχε ορκιστεί πριν από πολλά χρόνια ότι η γυναίκα του δε θα
χρειαζόταν ποτέ ξανά να σηκώνεται πριν ξημερώσει από το ζεστό της
κρεβάτι. Δε θα την ξανάβλεπε ποτέ να φοράει βιαστικά τα ρούχα της
και να τρέχει για να σερβίρει όλη την ημέρα.
Θυμόταν πότε της το είχε πει αυτό.
«Αυτό θα σου το θυμίσω κάποια μέρα», είχε πει η Νάταλι γελώντας.
Μετά είχε τυλίξει τα χέρια γύρω από το λαιμό του και του είχε χαρίσει
ένα πολύ σέξι χαμόγελο. «Τώρα που το σκέφτομαι, δεν είναι άσχημη
ιδέα να κάθομαι στο κρεβάτι... αν είσαι κι εσύ εκεί για να με κρατάς
απασχολημένη».
«Απασχολημένη;» την είχε ρωτήσει απορημένος.
«Ναι, απασχολημένη», του είχε απαντήσει και μετά τον είχε φιλήσει
για να γευτεί τη γλυκιά ζεστασιά της.
Τα χαρακτηριστικά του Γκέιτζ σκλήρυναν.
Τον είχε φιλήσει όπως και χτες το βράδυ πριν του πει: «Γκέιτζ, θέλω
διαζύγιο».
Μουρμούρισε μια βλαστήμια, πέταξε με μια κλοτσιά την πλεκτή
κουβέρτα από τα πόδια του και ανακάθισε.
«Ωχ!»
Αυτά πάθαινες όταν περνούσες τη νύχτα στο δερμάτινο καναπέ του
γραφείου. Βόγκηξε, έπιασε τη μέση του και σηκώθηκε όρθιος.
Οι δερμάτινοι καναπέδες δεν ήταν για ύπνο. Ούτε αυτό το δωμάτιο.
Ήταν πολύ μικρό, πολύ απρόσωπο, πολύ γεμάτο.
Ποιος θα ήθελε να κοιμάται παρέα μ’ ένα τραπέζι του μπιλιάρδου;
Όχι εκείνος σίγουρα. Αλλά η Νάταλι είχε μετακομίσει στον ξενώνα,
αφήνοντάς του την κρεβατοκάμαρα.
«Δική σου», του είχε πει με μια θεαματική υπόκλιση.
Ο Γκέιτζ βόγκηξε πάλι καθώς έμπαινε στο κάτω μπάνιο. Δεν ήθελε την
κρεβατοκάμαρα. Σ’ αυτό το μεγάλο δωμάτιο με το πελώριο κρεβάτι να
κοιμάται μόνος του; Νιώθοντας το άρωμα της Νάταλι και χιλιάδες
αναμνήσεις να πλημμυρίζουν τον αέρα;
«Ούτε κατά διάνοια», μουρμούρισε καθώς έριχνε κρύο νερό στο
πρόσωπό του.
Δεν ήθελε να περάσει την πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής του
ανάμεσα σε πράγματα που του θύμιζαν τι άφηνε πίσω του.
Πήρε μια πετσέτα και σκουπίστηκε. Πετσέτα; Κατ’ ευφημισμόν. Αυτά
τα πραγματάκια ήταν σαν μαντίλια χειρός. Αλλά άρεσαν στη Νάταλι.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Είδε έναν άντρα με επίσημο πουκάμισο
και τσαλακωμένο μαύρο παντελόνι να τον κοιτάζει μέσα από το γυαλί.
Είχε τα χάλια του. Αχτένιστα μαλλιά, αξύριστο πρόσωπο... Αλλά τι
περίμενε έπειτα απ’ αυτή τη δοκιμασία;
Να χαμογελάει. Ναι, που να πάρει. Να χαμογελάει, αφού είχε
αποκτήσει ξανά την ελευθερία του.
Πήγε στο χολ, ανέβηκε τη σκάλα και μπήκε στη μεγάλη
κρεβατοκάμαρα.
Εντάξει, στην αρχή ίσως δεν το είχε δει έτσι. Η ξαφνική ανακοίνωση
της Νάταλι τον είχε... αναστατώσει.
Αναστατώσει;
Έριξε μια θυμωμένη ματιά στο διάδρομο όπου ήταν ο ξενώνας και στις
κλειστές πόρτες του, όπου η Νάταλι κοιμόταν ακόμη τον ύπνο του
δικαίου.
«Ας είμαστε ειλικρινείς», μουρμούρισε, διασχίζοντας την
κρεβατοκάμαρα και μπαίνοντας στο μπάνιο.
Θέλω διαζύγιο. Δεν ήταν ακριβώς η φράση που θα περίμενε ν’ ακούσει
ένας άντρας από τη γυναίκα του, ειδικά τη στιγμή που είχαν ριχτεί ο
ένας στην αγκαλιά του άλλου σαν δυο παιδιά που βρίσκονταν σε
ορμονική έξαρση...
Σαν τα δυο παιδιά που ήταν κάποτε.
Ένα σωρό εικόνες πέρασαν από το μυαλό του. Εκείνος και η Νάταλι
στο παρκαρισμένο αμάξι του. Η Νάταλι με το πρόσωπο φουντωμένο
μετά το πρώτο τους φιλί. Η Νάταλι να λιώνει μέσα στην αγκαλιά του.
Έκλεισε την πόρτα του μπάνιου κι έβγαλε το τσαλακωμένο σμόκιν.
Σεξ. Αυτό ήταν όλο. Ο πατέρας του είχε προσπαθήσει να τον
προειδοποιήσει. Και τ’ αδέρφια του. Λάθος, όχι ο Τράβις.
Ο Τράβις είχε ήδη φύγει για άγνωστα μέρη. Αλλά ο Σλέιντ του είχε
μιλήσει. Κι εκείνος είχε γελάσει με το μικρό του αδερφό και του είχε
πει πως ήταν πολύ μικρός για να καταλάβει τι θα πει έρωτας. Και στον
πατέρα του είχε πει πως ήταν πολύ γέρος για να καταλάβει.
Και τώρα είχαν τελειώσει όλα.
Ω, η φλόγα υπήρχε ακόμη. Η Νάταλι ήταν μια ωραία, σέξι γυναίκα. Κι
εκείνου του άρεσαν τα ωραία πράγματα.
Κοίταξε τους χρυσούς και πλατινένιους ρουμπινέδες στο μαρμάρινο
νιπτήρα. Μερικά ωραία πράγματα, διόρθωσε τον εαυτό του. Όχι σαν
αυτά εδώ. Ανατρίχιασε. Αυτά ήταν άσχημα. Αλλά άρεσαν στη Νάταλι,
όπως και ο καναπές της εποχής της Ιεράς Εξέτασης της Ισπανίας.
«Όλα σύμφωνα με τα γούστα της μαντάμ, κύριε Μπάρον», εξηγούσε ο
δουλοπρεπής διακοσμητής κάθε φορά που τον ρωτούσε για κάποια
ακριβή αγορά.
Κι αυτό αποδείκνυε, σκέφτηκε μελαγχολικά καθώς έμπαινε στο ντους,
πόσο λίγο ταίριαζαν εκείνος και η Νάταλι.
Γι’ αυτό δεν τον είχε σοκάρει και τόσο η ανακοίνωσή της χτες το
βράδυ. Λάθος, στην αρχή τον είχε σοκάρει. Είχε νιώσει το έδαφος να
υποχωρεί κάτω από τα πόδια του όταν του είπε: «Γκέιτζ, θέλω
διαζύγιο».
«‘Διαζύγιο’;» είχε επαναλάβει ηλίθια, λες και η λέξη θ’ αποκτούσε
κάποιο νόημα αν την έλεγε και ο ίδιος. Και τότε ίσως την καταλάβαινε.
«Ναι», του είχε πει. «Διαζύγιο».
Και τότε μια παρέα από τους καλεσμένους των Χόλκομπ είχε βγει στον
κήπο συζητώντας και γελώντας.
Τι γελάτε, ανόητοι; ήθελε να τους φωνάξει. Δεν έχετε πάρει είδηση ότι
η Γη σταμάτησε να γυρίζει;
Αλλά δεν είχε πει τίποτα, πρώτον επειδή ένιωθε μουδιασμένος και
δεύτερον επειδή η Νάταλι είχε κάνει στροφή και προχωρούσε προς την
πύλη που οδηγούσε στην αμμουδιά. Την είχε ακολουθήσει καθώς
κατευθυνόταν, όχι προς τη θάλασσα, αλλά προς το μπροστινό μέρος
του σπιτιού.
Είχε κάνει έναν κύκλο. Προφανώς δεν είχε καμιά διάθεση να φορέσει
ένα ψεύτικο χαμόγελο και να πει καληνύχτα, όπως δεν είχε κι εκείνος.
Έβγαινε ήδη στο δρόμο όταν έφτασε ο Γκέιτζ στο πάρκινγκ.
«Το αμάξι μου», είπε στο νεαρό, βγάζοντας το πρώτο χαρτονόμισμα
που βρήκε στην τσέπη του. «Γρήγορα, σε παρακαλώ».
Το χαρτονόμισμα πρέπει να ήταν μεγάλο, γιατί το παιδί έφυγε σαν
ρουκέτα και γύρισε τριάντα δευτερόλεπτα αργότερα με το αμάξι.
«Ευχαριστώ, κύριε», είπε, αλλά ο Γκέιτζ είχε ήδη μπει στο αμάξι και
κυνηγούσε τη Νάταλι.
Έκοψε ταχύτητα όταν την έφτασε και κατέβασε το τζάμι του. «Μπες
στο αμάξι».
Εκείνη τον αγνόησε.
«Μπες στο αμάξι, είπα», επανέλαβε. Κάτι στη φωνή του πρέπει να την
έπεισε, γιατί εκείνη σταμάτησε και μπήκε στο αυτοκίνητο.
«Τι θα πει ‘θέλω διαζύγιο’;» είχε ρωτήσει ουρλιάζοντας ο Γκέιτζ.
«Δε μιλάω στα Σουαχίλι. Θα πει αυτό ακριβώς που νομίζεις», του είχε
απαντήσει χωρίς να τον κοιτάξει και είχε μείνει ακίνητη σαν άγαλμα
μέχρι που έφτασαν στο σπίτι τους. Τότε είχε βγει αμέσως από το αμάξι,
είχε μπει στο σπίτι και είχε ανέβει επάνω με τον Γκέιτζ πίσω της.
«Νάταλι, τι συμβαίνει;»
Άσκοπη ερώτηση. Δεν του απάντησε. Αλλά ακόμη κι ένας ηλίθιος σαν
εκείνον μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε.
Η Νάταλι κατευθυνόταν προς τον ξενώνα, όχι προς την
κρεβατοκάμαρα.
«Πού πας;» την είχε ρωτήσει έξαλλος.
Πάλι δεν του είχε δώσει απάντηση και ο Γκέιτζ είχε νιώσει το αίμα ν’
ανεβαίνει στο κεφάλι του καθώς άκουσε την πόρτα του ξενώνα να
κλείνει και το κλειδί να γυρίζει.
Είχε σταθεί εκεί, με τα χέρια σφιγμένα γροθιές, συνοφρυωμένος, ενώ η
αδρεναλίνη ξεχυνόταν ορμητικά στο αίμα του. Να την ακολουθούσε;
Να απαιτούσε εξηγήσεις; Να έσπαζε την πόρτα του ξενώνα και...
Και τι;
Δεν είχε νιώσει ποτέ στη ζωή του τόσο απελπισμένος, τόσο
οργισμένος.
Και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για το οποίο δε θα μετάνιωνε
αργότερα.
Παρά μόνο να μην κοιμόταν στην κρεβατοκάμαρα.
Το έκανε και παραλίγο να σπάσει τη μέση του.
Τουλάχιστον είχε χρόνο να σκεφτεί.
Έκλεισε το ντους και γύρισε στην κρεβατοκάμαρα με μια πετσέτα
δεμένη γύρω από τη μέση του.
Η Νάταλι ήθελε να χωρίσουν. Ε, λοιπόν, το ήθελε κι εκείνος.
Αυτό ακριβώς δε σκεφτόταν την ώρα που ντυνόταν για το πάρτι χτες το
βράδυ;
Αυτό που υπήρχε κάποτε ανάμεσά τους είχε χαθεί. Η αλήθεια ήταν ότι
καβγάδιζαν συνέχεια. Για τα πάντα. Η Νάταλι δεν έτρεχε στην πόρτα
όταν γύριζε στο σπίτι ο Γκέιτζ. Τις περισσότερες φορές μάλιστα δεν
την έβρισκε εκεί ούτε όταν εκείνος ερχόταν πετώντας από την άλλη
άκρη της Γης για να βρεθεί κοντά της, όπως πριν από δυο εβδομάδες,
μετά τα εγκαίνια του καινούριου ξενοδοχείου Μπάρον στη Σαμόα,
όπου είχε αναγκαστεί να χαμογελάει σαν κόπανος, ενώ κάποιο θηλυκό
με πολλά δόντια και λίγα ρούχα πίεζε τα μεγάλα του στήθη πάνω στο
μπράτσο του.
«Η Μις Νότιος Ειρηνικός», του είχε ψιθυρίσει στο αυτί ο διευθυντής
του ξενοδοχείου, «θα μας φέρει πελατεία».
Παλιότερα θα το έλεγε στη Νάταλι και θα γελούσαν. Τώρα όμως
εκείνες οι μέρες είχαν περάσει ανεπιστρεπτί.
Ω, μπορούσε ακόμη να τον ερεθίζει, αυτό ήταν αναμφίβολο. Ο Γκέιτζ
άπλωσε το χέρι μέσα στην ντουλάπα του και μετά σταμάτησε.
Αλλά ακόμη και το σεξ δεν ήταν το ίδιο τελευταία. Υπήρχαν τόσες
νύχτες που σκεφτόταν να την πάρει στην αγκαλιά του, αλλά δεν το
έκανε. Ήταν κουρασμένος. Ή ήταν εκείνη κουρασμένη. Κάποτε όμως,
δεν το σκεφτόταν, απλώς το έκανε. Και τότε, μετά το σεξ δεν
αναρωτιόταν ποτέ αν η Νάταλι είχε... αν είχε...
Άρπαξε ένα πουκάμισο, μια γραβάτα κι ένα κοστούμι στα τυφλά.
Τι σημασία είχαν όλα αυτά; Χτες το βράδυ, στριφογυρίζοντας στον
καναπέ, είχε παραδεχτεί νοερά ότι η Νάταλι είχε πει την αλήθεια πριν
από κείνον. Ο γάμος τους είχε ολοκληρώσει τον κύκλο του. Αυτό ήταν
συνηθισμένο στην οικογένειά του. Ο γέρος του ζούσε με τη σύζυγο
νούμερο πέντε. Και ο Τράβις είχε ήδη χωρίσει και ορκιζόταν ότι δε θα
παγιδευόταν ποτέ ξανά.
Ο Γκέιτζ γρύλισε.
Και ο Σλέιντ ήταν ακόμη εργένης. Και η Κέιτλιν... ξέχνα την Κέιτλιν.
Όχι επειδή δεν ήταν εξ αίματος Μπάρον, αλλά επειδή η ετεροθαλής
αδερφή του ήταν πολύ έξυπνη για να μπει κι αυτή στο χορό των γάμων.
Φόρεσε σλιπάκι, το παντελόνι του και έκλεισε το φερμουάρ.
Μάλιστα. Σήμερα ήταν η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής του. Μιας
ζωής χωρίς τη γυναίκα που του είχε πει ολοκάθαρα ότι δεν τον
αγαπούσε.
Κάποτε τον είχε αγαπήσει. Γι ’ αυτό ήταν σίγουρος. Α ν δεν είχαν χάσει
το μωρό, ίσως...
Το πρόσωπό του σκλήρυνε. Το μωρό δεν είχε καμιά σχέση μ’ αυτό. Η
Νάταλι δεν ήθελε πραγματικά μωρό. Αυτό το ήξερε τώρα. Ήταν άλλο
ένα πράγμα που έπρεπε να παραδεχτεί.
«Εντάξει», είπε δυνατά. «Τελείωσαν όλα. Και χαίρομαι γι’ αυτό».
«Κι εγώ χαίρομαι», είπε η Νάταλι και ο Γκέιτζ γύρισε και την κοίταξε.
Το πρόσωπό του κοκκίνισε.
«Δεν ήξερα ότι ήσουν εδώ».
«Μάλλον όχι».
«Δεν εννοούσα...»
«Αλήθεια;»
Η παγωμένη της έκφραση έκανε κομμάτια την καρδιά του. Ο Γκέιτζ
έσφιξε τα χείλη.
«Ήθελες κάτι;» τη ρώτησε ευγενικά.
«Όχι. Θέλω να πω, ναι. Εννοώ...»
Τι εννοούσε; Αν δεν είχε μπει χωρίς να χτυπήσει, αν δεν τον είχε
ακούσει να λέει αυτές τις λέξεις... Είχε δίκιο φυσικά.
Είχαν τελειώσει όλα, που να πάρει η οργή κι εκείνη ένιωθε τόση
ανακούφιση όση κι ο Γκέιτζ. Μόνο... μόνο που δεν ήταν ανάγκη να
δείχνει τη χαρά του...
«Νάταλι;»
Ταράχτηκε. Είχε έρθει πιο κοντά της. Αν άπλωνε το χέρι της, μπορούσε
να τον αγγίξει...
«Νάταλι; Είσαι εντάξει;»
Κατάπιε το σάλιο της κι έγνεψε καταφατικά.
«Μια χαρά. Συγνώμη που μπήκα χωρίς να χτυπήσω, αλλά η πόρτα ήταν
ανοιχτή».
«Μη λες ανοησίες. Δε χρειάζεται να...»
«Είσαι απασχολημένος. Θα περιμένω μέχρι να τελειώσεις και μετά
θα...»
«Όχι, δεν είμαι απασχολημένος. Απλώς ντύνομαι».
Ναι. Αυτό το έβλεπε. Φορούσε μόνο ένα γκρι παντελόνι, είχε κλείσει
το φερμουάρ του, αλλά δεν το είχε κουμπώσει και του έπεφτε χαμηλά
στους γοφούς. Και είχε μόλις βγει από το ντους. Τα σκούρα μαλλιά του
ήταν βρεγμένα και αχτένιστα. Έπεφταν στο μέτωπό του κι εκείνη ήθελε
να τα χτενίσει με τα δάχτυλά της.
Συνήθεια, σκέφτηκε και ίσιωσε το κορμί της. Συνήθεια ήταν και το ότι
ήθελε να κοιτάξει το κορμί του. Τους φαρδιούς ώμους· τους μυς των
χεριών και του στέρνου· τη λεπτή μέση, τα μακριά πόδια...
Το βλέμμα της ξαναγύρισε στο πρόσωπό του.
«Δεν πειράζει». Καθάρισε το λαιμό της. «Θα περιμένω».
«Νάταλι». Την έπιασε από τον ώμο καθώς γύριζε να φύγει. «Ήθελες
κάτι;»
«Τα ρούχα μου». Έδειξε την άσπρη ρόμπα που έφτανε ως τα νύχια της.
«Χρειάζομαι τα ρούχα μου».
«Ω! Νόμιζα ότι ίσως ήθελες να μιλήσουμε».
«Για τι πράγμα;»
Για τι πράγμα; Το μυαλό του θόλωσε. Πώς μπορούσε να ρωτάει; Να
είναι τόσο ψυχρά ευγενική;
«Για μας», της είπε ξερά. «Γι’ αυτό νόμιζα ότι ήθελες να μιλήσουμε».
«Δε νομίζω ότι έχουμε τίποτα να πούμε. Ξέρουμε και οι δυο ότι ο
γάμος μας πνέει τα λοίσθια. Το ξέρουμε πολύ καιρό. Χτες το βράδυ
απλώς το είπα δυνατά».
Ένα νεύρο πετάχτηκε στον κρόταφό του. «Φυσικά», είπε ευγενικά.
«Έχεις δίκιο. Τώρα που είχα χρόνο να το σκεφτώ, το ξέρω κι εγώ».
Η Νάταλι χαμογέλασε βεβιασμένα. «Μόνο... που δεν ξέρω τι πρέπει να
κάνουμε».
«Ούτε κι εγώ ξέρω».’ Πήγε στο κρεβάτι όπου είχε αφήσει τα υπόλοιπα
ρούχα του. «Να μιλήσουμε σε κάποιο δικηγόρο, υποθέτω».
«Δι... δικηγόρο». Η Νάταλι τραύλιζε. «Ναι. Φυσικά. Θα
χρησιμοποιήσουμε έναν ή δύο;»
«Δύο», είπε ο Γκέιτζ. Φόρεσε το πουκάμισό του και άρχισε να το
κουμπώνει. «Θέλεις να πάρεις τον Τζιμ Ράδερφορντ;»
«Νόμιζα ότι θα ήθελες εσύ τον Τζιμ».
«Δεν πειράζει. Καλύτερα να έχεις κάποιον που να τον ξέρεις. Εγώ θα
βρω άλλον».
«Ναι, αλλά...» Θεέ μου, τι είχε πάθει; Τι την ένοιαζε ποιος δικηγόρος
θα αναλάμβανε το διαζύγιό της;
«Τον Γκραντ Λάντον».
«Ποιον;»
Το όνομα είχε έρθει αυτόματα στα χείλη του, αλλά τώρα που το
σκεφτόταν, είχε κάποια λογική. Ένα φίλο. Έναν πραγματικό φίλο, που
τον ήξερε από τότε που ήταν πολύ νέος.
«Τον γνώρισες στη Νέα Υόρκη. Τον είχα φέρει στο σπίτι μια δυο φορές
όταν πήγαινα ακόμη στη Νομική. Θυμάσαι;»
Αν θυμόταν; Η Νάταλι παραλίγο να γελάσει ή να κλάψει. Δε θα
ξεχνούσε ποτέ τη Νέα Υόρκη. Τον Γκέιτζ στο κολέγιο όλη μέρα,
σκυμμένο πάνω από τα βιβλία του τα βράδια. Και τον εαυτό της να
δουλεύει στο εστιατόριο. Το διαμερισματάκι στην Όγδοη Οδό, με τους
λεπτούς τοίχους, που άφηναν να περνούν όλοι οι ήχοι από το διπλανό
διαμέρισμα και τους υδραυλικούς σωλήνες που έπαιζαν ταμπούρλο.
Και τη χαρά. Την ευτυχία. Το θαύμα να είναι γυναίκα του Γκέιτζ, ν’
αρχίζει κάθε της μέρα βλέποντας το πρόσωπό του, να κοιμάται κάθε
βράδυ στην αγκαλιά του...
«Νατ;»
Τ ον κοίταξε. Την όρασή της τη θάμπωναν τα δάκρυα. Ο Γκέιτζ είχε
έρθει πιο κοντά της. Χαμογέλασε και χάιδεψε το μάγουλό της με το
χέρι του.
«Θυμάσαι τη Νέα Υόρκη, Νατ;»
Τον κάρφωσε με μια ματιά. Ήταν τόσο διάφανος. Νόμιζε ότι μπορούσε
να το κάνει αυτό για πάντα; Μια τρυφερή λέξη.
Ένα χαμόγελο. Ένα απαλό χάδι. Και περίμενε να τη δει να πέφτει στην
αγκαλιά του και να προσποιείται ότι πίστευε πως ήταν για κείνον κάτι
παραπάνω από ένα μπιμπελό.
Κάποτε ήταν γυναίκα με σάρκα και οστά. Γυναίκα του Γκέιτζ. Ένα
ολοκληρωμένο άτομο με το οποίο συζητούσε. Έκανε σχέδια.
Προτιμούσε να είναι μαζί της παρά να τρέχει από τη μια άκρη της Γης
στην άλλη, να φωτογραφίζεται στα εγκαίνια του τελευταίου του
ξενοδοχείου με φλογερές υπάρξεις, τη Μις Σαμόα, τη Μις
Πίτσμπουργκ ή... ή τη Μις Μίνι Μάους.
«Θυμάμαι», του είπε ψυχρά. «Το διαμερισματάκι. Τους παλιούς
σωλήνες. Τους θορύβους από το διπλανό διαμέρισμα και την τσίκνα
στα μαλλιά μου. Φυσικά και τα θυμάμαι. Πώς θα μπορούσα να τα
ξεχάσω;»
Ο Γκέιτζ τα έχασε.
«Κατάλαβα. Ο πρώτος γύρος τελείωσε».
«Τι θα πει αυτό;»
Το χαμόγελό του ήταν σαρκαστικό. «Έλα, μωρό μου, άσε το αθώο
ύφος. Οι μισές σου φιλενάδες έχουν πάρει διαζύγιο. Αναφέρεσαι στον
πρώτο γύρο, στον οποίο η αδικημένη γυναικούλα αναφέρει όλες τις
θυσίες που έχει κάνει για τον άντρα της».
«Έξοχη ιδέα», είπε σαρκαστικά η Νάταλι. «Θα θυμηθώ να τις αναφέρω
στον Τζιμ».
«Και εγώ θα πω στον Γκραντ να με βοηθήσει να κλειδώσω κάπου όλα
τα τιμαλφή».
«Να το κάνεις», του απάντησε μέσα από τα δόντια της.
«Να είσαι σίγουρη γι’ αυτό. Λοιπόν, ήθελες κάτι ή μπορώ να ντυθώ με
την ησυχία μου στο δωμάτιό μου;» «Στο δωμάτιό σου; Το δωμάτιό
σου, αγαπητέ μου σύντομα πρώην σύζυγε, σε περιμένει στη λέσχη σου.
Ή στο ξενοδοχείο σου. Σε ένα από τα ξενοδοχεία σου. Όπως
επισήμανες και ο ίδιος, αυτός είναι ο πρώτος γύρος. Αυτό σημαίνει ότι
το σπίτι είναι το λιγότερο που περιμένω να πάρω».
Ο Γκέιτζ χτύπησε τα χέρια στους γοφούς του.
«Αστειεύεσαι».
Η Νάταλι τον μιμήθηκε. «Βλέπεις να γελάω;»
Τα μάτια του στένεψαν. «Θα χρειαστεί εντολή δικαστηρίου για να με
βγάλουν από δω, μωρό μου».
«Είμαι σίγουρη ότι ο Τζιμ θα μου την εξασφαλίσει».
Η Νάταλι έκανε μεταβολή και προχώρησε προς την πόρτα/Ηταν τρελό,
αλλά η ίσια, λεπτή πλάτη της τον έκανε να ερεθίζεται.
«Κι εγώ είμαι σίγουρος ότι ο Γκραντ θα ξέρει τι μπορείς να κάνεις με
την εντολή δικαστηρίου σου», της είπε, υψώνοντας τη φωνή του.
Γύρισε προς το μέρος του, με το χέρι στο πόμολο. «Ελπίζω να μπορεί
να κάνει οτιδήποτε κρίνει απαραίτητο ο κύριος Λάντον σου εδώ στη
Φλόριντα».
Ο Γκέιτζ μισόκλεισε τα μάτια. «Τι;» «Είναι δικηγόρος στη Νέα Υόρκη.
Έτσι δε μου είπες; Και είμαστε στη Φλόριντα. Ελπίζω να μπορεί να
ασκήσει εδώ το επάγγελμα, γιατί δε θέλω να τραβήξει πολύ αυτή η
υπόθεση».
Ο Γκέιτζ την πλησίασε. «Δε θα τραβήξει». Την άρπαξε από τους ώμους
κι έσκυψε μέχρι που βρέθηκαν μύτη με μύτη. «Γιατί δεν πρόκειται να
πάρουμε διαζύγιο».
Η Νάταλι έγινε κάτασπρη. «Μα μόλις είπες...»
«Ξέρω τι είπα!» Την άφησε, άνοιξε την πόρτα και η Νάταλι βρέθηκε
παραπατώντας στο χολ. «Ξέρω ακριβώς τι είπα». Έκλεισε με δύναμη
την πόρτα. «Και εννοούσα κάθε λέξη», μουρμούρισε.
Εκτός εαυτού κλότσησε τον τοίχο και ευχαριστήθηκε το δυνατό πόνο
που ένιωσε στα γυμνά δάχτυλά του.
«Κάθε λέξη», επανέλαβε και έπιασε το κεφάλι με τις παλάμες του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Ο Γκέιτζ έσπρωξε τη διπλή γυάλινη πόρτα που οδηγούσε στα κεντρικά


γραφεία της αλυσίδας των ξενοδοχείων Μπάρον.
Η Κάρολ, καθισμένη πίσω από τον πάγκο της ρεσεψιόν, του χάρισε το
πάντα φωτεινό χαμόγελό της, κρατώντας ένα φλιτζάνι καφέ.
«Καλημέρα, κύριε Μπάρον».
«Είναι περασμένες εννιά», της είπε ο Γκέιτζ. «Θα έπρεπε να
δουλεύεις».
Το χαμόγελο της Κάρολ έσβησε. «Δουλεύω. Απλώς...»
«Αν θέλεις καφέ, να πιείς όταν κάνεις διάλειμμα». Πέρασε δίπλα της.
«Ας δείξουμε και λίγη εργατικότητα».
«Όχι... Εννοώ, ναι, κύριε Μπάρον. Εννοώ...»
Πέρασε από μια δεύτερη διπλή πόρτα και κατευθύνθηκε προς το
γραφείο του. Η γραμματέας του σηκώθηκε όρθια καθώς περνούσε.
«Καλημέρα, κύριε Μπάρον. Τηλεφώνησε ο κύριος Φόλγκερ. Και ο
κύριος Οκάντα. Υπάρχουν και μερικά φαξ από...»
«Όχι τηλεφωνήματα», της είπε κοφτά. «Ούτε φαξ. Δε θέλω καμιά
διακοπή. Κατάλαβες;»
«Μάλιστα, κύριε. Όχι διακοπές. Αλλά...»
Ο Γκέιτζ γύρισε προς το μέρος της. «Δεν ξέρεις τι θα πει ‘όχι;’»
Η Ρόζα κοκκίνισε. «Μάλιστα».
«Ωραία. Τότε μη μ’ ενοχλήσεις, παρά μόνο αν χτυπήσει συναγερμός».

Έκλεισε την πόρτα του γραφείου του και πέταξε το χαρτοφύλακά του
σ’ ένα χαμηλό τραπέζι από ξύλο οξιάς...
«Διάολε», μουρμούρισε και άνοιξε πάλι την πόρτα. «Ρόζα!»
«Μάλιστα;» Ήταν ευγενική αλλά τυπική και τα μάγουλά της ήταν
ακόμη κόκκινα. Ο Γκέιτζ αναστέναξε.
«Συγνώμη, δεν ήθελα να σου μιλήσω τόσο απότομα. Απλώς...» Απλώς
τι, Μπάρον; Απλώς σ’ εγκαταλείπει η γυναίκα σου; «Άργησα να
κοιμηθώ χτες».
Η Ρόζα χαμογέλασε. «Το φαντάζομαι».
«Συγνώμη;»
«Το πάρτι των Χόλκομπ. Γράφουν στην εφημερίδα σήμερα ότι είχε
μεγάλη επιτυχία».
«Ω... ναι. Ναι, ήταν... υπέροχα».
«Θα κρατήσω όλα τα τηλεφωνήματά σας, κύριε Μπάρον».
«Ευχαριστώ. Και κάνε μου μια χάρη, σε παρακαλώ. Πες στην Κάρολ
να παραγγείλει ένα κιλό καφέ της αρεσκείας της και να το χρεώσει σ’
εμένα. Πες της επίσης ότι μπορεί να έχει ακόμη και την καφετιέρα
δίπλα της αν θέλει».
«Συγνώμη;» «Πες της αυτό που σου είπα. Εκείνη θα καταλάβει».
«Θα της το πω. Και θα φροντίσω να μη σας ενοχλήσει κανείς... Αλλά
υπάρχει ένας φάκελος που παραδόθηκε σήμερα το πρωί...»
Ο Γκέιτζ αναστέναξε. «Εντάξει. Δώσ’ τον, αλλά δεν καταλαβαίνω
γιατί... Δεν ήρθε εξπρές;»
«Όχι, σας είπα ότι παραδόθηκε».
Το όνομα και η διεύθυνσή του ήταν γραμμένα καλλιγραφικά πάνω
στον κρεμ, από χαρτί περγαμηνής, φάκελο.
«Εντυπωσιακό», σχολίασε η Ρόζα.
«Πράγματι. Διαφημιστικό κόλπο θα είναι. Ελάτε να δοκιμάσετε το
αεροδυναμικό, υπερπολυτελές σκάφος μας. Κάπως έτσι».
Η Ρόζα γέλασε. «Μάλλον έχετε δίκιο. Αλλά σκέφτηκα ότι ίσως ήταν
κάτι σημαντικό».
«Δε χρειάζονται εξηγήσεις». Ο Γκέιτζ χαμογέλασε. «Πάντως, μη μου
δώσεις τίποτε άλλο, εντάξει; Θέλω να σκεφτώ... το ακίνητο στο
Πουέρτο Ρίκο».
«Μάλιστα, κύριε».
Το χαμόγελο εξαφανίστηκε από τα χείλη του μόλις ξαναμπήκε στο
γραφείο του.
«Σου αξίζουν συγχαρητήρια, Μπάρον», μουρμούρισε, πετώντας το
φάκελο πάνω στο γραφείο. «Πρώτα κόβεις τα κεφάλια δυο καλών
συνεργατών σου και μετά στέκεσαι εκεί και
αραδιάζεις δικαιολογίες σαν δεκάχρονο αγοράκι που προσπαθεί να
εξηγήσει πώς έσπασε η μπάλα του το τζάμι». Πέταξε το σακάκι του,
ξέσφιξε τη γραβάτα και βούλιαξε στην περιστρεφόμενη καρέκλα του.
Ο γάμος του διαλυόταν. Και λοιπόν; Το διαζύγιο ήταν αναπόσπαστο
κομμάτι της παιδικής του ηλικίας. Τότε αυτοί που τον καταλάβαιναν
ήταν μόνο τα αδέρφια του και αργότερα η Κέιτλιν. Τώρα όμως ήταν
κάτι που συνέβαινε καθημερινά.
Καιρός να σταματήσω να νιώθω οίκτο για τον εαυτό μου. Πρέπει ν’
ασχοληθώ με κάτι άλλο. Να καθαρίσω το μυαλό μου για να μπορέσω
να δω πιο λογικά τα πράγματα. Σήμερα είναι μια εργάσιμη μέρα όπως
κάθε άλλη. Έχω ραντεβού, συσκέψεις, γεύματα.
Η Ρόζα είχε αφήσει ανοιχτό το ημερολόγιό του πάνω στο γραφείο. Μια
στοίβα με φαξ αριστερά και πέντε έξι σημειώματα δεξιά.
Ο φάκελος από περγαμηνή είχε προσγειωθεί πάνω τους.
Ο Γκέιτζ τον έσπρωξε, πήρε τα σημειώματα και τους έριξε μια ματιά.
Οι λέξεις χοροπηδούσαν, δεν έβγαινε νόημα. Τα πέταξε στο καλάθι
των αχρήστων και πήρε στα χέρια του τα φαξ.
Δεν καταλάβαινε τίποτα.
«Να πάρει και να σηκώσει!» αναφώνησε.
Πώς θα συγκεντρωνόταν σε οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό που
συνέβαινε στην προσωπική του ζωή;
Σηκώθηκε από την καρέκλα και άνοιξε τα κάθετα ρολά που κάλυπταν
την τζαμαρία πίσω του. Από κάτω εραστές του ήλιου βρίσκονταν γύρω
από την πισίνα του Γουίντσονγκ, που ήταν σχεδιασμένη σε σχήμα
ποταμού, με καταρράκτες που ξεπετάγονταν μέσα από κρυμμένες
σπηλιές. Πίσω από την πισίνα μια μεγάλη, άσπρη αμμουδιά οδηγούσε
στη σμαραγδένια θάλασσα.
Όλα όσα είχε παλέψει να δημιουργήσει βρίσκονταν εκεί έξω. Εκεί και
σε διάφορα άλλα μέρη σε όλο τον κόσμο. Κάτω από τη δική του
διοίκηση και προσωπική εργασία, το πανάθλιο ξενοδοχείο, για την
αγορά του οποίου είχε πουλήσει την ψυχή του, είχε γίνει ένα διεθνές
ξενοδοχείο πέντε αστέρων και κέντρο των επιχειρήσεών του, που οι
μάγοι της οικονομίας αποκαλούσαν το βασίλειο του Μπάρον.
Ήταν ένας επιτυχημένος, ευτυχισμένος άνθρωπος.
Μέχρι χτες το βράδυ τουλάχιστον.
Ο Γκέιτζ βουλίαξε πάλι στην καρέκλα, στήριξε τους αγκώνες πάνω στο
γραφείο κι έπιασε το κεφάλι του.

Τι έπρεπε να κάνει;

Κάποια λύση θα υπήρχε. Δυο άνθρωποι δε διέλυαν ένα γάμο στον


οποίο είχαν επενδύσει δέκα χρόνια από τη ζωή τους.

Δεν ήταν λογικό. Δεν ήταν πρακτικό. Ήταν ηλίθιο. Αυτό θα το έλεγε
στη Νάταλι, θα της έδινε μια ευκαιρία ν’ αλλάξει γνώμη...
Τρελός ήταν; Μ άλλον θα της έδινε την ευκαιρία να τον κάνει πάλι
σκόνη. Άλλωστε, ήθελε κι εκείνος την ελευθερία του. Πώς το ξεχνούσε
συνέχεια αυτό;
Του ξέφυγε μια από τις βρισιές που είχε μάθει όταν δούλευε με τα
χέρια, όχι με το μυαλό.
«Πρέπει ν’ ασχοληθώ με κάτι για να μη σκέφτομαι», μουρμούρισε.
Η ματιά του έπεσε στο φάκελο. Εντάξει, ακόμη και μια διαφήμιση
μπορεί να τον βοηθούσε να ξεχάσει τα προβλήματά του.
Άνοιξε το φάκελο κι έβγαλε μια επίσημη πρόσκληση. Τα φρύδια του
έσμιξαν καθώς άρχισε να τη διαβάζει.
Απαιτείται η παρουσία σας στον εορτασμό των ογδοηκοστών πέμπτων
γενεθλίων του κυρίου Τζόνας Μπάρον Σάββατο και Κυριακή, 14η και
15η Ιουνίου ράντσο Εσπάδα Μπράζος Σπρινγκς, Τέξας.
Παρακαλούμε απαντήστε το συντομότερο
Μια σημείωση ήταν γραμμένη στο χέρι από κάτω.
«Γκέιτζ», έλεγε, «αν θέλεις το καλώ σου, κοίτα μην αρχίσεις τις
δικαιολογίες, εντάξει;»
Το λακωνικό σημείωμα ακολουθούσε ένα κεφαλαίο «Κ» και μια
μικροσκοπική καρδούλα δίπλα του.
Ένα χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό του. Η Κέιτλιν δεν άλλαζε
ποτέ. Ατσάλι απ’ έξω, γλυκιά και τρυφερή από μέσα, παρ’ όλο που θα
τον χαστούκιζε αν τολμούσε να το πει αυτό μπροστά της.
Το χαμόγελό του έσβησε.
Η μέρα του άρχιζε τέλεια. Πρώτα η λογομαχία του με τη Νάταλι και
τώρα αυτή η απαίτηση να πάει στο Εσπάδα.
Ο Τζόνας έκλεινε τα ογδόντα πέντε. Ήταν δυνατόν; Είχε να δει τον
πατέρα του ένα χρόνο. Μπορεί και δυο. Αλλά στα μάτια του μυαλού
του ο Τζόνας ήταν αγέραστος, με κορμί μυώδες, ίσιο σαν σιδερένια
βέργα και μάτια ασημιά, γερακίσια.
Άφησε κάτω την κάρτα. .Ογδόντα πέντε! Αξιομνημόνευτος αριθμός.
Θα έπρεπε να τηλεφωνήσει στο ράντσο και να ευχηθεί στο γέρο χρόνια
πολλά. Θα του έστελνε κι ένα δώρο φυσικά... Αν και τι μπορούσες να
στείλεις σ’ έναν άνθρωπο που είχε ό,τι ήθελε και αποδοκίμαζε
οτιδήποτε άλλο υπήρχε;
Η έκφρασή του μαλάκωσε. Θα τηλεφωνούσε και στην Κέιτλιν.
Θα της εξηγούσε ότι, όσο κι αν το ήθελε, δεν μπορούσε να παραστεί...
Το προσωπικό του τηλέφωνο άρχισε να χτυπάει. Ο ήχος τον ξάφνιασε.
Κανένας δεν ήξερε αυτό τον αριθμό, εκτός...
«Μωρό μου», είπε αρπάζοντας το τηλέφωνο. «Νάταλι, σ’ αγαπώ
τόσο...»
«Κι εγώ σ’ αγαπώ, ακριβέ μου», ακούστηκε μια προσποιητή, ψιλή
φωνή, «αλλά ο άντρας μου έχει αρχίσει να μας υποψιάζεται».
Ο Γκέιτζ τινάχτηκε. «Τράβις; Τραβ, εσύ είσαι;»
Ένα βαθύ αντρικό γέλιο ακούστηκε από την άλλη άκρη της γραμμής.
«Ξέρω ότι αυτό μπορεί να σε απογοητεύει, αλλά ναι, εγώ είμαι. Καλή
μέρα».
Ένα χαμόγελο πλανήθηκε στα χείλη του Γκέιτζ.
«Καλημέρα;» Κοίταξε το ρολόι του και σφύριξε μακρόσυρτα. «Θεέ
μου, μ’ εντυπωσιάζεις, Τράβις. Δεν είναι ακόμη εφτά στη δική σας
ώρα. Νόμιζα ότι εσείς οι μεγαλοκαρχαρίες της Δυτικής Ακτής δεν
ξυπνάτε νωρίτερα από την ώρα που εμείς, οι σκληρά
εργαζόμενοι άνθρωποι της Ανατολικής Ακτής, σταματάμε για
μεσημεριανό φαγητό».
«Αυτό του το είπα ήδη εγώ», ακούστηκε άλλη μια βαθιά φωνή.
Το χαμόγελο του Γκέιτζ έγινε πιο πλατύ. «Σλέιντ;»
«Ο ένας και μοναδικός», απάντησε ο Σλέιντ Μπάρον.
«Θεέ μου, δεν το πιστεύω! Το γλεντάτε και οι δυο μαζί στο Μαλιμπού;
Ή στη Βοστόνη, σ’ εκείνο το πελώριο παλιό κτίσμα στο Μπίκον Χιλ,
που ο μικρός μου αδερφός αποκαλεί σπίτι του;»
«Εγώ είμαι στη Βοστόνη», είπε ο Σλέιντ.
«Και εγώ στο Μαλιμπού», πρόσθεσε ο Τράβις. «Η τριπλή τηλεφωνική
σύνδεση είναι ένα από τα θαύματα της μοντέρνας τεχνολογίας».
«Έτσι ακριβώς είναι», είπε ο Σλέιντ, κλείνοντας το μάτι στην όμορφη
γραμματέα που του έφερε τον καφέ του.
«Ευχαριστώ, αγαπούλα».
«Μη με λες εμένα ‘αγαπούλα’, φίλε», είπε ο Τράβις, «μην έρθω στην
πολυτελέστατη βίλα σου και σε κάνω μαύρο στο ξύλο, όπως όταν
ήσουν ένα κοκαλιάρικο δωδεκάχρονο κι εγώ ένας γεροδεμένος
δεκατριάχρονος».
«Ναι; Μαζί με πόσους άλλους;»
«Μόνο με το φίλο μου τον Γκέιτζ. Σωστά τα λέω, Γκέιτζ;» Ο Τράβις
γέλασε πνιχτά. «Φυσικά θα περιμένω ν’ ανέβει πρώτα λίγο ο ήλιος
στον ουρανό για ν’ αρχίσει να λειτουργεί το μυαλό μου».
Και τα τρία αδέρφια γέλασαν. Ο Γκέιτζ ένιωσε αυτό το γέλιο να φτάνει
μέχρι την καρδιά του και να τον ζεσταίνει.
Πάντα του έκανε εντύπωση η άνετη ανταλλαγή πειραγμάτων ανάμεσά
τους. Περνούσαν μήνες χωρίς να συναντηθούν, αλλά αυτό δεν είχε
σημασία. Ούτε οι μικροκαβγάδες τους όταν ήταν παιδιά είχαν
σημασία. Κάθε φορά που συναντιούνταν ή επικοινωνούσαν
τηλεφωνικώς, οι αναμνήσεις τούς πλημμύριζαν αμέσως. Ο Τράβις
τελικά μπήκε στο θέμα που ήταν και ο λόγος αυτής της τηλεφωνικής
επαφής.
«Εντάξει, παιδιά», είπε αναστενάζοντας. «Μακάρι να μπορούσαμε ν’
αποφύγουμε το θέμα, αλλά είναι καιρός να ξαναγυρίσουμε στην
πραγματικότητα».
«Στην πρόσκληση», είπε ο Σλέιντ.
«Πήρες κι εσύ τη δική σου;» ρώτησε ο Γκέιτζ.
«Πρωί πρωί σήμερα. Τραβ;»
«Η δική μου ήρθε στις έξι».
Ο Σλέιντ γέλασε. «Ήσουν με κάποια και σε διέκοψε».
«Ας πούμε ότι ήμουν απασχολημένος...»
«Σκληρή που είναι η ζωή του», σχολίασε ο Σλέιντ.
«Θα περίμενα κάποια συμπόνια από σένα, μικρέ», είπε ο Τράβις. «Όχι
από τον Γκέιτζ φυσικά, αφού έχασε πριν από χρόνια την ελευθερία
του». Η φωνή του μαλάκωσε. «Αλήθεια, πώς είναι το κορίτσι μου; Της
φέρεσαι ακόμη καλά ή θα καταλάβει ότι πρέπει να σε παρατήσει και να
έρθει σ’ εμένα;»
Το χαμόγελο του Γκέιτζ έσβησε. «Μια χαρά είναι», απάντησε κοφτά.
Κατάλαβε ότι έκανε φοβερό λάθος όταν τα λόγια του ακολούθησε
σιωπή.
«Γκέιτζ;» είπε ο Σλέιντ. «Είσαι καλά;»
«Όλα εντάξει;» πρόσθεσε ο Τράβις.
«Ναι».
«Είσαι σίγουρος; Δε φαίνεσαι...»
«Ακούστε, παιδιά, εσείς ίσως έχετε όλη τη μέρα στη διάθεσή σας», είπε
ο Γκέιτζ κοφτά, «αλλά εγώ έχω δουλειές. Ας μπούμε λοιπόν στο θέμα».
Ακούστηκαν αναστεναγμοί. «Σωστά», είπε ο Σλέιντ. «Ο Τράβις το
έθεσε ήδη. Τι θα κάνουμε μ’ αυτό το πανηγύρι που έχει σχεδιάσει ο
γέρος;
«Θα το αγνοήσουμε», είπε ο Γκέιτζ αποφασιστικά. «Εγώ έχω...»
«Δουλειές», τον διέκοψε ο Τράβις. «Ναι, το άκουσα. Και πίστεψέ με,
ούτε εγώ έχω περισσότερη διάθεση από εσάς τους δυο να γυρίσω στο
Εσπάδα για πρόβα τζενεράλε του Βασιλιά Ληρ, αλλά...»
«Ληρ;» ρώτησε ο Σλέιντ.
«Κόφ’ το, Σλέιντ. Ξέρουμε πολύ καλά τι συμβαίνει. Ο Τζόνας άρχισε
να νιώθει θνητός».
«Ο Τζόνας;» κάγχασε ο Σλέιντ. «Ο πατέρας μας σκοπεύει να φτάσει τα
εκατό. Και ξέρετε κάτι; Στοιχηματίζω ότι θα τα φτάσει».
«Συμφωνώ. Αλλά υποψιάζομαι ότι ο γέρος κοιτάζει γύροι του, βλέπει
τα αμέτρητα στρέμματα γης που αποκαλεί χαϊδευτικά ‘σπιτάκι του’ και
σκέφτεται ότι ήρθε η ώρα να κάνει σχέδια για το πώς θα μοιράσει το
βασίλειό του».
«Δε χρειάζεται να περάσω ένα απαίσιο Σαββατοκύριακο ακούγοντάς
τον να δίνει εντολές για να διαπιστώσω ότι δε με νοιάζει πώς θα το
μοιράσει». Ο Γκέιτζ σηκώθηκε, πήγε στην πόρτα, την άνοιξε και έκανε
νόημα στη Ρόζα ότι ήθελε καφέ. «Θα στείλω ένα δώρο, θα
τηλεφωνήσω στο ράντσο, θα δώσω τις ευχές μου στον Τζόνας...»
Χαμογέλασε στη Ρόζα που του έβαλε στο χέρι ένα φλιτζάνι με καφέ.
«Εσείς οι δυο μπορείτε να ευχαριστηθείτε το πάρτι χωρίς εμένα», είπε
και κάθισε πάλι στο γραφείο του.
«Για στάσου, φίλε». Η φωνή του Σλέιντ ήταν αγανακτισμένη. «Εγώ
δεν είπα ότι θα πάω. Στην πραγματικότητα θα είμαι στη Βαλτιμόρη
εκείνο το Σαββατοκύριακο».
«Ή στην Ανταρκτική», είπε ο Τράβις. «Όπου χρειαστεί για ν’
αποφύγεις αυτό το πανηγύρι, σωστά;»
«Λάθος. Τις τελευταίες οχτώ εβδομάδες έχω μελετήσει τα σχέδια για
μια καινούρια τράπεζα στη Βαλτιμόρη και να με πάρει ο διάολος αν...»
«Ηρέμησε, Σλέιντ. Αστειευόμουν».
Ο Σλέιντ αναστέναξε. «Ψεύδομαι ασύστολα. Δεν είναι αυτός ό λόγος
που δεν μπορώ να πάω στο Εσπάδα».
«Καταπληκτικό», είπε χαμηλόφωνα ο Γκέιτζ. «Τρεις μεγάλοι άντρες
κάνουμε τα πάντα για να μην πάμε στο μέρος όπου μεγαλώσαμε».
«Μερικοί άνθρωποι αποκαλούν το μέρος όπου μεγάλωσαν ‘σπίτι’»,
είπε ο Σλέιντ προσπαθώντας, χωρίς επιτυχία, να δώσει έναν εύθυμο
τόνο στη φωνή του.
«Ναι», είπε ο Τράβις, «αλλά αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι γιοι του Τζόν
ας Μπάρον».
«Οι Γιοι του Τζόνας Μπάρον», σχολίασε ο Γκέιτζ. «Σαν τίτλος
ταινίας».
«Δεν είναι άσχημη ιδέα», είπε ο Σλέιντ. «Εγώ μπορώ να παίξω τον
εαυτό μου, αλλά για σας θα χρειάζονταν να προσλάβουν ηθοποιούς. Αν
εμφανίζονταν οι φάτσες σας στην οθόνη, δε θα έμπαινε κανένας στο
σινεμά».
Αυτή τη φορά γέλασαν όλοι.
«Το θέμα είναι», είπε ο Τράβις, «πως όσο σκληρός κι αν είναι ο γέρος,
τα ογδόντα πέντε είναι ένας εντυπωσιακός αριθμός».
«Και λοιπόν;» Η φωνή του Γκέιτζ φανέρωνε πικρία. «Δε θυμάμαι να
τον ενδιέφεραν ποτέ κάποιοι άλλοι αριθμοί. Τα δέκατα όγδοα γενέθλιά
σου, για παράδειγμα. Ή όταν τελείωσε ο Σλέιντ το μεταπτυχιακό του».
«Ή το μεγάλο πάρτι για την πέμπτη επέτειο του γάμου σου», είπε ο
Τράβις και ο Γκέιτζ ένιωσε μια σουβλιά στην καρδιά. «Αλλά, κύριοι,
εμείς είμαστε υπεράνω όλων αυτών, σωστά;»
Αναστεναγμοί ακολούθησαν αυτή τη δήλωση, αλλά ο Τράβις δεν
πτοήθηκε.
«Σκεφτείτε το. Εμείς είμαστε νέοι, εκείνος γέρος. Αυτό είναι γεγονός».
Η φωνή του έγινε πιο απαλή. «Άλλωστε είναι και η Κέιτλιν».
«Ναι», είπε ο Σλέιντ, αναστενάζοντας πάλι. «Δε θέλω να την
απογοητεύσω».
«Να την απογοητεύσεις;» μουρμούρισε ο Γκέιτζ. «Η Κέιτι θα μας
κόψει τα πόδια αν ακούσει ότι δε θα πάμε».
«Ή άλλα, πιο ζωτικά μέλη μας», είπε ο Σλέιντ.
Οι τρεις Μπάρον γέλασαν και μετά ο Γκέιτζ αναστέναξε βαθιά.
«Ναι, το ξέρω. Δε θέλω να τη στενοχωρήσω, αλλά δεν έχω άλλη
επιλογή, παιδιά. Λυπάμαι πολύ».
«Η επιλογή», είπε ο Τράβις μ’ έναν τόνο λογικής που τον είχε κάνει
επιτυχημένο δικηγόρο, «η επιλογή, αγόρι μου, είναι ότι δεν έχουμε
περιθώρια επιλογής. Πρέπει να πάμε».
«Αποκλείεται», ακούστηκαν δυο φωνές ταυτόχρονα.
«Ακούστε, δεν είμαστε πια παιδιά. Ο Τζόνας δεν μπορεί να μας κάνει
να νιώσουμε άσχημα. Και, εδώ που τα λέμε, του χρωστάμε κάποιο
σεβασμό. Σκεφτείτε πόσο ευτυχισμένη θα κάνουμε την Κέιτλιν. Δυο
μέρες δεν είναι και τόσο μεγάλη θυσία, σωστά;»
Επικράτησε σιωπή. «Ίσως όχι», είπε έπειτα από λίγο ο Σλέιντ.
Ίσως όχι, σκέφτηκε ο Γκέιτζ, αλλά το Σαββατοκύριακο των γενεθλίων
ήταν σε δέκα μέρες. Το ένστικτό του του έλεγε ότι θα χρειαζόταν
περισσότερο από δέκα μέρες για να πείσει τη Νάταλι ότι την αγαπούσε
ακόμη, ότι την ήθελε επειδή... την ήθελε, που να πάρει!
«Εντάξει», είπε ο Σλέιντ. «Είμαι μέσα».
«Θαυμάσια», συμφώνησε ο Τράβις. «Γκέιτζ;»
Ο Γκέιτζ καθάρισε το λαιμό του. «Δεν μπορώ».
«Πανάθεμά σε, Γκέιτζ, αν μπορούμε ο Σλέιντ κι εγώ...»
«Δεν μπορώ, σας λέω! Έχω... κάποιες πολύ σοβαρές υποθέσεις».
«Άκου, αδερφέ», είπε θυμωμένος ο Τράβις. «Αν μπορούμε να βρούμε
εμείς το χρόνο...»
«Μπράβο σας», γρύλισε ο Γκέιτζ. «Είμαι περήφανος και για τους δυο
σας. Αλλά εγώ δεν έχω καιρό για ανοησίες. Έχω κάποιες πολύ λεπτής
φύσεως εκκρεμότητες. Το καταλαβαίνετε ή το θέλετε γραπτώς;»
Τα αδέρφια του έμειναν σιωπηλά. Έκλεισε τα μάτια και πίεσε με τη
γροθιά το μέτωπό του. Πήρε βαθιά ανάσα.
«Συγνώμη», είπε σχεδόν ψιθυριστά. «Αλλά δεν μπορώ να έρθω».
«Εντάξει», είπε ο Τράβις.
«Το σεβόμαστε», πρόσθεσε ο Σλέιντ. «Λοιπόν...»
Έγινε πάλι σιωπή. «Λοιπόν», είπαν τρεις φωνές συγχρόνως και
ακολούθησαν κάποια αντίο και ευχές...
Το τηλέφωνο σίγησε. Ο Γκέιτζ έμεινε να το κοιτάζει, περιμένοντας...
και χαμογέλασε όταν το άκουσε να χτυπάει.
«Κοίτα», είπε ο Τράβις, «αν έχεις κάποιο πρόβλημα...»
«Εντάξει είμαι».
«Ναι, βεβαίως, αλλά αν υπάρχει οποιοδήποτε πρόβλημα...»
«Θα σου τηλεφωνήσω».
«Ναι», είπε ο Τράβις, ξερόβηξε κι έκλεισε. Το τηλέφωνο χτύπησε πάλι,
σχεδόν αμέσως.
«Γκέιτζ;»
Ο Γκέιτζ αναστέναξε. «Ναι, Σλέιντ».
«Κοίτα, αν χρειάζεσαι τίποτα...» «Μια χαρά είμαι».
«Ναι, αλλά αν χρειαστείς οτιδήποτε, αν θέλεις να μιλήσεις σε
κάποιον...»
«Θα σου τηλεφωνήσω», είπε ο Γκέιτζ με απαλή φωνή.
«Εντάξει». Ο Γκέιτζ άφησε κάτω το τηλέφωνο. Μερικές φορές
ξεχνούσε πώς ήταν να έχεις μια οικογένεια που σ’ αγαπάει.
Ίσως το είχε ξεχάσει και η Νάταλι. Εκείνος ήταν η οικογένειά της και
εκείνη η δική του. Ίσως το μόνο που χρειαζόταν ήταν να την καθίσει
κάτω, να της πει πόσο την αγαπούσε...
Το τηλέφωνο χτύπησε πάλι. Ο Γκέιτζ το σήκωσε κουνώντας πέρα δώθε
το κεφάλι του.
«Ακούστε, παιδιά, σας ορκίζομαι ότι είμαι καλά. Δεν έχω κανένα
πρόβλημα, το καταλάβατε; Η ζωή μου είναι τέλεια. Απλώς είμαι πολύ
απασχολημένος».
«Μην προσπαθείς να με πείσεις», είπε η Νάταλι. «Ξέρω πόσο
απασχολημένος είσαι, Γκέιτζ».
«Νάταλι;» Πετάχτηκε όρθιος. «Δεν κατάλαβα...»
«Όχι», του είπε με φωνή που έτρεμε. «Όχι, ποτέ δεν κατάλαβες. Ελπίζω
να μην είσαι πολύ απασχολημένος για να γράψεις έναν αριθμό
τηλεφώνου».
«Τι αριθμό τηλεφώνου; Νατ, άκου...» «Το δικό μου αριθμό. Σ’
εγκατέλειψα, Γκέιτζ. Βρήκα ένα διαμέρισμα στη Λίνκολν Ντράιβ».
«Μα σήμερα το πρωί είπες...»
«Άλλαξα γνώμη».
«Νάταλι, μωρό μου...»
«Μίλησα με τον Τζιμ Ράδερφορντ. Νομίζω ότι πρέπει να μιλήσεις κι
εσύ με το δικηγόρο σου».
Τα μάτια του Γκέιτζ στένεψαν. «Όλα αυτά σ’ ένα πρωί;» ρώτησε αργά.
«Όλα αυτά σ’ ένα πρωί».
«Πόσο καιρό το σχεδίαζες, Νάταλι;»
«Δεν το είχα σχεδιάσει. Το είχα σκεφτεί, αλλά...»
«Είχες σκεφτεί να μ’ εγκαταλείψεις;»
Έκλεισε τα μάτια και θυμήθηκε τις νύχτες που έκανε την κοιμισμένη,
τις νύχτες που εκείνος την έπαιρνε έτσι κι αλλιώς στην αγκαλιά του και
την ένιωθε σαν να ήταν ένα κομμάτι ξύλο. Τότε είχε σκεφτεί να τον
εγκαταλείψει; Ξαπλωμένη δίπλα του ή κάτω από το κορμί του μέσα
στο σκοτάδι;
Η καρδιά του ήταν έτοιμη να σπάσει, αλλά την έκανε πέτρα. «Να σου
πω κάτι, μωρό μου; Κι εγώ το σκεφτόμουν. Μήνες. Δεν ήξερα πώς να
σου το πω, αλλά τώρα βλέπω ότι δε χρειαζόταν ν’ ανησυχώ».
Η Νάταλι δάγκωσε το χέρι της για να μη δώσει την ικανοποίηση σ’
αυτό τον άντρα που κάποτε αγαπούσε να την ακούσει να κλαίει. «Αν
δεν ξέρεις να κολυμπάς, μην πέφτεις στα βαθιά», της είχε πει η Λιζ
Χόλκομπ. «Ω, Νάταλι, μην κάνεις τίποτα βιαστικά.
Περίμενε. Σκέψου το».
Αλλά περίμενε τόσα χρόνια να σκεφτεί ο άντρας της ότι είχε ξεχάσει
ποια ήταν, ότι την έβαζε σε δεύτερη μοίρα, μετά τα ξενοδοχεία, τις
συσκέψεις, τα λεφτά του.
Και μετά τον είχε κοιτάξει στον κήπο των Χόλκομπ χτες το βράδυ και
είχε καταλάβει ότι το μόνο πράγμα που ήθελε πια από κείνη ήταν ό,τι
μπορούσε να του δώσει στο κρεβάτι.
Αυτή η διαπίστωση της είχε ραγίσει την καρδιά, αλλά της είχε δώσει τη
δύναμη που χρειαζόταν για ν’ αλλάξει τη ζωή της.
Είχε τηλεφωνήσει στον Τζιμ Ράδερφορντ και σ’ ένα κτηματομεσιτικό
γραφείο; γιατί δεν μπορούσε πια να μένει σ’ αυτό το σπίτι. Είχε κάνει
ό,τι μπορούσε... ενώ προσευχόταν να γίνει κάποιο θαύμα. Ο Γκέιτζ
μπορεί ξαφνικά να έβλεπε πόσο σοβαρά ήταν τα πράγματα. Τι θα
έχαναν και οι δυο αν χώριζαν.
Νάταλι, θα της έλεγε, μη φύγεις. Σ’ αγαπώ. Ποτέ δε σταμάτησα να σ’
αγαπώ...
«Στην πραγματικότητα», είπε ψυχρά, «χαίρομαι που τελειώνει αυτή η
φάρσα».
«Ναι», ψιθύρισε η Νάταλι. Σκούπισε με την ανάποδη του χεριού της τα
δάκρυα που κυλούσαν ποτάμι στα μάγουλά της. «Κι εγώ. Είναι... είναι
καλό που αποφασίσαμε και οι δυο να δούμε με ειλικρίνεια τι θέλουμε».
«Χωρισμό», γρύλισε ο Γκέιτζ. «Αυτό θέλω εγώ». Πέταξέ το τηλέφωνο,
το άρπαξε πάλι και σχημάτισε τον αριθμό του Σλέιντ. «Σλέιντ; Άλλαξα
γνώμη. Θα έρθω στο Εσπάδα. Κανόνισα τις εκκρεμότητές μου. Κάνε
μου μια χάρη, πες το και στον Τράβις. Μα και βέβαια θα το
γλεντήσουμε. Όπως τον παλιό καλό καιρό».
Όπως τον παλιό καλό καιρό, σκέφτηκε ο Γκέιτζ με πικρία καθώς
έκλεινε το τηλέφωνο.
Και αυτό δεν ήταν κάτι που θα έπρεπε να περιμένει με ανυπομονησία;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Ο Γκέιτζ είχε αρχίσει πράγματι να περιμένει ανυπόμονα το πάρτι


γενεθλίων του πατέρα του.
Πηγαίνοντας στο Εσπάδα, θα ξανάβλεπε την Κέιτλιν, τ’ αδέρφια του,
παλιούς του φίλους, θα ευχαριστιόταν. Ίσως δε θα τον πείραζε να
ξανάβλεπε ακόμη και το γέρο του. Ο Τζόνας ήταν δύσκολος άνθρωπος,
αλλά είχε ενδιαφέρον.
Χάρη στη Νάταλι είχε πάρει αυτή την απόφαση.
Δεν είχε καμιά απολύτως επικοινωνία μαζί της. Όπως έλεγε και ο γέρος
του για μερικές από τις πρώην γυναίκες του, η σιωπή ήταν
εκκωφαντική.
Είμαι παιδί του πατέρα μου, σκέφτηκε καθώς πετούσε μερικά
φανελάκια σε μια βαλίτσα. Ο Τζόνας σίγουρα ήξερε από διαζύγια.
Έσφιξε τα χείλη του. Εκείνος και ο γέρος δεν είχαν τίποτα κοινό εκτός
από μερικά χρωμοσώματα. Τώρα θα είχαν κάτι. Ο Τζόνας μπορούσε
τώρα να τον κοιτάξει με τα γερακίσια μάτια του και να του πει: Δε σου
είπα να μην την παντρευτείς, αγόρι μου;
Ω, ναι. Θα μιλούσε τώρα ο ένας μέσα στην καρδιά του άλλου.
Έριξε ένα μαγιό μέσα στη βαλίτσα. Θα το χρειαζόταν για την πισίνα,
αλλά μπορεί, για πλάκα, να πήγαινε με τ' αδέρφια του στο ποτάμι και
να έκαναν κολύμπι γυμνοί, όπως όταν ήταν παιδιά.
Αυτή η ανάμνηση τον έκανε να χαμογελάσει. Και αργότερα, πιο
μεγάλοι, γυμνοί ακόμη πάνω στους κόκκινους βράχους, έπιναν μπίρες
που τις πάγωναν στα νερά του ποταμού, λέγοντας ο ένας στον άλλο
καυχησιές· ίσως και μερικές αλήθειες.
Θα ήταν ένα αξέχαστο Σαββατοκύριακο.
Η Κέιτλιν θα τα οργάνωνε όλα στην εντέλεια, το ήξερε. Θα είχαν
ψησταριά, μουσική, καλούς φίλους από τα παλιά... κι εκείνος δε θα είχε
γυναίκα να κοιτάζει συνέχεια πάνω από τον ώμο του. Όχι ότι η Νάταλι
το έκανε ποτέ αυτό, αλλά δε θα ήταν άσχημα να περνούσε μερικές
μέρες χωρίς γυναικεία συντροφιά. Με εξαίρεση την Κέιτλιν, φυσικά.
Αλλά η Κέιτλιν ήταν σχεδόν μία από τα παιδιά, δεν την έβλεπαν ποτέ
σαν γυναίκα.
Έβγαλε ένα παντελόνι από τη βαλίτσα και πρόσθεσε ένα δεύτερο τζιν.
Μάλιστα, αυτό το Σαββατοκύριακο μπορεί να ήταν μια ευκαιρία να
φύγει μακριά από τα προβλήματά του και να χαλαρώσει.
Όχι ότι είχε προβλήματα. Όσο περνούσαν οι μέρες τόσο βεβαιωνόταν
ότι η Νάταλι είχε κάνει χάρη και στους δύο. Αν δεν είχαν λογομαχήσει,
αν δεν είχε μετακομίσει, ποιος ξέρει πόσο θα κρατούσε η φάρσα του
γάμου τους;
«Για πάντα», είπε ο Γκέιτζ και έκλεισε τη βαλίτσα.
Για πάντα, επειδή, παρ’ όλο που δεν ήταν ευτυχισμένος, δεν ένιωθε και
τόσο δυστυχισμένος ώστε να κάνει κάτι. Θα είχε αφήσει την
κατάσταση να διαιωνίζεται και αυτό θα ήταν μεγάλο λάθος. Ηταν νέος,
υπήρχαν ακόμη κορυφές να κατακτήσει, πράγματα να κάνει. Και αν η
Νάταλι δεν ήθελε να μοιράζεται τη ζωή του, δικαίωμά της.
Υπήρχαν κι άλλες γυναίκες. Πάντα υπήρχαν. Ένας άντρας θα έπρεπε
να είναι νεκρός για να μην προσέξει πόσα θηλυκά τού χαμογελούσαν
προκλητικά όταν τον συναντούσαν. Είχε σταματήσει πια να τον
εντυπωσιάζει πόσο συχνά μια γραμματέας ή μια αεροσυνοδός έβαζε
ένα κομματάκι χαρτί με το όνομα και το τηλέφωνό της στην παλάμη
του.
Το γεγονός ότι μέχρι τώρα δεν τους τηλεφωνούσε ποτέ δε σήμαινε ότι
ήταν πολύ αργά για ν’ αρχίσει.
Πήγε τη βαλίτσα στο αμάξι και την πέταξε πίσω. Μπορεί να έβρισκε
κάποια ενδιαφέρουσα γυναίκα ακόμη και στο Εσπάδα. Όχι ότι θα
προσπαθούσε να βρει. Θα έπρεπε να πει στην οικογένειά του για το
επικείμενο διαζύγιό του και δεν ήταν έτοιμος ακόμη να το κάνει, εκτός
του ότι το θεωρούσε και ανήθικο. Μπορεί όμως οι δικηγόροι να είχαν
ήδη συντάξει κάποιο επίσημο έγγραφο χωρισμού... κι αυτό του θύμιζε
ο: έπρεπε να επικοινωνήσει με τον Γκραντ. Ή κάποιον ντόπιο
δικηγόρο. Δε χρειαζόταν έναν παλιό φίλο για να του κρατά το χέρι στη
διάρκεια της δοκιμασίας που θα περνούσε.
Κάθισε πίσω από το τιμόνι της Κορβέτ και πάτησε γκάζι. Ναι, ήταν
κάτι που έπρεπε να το φροντίσει το συντομότερο. Η Νάταλι δεν είχε
χάσει στιγμή. Ο Τζιμ Ράδερφορντ του είχε τηλεφωνήσει χτες και τον
είχε ρωτήσει πολύ τυπικά ποιος τον εκπροσωπούσε. Ο Γκέιτζ του είπε
ότι δεν είχε χρόνο να το συζητήσει.
«Πάω ταξίδι», είχε πει στον Ράδερφορντ. «Σε διαβεβαιώνω ότι
αναλαμβάνω όλα τα έξοδα της γυναίκας μου μέχρι να τακτοποιηθεί
αυτό το θέμα. Θα επικοινωνήσει μαζί σου ο δικηγόρος μου όταν
γυρίσω».
Ο Τζιμ είχε δείξει έκπληξη όταν του είπε ότι δεν υπήρχε λόγος να μη
γίνουν όλα πολιτισμένα, δεδομένου ότι ήθελε το διαζύγιο κι εκείνος
όσο η Νάταλι. Ω, δε θα ήταν καθόλου άσχημα να νιώσει πάλι
ελεύθερος. Ήταν εντυπωσιακό πόσο γρήγορα είχε συνηθίσει σ’ αυτή
την ιδέα.
Βγήκε στην εθνική οδό. Μάλιστα, είχε προσαρμοστεί πιο εύκολα απ’
όσο περίμενε.
Κρίμα που δεν είχε φυλάξει κανένα από τα τηλέφωνα που του έδιναν οι
γυναίκες, αλλά η θάλασσα ήταν γεμάτη ψάρια.
Μόλις νομιμοποιούταν ο χωρισμός, θα άρχιζε να βγαίνει ραντεβού.
Το ίδιο θα έκανε και η Νάταλι.
Ο Γκέιτζ συνοφρυώθηκε.
Μόλις νομιμοποιούταν ο χωρισμός τους... θα περίμενε και η Νάταλι
μέχρι τότε, ήθελε να ελπίζει. Όχι ότι τον ένοιαζε.
Αλλά αυτό ήταν το σωστό.
«Διάολε», γρύλισε.
Έριξε μια ματιά στον καθρέφτη, πέρασε σαν βολίδα τρεις λωρίδες
κυκλοφορίας και κατευθύνθηκε προς την έξοδο.

***
Το διαμέρισμα της Νάταλι βρισκόταν σε μια περιοχή της πόλης που
άλλαζε όψη πολύ συχνά, ενώ το κτίριο σε οδηγούσε σε μια γρήγορη
αναδρομή στην ιστορία του Μαϊάμι Μπιτς.
Κάποτε πρέπει να ήταν πολύ αριστοκρατικό, με τα γύψινα σχέδια και
τα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Αλλά τώρα τα σκαλοπάτια ήταν βρόμικα
και τα γύψινα ξεφτισμένα, περίτρανη απόδειξη του τι μπορούσαν να
κάνουν οι αλλαγές γούστων και πληθυσμών σ’ ένα κτίριο.
Τ ώρα το κτίριο βρισκόταν ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον. Και
το δικό μου μέλλον, σκέφτηκε ο Γκέιτζ καθώς έμπαινε στο χολ, είναι
αβέβαιο.
Κάποιος είχε ζωγραφίσει φοίνικες και ηλιαχτίδες στην εσωτερική
πόρτα, αλλά κάποιος άλλος είχε γράψει μια χυδαία λέξη πάνω σ’ έναν
από τους φοίνικες.
Και κάποιος είχε ξεχαρβαλώσει την κλειδαριά.
Ο Γκέιτζ κοίταξε τα ονόματα και τα κουδούνια στον τοίχο. Δε
χρειαζόταν όμως να χτυπήσει κουδούνι, αφού η πόρτα άνοιξε μόλις την
άγγιξε. Τα ονόματα πάνω από τα κουδούνια θύμιζαν Ηνωμένα Έθνη:
Ρομέρο- Σμιθ- Ο’Μπράιεν.
Και Μπάρον, στο Διαμέρισμα 405. Κάτι ήταν κι αυτό.
Καθώς ανέβαινε τη σκάλα, μύριζε ένα συνδυασμό έντονων οσμών από
πικάντικα νησιώτικα καρυκεύματα και τηγανητό κοτόπουλο. Διέφερε
πολύ από το ποτ πουρί βανίλιας που χρησιμοποιούσε η Νάταλι στο
σπίτι τους.
Είχε αρχίσει να το χρησιμοποιεί στο πρώτο τους διαμερισματάκι στη
Νέα Υόρκη. Θυμόταν ακόμη πώς είχε γυρίσει στο σπίτι ένα βράδυ από
τη δουλειά και την είχε βρει να κάθεται ανακούρκουδα στη μέση του
κρεβατιού, επειδή δεν υπήρχε άλλο μέρος να καθίσει, και να γεμίζει
ένα μικρό ψάθινο καλάθι με ξερά φύλλα και κλαράκια.
Είχε σμίξει τα φρύδια του απορημένος, αλλά είχε χαμογελάσει όταν
έσκυψε να τη φιλήσει και τον χτύπησε το άρωμα στη μύτη.
«Μμμ, ωραίο», είχε πει. «Ποιος να το φανταζόταν ότι η βανίλια είναι
αφροδισιακό;»
Η Νάταλι είχε γελάσει και του είχε πει ότι έλεγε ανοησίες. Και φυσικά
είχε δίκιο, γιατί εκείνη ήταν που τον ερέθιζε, όχι η βανίλια. Και την είχε
ρίξει πάνω στα μαξιλάρια και της είχε κάνει έρωτα σε μια θάλασσα
βανίλιας...
Ανέβηκε λαχανιασμένος την τελευταία σκάλα.
«Και λοιπόν;» μουρμούρισε. Αυτό δεν ήταν ένας χώρος αναμνήσεων.
Είχε έρθει εδώ για να... να...
Να κάνει τι;
Στάθηκε έξω από την πόρτα της Νάταλι, με το δάχτυλο στο κουδούνι.
Γιατί είχε έρθει; Τώρα θα έπρεπε να ήταν στο αεροπλάνο του και να
πέταγε πάνω από τον κόλπο, αντί να στέκεται εδώ και να κοιτάζει την
πόρτα του διαμερίσματος της πρώην... της σχεδόν πρώην γυναίκας του.
Έσκυψε πιο κοντά. Άκουγε μουσική, κάτι με πολλά βιολιά και τσέλο.
Μουσική δωματίου την έλεγε η Νάταλι. Είχε συνηθίσει να την ακούει
συνέχεια στο σπίτι. Όχι τελευταία βέβαια... και τώρα καταλάβαινε ότι
του είχε λείψει. Θα έπρεπε να κοιτάξει τα CD στο γραφείο, να μάθει
ποια άκουγε η Νάταλι...
Συνοφρυώθηκε. Τι γελοία σκέψη! Δεν του άρεσε ποτέ η μουσική
δωματίου, απλώς υποκρινόταν. Την ανεχόταν για χάρη της Νάταλι.
Και αυτό έδειχνε τι ανοησίες μπορούσε να κάνει ένας άντρας για να
πείσει τον εαυτό του ότι αγαπούσε ακόμη τη γυναίκα του. Αλλά αυτά
ήταν τώρα παρελθόν. Διάολε, δεν ήξερε τι έκανε εδώ...
Η πόρτα άνοιξε. Η Νάταλι, με τζιν και φανελάκι, τον κοίταξε
σοκαρισμένη.
«Γκέιτζ;»
Εκείνος συνοφρυώθηκε, καθάρισε το λαιμό του και προσπάθησε να
σκεφτεί να πει κάτι.
«Τι θέλεις εδώ, Γκέιτζ;»
«Θα πάτησα κατά λάθος το κουδούνι».
«Εννοώ, γιατί ήρθες εδώ;»
Μια πόρτα μισάνοιξε από την άλλη πλευρά του διαδρόμου. Η Νάταλι
έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο του Γκέιτζ και παραμέρισε.
«Εντάξει, μη στέκεσαι εκεί», είπε. «Έλα μέσα».
Εκείνος την προσπέρασε και μπήκε στο στενό χολ.
«Ωραία», είπε αυτόματα.
Δεν ήταν. Το φως ήταν θαμπό, αλλά μπορούσε να διακρίνει το
φθαρμένο πλαστικό δάπεδο και τις ξεφτισμένες μπογιές στους τοίχους.
Η Νάταλι κλείδωσε την πόρτα και τον οδήγησε στο καθιστικό που ήταν
σαν μια μεγάλη ντουλάπα. Ο Γκέιτζ έριξε μια γρήγορη ματιά γύρω του.
Οι τοίχοι είχαν ένα απαίσιο σκούρο ροζ χρώμα. Η μοκέτα, αν
μπορούσες να την πεις μοκέτα, ήταν λεκιασμένη και ξεφτισμένη.
Εκτός από μια βουλιαγμένη πολυθρόνα, ένα παλιό τραπεζάκι κι ένα
μικρό στερεοφωνικό, το δωμάτιο ήταν άδειο.
Η Νάταλι πήγε στο στερεοφωνικό και πάτησε ένα κουμπί. Η μουσική
σταμάτησε. Γύρισε και τον κοίταξε με τα χέρια σταυρωμένα.
«Δε θυμάμαι να σε κάλεσα».
Ο Γκέιτζ χαμογέλασε βεβιασμένα. «Θα μπορούσα να πω ότι ήμουν στη
γειτονιά και είπα να περάσω να σε δω».
«Θα μπορούσες, αλλά δε θα σε πίστευα».
«Έλα, Νατ. Μπορεί να μη ζούμε πια μαζί, αλλά δε χρειάζεται να
γίνουμε και εχθροί».
Μετά από λίγο κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
«Μάλλον όχι. Αλλά έπρεπε να είχες τηλεφωνήσει».
«Αν είχα τηλεφωνήσει, θα με καλούσες επάνω;»
Η Νάταλι αναστέναξε. «Όχι», παραδέχτηκε.
«Βλέπεις;» Ο Γκέιτζ της χάρισε το πιο γοητευτικό του χαμόγελο. «Γι’
αυτό αυτοπροσκλήθηκα».
Το είπε σαν να ήταν κάτι πολύ λογικό. Μπορεί και να ήταν όμως. Αυτή
τη στιγμή η Νάταλι δεν καταλάβαινε τίποτα. Οι παλμοί της είχαν
αρχίσει να καλπάζουν όταν είδε τον άντρα της... τον σύντομα πρώην
άντρα της, στην πόρτα... αλλά αυτό ήταν φυσιολογικό. Την είχε
αιφνιδιάσει. Αυτός ήταν ο μόνος λόγος που χτυπούσε τόσο γρήγορα η
καρδιά της.
«Έλα, Νατ. Βάλε μου λίγο καφέ. Μίλησέ μου. Δεν μπορείς να με
κατηγορείς επειδή ήθελα να δω πώς τα πας».
Σκέφτηκε την εξήγησή του. Λίγη ευγένεια δε θα της κόστιζε τίποτα.
Όχι ότι θα κατέβαλλε και μεγάλες προσπάθειες.
«Νατ;»
Η Νάταλι ανασήκωσε τους ώμους. «Έχω μόνο μια στιγμή». «Εντάξει,
μια στιγμή», της είπε πριν αλλάξει γνώμη.
Προσπάθησε να μην κάνει γκριμάτσες καθώς την ακολουθούσε στην
κουζίνα που είχε μια άθλια κίτρινη απόχρωση. Τα ντουλάπια που
κάλυπταν τον ένα τοίχο ήταν χωρίς πόρτες.
Το εμαγιέ της κουζίνας του γκαζιού ήταν ξεφτισμένο και το ψυγείο
είχε σπασμένα πόδια.
«Ω, είναι... συμπαθητικό», της είπε χαμογελώντας, αλλά κατάλαβε
αμέσως ότι είχε κάνει λάθος σχόλιο.
«Μη με κοροϊδεύεις», του είπε εκνευρισμένη.
«Δε σε...»
«Μην το αρνείσαι. Ξέρω πώς δείχνει αυτό το μέρος». Του γύρισε την
πλάτη, γέμισε την κανάτα με νερό και την έβαλε στο μάτι.
«Χρειάζεται... πολλή δουλειά».
Ένα θαύμα χρειαζόταν, αλλά ο Γκέιτζ ήξερε ότι αυτό δεν έπρεπε να το
πει. Γι’ αυτό την παρακολούθησε σιωπηλός να παίρνει ένα βαζάκι με
καφέ από ένα ντουλάπι κι ένα κουτάλι από-ένα συρτάρι που δεν
έκλεινε καλά, αλλά έμεινε άναυδος όταν την είδε να πιάνει στο χέρι της
ένα κουτί σπίρτα.
«Τι κάνεις; Δεν ανάβει αυτόματα αυτό το πράγμα;»
«Φυσικά. Αλλά δεν...»
«Να πάρει και να σηκώσει!» Άρπαξε το κουτί από το χέρι της. «Τι
προσπαθείς να κάνεις; Να τιναχτείς στον αέρα;»
«Μπορώ ν’ ανάψω μια κουζίνα γκαζιού».
«Και η κουζίνα μπορεί να σε τινάξει στον αέρα». Ο Γκέιτζ άναψε το
μάτι, έσβησε το σπίρτο και το πέταξε στο νεροχύτη. «Είπες στο
σπιτονοικοκύρη σου ότι αυτό το μαραφέτι χρειάζεται επισκευή;»
«Κάθισε κάτω, Γκέιτζ. Πίνεις ακόμη σκέτο τον καφέ σου;»
Αν έπινε ακόμη...; Μια εβδομάδα είχε φύγει. Πίστευε πραγματικά ότι
θ’ άλλαζε τις συνήθειες του μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα; Ή
ήθελε να του δείξει ότι δε θυμόταν; Αυτό . τον έκανε να χάσει την
ψυχραιμία του.
«Ναι», είπε κοφτά. «Και απάντησέ μου. Ξέρει ο σπιτονοικοκύρης σου
για την κουζίνα;»
Η Νάταλι πέταξε σχεδόν ένα φλιτζάνι πάνω στο τραπέζι. «Αυτό δε σε
αφορά. Δικό μου είναι το διαμέρισμα, δική μου η κουζίνα, δική μου η
ζωή».
«Χαλάρωσε, κυρία μου. Όταν κάνω μια πολιτισμένη ερώτηση,
δικαιούμαι μια πολιτισμένη απάντηση».
«Χα!»
«Χα; Δηλαδή τι σημαίνει αυτό;»
«Αυτό σημαίνει», του είπε ψυχρά, «ότι δεν ήρθες εδώ με φιλικές
διαθέσεις».
«Η κυρία έγινε ξαφνικά και μέντιουμ», είπε ο Γκέιτζ.
«Ήρθες για να με κριτικάρεις. Να με μειώσεις. Να μου δείξεις ότι το
σπίτι μου δεν είναι για τα δικά σου υψηλά γούστα».
Κλείσε το στόμα σου, είπε στον εαυτό του. Μη σε παρασύρει σε
λογομαχία.
«Λοιπόν, κύριε Μπάρον, σε διαβεβαιώνω ότι εμένα μου αρέσει».
Ο Γκέιτζ ξεφύσηξε δυνατά. «Άσε τις υποκρισίες, μωρό μου. Αυτό το
‘σπίτι’ δεν κάνει ούτε για κατσαρίδες! Είναι...»
«Δικό μου». Η Νάταλι σήκωσε ψηλά το πιγούνι. «Όλο δικό μου. Και
αν δε σου αρέσει, πρόβλημά σου».
«Πάει περίπατο η πολιτισμένη συμπεριφορά».
«Δεν έχεις δικαίωμα να μου λες τι να κάνω».
«Θεέ μου, δεν το πιστεύω! Φτιάχνεις κανέναν κατάλογο παραπόνων
για το δικηγόρο σου;» Ένας μυς τινάχτηκε στο μάγουλό του. «Ξέρεις
πολύ καλά ότι δεν ήμουν ποτέ αυταρχικός».
Τα μάγουλά της βάφτηκαν κόκκινα. «Ήθελα απλώς να σου
υπενθυμίσω ότι δεν είσαι πια άντρας μου».
«Είναι η δεύτερη φορά που μου το επισημαίνεις», της είπε με απαλή
φωνή.
«Αυτή είναι η αλήθεια».
Κάτι σκοτεινό και επικίνδυνο έλαμψε στα μάτια του. «Θέλεις να σου
αποδείξω ότι είμαστε ακόμη σύζυγοι, μωρό μου;»
Η καρδιά της Νάταλι χοροπήδησε μέσα στο στήθος της καθώς ο Γκέιτζ
έσπρωξε πίσω την καρέκλα του και ήρθε προς το μέρος της. Η ματιά
της στάθηκε για λίγο στα γένια που είχαν αρχίσει να μεγαλώνουν στο
σαγόνι του, στο φανελάκι που έσφιγγε τους φαρδιούς ώμους του, στο
ξεθωριασμένο στενό τζιν. Ένιωσε το αίμα της να κοχλάζει.
«Μη!» του είπε. «Γκέιτζ...»
«Μη, τι;» Την πλησίασε σε απόσταση αναπνοής. Η ματιά του
καρφώθηκε στο στόμα της. «Είσαι ακόμη γυναίκα μου, Νάταλι».
«Όχι, δεν είμαι. Εγώ...» Η ανάσα της πιάστηκε καθώς ο Γκέιτζ άγγιξε
με το χέρι του το μάγουλό της, έσπρωξε πίσω τα μαλλιά της και την
έπιασε από το λαιμό.
Το χαμόγελό του ήταν γλυκό, σέξι, ακαταμάχητο. «Αν δε με
πιστεύεις», της είπε τρυφερά, «θα σου δείξω». Και σκύβοντας το
κεφάλι, τη φίλησε.
Η Νάταλι είπε στον εαυτό της πως ήταν μόνο ένα φιλί, τίποτα
παραπάνω. Μια γυναίκα μπορούσε ν’ αντέξει ένα φιλί, ακόμη κι από
έναν άντρα σαν τον Γκέιτζ...
Αλλά όταν έπιασε το πρόσωπό της με τις παλάμες του, χάιδεψε τα
χείλη της με τα δικά του και διεκδίκησε το στόμα της, ένιωσε να
χάνεται.
«Γκέιτζ», ψιθύρισε και άνοιξε τα χείλη της.
Με μια πνιχτή κραυγή, την πήρε στην αγκαλιά του και τη φίλησε
πεινασμένα. Οι παλάμες της απλώθηκαν στο στέρνο του. Ένιωθε τους
δυνατούς χτύπους της καρδιάς του, τη φλόγα της σάρκας του κάτω από
το λεπτό βαμβακερό φανελάκι. Έκρυψε το πρόσωπό της στο λαιμό του,
ρούφηξε την οικεία μυρωδιά του, γεύτηκε την αρμύρα της επιδερμίδας
του. Το χέρι της κατέβηκε στη μέση του, μετά πιο χαμηλά κι εκείνος
βόγκηξε σαν τραυματισμένο ζώο.
Ω, πόσο της είχε λείψει. Ο Γκέιτζ. Ο άντρας της. Ο μόνος άντρας που
είχε αγαπήσει ποτέ.
Ο Γκέιτζ έκλεισε τα μάτια καθώς η Νάταλι δάγκωνε απαλά το λαιμό
του. Θεέ μου, πόσο του είχε λείψει. Η γυναίκα του.
Η μοναδική γυναίκα που είχε αγαπήσει ποτέ.
Αυτό ήταν το φυσικό. Να την κρατά αγκαλιά, να τη φιλάει, να ρουφάει
το άρωμα αγριολούλουδων, τι. μεθυστικό άρωμα του πάθους της.
Είπε ψιθυριστά τ’ όνομά της καθώς την έπιανε από τους γλουτούς. Τη
σήκωσε κι έσφιξε το κορμί του πάνω στο δικό της έτσι που να μπορεί
να νιώθει εκείνη πόσο ερεθισμένος ήταν. Έπρεπε να την κάνει να
θυμηθεί πώς ήταν ανάμεσά τους, πώς θα μπορούσε να είναι πάλι...
Ένα άγριο σφύριγμα διέκοψε την ησυχία. Η Νάταλι πετάχτηκε σαν
τρομαγμένος λαγός. Τα μάτια της άνοιξαν.
Ο Γκέιτζ βλαστήμησε μέσα από τα σφιγμένα δόντια του. «Η κανάτα
είναι». Άπλωσε το χέρι και ψαχούλεψε για το διακόπτη της κουζίνας.
«Χαλάρωσε, μωρό μου. Εντάξει είναι...»
«Όχι, δεν είναι εντάξει». Η Νάταλι τον έσπρωξε δυνατά και
απελευθερώθηκε. «Γι’ αυτό ήρθες εδώ;» Η φωνή της έτρεμε από την
οργή· τα μάγουλά της είχαν φουντώσει. «Για να με αποπλανήσεις;»
Έτσι έβλεπε αυτό που είχε γίνει ανάμεσά τους; Σαν αποπλάνηση; Τα
μάτια του Γκέιτζ στένεψαν.
«Νόμιζα ότι κάναμε έρωτα».
Το ίδιο νόμιζε κι εκείνη... αλλά αν το παραδεχόταν, θα ήταν λάθος.
«Ήταν σεξ», του είπε. «Τίποτε άλλο. Σεξ. Και ήταν λάθος. Είμαι
αρκετά σαφής;»
Τα χείλη του σφίχτηκαν. Πολύ σαφής. Για κείνη τα τελευταία λεπτά
ήταν μόνο σεξ. Η γυναίκα του -η μια φορά κι έναν καιρό γυναίκα του-
είχε γίνει μια άγνωστη. Και δεν του άρεσε αυτή η άγνωστη. ;·
«Απολύτως σαφής», της είπε. «Αλλά κάνεις λάθος, μωρό μου. Δε θα
προσπαθούσα να σε αποπλανήσω ακόμη κι αν εμφανιζόσουν στην
πόρτα μου γυμνή, τυλιγμένη σαν δώρο και με μια κορδέλα στο λαιμό
σου».
Το αίμα στράγγιζε από το πρόσωπό της. «Φύγε από δω».
«Μην ανησυχείς». Ο Γκέιτζ βγήκε από την κουζίνα. «Φεύγω».
«Ωραία». Η Νάταλι πέρασε ξυστά δίπλα του. «Και», του είπε καθώς
άνοιγε την πόρτα, «μην ξανάρθεις...»
«Νάταλι;»
Ο Γκέιτζ προχώρησε προς την πόρτα και τον άντρα που στεκόταν στο
άνοιγμά της. Άντρας... Μάλλον βουνό ήταν. Ένας γίγαντας με
πλούσιες ξανθές μπούκλες, ένα λαιμό σαν κορμό δέντρου και
ανάλογους μυς και μηρούς. Και, κρίνοντας από την έκφρασή του, ο
Γκέιτζ κατάλαβε ότι ο τύπος ήταν έτοιμος να τον κάνει κιμά.
«Χανς», είπε η Νάταλι. «Τι κάνεις εδώ;»
«Ετοιμαζόμουν να ξεκλειδώσου την πόρτα μου». Ο γίγαντας έδειξε με
το κεφάλι το απέναντι διαμέρισμα, κρατώντας πάντα καρφωμένο το
βλέμμα στο πρόσωπο του Γκέιτζ. «Και άκουσα φωνές». Έσφιξε τις
γροθιές του. «Σ’ ενοχλεί αυτό το ρεμάλι, Νάταλι;»
«Όχι. Όχι, Χανς, δεν καταλαβαίνεις...»
«Δεν είμαι ρεμάλι», είπε ο Γκέιτζ θλιμμένα. «Είμαι ο άντρας της».
«Πρώην άντρας της». Τα μάτια του Χανς στένεψαν. «Η Νάταλι είναι
διαζευγμένη».
«Χωρισμένη», τον διόρθωσε η Νάταλι.
«Ούτε αυτό», βιάστηκε να πει ο Γκέιτζ. «Αλλά εσένα τι σε νοιάζει;»
Ο γίγαντας έκανε ένα βήμα μπροστά. «Η Νάταλι είναι φίλη μου. Αν
χρειάζεται βοήθεια, είμαι εδώ να της την προσφέρω».
«Χανς. Σε παρακαλώ. Δεν...»
«Ακριβώς, Χανς». Ο Γκέιτζ χαμογέλασε. Η αδρεναλίνη του είχε
αρχίσει ν’ ανεβαίνει στα ύψη. Τι σημασία είχε αν ο τύπος ζύγιζε
κανέναν τόνο παραπάνω από κείνον; Ένιωθε ότι θα τον κατάφερνε.
Ένας δυο γύροι με τον Χανς το Μαντρόσκυλο θα τον εκτόνωναν.
Ο Γκέιτζ έκανε ένα βήμα μπροστά. «Άκουσες την κυρία. Δε σε
χρειάζεται. Για τίποτα. Το έπιασες ή θέλεις να σου το συλλαβίσω;»
«Σταματήστε!» Η Νάταλι μπήκε ανάμεσά τους. «Αυτό είναι γελοίο».
Ο Χανς σταύρωσε τα πελώρια χέρια του στο στήθος. «Με μια λέξη
σου, Νάταλι, τον πετάω έξω».
«Ναι, μωρό μου». Ο Γκέιτζ χαμογέλασε. «Με μια λέξη σου, στέλνω
τον Χανς στο διαμέρισμά του χωρίς να ξεκλειδώσει την πόρτα».
Η Νάταλι έβαλε από ένα χέρι στο στέρνο του καθενός. «Χανς», είπε
αυστηρά, «πήγαινε στο σπίτι σου. Ο πρώην μου...»
«Ο άντρας της», διόρθωσε ο Γκέιτζ.
«Ο άντρας με τον οποίο δε ζω πια», είπε ψυχρά η Νάταλι, «είναι
ηλίθιος, αλλά ακίνδυνος».
«Είσαι σίγουρη;»
«Ναι».
«Εντάξει». Ο Χανς ξεφύσηξε δυνατά. «Αλλά αν με χρειαστείς...» «Θα
σε φωνάξω».
«Εντάξει. Και, Νάταλι... Αυτή η ταινία που λέγαμε είναι στην
τηλεόραση αργότερα. Αν θέλεις να τη δούμε μαζί...»
«Τέλεια». Η Νάταλι χαμογέλασε. «Θα φτιάξω ποπκόρν».
Ο γίγαντας αγριοκοίταξε τον Γκέιτζ. Εκείνος ανταποκρίθηκε μ’ ένα
χαμόγελο που έδειξε όλα του τα δόντια.
«Άου φίντεζεν, φίλε», είπε και του έκλεισε κατάμουτρα την πόρτα.
«Το χιούμορ σου πήγε χαμένο», είπε η Νάταλι. «Ο Χανς είναι από την
Ολλανδία».
«Δε μ’ ενδιαφέρει ακόμη κι αν είναι από τον Αρη. Ταινίες; Ποπκόρν;
Για την περίπτωση που το έχεις ξεχάσει, μωρό μου, είσαι ακόμη μια
παντρεμένη γυναίκα».
«Μόνο προσωρινά. Άλλωστε ο Χανς είναι μόνο φίλος».
«Φίλος, ε;»
«Ξέρω ότι μια σχέση ανάμεσα σ’ έναν άντρα και μια γυναίκα που
βασίζεται σε οτιδήποτε άλλο εκτός από το σεξ είναι κάτι που δεν το
χωράει το δικό σου το μυαλό, αλλά συμβαίνει».
«Αυτός ο τύπος έχει μόνο ένα πράγμα στο μυαλό του. Θέλει να μπει
στα βρακιά σου».
«Είσαι τόσο άξεστος».
«Είμαι ειλικρινής».
«Πάντως, κάνεις λάθος. Εξάλλου, είναι κάτι που δεν...» «Με αφορά».
Αρκετά πια. Είτε της άρεσε είτε όχι, ήταν ακόμη άντρας της. Και ήταν
καιρός να το καταλάβει.
«Μάζεψε τα πράγματά σου», ούρλιαξε.
«Σταμάτα, Γκέιτζ. Δε δέχομαι εντολές από σένα».
«Πάρε αρκετά πράγματα για το Σαββατοκύριακο. Στα γρήγορα».
«Ω, αυτό μ’ αρέσει», είπε εύθυμα η Νάταλι. «Πρέπει να χαιρετήσω
στρατιωτικά; Γιατί τότε...»
«Πρόκειται για τον πατέρα μου», είπε ο Γκέιτζ, πετώντας με μεγάλη
ευκολία αυτό το ασύστολο ψέμα.
«Ο Τζόνας;»
Ο Γκέιτζ έγνεψε καταφατικά. «Αυτό ήρθα να σου πω». Δεν ήταν
εντελώς ψέμα. Κάτι είχε συμβεί στον Τζόνας. Ένας άνθρωπος δε
γίνεται κάθε μέρα ογδόντα πέντε χρόνων. «Μίλησα με τ’ αδέρφια μου.
Πάμε όλοι στο Εσπάδα».
«Ω!» Η Νάταλι δάγκωσε το κάτω χείλι της. «Λυπάμαι πολύ.
Αλλά...»
«Σκέφτηκα ότι δε θα σε πείραζε να ξεχάσεις για λίγο τα προσωπικά μας
προβλήματα και να έρθεις μαζί μου για να σε δει άλλη μια φορά ο
γέρος».
Ούτε αυτό ήταν εντελώς ψέμα. Άλλη μια φορά ήταν άλλη μια φορά.
Άλλωστε, δεν υπήρχε περίπτωση ν’ αφήσει εδώ τη Νάταλι. Σ’ αυτή την
τρύπα. Και με τον Χανς απέναντι.
«Γιατί δε μου το είπες από την αρχή;»
Ο Γκέιτζ απάντησε μ' ένα χαμόγελο στο καχύποπτο βλέμμα της
γυναίκας του.
«Παρασυρθήκαμε, μωρό μου. Το ξέχασες;»
Η Νάταλι κοκκίνισε. «Γκέιτζ, ορκίζομαι, αν μου λες ψέματα...»
«Φιλάω σταυρό», της είπε, γουρλώνοντας τα μάτια.
Η Νάταλι σταύρωσε τα χέρια και τον κοίταξε. Είχε αρχίσει να χάνει τις
ελπίδες του όταν την άκουσε ν’ αναστενάζει.
«Εντάξει. Δώσε μου μερικά λεπτά να ετοιμαστώ».
Ήταν δύσκολο να μη χαμογελάσει, αλλά ο Γκέιτζ κρατήθηκε μέχρι που
έφυγε η Νάταλι. Μετά είπε ένα σιγανό «ναι!» και σήκωσε τη γροθιά
του ψηλά στον αέρα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Η Νάταλι εξαφανίστηκε στην κρεβατοκάμαρά της και βγήκε δέκα


λεπτά αργότερα κρατώντας μια βαλιτσούλα. Είχε φορέσει ένα σοβαρό
λινό ταγέρ.
«Είμαι έτοιμη», είπε.
Ο Γκέιτζ έγνεψε καταφατικά και πήρε τη βαλιτσούλα της. Το ταγέρ
δείχνει τι σκέφτεται για τον πατέρα μου, συλλογίστηκε. Νοσοκομείο.
Ίσως και κηδεία.
Θα γινόταν θηρίο όταν θα ανακάλυπτε ότι την είχε παραπλανήσει.
Ίσως έπρεπε να της πει την αλήθεια. Να την άφηνε να διαλέξει αν
ήθελε να έρθει στα γενέθλια ή να μείνει εδώ. Ίσως...
Αλλά δεν υπήρχε «ίσως». Μια γυναίκα που ετοιμαζόταν να πάρει
διαζύγιο δε θα έφευγε με το σχεδόν πρώην άντρα της για το
Σαββατοκύριακο. Αν είχε περιθώρια επιλογής, η Νάταλι θα έμενε εδώ
και θα διασκέδαζε με τον Χανς κι ένα μπολ ποπκόρν.
«Γκέιτζ; θα φύγουμε ή όχι;»
Η απόφαση ήταν εύκολη. «Φυσικά θα φύγουμε», της είπε.
Πόση φασαρία μπορεί να έκανε η Νάταλι όταν θα έφταναν στο
Εσπάδα;

***

Περίμενε ν' αρχίσουν να πέφτουν βροχή οι ερωτήσεις στο δρόμο μέχρι


το αεροδρόμιο.
Τι ακριβώς είχε πάθει ο Τζόνας; Είχε μπει στο νοσοκομείο; Τι έλεγαν
οι γιατροί; Πόσο χρόνο είχε;
Περίμενε, αλλά η Νάταλι δεν είπε λέξη.
Ή ήταν πολύ θυμωμένη για τη συμπεριφορά του στην τρώγλη που
αποκαλούσε διαμέρισμα ή πίστευε ότι το πρωτόκολλο για ανθρώπους
που βρίσκονταν στα πρόθυρα διαζυγίου ήταν η σιωπή.
Ο Γκέιτζ χαιρόταν που δεν τον ρωτούσε για την κατάσταση του πατέρα
του, γιατί δεν ήξερε τι θα έκανε.
Το Τσέσνα ήταν έτοιμο και περίμενε. Φόρεσε τα ακουστικά της,
προσδέθηκε και τον κεραυνοβόλησε μ’ ένα βλέμμα όταν εκείνος
άπλωσε το χέρι για να ελέγξει τη ζώνη της, όπως είχε κάνει χιλιάδες
φορές μέχρι τώρα.
«Καταφέρνω να ασφαλίσω τη ζώνη μου», του είπε ψυχρά.
Εντάξει, είχε επιλέξει τον ψυχρό πόλεμο. Και τα πράγματα θα
επιδεινώνονταν όταν θα έφταναν στο Εσπάδα και θα καταλάβαινε ότι
της είχε πει ψέματα.
Όχι. Όχι ψέματα. Είχε παραλείψει μόνο μερικές λεπτομέρειες. Και για
έναν πολύ σοβαρό λόγο.
Τα χείλη του Γκέιτζ ήταν σφιγμένα καθώς έβγαζε το αεροπλάνο στο
διάδρομο απογείωσης.
Ποιος σωστός άντρας θα άφηνε μια γυναίκα σε μια τρύπα σαν αυτό το
διαμέρισμα; Στις τρυφερές περιποιήσεις του Χανς που της ριχνόταν με
τη λεπτότητα ιπποπόταμου; Όχι κάποιος που ήξερε τις ευθύνες του,
αυτό ήταν σίγουρο. Η Νάταλι δε θα το καταλάβαινε ίσως ποτέ αυτό,
αλλά δε χρειαζόταν. Το καταλάβαινε εκείνος και είχε αναλάβει δράση.
Αλλά, Θεέ μου, ήξερε τι φουρτούνα τον περίμενε όταν θα έφταναν στο
ράντσο και μάθαινε η Νάταλι ότι το μόνο πρόβλημα με τον Τζόνας
ήταν ότι παρέμενε ο ίδιος ξεροκέφαλος, αδιάλλακτος γερο-μπάσταρδος
που ήταν πάντα.
«Γκέιτζ;» Η φωνή της ακουγόταν καθαρά από το μικρόφωνο.
«Ναι;»
«Τι συμβαίνει με τον Τζόνας;»
Ήρθε η ώρα της κρίσης, σκέφτηκε ο Γκέιτζ. «Δεν είμαι βέβαιος». «Δεν
έχουν κάνει ακόμη διάγνωση οι γιατροί;»
«Όχι…Όχι, δεν έχουν κάνει».
«Λιποθύμησε; Έπαθε καμιά κρίση; Κάτι πρέπει να υποψιάζονται».
«Τίποτε, από ό,τι ξέρω».
«Δεν έχει αρρωστήσει ποτέ στη ζωή του».
«Ναι, αλλά ο Τζόνας είναι γέρος». Αν συνέχιζε ν’ απαντάει μ’ αυτό τον
τρόπο, η αλήθεια δεν τον έβλαπτε. Καλά τα πήγαινε.
«Ποιος σου τηλεφώνησε για να σου πει ότι είναι άρρωστος; Ο Έιμπελ;
Η Μάρτα; Ο Λίτον;»
Ο Γκέιτζ συνοφρυώθηκε. «Δώσε μου αυτόν το χάρτη, σε παρακαλώ.
Όχι, όχι αυτόν. Τον άλλο. Ευχαριστώ».
Άπλωσε το χάρτη πάνω στα πόδια του. Πόση ώρα μπορούσε να
προσποιείται ότι μελετούσε την πορεία τους; Ένα λεπτό;
Δύο; Μέχρι να βρει μια ανώδυνη απάντηση, αλλά δεν ήταν εύκολο.
Δεν είχε σημασία αν τον είχε ειδοποιήσει ο επιστάτης του ράντσου, η
γυναίκα του Τζόνας ή ο ανιψιός του. Όποιος κι αν ήταν, θα έπρεπε να
του είχε πει κάτι συγκεκριμένο.
«Γκέιτζ; Με άκουσες;»
Δίπλωσε το χάρτη, τον έβαλε στη θέση του και κοίταξε τη γυναίκα του
καθώς το αεροσκάφος κέρδιζε ύψος.
Ίσως είχε έρθει η ώρα να της μιλήσει. Βρίσκονταν στον αέρα. Τι θα
μπορούσε να κάνει όταν θα μάθαινε ότι δεν της είχε πει όλη την
αλήθεια;
Οτιδήποτε! Μπορεί ν’ άρχιζε να τον χτυπάει ή να απαιτούσε να την
πάει πίσω στο Μαϊάμι. Δεν ήξερε τι μπορούσε να κάνει κι αυτό ήταν το
πρόβλημα. Δεν ήξερε πια τη γυναίκα του. Τι είχε απογίνει το γλυκό
κορίτσι που είχε παντρευτεί; Τ ο κορίτσι που τον αγαπούσε αρκετά
ώστε να δεχτεί να κλεφτούν; Πού ήταν η σύντροφος που τον είχε
βοηθήσει να κάνει το μεταπτυχιακό του; Που τον είχε παρακινήσει να
τα παρατήσει όταν κατάλαβε ότι δε θα γινόταν καλός δικηγόρος; Το
κορίτσι που δούλευε μέρα νύχτα δίπλα του, βοηθώντας τον να χτίσει τα
ξενοδοχεία Μπάρον;
Είχε χαθεί, την είχε καταπιεί η γυναίκα με τα ατσάλινα μάτια που
καθόταν τώρα δίπλα του.
Ίσως είχε κάνει λάθος που την είχε πείσει να έρθει μαζί του στο
Εσπάδα. Η ζωή της ήταν δικό της θέμα- οι επιλογές της δεν
περιλάμβαναν πια εκείνον.
Μπορούσε να της πει: Νάταλι, ο Τζόνας είναι μια χαρά. Δεν υπάρχει
λόγος να έρθεις μαζί μου. Και ξέρουμε και οι δυο ότι δε θέλεις να είσαι
μαζί μου. Και δεν πειράζει, γιατί ούτε εγώ θέλω να είμαι μαζί σου. Αν
προτιμάς να περάσεις τη βραδιά με τον Χανς, δική σου υπόθεση.
«Γκέιτζ, θέλω μερικές απαντήσεις. Τι έχει πάθει ο Τζόνας;»
Την κοίταξε. «Συγνώμη;» «Είπα...» «Κάτι πρέπει να έπαθε το
μικρόφωνο. Το μόνο που πιάνω είναι παράσιτα».
«Δε μ' ακούς;»
«Όχι καλά». Χτύπησε τ’ ακουστικά του. «Δεν ακούω τίποτα».
Η Νάταλι κατσούφιασε, διόρθωσε το μικρόφωνό της και μίλησε πιο
δυνατά. «Είπα...»
«Μόνο παράσιτα ακούω», της φώναξε προσπαθώντας να μη μορφάσει,
γιατί η υψωμένη φωνή της παραλίγο να του σπάσει τα τύμπανα. «Δεν
ακούω τίποτα».
Τ ον κοίταξε επίμονα. «Ελπίζω να μη μου είπες ψέματα για τον Τζόνας,
Γκέιτζ Μπάρον, γιατί τότε, μα το Θεό, θα σε σκοτώσω».
Το χαμόγελο του Γκέιτζ ήταν αθώο. «Συγνώμη. Δεν ακούω λέξη».
Η Νάταλι συνοφρυώθηκε. Μετά κάθισε πιο αναπαυτικά στο κάθισμά
της, σταύρωσε τα χέρια και κοίταξε έξω από το παράθυρο.

