You are on page 1of 232

Μπορεί μια Κορέτι να δαμάσει

έναν σεΐχη;
Η Ρόζα Κορέτι δεν μπορεί να ξεχύσει τη μία νύχτα χωρίς
φραγμούς που πέρασε με τον Κελάλ, όταν έσβησε όλα της τα
προβλήματα μέσα στους αναστεναγμούς του πάθους. Αλλά τώρα,
ο σκληρός, απαιτητικός σεΐχης ζητά πολύ περισσότερα -ζητά τον
έλεγχο της ζωής της!

Η Ρόζα ήταν πολύ καλή για πάρα πολύ καιρό. Δεν έχει καμιά
διάθεση να ξαναμπεί σ’ ένα κλουβί -όσο χρυσωμένα κι αν είναι τα
κάγκελά του!

Όμως, στις φλέβες του Κελάλ κυλά το αίμα των πολεμιστών της
ερήμου. Κι όσο του αντιστέκεται η Ρόζα, τόσο περισσότερο τη
θέλει. Καθώς η φωτιά του πάθους σαρώνει τις άμυνές του, θα
δεχτεί ο περήφανος σεΐχης την όμορφη Κορέτι όπως είναι;

ΟΙ ΚΟΡΕΤΙ ΤΗΣ ΣΙΚΕΛΙΑΣ

Όσο πιο ισχυρή η οικογένεια, τόσο πιο σκοτεινά τα μυστικά

ΟΙ ΚΟΡΕΤΙ ΤΗΣ ΣΙΚΕΛΙΑΣ

Όσο πιο ισχυρή η οικογένεια... τόσο πιο σκοτεινά τα μυστικά!


Γνωρίστε την πιο διαβόητη οικογένεια της Σικελίας!

Πίσω από τις κλειστές πόρτες του επιβλητικού παλάτσο τους, ζουν
και βασιλεύουν τα αδυσώπητα πάθη και η καταλυτική γοητεία των
Κορέτι. Σας προσκαλούμε στον επικίνδυνα σαγηνευτικό κόσμο
τους...

Η Δυναστεία

Είναι νέοι, πλούσιοι και αμαρτωλά γοητευτικοί. Τα θρυλικά


κατορθώματά τους φιγουράρουν τακτικά στα πρωτοσέλιδα των
εφημερίδων της Σικελίας!

Το Σκάνδαλο

Αλλά πόσο καιρό θ’ αντέξουν κάτω από τα αμείλικτα φώτα της


δημοσιότητας πριν αποκαλυφθούν τα μυστικά της οικογένειας;

Η Κληρονομιά

Κάποτε σχεδόν καταστράφηκαν από τα μυστικά που κάλυπτε η


δίψα τους για δύναμη και εξουσία. Τώρα η νέα γενιά των Κορέτι
στοχεύει ξανά ψηλά -και καμιά ντροπή ή σκάνδαλο δε θα σταθεί
εμπόδιο στο δρόμο τους...

Οχτώ βιβλία, οχτώ συναρπαστικές ιστορίες -από τον Μ άιο και


κάθε μήνα.

Μ η χάσετε κανένα!
Sharon Kendrick
ΑΜΑΡΤΩΛΗ ΝΥΧΤΑ
Μ ετάφραση: Σταματία Τσακάλη

ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ

ΕΚΔΟΤΙΚΗ A. Β. Ε. Ε.

Φειδίου 18, 106 78 Αθήνα Τηλ.: 210 3609 438, 210 3629
723 www.arlekin.gr

Τίτλος πρωτοτύπου:

A Whisper of Disgrace

© 2013 Harlequin Books S.A.

© 2014 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ABEE για την


ελληνική γλώσσα, κατόπιν συμφωνίας με τη HARLEQUIN
BOOKS S.A. All rights reserved.

To λογότυπο ΑΡΛΕΚΙΝ και το σχέδιο του Ρόμβου είναι εμπορικά


σήματα ιδιοκτησίας της Harlequin Enterprises Limited ή των
θυγατρικών εταιρειών της και χρησιμοποιούνται από άλλους
κατόπιν αδείας.
Η εικόνα εξωφύλλου χρησιμοποιείται κατόπιν συμφωνίας με τη
Harlequin Books S.A. All rights reserved.

Μ ετάφραση: Σταματία Τσακάλη Επιμέλεια: Θάλεια


Ευθυμίου Διόρθωση: Ρήγας Καραλής

Το βιβλίο αυτό είναι έργο μυθοπλασίας. Τα ονόματα, οι


χαρακτήρες, οι τοποθεσίες και τα περιστατικά είτε είναι προϊόν της
φαντασίας του συγγραφέα είτε χρησιμοποιούνται κατά τρόπο
μυθιστορηματικό. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικό
πρόσωπα, εν ζωή ή όχι, γεγονότα, τοποθεσίες, ιδρύματα ή
επιχειρήσεις είναι εντελώς συμπτωματική.

Απαγορεύονται η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή -ολική, μερική


ή περιληπτική-, η κατά παράφροση ή διασκευή απόδοση του
κειμένου με οποιονδήποτε τρόπο -μηχανικό, ηλεκτρονικό,
φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλον- χωρίς προηγούμενη
γραπτή άδεια του εκδότη, σύμφωνα με το Νόμο 2121/1993 και τις
διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας.

ISSN 1105-8226

ΧΡΥΣΑ ΑΡΛΕΚΙΝ - ΤΕΥΧΟΣ 1663 Τυπώθηκε και


βιβλιοδετήθηκε στην Ελλάδα.

M ade and printed in Greece.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Το μπουκάλι ήταν παγωμένο, αλλά όχι τόσο παγωμένο όσο ο
πάγος γύρω από την καρδιά της. Η Ρόζα σήκωσε τη σαμπάνια στα
χείλη της και ήπιε άλλη μια γουλιά καθώς προσπαθούσε να
μουδιάσει τον πόνο. Ήθελε να ξυπνήσει και ν’ ανακαλύψει ότι οι
τελευταίες λίγες μέρες δεν είχαν υπάρξει ποτέ. Ήθελε να είναι το
άτομο που πίστευε πάντα ότι ήταν. Και ήθελε εκείνος ο ψηλός,
επιβλητικός άντρας στην άλλη άκρη του νάιτκλαμπ να σταματήσει
να την παρακολουθεί μ’ εκείνο το σκοτεινό και τρομαχτικό
βλέμμα του.

Τα αστραφτερά φώτα και η δυνατή μουσική την έκαναν να νιώθει


ζαλισμένη -ή ίσως έφταιγε η σαμπάνια που έπινε από τη στιγμή
που είχε φτάσει. Δεν ήταν συνηθισμένη στην αψιά, αφρώδη γεύση
της και δεν της άρεσε ιδιαίτερα -κυρίως επειδή είχε μεγαλώσει με
τα κρασιά της Σικελίας, που ήταν πλούσια και ζεστά και κόκκινα.
'Οταν δηλαδή της επέτρεπαν να πιει περιστασιακά μισό ποτήρι
νερωμένο κρασί -κάτω από τα άγρυπνα προστατευτικά μάτια των
δύο αδερφών της.

Μ όνο που δεν ήταν πραγματικά αδερφοί της, σωστά; Από δω και
πέρα έπρεπε ν’ αρχίσει να τους σκέφτεται ως ετεροθαλείς
αδερφούς της.

Η Ρόζα έσφιξε το λαιμό του μπουκαλιού, ένα σύγκρυο διέτρεξε τη


ραχοκοκαλιά της καθώς ανάγκαζε τον εαυτό της ν’
αντιμετωπίσει την απίστευτη αλήθεια. Ότι τίποτα δεν ήταν όπως
φαινόταν ούτε θα ήταν ποτέ ξανά. Η ανακάλυψη ήταν βάναυση
και είχε μάθει με τον χειρότερο δυνατό τρόπο ότι ζούσε ένα ψέμα
όλη της τη ζωή.

Και ότι η ίδια δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά μία απάτη.

«Μαντεμουαζέλ; Είστε έτοιμη;»

Η Ρόζα κστένευσε βουβά καθώς ο υπεύθυνος του κλαμπ της


έδειχνε προς την εξέδρα, όπου διάφορες γυναίκες προσπαθούσαν
να χορέψουν στο στύλο όλο το βράδυ. Η αλήθεια ήταν ότι οι
περισσότερες τα έκαναν μαντάρα, παρά το γεγονός ότι ήταν λεπτές
και ξανθές και απίστευτα γυμνασμένες. Αλλά, βέβαια, όλες οι
γυναίκες σε αυτό το μέρος της Γαλλικής Ριβιέρας ήταν έτσι. Η
Ρόζα ήταν εκείνη που ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα με τα
χαλκόχρωμα μαλλιά της, τη σταρένια επιδερμίδα της και τις
πλούσιες καμπύλες της -οι οποίες ξεχείλιζαν από το ολοκαίνουριο
σκούρο κόκκινο φόρεμά της.

Πάτησε το ένα πόδι της μάλλον αβέβαια στην εξέδρα, διερωτώμε-


νη αν θα μπορούσε να χορέψει με αυτά τα τακούνια που δε θα είχε
τολμήσει να φορέσει ποτέ στην πατρίδα της τη Σικελία. Αλλά
ποιος νοιαζόταν αν σκόνταφτε; Και ποιος νοιαζόταν αν αυτό το
φόρεμα ήταν το πιο κοντό πράγμα που είχε φορέσει ποτέ; Όχι
εκείνη. Απόψε θα πετούσε από πάνω της την παλιά Ρόζα, εκείνη
που νοιαζόταν τόσο πολύ για τους τύπους και έκανε πάντα το
σωστό. Απόψε θα γινόταν μια νέα Ρόζα -μια Ρόζα που είχε γίνει
τόσο σκληρόπετση, ώστε κανείς δε θα μπορούσε να την πληγώσει
ξανά. Σ’ αυτή την προνομιούχα λωρίδα της γαλλικής ακτογραμμής,
που ήταν γνωστή ως Κυανή Ακτή, θα έβγαινε από το
προστατευτικό κουκούλι της και θα μεταμορφωνόταν σ’ ένα
λαμπερό και αγνώριστο πλάσμα -και η μεταμόρφωσή της θα ήταν
ολοκληρωτική.

Ήπιε άλλη μια γουλιά σαμπάνια και άφησε το μπουκάλι κάτω,


αλλά, καθώς ανέβαινε στην εξέδρα, το βλέμμα της αντάμωσε το
βλέμμα του άντρα στην άλλη άκρη του κλαμπ -εκείνου με τα
μαύρα μαλλιά και το γεροδεμένο κορμί. Την παρακολουθούσε
ακόμη -και κάτι στην περίεργη ευθυμία που σπίθιζε στα βάθη των
ματιών του έκανε το στομάχι της Ρόζας να σκιρτήσει παράξενα.
Δεν του είχε μάθει ποτέ κανείς ότι ήταν αγενές να κοιτάζει τόσο
επίμονα; Και ακόμη πιο αγενές να αγνοεί την καημένη τη γυναίκα
που ήταν κυριολεκτικά κρεμασμένη πάνω του.

Η μουσική άρχισε καθώς η Ρόζα έπιανε το στύλο, σπρώχνοντας τη


λεκάνη της προς το μέρος του, όπως είχε δει να κάνουν οι άλλες

γυναίκες. Δεν είχε δει καν ένα χορό σε στύλο μέχρι απόψε -ούτε
θα είχε τολμήσει ποτέ να πάρει μέρος σ' ένα διαγωνισμό για
ενθουσιώδεις ερασιτέχνιδες χορεύτριες. Αλλά το σοκ μπορούσε
να κάνει έναν άνθρωπο να φερθεί μ’ έναν τρόπο εντελώς
ασυνήθιστο για το χαρακτήρα του.
Τυλίγοντας ένα πόδι της γύρω από τον ολισθηρό στύλο, άρχισε να
κινείται. Ένιωθε το λείο, κρύο μέταλλο να γλιστράει στο γυμνό
μηρό της. Το αλκοόλ την είχε χαλαρώσει και ο υπνωτιστικός
ρυθμός της μουσικής άρχισε να την παρασύρει. Και ξαφνικά ήταν
εύκολο. Εύκολο να χαθεί στο αισθησιακό λίκνισμα της μουσικής
και να ξεχάσει τον πόνο στην καρδιά της. Οι κινήσεις της έμοιαζαν
ενστικτώδεις -σαν να είχε γεννηθεί για να χορεύει έτσι. Λες και το
να τρίβει το κορμί της σ’ ένα στατικό κομμάτι μέταλλο ήταν κάτι
που έκανε πάντα. Κλείνοντας τα μάτια της, σήκωσε το πόδι της
ακόμη πιο ψηλά και έγειρε το κεφάλι πίσω, μέχρι που ένιωσε τα
μακριά μαλλιά της ν’ αγγίζουν το πάτωμα. Άρχισε να κουνά τους
γοφούς της με αργές και αισθησιακές κυκλικές κινήσεις πάνω στο
στύλο και, ανεξήγητα, ένιωσε το αργό κάψιμο της έξαψης βαθιά
στα λαγόνια της.

Μ έσα από την ονειροπόλα νάρκη της μπορούσε ν’ ακούσει και


άλλους ήχους. Δυνατές επευφημίες καθώς γλιστρούσε πάνω
κάτω στο ρυθμό της μουσικής. Το ασυγκράτητο βουητό αντρικών
φωνών που φώναζαν με ενθουσιασμό καθώς κρατούσε σφιχτά το
στύλο και στριφογύριζε πάνω του. Αλλά δεν την ένοιαζε ποιος
φώναζε -κράτησε τα μάτια της σφιχτά κλεισμένα και έδωσε στο
χορό όλο της το είναι. Ήταν το πιο εξαγνιστικό πράγμα που είχε
κάνει ποτέ και μόνο όταν σταμάτησε η μουσική άνοιξε τα μάτια της
και ανακάλυψε ότι ένα μεγάλο πλήθος αντρών είχε μαζευτεί
μπροστά στη σκηνή για να την παρακολουθήσει.

Για μια στιγμή ανοιγόκλεισε τα μάτια της, νιώθοντας σαν σπάνιο


έκθεμα σε ζωολογικό κήπο. Έπιασε τον εαυτό της να περιμένει
να δει τα έξαλλα πρόσωπα των αδερφών της.

Διόρθωση. Των ετεροθαλών αδερφών της -αλλά εκείνοι ήταν


εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά.

Ίσιωσε το κορμί της και σάρωσε με το βλέμμα της τους


συγκεντρωμένους άντρες, διερωτώμενη πώς θα κατάφερνε να
περάσει ανάμεσά τους χωρίς να τους σπρώξει. Πολλοί από αυτούς
είχαν τα πουκάμισά τους ανοιχτά ως τη μέση και τα στήθη τους
έδειχναν ιδρωμένα. Δεν ήθελε να τους αγγίξει. Ρίγησε. Δεν ήθελε
καμία επαφή μαζί τους. Το μόνο που ήθελε ήταν άλλο ένα ποτό,
επειδή ο πόνος στην καρδιά της επέστρεφε ξανά και ένα ποτό
φαινόταν ο μόνος τρόπος να τον μουδιάσει. Έσκυψε για να πιάσει
το μπουκάλι και τότε ένιωσε το χάδι δάχτυλων στο μπράτσο της.
Ίσιωσε το κορμί της και βρέθηκε να κοπάζει τα πιο μαύρα μάτια
που είχε δει ποτέ.

Ήταν ο άντρας από την άλλη άκρη του κλαμπ. Εκείνος που την
κοίταζε επίμονα. Ο οποίος μέχρι δέκα λεπτά νωρίτερα ήταν το
αντικείμενο της προσοχής μερικών πολύ όμορφων γυναικών.
Προσπάθησε να εστιάσει το βλέμμα της για να τον κοιτάξει
καλύτερα και, καθώς η μορφή του θόλωσε και μετά έγινε καθαρή
ξανά, σκέφτηκε ότι δεν είχε ξαναδεί ποτέ πριν έναν άντρα σαν
αυτόν. Καθώς στεκόταν τόσο κοντά στο σκληρό κορμί του και
κοίταζε το πρόσωπό του με τη γερακίσια μύτη, η Ρόζα μπορούσε να
καταλάβει ξαφνικά γιατί εκείνη η γυναίκα ήταν κολλημένη πάνω
του. Έμοιαζε μεγαλύτερος από τη ζωή -σαν να ήταν φτιαγμένος
από μια σκοτεινή, πρωτόγονη δύναμη που δέσποζε σε όλο το
δωμάτιο. Τα μαύρα μάτια του σπίθιζαν σαν να έκαιγε μια φωτιά
πίσω από τις μακριές βλεφαρίδες του και τα χείλη του ήταν
σαρκώδη και αισθησιακά.

Αλλά εκείνος συνοφρυώθηκε καθώς έριχνε μια ματιά στο


θορυβώδες πλήθος των αντρών. «Μ ου δίνεις τη εντύπωση ότι
χρειάζεσαι επειγόντως σωτηρία», είπε με μια εξωτική προφορά που
η Ρόζα δεν αναγνώρισε.

Η παλιά Ρόζα μπορεί να είχε τρομοκρατηθεί από έναν τέτοιο


άντρα -αν δηλαδή την είχε αφήσει ποτέ να τον πλησιάσει στα
δύο μέτρα η υπερπροστατευτική οικογένειά της. Αλλά αυτή η νέα
και ελαφρώς μεθυσμένη Ρόζα δεν ένιωθε κανένα φόβο. Αντίθετα,
τον κοίταξε στα μάτια και ένιωσε μια αναντίρρητη έξαψη -σαν να
είχε ανακαλύψει μόλις κάτι που δεν περίμενε να βρει. Κάτι που
δεν είχε

αντιληφθεί καν ότι έψαχνε. «Κι εσύ είσαι ο κατάλληλος άνθρωπος


γι’ αυτό, υποθέτω;»

«Είμαι ο τέλειος υποψήφιος για οποιουδήποτε είδους αποστολή


διάσωσης, ομορφιά μου. Να είσαι σίγουρη γι’ αυτό».

Προσπαθώντας να πνίξει την έξαψη που βούιζε στις φλέβες της, η


Ρόζα κοίταξε γύρω της με προσποιητή έκπληξη. «Μ α δε
βλέπω πουθενά το λευκό σου άλογο».
«Επειδή ιππεύω πάντα ένα μαύρο επιβήτορα, αν και ποτέ στη Γαλ-
λία. Είναι μεγάλος και δυνατός και δεν του αρέσουν ιδιαίτερα τα
νάιτκλαμπ». Τα μάτια του έλαμπαν καθώς την κοίταζε. «Σε
αντίθεση με μια γυναίκα που δε φαίνεται ν’ αντιλαμβάνεται το
χαμό που προ-κάλεσε μ’ εκείνο τον απίστευτα σέξι χορό της λίγες
στιγμές πριν, βάζοντας σχεδόν φωτιά στο μαγαζί».

Το χαμόγελο της Ρόζας πάγωσε λιγάκι, καθώς συνειδητοποιούσε


ότι το φλερτ γινόταν όλο και πιο έντονο με κάθε στιγμή που
περνούσε. Και ένιωθε κάτι παραπάνω από φοβισμένη από αυτό,
επειδή ξεπερνούσε κατά πολύ την εμπειρία της. Ακόμη και στα
φοιτητικά της χρόνια στο Παλέρμο, οι άντρες που της άρεσαν
είχαν μείνει μακριά της όταν ανακάλυπταν ποια ήταν. Ποιος
λογικός άντρας θα έμπλεκε με μια Κορέτι, μια γυναίκα που δε θα
τολμούσε ν’ αγγίξει από φόβο ότι ένας από τους αδερφούς ή τους
ξάδερφούς της θα τον κυνηγούσε;

Δεν είχε γνωρίσει ποτέ κάποιον που να μην είχε αποθαρρυνθεί


από τη φήμη της ισχυρής οικογένειάς της και δε θα της
επέτρεπαν ποτέ να πλησιάσει έναν άντρα σαν αυτόν. Έναν άντρα
που ξεχείλιζε από τόσο καυτό σεξαπίλ, ώστε αναρωτήθηκε αν θα
καίγονταν τα δάχτυλά της έτσι και άπλωνε το χέρι της και τον
άγγιζε.

Ήξερε ότι το συνετό θα ήταν να κάνει μεταβολή και να φύγει. Να


γυρίσει στο δωμάτιο του ξενοδοχείου που είχε κλείσει και να
κοιμηθεί για να ξεμεθύσει. θα ξυπνούσε το πρωί -πιθανότατα με
φοβερό πονοκέφαλο- και θ’ αποφάσιζε τι θα έκανε με την
υπόλοιπη ζωή της.

Αλλά η Ρόζα δεν ένιωθε συνετή. Ένιωθε... απείθαρχη. Επειδή η


απειθαρχία ήταν πιο εύκολη από τον πόνο και τη μοναξιά, σωστά;

Η απειθαρχία σ’ έκανε να νιώθεις ζωντανός, αντί για άδειος και


βαρετός, χωρίς ιδέα πού πήγαινε η ζωή σου. «Δε θέλω να σωθώ»,
είπε λιγάκι δύστροπα καθώς έπινε άλλη μια γουλιά σαμπάνια.
«Θέλω να χορέψω».

«Αυτό», είπε σταθερά εκείνος καθώς έπαιρνε το μπουκάλι από το


χέρι της και το έδινε σε κάποιον που στεκόταν εκεί κοντά, ο
οποίος το πήρε χωρίς σχόλιο, «μπορεί να κανονιστεί επίσης».

Έπιασε το χέρι της και την οδήγησε προς την πίστα, και η Ρόζα
ένιωσε μια ξαφνική και μεθυστική αίσθηση κινδύνου καθώς
εκείνος την τραβούσε στην αγκαλιά του και η μουσική άρχισε να
πάλλεται σ’ ένα λάγνο σκοπό. Ήταν τόσο ψηλός -πολύ ψηλότερος
απ’ οποιον-δήποτε άντρα είχε γνωρίσει. Και το κορμί του ήταν
τόσο δυνατό. Έγλειψε τα ξεραμένα χείλη της. Μ ια γυναίκα δεν
είχε την παραμικρή ελπίδα απέναντι σ’ έναν τέτοιο άντρα. Η
σκέψη τη συνάρπασε αντί να την τρομάξει, όπως ήξερε ότι θα
έπρεπε. «Δεν ξέρω ούτε το όνομά σου», φώναξε.

«Επειδή δε σου το είπα».

«Και σκοπεύεις να μου το πεις;»


«Μ πορεί, αν είσαι πολύ καλή».

«Και αν δεν είμαι;» τον ρώτησε απερίσκεπτα.

Εκείνος δε δίστασε στιγμή. «Σ’ αυτή την περίπτωση, σίγουρα θα


σου το πω -επειδή τίποτα δε μου αρέσει περισσότερο από μια
γυναίκα που δεν είναι καλή. Το όνομά μου είναι Κελάλ».

Η Ρόζα πρόφερε το όνομα αργά: «Κε-λάλ».

«Μ μμ. Μ ου αρέσει ο τρόπος που το λες. Ακούγεται πολύ σέξι από


τα χείλη σου».

Η Ρόζα χαχάνισε. «Σταμάτα!»

Μ ’ ένα ξαφνικό σκίρτημα πόθου, ο Κελάλ την τράβηξε πιο κοντά


του και την ένιωσε να λιώνει πάνω του, σαν να τον περίμενε όλη
τη νύχτα να το κάνει αυτό. Αλλά το ίδιο δεν ίσχυε και γι’ αυτόν;
Δεν είχαν πάρει οι αισθήσεις του φωτιά από την πρώτη στιγμή που
την είχε αντικρίσει και είχε δει αυτά τα απαλά χείλη της να
χωρίζουν σε μια έκφραση αθώας κατάπληξης, η οποία σίγουρα δεν
ταίριαζε με την

αμαρτωλή ομορφιά του αισθησιακού κορμιού της; Ένιωθε τα


στήθη της να πιέζονται στο στέρνο του και πήρε μια κοφτή ανάσα
πόθου καθώς χαμήλωνε το στόμα του στο αυτί της. «Τώρα, για να
δούμε αν μπορείς να χορέψεις στην πίστα τόσο καλά όσο χόρεψες
και στην εξέδρα, ομορφιά μου;»
Τα επιδέξια λόγια που έρεαν από τα χείλη του προειδοποιούσαν τη
Ρόζα να προσέχει. Επειδή υπήρχε πάντα ένας λόγος όταν
σου έκανε κάποιος ένα κομπλιμέντο -η αμείλικτη οικογένειά της
της το είχε διδάξει αυτό. Έλεγες σε μια γυναίκα ότι ήταν όμορφη
και εκείνη σού καθόταν -έτσι δε λειτουργούσαν τα πράγματα; Δεν
είχε μεγαλώσει παρακολουθώντας τους άντρες της οικογένειάς
της να θέτουν σε εφαρμογή τις δικές τους άκαρδες στρατηγικές
αποπλάνησης; Τέτοιου είδους άντρες ήθελαν μόνο ένα πράγμα από
μια γυναίκα σαν εκείνη, και η Ρόζα είχε ανστραφεί να προστατεύει
την τιμή και την ακεραιότητά της. Αλλά αυτό ήταν πριν αλλάξει ο
κόσμος της. Πριν αποδειχτεί ότι οι αξίες με τις οποίες είχε
μεγαλώσει ήταν ρηχές και άχρηστες.

Έτσι απώθησε τις αμφιβολίες της και τον κοίταξε πεταρίζοντας τις
βλεφαρίδες της μ’ ένα φιλάρεσκο τρόπο που δεν ήξερε καν ότι
είχε στο ρεπερτόριό της μέχρι τώρα. «Θα με βαθμολογήσεις με
άριστα το δέκα;»

«Αν θέλεις». Τα χέρια του σφίχτηκαν γύρω από τη μέση της.


«Αλλά σε προειδοποιώ ότι μπορεί να είμαι πολύ αυστηρός κριτής».

Τα λόγια τής βγήκαν σχεδόν πριν αντιληφθεί ότι τα είχε πει. «Θα
το ρισκάρω».

«Ωραία». Τα χείλη του χάιδεψαν τον λαιμό της. «Μ ου αρέσουν οι


γυναίκες που ρισκάρουν».

Η Ρόζα ένιωσε το χάδι του στόματός του στο γυμνό λαιμό της και
έκλεισε τα μάτια της με ευχαρίστηση. Αυτό ήταν... παράδεισος. Τα
χέρια του είχαν σφιχτεί γύρω της και συνειδητοποίησε ότι το
να χορεύει μαζί του ήταν διαφορετικό από το να χορεύει με
οποιονδή-ποτε άλλο. Έμοιαζε να φτιάχνει τους δικούς του
κανόνες, αγνοώντας εντελώς το ρυθμό της μουσικής και
χορεύοντας μαζί της σαν

να ήταν αυτό ένα αργό βαλς και όχι ένας ζωηρός σκοπός. Κι
εκείνη τον άφηνε. Γιατί τον άφηνε; Επειδή θα μπορούσε να
συνεχίσει να το κάνει αυτό όλη τη νύχτα, τόσο καλός ήταν σ’
αυτό.

«Σου αρέσει αυτό;» τη ρώτησε απαλά καθώς οι παλάμες του


γλιστρούσαν κτητικά στις καμπύλες των γλουτών της.

Η ξαφνική μεθυστική αίσθηση ελευθερίας και η αίσθηση ότι αφου-


γκραζόταν τις επιθυμίες του κορμιού της έκαναν τη Ρόζα τολμηρή
και δε μαζεύτηκε φοβισμένη από τον τρόπο που την τραβούσε
ακόμη πιο κοντά του. «Ναι».

«Το φαντάστηκα. Κι εμένα μου αρέσει. Μ ου αρέσει πολύ».

Ο Κελάλ έκλεισε τα μάτια του όταν ένιωσε τα ακροδάχτυλά της


να κινούνται στους ώμους του. Ένιωθε το χάδι των μεταξένιων
μαλλιών της στο μάγουλό του και τον σάρωσε ένα κύμα πόθου
τόσο δυνατό, που τον κατεκλυσε μια αβάσταχτη ανάγκη να την
αγγίξει ακόμη πιο τολμηρά.
Αλλά, ακόμη κι αν ήταν πάντα γνωστός ως ένας πρίγκιπας που
παραβίαζε τους κανόνες, ο Κελάλ σεβόταν αρκετά τη θέση του
ώστε να μην υπονομεύσει τον βασιλικό του ρόλο. Άλλο πράγμα
ήταν να χορεύει με μια γυναίκα προφανώς επιδειξιομανή και άλλο
να της κάνει έρωτα σε δημόσιο μέρος. Έτσι, παρ’ όλο που ήταν
καλυμμένοι από το πλήθος που χοροπηδούσε γύρω τους και παρ’
όλο που τα φώτα που αναβόσβηναν έκρυβαν τις περισσότερες
κινήσεις τους, δεν έκανε αυτό που ήθελε να κάνει. Το οποίο ήταν
να παίξει με τις κορφές του στήθους της πάνω από το λεπτό σατέν
ύφασμα του μίνι φορέματος της. Ή να γλιστρήσει το χέρι του ψηλά
στο μηρό της και ν’ αγγίξει την αναμφισβήτητα υγρή ζεστασιά της
πάνω από το εσώρουχό της.

Αν δηλαδή φορούσε εσώρουχο.

Ξεροκατάπιε και αναρωτήθηκε αν εκείνη μπορούσε να νιώσει το


ξαφνικό σκίρτημα της στύσης του.

Την είχε προσέξει τη στιγμή που μπήκε στο νάιτκλαμπ -αλλά,


βέβαια, το λαμπερό κόκκινο φόρεμά της δεν άφηνε πολλά στη
φαντασία. Είχε τον τύπο του σώματος που δεν ήταν καθόλου της
μόδας -ιδιαίτερα εκεί, στη Νότια Γαλλία. Δεν έδειχνε σαν να
περνούσε ώρες στο γυμναστήριο ούτε σαν να έκανε εξαντλητική
δίαιτα. Το είδος της δίαιτας που άφηνε τις γυναίκες μ’ εκείνη τη
συνοφρυωμένη και ελαφρά νευρική έκφραση -σαν να φοβούνταν
ότι μπορεί να λιποθυμούσαν από την πείνα. Αντίθετα, ήταν γεμάτη
και αισθησιακή -σαν ένα ζουμερό ροδάκινο λίγο πριν πέσει από το
δέντρο.

Είχε προσέξει τον τρόπο που τα μαλλιά της έπεφταν σαν σκούρο
μετάξι ως τη μέση της και το φόρεμά της μόλις που κάλυπτε
την απαλή σάρκα των γυμνών μηρών της. Τα μάτια τους είχαν
ανταμώσει από τις απέναντι άκρες της πίστας -είχε δει τα μάτια της
ν’ ανοίγουν διάπλατα σαν να είχε ξαφνιαστεί- κι εκείνη τη στιγμή ο
Κελάλ το κατάλαβε. Όπως καταλάβαινε πάντα πότε τον ήθελε μια
γυναίκα. Ήταν δική του και ήθελε να την αποκτήσει όσο γινόταν
πιο γρήγορα -επειδή κάποια μέρα πολύ σύντομα αυτό το είδος των
σεξουαλικών περιπετειών θα ανήκαν στο παρελθόν.

Ο Κελάλ ένιωσε το στόμα του να σφίγγεται με στωικότητα, επειδή


το καθήκον και το πρωτόκολλο ενός συμβατικού γάμου δέσποζε
στον κοντινό ορίζοντα και οι μέρες του ως ανέμελου πλεϊμπόι
ήταν μετρημένες. Ακόμη κι αν η νέα σύζυγός του κι εκείνος
συμφωνούσαν σ’ έναν «απελευθερωμένο» γάμο -ή, τουλάχιστον,
«απελευθερωμένο» για εκείνον-, ήξερε ότι στο μέλλον θα έπρεπε
να απολαμβάνει τις περιπέτειές του διακριτικά. Προερχόταν από
μια κουλτούρα όπου οι γυναίκες έκαναν τα στραβά μάτια στις
αταξίες των συζύγων τους, αλλά ο γάμος συνεπαγόταν ορισμένες
υποχρεώσεις. Οι μέρες που έμπαινε σ’ ένα νάιτκλαμπ μόνος και
έφευγε με μια όμορφη γυναίκα στο πλευρό του θα ήταν παρελθόν.

Πίεσε τα χείλη του στο ζεστό λοβό του αυτιού της καθώς
λικνίζονταν στο ρυθμό της μουσικής. «Πώς σε λένε;» τη ρώτησε.
«Ρόζα», του απάντησε, παραλείποντας ενστικτωδώς το επώνυμο
«Κορέτι». Εκείνος μπορεί να είχε ακουστά τη διαβόητη οικογένειά
της ή μπορεί και όχι, αλλά δε σκόπευε να πάρει αυτό το ρίσκο.
Απόψε μπορεί να ήταν η νύχτα που φερόταν παράτολμα, αλλά όχι
ανόητα.

«Ρόζα», επανέλαβε εκείνος, γλιστρώντας την παλάμη του στον

πυκνό χείμαρρο των σκούρων μαλλιών της σαν να χάιδευε τα


πλευρά του αγαπημένου του αλόγου. Χαμογέλασε καθώς την
ένιωσε να αναδεύεται σε ανταπόκριση. «Κι αυτό μου αρέσει. Είσαι
Ιταλίδα;»

«Ναι», κατάφερε να ψελλίσει η Ρόζα, αν και ήταν δύσκολο να


μιλήσει όταν η γήινη μυρωδιά του την κατέκλυζε. Τι πείραζε αν
ήταν λιγάκι φειδωλή με την αλήθεια; Στην πραγματικότητα ήταν
γέννημα-θρέμμα Σικελή και η οικογένειά της θα γινόταν έξαλλη
από θυμό αν την άκουγαν να ισχυρίζεται ότι ήταν Ιταλίδα! Αλλά
ήταν πιο εύκολο έτσι. Και δεν όφειλε τίποτα πια στην οικογένειά
της. Τίποτα απολύτως. «Ναι».

«Και συνηθίζεις να χορεύεις σε στύλο σε νάιτκλαμπ, Ρόζα;»


Κούνησε το κεφάλι της. «Δεν το είχα ξανακάνει
ποτέ». «Ενδιαφέρον. Γιατί όχι;»

Η Ρόζα μόρφασε, επειδή αυτό ήταν ένα θέμα που δεν ήθελε να
συζητήσει. Κούνησε το κεφάλι της. «Μ ίλησέ μου για σένα
καλύτερα!»
Αλλά ο Κελάλ συνειδητοποιούσε ότι δεν ήθελε να πρέπει να
φωνάζει για ν’ ακουστεί και δεν τολμούσε να μείνει στην πίστα
μαζί της πολύ περισσότερο. Λίγο ακόμη να τριβόταν το αισθησιακό
κορμί της πάνω του και δε θα μπορούσε να κουνηθεί. Γιατί λοιπόν
να μην περάσουν κατευθείαν στο ψητό και να συνεχίσουν αυτή τη
συζήτηση κάπου πιο ήσυχα -όπως στην απομόνωση της βίλας του,
κοντά σ’ ένα βολικό κρεβάτι;

«Γιατί δεν πάμε κάπου πιο ήσυχα;» της πρότεινε.

Η Ρόζα ταλαντεύτηκε. Ευχήθηκε να την είχε προειδοποιήσει


κάπως πριν χαλαρώσει τη λαβή του γύρω της, επειδή ξαφνικά
ένιωσε σαν πλοίο με σπασμένη άγκυρα. «Σαν πού;»

Ο Κελάλ συνοφρυώθηκε, νιώθοντας μια σπίθα εκνευρισμού. Γιατί


το έκαναν πάντα αυτό οι γυναίκες; Γιατί το έπαιζαν εντελώς
αθώες, ενώ ήξεραν και οι δυο πώς ακριβώς θα τελείωνε η βραδιά;
Η προσπάθεια να προσποιηθεί ξαφνικά την αθώα δε θα πετύχαινε
ποτέ σε μια πονηρή αλεπού σαν εκείνη. Ανασήκωσε τους ώμους
του. «Ξέρω ένα μέρος με καταπληκτική θέα, όπου θα μπορούσαμε
να καθίσουμε και ν’ ατενίσουμε τα αστέρια».

«Ω, λατρεύω τ’ αστέρια», είπε ονειροπόλα η Ρόζα.

«Κι εγώ τα λατρεύω. Γιατί δε φεύγουμε από δω λοιπόν, για να


βρούμε το δικό μας μικρό κομμάτι του παραδείσου;»

Τα λόγια του ήταν τόσο ποιητικά, σκέφτηκε η Ρόζα καθώς μια


αίσθηση ζάλης την κυρίευσε ξανά. Προσπάθησε να θυμηθεί πότε
ήταν η τελευταία φορά που είχε φάει, αλλά πρέπει να ήταν πολλές
ώρες πριν. «Εντάξει», συμφώνησε προσεχτικά.

Και ο Κελάλ χαμογέλασε, επειδή ήταν τόσο εύκολο όσο περίμενε


να είναι. Ο Κελάλ έπαιρνε πάντα αυτό που ήθελε. Αυτό έλεγαν
πάντα για εκείνον. Δεν είχε χρειαστεί να παλέψει ποτέ για τίποτα
και για κανέναν -εκτός από το μόνο άτομο που ήθελε πραγματικά,
και δεν ήταν δυνατό να παλέψει για εκείνη.

Η Ρόζα τον κοίταζε τώρα και η έκφραση στο πρόσωπό της ήταν
τόσο απαλή... και γεμάτη εμπιστοσύνη -κι εκείνος δεν ήθελε να
τον κοιτάζει έτσι. Την ήθελε ερεθισμένη και καυτή και σέξι. «Πάμε
να βρούμε το αυτοκίνητό μου», είπε, σαρώνοντας τα γυμνά χέρια
και πόδια της με το βλέμμα του. «Έχεις κάποιο σακάκι ή κάτι
τέτοιο;»

Η Ρόζα ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Είχε; Δεν μπορούσε να


θυμηθεί. Κοίταξε το σατέν μίνι φόρεμά της που σταματούσε στους
μηρούς της. Θυμόταν ότι το είχε αγοράσει σε μια εξωφρενικά
ακριβή μπουτίκ στην Αντίμπ μόλις λίγες ώρες νωρίτερα, μαζί με τα
πανύψηλα παπούτσια που το συνόδευαν. Ταίριαζε με την κόκκινη
τσάντα που κρεμόταν από τον ώμο της με μια επίχρυση αλυσίδα,
αλλά δε θυμόταν να είχε κάποιο σακάκι.

«Δε νομίζω», είπε αόριστα.

Το βλέμμα που της έριξε ο Κελάλ ήταν ελαφρώς ανήσυχο και,


καθώς την οδηγούσε μέσα από την κατάμεστη πίστα, άρχισε
ξαφνικά να μετανιώνει για την παρορμητική προσφορά του. Εκείνη
μπορεί να έδειχνε σαν τη φαντασίωση κάθε άντρα που είχε
ζωντανέψει, αλλά τώρα το βήμα της ήταν ευδιάκριτα ασταθές και
ο Κελάλ άρχισε ν’ αναρωτιέται πόσο μεθυσμένη ήταν. Του άρεσαν
οι άτακτες γυναίκες, αυτό ήταν αλήθεια, αλλά τις προτιμούσε
νηφάλιες.

Μ ε το χέρι του χαμηλά στη μέση της, την ένιωσε να παραπατά


καθώς έβγαιναν από το κλαμπ και την έπιασε για να τη
στηρίξει. Ευτυχώς που δεν υπήρχαν παπαράτσι τριγύρω, σκέφτηκε
βλοσυρά καθώς την έβαζε απαλά στο πίσω κάθισμα της λιμουζίνας
που περί-μενε, και εκείνη σωριάστηκε στο κάθισμα με τα πόδια της
απλωμένα μπροστά της ενώ τα βλέφαρά της έκλεισαν
πεταρίζοντας.

Για πρώτη φορά στη ζωή του, ο Κελάλ έπιασε τον εαυτό του να
τραβά προς τα κάτω τον ποδόγυρο ενός φορέματος σε μια
μάταιη προσπάθεια να διατηρήσει ένα ίχνος αξιοπρέπειας. Δεν
ήταν η κατάλληλη στιγμή για να παρατηρήσει ότι εκείνη φορούσε
τελικά εσώρουχο. Ή ότι ήταν δαντελένιο, απ’ ό,τι φαινόταν.
«Πόσο ακριβώς ήπιες;» τη ρώτησε.

Εκείνη η βαθιά φωνή με την ξενική προφορά διαπέρασε το


μουδιασμένο μυαλό της και η Ρόζα άνοιξε διάπλατα τα μάτια της.
Ο καθαρός αέρας την είχε κάνει να νιώσει πολύ παράξενα, αλλά
ξαφνικά ένιωθε ασφαλής σ’ αυτό το πολυτελές αυτοκίνητο. Και
εκείνος ήταν ακόμη εκεί. Ο μαυρομάτης σωτήρας της από το
νάιτκλαμπ που την είχε κρατήσει τόσο σφιχτά στην αγκαλιά του
καθώς χόρευαν. Ένιωθε πολύ ασφαλής μαζί του. Γιατί λοιπόν δεν
την κρατούσε ακόμη στην αγκαλιά του; Γιατί δεν την κρατούσε
τόσο σφιχτά ώστε να μπορέσει να ξεχάσει τα πάντα εκτός από την
αίσθησή του αγγίγματος του;.

«Έλα εδώ και φίλησέ με», μουρμούρισε καθώς τα κατάμαυρα μάτια


του θόλωναν μπροστά της, μέχρι που η προσπάθεια να κρατήσει τα
βλέφαρά της ανοιχτά έγινε αβάσταχτη και τα έκλεισε ξανά.
«Σε παρακαλώ. Απλά φίλησέ με».

Ο Κελάλ έπιασε τα χέρια της και την ταρακούνησε ελαφρά καθώς


προσπαθούσε να την ξυπνήσει -αλλά δεν έκανε τον κόπο να
κρύψει την αποστροφή του ούτε τον αυξανόμενο θυμό του που
είχε επιτρέψει στον εαυτό του να μπλέξει σε μια τέτοια κατάσταση.
Πίστευε πραγματικά αυτή η γυναίκα ότι ήθελε να τη φιλήσει όταν
ήταν σ’ αυτά τα χάλια;

«Ρόζα», την κατηγόρησε. «Είσαι μεθυσμένη!»

«Το ξέρω». Το κεφάλι της έγειρε πίσω στο απαλό δερμάτινο


κάθισμα καθώς τα πρωτόγνωρα λόγια του τη σάρωναν. «Και
νιώθω φανταστικά».

«Αν μπορούσες να δεις τον εαυτό σου, δε θα το πίστευες αυτό»,


της είπε οργισμένα. «Επειδή μια μεθυσμένη γυναίκα δεν είναι
ποτέ όμορφο θέαμα».
«Ενώ ένας μεθυσμένος άντρας είναι εντάξει, υποθέτω;»
μουρμούρισε εκείνη. Έτσι είχε μεγαλώσει: άλλοι κανόνες για τους
άντρες και άλλοι για τις γυναίκες. Ω, γιατί ήταν τόσο άδικος ο
κόσμος;

«Δεν επιδοκιμάζω κανέναν που χάνει τον έλεγχο μ’ αυτό τον


τρόπο», απάντησε εκείνος. «Γι’ αυτό θα σε πάω σπίτι».

Η λέξη τη χλεύασε, κάνοντάς τα χείλη της ν' ανασηκωθούν σ’ ένα


άτονο χαμόγελο. «Σπίτι;» ρώτησε, και για πρώτη φορά μια υποψία
πικρίας τρύπωσε στη φωνή της. «Θα έχεις ένα προβληματάκι μ’
αυτό. Επειδή δεν έχω σπίτι. Όχι πια».

Ο Κελάλ έγειρε πάνω της, καταφέρνοντας την τελευταία στιγμή ν’


αποφύγει τα χέρια της που σηκώθηκαν σε μια προσπάθεια να
τυλιχτούν γύρω από το λαιμό του. Δεν τον ενδιέφερε αυτή η
συγκεκριμένη θλιβερή ιστορία που είχε πυροδοτήσει το αλκοόλ.
Ήθελε απλά να την ξεφορτωθεί και έπρεπε να το κάνει γρήγορα.
«Πού μένεις;» τη ρώτησε επιτακτικά.

Σ’ αυτή την ερώτηση, η Ρόζα άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε
θολά. Προσπάθησε ν’ ανασηκωθεί, αλλά για κάποιο λόγο τής
ήταν αδύνατο να κουνηθεί. Και εκείνος είχε επιστήσει την
προσοχή της σ’ ένα πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα. Πού έμενε;

«Δεν έχω ιδέα», μουρμούρισε, μαζεύοντας τα πόδια της κάτω από


το κορμί της. Ήταν άνετα εκεί μέσα και δεν ήθελε να πάει πουθενά
αλλού. Ήθελε να μείνει με αυτό τον άντρα με το βλοσυρό
πρόσωπο και τα λαμπερά μάτια που την έκανε να νιώθει ασφαλής
και την έκανε να νιώθει έξαψη επίσης. Χασμουρήθηκε νωχελικά
καθώς κούρνιαζε στο απαλό δερμάτινο κάθισμα. «Υποθέτω λοιπόν
ότι είναι καλύτερα να μείνω μαζί σου».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Ζεστή λιακάδα έλουζε το πρόσωπο της Ρόζας και για μια στιγμή
στριφογύρισε, απρόθυμη ν’ αφήσει το όνειρο που έμοιαζε
περίεργα αληθινό.

«Το ξέρω ότι είσαι ξύπνια».

Η σκληρή φωνή με την έντονη προφορά εισέβαλε στο όνειρό της


και το διέλυσε -αν και ανήκε στον άντρα που ήταν υπεύθυνος για
τις ερωτικές εικόνες που κυριαρχούσαν στην ανήσυχη νύχτα της.

Νιώθοντας το λαιμό της ξερό σαν καλοκαιρινή παραλία, η Ρόζα


άνοιξε τα μάτια της και αντίκρισε δυο μαύρα μάτια καρφωμένα
πάνω της -αλλά δεν υπήρχε καμία νωχελική περιέργεια ή διάθεση
για φλερτ μέσα τους εκείνο το πρωί. Το μόνο που μπορούσε να
διακρίνει ήταν θυμός και... Ζάρωσε. Ναι, ήταν σίγουρα
περιφρόνηση αυτό που είδε να τρεμοπαίζει στα εβένινα βάθη τους.

Ζαλισμένη, κοίταξε γύρω της σε μια προσπάθεια να


προσανατολιστεί και να συναρμολογήσει το παζλ των αναμνήσεων
της από το προηγούμενο βράδυ. Το κεφάλι της σφυροκοπούσε, το
στόμα της ήταν στεγνό και είχε την αίσθηση ότι κάτι δεν πήγαινε
καθόλου καλά.

Κοίταξε προς τα κάτω το κορμί της και συνειδητοποίησε έντρομη


ότι ήταν ξαπλωμένη σ’ ένα τεράστιο κρεβάτι -και εντελώς γυμνή!

Σφίγγοντας το φίνο λινό σεντόνι πάνω της για να κρύψει το


τρεμούλιασμα του στήθους της, ανακάθισε και κοίταξε τον άντρα
που ήξερε μόνο ως Κελάλ, ο οποίος στεκόταν στα πόδια του
κρεβατιού και την αγριοκοίταζε, θυμίζοντας κάποιου είδους
σκοτεινό και εκδικητικό άγγελο.

«Τι συνέβη;» ρώτησε η Ρόζα.

«Δε θυμάσαι;»

«Αν θυμόμουν, δε θα σε ρωτούσα».

Το περιφρονητικό στράβωμα του στόματός του έγινε πιο έντονο.


«Θέλεις να μάθεις αν κάναμε σεξ;»

Η Ρόζα ένιωσε τα μάγουλά της να φλογίζονται καθώς τον κοίταζε,


φρίττοντας με την ωμή ερώτηση του. Αλλά κάτω από τη φρίκη
παλλόταν η ανάμνηση του πόσο όμορφα είχε νιώσει όταν ήταν
στην αγκαλιά του στην πίστα χορού και ένιωσε ένα ανεπιθύμητο
μυρμήγκιασμα στα στήθη της. Ένιωθε σαν να είχε αφήσει έναν
εφιάλτη και είχε ξυπνήσει σ’ έναν άλλο -και θα έπρεπε να είναι
δυνατή, αν ήθελε να βγει απ’ όλα αυτά με κάποιο ίχνος
αξιοπρέπειας. Και μπορούσε να είναι δυνατή. Το είχε αποδείξει,
έτσι δεν ήταν; Είχε αντέξει το βι-τριολικό ουρλιαχτό που της είχε
πετάξει η μητέρα της καθώς έκανε την αισχρή εξομολόγησή της.
Και είχε αντιμετωπίσει την απίστευτη και ολέθρια αλήθεια ότι ο
αγαπημένος της πατέρας -ο μόνος σταθερός βράχος στη ζωή της-
δεν ήταν πραγματικός πατέρας της.

Προσευχήθηκε να δείξει το απαιτούμενο θάρρος καθώς κοίταζε το


θυμωμένο πρόσωπο του Κελάλ. «Και κάναμε;»

Εκείνος χαμογέλασε, και ήταν το πιο παγερό χαμόγελο που είχε δει
ποτέ η Ρόζα.

«Πίστεψέ με, γκαρμπούα, αν είχες κάνει σεξ μαζί μου, θα το


θυμόσουν, όσο μεθυσμένη κι αν ήσουν».

Η Ρόζα αντάμωσε το κοροϊδευτικό βλέμμα του, λέγοντας στον


εαυτό της ότι δε θα τον άφηνε να την τρομοκρατήσει. Απλά
έπρεπε να ξεμπλέξει από αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση -αλλά
πρώτα απ’ όλα ν’ αντιμετωπίσει τα γεγονότα.

«Δεν κάναμε λοιπόν;» τον ρώτησε ανέκφραστα.

«Όχι».

Εκείνη κράτησε το σεντόνι λίγο πιο σφιχτά. «Τότε γιατί δε φοράω


καθόλου ρούχα;»
«Επειδή σ’ έγδυσα».

«Εσύ... μ’ έγδυσες; Γιατί;»

«Εσύ γιατί λες;» της είπε κοφτά. «Επειδή ήθελα να καταβροχθίσω


με τα μάτια μου το απολαυστικό κορμί σου;» Κι όμως, ο Κελάλ

ένιωσε το ξαφνικό άγριο χτυποκάρδι του καθώς προσπαθούσε να


πνίξει την ανάμνηση της σφιχτής σάρκας της καθώς την
έγδυνε. Της είχε βγάλει τα ρούχα μηχανικά, αποστρέφοντας το
βλέμμα του όταν είχε γλιστρήσει εκείνο το λεπτό δαντελένιο
κιλοτάκι κάτω στα γόνατά της. Στην ημιαναίσθητη,
απελευθερωμένη από αναστολές κατάστασή της, τον είχε αρπάξει
και τον είχε τραβήξει προς το μέρος της -και ο Κελάλ είχε βιώσει
τη δελεαστική εμπειρία να βρεθεί το κεφάλι του βυθισμένο στα
υπέροχα στήθη της, πριν αναγκάσει το παλλόμενο κορμί του ν'
αποτραβηχτεί. «Σου έβγαλα τα ρούχα επειδή σκέφτηκα ότι δε θα
ήθελες να φύγεις από δω σήμερα το πρωί φορώντας το
τσαλακωμένο φόρεμα ή τα εσώρουχα της χθεσινής νύχτας».

Το κενό στη μνήμη της έκανε τη Ρόζα να νιώσει φοβισμένη, αλλά


δε θα τον άφηνε να το καταλάβει. «Σοβαρά;»

Ο Κελάλ άκουσε τη δυσπιστία στη φωνή της και ένιωσε το θυμό


να φουντώνει αργά μέσα του. Δεν αντιλαμβανόταν πόσο τυχερή
ήταν που ο άντρας που είχε βάλει στο στόχαστρό της το
προηγούμενο βράδυ ήταν κάποιος σαν εκείνον; Ότι κάποιος που
δεν είχε καθόλου ηθικούς ενδοιασμούς θα μπορούσε να την είχε
πάει σπίτι του και... Το στόμα του σκλήρυνε. «Θα σου πω ακριβώς
τι συνέβη», είπε κοφτά. «Δεν μπορούσες να θυμηθείς πού μένεις,
και ακριβώς πριν λιποθυμήσεις στο πίσω κάθισμα της λιμουζίνας
μου, δήλωσες ότι ήθελες να μείνεις μαζί μου».

Η Ρόζα δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα απολύτως για το κοκκίνισμα


που έβαψε τα μάγουλά της. «Είπα τέτοιο πράγμα;»

«Ναι», της επιβεβαίωσε βλοσυρά. «Και δε μου άφησες άλλη


επιλογή παρά να σε φέρω εδώ, στο ξενοδοχείο μου. Το σχέδιό μου
ήταν να σε βάλω μέσα όσο γινόταν πιο αθόρυβα και διακριτικά,
αλλά, δυστυχώς, εσύ είχες άλλα σχέδια».

Η Ρόζα είδε τη θυμωμένη κατηγορία που είχε σκοτεινιάσει το


πρόσωπό του. «Άλλα σχέδια;» ρώτησε με μια υποψία
νευρικότητας στη φωνή της.

«Ναι, άλλα σχέδια. Αποφάσισες ότι όλοι οι άνθρωποι στη γύρω


περιοχή και πέρα από αυτή έπρεπε να μάθουν τι ακριβώς ήθελες -
και αυτό που ήθελες ήταν να κατέβεις στην παραλία και να
κοιτάξεις τον ουρανό...»

Ω Θεέ μου. Είχε αρχίσει να τα θυμάται όλα τώρα. Εκείνος της είχε
υποσχεθεί να την πάει κάπου για να δει τ’ αστέρια. Της το είχε
πει στο νάιτκλαμπ καθώς την κρατούσε στην αγκαλιά του. Και
εκείνη τη στιγμή, είχε νιώσει σαν να της πρόσφερε ένα κομμάτι
του παραδείσου. «Τι... τι έγινε;» ψιθύρισε.
«Αποφάσισα ότι η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και μια
γυναίκα σχεδόν αναίσθητη τόσο κοντά στη Μ εσόγειο
αποτελούσαν ένα δυνητικά θανάσιμο συνδυασμό, έτσι σε μετέφερα
εδώ μέσα, σ’ έγδυσα... και σ’ έβαλα στο κρεβάτι».

«Και αυτό ήταν όλο;»

«Αυτό ήταν όλο».

«Κι εσύ πού κοιμήθηκες;» τον ρώτησε δηκτικά.

Εκείνος γέλασε κοφτά. «Όταν νοικιάζεις μια βίλα με θέα στη


Μ εσόγειο, συνήθως υπάρχουν περισσότερες από μία
κρεβατοκάμαρες. Για την ακρίβεια, υπάρχουν τρεις, οπότε
κοιμήθηκα στο διπλανό δωμάτιο».

Το μυαλό της Ρόζας στροβιλιζόταν καθώς άκουγε την εξήγησή του,


αλλά η σκέψη που κυριαρχούσε πάνω από τις άλλες ήταν ότι η
αρετή της ήταν ακόμη άθικτη -και αυτό την ξάφνιασε. Επειδή
θυμόταν τη μεθυστική αίσθηση εγκατάλειψης που είχε νιώσει όταν
την κρατούσε εκείνος στην αγκαλιά του στην πίστα. Δεν ήταν
έμπειρη, αλλά δε χρειαζόταν να είναι για να καταλάβει ότι ήταν
σαν ζυμάρι στα χέρια του το προηγούμενο βράδυ. Ότι, αν εκείνος
δεν ήταν τόσο ηθικός, θα ήταν ξαπλωμένος δίπλα της τώρα.
Επειδή τον ήθελε. Τώρα που το σκεφτόταν, τον ήθελε ακόμη.

Εκείνος είχε απομακρυνθεί από το κρεβάτι και τώρα που


βρισκόταν σε κάποια απόσταση είχε την ευκαιρία να τον
περιεργαστεί καλύτερα. Αναρωτήθηκε από πού ήταν -η βαθιά,
μελωδική προφορά του σίγουρα δεν ακουγόταν μεσογειακή και η
επιδερμίδα του ήταν υπερβολικά μελαψή.

«Ποιος είσαι;» τον ρώτησε ξαφνικά.

Ο Κελάλ σφίχτηκε, συνειδητοποιώντας ότι περίμενε αυτή την


ερώτηση πολύ πιο νωρίς και ξέροντας ότι η απάντησή του θα
περιέπλεκε πολύ περισσότερο τα πράγματα. Μ ήπως έπρεπε να πει
ψέματα; Να υιοθετήσει κάποια εικονική ταυτότητα, ξέροντας ότι οι
δρόμοι τους δε θα διασταυρώνονταν ποτέ ξανά; Αλλά αυτό μπορεί
να έριχνε λάδι σε μια πιθανώς εκρηκτική κατάσταση. Εκείνη είχε
εξευτελιστεί ήδη με τη μεθυσμένη συμπεριφορά της, μήπως
ξεσπούσε την ντροπή της πάνω του αν ανακάλυπτε ότι της είχε πει
ψέματα; Γνώριζε τις γυναίκες αρκετά καλά για να ξέρει ότι ήταν
ανυπόφορες όταν τις απέρριπτες. Γιατί να μην την κρατήσει ήρεμη;
Γιατί να μην την κάνει να εκτιμήσει όσα είχε κάνει για εκείνη;

«Το όνομά μου είναι Κελάλ», της είπε.

«Το ξέρω ήδη αυτό. Από πού είσαι; Δεν είσαι από μεσογειακή
χώρα, σωστά;»

«Όχι, δεν είμαι. Κατάγομαι από μια χώρα που λέγεται


Ζαχραστάν». Έψαξε στο πρόσωπό της για σημάδια αναγνώρισης.
«Έχεις καμία ιδέα πού είναι;»

Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν την έχω ακούσει ποτέ. Θα


έπρεπε;»

Ο Κελάλ είπε στον εαυτό του ότι δε θα έπρεπε να εκπλήσσεται.


