You are on page 1of 198

ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΠΕΡΗΦΑΝΙΑ

Annie Burrows
Μετάφραση: Φρίντα Καψάλη

ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Β.Ε.Ε.
Φειδίου 18,106 78 Αθήνα
Τηλ.: 210.3609 438 - 210.3629 723
www.arlekin.gr
Τίτλος πρωτοτύπου:
Captain Fawley’s Innocent Bride

© Annie Burrows 2008. All rights reserved.

© 2009 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ABEE


για την ελληνική γλώσσα, κατόπιν συμφωνίας με
τη HARLEQUIN ENTERPRISES II B.V. / S.a.r.l.
ISSN 1108-4324

Μετάφραση: Φρίντα Καψάλη


Επιμέλεια: Μαρίνα Τσαμουρά
Διόρθωση: Σωτηρία Αποστολάκη

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου,


η αναπαραγωγή ή μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό
ή άλλο μέσο, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη.

ΚΛΑΣΙΚΑ ΑΡΛΕΚΙΝ - ΤΕΥΧΟΣ 217


Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε στην Ελλάδα.
Made and printed in Greece.
Κεφάλαιο 1

«Ωχ, όχι!» παραπονέθηκε η Σουζάνα στη φίλη της, την Ντέμπορα Γκίλις,
ανοίγοντας με μια κίνηση τη βεντάλια της για να κρύψει το πρόσωπό της.
«Έρχεται ο χωλός λοχαγός Φόλεϊ για να μου ζητήσει πάλι να χορέψουμε.
Όμως εγώ δεν μπορώ. Μου είναι αδύνατον».
Η Ντέμπορα έσφιξε τα χείλη της για να κρύψει την αποστροφή της -όχι,
όμως, για τον λοχαγό Φόλεϊ. Ο καημένος δεν ευθυνόταν για την κατάστα-
σή του. Είχε χάσει το κάτω μέρος του ενός ποδιού του και το αριστερό χέρι
του στην ίδια έκρηξη που είχε παραμορφώσει τόσο πολύ το πρόσωπό του.
Το αριστερό βλέφαρο θα ήταν πάντα πεσμένο εξαιτίας ενός σημαδιού που
κάλυπτε ολόκληρο το μάγουλό του, δίνοντας στο στόμα του μια μόνιμα
κυνική έκφραση. Το μόνο που αισθανόταν για κείνον ήταν συμπόνια.
Αυτό που την τάραζε ήταν η συμπεριφορά της Σουζάνας.
Ο λοχαγός Φόλεϊ υποκλίθηκε πάνω απ’ το χέρι της φίλης της, με τα
σκούρα μάτια του κολλημένα αποφασιστικά στα δικά της.
«Καλησπέρα, δεσποινίς Χάλγουορθι. Δεσποινίς Γκίλις». Παρ’ ότι χαιρέτη-
σε και την Ντέμπορα, ο λοχαγός τής έριξε μόνο μια γρήγορη ματιά. «Ήλπι-
ζα ότι θα σας έπειθα να μου χαρίσετε ένα χορό απόψε».
«Ω, λοχαγέ μου», απάντησε η Σουζάνα, με μια πειστική δόση θλίψης
στον τόνο της φωνής της. «Πολύ φοβάμαι ότι είμαι κλεισμένη γι' απόψε.
Τώρα που μιλάμε, έρχεται ο παρτενέρ μου για την καντρίλια». Κοίταξε πί-
σω απ’ τον λοχαγό Φόλεϊ μ’ ένα χαμόγελο σαν όμορφο ροζ φιόγκο στα
χείλη της καθώς ο βαρόνος Ντάνινγκ πλησίαζε για να της ζητήσει να χο-
ρέψουν.
Η Ντέμπορα υπέθετε ότι δεν έφταιγε η Σουζάνα για τον κοινωνικό κα-
νόνα που έλεγε ότι μια κυρία έπρεπε να κρύβει τα αληθινά συναισθήματά
της, συμπεριφερόμενη πάντα με αβρότητα. Όμως θα ήταν πιο ευγενικό
απέναντι στον λοχαγό Φόλεϊ αν μπορούσε να του μιλήσει ευθέως. Έτσι,
εκείνος θα σταματούσε να την προσεγγίζει και να απορρίπτεται κάθε φο-
ρά τόσο κομψά, χωρίς να γνωρίζει βέβαια ότι το στομάχι της Σουζάνας α-
νακατευόταν ακόμα και με τη σκέψη του αγγίγματος του.
Τον κοίταξε συμπονετικά, παρακολουθώντας τη Σουζάνα ν’ ανεβαίνει
στην πίστα με το χέρι της στο βραχίονα του αρχοντικού νεαρού παρτενέρ
της. Ο λοχαγός Φόλεϊ σίγουρα ήταν εντυπωσιακά όμορφος κάποτε, ανα-
λογίστηκε με καημό. Ήταν μελαχρινός, με μαύρα μάτια και χαρακτηριστι-
κά που ήταν ακόμα ελκυστικά κάτω απ’ το φρικιαστικά κόκκινο σουφρω-
μένο δέρμα.
Ο βαρόνος Ντάνινγκ, αντίθετα, δεν είχε τίποτα όμορφο πάνω του. Το
πιγούνι του ήταν μικρό και το τόνιζε ακόμα περισσότερο ένα στόμα με
πεταχτά δόντια, ενώ σπυράκια με πύο κάλυπταν το λιπαρό δέρμα του.
«Πολλοί άνθρωποι έχουν ακμή», είχε διαμαρτυρηθεί η Σουζάνα όταν η
Ντέμπορα είχε επισημάνει ότι το δέρμα του βαρόνου Ντάνινγκ δεν ήταν
καλύτερο απ’ του λοχαγού Φόλεϊ. «Τι να κάνει;»
Άλλωστε ο Ντάνινγκ είχε τίτλο ευγενείας, ενώ ο καημένος ο λοχαγός το
μόνο που είχε να προσφέρει ήταν η αφοσίωσή του. Και η Σουζάνα ίσως να
διατεινόταν ότι θα ήταν γελοίο να χορεύει άχαρα μ’ έναν άντρα με ψεύτι-
κο πόδι, αλλά δεν την ανησυχούσε ποτέ πόσο γελοίο ήταν να χορεύει με
τον φαιδρό κόμη του Κάξτον. Οι φήμες έλεγαν ότι ο λιπόσαρκος χήρος
αναζητούσε τη σύζυγο νούμερο τρία και η Σουζάνα ήταν έτοιμη να ξεχάσει
τις ευαισθησίες της για τον τίτλο ευγενείας.
Ο αδέκαρος λοχαγός Φόλεϊ δεν μπορούσε να περιμένει την ίδια κατανό-
ηση.
«Πώς θα τον άφηνα να με αγγίξει με το τεχνητό του χέρι;» κλαψούριζε η
Σουζάνα τις προάλλες, όταν ετοιμάζονταν για ύπνο ύστερα από μια μα-
κριά μέρα κυνηγιού για τον ιδανικό σύζυγο. Όσο η Σουζάνα ενυδάτωνε το
δέρμα της με λοσιόν ανανά, η Ντέμπορα σκεφτόταν ότι οι πρώτες εβδο-
μάδες της άνοιξης αποκαλούνταν κατ’ ευφημισμό «κοσμική σεζόν». Οι
ντεμπιτάντ κυνηγούσαν το θήραμά τους αδίστακτα, όπως έκαναν οι ά-
ντρες στο κυνήγι της χήνας, εξάπτοντας τους ανυποψίαστους εργένηδες μ’
ένα στροβίλισμα της μεταξωτής φούστας τους και ρίχνοντάς τους το τε-
λειωτικό χτύπημα με τα λαμπερά μάτια τους. Ή τους παρέσυραν σε παγί-
δες, με δόλωμα μελιστάλαχτα χαμόγελα και γλυκόλογα.
«Είναι τόσο καλοφτιαγμένο, που σχεδόν δεν το καταλαβαίνεις ότι είναι
τεχνητό», είχε επισημάνει η Ντέμπορα. «Όταν φοράει βραδινά γάντια, εί-
ναι σαν το χέρι οποιουδήποτε άντρα».
«Αν αγγίξει τον ώμο μου, θα καταλάβω ότι είναι νεκρό πράγμα», είχε
αντιτείνει η Σουζάνα, ανατριχιάζοντας. «Μπλιαχ!»
Όταν η ορχήστρα άρχισε να παίζει, ο λοχαγός Φόλεϊ γύρισε στην Ντέ-
μπορα και της πρόσφερε το βραχίονά του. Τον δεξιό βραχίονά του. Η Ντέ-
μπορα είχε προσέξει από άλλες φορές ότι, όταν πρόσφερε το χέρι του σε
μια κυρία, δεν ήταν ποτέ ό,τι είχε απομείνει από το αριστερό.
«Θα θέλατε να χορέψουμε;»
Η Ντέμπορα χαμογέλασε, βάζοντας το χέρι της στο μανίκι του. Γύρισε
και τον κοίταξε και σκέφτηκε με οίκτο ότι ο λοχαγός πρόβαλε τη δεξιά
πλευρά του για να κρύβει την καμένη. Αρκετά τον ενοχλούσε η εμφάνισή
του ακόμα και χωρίς να του φέρονται με αποστροφή κορίτσια σαν τη Σου-
ζάνα. Μάλιστα, είχε μακρύνει τα μαλλιά του, παρ’ ότι δεν ήταν της μόδας,
και έριχνε τη φράντζα του στην αριστερή πλευρά του μετώπου του, σε μια
προσπάθεια να κρύψει το μεγαλύτερο μέρος του σημαδιού.
Προχώρησαν πίσω απ’ τους κίονες που αποτελούσαν τα όρια της πί-
στας. Το βήμα του ήταν κάπως ασταθές, παραδέχτηκε η Ντέμπορα, μη θέ-
λοντας να αδικήσει τη Σουζάνα. Όμως ο άνθρωπος δεν ήταν χωλός! Παρ’
ότι δεν είχαν χορέψει ποτέ μαζί, δε θα ήταν χειρότερος απ’ τους περισσό-
τερους άντρες που στροβιλίζονταν αδέξια στην πίστα με τα στενά γιλέκα
τους και τα ροδοκόκκινα πρόσωπά τους.
«Αντιλαμβάνομαι ότι προτιμάτε να χορέψετε», είπε ο λοχαγός Φόλεϊ
παρατηρώντας την κατεύθυνση του βλέμματός της, «παρά να ανεχτείτε
τη συντροφιά μου. Θα σας συνοδεύσω στη μητέρα σας και...»
«Όχι, σας παρακαλώ!»
Εκείνος την κοίταξε απορημένος.
«Θα... προτιμούσα να κάνω έναν περίπατο παρά να κάθομαι άπραγη με
τις άλλες κυρίες».
Αντίθετα απ’ τη φίλη της, την ίδια δεν την είχαν ζητήσει πολλοί άντρες
σε χορό. Αν την άφηνε ο λοχαγός Φόλεϊ, θα γινόταν ταπεινωτικά προφα-
νές ότι δεν είχε παρτενέρ.
Η μοναδική φορά που είχε χορέψει πρόσφατα ήταν όταν την είχε λυπη-
θεί ένας θαυμαστής της Σουζάνας, όπως είχε συμβεί και με τον λοχαγό
Φόλεϊ τώρα.
Αντίθετα από τους άλλους κυρίους, ο λοχαγός Φόλεϊ ήταν πάντα περι-
ποιητικός και ευγενής, σχεδόν πείθοντάς την ότι απολάμβανε τη συντρο-
φιά της.
Επιπλέον, η Ντέμπορα ήταν σίγουρη ότι ο λοχαγός δε θα έκανε ποτέ μια
συζήτηση σαν εκείνη που είχε ακούσει πριν από μισή ώρα. Όχι ότι αδικού-
σε τον βαρόνο Ντάνινγκ που τη σύγκρινε δυσμενώς με τη Σουζάνα. Παρ’
ότι ήταν κι οι δυο μελαχρινές, οι δικές της μπούκλες θα έπεφταν μέχρι το
τέλος της βραδιάς. Παρ’ ότι είχαν κι οι δυο καστανά μάτια, τα δικά της συ-
νήθως ήταν χαμηλωμένα ντροπαλά και δεν πετούσαν σπίθες. Το δέρμα
της θα έδειχνε γκριζοκίτρινο στο φως των κεριών εξαιτίας μιας λοίμωξης
του αναπνευστικού που είχε περάσει το χειμώνα. Και όταν στεκόταν δί-
πλα στην πιο κοντή και πιο καλλίγραμμη Σουζάνα, καταλάβαινε τη σαρ-
καστική παρομοίωση με στέκα.
Και μολονότι ήξερε πως ήταν αλήθεια, αυτό την πλήγωνε. Γι’ αυτό ήταν
τόσο ευγνώμων στον λοχαγό Φόλεϊ που της χάριζε μερικά λεπτά απ’ το
χρόνο του.
Όταν σκεφτόταν τις περιπέτειες της στρατιωτικής ζωής του, αναρωτιό-
ταν πώς μπορούσε να της μιλάει τόσο καλοσυνάτα για πεζά πράγματα
που ενδιέφεραν μια απλοϊκή κοπέλα όπως εκείνη.
Ο λοχαγός τής χάρισε εκείνο το λοξό χαμόγελό του που πάντα ήταν με-
ταδοτικό.
«Τότε ας πάμε να πιούμε κάτι», της πρότεινε, γυρίζοντάς την προς την
πόρτα απέναντι απ’ την ορχήστρα.
«Σας ευχαριστώ. Πολύ θα το ήθελα».
Η Ντέμπορα ήλπιζε να πιούν μαζί ένα ποτήρι λεμονάδα, παρ’ ότι τα θέ-
ματα προς συζήτηση θα ήταν περιορισμένα. Μετά το πρώτο ξέσπασμα
χαράς που οφειλόταν στην εξασφάλιση της προσοχής του, σίγουρα θα
πάθαινε γλωσσοδέτη. Ο λοχαγός είχε τόσες και τόσες εμπειρίες, ενώ η ίδια
δεν είχε καν πατήσει το πόδι της έξω απ’ την ενορία του πατέρα της εκτός
απ’ αυτό το ταξίδι στο Λονδίνο. Όχι ότι της είχε διηγηθεί προσωπικά πώς
είχε πολεμήσει στην Ιβηρική Χερσόνησο πριν του συμβεί το φρικτό
επεισόδιο στη Σαλαμάνκα που τον είχε αφήσει μισοπεθαμένο, σε μια κα-
τάσταση μεταξύ ζωής και θανάτου επί μήνες. Όχι, όλα αυτά εκείνη τα είχε
ακούσει απ’ τις φίλες της μητέρας της που φρόντιζαν να μαθαίνουν τα πά-
ντα για τους πάντες.
Κουνούσαν τα κεφάλια τους με οίκτο ενώ διηγούνταν την ιστορία του,
αλλά η Ντέμπορα θαύμαζε τη θέληση του ανθρώπου που είχε καταφέρει
να επιζήσει κάνοντας ό,τι και ένας αρτιμελής άντρας, μολονότι χρειαζόταν
η διπλάσια δύναμη. Είχε καταφέρει ακόμα και να ιππεύει. Τον είχε δει μια
δυο φορές στο πάρκο νωρίς το πρωί, πριν βγει ο υπόλοιπος κόσμος. Και
στα μάτια της ήταν πολύ πιο αρρενωπός απ’ τους λιμοκοντόρους που κυ-
κλοφορούσαν βαριεστημένοι στα λονδρέζικα σαλόνια. Είχε ξεπεράσει τις
δυσκολίες της ζωής του, που ήταν μεγάλες, όπως καταλάβαινε κανείς και
μόνο κοιτώντας τον.
Η Ντέμπορα ένιωσε στα μάγουλά της το πρώτο κοκκίνισμα που απει-
λούσε να την προδώσει και εμφανιζόταν πάντα σ’ αυτό το σημείο των συ-
ναντήσεών τους. Τι μπορούσε να πει που θα ενδιέφερε έναν άντρα σαν
τον λοχαγό; Έναν άντρα που είχε τόσες εμπειρίες; Ό,τι κι αν του έλεγε, ή-
ξερε ότι εκείνος δε θα την κοιτούσε ποτέ συγκαταβατικά, όπως οι περιζή-
τητοι εργένηδες που το είχαν αναγάγει σε τέχνη. Ήταν πολύ ευγενής και
ανώτερος...
«Πείτε μου», της ζήτησε εκείνος καθώς προχωρούσαν προς το τραπέζι
με το μεγάλο μπολ του ποντς, «τι πρέπει να κάνει ένας άντρας για να χο-
ρέψει με τη φίλη σας;»
Η φούσκα του ενθουσιασμού της έσκασε. Ο λοχαγός δεν είχε ζητήσει τη
συντροφιά της επειδή του άρεσε. Την έβλεπε ως μέσο για να πλησιάσει τη
Σουζάνα. Άντρες σαν εκείνον δεν αφιέρωναν χρόνο σε βαρετές, συνηθι-
σμένες, ανόητες, αδαείς, αδέκαρες, ντροπαλές, αδέξιες κοπέλες...
Η Ντέμπορα πίεσε πολύ τον εαυτό της για να χαμογελάσει.
«Ήρθα εσκεμμένα νωρίς, αλλά και πάλι την είχαν προλάβει άλλοι παρ-
τενέρ», συνέχισε ο λοχαγός Φόλεϊ.
«Την είχαν προλάβει πριν καν έρθουμε στο χορό», απάντησε η Ντέμπο-
ρα, επειδή δεν ήταν δική της δουλειά να του πει πως η Σουζάνα θα τον α-
πέρριπτε ό,τι κι αν έκανε εκείνος. Όχι μόνο τον έβρισκε αποκρουστικό,
αλλά και ήθελε οπωσδήποτε να παντρευτεί έναν άντρα με τίτλο. Γι’ αυτό
δεν είχε καμιά πρόθεση να δεσμευτεί μ’ έναν απένταρο άντρα μη αριστο-
κρατικής καταγωγής.
«Πριν έρθετε;» Ο λοχαγός έκανε νόημα σ’ ένα σερβιτόρο να της σερβίρει
λεμονάδα.
«Ναι», επιβεβαίωσε η Ντέμπορα, παίρνοντας το ποτήρι απ’ το σερβιτό-
ρο, νιώθοντας την καρδιά της έτοιμη να σπάσει. Θα έκανε πολλή ώρα να
πιει τη λεμονάδα και, για κάποιο λόγο, δεν ήθελε να περάσει άλλο χρόνο
με τον λοχαγό Φόλεϊ. Το στομάχι της πονούσε, ο λαιμός της είχε κλείσει
και, προς μεγάλη της ενόχληση, τα μάτια της ήταν έτοιμα να βουρκώσουν.
Δεν ήθελε να κλάψει μπροστά του. Μπροστά σε κανέναν δεν ήθελε να
κλάψει! Μόνο μια χαζοβιόλα θα ξεσπούσε σε κλάματα σ’ ένα χορό επειδή
όλοι οι άντρες ήθελαν να χορέψουν με τη φίλη της και όχι μ’ εκείνη.
Ήπιε μια γουλιά, τρομάζοντας όταν άκουσε το ποτήρι να χτυπάει στα
δόντια της. Τα χέρια της έτρεμαν.
«Είστε καλά, δεσποινίς Γκίλις;» τη ρώτησε ανήσυχος ο λοχαγός Φόλεϊ.
Η καρδιά της Ντέμπορα σκίρτησε στη σκέψη ότι ο λοχαγός ήταν παρα-
τηρητικός. «Εγώ...» Το ψέμα ήταν αμαρτία κι εκείνη δε θα το έκανε. Όμως
ήθελε απεγνωσμένα να κρύψει την αλήθεια. Αν τη διαστρέβλωνε λίγο...
δεν ήταν κακό. «Θα ήθελα να επιστρέψω στη μητέρα μου για να καθίσω,
αν δε σας πειράζει».
«Ασφαλώς. Όπως θέλετε».
Ο λοχαγός Φόλεϊ πήρε το ποτήρι της, το άφησε σ’ ένα περβάζι παραδί-
πλα κι ύστερα έπιασε το χέρι της και την κόλλησε πάνω του για να στηρί-
ξει το αδύναμο κορμί της καθώς τη συνόδευε. Η Ντέμπορα δεν είχε ξανα-
βρεθεί τόσο κοντά σε έναν άντρα εκτός απ’ τον πατέρα της, κι η καρδιά
της κόντεψε να σπάσει, όταν ένιωσε τη θέρμη του κορμιού του που δια-
περνούσε το σακάκι της στολής του. Αισθανόταν τον κυμάτισμά των
μυών του με κάθε βήμα του και μια ελαφρά αλλαγή στην πίεση με κάθε
εισπνοή και εκπνοή. Αν τα αισθανόταν όλα αυτά, τότε κι εκείνος αισθανό-
ταν το τρέμουλο στο δικό της κορμί. Η Ντέμπορα ευχήθηκε να το απέδιδε
στην αδυναμία της και όχι στην απόγνωσή της, εξαιτίας του τελευταίου,
εντελώς τυχαίου σχολίου του.
Η μητέρα της καθόταν μαζί με άλλες συνοδούς, κυρίες που η δουλειά
τους ήταν να εξασφαλίσουν για τις προστατευόμενές τους τη λεπτή ισορ-
ροπία ανάμεσα στην προσπάθεια για το «τύλιγμα» ενός περιζήτητου εργέ-
νη και την κόσμια συμπεριφορά προκειμένου ν’ αποφευχθούν τα σκάνδα-
λα.
«Κυρία Γκίλις», είπε ο λοχαγός Φόλεϊ κάνοντας μια ευγενική υπόκλιση,
«φοβούμαι ότι η θυγατέρα σας δεν αισθάνεται καλά».
«Θεέ μου!» Η μητέρα της κοίταξε πίσω της τη Σουζάνα, που στροβιλιζό-
ταν αμέριμνα στην πίστα με τον βαρόνο Ντάνινγκ. «Μόλις φτάσαμε και η
Σουζάνα έχει μεγάλη επιτυχία... δε θα θέλει να φύγει. Είναι ανάγκη να επι-
στρέψουμε;» Έκανε χώρο στην Ντέμπορα να καθίσει και της έσφιξε το χέ-
ρι. «Η Ντέμπορα ήταν τόσο άρρωστη τα Χριστούγεννα, που κοντέψαμε να
μην έρθουμε στο Λονδίνο. Όμως η Σουζάνα το ήθελε πολύ...» εξήγησε
στον λοχαγό Φόλεϊ.
«Εντάξει είμαι, μητέρα. Θα μου περάσει αν καθίσω για λίγο...»
«Μήπως θα ήταν καλό να βγείτε στον κήπο για να πάρετε λίγο καθαρό
αέρα;» πρότεινε η λαίδη Ονόρια Βέσεϊ-Φιτς, παλιά φίλη της μητέρας της.
«Είμαι βέβαιη ότι ο λοχαγός θα χαρεί να σας συνοδεύσει».
Ωχ, όχι. Σαν να μην της έφτανε το γεγονός ότι ο λοχαγός δεν ήθελε να
χορέψει μαζί της, τώρα θα τον αγγάρευαν τον άμοιρο να τη σεργιανίσει. Ο
καθαρός αέρας δε θα τη βοηθούσε. Αντίθετα, θα την έκανε να νιώσει δέκα
φορές χειρότερα, ξέροντας ότι ο λοχαγός δεν είχε καμιά όρεξη να της κά-
νει παρέα.
«Ω, όχι!» Προς μεγάλη ανακούφιση της Ντέμπορα, η μητέρα της απέρρι-
ψε αμέσως την πρόταση. «Ο κρύος νυχτερινός αέρας θα βλάψει την υγεία
της ύστερα από τόση ζέστη σ’ αυτή την αποπνικτική ατμόσφαιρα. Δε θέ-
λω ν’ αρπάξει και κανένα κρύωμα σαν να μην της έφταναν όλα τ’ άλλα!»
Όλα τ’ άλλα; Η μητέρα της είχε αντιληφθεί ότι η μοναχοκόρη της ήταν
ερωτοχτυπημένη μ’ έναν άντρα που τον θεωρούσε ήρωα; Πώς ήταν δυνα-
τόν, αφού και η ίδια μόλις το είχε συνειδητοποιήσει; Δεν μπορούσε να εξη-
γήσει αλλιώς τον πόνο στην καρδιά της κάθε φορά που έβλεπε την έκ-
φραση του λοχαγού Φόλεϊ όταν η Σουζάνα τον απέρριπτε ή το σκίρτημα
της καρδιάς της κάθε φορά που ο λοχαγός στρεφόταν σ’ εκείνη, αν και
απρόθυμα.
«Μπορεί να συνοδεύσει κάποιος τη δεσποινίδα Γκίλις στο σπίτι;» ρώτη-
σε ο λοχαγός Φόλεϊ, αλλά μετά το ξανασκέφτηκε. «Θα μπορούσατε να την
πάτε εσείς, κυρία Γκίλις, αν εμπιστεύεστε σ’ εμένα τη δεσποινίδα Χάλ-
γουορθι. Σας διαβεβαιώνω ότι...»
Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Ο λοχαγός θα έβρισκε όποια
δικαιολογία μπορούσε για να την ξεφορτωθεί και να ξεμοναχιάσει τη Σου-
ζάνα. Η Ντέμπορα ίσιωσε την πλάτη της και είπε: «Δεν υπάρχει κανένας
λόγος να φύγει κάποιος ή ν’ αλλάξουν τα σχέδιά μας. Θα συνέλθω, αν κα-
θίσω για λίγο να ηρεμήσω».
«Όμως σας ευχαριστούμε για το ενδιαφέρον σας, λοχαγέ», βιάστηκε να
προσθέσει η μητέρα της. «Παρακαλώ, επισκεφτείτε μας αύριο αν θα θέλα-
τε να μάθετε για την υγεία της θυγατέρας μου».
Ο λοχαγός αιφνιδιάστηκε. «Ασφαλώς και θα σας επισκεφτώ», απάντησε
με μια λάμψη στα μάτια.
Η Ντέμπορα κοίταξε τα σφιγμένα χέρια της στην ποδιά της. Ο λοχαγός
δεν έδινε δεκάρα για την υγεία της! Απλώς είχε υπολογίσει ότι, αν τους έ-
κανε επίσκεψη, θα μάθαινε σε ποιους χορούς θα πήγαινε η Σουζάνα. Παρά
την αρρενωπότητά του, προφανώς ήταν άπειρος στο κόρτε. Συχνά έφτα-
νε καθυστερημένος και αναψοκοκκινισμένος στους χορούς, σαν να είχε
χτυπήσει διάφορες πόρτες μέχρι να βρεθεί στο σωστό μέρος. Όμως τώρα
είχε ανακαλύψει τους μυστηριώδεις τρόπους με τους οποίους οι αντίζηλοί
του είχαν πάντα το προβάδισμα. Επισκέπτονταν τα πρωινά τις νεαρές κυ-
ρίες που θαύμαζαν και καλοπιάνοντάς τες, κολακεύοντάς τες ή δωροδο-
κώντας τες αποσπούσαν υποσχέσεις πριν καν πατήσουν το πόδι τους
στους χορούς.
Την επόμενη μέρα, θα έμπαινε στην ουρά με τους υπόλοιπους θαυμα-
στές της Σουζάνας, για να της προσφέρει μια ανθοδέσμη και να πιούν τσάι
όλοι μαζί, προσπαθώντας να κερδίσει την εύνοιά της.
Σ’ αυτή την περίπτωση, η Ντέμπορα θα ένιωθε πάλι αδιάθετη, επειδή
δεν άντεχε να γίνει μάρτυρας της ταπείνωσής του.
Όταν τέλειωσε η μουσική, αυτοί που χόρευαν ξέσπασαν σε χειροκροτή-
ματα και άρχισαν ν’ αποχωρούν απ’ την πίστα. Ο βαρόνος Ντάνινγκ συνό-
δευσε, πολύ σωστά, τη Σουζάνα στην κυρία Γκίλις, αλλά η νεαρή γυναίκα
άνοιξε τη βεντάλια της και την κούνησε ζωηρά μπροστά στο πρόσωπό
της, αγνοώντας επιδεικτικά τον λοχαγό Φόλεϊ.
«Έχει πολλή ζέστη εδώ μέσα», παραπονέθηκε.
«Αυτό είναι αλήθεια», συμφώνησε ο λοχαγός σε μια προσπάθεια, όπως
υποψιαζόταν η Ντέμπορα, να την κάνει να τον κοιτάξει με τα λαμπερά
μάτια της. «Η δεσποινίς Γκίλις ένιωσε αδιαθεσία εξαιτίας αυτής της ζέ-
στης».
«Αλήθεια;» Η Σουζάνα ξέχασε αμέσως τους τρόπους των χορών, όπως
τους αποκαλούσε η Ντέμπορα και την κοίταξε ανήσυχη. «Μη μου πεις ότι
θ’ αρρωστήσεις πάλι, Ντεμπς;»
«Δε θ’ αρρωστήσω», απάντησε με σφιγμένα δόντια η Ντέμπορα, κοκκι-
νίζοντας στη σκέψη ότι είχε βρεθεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. «Θα
συνέλθω αμέσως αν με αφήσετε όλοι στην ησυχία μου». Προς μεγάλο της
τρόμο, τα μάτια της βούρκωσαν, παρά την προσπάθειά της να κρατηθεί,
και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της, όσο κι αν βλεφάρισε για να το
διώξει. Το σκούπισε βιαστικά με το γαντοφορεμένο χέρι της.
«Ω, Ντεμπς», είπε η Σουζάνα με συμπόνια. «Δεν είσαι καλά. Πρέπει να
αναχωρήσουμε αμέσως».
«Όχι, δε θέλω να χαλάσω τη βραδιά σου!»
«Και περιμένουν τόσοι περιζήτητοι κύριοι να χορέψουν μαζί σου», πρό-
σθεσε η κυρία Γκίλις. «Δεν πρέπει να τους απογοητεύσεις...»
«Τι με νοιάζει;» Η Σουζάνα έπιασε το χέρι της Ντέμπορα. «Θα χορέψω
μαζί τους αύριο. Ή μεθαύριο. Δε θα συγχωρούσα ποτέ τον εαυτό μου αν η
Ντέμπορα θυσίαζε την υγεία της για χάρη μου».
Η Ντέμπορα ένιωσε τύψεις. Γι’ αυτό όλοι οι άντρες προτιμούσαν τη Σου-
ζάνα. Δεν ήταν μόνο πιο όμορφη, αλλά και πολύ πιο καλός άνθρωπος.
Κάτι που σίγουρα ήταν η άποψη του λοχαγού Φόλεϊ. Τα μάτια του ήταν
γεμάτα θαυμασμό όταν υπέδειξε σ’ έναν υπηρέτη να φέρει την άμαξά τους
μπροστά στην είσοδο. Με κάθε συνάντηση, η Σουζάνα τον μάγευε περισ-
σότερο. Όπως ο ίδιος μάγευε την ίδια, συνειδητοποίησε η Ντέμπορα, πνί-
γοντας ένα λυγμό. Είχε νιώσει μια σχεδόν ακατανίκητη παρόρμηση να
κολλήσει πάνω του όταν την είχε συνοδεύσει στη μητέρα της. Να τυλίξει τα
χέρια της γύρω του και να τον ικετέψει να ξεχάσει τη Σουζάνα. Μέσα σε
μια αίθουσα χορού!
Άφησε τη Σουζάνα και τη μητέρα της να τη συνοδεύσουν στη γυναικεία
σάλα όπου περίμεναν την άμαξα, ενώ εκείνη πάσχιζε να χωνέψει ότι είχε
ερωτευτεί απερίσκεπτα έναν άντρα που δεν της έδινε καμιά σημασία.
«Λυπάμαι πολύ», είπε όταν μπήκαν στην άμαξα. «Χάλασα τη βραδιά
σου, Σούζι, χωρίς καν να νιώθω αδιάθετη».
Η Σουζάνα της έσφιξε το χέρι. «Σου δίνω το λόγο μου ότι δε με πειράζει
καθόλου ν’ αποσυρθούμε νωρίς απόψε. Τελευταία, η ζωή μας είναι χάος.
Κατά κάποιο τρόπο, ήταν πιο εύκολο όταν είχαμε πρωτοέρθει στο Λονδί-
νο και δε γνωρίζαμε σχεδόν κανέναν».
Προτού η Σουζάνα γίνει περιζήτητη. Η επιτυχία της είχε εκπλήξει την
κυρία Γκίλις, η οποία την είχε προειδοποιήσει να μην περιμένει πολλά
πράγματα απ’ την καλή κοινωνία. Παρά την ομορφιά, τη γοητεία και την
περιουσία της, δυστυχώς τα πλούτη της προέρχονταν από το εμπόριο.
«Μπορώ να σε συστήσω σε κάποιους ανθρώπους της καλής κοινωνίας»,
της είχε εξηγήσει, κάτι που άλλωστε ήταν ο λόγος για τον οποίο τη συνό-
δευε η κυρία Γκίλις. Η δική της καταγωγή ήταν η πρέπουσα, αλλά της έλει-
παν τα χρήματα. Αφού η οικογένεια της Σουζάνας τα είχε με το τσουβάλι,
είχαν καταλήξει σε μια αμοιβαία επωφελή συμφωνία. Η κυρία Γκίλις θα
συνόδευε τη Σουζάνα στους χορούς της κοσμικής σεζόν μαζί με τη θυγα-
τέρα της και οι γονείς της Σουζάνας θα πλήρωναν τα έξοδα και των δυο
κοριτσιών. «Όμως δεν εγγυώμαι ότι θα γίνεις αποδεκτή».
Πραγματικά, τις πρώτες λίγες εβδομάδες της κοσμικής σεζόν, έμεναν
κυρίως μέσα, με ελάχιστες κοινωνικές εξόδους. Τώρα είχαν τόσες προ-
σκλήσεις, που αναγκάζονταν είτε να απορρίπτουν κάποιες είτε να πηγαί-
νουν σε περισσότερους από ένα χορό κάθε βράδυ.
Και βέβαια, αφού τα έξοδα ήταν πληρωμένα απ’ τους γονείς της Σουζά-
νας, η κυρία Γκίλις ένιωθε υποχρεωμένη να τη φέρνει σ’ επαφή με τους
άντρες που θεωρούνταν κελεπούρια για γάμο.
Όμως η Ντέμπορα δεν είχε καμιά διάθεση για όλα αυτά. Ήλπιζε ότι θα
γνώριζε έναν νεαρό που δε θα τον ενοχλούσε η έλλειψη οικονομικής επι-
φάνειας, επειδή θα ενδιαφερόταν για μια κοπέλα που δε θα περνούσε τις
μέρες της νωχελικά, αλλά που αντίθετα θα διηύθυνε το σπίτι του με λογι-
κή, μεγαλώνοντας τα παιδιά του με το χαμόγελο στα χείλη. Ίσως να υπήρ-
χαν νεαροί γιοι καλών οικογενειών που θα ήθελαν να παντρευτούν μια α-
ξιόπιστη, εφευρετική γυναίκα. Όταν είχαν πρωτοέρθει στο Λονδίνο, είχε
την ελπίδα ότι θα γνώριζε έναν τέτοιον άντρα. Όμως την είχε χάσει, αφό-
του είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν στους κύκλους της υψηλής κοινωνίας
για να ικανοποιηθούν οι φιλοδοξίες της Σουζάνας.
Η Ντέμπορα αναστέναξε αρκετές φορές βαριά καθώς η άμαξα προχω-
ρούσε στα σοκάκια που οδηγούσαν στο νοικιασμένο σπίτι τους. Στο μικρό
εμπορικό κέντρο όπου είχε μεγαλώσει, δε θα έκανε μια τόσο μικρή δια-
δρομή με την άμαξα αφού μπορούσε να περπατήσει, αλλά στο Λονδίνο
υφίστατο ένα σωρό γελοίους περιορισμούς. Ένας υπηρέτης την έπιασε απ’
το χέρι όταν σκόνταψε, κατεβαίνοντας απ’ την άμαξα. Είχε προσληφθεί
για την κοσμική σεζόν, ασφαλώς, όπως είχε νοικιαστεί και το σπίτι της
Χαφ Μουν Στρητ. Της έλειπε η δυνατότητα να κάνει μια συζήτηση χωρίς να
αναρωτιέται αν οι υπηρέτες, που δεν μπορούσε να τους εμπιστευτεί επει-
δή ήταν ξένοι, κρυφάκουγαν. Της έλειπε η δυνατότητα να βγει για έναν
περίπατο χωρίς να την ακολουθούν οι υπηρέτες για λόγους ευπρέπειας.
Και δεν ήταν ανόητο να χτυπάνε οι υπηρέτες την πόρτα σε όποιο σπίτι ε-
πισκέπτονταν; Λες και τα χέρια μιας νεαρής κυρίας ήταν πολύ εύθραυστα
γι’ αυτή τη δουλειά.
Η Ντέμπορα παραλίγο να σπρώξει το χέρι του υπηρέτη, αλλά, όταν έ-
νιωσε μια ζάλη ανεβαίνοντας τη σκάλα της εισόδου, ανακουφίστηκε που
δεν το είχε κάνει. Λίγο αργότερα, βρέθηκε καθισμένη σε μια πολυθρόνα
στην κομψή κρεβατοκάμαρά της, με μια υπηρέτρια γονατισμένη μπροστά
της που της έβγαζε τα γοβάκια, ενώ η Σουζάνα της έκανε αέρα με τη βε-
ντάλια της και η μητέρα της της άνοιγε βιαστικά τον κορσέ.
«Λιποθύμησα;» ρώτησε η Ντέμπορα μπερδεμένη, ανοιγοκλείνοντας τα
μάτια της.
«Όχι ακριβώς», απάντησε η μητέρα της, «αλλά έγινες κάτασπρη και
πρέπει να ξαπλώσεις αμέσως. Τζόουνς», απευθύνθηκε στην υπηρέτρια,
«πήγαινε στην κουζίνα για να φέρεις κάτι στην Ντέμπορα να πιει». Όταν η
γυναίκα δίστασε, η κυρία Γκίλις συνέχισε ακάθεκτη. «Η δεσποινίς Χάλ-
γουορθι κι εγώ είμαστε απολύτως ικανές να γδύσουμε τη θυγατέρα μου
και να τη βάλουμε στο κρεβάτι. Αυτό που χρειάζεται από σένα είναι μια
ζεστή σοκολάτα και λίγο ψωμί με βούτυρο. Έχεις χάσει βάρος τις τελευ-
ταίες εβδομάδες, Ντέμπορα», παρατήρησε και πλατάγισε τη γλώσσα της
όταν είδε την αδύνατη ωμοπλάτη της Ντέμπορα καθώς την έγδυνε. «Δεν
κάθεσαι στιγμή, κουράζεσαι και τρως ελάχιστα...»
«Λυπάμαι πολύ», παρενέβη η Σουζάνα. «Έπρεπε να το είχα προσέξει. Σας
παρακαλώ, συγχωρήστε με για τον εγωισμό μου. Όλο τον εαυτό μου σκε-
φτόμουν. Πήραν τα μυαλά μου αέρα με την επιτυχία...»
«Πιστεύω», είπε η κυρία Γκίλις σηκώνοντας την κόρη της για να την πάει
στο κρεβάτι, «ότι θα κάνει καλό και στις δυο σας να περάσετε μερικές μέ-
ρες ήσυχα στο σπίτι. Θα πούμε ότι είναι εξαιτίας της αδιαθεσίας της Ντέ-
μπορα, αλλά να πω την αλήθεια, Σουζάνα, και για σένα ανησυχώ».
«Για μένα;» Η Σουζάνα κάθισε βαριά σε μια καρέκλα καθώς η κυρία Γκί-
λις φορούσε στην Ντέμπορα το νυχτικό της, όπως όταν ήταν μικρό κορι-
τσάκι στο σπίτι του εφημέριου. Σχεδόν άξιζε τον κόπο μια μικρή αδιαθε-
σία, κατέληξε η Ντέμπορα, προκειμένου να ξεφορτωθεί την υπηρέτρια και
να τη βάλουν στο κρεβάτι η μητέρα της με τη Σουζάνα σαν να ήταν πάλι ο
εαυτός της και όχι μια σεμνότυφη ντεμπιτάντ που είχε βγει στη γύρα για
έναν κακομοίρη σύζυγο.
«Ναι, για σένα. Ξέρεις, Σουζάνα, ποτέ δε θα ενέκρινα για την Ντέμπορα
κανέναν απ’ αυτούς που σε περιτριγυρίζουν».
Ακούγοντας αυτά τα λόγια, τα δυο κορίτσια ανοιγόκλεισαν τα μάτια
τους σαστισμένα.
«Μπορεί να χαίρεσαι που έχεις την προσοχή διαφόρων κυρίων με τίτ-
λους, αλλά φρόντισα να μάθω γι’ αυτούς και η θλιβερή αλήθεια είναι ότι
πρόκειται για προικοθήρες».
«Ναι, αλλά...» Η Σουζάνα σούφρωσε τα χείλη της. «... εγώ έχω περιουσία
και θέλω να παντρευτώ ευγενή».
«Ναι, αλλά καλό θα ήταν να είσαι πιο επιλεκτική. Τις επόμενες μια δυο
μέρες, σοφό θα ήταν να σκεφτείς προσεκτικά ποιοι σε περιτριγυρίζουν. Ο
βαρόνος Ντάνινγκ, λόγου χάρη, ακολουθεί τις υποδείξεις της μητέρας του
κορτάροντάς σε. Η βαρόνη θέλει να παντρευτείτε ώστε να κόψει τις αιμα-
τηρές οικονομίες που κάνει από τότε που ο επιπόλαιος πατέρας του έχασε
ένα σωρό χρήματα στον τζόγο. Δε θα γινόταν σπουδαίος σύζυγος. Άλλω-
στε, σχολιαρόπαιδο είναι!»
«Δε βρίσκετε ότι με συμπαθεί;» ρώτησε η Σουζάνα ξεψυχισμένα.
«Βρίσκω ότι σε συμπαθεί πολύ. Λογικό είναι να προτιμά μια όμορφη
κληρονόμο από μια άσχημη. Όμως δε θεωρείς», ρώτησε με πιο μαλακό
τόνο η κυρία Γκίλις, «ότι αξίζεις κάτι καλύτερο;»
Η Σουζάνα χαμήλωσε το κεφάλι της, αγγίζοντας τη βεντάλια της.
«Όσο για τον κόμη του Κάξτον...»
Η Ντέμπορα δε θα μάθαινε ποτέ τη γνώμη της μητέρας της για τον κόμη
του Κάξτον, επειδή η υπηρέτρια επέστρεψε κουβαλώντας σ’ ένα δίσκο ένα
κύπελλο με ζεστή σοκολάτα, βουτυρωμένο ψωμί κι ένα ποτηράκι με κάτι
που μύριζε σαν οινόπνευμα.
«Ό,τι πρέπει για τις λιποθυμίες!» παρατήρησε εύθυμα η κυρία Γκίλις,
ξαφνιάζοντας ακόμα περισσότερο την Ντέμπορα. Ο πατέρας της, ο μακα-
ρίτης εφημέριος Γκίλις, έκανε συχνά και επί μακρόν κήρυγμα στους πι-
στούς της ενορίας του για τα κακά της κατανάλωσης οινοπνευματωδών
ποτών. Και στο τραπέζι του δε σερβιριζόταν ποτέ κάτι πιο δυνατό από ε-
λαφριά μπίρα. «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου, Τζόουνς. Σ’ ευχαριστώ. Σου-
ζάνα, είναι ώρα να πας κι εσύ στο κρεβάτι σου».
Η κυρία Γκίλις έγειρε για να φιλήσει την κόρη της στο μέτωπο, παραμε-
ρίζοντας μια μπούκλα της πριν στρέψει την προσοχή της στην άλλη προ-
στατευόμενή της. Η Σουζάνα κοντοστάθηκε στην πόρτα και έκανε μια
γκριμάτσα στη φίλη της, ξέροντας ότι θα υπέμενε άλλο ένα καλοσυνάτο
αλλά βασανιστικά συγκινητικό κήρυγμα της μητέρας της.
Υπό το άγρυπνο μάτι της Τζόουνς, η Ντέμπορα έφαγε το βουτυρωμένο
ψωμί της και, κρατώντας τη μύτη της, κατέβασε μονορούφι το μπράντι
σαν δύσοσμο φάρμακο πριν ξαπλώσει αναπαυτικά στα μαξιλάρια της για
να απολαύσει τη σοκολάτα της.
Μια ευχάριστη, κατευναστική θέρμη απλώθηκε στα άκρα της ενώ έπινε
το ζεστό ρόφημα. Προφανώς ήταν εξουθενωμένη, σκέφτηκε και χασμου-
ρήθηκε νυσταγμένη. Ίσως να ξανάβρισκε τις δυνάμεις της σε μια δυο μέρες
και ίσως έβλεπε με πιο καθαρό μάτι τα ανησυχητικά αισθήματά της για
τον λοχαγό Φόλεϊ.
Την επόμενη φορά που θα τον έβλεπε, θα του χαμογελούσε πολύ ήρεμα.
Η καρδιά της δε θα φτερούγιζε, η αναπνοή της θα ήταν ρυθμική, τα μά-
γουλά της δε θα κοκκίνιζαν και δε θα την έπιανε γλωσσοδέτης. Αν εκείνος
την άγγιζε, δε θα ενέδιδε στον πειρασμό να γείρει πάνω του για να απο-
λαύσει την αίσθηση της αρρενωπής δύναμης και της στιβαρότητας κάτω
απ’ τη στολή.
Ήταν πολύ προσγειωμένη για να παρασυρθεί απ’ τον πρώτο της έρωτα
για έναν άντρα. Δεν ήταν καμιά χαζοβιόλα για να χάσει τα μυαλά της βλέ-
ποντας κάποιον μ’ ένα βυσσινί σακάκι κι ένα πονηρό χαμόγελο, είπε στον
εαυτό της αυστηρά. Έπρεπε να προλάβει το κακό στη ρίζα του.
Ήταν η προσγειωμένη και λογική δεσποινίς Ντέμπορα Γκίλις που πάντα
συμπεριφερόταν όπως έπρεπε, όποια χτυπήματα κι αν της κατάφερε η
μοίρα. Δεν είχε φανεί δυνατή όταν η μητέρα της είχε καταρρεύσει μετά
τον ξαφνικό θάνατο του εφημέριου Γκίλις; Παρ’ ότι πενθούσε και ήταν
σοκαρισμένη μετά την ανακάλυψη ότι ο τρυφερός πατέρας της τις είχε
αφήσει αδέκαρες, είχε χειριστεί τα νομικά ζητήματα, είχε σταθμίσει τον
οικογενειακό προϋπολογισμό, είχε βρει ένα σπίτι που αντιστοιχούσε στην
οικονομική κατάστασή τους και είχε προσλάβει λίγους υπηρέτες. Είχε σφί-
ξει το χέρι του καινούριου εφημέριου που είχε ζητήσει να μετακομίσουν
απ’ την οικία του προηγούμενου σ’ ένα μήνα απ’ το θάνατο του πατέρα
της και είχε καταφέρει να παραδώσει τα κλειδιά του μοναδικού σπιτιού
που είχε γνωρίσει στη ζωή της στην όμορφη νεαρή γυναίκα του χωρίς να
δακρύσει.
Σε σύγκριση με όλα αυτά, ο ανέφικτος έρωτάς της δεν ήταν τίποτα.
Χασμουρήθηκε πάλι και σήκωσε τα σκεπάσματα μέχρι τα αυτιά της, θυ-
μίζοντας στον εαυτό της ότι δεν είχε ενέργεια να σπαταλήσει σε ανόητα
όνειρα για τον εκθαμβωτικό λοχαγό Φόλεϊ. Κανονικά έπρεπε να σκέφτεται
τι θα έκαναν με τη μητέρα της όταν η Σουζάνα θα ‘τύλιγε’ τον περιπόθητο
ευγενή, και οι Χάλγουορθι δε θα είχαν πια λόγο να πληρώνουν τα έξοδα
των δύο γυναικών.
Αν είχε μάθει κάτι απόψε, αυτό ήταν ότι δεν έπρεπε να ελπίζει πως θα
γνώριζε κάποιον που θα ήθελε να την παντρευτεί, κάνοντας όλα τα προ-
βλήματά της ως διά μαγείας να λυθούν. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να επι-
στρέψει στο Λόουερ Γουέικερινγκ μετά την κοσμική σεζόν, απομυζώντας
τις τελευταίες λίγες οικονομίες της μητέρας της.
Είχε έρθει η ώρα, αποφάσισε καθώς τα μάτια της έκλειναν, να κατα-
στρώσει ένα σχέδιο για να εξασφαλίσει το μέλλον της.
Στηριγμένη στις δικές της δυνάμεις.
Κεφάλαιο 2