***

Μέχρι να φτάσουν πάνω από τον κόλπο, η Νάταλι έπνεε μένεα.


Γιατί δεν είχε σκεφτεί να ρωτήσει τον Γκέιτζ πριν ανέβει στο
αεροσκάφος;
Ο Τζόνας πέθαινε; Για κάποιο λόγο, δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ο
Τζόνας ήταν πολύ μοχθηρός για να πεθάνει. Εξάλλου, αν αυτός ήταν ο
λόγος που είχε περάσει ο Γκέιτζ από το διαμέρισμά της, δε θα της
μιλούσε αμέσως για την αρρώστια του πατέρα του, αντί να κάνει ό,τι
μπορούσε για να πείσει τον Χανς ότι είχε ακόμη δικαιώματα πάνω της;
Και δεν είχε. Σίγουρα δεν είχε. Και όσο συντομότερα το καταλάβαινε
αυτό... τόσο καλύτερα.
Υπήρχε κάτι ύπουλο σ’ αυτή την κατάσταση. Ο Τζόνας δεν ήταν
άρρωστος. Το διαισθανόταν.
Πετούσε στο Τέξας με το σύντομα πρώην άντρα της μονάχα επειδή ο
Γκέιτζ είχε ρίξει μια ματιά στην καινούρια της ζωή και είχε αποφασίσει
ότι του ήταν αδύνατο να ανεχτεί το γεγονός ότι μπορούσε να έχει
κάποια ζωή χωρίς εκείνον.
Αναρωτήθηκε πώς θα αντιδρούσε αν γύριζε και του έλεγε: «Ναι,
μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα. Βρήκα δικό μου διαμέρισμα, έχω κάνει
δυο τρεις αιτήσεις για δουλειά, κατάφερα να κάνω φίλους.
Δε σε χρειάζομαι πια, Γκέιτζ Μπάρον...»
Αλλά πώς να το πει αυτό, αφού ήταν ψέμα;
Τον χρειαζόταν, αλλιώς δε θα ξυπνούσε κάθε πρωί με αφόρητο κενό
στην καρδιά. Με δάκρυα στα μάγουλα και το όνομα του Γκέιτζ στα
χείλη.
Η Νάταλι στριφογύρισε στη θέση της.
Συνήθεια, σκέφτηκε. Αυτό ήταν. Όταν η Λιζ Χόλκομπ συνήλθε από το
σοκ που της προκάλεσε η ανακοίνωση της Νάταλι, μίλησαν πολλή ώρα
οι δυο τους. Και ένα από τα πράγματα που της είχε πει η Λιζ ήταν το
πόσο παράξενα είχε νιώσει όταν πήρε διαζύγιο από τον πρώτο της
άντρα.
«Είναι όπως όταν κόβεις το τσιγάρο», της είχε πει. «Ξέρεις ότι αυτό
που έκανες ήταν καλό, αλλά η συνήθεια δεν πεθαίνει εύκολα».
Ακριβώς.
Όταν ζούσες μ’ έναν άντρα δέκα χρόνια, δε συνήθιζες από τη μια μέρα
στην άλλη να ζεις χωρίς αυτόν. Συνήθεια, αυτό ήταν το κενό που
ένιωθε.
Προσαρμοζόταν όμως σιγά σιγά. Είχε αρχίσει ήδη να βλέπει πόσα
πλεονεκτήματα είχε η καινούρια της ζωή.
Όπως το να μη βρίσκεις το καπάκι της τουαλέτας ανασηκωμένο.
Βρεγμένες πετσέτες στην πόρτα του ντους. Και αν ήθελε να διαβάσει
μέσα στ’ άγρια μεσάνυχτα, δεν υπήρχε κανένας ξαπλωμένος δίπλα της
να γρυλίζει, να πέφτει μπρούμυτα, να βάζει το μαξιλάρι πάνω στο
κεφάλι του και να λέει με φωνή οσιομάρτυρα: «Όχι, μην ανησυχείς, το
φως δε μ’ ενοχλεί».
Και κάτι πιο σημαντικό, δεν περίμενε κανένα στο τέλος της μέρας, αν
και τα τελευταία δυο τρία χρόνια δεν ήξερε και η ίδια γιατί το έκανε.
Γιατί να περιμένεις έναν άντρα που συχνά τηλεφωνούσε στις εφτά για
να σου πει ότι δε θα ερχόταν στο σπίτι για φαγητό, όταν εσύ το είχες
καταλάβει αυτό πριν από μια ώρα; Και γιατί να είσαι εκεί, αφού έφτανε
τελικά στις εννιά, δέκα ή και αργότερα, σου πετούσε ένα φιλί στον
αέρα και σου έλεγε: «Γεια, είμαι ψόφιος, καληνύχτα, θα σε δω το
πρωί... Αλήθεια, πώς πέρασες σήμερα...» Και όλα αυτά χωρίς να πάρει
ανάσα; Αν ερχόταν στο σπίτι φυσικά. Αν δεν περνούσε τη νύχτα ή και
ολόκληρη την εβδομάδα στην Καλιφόρνια ή στο Μπαλί ή σε
οποιοδήποτε άλλο σημείο του πλανήτη εκτός από το κρεβάτι του, μαζί
με τη γυναίκα του.
Κι ακόμη το θράσος του, να απαιτεί από κείνη να γίνεται χαδιάρα
γατούλα όταν της έκανε την τιμή να βρίσκεται στο κρεβάτι τους.
Συμβίωση σήμαινε πολύ περισσότερα πράγματα από το σεξ, αλλά ο
Γκέιτζ φαινόταν να το ξεχνάει αυτό.
Δάκρυα έκαιγαν τα μάτια της Νάταλι. Δάκρυα οργής. Σίγουρα δεν
ένιωθε πια τίποτα για κείνον. Μόνο θυμό, για τον τρόπο που την είχε
βγάλει από τη ζωή του, εκτός από τις στιγμές που ήθελε σαρκική
ανακούφιση κι εκείνες που τη χρειαζόταν δίπλα του για να τη δείχνει
σαν αστραφτερό έπαθλο.
Όχι, δεν ένιωθε τίποτα για τον Γκέιτζ. Και αυτό δεν την πείραζε.
Δεν ήθελε να νιώθει τίποτα. Ποτέ πια. Όχι...
Το Τσέσνα έστριψε δεξιά.
«Το Εσπάδα», είπε ο Γκέιτζ, κοιτάζοντας από το παράθυρο.
Η Νάταλι κοίταξε, αλλά τα δάκρυα θόλωναν την όρασή της. Άλλωστε
δε χρειαζόταν να κοιτάξει. Ήξερε το μέρος σπιθαμή προς σπιθαμή. Το
σκονισμένο αεροδιάδρομο, τα ατέλειωτα στρέμματα γης, τα πράσινα
βουνά, το υψωματάκι όπου εκείνη και ο Γκέιτζ είχαν κάνει για πρώτη
φορά έρωτα.
Το Εσπάδα, όπου είχε αρχίσει η κοινή ζωή τους. Τώρα γύριζαν εδώ,
όταν όλα μεταξύ τους είχαν τελειώσει.
Είχε φύγει από δω πριν από δέκα χρόνια. Το ’χαν σκάσει με τον Γκέιτζ,
επειδή ήταν πολύ ερωτευμένοι για ν ’ αφήσουν κάποιον ή κάτι να τους
χωρίσει. Και τον αγαπούσε, μάρτυράς της ο Θεός, αγαπούσε σαν τρελή
αυτό τον άντρα, που με τα χρόνια είχε μεταμορφωθεί σε κάποιον που
δεν ήξερε και ούτε συμπαθούσε.
Δεν μπορούσε να περάσει το Σαββατοκύριακο εδώ μαζί του. Θα ήταν
πολύ οδυνηρό. Αν ήταν ετοιμοθάνατος ο Τζόνας, θα τον έβλεπε για
τελευταία φορά και θα ζητούσε από κάποιον από τους άντρες του
ράντσου να την πάει στο αεροδρόμιο του 'Οστιν.
Αν ήταν ετοιμοθάνατος, σκέφτηκε. Κι εκείνη τη στιγμή ήταν απόλυτα
σίγουρη πως δεν ήταν.
Γύρισε προς το μέρος του Γκέιτζ καθώς οι τροχοί του αεροσκάφους
άγγιζαν το έδαφος.
«Δεν είναι αλήθεια, έτσι;»
«Τι είπες;» Της έδειξε τα ακουστικά. «Δεν μπορώ...»
«Σταμάτα επιτέλους! Μη χειροτερεύεις τα πράγματα, αραδιάζοντάς
μου μερικά ακόμη ψέματα!» Η Νάταλι τον χτύπησε στον ώμο.
«Παραδέξου το!»
«Π’ ανάθεμά σε, Νατ, σου έστριψε; Πάψε να κινείσαι και να με χτυπάς.
Θέλεις να συγκρουστούμε;»
«Να συγκρουστούμε με τι; Είμαστε στο έδαφος και δεν έχουμε το
παραμικρό εμπόδιο μπροστά μας». Τον χτύπησε πάλι καθώς εκείνος
έκλεινε τις μηχανές. «Έλεγες ψέματα ότι δε με άκουγες. Και για τον
Τζόνας».
«Κοίτα, Νάταλι...»
«Άσ’ τα αυτά, Γκέιτζ Μπάρον. Αν νομίζεις ότι μια απαγωγή θα με
εμποδίσει να...»
«Άκου πώς μιλάς», είπε ο Γκέιτζ. «Είμαι ψεύτης. Και απαγωγέας. Τι
άλλο; Είμαι και δολοφόνος κατ’ εξακολούθηση, επειδή δεν έχουμε
καταφέρει να λύσουμε ένα μικρό πρόβλημά μας;»
«Μικρό είναι ένα διαζύγιο για σένα;»
«Αν σκεφτείς το λόγο για τον οποίο βρισκόμαστε εδώ, ναι».
«Ποιο λόγο;» Η Νάταλι τον στραβοκοίταξε. «Η θα συνεχίσουμε να
υποκρινόμαστε ότι ο πατέρας σου είναι με το ένα πόδι στον τάφο;»
Ο Γκέιτζ καθάρισε το λαιμό του. «Εγώ... δεν είπα ποτέ...»
Η Νάταλι άνοιξε την πόρτα της. «Να εύχεσαι να είναι», του φώναξε
οργισμένη. «Μ ’ ακούς, Γκέιτζ; Να εύχεσαι να πεθαίνει ο Τζόνας,
αλλιώς...»
«Αλλιώς, τι;» ρώτησε μια σκληρή φωνή.
Η Νάταλι γύρισε το κεφάλι. Ο πεθερός της στεκόταν δίπλα στο φτερό
του αεροπλάνου, πιο ακμαίος από ποτέ. Και χαμογελούσε σαν να
ήθελε να της υπενθυμίσει ότι με τα χρόνια είχε αποδεχτεί την
απόφαση του γιου του να παντρευτεί μια παρακατιανή.
«Τζόνας!» Η Νάταλι κοκκίνισε. «Δεν εννοούσα...»
«Το ελπίζω, γιατί, εκτός αν ξέρεις κάτι που δεν ξέρω εγώ, είμαι πολύ
μακριά από τον τάφο». Ο Τζόνας Μπάρον άπλωσε τα χέρια του. «Ασε
με να σε βοηθήσω να κατέβεις και μετά θα μου πεις γιατί βιάζεσαι τόσο
πολύ να με στείλεις στον άλλο κόσμο».

***

Δεν του είπε.


Τι να του πει; Τζόνας, ο γιος σου μ’ έφερε εδώ με δόλο και απάτη,
επειδή δεν του αρέσει η ιδέα ότι τον εγκατέλειψα; Όταν πίσω από τον
πεθερό της στέκονταν ο Τράβις, ο Σλέιντ και η Κέιτλιν; Όλοι τους
περίμεναν με ανοιχτές αγκάλες. Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να
τους πει ότι δεν έπρεπε να βρίσκεται εδώ, επειδή εκείνη και ο Γκέιτζ
έπαιρναν διαζύγιο.
Γι' αυτό η Νάταλι χαμογέλασε θερμά και είπε ένα ψέμα όπως κι ο
άντρας της. Ότι ο Τζόνας είχε παρεξηγήσει αυτό που άκουσε. Δεν είχε
πει «να πεθαίνει», αλλά «να μαθαίνει» στα παιδιά του να μαζεύονται
κάπου κάπου για ένα Σαββατοκύριακο. Και όσο πιο πολύ μιλούσε τόσο
την κοίταζαν απορημένοι οι συγγενείς του άντρα της. Μέχρι που
επενέβη ο Γκέιτζ και είπε ότι είχε αφήσει ένα μήνυμα για τη Νάταλι
στον τηλεφωνητή, αλλά ήταν λίγο μπερδεμένο.
Ο Τζόνας συνοφρυώθηκε και είπε ότι δεν έβγαινε νόημα από τα
λεγόμενό τους.
«Πήρες την πρόσκλησή σου με κούριερ, αγόρι μου, πριν από δέκα
μέρες, όπως και τ’ αδέρφια σου».
«Ναι», είπε ο Τράβις. «Θυμάσαι; Ο Σλέιντ κι εγώ σου τηλεφωνήσαμε
και είπες...»
«Ω, για όνομα του Θεού», τους διέκοψε η Κέιτλιν, «ποιος νοιάζεται τι
είπε ποιος; Νατ, έλα μαζί μου με το φορτηγάκι.
Άσε τους άντρες να τα πουν στο τζιπ».
Η Νάταλι την κοίταξε με ευγνωμοσύνη. «Να ’σαι καλά», ψιθύρισε,
καθώς η Κέιτλιν την έπιανε από τη μέση και την τραβούσε μακριά από
τους άλλους.
«Να είμαι καλά, ε;» Η Κέιτλιν έριξε μια ματιά στη Νάταλι. «Τι στο
καλό συμβαίνει μ’ εσένα κι αυτό τον κόπανο τον αδερφό μου;»
Το χαμόγελο της Νάταλι φώτισε το κουβούκλιο του φορτηγού καθώς η
Κέιτλιν καθόταν πίσω από το τιμόνι. «Τίποτε απολύτως», είπε και
ξέσπασε σε λυγμούς.

***

Ο Γκέιτζ σκεφτόταν ότι τα πράγματα ήταν τόσο άσχημα που η μέρα


δεν μπορούσε να γίνει χειρότερη.
Τα αδέρφια του τον κοίταζαν περίεργα όταν η Νάταλι μπέρδευε τα
λόγια της, προσπαθώντας να δώσει κάποια εξήγηση, αλλά η Κέιτλιν
την είχε αρπάξει και δεν τους είχε δώσει την ευκαιρία να κάνουν
ερωτήσεις.
Και μετά ο Τζόνας είχε δώσει εντολή στους γιους του να μπουν στο
τζιπ. Είχαν ξεκινήσει για το σπίτι σηκώνοντας πολλή σκόνη. Τώρα
κάθονταν στη βιβλιοθήκη και προσπαθούσαν όλοι, εκτός από το γέρο
τους, να μη γεμίσουν με σκόνη τους δερμάτινους καναπέδες και τα
μαονένια έπιπλα.
Ένα χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα.
«Ναι;» φώναξε ο Τζόνας.
Η Μάρτα Μπάρον, σύζυγος νούμερο πέντε, πρόβαλε το κεφάλι της
μέσα στο δωμάτιο.
«Ήθελα να χαιρετήσω τον Γκέιτζ και να δω αν χρειάζεστε τίποτα».
Ο Γκέιτζ σηκώθηκε και διέσχισε το δωμάτιο. Η Μάρτα ήταν στα
εξήντα, κομψή και -απ’ όσο ήξερε- η καλύτερη από τις συζύγους του
γέρου. Το γεγονός ότι τον είχε αντέξει πάνω από ένα χρόνο τού έκανε
ακόμη εντύπωση.
«Γεια σου, κούκλα», της είπε και τη φίλησε στο μάγουλο. «Είσαι
ακόμη εδώ, βλέπω».
Η Μάρτα χαμογέλασε. «Είμαι και θα είμαι».
«Μπλα, μπλα, μπλα», είπε ο Τζόνας εκνευρισμένος. «Μπορείτε να τα
πείτε την ώρα του φαγητού, Μάρτα. Τώρα οι γιοι μου κι εγώ πρέπει να
συζητήσουμε».
«Βεβαίως», είπε η Μάρτα χαμογελώντας. Χάιδεψε το μάγουλο του
Γκέιτζ, έκλεισε το μάτι στον Σλέιντ και στον Τράβις κι έφυγε.
Ο Τζόνας ξαναβούλιαξε στην πολυθρόνα του, άπλωσε τα πόδια και
σταύρωσε τις φθαρμένες μπότες του στους αστραγάλους.
«Αυτή είναι πραγματικά μια ξεχωριστή στιγμή. Όλοι μου οι γιοι κάτω
από την ίδια στέγη». Χαμογέλασε. «Το μόνο που χρειαζόταν προφανώς
ήταν να πιστέψουν ότι βρίσκομαι με το ένα πόδι στον τάφο».
Ο Γκέιτζ ξερόβηξε. «Η Νάταλι δεν εννοούσε...»
«Δε μιλάω για τη Νάταλι. Ήρθατε και οι τρεις. Περιμένω κι ένα
τσούρμο κόλακες το Σαββατοκύριακο. Θέλετε να πιστέψω ότι αυτό θα
συνέβαινε αν δεν ήταν τα ογδοηκοστά πέμπτα γενέθλιά μου;»
Ο Τράβις αναστέναξε. «Το γεγονός ότι γίνεσαι ογδόντα πέντε δε
σημαίνει...»
«Κουραφέξαλα. Αν δε βρίσκομαι στην πόρτα του θανάτου, είμαι
σίγουρα στον προθάλαμο. Μπορούμε τουλάχιστον να συμφωνήσουμε
σ’ αυτό;»
«Αυτό στο οποίο μπορούμε να συμφωνήσουμε», είπε ο Σλέιντ
γελώντας, «είναι ότι ήρθαμε εδώ να γιορτάσουμε τα γενέθλιά σου κι
όχι να μαλώσουμε μαζί σου».
Ο Τζόνας τους κοίταξε και τους τρεις. Μετά πήρε ένα ξύλινο κουτί και
το άνοιξε, αποκαλύπτοντας μια σειρά από κουβανέζικα πούρα.
«Πάρτε ένα», είπε. Ο Γκέιτζ, ο Τράβις και ο Σλέιντ αρνήθηκαν
ευγενικά. Ο γέρος ξεφύσηξε δυνατά, πήρε ένα πούρο από το κουτί,
δάγκωσε την άκρη του και την έφτυσε μέσα σ’ ένα κρυστάλλινο
σταχτοδοχείο. «Νόμιζα ότι θα είχατε μεγαλώσει αρκετά ώστε να
εκτιμάτε ένα καλό πούρο».
Οι γιοι του δεν απάντησαν. Ο Τζόνας αναστέναξε, άναψε το πούρο και
φύσηξε ένα σύννεφο καπνού. «Τίποτα δεν μπορεί να συναγωνιστεί ένα
καλό πούρο», είπε, «εκτός ίσως από μια καλή γυναίκα».
Ο Γκέιτζ έριξε μια κλεφτή ματιά στον Σλέιντ, που τα χείλη του
συλλάβιζαν άφωνα: Ή ένα καλό ουίσκι.
«Ή ένα καλό ουίσκι», είπε ο Τζόνας. Σηκώθηκε, πήρε από τον μπουφέ
τέσσερα κρυστάλλινα ποτήρια και άνοιξε ένα μπουκάλι ουίσκι. «Είστε
αρκετά μεγάλοι γι’ αυτό;»
«Ναι», είπε ο Τράβις και χαμογέλασε. «Αλλά ξέρεις, νομίζω ότι ο
Γκέιτζ προτιμά ένα αναψυκτικό και ο Σλέιντ μια μπίρα. Κι εγώ θα
ήθελα ένα ποτήρι με οποιοδήποτε κόκκινο κρασί έχεις ανοιχτό». Ο
Τζόνας γέλασε. «Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν».
«Όχι», είπε ο Γκέιτζ, «δεν αλλάζουν».
Τα δασιά άσπρα φρύδια του γέρου ανασηκώθηκαν. «Νευράκια έχεις,
αγόρι μου. Σου κάνει δύσκολη τη ζωή η γυναίκα σου;»
Ο Γκέιτζ κοίταξε τον πατέρα του. «Όχι», είπε ψυχρά.
«Μη μου λες ψέματα. Η θερμοκρασία μέσα στο αεροπλάνο ήταν κάτω
από το μηδέν».
«Κάνεις λάθος, πατέρα».
Ο Τζόνας κοίταξε την άκρη του πούρου του. «Δεν κάνω ποτέ λάθος».
«Έτσι θέλεις να πιστεύεις».
«Έτσι είναι. Δεν προσπάθησα να σου πω ότι αυτή η κοπέλα θα σ’ έκανε
δυστυχισμένο;»
«Ναι, μου το είπες. Τουλάχιστον χίλιες φορές. Αλλά έκανες λάθος. Και
σε παρακαλώ να θυμάσαι ότι αυτή η ‘κοπέλα’ είναι γυναίκα μου και τη
λένε Νάταλι».
«Ξέρω τ’ όνομά της», είπε ο Τζόνας πιο ήρεμα.
«Τότε σε παρακαλώ να το χρησιμοποιείς».
«Γκέιτζ». Η φωνή του Τράβις ήταν χαμηλή, αλλά προειδοποιητική.
«Πατέρα... ας ηρεμήσουμε. Ο Σλέιντ έχει δίκιο. Ήρθαμε να
γιορτάσουμε τα γενέθλιά σου. Μπορούμε να περάσουμε ένα
Σαββατοκύριακο χωρίς να μαλώσουμε».
«Δε σας κάλεσα γι’ αυτόν το λόγο», είπε ο Τζόνας κοφτά. Κράτησε το
μπουκάλι με το ουίσκι πάνω από τα ποτήρια. «Ναι ή όχι; Αν προτιμάτε
τα κάτουρά σας, πιείτε τα. Εκεί στο μπαρ είναι».
Ο Γκέιτζ αναστέναξε. Ήταν μια πρόκληση. Το ήξερε, όπως το ήξεραν
και τ’ αδέρφια του. Ο Τράβις και ο Σλέιντ είχαν δίκιο.
Αυτό το Σαββατοκύριακο ήταν αφιερωμένο στα γενέθλια του γέρου.
«Βεβαίως», είπε, «γιατί όχι;»
Ο Τράβις και ο Σλέιντ τον κοίταξαν σαν να ήθελαν να τον
στραγγαλίσουν, αλλά συμφώνησαν.
Ο Τζόνας τους έβαλε ουίσκι, έριξε και μια σταγόνα νερό στο κάθε
ποτήρι και σήκωσε το δικό του για να κάνει πρόποση.
«Στη δυναστεία των Μπάρον. Και στους γιους μου που είναι το μέλλον
της».
Τα τρία αδέρφια πάγωσαν ακούγοντας αυτή την απρόσμενη πρόποση.
Κοιτάχτηκαν κι έπειτα έστρεψαν τα βλέμματά τους στον πατέρα τους.
«Είσαι πράγματι άρρωστος», είπε ο Τράβις ξερά.
Ο Τζόνας ξεφύσηξε. «Είμαι σαν ταύρος σε περίοδο κάψας, αγόρι μου».
«Σ’ αυτή την περίπτωση... ευχαριστούμε, πατέρα. Είμαι σίγουρος ότι
και τ’ αδέρφια μου χαίρονται όσο εγώ που νιώθεις...»
«Φυσικά δεν έχω την αφέλεια να πιστεύω ότι βλέπετε κι εσείς τα
πράγματα μ’ αυτό τον τρόπο».
Ο Γκέιτζ κοίταξε τ’ αδέρφια του και μετά ανασήκωσε τους ώμους.
«Συγνώμη;»
«Συγνώμη για τι;» Ο Τζόνας φύσηξε ένα σύννεφο καπνού. «Απ’ ό,τι
ξέρω, δεν έκανες τίποτα για να ζητάς συγνώμη. Όχι ακόμη
τουλάχιστον».
«Εννοούσα ότι δεν κατάλαβα τι είπες. Ότι είμαστε το μέλλον σου, αλλά
εμείς δεν το βλέπουμε έτσι».
«Δεν είπα ότι είστε το μέλλον μου. Είπα ότι είστε το μέλλον. Ένας
άντρας που δουλεύει σαν σκυλί όλη του τη ζωή δε θέλει να δει τους
κόπους του να πηγαίνουν μαζί του στον τάφο».
Ο Σλέιντ άπλωσε τα πόδια και τα σταύρωσε. «Είσαι πολύ μακριά
ακόμη από τον τάφο, μπαμπά».
«Κάθισε ίσια. Και μη με λες ‘μπαμπά’. Ούτε ψέματα θέλω να μου λες.
Γίνομαι ογδόντα πέντε αύριο. Πόσο καιρό έχω ακόμη;» Ο Τζόνας ήπιε
το υπόλοιπο ουίσκι του, άφησε το ποτήρι κάτω και έσβησε μέσα το
πούρο του. «Ακούστε πώς έχει η κατάσταση. Τα Πετρέλαια Μπάρον,
τα Ορυχεία Μπάρον και τα Ακίνητα Μπάρον... όλες αυτές οι εταιρείες
μπορούν να συνεχίσουν και χωρίς εμένα. Θα το ξέρετε αυτό, αφού
είστε και οι τρεις στα διοικητικά τους συμβούλια».
«Σύμβουλοι της δεκάρας, πατέρα», είπε ο Γκέιτζ γελώντας. «Δε σου
παίρνουμε ούτε ένα σεντ. Και αυτό πρέπει να το θυμάσαι».
Ο Τζόνας γέλασε. «Μου αντιμιλάς, νεαρέ μου; Δεν πειράζει. Ίσως δεν
έμαθες να καπνίζεις πούρα ή να κουμαντάρεις τη γυναίκα σου...»
Ο Γκέιτζ πετάχτηκε όρθιος. «Αρχίσαμε πάλι;»
«Γκέιτζ», είπε ο Σλέιντ, «ηρέμησε».
«Όχι. Θέλω να μάθω τι σημαίνει αυτό το σχόλιο».
«Μην εξάπτεσαι, νεαρέ μου. Ακόμη κι ένας ηλίθιος θα μπορούσε να
δει ότι αυτή η κοπέλα... ότι η Νάταλι σου θα προτιμούσε να στέκεται
δίπλα σ’ έναν κροταλία παρά δίπλα σ’ εσένα».
Ο Γκέιτζ στραβοκοίταξε τον πατέρα του. «Ίσως κατάλαβε τελικά ότι το
αίμα σου κυκλοφορεί στις φλέβες μου», είπε και βγήκε από το
δωμάτιο.

***

Ο Σλέιντ και ο Τράβις τον βρήκαν εκεί όπου περίμεναν, καθισμένο


πάνω σε μια μπάλα από άχυρα, στη σοφίτα της παλιάς αποθήκης, όπου
συγκεντρώνονταν όταν ήταν παιδιά και αποκαλούσαν τους εαυτούς
τους Λος Λόμπος, δηλαδή Οι Λύκοι.
«Θεέ μου», είπε ο Σλέιντ καθώς ξάπλωνε δίπλα στον Γκέιτζ, «δεν
μπορώ να πιστέψω ότι καθόμαστε σ’ αυτό το μέρος».
Ο Τράβις χαμογέλασε και κάθισε απέναντι τους. «Ε, αδέρφια Λύκοι,
τότε ήμαστε παιδιά και τα παιδιά δεν είναι πολύ έξυπνα».
«Εγώ φαίνεται ότι δεν έχω κάνει και μεγάλη πρόοδο από τότε», είπε ο
Γκέιτζ μελαγχολικά. «Πείτε μου ότι δεν άφησα το γέρο να μου σπάσει
τα νεύρα».
Ο Σλέιντ αναστέναξε. «Θέλεις να του το πεις, Τράβις;»
«Αποκλείεται. Αν πρέπει να πει ο ένας από τους δυο μας ψέματα,
Σλέιντ, καλύτερα να το κάνεις εσύ».
«Εντάξει, το μήνυμα ελήφθη». Ο Γκέιτζ ανασηκώθηκε κι έτριψε το
άχυρο που κρατούσε ανάμεσα στα δάχτυλά του. «Φέρθηκα σαν
κόπανος, σωστά;» «Σωστά», είπαν τ’ αδέρφια του ταυτόχρονα.
«Ευχαριστώ».
«Παρακαλούμε», είπε ο Σλέιντ και χαμογέλασε.
Ύστερα από λίγο χαμογέλασε και ο Γκέιτζ. «Απίστευτο. Είμαι τριάντα
ενός χρόνων και ξέρει ακόμη πώς να πατάει τα κατάλληλα κουμπιά
μου».
«Μα και βέβαια ξέρει», είπε ο Τράβις, «αλλιώς δε θα ήταν ο Τζόνας
Μπάρον ».
Τα αδέρφια του γέλασαν. Σώπασαν και μετά ο Τράβις καθάρισε το
λαιμό του.
«Θέλεις να το συζητήσεις;»
Ο Γκέιτζ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι».
«Είσαι σίγουρος;»
«Σιγουρότατος».
Ο Σλέιντ και ο Τράβις κοιτάχτηκαν. «Λοιπόν», είπε ο Σλέιντ, «σ’ αυτή
την περίπτωση...» «Με άφησε».
«Τι έκανε;»
«Είπα, με άφησε».
«Η Νάταλι σε άφησε;»
«Χορωδία είστε;» Ο Γκέιτζ στραβοκοίταξε τ’ αδέρφια του. «Πάρτε
αριθμούς προτεραιότητας. Και μιλάτε ένας ένας με τη σειρά του».
Ο Τράβις ξερόβηξε. «Εσύ και η Νάταλι χωρίσατε;»
«Όχι».
«Μα μόλις είπες...»
«Είπε ότι τον άφησε», εξήγησε ο Σλέιντ.
«Αυτό το ξέρω. Αλλά αν τον άφησε, αυτό σημαίνει...»
«Για όνομα του Θεού!» Ο Γκέιτζ πετάχτηκε όρθιος κι έβαλε τα χέρια
στους γοφούς. «Είμαι εδώ, μπροστά σας. Αν θέλετε να μιλήσετε για
μένα, περιμένετε να φύγω». Προχώρησε προς τη σκάλα. «Λέω μάλιστα
να φύγω αμέσως για να σας δώσω την ευκαιρία να τα πείτε
ανενόχλητοι».
«Λυπάμαι», βιάστηκε να πει ο Τράβις.
«Ναι», πρόσθεσε ο Σλέιντ. «Κι εγώ λυπάμαι. Έλα, Γκέιτζ, κάθισε».
Ο Γκέιτζ πήρε βαθιά ανάσα και γύρισε και τους κοίταξε.
«Διάολε», είπε μετανιωμένος. «Δεν ήθελα να σας μιλήσω τόσο
απότομα. Αλλά να...»
Έπεσε πάλι πάνω στα άχυρα, στήριξε τους αγκώνες στα γόνατά του κι
έπιασε το κεφάλι με τα χέρια του. Ο Τράβις και ο Σλέιντ αντάλλαξαν
ένα βλέμμα και μετά μίλησε ο Σλέιντ.
«Τι έγινε;» ρώτησε χαμηλόφωνα.
Ο Γκέιτζ μετακινήθηκε λίγο και μετά κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι
του. «Δεν ξέρω».
Ο Σλέιντ κοίταξε τον Τράβις. «Δεν ξέρει».
Ο Τράβις έγνεψε καταφατικά. «Ναι». Έσκυψε και χτύπησε τον Γκέιτζ
στο γόνατο. «Είναι δύσκολο, φίλε μου. Τα έχω περάσει».
«Παράτα με, Τράβις. Εσύ ήσουν παντρεμένος πόσο, ένα χρόνο; Η Νατ
κι εγώ έχουμε ζήσει δέκα χρόνια μαζί. Πιο πολλά αν υπολογίσεις κι
όλες τις φορές που συναντιόμαστε εδώ, κρυφά από το γέρο της και τον
δικό μας. Και η Κάθι δε σε παράτησε, την παράτησες εσύ. Για πολύ
σοβαρούς λόγους».
«Λεπτομέρειες», είπε ο Τράβις.
Ένα χαμόγελο πλανήθηκε στα χείλη του Γκέιτζ. «Ίσως. Αλλά
σημαντικές λεπτομέρειες, πρέπει να παραδεχτείς».
Ο Τράβις έγειρε πίσω. «Ναι, αλλά το θέμα είναι το ίδιο. Έφυγα χωρίς
να ξέρω όλους τους λόγους για τους οποίους το έκανα, μέχρι που είχα
χρόνο να το σκεφτώ».
«Ακούστε», είπε ο Γκέιτζ. «Σας λέω ότι δεν είναι το ίδιο. Κανένας δεν
παντρεύτηκε τον άλλο για λεφτά. Ούτε κάναμε απιστίες. Ούτε
σταματήσαμε ν’ αγαπιόμαστε».
«Τότε γιατί σ’ εγκατέλειψε η Νατ;» ρώτησε ο Σλέιντ.
Ο Γκέιτζ γύρισε προς το μέρος του. «Πώς θέλεις να ξέρω; Παράτα με,
Σλέιντ...» Τα οργισμένα λόγια του ακολούθησε σιωπή. «Δε με
παντρεύτηκε για τα λεφτά μου», είπε έπειτα από λίγο?
«Ποια λεφτά;» είπε ο Σλέιντ και ο Γκέιτζ γέλασε.
«Ακριβώς. Είχα πενήντα δολάρια στην τσέπη μου τη βραδιά που
φύγαμε κρυφά και πήγαμε στο Λας Βέγκας».
Αναστέναξε, σηκώθηκε κι έχωσε τα χέρια στις τσέπες του τζιν του.
«Ούτε μ' έχει απατήσει... και μη ρωτήσετε αν είμαι σίγουρος γι’ αυτό».
Ο Γκέιτζ ανασήκωσε τους ώμους. «Ξέρω τη Νάταλι- τουλάχιστον την
ήξερα μέχρι τώρα. Ό,τι άλλο και να έχει αλλάξει, αυτό δε θα το έκανε
ποτέ και το ξέρετε».
Ο Σλέιντ και ο Τράβις έγνεψαν καταφατικά. «Έχεις δίκιο», είπε ο
Τράβις. Ξεφύσηξε δυνατά. «Αυτό λοιπόν επιβεβαιώνει το τελευταίο».
«Ποιο τελευταίο;»
«Ότι δεν έχετε πάψει ν’ αγαπιέστε».
«Σίγουρα όχι. Τις τελευταίες εβδομάδες προσπαθώ να πείσω τον
εαυτό μου ότι δεν αγαπώ πια τη Νάταλι, αλλά ποιον κοροϊδεύω; Την
αγαπώ. Πάντα την αγαπούσα και πάντα θα την αγαπώ».
Ο Σλέιντ και ο Τράβις αντάλλαξαν ένα βλέμμα και μετά ο Σλέιντ
ξερόβηξε.
«Ναι», είπε προσεκτικά, «αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν έχει
σταματήσει κανένας από τους δυο».
«Σας είπα. Την αγαπώ ακόμη...» Ο Γκέιτζ διέκοψε τη φράση του. «Ω,
Θεέ μου», ψιθύρισε, περνώντας και τα δυο χέρια μέσα από τα μαλλιά
του. «Δεν μπορεί να έπαψε να μ’ αγαπάει. Όχι, δεν μπορεί».
«Το ξέρεις», είπε ο Τράβις, «ότι το τανγκό θέλει δύο».
Ο Γκέιτζ του έριξε μια ματιά που φανέρωνε οργή αλλά και απελπισία.
«Κοίτα», του είπε, «δε θα σου πω ψέματα. Είμαι δικηγόρος. Δεν έχω
ειδικότητα στα διαζύγια, αλλά έχω δει αρκετά ώστε να ξέρω ότι τα
πράγματα αλλάζουν».
«Όχι», είπε με αποφασιστικότητα ο Σλέιντ. «Αυτό το λες επειδή έχεις
κάψει τα φτερά σου, αλλά η περίπτωση της Νατ και του Γκέιτζ είναι
διαφορετική. Μη με κοιτάς έτσι, Τράβις. Έχω δίκιο και το ξέρεις».
Αναστέναξε. «Ο δικός τους γάμος είναι ο μόνος που έχω δει να
πηγαίνει καλά».
«Πήγαινε πράγματι καλά», είπε ο Γκέιτζ. «Και, μα το Θεό, τα
πράγματα θα διορθωθούν. Μόλις καταλάβω τι συμβαίνει».
«Γκέιτζ», είπε ο Τράβις, «όποιος άντρας νομίζει ότι μπορεί να μπει στο
κεφάλι μιας γυναίκας έχει μεγάλο πρόβλημα. Οι γυναίκες είναι
όμορφες. Είναι έξυπνες. Είναι συναρπαστικές».
Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του. «Αλλά ακόμη και οι καλές, σαν τη
Νάταλι, είναι πολύ περίπλοκα όντα για να τις καταλάβουμε εμείς οι
φουκαράδες».
«Αμήν», ακούστηκε μια αντρική φωνή.
Τα αδέρφια κοίταξαν προς τη σκάλα.
«Συγνώμη», είπε ο Σλέιντ ευγενικά, «αλλά είναι ιδιωτική...»
Ο Γκέιτζ σηκώθηκε όρθιος. «Γκραντ;» είπε ξαφνιασμένος.
Ο Γκραντ Λάντον, ντυμένος με σκούρο κοστούμι, κολλαρισμένο
άσπρο πουκάμισο και κόκκινη γραβάτα, χαμογέλασε.
«Ναι», είπε. «Εγώ είμαι». Κοίταξε την αντρική συντροφιά και
χαμογέλασε πάλι. «Λοιπόν, τι παίζεται εδώ, Γκέιτζ; Πρέπει να είναι
κανείς ένας Μπάρον για να γίνει μέλος της λέσχης ‘Δεν Καταλαβαίνω
Τις Γυναίκες’ ή δέχεστε οποιονδήποτε φουκαρά κάνει αίτηση;»
Τα τρία αδέρφια χαμογέλασαν.
«Μάντεψες σωστά την ημερήσια διάταξη», είπε ο Γκέιτζ, «αλλά το
όνομα της λέσχης είναι Λος Λόμπος». Κοίταξε τ’ αδέρφια του.
«Αδέρφια Λύκοι, τι λέτε; Να δεχτούμε αυτό τον τύπο; Είναι ψηλός,
είναι κακός...»
«Είναι μέλος της λέσχης», είπε ο Σλέιντ και άπλωσε το χέρι στον
Γκραντ. «Καλώς όρισες, φίλε».
«Ναι». Του έσφιξε και ο Τράβις το χέρι και ο Γκραντ ανέβηκε τα
τελευταία σκαλοπάτια μέχρι τη σοφίτα. «Μόνο που θα πρέπει να
μάθεις να φοράς τη στολή των Λος Λόμπος. Κοστούμια και γραβάτες
απαγορεύονται», δήλωσε ο Τράβις.
«Ίσως διάλεξα λάθος λέσχη», είπε ο Γκραντ. «Αρχίζετε να μιλάτε σαν
τη γυναίκα μου».
Ο Γκέιτζ γέλασε. Γέλασε πραγματικά, κάτι που είχε να κάνει πολύ
καιρό. Ο Σλέιντ, ο Τράβις και ο Γκραντ Λάντον τον μιμήθηκαν.
Και ο Γκέιτζ σκέφτηκε ότι τελικά αυτό το Σαββατοκύριακο ίσως να
μην περνούσε άσχημα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Η Κέιτλιν Μακόρντ ένιωθε απελπισμένη.


Ήταν ένα καινούριο και δυσάρεστο συναίσθημα. Αλλά όσο κι αν
προσπαθούσε, δεν μπορούσε να νιώσει διαφορετικά.
Τι έκανες όταν η γυναίκα του ετεροθαλούς αδερφού σου πνιγόταν στο
κλάμα; Τη ρωτούσες τι συνέβαινε. Και όταν εκείνη συνέχιζε να κλαίει,
τη συνόδευες μέσα στο σπίτι και την πήγαινες στο δωμάτιό της. Μετά
της έκανες την ίδια ερώτηση και όταν εκείνη φυσούσε τη μύτη της σε
μια χούφτα χαρτομάντιλα και επαναλάμβανε ότι δε συνέβαινε τίποτα,
ότι είχε αλλεργία, τότε ένιωθες πραγματικά χαμένη.
Η Κέιτλιν φυσικά δεν το πίστεψε. Η απελπισία στο πρόσωπο μιας
γυναίκας δεν είναι αλλεργικό σύμπτωμα. Αν όμως ήθελε η Νάταλι να
την κάνει να πιστέψει αυτό το παραμύθι, θα έδειχνε ότι το πίστευε,
τουλάχιστον μέχρι να ξεμοναχιάσει τον Γκέιτζ και να μάθει τι είχε
κάνει στη γυναίκα του κι ένιωθε τόσο δυστυχισμένη.
Στο κάτω κάτω οι άντρες προκαλούσαν δυστυχία. Και ο Γκέιτζ, παρ’
όλο που τον λάτρευε, ήταν άντρας.
Γι’ αυτό χαμογέλασε και είπε πως οι αλλεργίες ήταν φοβερό πράγμα.
Και μετά είχε αρχίσει να λέει ανέκδοτα για τα προβλήματα που είχε
αντιμετωπίσει διοργανώνοντας αυτό το μεγάλο πάρτι γενεθλίων του
Τζόνας...
«Πάρτι γενεθλίων;» είπε η Νάταλι ξαφνιασμένη.
«Ναι. Δεν μπορείς βέβαια να χαρακτηρίζεις ολόκληρο
Σαββατοκύριακο πάρτι, αλλά...»
«Πάρτι γενεθλίων», επανέλαβε η Νάταλι, τρέμοντας από οργή. «Αυτό
συμβαίνει, έχει τα γενέθλιά του;»
«Ναι», είπε η Κέιτλιν αμήχανη. Δεν το ήξερε η Νάταλι; «Τα
ογδοηκοστά πέμπτα».
«Ω, το παλιοτόμαρο», μουρμούρισε η Νάταλι καθώς καθόταν βαριά
στην άκρη του κρεβατιού. «Το αχρείο υποκείμενο...»
Η Κέιτλιν κάθισε δίπλα της. «Θα συμφωνούσα ότι αυτό περιγράφει
τέλεια τον πατριό μου, αλλά μάλλον εννοείς άλλον», είπε με
διατακτικό χαμόγελο.
«Ο Γκέιτζ», είπε η Νάταλι. «Αυτός ο εγωκεντρικός, ο υπερόπτης...»
«Δε σου είπε ότι ερχόσαστε στο Εσπάδα για τα γενέθλια του Τζόνας;»
«Όχι», είπε η Νάταλι ήρεμα, ενώ έψαχνε να βρει τρόπους για να
σκοτώσει το σύντομα πρώην άντρα της. «Όχι, δε μου το είπε».
«Ω!» Η Κέιτλιν έκλεισε με το χέρι το στόμα της. Αν έλεγε τίποτε άλλο,
θα ήταν σαν να άναβε σπίρτο σε αχυρώνα.
Η Νάταλι φύσηξε άλλη μια φορά τη μύτη της, πετάχτηκε όρθια και
πήγε στον καθρέφτη. Το είδωλό της με τσαλακωμένο ταγέρ και
κατακόκκινη μύτη την κοίταζε μέσα από το γυαλί. «Το δείπνο μάλλον
δε θα είναι οικογενειακό;»
«Μάλλον όχι».
Η Νάταλι γύρισε προς το μέρος της. «Ούτε θα μπορώ να εμφανιστώ
ντυμένη με τα ρούχα που φοράω».
«Δεν υπάρχει πρόβλημα», είπε η Κέιτλιν. «Ξέρεις ότι εγώ δε φοράω
τίποτε άλλο εκτός από τζιν και αθλητικές μπλούζες.
Ο Τζόνας φοβήθηκε μην εμφανιστώ έτσι απόψε, γι’ αυτό ζήτησε κι
έστειλαν από το Νίμαν Μάρκους πολλά κουτιά με φορέματα και
αξεσουάρ. Βάζω στοίχημα ότι φοράμε το ίδιο νούμερο...»
«Πες τα μου όλα». Η Νάταλι σταύρωσε τα χέρια της. «Θέλω να μπορώ
να πω στον Γκέιτζ ακριβώς για ποιο λόγο θα τον σκοτώσω».
Η Κέιτλιν αναστέναξε και σταύρωσε κι αυτή τα χέρια στο στήθος.
«Απαιτείται μαύρη γραβάτα. Κοκτέιλ στις εφτάμισι, δείπνο στις εννιά,
χορός στη βεράντα, πυροτεχνήματα τα μεσάνυχτα...»
«Πυροτεχνήματα πολύ νωρίτερα», είπε η Νάταλι ψυχρά. «Ποιοι είναι
στον κατάλογο καλεσμένων;»
Ω, Γκέιτζ! σκέφτηκε η Κέιτλιν, είσαι νεκρός! «Είναι... ο κυβερνήτης
και η γυναίκα του».
«Ο κυβερνήτης», είπε η Νάταλι, ισιώνοντας την τσαλακωμένη φούστα
της. «Συνέχισε».
«Δύο γερουσιαστές, ο καινούριος κούκλος από το Χόλυγουντ,
άνθρωποι της τηλεόρασης...»
«Και δεν έχει έρθει κανένας για να ξενυχτήσει το νεκρό». «Συγνώμη;»
11 Νάταλι χτύπησε τα χέρια στους γοφούς της. «Ξέρω ότι είναι
ετεροθαλής αδερφός σου και τον αγαπάς, αλλά θέλω να μάθεις ότι ο
Γκέιτζ Μπάρον είναι ένα γνήσιο καθίκι».
«Νατ, άκου...»
«Ξέρεις τι μου έκανε;»
«Μα εγώ...»
«Εμφανίστηκε στην πόρτα μου απρόσκλητος», είπε η Νάταλι.
«Στην πόρτα σου; Νάταλι, δεν καταλαβαίνω. Δεν έχετε την ίδια
πόρτα;»
«Όχι πια», φώναξε η Νάταλι και πρόσεξε πολύ αργά το σοκ που
παραμόρφωσε το πρόσωπο της Κέιτλιν. «Ω, Κέιτι», είπε, τρέχοντας
κοντά της. «Κέιτι, συγνώμη. Δε θα σου το έλεγα...»
«Εσύ και ο Γκέιτζ χωρίσατε;»
Η Νάταλι έπεσε βαριά στην άκρη του κρεβατιού. «Ναι».
«Μα... δεν είναι δυνατόν». Η Κέιτλιν άρπαξε τα χέρια της Νάταλι.
«Εσύ και ο Γκέιτζ έχετε τον τέλειο γάμο. Όχι σαν τη μητέρα μου και
τους πρώην της ή τον Τζόνας και τις πρώην του».
«Δεν ξέρω τι να σου πω, Κέιτι, μόνο ότι καμιά φορά οι άνθρωποι
αλλάζουν».
«Εσύ και ο Γκέιτζ...»
«Εγώ και ο Γκέιτζ». Απελευθέρωσε τα χέρια της από της Κέιτι και
πετάχτηκε πάλι όρθια. «Και αν με απήγαγε πιστεύοντας ότι θα μ’
έπειθε να ξαναγυρίσω κοντά του...»
«Αυτό πιστεύει;» «Προφανώς».
«Τότε σ’ αγαπάει ακόμη;»
«Αγάπη», είπε η Νάταλι περιφρονητικά. «Δεν του αρέσει να χάνει».
«Σε θέλει πίσω, Νατ. Σωστά;»
«Τι σημασία έχει; Δε θα γυρίσω. Δε θέλω. Δεν τον αγαπώ, δεν τον...» Η
φωνή της έσπασε. «Να πάρει η οργή», είπε, αρπάζοντας τα
χαρτομάντιλα. «Προφανώς ο Γκέιτζ κι εγώ δεν μπορούμε να
περάσουμε τη νύχτα μαζί σ’ αυτό το δωμάτιο».
«Προφανώς», είπε η Κέιτλιν ατάραχα.
«Θα πρέπει να με βάλεις σε άλλο δωμάτιο».
«Φυσικά. Και θα το έκανα... αν μπορούσα. Αλλά δεν υπάρχει χώρος».
«Δεν υπάρχει χώρος; Σ’ αυτό το πελώριο σπίτι;»
«Ούτε μια γωνίτσα».
Δεν ήταν ακριβώς ψέμα. Τα δωμάτια των ξένων ήταν κατειλημμένα.
Όσοι δε χωρούσαν θα έμεναν σ’ ένα ξενοδοχείο στο Όστιν και θα
πηγαινοέρχονταν με νοικιασμένα οχήματα.
Δεν υπήρχε λόγος να αναφέρει ότι υπήρχαν ακόμη τρία δωμάτια
διαθέσιμα στο ξενοδοχείο ή ότι μπορούσε η ίδια να δώσει το δωμάτιό
της στη Νάταλι και να κοιμηθεί με την Έσμε ένα βράδυ. Κανένας
λόγος.
«Μα δεν μπορώ να κοιμηθώ εδώ». Τα μάγουλα της Νάταλι
κοκκίνισαν. «Το καταλαβαίνεις, ελπίζω».
«Φυσικά». Η Κέιτλιν σηκώθηκε. «Φυσικά το καταλαβαίνω. Ποιος
ξέρει τι θα γινόταν αν μένατε μαζί εδώ εσύ και ο Γκέιτζ».
Η Νάταλι κοκκίνισε πιο πολύ. «Τίποτα δε θα γινόταν», είπε κοφτά.
«Απλώς προτιμώ να μην κοιμηθώ εδώ».
«Όπως είπα, Νατ, σε καταλαβαίνω». Η Κέιτλιν της χαμογέλασε. «Δεν
αγαπάς πια τον Γκέιτζ. Ούτε εκείνος σ’ αγαπάει. Όμως...»
Της έκλεισε το μάτι. «Εσύ είσαι γυναίκα κι εκείνος άντρας. Και μάλλον
νιώθετε κάποια έλξη...»
«Νιώθαμε», τη διόρθωσε η Νάταλι.
«Αυτό εννοούσα, νιώθατε. Και ίσως αυτό που νιώθατε να υπάρχει
ακόμη στον αέρα».
«Ποιο;»
«Ξέρεις. Αυτό που σας τράβηξε σαρκικά από την αρχή». Η Κέιτλιν
γύρισε κι άρχισε να χτυπάει τα μαξιλάρια στο κρεβάτι. «Δε θα ήθελες
να πιστέψει ο Γκέιτζ ότι μπορεί να σε ρίξει ακόμη στο κρεβάτι».
«Αυτό είναι το πιο γελοίο πράγμα που άκουσα ποτέ! Δε θα πήγαινα
μαζί του στο κρεβάτι ακόμη κι αν με παρακαλούσε γονατιστός».
«Φυσικά. Αλλά δε θα σε παρακαλέσει, αφού θα τον βάλω να κοιμηθεί
με τον Τράβις ή τον Σλέιντ».
«Τι εννοείς;»
«Ξέρεις πώς είναι οι άντρες. Ο Γκέιτζ είναι τόσο εγωιστής που όταν
του πω ότι δε θέλεις να μείνετε στο ίδιο δωμάτιο, θα σκεφτεί ότι δεν
εμπιστεύεσαι τον εαυτό σου».
«Δεν εμπιστεύομαι τον εαυτό μου;» Η Νάταλι ξεφύσηξε δυνατά.
«Αυτό πια κι αν είναι γελοίο».
Φυσικά ήταν, αλλά η Κέιτλιν σκέφτηκε ότι το νερό είχε μπει στο
αυλάκι. Τους ζαλίζω στην κουβέντα και αποφεύγω την ουσία, έλεγε ο
Τζόνας όταν τον ρωτούσαν πώς κατάφερνε να κλείνει τόσο καλές
συμφωνίες. Αυτό έκανε κι εκείνη τώρα.
«Εσύ κι εγώ ξέρουμε ότι δε θα τον αφήσεις να σε πλησιάσει. Και ότι θα
πρέπει να κοιμηθεί στο καναπεδάκι του μπουντουάρ». Αναστέναξε.
«Αλλά ο Γκέιτζ θα πει στον εαυτό του, στον Τραβ και τον Σλέιντ -και
ποιος ξέρει σε πόσους άλλους- ότι είσαι ακόμη τρελά ερωτευμένη μαζί
του και πως δεν εμπιστεύεσαι τον εαυτό σου να κοιμηθεί στο ίδιο
δωμάτιο μ’ εκείνον. Μέχρι αύριο το πρωί οι εικασίες για τη σεξουαλική
σας ζωή θα έχουν γίνει το θέμα της ημέρας. Φαντάζομαι τον Τζόνας,
στον πρωινό μπουφέ για εξήντα άτομα, να λέει σε όλους πώς
ακριβώς...»
«Ε, λοιπόν, δε θα βάλεις τον Γκέιτζ με τ’ αδέρφια του», είπε η Νάταλι.
«Αυτός ο απατεώνας θα μείνει εδώ και θα προσπαθεί να χωρέσει σ’ ένα
μικρό καναπέ, ενώ εγώ θα κοιμάμαι τον ύπνο του δικαίου στο
κρεβάτι».
«Είσαι σίγουρη;» ρώτησε η Κέιτλιν δήθεν ξαφνιασμένη.
«Απολύτως. Κέιτι, έλεγες σοβαρά ότι θα μου δανείσεις κάτι να
φορέσω;»
«Φυσικά».
«Ωραία». Χαμογέλασε θλιμμένα. «Ελπίζω να έχεις κάτι εφαρμοστό.
Θα δώσω σ’ αυτό τον άντρα ό,τι του αξίζει. Θα δει τη γυναίκα του,
ντυμένη σαν αμαρτία, να φλερτάρει με τους μισούς άντρες απ’ αυτούς
που θα είναι απόψε εδώ και μετά θα την ακούσει να του λέει: ‘Μην
αγγίζετε’. Είμαι αποφασισμένη να στείλω το λίμπιντο του στο
υπερπέραν».
Η Κέιτλιν γέλασε και της άπλωσε το χέρι. «Πάμε να ρίξουμε μια
ματιά».
«Πάμε», είπε η Νάταλι και δεν κατάλαβε παρά ύστερα από αρκετές
ώρες πως ίσως δεν ήταν και τόσο καλή ιδέα να στείλει το λίμπιντο του
Γκέιτζ στο υπερπέραν.

***

Στις οχτώ ένα αστραφτερό πλήθος κατέκλυζε το μεγάλο σαλόνι, τη


βιβλιοθήκη και τις τριών επιπέδων βεράντες.
Το περιβάλλον θύμιζε στον Γκέιτζ τη βραδιά στο σπίτι των Χόλκομπ.
Η κοσμοπλημμύρα, τα καναπεδάκια, το κρασί...
Να στέκεσαι όρθιος και να περιμένεις...
Να περιμένεις να πέσει ο πέλεκυς.
Αργά ή γρήγορα η γυναίκα του θα έκανε την εμφάνισή της και μόνο
ένα θαύμα θα τον έσωζε από τα χέρια της.
Δεν είχε δει τη Νάταλι όλο το απόγευμα. Εκείνος, τ’ αδέρφια του και ο
Γκραντ είχαν μείνει στη σοφίτα της αποθήκης για λίγο, μιλώντας για τη
ζωή γενικά, για τις γυναίκες ιδιαίτερα και για τις συνθήκες που είχαν
φέρει τον Γκραντ στο Εσπάδα.
«Ένας από τους συνεταίρους μου», είχε πει ο Γκραντ, «ο Σαμ
Έιμπραχαμ, χειριζόταν τις υποθέσεις του πατέρα σας. Ο Σαμ
συνταξιοδοτήθηκε και τις ανέλαβα εγώ».
«Χαίρομαι που ήρθες για το πάρτι», είπε ο Τράβις. «Είναι και η
γυναίκα σου μαζί σου;»
Ο Γκραντ καθάρισε το λαιμό του και ψιθύρισε ότι ναι, η Κρίστα ήταν
μαζί του. Και ότι πίστευε πως θα ήταν καλό να περάσουν δυο μέρες
μαζί.
Εκείνη τη στιγμή είχε έρθει η Κέιτλιν που έψαχνε για τον Σλέιντ.
Ο Τράβις είχε φύγει και ο Γκέιτζ σκέφτηκε ότι ήταν καλή ευκαιρία να
πει στον Γκραντ ότι ήθελε να του τηλεφωνήσει,
γιατί νόμιζε ότι χρειαζόταν δικηγόρο.
«Αλλά μετά άλλαξα γνώμη», του είχε πει. «Δε θ’ αφήσω τη Νάταλι να
πάρει διαζύγιο. Την αγαπώ ακόμη και δεν έχω πειστεί... Γκραντ; Με
ακούς;»
«Βεβαίως», είχε απαντήσει ο Γκραντ και αναστενάζοντας είχε αρχίσει
να μιλάει για τη δική του ιστορία, που περιλάμβανε μια εξαιρετικά
ωραία γυναίκα, μια γάτα και δίδυμες κόρες. Είχε βγάλει μια
φωτογραφία δυο πολύ χαριτωμένων μωρών, τα οποία ήταν καθισμένα
στην ποδιά μιας εξωτικής μελαχρινής καλλονής.
«Η γυναίκα μου, η Κρίστα», είπε ο Γκραντ. «Λέει ότι δεν την
καταλαβαίνω».
Μετά οι δυο τους είχαν ανταλλάξει ιστορίες που αποδείκνυαν ότι η
Κρίστα είχε δίκιο, γιατί πώς θα μπορούσε ένας λογικός άντρας να
καταλάβει μια παράλογη, υπερευαίσθητη γυναίκα που δεν
ευχαριστιόταν με τίποτα;
Τελικά η γυναίκα του Γκραντ είχε έρθει να τον βρει. Ήταν πραγματικά
καλλονή, αλλά ο Γκέιτζ πρόσεξε αμέσως ότι φερόταν στον Γκραντ με
τον ίδιο ψυχρό, απρόσωπο τρόπο που φερόταν η Νάταλι σ’ εκείνον
τους τελευταίους μήνες.
«Ώρα ν’ αλλάξουμε για το δείπνο», είχε πει η Κρίστα μετά τις
συστάσεις και ο Γκραντ είχε γυρίσει στο σπίτι μαζί της.
Είχε πάει και ο Γκέιτζ στην κρεβατοκάμαρά του που ήταν άδεια, αλλά
η βαλιτσούλα της Νάταλι ήταν εκεί, όπως και κάποια ίχνη από το
άρωμά της.
Είχε κάνει ντους και είχε φορέσει το σμόκιν του -δυο φορές σε
λιγότερο από ένα μήνα ήταν πολύ- και είχε προσπαθήσει να μην
ερμηνεύσει πολύ αισιόδοξα το γεγονός ότι η Νάταλι δεν είχε κλειδώσει
την κρεβατοκάμαρα ούτε είχε πετάξει τα πράγματά του στο διάδρομο.
Τώρα λοιπόν βρισκόταν στο σαλόνι παίζοντας κρυφτό μ’ έναν κάκτο,
ρουφώντας ακριβή σαμπάνια κι έκανε ό,τι μπορούσε για να δείχνει
ήρεμος, αφού το βλέμμα του έψαχνε εναγωνίως για τη Νάταλι.
Όση ώρα ντυνόταν είχε προσπαθήσει να μη σκέφτεται ότι η Νάταλι δεν
είχε τίποτα να φορέσει εκτός από το ταγέρ της, που ήταν κατάλληλο για
κηδεία, όχι για πάρτι. Όχι πως είχε σημασία. Μέσα σ’ αυτή την
πλημμυρίδα ακριβοπληρωμένων ρούχων επώνυμων σχεδιαστών, η
γυναίκα του -η πανέμορφη γυναίκα του- θα έκανε όλα τα κεφάλια να
γυρίσουν προς το μέρος της ό,τι κι αν φορούσε.
Αλλά μπορεί και να μην εμφανιζόταν. Μπορεί να έμενε στο δωμάτιό
τους. Τουλάχιστον δεν είχε φύγει από το Εσπάδα.
«Είδες πουθενά τη Νάταλι;» είχε ρωτήσει την Κέιτι. Εκείνη είχε
χαμογελάσει γλυκά και είχε πει πως την είχε δει και ήταν σίγουρη ότι
θα κατέβαινε από στιγμή σε στιγμή.
Εντάξει. Αλλά είχε περάσει ένα τέταρτο και τώρα...
Και τώρα, σκέφτηκε ο Γκέιτζ, ενώ η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή,
κατέβαινε.
Δε φορούσε το τσαλακωμένο ταγέρ της. Η γυναίκα του -η
ασυναγώνιστη γυναίκα του- φορούσε ένα φόρεμα στο χρώμα του
σμαραγδιού. Είχε βαθύ ντεκολτέ και ήταν πολύ κοντό. Για μια στιγμή ο
Γκέιτζ ήθελε να τρέξει κοντά της, να βγάλει το σακάκι του και να τη
σκεπάσει, γιατί κανένας άντρας εκτός από κείνον δεν είχε δικαίωμα να
βλέπει το εκτεθειμένο κορμί της. Φορούσε ένα ζευγάρι ψηλοτάκουνα
παπούτσια που έκαναν αυτά που είχε φορέσει στο πάρτι των Χόλκομπ
να ωχριούν μπροστά τους- και κάτι είχε κάνει στα μαλλιά της.
Έδειχναν σαν να τα είχε χτενίσει ένας άντρας με τα δάχτυλά του μετά
από μια άγρια νύχτα στο κρεβάτι.
Ία δάχτυλά του σφίχτηκαν γύρω από το ποτήρι της σαμπάνιας. Δεν
ήταν απλώς όμορφη. Ήταν εκθαμβωτική!
Και ήταν δική του.
«Νάταλι», είπε απαλά και, σαν να τον άκουσε, το κεφάλι της σηκώθηκε
και το βλέμμα της εξερεύνησε το δωμάτιο.

Το κορμί του Γκέιτζ έγινε σκληρό σαν πέτρα. Ήταν σαν να είχε γυρίσει
προς τα πίσω ο χρόνος. Το πάρτι. Το πλήθος. Η Νάταλι, να στέκεται
μόνη, εξερευνώντας το δωμάτιο...
Ψάχνοντας για κείνον.
Άφησε κάτω το ποτό του, πήρε βαθιά ανάσα και βγήκε από τον κάκτο
που τον έκρυβε. Οι ματιές τους διασταυρώθηκαν και η Νάταλι... ω, ναι,
η Νάταλι χαμογέλασε.
«Νάταλι», είπε πάλι και προχώρησε προς το μέρος της, σπρώχνοντας
τον κόσμο, αγνοώντας τους πάντες και τα πάντα, ακόμη και τη φωνή
του Τζόνας και μετά του Τράβις.
«Νάταλι», ψιθύρισε καθώς έφτανε κοντά της...
«Κύριε γερουσιαστά», είπε εκείνη και τον προσπέρασε. «Πόσο
χαίρομαι που σας βλέπω πάλι».
Ο Γκέιτζ γύρισε σαν χαμένος. Η γυναίκα του κοίταζε το ωραίο,
αρρενωπό πρόσωπο ενός άντρα, που οι εφημερίδες ανέφεραν συχνά ως
τον πιο περιζήτητο εργένη της Ουάσινγκτον. Είχε μείνει δυο φορές στο
Γουίντσονγκ. Η Νάταλι του φερόταν πάντα ευχάριστα, αλλά τώρα τον
κοίταζε σαν να ήταν ο Ρωμαίος κι εκείνη η Ιουλιέτα.
«Αγαπητή, κυρία Μπάρον». Ο γερουσιαστής πήρε το χέρι της και το
έφερε στα χείλη του. «Είστε εκθαμβωτική. Και τι ευχάριστη έκπληξη.
Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι ήσαστε συγγενής του Τζόνας Μπάρον».
Η Νάταλι τίναξε πίσω το κεφάλι, μ’ έναν τρόπο που έκανε την πίεση
του Γκέιτζ να εκτοξευτεί.
«Είναι και για μένα ευχάριστη έκπληξη. Δεν ήξερα ότι είστε φίλοι με
τον πεθερό μου». Του χαμογέλασε. «Και να με λέτε Νάταλι, σας
παρακαλώ».
«Με πολύ μεγάλη χαρά». Ο γερουσιαστής χαμογέλασε. «Αν με λες κι
εσύ Τζον».
«Τζον. Φυσικά».
«Και πού είναι ο άντρας σου απόψε, Νάταλι;»
Ο Γκέιτζ άνοιξε το στόμα του. Εδώ είμαι, πήγε να πει... Αλλά η Νάταλι
τον διέκοψε μ’ ένα κοριτσίστικο γέλιο.
«Δεν έχω ιδέα», είπε. «Και νιώθω παραμελημένη. Θα πιστέψεις ότι δεν
έχω πιει ακόμη ούτε μια γουλιά σαμπάνια;»
«Όχι», είπε ο γερουσιαστής δήθεν τρομαγμένος.
«Ναι», απάντησε η Νάταλι, γελώντας δυνατά. «Δεν είναι φοβερό;»
«Απαράδεκτο». Ο γερουσιαστής έπιασε το χέρι της και το πέρασε στο
μπράτσο του. «Και αυτό σκοπεύω να το διορθώσω αμέσως, Νάταλι».
«Σε παρακαλώ, Τζον», του απάντησε.
Και μετά απ’ αυτό εξαφανίστηκαν μέσα στο πλήθος.
Ο Γκέιτζ είπε στον εαυτό του να χαλαρώσει. Η Νατ ήταν ενήλικη.
Μπορούσε να μιλάει με όποιον ήθελε, να πίνει σαμπάνια με όποιον
ήθελε, να φλερτάρει με όποιον ήθελε... και τώρα μ’ έναν άντρα που
ήταν τόσο γνωστός για τις ερωτικές του περιπέτειες όσο και για την
πολιτική του;
«Όχι», μουρμούρισε. «Όχι, διάολε. Δεν μπορεί».
«Μόνος σου μιλάς, νεαρέ;»
Ο Τζόνας ήταν δίπλα του μαζί με τη Μάρτα που του χαμογελούσε. Ο
Τζόνας έκανε μια γκριμάτσα.
«Πατέρα», είπε ο Γκέιτζ. «Με συγχωρείτε, είμαι...»
«Μην τρέχεις ποτέ πίσω από μια γυναίκα. Ακόμη δεν το έχεις μάθει
αυτό;»
Τα μάτια του Γκέιτζ στένεψαν. «Με όλο το σεβασμό, Μάρτα», είπε και
κοίταξε κατάματα τον Τζόνας. «Δεν είσαι σε θέση να δίνεις συμβουλές
για γυναίκες, πατέρα».
Ο Τζόνας γέλασε. «Επειδή παντρεύτηκα πέντε; Μα αυτό σημαίνει ότι
έχω κάποια πείρα. Μην τρέξεις πίσω της, αυτή είναι η δική μου
συμβουλή. Εκτός αν θέλεις να της δώσεις την ικανοποίηση να δει πόσο
τρελός είσαι για κείνη».
Η Μάρτα φίλησε τον Γκέιτζ στο μάγουλο πριν απομακρυνθούν.
«Ξέρω ότι δε θέλεις να τον πιστέψεις», είπε ψιθυριστά, «αλλά έχει
δίκιο».
Τα χείλη του Γκέιτζ σφίχτηκαν καθώς κοίταζε τον πατέρα του και τη
Μάρτα. Πώς μπορούσε να έχει δίκιο ο Τζόνας; Δεν κατάφερνε ποτέ να
κρατήσει για πολύ μια γυναίκα.
Αλλά ποιος ήταν εκείνος για να κριτικάρει τον πατέρα του; Όπως
έδειχναν τα πράγματα, ο ίδιος δεν μπορούσε να κρατήσει τη μία και
μοναδική γυναίκα που είχε ποτέ.
«Σαμπάνια, κύριε;»
«Ναι», είπε, «γιατί όχι;»
Τι θα έχανε αν άκουγε τη συμβουλή του Τζόνας; Η Νάταλι ήταν
αποφασισμένη να τον πικάρει. Ας φλέρταρε λοιπόν όσο ήθελε. Ήπιε
μονορούφι τη σαμπάνια και μετά αντάλλαξε το άδειο ποτήρι του μ’ ένα
γεμάτο.
Όταν τελείωνε η βραδιά, όταν έσβηναν τα φώτα, όταν το σπίτι ησύχαζε
τελικά, η Νάταλι θα ήταν στο δωμάτιό του.
Στο κρεβάτι του.
Και τότε... ω, ναι, τότε θα την έπαιρνε στην αγκαλιά του και θα της
έδειχνε σε ποιον ανήκε.

***

Ήταν ένα πολύ καλό σχέδιο, αλλά κατά τα μεσάνυχτα το είχε


εγκαταλείψει.
Το κεφάλι του πονούσε. Η συμπεριφορά του θα έκανε ακόμη και
αρκούδα να το βάλει στα πόδια. Και αφού παρακολούθησε αρκετές
ώρες τη Νάταλι να χαμογελάει και να φλερτάρει με όλα τα αρσενικά
που βρίσκονταν στο δωμάτιο, ο Γκέιτζ αποφάσισε ότι δεν τον
ενδιέφερε. Ήθελε αυτούς τους κόπανους αντί για κείνον; Εντάξει. Με
γεια της, με χαρά της.
Ποιον κορόιδευε; σκέφτηκε με πίκρα καθώς ανέβαινε τα σκαλοπάτια
για να πάει στην κρεβατοκάμαρά του. Αυτός ο γάμος είχε τελειώσει.
Αύριο πρωί πρωί θα το έλεγε στα αδέρφια του και στον Γκραντ.
Είχε πει μόνο μια πρόταση στη Νάταλι όλο το βράδυ.
«Πού θα κοιμηθείς απόψε;» την είχε ρωτήσει ψυχρά κάποια στιγμή που
την είχε βρει μόνη.
«Μήπως εννοείς με ποιον; Ένα μόνο μπορώ να σου πω. Όχι μ’ εσένα».
«Εντάξει», της είχε απαντήσει βλοσυρά πριν απομακρυνθεί.
Μπορούσε να κοιμηθεί με όλους τους άντρες του Τέξας, είχε πει στον
εαυτό του... αλλά ήξερε ότι δεν το εννοούσε.
Υπήρχαν κανόνες, διάολε, και ένας απ’ αυτούς ήταν ότι μια γυναίκα
δεν κοιμόταν μ’ έναν άντρα όσο ήταν παντρεμένη μ’ άλλον... Ειδικά
όταν η γυναίκα ήταν δική του σύζυγος.
Είχε διπλαρώσει λοιπόν την Κέιτλιν.
«Ξέρεις, νομίζω ότι η Νάταλι κι εγώ έχουμε προβλήματα», είχε πει
ξεκάρφωτα.
Η Κέιτι είχε αγγίξει τρυφερά το χέρι του. «Ναι. Και λυπάμαι».
Αυτό τουλάχιστον τον είχε κάνει να χαμογελάσει. «Το ξέρω», της είχε
πει και μετά, επειδή έπρεπε να ρωτήσει, καθάρισε το λαιμό του.
«Κανονίσατε τίποτα γι’ απόψε; Για τον ύπνο, εννοώ. Γιατί, όπως
καταλαβαίνεις, η Νάταλι κι εγώ δεν μπορούμε να κοιμηθούμε στο ίδιο
δωμάτιο. Σκέφτηκα λοιπόν ότι ίσως μπορούσε να κοιμηθεί μαζί σου».
Η Κέιτι είχε χαμογελάσει και τον είχε φιλήσει στο μάγουλο.
«Αγαπημένε μου Γκέιτζ», του είχε πει τρυφερά, «πάψε να
στενοχωριέσαι. Η Νάταλι κι εγώ τα έχουμε κανονίσει όλα».

Τουλάχιστον δε χρειαζόταν ν’ αναρωτιέται όλη τη νύχτα γι’ αυτό,


σκέφτηκε ο Γκέιτζ καθώς άνοιγε την πόρτα της κρεβατοκάμαράς του.
Το δωμάτιο ήταν θεοσκότεινο. Ο διακόπτης ήταν εδώ, στον τοίχο...
Όχι. Το κεφάλι του χτυπούσε σαν τύμπανο. Το φως θα επιδείνωνε την
κατάσταση. Μπορούσε να κινείται στο σκοτάδι.
Πέταξε τα παπούτσια του, έβγαλε το σμόκιν, το σλιπάκι και τις
κάλτσες του και μπήκε στο μπάνιο.
Η Νάταλι ήθελε την ελευθερία της; Ήθελε να παίζει παιχνίδια με όλους
αυτούς τους ηλίθιους;
«Εντάξει», μουρμούρισε με το στόμα γεμάτο οδοντόκρεμα. «Καρφί δε
μου καίγεται».
Να τους χαίρεται. Και να τη χαίρονται. Μην κυνηγάς μια γυναίκα, είχε
πει ο Τζόνας απόψε, αλλά ο Γκέιτζ είχε προσθέσει και κάτι άλλο. Μην
κυνηγάς μια γυναίκα που δε σε θέλει, ειδικά όταν υπάρχουν πολλές
άλλες που σε θέλουν.
Ίσως ήταν καιρός ν’ αρχίσει να ψάχνει.
Έκλεισε το νερό, σκουπίστηκε και ξάπλωσε στο κρεβάτι με τα χέρια
δεμένα πίσω από το κεφάλι του.
Τέρμα τα παιχνίδια. Εκείνος ήθελε να χωρίσουν. Το ίδιο και η Νάταλι.
Και όσο γρηγορότερα τόσο καλύτερα.
Ο Γκέιτζ χασμουρήθηκε, έδωσε μια γροθιά στο μαξιλάρι και
κοιμήθηκε.

***

Δεν ήταν εύκολο να φλερτάρεις όλο το βράδυ.


Η Νάταλι αναστέναξε καθώς ανέβαινε στο δωμάτιό της.
Είχε πιει σαμπάνια με το γερουσιαστή, είχε δειπνήσει καθισμένη δίπλα
στον κούκλο από το Χόλυγουντ, είχε χορέψει μ’ ένα μεγιστάνα των
μίντια και είχε παρακολουθήσει τα πυροτεχνήματα μ’ έναν εκφωνητή
της τηλεόρασης που δεν έκρυβε το θαυμασμό του. Και όλες αυτές τις
ώρες που εκείνη γελούσε, φλέρταρε και γελοιοποιούταν, διαισθανόταν
την παρουσία του Γκέιτζ που παραμόνευε μέσα από τις σκιές.
Τα πόδια της πονούσαν. Καθόλου παράδοξο. Τα παπούτσια και το
φόρεμα που της είχε δανείσει η Κέιτλιν της ήταν δυο νούμερα πιο
μικρά.
«Τα πόδια σου θ’ αντέξουν για ένα βράδυ», της είχε πει η Κέιτλιν.
«Όσο για το φόρεμα...» Είχε γελάσει. «Όλοι οι άντρες θ’
αναρωτιούνται πώς κατάφερες να μπεις μέσα και πώς θα μπορέσουν
εκείνοι να σου το βγάλουν».
Ο Γκέιτζ είχε σκάσει. Το κατάλαβε από τη στιγμή που τον είδε. Το
θράσος που είχε να νομίζει ότι έψαχνε για κείνον... Αν και, παρά το
γεγονός ότι ήταν θυμωμένη μαζί του και είχε σταματήσει να τον
αγαπάει, όταν τον αντίκρισε, ψηλό, μελαχρινό και επιβλητικό με το
σμόκιν του, με τόση φλόγα στα μάτια, παραλίγο να λυγίσει.
Ω, Γκέιτζ, σκέφτηκε. Είμαι ακόμη...
Τί Νάταλι χτύπησε τη γλώσσα στον ουρανίσκο της καθώς προχωρούσε
στο διάδρομο. Δεν ήταν τίποτα «ακόμη». Αλλά κι αν ήταν, τι έβγαινε
από έναν αποτυχημένο γάμο; Ο Γκέιτζ είχε αλλάξει. Τί σχέση τους είχε
αλλάξει. Και όσο συντομότερα χώριζαν τόσο καλύτερα.
Μπήκε στην κρεβατοκάμαρα και έκλεισε την πόρτα. Τ ο δωμάτιο ήταν
σκοτεινό, εκτός από μερικές χλομές ακτίνες του φεγγαριού που
έμπαιναν από το παράθυρο του μπάνιου. Άπλωσε το χέρι να βρει το
διακόπτη, αλλά δίστασε. Γιατί ν’ ανάψει φως, αφού μπορούσε να δει
ό,τι χρειαζόταν; Το κεφάλι της πονούσε τόσο από τη σαμπάνια όσο κι
από την ένταση της βραδιάς. Και θα είχε μόνο μερικά λεπτά για να
ντυθεί πριν εμφανιστεί ο Γκέιτζ.
Τον είχε δει τελευταία φορά στη βεράντα, μόνο, με τα χέρια
σταυρωμένα, την πλάτη ίσια σαν σιδερόβεργα και με πρόσωπο
ανέκφραστο.
Μπορούσε να φανταστεί την έκφρασή του όταν θα ερχόταν και θ’
ανακάλυπτε ότι θα περνούσε τη νύχτα στο μικρό καναπέ του
μπουντουάρ.
Μπήκε στο μπάνιο, έπλυνε το πρόσωπό της και βούρτσισε τα δόντια
της. Μετά μπήκε στην κρεβατοκάμαρα και προσπάθησε να τραβήξει το
στενό φόρεμα κάτω από τους γοφούς της.
Ήταν φτιαγμένο από κάποιο ελαστικό ύφασμα. Έπρεπε να το τραβάς
προς τα έξω και προς τα κάτω...
«Νάταλι;»
Το φως άναψε, εκτυφλωτικό σαν φωτοβολίδα. Σήκωσε το ένα της χέρι
πάνω από τα μάτια της.
«Νάταλι;» είπε πάλι ο Γκέιτζ κι εκείνη κατέβασε το χέρι της και
κοίταξε τον άντρα της.
Καθόταν στηριγμένος στα μαξιλάρια, με τις κουβέρτες γύρω από τους
γοφούς του. Τα μαλλιά του ήταν μπερδεμένα, τα γένια του είχαν
αρχίσει να μεγαλώνουν, το στέρνο του ήταν γυμνό. Ήταν πιο σέξι από
ποτέ άλλοτε...
«Τι στο διάολο γυρεύεις εδώ;» τον ρώτησε.
Ο Γκέιτζ συνοφρυώθηκε. «Τι εννοείς, τι γυρεύω εδώ; Αυτό είναι το
δωμάτιό μου».
«Το ξέρω ότι είναι το δωμάτιό σου. Αλλά ήσουν κάτω, στη βεράντα...»
Τώρα όμως ήταν εδώ, όπως κι εκείνη. Ήταν γυμνός... Πάντα κοιμόταν
γυμνός. Κι εκείνη ήταν σχεδόν γυμνή, με το μικροσκοπικό μαύρο
δαντελένιο σουτιέν και τις μαύρες ζαρτιέρες, επειδή η Κέιτλιν της είπε
ότι αυτά είχε στείλει το Νίμαν Μάρκους για να τα φορέσει μαζί με το
φόρεμα...
«Τι κοιτάζεις;» τον ρώτησε.
Ο Γκέιτζ ανακάθισε. Πράγματι, τι; Τη γυναίκα του. Τη σέξι,
πανέμορφη γυναίκα του, που είχε επιλέξει να μην περάσει τη βραδιά σε
άλλο δωμάτιο, ούτε με κάποιον από τους λιμοκοντόρους που την
πολιορκούσαν κάτω, επειδή...
Επειδή ήθελε εκείνον.
«Εσένα κοιτάζω, μωρό μου», είπε απαλά και με μια γρήγορη κίνηση
πέταξε τα σκεπάσματα, σηκώθηκε από το κρεβάτι και προχώρησε προς
το μέρος της.
Η καρδιά της Νάταλι χοροπήδησε. «Γκέιτζ», είπε. «Γκέιτζ...»
Μη! Αυτό σκόπευε να πει, αλλά πώς να πει τέτοιο ψέμα;
Ξεροκατάπιε. Ο άντρας που ερχόταν προς το μέρος της ήταν ο άντρας
της. Ο ωραίος, αρρενωπός άντρας της. Τα γαλαξία του μάτια έλαμπαν
από πόθο, το κορμί του ήταν ερεθισμένο.
Την ήθελε. Κι εκείνη... τον ήθελε. Και πάντα θα τον ήθελε. «Νάταλι»,
ψιθύρισε όταν την πλησίασε.
Άρχισε να τρέμει καθώς έκλεισε το πρόσωπό της στις παλάμες του. Τη
φίλησε τρυφερά. Μόλις τα χείλη του άγγιξαν τα δικά της, η Νάταλι
έβγαλε ένα σιγανό, γλυκό ήχο που έκανε το αίμα να κοχλάσει στις
φλέβες του.
«Πες μου», είπε βραχνά καθώς ξεκούμπωνε το σουτιέν της. «Πες το.
Πρέπει να σ’ ακούσω να το λες».
Το κεφάλι της έγειρε πίσω καθώς τα στήθη της έπεφταν μέσα στις
ανοιχτές παλάμες του. Εκείνος έσκυψε και φίλησε τις ερεθισμένες
θηλές. Μουρμούρισε τ’ όνομά της καθώς κατέβαζε .τη μικροσκοπική
μαύρη δαντέλα κάτω από τους γοφούς της.
«Πες μου», επανέλαβε, κοιτάζοντάς τη στα μάτια. Και η Νάταλι έπεσε
μ’ ένα δυνατό λυγμό στην αγκαλιά του άντρα της.
«Κάνε μου έρωτα, Γκέιτζ», ψιθύρισε. «Φίλησέ με. Άγγιξέ με. Έλα
βαθιά μέσα μου...»
Ο Γκέιτζ έβγαλε μια βραχνή κραυγή, πήρε τη γυναίκα του αγκαλιά, την
ξάπλωσε στο κρεβάτι και πήρε αυτό που ήταν -που θα ήταν πάντα- δικό
του!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Η Νάταλι ξύπνησε στη ζεστασιά του ήλιου και στη θερμότητα που
εξέπεμπαν τα μπράτσα του άντρα της.
Η νύχτα που είχαν περάσει εμφανίστηκε μπροστά της σαν όνειρο. Ένα
υπέροχο όνειρο, γεμάτο πάθος και αγάπη.
Ω, ήταν ένα θαύμα! Βρισκόταν πάλι μέσα στην αγκαλιά του Γκέιτζ. Τη
ζάλιζαν οι αισθήσεις που είχε αρχίσει να ξεχνάει...
«Καλημέρα, γυναίκα».
Χαμογέλασε χαρούμενη καθώς ο Γκέιτζ γύριζε στο πλευρό του,
κρατώντας την ακόμη αγκαλιά.
«Καλημέρα, άντρα μου».
Τη φίλησε τρυφερά.
«Είδα ένα θαυμάσιο όνειρο τη νύχτα».
«Αλήθεια;» Τα χείλη της Νάταλι χαμογέλασαν κάτω από τα δικά του.
«Τι σύμπτωση. Κι εγώ είδα ένα θαυμάσιο όνειρο».
Το χέρι του γλίστρησε στους γλουτούς της και την τράβηξε πιο κοντά
του.
Το ερεθισμένο του κορμί σφίχτηκε πάνω στο δικό της και η Νάταλι
γουργούρισε χαρούμενα.
«Ωραία», είπε αναστενάζοντας.
Ο Γκέιτζ γέλασε. «Μάγισσα», της είπε και σφίχτηκε πιο πολύ πάνω
της.
«Εννοούσα, ωραία που είδαμε και οι δύο όμορφα όνειρα».
«Α!» Τη φίλησε πάλι. Η γλώσσα του πέρασε μέσα από τα μισάνοιχτα
χείλη της. «Ονειρεύτηκα ότι κάναμε έρωτα.
Αυτό ονειρεύτηκες κι εσύ;»
Τα μάτια της έκλεισαν. «Ναι. Είδα το ίδιο... Ωχ», ψιθύρισε με κομμένη
ανάσα. «Γκέιτζ...»
«Νατ». Η φωνή του ήταν μια πνιχτή κραυγή. «Μωρό μου, σε νιώθω
τόσο τέλεια μέσα στην αγκαλιά μου».
Η Νάταλι έκρυψε το πρόσωπό της στον ώμο του κι ο Γκέιτζ με μια
κίνηση βρέθηκε πάνω της. Το ίδιο ένιωθε κι εκείνη. Ο έρωτας που
έκαναν ήταν κάτι έξοχο. Για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό δεν είχε
ανταποκριθεί μόνο το κορμί της στα χάδια του αλλά και η ψυχή της.
Δεν μπορούσε να θυμηθεί την τελευταία φορά που ήταν η σχέση τους
έτσι. Είχε σχεδόν συμβεί εκείνο το βράδυ στον κήπο των Χόλκομπ,
αλλά δεν είχε κρατήσει.
Χτες το βράδυ είχε κρατήσει.
Διψούσε για τα φιλιά του Γκέιτζ. Για το άγγιγμά του. Δεν είχε χρόνο να
σκεφτεί αν ήταν σωστό ή λάθος αυτό που έκαναν, αν θα μετάνιωνε την
άλλη μέρα, αν...
Αν!
Τα μάτια της άνοιξαν απότομα. «Γκέιτζ».
«Μμμ».
«Γκέιτζ, περίμενε».
«Αρκετά περίμενα». Τη φίλησε στο στήθος. Το χέρι του γλίστρησε
ανάμεσα στους μηρούς της. «Περίμενα εβδομάδες, Νατ. Μήνες. Δεν
ήταν ποτέ έτσι τον τελευταίο καιρό».
«Αυτό εννοώ». Η Νάταλι τον έπιασε από τους ώμους και τον έσπρωξε.
«Δε χρησιμοποιήσαμε τίποτα χτες το βράδυ».
«Δε χρησιμοποιήσαμε...»
«Ναι. Και αυτό δεν το έχουμε κάνει από τότε...»
Ο Γκέιτζ πάγωσε. «Από τότε που έχασες το μωρό», είπε και κύλησε
από πάνω της.
Η Νάταλι ένιωσε μια ψύχρα που άρχιζε από την καρδιά κι έφτανε στο
αίμα της. Από τότε που έχασες το μωρό. Όχι από τότε που χάσαμε το
μωρό μας. Αλλά έτσι έλεγε από την ημέρα που είχε αποβάλει η Νάταλι.
«Ναι». Ξαφνικά ένιωσε εκτεθειμένη. Ευάλωτη. Άρπαξε το σεντόνι και
το τράβηξε μέχρι το πιγούνι της. Πόσο ηλίθια ήταν! Είχε πιστέψει
πραγματικά ότι μια νύχτα πάθους θα άλλαζε τα πράγματα; «Ακριβώς».
Η φωνή της ήταν ψυχρή, υπόκωφη, αντανακλούσε το κενό που υπήρχε
στην καρδιά της. «Είναι η πρώτη φορά που δε χρησιμοποιήσαμε
προφύλαξη από τότε που έχασα το μωρό».
Ο Γκέιτζ έγνεψε καταφατικά. Ανασηκώθηκε στα μαξιλάρια και
κοίταξε τη γυναίκα του. Πριν από λίγο βρισκόταν κάτω από το σώμα
του. Το κορμί της ζεστό, γυμνό, τον αποζητούσε. Τώρα τον κοίταζε
σαν να ήταν κάποιο ενοχλητικό πλάσμα που είχε εισβάλει στον
προσωπικό της χώρο.
Το στομάχι του σφίχτηκε. Είχε πάλι αυτό το ύφος που γνώριζε πολύ
καλά.
«Αυτό σημαίνει», της είπε, «ότι μπορεί να την έπαθες χτες το βράδυ».
Τα λόγια του ήταν σκληρά, αλλά δεν τον ένοιαζε, ακόμη κι όταν είδε τη
Νάταλι να μορφάζει. Κι εκείνος είχε σκεφτεί ότι δεν είχαν
χρησιμοποιήσει προφυλακτικό την τελευταία φορά που την είχε πάρει
στην αγκαλιά του, την ώρα που έσκαγε η αυγή στον ουρανό. Και η
σκέψη ότι μπορεί να γεννούσαν ένα μωρό -ότι η Νάταλι μπορεί να
ήθελε ένα μωρό- είχε κάνει τον έρωτά τους πιο γλυκό.
Πόσο ηλίθιος είσαι, Μπάρον, σκέφτηκε και κατέβασε τα πόδια του από
το κρεβάτι.
Η Νάταλι ανασηκώθηκε, τυλίγοντας το σεντόνι γύρω της.
«Πόσο γοητευτικά το έθεσες», του είπε με τρεμάμενη φωνή. «Αλλά
μην ανησυχείς. Ευτυχώς και για τους δυο μας, δεν είναι οι μέρες που
μπορώ να συλλάβω».
«Κι αυτό είναι μια ανακούφιση», της είπε με σφιγμένη καρδιά. «Το
τελευταίο πράγμα που θα θέλαμε είναι ένα παιδί. Σωστά;»
Η Νάταλι σηκώθηκε με το σεντόνι τυλιγμένο γύρω της. «Χωρίς καμιά
αμφιβολία», του είπε και χτύπησε δυνατά την πόρτα του μπάνιου.

***
Ο Τράβις καθόταν στην τραπεζαρία όταν μπήκε ο Γκέιτζ στο δωμάτιο.
«Καλημέρα», είπε.
Ο Γκέιτζ κάτι γρύλισε, έβαλε ένα φλιτζάνι καφέ και τράβηξε μια
καρέκλα.
Τα φρύδια του Τράβις ανασηκώθηκαν. «Κάτι μου λέει ότι δεν είναι
καλή η μέρα».
Ο Γκέιτζ του έριξε μια άγρια ματιά. «Σε προειδοποιώ, Τράβις, δεν έχω
διάθεση για παιχνίδια».
Ο Τράβις κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Ούτε εκείνος είχε διάθεση.
Το Σαββατοκύριακο δεν πήγαινε όπως το περίμενε, αλλά κάτι του
έλεγε ότι με τον Γκέιτζ τα πράγματα ήταν πιο σοβαρά.
«Τότε άσε να κάνω χειρότερη τη διάθεσή σου, λέγοντάς σου τα καλά
και τα άσχημα νέα». Σηκώθηκε, πήγε στον μπουφέ και έβαλε μια
βάφλα στο πιάτο του. «Τα καλά νέα είναι ότι μπορούμε ν’ αποφύγουμε
το επίσημο πρόγευμα. Τα άσχημα μια εντολή του γέρου για παράσταση
σε μισή ώρα».
«Ο γέρος ξέρει τι μπορεί να κάνει με τις εντολές του».
«Ναι». Ο Σλέιντ μπήκε στην τραπεζαρία και πήγε κατευθείαν στον
μπουφέ. «Δε νομίζω ότι τώρα μπορεί να μας διατάξει να καθαρίσουμε
τους στάβλους αν δε σταθούμε προσοχή».
«Κέφια έχεις σήμερα», είπε ο Γκέιτζ.
«Κάνε μου μια χάρη, εντάξει; Άσε τις εξυπνάδες», είπε ο Σλέιντ. «Πώς
είναι οι βάφλες; Τις φτιάχνει ακόμη αφράτες η Κάρμεν;»
«Πάντα», είπε ο Τράβις.
«Ευτυχώς υπάρχουν μερικά πράγματα που δεν αλλάζουν», είπε ο
Σλέιντ σκυθρωπός.
Ο Τράβις και ο Γκέιτζ κοιτάχτηκαν. Μετά τα τρία αδέρφια έπεσαν με
τα μούτρα στο πρωινό τους. Σε λίγο ο Σλέιντ έσπρωξε το πιάτο του και
πήρε τον καφέ του.
«Ο Τζόνας λοιπόν θέλει να μας δει. Έχετε καμιά ιδέα για τι;»
«Για το Εσπάδα», είπε ο Γκραντ Λάντον, μπαίνοντας στο δωμάτιο.
«Καλημέρα, κύριοι. Πρωινό είναι αυτό στον μπουφέ ή δείπνο για
εξήντα άτομα;»
«Βλέπω ντύθηκες σπορ σήμερα, Λάντον». Ο Γκέιτζ χαμογέλασε.
«Άσπρο πουκάμισο, γκρι κοστούμι... αλλά όχι γραβάτα».
«Κάνεις ωραίο ζευγάρι με τη γυναίκα μου», είπε ο Γκραντ ψυχρά. «Οι
δυο σας έχετε αρκετό υλικό για κωμωδία».
Ο Τράβις και ο Σλέιντ αντάλλαξαν ένα βλέμμα.
«Ω, δοκίμασε τις βάφλες», είπε ο Τράβις. «Είναι υπέροχες».
Σιωπή έπεσε πάλι στο δωμάτιο. Ο Σλέιντ ξερόβηξε. «Είπες ότι ο γέρος
θέλει να συζητήσει για το Εσπάδα, Λάντον; Πώς το ξέρεις;»
«Επειδή είναι δικηγόρος του Τζόνας». Η Κέιτλιν μπήκε στην
τραπεζαρία και, όταν οι άντρες πήγαν να σηκωθούν, τους έκανε νεύμα
να καθίσουν πάλι. «Ο Τζόνας ανησυχεί για το τι θα γίνει όταν πεθάνει».
«Ακριβώς. Μου ζήτησε να σας διαβεβαιώσω ότι θα έχετε ίσα μερίδια
όλοι στην περιουσία του», είπε ο Γκραντ.
«Και οι τέσσερις», είπε ο Τράβις, κοιτάζοντας την ετεροθαλή αδερφή
του.
«Και οι τέσσερις. Ο Τζόνας το ξεκαθάρισε. Βλέπει την Κέιτλιν σαν
κόρη του». Το χαμόγελο έσβησε. «Εκτός από ό,τι αφορά το Εσπάδα».
Ο Γκέιτζ συνοφρυώθηκε. «Τι σημαίνει αυτό;»
«Αυτό σημαίνει», είπε η Κέιτλιν, «ότι ο Τζόνας θ’ αφήσει το ράντσο
μόνο σε κάποιον που έχει το αίμα των Μπάρον».
Ένα θλιμμένο χαμόγελο πλανήθηκε στα χείλη της. «Και αυτό
αποκλείει εμένα».
«Μα εσύ αγαπάς αυτό το μέρος», είπε ο Γκέιτζ.
«Ναι». Η Κέιτλιν χαμογέλασε βεβιασμένα. «Αλλά δεν είμαι μια
Μπάρον».
«Αυτό είναι γελοίο». Ο Τράβις έσπρωξε πίσω την καρέκλα του. «Όλοι
μας εκτός από την Κέιτλιν επιλέξαμε να φύγουμε από το ράντσο και να
φτιάξουμε αλλού τη ζωή μας. Κανένας μας δε θέλει να ξαναγυρίσει
εδώ».
«Πολύ σωστά», είπαν με μια φωνή ο Σλέιντ και ο Γκέιτζ.
«Κατάλαβες, Λάντον; Μόνο η αδερφή μας νοιάζεται για το ράντσο».
«Συμφωνώ. Αλλά άντρες σαν τον πατέρα σας παίρνουν αποφάσεις που
έχουν τη δική τους λογική. Και αυτό δε σας το λέει ο Λάντον, ο
δικηγόρος, αλλά ο γιος ενός γερο-ξεροκέφαλου που κυβερνούσε τη
δική του μικρή γωνιά της γης όπως και ο πατέρας σας».
Ο Γκέιτζ σηκώθηκε, πλησίασε την Κέιτλιν και τύλιξε το χέρι του γύρω
από τους ώμους της. «Ο γέρος θα πρέπει ν’ αλλάξει τα σχέδιά του».
«Δε θα τ’ αλλάξει. Θα αφήσει το ράντσο στον ανιψιό του αν δεν του πει
κανένας από τους τρεις σας αυτό που θέλει ν’ ακούσει».
«Στον Λίτον;» Ο Τράβις αναστέναξε. «Αυτός είναι πιο ύπουλος κι από
φίδι».
«Αυτό είναι γελοίο», είπε ο Γκέιτζ θυμωμένος. «Και άδικο».
Γέλασε βραχνά. «Αλλά το ίδιο άδικη είναι και η ζωή».
«Αυτό κι αν είναι αλήθεια», μουρμούρισε ο Γκραντ
Σιωπή έπεσε πάλι στο δωμάτιο.

***

Η Νάταλι δεν είχε πει λέξη όση ώρα ο Γκέιτζ ντυνόταν κι έβγαινε από
την κρεβατοκάμαρα.
Είχε μείνει κολλημένη στην πόρτα του μπάνιου κρατώντας την ανάσα
της, μέχρι που τον άκουσε να βγαίνει χτυπώντας δυνατά την πόρτα.
«Ηλίθιε», είπε καθώς γύριζε προς τον καθρέφτη.
Γιατί είχε κοιμηθεί μαζί του; Αν είχε χρόνο να το σκεφτεί, δε θα έκανε
ποτέ σεξ με τον Γκέιτζ. Και αυτό είχαν κάνει, σκέφτηκε καθώς άνοιγε
το ντους. Σεξ. Αυτή η λέξη την έκανε ν’ αηδιάζει, αλλά δε θα
υποκρινόταν ότι είχαν κάνει έρωτα.
Εδώ και πολύ καιρό.
Ο Γκέιτζ την ήθελε ακόμη, αλλά αυτό ήταν το μόνο που είχε απομείνει
από τη σχέση τους. Και, όπως της είχε υπενθυμίσει πριν, αυτό είχε
επιβεβαιωθεί όταν έχασε το μωρό.
Θεέ μου, η απελπισία εκείνης της μέρας. Οι λυγμοί της. Η αγωνία της.
Η ανάγκη να βρει παρηγοριά στην αγκαλιά του. Αλλά εκείνος έλειπε
ως συνήθως, σε κάποιο επαγγελματικό ταξίδι ως συνήθως και η Νάταλι
ήταν μόνη, ολομόναχη ως συνήθως.
Τυλίχτηκε με μια πετσέτα και πήγε στην κρεβατοκάμαρα.
Μόνη, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ήταν και στη διάρκεια της
εγκυμοσύνης της. Ο Γκέιτζ παρακολουθούσε το χτίσιμο ενός
ξενοδοχείου.
«Αχά», της έλεγε όταν τον ρωτούσε για την ταπετσαρία του δωματίου
του μωρού, για καροτσάκια ή χρώματα. «Ωραία. Ό,τι σου αρέσει, Νατ.
Ρώτησε και το διακοσμητή».
Φόρεσε τα ρούχα της.
Τελικά είχε καταλάβει ότι δεν τον ενδιέφερε. Έτσι είναι οι άντρες, της
είχε πει η Λιζ Χόλκομπ, αλλά ο Γκέιτζ δεν ήταν «οι άντρες», ήταν ο
δικός της άντρας. Και θα γινόταν πατέρας του παιδιού της...
Και μετά... δεν έγινε.
Ένα πρωί που ντυνόταν, ένιωσε μια κράμπα... και τελείωσαν όλα. Είχε
χάσει το μωρό.
Η καρδιά της, το κορμί της, ήταν άδεια.
«Λυπάμαι τόσο που έχασες το μωρό, Νατ», είχε πει ο Γκέιτζ. Λυπόταν.
Αυτό ήταν το καλύτερο που μπορούσε να της πει, όταν η καρδιά της
είχε γίνει κομμάτια; Όταν κομμάτια θα έπρεπε να είχε γίνει και η δική
του καρδιά; Και της είπε πως έχασε το μωρό, όχι το μωρό τους.
Ω, πόσο τον μισούσε εκείνη τη στιγμή!
Αλλά δεν το είχε δείξει. Τον είχε ευχαριστήσει ευγενικά για το
ενδιαφέρον του και τον είχε δει να συνεχίζει τη ζωή του σαν να μην είχε
συμβεί τίποτα. Δεν είχε ξανασκεφτεί ούτε είχε αναφέρει ποτέ ξανά το
μωρό. Ήταν σαν να μην είχε συλλάβει ποτέ το παιδί τους. Και τότε είχε
καταλάβει ότι ο Γκέιτζ δεν ήθελε το μωρό.
Ένα μωρό θα άλλαζε τη ζωή που έκαναν πριν μείνει έγκυος. Τα
ταξίδια, τα πάρτι, το γύρο της υφηλίου από το ένα ξενοδοχείο Μπάρον
στο άλλο. Θα κατέστρεφε το τέλειο σπίτι τους, με τα τέλεια έπιπλα και
την τέλεια διακόσμηση.
Η Νάταλι έκλεισε τη βαλιτσούλα της.
Η ζωή τους είχε συνεχιστεί, αλλά με μεγάλες αλλαγές. Είχε σταματήσει
να ταξιδεύει με τον Γκέιτζ. Ήταν πολύ απασχολημένη, του είχε πει.
Και ήταν όντως. Έγινε μέλος σε λέσχες, σε διοικητικά συμβούλια
φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, έπαιζε τένις μέχρι που σιχαινόταν να δει
ρακέτα και δίχτυ, αλλά ο Γκέιτζ δεν το πρόσεχε. Ή δεν τον ένοιαζε. Δεν
τη χρειαζόταν πια.
Ήταν διαφορετικά πριν. Παλιά έτρεχε στο σπίτι, την άρπαζε στην
αγκαλιά του και τη σήκωνε ψηλά.
«Μου έλειψες», της έλεγε κι εκείνη το πίστευε, γιατί της έλειπε κι
εκείνος.
Μετά ο Γκέιτζ είχε γνωρίσει τη γεύση της επιτυχίας. Και οι ανάγκες
του για κείνη σιγά σιγά άλλαζαν. Είχε γίνει ένα αστραφτερό έπαθλο, η
περιφερόμενη, ομιλούσα απόδειξη του ονείρου του για μεγάλους
άθλους, ενός ονείρου όπου δεν υπήρχε χώρος για παιδιά.
Τώρα δεν υπήρχε χώρος ούτε για κείνη.
Έτριψε με την ανάποδη του χεριού της το μέτωπό της και πήρε τη
βαλιτσούλα της.
«Αντίο, Γκέιτζ», είπε στο άδειο δωμάτιο.
Αυτή τη φορά έφευγε για πάντα από τη ζωή του.

***

Δυστυχώς, η απόδραση δεν ήταν τόσο εύκολη.