Ουσιαστικά δεν περίμενε ότι μια κοσμική πεταλούδα που
χόρευε στο στύλο θα ήξερε πολλά πράγματα για το αραβικό
πριγκιπάτο το οποίο παρήγε ένα μεγάλο μέρος των παγκόσμιων
αποθεμάτων πετρελαίου. Πιθανότατα δε σκεφτόταν τίποτ’ άλλο
πέρα από το σε τι χρώμα θα έβαφε τα όμορφα νυχάκια των ποδιών
της κάθε μέρα. «Σου προτείνω να προσπαθήσεις να εξοικειωθείς μ'
έναν παγκόσμιο χάρτη, αν θέλεις να μάθεις την ακριβή θέση του».
Η φωνή του ήταν αδιάφορη καθώς της έριχνε μια ψυχρή ματιά.
«Λοιπόν, απάντησα ικανοποιητικά σε όλες τις ερωτήσεις σου;»

Η Ρόζα ήθελε να του πει ότι δεν είχε απαντήσει στις ερωτήσεις
της. Ήθελε να τον ρωτήσει αν μπορούσαν να ξεχάσουν τον
καταστροφικό τρόπο που είχε τελειώσει η βραδιά. Μ ακάρι να
μπορούσες

να γυρίσεις το χρόνο πίσω και να σταματήσεις στο σημείο που σου


άρεσε περισσότερο. Όταν χόρευε μαζί του όλα της φαίνονταν
τόσο... γεμάτα υποσχέσεις. Αλλά ο απαγορευτικός τόνος στη φωνή
του και η παγερή έκφραση στο πρόσωπό του την έκανε να
αντιληφθεί ότι αυτή δεν ήταν μια συζήτηση που ήταν πρόθυμος να
συνεχίσει. Σήκωσε τα δάχτυλά της στους κροτάφους της σαν να
μπορούσε έτσι να απαλύνει το σφυροκόπημα στο κρανίο της, αλλά
δεν έγινε τίποτα.
«Πονάει το κεφάλι μου», είπε, έχοντας την οδυνηρή επίγνωση ότι
το πρώτο και τελευταίο μεθύσι της και οι επιπτώσεις του είχαν
γίνει μπροστά σ’ ένα πολύ επικριτικό κοινό.

Ο Κελάλ κατένευσε καθώς έβλεπε μια αποδεκτή διέξοδο μπροστά


του. «Τι θα έλεγες να κάνεις ένα ντους και να ντυθείς;» της
πρότεινε μαλακά. «Τα πράγματά σου είναι κρεμασμένα στο μπάνιο
και μπορώ να σου παραγγείλω κάτι να φας. Θα νιώσεις πολύ
καλύτερα μόλις φας πρωινό...»

«Δε θέλω πρωινό», του είπε απότομα, συνειδητοποιώντας ότι


εκείνος δεν έβλεπε την ώρα να την ξεφορτωθεί.

«Πρέπει να φας. Πότε ήταν η τελευταία φορά που έφαγες;»

Εκείνη κούνησε το κεφάλι της. «Δε θυμάμαι».

Απρόθυμα, ο Κελάλ έπιασε το βλέμμα του να καθηλώνεται στα


μάτια της που ήταν φωτισμένα από τη ζωηρή λιακάδα, και για
πρώτη φορά πρόσεξε ότι το σκούρο χρώμα τους έσπαζαν πράσινες
και χρυσές πιτσιλιές που τον έκαναν να σκεφτεί το διάστικτο
λιόφωτο που έβρισκες μερικές φορές σ’ ένα ήσυχο ξέφωτο στο
δάσος. Αλλά η φυσική ομορφιά τους δεν έκρυβε τις σκιές που
φαίνονταν από κάτω τους -σκιές που δεν είχαν προκληθεί μόνο
από τη μουτζουρω-μένη μάσκαρά της. Τα μάτια της έδειχναν
άδεια, συνειδητοποίησε, σαν να είχε δει κάτι που την είχε
στοιχειώσει. Και ήταν χλομή. Πολύ χλομή. Κάτω από την απαλή
σταρένια επιδερμίδα της, είχε τη σφιγμένη έκφραση μιας γυναίκας
που είχε πάψει να νοιάζεται, όχι για την εμφάνισή της, αλλά για
την ίδια τη ζωή.

Και αυτό δεν ήταν δική του δουλειά.

Ήταν ένας πρίγκιπας και επρόκειτο ν’ ανακοινώσει τον αρραβώνα

του με μια πριγκίπισσα. Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν ήταν


ν' αρχίσει ν’ ανησυχεί για ένα κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο
που είχε γίνει τύφλα στο μεθύσι. Ευτυχώς που είχε δείξει αρκετή
δύναμη ώστε να μην ενδώσει στις υποσχέσεις του καταπληκτικού
κορμιού της. θα έπρεπε να είναι ευγνώμων που την είχε γλιτώσει.

Αλλά κάτι κέντριζε τη συνείδησή του και ανακάλυψε ότι δεν


μπορούσε να το αγνοήσει.

«Δε θα φύγεις από εδώ αν δε φας κάτι πρώτα», είπε επιτακτικά.

«Και θα ήσουν διατεθειμένος να μ’ εμποδίσεις να φύγω;»

Εκείνος ύψωσε τα φρύδια του. «Δε σκοπεύω να σε μαζέψω


δεύτερη φορά αν λιποθυμήσεις και δε θέλω το δράμα να σταματά
ένα γαλλικό ασθενοφόρο με τη σειρήνα να ουρλιάζει απέξω. Κάνε
λοιπόν κάτι λογικό για πρώτη φορά στη ζωή σου και φάε κάτι», της
είπε και, κάνοντας μεταβολή, κατευθύνθηκε προς την πόρτα.

Η Ρόζα έμεινε να TCV κοιτάζει καθώς η πόρτα έκλεινε με πάταγο


πίσω του και θα μπορούσε να ουρλιάζει από αγανάκτηση. Πώς
τολμούσε να την κρίνει και να τη βρίσκει ανεπαρκή, όταν το
προηγούμενο βράδυ δεν μπορούσε να κρατήσει τα χέρια του
μακριά της;

Μ πορούσε να κάνει ό,τι ήθελε, συνειδητοποίησε η Ρόζα, επειδή η


ίδια είχε φέρει τον εαυτό της σε αξιοκατάκριτη θέση.
Παραμέρισε θυμωμένα το σεντόνι και προχώρησε προς το μπάνιο,
αλλά μαζεύτηκε όταν είδε το είδωλό της στον τεράστιο καθρέφτη.
Ήταν ένα σοκ από πολλές απόψεις, επειδή το να τριγυρίζει γυμνή
ήταν κάτι που δεν έκανε ποτέ. Στη Σικελία φορούσε πάντα ένα
μεταξωτό νυχτικό για να διαφυλάττει τη σεμνότητά της, επειδή
έτσι είχε ανατραφεί.

«Φαντάσου να έπιανε μια φωτιά μέσα στη νύχτα», της είχε πει
κάποτε η μητέρα της μ’ εκείνο τον απότομο καυστικό τρόπο με τον
οποίο μιλούσε πάντα στη μοναχοκόρη της. «Και να σ’ έβρισκε ο
πυροσβέστης γυμνή και άσεμνη. Δε συμπεριφέρεται έτσι μια
κυρία, Ρόζα».

Καθώς στεκόταν κάτω από το χείμαρρο του νερού του ντους, τα


χείλη της Ρόζας στράβωσαν σε μια αυτοσαρκαστική έκφραση.
Κι εκείνη είχε αποδεχτεί την άποψη της μητέρας της. Όπως έκανε
πάντα. Αγνοώντας ότι η γυναίκα που την είχε μεγαλώσει τόσο
αυστηρά δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια άπιστη υποκρίτρια.

Άνοιξε τη στρόφιγγα του κρύου νερού, ελπίζοντας ότι το σοκ του


παγωμένου νερού μπορεί να ξέπλενε τις αναμνήσεις των
τελευταίων λίγων ημερών, αλλά δεν ήταν εύκολο να ξεχάσει τη
δραματική ομολογία της μητέρας της. Έμεινε στο ντους μέχρι που
ήταν καθαρή από το πολύ τρίψιμο και μετά βρήκε μια
αχρησιμοποίητη οδοντόβουρτσα και οδοντόκρεμα και εντόπισε τα
ρούχα της και τη βούρτσα των μαλλιών. 'Οταν πια άκουσε ένα
χτύπημα στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας, ένιωθε χίλιες φορές
καλύτερα και προετοιμάστηκε ψυχολογικά για ν’ αντιμετωπίσει το
επικριτικό πρόσωπο του Κελάλ.

«Πέρασε», είπε κοφτά, και η καρδιά της άρχισε να καλπάζει όταν


εκείνος μπήκε μέσα. «Είμαι έτοιμη».

«Το βλέπω», είπε ο Κελάλ, αφήνοντας απρόθυμα το βλέμμα του


να πλανηθεί πάνω της. Τα πόδια της ήταν γυμνά και το σκούρο
κόκκινο μίνι φόρεμά της άγγιζε την απαλή επιδερμίδα των μηρών
της. Για μια στιγμή ένιωσε ένα δυνατό κύμα πειρασμού καθώς
φανταζόταν να τη ρίχνει ξανά στο κρεβάτι, πριν το απωθήσει.
Αυτή η γυναίκα ήταν μπελάς, είπε στον εαυτό του. Το
προηγούμενο βράδυ μπορεί να είχε παρασυρθεί από την ομορφιά
και το χορό της, αλλά στο ψυχρό φως της μέρας ήξερε ότι ήταν
καλύτερα να την αποφύγει.

«Παράγγειλα να μας σερβίρουν πρωινό στη βεράντα», της είπε.


«Δεν πάμε κάτω, λοιπόν;»

Η πείνα έκανε τη Ρόζα να συμφωνήσει κατσούφικα και να κατέ-βει


μαζί του μια φαρδιά μαρμάρινη σκάλα και από κει στη βεράντα,
όπου είχε στρωθεί ένα τραπέζι με κρουασάν, χυμούς και μαρμελά-
δες και ένα πιάτο με κάτι που έμοιαζε με παγωμένο μάνγκο. Η
βεράντα είχε θέα σε περιποιημένους κήπους και στο βάθος
φαινόταν η καταγάλανη θάλασσα. Ήταν σαν να βρίσκονταν σ’
έναν ανεξάρτητο δικό τους κόσμο -μια ιδιωτική μικρή φούσκα,
χιλιόμετρα μακριά από την κίνηση και τη φασαρία της Γαλλικής
Ριβιέρας. «Είπες ότι αυτό είναι ξενοδοχείο;» ρώτησε με περιέργεια.

«Είναι, αλλά πάντα νοικιάζω μία από τις δύο βίλες που
περιλαμβάνονται σ’ αυτό. Έχουν δικούς τους ιδιωτικούς κήπους
και αυτό μου προσφέρει μεγαλύτερη απομόνωση».

Η Ρόζα κάθισε σε μία από τις ψάθινες πολυθρόνες και κοίταξε τα


ανέκφραστα μάτια του. «Πράγμα που καθιστά πιο εύκολο να
ξεφορτώνεσαι ανεπιθύμητους νυχτερινούς φιλοξενούμενους το
πρωί, υποθέτω;»

Εκείνος κάθισε απέναντι της, μια κίνηση που προκάλεσε αμέσως


την εμφάνιση ενός μπάτλερ που κουβαλούσε μια μεγάλη
επάργυρη κανάτα με καφέ. Καλύτερα να μάθει ακριβώς πώς έχει η
κατάσταση, είπε ο Κελάλ στον εαυτό του. Πες της την αλήθεια,
ακόμη και αν η αλήθεια πονάει. «Αυτό είναι πάντα ένας
παράγοντας που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη», συμφώνησε.

Η Ρόζα κοίταξε τον κατάμαυρο καφέ που σέρβιρε ο μπάτλερ πριν ο


Κελάλ του γνέψει να τους αφήσει. Δε θα έκανε σκηνή γι’ αυτό
που της είχε μόλις πει, όταν το μόνο που είχε κάνει εκείνος ήταν
να είναι ειλικρινής μαζί της. Θα ήταν πολύ χειρότερα αν
υποκρινόταν το αντίθετο -αν προσποιούνταν ότι δεν είχε φέρει
ποτέ πριν μια άγνωστη γυναίκα στο ξενοδοχείο του. Και η ίδια δεν
είχε τελειώσει οριστικά με τα ψέματα και τα τεχνάσματα; «Συνετός
άντρας», είπε ανάλαφρα.

Ο ανέμελος τόνος της έκανε τον Κελάλ να χαλαρώσει και έγειρε


πίσω στην καρέκλα του. Ώστε η κυρία θα φερόταν πολιτισμένα;
Υπέθεσε ότι θα το είχε κάνει αυτό πολλές φορές και η ίδια. Να
μοιραστεί ένα αμήχανο πρόγευμα μετά από μια νύχτα καυτού σεξ.

Το στόμα του σκλήρυνε καθώς ανάγκαζε τον εαυτό του ν’


αντιμετωπίσει την απογοητευτική και μάλλον κωμική αλήθεια ότι
δεν είχαν κάνει σεξ.

Την παρακολούθησε να παίρνει ένα κρουασάν από το καλάθι με τα


ψωμάκια και ν’ αρχίζει να το αλείφει με μαρμελάδα φράουλα.
Μ ε τα σκούρα μαλλιά της να στεγνώνουν στον ήλιο και το κορμί
της να μυρίζει σαπούνι αντί για άρωμα, σκέφτηκε πόσο
διαφορετική έδειχνε αυτό το πρωί. Το πρόσωπό της ήταν εντελώς
αμακιγιάριοτο και έδειχνε πολύ νέα και σχεδόν αθώα. Τα ρόδινα
χείλη της ήταν τόσο λαχταριστά, που έμοιαζε σχεδόν έγκλημα να
μη γείρει πάνω από το τραπέζι και να τα φιλήσει, και για μια
φευγαλέα στιγμή φαντάστηκε τη γλώσσα του να γλιστρά μέσα στο
στόμα της. Μ έχρι που θυμήθηκε τον τρόπο που λίκνιζε εκείνη
τους γοφούς της γύρω από το στύλο την προηγούμενη νύχτα και
πίεσε τον εαυτό του να σβήσει το πάθος του. Τι χαμαιλέοντες που
ήταν οι γυναίκες, σκέφτηκε. Πώς άλλαζαν τόσο γρήγορα! Αυτή η
γυναίκα ήταν τόσο αθώα όσο και ένα από τα ουρί που χρέωναν
τους άντρες με την ώρα για τις υπηρεσίες τους.

Παρ’ όλα αυτά, καθώς την παρακολουθούσε να σηκώνει ένα


ποτήρι χυμό γκρέιπφρουτ στα χείλη της, δεν μπόρεσε ν’ αγνοήσει
την αναντίρρητη απογοήτευσή του που δεν της είχε κάνει έρωτα.
Επειδή θα ήταν καταπληκτική ερωμένη. Ο έμπειρος γνώστης του
σεξ μέσα του τον διαβεβαίωνε γι’ αυτό -ακόμη κι αν δεν είχε δει
τον αισθησιακό τρόπο που λικνιζόταν εκείνη στη σκηνή το
προηγούμενο βράδυ. Καθώς την ξάπλωνε στο κρεβάτι, η ομορφιά
της του είχε αποκαλυφθεί σε όλο το εκπληκτικά αισθησιακό
μεγαλείο της. Είχε νιώσει την υπέροχα σφιχτή επιδερμίδα καθώς
της έβγαζε το μικρό φόρεμα από το κορμί της. Και είχε χρειαστεί
περισσότερη δύναμη απ’ όση είχε χρειαστεί ποτέ πριν για να φύγει
μακριά της και να περάσει μια ανήσυχη νύχτα στο κρεβάτι στο
διπλανό δωμάτιο.

Περίμενε μέχρι να τελειώσει εκείνη το πρόγευμά της, μέχρι να


σκουπίσει εκείνα τα λαχταριστά χείλη με μια πετσέτα, πριν
αφήσει την κούπα του καφέ του και την καρφώσει μ’ ένα σταθερό
βλέμμα. «Υποθέτω ότι θα έχεις θυμηθεί πια πού μένεις;»

Η Ρόζα μόρφασε. Τι θα σκεφτόταν ο Κελάλ αν του έλεγε ότι δεν


είχε μεθύσει ποτέ πριν; Ότι είχε μόλις ανακαλύψει πως η μητέρα
της είχε απατήσει τον άντρα της με τον ίδιο του τον αδερφό -και
όλος ο κόσμος της είχε διαλυθεί;
Πώς θ’ αντιδρούσε; Λοιπόν, μπορεί να την πίστευε μπορεί και όχι,
αλλά αυτό δε θα άλλαζε το γεγονός ότι δεν έβλεπε την ώρα να
την ξεφορτωθεί.

«Μ ένω στο ξενοδοχείο Τζάσμιν», είπε καθώς σηκωνόταν. «Αν


μου κάνεις τη χάρη να καλέσεις ένα ταξί, θα φύγω από τα πόδια
σου».

Ο Κελάλ σηκώθηκε από την καρέκλα του, ξέροντας ότι θα


μπορούσε εύκολα να τη στείλει στο ξενοδοχείο της με το
αυτοκίνητό του, αλλά ήταν ένα πολύ χαρακτηριστικό αυτοκίνητο
και ο κόσμος θα έκανε αναπόφευκτα το συσχετισμό. Αυτό το
μέρος της Ριβιέρας ήταν πάντα γεμάτο παπαράτσι που
ανυπομονούσαν να αποθανατίσουν τις αταξίες των διάσημων.
Είχαν σταθεί αρκετά τυχεροί που δεν τους είδαν το προηγούμενο
βράδυ, όταν είχε αναγκαστεί να την κουβαλήσει στα χέρια του
μέσα, οπότε ίσως θα έπρεπε να ευγνωμονεί την τύχη του και να
την ξεφορτωθεί όσο το δυνατό πιο ανώνυμα.

«Θα ζητήσω από τη ρεσεψιόν να το κανονίσει», είπε. «Και να


στείλει κάποιον για να σε οδηγήσει στον κύριο χώρο του
ξενοδοχείου».

Η Ρόζα ένιωσε σαν σκουπίδι που προοριζόταν για το σκουπιδοτε-


νεκέ της ανακύκλωσης και αναρωτήθηκε αν ήταν δυνατό να
νιώσει χειρότερα απ’ όσο ένιωθε εκείνη τη στιγμή. Δε θ’ άγγιζε
ποτέ ξανά ούτε σταγόνα αλκοόλ στη ζωή της! Και δε θα χόρευε
ποτέ ξανά με μελαψούς και επικίνδυνους αγνώστους σε νάιτκλαμπ.
Κατένευσε καθώς κοίταζε τα μαύρα μάτια του, απροετοίμαστη για
την ξαφνική κίνησή του όταν άγγιξε τα μαλλιά της, πριν σύρει
ανάλαφρα τα ακροδάχτυλά του στο μάγουλό της σ’ ένα χάδι που
ήταν σχεδόν τρυφερό.

«Απλά κάνε στον εαυτό σου μια χάρη, εντάξει;» της είπε τραχιά,
«και μείνε μακριά από το ποτό στο μέλλον».

Τα λόγια του την επηρέασαν πολύ περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε


και η Ρόζα αναγνώρισε πόσο τυχερή ήταν στην επιλογή του σω-
τήρα της. Την είχε τραβήξει από το ιδρωμένο στριμωξίδι μέσα στο
νάιτκλαμπ και είχε χορέψει μαζί της, και μετά εκείνη τα είχε
κάνει θάλασσα. Είχε μεθύσει και είχε χάσει τις αισθήσεις της, αλλά
εκείνος δεν είχε εκμεταλλευτεί την αξιοθρήνητη κατάστασή της,
αν και θα του ήταν εύκολο να το κάνει. Κι αν ήταν ολοφάνερα
αηδιασμένος με τη συμπεριφορά της, εντάξει, ποιος μπορούσε να
τον κατηγορήσει; 'Ηταν και η ίδια αηδιασμένη με τον εαυτό της και
δε θα είχε ποτέ ξανά την ευκαιρία να του δείξει ότι βαθιά μέσα της
δεν ήταν πραγματικά έτσι. Το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι δε θα
μάθαινε ποτέ πώς ήταν να τον φιλάει...

Η παλιά Ρόζα μπορεί να είχε φύγει σαν τη βρεγμένη γάτα -αλλά,


φυσικά, η παλιά Ρόζα δε θα είχε βρεθεί ποτέ σε τόσο
εξευτελιστική θέση. Και η νέα Ρόζα ήθελε να πάρει μια γεύση της
απόλαυσης -μόνο μία- πριν φύγει από τη ζωή του για πάντα.
Ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και πήρε στα χέρια της
το σκληρό σαγόνι του, πριν γείρει μπροστά και χαϊδέψει την
αισθησιακή καμπύλη του στόματός του με τα χείλη της. «Σ’
ευχαριστώ», ψιθύρισε. «Για τη φιλοξενία και την ιπποτική σου
ευγένεια».

Για μια στιγμή εκείνος δεν κουνήθηκε, λες και τα απαλά λόγια της
τον είχαν μετατρέψει σε πέτρα. Η Ρόζα είδε ένα μικρό μυ να
πάλλε-ται στον κρόταφό του, πριν της δώσει μια μακρόσυρτη
σαρκαστική απάντηση. «Θα ήθελα να πω ότι η ευχαρίστηση ήταν
δική μου, αλλά αυτό δε θα ήταν αλήθεια».

Τον κοίταξε αβέβαια. «Όχι;»

«Στην πραγματικότητα ήταν μια βραδιά που υστέρησε σημαντικά


στο μερίδιο της ευχαρίστησης και για τους δυο μας, και
αναρωτιέμαι μήπως δεν είναι πολύ αργά για να το διορθώσω
αυτό...»

Η Ρόζα ήταν απροετοίμαστη για τον αποφασιστικό τρόπο που την


τράβηξε πάνω του και τον εξίσου αποφασιστικό τρόπο που
χαμήλωσε το στόμα του στο δικό της. Τα χέρια του αιχμαλώτισαν
το κεφάλι της, τα δάχτυλά του βυθίστηκαν στα μαλλιά της και
ξαφνικά τη φιλούσε όπως δεν την είχαν φιλήσει ποτέ πριν. Ένιωσε
το ακαριαίο φτερούγισμα στα στήθη της και μια υπέροχη ζεστασιά
ανάμεσα στα πόδια της. Εκείνος το ήξερε αυτό; Γι' αυτό πίεσε ένα
σκληρό μηρό ανάμεσα στους δικούς της, σαν να διαισθανόταν ότι
αυτό μπορεί να τη βοηθούσε ν’ ανακουφίσει τον ξαφνικό πόνο που
ένιωθε στο πιο απόκρυφο σημείο του κορμιού της;

«Ω», είπε πάνω στα χείλη του, πνίγοντας την αίσθηση του δέους
που ένιωσε. «Ω».

Εκείνος τράβηξε τα χείλη του από τα δικά της με κόπο και κοίταξε
το ανασηκωμένο πρόσωπό της. «Πόσο αξιέπαινα συγκροτημένος
ήμουν μαζί σου, ομορφιά μου», είπε τρεμάμενα. «Αλλά όλα αυτά
τελειώνουν τώρα. Εσύ δεν είσαι πια μεθυσμένη κι εγώ δεν είμαι
πια θυμωμένος. Αυτή μπορεί να είναι μια από τις πιο αστόχαστες
αποφάσεις της ζωής μου, αλλά σε θέλω -και, μα το Θεό, θα σε
κάνω δική μου. Αυτή τη στιγμή».

Η εμφατική δήλωσή του θα έπρεπε να την είχε τρομάξει, αλλά δεν


την τρόμαξε. Υποψιαζόταν ότι δεν την εκτιμούσε ούτε τη
σεβόταν ιδιαίτερα, αλλά ξαφνικά δεν την ένοιαζε. Δεν την ένοιαζε
τίποτ’ άλλο εκτός από τον τρόπο που την έκανε να νιώθει. Γιαχί
να μη γευτεί τις απολαύσεις που έμοιαζαν να κυβερνούν όλους
τους άλλους στο ανθρώπινο είδος εκτός από εκείνη -η καημένη,
προστατευμένη Ρόζα, που ήταν προφυλαγμένη από τον κόσμο για
τόσο πολύ καιρό; Τα χείλη της είχαν ξεραθεί, αλλά με κάποιο
τρόπο κατάφερε να επανα-λάβει τα λόγια του καθώς ένιωθε τον
αντίχειρά του να χαϊδεύει μια επώδυνα ορθωμένη θηλή της.

«Κι εγώ σε θέλω», ψιθύρισε. «Και αυτή η στιγμή είναι τέλεια για
μένα».
Μ ' ένα σκληρό χαμόγελο ικανοποίησης, εκείνος έσκυψε το κεφάλι
του για να τη φιλήσει ξανά και η Ρόζα δεν έμαθε ποτέ τι θα
συνέβαι-νε στη συνέχεια, αν δεν είχε ακούσει ένα αμήχανο βήξιμο
πίσω τους. Τινάχτηκαν και χώρισαν ξαφνιασμένοι, σαν να τους
είχαν πιάσει επ’ αυτοφώρω στον τόπο ενός εγκλήματος.

Και ίσως τους είχαν πιάσει, σκέφτηκε η Ρόζα. Επειδή εκεί, στην
άκρη του ιδιωτικού κήπου, στεκόταν παρακολουθώντας τους
ένας άντρας μελαψός όσο και ο Κελάλ, αν και το κεφάλι του ήταν
χαμηλωμένο με μια αμυδρή υποψία δουλικότητας.

Είδε μια έκφραση θυμού να σκοτεινιάζει το πρόσωπο του Κελάλ


«Τι στο διάβολο συμβαίνει;» απαίτησε να μάθει. «Γιατί στο
διάβολο μ' ενοχλείς, Μ ουτασίμ, πλησιάζοντάς με ύπουλα σαν
σπιούνος;»

Η Ρόζα σκέφτηκε ότι δεν είχε δει ποτέ άνθρωπο να δείχνει πιο
ντροπιασμένος από τον Μ ουτασίμ με τα λόγια που του πέταξε ο
Κελάλ, και πρόσεξε ότι ο άντρας δεν την είχε κοιτάξει στα μάτια.
Ούτε μια φορά.

«Παρακαλώ, συγχωρήστε μου αυτή την άκαιρη εισβολή,


Υψηλότατε», είπε σιγανά ο Μ ουτασίμ. «Αλλά ο αδερφός σας ο
βασιλιάς επιθυμεί να τον συναντήσετε το συντομότερο δυνατό».

Τα χείλη της Ρόζας χώρισαν από το σοκ καθώς τα λόγια


καταστάλαζαν στο μπερδεμένο μυαλό της. Κοίταξε τον Κελάλ,
κάνοντάς του με τα σαστισμένα μάτια της μια βουβή ερώτηση.
Υψηλότατε; Ο βασιλιάς;

Μ ήπως της έκαναν κάποιου είδους φάρσα; Μ ιλώντας με κάποιου


είδους κώδικα; Αλλά το σάστισμά της παραγκωνίστηκε
γρήγορα από την ντροπή, όταν ο Κελάλ δεν πρόσεξε καν τη βουβή
έκκλησή της. Αγνοώντας την εντελώς, προχώρησε προς το
μελαψό άντρα και άρχισε να μιλάει χαμηλόφωνα, σε μια γλώσσα
που εκείνη δεν μπορούσε να καταλάβει.

Και η Ρόζα ένιωσε εντελώς αόρατη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
«Είσαι με τα καλά σου, Κελάλ;» Ο βασιλιάς κουνούσε το κεφάλι
του με δυσπιστία. «Πώς σου ήρθε να γυρίσεις στο ξενοδοχείο με
μια μεθυσμένη εξωτική χορεύτρια;»

Για μια στιγμή ο Κελάλ δεν απάντησε. Αντίθετα, έγειρε πίσω σε μία
από τις περίτεχνες πολυθρόνες στην αίθουσα του θρόνου
και κοίταξε ψηλά τον παλιομοδίτικο ανεμιστήρα που γύριζε στο
θολωτό χρυσαφένιο ταβάνι. Είχε επιστρέφει αεροπορικώς στο
Ζαχραστάν μόλις έλαβε το μήνυμα ότι ο βασιλιάς επιθυμούσε να
του μιλήσει και βρισκόταν στο αρχαίο παλάτι όπου είχε μεγαλώσει.
Δεν είχε κληθεί ποτέ μ’ αυτό τον τρόπο να παρουσιαστεί στο
βασιλιά ούτε είχε ξανα-δεί τον αδερφό του τόσο αγανακτισμένο.
Ούτε καν εκείνη τη φορά που είχε πιάσει τον Κελάλ να φεύγει από
το δωμάτιο μιας υπηρέτριας στρώνοντας την τσαλακωμένη
κελεμπία του μ’ ένα αυτάρεσκο χαμόγελο στο πρόσωπό του.

Ή εκείνη τη φορά που ο Κελάλ είχε «δανειστεί» ένα από τα


αυτοκίνητα του παλατιού για μία μη εξουσιοδοτημένη βόλτα στην
έρημο ενώ δεν ήταν ούτε δεκάξι χρονών και κανείς δε γνώριζε ότι
ήξερε οδηγεί. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις -και σε πολύ
περισσότερες- σίγουρα ο νεότερος πρίγκιπας θα έπρεπε να είχε
υποστεί τη δικαιολογημένη οργή του βασιλιά, αλλά αυτό δεν είχε
συμβεί. Θα 'λεγε κανείς ότι ήταν αναμενόμενη η αχαλίνωτη
συμπεριφορά του -και όλοι ήξεραν γιατί. Δεν ήταν πάντα
παραχάίδεμένα τα παιδιά χωρίς μητέρα;

Ως πρίγκιπες ενός μυθικά πλούσιου βασιλείου της ερήμου, οι δύο


άντρες θα έπρεπε να ήταν δεμένοι, αλλά είχαν μεγαλώσει
ζώντας πολύ διαφορετικές ζωές. Ο Αζάλ ήταν ο μεγαλύτερος, ο
διάδοχος του θρόνου, και ο καθοριστικός παράγοντας της ζωής
του ήταν πάντα το γεγονός ότι κάποια μέρα θα κληρονομούσε το
στέμμα. Ήταν το πεπρωμένο του Αζάλ που απασχολούσε τον
περισσότερο χρόνο του πατέρα τους, ο οποίος δίδασκε στον
πρωτότοκο γιο του την τέχνη της διακυβέρνησης ενός ισχυρού
βασιλείου της ερήμου.

Ο Κελάλ ήταν απλά η «ρεζέρβα», το δεύτερο αγόρι που είχε


γεννηθεί σαν εγγύηση διασφάλισης της σειράς διαδοχής. Τον είχαν
μεγαλώσει μια σειρά από αμά -υπηρέτριες που τον λάτρευαν αλλά
δεν είχαν τη δύναμη να πειθαρχήσουν το πεισματάρικο αγοράκι.
Κατά συνέπεια, του είχε δοθεί ελευθερία -ίσως λίγο υπερβολική
ελευθερία για έναν τόσο δυνατό και ισχυρογνώμονα χαρακτήρα.
Αλλά αυτό δεν αντιστάθμισε ποτέ το βάρος που τον πλάκωνε από
τότε που είχε πεθάνει η μητέρα του -ένας φοβερός θάνατος που
είχε βυθίσει τη χώρα σε βαρύ πένθος. Και ο Κελάλ είχε
σημαδευτεί από εκείνη την τρομερή απώλεια, επειδή η μητέρα του
είχε πεθάνει σώζοντας τη ζωή του. Βαθιά μέσα του ήξερε ότι αυτός
ήταν ο λόγος που ο πατέρας του και ο αδερφός του ήταν πάντα
τόσο απόμακροι μαζί του. Ήξερε ότι υποσυνείδητα τον
κατηγορούσαν για τον πρόωρο χαμό της βασίλισσας, ακόμη κι αν η
λογική έλεγε ότι δεν ήταν παρά μια σκληρή παρέμβαση της μοίρας.
Δύο άνθρωποι που ήταν στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή.

Ίσως στην προσπάθειά τους να αντισταθμίσουν τη συναισθηματική


απόστασή τους είχαν την τάση να παραβλέπουν τις αταξίες του
Κελάλ. Αλλά προφανώς όχι αυτή τη φορά. Ο Αζάλ βημάτιζε
στην αίθουσα σαν ανήσυχος υποψήφιος πατέρας, πριν στραφεί
ξανά στον μικρότερο αδερφό του με την ίδια εκνευρισμένη
έκφραση στο πρόσωπό του.

«Δεν ήταν εξωτική χορεύτρια», διαμαρτυρήθηκε ο Κελάλ καθώς


σήκωνε ένα χρυσό κύπελλο και στριφογύριζε το χυμό ροδιού
που περιείχε.

«Όχι;» Ο Αζάλ τον κοίταξε. «Είναι παραμύθι, δηλαδή, ότι εθεάθη


να λικνίζεται γύρω από ένα στύλο σ' ένα νάιτκλαμπ,
επιδεικνύοντας καθώς χόρευε το εσώρουχό της; Αποκύημα της
φαντασίας του πληροφοριοδότη μου είναι αυτό;»
«Ποιου πληροφοριοδότη;» απαίτησε να μάθει ο Κελάλ,
προσπαθώντας να πνίξει τη ζωντανή εικόνα του αισθησιακού
κορμιού της Ρόζας καθώς στριφογύριζε γύρω από το στύλο. Ή το
γεγονός ότι ο αναθεματισμένος υπηρέτης του αδερφού του τον
είχε διακόψει ακριβώς τη στιγμή που ετοιμαζόταν να την κάνει
δική του!

«Αυτό είναι σίγουρα άσχετο με το θέμα μας», απάντησε ψυχρά ο


Αζάλ. «Εκτός αν αρνείσαι ότι πήρες εκείνη την επιδειξιομανή
στο ξενοδοχείο μαζί σου;»

Ο Κελάλ ανασήκωσε τους ώμους του. «Όχι, δεν το αρνούμαι».

«Φαίνεται λιγάκι εκκεντρική ακόμη και για τα δικά σου


εξωφρενικά γούστα, Κελάλ».

«Το ξέρω». Ο Κελάλ αντάμωσε την ερώτηση στα μάτια του


αδερφού του μ’ ένα αόριστο ανασήκωμα των ώμων του, επειδή
δεν μπορούσε να περιγράφει την αίσθηση που τον είχε σαρώσει
όταν είχε δει τη Ρόζα να μπαίνει στο νάιτκλαμπ εκείνη τη νύχτα. Ο
πόθος δεν κάλυπτε καν την πείνα που είχε νιώσει όταν την είχε
αντικρίσει. Υπήρχε κάτι στα μάτια της -μια έκφραση που έδειχνε
να έρχεται σε πλήρη αντίθετη με τις προκλητικές καμπύλες του
κορμιού της και η οποία είχε αγγίξει κάτι μέσα του. Είχε προσέξει
τον προκλητικό τρόπο με τον οποίο είχε σηκώσει το μπουκάλι της
σαμπάνιας στο στόμα της και τον αφρό που είχε κυλήσει ερωτικά
στα χείλη της. Και μετά είχε αρχίσει να χορεύει...
Ο Κελάλ ένιωσε ένα ρίγος πόθου να σαρώνει την επιδερμίδα του
καθώς θυμόταν εκείνο το χορό. Ήταν μια πρόσκληση για σεξ. Η
πιο κραυγαλέα και πιο όμορφη πρόσκληση που είχε δει ποτέ, και
απλά ήταν ανήμπορος να της αντισταθεί. Είχε προχωρήσει προς το
μέρος της αυθόρμητα, με την καρδιά του να σφυροκοπά και το
κορμί του να φλέγεται. «Όμως είναι πολύ όμορφη», είπε απλά.

«Υπάρχουν πολλές όμορφες γυναίκες στον κόσμο, όπως ξέρεις


πολύ καλά», ήρθε η ξερή απάντηση του Αζάλ. «Σίγουρα θα
μπορούσες να είχες βρει κάποια λίγο πιο κατάλληλη για να κάνεις
σεξ».

Ο Κελάλ ήθελε να διαμαρτυρηθεί ότι δεν είχαν κάνει σεξ, αλλά η


άγρια αντρική περηφάνια του δεν του επέτρεπε να κάνει μια τέτοια
αποκάλυψη, ειδικά στον αδερφό του. «Δεν καταλαβαίνω
γιατί δραματοποιείς τόσο το θέμα, Αζάλ;» είπε αργόσυρτα. «Γιατί
δείχνεις ξαφνικά τόσο ενδιαφέρον για τη σεξουαλική μου ζωή;»

«Επειδή είσαι αρραβωνιασμένος και πρόκειται να παντρευτείς -σε


περίπτωση που το ξέχασες. Και επομένως δεν είναι συνετό να συ-
μπεριφέρεσαι σαν ένας επιβήτορας σε οίστρο!»

Ο Κελάλ σκέφτηκε τη σοβαρή μνηστή του -μια γαλαζοαίματη


πριγκίπισσα από τη γεπονική χώρα του Μ πουχεϊράτ. Σκέφτηκε
τον πρακτικό τρόπο με τον οποίο είχαν καθίσει οι δυο τους για να
καταλήξουν σε μια συμφωνία για τον επικείμενο γάμο τους.
Σκέφτηκε την απόλυτη έλλειψη πάθους εκ μέρους της, τη
συνέκρινε με τη φλογερή ανταπόκριση της Ρόζας και η καρδιά του
βουλίαξε.

Έριξε μια παγερή ματιά στον αδερφό του. «Έκανα μία μόνο μικρή
αταξία, Αζάλ», είπε. «Δε νομίζω ότι αυτό με κατατάσσει στην
κατηγορία του "επιβήτορα σε οίστρο”. Εξάλλου, ξέρεις πώς
γίνονται αυτά τα πράγματα. Η Άισα δε θα περιμένει να πάει κοντά
της ο πρίγκιπάς της τη νύχτα του γάμου της σαν τρομοκρατημένος
παρθένος. Θα περιμένει να είναι ο σύζυγός της σεξουαλικά
έμπειρος».

«Λοιπόν, οι προσδοκίες της Άισα είναι πλέον θεωρητικές», είπε ο


Αζάλ. «Επειδή ο γάμος ματαιώθηκε».

Ο Κελάλ μαρμάρωσε. «Ο γάμος ματαιώθηκε;»

«Ναι. Έστειλε ειδοποίηση στο παλάτι με έναν από τους


απεσταλμένους της ότι δε δέχεται πια να σε παντρευτεί».

Τα μάτια του Κελάλ στένεψαν. «Γιατί όχι;»

«Εσύ γιατί λες;» εξερράγη ο Αζάλ. «Επειδή πληροφορήθηκε τα


πρόσφατα κατορθώματά σου, γι’ αυτό! Δείχνεις να ξεχνάς ότι οι
πρι-γκίπισσες είναι διαφορετικές απ’ ό,τι ήταν στο παρελθόν. Δεν
είναι πια διατεθειμένες να κάνουν τα στραβά μάτια σε
συμπεριφορές που θεωρούν απαράδεκτες. Και κάθε άλλο παρά η
προσωποποίηση της διακριτικότητας ήσουν σε αυτή την
περίπτωση, Κελάλ. Άλλο πράγμα είναι μια διακριτική σεξουαλική
σχέση, και άλλο να περνάς απροκάλυπτα τη νύχτα με μια εντελώς
άγνωστη».

Το στόμα του Κελάλ σκλήρυνε, επειδή ήταν η θορυβώδης και


μεθυσμένη Ρόζα που το είχε μετατρέψει αυτό σε τέτοιο θέαμα.
Αν δεν ήταν τόσο αναθεματισμένα επιθετική, αυτό μπορεί να μην
είχε συμβεί ποτέ. Αγριοκοίταξε το χρυσό κύπελλο και το άφησε με
δύναμη πάνω στο τραπέζι. «Θα γράψω στην Άισα, εκφράζοντάς
της τις καλύτερες ευχές μου για τη μελλοντική της ευτυχία», είπε.
«Και θα ξεχάσουμε ότι αυτό το ατυχές συμβάν συνέβη ποτέ».

Αλλά ο Αζάλ κουνούσε το κεφάλι του. «Αυτό είναι το πρόβλημα-


δεν μπορούμε να το ξεχάσουμε. Μ ακάρι να ήταν τόσο απλό».

Ο Κελάλ συνοφρυώθηκε. «Δεν καταλαβαίνω».

Ο βασιλιάς έγειρε πίσω στην πολυθρόνα του. «Γνωρίζεις την


ταυτότητα της γυναίκας με την οποία πέρασες τη νύχτα;»

«Φυσικά και τη γνωρίζω». Ο Κελάλ ένιωσε τον πόθο να πάλλεται


σκληρός στη βουβωνική του χώρα, αλλά η διέγερσή του ήταν
βολικά κρυμμένη από τη μεταξωτή κελεμπία που φορούσε πάντα
όταν ήταν στο Ζαχραστάν. Και μολονότι ήταν σαν μια εξαίσια
μορφή βασανιστηρίου, επέτρεψε να σχηματιστεί στο μυαλό του μια
εικόνα των αισθησιακών καμπύλών και των σκούρων μαλλιών
της. «Το όνομά της είναι Ρόζα».

«Το όνομά της είναι Ρόζα Κορέτι!»


Η έκφραση του Κελάλ παρέμεινε αμετάβλητη, επειδή δεν ήθελε να
παραδεχτεί ότι πρώτη φορά άκουγε το επώνυμο της
καστανής καλλονής. «Μ μμ. Σωστά. Κορέτι. Είναι Ιταλίδα», είπε,
σαν να μοιραζόταν κάποια σημαντική πληροφορία.

«Όχι, δεν είναι Ιταλίδα», είπε ο Αζάλ. «Είναι Σικελή. Και όχι μόνο
είναι Σικελή, αλλά ανήκει σε μία από τις πιο ισχυρές οικογένειες
του νησιού».

«Και λοιπόν;»

«Λοιπόν, οι αδερφοί της θα σε κυνηγήσουν πιθανότατα. Στην


πραγματικότητα, όλη η αναθεματισμένη οικογένειά της θα σε
κυνηγήσει, αφού εξέθεσες την υπόληψή της περνώντας τη νύχτα
μαζί της».

Ο Κελάλ ανασήκωσε τους ώμους του. «Ας με κυνηγήσουν», είπε


αδιάφορα. «Δε φοβάμαι κανέναν!»

«Το θάρρος σου δεν έχει αμφισβητηθεί ποτέ, αλλά δε φαίνεται ν’


αντιλαμβάνεσαι τη σοβαρότητα της κατάστασης, Κελάλ». Ο
Αζάλ δάγκωσε το χείλι του στην πλησιέστερη ένδειξη ανησυχίας
που είχε δει ποτέ ο Κελάλ στον αδερφό του. «Η επιρροή της
οικογένειας Κορέτι εκτείνεται σε όλο τον κόσμο και δεν
αντιμετωπίζουν αδιάφορα την αρετή των γυναικών τους. Αυτό θα
μπορούσε να είναι ένας πολιτικός και οικονομικός δυναμίτης για
τη χώρα μας, αν ξεσπούσε κάποιο διεθνές σκάνδαλο».
Ακολούθησε σιωπή για λίγο καθώς ο Κελάλ επεξεργαζόταν τα
λόγια του αδερφού του. 'Ηταν τόσο σπουδαία λοιπόν αυτή η
οικογένεια Κορέτι; Θυμήθηκε όσα είχε ακούσει και διαβάσει για τη
σικελική κουλτούρα. Ότι οι άντρες ήταν περήφανοι και οι γυναίκες
αγνές. Τα χείλη του στράβωσαν σ’ ένα χλευαστικό μορφασμό.
Μ όνο που η Ρόζα Κορέτι ήταν η λιγότερο αγνή γυναίκα που είχε
γνωρίσει εδώ και πολύ καιρό!

«Πιστεύεις ότι μπορεί να είναι δεκτικοί στη δωροδοκία;» είπε


σκεφτικά. «Μ ετοχές σ’ ένα από τα διυλιστήριά μας μπορεί να
εξαγοράσουν τη σιωπή τους».

Ο Αζάλ κούνησε το κεφάλι του. «Αυτή είναι μία περίπτωση που


υποψιάζομαι ότι η δωροδοκία δε θα πιάσει -είναι πολλοί λίγοι
οι τρόποι που μπορείς να εξευμενίσεις μια σικελική οικογένεια
όταν πρόκειται για την τιμή τους».

Για μια στιγμή ο Κελάλ έμεινε σιωπηλός καθώς εξέταζε τις


επιλογές του και αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι ήταν εξαιρετικά
λίγες. Σκέφτηκε τη Ρόζα Κορέτι και τα απαλά ρόδινα χείλη της.
Σκέφτηκε τα υπέροχα στήθη της και τον καταρράκτη των
σκούρων μαλλιών και ένιωσε μια σουβλιά καθαρού και
απεγνωσμένου πόθου. Σίγουρα κάτι θα μπορούσε να κάνει για να
διορθώσει μια δυνητικά εκρηκτική κατάσταση.

Και τότε μια ιδέα άρχισε να παίρνει μορφή στο μυαλό του, μια ιδέα
τόσο απλή, που απόρησε πώς είχε αργήσει τόσο να τη σκεφτεί.
«Υποθέτω ότι θα πρέπει να την παντρευτώ», είπε.

Ο Αζάλ τον κοίταξε άναυδος. «Να την παντρευτείς;»

Ο Κελάλ ανασήκωσε τους ώμους του. «Γιατί όχι; Ένας


βραχυπρόθεσμος γάμος θα εξυπηρετούσε μια χαρά και τις δύο
πλευρές. Θα έσωζε την “τιμή" της, θα αποστόμωνε τυχόν
υπερπροστατευτικούς αδερφούς και μπορεί να λειτουργήσει υπέρ
μας. Σκέψου το, Αζάλ. θα πουλήσουμε την ιστορία σαν ένα
ερωτικό ρομάντζο και η πριγκίπισσα Αισα θα θεωρηθεί
μεγαλόψυχη που δέχτηκε να ακυρώσει το γάμο της μαζί μου. Και
σκέψου πώς θ’ αρπάξουν το θέμα οι δημοσιογράφοι!» Χαμογέλασε
κοροϊδευτικά. «Η αραβική εκδοχή του Ρωμαίου και της
Ιουλιέτας».

Ο βασιλιάς έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Μ ιλάς σοβαρά, έτσι δεν


είναι;»

«Απολύτως σοβαρά». Ο Κελάλ χαμογέλασε καθώς επέτρεπε στο


κορμί του να απολαύσει την προσμονή της επανασύνδεσής με
την μικρή φλογερή Σικελή του. «Θα πάω στη Ρόζα Κορέτι και θα
της ζητήσω να με παντρευτεί».

Ακολούθησε σιωπή καθώς ο βασιλιάς τον κοίταζε. «Αυτό είναι


αξιοσημείωτα καλό εκ μέρους σου, Κελάλ», είπε ήρεμα.

«Α, μα δεν το κάνω από καλοσύνη», τον διόρθωσε μελιστάλαχτα


ο Κελάλ. «Το κάνω επειδή δε βλέπω άλλη εφικτή εναλλακτική
λύση. Δες το σαν μια πράξη υπέρτατου πατριωτισμού, αν θέλεις.
Ας πούμε απλά ότι το κάνω για το καλό της χώρας μου».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Η Ρόζα διέσχιζε το δωμάτιο πηγαίνοντας στο μπάνιο, όταν το
ξαφνικό χτύπημα στην πόρτα την έκανε να σταματήσει απότομα.
Ξαφνικά ένιωσε ένα στρώμα ιδρώτα στο μέτωπό της και η καρδιά
της άρχισε να σφυροκοπά με κάτι που έμοιαζε πάρα πολύ με φόβο.
Ποιος στη ευχή χτυπούσε αυτή την ώρα της νύχτας; Δεν περίμενε
κανέναν επισκέπτη και αυτό δεν ήταν το είδος του ξενοδοχείου
που πρόσφερε υπηρεσία δωματίων. Και κυρίως, κανείς δεν ήξερε
ότι ήταν εκεί.

Ή, μάλλον, μόνο ένας άνθρωπος το ήξερε, και αμφέβαλλε αν θα


τον έβλεπε ποτέ ξανά.

Αλλά η καρδιά της άρχισε να καλπάζει καθώς μια σειρά από


τρομακτικές πιθανότητες άρχισαν να στροβιλίζονται στο μυαλό
της. Τι θα γινόταν αν δεν ήταν ο Κελάλ ο μόνος άνθρωπος που
ήξερε πού βρισκόταν; Αν οι αδερφοί της, τους οποίους έπρεπε να
αποκαλεί τώρα ετεροθαλείς αδερφούς της, είχαν ανακαλύψει ότι
ήταν εκεί; Μ πορεί να είχαν φρίξει ανακαλύπτοντας ότι δεν είχαν
τον ίδιο πατέρα -και ότι η μητέρα τους είχε φέρει ντροπή και
ατίμωση στην οικογένεια με τη συμπεριφορά της-, τα μάτια τους
μπορεί να είχαν παγώσει από θυμό όταν είχαν μάθει ότι δεν ήταν
αληθινή αδερφή τους, αλλά σίγουρα είκοσι τρία χρόνια που την
προστάτευαν τόσο λυσσαλέα όσο θα προστάτευε μια λέαινα τα
λιονταράκια της δεν μπορούσαν να ξεχαστούν μέσα σε μια νύχτα.

Μ ήπως είχαν αποφασίσει να την πάνε πίσω στη Σικελία οι ίδιοι;


Αυτή δεν ήταν η ουσία του γραπτού μηνύματος που είχε λάβει;
Το μήνυμα που έλεγε απλά: Γύρνα σπίτι, Ρόζα.

Είχε αγνοήσει το μήνυμα, ακριβώς όπως είχε αγνοήσει και το


επόμενο που είχε ακολουθήσει λίγο μετά. Στην πραγματικότητα,
είχε εκσφενδονίσει το τηλέφωνο της στον τοίχο, με αποτέλεσμα
να πέσει κάτω και να γίνει άχρηστα κομμάτια πάνω στο χαλί. Αλλά
σκόπευε ν’ αγοράσει ένα καινούριο, φτηνό, το επόμενο το πρωί,
και τότε κανείς από τους Κορέτι δε θα είχε τον καινούριο αριθμό
της. Πράγμα που σήμαινε ότι κανείς από αυτούς δε θα μπορούσε
να επικοινωνήσει μαζί της.

Και στο μεταξύ, γιατί χτυπούσε κάποιος την πόρτα της έτσι;

Έμεινε ριζωμένη στη θέση της, προσευχόμενη να ήταν απλά μια


περίπτωση λάθους. Ένας μεθυσμένος γλεντζές ίσως -υπήρχαν
αρκετοί σε αυτό το μέρος της Νότιας Γαλλίας. Ένιωσε την
επιδερμίδα της να κοκκινίζει. Μ ήπως δεν ήταν κι εκείνη μία από
αυτούς τους μεθυσμένους τις προάλλες, όταν είχε γελοιοποιηθεί
τόσο φριχτά μπροστά σ’ εκείνο τον αλαζονικό άντρα, τον Κελάλ;
Ήταν πραγματικά ειρωνικό. Είχε μεγαλώσει περιτριγυρισμένη από
αλαζονικούς άντρες και είχε δει τον πόνο που μπορούσαν να
προκαλέσουν στις γυναίκες, οπότε γιατί δεν είχε διαλέξει κάποιον
πιο ήπιο και εύκολο ως τον άντρα που είχε αποφασίσει ότι ήθελε
να της πάρει την αγνότητά της;

Έκλεισε στιγμιαία τα μάτια της, επειδή το πιο ταπεινωτικό απ’ όλα


ήταν ότι εκείνος δεν την ήθελε. Την είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι
αναίσθητη μετά από τόση σαμπάνια που είχε πιει και η
περιφρόνηση στο πρόσωπό του το επόμενο πρωί ήταν ολοκάθαρη.
Μ όνο όταν είχε ριχτεί σχεδόν στην αγκαλιά του είχε καταδεχτεί
να τη φιλήσει. Η Ρόζα αναρωτήθηκε αν θα είχαν προχωρήσει ως
το τέλος, αν το φιλί δεν είχε διακοπεί από εκείνο τον άλλο άντρα,
αυτόν που είχε αρχίσει να μιλάει για ένα βασιλιά.

Ακόμη δεν μπορούσε να πιστέψει τα λόγια που είχε προφέρει. 'Οτι


ο βασιλιάς «επιθυμούσε να τον συναντήσει». Ίσως ήταν
κάποιου είδους απατεώνες που όργωναν θέρετρα προσποιούμενοι
ότι ήταν άνθρωποι που δεν ήταν. Καταστρώνοντας κάποιου είδους
φτηνή απάτη.

«Ξέρω ότι είσαι μέσα».

Τα κοφτά λόγια ακούστηκαν πίσω από την κλειστή πόρτα και


φρέναραν απότομα τις ιλιγγιώδεις σκέψεις της Ρόζας. Επειδή
εκείνη η βαθιά φωνή με την ξενική προφορά ήταν τρομερά
γνώριμη και ήταν απροετοίμαστη για το κύμα πόθου που έκανε την
επιδερμίδα της να φλογιστεί. Ένα αίσθημα προσμονής άρχισε να
ξυπνάει κάπου βαθιά μέσα της, και δεν ήταν ένα ιδιαίτερα
ευπρόσδεκτο συναίσθημα. Σκέφτηκε το σκληρό πρόσωπό του και
το σκληρό κορμί του, και η καρδιά της άρχισε να σφυροκοπά. Τι
είχε πάθει; Ο άνθρωπος πιθανότατα δεν ήταν τίποτα περισσότερο
από ένας εκκεντρικός απατεώνας -ένας κάλπικος σεΐχης- και δεν
ήταν υποχρεωμένη να του ανοίξει την πόρτα.

Ω, γιατί δεν είχε σβήσει τα φώτα;

Επειδή δεν περίμενες ένα νυχτερινό επισκέπτη, γι’ αυτό.

«Μ πορείς να προσπαθήσεις να με αγνοήσεις αν θέλεις, Ρόζα, αλλά


δεν πρόκειται να πάω πουθενά», επέμεινε η φωνή. «Κι αν
εξαντλήσεις την υπομονή μου, μπορεί ν’ αναγκαστώ να σπάσω
αυτή την πόρτα».

Τι πρωτόγονος άνθρωπος των σπηλαίων που ήταν! Η Ρόζα


σκάλισε το μυαλό της για κάποιου είδους απάντηση και αποφάσισε
να δοκιμάσει μια προσποιητή τόλμη. «Και αν δεν είμαι μόνη;» είπε.
«Δε σκέφτηκες ότι μπορεί να διακόπτεις κάτι, ότι μπορεί να θέλω
να μείνω μόνη;»

Από την άλλη πλευρά της πόρτας, ο Κελάλ έτριξε τα δόντια του
καθώς ο θυμός άρχιζε να φουντώνει μέσα του. Ήταν αρκετά
δυσάρεστο που ήταν αναγκασμένος να κάνει ένα γάμο με αυτή
την αλήτισσα, αλλά το γεγονός ότι τολμούσε να τον κάνει να
περιμένει ήταν ανυπόφορο!

«Τότε θα σε συμβούλευα να πεις στον εραστή σου να ντυθεί -και


να ντυθεί γρήγορα-, επειδή μπορεί να μην του είναι ευχάριστο να
με αντιμετωπίσει στην τωρινή μου κατάσταση».

Η Ρόζα ρίγησε ακούγοντας την άγρια αποφασιστικότητα πίσω από


τα λόγια του. Θα έπρεπε να είχε σοκαριστεί από την
αλαζονεία του, αλλά ήταν Σικελή, και κατά συνέπεια δεν ήταν
καθόλου σοκαρι-σμένη. Ήταν συνηθισμένη σε εξωφρενικά
σοβινιστική συμπεριφορά μέσα στην οικογένεια Κορέα, αλλά
αυτός ο άντρας έκανε τους αυταρχικούς άντρες της καταπιεστικής
οικογένειάς της να μοιάζουν με γατούλες.

Απρόθυμα, ξεκλείδωσε την πόρτα και την άνοιξε, και οι αισθήσεις


της κατακλύστηκαν από το έντονο άρωμα του γιασεμιού από
τους σκοτεινούς κήπους καθώς κοίταζε τον άντρα που στεκόταν
στο κατώφλι της.

'Ηταν ακριβώς όπως τον θυμόταν. Όχι, αυτό δεν ήταν ακριβώς
αλήθεια. Είχε περάσει τις τελευταίες δύο μέρες προσπαθώντας
να τον μειώσει στη φαντασία της, λέγοντας στο εαυτό της ότι ήταν
η ταραγμένη συναισθηματικά κατάστασή της που την είχε κάνει
ν’ ανταποκριθεί σ’ αυτόν με τόσο αχαρακτήριστο τρόπο.
Λέγοντας στον εαυτό της ότι δεν ήταν τίποτα ιδιαίτερο, ότι ήταν
απλά ένας άντρας που είχε επίγνωση της γοητείας του στις
γυναίκες και την εκμεταλλευόταν.

Αλλά είχε κάνει λάθος. Κάτι παραπάνω από λάθος. Επειδή απόψε
η αναντίρρητη γοητεία του τονιζόταν από κάτι ισχυρό -κάτι που
την έκανε να νιώθει αθώα και εύθραυστη. Έδειχνε σαν να είχε
έρθει για δουλειά -και δεν ήταν μόνο ο τρόπος που ήταν ντυμένος,
μ’ ένα σκούρο σοβαρό κοστούμι που τόνιζε τη γεροδεμένη
κορμοστασιά του. Έδειχνε να μην είχε ξυριστεί εκείνη τη μέρα και
το σαγόνι του ήταν ελαφρά σκούρο από τα γένια. Του έδινε μια
καθαρά αρρενωπή και διακριτικά μοντέρνα όψη, η οποία, όμως,
δεν ταίριαζε με την έκφραση των μαύρων ματιών του. Επειδή αυτή
ερχόταν σε αντίθεση με τη μοντέρνα όψη -ήταν απειλητικά
σπινθηροβόλα και σχεδόν πρωτόγονη.

Η Ρόζα ξεροκατάπιε. «Τι θέλεις;»

«Λίγη ευγένεια μπορεί να ήταν μια καλή αρχή. Θα ήθελα να


περάσω μέσα».