Η Ντέμπορα χασμουρήθηκε, άνοιξε τα μάτια της και τεντώθηκε σαν γά-


τα. Και ανακάθισε ξαφνικά. Οι αχτίδες του ήλιου που περνούσαν απ’ την
κουρτίνα ήταν καυτές, επομένως η ώρα ήταν περασμένη. Γιατί δεν την εί-
χε ξυπνήσει η Τζόουνς;
Τότε θυμήθηκε τα γεγονότα της προηγούμενης βραδιάς. Μετά τη ζαλά-
δα, την παραλίγο λιποθυμία και τη σκηνή που είχε κοντέψει να προκαλέ-
σει στο χορό, η μητέρα της μάλλον είχε δώσει οδηγίες να την αφήσουν να
κοιμηθεί όσο ήθελε. Κατέβασε τα πόδια της απ’ το κρεβάτι και πήγε στο
νιπτήρα. Το πρόσωπο που την κοιτούσε απ’ τον κομψό επίχρυσο καθρέ-
φτη ήταν κουρασμένο, με μάτια τεράστια στο φόντο του χλομού δέρμα-
τος. Ναι, κατέληξε η Ντέμπορα, προσπαθούσε να κάνει περισσότερα απ’
όσα της επέτρεπαν οι δυνάμεις της λίγο καιρό μετά την ασθένειά της. Το
γεγονός ότι της ήταν αδύνατον να ελέγξει τα συναισθήματά της δημοσίως
ήταν ενδεικτικό της εξουθένωσής της.
Όταν θα ξανάβρισκε τις δυνάμεις της, αναλογίστηκε, ρίχνοντας κρύο
νερό στο πρόσωπό της, θα ήταν σε θέση να πνίξει τα γελοία συναισθήμα-
τά της για τον λοχαγό Φόλεϊ. Και να ξεπεράσει την αυστηρότητά της για τη
Σουζάνα.
Χτύπησε το καμπανάκι για να καλέσει την υπηρέτρια, αποφασίζοντας
ότι προτιμούσε να πάρει αμέσως το πρωινό της στο κρεβάτι, όπως οι κυρί-
ες της καλής κοινωνίας. Όσο κάλυπταν τα έξοδά τους οι Χάλγουορθι, μπο-
ρούσε να εκμεταλλευτεί όσα της προσφέρονταν. Ίσως να ήταν η τελευ-
ταία φορά που είχε την ευκαιρία να απολαύσει τέτοιες πολυτέλειες.
Μετά το πλούσιο πρωινό με χοιρομέρι, αβγά και μπόλικο καφέ, η Ντέ-
μπορα κοιμήθηκε πάλι και ξαναξύπνησε ύστερα από πολλές ώρες.
***
Αυτή τη φορά, όταν χτύπησε το καμπανάκι για την υπηρέτρια, αποφά-
σισε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι για να ντυθεί.
«Να σας βγάλω το μακρυμάνικο πρωινό φόρεμα με την πράσινη ζώνη,
δεσποινίς Ντέμπορα;» ρώτησε η Τζόουνς. «Έχουν έρθει πολλοί κύριοι για
επίσκεψη κάτω και σίγουρα θα θέλετε να είστε στις ομορφιές σας».
«Αλήθεια;» ρώτησε με πικρία η Ντέμπορα, κάνοντας την Τζόουνς να την
κοιτάξει παραξενεμένη. Δεν είχε σημασία αν ήταν στις ομορφιές της ή όχι,
σκέφτηκε, σηκώνοντας τα χέρια της για να της φορέσει η υπηρέτρια το
φόρεμα από μουσελίνα. Όλοι για τη Σουζάνα είχαν έρθει. «Τελικά, δε νιώ-
θω αρκετά καλά για να κατέβω», μουρμούρισε βαριά, καθισμένη μπροστά
στον καθρέφτη ενώ η Τζόουνς της έφτιαχνε τα μαλλιά. Πίστευε ότι είχε
ξαναβρεί την ισορροπία της, αλλά τη στιγμή που είχε σηκωθεί απ’ το κρε-
βάτι είχε αρχίσει πάλι να ζηλεύει τη Σουζάνα.
«Ω, όχι, δεσποινίς Ντέμπορα, θα σας κάνει καλό να πιείτε ένα φλιτζάνι
τσάι και να βάλετε κάτι στο στόμα σας».
Αυτό ήταν αλήθεια, συμφώνησε σιωπηλά η Ντέμπορα, επειδή το στο-
μάχι της γουργούριζε δυνατά. Αφού της βούρτσισε τα μαλλιά με ζωηρές
κινήσεις, η Τζόουνς πήρε μια πράσινη κορδέλα.
«Να μη ζεστάνω το ψαλίδι του κατσαρώματος αν είναι να περάσετε μό-
νο μια ώρα όρθια», αποφάνθηκε και της μάζεψε τα μαλλιά επιδέξια με την
κορδέλα πίσω από το πρόσωπό της. Η Ντέμπορα αναρωτήθηκε αν η α-
παισιοδοξία της ήταν μεταδοτική ή αν η Τζόουνς είχε καταλήξει στο συ-
μπέρασμα ότι, αφού η κυρία της δεν μπορούσε να συναγωνιστεί την τρι-
σχαριτωμένη δεσποινίδα Σουζάνα, δεν είχε νόημα να καταβάλλουν προ-
σπάθεια.
Το αστείο ήταν ότι στην Ντέμπορα άρεσε πολύ το στυλ που είχε ε-
μπνευστεί η Τζόουνς μόνο και μόνο από τεμπελιά. Δεν της είχε βασανίσει
τα μαλλιά δημιουργώντας ένα σύννεφο από μπούκλες, που έκαναν το
πρόσωπό της να δείχνει ακόμα πιο αδύνατο. Τα είχε αφήσει ελεύθερα
στην πλάτη της και η Ντέμπορα έδειχνε ο εαυτός της περισσότερο από
κάθε άλλη φορά στο Λονδίνο.
«Ας αφήσουμε κατά μέρος το ψαλίδι στο εξής, Τζόουνς», είπε, πηγαίνο-
ντας προς την πόρτα. Αν οι Λονδρέζοι δεν την έβρισκαν αρκετά όμορφη
για να της κάνουν πρόταση γάμου, ε, δε θα έλιωνε προσπαθώντας να τρα-
βήξει την προσοχή τους.
Καθώς κατέβαινε τη σκάλα για τον πρώτο όροφο, ένιωσε πιο ευδιάθετη
απ’ ό,τι εδώ και πάρα πολύ καιρό. Άραγε ήταν το αποτέλεσμα του ύπνου ή
της απόφασής της να πάψει να κυνηγά το ανέφικτο; Πραγματικά δεν ήξε-
ρε. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι ήθελε ένα φλιτζάνι τσάι. Και μερικά σα-
ντουιτσάκια. Και ίσως μερικά από κείνα τα πεντανόστιμα μικρά αμυγδα-
λωτά που σέρβιρε πάντα η μαγείρισσα όταν είχαν επισκέψεις.
Δε θα προσπαθούσε να πιάσει συζήτηση με κανέναν απ’ τους θαυμα-
στές της Σουζάνας. Είχε βαρεθεί να προσπαθεί να ανακαλύψει αν είχαν έ-
στω και στάλα μυαλό οι ανόητοι λιμοκοντόροι που συνωστίζονταν τον
τελευταίο καιρό στη σάλα τους. Γι’ αυτό είχε σε τόσο μεγάλη υπόληψη τον
λοχαγό Φόλεϊ. Ξεχώριζε απ’ το κοκορόμυαλο πλήθος που ενδιαφερόταν
μόνο για την τελευταία λέξη της μόδας στο δέσιμο της γραβάτας. Και δε
διάνθιζε τις ιστορίες του με δήθεν κατορθώματα απ’ το κυνήγι.
Θεέ μου, σκέφτηκε, βάζοντας το χέρι της στο πόμολο μ’ ένα αυτοσαρ-
καστικό χαμόγελο, πάλι τα ίδια!
Η Σουζάνα την είδε αμέσως και πετάχτηκε όρθια. «Ντέμπορα!» τσίριξε
με μια χαρά που δεν άρμοζε σε κομψή νεαρή κυρία. «Είχα αρχίσει να πι-
στεύω ότι θα κοιμόσουν μέχρι αύριο το πρωί. Νιώθεις καλά; Έλα να καθί-
σεις δίπλα μου». Έδειξε τη θέση στον καναπέ δίπλα της, κάνοντας το θαυ-
μαστή της που καθόταν εκεί να κατσουφιάσει. «Ο κύριος Τζέι μπορεί να
σου κάνει λίγο χώρο». Χαμογέλασε γλυκά στον κύριο Τζέι, ο οποίος ως εκ
θαύματος έπαψε να είναι συνοφρυωμένος. «Μπορείτε να φέρετε για τη
δεσποινίδα Γκίλις ένα πιάτο με σαντουιτσάκια μέχρι να της σερβίρω λίγο
τσάι».
Η Ντέμπορα δάγκωσε τα χείλη της για να μη χαχανίσει. Το τελευταίο
πράγμα που ήθελε να κάνει ο κύριος Τζέι ήταν να φέρει οτιδήποτε για ένα
χλομό κορίτσι που, αν ήταν στο χέρι του, δε θα του έριχνε δεύτερη ματιά.
Όμως, για να κερδίσει την εύνοια της Σουζάνας, θα περπατούσε ακόμα και
σε αναμμένα κάρβουνα, όπως μαρτυρούσε το πονεμένο ύφος του.
Η Ντέμπορα τον ακολούθησε με το βλέμμα της και ξαφνικά είδε τον λο-
χαγό Φόλεϊ γερμένο στο περβάζι του τζακιού. Παρ’ ότι ήταν σκυθρωπός, η
έκφραση του προσώπου του μαλάκωσε λίγο όταν την είδε.
Και παρά τη δική της απόφαση να μην ξαναπέσει θύμα της γοητείας του,
η ατίθαση καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά όταν εκείνος άρχισε να
περνάει μέσα απ’ τον κόσμο για να την πλησιάσει.
«Πολύ χαίρομαι που έχω την ευκαιρία να σας δω πριν φύγετε, δεσποινίς
Γκίλις», είπε. «Η δεσποινίς Χάλγουορθι με άφησε να καταλάβω ότι θα ήταν
μάλλον απίθανο».
Με την άκρη του ματιού της, η Ντέμπορα είδε τη Σουζάνα να κοκκινίζει
αμήχανα και αναρωτήθηκε αν η φίλη της είχε προσπαθήσει επιτέλους να
καταστήσει σαφή την απαρέσκειά της στο συγκεκριμένο θαυμαστή της.
«Αισθάνεστε καλύτερα;»
«Ναι, πολύ καλύτερα. Σας ευχαριστώ», απάντησε η Ντέμπορα.
«Έριξα μια δυο κλεφτές ματιές στην κάμαρά σου», της είπε η Σουζάνα
δίνοντας της ένα φλιτζάνι τσάι, «μη τυχόν αναπαυόσουν απλώς και ήθελες
συντροφιά...»
«Μη μου πεις ότι έμεινες μέσα όλο το πρωινό! Νόμιζα ότι θα πήγαινες
στο Χάτσαρντ’ς για ν’ αγοράσεις βιβλία!»
«Δεν μπορούσα να σε αφήσω μέχρι να σιγουρευτώ ότι δεν είσαι άρρω-
στη. Αν η μητέρα σου χρειαζόταν να καλέσει γιατρό...» Η Σουζάνα σταμά-
τησε, δαγκώνοντας τα χείλη της.
Η Ντέμπορα πρόσεξε ότι ο λοχαγός είχε καρφώσει τα μάτια του στο
στόμα της φίλης της, μισανοίγοντας μάλιστα τα δικά του χείλη.
«Το ενδιαφέρον σας για την υγεία της δεσποινίδας Γκίλις είναι αξιέπαι-
νο», σχολίασε ο λοχαγός. «Δε θα θυσίαζαν πολλές νεαρές κυρίες την ευχα-
ρίστησή τους για να μείνουν στο σπίτι και να φροντίσουν έναν ασθενή».
«Ανοησίες!» απάντησε ζωηρά η Σουζάνα. «Η Ντέμπορα είναι η πιο επι-
στήθια φίλη μου». Έσφιξε το χέρι της Ντέμπορα. «Μου έχει φερθεί με α-
περιόριστη καλοσύνη όποτε την έχω χρειαστεί και, αν δεν ήταν μαζί μου
στο Λονδίνο, θα θεωρούσα τον εαυτό μου πολύ άτυχο».
Η Ντέμπορα ανταπέδωσε το σφίξιμο του χεριού και θυμήθηκε τις άσχη-
μες μέρες που είχαν περάσει οι Χάλγουορθι όταν είχαν μετακομίσει στο
Λόουερ Γουέικερινγκ. Η τοπική αριστοκρατία είχε κρατήσει κλειστές τις
πόρτες στους νεόπλουτους, αποκλείοντάς τους απ’ τις συγκεντρώσεις της.
Συμφωνούσαν όλοι ότι ήταν υπεροπτικό εκ μέρους των Χάλγουορθι να
αγοράσουν το ακίνητο του χρεοκοπημένου λόρδου Γουέικερινγκ, σκανδα-
λώδες να γκρεμίσουν την ερειπωμένη έπαυλη και χυδαίο να την αντικα-
ταστήσουν μ’ έναν κολοσσό που διέθετε κάθε πολυτέλεια και καινούρια
άνεση. Για αρκετό καιρό, οι μοναδικοί ντόπιοι που δεν τους φέρονταν ε-
χθρικά ήταν ο εφημέριος και η οικογένειά του. Και χάρη στη δική τους ε-
πιρροή, οι Χάλγουορθι είχαν γίνει κάποια στιγμή εν μέρει αποδεκτοί στην
τοπική κοινωνία.
Για μια φορά ακόμα, τα μάτια του λοχαγού Φόλεϊ γέμισαν θαυμασμό,
μάλλον στη σκέψη ότι η Σουζάνα ήθελε να φανεί απλώς αβρή, αναλογί-
στηκε με κάποια ενόχληση η Ντέμπορα, μολονότι είχε περιγράφει την
πραγματικότητα ακριβώς όπως ήταν. Αν η μητέρα της δεν είχε συμφωνή-
σει να συνοδεύσει τη Σουζάνα στην κοσμική σεζόν της, η φίλη της δε θα
γινόταν δεκτή στους κύκλους που κυκλοφορούσε τώρα. Ειδικά αν τη συ-
νόδευε κάποιος απ’ τους γονείς της. Θα είχαν γκρεμίσει τις ελπίδες της,
όπως είχε φροντίσει να τους επισημάνει η κυρία Γκίλις. Όσο κι αν τους α-
γαπούσε, η αλήθεια ήταν ότι το ζεύγος Χάλγουορθι δεν κρατούσε από με-
γάλο τζάκι.
«Θα ήθελα...» Ο λοχαγός έκανε μια παύση πριν συνεχίσει. «Θέλω να πω,
θα ζητήσω απ’ τη χήρα λαίδη Λένσμπορο να σας επισκεφτεί σύντομα για
να σας προσκαλέσει στο χορό της. Πολύ θα χαρώ αν παραστείτε και μου
χαρίσετε τουλάχιστον ένα χορό».
Η Σουζάνα έμεινε άφωνη, σφίγγοντας σχεδόν οδυνηρά το χέρι της Ντέ-
μπορα.
«Μιλάτε για το χορό του... μαρκησίου του Λένσμπορο;»
Η Ντέμπορα για μια στιγμή διέκρινε μια εύθυμη λάμψη στα μάτια του
λοχαγού. Άραγε ήξερε ότι με μια τέτοια πρόσκληση θα εξασφάλιζε το εν-
διαφέρον της Σουζάνας; Τον περιεργάστηκε, σκεφτόμενη ότι τελικά δεν
έριχναν μόνο οι ντεμπιτάντ δολώματα. Το δικό του δόλωμα σίγουρα θα
έκανε τη Σουζάνα να «τσιμπήσει», επειδή της είχε γίνει έμμονη ιδέα η είσο-
δος στην καλή κοινωνία.
«Ναι, γι’ αυτόν», απάντησε ο λοχαγός, αυτή τη φορά με σοβαρό ύφος.
«Θα ήταν έκτακτο!» Η Σουζάνα αναστέναξε. «Αν μπορείτε πράγματι να
μου υποσχεθείτε μια πρόσκληση, να είστε σίγουρος ότι θα σας χαρίσω
τουλάχιστον ένα χορό!»
«Το περίμενα», αποκρίθηκε ο λοχαγός, φιλώντας το χέρι που, απ’ ό,τι
ήξερε η Ντέμπορα, η Σουζάνα είχε απλώσει για πρώτη φορά πρόθυμα
προς το μέρος του.
«Και τώρα εγώ θ’ αναχωρήσω», ανακοίνωσε ο λοχαγός Φόλεϊ, κάνοντας
μια αβρή υπόκλιση στην Ντέμπορα. «Χαίρομαι που ξεπεράσατε την αδια-
θεσία σας και εύχομαι να δεχτείτε ένα μικρό δείγμα των ευχών μου με το
πνεύμα στο οποίο το έφερα».
«Δείγμα των ευχών σας;» ρώτησε απορημένη η Ντέμπορα.
«Α, ο λοχαγός Φόλεϊ σου έφερε ένα μπουκέτο. Εκεί είναι». Η Ντέμπορα
ακολούθησε το δάχτυλο της Σουζάνας κι είδε το συνηθισμένο βουνό από
μπουκέτα σ’ ένα τραπεζάκι δίπλα στην πόρτα. Η καρδιά της σκίρτησε στη
σκέψη ότι επιτέλους ένα απ' αυτά τα μπουκέτα ήταν για κείνη!
«Η δεσποινίς Χάλγουορθι μ’ ενημέρωσε ότι δε θα μπορούσατε να το δε-
χτείτε από μένα προσωπικά, γι’ αυτό το άφησα μαζί με τις άλλες προσφο-
ρές για τις καλλονές της Χαφ Μουν Στρητ», είπε ο λοχαγός.
«Ποιο είναι;» ρώτησε η Ντέμπορα, νιώθοντας την καρδιά της έτοιμη να
σπάσει.
«Το πορτοκαλί», απάντησε εκείνος κάπως αδιάφορα. «Δε γνωρίζω τις
ονομασίες των λουλουδιών. Απλώς σκέφτηκα να σας προσφέρω κάτι στο
χρώμα που είχαν οι κορδέλες στα μαλλιά σας χτες βράδυ».
Τα πνευμόνια της άδειασαν. Ο λοχαγός της είχε φέρει λουλούδια. Και εί-
χε προσέξει τις κορδέλες στα μαλλιά της! Η Ντέμπορα ήθελε να τρέξει στο
τραπεζάκι, ν’ αρπάξει το μπουκέτο, να το σφίξει στο στήθος της και να ει-
σπνεύσει την ευωδιά τους. Ανοησία της. Ο λοχαγός δεν της είχε φέρει λου-
λούδια επειδή έτρεφε τρυφερά αισθήματα για κείνη. Απλώς ήταν εξυπη-
ρετικό να καμωθεί ότι ενδιαφερόταν για την υγεία της, προκειμένου να
προσεγγίσει το αντικείμενο του πόθου του. «Είμαι βέβαιη ότι η Σουζάνα θα
μου τα έφερνε στην κάμαρά μου αν δεν είχα σηκωθεί απ’ το κρεβάτι σή-
μερα», είπε κάπως μαγκωμένα.
«Και βέβαια θα σου τα έφερνα!»
«Και βέβαια θα της τα πηγαίνατε», συμφώνησε ο λοχαγός. «Όμως δε
χρειάζεται πλέον. Η δεσποινίς Γκίλις έχει συνέλθει και σε μερικές μέρες θα
είναι σε θέση να παραστεί στο χορό στο Τσάλινορ Χάουζ».
«Τι είναι το Τσάλινορ Χάουζ;» ρώτησε η Σουζάνα όταν έφυγε ο λοχαγός.
«Και τι σχέση έχει με το χορό του μαρκησίου του Λένσμπορο; Τι σχέση έχει
με την οικογένεια;»
«Σουτ, Σούζι», μουρμούρισε η Ντέμπορα. «Περίμενε ν’ αναχωρήσουν οι
επισκέπτες σου και μετά μπορούμε να ρωτήσουμε τη μητέρα».
***
Η μητέρα της ήταν πολύ καλά ενημερωμένη για τις οικογένειες των Άγ-
γλων αριστοκρατών. Η Ντέμπορα πάντα αναρωτιόταν πώς μια γυναίκα
που είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στην επαρχία κατά-
φερνε να μαθαίνει όλα τα κουτσομπολιά του Λονδίνου.
«Το ‘Τσάλινορ’ είναι οικογενειακό όνομα, αγαπητή μου», εξήγησε η κυ-
ρία Γκίλις όταν επιτέλους η Σουζάνα κατάφερε να τη ρωτήσει για τον μαρ-
κήσιο του Λένσμπορο. «Και ο λοχαγός Φόλεϊ θα χρησιμοποιήσει την επιρ-
ροή του για να σας εξασφαλίσει μια πρόσκληση στο χορό του υιού Λέν-
σμπορο; Χμμ...» Βούλιαζε στην αγαπημένη της πολυθρόνα, χτυπώντας το
πιγούνι της με το δάχτυλό της συνοφρυωμένη. «Ασφαλώς!» Το πρόσωπό
της φωτίστηκε. «Ο νεότερος υιός υπηρέτησε στο ίδιο σύνταγμα με τον λο-
χαγό Φόλεϊ. Σκοτώθηκε δυστυχώς, όπως πολλοί, στη φρικτή μάχη του Βα-
τερλό...» Αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι της. «Όμως το κοινό πένθος
έδεσε τον λοχαγό με τον μαρκήσιο. Γνωρίζω ότι ο μαρκήσιος εκπαίδευσε
ειδικά ένα άλογο για τα... προβλήματα του λοχαγού. Λογικό είναι να γνω-
ρίζει για το χορό και να είναι ήδη προσκεκλημένος...»
«Μα έμαθα ότι αυτός ο χορός είναι απ’ τις πιο διακεκριμένες εκδηλώσεις
της κοσμικής σεζόν!» αντέτεινε η Σουζάνα. «Γιατί να προσκληθεί ένας ά-
σημος αδέκαρος άντρας σαν τον λοχαγό Φόλεϊ;»
«Αγαπητή μου, σου έχω ξαναπεί να μην κρίνεις επιπόλαια τους ανθρώ-
πους. Το παρελθόν του είναι άμεμπτο. Άλλωστε, είναι ετεροθαλής αδερ-
φός του κόμη του Γουόλτον».
Η καρδιά της Ντέμπορα βούλιαξε, όταν τα μάτια της Σουζάνας άστρα-
ψαν. Ξαφνικά ένιωσε καταβεβλημένη. «Αν δε σας πειράζει», είπε, «θα ήθε-
λα να ξαπλώσω πριν απ’ το δείπνο».
«Ασφαλώς να πας, αγαπητή μου», απάντησε η μητέρα της.
«Μη νομίζεις ότι θα μείνεις μόνη απόψε. Αν δεν έχεις διάθεση να μας κά-
νεις συντροφιά κάτω, θα έρθει μια απ’ τις δυο μας να σου διαβάσει. Έτσι
δεν είναι, Σουζάνα;»
Προς τιμήν της, η Σουζάνα δεν έδειξε την παραμικρή αγανάκτηση, παρ’
ότι ανυπομονούσε να πάνε στο θέατρο το βράδυ. Αντίθετα, σηκώθηκε
όρθια και είπε πρόσχαρα: «Να έρθω μαζί σου επάνω τώρα; Μπορείς να
ξαπλώσεις και να κουτσομπολέψουμε. Υποθέτω ότι δε θα θέλεις να κοι-
μηθείς άλλο...»
Η Ντέμπορα προετοιμάστηκε για ό,τι θα ακολουθούσε, ξέροντας ότι η
Σουζάνα θα ήθελε να αναλύσουν μέχρι ανίας καθέναν απ’ τους θαυμαστές
της -την περιβολή τους, τους τρόπους τους, τις διασυνδέσεις και την πε-
ριουσία τους. Μόνο που εκείνη δεν ήξερε αν είχε τις ανάλογες αντοχές.
«Για σκέψου! Ο λοχαγός Φόλεϊ είναι αδερφός κόμη!» είπε η Σουζάνα εν-
θουσιασμένη μόλις έκλεισαν την πόρτα της κάμαρας πίσω τους.
«Ναι, για σκέψου», μουρμούρισε η Ντέμπορα καθώς καθόταν σ’ ένα χα-
μηλό σκαμνί για να βγάλει τα γοβάκια της.
«Γιατί δε μου το είπες;»
«Μπορείς να με βοηθήσεις με τις κόπιτσες, σε παρακαλώ;» Η Ντέμπορα
γύρισε την πλάτη της στη φίλη της. Η Σουζάνα είχε ενθουσιαστεί μαθαίνο-
ντας για τις υψηλές διασυνδέσεις ενός θαυμαστή της, ενώ για την ίδια το
γεγονός αυτό σήμαινε ότι ο λοχαγός ήταν ακόμα πιο άπιαστο όνειρο.
«Δεν ήξερα ότι ο πατέρας του ήταν κόμης», παραδέχτηκε η Ντέμπορα
καθώς η Σουζάνα τη βοηθούσε να γδυθεί.
«Κάτι που αλλάζει δραματικά τα πράγματα, ασφαλώς. Λες να είναι υπο-
κόμης εκτός από λοχαγός;»
«Μην τολμήσεις να παίξεις μαζί του, Σουζάνα!» Η Ντέμπορα γύρισε από-
τομα, με μάτια που πετούσαν σπίθες. «Αρκετά έχει υποφέρει!»
«Εγώ δε θα...» ψέλλισε η Σουζάνα.
«Μπορεί να μην έχεις πρόθεση να τον πληγώσεις, αλλά έχω δει πώς σε
κοιτάζει στην πίστα ενώ χορεύεις τρυφερά με την τελευταία κατάκτησή
σου!»
«Μα...»
«Δε χρειάζεται να μου πεις -δεν αντέχεις ούτε να τον κοιτάζεις».
«Μ’ αυτό το πρόσωπο;» Η Σουζάνα αναρίγησε. «Με αδικείς;»
Η Ντέμπορα πάσχισε να δώσει τόπο στην οργή. «Ομολογώ ότι είναι κά-
πως δύσμορφος, αλλά σκέψου πώς τραυματίστηκε. Πολεμώντας για την
πατρίδα του. Είναι δέκα φορές καλύτερος απ’ τον λιμοκοντόρο βαρόνο
Ντάνινγκ που τον αφήνεις να σε περιτριγυρίζει επειδή έχει έναν τίτλο.
Κέρδισε το αξίωμα με το σπαθί του και παρασημοφορήθηκε...»
Η Σουζάνα ίσιωσε το κορμί της και είπε με σιγανή φωνή: «Η μητέρα σου
ήδη μ’ έκανε ν’ αναθεωρήσω για τον βαρόνο. Καταλαβαίνω τι συμβαίνει,
Ντέμπορα. Έχεις βάλει στο μάτι τον λοχαγό Φόλεϊ...»
Η Ντέμπορα άνοιξε το στόμα της για να το αρνηθεί και το ξανάκλεισε,
επειδή δεν μπορούσε να το κάνει με καθαρή συνείδηση.
«Δεν τον έχω βάλει στο μάτι», κατάφερε να απαντήσει τελικά. «Όμως
αυτό δε σημαίνει ότι θα σε αφήσω να τον πληγώσεις. Πιστεύω ότι ένα έ-
ντιμο άτομο σαν εσένα δε θα έπρεπε να το κάνει αυτό, Σούζυ».