Ο Έιμπελ, επιστάτης στο ράντσο χρόνια, έβγαλε το καπέλο, έξυσε το
κεφάλι του και τελικά επιβεβαίωσε αυτό που υποψιαζόταν ήδη η
Νάταλι.
«Δεν υπάρχει τίποτε άλλο εκτός από τα τρακτέρ, κυρία Νάταλι», είπε.
«Οι καλεσμένοι του κυρίου Τζόνας έχουν επιστρατεύσει οτιδήποτε
έχει τροχούς».
Παγιδευμένη, σκέφτηκε η Νάταλι καθώς γύριζε στο σπίτι.
Παγιδευμένη σαν ζώο σε κλουβί.
Ανέβηκε στην πίσω βεράντα, άνοιξε προσεκτικά την πόρτα της
κουζίνας και αναστέναξε με ανακούφιση όταν είδε πως ήταν άδεια.
Μια κανάτα με καφέ βρισκόταν σε μια γωνιά του πάγκου. Η Νάταλι
γέμισε ένα φλιτζάνι, βγήκε πάλι από την πόρτα και στήριξε τους
αγκώνες της στο κιγκλίδωμα της βεράντας. Ένιωθε την οργή της να
υποχωρεί και τη θέση της πήρε κάτι άλλο, κάτι που την έκανε να νιώθει
έτοιμη να βάλει τα κλάματα.
«Να πάρει», ψιθύρισε, «να πάρει και να σηκώσει!»
«Τόσο άνοστος είναι ο καφές;»
Η Νάταλι γύρισε ξαφνιασμένη. Η Μάρτα Μπάρον είχε βγει στη
βεράντα. Κρατούσε ένα φλιτζάνι καφέ στο χέρι και χαμογελούσε.
«Όχι», είπε η Νάταλι. «Απλώς εγώ... ήμουν...»
«Δε χρειάζονται εξηγήσεις», είπε η Μάρτα. Παραμέρισε καθώς άλλη
μια γυναίκα βγήκε στη βεράντα. Ήταν νέα και όμορφη, με μαλλιά
μαύρα σαν τη νύχτα. Η φούστα της ήταν πολύχρωμη και τη
συμπλήρωνε ένα βυσσινί μπλουζάκι. Μικρά ασημένια καμπανάκια
κρέμονταν από τα αυτιά της.
Η Μάρτα χαμογέλασε στη Νάταλι. «Δεν ήθελα να νομίζει η Κρίστα ότι
της έλεγα ψέματα για τον καταπληκτικό καφέ που φτιάχνει η Κάρμεν».
«Είναι πράγματι πολύ καλός». Η Νάταλι ξερόβηξε. «Απλώς...
σκεφτόμουν κάτι».
Η Μάρτα έγνεψε καταφατικά. «Ο αέρας είναι βαρύς από σκέψεις
σήμερα», είπε. «Για παράδειγμα, βρήκα την Κρίστα να κάνει το ίδιο
πράγμα στη βιβλιοθήκη».
Η Κρίστα γέλασε. «Η κυρία Μπάρον είναι πολύ ευγενική. Αυτό που
εννοεί είναι ότι με βρήκε να μιλάω μόνη μου».
«Ομοιοπαθείς», είπε η Νάταλι. Της άπλωσε το χέρι. «Νάταλι
Μπάρον».
«Κρίστα Λάντον. Χαίρομαι που σε γνωρίζω».
Η Μάρτα κοίταξε το ρολόι της. «Εμένα με συγχωρείτε. Πρέπει να
μαζέψω τους άντρες και να τους οδηγήσω στη βιβλιοθήκη», είπε κι
έφυγε.
Οι δυο γυναίκες στήριξαν τους αγκώνες τους στα κάγκελα της
βεράντας και κοίταξαν το τοπίο.
Η Κρίστα αναστέναξε. «Πόσο γαλήνιο είναι».
«Ναι».
«Αυτός είναι ένας από τους λόγους που δέχτηκα να έρθω με τον
Γκραντ. Σκέφτηκα ότι ίσως μας έκανε καλό να φύγουμε μακριά απ’
όλα για λίγο, να περάσουμε ένα Σαββατοκύριακο μόνοι, χωρίς τα
παιδιά».
«Παιδιά;»
«Έχουμε δίδυμα». Η Κρίστα χαμογέλασε. «Δυο κοριτσάκια».
«Ω, τι ωραία».
«Ναι, είναι η χαρά της ζωής μου. Αλλά σκέφτηκα πως αν περνούσαμε ο
Γκραντ κι εγώ μερικές μέρες μόνοι...»
«Ναι;»
«Ω, δεν ξέρω. Μου είχε περάσει από το μυαλό μια τρελή ιδέα πως ίσως
λύναμε τα προβλήματά μας...» Κοκκίνισε. «Συγνώμη. Δεν ξέρω γιατί
το είπα αυτό. Δε συνηθίζω να μιλάω σε ξένους για τα προβλήματά
μου».
«Μερικές φορές δεν είναι άσχημη ιδέα. Οι ξένοι δε σε κριτικάρουν
όπως οι φίλοι ή οι συγγενείς».
«Ο άντρας μου δε θα συμφωνούσε. Λέει ότι εμπιστεύομαι πολύ εύκολα
τους άλλους».
«Πίστεψέ με», είπε η Νάταλι μελαγχολικά, «αυτό μερικές φορές είναι
μεγάλο λάθος».
Η Κρίστα αναστέναξε. «Έχεις δίκιο, υποθέτω».
«Αν είχα ακούσει η ίδια τη συμβουλή μου, δε θα βρισκόμουν εδώ
τώρα».
«Δεν καταλαβαίνω».
Η Νάταλι ξεφύσηξε δυνατά. «Θα το θέσω αλλιώς», είπε. «Εσύ
τουλάχιστον ήρθες με τη θέλησή σου».
Η Κρίστα γύρισε και την κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. «Εσύ όχι;»
«Ο άντρας μου -είμαι παντρεμένη με τον Γκέιτζ Μπάρον-σχεδόν με
απήγαγε».
«Αυτό ακούγεται πολύ ρομαντικό».
«Πίστεψέ με, δεν ήταν. Μου είπε ψέματα ότι πέθαινε ο πατέρας του... ή
τουλάχιστον το υπαινίχτηκε».
«Μα γιατί να το κάνει αυτό;»
«Για να περάσει το δικό του». Η Νάταλι ήπιε μια γουλιά καφέ. «Ο
Γκέιτζ θα μπορούσε να μου πει οτιδήποτε. Ήταν έξω φρενών».
«Γιατί;» Η Κρίστα κοκκίνισε πάλι. «Νάταλι, συγνώμη. Δε θέλω να
γίνομαι αδιάκριτη, αλλά...»
«Δε με πειράζει. Δε χρειάζεται πια να το κρύβω. Ο Γκέιτζ ήταν
θυμωμένος επειδή είδε ότι μπορούσα να ζήσω χωρίς εκείνον».
«Μου θυμίζει τον άντρα μου. ‘Πού ήσουν, Κρίστα; Με ποιον ήσουν,
Κρίστα;’ Είναι δικηγόρος και, ορκίζομαι, μερικές φορές νιώθω σαν να
με καθίζει στο εδώλιο».
«Δε σ’ εμπιστεύεται;»
«Κάποτε θα έλεγα ότι μ’ εμπιστευόταν απόλυτα, αλλά τελευταία...»
«Τελευταία;»
Η Κρίστα ανασήκωσε τους ώμους. «Προερχόμαστε από εντελώς
διαφορετικό περιβάλλον. Και ο Γκραντ φοβάται, νομίζω, ότι βρίσκω
βαρετή τη ζωή που κάνουμε».
«Τη βρίσκεις;»
«Όχι. Ω, όχι! Δε θα άλλαζα τίποτε... Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δε θέλω
να εκτονώνομαι κάπου κάπου. Και αυτό τον αναστατώνει. Δεν μπορεί
να καταλάβει γιατί θέλω να πηγαίνω στο Γκρίνουιτς Βίλατζ, στη Νέα
Υόρκη, να συναντώ τους παλιούς μου φίλους, να βλέπω τι κοσμήματα
είναι της μόδας τώρα που έκλεισα το μαγαζί μου».
«Το μαγαζί σου;»
«Είχα ένα μαγαζάκι, όπου έφτιαχνα και πουλούσα δικά μου
κοσμήματα. Ασημένια, αλλά και μερικά χρυσά. Ο Γκραντ πίστευε ότι
μου έτρωγε πολύ χρόνο». Η Κρίστα γέλασε. «Κοίτα τι κάνω, σου λέω
την ιστορία της ζωής μου. Κι εσύ; Ο άντρας σου έχει αρκετά
ξενοδοχεία, έτσι; Θα ζεις τη μεγάλη ζωή».
«Εγκατέλειψα τον άντρα μου», είπε σιγανά.
«Ω, Νάταλι...»
«Δεν πειράζει. Δηλαδή πειράζει, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτε
άλλο όταν κατάλαβα πως... αυτό που υπήρχε κάποτε ανάμεσά μας είχε
χαθεί».
Η Κρίστα έβαλε το χέρι της πάνω στης Νάταλι. «Λυπάμαι».
«Ναι. Κι εγώ. Αλλά είναι άσκοπο ν’ αγνοούμε την αλήθεια. Δεν
καταλαβαίνω τον άντρα που έχει γίνει τώρα ή τη ζωή που προτιμά.
Ίσως αν είχαμε ένα παιδί...» Σιωπή έπεσε ανάμεσα στις γυναίκες. Μ
Νάταλι καθάρισε το λαιμό της. «Λοιπόν», είπε, «πότε γυρίζετε στη
Νέα Υόρκη εσύ κι ο άντρας σου;»
Μια σκιά πέρασε από τα μάτια της Κρίστα. «Υποτίθεται ότι θα
γυρίζαμε αύριο».
«Υποτίθεται;» «Δε θα γυρίσω μαζί του. Άρχισα να το λέω στον Γκραντ
σήμερα το πρωί, αλλά νομίζω ότι κατάλαβε τι θα του έλεγα κι
έφυγε από το δωμάτιο πριν προφτάσω να μιλήσω. Το θέμα είναι πως
χρειάζομαι λίγο χρόνο μακριά του, να σκεφτώ».
«Μα οι κόρες σας...»
«Τηλεφώνησα. Η νταντά τους θα πάει με τα μωρά στο Παλμ Μπιτς κι
εγώ...»
«Παλμ Μπιτς; Είναι μόνο μια ώρα από κει που μένω».
«Τέλεια! Μπορούμε να συναντηθούμε».
«Αλλά... τι είναι στο Παλμ Μπιτς;»
«Το σπίτι του θείου μου. Δηλαδή ήταν του θείου μου και μου το άφησε.
Δεν έχω πού αλλού να πάω. Το σπίτι είναι παλιό και πολύ μεγάλο για
μένα και τα μωρά, αλλά είναι μπροστά στη θάλασσα. Ήσυχο και με
αρκετούς χώρους για να στρωθώ στη δουλειά. Μου αρέσει πολύ να
δουλεύω με τα χέρια μου». Χαμογέλασε. «Δεν έβγαλα ποτέ λεφτά απ’
αυτό όμως, τίποτα παραπάνω από τα έξοδά μου. Δεν αξίζω δεκάρα ως
πωλήτρια».
«Εγώ δεν μπορώ ούτε μια ίσια γραμμή να τραβήξω». Η Νάταλι
χαμογέλασε. «Από την άλλη έχω γερό μυαλό για επιχειρήσεις. Στις
φιλανθρωπικές δραστηριότητες που έχω μπλέξει αποδείχτηκε ότι έχω
ταλέντο στη διοργάνωση και στις πωλήσεις». Άφησε το φλιτζάνι σ’ ένα
τραπέζι πίσω της και έβαλε τα χέρια στις τσέπες. «Μακάρι να είχα κι
εγώ ένα ήσυχο μέρος ν’ αποσυρθώ όπως εσύ. Για να μπορέσω να
σκεφτώ, να βάλω μια τάξη στη ζωή μου».
«Γιατί δεν μπορείς να το κάνεις εκεί που μένεις;»
Η Νάταλι γέλασε. «Αν έβλεπες το διαμέρισμά μου, δε θα ρωτούσες. Ο
Γκέιτζ το λέει τρώγλη, αλλά θα προτιμούσα να πεθάνω παρά να του πω
ότι συμφωνώ. Η οροφή του μπάνιου στάζει και οι κατσαρίδες είναι
τόσο μεγάλες που φοβάμαι να τις πατήσω».
Η Κρίστα χαμογέλασε. «Μου θυμίζει το σπίτι μου στο Βίλατζ. Κρίμα
που δεν μπορείς...» Σταμάτησε απότομα. «Νάταλι;
Είσαι πράγματι καλή στις πωλήσεις;»
«Ρώτησε το Άσυλο Παιδιών ή το Σπίτι των Ζώων».
«Το Σπίτι των Ζώων; Δηλαδή αγαπάς τα ζώα;»
«Τα λατρεύω». Η Νάταλι αναστέναξε. «Δεν είχα ποτέ δικά μου όμως.
Ταξιδεύαμε τόσο πολύ που...»
Η Κρίστα την άρπαξε από τα χέρια. «Έλα μαζί μου».
«Μαζί σου;» είπε η Νάταλι σαν χαμένη. «Μαζί σου, πού;» «Στο Παλμ
Μπιτς».
«Κρίστα, ειλικρινά...»
«Το σπίτι είναι πελώριο. Θα έχεις το δικό σου δωμάτιο».
«Ναι, αλλά...»
«Ξέρω ότι μόλις γνωριστήκαμε, αλλά νιώθω να μας δένει κάτι. Δεν το
νιώθεις κι εσύ;»
Η Νάταλι δάγκωσε τα χείλη της. «Ναι. Αλλά δεν έχω λεφτά. Δε θα
μπορούσα να σου πληρώνω...»
«Ανοησίες. Δε χρειάζομαι λεφτά, τη φιλία σου χρειάζομαι. Άλλωστε
έχω ωφελιμιστικά κίνητρα».
«Αλήθεια;»
«Φυσικά. Θα αναλάβεις την πώληση των κοσμημάτων μου».
«Δεν ξέρω τίποτε από κοσμήματα», είπε η Νάταλι, αλλά ένιωθε
συγκινημένη.
«Δε χρειάζεται να ξέρεις. Υπάρχουν όλα αυτά τα μαγαζάκια στη
λεωφόρο Γουόρθ. Ξέρω ότι θα ήθελαν τα κοσμήματα που φτιάχνω,
αλλά, όπως σου είπα, δεν τα καταφέρνω στις πωλήσεις. Εσύ πάλι θα
έκανες οποιαδήποτε πόρτα ν' ανοίξει».
Η Νάταλι γέλασε. «Μ ’ έχεις δει καλά, Κρίστα;»
«Πολύ καλά. Και είμαι σίγουρη ότι είσαι αυτό ακριβώς που
χρειάζεται». Χαμογέλασε. «Πίστεψέ με, ξέρω τι σου λέω».
Η Νάταλι δίστασε. «Τι να σου πω; Μια μετακόμιση στο Παλμ Μπιτς
είναι μεγάλο βήμα».
«Γιατί; Είπες ότι έχεις εγκαταλείψει τον άντρα σου. Και το Παλμ Μπιτς
είναι μια ώρα από κει που μένεις. Είπες επίσης ότι χρειάζεσαι ένα
ήσυχο μέρος για να σκεφτείς...»
«Μπορεί να νιώθουμε σαν να μας δένει κάτι, αλλά δε γνωριζόμαστε».
Η Κρίστα χαμογέλασε. «Τι θέλεις να μάθεις για μένα; Σου είπα, έχω
δυο κόρες. Σε προειδοποιώ ότι θα σε τρελάνουν. Είναι στο στάδιο που
τους αρέσει να φλυαρούν ακατάπαυστα και μπλέκουν σε κάθε είδους
μπελάδες».
«Θα είναι αξιαγάπητες».
«Είναι. Ω, έχω και μια γάτα».
«Μια γάτα», είπε η Νάταλι και χαμογέλασε.
«Κι ένα σκύλο. Ο σκύλος θα είναι συνέχεια κάτω από τα πόδια σου και
η γάτα πάνω στην ποδιά σου».
Το χαμόγελο της Νάταλι έγινε πιο πλατύ. «Πραγματικό μαρτύριο».
«Είναι. Λοιπόν, τι λες; Κλείνουμε συμφωνία;»
«Είναι τρέλα», είπε η Νάταλι και γέλασε. «Μεγάλη τρέλα. Και ξέρεις
κάτι; Νομίζω ότι θα μου αρέσει πολύ».
«Τι θα σου αρέσει πολύ;» ακούστηκε μια βαριά φωνή.
Οι γυναίκες γύρισαν τα κεφάλια. Ο Γκέιτζ και ο Γκραντ στέκονταν
στην ανοιχτή πόρτα.
«Τι θα σου αρέσει πολύ;» επανέλαβε ο Γκέιτζ κατσουφιάζοντας.
Η Νάταλι έσφιξε το χέρι της Κρίστα. «Θα αφήσω το διαμέρισμά μου».
Ο Γκέιτζ ένιωσε τέτοια χαρά που του έκοψε την ανάσα. «Μωρό μου»,
είπε κι έκανε ένα βήμα μπροστά. «Μωρό μου, αυτά είναι υπέροχα νέα.
Ήξερα ότι θα έβλεπες λογικά τα πράγματα...»
«Θα μετακομίσω στο Παλμ Μπιτς».
«Παλμ...»Ένιωσε το αίμα να στραγγίζει από το πρόσωπό του. «Τι
βλακείες είναι αυτές, Νάταλι;»
«Η Κρίστα μου ζήτησε να μετακομίσω μαζί της».
Το όμορφο πρόσωπο του Γκραντ έγινε πιο άσπρο από του Γκέιτζ.
«Στο Παλμ Μπιτς; Με τη γυναίκα μου... Κρίστα; Τι είναι αυτά που
λέει;»
«Προσπάθησα να σου μιλήσω το πρωί», είπε η Κρίστα με ήρεμη φωνή.
«Δε θα γυρίσω μαζί σου στη Νέα Υόρκη, Γκραντ. Μίλησα ήδη με την
Αντί. Θα με συναντήσει εκεί με τα δίδυμα. Θα φέρει και το σκύλο με τη
γάτα. Χρειάζομαι...»
«Χρειάζεσαι;» Ο Γκραντ προσπαθούσε να συγκροτήσει την οργή του.
«Σκέφτηκες καθόλου τι χρειάζομαι εγώ, Κρίστα. Έτσι κι αλλιώς, δεν
πρόκειται να μου πάρεις τις κόρες μου».
«Δε θα το έκανα ποτέ αυτό. Δε σ’ εγκαταλείπω, Γκραντ. Χρειάζομαι
χρόνο να σκεφτώ. Και θα είναι ευκολότερο για όλους μας αν
βρίσκονται κοντά μου τα δίδυμα».
«Ευκολότερο για όλους», είπε ο Γκραντ μέσα από τα σφιγμένα δόντια
του. Γύρισε προς τον Γκέιτζ. «Είναι ευκολότερο για σένα, Μπάρον; Να
μαθαίνεις ότι οι γυναίκες μας θα στήσουν νοικοκυριό χωρίς εμάς;»
Ο Γκέιτζ κοίταξε τη Νάταλι. Τα μάγουλά της ήταν φουντωμένα, το
πιγούνι της ανασηκωμένο. Έδειχνε πιο όμορφη από κάθε άλλη φορά
και πιο αποφασιστική. Σκέφτηκε την προηγούμενη νύχτα - πώς τον
έκαναν να λιώνει οι φλόγες του κορμιού της-και τον κατέλαβε μια
αίσθηση φόβου.
Πήγε κοντά της. «Αν το κάνεις αυτό», της είπε με απαλή φωνή, «θα
έχουν τελειώσει όλα ανάμεσά μας».
Δάκρυα έλαμπαν στα μάτια της Νάταλι. «Έχουν τελειώσει πριν από
καιρό».
Ο Γκέιτζ έκανε ένα βήμα πίσω. Είχε δίκιο, το ήξερε. Και αυτό τον
πλήγωνε πιο πολύ από όλα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Θα ήταν μια περιπέτεια.


Έτσι τουλάχιστον έλεγε η Νάταλι νοερά καθώς περίμενε την Κρίστα να
μαζέψει τα πράγματά της.
Μια ενδιαφέρουσα περιπέτεια.
Είχε περάσει από το στάδιο της κόρης στο στάδιο της συζύγου
κατευθείαν. Και όταν άφησε τον Γκέιτζ, ήταν η πρώτη φορά που ζούσε
μόνη, αλλά αυτό που ετοιμαζόταν να κάνει τώρα θα έκοβε κάθε γέφυρα
με το παρελθόν της.
Το χρειαζόταν όμως. Και ίσως περισσότερο από την Κρίστα. Όπως
έδειχναν τα πράγματα, ο γάμος των Λάντον είχε κάποια ελπίδα
διάσωσης.
Έσπρωξε την πόρτα της κουζίνας και ξαναγέμισε το φλιτζάνι της με
καφέ.
«Δε θα σ’ αφήσω να το κάνεις αυτό», είχε πει ο Γκραντ στην Κρίστα.
«Δεν μπορείς να μ’ εμποδίσεις», είχε απαντήσει εκείνη και είχε μπει
στο σπίτι με τον Γκραντ πίσω της που φώναζε οργισμένος.
Η Νάταλι βγήκε πάλι στη βεράντα.
Ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό. Ο Γκραντ αγαπούσε τη γυναίκα του,
έβλεπες ότι δεν ήθελε να τη χάσει. Αλλά ο Γκέιτζ...
Το φλιτζάνι έτρεμε στα χέρια της. Το άφησε προσεκτικά πάνω στην
κουπαστή κι αγκάλιασε τους ώμους της.
Ο Γκέιτζ δεν είχε κάνει τίποτα. Δεν την είχε παρακαλέσει, δεν είχε
θυμώσει. Την είχε κοιτάξει με απάθεια και μετά είχε φύγει. Για μια
στιγμή η Νάταλι είχε σκεφτεί να τον ακολουθήσει. II’ ανάθεμά σε,
Γκέιτζ, παραλίγο να του πει, θα μ’ αφήσεις να φύγω από τη ζωή σου
χωρίς ούτε μια λέξη;
Ευτυχώς είχε επικρατήσει η λογική και δεν είχε γελοιοποιηθεί. Η
αλήθεια ήταν ότι ο Γκέιτζ δεν ήθελε να την εμποδίσει. Ο γάμος τους
είχε διαλυθεί. Το διαζύγιο απλώς θα επιβεβαίωνε τη διάλυση.
Δάκρυα θόλωναν την όρασή της. Ω, πόσο θα ήθελε να είχε αντιδράσει
και ο Γκέιτζ σαν τον Γκραντ!
Π’ ανάθεμά τον, διότι είχε δείξει ότι δεν τον ένοιαζε! «Έτοιμη;»
Η Κρίστα στεκόταν στην πόρτα μ’ ένα μικρό σακ βουαγιάζ. Τα
μάγουλά της ήταν φουντωμένα και τα μάτια της έδειχναν κλαμένα. Ο
Γκραντ στεκόταν πίσω της, με τα χέρια σταυρωμένα και με μια
έκφραση συγκρατημένης οργής.
«Ναι», είπε η Νάταλι, «είμαι έτοιμη. Αλλά μόλις θυμήθηκα... ότι δεν
υπάρχει αυτοκίνητο για να μας πάει στο αεροδρόμιο».
Η Κρίστα χαμογέλασε αχνά. «Κάλεσα ταξί».
Ταξί. Ήταν τόσο απλό. Πόσο ηλίθια ήταν που δεν το είχε σκεφτεί.
Μια ηλίθια που ίσως δεν ήθελε πραγματικά ν ’αφήσει τον άντρα της;
«Νάταλι;»
Η Νάταλι ανοιγόκλεισε τα μάτια.
«Το ταξί είναι έξω».
Η Νάταλι πήρε βαθιά ανάσα. «Ναι», είπε και χωρίς να πει αντίο σε
κανέναν, χωρίς να κοιτάξει πίσω, ακολούθησε την Κρίστα.

***

Ο Γκέιτζ βγήκε από τις σκιές μιας λεύκας καθώς το ταξί ξεκινούσε.
«Φύγε, λοιπόν», μουρμούρισε. «Θέλεις να μ’ εγκαταλείψεις; Κάνε το.
Νομίζεις ότι με νοιάζει...»
Τα λόγια κόλλησαν στο λαιμό του. Τα μάτια του έκαιγαν, το πρόσωπό
του ήταν φουντωμένο, τα χέρια του ήταν σφιγμένα σε γροθιές. Γύρισε
απότομα και... έπεσε πάνω στον πατέρα του. «Καλημέρα», είπε ο
Τζόνας. «Ωραία μέρα».
Ο Γκέιτζ έγνεψε καταφατικά και τον προσπέρασε. Ο Τζόνας βρέθηκε
δίπλα του.
«Λοιπόν», είπε, «δε θέλεις να έχεις καμιά σχέση με το ράντσο, ε;»
Ο Γκέιτζ ανάσανε βαθιά. «Το συζητήσαμε και πριν πατέρα. Σου είπα,
έχω...»
«Έχεις φτιάξει αλλού τη ζωή σου». Ο Τζόνας γέλασε. «Μη με
κατηγορείς που προσπάθησα».
«Εντάξει», είπε ο Γκέιτζ και άνοιξε το βήμα του. Ο πατέρας του έκανε
το ίδιο.
«Στους στάβλους πας;»
Στην κόλαση πάω, σκέφτηκε ο Γκέιτζ. «Όχι, απλώς περπατάω».
Ο Τζόνας έβαλε τα χέρια στις τσέπες κι έριξε μια ματιά στο γιο του.
«Σε εγκατέλειψε, ε;»
Ο Γκέιτζ γύρισε και κοίταξε το γέρο. «Αυτό δε σε αφορά», είπε με
χαμηλή φωνή. «Όταν ήμουν παιδί μπορούσες να χώνεις τη μύτη σου
στις υποθέσεις μου, να μου λες ότι η Νάταλι δεν ήταν για μένα,
αλλά...»
«Κράτα τα γκέμια, γιε μου». Ο Τζόνας σήκωσε ψηλά τα χέρια. «Αυτό
έγινε πριν από δέκα χρόνια».
«Άκου, ό,τι συμβαίνει ανάμεσα σ’ εμένα και τη γυναίκα μου δεν
προσφέρεται για συζήτηση, εντάξει;»
«Εντάξει».
Ο Γκέιτζ συνέχισε να περπατάει με μεγάλες δρασκελιές, αλλά ο Τζόνας
είχε μακριά πόδια.
«Για να είμαι ειλικρινής, σκέφτηκα ότι ίσως ήταν καιρός να σου πω ότι
έκανα λάθος».
Ο Γκέιτζ τινάχτηκε σαν ελατήριο. «Ο Τζόνας Μπάρον; Λάθος;»
Γέλασε. «Τι συμβαίνει, πατέρα; Αλλάζεις σελίδα ύστερα από ογδόντα
πέντε χρόνια;»
«Νόμιζα ότι η Νάταλι ήθελε ν’ απαλλαγεί από τον τυραννικό πατέρα
της τότε. Υπήρχαν βέβαια και τα λεφτά των Μπάρον».
«Ναι», είπε ο Γκέιτζ θλιμμένα «Έκανες λάθος πόντιος. Η Νάταλι κι
εγώ δεν αγγίξαμε δεκάρα από τα λεφτά των Μπάρον».
«Σωστά». Ένα χαμόγελο γέμισε ρυτίδες το γέρικο πρόσωπο του
Τζόνας. «Τα καταφέρατε μόνοι σας, αγόρι μου».
«Θεέ μου, αυτή είναι αξιομνημόνευτη μέρα. Ο Τζόνας Μπάρον
παραδέχεται ότι έκανε λάθος και μετά λέει στο γιο του κάτι που
μοιάζει με κομπλιμέντο».
«Η Νάταλι αποδείχτηκε σπουδαία γυναίκα».
Ο Γκέιτζ χτύπησε την παλάμη στο μέτωπό του. «Μεγαλοδύναμε Κύριε,
δε θ’ αντέξω άλλο! Έπρεπε να είχα ένα κασετόφωνο μαζί μου».
«Και την αγαπάς», συνέχισε ο Τζόνας χωρίς να τσιμπήσει το δόλωμα.
«Δεν ξέρεις τίποτα για μένα ή τι κάνω και τι δεν...» Το στόμα του
στράβωσε. «Ναι, που να με πάρει, την αγαπώ. Λοιπόν, τι θα κάνεις
τώρα; Θα μου πεις ότι παρ’ όλη την αγάπη μου εκείνη μ’ εγκατέλειψε;»
Ο Τζόνας προχώρησε προς τους στάβλους. Ο Γκέιτζ τον ακολούθησε.
«Είχα αγαπήσει κι εγώ κάποτε τόσο πολύ μια γυναίκα. Πριν από πολύ,
πάρα πολύ καιρό».
Ο Γκέιτζ τον κοίταξε κατάπληκτος. «Αλήθεια;»
«Ήταν η καρδιά και η ψυχή μου, αγόρι μου, η καρδιά και η ψυχή μου».
«Ήταν...» Ο Γκέιτζ καθάρισε το λαιμό του. «Ήταν η μητέρα μας;»
Ο γέρος αναστέναξε. «Η μητέρα σας ήταν καλή γυναίκα.
Θαυμάσια γυναίκα. Και την αγαπούσα». Χαμήλωσε το βλέμμα και
κλότσησε μια πέτρα. «Αλλά η γυναίκα για την οποία μιλάω ήταν το
μόνο πράγμα που ήθελα στη ζωή μου».
Ο Γκέιτζ περίμενε να συνεχίσει ο πατέρας του, αλλά ο Τζόνας δε
μίλησε. Είχαν φτάσει στους στάβλους, όπου ένας εργάτης του ράντσου
περίμενε με το χέρι στο χαλινάρι ενός μεγαλόσωμου αλόγου. Ο Τζόνας
πήρε το χαλινάρι κι έκανε νόημα στον άντρα να φύγει.
«Και;» ρώτησε ο Γκέιτζ.
Το άλογο σήκωσε τον κατάμαυρο λαιμό του και χλιμίντρισε.
«Και της έδωσα τα πάντα», είπε ο Τζόνας ψιθυριστά. «Τα πάντα, αγόρι
μου. Ακόμη και το Εσπάδα. Όλα αυτά για κείνη τα έχτισα. Αλλά ήθελε
κι άλλα».
«Τι περισσότερο μπορεί να ήθελε;»
«Ποτέ δεν κατάλαβα, δε μου είπε... Κι εγώ είχα πολύ μεγάλο εγωισμό
για να τη ρωτήσω».
Ανέβηκε στη σέλα, χτύπησε το άλογο στα πλευρά και απομακρύνθηκε.

***

Το σπίτι της Κρίστα ήταν ακριβώς όπως το είχε περιγράψει.


Πάνω στον ωκεανό, ροζ, πελώριο, ήταν παλιό και χρειαζόταν
δουλειά... και η Νάταλι το αγάπησε αμέσως.
«Είναι απαίσιο», είπε η Κρίστα εύθυμα καθώς περιφέρονταν οι δυο
τους στα ψηλοτάβανα δωμάτιά του.
«Πράγματι», συμφώνησε η Νάταλι. «Είναι τόσο άσχημο που δεν
μπορείς να μην το αγαπάς».
«Όπως το σκυλί μου, την Άννι. Περίμενε να τη δεις. Η μουσούδα της
είναι μαλλιαρή». Έπιασε τη Νάταλι από το χέρι. «Κατάλαβα από την
πρώτη στιγμή ότι εμείς οι δυο είμαστε αδερφές ψυχές».
Η Νάταλι έκανε ένα μορφασμό. «Αν αυτά τα πορσελάνινα μπιμπελό
στη βιτρίνα είναι δικά σου, δεν ξέρω αν συμφωνώ».
Η Κρίστα γέλασε. «Ήταν του θείου μου». Ανέβηκαν στον επάνω
όροφο. «Διάλεξε κρεβατοκάμαρα».
«Δε με νοιάζει. Θα πάρω μία στην τύχη».
«Μην το λες αυτό. Θέλεις δωμάτιο με ροζ μοκέτα;»
Η Νάταλι γέλασε δυνατά. «Θεέ μου!»
«Ή λεκιασμένες από την υγρασία κιτρινοπράσινες ταπετσαρίες
τοίχων;»
«Μανούλα μου! Δεν υπάρχει καμιά κρεβατοκάμαρα με άσπρους
τοίχους;»
«Υπάρχει. Αλλά η οροφή στάζει».
«Με δουλεύεις».
«Όχι. Ο Γκραντ είχε κάνει επισκευές στη στέγη πριν παντρευτούμε,
αλλά κάθε φορά που κλείνουν μια τρύπα, ανοίγει άλλη».
«Τότε θα συμφωνήσω για το δωμάτιο με τη ροζ μοκέτα».
«Καλή επιλογή. Εγώ θα πάρω το δωμάτιο με τους κιτρινοπράσινους
τοίχους και θα βάλουμε τα δίδυμα δίπλα μου. Η νταντά θα είναι στην
απέναντι πλευρά. Θα χρησιμοποιήσω την κουζίνα για εργαστήριο.
Είναι το πιο φωτεινό δωμάτιο και υπάρχει ένα μεγάλο παλιό τραπέζι...»
Η Κρίστα έπιασε τα χέρια της
Νάταλι και χαμογέλασε ψεύτικα. «Θα το διασκεδάσουμε».
Ποιος κορόιδευε ποιον; αναρωτήθηκε η Νάταλι και μιμήθηκε το
ψεύτικο χαμόγελο της Κρίστα.

***

Έξι εβδομάδες αργότερα η Νάταλι έβγαινε από ένα καλό


κοσμηματοπωλείο της λεωφόρου Γουόρθ και προχωρούσε προς το
αμάξι της. «Χαίρετε, κυρία Μπάρον».
Κοίταξε τον άντρα που τη χαιρέτησε και σκέφτηκε πόσο απίστευτο
ήταν να την ξέρει με τ’ όνομά της ο αντιπρόεδρος μιας τράπεζας από
τις μεγαλύτερες του Παλμ Μπιτς.
Στο Μαϊάμι την ήξεραν και οι πρόεδροι, αλλά αυτό συνέβαινε επειδή
ήταν γυναίκα του Γκέιτζ Μπάρον. Εδώ ήταν η Νάταλι Μπάρον, η
υπεύθυνη πωλήσεων της Κρίστα’ς Ντιζάινς. Η μικρή εταιρεία των δυο
γυναικών αναπτυσσόταν με γοργούς ρυθμούς. Είχαν ήδη αρκετά κέρδη
από τις πωλήσεις του πρώτου μήνα ώστε να δώσουν προκαταβολή για
ένα αμάξι.
Και, όπως σχολίαζε χαρούμενη η Κρίστα, δεν είχε αρχίσει ακόμη η
σεζόν για το Παλμ Μπιτς.
«Περίμενε να έρθει ο χειμώνας», είχε πει στη Νάταλι. «Θα δουλεύουμε
είκοσι τέσσερις ώρες τη μέρα!»
Η Νάταλι χαμογέλασε καθώς έμπαινε στο αμάξι. Η προφητεία της
Κρίστα θα έβγαινε αληθινή χάρη σ’ αυτή την επίσκεψή της στο
Έμπερορ’ς Εμπόριουμ. Ο ιδιοκτήτης αυτού του αριστοκρατικού
κοσμηματοπωλείου είχε πουλήσει όλες τις δημιουργίες της Κρίστα.
Και της είχε κάνει μια πρόταση που θα απογείωνε πραγματικά την
επιχείρησή τους.
Πέταξε το δερμάτινο χαρτοφύλακά της στο κάθισμα του συνοδηγού,
έβγαλε τη μεταξωτή ζακέτα της και την άφησε πάνω στο χαρτοφύλακα.
Ένιωθε χρήσιμη κι ευτυχισμένη. Δε σκεφτόταν καθόλου τον Γκέιτζ-
ούτε της έλειπε ούτε...
Το χαμόγελό της έσβησε.
Εντάξει, αυτό ήταν ακόμη πρόβλημα. Σκεφτόταν τον Γκέιτζ κι
ένιωθε...
Ανάσανε βαθιά, βγήκε στο δρόμο και γύρισε στο σπίτι.
Το ροζ κτίριο ήταν απολαυστικά δροσερό μετά το ζεστό, καλοκαιρινό
ήλιο της Φλόριντα.
«Γύρισα», φώναξε, μπαίνοντας στο φουαγέ.
Ένα σκυλί απροσδιόριστης ράτσας έτρεξε κοντά της. Το ακολουθούσε
μια γάτα με φαγωμένο αυτί.
«Καλώς τα», είπε η Νάταλι κι έσκυψε να τ’ αγκαλιάσει. «Πού είναι η
υπόλοιπη συμμορία;»
«Σία Νατ», ακούστηκαν δυο παιδικές φωνούλες και τα δίδυμα Λάντον
προχώρησαν με ασταθή βήματα προς το μέρος της. Ήταν σαν
χερουβείμ.
Η Νάταλι τα σήκωσε στην αγκαλιά της.
«Ναι», είπε γελώντας. «Η θεία Νατ γύρισε. Μου λείψατε, αγγελούδια
μου».
«Διαβολάκια τούς ταιριάζει πιο πολύ», είπε η Κρίστα που εμφανίστηκε
από τη γωνία. Βλέποντας την, τα δίδυμα άπλωσαν τα χεράκια τους. Τα
πήρε από τη Νάταλι, γέμισε με φιλιά τα πρόσωπά τους και τα έδωσε
στην Άντι που άρχισε να τα μαλώνει χαϊδευτικά. «Πάμε στο μπάνιο.
Πώς γίνατε έτσι;»
Τα δίδυμα τράβηξαν τα μαλλιά της νταντάς. Εκείνη τα έσφιξε στην
αγκαλιά της κι εξαφανίστηκε.
«Άσχημη μέρα;» ρώτησε η Κρίστα.
«Πολύ άσχημη», είπε η Νάταλι, προσπαθώντας να κρύψει ένα
χαμόγελο. «Πούλησα ό,τι είχα πάρει μαζί μου».
«Με δουλεύεις!»
«Μιλάω πολύ σοβαρά».
«Θεέ μου! Νόμιζα ότι ήταν τυχαίο που πήγαμε καλά στις πωλήσεις τον
περασμένο μήνα. Αλλά μάλλον δεν ήταν».
«Όχι ‘μάλλον’, Κρίστα. Τα πράγματα που φτιάχνεις είναι εξαιρετικά».
«Και εσύ είσαι η καλύτερη πωλήτρια στον κόσμο».
«Ναι». Η Νάταλι γέλασε. «Αχτύπητος συνδυασμός. Μπορείς να
δουλέψεις και με πολύτιμους λίθους, έτσι; Διαμάντια, για
παράδειγμα».
«Φυσικά. Εννοώ, θα μπορούσα, αλλά έχουν υψηλό κόστος... Πρέπει να
βεβαιωθούμε ότι θα πουλιούνται...»
«Έχουμε μια παραγγελία».
«Παραγγελία; Ξέρει αυτός ο άνθρωπος πόσο ακριβά είναι;»
Η Νάταλι έσκυψε και ψιθύρισε ένα όνομα στο αυτί της Κρίστα.
Η Κρίστα έμεινε με ανοιχτό το στόμα. «Όχι!»
«Ναι». Η Νάταλι κατευθύνθηκε προς την κουζίνα με την Κρίστα πίσω
της. Πήρε ένα πορτοκάλι από το ψυγείο. «Και όταν σου δίνει
παραγγελία κάποια σαν αυτή, να είσαι σίγουρη ότι θ’ ακολουθήσουν
και οι φίλες της. Ίσως πρέπει να πάω μερικά δείγματα και στο Μπόκα
Ράτον».
Η Κρίστα πήρε μια φέτα πορτοκάλι από το χέρι της Νάταλι. «Τέλεια!
Τι λες και για μερικά μαγαζιά στο Μαϊάμι Μπιτς;
Κατά μήκος του Σάουθ Μπιτς».
Το χαμόγελο της Νάταλι έσβησε για λίγο, αλλά μετά επανήλθε.
«Βεβαίως», είπε ενθουσιασμένη. «Θα υπάρχουν πολλοί
ενδιαφερόμενοι. Έπρεπε να το είχα σκεφτεί κι εγώ».
«Όχι», είπε η Κρίστα, αγγίζοντας το μπράτσο της Νάταλι. «Είμαι πολύ
ηλίθια που ανέφερα αυτό το μέρος».
«Μη λες ανοησίες. Είναι καιρός να επεκταθούμε. Εγώ δεν το είπα;»
«Νατ, ξέρω ότι δε θέλεις να γυρίσεις εκεί».
«Στο Μαϊάμι Μπιτς;» Το χαμόγελο της Νάταλι ήταν ψεύτικο. «Είναι το
πιο κατάλληλο μέρος».
«Γεμάτο αναμνήσεις». Η Κρίστα δίστασε. «Σου τηλεφώνησε;»
Η Νάταλι την κοίταξε. «Ο Γκέιτζ;» είπε σαν να μην είχε καταλάβει.
«Όχι. Γιατί να τηλεφωνήσει; Είπε ότι, αν ερχόμουν εδώ, θα τελείωναν
όλα. Για ποιο λόγο να τηλεφωνήσει;»
«Ίσως επειδή σ’ αγαπάει ακόμη, όπως τον αγαπάς κι εσύ».
Η Νάταλι γέλασε τσιριχτά. «Είσαι τόσο ρομαντική, Κρίστα! Ο Γκέιτζ
έχει πάψει εδώ και πολύ καιρό να μ’ αγαπάει».
«Κι εσύ; Τον αγαπάς ακόμη;» «Αν τον αγαπούσα, θα τον είχα αφήσει;
Θα είχα μετακομίσει
σε άλλη πόλη; Θα σχεδίαζα να συναντηθώ με το δικηγόρο μου την
άλλη εβδομάδα για να συζητήσουμε το διαζύγιο;»
«Δεν ξέρω. Δε θα το έκανες;»
«Τι σημασία έχει;» είπε η Νάταλι. Η φωνή της έσπασε. «Αυτό που
υπήρχε ανάμεσα στον Γκέιτζ και σ’ εμένα έχει χαθεί.
Δεν τηλεφωνεί, δε γράφει... Ούτε εγώ βέβαια. Ούτε τον σκέφτομαι
πια».
«Τον ονειρεύεσαι», είπε η Κρίστα. «Σ’ ακούω μερικές φορές να κλαις
στον ύπνο σου».
Η Νάταλι ανοιγόκλεισε τα μάτια. Άλλο να ξυπνάς με δάκρυα στα
μάγουλα κι άλλο να κλαις μέρα μεσημέρι.
«Δεν τον ονειρεύομαι».
«Ναι, Νατ. Ερχόμουν από το δωμάτιο των παιδιών και σ’ άκουσα».
«Ίσως ήταν ο ωκεανός. Ή οι φοίνικες που τους χτυπάει ο άνεμος».
«Το θέμα είναι, Νατ, ότι ίσως εσύ και ο Γκέιτζ πρέπει να συζητήσετε».
«Δεν υπάρχει τίποτα να συζητήσουμε».
«Πρέπει να υπάρχει. Γιατί δεν κάνετε κάποιο συμβιβασμό; Να
ξεπεράσετε τα πράγματα που σας χωρίζουν».
«Εκείνος θέλει να κατακτήσει τον κόσμο», είπε η Νάταλι ήρεμα. «Κι
εγώ θέλω να είμαι εγώ ο κόσμος του. Αυτές οι διαφορές δεν
ξεπερνιούνται».
«Του το έχεις πει αυτό;»
«Θα ήταν άσκοπο. Μου έχει ξεκαθαρίσει ότι του αρέσει η ζωή του
όπως είναι». Η φωνή της Νάταλι τρεμούλιασε. «Όπως ήταν, εννοώ».
Η Κρίστα κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι. «Η αγάπη δε σβήνει, Νατ».
Η Νάταλι χαμογέλασε. «Ω, κατάλαβα τι γίνεται. Εσύ και ο Γκραντ
έχετε αρχίσει να λύνετε τις διαφορές σας».
Η Κρίστα κοκκίνισε. «Προσπαθούμε. Τις τελευταίες φορές που
ήρθε...» Το κουδούνι χτύπησε και τα μάτια της έλαμψαν. «Αυτός θα
είναι. Τηλεφώνησε το πρωί. Είπε ότι θα ακύρωνε τα απογευματινά του
ραντεβού και θα ερχόταν να με δει». Έφτιαξε τα μαλλιά της. «Πώς
είμαι; Ήθελα να βάλω λίγο κραγιόν».
«Είσαι πανέμορφη», είπε η Νάταλι απαλά.
Ηταν αλήθεια. Η Κρίστα έλαμπε σαν γυναίκα έτοιμη να υποδεχτεί τον
εραστή της.
Το κουδούνι χτύπησε πάλι.
«Πρέπει ν' ανοίξω», ψιθύρισε η Κρίστα. «Αλλά σου υπόσχομαι, Νατ,
πως ακόμη κι αν γυρίσω στη Νέα Υόρκη, αυτό το μέρος θα είναι δικό
σου όσο καιρό το θέλεις».
«Ευχαριστώ», είπε η Νάταλι κι ένιωσε βαθύ πόνο, ξέροντας ότι εκείνη
δε θα έτρεχε ποτέ ξανά, όπως η Κρίστα, να πέσει στην αγκαλιά του
άντρα που αγαπούσε και που θ' αγαπούσε πάντα.

***

Ο Γκέιτζ κοίταζε με απλανές βλέμμα το βιβλίο με τα ραντεβού του που


ήταν πάνω στο γραφείο του.
Αυτή την εβδομάδα θα πήγαινε στην Ταϊτή ή την επόμενη; Και στο
Σεντ Τόμας; Το Σαββατοκύριακο;
Έσπρωξε το ημερολόγιο αναστενάζοντας. Τρίτη, Χαβάη. Ή σε
οποιοδήποτε μέρος του πλανήτη υπήρχαν φοινικόδεντρα, αμμουδιές
και ωκεανός.
Τώρα τουλάχιστον ήξερε πού βρισκόταν. Στο γραφείο του, στο
Γουίντσονγκ του Σάουθ Μπιτς. Είχε γυρίσει χτες το βράδυ από το...
Μπαλί; Ναι. Και μεθαύριο έφευγε πάλι... για το Σεντ Τόμας;
«Διάβολε», μουρμούρισε κι έσπρωξε πίσω την καρέκλα του.
Οι αεροσυνοδοί είχαν αρχίσει να τον αναγνωρίζουν. Γεια, σας, κύριε
Μπάρον. Πώς είστε; Να σας φέρω κάτι, κύριε Μπάρον;
Ναι, ήθελε να πει μερικές φορές ο Γκέιτζ. Μια ζωή.
Πήγε στο παράθυρο και κοίταξε έξω. Οι πελάτες του ξενοδοχείου
κολυμπούσαν στην πισίνα. Μερικοί ήταν ξαπλωμένοι σε σεζλόνγκ και
απολάμβαναν τον ήλιο. Όλοι αυτοί είχαν ζωές. Αληθινές ζωές. Είχαν
κάποιον να τους περιμένει όταν γύριζαν το βράδυ στο σπίτι. Να
λογομαχούν, να γελούν μαζί του...
Μια φορά κι έναν καιρό είχε κι εκείνος ζωή.
Είχε τη Νάταλι.
Ήταν το κέντρο του σύμπαντός του. Και εκείνος του δικού της. Έτσι
τουλάχιστον πίστευε, όπως πίστευε και ότι η αγάπη τους θα κρατούσε
αιώνια. Και μερικές φορές φανταζόταν τους δυο τους γέρους μαζί.
Απομακρύνθηκε από το παράθυρο.
«Έχεις γίνει ένας ηλίθιος αισθηματίας, Μπάρον» μουρμούρισε.
Αυτά τα όνειρα ανήκαν στο παρελθόν. Τι στην ευχή είχε πάθει;
Κανένας δε σου πρόσφερε εγγυήσεις στη ζωή. Άλλωστε, εκείνος είχε
μια ζωή που θα ζήλευαν οι περισσότεροι άντρες.
Είχε δύναμη, λεφτά, θέση. Γυναίκες, όμορφες γυναίκες, τον
περιτριγύριζαν όπως οι μέλισσες τη γύρη.
Τα είχε όλα.
Έσπρωξε πίσω την καρέκλα του και σηκώθηκε όρθιος.
Ποιον κορόιδευε; Το μόνο που είχε ήταν ένα άδειο σπίτι και αρκετά
δωρεάν ταξίδια.
Κι ένα κενό στην καρδιά τού όταν έπεφτε στο κρεβάτι το βράδυ,
ξέροντας ότι η Νάταλι τον είχε εγκαταλείψει.
Ήταν καιρός να το ξεπεράσει. Αφού δεν την αγαπούσε πια. Και γιατί
να την αγαπάει; Κάποτε ήταν τρυφερή, γλυκιά. Μετά, πριν προφτάσει
να καταλάβει τι συνέβαινε, αυτό το κορίτσι είχε μεταμορφωθεί σε μια
γυναίκα που αντιμετώπιζε αδιάφορα τόσο εκείνον όσο και τη ζωή που
είχαν φτιάξει μαζί.
Δεν ήθελε ούτε το μωρό του. Κι αυτό παραλίγο να τον σκοτώσει.
Γιατί;
«Γιατί;» φώναξε στο άδειο γραφείο με τα διπλώματα στους τοίχους.
Δεν ήξερε την απάντηση. Ούτε είχε σημασία. Δεν αγαπούσε πια τη
Νάταλι. Η σχέση τους είχε τελειώσει. Είχε...
Κάλεσε έναν αριθμό στο Παλμ Μπιτς- τον αριθμό που ήξερε απ’ έξω
και είχε δοκιμάσει να πάρει χιλιάδες φορές. Χτύπησε μία, δύο, τρεις
φορές.
Ίσως ήταν μια ένδειξη ότι δεν έπρεπε να είχε τηλεφωνήσει. Ίσως
έπρεπε να το κλείσει...
«Μάλιστα;»
Έκλεισε τα μάτια ακούγοντας τη φωνή της Νάταλι.
«Μάλιστα;» είπε πάλι εκείνη.
«Νατ;»
«Γκέιτζ!» Η Νάταλι κρατήθηκε από τη ράχη μιας καρέκλας για να μη
χάσει την ισορροπία της. Προέτρεψε τον εαυτό της να μιλήσει ήρεμα.
«Τι... τι έκπληξη».
«Ναι». Ο Γκέιτζ καθάρισε το λαιμό του. «Να, σκεφτόμουν...» «Ναι;»
«Σε σκεφτόμουν».
Η καρδιά της ήταν έτοιμη να σπάσει. «Τι σύμπτωση... Κι εγώ σε
σκεφτόμουν».
Ο Γκέιτζ έσφιξε τόσο δυνατά το τηλέφωνο που οι κόμποι των
δάχτυλων του έγιναν κάτασπροι. «Αλήθεια;»
«Ναι», ψιθύρισε.
Πέρασε τη γλώσσα πάνω από τα χείλη του. «Τι σκεφτόσουν;»
Ότι δε θέλω να μου λείπεις, αλλά μου λείπεις.
«Νατ; Τι σκεφτόσουν;»
«Ότι... ότι... έχω καιρό ν ’ ακούσω κάτι για την υπόθεσή μας».
Ο Γκέιτζ άγγιξε με τα δάχτυλα το μέτωπό του. Για μια στιγμή περίμενε
ότι θα του έλεγε πως σκεφτόταν πόσο της έλειπε. Κι αυτό αποδείκνυε
πόσο ηλίθιος ήταν. Εκείνη σκεφτόταν το διαζύγιο. Αυτό έπρεπε να
σκέφτεται κι εκείνος.
«Αλήθεια;» είπε ευγενικά. «Αυτό σκεφτόμουν κι εγώ. Κοίταζα το
ημερολόγιό μου κι αναρωτιόμουν αν ήξερες πότε μπορεί να
τελειώσουμε».
Δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της Νάταλι. «Ο Τζιμ δε μου έχει αναφέρει
κάτι συγκεκριμένο», είπε εξίσου ευγενικά.
«Όχι. Ξέρεις πώς είναι οι δικηγόροι». Ο Γκέιτζ γέλασε εύθυμα. «Τους
αρέσει να παρατείνουν την αγωνία μας. Θα ρωτήσω τι γίνεται. Το ίδιο
να κάνεις κι εσύ».
Η Νάταλι σκούπισε τα δάκρυα από τις βλεφαρίδες της. «Ωραία. Δε
θέλουμε να τραβήξει περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται».
Ο Γκέιτζ έκλεισε τα μάτια. «Όχι», είπε βραχνά, «σίγουρα όχι».
Ακολούθησε μικρή σιωπή. «Τότε τελειώσαμε, νομίζω».
«Έτσι νομίζω κι εγώ».
«Να προσέχεις, Νατ».
Η Νάταλι δάγκωσε τα χείλη της. «Κι εσύ».
Ο Γκέιτζ περίμενε με το τηλέφωνο στο χέρι. Πες κάτι, μωρό μου. Πες
μου ότι όλα αυτά είναι ένας εφιάλτης και πως θα ξυπνήσω σύντομα...
Αλλά το μόνο που άκουσε ήταν ένα απαλό κλικ, καθώς η Νάταλι
έκλεινε το τηλέφωνο.
Έμεινε ακίνητος, με το πρόσωπο ανέκφραστο. Μετά άφησε κάτω το
ακουστικό κι έγειρε πίσω στην καρέκλα.
Η Νάταλι ήθελε να τελειώνουν το συντομότερο;
Ε, λοιπόν, αυτό ήθελε κι εκείνος.
Σηκώθηκε και άρχισε να πηγαινοέρχεται στο γραφείο.
Φυσικά ήθελε να τελειώνουν. Όχι ότι τον είχε ρωτήσει ποτέ κανείς πώς
ένιωθε γι’ αυτή τη μεγάλη τρύπα που θ’ άνοιγε στη ζωή του.
Ούτε είχε σημασία. Ήταν πολύ αργά γι’ αυτό. Όσο συντομότερα
τελείωναν τόσο καλύτερα. Εκείνος θα συνέχιζε τη δική του ζωή,
εκείνη τη δική της...
Τα μάτια του στένεψαν.
Ίσως είχε βρει κάποιον άλλο. Ο κόσμος ήταν γεμάτος άντρες σαν... πώς
τον έλεγαν; Το γίγαντα με το όμορφο πρόσωπο;
Χανς. Ο Χανς κι ένα εκατομμύριο άλλοι άντρες δε θα έχαναν την
ευκαιρία να ενδιαφερθούν για την ωραία Νάταλι...
Τη γυναίκα του.
Ο Γκέιτζ αναστέναξε φουρκισμένος, άρπαξε το τηλέφωνο και το
πέταξε στον τοίχο.
Τι σκεφτόταν όλες αυτές τις εβδομάδες; Η γυναίκα του του είχε πει ότι
θα τον άφηνε κι εκείνος το είχε δεχτεί σχεδόν αδιαμαρτύρητα.
«Ε, λοιπόν, αυτό θα το δούμε», φώναξε δυνατά.
Άρπαξε τη ζακέτα του, άνοιξε απότομα την πόρτα και βρήκε τη Ρόζα
να στέκεται απ’ έξω.
«Νόμιζα ότι άκουσα κάποιον κρότο», του είπε τρέμοντας. «Όλα
εντάξει, κύριε Μπάρον;»
«Όχι, αλλά θα τακτοποιηθούν όλα. Τι μέρα είναι;»
«Μα... Πέμπτη».
«Ακύρωσε τα απογευματινά μου ραντεβού. Και τα αυριανά».
«Δεν έχετε ραντεβού για αύριο. Φεύγετε για Ταϊτή το πρωί». «Πάρε
τον Μπιλ Νέλσον. Πες του να με αντικαταστήσει».
«Μα, κύριε Μπάρον...»
«Κάνε το, Ρόζα».
Η πόρτα χτύπησε δυνατά και ο Γκέιτζ είχε φύγει.

***

Η Νάταλι κοίταζε τρέμοντας το τηλέφωνο, ενώ δάκρυα έτρεχαν στα


μάγουλά της.
Ευχόταν να της τηλεφωνήσει ο Γκέιτζ και είχε πραγματοποιηθεί η ευχή
της. Και τώρα ένιωθε απελπισία. Δεν μπορούσε ν’ αγνοεί άλλο την
αλήθεια. Ο Γκέιτζ ήθελε διαζύγιο αμέσως. Ήθελε να τη βγάλει το
συντομότερο από τη ζωή του.
«Νάταλι;»
Δεν την πείραζε καθόλου. Όσο πιο πολύ τραβούσε αυτή η κατάσταση
τόσο πιο μπερδεμένη ένιωθε. Γι’ αυτό φανταζόταν ότι τον αγαπούσε
ακόμη, αφού δεν ήταν αλήθεια.
Δεν τον αγαπούσε, όχι.
«Νατ;» ακούστηκε η φωνή της Κρίστα. «Γύρισα».
Η Νάταλι σκούπισε τα μάτια της. «Έρχομαι».
«Νατ, έχω πολύ καλά νέα...» Η Κρίστα μπήκε στο δωμάτιο και την
αγκάλιασε. «Ο Γκραντ κι εγώ συμφιλιωθήκαμε!»
Η καρδιά της Νάταλι γέμισε γλυκόπικρη χαρά. «Αυτό είναι
θαυμάσιο!»
«Δεν περίμενα να πάρω τόσο γρήγορα απόφαση, αλλά τα συζητήσαμε
όλα και δε θέλω να μείνω ούτε λεπτό παραπάνω χωρίς τον Γκραντ. Και
μου έκανε έκπληξη με τα ρομαντικά σχέδιά του. Ένα Σαββατοκύριακο
στο Παρίσι με Κονκόρντ...
Το φαντάζεσαι;»
«Χμμ».
«Θα γυρίσουμε με τσάρτερ στη Νέα Υόρκη... Νατ; Κλαις;»
«Ναι, φυσικά». Η Νάταλι χαμογέλασε μέσα από τα δάκρυά της. «Όταν
χαίρομαι για κάτι, μεταμορφώνομαι στους καταρράκτες του Νιαγάρα».
«Δε μάζεψες ακόμη τα πράγματά σου, αγάπη μου;» είπε ο Γκραντ
Λάντον, μπαίνοντας στο δωμάτιο.
Η Κρίστα χαμογέλασε κι έτρεξε στην αγκαλιά του άντρα της. Το
βλέμμα που αντάλλαξαν φανέρωνε τόσο δυνατή αγάπη που έκανε τη
Νάταλι να νιώσει σαν παρείσακτη. «Πάω να βοηθήσω την Άντι με τα
μωρά...»
Η φωνή της έσπασε. Η Κρίστα έτρεξε αμέσως κοντά της.
«Νάταλι! Δεν ήθελα... Ω, είμαι η μεγαλύτερη εγωίστρια του κόσμου!
Σου μιλάω για το πόσο ευτυχισμένη είμαι, ενώ εσύ...»
«Ενώ εγώ σκέφτομαι», είπε η Νάταλι με βεβιασμένο χαμόγελο, «τι θ’
απογίνει η Κρίστα'ς Ντιζάινς;»
«Νατ...»
«Ειλικρινά, αυτό σκέφτομαι». Το γέλιο της ακούστηκε αφύσικο. «Και
πόσο θα μου λείψετε εσύ και τα μωρά και τα τετράποδα, αλλά πάνω
απ’ όλα σκέφτομαι αν έχω ακόμη δουλειά ή όχι».
«Φυσικά έχεις», είπε ο Γκραντ. «Η Κρίστα μου εξήγησε πόση σημασία
έχει και για τις δυο σας αυτή η επιχείρηση».
«Έτσι είναι, Νατ. Θα σχεδιάζω κοσμήματα στη Νέα Υόρκη, αλλά θέλω
να μείνεις εσύ εδώ και ν’ αναλάβεις την αγορά του Παλμ Μπιτς».
«Την αγορά του Παλμ Μπιτς», είπε η Νάταλι και συγκράτησε ένα
υστερικό γέλιο. «Με μεγάλη μου χαρά. Και θα επεκταθώ, όπως είπαμε.
Μπορεί να φτάσω μέχρι το Κη Γουέστ. Και το Μαϊάμι Μπιτς».
Η Κρίστα την έπιασε από τα χέρια. «Θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα
σκεφτείς αυτά που συζητήσαμε. Να πεις στον Γκέιτζ αυτά που πρέπει».
Η Νάταλι έγνεψε καταφατικά. «Βεβαίως».
«Το εννοώ, Νατ. Πρέπει να...»
Οι φωνές των δυο μωρών πλημμύρισαν ξαφνικά τον αέρα. Η Αντί
μπήκε στον προθάλαμο με τα δίδυμα στην αγκαλιά της.
«Η Τζένιφερ έπεσε», είπε η Αντί. «Ο εγωισμός της πληγώθηκε, τίποτε
άλλο. Και η Τζέσαμιν θέλει το αρκουδάκι της, αλλά δεν το βρίσκω».
«Δώσε μου την Τζένιφερ», είπε ο Γκραντ. «Έλα στον μπαμπά-κα,
αγαπούλα μου».
«Θα βρω το αρκουδάκι», είπε η Κρίστα. «Πού είναι το καλάθι της
γάτας; Και το λουρί της Άννι;»
«Θα τα φέρω εγώ», είπε η Νάταλι, γιατί ήταν καλύτερα να τρέχει παρά
να στέκεται στο μάτι του κυκλώνα και να σκέφτεται πως είχε χαθεί το
έδαφος κάτω από τα πόδια της.
Λίγα λεπτά αργότερα, έπειτα από αγκαλιές, φιλιά και μερικά δάκρυα, η
Νάταλι έμεινε μόνη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Το μεγάλο ροζ σπίτι δεν ήταν ποτέ τόσο σιωπηλό, τόσο άδειο.
Η Νάταλι στηριζόταν στο παράθυρο του καθιστικού, χαμένη στις
σκέψεις της.
Ερχόταν καταιγίδα. Μια αστραπή φώτισε τον ορίζοντα και την
ακολούθησε μια μακρινή βροντή. Ο αέρας σφύριζε περνώντας μέσα
από τα φοινικόδεντρα και χτυπούσε αλύπητα τη στέγη του σπιτιού.
Η Νάταλι ανατρίχιασε. Έκλεισε τις κουρτίνες και άναψε τα φώτα. Ο
καιρός λες και συναγωνιζόταν τη διάθεσή της.
Όχι, δε θα ένιωθε οίκτο για τον εαυτό της. Η Κρίστα και τα μωρά είχαν
φύγει, αλλά έτσι έπρεπε να γίνει.
Οι Λάντον ήταν πάλι μαζί, ευτυχισμένοι.
«Δεν υπάρχει λόγος να κλαις», είπε δυνατά.
Στηρίχτηκε στον τοίχο. Ποιον προσπαθούσε να πείσει; Το κεφάλι της
έπεσε βαρύ στο στήθος της.

Μπορούσε να νιώθει μοναξιά και δυστυχία, αν το ήθελε. Και το ήθελε.


Και έφταιγε ο Γκέιτζ γι’ αυτό.
Όλες αυτές τις εβδομάδες δεν είχε καμιά επαφή μαζί του. Μετά
ξαφνικά ένα τηλεφώνημα. Ένα φοβερό τηλεφώνημα...
Μια χαρά ήταν μέχρι εκείνη τη στιγμή. Αλλά τώρα δεν μπορούσε να
βγάλει από το μυαλό της την ψυχρή φωνή του.
Η Κρίστα είχε καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
«Όλα εντάξει, Νατ;» τη ρωτούσε συνέχεια καθώς μάζευαν τα
πράγματά της.
«Μια χαρά», της απαντούσε.
Και είχε σταθεί στην πόρτα χαμογελώντας, μέχρι που πόνεσαν τα χείλη
της, κουνώντας τους το χέρι ως τη στιγμή που εξαφανίστηκε το αμάξι
τους.
Μετά γύρισε στο σπίτι και έπεσε σε μαύρη απελπισία.
Αναστέναξε. Φυσικά χαιρόταν για την Κρίστα. Δεν μπορούσε όμως να
μη συγκρίνει τις ζωές τους. Η Κρίστα είχε άντρα.
Εκείνη όχι. Η Κρίστα είχε παιδιά. Η Νάταλι όχι. Η Κρίστα είχε σπίτι,
οικογένεια, σκύλο και γάτα...
Και εκείνη τι είχε;
Μια καριέρα- να πουλάει κοσμήματα. Και, κρίνοντας από το
τηλεφώνημα του Γκέιτζ, έναν άντρα που ανυπομονούσε να υπογράψει
τα χαρτιά του διαζυγίου.
Η Νάταλι συνοφρυώθηκε. Και λοιπόν; Αυτό ήθελε κι εκείνη. Δική της
ιδέα ήταν.
Φερόταν σαν ηλίθια.
«Ηλίθια», μουρμούρισε μόνη της.
Η δική της περίπτωση ήταν διαφορετική. Ο γάμος της Κρίστα και του
Γκραντ ήταν απλώς τραυματισμένος, ο δικός της ήταν νεκρός. Ει’ αυτό
είχε εγκαταλείψει τον Γκέιτζ. Όσο για το ότι είχε μείνει μόνη, κακό
ήταν αυτό;
Τα τελευταία χρόνια έτσι κι αλλιώς ήταν σχεδόν πάντα μόνη. Αλλά
άλλο να είσαι μόνος κι άλλο να νιώθεις μοναξιά.
Άναψε τα φώτα της κουζίνας.
Θα απολάμβανε την ησυχία της... όταν θα συνήθιζε. Θα άκουγε τη
μουσική που της άρεσε, θα έκανε πράγματα που την ευχαριστούσαν.
Θα καθόταν ώρες μέσα σε μια μπανιέρα με αφρόλουτρο. Θα έβαζε ένα
βιβλίο δίπλα στο πιάτο της και θα διάβαζε καθώς θα έτρωγε αν της
έκανε κέφι...
Παραδεισένια ζωή.
«Παραδεισένια», είπε δυνατά.
Η φωνή της έσπασε. Έπιασε το πρόσωπό της με τις παλάμες της. «Τι θα
κάνω;» ψιθύρισε.
Αγαπούσε ακόμη τον άντρα της.
Άνοιξε την πόρτα. Οι αστραπές γέμιζαν με ζιγκ ζαγκ τον ουρανό. Μια
βροντή ακούστηκε πάνω από τα αγριεμένα κύματα, καθώς η Νάταλι
κατευθυνόταν προς τη θάλασσα.
Τι σημασία είχε αν τον αγαπούσε; Τώρα ο γάμος τους είχε τελειώσει.
Αυτό ήθελε κι εκείνη. Τώρα, ναι, αυτό ήθελε.
Δε μετάνιωνε.
«Δε μετανιώνω», φώναξε, αλλά ο άνεμος γύρισε πίσω τα λόγια της-
«Δε μετανιώνω καθόλου», ψιθύρισε.
Ο αέρας ήταν ζεστός και βαρύς, γεμάτος κινδύνους και υποσχέσεις.
Έτσι θα ήταν και τα χρόνια που είχε μπροστά της αν κατάφερνε να
ξεπεράσει αυτή τη φοβερή απελπισία.
Ήταν ωραία ν’ αρχίζεις μια καινούρια ζωή.
Αφρισμένα κύματα χτυπούσαν τα πόδια της. Σταύρωσε σφιχτά τα
χέρια και κοίταξε την καταιγίδα που πλησίαζε.
Ήταν ακόμη νέα. Μπορεί να συναντούσε κάποιον άλλο άντρα.
Ή να συναντούσε ο Γκέιτζ άλλη γυναίκα.
Ένας κόμπος στάθηκε στο λαιμό της.
Ήταν πολύ πιθανό. Μάλλον βέβαιο. Ο άντρας της ήταν όμορφος,
αρρενωπός. Επιτυχημένος. Τραβούσε τις γυναίκες, αυτό το ήξερε. Οι
πιο τολμηρές τον φλέρταραν ακόμη και μπροστά της... Όχι ότι εκείνος
ανταποκρινόταν ποτέ.
Αλλά θ’ άλλαζε όταν ελευθερωνόταν.
Ίσως είχε αρχίσει ήδη.
Είχαν χωρίσει, σωστά; Θα έπαιρναν διαζύγιο. Αυτό δεν έχανε ευκαιρία
να του το επισημαίνει. Τον είχε αφήσει να πιστέψει ότι μπορεί να είχε
κάποια σχέση ακόμη και με τον Χανς, παρ’ όλο που ήξερε ότι ο Χανς
είχε μνηστή στο Αμστερνταμ.
Ανατρίχιασε κάτω από τον άνεμο που τη μαστίγωνε.
Γι’ αυτό βιαζόταν ο Γκέιτζ να τελειώσουν; Υπήρχε κάποια άλλη
γυναίκα που περίμενε να πάρει τη θέση της;
Νάταλι, μουρμούρισε ο άνεμος καθώς λυσσομανούσε γύρω της.
Όχι, δεν ήταν έτοιμη ακόμη να μάθει ότι κάποια άλλη βρισκόταν στην
αγκαλιά του άντρα της. Ποτέ δε θα ήταν έτοιμη, αν μπορούσε να
στέκεται εδώ στη μέση μιας καταιγίδας και να φαντάζεται ότι τον
άκουγε να τη φωνάζει...
«Νάταλι...»
Η καρδιά της χοροπήδησε. Ο άνεμος φώναζε τ’ όνομά της; Ή ήταν...
Τα χέρια του Γκέιτζ, τόσο δυνατά, τόσο οικεία, έπεσαν πάνω στους
ώμους της. Τη γύρισε προς το μέρος του και η καρδιά της έχασε
μερικούς παλμούς. Η θέα του της έκοβε την ανάσα.
Τον σκεφτόταν, τον ήθελε... και τώρα ήταν εδώ, είχε έρθει να τη
διεκδικήσει, ν α της πει ότι την αγαπούσε και την ήθελε...
«Τι στο διάβολο νομίζεις ότι κάνεις;» ούρλιαζε ο Γκέιτζ.
Το χαμόγελο που είχε αρχίσει να χαράζεται στα χείλη της
εξαφανίστηκε. Γιατί ήταν τόσο θυμισμένος; Και τι δικαίωμα είχε να
την ταρακουνά σαν να ήταν καμιά πάνινη κούκλα;
«Έρχεται καταιγίδα. Θέλεις να σε χτυπήσει κεραυνός; Ή περιμένεις να
σ’ αρπάξει κανένα κύμα και να σε τραβήξει στα βαθιά;» Τα δάχτυλά
του έσφιξαν τους ώμους της. «Έχεις χάσει κάθε ίχνος λογικής;»
Ο Γκέιτζ ήξερε ότι η Νάταλι τον κοίταζε σαν να είχε χάσει τα μυαλά
του. Δεν την αδικούσε. Δεν έλεγε τίποτε από αυτά που ήθελε να πει.
Αλλά μήπως ήξερε τι ήθελε να πει;
Όταν την είδε να στέκεται μπροστά στην αφρισμένη θάλασσα,
πανικοβλήθηκε. Και όταν εκείνη γύρισε και τον είδε, τον κοίταξε σαν
να ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που θα ήθελε να δει...
« Απάντησέ μου, που να πάρει!» Την ταρακούνησε πιο δυνατά, αλλά
γιατί δεν έλεγε τίποτα; Γιατί δεν του έλεγε: Γκέιτζ, σ’ αγαπώ, σε
χρειάζομαι...
«Και να σκεφτείς», του είπε με τρεμουλιαστή ανάσα, «ότι στεκόμουν
εδώ και λυπόμουν τον εαυτό μου επειδή...»
Τον χτύπησε με τη γροθιά της στο στέρνο. «Άξεστε, εγωιστή...»
«Πήγαινε στο σπίτι!»
«Δεν παίρνω εντολές από κανέναν, Γκέιτζ Μπάρον!»
«Τότε χρησιμοποίησε λίγη κοινή λογική, τι έπαθες και στέκεσαι εδώ
έξω;» Τα δάχτυλά του μπήκαν στη σάρκα της. «Διάολε, ανέβα στο
σπίτι!»
Η Νάταλι απελευθερώθηκε. «Ποιος νομίζεις ότι είσαι;»
Ο Γκέιτζ κοίταξε το πρόσωπο της γυναίκας του. Τα μάτια της, που
κάποτε θόλωναν από τον πόθο όταν την άγγιζε, τώρα άστραφταν από
οργή κι έχανε κάθε έλεγχο.
«Θα σου πω ποιος είμαι», ούρλιαζε. «Είμαι ο άντρας σου. Και όπως
είπε ο παπάς, θα είμαι μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος».
Την πήρε στην αγκαλιά του. Η Νάταλι αντιστάθηκε, αλλά ήταν πολύ
πιο δυνατός και οι προσπάθειες της να ξεφύγει μεγάλωναν την οργή και
τον πόθο του.
«Π’ ανάθεμά σε», είπε η Νάταλι μ’ ένα λυγμό.
Ο Γκέιτζ την έπιασε από το λαιμό και αναζήτησε τα χείλη της.
«Π’ ανάθεμά μας και τους δύο», είπε και τη φίλησε.
Κι εκείνη ένιωσε να χάνεται.
Αυτός ο άντρας, ο δικός της άντρας, ήταν ό,τι χρειαζόταν. Η Νάταλι
βόγκηξε, τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και παραδόθηκε.
Η οργή του Γκέιτζ, ο πόθος του, η φλόγα του...
Τον ήθελε.
Τα χείλη της άνοιξαν κάτω από την πίεση της γλώσσας του. Έμπλεξε
τα δάχτυλά της στα μαλλιά του, ψιθύρισε τ’ όνομά του. Γονάτισαν και
οι δυο πάνω στην άμμο, ενώ ο άνεμος ούρλιαζε και οι κεραυνοί
τράνταζαν τον ουρανό.
Ο Γκέιτζ έπιασε το πρόσωπο της γυναίκας του και τα χείλη του
χάιδεψαν τα δικά της. Είχε μια ζεστή, αλμυρή γεύση, μια γεύση γλυκιά
που την ονειρευόταν όλες αυτές τις εβδομάδες. Πέρασε τα χέρια κάτω
από το φανελάκι της, έπιασε τα στήθη της κι εκείνη αναστέναξε κι
έβαλε τα χέρια της πάνω στα δικά του.
«Πιο πολλά», είπε. «Θέλω πιο πολλά, Γκέιτζ. Θέλω...»
Τραβήχτηκε πίσω και την κοίταξε.
«Τι;» τη ρώτησε ψιθυριστά.
«Εσένα», του απάντησε, «μόνο εσένα».
Το όνομά της βγήκε σαν κραυγή από το λαιμό του. Την πήρε αγκαλιά,
την πήγε σ’ ένα σημείο όπου τα φοινικόδεντρα τους προστάτευαν από
τον άνεμο και την άφησε πάνω στην άμμο.
Μια αστραπή φώτισε τη νύχτα.
«Πάει τόσος καιρός», της ψιθύρισε. «Και μου έχεις λείψει τόσο, μωρό
μου. Η γεύση σου. Το άρωμά σου. Τα πόδια σου τυλιγμένα γύρω
μου...»
Προσπάθησε να συγκρατηθεί, αλλά η δύναμη της καταιγίδας είχε μπει
στο αίμα τους. Η Νάταλι σφίχτηκε πάνω του κι άγγιξε την ερεθισμένη
του σάρκα.
«Τώρα», ψιθύρισε. «Τώρα, σε παρακαλώ, Γκέιτζ, αγάπη μου...»
Έχασε κάθε ίχνος ελέγχου ακούγοντας αυτά τα τρυφερά λόγια που είχε
ν’ ακούσει τόσο καιρό.
Ο άνεμος χτυπούσε αδυσώπητα τα κλαδιά από πάνω τους και ο Γκέιτζ
έχασε τα μυαλά του.
Τα ρούχα της Νάταλι ξεσκίστηκαν μέσα στα χέρια του. Όταν την είδε
μπροστά του γυμνή, μια φιλντισένια οπτασία μέσα στη νύχτα, έβγαλε
και τα δικά του ρούχα. Του άπλωσε τα χέρια, αλλά εκείνος έπλεξε τα
δάχτυλά του με τα δικά της, κάρφωσε τα χέρια της στα πλευρά της και
μπήκε στο κορμί της, φωνάζοντας τ’ όνομά της. Η Νάταλι τύλιξε τα
πόδια της γύρω από τους γοφούς του, έσφιξε το κορμί της στο δικό του
και, καθώς η καταιγίδα μαινόταν πάνω από τα κεφάλια τους, ενώθηκαν
κι έφτασαν κι οι δυο μαζί σ’ έναν εκρηκτικό οργασμό.

***

Η Νάταλι αναδεύτηκε κάτω από το σώμα του. «Η καταιγίδα πέρασε»,


του είπε απαλά.
Ο Γκέιτζ της χαμογέλασε πονηρά. «Ναι, αλλά θα ξανάρθει».
Χαμογέλασε κι εκείνη. «Μιλούσα για την ανεμοθύελλα».
«A! Και αυτή».
Η Νάταλι γέλασε. «Έχω άμμο στα μαλλιά μου».
Γύρισε στο πλάι και την τράβηξε πάνω του. «Και όχι μόνο στα μαλλιά
σου».
Σφίχτηκε πάνω του και άγγιξε με τα χείλη της το στέρνο του. Ηταν
ζεστό, αλμυρό, υπέροχο.
«Αν περάσει κάποιος και μας δει;» τον ρώτησε.
«Είναι ιδιωτική πλαζ. Άλλωστε, θα τους λέγαμε ότι κάνουμε ένα
πείραμα σχετικό με τον ηλεκτρισμό. Παρόμοιο με αυτό που έκανε ο
Μπέντζαμιν Φράνκλιν με τον αετό του».
Η Νάταλι γέλασε, στηρίχτηκε στον ένα της αγκώνα και τον φίλησε στο
στόμα. «Ένα πείραμα. Φυσικά. Πώς δεν το σκέφτηκα;»
«Μπορώ να δω τους τίτλους των εφημερίδων», της είπε. «Άγρια
Ηλεκτρική Καταιγίδα Σκοτώνει Άντρα Με Χαμόγελο Στο Πρόσωπο».
«Είναι πολύ σκοτεινά για να δω».
«Τι; Αν πεθαίνω;»
«Αν χαμογελάς», του είπε και τον σκούντησε.
«Φυσικά χαμογελάω. Ή θα χαμογελούσα αν είχα τη δύναμη».
«Κοίτα ποιος μιλάει! Δεν ήμουν εγώ αυτή που άρχισα τα παιχνίδια
στην άμμο. Ειλικρινά, κύριε Μπάρον, νομίζεις ότι είναι σωστά
πράγματα αυτά στην ηλικία σου;»
Την άρπαξε και την πέταξε κάτω. «Θέλω να ξέρεις ότι είμαι σε τέλεια
φυσική κατάσταση, κυρία Μπάρον». Έσκυψε και τη φίλησε στη μύτη.
«Εξάλλου, δε θα μπορούσα να σε κουβαλήσω μέχρι το σπίτι. Δεν είσαι
πια το πανάλαφρο κοριτσάκι που ήσουν όταν σε γνώρισα...»
«Ελπίζω όχι. Τότε ήμουν δεκαπέντε».
«Ή το ευλύγιστο πλασματάκι που ήσουν όταν όλα αυτά τα κάναμε στο
πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου μου».
«Δεν κάναμε τέτοια πράγματα», είπε η Νάταλι. «Φιλιόμαστε, τίποτε
άλλο, παρ’ όλο που προσπαθούσες να με πείσεις να γδυθώ».
«Παραμύθια. Σε είχα πείσει, αν και δε θυμάμαι να δυσκολεύτηκα
πολύ».
Η Νάταλι τσίριξε.
«Αλλά μου αρέσεις όπως είσαι τώρα, μωρό μου. Με καμπύλες.
Γυναίκα. Ώριμη». Το ελεύθερο χέρι του γλίστρησε απαλά στο κορμί
της, έπιασε το στήθος, χάιδεψε την κοιλιά και πέρασε ανάμεσα στους
μηρούς της. «Ω, ναι», είπε ο Γκέιτζ. «Ώριμη και σέξι σαν αμαρτία».
«Συνέχισε τις γαλιφιές. Να δούμε τι θα κερδίσεις. Τίποτε, αν δε
ζητήσεις συγνώμη που υπαινίχτηκες ότι πρέπει να χάσω μερικά κιλά».
Η Νάταλι έπνιξε μια κραυγή ηδονής καθώς τα δάχτυλα του Γκέιτζ τη
χάιδευαν. «Είμαι... είμαι...»
«Τι;»
«Είμαι συλφίδα». Η ανάσα της ήταν κομμένη. «Κι αυτό πρέπει να το
δεχτείς, αν θέλεις... αν περιμένεις... Με τρελαίνεις όταν το κάνεις
αυτό».
«Αυτό;» της είπε, συνεχίζοντας να τη χαϊδεύει.
Η Νάταλι τύλιξε τα χέρια της στο λαιμό του. «Ναι, αυτό...»
Ο Γκέιτζ τη γύρισε κάτω από το κορμί του. «Αλήθεια;» είπε βραχνά.
«Το ξέρεις».
«Αλλά τι σου αρέσει καλύτερα; Αυτό; Ή αυτό;»
«Πρέπει να διαλέξω;»
«Ω, είσαι ένα άπληστο παλιοθήλυκο».
«Σ’ αυτή την περίπτωση...» Τον φίλησε. Ο Γκέιτζ πέρασε τα χέρια του
κάτω από το κορμί της και χάθηκαν πάλι, στριφογυρίζοντας μέσα στο
σκοτάδι.

***

Το φεγγάρι είχε ανέβει ψηλά στον έναστρο ουρανό όταν μάζεψαν ό,τι
είχε απομείνει από τα ρούχα τους και έφτασαν στο εξωτερικό ντους του
σπιτιού, στην πίσω πόρτα.
Ο Γκέιτζ το κοίταξε επιφυλακτικά. «Μόνο κρύο νερό έχει;»
«Δεν ξέρω», απάντησε η Νάταλι. «Δεν το έχω χρησιμοποιήσει ποτέ...»
Τσίριξε καθώς το παγωμένο νερό έπεσε με ορμή πάνω τους.
«Παλιάνθρωπε», είπε και τον τράβηξε κοντά της.
Γελώντας, άφησαν το νερό να ξεπλύνει την άμμο από τα κορμιά τους.
Μετά ο Γκέιτζ πήρε τη γυναίκα του αγκαλιά και την πήγε μέσα στο
σπίτι και στο κρεβάτι.
«Αυτό το έκανες επειδή φοβήθηκες ότι θα σε χτυπούσα που με είπες
χοντρή», του είπε καθώς την άφηνε πάνω στο στρώμα.
«Αχά», της απάντησε.
Χαμογέλασαν. Μετά, αγκαλιασμένοι σφιχτά, έπεσαν σ’ ένα βαθύ ύπνο.
Η Νάταλι ξύπνησε μόνη στο λαμπερό φως του ήλιου, έχοντας τη
δυσάρεστη αίσθηση ότι αυτό που έγινε το περασμένο βράδυ δεν είχε
λύσει κανένα πρόβλημα.
Ανακάθισε και χτένισε με τα δάχτυλα τα μαλλιά της.
Υπήρχαν τόσες ερωτήσεις που ήθελε να κάνει, τόσα πράγματα που
ήθελε να πει. Η Κρίστα της είχε δώσει μια καλή συμβουλή- Μίλησέ
του, της είχε πει. Συζητήστε τις διαφορές σας.
Αλλά δεν το είχε κάνει. Είχε πέσει στην αγκαλιά του Γκέιτζ και στο
κρεβάτι, όπως κι εκείνη τη βραδιά στο Εσπάδα. Και τι είχε κερδίσει μ’
αυτό;
Τίποτα- μόνο περισσότερο πόνο. Γιατί, κάνοντας έρωτα με τον Γκέιτζ,
ήταν σαν να έριχνε αλάτι στην ανοιχτή πληγή της καρδιάς της.
Το μόνο πράγμα που ήξερε σήμερα το πρωί και δεν το ήξερε χτες το
βράδυ ήταν ότι ο Γκέιτζ δεν είχε μπλέξει με άλλη γυναίκα. Ο άντρας
της ήταν έντιμος άνθρωπος. Αν υπήρχε άλλη στη ζωή του, δε θα της
έκανε ποτέ έρωτα.
Τα μάγουλά της φούντωσαν.
Άγριο, ανεπανάληπτο έρωτα. Αλλά με το σεξ δεν είχαν ποτέ πρόβλημα,
μέχρι που έχασε η Νάταλι το μωρό.
Πέταξε τα σκεπάσματα και πήρε τη ρόμπα της.
Το σεξ έγινε διαφορετικό μετά.
Διψούσε για τη ζεστασιά της αγκαλιάς του Γκέιτζ. Αλλά όταν τον είχε
αναζητήσει, αφού συνήλθε, εκείνος δεν είχε ανταποκριθεί.
«Δε θέλω να σε πιέσω», της έλεγε και την απέφευγε.
Τελικά κατάλαβε ότι αυτό που εκείνος ήθελε πραγματικά ήταν να
βεβαιωθεί ότι δε θα ξανάμενε έγκυος- ότι ήλπιζε να πάρει η Νάταλι με
δική της πρωτοβουλία το χάπι ή να φορέσει διάφραγμα.
Και όταν εκείνη δεν το έκανε, ο Γκέιτζ είχε αρχίσει να χρησιμοποιεί
πάλι προφυλακτικά. Όχι ότι είχε σημασία. Η παγωνιά δηλητηρίαζε τη
ζωή τους. Το σεξ είχε γίνει κάτι που έκανε εκείνος και η Νάταλι το
ανεχόταν.
Έκανε ντους, φόρεσε ένα τζιν κι ένα φαρδύ μπλε φανελάκι.
Εντάξει. Για κάποιο λόγο, ίσως επειδή ήταν πολύ καιρό χώρια, το σεξ
είχε γίνει πάλι καλό.
Καλό; Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και πήρε τη βούρτσα των μαλλιών
της. Ήταν υπέροχο! Αλλά ένας γάμος δεν κρατιόταν με το σεξ.
Χρειαζόταν αγάπη, κοινά όνειρα. Δεσμεύσεις.
Το χέρι της έτρεμε. Άφησε κάτω τη βούρτσα.
Αυτό ακριβώς δε σήμαινε ένα παιδί; Ένα παιδί φτιαγμένο από τον
έρωτα δυο ανθρώπων ήταν ένα ολόλαμπρο όνειρο του μέλλοντος.
Ήταν ο πιο τέλειος τρόπος για να κοιτάζουν ο ένας στην καρδιά του
άλλου και να λένε, ναι, αγαπιόμαστε και θ’ αγαπιόμαστε πάντα.
Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της.
Ήταν τόσο απλό. Και τόσο πολύπλοκο. Παλιό όσο κι ο χρόνος,
καινούριο όσο όλες οι γενιές που θα ακολουθούσαν και αν ήθελες να το
εξηγήσεις...
Πώς μπορούσες να το εξηγήσεις όταν ήξερες ότι ήταν άσκοπο;
Η ζωή ήταν σαν επιτραπέζιο παιχνίδι. Έτσι το έβλεπε ο Γκέιτζ.
Θυσίασε αυτό, κέρδισε εκείνο, δοκίμασε κάτι καινούριο. Και ναι,
αγάπα τη γυναίκα σου, με το δικό σου τρόπο. Δίνε της ό,τι μπορούν ν’
αγοράσουν τα λεφτά σου. Και όταν δεν ανταποκρίνεται με τον τρόπο
που θα ήθελες εσύ, δείξε πόσο κατάπληκτος μένεις.
Πες του πώς νιώθεις, της είχε πει η Κρίστα. Αλλά τι να του πει; Ότι
υπήρχαν κι άλλα πράγματα στη ζωή εκτός από τις επιτυχίες; Κι άλλα
πράγματα στο γάμο εκτός από το σεξ; Της είχε δείξει πώς το έβλεπε
εκείνος, όταν την άφηνε μόνη κι έτρεχε από το ένα ξενοδοχείο του στο
άλλο, όταν άπλωνε το χέρι στο συρτάρι του κομοδίνου για να πάρει
προφυλακτικό.
Γι’ αυτό τον είχε αφήσει, γι’ αυτό δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω...
Γι’ αυτό η χτεσινή βραδιά ήταν μεγάλο λάθος.
Πόσο απλό θα ήταν να τα ρίξει όλα στον Γκέιτζ. Να πει ότι την είχε
βρει σε μια στιγμή αδυναμίας. Αλλά δε θα έλεγε ψέματα. Είχε κάνει
λάθος. Θα πήγαινε κάτω να του πει ότι το χτεσινο-βραδινό σεξ δεν είχε
λύσει κανένα πρόβλημα, ότι εκείνη ήθελε ακόμη το διαζύγιο...
Μπουπ, μπουπ. μπουπ.
Τι ήταν αυτό; Σαν να χτυπούσε κάποιος γίγαντας τον τοίχο.
Όχι, ο θόρυβος ερχόταν από το ταβάνι. Το ταβάνι; Το αίμα της πάγωσε.
Βήματα στη στέγη. Κάποιος βρισκόταν στη στέγη.
Διαρρήκτης; Πώς ανέβηκε; Πώς δε λειτούργησε το σύστημα
συναγερμού;
Θεέ μου, είχε ξεχύσει να το ενεργοποιήσει.
Μπουπ. Μπουπ. Μπουπ.
«Βοήθεια», είπε με χαμηλή φωνή. «Γκέιτζ, βοήθεια».
Ηλίθια, είπε στον εαυτό της. Ανόητο πλάσμα. Ο Γκέιτζ δε θα την
άκουγε, αφού έλεγε ψιθυριστά τ’ όνομά του. Όχι αν ήταν στην παραλία
ή αν είχε κιόλας φύγει για το Μαϊάμι. Αν είχε μείνει πάλι ολομόναχη.
Το χέρι της έτρεμε καθώς έπαιρνε το τηλέφωνο. Εντάξει, ήξερε τι
έπρεπε να κάνει. Θα καλούσε την Άμεση Δράση. Θα κλείδωνε την
πόρτα της. Θα έβαζε κι ένα βαρύ έπιπλο από πίσω αν τα κατάφερνε...
«Ω, που να πάρει...»
Είδε ένα κορμί να πέφτει έξω από το παράθυρό της. Το τηλέφωνο
έπεσε από τα μουδιασμένα δάχτυλά της. Έτρεξε στο παράθυρο, το
άνοιξε, έσκυψε και είδε... τον Γκέιτζ ακίνητο πάνω στην άμμο.
Για μια στιγμή ο κόσμος άρχισε να γυρίζει σαν σβούρα. Μετά έτρεξε
και κατέβηκε δυο δυο τα σκαλοπάτια. Διέσχισε σαν ρουκέτα το σπίτι,
βγήκε έξω και βρέθηκε δίπλα του.
«Γκέιτζ;» Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. «Γκέιτζ, αγάπη μου,
μίλησέ μου».
Εκείνος δεν κινήθηκε. Αίμα έτρεχε από μια πληγή ψηλά στο μέτωπό
του.
Ο φόβος την έκανε να τρέμει σαν φύλλο.
«Γκέιτζ; Ω, σε παρακαλώ», ψιθύρισε, «σε παρακαλώ...»
Τίποτα. Είχε χάσει τον άντρα που αγαπούσε και θ’ αγαπούσε πάντα;
Όχι, η ζωή δεν μπορούσε να είναι τόσο σκληρή.
Κοίταξε γύρω της αλαφιασμένη, ψάχνοντας για βοήθεια. Είδε μόνο
ατέλειωτη αμμουδιά και θάλασσα. Έτρεξε στο σπίτι, άρπαξε το
τηλέφωνο και κάλεσε την Άμεση Δράση. Τα δόντια της χτυπούσαν
καθώς έδινε στο τηλεφωνικό κέντρο τη διεύθυνσή της.
«Ασθενοφόρο!» φώναξε. «Χρειάζομαι ασθεν...»
Ο Γκέιτζ βόγκηξε. Πέταξε το τηλέφωνο, έτρεξε πάλι έξω και γονάτισε
δίπλα του.
«Αγάπη μου», ψιθύρισε. «Γκέιτζ, ω, Γκέιτζ!»
Τα μάτια του μισάνοιξαν. Την κοίταξε στο πρόσωπο και σήκωσε το ένα
του χέρι.
«Νατ;»
Με μια κραυγή ανακούφισης, η Νάταλι άρπαξε το χέρι του. Δάκρυα
έτρεχαν από τα μάτια της καθώς φιλούσε τα χέρια του.
«Δόξα τω Θεώ», μουρμούρισε.
«Νατ, τι έγινε;»
Παραλίγο να σε χάσω για πάντα, σκέφτηκε, αυτό έγινε.
«Ήμουν στη στέγη. Και μετά... μετά...»
«Και μετά έπεσες», του είπε. Τράβηξε τα μαλλιά του από το τραύμα
του. Φόβος την κατέλαβε πάλι. «Μείνε ακίνητος», του είπε. «Έρχεται
ασθενοφόρο».
«Δε χρειάζομαι ασθενοφόρο. Βοήθησέ με να σηκωθώ».
«Όχι! Δεν πρέπει να κινηθείς!»
Ο Γκέιτζ στηρίχτηκε στον ένα του αγκώνα και προσπάθησε ν’
ανασηκωθεί. Η Νάταλι κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να τον πείσει. Γί’
αυτό πέρασε το ένα της χέρι γύρω από τη μέση του και τον στήριξε.
«Ωραία παράσταση έδωσα», είπε και γέλασε. Το γέλιο έγινε ένας
συριγμός. «Ωχ!» ούρλιαξε.
«Γκέιτζ, σε ικετεύω, μην κινείσαι. Χρειάζεσαι ακτινογραφίες, αξονική
τομογραφία. Δεν ξέρουμε τι έχει σπάσει. Τα πόδια, η μέση σου...»
«Τα πόδια μου είναι εντάξει. Βλέπεις;» Έβαλε το ένα πόδι μπροστά,
μετά το άλλο. «Πονάει το αριστερό μου χέρι. Και το κεφάλι μου. Αλλά
μπορώ να πάω μόνος μου στα Επείγοντα. Βοήθησέ με, μωρό μου».
«Όχι. Δεν μπορείς... Τι κάνεις;»
«Ση-κώ-νο-μαι».
«Έχεις σηκωθεί».
«Όχι... θέλω... όρθιος».
«Γκέιτζ, άκουσέ με, δεν πρέπει...» Τελικά πέρασε πάλι τα χέρια της
γύρω από τη μέση του και τον βοήθησε να σταθεί όρθιος.
«Πολύ καλύτερα τώρα».
Δεν έπρεπε να περπατήσει. Αλλά ο Γκέιτζ ήταν αποφασισμένος να το
κάνει. Η Νάταλι στήριξε τον ώμο της κάτω από το μπράτσο του.
Προχώρησαν μαζί προς την πίσω πόρτα παραπατώντας.
«Έπρεπε να περιμένεις ακίνητος».
Γιατί αργούσε τόσο πολύ το ασθενοφόρο;
«Βοήθησέ με να φτάσω στο σπίτι. Και στο αμάξι μου. Και...» Η
ανάσα του έβγαινε σαν σφύριγμα μέσα από τα δόντια του. «Ω, να με
πάρει», είπε αδύναμα κι έπεσε βαρύς στο πρώτο σκαλοπάτι.
Έπρεπε να τον κρατήσει εκεί. «Τι στην ευχή γύρευες πάνω στη στέγη,
Γκέιτζ;» τον ρώτησε. «Νόμιζες ότι είχες γίνει ξανά είκοσι ενός
χρόνων;»
«Είκοσι ενός χρόνων...» Ο Γκέιτζ χαμογέλασε. «Θυμάσαι εκείνο το
καλοκαίρι;»
«Φυσικά το θυμάμαι». Η Νάταλι κάθισε κάτω κι έπιασε το χέρι του
μέσα στα δικά της. «Μέναμε σ’ αυτό το χαριτωμένο διαμερισματάκι
στη Νέα Υόρκη».
«Στο παλάτι της κατσαρίδας, εννοείς».
«Και η δουλειά σου ήταν να επισκευάζεις στέγες στο Λονγκ Άιλαντ».
«Και η δική σου, πωλήτρια στο τμήμα εσωρούχων του Μέισι’ς».
«Θυμάσαι;» Σειρήνα ασθενοφόρου ήταν αυτό που άκουγε;
«Ναι». Ο Γκέιτζ έκλεισε τα μάτια. «Θυμάμαι τα πάντα, Νατ, από
κείνο το καλοκαίρι. Πώς με φιλούσες κάθε πρωί πριν φύγω, σαν να
πίστευες ότι δε θα με ξανάβλεπες...»
«Φοβόμουν πάντα μην πέσεις από καμιά στέγη...»
«Δεν έπεσα όμως». Άνοιξε τα μάτια, την κοίταξε και χαμογέλασε
αδύναμα. «Μέχρι σήμερα τουλάχιστον». Τα δάχτυλά του πλέχτηκαν με
τα δικά της. «Είχα σχεδόν ξεχάσει εκείνο το καλοκαίρι, μωρό μου, που
έπαιρνες το τρένο κι ερχόσουν στο Λονγκ Άιλαντ να με βρεις κάθε
Παρασκευή».
«Την ημέρα που είχα ρεπό», του είπε. Ω, ναι, σειρήνα ήταν. Την
άκουγε όλο και πιο καθαρά.
«Έφερνες ένα καλάθι του πικνίκ. Με το κέικ σοκολάτας που έφτιαχνες
μόνη σου. Και σάντουιτς μ’ εκείνο το καταπληκτικό ρολό κιμά. Έχεις
χρόνια να το φτιάξεις, Νατ».
Ρολό κιμά; σκέφτηκε η Νάταλι. Στη μεγαλοπρεπή κουζίνα τους στο
Μαϊάμι Μπιτς; Ποιος θα τολμούσε να φτιάξει ένα τόσο ταπεινό
φαγητό; Άλλωστε ο Γκέιτζ δε θα ήταν εκεί για να το φάει.
Δάκρυα έκαιγαν τα μάτια της. «Δεν ξέρω. Το είχα ξεχάσει, υποθέτω».
«Κάναμε το πικνίκ μας σε μια έρημη αμμουδιά που είχαμε
ανακαλύψει. Άπλωνα την κουβέρτα πίσω από έναν αμμόλοφο,
τρώγαμε, πίναμε κρασί και μετά φώλιαζες στην αγκαλιά μου...» Τα
λόγια του έσβησαν.
«Γκέιτζ!» Η φωνή της ήταν τσιριχτή. «Γκέιτζ, μην κοιμηθείς. Μ Λα
μου, αγάπη μου».
«Θυμάσαι πώς ήταν; Κάναμε έρωτα και μας τύλιγε η ζεστή νύχτα, η
αύρα χάιδευε το κορμί σου». Αργά αργά τα μάτια του άνοιξαν.
Δυσκολευόταν να δει το πρόσωπό της. «Όπως χτες το βράδυ εδώ, στην
αμμουδιά. Ή όπως στο Τέξας, όταν ήμαστε παιδιά και σε πήγαινα στο
λόφο». Έπιασε το λαιμό της. Τα δάχτυλά του ήταν σαν πάγος πάνω στη
σάρκα της. «Πότε στράβωσαν τα πράγματα, μωρό μου;» ψιθύρισε. «Τι
έγινε;»
Το ουρλιαχτό της σειρήνας τής έσπασε τα τύμπανα, μετά σταμάτησε. Η
Νάταλι άκουσε πόρτες να χτυπούν στο πάρκινγκ μπροστά στο σπίτι.
«Εδώ πίσω», φώναξε. «Γρήγορα!»
«Τι... είναι;» τραύλισε ο Γκέιτζ. «Ασθεν... οφόρο; Νατ, δε χρειάζ...
ομαι...»
Τα μάτια του βασίλεψαν. Η Νάταλι ούρλιαξε και τον άρπαξε καθώς
άρχισε να χάνει τις αισθήσεις του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

Οι νοσηλευτές είπαν στη Νάταλι ότι δεν μπορούσε να πάει μαζί τους με
το ασθενοφόρο. «Ακολούθησε μας με το αμάξι σου», της είπε ο ψηλός.
Δε θα έχανε χρόνο λογομαχώντας μαζί τους. Ανέβηκε πίσω από το
φορείο καθώς έβαζαν τον Γκέιτζ στο ασθενοφόρο.
«Κυρία μου», είπε ο νοσηλευτής, «δεν μπορείς να το κάνεις αυτό».
«Το έκανα ήδη», απάντησε και κάθισε στον πάγκο.
Οι νοσηλευτές αναστέναξαν και ανασήκωσαν τους ώμους. «Τρέχουμε
πολύ», της είπε ο ψηλός κι έκλεισε την πόρτα.
«Βάλε ζώνη και κρατήσου γερά».
Η Νάταλι έγνεψε καταφατικά. Μετά έσκυψε και φίλησε απαλά τα
χείλη του Γκέιτζ. «Ω, αγάπη μου, κρατήσου για λίγο».
Το ταξίδι μέχρι το νοσοκομείο τής φάνηκε ατέλειωτο.
Στη διαδρομή ο Γκέιτζ βόγκηξε και άνοιξε τα μάτια. «Νατ;»
«Σσσ. Μην κινείσαι. Όλα θα πάνε καλά».
«Ήταν βλακεία ν’ ανέβω στη στέγη».
Του έσφιξε το χέρι. Τα μάτια του άρχισαν να κλείνουν πάλι. «Μείνε
μαζί μου», του είπε επιτακτικά. «Γκέιτζ; Κοίταξέ με. Άνοιξε τα μάτια
σου».
«Μεγάλη βλακεία».
«Μίλα μου. Πες μου για το καινούριο ξενοδοχείο Μπάρον».
Ο Γκέιτζ αναστέναξε. «Δε θέλεις ν’ ακούσεις...»
«Θέλω! Φυσικά θέλω. Είναι ωραίο; Πόσα δωμάτια έχει;»
«Νατ. Συγνώμη που έπεσα...»
«Γκέιτζ, μίλα μου! Μη χάσεις τις αισθήσεις σου!» Δάκρυα έτρεχαν από
τα μάτια της. «Σε παρακαλώ, αγάπη μου...» «Νατ;»
Σκούπισε τη μύτη με το μανίκι της. «Τι είναι;»
«Μου έλειψες, μωρό μου». Τα βλέφαρά του έκλεισαν και κοιμήθηκε.

Η Νάταλι περπατούσε πάνω κάτω στην αίθουσα αναμονής.

Ξεφύλλισε μερικά παλιά περιοδικά κι έπειτα πήγε να ρωτήσει τις


νοσοκόμες αν υπήρχαν νέα για τον άντρα της.

«Είναι ακόμη στο ακτινολογικό», της είπαν.


Τελικά, όταν είχε αρχίσει ν’ απελπίζεται, μια νοσοκόμα την πλησίασε.
«Κυρία Μπάρον;»
Η Νάταλι πετάχτηκε όρθια. «Ναι;»
«Μπορείτε να δείτε το σύζυγό σας τώρα».
Να τον δει! Η Νάταλι χαμογέλασε αδύναμα. «Είναι... είναι καλά;»
«Μια χαρά ύστερα από τέτοια πτώση. Έχει αρκετούς μώλωπες και
εξάρθρωση του καρπού. Επίσης ελαφρά διάσειση. Χρειαζόταν και
μερικά ράμματα, φυσικά».
«Φυσικά», είπε η Νάταλι. «Αλλά... θα ζήσει;»
«Ω, καλή μου». Η νοσοκόμα έτρεξε κοντά της και την αγκάλιασε.
«Φυσικά. Νόμιζες...» Χαμογελώντας, την οδήγησε στο ασανσέρ. «Ο
άντρας σου είναι στο 216.0 γιατρός είναι μαζί του. Θα σου τα εξηγήσει
όλα».
Άκουσε τη φωνή του Γκέιτζ τη στιγμή που έβγαινε από το ασανσέρ.
«Δε βλέπω κανένα λόγο να μείνω εδώ όλη τη νύχτα», έλεγε. «Θέλω τα
ρούχα μου. Δεν είμαι κανένα δεκάχρονο παιδί, γιατρέ».
Η Νάταλι μπήκε στο δωμάτιο. Έριξε μια γρήγορη ματιά στον Γκέιτζ.
Ράμματα άρχιζαν από το φρύδι κι έφταναν μέχρι τα μαλλιά του. Ο
καρπός του ήταν τυλιγμένος με επιδέσμους.
«Όχι», είπε δυνατά, «δεν είναι δεκάχρονο, απλώς φέρεται σαν
δεκάχρονο».
«Κυρία Μπάρον». Ο γιατρός αναστέναξε κι έπιασε το απλωμένο χέρι
της Νάταλι. «Είμαι ο δόκτωρ Φόρτος. Και, όπως έλεγα στον άντρα σας,
πρέπει να μείνει απόψε για να βεβαιωθούμε ότι η διάσειση δεν είναι
βαριά».
«Δεν έχω διάσειση», τραύλισε ο Γκέιτζ. «Έχω μόνο πονοκέφαλο». «Οι
άνθρωποι δε χάνουν τις αισθήσεις τους από πονοκέφαλο», είπε η
Νάταλι.
Ο Γκέιτζ κοκκίνισε. «Λιποθύμησα για μια στιγμή. Αυτό μπορούσε να
συμβεί σ’ οποιονδήποτε».
«Σ’ οποιονδήποτε έπεφτε από τη στέγη, εννοείς». Η Νάταλι στράφηκε
στο γιατρό. «Φυσικά θα μείνει εδώ απόψε.
Και ευχαριστούμε για το ενδιαφέρον».
Ο γιατρός έγνεψε καταφατικά. «Μπορεί να φύγει αφού τον δω το
πρωί». Κατευθύνθηκε προς την πόρτα. «Να πούμε στις εννιά;»
Η πόρτα έκλεισε. Ο Γκέιτζ κοίταξε τη Νάταλι.
«Να πάρει η οργή, Νατ! Μπορεί να έχω διάσειση, αλλά αυτό δε
σημαίνει ότι δεν μπορώ» ν’ αποφασίσω ο ίδιος».
«Τότε πάρε μια λογική απόφαση. Πέρασε εδώ τη νύχτα και θα έρθω να
σε πάρω το πρωί».
Ο Γκέιτζ κοίταξε πάλι τη γυναίκα του. Είχε μιλήσει αυστηρά, αλλά
υπήρχε τρυφερότητα στα μάτια της... ή μήπως το φαντάστηκε; Γι’ αυτό
ήταν τόσο εκνευρισμένος. Αυτό το ατύχημα είχε συμβεί την πιο
ακατάλληλη στιγμή, καθώς εκείνος και η Νάταλι είχαν αρχίσει να
λύνουν τα προβλήματά τους.
Οι αναμνήσεις της περασμένης νύχτας ήταν αληθινές και υπέροχες,
αλλά ήταν αληθινά και όσα νόμιζε ότι είχαν συμβεί μετά την πτώση
του; Τον είχε φιλήσει η Νάταλι; Του είχε ψιθυρίσει τρυφερά λόγια; Τον
είχε πει αγάπη της, είχε κλάψει ή ήταν όλα παραισθήσεις;
Μπορεί να τον αγαπούσε ακόμη η γυναίκα του;
Ήθελε να ρωτήσει, αλλά φοβόταν την απάντηση. Αν τα είχε φανταστεί
όλα αυτά, αν δεν ήταν παρά παραισθήσεις, δεν ήθελε να μάθει.
Όχι ακόμη.
Το μόνο που ήθελε ήταν να προσποιείται ότι ο κόσμος τους είχε
ξαναμπεί στις ράγες του. Αυτό σκεφτόταν όταν είχε ξυπνήσει με τη
γυναίκα του στην αγκαλιά του, αυτό πάλι όταν είχε ακούσει αυτό τον
παράξενο ήχο στη στέγη, όταν είχε ανεβεί και είχε βρει τις ρωγμές. Το
ίδιο σκεφτόταν ακόμη κι όταν έπεφτε φαρδύς πλατύς στην άμμο...
«Γκέιτζ;»
Την κοίταξε στα μάτια.
«Σε παρακαλώ». Η φωνή της ήταν απαλή. «Μείνε εδώ τη νύχτα, να
βεβαιωθούν ότι είσαι εντάξει. Και αύριο θα σε πάρω στο σπίτι».
Σπίτι. Πού ήταν αυτό; αναρωτήθηκε. Όχι στο Μαϊάμι Μπιτς, σ’ αυτό το
άδειο σπίτι.
«Γκέιτζ; Θα το κάνεις;»
Αναστέναξε και βούλιαξε στα μαξιλάρια. Θα έκανε οτιδήποτε, όταν
του το ζητούσε μ’ αυτό τον τρόπο.
«Ναι, εντάξει».
Η Νάταλι χαμογέλασε. Δεν ήταν εύκολο. Ράγιζε η καρδιά της να βλέπει
το μεγάλο, δυνατό άντρα της τόσο χλομό και ανήμπορο σ’ ένα κρεβάτι
νοσοκομείου. Πόσο ήθελε να τον αγκαλιάσει και να του πει ότι η ζωή
της δε θα είχε νόημα αν πέθαινε...
Αλλά δεν είχε πεθάνει. Θα ευχαριστούσε πάντα το Θεό γι’ αυτό, αλλά
όσο κι αν αγαπούσε τον Γκέιτζ, ήξερε ότι δεν μπορούσε να γυρίσει
κοντά του. Οι απόψεις τους για το γάμο απείχαν έτη φωτός. Το πάθος
θα έσβηνε, όπως είχε σβήσει και στο παρελθόν, όταν έκανε την
εμφάνισή της η σκληρή πραγματικότητα.
Το προηγούμενο βράδυ ήταν υπέροχα, αλλά ήταν απλώς μια
ανάμνηση, τίποτε άλλο.
«Ωραία», του είπε χαμογελώντας. «Θα το πω στη νοσοκόμα».
Ο Γκέιτζ αναστέναξε. «Στη Δράκαινα, εννοείς».
«Θα της πω ότι θα μείνεις. Και θα... σε δω το πρωί».
Το πρωί; Ο Γκέιτζ ανασηκώθηκε στα μαξιλάρια, σφίγγοντας τα δόντια
του από τον πόνο και τη ζαλάδα.
«Νάταλι; Μη φύγεις. Μωρό μου, περίμενε...»
Αλλά είχε ήδη φύγει.
Το απόγευμα ήταν ατελείωτο.
Ο Γκέιτζ ένιωσε ευγνωμοσύνη όταν έπεσε το σκοτάδι, αλλά η νύχτα
δεν του χάρισε τη γαλήνη που χρειαζόταν. Κάθε φορά που
αποκοιμιόταν κατέφτανε η Δράκαινα για να τον ρωτήσει αν ένιωθε
καλά.
«Θα ένιωθα καλύτερα αν μ’ αφήνατε να κοιμηθώ λίγο», της είπε
τελικά.
«Θέλουμε να βεβαιωθούμε ότι δεν είναι σοβαρή η διάσειση».
Αυτό το ήξερε. Αλλά όσο έμενε ξύπνιος, σκεφτόταν πόσο γρήγορα τον
είχε εγκαταλείψει η Νάταλι... Χωρίς ένα φιλί, μια τρυφερή λέξη...·
Μετάνιωσε για τη νύχτα που είχαν περάσει;
Είχε φανταστεί όσα νόμιζε ότι είχαν γίνει μετά το ατύχημα; Τα φιλιά,
τα τρυφερά λόγια;
Κατά τα ξημερώματα είχε αρχίσει κιόλας ν’ αναρωτιέται αν θα ερχόταν
να τον πάρει.
Η Δράκαινα σήκωσε τα χέρια αποκαμωμένη όταν ήρθε στις οχτώ και
τον βρήκε να κάθεται ντυμένος στην άκρη του κρεβατιού.
«Ο γιατρός θα περάσει σύντομα», του είπε αγανακτισμένη.
Ο γιατρός τού έριξε μια ματιά και συνοφρυώθηκε.
«Μάλλον νιώθουμε καλύτερα σήμερα», του είπε.
«Δεν ξέρω πώς νιώθουμε εμείς, αλλά εγώ νιώθω χάλια. Πάντως, δεν τα
βλέπω όλα διπλά, δεν έχω ναυτία, δε ζαλίζομαι. Υπόγραψε λοιπόν τα
χαρτιά μου να φύγω από δω».
«Δεν ήρθε ακόμη η γυναίκα σου, κύριε Μπάρον».
«Θα έρθει», είπε ο Γκέιτζ, παρ’ όλο που δεν το πίστευε. Αλλά εκείνη τη
στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκε η Νάταλι στο δωμάτιο.
«Γεια», είπε και ο Γκέιτζ ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά.
«Γεια. Φοβήθηκα ότι δε θα ερχόσουν».
Η Νάταλι ύγρανε τα χείλη της. «Κάνω ό,τι λέω». Το χαμόγελό της ήταν
ψεύτικο. «Έτοιμος να φύγουμε;»
«Κάτι παραπάνω από έτοιμος», είπε ο Γκέιτζ και δεν έφερε καμιά
αντίρρηση όταν εμφανίστηκε η Δράκαινα μ’ ένα καροτσάκι.
Το μόνο που ήθελε ήταν να φύγουν από το νοσοκομείο και να μείνουν
μόνοι. Να βρει το θάρρος και να ρωτήσει τη Νάταλι για τα χτεσινά, τι
ήταν αληθινό και τι όχι. Να της πει ότι την αγαπούσε και πως θα την
αγαπούσε πάντα- και ότι ήθελε να γυρίσει κοντά του, γιατί δεν
μπορούσε να ζήσει χωρίς εκείνη.
Και το κυρτότερο, ήθελε να μάθει πού θα τον πήγαινε. Στο σπίτι στο
Μαϊάμι Μπιτς; Ή στο σπίτι μαζί της; Γιατί «σπίτι» γι’ αυτόν ήταν
όπου ήταν εκείνη.
«Έφερα το αμάξι μου. Δηλαδή το αμάξι της Κρίστα».
«Ωραία», είπε. «Θα δυσκολευόμουν να μπω στην Κορβέτ».
Μπήκαν στο αμάξι. Η Νάταλι έβαλε μπροστά. Ρώτησέ την πού θα σε
πάει, είπε στον εαυτό του...
Αλλά δε ρώτησε.
«Πώς νιώθεις;» του είπε καθώς έβγαιναν στο δρόμο.
Πολύ άσχημα, αλλά δε θα της το έλεγε, γιατί αυτό θα την αναστάτωνε.
Παράξενο, την τελευταία φορά εκείνος την είχε πάρει από το
νοσοκομείο μετά την αποβολή. Δεν είχε μείνει μαζί της όμως. Είχε πάει
στην Ταϊλάνδη ή στο Τόγκο ή κάπου αλλού αντί να είναι στο σπίτι,
μαζί της, όταν είχε χάσει το μωρό τους...
«Καλά», της είπε εύθυμα. «Πολύ καλά».
Η Νάταλι έγνεψε καταφατικά. Καταλάβαινε όμως πως δεν ήταν καλά.
Το πρόσωπό του ήταν κάτασπρο, τα δόντια του σφιγμένα από τον
πόνο, αλλά το έπαιζε σκληρός. Εκείνη όμως ήξερε πόσο τρυφερός
μπορούσε να είναι ο Γκέιτζ. Χωρίς λόγο θυμήθηκε τη μέρα μετά την
αποβολή της, όταν την είχε φέρει στο σπίτι από το νοσοκομείο. Είχε
επιμείνει να την πάει αγκαλιά από το καροτσάκι στο αμάξι. Είχε δέσει
τη ζώνη της και της έδινε τρυφερά φιλιά.
«Είσαι καλά, μωρό μου;» τη ρωτούσε συνέχεια. Κι εκείνη, μ’ ένα
μεγάλο κενό στην καρδιά και κατηγορώντας τον -άδικα, το ήξερε-
επειδή δεν ήταν εκεί όταν έχασε το μωρό, του είχε πει τελικά ότι ήταν
εντάξει και πως δε χρειαζόταν να τη ρωτάει.
«Νατ;»
Ανοιγόκλεισε τα μάτια. Ο Γκέιτζ την κοίταζε.
«Τι είναι;»
Πού πάμε; σκέφτηκε. «Είσαι καλά;» τη ρώτησε.
«Εγώ;» Χαμογέλασε βεβιασμένα. «Φυσικά. Δεν έπεσα εγώ από τη
στέγη».
«Δεν έπεσα», της είπε με αξιοπρέπεια. «Γλίστρησα».
«Υπάρχει διαφορά;»
«Βεβαίως». Γέλασε. «Όταν πέφτει κάποιος, σημαίνει ότι έκανε μια
ηλίθια κίνηση. Όταν γλιστράει όμως...»