Προς μεγάλη έκπληξη της Ρόζας, δεν μπήκε στον κόπο να


περιμένει τη συναίνεσή της, απλά την προσπέρασε. «Δεν μπορείς
να εισβάλλεις εδώ μέσα μ’ αυτό τον τρόπο!» διαμαρτυρήθηκε
εκείνη.

«Πολύ αργά. Μ όλις το έκανα. Ας μη χάνουμε λοιπόν περισσότερο


χρόνο με άσκοπες διαμαρτυρίες. Κλείσε την πόρτα σαν καλό
κορίτσι, εντάξει; Θέλω να σου μιλήσω».

Η αγανάκτηση παίρνει πολλές μορφές και η μορφή με την οποία


κατέκλυσε τη Ρόζα εκείνη τη στιγμή την έκανε να μείνει άναυδη
από έναν αυξανόμενο θυμό. Σαν καλό κοράσι, της είχε πει. Μ α
δεν το είχε σκάσει από τη Σικελία για να ξεφύγει ακριβώς από αυτό
το είδος συγκαταβατικής συμπεριφοράς; Πέρασαν μερικά
δευτερόλεπτα πριν μπορέσει να συνέλθει αρκετά ώστε να πάρει
μια βαθιά ανάσα και να καταφέρει να διοχετεύσει το θυμό της σε
μια εξαγριωμένη ερώτηση.

«Τι κάνεις εδώ;» απαίτησε να μάθει.

«Θα κλείσεις την πόρτα ή να την κλείσω εγώ;»

Η Ρόζα έκλεισε την πόρτα κλοτσώντας την πριν προλάβει ν’


αναρωτηθεί γιατί δεν καλούσε την ασφάλεια του ξενοδοχείου -αν
δηλαδή υπήρχε ασφάλεια σε αστό το μέρος- για να τον πετάξει
έξω. Ίσως επειδή κάτι είχε μείνει σε εκκρεμότητα ανάμεσά τους -
κάτι που έπρεπε να ειπωθεί. Αλλά δε σκόπευε να τον αφήσει να
πιστεύει ότι μπορούσε να την κάνει ό,τι ήθελε, έστω κι αν η καρδιά
της κάλπαζε τώρα για έναν πολύ διαφορετικό λόγο. Είχε φερθεί
σαν ανόητη ηλίθια τις προάλλες, και δεν είχε σκοπό να το κάνει
ξανά. «Δεν πίστευα ότι είχε μείνει τίποτ’ άλλο να πούμε, αφότου
εκείνος ο άντρας, ο Μ ουτασίμ, μ’ έχωσε σ’ ένα ταξί προχθές».

Εκείνος δε φαινόταν να την ακούει καθώς τα μάτια του ήταν


καρφωμένα στην κλειστή πόρτα στην άλλη άκρη του δωματίου.
«Λοιπόν υπάρχει κάποιος απογοητευμένος εραστής εκεί μέσα;» τη
ρώτησε απαλά. «Που ζαρώνει από το φόβο του καθώς φοράει ξανά
τα ρούχα του;»

Για μια στιγμή η Ρόζα μπήκε στον πειρασμό να πει ναι, διερωτώ-
μενη αν εκείνος θα είχε το θράσος να μπει μέσα και ν’
αντιμετωπίσει κάποιο φανταστικό άντρα. Αλλά βαθιά μέσα της
ήξερε την απάντηση. Φυσικά και θα το έκανε. Μ πορούσε να
καταλάβει από την ένταση στο δυνατό κορμί του ότι δε φοβόταν
τίποτα. Και κανέναν.

Αλλά ούτε εκείνη φοβόταν, υπενθύμισε στον εαυτό της. Όχι πια.
Είχε περάσει όλη της τη ζωή κάνοντας ό,τι της έλεγαν
αυταρχικοί άντρες και ζώντας περιορισμένη από συντηρητικούς
απαρχαιωμένους κανόνες, και η καινούρια Ρόζα Κορέτι δεν είχε
καμία πρόθεση να συνεχίσει αυτή την καταπιεστική παράδοση.
Αστός ο Κελάλ λοιπόν -όποιος κι αν ήταν- καλά θα έκανε να το
καταλάβει αυτό, πριν τον πετάξει έξω για τα καλά.

«Όχι, δεν έχω κανέναν κρυμμένο στην κρεβατοκάμαρα -όχι ότι


σου πέφτει λόγος, αν είχα», είπε απότομα. «Ήμουν έτοιμη να
πέσω για ύπνο όταν με διέκοψε αγενώς η ανεπιθύμητη εμφάνισή
σου».

Ο Κελάλ ένιωσε το σφυγμό του να επιταχύνεται. Ώστε ήταν μόνη.


Μ όνη και πιθανότατα τόσο πεινασμένη γι’ αυτόν όσο ήταν και
πριν δύο μέρες. Μ ήπως ήταν αυτός ο πιο εύκολος τρόπος να την
πείσει να δεχτεί την πρότασή του -ρίχνοντάς τη στο κρεβάτι; Τα
χείλη του ανασηκώθηκαν σε μια υποψία χαμόγελου προσμονής.
Επειδή μια γυναίκα θα συμφωνούσε σχεδόν με οτιδήποτε όταν
ένας άντρας της έκανε έρωτα.

Τώρα που ήταν στην ασφάλεια του δωματίου της στο ξενοδοχείο,
επέτρεψε στον εαυτό του να την περιεργαστεί πιο προσεχτικά.
Έδειχνε πολύ διαφορετική από το σέξι νυμφίδιο που λικνιζόταν
γύρω από το στύλο με το μικροσκοπικό κόκκινο φόρεμά της εκείνη
τη νύχτα. Τα σκούρα μαλλιά της έπεφταν δεμένα σε μια πλεξούδα
μπροστά από τον ένα ώμο της και φορούσε μια βαριά μεταξωτή
ρόμπα ως το πάτωμα, που λαμπύριζε καθώς κινούνταν. Ένα
κομψό ρούχο, σκέφτηκε με επιδοκιμασία. Και μολονότι κάλυπτε
κάθε σπιθαμή του κορμιού της, το ντελικάτο ύφασμα κολλούσε
στις υπέροχες καμπύλες της, υπενθυμίζοντάς του πάρα πολύ
ζωηρά τι υπήρχε από κάτω.

«Είσαι πολύ όμορφη απόψε», μουρμούρισε.

Η Ρόζα πάγωσε, επειδή το εξεταστικό βλέμμα που είχε σκληρύνει


τα μάτια του ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το μεταξένιο χάδι
της φωνής του. Παρ' όλα αυτά, εντελώς ανόητα, δεν μπόρεσε να
εμποδίσει το κορμί της να ανταποκριθεί. Ήθελε να την τραβήξει
πάνω στο σκληρό κορμί του και ήθελε να τη φιλήσει ξανά. Αλλά
ήταν επικίνδυνος. Το ήξερε. Μ πορεί να εξέπεμπε μια ακαταμάχητη
γοητεία που άγγιζε κάτι βαθιά μέσα της, αλλά διαισθανόταν επίσης
έναν αναμφισβήτητο κίνδυνο σ’ αυτόν.

«Σε ρώτησα τι κάνεις εδώ», είπε ήρεμα. «Και μέχρι στιγμής δεν
έχεις δώσει μια ικανοποιητική απάντηση».

Ο Κελάλ συνοφρυώθηκε. Η Ρόζα σίγουρα συμπεριφερόταν πολύ


διαφορετικά αυτό το βράδυ. Δεν του ριχνόταν καθόλου ούτε
έδειχνε να θέλει να συνεχίσουν το υπέροχο φιλί που είχε
σταματήσει απότομα η εμφάνιση του υπασπιστή του αδερφού του.

«Πρέπει να κάνουμε μια συζήτηση», της είπε.

«Τέτοια ώρα;»

Εκείνος κατένευσε. Ο προστατευτικός μανδύας της νύχτας ήταν


πολύ προτιμότερος από μια συνάντηση στο σκληρό φως του
ήλιου της Μ εσογείου. Και παρ’ όλο που αυτό το μάλλον ταπεινό
ξενοδοχείο δεν ήταν το είδος του μέρους που τραβούσε συνήθως
τους παπαράτσι, η εντυπωσιακή εμφάνισή του τον έκανε πάντα
στόχο περίεργων ματιών. «Δυστυχώς, ναι».

«Τότε καλύτερα να βιαστείς και να τελειώνεις μ’ αυτό, κύριε;...»

Εκείνος διέκρινε την πρόκληση στη φωνή της, σκεπτόμενος πόσο


εκπληκτικά ήταν τα μάτια της καθώς τον κοίταζαν με θράσος.
«Πιστεύω ότι κατάλαβες πολύ καλά από τη διακοπή που συνέβη
χθες ότι δεν είμαι απλά "κύριος”», είπε κοφτά. «Για την ακρίβεια,
είμαι πρίγκιπας».

«Πρίγκιπας», επανέλαβε εκείνη, σαν να περίμενε το τέλος ενός


ανέκδοτου.

Εκείνος κατένευσε. «Αν και προτιμώ να σκέφτομαι τον εαυτό μου


ως σεΐχη πρώτα και μετά ως πρίγκιπα. Είμαι ο σεΐχης Κελάλ αλ-
Ντιμασκί, ο δεύτερος γιος του βασιλικού οίκου του
Ζαχραστάν». Ύψωσε τα σκούρα φρύδια του σε μια αδιάφορη
ερώτηση. «Αλλά ίσως έμαθες μερικά πράγματα παραπάνω για μένα
αφότου χωρίσαμε τόσο απότομα. Δεν κεντρίστηκε το ενδιαφέρον
σου από τον άγνωστο με τον οποίο παρά λίγο να κάνεις σεξ;»
Χαμογέλασε ειρωνικά. «Ειδικά όταν ανακάλυψες ότι ο αδερφός
του είναι βασιλιάς».

Η Ρόζα τον αγριοκοίταξε, προσπαθώντας να αγνοήσει τον χυδαίο

σαρκασμό του, «Αν θέλεις να ξέρεις, σκέφτηκα ότι μπορεί να


ήσουν μπλεγμένος σε κάποιου είδους απάτη».

«Απάτη;»

«Ναι. Εκείνος ο άντρας που εμφανίστηκε και ανακοίνωσε ότι ο


“βασιλιάς" ήθελε να σε δει». Του έριξε μια περιφρονητική
ματιά. «Άνθρωποι προσποιούνται τους αριστοκράτες συνέχεια!
Τους βοηθάει να μένουν σε ακριβά ξενοδοχεία χωρίς να
πληρώνουν».

Εκείνος έριξε μια αποδοκιμαστική ματιά στο δωμάτιο. «Τότε δε


φαντάζομαι να έβαζαν σαν στόχο ένα μέρος σαν αυτό».

Η Ρόζα δεν απάντησε στο χλευασμό του. Γιατί να το κάνει, αφού


ήταν αλήθεια; Είχε διαλέξει αυτό το ξενοδοχείο ακριβώς επειδή
δεν ήταν ακριβό. Επειδή ήταν το τελευταίο μέρος στη γη όπου θα
πε-ρίμενες να βρεις ποτέ έναν Κορέτι, και επομένως ήταν απίθανο
να έρθει κάποιο μέλος της οικογένειάς της να την αναζητήσει.
Αλλά το ξενοδοχείο Τζάσμιν ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόταν
στην ταραγμένη κατάστασή της. Της άρεσε η ηρεμία του. Η
χαλαρή ατμόσφαιρα και οι παλιομοδίτικοι κήποι. Οι πελάτες ήταν
κυρίως Γάλλοι και η εξυπηρέτηση απλή και διακριτική. Δεν
υπήρχαν τουρίστες ούτε ένα βλακώδες διεθνές μενού ούτε
σύνδεση Wi-Fi που μπορεί να ενθάρ-ρυνε τους ανθρώπους να
κάθονται τριγύρω και να πληκτρολογούν στους υπολογιστές τους,
κάνοντάς σε να νιώθεις σαν να είχες μπει σ’ ένα τεράστιο γραφείο.

«Αν δε σου αρέσει, φύγε», του είπε ήρεμα. «Δε θα σε σταματήσω».

Ο Κελάλ δίστασε -και γι’ αυτόν ο δισταγμός ήταν κάτι σπάνιο.


Αλλά αυτή η συζήτηση δεν πήγαινε σύμφωνα με το σχέδιο.
Καταρχάς, εκείνη δεν είχε πέσει πάνω του με τον πόθο ν’
αστράφτει στα μάτια της και ένα κορμί ανυπόμονο για την ηδονή
που θα μπορούσε να της προσφέρει. Πίστευε ότι θα ήταν στο
κρεβάτι της ήδη, κι όμως δεν ήταν καν κοντά σ’ αυτό. Φαινόταν
εντελώς διαφορετική από τη γυναίκα που τον είχε ικετέψει να τη
φιλήσει και άρχισε ν’ αναρωτιέται γιατί.

«Ξέρω ποια είσαι», είπε ξαφνικά.

Η Ρόζα δεν αντέδρασε. Ήταν ένα από τα πρώτα μαθήματα που


είχε διδαχτεί -μη δείχνεις ποτέ σ’ έναν ξένο τι σκέφτεσαι. Είχε
παραβεί αυτό τον κανόνα εκείνη τη νύχτα κάτω από την επίδραση
της σαμπάνιας, αλλά δε θα επαναλάμβανε ένα τόσο βασικό λάθος
απόψε.
«Και ποια είμαι;» ρώτησε ανάλαφρα, σκεπτόμενη ότι μπορεί να της
έδινε μια καλύτερη απάντηση απ’ οποιαδήποτε μπορούσε να σκε-
φτεί εκείνη. Επειδή μάλλον δεν ήξερε ούτε η ίδια ποια ήταν πια.

Εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα. «Το όνομά σου είναι Ρόζα Κορέτι
και είσαι μέλος της διάσημης σικελικής οικογένειας Κορέτι».

Η Ρόζα κατένευσε. Τουλάχιστον δεν είχε επαναλάβει το επικρι-


τικό στερεότυπο κατηγορίας, όπως έκαναν συνήθως ο άνθρωποι.
Μ όλις ανακάλυπταν ότι προερχόσουν από μια ισχυρή οικογένεια
μ’ ένα αμφιλεγόμενο μερικές φορές παρελθόν, υπέθεταν ότι
ήσασταν όλοι μαφιόζοι. Αυτός δεν ήταν ένας από τους λόγους που
ήταν τόσο προστατευμένη καθώς μεγάλωνε -για να κρατηθεί
μακριά από την επίκριση του έξω κόσμου, καθώς και για να
διαφυλάξει την αθωό-τητά της;

«Μ πράβο, σεΐχη Κελάλ αλ-Ντιμασκί», είπε απαλά. «Και τι άλλο


έμαθες για μένα;»

«Τίποτα», είπε ο Κελάλ με μια δόση εκνευρισμού.

«Τίποτα;»

Εκείνος έγνεψε αρνητικά. Είχε επαφή με μερικές από τις


καλύτερες πηγές πληροφοριών στον κόσμο, αλλά όταν είχαν
προσπαθήσει να μάθουν κάτι περισσότερο για την κόρη του Κάρλο
Κορέτι, είχαν βρεθεί προφανώς σε αδιέξοδο. Υπήρχαν άφθονες
πληροφορίες για τους δύο αδερφούς της και ένα ολόκληρο
τσούρμο γραφικών εξα-δέλφων, αλλά η Ρόζα ήταν σαν να μην
υπήρχε καν μετά τις πληροφορίες που είχαν καταφέρει να
εξασφαλίσουν. «Απολύτως τίποτα. Ω, ξέρω σε ποια σχολεία πήγες
και ότι σπούδασες ξένες γλώσσες στο Πανεπιστήμιο του Παλέρμο,
αλλά πέρα απ’ αυτό, τίποτα. Καμία λίστα εραστών και κανένα
καταγεγραμμένο παράπτωμα. Ούτε προηγούμενοι πειραματισμοί με
χορό σε στύλο. Προέρχεσαι από μια κοινωνία που φαίνεται ειδική
στο να κρατά μυστικά», παρατήρησε καυστικά.

Η Ρόζα κατάφερε να πνίξει ένα πικρό γέλιο. Ο άνθρωπος δεν είχε


ιδέα. Όχι μόνο μια κοινωνία που ήταν καλή στο να κρατά
μυστικά, αλλά μια κοινωνία που ήταν γεμάτη μυστικά. «Νομίζω ότι
θα συμφωνήσω μ’ αυτό», είπε παγερά.

Ο Κελάλ είχε αρχίσει να νιώθει σαστισμένος, και ήταν μια αίσθηση


στην οποία δεν ήταν συνηθισμένος. Η Ρόζα Κορέτι τον
μπέρδευε. Πριν από τρία βράδια ο αισθησιασμός λαμπύριζε γύρω
από το υπο-τυπωδώς ντυμένο κορμί της σαν τους δακτύλιους
φωτός που έλαμπαν γύρω από τον πλανήτη Κρόνο. Απόψε
έδειχνε περήφανη και απρόσιτη. Και γιατί η κόρη μιας τόσο
πλούσιας δυναστείας έμενε σ’ ένα ταπεινό ξενοδοχείο σαν αυτό;

«Λοιπόν, π σε φέρνει στη Γαλλική Ριβιέρα;» τη ρώτησε.

Η Ρόζα αναρωτήθηκε τι θα σκεφτόταν αν του έλεγε. Πώς θα αντι-


δρούσε αν του εξηγούσε ότι η κρίση της ταυτότητας ήταν πολύ
αληθινή και όχι η συνηθισμένη επανάσταση κάποιου
κακομαθημένου πλουσιοκόριτσου. Και για μια στιγμή μπήκε στον
πειρασμό να του πει. Να ανοίξει την καρδιά της σε κάποιον που
δεν ήξερε την οικογένεια Κορέτι και ο οποίος δε νοιαζόταν
ιδιαίτερα γι’ αυτούς. Δε θα ήταν λυτρωτικό να μοιραστεί την
τρομερή ιστορία της με κάποιον και να ελευθερωθεί από το
δηλητήριο που κυλούσε στις φλέβες της εξαιτίας της;

Αλλά οι παλιές συνήθειες δύσκολα κόβονται και η Ρόζα ήταν πολύ


καλά μυημένη στην τέχνη διαφύλαξης των μυστικών για να
τολμήσει ν’ αποκαλύψει το πιο σκοτεινό απ' όλα σε αυτό τον
άντρα που δέσποζε στο μικρό δωμάτιο. Θα μπορούσε να του πει
κάτι, ναι, αλλά δεν μπορούσε να του πει τα πάντα.

«Ήθελα να ξεφύγω», είπε, ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους


της σαν να ήθελε να δώσει αξιοπιστία στη δήλωσή της. «Να
δραπετεύσω από το σπίτι και να δω λιγάκι τον κόσμο. Πολλές
γυναίκες της ηλικίας μου το κάνουν αυτό. Είναι απόλυτα
φυσιολογικό».

Μ όνο που ένα ταξίδι για να δει τον κόσμο δεν κάνει κάποιον να
δείχνει τόσο βασανισμένος, σκέφτηκε ο Κελάλ. Τα μάτια του
στένεψαν. «Δηλαδή αυτό είναι ένα προσωρινό ταξίδι;»

«Υποθέτω».

«Και πότε σκοπεύεις να γυρίσεις πίσω;»

Η ερώτησή του ήταν απρόσμενη και την ανάγκασε ν’ αντιμετω-


πίσει αυτό που έβαζε τα δυνατά της να μην αντιμετωπίσει. Η Ρόζα
ρίγησε. Πίσω σε τι; Σε ένα σπίτι που δεν αναγνώριζε πια και μια
οικογένεια που είχε αλλάξει αμετάκλητα εξαιτίας μερικών
απρόσεκτων και ολέθριων λόγων;

«Δε θα γυρίσω», είπε με πάθος. «Δεν πρόκειται να γυρίσω ποτέ


στη Σικελία!»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Ο Κελάλ παρακολουθούσε προσεχτικά τη Ρόζα καθώς έλεγε
κοφτά αυτά τα λόγια. Πιο προσεχτικά απ’ όσο έμπαινε συνήθως
στον κόπο να παρακολουθήσει οποιαδήποτε γυναίκα, αλλά αυτή
είχε αρχίσει να τον σαστίζει πραγματικά τώρα. Είχε δει την
εναλλαγή των συναισθημάτων στο όμορφο πρόσωπό της όταν την
είχε ρωτήσει για την πατρίδα της τη Σικελία. Είχε δει
επιφυλακτικότητα και φόβο. Αποστροφή, επίσης. Ναι, είχε δει
σίγουρα αποστροφή, όταν εκείνη είχε δηλώσει ότι δε θα γύριζε
ποτέ πίσω. Κάποιος πιο περίεργος μπορεί να είχε αναρωτηθεί τι
είχε προκαλέσει μια τόσο ακραία αντίδραση, αλλά εκείνος ποτέ
δεν εμβάθυνε τόσο πολύ. Ενδιαφερόταν κυρίως για τα γεγονότα,
όχι γι’ αυτό που κρυβόταν πίσω τους.

«Δηλαδή θα βρεις δουλειά εδώ;» είπε σκεφτικά. «Ή μήπως είσαι


αρκετά πλούσια για να ζήσεις άνετα χωρίς καμία ανάγκη να
δουλέψεις;»
Αν δεν είχε χτυπήσει ένα τόσο ευαίσθητο σημείο της, η Ρόζα
μπορεί να του έλεγε να κρατήσει τις αδιάκριτες ερωτήσεις του για
τον εαυτό του. Επειδή υπήρχαν πάντα χρήματα όποτε τα ήθελε,
και μάλιστα άφθονα. Είχε ανοιχτεί ένας λογαριασμός για εκείνη
από τη στιγμή που είχε γεννηθεί και είχε πρόσβαση σ’ αυτόν όποτε
ήθελε. Μ ερικές φορές αναρωτιόταν πώς θα ήταν η ζωή αν έπρεπε
να κάνει οικονομίες για ν' αγοράσει το τελευταίο ακριβό ζευγάρι
παπούτσια που είχε βάλει στο μάτι, αλλά αυτό ήταν κάτι που δεν
είχε βιώσει ποτέ. Όχι μέχρι τώρα, τουλάχιστον. Επειδή αμέσως
μετά το μήνυμα που την καλούσε να γυρίσει σπίτι, είχε έρθει ένα
άλλο που την πληροφορούσε ότι δεν μπορούσε πια να έχει
πρόσβαση στο λογαριασμό της. Ότι δε θα είχε άλλα χρήματα.

Ήξερε τι ακριβώς προσπαθούσε να κάνει η οικογένειά της.


Προσπαθούσαν να την εξαναγκάσουν να γυρίσει στη Σικελία
κάνοντάς τη να πεινάσει!

Ήξερε ότι μπορούσαν να γίνουν αμείλικτοι. Τους είχε δει να


ξεφορτώνονται εχθρούς και υπαλλήλους -ακόμη και συζύγους-,
μόνο που δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι αυτή η αμείλικτη
σκληρότητα θα μπορούσε να στραφεί και εναντίον της.

Κοίταξε τον Κελάλ καθώς η ερώτησή του καρφωνόταν στο μυαλό


της, συνειδητοποιώντας ξαφνικά ότι, ακόμη κι αν προσπαθούσε
να βρει δουλειά, οι επιλογές της ήταν πολύ περιορισμένες. Είχε
ένα αξι-οσέβαστο πτυχίο στις γλώσσες, αλλά δεν είχε εκπαιδευτεί
σε τίποτα στην πραγματικότητα.
«Εδώ που τα λέμε, δεν είμαι πλούσια», είπε. «Όχι πια».

«Τι σκοπεύεις να κάνεις λοιπόν;» επέμεινε εκείνος.

Η απόγνωση την έκανε να του επιτεθεί ξανά. Μ ήπως


ευχαριστιόταν φέρνοντάς τη σε δύσκολη θέση; «Το τι κάνω ή δεν
κάνω δεν είναι δική σου δουλειά».

«Θα μπορούσα όμως να το κάνω δική μου δουλειά».

Ο τόνος του είχε μαλακώσει και η Ρόζα σφίχτηκε ενστικτωδώς,


επειδή υποψιαζόταν ότι στην πραγματικότητα δεν ήταν
μαλακός. Τον κοίταξε καχύποπτα. «Γιατί να το κάνεις αυτό;»

«Επειδή πιστεύω ότι θα μπορούσαμε να προσφέρουμε αμοιβαία


βοήθεια ο ένας στον άλλο σε μια στιγμή αμοιβαίας ανάγκης».

«Δεν είμαι σίγουρη ότι καταλαβαίνω».

Ο Κελάλ έκανε ένα βήμα μπροστά, μικραίνοντας λίγο την


απόσταση ανάμεσά τους, και είδε από την ξαφνική ένταση στο
κορμί της ότι εκείνη είχε επηρεαστεί έντονα από αυτό το γεγονός.
Όπως κι ο ίδιος... «Πιστεύω ότι προσπαθείς να ξεφύγεις από κάτι,
Ρόζα», είπε καθώς κοίταζε τα μεγάλα σκούρα μάτια της. «Από κάτι
ή από κάποιον. Πιστεύω επίσης ότι κρύβεσαι, ότι δε θέλεις να
μάθει κανείς ότι είσαι εδώ. Και ότι είσαι απένταρη. Ή,
τουλάχιστον, αν όχι απέντα-ρη, ότι τα κεφάλαιά σου εξαντλούνται
γρήγορα».
Η Ρόζα ξεροκατάπιε, γιατί η εγγύτητά του την αναστάτωνε τόσο
όσο και η διορατικότητά του. Και ήταν τρομαχτικό που όλα όσα
είχε μαντέψει ήταν λίγο ως πολύ αλήθεια. Μ όλις είχε ανακαλύψει
ότι τα λεφτά της είχαν δεσμευτεί, είχε πουλήσει ένα βραχιόλι σ’
ένα κοσμηματοπωλείο μεταχειρισμένων στην κοντινή Νίκαια,
αλλά είχε πάρει πολύ λιγότερα χρήματα γι' αυτό απ’ ό,τι περίμενε.
Ήταν εκπληκτικό το πώς έφευγαν τα χρήματα, όταν δεν ήσουν
συνηθισμένη να ζεις λττά. Και ειδικά όταν είχε τινάξει στον αέρα
τον προϋπολογισμό της για ένα μικροσκοπικό κόκκινο φόρεμα που
την είχε βάλει σε όλους αυτούς τους μπελάδες.

«Γιατί ενδιαφέρεσαι τόσο πολύ για μένα;» ψιθύρισε.

Το στόμα του Κελάλ σφίχτηκε σε μια αδιάλλακτη γραμμή. Ήταν


ώρα να καταστρέψει τυχόν αναδυόμενες φαντασιώσεις της
που μπορεί να αποσταθεροποιούσαν αυτό που σκόπευε να πει.
«Δεν ενδιαφέρομαι για σένα, χαμπίμπι», είπε απαλά, «αλλά γι’ αυτό
που μπορούμε να προσφέρουμε ο ένας στον άλλο».

Κάτω από το λείο ύφασμα της ρόμπας της, η Ρόζα ένιωσε το


μυρμήγκιασμα της επιδερμίδας της, και δεν ήταν σίγουρη αν
ήταν έξαψη ή φόβος. Θα της πρότεινε να συνεχίσουν από εκεί που
είχαν σταματήσει τις προάλλες, όταν τους είχαν διακόψει τόσο
απότομα στον κήπο της βίλας του; Κι αν της έλεγε πράγματι
αυτό... αν την τραβούσε στην αγκαλιά του και τη φιλούσε με το
ίδιο άπληστο πάθος που είχε γευτεί εκείνο το πρωί, θα μπορούσε
ειλικρινά να τον αποκρούσει;
Τα λόγια βγήκαν με δυσκολία από το στόμα της, αλλά ήξερε ότι
έπρεπε να τα πει. «Τι να προσφέρουμε;»

Τα χείλη του Κελάλ ανασηκώθηκαν σ' ένα χαμόγελο ικανοποίησης


καθώς διέκρινε τα αδιάψευστα σημάδια σεξουαλικού πόθου στο
πρόσωπό της και κατάλαβε ότι είχε φτάσει στο στόχο του.

«Εγώ έχω να σου προσφέρω μια πρόταση γάμου», είπε.

Τα λόγια του αντήχησαν στο δωμάτιο και μια αίσθηση


εξωπραγματικού άρχισε να σαρώνει τη Ρόζα καθώς κοίταζε τα
μαύρα μάτια του. Προσπάθησε να φανταστεί πώς θα ήταν αν της
είχε κάνει την πρότασή του με κάποιο βαθμό τρυφερότητας, αντί
γι’ αυτή τη σκληρή και υστερόβουλη έκφραση. Αλλά ήταν μία
Κορέτι, δεν ήταν; Και, επομένως, ιδανικά προετοιμασμένη για να
αντιμετωπίσει την πρότασή του με τον ίδιο επαγγελματικό τρόπο
με τον οποίο την είχε κάνει εκείνος.

«Πρόταση γάμου;» είπε ξερά. «Δεν έχεις κάποια πιο κατάλληλη


που θα μπορούσες να της το ζητήσεις; Ίσως κάποια που
γνωρίζεις περισσότερο από πέντε λεπτά, σε μια σχέση που
βασίζεται σε περισσότερα από τον πόθο και τις προσβολές;»

Ο Κελάλ σκέφτηκε φευγαλέα την Αισα και αναρωτήθηκε μήπως


αυτή ήταν η κατάλληλη στιγμή να της αποκαλύψει το διαλυμένο
αρραβώνα του. Προκειμένου να πείσει την Κορέτι να συμφωνήσει
με το σχέδιό του, δε θα ήταν καλύτερα να το κρατήσει μυστικό;
Αλλά θυμήθηκε την πικρία στο πρόσωπό της όταν είχε μιλήσει
υποτιμητικά για «μυστικά» και σκέφτηκε ότι εκείνη αναπόφευκτα
θα το ανακάλυπτε κάποια στιγμή. Ήταν προτιμότερο να το μάθει
από εκείνον, παρά από κάποια κακόβουλη πηγή ειδήσεων.

«Η αλήθεια είναι ότι είχα μία αρραβωνιαστικιά», είπε. «Μ έχρι


πολύ πρόσφατα».

Τα μάτια της Ρόζας στένεψαν. «Πόσο πρόσφατα;»

Ακολούθησε μια παύση. «Μ έχρι χθες».

Το μικρό χρονικό διάστημα σήμαινε ότι δεν ήταν απαραίτητοι


νοεροί υπολογισμοί και εκείνη τον κοίταξε με δυσπιστία. «Εννοείς
ότι... ότι μου έκανες έρωτα ενώ ήσουν αρραβωνιασμένος με μια
άλλη γυναίκα;»

Εκείνος γέλασε κοφτά. «Δε θεωρώ ότι φιλώντας κάποια που


ρίχτηκε στην αγκαλιά μου ‘‘έκανα έρωτα”».

«Κάθαρμα», του είπε σιγανά. «Είσαι εντελώς κάθαρμα. Ξέρεις


πολύ καλά ότι, αν δεν ήμουν μεθυσμένη, θα είχες καταλήξει στο
κρεβάτι μου εκείνη τη νύχτα».

Ο Κελάλ μετά βίας κστάφερε να πνίξει ένα ρίγος. Ήταν


εξωφρενικό που θα έπρεπε να παντρευτεί μια γυναίκα σαν αυτή.
Μ ια γυναίκα που δεν έδειχνε να ντρέπεται καθόλου να βγάλει τις
χάρες της στη φόρα. Ναι, του άρεσε να είναι απελευθερωμένες οι
ερωμένες του -και βέβαια του άρεσε-, αλλά μια σύζυγος ήταν κάτι
εντελώς διαφορετικό. To γεγονός ότι ένας πρίγκιπας έπρεπε να
πάρει για γυναίκα του μια τέτοια αλήτισσα ήταν αδιανόητο! Αλλά
τότε υπενθύμισε στον εαυτό του ότι αυτός θα ήταν μόνο ένας
προσωρινός γάμος και ότι η αρετή της δεν είχε σημασία. Θυμήθηκε
τον τρόπο που τον είχε φιλήσει. Τον τρόπο που είχε πιέσει το
υπέροχο κορμί της στο δικό του, έτσι που τα εξαίσια στήθη της
είχαν πιεστεί πάνω στο στέρνο του. Αν μη τι άλλο, θα ερχόταν στο
νυφικό κρεβάτι μ’ έναν ικανοποιητικό βαθμό σεξουαλικών
γνώσεων.

«Δε συμπεριφέρθηκα διαφορετικά από τον τρόπο που


συμπεριφέρονταν πάντα οι άντρες», είπε μακρόσυρτα.

«Εννοείς ότι περίμενες ν’ αγνοήσει η μνηστή σου την εξοργιστική


συμπεριφορά σου;»

«Περίμενα να μη μάθει η μνηστή μου τίποτα γι’ αυτά που έκανα.


Αλλά φαίνεται ότι έκανα λάθος. Και φαίνεται επίσης ότι εκείνη
δεν καταλαβαίνει ότι ένας άντρας το οφείλει στη μέλλουσα
γυναίκα του ν’ αποκτήσει όσο το δυνατό περισσότερη εμπειρία
πριν πάρει την αθωότητά της τη νύχτα του γάμου τους».

Η Ρόζα λίγο έλειψε να γελάσει με το θράσος του. «Αυτό


υποτίθεται ότι είναι αστείο;»

«Πού βρίσκεις το αστείο;»

«Το κάνεις ν’ ακούγεται σαν να της έκανες χάρη πέφτοντας στο


κρεβάτι με όσο το δυνατόν περισσότερες γυναίκες».

«Αυτός είναι ένας τρόπος να το δεις», συμφώνησε σοβαρά ο Κε-


λάλ. «Και είναι σίγουρα ένα βάσιμο επιχείρημα. Γενιές αντρών από
όλες τις κουλτούρες είχαν πολλές ερωμένες πριν
παντρευτούν. Επειδή καμία γυναίκα δε θέλει έναν άντρα που είναι
πρωτάρης στην τέχνη του έρωτα».

«Και καμία γυναίκα δε θέλει έναν άντρα που είναι τόσο αλαζόνας
ώστε να μην αντιλαμβάνεται πόσο κόπανος είναι!»

«Κόπανος;» γρύλισε εκείνος. «Τολμάς ν’ αποκαλείς τον σεΐχη του


Ζαχραστάν κόπανο;»

«Ναι, αφού τυχαίνει να είναι αλήθεια».

Την αγριοκοίταξε με μισόκλειστα μάτια, αλλά δεν μπορούσε ν' αρ·

νηθεί το ορμητικό κύμα αίματος στη βουβωνική του χώρα, εξαιτίας


του ερεθισμού που του προκάλεσε ανεξήγητα η άνευ
προηγουμένου αυθάδειά της. «Για πες μου κάτι, Ρόζα Κορέτι, είσαι
πάντα τόσο ντόμπρα;»

Στην πραγματικότητα όχι, δεν ήταν. Η παλιά Ρόζα ήταν συνήθως


επιφυλακτική και κουμπωμένη. Δεν εξέφραζε ποτέ τις σκανδαλι-
στικές σκέψεις που τη βασάνιζαν μερικές φορές, επειδή έτσι
είχε ανστραφεί. Να είναι ήρεμη και γαλήνια και κυρία. Να κρύβει
τα συ-ναισθήματά της πίσω από ένα εξευγενισμένο παρουσιαστικό.
Αλλά τι νόημα είχε να παίζει τον υπάκουο ρόλο της τέλεια, όταν
όλοι οι άλλοι την εξαπστούσαν;

Αυτός ο τύπος, ο Κελάλ, την είχε επίσης εξαπατήσει. Δεν είχε


κάνει τον κόπο να της πει ότι ήταν αρραβωνιασμένος όταν είχε
κολλήσει σχεδόν πάνω της στην πίστα χορού. Γιατί στην ευχή
λοιπόν να προσέχει τα λόγια της για να μην πληγώσει τα
συναισθήματά του; Αμφέβαλλε αν είχε καν συναισθήματα!

«Η ντομπροσύνη μου είναι άσχετη», του είπε κοφτά. «Και δε μου


εξήγησες γιατί μου έκανες αυτή την απίστευτη πρόταση γάμου».

«Για να προστατέψω την υπόληψή μου».

Η Ρόζα γέλασε κοφτά. Ήταν λοιπόν και εγωιστής και αλαζόνας.


«Ω, τι έκπληξη».

«Και για να προστατέψω τη δική σου».

«Δεν καταλαβαίνω για ποιο πράγμα μιλάς».

Ακολούθησε μια παύση καθώς εκείνος διάλεγε τα λόγια του, αν


και δυσκολευόταν να κρύψει τον εκνευρισμό από τη φωνή του.
«Ο αδερφός μου έμαθε ότι περάσαμε τη νύχτα μαζί, οπότε η
πληροφορία είναι εκεί έξω. Απ’ ό,τι κατάλαβα, η οικογένειά σου
είναι πολύ καλή στη συλλογή πληροφοριών». Την κοίταξε κάτω
από τα μισό-κλειστα βλέφαρά του και είδε το κορμί της να
σφίγγεται. «Πώς νομίζεις ότι θ’ αντιδράσουν αν ανακαλύψουν ότι
κοιμήθηκες μ’ έναν Αραβα πρίγκιπα;»

Η Ρόζα ρίγησε στη σκέψη του πώς θα αντιδρούσαν αν κοιμόταν με


οποιονδήποτε άντρα, «Μ α δεν κοιμηθήκαμε μαζί!» είπε με
σφυριχτή φωνή. «Το ξέρεις ότι δεν κοιμηθήκαμε μαζί».

«Και πιστεύεις ότι υπάρχει πιθανότητα να το πιστέψει κανείς


αυτό;»

Η Ρόζα έτριψε αφηρημένα τα χείλη της με την παλάμη της καθώς


τα λόγια του έβρισκαν το στόχο τους. Μ ’ ένα ρίγος, προσπάθησε
να φανταστεί την αντίδραση του Αλεσάντρο και του Σάντο στα
νέα ότι η μικρή αδερφή τους είχε συμπεριφερθεί σαν πόρνη. Η
οικογένεια θα παραληρούσε ακόμη από τη συγκλονιστική
αποκάλυψη της μητέρας της -η οποία θα έκανε πιθανότατα την
αντίδρασή τους ακόμη πιο σκληρή από το συνηθισμένο.
Εξακολουθούσε να είναι μία Κορέτι, στο κάτω κάτω. Η ουσία ήταν
ότι θα θεωρούσαν πως η αγνότητά της είχε χαθεί και θα γινόταν
χαμός. Μ πορούσε να τους φανταστεί να στέλνουν ένα τσούρμο
μπράβους για να την πάνε πίσω. Ακόμη χειρότερα, μπορεί να
έρχονταν να την πάρουν οι ίδιοι.

«Μ ανάτζια», ψιθύρισε χωρίς να σκεφτεί. «Τι ηλίθια που ήμουν».

Ο Κελάλ σκέφτηκε ότι ούτε μια φορά σε όλη τη συζήτηση δεν είχε
κάνει η Ρόζα κάποια απόπειρα να φλερτάρει μαζί του ούτε
είχε δείξει κάποιου είδους ευγνωμοσύνη που της πρόσφερε μια
λύση για τη δυσχερή της θέση. Αντίθετα, δε φαινόταν να προσέχει
καν το κρεβάτι σε μια γωνιά του δωματίου -κάτι που είχε αρχίσει
να δεσπόζει στις δικές του σκέψεις. Αν ήταν οποιοσδήποτε άλλος,
θα την είχε τραβήξει στην αγκαλιά του και θα είχε αρχίσει να τη
φιλάει, αλλά, με το πρόσωπό της να λάμπει από οργή που
σιγόβραζε, σκέφτηκε ότι δεν ήταν συνετό να το δοκιμάσει. Είχε
αρχίσει να αντιλαμβάνεται ότι η κατάσταση ισορροπούσε στην
κόψη του ξυραφιού και ότι τώρα ήθελε εκείνος να συμφωνήσει η
Ρόζα σε ένα σχέδιο που αρχικά τον απωθούσε.

Επειδή ο Κελάλ ήταν ειδικός στο να βρίσκει το καλό σε μια κακή


κατάσταση. Αυτό τον είχε στηρίξει κατά τη διάρκεια της
μοναχικής παιδικής του ηλικίας. Είχε αρνηθεί να μείνει στο
γεγονός ότι είχε στερηθεί βίαια την αγάπη της μητέρας του και,
αντί γι’ αυτό, είχε εστιάσει στην πρωτάκουστη ελευθερία που είχε
απολαύσει μέσα στους τοίχους του παλατιού. Είχε μάθει να είναι
εντελώς αυτάρκης και να τσακίζει όποιον τολμούσε να νιώσει
οίκτο γι’ αυτόν.

Τώρα κόπαζε τη Ρόζα Κορέτι και σκεφτόταν τα οφέλη που θα


απολάμβανε αν την έκανε γυναίκα του. Σκέφτηκε την απόλαυση
που θα του χάριζε η ομορφιά της και οι αισθησιακές καμπύλες της.
Το κορμί της που είχε αγγίξει μόνο φευγαλέα θα γινόταν δικό του
για να παίξει μαζί του όπως του άρεσε! Και μόλις έσβηνε το πάθος
του για εκείνη, θα την ξαπόστελνε.
«Ένας σύντομος γάμος που μπορεί να διαλυθεί μόλις καταλαγιάσει
ο θόρυβος», της εξήγησε. «Ένας γάμος που θα μπορούσε να είναι
επωφελής και για τους δυο μας».

Εκείνη είχε σηκώσει το κεφάλι της και τον κοίταζε σαν να τον
έβλεπε για πρώτη φορά και δεν της άρεσε καθόλου αυτό που
έβλεπε.

«Επωφελής;» ρουθούνισε περιφρονητικά. «Δεν το νομίζω.


Πιστεύω ότι ένας γάμος μαζί σου θα ήταν εφιάλτης».

«Είσαι τόσο σίγουρη;» τη ρώτησε κοροϊδευτικά.

«Απολύτως σίγουρη!» ισχυρίστηκε εκείνη, μέχρι που ανάγκασε


τον εαυτό της να αντιμετωπίσει μια εναλλακτική λύση που ήταν
ακόμη χειρότερη. Δεν μπορούσε να γυρίσει σπίτι, όμως, ούτε
μπορούσε να μείνει εκεί με τους ταχύτατα φθίνοντες πόρους της.
Ακόμη κι αν κατέφευγε κάπου αλλού και έβρισκε μια ταπεινή
δουλειά, η οικογένειά της σίγουρα θα την κυνηγούσε και θα την
έβρισκε. Πίεσε τον εαυτό της να χαμογελάσει. «Αλλά μπορώ να
καταλάβω ότι θα είχε μερικά πλεονεκτήματα».

«Εννοείς ότι τώρα δέχεσαι την πρότασή μου;»

«Μ όνο υπό ορισμένους όρους».

«Φοβάμαι ότι αυτό δε θα είναι δυνατό», δήλωσε απαλά ο Κελάλ.


«Δεν μπορείς να παζαρεύεις μ’ ένα σεΐχη».
«Ω, μα μπορώ!» του είπε σταθερά. «Επειδή εσύ χρειάζεσαι αυτόν
το γάμο περισσότερο από μένα!»

«Έτσι νομίζεις;»

«Το ξέρω». Του έριξε μια ματιά καθαρής πρόκλησης. «Φοβάσαι

αυτό που μπορεί να κάνουν τα αδέρφια μου όταν μάθουν για το


δεσμό μας, έτσι δεν είναι;»

«Έχεις τρελαθεί;» Τα χείλη του κύρτωσαν χλευαστικά. «Ο Κελάλ


αλ-Ντιμασκί δε φοβάται κανέναν, Ρόζα. Ούτε τώρα ούτε ποτέ.
Αλλά αγαπώ τη χώρα μου και οι επιπτώσεις από την απερίσκεπτη
νύχτα μας μαζί θα μπορούσε να ατιμάσει το βασιλικό οίκο μας».
Ακολούθησε μια παύση. «Δε χρειάζεται ν’ ανησυχείς ότι θα
δεσμευτείς μαζί μου για μια ζωή, αν αυτός είναι ο λόγος που
διστάζεις, επειδή θα σου δώσω ευχαρίστως διαζύγιο μόλις περάσει
ένα λογικό χρονικό διάστημα».

Η Ρόζα αναλογίστηκε τα λόγια του, έχοντας επίγνωση ότι της


πρόσφερε μια διέξοδο. Μ πορεί να μην ήταν η διέξοδος που θα
είχε επιλέξει, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν είχε πολλές επιλογές. «Πόσο
καιρό θα πρέπει να μείνουμε παντρεμένοι;»

Εκείνος της χάρισε ένα ψυχρό χαμόγελο. «Πώς σου φαίνεται ένας
χρόνος;»

«Σαν έντεκα μήνες υπερβολικά μακριοί;»


«Μ πορώ να σε διαβεβαιώσω ότι θα περάσουν σαν αστραπή», της
είπε απαλά. «Επειδή ο χρόνος πάντα περνάει γρήγορα. Πριν το
καταλάβεις, ο χρόνος θα έχει περάσει και εγώ θα σε αφήσω να
φύγεις με μια περιουσία αρκετά μεγάλη ώστε να εξασφαλίσεις την
ανεξαρτησία σου και αναμνήσεις σεξουαλικής ευδαιμονίας που θα
σου κρατήσουν μια ολόκληρη ζωή».

Η Ρόζα αντάμωσε τη λάμψη των εβένινων ματιών του. Ο


σεξουαλικός κομπασμός του ήταν φρικτός και η αλαζονεία του δεν
είχε προηγούμενο, κι όμως... Έμοιαζε εντελώς ανόητο να νιώθει
έτσι, αλλά μέσα σε όλα τα μπερδεμένα συναισθήματά της ξεχώριζε
μια αίσθηση ασφάλειας όταν τον κοίταζε. Επειδή, όποια κι αν ήταν
τα ελαττώματα του, ήταν σίγουρη ότι θα την προστάτευε. Κανείς
δε θα τολμούσε να την πλησιάσει αν είχε τον σεΐχη Κελάλ αλ-
Ντιμασκί στο πλευρό της.

Ακόμη και αν μπορούσε να κουνήσει ένα μαγικό ραβδάκι -πράγμα


που ήθελε αρχικά- ήξερε ότι η παλιά ζωή της είχε τελειώσει. Δεν
μπορούσε να γυρίσει πίσω. Είχε δραπετεύσει στη Γαλλία και

είχε κλείσει δωμάτιο σ’ ένα φτηνό ξενοδοχείο και είχε πουλήσει


ένα παλιό οικογενειακό βραχιόλι και είχε σχεδόν πέσει στο
κρεβάτι με κάποιον. Για πρώτη φορά στη ζωή της ένιωθε σαν να
ζούσε πραγματικά -όπως είχαν το δικαίωμα να ζουν οι αδερφοί
της-, αντί να υπάρχει απλά στην προστστευμένη μικρή φούσκα που
είχαν δημιουργήσει για εκείνη.
Είχε γευτεί την ελευθερία, την είχε βρει μεθυστική και δε θα
μπορούσε να επιστρέφει ποτέ στη ζωή που είχε ζήσει πριν. Σε όλα
εκείνα τα μάτια που την παρακολουθούσαν. Σε όλους εκείνους
τους άγραφους κανόνες με τους οποίους είχε μεγαλώσει και τις
προσδοκίες που συνεπάγονταν. Ότι η Ρόζα ήταν ένα καλό κορίτσι
και κάποια μέρα θα παντρευόταν κάποιον κατάλληλο Σικελό που
θα της είχαν διαλέξει.

Αν ήταν να υπομείνει την ταπείνωση ενός κανονισμένου γάμου,


τότε γιατί να μην τον κανονίσει η ίδια; Ειδικά όταν ο
συγκεκριμένος γάμος είχε ημερομηνία λήξης. Ήθελε ανεξαρτησία
και ο Κελάλ της την πρόσφερε. Της πρόσφερε επίσης μια
γενναιόδωρη αποζημίωση. Για πρώτη φορά στη ζωή της θα ήταν
ανεξάρτητη! Φαντάσου να είναι σε θέση να κάνει ό,τι ήθελε, χωρίς
να χρειάζεται να παίρνει την άδεια κανενός. Η παραδοσιακή
οικογένειά της δε θα μπορούσε να έχει αντίρρηση, εφόσον θα
φορούσε εκείνη την τόσο σημαντική χρυσή βέρα στο δάχτυλό της.

«Είναι μια πολύ δελεαστική προσφορά», είπε.

«Πιστεύω ότι είναι πάντα συνετό να κάνεις τις προσφορές σου


δελεαστικές. Συνήθως πείθει τους ανθρώπους να τις δεχτούν».
Ένα χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη του καθώς της έριχνε μια λοξή
ερωτηματική ματιά. «Και οι “όροι” σου είναι;»

Η Ρόζα δίστασε. Ήταν έτοιμη να του πει ότι θα έπρεπε να είναι


ένας λευκός γάμος. Ότι δε θα έκανε σεξ μ’ έναν άντρα που είχε
σε τόσο χαμηλή εκτίμηση τις γυναίκες -έναν άντρα που ήταν
έτοιμος να απατήσει την πρώην μνηστή του χωρίς ίχνος τύψεων.
Αλλά τώρα έβλεπε ότι θα ήταν αδύνατο να τηρήσει μια τέτοια
είδους απαίτηση. Μ πορούσε ειλικρινά να φανταστεί ότι θα έλεγε
όχι στις σεξουαλικές κρούσεις ενός άντρα σαν τον Κελάλ αλ-
Ντιμασκί; Μ πορούσε ειλι-κρινά να φανταστεί τον εαυτό της να
προσπαθεί να του αντισταθεί; Ένιωσε το ξαφνικό σκίρτημα της
καρδιάς της.

Ούτε σ’ ένα εκατομμύριο χρόνια.

Κοίταξε τα μαύρα μάτια του που λαμπύριζαν στο γερακίσιο


πρόσωπό του και εκείνη τη στιγμή υποψιάστηκε ότι εκείνος ήξερε
τι ακριβώς σκεφτόταν. Ένιωσε την επιδερμίδα της να τσιτώνεται
καθώς τα βλέμματά τους συγκρούονταν σε μια βουβή αναγνώριση
-λες και το κορμί της αναγνώριζε βουβά την καυτή έλξη που
έκαιγε ανάμεσά τους. Μ πορεί να μην της άρεσε αυτό που
συμβόλιζε εκείνος και μπορεί να αποδοκίμαζε τις απόψεις του για
τις γυναίκες, αλλά δεν ήταν τόσο ανόητη ώστε να αρνηθεί ότι τον
ήθελε.

Το γεγονός ότι είχε φερθεί τόσο άσχημα στην πρώην μνηστή του
της έλεγε ότι δεν ήταν άξιος εμπιστοσύνης, αλλά και ποιος
άντρας ήταν; Ακόμη και ο ίδιος ο θείος της είχε κοιμηθεί με τη
μητέρα της! Η Ρόζα δε γύρευε εμπιστοσύνη ούτε τρυφερότητα -
ούτε κανένα από τα πράγματα που ήθελαν οι περισσότερες
γυναίκες όταν παντρεύονταν. Και με το οικογενειακό παρελθόν
της, σίγουρα δεν έψαχνε για αγάπη. Το στόμα της σφίχτηκε.
Σίγουρα όχι αγάπη. Ήθελε κάποιον να της δείξει πώς να γίνει
γυναίκα με όλη τη σημασία της λέξης -και ο Κελάλ ήταν ο ιδανικός
υποψήφιος. Θα έπαιρνε απ’ αυτόν όλα όσα ήταν διατεθειμένος να
της δώσει και μετά θα έφευγε.

«Αποφάσισα να παραιτηθώ από τους όρους μου», είπε, και ο


ανάλαφρος τόνος της ταίριαζε με το αδιάφορο ανασήκωμα των
ώμων της.

Ο Κελάλ είδε ότι το κοκκίνισμά της είχε γίνει πιο έντονο και
χαμογέλασε ξανά. «Το φαντάστηκα ότι μπορεί να το έκανες»,
μουρμούρισε και το βλέμμα του κατηφόρισε στα πλούσια στήθη
της, που πιέζονταν στο σατέν ύφασμα της ρόμπας της. Είδε τις
θηλές της να σκληραίνουν καθώς τις κοίταζε και ένιωσε το
σκίρτημα πόθου στην ανταπόκριση του κορμιού του. «Και αυτό μ'
ευχαριστεί».

«Αλλά δε θέλω να το μάθουν οι αδερφοί μου», συνέχισε εκείνη

«Επειδή, αν το μάθουν, θα προσπαθήσουν να σταματήσουν αυτόν


το γάμο».

Για μια στιγμή ο Κελάλ έπαιξε με την ιδέα να προκαλέσει τους


αδερφούς της -ή να γελάσει δυνατά με την ιδέα ότι η υπεροχή
τους μπορούσε να προκαλέσει τη δική του. Αλλά γιατί να δώσει
μια μάχη που ήταν άσκοπη σε τελική ανάλυση; Θα έπαιρναν την
πολύτιμη Ρόζα τους πίσω όταν τελείωνε ο χρόνος. «Υπάρχουν
πράγματα που πρέπει ν’ αποφασίσουμε, αλλά μπορούν να τα
αναβάλουμε για λίγο». Η φωνή του ήταν βραχνή καθώς το βλέμμα
του έπεφτε γι’ άλλη μια φορά στις θηλές της. «Και ν’ αρχίσουμε να
ασχολούμαστε με πιο ευχάριστα πράγματα».

Εκείνη τον κοίταξε. «Τι εννοείς;»

«Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ, Ρόζα. Το κορμί σου σίγουρα δείχνει


ότι ξέρει. Και υπάρχει ένα κρεβάτι εκεί πέρα που περιμένει».

Η Ρόζα μόρφασε καθώς σταύρωνε τα χέρια της πάνω από το


προδοτικό σφίξιμο του στήθους της. «Μ η με αντιμετωπίζεις σαν
πόρνη, Κελάλ», είπε σιγανά. «Διαφορετικά θα απορρίψω αυτή την
πρόταση γάμου τούτη τη στιγμή».

Ο Κελάλ είδε τον τρόπο που είχε ανασηκώσει το πιγούνι της. Είδε
την ατσάλινη λάμψη στα σκούρα μάτια της -και εκείνη τη στιγμή
έδειχνε πολύ περήφανη και πολύ Σικελή. Μ ια φοβερή γυναίκα,
αναγνώρισε καθώς έκλινε το κεφάλι του σε μια κίνηση
απρόθυμης αναγνώρισης. «Πολύ καλά», είπε απαλά. «Αν σε
διασκεδάζουν τέτοια παιχνίδια, τότε θα τηρήσουμε τους τύπους
και θα περιμένουμε λίγο ακόμη -και η προσμονή θα κάνει πιο
έντονη την αυξανόμενη πείνα μου. Θα στείλω ένα αυτοκίνητο να
σε πάρει το πρωί. Και στο μεταξύ, ίσως πρέπει να σκεφτείς λιγάκι
κάποια πιο κατάλληλη αμφίεση».

Τα δάχτυλά της άγγιξαν το λείο μεταξωτό πέτο της ρόμπας της. «Τι
εννοείς... κατάλληλη;»
Ήθελε να της πει ότι ολόγυμνη θα ήταν η πρώτη του επιλογή και
το μικροσκοπικό κόκκινο φόρεμα που είχε κάνει τόσο
επικίνδυνα πράγματα στην πίεσή του θα ήταν η δεύτερη. Αλλά όχι
δημόσια.

Δημόσια θα έπρεπε να παίξει το ρόλο που αναμενόταν από εκείνη.


Και οι δυο τους θα έπρεπε να παίξουν το ρόλο τους.

«Κάτι που θα φορούσε μια μέλλουσα πριγκίπισσα που πάει να


συναντήσει τον πρίγκιπά της».

Η Ρόζα σκέφτηκε τα λιγοστά ρούχα που είχε πετάξει μέσα στη


βαλίτσα της λίγο πριν την παρορμητική φυγή της από τη
Σικελία. «Θα προσπαθήσω».

«Και φρόντισε να πάρεις όλα τα πράγματά σου μαζί σου».

Εκείνη τον κοίταξε επιφυλακτικά. «Γιατί, πού θα πάω;»

«Στο Παρίσι». Της χάρισε ένα αδιόρατο χαμόγελο. «Για ν’ αρχίσεις


την καινούρια σου ζωή».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Μ ια καινούρια ζωή.

Τα λόγια του Κελάλ έπαιζαν ξανά και ξανά στο μυαλό της Ρόζας το
επόμενο πρωί, καθώς πίεζε το καπάκι της βαλίτσας της.
Ήταν δυνατό ν’ αποτινάξεις έτσι απλά την παλιά σου ζωή και να
αναδυ-θείς σε μια καινούρια χωρίς να μείνει ίχνος από την
προηγούμενη κολλημένο στο πετσί σου; Έκλεισε απότομα τη
βαλίτσα. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι θα προσπαθούσε -θα
ξεχνούσε το ταραγμένο παρελθόν της και θα έμπαινε σ’ ένα νέο
και άγνωστο μέλλον ως γυναίκα του σεΐχη.

Καθώς θυμόταν την οδηγία του Κελάλ για κατάλληλη αμφίεση,


διάλεξε ένα μεταξωτό φόρεμα στο χρώμα της γρανίτας
βατόμουρου και μαύρα παπούτσια που την έκαναν να νιώθει πολύ
ψηλή -αλλά δε φόρεσε κοσμήματα, ούτε καν το δαχτυλίδι από
λαμπερό λευκόχρυσο και στολισμένο με σμαράγδια που της είχε
χαρίσει ο πατέρας της για τα δέκατα έκτα γενέθλιά της. Ένιωθε το
χέρι της παράξενα γυμνό χωρίς αυτό, επειδή δεν το έβγαζε ποτέ
από το μικρό της δαχτυλάκι. Αλλά τώρα έμοιαζε να την
κοροϊδεύει και να χλευάζει τη σχέση που είχε με τον πατέρα της.
Την έκανε ν’ αναρωτιέται αν ήταν κι εκείνη ψεύτικη, όπως όλα τ’
άλλα γύρω της.