Η Σουζάνα την κοίταξε καχύποπτα. «Αν δεν τον είχες βάλει στο μάτι και
αν σκεφτόσουν μόνο το καλό του, θα χαιρόσουν που δεν τον απορρίπτω.
Είναι αρκετά έξυπνος για να αντιληφθεί τις φιλοδοξίες μου. Γνωρίζει ότι
σκοπεύω να παντρευτώ κάποιον σπουδαίο. Σε διαβεβαιώνω ότι η μοναδι-
κή ελπίδα του είναι να πάω στο χορό ως προσκεκλημένη του και να χορέ-
ψω μαζί του μια φορά. Δε θα του έδινα άλλο θάρρος».
«Το... εύχομαι».
«Και βέβαια δε θα το κάνω! Για ποια με πέρασες;» Η Σουζάνα άγγιξε το
μπράτσο της φίλης της. «Μάλλον πρέπει να ξαπλώσεις, αν είσαι τόσο ευέ-
ξαπτη».
«Ναι», μουρμούρισε η Ντέμπορα, χαμηλώνοντας ένοχα το κεφάλι της.
«Μάλλον πρέπει να ξαπλώσω».
Παρ’ ότι ήταν εξουθενωμένη μετά το επεισόδιο, η Ντέμπορα δεν μπό-
ρεσε να κοιμηθεί. Παρέμεινε ξαπλωμένη με τις γροθιές της σφιγμένες,
νιώθοντας το κορμί της πετρωμένο. Δεν ήξερε γιατί συμπεριφερόταν έτσι.
Γιατί είχε θυμώσει τόσο πολύ με τη Σουζάνα. Μακάρι να τέλειωνε γρήγορα
η κοσμική σεζόν και να έφευγε, αφήνοντας τις οδυνηρές εμπειρίες του
Λονδίνου πίσω της.
Όταν θα εξασφαλιζόταν το μέλλον της Σουζάνας, θα έψαχνε για μια θέ-
ση εργασίας προορισμένη για μια θυγατέρα καλής οικογένειας.
Δε θα παντρευόταν ποτέ.
Δεν ήθελε να παντρευτεί!
Επειδή αυτό θα σήμαινε ότι θα επιδιδόταν στα παιχνίδια που έπαιζε τώ-
ρα η Σουζάνα!
***
Μια εβδομάδα αργότερα, μπαίνοντας στο Τσάλινορ Χάουζ, η Ντέμπορα
αναλογίστηκε ότι είχε κάνει καλά που είχε αφήσει τη Σουζάνα να την πεί-
σει ν’ αγοράσει καινούριο φόρεμα.
«Θα το πληρώσει ο πατέρας!» της είχε υποσχεθεί αμέσως. «Και μην το
βλέπεις σαν ελεημοσύνη. Προσέλαβε τη μητέρα σου για να με εισαγάγει
στους κύκλους των καλύτερων οικογενειών. Είμαι βέβαιη ότι δε θα τον ε-
νοχλήσει το κόστος, προκειμένου να είμαστε κι οι δυο στις ομορφιές μας
μπαίνοντας στην οικία ενός μαρκησίου!»
Η Ντέμπορα είχε πειστεί αμέσως. Έπρεπε να εμφανιστούν κι οι δυο ευ-
παρουσίαστες στο χορό του μαρκησίου. Αν εκείνη απλώς μεταποιούσε ένα
απ’ τα λίγα φορέματα χορού που είχε ή κάποιο απ’ τα παλιά της Σουζάνας,
όπως ήταν η πρόθεσή της στην αρχή, όλοι οι προσκεκλημένοι θα καταλά-
βαιναν ότι ήταν αδέκαρη. Μετά, θα κοιτούσαν την καλοβαλμένη Σουζάνα
και θα αντιλαμβάνονταν πώς είχαν τα πράγματα. Άλλο ήταν μια εύπορη
κοπέλα να έχει προσλάβει μια γυναίκα για να την εισαγάγει στους κύκλους
της καλής κοινωνίας και άλλο να συνοδεύεται από μια οικογενειακή φίλη
καλής οικογένειας όπως οι Γκίλις.
Παρ’ όλα αυτά, βλέποντας τα διαμάντια που άστραφταν στους λαιμούς
και στα αυτιά τόσων προσκεκλημένων καθώς ανέβαιναν αργά αργά τη
σκάλα, η Ντέμπορα αισθάνθηκε ότι ήταν εκείνη κάλπικη και όχι η Σουζά-
να. Αν και η τουαλέτα της ήταν το καλύτερο που είχε ποτέ στην γκαρντα-
ρόμπα της, ένα φόρεμα από σατέν με εξαίσιο κόψιμο και φρου φρου από
αραχνοΰφαντο ύφασμα, κεντημένο περίτεχνα με μικροσκοπικές χάντρες,
μικρά φουσκωτά μανίκια και ντεμί ουρά από φίνα δαντέλα, το μοναδικό
κόσμημά της ήταν ένα μαργαριταρένιο κολιέ της μητέρας της.
«Εγώ δε χρειάζομαι φανταχτερά μπιχλιμπίδια στην ηλικία μου, χρυσό
μου». Η μητέρα της είχε χαμογελάσει, κουμπώνοντας το κολιέ στο λαιμό
της κόρης της λίγο πριν βγουν. «Για την ακρίβεια, καλύτερα να κρύβω το
λαιμό μου όσο μπορώ!» Τον τελευταίο καιρό είχε καθιερώσει να φορά ένα
φαρδύ μαντίλι γύρω απ’ το λαιμό της. Το αποψινό ήταν από αραχνοΰ-
φαντο γαλάζιο ύφασμα, καταφέρνοντας, ομολογουμένως, να χαρίσει μια
τελευταία πινελιά σ’ ένα φόρεμα εξίσου κομψό με των άλλων μεγαλύτε-
ρων κυριών στο χορό.
Κάποια στιγμή έφτασαν μπροστά στους οικοδεσπότες. Ο μαρκήσιος του
Λένσμπορο χαιρέτησε τη μητέρα της με μια κλίση του κεφαλιού, καλωσό-
ρισε την Ντέμπορα όπως άρμοζε, αλλά έριξε μια γρήγορη ματιά στη Σου-
ζάνα σαν... να μην είχε καμιά θέση στο σπίτι του. Το πρόσωπό του πήρε
μια περιφρονητική έκφραση και η Ντέμπορα τον αντιπάθησε αμέσως.
Γιατί ήθελε η Σουζάνα ντε και καλά να κερδίσει την εύνοια ανθρώπων της
τάξης του που θα την αντιμετώπιζαν πάντα με τη μύτη ψηλά; Και η μνη-
στή του, μια ψηλή, αδύνατη κοκκινομάλλα, δεν ήταν καλύτερη. Είχε την
πιο υπεροπτική και ακατάδεκτη έκφραση που είχε δει ποτέ η Ντέμπορα
σε άνθρωπο. Ήταν μεγάλη ανακούφιση όταν τους άφησαν πίσω τους για
να μπουν στην αίθουσα χορού.
«Α, η Γκάσι!» είπε η μητέρα της, δείχνοντας τη χήρα λαίδη Λένσμπορο,
που καθόταν σ’ έναν καναπέ λίγο παράμερα και καλωσόριζε τους προ-
σκεκλημένους. Η Ντέμπορα χαμογέλασε ειρωνικά. Είχαν σοκαριστεί όταν,
δυο μέρες μετά την υπόσχεση του λοχαγού Φόλεϊ να τους εξασφαλίσει
πρόσκληση, η μαρκησία είχε εμφανιστεί στη σάλα τους και είχε φερθεί
στη μητέρα της σαν να ήταν στενή φίλη της. Πράγμα που, όπως έμαθε σύ-
ντομα, δεν απείχε πολύ απ’ την αλήθεια. Γνωρίζονταν μικρές και, παρ’ ότι
οι δρόμοι τους είχαν χωρίσει, κάθε τόσο αλληλογραφούσαν.
Είχε αναγκάσει και τις δυο κοπέλες να σηκωθούν για να περπατήσουν
μπροστά της, πριν δώσει τις πολυπόθητες προσκλήσεις.
«Δε δέχομαι να μπει στην αίθουσα χορού του σπιτιού μου κοριτσόπουλο
που δεν το αξίζει», είχε το θράσος να ανακοινώσει. «Με τον τρόπο σας εί-
στε κι οι δυο νόστιμες». Είχε σηκώσει το φασαμέν της, κοιτώντας τες εξε-
ταστικά. «Κρίμα που η θυγατέρα σου δεν έχει την εμφάνιση και την πε-
ριουσία της φίλης της, Σάλι. Από την άλλη πλευρά, η φίλη της δεν έχει το
πλεονέκτημα της καταγωγής». Η μαρκησία αναστέναξε. «Έτσι είναι η ζωή.
Δεν υπάρχει λόγος να μην καλοπαντρευτούν. Ο δικός μου γιος προτίμησε
το χαρακτήρα και όχι την ομορφιά, όπως είμαι βέβαιη ότι θα ανακαλύψετε
όταν γνωρίσετε τη μνηστή του». Πλατάγισε τη γλώσσα της. «Τι περίεργα
πλάσματα οι άντρες! Ένας Θεός ξέρει τι τους γοητεύει κάθε φορά».
Η Σουζάνα και η Ντέμπορα ακολούθησαν τώρα την κυρία Γκίλις σαν τα
κοτοπουλάκια που αναζητούσαν τη ζεστασιά της κλώσας. Η εμφανής ικα-
νοποίηση της μαρκησίας ήταν ευχάριστο αντίδοτο στην ψυχρή υποδοχή
και για τους άλλους προσκεκλημένους σήμαινε ότι αυτά τα κορίτσια άξι-
ζαν την προσοχή τους. Πριν περάσει πολλή ώρα, η Σουζάνα είχε βρει κα-
βαλιέρους για το χορό, αλλά είχε την εντιμότητα να χορέψει πρώτα με τον
λοχαγό Φόλεϊ. Μόνο που, όταν εκείνος πλησίασε για να της το ζητήσει, η
Ντέμπορα ανακάλυψε σαστισμένη ότι είχε φέρει μαζί του και έναν ψηλό
ξανθό άντρα.
«Επιτρέψτε μου να σας συστήσω τον ετεροθαλή αδερφό μου, δεσποινίς
Γκίλις», της είπε. «Τσαρλς Άλτζερνον Φόλεϊ, ένατος κόμης του Γουόλτον».
Ο αδερφός του λοχαγού εμφανισιακά δεν είχε καμιά σχέση μαζί του.
Όχι μόνο ήταν ξανθός με γαλανά μάτια, αλλά και τα υπόλοιπα χαρακτηρι-
στικά του δεν παρέπεμπαν σε συγγένεια.
Η Ντέμπορα υποκλίθηκε κι εκείνος τη μιμήθηκε, σοκάροντάς την όταν
είπε: «Θα μου κάνετε την τιμή να μου χαρίσετε τον πρώτο χορό;»
Η Ντέμπορα του επέτρεψε με ανάμεικτα συναισθήματα να την οδηγήσει
στην πίστα. Ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους του λοχαγού να της βρει παρ-
τενέρ για να μη μείνει μόνη ενώ η Σουζάνα θα χόρευε σε μια τόση λαμπρή
εκδήλωση. Δεν είχε ξαναχορέψει με κόμη, πόσω μάλλον τόσο όμορφο.
Κανονικά θα έπρεπε να πετάει απ’ τη χαρά της, αλλά, ενώ εκτελούσαν τα
βήματα της αρχοντικής καντρίλιας, εκείνη το μόνο που σκεφτόταν ήταν
το οδυνηρό γεγονός ότι δεν ήταν ντάμα του λοχαγού Φόλεϊ. Και δεν μπο-
ρούσε να μην προσέξει τη λάμψη στα μάτια του κάθε φορά που τα χέρια
του ενώνονταν με τα χέρια της Σουζάνας.
Η Ντέμπορα ανακουφίστηκε όταν τελείωσε η δοκιμασία και ο κόμης
Γουόλτον τη συνόδευσε στη μητέρα της, η οποία συζητούσε εύθυμα με μια
συντροφιά από χήρες.
Όταν πλησίασε ο επόμενος παρτενέρ της Σουζάνας, ο λοχαγός Φόλεϊ
υποκλίθηκε συγκρατημένα στην Ντέμπορα και της είπε κάπως αμυντικά:
«Δε θα σας ζητήσω να χορέψουμε, δεσποινίς Γκίλις, αλλά θα μπορούσα να
έχω την ευχαρίστηση της συντροφιάς σας στη διάρκεια του επόμενου χο-
ρού, αν είστε ελεύθερη;»
Παρά τα αυστηρά κηρύγματα που είχε κάνει στον εαυτό της η Ντέμπο-
ρα, η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά. Στην πραγματικότητα, προτι-
μούσε να περάσει το χρόνο της συζητώντας μαζί του παρά να εκτελεί
προκαθορισμένα βήματα στο ρυθμό της μουσικής. Ειδικά επειδή καταλά-
βαινε ότι η καντρίλια τον είχε κουράσει αβάσταχτα. Γύρω από το στόμα
του υπήρχαν ρυτίδες και στα μάτια του διακρινόταν η οδυνηρή προσπά-
θεια που είχε καταβάλει.
«Ναι, σας ευχαριστώ. Πολύ θα το ήθελα». Η Ντέμπορα χαμογέλασε, α-
κουμπώντας το χέρι της στον απλωμένο βραχίονά του. «Για την ακρίβεια»,
πρόσθεσε αντιλαμβανόμενη την προφανή κόπωσή του, «θα προτιμούσα
να καθίσουμε για να απολαύσουμε το θέαμα».
Ο λοχαγός ανασήκωσε το φρύδι του. «Μιλάτε σαν την Ελοΐζ, τη νύφη
μου. Ως καλλιτέχνιδα, αρέσκεται να παρατηρεί τη δράση της καλής κοινω-
νίας.. Εσείς ζωγραφίζετε;»
«Α, όχι, δε θα το έλεγα. Δε ζωγραφίζω περισσότερο απ’ ό,τι θα περίμενε
κανείς από μια συνομήλικη μου».
Ο Φόλεϊ συνοφρυώθηκε. «Μα ασφαλώς. Η υγεία σας είναι εύθραυστη. Ας
καθίσουμε στον καναπέ για να ξεκουραστείτε».
«Δε χρειάζομαι ξεκούραση απόψε. Δεν υποφέρω από κάποια χρόνια α-
σθένεια ή αναπηρία», αποκρίθηκε η Ντέμπορα. Ήθελε ν' ανοίξει η γη να
την καταπιεί όταν κατάλαβε πόσο αναίσθητη είχε φανεί. Ο λοχαγός μάλ-
λον την είχε πλησιάσει ακριβώς επειδή τη θεωρούσε ασθενική και μπο-
ρούσαν να καθίσουν μαζί χωρίς να φανεί ότι ήταν εκείνος που το είχε ανά-
γκη.
Πήγαν και κάθισαν στα μαξιλάρια ενός περβαζιού, αρκετά μακριά απ’
την πίστα ώστε να μπορούν να συζητήσουν, πάντα υπό την επιτήρηση της
μητέρας της.
«Απολαμβάνετε τη σεζόν σας;» τη ρώτησε εκείνος ευγενικά, αγνοώντας
το τελευταίο χοντροκομμένο σχόλιό της.
«Κατά κάποιον τρόπο». Η Ντέμπορα αναστέναξε, επειδή δεν ήθελε να
χάσει τον λίγο πολύτιμο χρόνο μαζί του με ανούσιες συζητήσεις. Όμως ε-
κείνος δεν της έδωσε την εντύπωση ότι τον ενδιέφερε η απάντησή της.
«Οπωσδήποτε χαίρομαι που βλέπω τη μητέρα μου να περνά καλά». Κοίτα-
ξε την κυρία Γκίλις που κουβέντιαζε με παλιές γνωστές και παρακολου-
θούσε με προφανή ικανοποίηση τη Σουζάνα. «Από τότε που αποφασίστη-
κε να έρθουμε στο Λονδίνο, ξανάνιωσε».
«Αν ενθυμούμαι σωστά, ο πατέρας σας έχει πεθάνει πρόσφατα».
«Ναι, και η μητέρα μου ήταν συντετριμμένη. Έχασε το ενδιαφέρον της
για τα πάντα για αρκετούς μήνες. Αναγκάστηκα να...» Η Ντέμπορα έκανε
μια παύση, επειδή δεν της άρεσε να παραπονιέται. «Η αλήθεια είναι ότι η
κατάστασή μας δεν ήταν η καλύτερη μετά το θάνατο του πατέρα μου.
Κοιτάξτε την τώρα, όμως». Χαμογέλασε τρυφερά στη μητέρα της, στην
άλλη άκρη της αίθουσας. Τα μάγουλά της ήταν ροδαλά και τα μάτια της
φωτεινά. «Της έκανε πολύ καλό η ενασχόλησή της με τη Σουζάνα. Και η
επανασύνδεσή της με παλιές φίλες της στο Λονδίνο την απέσπασε απ’ τα
προβλήματά της».
«Κι εσείς;» επέμεινε ο λοχαγός. «Αντιλαμβάνομαι ότι η φίλη σας απο-
λαμβάνει το θρίαμβό της και ότι η μητέρα σας βρίσκεται στο στοιχείο της.
Η εύθραυστη δεσποινίς Γκίλις πώς νιώθει στο χάος των λονδρέζικων σα-
λονιών;»
«Σας έχω ξαναπεί ότι δεν είμαι καθόλου εύθραυστη! Απλώς...» Η Ντέ-
μπορα σταμάτησε κατακόκκινη, όταν συνειδητοποίησε ότι είχε κοντέψει
ν’ αποκαλύψει σε πόσο δεινή θέση βρίσκονταν με τη μητέρα της πριν τις
σώσουν οι Χάλγουορθι.
Η μικρή αγροικία που έδειχνε τόσο γραφική το καλοκαίρι της μετακόμι-
σής τους είχε αρχίσει να καταρρέει με την πρώτη φθινοπωρινή καταιγίδα.
Η στέγη έσταζε, τα τζάμια έτριζαν και η καμινάδα κάπνιζε. Η μητέρα της
είχε παραιτηθεί, συνειδητοποιώντας τελικά ότι θα περνούσε την υπόλοιπη
ζωή της στη φτώχεια. Νιώθοντας ότι είχε επιβαρύνει την ψυχολογία της
μητέρας της, επειδή δεν είχε καταφέρει να βρει καλύτερο σπίτι, η Ντέμπο-
ρα είχε αρρωστήσει.
Αυτό, τουλάχιστον, είχε καταφέρει να αποσπάσει την κυρία Γκίλις απ’
την απάθειά της. Φοβούμενη ότι θα έχανε και την κόρη της μετά τον ά-
ντρα της μέσα σε λίγους μήνες, είχε αφήσει κατά μέρος την περηφάνια και
είχε δεχτεί επιτέλους την πρόταση τον Χάλγουορθι να τις φιλοξενήσουν
στην έπαυλή τους, προκειμένου να φροντίσει την Ντέμπορα σ’ ένα ζεστό
και άνετο περιβάλλον.
Ακόμα κι αν αυτό σήμαινε ότι είχαν δεχτεί ελεημοσύνη.
Η Ντέμπορα περνούσε την κοσμική σεζόν στο Λονδίνο μόνο και μόνο
επειδή αισθανόταν ότι χρωστούσε στην οικογένεια Χάλγουορθι την ίδια τη
ζωή της. Δεν ήθελε να έρθει, ειδικά με δικά τους έξοδα, αλλά η Σουζάνα εί-
χε ζητήσει επίμονα τη μητέρα της ως συνοδό και η δική της παρουσία ήταν
απαραίτητη για να φαίνονται όλα σωστά.
«Να σας πω την αλήθεια, όλα αυτά φαντάζουν... εξωπραγματικά. Περ-
νάμε τις μέρες μας ψωνίζοντας, για να περάσουμε τις βραδιές μας χορεύο-
ντας ή κάνοντας κάτι εξίσου ελαφρύ. Είναι σαν όνειρο και περιμένω να ξυ-
πνήσω για να συνεχίσω την κανονική ζωή μου».
«Τόσο πολύ δυσφορείτε;» ρώτησε συνοφρυωμένος ο λοχαγός·
«Α, όχι. Είναι ευχάριστο όνειρο...» Η Ντέμπορα αναστέναξε. «... κατά κύ-
ριο λόγο». Κοίταξε συνοφρυωμένη τα κομψά σατέν γοβάκια κάτω απ’ τον
ποδόγυρο της τουαλέτας της, διερωτώμενη τι την είχε πιάσει και είχε μι-
λήσει τόσο ανοιχτά. Όμως αφού είχε αρχίσει, είχε παρασυρθεί από την ε-
πιθυμία ν’ ανοίξει την καρδιά της στο μοναδικό άτομο που θεωρούσε ότι
θα της έδειχνε κατανόηση.
«Απλώς δεν μπορώ να επιτρέψω στον εαυτό μου να το βιώσει όπως η
δεσποινίς Χάλγουορθι. Εκείνη βρίσκεται εδώ για να βρει τον ιδανικό σύζυ-
γο, ενώ εγώ...» Η ανάσα της κόπηκε.
«Δεν επιθυμείτε να παντρευτείτε;» ρώτησε απορημένος ο λοχαγός Φόλε-
ϊ.
«Ασφαλώς θα ήθελα να παντρευτώ, αλλά, επειδή είμαι πρακτική, πρέπει
να σκεφτώ τι θα κάνω όταν αναχωρήσουμε απ’ το Λονδίνο αν δε μου γί-
νουν προτάσεις γάμου».
«Και τι αποφασίσατε;» ζήτησε να μάθει ο λοχαγός μ’ ένα χαμόγελο.
«Ότι θα χρειαστεί να βρω μια θέση εργασίας, ασφαλώς. Ως γκουβερνά-
ντα ή κατ’ οίκον δασκάλα. Θα προτιμούσα μια θέση οικονόμου, επειδή
γνωρίζω ότι μπορώ να κάνω καλά αυτή τη δουλειά. Ωστόσο, δε θεωρώ ότι
θα προσλάμβανε κανείς μια νέα γυναίκα σαν εμένα γι’ αυτή την υπεύθυνη
θέση».
«Θα προσλάμβανε κανένας μια νεαρή γυναίκα της δικής σας καταγωγής
ως δασκάλα;» Ακούγοντας την ερώτησή του, η Ντέμπορα τον κοίταξε
θλιμμένα, αλλά η έκφρασή του δεν ήταν κοροϊδευτική. Αντίθετα, μάλλον
έδειχνε περιέργεια.
«Ναι, έτσι πιστεύω», απάντησε, ανασηκώνοντας αγέρωχα το κεφάλι
της. «Το μόνο που έχω να κάνω είναι να διδάσκω σε νεαρά κορίτσια ό,τι
χρειάστηκε να μάθω κι εγώ. Ξέρω να κρατάω τους λογαριασμούς ενός
σπιτιού, να φτιάχνω γλυκά και να ράβω. Ακόμα καλύτερα, ο πατέρας μου
μου έμαθε ελληνικά και λατινικά», ολοκλήρωσε περήφανα.
«Πόσα κορίτσια μαθαίνουν ελληνικά και λατινικά;» Ο λοχαγός γέλασε.
«Γιατί όχι;» Η Ντέμπορα τον κοίταξε προκλητικά. «Υπάρχουν άνθρωποι
που θεωρούν ότι τα κορίτσια δικαιούνται να μαθαίνουν ό,τι και τα αγόρια,
όχι να περιορίζονται στο κέντημα, τα μαθήματα καλών τρόπων και τη ζω-
γραφική».
«Μήπως θα τα μαθαίνετε και πολεμικές τέχνες;»
Η Ντέμπορα θα ήθελε να θιγεί με τα λόγια του, αλλά το χαμόγελο στα
μάτια του ήταν τόσο ελκυστικό που την έκανε να γελάσει.
«Εντάξει, τα κορίτσια δε μαθαίνουν ακριβώς ό,τι και τα αγόρια, αλλά α-
ντιλαμβάνεστε τι θέλω να πω».
«Ναι, υποθέτω ότι αντιλαμβάνομαι». Ο λοχαγός Φόλεϊ χαμογέλασε και
σηκώθηκε. «Συγχωρήστε με, δεσποινίς Γκίλις, αλλά πρέπει να σας αφήσω.
Τώρα που χόρεψα με τη δεσποινίδα Χάλγουορθι και έκανα αυτή τη θαυ-
μάσια συζήτηση μαζί σας, είναι ώρα ν’ αναχωρήσω λόγω άλλης ανειλημμέ-
νης υποχρέωσης».
Είχε χαρακτηρίσει τη συζήτησή τους «θαυμάσια».
Η Ντέμπορα τον κοίταξε έντονα κι η καρδιά της βούλιαξε, βλέποντας το
ανέκφραστο πρόσωπό του όταν ο λοχαγός υποκλίθηκε για να την απο-
χαιρετήσει. Ήταν απ’ τα πράγματα που έλεγαν για λόγους αβρότητας οι
άντρες και δε σήμαινε τίποτα απολύτως.
«Καληνύχτα λοιπόν, λοχαγέ Φόλεϊ», κατάφερε ν’ αρθρώσει, παρ’ ότι δεν
μπόρεσε να χαμογελάσει ή να πάρει τα μάτια της από πάνω του καθώς ε-
κείνος απομακρυνόταν, σέρνοντας, λίγο το ένα του πόδι. Όταν αποχαιρέ-
τησε τον μαρκήσιο, εκείνος πήρε βλοσυρό ύφος και αγριοκοίταξε τη Σου-
ζάνα που χόρευε, σφίγγοντας τις γροθιές του σαν να του ερχόταν να την
αρπάξει και να την πετάξει έξω απ’ το πλησιέστερο παράθυρο.
Στην αρχή, η στάση του τη σόκαρε. Όμως η Ντέμπορα θυμήθηκε μετά
ότι δεν άρεσε ούτε στην ίδια η συμπεριφορά της Σουζάνας απέναντι στον
λοχαγό Φόλεϊ. Ο μαρκήσιος ίσως να μην ήταν πολύ ευχάριστος άνθρωπος,
αλλά σίγουρα ήταν αφοσιωμένος στους φίλους του.
Και ήταν δύσκολο να παρακολουθεί κανείς τη Σουζάνα να περνάει καλά,
ενώ ο λοχαγός Φόλεϊ, ο οποίος είχε φροντίσει να της εξασφαλίσει την
πρόσκληση στο χορό, είχε φύγει μόνος μέσα στη νύχτα.
Γιατί η Σουζάνα δεν εκτιμούσε όσα έκανε ο λοχαγός Φόλεϊ για να την
κορτάρει; Του ήταν σωματικά οδυνηρό να χορεύει, αλλά ο θαυμασμός του
ήταν τόσος, ώστε την είχε ικετεύσει να του παραχωρήσει το προνόμιο. Δεν
άντεχε καν να μείνει στο χορό, ξέροντας ότι δε θα την κέρδιζε ποτέ. Είχε
εκτεθεί στην απόρριψή της ξανά και ξανά, αλλά όλα αυτά δε σήμαιναν τί-
ποτα για τη Σουζάνα! Γιατί δεν καταλάβαινε ότι η εκτίμηση ενός τέτοιου
άντρα άξιζε όσο δέκα τίτλοι; Τι σημασία είχε η αναπηρία του; Η καρδιά με-
τρούσε.
Και η καρδιά του λοχαγού Φόλεϊ ανήκε στη Σουζάνα.
Αυτό δεν έπρεπε να το ξεχνά ούτε στιγμή η Ντέμπορα. Ανοίγοντας τη
βεντάλια της, σηκώθηκε και πλησίασε με κάπως ασταθές βήμα τη μητέρα
της.
Κεφάλαιο 3