«Ναι;»
«Θα μπορούσε να σκοντάψει σ’ έναν κορμό δέντρου ή σ’ ένα σωρό
κλαδιά».
Η Νάταλι χαμογέλασε. «Λοιπόν, τι ήταν, κορμός ή κλαδιά;»
Ο Γκέιτζ γέλασε, έκανε ένα μορφασμό και άγγιξε προσεκτικά με τα
χέρια το κεφάλι του. «Δική σου η επιλογή, μωρό μου. Θα πω ό,τι από
τα δυο θέλεις όταν χρειαστεί να εξηγήσω τι έγινε».
Γέλασε και η Νάταλι. «Με άλλα λόγια, έπεσες. Κι εγώ που δεν είχα
καταλάβει τόσα χρόνια ότι είχα έναν τόσο αδέξιο συζ...» Τα λόγια της
έσβησαν. Συνοφρυωμένη σταμάτησε το αμάξι δίπλα στο πεζοδρόμιο.
«Παραλίγο να το ξεχάσω. IT νοσοκόμα μού έδωσε μια συνταγή».
«Νατ», είπε ο Γκέιτζ δοκιμάζοντας ν α της πιάσει το χέρι, αλλά εκείνη
το τράβηξε όπως και το προηγούμενο βράδυ.
«Γυρίζω σ’ ένα λεπτό», είπε κι έκλεισε την πόρτα του αυτοκινήτου
πίσω της.
«Αλήθεια», είπε όταν γύρισε, «δε μου είπες τι γύρευες στη στέγη».
Μια φλέβα πετάχτηκε στον κρόταφό του. Δεν ήθελε να μιλήσουν για
τίποτα σοβαρό. Εντάξει, ούτε εκείνος το ήθελε. Τώρα ήταν σίγουρος
ότι θα τον πήγαινε στο Μαϊάμι.
«Με ξύπνησε ένας θόρυβος την αυγή. Ο Γκραντ είχε πει ότι το ταβάνι
έσταζε και...»
«Μίλησες με τον Γκραντ;»
«Ναι, του τηλεφώνησα πριν από δυο εβδομάδες».
«Τηλεφώνησες στον Γκραντ;»
«Για το σπίτι. Ήταν εντάξει; Ήσουν ασφαλής; Και μου είπε πως ήταν
εντάξει. Εκτός από το ότι ήταν σαν μαυσωλείο. Μου ανέφερε ότι
υπήρχε κάποιο πρόβλημα στη στέγη, γι’ αυτό όταν άκουσα κάτι...»
Η Νάταλι έγνεφε καταφατικά, αλλά δεν πρόσεχε τι της έλεγε. Νόμιζε
ότι ο Γκέιτζ δε νοιαζόταν, επειδή δεν είχε τηλεφωνήσει. Αλλά είχε
τηλεφωνήσει στον Γκραντ και είχε ρωτήσει για κείνη. Από μια άποψη
αυτό ήταν πιο σημαντικό.
Η καρδιά της χοροπήδησε, όπως και το πρωί που τον είχε δει...
«Σκέφτηκα πως ίσως είχαν μετακινηθεί οι πλάκες στη στέγη».
Η Νάταλι βγήκε από τις σκέψεις της. «Πλάκες», είπε.
«Ναι. Η καταιγίδα πρέπει να τις ξεκόλλησε». Η φωνή του Γκέιτζ έγινε
βραχνή. «Θυμάσαι την καταιγίδα, έτσι δεν είναι, μωρό μου;»
Τα μάγουλά της κοκκίνισαν, αλλά δεν τον κοίταξε. «Σε λίγο φτάνουμε
στο σπίτι, Γκέιτζ. Στήριξε το κεφάλι σου στο κάθισμα να αναπαυτείς
λίγο».
Ένιωσε μια πικρή γεύση στο στόμα. «Καλή ιδέα».
Στήριξε το κεφάλι του κι έκλεισε τα μάτια.
Η Νάταλι γύρισε και τον κοίταξε. Από το ρυθμικό ανεβοκατέβασμα
του στήθους του κατάλαβε ότι είχε κοιμηθεί.
Το χρώμα του ήταν καλύτερο σήμερα, αλλά τα χαρακτηριστικά του
ήταν τραβηγμένα. Πρέπει να πονούσε και ας μην το παραδεχόταν. Η
νοσοκόμα είχε προσπαθήσει να του δώσει χάπια πριν φύγουν, αλλά
αρνήθηκε να τα πάρει.
Ηταν πάντα πεισματάρης. Ακόμη και ασπιρίνη δυσκολευόταν να τον
πείσει να πάρει όταν είχε πονοκέφαλο.
Ήταν παλαβός.
«Παλαβός», είπε τρυφερά και τον ξανακοίταξε.
Όχι ότι εκείνη ήταν καλύτερη. Πώς αλλιώς θα περιέγραφες μια γυναίκα
που είχε πάρει τοις μετρητοίς την παράκληση του άντρα της να τον
πάρει στο σπίτι;
Έστριψε στην Όσιαν Μπούλεβαρντ.
Δεν είχε ρωτήσει καν τον Γκέιτζ αν ήθελε να μείνει μαζί της.
Είχε πάρει την απόφαση την τελευταία στιγμή, καθώς στεκόταν στην
πόρτα του δωματίου του στο νοσοκομείο το πρωί.
Έδειχνε τόσο χαρούμενος που την έβλεπε. Όπως κι εκείνη.
Πώς μπορούσε να τον αφήσει όταν τη χρειαζόταν;
Όχι πως αν τον πήγαινε στο Μαϊάμι Μπιτς θα ήταν σαν να τον
εγκατέλειπε. Θα τηλεφωνούσε στη Λους και θα της ζητούσε να μείνει
στο σπίτι μερικές μέρες ή κι εβδομάδες. Η Λους θα το έκανε
ευχαρίστως.
Μπήκε στον ιδιωτικό δρόμο που οδηγούσε στη μεγάλη ροζ βίλα.
Και αν δεν μπορούσε η Λους, θα του έπαιρνε μια οικιακή βοηθό ή μια
νοσοκόμα.
Και ο Γκέιτζ θα... ενθουσιαζόταν. Η σκέψη την έκανε να
χαμογελάσει. Μια νοσοκόμα στην κρεβατοκάμαρά του μ’ ένα
θερμόμετρο στο ένα χέρι κι ένα μπουκάλι με χάπια στο άλλο...
Αυτό θα της άρεσε να το δει.
Αναστέναξε, έσβησε τη μηχανή και πήγε από την πλευρά του
συνοδηγού.
Μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα κι όχι αυτό που έκανε, αλλά τώρα
ήταν πολύ αργά για ν' αλλάξει γνώμη.
Άλλωστε, αυτή δεν ήταν άσχημη λύση.
Υπήρχε ένα γραφείο στον πρώτο όροφο, μ’ ένα πτυσσόμενο κρεβάτι,
μια τηλεόραση και συρόμενες πόρτες που οδηγούσαν στη βεράντα. Ο
Γκέιτζ θα ήταν άνετα εδώ για δυο τρεις μέρες. Όταν θα ένιωθε
καλύτερα, θα τηλεφωνούσε στη Λους και θα της έλεγε να τον προσέχει.
Δε χρειαζόταν να τον κρατήσει πιο πολύ.
Τον κοίταξε. Έδειχνε ταλαιπωρημένος. Παραμέρισε με τα δάχτυλά της
τα μαλλιά από το μέτωπό του. Είδε τα δέκα ράμματα που θα του τα
έκοβαν σε μια εβδομάδα.
Εντάξει λοιπόν. Μπορεί να τον άφηνε να μείνει μέχρι να του κόψουν τα
ράμματα.
Αλλά ούτε στιγμή περισσότερο.
Κοίταξε πάλι το πρόσωπό του. Υπήρχαν σκιές κάτω από τα μάτια του
και μικρές ρυτίδες στις άκρες των χειλιών του. Κι ένα χνούδι στο
σαγόνι του. Ένα σέξι χνούδι, όπως του έλεγε πάντα όταν ήθελε να
ξυρίζεται το Σαββατοκύριακο.
Όχι, του έλεγε. Μετά του ψιθύριζε μες στο αυτί πόσο της άρεσε να
χαϊδεύουν τα γένια του το στήθος, την κοιλιά, τους μηρούς της.
«Ξεδιάντροπη γυναίκα, μόνο ένας τρόπος υπάρχει να αντιμετωπίσει
κανείς ένα ακόλαστο θηλυκό σαν εσένα», της έλεγε. Κι εκείνη του
απαντούσε πως ήθελε να ελπίζει ότι υπήρχαν πολλοί τρόποι και τότε
εκείνος χαμογελούσε πονηρά και μετά... μετά...
Η Νάταλι έβγαλε από το μυαλό της τις αναμνήσεις. Αν σκεφτόταν έτσι,
θα κατέληγε στο κρεβάτι του Γκέιτζ, το ήξερε. Κι αυτό δε θα συνέβαινε
ποτέ ξανά. Τα τραύματά του ήταν εγγύηση γι’ αυτό. Τα τραύματά του
και η αποφασιστικότητά της. Είχε αντιμετωπίσει τη δική της στιγμή
της αλήθειας όταν ξύπνησε το χτεσινό πρωί.
Δεν υπήρχαν περιθώρια επιστροφής.
«Γκέιτζ;» Άγγιξε τον ώμο του. «Γκέιτζ, ξύπνα».
Αργά αργά τα βλέφαρά του άνοιξαν. «Νατ;»
«Ναι. Φτάσαμε στο σπίτι. Να σε βοηθήσω να πας μέσα».
«Σπίτι;» είπε ζαλισμένος. Ανακάθισε και σκούπισε με το χέρι το
πρόσωπό του. «Αποκοιμήθηκα, νομίζω».
«Έλα. Θα σε πάω μέσα».
«Με έφερες... στο σπίτι».
«Φυσικά».
Ο Γκέιτζ έγνεψε καταφατικά. Σπίτι, στο Μαϊάμι. Δηλαδή τι περίμενε;
Ότι θα τον πήγαινε σ’ αυτό το πανάσχημο σπίτι στον ωκεανό; Στην
κρεβατοκάμαρά της που μύριζε τόσο γλυκά, στο απαλό κρεβάτι της;
Ότι θα ήθελε να τον κρατήσει στην αγκαλιά της όπως προχτές το
βράδυ; Με καμιά δύναμη. Η Νάταλι είχε κάνει τα πάντα για να του
δείξει ότι είχε μετανιώσει. Το είχε διακρίνει στο πρόσωπό της, στη
φωνή της.
«Προσεκτικά», του είπε, σκύβοντας πάνω από την ανοιχτή πόρτα του
αυτοκινήτου. Του άπλωσε το χέρι της κι εκείνος το πήρε. «Ρίξε πάνω
μου το βάρος σου».
Ο Γκέιτζ βγήκε από το αμάξι, στηρίχτηκε πάνω της... και, γυρίζοντας,
είδε το μεγάλο ροζ άσχημο σπίτι μπροστά του.
Αυτή τη στιγμή το έβλεπε σαν παλάτι.
Κοίταξε τη γυναίκα του. Το πρόσωπό της -το αγαπημένο, ωραίο
πρόσωπό της- ήταν στραμμένο προς το δικό του.
«Με έφερες στο σπίτι», είπε σαν χαμένος. «Στο σπίτι, μαζί σου».
Τα μάγουλά της κοκκίνισαν. «Ναι. Σκέφτηκα... ότι ήταν ο καλύτερος
τρόπος να...»
Δεν πρόφτασε να τελειώσει την πρότασή της. Ο Γκέιτζ κάλυψε το
στόμα της με το δικό του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

Ηταν ένα ατέλειωτο φιλί.


Ένιωθαν και οι δυο να χάνονται. Εκείνος την τράβηξε πάνω του. Η
Νάταλι αναστέναξε και σφίχτηκε στην αγκαλιά του. Μια πνιχτή
κραυγή ξέφυγε από τα χείλη του Γκέιτζ. «Ω!» Η Νάταλι τραβήχτηκε
πίσω. «Σε πόνεσα;»
«Δεν είναι τίποτα», της είπε και προσπάθησε να χαμογελάσει. Η
Νάταλι τον κοίταζε σαν να τον είχε σκοτώσει, ενώ η αλήθεια ήταν ότι
αυτό το φιλί τον είχε κάνει να νιώσει ζωντανός ξινά.
Τύλιξε το χέρι της γύρω από τη μέση του. «Έλα να σε βοηθήσω».
Μέχρι να φτάσουν στην πόρτα, ο Γκέιτζ ανέπνεε με δυσκολία.
Η Νάταλι ανησυχούσε. «Είσαι καλά;»
«Μια χαρά». Ήταν ψέμα κι εκείνη το ήξερε. Τα μάτια του γυάλιζαν
από τον πόνο. Τον οδήγησε προσεκτικά στο χολ.
«Μπορείς να περπατήσεις λίγο ακόμη;»
«Ναι». Κατάφερε να χαμογελάσει. «Προχώρα».
Βγήκαν στο διάδρομο. Το δωμάτιο στο οποίο τον πήγε ήταν αρκετά
μεγάλο για ένα συνέδριο. Οι τοίχοι ήταν από μαόνι και τα έπιπλα είχαν
κόκκινη δερμάτινη ταπετσαρία. Σκοροφαγωμένα κεφάλια ζώων τούς
κοίταζαν από ψηλά καθώς η Νάταλι τον έβαζε να καθίσει στον πελώριο
καναπέ.
«Πολύ ευχάριστο», είπε ο Γκέιτζ.
Η Νάταλι χαμογέλασε. «Την πρώτη εβδομάδα περίμενα ότι θα έβλεπα
να εμφανίζεται ο Κόμης Δράκουλας».
Άλλαξε την ατμόσφαιρα αν θίγοντας τις βαριές κουρτίνες και τα ρολά.
Το φως του ήλιου και ο ήχος της θάλασσας τρύπωσαν στο δωμάτιο. Ο
Γκέιτζ έκλεισε τα μάτια του.
«Πολύ έντονο;»
«Κάπως».
«Συγνώμη». Έκλεισε τις κουρτίνες και χαμήλωσε τα ρολά. «Είναι
καλύτερα τώρα;»
Σκοτάδι θα ήταν καλύτερα, αλλά τότε η Νάταλι θα καταλάβαινε ότι
πονούσε παντού. Και θα επέμενε να του δώσει τα χάπια που μάλλον θα
τον έκαναν να κοιμηθεί. Και ήταν το μόνο που δεν ήθελε αυτή τη
στιγμή.
Αυτό που ήθελε ήταν να πάρει ξανά τη γυναίκα του στην αγκαλιά του.
«Χμμ, ναι, ωραία είναι έτσι».
«Θα σου φέρω μια κουβέρτα κι ένα μαξιλάρι».
«Νατ...» «Μείνε ακίνητος, Γκέιτζ. Ξέρεις τι είπε ο γιατρός».
Την κοίταξε ανέκφραστα. «Όχι, τι είπε;»
«Ότι πρέπει να είσαι ξαπλωμένος».
«Πότε μίλησες με το γιατρό;»
«Δε μίλησα». Του χαμογέλασε. «Αλλά οι γιατροί πάντα το λένε αυτό».
Θεέ μου, το χαμόγελό της ήταν τόσο γλυκό! Κατάφερε να το
ανταποδώσει.
«Μόνο στις κακές ταινίες, πίστεψέ με, Νατ». Έσκυψε μπροστά και
δοκίμασε να σηκωθεί. «Είμαι εντελώς...»
Να πάρει! Ο κόσμος έγινε γκρίζος και ο Γκέιτζ μόλις που πρόφτασε να
πέσει στα μαξιλάρια. Η Νάταλι έτρεξε δίπλα του.
«Βάλε κάτω το κεφάλι σου», του είπε επιτακτικά.
Ήξερε ότι δεν έπρεπε να διαμαρτυρηθεί. Άλλωστε, το δροσερό της χέρι
ήταν ήδη στο λαιμό του κι έδιωχνε τον πόνο. Γονάτισε δίπλα του στον
καναπέ κι ακούμπησε πάλι τα απαλά δάχτυλά της στο δέρμα του.
«Καλύτερα τώρα;»
Την κοίταξε βαθιά στα όμορφα μάτια της. «Ναι. Ευχαριστώ».
«Καθήκον μου». Του χαμογέλασε. «Μπορούσα να σ’ αφήσω να
λιποθυμήσεις; Αν οι αληθινοί άντρες δεν κλαίνε, δε λιποθυμούν
κιόλας».
Τα φρύδια του έσμιξαν. «Πώς το ξέρεις αυτό;»
Το χαμόγελό της έσβησε. «Μου το είχες πει πριν από πολύ καιρό».
«Αλήθεια;»
«Ναι». Σηκώθηκε όρθια. «Παλιά, όταν εμείς οι δυο είχαμε πράγματα
να συζητάμε».
«Τι εννοείς; Εμείς πάντα είχαμε...»
«Θα σου φέρω σεντόνια», του είπε κι έφυγε από το δωμάτιο.
Τι υπαινιγμός ήταν αυτός; αναρωτήθηκε ο Γκέιτζ. Πάντα είχαν
πράγματα να συζητούν. Χρόνο δεν είχαν, αλλά γι’ αυτό δεν έφταιγε
εκείνος. Η Νάταλι είχε τις λέσχες και τις φιλανθρωπίες της, εκείνος τις
επιχειρήσεις του.
Χασμουρήθηκε. Ήταν τόσο κουρασμένος.
Έπεσε σε βαθύ, ανήσυχο ύπνο.
Όταν ξύπνησε, το δωμάτιο ήταν πλημμυρισμένο από τον απογευματινό
ήλιο και, προς μεγάλη του έκπληξη, ένιωθε καλύτερα.
Στήριξε το καλό του χέρι προσεκτικά στο μαξιλάρι του καναπέ και
σηκώθηκε.
«Διάβολε», ψιθύρισε.
«Τι έπαθες;»
Η φωνή της Νάταλι τον ξάφνιασε. Γύρισε και την είδε να σηκώνεται
από μια πολυθρόνα κοντά στο τζάκι.
«Γκέιτζ; Πονάς;»
«Όχι», της είπε. Ήταν σχεδόν αλήθεια. Τα τύμπανα που έπαιζαν στο
κεφάλι του είχαν φτάσει σε κρεσέντο, αλλά τώρα υποχωρούσαν.
«Ψεύτη», του είπε τρυφερά.
Του έδωσε ένα ποτήρι με νερό και άπλωσε το χέρι της. Ο Γκέιτζ
κοίταξε τις κάψουλες στην παλάμη της και αναστέναξε. Μετά πήρε μία
και την κατάπιε. Του πήρε το ποτήρι και το έβαλε στο τραπέζι.
Εισέπνευσε το άρωμά της. Μύριζε αγριολούλουδα. Του άρεσε πάντα
αυτό το άρωμα. Η Νάταλι το φορούσε χρόνια, από τότε...
«Εγώ σου το αγόρασα αυτό, έτσι;» της είπε.
«Ποιο;» «Αυτό το άρωμα». Το ρούφηξε με απληστία. «Είναι πολύ
ωραίο».
«Ναι, εσύ μου το αγόρασες». Γονάτισε δίπλα του, όπως πριν κοιμηθεί,
αλλά αυτή τη φορά άγγιξε με το χέρι της το μέτωπό του. «Είσαι καλά;»
«Μμμ». Έβαλε το χέρι του πάνω στο δικό της. «Αυτό μ’ ανακουφίζει».
Η Νάταλι προσπάθησε να το τραβήξει, αλλά της το έσφιξε πιο πολύ.
«Όχι, άφησέ το μια στιγμή. Είναι τόσο δροσερό».
«Μπορώ να σου φέρω παγάκια...»
«Το είχα ξεχάσει», της είπε απαλά. «Το άρωμα. Ήταν το πρώτο δώρο
που σου είχα κάνει. Ήσουν δεκαοκτώ...»
«Δεκαέξι».
Την κοίταξε στα μάτια. «Πήγαμε με το αμάξι στη λίμνη...»
«Πήγαμε στο λόφο». Η Νάταλι τράβηξε το χέρι της. «Σήκωσε λίγο το
κεφάλι σου να χτυπήσω το μαξιλάρι».
Το σήκωσε. Η Νάταλι έσκυψε πάνω του. Τα μαλλιά της χάιδεψαν το
μάγουλό του.
«Έχεις δίκιο. Στο λόφο πήγαμε. Φορούσες το άσπρο σου φόρεμα με τα
μικρά ροζ λουλούδια».
«Γαλάζια λουλούδια», του είπε ψιθυριστά. «Και όταν παρκάραμε,
έβαλες το χέρι στην τσέπη σου κι έβγαλες ένα ωραίο κουτάκι,
τυλιγμένο με ασημί χαρτί».
«Ναι». Ο Γκέιτζ γέλασε. «Δεν ξέρεις πώς έτρεμαν τα γόνατά μου όταν
πλησίασα τον πάγκο στο κοσμηματοπωλείο». Κοιτάχτηκαν στα μάτια.
«Ήταν η βραδιά που άγγιξα για πρώτη φορά το στήθος σου. Το
θυμάσαι, μωρό μου;»
Πώς θα μπορούσε να το ξεχάσει; Αυτό το πρώτο διατακτικό άγγιγμα
των δαχτύλων του στην απαλή της σάρκα. Τα γένια του που
τσιμπούσαν τις θηλές της. Τη ζεστή του ανάσα στο στόμα της.
«Ναι», είπε ψιθυριστά. «Το θυμάμαι. Εκεί άρχισαν όλα για μας. Στο
λόφο».
«Είχαμε ξαναπάει εκεί, αλλά μέναμε πάντα στο αμάξι». Η φωνή του
έγινε βραχνή. «Εκείνο το βράδυ έβγαλα μια παλιά κουβέρτα από το
πορτ μπαγκάζ και την άπλωσα πάνω στη χλόη».
Η Νάταλι ξεροκατάπιε. «Πρέπει ν’ αναπαυτείς, Γκέιτζ. Μόλις βγήκες
από το νοσοκομείο...»
«Άνοιξες το μπουκαλάκι». Η φωνή του ήταν απαλή. Χάιδεψε με τους
κόμπους του χεριού του το μάγουλό της. «Έβαλες λίγο άρωμα πίσω
από το αυτί σου».
«Γκέιτζ», του είπε ψιθυριστά, «σε παρακαλώ...»
«Μετά σου πήρα το μπουκάλι, μωρό μου, έβαλα λίγο άρωμα στο
δάχτυλό μου και, αρχίζοντας από το λαιμό σου, έφτασα μέχρι αυτήν
εδώ την κοιλότητα».
Τα μάτια της Νάταλι έκλεισαν. Άρχισε να τρέμει. «Όχι. Ω, όχι...»
Ήθελε όμως το χάδι του στο δέρμα της και τα χείλη του στο λαιμό της
καθώς άνοιγε την μπλούζα της.
Το χέρι του άγγιξε το στήθος της κι εκείνη βόγκηξε.
«Νάταλι», της ψιθύρισε. «Γλυκιά μου. Αγάπη μου».
«Όχι». Η Νάταλι τραβήχτηκε. Σηκώθηκε και κούνησε πέρα δώθε το
κεφάλι. «Δεν μπορούμε».
Ο πόθος έσφιγγε το στομάχι του. «Μπορούμε. Είσαι γυναίκα μου».
«Όχι πια», του είπε κι έφυγε τρέχοντος από το δωμάτιο.

***

Πρέπει ν’ αποκοιμήθηκε πάλι.


Όταν ξύπνησε, το δωμάτιο ήταν σκοτεινό, εκτός από μια λάμπα που
σκόρπιζε το απαλό της φως.
Ο Γκέιτζ ανακάθισε, πήρε βαθιά ανάσα και σηκώθηκε. Μετά βγήκε
στο διάδρομο κι έψαξε μέχρι που βρήκε το μπάνιο.
«Όχι», μουρμούρισε όταν είδε τον εαυτό του στον καθρέφτη. Δεν
ένιωθε μόνο χάλια, του φαινόταν κιόλας. Δυο μαυρισμένα μάτια.
Ράμματα. Επίδεσμοι. Ευτυχώς, οι δυνατοί πόνοι στο κεφάλι και στον
καρπό είχαν υποχωρήσει.
Τράβηξε το καζανάκι, έπλυνε τα χέρια του κι έριξε κρύο νερό στο
πρόσωπό του. Μετά, προχωρώντας αργά, έφτασε στο δυνατό φως που
έβλεπε στην άκρη του διαδρόμου.
Η Νάταλι ήταν στην κουζίνα, καθισμένη σ’ ένα ψηλό σκαμπό μπροστά
στο νεροχύτη κι έκοβε καρότα μέσα σε μια κατσαρόλα. Φορούσε
άσπρο σορτσάκι και άσπρο φανελάκι. Τα πόδια της ήταν γυμνά.
Ήταν πανέμορφη και, όπως πάντα, απίστευτα σέξι.
Αλλά εκείνος δεν ένιωθε σέξι.
Αυτό που ένιωθε ήταν αγάπη. Τόσο έντονη, τόσο δυνατή, που για μια
στιγμή δεν μπορούσε ν’ αναπνεύσει.
Αυτή ήταν η γυναίκα του, το κέντρο της ζωής του κάποτε. Και μετά,
για κάποιο λόγο, την είχε σχεδόν χάσει. Νόμιζε ότι είχε σταματήσει να
τον αγαπά, αλλά δεν ήταν αλήθεια. Ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Απλώς
φοβόταν να υποκύψει σ’ αυτή την αγάπη κι εκείνος δεν ήξερε γιατί.
Αλλά θα μάθαινε.
Η μοίρα τούς είχε φέρει πάλι κοντά. Για μια μέρα, μια βδομάδα... όσο
χρόνο είχε, θα τον χρησιμοποιούσε για να ξανακερδίσει τη Νάταλι. Και
μόλις το έκανε, δε θα την άφηνε ποτέ ξανά να του φύγει.
«Γεια», είπε.
Γύρισε προς το μέρος του. Τα μάγουλά της φούντωσαν και ο Γκέιτζ
αναρωτήθηκε αν αυτό συνέβαινε επειδή τον σκεφτόταν.
«Γεια σου. Νόμιζα ότι κοιμόσουν».
«Πράγματι». Την πλησίασε και στηρίχτηκε στο νεροχύτη. «Κοιμόμουν
όλη την ημέρα, ε;»
«Δεν είχες κοιμηθεί χτες το βράδυ. Κάθε φορά που τηλεφωνούσα, η
νοσοκόμα μού έλεγε...» Διέκοψε τη φράση της. Άρπαξε μια ξύλινη
κουτάλα και ανακάτεψε το περιεχόμενο της κατσαρόλας. «Φτιάχνω
βραδινό. Μπορώ να σου σερβίρω στο γραφείο αν θέλεις».
«Έπαιρνες να ρωτήσεις για μένα», της είπε σιγανά.
«Μμμ;»
«Τηλεφωνούσες και ρωτούσες τη Δράκαινα πώς ήμουν;»
«Ναι, πήρα μερικές φορές». Τηλεφωνούσε κάθε μισή ούρα, μέχρι που
η νοσοκόμα τής είπε να τους αφήσει ήσυχους. «Δεν ήθελα να έρθω στο
νοσοκομείο και να μάθω ότι δεν μπορούσα να σε πάρω».
«Η Δράκαινα έπρεπε να μου το πει». Ένα χαμόγελο πλανήθηκε στα
χείλη του. «Αυτό ίσως να βελτίωνε τη συμπεριφορά μου. Νόμιζα ότι δε
νοιαζόσουν».
Γύρισε προς το μέρος του. «Πάντα νοιαζόμουν», είπε βίαια. «Εσύ
ήσουν αυτός που δεν... που...» Τον κοίταξε. Μετά άφησε την κουτάλα,
φόρεσε ένα γάντι και άνοιξε την πόρτα του φούρνου.
«Αυτός που τι;» τη ρώτησε κατάπληκτος.
«Ξέχνα το. Κάθισε να φάμε».
Ο Γκέιτζ έγνεψε καταφατικά. Κάτι συνέβαινε εδώ και δεν ήξερε τι-
μόνο ότι ήταν επικίνδυνο. Και, Θεέ μου, το τελευταίο πράγμα που θα
ήθελε απόψε ήταν ν’ αρχίσει κάποιον καβγά.
Τράβηξε μια καρέκλα, κάθισε και έψαξε για κάποιο ασφαλές θέμα.
«Λοιπόν, τι γίνεται με τους Λάντον;»
«Πήγαν στο Παρίσι».
«Έλυσαν τις διαφορές τους;»
«Ναι».
«Ωραία. Είναι καλοί άνθρωποι».
«Ναι, είναι».
«Είναι φοβερό δυο άνθρωποι που αγαπιούνται να χάνουν το δρόμο
τους», είπε προσεκτικά.
Η Νάταλι άνοιξε ένα συρτάρι κι έβγαλε μαχαιροπίρουνα. «Συμφωνώ».
«Μερικές φορές... απλώς συμβαίνει».
«Τίποτα δε συμβαίνει χωρίς λόγο», του είπε με σιγανή φωνή.
«Όχι, μάλλον όχι». Ο Γκέιτζ καθάρισε το λαιμό του. «Λοιπόν, πώς τα
ξανάφτιαξαν;»
«Ο Γκραντ και η Κρίστα; Δεν ξέρω ακριβώς. Συζήτησαν τα πράγματα
που τους χώριζαν, υποθέτω».
«Ποια πράγματα;»
«Τα πράγματα. Ξέρεις, διάφορα».
Η Νάταλι ακούμπησε τα μαχαιροπίρουνα στο τραπέζι. Ο Γκέιτζ τα
πήρε και τα έβαλε στη θέση τους.

«Και αν δυο άνθρωποι δεν ξέρουν ποια είναι τα πράγματα που τους
χωρίζουν; Τότε τι γίνεται; Εννοώ, αν ο άντρας δεν έχει ιδέα;»
Η Νάταλι σφίχτηκε. «Τότε υπάρχει μεγάλο πρόβλημα. Το γεγονός ότι
δεν έχει ιδέα λέει πολλά για το τι συμβαίνει στη σχέση τους».
«Γιατί δεν του λέει η γυναίκα;»
«Ίσως έχει προσπαθήσει. Ίσως δεν προσέχει τι του λέει. Ίσως έχουν
φτάσει στο απροχώρητο τα πράγματα».
«Και τι πρέπει να κάνει ο άντρας; Να ρωτήσει τι πήγε στραβά;»
«Μερικές φορές είναι πολύ αργά γι’ αυτό. Τα ‘τι και γιατί’ δεν έχουν
σημασία. Καταλαβαίνουν κι οι δυο ότι ήρθε το τέλος της σχέσης τους».
Ο Γκέιτζ της έπιασε το χέρι. «Δεν ήρθε το τέλος», είπε θερμά. «Όχι για
μένα. Δε σταμάτησα ποτέ να σ’ αγαπώ, μωρό μου.
Ούτε για μια στιγμή». Τα δάχτυλά του σφίχτηκαν γύρω από τον καρπό
της. «Εσύ σταμάτησες να μ’ αγαπάς;»
Η καρδιά του χτυπούσε σαν σφυρί καθώς περίμενε την απάντησή της.
Γύρισε και τον κοίταξε. Τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα, αλλά δεν
μπορούσε να καταλάβει αν ήταν για κείνον, για τον εαυτό της ή γι' αυτό
που τους συνέβαινε.
«Νατ; Σταμάτησες να μ’ αγαπάς;»
Είχε έρθει η ώρα της αλήθειας. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να τον
κοιτάξει στα μάτια και να του πει ότι ναι, είχε σταματήσει να τον
αγαπάει. Ήξερε ότι δε θα την άγγιζε ποτέ ξανά, δε θα την πίεζε. Θα
ελευθερωνόταν από τον Γκέιτζ, από την αγάπη του...
«Μωρό μου;»
Η Νάταλι σήκωσε το κεφάλι της. Οι ματιές τους διασταυρώθηκαν.
«Όχι», είπε τρέμοντας. «Ποτέ. Πάντα σ’ αγαπούσα, Γκέιτζ. Και πάντα
θα...»
Δεν πρόφτασε να τελειώσει. Η καρέκλα του έπεσε πίσω καθώς εκείνος
σηκώθηκε, την πήρε στην αγκαλιά του και ρούφηξε με απληστία τα
χείλη της.
«Σ’ αγαπώ», της είπε με πάθος. «Νατ, αγάπη μου, σ’ αγαπώ τόσο
πολύ».
Και εκείνη τον αγαπούσε. Ποιος ο λόγος να προσποιείται; Τον
αγαπούσε πάντα" από τα δεκαέξι της. Μπορούσε να φτιάξει τη ζωή της
χωρίς τον Γκέιτζ, αλλά δεν ήθελε. Όχι, δεν ήθελε.
Τα χέρια της τυλίχτηκαν στο λαιμό του. Το κεφάλι της έγειρε πίσω και
τα χείλη της άνοιξαν για να δεχτούν τη γλώσσα του. Σύνεση, λογική...
Τα έσβησε όλα η γλύκα του φιλιού του. Λυτό ήταν το μόνο που είχε
σημασία. Να βρίσκεται στην αγκαλιά του. Να γεύεται τα φιλιά του. Να
έχει την αγάπη του.
Τα χέρια του γλίστρησαν κάτω από το φανελάκι της. Αναστέναξε,
νιώθοντας τα δάχτυλά του στην πλάτη, στην κοιλιά, στο στήθος της.
«Ο καρπός σου», ψιθύρισε, αλλά εκείνος κούνησε πέρα δώθε το
κεφάλι και τη φίλησε ξανά και ξανά, μέχρι που την έκανε να νιώσει ότι
πετούσε στο διάστημα.
«Βγάλ’ το αυτό», γρύλισε ο Γκέιτζ κι εκείνη τον βοήθησε να πετάξει το
φανελάκι, το σορτσάκι, το σουτιέν της.
«Κι εσύ», του είπε ψιθυριστά και τράβηξε με τρεμάμενα δάχτυλα το
φερμουάρ του τζιν του.
Ο Γκέιτζ φώναξε πνιχτά τ’ όνομά της, πέρασε τα δάχτυλά του μέσα στα
μαλλιά της και την έγειρε πίσω, πάνω στο μπράτσο του. Τα χείλη του
παγίδεψαν τη μια θηλή της και η Νάταλι αναστέναξε ηδονικά.
«Τώρα», της είπε. «Τώρα, μωρό μου, εδώ, γιατί δεν μπορώ να
περιμένω».
«Μην περιμένεις», του ψιθύρισε και σφίχτηκε πάνω του. «Σε
παρακαλώ, Γκέιτζ, σε θέλω μέσα στο κορμί μου...»
Το σώμα του ολόκληρο σφίχτηκε ακούγοντας τα λόγια της. Έκρυψε το
πρόσωπό του μέσα στα μαλλιά της.
«Γκέιτζ;» Η Νάταλι έπιασε το πρόσωπό του με τις παλάμες της και τον
κοίταξε στα μάτια. «Τι συμβαίνει; Έκανα τον καρπό σου να πονέσει; Ή
το κεφάλι σου; Ω, το ήξερα ότι δεν έπρεπε να το κάνουμε...»
Εκείνος έβαλε απαλά το ένα του δάχτυλο πάνω στα χείλη της για να τη
σταματήσει. Έπρεπε να είναι όλα τέλεια απόψε. Αλλιώς θα την έχανε.
«Δεν πόνεσα πουθενά», της είπε με απαλή φωνή.
«Τότε τι συμβαίνει;»
«Δεν έχω τίποτα μαζί μου, Νατ».
Τον κοίταξε απορημένη. «Δεν καταλαβαίνω».
«Δεν έχω προφυλακτικό, μωρό μου. Δε χρησιμοποίησα ούτε προχτές
το βράδυ». Είδε την έκφρασή της ν’ αλλάζει και πήρε βαθιά ανάσα.
«Συγνώμη, αγάπη μου. Θα πρέπει να περιμένουμε. Δε θέλουμε να
μείνεις έγκυος...»
Είδε σαν μεθυσμένος το χέρι της να χτυπάει το μάγουλό του.
«Μωρό μου», της είπε, αλλά ήταν πολύ αργά. Είχε φύγει και ο Γκέιτζ
είχε μείνει μόνος.

***

Πηγαινοερχόταν σαν τρελός μέσα στο γραφείο. Όταν δεν άντεχε πια
άλλο, άνοιξε την πόρτα της βεράντας και κατέβηκε στη θάλασσα.
Αλλά τα κύματα και το φεγγάρι δεν είχαν απαντήσεις να του δώσουν.
Και χρειαζόταν απελπισμένα απαντήσεις.
Ή εκείνος ήταν τρελός ή η Νάταλι. Και είχε βαρεθεί να προσπαθεί να
καταλάβει ποιος από τους δυο.
Ύστερα από λίγο γύρισε στο σπίτι. Το φως ήταν αναμμένο σ’ ένα από
τα επάνω δωμάτια. Άσ’ τη να κάθεται εκεί θυμωμένη. Αναστατωμένη.
Ας έκανε ό,τι ήθελε, δεν τον ένοιαζε. Δε χρειαζόταν απαντήσεις. Αφού
δεν ήξερε ούτε τις ερωτήσεις.
Δεν ήξερε τίποτα πια.
Υπήρχε μια καράφα με κάποιο υγρό που δεν καταλάβαινε τι ήταν
πάνω στον μπουφέ του γραφείου. Ο Γκέιτζ πήρε ένα ποτήρι από ένα
ράφι, άνοιξε την καράφα και το γέμισε. Έφερε το ποτήρι στη μύτη του
και το μύρισε.
«Απαίσιο», είπε ανατριχιάζοντας και ρούφηξε το μισό.
Έπεσε βαρύς στη μια άκρη του καναπέ, πήρε ένα περιοδικό και το
άνοιξε. Οι λέξεις χόρευαν μπροστά του, αλλά συνέχισε να το κοιτάζει,
αποφασισμένος να βγάλει από το μυαλό του τη Νάταλι. Άδικος κόπος.
Προσπαθούσε ακόμη να συγκεντρωθεί, όταν την είδε να μπαίνει στο
δωμάτιο. Μόλις την είδε, συνειδητοποίησε ότι την περίμενε.
«Συγνώμη που σε χτύπησα», του είπε ψυχρά. «Στην κατάσταση που
βρίσκεσαι, εννοώ».
«Ποια κατάσταση;» Ο Γκέιτζ χαμογέλασε βεβιασμένα. «Μια χαρά
είμαι. Άλλωστε, ίσως να μου άξιζε». Πήρε το μισοάδειο ποτήρι του και
το σήκωσε ψηλά. «Όχι ότι κατάλαβα γιατί με χαστούκισες».
«Όχι», του είπε ακόμη πιο ψυχρά, «δε θα καταλάβαινες». «Και ούτε θα
ήθελες να μου εξηγήσεις;»
«Δεν ήρθα να συζητήσω τι έγινε. Σκέφτηκα ότι ίσως ήθελες να μάθεις
τι έχασες για δείπνο».
Ο Γκέιτζ χασμουρήθηκε.
«Ρολό κιμά», του είπε.
Την κοίταξε. Είχε τα χέρια γροθιές στους γοφούς της- τα μάτια της
ήταν ψυχρά σαν ατσάλι.
«Και κέικ σοκολάτας για επιδόρπιο».
«Ρολό κιμά; Και κέικ σοκολάτας;»
«Ακριβώς. Και τα πέταξέ στα σκουπίδια», του είπε κι έφυγε. Ο Γκέιτζ
έμεινε για λίγο εκεί, προσπαθώντας να βγάλει κάποιο νόημα. Αλλά
μόνο ένα μέντιουμ θα τα κατάφερνε.
Τελικά σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα. Η Νάταλι ήταν εκεί και
έτριβε με μανία ένα ταψί.
«Άκου», της είπε, κάνοντας το πρώτο βήμα προσεκτικά, σαν να
περπατούσε σε τεντωμένο σκοινί πάνω από ένα χάσμα. «Προσπαθώ να
καταλάβω τι συμβαίνει, αλλά δεν μπορώ, Νατ». «Το ξέρω. Κι αυτό
είναι το χειρότερο».
«Νάταλι, αγάπη μου...»
Η Νάταλι πέταξέ το ταψί στον τοίχο. «Μη με λες αγάπη σου», ούρλιαζε
κι έφυγε κλαίγοντας από το δωμάτιο.
Και ο Γκέιτζ κατάλαβε ότι το χάσμα ήταν πολύ μεγάλο. Χρειαζόταν
βοήθεια.

***

Πήρε το τηλέφωνο στο γραφείο, έκλεισε την πόρτα, κάθισε σε μια


πολυθρόνα και κάλεσε έναν αριθμό.
Ο Τράβις το σήκωσε αμέσως.
« Τραβ; Ο Γκέιτζ είμαι».
«Γκέιτζ; Τι συμβαίνει; Ακούγεσαι...»
«Ήθελα να σου κάνω μια ερώτηση».
«Ναι; Γκέιτζ, είσαι σίγουρα καλά;»
«Μιλάω σιγά γιατί δε θέλω να μ’ ακούσει η Νάταλι».
«Ω!» Ο Τράβις καθάρισε το λαιμό του. «Τι τρέχει;»
«Να... όταν ο ένας θέλει διαζύγιο κι ο άλλος δε θέλει...»
«Διάβολε. Ακόμη συνεχίζεται αυτή η κατάσταση;»
«Μπορεί να το παλέψει αυτός που δε θέλει διαζύγιο;»
«Νομίζω, αλλά γιατί να το θέλω; Δεν αγαπούσα...»
«Δε μιλάω για σένα. Σου ζητώ νομική συμβουλή. Τι μπορεί να κάνει
κάποιος που η γυναίκα του λέει ότι τον αγαπάει, αλλά κάνει τα πάντα
για ν’ αποδείξει το αντίθετο;» Ο Γκέιτζ έκλεισε τα μάτια. «Ξέρω ότι
μιλάω σαν τρελός, Τραβ. Αλλά όλα αυτά είναι πολύ μπερδεμένα».
«Ο έρωτας, εννοείς». Ο Τράβις γέλασε νευρικά. «Ναι, είναι». «Τραβ,
ξέρω ότι δεν καταλαβαίνεις, δεν έχεις ερωτευτεί ποτέ πραγματικά...»
«Ο έρωτας σε φθείρει». Η φωνή του Τράβις έγινε σκληρή. «Κάνει έναν
άντρα να χάνει την ισορροπία του, να μην αναγνωρίζει τον εαυτό του.
Και όλα αυτά για τι; Για να έχει μια γυναίκα που τον τρελαίνει και τον
μετατρέπει σε μαριονέτα».
«Τραβ; Είσαι εντάξει;»
«Ναι». Ακούστηκε πάλι το νευρικό γέλιο. «Μια χαρά».
«Σίγουρα; Δεν ακούγεσαι καλά».
«Άκου, Γκέιτζ, έχω πολλή δουλειά. Θέλεις να μάθεις αν μπορείς να
εμποδίσεις τη Νάταλι να πάρει το διαζύγιο; Όχι, αδερφέ μου. Αν το
θέλει, θα το πάρει».
«Ναι, το φανταζόμουν...» Ο Γκέιτζ ξεφύσηξε. «Πάντως, ευχαριστώ».
«Γκέιτζ; Μην αφήσεις τη γυναίκα που αγαπάς να σου φύγει. Κάνε ό,τι
μπορείς για να την κρατήσεις».
«Που να με πάρει!» είπε ο Γκέιτζ. «Έχω κάνει τα πάντα...» Αλλά
μιλούσε σ’ ένα τηλέφωνο που είχε κλείσει.
Έμεινε εκεί ένα δυο λεπτά προσπαθώντας να σκεφτεί τι έπρεπε να
κάνει, όταν ξαναχτύπησε το τηλέφωνο.
«Ναι;» είπε επιφυλακτικά.
«Γκέιτζ;»
Ο Γκέιτζ σκυθρώπιασε. «Σλέιντ; Πώς στην ευχή...»
«Μου τηλεφώνησε ο Τράβις».
«Δεν του έδωσα τον αριθμό».
«Καλώς όρισες στην εποχή της ηλεκτρονικής», είτε ο Σλέιντ στεγνά.
«Το τηλέφωνό του κρατάει τον αριθμό κλήσης, φίλε μου. Αλήθεια, πού
είσαι; Δεν αναγνώρισα τον κωδικό της περιοχής».
«Είμαι στο Παλμ Μπιτς. Και μη ρωτάς, εντάξει; Είναι μεγάλη
ιστορία».
«Ναι. Πήρα να σου πω ότι έχει δίκιο ο Τράβις».
«Για ποιο πράγμα;»
«Μην αχήσεις τη Νάταλι. να σου φύγει».
Ο Γκέιτζ αναστέναξε. «Για εργένηδες, πολλές συμβουλές έχετε να
δώσετε σ’ έναν ερωτοχτυπημένο».
«Δεν αστειεύομαι, Γκέιτζ. Όταν αγαπάς μια γυναίκα, θα είσαι ηλίθιος
αν την αφήσεις να φύγει από τη ζωή σου. Κατάλαβες;» «Όχι ακριβώς.
Δηλαδή συμφωνώ με τη συμβουλή, αλλά εσύ δεν έχεις αφήσει
λεγεώνες γυναικών να φύγουν;»
«Οι λεγεώνες δε μετράνε, αδερφέ μου. Μόνο η μία και μοναδική
γυναίκα μετράει. Όταν τη βρει κανείς, θα είναι τρελός αν την αφήσει να
του φύγει. Το ’πιασες;»
Ο Γκέιτζ έγνεψε καταφατικά. «Το ’πιασα. Αλλά είσαι ο τελευταίος που
περίμενα...»
«Έλα ντε», είπε ο Σλέιντ κι έκλεισε το τηλέφωνο.
Ο Γκέιτζ κοίταξε με απλανές βλέμμα τον τοίχο. Τα αδέρφια του έκαναν
τα πράγματα να δείχνουν εύκολα. Και ήταν εύκολα όταν είχαν
πρωτογνωριστεί εκείνος και η Νάταλι.
Όταν είχαν πρωτογνωριστεί.
«Ναι», μουρμούρισε και ξανάβαλε το ακουστικό στο αυτί του.
Μισή ώρα αργότερα ανέβηκε λαχανιάζοντας τις σκάλες και άνοιξε την
πόρτα του δωματίου της Νάταλι.
Ήταν στο παράθυρο και κοίταζε τον ωκεανό. Όταν τη φώναξε, γύρισε
ξαφνιασμένη.
«Γκέιτζ; Πώς...»
«Νάταλι», της είπε με φωνή που δε δεχόταν αντιρρήσεις, «φόρεσε τζιν,
πάρε μια ζακέτα κι έλα να με βρεις κάτω».
«Γιατί;»
«Θα πάμε ταξίδι».
«Σου έστριψε τελείως;»
«Όχι», της είπε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. «Ναι. Δεν
αποκλείεται». Γύρισε και την κοίταξε στα μάτια. «Θυμάσαι τι μου
είπες για το μέρος από το οποίο ξεκινήσαμε;»
Η Νάταλι συνοφρυώθηκε. «Δεν έχω ιδέα τι μου λες... Εννοείς, στο
λόφο;»
«Ακριβώς, μωρό μου. Εκεί θα πάμε».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12

Δεν ήταν ώρα για φάρσες.


«Στο λόφο», είπε η Νάταλι και γέλασε.
Ο Γκέιτζ όμως ήταν πολύ σοβαρός.
«Ακριβούς» .Έριξε μια ματιά στο ρολόι του. «Κατέχουμε μόνο μερικά
λεπτά για να ετοιμαστούμε. Κάνε γρήγορα λοιπόν».
Η Νάταλι τον κοίταξε. «Τρελάθηκες; Δε θα πάμε πουθενά. Είναι
νύχτα...»
«Δέκα λεπτά, Νάταλι». Μίλησε ήρεμα, αποφασιστικά. Την έκανε ν’
ανησυχήσει.
Ίσως η διάσειση που είχε πάθει να ήταν σοβαρή. Μπορεί να είχε
κάποιο τραύμα στον εγκέφαλο.
Τι θ’ ακολουθούσε; Παραισθήσεις; Κώμα;
Ίσως είχε αρχίσει να τρελαίνεται.
Είχε πάρει όμως μια απόφαση. Θα πήγαιναν στο Εσπάδα. Όταν είχε
αποπειραθεί να του μιλήσει για την κατάστασή του, την είχε κοιτάξει
σαν να ήταν εκείνη τρελή.
Γι’ αυτό βρήκε άλλον τρόπο προσέγγισης.
«Γκέιτζ», είπε, όπως θα μιλούσε σε κάποιον που είχε χάσει κάθε επαφή
με την πραγματικότητα, «εσύ μπορεί να έχεις διάθεση να πας στο
Εσπάδα, αλλά εγώ δεν έχω. Ειλικρινά, δεν έχεις την απαίτηση...»
«Ναι, μωρό μου», της είπε με ατσάλινο βλέμμα. «Την έχω. Θα
αλλάξεις αμέσως ή θα σε γδύσω εγώ;»
Σκέφτηκε να του πει ότι στην κατάσταση που βρισκόταν δεν τον
θεωρούσε σοβαρή απειλή... αλλά άλλαξε γνώμη. Ήξερε ότι ήταν
ικανός να το κάνει, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε άλλη μια επίσκεψη στα
Επείγοντα.
Φόρεσε λοιπόν τζιν, άρπαξε μια ζακέτα και τον ακολούθησε κάτω.
«Θα οδηγήσω εγώ», του είπε με όσο πιο ουδέτερη φωνή μπορούσε.
Ο Γκέιτζ την έπιασε από το χέρι. «Δε χρειάζεται».
Άνοιξε την πόρτα και η Νάταλι είδε ένα ταξί μπροστά στο σπίτι.
«Μπες μέσα», της είπε και, αφού κάθισε δίπλα της, είπε στον οδηγό να
τους πάει στο αεροδρόμιο.
Μισή ώρα αργότερα, καθισμένη δίπλα του στο θάλαμο επιβατών ενός
νοικιασμένου αεροσκάφους, η Νάταλι αναρωτιόταν ποιος από τους
δυο είχε χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα, ο Γκέιτζ ή εκείνη.
«Πάμε πράγματι στο Εσπάδα;» τον ρώτησε, καθώς το αεροσκάφος
έβγαινε στον αεροδιάδρομο.
«Αυτό δε σου είπα;»
«Νυχτιάτικα;»
«Η ώρα είναι εννιά. Νομίζω ότι έχουμε μείνει και πιο αργά μια δυο
φορές».
«Αλλά γιατί να πάμε στο Εσπάδα, αφού είσαι πληγωμένος, αφού δε
μας περιμένει κανείς;»
«Πρώτον, δεν πάμε ακριβώς στο Εσπάδα. Πάμε στο λόφο. Δεύτερον,
από τη στιγμή που δεν πιλοτάρω εγώ, δεν υπάρχει πρόβλημα. Και λέω
να πάρω έναν υπνάκο... Τρίτον, ο Έιμπελ μας περιμένει...»
«Τηλεφώνησες στον Έιμπελ;»
«Ναι. Θα έρθει να μας πάρει με το αμάξι. Και τώρα λέω να κλείσω τα
μάτια μου».
«Μα», τραύλισε η Νάταλι, «μα...»
Ήταν άσκοπο. Ο Γκέιτζ είχε ήδη ρίξει πίσω το κάθισμά του. είχε
κλείσει τα μάτια και είχε αποκοιμηθεί.
Έπειτα από λίγο το ίδιο προσπάθησε να κάνει κι εκείνη. Αλλά ήταν
πολύ αναστατωμένη, πολύ μπερδεμένη.
Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ο ουρανός ήταν γεμάτος ολόλαμπρα
αστέρια. Το φεγγάρι έδειχνε σαν φιλντισένια μπάλα.
Ήταν μια νύχτα για να την περνάς στην αγκαλιά ενός εραστή.
Στην αγκαλιά του Γκέιτζ.
Αλλά εκείνη δε θα ξαναβρισκόταν ποτέ στην αγκαλιά του.
Ο λαιμός της σφίχτηκε. Τον αγαπούσε. Παρ’ όλο που δεν την
καταλάβαινε, εκείνη τον αγαπούσε. Αυτό δε θ’ άλλαζε ποτέ. Τέλος πια
οι προσποιήσεις.
Και ο Γκέιτζ την αγαπούσε, το ήξερε... Με το δικό του τρόπο. Η αγάπη
όμως δεν ήταν αρκετή.
Έβλεπαν διαφορετικά τη ζωή. Άλλα πράγματα ήθελε ο καθένας. Αυτό
τους είχε χωρίσει.
Έκλεισε τα μάτια της.
Δεν ήταν πάντα έτσι. Στην αρχή του γάμου τους το μόνο που ήθελαν
ήταν να είναι μαζί, να μοιράζονται τα πάντα.
Πότε είχαν αλλάξει;
Θυμήθηκε πόσο περήφανη ήταν όταν άρχισε ο Γκέιτζ να χτίζει τα
ξενοδοχεία Μπάρον. Πόσο χαιρόταν που ήταν μέρος της
αυτοκρατορίας του. Είχε μάθει να διοργανώνει ένα δείπνο για είκοσι
άτομα με μισής ώρας προειδοποίηση- να έχει έτοιμο πάντα ένα
βαλιτσάκι για ταξίδι. Ένιωθε σαν πριγκίπισσα, ζούσε ένα παραμύθι.
Και όταν είχε ανακαλύψει ότι ήταν έγκυος, η ευτυχία της δε μετριόταν.
Δάκρυα έκαιγαν τα μάτια της.
Αλλά το παραμύθι δεν είχε αίσιο τέλος. Είχε χάσει το μωρό. Μετά είχε
χάσει και τον άντρα της.
Αυτό το Σαββατοκύριακο, για λίγο, είχε αφήσει τον εαυτό της να
πιστέψει ότι τα πράγματα θ’ άλλαζαν. Αγαπούσε τον Γκέιτζ. Κι εκείνος
την αγαπούσε. Οι άνθρωποι που αγαπιούνταν δε διέλυαν επιπόλαια το
γάμο τους.
Κι όμως, τον διέλυαν. Η φυγή ήταν ο μόνος τρόπος για να διασώσει ό,τι
είχε απομείνει από τον αυτοσεβασμό της. Για να μην αφήσει την αγάπη
τους να γίνει κάτι σκοτεινό και άσχημο. Η φυγή ήταν η μόνη της
επιλογή.
Δεν έχω προφυλαχτικό. Η φωνή του Γκέιτζ αντηχούσε στο μυαλό της.
Και δε θέλουμε να μείνεις έγκυος.
Δάκρυα ανάβλυσαν κάτω από τις βλεφαρίδες της.
Αυτά τα λόγια είχαν σημαδέψει το τέλος. Ήταν καλύτερα να ζει με την
ανάμνηση του έρωτα παρά να τον δει να πεθαίνει.
Σκούπισε τα μάτια της, αλλά τα δάκρυα συνέχισαν να τρέχουν καυτά
στα μάγουλά της.
Κάντε συμβιβασμούς, είχε πει η Κρίστα, αλλά αυτό δεν ήταν δυνατό να
γίνει μ’ εκείνη και τον Γκέιτζ. Τα όνειρα δεν κάνουν συμβιβασμούς.
Γύρισε το πρόσωπο προς το παράθυρο και το σκοτάδι.
Ω, ήταν ένα τόσο φιλόδοξο όνειρο. Τόσο φωτεινό, τόσο λαμπερό...
Σιγά σιγά τα δάκρυα στέρεψαν. Και, επιτέλους, βυθίστηκε σ’ ένα βαθύ,
ανήσυχο ύπνο.

***

Ο Γκέιτζ ξύπνησε όταν το αεροσκάφος άρχισε να κατεβαίνει.


Η Νάταλι ήταν κουλουριασμένη στο κάθισμά της δίπλα του, με το
πρόσωπο στραμμένο προς το παράθυρο και κοιμόταν.
«Νάταλι», της είπε απαλά. Δεν κουνήθηκε. «Μωρό μου;» Έσκυψε
πάνω της. Η μυρωδιά της ήταν ένας συνδυασμός του αρώματος που
τόσο του άρεσε και της απαλής γυναικείας ζεστασιάς της.
Πόσο θα ήθελε να τρίψει το πιγούνι του πάνω στο δικό της! Να την
αγκαλιάσει και να την ξυπνήσει με φιλιά, αλλά το ένστικτό του τον
προειδοποιούσε ότι δεν είχε έρθει η ώρα.
Υπήρχαν πράγματα που έπρεπε να συζητηθούν, ερωτήσεις που
χρειάζονταν απαντήσεις.
«Νατ, ξύπνα. Προσγειωνόμαστε».
Η Νάταλι μουρμούρισε κάτι στον ύπνο της. Γύρισε, σφίχτηκε πάνω του
και όλες οι αποφάσεις της έκαναν φτερά. Ο Γκέιτζ ανασήκωσε το
πρόσωπό της και φίλησε απαλά τα χείλη της.
«Γκέιτζ». Το χέρι της τυλίχτηκε γύρω από το λαιμό του. Το απαλό της
χάδι τον σάρωσε σαν πύρινη γλώσσα. Με μια πνιχτή κραυγή, την
τράβηξε πιο κοντά και τη φίλησε πιο βαθιά. Το στόμα της ήταν σαν
βελούδο κάτω από το δικό του. Τα χείλη της μισάνοιξαν...
Και η Νάταλι ξύπνησε.
Για μια στιγμή, καθώς τα μάτια της άνοιγαν, ο Γκέιτζ είδε αγάπη και
πόθο να λάμπουν στα βάθη τους. Αλλά μετά απελευθερώθηκε και
κάθισε με ίσια την πλάτη, σαν να ήταν δυο ξένοι. Τα μάτια της ήταν
ψυχρά, η έκφρασή της απόμακρη.
«Συγνώμη», είπε. «Προφανώς ονειρευόμουν».
Εμένα; παραλίγο να τη ρωτήσει, αλλά δεν το έκανε. Φοβόταν ν’
ακούσει την απάντηση. Ίσως κορόιδευε τον εαυτό του.
Τι πιθανότητες είχε να ξανακερδίσει τη Νάταλι, αφού μπορούσε να
γίνεται πάγος μέσα στην αγκαλιά του την ώρα που τη φιλούσε;
Αλλά δεν ήταν πάγος όταν έκαναν έρωτα το προηγούμενο βράδυ. Ούτε
πριν από μερικές ώρες στην κουζίνα.
Το αεροσκάφος άγγιξε το έδαφος. Ο Γκέιτζ έβγαλε τη ζώνη του. Η
Νάταλι τον αγαπούσε. Το είχε ήδη παραδεχτεί. Αυτό έπρεπε να το
υπενθυμίζει στον εαυτό του.
Και έπρεπε να την πείσει να του πει γιατί δεν ήταν αρκετή η αγάπη. Ο
αέρας έξω από το αεροσκάφος ήταν ζεστός και υγρός, διαπότιζε το
δέρμα.

«Είχα ξεχάσει πώς είναι εδώ στα μέσα του καλοκαιριού», είπε η
Νάταλι.
«Στο λόφο θα είναι πιο δροσερά».
«Αλήθεια, εκεί θα πάμε;»
Την κοίταξε σοβαρά. «Δε σου έχω πει ποτέ ψέματα, μωρό μου, και
ούτε θ’ αρχίσω τώρα. Είπα ότι θα πάμε στο λόφο κι εκεί θα πάμε».
Ο Έιμπελ τους περίμενε στην άκρη του αεροδιαδρόμου μ’ ένα παλιό
φορτηγάκι. Ένας από τους άντρες του ράντσου στεκόταν δίπλα του.
«Κύριε Γκέιτζ, κυρία Νάταλι», είπε ο Έιμπελ. Τα φρύδια του
ανασηκώθηκαν. «Θεέ μου, τι είναι αυτά που βλέπω; Πήρες μέρος σε
ταυρομαχίες;»
Ο Γκέιτζ χαμογέλασε. «Έφερες το αμάξι, Έιμπελ;»
Ο Έιμπελ έδειξε τον άντρα δίπλα του. «Ο Μπομπ το οδήγησε. Είναι
παρκαρισμένο εκεί πέρα».
Ο Γκέιτζ έσφιξε το χέρι των δυο αντρών. Μετά έπιασε τη Νάταλι από
τον αγκώνα και προχώρησε μες στο σκοτάδι. Σε λίγο εκείνη σταμάτησε
απότομα.
«Δεν το πιστεύω!» Γύρισε στον Γκέιτζ. «Δεν μπορεί να είναι αυτό
που... νομίζω».
«Αν νομίζεις ότι είναι το σαραβαλάκι που είχα από το σχολείο», της
είπε, «αυτό ακριβώς είναι».
Η Νάταλι κοίταξε αποσβολωμένη την παλιά Σεβρολέ. «Νόμιζα ότι την
είχες ξεφορτωθεί πριν από χρόνια».
«Δε μου έκανε καρδιά. Του έβγαλα τα λάστιχα και το άφησα σε μια
αποθήκη. Ζήτησα από τον Έιμπελ ν’ ανάβει κάπου κάπου τη μηχανή.
Του τηλεφώνησα απόψε να ξαναβάλει τα λάστιχα και να το ετοιμάσει».
Ο Γκέιτζ άνοιξε την πόρτα. «Έλα, μωρό μου. Μπες μέσα».
Η Νάταλι δίστασε. Αυτό το αμάξι τής έφερνε στο μυαλό τόσες
αναμνήσεις, αναμνήσεις γεμάτες νεανικές υποσχέσεις κι ελπίδες...
«Για τι ανησυχείς, Νατ;» Το χαμόγελο του Γκέιτζ ήταν ολοφώτεινο.
«Θα αντέξει να μας πάει μέχρι το λόφο και να μας φέρει πίσω».
Η Νάταλι κοίταξε την παλιά Σεβρολέ. Το αμάξι μάλλον θα άντεχε.
Εκείνη όμως;
«Νατ;»
Κοίταξε τον άντρα της. Το χαμόγελό του ήταν γεμάτο υποσχέσεις,
όπως ήταν πάντοτε όταν ερχόταν να την πάρει πριν από μια δεκαετία
περίπου.
«Πάμε μια βόλτα;»
Ήθελε να του πει όχι, ότι αυτό που ήθελε ήταν να γυρίσει στο Παλμ
Μπιτς... αλλά ξαφνικά ένιωσε κάτι απόκοσμο να συμβαίνει μέσα στη
νύχτα... και μόνο ένας ηλίθιος θα ήθελε να διαλύσει αυτή τη μαγεία.
***

Λες και το παλιό αμάξι ήξερε από μόνο του το δρόμο για το ύψωμα.
Ο δρόμος δεν είχε αλλάξει. Ήταν ακόμη χωματόδρομος που περνούσε
από την καρδιά του Εσπάδα, ανηφόριζε σαν κουλουριασμένο φίδι
στους λόφους και έφτανε στο ύψωμα των κόκκινων βράχων, με μόνη
συντροφιά τ’ αστέρια και το φεγγάρι.
Όταν έφτασαν, ο Γκέιτζ έκλεισε τη μηχανή.
Επικρατούσε απόλυτη σιγή που τη διέκοπταν μόνο ο αναστεναγμός της
νυχτερινής αύρας και οι σιγανές κραυγές μιας κουκουβάγιας.
Ο Γκέιτζ στράφηκε στη Νάταλι. «Θυμάσαι τι είπαμε σήμερα το
μεσημέρι; Για τους Λάντον και πόσο θλιβερό είναι όταν δυο άνθρωποι
που αγαπιούνται χάνουν το δρόμο τους;»
Η Νάταλι έγνεψε καταφατικά και κοίταξε τα χέρια της που τα είχε
διπλωμένα στην ποδιά της. Τα μαλλιά της έκρυβαν το πρόσωπό της.
«Ναι. Αλλά μερικές φορές... Δεν είναι τόσο απλό».
Ο Γκέιτζ τράβηξε πίσω τα μαλλιά της με το ένα του χέρι για να τη
βλέπει.
«Ναι. Έχεις δίκιο. Και δεν καταλαβαίνω πώς συνέβη αυτό, μωρό μου.
Όταν αρχίσαμε, ήταν όλα τόσο απλά».
II Νάταλι αναστέναξε. «Το ξέρω».
«Ένα αγόρι, ένα κορίτσι... Θυμάσαι όταν ερχόμαστε εδώ;» «Φυσικά».
«Είναι θαύμα πώς δεν είχαμε διαλύσει αυτό το παλιό αμάξι».
Γέλασε πνιχτά, πήρε το χέρι της κι έπλεξε τα δάχτυλά του με τα δικά
της. «Όλα εκείνα τα βράδια...»
«Γκέιτζ, καλύτερα να μη μιλάμε για...»
«Ακόμη κι εκείνο το απόγευμα. Θυμάσαι εκείνο το απόγευμα, μωρό
μου;»
Αν θυμόταν; Η Νάταλι ένιωσε τα μάγουλά της να φουντώνουν. «Θυ...
θυμάμαι».
«Πρέπει να ήμαστε τρελοί, για να έρθουμε εδώ, να κάνουμε έρωτα
στην παλιά κουβέρτα, με τον ήλιο που μας χτυπούσε... Αλλά δε σ’
έφερα εδώ να μιλήσουμε για τα παλιά».
Η Νάταλι δάγκωσε τα χείλη της. «Το υποψιαζόμουν. Δε θα θέλαμε να
παίξουμε το παιχνίδι των αναμνήσεων, αφού όλα αυτά δε θα πρέπει να
τα θυμόμαστε όταν...»
Ο Γκέιτζ της έκλεισε το στόμα με τα δάχτυλά του.
«Μην το πεις». Η φωνή του ήταν βραχνή από το συναίσθημα- «Όχι
πριν μ’ ακούσεις».
«Γκέιτζ». Η φωνή της Νάταλι έτρεμε. «Γκέιτζ, η συζήτηση δε θ’
αλλάξει τίποτα».
«Απάντησε μόνο σε μία ερώτησή μου, Νατ». Την έπιασε από το
πιγούνι και την κοίταξε στα μάτια. «Θα μου κάνεις αυτή τη χάρη;»
Η Νάταλι δίστασε, μετά έγνεψε καταφατικά. «Εντάξει. Μία ερώτηση».
Η ματιά του Γκέιτζ έφτανε μέχρι τα βάθη της καρδιάς της.
«Πριν από δυο τρεις ώρες σε ρώτησα αν μ’ αγαπούσες ακόμη. Και
είπες ναι. Είναι αλήθεια;»
Η Νάταλι κατάπιε το σάλιο της. «Ναι. Πρέπει να παραδεχτώ ότι έχω
ακόμη κάποια αισθήματα...»
Τη φίλησε. Τα χείλη του χάιδεψαν τρυφερά τα δικά της.
«Κι εγώ σ’ αγαπώ», της ψιθύρισε.
Τα μάτια της Νάταλι γέμισαν δάκρυα. «Το ξέρω. Αλλά η αγάπη δεν...»
Ο Γκέιτζ τη φίλησε πάλι. Και η Νάταλι δεν μπορούσε να μην
ανταποκριθεί στο φιλί του.
«Η αγάπη... δεν είναι πάντα αρκετή», είπε με τρεμάμενη φωνή.
«Η αγάπη είναι το παν», της απάντησε αποφασιστικά. «Όλα τα άλλα δε
σημαίνουν τίποτα».
«Αυτό δεν είναι αλήθεια. Ακόμη και η αγάπη δεν μπορεί να κρατήσει
ζωντανό ένα όνειρο, Γκέιτζ».
«Ποιο όνειρο; Το μόνο όνειρο που είχα εγώ ποτέ ήσουν εσύ».
«Στην αρχή. Αλλά μετά... ήθελες άλλα πράγματα. Και δε σε κατηγορώ
γι’ αυτό. Ένας άντρας θέλει ν’ αφήσει τα χνάρια του στον κόσμο" και
τα ξενοδοχεία Μπάρον είναι τα δικά σου χνάρια, για τα οποία είσαι
περήφανος».
«Αυτό νομίζεις ότι είναι τα ξενοδοχεία Μπάρον, Νατ; Ένα μνημείο για
το εγώ μου;» «Όχι. Δεν εννοούσα...»
«Έχτισα τα Μπάρον για μας». Το στόμα του Γκέιτζ στράβωσε. «Για
σένα και για μένα. Ναι, είμαι περήφανος, αλλά νόμιζα ότι ήσουν κι
εσύ».
«Ήμουν. Είμαι...»
«Ήταν λάθος που ήθελα να πετύχω; Δεν έπρεπε να χαίρομαι που
μπορούσα να σου χαρίσω τη ζωή που σου άξιζε;»
«Θα ήμουν ευτυχισμένη αν ζούσαμε στο διαμέρισμα του Μανχάταν».
Ο Γκέιτζ ξεφύσηξε δυνατά. «Στο παλάτι της κατσαρίδας;»
«Στο δικό μας παλάτι. Το σπίτι μας».
«Ναι, σπουδαίο σπίτι. Το μεταχειρισμένο χαλί που είχαμε αγοράσει.
Τα έπιπλα που είχαμε βρει σ’ ένα παλιατζίδικο στο Μπρούκλιν...»
«Δεν ήταν τέλεια».
«Ναι, λίγο απείχαν από την τελειότητα», είπε ο Γκέιτζ.
«Εκείνα τουλάχιστον τα είχαμε διαλέξει μόνοι μας, δε μας τα είχε
επιβάλει κάποιος κομψευόμενος διακοσμητής».

«Κομψευόμενος διακοσμητής;»
Η Νάταλι κοκκίνισε. «Εσένα μπορεί να σου αρέσουν οι πολυθρονίτσες
όπου δε χωράει κανένας να καθίσει. Οι δερμάτινοι καναπέδες από τους
οποίους γλιστράς. Οι πανάθλιοι καθρέφτες που σου φωνάζουν ότι
πήρες μερικά κιλά».
«Μιλάς σοβαρά;»
«Φυσικά».
«Δε σ’ αρέσει το σπίτι μας;»
Η Νάταλι αναστέναξε. «Δε μου αρέσει το περιεχόμενό του. Ξέρω ότι
πληγώνω τα αισθήματά σου, αλλά...»
Ο Γκέιτζ γέλασε. «Ω, μωρό μου, αν ήξερες πόσο μισώ όλ’ αυτά τα
πράγματα». Πήρε ένα τσουλούφι της μέσα στα δάχτυλά του. «Ίσως όχι
τους καθρέφτες», είπε χαμογελώντας. «Μ’ αρέσει να βλέπω τη γυναίκα
μου εις τριπλούν όταν βγαίνει από το ντους».
Η Νάταλι κοκκίνισε. «Μισώ αυτούς τους καθρέφτες», είπε
αποφασιστικά.
«Εντάξει. Όχι καθρέφτες. Τι άλλο;»
«Γκέιτζ, η αλλαγή επίπλων δε θα...» «Αλλά η κουζίνα σ’ αρέσει, έτσι;»
Ακουγόταν σχεδόν απελπισμένος. «Όλες αυτές... πώς τις λένε; Οι
υψηλής τεχνολογίας συσκευές;»
«Η Λους τις χρησιμοποιεί πιο πολύ από μένα».
Ο Γκέιτζ έσμιξε τα φρύδια του. «Μη μου πεις ότι δε θέλεις ούτε τη
Λους».
«Η Λους είναι θαυμάσια. Αλλά νομίζεις ότι προτιμώ να πηγαίνω σε
ανόητα φιλανθρωπικά γεύματα παρά να φτιάχνω ρολό κιμά; Κάνεις
λάθος. Δηλαδή δεν έχει σημασία τώρα που... που θα πάρουμε διαζύγιο,
αλλά μου άρεσε να φροντίζω το σπίτι μας, Γκέιτζ. Δε χρειαζόμουν τη
Λους να τα κάνει όλα».
Ο Γκέιτζ αναστέναξε βαθιά. «Στάσου να καταλάβω. Μου λες ότι μισείς
το σπίτι μας. Προτιμάς να κάνεις εσύ το νοικοκυριό και όχι η Λους.
Βρίσκεις ανόητα τα φιλανθρωπικά γεύματα. Και δεν είσαι
ικανοποιημένη από τη ζωή που σου προσφέρω».
«Όχι, δεν είπα ποτέ...»
«Ακριβώς. Δεν είπες ποτέ λέξη». Τα χείλη του σφίχτηκαν. «Τι άλλο
μου κρύβεις, Νάταλι;»
«Εγώ;»
«Ναι, εσύ. Γιατί εγώ δε σου έχω πει μόνο δυο πράγματα. Το ένα είναι
ότι δε μου άρεσε ποτέ η διακόσμηση του σπιτιού μας. Και το άλλο ότι
δε θέλω να σε χάσω. Ποτέ». Καθάρισε το λαιμό του. «Τα μόνα μυστικά
που υπάρχουν λοιπόν είναι τα δικά σου».
«Δεν έχω μυστικά...»
«Φυσικά έχεις. Τουλάχιστον ένα, μωρό μου. Αυτό που σε κάνει να
θέλεις να μ’ εγκαταλείψεις, παρ’ όλο που μ' αγαπάς».
Η Νάταλι έσκυψε το κεφάλι. «Είναι πολύ αργά», ψιθύρισε.
«Έτσι νομίζεις!» Ο Γκέιτζ την έπιασε από το πιγούνι και την ανάγκασε
να τον κοιτάξει. «Πες μου τι σε πληγώνει και θα βρούμε λύση».
«Δεν μπορούμε». Η φωνή της έσπασε. «Είναι κάτι που δεν ξέρουμε
πώς να το συζητήσουμε. Ξέρουμε και οι δυο τι είναι...»
«Εγώ δεν ξέρω, που να με πάρει!»
«Ξέρεις! Ω, δεν έχει σημασία. Δε γίνεται τίποτα, Γκέιτζ, γιατί αυτό έχει
σχέση με το δικό μου όνειρο, όχι με το δικό σου. Είναι κάτι που μου
ραγίζει την καρδιά... Ο λόγος που δεν μπορεί να σωθεί ο γάμος μας...»
Τραβήχτηκε απότομα, άνοιξε την πόρτα και πετάχτηκε έξω από το
αμάξι. Ο Γκέιτζ την ακολούθησε βλαστημώντας.
«Αξίζει να το συζητήσουμε», φώναξε αρπάζοντάς τη, «γιατί νοιώθω
χαμένος. Ποιο όνειρο; Τι είναι αυτό που θέλεις και δε σου το έχω
δώσει;»
«Το παιδί σου!» Τα λόγια βγήκαν σαν κραυγή απελπισίας από το
λαιμό της κι αντήχησαν στη ζεστή σιγαλιά της νύχτας. «Το μωρό σου,
Γκέιτζ... Το δικό σου και το δικό μου».
Ο Γκέιτζ κοίταξε σαν χαμένος τη γυναίκα του, καθώς εκείνη έπιανε το
πρόσωπό της με τα χέρια της και οι λυγμοί τράνταζαν το κορμί της σαν
να έβγαιναν όχι από το λαιμό αλλά από τα βάθη της ψυχής της.
«Ένα παιδί;» αναρωτήθηκε. «Το δικό μας παιδί; Μα... μα...»
Έσφιξε αγανακτισμένος τα χείλη του. Αυτό μόνο μπορούσε να πει; Δεν
είχε ποτέ πρόβλημα με τις λέξεις, αλλά αυτή τη στιγμή δεν έβρισκε
καμιά.
Η Νάταλι ήθελε το παιδί του; Τον είχε αφήσει επειδή ήθελε το παιδί
του; Επειδή δεν της είχε δώσει το μόνο πράγμα που ήθελε κι εκείνος;
Του ερχόταν να την ταρακουνήσει. Να ουρλιάξει που δεν του το είχε
πει. Να εκτοξεύσει ύβρεις προς τον ουρανό για όλους τους μήνες και τα
χρόνια μιας ηλίθιας, οδυνηρής παρεξήγησης... Αλλά κυρίως ήθελε να
πάρει τη γυναίκα του στην αγκαλιά του και να τη φιλήσει. Να της πει
ότι το όνειρό της ήταν και δικό του όνειρο, ότι η καρδιά του ξεχείλιζε
από ευτυχία.
Άπλωσε το χέρι του, αλλά το τράβηξε πάλι. Ό,τι έλεγε τώρα θα ήταν
κρίσιμο. Αυτό το ήξερε τόσο σίγουρα όσο και ότι δε βρίσκονταν στο
τέλος του γάμου τους αλλά στην αρχή του.
«Νατ», είπε τρυφερά, «αγάπη μου, κάνεις μεγάλο λάθος. Μπορούμε να
το συζητήσουμε. Πρέπει».
Η Νάταλι σήκωσε το κεφάλι της. Δάκρυα έτρεχαν στο πρόσωπό της. Ο
Γκέιτζ έβγαλε ένα μαντίλι, της το έδωσε και σκέφτηκε ότι ποτέ δεν την
είχε δει τόσο όμορφη.
«Μην πεις τίποτα για το οποίο μπορεί να μετανιώσεις», του είπε
βραχνά. «Μη δώσεις υποσχέσεις για χάρη μου. Γι’ αυτό δε μιλούσα
ποτέ για το μωρό που χάσαμε, Γκέιτζ. Επειδή ήξερα πως, αν σου έλεγα
πόσο πονούσα, πόσο απελπισμένα ήθελα να ξαναμείνω έγκυος, μπορεί
να υποχωρούσες. Να μου έλεγες, εντάξει, θα κάνουμε ένα παιδί αν
αυτό θέλεις, όπως συμβιβάστηκες με την εγκυμοσύνη μου την πρώτη
φορά».
«Τι; Τι είπες;» Η οργή έκανε τραχιά τη φωνή του. Την άρπαξε,
αγνοώντας τον εξαρθρωμένο καρπό του. Ένας σουβλερός πόνος
έφτασε μέχρι τον ώμο του, αλλά δεν τον ένοιαζε. «Συμβιβάστηκα με
την εγκυμοσύνη σου; Έτσι νομίζεις;»
«Ναι. Ξέρω ότι ήταν μια αλλαγή στον τρόπο ζωής μας, ότι δε θα
μπορούσα να ταξιδεύω μαζί σου...»
«Να πάρει η οργή, Νάταλι! Πώς σου ήρθε αυτή η τρελή ιδέα;
Πετούσα στα ουράνια όταν μάθαμε ότι θ’ αποκτούσαμε μωρό».
Η Νάταλι ανοιγόκλεισε τα μάτια της. «Αλήθεια;»
«Τους είχα τρελάνει όλους. ‘Θα κάνω μωρό’, είπα μια μέρα στη μέση
μιας συνεδρίασης. Με κοίταξαν όλοι σαν να είχα τρελαθεί, μέχρι που ο
Τζόνι Μίλερ τελικά ρώτησε: Το έχεις πει στη γυναίκα σου;’»
«Μα... δεν είπες ποτέ...»
«Νόμιζα πως δε χρειαζόταν».
«Στην αρχή... νόμιζα ότι χαιρόσουν για το μωρό. Δεν κατάλαβα την
αλήθεια μέχρι... που το έχασα».
Οι ενοχές του για κείνη τη μέρα ξύπνησαν ξανά.
«Δεν ήμουν εκεί, το ξέρω, μωρό μου. Και έχω τύψεις γι’ αυτό. Έπρεπε
να είμαι στο σπίτι. Δεν ήθελα να είμαι μακριά σου, αλλά έλεγα να
τελειώσω με όλα τα ταξίδια μου πριν...» Αναστέναξε. «Πριν γεννηθεί
το μωρό μας».
Η Νάταλι τον κοίταξε σαν υπνωτισμένη. «Αλήθεια;»
«Δεν ήθελα να είμαι το είδος του πατέρα που ήταν ο Τζόνας. Ήθελα να
βρίσκομαι κοντά στο παιδί μου, να πηγαίνω σε σχολικές εκδηλώσεις,
να του διαβάζω παραμύθια. Ξέρω ότι ήταν τρελό, αλλά μου ’χε μπει η
ιδέα ότι μπορούσα να τελειώσω τα πάντα και να είμαι δίπλα στο παιδί
μου από την ώρα που θα γεννιόταν μέχρι... Νατ; Αγάπη μου, μην
κλαις».
«Ω, Γκέιτζ...»
«Κόντεψα να πεθάνω», της είπε βραχνά, «όταν κατάλαβα ότι δεν
ήθελες να δοκιμάσεις ξανά».
«Ήθελα. Ω, πόσο το ήθελα! Νόμιζα ότι εσύ δεν το ήθελες».
Χαμογέλασε μέσ’ από τα δάκρυά της. «Την πρώτη φορά που
Χρησιμοποίησες προφυλακτικό, έκλαψα με την κάρδιά μου όταν
ολοκληρώσαμε τον έρωτα. Είπα στον εαυτό μου ότι μπορούσα να ζήσω
και χωρίς το παιδί σου ...Αλλά αρχίσαμε ν α χάνουμε την επαφή μας.
Εσύ ταξίδευες όλο και περισσότερο...»
«Επειδή δεν άντεχα να σε βλέπω να με κρατάς σε απόσταση όταν
ήμουν στο σπίτι».
«Νόμιζα ότι ήθελες αυτό το είδος ζωής. Και... άρχισα να σε μισώ που
το προτιμούσες από την οικογένεια».
Ο Γκέιτζ έσκυψε και τη φίλησε στο στόμα. «Σ’ αγαπώ», είπε τραχιά.
«Πάντα σ’ αγαπούσα και πάντα θα σ’ αγαπώ. Το καταλαβαίνεις αυτό;»
Η Νάταλι γέλασε και τα δάκρυα έλαμψαν σαν αστέρια στα μάτια της.
«Ναι», είπε. «Ω, ναι».
Φιλήθηκαν πάλι και μετά ο Γκέιτζ τράβηξε το κεφάλι της πάνω στον
ώμο του.
«Θυμάσαι τα πράγματα που κάναμε εδώ επάνω;»
Τραβήχτηκε και τον κοίταξε. «Τα πικνίκ εννοείς;» Τα μάτια της
γελούσαν.
«Ναι. Τα πικνίκ. Και άλλα πράγματα».
«Μάλλον όχι», του είπε σοβαρά. «Θα πρέπει να μου τα υπενθυμίσεις».
Ο Γκέιτζ την ξαναφίλησε. Η Νάταλι έβγαλε έναν απαλό αναστεναγμό,
κάτι που έκανε πάντα τους παλμούς του να χτυπούν πιο γρήγορα. Η
γλώσσα του πέρασε μέσα στο στόμα της κι εκείνη τύλιξε τα χέρια της
στο λαιμό του.
«Ω... νομίζω ότι αρχίζω να θυμάμαι...»
Τράβηξε τα μαλλιά της και δάγκωσε απαλά την τρυφερή σάρκα πίσω
από τ’ αυτί της.
«Ωραία», ψιθύρισε. «Ας δούμε αν μπορούμε να ξυπνήσουμε λίγο
ακόμη τη μνήμη σου».
Την κοίταξε βαθιά στα μάτια. Μετά ξεκούμπωσε αργά την μπλούζα
της, με δυσκολία λόγω του πληγωμένου καρπού του. Η μπλούζα έπεσε
από τους ώμους της. Τα υπόλοιπα ρούχα της ακολούθησαν, μέχρι που
έμεινε γυμνή.
Ο Γκέιτζ κοίταξε τη γυναίκα του, την πανέμορφη γυναίκα του και
ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό.
«Νάταλι. Αγάπη μου, πόσο μου έχεις λείψει».
«Άγγιξέ με», του είπε ψιθυριστά. «Γκέιτζ, σε παρακαλώ, άγγιξέ με...»
Η ανάσα της πιάστηκε καθώς πήρε το στήθος της μέσα στα χέρια του κι
έσκυψε από πάνω της. Πήρε τη μια θηλή της στο στόμα του κι άρχισε
να τη βασανίζει. Μετά άρχισε να φιλάει όλο το κορμί της, γονατίζοντας
μπροστά της. Το κεφάλι της Νάταλι έπεσε πίσω, καθώς η γλώσσα του
τη χάιδευε- κοίταξε τ’ αστέρια κι έβγαλε μια κραυγή ηδονής.
Ο Γκέιτζ σηκώθηκε και τη φίλησε κι ένιωσε τη γεύση του πάθους τους
στα χείλη της.
«Γδύσε με», της είπε απαλά.
Η Νάταλι το έκανε. Ξεκούμπωσε το πουκάμισό του, χαϊδεύοντας με τις
παλάμες της το μυώδες στέρνο του. Άνοιξε τη ζώνη, μετά το κουμπί
του παντελονιού του... και δίστασε.
«Είσαι σίγουρος ότι μπορείς;» τον ρώτησε ξέπνοα. Εκείνος γέλασε,
έπιασε το χέρι της και το οδήγησε στον ερεθισμένο ανδρισμό του.
«Εσύ να μου πεις, αγάπη μου».
Όταν έβγαλαν όλα τα ρούχα του μαζί, πήρε το χέρι της, φίλησε την
παλάμη της και την οδήγησε στην παλιά Σεβρολέ.
«Η παλιά μας κουβέρτα πρέπει να βρίσκεται ακόμη στο πορτ μπαγκάζ.
Αλλά θα πρέπει να με βοηθήσεις. Δε θα καταφέρω να τη στρώσω μ’
ένα χέρι».
Όταν η κουβέρτα απλώθηκε κάτω από το φως του φεγγαριού, η Νάταλι
κοίταξε τον άντρα της και χαμογέλασε.
«Γκέιτζ Μπάρον», είπε σοβαρά, «θα μας βάλεις σε μεγάλους
μπελάδες».
Τα ίδια λόγια τού είχε ψιθυρίσει και πριν από πολλά χρόνια. Και όπως
είχε κάνει και τότε, τη φίλησε και την τράβηξε στο πρόχειρο κρεβάτι
τους.
«Θα σταματήσω αν θέλεις», της ψιθύρισε όπως και τότε.
Η Νάταλι ξάπλωσε με τα χέρια γύρω από το λαιμό του. «Ποτέ», είπε
σχεδόν βίαια. «Μη σταματήσεις ποτέ, Γκέιτζ, γιατί σ’ αγαπώ, σ’
αγαπώ...»
Τη φίλησε άπληστα, τα χέρια του γλίστρησαν πάνω στο κορμί που
ήξερε και λάτρευε. Μετά τραβήχτηκε πίσω.
«Μωρό μου;» «Ναι;» «Δε θα ήταν ένα θαύμα αν φτιάχναμε απόψε το
μωρό μας εδώ στο λόφο;»
Η Νάταλι γέλασε ευτυχισμένη. «Ναι». Έπιασε το πρόσωπο του
αγαπημένου της άντρα με τα χέρια της. «Ω, ναι, αγάπη μου, θα ήταν...»
Ο Γκέιτζ μπήκε μέσα στο κορμί της με μια απαλή, κατακτητική κίνηση.
Εκείνη φώναξε βραχνά τ’ όνομά του, ανασήκωσε το κορμί της και
δόθηκε στον έρωτα.
Ο άνεμος αναστέναξε ανάμεσα στα δέντρα. Το φεγγάρι γλίστρησε από
τον ουρανό. Η κουκουβάγια πέταξε αθόρυβα για τη φωλιά της.
Και τη στιγμή ακριβώς που η Νάταλι παραδινόταν στην αγκαλιά του
Γκέιτζ, ένας διάττοντας αστέρας φώτισε σαν πυρακτωμένο βέλος το
σκοτεινό ουρανό του Τέξας.
ΑΠΡΟΘΥΜΗ ΕΡΩΜΕΝΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Ο Τράβις Μπάρον στεκόταν με τα δόντια σφιγμένα στα παρασκήνια