Εκείνος το ήξερε άραγε; αναρωτήθηκε. Είχε μάθει πριν από το


βίαιο θάνατό του ότι η κόρη που λάτρευε τόσο ήταν το παιδί
του αδερφού του που μισούσε; Μ ήπως είχε νιώσει τόσο
πληγωμένος και αδιάφορος για όλα, ώστε είχε πετάξει ένα σπίρτο
σ’ εκείνη την τεράστια παλιά αποθήκη που είχαν εκείνος και ο
αδερφός του και είχαν καεί και οι δυο ζωντανοί, με τις αγωνιώδεις
κραυγές τους ν' αντηχούν στον ζεστό αέρα της Σικελίας;
Αισθάνθηκε ευγνώμων για το δυνατό χτύπημα που διέκοψε τις
ταραγμένες σκέψεις της και, ανοίγοντας την πόρτα, είδε τον οδηγό
του Κελάλ να στέκεται εκεί. Χωρίς να μιλήσει, πήρε τη βαλίτσα
από το χέρι της, αφήνοντάς τη να τον ακολουθήσει. Στις
ερωτήσεις της για το πού ήταν ο Κελάλ η μόνη του απάντηση ήταν
ένα ευγενικό ανασήκωμα των ώμων. Σαν να μην καταλάβαινε τι
του έλεγε -ακόμη κι όταν του μίλησε στα γαλλικά-, αλλά η Ρόζα
είχε την αίσθηση ότι την καταλάβαινε πολύ καλά.

Η αίσθηση της απομόνωσης εντάθηκε καθώς το αυτοκίνητο κα-


τευθυνόταν προς το αεροδρόμιο και κοίταζε έξω από το παράθυρο
τους πλούσιους παραθεριστές. Μ ε φόντο τη γαλάζια θάλασσα,
γυναίκες με μικροσκοπικά σορτσάκια, μεγάλα καπέλα ηλίου και
ακόμη μεγαλύτερα γυαλιά περιφέρονταν στην περιοχή του
λιμανιού, σαν να περίμεναν κάποιον από τους ιδιοκτήτες των
πολυτελών γιοτ να τις μαζέψει και να τις πάρει μακριά στον
παράδεισο. Σκέφτηκε πόσο ξένοιαστες έδειχναν όλες καθώς
έψαχναν μέσα στις τεράστιες δερμάτινες τσάντες τους. Σαν να μην
είχαν τίποτα πιο σοβαρό στο μυαλό τους από το πότε έπρεπε να
ανανεώσουν το κραγιόν τους. Αναρωτήθηκε αν την πρόσεχαν καν
-τη γυναίκα μέσα στην πολυτελή λιμουζίνα που πήγαινε να
παντρευτεί έναν άντρα που της ήταν σχεδόν άγνωστος.

Το δυνατό αυτοκίνητο σταμάτησε στο αεροδρόμιο της Νίκαιας και


τη συνόδεψαν κατευθείαν σ' έναν από τους διαδρόμους,
όπου περίμενε ένα μεγάλο αεροπλάνο. Η αστραφτερή πράσινη και
ροζ άτρακτός του της θύμισε τεράστιο εξωτικό πουλί και ένας
φροντιστής με στολή στα ίδια χρώματα την οδήγησε μέσα. Το φως
στην καμπίνα ήταν χαμηλό και χρειάστηκε μια δυο στιγμές για να
προσαρμοστούν τα μάτια της και να δει τον Κελάλ γερμένο πίσω
σ’ ένα από τα καθίσματα να διαβάζει μια στοίβα χαρτιά που
έμοιαζαν με επίσημα έγγραφα. Φαινόταν εντελώς χαλαρός, με τα
μακριά πόδια του απλωμένα μπροστά και το ένα χέρι του
περασμένο σαν μαξιλάρι πίσω από το εβένινο κεφάλι του. Παρά τη
θέλησή της, άφησε τα μάτια της να πλανηθούν πάνω του με
θαυμασμό, ανήμπορη να αρνηθεί την καθαρή σωματική τελειότητά
του.

Να άκουσε τη σιγανή κοφτή ανάσα της; Αυτός ήταν ο λόγος του


αινιγματικού χαμόγελού του καθώς ύψωνε το βλέμμα του;

«Μ η δείχνεις τόσο φοβισμένη, Ρόζα», είπε απαλά, ενώ τα μάτια


του έκαναν το δικό τους νωχελικό ταξίδι στο κορμί της.

«Δε φοβάμαι», απάντησε, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό της


ότι ήταν αλήθεια, ακόμη κι αν εκείνο το νωχελικό εξεταστικό
βλέμμα έκανε την επιδερμίδα της να μυρμηγκιάζει μ’ έναν πολύ
ανησυχητικό τρόπο. Είπε στον εαυτό της ότι είχε γνωρίσει
αρκετούς ισχυρούς άντρες στα είκοσι τρία της χρόνια για να έχει
αποκτήσει ανοσία σ’ αυτούς. Αλλά δεν είχε γνωρίσει ποτέ
κανέναν που να την είχε κοιτάξει μ’ αυτό τον τρόπο. Ο Κελάλ είχε
βγάλει το σακάκι του και φορούσε σκούρο παντελόνι και άσπρο
πουκάμισο με τα μανίκια γυρισμένα. Μ πορούσε να δει τις σγουρές
τρίχες στους δυνατούς βραχίονές του και, παρά τη χαλαρή στάση
του, ένιωθε έντονα την κρυφή δύναμη στο μυώδες κορμί του.

«Έλα εδώ και κάθισε», της είπε χτυπώντας με το χέρι του το


φαρδύ κάθισμα δίπλα του.

Η Ρόζα πλησίασε με την επιφυλακτικότητα κάποιου που


προχωρούσε προς μια βόμβα που δεν είχε εκραγεί, ξέροντας πως
θ’ ακουγόταν αφελής αν διαμαρτυρόταν ότι η κλίση του
καθίσματος το έκανε να μοιάζει περισσότερο με κρεβάτι. Κι όμως,
πριν από δυο μέρες δεν ήθελε τίποτα περισσότερο από το να
βρεθεί σ’ ένα κρεβάτι μαζί του. Αναρωτήθηκε τι είχε απογίνει
εκείνη η νέα και γεμάτη αυτοπεποίθηση Ρόζα Κορέτι που είχε
κοιτάξει αυτό τον άντρα και είχε αποφασίσει ότι τον ήθελε.

Μ ήπως έφταιγε το γεγονός ότι σήμερα ο Κεμάλ εξέπεμπε μια


σεξουαλική γοητεία που φάνταζε εκφοβιστική και εκείνη
συνειδητοποιούσε για πρώτη φορά ότι σκόπευε να την ασκήσει;
Ότι τα πράγματα είχαν πάψει να είναι υποθετικά και ότι το σεξ είχε
γίνει μια πραγματικότητα; Αντιλήφθηκε ότι η αρχική χαλαρή στάση
του είχε εξαφανιστεί και είχε αντικατασταθεί από μια ξαφνική
ένταση -σαν να

αποκτούσε ξαφνικά κι εκείνος συναίσθηση του περιορισμένου


χώρου της καμπίνας καθώς έκλειναν οι πόρτες του αεροπλάνου.

Η Ρόζα κάθισε στη θέση δίπλα του, έχοντας επίγνωση ότι εκείνος
συνέχιζε να την παρακολουθεί, τα σκούρα μάτια του έμοιαζαν ν’
ακολουθούν κάθε της κίνηση. Είπε στον εαυτό της ότι δεν έπρεπε
να νιώθει φοβισμένη. Ότι έπρεπε να είναι περισσότερο σαν τη
γυναίκα που είχε χορέψει στο στύλο τραβώντας την προσοχή του,
αντί για εκείνη της οποίας η καρδιά χτυπούσε τώρα ακανόνιστα.
«Ελπίζω να είναι “κατάλληλο” αυτό που φοράω», είπε.

«Απολύτως». Την παρακολούθησε να στρώνει το λεπτό ύφασμα


του φορέματος της πάνω από τα γυμνά γόνατά της. «Θα
χρειαστείς μια εντελώς καινούρια γκαρνταρόμπα για να
αντιμετωπίσεις τις απαντήσεις της ζωής ως πριγκίπισσα, φυσικά -
αν και δε φαντάζομαι ότι θα έχεις πρόβλημα μ’ αυτό. Δεν έχω
συναντήσει ακόμη γυναίκα που δεν της τρέχουν τα σάλια στη
σκέψη της αγοράς καινούριων ρούχων, ιδιαίτερα όταν πληρώνει
κάποιος άλλος το λογαριασμό».

Εκείνη αντάμωσε το βλέμμα του στα ίσια. «Σκοπεύεις να περάσεις


όλο το χρόνο σου κακολογώντας τις γυναίκες;»

«Όχι όλο το χρόνο μου, όχι». Το χαμόγελό του είχε μια κοφτερή
χροιά καθαρού κινδύνου. «Είμαι σίγουρος ότι θα βρούμε κάτι
πιο συναρπαστικό για να γεμίσουμε το χρόνο μας».

«Επειδή...» Η Ρόζα δεν ήθελε να το αφήσει αυτό να περάσει έτσι.


Δεν ήθελε να συνεχίσει εκείνος να κάνει συγκρίσεις, γιατί έτσι η
υποψία της ότι θα τον απογοήτευε θα γινόταν βεβαιότητα ότι
εκείνος περίμενε κάτι από εκείνη και θα έπαιρνε κάτι εντελώς
διαφορετικό; «Είμαι σίγουρη ότι οι γνώσεις σου για τις γυναίκες
είναι εκτεταμένες, αλλά είναι λιγάκι απωθητικό να μου το
υπενθυμίσεις συνεχώς».

«Είμαι σίγουρος ότι οι γνώσεις σου για τους άντρες είναι εξίσου
εκτεταμένες, Ρόζα».

«Θα ξαφνιαζόσουν».

«Αμφιβάλλω. Δεν έχω γνωρίσει ακόμη μια γυναίκα που να μπορεί


να με ξαφνιάσει».

Η Ρόζα κούνησε ελαφρά το κεφάλι της. Τι κυνικός που ήταν.


Μ ήπως θα έπρεπε να είχε προσπαθήσει να βρει κάποιον πιο ήπιο -
και πιο ευγενικό; Κάποιον που δε θα είχε ορμήσει στη ζωή της σαν
ένας πολύ σέξι τυφώνας. Οι μηχανές του αεροπλάνου άρχισαν να
δουλεύουν και ξαφνικά η Ρόζα άρχισε να γελάει -ο αναπάντεχος
ήχος την αιφνιδίασε, επειδή της φάνηκε ότι είχε περάσει πολύς
καιρός από την τελευταία φορά που είχε γελάσει με οτιδήποτε.

Εκείνος ύψωσε τα φρύδια του. «Τι είναι τόσο αστείο;»

«Όλα». Τον κοίταξε. «Μ έσα σε λίγες ώρες έγινα το είδος του


ατόμου που μπαίνει σ’ ένα ιδιωτικό τζετ μ’ έναν άντρα που δεν
ξέρω καθόλου -έναν άντρα που πρόκειται να παντρευτώ.
Πρόκειται να γίνω πριγκίπισσα και να ζήσω στο Παρίσι και δεν
έχω ιδέα πώς θα είναι η ζωή μου. Απλά δεν...» Η φωνή της έσβησε
καθώς αντάμωνε τα μάτια του και ανασήκωσε τους ώμους της.
«Απλά δε μου φαίνεται αληθινό, αυτό είναι όλο».
Για άλλη μια φορά, ο Κελάλ είδε εκείνη τη φευγαλέα ευάλωτη
έκφραση -εκείνη που δεν ταίριαζε με τα αισθησιακά χείλη και
το προκλητικό κορμί της. Την έκφραση που έκανε τα σωθικά του
να σφίγγονται από μια ανεξήγητη αβεβαιότητα. «Αν σε παρηγορεί
αυτό καθόλου, κι εμένα μου φαίνεται πολύ παράξενο», είπε
ανέκφραστα καθώς αντιλαμβανόταν την ειρωνεία της κατάστασης
-και όχι για πρώτη φορά.

Θα έπρεπε να εξετάζει την ιδέα του γάμου με μια γαλαζοαίματη


από μια γειτονική χώρα και, αντί γι’ αυτό, είχε βρεθεί με τη Ρόζα
Κορέτι, την κόρη μιας αισχρής σικελικής οικογένειας με φρικτή
φήμη. Μ ια γυναίκα που επιδείκνυε το κορμί της σαν πόρνη, αλλά
η οποία του είχε αρνηθεί από τότε τα πάντα εκτός από ένα
σύντομο φιλί.

Το στόμα του στράβωσε σ’ ένα σκληρό χαμόγελο. Ένιωσε το


έντονο σκίρτημα της στύσης του κάτω από το λεπτό ύφασμα
του πολικού παντελονιού του και μετακινήθηκε ελαφρά. Γιατί
έπρεπε να περιμένει έστω και μια στιγμή παραπάνω για να
απολαύσει όλες τις αισθησιακές δυνατότητες που πρόσφερε το
όμορφο κορμί της;

Από την κουζίνα του αεροπλάνου εμφανίστηκε ο φροντιστής μ’


ένα δίσκο. Ο Κελάλ είπε κοφτά κάτι στη γλώσσα του και ο
άντρας άφησε τα ποτά στο τραπέζι και εξαφανίστηκε αμέσως.

Η Ρόζα είδε τον τρόπο που οι αρθρώσεις του είχαν σφιχτεί


ξαφνικά πάνω στο σκληρό περίγραμμα των μηρών του. «Συμβαίνει
κάτι;» τον ρώτησε.

«Ναι, κάτι συμβαίνει». Γυρίζοντας προς το μέρος της, σήκωσε το


χέρι του και άγγιξε το πρόσωπό της, διαγράφοντας αργά με
τον αντίχειρά του το περίγραμμα των χειλιών της. «Μ ε
τρελαίνεις, Ρόζα. Λαχταράω να σε κάνω δική μου και δεν μπορώ
να περιμένω πολύ ακόμη».

Η Ρόζα ξεροκατάπιε καθώς εκείνος κινούσε το χέρι του προς τα


κάτω μέχρι που κάλυψε το στήθος της και αναρωτήθηκε αν
μπορούσε να νιώσει το ξέφρενο χτυποκάρδι της. Τα λόγια του
ήταν τόσο... προκλητικά. Έκανε το σεξ ν’ ακούγεται τόσο απλό -
σαν να ήταν απόλυτα φυσικό να το κάνεις και να το θέλεις-, αλλά
δεν είχε ιδέα πώς να του απαντήσει, επειδή είχε ανατραφεί να
πιστεύει ότι ήταν λάθος και απαγορευμένο.

«Είσαι σιωπηλή», παρατήρησε εκείνος, ενώ τα δάχτυλά του


κατηφόριζαν στην κοιλιά της πριν σταθούν τελικά στο γόνατό της.
«Αυτό είναι καλό. Πολύ συχνά μια γυναίκα καταστρέφει την
ερωτική διάθεση με την ανόητη φλυαρία της».

Ένα κομμάτι της ήθελε να του βάλει τις φωνές για την αλαζονεία
του, αλλά καμία φωνή δε βγήκε -και πώς θα μπορούσε, όταν το
χέρι του είχε γλιστρήσει τώρα κάτω από τον ποδόγυρο του
φορέματος της και εκείνη κρατούσε την ανάσα της περιμένοντας
να δει τι θα έκανε εκείνος στη συνέχεια;
Τα δάχτυλά του άρχισαν να γλιστράνε προς τα πάνω και τα μάτια
της Ρόζας έκλεισαν καθώς ο πόθος έβαζε φωτιά στην
επιδερμίδα της -ένας πόθος που ήταν αρκετά δυνατός ώστε να
σβήσει κάθε κατάλοιπο ενοχής. Εκείνος διέγραφε μικρούς κύκλους
λίγο πάνω από το γόνατό της και, ενώ ήταν ερεθιστικό, ήταν
επίσης τρομερά απογοητευτικό. Άρχισε να εύχεται να την άγγιζε
κάπου αλλού -να την άγγιζε εκεί που είχε αρχίσει να πονάει σαν
τρελή. Και ίσως το ανυπόμονο μικρό στριφογύρισμά της να του το
είπε αυτό, επειδή τα δάχτυλά του είχαν ανηφορίσει τώρα στη
γυμνή επιδερμίδα του μηρού της. Η έξαψη που κούρνιαζε κάπου
βαθιά μέσα της άρχισε να ξαπλώνεται σε όλο το κορμί της και
μπορούσε ν’ ακούσει το δυνατό σφυροκόπημα της καρδιάς της. Οι
μηροί της χώρισαν χωρίς καμία συνειδητή κίνηση εκ μέρους της
και έβγαλε μια ανάσα κατάπληκτης απόλαυσης όταν τα δάχτυλά
του χάιδεψαν τολμηρά το καυτό κέντρο της θηλυκότητάς της.

«Μ μμ», ήταν το μόνο που είπε εκείνος.

«Κελάλ», ψέλλισε.

Κύματα σπασμών και έξαψης τη σάρωσαν όταν εκείνος


παραμέρισε το μουσκεμένο εσώρουχό της και άρχισε να γλιστρά το
δάχτυλό του στην ερεθισμένη σάρκα της και η Ρόζα σκέφτηκε ότι
δεν είχε νιώσει ποτέ τίποτα τόσο ωραίο. Τίποτα. Άκουγε
παράξενους, μικρούς πνιχτούς ήχους ν’ αντηχούν στην καμπίνα,
και συνειδητοποίησε ότι ήταν δικοί της. Ένιωθε την ένταση καθώς
το κορμί της πάσχιζε να φτάσει κάτι που έμοιαζε βασανιστικά
άπιαστο. Κάτι που σίγουρα υποσχόταν περισσότερα απ’ όσα θα
μπορούσε να προσφέρει ποτέ. Και τότε συνέβη -σχεδόν χωρίς
προειδοποίηση- σαν μια βροχή από πυροτεχνήματα που έσκασαν
αναπάντεχα στον ουρανό. Ένιωσε το κορμί της να συσπάται από
τις πιο εξαίσιες αισθήσεις, η σφοδρότητα των οποίων την
αιφνιδίασε. Ένιωθε σαν να πετούσε -και αμέσως μετά ένιωσε σαν
να προσγειωνόταν αργά σε κάποιο ονειρικό μέρος, εντελώς
αποχαυνωμένη από την απόλαυση που εξακολουθούσε να τη
σαρώνει. Βόγκηξε δυνατά καθώς το κεφάλι της έπεφτε πίσω. Η
γλώσσα της πρόβαλε για να αγγίξει το στόμα της και ακόμη και
αυτή η κίνηση έκανε τα ευαίσθητα χείλη της να τρεμουλιάσουν και
για ατελείωτα λεπτά έμεινε απλά έτσι, πλέοντας σε απίστευτες
ονειροπολήσεις.

«Κατέβασε το φερμουάρ μου», της ψιθύρισε εκείνος.

Τα λόγια του διαπέρασαν τις ονειροπόλες σκέψεις της και τα


βλέφαρά της άνοιξαν τρεμοπαίζοντας για να ανταμώσουν τη
σκοτεινή φωτιά που έκαιγε στα μάτια του. Αλλά δεν υπήρχε καμία
τρυφερότητα σ’ αυτά -μόνο σκληρός πόθος. Το βλέμμα της έπεσε
στον καβάλο του και το θάρρος της την εγκατέλειψε.

«Δεν μπορώ», ψιθύρισε.

«Γιατί όχι;» Ο Κελάλ συνοφρυώθηκε. «Τι συμβαίνει;»

Η Ρόζα δάγκωσε δυνατά το χείλι της. Άπειρα πράγματα συνέβαι-


ναν και, εντελώς ανόητα, αυτό που φαινόταν να την ενοχλεί
περισσότερο ήταν το γεγονός ότι εκείνος δεν την είχε φιλήσει καν.
Συνειδητοποίησε ότι είχε μόλις βιώσει τον πρώτο οργασμό της,
αλλά ο Κελάλ τον είχε προκαλέσει με τον ψυχρό υπολογισμό ενός
επιστήμονα που διενεργούσε ένα πείραμα στο εργαστήριο. Μ πορεί
να ήθελε να μάθει τα πάντα για το σεξ, αλλά δεν ήθελε να πάρει το
πρώτο της αληθινό μάθημα σ’ ένα αεροπλάνο, και σίγουρα δεν
ήθελε να την αντιμετωπίζει εκείνος σαν κάποια απρόσωπη
μαριονέτα.

Ένιωθε σαν κάποια που δεν είχε κάνει ποτέ πριν πατινάζ και την
είχαν βάλει μέσα σ’ ένα παγοδρόμιο και της είχαν πει να
χορέψει. Εκείνη την πρώτη νύχτα που είχε πιει, ήταν
κατακλυσμένη από μια πρωτόγνωρη τόλμη όταν είχε πέσει στην
αγκαλιά του. Ακόμη και το επόμενο πρωί, ήταν ακόμη αρκετά
αποπροσανατολισμένη για να τού ριχτεί χωρίς αναστολές. Αλλά
τώρα που είχε φτάσει η στιγμή της αλήθειας φοβόταν.

Γιατί να μην του το πει λοιπόν; Γιατί να μην είναι ειλικρινής μαζί
του; Σίγουρα ακόμη και κάποιος τόσο σκληρόκαρδος όσο ο
Κελάλ μπορεί να φερόταν τρυφερά αν αντιλαμβανόταν το
πραγματικό μέγεθος της απειρίας της.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και πρόφερε τις λέξεις αργά. «Είμαι
παρθένα».

«Φυσικά. Και εγώ είμαι ο Πίτερ Παν», μουρμούρισε εκείνος,


οδηγώντας το χέρι της προς τη βουβωνική του χώρα.
«'Οχι», του είπε αδύναμα απομακρύνοντας τα δάχτυλά της.
«Σοβαρολογώ».

Εκείνος τραβήχτηκε πίσω και η Ρόζα δεν μπορούσε να διακρίνει


καλά την έκφραση στο πρόσωπό του. Δεν μπορεί να ήταν
πλήξη αυτό που έβλεπε εκεί.

«Κι εγώ το ίδιο, χαμπίμπι, κι εγώ το ίδιο. Γιατί δεν αφήνουμε


λοιπόν το παιχνίδι των ρόλων μέχρι να χορτάσουν λιγάκι οι
ορέξεις μας; Ξέρω τις φαντασιώσεις που ανάβουν τις γυναίκες και
μπορούμε να παίξουμε την “αθώα παρθένα που την αρπάζει ο
μεγάλος, κακός σεΐχης” όσο θέλεις, αλλά γι’ αυτή την πρώτη φορά,
τι θα έλεγες να περιοριστούμε σ’ αυτό που επιβάλλει η φύση και να
μεταφερθούμε στην κρεβατοκάμαρα;»

Η Ρόζα τον κοίταξε άναυδη καθώς τα σκληρά λόγια του


καταγράφονταν στο σαστισμένο μυαλό της. Δεν την πίστευε! Δεν
πίστευε ότι δεν είχε κάνει ποτέ σεξ μ' έναν άντρα!

Ένα κύμα ντροπής τη σάρωσε. Γιατί να την πιστέψει, μετά τον


τρόπο που είχε συμπεριφερθεί; Εκείνος είχε γνωρίσει μια
γυναίκα που λικνιζόταν προκλητικά μ’ ένα αποκαλυπτικό φόρεμα,
όχι ένα υπερβολικά προστατευμένο κορίτσι από τη Σικελία που
δεν είχε νιώσει ποτέ στο κορμί του το ερωτικό χάδι ενός άντρα.
Και δε θα απογοητευόταν αν μάθαινε πόσο άβγαλτη ήταν;

Το μυαλό της άρχισε να καλπάζει. Αυτός υποτίθεται ότι ήταν ένας


γάμος σκοπιμότητας που θα εξυπηρετούσε τόσο εκείνη όσο
και εκείνον. Αλλά σε τι θα εξυπηρετούσε εκείνον, αν η καινούρια
σύζυγός του ήταν μια απελπισμένη πρωτάρα; Μ ήπως θα ήταν
καλύτερα να ανακάλυπτε την αλήθεια τη νύχτα του γάμου τους -
όταν θα ήταν πολύ αργά για να κάνει πίσω και να της πει ότι είχε
αλλάξει γνώμη για το γάμο;

Τράβηξε το φόρεμά της κάτω ξανά.

«Τι νομίζεις ότι κάνεις;» απαίτησε να μάθει εκείνος.

Η Ρόζα αντάμωσε το δύσπιστο βλέμμα του, προσπαθώντας να


φανταστεί τι μπορεί να έλεγε μια πιο έμπειρη γυναίκα σε μια
τέτοια κατάσταση. «Σκοπεύεις να κάνεις σεξ μαζί μου;»

«Εσύ τι λες, ότι θέλω να συζητήσουμε την κατάσταση της


παγκόσμιας οικονομίας;» Την αγριοκοίταξε. «Φυσικά και σκοπεύω
να κάνω σεξ μαζί σου. Αυτό δε με ικέτευες σχεδόν να κάνω από
την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε;»

Η Ρόζα έσφιξε τα χείλη της, αν και παραδέχτηκε ότι εκείνος είχε

δίκιο. «Θέλεις να είναι αυτή η πρώτη μας φορά μαζί;» τον ρώτησε.
«Τη στιγμή που οποιοδήποτε μέλος του πληρώματος σου θα
μπορούσε να μπει μέσα και να μας δει;»

«Δεν το νομίζω», είπε κοφτά. «Το πλήρωμά μου έχει αυστηρές


οδηγίες να μη μ’ ενοχλεί όταν έχω μια γυναίκα μαζί μου. Κανείς
δε θα τολμήσει να μπει μέσα».
Η Ρόζα ένιωσε ναυτία. Ήταν αποφασισμένος να την ταπεινώσει,
όπως είχε δει τους άντρες να ταπεινώνουν τις γυναίκες τόσο
συχνά στο παρελθόν; «Το έχεις συνήθεια να κάνεις σεξ σε αυτό το
αεροπλάνο, έτσι;»

«Όχι, Ρόζα, εσύ είσαι η πρώτη», είπε σαρκαστικά εκείνος. «Εσύ τι


λες;»

«Λέω ότι, ως μνηστή σου, θα έπρεπε να μου δείξεις λίγο


σεβασμό».

«Το να κάνω σεξ μαζί σου δε δείχνει έλλειψη σεβασμού».

Κούνησε το κεφάλι της- πώς μπορούσε να απαλλαγεί από τις


διδαχές μιας ολόκληρης ζωής μέσα σε λίγα λεπτά; «Και αν σου
έλεγα ότι αυτό θα μ’ έκανε να νιώσω φτηνή;»

Εκείνος έγειρε πίσω και την περιεργάστηκε, χτυπώντας αργά το


χείλι του μ’ ένα δάχτυλο. «Δεν ένιωσες ιδιαίτερα φτηνή,
ωστόσο, όταν σ’ έκανα να τελειώσεις μόλις λίγες στιγμές πριν, έτσι
δεν είναι;» Την είδε να κοκκινίζει από κάτι που έμοιαζε με βαθιά
ντροπή, αλλά δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία, καθώς η δική του
έντονη απογοήτευση τον έκανε να θέλει να βυθίσει το μαχαίρι
στην πληγή. «Ούτε έδειχνες να νιώθεις φτηνή τις προάλλες, όταν
επιδείκνυες ξεδιάντροπα το κορμί σου στο κλαμπ για να το δουν
όλοι».

«Ήμουν μεθυσμένη».
«Και το συνηθίζεις να μεθάς; Είναι αυτό κάτι που θα πρέπει να
ξέρω;»

Η Ρόζα είδε τη μομφή στα μάτια του και κούνησε το κεφάλι της.
«Όχι, δεν το συνηθίζω», είπε ήσυχα. «Στην πραγματικότητα, δεν
είχα μεθύσει ποτέ πριν από εκείνη τη νύχτα».

Το βλέμμα του έγινε σκεφτικό. «Κάτι σ’ έσπρωξε λοιπόν να πιεις


σαμπάνια από το μπουκάλι, σαν εργάτης που σβήνει τη δίψα του

μέσα στην κάψα του μεσημεριανού ήλιου. Κάτι που σε αναστάτωσε


αρκετά ώστε να φερθείς μ’ έναν τρόπο που λες ότι ήταν
εντελώς αταίριαστος με το χαρακτήρα σου».

Η διορατικότητά του ήταν δελεαστική και η Ρόζα αναρωτήθηκε


πόσα μπορούσε να του πει. Δεν είχε νιώσει ποτέ πριν αρκετά
κοντά σ’ έναν άντρα για να σκεφτεί καν να του ομολογήσει τι είχε
στο μυαλό της, αν και, τώρα που το σκεφτόταν, δεν είχε βιώσει
αληθινή οικειότητα με κανέναν. Η σχέση της με τη μητέρα της
ήταν πάντα τεταμένη και οι δύο αδερφοί της θα το έβαζαν στα
πόδια αν άρχιζε να τους μιλάει για συναισθήματα. 'Ηταν άντρες
Κορέτι και έκαναν αυτό που έκαναν όλοι οι Κορέτι -έκρυβαν τα
συναισθήμστά τους, αν δηλαδή είχαν καθόλου συναισθήματα.

Η Ρόζα δεν είχε μάθει ποτέ πώς ήταν ν’ ανοίγεις την καρδιά σου
σε κάποιον, και καθώς κοίταζε τα ψυχρά μαύρα μάτια του
Κελάλ αναρωτήθηκε αν μπορούσε να τον εμπιστευτεί αρκετά για
να το τολμήσει.
Όμως τι είχε να χάσει;

«Είχα μόλις ανακαλύψει κάτι για την οικογένειά μου», είπε.

Ο Κελάλ πίεσε τον εαυτό του να δείξει ενδιαφέρον γι’ αυτό που
ήταν έτοιμη να του πει, ακόμη και αν το τελευταίο πράγμα που
τον ενδιέφερε ήταν να την ακούσει να μιλάει για την οικογένειά
της. Αλλά είχε μάθει πολλά για τις γυναίκες κατά τη διάρκεια της
μακρόχρονης καριέρας του στην τέχνη της αποπλάνησής τους και
είχε ανακαλύψει ότι λίγη υπομονή στην αρχή ανταμειβόταν
πλουσιοπάροχα μακροπρόθεσμα. Έβαλε τη σωστή δόση
περιέργειας στη φωνή του. «Και τι ήταν αυτό;»

Η Ρόζα δίστασε, ξέροντας ότι ρίσκαρε να κάνει τη μητέρα της να


φανεί σαν πόρνη αν του έλεγε την αλήθεια -και ότι οι
γυναίκες συγκρίνονταν αναπόφευκτα με τις μητέρες τους. Αλλά
έπρεπε να θυμάται ότι δεν προσπαθούσε να τον εντυπωσιάσει. Δεν
είχε σημασία η γνώμη του για εκείνη, όχι όταν η θέση της στη ζωή
του ήταν τόσο προσωρινή.

Παρ’ όλα αυτά, ένιωσε το επώδυνο σφίξιμο στη καρδιά της καθώς
έλεγε τις λέξεις δυνατά και οι πικρές αναμνήσεις την
κατέκλυσαν ξανά. «Έμαθα ότι ο πατέρας μου δεν ήταν πραγματικά
ο πατέρας

μου».

Ο Κελάλ ανασήκωσε τους ώμους του. «Φαντάζομαι ότι αυτό


πρέπει να ήταν δυσάρεστο».

«Ναι, Κελάλ, ήταν δυσάρεστο», του είπε ξερά.

«Αλλά πρέπει να αντιλαμβάνεσαι ότι μια τέτοια κατάσταση δεν


είναι φοβερά ασυνήθιστη. Δε λένε ότι ένα στα είκοσι πέντε παιδιά
στη Δύση ανατρέφεται από έναν άντρα που δεν είναι ο βιολογικός
του πατέρας;»

Η Ρόζα ανοιγόκλεισε τα μάτια της, επειδή το τελευταίο πράγμα που


περίμενε από εκείνον ήταν αυτή η αδιάφορη αποδοχή. «Τι
παράξενο που ξέρεις κάτι τέτοιο».

«Καθόλου παράξενο». Ανασήκωσε τους ώμους του. «Τυχαίνει να


είμαι κάτι σαν ειδικός σε αυτό το θέμα, αφού ήμουν ο στόχος
αρκετών διεκδικήσεων πατρότητας».

Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και ένιωσε το ξαφνικό ανήσυχο


χτυποκάρδι της. «Εννοείς ότι έχεις... παιδιά;»

Εκείνος γέλασε κοφτά, επειδή ήταν σαν να τον είχε ρωτήσει αν


είχε ταξιδέψει ποτέ στο φεγγάρι. «Όχι, Ρόζα, δεν έχω παιδιά -
αν και ένα από τα μειονεκτήματα του να είμαι σεΐχης είναι οι
γυναίκες που προσπάθησαν στο παρελθόν να μείνουν έγκυες,
Προκειμένου να εξασφαλίσουν μια θέση στη ζωή μου».

Η Ρόζα τον κοίταζε έντρομη. Ο Κελάλ έκανε τις πιο εξωφρενικά


σοβινιστικές δηλώσεις -χειρότερες από εκείνες που έκαναν οι
αδερφοί της μερικές φορές- κι όμως με κάποιο τρόπο κατάφερνε
να τη βγάζει καθαρή. Μ ήπως επειδή το πολιτισμένο
παρουσιαστικό του δεν αντανακλούσε απαραίτητα τον αληθινό
άντρα από κάτω;

'Ηταν πολύ πιθανό, ενώ έδινε την εντύπωση ενός μοντέρνου πλεϊ-
μπόι με το κομψό επώνυμο κοστούμι του και το ιδιωτικό του τζετ,
κάτω απ’ όλα αυτά τα στολίδια να ήταν πραγματικά πρωτόγονος.
Ήταν ισχυρός και πλούσιος, όμως σίγουρα δεν ήταν προβλέψιμος.
Η αδιάφορη απάντησή του στην ομολογία της για την πατρότητά
της την είχε ξαφνιάσει και είχε αφαιρέσει λίγο από το
συναισθηματικό κεντρί που τη βασάνιζε -κάτι που δεν είχε
φανταστεί ότι ήταν δυνατό. Και δεν του ήταν ευγνώμων γι’ αυτό;
Ακριβώς όπως του ήταν ευγνώμων για τον σχεδόν αβίαστο τρόπο
που μόλις την είχε φέρει σε οργασμό.

Τα μάγουλά της ρόδισαν καθώς θυμόταν τον τρόπο που τον είχε
αφήσει να την αγγίξει και τον τρόπο που την είχε κάνει να
νιώσει. Δεν μπορούσε να συνεχίσει να νιώθει τρομοκρατημένη
από τη σε-ξουαλικότητά του. Και παρά το γεγονός ότι υποψιαζόταν
πως ήταν ένας πολύ εγωιστικός χαρακτήρας, της είχε μόλις
αποδείξει ότι ήταν γενναιόδωρος εραστής. Και σίγουρα θα έπρεπε
να τού ανταποδώσει τη γενναιοδωρία. Πόσο δύσκολο μπορεί να
ήταν να χαρίσεις ηδονή σ' έναν άντρα; Γιατί να μην ξεμπερδέψει
με αυτό, ώστε να φύγει από τη μέση και να μην το τρέμει πια;

Σήκωσε το χέρι της στο πρόσωπό του, αφήνοντας τα δάχτυλά της


να γλιστρήσουν πάνω από το αισθησιακό του στόμα, και ακόμη
και αυτό το φευγαλέο άγγιγμα την ηλέκτρισε. Καθώς άφηνε το χέρι
της να κατηφορίσει στον κλειστό γιακά του μεταξωτού πουκαμίσου
του, είδε τα μάτια του να μισοκλείνουν καχύποπτα και η
προσπάθεια να του εξηγήσει βγήκε με μια ξέπνοη ανάσα. «Νομίζω
πως άλλαξα γνώμη», ψιθύρισε. «Νομίζω πως μπορούμε να
κάνουμε έρωτα τελικά, αν λες ότι το πλήρωμά σου θα μας αφήσει
σίγουρα ήσυχους».

Ακολούθησε μια στιγμιαία παύση. Μ ια στιγμή που είδε το


πρόσωπό του να σκοτεινιάζει από θυμό και απογοήτευση, πριν
απομακρύ-νει το χέρι της από το λαιμό του.

«Νομίζεις ότι μπορείς να παίζεις μαζί μου σαν τη γάτα με το


ποντίκι;» της είπε άγρια. «Ότι είμαι ένας άντρας που μπορείς να
ερεθίζεις και μετά ν’ αφήνεις στα κρύα του λουτρού; Δεν είσαι
τίποτα περισσότερο από μια ξεμυαλίστρα, Ρόζα;»

«Όχι!» διαμαρτυρήθηκε εκείνη. «Δεν ήθελα να σε αφήσω στα


κρύα του λουτρού. Ήμουν αγχωμένη, αυτό είναι όλο. Αλλά
νομίζω πως το ξεπέρασα πια».

«Κρίμα», της απάντησε καυστικά, τραβώντας το ερεθισμένο κορμί


του μακριά της. Ίσως ήταν ώρα να της δείξει με ποιον είχε να
κάνει -ότι δεν ήταν από τους άντρες που ανέχονταν τα σεξουαλικά
παιχνίδια ενός κακομαθημένου κοριτσιού. Το χαμόγελό του ήταν
ψυχρό. «Δεν πρόκειται να συμβεί. Τουλάχιστον, όχι αυτή τη
στιγμή. Η πτήση για το Παρίσι διαρκεί μόνο πενήντα λεπτά και
φοβάμαι ότι χαραμίσαμε τα περισσότερα απ’ αυτά μιλώντας».

Η Ρόζα ένιωσε την καρδιά της να σφίγγεται. Χαραμίσανε; Ήταν


μαζί του ειλικρινής όσο με κανέναν άλλο. Τον είχε αφήσει ν’
αγγίξει το κορμί της όπως δεν το είχε αγγίξει ποτέ κανένας άλλος;
Είχε αποφασίσει ότι ίσως μπορούσε να τον εμπιστευτεί αρκετά για
να του πει την αλήθεια για τον πατέρα της, και τώρα εκείνος της
τα πετούσε όλα αυτά κατάμουτρα. Πότε θα μάθαινε ότι το μόνο
άτομο που μπορούσε να εμπιστευτεί πραγματικά ήταν ο εαυτός
της;

«Τι ανόητο εκ μέρους μου», είπε ανάλαφρα.

«Πολύ ανόητο», συμφώνησε εκείνος, αν και το τρέμουλο των


χειλών της τον έκανε ν’ αναρωτηθεί φευγαλέα μήπως άξιζε τον
κόπο να πει στον πιλότο να κάνει κύκλους με το αεροπλάνο, ώστε
να μπορέσει να την κάνει δική του τελικά. Δεν άξιζε μια τόσο
μικρή παρέκκλιση, Προκειμένου να ικανοποιήσει αυτή την
τρομερή λαχτάρα;

Από την άλλη, δεν ήταν εν μέρει υπεύθυνος γι’ αυτή την καθόλου
ικανοποιητική τροπή των γεγονότων; Είχε γείρει μπροστά,
έτοιμος να τη φιλήσει, όταν είχε καθηλωθεί από την έκφραση στο
πρόσωπό της καθώς την άγγιζε τόσο τολμηρά. Δεν είχε μείνει να
την παρακολουθεί σαν κατάπληκτος ηδονοβλεψίας, αντί να τη
γδύσει και ν’ αρχίσει να της κάνει έρωτα, όταν είδε την
πρωτόγνωρη για εκείνον τόσο άμεση και εκστασιασμένη
ανταπόκρισή της;

Μ ετακινήθηκε στο κάθισμά του καθώς αποφάσιζε ότι δεν ήταν


καλή ιδέα να καθυστερήσει την προσγείωση. Ίσως ήταν
καλύτερα έτσι. Θα έπρεπε να απολαύσει τις φαντασιώσεις που είχε
γι’ αυτή τη φλογερή μικρή Σικελή αργά, όχι σε μια βιαστική έκρηξη
ανάγκης στον μάλλον περιορισμένο χώρο ενός αεροπλάνου.

Κούμπωσε τη ζώνη ασφαλείας του και την κάρφωσε μ’ ένα ψυχρό


βλέμμα. «Πιστεύω ότι ο συγχρονισμός είναι το παν στη ζωή.
Ίσως αυτό είναι κάτι που πρέπει να έχεις υπόψη σου για το
μέλλον, Ρόζα».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
Ο Κελάλ ένιωσε την ανάσα του να κόβεται όταν η Ρόζα μπήκε
στην επίσημη αίθουσα της πρεσβείας του Ζαχραστάν, μοιάζοντας
με οπτασία με το αραχνοΰφαντο νυφικό της. Την κοίταξε,
αδυνατώντας να ταυτίσει τη σειρήνα που χόρευε στο στύλο με τη
γυναίκα που βάδιζε αργά προς το μέρος του. Σύμφωνα με την
παράδοση, το λευκό νυφικό που φορούσε ήταν σεμνό,
καλύπτοντας όλο το κορμί της και αφήνοντας γυμνά μόνο τα χέρια
της και το λαιμό της. Τα σκούρα μαλλιά της ήταν μαζεμένα ψηλά
στο κεφάλι της και το πέπλο με τη δαντελένια μπορντούρα
κρατιόνταν στη θέση του με ένα ανεκτίμητης αξίας διάδημα από
διαμάντια και ρουμπίνια από τη συλλογή των Αλ-Ντιμασκί.

Εντελώς ανεξήγητα, ένιωσε ένα ξαφνικό σφίξιμο στην καρδιά του,


γιατί εκείνη έδειχνε... Το βλέμμα του πλανήθηκε πάνω της και
κούνησε αμυδρά το κεφάλι του. Έδειχνε όμορφη. Πιο όμορφη από
οποιαδήποτε άλλη γυναίκα είχε γνωρίσει και αναρωτήθηκε αν οι
αισθήσεις του είχαν οξυνθεί αναπόφευκτα από τη σημασία της
τελετής που επρόκειτο να λάβει χώρα.

Είχαν χωρίσει από τη στιγμή που το αυτοκίνητό του την είχε


αφήσει στο ξενοδοχείο Πλάζα Ατενέ την προηγούμενη μέρα, μετά
από μια τεταμένη και σιωπηλή διαδρομή από το αεροδρόμιο. Είχε
περάσει τη νύχτα μόνος στο διαμέρισμά του, σιγοβράζοντας από
μια σεξουαλική απόγνωση εντελώς πρωτόγνωρη γι’ αυτόν.
Στριφογύριζε γυμνός στο τεράστιο κρεβάτι του νιώθοντας τα
γεγονότα εκείνης της παράξενης πτήσης ως το Παρίσι να τον
χλευάζουν. Η Ρόζα είχε αρνηθεί να κάνει σεξ μαζί του, και μετά
είχε αλλάξει γνώμη εντελώς ανεξήγητα, λίγο πριν προσγειωθούν.
Δεν είχε γνωρίσει ποτέ πριν μια τόσο άστατη, καπριτσιόζα
γυναίκα!

Ο γάμος είχε προγραμματιστεί να τελεστεί διακριτικά μόλις


μερικές ώρες μετά την άφιξή τους στη γαλλική πρωτεύουσα,
επειδή δεν ήθελε να τον πάρουν μυρωδιά οι δημοσιογράφοι.
Αναπόφευκτα, το νέο θα μαθευόταν αργά ή γρήγορα, και τότε θα
αναλάμβανε δράση η εξαιρετική μηχανή δημοσίων σχέσεων του
παλατιού. Αλλά κάποιος πρέπει να είχε μιλήσει -όπως συνέβαινε
πάντα-, κι αυτό σήμαινε ότι είχε αναγκαστεί ν’ ανοίξει δρόμο
ανάμεσα στους φωτογράφους που περίμεναν έξω από την πρεσβεία
όταν είχε φτάσει νωρίτερα.

Αλλά τώρα η νύφη ήταν εκεί και οι όποιες αμφιβολίες μπορεί να


είχε ακόμη διαλύθηκαν από εκείνη τη διστακτική ματιά που του
έριξε κάτω από τη διάφανη κάλυψη του πέπλου της. Πόσο καλά
έπαιζε το ρόλο της, σκέφτηκε με επιδοκιμασία. Αυτή η ψεύτικη
ντροπαλότητα ήταν εξαιρετικά πειστική και ο Κελάλ ήξερε ότι οι
αξιωματούχοι της πρεσβείας θα επιδοκίμαζαν τη σεμνή εμφάνισή
της.

«Ρόζα», είπε και, πλησιάζοντάς την, σήκωσε το χέρι της στα χείλη
του.

Η Ρόζα ένιωσε τη ζεστή ανάσα του στα ακροδάχτυλά της και η


βασανιστική υπόσχεση του αγγίγματος του επέτεινε τη γενική
αίσθησή της αποπροσανατολισμού. Ακόμη κι αν παρέβλεπε το
γεγονός ότι στεκόταν στο κέντρο της πρεσβείας του Ζαχραστάν
φορώντας ένα εξαίσιο νυφικό, ο άντρας που είχε δεχτεί να
παντρευτεί έδειχνε εντελώς άγνωστος. Η φήμη του πλεϊμπόι και η
πολιτισμένη εμφάνισή του δεν ήταν παρά μακρινές αναμνήσεις. Το
άψογο κοστούμι του είχε αντικατασταθεί από μια χυτή κελεμπία
από λευκό μετάξι και τα μαλλιά του ήταν καλυμμένα μ’ ένα επίσης
λευκό κάλυμμα κεφαλής δεμένο με μια περίτεχνα πλεγμένη χρυσή
κορδέλα. Έδειχνε βλοσυρός και άκαμπτος, και η λιτότητα των
ρούχων του έμοιαζε να τονίζει το σμιλεμένο περίγραμμα του
προσώπου του.

Η Ρόζα έπνιξε μια αίσθηση νευρικότητας. «Το μέρος είναι γεμάτο


δημοσιογράφους», είπε.

Ο Κελάλ ανασήκωσε τους ώμους του. «Οι γάμοι είναι είδηση,


φοβάμαι».

«Ιδιαίτερα ο γάμος ενός σείχη που ήταν μέχρι πρόσφατα αρραβω-


νιασμένος με κάποια άλλη και ιδιαίτερα αν παντρεύεται μια
γυναίκα από μια διαβόητη οικογένεια», του απάντησε ξερά. Η Ρόζα
κοίταξε το αστραφτερό ολοκαίνουριο δαχτυλίδι της με ρουμπίνια
και διαμάντια, που της είχε παραδοθεί βιαστικά στο ξενοδοχείο με
κούριερ αργά το προηγούμενο βράδυ. Υπέθετε ότι μπορεί να
υπήρχαν λιγότερο ρομαντικοί τρόποι για να δώσει ένας άντρας σε
μια γυναίκα ένα δαχτυλίδι αρραβώνων, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν
μπορούσε να σκεφτεί κανέναν. Σήκωσε το βλέμμα της στο
πρόσωπό του και για άλλη μια φορά την αναστάτωσε παρά τη
θέλησή της η περήφανη, σκοτεινή ομορφιά του. «Δεν μπορώ να
φανταστώ πώς θ’ αντιδρά-σουν οι δικοί μου όταν μάθουν τι
έκανα».

«Θα πρέπει να το δεχτούν, γιατί δε θα έχουν άλλη επιλογή. Κι εσύ


δε θα χρειάζεται να φοβάσαι πια την επιρροή τους, Ρόζα, αφού
από δω και πέρα θα είσαι υπό την προστασία μου».

Προστασία. Ήταν μια λέξη που σήμαινε διαφορετικά πράγματα σε


διαφορετικούς ανθρώπους, αλλά είχε μια ιδιαίτερη σημασία
για κάποια από τη Σικελία, και η Ρόζα του χάρισε ένα ειρωνικό
χαμόγελο. «Ανταλλάσσοντας ένα κλουβί μ’ ένα άλλο, εννοείς;»
τον ρώτησε ανάλαφρα, κοιτάζοντας τα ψηλά ταβάνια με τα γύψινα
διακοσμητικά της εξαίσιας αίθουσας της πρεσβείας. «Έστω κι αν
αυτό το κλουβί είναι πολύ πιο χρυσό από εκείνο που ήξερα στην
πατρίδα μου».

«Φαίνεται να ξεχνάς ότι αυτός ο γάμος δεν είναι τίποτα


περισσότερο από μια προσωρινή συμφωνία», της είπε απαλά. «Μ ια
συμφωνία που κανονίστηκε για να ικανοποιήσει τους επικριτές
μας. Δεν πρόκειται να είναι μια δέσμευση ζωής».

Τα λόγια του Κελάλ κέντριζαν τη συνείδησή της κατά τη διάρκεια


της σύντομης τελετής που ακολούθησε και η Ρόζα σκέφτηκε τη
γυναίκα με την οποία ήταν πριν αρραβωνιασμένος. Είχε μάθει
άραγε γι’ αυτόν το γάμο και έκλαιγε με λυγμούς σε κάποιο μαξιλάρι
κάπου μακριά για τον άντρα που είχε χάσει; Και μετά, πολύ πιο
εγωιστικά, σκέφτηκε τον εαυτό της, ξέροντας ότι βρισκόταν εκεί
με ψεύτικα προσχήματα, από περισσότερες από μία απόψεις.
Έτεινε το χέρι της για να μπορέσει ο Κελάλ να της φορέσει την
αστραφτερή δια-μαντένια βέρα ξέροντας ότι θα είχε μεγάλες
προσδοκίες από εκείνη στην κρεβατοκάμαρα και αναρωτήθηκε
πώς θ’ αντιδρούσε όταν ανακάλυπτε την αλήθεια. Τι θα έλεγε όταν
ανακάλυπτε ότι το μόνο πράγμα που γνώριζε εκείνη για το σεξ
ήταν ο καταπληκτικός οργασμός που είχε στο αεροπλάνο;

«Και τώρα μπορείς να φιλήσεις τη νύφη», είπε ο τελετάρχης.


Η Ρόζα ατένισε τη λάμψη στα μάτια του Κελάλ και κράτησε την
ανάσα της καθώς περίμενε, αλλά το γρήγορο, τυπικό χάδι του
στόματός του στα χείλη της την άφησε με μια παράξενη αίσθηση
απόρριψης. Η απογοήτευσή της ήταν τόσο μεγάλη, που
επιστράτευσε το κουράγιο της για να ανασηκωθεί στις μύτες των
ποδιών της και να πλησιάσει τα χείλη της στο αυτί του. «Αυτό δεν
ήταν σπουδαίο φιλί».

«Συμφωνώ ότι ήταν πιο σύντομο απ’ οποιοδήποτε φιλί έχω δώσει
ποτέ σε γυναίκα, αλλά φοβάμαι ότι έτσι κι αρχίσω να σε φιλάω δε
θα μπορώ να σταματήσω». Έπλεξε τα δάχτυλά του με τα δικά της
και τα έσφιξε, πλησιάζοντας τα χείλη του στο αυτί της ώστε να μην
μπορεί να τους ακούσει κανένας άλλος. «Και ίσως θα ήταν
ανάρμοστο να σηκώσω αυτό το όμορφο νυφικό και να σε πάρω
άγρια πάνω στον τοίχο, όπως ακριβώς θα ήθελα να κάνω».

«Κελάλ!» Το όνομά του βγήκε τρεμουλιαστά από τα χείλη της.


«Μ όνο ένας αγριάνθρωπος θα έλεγε τέτοιο πράγμα!»

«Ίσως τα άγρια λόγια μου σε ανάβουν, ομορφιά μου». Τα μαύρα


μάτια του έλαμπαν προκλητικά καθώς παρατηρούσε το ξαφνικό
κοκκίνισμα στα μάγουλά της. «Έχω δίκιο;»

Και, παρ’ όλο που η Ρόζα έγνεψε αρνητικά για να σταματήσει την
ερωτική ανάκρισή του, η αλήθεια ήταν ότι την άναβε. Την άναβε
με έναν τρόπο που της φαινόταν απίθανος, ιδιαίτερα όταν το μόνο
που έκανε ήταν να της κρατά το χέρι. Ένιωθε τα στήθη της να
πιέζονται στο μπούστο του νυφικού της, σαν να ανυπομονούσαν
να ελευθερωθούν από τη δαντελένια φυλακή τους. Το στόμα της
είχε ξεραθεί και η επιδερμίδα της ήταν τόσο ταπωμένη από
προσμονή, που ένιωθε σχεδόν ζαλισμένη. Αλλά μολονότι ένιωθε
κάπως τρομοκρατημένη από αυτό τον κατακλυσμό πρωτόγνωρων
αισθήσεων, αντάμωσε τα μάτια του με μια ξαφνική τόλμη,
αναγνωρίζοντας ότι αυτή ήταν η ευκαιρία της, η ώρα να ωριμάσει.
Είχε παντρευτεί τον Κελάλ για να είναι ελεύθερη και ανεξάρτητη,
όχι για να ζαρώνει φοβισμένη στη γωνία απλά επειδή εκείνος
έκανε το κορμί της ν’ ανταποκρίνεται σ' αυτόν μ’ έναν τρόπο που
ήταν απόλυτα φυσικός.

«Ναι», είπε απαλά. «Τα λόγια σου με ανάβουν. Μ ε ανάβουν πάρα


πολύ, αν θέλεις να ξέρεις».

Είδε την ξαφνική ένταση που φάνηκε στο πρόσωπό του πριν
γνέψει καταφατικά. «Τότε ας ξεμπερδεύουμε με το επόμενο
κομμάτι», είπε, γλιστρώντας το χέρι του γύρω από τη μέση της.
«Ας πάμε έξω να δώσουμε στους δημοσιογράφους ακριβώς αυτό
που θέλουν».

Ωστόσο, παρά την προειδοποίησή του, η Ρόζα ήταν απροετοίμαστη


για το τείχος από εκτυφλωτικά φώτα όταν οι πόρτες της πρεσβείας
άνοιξαν στο δρόμο, όπου ο μικρός αριθμός φωτογράφων είχε
αυξηθεί σ’ ένα στριμωγμένο πλήθος.

«Ρόζα!» φώναξε κάποιος καθώς τα φλας άστραφταν. «Τι λέει η


οικογένειά σου που παντρεύτηκες ένα σεΐχη;»

«Ρόζα, πώς πιστεύεις ότι νιώθει η πρώην μνηστή του Κελάλ


σήμερα;»

Η Ρόζα ένιωσε το κορμί της να σφίγγεται, αλλά ο Κελάλ πίεσε τα


δάχτυλά του στη μέση της.

«Χαμογέλα», της είπε σιγανά. «Δείξε σαν να διασκεδάζεις».

Αλλά εκείνη ένιωθε σχεδόν παραλυμένη από τα φλας και τον κα-
ταδικαστικό τόνο των ερωτήσεων, και ίσως ο Κελάλ το
αντιλήφθηκε, επειδή ξαφνικά τη γύρισε προς το μέρος του και τα
χείλη του χώρισαν αποκαλύπτοντας τα αστραφτερά δόντια του.

«Φαίνεται ότι θα πρέπει να σε φιλήσω κανονικά τελικά», είπε.

«Και είναι τόσο σκληρή δοκιμασία αυτό;» ψιθύρισε η Ρόζα.

«Όλα πάνω μου είναι σκληρά αυτή τη στιγμή», σχολίασε ξερά


εκείνος καθώς χαμήλωνε το στόμα του στο δικό της.

Για μια στιγμή, το μόνο που αντιλήφθηκε η Ρόζα ήταν οι


δημοσιογράφοι που φρένιασαν, αλλά τότε ο έξω κόσμος θόλωσε
και έσβησε και δεν ένιωθε τίποτ' άλλο πέρα από την αίσθηση των
χειλιών του που εξερευνούσαν τα δικά της. Πόθος κύλησε
ορμητικά μέσα της, σαν να είχε προκαλέσει εκείνος μια ισχυρή
ηλεκτρική εκκένωση. Σαν να φλεγόταν ολόκληρη. Πίεσε τις
παλάμες της στο στέρνο του, απολαμβάνοντας την αίσθηση του
δυνατού κορμού του, μέχρι που τον αντιλήφθηκε να τραβιέται
μακριά της και το φιλί να σταματάει απότομα.

Τα μάτια του ήταν ανεξιχνίαστα καθώς κοίταζε το ανασηκωμένο


πρόσωπό της, σαν να έβλεπε κάτι εκεί που δεν περίμενε να δει.
«Αυτή είναι η πρώτη φορά που φιλάω δημοσίως μια γυναίκα και δε
νομίζω ότι είναι ένα πείραμα που χρειάζεται να επαναληφθεί.
Νομίζω ότι καλά θα κάνω να σε πάω στο διαμέρισμά μου το
συντομότερο δυνατό», της είπε σχεδόν χωρίς να κουνά τα χείλη
του, από φόβο μήπως κάποιος μέσα στο τσούρμο των
δημοσιογράφων καταλάβαινε τι έλεγε. «Πριν μας μαζέψουν για
προσβολή της δημοσίας αιδούς».

Η Ρόζα ένιωσε να κοκκινίζει όταν οι σωματοφύλακές του άρχισαν


ν’ ανοίγουν δρόμο μέσα από τους δημοσιογράφους, αλλά
ξαφνιάστηκε όταν ο Κελάλ έδιωξε με μια κίνηση του χεριού του
τον οδηγό που άνοιγε την πόρτα του επίσημου αυτοκινήτου του.
«Όχι. Θα περπατήσουμε», είπε. «Δεν είναι μακριά».

«Μ α, Υψηλότατε...»

«Είπα ότι θα περπατήσουμε». Και μ’ αυτά τα λόγια έπιασε το χέρι


της και την τράβηξε μαζί του, με μια αναπάντεχα ανάλαφρη
διάθεση καθώς άρχιζαν να περπατάνε κατά μήκος της φαρδιάς
λεωφόρου. Κοίταξε τα πλεγμένα δάχτυλά τους,
συνειδητοποιώντας ξαφνικά ότι δεν είχε πιαστεί ποτέ πριν χέρι
χέρι με μια γυναίκα δημοσίως. Η επιδερμίδα της είχε μια υπέροχη
χρυσαφένια απόχρωση που δήλωνε τη σικελική καταγωγή της,
αλλά η δική του ήταν πολύ πιο μελαψή και έμοιαζε να υπάρχει
ένας κρυφός ερωτικός συσχετισμός στην αντίθεση ανάμεσα στα
χρώματά τους. «Και χαμογέλα», πρόσθεσε σιγανά.