Ήταν ένα θαυμάσιο απόγευμα. Παρ’ ότι ο ουρανός δεν είχε ούτε συννε-
φάκι, ένα γλυκό, δροσερό αεράκι φυσούσε ανάμεσα στις καρυδιές, παι-
χνιδίζοντας με τα φύλλα τους.
Δυστυχώς, η Ντέμπορα δεν μπορούσε να χαρεί το ύπαιθρο εξαιτίας της
συντροφιάς.
Μολονότι η Σουζάνα είχε χάσει τον ενθουσιασμό της για τον βαρόνο
Ντάνινγκ, δεν είχε αρνηθεί την πρόσκλησή του για έναν περίπατο στο
Χάιντ Παρκ την ώρα που κυκλοφορούσε όλη η καλή κοινωνία. Ειδικά α-
φού ο βαρόνος είχε την ευγένεια να φέρει και ένα φίλο του, τον κύριο Τζέι,
ο οποίος θα εκτελούσε χρέη συνοδού της Ντέμπορα.
Τα κορίτσια ήλπιζαν ότι με τη συνοδεία των κυρίων θα έκαναν έναν πιο
ζωηρό περίπατο σαν εκείνους που συνήθιζαν στο Λόουερ Γουέικερινγκ,
αλλά η προθυμία των δυο αντρών ν’ ανοίξουν βήμα ήταν όση και των υ-
πηρετών. Προχωρούσαν με ρυθμό χελώνας, σταματώντας κάθε τόσο για
να χαιρετήσουν κάποιον γνωστό ή να δείξουν κάποιον στις κομψές άμα-
ξες.-
Η καρδιά της Ντέμπορα βούλιαξε όταν τους χαιρέτησε ένας απ’ τους
πολλούς φίλους τους κύριου Τζέι και, βλέποντας τη Σουζάνα, σταμάτησε
με τη φανταχτερή καστανή φοράδα του δίπλα τους.
«Πώς τέτοια ώρα στο πάρκο, Λάμπτον;» τον ρώτησε ο κύριος Τζέι κα-
θώς ο φίλος του ξεκαβαλίκευε. «Δεν περίμενα να σε δω».
«Α, ξέρεις», απάντησε αόριστα ο κύριος Λάμπτον, χωρίς να πάρει τα μά-
τια του απ’ τη Σουζάνα. «Δε θα με συστήσεις στις γοητευτικές συνοδούς
σας;»
Η πρώτη εντύπωση της Ντέμπορα ήταν ότι επρόκειτο για έναν απ’ τους
πιο ωραίους άντρες που είχε δει στη ζωή της. Ήταν ψηλός και καλοσχημα-
τισμένος. Μια ξανθιά τούφα είχε ξεφύγει απ’ το καστόρινο καπέλο του,
αλλά έτσι κι αλλιώς εκείνη είχε μαντέψει το χρώμα των μαλλιών του απ’
τις ανοιχτόχρωμες βλεφαρίδες και τα φρύδια που στεφάνωναν τα εκπλη-
κτικά μπλε μάτια του.
«Α, από δω η δεσποινίς Γκίλις», είπε ο κύριος Τζέικ. «Δεσποινίς Γκίλις, ο
αξιότιμος Πέρσι Λάμπτον».
«Χαίρω πολύ», είπε ο κύριος Λάμπτον μ’ ένα τόσο ψεύτικο χαμόγελο
που η Ντέμπορα το βρήκε αυτόματα απωθητικό. Άντρες τόσο όμορφοι
όσο αυτός δε χαίρονταν όταν τη γνώριζαν. Συνήθως της έριχναν μια βια-
στική ματιά παρατηρώντας το κοκαλιάρικο κορμί της και το φτηνό φόρε-
μά της και ύστερα έπαιρναν ένα αδιάφορο ή και περιφρονητικό ύφος.
«Κύριε Λάμπτον». Η Ντέμπορα υποκλίθηκε, όπως άρμοζε, αλλά δυσκο-
λεύτηκε να ανταποδώσει το χαμόγελο.
«Και ποια είναι η καλλονή που συνοδεύει ο νεαρός βαρόνος Ντάνινγκ;»
ρώτησε ο Πέρσι Λάμπτον, κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση στη Σουζάνα.
Όσο γίνονταν οι συστάσεις, το άλογό του άρχισε να γίνεται νευρικό.
«Είχες δίκιο για το ζώο». Ο κύριος Λάμπτον απευθύνθηκε στον κύριο
Τζέι, τραβώντας μάταια το χαλινάρι του ανήσυχου ζώου. «Παραείναι ατί-
θασο».
«Ναι. Μήπως θα έπρεπε...;» Θορυβημένος ο κύριος Τζέι άφησε την Ντέ-
μπορα και πέρασε κάτω απ’ το κεφάλι της φοράδας. Έριξε μια ματιά πίσω
του και είπε στον Ντάνινγκ: «Καλύτερα να συνοδεύσεις τις κυρίες λίγο πιο
πέρα».
Βάλθηκε να ηρεμήσει το άλογο μ’ έναν τρόπο που η Ντέμπορα δεν μπό-
ρεσε να μη θαυμάσει και ο βαρόνος Ντάνινγκ την έπιασε αγκαζέ για να τη
συνοδεύσει μακριά απ’ τις επικίνδυνες οπλές του αλόγου.
Η κατάληξη ήταν να βρεθεί ο κύριος Τζέι με το άλογο, ο βαρόνος Ντά-
νινγκ με την Ντέμπορα και ο κύριος Λάμπτον μόνος με τη Σουζάνα.
Μια κατάσταση που διήρκεσε μέχρι να επιστρέψουν στο σπίτι. Και ο βα-
ρόνος Ντάνινγκ, ο οποίος δεν έκανε καμιά προσπάθεια για να φανεί ευχά-
ριστος στην Ντέμπορα, δεν μπορούσε να κρύψει την ενόχλησή του για τον
παραγκωνισμό του.
Η Ντέμπορα το διασκέδαζε και αναρωτιόταν πώς στο καλό η Σουζάνα,
θα διάλεγε στο τέλος ανάμεσα σε τόσους υποψήφιους μνηστήρες. Λόγω
της οικονομικής επιφάνειάς της, είχε την άνεση να φανεί επιλεκτική. Δε θα
πείραζε καθόλου τους γονείς της αν επέστρεφε χωρίς μέλλοντα σύζυγο
απ’ το Λονδίνο. Τους αρκούσε να περνά καλά και να μην παντρευτεί κανέ-
ναν τυχάρπαστο.
Η Ντέμπορα αναστέναξε όταν θυμήθηκε την πρωινή συζήτηση μετά το
χορό του μαρκησίου του Λένσμπορο.
«Εγώ δε θα πάρω τον πρώτο τυχάρπαστο», είχε ανακοινώσει αποφασι-
στικά η Σουζάνα όταν η Ντέμπορα την είχε ρωτήσει γιατί ζητούσε περισ-
σότερες πληροφορίες απ’ τη μητέρα της για τον λοχαγό Φόλεϊ. «Ακόμα κι
αν δεν είναι ό,τι νόμιζα στην αρχή, δεν πρέπει να τον ενθαρρύνω στο βαθ-
46 Annie Burrows
μό που δεν έχει προοπτικές».
Δυστυχώς για τον λοχαγό Φόλεϊ, η μητέρα της δεν είχε αργήσει να μάθει
ότι οι προοπτικές του ήταν μηδαμινές.
«Ο όγδοος κόμης του Γουόλτον έκανε δυο γάμους», της εξήγησε η κυρία
Γκίλις. «Ο πρώτος γάμος ήταν προξενιό της οικογένειας όταν ο ίδιος ήταν
εικοσάρης, επειδή έπρεπε να εξασφαλιστεί η διαδοχή, αφού ήταν μοναχο-
γιός. Τον πάντρεψαν με μια θυγατέρα των Λάμπτον η οποία του χάρισε
κάποια στιγμή ένα υγιές αγοράκι. Τη δεύτερη φορά παντρεύτηκε από έ-
ρωτα και ξέσπασε ένα σκάνδαλο σχετικά με το θάνατό του, αλλά δεν
μπόρεσα να μάθω λεπτομέρειες. Η κατάληξη ήταν τα ετεροθαλή αδέρφια
να μεγαλώσουν χωριστά. Ο τωρινός κόμης», συνέχισε, γέρνοντας μπρο-
στά για να μεταφέρει το κουτσομπολιό μ’ ενθουσιασμό, «έστειλε ανθρώ-
πους σε όλα τα πεδία της μάχης στην Ισπανία για να βρει τον λοχαγό Φόλεϊ
όταν έμαθε πόσο σοβαρά τραυματισμένος ήταν. Τον έφερε πίσω και ξό-
δεψε μια περιουσία για να αποκαταστήσει την υγεία του, κι έτσι επήλθε η
επανασύνδεση».
«Όλα αυτά», είπε η Σουζάνα, μπαίνοντας κατευθείαν στο ψητό, «σημαί-
νουν ότι είναι κελεπούρι; Αν είναι ο μικρότερος γιος ενός κόμη, θα έχει έ-
ναν τίτλο εκτός απ’ το στρατιωτικό βαθμό του και...» Δάγκωσε τα χείλη
της, διστάζοντας να θίξει το οικονομικό ζήτημα.
Όμως η κυρία Γκίλις γνώριζε τι ενδιέφερε την προστατευόμενή της.
«Όχι, δεν αναγνωρίστηκε επίσημα ως γιος του όγδοου κόμη. Ούτε του
άφησε εκείνος τίποτα στη διαθήκη του. Όλα πήγαν στον τωρινό κόμη. Ο
λοχαγός Φόλεϊ έχει μόνο τη σύνταξή του απ’ το στρατό».
«Φοβερό!» αναφώνησε η Ντέμπορα, σφίγγοντας τις γροθιές της αγανα-
κτισμένη. «Γιατί δεν κληρονόμησε τίποτα; Ο τωρινός κόμης έχει λεφτά με
τη σέσουλα. Πρέπει να είναι απ’ τους πλουσιότερους άντρες στην Αγγλία!»
Η Σουζάνα έβαλε τα γέλια. «Μη γίνεσαι ανόητη, Ντεμπς. Δεν είναι προ-
φανές; Δεν αναρωτιέσαι γιατί οι δυο αποκαλούμενοι αδερφοί δεν έχουν
καμιά ομοιότητα; Δεν είναι περίεργο που οι Λάμπτον έδιωξαν τη δεύτερη
σύζυγο». Σήκωσε το φλιτζάνι της για να πιει κομψά μια γουλιά τσάι. «Αυτό
σημαίνει οπωσδήποτε ότι απορρίπτεται. Ο πατέρας δε θα ενέκρινε ποτέ
το γάμο μου μ’ έναν νόθο».
«Αγαπητή μου Σουζάνα, ελπίζω να μην κυκλοφορήσει από σένα ότι εγώ
υπαινίχτηκα τέτοιο πράγμα για τον λοχαγό. Ο κόμης του Γουόλτον συγχύ-
ζεται πολύ με όποιον επαναλαμβάνει αυτό το παλιό σκάνδαλο και προ-
στατεύει με μεγάλο ζήλο το όνομα του αδερφού του. Αν θίξεις έναν άν-
θρωπο της δικής του θέσης...»
Η Σουζάνα ανασήκωσε τους ώμους της, βγάζοντας τον λοχαγό Φόλεϊ απ’
το μυαλό της αφού δεν της ήταν πια χρήσιμος.
Η Ντέμπορα ανακουφίστηκε όταν έφτασαν τελικά στο σπίτι και ξεφορ-
τώθηκαν τους απογοητευμένους θαυμαστές οι οποίοι, αν το κοινωνικό
πρωτόκολλο δεν το απαγόρευε, θα είχαν πετάξει απ’ το πεζοδρόμιο τον
κύριο Λάμπτον για να τον ξεκολλήσουν απ’ το πλευρό της Σουζάνας. Μά-
λιστα η Σουζάνα, μπαίνοντας στο δωμάτιο της κυρίας Γκίλις, έσπευσε να
μιλήσει για την πιο πρόσφατη κατάκτησή της.
«Τι γνωρίζετε για τον αξιότιμο Πέρσι Λάμπτον;» Κάθισε δίπλα στο κρε-
βάτι όπου η κυρία Γκίλις είχε πάρει τον απογευματινό υπνάκο της. «Είναι
απ’ τους Λάμπτον που συγγενεύουν με τους Γουόλτον; Αυτή η εντύπωση
μου δόθηκε!»
Η κυρία Γκίλις ανακάθισε και η Ντέμπορα της ίσιωσε τα μαξιλάρια.
«Έτσι όπως μπήκες φουριόζα, αντιλαμβάνομαι ότι σ’ ενδιαφέρει». Η κυ-
ρία Γκίλις χασμουρήθηκε. «Πρέπει να είναι κούκλος αν μοιάζει στον πατέ-
ρα του», είπε ονειροπόλα καθώς θυμόταν τα νιάτα της. «Ναι, είναι ξάδερ-
φος του κόμη. Έκτακτη οικογένεια οι Λάμπτον. Χαίρουν μεγάλης εκτίμη-
σης και καμαρώνουν γι’ αυτό. Δε γνωρίζω την οικονομική κατάσταση του
Πέρσι, αλλά μπορώ να τη μάθω αν θέλεις».
Η Σουζάνα την αγκάλιασε σφιχτά. «Σας ευχαριστώ!»
Η Ντέμπορα κι η μητέρα της την παρακολουθούσαν σκεφτικές να βγαί-
νει απ’ το δωμάτιο χορεύοντας.
«Σαν να μου φαίνεται ότι η Σουζάνα βρήκε τον μέλλοντα σύζυγό της»,
σχολίασε η κυρία Γκίλις.
Η Ντέμπορα ήταν αναγκασμένη να συμφωνήσει μαζί της, ανακαλώντας
τον αδίστακτα γοητευτικό τρόπο με τον οποίο είχε παραγκωνίσει τους
αντιζήλους του ο Λάμπτον.
***
«Πολύ θα ήθελα να ξέρω τι παιχνίδι παίζει ο Λάμπτον», είπε σκυθρωπά ο
λοχαγός Φόλεϊ στον αδερφό του, καθισμένος απέναντι του στο τραπέζι,
δέκα μέρες αργότερα. «Έχει αρχίσει να γίνεται θέμα συζήτησης στις λέσχες
ο τρόπος που μονοπωλεί τη δεσποινίδα Χάλγουορθι. Και μη μου πεις ότι
σκέφτεται να της κάνει πρόταση γάμου, γιατί δε θα το πιστέψω. Εκτός απ’
το γεγονός ότι απολαμβάνει την εργένικη ζωή τόσο που δε θα την εγκατέ-
λειπε για καμιά γυναίκα, κανένας Λάμπτον δε θα καταδεχόταν να πα-
ντρευτεί τη θυγατέρα ενός εμπόρου».
Ο κόμης του Γουόλτον κοίταξε συνοφρυωμένος το πόρτο του. «Σε τέσ-
σερις μήνες κλείνει τα τριάντα», αποφάνθηκε αινιγματικά.
«Τι σχέση έχει αυτό;»
Ο κόμης αναστέναξε και κοίταξε κατάματα τον αδερφό του. «Ενδιαφέ-
ρεσαι σοβαρά για τη δεσποινίδα Χάλγουορθι, Ρόμπερτ;»
«Το βέβαιο είναι ότι δε θέλω να καταστραφεί. Ξέρεις πόσο επικίνδυνος
είναι ο Λάμπτον με τις γυναίκες. Θυμήσου μόνο πόσα προβλήματα δη-
μιούργησε στην Ελοΐζ τον πρώτο της καιρό στο Λονδίνο!»
Ο Πέρσι Λάμπτον είχε συνεργήσει με την εγκαταλειμμένη ερωμένη του
κόμη για να ρίξουν λάσπη στη νεαρή γυναίκα του. Ο γάμος είχε κοντέψει
να διαλυθεί μέχρι να καταλάβει ο κόμης τι συνέβαινε.
«Δεν το ξεχνώ», απάντησε κοφτά ο κόμης. «Αν και, στη συγκεκριμένη
περίπτωση, καταλαβαίνω το κίνητρό του».
«Εγώ δεν το καταλαβαίνω! Όσο κι αν τον αντιπαθώ, τον θεωρώ πολύ
σχολαστικό για να μπλέξει σ’ ένα σκάνδαλο αποπλάνησής της...»
«Δε θα χρειαστεί να φτάσει μέχρι εκεί. Θεωρώ ότι η πρόθεσή του είναι
να την κρατήσει μακριά από σένα μέχρι να κλείσει τα τριάντα».
«Μα δε μου είπες τι σχέση έχει αυτό».
Ο κόμης αναστέναξε. «Στα τριακοστά γενέθλιά του, ο Πέρσι Λάμπτον θα
γίνει κύριος μιας διόλου ευκαταφρόνητης κληρονομιάς».
«Τι σχέση έχει αυτό μ’ εμένα ή με τη δεσποινίδα Χάλγουορθι;»
«Εσύ τον έκανες να την προσεγγίσει, Ρόμπερτ, επειδή την κυνηγάς. Η
πρόσκληση στο χορό του Λένσμπορο προκάλεσε μεγάλο ντόρο».
«Αυτή ήταν η πρόθεσή μου», απάντησε τραχιά ο λοχαγός. «Όμως τι τον
νοιάζει τον Λάμπτον τι κάνω εγώ;»
«Υποθέτω ότι ο λόγος είναι η διαθήκη της θείας Γιουφέμια, η οποία ά-
φησε κληρονόμο της εσένα ή τον Πέρσι Λάμπτον».
Ο λοχαγός Φόλεϊ μαρμάρωσε. «Ορίζομαι κληρονόμος μιας γυναίκας που
δεν έχω καν ακουστά; Γιατί δε μ’ έχει ενημερώσει κανένας μέχρι σήμερα;»
Ο κόμης στριφογύρισε αμήχανα στην πολυθρόνα του. «Η θεία Γιουφέμια
πέθανε λίγο καιρό αφότου σ’ έφερα απ’ την Ισπανία. Η οικογένεια της μη-
τέρας μου πάντα τη θεωρούσε κάπως εκκεντρική, αλλά, όταν ανοίχτηκε η
διαθήκη της, βεβαιώθηκαν ότι ήταν τρελή. Εγώ διαφωνώ. Όπως και οι νο-
μικοί σύμβουλοί της και οι γιατροί της. Όρισε εσένα ως κληρονόμο όχι ε-
πειδή ήταν παράλογη, αλλά επειδή ήθελε να επανορθώσει για την αδικία
που θεωρούσε ότι σου είχαν κάνει οι αδερφοί της στο θέμα της ανατρο-
φής σου».
«Θεωρούσε ότι μου είχαν κάνει;»
Ο κόμης κατανοούσε τις αντιρρήσεις του ετεροθαλούς αδερφού του.
«Γνωρίζουμε κι οι δυο ότι η μητέρα σου έπρεπε να ζήσει στο πατρικό μας
και να λάβει μια σύνταξη, όπως και ότι έπρεπε να μεγαλώσουμε μαζί».
Έσφιξε τη γροθιά του. «Θα είχαν προσβάλει τη διαθήκη, αν δεν τους είχα
πείσει ότι διαθέτω τα μέσα να τους πολεμήσω μέχρι να μη μείνει τίποτα
απ’ την κληρονομιά. Κάποια στιγμή, καταλήξαμε σ’ ένα συμβιβασμό με
τους διαχειριστές, σύμφωνα με τον οποίο η περιουσία δε θ’ αγγιζόταν μέ-
χρι να εκπληρωθούν κάποιοι όροι. Είτε απ’ τον έναν είτε απ’ τον άλλον».
Κοίταξε συλλογισμένος το ποτό του. «Υποθέτω ότι συμφώνησαν επειδή
δεν περίμεναν να ζήσεις». Χαμογέλασε πικρόχολα.
«Δέχομαι ότι την εποχή που ανοίχτηκε η διαθήκη ενήργησες για λογα-
ριασμό μου επειδή όλοι με είχαν για καμένο χαρτί», είπε κουμπωμένα ο
λοχαγός Φόλεϊ. «Όμως ζω κάτω απ’ τη στέγη σου κοντά δυο χρόνια. Γιατί
ακούω πρώτη φορά για τη διαθήκη;»
«Θα με πιστέψεις αν σου πω ότι δεν το θεώρησα καλό να το μάθεις;»
«Διατείνεσαι ότι δε θεώρησες καλό να μάθω για μια σημαντική περιου-
σία που μου ανήκει; Και υποθέτω ότι είναι σημαντική, αφού οι Λάμπτον θα
προσέβαλλαν τη διαθήκη».
Ο λοχαγός Φόλεϊ σηκώθηκε έξαλλος. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ένιω-
θε τόσο μίσος για τον αδερφό του. Όχι, διόρθωσε, ήταν ετεροθαλής α-
δερφός του. Παρ’ ότι είχαν τον ίδιο πατέρα, η μητέρα του ποτέ δεν είχε γί-
νει αποδεκτή απ’ τους ψηλομύτηδες συγγενείς του κόμη. Της είχαν κάνει
έξωση απ’ το σπίτι του κόμη προτού προλάβει καλά καλά να κρυώσει
στον τάφο του, εκτοξεύοντας ένα σωρό απειλές για να την αποτρέψουν
απ’ το να διεκδικήσει την περιουσία του μακαρίτη του άντρα της. Στερη-
μένη απ’ ό,τι της ανήκε, έγκυος και χωρίς ισχυρούς φίλους για να τη βοη-
θήσουν, η μητέρα του είχε επιστρέψει αθόρυβα στη μεσοαστική οικογέ-
νειά της.
«Δεν μπορώ να σε καταλάβω, Γουόλτον. Λες ότι προστατεύεις τα δικά
μου συμφέροντα, αλλά η μητέρα σου είναι μια Λάμπτον».
Ο κόμης δεν αντέδρασε στην κατηγορία. «Ξεχνάς τους όρους που ανέ-
φερα για να κληρονομήσεις», είπε πολύ ήρεμα. «Μέχρι πριν από μερικές
εβδομάδες, κανένας δε θα φανταζόταν, πόσω μάλλον εγώ, ότι θα ήθελες
να τους ικανοποιήσεις».
«Αν τους γνώριζα, θα μπορούσα ν’ αποφασίσω!»
«Μπορείς ν’ αποφασίσεις τώρα», δήλωσε παγερά ο κόμης. «Αν θέλεις να
γλιτώσεις απ’ το όνειδος να ζεις μια ζωή με δικές μου ελεημοσύνες, το μό-
νο που έχεις να κάνεις είναι ένας καλός γάμος. Η θεία μου ένα πράγμα ξε-
καθάριζε στη διαθήκη της. Δεν ήθελε να κατοικήσει στο σπίτι της ένας ερ-
γένης. Όμως πρέπει να βιαστείς, Ρόμπερτ. Αν δεν έχεις παντρευτεί μέχρι
να κλείσει τα τριάντα ο Πέρσι, θα τα πάρει όλα αυτός. Άλλωστε είναι εξ αί-
ματος συγγενής, ενώ εσύ δεν είσαι».
Ο Ρόμπερτ ένιωσε σαν να του είχαν ρίξει γροθιά στο στομάχι. Καμιά λο-
γική γυναίκα δε θα τον παντρευόταν και το ήξεραν τόσο ο ίδιος όσο και ο
Τσαρλς. Γι’ αυτό δεν του είχε πει ο κόμης για την κληρονομιά. Θα ήταν ένα
παραπάνω μαρτύριο για κείνον αν γνώριζε ότι είχε φτάσει στην πηγή αλλά
δεν είχε πιει νερό.
Κάθισε βαρύς στην πολυθρόνα του. Για μια φορά ακόμα, είχε επιτεθεί
στον αδερφό του που φρόντιζε πάντα για το καλό του. Δυστυχώς, παρ’
ότι ήξεραν κι οι δυο ότι δεν του άρεσε να τον ζει ο κόμης, δεν υπήρχε άλλη
βιώσιμη λύση. Ο Τσαρλς είχε προσφερθεί πολλές φορές να του μεταβιβά-
σει ό,τι ήταν δικαιωματικά δικό του ως γιου του κόμη του Γουόλτον. Και ο
Ρόμπερτ θα ζούσε ευχαρίστως ως αριστοκράτης της υπαίθρου, αλλά ο πα-
τέρας τους δεν του είχε αφήσει τίποτα στη διαθήκη του. Πώς να το έκανε
όμως, αφού είχε πεθάνει τόσο ξαφνικά, χωρίς να έχει μάθει για την εγκυ-
μοσύνη της γυναίκας του; Αν ο Ρόμπερτ δεχόταν αυτή την περιουσία τώρα
απ’ τον αδερφό του σαν ελεημοσύνη...
Μόρφασε με αποστροφή. Όχι, δε θα έπεφτε στο επίπεδο ενός επαίτη.
Πόσο θα ήθελε να ήταν ανεξάρτητος! Το μυαλό του τριβέλιζαν οι πλη-
ροφορίες που μόλις είχε μάθει για τη διαθήκη. Το μόνο που είχε να κάνει
ήταν να πείσει μια αξιοπρεπή γυναίκα να τον παντρευτεί.
Ναι, αυτό ήταν όλο, συλλογίστηκε με πικρία. Θα έπειθε μια άμοιρη γυ-
ναίκα να ξυπνά με τον εφιάλτη του προσώπου του δίπλα της κάθε πρωί.
Όμως ο Λάμπτον είχε θεωρήσει προφανώς ότι ο Ρόμπερτ θα έπειθε τη
δεσποινίδα Χάλγουορθι να τον παντρευτεί. Αλλιώς, δε θα έφτανε σε τέ-
τοια ακραία συμπεριφορά για να τους απομακρύνει.
«Ο καταραμένος!» Ο λοχαγός Φόλεϊ πετάχτηκε επάνω. «Κατάρα σε ό-
λους τους Λάμπτον και σ’ εσένα μαζί μ’ αυτούς!» Πλησίασε τον ετεροθαλή
αδερφό του. «Λες ότι έκανες τα πάντα για το καλό μου, αλλά, επειδή εσύ
αποφάσισες να με κρατήσεις στο σκοτάδι, ο Πέρσι Λάμπτον παίζει μ’ αυτό
το κορίτσι. Αν το γνώριζα, θα...»Έκανε μια παύση, νιώθοντας το στομάχι
του να σφίγγεται απ’ την οργή. «Έχεις πολλές εξηγήσεις να δώσεις, Γουόλ-
τον», είπε τραχιά, βγαίνοντας φουριόζος απ’ την τραπεζαρία.
Διασχίζοντας το διάδρομο, κλείστηκε στα ιδιαίτερα διαμερίσματα που
του είχε παραχωρήσει στη λονδρέζικη κατοικία του ο κόμης.
Ο Λίνεϊ, ο υπηρέτης του, ο οποίος ήταν μαζί του απ’ τις μέρες του στο
στρατό, καθόταν σ’ ένα τραπέζι γεμάτο εφημερίδες, με μια κανάτα δίπλα
του κι ένα ζευγάρι μπότες ακουμπισμένες στα γόνατά του.
Όταν ο λοχαγός κάθισε βαρύς στην καρέκλα απέναντι του, ο Λίνεϊ πήρε
κάτω απ’ το τραπέζι ένα μπουκάλι μπράντι, καθάρισε το χείλος ενός θο-
λού γυάλινου ποτηριού με το μανίκι του κι έβαλε στον κύριό του να πιει.
Ο λοχαγός Φόλεϊ ήπιε το ποτό μονορούφι κι έσπρωξε το ποτήρι μπρο-
στά στον υπηρέτη για να του το ξαναγεμίσει. Δε θ’ άφηνε τον Λάμπτον να
τη γλιτώσει! Πέρα από το ότι μισούσε όλους τους Λάμπτον, έβρισκε ανέ-
ντιμο τον τρόπο με τον οποίο ο Πέρσι Λάμπτον άφηνε τη Σουζάνα να ελ-
πίζει. Αυτή η οικογένεια θα πατούσε επί πτωμάτων για ν’ αυξήσει την ήδη
τεράστια περιουσία της.
Ο Πέρσι Λάμπτον δε χρειαζόταν τα χρήματα όσο ο ίδιος. Ζούσε ανεξάρ-
τητα και άνετα ως εργένης, ενώ εκείνος ήταν εξαρτημένος απ’ τον αδερφό
του. Τον ετεροθαλή αδερφό του, διόρθωσε τον εαυτό του.
Ακούμπησε το μέτωπο στην παλάμη του, πασχίζοντας να πνίξει την πι-
κρία του για τον κόμη, ακόμα κι ύστερα απ’ όσα είχε κάνει για κείνον.
Είχε κάνει περισσότερα απ’ όσα έπρεπε! Αυτό ήταν εν μέρει το πρόβλη-
μα. Ο Γουόλτον πάντα υποστήριζε ότι ήθελε το καλό του, αλλά του στε-
ρούσε τη δυνατότητα των επιλογών. Τον έπνιγε!
Μακάρι να υπήρχε διέξοδος. Ή τουλάχιστον κάποιος τρόπος για να ε-