της πρόχειρης σκηνής του ξενοδοχείου Πάρανταϊς, περιμένοντας να
βγει σε πλειστηριασμό και να προσφερθεί στην πλειοδότρια.
Ωραίος τρόπος να περνάς τη βραδιά σου μια τόσο όμορφη Πέμπτη στις
αρχές Ιουνίου, σκέφτηκε κατσουφιασμένος.
Χτένισε με τα δάχτυλα τα μαλλιά του και ίσιωσε τα πέτα του σμόκιν
του. Δεν έβλεπε το πλήθος στην κομψή αίθουσα του ξενοδοχείου, αλλά
άκουγε πολύ καλά τα γυναικεία επιδοκιμαστικά ή αποδοκιμαστικά
επιφωνήματα. Ήταν η αφρόκρεμα της υψηλής κοινωνίας του Λος
Αντζελες, είχε πει ο Πιτ Χάσκελ. Μπορεί. Πάντως, από δω που
στεκόταν ο Τράβις, ακούγονταν σαν αλάνια.
Η φωνή του δημοπράτη ακουγόταν δυνατή και μονότονη.
«Τι προσφέρετε, κυρίες μου; Εμπρός, μην είστε τόσο ντροπαλές.
Κερδίστε τον άντρα των ονείρων σας για το Σαββατοκύριακο».
Ντροπαλές; κάγχασε ο Τράβις. Κρίνοντας απ’ αυτά που άκουγε εδώ
και μια ώρα, οι γυναίκες που βρίσκονταν στην αίθουσα ήταν τόσο
ντροπαλές και μαζεμένες όσο ένα κοπάδι βουβάλια. Επευφημούσαν,
γελούσαν και ούρλιαζαν μέχρι που χτυπούσε το σφυρί. Και τότε
γινόταν τέτοιος χαλασμός που ο Τράβις περίμενε από στιγμή σε στιγμή
να δει τους αστυνομικούς να μπουκάρουν στην αίθουσα. Και όλη αυτή
η διαδικασία επαναλαμβανόταν κάθε φορά που σπρωχνόταν το
επόμενο θύμα στη σκηνή.
Όχι ότι έβγαιναν στη σκηνή όλοι οι επιλεγμένοι εργένηδες με το ζόρι.
Πολλοί απ’ αυτούς πήγαιναν με τη θέλησή τους, χαμογελώντας και
μοιράζοντας φιλιά στο πλήθος.
«Γιατί κατσουφιάζεις, άνθρωπέ μου;» ρώτησε κάποιος, βλέποντας την
έκφραση του Τράβις. «Η εκδήλωση γίνεται για φιλανθρωπικό σκοπό».
Μάλιστα, είπε νοερά ο Τράβις, σφίγγοντας τα χείλη. Αλλά ο
χαμογελαστός τύπος προφανώς συμμετείχε εθελοντικά- εκείνος όχι.
Και για κακή του τύχη, στην κλήρωση είχε επιλεγεί να βγει τελευταίος
στη σκηνή.
Πώς είχε αφήσει τον εαυτό του να μπλέξει σ’ αυτό το πανηγύρι;
«Κατακυρώθηκε!» Το δυνατό χτύπημα του σφυριού πνίγηκε στις
ζητωκραυγές και στα χειροκροτήματα.
«Πάει άλλος ένας», μουρμούρισε ένας αδύνατος, ξανθός άντρας δίπλα
του. «Θεέ μου, τι δοκιμασία!»
«Αυτό κι αν είναι αλήθεια», είπε ο Τράβις.
«Κύριοι, χαλαρώστε». Η Πέγκι Τζέφερς, που τους είχε συστηθεί
νωρίτερα ως «η φιλική κυρά των σκλάβων», τσίμπησε το μάγουλο του
αδύνατου άντρα. «Βγείτε ήρεμα στη σκηνή και διασκεδάστε».
«Να διασκεδάσουμε;» ρώτησε σαστισμένος ο άντρας.
«Ναι, να διασκεδάσετε», επανέλαβε η Πέγκι και τον έσπρωξε απαλά
στη σκηνή.
Οι κραυγές του πλήθους έκαναν το αίμα του Τράβις ν’ ανέβει στο
κεφάλι του.
Η Πέγκι χαμογέλασε. «Τις ακούς;»
«Ναι», της απάντησε μ’ ένα μουδιασμένο χαμόγελο. «Ακούγονται σαν
ύαινες που μυρίστηκαν αίμα».
Η Πέγκι χαχάνισε. «Σωστά το είπες». Έκανε ένα βήμα πίσω και
περιεργάστηκε τον Τράβις από τα καστανόχρυσα μαλλιά μέχρι τις
γυαλιστερές μαύρες μπότες του. «Θεέ μου, τι κούκλος είσαι εσύ! Θα
ξετρελαθούν μαζί σου».
Ο Τράβις προσπάθησε ν’ ανταποδώσει το χαμόγελό της.
«Μη μου πεις ότι έχεις εκνευρισμό», παρατήρησε η Πέγκι.
«Όχι», είπε ψέματα ο Τράβις. «Γιατί να έχω εκνευρισμό; Επειδή θα
βγω στη σκηνή μπροστά σε εκατοντάδες υστερικές γυναίκες και
κάποια απ’ αυτές θα με αγοράσει;»
Η Πέγκι γέλασε. «Είναι για ιερό σκοπό», είπε και απομακρύνθηκε.
«Και θα σε αρπάξουν πριν προφτάσεις να βγεις έξω».
Ναι, αυτό έλεγε κι ο Τράβις στον εαυτό του όλη τη νύχτα χτες... Αυτό
και το γεγονός ότι ήταν λογικός άνθρωπος, φυσιολογικός, ένας
πνευματικά υγιής δικηγόρος τριάντα δύο χρονών. Εργένης, ναι. Αλλά
ένας εργένης που του άρεσε να διαλέγει ο ίδιος τις γυναίκες του.
Και αυτό έκανε. Το μοναδικό του πρόβλημα με τις γυναίκες ήταν πως
δυσκολευόταν να τις κάνει να καταλάβουν, όταν έφτανε η ώρα της
αλήθειας, πως όλα τα καλά πράγματα είχαν κάποιο τέλος. Οι σχέσεις
ανάμεσα στα δυο φύλα δε διαρκούν αιώνια. Ένας άσχημος γάμος κι
ένα χειρότερο διαζύγιο τον είχαν πείσει γι’ αυτό, αφού δεν το είχε...
εμπεδώσει από τα μαθήματα της παιδικής του ηλικίας.
Όχι ότι δυσανασχετούσε όταν του έκαναν γνωστό το ενδιαφέρον τους
οι γυναίκες. Του άρεσε η επιθετικότητα μιας γυναίκας τόσο στο
κρεβάτι όσο κι εκτός. Την έβρισκε σέξι.
Άλλο πράγμα, όμως, να σε φλερτάρει μια γυναίκα σ’ ένα πάρτι κι άλλο
να σε βγάζουν σε δημοπρασία σαν να είσαι ένα κομμάτι κρέας...
Είχε παγιδευτεί σε μια σύσκεψη των συνεταίρων της εταιρείας
Σάλιβαν, Κόχεν & Βιτάλι πριν από μερικούς μήνες.
Δεν είχε πάρει είδηση εγκαίρως ότι ο Πιτ Χάσκελ του την είχε
στημένη.
«Ε, Μπάρον», του είχε πει ο Πιτ δήθεν αδιάφορα, δαγκώνοντας το
κουλούρι του, «μιλούσα για σένα χτες με κάποιους από τη Χάνα &
Μέρφι».
«Τι σου έλεγαν;» ρώτησε ο Τράβις γελώντας, «Ότι μακάρι να είχα
δεχτεί να γίνω συνεταίρος στη δική τους εταιρεία και όχι εδώ;»
Ο Πιτ γέλασε. «Όχι, μιλούσαμε για το Παζάρι των Εργένηδων. Ξέρεις,
την ετήσια φιλανθρωπική δημοπρασία».
«Συνεχίζεται ακόμη;»
«Ναι». Ο Πιτ έβαλε βούτυρο στο κουλούρι του. «Λένε ότι ο καινούριος
που προσέλαβαν θα σπάσει κάθε ρεκόρ».
«Αποκλείεται», επενέβη ένας από τους άλλους συνεταίρους.
«Βάζουν στοιχήματα, Τζον», είπε ο Πιτ. «Λένε ότι δεν μπορεί να τον
ξεπεράσει κανένας με τις επιδόσεις που έχει».
«Ποιες επιδόσεις;» Ο Τζον πήρε τη ζαχαρίνη. «Όταν ένας άντρας
μιλάει τόσο πολύ για τις κατακτήσεις του, μου επιτρέπεις να έχω τις
αμφιβολίες μου. Κανένας δεν έχει τόσο πολύ χρόνο... ή αντοχή».
Χαμογέλασε. «Εκτός από τον Τράβις».
«Συμφωνώ», είπε ο Πιτ. Έριξε μια πλάγια ματιά στον Τράβις. «Αλλά ο
Τράβις δε μιλάει. Ποτέ δε μας λέει τι κάνει ή πόσο συχνά και με ποια το
κάνει».
Ο Τράβις σήκωσε το κεφάλι από το φλιτζάνι με τον καφέ του. «Είμαι
άνθρωπος με τιμή», είπε. «Δε μιλάω για τις γυναίκες μου. Και η σιωπή
μου σε σκοτώνει, σωστά;»
«Ξέρουμε, όμως, όλοι», είπε ο Πιτ απτόητος, «πόσο μεγάλος
καρδιοκατακτητής είναι ο Τράβις μας. Αυτό είναι το θέμα συζήτησης
των γραμματέων στην καντίνα. Βλέπουμε τις γυναίκες που
καταφτάνουν με ταξί μπροστά στο κτίριο την ώρα που τελειώνουμε τη
δουλειά». Χαμογέλασε. «Και ξέρουμε για τις ανθοδέσμες με τα
τριαντάφυλλα που παραγγέλνει στο διπλανό ανθοπωλείο όταν
αποφασίζει να παρατήσει μια γυναίκα».
«Σε παρακαλώ», είπε ο Τράβις, φέρνοντας το ένα χέρι στην καρδιά
του. «Δε στέλνω ποτέ τριαντάφυλλα. Όλοι οι άντρες τριαντάφυλλα
στέλνουν».
«Δηλαδή τι στέλνεις;»
Όλοι οι συνεταίροι σήκωσαν τα κεφάλια από τον καφέ τους. Ο
γερο-Σάλιβαν είχε κάνει αυτή την ερώτηση. Ήταν η πρώτη φορά που
μιλούσε σε μια σύσκεψη εδώ κι έξι μήνες.
«Τα λουλούδια που πιστεύω ότι ταιριάζουν στην κάθε γυναίκα»,
δήλωσε ο Τράβις. «Και κάτι μικρό, αλλά καλόγουστο, μ’ ένα
σημείωμα που λέει...»
«Ευχαριστώ, δε θέλω άλλο», είπε ο Σάλιβαν και γέλασαν όλοι. «Το
θέμα είναι», είπε ο Πιτ, «ότι είπα στα παιδιά από τη Χάνα & Μέρφι ότι
μπορούσαν να καυχιούνται όσο ήθελαν για τον δικό τους, αφού ο δικός
μας δεν έχει δηλώσει συμμετοχή».
«Και ούτε θα δηλώσει», είπε αποφασιστικά ο Τράβις.
«Αυτό το ξέρουμε όλοι. Έτσι, παιδιά;»
Αργότερα ο Τράβις θυμήθηκε πως όλοι μέσα στο δωμάτιο,
ακόμη και οι δυο γυναίκες συνεταίροι, είχαν γνέψει καταφατικά και
μετά είχαν σκύψει τα κεφάλια. Εκείνη τη στιγμή όμως τα σχόλια του
Πιτ του είχαν φανεί ασήμαντα.
«Και τι είπαν;»
Ο Πιτ αναστέναξε. «Ότι είμαστε όλοι δικηγόροι και πως θα έπρεπε να
ξέρουμε πως οι φήμες δε θεωρούνται αποδεικτικά στοιχεία».
Κάποιος αναστέναξε αγανακτισμένος. Κάποιος άλλος γέλασε, αλλά ο
γερο-Σάλιβαν μισόκλεισε τα τσιμπλιάρικα μάτια του κι έσκυψε πάνω
στο τραπέζι των συνεδριάσεων.
«Και λοιπόν, Πιτ;»
«Και λοιπόν», είπε ο Πιτ, «μας προκαλούν. Να βάλουμε κι εμείς τον
δικό μας στη δημοπρασία, λένε».
«Αποκλείεται», είπε αμέσως ο Τράβις.
«Τότε θα δούμε ποιος θα κερδίσει, είπαν». Έκανε μια δραματική
παύση. «Και η εταιρεία που θα χάσει θα πληρώσει στην άλλη ένα
Σαββατοκύριακο με γκολφ στο Πεμπλ Μπιτς».
«Τέλεια», φώναξε κάποιος και ξέσπασαν όλοι σε επευφημίες.
«Για σταθείτε», άρχισε να λέει ο Τράβις, αλλά ο γερο-Σάλιβαν
χαμογελούσε ήδη και τον διαβεβαίωνε ότι ήξερε πως θα τους έκανε
όλους να νιώσουν περήφανοι που ήταν συνεταίροι της Σάλιβαν, Κόχεν
& Βιτάλι.
Είμαι παγιδευμένος, σκέφτηκε ο Τράβις κατσουφιάζοντας. Ήταν
συνωμοσία. Ο Τζον Σάλιβαν ήταν προφανώς ο μόνος που δεν είχε
πάρει μέρος στο κόλπο. Όχι ότι είχε σημασία. Δεν υπήρχε τρόπος να
ξεφύγει. Οι υπόλοιποι συνεταίροι δε θα τον άφηναν να το ξεχύσει σ'
όλη του τη ζωή. Και τώρα ήταν έτοιμος να βγει στη σκηνή, μπροστά σ’
ένα τσούρμο ξαναμμένες γυναίκες, σαν ερίφιο που το οδηγούν στη
σφαγή- κι αν κατακυρωνόταν για λιγότερο από πέντε χιλιάδες δολάρια
που ήταν το στοίχημα της Χαναλ. Μέρφι, θα τους απογοήτευε όλους.
«Δεν είχα άλλη επιλογή», είχε πει στο μικρό του αδερφό στο
τηλέφωνο. «Άλλωστε είναι για καλό σκοπό. Όλα τα λεφτά που θα
συγκεντρωθούν θα πάνε σε παιδιατρικά νοσοκομεία».
«Βέβαια», είχε πει ο Σλέιντ ρουθουνίζοντας.
«Τι είναι;»
«Να, σκεφτόμουν...» Η φωνή του Σλέιντ είχε πάρει την απαλή
προφορά του Τέξας, όπου είχαν μεγαλώσει. «Είναι σαν να βγαίνει ένας
ταύρος μπροστά σ’ ένα κοπάδι αγελαδίτσες».
«Είναι νόμιμος πλειστηριασμός», είπε ο Τράβις ψυχρά κι έκλεισε
απότομα το τηλέφωνο. Μετά ξαναπήρε το νούμερο του αδερφού του
στη Βοστόνη και, πριν προφτάσει να πει λέξη ο Σλέιντ, δήλωσε ότι είχε
κάνει λάθος που περίμενε συμπόνια από τη σάρκα και το αίμα του.
«Ακριβώς, αδερφέ», είχε απαντήσει ο Σλέιντ και είχε γελάσει μέχρι
που έκανε και τον Τράβις να γελάσει- μετά τον ρώτησε πόσο άσχημα
θα ήταν...
Ο Τράβις ανατρίχιασε. «Άσχημα», μουρμούρισε κι έκλεισε τα μάτια
του.
Όλοι οι συνεταίροι και οι συνεργάτες τους βρίσκονταν στην αίθουσα.
Οι υπόλοιποι υπάλληλοι της εταιρείας περίμεναν ανυπόμονα δίπλα στα
τηλέφωνα να μάθουν πώς τα πήγε, γιατί αυτή η υπόθεση είχε πάρει
μεγάλες διαστάσεις με ομαδικά και ατομικά στοιχήματα...
Πώς θα τα πήγαινε; Θα κατάφερνε να ξεπεράσει τον ανταγωνιστή του
από τη Χάνα & Μέρφι; Η γυναίκα που θα τον «αγόραζε» θα ήταν
όμορφη;
Ο Τράβις αναστέναξε βαριά.
Αν δεν έπιανε καλή τιμή, αν η γυναίκα δεν ήταν αυτή που θα ήθελε, θα
πάθαινε μεγάλο φιάσκο. Και ο μόνος τρόπος να μάθει τι θα γινόταν
ήταν να βγει στη σκηνή. Πώς δεν είχε σκεφτεί να στήσει την υπόθεση;
Να αγοράσει ένα εισιτήριο στη Σάλι... Όχι, όχι στη Σάλι. Θα της
έστελνε ένα μπουκέτο βιολέτες κι ένα μεγάλο μπουκάλι άρωμα Σανέλ.
Εντάξει, λοιπόν, στην Μπέθανι. Μπορούσε να είχε αγοράσει στην
Μπέθανι ένα εισιτήριο και να της έλεγε να προσφέρει χίλια δολάρια
παραπάνω απ’ αυτά που θα έπιανε ο τύπος από τη Χάνα & Μέρφι. Και
θα της τα έδινε με τόκους.
Αλλά τι αξία είχε ένα στοίχημα αν έκανες κόλπα για να κερδίσεις;
Θα τα άφηνε όλα στην τύχη. Και ο Τράβις ήξερε πολύ καλά ότι η τύχη
δεν ήταν πάντα γενναιόδωρη.
«Η σειρά σου, καουμπόι».
Ο Τράβις τινάχτηκε ακούγοντας τη φωνή της Πέγκι.
«Ωραία», είπε βεβιασμένα. «Όσο γρηγορότερα τελειώσουμε τόσο
καλύτερα».
«Θέλεις να ρίξω μια ματιά στην αίθουσα; Να σου πω ποια δεν έχει
αγοράσει ακόμη άντρα και δείχνει ότι μπορεί να προσφέρει μια καλή
τιμή για σένα;»
«Δεν έχει σημασία», είπε ο Τράβις με αξιοπρέπεια και η Πέγκι γέλασε.
«Παραμέρισε να κοιτάξω».
«Πού να κοιτάξεις;»
«Υπάρχει μια μικρή σχισμή εδώ...» Η Πέγκι στάθηκε δίπλα του και
κόλλησε το μάτι της στον τοίχο. «Αχά!»
«Αχά, τι;» ρώτησε ο Τράβις.
«Υπάρχουν μερικές... πώς τις λέτε εσείς οι άντρες; Αλεπουδίτσες;
Μανούλια;»
«Γοητευτικές γυναίκες», είπε ο Τράβις.
«Ναι, έτσι τις λέτε. Εντάξει, λοιπόν, κούκλε, υπάρχουν ακόμη μερικές
γοητευτικές γυναίκες». Η Πέγκι αναστέναξε. «Και μερικές έτσι κι
έτσι».
«Καλά, δεν πειράζει», είπε ο Τράβις με γενναιότητα.
«Και...» Η Πέγκι έσμιξε τα φρύδια της. «Μάλιστα».
Ο Τράβις πάγωσε. «Μάλιστα, τι;»
«Υπάρχει μια γυναίκα εκεί στο κέντρο, που μου φαίνεται πως έχει
προσωπικότητα».
«Δεν αμφιβάλλω».
«Και είμαι σίγουρη ότι η γυναίκα με το πουπουλένιο μποά και την
τιάρα με τα στρας θα σε μαγέψει».
«Ω!» Οι ώμοι του καμπούριασαν. «Τόσο καλά;»
«Υπάρχει επίσης η ξανθιά με τα γαλάζια μάτια που μόλις μπήκε στην
αίθουσα. Ω! Τη μισώ με πάθος! Τέλεια μαλλιά. Τέλειο πρόσωπο.
Τέλειο κορμί, απ’ ό,τι βλέπω. Θυμήσου τα λόγια μου, καουμπόι. Μια
γυναίκα με τέτοια εμφάνιση δε θα ’χει κουκούτσι μυαλό».
Ο Τράβις γέλασε. «Αουτς!»
«Απλώς είμαι ειλικρινής. Όταν σου δίνει ο Θεός τόσα φυσικά
Χαρίσματα, ε, δεν μπορεί, κάπου αλλού χάνεις», είπε η Πέγκι και
ίσιωσε τα πέτα του. «Όρμα έξω λοιπόν, καουμπόι, και παίξε το
νούμερό σου για τις -πώς τις είπες;- ‘γοητευτικές γυναίκες’. Ακόμη και
γι’ αυτή με την προσωπικότητα αν νιώθεις πολύ γενναιόδωρος».
Χαμογέλασε. «Αλλά ξέχνα την Παγερή Πριγκίπισσα».
Χαμογέλασε και ο Τράβις. Ξαφνικά καταλάβαινε πόσο ηλίθιοι ήταν οι
φόβοι του. Κι αυτό το χρωστούσε στην Πέγκι.
Πήρε το χέρι της ιπποτικά.
«Ω, Κυρά των Σκλάβων, σου είμαι ευγνώμων. Στο διάολο το Πεμπλ
Μπιτς και η φήμη μου».
«Δηλαδή;» «Ξέχνα το». Έπιασε τα δάχτυλά της και τα έφερε στα χείλη
του. «Κρίμα που δεν είσαι κι εσύ εκεί έξω στην αίθουσα, λατρεία μου.
Θα το θεωρούσα τιμή μου να γίνω δικός σου για το Σαββατοκύριακο».
Η Πέγκι κοκκίνισε και τράβηξε τα δάχτυλά της τη στιγμή που
ακουγόταν το σφυρί και οι αλαλαγμοί του πλήθους.
«Θα βρεις πολύ καλύτερη από μένα», του είπε και τον έσπρωξε απαλά
προς τη σκηνή. «Πήγαινε, κούκλε. Και ρίξ’ τες όλες κάτω ξερές».
Κι αυτό ακριβώς σκόπευε να κάνει ο Τράβις.
Βγήκε στη σκηνή με τα χέρια ψηλά, κάνοντας το σήμα του νικητή και
μιμήθηκε αρκετά καλά τον Σιλβέστερ Σταλόνε στο χορό της νίκης στο
Ρόκι. φορώντας ένα χαμόγελο χιλίων βατ.
Το πλήθος ξετρελάθηκε.
Ο Τράβις γέλασε. Αυτό που είχε πει στην Πέγκι ήταν αλήθεια Ήταν για
ιερό σκοπό. Και ήταν διασκεδαστικό, υποτίθεται. Αν το είχαν
μετατρέψει σε κάτι άλλο οι κόπανοι από το γραφείο του, δικό τους
πρόβλημα.
Τι πείραζε κι αν δεν έπιανε πάνω από πεντακόσια δολάρια; Ή αν δεν
κατακυρωνόταν σε κάποιο φλογερό μανούλι; Ας γελούσαν όσο ήθελαν
στην εταιρεία. Ας έχαναν τα τρελά στοιχήματά τους. Εκείνος θα
έμπαινε στο πνεύμα της εκδήλωσης, θα το διασκέδαζε και θα έκανε ό,τι
μπορούσε για να βγάλει περισσότερα λεφτά για τα παιδάκια που τα
χρειάζονταν...
Μάλιστα.
Το χαμόγελό του έσβησε για λίγο όταν πρόσεξε τη γυναίκα που
καθόταν στο κεντρικό τραπέζι κοντά στη σκηνή. Η Πέγκι είχε πέσει
διάνα. Πρέπει να διέθετε προσωπικότητα. Και λοιπόν; Το χαμόγελό
της ήταν ευχάριστο. Φαινόταν καλός άνθρωπος. Ο δημοπράτης έδινε
τώρα κάποιες πληροφορίες για τον Τράβις Μπάρον, το δικηγόρο και ο
Τράβις χαμογέλασε όταν μια από τις γυναίκες σφύριξε δυνατά.
«Αρχίζουμε με πεντακόσια δολάρια;» είπε ο άντρας με το σφυρί και η
γυναίκα που είχε προσέξει ο Τράβις στο κεντρικό τραπέζι φώναξε
αμέσως; «Εγώ λέω χίλια».
Ακούστηκαν ενθουσιασμένες κραυγές. Ο Τράβις χαμογέλασε, την
κοίταξε, κοίταξε και πίσω της...
Και για μια στιγμή φοβήθηκε ότι η καρδιά του θα πεταγόταν έξω από
το στήθος του.
Μια γυναίκα στεκόταν πίσω από τα τελευταία τραπέζια. Κατάλαβε
αμέσως πως ήταν η αργοπορημένη γυναίκα που του είχε περιγράφει η
Πέγκι.
Ήταν επίσης η πιο όμορφη γυναίκα που είχε δει ποτέ στη ζωή του!
Η Πέγκι είχε πει ότι ήταν ξανθιά με γαλάζια μάτια. Τέλεια μαλλιά,
τέλειο πρόσωπο, τέλειο κορμί.
Όλα τα είχε πει σωστά αλλά λειψά. Τα μαλλιά της ήταν ένας
καταρράκτης από μετάξι στο χρώμα του ώριμου σιταριού και τα μάτια
της του θύμιζαν τα ζουμπούλια του Τέξας. Το πρόσωπό της είχε τέλειο
οβάλ σχήμα, που φωτιζόταν από θεσπέσια μάτια, σκούρες βλεφαρίδες
κι ένα ζευγάρι λεπτά, τοξωτά φρύδια. Είχε ίσια μύτη κι ένα σέξι
λακκάκι κάτω από το στόμα...
Ω, αυτό το στόμα! Το γεμάτο πάνω χείλι. Το απαλά καμπυλωτό κάτω.
Ήταν ένα στόμα φτιαγμένο για φιλιά!
Η ματιά του γλίστρησε πιο χαμηλά, στους ηλιοκαμένους ώμους, που
τους άφηνε γυμνούς το εξώπλατο γκρενά φόρεμά της, στο πλούσιο
στήθος, στη λεπτή μέση και στους στρογγυλούς γοφούς. Η φούστα της
έφτανε μέχρι τη μέση των μηρών, αποκαλύπτοντας τα μακριά
καλλίγραμμα πόδια της.
Το αίμα κυλούσε καυτό στις φλέβες του.
Την ήθελε. Την ήθελε μ’ έναν πρωτόγονο πόθο που δεν είχε
ξαναγνωρίσει. Ήθελε να φιλήσει το στόμα της, να χαϊδέψει το κορμί
της... να λιώσει τον αόρατο πάγο που την περιέβαλλε. Εκείνος έβλεπε
τον πάγο στη στάση της. Στον τρόπο που έμεινε ασάλευτη όταν οι
ματιές τους διασταυρώθηκαν. Στο περήφανο ανασήκομα του πιγουνιού
της.
Ήξερε ότι εκείνη διέκρινε τη σεξουαλική πείνα στη ματιά του... και ότι
ουδόλως την ενδιέφερε.
Κοίτα όσο θέλεις, σαν να του έλεγε, αλλά μη σου περάσει η ιδέα ότι
μπορείς να έχεις αυτό που βλέπεις.
Ο Τράβις ένιωσε το κορμί του να σφίγγεται. Οι κραυγές των γυναικών,
του δημοπράτη, έσβησαν.
Φαντάστηκε τον εαυτό του να κατεβαίνει από τη σκηνή. Να την
πλησιάζει. Να την παίρνει στην αγκαλιά του. Χωρίς λόγια. Χωρίς
ευγένειες. Να τη σηκώνει, να την πηγαίνει σ’ ένα μέρος όπου θα
έμεναν μόνοι, να σκίζει αυτό το κομμάτι του σκούρου μεταξωτού
υφάσματος και να μπαίνει βαθιά στο κορμί της, ενώ εκείνη θα τύλιγε τα
χέρια και τα πόδια της γύρω του...
Που να πάρει!
Στεκόταν μπροστά σ’ εκατοντάδες ανθρώπους και σκεφτόταν
πράγματα που μπορούσαν να κάνουν έναν άντρα να ρεζιλευτεί
δημοσίως. Σταμάτα, πρόσταζε τον εαυτό του και τράβηξε το βλέμμα
του από πάνω της. Σκέφτηκε παγωμένα ντους και πίεσε τον εαυτό του
να στραφεί στα χαρούμενα πρόσωπα του πλήθους.
«Έχουμε πέντε χιλιάδες», είπε ο άνθρωπος με το σφυρί. «Ακούω έξι;»
«Έξι», φώναξε η γυναίκα που καθόταν μπροστά.
Ο Τράβις της χάρισε ένα σέξι χαμόγελο. Εκείνη τσίριξε υστερικά.
Γύρισε την πλάτη του στο ακροατήριο, κοίταξε πίσω από τον ώμο του
και προσποιήθηκε ότι θα έβγαζε τη ζακέτα του.
Το πλήθος ούρλιαζε ενθουσιασμένο.
«Εξίμισι», φώναξε η μελαχρινή. Ο Τράβις γύρισε και της έστειλε ένα
φιλί.
Δε χρειαζόταν την ξανθιά Παγερή Πριγκίπισσα. Είχε τρεις γυναίκες
που χτυπούσαν με πείσμα η μια την προσφορά της άλλης. Τι άλλο
μπορούσε να ζητήσει;
«Εφτά», είπε μια όμορφη κοκκινομάλλα.
«Έι», τους φώναξε, «αξίζω πολύ περισσότερα!»
Το πλήθος ξέσπασε σε παραλήρημα. Η μελαχρινή γέλασε, μια άλλη
κοκκινομάλλα πετάχτηκε όρθια. «Εφτάμισι», είπε και χειροκρότησαν
όλοι.
Ο Τράβις χαμογέλασε. Ο τύπος από τη Χάνα & Μέρφι είχε πιάσει
πέντε χιλιάδες δολάρια.
«Αξίζω κάτι παραπάνω», φώναξε.
Οι γυναίκες ξετρελάθηκαν.
«Οχτώ», είπε η γυναίκα μπροστά.
«Οχτώμισι», φώναξε δυνατά η μελαχρινή.
«Εννιά!»
Ο Τράβις γέλασε. Η βραδιά γινόταν όλο και πιο διασκεδαστική. Μια
ακόμη ματιά στην ξανθιά πριν χτυπήσει το σφυρί. Όχι ότι είχε
σημασία. Είχε υπερτιμήσει την εμφάνισή της. Αν πλησίαζε πιο πολύ
στη σκηνή, θα έβλεπε όλα τα ψεγάδια της.
Ποια ψεγάδια;
Είχε πλησιάσει την ώρα που οι προσφορές έπεφταν βροχή. Ήταν
σχεδόν πάνω στη σκηνή και, Θεέ μου, δεν ήταν όμορφη. Ήταν
εκθαμβωτική!
Και τον κοίταζε. Η έκφρασή της δε διαβαζόταν εύκολα. Ενδιαφερόταν,
ναι, αλλά έδειχνε...
Σαν να τον ζύγιζε. Να τον έβρισκε ενδιαφέροντα.
Τα χέρια του Τράβις σφίχτηκαν γροθιές καθώς την είδε να γυρίζει και
ν’ απομακρύνεται.
Ποια νόμιζε πως ήταν, να τον περιεργάζεται και μετά να φεύγει; Γύρνα
πίσω, είπε νοερά, γύρνα πίσω!
Το βάδισμά της έγινε πιο γρήγορο.
Ο Τράβις έκανε ένα βήμα μπροστά. Στο διάολο ο πλειστηριασμός!
«Εννιά χιλιάδες», φώναξε ο δημοπράτης και το πλήθος ούρλιαξε σαν
τρελό. «Εννιά χιλιάδες μία. Εννιά χιλιάδες δύο...»
«Δέκα», ούρλιαζε η μελαχρινή.
Η ξανθιά γυναίκα σταμάτησε. Μπράβο, μωρό μου, σκέφτηκε ο Τράβις.
Γύρνα πίσω. Κοίταξέ με.
Και εκείνη το έκανε. Οι ματιές τους συναντήθηκαν. Για μια στιγμή δεν
υπήρχε κανένας άλλος στην αίθουσα, κανένας άλλος στο σάμπαν.
Μόνο οι δυο τους. Ο Τράβις και η γυναίκα.
Το ήξερε κι εκείνη.
Το έβλεπε στα μάτια της που είχαν γίνει πελώρια στο γρήγορο
ανεβοκατέβασμα του στήθους της. Η άκρη της βελούδινης ροζ
γλώσσας της πέρασε πάνω από τα απαλά της χείλη.
Το βλέμμα του Τράβις βυθίστηκε στο δικό της. Κάνε το, σκέφτηκε.
Κάνε το...
«Κατακυρώνεται στην κυρία από το τραπέζι τρία», είπε ο δημοπράτης.
«Δέκα χιλιάδες μία, δύο...»
«Είκοσι χιλιάδες δολάρια».
Το πλήθος κράτησε την ανάσα του. Όλα τα κεφάλια γύρισαν προς την
ξανθιά. Ακόμη και ο δημοπράτης έσκυψε μπροστά.
«Επαναλαμβάνετε την προσφορά, παρακαλώ;»
Η γυναίκα πήρε βαθιά ανάσα. Ο Τράβις νόμισε ότι την είδε να τρέμει.
Αλλά λάθος θα έκανε, γιατί, όταν ξαναμίλησε, η φωνή της ήταν
ψύχραιμη κι έδειχνε σαν να διασκέδαζε.
«Είπα, προσφέρω είκοσι χιλιάδες δολάρια».
Το σφυρί έπεσε βαρύ. «Κατακυρώθηκε», είπε ο δημοπράτης
θριαμβευτικά, «στην κυρία με τα κόκκινα».
Και το πλήθος στην αίθουσα του ξενοδοχείου Πάρανταϊς έπαθε αμόκ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Ο ήχος του σφυριού αντήχησε στην αίθουσα, αλλά δεν ήταν τόσο
δυνατός όσο οι χτύποι της καρδιάς της Αλεξάνδρας Θορπ.
«Κατακυρώθηκε στην κυρία με τα κόκκινα», φώναξε ο
δημοπράτης.
Η κυρία με τα κόκκινα, σκέφτηκε μουδιασμένη...
Η Άλεξ για μια στιγμή φοβήθηκε ότι τα γόνατά της θα λύγιζαν.
Έσκυψε το κεφάλι και αρπάχτηκε από μια καρέκλα. Είχε έρθει εδώ ν’
αγοράσει έναν άντρα και το είχε κάνει. Λεγόταν Τράβις Μπάρον.
Ένα γόη που τον λένε Τράβις Μπάρον, είπε μια παγερή φωνή μέσα
της. Ήταν αλήθεια. Ο άντρας που ήταν στη σκηνή ήταν γνήσιος γόης
αν έκρινε από την εμφάνιση και τη συμπεριφορά...
Και τώρα ήταν ιδιοκτησία της.
Τι την είχε πιάσει κι έκανε μια τόσο μεγάλη ηλιθιότητα; Τα λόγια του
Καρλ την είχαν πληγώσει. Και λοιπόν; Είχαν πάρει διαζύγιο πριν από
δύο χρόνια. Δεν της έλειπε ο Καρλ, ούτε τον αγαπούσε. Τώρα ήξερε ότι
δεν τον είχε αγαπήσει ποτέ. Τι την ενδιέφεραν λοιπόν όσα έλεγε; Και
το υπόλοιπο σχέδιό της, αν μπορούσες να το πεις σχέδιο, δεν ήταν
απλώς ηλίθιο αλλά νοσηρό. Μια γυναίκα δεν... μπορούσε...
Ένιωσε το αίμα της ν’ ανάβει.
Την κοίταζε. Της το φώναζε κάθε ίνα του κορμιού της.
Μη σηκώσεις το κεφάλι σου, είπε στον εαυτό της.
Αλλά θα ήταν ευκολότερο να βγάλει τον πλανήτη από την τροχιά του.
Δάγκωσε τα χείλη της και σήκωσε το βλέμμα της στη σκηνή.
Η καρδιά της χοροπήδησε όπως και την πρώτη φορά που την κοίταξε.
Και η αίθουσα άρχισε να γυρίζει. Λυτά τα φλογερά πράσινα μάτια ήταν
ακόμη καρφωμένα πάνω της, σαν να ήταν αυτός γεράκι κι εκείνη η λεία
του. Ένα χαμόγελο ικανοποίησης είχε χαραχτεί στα χείλη του. Αυτά τα
αισθησιακά χείλη τα ένιωθε σχεδόν πάνω στα δικά της. Όλα σ’ αυτό
τον άντρα, οι φαρδιοί του ώμοι, ο τρόπος που στεκόταν με τα μακριά
του πόδια ανοιχτά, έστελναν ένα αδιαμφισβήτητο μήνυμα.
Είμαι άντρας, έλεγε. Κι εσύ είσαι γυναίκα. Και όταν εσύ κι εγώ
βρεθούμε μόνοι...
Ο πανικός που ένιωσε την έκανε να ριγήσει. Δε θα έμενε ποτέ μόνη μ’
αυτό τον άντρα ή με οποιονδήποτε άλλο. Αυτό τουλάχιστον το είχε
μάθει από το γάμο της. Το γεγονός ότι είχε ξεχάσει αυτό το μάθημα
απόψε ήταν μια ηλίθια αντίδραση σε κάτι που είχε ακούσει να
ψιθυρίζεται και είχε φέρει στο μυαλό της οδυνηρές αναμνήσεις.
Τι την ενδιέφερε αν είχε πει ο Καρλ στην καινούρια του γυναίκα ότι η
Αλεξ ήταν σαν παγόβουνο; Ας έλεγε ό,τι ήθελε, αφού δεν το έλεγε στην
ίδια.
Τράβηξε το βλέμμα της από τον Τράβις Μπάρον. Πολλοί
συνωστίζονταν γύρω της για να τη συγχαρούν.
«Τι θα κάνεις μ’ αυτό τον κούκλο ολόκληρο Σαββατοκύριακο;»
ρώτησε μια γυναίκα και ξέσπασαν όλοι σε γέλια.
Ήξερε ότι ήταν μόνο ένα παιχνίδι. Μια φιλανθρωπική εκδήλωση. Οι
νικήτριες έπαιζαν με τους εργένηδες τένις, γκολφ, πήγαιναν για χορό ή
φαγητό...
Μόνο που εκείνη δε σκόπευε να το κάνει αυτό με το δικό της εργένη.
Το αίμα της πάγωσε σ’ αυτή τη σκέψη. Η Αλεξ χαμογέλασε. Κάτι θα
σκεφτόταν.
Κι ενώ τα γέλια ηχούσαν ακόμη στ’ αυτιά της, έτρεξε προς τη διπλή
πόρτα που οδηγούσε στον προθάλαμο για να ξαναβρεί τα λογικά της.
«Κυρία Στούαρτ;»
Συ νύχι σε να περπατάς, Αλες. Χαμογέλα και συνέχισε...
«Κυρία Στούαρτ». Ένα χέρι την έπιασε από το μπράτσο.
Η Αλεξ τραβήχτηκε. «Όχι», είπε και κοίταξε το απορημένο πρόσωπο
της γκριζομάλλας γυναίκας.
«Λυπάμαι πολύ, κυρία Στούαρτ. Δεν ήθελα να σε τρομάξω».
Η Άλεξ ξεροκατάπιε και χαμογέλασε βεβιασμένα. «Συγνώμη, δεν...»
Η γυναίκα την έπιασε αγκαζέ. «Έχουμε ξανασυναντηθεί, κυρία
Στούαρτ. Δεν το θυμάστε; Είμαι η Μπάρμπαρα Ρόουντς. Οι άντρες μας
ήταν στην Επιτροπή Διατήρησης Υδάτινων Πόριον».
«Πρώην άντρας μου», είπε η Αλεξ. «Χρησιμοποιώ το πατρικό μου.
Τώρα είμαι η Αλεξάνδρα Θορπ».
Μ γυναίκα τα 'χάσε. «Ναι, βέβαια. Συγνώμη. Το είχα ξεχάσει».
«Δεν πειράζει. Τώρα μου επιτρέπετε...»
«Ω, ξέρω ότι βιάζεστε να πληρώσετε για την αγορά σας».
«Την αγορά μου», είπε η Αλεξ και κοκκίνισε.
«Ναι. Το γραφείο είναι στο διάδρομο». Η γυναίκα την οδήγησε προς τη
διπλή πόρτα. «Αλλά ήθελα να σας ευχαριστήσω προσωπικά για τη
μεγαλύτερη προσφορά της βραδιάς».
«Α!» Η Αλεξ χαμογέλασε πάλι. «Δε χρειάζεται. Χαρά μου που...
βοήθησα».
«Μακάρι να ένιωθαν όλοι έτσι. Αλλά δε νιώθουν. Είμαι πρόεδρος
αυτών των δημοπρατών τα τελευταία δύο χρόνια.
Ξέρω πόσο σπάνια κάνουν τόσο μεγάλες δωρεές οι άνθρωποι».
«Ναι». Κάποιος άνοιξε τη διπλή πόρτα και η Αλεξ με την πρόεδρο
βγήκαν στο διάδρομο. «Ξέρω πόσο καλή δουλειά κάνει ο οργανισμός
σας, κυρία Ρόουντς...»
«Έχετε αποφασίσει τι θα κάνετε με τον εργένη σας;»
Η Αλεξ ξεροκατάπιε. «Όχι. Όχι, εγώ... Αμφιβάλλω αν θα τον
χρησιμοποιήσω. Έχω ήδη κάνει σχέδια για το Σαββατοκύριακο».
«Ω, τι κρίμα».
«Ναι, πράγματι». Η Αλεξ σταμάτησε κι άνοιξε τη χάντρινη τσάντα της.
«Κοιτάξτε, γιατί να μη γράψω τώρα την επιταγή και να τη δώσω σ’
εσάς...»
«Οι πληρωμές γίνονται στο γραφείο... Ω, τι σημασία έχει; Ευχαρίστως
να σας διευκολύνω».
Η Αλεξ έβγαλε το μπλοκ επιταγών της. «Ταμείο Στήριξης
Νοσοκομείων Παίδων, έτσι;» Τα χέρια της έτρεμαν. Θα τα κατάφερνε;
Έγραψε το όνομα του οργανισμού και το ποσό - το υπέρογκο ποσό που
είχε προσφέρει για έναν άντρα που ευχόταν να μην ξαναδεί-,
υπέγραψε, έκοψε την επιταγή και την έδωσε στην πρόεδρο, η οποία την
έσφιξε χαρούμενη πάνω στο πελώριο στήθος της.
«Θαυμάσια, κυρία Θορπ. Και τώρα...»
«Και τώρα», είπε η Αλεξ με ψεύτικη ευθυμία, «πρέπει να φύγω».
«Βεβαίως. Αλλά πρώτα θα μας επιτρέψετε vu βγάλουμε μερικές
φωτογραφίες καθώς θα χορεύετε με τον κύριο Μπάρον. Για λόγους
δημοσιότητας».
«Όχι! Εννοώ, μόλις σας εξήγησα, έχω σχέδια...»
«Για το Σαββατοκύριακο. Μερικά λεπτά μόνο θα μας παραχωρήσετε».
Η Ρόουντς την έπιασε από το μπράτσο. «Ξέρετε τίποτα για τον κύριο
Μπάρον;»
«Τίποτε απολύτως», είπε η Αλεξ κοφτά.
«Ω, είναι γοητευτικός άντρας. Τόσο ωραίος! Κι αυτές οι καουμπόικες
μπότες του...» Η πρόεδρος αναστέναξε. «Ω, γιατί να μην είμαι είκοσι
χρόνια νεότερη; Ανύπαντρη. Και είκοσι κιλά πιο λεπτή...»
Γέλασε εύθυμα και η Αλεξ προσπάθησε να τη μιμηθεί.
«Ένα λεπτό μόνο, κυρία Θορπ». Χάρισε ένα φωτεινό χαμόγελο στην
Αλεξ. «Τα συνεργεία της τηλεόρασης είναι εδώ. Αν τους δίνατε
μερικές φωτογραφίες εσείς κι ο εργένης σας και μια μικρή συνέντευξη;
Θα ήταν μεγάλη διαφήμιση για τον πλειστηριασμό».
«Δεν είναι εργένης ‘μου’. Δεν καταλαβαίνετε, κυρία Ρόουντς. Δεν έχω
χρόνο για όλα αυτά. Ειλικρινά, δεν μπορώ...»
«Ω, ναι, μπορείς, κυρία Θορπ», είπε μια βαθιά φωνή. «Και θα το
κάνεις».
Η Αλεξ πάγωσε. Η καρδιά της χτυπούσε σε τρελούς ρυθμούς. Έκανε
ένα γρήγορο βήμα πίσω και κατάλαβε -πολύ αργά- ότι είχε κάνει άλλο
ένα λάθος, αφού αυτό την έφερε σ’ επαφή με το σκληρό αντρικό κορμί
στο οποίο ανήκε η φωνή.
Τα φρύδια της Μπάρμπαρα Ρόουντς ανασηκώθηκαν και η Αλεξ
κατάλαβε ότι ο τρόμος της πρέπει να φαινόταν στο πρόσωπό της. Πήρε
βαθιά ανάσα και προσπάθησε να χαμογελάσει.
«Ω, Θεέ μου, παγιδεύτηκα». Και μετά, χαμογελώντας ακόμη, γύρισε
και κοίταξε τον Τράβις Μπάρον.
«Γεια σου, γλύκα», της είπε απαλά εκείνος και της χαμογέλασε.
Στη σκηνή έδειχνε ωραίος και αρρενωπός. Αλλά από κοντά... από
κοντά...
Η καρδιά της ήταν έτοιμη να εκραγεί. Από κοντά σού έκοβε την
ανάσα!
Ψηλός. Τόσο ψηλός που ακόμη κι εκείνη, με ένα κι εβδομήντα δύο
ύψος χωρίς παπούτσια, χρειαζόταν να γείρει προς τα πίσω το κεφάλι
της για να τον κοιτάξει. Και απόψε φορούσε υπερβολικά ψηλά
τακούνια για να ταιριάζουν με το γελοίο φόρεμά της. Ψηλός και
ακαταμάχητα ωραίος, με τα φλογερά πράσινα μάτια του. Και μ’ αυτό
το στόμα! Αυτό το σέξι, σχεδόν σκληρό στόμα.
Η κυρία Ρόουντς είχε δίκιο. Ο άντρας που είχε κερδίσει εκείνη ήταν
εξαιρετικά ωραίος. Ήταν η εκπλήρωση κάθε τρελού ονείρου που είχε
παλιά, όταν είχε ακόμη την αφέλεια να ονειρεύεται.
Και ήταν επικίνδυνος. Αυτό μπορούσε ακόμη κι εκείνη να το δει.
Τι στην ευχή έπαθες απόψε, Αλεξάνδρα;
Η πρόεδρος κοίταξε μια την Αλεξ και μια τον Τράβις και μετά άφησε
ένα κοριτσίστικο γελάκι. «Λοιπόν, βλέπω ότι δε με χρειάζεστε πια».
«Όχι», είπε ο Τράβις χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει. «Όχι, δε σας
χρειαζόμαστε».
«Ω, Θεέ μου». Η κυρία Ρόουντς έκανε αέρα με την επιταγή της Αλεξ.
«Θεούλη μου. Ευχαριστώ και πάλι, κυρία... δεσποινίς Θορπ. Κι εσάς,
κύριε Μπάρον. Αν χρειαστείτε οτιδήποτε...»
Ο Τράβις έπιασε την Αλεξ από το χέρι και την τράβηξε μακριά από την
πρόεδρο.
«Τι από τα δύο είσαι;» ρώτησε.
Η Αλεξ σάστισε. «Συ... συγνώμη;»
«Σε είπε κυρία και μετά δεσποινίδα».
Το χέρι του έσφιξε το μπράτσο της. Η Αλεξ πρόσεξε τα σκούρα
δάχτυλά του πάνω στο άσπρο της δέρμα. Πήρε βαθιά ανάσα.
«Είμαι...» Πες ψέματα ότι είσαι παντρεμένη. Πες του οτιδήποτε. Και
πάρε δρόμο όσο είναι καιρός ακόμη. «Είμαι...» Η ματιά της συνάντησε
τη δική του. «Αν έλεγα κυρία, θα έφευγες;»
Της χαμογέλασε. Το χαμόγελο έκανε πιο αισθησιακά τα χείλη του και
πιο σκούρα τα μάτια του. Το στομάχι της σφίχτηκε.
«Όχι πριν με συστήσεις στον άντρα σου, για να δω με τα ίδια μου τα
μάτια ποιος ηλίθιος αφήνει μια γυναίκα σαν εσένα τόσο ανικανοποίητη
ώστε να κοιτάζει με τόση πείνα έναν άγνωστο».
Τα μάγουλά της κοκκίνισαν. «Κύριε Μπάρον...»
«Είσαι παντρεμένη ή δεν είσαι;»
«Διαζευγμένη. Κι αν νομίζεις ότι έδειχνα...»
«Δεν το νομίζω, γλύκα. Είμαι σίγουρος».
Ο Τράβις χάιδεψε το χέρι της μέχρι τον καρπό. Είχε σκεφτεί όλα όσα
θα της έλεγε καθώς προσπαθούσε να περάσει ανάμεσα από τον κόσμο
και να την πλησιάσει. Θα της έλεγε πόσο όμορφη ήταν. Τι είχε νιώσει
από την πρώτη ματιά που της έριξε. Αλλά από κοντά, νιώθοντας το
άρωμά της στα ρουθούνια του και το βελούδινο δέρμα της κάτω από τα
δάχτυλά του, κατάλαβε ξαφνικά πως όλα αυτά δεν ήταν απαραίτητα.
Είχαν πάρει και οι δύο φωτιά, δεν υπήρχε λόγος να παίζουν παιχνίδια.
«Με χρειάζεσαι», της είπε απαλά. «Κι εγώ σε χρειάζομαι. Και σου
υπόσχομαι να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας πριν τελειώσει αυτή η
νύχτα».
Τα λόγια του έπρεπε να τη σοκάρουν. Αντιθέτως, την ερέθισαν. Η
Αλεξ ένιωσε το κορμί της να γίνεται ρευστή φλόγα" τη φωνή του να
την τυλίγει μελωδικά, να μπαίνει στην ψυχή της. Κοίταξε τα σκούρα
πράσινα μάτια του και σκέφτηκε πως, ναι, θα μπορούσε να το κάνει
αυτό για μένα, θα μπορούσε...
Αλεξ, της ψιθύρισε αυστηρά μια φωνή, τι έχεις πάθει;
Τράβηξε ευγενικά το χέρι της από το δικό του.
«Είμαι σίγουρη ότι αυτά τα κόλπα είναι αποτελεσματικά στα μέρη σου,
κύριε Μπάρον».
Τα μάτια του στένεψαν. «Κόλπο νομίζεις ότι είναι;»
«Και πολύ ενδιαφέρον, πρέπει να παραδεχτώ». Η αριστοκρατική
καταγωγή της και τα τέσσερα χρόνια ως γυναίκα του Καρλ Στούαρτ τη
βοήθησαν να χαμογελάσει αγέρωχα. «Αλλά φοβάμαι ότι
παρερμήνευσες την κατάσταση».
«Λες ψέματα», της είπε ωμά.
Η Αλεξ γέλασε σχεδόν υστερικά. «Θα προσπαθήσω να μην το πάρω
σαν προσβολή, κύριε Μπάρον. Τέτοιου είδους σχόλια ίσως είναι
αποδεκτά στο δικό σου κόσμο».
«Είναι η δεύτερη φορά που κάνεις αυτή την αναφορά». Ο Τράβις
σταύρωσε τα χέρια. «Ποιο είναι το πρόβλημα εδώ; Με περνάς για
καουμπόι και οι κυρίες σαν εσένα δεν κοιμούνται με αγελαδάρηδες;»
Η Αλεξ κοκκίνισε. «Αν προσπαθείς να γίνεις αντιπαθητικός, κύριε
Μπάρον, σε διαβεβαιώνω ότι το πέτυχες».
«Είμαι απλώς ειλικρινής, κυρία Θορπ. Κάτι που εσύ δεν είσαι».
«Κύριε Μπάρον, λυπάμαι ειλικρινά αν έχεις παρεξηγήσει το σκοπό του
πλειστηριασμού. Είναι μια φιλανθρωπική εκδήλωση. Κι εγώ στηρίζω
πολλούς φιλανθρωπικούς οργανισμούς. Έδωσα ήδη στην πρόεδρο την
επιταγή μου. Και τώρα...» έκανε μικρή παύση «...χάρηκα πολύ για τη
γνωριμία».
Τα μάτια του στένεψαν. Αργότερα η Αλεξ το θυμήθηκε αυτό και
κατάλαβε ότι ήταν μια προειδοποίηση. Αλλά εκείνη τη στιγμή δεν
μπορούσε να σκεφτεί τίποτε άλλο παρά μόνο πώς θα δραπέτευε.
«Προσπαθείς να μου πεις ότι μου δίνεις τα παπούτσια στο χέρι, κυρία
Θορπ;»
Η φωνή του είχε γίνει πάλι απαλή, μακρόσυρτη. Αυτό εξηγούσε πολλά
πράγματα. Καουμπόη εργάτης σε ράντσο, κάπως έτσι.
Δεν είχε προφτάσει ν’ ακούσει τι ήταν, αλλά καλά το είχε καταλάβει
ότι δεν ήταν ντόπιος. Η επιτροπή του πλειστηριασμού τον είχε
προφανώς βρει από κάποιο γραφείο μοντέλων ή από το Σύλλογο
Ηθοποιών. Το Λος Αντζελες ήταν γεμάτο από άντρες που είχαν έρθει
εδώ με το όνειρο να γίνουν μεγάλα αστέρια.
Απ’ όπου κι αν ήταν, είχε συνηθίσει να το παίζει σκληρός. Θα τον
βοηθούσε αυτό να μπει στο εξώφυλλο του GQ. Και ίσως να τον
οδηγούσε σε πολλές κρεβατοκάμαρες του Λος Αντζελες, αλλά...
Όχι στη δική της.
Για τη συμπεριφορά της μέσα στην αίθουσα και τ’ αστροπελέκια που
είχαν πέσει ανάμεσά τους αιτία ήταν το γεγονός ότι είχε θυμηθεί πώς
την είχε ταπεινώσει ο Καρλ. Πως ακόμη και τώρα μπορούσε να την
ταπεινώνει και να την εξοργίζει. Να την πληγώνει.
Αυτό δεν είχε καμιά σχέση με τον Τράβις Μπάρον που ήταν
υπερβολικά ωραίος για το δικό του το καλό και υπερβολικά άγριος για
κείνη.
«Έχω δίκιο, κυρία Θορπ; Μου δίνεις τα παπούτσια στο χέρι;»
Η Άλεξ έγειρε το κεφάλι και τον κοίταξε με ευγενικό ενδιαφέρον. Ένας
καουμπόι με ευαισθησίες.
Πόσο γρήγορα άλλαζαν τα πράγματα.
Αυτή ήταν η δική της επικράτεια. Κρίμα που το κατάλαβε με το
δύσκολο τρόπο. Κρίμα που παραλίγο να το ξεχάσει. Ήταν η Αλεξ
Θορπ. Είχε αγοράσει έναν άντρα. Είχε σκεφτεί ότι θα τον έπαιρνε στο
κρεβάτι της. Για ποιο λόγο; Για ν’ αποδείξει κάτι σ’ έναν πρώην
σύζυγο για τον οποίο δεν έδινε δεκάρα; Δεν είχε ν’ αποδείξει τίποτα σε
κανέναν. Ειδικά στον εαυτό της.
Εντάξει, είχε σπεύσει στον πλειστηριασμό με μια διάθεση που ήταν
ηλίθια και ίσως κι επικίνδυνη. Και ναι, η προσφορά που είχε κάνει ήταν
μεγάλη ανοησία. Αλλά παραλίγο να κάνει κάτι ακόμη πιο ηλίθιο" να το
βάλει στα πόδια! Ο κόσμος θα μιλούσε για την υψηλή προσφορά της
αρκετές μέρες, ίσως κι εβδομάδες, μέχρι να βρουν άλλο θέμα. Ήθελε
να μιλάνε και για τον τρόπο που το ’χε σκάσει από το ξενοδοχείο;
Ήξερε τι έπρεπε να κάνει.
Να παίξει το παιχνίδι. Ψύχραιμα, πολιτισμένα. Με κάποιο χιούμορ. Να
δείξει ότι το είχε κάνει για να διασκεδάσει, επειδή ήθελε να το κάνει,
όχι για τίποτα προσωπικό.
Και όχι εξαιτίας αυτού που είχε νιώσει ξαφνικά -που είχε φανταστεί ότι
είχε νιώσει- όταν είχε καρφωθεί πάνω της η ματιά του Τράβις Μπάρον.
Η αίθουσα είχε αδειάσει. Ο κόσμος είχε σχηματίσει πηγαδάκια στο
διάδρομο και τους έριχναν κρυφές ματιές γεμάτες ενδιαφέρον.
Εντάξει, θα τους έδινε κάτι να παρακολουθήσουν, αλλά όχι να
θυμούνται.
Ανασήκωσε το βλέμμα της. Ο καουμπόι συνέχιζε να την κοιτάζει
επίμονα. Πέρα απ’ αυτό, όμως, δεν έβλεπε τίποτε άλλο. Αυτό την
ανησυχούσε, αλλά όχι πολύ. Η πλάστιγγα είχε γείρει. Τώρα είχε
εκείνα] το πάνω χέρι. Και αν υπήρχε ένα πράγμα που ήξερε πώς να το
κάνει, αυτό ήταν πώς να χρησιμοποιεί τη δύναμη.
«Δε σου δίνω τα παπούτσια στο χέρι, κύριε Μπάρον». Κοίταξε το
χρυσό και διαμαντένιο ρολόι της. «Έχω κάποια ραντεβού. Αλλά...»
«Ακύρωσέ τα».
Η Αλεξ γέλασε εύθυμα, σαν να είχε πει κάποιο αστείο. «Δεν μπορώ.
Αλλά αντιλαμβάνομαι τις υποχρεώσεις μου». Χαμογελώντας ακόμη,
έβαλε το χέρι της στο μπράτσο του. «Αν έχεις την καλοσύνη να με
οδηγήσεις στην αίθουσα όπου γίνεται
το πάρτι, θα σου παραχωρήσω ένα χορό».
«Θα μου παραχωρήσεις;» τη ρώτησε με απαλή φωνή.
Διέκρινε τον εκνευρισμό σ’ αυτά τα απλά λόγια κι ένιωσε τους μυς του
κάτω από τα δάχτυλά της να σφίγγονται. Αλλά τώρα τα πόδια της
πατούσαν σε στέρεο έδαφος. Είχε πάρει τον έλεγχο στα χέρια της.
«Ακριβώς. Ίσως επιτρέψω ακόμη και μια σύντομη συνέντευξη». Ο
ήχος της μουσικής έφτανε από μια κοντινή πόρτα, γι’ αυτό ύψωσε τη
φωνή της για ν’ ακούγεται. «Και μετά θα φύγω. Καταλαβαίνεις,
ελπίζω».
Ω, ναι, ο Τράβις καταλάβαινε. Η Παγερή Πριγκίπισσα του ζητούσε να
τη συνοδέψει στο πάρτι, αλλά μόνο για τους τύπους. Ήταν μια
εκμετάλλευση προνομίων και δύναμης. Πως μπορούσε να μην τ’
αναγνωρίσει κάποιος που τα ήξερε από παιδί; Εκείνη έλεγχε την
κατάσταση. Το έλεγε καθαρά το υπεροπτικό χαμόγελό της. Χωρίς να
περιμένει την απάντησή του, γύρισε και ακολούθησε τους ήχους της
μουσικής, σίγουρη ότι εκείνος θα πήγαινε πίσω της.
Ένας μυς συσπάστηκε στο σαγόνι του. Η Αλεξάνδρα Θορπ, η κυρία
της έπαυλης, τον αντιμετώπιζε σαν άξεστο καουμπόι.
Αυτό τον έκανε έξω φρενών, αλλά δε θα την άφηνε να το καταλάβει;
Όχι ακόμη.
Την ακολούθησε σαν να είχε αποδεχτεί το ρόλο που του είχε δώσει.
Τίποτε απ’ όσα είχαν συμβεί δεν του έκανε εντύπωση. Ήξερε ότι κάτι
παιζόταν μετά την εξωφρενική προσφορά της. Η έκφραση του ωραίου
προσώπου της έδειχνε πόθο και δυσπιστία ταυτόχρονα. Όταν εκείνη
πήγε να φύγει μετά την προσφορά της, αυτός ήθελε να την
ακολουθήσει, αλλά οι άλλοι εργένηδες είχαν ανέβει στη σκηνή για να
τον συγχαρούν και να τον πειράξουν.
Είχε προσπαθήσει, να τους ξεφύγει, αλλά όταν είδε την Μπάρμπαρα
Ρόουντς να σταματάει την Αλεξ, έμεινε για λίγο μαζί τους.
Όταν κατάφερε τελικά ν’ απελευθερωθεί, ένιωθε σαν ελατήριο.
Τότε τον είχε πλησιάσει η Πέγκι. «Δε σου το είπα, κούκλε; Δεν υπήρχε
κανένας λόγος ν’ ανησυχείς».
«Πώς τη λένε;» την είχε ρωτήσει και η Πέγκι προφανώς διέκρινε την
ένταση στη φωνή του, γιατί δεν τον πείραξε, ούτε γέλασε.
Του είχε πει μόνο ότι κι εκείνη είχε κάνει την ίδια ερώτηση.
«Αλεξάνδρα Θορπ».
«Παντρεμένη ή ελεύθερη;»
«Δεν ξέρω».
Την είχε ευχαριστήσει μ’ ένα νεύμα και είχε γυρίσει να φύγει, όταν η
Πέγκι τον άγγιξε στο μπράτσο.
«Κούκλε;»
«Ναι;» της είπε ανυπόμονα.
«Δεν κάνει για σένα».
«Ναι, ευχαριστώ για τη συμβουλή».
«Μιλάω σοβαρά. Θυμάσαι που την είπα Παγερή Πριγκίπισσα;»
Ο Τράβις την κοίταξε κατάματα. «Έκανες λάθος».
«Όχι. Το κορίτσι που μου είπε τ’ όνομά της λέει ότι έχει έναν
καταψύκτη στο σημείο που θα έπρεπε να βρίσκεται η καρδιά της».
Ο Τράβις είχε χαμογελάσει. «Δε μ’ ενδιαφέρει η καρδιά της», είχε πει
και μετά είχε στριμωχτεί μέσα στο πλήθος, αγνοώντας τα χτυπήματα
στην πλάτη και τα συγχαρητήρια από τον Πιτ Χάσκελ και τους
υπόλοιπους συνεργάτες του. Σπρώχνοντας όποιον έβρισκε μπροστά
του, είχε φτάσει στο διάδρομο και είχε δει την Αλεξάνδρα Θορπ.
Μιλούσε με την πρόεδρο. Του είχε γυρισμένη την πλάτη, δίνοντάς του
την ευκαιρία να θαυμάσει τη θέα. Τα χρυσά μαλλιά που έπεφταν στους
ώμους της, την ίσια, λεπτή πλάτη, γυμνή μέχρι τη μέση. Τους
στρογγυλούς γλουτούς και τα ατέλειωτα πόδια με τις μαύρες κάλτσες
που κατέληγαν σ’ ένα ζευγάρι ψηλοτάκουνα παπούτσια.
Αναρωτιόταν τι θα έβρισκε κάτω από αυτό το κατ’ ευφημισμόν φόρεμα
όταν θα της το έβγαζε αργότερα απόψε. Ένα μαύρο δαντελένιο σουτιέν
με ασορτί ζαρτιέρες; Ένα μικροσκοπικό μεταξωτό σλιπάκι;
Ο Τράβις είχε νιώσει το κορμί του να ερεθίζεται.
Ή δε θα υπήρχε τίποτε άλλο κάτω από το φόρεμα εκτός από τις
ζαρτιέρες και τις σέξι κάλτσες;
Τα δάχτυλά του είχαν μουδιάσει από την επιθυμία να το ανακαλύψουν.
Είχε προχωρήσει προς το μέρος της και μετά είχε επιβραδύνει το βήμα
του.
Κάτι δεν πήγαινε καλά. Το έβλεπε στο πρόσωπο της προέδρου.
Χαμογελούσε, αλλά είχε μια έκφραση ανησυχίας στο πρόσωπο.
Πλησίασε και άκουσε αρκετά για να καταλάβει ότι είχε δίκιο.
«Μερικά λεπτά μόνο θα χρειαστούν», έλεγε. «Αν αφήσετε εσείς κι ο
εργένης σας τους ανθρώπους της τηλεόρασης να πάρουν μερικές
φωτογραφίες και μια σύντομη συνέντευξη, θα. ήταν μεγάλη διαφήμιση
για τη φιλανθρωπική εκδήλωση».
«Δεν είναι εργένης ‘μου’», είχε πει η Αλεξάνδρα Θορπ. «Δεν
καταλαβαίνετε, κυρία Ρόουντς. Δεν μπορώ να μείνω».
Ο Τράβις την είχε πλησιάσει και της είχε πει ότι και μπορούσε και θα
έμενε. Για κάποιο λόγο, η προφορά του Νότου είχε γίνει ακόμη πιο
ευδιάκριτη στη φωνή του. «Γλύκα», την είχε αποκαλέσει και του άρεσε
ο τρόπος που είχαν λάμψει τα μάτια της. Είχε χάσει την ισορροπία της,
κάποια πάλη γινόταν μέσα της... και μετά, ξαφνικά, είχαν αλλάξει όλα.
Ήταν σαν να έβλεπε μια γυναίκα να ρίχνει ένα πέπλο πάνω στο
πρόσωπό της. Ή μια μάσκα. Ναι, αυτό ήταν. Η Αλεξάνδρα Θορπ είχε
κρυφτεί πίσω από μια μάσκα και δεν ήταν η πρώτη φορά που
συνέβαινε αυτό απόψε. Ο πόθος είχε δώσει τη θέση του στη δυσπιστία.
Τώρα τον κάλυπτε παίζοντας την κυρία της έπαυλης.
Το ένστικτο και η οργή τον έσπρωχναν να την πάρει στην αγκαλιά του
και να σβήσει το υπεροπτικό χαμόγελο από το πρόσωπό της. Ήξερε ότι
μπορούσε να την κάνει όχι μόνο να τον θέλει πάλι, αλλά να τον ικετεύει
για την απελευθέρωση που μόνο εκείνος μπορούσε να την οδηγήσει
όταν θα την έσφιγγε πάνω του.
Η λογική -η λίγη που του είχε απομείνει μετά την έξαρση στην οποία
βρίσκονταν οι ορμές του- τον προειδοποιούσε ότι αυτό θα ήταν λάθος.
Έπρεπε να παίξει το παιχνίδι και να δει πού πίστευε η Αλεξάνδρα Θορπ
ότι θα κατέληγαν.
Ένα ευγενικό χειροκρότημα ακούστηκε καθώς τον οδηγούσε στο
κέντρο της πίστας. Η ορχήστρα σταμάτησε και η πρόεδρος πήρε το
μικρόφωνο.
«Κυρίες και κύριοι, με χαρά σάς παρουσιάζω την κυρία Αλεξάνδρα
Θορπ και το βραβείο της!»
Ακούστηκαν γέλια και χειροκροτήματα. Η Αλεξ χαμογέλασε και
γύρισε στον Τράβις, αλλά το χαμόγελο έσβησε από το πρόσωπό της
όταν πρόσεξε τον τρόπο που την κοίταζε. Η ορχήστρα άρχισε να παίζει.
Η μουσική ήταν ρομαντική. Ο Τράβις την τράβηξε μέσα στην αγκαλιά
του.
«Είσαι καλή χορεύτρια, κυρία Θορπ;» τη ρώτησε απαλά. «Ξέρεις ν’
αφήνεις το κορμί σου ελεύθερο ν’ ακολουθεί το ρυθμό της μουσικής;»
«Είμαι πολύ καλή χορεύτρια. Αλλά δε μου αρέσει να με κρατάνε τόσο
σφιχτά».
Ο Τράβις χαμογέλασε και την έσφιξε πιο πολύ. «Δεν είσαι άνετη.
Μήπως αυτό συμβαίνει...» έκανε μεγάλη παύση «...επειδή δε χορεύεις
αρκετά τελευταία;»
Η Αλεξ κοκκίνισε. «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς».
«Ίσως δεν είχες τον κατάλληλο άντρα. Για να χορεύεις, εννοώ».
Το κοκκίνισμά της έγινε πιο βαθύ. Η υπεροπτική έκφραση έσβησε από
το πρόσωπό της.
«Θα μπορούσα να σε οδηγήσω σε βήματα που μόνο στο όνειρό σου
έχεις δει, κυρία Θορπ. Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να
παραδεχτείς ότι με θέλεις για δάσκαλό σου».
«Αρκετά!»
Η Αλεξ δοκίμασε να τραβηχτεί, αλλά το χέρι του τη συγκράτησε.
«Γιατί πλήρωσες είκοσι χιλιάδες δολάρια για μένα, γλύκα;»
Χαμογέλασε μέσα από τα δόντια του. «Το πρόσωπό σου είναι ανοιχτό
βιβλίο. Διχάζεσαι ανάμεσα στην επιθυμία να μου δώσεις γροθιά στα
δόντια και να το βάλεις στα πόδια σαν τρομαγμένος λαγός».
«Δεν το βάζω ποτέ στα πόδια». Η φωνή της ήταν οργισμένη. «Αλλά
στο πρώτο έχεις δίκιο».
«Όπως και να ’χει, μας παρακολουθούν πεντακόσιοι άνθρωποι.
Και μια τηλεοπτική κάμερα είναι στραμμένη πάνω μας. Θέλεις να
γίνουμε πρωτοσέλιδο;»
«Είσαι ένας απαίσιος άνθρωπος!»
«Είμαι ειλικρινής. Πλήρωσες πολλά λεφτά για μένα κι αυτό δεν είχε
καμιά σχέση με τα φιλανθρωπικά σου αισθήματα».
«Υπερτιμάς τη γοητεία σου».
«Τα πλήρωσες για να πας στο κρεβάτι μ’ έναν άντρα που θα σ’ έκανε
να νιώσεις κάτι. Και μετά δείλιασες».
Η Αλεξ σταμάτησε να κινείται. Το ίδιο και ο Τράβις. Τον κοίταξε και
τα μάτια της πέταξαν φλόγες. «Σε μισώ!»
Ο Τράβις γέλασε. «Μωρό μου, πού είναι τώρα η υπεροψία σου; Ξέρω
ότι ένας καουμπόι δε χρησιμοποιεί τέτοιες λέξεις, αλλά εγώ δεν είπα
ποτέ ότι είμαι καουμπόι. Εσύ έβγαλες αυτό το συμπέρασμα».
Η μουσική άλλαξε, τώρα έπαιζαν ένα βαλς. Ο Τράβις ακολούθησε το
ρυθμό. Η Αλεξάνδρα δεν είχε άλλη επιλογή από να τον μιμηθεί.
Έκανε τον κύκλο της αίθουσας κρατώντας τη στην αγκαλιά του όλο και
πιο γρήγορα, πιέζοντας το κορμί της πάνω στο δικό του.
Τα στήθη, τους μηρούς της... Θεέ μου, πόσο την ήθελε!
Η ζεστασιά της έκαιγε τη σάρκα του. Ναι, τα μάτια της πετούσαν
φλόγες μίσους, αλλά ο Τράβις ήξερε από γυναίκες κι από πόθο. Και
μπορούσε να διακρίνει κάτι παραπάνω από μίσος στο βλέμμα της.
«Τι είναι αυτό που φοβάσαι να παραδεχτείς, Αλεξ;»
Η φωνή του ήταν βελούδινη. Της έκοβε την ανάσα. Πώς έγινε αυτό;
Πώς έχασε τον έλεγχο;
«Δε φοβάμαι τίποτα». Ακόμη και η ίδια άκουγε το τρέμουλο της φωνής
της.
«Τότε πες την αλήθεια», της είπε απότομα. «Παραδόξου ότι με θέλεις».
«Δε σε θέλω!»
Ο Τράβις γέλασε. «Ψεύτρα», είπε κι άρχισε να στροβιλίζεται όλο και
πιο γρήγορα μαζί της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Ήταν η πιο ακατάλληλη στιγμή να σκεφτεί τον Τζόνας, αλλά το έκανε.


«Τώρα λοιπόν νομίζεις ότι θα δίνεις αγώνες για την αλήθεια και τη
δικαιοσύνη», του είχε πει την ημέρα που ο Τράβις έγινε δεκτός στο
Δικηγορικό Σύλλογο. «Θα σου πω κάτι, νεαρέ μου. Η δικαιοσύνη είναι
μόνο για τους ισχυρούς και οι ψεύτες δε βλέπουν την αλήθεια παρά
μόνο αν τους την τρίψεις στη μούρη».
Για πρώτη φορά ο Τράβις σκέφτηκε ότι ίσως είχε δίκιο ο Τζόνας. Μια
μόνο λύση υπήρχε. Οδήγησε χορεύοντας την Αλεξάνδρα Θορπ σε μια
γωνιά, την έριξε με μια φιγούρα πάνω στο μπράτσο του και αναζήτησε
πεινασμένος τα χείλη της.
Άκουσε την αγανακτισμένη κραυγή της, ένιωσε την προσπάθειά της ν’
αντισταθεί... και μετά, μ’ ένα μικρό αναστεναγμό, άνοιξε τα χείλη της.
Μουρμούρισε τ’ όνομά της και την πήρε στην αγκαλιά του. Ένιωσε την
καρδιά της να καλπάζει πάνω στη δική του- τα λεπτά της χέρια ήταν
παγωμένα καθώς τα τύλιγε γύρω από το λαιμό του. Είχε τη γεύση του
μελιού, την ευωδιά της άνοιξης. Θεέ μου, πόσο την ήθελε! Πόσο τη
χρειαζόταν!
Ζητωκραυγές. Χειροκροτήματα. Ενθουσιασμένα γέλια.
Ο Τράβις τα άκουσε, αλλά δε νοιαζόταν. Εκείνη όμως νοιαζόταν.
Τράβηξε τα χείλη της από τα δικά του και τέντωσε τις παλάμες της
πάνω στο στέρνο του.
«Σταμάτα», του είπε κοφτά.
Της χάρισε ένα σέξι χαμόγελο που έλεγε ότι το φιλί ήταν μόνο η αρχή.
Και πώς να μην το βλέπει έτσι; σκέφτηκε η Αλεξ. Τον είχε φιλήσει
όπως δεν είχε φιλήσει ποτέ άντρα στη ζωή της, αλλά εκείνος δεν το
ήξερε αυτό. Τον είχε φιλήσει μπροστά σε τόσο κόσμο.
Της χαμογέλασε. «Αυτό το Σαββατοκύριακο θα μας μείνει αξέχαστο,
γλύκα».
Η φωνή του ήταν χαμηλή, τραχιά, γεμάτη υποσχέσεις. Την κρατούσε
ακόμη από τη μέση, ευτυχώς, γιατί ένιωθε αδύναμη. Ζαλισμένη.
Ένιωθε... ένιωθε...
«Άλεξ; Τράβις; Γυρίστε από δω, σας παρακαλώ».
Η Άλεξ γύρισε ενστικτωδώς. Η κάμερα τη στόχευε. Μια χαμογελαστή
ρεπόρτερ κράτησε το μικρόφωνο μπροστά στο πρόσωπό της. Πίστευε
πάντα ότι οι ρεπόρτερ ήταν αδίστακτα πλάσματα. Τώρα έβλεπε σαν
σωσίβιο το μικρόφωνο που κρατούσε η γυναίκα.
«Ναι», είπε με ζωηρή φωνή και ξέφυγε από την αγκαλιά του Τράβις.
«Πολύ ευχαρίστως».

***

Του φαινόταν ότι η συνέντευξη κρατούσε ώρες, παρ’ όλο που


καταλάβαινε ότι δε θα πρέπει να διαρκούσε περισσότερο από μερικά
λεπτά.
Δεν του άρεσαν οι ρεπόρτερ. Όταν μεγάλωνε στο Εσπάδα, πάντα
ξεφύτρωνε κάποιος εκεί που δε χρειαζόταν. Ο πατέρας του χαιρόταν να
γίνεται το επίκεντρο της προσοχής, αλλά ο Τράβις, τ’ αδέρφια του και η
ετεροθαλής αδερφή τους δεν το ευχαριστιούνταν καθόλου.
Απόψε ο Τράβις σχεδόν χαιρόταν τις ηλίθιες ερωτήσεις και τα ψεύτικα
χαμόγελα.
Η Αλεξάνδρα Θορπ έδινε τις περισσότερες απαντήσεις. Τους έκανε να
πιστέψουν ότι το φιλί τους ήταν προσχεδιασμένο.
Δεν τον πείραζε. Μακάρι να έβρισκε κάποιες έξυπνες απαντήσεις να
τους δίνει. Εκείνος δεν μπορούσε να σκεφτεί. Το μυαλό του είχε
σταματήσει να λειτουργεί από τη στιγμή που την είχε δει.
Του άρεσαν οι γυναίκες. Ο λεπτοκαμωμένος σκελετός τους, το απαλό
τους άρωμα. Ο τρόπος που χαμογελούσαν. Απολάμβανε τη συντροφιά
τους, τις συζητήσεις μαζί τους. Και το σεξ με μια γυναίκα ήταν
παράδεισος για έναν άντρα.
Αλλά δεν είχε κάνει ποτέ έρωτα μπροστά σε ακροατήριο.
Ποιον κορόιδευε; Δεν είχε σταματήσει μόνο να λειτουργεί το μυαλό
του. Ένα μέλος της ανατομίας του -το πιο αναξιόπιστο-του είχε
υπαγορεύσει να κάνει όσα έκανε στην Αλεξάνδρα Θορπ πάνω στην
πίστα του χορού. Το φιλί τους ήταν πιο ερωτικό απ’ όσα είχε μοιραστεί
ποτέ με μια γυναίκα στο κρεβάτι.
Και το ίδιο ήταν και για κείνη. Ήξερε τι σήμαινε αυτή η μικρή σέξι
κραυγή της. Καταλάβαινε από τον τρόπο που την ένιωθε ν’ αντιδρά
μέσα στην αγκαλιά του πως ήταν κι εκείνη τόσο έτοιμη όσο αυτός.
Ήξερε να ερμηνεύει το άγγιγμα της γλώσσας της, την ελαφριά πίεση
των δοντιών της...
«Κύριε Μπάρον;»
Ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Η ρεπόρτερ απευθυνόταν σ’ εκείνον,
κρατώντας μπροστά του το μικρόφωνο.
«Συγνώμη;» είπε. Εκείνη επανέλαβε την ερώτηση χαμογελώντας.
Της ανταπέδωσε το χαμόγελο. Ναι, διασκέδαζε πραγματικά απόψε.
Όχι, δεν είχε κανέναν εκνευρισμό. Γιατί να έχει εκνευρισμό, αφού όλα
αυτά γίνονταν για φιλανθρωπικούς σκοπούς;
Θα έμεναν όλοι ικανοποιημένοι από τη συνέντευξη στο γραφείο του.
Τώρα ήταν η σειρά της Αλεξάνδρας.
«Κι εσάς τι σας έφερε εδώ απόψε, κυρία Θορπ;»
Η Αλεξάνδρα δίστασε για μια στιγμή, αλλά μετά άρχισε να μιλάει για
την πίστη και την αφοσίωσή της στις φιλανθρωπίες. Ο Τράβις
προσποιούταν ότι άκουγε και χαμογελούσε σαν ηλίθιος. Αν δεν έλεγε
ψέματα η Αλεξάνδρα, εκείνος θα έκοβε το κεφάλι του.
Αυτό που την είχε φέρει εδώ απόψε δεν είχε καμιά σχέση με
φιλανθρωπίες. Είχε δει την έκφραση του προσώπου της, τη φλόγα στα
μάτια της. Κάτι την είχε σπρώξει να έρθει στον πλειστηριασμό και ο
Τράβις ήθελε να μάθει τι ήταν αυτό.
Αλλά το τι ήταν αυτό που την είχε κάνει ν’ αγοράσει εκείνον μπορούσε
να το μαντέψει.
Ηταν πόθος. Ένας πόθος τόσο άγριος που εκείνος είχε νιώσει την
ορμή του πάνω στη σκηνή. Ο ίδιος πόθος που την είχε κάνει να λιώσει
μέσα στην αγκαλιά του μερικά λεπτά πριν, όταν την είχε φιλήσει.
Πρώτα ένα πάγωμα του κορμιού της και μετά ένα ρίγος που την είχε
ζωντανέψει. Τα στήθη της, πιεσμένα πάνω στο στέρνο του. Τα χείλη
της, που μισάνοιγαν για να τον αφήσουν να μπει μέσα στο στόμα της.
Μια χαμηλή κραυγή εγκατάλειψης...
Ήξερε ότι δε θα το ξεχνούσε ποτέ. Δεν υπήρχε λόγος να προσποιείται
ότι δεν είχε μεγάλο παρελθόν με τις γυναίκες.
Παρ’ όλα αυτά, το καταπληκτικό φιλί τους ήταν διαφορετικό απ’ όλα
τ’ άλλα.
Έριξε το βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο. Τι στην ευχή έκανε; Σε
λίγο η κάμερα και ο κόσμος θ’ αντίκριζαν ένα θέαμα που δε θα τον
άφηναν να το ξεχάσει ποτέ. Ήταν καιρός να συνεχίσει αυτό το
παράξενο παιχνίδι σ’ έναν πιο ιδιωτικό χώρο, όπου η επόμενη σκηνή
θα μπορούσε να εκτυλιχτεί χωρίς ακροατήριο.
Πέρασε το χέρι του γύρω από τη μέση της Αλεξάνδρας. «Εντάξει,
κυρίες και κύριοι, αρκετά», είπε.
Οι δημοσιογράφοι διαμαρτυρήθηκαν. Ένας απ’ αυτούς άρχισε να
ρωτάει κάτι, αλλά ο Τράβις συνέχισε να χαμογελάει. Και να μιλάει.
«Δε νομίζετε ότι έχουμε δικαίωμα να μείνουμε και λίγο μόνοι;» «Έχετε
ολόκληρο Σαββατοκύριακο», είπε ένας απ’ αυτούς και γέλασαν όλοι.
«Πρέπει να κάνουμε τα σχέδιά μας», απάντησε ο Τράβις. Κοίταξε την
Αλεξ. «Σωστά, κυρία Θορπ;»
«Πολύ σωστά, κύριε Μπάρον», απάντησε εκείνη, ρίχνοντάς του στα
κρυφά μια άγρια ματιά.
«Ω, πόσο μ’ αρέσουν οι τυπικότητες», είπε μια ρεπόρτερ. «Κύριε...
κυρία... Πολύ γοητευτικό!»
Ο Τράβις γέλασε κι άρχισε να τραβάει την Αλεξ μακριά από την
πίστα. «Τι να κάνουμε, η κυρία Θορπ είναι της παλιάς σχολής», είπε.
Σαν να πήρε σήμα, η ορχήστρα άρχισε να παίζει ένα βαλς. Ο κόσμος
ανέβηκε στην πίστα.
Ο Τράβις δεν έχασε καθόλου χρόνο. Άφησε τη μέση της Αλεξάνδρας,
άρπαξε το χέρι της και βγήκε τρέχοντας από την πόρτα. Εκείνη
προσπάθησε ν’ απελευθερωθεί καθώς διέσχιζαν το διάδρομο, αλλά τα
δάχτυλά του έσφιξαν πιο πολύ τα δικά της.
«Προχώρα», είπε και την οδήγησε έξω από την κεντρική πόρτα.
Προσπέρασαν τον πορτιέρη και κατέβηκαν τα φαρδιά μαρμάρινα
σκαλιά. Όποιος τους έβλεπε θα πίστευε ότι ήταν μια ρομαντική
απόδραση. Παραλίγο να-το πιστέψει κι ο ίδιος, μέχρι που έφτασαν στο
δρόμο και η Αλεξ τράβηξε απότομα το χέρι της από το δικό του,
γυρίζοντας οργισμένη προς το μέρος του.
«Τι νομίζεις ότι κάνεις;» τον ρώτησε θυμωμένη.
«Χαλάρωσε, γλύκα».
Η Αλεξάνδρα χτύπησε δυνατά το παπούτσι της κάτω. «Σε παρακαλώ,
μη με ξαναπείς ‘γλύκα’!»
«Το αμάξι μου είναι παρκαρισμένο πιο πάνω».
«Τι με νοιάζει πού είναι παρκαρισμένο το αμάξι σου;» Η Αλεξ τίναξε
πίσω το κεφάλι. «Άκουσέ με προσεκτικά, κύριε Μπάρον. Είσαι,
αναμφισβήτητα, ο πιο απαίσιος άντρας που...»
Ο Τράβις την άρπαξε από τον καρπό και την τράβηξε βιαστικά στην
πόρτα ενός σπιτιού.
«Δε σκέφτεσαι ποτέ πριν κάνεις μια σκηνή, κυρία μου; Ή σου αρέσει
να τραβάς πάνω σου τους προβολείς;»
«Αποφεύγω πάντα τη δημοσιότητα».
«Με πολύ παράξενο τρόπο το δείχνεις». Έκανε ένα νεύμα προς την
κεντρική είσοδο του Πάρανταϊς. «Πώς είσαι τόσο σίγουρη ότι δε μας
ακολούθησαν αυτή η ηλίθια ρεπόρτερ κι ο καμέραμαν που έχει μαζί
της;»
Είδε το πρόσωπό της να χλομιάζει, παρ’ όλο που ήταν μισοσκότεινα.
«Μας ακολούθησαν;»
Ο Τράβις έριξε μια ματιά. «Όχι», είπε. «Αλλά δεν το σκέφτηκες πριν
αρχίσεις να μου τα ψέλνεις. Πρέπει να σκέφτεσαι τις συνέπειες των
πράξεων σου».
«Εγώ να σκέφτομαι τις συνέπειες!» Η Άλεξ τίναξε πίσω το κεφάλι της.
«Αυτό κι αν είναι αστείο, κύριε Μπάρον! Όταν μάλιστα το λέει
κάποιος σαν εσένα».
Ο Τράβις σταύρωσε τα χέρια του. «Δεν είμαι εγώ αυτός που μας έβαλε
σε μπελάδες».
Και τώρα που το σκεφτόταν, ήταν μπελάδες. Είχε γελοιοποιηθεί,
βγαίνοντας στη σκηνή. Και μετά η κυρία Θορπ τον είχε κάνει ρεζίλι,
παίρνοντας δρόμο. Και πριν από λίγο... την είχε φιλήσει μπροστά σε
τόσο κόσμο μ’ έναν τρόπο που δε θα ξεχνούσε ποτέ.
«Εγώ είμαι το αθώο θύμα σ’ αυτή την υπόθεση, κύριέ μου!»
«Ε, γλύκα. Μην το παίζεις Παγερή Πριγκίπισσα σ’ εμένα».
«Κουφός είσαι, κύριε Μπάρον; Σου είπα να μη με λες ‘γλύκα’».
«Συγνώμη, κυρία Θορπ!» Τα χείλη του σφίχτηκαν και το πρόσωπό του
πλησίασε το δικό της. Η Άλεξ έκανε ένα βήμα πίσω. «Το
‘Πριγκίπισσα’ σου πάει», της είπε. «Αυτή η μικρή κυρία δεν ήξερε
πόσο δίκιο είχε!»
«Ποια μικρή κυρία;»
«Ξέχνα το καλύτερα». Ένας μυς συσπάστηκε στο μάγουλό του.
«Σημασία έχει ότι βαρέθηκα να είμαι ο κακός σ’ αυτή την υπόθεση».
«Θέλεις να πεις ότι είμαι εγώ;»
«Εσύ με αγόρασες, το ξέχασες;»
Το πρόσωπό της φούντωσε. «Μου επιτρέπεις να φρεσκάρω τη μνήμη
σου, κύριε Μπάρον; Ήταν μια δημοπρασία εργένηδων. Σκοπός της
εκδήλωσης ήταν να κάνουν προσφορές οι γυναίκες».
«Αχά!»
«Τι σημαίνει αυτό;»
«Αυτό σημαίνει ότι δε χρειαζόταν να προσφέρεις ένα υπέρογκο ποσό
για μένα».
«Δεν είμαι υποχρεωμένη ν’ ακούω...»
Ο Τράβις την άρπαξε από τον ώμο καθώς προσπαθούσε να τον
προσπεράσει. «Και μετά», γρύλισε, «σαν να μην είχες ήδη τραβήξει
την προσοχή όλων πάνω μας...» «Εγώ τράβηξα την προσοχή;» Η Αλεξ
έριξε πίσω το κεφάλι και γέλασε. «Ω, είσαι απολαυστικός, κύριε
Μπάρον. Δεν τριγύριζα εγώ πάνω στη σκηνή σαν... στριπτιζέζ!»
Ένα χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του. Γύρισε το κορμί του,
καλύπτοντας την πόρτα του ξένου σπιτιού όπου είχαν σταματήσει. Το
μόνο που έβλεπε η Αλεξ ήταν οι φαρδιοί του ώμοι, το όμορφο
αρρενωπό πρόσωπό του και το σκοτάδι που τους τύλιγε.
Η καρδιά της έχασε ένα χτύπο.
Βρίσκονταν σ’ ένα δρόμο μιας μεγάλης πόλης, αλλά ξαφνικά ένιωσε
σαν να ήταν ο τελευταίος άντρας και η τελευταία γυναίκα πάνω στη Γη.
Έτσι ακριβώς είχε νιώσει και όταν τον είδε πάνω στη σκηνή. Και όταν
την είχε φιλήσει στην πίστα.
«Πόσους ακριβώς άντρες να κάνουν στριπτίζ έχεις δει στη ζωή σου,
κυρία Θορπ;» τη ρώτησε με απαλή φωνή.
«Κύριε Μπάρον». Η φωνή της ακούστηκε τσιριχτή. Καθάρισε το λαιμό
της. «Κύριε Μπάρον, σε παρακαλώ. Είναι καλύτερα να τελειώσουμε
αυτή τη βραδιά...» Η ανάσα της πιάστηκε. Ο Τράβις τύλιξε μια
μπούκλα από τα μαλλιά της στα δάχτυλά του. Κατάπληκτη τον είδε να
τη φέρνει στη μύτη του. «Τι... τι κάνεις;»
«Μ ’ αρέσει το άρωμα των μαλλιών σου, Πριγκίπισσα. Τι είναι;
Όπιουμ; Τζόι;» «Είναι απλώς...» Εκείνος τη γύρισε και οι ώμοι της
χτύπησαν την κλειστή πόρτα πίσω της. «Δε θυμάμαι». Ήταν αλήθεια.
Δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά. Δική της ήταν αυτή η ξέπνοη φωνή;
Και έτρεμε πραγματικά; Έκλεισε τα μάτια κι αναστέναξε καθώς τα
χείλη του Τράβις άγγιζαν το λαιμό της. «Κύριε Μπάρον...»
«Νομίζω», της είπε βραχνά, «ότι είναι καιρός να μιλάμε με τα μικρά
μας ονόματα. Δε συμφωνείς, κυρία Θορπ;»
« Κύριε Μπάρον...»
«Τράβις».
«Τράβις, σε παρακαλώ. Νομίζω...»
«Ναι... κι εγώ». Τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω από τη μέση της. Την
τράβηξε πάνω του. Η Αλεξ άπλωσε τα χέρια της για να τον σπρώξει.
Εκείνα, όμως, αρπάχτηκαν από τα πέτα του σμόκιν του. «Νομίζω ότι
είναι καιρός να σε φιλήσω πάλι, Πριγκίπισσα, αλλά χωρίς
ακροατήριο».
Τα χείλη του σφράγισαν τα δικά της.
«Όχι», είπε ψιθυριστά, «σε παρακαλώ...»
«Αφέσου ελεύθερη, Πριγκίπισσα». Τη φίλησε- απαλά, με σύντομα
φιλιά που έκαναν τα χείλη της να τρέμουν. «Αφέσου και κάνε αυτό που
θέλεις να κάνεις».
Το χέρι του ανέβηκε στο στήθος της. Το μεγάλο του δάχτυλο έπαιξε με
τη θηλή της κάτω από το μεταξωτό ύφασμα. Και για δεύτερη φορά
εκείνο το βράδυ -για δεύτερη φορά σ’ ολόκληρη τη ζωή της- η Άλεξ
έκανε κάτι που δεν είχε κάνει ποτέ.
Αφέθηκε ελεύθερη.
Έβγαλε μια πνιχτή κραυγή, τόσο άγρια και γοερή που έκανε το αίμα
του ν’ ανάψει. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του κι έσφιξε τη
λεκάνη της πάνω στη δική του.
Ο Τράβις αναστέναξε. Τη φίλησε λαίμαργα, η γλώσσα του αναζήτησε
τη βελούδινη γλύκα της δικής της. Τα χέρια του γλίστρησαν στη λεπτή
μέση της, στις απαλές καμπύλες των γοφών της, την ανασήκωσε και
την έσφιξε πιο πολύ πάνω στο ερεθισμένο του κορμί.
«Αλεξ», ψιθύρισε.
«Ναι», του είπε αναστενάζοντας, «ω, ναι».
Φίλησε τον ώμο της, δάγκωσε τη σάρκα της, έσκυψε το κεφάλι του πιο
χαμηλά και πήρε τη μια θηλή της μέσα στο στόμα του πάνω από το
μεταξωτό ύφασμα» Τα χέρια του χάιδεψαν τους μηρούς της. Φορούσε
αυτό ακριβώς που ονειρευόταν: μόνο τις σέξι κάλτσες, ένα μικρό
κομμάτι δαντέλα και τίποτε άλλο. Είπε κάτι που εκείνη δεν κατάλαβε,
πέρασε το χέρι του κάτω από τη δαντέλα κι άρχισε να τη χαϊδεύει. Η
ζεστασιά της έκανε τον πόθο του να φουντώνει. Οι μικροί
αναστεναγμοί της τον άναβαν. Κι όταν φίλησε το λαιμό του και βύθισε
τα δόντια της στη σάρκα του, ο Τράβις κατάλαβε ότι τη χρειαζόταν
περισσότερο κι από την αναπνοή του.
Πήρε το χέρι της και το οδήγησε στον ερεθισμένο του ανδρισμό. Τα
δάχτυλά της τον χάιδεψαν κι ένιωσε το αίμα να συγκεντρώνεται στα
λαγόνια του.
«Αλεξ», είπε τραχιά.
«Σε παρακαλώ», του ψιθύρισε, «σε παρακαλώ...»
Ήξερε ότι μπορούσε να την κάνει δική του αμέσως- εδώ, μπροστά στην
πόρτα του ξένου σπιτιού. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να κατέβασα
το φερμουάρ του, να σκίσει τη μικρή δαντέλα και να μπει βαθιά στο
κορμί της...
Κάποιος γέλασε. Η Αλεξ το άκουσε και πάγωσε. Το ίδιο κι ο Τράβις.
«Ω, Θεέ μου», την άκουσε να ψιθυρίζει.
Την αγκάλιασε. Έτρεμε. «Ήρεμα», της είπε απαλά.
Το γέλιο ξανακούστηκε, καλόκαρδο και μακρινό. Ο Τράβις κατάλαβε
ότι δεν είχε καμιά σχέση μ’ εκείνους. Ερχόταν από το δρόμο, αν και
πλησίαζε. Και τότε το θολό του μυαλό καθάρισε και συνειδητοποίησε
ότι στεκόταν μπροστά σε μια πόρτα, με μια γυναίκα που είχε
συναντήσει πριν από δυο ώρες περίπου- αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν
στο δρόμο, πεζοί στα πεζοδρόμια κι εκείνος... ετοιμαζόταν να...
Το ίδιο σκεφτόταν προφανώς και η Αλεξ. «Άφησέ με», ψιθύρισε
έντρομη και άρχισε να τραβιέται από την αγκαλιά του.
Ο Τράβις την έσφιξε πιο πολύ.
«Πανάθεμά σε, άσε με...»
«Μείνε ακίνητη!»
Ήταν εντολή. Και πολύ λογική. Έρχονταν κάποιοι, η Αλεξ τους
άκουγε. Αν ήταν τυχεροί, αν έμεναν εντελώς ακίνητοι, αυτοί που
πλησίαζαν θα προσπερνούσαν χωρίς να τους προσέξουν. Κοκάλωσε
μέσα στην αγκαλιά του και προσπάθησε να μη σκέφτεται τι της έκανε
πριν από λίγο αυτός ο άγνωστος. Τι τον είχε αφήσει εκείνη να της
κάνει!
Και για ποιο λόγο; Για ν’ αποδείξει στον Καρλ ότι έκανε λάθος. Ότι δεν
ήταν... μια ψυχρή πλούσια σκύλα;
Το στομάχι της βούλιαξε. Έκλεισε τα μάτια. Εντάξει, το είχε αποδείξει
με τον πιο εξευτελιστικό τρόπο. Το απέδειξε στον εαυτό της και σ’
αυτό τον άγνωστο άντρα, που δεν την είχε ερεθίσει, αλλά απλώς είχε
συμβεί να βρίσκεται την κατάλληλη στιγμή στο κατάλληλο μέρος όταν
εκείνη ένιωθε την ανάγκη να προσποιηθεί ότι ένιωθε πόθο...
Τα βήματα και οι φωνές τούς προσπέρασαν. Η Αλεξ έτρεμε.
«Εντάξει είμαστε», ψιθύρισε ο Τράβις και την τράβηξε πάνω του.
Κι εκείνη τον άφησε να χαϊδέψει την πλάτη της μέχρι που ένιωσε
έτοιμη να σωριαστεί κάτω. Τον άφησε να περάσει τα δάχτυλά του μέσα
στα μαλλιά της, ν’ ακουμπήσει στο λαιμό τοι το πρόσωπό της. Πάνω
στο ζεστό του δέρμα που το είχε νιώσει πριν και ήθελε να το
ξανανιώσει. Πάνω στο γρήγορο σφυγμό που ήταν αντανάκλαση του
δικού της. Πάνω στο σκληρό, δυνατό κορμί που επιθυμούσε να
εξερευνήσει...
Ένας ήχος βγήκε από το λαιμό της Άλεξ και τραβήχτηκε από την
αγκαλιά του.
«Δεν αμφιβάλλω ότι οι γυναίκες με τις οποίες κάνεις συντροφιά θα
ευχαριστιούνται με... αυτό τον τρόπο, κύριε Μπάρον..,»
Ο Τράβις ανοιγόκλεισε τα μάτια. «Τι;»
«Την... πρωτόγονη προσέγγιση. Πρέπει να μένουν άφωνες εκεί στο
Λιτλ Ροκ. Ή στο Ντάλας. Ή από όπου είσαι».
Τα μάτια του στένεψαν καθώς είχε εστιάσει το βλέμμα στα παγωμένα
χαρακτηριστικά της. «Χαλάρωσε, μωρό μου. Δεν ξέρω
ποιο είναι το πρόβλημά σου, αλλά μην ξεσπάς σ’ εμένα».
«Μάλλον θα πέφτουν κάτω ξερές εκεί στα βοσκοτόπια. Αλλά εδώ είναι
Λος Αντζελες, κύριέ μου. Και θα σε παρακαλούσα να φύγεις από
μπροστά μου».
Τα χείλη του σφίχτηκαν. «Να φύγω από μπροστά σου;» είπε αργά.
«Χαίρομαι που δεν έχεις πρόβλημα ακοής, κύριε Μπάρον. Ναι. Φύγε
από μπροστά μου. Αμέσως».
Το βλέμμα του σκοτείνιασε. Ένιωσε το αίμα του να κυλάει καυτό
καθώς ένα πρωτόγονο ένστικτο τον κατέλαβε, ωθώντας τον να
πραγματοποιήσει αυτό που ήθελε να κάνει στην Αλεξ Θορπ, αυτό που
θα ήθελε κάθε άντρας να κάνει και να της δώσει ένα μάθημα που δε θα
ξεχνούσε ποτέ.
«Υπάρχει ένα όνομα για τις γυναίκες σαν εσένα», της είπε. «Και είμαι
σίγουρος ότι θα το έχεις ακούσει πολλές φορές».
Είδε το πρόσωπό της να γίνεται κάτασπρο και περίμενε το χαστούκι...
αλλά δεν έγινε τίποτα. Έμεινε εντελώς ακίνητη σαν μαρμάρινη κολόνα.
Μετά, προς μεγάλη του έκπληξη, χαμογέλασε.
«Πίστεψέ με», είπε απαλά, «με έχουν πει και με χειρότερο ονόματα».
Η φωνή της τρεμούλιασε στις τελευταίες λέξεις, αλλά συνέχισε να
χαμογελάει. Αυτό το γενναίο, θλιμμένο χαμόγελο τον διέλυσε.
Τον έκανε να εύχεται να μπορούσε να πάρει πίσω τα λόγια του. Αλλά
ήταν πολύ αργά. Η Αλεξ Θορπ τον είχε προσπεράσει κι είχε κατέβει
στο πεζοδρόμιο ακριβώς τη στιγμή που περνούσε ένα ταξί.
«Αλεξ», φώναξε ο Τράβις. «Πριγκίπισσα, περίμενε...»
Εκείνη μπήκε στο ταξί, η πόρτα έκλεισε με πάταγο και το όχημα
εξαφανίστηκε μέσα στη νύχτα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Ο Τράβις περπατούσε πάνω κάτω στο σπίτι του στο Μαλιμπού.