'Ηταν η πιο αλλόκοτη εμπειρία στη ζωή της Ρόζας, να περπατά με


το δαντελένιο νυφικό της στους ακριβούς δρόμους του δέκατου
έκτου διαμερίσματος του Παρισιού και τον καινούριο σύζυγό της
δίπλα της με τη λευκή κελεμπία του. Σωματοφύλακες που
μιλούσαν έξαλλα στα ακουστικά τους τους ακολουθούσαν σαν
σκιά και άνθρωποι σταματούσαν αυτό που έκαναν για να γυρίσουν
να τους κοιτάξουν. Είδε αυτοκίνητα να κόβουν ταχύτητα και
οδηγούς να γέρνουν έξω από τα παράθυρά τους για να
απαθανατίσουν την εικόνα με τα κινητά τους, και υπήρχαν ακόμη
περισσότεροι δημοσιογράφοι που περίμεναν έξω από το
αριστοκρατικό συγκρότημα του διαμερίσματος του. Η Ρόζα
αναρωτήθηκε αν θα γινόταν τόσο μεγάλη φασαρία αν ο Κελάλ δε
φορούσε την παραδοσιακή φορεσιά του -και αυτό την έκανε να
νιώσει ακόμα πιο έντονα ότι όλα αυτά ήταν εξωπραγματικά. Σαν
να ήταν εκείνος κάποιο πλάσμα της φαντασίας και όχι ένας
συνηθισμένος άντρας. Μ α δεν είναι ένας συνηθισμένος άντρας,
υπενθύμισε στον εαυτό της, και αυτός ο γάμος μοιάζει
με φαντασίωση.

Εκείνος κράτησε σφιχτά το χέρι της καθώς ακόμη περισσότερα


φλας άστραψαν στο πρόσωπό της, αλλά αυτή τη φορά ήταν
πολύ λιγότερο φοβισμένη. Αγνόησε την ερώτηση τι θα σκεφτόταν
η οικο-γένειά της ή πώς θ’ αντιδρούσαν τα αδέρφια της. Η
παρατεταμένη έκθεση σε κάτι σήμαινε ότι το συνήθιζες, και η Ρόζα
ανακάλυψε ότι κατάφερε ακόμη και να χαμογελάσει σ’ έναν από
τους πιο επίμονους φωτογράφους. Ένιωθε ξέπνοη από τη
νευρικότητα και μια αυξανόμενη έξαψη όταν μπήκαν στο φουαγέ
και πήραν το ασανσέρ για τη ρετιρέ σουίτα, με τον Κελάλ να την
παρατηρεί μέσα σε μια φορτισμένη σιωπή, σαν να μην
εμπιστευόταν τον εαυτό του να μιλήσει. Έλεγε συνεχώς στον
εαυτό της ότι δε θα τη φόβιζε αυτό που επρόκειτο να συμβεί. Είχε
θελήσει περιπέτεια, έτσι δεν ήταν; Λοιπόν, σίγουρα την είχε βρει!

Ο Κελάλ, πάντα σιωπηλός, άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος


του και η Ρόζα μπήκε σ’ ένα τεράστιο χολ. Ήταν
προετοιμασμένη για πολυτέλεια, και δεν απογοητεύτηκε. Πίνακες
ιμπρεσιονιστών κοσμούσαν τους τοίχους και δεν είχε δει ποτέ
τόσο παλιά έπιπλα έξω από ένα μουσείο. Τα σκούρα ξύλινα δάπεδα
ήταν καλυμμένα με ξεθωριασμένα μεταξωτά χαλιά που έδειχναν
να είναι αιώνων και αναρωτήθηκε πόσα διαφορετικά ζευγάρια
πόδια είχαν πατήσει πάνω τους. Σκέφτηκε ότι δε θα μπορούσε να
αισθανθεί ποτέ ένα τέτοιο μέρος σαν σπίτι -ή, πιο συγκεκριμένα,
σαν σπίτι της, μέχρι που θυμήθηκε ότι δεν προοριζόταν να γίνει
ποτέ σπίτι της.

Βρέθηκε παγιδευμένη στη λάμψη των σκούρων ματιών του καθώς


την παρακολουθούσε, σαν κυνηγός που ακολουθούσε βουβά
την πορεία του θηράματος του.
«Ποτό;» τη ρώτησε.

«Απλά... λίγο νερό θα ήταν ό,τι πρέπει».

Την οδήγησε σε μια αταίριαστα υπερσύγχρονη κουζίνα από ατσάλι


και γρανίτη και της έβαλε ένα ποτήρι παγωμένο νερό το οποίο ήπιε
όρθια, φορώντας ακόμη το νυφικό της. Πρόσεξε ότι εκείνος
δεν ήπιε τίποτα, κι όταν άφησε το άδειο ποτήρι της κάτω,
διαπίστωσε ότι την κοίταζε ακόμα.

«Σε θέλω στο κρεβάτι μου», είπε απλά.

Κράτησε την ανάσα της για μια ατέλειωτη στιγμή πριν την αφήσει
ξανά. «Τότε πήγαινέ με εκεί».

Μ πορούσε να νιώσει την αυξανόμενη ένταση στο κορμί του καθώς


την οδηγούσε μέσα από ένα δαίδαλο διαδρόμων κατευθείαν στη
μεγαλύτερη κρεβατοκάμαρα που είχε δει ποτέ της, όπου υπήρχαν
βάζα με κόκκινα τριαντάφυλλα σε κάθε επιφάνεια, με το δυνατό
άρωμά τους να πλημμυρίζει τον αέρα. Ψηλά παράθυρα πρόσφεραν
μια τέλεια θέα του Παρισιού, με τον Σηκουάνα να λαμπυρίζει στον
απογευματινό ήλιο και στο βάθος τον τοξωτό ατσάλινο Πύργο του
Άιφελ.

«Όπως βλέπεις, έχω κάνει όλες τις προετοιμασίες για το μήνα του
μέλιτός μας», της είπε. «Κανόνισα ακόμη και να λάμπει ο ήλιος».

Η Ρόζα κοίταξε γύρω στο δωμάτιο, σκεφτόμενη ότι έδειχνε


υπέροχο αλλά κάπως εξωπραγματικό -σαν να επρόκειτο να γίνει
φωτο-γράφιση για κάποιο περιοδικό διακόσμησης. Ένα τεράστιο
κρεβάτι με ουρανό φιλοξενούσε στοίβες από μαξιλάρια,
διακοσμητικά και μη, και ένα μπουκάλι σαμπάνια περίμενε σε μια
παγωνιέρα σ’ ένα κοντινό μικρό τραπεζάκι. Και τώρα δεν υπήρχε
τίποτα να τους σταματήσει. Κανένα περίεργο πλήρωμα
αεροπλάνου ούτε αξιωματού-χοι ούτε αδιάκριτες κάμερες που
παραμόνευαν εκεί κοντά. Τώρα μπορούσε να παραδοθεί σ’ αυτό
που λαχταρούσε να βιώσει εδώ και τόσο πολύ καιρό. Είχε αρχίσει
να ζει όπως ζούσαν οι υπόλοιποι άνθρωποι, και για πρώτη φορά
στη ζωή της θα έκανε σεξ.

Είδε ότι εκείνος την κοίταζε και το σφυροκόπημα στην καρδιά της
έγινε πιο έντονο.

«Ξέρεις, δεν έχω ξαναδεί ποτέ πιο όμορφη γυναίκα», της είπε,
καταπίνοντας έναν ανεξήγητο κόμπο στο λαιμό του, κατάπληκτος
με την αντίδρασή του. Μ ήπως ήταν επειδή του είχε αντισταθεί;
Επειδή δεν τον είχε αφήσει να την κάνει δική του στο αεροπλάνο;
Δεν περί-μενε ποτέ τόσο πολύ για να κάνει σεξ με μια γυναίκα και
η αναβολή της απόλαυσης τον έκανε να πονάει. Μ ε μια επιτακτική
κίνηση του δαχτύλου του, την κάλεσε κοντά του. «Έλα εδώ».

Η έκφραση στα μάτια του ήταν τόσο ακαταμάχητη και η λαχτάρα


μέσα της τόσο δυνατή, που η Ρόζα πήγε αμέσως στην αγκαλιά του.

«Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να σε γδύσω», της είπε αβέβαια. «Δε


συμφωνείς;»

«Ναι», του απάντησε ντροπαλά.

Πρώτα τής έβγαλε το διάδημα με τα ρουμπίνια και τα διαμάντια


και τα άφησε σ’ ένα κοντινό τραπεζάκι. Μ ετά της αφαίρεσε το
πέπλο με επιδέξια δάχτυλα και το άφησε να γλιστρήσει στο
πάτωμα.

Η Ρόζα έκλεισε τα μάτια της καθώς έσκυβε το κεφάλι του για να τη


φιλήσει και σκέφτηκε πως μπορεί να λιποθυμούσε από την
απόλαυση αυτού του φιλιού. Ένιωθε το δυνατό άρωμα των
τριαντάφυλλων και τον τρόπο που κινούνταν τα χέρια του στο
κορμί της, χαϊδεύοντας τις καμπύλες της σαν να ήταν
αποφασισμένος να εξερευνήσει κάθε εκατοστό της. Τον
αντιλήφθηκε αόριστα να κατεβάζει το μακρύ φερμουάρ του
νυφικού της, μέχρι που έπεσε σε μια λιμνούλα δαντέλας γύρω από
τους αστραγάλους της και έμεινε μόνο με τα εσώρουχά της. Ο
κρύος αέρας χάιδεψε την επιδερμίδα της όταν εκείνος τράβηξε το
στόμα του από το δικό της για να την περιεργαστεί και θα έπρεπε
να νιώσει νευρικότητα, αλλά η έκφραση του βλέμματός του κάθε
άλλο παρά νευρική την έκανε να νιώσει. Ένιωθε ότι αυτό ήταν
σωστό. Σαν να ήταν φτιαγμένη γι’ αυτό.

«Είσαι...» Αλλά η φωνή του έσβησε, επειδή, για μια ακόμη φορά, η
θέα της του είχε κόψει την ανάσα. Τα στήθη της ξεχείλιζαν από το
λευκό σουτιέν με το βαθύ ντεκολτέ και το ασορτί κιλοτάκι με
το ψηλό κόψιμο βυθιζόταν ελαφρά στην απαλή καμπύλη των
γοφών της. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ πριν τόσο χυμώδη γυναίκα και
πέρασε μια στιγμή πριν μπορέσει να συνέλθει αρκετά για να
μιλήσει ξανά. «Εξαίσια», τελείωσε τραχιά. «Το πιο όμορφο πράγμα
που έχω δει ποτέ».

Η Ρόζα σήκωσε το χέρι της για ν’ αγγίξει το πρόσωπό του, τα λόγια


του τη γέμισαν με αυτοπεποίθηση καθώς υπενθύμιζε στον εαυτό
της τη γυναίκα για την οποία είχε νιώσει έλξη εκείνος -εκείνη
που είχε χορέψει τόσο προκλητικά σ’ εκείνη την εξέδρα. Εκείνη η
γυναίκα δεν ήταν ντροπαλή. Έτσι άρχισε να τραβάει το λευκό
μεταξωτό κάλυμμα του κεφαλιού του, λες και το να γδύνει έναν
άντρα ήταν κάτι που έκανε κάθε μέρα. «Γιατί το φοράς αυτό;» τον
ρώτησε καθώς έβγαζε όλο το κάλυμμα, μαζί με την πλεχτή χρυσή
κορδέλα. «Σε είχα δει μόνο με κοστούμι μέχρι τώρα».

Εκείνος πήρε τη μαντίλα από το χέρι της και την πέταξε πάνω στο
διάδημα. «Επειδή συνήθως προτιμώ να περνάω
απαρατήρητος. Βρίσκω ότι οι άνθρωποι είναι πολύ πιο
εξυπηρετικοί όταν πιστεύουν ότι είσαι ακριβώς σαν εκείνους».

«Ενώ εσύ δεν είσαι;»

Εκείνος γέλασε. «Φυσικά και δεν είμαι. Πώς θα μπορούσα να είμαι;


Γεννήθηκα σ’ ένα παλάτι και ανατράφηκα σαν ένας γιος της
ερήμου. Ο κόσμος με βλέπει πάντα σαν πλεϊμπόι και μπορώ να
παίξω αυτόν το ρόλο τέλεια. Αλλά μέσα στην καρδιά μου είμαι
ένας σεΐχης». Ακολούθησε μια παύση καθώς την κοίταζε. «Και για
πρώτη φορά ήθελα να δείχνω σαν σεΐχης».

«Γιατί;»

Ακολούθησε μια παύση καθώς ο Κελάλ σκεφτόταν την ερώτησή


της, αλλά η αλήθεια ήταν ότι δεν ήξερε τι τον είχε ωθήσει να
φορέσει την παραδοσιακή κελεμπία του εκείνο το πρωί, αντί για
ένα κομψό επώνυμο κοστούμι. Συνοφρυώθηκε καθώς πίεζε τον
εαυτό του να θυμηθεί ότι όλα αυτά ήταν για τα μάτια του κόσμου.
Ότι ο συμβολισμός της τελετής δε σήμαινε τίποτα. «Για τους
δημοσιογράφους, φυσικά». Διέγραψε το κέντρο των γεμάτων
χειλιών της με το δάχτυλό του. «Θα είναι καταπληκτική η
φωτογραφία στις αυριανές εφημερίδες».

Η Ρόζα κατένευσε, αλλά την κυρίεψε μια αίσθηση βαθιάς


απογοήτευσης. Ώστε ο Κελάλ έπαιζε θέατρο για τους
φωτογράφους από την αρχή. Γι' αυτό της είχε δώσει εκείνο το
συγκλονιστικό φιλί στα σκαλιά της πρεσβείας -επειδή ήταν μια
τέλεια ευκαιρία για φωτογραφία, και όχι επειδή λαχταρούσε να τη
φιλήσει όπως το λαχταρούσε εκείνη;

Αλλά σ’ αυτό δεν είχε συμφωνήσει; Ένα βολικό γάμο από τον
οποίο θα μπορούσαν να φύγουν και οι δύο.

«Θα είναι μια φανταστική φωτογραφία», συμφώνησε και,


βγαίνοντας από το πεσμένο νυφικό, τον κοίταξε, με την καρδιά της
να χτυπά πολύ γρήγορα τώρα. Θα έπρεπε απλά να ξεχάσει τα
συναισθή-ματά της και να γίνει η γυναίκα που νόμιζε εκείνος ότι
ήταν. Εκείνη η γυναίκα δε θ’ άκουγε τίποτ’ άλλο εκτός από τον
πόθο που φούντωνε μέσα της, κάνοντάς τη να θέλει να του σκίσει
τη μεταξωτή κελεμπία και να νιώσει την επιδερμίδα του κάτω από
τα ακροδάχτυλά της. Και ίσως εκείνος να μάντεψε τις σκέψεις της,
επειδή πέταξε τα παπούτσια του και έβγαλε το ρούχο από το κορμί
του με μια γρήγορη κίνηση. Η Ρόζα έβγαλε μια άναρθρη κραυγή
όταν διαπίστωσε ότι ήταν εντελώς γυμνός από κάτω.

Ο Κελάλ χαμογέλασε, ευχαριστημένος από την άναρθρη κραυγή


της, αν και σίγουρα είχε δει και στο παρελθόν γυναίκες να
αντιδρούν έτσι βλέποντας για πρώτη φορά το κορμί του. Άγγιξε τη
σκληρή στύ-ση του καθώς αντάμωνε τα έκπληκτα μάτια της μ’ ένα
νωχελικό χαμόγελο. «Άξιζε τον κόπο η αναμονή;»

Η Ρόζα έπνιξε ένα μείγμα έξαψης και φόβου, επειδή δεν είχε δει
ποτέ πριν γυμνό άντρα, αλλά δεν έπρεπε νιώθει άσχημα γι’ αυτό.

Υπενθύμισε στον εαυτό της ότι γενιές γυναικών είχαν φτάσει στην
πρώτη νύχτα του γάμου τους σε παρόμοια κατάσταση
άγνοιας. Μ πορεί να ήταν παλιομοδίτικο, αλλά σίγουρα δεν ήταν
έγκλημα.

«Απολύτως», είπε με ειλικρίνεια, και προφανώς είχε πει το σωστό


πράγμα, γιατί εκείνος έγνεψε ικανοποιημένος πριν τη σηκώσει
στην αγκαλιά του και τη μεταφέρει στο κρεβάτι.

Ένιωσε το απαλό στρώμα να βουλιάζει κάτω από το βάρος τους


και, καθώς εκείνος χαμήλωνε το κεφάλι του για να τη φιλήσει,
η Ρόζα αντιλήφθηκε τα έμπειρα δάχτυλά του να αφαιρούν τα
εσώρουχά της, μέχρι που ήταν ολόγυμνη όπως κι εκείνος. Τη
φίλησε μ' ένα πάθος που την άφησε ξέπνοη -σαν να ήθελε ν’
αναπληρώσει το χαμένο χρόνο- και κάτω από το γλυκό και
αδυσώπητο βασανιστήριο της γλώσσας του, η Ρόζα βόγκηξε από
ευχαρίστηση.

Το χέρι του ήταν στο στήθος της, τα ακροδάχτυλά του


κατηφόρισαν στην κοιλιά της, και ξαφνικά τα δικά της χέρια τον
εξερευνούσαν επίσης και έμοιαζε σαν το πιο φυσικό πράγμα στον
κόσμο. Απόλαυσε τις σκληρές και μυώδεις γραμμές του κορμιού
του, που ήταν τόσο διαφορετικές από τις αισθησιακές καμπύλες
του δικού της. Σκέφτηκε αυτό που είχε συμβεί στο αεροπλάνο και
δεν ήταν σίγουρη πόσο γρήγορα υποτίθεται ότι προχωρούσαν αυτά
τα πράγματα, αλλά έδειχναν να συμβαίνουν πραγματικά πολύ
γρήγορα. Για μια στιγμή ο Κελάλ τραβήχτηκε μακριά της για να
σκίσει ένα μικρό αλουμινένιο πακετάκι που ήταν πάνω στο
κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι -και ίσως είδε το σάστισμά της, γιατί
καθώς έβαζε το προφυλα-κτικό, της χάρισε ένα ικανοποιημένο
χαμόγελο.

«Σου είπα ότι είχα ετοιμάσει τα πάντα για το μήνα του μέλιτος».

Κινήθηκε πάνω της και η Ρόζα ένιωσε την υγρασία ανάμεσα στους
μηρούς της και την ελαφριά αντίσταση καθώς εκείνος άρχισε
να διεισδύει μέσα της. Για μια στιγμή έμεινε ακίνητος και εκείνη
προσευχήθηκε να μη σταματούσε. Πίεσε τα χείλη της στον ώμο
του και χάιδεψε την επιδερμίδα του με τα δόντια της, κι αυτή η
απλή κίνηση ήταν σαν ν’ άναψε ένα διακόπτη κάπου βαθιά μέσα
του, γιατί μ’ ένα σιγανό βογκητό άρχισε να κινείται.

Δεν ήταν καθόλου όπως φανταζόταν η Ρόζα. Δεν είχε


συνειδητοποιήσει ότι θα ήταν τόσο... προσωπικό. 'Οτι το σμίξιμό
τους θα την έκανε να νιώθει τόσο απίστευτα κοντά του. 'Ηταν
εύπλαστη στα χέρια του, τον άφησε να την οδηγήσει και να μάθει
από εκείνον, έτσι, όταν της σήκωσε τους μηρούς, εκείνη τους
τύλιξε γύρω από τη μέση του. Και όταν τα χέρια του γλίστρησαν
κάτω από τους γλουτούς της για να την τραβήξουν ακόμη πιο
κοντά του, βόγκηξε δυνατά με την αίσθηση της βαθύτερης
διείσδυσής του.

Ήξερε πώς ήταν ένας οργασμός, αλλά αυτός που βίωνε τώρα ήταν
ακόμη πιο μεγαλειώδης χάρη στην αίσθηση του Κελάλ βαθιά μέσα
της. Το στόμα του εξερευνούσε το δικό της στο πιο
αισθησιακό φιλί, τα δάχτυλά του ήταν μπλεγμένα στα μαλλιά της.
Η ηδονή τη σάρωσε σαν πυρκαγιά καθώς κάθε κύτταρο του
κορμιού της έμοιαζε να έχει ζωντανέψει από ένα εξαίσιο είδος
αφύπνισης. Ένιωσε την πλάτη της να καμπυλώνεται αυθόρμητα
κάτω από το κορμί του και βύθισε τα νύχια της στην πλάτη του
καθώς συγκλονιζόταν από απίστευτους σπασμούς. Πέρασαν λίγες
στιγμές μέχρι ν’ ανοίξει τα μάτια της, κι όταν το έκανε τον βρήκε
να την παρακολουθεί με μισό-κλειστα τα μαύρα μάτια του καθώς
συνέχιζε τις απαλές ωθήσεις. Και μετά αυτά τα μάτια έγιναν άγρια
και πυρετώδη, οι κινήσεις του πιο γρήγορες, μέχρι που έβγαλε μια
λαρυγγική κραυγή και κατέρρευσε αργά πάνω της ριγώντας.

Για λίγο η Ρόζα ένιωθε ζαλισμένη και κατακλυσμένη από την πιο
υπέροχη αποχαύνωση. Τα δάχτυλά της σύρθηκαν στους ώμους
του και άρχισαν να μαλάζουν νωχελικά τη σάρκα του. Ευχήθηκε
να μπορούσε να αιχμαλωτίσει αυτή τη στιγμή και να τη βάλει σ’
ένα μπουκάλι, ξέροντας ότι θα την κρατούσε για όλη την υπόλοιπη
ζωή της.

«Ήσουν παρθένα», είπε τελικά εκείνος.

«Ναι». Η Ρόζα δίστασε. Προσευχήθηκε να έφτανε αυτό, γιατί δεν


ήθελε να χαλάσει αυτή την απολαυστική στιγμή. Όμως τα
σκούρα μάτια του ήταν σκληρά και ερωτηματικά, έτσι πρόσθεσε
απρόθυμα. «Σου το είπα στο αεροπλάνο».

Ο Κελάλ κύλησε μακριά από τις απαλές καμπύλες του κορμιού της
και κούνησε το κεφάλι του. Θυμήθηκε την πρώτη φορά που
είχε κάνει σεξ στη ζωή του, στα δεκάξι του χρόνια -και μετά η
υπηρέτρια του παλατιού του είχε δώσει ένα στριφτό τσιγάρο.
Θυμήθηκε πώς τον είχε κάψει ο ακατέργαστος καπνός καθώς
κατέβαινε στα πνευμόνια του και δεν είχε καπνίσει ποτέ ξανά,
αλλά τώρα έπιασε τον εαυτό του να εύχεται να μπορούσε να
ρουφήξει λίγο από εκείνο τον αηδιαστικά γλυκό καπνό και να
ζαλιστεί.

«Δε σε πίστεψα», είπε αργά. «Σίγουρα δε φερόσουν σαν παρθένα».


«Έφταιγε το ποτό».

«Και τι άλλο έφταιγε, Ρόζα; Ή μήπως θα έπρεπε να πω “ποιος”;»


Της ανασήκωσε το πιγούνι με το δάχτυλό του και οι πράσινες
και χρυσές πιτσιλιές στα βάθη των ματιών της ήταν ζωηρές και
έλαμπαν. Ο Κελάλ είδε τη αβεβαιότητα που τρεμόπαιξε στο
πρόσωπό της, εκείνη την παράξενη τρωτότητα που εμφανιζόταν
ακριβώς όταν δεν το περίμενε, και κούνησε το κεφάλι του με
δυσπιστία. «Είσαι είκοσι τριών χρονών και δεν είχες κάνει ποτέ
σεξ μέχρι σήμερα;»

«Νόμιζα ότι αυτό μόλις το αποδείξαμε».

«Ρωτάω γιατί».

«Και υποβάλλεις πάντα τις ερωμένες σου σε ανάκριση αμέσως


αφού...» Σκέφτηκε ποιος ήταν ο καλύτερος τρόπος να το
διατυπώσει. Ήξερε ότι οι άνθρωποι το έλεγαν «κάνω έρωτα»,
αλλά δεν υπήρχε έρωτας σ’ αυτό που είχε μόλις συμβεί. «Αφού
έχεις κάνει σεξ μαζί τους;» τελείωσε τολμηρά.

«Μ έχρι τώρα, όχι. Από την άλλη, όμως, δεν είχα πάει μέχρι
σήμερα με μια παρθένα -ούτε είχα σύζυγο, εδώ που τα λέμε».

«Ένα διπλό σοκ;» τον ρώτησε ανάλαφρα.

«Μ πορείς να λες εξυπνάδες μέχρι να ξημερώσει, αλλά δεν


πρόκειται να ικανοποιηθώ μέχρι να μου απαντήσεις σε μερικές
ερωτήσεις»·

Η Ρόζα στριφογύρισε αμήχανα, επειδή δεν ήθελε να το σκέφτεται


Δεν ήθελε να σκέφτεται τίποτα. Το μόνο που ήθελε ήταν να
κρατηθεί από αυτή την υπέροχη ζεστασιά που παλλόταν ακόμη στο
κορμί της Ήθελε να κρατηθεί από την απίστευτη ανάμνηση αυτού
που είχε μόλις συμβεί μέχρι να συμβεί ξανά, αλλά μπορούσε να
καταλάβει

από τη σκληρή λάμψη στα μάτια του ότι δεν είχε καμία πρόθεση να
την αφήσει ν’ αποφύγει τις ερωτήσεις του. Γιατί ήταν τόσο
αναθεματισμένα επίμονος;

«Ζούσα μια πολύ περιορισμένη ζωή στη Σικελία», του εξήγησε.


«Δεν είναι ασυνήθιστο εκεί, ακόμη και στις μέρες μας, να ζει
μια γυναίκα προστατευμένη μέχρι να παντρευτεί. Ήμουν το
μοναδικό κορίτσι και είχα δύο τρομερά προστατευτικούς
αδερφούς, μόνο που εκείνοι...»

Τα λόγια της έσβησαν και ο Κελάλ άκουσε την ξαφνική πικρία που
είχε τρυπώσει στη φωνή της. «Εκείνοι τι;»

Η Ρόζα έσφιξε τα χείλη της και η πρώτη της παρόρμηση ήταν να


επινοήσει κάποιο παραμύθι για το παρελθόν της, αλλά τι νόημα
είχε να πει ψέματα; Αν τον σοκάριζε με την απόλυτη αλήθεια, τότε
ίσως ο γάμος να ήταν ακόμη πιο σύντομος απ’ όσο σχέδιαζαν.
Μ όνο που ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι δεν ήθελε να είναι
σύντομος. Ένιωθε σαν να είχαν μόλις ξεκινήσει αυτό το ιδιαίτερο
ταξίδι τους και ήθελε περισσότερα απ’ αυτό. Ακόμη και αν δεν
ήταν αλήθεια, ήθελε να βιώ-σει περισσότερα απ’ αυτά τα πράγματα
που έμοιαζαν με οικειότητα.

«Δεν είναι αδερφοί μου. Μ όλις ανακάλυψα ότι στην


πραγματικότητα είναι... ετεροθαλείς αδερφοί μου».

Εκείνος συνοφρυώθηκε. «Δεν καταλαβαίνω».

Πώς θα μπορούσε να καταλάβει, όταν δυσκολευόταν ακόμη και η


ίδια να χωνέψει τα γεγονότα; Τώρα λοιπόν ήταν αναγκασμένη να
πει δυνατά τα λόγια που εξακολουθούσαν να της φέρνουν
αναγούλα. «Γι' αυτό το έσκασα από τη Σικελία», είπε και πήρε μια
κοφτή ανάσα. «Επειδή ανακάλυψα κάτι που συντάραξε όλο τον
κόσμο μου».

«Συνέχισε», είπε εκείνος.

Τον κοίταξε, ευχόμενη ολόψυχα να μην ήταν αλήθεια αυτό που


ήταν έτοιμη να του πει. Αλλά ήταν. Ήταν αλήθεια και ήταν
τρομερό και αμετάκλητο. Ξεροκατάπιε. «Έγινε μια μεγάλη
οικογενειακή συγκέντρωση -ένας γάμος που δεν έγινε ποτέ- και η
μητέρα μου μέθυσε. Πολύ. Μ πορούσα να την ακούσω να φωνάζει,
ακόμη και πάνω από τη μουσική, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω
τι έλεγε. Και όταν

κατάλαβα...» Κατάπιε την πικρία που είχε σφηνωθεί στο λαιμό της.
«Δεν μπορούσα να το πιστέψω».
θυμήθηκε το ξαναμμένο και παραμορφωμένο πρόσωπο της
μητέρας της. Θυμήθηκε την ξαφνική παύση στη μουσική καθώς τα
μπερδεμένα λόγια της Καρμέλα αντηχούσαν σε όλη την
αίθουσα. Τρομερά, συγκλονιστικά λόγια, που την είχαν παγώσει
ως το κόκαλο. Ακόμη την πάγωναν. Η Ρόζα προσπάθησε να
σταματήσει το τρέ-μουλο των χειλιών της καθώς κοίταζε το
πρόσωπο του Κελάλ, αλλά μάλλον αυτό ήταν κάτι ακόμη που δεν
μπορούσε να ελέγξει. Πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα. «Ανακάλυψα
ότι ο πατέρας μου δεν ήταν πατέρας μου», είπε.

«Μ ου το είπες ήδη αυτό στο αεροπλάνο».

«Ανακάλυψα ότι στην πραγματικότητα πατέρας μου ήταν ο θείος


μου», τελείωσε με πόνο, απλά για να μην υπάρξει καμία
παρεξήγηση. «Η μητέρα μου κοιμήθηκε με το θείο μου».

Ήταν απροετοίμαστη για τη βίαιη αντίδρασή του. Είδε το πρόσωπό


του να σκοτεινιάζει σαν να μαινόταν κάποια άγρια θύελλα μέσα
του. Διαισθάνθηκε ότι θα τραβιόταν μακριά της πριν καν το κάνει.

Ο Κελάλ αποτραβήχτηκε από το ζεστό κορμί της, σηκώθηκε από


το κρεβάτι και πήγε στην άλλη άκρη του τεράστιου δωματίου,
όπου στάθηκε παρατηρώντας τη σαν να ήταν ένα εξωγήινο είδος
που είχε μόλις πέσει στη ζωή του από έναν άλλο κόσμο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Ριγώντας εξαιτίας της ξαφνικής αποχώρησής του από το κρεβάτι
και εξαιτίας της καινούριας ψυχρότητας στα μάτια του, η Ρόζα
αντιμετώπισε το επικριτικό βλέμμα του.

«Η μητέρα σου κοιμήθηκε με το θείο σου;» απαίτησε να μάθει με


φωνή παγερή από τη δυσπιστία.

«Ναι». Προσπάθησε να μη μορφάσει, καθώς σκεφτόταν ότι ακου-


γόταν ακόμη χειρότερο όταν προερχόταν από τα χείλη κάποιου
άλλου. Και προφανώς ο Κελάλ πίστευε το ίδιο, γιατί το
πρόσωπό του είχε παγώσει σε μια βλοσυρή μάσκα. «Μ α αυτό είναι
τρομερό!» ξέσπασε. «Δεν έχω ακούει ποτέ τίποτα πιο
σκανδαλώδες».

«Λες να μην το ξέρω;» του είπε. «Λες ότι δε θα έδινα τα πάντα για
να μην ήταν έτσι;»

«Δεν είναι αιμομιξία αυτό;» τη ρώτησε, σχεδόν σαν να μιλούσε


στον εαυτό του.

«Όχι! Όχι!» Και προς μεγάλη της φρίκη, η Ρόζα έβαλε τα κλάματα.
Όλα τα δάκρυα που έπνιγε από τη στιγμή που η μητέρα της
είχε ξεστομίσει τη φρικτή αλήθεια ξεχείλισαν εκείνη τη στιγμή.
Δεν είχε τολμήσει να ενδώσει στον κίνδυνο να κλάψει, από φόβο
ότι έτσι και άρχιζε μπορεί να μη σταματούσε ποτέ. Είχε χρειαστεί
όλη την ενέργεια και τη δύναμή της για να φύγει από τη Σικελία
και τον σκοτεινό ιστό των ψεμάτων που είχε τυλιχτεί στη ζωή της
όλα αυτά τα χρόνια. Αλλά τώρα που είχαν αρχίσει τα δάκρυα,
έμοιαζαν ασταμάτητα. Κυλούσαν στα μάγουλά της και στα στήθη
της, στάζοντας από τις Πλούσιες καμπύλες και σχηματίζοντας ένα
υγρό σημάδι που μεγάλωνε στο καθαρό λινό σεντόνι. «Δε... δεν
ξέρω τι είναι, αλλά δεν είναι

αυτό», δήλωσε τρεμάμενα. «Η μητέρα μου και ο θείος μου δεν


ήταν συγγενείς εξ αίματος».

«Όμως είχαν δεσμούς τιμής!»

«Ναι, είχαν!» Τον αγριοκοίταξε, σκουπίζοντας τα δάκρυα που


κυλούσαν με μια σφιγμένη γροθιά. «Δε νομίζεις ότι αυτό είναι
αρκετά δύσκολο και χωρίς να με κοιτάς εσύ, ένας εντελώς
άγνωστος, αφ' υψηλού και να μου το παίζεις ηθικός;»

«Μ α δεν είμαι ένας “εντελώς άγνωστος”, Ρόζα. Είμαι ο σύζυγός


σου!»

Τα λόγια του φάνηκαν να τη συνεφέρουν και κούνησε το κεφάλι


της. «Αλλά μόνο συμβολικά», ψιθύρισε. «Σαν ένα μέτρο
σκοπιμότητας που μας εξυπηρετεί και τους δύο. Δεν είσαι
πραγματικός σύζυγος, Κελάλ -και ένας γάμος σκοπιμότητας δε σου
δίνει το δικαίωμα να με κρίνεις, ιδιαίτερα όταν αυτό ήταν κάτι
εντελώς έξω από τον έλεγχό μου».

Για μια στιγμή απλώθηκε σιωπή. Ο Κελάλ κοίταξε τα άγρια


σφιγμένα χείλη της, σαν να ήταν αποφασισμένη να μην κλάψει
ξανά. Και είδε σ’ εκείνη κάτι που αναγνώρισε με ένα επώδυνο
σφίξιμο της καρδιάς του. Κάτι που είχε θάψει τόσο βαθιά μέσα του
που είχε σχεδόν ξεχάσει την ύπαρξή του, αλλά το οποίο
καθρεφτιζόταν τώρα στα δακρυσμένα μάτια της Ρόζας. Ήταν μια
αίσθηση αδυναμίας, ναι, αλλά ήταν επίσης θυμός -για το γεγονός
ότι μέσα σε μια στιγμή η ζωή σου μπορούσε ν’ αλλάξει για πάντα.
Για εκείνον, είχε συμβεί όταν η μητέρα του είχε σκαρφαλώσει σ’
ένα βράχο για να πάει να βοηθήσει το παγιδευμένο παιδί της. Για
τη Ρόζα είχε συμβεί όταν η μητέρα της είχε κοαάξει τον αδερφό
του άντρα της με πόθο στα μάτια της.

Ανάθεμα το παρελθόν, σκέφτηκε άγρια. Και ανάθεμα τις


ατελείωτες επιπτώσεις του παρελθόντος.

Διέσχισε το δωμάτιο, πήγε κοντά της και κάθισε στην άκρη του
κρεβατιού. Είδε το βλέμμα της να γλιστρά φευγαλέα στους
σκληρούς γυμνούς μηρούς του πριν γυρίσει το κεφάλι της για να
κοιτάξει το πρόσωπό του. Είδε την επιφυλακτικότητα που είχε
παγώσει τα χαρακτηριστικά της και πήρε ένα από τα παγωμένα
χέρια της στα δικά του. «Θα έπρεπε να μου τα είχες πει νωρίτερα
όλα αυτά», είπε.

«Και θα με είχες παντρευτεί και πάλι;»

Ακολούθησε μια παύση καθώς ο Κελάλ φανταζόταν την


αντίδραση των δημοσιογράφων, αν διέρρεε ποτέ αυτό. Διέκρινε
την απελπισμένη ερώτηση στα μάτια της και κατάλαβε ότι θα ήταν
το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο να της πει αυτό που ήθελε ν’
ακούσει. Αλλά δεν ήταν πια καιρός να σταματήσουν οι άνθρωποι
να λένε ψέματα στη Ρόζα Κορέτι;

«Δεν ξέρω», είπε βαριά.

Δεν ήταν η απάντηση που ήθελε εκείνη, αλλά παραδόξως την


ανακούφισε. Ήταν πολύ προτιμότερο ν’ ακούει τη σκληρή
αλήθεια, παρά μελιστάλακτα λόγια που δε σήμαιναν τίποτα. Και
αυτή ήταν μια ειλικρινής σχέση. Αυτό ήταν από την αρχή. Δεν
είχαν προσποιηθεί ότι ένιωθαν πράγματα που δεν ένιωθαν και δεν
ήταν αναγκασμένοι να λένε πράγματα που δεν εννοούσαν.
«Νομίζεις ότι είναι εύκολο να πεις κάτι τέτοιο σε κάποιον;» τον
ρώτησε. «Νομίζεις ότι δεν καίω από ντροπή που αναγκάστηκα να
το ομολογήσω σ’ εσένα τώρα;»

Εκείνος άκουσε τις τύψεις που είχαν αλλοιώσει τη φωνή της και
για άλλη μια φορά ένιωσε τη σπίθα του θυμού. «Φυσικά και δεν
είναι εύκολο. Αλλά αυτή η ντροπή δεν είναι δική σου. Εσύ είσαι το
θύμα σ’ αυτή την ιστορία, Ρόζα».

«Δε θέλω να είμαι θύμα! Βαρέθηκα να είμαι ένα αναθεματισμένο


θύμα!» δήλωσε, κουνώντας το κεφάλι της και τα σκούρα μαλλιά
της χόρεψαν στους γυμνούς ώμους της. «Αλλά τι θα μπορούσε να
ξέρει κάποιος σαν εσένα γι’ αυτό;»

Άκουσε την πικρία στη φωνή της και κανονικά θα αγνοούσε την
ερώτησή της, με όλους τους κρυφούς αδιάκριτους υπαινιγμούς
της. Δε μιλούσε στις γυναίκες για τα συναισθήματά του ή για το
παρελθόν του, επειδή δεν υπήρχε λόγος να το κάνει. Κρατούσε τα
μυστικά του κρυμμένα απ’ όλους, ακόμη και από τον εαυτό του.
Αλλά η ομολογία της τον είχε κάνει να νιώσει άβολα -επιπλέον,
είχε ξυπνήσει επώδυνες αναμνήσεις που ήταν κοιμισμένες στην
καρδιά του για πάρα πολύ καιρό. Τι θα μπορούσε να πει σε μια
γυναίκα σαν τη Ρόζα Κορέτι που είχε αναγκαστεί να αντιμετωπίσει
μια τόσο αβάσταχτη κατάσταση; Δε θα ήταν ανθρώπινη καλοσύνη
να ανοίξει την πόρτα του δικού του πόνου;

«Ξέρω περισσότερα απ' όσα θα μάντευες ποτέ», της είπε αργά.


«Και τουλάχιστον εσύ μπορείς να είσαι ήσυχη ότι το σκοτεινό
μυστικό της ζωής σου και οι συνέπειες αυτού του μυστικού ήταν
έξω από τον έλεγχό σου. Τουλάχιστον εσύ δεν είσαι υπεύθυνη γι’
αυτό που σου συνέβη».

Η Ρόζα άκουσε τον τρομερό πόνο που χρωμάτιζε τα λόγια του και
είδε τον τρόπο που το πρόσωπό του είχε παγώσει σε μια
βλοσυρή μάσκα. Η σκληρή λάμψη των ματιών του τη διαπερνούσε
-σαν να την προκαλούσε να τον ρωτήσει περισσότερα- και
υποψιαζόταν ότι μια τέτοια έκφραση μπορεί ν’ απωθούσε τους
περισσότερους ανθρώπους. Αλλά η Ρόζα τόλμησε, επειδή τι είχε
να χάσει; «Τι συνέβη;»

Ο Κελάλ κούνησε το κεφάλι του, αλλά δεν κατάφερε να κρατήσει


μακριά τις αναμνήσεις. Θυμήθηκε μια ιστορία που συνήθιζε να
του λέει ο δάσκαλος των αγγλικών. Την ιστορία του Ορφέα, στον
οποίο είχαν πει ότι δεν έπρεπε να κοιτάξει ποτέ πίσω. Αλλά ο
Ορφέας είχε κοιτάξει πίσω και η καρδιά του είχε ραγίσει για πάντα.
Ο Κελάλ δεν είχε ξεχάσει ποτέ το ηθικό δίδαγμα αυτής της
ιστορίας -ότι το να κοιτάζεις πίσω μπορούσε να σε καταστρέφει και
ότι μόνο προχωρώντας μπροστά μπορούσες να επιβιώσεις. «Δεν
έχει σημασία», είπε με πικρία.

«Ω, μα νομίζω ότι έχει», είπε απαλά η Ρόζα. «Και νομίζω ότι θέλεις
να μου πεις».

Εκείνος γύρισε τότε προς το μέρος της, με το πρόσωπό του


σκοτεινιασμένο από την πιο βαθιά θλίψη που είχε δει ποτέ η Ρόζα
και κράτησε την ανάσα της καθώς περίμενε.

«Προκάλεσα το θάνατο της μητέρας μου», της είπε πικρά.

Για μια στιγμή εκείνη δε μίλησε. Ήθελε να αποτινάξει την ωμή


δήλωση σαν ανεπιθύμητη σκόνη, αλλά ο πόνος που είδε στο
πρόσωπό του την προειδοποίησε να μην την πάρει αψήφιστα.
«Πώς;»

Ο Κελάλ την αγριοκοίταξε. Περίμενε ότι η Ρόζα θα αντιδρούσε μ’


ένα καθησυχαστικό «Αποκλείεται να το έκανες!» επειδή αυτό
έλεγαν πάντα όλοι, ακόμη και αν τα γεμάτα μομφή μάτια τους
μετέφεραν ένα εντελώς διαφορετικό μήνυμα. «Θέλεις να μάθεις
πώς;» τη ρώτησε. «Τότε θα σου πω».

Η Ρόζα έγειρε στα μαξιλάρια και κατένευσε. «Σ’ ακούω».


Υπήρχε κάτι τόσο απροσδόκητα ήρεμο πάνω της, που ο Κελάλ
έκανε κάτι που δεν είχε κάνει ποτέ. Αγνόησε εντελώς το γεγονός
ότι ήταν γυμνή και ότι τα απαλά στήθη της τον προκαλούσαν να
γείρει το κεφάλι του πάνω τους. Αντί γι' αυτό, άνοιξε το στόμα του
και άφησε να βγουν τα λόγια που έκαιγαν μέσα του για τόσο πολύ
καιρό, ώστε έμοιαζαν να μολύνουν τον αέρα με το σκοτάδι τους.
«Ήμουν έξι χρονών. Και ένα πολύ άτακτο παιδί, προφανώς».

Εκείνη κατένευσε. «Τα περισσότερα εξάχρονα αγόρια είναι


άτακτα».

«Μ ην προσπαθείς να με καθησυχάσεις, Ρόζα!»

«Απλά επισήμανα ένα γεγονός».

«Λοιπόν, μην το κάνεις!»

Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της. Η οργή στη φωνή του θα ήταν
αποθαρρυντική για πολλούς ανθρώπους, αλλά η Ρόζα είχε
μεγαλώσει με οργίλους άντρες που ο λόγος τους ήταν νόμος και
ήξερε πώς να την αντιμετωπίσει. Έμεινε εντελώς ακίνητη
παρακολουθώντας τον.

Ο Κελάλ διάλεξε τα επόμενα λόγια του προσεχτικά. Ένιωθε σαν


κάποιος που έβαζε το χέρι του σ’ ένα καλάθι με φρούτα,
ξέροντας ότι βούιζαν άγριες σφήκες εκεί μέσα. «Ήταν ένα καυτό
καλοκαίρι, ανυπόφορα καυτό -με τη χειρότερη ξηρασία που είχε
γνωρίσει ποτέ η χώρα μας. Αμμοθύελλες μαίνονταν στην έρημο
για εβδομάδες και ήμασταν όλοι περιορισμένοι στο παλάτι.
Κοντεύαμε να τρελαθούμε, θυμάμαι πολύ έντονα αυτή την
αίσθηση. Θυμάμαι τον ιδρώτα που έσταζε, παρά τους ανεμιστήρες
που γύριζαν πάνω από τα κεφάλια μας. Ο μεγαλύτερος αδερφός
μου ήταν στην Ευρώπη και μου έλειπε η συντροφιά του. Αλλά η
μητέρα μου είπε ότι θα πηγαίναμε για Πικνίκ μόλις έφτιαχνε ο
καιρός και ένα πρωί η αμμοθύελλα απλά σταμάτησε, σαν να μην
είχε συμβεί ποτέ. Υπήρχε μια παράξενη ηρεμία στον αέρα -και παρ'
όλο που η μητέρα μου παραπονιόταν για έναν ελαφρύ
πονοκέφαλο, εγώ ανυπομονούσα να βγω».

Έμεινε σιωπηλός για μια στιγμή. Πόσο εκκεντρική μπορούσε να


είναι η μνήμη, σκέφτηκε. Πώς ήταν δυνατό κάτι που είχες
απωθήσει για πάνω από τριάντα χρόνια να επανεμφανίζεται
ξαφνικά στο μυαλό σου πεντακάθαρα, σαν να είχε συμβεί την
προηγούμενη μέρα; Ήταν πράγματα που θυμόταν ο ίδιος ή
πράγματα που του είχαν πει; Ή μήπως ήταν απλά ένας συνδυασμός
και των δύο;

«Μ ας πήγαν με αυτοκίνητο στη Σαχρασάλ -μια διάσημη ερημική


πεδιάδα που ήταν κάποτε όαση και περιβάλλεται από
εντυπωσιακούς σχηματισμούς βράχων».

Η Ρόζα κατένευσε. Ήθελε να πει ότι ακουγόταν όμορφο, αλλά δεν


μπορούσε να το πει, γιατί η φωνή του ήταν φορτισμένη από τον
ήχο της επικείμενης καταστροφής και ήξερε ότι εκείνος δε θα
συνέδεε ποτέ ένα τέτοιο μέρος με κάτι όμορφο.
«Φάγαμε το φαγητό μας, αλλά εγώ ανυπομονούσα να παίξω και
δεν υπήρχε κανείς για να παίξω μαζί του. Ο πονοκέφαλος της
μητέρας μου είχε χειροτερέψει και ο οδηγός και οι
σωματοφύλακες ζεσταίνονταν πάρα πολύ για να έρθουν μαζί μου.
Η μητέρα μου μου είπε να μείνω σε απόσταση που να μπορεί να με
βλέπει, αλλά θυμάμαι ότι ήμουν πολύ απορροφημένος από το
παιχνίδι μου. Θυμάμαι ότι σκαρφάλωσα στην κορυφή ενός
βράχου, αλλά εξαιτίας της ξηρότητας του εδάφους ο βράχος
άρχισε να καταρρέει. Φώναξα». Έκλεισε τα μάτια του και η καρδιά
του άρχισε να σφυροκοπά. «Και άκουσα τη φωνή της μητέρας μου
να φωνάζει το όνομά μου -και αμέσως μετά είδα το πρόσωπό της,
επειδή είχε σκαρφαλώσει στο βράχο για να με βρει».

Κοίταξε τα χέρια του, σαν να μπορούσε να βρει κάποια παρηγοριά


στις σφιγμένες γροθιές του. Η σιωπή παρατάθηκε μέχρι που η
Ρόζα άπλωσε το χέρι της και άγγιξε τον ώμο του. Ήταν σκληρός
και άκαμπτος, σαν να ήταν από πέτρα.

«Και μετά;»

Εκείνος σήκωσε το κεφάλι του και η Ρόζα παραλίγο να μαζευτεί


από τον πόνο που είδε στα μάτια του. «Το πόδι της γλίστρησε.
Ο σωματοφύλακας φώναξε -ήταν μόνο λίγα μέτρα μακριά της-,
αλλά ήταν πολύ αργά. Εκείνη έπεσε».

Η Ρόζα πίεσε τον εαυτό της να κάνει την επώδυνη ερώτηση. «Και
πέθανε;»
Εκείνος έγνεψε αρνητικά. «Όχι αμέσως. Μ εταφέρθηκε με
αεροπλάνο στο νοσοκομείο, αλλά δε βγήκε ποτέ από το κώμα.
Έσβησε δύο νύχτες μετά, με τον πατέρα μου να της κρατάει το
χέρι». Ένας πατέρας που δεν τον είχε συγχωρήσει ποτέ
πραγματικά και ένας αδερφός που είχε επιστρέψει από την Ευρώπη
και τον είχε κατηγορήσει ότι είχε βάλει την αγαπημένη τους
μητέρα σε κίνδυνο. Αργότερα είχαν προσπαθήσει και οι δύο να
επανορθώσουν για τα λόγια που είχαν ξεστομίσει μέσα στη βαθιά
θλίψη τους, αλλά ήταν πολύ αργά. Και καμία μομφή ή κατηγορία
δεν ήταν πιο βαριά από τις ενοχές που ένιωθε ο ίδιος ο Κελάλ.

Καθώς η φωνή του έσβηνε, η Ρόζα τον κοίταξε, διερωτώμενη τι


στην ευχή θα μπορούσε να πει σ’ ένα βασανισμένο άντρα που
της είχε μόλις γυμνώσει την ψυχή του. Ποια λόγια θα μπορούσαν
να του προσφέρουν παρηγοριά; Σκέφτηκε όλα όσα είχε χάσει
εκείνος -όλες τις αγκαλιές και τη ζεστασιά και την επίγνωση ότι
κάποιος που σ’ αγαπούσε περισσότερο απ’ οποιονδήποτε άλλο
στον κόσμο θα ήταν πάντα εκεί για σένα. Και μετά ένιωσε μια
κοφτερή και πικρή σουβλιά συνειδητοποίησης, επειδή εκείνη δεν
είχε ποτέ μια τέτοια μητέρα. Κινήθηκε πιο κοντά του και τύλιξε τα
χέρια της γύρω από το λαιμό του καθώς του πρόσφερε όλη την
παρηγοριά της καρδιάς της.

«Λυπάμαι», ψιθύρισε. «Λυπάμαι πάρα πολύ».

Εκείνος προσπάθησε να μη μορφάσει, αλλά η ζεστασιά του


κορμιού της ήταν ακαταμάχητη. Της είχε πει περισσότερα απ’ όσα
είχε πει ποτέ σε οποιονδήποτε. Η μάσκα του πλεϊμπόι είχε πέσει
και εκείνη είχε δει φευγαλέα το αληθινό και τσακισμένο πρόσωπο
από πίσω. Ένιωθε εκτεθειμένος και ευάλωτος. Ένιωθε όλα τα
πράγματα που είχε ορκιστεί να μη νιώσει ποτέ ξανά. «Δεν έχει
σημασία», είπε τραχιά.

«Φυσικά και έχει σημασία». Μ ετά τόλμησε να θίξει τη μία


εμφανέστατη παράλειψη από την ιστορία του και είδε τα
χαρακτηριστικά του να σκοτεινιάζουν. «Όταν πέθανε η μητέρα
σου, σκεφτήκατε ότι μπορεί οι πονοκέφαλοί της να είχαν παίξει
κάποιο ρόλο; Έγινε ποτέ νεκροψία;»

«Όχι!» Οι ερωτήσεις της απλά πρόσθεταν άλλο ένα στρώμα πόνου


σπς πικρές αναμνήσεις του και, καθώς τραβιόταν μακριά της,
αντιμετώπισε ψυχρά την έκφρασή της ανησυχίας. Μ ήπως πίστευε
ότι θα της άνοιγε κάθε τόσο την καρδιά του και θα υπέβαλλε τον
εαυτό του σε αυτό το είδος πόνου; Αν ναι, τότε σίγουρα ήταν
καθήκον του να τη διαφωτίσει. «Αυτό ήταν, Ρόζα», είπε κοφτά.
«Κάναμε αυτή τη συζήτηση επειδή ίσως ήταν αναγκαία, αλλά δε θα
την ξανακάνουμε. Ξεσκαλίσαμε όλες τις θλιβερές αναμνήσεις μας,
αλλά τώρα θα τις ξεχάσουμε ξανά. Κατάλαβες;»

Εκείνη άκουσε τον τελεσίδικο τόνο του. «Αν αυτό θέλεις».

Τα μάτια του στένεψαν. «Ναι, αυτό θέλω, αλλά ίσως δεν είναι
αυτό που θέλεις εσύ. Επειδή δε συμφώνησες σ’ αυτό ακριβώς, έτσι
δεν είναι;»
«Δε νομίζω ότι ήξερε πραγματικά κανείς από τους δυο μας σε τι
ακριβώς συμφωνούσε».

«Και γι’ αυτό σου δίνω την ευκαιρία να φύγεις».

«Να φύγω;» Η Ρόζα ανοιγόκλεισε τα μάτια της. «Τι εννοείς;»

«Φύγε. Σήκω και φύγε τώρα. Γιατί όχι; Είναι απόλυτα λογικό. Θα
πάρεις την αποζημίωσή σου -μόνο που θα την πάρεις πιο
σύντομα απ' όσο περίμενες. Επειδή νομίζω ότι εγώ βγήκα πιο
κερδισμένος από αυτή τη συμφωνία γάμου από εσένα». Πίεσε τον
εαυτό του να πει τα λόγια θέλοντας να τον μισήσει, επειδή, αν τον
μισούσε, θα έφευγε. Θα έφευγε και δε θα ήταν αναγκασμένος να
κοιτάζει τα μάτια της και να ξέρει ότι γνώριζε το μυστικό του και
ότι είχε δει τον πόνο του. «Απλά σκέψου το, Ρόζα -όλα αυτά τα
χρήματα που είμαι διατεθειμένος να πληρώσω επειδή πήρα την
παρθενιά σου. Μ πορείς να φύγεις τώρα, ελεύθερη και ανεξάρτητη,
ακριβώς όπως ήθελες».

Αλλά η Ρόζα δεν κουνήθηκε, επειδή καταλάβαινε τι ακριβώς


έκανε εκείνος. Είχε μετανιώσει που της είχε εκμυστηρευτεί το
μυστικό του και τώρα προσπαθούσε να τη διώξει μακριά του. Της
πρόσφερε χρήματα και προσπαθούσε να την κάνει να φανεί σαν
κάποιου είδους πόρνη -κάτι που του είχε δηλώσει με έμφαση ότι δε
θ’ ανεχόταν. Ελπίζοντας ότι εκείνη θα έφευγε έξαλλη από θυμό.

Λίγες ώρες πριν μπορεί να είχε μπει στον πειρασμό, αλλά αυτό
ήταν πριν την πάει στο κρεβάτι του. Πριν της δείξει τι ήταν ικανή
να νιώσει. Υπήρχε κάτι που λεγόταν σεξουαλική αφύπνιση,
συνειδητοποίησε. Αυτό της είχε συμβεί, και το χρωστούσε σ’
εκείνον. Ένιωθε σαν να ζούσε σ’ ένα σκοτεινό μέρος πριν ο Κελάλ
ζωντανέψει τις αισθήσεις της. Και δεν ήθελε να χάσει αυτή την
αίσθηση.

«Το τελευταίο πράγμα που θέλω είναι να φύγω», είπε, και ήξερε
ότι δε φαντάστηκε τη μακρόσυρτη ανάσα που βγήκε από τα
χείλη του.

«Τότε τι θέλεις;»

Η Ρόζα έπιασε την άκρη του λινού σεντονιού και άρχισε να τη


διπλώνει ανάμεσα στα δάχτυλά της, επειδή αυτό ήταν πιο
εύκολο από το να κοιτάζει εκείνα τα διεισδυτικά μαύρα μάτια.
Αναγνώρισε ότι δεν ήταν έτοιμη να τον αφήσει -τουλάχιστον, όχι
ακόμη. Όχι όταν ο κόσμος έξω από τη Σικελία εξακολουθούσε να
της φαίνεται ένα τόσο μεγάλο και τρομαχτικό μέρος. Δεν ήταν ο
στόχος αυτού του παράξενου γάμου να της δώσει ο Κελάλ κάτι
που κανείς άλλος δεν μπορούσε να της δώσει; Όχι μόνο τα
χρήματα που θα αγόραζαν την ανεξαρτησία της, αλλά μια
σεξουαλική εκπαίδευση που είχε μόλις αρχίσει. Και γιατί ν’ αφήσει
οτιδήποτε να καταστρέψει το καλύτερο πράγμα που της είχε
συμβεί ποτέ;

Σηκώνοντας το βλέμμα της, έσπρωξε τον καταρράκτη των


μαλλιών από το πρόσωπό της και η κίνηση έκανε τα βαριά στήθη
της να κουνηθούν. Τον είδε να αναδεύεται ελαφρά και την
προσοχή της τράβηξε το αυξανόμενο μέγεθός της στύσης ανάμεσα
στους μηρούς του. Και εκείνη τη στιγμή ένιωσε συνεσταλμένη και
δυνατή ταυτόχρονα. «Θέλω να μου διδάξεις όλα όσα ξέρεις».

Ο Κελάλ την κοίταξε, ξέροντας ότι θα έπρεπε να την κρατήσει σε


απόσταση. Αλλά πώς μπορούσε να το κάνει, όταν έδειχνε
τόσο αναθεματισμένα όμορφη; Πώς μπορούσε να την αναγκάσει
να φύγει όταν την ήθελε τόσο πολύ που ένιωθε ότι ήταν έτοιμος
να εκραγεί από πόθο; Στον αέρα πλανιόταν ακόμα η μυρωδιά του
σεξ και ένιωσε το ξέφρενο χτυποκάρδι του καθώς έγερνε μπροστά
και χαμήλωνε τα χείλη του στο λαιμό της. «Έχεις κάτι
συγκεκριμένο στο μυαλό σου;» τη ρώτησε τραχιά. «Την ιστορία
του Ζαχραστάν, ίσως; Ή τις νέες προτάσεις ενέργειας που θα
παρουσιάσω την επόμενη εβδομάδα;»

Εκείνη έγειρε το κεφάλι της πίσω. «Για την ηδονή», ψιθύρισε με


ξεραμένα χείλη. «Δίδαξέ μου όλα όσα ξέρεις για την ηδονή. Θα
είμαι η γυναίκα σου και μια μέρα θα φύγω από τη ζωή σου. Αλλά
στο μεταξύ...»