μποδίσει αυτό τον πρόστυχο να βάλει χέρι στην περιουσία της θείας Γιου-
φέμια.
Αφού βλαστήμησε τους Λάμπτον, ο λοχαγός ήπιε το δεύτερο μπράντι
του.
Μισούσε το όνομα των Λάμπτον από μικρό παιδί Η οικογένεια Λάμπτον
είχε καταστρέψει τη μητέρα του, είχε κάνει δυστυχισμένα τα δικά του
παιδικά χρόνια με υπαινιγμούς ότι ήταν νόθος και δεν έκρυβε την ελπίδα
της να σκοτωθεί εκείνος σε κάποια ξένη χώρα ενώ εκτελούσε το χρέος του
στην πατρίδα. Οι Γάλλοι είχαν βάλει τα δυνατά τους για να τους επιβε-
βαιώσουν, αλλά ο Ρόμπερτ ήταν σκληρό καρύδι. Είχε επιζήσει από μια έ-
κρηξη, από δυο ακρωτηριασμούς, από υψηλό πυρετό και από αρκετούς
μήνες που του είχε πάρει για να αποκατασταθεί.
Ακόμα και τις χειρότερες στιγμές του, όταν ένιωθε ότι δεν είχε τίποτα
για να ζήσει αρνιόταν να νικηθεί απ’ τους Λάμπτον.
Ούτε τώρα θα τους άφηνε να τον νικήσουν.
Αν ο Πέρσι Λάμπτον πίστευε ότι θα τον άφηνε να του κλέψει την πε-
ριουσία, ήταν γελασμένος.
Ο Ρόμπερτ θα έβρισκε τον τρόπο να τη φέρει σε όλους τους.
Το πρόσωπό του έγινε μια μάσκα από το μίσος.
Δεν τον ενδιέφερε πόσο χαμηλά θα έπεφτε για να πετύχει το σκοπό
του.
***
Η Ντέμπορα τινάχτηκε, ακούγοντας ένα χτύπημα στην μπροστινή πόρ-
τα. Η Σουζάνα είχε βγει με την άμαξα του κύριου Λάμπτον βόλτα στο πάρ-
κο κι εκείνη ήλπιζε να περάσει ένα ήσυχο απόγευμα διαβάζοντας. Την είχε
απορροφήσει ένα βιβλίο και ενοχλήθηκε λίγο στη σκέψη να το αφήσει για
να δεχτεί την επίσκεψη κάποιου ανιαρού άντρα που θα απογοητευόταν,
ανακαλύπτοντας ότι το αντικείμενο του ενδιαφέροντος του έλειπε.
Η μητέρα της, η οποία καθόταν δίπλα στο παράθυρο για να έχει καλύτε-
ρο φως για το κέντημά της, αναστέναξε.
«Θεέ μου», είπε, έχοντας δει προφανώς τον επισκέπτη όταν ανέβαινε τη
σκάλα για την είσοδο. «Θ’ απογοητευτεί πολύ που δεν πρόλαβε τη Σουζά-
να». Γύρισε στην Ντέμπορα. «Χτύπησε το καμπανάκι για να φέρουν τσάι.
Πρέπει να τον κάνουμε τον άμοιρο να αισθανθεί ευπρόσδεκτος, έτσι δεν
είναι;»
Η Ντέμπορα κατάλαβε γιατί η μητέρα της είχε μιλήσει με τόση συμπά-
θεια, βλέποντας τον λοχαγό Φόλεϊ να μπαίνει. Δεν ενέκρινε πολλούς θαυ-
μαστές της Σουζάνας πριν απ’ τον κύριο Λάμπτον, αλλά στον λοχαγό είχε
αδυναμία. Ήταν η έκφρασή του όταν κοίταζε τη Σουζάνα, είχε εκμυστη-
ρευτεί στην Ντέμπορα μια βραδιά, λίγο καιρό αφότου είχαν γνωρίσει τον
κύριο Λάμπτον. Ήταν τόσο πληγωμένος, με τόση πικρία και καημό, τόσο
τραγικά σίγουρος ότι δεν είχε καμιά ευκαιρία έναντι ενός άντρα που ήταν
όλα όσα δεν ήταν εκείνος.
Επειδή ο κύριος Λάμπτον δεν ήταν μόνο εντυπωσιακά όμορφος, αλλά
είχε και προοπτικές. Ήταν κοινό μυστικό ότι θα κληρονομούσε μια τερά-
στια περιουσία όταν θα έκλεινε τα τριάντα. Επομένως δεν κυνηγούσε τη
Σουζάνα για τα λεφτά της. Ήταν ο καλύτερος δυνατός σύζυγος για τη Σου-
ζάνα, είχε καταλήξει η κυρία Γκίλις, σε σχέση μ’ έναν γερασμένο κόμη ή
έναν σπυριάρη νεαρό βαρόνο. Παρ’ ότι δεν είχε τίτλο, οι γονείς της δε θα
τον σνόμπαραν, αφού είχε κερδίσει την καρδιά της Σουζάνας. Άλλωστε
ήταν τόσο περιποιητικός μαζί της, ώστε ήταν θέμα χρόνου να της κάνει
πρόταση γάμου.
Η Ντέμπορα άφησε το βιβλίο της και η μητέρα της είπε: «Ω, λοχαγέ Φό-
λεϊ, είμαστε μόνες και έχουμε πλήξει! Καθίστε, παρακαλώ. Παραγγείλαμε
τσάι. Είμαι βέβαιη ότι θα πιείτε ένα φλιτζάνι μαζί μας, μολονότι η δεσποι-
νίς Χάλγουορθι απουσιάζει—» Τον κοίταξε αμήχανη, όταν συνειδητοποίη-
σε την απογοήτευσή του.
«Σας ευχαριστώ, κυρία Γκίλις», απάντησε εκείνος, αλλά παρέμεινε στην
πόρτα αντί να καθίσει εκεί όπου του είχε δείξει η μητέρα της Ντέμπορα.
«Γνώριζα ότι η δεσποινίς Χάλγουορθι απουσιάζει και, να πω την αλήθεια,
περίμενα μέχρι ν’ αναχωρήσει για να σας επισκεφτώ. Για τη θυγατέρα σας
ήρθα. Δεσποινίς Γκίλις», συνέχισε κοιτώντας την Ντέμπορα κατακόκκινος,
«γνωρίζω ότι είναι κάπως ανορθόδοξο, αλλά θα μπορούσα να σας μιλήσω
για λίγο ιδιαιτέρως;»
Η Ντέμπορα δεν ήξερε τι να απαντήσει ούτε μπορούσε να σκεφτεί τι θα
ήθελε να της πει ιδιαιτέρως ο λοχαγός. Άλλωστε ήταν εντελώς ανάρμοστο!
Η μητέρα της δε θα επέτρεπε ποτέ τέτοιο πράγμα.
«Γιατί δεν κάνετε έναν περίπατο στους κήπους;» άκουσε σοκαρισμένη
τη μητέρα της να λέει. «Όμως θα ήθελα να σας βλέπω απ’ τα παράθυρα.
Ντέμπορα, είμαι βέβαιη ότι, αν ο λοχαγός Φόλεϊ θέλει να σου μιλήσει ιδιαι-
τέρως, θα έχει πολύ καλό λόγο», είπε, απαντώντας στο ερωτηματικό
βλέμμα της κόρης της. «Εγώ θα καθίσω στην πίσω σάλα για να έχω θέα
στον κήπο. Είστε ικανοποιημένος μ’ αυτή τη διευθέτηση, λοχαγέ μου;»
«Απολύτως. Σας ευχαριστώ για την κατανόησή σας, κυρία μου», απά-
ντησε ο λοχαγός Φόλεϊ και άνοιξε την πόρτα, γνέφοντας στην Ντέμπορα
να περάσει.
Ένας απ’ τους λόγους που είχαν νοικιάσει το συγκεκριμένο σπίτι ήταν ο
κήπος του, ο οποίος για τα δεδομένα του Λονδίνου ήταν αρκετά μεγάλος.
Είχε ένα στενό κομμάτι γρασίδι και χαμηλούς θάμνους. Κοντά στον τοίχο
που χώριζε τον κήπο απ’ τον αντίστοιχο γειτονικό είχαν τοποθετηθεί με-
ρικές καρέκλες γύρω από ένα σφυρήλατο τραπέζι, έτσι ώστε να απολαμ-
βάνει κανείς τον πρωινό ήλιο, αν και ήταν ευχάριστα και άλλες ώρες της
ημέρας, επειδή υπήρχε μια πέργολα για σκιά. Οι τριανταφυλλιές και το α-
γιόκλημα που σκαρφάλωναν πάνω της και ευωδίαζαν προσκαλούσαν
τους κατοίκους του σπιτιού να καθίσουν στον κήπο ακόμα και το βράδυ.
Ο λοχαγός Φόλεϊ κινήθηκε προς την πέργολα, φροντίζοντας να καθίσει
η Ντέμπορα πριν εκείνος κοιτάξει προς το σπίτι. Όταν η κυρία Γκίλις τον
χαιρέτησε απ’ το παράθυρο, έκανε μια υπόκλιση και γύρισε στην Ντέμπο-
ρα.
«Πριν θίξω το ζήτημα για το οποίο σας επισκέπτομαι, θα μπορούσα να
έχω τη διαβεβαίωσή σας πως ό,τι ειπωθεί εδώ θα μείνει μεταξύ μας;»
Στο απορημένο βλέμμα της απάντησε με μια τόσο αυστηρή έκφραση,
που η Ντέμπορα αγχώθηκε.
«Αν είναι τόσο σοβαρό για σας», του απάντησε, συγκινημένη απ’ την
πρόθεσή του να της πει κάτι εμπιστευτικό, «ασφαλώς και θα μείνει μεταξύ
μας. Αν και θα προτιμούσα να μην έχω μυστικά απ’ τη μητέρα μου...»
«Δε θα χρειαστεί να την κρατήσετε στα σκοτάδι για πολύ», τη διαβεβαί-
ωσε ο λοχαγός Φόλεϊ. «Όμως πρέπει να επιμείνω να μην αποκαλύψετε ού-
τε σ’ εκείνη τίποτα, μέχρι να σας δώσω εγώ το ελεύθερο».
«Αυτό ακούγεται κάπως αυταρχικό εκ μέρους σας».
«Αν δεν μπορώ να σας εμπιστευτώ, πείτε το τώρα και θα τελειώσει εδώ
η ιστορία!»
Η Ντέμπορα δεν το σκέφτηκε καν. Θα της ήταν αδύνατον να τον αφήσει
να φύγει χωρίς να μάθει γιατί εκείνος είχε θεωρήσει τόσο επιτακτικό να
παραβεί το κοινωνικό πρωτόκολλο, ζητώντας πρώτα να της μιλήσει ιδιαι-
τέρως και μετά ορκίζοντάς τη να κρατήσει το στόμα της κλειστό. Θα πέ-
θαινε από περιέργεια.
«Μπορείτε να μ’ εμπιστευτείτε», του υποσχέθηκε.
Ο λοχαγός συνέχισε να την κοιτάζει έντονα για ένα δυο λεπτά, παρατη-
ρώντας το πρόσωπό της σαν να ήθελε να σιγουρευτεί πριν προχωρήσει.
Κάποια στιγμή, ίσιωσε τους ώμους του σαν να είχε καταλήξει σε μια από-
φαση για κείνη και μουρμούρισε: «Αν πίστευα ότι δεν μπορώ να σας εμπι-
στευτώ, δε θα μου περνούσε καν απ’ το μυαλό να έρθω σ’ εσάς. Ένα
πράγμα που έχω προσέξει είναι ότι είστε πιο σοβαρή απ’ τα περισσότερα
κορίτσια της ηλικίας σας. Γνωρίζω ότι έχετε περάσει πολλά τον τελευταίο
χρόνο και δείξατε μεγάλη δύναμη».
Η καρδιά της Ντέμπορα φούσκωσε από τον έπαινό του, παρ’ ότι είχε ει-
πωθεί τόσο τραχιά.
«Μου εκμυστηρευτήκατε ότι δεν έχετε πολλές ελπίδες για τα αποτελέ-
σματα της κοσμικής σεζόν σας και ελπίζω να μη με παρεξηγήσετε αν μιλώ
ευθέως».
Ο λοχαγός θα της εμπιστευόταν κάτι πολύ δικό του κι εκείνη θα είχε έν-
σταση για τον ευθύ τρόπο του;
«Μπορείτε να μου μιλήσετε ελεύθερα», τον διαβεβαίωσε.
«Τότε», άρχισε ο λοχαγός ενώ καθόταν δίπλα της, κοιτώντας τη σοβαρά
στα μάτια, «για να μην εξωραΐσω την κατάσταση, τα πράγματα έχουν ως
εξής: δε διαθέτετε ούτε την περιουσία ούτε την εμφάνιση ούτε τη γοητεία
για να τυλίξετε έναν πλούσιο σύζυγο».
Η Ντέμπορα έμεινε με το στόμα ανοιχτό, βαθιά πληγωμένη απ’ αυτή τη
σκληρή περιγραφή για την πλήρη απουσία γυναικείας χάρης. Όμως ο λο-
χαγός συνέχισε ακάθεκτος.
«Αν δεν ήσαστε τόσο εύθραυστη, ίσως να προσελκύατε το ενδιαφέρον
ενός πιο κοινού άντρα, αλλά κάποιος που βγάζει το ψωμί του απ’ το στρα-
τό ή τη διπλωματία χρειάζεται, όπως γνωρίζετε, μια πολύ ακμαία σύζυγο
για να μεγαλώσει τα παιδιά του και να κρατήσει το σπίτι του σε συνθήκες
συχνά δύσκολες».
Η Ντέμπορα ήταν έτοιμη να του επισημάνει ότι δεν ήταν κανένα αδύνα-
μο κοριτσάκι που δεν άντεχε τις κακουχίες, όπως και ότι, ενώ είχε έρθει
στο Λονδίνο για να βρει έναν τέτοιο σύζυγο, οι φιλοδοξίες της Σουζάνας
την είχαν εγκλωβίσει σε κοινωνικούς κύκλους όπου δεν κυκλοφορούσαν
αυτού του είδους οι άντρες. Ήταν σίγουρη ότι, αν συναντούσε ποτέ τέ-
τοιους άντρες, θα έβλεπαν και τα καλά της. Όμως ο λοχαγός δεν της έδω-
σε την ευκαιρία να μιλήσει.
«Μου ομολογήσατε ότι δεν περιμένετε καμιά πρόταση γάμου», συνέχισε
με ανελέητη ειλικρίνεια, «και ότι μετά την κοσμική σεζόν, εξαιτίας της δει-
νής οικονομικής κατάστασής σας, θα αναγκαστείτε να αναζητήσετε κά-
ποια έμμισθη θέση. Αν δε γίνετε γκουβερνάντα, θα γίνετε δασκάλα και θα
κλειστείτε για πάντα στην αποπνικτική ατμόσφαιρα μιας τάξης. Θα είστε
δυστυχισμένη, επειδή θα προτιμούσατε να παντρευτείτε και να είστε κυ-
ρία του σπιτικού σας παρά να βρίσκεστε στο έλεος των κακομαθημένων
παιδιών».
Η καρδιά της Ντέμπορα κόντευε να σπάσει. Δε θυμόταν να την είχαν
προσβάλει ποτέ στη ζωή της τόσο πολύ. Παρ’ ότι όσα άκουγε ήταν πέρα
για πέρα αλήθεια, ήταν πολύ σκληρό εκ μέρους του να της τα λέει κατά-
μουτρα.
Πώς τολμούσε να την κοροϊδεύει για την επιθυμία της να παντρευτεί,
ενώ της είχε πει ότι δεν είχε καμιά ελπίδα να τυλίξει έναν άντρα!
«Δε θα ήθελα να συνεχίσουμε αυτή τη συζήτηση», του ανακοίνωσε και
σηκώθηκε, γυρίζοντάς του την πλάτη.
«Δεσποινίς Γκίλις, μη με απορρίπτετε πριν ολοκληρώσω».
Να μην τον απορρίπτει; Η Ντέμπορα μαρμάρωσε. Τι προσπαθούσε να
της πει ο λοχαγός;
«Να... ολοκληρώσετε;» Τον κοίταξε απρόθυμα.
«Ναι. Δεσποινίς Γκίλις, ανακάλυψα πρόσφατα ότι, αν πείσω μια ευπρεπή
νεαρή κυρία να με παντρευτεί, θα κληρονομήσω μια μεγάλη περιουσία». Ο
λοχαγός Φόλεϊ σηκώθηκε και την έπιασε απ’ το μπράτσο, γυρίζοντάς τη
για να τον κοιτάξει. «Πίστευα ότι, αν υπάρχει μια γυναίκα που θα ξεπερ-
νούσε την αποστροφή της για έναν άντρα σαν εμένα με αντάλλαγμα την
ισόβια ασφάλεια, αυτή θα ήσαστε εσείς».
«Μου κάνετε πρόταση γάμου;» Αυτή τη φορά η καρδιά της Ντέμπορα
κόντεψε να σπάσει για διαφορετικό λόγο. Έπρεπε να ήξερε ότι η πρόθεσή
του προηγουμένως δεν ήταν να την πληγώσει. Προφανώς υποτιμούσε τον
εαυτό του σε τέτοιο βαθμό, που είχε αναγκαστεί να επισημάνει τα μειονε-
κτήματα των εναλλακτικών της λύσεων. «Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα»,
ψιθύρισε βουρκωμένη. Πώς ήταν δυνατόν να πίστευε ο λοχαγός ότι μια
γυναίκα δε θα μπορούσε να τον αγαπήσει!
«Μην απορρίπτετε εκ των προτέρων την ιδέα», την παρακάλεσε εκεί-
νος. «Ακούστε με, σας παρακαλώ».
Η καρδιά της φούσκωσε καθώς έψαχνε στο πουγκάκι της για ένα μαντί-
λι. Δεν ήξερε γιατί έκλαιγε. Ήταν ανοησία, αφού τα γκρεμισμένα όνειρά
της γίνονταν πραγματικότητα. Ο άντρας τον οποίο αγαπούσε της είχε κά-
νει πρόταση γάμου! Σωριάστηκε στην καρέκλα της. Ο μοναδικός λόγος
που είχε αποφασίσει να μην παντρευτεί και να εργαστεί ήταν ότι δε θα
παντρευόταν κανέναν άλλον εκτός απ’ τον λοχαγό Φόλεϊ, παραδέχτηκε
για πρώτη φορά στον εαυτό της. Αν της έκανε πρόταση οποιοσδήποτε άλ-
λος, θα ένιωθε δικαιωμένη, αλλά δε θα μπορούσε να δεχτεί. Όμως εκείνον
και βέβαια θα τον παντρευόταν! Χωρίς δεύτερη σκέψη. Και όταν θα σκού-
πιζε τα γελοία δάκρυα της ανακούφισης, θα του το έλεγε...
«Δεσποινίς Γκίλις, γνωρίζω ότι δεν έχω πολλά να σας προσφέρω, αλλά
σκεφτείτε την περιουσία που θα περιέλθει στην κατοχή μου μετά το γά-
μο». Ο λοχαγός κάθισε δίπλα της. «Η οικία είναι ιδανική για σπιτικό. Έχει
χώρο και για τη μητέρα σας, καθώς είμαι βέβαιος ότι θα θέλατε να τη
φροντίσετε στα γεράματά της. Γνωρίζω ότι η σύνταξή της είναι τόσο πενι-
χρή, που αποφασίσατε να εργαστείτε παρά να της γίνετε βάρος. Και δε θα
προτιμούσατε να μεγαλώσετε τα δικά σας παιδιά αντί να πληρώνεστε για
να διδάσκετε τα ξένα; Θα σας επιτρέψω να προσλάβετε ακόμα και δάσκα-
λο ξιφασκίας για τις θυγατέρες μας, αν το επιθυμείτε», πρόσθεσε, θυμίζο-
ντάς της με χιούμορ τη συζήτηση που είχαν στο χορό του μαρκησίου του
Λένσμπορο.
Παρ’ ότι η αναφορά στα παιδιά είχε γίνει εν είδει αστεϊσμού, η Ντέμπορα
κατάλαβε ότι ο λοχαγός τής πρότεινε με τον τρόπο του έναν κανονικό γά-
μο και όχι μια αμοιβαία επωφελή συμφωνία. Με τη φαντασία της έπλασε
δυο παιδάκια, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, που έπαιζαν σε μια μεγάλη έκτα-
ση με γρασίδι κάτω απ’ τον ήλιο, κραδαίνοντας ξύλινα σπαθιά, ενώ ο λο-
χαγός καθόταν στη σκιά μιας αιωνόβιας βελανιδιάς και τους φώναζε οδη-
γίες. Ένα άλλο αγοράκι, με λερωμένο προσωπάκι, χαμογελούσε κατεργά-
ρικα, κρυμμένο στα κλαδιά ενός δέντρου, ενώ η μητέρα της, καθισμένη σ’
ένα παγκάκι εκεί κοντά, χαμογελούσε ικανοποιημένη στα εγγόνια της. Ο
λοχαγός Φόλεϊ γύρισε μέσα σ’ αυτή την ηλιόλουστη πράσινη έκταση και
χαμογέλασε σ’ εκείνη.
Η έκφρασή του, στη φαντασία της, δεν ήταν ενός πικρόχολου, ταλαι-
πωρημένου σακάτη που της έκανε πρόταση γάμου κοιτώντας την ικετευ-
τικά, αλλά ενός ευτυχισμένου οικογενειάρχη.
Η Ντέμπορα περιεργάστηκε τα τραχιά χαρακτηριστικά που βρίσκονταν
σε απόσταση αναπνοής απ’ το δικό της πρόσωπο. Η ζεστή ανάσα του χάι-
δευε το μάγουλό της. Στα ρουθούνια της έφτασε η ευωδιά του περγαμό-
ντου που είχε συνδέσει μ’ εκείνον, τη βραδιά που την είχε σώσει μισολιπό-
θυμη απ’ την υπερβολικά ζεστή αίθουσα χορού. Τα χέρια της θυμόνταν
την υφή του μανικιού του, τη στιβαρότητα του χεριού του.
Πολύ θα ήθελε να ήταν εκείνη που θα έσβηνε τις βαθιές ρυτίδες που εί-
χαν χαράξει οι κακουχίες μιας ζωής στο πρόσωπό του! Εκείνη που θα έκα-
νε τα μάτια με την καχύποπτη έκφραση να λάμψουν από ευχαρίστηση και
να γελάσουν.
Ήξερε ότι ο λοχαγός Φόλεϊ της έκανε πρόταση γάμου μόνο και μόνο ε-
πειδή ήταν απογοητευμένος που είχε χάσει τη Σουζάνα εξαιτίας ενός αντί-
ζηλου. Όμως της άρεσε το πρακτικό του πνεύμα που τον είχε κάνει να
σκεφτεί ότι, αφού δεν μπορούσε να αποκτήσει εκείνη που λαχταρούσε η
καρδιά του, δεν είχε λόγο να χάσει και την περιουσία.
Και η ίδια κάπως έτσι δεν είχε σχεδιάσει το μέλλον της; Αφού είχε χάσει
κάθε ελπίδα να παντρευτεί τον άντρα που αγαπούσε, είχε αποφασίσει να
σταθεί τουλάχιστον στα πόδια της και να μη γίνει βάρος σε κανέναν.
Αν και την έθλιβε το γεγονός ότι ο λοχαγός την υπολειπόταν τόσο λίγο.
Θεωρούσε ότι είχε τόσο λίγα προσόντα, που θα ήταν ευγνώμων για την
ευκαιρία της να ζήσει άνετα, ακόμα κι αν έπρεπε να παντρευτεί έναν ά-
ντρα που, κατά τη γνώμη του, όλες οι γυναίκες έβλεπαν με αποστροφή.
«Αν οποιοσδήποτε άλλος άντρας μού έκανε πρόταση γάμου μ’ αυτό τον
τρόπο», του είπε, αποφασισμένη να δικαιολογήσει την απόφασή της να
δεχτεί παρά τις προσβολές του, «θ’ αρνιόμουν χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Δεν αντιλαμβάνεστε ότι με πληγώσατε αβάσταχτα με τα λόγια σας;»
«Αν αισθάνεστε έτσι», είπε ο λοχαγός, κάνοντας να σηκωθεί, «δε θα σας
ενοχλήσω άλλο με την ανεπιθύμητη παρουσία μου».
Διακρίνοντας τον πόνο στα μάτια του, η Ντέμπορα μετάνιωσε για την
παρόρμησή της να τον βάλει στη θέση του. Δεν είχε πρόθεση να τον πλη-
γώσει. Στα κομμάτια η ηλίθια περηφάνια της. Δεν είχε νόημα να την προ-
στατεύει αν έτσι του έκανε κακό.
«Η παρουσία σας δεν είναι ανεπιθύμητη», βιάστηκε να τον διαβεβαιώσει.
«Και βέβαια θα σας παντρευτώ. Απλώς ήταν η διατύπωσή σας...»
Ο λοχαγός σηκώθηκε, κοιτώντας την τόσο έντονα που η Ντέμπορα σχε-
δόν φοβήθηκε.
«Μην περιμένετε από μένα γλυκόλογα και ανειλικρινείς κολακείες, δε-
σποινίς Γκίλις. Πιθανόν να μη διατύπωσα με τον καλύτερο τρόπο την πρό-
τασή μου, αλλά τουλάχιστον γνωρίζετε ακριβώς το λόγο για τον οποίο έ-
γινε. Σας προσφέρω οικονομική ασφάλεια και μια ευχάριστη ζωή. Θα πα-
ντρευτείτε έναν άντρα που υπήρξε στρατιώτης όλη την ενήλικη ζωή του.
Έναν άντρα που πολέμησε με νύχια και με δόντια, έχοντας ζήσει δύσκολα.
Δε θα σας πουλήσω ρομαντικές αηδίες κάνοντάς σας να περιμένετε πράγ-
ματα που δεν μπορώ να προσφέρω».
Η Ντέμπορα βλεφάρισε σαστισμένη κι ένιωσε τα δάκρυα να καίνε τα
μάτια της. Άραγε υπήρχε άλλη γυναίκα που είχε δεχτεί τόσο προσβλητική
πρόταση ή είχε ακούσει τόσο σκληρά λόγια αφού είχε δεχτεί;
Αν είχε στάλα μυαλό, θα του έλεγε τι να την κάνει την πρότασή του, θα
του γύριζε την πλάτη και θα έφευγε.
Όμως, αν το έκανε αυτό, δε θα τον ξανάβλεπε.
Θα γινόταν δασκάλα, όπως είχε σχεδιάσει, ξέροντας ότι, αν είχε περισ-
σότερο κουράγιο, θα είχε γίνει γυναίκα του λοχαγού Φόλεϊ.
Αν δεν της είχε γίνει ποτέ αυτή η πρόταση γάμου, θ’ άντεχε τη μοναχική
ζωή μιας εργαζόμενης. Όμως αυτό το μέλλον τώρα φάνταζε αβάσταχτο.
Ένα παγωμένο χέρι έσφιξε τα σωθικά της όταν της πέρασε απ’ το μυαλό
μια άλλη φρικτή σκέψη. Αν ο λοχαγός Φόλεϊ, πεπεισμένος ότι προκαλούσε
σε όλες τις γυναίκες αποστροφή, έκανε τόσο αποφασιστικά σε κάποια άλ-
λη πρόταση γάμου, δε θα τα κατάφερνε τελικά με την κληρονομιά του; Η
Ντέμπορα δεν μπορούσε να αυταπατάται ότι ήταν για κείνον κάτι παρα-
πάνω από την πρώτη σ’ έναν κατάλογο απελπισμένων υποψήφιων συζύ-
γων.
«Δεν περιμένω τίποτα από σας», του είπε με απόγνωση. Πώς μπορούσε
να ξεχάσει ότι ήταν ερωτευμένος με τη Σουζάνα; Παρά τα δικά της τρελά
όνειρα για μια ευτυχισμένη οικογένεια με τον άντρα που αγαπούσε, για
κείνον δεν είχε σημασία ποια θα βρισκόταν στο πλευρό του.
Για κείνον ήταν το μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού.
Κεφάλαιο 4