Ήταν θυμωμένος, ανήσυχος, απογοητευμένος.
Τι τον έκανε να πιστεύει ότι έπρεπε να ζητήσει συγνώμη από την
Αλεξάνδρα Θορπ; Εντάξει, της είχε πει κάτι άσχημο, αλλά της άξιζε.
Και γιατί είχε φερθεί σαν κόπανος; Πηδούσε σαν μαϊμού όλο το βράδυ,
στο ρυθμό που του έπαιζε εκείνη. Τον έκανε μια ν’ ανάβει και μια να
σβήνει...
«Για διακόπτη με πέρασε;» μουρμούρισε.
Άνοιξε τις γυάλινες συρόμενες πόρτες που οδηγούσαν από την
κρεβατοκάμαρά του στη βεράντα και κοίταξε τον Ειρηνικό Ωκεανό.
Όλη αυτή η υπόθεση ήταν γελοία. Ο πλειστηριασμός. Οι προσφορές. Η
συμπεριφορά της, η δική του...
Ξαναγύρισε, βλαστημώντας, στην κρεβατοκάμαρα. Έβγαλε τις μπότες
του, ξέσφιξε το παπιγιόν του, πέταξε το σμόκιν και όλα τα αξεσουάρ
του στο πάτωμα και τα κλότσησε σε μια γωνία, χτυπώντας το δάχτυλο
του ποδιού του σε μια άκρη του κρεβατιού.
«Στο διάβολο», ούρλιαζε και προχώρησε κουτσαίνοντας μέχρι τη
σιφονιέρα. Πήρε ένα σορτσάκι κι ένα φανελάκι και τα φόρεσε. Το
δάχτυλό του πονούσε, αλλά δεν τον ένοιαζε. Θα πήγαινε να τρέξει.
Όταν γύρισε, είχε λαχανιάσει κι ήταν λουσμένος στον ιδρώτα. Αλλά
ένιωθε καλύτερα. Πολύ καλύτερα.
«Αντίο, Παγερή Πριγκίπισσα», είπε καθώς πετούσε το σορτς και το
φανελάκι στα πλακάκια του μπάνιου κι έμπαινε στο ντους.
Συβαριτικό, είχε πει ο Σλέιντ την πρώτη φορά που το είδε και ίσως είχε
δίκιο. Ένας ψεκαστήρας από πάνω, δύο από τα πλάγια. Μαρμάρινο
πλαίσιο. Και αρκετός χώρος για δύο άτομα...
Για δύο. Για την Άλεξ κι εκείνον. Ο Τράβις έκλεισε τα μάτια και
φαντάστηκε πώς Θα ήταν να σαπουνίζει το όμορφο κορμί της. Να
χαϊδεύει τα γυμνά της στήθη. Να σκύβει το κεφάλι και να τα φιλάει, ν’
ακούει τους πνιχτούς αναστεναγμούς της καθώς θα τύλιγε τα χέρια της
γύρω από το λαιμό του και τα πόδια της γύρω από τους γοφούς του. Να
την κολλάει πάνα) στο γυάλινο τοίχο, ενώ το νερό θα έπεφτε σαν ζεστή
βροχή πάνω τους καθώς θα έμπαινε βαθιά μέσα της...
Αναστέναξε βαριά και άνοιξε μόνο το κρύο νερό.
Ντυμένος πάλι, αυτή τη φορά με τζιν και άσπρο φανελάκι, ξυπόλυτος,
μπήκε στην κουζίνα και πήρε μια κόκα κόλα από το ψυγείο. Ήταν
αργά. Ή νωρίς, ανάλογα με το πώς το έβλεπες. Από τις τζαμαρίες του
σπιτιού έβλεπε την αμμουδιά, ήσυχη κι έρημη τόσο νωρίς το πρωί.
Ένιωθε ακόμη εκνευρισμένος. Χρειαζόταν ένα τσιγάρο, αλλά το είχε
κόψει πριν από πέντε χρόνια. Χρειαζόταν μια παγωμένη μπίρα ή ένα
ποτήρι κρασί, αλλά δεν υπήρχε μπίρα στο ψυγείο και δεν είχε διάθεση
να δει αν είχε κρασί στο μπαρ του. Ήθελε να μιλήσει μ’ ένα από τ’
αδέρφια του, αλλά τι θα τους έλεγε; Ότι ήταν εκτός εαυτού και φερόταν
σαν έφηβος;
Χρειαζόταν μια γυναίκα που δε Θα τον τρέλαινε. Που θα του έλεγε με
ειλικρίνεια αν ήθελε να πάει μαζί του. Που θα τον βοηθούσε να βγάλει
την Αλεξ από το μυαλό του μια και καλή.
Πήρε την ατζέντα του και άρχισε να γυρίζει τις σελίδες. Είχε γνωρίσει
μια πολύ όμορφη μελαχρινή την περασμένη εβδομάδα και της είχε πει
ότι Θα της τηλεφωνούσε. Θα την ξάφνιαζε τέτοιά ώρα, αλλά θα την
καλούσε για πρωινό στην παραλία. Σαμπάνια, χαβιάρι και ομελέτα...
Ποιον κορόιδευε; Πέταξε την ατζέντα. Δεν ήθελε κάποιο
υποκατάστατο για την Παγερή Πριγκίπισσα. Ήθελε την ίδια.
Πού να ήταν τώρα; Δεν είχε τη διεύθυνση ούτε το τηλέφωνό της. Τι να
έκανε; Κοιμόταν και τον έβλεπε στον ύπνο της; Ή Θυμόταν κι εκείνη,
όπως ο Τράβις, και της ερχόταν τρέλα...
Το κουδούνι χτύπησε. Χάρηκε που τον έβγαλε από τις σκέψεις του.
Πήγε στην πόρτα, την άνοιξε και είδε ένα νεαρό με πράσινη στολή στη
βεράντα.
«Καλή σας μέρα, κύριε. Έχω να παραδώσω κάτι στον κύριο Τράβις
Μπάρον».
Υπέγραψε μια απόδειξη κι έδωσε πέντε δολάρια φιλοδώρημα.
«Ευχαριστώ».
Έκλεισε την πόρτα, έριξε μια απορημένη ματιά στο πακέτο κι έσκισε
το χαρτί. Ένας μικρός βελουτέ φάκελος, με το όνομά του γραμμένο
καλλιγραφικά, έπεσε στο δάπεδο.
Ο Τράβις έσκυψε και τον σήκωσε. Τον έφερε στη μύτη του, αλλά το
χαρτί δεν είχε κανένα άρωμα. Τι ήταν μέσα; Μια πρόσκληση; Ένα
ευχαριστήριο σημείωμα; Θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε από τα
δύο, αν η Άλεξ Θορπ...
Θεέ μου, είχε χάσει τα μυαλά του; Η Θορπ δε θα του έγραφε ποτέ ένα
σημείωμα. Ο μόνος φάκελος που θα του έστελνε μάλλον θα τον τίναζε
στον αέρα όταν τον άνοιγε.
Χαμογελώντας, άνοιξε το φάκελο κι έβγαλε μια κάρτα.
«Να πάρει ο διάολος», είπε ο Τράβις κι αναστέναξε.
Απαιτείται η παρουσία σας στον εορτασμό των ογδοηκοστών πέμπτων
γενεθλίων του κυρίου Τζόνας Μπάρον Σάββατο και Κυριακή, 14η και
15η Ιουνίου ράντσο Εσπάδα Μπράζος Σπρινγκς, Τέξας.
Παρακαλούμε απαντήστε το συντομότερο
Ήταν καλογραμμένο στο χέρι το μήνυμα, αλλά ήταν δυναμίτης. Και ο
αποστολέας το ήξερε. Γι’ αυτό είχε προσθέσει κάτι από κάτω.
Ναι, Τράβις, εσένα εννοεί!
Τα λόγια ακολουθούσε ένα κεφαλαίο Κ και μια ζωγραφισμένη μικρή
καρδιά.
Γέλασε. Η Κέιτλιν. Η ετεροθαλής μικρή του αδερφή ήτα'1 απίθανη.
Σκληρή όταν έπρεπε, τρυφερή όταν ήθελε. Και τώρα χρειαζόταν να
είναι σκληρή. Αυτή δεν ήταν πρόσκληση, ήταν εντολή. Μόνο αυτό του
έλειπε, σκέφτηκε μελαγχολικά.
Ο γέρος ογδόντα πέντε; Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Την τελευταία
φορά που είχε δει τον πατέρα του, ένα ή δυο χρόνια πριν, όταν τους είχε
πείσει η Κέιτι να πάνε στο ράντσο για την Ημέρα των Ευχαριστιών ή τα
Χριστούγεννα, ο Τζόνας δεν έδειχνε γέρος. Αλλά ήταν ογδόντα πέντε
χρόνια πάνω στη Γη.
Αλλά το πάρτι θα έπρεπε να γίνει χωρίς εκείνον. Δεν είχε καμιά
πρόθεση να πετάξει μέχρι το Τέξας στα μέσα Ιουνίου και να ανεχτεί
ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο την τσουχτερή γλώσσα του Τζόνας.
Ένα Σαββατοκύριακο με την Κέιτι, τον Σλέιντ και τον Γκέιτζ. Δυο
μέρες με αναμνήσεις από τα παλιά, ίσως και κολύμπι στο ποτάμι.
Σε στυλ Λος Λόμπος. Ο Τράβις χαμογέλασε. Αυτό πριν έρθει η Κέιτι.
Εκείνο τον καιρό οι αδερφοί Μπάρον κολυμπούσαν τσίτσιδοι κι έδιναν
μάχες με τα πελώρια κουνούπια που έκαναν επιδρομή από τις όχθες του
ποταμού.
Ένα Σαββατοκύριακο σαν αυτό μπορεί να του καθάριζε το μυαλό.
Πήρε το τηλέφωνο πριν αλλάξει γνώμη και πάτησε ένα κουμπί. Ο
Σλέιντ το σήκωσε στο πρώτο χτύπημα.
«Σλέιντ, φίλε μου. Πώς είσαι;»
Στη Βοστόνη ο Σλέιντ Μπάρον έβγαλε την ίδια πρόσκληση από το
πρώτο του συρτάρι και χαμογέλασε.
«Ήμουν μια χαρά μέχρι που μου χτύπησαν το κουδούνι σήμερα το
πρωί».
Ο Τράβις γέλασε. «Η μικρή μας Κέιτι υπολόγισε ακόμη και τη
διαφορά ώρας. Στοιχηματίζω ότι την ίδια βόμβα κοιτάζει και ο
Γκέιτζ αυτή τη στιγμή».
«Ναι. Θα σου τηλεφωνούσα έτσι κι αλλιώς. Ο πλειστηριασμός ήταν
χτες το βράδυ, σωστά;»
Ο Τράβις κατσούφιασε. «Και λοιπόν;»
«Θεέ μου, Τραβ, μη γίνεσαι τόσο μυγιάγγιχτος».
«Δεν είμαι μυγιάγγιχτος. Θέλω να μιλήσουμε για την πρόσκληση».
«Μίλησε όσο θέλεις. Εγώ δεν πάω. Πες μου πώς πήγε ο
πλειστηριασμός».
«Καλά. Με αγόρασε κάποια».
«Τυχερή. Έχει όνομα;»
«Αλεξάνδρα. Και μη ρωτήσεις τίποτε άλλο».
«Πόσα έπιασες; Ξεπέρασες τον τύπο από την άλλη νομική εταιρεία;
Ήταν όμορφη αυτή η Αλεξάνδρα;» «Έπιασα αρκετά, έκανα σκόνη τον
ανταγωνιστή μου και η γυναίκα ήταν καλή, αν σου αρέσει ο τύπος
της».
«Ω, Θεέ μου!»
«Τι θα πει αυτό;»
«Να, νομίζω ότι ο μεγάλος μου αδερφός το έριξε λίγο έξω».
«Να μη νομίζεις τίποτα», είπε ο Τράβις, για να μη συνεχίσει ο Σλέιντ
πάνω σ’ αυτό το θέμα.
«Λοιπόν, είναι μαζί σου τώρα;»
«Θα μπορούσες να πεις, ναι».
Δεν ήταν ψέμα. Η Πριγκίπισσα ήταν μέσα στο κεφάλι του. Τόσο
αληθινή όσο θα μπορούσε να είναι μια γυναίκα χωρίς να βρίσκεται
στην αγκαλιά σου.
«Τραβ, παλιοκάθαρμα, τι να σου πω».
Ο Τράβις αναστέναξε. «Σλέιντ, μπορείς να σκεφτείς κάτι άλλο;»
«Θέλεις οπωσδήποτε να μιλήσεις για το πάρτι, ε; Τι να πούμε; Εγώ δεν
πάω, σου το δήλωσα ήδη».
«Ο Τζόνας κλείνει τα ογδόντα πέντε. Είναι ορόσημο».
«Δε με νοιάζει τι είναι. Γιατί πρέπει να υποστούμε αυτή τη δοκιμασία;»
«Δε θα είναι τόσο άσχημα».
«Εσύ το λες αυτό».
«Θα υπάρχουν καμιά διακοσαριά καλεσμένοι. Ο γέρος δε θα έχει
χρόνο ν’ ασχοληθεί μ’ εμάς. Άλλωστε, δε θέλω ν’ απογοητεύσω την
Κέιτλιν».
«Τι έχεις πάθει, Τραβ; Σαν να θέλεις αυτό το ταξίδι».
Ο Τράβις έκλεισε τα μάτια. Αν του είχε μάθει κάτι η ζωή, αυτό ήταν ότι
δεν υπήρχαν πολλά πράγματα που μπορούσε να κρύψει ένας αδερφός
από τον άλλο.
«Δε θα με πείραζε μια αλλαγή περιβάλλοντος».
«Γυναίκα στη μέση», είπε ο Σλέιντ κι αναστέναξε.
«Ναι, μάλλον».
«Έπρεπε να το είχα καταλάβει».
«Εσύ; Με καμιά δύναμη», είπε ο Τράβις με βεβιασμένη ευθυμία. «Ο
Γκέιτζ κι εγώ ξέρουμε από γυναίκες, μόνο που ο Γκέιτζ δε μετράει,
αφού είναι ακόμη παντρεμένος».
«Προσπαθείς ν’ αλλάξεις θέμα, Τραβ».
Ο Τράβις γέλασε. «Ναι, πράγματι. Και πριν ρωτήσεις, πίστεψέ με, δε
θέλεις ν’ ακούσεις όλες τις φρικιαστικές λεπτομέρειες. Κοίτα, σχετικά
με το πάρτι...»
«Συγνώμη, αλλά δεν πάω. Δεν έχω χρόνο για να τρέχω στο Εσπάδα,
εντάξει;»
«Εντάξει, λοιπόν. Είσαι πολύ μεγάλος τώρα για να σε κλειδώσω στο
κελάρι». Τα δυο αδέρφια γέλασαν και μετά ο Τράβις καθάρισε το
λαιμό του. «Κάνε μου μια χάρη, περίμενε να βάλω στη γραμμή και τον
Γκέιτζ».
«Δυο εναντίον ενός δεν περνάει πια», είπε ο Σλέιντ και γέλασε.
«Ακόμη κι αν συμφωνήσει ο Γκέιτζ, δεν αλλάζω γνώμη».
«Καλά, πες του μόνο ένα γεια». Ο Τράβις πάτησε τον προσωπικό
αριθμό του άλλου αδερφού του.
Ο Γκέιτζ το σήκωσε αμέσως. «Μωρό μου», είπε βραχνά, «Νάταλι, σ'
αγαπώ τόσο...»
Ο Τράβις γέλασε. «Κι εγώ σ’ αγαπώ, ακριβέ μου», είπε με φάλτσα
γυναικεία φωνή, «αλλά ο άντρας μου έχει αρχίσει να μας
υποψιάζεται».
«Τράβις; Εσύ είσαι;»
«Κι εγώ», είπε ο Σλέιντ. «Τι γίνεσαι, αδερφέ;»
«Δεν το πιστεύω! Βρίσκεστε και οι δυο στην Καλιφόρνια; Ή στη
Βοστόνη, σ’ αυτή την έπαυλη που ο μικρός μου αδερφός αποκαλεί
σπίτι του;»
Ο Τράβις γέλασε. «Αυτή η τριπλή σύνδεση είναι ένα από τα θαύματα
της νέας τεχνολογίας».
«Ευχαριστώ, μωρό μου», είπε ο Σλέιντ, χαμογελώντας πονηρά στη
γραμματέα του που του άφηνε τον καφέ του.
«Μη με λες μωρό σου εμένα», είπε ο Τράβις ψευτοθυμωμένος, «μην
έρθω και σε σπάσω στο ξύλο όπως όταν ήμαστε μικροί».
«Ναι; Εσύ και ποιος άλλος;»
«Εγώ και ο Γκέιτζ». Ο Τράβις γέλασε. «Φυσικά θα πρέπει να περιμένω
ν’ ανέβει λίγο ο ήλιος για ν’ αρχίσει να λειτουργεί το μυαλό μου».
Τα τρία αδέρφια γέλασαν. Ο Τράβις χτύπησε τα μαξιλάρια πίσω του
και στηρίχτηκε. Ένιωθε ήδη καλύτερα. Οι αναμνήσεις, ακόμη και οι
άσχημες, ήταν το καλύτερο φάρμακο κι αυτό τον έκανε να θυμηθεί το
λόγο αυτής της τριπλής τηλεφωνικής σύνδεσης.
«Εντάξει, παιδιά», είπε. «Μακάρι να μπορούσαμε ν’ αποφύγουμε το
θέμα, αλλά πρέπει να επιστρέφουμε στην πραγματικότητα».
«Στην πρόσκληση», είπε ο Σλέιντ.
Ο Γκέιτζ αναστέναξε. «Πήρατε κι εσείς τις δικές σας;»
«Σήμερα πρωί πρωί, όπως και ο Τραβ».
«Η δική μου ήρθε στις έξι», είπε ο Τράβις.
«Ναι». Ο Σλέιντ γέλασε. «Και σε διέκοψε από κάτι ευχάριστο».
Ο Τράβις έκλεισε τα μάτια κι έτριψε το μέτωπό του. «Ω, ναι», είπε
απότομα και γέλασε νευρικά. «Δεν ξέρεις τι σημαίνει να σε ξυπνάνε με
μια πρόσκληση σαν αυτή όταν είσαι... αλλιώς απασχολημένος».
Ο Γκέιτζ και ο Σλέιντ γέλασαν. «Σκληρή που είναι η ζωή του»,
σχολίασε ο Σλέιντ.
«Περίμενα λίγη συμπόνια από σένα, μικρέ», είπε ο Τράβις. «Όχι από
τον Γκέιτζ, φυσικά. Απαρνήθηκε πριν από αρκετά χρόνια την
ελευθερία του». Η φωνή του έγινε απαλή. «Αλήθεια, πώς είναι το
κορίτσι μου; Της φέρεσαι καλά ή είναι έτοιμη να σε παρατήσει για
μένα;»
«Μια χαρά είναι».
Τα φρύδια του Τράβις ανασηκώθηκαν. Δεν του άρεσε ο τόνος της
φωνής του αδερφού του. «Σίγουρα;»
«Ναι», είπε ο Σλέιντ. «Δεν ακούγεσαι...»
«Παιδιά, εσείς μπορεί να έχετε όλη τη μέρα γι’ αστεία», είπε απότομα ο
Γκέιτζ, «αλλά εγώ έχω δουλειές».
«Ναι», είπε ο Σλέιντ μετά από μικρή σιωπή. «Κοίτα, ο Τραβ έθεσε ήδη
το θέμα. Τι θα κάνουμε με την εντολή του γέρου για τη φιέστα στα
μέσα του μήνα;»
«Θα την αγνοήσουμε», είπε ο Γκέιτζ. «Εγώ έχω...»
«Δουλειές», τον διέκοψε ο Τράβις. «Ναι, το ξέρω. Ούτε εγώ έχω καμιά
διάθεση να πάω στο Εσπάδα, αλλά ο Τζόνας έχει αρχίσει να νιώθει
θνητός».
«Ο πατέρας μας πιστεύει ότι θα περάσει τα εκατό. Κι εγώ δεν το
αποκλείω».
«Ναι, αλλά βλέπει τα αμέτρητα στρέμματα γης που αποκαλεί σπίτι του
και σκέφτεται προφανώς ότι είναι καιρός να κάνει σχέδια για το πώς θα
μοιράσει το βασίλειό του».
«Ουδόλως μ’ ενδιαφέρει πώς θα το μοιράσει», είπε ο Γκέιτζ. «Καλή
διασκέδαση, λοιπόν».
«Στάσου, φίλε». Η φωνή του Σλέιντ ακούστηκε αγανακτισμένη. «Εγώ
θα είμαι στη Βαλτιμόρη εκείνη την εβδομάδα».
«Ή στην Ανταρκτική ή οπουδήποτε αλλού προκειμένου ν’ αποφύγεις
αυτό το πανηγύρι», είπε ο Τράβις.
«Λάθος. Οχτώ εβδομάδες κάνω σχέδια για μια καινούρια τράπεζα και
δε θα...»
«Παράτα μας, Σλέιντ...» Ο Τράβις πήρε βαθιά ανάσα. «Συγνώμη,
μικρέ. Δεν έχω δικαίωμα να σε πιέζω».
«Ξέχνα το. Η αλήθεια είναι ότι έλεγα ψέματα. Δεν είναι εντελώς
απαραίτητο να πάω στη Βαλτιμόρη».
«Καταπληκτικό», είπε ο Γκέιτζ με σιγανή φωνή. «Τρεις μεγάλοι άντρες
να προσπαθούν με κάθε τρόπο ν’ αποφύγουν μια επίσκεψη στον τόπο
όπου μεγάλωσαν».
Μίλησαν και γέλασαν λίγο ακόμη. Μετά ο Τράβις καθάρισε το λαιμό
του.
«Για να πούμε την αλήθεια, τα ογδόντα πέντε είναι εντυπωσιακός
αριθμός».
«Το γέρο δεν τον εντυπωσίαζαν ποτέ τέτοιου είδους αριθμοί», είπε ο
Γκέιτζ με πικρία. «Τα δέκατα όγδοα γενέθλιά σου. Η αποφοίτηση του
Σλέιντ».
«Το πάρτι για την πέμπτη επέτειο του γάμου σου», πρόσθεσε ο Τράβις.
«Αλλά εμείς δεν είμαστε μικρόψυχοι, κύριοι, σωστά;»
Τα αδέρφια του άρχισαν να διαμαρτύρονται, αλλά ο Τράβις δεν
πτοήθηκε. «Είμαστε νέοι, εκείνος είναι γέρος. Αυτό είναι γεγονός». Η
φωνή του μαλάκωσε. «Πρέπει να σκεφτούμε και την Κέιτλιν».
«Ναι». Ο Σλέιντ αναστέναξε. «Δε θέλω να την απογοητεύσω».
«Ούτε εγώ. Αλλά δεν έχω περιθώρια επιλογής», μουρμούρισε ο Γκέιτζ.
«Ακριβώς», είπε ο Τράβις. «Δεν έχουμε περιθώρια επιλογής. Πρέπει να
πάμε».
«Αποκλείεται», ακούστηκαν δυο φωνές ταυτόχρονα.
«Ακούστε, δεν είμαστε πια παιδιά. Ο Τζόνας δεν μπορεί να μας σπάσει
τα νεύρα. Άλλωστε, δείτε και την καλή πλευρά.
Θα θυμηθούμε τα παλιά και θα δώσουμε μεγάλη χαρά στην Κέιτι. Δεν
αξίζει τον κόπο;»
Έγινε παρατεταμένη σιωπή. Μετά ο Σλέιντ είπε: «Εντάξει, είμαι
μέσα».
«Εγώ όχι», είπε ο Γκέιτζ. «Δεν έχω διαθέσιμο Σαββατοκύριακο».
«Γκέιτζ», είπε ο Τράβις, «άκου...»
«Όχι, εσύ ν’ ακούσεις! Έχω κάποιο θέμα πολύ λεπτής φύσης στα χέρια
μου. Το κατάλαβες ή θέλεις να βγάλω προκήρυξη; Να πάρει ο διάολος.
Συγνώμη, δεν ήθελα να ουρλιάξω. Αλλά δεν μπορώ να έρθω».
«Εντάξει», είπε ο Τράβις.
«Καταλάβαμε», πρόσθεσε ο Σλέιντ. «Λοιπόν...»
Επικράτησε σιωπή. «Λοιπόν», είπαν σε λίγο τρεις φωνές κι αφού
αποχαιρετίστηκαν, τα τρία αδέρφια έκλεισαν το τηλέφωνο. Ο Τράβις
περίμενε ένα δυο δευτερόλεπτα και μετά κάλεσε τον αριθμό του
Γκέιτζ.
«Άκου», είπε αμέσως όταν άκουσε τη φωνή του αδερφού του, «αν έχεις
κάποιο πρόβλημα...»
Ο Γκέιτζ τον διαβεβαίωσε ότι δεν είχε.
«Ναι, πάντως αν έχεις...»
«Θα σου τηλεφωνήσω».
Ο Τράβις έκλεισε το τηλέφωνο και περίμενε να χτυπήσει.
«Του ξανατηλεφώνησα», είπε ο Σλέιντ χωρίς να τον χαιρετήσει. «Ναι.
Κι εγώ».
«Κάτι συμβαίνει, Τραβ. Δεν έχω ξανακούσει τον Γκέιτζ τόσο
ανήσυχο».
«Ναι, αλλά ό,τι κι αν είναι, δε θέλει να το συζητήσει».
«Τραβ; Δεν πιστεύω να έχουν κάποιο πρόβλημα ο Γκέιτζ και η
Νάταλι;»
«Αποκλείεται. Έχουν τον τέλειο γάμο. Η Νάταλι είναι θαυμάσιος
άνθρωπος». Η φωνή του έπεσε. «Δεν είναι γυναίκα που κάνει καψώνια
σ’ έναν άντρα. Δεν παίζει παιχνίδια, δεν έχει μυστικά...»
«Αυτό κι αν είναι αλήθεια».
«Οι γυναίκες είναι απρόβλεπτες», συνέχισε ο Τράβις. «Τη μια
φουντώνουν, την άλλη γίνονται πάγος. Ένας άντρας δεν ξέρει ποτέ τι
να περιμένει».
«Πολύ σωστά», είπε ο Σλέιντ σκυθρωπός. «Ό,τι και να κάνεις, δεν
είναι αρκετό». Δίστασε. «Για την πρώην σου μιλάμε;»
«Όχι. Και πριν ρωτήσεις, δε θέλω να το συζητήσω».
«Ό,τι πεις εσύ, φίλε μου».
«Σλέιντ;» Η φωνή του Τράβις μαλάκωσε. «Χαίρομαι που θα τα πούμε
το Σαββατοκύριακο».
«Ναι», απάντησε ο Σλέιντ χωρίς μεγάλο ενθουσιασμό. «Κι εγώ».
Ο Τράβις έκλεισε το τηλέφωνο και βγήκε στη βεράντα. Ήταν μια
όμορφη μέρα. Ηλιόλουστη. Ένιωθε καλύτερα τώρα που είχε μιλήσει με
τ’ αδέρφια του. Και χαιρόταν που δεν είχε τηλεφωνήσει σε κάποια
γυναίκα. Δεν του άρεσε να τις χρησιμοποιεί. Έπαιρνε πάντα όσα έδινε.
Κρίμα που αυτό δεν μπορούσε να το πει κανείς και για την Αλεξάνδρα
Θορπ.
Η έκφρασή του σκλήρυνε. Αυτό έκανε η κυρία Θορπ για διασκέδαση;
Άφηνε έναν άντρα να ρίξει μια ματιά στον παράδεισο, τον προκαλούσε
μέχρι που έχανε τα μυαλά του και μετά τον άφηνε στα κρύα του
λουτρού;
Ήταν επικίνδυνο παιχνίδι αν τύχαινε να πέσει πάνω σε λάθος άντρα.
Αλλά μάλλον διάλεγε προσεκτικά τα θύματά της. Δεν τα ψώνιζε σε
μπαρ. Φλέρταρε με άντρες σαν εκείνον, επιτυχημένους, αξιόλογους.
Άντρες με τους οποίους μπορούσε να παίζει χωρίς να τους φοβάται.
Τα χείλη του σφίχτηκαν. Ένιωθε το στομάχι του να δένεται κόμπος από
την αγωνία. Χαλάρωσε, είπε στον εαυτό του. Ήρεμα...
Στο διάβολο! Λάθος θύμα είχε διαλέξει αυτή τη φορά η Παγερή
Πριγκίπισσα. Ξαναμπήκε στην κρεβατοκάμαρα κι έπιασε το
τηλέφωνο.
Δεν υπήρχε τ’ όνομά της στον τηλεφωνικό κατάλογο. Υπήρχε, όμως,
της Μπάρμπαρα Ρόουντς. Αν ξαφνιάστηκε με το τηλεφώνημά του τόσο
πρωί, δεν το έδειξε. Δεν μπόρεσε, όμως, να κρύψει την έκπληξή της
όταν της είπε τι ήθελε.
«Αυτό δεν επιτρέπεται, κύριε Μπάρον», του είπε.
«Φυσικά όχι. Και δεν έπρεπε να το ζητάω. Η κυρία Θορπ μου έδωσε τη
διεύθυνση και το τηλέφωνό της σ’ ένα κομμάτι χαρτί, αλλά δεν ξέρω
πώς κατάφερα να το χάσω». Χαμήλωσε την ένταση της φωνής του. «Δε
θέλω να το καταλάβει».
Μερικά λεπτά αργότερα ο Τράβις βρισκόταν στην Πόρσε του και
κατευθυνόταν προς τα φαράγγια πάνω από το Αος Αντζελες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Πάνω από το Ιγκλ Κάνιον, σ’ ένα σπίτι που είχε χτίσει ο παππούς της
και στο οποίο κυριαρχούσαν πρώτα ο πατέρας και μετά ο άντρας της, η
Αλεξάνδρα Θορπ έπαιρνε πρωινό στον κήπο της.
Πρώτη φορά γινόταν αυτό και η Άλεξ το απολάμβανε, νιώθοντας
σχεδόν μια ένοχη ευχαρίστηση.
Είχε κοιμηθεί πολύ άσχημα. Στριφογύριζε όλη τη νύχτα και
ονειρευόταν, παρ’ όλο που δε θυμόταν τι είχε ονειρευτεί.
Είχε ξυπνήσει γύρω στις πεντέμισι και η καρδιά της χτυπούσε σαν
τρελή.
Και επειδή ήταν πολύ πρωί, είχε κατέβει την περίτεχνη σκάλα του
σπιτιού με το νυχτικό της και μετά, ξυπόλυτη, είχε διασχίσει το
πελώριο χολ και είχε μπει στην κουζίνα.
Το μεγάλο δωμάτιο ήταν σιωπηλό. Ούτε η Λουίζα δε σηκωνόταν τόσο
πρωί. Είχε πάρει χυμό πορτοκαλιού από το ψυγείο, αλλά όταν είδε το
κουτί με τον καφέ κατάλαβε ότι αυτό χρειαζόταν. Δίσταζε όμως. Η
κουζίνα ήταν η επικράτεια του υπηρετικού προσωπικού της. Δηλαδή
της Λουίζα, αφού τώρα που ο πατέρας της είχε πεθάνει και ο Καρλ είχε
φύγει, η Αλεξ είχε διώξει την καμαριέρα, τον μπάτλερ και το σοφέρ.
Ήταν άγραφος κανόνας να μην μπαίνουν οι Θορπ και οι Στούαρτ στην
κουζίνα.
Κοίταξε το κουτί με τον καφέ. Άπλωσε διατακτικά το χέρι και το πήρε.
«Καφές είναι, Αλεξ», μάλωσε τον εαυτό της.
Διάβασε με μεγάλη προσοχή τις οδηγίες κι έψαξε για τα φίλτρα. Λίγο
αργότερα ο καφές έσταζε μέσα στη γυάλινη κανάτα της καφετιέρας.
Κι αφού παραβιάσαμε τον πρώτο κανόνα, σκέφτηκε σχεδόν
σκανταλιάρικα, γιατί όχι και τον δεύτερο; Δεν υπήρχε λόγος να πάει
επάνω να ντυθεί. Η Λουίζα ήταν ακόμη στο δωμάτιό της. Ήταν μόνη
και σίγουρα δε θα ήταν η πρώτη γυναίκα στον κόσμο που θα έτρωγε
πρωινό με το νυχτικό της.
Αυτή η ανόητη σκέψη την έκανε να γελάσει. Χαμογελώντας ακόμη,
μπήκε στην τραπεζαρία κι αντίκρισε το πελώριο μαύρο τραπέζι από
ξύλο καρυδιάς.
«Στο διάολο οι κανόνες», είπε δυνατά και γύρισε στην κουζίνα.
Έφτιαξε τοστ, γέμισε με χυμό ένα ποτήρι, έβαλε ένα φλιτζάνι και την
καφετιέρα πάνω σ’ ένα δίσκο και τον έβγαλε στην πλακόστρωτη
βεράντα, σ’ ένα από τα γυάλινα τραπέζια που ήταν μόνο για κοκτέιλ
και καναπεδάκια. Ο πατέρας της πίστευε ότι το να τρως στη βεράντα
ήταν μικροαστική συνήθεια.
Ο άντρας της το έβρισκε άβολο. Και η Αλεξ δεν ήθελε να σκέφτεται τι
θα έλεγαν και οι δυο αν την έβλεπαν να κάθεται εδώ, με το νυχτικό,
στις έξι το πρωί και να τρώει ένα πρωινό που είχε φτιάξει η ίδια.
Ο χυμός πορτοκαλιού δεν της είχε φανεί ποτέ τόσο γλυκός, το τοστ
τόσο τραγανιστό. Και ο καφές, όταν ήπιε μια μεγάλη γουλιά, ήταν
απολαυστικός.
Έπιασε το φλιτζάνι και με τα δυο της χέρια, αφήνοντας τη ζεστασιά του
να διοχετευτεί στο αίμα της και χαμογέλασε.
Ήταν ανόητο να νιώθει τόση χαρά με τέτοια μικροπράγματα, αλλά
ήταν σαν να έκανε το πρώτο βήμα προς την ανεξαρτησία της.
Το χαμόγελό της έσβησε.
Δεν έπρεπε να σκέφτεται τη χτεσινή βραδιά. Αυτό που παραλίγο να
κάνει μ’ έναν άγνωστο στο δρόμο δεν είχε σημασία.
Σημασία είχε ότι υπερίσχυσε η λογική. Έτσι δεν ήταν τα πράγματα;
«Καλημέρα, σενιόρα».
Καφές πετάχτηκε από το φλιτζάνι της Αλεξ. «Λουίζα», είπε μ’ ένα
βεβιασμένο χαμόγελο. «Ελπίζω να μη σε πειράζει που έκανα εισβολή
στην κουζίνα σου».
Την πείραζε. Η Αλεξ το είδε στην έκφραση του προσώπου της πριν
προφτάσει να το κρύψει μ’ ένα ευγενικό χαμόγελο.
«Όχι βέβαια, σενιόρα Στούαρτ. Αλλά αν πεινούσε η σενιόρα, έπρεπε να
με ξυπνήσει».
«Δε χρειαζόταν. Και, Λουίζα, σου το έχω ξαναπεί, σταμάτα να με λες
έτσι».
«Σενιόρα;»
«Είμαι η κυρία Θορπ, Λουίζα. Ή η κυρία Αλεξ. Ή σκέτο Αλεξ, αν σου
αρέσει. Αλλά δεν είμαι η ‘σενιόρα Στούαρτ’».
«Ω, φυσικά». Η Λουίζα κοκκίνισε. «Αλλά έτσι προτιμούσε ο πατέρας
σας να σας λέω. Και ο άντρας... ο κύριος Καρλ».
«Εγώ δεν το προτιμώ», είπε η Αλεξ.
«Θα προσπαθήσω να το θυμάμαι. Μπορώ να σας φέρω κάτι;» «Όχι,
ευχαριστώ. Θα σε φωνάξω αν σε χρειαστώ».
Αυτός ήταν ο τέταρτος κανόνας, σκέφτηκε η Αλεξ καθώς έκλεινε η
πόρτα της βεράντας. Μην αιφνιδιάζεις τους υπηρέτες. Εκείνη δεν είχε
αιφνιδιάσει τη Λουίζα, την είχε σοκάρει. Όπως και τον εαυτό της. Τι
είχε πάθει σήμερα το πρωί; Ένιωθε αντιφατική. Ανήσυχη. Σαν να
ήθελε να γυρίσει ολόκληρο τον κόσμο ανάποδα.
Έφερε το φλιτζάνι στα χείλη της.
Και αυτό ακριβώς παραλίγο να κάνει χτες το βράδυ.
Αλλά αυτή η τρέλα, ευτυχώς, είχε περάσει. Και δεν έπρεπε να τη
σκέφτεται. Είχε κάνει τόσες ανοησίες από τη στιγμή που άκουσε τις
δυο στρίγκλες να μιλάνε στις τουαλέτες του Λορανζερί.
Τι μανία την είχε κυριέψει, να τρέξει στο Σακς και ν’ αγοράσει αυτά τα
απερίγραπτα ρούχα που τώρα είχε πετάξει σε μια γωνιά της ντουλάπας;
Τη δαντελίτσα που περνούσε για εσώρουχο. Το σκούρο κόκκινο
φόρεμα. Και... Το πρόσωπό της φούντωσε.
Κι αυτά τα προκλητικά παπούτσια. Έπιασε με το χέρι το μέτωπό της.
Και όλα αυτά για τι; Για ν’ αποδείξει ότι μπορούσε να ερεθίσει έναν
άντρα;
Το πρόσωπό της έγινε κατακόκκινο.
Πώς μπόρεσε να σχεδιάσει κάτι τόσο ταπεινό; Ν’ αγοράσει έναν άντρα.
Να τον αφήσει... να της κάνει διάφορα...
Να πάρει η οργή!
Πετάχτηκε όρθια και κατέβηκε στον κήπο. Ήταν δική της επικράτεια.
Ούτε ο πατέρας της ούτε ο Καρλ καταλάβαιναν γιατί της άρεσε να
βρομίζει τα χέρια της φροντίζοντας τα λουλούδια, αλλά το ανέχονταν
και χαμογελούσαν κάθε φορά που αναφέρονταν στο χόμπι της. Αλλά
ήταν κάτι παραπάνω απ’ αυτό για την Αλεξ. Υπήρχε κάτι τονωτικό σ’
αυτή τη φροντίδα των λουλουδιού. Της άρεσε η πανδαισία των
χρωμάτων, το κόκκινο, το ροζ, το βαθύ κίτρινο. Και η ευωδιά τους
ήταν καλύτερη απ’ όλα τα ακριβά αρώματα που είχε στην τουαλέτα της
κρεβατοκάμαράς της.
Τα κρινάκια έδειχναν κάπως μαραμένα. Και οι φωτίτσες χρειάζονταν
περιποίηση. Έμεινε ακίνητη. Μετά ξεφύσηξε δυνατά και ίσιωσε το
κορμί της.
Ποιον κορόιδευε; Ό,τι κι αν έκανε, δε θα έβγαζε τον Τράβις Μπάρον
από το μυαλό της. Τα έξυπνα μάτια του. Το αχνό χαμόγελο. Θα τη
βασάνιζε η ταπείνωση της περασμένης βραδιάς σ’ όλη της τη ζωή;
Διόλου απίθανο.
Οι άνθρωποι είχαν δει πολλά. Όχι τι είχε γίνει όταν ήταν μόνοι οι δυο
τους, ευτυχώς, αλλά τα υπόλοιπα... Την εξωφρενική προσφορά της, τον
τρόπο που την κρατούσε όταν χόρευαν, το φιλί...
Θεέ μου, αυτό το φιλί.
Το είχαν δει και το είχαν συζητήσει. Είχαν γελάσει. Τους είχαν
πειράξει. Κι εκείνη είχε αναγκαστεί να χαμογελάει και να προσπαθεί
να βρει κάτι έξυπνο να πει, για να μη φανταστεί κανένας ότι σήμαινε
τίποτα γι’ αυτήν είτε το φιλί είτε εκείνος, γιατί απλούστατα δε
σήμαιναν.
«Τίποτε απολύτως», είπε δυνατά. Κάθισε στο τραπέζι και πήρε το
φλιτζάνι της.
Ό,τι της είχε κάνει ήταν φτηνό. Δε θα τον άφηνε αν σκεφτόταν καθαρά.
Αλλά ποια γυναίκα θα τον άφηνε; Μερικές ίσως. Αλλά εκείνη δεν ήταν
μια απ’ αυτές. Και αν ο Καρλ -ή οποιοσδήποτε άντρας- ήθελε ν’
αποκαλεί μια γυναίκα ψυχρή επειδή δεν μπορούσε να ξαπλώνει στο
κρεβάτι και να υποκρίνεται ότι το σεξ ήταν κάτι παραπάνω από... αυτό
που ήθελαν οι άντρες και ήταν σχεδόν ανθυγιεινό... τότε το πρόβλημα
ήταν του άντρα. Όχι της γυναίκας.
Κανένας έξυπνος άνθρωπος δε θα πίστευε ότι μια γυναίκα που δεν είχε
ποτέ εκστασιαστεί μέσα στην αγκαλιά κάποιου άντρα ήταν, κατά
κάποιον τρόπο, κάτι λιγότερο απ’ αυτό που θα έπρεπε.
Εκείνη είχε εκστασιαστεί όμως. Χτες το βράδυ είχε βγάλει κραυγές
ηδονής στην αγκαλιά του Τράβις Μπάρον. Είχε νιώσει... διάφορα κι
ήθελε κι άλλα...
Το φλιτζάνι έτρεμε στα χέρια της. Το άφησε κάτω προσεκτικά. Δεν
έπρεπε να το σκέφτεται. Αυτό δεν έκανε όλη τη νύχτα; Όλες οι
δικαιολογίες του κόσμου δε θ’ άραζαν αυτό που είχε συμβεί.
«Το έκανα», θα έλεγε με χαμόγελο όταν θα την πείραζαν, «για
φιλανθρωπικό σκοπό».
Ήταν κι αυτοί που είχαν προσέξει το ντύσιμό της. Δεν είχε φορέσει
ποτέ κάτι τόσο κραυγαλέο στη ζωή της, αλλά κανένας στον κύκλο της
δε θα το σχολίαζε.
Όχι μπροστά της τουλάχιστον.
Θα επιβίωνε. Οι Θορπ πάντα επιβίωναν. Οι άνθρωποι θα ξεχνούσαν, το
ίδιο κι εκείνη. Σύντομα δε θα θυμόταν καμιά από τις λεπτομέρειες
εκείνης της βραδιάς. Καμιά απολύτως. Ούτε τ’ όνομα του Τράβις
Μπάρον ούτε το πρόσωπό του ούτε τον τρόπο που την είχε φιλήσει. Ή
τον τρόπο που το απαιτητικό του στόμα είχε διεκδικήσει το δικό της,
τόσο λαίμαργα που είχε κάνει την καρδιά της να σταματήσει. Θα τον
έβγαζε από το μυαλό, από τα όνειρά της...
Τα όνειρά της.
Δίπλωσε τα χέρια της, που έτρεμαν, πάνω στην ποδιά της. Είχε μόλις
θυμηθεί το όνειρό της. Μακάρι να μην το είχε ονειρευτεί.
Είχε ονειρευτεί ότι στεκόταν στο χολ της Έπαυλης Θορπ...
Αλλά δεν ήταν η έπαυλη. Ήταν ένα κάστρο κι εκείνη ήταν μόνη στο
χολ και περίμενε κάτι. Κάποιον. Τα μαλλιά της κυμάτιζαν πάνω στους
ώμους της. Τα πόδια της ήταν γυμνά. Και η καρδιά της, κάτω από την
απλή άσπρη τουαλέτα της, χτυπούσε τόσο γρήγορα και τόσο δυνατά
που την άκουγε.
Ξαφνικά οι μεγάλες πόρτες του κάστρου άνοιξαν. Εμφανίστηκε ένα
μεγάλο μαύρο άτι και στη ράχη του καθόταν ένας ιππότης με μαύρη
πανοπλία. Τα μαλλιά του έλαμπαν, τα μάτια του ήταν σμαραγδένια.
Ο μαύρος ιππότης ήταν ο Τράβις Μπάρον και είχε έρθει για κείνη.
Ήταν ο ουρανός και η γη και όλες οι φωτιές της κόλασης. Και στο
όνειρό της η Άλεξ καταλάβαινε πολύ καλά ότι θα καταστρεφόταν αν
τον άφηνε να την πάρει...
«Κυρία Θορπ;»
Η Άλεξ γύρισε απότομα.
«Λουίζα». Γέλασε νευρικά. «Με ξάφνιασες».
«Συγνώμη. Ήρθα να δω αν τελειώσατε το πρωινό σας». Τα χείλη της
Λουίζα ήταν σφιγμένα. «Καθάρισα την κουζίνα μου, αλλά θέλω να
συμμαζέψω κι εδώ, αν δε σας πειράζει».
«Μην ανησυχείς για τη βεράντα, Λουίζα. Θα την καθαρίσω εγώ».
«Ω, όχι, σενιόρα... κυρία Θορπ. Δε θα μπορούσα να σας επιτρέψω...»
«Λουίζα», είπε η Άλεξ γελώντας, «τι κάνει η αδερφή σου, αυτή που ζει
στη... Σάντα Μπάρμπαρα, νομίζω;»
«Μα... ναι. Μια χαρά είναι, ευχαριστώ».
«Δε θα τη βλέπεις συχνά». Η Άλεξ καθάρισε το λαιμό της. «Πάρε το
στέισον βάγκον και πήγαινε να περάσεις το Σαββατοκύριακο μαζί
της».
Η οικονόμος την κοίταξε σαν να τη θεωρούσε τρελή.
«Εννοείτε, ολόκληρο το Σαββατοκύριακο;»
«Ναι. Μπορείς να φύγεις αμέσως τώρα. Δε θα σου άρεσε αυτό;»
«Φυσικά. Αλλά...»
«Αλλά;»
«Αλλά όλα αυτά τα χρόνια που δούλευα για τον πατέρα σας και μετά
για τον άντρα σας, ποτέ δεν...»
«Τώρα δε δουλεύεις γι’ αυτούς», είπε η Αλεξ κοφτά. Πήρε βαθιά
ανάσα. «Πάρε το αμάξι και πήγαινε όπου θέλεις. Σου δίνω ρεπό για το
Σαββατοκύριακο».
Λίγο αργότερα άκουσε το τρίξιμο της πύλης καθώς περνούσε η
Λουίζα. Η Αλεξ σηκώθηκε και, διασχίζοντας τον κήπο, πήγε στην
τεχνητή λιμνούλα. Την είχε προσθέσει ο Καρλ μετά το θάνατο του
πατέρα της. Είδε τα παχουλά χρυσόψαρα να κολυμπούν μπρος πίσω
όπως πάντα μέσα στην κομψή, όμορφη, τέλεια φυλακή τους...
Τι στην ευχή είχε πάθει σήμερα το πρωί;
«Σύνελθε, Άλεξ», μουρμούρισε.
Γύρισε πίσω, πήρε το δίσκο και μπήκε στο σκοτεινό σπίτι. Η κουζίνα
ήταν άψογη- ακόμη και η καφετιέρα ήταν πλυμένη και στεγνή. Η Άλεξ
έπλυνε και τα δικά της πιατικά και κοίταξε το ρολόι.
Μπορεί να ήταν μόνο οχτώμισι η ώρα;
Τι πείραζε; Θα ξεχορτάριαζε τον κήπο. Ο Κάρλος μάλλον θα τη
στραβοκοίταζε τη Δευτέρα, όταν θα ’βλεπε ότι είχε μπει στ’
αμπελοχώραφά του, αλλά αυτό ήταν το δικό της σπίτι, η δική της
κουζίνα, η δική της ζωή...
Το κουδούνι της πόρτας χτύπησε μελωδικά. Η Άλεξ πάγωσε καθώς
θυμήθηκε το όνειρό της, μετά γέλασε. Οι μαύροι ιππότες δε χτυπούσαν
κουδούνια. Άλλωστε, κανένας δεν μπορούσε να περάσει την πύλη
χωρίς κλειδί.
Κάτι θα είχε ξεχάσει η Λουίζα.
Διέσχισε βιαστικά το χολ, νιώθοντας τα πλακάκια κρύα κάτι» από τα
γυμνά της πόδια. Ίσιωσε το νυχτικό της, τράβηξε το σύρτη και άνοιξε
την πόρτα.
«Λουίζα», είπε χαμογελώντας, «τι ξεχ...»
Ω! Η Άλεξ έκλεισε βιαστικά την πόρτα και στηρίχτηκε πάνω της. Δεν
είδε τα ξινισμένα μούτρα της οικονόμου όταν άνοιξε την πόρτα, αλλά
τον Τράβις Μπάρον.
«Άλεξ;» Η πόρτα κουνήθηκε κάτω από τη γροθιά του. «Άλεξ, άνοιξε
την πόρτα!»
Η Άλεξ απομακρύνθηκε με το βλέμμα καρφωμένο στην πόρτα. Πώς
την είχε βρει; Δεν ήξερε πού έμενε. Δεν του είχε πει...
Μπουμ! Μπουμ!
«Άλεξ, άνοιξε, αλλιώς θα τη σπάσω!»
Μια μικρή κραυγή βγήκε από το λαιμό της. Σκέφτηκε το όνειρο και
άρχισε να τρέμει.
«Φύγε», του είπε, αλλά τα λόγια έσβησαν κάτω από τις γροθιές του
Τράβις πάνω στην πόρτα και τους δυνατούς χτύπους της καρδιάς της.
Η πόρτα έτριξε. Δεν είχε βάλει σύρτη. Φοβόταν να πάει κοντά και να
τον βάλει τώρα. Αν άνοιγε η πόρτα ξαφνικά κι εκείνη βρισκόταν από
πίσω; Θα την άρπαζε και... και...
Έδιωξε αυτή τη φοβερή σκέψη από το μυαλό της. Τρέξε να κρυφτείς,
είπε στον εαυτό της...
Αλλά ήταν πολύ αργά. Η πόρτα άνοιξε και ο Τράβις μπήκε στο Χολ.
Η Αλεξ τον κοίταξε σαν υπνωτισμένη. Δεν πίστευε αυτό που έβλεπε.
Ηταν ντυμένος στα κατάμαυρα. Ένα μαύρο φανελάκι έσφιγγε τους
φαρδιούς ώμους και το πλατύ του στέρνο. Ένα ξεθωριασμένο μαύρο
τζιν τόνιζε τους λεπτούς γοφούς και τα μακριά του πόδια. Μαύρες
μπότες, σκονισμένες, φαίνονταν κάτω από το τζιν.
Έδειχνε αγριεμένος κι επικίνδυνος... και πολύ αρρενωπός. Δεν ήταν
όνειρο. Είχε σάρκα και οστά και είχε έρθει για κείνη.
Ναι, για κείνη.
Ο τρόμος την έκανε να ριγήσει. Τρόμος... και κάτι άλλο.
Η ματιά του συνάντησε τη δική της. «Αλεξ», ψιθύρισε.
Ψυχραιμία, είπε στον εαυτό της. Όνειρο ήταν. Ο Μπάρον ήταν
πολιτισμένος άντρας. Κι εκείνη μια πολιτισμένη γυναίκα που ήξερε
πώς να φερθεί σε απρόσκλητους επισκέπτες.
«Δεν είσαι ευπρόσδεκτος εδώ, κύριε Μπάρον», του είπε.
Ο Τράβις γέλασε. Είχε φανταστεί πολλά σενάρια καθώς ερχόταν εδώ,
αλλά σε κανένα απ’ αυτά δεν είχε δει την Αλεξάνδρα Θορπ, μ’ ένα
σχεδόν παρθενικό νυχτικό, να στέκεται στο κέντρο ενός δωματίου, σαν
να είχε βγει από το δέκατο πέμπτο αιώνα και να τον κοιτάζει σαν να
ήταν ανεπιθύμητος επισκέπτης, αφού πρέπει να ήξερε τι τον είχε φέρει
εδώ.
Ω, ναι, ήξερε. Το έβλεπε στα σκοτεινά μάτια της. Στον τρόπο που
χτυπούσε ο σφυγμός στο λαιμό της. Και στη μεγάλη ένταση που
παλλόταν ανάμεσά τους.
Ο Τράβις χαμογέλασε κι έκλεισε με μια κλοτσιά την πόρτα. «Έτσι
υποδέχεσαι τον άντρα με τον οποίο υποτίθεται ότι θα περάσεις το
Σαββατοκύριακο, Πριγκίπισσα;»
Βάλτο στα πόδια, της ψιθύρισε μια φωνή.
Αλλά δεν μπορούσε. Ήξερε ότι δεν έπρεπε να γυρίσει την πλάτη της σ’
ένα πεινασμένο ζώο, κι αυτό το ζώο ήταν ο άντρας που στεκόταν στην
πόρτα της. Όχι ένας μαύρος ιππότης, αλλά ένας μαύρος πάνθηρας- ένας
πεινασμένος πάνθηρας που θα ορμούσε πάνω της και θα την
καταβρόχθιζε στη στιγμή αν έδειχνε φόβο.
«Μη λες ανοησίες, κύριε Μπάρον. Δεν είχα ποτέ την πρόθεση να
περάσω μαζί σου το Σαββατοκύριακο, το ξέρεις».
«Τότε τι σκόπευες να με κάνεις, Πριγκίπισσα;»
«Τίποτα», βιάστηκε να του απαντήσει. «Ό,τι έκανα... το έκανα για
φιλανθρωπία».
Εκείνος γέλασε. «Φιλανθρωπία, ε;» Ένα χαμόγελο, παγωμένο και
θυμωμένο, χαράχτηκε στα χείλη του. «Ωραία δικαιολογία,
Πριγκίπισσα. Αλλά η δική μου διάθεση δεν είναι καθόλου
φιλανθρωπική σήμερα».
«Στάσου εκεί που είσαι, κύριε Μπάρον». Η Αλεξ ξεροκατάπιε καθώς
τον είδε να έρχεται αργά προς το μέρος της.
«Ορκίζομαι πως, αν με πλησιάσεις, θα...»
«Έπειτα από όλα αυτά που κάναμε», της είπε σκληρά, «και δε με
φωνάζεις με το μικρό μου όνομα;»
Ο λαιμός της έκλεισε. Έκανε ένα βήμα πίσω, μετά άλλο ένα κι άλλο
ένα. Μια βαριά δρύινη καρέκλα βρισκόταν κάπου κοντά" άπλωσε το
χέρι, την έπιασε και κρύφτηκε πίσω της.
« Κύριε Μπάρον...»
Ο Τράβις πέταξε την καρέκλα με μια κλοτσιά. Η Αλεξ παραλίγο να
χάσει την ισορροπία της.
«Κύριε Μπάρον. Δεν ξέρω γιατί ήρθες εδώ, αλλά...»
«Δεν ξέρεις;»
Θεέ μου, ερχόταν ακόμη! Ερχόταν...
«Λουίζα! Λουίζα; Κάλεσε την αστυνομία».
Το χαμόγελό του ήταν σχεδόν τρυφερό. «Λουίζα;»
«Η οικονόμος μου. Ναι. Λουίζα! Πάρε την άμεση δράση. Πες τους...»
«Είναι η γυναίκα που οδηγούσε το Βόλβο; Τώρα θα έχει φτάσει στην
κοιλάδα. Να της πεις να κλείνει πιο προσεκτικά την πύλη,
Πριγκίπισσα».
«Ο... σοφέρ μου τότε». Η φωνή της έτρεμε. «Δε θα ήθελες να τον
φωνάξω. Είναι... θεόρατος. Πρώην παλαιστής. Και θα...»
«Φώναξε τον. Παλιότερα πάλευα με ταύρους. Έτσι διασκεδάζει ένας
καουμπόι». Της χαμογέλασε. «Φώναξε το σοφέρ σου, αν έχεις
πράγματι». Τα μάτια του είχαν γίνει σχεδόν μαύρα καθώς κάλυπτε την
απόσταση ανάμεσά τους. «Δε θα σταματήσει αυτό που πρόκειται να
συμβεί, Άλεξ».
Έκανε άλλο ένα βήμα πίσω. Οι ώμοι της χτύπησαν στον
ταπετσαρισμένο τοίχο.
«Τράβις», είπε ξέπνοα, νιώθοντας ένα γλυκό ρίγος.
«Πες το πάλι».
«Τράβις. Σε παρακαλώ...»
«Λυτό το είπες και χτες το βράδυ».
«Τι είπα;» Τώρα ήταν τόσο κοντά της που ένιωθε τη θερμότητα του
κορμιού του, τη μυρωδιά θάλασσας και σαπουνιού και μια άλλη
μυρωδιά, άγρια και πρωτόγονη, που έκανε τους σφυγμούς της ν’
απογειωθούν. «Το μόνο πράγμα που θυμάμαι να είπα χτες το βράδυ
είναι ότι δεν ήθελα να σε ξαναδώ...»
«Είπες, ‘σε παρακαλώ’». Ο πόθος έκανε βαριά τη φωνή του. «Σε
παρακαλώ, είπες, όταν ήμαστε σ’ εκείνη την πόρτα, όταν κάναμε
έρωτα».
«Δεν ήταν έρωτας! Ήταν...»
«Σεξ». Άπλωσε το χέρι και άγγιξε το μάγουλό της. Τα δάχτυλά του
ήταν σκληρά και ροζιασμένα, αλλά το άγγιγμά του ήταν τρυφερό.
Φαντάστηκε τον εαυτό της να γυρίζει το κεφάλι και να παίρνει τα
δάχτυλά του μέσα στο στόμα της. Αυτή η σκέψη τής έκοψε την ανάσα.
«Δε με πειράζει, Πριγκίπισσα. Δεν πιστεύω στα παραμύθια όπου η
ευτυχία κρατά αιώνια».
«Κι εγώ δεν πιστεύω σε φαντασιώσεις βιασμών».
Τ ο επικίνδυνο χαμόγελό του την έκανε να λιώνει. «Ούτε εγώ».
Το μεγάλο του δάχτυλο χάιδεψε το κάτω χείλι της. «Μιλάω για έναν
άντρα και μια γυναίκα και γι’ αυτό που ξέρουν και οι δυο ότι θέλουν».
«Όχι. Σε παρακαλώ, Τράβις. Σε ικετεύω. Αν έχεις κάποιο ίχνος
εντιμότητας...»
«Όχι, που να με πάρει!» της είπε άγρια. «Δεν έχω. Μου το αφαίρεσες
χτες το βράδυ».
Άπλωσε τα χέρια του. Εκείνη πέρασε κάτω απ’ αυτά και άρχισε να
τρέχει. Αλλά δεν υπήρχε τρόπος να του ξεφύγει. Την έπιασε στη μέση
του χολ και τη γύρισε προς το μέρος του.
«Αυτή τη φορά δεν μπορείς να το σκάσεις, κυρία Θορπ». Ο τόνος της
φωνής του και ο τρόπος που έσφιγγε το δαντελένιο γιακά του νυχτικού
της έκαναν τ’ όνομα ν’ ακούγεται αστείο. «Είσαι δική μου,
Πριγκίπισσα. Ή εγώ δικός σου. Με αγόρασες, πλήρωσες...»
Το λεπτό βαμβακερό ύφασμα σκίστηκε κάτω από το χέρι του. Και
μετά... ξαφνικά βρέθηκε στην αγκαλιά του.
Η οργή του εξαφανίστηκε όταν τα χείλη της άγγιξαν τα δικά του.
Αναστέναξε βαθιά, πέρασε τα δάχτυλά του μέσα στα μαλλιά της και
την κράτησε αιχμάλωτη του φιλιού του. Αλλά η Αλεξ ήταν μια πολύ
πρόθυμη αιχμάλωτη. Σπαρταρούσε μέσα στην αγκαλιά του. Και όλα
εκείνα που του είχε δώσει το περασμένο βράδυ δεν ήταν τίποτα
μπροστά σ’ αυτά που του πρόσφερε τώρα.
Τον έπιασε από το φανελάκι κι ανασηκώθηκε στα δάχτυλα των ποδιών
της για να φτάσει το στόμα του. Εκείνος την τράβηξε πάνω του και τη
σήκωσε πιο ψηλά. Της ξέφυγε μια πνιχτή κραυγή- το στόμα της άνοιξε
και η άνευ όρων παράδοσή της έκανε το αίμα να κοχλάζει στις φλέβες
του.
Ήταν ζεστή και απαλή σαν μετάξι στην αγκαλιά του" είχε τη γεύση του
ήλιου και των λουλουδιών. Ήξερε ότι μπορούσε να πάρει ό,τι ήθελε και
τα πήρε όλα χωρίς οίκτο. Τα ήθελε όλα. Τα φιλιά της. Το κορμί της.
Τον πόθο της.
Την άγγιξε. Στα στήθη. Στην κοιλιά. Στο απαλό χρυσαφένιο χνούδι
ανάμεσα στους μηρούς της, αλλά τίποτε απ’ αυτά δεν ήταν αρκετό.
Χρειαζόταν να μπει βαθιά στο κορμί της και δεν μπορούσε να
περιμένει την άνεση ενός κρεβατιού ή έστω μιας μοκέτας.
Πεινούσε σαν λύκος κι εκείνη ήταν η λεία του.
«Τράβις». Ακούστηκε σαν λυγμός. «Τράβις, σε παρακαλώ».
Η πείνα που διέκρινε στη φωνή της τον αποτελείωσε. Την έσπρωξε
πάνω στον τοίχο, με χέρια σκληρά κι απελπισμένο πόθο.
«Τώρα», της είπε καθώς ξεκούμπωνε το παντελόνι του.
«Ναι. Ω, ναι. Ω...»
Αναστέναξε ηδονικά καθώς έμπαινε στο κορμί της. Την ένιωσε να
πάλλεται σχεδόν αμέσως και να βγάζει πνιχτές κραυγές. Κατάλαβε ότι
αυτή ήταν μόνο η αρχή.
Όταν ξαναβρήκε την ανάσα του, έπιασε το πρόσωπό της με τις παλάμες
του και τη φίλησε. Μετά τη σήκωσε στα χέρια του κι εκείνη τύλιξε τα
δικά της γύρω του, πιέζοντας τα χείλη της στο λαιμό του.
Την ανέβασε από την πλατιά σκάλα σ’ ένα δωμάτιο όπου οι κουρτίνες
ήταν τραβηγμένες. Την άφησε πάνω σ’ ένα ψηλό κρεβάτι με θόλο που
μύριζε όπως κι εκείνη. Ξεντύθηκε κι έπεσε δίπλα της.
Είπε στον εαυτό του να προχωρήσει πιο αργά αυτή τη φορά, να την
αγγίξει τρυφερά και ν’ ανακαλύψει όλα τα σημεία που της έδιναν
απόλαυση. Ήθελε να δει τα γαλάζια της μάτια να σκοτεινιάζουν, να τη
νιώσει να τρέμει από πάθος. Αλλά βλέποντάς την ξαπλωμένη κάτω από
το κορμί του, βλέποντας το σκισμένο νυχτικό της απλωμένο γύρω της
σαν σπασμένα πέταλα κάποιου λουλουδιού, τα χείλη της κόκκινα και
φουσκωμένα από τα φιλιά του, κάθε λογική σκέψη εξαφανίστηκε από
το μυαλό του.
«Πες μου», της είπε, πιάνοντας τους καρπούς της και φέρνοντας τα
χέρια της πάνω από το κεφάλι της. «Πες μου τι θέλεις, Πριγκίπισσα.
Θέλω να το ακούσω».
Είδε την κίνηση του λαιμού της καθώς κατάπινε το σάλιο της και
κατάλαβε ότι ακόμη και τώρα, έπειτα απ’ όσα είχαν γίνει, δε θα του το
έλεγε με λόγια.
Έσκυψε το κεφάλι του και πήρε τη ροζ θηλή της στο στόμα του. Η
Άλεξ στέναξε απαλά και αναδεύτηκε, αλλά εκείνος ήταν
ανυποχώρητος.
«Πες το, Αλεξ».
Οι βλεφαρίδες της σκίασαν τα μάγουλά της. «Δεν μπορώ», ψιθύρισε.
«Τράβις, σε παρακαλώ...»
Το ελεύθερο χέρι του χάιδεψε το κορμί της κι έφτασε ανάμεσα στους
μηρούς της.
«Πες το», είπε καθώς την άγγιζε.
«Εσένα», του είπε αναστενάζοντας, «εσένα, Τράβις. Θέλω...»
Μια ηδονική κραυγή βγήκε από το λαιμό της καθώς έμπαινε μέσα της.
«Ναι. Ναι. Ω, ναι...»
Θέλω να σε βλέπω, είπε νοερά εκείνος. Και το έκανε για λίγο. Είδε τα
μάτια της να γίνονται σκούρα και απύθμενα καθώς το κορμί της
ανασηκωνόταν για να συναντήσει το δικό του. Άγγιξε με το ένα της
χέρι το πρόσωπό του. Ήταν μια χειρονομία παράξενα τρυφερή τη
στιγμή που βρίσκονταν στο κέντρο ενός ανεμοστρόβιλου.
«Τράβις», ψιθύρισε. «Τράβις...»
Η φωνή της έσπασε κι εκείνος χάθηκε στον πόθο. Στην έκσταση. Στην
Αλεξάνδρα.

***

Η Αλεξ ξύπνησε αργά και στην αρχή σκέφτηκε πως ονειρευόταν.


Το μυώδες, ζεστό κορμί ήταν κολλημένο πάνω στο δικό της. Το δυνατό
μπράτσο τυλιγμένο γύρω της. Ο τόμος κάτω από το μάγουλό της...
Και μετά ο Τράβις τεντώθηκε, μουρμούρισε κάτι στον ύπνο του και ο
πανικός τη διαπέρασε σαν βέλος.
Τι έκανα;
Κοιμήθηκες μ' έναν άγνωστο, Αλεξ, της απάντησε μια ψυχρή φωνή,
αυτό έκανες.
Κράτησε την ανάσα της, γιατί φοβήθηκε ότι και ο πιο χαμηλός ήχος, η
πιο μικρή κίνηση, θα τον ξυπνούσαν. Αργά, προσεκτικά, κατέβηκε από
το κρεβάτι.
Το νυχτικό της -ό,τι είχε απομείνει από αυτό- ήταν πεσμένο στη
μοκέτα. Κοκκίνισε από ντροπή καθώς θυμήθηκε τον τρόπο με τον
οποίο της το είχε σκίσει. Τον τρόπο που την είχε κάνει δική του, όρθια
μπροστά στον τοίχο. Τον τρόπο που τον είχε αφήσει να μπει στο κορμί
της, να την κουβαλήσει πάνω και να την κάνει δική του πάλι...
Τον άφησες να σε κάνει δική του, λες; ακούστηκε σαρκαστική η φωνή.
Εικόνες πέρασαν μπροστά από τα μάτια της. Είδε τον εαυτό της να
τυλίγει τα χέρια της γύρω από το λαιμό του. Να τον φιλάει στο στόμα.
Να ανασηκώνει τους γοφούς της καθώς έμπαινε μέσα της. Να τον
παρακαλάει να της κάνει έρωτα...
Έτρεξε στο μπάνιο κι έκλεισε την πόρτα πίσω της.
Τρέμοντας, στάθηκε μπροστά στο νιπτήρα, με το κεφάλι σκυμμένο και
τα χέρια στηριγμένα στις άκρες της άσπρης πορσελάνης.
Η αλήθεια ήταν ότι ο Τράβις είχε πάρει ό,τι εκείνη του είχε δώσει με
μεγάλη προθυμία. Ήθελε να της κάνει έρωτα, ήθελε να της κάνει όλα
όσα της είχε κάνει. Ήθελε να μάθει τι αισθήματα μπορούσε να
προκαλέσει ένας άντρας σαν εκείνον σε μια γυναίκα.
Τι μπορούσε να την κάνει να νιώσει.
Αργά, πολύ αργά, σήκωσε το κεφάλι της και κοιτάχτηκε στον
καθρέφτη.
Το θέαμα την άφησε άφωνη.
Η γυναίκα που την κοίταζε ήταν μια έκλυτη γυναίκα. Ξεπερασμένος
όρος, αλλά δεν υπήρχε άλλος τρόπος να περιγράφει το είδωλό της. Τα
χρυσαφένια μαλλιά της έπεφταν μπερδεμένα στους ώμους της. Τα
μάτια της είχαν μαύρους κύκλους. Πρόσεξε ελαφρές μελανιές στο
λαιμό και το στήθος της. Και τα χείλη της ήταν κόκκινα και...
φουσκωμένα; Τα άγγιξε με το ένα δάχτυλο. Ναι, φουσκωμένα. Και
ευαίσθητα από τα φιλιά του Τράβις.
Αυτά τα φιλιά! Η φλόγα τους. Ο τρόπος που τα είχε ανοίξει και είχε
περάσει τη γλώσσα του μέσα στο στόμα της.
Η ανάμνηση την έκανε να τρέμει. Να νιώθει έναν πόνο στο στήθος. Να
ανάβει.
Ξεροκατάπιε. Αυτό που ήθελε είχε γίνει. Τώρα αναρωτιόταν γιατί το
ήθελε. Τι είχε αποδείξει; Ότι μπορούσε να ερεθίσει έναν άντρα ή ότι
μπορούσε να φτάσει σε οργασμό; Μ ’ έναν άγνωστο; Μ ’ έναν
αλαζονικό, αυταρχικό, επικίνδυνο άγνωστο...
«Πριγκίπισσα;»
Τραβήχτηκε από το νιπτήρα. Το πόμολο στριφογύρισε και η Αλεξ το
κοίταξε σαν να ήταν κανένας κροταλίας.
«Ναι;» Ωραία, η φωνή της ήταν σταθερή. Δεν ταίριαζε με την άγνωστη
που έβλεπε στον καθρέφτη, αλλά ο Τράβις δε χρειαζόταν να το μάθει
αυτό. «Θα κάνω ντους. Υπάρχει άλλο ένα μπάνιο δίπλα, μπορείς...»
Η πόρτα άνοιξε.
«Είναι επικίνδυνο να κάνεις ντους μόνη, Αλεξ».
Της χαμογελούσε καθώς την έπιανε από τους ώμους και την κοίταζε. Η
ματιά του ήταν νωχελική, φλογερή καθώς περιπλανιόταν σ’ ολόκληρο
το κορμί της. Ο Καρλ δεν την είχε κοιτάξει ποτέ μ’ αυτό τον τρόπο. Τα
μάτια του δεν είχαν σκοτεινιάσει ποτέ από πόθο. Και όταν τον κοίταζε
εκείνη, τα γόνατά της δεν έτρεμαν ποτέ.
«Όχι», ψιθύρισε, ενώ τα μάγουλά της φούντωναν.
«Όχι, τι; Να μη σε κοιτάζω;» Το βλέμμα του συνάντησε το δικό της.
«Θέλω να σε κοιτάζω, Πριγκίπισσα. Είσαι η πιο όμορφη γυναίκα που
έχω δει».
«Όχι». Έβαλε τα χέρια της πάνω στο στήθος της. «Τράβις. Εγώ...
εγώ...»
Ντρεπόταν. Θεέ μου, ντρεπόταν. Αυτή η διαπίστωση τον άφησε
άφωνο. Καιρό είχε να δει γυναίκα να κοκκινίζει από ένα αντρικό
βλέμμα θαυμασμού. Αλλά η Αλεξ είχε κοκκινίσει και κοίταζε τα
δάχτυλα των ποδιών της.
«Πριγκίπισσα». Την έπιασε τρυφερά από το πιγούνι, ανασηκώνοντας
το πρόσωπό της. «Είσαι όμορφη. Κι εγώ είμαι ο πιο τυχερός άντρας του
κόσμου, αφού μπορώ να απολαμβάνω την ομορφιά σου».
Τα χείλη της έτρεμαν. «Αλήθεια;»
Ήταν ο κόσμος της γεμάτος κόπανους; Ή έψαχνε για κομπλιμέντα;
Μια γυναίκα τόσο όμορφη έπρεπε να το ξέρει.
«Ναι. Αλήθεια».
Χαμογέλασε. Οι σκιές σαν να εξαφανίστηκαν από τα μάτια της, αλλά
στα απαλά της χείλη υπήρχαν ακόμη ίχνη ντροπής. Ο Τράβις θυμήθηκε
πώς είχε αντιδράσει στα φιλιά και τα χάδια του και ότι έβγαζε κραυγές
όχι μόνο ηδονής αλλά και έκπληξης με ό,τι της έκανε.
Είπε στον εαυτό του ότι θα ήταν ηλίθιος αν φανταζόταν πως η
Αλεξάνδρα Θορπ είχε βρει κάτι καινούριο στην αγκαλιά του. Είχε
έρθει στο μπάνιο ποθώντας τη με μια δίψα που δεν είχαν σβήσει οι
τόσες ώρες έρωτα- φανταζόταν πώς θα ήταν να την έκανε δική του
μέσα στο ντους.
Και θα το έκανε... αλλά όχι τώρα. Τώρα κάτι άλλο του φαινόταν πολύ
πιο σημαντικό.
«Τράβις;» είπε η Άλεξ κι εκείνος την τράβηξε στην αγκαλιά του. Της
έκλεισε το στόμα μ’ ένα φιλί.
«Άφησέ με να σου δείξω πόσο όμορφη είσαι, Πριγκίπισσα»,
μουρμούρισε και την πήγε πάλι στο κρεβάτι, όπου άρχισε να τη φιλάει
παντού, ν’ απολαμβάνει κάθε αναστεναγμό και κάθε κραυγή της. Της
έκανε αργό, τρυφερό έρωτα, μέχρι που την άκουσε να κλαίει από
ευτυχία μέσα στην αγκαλιά του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Η ευτυχία έχει φτερά.


Η Αλεξ το ήξερε πάντα αυτό. Αλλά δεν είχε πετάξει ποτέ τόσο γρήγορα
όσο τώρα, μετά τον έρωτα του Τράβις.
Η καρδιά της χτυπούσε αδύναμα. Η χαρά είχε αντικατασταθεί από την
απελπισία και η απελπισία από την αγανάκτηση.
Είχε μοιραστεί απίστευτες ερωτικές εμπειρίες μ’ έναν άντρα που δε
γνώριζε. Έπρεπε να χαίρεται γι’ αυτό;
Ναι, ο Τράβις την έκανε να νιώθει διάφορα συναισθήματα. Το άγγιγμά
του ήταν γεμάτο πάθος αλλά και τρυφερότητα. Έδινε κι έπαιρνε. Σ’
ερέθιζε. Ναι, πάνω από όλα, σ’ ερέθιζε.
Αλλά ο άντρας που την είχε πάρει στην αγκαλιά του δεν ήταν εραστής
της. Τον είχε αγοράσει. Αυτή ήταν η πικρή αλήθεια.
Πώς το είχε κάνει αυτό; Ήξερε ότι ήταν υπερβολικά συντηρητική σ’
αυτή την εποχή της σεξουαλικής απελευθέρωσης. Είχε πάει στο
γαμήλιο κρεβάτι παρθένα, ανυπόμονη να γνωρίσει το πάθος για το
οποίο είχε διαβάσει. Αλλά είχε ανακαλύψει ότι το σεξ με τον άντρα της
ήταν κάτι που απλώς το ανεχόσουν. Όχι οδυνηρό, ούτε απαραιτήτως
δυσάρεστο... Αλλά περίμενε να γνωρίσει την έκσταση και δεν είχε
νοιώσει τίποτα.
Μερικές φορές, την ώρα που έκαναν έρωτα με τον Καρλ, εκείνη
σκεφτόταν τις δουλειές της επόμενης μέρας.
Έπνιξε μια κραυγή απελπισίας. Είχε κλάψει μέσα στην αγκαλιά του
Τράβις. Στο μυαλό της δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκτός απ’ αυτά που της
έκανε- ένιωθε τα χέρια και το στόμα του, τους μυς του κορμιού του, την
αργή φλόγα των φιλιών του.
Των φιλιών ενός αγνώστου. Ενός άντρα που είχε αγοράσει.
Πώς άφησε να συμβεί αυτό; Είχε χάσει τα μυαλά της; Ήταν λογική
γυναίκα. Περηφανευόταν για τον αυτοέλεγχό της. Δεν ενεργούσε ποτέ
ενστικτωδώς ή επιπόλαια -ειδικά με τους άντρες. Είχε πάει, όμως, στον
πλειστηριασμό, είχε αγοράσει έναν άγνωστο και τον είχε αφήσει να...
Ήταν απίστευτο. Οι φίλες της την πείραζαν πάντα για τον τρόπο που
αντιδρούσε όταν της κανόνιζαν τυφλά ραντεβού.
«Για όνομα του Θεού, Άλεξ», της έλεγαν, «ένα ραντεβού είναι, όχι
δέσμευση για όλη σου τη ζωή».
Κι εκείνη χαμογελούσε κι έλεγε ότι το ήξερε, αλλά μετά άρχιζε τις
ερωτήσεις. Πώς ήταν ο άντρας; Ποια ήταν τα ενδιαφέροντα του, τα
χόμπι του; Ποιοι ήταν οι φίλοι του; Πού έμενε; Πώς κέρδιζε τη ζωή
του;
Ο άντρας που ήταν τώρα ξαπλωμένος δίπλα της, στο κρεβάτι με τα
τσαλακωμένα σεντόνια, δεν ήταν κανένας παλιός της φίλος. Ήταν ένα
αίνιγμα. Δεν είχε ιδέα ποιοι ήταν οι φίλοι του ή πώς διασκέδαζε. Θα
μπορούσε να είναι πωλητής μεταχειρισμένων αυτοκινήτων ή γιατρός.
Ίσως ήταν πραγματικά καουμπόι. Υπήρχε αυτή η προφορά που τη
χρησιμοποιούσε κατά βούληση όπως της φαινόταν. Και οι μπότες. Και
η νοοτροπία που φώναζε «μην- παίζεις-μαζί-μου!»
Ένα μόνο ήξερε σίγουρα γι’ αυτόν: ότι ήταν ωραίος άντρας. Αλλά αυτό
δε δικαιολογούσε όσα τον είχε αφήσει να της κάνει.
Ποιον κορόιδευε; Δεν τον είχε «αφήσει» να της κάνει όσα ήθελε
εκείνος. Ήθελε να της τα κάνει. Είχε κάνει και είχε νιώσει αρκετά και η
ίδια...
Τουλάχιστον τώρα ήξερε ότι δεν ήταν μια ψυχρή πλούσια σκύλα. Ήταν
μια πόρνη.
Ήταν κάποια που δεν αναγνώριζε. Μια γυναίκα χωρίς ηθική.
Αλλά εκείνη ήταν πάντα έντιμος άνθρωπος. Έκανε φιλανθρωπίες. Δεν
έλεγε ψέματα, δεν έκλεβε- δεν είχε ζητήσει ποτέ από το λογιστή της να
«μαγειρέψει» τους φόρους της.
Όχι, σκέφτηκε, πνίγοντας ένα υστερικό γέλιο, ήταν έντιμος άνθρωπος.
Το μόνο που είχε κάνει ήταν ν’ αγοράσει έναν κούκλο για να κοιμηθεί
μαζί της. Μόνο που αυτό δεν ήταν σωστό. Τα μάγουλά της φούντωσαν.
Όλα αυτά που είχε κάνει με τον Τράβις δεν είχαν καμιά σχέση με τον
ύπνο...
«Πριγκίπισσα;»
Η φωνή του ήταν απαλή και πολύ σέξι. Δεν ήθελε ν’ ανοίξει ία μάτια
της και να τον κοιτάξει. Αν δεν τον κοίταζε, μπορεί να εξαφανιζόταν.
Να σηκωνόταν, να φορούσε τα ρούχα του και να έφευγε. Και τότε
εκείνη θα μπορούσε να προσποιηθεί ότι ήταν όλα ένα όνειρο.
Αλλά αυτό δε θα συνέβαινε. Πέρασε τα δάχτυλά του μέσα στα μαλλιά
της, τη γύρισε προς το μέρος του και τη φίλησε. Η Αλεξ δεν
ανταποκρίθηκε. Χάιδεψε τα χείλη της με τα δικά του, το χέρι του
γλίστρησε κατά μήκος του κορμιού της, λες και είχε δικαιώματα.
«Πριγκίπισσα, είσαι καλά;»
Δε γινόταν αλλιώς, έπρεπε ν’ ανοίξει τα μάτια της και να κοιτάξει τον
Τράβις... αυτό τον άγνωστο που βρισκόταν στο κρεβάτι της. Έπρεπε να
προσποιηθεί ότι δεν ντρεπόταν, ότι ήταν το είδος της γυναίκας που
έκανε κάθε μέρα σεξ με άντρες τους οποίους επέλεγε η ίδια.
«Αλεξ;»
Πήρε βαθιά ανάσα και άνοιξε τα βλέφαρά της. Ο Τράβις έσκυβε από
πάνω της. «Γεια σου, Πριγκίπισσα», της είπε και χαμογέλασε.
Δεν της φαινόταν σωστό να πει κι εκείνη γεια σου. «Πρέπει να
σηκωθώ», του είπε και χαμογέλασε βεβιασμένα.
«Σε λίγο. Άσε με πρώτα να σε κοιτάξω».
«Τράβις...»
«Είσαι πραγματικά πολύ ωραία γυναίκα. Δε σ’ έπεισα γι’ αυτό;»
Κάτι στη φωνή του την έκανε να ξεχάσει τις αποφάσεις της. Μετά
σκέφτηκε πόσο συχνά ένας άντρας σαν τον Τράβις θα έλεγε αυτά τα
λόγια σε μια γυναίκα. Εκατό φορές το μήνα ίσως σε εκατό
διαφορετικές γυναίκες. Και η στιγμιαία χαρά που είχε νιώσει έσβησε
και τώρα είχε άλλον ένα λόγο να τον αντιπαθεί και να περιφρονεί
ακόμη περισσότερο τον εαυτό της.
«Ευχαριστώ», είπε ευγενικά.
«Ευχαριστώ;» Χαμογέλασε. Πριν προφτάσει να τον σταματήσει, την
τράβηξε κάτω από το σώμα του και έπιασε το πρόσωπό της με τα χέρια
του. «Τόση τυπικότητα, Πριγκίπισσα».
«Τράβις, σε παρακαλώ. Θα ήθελα...» «Να σηκωθείς, το ξέρω».
Τράβηξε τα μαλλιά από το ξαναμμένο πρόσωπό της. «Χαίρομαι που
άνοιξα τις κουρτίνες, Πριγκίπισσα. Αλλιώς δε θα μπορούσα να δω
πόσο γαλάζια είναι τα μάτια σου». Τραβήχτηκε λίγο για να τη βλέπει
καλύτερα. «Είσαι πραγματικά όμορφη, Αλεξάνδρα».
Η φωνή του ήταν τραχιά, τα μάτια του σκούρα. Υποψιαζόταν τι
σήμαινε αυτό, αλλά δεν μπορούσε να το πιστέψει. Όχι ύστερα από τις
τόσες φορές που είχαν κάνει έρωτα.
Κι όμως... Την ήθελε πάλι. Κι εκείνη τον ήθελε. Η λογική φώναζε
«όχι», αλλά το κορμί της είχε αρχίσει να φουντώνει κιόλας στη σκέψη
ότι θα τον ένιωθε πάλι μέσα της.
Τη φίλησε στο λαιμό καθώς τα χέρια του χάιδευαν το στήθος της. Τα
δόντια του βυθίστηκαν απαλά στη σάρκα της και τα δάχτυλά του
έπαιξαν με τη μια θηλή της. Ένιωσε να βουλιάζει, να πετάει, να
χάνεται.
«Τράβις...»
«Τι είναι;»
Ένιωσε τον ερεθισμό του και, άθελά της, αναστέναξε ερωτικά και τα
χέρια της έσφιξαν τους στενούς γοφούς του.
«Τράβις», είπε πάλι, αλλά η λέξη πνίγηκε.
«Ναι, αγάπη μου. Σ’ ακούω. Πες μου τι θέλεις, Πριγκίπισσα. Πες μου».
Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Είχε πάλι αυτό το χαμόγελο
ικανοποίησης στα χείλη του. Η καρδιά της σφίχτηκε. Ήξερε πώς
ακριβώς την επηρέαζε και ήθελε ν’ ακούσει ότι το ήξερε κι εκείνη.
Το κορμί της πάγωσε.
«Σήκω αμέσως», του είπε.
Η φωνή της ήταν ψυχρή. Το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη του
Τράβις.
«Αγάπη μου, τι συμβαίνει;»
«Σήκω... όρθιος!» είπε και τα χέρια της έσπρωξαν τους ώμους του.
Τα μάτια του στένεψαν. Η καρδιά της χοροπήδησε. Σκέφτηκε πάλι
πόσο λίγα πράγματα ήξερε γι’ αυτό τον άντρα, πόσο απομονωμένο
ήταν αυτό το σπίτι...
Έμεινε ακίνητος. Μετά χαμογέλασε και τραβήχτηκε μακριά της.
«Πολύ ευχαρίστως, κυρία Θορπ. Δε θα κρατούσα ποτέ μια γυναίκα στο
κρεβάτι παρά τη θέλησή της».
Αν ήθελε να την ταπεινώσει μιλώντας της τόσο τυπικά, τη στιγμή που
βρισκόταν ξαπλωμένη γυμνή δίπλα του, τα είχε καταφέρει. Ήθελε ν’
αρπάξει το σεντόνι και να σκεπαστεί από το κεφάλι μέχρι τα νύχια των
ποδιών, αλλά δε θα του έδινε αυτή την ικανοποίηση. Γι’ αυτό
πετάχτηκε από το κρεβάτι και διέσχισε το δωμάτιο σαν να
κυκλοφορούσε κάθε μέρα γυμνή μπροστά σε άγνωστους άντρες.
Άρπαξε τη ρόμπα της, τη φόρεσε κι έδεσε τη ζώνη.
Μετά γύρισε προς το μέρος του.
Βρισκόταν ακόμη ξαπλωμένος όπως τον είχε αφήσει, ολόγυμνος, με τα
χέρια δεμένα κάτω από το κεφάλι, τα πόδια σταυρωμένα στους
αστραγάλους. Και... ήταν ακόμη αρκετά ερεθισμένος.
Σκεπάσου, ήθελε να ουρλιάζει, αλλά φοβόταν ότι η φωνή της θα
έτρεμε, αφού ήξερε πόσο εύκολο ήταν να τον ερεθίσει πιο πολύ, να τον
κάνει να τη θέλει. Τ ο μόνο που είχε να κάνει ήταν να τον αγγίξει με το
χέρι... ή με το στόμα της. Δεν το είχε κάνει ποτέ αυτό, αλλά ξαφνικά
ήθελε... ήθελε...
Του γύρισε την πλάτη, έψαξε άσκοπα για τις παντόφλες της και
ξαναγύρισε προς το μέρος του.
«Σίγουρα θα θέλεις να κάνεις ένα ντους», του είπε.
Εκείνος δεν απάντησε.
«Σου είπα, νομίζω, ότι υπάρχει κι άλλο μπάνιο στο διάδρομο».
Εκείνος συνέχισε να την κοιτάζει αμίλητος.
«Θα βρεις σαπούνι, οδοντόβουρτσες, πετσέτες... στα συρτάρια κάτω
από το νιπτήρα.
«Είσαι πολύ γενναιόψυχη, κυρία Θορπ».
Διέκρινε το σαρκασμό στη φωνή του, αλλά δεν την ένοιαζε. Το μόνο
που ήθελε ήταν να τον διώξει.
«Αλλά αυτό σίγουρα θα σου το λένε όλοι οι επισκέπτες σου».
Το νόημα των λόγων του ήταν ολοκάθαρο. Σκέφτηκε να τον
διορθώσει, αλλά αυτό θα τροφοδοτούσε επιπλέον το εγώ του. Παρ’ όλο
που είχε κοκκινίσει, ανασήκωσε το πιγούνι της για να του δείξει ότι δεν
την είχε σοκάρει. «Προσπαθώ να είμαι εξυπηρετική, κύριε Μπάρον, αν
αυτό εννοείς».
Ο Τράβις σηκώθηκε χαμογελώντας. «Ω, ναι, κυρία Θορπ», είπε.
«Είσαι, όντως, εξυπηρετική».
Ήξερε ότι τώρα είχε γίνει σαν παπαρούνα. Ήθελε να τρέξει κοντά του,
να τον χαστουκίσει και να του πει... τι να του πει; Ότι αυτό δεν το είχε
ξανακάνει ποτέ; Δε θα την πίστευε.
«Κύριε Μπάρον». Η Αλεξ πήρε βαθιά ανάσα κι έχωσε τα χέρια στις
τσέπες της ρόμπας της. «Κύριε Μπάρον, πέρασα μια... μια ευχάριστη
μέρα...» «Αλλά τώρα τελείωσε». Ένα ειρωνικό χαμόγελο πλανήθηκε
στα χείλη του. «Έλα, κυρία Θορπ, μην είσαι τόσο ντροπαλή.
Ή προσπαθείς να παίξεις το ρόλο της τέλειας οικοδέσποινας;
Αλλά οι τέλειες οικοδέσποινες δε λένε στους επισκέπτες ότι το πάρτι
τελείωσε».
«Κύριε Μπάρον, σε παρακαλώ, μπορείς να φορέσεις κάτι;»
Ο Τράβις έσκυψε και κοίταξε το σώμα του και μετά εκείνη. «Ω, Θεέ
μου», είπε σαρκαστικά. «Πώς έγινε αυτό; Να στέκομαι εδώ στην
κρεβατοκάμαρά σου ολόγυμνος, αφού εσύ έχεις καλύψει τώρα με μια
ρόμπα το κορμί σου, που πριν από μερικά λεπτά ήταν τσίτσιδο σαν το
δικό μου». Η φωνή και τα μάτια του σκλήρυναν. «Ή δε θα έπρεπε να
μιλάω για τέτοιες μικρο-λεπτομέρειες, κυρία Θορπ;»
«Δυσκολεύεις χωρίς λόγο τα πράγματα», είπε η Αλεξ ήρεμα, παρ’ όλο
που η καρδιά της χτυπούσε πάλι δυνατά.
Την κοίταξε επίμονα. Μετά γέλασε βραχνά, πήρε το τζιν του και το
φόρεσε.
«Έχεις δίκιο», είπε. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και φόρεσε τις
μπότες του. «Δυσκολεύω τα πράγματα».
Η Αλεξ ξεροκατάπιε. Η ισορροπία δυνάμεων είχε ξαφνικά αλλάξει,
αλλά δεν ήξερε πώς και γιατί. Είδε τον Τράβις να σηκώνεται, ν’
αρπάζει και να φοράει το μαύρο του φανελάκι και να χτενίζει με τα
χέρια τα μαλλιά του στον καθρέφτη της τουαλέτας της. Την κοίταξε
χαμογελώντας.
«Είμαστε μεγάλοι άνθρωποι». Κούμπωσε το τζιν του, πέρασε τα δυο
μεγάλα του δάχτυλα στις θηλιές της ζώνης του και την πλησίασε.
«Ενήλικες και οι δυο. Σωστά, Πριγκίπισσα;»
Ήθελε να τραβηχτεί πίσω πριν την αγγίξει. Το χαμόγελο στα χείλη του
την ανησυχούσε. Το ίδιο και ο τρόπος που κινιόταν, σαν ένα μεγάλο
αιλουροειδές που ήξερε ότι είχε στριμώξει τη λεία του. Αλλά αρκετά
την είχε ταπεινώσει ο Τράβις Μπάρον. Θα ήταν άξια της μοίρας της αν
του επέτρεπε να το ξανακάνει.
«Ναι», είπε ψύχραιμα, κοιτάζοντάς τον κατάματα. «Πολύ σωστά.
Χαίρομαι που το βλέπεις έτσι».
«Μα, Πριγκίπισσα, πώς αλλιώς θα μπορούσα να το δω;» Τώρα είχε
φτάσει πολύ κοντά της. «Θέλω να πω, ας δούμε πως ακριβώς έχουν τα
πράγματα». Το χαμόγελό του έσβησε και η έκφρασή του έγινε σκληρή.
«Δεν ήταν μια κοινωνική επίσκεψη, αυτό το ξέρουμε και οι δυο. Με
αγόρασες για ένα συγκεκριμένο λόγο... κι εγώ σου προσέφερα τις
υπηρεσίες μου».
Η Αλεξ είχε αρχίσει να τρέμει. Μην τον αφήσεις να καταλάβει ότι έχει
αρχίσει να σε τρομάζει, είπε στον εαυτό της.
«Νομίζω ότι οι υπηρεσίες μου ήταν ικανοποιητικές, Πριγκίπισσα»,
συνέχισε ο Τράβις. «Και τώρα εσύ βαρέθηκες να παίζεις με το
παιχνιδάκι που αγόρασες».
«Έχω... ένα ραντεβού για δείπνο», είπε η Αλεξ με όση αξιοπρέπεια της
είχε απομείνει.
«Ραντεβού για δείπνο». Το χαμόγελό του ήταν πάγος. «Τι ωραία».
«Ναι. Και... ο συνοδός μου θα έρθει σύντομα να με πάρει. Γι' αυτό
καλύτερα...»
«Απειλή είναι αυτή, Πριγκίπισσα;» Έβαλε το ένα του χέρι στον τοίχο
δίπλα στο κεφάλι της κι έσκυψε από πάνω της. «Θα σου δώσω μια
συμβουλή, κυρία Θορπ». Η φωνή του ήταν βαθιά, απειλητική. «Στα
δικά μου τα μέρη κανένας δεν αγοράζει επιβήτορα χωρίς να ελέγξει
πρώτα την προέλευσή του».
«Θέλω να φύγεις αμέσως από το σπίτι μου!»
«Τέτοιου είδους παιχνίδια μ’ έναν άγνωστο θα μπορούσαν να
εξελιχθούν σε εφιάλτη. Δε με ξέρεις, δεν ξέρεις πώς ‘τη βρίσκω'. Θα
μπορούσα να είχα κάνει ό,τι ήθελα. Να σε χτυπήσω, να σ’ αφήσω
ξαπλωμένη μέσα σε μια λίμνη αίματος».
«Προσπαθείς να με τρομάξεις. Κι αυτό δε μ’ αρέσει».
«Ω, νομίζω ότι σ’ αρέσει. Πιστεύω ότι αυτό σ’ ερεθίζει». Η Αλεξ
ανατρίχιασε καθώς εκείνος έπιασε το λαιμό της με το χέρι του. Ένιωθε
το σφυγμό της να χτυπάει σαν σφυρί κάτω από το μεγάλο του δάχτυλο.
«Σ’ αρέσει ο κίνδυνος. Η σκέψη ότι ο άντρας που παρέσυρες στο
κρεβάτι σου θα μπορούσε να σε αποτελειώσει...»
«Φύγε αμέσως από το σπίτι μου!» ούρλιαξε η Αλεξ.
«Αυτό σκοπεύω να κάνω. Δε θέλω να σε κρατάω από το ραντεβού
σου». Το δάχτυλό του χάιδεψε τα απαλά της χείλη. «Αλλά πρώτα θα
σου δώσω μια υπόσχεση».
«Τράβις», είπε η Αλεξ, «δεν καταλαβαίνεις...»
«Καταλαβαίνω, Πριγκίπισσα. Πίστεψέ με». Τα χέρια του γλίστρησαν
στα μαλλιά της, την έπιασαν από το λαιμό και ανασήκωσαν το κεφάλι
της. «Θέλω μόνο να βεβαιωθώ ότι καταλαβαίνεις κι εσύ».
«Τι;» Η φωνή της ήταν ένας ψίθυρος.
«Αυτό», της είπε και τη φίλησε παθιασμένα.
Η Αλεξ αντέδρασε. Αργότερα έπεισε τον εαυτό της ότι πρόβαλε κάποια
αντίσταση...
Αλλά όχι για πολύ.
Αναστενάζοντας, αρπάχτηκε από το φανελάκι του, άνοιξε το στόμα της
και αφέθηκε στο φιλί του. Εκείνος την πήρε στην αγκαλιά του και την
έσφιξε πάνω στο ερεθισμένο του κορμί.
Ήταν σαν να είχε πέσει στις φλόγες μιας ανεξέλεγκτης πυρκαγιάς. Δεν
υπήρχε χρόνος να σκεφτεί τι ήταν σωστό και τι όχι- Οι φλόγες την
καταβρόχθιζαν.
Συνεχίζοντας να τη φιλάει, της έβγαλε τη ρόμπα και την άφησε να
πέσει μπροστά στα πόδια της. Χάιδεψε τα στήθη της και μετά έπιασε
τους γοφούς της. Φιλώντας την ακόμη, την ανασήκωσε και την έσφιξε
πάνω του.
«Σε παρακαλώ», μουρμούρισε η Αλεξ. «Ω, Τράβις, σε παρακαλώ...»
Όλα επαναλαμβάνονταν όπως ακριβώς το πρωί και χτες το βράδυ... Κι
όμως, υπήρχε κάτι διαφορετικό.
Παρά το δυνατό, πρωτόγονο πόθο, η Άλεξ ένιωθε τώρα μια γλύκα που
την έκανε να τρέμει. Ήθελε να της μάθει ο Τράβις τι μπορούσε να
νιώσει μια γυναίκα, αλλά εκείνη ένιωθε πιο πολλά στην αγκαλιά του.
Ένιωθε... ένιωθε...
Την άφησε τόσο απότομα που παραλίγο να πέσει. Τα μάτια της άνοιξαν
αμέσως. Τον κοίταξε μέσα από τα δάκρυα της και είδε ένα πρόσωπο
που θα μπορούσε να είναι από γρανίτη.
«Βλέπεις, Πριγκίπισσα; Έκανες λάθος. Θα μπορούσα να σου
προσφέρω κι άλλες υπηρεσίες αν ήθελα». Χαμογέλασε σαρκαστικά.
«Αυτό να το θυμηθείς απόψε, κυρία Θορπ, όταν εσύ κι ο ‘συνοδός’ σου
γυρίσετε εδώ μετά το δείπνο σας για παιχνίδια. Να θυμηθείς κι εμένα
όταν θα είσαι στο κρεβάτι κι εκείνος...»
Η γροθιά της τον χτύπησε στο σαγόνι. Ο Τράβις αιφνιδιάστηκε.
Το κεφάλι του τινάχτηκε πίσω και μια σταγόνα αίμα εμφανίστηκε στην
άκρη των χειλιών του. Η Αλεξ αναστέναξε, βλέποντάς τον να
σκουπίζει με το ένα δάχτυλο το αίμα.
«Φύγε», ψιθύρισε ξέπνοα. «Μ’ ακούς; Φύγε! Άντε...»
Κοίταξε γύρω της έξαλλη, άρπαξε το μόνο πράγμα που βρήκε κοντά
της και του το πέταξε στο κεφάλι. Αλλά η λάμπα δε βρήκε το στόχο
της. Χτύπησε στον τοίχο κι έγινε κομμάτια.
Ο Τράβις γέλασε καθώς έφευγε. «Καλή διασκέδαση απόψε, κυρία
Θορπ», είπε και χτύπησε δυνατά την πόρτα πίσω του.
«Κάθαρμα», του φώναξε η Αλεξ, «παλιοκάθαρμα!»
Άρπαξε τη ρόμπα της και τη φόρεσε. Ποιος νόμιζε πως ήταν;
Φαντάστηκε ότι μπορούσε να της φέρεται μ’ αυτό τον τρόπο και να
γλιτώσει;
Χρειαζόταν... τι; Ένα ποτό. Δεν έπινε ποτέ, δεν άντεχε τη γεύση του
ουίσκι, αλλά αυτή τη στιγμή το χρειαζόταν για να διώξει τη γεύση του
Τράβις Μπάρον από το στόμα της. Μετά θα έκανε ένα ντους.
Όχι, πρώτα θα έσβηνε από το δωμάτιο κάθε ίχνος τού πιο απαίσιου
άντρα που είχε γνωρίσει ποτέ.
Έτρεξε στο κρεβάτι, μάζεψε τα σεντόνια και τις μαξιλαροθήκες και τα
πήγε στο μαρμάρινο τζάκι, στην άλλη πλευρά της κρεβατοκάμαρας.
Δεν ήθελε ν’ αγγίξουν το πλυντήριό της.
«Αντίο, κύριε Μπάρον», είπε κι άναψε ένα σπίρτο.
Αντίο και στην τρέλα που την είχε κυριέψει.
Τα απαλά γαλάζια σεντόνια φούντωσαν και σε λίγο είχαν γίνει στάχτη.
Η Άλεξ κάθισε πάνω στις φτέρνες της. Η φωτιά είναι εξαγνισμός. Έτσι
δε λένε;
Κι εκείνη ένιωθε τώρα εξαγνισμένη. Πέταξε τη ρόμπα της, την
κλότσησε σε μια γωνιά και μπήκε στο μπάνιο.
Το μόνο σωστό που είχε πει ο Τράβις ήταν ότι η Αλεξ ήταν ενήλικη.
Ήταν όντως ενήλικη, ελεύθερη να κάνει ό,τι επέλεγε, ακόμη κι αν αυτό
ήταν ανόητο. Είχε κάνει κάτι για το οποίο μετάνιωνε, αλλά δεν υπήρχε
λόγος και να πεθάνει. Άλλωστε στο σημερινό κόσμο το να κάνεις σεξ
μ’ έναν άντρα που δε σκοπεύεις να ξαναδείς δεν είναι έγκλημα.
Διπλώθηκε στα δυο και αρπάχτηκε από τις άκρες του νιπτήρα.
Ποιος ο λόγος να προσποιείται; Δε θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό της
γι' αυτό που είχε κάνει σήμερα. Ποτέ. Όχι επειδή είχε κοιμηθεί μαζί
του, αλλά επειδή τον ήθελε ακόμη και όταν είχε ξαναβρεί τα λογικά
της, ακόμη κι ύστερα απ’ όλα αυτά τα φοβερά πράγματα που της είχε
πει. Αν την είχε κουβαλήσει στο κρεβάτι, εκείνη θα είχε πάει πρόθυμα.
Θα σπαρταρούσε πάλι μέσα στην αγκαλιά του, θα φώναζε πάλι τ’
όνομά του, θα έκανε πάλι όλα αυτά τα πράγματα...·
Έβγαλε μια πνιχτή κραυγή κι έκλεισε το στόμα με το χέρι της.
Τελικά ήταν εύκολο να βγάλει τον Τράβις από το κρεβάτι της. Να τον
βγάλει από το μυαλό της όμως θα ήταν λίγο πιο δύσκολο.

***

Στο δρόμο προς την πόλη ο Τράβις βλαστήμησε, έκοψε απότομα


ταχύτητα κι έβγαλε την Πόρσε στην άκρη του δρόμου.
«Το διάολό μου», γρύλισε και χτύπησε με δύναμη την παλάμη του στο
τιμόνι.
Είχε καταφέρει να δείχνει αδιάφορος φεύγοντας από την
κρεβατοκάμαρα της Αλεξ, αλλά η αλήθεια ήταν ότι το στομάχι του είχε
δεθεί κόμπος. Ήξερε ότι έπρεπε να ηρεμήσει. Ο δρόμος ήταν στενός
και γεμάτος στροφές κι εκείνος έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Δεν
υπήρχε λόγος να σκοτωθεί ή, ακόμη χειρότερα, να σκοτώσει κάποιον
αθώο, επειδή ήταν τόσο οργισμένος με την Αλεξ και δεν μπορούσε να
σκεφτεί καθαρά.
Ο ένας από τους δυο τους ήταν τρελός -και σίγουρα όχι εκείνος.
Ξεφύσηξε δυνατά. Ποιον κορόιδευε; Εκείνη ήταν τρελή, ναι, αλλά κι ο
ίδιος δεν πήγαινε πίσω. Κι αυτό δεν του άρεσε καθόλου.
Λίγο νωρίτερα αναδευόταν σαν αγριόγατα μέσα στην αγκαλιά του.
Ήταν κάτι που δεν είχε ξαναδεί, παρ’ όλο που είχε γνωρίσει πολλές
φλογερές γυναίκες. Αλλά η Αλεξ είχε κάτι διαφορετικό. Οι δισταγμοί
της, οι ντροπαλές αλλά δυνατές αντιδράσεις της σε ό,τι της έκανε ή της
έλεγε ήταν κάτι καινούριο για τον Τράβις.
Και την τελευταία φορά που έκαναν έρωτα, στο τέλος είχε κλάψει. «Σε
πόνεσα, Πριγκίπισσα;» την είχε ρωτήσει.
«Όχι», του είχε πει, «ω, όχι».
Μετά είχε πιάσει το πρόσωπό του με τα χέρια της και τον είχε φιλήσει
με μια γλύκα που είχε φτάσει μέχρι την ψυχή του.
Εκείνος είχε χαμογελάσει και την είχε φιλήσει τρυφερά. Την είχε
κρατήσει πάνω του μέχρι που η ανάσα της είχε γίνει κανονική και
συνέχισε να την κρατάει και να την κοιτάζει, προσπαθώντας να
καταλάβει πώς είχε φτάσει στο σημείο να θέλει όχι μόνο σεξ αλλά τα
πάντα από αυτή την όμορφη άγνωστη που είχε στην αγκαλιά του.
Και μετά είχε ανοίξει τα μάτια της και τον είχε κοιτάξει σαν να ήταν
κάποιο φίδι που είχε βρει ανάμεσα στα σεντόνια της- και του είχε πει
να φύγει από το κρεβάτι της κι από τη ζωή της.
Η οργή φούντωνε ακόμη μέσα του. Δεν είχε νιώσει ποτέ τόσο θυμό για
μια γυναίκα. Ούτε τότε που είχε πάει στο σπίτι του και είχε βρει τη
γυναίκα του στο κρεβάτι με τον τενίστα.
Άναψε τη μηχανή.
Εντάξει, ναι, αυτό που χρειαζόταν ήταν να βάλει κάποια απόσταση
ανάμεσα στην Αλεξ Θορπ και τον εαυτό του.
Ή να γυρίσει πίσω, να μπει στο μαυσωλείο που αποκαλούσε σπίτι της,
να την κουβαλήσει στο κρεβάτι και να την κάνει να χάσει τα μυαλά της
όπως νωρίτερα.
Ή μπορούσε να την πάρει στην αγκαλιά του, να την κρατήσει
τρυφερά με το πρόσωπό του κρυμμένο στα ευωδιαστά μαλλιά της
και με τα χείλη του στο λαιμό της, μέχρι να τους σκέπαζε το σκοτάδι
της νύχτας.
Τα χείλη του σφίχτηκαν. Θεέ μου, του ’χε στρίψει!
Ξεκίνησε κάνοντας τα λάστιχα να τρίζουν και κατέβηκε το φαράγγι με
τέτοια ταχύτητα που θα τρόμαζε ακόμη και τον ίδιο, αν δε σκεφτόταν
πόσο μεγάλη τρέλα ήταν να θέλει να ξαναδεί την Αλεξάνδρα Θορπ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Δύο εβδομάδες αργότερα ο Τράβις βρισκόταν στο Πάιπερ Κομάντσι


του. Έβγαλε τα ακουστικά του, βεβαιώθηκε ότι είχαν ασφαλιστεί όλα
στο ταμπλό του και, βγαίνοντας από το αεροσκάφος, πάτησε στο
έδαφος του Εσπάδα για πρώτη φορά έπειτα από δύο χρόνια σχεδόν.
Ήταν ένα ζεστό, πνιγηρό πρωινό του Ιουνίου, σαν αυτά που θυμόταν
από την παιδική του ηλικία.
Έντομα βούιζαν όπως πάντα. Είχε την τρελή αίσθηση ότι θα
εμφανιζόταν ο πατέρας του, θα τον κοίταζε κάτω από τα δασιά φρύδια
του και θα του έλεγε: «Γιατί τεμπελιάζεις, νεαρέ, αντί να είσαι στους
στάβλους και να κάνεις τις δουλειές σου;»
Δεν είχε καμιά διάθεση για αναμνήσεις ή για καβγάδες με τον Τζόνας.
Ούτε για ευγενικές συζητήσεις με τους διακόσιους περίπου
καλεσμένους που θα έρχονταν εδώ αύριο. Σε κανένα δεν μπορούσε να
μιλήσει ευγενικά τελευταία. Ακόμη και στο γραφείο όλοι
προσπαθούσαν να τον αποφεύγουν από εκείνη τη Δευτέρα μετά τον
πλειστηριασμό, που παραλίγο να έδινε γροθιά στον Πιτ Χάσκελ.
«Ε, Μπάρον», είπε ο Χάσκελ, «πώς πήγε μ’ αυτό το μανούλι, τη
Θορπ;»
«Μια χαρά πήγε».
Η απάντηση του Τράβις ήταν κοφτή. Ένας έξυπνος άνθρωπος θα
καταλάβαινε ότι έπρεπε να το βουλώσει, αλλά ο Πιτ δε φημιζόταν για
την εξυπνάδα του.
«‘Μια χαρά πήγε’», τον μιμήθηκε κοροϊδευτικά. «Θέλουμε
λεπτομέρειες, Μπάρον. Είναι τόσο σέξι όσο δείχνει; Κατάφερες να τη
ρίξεις στο κρεβάτι;»
Ο Τράβις τον είχε αρπάξει σαν μανιακός και τον είχε στριμώξει στον
τοίχο.
«Πρόσεχε πώς μιλάς», είχε πει έξαλλος στον Πιτ, όταν δυο άλλοι
συνεταίροι τον είχαν τραβήξει πίσω.
Από τότε δεν του μιλούσε κανείς. Δεν τον πείραζε όμως. Ήξερε ότι
ήταν ευερέθιστος, αλλά αυτό δεν είχε καμιά σχέση με την Αλεξάνδρα
Θορπ. Ήταν πολύ απασχολημένος. Μια συγχώνευση εταιρειών είχε
αποτύχει και μια μήνυση εναντίον ενός άλλου πελάτη του όδευε προς
τα δικαστήρια. Ήταν εξαντλημένος, αυτό ήταν όλο.
Η άσχημη διάθεσή του δεν είχε καμιά σχέση με την Άλεξ...
«Κόψε τις μπούρδες, Μπάρον», μουρμούρισε.
Είχε απόλυτη σχέση με την Αλεξ. Κανένας άντρας δε χαιρόταν την
απόρριψη. Η διάθεσή του ήταν πολύ άσχημη κι ένα Σαββατοκύριακο
με τον Τζόνας δε θα τη βελτίωνε.
Γύρισε και κοίταξε το Κομάντσι του. Κανένας δεν ήξερε ότι είχε έρθει.
Μπορούσε ν’ ανέβει πάλι στο αεροσκάφος και να κατευθυνθεί δυτικά
προς την ακτή...
Ένα χέρι έπεσε βαρύ πάνω στον ώμο του.
«Αν το κάνεις», είπε μια γνωστή φωνή, «ορκίζομαι πως θα σε
κυνηγήσω και θα φέρω πίσω μαζί μου το κλούβιο σου κεφάλι για
τρόπαιο».
Ο Τράβις γύρισε και κοίταξε το χαμογελαστό πρόσωπο του αδερφού
του του Σλέιντ.
«Τώρα έμαθες να διαβάζεις τις σκέψεις των άλλων, μικρέ;»
«Γιατί, έχεις μυαλό για να κάνει σκέψεις;»
Ο Τράβις τον αγριοκοίταξε. Ο Σλέιντ συνέχισε να χαμογελάει.
«Ω, δεν πάει στο διάολο», είπε ο Τράβις και αγκάλιασε τον αδερφό του.
«Δεν μπορώ να το αποφύγω». Έκανε ένα βήμα πίσω και κοίταξε τον
Σλέιντ. «Πανάσχημος όπως πάντα, βλέπω».
Ο Σλέιντ έριξε μια ματιά στο σκούρο γκρι παντελόνι του αδερφού του,
το κάτασπρο πουκάμισο και τη μαρόν μεταξωτή γραβάτα και
χαμογέλασε.
«Ναι, είναι οικογενειακό μας».
Ο Τράβις γέλασε, άπλωσε το χέρι μέσα στο αεροσκάφος και άρχισε να
βγάζει τα πράγματά του. «Ελπίζω να μην άλλαξε πάλι γνώμη ο Γκέιτζ.
Θα ’ρθει, έτσι;»
«Ναι, θα ’ρθει. Τι έκανες, χριστιανέ μου, ολόκληρο το γραφείο σου
έφερες μαζί σου;»
«Μερικοί από μας δουλεύουν, μικρέ», είπε ο Τράβις, δίνοντάς του το
σακάκι, το χαρτοφύλακα και το φορητό του υπολογιστή. «Ήρθα
κατευθείαν από μια σύσκεψη».
«Τώρα θ’ αρχίσεις να μου αραδιάζεις χολιγουντιανά ονόματα», είπε ο
Σλέιντ γελώντας. «Λες και με νοιάζει αν σε τριγυρίζουν ξανθές
γκομενίτσες, έτοιμες να σου δείξουν τα ταλέντα τους στο κρεβάτι».
«Δεν έχω καμιά σχέση με ξανθές γκομενίτσες», είπε ο Τράβις κοφτά.
Τα φρύδια του Σλέιντ ανασηκώθηκαν. «Εντάξει, ό,τι πεις εσύ». «Και
γιατί έκανες αυτό το σχόλιο;» «Τράβις, ήταν απλώς...»

«Δεν είναι όλες οι ξανθές γκομενίτσες. Ούτε είναι όλες οι γυναίκες...»


Σταμάτησε. «Τι στο διάολο έχω πάθει;» μουρμούρισε.
«Τραβ; Έκανα γκάφα ή κάτι...;»
«Κάτι», είπε ο Τράβις. Προσπάθησε να γελάσει. «Η ζέστη του Τέξας
φταίει. Την έχω ξεσυνηθίσει».
« Αχά».
«Καίει σαν καμίνι».
«Αυτό το είπες ήδη».
«Το λέω ξανά. Που να πάρει, Σλέιντ...»
«Τράβις, γιατί προσπαθείς ν’ αλλάξεις θέμα;»
«Ποιο θέμα;»
«Γιατί ήσουν έτοιμος να μου κόψεις το κεφάλι πριν από λίγο;»
Τα δυο αδέρφια είχαν φτάσει στο τζιπ που είχε παρκάρει ο Σλέιντ στο
γρασίδι. Στάθηκαν από τη μια και την άλλη πλευρά του και
κοιτάχτηκαν πάνω από την οροφή.
Θα είναι εύκολο να του μιλήσω, σκέφτηκε ο Τράβις. «Θυμάσαι τον
πλειστηριασμό; Και την ξανθιά για την οποία σου είχα μιλήσει;
Πέρασα τη μέρα μαζί της στο κρεβάτι. Και είμαι πολύ μεγάλος για να
πιστεύω ότι αξίζει να σκέφτεται κανείς τέτοια μωρά, αλλά την έχω
συνέχεια στο μυαλό μου και θυμάμαι μερικά πολύ αντιφατικά
πράγματα. Όπως το σκληρό τρόπο που με πέταξε έξω, παρ’ όλο που
είχε κλάψει την τελευταία φορά που της έκανα έρωτα...»
«Τραβ;»
Ο Τράβις ανοιγόκλεισε τα μάτια. Ο Σλέιντ τον κοίταζε ανήσυχος. Τι
έπρεπε να κάνει; Να του πει πράγματα που δεν καταλάβαινε κι ο ίδιος;
Δεν μπορούσε, γι’ αυτό χαμογέλασε βεβιασμένα.
«Ξέρεις τι χρειάζομαι, μικρέ;»
«Όχι. Και προφανώς ούτε εσύ ξέρεις».
Ο Τράβις πέταξε τα πράγματά του μέσα στο τζιπ. «Χρειάζομαι ένα
ντους. Και ν’ αλλάξω. Μετά θέλω ένα μπουκάλι μπίρα και ίσως λίγο
κολύμπι στο ποτάμι».
«Νόμιζα ότι εσείς οι χολιγουντιανοί πίνετε μόνο σαμπάνια». «Ξέρεις τι
λένε. Όταν είσαι στη Ρώμη...»
«...Πίνεις μπίρα του Τέξας. Είμαι μέσα».
Ο Τράβις χαμογέλασε και του άπλωσε το χέρι. Ο Σλέιντ το έπιασε με
τη μυστική χειραψία των Λος Λόμπος της παιδικής τους ηλικίας.
«Είμαστε ωραίοι», είπε ο Τράβις.
«Είμαστε γενναίοι», πρόσθεσε ο Σλέιντ.
«Είμαστε σκληροί και ρωμαλέοι», είπαν και οι δυο μαζί.
Γελώντας, ανέβηκαν στο τζιπ και κατευθύνθηκαν ολοταχώς προς το
σπίτι.

***

Το ντους και τα άνετα ρούχα βοήθησαν. Τ ο ίδιο και η πρώτη μπίρα.


Μια ώρα αργότερα, καθισμένος στη βεράντα, ο Τράβις σκέφτηκε ότι
αυτό το Σαββατοκύριακο στην εξοχή μπορεί να του έκανε καλό τελικά.
Ο Σλέιντ είχε μπει στο σπίτι να φέρει άλλες δυο παγωμένες μπίρες.
Ήταν όλα σχεδόν στη θέση τους στον κόσμο. Αν εμφανιζόταν και η
Κέιτι...
«Τράβις!»
Πετάχτηκε πάνω, άρπαξε την ετεροθαλή αδερφή του στην αγκαλιά του
και της έκανε μερικές στροφές.
«Γεια σου, γλυκιά μου», της είπε και τη φίλησε δυνατά στα μάγουλα.
«Είχα αρχίσει ν' αναρωτιέμαι μήπως το 'χες σκάσει για ν’ αποφύγεις
όλο αυτό το πανηγύρι».
Η Κέιτλιν σούφρωσε τη μύτη της. «Πώς θα μπορούσα αφού ήταν δική
μου ιδέα;»
«Με κάποια παρακίνηση από τον Τζόνας;»
Του χαμογέλασε. «Κάποια, ίσως. Πότε ήρθες;»
«Πριν από μία ώρα». Κατσούφιασε. «Απογοητεύτηκα που δεν ήσουν
μέλος της επιτροπής υποδοχής μου».
«Ήθελα να είμαι, αλλά...»
«Κέιτι, σε πειράζω». Ο Τράβις γέλασε. «Ήταν εκεί ο Σλέιντ. Τι άλλο
μπορούσα να ζητήσω;»
Η Κέιτλιν γέλασε καθώς έπεφτε σε μια κουνιστή πολυθρόνα και
άπλωνε τα πόδια της. «Σωστό, αλλά σκόπευα πράγματι να έρθω. Μετά
ο Τζόνας αποφάσισε ότι κάποιος έπρεπε να πάει στην πόλη και...»
«Και έστειλε εσένα».
«Τραβ, μην τσαντίζεσαι. Έτσι είναι ο Τζόνας και το ξέρεις».
Ο Τράβις κάθισε σε μια ψάθινη πολυθρόνα με ψηλή ράχη. «Ναι.
Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν».
«Τον είδες;»
«Όχι. Έχει φύγει με το άλογο λέει η Μάρτα. Μια χαρά δείχνει».
«Είναι μια χαρά». Η Κέιτλιν έσπρωξε πίσω την κουνιστή πολυθρόνα.
«Καταπληκτικό, έτσι; Ό,τι και να κάνει ο Τζόνας, δεν την τρομάζει».
Έμειναν για λίγο σιωπηλοί και οι δυο. Έπειτα από λίγο ο Τράβις
καθάρισε το λαιμό του.
«Λοιπόν, τι παίζεται εδώ, Κέιτι; Ήρθαμε να ευχηθούμε στον Τζόνας
για τα ογδόντα πέντε χρόνια της αυτοκρατορίας του ή για να τον
ακούσουμε να λέει στον Γκέιτζ, στον Σλέιντ και σ’ εμένα ότι θα έπρεπε
να μαλώνουμε για το ποιος θα κληρονομήσει αυτό το ράντσο, που
κανένας μας δε θα ήξερε τι να το κάνει; Το χοντροκέφαλο του δεν
μπορεί να χωνέψει το γεγονός ότι μόνο εσύ θέλεις το Εσπάδα».
«Μα εγώ δεν είμαι μια Μπάρον», είπε η Κέιτι ψιθυριστά. «Είμαι μια
Μακόρντ».
«Σαχλαμάρες».
«Όχι για τον πατέρα σου». Η Κέιτλιν πήρε την μπίρα του Τράβις, την
έφερε στα χείλη της και ήπιε μια μεγάλη γουλιά. «Νομίζω, όμως, ότι
είναι κι αυτό στο πρόγραμμα», είπε, δροσίζοντας με το παγωμένο
μπουκάλι το μέτωπό της. «Θα έρθει και ο δικηγόρος του Τζόνας».
«Ο δικηγόρος του;»
«Ο Γκραντ Λάντον, από τη Νέα Υόρκη».
«Λάντον», είπε ο Τράβις. «Δεν τον έχω ακούσει, αλλά είναι φυσικό,
αφού εγώ δουλεύω στο Λος Άντζελες».
Η Κέιτλιν χαμογέλασε. «Αφού μιλάμε για το Λος Άντζελες, πες μου τι
καινούριο υπάρχει στη ζωή σου».
Η πόρτα άνοιξε και βγήκε ο Σλέιντ με δυο μπουκάλια μπίρα.
«Κέιτι, μην τον ενθαρρύνεις». Άφησε τα μπουκάλια κάτω και κάθισε
σε μια από τις ψάθινες πολυθρόνες. «Αν δείξεις το παραμικρό
ενδιαφέρον, ο Τράβις θα μας κατακλύσει με ιστορίες διάσημων και
πλουσίων του Χόλυγουντ».
«Θέλω να τις ακούσω, Τραβ», είπε η Κέιτλιν. «Μερικές φορές ξεχνάω
ότι υπάρχουν κι άλλα πράγματα στον κόσμο εκτός από τα γελάδια».
«Πολύ ευχαρίστως». Ο Τράβις πήρε το χέρι της και το έφερε στα χείλη
του. «Ξέρεις ότι δεν υπάρχει καμιά ηθοποιός στο Χόλυγουντ τόσο
όμορφη όσο εσύ;» «Ψεύτη», είπε η Κέιτι, γελώντας.
«Και κανένας γόης του κινηματογράφου τόσο ωραίος όσο ο μεγάλος
σου αδερφός, ο Τράβις».
Η Κέιτι χαχάνισε. Αυτός ο γλυκός ήχος ζέστανε την καρδιά του
Τράβις.
Ακόμη και με τον Τζόνας, σκέφτηκε, μου κάνει καλό να βρίσκομαι στο
σπίτι.

***

Συνάντησε το δικηγόρο του Τζόνας στον αχυρώνα που ήταν πάντα η


κρυφή λέσχη των Λος Λόμπος.
Και τι συνάντηση, σκέφτηκε ο Τράβις μελαγχολικά, καθώς ντυνόταν
για το πάρτι των γενεθλίων του πατέρα του.
Εκεί που κάθονταν τα τρία αδέρφια κι εκείνος με τον Σλέιντ
προσπαθούσαν να συνέλθουν από το σοκ που τους είχε προκαλέσει η
ανακοίνωση του Γκέιτζ ότι εκείνος και η Νάταλι είχαν χωρίσει, είχε
προστεθεί στη συντροφιά και ο Γκραντ Λάντον και είχε ομολογήσει ότι
το ίδιο πρόβλημα είχε κι εκείνος με τη γυναίκα του.
Τίποτα πια δεν είναι βέβαιο στις σχέσεις των δύο φύλων, σκέφτηκε ο
Τράβις καθώς φορούσε το παπιγιόν του μπροστά στον καθρέφτη. Σ’
αυτό είχαν συμφωνήσει όλοι όσοι βρίσκονταν στον αχυρώνα.
Φόρεσε τα μανικετόκουμπά του αναστενάζοντας.
Όταν ήταν μικροί, σ’ αυτές τις συναντήσεις των Λος Λόμπος μιλούσαν
για μπέιζμπολ, φουτμπόλ ή πώς θα το ’σκαγαν από τα δωμάτιά τους τα
μεσάνυχτα, να ψάξουν για περιπέτειες σ’ ένα ράντσο που είχε το
μέγεθος μικρής χώρας.
Αυτή τη φορά είχαν μιλήσει μόνο για γυναίκες. Η απόφαση της
γυναίκας του να τον εγκαταλείψει είχε αφήσει άναυδο τον Γκέιτζ. Και
τον Λάντον η δήλωση της δικής του ότι ήταν δυστυχισμένη.
Ο Σλέιντ δεν είχε πει σχεδόν τίποτα, αλλά η έκφρασή του έδειχνε ότι θα
μπορούσε να δώσει πολλές συμβουλές αν ήθελε.
Ο Τράβις δε μιλούσε καθόλου. Θα έβγαινε κανένα νόημα αν έλεγε ότι
ένιωθε οργή για μια γυναίκα που δεν ήξερε σχεδόν καθόλου;
Οργή και σαρκικό πόθο.
Πώς γίνεται να είσαι τόσο θυμωμένος με μια γυναίκα και συγχρόνως
να τη θέλεις με σχεδόν οδυνηρό τρόπο; Γιατί την ήθελε πράγματι
ακόμη. Αν, κατεβαίνοντας κάτω απόψε, έβρισκε εντελώς τυχαία την
Αλεξ ανάμεσα στους άλλους καλεσμένους... Αν συνέβαινε αυτό, θα
πήγαινε κατευθείαν κοντά της, θα την έπαιρνε στην αγκαλιά του, θα
την ταρακουνούσε και μετά... και μετά...
«Είσαι ηλίθιος, Μπάρον», είπε στο είδωλό του.
Γιατί να θέλει μια γυναίκα σαν την Αλεξ; Δεν του άρεσε να τον
εκμεταλλεύονται. Η ισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα δεν τον πείραζε,
αλλά εκείνη είχε αναστρέψει τους ρόλους.
Χάρηκα πολύ, γεια σας, κύριέ μου.
Ούτε εκείνος δεν το έκανε αυτό. Όταν πήγαινε με μια γυναίκα στο
κρεβάτι, ποτέ δεν την παρατούσε μετά χωρίς καμιά εξήγηση. Έβγαινε
μαζί της για λίγο και όταν η σχέση ολοκλήρωνε τον κύκλο της, της
έστελνε λουλούδια κι ένα ακριβό δωράκι...
Ο Τράβις γέλασε.
«Διάολε», είπε στο είδωλό του, «καταλαβαίνεις τι λες; Θα ένιωθες
καλύτερα αν σου έστελνε μια ντουζίνα τριαντάφυλλα και μια καρφίτσα
γραβάτας από το Τίφανι;»
Οι σφιγμένοι ώμοι του χαλάρωσαν.
Φερόταν σαν κόπανος -και τώρα ήξερε το λόγο. Η Άλεξ Θορπ είχε
πληγώσει το εγώ του.
«Είσαι αξιολύπητος», είπε στο είδωλό του και χαμογέλασε.
Φόρεσε το σακάκι του σμόκιν του. Άκουγε μουσική και γέλια από τον
κήπο. Το πάρτι είχε αρχίσει. Διακόσιοι καλεσμένοι, είχε πει η Κέιτι
και, χαμογελώντας, τον είχε πληροφορήσει ότι της είχαν
τηλεφωνήσει πάνω από δέκα κορίτσια που τον ήξεραν και την είχαν
ρωτήσει αν θα βρισκόταν εδώ απόψε.
«Δεν ξέρω τι θα κάνεις μ’ όλες αυτές μαζί, Τραβ», του είχε πει
γελώντας.
Έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη. «Ναι», είπε σκυθρωπός,
«θα είναι δύσκολο, αλλά τι να κάνουμε;»
Χαμογέλασε. Μετά, σφυρίζοντας εύθυμα, βγήκε από το δωμάτιο και
κατέβηκε τη σκάλα.
***

Δυο ώρες αργότερα στεκόταν στο καθιστικό, μ’ ένα ποτήρι Ντομ


Περινιόν στο ένα χέρι κι ένα καναπεδάκι αστακού στο άλλο.
Το κρασί ήταν πολύ καλό και η ορχήστρα καταπληκτική. Και, όπως
είχε πει η Κέιτι, πολλές από τις παλιές κατακτήσεις του βρίσκονταν
εκεί κι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να του δείξουν ότι ενδιαφέρονταν
και τώρα, παρ’ όλο που μερικές είχαν τον άντρα ή το φίλο τους μαζί.
Υπήρχαν πολλές εκθαμβωτικές γυναίκες, μαζί κι ένα μοντέλο που τη
γνώρισε αμέσως από τα εξώφυλλα των περιοδικών, καθώς και η κόρη
ενός γερουσιαστή, που ήταν πιο όμορφη απ’ ό,τι την έδειχναν οι
φωτογραφίες.
«Διασκεδάζεις;» ρώτησε η Κέιτι καθώς περνούσε χορεύοντας με τον
ξάδερφο του Τράβις, τον Λίτον.
«Πολύ», της είπε μ’ ενθουσιασμό.
Υπερβολικό ενθουσιασμό. Το κατάλαβε κι ο ίδιος, αλλά ο Λίτον της
μιλούσε ακατάπαυστα μέσα στο αυτί, για τον εαυτό του προφανώς
όπως πάντα, γι’ αυτό δεν το πρόσεξε. Ο Τζόνας και η Μάρτα όμως δεν
ξεγελιούνταν εύκολα.
Πήγε να τους μιλήσει μερικά λεπτά αργότερα.
Η Μάρτα, κομψή όπως πάντα, έσκυψε και τον φίλησε στο μάγουλο.
«Είσαι ο πιο ωραίος άντρας μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο», του είπε.
«Διασκεδάζεις;»
«Φυσικά». Ο Τράβις χαμογέλασε στη μητριά του. «Είναι
καταπληκτικό πάρτι».
«Άκουσέ τους με πόση ευκολία λένε ψέματα ο ένας στον άλλο», είπε ο
Τζόνας.
Η Μάρτα ανασήκωσε τα φρύδια της. «Συγνώμη;»
«Ακούω τη γυναίκα μου να λέει στο γιο μου ότι είναι ο πιο ωραίος
άντρας εδώ μέσα, αφού ξέρουν όλοι ότι εγώ είμαι ο πιο ωραίος».
Η Μάρτα γέλασε. Ο Τράβις κατάφερε να χαμογελάσει.
«Και ο γιος μου λέει ότι το πάρτι είναι καταπληκτικό, ενώ με μια ματιά
βλέπεις ότι μετράει τα λεπτά μέχρι να 'ρθει η ώρα να γυρίσει στα
δυνατά φώτα του Χόλυγουντ. Έτσι δεν είναι, νεαρέ;»
Η Μύρια έπιασε τον άντρα της από το μπράτσο. «Έλα τώρα, Τζόνας...»
«Έχεις δίκιο ως συνήθως, πατέρα», είπε ο Τράβις χαμογελαστός,
«εκτός από ένα πράγμα. Έπαψα εδώ και χρόνια να είμαι νεαρός».
«Αυτό μου το λες συνέχεια, αλλά δε μου το έχεις αποδείξει ακόμη».
«Όπως πάντα, πατέρα, είναι μεγάλη χαρά να μιλάω μαζί σου». Πήρε το
χέρι της Μάρτα και το φίλησε. «Μάρτα».
«Ω», του είπε τρυφερά, «Τράβις, σε παρακαλώ, μη φύγεις».
«Δε φεύγει. Θέλω να μιλήσω μαζί του πρώτα».
«Μιλήσαμε νομίζω. Τώρα, αν μου επιτρέπετε...»
«Θέλω να σου αναθέσω μια δουλειά, νεαρέ». Ο γέρος χαμογέλασε.
«Τράβις, εννοώ», είπε, τονίζοντας το όνομα.
«Τι δουλειά; Να εξημερώσω κανένα άλογο που έστειλε ήδη κάποιον
από τους άντρες σου στο νοσοκομείο; Να σκοτώσω κάποιο λιοντάρι με
τα γυμνά μου μπράτσα για ν’ αποδείξω ότι είμαι άντρας;» Χαμογέλασε
με σφιγμένα χείλη.
«Λυπάμαι, πατέρα, όλες αυτές τις δοκιμασίες τις πέρασα πριν από
είκοσι χρόνια».
«Είσαι ο μεγαλύτερος από τους γιους μου, Τράβις. Έπρεπε να τα κάνεις
αυτά τα πράγματα».
«Εντάξει, τα έκανα. Και δε μ’ ενδιαφέρει να κάνω τίποτε άλλο για...»
«Φυσικά, θα έπρεπε να φύγεις για λίγο από το Χόλυγουντ για να το
κάνεις».
«Ακούγεται ενδιαφέρον», είπε ο Τράβις ευγενικά. «Αλλά δεν
ενδιαφέρομαι».
«Είναι μια δουλειά που χρειάζεται το δίπλωμα νομικής που έχεις
πάρει».
Ο Τζόνας ήθελε τις νομικές του γνώσεις; Αυτό ήταν αρκετό για να
κάνει τον Τράβις ν’ αλλάξει γνώμη...
«Εκτός, βέβαια, αν δεν είσαι αρκετά καλός δικηγόρος για ν’ αναλάβεις
μια υπόθεσή μου».
Ο Τράβις χαμογέλασε. «Χρόνια πολλά, πατέρα», είπε και
απομακρύνθηκε.
Χόρεψε λίγο ακόμη. Και φλέρταρε. Ήπιε σαμπάνια και έκανε δυο
διαπιστώσεις καθώς στροβιλιζόταν στην πίστα με το μοντέλο στην
αγκαλιά του.
Η πρώτη ήταν ότι τα καταπληκτικά στήθη του μοντέλου ήταν αληθινά
και η δεύτερη ότι ήταν ηλίθιος που είχε χάσει τόσο χρόνο να σκέφτεται
την Άλεξ. Πόσο λάθος έκανε νωρίτερα που πίστευε ότι θα πήγαινε
κατευθείαν κοντά της αν ήταν ανάμεσα στους καλεσμένους...
Μέχρι που στην άλλη πλευρά της αίθουσας είδε μια λεπτή ξανθιά με
μεταξένια μαλλιά και ανοικονόμητα πόδια να στέκεται με το χέρι ενός
άντρα περασμένο γύρω από τη μέση της. Του είχε γυρισμένη την
πλάτη, αλλά καταλάβαινε ότι γελούσε από τον τρόπο που έγερνε το
κεφάλι της και από την έκφραση του προσώπου του άντρα.
«Συγνώμη», είπε στο μοντέλο και την άφησε πάνω στην πίστα.
Διέσχισε βιαστικά το δωμάτιο, έπιασε από το μπράτσο την ξανθιά και
τη γύρισε προς το μέρος του.
«Αλεξ», είπε... Μόνο που δεν ήταν η Αλεξ. Ήταν μια όμορφη γυναίκα
με γαλάζια μάτια και ξανθά μαλλιά, αλλά όχι η γυναίκα που ήθελε σαν
τρελός εδώ και δυο εβδομάδες.
Ο Τράβις ζήτησε συγνώμη. Χαμογέλασε γοητευτικά και πήγε να βρει
τον πατέρα του.

***

Ο Τζόνας ήταν στη βιβλιοθήκη, περικυκλωμένος από μερικούς άντρες.