«Τι;»

Εκείνη στριφογύρισε ξανά, πιο ανυπόμονα αυτή τη φορά.


«Παρακαλώ;»

Ο Κελάλ τραβήχτηκε πίσω, είδε το ξαφνικό κοκκίνισμα στα


μάγουλά της και κάτι τον ώθησε να της δείξει ποιος είχε τον
έλεγχο. Να της δείξει ότι, τελικά, εκείνος όριζε τους κανόνες του
παιχνιδιού. Και ίσως το πρώτο μάθημα που έπρεπε να μάθει η Ρόζα
ήταν να εκφράζει τις επιθυμίες της, αντί να περιμένει από εκείνον
να τις μαντέψει. Επειδή μόνο έτσι θα γινόταν κάποτε πραγματικά
ανεξάρτητη. «Παρακαλώ, τι;» την παρότρυνε απαλά.

Η Ρόζα αντάμωσε τη σκούρα λάμψη των ματιών του και


ξεροκατάπιε. «Θα μου κάνεις ξανά έρωτα, παρακαλώ;»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
Ο Κελάλ χάιδεψε με τα ακροδάχτυλά του τη μεταξένια κουρτίνα
των σκούρων μαλλιών της που ήταν απλωμένα στο μαξιλάρι και
ένιωσε τον αναπόφευκτο ερεθισμό του κορμιού του.

«Ξέρω ότι είσαι ξύπνια, Ρόζα», είπε απαλά. «Άνοιξε λοιπόν τα


μάτια σου και φίλησέ με»

Η Ρόζα αναδεύτηκε καθώς η φωνή του σεΐχη διαπερνούσε τις


ονει-ροπόλες σκέψεις της και, υπάκουα, άφησε τα βλέφαρά της ν'
ανοίξουν πεταρίζοντας. 'Ηταν ξαπλωμένος δίπλα της, στηριγμένος
στον αγκώνα του -υπέροχα γυμνός και αρρενωπός- και
περιεργαζόταν το κορμί της σαν να ήταν το πιο όμορφο κορμί που
είχε δει ποτέ, πράγμα που της είχε πει τις πρώτες πρωινές ώρες,
όταν την είχε τραβήξει πεινασμένα στην αγκαλιά του. Κάθε πρωί
ξυπνούσε με μια παρόμοια αντίδραση θαυμασμού, αλλά δεν την
είχε συνηθίσει ακόμη.
Έσπρωξε τα μπερδεμένα μαλλιά πίσω από το πρόσωπό της και
χασμουρήθηκε. «Μ α μπορεί να κοιμόμουν», διαμαρτυρήθηκε.

Εκείνος κοίταξε το ρολόι του. «Είναι σχεδόν μεσημέρι».

«Και είναι Σάββατο. Ή μήπως λες ότι είναι αδύνατο να κοιμάται


κάποιος αν είναι σχεδόν μεσημέρι;»

«Ήξερα ότι δεν κοιμόσουν, επειδή έτριβες αυτά τα εξαίσια οπίσθιά


σου πάνω μου το τελευταίο μισάωρο». Χαμογέλασε, το χέρι του
γλίστρησε γύρω από τη μέση της και τη γύρισε προς το μέρος του,
έτσι που η στύση του πιέστηκε δυνατά στην κοιλιά της.
«Ταλαντευόμουν λοιπόν ανάμεσα στο να πάω για ένα κρύο ντους
ή να δω αν μπορούσα να σε πείσω να κάνεις κάτι πιο ενδιαφέρον
από το να κοιμάσαι».

Εκείνη έγειρε μπροστά, χάιδεψε το στόμα του με το δικό της και


ένιωσε την ακαριαία φλόγα του πόθου να απλώνεται στην
επιδερμίδα της. «Μ πορείς πάντα να με πείσεις να το κάνω αυτό»,
είπε και η φωνή της ακούστηκε σχεδόν ντροπαλή καθώς εκείνος
έπιανε τους γλουτούς της για να την τραβήξει πιο κοντά του. Μ α
δεν ήταν τρελό να νιώθει ντροπαλή, όταν στις λίγες εβδομάδες
μετά το γάμο τους ο Κελάλ την είχε γυμνώσει σχεδόν με κάθε
τρόπο που υπήρχε;

Της είχε διδάξει τόσα πολλά. Της είχε δείξει ότι το σεξ ήταν κάτι
που έπρεπε να απολαμβάνεις και να χαίρεσαι, όχι κάτι κρυφό
και επαίσχυντο. Μ ε λίγα λόγια, την είχε απελευθερώσει από
πολλές αναστολές της και το μόνο που πάσχιζε να κάνει τώρα η
Ρόζα ήταν να μην εξαρτηθεί υπερβολικά από έναν άντρα που δε
σκόπευε ποτέ να είναι οτιδήποτε άλλο πέρα από μια προσωρινή
παρουσία στη ζωή της. «Στην πραγματικότητα, μπορείς να με
πείσεις να κάνω σχεδόν τα πάντα», τελείωσε απαλά, και είδε τα
μάτια του να σκοτεινιάζουν.

«Το ξέρω», της είπε. «Και θα χαιρόμουν με οτιδήποτε θα ήθελες


να μου κάνεις αυτή τη στιγμή».

«Ω Κελάλ».

«Ω Ρόζα», μουρμούρισε εκείνος και χαμήλωσε το κεφάλι του για


να τη φιλήσει. Σκέφτηκε ότι τα χείλη της ήταν δροσερά και είχαν
τη γεύση του τσαγιού μέντας που είχε φέρει εκείνη στο κρεβάτι
όταν είχαν πρωτοξυπνήσει. Τα χέρια της σφίχτηκαν γύρω του και
ο πόθος του έγινε πιο δυνατός. Η καρδιά του χτυπούσε σ’ έναν
τρελό ρυθμό καθώς πίεζε το σκληρό μηρό του στην απαλή σάρκα
του δικού της. Σκέφτηκε πόσο τέλεια ήταν στην αγκαλιά του,
σκέφτηκε ότι το ερωτικό τους σμίξιμο γινόταν όλο και καλύτερο
και σχεδόν του έκοβε την ανάσα κάθε φορά. Και σκέφτηκε ότι ο
μήνας του μέλιτός τους τον είχε ξαφνιάσει με πολλούς τρόπους.

Στην αρχή δεν έβγαιναν σχεδόν καθόλου από το διαμέρισμα -μόνο


κάποια περιστασιακή έξοδος σ’ ένα θέατρο ή ένα εστιατόριο
διάνθιζε τις νωχελικές μέρες τους και τις ατέλειωτες νύχτες
σεξουαλικής εξερεύνησης. Για πρώτη φορά στη ζωή του -επειδή
δεν έκανε ποτέ διακοπές- είχε ακυρώσει τις δουλειές που είχε στο
ημερολόγιό του και είχε απενεργοποιήσει το κινητό του. Είπε στον
εαυτό του ότι θα ήταν ένα χρήσιμο πείραμα για να δει αν το
φιλανθρωπικό του ίδρυμα

μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς εκείνον, αλλά κατά βάθος ήξερε


ότι δεν ήταν αυτός ο πραγματικός λόγος. Η αλήθεια ήταν ότι δεν
ήθελε ν’ αφήσει τη Ρόζα. Δεν μπορούσε να τη χορτάσει- δεν
μπορούσε να κρατήσει τα χέρια του μακριά της. Και όταν είχαν
βγει έξω, είχε νιώσει σαν τουρίστας στην πόλη που θεωρούσε
δεύτερη πατρίδα του. Χάρη στη Ρόζα είχε κάνει πράγματα που σε
κανονικές συνθήκες δε θα σκεφτόταν ποτέ να κάνει, όπως το ν'
ανέβει όσο πιο ψηλά γινόταν στον Πύργο του Άιφελ, με τους
σωματοφύλακές του να τους ακολουθούν. Κι όταν είχε πει ότι δεν
ήθελε να μπλεχτούν με τους άλλους τουρίστες, εκείνη είχε κόψει
τις αναρρήσεις του απλά φιλώντας τον «Όσο ανώτερος κι αν το
παίζεις, πάντα αξίζει να δεις όλο το Παρίσι από την κορυφή του
Πύργου του Άιφελ», είχε χαχανίσει πάνω στα χείλη του. Και
αργότερα εκείνη την εβδομάδα είχαν κάνει μια βόλτα μ' ένα
ποταμόπλοιο στον Σηκουάνα και εκείνη είχε ψάξει τα
ονόματα όλων των γεφυρών στον οδηγό της και του τα είχε
απαριθμήσει. Είχαν καθίσει και είχαν πιει καφέ ινκόγκνιτο στο
διάσημο Καφέ ντε Φλορ και είχαν κάνει δύο παρόμοιες ανεπίσημες
εξόδους στο θέατρο. Κάποια φορά είχαν καταφέρει ν’ αποφύγουν
ένα φωτογράφο που κυνηγούσε στιγμιότυπα από το μήνα του
μέλιτός τους και για τον Κελάλ αυτό ήταν σαν ένας μικρός
θρίαμβος -ειδικά όταν κατάλαβε ότι δεν την ενδιέφερε να
φωτογραφηθεί μαζί του. Την είχε πάει ακόμα και για ψώνια, κάτι
που δεν είχε κάνει ποτέ πριν, αν και είχε πληρώσει αρκετούς
φουσκωμένους λογαριασμούς όλα αυτά τα χρόνια. Αλλά με τη
Ρόζα ήταν διαφορετικά. Εκείνη δε φαινόταν να νοιάζεται για το
κόστος των πραγμάτων και ο Κελάλ απολάμβανε να ντύνει την
καινούρια του σύζυγο με ρούχα που ταίριαζαν σε μια πριγκίπισσα.
Ακριβώς όπως απολάμβανε να της αγοράζει -και να της βγάζει- τα
εξωφρενικά μεταξωτά εσώρουχα που μετά βίας κάλυπταν τις
πλούσιες καμπύλες της.

Ακόμη δεν μπορούσε να το χωνέψει. Τι το ελκυστικό είχε να είναι


ξαπλωμένος δίπλα της και απλά να την κοπάζει, λες και η θέα
της αργής εισπνοής και εκπνοής της ήταν το πιο συναρπαστικό
θέαμα στον κόσμο; Συνήθως εξαφανιζόταν πολύ νωρίς από το
κρεβάτι,

επειδή δεν του άρεσε να κυκλοφορεί τριγύρω του μια γυναίκα το


πρωί. Του άρεσε να έχει το χώρο του και τις προσωπικές του
στιγμές. Του άρεσε να είναι μόνος -όπως ήταν πάντα.

Αλλά όχι με τη Ρόζα, και προσπαθούσε ακόμη να καταλάβει γιατί.

Μ ήπως επειδή του δινόταν τόσο ολοκληρωτικά; Επειδή ήταν όλη


δική του και μόνο δική του -σαν ένα φρεσκοκομμένο νόμισμα
που δεν το είχε κρατήσει ποτέ κανένας άλλος; Μ αζί της, ένιωθε
πρωτόγονος. Κάτι κτητικό και δυνατό τον κυρίευε όταν την
κρατούσε στην αγκαλιά του, κάτι που σφυροκοπούσε τις αισθήσεις
του σαν μαινό-μενη θύελλα. Ίσως ήταν η πανάρχαια δύναμη των
γαμήλιων όρκων που, όσο αδιάφορα και αν είχαν ειπωθεί τα λόγια,
κατάφερναν πάντα να μεταδίδουν ένα βαθύ νόημα στο ζευγάρι.

Χαμήλωσε το κεφάλι του ανάμεσα στους μηρούς της και άκουσε


το ξέπνοο μικρό βογκητό της προσμονής όταν άρχισε να τη
γεύεται. Απόλαυσε την αψιά, υγρή γεύση της και τον τρόπο που τα
δάχτυλά του βυθίστηκαν στους απαλούς γοφούς της -ακριβώς
όπως απόλαυσε τον οργασμό της όταν άρχισε να σπαρταρά
ανίσχυρη κάτω από τη γλώσσα του. Έμεινε εκεί για λίγο, με τα
χείλη του πιεσμένα επάνω μέχρι που ηρέμησε τελικά και τότε
κινήθηκε πάνω της και μπήκε μέσα της. Έκλεισε τα μάτια του
καθώς χανόταν στην υγρή ζεστασιά της. Άφησε τον επιτακτικό
ρυθμό να τους στροβιλίσει και τους δυο σ’ ένα μέρος τόσο ψηλά,
που η αργή και απίστευτη πτώση πίσω στη γη τον άφησε ξέπνοο
και εξουθενωμένο.

Πρέπει να είχε αποκοιμηθεί, γιατί όταν άνοιξε τα μάτια του μύρισε


το άρωμα δυνατού καφέ και είδε τη Ρόζα καθισμένη στο κάθισμα
του παραθύρου. Φορούσε μια μεταξωτή βυσσινί ρόμπα και με το
μεγαλείο του Παρισιού να την πλαισιώνει θύμιζε ιμπρεσιονιστικό
πίνακα.

«Έφτιαξα καφέ», του είπε.

«Τον μυρίζω». Ανακάθισε καθώς εκείνη τον άφηνε στο κομοδίνο


δίπλα στο κρεβάτι. «Φτιάχνεις τον καλύτερο καφέ στον κόσμο».
«Αυτό είναι αλήθεια», είπε εκείνη σοβαρά. «Επειδή είμαι Σικελή
και κάνουμε τα πάντα καλύτερα απ' όλους». Αλλά καθώς σήκωνε
την κανάτα για να σερβίρει καφέ και στον εαυτό της,
συνειδητοποίησε πόσο κούφια ακούστηκαν τα λόγια της. Κάποτε
χαιρόταν για τις σικελικές ρίζες της και την καταγωγή της, με την
άγρια περηφάνια που της είχαν εμφυσήσει από τότε που θυμόταν
τον εαυτό της. Το γεγονός ότι είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στο
όμορφο νησί της Μ εσογείου την έκανε πάντα να νιώθει ότι ανήκε
κάπου. Ένιωθε μέλος της οικογέ-νειάς της και επίσης μέλος της
μεγαλύτερης κοινότητας του νησιού που υπήρχε πάντα εκεί. Αλλά
όχι πια. Κατά τα φαινόμενα η προδοσία της μητέρας της είχε
μεγαλύτερες επιπτώσεις από αυτές που είχε προβλέψει αρχικά. Όχι
μόνο είχαν αλλάξει συνταρακτικά οι σχέσεις μέσα στην οικογένειά
της, αλλά φαινόταν να έχει πέσει ένα τείχος σιωπής μετά τη
δραματική φυγή της Ρόζας από την πατρίδα της.

«Είχες καθόλου νέα από την οικογένειά σου;» τη ρώτησε απαλά


εκείνος.

Είχε μαντέψει τις σκέψεις της ή είχε φανεί η νοσταλγία στο


πρόσωπό της; Δεν ήθελε να του δείξει ότι ήταν πληγωμένη, επειδή
προσπαθούσε πολύ σκληρά να μην είναι. Αλλά την πονούσε που
κανείς από τους δύο αδερφούς της δεν είχε επικοινωνήσει μαζί
της, παρ’ όλο που τους είχε στείλει με e-mail το καινούριο της
τηλέφωνο και τους είχε πει ότι ήταν πια παντρεμένη και ζούσε στο
Παρίσι.
«Είχα νέα από τη Αία», είπε αργά. «Είναι η ετεροθαλής αδερφή
που δεν ήξερα ποτέ ότι είχα. Εκείνη που προσέβαλα αφού είχε
ρίξει η μητέρα μου τη βόμβα της. Της έγραψα και της ζήτησα
συγνώμη για τον τρόπο που ξέσπασα πάνω της και εκείνη ήταν
πολύ γλυκιά. Είπε ότι καταλάβαινε. Είπε επίσης ότι ήθελε πάντα
μία αδερφή -απλά δεν περίμενε ότι θα την έβρισκε με τόσο
δραματικό τρόπο! Αλλά υποθέτω ότι δε θα γνωρίσουμε ποτέ η μία
την άλλη τώρα».

Ο Κελάλ συνοφρυώθηκε. «Τίποτα δε σ’ εμποδίζει να γυρίσεις στη


Σικελία, ξέρεις -αν θέλεις να τους μιλήσεις πρόσωπο με
πρόσωπο», της είπε. «Θα μπορούσα να σε πάω εγώ εκεί, αν αυτό
θα βοηθούσε».

Η Ρόζα έγνεψε αρνητικά. Και να μαζευτούν όλοι και να θέλουν να


μάθουν για το γοητευτικό σύζυγό της; Δεν ήταν τόσο καλή
ηθοποιός και για κάποιο λόγο δε θ’ άντεχε τον οίκτο που θα
έπρεπε να υποστεί όταν η οικογένειά της ανακάλυπτε τον αληθινό
λόγο για τον οποίο είχαν παντρευτεί. «Σου είπα, δεν μπορώ να με
φανταστώ να θέλω ποτέ να γυρίσω πίσω. Δεν υπάρχει καμία θέση
για μένα εκεί πια. Το άτομο που ήμουν δεν υπάρχει πια».

Επειδή η καινούρια Ρόζα ήταν τώρα πριγκίπισσα, έστω κι αν αυτός


ο ρόλος της ήταν πολύ προσωρινός. Δε θα φορούσε ένα στέμμα,
αλλά μοιραζόταν το κρεβάτι ενός άντρα που ήταν αληθινός
πρίγκιπας. Ένας σεΐχης της ερήμου -ένας άντρας που έδειχνε να
μην μπορεί να τη χορτάσει, και όσο κι αν απολάμβανε την
προσοχή του, ήξερε ότι είχε αρχίσει να γίνεται επικίνδυνο. Το
ένιωθε εδώ και μέρες. Συνέ-βαινε κάθε φορά που άνοιγε τα μάτια
της και τον έβλεπε ξαπλωμένο δίπλα της και συνέχιζε σε όλη τη
διάρκεια της μέρας. Φυλούσε την ανάμνηση του ερωτικού τους
σμιξίματος σαν ένα υπέροχο δώρο. Δεν είχε νιώσει ποτέ τόσο
ικανοποιημένη -τόσο εκστασιασμένη- σε όλη της τη ζωή και ήξερε
ότι θα ήταν τρέλα να αφήσει τα συναισθή-ματά της για τον Κελάλ
να γίνουν πιο έντονα.

Αλλά πώς έπαυες να νιώθεις κάτι όταν η καρδιά σου ήταν


αποφασισμένη να κάνει το αντίθετο; Σήκωσε την κούπα της και
ήπιε μια γουλιά από τον καφέ της. Δεν μπορούσε να δεθεί πάρα
πολύ με το σύζυγό της, επειδή κάποια μέρα θα χώριζαν. Το ήξερε
αυτό. Είχε υπογράψει εκείνο το αναθεματισμένο προγαμιαίο
συμβόλαιο. Εκείνο που της πρόσφερε ένα πολύ γενναιόδωρο ποσό
με αντάλλαγμα έναν «καθαρό χωρισμό». Έπρεπε απλά να
εκπαιδεύσει τον εαυτό της να συνηθίσει αυτό το ξεκάθαρο γεγονός
και να διατηρήσει κάποιου είδους συναισθηματική απόσταση.

Προσπάθησε να πει στον εαυτό της ότι δεν είχε πρόβλημα, όταν ο
Κελάλ ανακοίνωσε ότι ο μήνας του μέλιτος είχε τελειώσει και
ότι σχεδίαζε να επιστρέψει στη δουλειά του στο ίδρυμα την
επόμενη Δευτέρα. Αλλά η πραγματικότητα ήταν ότι ήθελε να
κολλήσει πάνω του και να τον ικετέψει να μη φύγει, και αυτό το
συναίσθημα την είχε τρομάξει περισσότερο από το πολύ
πραγματικό δίλημμά της για το πώς θα περνούσε χρήσιμα τις μέρες
της όσο εκείνος θα εργαζόταν.
«Δεν ξέρω τι θα κάνω όλη τη μέρα στο Παρίσι, τώρα που εσύ
γυρίζεις κανονικά στο γραφείο», του είπε.

Εκείνος της χάρισε ένα αστραφτερό χαμόγελο. «Κάνε αυτό που


έκανες στη Σικελία. Ήσουν μια αργόσχολη κυρία, δεν ήσουν;»

Η Ρόζα δεν άφησε το χαμόγελό της να σβήσει, αν και δεν ήταν ο


πιο κολακευτικός τρόπος να περιγράψει κανείς την προηγούμενη
ζωή της. Ήταν αλήθεια ότι δεν είχε κάποια καριέρα, αν και
είχε ένα σεβαστό πτυχίο ξένων γλωσσών από το Πανεπιστήμιο του
Παλέρμο. Ωστόσο ήταν δύσκολο να βρει μια δουλειά την οποία δε
θα ακύρωνε ασκώντας βέτο η αυταρχική οικογένειά της. Είχε
δουλέψει μερικές φορές ως διερμηνέας, αλλά οι ευκαιρίες ήταν
σπάνιες. Έτσι είχε καταλήξει σε μια διοικητική δουλειά μερικής
απασχόλησης στο πανεπιστήμιο όπου είχε φοιτήσει και είχε νιώσει
λιγάκι σαν να είχε γυρίσει πίσω στο χρόνο -σαν να μην είχε
προχωρήσει πέρα από τη φοιτήτρια που ήταν κάποτε.

«Δεν ήμουν ακριβώς μια αργόσχολη κυρία», υπερασπίστηκε τον


εαυτό της. «Είχα μια δουλειά μερικής απασχόλησης...»

«Δεν υπάρχει λόγος να έχεις μια δουλειά μερικής απασχόλησης


τώρα», της είπε ο Κελάλ κάπως ανυπόμονα. «Απλά απόλαυσε
τις μέρες σου και άφησε εμένα να πληρώνω το λογαριασμό».

Η Ρόζα προσπάθησε να μη νιώσει προσβεβλημένη από τα


υποτιμητικά λόγια του ακριβώς όπως προσπάθησε να ριχτεί στη
νέα της ζωή ως Παριζιάνα σύζυγος που έμενε στο σπίτι.
Εξερεύνησε περισσότερο το Παρίσι και τα άπειρα αξιοθέατα που
είχε να προσφέρει. Πήγαινε παντού με τα πόδια -πάντα
ακολουθούμενη από ένα σωματοφύλακα- και άρχισε να
εξοικειώνεται με την πόλη που πριν της ήταν άγνωστη. Τα πρωινά
πήγαινε σε κάποια γκαλερί ή κάποια έκθεση, τα απογεύματα
πήγαινε σινεμά και τα άπταιστα κάποτε γαλλικά της άρχισαν να
βελτιώνονται ξανά.

Αλλά είχε έντονα την αίσθηση ότι απλά γέμιζε το χρόνο της, ότι
γινόταν όπως πολλοί άλλοι εκπατρισμένοι πλούσιοι που
περνούσαν τις ώρες τους με την κουλτούρα. Άρχισε να περιμένει
την επιστροφή του Κελάλ στο σπίτι με περισσότερο ενθουσιασμό
απ’ όσο συμβούλευε τον εαυτό της ότι ήταν συνετό. Εκείνος δε θα
ήθελε να ρίχνεται πάνω του μια ανυπόμονη γυναίκα σαν
υπερκινητικό κουτάβι κάθε

φορά που γύριζε από τη δουλειά. Θα ήθελε μια γυναίκα που είχε
περάσει μια ενδιαφέρουσα μέρα, επειδή σίγουρα έτσι θα ήταν
πιο ενδιαφέρουσα και η ίδια.

Ένα βράδυ, ο Κελάλ γύρισε αργά από το γραφείο και πήγε


κατευθείαν στο ντους. 'Οταν μπήκε στην κρεβατοκάμαρα, η Ρόζα
καθόταν μπροστά στην τουαλέτα της με τα εσώρουχα και
στέγνωνε τα μαλλιά της με το σεσουάρ.

«Δεν ξέχασες ότι θα βγούμε για δείπνο απόψε;» τη ρώτησε, και


την προσοχή του απέσπασαν προς στιγμή τα καλυμμένα με
δαντέλα πλούσια στήθη της.

«Φυσικά και δεν το ξέχασα». Άφησε κάτω το σεσουάρ και


παρακολούθησε το είδωλό του στον καθρέφτη καθώς άρχιζε να
τρίβει το υγρό κορμί του με μια πετσέτα. «Θα δούμε κάποιον από
μια τηλεοπτική εταιρεία, σωστά;»

«Ναι. Στην πραγματικότητα, είναι ο παραγωγός μιας από τις πιο


πετυχημένες ανεξάρτητες εταιρείες της Γαλλίας, ο οποίος θέλει
να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ για το Ζαχραστάν».

Εκείνη αντάμωσε τα μάτια του μέσα από τον καθρέφτη. «Ίσως


αυτό είναι καλό -για να γίνει πιο γνωστό στο ευρύ κοινό».
Έγειρε μπροστά και άπλωσε λίγο κραγιόν στα χείλη της. «Δεν είχα
ακούσει ποτέ για το Ζαχραστάν μέχρι που σε γνώρισα».

«Ακριβώς». Έτριψε ζωηρά τα μαλλιά του. «Πρέπει να δείξουμε


στον κόσμο ότι δεν είμαστε μια μεγάλη, κακή τυραννική
δικτατορία. Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν να πείσω τον αδερφό
μου να επιτρέψει σε ένα ξένο συνεργείο να μπει στη χώρα για να
κάνει γυρίσματα».

«Και συμφώνησε;»

Ο Κελάλ γέλασε. «Παραδόξως, συμφώνησε, δεδομένου ότι είναι


διαβόητα δύστροπος σχετικά με την ξένη κοινή γνώμη. Αλλά
πιστεύω ότι έχει αποφασίσει πως πρέπει να προβληθεί ότι το
Ζαχραστάν έχει αγκαλιάσει τον σύγχρονο κόσμο».
«Κι εσύ...» Δίστασε, επειδή μετά από εκείνη την πρώτη νύχτα που
είχε βγάλει όλες τις ενοχές και τις τύψεις που ένιωθε για το
θάνατο της μητέρας του, δεν είχε αναφέρει σχεδόν καθόλου τον
αδερφό του. Για την ακρίβεια, η ειλικρίνεια εκείνης της νύχτας δεν
είχε επα-ναληφθεί, αν και η Ρόζα είχε προσπαθήσει διστακτικά να
τον κάνει ν’ ανοιχτεί σε περισσότερες από μία περιπτώσεις. Αλλά
εκείνος είχε κόψει τις κινήσεις της με την επιδεξιότητα ενός
έμπειρου παίκτη σκα-κιού. Είχε την αίσθηση ότι της είχε επιτρέψει
να δει τη σπάνια ρωγμή στην πανοπλία του και δεν είχε καμία
πρόθεση να το επαναλάβει, και αυτό την εκνεύριζε τρομερά. Μ α
δεν ήταν φυσικό να θέλει να ραγίσει αυτή την πανοπλία και να δει
περισσότερα από τον αληθινό άντρα από κάτω; Αυτό το είδος
οικειότητας δεν ήταν τόσο βαθύ -ίσως ακόμη πιο βαθύ- όσο και
οτιδήποτε μοιράζονταν κατά τη διάρκεια του σεξ; Πήρε μια κοφτή
ανάσα καθώς τον παρακολουθούσε να φοράει ένα άσπρο
πουκάμισο. «Μ ιλάς συχνά με τον αδερφό σου;»

Εκείνος ύψωσε τα φρύδια του, σαν να είχε υπερβεί με κάποιο


τρόπο τα όρια. «Προφανώς έχουμε μιλήσει για το
κινηματογραφικό συνεργείο. Πώς αλλιώς θα ήξερα τις απόψεις του
για το συγκεκριμένο θέμα;»

Ο αμυδρός σαρκασμός που χρωμάτιζε τα λόγια του ήταν κάτι νέο,


αλλά η Ρόζα δε σκόπευε να τα παρατήσει, επειδή αυτή ήταν η
πρώτη ευκαιρία που είχε εδώ και πολύ καιρό. «Δεν εννοούσα γι’
αυτό. Εννοούσα για... γι’ αυτό που συνέβη στη μητέρα σου».
Τον είδε να τσιτώνεται πριν τα μάτια του γίνουν ξαφνικά ψυχρά
και επιφυλακτικά. Σαν τα μάτια ενός φιδιού, έπιασε τον εαυτό
της να σκέφτεται καθώς ένα μικρό φτερούγισμα φόβου σάρωσε
την επιδερμίδα της.

«Ορίστε;»

«Απλά σκέφτηκα...»

«Μ η σκέφτεσαι», της είπε κοφτά. «Επειδή δεν έχει μείνει τίποτα


να πούμε σχετικά με αυτό το θέμα, Ρόζα. Νόμιζα ότι το είχαμε
αποφασίσει ήδη αυτό».

Τα λόγια του ήταν ατσάλινα -ακούστηκαν σαν μια μεταλλική


πόρτα που έκλεινε με πάταγο-, αλλά η Ρόζα δε θα υποχωρούσε.
Ήξερε πόσο επικίνδυνο ήταν να καταπιέζεις επώδυνα πράγματα.
Τα κλείδωνες μέσα σου και αυτά κακοφόρμιζαν και μετά κάποια
μέρα ξεχείλιζαν όλα, προκαλώντας ένα τρομερό χάος. Αυτό δεν
είχε κάνει η μητέρα της; «Απλά έχω την αίσθηση ότι υπάρχουν
πολλά ανάμεσα σας που δεν έχουν επιλυθεί. 'Οτι ίσως...»

«Ίσως τίποτα», την έκοψε εκείνος, και τώρα τα λόγια του ήταν
παγερά. «Σου είπα αυτά τα πράγματα επειδή...» Ο Κελάλ ένιωσε
μια φευγαλέα σπίθα θυμού, τόσο για τον εαυτό του όσο και για
εκείνη. Τι στο διάβολο τον είχε πιάσει και της είχε πει όλα αυτά τα
πράγματα; Γιατί της είχε ανοίξει την καρδιά του με τόσο
ανήκουστο τρόπο; «Επειδή με άφησες να ρίξω μια σύντομη' ματιά
στη δική σου θλιβερή οικογενειακή ιστορία και αποφάσισα ότι ήταν
δίκαιο να προσπαθήσω να αποκαταστήσω την ισορροπία. Δε σου
μίλησα για ν’ αποφασίσεις ξαφνικά να με “γιατρέψεις”». Την
κοίταξε διαπεραστικά. «Έχεις αρκετά πράγματα για ν’ ανησυχείς,
Ρόζα. Κι αν νιώθεις την ανάγκη για κάποιου είδους λυτρωτική
αποστολή στη ζωή σου, τότε σου προτείνω να προσπαθήσεις να
λύσεις τα δικά σου προβλήματα πρώτα».

Η επίθεσή του είχε έρθει από το πουθενά και την αιφνιδίασε. Η


Ρόζα κοίταξε το γερακίσιο πρόσωπό του και σκέφτηκε ότι η
έκφρασή του έδειχνε σκληρή και σχεδόν... αγνώριστη. Μ όνο που
αυτό δεν ήταν απόλυτα αλήθεια. Την είχε κοιτάξει έτσι και εκείνο
το πρωί που είχε ξυπνήσει στη βίλα του. Που είχε βρεθεί μόνη της
στο κρεβάτι του και τον είχε βρει να την κοιτάζει σαν να μην του
άρεσε πάρα πολύ...

Έψαξε να βρει κάτι να πει. Κάτι που δε θα την έκανε να ξεσπάσει


σε δάκρυα και να τον ρωτήσει γιατί ένιωθε την ανάγκη να τα
καταστρέφει όλα με τα σκληρά λόγια του. Τον κάρφωσε μ’ ένα
ερωτηματικό βλέμμα που ήταν πολύ ευγενικό και εντελώς άψυχο.
«Τι είδους ντοκιμαντέρ;»

Εκείνος κατένευσε, σαν να επιδοκίμαζε την ξαφνική αλλαγή


θέματος. «Ένα πρωτοποριακό ντοκιμαντέρ, χωρίς ούτε μία καμήλα
στα πλάνα».

Η Ρόζα του χάρισε το χαμόγελο που ήξερε ότι περίμενε εκείνος


πριν μπει στην γκαρνταρόμπα της για να διαλέξει κάτι να
φορέσει. Τα χέρια της έτρεμαν καθώς άνοιγε την πόρτα της
ντουλάπας, αλλά προσπάθησε να πει στον εαυτό της ότι δεν
μπορούσε να ρίξει όλο το φταίξιμο στον Κελάλ.

Επειδή από μία άποψη εκείνος είχε δίκιο. Δεν είχε λύσει κανένα
από τα δικά της προβλήματα. Εξακολουθούσε να νιώθει
πικραμένη και πληγωμένη απ’ αυτά που είχε μάθει για τους γονείς
της. Το είχε σκάσει από την οικογένειά της, αλλά κατά τα
φαινόμενα η οικογένειά της την είχε αφήσει ευχαρίστως να φύγει -
και την είχε ξαφνιάσει ο κοφτερός πόνος που της είχε προκαλέσει.
Πίστευε ότι εξακολουθούσε να είναι η πολύτιμη Ρόζα τους που δεν
έκανε κανένα λάθος; 'Οτι θα έρχονταν να τη βρουν αναζητώντας
κάποιου είδους συμφιλίωση ή για να την παρηγορήσουν, ενώ στην
πραγματικότητα θα ήταν έξαλλοι και ταπεινωμένοι από την
εγκατάλειψή της;

Άρχισε να ψάχνει μέσα στα ρούχα της και τελικά επέλεξε ένα μάξι
φόρεμα που είχε διαλέξει για εκείνη ο ίδιος ο Κελάλ. 'Ηταν ένα
απλό κόκκινο φόρεμα, που η ομορφιά του βρισκόταν στο
ύφασμα που κολλούσε σαν λιωμένο σιρόπι στις καμπύλες της.
Πανύψηλα τακούνια από μαύρο δέρμα και ελεύθερα μαλλιά
συμπλήρωσαν την εμφάνισή της, αν και αυθόρμητα στερέωσε ένα
κόκκινο μεταξωτό λουλούδι πίσω από το αυτί της την τελευταία
στιγμή.

Η αντίδραση του Κελάλ στην εμφάνισή της ήταν ικανοποιητική,


αν και έπρεπε να ανανεώσει το κραγιόν της αφού εκείνος το
είχε σβήσει όλο φιλώντας τη. Λάμποντας ακόμη από τη γλύκα
εκείνου του φιλιού, η Ρόζα αποφάσισε να ξεχάσει τα πικρά λόγια
που της είχε πει. Τι νόημα είχε να καταστρέψει τη βραδιά που τους
περίμενε, και μάλιστα δεδομένου ότι έδειχνε τόσο... υπέροχος; Τα
σκούρα, σμιλεμένα χαρακτηριστικά του τονίζονταν από το γεγονός
ότι ήταν φρεσκοξυρισμένος και τα εβένινα μαλλιά του έλαμπαν
στο απογευματινό φως του ήλιου καθώς έμπαιναν στο επίσημο
αυτοκίνητο.

Είναι φυσικό να νιώθω έτσι; αναρωτήθηκε. Να θέλω να τον


αγγίξω ανά πάσα στιγμή και να περάσω τα δάχτυλά μου πάνω από
κάθε σπιθαμή του κορμιού του; Αλλά δεν ενέδωσε στην επιθυμία
της -καθόταν ήρεμα δίπλα του στο πίσω κάθισμα του μεγάλου
αυτοκινήτου κάνοντάς του έξυπνες ερωτήσεις για το προτεινόμενο
ντοκιμαντέρ, και όταν έφτασαν στην αριστοκρατική περιοχή του
Μ αραί ένιωθε εντελώς ψύχραιμη. Σαν να ήταν γεννημένη για να
μπαίνει σε κομψά εστιατόρια στο πλευρό ενός άντρα που
αιχμαλώτιζε την προσοχή κάθε ατόμου μέσα στο χώρο.

Ο τηλεοπτικός παραγωγός λεγόταν Αρνό Μ περτράν, κι αν ήταν


με οποιονδήποτε άλλο εκτός από τον Κελάλ, η Ρόζα μπορεί να
τον έβρισκε ελκυστικό. Το σμιλεμένο σαγόνι και το αισθησιακό
στόμα του υποδήλωναν την προηγούμενη καριέρα του ως μοντέλο
εσωρούχων, πριν συνειδητοποιήσει ότι ήταν προτιμότερο να
βασίζεται στο μυαλό του, αντί για την ομορφιά του. Ή
τουλάχιστον αυτό είπε στη Ρόζα, σε μια παύση της συζήτησης,
όταν ο Κελάλ ήταν απασχολημένος συζητώντας με τον υπεύθυνο
των εξωτερικών γυρισμάτων τα πρακτικά θέματα της μεταφοράς
ενός κινηματογραφικού συνεργείου στο Ζαχραστάν.

«Ενώ εσύ», της είπε στοχαστικά, κοιτάζοντας το ζωηρόχρωμο


λουλούδι που φορούσε στα μαλλιά της, «μπορείς να βασίζεσαι και
στα δύο, πιστεύω. Μ υαλό και ομορφιά».

«Δεν είμαι όμορφη», είπε γρήγορα η Ρόζα.

«Δεν το πιστεύεις;» Ο Αρνό μισόκλεισε τα μάτια του. «Μ ε αυτά


τα λαμπερά μαλλιά και την τέλεια επιδερμίδα, μου θυμίζεις τη
Μ άνικα Μ πελούτσι. Και είσαι η σύζυγος ενός από τους πιο
ισχυρούς άντρες στον κόσμο, ενός άντρα που θα μπορούσε να έχει
όποια γυναίκα θέλει. Αυτό από μόνο του λέει πολλά για σένα».

Η Ρόζα έπνιξε ένα πικρόχολο χαμόγελο. Πού να ήξερε γιατί ο


Κελάλ είχε καταλήξει να παντρευτεί αυτή την υπερβολικά
πληθωρική Σικελή με το περίπλοκο παρελθόν! «Και σίγουρα δεν
είμαι καμία ακαδημαϊκός», είπε, αλλάζοντας γρήγορα θέμα και
αναρωτήθηκε αν εκείνος έκανε τόσα πολλά κομπλιμέντα σε κάθε
γυναίκα που γνώριζε.

«Είσαι όμως γλωσσομαθής, σωστά; Μ ιλάς γαλλικά και αγγλικά -


και πολικά, φυσικά».

Η Ρόζα ανασήκωσε τους ώμους της. «Πολλοί άνθρωποι μιλάνε


πολλές γλώσσες».
«Όμως δεν έχουν πολλοί άνθρωποι τη δική σου εμφάνιση, Ρόζα.

Έχεις μια φρεσκάδα -και μια ζωντάνια επίσης». Ο Αρνό σήκωσε το


ποτήρι με το κρασί στα χείλη του και πάνω από τον ώμο του η
Ρόζα νόμισε ότι είδε ένα αμυδρό συνοφρύωμα στο μέτωπο του
Κελάλ. «Πες μου, θα ενδιαφερόσουν να κάνεις ένα δοκιμαστικό;»

Η Ρόζα ανοιγόκλεισε τα μάτια της. «Εννοείς για την τηλεόραση;»

«Φυσικά για την τηλεόραση -αυτό είναι το μέσο μου».

«Δεν είμαι ηθοποιός», είπε κοφτά. «Και δε λένε ότι η κάμερα


προσθέτει δέκα κιλά; Είμαι εντελώς ακατάλληλη για τη μικρή
οθόνη... θα τη γέμιζα!»

«Α, μα εγώ πιστεύω στην ανατροπή των στερεοτύπων», είπε


απαλά ο Αρνό. «Είμαι εκπαιδευμένος να αναγνωρίζω αστό το
ιδιαίτερο ζε νε σε κουά που λατρεύει η κάμερα και νομίζω ότι το
έχεις. Δεν περιμένω να παίξεις, απλά να κάνεις ένα σύντομο
δοκιμαστικό, θα ενδιαφερόσουν;»

Λέγοντας στον εαυτό της ότι θα ήταν αγενές να αρνηθεί την


προσφορά του -ή ότι ίσως θα ήταν απλά πιο εύκολο να
συμφωνήσει- η Ρόζα πήρε την κάρτα του και τη έβαλε στην τσάντα
της.

«Τηλεφώνησέ μου», είπε ο Αρνό και στράφηκε για να μιλήσει ξανά


στον Κελάλ.
Το δείπνο ήταν υπέροχο και τα κρασιά δε σταμάτησαν να έρχονται
και η Ρόζα ένιωθε υπέροχα κορεσμένη όταν ήρθε το αυτοκίνητό
τους για να τους πάει σπίτι. Αλλά μολονότι έκανε μερικά
κοινότοπα σχόλια για το πόσο καλά είχε πάει η βραδιά, ο Κελάλ
της απαντούσε κοφτά με μονοσύλλαβες λέξεις. Το δυνατό κορμί
του φαινόταν σφιγμένο και απειλητικό, αλλά εκείνη ένιωθε
διαχυτική -και κάτι παραπάνω από λίγο λάγνα- και έσυρε τα
ακροδάχτυλά της στο βραχί-ονά του. Αλλά εκείνος δεν αντέδρασε
και, νιώθοντας ανόητη, η Ρόζα τράβηξε το χέρι της σαν να ήταν
μολυσμένο. Ο Κελάλ δεν είπε άλλη λέξη μέχρι που έφτασαν στο
διαμέρισμα και τα φώτα που χόρευαν κάθε νύχτα από τον Πύργο
του Άιφελ τρεμόπαιζαν στο τεράστιο καθιστικό, κάνοντάς το να
μοιάζει σαν να στέκονταν στο κέντρο μιας σιωπηλής επίδειξης
πυροτεχνημάτων.

«Έδειξες να τα πήγες πολύ καλά με τον Αρνό», είπε αργά εκείνος.

«Αυτός δεν ήταν ο σκοπός;» Άναψε μία από τις λάμπες, λέγοντας
στον εαυτό της ότι φανταζόταν το σκυθρώπιασμα επίκρισης
στο πρόσωπό του. «Ήμουν εκεί ως σύζυγός σου, για να σε
στηρίξω, και ο καλύτερος τρόπος να το κάνω αυτό ήταν να είμαι
φιλική».

Τα μαύρα μάτια του διείσδυαν μέσα της. «Το να είσαι φιλική


περιλαμβάνει το να χώνεις τα στήθη σου στα μούτρα του
παραγωγού;»
Η Ρόζα σφίχτηκε ακούγοντας έναν απαίσιο και χαρακτηριστικό
τόνο στη φωνή του. Ήταν ένας τόνος που γνώριζε πάρα πολύ
καλά, έχοντας μεγαλώσει σε μια οικογένεια με ισχυρούς άντρες.
Άντρες που διέθεταν πολύ υψηλά ποσοστά αντρικής
τεστοστερόνης και υπερτροφικό εγωισμό. Ήταν κτητικότητα -
καθαρά και ξάστερα- και έκανε την επιδερμίδα της να παγώσει.

Προσπάθησε να κρύψει το τρέμουλο από τη φωνή της. «Αυτό


είναι εντελώς παράλογο».

«Έτσι λες; Τότε γιατί σου έδωσε την κάρτα του; Νομίζεις ότι δεν
το πρόσεξα;»

Η κάρτα ήταν χωμένη στο βάθος της τσάντας της και η Ρόζα ει-
λικρινά δεν πίστευε ότι θα τη σκεφτόταν ξανά αν δεν την είχε προ-
καλέσει ο Κελάλ, αλλά η συμπεριφορά του την εξόργιζε. Δεν την
εξόργιζε απλά, ένιωσε να επαναστατεί μέσα της. Στο κάτω
κάτω, είχε φύγει από τη Σικελία ακριβώς για ν’ αποφύγει αυτό το
είδος αυταρχικής συμπεριφοράς. Για να σταματήσουν να της
φέρονται οι άνθρωποι σαν να ήταν κάποιου είδους μαριονέτα της
οποίας τα σκοινιά μπορούσαν να τραβάνε κατά βούληση.

«Μ ε ρώτησε αν ενδιαφερόμουν να κάνω ένα δοκιμαστικό».

«Εσύ;»

«Ναι, εγώ, Κελάλ. Είναι τόσο παράξενο να μου είπε κάτι τέτοιο;»
απαίτησε να μάθει, αγνοώντας την ενοχλητική φωνή που της
θύμιζε ότι εκείνος απλά επαναλάμβανε τη δική της αρχική
αντίδραση.

«Και του είπες όχι;»

Η Ρόζα άκουσε τη βεβαιότητα στη φωνή του και πήρε μια ανάσα
καθώς τα συναισθήματά της άρχισαν να διεξάγουν έναν ξαφνικό
και δραματικό πόλεμο. Ήξερε τι ήθελε εκείνος και ήξερε ότι θα
μπορούσε να τον ευχαριστήσει λέγοντάς του ακριβώς αυτό που
ήθελε ν’ ακούσει -αλλά μετά τι; Υποκύπτεις στον εκφοβισμό ενός
νταή μια φορά και του δίνεις εν λευκώ το δικαίωμα να σε
εκφοβίζει σε κάθε ευκαιρία. Δε σκόπευε να κάνει τίποτα με την
προσφορά του Αρνό για ένα δοκιμαστικό, αλλά τώρα το
ξανασκεφτόταν. Κοίταξε τον άντρα της και δεν της άρεσε ο Κελάλ
που έβλεπε απόψε -δεν είχε κανένα δικαίωμα να της υπαγορεύει τι
έπρεπε ή δεν έπρεπε να κάνει. Σίγουρα δεν είχε ξεχάσει ότι αυτός
ο γάμος δεν ήταν αληθινός.

«Δεν του είπα τίποτα», είπε. «Τουλάχιστον, όχι ακόμη».

Ακολούθησε μια παύση καθώς ο Κελάλ την κοίταζε. «Αλλά θα


του πεις ότι δεν ενδιαφέρεσαι», της είπε.

Το στόμα της Ρόζας ξεράθηκε καθώς ένιωθε την ξαφνική ένταση


στο δωμάτιο. Επειδή αυτή ήταν μια δήλωση, όχι μια ερώτηση.
Ή μάλλον άγγιζε τα όρια μιας διαταγής.

Η Ρόζα ένιωσε ξανά να επαναστατεί. «Σκοπεύω ν’ ακούσω τι έχει


να μου πει», απάντησε πεισματικά.

Ο Κελάλ ένιωσε ένα σφιχτό κόμπο θυμού, αλλά ένιωσε και κάτι
άλλο. Μ ια σπίθα ενός συναισθήματος που έκαιγε κάτω από το
θυμό και το οποίο μεγάλωνε σαν ζιζάνιο μέσα του. Ενός
συναισθήματος επώδυνου και ανυπόφορου. Ενός συναισθήματος
πρωτόγνωρου κι όμως φριχτά αναγνωρίσιμου. Έχωσε τα χέρια του
βαθιά στις τσέπες του παντελονιού του -κάτι που δε θυμόταν να
έχει κάνει από τότε που ήταν μαθητής και τον είχαν στείλει σ’
εκείνο το φριχτό προπαρασκευαστικό σχολείο στην Αγγλία. Αλλά
δεν ήθελε να δει η Ρόζα την ένταση των σφιγμένων γροθιών του.
Επειδή δε θ’ αποκάλυπτε το γεγονός ότι πονούσε -και δεν ήθελε
να πονάει!

Ανασήκωσε σφιγμένα τους ώμους του. «Όπως θέλεις», είπε


ψυχρά. «Πάω στο κρεβάτι».

Η Ρόζα τον παρακολούθησε να φεύγει. Είχε ακουστεί τόσο


απορριπτικός, σαν να μην την ήθελε να μοιραστεί το κρεβάτι του
αυτή τη νύχτα. Έγλειψε τα χείλη της. Θα τον άφηνε να την
εκφοβίσει; Θα πήγαινε να κοιμηθεί σ’ ένα από τα άδεια
υπνοδωμάτια σαν να είχε κάνει κάτι κακό, όταν το μόνο που είχε
κάνει ήταν να σκεφτεί μια απολύτως λογική πρόταση που της είχε
γίνει;

Όχι βέβαια!

Πήγε στο μπάνιο και έβγαλε το φόρεμά της. Μ ετά χτένισε τα


μαλλιά της και έπλυνε το πρόσωπό της, κι όταν είχε αφαιρέσει
κάθε ίχνος αυτής της βραδιάς, άκουσε κάτι πίσω της και κοίταξε
στον καθρέφτη.

Όχι κάτι. Κάποιον.

Ο Κελάλ στεκόταν πίσω της -εντελώς γυμνός και εντελώς


ερεθισμένος απ’ ό,τι φαινόταν. Στο πρόσωπό του έκαιγε μια
έκφραση που δεν είχε δει ποτέ πριν η Ρόζα. Ήταν θυμός ή πόθος,
αναρωτήθηκε, ή ένα ισχυρό μείγμα και των δυο; Είδε τη φωτιά στα
μαύρα μάτια του και το ένστικτό της της είπε ότι ίσως ήταν
καλύτερη ιδέα να κοιμηθεί σ’ ένα από τα άδεια υπνοδωμάτια, αντί
να ξαπλώσει στο συζυγικό κρεβάτι όταν εκείνος είχε αυτή τη
διάθεση. Οτιδήποτε θα ήταν καλύτερο από το να πρέπει να
αντιμετωπίσει την καθαρή οργή στο πρόσωπο του Κελάλ.

Αλλά αυτό ήταν προτού τυλίξει εκείνος τα χέρια του γύρω της.
Προτού χαμηλώσει τα χείλη του στον ώμο της και χαράξει μια
γραμμή εκεί -προφέροντας λόγια που ήταν ακατάληπτα από το φιλί
του. Αλλά δεν ήταν τρυφερά λόγια. Ήταν λόγια πόθου, όχι λόγια
ανάγκης. Ήταν παραστατικά λόγια για το τι ήθελε να της κάνει, και
παρ’ όλο που η ωμότητα της λίστας των ερωτικών επιθυμιών του
την έκανε να νιώθει ότι θα έπρεπε να τον ικετέψει να την αφήσει
να κοιμηθεί και να του ζητήσει να περιμένει μέχρι το πρωί, η Ρόζα
δεν το έκανε.

Τα χέρια του ήταν πάρα πολύ επιδέξια για να την αφήσουν να


δραπετεύσει. Τα δάχτυλά του την έκαναν αδύναμη από τη
λαχτάρα και το ίδιο και τα χείλη του, τόσο που όταν πια μπήκε
μέσα της, ήταν τόσο ερεθισμένη όσο κι εκείνος. Αρκετά
ερεθισμένη ώστε να παρακολουθήσει την αντανάκλασή τους στον
καθρέφτη όταν την παρότρυνε να το κάνει. Ερεθισμένη από το
θέαμα του οργασμού της -και εξίσου ερεθισμένη από το θέαμα του
δικού του.

Και παρ’ όλο που το φιλί που της έδωσε μετά ήταν νωχελικό και

υγρό, αποτραβήχτηκε πολύ πιο γρήγορα απ' όσο θα ήθελε η Ρόζα.


Ήθελε να τη χαϊδέψει και να την παρηγορήσει· να της πει να
ξεχάσει τα σκληρά λόγια που της είχε πει. Αλλά εκείνος δεν το
έκανε. Το μόνο που της είπε ήταν ότι έπρεπε να δουλέψει λίγο
πριν κοιμηθεί. Και δεν την ακολούθησε στο κρεβάτι.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
Η Ρόζα ξύπνησε με το χώρο δίπλα της στο κρεβάτι άδειο, κι όταν
ανοιγόκλεισε τα βαριά βλέφαρά της είδε τον Κελάλ να φοράει
ένα σακάκι. Ήταν ντυμένος για το γραφείο με σκούρο παντελόνι
και ολόλευκο πουκάμισο και αναδεύτηκε λίγο για να τον δει
καλύτερα, αλλά πρόσεξε ότι εκείνος αγνόησε εντελώς την κίνησή
της.

Ανακάθισε στο κρεβάτι, νιώθοντας ένα σύγκρυο να σαρώνει την


επιδερμίδα της καθώς θυμόταν τα θυμωμένα λόγια του το
προηγούμενο βράδυ, το αποκορύφωμα των οποίων ήταν εκείνο το
ψυχρό, σχεδόν ανατομικό σεξ στο μπάνιο. Ρίγησε. Εκείνη τη
στιγμή είχε ερεθιστεί τρομερά βλέποντας το αχαλίνωτο πάθος που
άστραφτε στα μάτια τους καθώς παρακολουθούσαν τα είδωλά τους
να φτάνουν στην κορύφωση με όλη την ένοχη απόλαυση ενός
ηδονοβλεψία. Αλλά τώρα της φαινόταν όλα τόσο άδεια.
Θυμήθηκε ζωηρά εκείνα τα μεγάλα, σκούρα χέρια του να
φυλακίζουν τα στήθη της και την άγρια έκφραση που είχε
σκοτεινιάσει το πρόσωπό του καθώς βυθιζόταν μέσα της. Ήταν
σαν να έβλεπε την επανάληψη ενός πορνό και ένιωσε το
συναισθηματικό αντίστοιχο ενός πονοκεφάλου από μεθύσι και τα
μάγουλά της άρχισαν να καίνε από ντροπή. Πώς είχε
επιτρέψει στον εαυτό της να το κάνει αυτό, όταν λίγες στιγμές
νωρίτερα εκείνος την είχε καταδικάσει με τις χυδαίες κατηγορίες
του ότι επιδείκνυε το κορμί της; Κατηγορίες που δεν ήταν καν
αλήθεια.

Κατά συνέπεια προέκυπτε η ερώτηση πώς θα χειριζόταν την


κατάσταση αυτό το πρωί. Έπρεπε να θίξει ξανά το οδυνηρό θέμα
και να ρισκάρει έναν από εκείνους τους τρομερούς καβγάδες που
δεν οδηγούσαν πουθενά; Ή να αντιμετωπίσει σαν ενήλικο άτομο
αυτό που

είχε συμβεί; Να ξεχάσει αυτά που είχαν ειπωθεί την προηγούμενη


νύχτα και ν’ αρχίσει την καινούρια μέρα με θετικό τρόπο.

Ανακάθισε στο κρεβάτι. «Καλημέρα!» είπε ζωηρά.


Εκείνος γύρισε και η Ρόζα είδε τα ανεξιχνίαστα σκούρα μάτια του.

«Δεν ήθελα να σε ξυπνήσω», της είπε.

Ξαφνικά η Ρόζα ένιωσε αμήχανη. Εκείνος ήταν ντυμένος με ένα


άψογο κοστούμι, ενώ εκείνη ένιωθε κάτω από το σεντόνι γυμνή
και ευάλωτη. Αναρωτήθηκε αν θυμόταν κι εκείνος τη χθεσινή
ερωτική σκηνή στο μπάνιο, και κάποιο άγνωστο ένστικτο την
έκανε να τραβήξει το σεντόνι λίγο πιο ψηλά. «Δεν ήξερα ότι θα
έφευγες για τη δουλειά τόσο νωρίς».

Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του. «Έχω πολλή δουλειά».

Η Ρόζα προσπάθησε να χαμογελάσει, αλλά ήταν πιο δύσκολο απ’


όσο είχε φανταστεί -ιδιαίτερα όταν εκείνος της μιλούσε σ’ αυτό
τον ευγενικό, παγερό τόνο, σαν να ήταν κάποια που είχε μόλις
γνωρίσει σ’ ένα πάρτι. Όχι, ίσως όχι σ’ ένα πάρτι, γιατί τότε θα της
χαμογελούσε κι εκείνος, δε θα την κοίταζε με αυτή την άδεια
έκφραση στα μάτια του. «Σίγουρα, μια και είσαι το αφεντικό,
μπορείς να εξαιρεθείς από το ξεκίνημα από τα χαράματα!» είπε με
κάπως υπερβολικά ζωηρή φωνή.

«Δεν είναι θέμα εξαίρεσης, Ρόζα. Μ άλλον ότι έχω πολλές


δουλειές σε εξέλιξη που χρειάζονται την προσοχή μου». Ο Κελάλ
κούμπωσε το σακάκι του, αναγνωρίζοντας πόσο ψεύτικα
ακούγονταν τα λόγια του. Και ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι ο
μήνας του μέλιτος είχε τελειώσει. Είχε τελειώσει την προηγούμενη
νύχτα, όταν εκείνα τα σκοτεινά συναισθήματα τον είχαν οδηγήσει
σ’ ένα μέρος που δεν ήθελε να πάει. Όταν την είχε κοιτάξει και
είχε νιώσει μια τυφλή ζήλια για τον τρόπο που φλέρταρε με τον
Γάλλο σε όλο το δείπνο. Θυμήθηκε το οδυνηρό σφυροκόπημα της
καρδιάς του καθώς ατένιζε μια άβυσσο που του είχε φανεί
ενοχλητικά γνώριμη, και είχε χρειαστεί όλη τη δύναμη της
θέλησής του για να ανακτήσει τη συνηθισμένη του πνευματική
διαύγεια.

Αναρωτήθηκε αν η Ρόζα είχε λογικευτεί σήμερα. Αν είχε ξυπνήσει

και είχε αντιληφθεί ότι ο Αρνό Μ περτράν απλά την είχε


χρησιμοποιήσει ως μέσο για να συνδεθεί περισσότερο μ’ εκείνον.
Περιεργάστηκε το αισθησιακό κορμί της που διαγραφόταν κάτω
από το άσπρο σεντόνι. «Λοιπόν, τι σχεδιάζεις να κάνεις σήμερα;»

Για μια στιγμή η Ρόζα δίστασε, επειδή ήξερε ποιος ήταν ο πιο
αποδεκτός τρόπος ν’ απαντήσει στην ερώτησή του. Θα μπορούσε
να προσποιηθεί λίγο ενθουσιασμό για μια επίσκεψη σε κάποια
γκαλερί ή έκθεση ή να του πει συνοπτικά την υπόθεση μιας ταινίας
που σκόπευε να δει. Αλλά η συμπεριφορά του το προηγούμενο
βράδυ την είχε τρομάξει. Της είχε δείξει τη βαναυσότητα για την
οποία ήταν ικανός. Είχε ζωγραφίσει μια ζοφερή εικόνα για το πώς
θα μπορούσε να είναι αν δε γινόταν το δικό του και είχε
λειτουργήσει σαν μια έγκαιρη προειδοποίηση ότι έπρεπε να
προστατέψει τον εαυτό της. Έπρεπε να προφυλαχτεί από τα δικά
της ανόητα συναισθήματα -εκείνα που είχαν αρχίσει να την
ξεγελούν κάνοντάς τη να πιστέψει ότι ο Κελάλ είχε αρχίσει να
νοιάζεται για εκείνη. Γιατί δε νοιαζόταν. Το γεγονός ότι η
σεξουαλική χημεία ανάμεσά τους ήταν τόσο καυτή δε σήμαινε ότι
είχε μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά του.