Ένα αίσθημα αγαλλίασης τον πλημμύρισε, τόσο έντονο που σχεδόν τον
ζάλισε. Είχε κάνει το πρώτο βήμα για να πάρει την εκδίκησή του!
Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν τόσο εύκολο. Και χρωστούσε ευ-
γνωμοσύνη σε όλους τους ηλίθιους που είχαν κάνει αυτό το υπέροχο κορί-
τσι να πιστέψει ότι δε θα την ήθελε κανένας άντρας.
Κάθισε στην καρέκλα δίπλα της και θα της έπιανε ευγνώμων το χέρι αν
δεν ήξερε ότι η Ντέμπορα Γκίλις είχε δεχτεί την πρότασή του στη λογική
«το μη χείρον βέλτιστον». Φτώχεια και εξαρτημένη εργασία, από τη μια
πλευρά, ή γάμος μ’ έναν άντρα που καμιά γυναίκα δε θ’ άντεχε, απ’ την
άλλη;
Τι είχε μουρμουρίσει βουρκωμένη; «Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα».
Τι σημασία είχε αν μέσα της πίστευε ότι είχε κάνει συμφωνία με το διά-
βολο; Σύντομα θα αντιλαμβανόταν ότι, μολονότι εκείνος δεν ήταν ο σύζυ-
γος που ονειρεύονταν τα περισσότερα κορίτσια, η άνετη ζωή μαζί του θα
της άρεσε. Απ’ ό,τι είχε μάθει απ’ τους δικηγόρους, όταν είχε ζητήσει να
ενημερωθεί σχετικά με το ποιους όρους έπρεπε να πληροί για να κληρο-
νομήσει, η ηλικιωμένη θεία είχε αφήσει ένα διόλου ευκαταφρόνητο χρη-
ματικό ποσό εκτός απ’ το σπίτι της που θα γινόταν το σπιτικό τους.
«Σας ευχαριστώ, δεσποινίς Γκίλις. Δεν μπορώ να σας εκφράσω τι σημαί-
νει για μένα αυτό». Ο Ρόμπερτ παραλίγο να μορφάσει με τη διατύπωσή
του. Είχε φροντίσει εσκεμμένα να της αποκαλύψει όσο λιγότερες πληρο-
φορίες γινόταν. Επειδή δεν ήθελε να πληγώσει την Ντέμπορα, δείχνοντάς
της ότι είχε εκμεταλλευτεί τη δική της αδυναμία για να εκδικηθεί έναν Λά-
μπτον.
Πριν έρθει να της κάνει πρόταση γάμου, υποψιαζόταν ότι εκείνη θ’ αρ-
νιόταν αμέσως αν ήξερε πως θα καταστρεφόταν ένας άλλος άντρας. Επει-
δή ήταν ο τύπος που έβαζε την ευτυχία των άλλων πάνω απ’ τη δική της.
Απόδειξη το γεγονός ότι παρακολουθούσε χωρίς ίχνος ζήλιας την επιτυχία
της Σουζάνας, παρ’ ότι η φίλη της επισκίαζε τελείως τη δική της πιο ήπιων
τόνων ομορφιά, στερώντας της την ευκαιρία να προσελκύσει κάποιους
υποψήφιους συζύγους. Και ήταν ευχαριστημένη που η κοσμική σεζόν στο
Λονδίνο, αν και κούραζε την ίδια, βοηθούσε τη μητέρα της να ξεπεράσει το
πένθος της.
Όχι, δεν είχε καμιά πρόθεση να τη βαρύνει με την πληροφορία ότι ήταν
αποφασισμένος να στερήσει απ’ τον Λάμπτον μια περιουσία που ο ίδιος
θεωρούσε πάντα δική του.
Όμως έπρεπε να την καπαρώσει γρήγορα. Ο Λάμπτον θα προσπαθούσε
να εμποδίσει το γάμο αν μάθαινε το νέο.
«Πρέπει να παντρευτούμε αμέσως».
«Αμέσως;» ρώτησε σαστισμένη η Ντέμπορα.
«Ναι, γιατί, αν δεν πληρώ τους όρους της διαθήκης μέχρι μια συγκεκρι-
μένη ημερομηνία, μπορεί να χάσω την κληρονομιά».
«Α», περιορίστηκε να πει η Ντέμπορα, αλλά μ’ έναν τόνο που μαρτυρού-
σε αποδοχή.
Ανακουφισμένος πάλι, ο Ρόμπερτ ετοιμάστηκε για τις αντιρρήσεις της
όταν πρόσθεσε: «Θα επιμείνω να μην κάνουμε αναγγελία στις εφημερίδες
για το γάμο. Δε θέλω να αποκαλύψουμε σε όποιον δεν εμπλέκεται άμεσα
πότε και πού θα τελεστεί».
Η Ντέμπορα τον κοίταξε συνοφρυωμένη. «Θέλετε να σας παντρευτώ
μυστικά;» Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι της. «Όχι, το βρίσκω... απαράδε-
κτο». Της ήταν αδιανόητο να παντρευτεί μυστικά σαν να ντρεπόταν...
«Γνωρίζω ότι σας ζητώ πολλά, αλλά σας παρακαλώ να το δείτε απ’ τη
δική μου πλευρά».
Καμιά φορά, οι μάχες κερδίζονταν με έξυπνα στρατηγήματα, που έφερ-
ναν τον εχθρό σε μειονεκτική θέση. Ο Ρόμπερτ δεν έλεγε ακριβώς ψέματα
στην Ντέμπορα. Απλώς της έριχνε λίγη στάχτη στα μάτια.
Ήταν σαν να έστηνε ενέδρα σ' έναν εχθρό με μεγαλύτερα στρατεύματα,
αντί να συναντηθούν στο πεδίο της μάχης, όπου η ήττα θα ήταν αναπό-
φευκτη.
«Θα προτιμούσα να τελέσουμε το μυστήριο σε κλειστό κύκλο». Αυτό
ήταν πέρα για πέρα αλήθεια, αλλά, επειδή υπολόγιζε στη δική της συμπο-
νετική φύση, ο Ρόμπερτ πρόσθεσε: «Λέτε να μου είναι ευχάριστο να με
κοιτάζουν σαν κανένα τέρας και να αναρωτιούνται πώς έπεισα μια πανέ-
μορφη γυναίκα όπως εσείς να παντρευτεί ένα ερείπιο όπως εγώ;»
«Πανέμορφη;» αναφώνησε αγανακτισμένη η Ντέμπορα. «Πριν από λίγο
είπατε ότι δε θα μου πουλούσατε ρομαντικές ανοησίες! Γι’ αυτό μην κα-
ταφεύγετε σε ανειλικρινείς κολακείες για να περάσει το δικό σας. Θα προ-
τιμούσα να περιοριστείτε στα σταράτα λόγια για τα οποία καμαρώνετε».
«Δεσποινίς Γκίλις, είμαι πέρα για πέρα ειλικρινής. Διαθέτετε μια εσωτε-
ρική ομορφιά που κάθε λογικός άντρας θα...»
«Α, για την εσωτερική ομορφιά μιλάτε». Η Ντέμπορα ρουθούνισε περι-
φρονητικά. Έτσι καλόπιαναν οι άντρες τις γυναίκες που δεν ήταν εμφανί-
σιμες για να τις έχουν του χεριού τους. Όμως ο λοχαγός θα μάθαινε πολύ
σύντομα ότι δεν ήταν κανένα πρόβατο. Έπρεπε να του πει ότι δε θα έκανε
κάτι τόσο απαράδεκτο. Πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Αρνούμαι να κρύψω το νέο απ’ τη μητέρα μου ή να σας παντρευτώ χω-
ρίς να με ντύσει νύφη...»
«Ασφαλώς», τη διέκοψε ο Ρόμπερτ, κόβοντάς της τη φόρα. «Δεσποινίς
Γκίλις, δε σας ζητώ να παντρευτούμε μυστικά. Απλώς σε κλειστό κύκλο,
χωρίς πολλές φαμφάρες. Θα ζητήσω απ’ τον αδερφό μου να γίνει κου-
μπάρος. Αφού ξεκινήσουμε για το καινούριο μας σπιτικό, θα χαρώ να γίνει
η επίσημη ανακοίνωση».
Δεν ήταν παράλογο αίτημα.
«Ωστόσο, θα προτιμούσα να μην πείτε στη μητέρα σας για το γάμο μέχρι
να μπείτε στην άμαξα για την εκκλησία».
Η Ντέμπορα βλεφάρισε σαστισμένη.
«Είναι ο μοναδικός τρόπος να μην της ξεφύγει. Προφανώς, έχει αδυνα-
μία στη δεσποινίδα Χάλγουορθι και δε θα μπορούσε να της κρύψει το νέο
του γάμου σας. Όπως δε θα μπορούσε να το κρατήσει κρυφό και από άλ-
λους ανθρώπους. Οι περισσότερες μητέρες ενθουσιάζονται τόσο πολύ ό-
ταν οι θυγατέρες τους είναι να παντρευτούν, που το διαδίδουν δεξιά κι α-
ριστερά».
Η Ντέμπορα μασούλισε τα χείλη της όσο το σκεφτόταν. Η μητέρα της
πράγματι θα ενθουσιαζόταν για το γάμο της, ειδικά επειδή η πρόταση είχε
γίνει απ’ τον λοχαγό Φόλεϊ. Και αν ήξερε ότι θα την έπαιρναν μαζί τους στο
σπίτι τους για να τη φροντίσουν στα γηρατειά της, θα τον έσφιγγε στην
αγκαλιά της με δάκρυα στα μάτια πριν ανακοινώσει περήφανα σε όλες τις
φίλες της ποιο κελεπούρι θα έκανε γαμπρό.
Όσο για τη Σουζάνα...
Η Ντέμπορα αναστέναξε. Ο λοχαγός Φόλεϊ δε θα την ήθελε παρούσα
στην τελετή που συμβόλιζε το τελευταίο αντίο στην αγαπημένη του. Για
την ακρίβεια, αν ήθελε να φανεί ειλικρινής με τον εαυτό της, η παρουσία
της Σουζάνας θα χαλούσε και για κείνη τη σημαντικότερη μέρα της ζωής
της. Σαν να μην της έφτανε το γεγονός ότι για τον λοχαγό ήταν δεύτερη
επιλογή, θα είχε την πρώτη επιλογή παρούσα για να της θυμίζει πως αυτός
ο γάμος για κείνον ήταν λύση ανάγκης.
Δεν της άρεσαν τα προσχήματα ή οποιαδήποτε μορφή ανειλικρίνειας,
αλλά θα ήταν και για το δικό της καλό και για το καλό του λοχαγού να μη
μάθει η φίλη της για το γάμο.
«Πόσο καιρό περιμένετε να κρατήσω μυστική τη μνηστεία μας απ’ τη
μητέρα μου;»
Διέκρινε μια θριαμβευτική λάμψη στα μάτια του μ’ αυτή τη συνθηκολό-
γηση.
«Τώρα που έχω το λόγο σας, μπορώ να βγάλω την άδεια του γάμου χω-
ρίς επίσημη αναγγελία. Θα συναντήσουμε τους δικηγόρους που είναι οι ε-
κτελεστές της διαθήκης, δεδομένου ότι δεν έχει νόημα να παντρευτούμε
χωρίς τη δική τους συναίνεση. Αν όλα πάνε καλά, ο γάμος μπορεί να τελε-
στεί μεθαύριο. Θα αναχωρήσουμε αμέσως απ’ την πόλη και ο Γουόλτον θα
φροντίσει για την αναγγελία του γάμου στη Μόρνινγκ Ποστ».
«Μια στιγμή. Και αν δε συναινέσουν οι δικηγόροι;»
«Είμαι βέβαιος ότι θα συναινέσουν. Δε χρειάζεται ν’ ανησυχείτε. Δεν ή-
θελα να υπαινιχθώ ότι δε θα σας ενέκριναν. Απλώς πρέπει να βεβαιωθώ
ότι πληρώ όλους τους όρους στην εντέλεια, για να μην προσβάλει κανείς
τη διαθήκη».
«Υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο;»
Τι θα σήμαινε για κείνη αν δεν πληρούσε τους όρους της διαθήκης ή αν
κάποιος την προσέβαλλε; Ο λοχαγός Φόλεϊ της είχε κάνει πρόταση γάμου
μόνο και μόνο για να κληρονομήσει. Δε θα του ήταν χρήσιμη αν οι δικηγό-
ροι την έβρισκαν ακατάλληλη για τις ανάγκες της διαθήκης.
Η Ντέμπορα πάγωσε μέσα της. Τι θα έκανε ο λοχαγός σε μια τέτοια πε-
ρίπτωση; Θα τη συνόδευε στο σπίτι της και θα την ξεχνούσε; Ήταν δυνα-
τόν να της φερθεί τόσο βάναυσα;
Γι’ αυτό την είχε ορκίσει σε μυστικότητα; Για να μην παραπονεθεί αν η
πρόταση γάμου αποσυρόταν; Ήταν πολύ περήφανη για να παραδεχτεί ότι
είχε κάνει κάτι τόσο ανάρμοστο όσο ένας μυστικός αρραβώνας. Ξαφνικά
αισθάνθηκε πολύ μόνη και φοβισμένη.
Προς μεγάλη της έκπληξη, ο λοχαγός Φόλεϊ έπιασε τα χέρια της που τα
είχε δεμένα στην ποδιά της.
«Γνωρίζω ότι δε σας είναι εύκολο να ξεγλιστρήσετε απ’ το σπίτι χωρίς να
το γνωρίζει η μητέρα σας».
Η Ντέμπορα δεν είχε καν σκεφτεί τα πρακτικά ζητήματα, όπως τη συ-
νάντηση στο δικηγορικό γραφείο κρυφά απ' τη μητέρα της. Στις έγνοιες
της προστέθηκε άλλη μια!
«Σκεφτείτε, όμως, πόσο θα χαρεί όταν μάθει ότι έγινε για καλό σκοπό»,
την καλόπιασε ο λοχαγός. «Δε θα χρειαστεί να της κρατήσετε μυστικά πα-
ραπάνω από μια μέρα, αν όλα πάνε καλά».
Αν όλα πήγαιναν καλά. Κι αν δεν πήγαιναν καλά; Θα ήταν η μεγαλύτερη
μέρα της ζωής της. Θα έλεγε ψέματα στη μητέρα της, τρέμοντας ότι ο γά-
μος πιθανόν να μη γινόταν τελικά...
«Έχετε μου εμπιστοσύνη», της είπε ο λοχαγός, σφίγγοντας λίγο τα χέρια
της. «Θα τα τακτοποιήσω όλα εγώ».
Να τον εμπιστευτεί; Η Ντέμπορα ευχόταν να μπορούσε!
«Μια μέρα είναι μόνο, δεσποινίς Γκίλις. Έχετε το θάρρος ν’ αντέξετε μια
μέρα. Έχετε περάσει πολύ χειρότερα μετά το θάνατο του πατέρα σας, αλ-
λά δείξατε μεγάλη δύναμη».
Η Ντέμπορα βλεφάρισε. Παρά την υπόσχεσή του να μην καταφύγει πο-
τέ σε γαλιφιές, της έκανε άλλη μια φιλοφρόνηση. Την εννοούσε άραγε;
Μάλλον ναι, αφού διακήρυσσε ότι έλεγε την αλήθεια και μόνο την αλή-
θεια. Προφανώς τη θεωρούσε αρκετά ανθεκτική, για να την ακούει πάντα.
Ναι, ήταν μια όψη της αναθεματισμένης εσωτερικής ομορφιάς της που
εκείνος υποστήριζε ότι θαύμαζε.
«Μια μέρα μόνο». Η Ντέμπορα αναστέναξε. Ήταν κάτι ανάξιο λόγου,
επειδή ο λοχαγός Φόλεϊ δεν ήξερε ότι εκείνη τον αγαπούσε. Υπέθετε ότι το
μαρτύριό της θα τέλειωνε σε μια μέρα, όποια κι αν ήταν η έκβαση.
Τον κοίταξε στα μάτια, διερωτώμενη αν έπρεπε να του πει τώρα την α-
λήθεια. Αν του έλεγε ότι τον αγαπούσε, ο λοχαγός Φόλεϊ δε θα την εγκα-
τέλειπε ακόμα κι αν δεν περνούσαν τη δοκιμασία των δικηγόρων. Δεν ή-
ταν δυνατόν να φανεί τόσο σκληρός...
Όμως, αν τον πίεζε να κρατήσει το λόγο του να την παντρευτεί χωρίς
περιουσία, πώς θα ζούσαν; Θα ήταν αδέκαροι. Όποτε λάμβαναν ένα λογα-
ριασμό, ο λοχαγός Φόλεϊ θα τη μισούσε που δεν τον είχε αφήσει να πα-
ντρευτεί μιαν άλλη γυναίκα, η οποία θα του έδινε τη δυνατότητα να κλη-
ρονομήσει.
Ήταν καλύτερα να γίνει μια μοναχική, μελαγχολική δασκάλα, ξέροντας
ότι τουλάχιστον δεν του είχε στερήσει την ευκαιρία να ευτυχήσει, παρά να
ζήσει με το μίσος του.
Επομένως, δεν έπρεπε να του μιλήσει για τα αισθήματά της πριν πα-
ντρευτούν.
«Για μια μέρα μόνο», επανέλαβε, σφίγγοντας το χέρι του. Ακόμα κι αν
αυτό σήμαινε μια ζωή γεμάτη δυστυχία για κείνη, δε θα τον απογοήτευε.
Όποιος αγαπούσε, έβαζε την ευτυχία του άλλου πάνω απ’ τη δική του. Αυ-
τό ήταν αγάπη.
«Δε θα το μετανιώσεις», της είπε με ζέση εκείνος.
Όμως η Ντέμπορα είχε αρχίσει να το μετανιώνει πριν καν μπει στο σπίτι.
Η μητέρα της θα ήθελε να μάθει τι είχε συμβεί στον κήπο. Τι θα της έλεγε;
Όταν έφτασε η στιγμή, η Ντέμπορα αποκάλυψε στη μητέρα της όση
αλήθεια μπορούσε χωρίς να προδώσει την εμπιστοσύνη του λοχαγού Φό-
λεϊ.
«Μου μίλησε για ένα... οικονομικό ζήτημα, μητέρα», είπε, παίζοντας με
το κορδόνι της κουρτίνας. «Και μου εξήγησε ότι είναι άκρως εμπιστευτι-
κό».
«Οικονομικό ζήτημα...» Η κυρία Γκίλις συνοφρυώθηκε παραξενεμένη.
«Και όχι προσωπικό;»
«Μητέρα, υποσχέθηκα να μη μιλήσω γι’ αυτό... μέχρι να μου δώσει την
άδεια».
Παρατηρώντας πόσο είχε κοκκινίσει η κόρη της, η κυρία Γκίλις δεν έκανε
άλλες ερωτήσεις.
Η Ντέμπορα για πρώτη φορά χάρηκε όταν η Σουζάνα επέστρεψε και
άρχισε να φλυαρεί ακατάπαυστα, χωρίς να δίνει τη δυνατότητα σε άλλον
ν’ αρθρώσει κουβέντα. Η μητέρα της δεν είχε κάνει άλλες ερωτήσεις, αλλά
της έριχνε συνέχεια ανήσυχες ματιές, σαν να ήταν κάθε τόσο έτοιμη να μι-
λήσει. Μετά κουνούσε το κεφάλι της και έσφιγγε τα χείλη της, ενώ η Ντέ-
μπορα κοκκίνιζε ξανά και ξανά στη σκέψη ότι θα αναγκαζόταν να κατα-
φύγει σε υπεκφυγές.
Η Σουζάνα ήταν ένας καλοδεχούμενος περισπασμός από την ένταση
που σταθερά αυξανόταν όλο το απόγευμα.
***
Μητέρα και κόρη συγκεντρώθηκαν στη συζήτηση με τη Σουζάνα και όχι
μεταξύ τους στην έξοδό τους για το θέατρο εκείνο το βράδυ. Όμως, καθώς
οι ώρες περνούσαν με βασανιστικά αργό ρυθμό, η Ντέμπορα άρχισε να
ενοχλείται με τη θέση στην οποία την είχε φέρει ο λοχαγός Φόλεϊ. Για κεί-
νον δεν ήταν σπουδαίο πράγμα να ξεγελά τη μητέρα της για μια μέρα, αλ-
λά, ενώ ο ίδιος θα ήταν απασχολημένος βγάζοντας τις άδειες και κλείνο-
ντας ραντεβού με δικηγόρους και ιερείς, εκείνη θα μετρούσε τα λεπτά, έ-
χοντας τη μητέρα της να την κοιτάει κάπως επικριτικά, κάνοντάς τη να
νιώθει σαν να ήταν ένοχη για κάποιο φρικτό έγκλημα.
Ανακουφίστηκε όταν πήγαν για ύπνο, επειδή δε θα αναγκαζόταν να υ-
πομείνει άλλο το επικριτικό βλέμμα της μητέρας της. Μόνο που απ’ την
υπερένταση ήταν αδύνατον να κοιμηθεί. Χτύπησε τα μαξιλάρια και πέταξε
τα σκεπάσματα, έξαλλη με τη σκληρότητά του. Όμως δεν άργησε να ανα-
σηκωθεί, ριγώντας απ’ το κρύο της νύχτας και να τυλίξει τα σκεπάσματα
γύρω απ’ τους ώμους της.
Την κυρίευε τρόμος στη σκέψη ότι όλα αυτά δε θα οδηγούσαν πουθενά.
Ξάπλωσε πάλι, αναζητώντας με το βλέμμα της τις σκοτεινές γωνιές του
δωματίου. Πώς ήταν δυνατόν να τον αγαπά και ταυτόχρονα να απεχθάνε-
ται τόσο πολύ τη συμπεριφορά του;
***
Το πρωί, η Ντέμπορα ήταν τόσο ταλαιπωρημένη, που σκεφτόταν να
ανακοινώσει ότι δε θα σηκωνόταν απ’ το κρεβάτι. Δεν άντεχε ούτε το κα-
χύποπτο βλέμμα της μητέρας της ούτε την εγωκεντρική αδιαφορία της
Σουζάνας για τη δική της αγωνία.
Όμως η μητέρα της της έπιασε το χέρι, όταν προσπάθησε ν’ αποφύγει
τις κοινωνικές υποχρεώσεις της ημέρας, λέγοντάς της αυστηρά: «Θα είναι
καλύτερα αν σηκωθείς και ασχοληθείς με κάτι, χρυσό μου. Για να ξεχάσεις
ό,τι είναι αυτό... που σε απασχολεί. Παρεμπιπτόντως, πόσο καιρό υποσχέ-
θηκες στον λοχαγό Φόλεϊ να κρατήσεις το μυστικό του;»
«Μέχρι σήμερα, μητέρα», απάντησε η Ντέμπορα, νιώθοντας αμήχανα
που η μητέρα της είχε συνδέσει τόσο διορατικά την αγωνία της με τον λο-
χαγό Φόλεϊ. «Αύριο θα μπορέσω να...»
«Να του δώσεις μια απάντηση». Η κυρία Γκίλις έγνεψε καταφατικά. «Εί-
ναι περήφανος ο νεαρός». Φίλησε την κόρη της στο μέτωπο. «Όμως σε
συμβουλεύω να φέρεσαι σαν να μην... είχες μια απόφαση να πάρεις. Αν
σου ζήτησε να μην αποκαλύψεις τα λεχθέντα, θα έπρεπε να κάνεις ότι... δε
σε απασχολούν όσα συζητήσατε τόσο έντονα στον κήπο χτες».
Η Ντέμπορα δεν μπορούσε να πιστέψει ότι η μητέρα της σχεδόν είχε
μαντέψει όλη την αλήθεια. Απ’ τον τρόπο που χαμογελούσε και κουνούσε
το κεφάλι της με νόημα, της έδινε να καταλάβει ότι ήξερε για την πρόταση
γάμου, υποθέτοντας πως ο λοχαγός της είχε δώσει χρόνο για να το σκε-
φτεί. Ανακάθισε θορυβημένη.
«Μητέρα, δεν πιστεύω να πεις κουβέντα!»
«Όχι βέβαια! Ειδικά αν αποφασίσεις να μην... Είμαι βέβαιη ότι δε θα ήθε-
λες να μαθευτεί... Όχι, όχι! Καλύτερα να μην το μάθει κανείς μέχρι να α-
ποφασίσεις ότι... Μέχρι να μπορέσουμε να το συζητήσουμε ανοιχτά χωρίς
να θίξουμε την περηφάνια κανενός».
Η Ντέμπορα ένιωσε καλύτερα, συνειδητοποιώντας ότι η μητέρα της ή-
ξερε περίπου τι συνέβαινε. Έτσι, θα της ήταν πιο εύκολο να της τα πει όλα
λίγο πριν απ’ το γάμο.
Και θα ήταν πιο εύκολο να βρει μια δικαιολογία για τη συνάντηση με
τους δικηγόρους. Η μητέρα της θα υπέθετε ότι θα συναντούσε κρυφά τον
λοχαγό Φόλεϊ για να του δώσει την απάντησή της.
***
Η Ντέμπορα ξύπνησε νωρίς το πρωί, ύστερα από άλλη μια σχεδόν άυ-
πνη νύχτα και αναρωτήθηκε πώς θα κατάφερνε να έρθει σ’ επαφή μαζί
της ο λοχαγός Φόλεϊ. Δεν μπορούσε να την παραλάβει απ’ το σπίτι της και
να βγουν ασυνόδευτοι. Όμως, πώς θα έβρισκε εκείνη το δικηγορικό γρα-
φείο χωρίς τις δικές του οδηγίες;
Το στομάχι της βούλιαξε στη σκέψη ότι θα της έστελνε κάποια επιστολή
που εκείνη έπρεπε να κρατήσει μακριά απ’ τα περίεργα μάτια της μητέρας