Ήταν όλοι άνθρωποι του πλούτου και της εξουσίας.
Το δωμάτιο μύριζε καλό ουίσκι, πούρα Αβάνας και ακριβή κολόνια.
Ο Τζόνας σήκωσε το κεφάλι όταν μπήκε ο Τράβις στο δωμάτιο.
«Τράβις».
Ο Τράβις έγνεψε καταφατικά. «Πατέρα».
Ο άντρας που κατά πάσα πιθανότητα θα ήταν ο επόμενος Πρόεδρος
των ΗΠΑ κούνησε το ποτήρι του. «Λοιπόν, όπως έλεγα...»
«Αργότερα», είπε ο Τζόνας.
Έγινε σιωπή. Μετά ο άντρας που θα γινόταν Πρόεδρος καθάρισε το
λαιμό του. «Ξέρετε», είπε, «πεθαίνω να δοκιμάσω τις ψησταριές του
Τέξας».
Το δωμάτιο άδειασε. Ο Τζόνας έκανε μερικά βήματα πάνω στο
χειροποίητο ινδιάνικο χαλί κι έκλεισε την πόρτα.
«Ελπίζω να μην ήρθες πάλι για να μου πεις ότι η παιδική σου ηλικία
ήταν κόλαση», είπε.
«Δεν το είπα ποτέ. Θα ήταν άσκοπο». Ο Τράβις άνοιξε ένα μπουκάλι
μεταλλικό νερό και γέμισε ένα κρυστάλλινο ποτήρι με πάγο. «Τι είναι
η δουλειά που έχεις για μένα;»
Ο Τζόνας χαμογέλασε. «Νόμιζα ότι δε σ’ ενδιέφερε».
«Μπορεί». Ο Τράβις ήπιε μια γουλιά νερό, άφησε κάτω το ποτήρι και
σταύρωσε τα χέρια του. «Αλλά είπες ότι θα μ’ έπαιρνε για λίγο από το
Λος Άντζελες και θα ήθελα μια αλλαγή περιβάλλοντος. Είπα λοιπόν ν’
ακούσω τι ακριβώς είναι».
Σταύρωσε κι ο Τζόνας τα χέρια του και στηρίχτηκε στον τοίχο.
Καταπληκτικό, σκέφτηκε ο Τράβις. Ο γέρος ήταν ογδόντα πέντε, αλλά
έδειχνε σχεδόν νέος.
«Παρά τα όσα έλεγες στη Μάρτα», είπε ο Τζόνας, «δε διασκεδάζεις
απόψε, έτσι;»
«Όχι», απάντησε ο Τράβις. «Αλλά δε φταις εσύ γι’ αυτό».
Ο πατέρας του γέλασε. «Είναι κάποια γυναίκα στη μέση».
«Τι σε κάνει να το λες αυτό;»
«Σε είδα έξω με τη μελαχρινή πριν από λίγο. Την κόρη του
γερουσιαστή. Μου φάνηκε ότι προσπαθούσε να καταπιεί τη γλώσσα
σου. Σωστά;»
Ο Τράβις δεν μπορούσε να μη γελάσει. «Υπάρχει πιο ρομαντικός
τρόπος να το πει κανείς, πατέρα... αλλά ναι, η παρατήρησή σου είναι
σωστή».
«Και εσύ έδειχνες τόσο ενδιαφέρον όσο ένα άλογο για μια αγελάδα».
«Πατέρα, ο τρόπος που περιγράφεις την ερωτική μου ζωή έχει πολύ
ενδιαφέρον, αλλά...»
«Τη σεξουαλική σου ζωή. Μην τα μπερδεύεις. Όταν το μπερδεύεις με
την αγάπη, τότε αρχίζουν τα προβλήματα».
Ο Τράβις κοίταξε το μπουκάλι με το ουίσκι, ήπιε το νερό του κι έβαλε
λίγο στο ποτήρι του. «Η Μάρτα θα χαιρόταν πολύ αν το άκουγε αυτό»,
σχολίασε.
«Δε λέω ότι δε νοιάζομαι για τη Μάρτα. Αλλά όταν ένας άντρας αφήνει
τον εαυτό του να πιστέψει ότι είναι ερωτευμένος, τον περιμένουν
μπελάδες».
Ο Τράβις κοίταξε τον πατέρα του. Ο γέρος κοίταζε στο κενό. Η φωνή
του είχε χάσει τη μελωδική προφορά του Τέξας και είχε γίνει πεζή.
«Σαν να μιλάς από προσωπική πείρα», είπε ο Τράβις χαμηλόφωνα.
Ο Τζόνας πήρε βαθιά ανάσα, ανασήκωσε τους ώμους και γέλασε.
«Όταν φτάνει κανείς τα ογδόντα πέντε, έχει δει αρκετά για να μπορεί
ν’αναγνωρίζει έναν κόπανο χωρίς να είναι κι ο ίδιος».
«Θα μου πεις γι’ αυτή τη δουλειά που θέλεις ν’ αναλάβω;»
Ο πατέρας του κάθισε στην αγαπημένη του δερμάτινη πολυθρόνα. Οι
κινήσεις του ήταν άνετες αλλά πιο αργές απ’ ό,τι παλιότερα. Γερνούσε
πραγματικά, σκέφτηκε ξαφνικά ο Τράβις. Προς μεγάλη του έκπληξη,
ένιωσε συμπόνια.
«Άκου πώς έχει το θέμα. Μια εταιρεία που θέλω ν’ αγοράσω είναι από
τη δική σου πλευρά. Στην κοιλάδα Νάπα».
«Μα αυτή είναι περιοχή αμπελώνων, πατέρα».
Ο Τζόνας γέλασε. «Ευτυχώς, αφού η εταιρεία που θέλω ν’ αγοράσω
φτιάχνει κρασιά».
«Εσύ; Θα αγοράσεις αμπελώνες;»
«Τα λεφτά των Μπάρον έχουν επενδυθεί σε διάφορα πράγματα,
Τράβις. Αν έδινες μεγαλύτερη προσοχή, θα το ήξερες».
Ο Τράβις κάθισε απέναντι από τον Τζόνας χωρίς να το σχολιάσει.
«Αν θέλεις κάποιον για να ελέγξει τα συμβόλαια, μπορώ να σου
συστήσω δυο δικηγόρους που ξέρω στη Βόρεια Καλιφόρνια».
«Νομίζω ότι εσύ έχεις κάποια ιδέα από κρασιά».
«Ξέρω τι μ’ αρέσει να πίνω και τι όχι, αλλά αν νομίζεις ότι ξέρω τίποτε
από αμπελώνες...»
«Έχω δυο καλούς διευθυντές στις επιχειρήσεις μου, αλλά κανένας δεν
μπορεί να διακρίνει τη διαφορά ανάμεσα σ’ ένα Ζίνφαντελ κι ένα
Μποζολέ». Ο Τζόνας χαμογέλασε. «Τι συμβαίνει, γιε μου; Δείχνεις
κατάπληκτος».
«Τίποτα», είπε ο Τράβις, «μου έκανε εντύπωση η ευκολία με την οποία
πρόφερες αυτές τις δυο λέξεις».
Ο Τζόνας σηκώθηκε κι έβαλε άλλο ένα δάχτυλο ουίσκι στο ποτήρι του.
«Θέλω να πας εκεί πάνω για μία μέρα. Δύο το πολύ».
«Κάι να κάνω τι; Το να ξεχωρίζεις ένα Ζιν από ένα Μποζολέ σε
βοηθάει όταν διαβάζεις έναν κατάλογο κρασιών, αλλά δεν έχει καμιά
σχέση με τα συμβόλαια».
«Έχει, αν πάρεις τα οικονομικά στοιχεία από τους ανθρώπους μου και
κάνεις χρήση των γνώσεων σου για την ωρίμανση σε βαρέλια από ξύλο
βαλανιδιάς, για την αμπελουργία...» Ο Τζόνας γέλασε. «Έχεις πάλι την
ίδια έκφραση».
Γέλασε κι ο Τράβις. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
«Είσαι μια έκπληξη για μένα, πατέρα», είπε.
«Η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις, αγόρι μου. Λοιπόν, θα το κάνεις ή
όχι;»
Ο Τράβις το σκέφτηκε. Δυο μέρες βόρεια, οχτακόσια χιλιόμετρα
μακριά από το Μαλιμπού και το Λος Αντζελες. Δε θα ήταν άσχημα.
Του άρεσε η κοιλάδα Νάπα- είχε περάσει μερικά Σαββατοκύριακα
εκεί. Και ήξερε πολλά πράγματα για την αμπελουργία. Κάποτε είχε
σκεφτεί να επενδύσει λεφτά σε μια οινοποιία.
Υπήρχε και η Αλεξμνδρα Θορπ, που ήθελε να τη βγάλει από το μυαλό
του.
«Ναι», είπε πριν αλλάξει γνώμη. Άφησε κάτω το ποτήρι του και
άπλωσε το χέρι. «Ευχαρίστως θα το κάνω, πατέρα. Συγκέντρωσε τα
στοιχεία που ανέφερες και στείλ’ τα μου».
Ο Τζόνας του έσφιξε το χέρι. «Τα έχω ήδη έτοιμα», είπε και
χαμογέλασε. «Σκέφτηκα ότι δε θα έλεγες όχι, αφού σ’ αρέσει να περνάς
σαν σπουδαίος δικηγόρος και ειδικός στα κρασιά».
«Σκέφτηκες ότι με ξέρεις καλά, εννοείς», είπε ο Τράβις μ’ ένα
νωχελικό χαμόγελο.
«Κάπως έτσι». Ο γέρος τελείωσε το ουίσκι του, άφησε κάτω το ποτήρι
κι έψαξε στις τσέπες του σμόκιν του. «Οτιδήποτε άλλο χρειαστείς, πες
μου».
Ο Τράβις έγνεψε καταφατικά και γύρισε να φύγει. Την τελευταία
στιγμή γύρισε προς τον Τζόνας.
«Ο αμπελώνας».
«Ναι;»
«Μπορεί να τον ξέρω. Πώς λέγεται;»
Ο Τζόνας συνοφρυώθηκε. «Δε θυμάμαι ακριβώς...» Πήγε στο γραφείο
του, άνοιξε ένα συρτάρι κι έβγαλε μερικά χαρτιά.
«Εδώ είναι... Αμπελώνες Πέρεγκριν. Τους διηύθυνε κάποιος που δεν
είχε ιδέα από κρασιά... Κάποιος Καρλ Στούαρτ».
Ο Τράβις ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν τον έχω ακούσει ποτέ».
«Ήταν ιδιοκτησία της γυναίκας του. Και είναι ακόμη και τώρα που
έχουν πάρει διαζύγιο. Χρησιμοποιεί πάλι το πατρικό της όνομα. Κάπου
εδώ το έχω».
«Δεν έχει σημασία», είπε ο Τράβις με το χέρι στο πόμολο. «Δεν ξέρω
το όνομα του αμπελώνα, άρα δε θα ξέρω ούτε...»
«Να το». Ο Τζόνας σήκωσε τα μάτια. «Η ιδιοκτήτρια λέγεται Θορπ.
Αλεξάνδρα Θορπ».
Ο Τράβις ένιωσε το δάπεδο να υποχωρεί κάτω από τα πόδια του.
«Αλεξάνδρα Θορπ;» είπε βραχνά.
«Αχά». Ο πατέρας του χαμογέλασε. «Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;» Οι
ματιές τους διασταυρώθηκαν. Ο Τράβις σκέφτηκε να ρωτήσει το γέρο
του τι ήξερε, πώς μπορούσε να ξέρει...

Και μετά σκέφτηκε τη γυναίκα που τον βασάνιζε από τη στιγμή που
έφυγε από την Έπαυλη Θορπ πριν από δυο εβδομάδες και ότι έπρεπε να
δώσει οριστικά τέλος σ’ αυτές τις ανοησίες.
«Όχι», είπε ήρεμα, «δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Κανένα
απολύτως».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Η Αλεξ ήξερε ότι οι άνθρωποι θα συζητούσαν χαμηλόφωνα πίσω της


για τον πλειστηριασμό.
Ήξερε επίσης ότι δε θα τολμούσε κανείς να πει τίποτα μπροστά της.
Ό,τι έλεγαν πίσω από την πλάτη της δεν είχε σημασία. Ας
κουτσομπόλευαν όσο ήθελαν. Δεν την ένοιαζε.
Όχι, σκέφτηκε καθώς περπατούσε ανάμεσα σε δυο σειρές κλήματα
στους αμπελώνες Πέρεγκριν, τα κουτσομπολιά για κείνη τη βραδιά δεν
την ενοχλούσαν.
Αλλά τα όνειρα την ενοχλούσαν.
Ονειρευόταν τον Τράβις Μπάρον. Έβλεπε ερωτικά όνειρα που άφηναν
τα σεντόνια τσαλακωμένα. Μερικές φορές ξυπνούσε με εξάψεις κι
ένιωθε σχεδόν τα φιλιά του Τράβις στα χείλη της. Ακόμη και τώρα που
τα σκεφτόταν, ένιωθε αδυναμία.
Έβλεπε κι άλλα όνειρα. Τρυφερά όνειρα: τον Τράβις να την κρατάει
αγκαλιά. Ή να χορεύει μαζί της σ’ έναν κήπο γεμάτο λουλούδια- τα
φιλιά του ήταν απαλά σαν την αύρα. Τα όνειρα ήταν ανοησίες, το
ήξερε. Ήταν μισοξεχασμένες διαφημίσεις αρωμάτων που
προβάλλονταν στο μυαλό της. Οι μεγάλες γυναίκες δεν άφηναν τη
φαντασία τους να καλπάζει.
Ένα γεράκι έκρωξε χαρούμενο καθώς πετούσε προς τον ήλιο. Η Αλεξ
έγειρε πίσω το κεφάλι, το κοίταξε κι αναρωτήθηκε πώς ήταν να είσαι
τόσο ελεύθερος. Εκείνη δεν ήταν ποτέ ελεύθερη- Ζούσε τη ζωή που
ήθελαν πρώτα ο πατέρας και μετά ο άντρας της. Και της φαινόταν
αρκετή, μέχρι εκείνη την Παρασκευή το βράδυ πριν από δυο
εβδομάδες που είχε πέσει στην αγκαλιά ενός αγνώστου.
Της είχε πάρει λίγο χρόνο για να καταλάβει γιατί έχανε τον καιρό της
να σκέφτεται έναν άντρα που δεν το άξιζε, αλλά τελικά κατάλαβε.
Επειδή δεν είχε αρκετές ασχολίες.
Δεν είχε σκεφτεί ποτέ πριν τον τρόπο που ζούσε. Της είχαν μάθει να
είναι υπάκουη κόρη, η οποία θα παντρευόταν κάποιον μέσα από τον
κύκλο τους και θα γινόταν τέλεια οικοδέσποινα και καλή σύζυγος για
τον άντρα της. Είχε την ικανότητα να μιλάει μισή ώρα με κάποιον
χωρίς να λένε τίποτα και να διοργανώνει άψογα ένα δείπνο για
διακόσια άτομα. Δεν είχε αμφισβητήσει ποτέ το ρόλο της. Είχε
υποταχτεί πρώτα στις επιθυμίες του πατέρα της και μετά του άντρα της.
Μισούσε το γάμο της, αλλά μάλλον δε θα είχε πάρει διαζύγιο αν δεν
είχε βρει μια μέρα τον Καρλ στην κρεβατοκάμαρά της με άλλη
γυναίκα.
Ω, ναι. Μέχρι πριν από δυο εβδομάδες έπαιζε άψογα το ρόλο της.
Σταμάτησε και χτύπησε με τα γυμνά δάχτυλα των ποδιών της το
έδαφος.
Ο πατέρας της θα μελάνιαζε αν την έβλεπε να τριγυρνάει μέσα στον
αμπελώνα. Το ίδιο και ο Καρλ. Δεν ήταν καθωσπρέπει, θα έλεγαν.
Αλλά η έκπληξή τους δε θα μπορούσε να συγκριθεί με το σοκ που
υπέστησαν οι δικηγόροι και ο διευθυντής των επιχειρήσεών της όταν
αρνήθηκε να υπογράψει την πώληση των αμπελώνων χωρίς να
συναντηθεί με τον υποψήφιο αγοραστή, παρ’ όλο που ήταν ο πρώτος
που είχε δείξει ενδιαφέρον.
Ο διευθυντής την είχε κοιτάξει ξαφνιασμένος. «Δεν πιστεύω ν’
αλλάξατε γνώμη. Σας εξηγήσαμε πόσα λεφτά θα χρειάζονταν για να
γίνουν οι αμπελώνες κερδοφόρα επιχείρηση, κυρία Θορπ, και ότι δεν
αξίζουν μια τόσο μεγάλη επένδυση».
«Μου εξηγήσατε. Και ενδιαφέρομαι ακόμη να πουλήσω. Αλλά θέλω
να συναντήσω τον αγοραστή».
«Μα γιατί;» είχε ρωτήσει ένας από τους δικηγόρους.
Σκέφτηκε να τους πει ότι είχε αποφασίσει ν’ ασχοληθεί περισσότερο με
την περιουσία που είχε κληρονομήσει, αλλά, βλέποντας την έκφραση
των προσώπων τους, κατάλαβε ότι ήταν καλύτερα να το άφηνε για
κάποια άλλη φορά. Τους είχε πει μόνο ότι είχε ιδιαίτερη αδυναμία
στους αμπελώνες Πέρεγκριν, κάτι που ήταν αλήθεια.
Τους είχε δει χρόνια πριν, όταν τους είχε κληρονομήσει. Ο Καρλ την
είχε πάει στην κοιλάδα Νάπα κι εκείνη -η αφελής!-είχε πιστέψει ότι
ήταν ένα ρομαντικό Σαββατοκύριακο. Αλλά ο άντρας της ήθελε μόνο
να ρίξει μια ματιά στην περιουσία τους. Η απογοήτευσή της δεν ήταν
μεγάλη. Ήξερε ήδη ότι δεν έπρεπε να περιμένει πολλά από το γάμο της.
Αυτό που της είχε κάνει εντύπωση ήταν ότι είχε ερωτευτεί αμέσως το
Πέρεγκριν.
Τα ατέλειωτα στρέμματα με τ’ αμπέλια, τους λόφους, τη μεγάλη
βικτωριανή αγροικία, χτισμένη σ’ ένα καταπράσινο ύψωμα...
«Είναι ωραιότατο», είχε πει και είχε προσθέσει αυθόρμητα: «Γιατί δε
φτιάχνουμε το σπίτι να ερχόμαστε τα Σαββατοκύριακα;»
«Μη λες ανοησίες, Άλεξ», είχε απαντήσει ο Καρλ απότομα. «Το
Πέρεγκριν δεν είναι παιχνίδι, είναι επιχείρηση».
Είχε δίκιο φυσικά. Γι’ αυτό το πουλούσε τώρα. Η Αλεξ αναστέναξε,
έβαλε τα χέρια μέσα στις τσέπες του λινού παντελονιού της κι άρχισε
να περπατάει. Εντάξει, ίσως ήταν ανοησία, αλλά δεν ήθελε να περάσει
το Πέρεγκριν σ’ ένα ανώνυμο άτομο. Γι’ αυτό είχε επιμείνει να
γνωρίσει τον αγοραστή.
«Μα δεν είναι σωστό», είχε πει ο πιο μεγάλος από τους δικηγόρους
σχεδόν τρομαγμένος.
«Γιατί όχι;» είχε απαντήσει η Αλεξ και είχαν αρχίσει να της
αραδιάζουν διάφορες εξηγήσεις που κατέληγαν όλες στο ίδιο πράγμα.
Ο πατέρας της δε θα το επέτρεπε, ούτε ο Καρλ.
«Ο πατέρας μου είναι νεκρός», είχε πει η Αλεξ. «Και ο Καρλ Στούαρτ
δεν είναι πια άντρας μου».
Και τώρα βρισκόταν εδώ και περπατούσε μέσα στο αμπέλι,
κοιτάζοντας τα κλήματα σαν να ήξερε κάτι γι’ αυτά, ενώ δεν ήξερε
τίποτε απολύτως. Και πήγαινε στην αγροικία να συναντήσει έναν
άντρα που θα τον είχαν προειδοποιήσει ότι έπρεπε ν’ ανεχτεί τις
ανοησίες της, αν ήθελε πραγματικά ν' αγοράσει τον αμπελώνα.
Σταμάτησε στην άκρη του αμπελώνα όπου είχε αφήσει τα παπούτσια
της και τα φόρεσε. Δεν ήξερε γιατί, αλλά ένιωθε αβέβαιη. Ήταν μια
καινούρια αίσθηση και δεν της άρεσε. Μια φορά μόνο είχε νιώσει έτσι
πριν, μετά την προσφορά που είχε κάνει για τον Τράβις.
Σκυθρώπιασε, ίσιωσε τους ώμους της και ανέβηκε στο ύψωμα. Δε θα
έβλεπε ποτέ ξανά τον Τράβις. Έπρεπε να συγκεντρωθεί στον άντρα που
την περίμενε στο σπίτι.
Τι θα του έλεγε; Τι θα ρωτούσε; Δεν ήξερε ούτε τ’ όνομά του.
Εκπροσωπούσε τον αγοραστή, αυτό ήταν το μόνο που ήξερε.
Ένας από τους δικηγόρους της θα ήταν παρών στη συνάντηση φυσικά,
αλλά δεν ήθελε να τον αφήσει να μιλάει μόνο εκείνος. Ήθελε να
συμμετέχει κι εκείνη, θα τον ρωτούσε για τον αγοραστή. Ήθελε να πάει
σε καλά χέρια το Πέρεγκριν.
Χτένισε με τα δάχτυλα τα μαλλιά της. Ο αέρας είχε ελευθερώσει
μερικές τούφες από τον κότσο που είχε φτιάξει στη βάση του κεφαλιού
της ο κομμωτής της. Ρίχνοντας μια ματιά στα ιταλικά πέδιλά της,
πρόσεξε ότι τά δάχτυλά της ήταν σκονισμένα.
«Ωραία αρχή, Αλεξ», μουρμούρισε και σταμάτησε απότομα.
Είδε ένα αμάξι παρκαρισμένο δίπλα στο νοικιασμένο σεντάν της. Ο
δικηγόρος της οδηγούσε μαύρη Κάντιλακ, αλλά το σεντάν ήταν μια
μαύρη Πόρσε. Η καρδιά της χτύπησε δυνατά. Ο Τράβις οδηγούσε
μαύρη Πόρσε.
Γέλασε. Η Καλιφόρνια ήταν γεμάτη από μαύρες Πόρσε. Άλλωστε, τι
δουλειά μπορεί να είχε ένας καουμπόι μ’ έναν αμπελώνα;
Το κινητό της χτύπησε την ώρα που έφτανε στη βεράντα. Άκουσε τη
φωνή του δικηγόρου της.
«Κυρία Θορπ, συγνώμη, αλλά φοβάμαι ότι θ’ αργήσω».
Η Αλεξ αναστέναξε, άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο χολ.
«Θ’ αργήσεις; Πόσο;»
«Στην πραγματικότητα, δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω να έρθω.
Προσπάθησα να σου τηλεφωνήσω...»
«Ξέχνα το. Θα το αναβάλουμε».
«Αν μπορούσα να προτείνω κάτι...»
Η Αλεξ χαμογέλασε με την αλλαγή της συμπεριφοράς του. «Βεβαίως».
«Ίσως θα ήθελες ν ’ ακούσεις τι έχει να πει ο κύριος Μπάρον».
Ένιωσε το αίμα να στραγγίζει από το πρόσωπό της. «Ποιος;»
«Ο Τράβις Μπάρον. Δεν ήξερα ότι γνωρίζεστε, αλλά ο κύριος Μπάρον
μου είπε ότι είστε παλιοί φίλοι».
«‘Παλιοί φίλοι’», επανέλαβε η Αλεξ.
«Ήταν το μόνο που μπορούσα να του πω», ακούστηκε μια χαμηλή
αντρική φωνή.
Η Αλεξ γύρισε απότομα. Ο Τράβις στεκόταν στην είσοδο του
καθιστικού. Φορούσε τζιν, φανελάκι και τις καουμπόικες μπότες του...
«Αλεξ; Είστε πράγματι παλιοί φίλοι;»
Κοίταξε βαθιά μέσα στα πράσινα μάτια του άντρα που είχε ονειρευτεί
τόσες φορές. Δεν ήταν φίλοι -και σίγουρα όχι παλιοί. Ούτε εραστές.
Ακόμη κι εκείνη δεν ήταν τόσο αφελής ώστε να πιστεύει ότι μια μέρα
στο κρεβάτι έκανε δυο ανθρώπους εραστές.
«Αλεξ;»
«Ναι», είπε στο τηλέφωνο, «ναι, είμαστε... παλιοί φίλοι ο κύριος
Μπάρον κι εγώ».
Ο Τράβις χαμογέλασε. Η Αλεξ προσπάθησε να μη σκέφτεται πώς είχε
νιώσει τα χείλη του πάνω στα δικά της.
«Ωραία», είπε ο δικηγόρος. «Άκουσε τι έχει να σου πει. Μη
συμφωνήσεις σε τίποτα φυσικά».
«Φυσικά», είπε η Αλεξ με το βλέμμα πάντα καρφωμένο στον Τράβις κι
έκλεισε το τηλέφωνο. «Κύριε Μπάρον». Η φωνή της ήταν σταθερή,
αλλά τα χέρια της έτρεμαν.
«Αρχίσαμε πάλι τις τυπικότητες, Πριγκίπισσα;»
Η Αλεξ κοκκίνισε. «Θα ήθελες να μου εξηγήσεις την παρουσία σου
εδώ;» «Τι να εξηγήσω; Ήρθα για να αγοράσω αυτό το μέρος. Δε σου το
είπε ο δικηγόρος σου;»
«Εσύ; Να αγοράσεις το Πέρεγκριν; Μπορεί να κορόιδεψες τους
δικηγόρους μου, αλλά όχι κι εμένα. Τι γυρεύεις εδώ;»
Ο Τράβις αντιστάθηκε στην επιθυμία να την πάρει στην αγκαλιά του
και να σβήσει την έκφραση υπεροψίας από το πρόσωπό της. Είχε δει
πολλές φορές με τη φαντασία του αυτή τη σκηνή. Άλλοτε την έβλεπε
να πέφτει αμέσως στην αγκαλιά του κι άλλοτε να προσπαθεί να του
βγάλει τα μάτια.
Αυτό που δεν είχε σκεφτεί ήταν ότι θα τον κοίταζε σαν να μην ήταν
άξιος ούτε της περιφρόνησής της ή ότι θα ήταν ακόμη πιο όμορφη απ’
ό,τι τη θυμόταν. Το κορμί του ρίγησε. Είδε την ενοχλημένη έκφρασή
της και κατάλαβε ότι δεν είχε αλλάξει τίποτα.
Αυτό τον τρέλαινε, αλλά δε θα την άφηνε να το καταλάβει. «Τι γυρεύω
εδώ;» Στηρίχτηκε στον τοίχο κι έβαλε τα χέρια στις πίσω τσέπες του
τζιν του. «Ήρθα να μιλήσω για την αγορά του αμπελώνα».
«Και το φεγγάρι είναι ένα κεφάλι πράσινο τυρί».
«Αλήθεια;» είπε γελώντας. «Πάντα αναρωτιόμουν».
«Άκου, δεν ξέρω πώς κατάφερες να κοροϊδέψεις τους δικηγόρους μου
ότι ενδιαφέρεσαι πράγματι...»
«Ενδιαφέρομαι».
Το χαμόγελό της ήταν παγερό. «Να αγοράσεις τον αμπελώνα;» «Όχι
ακριβώς».
«Αλλά δε δίστασες να πεις ψέματα στους δικούς μου, να με
κουβαλήσεις εδώ...»
«Αντιπροσωπεύω τις επιχειρήσεις Μπάρον...»
«Τις επιχειρ...»
Τα μάγουλά της κοκκίνισαν. Καιρός ήταν να φάει τα μούτρα της.
«Ακριβώς», είπε ο Τράβις. Έβγαλε μια κάρτα από το πορτοφόλι του
και της την έδωσε. «Είμαι συνεταίρος στη νομική εταιρεία Σάλιβαν,
Κόχεν & Βιτάλι. Αντιπροσωπεύω τον πατέρα μου, τον Τζόνας
Μπάρον, που θέλει να αγοράσει τον αμπελώνα σου».
Η Αλεξ πήρε την κάρτα. Τον κοίταξε σαστισμένη κι αυτό τον έκανε να
νιώσει μεγάλη ικανοποίηση.
«Είσαι δικηγόρος;»
«Ναι, ειδικεύομαι στο εμπορικό δίκαιο». Σταύρωσε τα χέρια του «Ίσως
αναγνωρίζεις το όνομα της εταιρείας μου».
Το αναγνώριζε. Ήταν μια νομική εταιρεία στο ίδιο επίπεδο μ’ αυτή που
εκπροσωπούσε εκείνη.
«Και... είπες ότι ο πατέρας σου...»
«Ενδιαφέρεται να αγοράσει τον αμπελώνα». Ο Τράβις την προσπέρασε
και βγήκε από την ανοιχτή πόρτα στη βεράντα. «Ενδιαφερόταν, θα
έπρεπε να πω».
Η Άλεξ γύρισε και τον κοίταξε. «Τι σημαίνει αυτό;»
«Απ’ ό,τι έχω δει μέχρι τώρα, δεν ξέρω αν θα τον συμβουλέψω να
κάνει αυτή την αγορά».
Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενε ν’ ακούσει και δεν
μπόρεσε να κρύψει την έκπληξή της.
«Γιατί;»
«Ξέρεις τίποτε από αμπελουργία;»
Τα μάτια της στένεψαν. «Όχι».
«Είναι πολύ μπερδεμένο για να σου εξηγήσω, αλλά...»
«Άσε το συγκαταβατικό ύφος», του είπε απότομα.
Τα φρύδια του ανασηκώθηκαν. Η Πριγκίπισσα μπορεί να μην ήξερε
τίποτε από κρασιά. Απ’ ό,τι είχε μάθει την περασμένη εβδομάδα, δεν
πρέπει να ήξερε πολλά πράγματα για τίποτε απ’ αυτά που είχε
κληρονομήσει. Αλλά το πείσμα στην έκφρασή της και ο υπεροπτικός
τόνος της φωνής της έδειχναν ότι ήταν αποφασισμένη να μάθει.
Ή ίσως ήθελε να κάνει τη ζωή του δύσκολη. Δεν είχε σημασία. Οι
αμπελώνες ήταν ωραίο μέρος. Είχαν γοητεία. Ίσως και προοπτική.
Αλλά δεν άξιζαν την τιμή που είχε ζητήσει ο δικηγόρος της.
«Λοιπόν; Περιμένω ν’ ακούσω γιατί δεν ανταποκρίνεται στα υψηλά
σου πρότυπα ο αμπελώνας μου, κύριε Μπάρον».
Από την άλλη, άξιζαν πολύ, αφού έκαναν τα μάτια της ν’ αστράφτουν.
Ο Τράβις κοίταξε σκεφτικός το ρολόι του.
«Στο δείπνο θα μπορούσα να σου πω τις απόψεις μου».
«Δεν ήρθα εδώ για δείπνο!»
«Για ποιο λόγο ήρθες λοιπόν;» Την κοίταξε ανέκφραστος. «Θέλεις να
πουλήσεις ή όχι;»
«Είπες ότι δε σ’ ενδιαφέρει».
Ο Τράβις χαμογέλασε. «Δε θα έχεις πάει ποτέ στο Μαρόκο, υποθέτω».
Η Άλεξ τον κοίταξε σαν να ήταν τρελός. «Τι σχέση έχει το Μαρόκο;»
«Ούτε σε πανηγύρι θα έχεις βρεθεί ποτέ».
«Τι στο διάολο είναι αυτά που λες;»
«Άσχετα με το αν αγοράζεις ένα χαλί στην Κάσμπα, Πριγκίπισσα, ή
έναν πίνακα του Έλβις σε βελούδο...»
«Πίνακα σε βελούδο;»
«Ναι. Δεν έχεις κανέναν στο κάστρο που αποκαλείς σπίτι σου;»
Ο Τράβις γελούσε. Η Άλεξ δεν έβρισκε τίποτε το αστείο, αλλά άρχισε
κι εκείνη να γελάει.
«Όχι. Όχι, δεν έχω».
«Υπάρχουν κενά στην εκπαίδευση σου στις τέχνες, βλέπω. Ο πρώτος
κανόνας στις πωλήσεις είναι ότι πρέπει να πείσεις τον αγοραστή πως
αυτό που πουλάς είναι κάτι που θέλει οπωσδήποτε».
Η Άλεξ χαμογέλασε. «Α... Δηλαδή έχω κάτι που θέλεις;»
«Ναι, χωρίς αμφιβολία».
«Μιλούσα για το Πέρεγκριν», βιάστηκε να του πει.
«Φυσικά. Όπως κι εγώ. Λοιπόν, δείπνο, κυρία Θορπ;»
Δίστασε για λίγο. Η καρδιά της χοροπηδούσε- ένιωθε σαν να είχε φύγει
όλος ο αέρας από το δωμάτιο. Αλλά είχε έρθει εδώ για να κάνει μια
συμφωνία. Ποια σοβαρή επαγγελματίας θα φοβόταν να δεχτεί κάτι
τόσο απλό όσο ένα δείπνο;
«Βεβαίως», είπε και προσπάθησε ν’ αγνοήσει το ρίγος που τη
διαπέρασε όταν ο Τράβις την έπιασε από τον αγκώνα και την οδήγησε
έξω από την αγροικία.

***

Οδηγούσε με μεγάλη ταχύτητα την Πόρσε.


Είχε οδηγήσει κι εκείνη με τόσο μεγάλη ταχύτητα μια φορά πριν από
πολύ καιρό. Όταν είχε ένα μικρό σπορ αμαξάκι, το Μιάτα, δώρο του
πατέρα της για τα δέκατα όγδοα γενέθλιά της ύστερα από δική της
επιθυμία.
Μέσα στον πρώτο κιόλας μήνα πήρε μια κλήση για υπερβολική
ταχύτητα. Όταν το έμαθε ο πατέρας της, το κόκκινο Μιάτα
εξαφανίστηκε αμέσως και αντικαταστάθηκε από μια μεγάλη, ασφαλή
Μερσέντες.
Αλλά ακόμη και τότε δεν είχε οδηγήσει τόσο γρήγορα όσο ο Τράβις
τώρα.
Δεν είχε ιδέα σε τι δρόμο βρίσκονταν. Ήταν στενός και γεμάτος
στροφές. Δεν έμοιαζε σε τίποτα με την πληκτική εθνική οδό που
είχε ακολουθήσει εκείνη από το αεροδρόμιο του Σαν Φρανσίσκο.
Ο Τράβις έπαιρνε απαλά τις στροφές. Και στην ευθεία η Άλεξ έβλεπε
τη βελόνα του κοντέρ ν’ απογειώνεται.
Της έριξε μια ματιά και την είδε να κοιτάζει το ταχύμετρο.
«Μήπως τρέχω πολύ;» τη ρώτησε. Εκείνη είπε πως δεν την πείραζε,
ενώ θα ήθελε να του πει ότι την ενθουσίαζε και να τον ρωτήσει αν
μπορούσε να οδηγήσει και η ίδια για λίγο.
Κάθισε πιο αναπαυτικά κι έδεσε τα χέρια πάνω στην ποδιά της.
Τι πάθαινε και της έρχονταν τόσο τρελές ιδέες όταν ήταν κοντά της; Θα
δειπνούσε μαζί του, παρ’ όλο που το ένστικτό της της φώναζε ότι ήταν
λάθος. Είχε την επιθυμία να καθίσει πίσω από το τιμόνι και να πατήσει
τέρμα το γκάζι. Τον είχε αφήσει να της κάνει έρωτα πριν από δύο
εβδομάδες, ενώ δεν τον ήξερε, ούτε τον συμπαθούσε.
Εντάξει, ίσως τον συμπαθούσε λίγο. Ήταν αλαζόνας, ναι. Και πολύ
σίγουρος για τον εαυτό του. Αλλά ήταν πολύ ωραίος, πολύ σέξι. Είχε
αίσθηση του χιούμορ. Και ήταν καταπληκτικός εραστής.
Όχι ότι θα ξαναπήγαινε μαζί του στο κρεβάτι. Η μία και μοναδική
βραδιά τους ανήκε ήδη στο παρελθόν. Άλλωστε είχαν τόσα κοινά οι
δυο τους όσα κι ένα σπουργιτάκι με μια γάτα.
Οι σφυγμοί της επιταχύνθηκαν.
Μόνο που οι γάτες ήταν τόσο όμορφες, τόσο ευλύγιστες, τόσο δυνατές
και συναρπαστικές.
Σταμάτα, είπε στον εαυτό της, αλλά κατάλαβε πως είχε κοκκινίσει.

***

Τι σκεφτόταν, άραγε, η Άλεξ και είχαν κοκκινίσει τόσο πολύ τα


μάγουλά της;
Ο Τράβις την κρυφοκοίταξε και μετά η ματιά του ξαναγύρισε στο
δρόμο.
Όσο πιο πολύ την έβλεπε τόσο μεγαλύτερος γρίφος γινόταν γι’ αυτόν.
Ο σεξουαλισμός της, που άναβε κι έσβηνε σαν να είχε κάποιο
διακόπτη, τον τρέλαινε. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό που δεν
καταλάβαινε. Το ίδιο πρόβλημα είχαν και οι δικηγόροι της, απ’ όσο
μπορούσε να μαντέψει.
Προσπαθούσε να σκαρώσει μια συνάντηση με την Αλεξ, αλλά τα
πράγματα μπήκαν από μόνα στη θέση τους.
«Η κυρία Θορπ θέλει να σε συναντήσει, κύριε Μπάρον», του είχε πει
ένας από τους δικηγόρους της.
«Ξέρει ποιος είμαι;» είχε ρωτήσει.
«Όχι. Δεν έχει ρωτήσει τ’ όνομά σου. Μάλλον πιστεύει ότι μετά το
διαζύγιό της πρέπει να παίζει κάποιο μικρό ρόλο στις επαγγελματικές
της υποθέσεις».
«Πριν από πόσο καιρό χώρισε;»
«Πριν από δύο χρόνια». Ο δικηγόρος είχε αναστενάξει. «Αλλά η
ένταση παραμένει».
«Ήταν ερωτευμένη με τον άντρα της;»
Αν ο δικηγόρος έβρισκε προσωπική την ερώτηση, δεν το έδειξε.
«Φυσικά», είχε απαντήσει.
Ο Τράβις έκοψε ταχύτητα και κοίταξε πάλι την Αλεξ. Γι’ αυτό είχε πάει
μαζί του; Επειδή υπέφερε εξαιτίας της απώλειας του άντρα της; Ήταν
πιθανό να προσπαθούσε μια απελπισμένη γυναίκα να σβήσει τις
αναμνήσεις κάποιου άντρα πηγαίνοντας στο κρεβάτι μ’ έναν άγνωστο.
Τα χείλη του σφίχτηκαν.
Δεν ήθελε να σκέφτεται ότι ήταν υποκατάστατο κάποιου άντρα που
ήταν αρκετά ηλίθιος ώστε να χάσει μια γυναίκα σαν την Αλεξ.
«Ο άντρας σου», είπε απότομα.
Η Αλεξ γύρισε προς το μέρος του. «Ο πρώην άντρας μου».
«Ναι». Τα χέρια του έσφιξαν το τιμόνι. «Ποιος χώρισε ποιον;»
«Συγνώμη;»
«Εσύ τον άφησες ή το αντίθετο;»
Η Αλεξ σάλιωσε τα χείλη της. «Τι σχέση έχει αυτό με τους
αμπελώνες;»
Ο Τράβις έστριψε απότομα το τιμόνι δεξιά. Τα φρένα
διαμαρτυρήθηκαν καθώς έβγαζε το αμάξι στην άκρη του δρόμου.
«Ήμουν παντρεμένος», είπε με τραχιά φωνή. «Βρήκα τη γυναίκα μου
στο κρεβάτι μ’ άλλον άντρα και κατάλαβα ότι δεν την αγαπούσα, ότι
ίσως δεν την είχα αγαπήσει ποτέ». Τα πράσινα μάτια του καρφώθηκαν
στα δικά της. «Δεν προσπαθούσα ν’ απαλλαγώ από φαντάσματα όταν
έκανα έρωτα μαζί σου».
Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. «Δεν είπα ποτέ...»
«Εσύ;»
Ξεροκατάπιε. «Ρωτάς αν σκεφτόμουν τον Καρλ όταν εμείς... εσύ κι
εγώ...»
«Όταν αναστέναζες μέσα στην αγκαλιά μου... Σκεφτόσουν εκείνον,
ευχόσουν να ήσουν στη δική του αγκαλιά;»
Τον κοίταξε επίμονα. Ήταν μια ερώτηση που δεν είχε δικαίωμα να της
κάνει. Θα μπορούσε να του πει ψέματα ότι σκεφτόταν τον πρώην άντρα
της όταν ήταν μαζί του...
«Άλεξ;»
Δεν την άγγιζε, αλλά εκείνη ήθελε να νιώσει τα χέρια του, το κορμί του
σφιγμένο πάνω στο δικό της.
Σκέφτηκε για μια στιγμή ότι πρέπει να είχε πει δυνατά τις σκέψεις της,
γιατί ο Τράβις βλαστήμησε χαμηλόφωνα, έβγαλε τη ζώνη του, την
τράβηξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε. Ήταν ένα μεγάλο, βαθύ φιλί,
που έκανε την καρδιά της να χτυπάει τρελά. Όταν τέλειωσε, ένιωθε
ζαλισμένη.
«Πρέπει να ξέρω», της είπε, πιάνοντας το πρόσωπό της και
κοιτάζοντας τη βαθιά στα μάτια. «Εγώ ήμουν στο κρεβάτι σου ή
εκείνος;»
Τα ψέματα και η προστασία που της πρόσφεραν εξαφανίστηκαν ως διά
μαγείας.
«Ήσουν εσύ», ψιθύρισε. «Από την πρώτη φορά που με φίλησες ήσουν
εσύ».
Κοιτάζονταν στα μάτια, στα κορμιά τους φούντωνε ο πόθος.
Εκείνος τραβήχτηκε κι έβαλε ταχύτητα.
«Χαίρομαι που το ακούω», είπε βραχνά κι έβαλε ξανά το αμάξι στο
δρόμο.
Την πήγε στο εστιατόριο ενός μικρού πανδοχείου δίπλα στη θάλασσα
και κάθισαν σ' ένα τραπέζι για δύο στον κήπο. Ο ήλιος είχε μόλις
αρχίσει να κατεβαίνει στον καταγάλανο ουρανό.
Η Αλεξ δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά. Άφησε τον Τράβις να
παραγγείλει και για τους δύο και όταν ήρθαν οι σαλάτες τους έσκυψε
το κεφάλι και προσπάθησε να φάει τη δική της. Αλλά η σιωπή ήταν
κραυγαλέα.
«Είναι πολύ όμορφα εδώ», είπε εκείνη.
«Γιατί;»
«Γιατί είναι όμορφα;»
«Γιατί μου είπες να φύγω εκείνο το βράδυ;» Ένας μυς συσπάστηκε στο
σαγόνι του. «Ήθελα να σου κάνω πάλι έρωτα, Πριγκίπισσα. Νομίζω
ότι το ήθελες κι εσύ».
Η Αλεξ κοκκίνισε. «Σε παρακαλώ. Δε θέλω να...»
«Δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου αυτό που έγινε ανάμεσά μας,
την απαλότητα, τη γλύκα σου...»
Το πιρούνι έπεσε από το χέρι της. «Τράβις», είπε ψιθυριστά, «μην
αρχίζεις. Αυτό που έγινε, αυτό που έκανα ήταν λάθος. Ντρέπομαι
ακόμη και να το σκέφτομαι, πόσο μάλλον να το συζητάω».
Πήρε το χέρι της στο δικό του. «Άκουσέ με, Πριγκίπισσα. Δεν είμαι
παιδί. Έχω πάει με πολλές γυναίκες. Και ξέρω ότι αυτό που έγινε
ανάμεσά μας ήταν κάτι θαυμάσιο. Πώς μπορείς να λες ότι ήταν λάθος;»
«Γιατί...» Τράβηξε το χέρι της. «Γιατί ήταν. Δε θα το πιστέψεις, αλλά
δεν το είχα ξανακάνει ποτέ».
Ο Τράβις χαμογέλασε. «Εννοείς, δεν είχες πληρώσει ποτέ πριν είκοσι
χιλιάδες δολάρια για έναν άντρα;»
«Εντάξει», του είπε αγριεμένη. «Γέλα. Αλλά δεν είναι αστείο. Δεν είχα
κοιμηθεί ποτέ μ’ έναν άγνωστο που...» Έσπρωξε πίσω την καρέκλα της
και πετάχτηκε όρθια. «Δεν μπορώ να μιλάω γι’ αυτό», είπε κι έφυγε
τρέχοντας.
Ο Τράβις άφησε μερικά χαρτονομίσματα στο τραπέζι και πήγε να τη
βρει. Εκείνη είχε κατέβει στην έρημη αμμουδιά και περπατούσε με τα
χέρια σταυρωμένα και το πρόσωπο στραμμένο προς τη θάλασσα.
«Καλά λοιπόν», του είπε όταν την πλησίασε. «Θέλεις να μάθεις τι έγινε
εκείνο το βράδυ; Θα σου πω».
«Αλεξ». Ήθελε να την πάρει στην αγκαλιά του, αλλά η έκφρασή της
τον προειδοποιούσε να μην το κάνει. «Πριγκίπισσα, ήθελα μόνο να μου
πεις ότι δεν ήμουν υποκατάστατο κάποιου άλλου».
Η Άλεξ γέλασε πικρά. «Βρήκα τον άντρα μου στο κρεβάτι με μια
γυναίκα που νόμιζα ότι ήταν η καλύτερή μου φίλη. Αυτό έγινε πριν από
δυο χρόνια και η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι τώρα είχα νόμιμο λόγο να
δώσω τέλος σ’ ένα γάμο που μισούσα. Όχι, Τράβις, δεν ήσουν
υποκατάστατο κάποιου άντρα που αγαπούσα και είχα χάσει. Σε
αγόρασα εκείνο το βράδυ για ν’ αποδείξω κάτι στον εαυτό μου».
Το πικρό της γέλιο τον έκανε ν’ αγνοήσει όλα τα προειδοποιητικά
λαμπάκια που άναβαν στο κεφάλι του. Άπλωσε το χέρι του κι έβαλε μια
τούφα από τα μαλλιά της πίσω από το αυτί της. Μετά την έπιασε απαλά
από τους ώμους, γιατί φοβόταν πως, αν την έσφιγγε όπως θα ήθελε, θα
έπαιρνε πάλι δρόμο.
«Τι;» τη ρώτησε τρυφερά. «Ότι ήσουν όμορφη; Επιθυμητή; Ότι όποιος
άντρας προτιμούσε μια άλλη γυναίκα και όχι εσένα χρειαζόταν
ψυχίατρο;»
Η ανταμοιβή του ήταν ένα αχνό χαμόγελο. Αλλά όταν προσπάθησε να
την τραβήξει πάνω του, εκείνη αντιστάθηκε.
«Ο άντρας μου μου είπε ότι ήμουν ψυχρή. Μια ψυχρή, πλούσια
σκύλα».
Τα μάτια του Τράβις στένεψαν. «Κι εσύ τον πίστεψες;»
«Δε μ’ ένοιαζε. Αυτό σήμαινε ότι θα μ’ άφηνε ήσυχη. Το σεξ... δεν
ήταν ικανοποιητικό».
«Δεν ήταν ικανοποιητικό», επανέλαβε ο Τράβις απαλά, μ’ έναν τρόπο
που την έκανε να τρέμει.
«Τράβις». Άγγιξε το σκληρό του μπράτσο. «Τράβις, σου το λέω μόνο
επειδή έχω παραδεχτεί ότι δικαιούσαι μια εξήγηση».
Έπιασε το χέρι της τόσο σφιχτά που της έκοψε την ανάσα.
«Συνέχισε, πες μου κι άλλα για τον άντρα σου».
«Δεν υπάρχει τίποτα να πω. Τον βρήκα με άλλη γυναίκα και ζήτησα
διαζύγιο».
«Και;»
«Κι εκείνη την Παρασκευή, πριν από τον πλειστηριασμό, ήμουν στις
τουαλέτες ενός εστιατορίου και άκουσα δυο γυναίκες να μιλάνε για
μένα. Είπαν πως κοιτάζοντάς με και μόνο, καταλάβαιναν ότι όλα όσα
έλεγε η γυναίκα του Καρλ...» «Η γυναίκα του πρώην σου;»
Έγνεψε καταφατικά. «Είπαν πως ήταν όλα αλήθεια. Ότι ήμουν ένα
κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο με πολλά λεφτά και ανύπαρκτη
λίμπιντο. Και από τον τρόπο που το είπαν κατάλαβα ότι όλοι οι δήθεν
φίλοι μου μιλούσαν για τη σεξουαλική μου ζωή».
Το χέρι του άφησε το δικό της. «Συνέχισε».
«Πήγα στα μαγαζιά. Αγόρασα το κόκκινο φόρεμα. Και τα
εσώρουχα. Τα παπούτσια» Έκλεισε τα μάτια της. «Μετά μπήκα
στην αίθουσα όπου γινόταν ο πλειστηριασμός και σε είδα».
«Και με αγόρασες».
Η Άλεξ έκανε ένα μορφασμό. «Έκανα την προσφορά, ναι», είπε
απρόθυμα.
«Κατάλαβα».
Ο ψυχρός τόνος της φωνής του την έκανε να τον κοιτάξει. Τα μάτια του
είχαν σκοτεινιάσει.
«Τότε είχα δίκιο», της είπε. «Ο άντρας σου ήταν μαζί μας στο
κρεβάτι».
«Όχι! Όχι».
«Ίσως όχι επειδή θρηνούσες την απώλειά του, αλλά ήταν εκεί». Τα
χείλη του σφίχτηκαν. «Για να σε δείνα κάνεις σεξ και να καταλάβει τι
έχανε».
Η Άλεξ ξεφύσηξε δυνατά κι έκανε ένα βήμα πίσω.
«Είναι φοβερό πώς τα καταφέρνω να δείχνω ηλίθια μπροστά σου», είπε
με φωνή που έτρεμε. «Το εγώ σου είναι το μόνο που μπορείς να
σκεφτείς; Ναι, έκανα την προσφορά από οργή. Ίσως αυτός να ήταν και
ο λόγος που ανταποκρίθηκα στα φιλιά σου στο δρόμο». Σήκωσε ψηλά
το πιγούνι της. «Αλλά αυτό που έγινε όταν ήρθες στο σπίτι μου δεν είχε
καμιά σχέση με οργή ή με τον Καρλ ή μ’ αυτές τις στρίγκλες στην
τουαλέτα του εστιατορίου». Δάκρυα θυμού πλημμύρισαν τα μάτια της.
«Και δεν ξέρω γιατί νόμιζα ότι σου χρωστούσα αυτή την εξήγηση,
κύριε Μπάρον, αφού δεν...»
Το στόμα του κάλυψε το δικό της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Οι χτύποι της καρδιάς της ήταν πιο δυνατοί από τον ήχο των κυμάτων
που έσκαγαν στην ακτή.
Το φιλί του Τράβις την έκανε να νιώθει πως ζητούσε να του παραδώσει
μαζί με το κορμί και την ψυχή της. Αλλά αυτό δεν ήταν αλήθεια, αφού
το μόνο που υπήρχε ανάμεσά τους ήταν ο πόθος.
Ένας ανεξέλεγκτος πόθος!
Τα χέρια του την κρατούσαν φυλακισμένη καθώς το στόμα του την
καταβρόχθιζε. Η αγκαλιά του ήταν κατακτητική. Ανήκεις σ’ εμένα,
σαν να της έλεγε, σε καν έναν άλλο.
Ήξερε ότι ήταν μια ψευδαίσθηση. Δεν του ανήκε. Δεν ήθελε να του
ανήκει. Κάποτε ανήκε στον πατέρα της, μετά στον άντρα της.
Αλλά ο Καρλ δεν την είχε κάνει ποτέ να νιώσει έτσι.
Ο Τράβις ψιθύρισε τ’ όνομά της και δάγκωσε απαλά το κάτω χείλι της.
Εκείνη έβγαλε μια κραυγή κι έβαλε τα χέρια γύρω από το λαιμό του.
Σφίχτηκε πάνω του και ρίγησε όταν ένιωσε το ερεθισμένο του φύλο
πάνω στην κοιλιά της.
Τα χέρια του είχαν περάσει κάτω από την μπλούζα της. Έτρεμε καθώς
τα σκληρά του δάχτυλα χάιδευαν το φλογισμένο της δέρμα.
«Τράβις», είπε βραχνά. «Τράβις...»
«Πριγκίπισσά μου». Τα χέρια του ανέβηκαν στο στήθος της.
Ένας δυνατός πόθος φούντωσε μέσα της, αλλά αντιστάθηκε. Μην το
κάνεις αυτό, Αλεξάνδρα, είπε στον εαυτό της. Θυμήσου πόσο άδεια
ένιωσες την προηγούμενη φορά, πόσο μισούσες τον εαυτό σου...
Θυμήσου την ηδονή που σου χάρισε το κορμί του όταν ήταν μέσα σου.
Θυμήσου όταν απογειώθηκες, θυμήσου τη δυνατή έκρηξη όταν
βρισκόσουν στα ουράνια. Αλλά περισσότερο απ’όλα, θυμήσου πόση
ευτυχία ένιωσες μετά, πόση γαλήνη μέσα στην αγκαλιά του...
«Έλα μαζί μου, Άλεξ, έλα κι άσε με να σου δείξω πώς μπορεί να είναι».
Ένα καυτό, γλυκό κύμα πόθου τη σάρωσε. Σαν υπνωτισμένη άπλωσε
το χέρι της, αλλά το δικό του τη σταμάτησε.
«Όχι», της είπε. «Άσε με να τα κάνω όλα εγώ».
Η Αλεξ διαμαρτυρήθηκε. Τον τρέλαινε το γεγονός ότι εκείνη ήθελε να
την κάνει δική του τώρα αμέσως- να την ξαπλώσει στην άμμο μέσα στο
σκοτάδι, να μπει στο κορμί της και να την κάνει να σπαρταρίσει μέσα
στην αγκαλιά του.
Αλλά δεν ήθελε να της κάνει έρωτα έτσι, ειδικά τώρα που του είχε πει
ότι το σεξ δεν ήταν ικανοποιητικό με τον άντρα της. Αυτό σήμαινε ότι
το κάθαρμα που την είχε κάθε βράδυ στο κρεβάτι του έπαιρνε ό,τι
ήθελε χωρίς να δίνει τίποτα.
Απόψε ο Τράβις θα το άλλαζε αυτό... Αλλά όχι αν υπέκυπτε στα ζωώδη
ένστικτά του. Επιστράτευσε όλη τη δύναμη της θέλησής του για να την
εμποδίσει να τον αγγίξει. Ήθελε να της χαρίσει αυτή τη νύχτα.
«Όχι», είπε. «Όχι εδώ».
«Φυσικά». Έκανε ένα βήμα πίσω. «Συγνώμη, Τράβις. Έχεις δίκιο. Δεν
έπρεπε...»
«Το διάβολό μου», είπε και την τράβηξε πάλι στην αγκαλιά του. Τη
φίλησε ξανά και ξανά. «Μην ξαναζητήσεις συγνώμη επειδή με θέλεις.
Δεν ξέρεις πόσο μ’ αρέσει αυτό, Πριγκίπισσα; Να ξέρω ότι νιώθεις
όπως κι εγώ;» Έπιασε απαλά το πρόσωπό της στα χέρια του και τα
χείλη του χάιδεψαν τρυφερά τα δικά της. «Έχω μια σουίτα στο
πανδοχείο. Θα έρθεις μαζί μου και θα μ’ αφήσεις να σου κάνω έρωτα
σαν να είναι η πρώτη μας φορά;»
Περίμενε την απάντησή της. Ήθελε να την ακούσει να παραδέχεται τον
πόθο της, όχι να παρασύρεται απ’ αυτόν.
Απόψε ήθελε να την ξελογιάσει. Να βεβαιωθεί ότι ο μόνος άντρας που
θα σκεφτόταν μετά τον έρωτα που θα έκαναν θα ήταν εκείνος.
«Άλεξ». Πέρασε το δάχτυλό του πάνω στα μισάνοιχτα χείλη της.
«Θέλω να σου κάνω έρωτα. Πες μου ότι αυτό θέλεις κι εσύ».
Η απάντησή της ήταν ένα τρυφερό φιλί.

***

Η κρεβατοκάμαρά του ήταν ψηλά, στο στρογγυλό πυργίσκο του


γραφικού παλιού πανδοχείου.
Το σκοτάδι της νύχτας τύλιγε το δωμάτιο, εκτός από μερικές ακτίνες
του φεγγαριού που έπεφταν πάνω στο κρεβάτι.
Ο Τράβις κλείδωσε την πόρτα. Η Άλεξ ένιωσε μια ανατριχίλα.
Δεν είχε χρόνο για να σκεφτεί ή να φοβηθεί όταν είχε πάει μαζί του στο
κρεβάτι την προηγούμενή φορά. Ο πόθος την είχε υποχρεώσει ν’
ακολουθήσει το ένστικτο, όχι τη λογική.
Τώρα ήταν διαφορετικά. Ο Τράβις της είχε δώσει τη δυνατότητα να
επιλέξει. Η απόφαση που την είχε φέρει εδώ, στο κρεβάτι του, ήταν
δική της.
Τι περίμενε, άραγε, από κείνη και τι μπορούσε να του προσφέρει; Αν
τον απογοήτευε, θ’ απογοήτευε τον εαυτό της...
«Δεν μπορώ», είπε. Αλλά, γυρίζοντας να φύγει, βρέθηκε μέσα στην
αγκαλιά του. «Τράβις, σε παρακαλώ. Δεν μπορώ».
Έτρεμε. Τι φοβόταν; Εκείνον; Τον εαυτό της; Το πάθος που την είχε
απελευθερώσει την προηγούμενη φορά; Αναστέναξε βαθιά.
«Τι συμβαίνει, Πριγκίπισσα; Τι φοβάσαι;»
Πήρε μια κοφτή ανάσα. «Πριν δεν είχα χρόνο να σκεφτώ. Γι’ αυτό
ήταν όλα... Τράβις, δεν είμαι... δεν έχω...»
«Τι;» της ψιθύρισε και τη φίλησε αργά, τρυφερά.
Η Άλεξ γέλασε νευρικά κι έκρυψε το πρόσωπό της στο λαιμό του.
«Θα γελάσεις».
«Πες μου».
«Δεν έχω... πείρα. Ξέρω ότι ακούγεται ανόητο έπειτα από τον τρόπο
που έπαιζα μαζί σου την πρώτη φορά, αλλά...»
«Δε σε πιστεύω».
Έκλεισε τα μάτια της. «Το περίμενα. Αλλά αυτό που σου είπα είναι
αλήθεια. Δεν έχω πάει μ’ άλλον άντρα εκτός από τον άντρα μου κι
εσένα».
«Αυτό το πιστεύω με όλη μου την καρδιά. Αλλά δεν πιστεύω ότι
έπαιζες θέατρο».
«Θέατρο;» Τραβήχτηκε και τον κοίταξε. «Ω, όχι! Όλα όσα έκανα και
είπα ήταν...»
«Αληθινά».
«Ναι. Αλλά τώρα δε θα είναι το ίδιο. Νιώθω τη διαφορά. Είμαι όπως
ήμουν πάντα στο... κρεβάτι».
Ο Τράβις έτριξε τα δόντια του. Ο άντρας της Αλεξ ήταν μεγάλο
κάθαρμα, αλλά δεν ήθελε να το σκέφτεται αυτό τώρα. Ήθελε να
σκέφτεται μόνο εκείνη.
«Ναι», είπε ήρεμα, «είσαι πράγματι. Είσαι όμορφη». Γέμισε με
τρυφερά φιλιά το πρόσωπό της. «Επιθυμητή». Χαμογέλασε. «Και πολύ
σέξι, ακόμη και χωρίς το κόκκινο φόρεμα».
Η Άλεξ κούνησε βίαια το κεφάλι της. «Αυτό το φόρεμα! Δεν ξέρω πώς
το αγόρασα, πώς το φόρεσα. Ο Καρλ έλεγε...»
«Δε με νοιάζει τι έλεγε ο Καρλ. Άκουσέ με, Πριγκίπισσα. Αν άλλαξες
γνώμη και δε θέλεις να κάνεις έρωτα μαζί μου, να μου το πεις. Αλλά αν
έχει εγκατασταθεί ο πρώην σου μέσα στο κεφάλι σου, ξέρω πώς να τον
διώξω».
Τα χείλη της τρεμούλιασαν. «Δε νομίζω ότι μπορείς».
«Θα μ’ αφήσεις να δοκιμάσω;»
«Θα το ήθελα. Αλλά...»
Την πήρε στην αγκαλιά του. «Ακούς τη μουσική, Πριγκίπισσα;»
Την άκουγε. Έμπαινε από ένα ανοιχτό παράθυρο, μαζί με την απαλή
αύρα της θάλασσας.
«Χόρεψε μαζί μου», της είπε κι άρχισε να κινείται στον αργό,
ρομαντικό ρυθμό της μουσικής.
Στην αρχή ένιωθε ανόητη να χορεύει σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο. Ο χορός
ήταν για τις αίθουσες, αυτό τους είχε μάθει η δεσποινίς Μάλορι στο
σχολείο.
Αλλά ο Τράβις δεν πίστευε σε κανόνες. Κι αυτός ήταν ένας χορός που
μπορούσες να μάθεις μόνο από τον άντρα που σε ποθούσε.
«Χαλάρωσε», της ψιθύρισε. «Νιώσε τη μουσική».
Εκείνον ένιωθε. Τη ζεστασιά του. Την αναπνοή του. Τη δύναμη του
κορμιού του, τους σταθερούς χτύπους της καρδιάς του.
Έκλεισε τα μάτια και ακούμπησε το κεφάλι στον ώμο του. Το ένα του
χέρι κατέβηκε χαμηλά στη ραχοκοκαλιά της, τα δάχτυλα του άλλου
χάιδεψαν το λαιμό της, έπαιξαν με τα μαλλιά της.
«Μου αρέσουν έτσι τα μαλλιά σου», μουρμούρισε.
«Δεμένα πίσω;»
«Μου αρέσει να σκέφτομαι πώς θα είναι όταν τα λύσω και τ’ αφήσω
ελεύθερα. Να το κάνω, Άλεξ;»
«Ναι», του είπε. «Ναι, σε παρακαλώ...»
Έβγαλε το χτενάκι από τη βάση του κεφαλιού της. Τα μαλλιά της
έπεσαν στους ώμους και πάνω στο χέρι του. Πήρε μια τούφα και την
έφερε στα χείλη του.
«Πανέμορφα», είπε τρυφερά και τη φίλησε.
Συνέχισαν να κινούνται στο ρυθμό της μουσικής. Τα χείλη τους ήταν
ενωμένα, τα κορμιά τους σφιγμένα. Η Άλεξ αναστέναξε. Ο Τράβις
φίλησε τα μαλλιά, τ’ αυτιά της.
«Κοίτα», είπε ψιθυριστά.
Άνοιξε τα μάτια της. Βρίσκονταν μπροστά σ’ έναν καθρέφτη
αγκαλιασμένοι, λουσμένοι στο φως του φεγγαριού.
«Βλέπεις πόσο όμορφη είσαι;» είπε ο Τράβις.
Η Άλεξ κοκκίνισε. « Τράβις...»
Πήγε πίσω της, ανασήκωσε τα μαλλιά της και τ’ άφησε ν’ απλωθούν
σαν χρυσάφι πάνω στα δάχτυλά του. Έσκυψε το κεφάλι και τη φίλησε
στο λαιμό. Μετά άρχισε να ξεκουμπώνει τα μικρά κουμπιά στο πίσω
μέρος της μπλούζας της. Τα ξεκούμπωνε αργά αργά, φιλώντας κάθε
πόντο δέρματος που αποκάλυπτε.
Όταν τελείωσαν όλα, τράβηξε την μπλούζα από τους ώμους της.
Το σουτιέν της ήταν άσπρο βαμβακερό. Καμιά σχέση με τα εσώρουχα
που φορούσε τη βραδιά που γνωρίστηκαν, αλλά δεν είχε σημασία. Για
κείνον ήταν το πιο σέξι εσώρουχο που είχε δει ποτέ. Γι’ αυτό έτρεμαν
τα δάχτυλά του καθώς το ξεκούμπωνε;
Κοίταζε το πρόσωπό της στον καθρέφτη καθώς κράτησε τα στήθη της
στα χέρια του.
Αν τον ξανακοίταζε μ’ αυτό τον τρόπο, ήταν χαμένος. Τα μεγάλα του
δάχτυλα έπαιξαν με τις θηλές της.
«Τράβις...»
Η φωνή της ήταν ένας ψίθυρος. Προσπάθησε να γυρίσει προς το μέρος
του, μακριά απ’ ό,τι έβλεπε στον καθρέφτη, αλλά δεν την άφησε.
«Όχι ακόμη», της είπε.
Έσπρωξε τα μαλλιά της προς τον ένα γυμνό της ώμο. Έσκυψε το
κεφάλι και τη φίλησε τρυφερά στο λαιμό. Η Αλεξ δάγκωσε τα χείλη
της για να μην ξεφωνίσει. Πνιγόταν σ’ ένα χείμαρρο αισθήσεων. Αλλά
αν άφηνε το ποτάμι να την παρασύρει, πώς θα ήξερε αν έκανε όλα όσα
έπρεπε να κάνει μια γυναίκα;
Ο Τράβις έκανε λάθος. Δεν μπορούσε να βγάλει τον Καρλ από το
μυαλό της. Ήταν εκεί και της έλεγε ότι δεν ήξερε πώς να ευχαριστήσει
έναν άντρα.
Και ήθελε να ευχαριστήσει τον Τράβις. Να του χαρίσει ηδονή. Να τον
ακούσει να στενάζει καθώς θα έμπαινε βαθιά στο κορμί της...
Τα δάχτυλά του χάιδεψαν πάλι τις θηλές της και η κραυγή που
προσπαθούσε να πνίξει βγήκε από το λαιμό της. Το κεφάλι της έπεσε
πίσω, πάνω στον ώμο του.
«Τράβις», ψιθύρισε κι εκείνος συνέχισε να χαϊδεύει αισθησιακά το
στήθος της, μέχρι που η Αλεξ σήκωσε τα χέρια της και τα άπλωσε
πάνω στα δικά του. Συνειδητοποιώντας τι είχε κάνει, τα τράβηξε
απότομα.
«Βάλε τα χέρια σου πάνω στα δικά μου», της είπε.
«Όχι. Εννοώ... όχι αν δε σ’ αρέσει... Όχι αν νομίζεις ότι είναι λάθος...»
«Άνοιξε τα μάτια σου, Πριγκίπισσα. Κοίταξε στον καθρέφτη».
Σκέφτηκε εκείνη την ημέρα που είχε κοιτάξει στον καθρέφτη και είχε
δει τι της έκανε το πάθος του Τράβις. Πόσο τρομαγμένη και
ταπεινωμένη είχε νιώσει.
«Όχι», είπε. «Τράβις, σε παρακαλώ, δεν...»
«Κοίταξε», την παρακίνησε.
Κι εκείνη, αργά αργά, κοίταξε.
Η γυναίκα που έβλεπε στον καθρέφτη δεν ήταν εκείνη. Ήταν κάποια
άλλη, έτοιμη να παραδοθεί. Τα μαλλιά της έπεφταν στους γυμνούς της
ώμους. Το στόμα της ήταν κόκκινο κι ερεθισμένο, τα μάτια της
έλαμπαν σαν να είχε πυρετό.
Και ο άντρας που την είχε κάνει να δείχνει έτσι στεκόταν πίσω της και
κοίταζε το είδωλό της με τόση πείνα που την έκανε να ζαλίζεται.
«Έλα», της είπε απαλά, «σκέπασε τα χέρια μου με τα δικά σου».
Το πρόσωπό της φούντωσε. «Ο Καρλ είπε... ότι ήταν λάθος να το κάνω
αυτό. Θα ήταν σαν να άγγιζα τον εαυτό μου».
«Βάλε τα χέρια σου πάνω στα δικά μου, Αλεξ».
Οι ματιές τους διασταυρώθηκαν. Αργά σήκωσε τα χέρια της κι έκανε
αυτό που της είχε ζητήσει. Το θέαμα την ηλέκτρισε.
Το δέρμα του τόσο σκούρο και το δικό της τόσο άσπρο" τα χέρια του
τόσο μεγάλα και δυνατά, τα δικά της τόσο μικρά και λεπτά...
«Δεν υπάρχει τίποτα που δεν μπορείς να κάνεις μαζί μου,
Πριγκίπισσα» .Έσκυψε το κεφάλι και τη φίλησε στο λαιμό.
«Δεν υπάρχουν σωστά και όχι ανάμεσά μας. Καταλαβαίνεις;»
«Ναι», είπε ψιθυριστά.
«Υπάρχουμε μόνο εσύ κι εγώ και ό,τι μας ευχαριστεί». Τα χέρια της
τραβήχτηκαν κι ο Τράβις άφησε το στήθος της. Τα δάχτυλά του
κατέβηκαν στο λινό παντελόνι της. Ξεκούμπωσε τα κουμπιά και μετά
άνοιξε το φερμουάρ της. Το παντελόνι έπεσε στα πόδια της. «Πες μου
τι σ’ ευχαριστεί, Αλεξ», είπε ο Τράβις, χαϊδεύοντάς την ανάμεσα στους
μηρούς.
Η Αλεξ έβγαλε μια κραυγή, όχι μόνο από πόθο αλλά κι από το σοκ.
Νόμιζε ότι ο Τράβις ήταν στα όνειρά της τις δυο τελευταίες εβδομάδες
μόνο. Τώρα ήξερε ότι υπήρχε σ’ αυτά από πάντα αυτός ο ωραίος,
επικίνδυνος, τρυφερός άγνωστος που είχε γυρίσει ανάποδα τον
προσεκτικά προγραμματισμένο κόσμο της. Δεν ήταν πια ένα όνειρο.
Είχε σάρκα και οστά πλέον. Τα μάτια του ήταν δυο σκοτεινές λίμνες,
το κορμί του δικό της, τα χέρια του την άγγιζαν.
«Σου αρέσει αυτό;» τη ρώτησε ψιθυριστά και πέρασε τα δάχτυλά του
κάτω από το μεταξωτό σλιπάκι. «Κι αυτό;»
Μεθυσμένη από την έκσταση, φώναξε τ’ όνομά του. Αυτό τον έκανε να
λιώσει.
Και θα ήταν σχεδόν αρκετό. Να βλέπει το ωραίο της πρόσωπο
εκστασιασμένο, να ξέρει ότι η δύναμή του ήταν το στήριγμά της, να
την ακούει να λέει τ’ όνομά του σαν να ήταν ο μόνος άντρας που θα
ήθελε, που θα χρειαζόταν ποτέ...
Ήταν σαν να είχε πάει στον παράδεισο.
Αλλά, παρ’ όλα αυτά, ήθελε περισσότερα.
Την τράβηξε στην αγκαλιά του, τη σήκωσε και τη φίλησε, πνίγοντας τις
τελευταίες κραυγές της, ξέροντας ότι εκείνος - και μόνο εκείνος- της
είχε χαρίσει τόση ηδονή.
Αργά αργά την κατέβασε πάλι κάτω.
«Ξέντυσέ με», της είπε.
Προσπάθησε, αλλά τα χέρια της έτρεμαν. Κι εκείνος δεν μπορούσε να
περιμένει άλλο. Έβγαλε τα ρούχα και των δύο, πετώντας τα από δω κι
από κει, σκίζοντας μερικά στη βιασύνη του να την πάει στο κρεβάτι, να
μπει μέσα της, να νιώσει το κορμί της κάτω από το δικό του. Έπιασε
τους καρπούς της και σήκωσε τα χέρια της πάνω από το κεφάλι της.
Φίλησε το λαιμό και το στήθος της και μπήκε μέσα της αργά αργά,
μέχρι που τελικά εκείνη τον ικέτευε να την απελευθερώσει.
Άφησε τους καρπούς της κι εκείνη τύλιξε τα χέρια και τα πόδια της
γύρω του και τον δέχτηκε μέσα της τόσο βαθιά που εκείνος δεν ήταν
πια σε θέση να σκεφτεί. Και όταν κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να
κρατηθεί άλλο, της είπε με φωνή βραχνή από το πάθος: «Κοίταξέ με,
Αλεξ. Και πες τ’ όνομά μου».
Τα βλέφαρά της άνοιξαν. Δάκρυα έλαμπαν σαν αστέρια στα μάτια της.
«Τράβις», ψιθύρισε. «Τράβις. Τραβ...»
Ο Τράβις στέναξε, μπήκε ακόμη πιο βαθιά μέσα της και ο κόσμος έγινε
κομμάτια και για τους δύο.

***

Ο Τράβις ξύπνησε, άνοιξε τα μάτια και εισέπνευσε τη γλύκα της


καταπληκτικής γυναίκας που είχε περάσει τη νύχτα στην αγκαλιά του.
Ένα χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του καθώς ευχαριστούσε νοερά το
Θεό που τον αξίωσε να ξυπνήσει και ν’ ανακαλύψει ότι η νύχτα, αυτή η
υπέροχη νύχτα, δεν ήταν όνειρο.
Προσεκτικά, για να μην την ενοχλήσει,, ανασηκώθηκε στον αγκώνα
του και κοίταξε το ωραίο προφίλ της Αλεξ.
Κοιμόταν έχοντας το κεφάλι πάνω στο μπράτσο του και την πλάτη στο
στέρνο του.
Η ζεστασιά του κορμιού της έκανε το αίμα του να κυλήσει πιο
γρήγορα.
Αλλά δε θα την ξυπνούσε. Χρειαζόταν ξεκούραση μετά τη νύχτα που
είχαν περάσει. Άλλωστε ήθελε να την κοιτάζει κοιμισμένη.
Τα μαλλιά της έπεφταν σαν χρυσοί καταρράκτες στον ώμο της. Οι
μακριές βλεφαρίδες της σκίαζαν τα μάγουλά της. Τα χείλη της ήταν
μισάνοιχτα. Είχε το ένα χέρι κάτω από το μαξιλάρι και το άλλο από
πάνω. Ήταν ένα όμορφο χέρι, με μακριά δάχτυλα και άβαφα νύχια. Το
κορμί του άρχισε να ερεθίζεται.
Διάολε!
Τραβήχτηκε με προσοχή για να βάλει κάποια απόσταση ανάμεσα
τους. Της είχε κάνει έρωτα αμέτρητες φορές τη νύχτα, αλλά την ήθελε
πάλι τώρα.
Δε θα την άγγιζε όμως. Όχι ακόμη. Κοιμόταν βαθιά.
Αλλά μπορούσε να την κοιτάζει.
Αργά αργά, πόντο πόντο, τράβηξε κάτω την κουβέρτα που τους
σκέπαζε.
Πόσο όμορφη ήταν η Πριγκίπισσά του!
Η απαλή καμπύλη του ώμου της. Το λεπτό της χέρι. Το πλούσιο στήθος
κι ο προκλητικός γοφός...
Η γλυκιά της γεύση στο στόμα του.
Το άπληστο στόμα του.
Έσκυψε και τη φίλησε στο λαιμό, στον ώμο. Τη χάιδεψε απαλά μέχρι
που η Αλεξ αναστέναξε, γύρισε στην πλάτη της...
Και ξύπνησε.
Περίμενε με αγωνία τις αντιδράσεις της. Έτρεμε την απόρριψή της. Αν
προσπαθούσε πάλι να τον διώξει, θα έφευγε χωρίς να πει λέξη.
Ανοησίες έλεγε. Θα την καθήλωνε στο κρεβάτι και θα τη φιλούσε
μέχρι να παραδεχτεί την αλήθεια. Ότι τον ήθελε- ότι και τότε τον
ήθελε...
Ένα αστραφτερό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη της. «Καλημέρα»,
είπε και του άπλωσε τα χέρια.
Τρελός από χαρά, ο Τράβις την πήρε στην αγκαλιά του.

***

Γύρισαν στον αμπελώνα και περπάτησαν ανάμεσα στα κλήματα


αγκαλιασμένοι.
«Μου αρέσει πολύ εδώ», είπε η Άλεξ.
«Τότε γιατί το πουλάς;»
«Το Πέρεγκριν χάνει κάθε χρόνο λεφτά».
«Φυσικό είναι».
Η Άλεξ γέλασε, τραβήχτηκε από την αγκαλιά του κι έκοψε ένα φύλλο
από κάποιο κλήμα.
«Ξέρω ότι αυτό μπορεί να σου φανεί παράξενο, κύριε Μπάρον, αλλά
μια επιχείρηση πρέπει να βγάζει λεφτά».
«Αυτό δεν είναι επιχείρηση, κυρία Θορπ. Είναι φιλοσοφία».
«Φιλοσοφία», είπε η Άλεξ και στάθηκε μπροστά του. «Αυτό τα εξηγεί
όλα. Τόσο καιρό οι δικηγόροι και οι λογιστές μου νόμιζαν ότι ήταν
οινοποιία».
Ο Τράβις την άρπαξε από τη μέση και τη στριφογύρισε στον αέρα.
«Τα αμπέλια και η παρασκευή κρασιού είναι μια μυστικιστική
εμπειρία, Πριγκίπισσα».
«Αχά!»
«Εντάξει, κορόιδευε. Σου λέω την αλήθεια».
«Με άλλα λόγια, αν ανάψω λιβάνι, θυσιάσω μια δυο κότες και χορέψω
γύρω από ένα δέντρο γυμνή στο φως του φεγγαριού...»
«Το τελευταίο μ’ αρέσει». Ο Τράβις την έπιασε από το πιγούνι και τη
φίλησε τρυφερά. «Αλλά όχι, δεν εννοούσα αυτό. Πρέπει ν’ αγαπάς όλη
αυτή τη διαδικασία. Το καλύτερο κρασί παρασκευάζεται απ’ αυτούς
που είναι διατεθειμένοι να δουλέψουν σαν σκυλιά και ν’ αδειάσουν
τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους για να μπορέσουν κάποια μέρα
να δείξουν ένα μπουκάλι κρασί των είκοσι δολαρίων και να πουν:
«Ορίστε... και μου κόστισε μόνο πενήντα δολάρια». Χαμογέλασε. «Μ’
άλλα λόγια, πρέπει να είναι κανείς τρελός για ν’ ασχοληθεί μ’ αυτή τη
δουλειά».
Η Αλεξ έπιασε με τις παλάμες της το πρόσωπό του. «Τρελός σαν
εσένα;»
«Έχει περάσει από το μυαλό μου», παραδέχτηκε ο Τράβις.
«Αλλά;»
«Αλλά είμαι δικηγόρος, έχω φτιάξει τη ζωή μου στα νότια.
Επιπλέον, χρειάζεσαι χρόνια για να φτιάξεις μια κερδοφόρα οινοποιία.
Πρέπει να εγκατασταθείς, να ρίξεις βαθιές ρίζες σαν τα κλήματα, να
δώσεις όλο σου τον εαυτό...»
«Όπως σ’ ένα γάμο», είπε η Αλεξ εύθυμα.
Μια φλέβα πετάχτηκε στον κρόταφό του. «Ναι, κάπως έτσι». Της
έσφιξε το χέρι. «Κι εγώ έχω περάσει απ’ αυτό το στάδιο, Πριγκίπισσα.
Τη δέσμευση, το γάμο... Και δεν πήγε καθόλου καλά. Για κανέναν από
τους Μπάρον δεν πάει καλά».
«Ούτε για κανέναν άλλο». Τον κοίταξε κατάματα. «Δεν κυνηγάω το
γάμο», του είπε απότομα, «αν αυτό ρωτάς. Η μητέρα μου ήταν
δυστυχισμένη με τον πατέρα μου μέχρι την ημέρα που πέθανε. Και ο
δικός μου γάμος... ξέρεις την κατάληξη». Πήρε βαθιά ανάσα. «Ήμουν
υπάκουη κόρη και ανήκα στον πατέρα μου. Μετά έγινα πιστή σύζυγος
και ανήκα στον άντρα μου. Τώρα δε θέλω ν’ ανήκω σε κανέναν άλλο
εκτός από τον εαυτό μου».
Ο Τράβις έγνεψε καταφατικά. «Αυτό ακούγεται τέλειο, Πριγκίπισσα.
Χαίρομαι που το ξεκαθαρίσαμε».
Χαμογέλασαν και οι δυο. Μετά ο Τράβις καθάρισε το λαιμό του.
«Λοιπόν, έτυχε ν’ αναφέρω ότι ήρθα με το δικό μου αεροσκάφος από
το Λος Αντζελες;»
«Όχι», είπε η Αλεξ. «Δηλαδή η Πόρσε δεν είναι δική σου;» «Ω, δεν
ξέρεις τι μπορεί να κάνει ένας αντιπρόσωπος αυτοκινήτων όταν ξέρει
ότι τρελαίνεσαι για τις Πόρσε. Τι λες, Πριγκίπισσα; Μ ’ εμπιστεύεσαι
να σε πετάξω ως το σπίτι;»
«Χωρίς κανένα δισταγμό».
Ο Τράβις χαμογέλασε. Πόσο τυχερός μπορούσε να είναι ένας άντρας;
Είχε βρει μία όμορφη, θαυμάσια γυναίκα, που τον ικανοποιούσε
περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη. Και του είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν
ήθελε ν’ ακούσει χαρμόσυνες καμπάνες...
«Έλα εδώ», είπε βραχνά.
Την τράβηξε στην αγκαλιά του, τη φίλησε... και προσπάθησε να μη
σκέφτεται ότι του είχε πει πως ήταν πρόθυμη να του εμπιστευτεί τη ζωή
της αλλά όχι την καρδιά της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

Ο Τράβις πετούσε με δικό του αεροσκάφος από παιδί, όπως όλοι οι


Μπάρον. Το Εσπάδα ήταν απέραντο και ήταν ευκολότερο να το
διασχίζεις με αεροπλάνο παρά με άλογο ή τζιπ.
Του άρεσε να πετάει. Απολάμβανε την ελευθερία που έβρισκε στον
αέρα. Αλλά ποτέ δεν είχε ευχαριστηθεί τόσο το ταξίδι της επιστροφής
στο Λος Αντζελες.
Γιατί πετούσε με την Αλεξ.
Στην αρχή είχε λίγο εκνευρισμό.
«Είναι μικρότερο απ’ ό,τι περίμενα», είπε εκείνη καθώς φορούσε τη
ζώνη της.
Ο Τράβις κοίταξε το αεροσκάφος του σαν να το έβλεπε για πρώτη
φορά. Σε σύγκριση μ’ αυτό που είχαν φτιάξει μόνοι τους οι Λος
Λόμπος όταν εκείνος ήταν δεκαπέντε χρονών, το τετραθέσιο Κομάντσι
του ήταν πελώριο. Από την άλλη, καταλάβαινε πόσο μικρό θα έδειχνε
σ’ ένα άτομο που δεν είχε πετάξει με τίποτε άλλο εκτός από Τζάμπο.
«Δεν είναι ακόμη αργά ν’ αλλάξεις γνώμη, Πριγκίπισσα», είπε.
«Ω, όχι!» Τα μάγουλά της ήταν φουντωμένα από τον ενθουσιασμό.
«Θέλω να δοκιμάσω όλα αυτά που δεν έκανα μέχρι σήμερα επειδή δεν
ήταν καθωσπρέπει».
«Δηλαδή;»
«Δεν ξέρω, τα πάντα. Να φάω ένα χοτ ντογκ αγορασμένο από
καροτσάκι».
«Μια εντελώς απαραίτητη εμπειρία».
«Μη γελάς, είναι κάτι που πάντα ήθελα να κάνω».
«Δε γελάω, Πριγκίπισσα. Γιατί να γελάσει ένας άντρας όταν ακούει ότι
το κορίτσι του θα προτιμούσε να ξοδέψει δυο δολάρια για χοτ ντογκ
και όχι διακόσια σ’ ένα μοντέρνο εστιατόριο;»
«Αυτό είμαι;» τον ρώτησε, κοκκινίζοντας πιο πολύ. «Το... κορίτσι
σου;»
«Ναι. Ξέρω τι είπαμε και οι δύο... ότι δε θέλουμε δεσμεύσεις. Αλλά
όσο είσαι μαζί μου...»
«Όσο κρατήσει η σχέση, εννοείς».
«Ακριβώς. Όσο κρατήσει η σχέση, θα είσαι δική μου».
Η έκφρασή του ήταν προκλητική. Τι θα έκανε αν του έλεγε ότι θα
κοιμόταν μ’ όσους άντρες ήθελε...
Μόνο που Θα ήταν ψέμα. Πώς μπορούσε να ήθελε άλλον άντρα μετά
τον Τράβις; Πώς να Θέλει;
«Αλεξ; Αν δε σου αρέσουν οι κανόνες του παιχνιδιού, να μου το πεις.
Δε μ’ αρέσει να σε μοιράζομαι». Η φωνή του έγινε τραχιά. «Θα βλέπεις
μόνο εμένα, θα κοιμάσαι μόνο μ’ εμένα».
«Αυτοί οι κανόνες ισχύουν και για σένα;»
«Ναι».
«Εντάξει λοιπόν».
«Ωραία, αυτό τακτοποιήθηκε. Πες μου τι άλλο έχεις στον κατάλογο
των επιθυμιών σου, Πριγκίπισσα».
«Πολλά ανόητα πράγματα».
«Για παράδειγμα;»
«Θέλω να οδηγήσω... ένα αμάξι σαν την Πόρσε σου».
«Σ’ αρέσει να το πατάς τέρμα, ε;»
«Είχα κι εγώ ένα σπορ αμαξάκι κάποτε», του είπε ονειροπόλα.
«Κόκκινο...»
«Και;»
Η Άλεξ κούνησε βίαια το κεφάλι της. «Ανοησίες. Είμαι μεγάλη
γυναίκα, Τράβις. Αυτές είναι παιδικές επιθυμίες...»
Της έπιασε το χέρι. «Και το δικό μου πρώτο αμάξι ήταν κόκκινο».
«Αλήθεια;»
«Ναι. Μια Μάστανγκ τόσο παλιά που έκανε γι’ αντίκα». Χαμογέλασε.
«Ένα χρόνο έκανα οικονομίες για να την αγοράσω. Μάζευα τα λεφτά
που έβγαζα δουλεύοντας στους στάβλους. Και από τα ροντέο...»
«Ροντέο;» Η Άλεξ γέλασε. «Είχα δίκιο! Είσαι καουμπόι».
«Ανέβαινα στη ράχη ταύρων. Είχα το τρελό όνειρο να γίνω
πρωταθλητής».
«Κι αντί για ταυρομάχος, έγινες δικηγόρος».
«Αλλά τη δεύτερη φορά που βγήκα στην αρένα», συνέχισε ο Τράβις,
«έσπασα δυο πλευρά και τη μύτη μου. Γί’ αυτό σταμάτησα».
Η Άλεξ χτύπησε τα χέρια στην ποδιά της. «A!»
«Α, τι;»
«Έτσι εξηγείται το μικρό εξόγκωμα στη μύτη σου. Αναρωτιόμουν
«Ήθελα να κάνω πλαστική, αλλά η Κέιτι είπε...»
«Η Κέιτι;»
«Η ετεροθαλής αδερφή μου. Είπε ότι τα κορίτσια θα ξετρελαίνονταν».
Γέλασε. «Γι’ αυτό δεν το πείραξα».
«Χαίρομαι που άκουσες την Κέιτι. Είχε δίκιο».
«Αλήθεια;»
«Κομπλιμέντα ψαρεύεις, κύριε Μπάρον;»
Γελώντας, ο Τράβις πήρε το χέρι της και το έφερε στα χείλη του
«Εντάξει, αγαπούλα. Τώρα ξέρεις ότι κάποτε είχα την τρέλα να νομίζω
ότι μπορούσα να γίνω ταυρομάχος. Και οδηγούσα μια κόκκινη
Μάστανγκ. Θα μου πεις τι άλλο είναι στον κατάλογό σου;»
Η Αλεξ αναστέναξε. «Είναι ηλίθια πράγματα... Εντάξει. Ήθελα πάντα
να οδηγήσω ένα γρήγορο αμάξι. Και ν’ ανέβω σε μια ρόδα του λούνα
παρκ. Και να περπατήσω στη βροχή».
«Δεν έχεις περπατήσει ποτέ στη βροχή;»
«Όχι ξυπόλυτη και χωρίς ομπρέλα» με το πρόσωπο στραμμένο προς τα
πάνω. Θα με περνάς για κανένα χαζοκόριτσο».
«Όχι, είσαι μια γυναίκα που έπεσε σε σωστά χέρια, κυρία Θορπ», είπε
ο Τράβις σοβαρά. «Κάθεσαι δίπλα σ’ έναν άντρα που απεχθάνεται τα
παπούτσια...»
«Επειδή προτιμά τις μπότες».
«Ε, ναι. Αλλά όχι στην παραλία όπου μένω».
«Σε παραλία μένεις;»
«Έχω σπίτι στο Μαλιμπού».
«Ω, τι υπέροχα. Η θάλασσα, η άμμος, ο ουρανός...»
«Τώρα θα μου πεις ότι δεν έχεις πάει ποτέ σε ακτή».
«Βεβαίως έχω πάει. Στο Σεν Τροπέ, στη Μαρτινίκα...»
«Εδώ, στη Νότια Καλιφόρνια;»
Γέλασε. «Ποτέ».
«Ποτέ; Ούτε μια φορά;»
«Ούτε μια. Ο Καρλ κι ο πατέρας μου πίστευαν ότι σ’ αυτές τις ακτές
είχαν σπίτια πολλοί φιλελεύθεροι χολιγουντιανοί».
Ο Τράβις κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του. «Πόσο στερημένη ήταν
η παιδική σου ηλικία, κυρία Θορπ! Δεν έπαιζες με τα νερά. Δεν
περπατούσες στη βροχή. Δεν πήγαινες στο λούνα παρκ, δεν έτρωγες
τσίλι ντογκ...»
«Τσίλι ντογκ;»
«Πίστεψέ με, ένα κανονικό χοτ ντογκ δε συγκρίνεται μ’ ένα τσίλι...»
Πάτησε ένα κουμπί στον πίνακά του. «Πάιπερ 5- 8 φοξτρότ». Η φωνή
του είχε γίνει σοβαρή.
Η Αλεξ τον κοίταζε μαγεμένη ν’ ανιχνεύει τον ουρανό γύρω τους. Είχε
τόσα διαφορετικά πρόσωπα... Της έκανε εντύπωση που δεν το είχε
καταλάβει εκείνο το πρώτο Σαββατοκύριακο. Φοβόταν ν’ αφήσει τον
εαυτό της να δει τον αληθινό άντρα; Όχι, γιατί να φοβάται; Τον
αληθινό άντρα αναζητούσε όταν είχε μπει στην αίθουσα του
πλειστηριασμού εκείνη την Παρασκευή.
Ήθελε κάποιον που θα της μάθαινε πώς ήταν πραγματικά το σεξ- και
τον είχε βρει. Ήθελε έναν εραστή που τον ονειρεύονταν οι γυναίκες και
που τον είχε και η ίδια ονειρευτεί- τον είχε βρει κι αυτόν. Ο Τράβις είχε
ξυπνήσει μέσα της το πάθος. Είχε γίνει άλλη γυναίκα μέσα στα δυνατά
του μπράτσα. Και όταν τελείωνε η σχέση τους, θα έφευγε με το κεφάλι
ψηλά.
Είχε μπει σ’ αυτή την περιπέτεια με ανοιχτά τα μάτια. Ήθελε να
κρατήσει την ταυτότητά της. Την ανεξαρτησία της. Είχε χάσει πολλά
χρόνια από τη ζωή της. Δεν ήθελε έναν άντρα που θα είχε κι άλλες
απαιτήσεις εκτός από την ηδονή που του χάριζε στο κρεβάτι.
Και του είχε χαρίσει αυτή την ηδονή. Αυτά που της είχε ψιθυρίσει, ο
τρόπος που την άγγιζε... Ω, ναι, τον είχε κάνει ευτυχισμένο στο
κρεβάτι.
Αλλά δε θα ζητούσε τίποτα παραπάνω. Ωραία. Αυτό ήθελε κι εκείνη.
Ήθελε έναν εραστή, όχι έναν άντρα που θα ενδιαφερόταν για κάτι
μόνιμο.
Ήθελε τον Τράβις όπως ακριβώς ήταν.
Φυσικά αυτό θέλω, σκέφτηκε η Αλεξ και κοίταξε έξω από το παράθυρο
καθώς το Κομάντσι έσκιζε τον ουρανό.