'Ηταν σημαντικό να θυμάται και κάτι ακόμα -κάτι που δεν είχε
τολμήσει να παραδεχτεί μέχρι τώρα. Ότι, αν άφηνε τον εαυτό της
ν’ αρχίσει να νοιάζεται γι’ αυτόν, θα πληγωνόταν. Άσχημα. Θα
γινόταν ξανά θύμα -το είδος της γυναίκας στην οποία συνέβαιναν
πράγματα, αντί να τα κάνει να συμβούν η ίδια. Επιπλέον, ο Κελάλ
δεν έδειχνε καμιά πρόθεση να της πει σήμερα ότι είχε μιλήσει
παρορμητικά και ανάρμοστα. Δεν της ζητούσε συγνώμη για όλες
εκείνες τις προσβολές που της είχε πετάξει το προηγούμενο βράδυ.

Θυμήθηκε τον τρόπο που υπέκυπτε στην καταπιεστική οικογένειά


της όλα αυτά τα χρόνια και στριφογύρισε μια μπούκλα από τα
μαλλιά της στο δάχτυλό της. «Σκεφτόμουν να τηλεφωνήσω στον
Αρνό».

«Στον Αρνό Μ περτράν;»

«Είναι ο μόνος Αρνό που ξέρω».

Ο Κελάλ ένιωσε την αστραπιαία λάμψη οργής, αλλά κατάφερε να


κρατήσει την έκφρασή του ουδέτερη. «Νόμιζα ότι είχες
αποφασίσει πως δεν ήταν καλή ιδέα».

«Δε θυμάμαι να είπα τέτοιο πράγμα».


«Ίσως όχι τόσο καθαρά». Τα μάτια του μισόκλεισαν καθώς
προσπαθούσε να μη σκέφτεται την περιοχή του στήθους της που
δεν ήταν καλυμμένη από το σεντόνι. «Αλλά στο ψυχρό πρωινό
φως μπορεί να σκέφτηκες πόσο ανάρμοστο είναι για τη σύζυγο
ενός σεΐχη να επιδεικνύει τον εαυτό της στην τηλεόραση».

«Δε σκόπευα να κάνω τίποτα που θα ατίμαζε το όνομά σου,


Κελάλ».

«Δε θα χορέψεις σε στύλο, δηλαδή;»

«Αυτό είναι άδικο».

«Έτσι νομίζεις; Μ ήπως θέλεις ν’ αρνηθείς το παρελθόν;»

Η Ρόζα είδε τη μομφή στα μάτια του και ήθελε να του πει να
σταματήσει να το κάνει αυτό. Να σταματήσει αμέσως, πριν κάνει
ανεπανόρθωτη ζημιά σ’ αυτό που είχαν. Ήθελε να γυρίσει το
χρόνο στο χθεσινό πρωί, όταν τα λόγια του ήταν τρυφερά, όχι
σκληρά. «Ξέρεις γιατί χόρευα στο στύλο», είπε ήρεμα. «Ήμουν
μεθυσμένη και προσπαθούσα να ξεφύγω από μια αβάσταχτη
κατάσταση. Το ξέρεις αυτό».

Τα μαύρα μάτια του συνέχισαν να την καρφώνουν. «Και από τι


προσπαθείς να ξεφύγεις αυτή τη φορά, Ρόζα;»

Εκείνη ένιωθε το σφυροκόπημα της καρδιάς της καθώς έσφιγγε το


σεντόνι. «Δεν προσπαθώ να ξεφύγω από τίποτα», είπε.
«Απλά προσπαθώ ν’ ανακαλύψω τι ικανότητες έχω. Θέλω ν’
αρπάξω κάθε ευκαιρία που μου παρουσιάζεται, επειδή έχω
απόλυτη συναίσθηση ότι ο χρόνος αυτού του γάμου περνάει
γρήγορα. Και όταν χωρίσουμε, θέλω να ξέρω ποια είναι η αληθινή
Ρόζα Κορέτι και τι είναι ικανή να κάνει». Τον κοίταξε ικετευτικά,
θέλοντας να τον κάνει να καταλάβει. Προσευχόταν να την
καταλάβει.

Εκείνος σήκωσε ένα φάκελο με χαρτιά. «Τότε πρέπει να σου


ευχηθώ καλή επιτυχία», είπε.

Τα λόγια του ήταν απορριπτικά και η Ρόζα ένιωσε τα νύχια της να


βυθίζονται στις παλάμες της όταν εκείνος βγήκε από το
δωμάτιο χωρίς να μπει καν στον κόπο να την αποχαιρετήσει μ’ ένα
φιλί. Ανάθεμά τον και ανάθεμα την τυπική συμπεριφορά του,
ξέσπασε βουβά καθώς άκουσε την εξώπορτα να κλείνει με πάταγο
πίσω του.

Πεισμωμένη, έκανε ντους και ντύθηκε. Αν και πάντα ένιωθε ότι


έδειχνε πιο αδύνατη με μαύρα, θυμήθηκε ότι είχε διαβάσει
κάπου πως δεν έπρεπε να φοράς ποτέ μαύρα μπροστά στην
κάμερα, κι έτσι φόρεσε ένα πράσινο μεταξωτό φόρεμα που τόνιζε
τις σμαραγδένιες πιτσιλιές στα μάτια της. Μ ετά, αφού ήπιε δυο
φλιτζάνια δυνατό καφέ, τηλεφώνησε στον Αρνό Μ περτράν.

«Κυρία της ερήμου!» είπε αργά εκείνος. «Τι ευχάριστη έκπληξη».

Η Ρόζα πήρε μια βαθιά ανάσα, διερωτώμενη αν η πρότασή του


ήταν κάτι επιπόλαιο που είχε πετάξει κατά τη διάρκεια της
χαλαρής συζήτησης στο δείπνο. «Το εννοούσες όταν πρότεινες
εκείνο το δοκιμαστικό;»

Ακολούθησε μια παύση. «Φυσικά και το εννοούσα», της είπε


φιλικά. «Δε λέω ποτέ τίποτα που δεν εννοώ. Μ πορείς να έρθεις
για ένα δοκιμαστικό σήμερα το απόγευμα;»

Η Ρόζα σκεφτόταν μετά ότι, αν είχε κανονίσει το δοκιμαστικό για


την επόμενη εβδομάδα, μπορεί να μην το είχε κάνει ποτέ. Ίσως
γι’ αυτό εκείνος το προγραμμάτισε τόσο σύντομα. Το μόνο που
ήξερε η Ρόζα ήταν ότι αργότερα εκείνη τη μέρα το αυτοκίνητο την
άφησε στο τηλεοπτικό στούντιο, το οποίο βρισκόταν στην Αβενύ
ντε λα Γκραντ Αρμέ. Το κτίριο είχε θέα στην Αψίδα του
Θριάμβου και ο Αρνό της είπε ότι το φόντο χρησιμοποιούνταν
συχνά από ξένους ανταποκριτές.

«Δε φαίνεσαι πολύ νευρική», παρατήρησε καθώς σάρωνε με το


βλέμμα του το μεταξωτό πράσινο φόρεμά της.

Η Ρόζα χαμογέλασε αυθόρμητα. Έπιασε τον εαυτό της να θέλει να


πει: Ο σύζυγός μου δε θέλει να είμαι εδώ. Σκέφτομαι
συνεχώς εκείνον, αντί για το λόγο που βρίσκομαι εδώ -και αυτός
είναι ο λόγος που δεν είμαι νευρική. Αλλά πίεσε τον εαυτό της ν’
απωθήσει την ανάμνηση του προσώπου του Κελάλ από το μυαλό
της και να χαρίσει ένα λαμπερό χαμόγελο στον τηλεοπτικό
παραγωγό. «Η νευρικότητα μπροστά στην κάμερα δεν είναι καλό
πράγμα».

«Σίγουρα δεν είναι». Ο Αρνό της ανταπέδωσε το χαμόγελο καθώς


την οδηγούσε στο στούντιο, όπου οι προβολείς δημιουργούσαν
μια ζέστη αντίστοιχη με του τροπικού ήλιου. «Πόσο καλή είσαι
στον αυ-τοσχεδιασμό;»

Η Ρόζα ανασήκωσε τους ώμους της. «Δεν έχω ιδέα».

Την έβαλαν να σταθεί μπροστά σε μια γιγάντια πράσινη οθόνη και


της εξήγησαν ότι το μετεωρολογικό δελτίο ήταν ένα από τα
λίγα πράγματα στην τηλεόραση που δεν απαιτούσε οτοκιού. Της
είπαν ότι το Παρίσι θα είχε περιόδους ηλιοφάνειας κατά τη
διάρκεια της μέρας, αλλά ότι θα υπήρχαν σποραδικές
βροχοπτώσεις κατά τη διάρκεια της νύχτας. Και μετά της ζήτησαν
να μιλήσει για τον καιρό στην κάμερα για τριάντα δευτερόλεπτα
χωρίς κείμενο.

Είχε ταλέντο. Ή, τουλάχιστον, αυτό της είπαν μετά, όταν τελείωσε


το δοκιμαστικό της. Ακριβώς τα τελευταία δευτερόλεπτα, η
Ρόζα είχε στραφεί στη κάμερα και είχε πει: «Μ ερικές φορές
εύχομαι να ήμουν στη Σικελία, όπου ο ήλιος λάμπει πάντα». Είχε
ακούσει γέλια στο ακουστικό της, κι όταν ο Αρνό ήρθε να την
πάρει από το πλατό, χαμογελούσε -σαν να είχε μόλις κάνει κάτι
πολύ έξυπνο.

Την πήγε για καφέ μετά και της είπε ότι είχε απόλυτο δίκιο και ότι
είχε πράγματι αυτό το ιδιαίτερο ζε νε σε κουά που έκανε την
κάμερα να τη λατρεύει. Ότι ήταν ένα σπάνιο προσόν, αλλά
τηλεοπτικό χρυσάφι. Ότι δεν μπορούσαν να της προσφέρουν
πολλά πράγματα προς το παρόν, αλλά πίστευαν ότι θα ήταν τέλεια
για ένα καθημερινό «πρωτότυπο δελτίο καιρού» αμέσως μετά τις
μεσημεριανές ειδήσεις.

Εκείνη δέχτηκε τα νέα με τον ενθουσιασμό που ήξερε ότι έπρεπε


να δείξει, αλλά όταν έφυγε από το καφέ και μπήκε στο πίσω
κάθισμα της λιμουζίνας που την περίμενε, το μόνο που μπορούσε
να σκεφτεί ήταν πώς θα έλεγε τα νέα στον Κελάλ. Τρελό δεν
ήταν; Επειδή αυτή ήταν η ευκαιρία της ζωής της -και αυτός ο
γάμος δεν είχε γίνει υποτίθεται για την ελευθερία;

Έπρεπε ν’ αρχίσει να παίρνει τον έλεγχο. Ήταν νομικά


δεσμευμένη να είναι σύζυγος του Κελάλ για άλλους δέκα μήνες,
και σίγουρα δεν μπορούσε να τους περάσει κλαίγοντας τη μοίρα
της, ευχόμενη

να ένιωθε ο Κελάλ πράγματα για εκείνη που προφανώς δεν


ένιωθε. Αν δεν της άρεσε κάτι, τότε έπρεπε να το αλλάξει. Και
αφού δεν μπορούσε ν’ αλλάξει εκείνον, τότε έπρεπε ν’ αλλάξει τον
εαυτό της. Δε θα μπορούσε να δείξει στο σεΐχη σύζυγό της ότι
ήταν δυνατό να ζήσουν αρμονικά, αν έκαναν και οι δύο μια
προσπάθεια; Ότι θα μπορούσαν να συμβιβαστούν αν το ήθελαν,
ακριβώς όπως κάθε άλλο σύγχρονο ζευγάρι.

Ένιωσε πλημμυρισμένη από μια καινούρια αποφασιστικότητα


καθώς ανέβαινε με το ασανσέρ στο διαμέρισμα, κι όταν ο
Κελάλ γύρισε στο σπίτι τον περίμενε στη βεράντα. Είχε φτιάξει
ένα ποτό από το αγαπημένο του ροδόνερο και χυμό ροδιού και τα
φρύδια του υψώθηκαν με περιέργεια καθώς σήκωνε την παγωμένη
ροζ κανάτα, «Θέλεις ένα ποτό;»

«Ένα ποτό θα ήταν τέλειο», είπε εκείνος, βγάζοντας το σακάκι του


καθώς έβγαινε στη βεράντα μαζί της. Πίστευε ότι θα γύριζε
σπίτι σε μια βαριά ατμόσφαιρα, ότι εκείνη μπορεί να ήταν
μουτρωμένη εξαττίας της φανερής αποδοκιμασίας του για την
πρόθεσή της να τηλεφωνήσει στον Μ περτράν. Αλλά μάλλον είχε
κάνει λάθος, επειδή δεν την είχε δει ποτέ να δείχνει τόσο
χαλαρωμένη.

Βουλιάζοντας σε μια πολυθρόνα, την παρακολούθησε να σκύβει


για να βάλει παγάκια στο ποτήρι του. Το βλέμμα του
καρφώθηκε στην καμπύλη των γλουτών της και η καρδιά του
άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα καθώς του έδινε το ποτό. Είχε τα
μαλλιά της ελεύθερα, ακριβώς όπως του άρεσαν, και το φλογάτο
φόρεμά της τόνιζε τα εξωτικά χρώματά της. Και όχι μόνο έδειχνε
ωραία, αλλά και συμπερι-φερόταν μ’ έναν τρόπο που τον
ευχαριστούσε, αφού η διάθεσή της απέναντι του ήταν
αναμφισβήτητα εξυπηρετική. Μ ήπως αυτό σήμαι-νε ότι είχε
μετανιώσει για τις απερίσκεπτες πρωινές δηλώσεις της; Το βλέμμα
του ήταν επιδοκιμαστικό καθώς έπινε μια γουλιά από το ποτό του
και άφησε ένα σπάνιο αναστεναγμό ικανοποίησης. «Πρέπει να σε
συγχαρώ, Ρόζα», είπε. «Επειδή έτσι ακριβώς θέλει ένας άντρας να
τον υποδέχονται μετά από μια δύσκολη μέρα στο γραφείο».

Εκείνη περίμενε μέχρι ν’ αφήσει το ποτό του κάτω πριν τον


πλησιάσει και καθίσει στα πόδια του, τυλίγοντας τα χέρια της γύρω
από το λαιμό του. «Και ήταν καλή η δική σου μέρα;»

«Όταν στριφογυρίζεις στην αγκαλιά μου έτσι, με κάνεις να ξεχνάω


-το μόνο που ξέρω είναι ότι γίνεται όλο και καλύτερη με κάθε
στιγμή που περνάει».

Εκείνη έγειρε το κεφάλι της μπροστά και χάιδεψε το στόμα του με


το δικό της. «Αλήθεια;» ψιθύρισε.

Ο Κελάλ δεν απάντησε, απλά σήκωσε το χέρι του για να κρατήσει


το κεφάλι της ώστε να μπορέσει να τη φιλήσει, και η Ρόζα
ένιωσε το μυρμήγκιασμα του πόθου στην επιδερμίδα της. Σήκωσε
τα χέρια της στο πρόσωπό του, διέγραψε με τα ακροδάχτυλά της
το σκληρό περίγραμμα του σαγονιού του και ένιωσε την τραχιά
αίσθηση των γενιών του. Τα δάχτυλά της ανηφόρισαν,
ψηλαφώντας τις σκληρές γωνίες των ζυγωματικών του κάτω από
τη μεταξένια επιδερμίδα. Και όση ώρα εκείνη εξερευνούσε με την
αφή της το πρόσωπό του, ο Κελάλ συνέχιζε εκείνο το γλυκό,
μεθυστικό φιλί, έτσι ξαφνιάστηκε όταν εκείνος το σταμάτησε
απότομα και την απομάκρυνε ελαφρά για να μπορέσει να την
κοιτάξει στα μάτια.

«Τι συμβαίνει;» κατάφερε να ψελλίσει με ξεραμένα χείλη. «Δε... δε


θέλεις να κάνουμε έρωτα;»
«Εννοείς εδώ;»

Η Ρόζα αναρωτήθηκε ποιος ήταν ο καλύτερος τρόπος ν’


απαντήσει. Μ έχρι τώρα, ο Κελάλ ήταν εκείνος που έπαιρνε τις
πρωτοβουλίες -καθόλου περίεργο, με δεδομένη την τεράστια
εμπειρία του και την παντελή έλλειψη της δικής της. Αλλά είχε μια
πολύ εντατική μύηση στο σεξ, σωστά; Σίγουρα είχε μάθει αρκετά
για να πάρει τον έλεγχο μια φορά. Ίσως αυτό να ήθελε κι εκείνος.

«Και βέβαια εδώ», ψιθύρισε καθώς γλιστρούσε το χέρι της στη


βουβωνική του χώρα, όπου ήταν σκληρός σαν ατσάλι, και άρχισε
να τον χαϊδεύει πάνω από το τεντωμένο ύφασμα του παντελονιού
του. «Σε θέλω τώρα. Μ πορώ να σηκώσω τη φούστα μου και να
γλιστρήσεις μέσα μου. Κανείς δε χρειάζεται να μάθει τίποτα».

Τα τολμηρά λόγια της τον συνάρπασαν αλλά και τον σόκαραν, και
ο Κελάλ αναγνώρισε την ανεπαίσθητη μετατόπιση της
ισχύος ανάμεσά τους καθώς το κορμί του ανταποκρινόταν αμέσως
στο άγγιγμά της. Για μια στιγμή επέτρεψε στον εαυτό του τη
φαντασίωση να φτάσει ως το τέλος. Ν’ αφήσει το αέρινο φόρεμά
της να κρύψει αυτό που θα συνέβαινε από κάτω. Ν’ ανοίξει το
φερμουάρ του και να βυθιστεί στη γλυκιά φωτιά της. Αρπάζοντας
τον καρπό της για να σταματήσει την κίνηση των σαγηνευτικών
δαχτύλων της, έφερε το πρόσωπό του πολύ κοντά στο δικό της.
«Πιστεύεις ότι δεν μπορεί να μας δει κανείς;»

Η Ρόζα ξεροκατάπιε. «Αυτή η βεράντα είναι εντελώς


απομονωμένη».

«Κανένα μέρος δεν είναι εντελώς απομονωμένο. Υπάρχουν


τηλεφακοί μεγάλης εμβέλειας και κτίρια ολόγυρα που προσφέρουν
τέλεια σημεία παρατήρησης». Τα μαύρα μάτια του πετούσαν
μαύρες φλόγες που την έκαιγαν. «Εκτός αν σε διεγείρει η σκέψη
ότι κάποιος μπορεί να παρακολουθεί. Ίσως βαθιά μέσα σου
λαχταράς το είδος της φήμης που θ’ αποκτούσες ως η πρώτη
γυναίκα που φοτογραφήθηκε να κάνει σεξ με το σεΐχη».

Εκείνη τον κοίταξε, η καρδιά της άρχισε να σφυροκοπά οδυνηρά


στο στήθος της καθώς άκουγε την άδικη και σκληρή κατηγορία
του. «Αυτό νομίζεις;» ψιθύρισε. «Αυτό πιστεύεις αλήθεια;»

«Δεν ξέρω τι να πιστέψω. Είσαι μια διαρκής πηγή εκπλήξεων για


μένα, Ρόζα -εκπλήξεων που γίνονται πιο έκδηλες μέρα με τη
μέρα. Δεν είχα ιδέα, για παράδειγμα, ότι ήσουν ένα επίδοξο αστέρι
της τηλεόρασης».

Κουνώντας το κεφάλι της με αγανάκτηση, σηκώθηκε απότομα από


τα γόνατά του και έτρεξε μέσα στο διαμέρισμα, αλλά
συνειδητοποίησε ότι εκείνος την ακολουθούσε. Είδε την τεράστια
σκιά του να την καταπίνει, τον άκουσε να πατά ένα κουμπί που
κατέβαζε αθόρυβα τα στόρια, αφαιρώντας όλο το φως και το
χρώμα από το δωμάτιο. Γύρισε και είδε την έκφραση στο πρόσωπό
του.

«Μ η», του είπε, με την καρδιά της να χτυπά πιο γρήγορα.


«Μ ην, τι;» τη ρώτησε εκείνος. «Να μη συνεχίσω αυτό που άρχισες
έξω, αλλά χωρίς την πιθανότητα να μας κοιτάζει κάποιος
παπαράτσι μέσα από τη φωτογραφική του μηχανή και να του
τρέχουν τα σάλια; Νόμιζα ότι αυτό ήθελες, Ρόζα».

Η προοπτική του σεξ όταν εκείνος έδειχνε τόσο ερεθισμένος


έκανε το κορμί της Ρόζας να τρέμει για το άγγιγμά του, αλλά η
περηφάνια την έκανε να κουνήσει το κεφάλι της με ξαφνική οργή.
«Μ η συνεχίζεις να μου φέρεσαι σαν να είμαι μια άμυαλη κούκλα
που δεν μπορεί να σκεφτεί μόνη της», είπε άγρια.

Τα αναπάντεχα λόγια της τον έκαναν να σταματήσει και η φωνή


του έγινε σκόπιμα μελιστάλαχτη. «Μ α εγώ απλά κάνω ό,τι κάνω
για το καλό σου. Σίγουρα μπορείς να καταλάβεις ότι δεν ήταν
συνετό να κάνουμε σεξ έξω, με την πιθανότητα να μας δει κάποιος
παπαράτσι;»

«Ναι, μπορώ να το καταλάβω αυτό», είπε ανυπόμονα. «Αλλά


υπάρχουν πιο διπλωματικοί τρόποι να μου το πεις, αντί να με
κάνεις ν’ ακούγομαι σαν μια μικρή τσούλα που αποζητά κάποιο
χυδαίο είδος φήμης».

Ακολούθησε μια παύση για μια στιγμή καθώς εκείνος σκεφτόταν


τα λόγια της. Τα μάτια του πλανήθηκαν στο πληγωμένο και
θυμωμένο πρόσωπό της, πριν γνέψει αργά καταφατικά.
«Συγνώμη», είπε.

Για μια στιγμή η Ρόζα νόμιζε ότι το είχε φανταστεί. Τον κοίταξε με
δυσπιστία. Είχε πει πραγματικά συγνώμη·, «Το εννοείς;» τον
ρώτησε επιφυλακτικά.

«Φυσικά». Αναστέναξε βαριά. «Μ όλις με υποδέχτηκες με το


καλύτερο καλωσόρισμα στο σπίτι που είχα ποτέ και αυτό που
έκανα εγώ ήταν να σου το πετάξω κατάμουτρα».

Για μια στιγμή η Ρόζα ήταν πολύ κατάπληκτη για ν’ απαντήσει. Ο


Κελάλ είχε χρησιμοποιήσει μια συναισθηματική έννοια που
μπορούσε να σημαίνει πάρα πολλά, ιδιαίτερα για κάποιον σαν
εκείνον. Καλωσόρισμα στο σπίτι. Ειπωμένη από έναν άντρα του
οποίου η οικογενειακή ζωή είχε καταστραφεί από το θάνατο της
μητέρας του. Ήταν το μεγαλύτερο κομπλιμέντο που της είχε κάνει
ποτέ.

«Δεν πειράζει», κατάφερε να πει, αλλά έτρεμε από τη συγκίνηση.

«Μ πορώ να γίνω ένα αχάριστο κάθαρμα μερικές φορές»,


παραδέχτηκε καθώς προχωρούσε μπροστά και την τραβούσε στην
αγκαλιά του. «Υποθέτω ότι ένα κομμάτι μου ανησυχούσε ακόμη
ότι είχες πάρει τη γελοία πρόταση του Μ περτράν στα σοβαρά».

Η Ρόζα πάγωσε καθώς συνειδητοποιούσε την αλήθεια. Ο Κελάλ


νόμιζε ότι είχε αλλάξει γνώμη. 'Οτι είχε επιλέξει το ρόλο της
υπάκουης συζύγου -το ρόλο που προφανώς περίμενε από εκείνη.
Ότι είχε συμμορφωθεί με τις επιθυμίες του. Δάγκωσε το χείλι της.
Τι να του έλεγε; Θα μπορούσε να μην πει τίποτα, να τηλεφωνήσει
στον Αρνό το πρωί και να του πει ότι είχε αλλάξει γνώμη,
διασφαλίζοντας έτσι την ηρεμία στο γάμο της. Αλλά με ποιο
τίμημα; Θα έπρεπε να καταπνίξει κάθε πλευρά του χαρακτήρα της
που δεν ευχαριστούσε αυτό τον απαιτητικό σεΐχη; Και για ποιο
λόγο; Για να της γυρίσει εκείνος την πλάτη και να την αφήσει
μόλις τελείωνε ο χρόνος, ό,τι και αν έκανε εκείνη.

«Πιστεύεις ότι ήταν μια γελοία πρόταση;» είπε προσεχτικά.

Τα χείλη του τρεμόπαιξαν σ’ ένα χαμόγελο. «Δυστυχώς, ήταν.


Ξέρω πώς είναι αυτοί οι άνθρωποι, Ρόζα. Θέλει να σιγουρευτεί
ότι θα του δώσω την άδεια να κάνει γυρίσματα στο Ζαχραστάν,
και γι’ αυτό επέλεξε να σε κολακέψει. Οι άνθρωποι προσπαθούν
συχνά να προσεγγίσουν ισχυρούς άντρες μέσω των συζύγων τους.
Αλλά, αν ήταν λίγο πιο οξυδερκής, θα είχε αντιληφθεί ότι η
συμπεριφορά του με ενόχλησε και ότι αντιπαθώ τους άντρες που
σε κολακεύουν με τέτοιο τρόπο».

Για μια στιγμή η Ρόζα ήταν τόσο οργισμένη που δεν μπορούσε να
μιλήσει, αν και ήταν συνηθισμένη στη συμπεριφορά του. Ήταν
μια συμπεριφορά με την οποία είχε μεγαλώσει... Την έκανε ν’
ακούγεται σαν ένα άλογο κούρσας ή ένα ακριβό αυτοκίνητο που
προσπαθούσε να κλέψει ένας άλλος άντρας. Πώς τολμούσε να
μιλάει για εκείνη τόσο υποτιμητικά; Τον κοίταξε, προσπαθώντας
να συγκροτήσει το τρέμουλο στη φωνή της καθώς μιλούσε.
«Πιστεύεις ότι αυτός είναι ο μόνος λόγος που έδειξε ενδιαφέρον
για μένα -για να σε πλησιάσει;»
«Όχι ο μόνος λόγος, όχι. Οποιοσδήποτε θερμόαιμος άντρας θα
ήθελε να βρεθεί κοντά σου με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο».

Η Ρόζα κατένευσε. «Δηλαδή δε θα ενέκρινες να κάνω ένα


δοκιμαστικό για να εμφανιστώ στη γαλλική τηλεόραση;»

Εκείνος χαμογέλασε κυνικά. «Εσύ τι λες;»

«Λέω ότι καλά θα κάνεις να χωνέψεις το γεγονός ότι έκανα


ακριβώς αυτό».

Τα μάτια του μισόκλεισαν καθώς εκείνη αποτραβιόταν από την


αγκαλιά του. «Τι είναι αυτά που λες;»

«Είναι πολύ απλό, Κελάλ. Πήγα στα στούντιο σήμερα το απόγευμα


και μου έκαναν ένα δοκιμαστικό. Είπαν ότι η τηλεοπτική εικόνα
μου είναι πολύ καλή κι έτσι μου έδωσαν τηλεοπτικό χρόνο».

«Σου έδωσαν τηλεοπτικό χρόνο;» επανέλαβε απειλητικά εκείνος.


«Στη δημόσια τηλεόραση;»

«Ακριβώς. Πολύ λίγο χρόνο, είναι η αλήθεια, αλλά τουλάχιστον


αυτό σημαίνει ότι δε θα αναστατώσει πολύ τη ζωή μας». Ατένισε
την ατσάλινη λάμψη των μαύρων ματιών του. «Και την επόμενη
εβδομάδα αρχίζω να παρουσιάζω το δελτίο καιρού στις
μεσημεριανές ειδήσεις».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
Τα έντονα φώτα έκαιγαν τα μάγουλά της, αλλά τη Ρόζα δεν την
πείραζε. Η λάμψη του στούντιο έκανε κάποιους από τους
άλλους παρουσιαστές να ζεσταίνονται υπερβολικά, αλλά όχι
εκείνη. Ήταν συνηθισμένη στη εκτυφλωτική λάμψη του ήλιου της
Σικελίας, οπότε μερικά τηλεοπτικά φώτα δε θα την έκαναν να
ιδρώσει! Χαμογέλασε πλατιά καθώς τελείωνε το δελτίο της,
υπενθυμίζοντας στους τηλεθεατές να πάρουν μια ομπρέλα μαζί
τους «αν δε θέλετε να βραχούν τα ωραία παρισινά ρούχα σας!»

Όπως πάντα, το τελευταίο σχόλιό της έκανε το συνεργείο να


χαμογελάσει, ακριβώς όπως θα έκανε και όλη τη χώρα να
χαμογελάσει. Στον κόσμο ευρείας πρόσβασης της τηλεόρασης, η
Ρόζα είχε γίνει ένα είδος σταρ, κάτι που δεν είχε φανταστεί ποτέ.

Είχε γίνει αποδεκτή από το κοινό πολύ γρήγορα -και η δημοτικό-


τητά της είχε απασχολήσει τον Τύπο κατά τη διάρκεια ενός
ήσυχου καλοκαιριού που δεν υπήρχαν πάρα πολλές ειδήσεις.
Αναλυτές εφημερίδων είχαν σπεύσει να αναρωτηθούν, «Γιατί η
Ρόζα;», επειδή δεν ήταν μια προφανής επιλογή ως νέο τηλεοπτικό
είδωλο. Η Γαλλία είχε ένα αναγνωρισμένο πρότυπο ομορφιάς, και
η Ρόζα δεν ταίριαζε σ’ αυτό. Είχε πλούσιες καμπύλες και δε
φορούσε μαύρα. Τα ρούχα της είχαν τα χρώματα του φτερώματος
ενός εξωτικού πουλιού και φορούσε λουλούδια στα μαλλιά της.
Θα έπρεπε να ήταν αόρατη σ’ ένα χώρο όπου βασίλευε η αδυναμία
και οι γυναίκες προσκυνούσαν στο βωμό της υψηλής ραπτικής.
Αλλά άρεσε στον κόσμο. Άρεσε στους άντρες επειδή ήταν
φτιαγμένη από το υλικό απαγορευμένων φαντασιώσεων και άρεσε
και στις συζύγους τους επειδή δεν την έβλεπαν σαν απειλή. Τα
γαλλικά πολυκαταστήματα ανέφεραν μια αύξηση στη ζήτηση
ζωηρόχρωμων ρούχων. Ένα γυναικείο περιοδικό είχε φτάσει να
παροτρύνει τις αναγνώστριές του να πετάξουν τα βιβλία διαπης και
να «ανακαλύψουν τη Ρόζα μέσα τους».

Μ ετά είχε έρθει η αποκάλυψη ότι πριν από το γάμο της μ’ έναν
από τους πιο ισχυρούς άντρες η Ρόζα ήταν μία Κορέτι -και
τότε έγινε χαμός. Ξαφνικά είχε γίνει ακόμη πιο περιζήτητη. Τα
αφεντικά του στούντιο της ζήτησαν να κάνει ένα επιπλέον δελτίο
καιρού στη μεγάλης τηλεθέασης πρωινή εκπομπή, αλλά εκείνη είχε
πει όχι, επειδή ποιος άνθρωπος με μια στάλα μυαλό θα ήθελε να
σηκώνεται στις τρεις το πρωί; Ακόμη και οι αγρότες κοιμούνταν
περισσότερο! Αιτήματα για συνεντεύξεις άρχισαν να συρρέουν
από παντού, αλλά η Ρόζα είπε στον Αρνό να τις αρνηθεί όλες.
Ήξερε ότι η οικογένειά της θα γινόταν έξαλλη αν οι δημοσιογράφοι
άρχιζαν να σκαλίζουν το πολυτάραχο παρελθόν τους. Και ήξερε
ότι περισσότερη δημοσιότητα θα θύμωνε τον Κελάλ ακόμη
περισσότερο...

«Γιατί ακριβώς το κάνεις αυτό, Ρόζα;» είπε απαιτήσει να μάθει ένα


πρωί, πριν φύγει εκνευρισμένος για το γραφείο του. «Γιατί
κυνηγάς μια άχρηστη καριέρα ως παρουσιάστρια του δελτίου
καιρού; Λέγοντας στους ανθρώπους αυτό που μπορούν να
διαβάσουν ήδη στα κινητά τους!»

Αυτά ήταν τα λόγια του κατά λέξη -λόγια που είχαν σκοπό να την
πληγώσουν και είχαν πετύχει το στόχο τους. Η Ρόζα είχε πνίξει
τον πόνο που είχε νιώσει. Αν εκείνος της είχε δώσει έστω μερικά
ψίχουλα επαίνου, τότε ίσως να είχε αρνηθεί την προσφορά του
απογευματινού δελτίου της Παρασκευής εκτός από το τακτικό
μεσημεριανό δελτίο της. Αν της είχε πει ότι η γαλλική προφορά
της ήταν άψογη -όπως της έλεγαν όλοι οι άλλοι- ή ότι είχε
καταφέρει να κάνει τις γυναίκες που ένιωθαν άσχημα για το σώμα
τους να νιώσουν καλύτερα για τον εαυτό τους, τότε ίσως να είχε
περικόψει ή ίσως ακόμη και να είχε αναβάλει τη νέα καριέρα της
μέχρι να τελειώσει ο γάμος τους.

Αλλά ο Κελάλ δεν ήξερε από επαίνους. Ήξερε μόνο να την κάνει
να νιώθει σαν να είχε ξεπεράσει τα όρια. Σαν να μην είχε
κανένα δικαίωμα να κάνει κάτι με τη ζωή της, αν αυτό τολμούσε
να συγκρου-στεί με τη δική του.

Έφτασε σπίτι αργά μια Παρασκευή μετά από μια συνάντηση με τον
Αρνό, κι όταν μπήκε βιαστικά στο διαμέρισμα ο Κελάλ
στεκόταν όρθιος περιμένοντάς την. Το βλέμμα του πλανήθηκε
πάνω της, τα μαύρα μάτια TOU στάθηκαν στο τριαντάφυλλο στα
μαλλιά της και η Ρόζα είδε το σχεδόν ανεπαίσθητο στράβωμα των
χειλιών του. Το φρέσκο λουλούδι είχε γίνει το «σήμα κατατεθέν»
της και της το προμήθευε το στούντιο πριν από κάθε εκπομπή,
αλλά είχε ξεχάσει ότι το φορούσε και πιθανότατα είχε αρχίσει να
μαραίνεται.

«Άργησες», σχολίασε καυστικά. «Και το πρόσωπό σου είναι


καλυμμένο με μεϊκάπ».

Η Ρόζα άγγιξε το μάγουλό της και τα ακροδάχτυλά της βάφτηκαν


από το σκούρο μπρονζέ χρώμα της βαριάς βάσης του στούντιο.
«Ήθελα να φύγω όσο γινόταν πιο γρήγορα». Πήρε μια βαθιά
ανάσα και χαμογέλασε. «Για να γυρίσω στο σπίτι, σ’ εσένα».

«Πολύ ευγενικό από μέρους σου, αλλά μήπως ξέχασες ότι


υποτίθεται πως θα βγαίναμε έξω απόψε;»

«Έξω;» Τον κοίταξε ανέκφραστα, και μετά χτύπησε το χέρι της


στο στόμα της έντρομη. «Δεξίωση στη γαλλική πρεσβεία!» είπε
ξέπνοα. «Ω Κελάλ, το ξέχασα εντελώς. Αλλά δεν είναι πολύ αργά,
έτσι; Μ πορούμε ακόμη να πάμε».

«Είναι πολύ αργά, και ο σεΐχης δεν αργεί ποτέ», της είπε κοφτά,
«θα ήταν μια αδιανόητη διπλωματική παρατυπία!»

«Λυπάμαι».

Νιώθοντας την απογοήτευσή του να φουντώνει, ο Κελάλ την


κοίταξε, θέλοντας να τη φιλήσει και θέλοντας να της βάλει τις
φωνές ταυτόχρονα. Πίστευε στ’ αλήθεια η Ρόζα ότι αυτή η
κατάσταση που είχε δημιουργήσει ήταν με οποιονδήποτε τρόπο
αποδεκτή απ’ αυτόν; Ότι θα ανεχόταν ποτέ να έχει τη δεύτερη
θέση στη ζωή της; «Προφανώς δυσκολεύεσαι να με χωρέσεις στο
πολυάσχολο πρόγραμμά σου, Ρόζα».
«Αυτό δεν είναι δίκαιο. Η δουλειά μου δεν έχει επηρεάσει σχεδόν
καθόλου τη ζωή σου. Γιατί δε μου το θύμισες σήμερα το πρωί;»

«Επειδή δεν είναι δουλειά μου να σου θυμίζω πράγματα!» της


πέταξε, πιάνοντας τον εαυτό του να νοσταλγεί τις μέρες που
εκείνη ήταν πάντα εκεί, περιμένοντάς τον. Τότε που μόλις άνοιγε
την εξώπορτα, εκείνη φώλιαζε στην αγκαλιά του -ένας
συνδυασμός από ζεστές καμπύλες και ανυπόμονα φιλιά. Θυμήθηκε
πώς συνήθιζαν να κάθονται στη βεράντα και να βλέπουν τον ήλιο
να δύει, πριν τα φώτα της πόλης τη ζωντανέψουν για άλλη μια
φορά. «Νομίζεις ότι δεν έχω τίποτα καλύτερο να κάνω από το να
παίζω την προσωπική σου γραμματέα;»

«Όχι, Κελάλ», του είπε κουρασμένα. «Δεν το νομίζω».

Πήγε στο μπάνιο για να καθαρίσει το βαρύ μακιγιάζ, κι όταν


επέστρεψε της φάνηκε ότι η διάθεσή του είχε βελτιωθεί. Αλλά
ίσως αυτό συνέβαινε επειδή φορούσε ένα ελαφρύ καλοκαιρινό
φόρεμα που σταματούσε ακριβώς πάνω από το γόνατο. Είδε την
ενστικτώδη λάμψη στα μαύρα μάτια του καθώς την τραβούσε στην
αγκαλιά του και τη φιλούσε. Το ένα φιλί έφερε το άλλο, και μετά
άλλο ένα -και το σεξ πάντα έκανε τον Κελάλ να νιώθει καλύτερα.
Στην πραγματικότητα, συνήθως έκανε κι εκείνη να νιώθει
καλύτερα, αλλά σήμερα ένιωθε παράξενα άδεια καθώς ήταν
ξαπλωμένη στην αγκαλιά του μετά.

Ο καιρός εκείνο το Σαββατοκύριακο ήταν καταπληκτικός -ο


ουρανός καθαρός και καταγάλανος και η λιακάδα ζωηρή και
χρυσαφένια καθώς έλουζε μία από τις πιο όμορφες πόλεις του
κόσμου. Πέρασαν το πρωί του Σαββάτου σε μία από τις υπαίθριες
αγορές και μετά το μεσημεριανό γεύμα έκαναν ένα περίπατο στον
Κήπο του Κεραμει-κού. Το μεγαλύτερο μέρος της Κυριακής το
πέρασαν στο κρεβάτι.

«Δεν είναι φανταστικό αυτό;» μουρμούρισε ο Κελάλ καθώς


διέγραφε νωχελικούς κύκλους στο στομάχι της. «Και δεν είσαι κι
εσύ φανταστική -τόσο απαλή και αισθησιακή;»

Ρίγη αισθησιασμού τη σάρωσαν. Ναι, ήταν φανταστικό. Πάντα


ήταν. Η Ρόζα ένιωσε την καρδιά της να σφίγγεται, ξέροντας ότι
θα της έλειπε αυτό όταν τελείωνε ο χρόνος. Μ πορούσε να
φανταστεί να έχει ποτέ τόσο στενή σχέση μ’ έναν άλλο άντρα;
Ρίγησε. Ούτε σ' ένα εκατομμύριο χρόνια! Μ πορούσε να φανταστεί
μια ζωή χωρίς τον Κελάλ; Μ ια ξαφνική σκοτεινιά γέμισε την
καρδιά της καθώς φώλιαζε πιο κοντά στο γυμνό κορμί του.
«Σκέφτεσαι ποτέ τι θα συμβεί όταν διαλύσουμε το γάμο;» τον
ρώτησε.

«Δεν έχει νόημα», είπε ο Κελάλ, αλλά η ερώτησή της είχε χαλάσει
τη διάθεσή του και κύλησε μακριά της. Είχε μάθει να μην κάνει
ποτέ σχέδια -αν και μερικές φορές έβλεπε τα σκοτεινά φτερά του
μέλλοντος να φτεροκοπούν δυσοίωνα στην άκρη του ματιού του.
«Πήραμε μια απόφαση και θα την τηρήσουμε. Γιατί να το σκεφτώ;»
Η Ρόζα τον παρακολούθησε να σηκώνεται από το κρεβάτι και να
κατευθύνεται προς την πόρτα. Επέστρεψε λίγα λεπτά αργότερα
με δύο ποτήρια λευκό κρασί. Πήρε το δικό της και άρχισε να το
σιγοπί-νει, αλλά οι σκέψεις της ήταν ταραγμένες και δεν μπορούσε
να τις απωθήσει. Είχε πείσει τον εαυτό της από την αρχή ότι δεν
πίστευε στην αγάπη, ότι δεν έψαχνε γι’ αγάπη. Αλλά δεν ήταν
περίεργο πώς μερικές φορές έμοιαζε να ψάχνει να σε βρει η αγάπη;
Πώς σε κυρίευε ύπουλα και τύλιγε τα βελούδινα δάχτυλά της
γύρω από την καρδιά σου χωρίς να το αντιληφθείς -έστω κι αν ο
άντρας που αγαπούσες μπορεί να ήταν ισχυρογνώμων, απαιτητικός
και αυταρχικός; Η λογική φαινόταν να μην έχει καμία επίδραση
στα άστατα συναι-σθήματά της, και ήξερε γιατί.

Είχε ερωτευτεί το σεΐχη σύζυγό της, έστω κι αν αυτό ήταν το


τελευταίο πράγμα που ήθελαν και οι δυο.

Δεν έγινε καμία άλλη αναφορά στο μέλλον, πράγμα που σήμαινε
ότι μέχρι το πρωί της Δευτέρας η ατμόσφαιρα ανάμεσά τους
ήταν γαλήνια. Η δεξίωση στην πρεσβεία που δεν είχαν πάει είχε
ξεχαστεί και το φιλί που αντάλλαξαν καθώς ο Κελάλ έφευγε για το
γραφείο ήταν παρστεταμένο.

«Εύχομαι να μη χρειαζόταν να φύγεις», του είπε.

«Κι εγώ το εύχομαι».

Εκείνη έτριψε το κορμί της πάνω του. «Και υπόσχομαι να μην


αργήσω ποτέ ξανά».
Ο Κελάλ της χάρισε ένα παράξενο χαμόγελο πριν χαϊδέψει τα
χείλη της με τα δικά του για μια τελευταία φορά. «Ας το
ελπίσουμε».

Η Ρόζα πήγε στο στούντιο, αλλά καθώς το συνεργείο άρχισε να


την ετοιμάζει βάζοντάς της το μικρόφωνο για το δελτίο της, της
φάνηκε ότι δεν έδειχναν τόσο φιλικοί όσο συνήθως. Και μετά,
όταν πήγε στο καμαρίνι για να ξεβαφτεί, ακούστηκε ένα χτύπημα
στην πόρτα.

'Ηταν ο Αρνό Μ περτράν και η Ρόζα ύψωσε τα φρύδια της


έκπληκτη, επειδή συνήθως δεν πήγαινε στο καμαρίνι της.

«Έχεις ένα λεπτό;» της είπε αμήχανα. «Πρέπει να σου μιλήσω».

«Σ’ ακούω». Του χαμογέλασε μέσα από τον καθρέφτη. «Εννοείς


εδώ ή θα προτιμούσες να πάμε δίπλα και να πιούμε έναν καφέ;»

«Όχι, εδώ είναι μια χαρά». Έδειχνε ελαφρά αμήχανος, με τα χέρια


του χωμένα βαθιά στις τσέπες του παντελονιού του. «Ρόζα, δεν
υπάρχει εύκολος τρόπος να το πω αυτό, αλλά φοβάμαι ότι
διακόπτουμε το δελτίο σου».

Εκείνη στράφηκε απότομα. «Τι εννοείς;»

«Τα αφεντικά αποφάσισαν ότι δεν έχει επιτυχία πια».

Η Ρόζα τον κοίταξε ανέκφραστα. «Μ α... δεν καταλαβαίνω. Μ ου


είπες ότι όλοι λάτρεψαν το δελτίο. Είπες ότι δεν είχατε τόσα
πολλά γράμματα από τηλεθεατές από τότε που έδωσε ο Τζόνι Ντεπ
εκείνη τη συνέντευξη».

Εκείνος απέφευγε ν’ ανταμώσει τα μάτια της. «Φοβάμαι ότι δεν


εξαρτάται από εμένα».

Η Ρόζα συνοφρυώθηκε και η καρδιά της άρχισε να χτυπά ξέφρενα


στο στήθος της. «Κάτι συνέβη, έτσι δεν είναι;»

Ο Αρνό φάνηκε ακόμη πιο αμήχανος. «Τίποτα δε συνέβη».

«Δεν είσαι πολύ καλός ψεύτης, Αρνό». Τα μάτια της στένεψαν.


«Μ ήπως αυτό έχει κάποια σχέση με τον άντρα μου;»

«Δεν μπορώ...»

«Ω, νομίζω ότι μπορείς. Πες μου!» είπε απαιτητικά, και μετά
μαλάκωσε τον τόνο της. «Σε παρακαλώ».

Ακολούθησε μια στιγμή σιωπής πριν βγάλει εκείνος έναν


αναστεναγμό παραίτησης. «Εντάξει, θα σου πω -αλλά δεν το
έμαθες από μένα. Έχει πράγματι κάποια σχέση με το σύζυγό σου.
Για την ακρίβεια, είχε απόλυτη σχέση μ’ εκείνον. Απείλησε να
αποσύρει την άδεια για το ντοκιμαντέρ αν δε σταματήσουμε...»
Ανασήκωσε τους ώμους του. «“Να μονοπωλείτε τη γυναίκα μου”,
ήταν ο τρόπος που το έθεσε, νομίζω».
Η Ρόζα μόρφασε στη σκέψη ότι ένας άντρας μπορούσε να είναι
τόσο συντηρητικός και σοβινιστής ώστε να πάει σ’ ένα τσούρμο δι-
ευθυντικά στελέχη της τηλεόρασης και να τους πει κάτι τέτοιο.
«Και εσείς ήσασταν πρόθυμοι να υποκύψετε έτσι απλά;» τον
ρώτησε θυμωμένα. «Να το αφήσετε αυτό να περάσει επειδή θέλετε
να γυρίσετε ένα αναθεματισμένο ντοκιμαντέρ για τη χώρα του;»

Ο Αρνό κούνησε το κεφάλι του. «Δεν είναι μόνο το


ντοκιμαντέρ!» είπε. «Είναι όλα τ’ άλλα. Ο σύζυγός σου είναι ένας
ισχυρός άντρας, Ρόζα -όχι μόνο στο Παρίσι, αλλά σχεδόν σε όλο
τον κόσμο. Και δεν κάνεις έναν τέτοιο άντρα εχθρό σου».

Η συνειδητοποίηση αυτού που είχε κάνει ο Κελάλτη σάρωσε


ξαφνικά και η Ρόζα ένιωσε ναυτία. Η καρδιά της σφυροκοπούσε
και το στήθος της ήταν τόσο σφιγμένο, που ο Αρνό άπλωσε το
χέρι της προς το μέρος της ανήσυχος.

«Μον Ντιε!» αναφώνησε. «Το πρόσωπό σου είναι άσπρο σαν


κιμωλία! Κάθισε και θα σου φέρω λίγο νερό».

Αλλά εκείνη κούνησε το κεφάλι της. «Δε θέλω τίποτα», είπε


άγρια. Αλλά αυτό δεν ήταν απόλυτα αλήθεια; Ήθελε να ανακτήσει
την τιμή και την περηφάνια της και υπήρχε μόνο ένας τρόπος για
να το κάνει αυτό.

Ξεφύλλισε την ατζέντα της πριν βγει έξω, αγνοώντας την επίσημη
λιμουζίνα του Κελάλ που την περίμενε όπως πάντα. Έτρεξε
γρήγορα σ’ έναν από τους πλαϊνούς δρόμους και ένιωσε μια
έκρηξη θριάμβου καθώς ξέφευγε από το σωματοφύλακά της πριν
κοιτάξει το χάρτη της πόλης στο κινητό της. Τα βήματά της ήταν
γρήγορα καθώς διέσχιζε το δέκατο έκτο διαμέρισμα του Παρισιού,
μέχρι που έφτασε στο εντυπωσιακό κτίριο του δεκάτου ενάτου
αιώνα που στέγαζε το ίδρυμα του Κελάλ.

Συνειδητοποίησε ότι ήταν η πρώτη φορά που έμπαινε στο


εσωτερικό του κτιρίου και είδε τη σοκαρισμένη έκφραση της
υπαλλήλου υποδοχής καθώς έμπαινε μέσα.

«Είμαι η Ρόζα», είπε αυτόματα, ξέροντας πόσο ιδρωμένη και


ανάστατη πρέπει να έδειχνε μετά το τρέξιμό της μέσα στην πόλη.

«Είστε η σύζυγος του σεΐχη», ψέλλισε η υπάλληλος, δείχνοντας


ακόμη πιο σοκαρισμένη. «Και σας έχω δει στην τηλεόραση».

«Πού είναι;» ρώτησε ήρεμα η Ρόζα. «Πού είναι ο σεΐχης;»

«Είναι σε μια σύσκεψη, και θα πρέπει να...»

«Πού είναι;» επανέλαβε η Ρόζα, και τότε είδε τη σκάλα στην


απέναντι πλευρά του λόμπι. Ο Κελάλ θα ήταν στην κορυφή του
κτιρίου -φυσικά και θα ήταν εκεί, επειδή οι ισχυροί άντρες πάντα
επέλεγαν να έχουν την έδρα τους ψηλά, για να μπορούν να
κοιτάζουν από την πλεονεκτική τους θέση τον υπόλοιπο κόσμο.
Ανέβηκε τρέχοντος δυο δυο τα σκαλιά, μέχρι που δεν είχε
πουθενά αλλού να πάει και πέρασε από μια ακόμα υπάλληλο
υποδοχής, η οποία προφανώς είχε προειδοποιηθεί ότι έρχονταν
μπελάδες. Η γυναίκα έριξε μια έντρομη ματιά προς μια δίφυλλη
πόρτα και αυτή η ματιά είπε στη Ρόζα όσα χρειαζόταν να ξέρει.

Όρμησε μέσα από τη δίφυλλη πόρτα και είδε ένα τεράστιο τραπέζι
με πολλούς άντρες ντυμένους με κοστούμια γύρω του. Όλοι
γύρισαν και την κοίταξαν, αλλά μόνο ένας άντρας δέσποζε στο
δωμάτιο με την επιβλητική παρουσία του. Ένας άντρας με μαύρα
μάτια και μελαψή επιδερμίδα και τη συμπεριφορά πολεμιστή της
ερήμου, παρά τις κομψές γραμμές του ιταλικού κοστουμιού του.
Άρχισε να σηκώνεται και όλοι οι άντρες τον κοίταξαν
πανικόβλητοι, πριν κοιτάξουν ξανά εκείνη.

«Ρόζα», είπε με μια φωνή που δεν τον είχε ακούσει να


χρησιμοποιεί ποτέ πριν. «Τι αναπάντεχη ευχαρίστηση».

«Θέλω να σου μιλήσω».

«Δεν μπορεί να περιμένει γι’ αργότερα;» τη ρώτησε. «Επειδή, όπως


μπορείς να δεις, είμαι στη μέση μιας σύσκεψης που χρειάστηκε
αρκετό χρόνο και κόπο για να οργανωθεί».

«Όχι, δεν μπορεί να περιμένει!» είπε άγρια και, ακούγοντας τη


συλλογική σοκαρισμένη ανάσα που πήραν οι παριστάμενοι,
κατάλαβε τότε ότι οι άνθρωποι περνούσαν τη ζωή τους
ικανοποιώντας τον Κελάλ και δίνοντάς του ακριβώς αυτό που
ήθελε. Και πώς μπορούσε να είναι αυτό καλό για εκείνον; «Οπότε
ή θα τους ξεφορτωθείς αμέσως ή θα έχουμε ακροατήριο όσο θα
σου κάνω μερικές πολύ σημαντικές ερωτήσεις!»
«Κύριοι, φαίνεται ότι τελειώσαμε», είπε ο Κελάλ, και η Ρόζα είδε
την αδιαμφισβήτητη λάμψη θυμού στα μάτια του.

Στάθηκαν σιωπηλοί ενώ όλοι ο άντρες έβγαιναν από το δωμάτιο,


κι όταν η πόρτα έκλεισε πίσω τους, ο Κελάλ την κοίταξε και η
Ρόζα είδε ότι η λάμψη είχε γίνει φλόγα που σιγόκαιγε.

«Λοιπόν, θα μου δώσεις κάποια εξήγηση γι’ αυτή την


αδικαιολόγητη εισβολή;»

«Εσύ θα μου δώσεις;» του αντιγύρισε.

«Δεν έχω διάθεση για γρίφους, Ρόζα!»

«Δεν έχεις; Τότε λοιπόν άσε με να σου εξηγήσω ξεκάθαρα το


συγκεκριμένο γρίφο! Εσύ...» Αρπάχτηκε από την πλάτη μιας
καρέκλας για να κρατηθεί, έχοντας επίγνωση ότι η φωνή της
ακουγόταν σαν κρώξιμο. Ο Κελάλ της έδειξε την κανάτα με το
νερό στο τραπέζι, αλλά εκείνη κούνησε φρενιασμένα το κεφάλι
της, σαν να της πρόσφε-ρε ένα κύπελλο με δηλητήριο. «Εσύ
σταμάτησες το μετεωρολογικό δελτίο μου;»

Ακολούθησε μια στιγμή σιωπής.

«Θέλω την αλήθεια, Κελάλ! Εσύ το έκανες;»

Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν είμαι διευθυντικό στέλεχος


της τηλεόρασης», είπε. «Δεν έχω τη δυνατότητα να κάνω κάτι
τέτοιο».

«Αλλά σίγουρα έχεις τη δυνατότητα να απειλείς ότι θα αποσύρεις


την άδειά σου για το γύρισμα του ντοκιμαντέρ στο Ζαχραστάν,
έτσι δεν είναι; Και σίγουρα έχεις τη δυνατότητα να πιέσεις τους
επενδυτές, αν χρειαστεί. Αυτό έκανες, Κελάλ;»

Εκείνος την κοίταξε για μια παρατεταμένη στιγμή και μετά κατέ-
νευσε κοφτά, σαν να είχε μόλις πάρει μία απόφαση. «Ναι, το
έκανα. Και θέλεις να μάθεις γιατί; Επειδή δεν πιστεύω ότι είναι
τόσο ειδεχθές έγκλημα να θέλει ένας άντρας να βλέπει
περισσότερο τη γυναίκα του. Μ ια γυναίκα που είναι δική μου μόνο
για ένα χρόνο! Γιατί να θέλω να τη μοιράζομαι με εκατομμύρια
τηλεθεατές και τους ανθρώπους που διαβάζουν εκείνα τα φριχτά
περιοδικά;»

Ο λαιμός της Ρόζας ήταν τόσο σφιγμένος που ένιωθε σαν να


υπήρχε μια αόρατη θηλιά σφιγμένη γύρω του και χρειάστηκαν
μια δυο στιγμές πριν μπορέσει ν’ απαντήσει με κάποιο βαθμό
διαύγειας. «Και έτσι όρμησες απλά και πήρες τον έλεγχο;
Αποφάσισες ότι, αφού δε σου άρεσε, θα το άλλαζες. Ακόμη κι αν
είναι μόνο για ένα χρόνο, δε θέλεις πραγματικά μια σύζυγο, έτσι
δεν είναι, Κελάλ; Αυτό που θέλεις είναι μια κούκλα, μια μαριονέτα
με την οποία μπορείς να παίζεις όποτε σου κάνει κέφι. Κάποια που
να μπορείς να ντύνεις και να γδύνεις και να βάζεις για ύπνο.
Κάποια που να μπορείς ν’ αφήνεις το πρωί, ξέροντας ακριβώς πού
ήταν η μικρή κούκλα σου όλη τη μέρα, επειδή την ακολουθούσε
ένας από τους αναθεματισμένους σωματοφύλακές σου».

Εκείνη τη στιγμή ένας βομβητής άρχισε να χτυπά επιτακτικά στο


γραφείο του και ο Κελάλ έγειρε μπροστά για να πατήσει το
κουμπί. «Ναι;...»

Η Ρόζα αναγνώρισε τον έξαλλο τόνο του σωματοφύλακα στον


οποίο είχε ανατεθεί να την προσέχει εκείνη τη μέρα. «Αφεντικό,
έχασα την πριγκίπισσα».

«Μ ην ανησυχείς, τη βρήκα εγώ».

«Βλέπεις!» Τον αγριοκοίταξε καθώς διέκοπτε τη σύνδεση. «Μ ε


κάνεις ν’ ακούγομαι σαν μια κούκλα ή σαν ένα πακέτο που
χάθηκε κατά λάθος».

«Ως σύζυγός μου είναι απαραίτητο να έχεις ασφάλεια!» ξέσπασε


εκείνος. «Δεν μπορείς να το αρνηθείς αυτό, Ρόζα!»

«Δεν είμαι εδώ για να μιλήσω για την ασφάλειά μου!» του
αντιγύρισε θυμωμένα. «Είμαι εδώ για να μιλήσω για το γεγονός ότι
έβαλες αυταρχικά τέλος στα πρώτα βήματα της τηλεοπτικής μου
καριέρας και δεν είχες καν την ευγένεια να μου το πεις!»