της και της Σουζάνας. Συνήθως διάβαζαν την αλληλογραφία τρώγοντας το
πρωινό τους, συζητώντας τις προσκλήσεις που λάμβαναν ή τα νέα απ’ το
Λόουερ Γουέικερινγκ.
Κούνησε το κεφάλι της, νιώθοντας έναν ενοχλητικό πόνο στο μέτωπο,
το οποίο ήταν ζαρωμένο απ’ την ανησυχία, σχεδόν απ’ τη στιγμή που της
είχε γίνει η πρόταση γάμου.
Όπως αποδείχτηκε, ο λοχαγός Φόλεϊ είχε κανονίσει τα πάντα έτσι ώστε
εκείνη να μην αναγκαστεί να πει ψέματα. Δεν είχαν καλά καλά προλάβει
να σηκωθούν απ’ το τραπέζι, όταν ο μπάτλερ μπήκε στην τραπεζαρία με
πολύ υπεροπτικό ύφος.
«Είναι εδώ η κόμισσα του Γουόλτον, δεσποινίς Γκίλις», ανακοίνωσε, δί-
νοντάς της ένα σημείωμα. «Τη συνοδέυσα στην μπροστινή σάλα».
Οι τρεις γυναίκες έμειναν άναυδες με την αναπάντεχη τιμή να τις επι-
σκεφτεί ένα τόσο σημαντικό άτομο, ειδικά μια τόσο ασυνήθιστη ώρα.
«Πήγαινε», την προέτρεψε τη μητέρα της. «Μην την αφήσεις να περιμέ-
νει. Εμείς θα έρθουμε μόλις...«Ίσιωσε το καπέλο της, ενώ η Σουζάνα έτρεχε
στον καθρέφτη για να φουσκώσει τις μπούκλες της και να στρώσει το
ντεκολτέ της.
«Ωχ, όχι, λεκές από βούτυρο είναι αυτός στο φόρεμά μου;» την άκουσε η
Ντέμπορα να λέει, βγαίνοντας απ’ το δωμάτιο. «Πάω ν’ αλλάξω!»
«Α! Δεσποινίς Ντέμπορα!» τη χαιρέτησε η κόμισσα με γαλλική προφορά
όταν η Ντέμπορα μπήκε στη σάλα.
Είχαν συστηθεί στο χορό του μαρκησίου του Λένσμπορο και η Ντέμπο-
ρα είχε στύψει μάταια το μυαλό της για να βρει ένα θέμα συζήτησης που
θα ενδιέφερε τη μικροκαμωμένη και μάλλον αδιάφορης εμφάνισης γυναί-
κα.
Αργότερα είχε μάθει απ’ τη μητέρα της ότι η επιλογή του κόμη θεωρού-
νταν κοινωνικά αποτυχημένη, παρ’ ότι η καθολική αποδοκιμασία είχε κο-
πάσει όταν η κόμισσα είχε μείνει επιτέλους έγκυος.
«Και μάλιστα μόνη!» Η κόμισσα χαμογέλασε πλατιά και σηκώθηκε, πιά-
νοντας την Ντέμπορα απ’ τα χέρια για να την τραβήξει δίπλα της στον κα-
ναπέ. «Καλό αυτό! Έρχομαι για να σας πάρω μαζί μου. Ο Ρόμπερτ σας πε-
ριμένει στο δικηγορικό γραφείο. Μου ζήτησε να πω στη μητέρα σας ότι θα
πάμε για ψώνια, επειδή θαύμασα την τουαλέτα σας στο χορό του Λέν-
σμπορο ή κάποια τέτοια ανοησία. Λες και θα πίστευε κανείς ότι έχω διά-
θεση να κυκλοφορώ στα καταστήματα με την κοιλιά στο στόμα! Έτσι εί-
ναι ο Ρόμπερτ, όμως!»
Φορούσε ένα φόρεμα με πολλές στρώσεις ροζ μουσελίνας, που τόνιζε τη
φουσκωμένη κοιλιά της. Σε συνδυασμό με την ψιλή φωνή της και τις ζωη-
ρές κινήσεις των χεριών της, θύμισε στην Ντέμπορα σπίνο που πηδούσε
απ’ το ένα κλαδί στο άλλο. Η εντύπωση ενισχύθηκε όταν η μητέρα της
μπήκε στη σάλα και η λαίδη Γουόλτον έπλεξε τα χέρια της στην ποδιά της,
κοιτώντας την κυρία Γκίλις με το κεφάλι της γερμένο στο πλάι.
«Κυρία Γκίλις, δε σας πειράζει να δανειστώ τη θυγατέρα σας για ψώνια
σήμερα;» είπε η λαίδη, μπαίνοντας αμέσως στο ψητό. «Μου ήρθε ξαφνικά
η ιδέα. Ναι! Εμείς οι έγκυες έχουμε κάτι τέτοιες ξαφνικές ιδέες. Το μόνο
που θέλω να κάνω σήμερα είναι να ψωνίσω με την αξιαγάπητη δεσποινίδα
Γκίλις. Γνωριστήκαμε στο χορό του μαρκησίου Λένσμπορο κι έχω πολύ λί-
γους φίλους στο Λονδίνο. Εκτός απ’ τον Ρόμπερτ, ασφαλώς, που είναι σαν
αδερφός μου. Τον λοχαγό Φόλεϊ εννοώ», εξήγησε όταν η κυρία Γκίλις την
κοίταξε ερωτηματικά.
Η Ντέμπορα αποφάσισε ότι έπρεπε να την απομακρύνει απ’ το σπίτι,
πριν ξεφουρνίσει κάτι που θα τις πρόδιδε. Πώς είχε εμπιστευτεί ο λοχαγός
Φόλεϊ μια τόσο λεπτή αποστολή σε μια αλαφρόμυαλη;
Έτρεξε επάνω, πήρε το πανωφόρι και το καπελίνο της και κατέβηκε τό-
σο βιαστικά στη σάλα, που κόντεψε να πέσει φαρδιά πλατιά κάτω, σκο-
ντάφτοντας στο χαλί.
***
Οι δυο γυναίκες ξεφύσηξαν ανακουφισμένες όταν η πόρτα της άμαξας
των Γουόλτον έκλεισε πίσω τους και ξεκίνησαν για την αποστολή τους. .
«Τι συναρπαστικό!» αναφώνησε η λαίδη Γουόλτον, κοιτώντας την Ντέ-
μπορα με τα μαύρα σαν χάντρες μάτια της. «Επιτέλους, βοήθησα τον Ρό-
μπερτ να τη φέρει στον αχρείο τον Λάμπτον!» Κοκκίνισε λίγο όταν η Ντέ-
μπορα την κοίταξε σαστισμένη.
«Τι σχέση έχει ο Λάμπτον;»
«Θεέ μου! Τώρα τα έκανα θάλασσα. Ο Ρόμπερτ θα νευριάσει μαζί μου,
γιατί του υποσχέθηκα ότι δε θα μου ξέφευγε κουβέντα. Και τώρα το ξε-
φούρνισα πριν καν δούμε τους ανθρώπους που έχουν στα χέρια τους την
περιουσία του. Δεσποινίς Γκίλις...» Έγειρε μπροστά και κοίταξε την Ντέ-
μπορα με αγωνία. «... πείτε μου, σας παρακαλώ, ότι δε θ’ αρνηθείτε να τον
παντρευτείτε τώρα που γνωρίζετε πως κάνει κάτι ίσως απαράδεκτο κατά
τη δική σας άποψη».
Η Ντέμπορα είχε μια περίεργη αίσθηση, σαν να την έσφιγγε μια μέγκενη
στο στήθος, κόβοντάς της την ανάσα. «Απαράδεκτο;» επανέλαβε. «Δεν κα-
ταλαβαίνω. Τι έκανε ο λοχαγός Φόλεϊ;»
«Τίποτα δεν έκανε! Αυτό το σκουλήκι, ο Πέρσι Λάμπτον, προσπάθησε να
του κλέψει την περιουσία του. Σας παρακαλώ, αν ενδιαφέρεστε έστω και
λίγο για τον Ρόμπερτ, μη συμμαχήσετε με τους εχθρούς του σήμερα. Πι-
στεύω ότι, όσα κι αν έχει ξεπεράσει στο παρελθόν, αυτό δε θα το ξεπερά-
σει ποτέ. Του ήταν τόσο δύσκολο να επιστρατεύσει το κουράγιο του ακό-
μα και για να ζητήσει από μια γυναίκα να χορέψουν, επειδή θεωρεί τον
εαυτό του άσχημο, πόσω μάλλον για να σας κάνει πρόταση γάμου... Δε
φαντάζεστε τι θάρρος χρειάστηκε». Η λαίδη έπιασε τα χέρια της Ντέμπο-
ρα. «Εσείς δε βλέπετε τα σημάδια αλλά την καρδιά του, έτσι δεν είναι; Δε
δεχτήκατε την πρότασή του επειδή επιθυμείτε ένα μεγάλο σπίτι στην εξο-
χή. Επειδή δε θέλετε να γίνετε γκουβερνάντα. Δε θα δεχόμουν να συμμε-
τάσχω σ’ αυτό το σχέδιο αν δε σας θεωρούσα άξια να σταθείτε στο πλευ-
ρό του. Σας είδα πώς τον κοιτούσατε στο χορό του Λένσμπορο. Τον αγα-
πάτε, έτσι δεν είναι; Σας παρακαλώ, πείτε μου ότι δεν έχω πέσει έξω».
«Ναι... Τον... αγαπώ»,· ψέλλισε η Ντέμπορα, τραβώντας τα χέρια της.
«Όμως δεν αντιλαμβάνομαι...»
«Δε χρειάζεται. Αρκεί να τον αγαπάτε. Εμπιστευτείτε τον! Οι άντρες...
καμιά φορά κάνουν ανοησίες για να μας προστατεύσουν. Όμως ο Ρόμπερτ
θα γίνει έκτακτος σύζυγος. Είμαι βέβαιη! Είναι ευγνώμων που του δίνετε
αυτή την ευκαιρία...»
«Δε θέλω την ευγνωμοσύνη του!» τη διέκοψε κοφτά η Ντέμπορα. Η πε-
ρίεργη αίσθηση στο στήθος της είχε γίνει πόνος. Είχε διαισθανθεί απ’ την
αρχή ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, επειδή ο λοχαγός την είχε ορκίσει να κρα-
τήσει μυστική τη συζήτησή τους. Τώρα η κόμισσα επιβεβαίωνε ότι το αί-
τημά του για μυστικότητα δεν είχε σχέση με την ευαισθησία του για την
εμφάνισή του.
Το χειρότερο ήταν ότι την είχε κάνει να τον εμπιστευτεί, να του εκμυ-
στηρευτεί το σχέδιό της να γίνει γκουβερνάντα, ενώ εκείνος την κρατούσε
στο σκοτάδι.
Σαν να μην της έφτανε το γεγονός ότι ήταν η δεύτερη επιλογή του μετά
τη Σουζάνα, τώρα έπρεπε να χωνέψει ότι δεν ήταν καν δεύτερη. Ακόμα κι
η γυναίκα του αδερφού του είχε πιο στενή σχέση μαζί του.
Η Ντέμπορα έπαψε ν’ ακούει την αδιάκοπη φλυαρία της κόμισσας κα-
θώς έμπαιναν στο Σίτι, καθώς προσπαθούσε να βγάλει κάποιο συμπέρα-
σμα απ’ αυτά που είχε ακούσει. Θυμόταν πόσο περιφρονητικά είχε κοιτά-
ξει ο λοχαγός τον Πέρσι Λάμπτον την πρώτη φορά που τον είχε δει με τη
Σουζάνα. Και το μοχθηρό χαμόγελο που του είχε απευθύνει ο Λάμπτον.
Τότε το είχε βρει περίεργο, αλλά τώρα καταλάβαινε ότι ήταν η στάση δυο
παλιών αντιπάλων.
Θυμήθηκε πώς τους είχε πλησιάσει ο Λάμπτον στο Χάιντ Παρκ έφιππος,
ζητώντας να συστηθούν σαν να ήταν τυχαία η συνάντηση. Στην ίδια είχαν
γεννηθεί αμέσως υποψίες για τη γοητεία του, και πλέον ήταν βέβαιη ότι ο
Λάμπτον δεν ήταν άλλη μια τυχαία απ’ τις πολλές κατακτήσεις της Σουζά-
νας.
Μήπως το κόρτε του είχε αποκλειστικό σκοπό να εμποδίσει έναν ενδε-
χόμενο γάμο ανάμεσα στον λοχαγό και τη Σουζάνα, προκειμένου να κερ-
δίσει την περιουσία;
Η Ντέμπορα κατέβηκε απ’ την άμαξα μέσα σε μια παραζάλη. Ο λοχαγός
Φόλεϊ την περίμενε στα σκαλιά ενός κτιρίου με γραφεία σ’ έναν στενό, κα-
θαρό δρόμο. Η έκφρασή του μαρτυρούσε την έντασή του, η οποία ήταν
αναμενόμενη όταν τη χρησιμοποιούσε σαν όπλο στον ατέρμονο πόλεμό
του κατά των Λάμπτον γενικά και του Πέρσι Λάμπτον ειδικά.
Η σκέψη την πλήγωσε.
«Σας ευχαριστώ που ήρθατε», της είπε, σέρνοντας το πόδι του καθώς
την πλησίαζε για να της προσφέρει το βραχίονά του. «Είχα αρχίσει να πι-
στεύω ότι το σχέδιό μου θα ναυαγούσε. Η Ελοΐζ είναι αλαφρόμυαλη. Αξια-
γάπητη, αλλά χωρίς κουκούτσι μυαλό!»
«Το άκουσα αυτό, αχάριστο κτήνος!» Η λαίδη Γουόλτον έβγαλε το κεφά-
λι της απ’ το παράθυρο της άμαξας, κοιτώντας τον εύθυμα. «Τώρα δε θα
ξέρεις αν θα επιστρέψω για να συνοδεύσω τη δεσποινίδα Γκίλις σου στο
σπίτι της ή θα σε παρατήσω αβοήθητο επειδή με προσέβαλες!»
«Δε θα έκανες ποτέ κάτι τόσο σκληρό», αποκρίθηκε ο λοχαγός μ’ ένα
τρυφερό χαμόγελο. «Άλλωστε θα πεθαίνεις από περιέργεια για να μάθεις
αν πήγε καλά η συνάντηση».
«Γουρούνι!»
Η κόμισσα χτύπησε με το ομπρελίνο της την οροφή της άμαξας για να
δώσει σήμα στον αμαξά να ξεκινήσουν.
Η Ντέμπορα αναρωτήθηκε αν η κόμισσα θα συνεργούσε ποτέ σε κάτι
πραγματικά απαράδεκτο. Παρ’ ότι τα λόγια της την είχαν θορυβήσει, η α-
μεριμνησία της όταν έφευγε, αστειευόμενη με τον Ρόμπερτ, έκανε την όλη
ιστορία ν’ ακούγεται σαν μια φάρσα στη χειρότερη περίπτωση.
Η Ντέμπορα ήταν τόσο πληγωμένη και σαστισμένη, που ακολούθησε
πειθήνια τον Ρόμπερτ σ’ έναν στενό διάδρομο κι από κει σε μια ξύλινη
σκάλα που οδηγούσε στο στενάχωρο γραφείο των δικηγόρων Κένριτζ και
Χόουπντεϊλ.
Καθώς έμπαιναν, δυο άντρες σήκωσαν τα κεφάλια τους από ένα γρα-
φείο που σχεδόν δε φαινόταν απ’ το βουνό των χαρτιών και των φακέλων
πάνω του. Ο ένας, στρουμπουλός και με καλοσυνάτη όψη, σηκώθηκε,
γνέφοντάς τους να καθίσουν στις καρέκλες των πελατών. Ο λοχαγός Φό-
λεϊ κάθισε ακριβώς πίσω της και ο άλλος δικηγόρος τούς κοίταξε πάνω απ’
τα γυαλιά του σε σχήμα μισοφέγγαρου.
«Λοιπόν, δεσποινίς... Γκίλις δεν είναι το όνομά σας;» μουρμούρισε ο
προσηνής δικηγόρος, φυλλομετρώντας μερικά χαρτιά μπροστά του. «Με-
ρικές ερωτήσεις πρέπει μόνο να σας κάνουμε».
Η Ντέμπορα ένιωσε το χέρι του λοχαγού Φόλεϊ καθησυχαστικό στον
ώμο της και της ήρθε να του το σπρώξει.
Γιατί δεν της είχε πει το αληθινό κίνητρό του γι’ αυτόν το γάμο; Μήπως
του περνούσε απ’ το μυαλό ότι εκείνη θα υποστήριζε την οικογένεια που
τον είχε αδικήσει πριν καν απ’ τη γέννησή του; Της ήταν αδύνατον να πι-
στέψει ότι ένας σχολαστικός άνθρωπος σαν τον κόμη του Γουόλτον θα
αναγνώριζε ως αδερφό του έναν άντρα που είχε γεννηθεί εκτός γάμου. Οι
Λάμπτον προφανώς είχαν στερήσει για ιδιοτελείς λόγους απ’ τον λοχαγό
Φόλεϊ και τη μητέρα του ό,τι τους ανήκε δικαιωματικά.
Και τώρα ο Πέρσι Λάμπτον προσπαθούσε να ξανακάνει το ίδιο πράγμα!
«Χρειάζεται μόνο να γνωρίζουμε ότι είναι ενήλικη και παντρεύεται τον
λοχαγό Φόλεϊ με τη βούλησή της», παρενέβη ο δικηγόρος με τη βλοσυρή
έκφραση. «Ισχύουν και τα δύο;» απευθύνθηκε στην Ντέμπορα.
Πριν η Ντέμπορα προλάβει να απαντήσει καταφατικά, ο καλοσυνάτος
δικηγόρος κούνησε το κεφάλι του. «Όχι, δεν πρέπει να ελεγχθεί μόνο η
νομιμότητα του γάμου, αλλά και η καταλληλότητα της νύφης, προκειμέ-
νου να μη δώσουμε καμιά λαβή στους Λάμπτον να προσβάλουν τη διαθή-
κη. Αν η δεσποινίς Γκίλις δεν είναι άμεμπτης καταγωγής, η οικογένεια ίσως
να...»
«Για όνομα του Θεού!» πετάχτηκε ο άλλος δικηγόρος. «Είναι σαφές ότι η
Γιουφέμια Λάμπτον σκόπευε ν’ αφήσει όλη την περιουσία της σ’ αυτόν το
νεαρό. Ο ανιψιός της δεν αναφέρεται καν στην αρχική διαθήκη. Δεν του
αφήνει ούτε ένα ενθύμιο. Γνωρίζουμε κι οι δυο ότι έκανε την τροποποίηση
στη διαθήκη υπό πίεση».
Η Ντέμπορα πάγωσε ακούγοντας τη λέξη ανιψιός. Ανιψιός μιας Λά-
μπτον; Μήπως ο άλλος κληρονόμος που αναφερόταν στην τροποποίηση
ήταν ο... Πέρσι Λάμπτον; Αυτή την περιουσία περίμενε; Αν ήταν έτσι, αυτό
που έκανε ο λοχαγός Φόλεϊ ήταν πολύ χειρότερο απ’ ό,τι φανταζόταν ε-
κείνη. Όχι μόνο τη χρησιμοποιούσε για να βάλει χέρι στην περιουσία, αλλά
και επρόκειτο για μια περιουσία που ηθικά ανήκε σε κάποιον άλλο.
Ή τουλάχιστον, μασούλισε τα χείλη της, ο Λάμπτον θεωρούσε πάντα
δεδομένο ότι του ανήκε. Έτσι, θα ένιωθε ότι του την είχαν κλέψει. Κι εκεί-
νη αισθανόταν σαν συνεργός σε έγκλημα.
Τα μάγουλα του στρουμπουλού δικηγόρου κοκκίνισαν λίγο. «Δε χρειά-
ζεται να υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες μπροστά στη νεαρά...»
«Γιατί όχι; Αφού στην ουσία ζητάτε συστάσεις!»
Ο ευτραφής δικηγόρος έχασε την προσήνεια του και κοίταξε οργισμένος
το συνεταίρο του. «Προκειμένου να διασφαλιστεί η νομιμότητα. Συνήθως
προτιμάται να κληρονομήσει τον αποθανόντα ένας εξ αίματος συγγενής
και όχι ένας άνθρωπος που δεν τον συνδέει τίποτα μαζί του».
«Σύνδεση υπάρχει. Άκουσες τι είπε η δεσποινίς Λάμπτον όταν συντάξα-
με την αρχική διαθήκη...»
«Με συγχωρείτε», παρενέβη η Ντέμπορα και σηκώθηκε, νιώθοντας την
καρδιά της έτοιμη να σπάσει. «Είμαι σε θέση να παράσχω προσωπικά τα
εχέγγυα που απαιτούνται για να παντρευτώ όποιον επιθυμώ», απευθύν-
θηκε στον ευτραφή δικηγόρο. «Η μητέρα μου είναι εγγονή του κόμη του
Πλίμστοκ από την πλευρά της μητέρας της. Μπορείτε να ελέγξετε το γενε-
αλογικό δέντρο στον οδηγό Κόλιν’ς Πίρατζ. Ο πατέρας μου ανήκε στην οι-
κογένεια των Γκίλις του Χέρτφορντσιρ. Μπορείτε να το ελέγξετε όσο σχο-
λαστικά επιθυμείτε. Τρίτος γιος του Ρέτζιναλντ και της Λουσίντα Γκίλις του
Άπσοτ. Δεν ήταν ευγενείς, αλλά παλιά οικογένεια».
Πήρε μια βαθιά ανάσα αγανακτισμένη. Ο λοχαγός Φόλεϊ όχι μόνο είχε
φανεί ανειλικρινής στην πρόταση του, αλλά και την είχε εκθέσει σ’ αυτό το
είδος της προσβολής!
«Μπορείτε, επίσης, να ερευνήσετε όσο επιθυμείτε, και θα ανακαλύψετε
ότι ποτέ δεν έχω κάνει κάτι που θα έδινε σε οποιονδήποτε το δικαίωμα να
με χαρακτηρίσει οτιδήποτε άλλο εκτός από καθ’ όλα ευπρεπή. Ο πατέρας
μου ήταν ιερέας και έμαθε στο παιδί του να μην τον εκθέτει. Πηγαίνετε να
ρωτήσετε στο Λόουερ Γουέικερινγκ, όπου μεγάλωσα. Κανένας δεν μπορεί
να ψέξει την ηθική ακεραιότητά μου. Όσο για το άλλο ζήτημα, ναι, είμαι
ενήλικη! Για την ακρίβεια, τα έχω τα χρονάκια μου», πρόσθεσε με πικρία,
επειδή θυμήθηκε ότι ακριβώς σ’ αυτό πόνταρε ο λοχαγός Φόλεϊ για να τη
δελεάσει στην τελευταία της, όπως θεωρούσε ο ίδιος, ευκαιρία να πα-
ντρευτεί. «Και αν παντρεύομαι τον λοχαγό Φόλεϊ με τη θέλησή μου;»
Γύρισε και τον αγριοκοίταξε. Ένιωθε ταπεινωμένη, χρησιμοποιημένη,
εξαπατημένη. Όμως εκείνος την κοιτούσε χωρίς ίχνος ενοχής ή μεταμέ-
λειας. Το μοναδικό πράγμα που διέκρινε στα μάτια του η Ντέμπορα ήταν
μια ελαφρώς κοροϊδευτική, προκλητική έκφραση.
Εμπιστέψου τον, την είχε συμβουλέψει η κόμισσα. Μη συμμαχήσεις με
τους εχθρούς του.
Η Ντέμπορα ξεροκατάπιε. Παρ’ ότι ήταν έξαλλη μαζί του, έχοντας φτά-
σει σ’ αυτό το σημείο, πώς μπορούσε να ξεφύγει απ’ αυτό το φοβερό
μπέρδεμα; Ο λοχαγός Φόλεϊ θα το εκλάμβανε ως προδοσία και μάλιστα τη
χειρότερη που του είχε γίνει. Θα την έβλεπε σαν εχθρό και θα τη μισούσε
για πάντα.
Έπνιξε το θυμό της και ξαναγύρισε στους δικηγόρους που περίμεναν
την απάντησή της με τις πένες τους σηκωμένες.
«Ναι», ανακοίνωσε με βραχνή φωνή και αμέσως καθάρισε το λαιμό της.
«Αν δεν παντρευτώ τον λοχαγό Φόλεϊ, δε θα παντρευτώ κανέναν».
Κι ύστερα, ταπεινωμένη και με μάτια βουρκωμένα, γύρισε και βγήκε απ’
την αίθουσα τρέχοντας. Κατέβηκε όπως όπως τα σκαλιά και βρέθηκε στο
σκονισμένο δρόμο. Γέρνοντας στον τοίχο, ακούμπησε το μέτωπό της στα
τούβλα και προσπάθησε να συνέλθει.
Γιατί συμμαχούσε μ’ έναν άνθρωπο που την εξαπατούσε χωρίς να σκέ-
φτεται τα αισθήματά της;
«Δεσποινίς Γκίλις!»
Η Ντέμπορα βλεφάρισε όταν η άμαξα των Γουόλτον σταμάτησε δίπλα
της και η κόμισσα έσκυψε έξω απ’ το παράθυρο με μια ανήσυχη έκφραση
στο πρόσωπό της.
«Δεσποινίς Γκίλις!» Η Ντέμπορα άκουσε μια άλλη φωνή, αυτή τη φορά
αντρική, να την καλεί απ’ το δικηγορικό γραφείο. Μάλλον ο λοχαγός Φόλεϊ
κατέβαινε αργά και προσεκτικά την επικίνδυνη σκάλα.
Ένας υπηρέτης κατέβηκε απ’ την άμαξα και της άνοιξε την πόρτα. Η
Ντέμπορα μπήκε μέσα.
«Πού είναι ο Ρόμπερτ;» ρώτησε η κόμισσα κοιτώντας πίσω της.
«Καλύτερα να μη μας δουν μαζί. Δε συμφωνείτε κι εσείς;» αποκρίθηκε η
Ντέμπορα αυτοσχεδιάζοντας. «Μην προδοθούμε!» ολοκλήρωσε με πικρία.
Η κόμισσα περιχαρής χτύπησε τα χέρια της για να δώσει εντολή στον
αμαξά να ξεκινήσει.
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ο Ρόμπερτ εμφανίστηκε στην έξοδο με συν-
νεφιασμένο πρόσωπο.
Κεφάλαιο 5