***

«Δεν εννοούσα να τα κάνουμε όλα απόψε», είπε η Αλεξ, καθώς κοίταζε


την πελώρια ρόδα στο Πάρκο Ψυχαγωγίας το Μαγικό Βουνό.
Ο Τράβις της έσφιξε το χέρι. «Όχι όλα», είπε. «Μέχρι τώρα φάγαμε χοτ
ντογκ...»
«Τσίλι ντογκ», τον διόρθωσε η Αλεξ. «Να γλείφεις τα δάχτυλά σου!»
«Σου το είχα πει. Πρέπει να μ’ εμπιστεύεσαι». Σήκωσε το κεφάλι προς
τη ρόδα. «Κι αυτό θα σου αρέσει. Εκτός κι αν άλλαξες γνώμη».
«Δε με κοροϊδεύεις, καουμπόι. Προσπαθείς να με πείσεις».
«Δε θ’ αφήσω να σου συμβεί τίποτα, Πριγκίπισσα». Ο Τράβις τη
φίλησε τρυφερά στα χείλη. «Θα σε κρατάω σφιχτά».
«Μου το υπόσχεσαι;»
«Φιλάω σταυρό». Την τράβηξε κοντά του και τη φίλησε με πάθος. «Θα
σε προσέχω πάντα, Αλεξ», είπε. «Πάντα».
Όχι, δε θα την πρόσεχε πάντα.
Τα μάτια της θόλωσαν, αλλά κατάφερε να χαμογελάσει και να του
ανταποδώσει το φιλί.
«Τότε, κύριε Μπάρον, πάμε».
Αλλά όταν ξεκίνησε η ρόδα, η Αλεξ κραύγασε.
Τσίριξε.
Κρεμάστηκε πάνω του και είπε ότι θα πέθαινε.
Και όταν τελείωσε η βόλτα, τον κουβάλησε στο τέλος της ουράς και
τον ανάγκασε να κάνουν άλλη μία.
Ο Τράβις φοβόταν ότι θα τον παρακαλούσε και για τρίτη αν δεν
αποσπούσε την προσοχή της, ρωτώντας την αν είχε δοκιμάσει ποτέ
μαλλί της γριάς.
«Τι είναι το μαλλί της γριάς;» τον ρώτησε σαστισμένη.
Της αγόρασε ένα. Η Άλεξ το δοκίμασε διατακτικά με την άκρη της
γλώσσας της. Ο Τράβις ένιωσε το κορμί του να σφίγγεται καθώς την
παρακολουθούσε. Το αίμα πήρε φωτιά στις φλέβες του. Ήθελε να την
πάρει μακριά από τη φασαρία και τον κόσμο, να την πάει σε κάποιο
ήσυχο μέρος, όπου μόνο το φεγγάρι και τ’ αστέρια θα τους έβλεπαν να
κάνουν έρωτα.
«Ω, Τράβις», είπε η Αλεξ. «Είναι υπέροχο!»
Κοίταξε το χαμογελαστό της πρόσωπο και τα πασαλειμμένα της χείλη.
«Υπέροχο’», επανέλαβε και την τράβηξε μέσα στην αγκαλιά του. Τα
χέρια της τυλίχτηκαν γύρω από το λαιμό του.
«Τράβις», είπε με φωνή που έτρεμε.
«Ναι, Πριγκίπισσα, ναι, ξέρω».
Δεν μπορούσε να ξέρει. Ούτε η ίδια δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί
χτυπούσε τόσο δυνατά η καρδιά της. Γιατί ευχόταν ξαφνικά να ήταν
μόνοι κάτω από τον αστρόφεγγο ουρανό. Για να της κάνει έρωτα, ναι,
αλλά όχι μόνο γι’ αυτό. Και για πολλά άλλα...
Ο Τράβις πήρε το πρόσωπό της στις παλάμες του. Τη φίλησε, τρυφερά
στην αρχή, μετά με πιο πολύ πάθος.
Το μαλλί της γριάς έπεσε από τα χέρια της.
«Πριγκίπισσα, έλα στο σπίτι μαζί μου», της ψιθύρισε.
«Ναι». Τα μάτια της έλαμπαν. «Ω, ναι».
Οδηγούσε με μεγάλη ταχύτητα μέσα στη νύχτα, ανυπομονώ-ντας να
την αγγίξει, αλλά και απολαμβάνοντας το γλυκό πόνο της προσμονής.
Την ήθελε τώρα τόσο πολύ που έχανε τα λογικά του. Και ήξερε ότι με
το ίδιο πάθος τον ήθελε κι εκείνη.
Αλλά η πρώτη φορά δε θα ήταν αρκετή. Θα την ήθελε ξανά όταν θα
ξανάβρισκε τα λογικά του, για ν’ απολαύσει αργά κάθε πόντο του
κορμιού της.
Όχι, σκέφτηκε καθώς οδηγούσε την Πόρσε στη σκοτεινή εθνική οδό.
Όχι, δεν τολμούσε να την αγγίξει τώρα.
Μπήκε στον ιδιωτικό του δρόμο. Η ηλεκτρονική πύλη άνοιξε με το
τηλεχειριστήριο κι έκλεισε αθόρυβα πίσω τους. Ο χαλικόστρωτος
δρόμος δεν του είχε φανεί ποτέ τόσο μακρύς.
Το γκαράζ ήταν ευθεία μπροστά, αλλά δεν πήγε μέχρι εκεί. Σταμάτησε
το αμάξι, άνοιξε την πόρτα, βγήκε μέσα στη νύχτα που μύριζε
θάλασσα... κι εκείνη βρέθηκε στην αγκαλιά του.
«Τράβις», ψιθύρισε εκείνη με φωνή γεμάτη πόθο.
Τη φίλησε κρατώντας το κεφάλι της ανάμεσα στις παλάμες του,
ρουφώντας λαίμαργα τα χείλη της που άνοιξαν πρόθυμα κάτω από τα
δικά του. Τη σήκωσε στην αγκαλιά του και την ανέβασε από τα ξύλινα
σκαλοπάτια στη βεράντα χωρίς να σταματήσει να τη φιλάει. Άκουγε τα
κύματα να χτυπούν στην άμμο δυνατά όπως το αίμα στις φλέβες του.
Την άφησε αργά κάτω. Το κορμί της ήταν απαλό καθώς το έσφιγγε
πάνω στο δικό του κι έψαξε στην τσέπη του για τα κλειδιά.
«Περίμενε», της είπε βραχνά.
Αλλά η Άλεξ δεν μπορούσε να περιμένει. Το κορμί της έτρεμε- δεν
ήθελε ποτέ κάτι τόσο όσο να νιώσει τα χέρια του Τράβις πάνω στο
κορμί της.
Ψιθυρίζοντας τ’ όνομά του, μπήκε ανάμεσα σ’ εκείνον και την πόρτα,
με τα χέρια σφιγμένα γύρω από το λαιμό του. Τα χείλη της αναζήτησαν
πεινασμένα τα δικά του.
«Τώρα», είπε. «Σε παρακαλώ, Τράβις».
Το χέρι της γλίστρησε κι άρχισε να χαϊδεύει το ερεθισμένο του κορμί.
Άκουσε το κουδούνισμα των κλειδιών καθώς έπεφταν στη βεράντα.
Άκουσε την πνιχτή κραυγή του και μετά τα χέρια του την έπιασαν από
τους ώμους και τη στήριξαν πάνω στην πόρτα.
Σήκωσε τη φούστα της και η Άλεξ ένιωσε το σλιπάκι της να σκίζεται.
Κι αισθάνθηκε το χέρι του καθώς άνοιγε το φερμουάρ του. Μετά
βρέθηκε βαθιά μέσα της και τ’ αστέρια άρχισαν να χορεύουν στον
ουρανό.
«Αλεξ», ψιθύρισε, καθώς την έπιανε από τους γοφούς και την
ανασήκωνε.
«Τράβις». Η φωνή της έτρεμε. Ήθελε να πει πιο πολλά, να του πει τι
ένιωθε...
Αλλά εκείνος άρχισε να κινείται όλο και σε πιο γρήγορο ρυθμό. Μια
δυνατή κραυγή ξέφυγε από τα χείλη της και η Αλεξ ένιωσε να χάνεται.
Ξύπνησε μόνη στο μεγάλο κρεβάτι του Τράβις, καθώς η αυγή άγγιζε το
δωμάτιο με ροζ και χρυσαφιές ακτίνες. Από πάνω της γύριζε μαλακά
ένας ανεμιστήρας οροφής.
Η Άλεξ αναστέναξε και χώθηκε πιο πολύ κάτω από τα σκεπάσματα. Οι
μύες της πονούσαν, τα χείλη της ήταν φουσκωμένα.
Ήταν μια νύχτα γεμάτη ερωτισμό.
Κι εκείνη ένιωθε υπέροχα.
Ένα χαμόγελο πλανήθηκε στα χείλη της. Η μαξιλαροθήκη, τα
σεντόνια, ήταν όλα μεταξωτά. Το κρεβάτι πελώριο. Ολόκληρο το
δωμάτιο ήταν το τέλειο σκηνικό για τις ώρες που είχε περάσει στην
αγκαλιά του Τράβις...
Το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη της.
Το τέλειο σκηνικό. Το δωμάτιο είχε σχεδιαστεί για τις ερωτικές
περιπέτειες ενός εργένη.
Πόσες άλλες γυναίκες είχαν πέσει σ’ αυτό το κρεβάτι; Πολλές σίγουρα.
Ένας άντρας σαν τον Τράβις δε θα ζούσε σαν καλόγερος. Πόσες άλλες
είχαν νιώσει να ξαναγεννιούνται και μετά να θρηνούν για την απώλειά
του;
Το ερώτημα ήταν πότε θα ερχόταν η δική της σειρά. Έκλεισε τα μάτια
της.
Καμιά δέσμευση. Καμιά μονιμότητα. Μόνο απόλαυση για όσο
κρατούσε. Αυτή ήταν η συμφωνία τους. Οι όροι ήταν αμοιβαίοι.
Εκείνη είχε ανακαλύψει τον εαυτό της. Μπορούσε να είναι
ανεξάρτητη, ελεύθερη, αισθησιακή, σεξουαλική.
Αυτό ήταν αρκετό. Δεν ήταν;
Κοίταξε τον ανεμιστήρα που γύριζε. Είχε όλα όσα είχε ονειρευτεί. Κι
όμως, ξαφνικά ένιωθε άδεια, ένιωθε...
η πόρτα άνοιξε διάπλατα.
«Καλημέρα, πριγκίπισσα», είπε ο Τράβις και η Αλεξ ανακάθισε,
τραβώντας το σεντόνι μέχρι το πιγούνι της.
Στεκόταν στην πόρτα, κρατώντας ένα δίσκο στα χέρια του. Φορούσε
μόνο το ξεκούμπωτο τζιν του. Τα σκούρα μαλλιά του ήταν
μπερδεμένα, τα γένια του είχαν αρχίσει να μεγαλώνουν και ήταν ο πιο
σέξι άντρας που είχε δει ποτέ.
Θα ήταν τόσο εύκολο να τον ερωτευτεί.
Αυτή η σκέψη τής έκοψε την ανάσα. Όχι. Δε θα μπορούσε ποτέ να
ερωτευτεί έναν άντρα σαν τον Τράβις, που δεν πίστευε στις δεσμεύσεις
και στον έρωτα...
«Έφτιαξα πρωινό». Πλησίασε χαμογελώντας κι άφησε το δίσκο πάνω
στο κομοδίνο δίπλα της. «Μπέικον, αβγά, τοστ κι ένα γαλόνι καφέ».
Η Αλεξ κοίταξε αφηρημένη το δίσκο.
«Είναι... αρκετά για ένα λόχο», σχολίασε και χαμογέλασε βεβιασμένα.
«Ναι». Το χαμόγελό του ήταν πονηρό. «Σκέφτηκα ότι ίσιος πεινούσες
κι εσύ όσο εγώ σήμερα».
Τον κοίταξε. Χρειαζόταν χρόνο να σκεφτεί και δεν μπορούσε να το
κάνει εδώ, στο κρεβάτι του.
«Τράβις...»
«Άλλωστε, χρειαζόμαστε δυνάμεις». Τη φίλησε. «Τα μαθήματα
οδήγησης είναι κουραστικά».
«Μαθήματα οδήγησης;»
«Ναι». Πήρε μια φέτα μπέικον από το δίσκο, δάγκωσε ένα κομματάκι
κι έβαλε το υπόλοιπο στο στόμα της. «Όχι ακριβώς μαθήματα
οδήγησης. Άνοιξε το στόμα σου, Πριγκίπισσα».
Το άνοιξε. Το μπέικον ήταν σκέτη αμβροσία.
«Μαθήματα Πόρσε», είπε ο Τράβις. «Εκτός αν άλλαξες γνώμη».
Η Αλεξ έβγαλε μια κραυγή ενθουσιασμού, τράβηξε το σεντόνι και
πετάχτηκε από το κρεβάτι.
«Ω, Τράβις! Όχι, δεν άλλαξα γνώμη, θέλω να οδηγήσω το αμάξι σου.
Το εννοείς πραγματικά; Το... Τράβις; Τι συμβαίνει;»
Την κοίταξε. Στεκόταν μπροστά στην τζαμαρία της βεράντας,
λουσμένη στο φως της καινούριας μέρας, γυμνή και ξαναμμένη,
έχοντας τα σημάδια του χτεσινοβραδινού έρωτά τους.
«Τράβις;»
Ήθελε να τη ρίξει στο κρεβάτι και να της κάνει πάλι έρωτα. Να μπει
βαθιά στο κορμί της και ν’ ακούσει τους απαλούς αναστεναγμούς της
καθώς θα την ανέβαζε στα ουράνια της έκστασης.
«Τράβις, τι είναι;»
Αλλά πιο πολύ... ήθελε να την κρατήσει σφιχτά στην αγκαλιά του και
να μην την αφήσει ποτέ. Ούτε σήμερα ούτε αύριο ούτε...
Σηκώθηκε όρθιος.
«Μόλις θυμήθηκα». Η φωνή του ήταν τραχιά. «Θα πρέπει ν’
αναβάλουμε τα μαθήματα της Πόρσε. Έχω ένα επαγγελματικό
ραντεβού σήμερα το πρωί».
«Ω!» Το χαμόγελό της έσβησε. «Φυσικά. Αύριο ίσως. Ή μεθαύριο...»
«Θα σου τηλεφωνήσω», της είπε. «Όταν έχω χρόνο. Πώς σου φαίνεται
αυτό;»
Της φαινόταν σαν ένα ευγενικό αντίο. Το κάθαρμα! Πριν από λίγο δε
συμβούλευε τον εαυτό της να μην τον ερωτευτεί; Μόνο μια
μαζοχίστρια θα ερωτευόταν έναν άντρα σαν τον Τράβις Μπάρον.
Κι εκείνη στεκόταν γυμνή στην κρεβατοκάμαρά του.
Ήθελε να τυλίξει τα χέρια του στο κορμί της, αλλά δεν το έκανε. Πήρε
το πουκάμισό του που το είχε πετάξει ανυπόμονα το περασμένο βράδυ.
«Εντάξει», του είπε ευγενικά. «Αν και, τώρα που το σκέφτομαι, θα
είμαι απασχολημένη τις επόμενες μέρες». Τα δάχτυλά της έτρεμαν
καθώς κούμπωνε το πουκάμισο. «Τηλεφώνησέ μου όμως να
ξαναβρεθούμε».
Ο Τράβις έγνεψε καταφατικά. «Ωραία. Χαίρομαι που
καταλαβαίνεις...»
«Ω, καταλαβαίνω, Τράβις. Πολύ καλά».
Όχι, δεν καταλάβαινε- το διέκρινε στη φωνή της, αλλά ποιος έφταιγε
γι’ αυτό; Όχι εκείνος, βέβαια, αφού είχε ξεκαθαρίσει τη θέση του.
Εντάξει, ίσως είχε παρασυρθεί νωρίτερα, κάνοντας όλα αυτά τα σχέδια
για τους δυο τους. Έπρεπε να τον είχε σταματήσει. Δεν είχε πει ότι
ήθελε κι εκείνη την ελευθερία της; Αλλά έτσι ήταν οι γυναίκες. Έλεγαν
αυτό που πίστευαν ότι ήθελε ν’ ακούσει ένας άντρας, ακόμη κι αν ήταν
ψέμα.
«Τράβις;»
«Ναι;»
«Θα ήθελα να ντυθώ».
Αλλά όχι μπροστά του. Δε χρειαζόταν να το πει με λόγια.
«Ναι. Αν θέλεις να κάνεις ντους...»
«Θα κάνω στο σπίτι μου, ευχαριστώ».
Έγνεψε πάλι καταφατικά. Ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει.
«Εντάξει», είπε κοφτά. «Δυο λεπτά θα χρειαστώ, μετά θα σε πάω στο
σπίτι σου».
Πήγε στο μπάνιο, έκλεισε την πόρτα και μπήκε στο ντους. Το άνοιξε
τέρμα και άφησε το νερό να πέσει με ορμή στους ώμους του.
Δεν έπρεπε να είχε φέρει εδώ την Άλεξ χτες το βράδυ. Τι τον είχε
πιάσει; Και γιατί είχε μπλέξει με τον ηλίθιο κατάλογο επιθυμιών της;
Εκείνη δεν είχε κάνει πολλά πράγματα. Και λοιπόν; Κι εκείνος το ίδιο.
Δεν είχε πετάξει ποτέ με τζετ. Δεν είχε περάσει τον ωκεανό με
αερόστατο. Δεν είχε ερωτευτεί ποτέ χωρίς να κρατάει ένα κομμάτι του
εαυτού του...
«Να πάρει», μουρμούρισε. «Να πάρει και να σηκώσει!»
Αλλά δεν ήταν ερωτευμένος. Ποτέ δε θα ερωτευόταν. Νόμιζε ότι ήταν
μια φορά κι έμαθε με επώδυνο τρόπο να μη δένεται ποτέ για πολύ με
μια γυναίκα.
Η Αλεξ θα έπρεπε να το αποδεχτεί.
Έκλεισε το νερό, βγήκε από το ντους και άνοιξε την πόρτα του
μπάνιου.
«Αλεξ», είπε. «Αλεξ, κοίτα...»
Σταμάτησε απότομα. Η κρεβατοκάμαρα ήταν άδεια. Η Αλεξ είχε φύγει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

Είχε φύγει; Πού μπορούσε να πάει χωρίς αμάξι;


Ο Τράβις φόρεσε το τζιν του, έτρεξε στο χολ και κατέβηκε τις σκάλες.
«Αλεξ;»
Το όνομά της αντήχησε στη σιωπή του πρωινού.
Η εξώπορτα ήταν ανοιχτή. Βγήκε και τη φώναξε πάλι. Δεν την έβλεπε
πουθενά.
Βλαστήμησε. Ξυπόλυτος, χωρίς πουκάμισο, μπήκε στο αμάξι του. Η
μηχανή βρυχήθηκε καθώς έκανε επιτόπια στροφή και πάτησε γκάζι.
Δε θα είχε πάει πολύ μακριά.
Έπρεπε να το περιμένει. Πάντα το έβαζε στα πόδια. Το έκανε το
πρώτο τους βράδυ και την άλλη μέρα. Και στο Πέρεγκριν το ίδιο
ήθελε να κάνει, αλλά δεν την άφησε.
Η πύλη στο τέλος του ιδιωτικού δρόμου ήταν ανοιχτή. Πέρασε σαν
αστραπή, μετά πάτησε φρένο και κοίταξε δεξιά κι αριστερά...
Την είδε να προχωράει με αποφασιστικό βήμα στην άκρη της εθνικής
οδού. Κατευθυνόταν νότια, προς το Λος Αντζελες.
Αυτή την ώρα ο δρόμος ήταν γεμάτος οχήματα.
Ο Τράβις πήδησε από το αμάξι και την πλησίασε.
«Αλεξ!»
Τον άκουσε. Εκείνος το κατάλαβε, γιατί άνοιξε το βήμα της. Αλλά δε
γύρισε, αγνόησε εντελώς την παρουσία του.
Ένα βαν-πέρασε χτυπώντας δαιμονισμένα το κλάξον του.
«Αλεξ, που να με πάρει!» Ο Τράβις την άρπαξε από το χέρι και τη
γύρισε προς το μέρος του. Το πρόσωπό της ήταν φουντωμένο, τα χείλη
της σφιγμένα.
«Άφησέ με!»
«Τι στο διάολο κάνεις;»
«Εσύ τι λες; Αφησέ με, καουμπόι!»
«Μην κάνεις ηλιθιότητες! Δεν μπορείς να γυρίσεις περπατώντας».
«Μπορώ να κάνω ό,τι θέλω, κύριε Μπάρον». Η Αλεξ έτριξε τα δόντια
της. «Μάζεψε τα χέρια σου!»
«Σαν παιδί κάνεις».
«Δεν είμαι ούτε παιδί ούτε ηλίθια». Τα μάτια της έλαμψαν. «Άφησέ με,
αλλιώς ορκίζομαι, Τράβις, θα...»
«Δε μ’ αρέσει να μου το σκάνε, Πριγκίπισσα. Αυτό έπρεπε να το είχες
καταλάβει».
«Δεν το έσκασα». Σήκωσε ψηλά το κεφάλι της. «Έφυγα. Ούτε με
νοιάζει τι σ’ αρέσει και τι όχι».
«Αλεξ...»
Το τρίξιμο λάστιχων τους έκανε να γυρίσουν και οι δύο. Ένα
περιπολικό είχε σταματήσει πίσω τους.
«Κοίτα τι έκανες τώρα», μουρμούρισε ο Τράβις.
«Εγώ;» Η Αλεξ τον αγριοκοίταξε. «Τι έκανα εγώ;»
Ένας αστυνομικός βγήκε από το περιπολικό. Το χαμόγελό του ήταν
ευχάριστο, αλλά το βάδισμά του αποφασιστικό.
«Καλημέρα. Έχετε κανένα πρόβλημα;»
«Όχι», είπε ο Τράβις. «Η κυρία κι εγώ είχαμε μια συζήτηση».
Ο αστυνομικός έγνεψε καταφατικά. Ο Τράβις ένιωσε το βλέμμα του να
καρφώνεται στο γυμνό του στέρνο, στα ξυπόλυτα πόδια και στο χέρι
του που έσφιγγε τον καρπό της Αλεξ.
«Συζήτηση είχατε, κυρία;»
«Όχι», είπε η Αλεξ ψυχρά. «Αυτός ο άντρας...»
«Τον γνωρίζετε;»
«Ναι. Και...» Δίστασε. Μπορούσε να του πει ότι εκείνη και ο Τράβις
είχαν περάσει μαζί τη νύχτα; Ότι το είχε σκάσει επειδή ένιωθε φτηνή;
Ότι εκείνος την είχε κυνηγήσει επειδή πίστευε ότι τον είχε ταπεινώσει
ή επειδή είχε αποφασίσει ότι το σεξ ήταν πολύ καλό και δεν ήθελε να
το χάσει;
«Κυρία;»
Η Άλεξ ξεροκατάπιε. «Τον γνωρίζω. Και έχουμε... κάποια διαφωνία,
όχι συζήτηση».
«Διαφωνία», είπε ο αστυνομικός. «Καλά θα κάνετε να μεταφέρετε τη
διαφωνία σας εκεί που την αρχίσατε».
«Ναι», είπε ο Τράβις, σφίγγοντας πιο πολύ το χέρι της Άλεξ. «Θα
γυρίσουμε στο σπίτι μου. Εντάξει, Άλεξ;»
Τον κοίταξε σαν να ήθελε να του βγάλει τα μάτια.
«Ναι», είπε μέσα από τα σφιγμένα δόντια της.
«Και πηγαίνετε μαζί του με τη θέλησή σας, κυρία;»
Η Άλεξ αναστέναξε. «Ναι».
Ο αστυνομικός σταύρωσε τα χέρια και περίμενε. Η Άλεξ τράβηξε το
χέρι της. Με το κεφάλι ψηλά, τους ώμους πίσω, γύρισε προς την πύλη.
Ο Τράβις την ακολούθησε με το αμάξι. Περνώντας την πύλη, την είδε
να περνάει μέσα από τα δέντρα και ν’ απομακρύνεται.
«Το διάολό μου», μουρμούρισε. Άφησε το αμάξι και την ακολούθησε.
«Πού πας τώρα;» τη ρώτησε όταν έφτασε κοντά της.
«Όπου πήγαινα και πριν επέμβεις εσύ. Στο σπίτι».
Γέλασε ειρωνικά. «Πρώτα θα πρέπει να περάσεις τον τοίχο που είναι
τρία μέτρα και χωρίζει την ιδιοκτησία μου από τη διπλανή».
«Θα τα καταφέρω».
«Πολύ αμφιβάλλω. Εξάλλου, το μαυσωλείο σου απέχει τουλάχιστον
μια ώρα με το αμάξι από δω».
«Δεν είναι μαυσωλείο». Ο τόνος της φωνής της ήταν ψυχρός. «Ούτε
σκόπευα να περπατήσω. Θα καλέσω ταξί όταν φτάσω σε κάποιον
τηλεφωνικό θάλαμο».
«Θέλεις να πας στο σπίτι σου, κυρία μου;» Ο Τράβις χτύπησε τα χέρια
στους γοφούς του. «Θα σε πάω εγώ».
«Δε θέλω να κάνεις τίποτα για μένα, ευχαριστώ. Μπορώ να...»
«Κοίτα, αυτό είναι τρελό», είπε ο Τράβις.
«Δεν είναι τρελό. Θα υπάρχουν εκατοντάδες τηλεφωνικοί θάλαμοι στο
δρόμο».
«Δεν εννοώ αυτό. Εννοώ... αυτό που έγινε σήμερα το πρωί».
«Δεν έχω ιδέα τι θέλεις να πεις».
Η Αλεξ άρχισε να περπατάει προς την πύλη. Ο Τράβις μπήκε μπροστά
της και την άρπαξε από τους ώμους.
«Ας αφήσουμε τα παιχνίδια, Πριγκίπισσα. Ξέρεις τι εννοώ. Τα
πράγματα πήγαιναν μια χαρά μέχρι... μέχρι...»
«Μέχρι;»
«Μέχρι που είπα ψέματα».
«Ψέματα;»
«Δεν είχα κανένα ραντεβού». Πήρε βαθιά ανάσα σαν να ήταν η
τελευταία του. «Απλώς... πανικοβλήθηκα».
«Πανικοβλήθηκες;»
«Θα σταματήσεις να επαναλαμβάνεις ό,τι λέω;»
Σταύρωσε τα χέρια του. Κι αυτό την έκανε να καρφώσει το βλέμμα της
στο πλατύ, μυώδες στέρνο του. Στο χνούδι που κατέβαινε μέχρι τη
ζώνη του ακούμπωτου τζιν του.
«Δεν επαναλαμβάνω ό,τι...» Δάγκωσε τα χείλη της. «Δεν καταλαβαίνω
τι λες, Τράβις. Γιατί πανικοβλήθηκες;»
Εκείνος γύρισε και άρχισε να περπατάει. Η Αλεξ δίστασε, αλλά τον
ακολούθησε σ’ ένα μικρό κήπο κι από κει στη θάλασσα. Όταν έφτασαν
στην αμμουδιά, γύρισε και την κοίταξε. «Δεν είσαι η πρώτη γυναίκα
που πέρασε τη νύχτα στο κρεβάτι μου», της είπε βραχνά.
Τα λόγια του την έκαναν να νιώσει έναν πόνο στην καρδιά, αλλά τον
αγνόησε.
«Δε χρειάζεται να το καυχιέσαι», του είπε ψυχρά. «Το υπέθετα».
«Ναι, θέλω να βεβαιωθώ ότι το καταλαβαίνεις αυτό».
Η Αλεξ πέταξε τα παπούτσια της κι έχωσε τα δάχτυλά της στη ζεστή
άμμο. «Δε χρειάζεται να μου πεις ότι η χτεσινή βραδιά δεν ήταν τίποτα
το ξεχωριστό. Το καταλαβαίνω».
«Όχι, δεν καταλαβαίνεις! Ήταν ξεχωριστή και το ξέρεις».
Μια ριπή αέρα έριξε τα μαλλιά της Αλεξ στο πρόσωπό της. Τα τράβηξε
πίσω και τον κοίταξε σαστισμένη.
«Τότε γιατί... Εννοώ, τι...»
«Σου είπα. Πανικοβλήθηκα». Συνοφρυώθηκε. «Νομίζεις ότι είναι
εύκολο να το πω, Πριγκίπισσα; Δεν είναι».
«Να πεις τι; Δεν έχω ιδέα για ποιο πράγμα μιλάς».
«Δεν έχω καμιά πρόθεση να εμπλακώ σε κάποια μόνιμη σχέση. Σου το
ξεκαθάρισα από την αρχή».
Η καρδιά της έχασε ένα χτύπο. Θα της έλεγε ότι άλλαξε γνώμη; Όχι ότι
εκείνη το ήθελε. Η πρωινή τρέλα ευτυχώς είχε περάσει.
«Το ξέρω», του είπε επιφυλακτικά. «Σου είπα το ίδιο κι εγώ».
«Ακριβώς. Και παρ’ όλα αυτά, προγραμματίζαμε πώς θα περνούσαμε
τη μέρα μας μαζί».
Η Άλεξ ένιωθε ακόμη πιο μπερδεμένη τώρα. «Θέλεις να πεις ότι δεν
περνάς ποτέ κάποιες ώρες της ημέρας με τις γυναίκες που κοιμάσαι;»
«Μη λες ανοησίες. Φυσικά περνάω. Μόνο που... που...»
Τι, Μπάρον; Μόνο που δε σ’ ενδιέφερε μέχρι τώρα; Που και μόνο η
σκέψη ότι Θα μάθεις σ’ αυτή τη γυναίκα πώς να οδηγεί ένα γρήγορο
αμάξι ή να τρώει τσίλι ντογκ σού δίνει μεγαλύτερη χαρά απ’ οτιδήποτε
άλλο έχεις κάνει σ’όλη σου τη ζωή;
Ο πανικός τον σάρωσε σαν άγριο κύμα. «Μόνο που δεν ήθελα να σε
πληγώσω, λέγοντάς σου να μη σχηματίσεις λάθος εντυπώσεις».
«Για ποιο πράγμα;»
Γιατί έκανε τόσο δύσκολη την κατάσταση;
«Για να μη νομίσεις ότι κάτι άρχισε να δημιουργείται ανάμεσα μας.
Γιατί... δεν είναι έτσι».
«Ω, Θεέ μου», είπε η Αλεξ όλο γλύκα. «Έχεις πολύ μεγάλη ιδέα για τον
εαυτό σου, καουμπόι».
«Θέλω να συνεχίσω να σε βλέπω». Ένα νεύρο συσπάστηκε στο
μάγουλό του. «Αλλά δε σκοπεύω να πιάσω ρίζες. Το καταλαβαίνεις;»
Η Αλεξ ανασήκωσε το ένα της φρύδι. «Συγνώμη», είπε ψυχρά, «αλλά
δε θυμάμαι να έδειξα ότι μ’ ενδιαφέρεις σαν κηπουρός».
«Ξέρεις τι εννοώ».
«Όντως. Δεν έκανα κι εγώ την ίδια δήλωση χτες;»
«Ναι». Το νεύρο στο μάγουλό του χοροπήδησε πάλι. «Αλλά
συμφώνησες με τα σχέδια που είχα κάνει για σήμερα».
Η Αλεξ γέλασε. «Δεν ξέρω τι είναι χειρότερο, Τράβις. Το υπέρογκο
εγώ σου ή ο τρόπος που βλέπεις τα πράγματα». Τον χτύπησε με το ένα
δάχτυλο στο στέρνο. «Εσύ έκανες τα σχέδια. Εγώ συμφώνησα από
ευγένεια. Πίστεψες πως αυτό σήμαινε ότι προσπαθούσα ν’ ανοίξω
κάποιο λάκκο για τις ρίζες που λες;»
Τα μάγουλά του κοκκίνισαν.
«Δεν είπα ακριβώς αυτό».
«Όχι; Τι ακριβώς είπες;» «Ότι δε θέλουμε ν’ αφήσουμε την κατάσταση
να ξεφύγει από τα χέρια μας».
«Τη σχέση μας, εννοείς».
«Ναι. Τη...» Γιατί δεν μπορούσε να το πει; Η Πριγκίπισσα δεν είχε
κανένα πρόβλημα. Συμφωνούσε να έχουν μια σχέση χωρίς δεσμεύσεις.
Γιατί εκείνος ένιωθε τόσο εκνευρισμένος; «Τη σχέση μας», είπε
τελικά.
Εκείνη έγνεψε καταφατικά, αλλά ξαφνικά ένιωσε παράξενα. Το μόνο
που ήθελε ήταν να πάει στο σπίτι, να κάνει ένα ζεστό μπάνιο και να
προσπαθήσει να επαναφέρει τη ζωή της στην κανονική της τροχιά.
Γιατί είχε ξεφύγει από το βράδυ που είχε γίνει ο πλειστηριασμός.
«Στην πραγματικότητα», είπε σιγανά, «νομίζω ότι θα έπρεπε να
δώσουμε ένα τέλος».
«Σε τι;»
«Σε αυτή τη σχέση...»
Ο Τράβις την τράβηξε στην αγκαλιά του και αναζήτησε λαίμαργα τα
χείλη της.
«Θα τελειώσει όταν τελειώσει», ψιθύρισε. «Το κατάλαβες,
Πριγκίπισσα;»
Αυτό που έπρεπε να του πει ήταν ότι δεν έπαιρνε διαταγές από
κανέναν, ειδικά τόσο φαλλοκρατικές διαταγές... αλλά τα χείλη του .
βρέθηκαν πάλι πάνω στα δικά της, τα χέρια του την κρατούσαν σφιχτά
και, με μια απαλή κραυγή, παραδόθηκε στο φιλί του.
Ύστερα από πολλή ώρα σήκωσε το κεφάλι του και χαμογέλασε. «Και
τώρα τι λες για το πρώτο μάθημα με την Πόρσε;»
Η Αλεξ συνοφρυώθηκε. «Μα είπες...»
«Αυτό το ξεκαθαρίσαμε». Της χαμογέλασε. «Λοιπόν, θέλεις να πιάσεις
το τιμόνι ή όχι;»
Πες του όχι, σκέφτηκε η Αλεξ. Πες του, ευχαριστώ, Τράβις, αλλά είχες
δίκιο, πρέπει να κρατήσουμε κάποια απόσταση. Είχε περάσει δυο
μέρες μαζί του, ήθελε κι άλλη;
«Πριγκίπισσα;»
Τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και η καρδιά της χοροπήδησε.
«Θα το ήθελα πολύ», είπε και χαμογέλασε.

Η Αλεξ πάτησε το γκάζι καθώς το αμάξι του Τράβις πετούσε προς το


χείλος του Ιγκλ Κάνιον.
«Κόψε ταχύτητα, Πριγκίπισσα», είπε ο Τράβις. «Έχει απότομες
στροφές μπροστά». Ξεφύσηξε δήθεν αγανακτισμένος όταν εκείνη
γέλασε και τις πέρασε σαν βολίδα. «Θεέ μου, έφτιαξα ένα τέρας!»
«Ω, να πάρει!»
«Τι είναι;»
«Η πύλη είναι κλειστή. Θα πρέπει να σταματήσω και να πατήσω τον
κωδικό».
«Δόξα τω Θεώ», είπε ο Τράβις.
Όταν πέρασαν την πύλη, η Άλεξ πάτησε πάλι γκάζι. Σταμάτησε
απότομα μπροστά στην Έπαυλη Θορπ και γύρισε προς τον Τράβις.
«Λοιπόν;»
Την κοίταξε. Ο αέρας είχε ανακατέψει τα μαλλιά της. Δεν της είχε
δώσει χρόνο να μακιγιαριστεί, άρα το ζωηρό χρώμα που είχε το
πρόσωπό της προερχόταν από τον ενθουσιασμό της. Φορούσε ένα
παλιό φανελάκι του κι ένα ξεθωριασμένο τζιν, με τα μπατζάκια
διπλωμένα μέχρι τη μέση της γάμπας. Έδειχνε σαν αλητάκι... Και ήταν
τόσο όμορφη που έκανε την καρδιά του να φτερουγίζει.
« Τράβις;» Γέλασε κι έριξε πίσω ένα τσουλούφι που είχε πέσει στο
μάγουλό της. «Μη μου πεις ότι οδηγώ τόσο άσχημα που σου έχει κοπεί
η λαλιά!»
«Να σου πω, δε νομίζω ότι ο Μάικλ Αντρέτι έχει λόγο ν’ ανησυχεί
ακόμη...» Χαμογέλασε όταν η Άλεξ έκανε ένα μορφασμό.
«Εντάξει, η αλήθεια είναι ότι δεν τα πήγες κι άσχημα».
«Η αλήθεια είναι ότι ήμουν καταπληκτική!»
«Ναι, ήσουν αρκετά καλή».
«Ήμουν τέλεια!»
Ο Τράβις γέλασε, έσκυψε μπροστά και τη φίλησε απαλά. «Με δυο τρία
μαθήματα ακόμη θα είσαι έτοιμη ν’ αγοράσεις ένα κόκκινο σπορ
αμαξάκι».
Χαμογέλασαν και μετά η Αλεξ καθάρισε το λαιμό της. «Λοιπόν...»
«Λοιπόν».
«Ευχαριστώ για τη θαυμάσια μέρα».
«Παρακαλώ». Τη φίλησε πάλι. «Θα σου τηλεφωνήσω αύριο». «Όχι»,
βιάστηκε να του πει. «Έχω... δουλειές αύριο».
«Φυσικά. Το ίδιο κι εγώ. Δείπνο αύριο το βράδυ;» «Τηλεφώνησέ μου
και θα δούμε».
«Μην παίζεις παιχνίδια μαζί μου, Αλεξ».
«Παιχνίδια;»
«Και μην κάνεις την αφελή. Σου είπα χτες, δε θέλω να σε μοιράζομαι».
«Ναι». Χαμογέλασε. «Πράγματι. Όσο διαρκέσει, είπες, θα μου είσαι
πιστός».
«Και περιμένω το ίδιο κι από σένα».
«Βεβαίως. Αλλά έχω κι εγώ τη ζωή μου, Τράβις. Αυτό μου το
υπενθύμισες σήμερα το πρωί. Και χαίρομαι που το έκανες».
Τα μάτια του σκοτείνιασαν. «Αυτό το εννοείς... έτσι;»
Δεν ήταν ερώτηση όπως το είπε. Αλλά το εννοούσε.
Ένας κόμπος στάθηκε στο λαιμό της. Ξεροκατάπιε κι ένα χαμόγελο
πλανήθηκε στα χείλη της.
«Ναι, το εννοώ. Σου είπα, θέλω την ελευθερία μου».
«Εντάξει». Ένα νεύρο συσπάστηκε στο μάγουλό του καθώς κάθισε
πίσω από το τιμόνι κι έκλεισε δυνατά την πόρτα. «Θα περάσω να σε
πάρω στις εφτά αύριο το βράδυ».
«Σου είπα να μου τηλεφωνήσεις πρώτα».
Αλλά ο Τράβις δεν την άκουσε. Είχε ήδη βάλει μπροστά το αμάξι και
είχε ξεκινήσει. Τον κοίταζε μέχρι που δεν έβλεπε τίποτε άλλο εκτός
από σύννεφα σκόνης. Μετά αναστέναξε και ανέβηκε τα σκαλοπάτια
του σπιτιού.

***

Ερχόταν και την έπαιρνε κάθε βράδυ. Και την ξανάφερνε στο σπίτι τις
πρώτες πρωινές ώρες, σαν να μην είχαν συμφωνήσει να βλέπονται
λιγότερο. Περνούσαν μαζί και τα Σαββατοκύριακα στο Μαλιμπού,
εκτός από ένα που πήγαν στην κοιλάδα Νάπα και περπάτησαν στους
αμπελώνες.
«Έχω δώσει την έγκρισή μου για την πώληση», είπε η Άλεξ καθώς
ανέβαιναν στη βεράντα του μεγάλου βικτωριανού σπιτιού στο ύψωμα.
«Πες στον πατέρα σου ότι το Πέρεγκριν είναι δικό του αν το θέλει».
«Ωραία», είπε ο Τράβις, φέρνοντας τα δάχτυλά της στα χείλη του.
«Έκλεισα δωμάτιο στο πανδοχείο της ακτής».
«Μμμ». Η Αλεξ έκανε ένα μορφασμό.
«Τι συμβαίνει, Πριγκίπισσα;»
«Έχω πονοκέφαλο», του είπε. «Θα μου περάσει όταν φτάσουμε εκεί.
Είναι πολύ ωραίο μέρος».
Μέχρι το βράδυ η Άλεξ δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια της. Τα
δόντια της χτυπούσαν και τα κόκαλά της πονούσαν αφόρητα. Το πρωί
είχε τριάντα οχτώ κι εννιά πυρετό.
Παρά τις διαμαρτυρίες της, ο Τράβις κάλεσε γιατρό.
«Γρίπη», τους είπε. «Είναι επιδημία. Χρειάζεται ανάπαυση, πολλά
υγρά, ασπιρίνη...»
Η Αλεξ βόγκηξε, σηκώθηκε και προσπάθησε να κατέβει από το
κρεβάτι. Ο Τράβις έβαλε το ένα του χέρι γύρω από τους ώμους της.
«Θα κάνω εμετό».
«Όχι χωρίς εμένα», της είπε και την πήγε αγκαλιά στο μπάνιο.
Την κρατούσε όση ώρα έβγαζε τα σωθικά της. Μετά της σκούπισε
τρυφερό το πρόσωπο μ’ ένα βρεγμένο πετσετάκι και την ξαναπήγε
αγκαλιά στο κρεβάτι.
«Όπως έλεγα», συνέχισε ο γιατρός, «χρειάζεται ανάπαυση, υγρά,
ασπιρίνη για τον πυρετό και κάτι ελαφρύ να φάει αν το αντέχει το
στομάχι της. Σε μερικές μέρες θα είναι μια χαρά».
Ο Τράβις κοίταξε την Αλεξ. «Τι μπορώ να κάνω για να νιώσεις
καλύτερα, αγάπη μου;» «Να με πας στο σπίτι», μουρμούρισε η Αλεξ.
«Προτιμώ να είμαι άρρωστη σε γνωστό περιβάλλον».
Ο Τράβις κοίταξε το γιατρό. «Μένουμε στο Μαλιμπού, αλλά ήρθαμε
με αεροπλάνο. Μπορεί να πετάξει;»
«Εγώ δε μένω στο Μαλιμπού», είπε η Άλεξ. «Μένω...»
«Βεβαίως», είπε ο γιατρός, «θα της δώσω κάτι για τη ναυτία. Ρίξτε λίγο
τον πυρετό, δίπλωσέ τη με μια κουβέρτα και μπορείς να την πας στο
Μαλιμπού».
«Μα δε μένω...»
«Βούλωσέ το», είπε ο Τράβις χαμηλόφωνα. Μετά χαμογέλασε στο
γιατρό και του έσφιξε το χέρι. «Ευχαριστώ, γιατρέ».
«Κανένα πρόβλημα». Ο γιατρός χαμογέλασε. «Πάρε μόνο και μια
λεκάνη μαζί σου για κάθε ενδεχόμενο».

***
Η Άλεξ δήλωσε ότι ένιωθε σαν πακέτο του Ερυθρού Σταυρού.
Και ο Τράβις είπε ότι έδειχνε σαν θύμα θεομηνίας.
Αλλά το είπε τρυφερά, καθώς την τακτοποιούσε στο κάθισμα δίπλα
του στο Κομάντσι. Και δεν είχε άδικο. Το πρόσωπό της ήταν χλομό, τα
μάτια της τεράστια και σκοτεινά. Η λεκάνη που κρατούσε στην ποδιά
της συμπλήρωνε την εικόνα.
Έδειχνε κουρασμένη, άρρωστη και εύθραυστη. Εκείνη τη στιγμή
κατάλαβε ότι ένιωθε κάτι γι’ αυτή τη γυναίκα που δεν είχε νιώσει ποτέ
πριν.
Κι αυτό τον τρομοκρατούσε.
«Τι;» τον ρώτησε όταν είδε μια ρυτίδα να σχηματίζεται ανάμεσα στα
μάτια του.
«Τίποτε», της απάντησε κοφτά κι έστρεψε την προσοχή του στο
αεροπλάνο.

***

Ήταν άρρωστη πέντε μέρες.


Έκανε εμετό. Ίδρωνε. Βογκούσε. Έτρεμε.
Και ο Τράβις τη φρόντιζε.
Κρατούσε το κεφάλι της όταν έκανε εμετό, τη δρόσιζε όταν ψηνόταν
στον πυρετό. Την παρηγορούσε όταν βογκούσε και τη ζέσταινε με το
κορμί του όταν την έπιαναν ρίγη. Και το πρωί της έκτης ημέρας η Άλεξ
ξύπνησε, τεντώθηκε και ανακοίνωσε ότι πεινούσε σαν λύκος.
«Αυτό σημαίνει ότι νιώθεις καλύτερα;» τη ρώτησε με αγωνία.
Του χαμογέλασε. «Νιώθω θαυμάσια». Το χαμόγελό της έσβησε.
«Ήσουν εδώ συνέχεια; Ή το ονειρεύτηκα;»
«Όχι συνέχεια. Έφευγα κάπου κάπου για πέντε λεπτά, να κάνω ντους ή
να φτιάξω καφέ».
«Όλες τις υπόλοιπες ώρες όμως ήσουν μαζί μου». Τον κοίταξε στα
μάτια. «Δε χρειαζόταν να το κάνεις, ξέρεις. Μπορούσες να με πας στο
σπίτι. Έχω οικονόμο».
Έπιασε το πρόσωπό της με τις παλάμες του και τη φίλησε πεταχτά στη
μύτη.
«Ναι, το ξέρω», είπε απαλά.
Η ζεστασιά που είδε στα μάτια του έκανε την Άλεξ να θέλει να πέσει
στην αγκαλιά του και να μείνει εκεί για πάντα... Απόδειξη ότι ήταν
ακόμη άρρωστη. Αλλιώς σίγουρα δε θα το ήθελε αυτό.
«Ήθελα να σε φροντίσω, Πριγκίπισσα. Είναι πολύ απλό».
«Ευχαριστώ».
Οι ματιές τους συναντήθηκαν. Ο Τράβις ήθελε να την πάρει στην
αγκαλιά του, να της πει... να της πει...
Αλλά αντί γι’ αυτό, ξερόβηξε. «Δεν υπάρχει λόγος να μ’ ευχαριστείς»,
της είπε εύθυμα. «Πρότεινε την παρασημοφόρησή μου και είμαστε
πάτσι».
Η Άλεξ γέλασε μέχρι που είδε τον εαυτό της στον καθρέφτη. «Ω, Θεέ
μου! Εγώ είμαι αυτή;»
«Ποια;»
«Αυτό το πλάσμα που βλέπω στον καθρέφτη. Έχω μεγάλο χάλι!»
Ο Τράβις έτρεξε καθώς την είδε να πετάει τα κλινοσκεπάσματα. «Μη
βιάζεσαι τόσο. Μπορεί να ζαλιστείς και να πέσεις».
«Χρειάζομαι σαπούνι και νερό». Σηκώθηκε από το κρεβάτι και τύλιξε
το σεντόνι γύρω της. Ήταν ανόητο να ντρέπεται, αλλά ξαφνικά
συνειδητοποιούσε ότι κάτι είχε αλλάξει ανάμεσά τους. «Τράβις; Αν
μπορούσες να μου δανείσεις κάτι να φορέσω μέχρι να γυρίσω στο
σπίτι...»
Μια παράξενη έκφραση πέρασε φευγαλέα από το πρόσωπό του.
«Βεβαίως». Σηκώθηκε και την πλησίασε. «Θα κάνουμε ντους και μετά
θα ψάξω να βρω κάτι».
«Όχι. Εννοώ... καλύτερα να κάνω ντους μόνη». Χαμογέλασε αχνά.
«Πρέπει να λουστώ, να ξυρίσω τα πόδια μου...»
Την κοίταξε ανήσυχος. Μετά έγνεψε καταφατικά. «Εντάξει. Αλλά αν
ζαλιστείς...»
«Θα σε φωνάξω».
Το ντους ήταν σκέτη απόλαυση. Η Άλεξ στάθηκε κάτω από το νερό,
έκλεισε τα μάτια και πλύθηκε μέχρι που ένιωσε καθαρή. Εικόνες
περνούσαν με κινηματογραφική ταχύτητα από το μυαλό της: ο Τράβις
να την κρατάει αγκαλιά, να τη βοηθάει, να της δίνει χυμούς.
Ήθελα να σε φροντίσω, Πριγκίπισσα. Είναι πολύ απλό.
Ο εραστής της είχε γίνει φίλος της. Αυτή η σκέψη την τρόμαζε και τη
συγκινούσε ταυτόχρονα.
«Πριγκίπισσα;»
Πήρε βαθιά ανάσα, έκλεισε το νερό και άνοιξε την πόρτα της
ντουζιέρας. Ο Τράβις στεκόταν απ’ έξω, κρατώντας μια πελώρια
άσπρη πετσέτα.
Βγήκε και τον άφησε να την τυλίξει.
«Μμμ», αναστέναξε, καθώς την τραβούσε κοντά του, «νιώθω πολύ
ωραία».
«Ναι», είπε ο Τράβις και προειδοποίησε το κορμί του να είναι
προσεκτικό. Η Αλεξ ήταν ακόμη αδύναμη... και δεν ήξερε πιος θ’
αντιδρούσε αν έβλεπε... τι του είχε κάνει. Την τύλιξε καλά με την
πετσέτα και της έκανε νόημα να περάσει στην κρεβατοκάμαρα. «Σου
έβγαλα κάτι να φορέσεις», είπε απότομα. «Δεν ξέρω αν θα σου
αρέσει».
«Δε με απασχολεί καθόλου. Οτιδήποτε με κάνει να νιώσω πάλι
άνθρωπος...» Τα λόγια έσβησαν καθώς είδε τα ρούχα πάνω στο
κρεβάτι. Ήταν ένα τζιν της και μια από τις μεταξωτές μπλούζες της.
Σλιπάκι και σουτιέν που ήταν δικά της. Κοίταξε τον Τράβις, που
στεκόταν μπροστά στην ντουλάπα, έχοντας της γυρισμένη την πλάτη.
«Ω, Τράβις», είπε και χαμογέλασε. «Αυτό ήταν πολύ γλυκό εκ μέρους
σου».
Εκείνος δε γύρισε. «Ποιο;»
«Πήγες στο σπίτι μου και μου έφερες ρούχα να φορέσω. Ειλικρινά,
αυτό...»
Γύρισε απότομα. «Σου τα έφερα όλα», της είπε βραχνά.
«Δεν καταλαβαίνω».
«Όχι όλα ίσως, αλλά τα περισσότερα απ’ αυτά που βρήκα στην
ντουλάπα και στα συρτάρια της σιφονιέρας σου. Η οικονόμος σου τα
μάζεψε κι εγώ τα έφερα, αλλά θα πάμε πίσω αν ξέχασα κάτι...»
Η Αλεξ κοίταξε μέσα στην ντουλάπα και είδε τα ρούχα της
κρεμασμένα δίπλα στα δικά του.
«Τράβις; Τι είναι αυτά;»
«Θα μείνεις μαζί μου».
«Θα μείνω...;» Η Αλεξ γέλασε. «Όχι, έχω δικό μου σπίτι, δική μου ζωή.
Συμφωνήσαμε».
«Δεν άλλαξε τίποτα». Την πήρε στην αγκαλιά του. «Είναι ανόητο να
μη ζούμε μαζί».
«Μα συμφωνήσαμε...»
«Το ξέρω. Αλλά όσο είμαστε μαζί...»
«Όσο κρατήσει, εννοείς».
«Ναι. Όσο κρατήσει, σε θέλω μαζί μου».
Η Αλεξ εξοργίστηκε. «Δε σκέφτηκες να ρωτήσεις τι μπορεί να ήθελα
εγώ, καουμπόη»
Τα χέρια του έπιασαν τα δικά της. Τράβηξε την πετσέτα από τα
δάχτυλά της και την άφησε να πέσει στο δάπεδο.
«Εντάξει, σε ρωτάω, Πριγκίπισσα. Θέλεις να είσαι μαζί μου ή όχι;»
Ήξερε ότι έπρεπε να του πει πως ήθελε την ανεξαρτησία της, να μην
τον αφήσει να πάρει τον έλεγχο της ζωής της... ή της καρδιάς της.
Έσκυψε και τη φίλησε. «Περιμένω», ψιθύρισε.
Το χέρι της τυλίχτηκε γύρω από το λαιμό του. «Αυτό είναι τρέλα».
Ήταν η μόνη απάντηση που χρειαζόταν.
Έβγαλε το τζιν του και την τράβηξε κάτω στο κρεβάτι. Γέμισε φιλιά το
πρόσωπο, το λαιμό της. Τα χείλη του χάιδεψαν τις θηλές της κι άρχισαν
να κατεβαίνουν όλο και πιο χαμηλά, φιλώντας κάθε πόντο του κορμιού
της.
Είχαν περάσει τόσες μέρες, μια αιωνιότητα...
«Η σειρά μου», του είπε ψιθυριστά και γονάτισε πάνω του,
απολαμβάνοντας το ερεθισμένο κορμί του με τα χείλη, τα δόντια και τη
γλώσσα, μέχρι που ο Τράβις έβγαλε μια πνιχτή κραυγή και την έφερε
κάτω από το σώμα του. Μπήκε βαθιά μέσα της και η Άλεξ είδε τον
κόσμο να διασπάται σε χιλιάδες θραύσματα φωτός.
«Ωραία μου Πριγκίπισσα», ψιθύρισε ο Τράβις, σφίγγοντάς την πάνω
του.
Η Άλεξ κούρνιασε στην αγκαλιά του, έκλεισε τα μάτια και είπε στον
εαυτό της ότι δεν ήταν αλήθεια...
Ήταν όμως.
Είχε ερωτευτεί τον Τράβις.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12

Ο Τράβις δεν ήταν ποτέ τόσο ευτυχισμένος.


Δεν μπορούσε να το πιστέψει.
Ακόμη και στην αρχή του γάμου του με την Κάθι, πριν στραβώσουν τα
πράγματα, υπήρχαν πρωινά που του φαινόταν μεγάλη αγγαρεία να
χαμογελάσει. Συχνά σκεφτόταν κάτι σχετικό με τη δουλειά του και η
πρωινή φλυαρία της Κάθι τον έκανε να τρίζει τα δόντια του.
Η Αλεξ ήταν διαφορετική.
Τον ξυπνούσε με φιλιά ή την ξυπνούσε εκείνος. Και σηκωνόταν από το
κρεβάτι του χαμογελώντας. Δεν τον ενδιέφερε ποτέ το πρωινό, αλλά το
να πίνει καφέ έχοντας απέναντι του το όμορφο πρόσωπο της
Πριγκίπισσάς του ήταν ο τέλειος τρόπος για ν’ αρχίζει τη μέρα του. Και
ακόμη πιο τέλειο ήταν να ξέρει ότι, γυρίζοντας στο σπίτι, θα την
έβρισκε να τον περιμένει στην πόρτα. Κι ήταν πάντα εκεί, παρά το
αυξανόμενο ενδιαφέρον της για την αυτοκρατορία που της είχε αφήσει
ο πατέρας της.
Ω, ναι. Ήταν ευτυχισμένος! Όλοι το είχαν καταλάβει. Μερικοί, όπως ο
Πιτ Χάσκελ, τον πείραζαν ανελέητα.
«Τι έγινε, Μπάρον;» τον ρωτούσε ο Πιτ. «Κόλλησε το χαμόγελο στα
χείλη σου;»
Κι εκείνος, γελώντας, έλεγε ότι δεν ήταν απίθανο.
Ήξερε ότι και η Αλεξ ήταν ευτυχισμένη, παρ’ όλο που κάποιες στιγμές
αυτή η ευτυχία δοκιμαζόταν. Όπως όταν χτύπησε το τηλέφωνο νωρίς
ένα πρωί και το σήκωσε εκείνη, επειδή ο Τράβις κοιμόταν ακόμη.
Ξύπνησε τη στιγμή που έλεγε «εμπρός» με νυσταγμένη φωνή.
«Ποιος είναι;» τη ρώτησε, αλλά κατάλαβε αμέσους από την έκφρασή
της ότι θα είχε μπλεξίματα.
«Ναι», είπε εκείνη ψυχρά, «αυτό είναι το 555-0937». Μετά του πέταξε
το τηλέφωνο, στηρίχτηκε στα μαξιλάρια και τον στραβοκοίταξε.
.Ο Τράβις ανακάθισε. «Ναι;» είπε απότομα. «Εντάξει. Βέβαια. Πολύ
ωραία, Έμμα. Ευχαριστώ που τηλεφώνησες». Άφησε το τηλέφωνο στο
κομοδίνο και άπλωσε τα χέρια του να την πάρει στην αγκαλιά του,
αλλά η Αλεξ πετάχτηκε από το κρεβάτι. «Η Έμμα ήταν», της είπε.
«Μάλιστα», είπε η Αλεξ. Φόρεσε τη ρόμπα της και μπήκε στο μπάνιο.
Όταν γύρισε, ο Τράβις ήταν ξαπλωμένος στα μαξιλάρια.
«Είναι η γραμματέας μου».
«Σε ρώτησα;»
«Δε χρειαζόταν».
«Είμαστε ελεύθερη χώρα, Τράβις. Δε χρειάζεται να...»
«Χρειάζεται. Που να με πάρει, Αλεξ, πιστεύεις ότι θα σε απατούσα;»
«Όχι».
«Τότε τι συμβαίνει;»
Η Αλεξ πήρε τη βούρτσα της κι άρχισε να χτενίζει τα μαλλιά της.
«Έχουμε κάνει μια συμφωνία», είπε ήρεμα. «Δε θα κοιμόμαστε με
άλλον όσο είμαστε μαζί. Σωστά;»
Κοίταξε το είδωλό του στον καθρέφτη. «Πιστεύεις ότι μόνο γι’ αυτό δε
θα σε απατούσα;» της είπε βραχνά. «Επειδή κάναμε κάποια
συμφωνία;»
«Απλώς αναρωτιόμουν αν ξέρει η γραμματέας σου ποια είμαι».
Το κεφάλι του είχε αρχίσει να πονάει. «Δεν ξέρω».
«Δε νομίζω. Φάνηκε έκπληκτη ακούγοντας τη φωνή μου».
«Μπορεί». Σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο. «Δε συνηθίζω να συζητάω
την ιδιωτική μου ζωή με τη γραμματέα μου».
«Με ποιον τη συζητάς;»
Βγήκε από το μπάνιο, γυμνός ακόμη και στάθηκε πίσω της. «Άκου»,
της είπε επιφυλακτικά, «δεν είμαι καλός στα παιχνίδια πρωί πρωί. Αν
θέλεις να μου πεις κάτι, πες το».
Η Αλεξ δίστασε. Εκείνη δεν ήταν καλή στα παιχνίδια καμιά ώρα της
ημέρας. Τι είχε πάθει σήμερα; Είχε σηκώσει το τηλέφωνο και η
γραμματέας του Τράβις είχε ξαφνιαστεί ακούγοντας τη φωνή της. Δεν
υπήρχε λόγος ν’ αναστατώνεται. Αντιθέτως, θα έπρεπε να χαίρεται,
γιατί αυτό σήμαινε ότι οι γυναίκες που μπαινόβγαιναν στη ζωή του ή
δεν περνούσαν τη νύχτα στο σπίτι του ή δεν τους έδινε το δικαίωμα να
σηκώνουν το τηλέφωνο.
Αυτό όμως δεν άλλαζε το γεγονός ότι η Αλεξ ήταν άλλη μια απ’ αυτές
τις απρόσωπες γυναίκες. Ω, μπορεί να διαρκούσε λίγο περισσότερο,
αλλά κάποια στιγμή η σχέση θα τελείωνε.
Το ήξερε από την αρχή. Όπως ήξερε και ότι ο Τράβις δε θα την έκανε
ποτέ ένα μέρος της ζωής του. Δε θα τη γνώριζε ποτέ στην οικογένειά
του, στους συναδέλφους του.
«Πριγκίπισσα;»
Του χαμογέλασε βεβιασμένα.
«Συγνώμη. Ξύπνησα με πονοκέφαλο σήμερα».
Ο Τράβις την τράβηξε πάνω του. «Κι εγώ», είπε. «Ξέρω όμως τη
θεραπεία».
«Όχι». Η φωνή της ήταν σχεδόν υστερική. «Όχι, Τράβις», επανέλαβε
πιο ήρεμα. «Αυτό που χρειάζομαι είναι δυο ασπιρίνες».
Την κοίταξε επίμονα και μετά ανασήκωσε τους ώμους.
«Εντάξει. Άλλωστε, πρέπει να φύγω. Η Έμμα τηλεφώνησε για να μου
πει πως ένας πελάτης θέλει να με δει αμέσως».
Προχώρησε προς το μπάνιο πάλι, αλλά σταμάτησε στην πόρτα.
«Αλεξ;»
«Ναι;»
«Θέλεις να με συναντήσεις στην πόλη για δείπνο;»
Έγνεψε καταφατικά. Το είχε ξανακάνει αυτό. Είχε παρκάρει στο
γκαράζ που ήταν κοντά στο γραφείο του -τώρα οδηγούσε ένα κόκκινο
Μιάτα- και τον περίμενε στον προθάλαμο.
«Τι ώρα;»
«Θέλεις να έρθεις λίγο πριν από τις πέντε; Έλα επάνω να σε συστήσω
στους συναδέλφους μου».
Η καρδιά της χοροπήδησε. «Εντάξει», είπε, προσπαθώντας να κρύψει
Η εκνευρισμό της.
«Εντάξει», επανέλαβε ο Τράβις... κι ευχήθηκε να ήταν πράγματι
εντάξει.

***

Ντύθηκε προσεκτικά, σαν να πήγαινε σε σύσκεψη του διοικητικού


συμβουλίου μιας από τις εταιρείες που της είχε αφήσει ο πατέρας της.
Έφτασε τόσο νωρίς που χρειάστηκε να κάνει μερικούς κύκλους γύρω
από το τετράγωνο για να περάσει ο χρόνος.
Μέχρι ν’ ανέβει με το ασανσέρ στον όροφο του Τράβις και να φτάσει
στο γραφείο του, η καρδιά της χτυπούσε σαν τύμπανο.
Η γραμματέας του -η Έμμα- τη χαιρέτησε μ’ ένα χαμόγελο.
«Θα είστε η κυρία Θορπ». Της άπλωσε το χέρι. «Ο κύριος Μπάρον
μιλάει στο τηλέφωνο. Θα καθίσετε;»
«Ευχαριστώ», είπε η Αλεξ ευγενικά.
Κάθισε, πήρε ένα περιοδικό και άρχισε να το ξεφυλλίζει. Κάποια
στιγμή σήκωσε το βλέμμα κι έπιασε τη γραμματέα να την κοιτάζει
περίεργη. Είχε αναγνωρίσει τη φωνή της. Τι της είχε πει ο Τράβις; Ότι
θα περνούσε η Αλεξάνδρα Θορπ; Ότι συζούσαν; Ότι ήταν ερωμένη
του; Όχι, τις ερωμένες τους οι άντρες τις συντηρούσαν. Πλήρωναν το
νοίκι τους, αγόραζαν τα ρούχα τους. Εκείνη δε θα τον άφηνε ποτέ να τα
κάνει αυτά, ακόμη κι αν δεν είχε λεφτά.
«Πριγκίπισσα;»
Η Αλεξ πετάχτηκε όρθια. Ο Τράβις στεκόταν στην ανοιχτή πόρτα του
γραφείου του. Η ολοφάνερη χαρά που είδε στο χαμόγελό του την
καθησύχασε.
Του ανταπέδωσε το χαμόγελο και τον πλησίασε, μαλώνοντας τον
εαυτό της για τις ανόητες σκέψεις που έκανε.
«Τράβις», είπε με απαλή φωνή.
Της άνοιξε την αγκαλιά του.
«Όπα! Συγνώμη, Μπάρον, δεν ήξερα ότι είχες παρέα».
Η Αλεξ γύρισε απότομα. Ένας άντρας τής χαμογελούσε από την πόρτα
του εξωτερικού γραφείου.
«Πιτ». Ο Τράβις συνοφρυώθηκε. «Πιτ, νόμιζα ότι έλειπες σε ταξίδι».
«Γύρισα νωρίτερα από...» Το χαμόγελό του έγινε πιο πλατύ. «Ω!»
Προχώρησε βιαστικά και πήρε το χέρι της Αλεξ. «Είσαι η Αλεξάνδρα
Θορπ».
«Άκου, είμαι απασχολημένος αυτή τη στιγμή...» βιάστηκε να πει ο
Τράβις.
Η Αλεξ χαμογέλασε αχνά. «Ναι. Έχουμε γνωριστεί;»
«Όχι ακριβώς». Ο Χάσκελ χαχάνισε. «Αλλά σε είχα δει στον
πλειστηριασμό».
Τα μάγουλά της κοκκίνισαν. «Ω!»
Ο Χάσκελ έκλεισε το μάτι στον Τράβις. «Μπάρον, δε μας είπες ότι
έβγαινες με την κυρία Θορπ».
Το πρόσωπο του Τράβις είχε γίνει σκληρό σαν γρανίτης. «Πολλά
πράγματα δε σας λέω, Χάσκελ».
«Λοιπόν, πάει πολύς καιρός;»
Το πρόσωπο της Αλεξ έκαιγε. Κοίταξε τον Τράβις.
«Τι εννοείς;» ρώτησε εκείνος ψυχρά τον Πιτ.
«Έχετε καιρό σχέσεις ή κάτι τέτοιο;»
Ή κάτι τέτοιο, σκέφτηκε η Αλεξ, πνίγοντας ένα υστερικό γέλιο.
Ο Τράβις την έπιασε από τη μέση. «Έχουμε αργήσει», είπε και την
οδήγησε έξω από το γραφείο. Δεν είπε λέξη μέχρι που μπήκαν στο
ασανσέρ. «Συγνώμη, Πριγκίπισσα. Ο Χάσκελ είναι μεγάλος κόπανος».
«Νόμιζα ότι δε συζητούσες την ιδιωτική σου ζωή στο γραφείο», του
είπε ψυχρά.
«Σωστά».
«Αλλά ο πλειστηριασμός προφανώς είχε γίνει θέμα συζήτησης».
Ο Τράβις αναστέναξε. «Πράγματι. Αλλά ο πλειστηριασμός δεν ήταν
ακριβώς προσωπική υπόθεση».
«Ο,τι έγινε ανάμεσά μας, όμως, ήταν».
«Φυσικά. Δεν εννοούσα...»
Το ασανσέρ σταμάτησε. Οι πόρτες άνοιξαν και μπήκε ένας κύριος με
γκρίζα μαλλιά και τσιμπλιάρικα μάτια. Ο Τράβις έτριξε τα δόντια του.
«Τράβις», είπε ο άντρας με ευχάριστη φωνή.
Ο Τράβις τον χαιρέτησε μ’ ένα νεύμα.
«Και ποια είναι αυτή η αξιαγάπητη νεαρή κυρία;» Ο γερο-Σάλιβαν
χαμογέλασε, πήρε το χέρι της Αλεξ και το έφερε στα χείλη του.
«Τη λένε Αλεξάνδρα», μουρμούρισε ο Τράβις.
«Ένα ωραίο όνομα για μια ωραία...» Ο Σάλιβαν σούφρωσε τα χείλη
του. «Αλεξάνδρα; Κάτι μου λέει».
Το ασανσέρ σταμάτησε πάλι. Οι πόρτες άνοιξαν. Ο Τράβις άρπαξε την
Αλεξ από το χέρι και βγήκαν βιαστικά στον προθάλαμο της εταιρείας.
«Θα τα πούμε αύριο, Τζον», φώναξε.
Η Αλεξ δεν είπε λέξη μέχρι που την τράβηξε σε μια γωνιά. Τότε γύρισε
έξαλλη προς το μέρος του.
«Όλοι σ’ αυτό το απαίσιο γραφείο ξέρουν για μένα», είπε τσιριχτά.
«Πριγκίπισσα...»
«Μη με ξαναπείς Πριγκίπισσα, καουμπόι!» Τον στραβοκοίταξε. «Τι
άλλο ξέρουν; Εκτός από το γεγονός ότι γελοιοποιήθηκα προσφέροντας
τόσα λεφτά για σένα».
«Τίποτα. Τι άλλο θα μπορούσαν να ξέρουν;»
Τα μάτια της στένεψαν. «Εκτός από το ότι έγινα ρεζίλι, εννοείς;»
«Όχι. Ναι. Εσύ το είπες αυτό, Άλεξ, όχι εγώ!» Έριξε μια ματιά γύρω
του. «Είναι ανάγκη να το συζητάμε εδώ; Ας βρούμε ένα ήσυχο μέρος».
«Πρώτα θέλω απάντηση στην ερώτησή μου. Τι άλλο ξέρουν; Τους
είπες τι έγινε εκείνο το βράδυ; Τι έκανα...»
«Π’ ανάθεμά με, Άλεξ! Για ποιον με περνάς; Όχι, δεν τους είπα τίποτα.
Δε συζητάω τα προσωπικά μου...»
«Στη δουλειά. Ναι, μου το είπες. Τότε γιατί με κοίταζαν
κοροϊδευτικά;»
«Δε σε κοίταζαν κοροϊδευτικά. Απλώς ήταν περίεργοι. Δεν τους
αδικώ. Θυμήθηκαν την προσφορά που είχες κάνει στον
πλειστηριασμό. Και τώρα που βλέπουν ότι βγαίνουμε ραντεβού...»
Κατάλαβε αμέσως το λάθος του. Το πρόσωπό της έγινε κάτασπρο.
«Βγαίνουμε ραντεβού», είπε ψιθυριστά.
«Ναι, κατά κάποιον τρόπο...»
«Εσύ κι εγώ βγαίνουμε ραντεβού».
«Αλεξ...»
Τράβηξε το χέρι της από το δικό του, γύρισε απότομα κι άρχισε ν’
απομακρύνεται. Ο Τράβις την ακολούθησε, αλλά στην πόρτα είχε
κόσμο κι έμεινε πίσω. Μέχρι να βγει στο δρόμο, η Αλεξ είχε
εξαφανιστεί. Πού ήταν;
Δεν είχε ιδέα.
Γύρισε στο Μαλιμπού. Δεν ήταν εκεί. Πήγε στην Έπαυλη Θορπ. Ούτε
εκεί ήταν. Έψαχνε μέχρι τις δέκα χωρίς αποτέλεσμα.
Ήταν έξαλλος και ανησυχούσε. Πού μπορεί να είχε πάει; Και γιατί είχε
θυμώσει τόσο πολύ; Κάθισε στη βεράντα του σπιτιού του, με το
τηλέφωνο, μ’ ένα ποτήρι κι ένα μισοάδειο μπουκάλι καλό
καλιφορνέζικο Μερλό δίπλα του και κοίταξε τη θάλασσα.
Τι ήθελαν οι γυναίκες από τους άντρες εκτός από μια ευκαιρία να τους
τρελάνουν;
«Τι έπρεπε να κάνω;» αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα στο σκοτάδι. «Ήταν
θυμωμένη επειδή δεν τη γνώριζα στους ανθρώπους του γραφείου μου.
Και όταν το έκανα, θύμωσε επειδή θυμήθηκαν πώς είχαμε γνωριστεί».
Γέμισε πάλι το ποτήρι του με κρασί και ήπιε.
Οι γυναίκες ήταν τρελές. Δεν μπορούσες να τις ευχαριστήσεις.
Της είχε ζητήσει να μείνει μαζί του. Δεν ήταν αρκετό αυτό; Δεν το είχε
κάνει με καμιά άλλη γυναίκα. Ούτε πριν από το γάμο του ούτε μετά.
«Να πάρει!» αναφώνησε. Πήρε το τηλέφωνο και πάτησε το νούμερο
του αδερφού του του Σλέιντ που το είχε στη μνήμη.
Ο Σλέιντ απάντησε αμέσως. «Εμπρός», φώναξε, «και όποιος είσαι, σου
λέω προκαταβολικά ότι δεν έχω όρεξη για κουβεντούλα».
«Ούτε εγώ», απάντησε στον ίδιο τόνο ο Τράβις.
«Τραβ;» Η φωνή του Σλέιντ μαλάκωσε. «Πώς κατάλαβες ότι
χρειαζόμουν να...»
«Πες μου κάτι», τον διέκοψε ο Τράβις. «Τι στο διάολο έχει πάθει το
γυναικείο φύλο;»
Ο Σλέιντ γέλασε σαρκαστικά. «Είναι γυναίκες. Αυτό έχουν πάθει!»
«Ναι». Ο Τράβις σηκώθηκε και κατέβηκε στην αμμουδιά. «Υπάρχει
μια γυναίκα...»
«Πάντα».
«Της ζήτησα να μείνει μαζί μου».
«Τι είπες; Άκου, αδερφέ μου, πριν κάνεις τίποτα σοβαρό, σκέψου το».
«Δεν είναι σοβαρό. Δηλαδή τώρα είναι. Αλλά δε θα είναι για πάντα. Το
έχουμε ξεκαθαρίσει. Μένουμε μαζί χωρίς δεσμεύσεις...» Ο Τράβις
τράβηξε το τηλέφωνο από το αυτί του. «Π’ ανάθεμά σε, μικρέ,
σταμάτα να γελάς!»
«Όλες θέλουν δεσμεύσεις», είπε ο Σλέιντ. «Και όχι όταν είσαι εσύ
έτοιμος να δεσμευτείς».
Ο Τράβις κατσούφιασε. «Τι θέλεις να πεις;»
«Τίποτα. Άκου, σχετικά με την γκόμενα...»
«Δεν είναι ‘γκόμενα’», είπε ο Τράβις ψυχρά. «Τη λένε Αλεξάνδρα».
«Αλεξάνδρα, ε; Αριστοκρατικό όνομα για... Στάσου... Τη γυναίκα που
σε αγόρασε στον πλειστηριασμό δεν την έλεγαν...»
«Και λοιπόν;»
«Μη γίνεσαι μυγιάγγιχτος. Απλώς ξαφνιάστηκα. Σε είχε αγοράσει για
να σε γλεντήσει...»
«Πρόσεχε πώς μιλάς, Σλέιντ».
Ο Σλέιντ αναστέναξε. «Θέλω να πω, είναι κάπως παράξενο που έχει
γίνει ερωμένη σου».
«Δεν είναι ερωμένη μου».
«Πώς θα την έλεγες εσύ αν μένει στο σπίτι σου;»
Ο Τράβις πέρασε τα δάχτυλα μέσα από τα μαλλιά του.
«Δεν ξέρω πώς θα την έλεγα», είπε. «Είναι κι αυτό ένα πρόβλημα.
Κάπως πρέπει να τη λέω... όταν τη γνωρίζω σε κάποιον».
«Έχει όνομα, να λες μόνο τ’ όνομά της».
«Δεν είναι αυτό το θέμα. Συζούμε. Πώς να το πω αυτό στους
άλλους;»
«Γιατί πρέπει να ξέρουν;»
Ο Τράβις συνοφρυώθηκε. «Γιατί... δε θέλει να την κρύβω. Σαν να μην
παίζει κάποιο σημαντικό ρόλο στη ζωή μου».
«Τραβ, είσαι άσχημα μπλεγμένος, το ξέρεις;»
«Κάπως πρέπει να τη λέω, μικρέ».
«Το κορίτσι σου;»
«Όχι βέβαια».
«Η ερωμένη σου τότε».
«Όχι, δε θα συμφωνούσε».
«Τότε να λες ότι είναι φίλη σου».
Ο Τράβις γέλασε.
«Ερωμένη σου είναι το καλύτερο».
«Δεν είναι. Ή ίσως είναι. Αλλά να, είναι κάτι παραπάνω από ερωμένη».
«Αυτό να της το πεις».
«Ναι;» Ο Τράβις το σκέφτηκε λίγο. «Ναι», είπε και χαμογέλασε.
«Μπορεί να της αρέσει. Πριγκίπισσα, θα της πω, Αλεξ, για μένα είσαι
κάτι παραπάνω από ερωμένη...»
«Παλιοκάθαρμα!»
Γύρισε και η γροθιά της Άλεξ τον χτύπησε στο σαγόνι. Το κεφάλι του
τινάχτηκε προς τα πίσω και το τηλέφωνο έπεσε από το χέρι του.
«Πριγκίπισσα, πώς...»
«Δεν είμαι ερωμένη σου, Τράβις Μπάρον».
«Το ξέρω». Σαστισμένος έτριψε το σαγόνι του. «Αυτό είπα κι εγώ.
Είσαι κάτι παραπάνω...»
«Ξέρεις κάτι, καουμπόη Είσαι μεγάλος κόπανος».
Γύρισε και το έβαλε στα πόδια. Ο Τράβις πήγε να την κυνηγήσει, αλλά
πάτησε το τηλέφωνο και γλίστρησε. Μέχρι να φτάσει στο πάρκινγκ, η
Άλεξ καθόταν πίσω από το τιμόνι του Μιάτα.
«Αλεξ», φώναξε.
Έβγαλε το χέρι της έξω από το παράθυρο. Κάτι λαμπερό κρεμόταν από
τα δάχτυλά της.
«Όχι», είπε ο Τράβις, «όχι...»
Είχε πάρει τα κλειδιά της Πόρσε του.
Η μηχανή του Μιάτα βρυχήθηκε και το αμάξι ξεκίνησε με ιλιγγιώδη
ταχύτητα.

«Αλεξ», της φώναξε, αλλά εκείνη δε γύρισε να τον κοιτάξει. Ο Τράβις


έσφιξε τα χείλη του. Αρκετά πια. Ήθελε να τον αφήσει;
Ας το έκανε.
Κάθισε στο σημείο όπου τα κύματα χτυπούσαν την άμμο. Το τηλέφωνο
ήταν τώρα στην τσέπη του και οι τελευταίες γουλιές κρασιού στο
ποτήρι του. Δρόσιζε τα δάχτυλα των ποδιών του στο κρύο νερό και είπε
στον εαυτό του πως ήταν καλύτερα που είχε τελειώσει αυτή η υπόθεση.
Η σχέση τους ήταν περίπλοκη. Άλλωστε, αργά ή γρήγορα θα τελείωνε.
Η Αλεξχνδρα Θορπ ήταν απλώς μια γυναίκα. Όμορφη, αλλά οι
όμορφες γυναίκες στη Νότια Καλιφόρνια ήταν όσες και οι κόκκοι της
άμμου.
Εντάξει, ήταν κι έξυπνη. Και είχε αίσθηση του χιούμορ. Του άρεσε ως
άνθρωπος. Ήξερε να κάνει την κάθε μέρα του χαρούμενη. Μπορούσε
επίσης να μιλάει για τα πάντα μαζί της, σημαντικά και ασήμαντα
θέματα. Και λοιπόν; Ήταν απλώς άλλη μια γυναίκα..
Το τηλέφωνο χτύπησε. Το άρπαξε με αγωνία από την τσέπη του, το
έβαλε στο αυτί του και άκουσε τη φωνή του Γκέιτζ, του αδερφού του.
Ακουγόταν τόσο στενοχωρημένος που για λίγο ο Τράβις ξέχασε τα
δικά του βάσανα.
«Γκέιτζ; Τι συμβαίνει; Ακούγεσαι...»
«Τραβ, ήθελα να σου κάνω μια ερώτηση».
«Ναι; Γκέιτζ, είσαι καλά;»
«Μιλάω χαμηλόφωνα για να μη μ’ ακούσει η Νάταλι».
«Ω! Τι γίνεται;»
«Άκου... Όταν θέλει ο ένας από τους δυο διαζύγιο, αλλά ο άλλος δεν
το θέλει...»
Οι ώμοι του Τράβις καμπούριασαν καθώς άκουγε. Ο Γκέιτζ δεν ήθελε
να πάρουν διαζύγιο εκείνος και η Νάταλι. Χαρακτηριστική
περίπτωση. Όταν έμπαινε μια ιδέα στο κεφάλι μιας γυναίκας, δεν
άκουγε τίποτα.
«Τραβ», είπε ο Γκέιτζ, «ξέρω ότι λέω ασυναρτησίες, αλλά είναι όλα
τόσο μπερδεμένα».
«Ο έρωτας, εννοείς». Ο Τράβις γέλασε. «Αν είναι, λέει!»
«Ξέρω ότι εσύ δεν μπορείς να καταλάβεις. Δεν είσαι ερωτευμένος, δεν
έχεις ερωτευτεί ποτέ πραγματικά...»
«Ο έρωτας είναι μεγάλος μπελάς». Η φωνή του Τράβις είχε γίνει
σκληρή. «Κάνει έναν άντρα να χάνει την ισορροπία του. Αφήνει μια
γυναίκα να τον τρελαίνει...»
« Τραβ; Είσαι καλά;»
«Ναι, μια χαρά».
«Δεν ακούγεσαι και τόσο καλά».
«Άκου, Γκέιτζ, έχω κάποια δουλειά. Θέλεις να μάθεις αν μπορείς να
εμποδίσεις τη Νάταλι να πάρει διαζύγιο; Η απάντηση είναι όχι.
Λυπάμαι που σου το λέω, αλλά αν θέλει να σε χωρίσει, θα σε χωρίσει».
«Ναι, το περίμενα...» Ξεφύσηξε δυνατά. «Πάντως, ευχαριστώ».
«Γκέιτζ; Μην την αφήσεις να φύγει. Μην αφήσεις ποτέ τη γυναίκα που
αγαπάς να σου φύγει, κάνε τα πάντα για να την κρατήσεις...»
Τη γυναίκα που αγαπάς.
Το τηλέφωνο έπεσε από το χέρι του Τράβις. Τη γυναίκα που αγαπάς.
Εκείνος αγαπούσε την Άλεξ. Ναι, την αγαπούσε!
Αυτή δεν ήταν μια σχέση που θα τελείωνε. Ήταν για πάντα...
Εκτός... αν την άφηνε να φύγει.
«Μπάρον», είπε δυνατά στον εαυτό του, «είχε δίκιο. Είσαι πράγματι
μεγάλος κόπανος».
Πετάχτηκε όρθιος κι έτρεξε στο σπίτι. Στα μέσα του δρόμου
σταμάτησε και κάλεσε τον αριθμό του Σλέιντ.
«Άκου, μικρέ», είπε, όταν το σήκωσε ο αδερφός του, «ο Γκέιτζ έχει
προβλήματα».
Ο Σλέιντ γέλασε. «Ναι. Από προβλήματα τίποτε άλλο αυτό τον καιρό».
«Τηλεφώνησέ του, εντάξει; Δεν είναι στο σπίτι, αλλά το τηλέφωνό μου
κράτησε τον αριθμό του. Σημείωσέ τον».
«Τραβ;» Ο Σλέιντ καθάρισε το λαιμό του. «Άκου, δεν είναι η πιο
κατάλληλη...»
«Πες του να μην κάνει καμιά βλακεία. Κανένας άντρας δεν πρέπει ν ’
αφήνει τη γυναίκα που αγαπάει ν α του φύγει».
«Αγάπη;» γρύλισε ο Σλέιντ. «Ποιος ξέρει τι σημαίνει αυτή η λέξη;»
Ο Τράβις άνοιξε με μια κλοτσιά την πόρτα του σπιτιού του. «Θα
μάθεις, πίστεψέ με, μικρέ, κάποια μέρα θα μάθεις».
Ο Σλέιντ είπε κάτι, αλλά ο Τράβις δεν περίμενε ν’ ακούσει. Έκλεισε το
τηλέφωνο, το πέταξε στο τραπέζι κι άρχισε να ψάχνει για τα κλειδιά
της Πόρσε που είχε ρεζέρβα. Πού ήταν;
Στο συρτάρι όπου τα είχε βάλει από την ημέρα που αγόρασε το αμάξι.
Ήπιε ένα φλιτζάνι καφέ και άφησε ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή του.
«Άλεξ, αν τηλεφωνείς εσύ, άφησέ μου μήνυμα πού βρίσκεσαι και μείνε
εκεί. Μ’ ακούς, Πριγκίπισσα; Μείνε εκεί».
Αν και ήταν σχεδόν σίγουρος για το πού βρισκόταν. Εκεί θα πήγαινε κι
ο ίδιος τώρα αμέσως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13

Η Αλεξ έφτασε εξαντλημένη στο βικτωριανό σπίτι των αμπελώνων


Πέρεγκριν.
Ηταν ακόμη οργισμένη, παρ’ όλο που είχε εκτονωθεί αρκετά
οδηγώντας με ιλιγγιώδη ταχύτητα στις απότομες στροφές του δρόμου.
Περίφημα, σκέφτηκε καθώς πατούσε φρένο και σταματούσε μπροστά
στο σπίτι. Είχε ζήσει μια φλογερή σχέση με τον Τράβις Μπάρον και το
μόνο που είχε κερδίσει ήταν το καινούριο της ταλέντο να οδηγεί σαν
δαιμονισμένη. Αυτί] ήταν η γυναίκα που είχε ανακαλύψει μέσα της.
Βροντές ακούγονταν πάνω από την κοιλάδα, σαν να ήθελαν να
υπογραμμίσουν την οργή της. Άρπαξε το σακίδιο που είχε αφήσει στο
κάθισμα δίπλα της κι έτρεξε στο σπίτι καθώς άρχιζε να βρέχει.
«Θαυμάσια», μουρμούρισε, ξεκλειδώνοντας την πόρτα και χτυπώντας
τη δυνατά πίσω της.
Μια καταιγίδα ήταν ό,τι χρειαζόταν απόψε. Ήχος και οργή, δώρα της
μητέρας φύσης για να ταιριάζουν με τη διάθεσή της.
Πέταξε τα κλειδιά του αυτοκινήτου στο τραπέζι, άναψε το φως και
κοίταξε γύρω της. Το σπίτι έδειχνε πιο φιλόξενο στο φως της μέρας,
αλλά πού αλλού μπορούσε να πάει; Όχι στην Έπαυλη Θορπ. Σ’ αυτό
τουλάχιστον είχε δίκιο ο Τράβις. Το παλιό σπίτι ήταν πράγματι
μαυσωλείο. Θα το πουλούσε.
Πήγε στη σκάλα και κοίταξε πάνω. Ήταν θεοσκότεινα. Δίστασε να
προχωρήσει κι έκανε μια γκριμάτσα.
«Είσαι ανεξάρτητη γυναίκα τώρα», μουρμούρισε. «Φοβάσαι το
σκοτάδι;» Ίσως. Ειδικά αν η καταιγίδα πλησίαζε κι άλλο.
Γέλασε νευρικά, πήρε βαθιά ανάσα και ανέβηκε πάνω.
Υπήρχαν πολλές κρεβατοκάμαρες, μερικές επιπλωμένες ακόμη.
Διάλεξε μια στην τύχη και πέταξε το σακίδιό της στο κρεβάτι. Δεν είχε
πολλά πράγματα- μερικά είδη τουαλέτας που είχε αγοράσει σ’ ένα
σούπερ μάρκετ, την παλιά της ρόμπα, ένα τζιν, εσώρουχα, ένα
φανελάκι και αθλητικά παπούτσια. Δεν υπήρχαν άλλα ρούχα στο σπίτι
της. Ο Τράβις τα είχε πάρει όλα. Είχε αδειάσει τις ντουλάπες και τα
συρτάρια της την ημέρα που είχε αποφασίσει ότι θα έμενε μαζί του.
Την είχε ρωτήσει; Όχι. Είχε σκεφτεί να τη ρωτήσει;
«Όχι», είπε με σφιγμένα χείλη. Υπερόπτης, εγωκεντρικός, αχρείος! Ω,
ήταν πολύ καλύτερα χωρίς αυτόν.
Έβγαλε το μεταξωτό ταγέρ και την μπλούζα της, το καλσόν και τα
τακούνια, όλα αυτά που είχε φορέσει νομίζοντας ότι θα έμπαινε στην
πραγματική ζωή του Τράβις.
Η μόνη «πραγματική ζωή» που την ενδιέφερε από σήμερα ήταν η δική
της. Τα τελευταία υπολείμματα της παλιάς Αλεξάνδρας είχαν χαθεί
απόψε, όταν, ευτυχώς, κατάλαβε ότι δεν αγαπούσε τον Τράβις. Είχε
πείσει τον εαυτό της ότι τον αγαπούσε για να δικαιολογήσει το γεγονός
ότι κοιμόταν μαζί του. Έφταιγαν τα κατάλοιπα της συντηρητικής ζωής
που ζούσε μέχρι σήμερα. Τώρα όμως είχε απαλλαγεί απ’ αυτά, είχε
απαλλαγεί απ’ όλα. Και από τον Τράβις.
Παρ’ όλο που δεν το περίμενε, το ντους λειτουργούσε. Υπήρχαν
μερικές σκληρές πετσέτες σ’ ένα ντουλάπι δίπλα στο νιπτήρα.
Σκουπίστηκε γρήγορα, χτένισε με τα δάχτυλα τα μαλλιά της και
φόρεσε τη ρόμπα της.
Τι ηλίθια που ήταν! Τόσο καιρό προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της
ότι τον αγαπούσε. Η σχέση τους δεν ήταν τίποτε άλλο εκτός από σεξ.
Καιρός να το παραδεχτεί.
Μια αστραπή φάνηκε έξω από το παράθυρο του μπάνιου. Η Αλεξ
πετάχτηκε καθώς μια βροντή ακούστηκε ακριβώς πάνω από το κεφάλι
της. Αχ, ας περνούσε αυτή η καταιγίδα. Δεν έπρεπε να φοβάται όμως.
Το σπίτι ήταν μεγάλο, παλιό και... λίγο τρομακτικό, αλλά όσο δεν
έσταζε η στέγη και δεν έσβηναν τα φώτα... Πριν προφτάσει να
ολοκληρώσει τη σκέψη της, ένα εκτυφλωτικό φως έπεσε στα μάτια της
και το σπίτι βυθίστηκε στο σκοτάδι.
Η Αλεξ ξεροκατάπιε. Μπήκε προσεκτικά στην κρεβατοκάμαρα και
περίμενε. Τα φώτα θ’ άναβαν πάλι σε λίγο...
Και πράγματι άναψαν.
«Βλέπεις;» είπε δυνατά γελώντας.
Όλα θα διορθώνονταν τώρα που είχε πάρει στα χέρια της τον έλεγχο
του εαυτού της. Έπρεπε να ευχαριστεί τον Τράβις γι’ αυτό. Αν δεν της
είχε πει σήμερα ότι ήταν κάτι παραπάνω από ερωμένη, θα συνέχιζε να
ζει μαζί του μέχρι τη στιγμή που θ’ αποφάσιζε εκείνος ότι ήθελε
καινούριο παιχνιδάκι. Γιατί αυτό ακριβώς ήταν η Αλεξ για τον Τράβις.
Ένα όμορφο παιχνιδάκι.
Δάκρυα έκαιγαν τα μάτια της, αλλά θα ήταν γελοίο να κλάψει για τον
Τράβις. Δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος. Είχε φερθεί ηλίθια, αλλά
είχε τουλάχιστον την ικανοποίηση ότι είχε δώσει εκείνη τέλος στη
σχέση τους. Κάτι ήταν κι αυτό. Και τώρα που είχε απαλλαγεί από τον
Τράβις, είχε πολλά σχέδια να κάνει.
Κάθισε πάνω στο κρεβάτι και μάζεψε τα πόδια κάτω από το σώμα της.
Πρώτα απ’ όλα θα πουλούσε την Έπαυλη Θορπ. Θα αγόραζε ένα
διαμέρισμα στο Μπρέντγουντ. Ή ένα σπίτι στο Χάντινγκτον Μπιτς.
Μπορεί να μετακόμιζε κι εδώ. Μάλλον όχι. Είχε ήδη συμφωνήσει να το
πουλήσει. Γιατί να θέλει να μείνει εδώ; Δεν καταλάβαινε ούτε γιατί
είχε έρθει εδώ απόψε...
Μια αστραπή, μια βροντή... και το δωμάτιο βυθίστηκε πάλι στο
σκοτάδι. Η Αλεξ περίμενε, αλλά αυτή τη φορά δεν ξανάναψαν τα
φώτα. Ένιωθε σαν να ήταν τυλιγμένη σε μαύρο βελούδο. Δεν έβλεπε
τίποτε... αλλά άκουγε. Ένα γρατζούνισμα στο παράθυρο. Ένα
χτυπηματάκι. Κι ένας αναστεναγμός.
«Σταμάτα», είπε ψιθυριστά.
Θα ήταν το κλαδί κάποιου δέντρου στο παράθυρο. Βροχή στη στέγη.
Και ο άνεμος που λυσσομανούσε...
Μια αστραπή έκοψε στα δύο το δωμάτιο. Η Αλεξ ούρλιαζε κι έτρεξε
προς την πόρτα, αλλά... πού ήταν η πόρτα; Δεν την έβλεπε. Δεν ήξερε
καθόλου αυτό το σπίτι. Χρειαζόταν φως, αλλά πού θα έβρισκε κεριά ή
ένα φακό;
Στην κουζίνα προφανώς. Έπρεπε να φτάσει στην κουζίνα. Προσεκτικά,
με τα χέρια απλωμένα μπροστά, βγήκε από το μπάνιο και κατέβηκε τη
σκάλα. Άνοιξε μια πόρτα, αλλά ήταν ντουλάπα. Τελικά ένιωσε
πλακάκια κάτω από τα πόδια της και το σχήμα μιας κουζίνας γκαζιού
κάτω από τα δάχτυλά της. Οι τοίχοι είχαν ντουλάπια. Στα τυφλά άρχισε
ν’ ανοίγει συρτάρια, να ψαχουλεύει, προσπαθώντας να μη σκέφτεται
ποιοι ζωντανοί οργανισμοί μπορεί να παραμόνευαν μέσα σ’ αυτά τα
αχρησιμοποίητα μέρη για χρόνια ολόκληρα.
Ήταν ανοησία της να έρθει εδώ. Το Λος Άντζελες ήταν γεμάτο
ξενοδοχεία. Μπορούσε να είχε μείνει σε κάποιο ή να ανεχτεί για ένα
ακόμη βράδυ την Έπαυλη Θορπ. Το έκανε μόνο επειδή αυτό το σπίτι
ήταν ακόμη δικό της, ήταν άδειο...
Ήταν γεμάτο αναμνήσεις.
Αυτός ήταν ο λόγος που την έφερε εδώ; Για να ξαναθυμηθεί την ημέρα
που είχε έρθει να πουλήσει το Πέρεγκριν σ’ έναν άγνωστο και είχε
βρεθεί μέσα στην αγκαλιά του Τράβις;
Όχι, φυσικά όχι. Βρισκόταν εδώ επειδή ήθελε να φύγει μακριά από το
Λος Άντζελες, μακριά απ’ όλα. Δεν αγαπούσε τον Τράβις. Είχε
κοιμηθεί μαζί του, αυτό ήταν όλο. Ήταν μεγάλη γυναίκα, μπορούσε να
ξεχωρίσει το ένα από το άλλο.
Ακούστηκε πάλι μια δυνατή βροντή. Το σπίτι ταρακουνήθηκε.
Πού ήταν τα κεριά; Ή ένας φακός; Κάπου θα υπήρχε...
Ναι. Αναστέναξε ανακουφισμένη όταν το χέρι της έπιασε ένα φακό.
Τώρα να δούμε αν δουλεύει...
«Ναι», είπε χαρούμενη, καθώς μια δέσμη φωτός έπεσε στον απέναντι
τοίχο της κουζίνας.
Τ ώρα είχε φως. Είχε ξαναβρεί τα λογικά της. Ίσως να έβρισκε και κάτι
για να ζεσταθεί. Κρασί. Κάπου θα υπήρχε κρασί.
Έψαξε στην κουζίνα. Στο καθιστικό. Στην τραπεζαρία. Παραξενεμένη
στάθηκε στο φουαγέ, προσπαθώντας να σκεφτεί πού μπορεί να έβρισκε
κρασί. Ο πατέρας της κι ο Καρλ έβαζαν πάντα τα οινοπνευματώδη στη
βιβλιοθήκη.
Βρήκε εύκολα τη βιβλιοθήκη. Έμπαινες από το καθιστικό. Στην
πραγματικότητα, σκέφτηκε καθώς έριχνε γύρω το φως του φακού, ήταν
ένα καλοφτιαγμένο σπίτι. Κρίμα που είχε συμφωνήσει να το πουλήσει.
Θα ήταν ωραία να ζεις εδώ.
Θα το ευχαριστιόταν. Ήταν καλό να βρίσκεται πάλι στα χέρια της ο
έλεγχος της ζωής της και όχι στα χέρια του Τράβις.
Αυτό ήταν το πρόβλημα. Εκείνος έκανε όλα τα σχέδια και η Άλεξ δεν
αντιδρούσε. Αν της είχε ζητήσει να μείνει μαζί του, όπως θα έκανε
οποιοσδήποτε πολιτισμένος άντρας, θα του είχε πει όχι. Τι θράσος να
πιστέψει ότι εκείνη θα άρπαζε αμέσως αυτή την ευκαιρία. Γιατί να το
κάνει;
Ήταν μια γοητευτική, ικανή, έξυπνη γυναίκα. Δεν είχε καμιά διάθεση
να δεθεί μ’ έναν άντρα. Είχε ενδιαφέροντα. Είχε έσοδα. Μια ολόκληρη
αυτοκρατορία. Δε χρειαζόταν κάποιον άντρα να της λέει τι να κάνει.
Και σίγουρα όχι κάποιον σαν τον Τράβις, που ήθελε να οργανώνει τη
ζωή της σαν να μην μπορούσε η ίδια να πάρει τις αποφάσεις της.
Στάθηκε στο κέντρο της βιβλιοθήκης κι έριξε το φως του φακού σε
όλες τις γωνιές. Α! Υπήρχε ένα εντοιχισμένο μπαρ. Και μερικά
μπουκάλια σκονισμένα, αλλά τι πείραζε; Το παλιό κρασί ήταν
καλύτερο. Θα έμενε εδώ μέχρι ν’ ανάψουν πάλι τα φώτα. Η βιβλιοθήκη
ήταν το πιο ωραίο δωμάτιο.
Πήγε στο μπαρ, κράτησε το φακό κάτω από το μπράτσο της και
διάλεξε ένα Καμπερνέ Σοβινιόν μ’ έναν αϊτό στην ετικέτα του. Έβαλε
δυο δάχτυλα. Μετά, με το φακό στο ένα χέρι και το ποτήρι στο άλλο,
κάθισε σ’ ένα από τα ψηλά καθίσματα του μπαρ.
Όχι, σκέφτηκε, δεν της άρεσε να διευθύνει ο Τράβις τη ζωή της, αλλά
αυτό είχε κάνει από την αρχή. Ήπιε μια γουλιά κρασί.
Την είχε παρασύρει στην πίστα χορού τη βραδιά που
πρωτογνωρίστηκαν, παρά τις αντιρρήσεις της. Την είχε φιλήσει
μπροστά σε όλους. Είχε πάει στο σπίτι της απρόσκλητος και της είχε
ριχτεί...
Το ποτήρι στο χέρι της άρχισε να τρέμει.
«Ω, Άλεξ», ψιθύρισε, «δεν μπορείς τουλάχιστον να είσαι ειλικρινής
σχετικά μ' αυτό;»
Δεν της είχε ριχτεί. Εκείνη ήθελε να της κάνει έρωτα, αλλά δεν είχε το
κουράγιο να το παραδεχτεί. Γί’ αυτό τον είχε αφήσει να πάρει εκείνος
την απόφαση.
Και ήταν κάτι το θεσπέσιο. Ακόμη και τώρα μπορούσε να νιώσει τα
χείλη του πάνω στα δικά της. Θυμόταν τη συγκίνηση που ένιωθε καθώς
την ανέβαζε αγκαλιά στην κρεβατοκάμαρα.
Άφησε προσεκτικά το ποτήρι στο μπαρ. Τα φιλιά του. Τα χάδια του. Το
κορμί του πάνω στο δικό της. Τίποτα δεν την είχε προετοιμάσει για το
πώς ήταν να κάνει έρωτα μαζί του.
Ήξερε πώς να την ικανοποιεί. Να την κάνει να φωνάζει τ’ όνομά του.
Ο άνεμος λυσσομανούσε. Η Αλεξ ήπιε λίγο κρασί ακόμη και μάλωσε
τον εαυτό της που έκανε τέτοιες σκέψεις.
Τελικά ήταν λάθος της που είχε έρθει εδώ απόψε. Έπρεπε να είχε
αναζητήσει φώτα. Κόσμο. Φασαρία. Λεν της άρεσαν ποτέ τα κλαμπ,
άλλο ένα παράπονο του Καρλ, αλλά τώρα είχε γίνει άλλος άνθρωπος.
Στην καινούρια Αλεξ μπορεί να άρεσε η νυχτερινή ζωή.
Εντάξει, αύριο το βράδυ θα έβγαινε. Μόνη. Οι γυναίκες το έκαναν
αυτό σήμερα. Θα πήγαινε σ’ ένα απ’ αυτά τα εστιατόρια για τα οποία
είχε ακούσει πολλά. Θα έπαιρνε σαμπάνια, θα διάλεγε κάτι που
προφερόταν δύσκολα από το μενού και θα φορούσε κάτι πολύ σέξι. Το
άσπρο της ταγέρ. Ή το μαύρο πλεχτό της φόρεμα...
Πώς θα τα φορούσε; Όλα της τα ρούχα ήταν στο Μαλιμπού. Ποιος του
είχε δώσει το δικαίωμα να τα πάει όλα στο σπίτι του χωρίς να τη
ρωτήσει; Δε σκέφτηκε ότι ίσως δεν ήθελε να μείνει μαζί του και να
στερηθεί την ελευθερία της;
Πώς μπορούσε να ξέρει ότι θα της άρεσε να ζει μαζί του, να μοιράζεται
τις μέρες και τις νύχτες της; Σίγουρα δε θα ήξερε πόσο βαριά ήταν
τώρα η καρδιά της, καθώς σκεφτόταν όλες τις μέρες και τις νύχτες που
θα περνούσε χωρίς εκείνον.
«Να πάρει η οργή», είπε ψιθυριστά και πήρε το μπουκάλι.
Το ποτήρι κουδούνισε καθώς έβαζε κι άλλο κρασί. Γιατί όχι; Θα την
έκανε να χαλαρώσει, να κουλουριαστεί στον καναπέ και να κοιμηθεί.
Και μπορεί να μην ονειρευόταν τον Τράβις, το πόσο θα της έλειπε...
«Σε μισώ, Τράβις», είπε δυνατά. Η φωνή της έτρεμε, αλλά ήταν
αλήθεια. Αυτό έπρεπε να το θυμάται. Δεν τον αγαπούσε.
Τον μισούσε! Είχε γυρίσει στο Μαλιμπού να του το πει, γιατί δεν ήθελε
να νομίζει ότι την είχε πληγώσει. Και να του κάνει μια ερώτηση.
Είμαι κάτι σημαντικό για σένα, Τράβις; Θα τον ρωτούσε. Τελικά της
είχε δώσει την απάντηση χωρίς να τον ρωτήσει. Ήταν κάτι παραπάνω
από ερωμένη, είχε πει, λες κι αυτό ήταν κομπλιμέντο.
Ένας λυγμός βγήκε από το λαιμό της. «Σε μισώ πραγματικά, Τράβις»,
είπε και τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν στο πρόσωπό της.
Είχε αφήσει τους άλλους να πιστεύουν ότι ήταν... ό,τι ήθελαν να
πιστεύουν. Αυτός ο εξυπνάκιας στο γραφείο. Πώς την κοίταζε!
Σαν να ήξερε κάποιο σόκιν ανέκδοτο εις βάρος της. Κι ο άλλος στο
ασανσέρ. Την κοίταζαν όλοι σαν να ήταν κάποια που την παίρνεις για
μια νύχτα στο κρεβάτι σου.
«Και δεν ήμουν», ψιθύρισε. Δεν ήταν. Ήταν ερωμένη του Τράβις.
Αλλά εκείνος δεν την αγαπούσε. Σκούπισε με το μανίκι τη μύτη της.
«Αρκετά», είπε. Αλλά τα δάκρυα συνέχισαν να τρέχουν.
Όχι, ο Τράβις δεν την είχε αγαπήσει. Δεν της είχε υποσχεθεί ποτέ
αγάπη. Ερωτικές απολαύσεις, ναι, αλλά όχι αγάπη.
Ούτε μονιμότητα. Αυτό της το είχε ξεκαθαρίσει κι εκείνη, είχε πει ότι
της άρεσε. Αλλά είχε πει ψέματα. Τι ανόητη που ήταν να δώσει την
καρδιά της σ’ έναν άντρα που της είχε πει καθαρά πως η καρδιά της
ήταν το μόνο που δεν τον ενδιέφερε.
Ωραία. Δεν ήταν μόνο ψεύτρα, ήταν και ηλίθια. Και μόνη σ’ ένα έρημο
σπίτι, νύχτα, με άγρια καταιγίδα. Το μόνο που έλειπε ήταν ένας άντρας
με μάσκα κι ένα τσεκούρι στο χέρι, που θα προσπαθούσε να μπει μέσα
στο σπίτι.
Ένας χτύπος ακούστηκε στην μπροστινή πόρτα. Η Αλεξ ούρλιαξε,
έχυσε το κρασί στη ρόμπα της και πετάχτηκε όρθια.
Βαθύ σκοτάδι επικρατούσε στο χολ.
Ένα καινούριο χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα. «Κα... κάποιο κλαδί
είναι», είπε εκείνη τραυλίζοντας. Φυσικά. Η καταιγίδα θα το είχε
πετάξει. Με τόσο αέρα, αστραπές, βροχή...
Το κλαδί χτύπησε πάλι... μόνο που αυτή τη φορά ακούστηκε σαν
γροθιά. Η Αλεξ κοίταξε γύρω της για να βρει κάτι που θα μπορούσε να
το χρησιμοποιήσει σαν όπλο. Το μπουκάλι με το κρασί; Το φακό;
Ακούστηκε πάλι η γροθιά. Η Αλεξ είπε μια σιγανή προσευχή και
προχώρησε προς την πόρτα, με το μπουκάλι στο ένα χέρι και το φακό
στο άλλο.
«Άνοιξε την πόρτα, Αλεξ!»
Η Αλεξ πάγωσε. «Τράβις;»
«Φυσικά ο Τράβις είμαι. Άνοιξε την πόρτα, αλλιώς θα τη σπάσω».
Για μια στιγμή η καρδιά της γέμισε τρελή ελπίδα. Είχε έρθει να τη βρει!
Και βέβαια είχε έρθει. Οι γυναίκες δεν παρατούσαν τον πολύ και μέγα
Τράβις Μπάρον. Εκείνος τις άφηνε, ο αλαζόνας, ο εγωκεντρικός...
«Αλεξ, άνοιξε αμέσως την πόρτα!»
Η Αλεξ κοίταξε την πόρτα. Αυτή τη φορά δε θα την έσπαγε. Είχε βάλει
σύρτη.
«Φύγε, Τράβις».
«Δεν πάω πουθενά. Ούτε θα συζητάω κάτω από τη βροχή». Η πόρτα
ταρακουνήθηκε. «Αλεξ; Με ακούς;»
«Όχι».
Βρεγμένος μέχρι το κόκαλο, ο Τράβις ακούμπησε το κεφάλι του στο
ξύλο της πόρτας.
«Αλεξ, σε προειδοποιώ, μην παίζεις μαζί μου!»
Δεν είχε καμιά διάθεση. Τα δελτία καιρού είχαν αναγγείλει την
καταιγίδα. Όλα τα μικρά αεροσκάφη κατέβαιναν βιαστικά από τον
αέρα, αλλά εκείνος είχε βγει με το Κομάντσι του.
«Θα έχεις δυσκολίες», του είχε πει ένας γεράκος όταν συμπλήρωσε το
σχέδιο πτήσης του.
Πολύ έξυπνη παρατήρηση, είχε σκεφτεί ο Τράβις. Αλλά τίποτα δε θα
τον σταματούσε και, με τη βοήθεια του Θεού, τα είχε καταφέρει. Μετά
δεν έβρισκε πουθενά αμάξι. Στο τέλος είχε πληρώσει εκατό δολάρια σ’
ένα νεαρό υπάλληλο του αεροδρομίου για να χρησιμοποιήσει το
φορτηγάκι του που μύριζε σαν άλογο. Έφερνε στη φαντασία του το
πρόσωπο της Αλεξ όταν θα τον έβλεπε κι έπαιρνε κουράγιο. Σίγουρα
θα έχει ξαναβρεί τα λογικά της μέχρι να φτάσω, σκεφτόταν. Περίμενε
ότι θα έπεφτε στην αγκαλιά του, ότι θα του έλεγε πόσο τον αγαπούσε...
Κοίταξε με μανία την κλειστή πόρτα.
Και τώρα στεκόταν μούσκεμα μέσα στη βροχή και παρακαλούσε τη
γυναίκα με την οποία ήθελε -ο ηλίθιος!- να περάσει την υπόλοιπη ζωή
του να του ανοίξει την πόρτα. Πρέπει να ήταν τρελός! Αγαπούσε την
Άλεξ. Την αγαπούσε πραγματικά, με το είδος της αγάπης που σε
οδηγούσε στα σκαλοπάτια της εκκλησίας.
Από την άλλη, πόση αγάπη μπορούσες να προσφέρεις σε μια γυναίκα
αν πέθαινες από πνευμονία; «Άνοιξε την πόρτα, Άλεξ».
«Όχι».
Μια φλέβα πετάχτηκε στον κρόταφό του. «Αλεξ;» είπε γλυκά. «Ξέρεις
ότι δεν έχεις κατεβάσει μέχρι κάτω την κουκούλα του Μιάτα σου;»
Η πόρτα άνοιξε αμέσως. Ο Τράβις χαμογέλασε θριαμβευτικά και
μπήκε στο σπίτι καθώς η Αλεξ έβγαζε το κεφάλι της να δει.
«Ψεύτη», του είπε, σηκώνοντας απειλητικά το μπουκάλι με το κρασί.
«Φύγε από δω, καουμπόι!»
Ο Τράβις της άρπαξε το μπουκάλι και μύρισε τον αέρα.
«Έπινες;»
Η Αλεξ κοκκίνισε. «Όχι. Κι αν έπινα, να μη σε νοιάζει... Παλιοψεύτη!»
«Αυτό μου το είπες ήδη». Άφησε κάτω το μπουκάλι, έκλεισε με μια
κλοτσιά την πόρτα και την κοίταξε. «Ξέρω ότι είπα ψέματα, αλλά το
έκανα για να σώσω τη ζωή μου. Θα πνιγόμουν εκεί έξω». Σήκωσε
ψηλά τα χέρια του. «Πάρε αυτό το φως από τα μάτια μου!»
Η Αλεξ τράβηξε το φακό και ο Τράβις μπόρεσε να τη δει. Φορούσε μια
πελώρια ρόμπα. Τα μαλλιά της έπεφταν ίσια στο πρόσωπό της, τα
μάτια και η μύτη της ήταν κόκκινα. Η καρδιά του φούσκωσε. Ήταν
πανέμορφη.
«Μπορείς να έρθεις μέσα», του είπε ψυχρά, «αλλά μόνο μέχρι να
περάσει η καταιγίδα. «Δε θα ήθελα να με ρωτάνε γιατί άφησα έναν
άντρα να πνιγεί στα σκαλοπάτια μου».
«Ευχαριστώ», της είπε και την προσπέρασε.
«Γέμισες το δάπεδο νερά».
«Πολύ έξυπνη παρατήρηση, Πριγκίπισσα. Έχεις καμιά πετσέτα;»
Η Αλεξ έκανε μεταβολή. Ο Τράβις την ακολούθησε στη σκάλα κι από
κει στην κρεβατοκάμαρα. Μια στιγμή αργότερα πετούσε μερικές
πετσέτες στην αγκαλιά του.
«Ορίστε».
«Ευχαριστώ».
«Παρακαλώ».
Ο Τράβις ανασήκωσε τα φρύδια του. «Είμαστε τόσο ευγενικοί».
«Δεν υπάρχει λόγος να μην είμαστε», του είπε ψυχρά.
Εκείνος κοίταξε το κρεβάτι και μετά την Άλεξ. «Δεν ήμαστε πάντα
τόσο ευγενικοί όταν μοιραζόμαστε μια κρεβατοκάμαρα».
Η Αλεξ κοκκίνισε. «Όταν τελειώσεις, έλα κάτω», του είπε,
προχωρώντας προς την πόρτα.
«Θέλω να γυρίσεις πίσω».
Δεν έπρεπε να το πει μ’ αυτό τον τρόπο. Σκόπευε να την πάρει στην
αγκαλιά του, να τη φιλήσει, να της πει πόσο είχε αλλάξει τη ζωή του...
αλλά οι ελπίδες του είχαν σβήσει. Δεν είχε δει ποτέ τόσο ψυχρή την
Πριγκίπισσά του.
«Άλεξ; Είπα...»
«Άκουσα τι είπες». Έμεινε ακίνητη, έχοντας του γυρισμένη την πλάτη.
«Τι περιμένεις να σου απαντήσω, Τράβις;» «Ότι θα γυρίσεις», της είπε,
σαν να ήταν κάτι πολύ απλό για να χρειάζεται εξήγηση.
Η καρδιά της, η ηλίθια καρδιά της, που είχε αρχίσει κιόλας να λιώνει,
έγινε ξαφνικά πάγος.
«Να γυρίσω σ’ εσένα, εννοείς». Πήγε προς το μέρος του.
«Ναι». Έκανε ένα βήμα μπροστά. Ήθελε να δει τα μάτια της, αλλά του
έριχνε πάλι το φως του φακού. Η καρδιά του χοροπήδησε. Τα
πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Είχε παραδεχτεί ότι την αγαπούσε, της
είχε ζητήσει να μην τον αφήσει. Γιατί δεν είχε πέσει ακόμη στην
αγκαλιά του; Ήξερε ότι τον αγαπούσε. Δε γινόταν να μην τον αγαπάει.
«Όχι».
«Τι εννοείς, όχι;»
Η Αλεξ σάλιωσε τα χείλη της. Μη με κοιτάζεις έτσι, είπε νοερά. Σαν να
μ’ αγαπάς, όχι μόνο να με θέλεις.
«Πριγκίπισσά». Καθάρισε το λαιμό του. «Πριγκίπισσά, ξέρω ότι σ’
απογοήτευσα...»
«Αυτό νομίζεις ότι έχει σημασία;»
«Εντάξει. Σε πλήγωσα. Αλλά δεν είχα τέτοια πρόθεση. Όταν είπα ότι
ήσουν κάτι παραπάνω από ερωμένη μου, εννοούσα ότι είχες γίνει το
κέντρο της ζωής μου».
«Ωραία», του είπε ευγενικά.
Τα μάτια του στένεψαν. Τι γινόταν εδώ; Εκείνος της άνοιγε την καρδιά
του και το μόνο που μπορούσε να πει ήταν...
«Ωραία; Ξεγυμνώνω την ψυχή μου κι εσύ μου λες ‘ωραία’;»
«Δεν ξαναγυρίζω κοντά σου». Η φωνή της έτρεμε. Πρόσταξε τον
εαυτό της να μην τολμήσει να κλάψει. «Σε μισώ, Τράβίς. Σε μισώ!»
«Όχι, δε με μισείς».
«Φύγε. Και μην ξανάρθεις εδώ».
«Είσαι ερωτευμένη μαζί μου, Πριγκίπισσα».
«Ερωτευμένη;» Γέλασε πνιχτά. «Ω, αυτό το υπερτροφικό εγώ σου
Γιατί πιστεύεις ότι είμαι ερωτευμένη μαζί...» Τα φώτα άναψαν
ξαφνικά. Η Αλεξ ανοιγόκλεισε τα μάτια της και κοίταξε τον Τράβις.
Αυτό που είδε στο πρόσωπό του της έκοψε την ανάσα. «Μείνε μακριά
μου, καουμπόι», βιάστηκε να πει, αλλά ήταν πολύ αργά. Εκείνος
προχωρούσε προς το μέρος της. Έκανε ένα βήμα πίσω, μετά άλλο ένα.
Οι ώμοι της χτύπησαν στον τοίχο.
«Μην τολμήσεις να μ’ αγγίξεις. Τράβις! Τι κάνεις;»
«Σε γδύνω», της είπε ήρεμα.
«Όχι!» Προσπάθησε να ξεφύγει. Μεγάλο λάθος. Το κατάλαβε όταν το
κορμί της ήρθε σ’ επαφή με το δικό του. «Τράβις, άκουσέ με. Πρώτα
μπήκες βίαια στο σπίτι μου...»
«Δεν μπήκα βίαια. Ούτε είναι σπίτι σου». Συνοφρυώθηκε. Ο κόμπος
της ζώνης της ρόμπας της ήταν απαράδεκτος.
«Μου άνοιξες, το ξέχασες;»
«Γιατί δεν ήθελα να έχω ένα πτώμα στη συνείδησή μου. Που να πάρει,
αυτό δε θα λύσει κανένα πρόβλημα».
«Ναι, θα λύσει». Της χάρισε το χαμόγελό του που την τρέλαινε πάντα.
«Δε θα μπορείς να μου λες ψέματα όταν θα κάνουμε έρωτα».
«Δε θα κάνουμε έρωτα!» Του χτύπησε το χέρι. «Σταμάτα!»
«Θύμισέ μου να σου δώσω μαθήματα για το πώς να δένεις έναν κόμπο
της προκοπής».
«Δε θα μου δώσεις μαθήματα σε τίποτα ξανά».
«Θα σου δώσω», της είπε με ήρεμη φωνή. «Μ ’ αρέσει να βγαίνω στη
θάλασσα και δε θα σ’ άφηνα ποτέ να δέσεις τέτοιο κόμπο στο σκοινί...
Ορίστε. Λύθηκε».
«Δε μ’ αρέσουν τα σκάφη. Δε θα πάω ποτέ στη θάλασσα μαζί σου...» Η
ανάσα της πιάστηκε. «Μη... μην το κάνεις αυτό».
«Ποιο;» της είπε τρυφερά και, σκύβοντας, τη φίλησε.
«Τράβις», του είπε ψιθυριστά, ενώ τη χάιδευε στο λαιμό. «Σε
παρακαλώ. Σε παρακαλώ...»
Τη φίλησε πάλι. Τα χείλη της κόλλησαν στα δικά του.
«Πες μου ότι μ’ αγαπάς», της είπε τρυφερά.
«Όχι. Δεν...«Έβγαλε μια πνιχτή κραυγή καθώς της τραβούσε τη ρόμπα
και φιλούσε το στήθος της.
«Πες το, Πριγκίπισσα».
«Αυτό λέγεται καταναγκασμός. Δεν είναι δίκαιο».
Ο Τράβις χαμογέλασε. «Έχεις δίκιο, δεν είναι». Την πήρε στην
αγκαλιά του και τη φίλησε τρυφερά ξανά και ξανά. «Πες το όμως».
Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της. «Εντάξει, το παραδέχομαι. Σ’
αγαπώ. Πάντα σ’ αγαπούσα από την αρχή».
Ο Τράβις άγγιξε το μέτωπό του στο δικό της. «Σ’ ευχαριστώ,
Πριγκίπισσα».
Τα δάκρυα άρχισαν τότε να τρέχουν ποτάμι. «Είσαι η ψυχή μου»,
μουρμούρισε. «Η καρδιά μου. Το μόνο πράγμα που ήθελα ποτέ».
«Αλεξ. Γλυκιά Άλεξ». Την άφησε προσεκτικά στο κρεβάτι κι έπεσε
μαζί της. «Σ' αγαπώ. Σε λατρεύω. Δε θέλω να ξαναξυπνήσω ή να
ξανακοιμηθώ χωρίς να σ’ έχω στην αγκαλιά μου».
«Ω, Τράβις», του είπε με τρεμάμενη φωνή, «αν το εννοούσες
πραγματικά αυτό».
«Το εννοώ. Όταν περάσω τη βέρα στο δάχτυλό σου, αγάπη μου, να
ξέρεις ότι οι όρκοι που θα δώσουμε θα είναι παντοτινοί».
Η Αλεξ τον κοίταξε σαν υπνωτισμένη. «Βέρα; Όρκους; Τράβις... μου
ζητάς να σε παντρευτώ;»
«Δε σου το ζητάω, Πριγκίπισσα. Σου το λέω. Θα με παντρευτείς».
Θεέ μου, γιατί είχε τόσο εκνευρισμό! Πήρε βαθιά ανάσα. «Αλεξάνδρα,
θα με παντρευτείς; Θα γίνεις δική μου για πάντα;»
Η Αλεξ γέλασε χαρούμενη. Τύλιξε τα χέρια της στο λαιμό του και τον
φίλησε. «Ναι», ψιθύρισε ανάμεσα στα φιλιά της. «Ναι, ναι...»
Ο Τράβις ανασηκώθηκε, έβγαλε το φανελάκι, τα αθλητικά παπούτσια,
το τζιν και το σλιπάκι του και την πήρε πάλι στην αγκαλιά του.
«Το σκέφτηκα ότι θα σ’ έβρισκα εδώ», είπε.
Η Αλεξ αναστέναξε. «Δεν είχα πού αλλού να πάω. Είχες δίκιο, μισώ
την Έπαυλη Θορπ. Και δεν μπορούσα να γυρίσω στο δικό σου σπίτι».
«Ήρθες εδώ, αγάπη μου, επειδή εδώ άρχισε στην πραγματικότητα η
κοινή μας ζωή».
Του χαμογέλασε. «Έχεις δίκιο».
«Ξέρεις, Πριγκίπισσα, σκέφτηκα ότι αυτό το μέρος δε θα έπρεπε ν’
ανήκει σε μια απρόσωπη εταιρεία». Τη φίλησε με πάθος. «Θα
μπορούσαμε να ζούμε εδώ. Σαββατοκύριακα τουλάχιστον. Και να
φτιάξουμε τους αμπελώνες».
«Πολύ αργά, Τράβις. Πούλησα τους αμπελώνες στον πατέρα σου, το
ξέχασες;»
«Όχι ακριβώς. Δεν έγινε ακόμη η πώληση».
Η Αλεξ χαμογέλασε. «Τότε θα πάρω τους δικηγόρους μου και θα τους
πω ότι θέλω να σου χαρίσω το Πέρεγκριν για γαμήλιο δώρο».
«Δεν μπορείς». Ένα χαμόγελο φώτισε το ωραίο του πρόσωπο.
«Τηλεφώνησα στους δικηγόρους σου από το αεροπλάνο μου. Αγόρασα
αυτό το μέρος για μας».
«Το αγόρασες; Τράβις Μπάρον, είσαι ο μεγαλύτερος αλαζόνας του
κόσμου. Πότε ήσουν τόσο σίγουρος ότι θα έλεγα ναι;» «Ήξερα», της
είπε χωρίς καμιά έπαρση, «ότι κανένας από τους δυο μας δε θα ένιωθε
ποτέ ολοκληρωμένος χωρίς τον άλλο».
Οι λέξεις πλανήθηκαν για λίγο στον αέρα ανάμεσά τους. «Ω, Τράβις»,
ψιθύρισε η Αλεξ κι άρχισε να κλαίει.
Ο Τράβις αναστέναξε και την τράβηξε πιο κοντά του. «Η αδερφή μου
κάποτε μου είπε ότι δε θα μπορούσα ποτέ να καταλάβω τις γυναίκες»,
μουρμούρισε.
«Η αδερφή σου είχε δίκιο», είπε η Αλεξ. «Πότε θα τη γνωρίσω;»
«Σύντομα. Πολύ σύντομα. Αλλά πρώτα...» Τη φίλησε και γλίστρησε
πάνω της. «Βρέχει έξω, αγάπη μου». Η φωνή του ήταν ένας ψίθυρος.
«Και μου είπες ότι ήθελες πάντα να περπατήσεις στη βροχή».
Η Αλεξ έφερε το κεφάλι του πάνω στο δικό της. «Αργότερα».
Και ανάμεσα σε κουβαριασμένα μεταξωτά σεντόνια και απαλούς
αναστεναγμούς, ο Τράβις Μπάρον και η Αλεξάνδρα Θορπ έκαναν
έρωτα σαν να ήταν η πρώτη φορά. Όχι μόνο με πάθος, αλλά και με
αγάπη!

ΤΕΛΟΣ

You might also like