«Όχι, δεν μπορεί να περιμένει!» είπε άγρια και, ακούγοντας τη


συλλογική σοκαρισμένη ανάσα που πήραν οι παριστάμενοι,
κατάλαβε τότε ότι οι άνθρωποι περνούσαν τη ζωή τους
ικανοποιώντας τον Κελάλ και δίνοντάς του ακριβώς αυτό που
ήθελε. Και πώς μπορούσε να είναι αυτό καλό για εκείνον; «Οπότε
ή θα τους ξεφορτωθείς αμέσως ή θα έχουμε ακροατήριο όσο θα
σου κάνω μερικές πολύ σημαντικές ερωτήσεις!»

«Κύριοι, φαίνεται ότι τελειώσαμε», είπε ο Κελάλ, και η Ρόζα είδε


την αδιαμφισβήτητη λάμψη θυμού στα μάτια του.

Στάθηκαν σιωπηλοί ενώ όλοι ο άντρες έβγαιναν από το δωμάτιο,


κι όταν η πόρτα έκλεισε πίσω τους, ο Κελάλ την κοίταξε και η
Ρόζα είδε ότι η λάμψη είχε γίνει φλόγα που σιγόκαιγε.

«Λοιπόν, θα μου δώσεις κάποια εξήγηση γι’ αυτή την


αδικαιολόγητη εισβολή;»

«Εσύ θα μου δώσεις;» του αντιγύρισε.

«Δεν έχω διάθεση για γρίφους, Ρόζα!»

«Δεν έχεις; Τότε λοιπόν άσε με να σου εξηγήσω ξεκάθαρα το


συγκεκριμένο γρίφο! Εσύ...» Αρπάχτηκε από την πλάτη μιας
καρέκλας για να κρατηθεί, έχοντας επίγνωση ότι η φωνή της
ακουγόταν σαν κρώξιμο. Ο Κελάλ της έδειξε την κανάτα με το
νερό στο τραπέζι, αλλά εκείνη κούνησε φρενιασμένα το κεφάλι
της, σαν να της πρόσφε-ρε ένα κύπελλο με δηλητήριο. «Εσύ
σταμάτησες το μετεωρολογικό δελτίο μου;»

Ακολούθησε μια στιγμή σιωπής.


«Θέλω την αλήθεια, Κελάλ! Εσύ το έκανες;»

Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν είμαι διευθυντικό στέλεχος


της τηλεόρασης», είπε. «Δεν έχω τη δυνατότητα να κάνω κάτι
τέτοιο».

«Αλλά σίγουρα έχεις τη δυνατότητα να απειλείς ότι θα αποσύρεις


την άδειά σου για το γύρισμα του ντοκιμαντέρ στο Ζαχραστάν,
έτσι δεν είναι; Και σίγουρα έχεις τη δυνατότητα να πιέσεις τους
επενδυτές, αν χρειαστεί. Αυτό έκανες, Κελάλ;»

Εκείνος την κοίταξε για μια παρατεταμένη στιγμή και μετά κατέ-
νευσε κοφτά, σαν να είχε μόλις πάρει μία απόφαση. «Ναι, το
έκανα. Και θέλεις να μάθεις γιατί; Επειδή δεν πιστεύω ότι είναι
τόσο ειδεχθές έγκλημα να θέλει ένας άντρας να βλέπει
περισσότερο τη γυναίκα του. Μ ια γυναίκα που είναι δική μου μόνο
για ένα χρόνο! Γιατί να θέλω να τη μοιράζομαι με εκατομμύρια
τηλεθεατές και τους ανθρώπους που διαβάζουν εκείνα τα φριχτά
περιοδικά;»

Ο λαιμός της Ρόζας ήταν τόσο σφιγμένος που ένιωθε σαν να


υπήρχε μια αόρατη θηλιά σφιγμένη γύρω του και χρειάστηκαν
μια δυο στιγμές πριν μπορέσει ν’ απαντήσει με κάποιο βαθμό
διαύγειας. «Και έτσι όρμησες απλά και πήρες τον έλεγχο;
Αποφάσισες ότι, αφού δε σου άρεσε, θα το άλλαζες. Ακόμη κι αν
είναι μόνο για ένα χρόνο, δε θέλεις πραγματικά μια σύζυγο, έτσι
δεν είναι, Κελάλ; Αυτό που θέλεις είναι μια κούκλα, μια μαριονέτα
με την οποία μπορείς να παίζεις όποτε σου κάνει κέφι. Κάποια που
να μπορείς να ντύνεις και να γδύνεις και να βάζεις για ύπνο.
Κάποια που να μπορείς ν' αφήνεις το πρωί, ξέροντας ακριβώς πού
ήταν η μικρή κούκλα σου όλη τη μέρα, επειδή την ακολουθούσε
ένας από τους αναθεματισμένους σωματοφύλακές σου».

Εκείνη τη στιγμή ένας βομβητής άρχισε να χτυπά επιτακτικά στο


γραφείο του και ο Κελάλ έγειρε μπροστά για να πατήσει το κουμπί.

«Ναι;...»

Η Ρόζα αναγνώρισε τον έξαλλο τόνο του σωματοφύλακα στον


οποίο είχε ανατεθεί να την προσέχει εκείνη τη μέρα. «Αφεντικό,
έχασα την πριγκίπισσα».

«Μ ην ανησυχείς, τη βρήκα εγώ».

«Βλέπεις!» Τον αγριοκοίταξε καθώς διέκοπτε τη σύνδεση. «Μ ε


κάνεις ν’ ακούγομαι σαν μια κούκλα ή σαν ένα πακέτο που
χάθηκε κατά λάθος».

«Ως σύζυγός μου είναι απαραίτητο να έχεις ασφάλεια!» ξέσπασε


εκείνος. «Δεν μπορείς να το αρνηθείς αυτό, Ρόζα!»

«Δεν είμαι εδώ για να μιλήσω για την ασφάλειά μου!» του ανπγύ-
ρισε θυμωμένα. «Είμαι εδώ για να μιλήσω για το γεγονός ότι
έβαλες αυταρχικά τέλος στα πρώτα βήματα της τηλεοπτικής μου
καριέρας και δεν είχες καν την ευγένεια να μου το πεις!»
To στόμα του σφίχτηκε. «Και αυτή η τηλεοπτική καριέρα είναι
τόσο σημαντική για σένα;»

Εκείνη κούνησε το κεφάλι της καθώς καυτά, οργισμένα δάκρυα


άρχισαν ν’ αναβλύζουν στα μάτια της. «Χάνεις το νόημα», του
είπε. «Έφυγα από την προηγούμενη ζωή μου επειδή οι άνθρωποι
περί-μεναν από μένα να συμπεριφέρομαι μ’ ένα συγκεκριμένο
τρόπο. Ήμουν παγιδευμένη και με έλεγχαν και μου έλεγαν τι να
κάνω κάθε λεπτό της μέρας. Και εσύ κάνεις ακριβώς το ίδιο
πράγμα! Μ ου υπο-σχέθηκες ελευθερία και ανεξαρτησία και μου
έδωσες το αντίθετο».

«Θα έχεις την ελευθερία και την ανεξαρτησία σου όταν τελειώσει
ο γάμος», της είπε σφίγγοντας τα χέρια του σε γροθιές.

«Και τότε θα είναι πολύ αργά», του είπε, και τώρα η φωνή της
έτρεμε. «Κελάλ, μου δυσκολεύεις πολύ τη ζωή. Δε θέλεις μια
σύζυγο με καριέρα, αλλά ούτε θέλεις μια σύζυγο που θα την
αφήσεις να σε πλησιάσει αρκετά ώστε να σε αγαπήσει. Δεν
καταλαβαίνεις ότι βρίσκομαι σε αδιέξοδο;»

Το βλέμμα του ταξίδεψε πάνω της και προσπάθησε να αγνοήσει τα


δάκρυα που έλαμπαν στα μάτια της. Θυμήθηκε τη νύχτα του γάμου
τους, τότε που είχε κλάψει με λυγμούς πάνω στο γυμνό
στήθος του καθώς του έλεγε για την προδοσία της μητέρας της και
ένα ανεξήγητο ρίγος συναισθηματικής ταύτισης είχε διατρέξει την
επιδερμίδα του. Αλλά η ένταση εκείνων των συναισθημάτων τον
είχε κάνει να νιώσει εκτεθειμένος και ευάλωτος -και είχε ορκιστεί
ότι δε θ’ άφηνε ποτέ τον εαυτό του να νιώσει έτσι ξανά. Πήρε μια
βαθιά ανάσα καθώς κοίταζε τα ανακατεμένα σκούρα μαλλιά της
και το ξαναμμένο πρόσωπό της. «Μ πορούμε να το συζητήσουμε
αργότερα αυτό;» είπε. «Όταν θα έχεις ηρεμήσει λιγάκι και θα έχεις
την ευκαιρία να χτενίσεις τα μαλλιά σου;»

Η Ρόζα ένιωσε να πνίγεται από την απόγνωση, μέχρι που


συνειδητοποίησε ότι ίσως αυτό ακριβώς χρειαζόταν -να τον ακούει
να λέει την αλήθεια σε όλη την ωμή σκληρότητά της. Φύγε από τη
ζωή του, είπε στον εαυτό της. Φύγε τώρα, όσο μπορείς ακόμη, πριν
δει πόσο πολύ σ’ έχει πληγώσει. Πήρε μια βαθιά ανάσα, «θα ήθελα
εκείνο το νερό τώρα, αν δε σε πειράζει».

Εκείνος της έβαλε ένα ποτήρι νερό. «Μ πορώ να καλέσω να


φέρουν λίγο πάγο, αν θέλεις».

«Όχι, ευχαριστώ». Το χαμόγελό της ήταν αδύναμο καθώς έπινε το


χλιαρό νερό. «Πες μου, Κελάλ, παίρνεις πάντα ακριβώς αυτό
που θέλεις;»

Τα λόγια της τον πήγαν στο παρελθόν. Σκέφτηκε αυτό που


συνήθιζαν να λένε γι’ αυτόν στο Ζαχραοτάν. Ό,τι θέλει ο Κελάλ,
το παίρνει. Αλλά όχι πάντα. Όχι τη μοναδική φορά που είχε
πραγματικά σημασία, όταν η καρδιά του είχε γίνει χιλιάδες
κομμάτια -και ανάθεμά τον αν ρίσκαρε να συμβεί ξανά αυτό. «Πάλι
μιλάς με γρίφους», είπε.
«Αλήθεια; Και όμως είσαι ένας πολύ έξυπνος άντρας. Είμαι
σίγουρη ότι μπορείς να καταλάβεις πολύ καλά για τι πράγμα
ακριβώς μιλάω, αν αφήσεις τον εαυτό σου να καταλάβει. Αλλά δεν
υπάρχει λόγος να δείχνεις τόσο ανήσυχος. Η συζήτηση τέλειωσε
και φεύγω τώρα».

«Και θα μιλήσουμε λίγο περισσότερο γι’ αυτό απόψε».

«Φυσικά και θα μιλήσουμε». Το ψέμα βγήκε εύκολα από τα χείλη


της, ακριβώς όπως είχε βγει και από τα δικά του. Επειδή ο
Κελάλ δεν είχε καμία πρόθεση να μιλήσουν άλλο γι’ αυτό το θέμα.
Η Ρόζα το ήξερε αυτό. Η απόφαση είχε ληφθεί -η δική του
απόφαση- και περίμενε απλά από εκείνη να τη συνηθίσει. Να την
αποδεχτεί σαν καλό κορίτσι. Μ πορούσε να φανταστεί τη σκηνή
που θα εκτυλισσόταν απόψε. Το πεινασμένο φιλί, φορτισμένο απ’
όλη αυτή την ένταση, και μετά ένα ερωτικό σμίξιμο τόσο δυνατό
ώστε να διώξει τυχόν ενοχλητικές αμφιβολίες από το μυαλό της.
Ε, λοιπόν, μέχρι εδώ ήταν. Η Ρόζα Κορέτι είχε βαρεθεί να τη
χειραγωγούν. Σκόπευε ν’ αρχίσει να έχει τον έλεγχο της ζωής της
από εκείνη τη στιγμή.

Τον κοίταξε, αλλά ένιωθε ότι το πρόσωπό της θα σκιζόταν στα δύο
από την προσπάθεια που χρειάστηκε για να χαμογελάσει. «Τα
λέμε αργότερα».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12
Ο Κελάλ θα έπρεπε να είχε νιώσει καλύτερα αφού είχε φύγει η
Ρόζα, αφήνοντάς τον μόνο στο τεράστιο γραφείο του. Είπε στον
εαυτό του ότι εκείνη έπρεπε να καταλάβει πως είχαν κάνει μια
συμφωνία και ότι δεν ήταν διατεθειμένος να την αφήσει να κάνει
πίσω. Δεν είχε συμφωνήσει να μην ήταν στη διάθεσή του όταν τη
χρειαζόταν. Μ έχρι που υπενθύμισε άγρια στον εαυτό του ότι δε
χρειαζόταν κανέναν στην πραγματικότητα -επειδή η ανάγκη ήταν
επικίνδυνη. Σ’ έκανε εξαρτημένο και σ’ έκανε αδύναμο.

Τράβηξε μια στοίβα χαρτιά προς το μέρος του και άρχισε να τα


διαβάζει, αλλά το απόγευμα πέρασε πάρα πολύ αργά. Ήξερε ότι
θα μπορούσε να φύγει από το γραφείο όποια ώρα ήθελε, αφού δεν
είχε άλλα προγραμματισμένα ραντεβού -ακόμη και αν είχε,
μπορούσε να τα ακυρώσει. Αλλά δεν πήγε σπίτι. Γιατί να γυρίσει
σπίτι νωρίς σε μια γυναίκα που δεν τον εκτιμούσε;

Ό,τι ήθελε ο Κελάλ, το έπαιρνε.

Τα λόγια έμειναν εκνευριστικά στο μυαλό του, σαν ένα


διαφημιστικό τραγουδάκι που του είχε κολλήσει, και οι κρόταφοί
του σφυροκο-πούσαν όταν πια πήρε το ασανσέρ για το διαμέρισμά
του. Καθώς οι πόρτες άνοιγαν, αναρωτήθηκε ποιος ήταν ο
καλύτερος τρόπος για να χειριστεί αυτό που είχε συμβεί νωρίτερα.
Θα μπορούσε να πει στη Ρόζα ότι δε θ’ ανεχόταν μια επανάληψη
κάποιος παρόμοιας υστερικής σκηνής, αλλά αυτό δε θα την έκανε
να πεισμώσει; Και δε θα συνεχιζόταν τότε ο καβγάς όλο το βράδυ,
ενώ υπήρχαν πολύ καλύτερα πράγματα που θα προτιμούσε να
κάνει μαζί της αντί να τσακώνονται;

Και είχε κάνει αυτό που ήθελε. Είχε κερδίσει. Δε θα υπήρχαν


άλλες χαμένες δεξιώσεις ούτε θα τους ενοχλούσαν τηλεφωνήματα
από τον αναθεματισμένο Μ περτράν. Δε θα υπήρχαν πια
επαγγελματικοί συνεργάτες που θα του έλεγαν ότι οι σύζυγοί τους
είχαν δει μια φωτογραφία της γυναίκας του σ’ ένα περιοδικό.

Το διαμέρισμα ήταν περίεργα σιωπηλό -δεν έπαιζε καν μουσική-και


ο Κελάλ διέσχισε το σαλόνι για να δει αν η Ρόζα ήταν στη
βεράντα. Αλλά οι μπαλκονόπορτες ήταν κλειστές και εκείνη δε
φαινόταν πουθενά να προχωρά κουνιστή και λυγιστή προς το
μέρος του μ’ ένα από τα ζωηρόχρωμα φορέματά της και ένα
χαμόγελο συγνώμης στα όμορφα χείλη της.

«Ρόζα;» Η λέξη αντήχησε στα τεράστια δωμάτια σαν να φώναζε


μέσα σε τούνελ. «Ρόζα!» φώναξε άλλη μια φορά, αλλά δεν
πήρε απάντηση.

Είπε στον εαυτό του ότι πρέπει να είχε βγει για λίγο. Αλλά δεν είχε
βγει, γιατί πού θα μπορούσε να πάει; Οι γκαλερί είχαν
κλείσει τέτοια ώρα και δεν ήταν υποχρεωμένη να κάνει τις
δουλειές που επιβάρυναν άλλες, λιγότερο προνομιούχες γυναίκες.
Δε χρειαζόταν να ψωνίζει, να μαγειρεύει ή να καθαρίζει. Ήταν
πριγκίπισσα και γι’ αυτό έπρεπε να συμπεριφέρεται σαν
πριγκίπισσα!

Ένα αμυδρό συνοφρύωμα ρυτίδωσε το μέτωπό του καθώς


θυμόταν την απογοήτευση στο πρόσωπό της όταν τον είχε
αντιμετωπίσει νωρίτερα. Τα σκούρα μάτια της πετούσαν πράσινες
και χρυσαφένιες σπίθες από το θυμό. Θυμήθηκε τον μπερδεμένο
χείμαρρο των μαλλιών της και το λαμπερό πρόσωπό της -μια
εμφάνιση εκ διαμέτρου αντίθετη από αυτή που είχαν οι άψογα
περιποιημένες προηγούμενες ερωμένες του. Σκέφτηκε το
μαραμένο τριαντάφυλλο πίσω από το αυτί της και τον σάρωσε ένα
τόσο δυνατό κύμα πόθου, που για μια στιγμή στάθηκε εντελώς
ακίνητος και έκλεισε τα μάτια του.

Ήταν έτοιμος να της τηλεφωνήσει, όταν πέρασε από την


τραπεζαρία και είδε τον κρεμ φάκελο πάνω στο δρύινο τραπέζι. Η
καρδιά του έχασε ένα χτύπο. Τον κοίταξε για μια στιγμή, και όταν
πλησίασε και τον σήκωσε, πρόσεξε σχεδόν αφηρημένα ότι τα
δάχτυλά του δεν ήταν απόλυτα σταθερά.

'Ηταν το πρώτο γράμμα που του έγραφε μέχρι τώρα και, αν έκρινε
από το ύφος της, σκόπευε να είναι και το τελευταίο.

«Κελάλ», έλεγε. Όχι «αγαπητέ» Κελάλ ή «αγαπημένε μου» Κελάλ


-η κάποιο άλλο από τα γλυκόλογα που του ψιθύριζε μερικές
φορές όταν ήταν βαθιά μέσα στο κορμί της. Απλά το όνομά του,
κοφτό και χωρίς συναίσθημα, ακριβώς όπως τα λόγια που
ακολουθούσαν.

Φαντάζομαι ότι θα χαρείς ανακαλύπτοντας ότι έφυγα, ιδιαίτερα


μετά τη μάλλον ατυχή σκηνή στο γραφείο σου σήμερα. Λυπάμαι αν
σε ντρόπιασα μπροστά στους συνεργάτες σου, αλλά μπορείς να
είσαι ήσυχος ότι δε θα συμβεί ποτέ ξανά, επειδή φεύγω και πιστεύω
ότι θα συμφωνήσεις ότι είναι καλύτερα έτσι.

Δεδομένου ότι δε θα τηρήσω το συμβόλαιο του γάμου μας, μπορείς


να σκίσεις το προγαμιαίο συμβόλαιο. Το μόνο που παίρνω μαζί μου
είναι η βέρα μου και το δαχτυλίδι των αρραβώνων, που μου είπες
ότι ήταν δικά μου. Πιθανότατα θα τα πουλήσω και θα βρω ένα
σπίτι να νοικιάσω, πριν ψάξω για μια δουλειά. Και μια μέρα -ποιος
ξέρει;- μπορεί να καταφέρω να σου τα ξεπληρώσω.

Σ’ ευχαριστώ για όλα όσα μου έμαθες, που αποδεικνύεται ότι ήταν
πολύ περισσότερα από το σεξ.

Ελπίζω να μπορέσεις να γίνεις ευτυχισμένος και σου εύχομαι μόνο


καλά πράγματα.

Δική σου για πάντα, Ρόζα

«Όχι!» Ένιωσε έναν άγριο, διαπεραστικό πόνο καθώς τσαλάκωνε


σφιχτά το χαρτί στο χέρι του και αυτό έπεσε σε μια μπάλα και
αναπήδησε αθόρυβα στο τραπέζι καθώς ο Κελάλ έβγαζε το
τηλέφωνό του από την τσέπη.

Πήρε τον αριθμό της, αλλά δεν ξαφνιάστηκε όταν απάντησε ο


τηλεφωνητής και η περίεργα άχρωμη φωνή της Ρόζας είπε ότι θα
απαντούσε στην κλήση το συντομότερο δυνατό. Πράγμα που
προφανώς δεν επρόκειτο να συμβεί. Άφησε δυο μηνύματα πριν
βγάλει άλλη μια κραυγή οργής, μπαίνοντας στον πειρασμό να
εκσφενδονίσει το αναθεματισμένο τηλέφωνο στον τοίχο.
Θυμήθηκε τη Ρόζα να του λέει ότι είχε κάνει ακριβώς αυτό όταν
το είχε σκάσει από τη Σικελία, όταν ήθελε να κόψει κάθε
επικοινωνία με την οικογένειά της. Και τώρα το έσκαγε από
εκείνον. Από την προνομιούχα θέση του ως άντρας και εραστής
της είχε βρεθεί πεταμένος έξω από τη ζωή της. Και δεν μπορούσε
να κατηγορήσει κανέναν άλλο εκτός από τον εαυτό του. Είχε
πείσει τον εαυτό του ότι ήταν ατρόμητος και δυνατός,
αλλά φοβόταν τόσο πολύ ν’ αντιμετωπίσει τα συναισθήματά του
που είχε χτίσει ένα τείχος γύρω τους. Είχε αφήσει μια τραγωδία
του παρελθόντος του να καταστρέψει κάθε ευκαιρία του για το
μέλλον και είχε διώξει μακριά του τη γυναίκα που αγαπούσε.

Ένα κύμα πόνου τον σάρωσε. Ήταν ένας πόνος τόσο έντονος, που
ένιωσε σαν να έσφιγγε μια σιδερένια γροθιά την καρδιά του. Πού
ήταν η Ρόζα;

Πήρε τον επικεφαλής της ασφάλειάς του. «Θέλω να βρεις κάποιον


για μένα», είπε κοφτά.

«Όποιον θέλεις, αφεντικό. Ποιος είναι;»

Ακολούθησε μια παύση καθώς, για μια φευγαλέα στιγμή, ο Κελάλ


ήρθε αντιμέτωπος με την ακλόνητη περηφάνια του και κατάλαβε
ότι θα έπρεπε να την παραμερίσει. Τι σημασία είχε αν οι
σωματοφύλα-κές του μάθαιναν ότι η γυναίκα του τον είχε
παρατήσει; Τι σημασία είχε οτιδήποτε άλλο πέρα από το να πάρει
τη Ρόζα πίσω ξανά;

«Η γυναίκα μου».

«Η πριγκίπισσα έφυγε;» ρώτησε ο σωματοφύλακας έκπληκτος.

«Ναι, η πριγκίπισσα έφυγε!» είπε κοφτά ο Κελάλ. «Επειδή οι


άνθρωποι σου δεν έκαναν σωστά τη δουλειά τους. Την άφησαν να
φύγει από το στούντιο απροστάτευτη και τώρα κατάφερε να
ξεφύγει απ’ όλους. Κι αν ενδιαφέρεσαι για το μέλλον σου, θα έχεις
ανακαλύψει πού είναι μέχρι τη δύση του ήλιου αύριο».

Τα κατάφεραν πολύ καλύτερα. Είχαν εντοπίσει τη Ρόζα μέχρι το


επόμενο απόγευμα και ο Κελάλ έμεινε κατάπληκτος όταν άκουσε
ότι είχε γυρίσει στη Σικελία.

Στη Σικελία;

Του είχε πει όπ δε θα γύριζε ποτέ εκεί! Του είχε πει ότι δεν υπήρχε
περίπτωση να μπλέξει με τη δυσλειτουργική οικογένειά της ποτέ
ξανά.

«Μ ένει με την οικογένειά της;»

«Όχι, αφεντικό. Είναι ολομόναχη σ’ ένα σπίτι στην παραλία στην


ανατολική πλευρά του νησιού».

Ο Κελάλ κατένευσε. «Ετοιμάστε το αεροπλάνο», είπε βλοσυρά.


Όταν το τζετ του προσγειώθηκε στη Σικελία αρκετές ώρες
αργότερα, του πέρασε από το μυαλό η σκέψη ότι η ισχυρή
οικογένειά της μπορεί να προσπαθούσε να τον εμποδίσει να μπει
στη χώρα, αλλά έκανε λάθος. Του πέρασε επίσης από το μυαλό ότι
ίσως θα έπρεπε να περιμένει μέχρι το επόμενο πρωί για να τη δει,
αφού ο ήλιος είχε αρχίσει ήδη να δύει στον ουρανό καθώς το
αυτοκίνητο που τον πε-ρίμενε έφευγε από το αεροδρόμιο. Αλλά
για πρώτη φορά στη ζωή του δεν άντεχε τη σκέψη να περιμένει -
όσο μεγαλύτερο ψυχολογικό πλεονέκτημα και αν θα ήταν αυτό.

Τελικά το αυτοκίνητο σταμάτησε απότομα και ο οδηγός έδειξε ένα


μοναχικό σπίτι στην παραλία στο βάθος, που μόλις διακρινόταν
μέσα από τα δέντρα και τους θάμνους. Ήταν σ’ ένα τμήμα ενός
προστα-τευόμενου πάρκου στο οποίο απαγορευόταν η είσοδος
αυτοκινήτων. Ο Κελάλ σκέφτηκε ότι η αστραφτερή λιμουζίνα δε
θα είχε την παραμικρή ελπίδα να διασχίσει αυτό το στενό
μονοπάτι, έτσι είπε στον οδηγό του, καθώς και στο αυτοκίνητο με
τους σωματοφύλακες που ακολουθούσε να φύγουν, σταματώντας
τις διαμαρτυρίες τους με μια κοφτή και αδιάλλακτη κίνηση του
χεριού του.

«Δε θέλω κανέναν άλλο εδώ», είπε άγρια. «Φύγετε τώρα».

«Μ α, αφεντικό...»

«Φύγετε!»

Στάθηκε και παρακολούθησε τα μεγάλα αυτοκίνητα να


απομακρύνονται για να σιγουρευτεί ότι θα τον υπάκουαν. Μ εγάλα
σύννεφα σκόνης σηκώθηκαν γύρω τους καθώς τα δύο αυτοκίνητα
έγιναν μικρές μαύρες κουκκίδες στο βάθος. Και ξαφνικά ένιωσε
ένα αναπάντεχο κύμα απελευθέρωσης. Συνειδητοποίησε ότι είχε
περάσει πολύς καιρός από τότε που είχε πάει κάπου χωρίς να τον
ακολουθεί ένας από τους σωματοφύλακες που ήταν μέρος της
ζωής του από τότε που θυμόταν τον εαυτό του.

Για πρώτη φορά άφησε τον εαυτό του να κοιτάξει προσεχπκά γύρω
του, ανασαίνοντας βαθιά τον ευωδιαστό αέρα. Μ ύριζε λεμόνι και
πεύκο και μπορούσε ν’ ακούσει τη χορωδία των τζπζικιών που
αντηχούσε στους γύρω λόφους. Η βλάστηση ήταν εκπληκτικά
πράσινη -με λουλούδια διάσπαρτα εδώ και εκεί- και στο βάθος
μπορούσε να δει το βαθύ μπλε της θάλασσας. Κοίταξε τα πόδια
του και κάποιο ένστικτο τον έκανε να βγάλει τα δερμάτινα
μοκασίνια του και να τα πάρει στα χέρια του.

Η ζεστή άμμος ήταν τραχιά ανάμεσα στα δάχτυλά του και, καθώς
προχωρούσε στο στενό μονοπάτι, ένιωσε εκείνη την αίσθηση
ελευθερίας ξανά. Μ ήπως επειδή για πρώτη φορά στη ζωή του
ακολουθούσε την καρδιά του; Γιατί εκείνη τη στιγμή δεν ήταν πια
πρίγκιπας και σεΐχης, αλλά απλά ένας άντρας που είχε έρθει για να
συμφιλιωθεί με τη γυναίκα του.

Το παραλιακό σπίτι μπροστά του ήταν ταπεινό, μια απλή


μονοκατοικία με μια φαρδιά, ξύλινη βεράντα που είχε θέα στη
θάλασσα. Η ομορφιά του βρισκόταν στην τοποθεσία του -στην
ασύγκριτη θέα και την απομόνωση- και ξαφνικά ο Κελάλ
αναρωτήθηκε τι θα έκανε αν η Ρόζα δεν ήταν εκεί. Πώς θ’
αντιδρούσε εκείνη αν γύριζε αργότερα και τον έβρισκε να την
περιμένει; Θα έστρεφε τη δύναμη της οικογένειας Κορέτι ενάντια
στον αποξενωμένο σύζυγό της τον οποίο μπορούσε να
κατηγορήσει δικαίως ότι την καταδίωκε;

Δεν τον ένοιαζε. Ας τον κυνηγούσαν οι Κορέτι. Ας τον


κυνηγούσαν όλοι. Δε θα πήγαινε πουθενά μέχρι να κοιτάξει τη
Ρόζα στα μάτια και να της πει αυτά που έπρεπε ν’ ακούσει εκείνη.

Κινήθηκε αθόρυβα, επειδή κατά βάθος ήταν παιδί της ερήμου,


μαθημένο να γίνεται ένα με οποιοδήποτε τοπίο. Σκέφτηκε
φευγαλέα ότι η Σικελία ήταν πράγματι τόσο όμορφη όσο είχε
ακούσει ποτέ γι’ αυτή, και ότι θα του άρεσε να έχει την ευκαιρία
να την εξερευνήσει περισσότερο. Και τότε την είδε και τα βήματά
του σταμάτησαν, μέχρι που έμεινε εντελώς ακίνητος.

Καθόταν στην άλλη άκρη της βεράντας, με τα πόδια της να


κρέμονται από το πλάι, κάτω από τη σκιά ενός πεύκου, αλλά
φορούσε ένα καπέλο για τον ήλιο σαν επιπλέον προφύλαξη. Το
καπέλο φαινόταν καινούριο και ήταν ψάθινο -το στεφάνι του ήταν
στολισμένο με ζωηρόχρωμα πορτοκαλί και ροζ μεταξωτά
λουλούδια που ταίριαζαν με το φόρεμά της. Ένιωσε έναν κόμπο να
σχηματίζεται στο λαιμό του καθώς την παρακολουθούσε ν’
ατενίζει επίμονα τη θάλασσα. Ήθελε να μείνει εκεί όλη τη μέρα
παρακολουθώντας την, αλλά σκέφτηκε ότι εκείνη μπορεί να γύριζε
και να τρόμαζε.

«Ρόζα», είπε σιγανά.

Για μια στιγμή η Ρόζα δεν κουνήθηκε, λέγοντας στον εαυτό της ότι
ήταν μία από εκείνες τις φαντασιώσεις που επινοούσαν
μερικές φορές οι έφηβες μαθήτριες. Εκείνες στις οποίες το
αντικείμενο του πόθου σου εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά σου, όσο
απίθανο και αν ήταν αυτό το σενάριο.

«Ρόζα», είπε ξανά η φωνή.

Τα νύχια της βυθίστηκαν στους μηρούς της. Δεν έφτανε που θα


έπρεπε να ζήσει χωρίς αυτόν, ήταν ανάγκη να τη βασανίζουν
και ακουστικές παραισθήσεις;

Γύρισε αργά το κεφάλι της και της κόπηκε η ανάσα. Άκουγε το


βροντερό χτυποκάρδι της καθώς εκείνος σήκωνε τις παλάμες
του, σαν ήρωας παλιάς καουμπόικης ταινίας που παραδιδόταν.

«Δεν ήθελα να σε τρομάξω», είπε.

«Λοιπόν, με τρόμαξες». Προσπάθησε να μην τον καταβροχθίσει με


τα μάτια της, αλλά ήταν αδύνατο, μπορούσε να μην τον κοιτάξει
και να συνεχίσει να τον κοιτάζει, όταν έμοιαζε με σκοτεινό και
αγαλμα-τένιο θεό που είχε μόλις προσγειωθεί στο σικελικό τοπίο;
Φορούσε ανοιχτόχρωμο λινό παντελόνι και εκρού μεταξωτό
πουκάμισο -τα μανίκια του ήταν μαζεμένα και άφηναν ακάλυπτους
τους βραχίονες του με το σκούρο τρίχωμα. Από αυτή την
απόσταση δεν μπορούσε να δει καλά την έκφρασή του, αλλά
καθώς εκείνος πλησίαζε πρόσεξε ότι ήταν ξυπόλυτος. Ο Κελάλ
περπατούσε δημοσίως ξυπόλυτος; Κοίταξε πάνω από τον ώμο του
στο τοπίο πίσω του. Και πού ήταν οι σωματοφύλακες του;

Δεν είχε σημασία. Καμία από αυτές τις ερωτήσεις δεν είχε
σημασία, επειδή εκείνος δεν ήταν πια κομμάτι της ζωής της. Είχε
δραπετεύσει απ’ αυτόν και τους ασταρχικούς τρόπους του. Τίποτα
δεν είχε αλλάξει. Μ όνο τα εξωτερικά στοιχεία. Είχε αφήσει κι
αυτόν και το σπίτι του στο Παρίσι και άρχιζε μια καινούρια δική
της ζωή. Δε θα ήταν εύκολο επειδή τον ήθελε ακόμη, αλλά θα το
έκανε. Έπρεπε να το κάνει.

Εκείνος ήταν πιο κοντά τώρα. Ανέβηκε στη βεράντα και η Ρόζα
είδε τη σκούρα λάμψη στα μάτια του και κατάλαβε ότι θα
έπρεπε να του πει να φύγει και να την αφήσει ήσυχη, αλλά εκείνη
τη στιγμή ανακάλυψε ότι η περιέργειά της ήταν πιο δυνατή από το
ένστικτό της αυτοπροστασίας.

«Τι κάνεις εδώ;» ρώτησε, προσπαθώντας να δώσει τη σωστή χροιά


αδιάφορου σαρκασμού στη φωνή της. «Όχι, μη μου πεις. Ήρθες να
προσπαθήσεις να πάρεις τη μικρή σου κούκλα πίσω στο
Παρίσι. Είναι ώρα να της χτενίσεις τα μαλλιά και να τη βάλεις
ξανά στο γυαλιστερό κουτί της;»

Ο Κελάλ στάθηκε και την κοίταξε. Είδε τον πόνο και το θυμό στο
ανασηκωμένο πρόσωπό της καθώς σκεφτόταν όλα τα
επιχειρήματα που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να την
πείσει να γυρίσει στο Παρίσι μαζί του. Σκέφτηκε όλα τα πράγματα
που θα μπορούσε να της πει για να την πείσει. Πράγματα που
πιθανότατα εκείνη δε θα πίστευε -και ποιος μπορούσε να την
κατηγορήσει γι' αστό; Και δεν ήξερε από πού ν’ αρχίσει, επειδή όλα
αστά ήταν καινούρια γι’ αυτόν. Έσφιξε τις γροθιές του καθώς όλα
τα καταπιεσμένα συναισθήματά του απαιτούσαν να ελευθερωθούν,
αλλά η συνήθεια τον ωθούσε να αντισταθεί. Διάβολε, γιατί δε θα
έπρεπε ν’ αντισταθεί; Υπήρχε ένας λόγος που είχε βάλει όλα τα
συναισθήματά του στην κατάψυξη, και ήταν ένας πολύ σοβαρός
λόγος. Όταν δεν επιτρέπεις στον εαυτό σου να νιώθει πράγματα,
τότε δεν κινδύνευες να πληγωθείς.

Αλλά ξαφνικά δεν είχε αποτέλεσμα αυτό. Οτιδήποτε τον είχε


προστατέψει στο παρελθόν δεν κατάφερνε να τον προστατέψει
τώρα, επειδή ο πόνος στην καρδιά του ήταν πολύ αληθινός και
πολύ άγριος. Διέσχισε τη βεράντα, κάθισε κάτω δίπλα της και είδε
το κορμί της να σφίγγεται. Για μια στιγμή απλώθηκε σιωπή.

«Μ ου λείπεις», της είπε.

Εκείνη κούνησε το κεφάλι της. «Όχι, δε σου λείπω. Απλά νομίζεις


ότι σου λείπω. Είναι επειδή ήμουν εγώ αυτή που έφυγε και
πληγώθηκε η περηφάνια σου. Θα το ξεπεράσεις».

«Όχι, δε θα το ξεπεράσω», της είπε. «Δε νομίζω ότι θα μπορούσα,


ακόμη κι αν το ήθελα. Και δεν το θέλω. Απλά σε θέλω πίσω στη
ζωή μου επειδή σ’ αγαπώ, Ρόζα». Τα λόγια βγήκαν από το στόμα
του ξέπνοα, η φωνή του έτρεμε από τη συγκίνηση καθώς τελείωνε
την ήρεμη δήλωσή του. «Σ’ αγαπώ μ’ έναν τρόπο που δεν πίστευα
ποτέ ότι θα μπορούσα ν’ αγαπήσω κάποιον, και αυτή είναι η
αλήθεια».

Η Ρόζα ένιωσε ένα τρομερό κόμπο να της κλείνει το λαιμό και την
προδοτική γεύση των δακρύων στο στόμα της, αλλά δε θα
έκλαιγε. Ανάθεμά τον... δε θα έκλαιγε. Ούτε θα άκουγε τα κούφια
λόγια του. Μ πορεί εκείνος να είχε όλη τη αληθινή δύναμη -την
κοινωνική και οικονομική δύναμη που συνόδευαν το βασιλικό
τίτλο του-, αλλά είχε κι εκείνη δύναμη. Είχε τη δύναμη να ζήσει τη
ζωή της όπως ήθελε. Χωρίς πόνο και χωρίς ραγισμένη καρδιά.
Έγνεψε αρνητικά. «Είναι πολύ αργά, Κελάλ».

«Όχι!» Μ έσα στο σκοτάδι που έπεφτε, η λέξη αντήχησε με πάθος


στον ήσυχο σικελικό αέρα. «Μ η μου πεις ότι δεν αξίζουμε όλοι μια
δεύτερη ευκαιρία όταν τα θαλασσώνουμε τόσο θεαματικά.
Και παραδέχομαι ότι φέρθηκα σαν ηλίθιος. Στο γραφείο μου είπες
ότι ήθελες να με αγαπήσεις, αλλά εγώ δε σ’ άφηνα να με
πλησιάσεις αρκετά. Αλλά σ’ αφήνω να με πλησιάσεις τώρα. Μ ου
λες ότι τα συ-ναισθήματά σου για μένα έχουν αλλάξει, Ρόζα; Ότι
είκοσι τέσσερις ώρες έχουν αλλάξει τόσο δραστικά την
κατάσταση;»

Η Ρόζα προσπάθησε να μην επηρεαστεί από την έκφραση καθαρού


πόνου στο πρόσωπό του καθώς της μιλούσε, αλλά ήταν το πιο
δύσκολο πράγμα που είχε αναγκαστεί να κάνει ποτέ. Επειδή,
φυσικά, δεν είχε σταματήσει να τον αγαπάει. Η αγάπη δεν ήταν
κάτι που μπορούσες να ανοίξεις και να κλείσεις όπως μια βρύση.
Ήθελε να τον πάρει στην αγκαλιά της και να τον κρατήσει σφιχτά.
Ήθελε να σβήσει τον πόνο της καρδιάς της στη γλύκα του φιλιού
του -αλλά σε τι θα ωφελούσε αυτό; Αυτός είναι βραχυπρόθεσμος
πόνος με μακροπρόθεσμο κέρδος, είπε άγρια στον εαυτό της. Ο
Κελάλ απλά θέλει να κερδίζει σε όλα και γι’ αυτό σε θέλει πίσω.

«Δεν είμαι το είδος της γυναίκας που χρειάζεσαι, Κελάλ», είπε


ήρεμα. «Χρειάζεσαι κάποια που να μπορείς να εξουσιάζεις.
Κάποια που θα κάνει ακριβώς αυτό που θέλεις να κάνει. Μ ερικές
γυναίκες μπορεί να τό αποκαλούν αυτό αυταρχικότητα, αλλά εγώ
το αποκαλώ εμμονή με τον έλεγχο και δεν μπορώ να ζήσω έτσι.
Όχι πια».

Το κορμί του σφίχτηκε. «Μ πορείς να έχεις την εκπομπή σου στην


τηλεόραση ξανά!»

«Όχι!» Εκνευρισμένη, κούνησε τα χέρια της στον αέρα. «Δεν


καταλαβαίνεις! Αυτό δεν έχει καμία σχέση με την εκπομπή μου».

«Μ α αυτό δεν ήταν που σ’ έκανε να φύγεις;»

«Αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, ναι. Αλλά αυτό


που μ’ έκανε να φύγω πραγματικά ήταν η βαθιά ανισότητα στη
σχέση μας. Δε θέλω να ζω με κάποιον που δε θα με αφήνει να
κάνω κάτι και μόνο όταν θα επιμένω και θα τον πιέζω θ’ αλλάζει
γνώμη και θα μου δίνει την άδειά του. Είμαι ενήλικη, Κελάλ. Δε
χρειάζομαι την άδεια κα-νενός για να ζήσω τη ζωή μου. Ούτε τη
δική σου ούτε της οικογένειάς μου. Το υπέμεινα πάρα πολλά
χρόνια αυτό και δεν το θέλω πια».

Εκείνος είδε την ξαφνική άγρια έκφραση στο πρόσωπό της. «Γιατί
γύρισες στη Σικελία;» τη ρώτησε ξαφνικά. «Μ ου είχες πει ότι δε
θα γύριζες ποτέ ξανά».

Ακολούθησε σιωπή για μια στιγμή καθώς η Ρόζα συλλογιζόταν την


ερώτησή του. «Επειδή σκέφτηκα κάτι που είπες και
συνειδητοποίησα ότι είχες δίκιο. Ότι δεν είχα κανένα δικαίωμα να
προσπαθήσω να

γιατρέψω εσένα, όταν η δική μου ζωή ήταν τόσο μπερδεμένη»,


είπε. «Ήξερα ότι έπρεπε να μιλήσω με τους αδερφούς μου και τη
μητέρα μου. Ιδιαίτερα με τη μητέρα μου. Έπρεπε ν’ ακούσω τη
δική της πλευρά της ιστορίας. Έπρεπε να μάθω τι την έκανε να
προδώσει τον μπαμπά μου με τον ίδιο του τον αδερφό, αλλά μετά
έπρεπε να το ξεχάσω. Επειδή είναι η δική της ζωή, όχι η δική μου».

«Και τι σου είπε εκείνη;»

«Θα τη συναντήσω για καφέ αύριο το πρωί». Παραλίγο να πει,


«Θα σ’ ενημερώσω», μέχρι που συνειδητοποίησε ότι δε θα το
έκανε, επειδή την επόμενη μέρα εκείνος θα είχε φύγει από εκεί. Η
ίδια ήθελε να τον δει να φεύγει.
Ο Κελάλ είδε την καινούρια ένταση στο πρόσωπό της και η καρδιά
του σφίχτηκε. «Λυπάμαι γι’ αυτά που έχεις περάσει με την
οικογένειά σου, Ρόζα...»

«Ναι, το ξέρω», τον έκοψε, μισώντας το προδοτικό μικρό ράγισμα


στη φωνή της. «Και αυτό ήταν ένα από τα πρώτα πράγματα που
αγάπησα σ’ εσένα -ότι ξεπέρασες όλες τις προσδοκίες μου. Ότι
μόλις ξεπέρασες το αρχικό σοκ για τους γονείς μου, με στήριξες.
Και σου ήμουν ευγνώμων γι’ αυτό, Κελάλ. Πίστευα ότι θα μ’
έκρινες αρνητικά, αλλά εσύ δεν το έκανες. Και μετά, όταν μου
ανοίχτηκες τη νύχτα του γάμου μας, ένιωσα κάτι σαν ελπίδα για το
μέλλον. Ένιωσα ότι δύο άνθρωποι που είχαν σημαδευτεί από το
παρελθόν μπορούσαν να βρουν παρηγοριά και ανακούφιση ο ένας
στον άλλο. Αλλά τότε εσύ κλείστηκες ξανά στον εαυτό σου, και
μολονότι υπήρχαν στιγμές που ένιωθα σαν να υπήρχε αληθινό
πάθος και φιλία, ήταν σαν να ήθελες να τα κρατήσεις σφαλισμένα
μακριά από μένα».

«Και ήταν αλήθεια», είπε αργά εκείνος, καθώς τα λόγια της έλυναν
ένα αίνιγμα που δεν είχε καταλάβει ποτέ πραγματικά μέχρι
τώρα. Την κοίταξε διαπεραστικά. «Υποθέτω ότι φοβόμουν να
βρεθώ πολύ κοντά με οποιονδήποτε. Ένιωθα ότι ήταν πολύ
μεγάλο ρίσκο. Μ πορείς να το καταλάβεις αυτό, Ρόζα;»

Εκείνη κατένευσε καθώς άκουγε το τρέμουλο της αβεβαιότητας


στη φωνή του και ξαφνικά ο ατσάλινος άντρας της έδειχνε
ευαίσθητος και ευάλωτος και δεν μπόρεσε να εμποδίσει την καρδιά
της να σκιρτήσει γι’ αυτόν. «Φυσικά και μπορώ να το καταλάβω»,
είπε. «Έχασες τη μητέρα σου μ1 ένα βίαιο τρόπο που σε άφησε
συντετριμμένο. Το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι κατηγορούσες τον
εαυτό σου. Ακόμη τον κατηγορείς».

«Ξέρεις γιατί κατηγορώ τον εαυτό μου», είπε σιγανά εκείνος.


«Ξέρεις τι έγινε εκείνη τη μέρα».

«Μ α δεν είσαι καν σίγουρος για τα γεγονότα, έτσι δεν είναι;»


ψιθύρισε η Ρόζα. «Αρνήθηκες να δεις την έκθεση της νεκροψίας ή
να μιλήσεις με τους γιατρούς». Τον είδε να μορφάζει, αλλά ήξερε
ότι έπρεπε να συνεχίσει. Επειδή, έστω κι αν ο Κελάλ δεν ήταν πια
ένα μικρό αγόρι παγιδευμένο σ’ έναν εφιάλτη ενοχών και
απώλειας, ήταν ένας άντρας που εξακολουθούσε να υποφέρει
εξαιτίας εκείνης της μέρας, και θα συνέχιζε να υποφέρει αν δεν το
αντιμετώπιζε αυτό στα ίσια. «Πιστεύω ότι πρέπει να γυρίσεις στο
Ζαχραστάν και να μάθεις την αλήθεια. Μ ου είπες ότι η μητέρα
σου υπέφερε από πονοκεφάλους πριν από το πικνίκ. Μ πορεί
λοιπόν αυτή να ήταν η αιτία της πτώσης της. Μ πορεί να είχε
πεθάνει ούτως ή άλλως -μπορεί και όχι. Πρέπει να μάθεις, Κελάλ.
Δεν μπορείς να συνεχίσεις να ζεις με το βάρος των ενοχών ούτε
μπορείς να συνεχίσεις ν’ αποφεύγεις το ρίσκο, απλά επειδή είναι
πιο ασφαλές έτσι. Πρέπει να μάθεις να ρισκάρεις -μ’ εμένα, ναι,
αλλά κυρίως, με τον εαυτό σου».

Εκείνος ξεροκατάπιε, πασχίζοντας ν’ αντιμετωπίσει τα νέα και


πολύ δυνατά συναισθήματα που είχαν αρχίσει να αναδύονται μέσα
του, Και αναρωτήθηκε μήπως ήταν πραγματικά πολύ αργά. «Θα
πάω», είπε. «Και θ’ αντιμετωπίσω οποιαδήποτε αλήθεια με
περιμένει εκεί. Αλλά, πριν το κάνω αυτό, υπάρχει κάτι που πρέπει
να μάθεις. Κάτι που δε σου είπα ποτέ πριν, ενώ θα έπρεπε να το
είχα κάνει». Έκανε μια παύση καθώς κοίταζε το απαλό χώρισμα
των χειλιών της. «Εκείνη την πρώτη φορά που σε είδα, άγγιξες
κάτι μέσα στην καρδιά μου. Κοίταξα στην απέναντι πλευρά
εκείνου του γεμάτου κόσμο νάιτκλαμπ, χωρίς να ξέρω ότι
επρόκειτο να γνωρίσω μια γυναίκα που θ’ άλλαζε σχεδόν τα πάντα
στη ζωή μου».

«Κελάλ...»

«Και αυτός είναι ο λόγος που σε ρωτάω με όλη μου την


ειλικρίνεια: μπορούμε, σε παρακαλώ, να δοκιμάσουμε ξανά; Επειδή
σ’ αγαπώ, Ρόζα, και θέλω να είμαι ένας αληθινός σύζυγος για σένα
-με όλη τη σημασία της λέξης».

Εκείνη ξεροκατάπινε ξέφρενα αλλά ήταν μάταιο, επειδή τα δάκρυα


που είχαν αρχίσει ν’ αναβλύζουν στα μάτια της είχαν αρχίσει να
κυλάνε στα μάγουλά της. Αλλά τότε κατάλαβε από το ξαφνικό
σκοτείνιασμα του προσώπου του ότι υπήρχε φόβος να
παρερμηνεύσει εκείνος αυτά τα δάκρυα και σταμάτησε να πολεμά
τα συναισθήματά της. Ενέδωσε σε αυτό που ήθελε να κάνει από
την αρχή και, με πρόσωπο μουσκεμένο από τα δάκρυα, τύλιξε τα
χέρια της γύρω από το λαιμό του και κόλλησε τα χείλη της στα
δικά του.
«Ναι», είπε, ψιθυρίζοντας τα λόγια πάνω στο στόμα του. «Ναι σε
κάθε γλώσσα που ξέρω -και στη δική σου, επίσης, που δεν
έχω μάθει ακόμη. Ναι, επειδή κι εγώ σ’ αγαπώ -αν και προσπάθησα
να πείσω τον εαυτό μου ότι ήμουν τρελή που σ’ αγαπούσα. Αλλά
δεν μπορούσα να το αποφύγω, όσο σκληρά και αν προσπάθησα.
Και θέλω να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου αγαπώντας σε, αλλά
μόνο αν μου υποσχεθείς ότι δε θα με κλείσεις ποτέ ξανά έξω από
την καρδιά σου».

«Το υπόσχομαι», της είπε με πάθος. «Τώρα θα με φιλήσεις, σε


παρακαλώ, κανονικά, πριν τρελαθώ εντελώς;»

Τα χείλη της πιέστηκαν σκληρά στα δικά του σχεδόν πριν


προλάβει να τελειώσει την πρότασή του, αλλά αυτό το φιλί ήταν
διαφορετικό. Έμοιαζε σχεδόν σαν μια δήλωση -και μια
επισφράγιση. Έμοιαζε σχεδόν σαν να είχε τη δύναμη ν’ αλλάξει τη
ζωή τους. Και ίσως να την είχε. Η Ρόζα χαμογέλασε σαν να είχε
καταλάβει ξαφνικά το καλύτερα κρυμμένο μυστικό του κόσμου,
όταν ο Κελάλ σηκώθηκε, την πήρε στην αγκαλιά του και τη
μετέφερε μέσα στο μικρό ξύλινο σπίτι.

Επειδή δεν έλεγαν πάντα όλοι ότι η αληθινή αγάπη είχε τη δύναμη
να σε αλλάξει;

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το παλάτι Αλ-Ντιμασκί έλαμπε στον απογευματινό ήλιο,
δεσπόζοντας στο γυμνό τοπίο σαν ένα όμορφο παραμυθένιο
κάστρο στον ορίζοντα. Η Ρόζα κοίταξε έξω από το παράθυρο του
αυτοκινήτου με μια αυξανόμενη αίσθηση έξαψης. Λαχταρούσε να
επισκεφθεί το βασίλειο του Ζαχραστάν και τώρα η στιγμή είχε
φτάσει επιτέλους. Είδε πύργους και θόλους και το ελκυστικό
λαμπύρισμα νερού ανάμεσα στους ροδόκηπους και έβγαλε ένα
μικρό αναστεναγμό αδημονίας.

Ο Κελάλ έσφιξε το χέρι της. «Είσαι νευρική;» τη ρώτησε.

«Λιγάκι». Γύρισε να τον κοιτάξει. «Φοβάμαι ότι ο αδερφός σου δε


θα με συμπαθήσει».

«Πώς είναι δυνατό να μη σε συμπαθήσει;» Τα μάτια του ήταν


τρυφερά καθώς την κοίταζε. «Είσαι η γυναίκα που εξημέρωσε
τον απόμακρο σεΐχη. Η περήφανη Σικελή καλλονή που ο λαός μου
ανυ-πομονεί να γνωρίσει». Σήκωσε το χέρι της στα χείλη του και
το φίλησε. «Και η γυναίκα που έχει αιχμαλωτίσει ολοκληρωτικά
την καρδιά μου».

«Εντάξει, αφού το θέτεις έτσι». Χάιδεψε το στόμα του με τα


ακροδάχτυλά της, αλλά τα επόμενα λόγια της ήταν δισταχτικά.
«Και πώς νιώθεις εσύ που γυρίζεις πίσω, Κελάλ; Εννοώ,
πραγματικά».

Ο Κελάλ έμεινε σιωπηλός για μια στιγμή καθώς σκεφτόταν την


ερώτησή της. Αυτό ήταν το δεύτερο ταξίδι του στο Ζαχραστάν
μέσα σε δύο μήνες. Την πρώτη φορά είχε έρθει μόνος και ήταν ένα
ταξίδι ανάγκης, όχι αναψυχής. Είχε πάει στο νοσοκομείο στην
πρωτεύουσα όπου είχε μεταφερθεί η μητέρα του μετά την πτώση
της. Είχε πιέσει τον εαυτό του να διαβάσει όλα τα αρχεία και μετά
είχε μιλήσει με το διευθυντή, ο οποίος ήταν ένας πολύ νέος
γιατρός τότε.

Ο Κελάλ θυμόταν ζωηρά την επιστροφή του στο Παρίσι. Θυμόταν


τη γεμάτη ελπίδα έκφραση στο πρόσωπο της Ρόζας και τον
τρόπο που είχε γίνει επιφυλακτική όταν της είπε ότι οι εξετάσεις
δεν είχαν καταλήξει σε κάποιο σίγουρο συμπέρασμα. 'Οτι
εξακολουθούσε να μην ξέρει αν ο θάνατος της μητέρας του
οφειλόταν στην πτώση ή σε κάποια προϋπάρχουσα πάθηση. Αλλά
δεν τον πείραζε. Της είχε πει κι αυτό επίσης. Όλα θα πήγαιναν
καλά. Το παρελθόν ήταν παρελθόν και δεν μπορούσε να κάνει
τίποτα για να το αλλάξει. Το μόνο που είχε ήταν το παρόν -το
υπέροχο παρόν, με τη λατρεμένη σύζυγό του, που του είχε διδάξει
τόσα πολλά, στο πλευρό του.

«Νιώθω χαρά», είπε απλά. «Και ευγνωμοσύνη. Που βρίσκοντας


εσένα, μπόρεσα να βρω τον εαυτό μου και έμαθα να ζω μ’ έναν
τρόπο που δεν πίστευα ποτέ ότι ήταν εφικτός. Και ανυπομονώ για
τους εορτασμούς».

«Κι εγώ», είπε η Ρόζα. «Αν και είχα τις επιφυλάξεις μου για τη
λίστα των καλεσμένων».

«Λοιπόν, μην έχεις. Το απαγορεύω ρητά. Και δεν ξέρω γιατί


χαχανίζεις έτσι, Ρόζα, γιατί πραγματικά το απαγορεύω!»

Έσφιξε το χέρι της μέσα στο δικό του. Βρίσκονταν στο Ζαχραστάν
επειδή ο βασιλιάς ήθελε να παραθέσει μια μεγάλη δεξίωση για
τον αδερφό του και τη Σικελή σύζυγό του. Η πρώην μνηστή του
Κελάλ, η Άισα, θα ήταν επίσης εκεί, μαζί με τον ευγενή από την
Τοσκάνη που είχε παντρευτεί αφού ο Κελάλ την είχε
«ελευθερώσει» από τον αρραβώνα τους, ξαφνιάζοντας τους
πάντες. Τα χείλη του ανασηκώθηκαν. Πόσο γεμάτη εκπλήξεις
μπορούσε να είναι η ζωή! Η οικογένεια της Ρόζας είχε προσκληθεί
επίσης και οι περισσότεροι από αυτούς θα έρχονταν. Θα υπήρχαν
αναμφίβολα τριβές, αν και έλπιζε ότι το μεγαλοπρεπές περιβάλλον
του παλατιού των Αλ-Ντιμασκί θα μετάγγιζε λίγη ηρεμία στην
υπερβολικά πληθωρική μερικές φορές φύση της οικογένειας
Κορέτι.

Κι αν δε συνέβαινε αυτό; Αν υπήρχαν θορυβώδεις σκηνές και


δάκρυα, συμφιλιώσεις και χωρισμοί; Δε βαριέσαι. Ό,τι ήταν να
γίνει, θα γινόταν. Ο Κελάλ είχε μάθει ότι υπήρχαν πολλά
πράγματα στη ζωή

που δεν μπορούσε να ελέγξει. Είχε μάθει ότι μερικές φορές το να


ρισκάρεις ήταν τόσο αναγκαίο στη ζωή όσο και το να
ανασαίνεις. Χάιδεψε το λαμπερό στέμμα των σκούρων μαλλιών
της γυναίκας του και χαμογέλασε καθώς έσκυβε να τη φιλήσει.

Και είχε μάθει ότι η αγάπη ήταν το πιο αναγκαίο πράγμα απ' όλα.
ΤΕΛΟΣ

ΟΙ ΚΟΡΕΤΙ ΤΗΣ ΣΙΚΕΛΙΑΣ και πάλι κοντά σας τον επόμενο


μήνα, με το έκτο βιβλίο της σειράς: «Δεσμώτες του Χτες» της
Lynn Raye Harris (Χρυσά Άρλεκιν 1667)

You might also like