«Ω, δε θα έρθει μέσα η κόμισσα;» αναφώνησε απογοητευμένη η Σουζά-


να, βλέποντας την άμαξα των Γουόλτον να απομακρύνεται καθώς η Ντέ-
μπορα περνούσε το κατώφλι του σπιτιού. «Ήθελα πολύ να τη γνωρίσω.
Πώς είναι; Πού πήγατε; Κάνατε τόσες ώρες κι εγώ κοντεύω να πεθάνω απ’
την περιέργεια!»
«Είναι σαν μικρός, ακάθεκτος τυφώνας», απάντησε η Ντέμπορα, σκε-
φτόμενη ότι η Σουζάνα έδειχνε ασυνήθιστη περιέργεια ακριβώς τη μέρα
που η ίδια ήταν λιγότερο πρόθυμη να την ικανοποιήσει. «Μ’ έσυρε στην
άμαξά της χωρίς καν να περιμένει να γίνουν οι συστάσεις μαζί σας. Πολύ
λυπάμαι γι’ αυτό». Πλησίασε τη μητέρα της και τη Σουζάνα στην μπροστι-
νή σάλα, όπου έτρωγαν κάτι ελαφρύ. «Όμως δεν ήθελα να περιμένει...»
«Δεν πειράζει, χρυσό μου», είπε η κυρία Γκίλις, βάζοντάς της ένα φλιτζά-
νι τσάι. «Μια και είναι Γαλλίδα, δεν μπορούμε να περιμένουμε τους τρό-
πους που θα άρμοζαν στην περίσταση».
«Με τρώει η ζήλια όλο το πρωί!» Η Σουζάνα έβαλε ένα βουνό από χοιρο-
μέρι στο πιάτο της Ντέμπορα.
«Ζήλευες εσύ;» ρώτησε σαστισμένη η Ντέμπορα καθώς καθόταν στο
τραπέζι.
«Ναι! Άλλο είναι να σε κυνηγούν οι άντρες και άλλο να κάνεις αριστο-
κράτισσες φίλες, οι οποίες σε βοηθούν να μπεις στους σωστούς κοινωνι-
κούς κύκλους». Η Σουζάνα έβαλε στο πιάτο της Ντέμπορα μια φέτα βου-
τυρωμένο ψωμί, προσθέτοντας: «Δε σε κατηγορώ που τα παράτησες όλα
για να πας μαζί της. Αν σε συμπαθήσει, θ’ ανοίξει η τύχη σου».
«Δεν είμαι βέβαιη», διαφώνησε η κυρία Γκίλις. «Δεν είναι ιδιαιτέρως δη-
μοφιλής και άλλωστε δε θα είναι χρήσιμη στην Ντέμπορα όσο προχωρά η
εγκυμοσύνη της».
Το χέρι της Ντέμπορα μαρμάρωσε μπροστά στο στόμα της και το μέτω-
πό της ζάρωσε.
«Δεν είναι δυνατόν να κάνουμε φιλίες μόνο επειδή μας είναι ‘χρήσιμες’!»
διαμαρτυρήθηκε. Ποτέ δεν της άρεσε αυτή η πλευρά της Σουζάνας και είχε
σοκαριστεί ακούγοντας τη μητέρα της να μιλάει για τις κοινωνικές γνωρι-
μίες με τον ίδιο τρόπο.
«Κι όμως, πρέπει να το λαμβάνει κανείς σοβαρά υπόψη του», επέμεινε η
Σουζάνα, βάζοντας μια φέτα ντομάτα στο στόμα της. «Εσύ παραείσαι α-
γαθή και θα σου βγει σε κακό».
«Εκτός αν... η κόμισσα θέλει μια συντροφιά για την περίοδο πριν από
τον τοκετό, όταν θα γυρίσει στο εξοχικό των Γουόλτον», παρατήρησε η
κυρία Γκίλις. «Ο σύζυγός της θα επιμείνει να γεννηθεί ο γιος τους στο Γου-
άικ, αλλά έχω ακούσει ότι η ίδια απεχθάνεται αυτό το μέρος. Μεγάλωσε
στο Παρίσι, βλέπετε, μια συναρπαστική εποχή και βρίσκει πληκτική την
ύπαιθρο».
«Ω!» αναφώνησε η Σουζάνα. «Αν σε συμπαθήσει, ίσως να σε πάρει μαζί
της για να την ψυχαγωγείς».
«Σαν μαϊμουδάκι», παρατήρησε ειρωνικά η Ντέμπορα.
Η Σουζάνα χαχάνισε.
«Σε φαντάζομαι με πλεχτό σκουφάκι και ισπανική ζακέτα, σαν εκείνη τη
μαϊμού που είδαμε να χορεύει στο πάρκο τις προάλλες...»
Η μητέρα της είχε ευθυμήσει και από κείνη τη στιγμή, με μερικούς αυτο-
σχεδιασμούς, η Ντέμπορα κατάφερε να στρέψει τη συζήτηση σε ζητήματα
που δεν περιλάμβαναν το δικό της πρωινό. Όταν σηκώθηκαν απ’ το τρα-
πέζι, η μητέρα της ήταν έτοιμη για το μεσημεριανό ύπνο της και η Σουζάνα
ανακοίνωσε ότι έπρεπε να γράψει στους γονείς της, επειδή είχε δυο μέρες
να το κάνει.
Η Ντέμπορα κλείστηκε στο δωμάτιό της ανακουφισμένη. Μια ανακού-
φιση που δεν κράτησε πολύ.
Όταν έμεινε μόνη, δεν την εμπόδιζε τίποτα να σκεφτεί τη δεινή θέση
στην οποία είχε βρεθεί. Ήξερε ότι ήταν λάθος να τα βάλει με τον λοχαγό
Φόλεϊ στο δικηγορικό γραφείο, παρ’ όλο που ήταν τόσο θυμωμένη μαζί
του. Έπρεπε να σκεφτεί ψύχραιμα την κατάσταση και να λάβει μια ώριμη
απόφαση που θα επηρέαζε όλο το μέλλον της. Απαντώντας στις ερωτή-
σεις της Σουζάνας για την κόμισσα, είχε καταφέρει να ηρεμήσει, αλλά, τώ-
ρα που ήταν μόνη και ελεύθερη να σκεφτεί, το μυαλό της πλημμύρισαν
πάλι αμφιβολίες και φόβοι.
Μπορούσε να παντρευτεί έναν άντρα που δεν ενδιαφερόταν για τα δικά
της αισθήματα και την ενέπλεκε σε ένα ύποπτο σχέδιο;
Κάθισε βαριά στην πολυθρόνα δίπλα στο κρεβάτι της και στήριξε το κε-
φάλι ανάμεσα στα χέρια της.
Όχι, το ερώτημα ήταν αν μπορούσε να ζήσει στην περίπτωση που θα
τον απέρριπτε. Δεν είχε σημασία το κίνητρό του για να της κάνει πρόταση
γάμου, μολονότι τα στοιχεία τής υποδείκνυαν ότι ο λοχαγός τη χρησιμο-
ποιούσε ερήμην της ως σύνεργό για να κλέψει την κληρονομιά ενός άλλου.
Ενός άλλου που, αν αποδεικνυόταν ότι ήταν ο Πέρσι Λάμπτον, θα επρό-
κειτο για τρομερή σύμπτωση.
Ω, πόσο θα ήθελε να μην είχε δώσει την υπόσχεσή της να κρατήσει αυτή
την υπόθεση μυστική απ’ τη μητέρα της! Θα ήξερε τα πάντα για το οικογε-
νειακό του δέντρο και θα μπορούσε να μάθει ποιος άμοιρος περίμενε να
κληρονομήσει την περιουσία που θα του... έκλεβαν η ίδια και ο λοχαγός
Φόλεϊ.
Επειδή αυτό ακριβώς θα έκαναν!
Όμως... ο βλοσυρός δικηγόρος είχε πει ότι η αποθανούσα ήθελε απ’ την
αρχή ν’ αφήσει όλη την περιουσία της στον λοχαγό. Επομένως εκείνη δε
θα έκλεβε τίποτα. Απλώς θα βοηθούσε να εκπληρωθεί η τελευταία επιθυ-
μία μιας καημένης άτεκνης ηλικιωμένης...
Η Ντέμπορα ανακάθισε, παραμερίζοντας τα μαλλιά απ’ το μέτωπό της.
Δεν είχε πολύ χρόνο για να αποφασίσει τι θα έκανε. Στη διαδρομή για το
σπίτι με την άμαξα, η λαίδη Γουόλτον την είχε ενημερώσει ότι ο γάμος θα
γινόταν στις έξι, στη βιβλιοθήκη του Γουόλτον Χάουζ.
Την ώρα που όλος ο κόσμος έβγαινε για περίπατο στο Χάιντ Παρκ, εκεί-
νη θα πήγαινε κρυφά στην κατοικία ενός αριστοκράτη για να τελέσει ένα
μυστικό γάμο, στερώντας από κάποιον κακομοίρη μια διόλου ευκατα-
φρόνητη κληρονομιά. Ήταν ανήθικο!
Η Ντέμπορα πετάχτηκε επάνω και πήγε στο παράθυρο. Όμως πώς μπο-
ρούσε να υπαναχωρήσει; Αν αρνιόταν να παντρευτεί τον λοχαγό Φόλεΐ, θα
γινόταν εκείνος ο κακομοίρης που του είχαν αρπάξει την κληρονομιά.
Η Ντέμπορα γύρισε στην πολυθρόνα της.
Ίσως να μην ήταν τόσο άσχημα τα πράγματα. Η λαίδη Γ υόλτον της είχε
πει ότι μπορούσε να εμπιστευτεί τον Ρόμπερτ.
Ρόμπερτ...
Η ζήλια την έκανε να γυρίσει στο παράθυρο με τις γροθιές της σφιγμέ-
νες. Η λαίδη Γουόλτον τον αποκαλούσε Ρόμπερτ, ενώ η ίδια δεν ήξερε καν
το μικρό όνομά του! Του άξιζε να τον παρατήσει στα κρύα του λουτρού!
Όχι, δεν του άξιζε.
Η Ντέμπορα κόντεψε να διπλωθεί απ’ τον πόνο στη σκέψη των συνε-
πειών που θα είχε στον λοχαγό αυτή η πράξη της. Θα τον πλήγωνε ανεπα-
νόρθωτα παρατώντας τον πριν απ’ το γάμο. Η λαίδη Γουόλτον της είχε πει
ότι ο λοχαγός δυσκολευόταν ακόμα και να ζητήσει από μια γυναίκα να χο-
ρέψουν, πόσω μάλλον να της κάνει πρόταση γάμου! Ο λοχαγός δε θα κα-
τανοούσε την άρνησή της και θα την απέδιδε στην παραμόρφωσή του,
ακόμα κι αν επρόκειτο για μια γυναίκα απελπισμένη να παντρευτεί!
Όχι, δεν μπορούσε να του το κάνει αυτό.
Δεν ήθελε να πληγώσει κανέναν.
Η Ντέμπορα γύρισε στην πολυθρόνα της, κάθισε και τύλιξε τα χέρια γύ-
ρω απ’ τη μέση της. Αφού έτσι και αλλιώς κάποιος θα έβγαινε χαμένος απ’
τις δικές της σημερινές πράξεις, προτιμούσε να ζημιώσει έναν απρόσωπο,
ανώνυμο ανιψιό παρά τον λοχαγό Φόλεϊ.
Ακόμα κι αν ο άλλος κληρονόμος της διαθήκης τελικά ήταν ο Πέρσι Λά-
μπτον, όπως υποψιαζόταν... η αλήθεια ήταν ότι δεν τον είχε συμπαθήσει
απ’ την αρχή. Για την ακρίβεια, τον θεωρούσε ικανό να είχε κορτάρει τη
Σουζάνα για να μη φτάσει η κατάσταση στο σημείο να της κάνει πρόταση
γάμου ο λοχαγός Φόλεϊ, ο οποίος ήδη είχε περάσει μια ζωή με το άδικο
στίγμα του νόθου εξαιτίας των ψεμάτων των Λάμπτον! Και τώρα, οι ίδιοι
άνθρωποι προσπαθούσαν να του στερήσουν μια περιουσία που του ανήκε
δικαιωματικά.
Εκείνη δε θα συμμαχούσε μαζί τους. Θα υποστήριζε τον λοχαγό Φόλεϊ,
πάση θυσία!
Η Ντέμπορα σηκώθηκε και πήγε σέρνοντας τα βήματά της στην ντου-
λάπα της, ανοίγοντας διάπλατα τα φύλλα. Τι φόρεμα άρμοζε να φορέσει
για ένα μυστικό γάμο;
***
Τη στιγμή που η Σουζάνα βγήκε με την άμαξα του Πέρσι Λάμπτον για το
Χάιντ Παρκ, η Ντέμπορα ζήτησε απ’ τη μητέρα της να φέρει το καπελίνο
και το γούνινο πανωφόρι της.
«Η κόμισσα θα επιστρέψει για να μας πάρει», της εξήγησε. «Θα μας με-
ταφέρει στο Γουόλτον Χάουζ...»
«Και δεν προσκάλεσε και τη Σουζάνα;» Η κυρία Γκίλις συνοφρυώθηκε.
«Είναι τόσο άκομψος ο σύζυγός της που δε δέχεται κάποια της δικής της
καταγωγής στο σπίτι του; Αν είναι έτσι, δε θα ήθελα να ενθαρρύνω αυτή
τη φιλία».
«Όχι, όχι. Μητέρα, δεν είναι έτσι. Μόνο, σε παρακαλώ, ετοιμάσου γρή-
γορα. Θα σου τα εξηγήσω όλα στο δρόμο». Η Ντέμπορα κοίταξε με νόημα
τον μπάτλερ του σπιτιού και η κυρία Γκίλις υποχώρησε αμέσως.
Περίμεναν την άφιξη της κόμισσας μέσα σε μια τεταμένη σιωπή. Όταν η
άμαξα των Γουόλτον εμφανίστηκε μπροστά στο σπίτι, η Ντέμπορα ξαφ-
νιάστηκε όταν ένιωσε έναν οξύ πόνο στο χέρι της καθώς πετάχτηκε πάνω.
Τελικά ανακάλυψε ότι είχε σφίξει τόσο πολύ το τσαντάκι της, που τα κορ-
δόνια του είχαν γδάρει τη σάρκα της κάτω απ’ τα γάντια.
Η λαίδη Γουόλτον τους χαμογέλασε πλατιά καθώς οι δυο γυναίκες έ-
μπαιναν στην άμαξα πριν καν ο υπηρέτης προλάβει ν’ ανέβει τα σκαλιά για
να χτυπήσει την πόρτα.
«Ω, πόσο χαίρομαι που αποφασίσατε να έρθετε! Ο Ρόμπερτ ήταν σε ά-
θλια κατάσταση αφότου επέστρεψε απ’ το δικηγορικό γραφείο. Είπε ότι
δε θα ερχόσαστε τελικά, επειδή ήσαστε πολύ θυμωμένη. Εγώ, όμως, ήξερα
ότι θα ερχόσαστε! Επειδή τον αγαπάτε τόσο, που θα του συγχωρούσατε
τα πάντα, έτσι δεν είναι;»
Γύρισε στην κυρία Γκίλις που την κοιτούσε σαστισμένη.
«Α, δε μιλήσατε ακόμα στη μητέρα σας; Μάλλον δε θα σας δόθηκε η ευ-
καιρία, αφού αυτό το ανόητο κορίτσι που δεν μπορούσε να καταλάβει πό-
σο υπέροχος είναι ο Ρόμπερτ μόλις βγήκε».
«Ε... μητέρα...» άρχισε η Ντέμπορα.
Η κυρία Γκίλις έβγαλε ένα μαντίλι απ’ το τσαντάκι της. «Τελικά αποφά-
σισες να παντρευτείς τον λοχαγό Φόλεϊ. Είμαι πολύ ευτυχισμένη», είπε
φυσώντας τη μύτη της, «αν είσαι κι εσύ».
«Ευχαριστώ, μητέρα». Η Ντέμπορα δεν μπορούσε να ομολογήσει ότι δεν
ήταν βέβαιη αν θα ήταν ευτυχισμένη στο γάμο της μ’ έναν άντρα ο οποίος
δεν εκτιμούσε τίποτα σ’ εκείνη εκτός απ’ το όνομά της γραμμένο σ’ ένα
φύλλο χαρτί.
«Υποθέτω ότι θα συναντηθούμε με την οικογένεια για να συζητήσουμε
το γάμο». Η κυρία Γκίλις έχωσε το μαντίλι της στο τσαντάκι της. «Αν κι αυ-
τές οι συζητήσεις γίνονται μεταξύ αντρών. Είμαι βέβαιη ότι ο κύριος Χάλ-
γουορθι θα το αναλάμβανε μετά χαράς, αν του το ζητούσες».
Η Ντέμπορα έβαλε το χέρι της στο μανίκι της μητέρας της.
«Δεν υπάρχει λόγος. Επισκεφτήκαμε τους δικηγόρους το πρωί. Θα πα-
ντρευτούμε σήμερα. Τώρα. Στη βιβλιοθήκη του Γουόλτον Χάουζ».
«Μα... χωρίς έναν άντρα που γνωρίζει απ’ αυτά τα πράγματα; Ντέμπο-
ρα, χρυσό μου...»
«Μητέρα, δεν έχω προίκα, οπότε τι θα διασφάλιζε ένας δικηγόρος από
την πλευρά μου;»
«Δεν ξέρεις τι εύθραυστο πράγμα είναι η ζωή. Αν πεθάνει και σε αφήσει
χήρα; Ο άνθρωπος δεν έχει δεκάρα. Μπορεί να βρεθείς...»
«Μητέρα, μην ανησυχείς. Σου είπα ότι συζητήσαμε τα οικονομικά θέμα-
τα το απόγευμα της Τρίτης. Όταν παντρευτώ τον λοχαγό, θα κληρονομή-
σει μια μεγάλη περιουσία η οποία θα μας επιτρέψει να ζήσουμε άνετα.
Μάλιστα συμφώνησε να ζήσεις μαζί μας, αν το επιθυμείς...»
«Τι έκτακτο αγόρι!» Η κυρία Γκίλις έβγαλε συγκινημένη το μαντίλι της
πάλι. «Μα με τι όρους κληρονομεί;» Έσφιξε το δαντελωτό μαντίλι στα πα-
ραμορφωμένα από την αρθρίτιδα δάχτυλά της.
Η Ντέμπορα συνειδητοποίησε ότι είχε φανεί πολύ εύπιστη. Δεν ήξερε
ούτε τι θα της παραχωρούσε ο λοχαγός ούτε τι θα κληρονομούσε αν έμενε
χήρα. Ήταν εξαιρετικά ανόητο εκ μέρους της να μη ζητήσει ένα δικηγόρο
που θα την εκπροσωπούσε. Όμως δε θα φόρτωνε τη μητέρα της με τις δι-
κές της αμφιβολίες.
«Είμαι βέβαιη ότι δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, μητέρα. Ο λοχαγός Φό-
λεϊ είναι αξιόπιστος και έντιμος άνθρωπος». Μακάρι να το πίστευε κιόλας.
Επειδή ήταν σχεδόν σίγουρη ότι δεν ήταν σωστό να τον παντρευτεί μυστι-
κά και τόσο βιαστικά.
Η λαίδη Γουόλτον, που παρακολουθούσε προσεκτικά τη συζήτηση, χει-
ροκρότησε, χαμογελώντας πλατιά στην Ντέμπορα.
«Και βέβαια μπορείτε να εμπιστευτείτε τον Ρόμπερτ! Μπορεί να μην έχει
τους εκλεπτυσμένους τρόπους κάποιων αντρών που περνιούνται για ω-
ραίοι, αλλά διαθέτει κάτι που τους λείπει. Ακεραιότητα. Ναι, το κουράγιο
να αγωνιστεί για ό,τι του ανήκει δικαιωματικά!»
Να αγωνιστεί για ό,τι του ανήκε δικαιωματικά. Ναι, συλλογίστηκε η
Ντέμπορα ενώ καθόταν πιο αναπαυτικά στο πολυτελές δερμάτινο κάθι-
σμα, αυτό είχε κάνει ο λοχαγός Φόλεϊ το απόγευμα. Η λαίδη Γουόλτον
προφανώς ήξερε όλες τις λεπτομέρειες για την κληρονομιά και θεωρούσε
δίκαιο τον αγώνα του.
Ίσως να ήταν κατανοητό το γεγονός ότι ο λοχαγός δεν της τα είχε εμπι-
στευτεί όλα. Δεν την ήξερε καλά. Άλλωστε, τι είχε ξεφύγει της λαίδης Γου-
όλτον στο δρόμο για τους δικηγόρους; Οι άντρες καμιά φορά δεν εξηγού-
σαν τις πράξεις τους, παρ’ ότι η πρόθεσή τους ήταν να προστατεύσουν μια
γυναίκα. Μήπως, λόγω των δικών της ενδοιασμών, ο λοχαγός ήθελε να τη
γλιτώσει από το δίλημμα της συνείδησής της;
Μια θέρμη άρχισε να λιώνει τον πάγο που είχε σχηματιστεί μέσα της τις
τελευταίες μέρες. Θα γινόταν γυναίκα του λοχαγού Φόλεϊ και ο άντρας της
ήθελε να τη γλιτώσει απ’ τις έγνοιες. Ήταν σίγουρο ότι θα την εξασφάλιζε
διά βίου. Σήμερα, μ’ αυτόν το γάμο, εκείνη θα στεκόταν στο πλευρό του γι’
αυτό τον αγώνα, παρ’ όλο που εκείνος την είχε αφήσει στο σκοτάδι.
***
Όταν έφτασαν στο Γουόλτον Χάουζ, η Ντέμπορα έλαμπε απ’ την ευτυ-
χία που ένιωθε κάθε γυναίκα τη μέρα του γάμου της. Η μητέρα της σφούγ-
γιζε ακόμα τα μάτια της καθώς ανέβαιναν τα σκαλιά για την είσοδο, όπως
η μητέρα κάθε νύφης. Όταν μπήκαν στο σπίτι, ένας υπηρέτης έδωσε στη
μητέρα της ένα καθαρό μαντίλι και ένας άλλος έδωσε σ’ εκείνη ένα μπου-
κέτο από τριαντάφυλλα και αγιόκλημα. Όταν ο λοχαγός τής είχε κάνει
πρόταση γάμου, κάθονταν σ’ έναν κήπο μ' ευωδιαστά τριαντάφυλλα και
αγιόκλημα. Το είχε θυμηθεί! Όπως είχε θυμηθεί το χρώμα της κορδέλας
στα μαλλιά της την προηγούμενη φορά που της είχε προσφέρει λουλού-
δια.
Αυτή τη φορά, η Ντέμπορα εισέπνευσε με αγαλλίαση το άρωμα και
προχώρησε στο μεγαλοπρεπές σπίτι μέσα σε μια παραζάλη ρομαντικών
ελπίδων. Ήταν κάτι σαν σημάδι το γεγονός ότι το καπελίνο και τα γάντια
της είχαν ακριβώς την ίδια απόχρωση του ροζ με τα μπουμπούκια των
τριαντάφυλλων. Πώς ήταν δυνατόν να μην αγαπάει τον λοχαγό Φόλεϊ;
Παρ’ ότι εκείνος δεν την εκτιμούσε το ίδιο, ήταν παρατηρητικός και περι-
ποιητικός. Η Ντέμπορα ήταν σίγουρη ότι θα έβαζε τα δυνατά του για να
σταθεί καλός σύζυγος στο πλευρό της.
Τότε άνοιξε μια τεράστια δίφυλλη πόρτα και η Ντέμπορα βρέθηκε σε
μια βιβλιοθήκη. Δεν πρόσεξε σχεδόν τίποτα εκτός απ’ το μεγάλο αριθμό
βιβλίων. Ο λοχαγός Φόλεϊ στεκόταν δίπλα σ’ ένα παράθυρο παρακολου-
θώντας την και το μόνο που ήθελε εκείνη ήταν να γεμίσει τα μάτια της με
την εικόνα του, όπως είχε γεμίσει τα πνευμόνια της με την ευωδιά του γα-
μήλιου μπουκέτου.
Ήταν εξουθενωμένος, αλλά οι σφιγμένοι ώμοι του χαλάρωσαν λίγο ό-
ταν την είδε να μπαίνει στη βιβλιοθήκη. Η Ντέμπορα ένιωσε ενοχές καθώς
σκέφτηκε ότι τον είχε αγχώσει φεύγοντας τόσο ξαφνικά απ’ το δικηγορι-
κό γραφείο. Και η λαίδη Γουόλτον δεν της είχε πει ότι δεν ήταν σίγουρος
αν εκείνη εμφανιζόταν για το γάμο;
Έμειναν εκεί να κοιτάζονται για λίγο. Η Ντέμπορα ένιωθε να πνίγεται
από τις τύψεις που είχε φερθεί εγωιστικά, προσθέτοντας στο πρόσωπό
του μερικές ακόμα ρυτίδες, ενώ πριν από μερικές μέρες ονειρευόταν να τις
σβήσει. Ενώ εκείνος την περιεργαζόταν, της ήταν αδύνατον να ερμηνεύσει
την έκφρασή του. Αν δεν τον ήξερε, θα έλεγε ότι η αρχική ανακούφιση για
την εμφάνισή της είχε δώσει τη θέση της σε μια τόσο κυνική έκφραση που
άγγιζε την απογοήτευση.
Ο κόμης του Γουόλτον καθάρισε το λαιμό του, διαλύοντας την τεταμένη
σιωπή που τους είχε ακινητοποιήσει.
Και τότε ξεκίνησε η τελετή.
Η Ντέμπορα θαύμασε τα λόγια που περιέγραφαν με τόση ακρίβεια αλλά
τόσο ποιητικά όσα σήμαινε ο γάμος για κείνη. Ήδη αγαπούσε τον λοχαγό
Φόλεϊ και, επειδή τον αγαπούσε, ήθελε να τον τιμά και να τον υπακούει.
Και πόσο λαχταρούσε να του προσφέρει παρηγοριά και να γίνει για κείνον
μια σύντροφος την οποία θα εμπιστευόταν! Ήδη είχαν συζητήσει τα σχέ-
διά τους να αποκτήσουν παιδιά. Ο λοχαγός τής είχε υποσχεθεί ότι εκείνη
θα είχε λόγο στην εκπαίδευσή τους σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι θα
επέτρεπαν άλλοι άντρες. Η Ντέμπορα ήξερε ότι η αγάπη δεν ήταν αμοι-
βαία ακόμα. Όμως θα γινόταν τόσο καλή σύζυγος, που κι εκείνος κάποια
στιγμή θα την αγαπούσε...
Όμως καθώς ο λοχαγός επαναλάμβανε τους γαμήλιους όρκους, η Ντέ-
μπορα έσφιξε δυνατά το μπουκέτο. Εκείνος ακουγόταν τόσο θυμωμένος
και πικραμένος.
Τα ανόητα ρομαντικά όνειρά της εξανεμίστηκαν όπως η πρωινή δροσιά
με τις πρώτες αχτίδες του ήλιου. Πώς ήταν δυνατόν να είχε ξεχάσει ότι ο
λοχαγός Φόλεϊ ήταν ερωτευμένος με μια άλλη γυναίκα; Αν ήταν η Σουζάνα
στη θέση της, θα την κοιτούσε θαμπωμένος, δίνοντας όρκο να τη λατρέ-
ψει με το σώμα του. Όμως εκείνος πέρασε τη βέρα στο δάχτυλό της με
σφιγμένα δόντια και έκανε μια παύση πριν ανακοινώσει πως ό,τι ήταν δι-
κό του ήταν και δικό της. Όμως για την Ντέμπορα ήταν σαν να έλεγε ότι
μόνο για την περιουσία θα παντρευόταν ένα τόσο φτωχό δείγμα του γυ-
ναικείου φύλου.
Ξαφνικά, της ήρθε να βάλει τα κλάματα.
Είχαν γίνει σύζυγοι, αλλά, όταν ο ιερέας τούς προέτρεψε να φιληθούν,
ακολούθησε μια αμήχανη παύση.
Η λαίδη Γουόλτον την πλησίασε και την αγκάλιασε εγκάρδια. «Τώρα εί-
μαστε σαν αδερφές! Δε θα προτιμούσα καμιά άλλη στην οικογένεια!»
«Ναι, καλώς ορίσατε στην οικογένεια, κυρία Φόλεϊ», είπε ο κόμης, σφίγ-
γοντας με σοβαρό ύφος το χέρι της.
Η μητέρα της, όπως είχε προβλέψει η Ντέμπορα, αγκάλιασε το γαμπρό
της με τόσο ενθουσιασμό που παραλίγο να τον ρίξει κάτω. «Αγαπητό μου
αγόρι! Αγαπητό μου αγόρι!»
Τελικά, οι μόνοι άνθρωποι που δεν ήθελαν ν’ αγκαλιαστούν ήταν η νύφη
κι ο γαμπρός.
Ένας μπάτλερ, που μάλλον είχε παρακολουθήσει διακριτικά την τελετή,
άρχισε να σερβίρει σαμπάνια, ενώ η λαίδη Γουόλτον οδήγησε την Ντέμπο-
ρα σ’ έναν μπουφέ με εκλεκτά εδέσματα.
«Δεν πρέπει να καθυστερήσουμε», ανακοίνωσε ο λοχαγός Φόλεϊ. «Έ-
χουμε μεγάλο ταξίδι μπροστά μας και θα ήθελα να εκμεταλλευτούμε το
φως της μέρας για να βρεθούμε όσο γίνεται πιο μακριά απ’ το Λονδίνο σή-
μερα».
Ο κόμης έγνεψε καταφατικά και απάντησε με σοβαρή έκφραση: «Πήρα
την πρωτοβουλία να μηνύσω στους στάβλους όταν έφτασε η νύφη. Η ά-
μαξα πρέπει να είναι ήδη έτοιμη». Χαμηλώνοντας τη φωνή του για να τον
ακούσει μόνο ο αδερφός του, πρόσθεσε: «Δε χρειάζεται να σου πω πόσο
θα χαρώ τον ντόρο που θα γίνει».
«Αν δεν έχεις αντίρρηση, λοιπόν», είπε ο λοχαγός Φόλεϊ στην Ντέμπορα
παίρνοντας το ανέγγιχτο ποτήρι της με τη σαμπάνια απ’ το χέρι της, «θα
αναχωρήσουμε αμέσως».
Η Ντέμπορα είχε πολλές αντιρρήσεις και η πρώτη βγήκε απ’ τα χείλη της
πριν το σκεφτεί.
«Δεν είχα αντιληφθεί ότι θα φεύγαμε σήμερα, και δεν έχω ετοιμάσει τα
πράγματά μου...»
«Το κανόνισα εγώ!» πετάχτηκε εύθυμα η λαίδη Γουόλτον. «Στις απο-
σκευές της άμαξας υπάρχει ό,τι θα χρειαστείτε απόψε και για μια δυο μέ-
ρες. Η μητέρα σας κι εγώ θα σας στείλουμε τα υπόλοιπα πράγματά σας».
Για μια φορά ακόμα, ο λοχαγός Φόλεϊ είχε συμπεριλάβει στα σχέδιά του
τη λαίδη Γουόλτον, αφήνοντας εκείνη απέξω. «Δε γνωρίζω καν τον προο-
ρισμό μας!» διαμαρτυρήθηκε όταν ο λοχαγός Φόλεϊ την έπιασε αγκαζέ για
να την οδηγήσει προς την πόρτα.
«Στο καινούριο μας σπιτικό», της είπε ξερά. «Μόνο αυτό χρειάζεται να
γνωρίζεις».
«Τι ρομαντικό!» αναφώνησε η μητέρα της, ενώ το ζευγάρι κατέβαινε τη
σκάλα.
Όμως η Ντέμπορα δεν το έβρισκε ρομαντικό να τη σέρνουν, ένας Θεός
ήξερε πού, μερικά λεπτά μετά το γάμο της, χωρίς καν να της δοθεί χρόνος
να αποχαιρετήσει τη μητέρα της. «Και πώς γνωρίζεις εσύ τι πρέπει να γνω-
ρίζω εγώ;» παραπονέθηκε καθώς ο λοχαγός Φόλεϊ την οδηγούσε σε μια
κομψή άμαξα.
«Μη γίνεσαι δύσκολη», της απάντησε κοφτά εκείνος.
Ένας κοντόχοντρος άντρας με πρόσωπο σαν πατάτα βγήκε απ’ την ά-
μαξα για να τους ανοίξει την πόρτα.
Προς μεγάλη της έκπληξη, ο άνθρωπος με το πρόσωπο σε σχήμα πατά-
τας μπήκε μαζί τους στην άμαξα.
«Από δω ο Λίνεϊ, ο υπηρέτης μου», της εξήγησε ο λοχαγός Φόλεϊ, όταν
εκείνη τον κοίταξε ερωτηματικά.
Η Ντέμπορα σκέφτηκε ότι κανονικά θα έπρεπε να ήταν ευγνώμων ακό-
μα και για τη σύσταση. Όχι ότι ο λοχαγός Φόλεϊ μπήκε στον κόπο να τη
συστήσει στον Λίνεϊ.
Όχι, σκέφτηκε με πικρία, επειδή ο υπηρέτης ήξερε ήδη ποια ήταν εκείνη.
Άλλος ένας άνθρωπος που ο άντρας της εμπιστευόταν περισσότερο απ' τη
γυναίκα του!
Μένοντας μόνη στην άμαξα με δυο σιωπηλούς, κατσουφιασμένους ά-
ντρες, η Ντέμπορα ένιωσε πιο μόνη από ποτέ. Σαν να μην της έφτανε το
γεγονός ότι ο άντρας της δεν την είχε αφήσει να πιει ούτε μια γουλιά σα-
μπάνια μετά το γάμο τους, τώρα την αγριοκοίταζε σαν να ήταν ένας φου-
σκωμένος, αναπάντεχος λογαριασμός που έπρεπε να πληρώσει.
Η Ντέμπορα ήταν θυμωμένη, ταπεινωμένη και, ναι, λίγο φοβισμένη.
Ευτυχώς ο φόβος της έκανε φτερά στη σκέψη ότι ο λοχαγός Φόλεϊ δεν
είχε κανένα δικαίωμα να την κοιτάζει με απροκάλυπτη επιθετικότητα,
αφού του είχε κάνει τεράστια χάρη. Αν δεν τον είχε παντρευτεί, θα ήταν
ακόμα αδέκαρος, ενώ τώρα θα κληρονομούσε μια περιουσία που θα του
επέτρεπε να ζήσει άνετα για πάντα!
Η Ντέμπορα του έριξε μια βλοσυρή ματιά, με την ελπίδα να του μεταφέ-
ρει το μήνυμα της δυσφορίας της για τη στάση του, κι ύστερα ανασήκωσε
το πιγούνι της και κοίταξε έξω. Ήταν αποφασισμένη ν’ αγνοήσει κι εκείνον
και τον υπηρέτη του σ’ ολόκληρο το ταξίδι.
***
Ο λοχαγός Φόλεϊ δεν ήξερε αν ήθελε να την πνίξει ή να τη φιλήσει. Όμως
δεν μπορούσε να κάνει τίποτα απ’ τα δυο μπροστά στον Λίνεϊ, παρ’ όλο
που, αν αποφάσιζε να σκοτώσει τη γυναίκα του, σκέφτηκε με ικανοποίη-
ση, ο υπηρέτης του θα τον βοηθούσε να ξεφορτωθεί το πτώμα χωρίς ερω-
τήσεις.
Δεν ήξερε πόσο μπορούσε να εμπιστευτεί τη γυναίκα του.
Κοίταξε το αποφασιστικά γυρισμένο πρόσωπό της και αναρωτήθηκε
πόση ώρα θα κρατούσε αυτή τη στάση της θιγμένης αξιοπρέπειας. Μάλ-
λον όχι πολλή ώρα, κατέληξε. Καμιά γυναίκα δεν μπορούσε να κρατήσει
το στόμα της κλειστό για πολύ. Ήταν φυσικοί εχθροί της σιωπής, γεμίζο-
ντάς την πάντα με φλυαρίες, ακόμα κι όταν δεν είχαν τίποτα σημαντικό να
πουν.
Ο Λίνεϊ σταύρωσε τα μπράτσα του, έκλεισε τα μάτια του και κουλουριά-
στηκε στη γωνιά του. Ορίστε! Μια πρακτική λύση για την πλήξη ενός ταξι-
διού. Αξιοποιούσε κανείς τις ώρες για να ξεκουραστεί. Οι γυναίκες πάντα
παραπονιούνταν ότι κουράζονταν στα μεγάλα ταξίδια. Όμως δε θα κου-
ράζονταν αν έπαυαν να μιλούν όλη την ώρα και αξιοποιούσαν αλλιώς το
χρόνο!
Ωστόσο η Ντέμπορα καθόταν με την πλάτη της άκαμπτη και έσφιγγε τα
λουριά της πόρτας κάθε φορά που ο δρόμος ήταν ανώμαλος αντί ν’ αφή-
σει τα μαξιλάρια να απορροφήσουν τους κραδασμούς.
Βέβαια, τι περίμενε κανείς από ένα ανόητο πλάσμα; Δε θα καθόταν μαζί
του τώρα σ’ αυτή την άμαξα αν είχε στάλα μυαλό. Μπορούσε να εκμεταλ-
λευτεί την εμφάνιση και την κοινωνική της θέση... Για όνομα του Θεού,
όταν είχε εξηγήσει στους δικηγόρους το οικογενειακό δέντρο της, ο Ρό-
μπερτ δεν μπορούσε να πιστέψει ότι αυτή η γυναίκα είχε δεχτεί την πρό-
τασή του!
Ήταν αλαφρόμυαλη που είχε δεχτεί επειδή τη φόβιζε η σκέψη ότι δε θα
της γινόταν άλλη πρόταση γάμου.
Όμως οι γυναίκες έτσι ήταν. Αποφασισμένες να μη στιγματιστούν ως
γεροντοκόρες σε σημείο να πουλιούνται σε καμπούρηδες νάνους -έτσι δεν
είχε πει ο Ρόμπερτ στον Λένσμπορο όταν του είχε παραπονεθεί ότι οι γυ-
ναίκες ενδιαφέρονταν μόνο για τον τίτλο και τα πλούτη του και όχι τι ήταν
ως άνθρωπος;
Βούλιαξε λίγο πιο βαθιά στο κάθισμά του. Αυτά τα ίδια λόγια τον στοί-
χειωναν σήμερα. Ειδικά όταν είχε δει την Ντέμπορα να μπαίνει στη βιβλιο-
θήκη σαν τη γάτα που έτρωγε την κρέμα, δίνοντάς του την εντύπωση ότι
ήταν άπληστη όπως όλες οι άλλες γυναίκες.
Γιατί δεν του είχε γίνει αντιληπτό νωρίτερα; Η Ντέμπορα Γκίλις δεν είχε
δείξει ίχνος ενδιαφέροντος για την πρότασή του μέχρι να της περιγράψει
την περιουσία που θα γινόταν δική της. Από κείνο το σημείο και μετά, ή-
ταν έτοιμη να πλαγιάσει στο κρεβάτι του και να αποκτήσει τα παιδιά του.
Μια ζεστασιά πλημμύρισε το κορμί του.
Ο Ρόμπερτ αναγκάστηκε να στριφογυρίσει στο κάθισμά του για να
κρύψει την αντίδραση του κορμιού του.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε συμπτώματα λαγνείας για τη δεσποι-
νίδα Ντέμπορα Γκίλις. Η προηγούμενη, αξιομνημόνευτη φορά ήταν όταν
είχε πάει στο σπίτι της για να δελεάσει τη δεσποινίδα Χάλγουορθι προκει-
μένου να χορέψει μαζί του και η Ντέμπορα είχε μπει στη σάλα με νυσταγ-
μένα μάτια και λυτά μαλλιά. Έδειχνε τόσο φυσική και... αθώα. Τόσο δια-
φορετική απ’ το συρφετό των συμφεροντολόγων εκεί μέσα.
Η αντίδρασή του τον είχε ξαφνιάσει. Είχε πολύ καιρό να νιώσει επιθυμία
για μια γυναίκα. Τόσο καιρό, ώστε είχε αρχίσει να αναρωτιέται αν ο τραυ-
ματισμός του του είχε στερήσει τον ανδρισμό του.
Γι’ αυτό ήταν σίγουρος ότι έπρεπε να κάνει πρόταση γάμου στη δεσποι-
νίδα Γκίλις όταν είχε αποφασίσει να διεκδικήσει την κληρονομιά του.
Πάντα του άρεσε ο απροσποίητος τρόπος της κάθε φορά που του μι-
λούσε, σαν να μην την ενδιέφερε τι εντύπωση του έδινε. Από την άλλη
πλευρά, σκέφτηκε κυνικά, ήταν τόσο ευγενική με όλους.
Κι εκείνος είχε ανακαλύψει, σκέφτηκε μ’ ένα μορφασμό, ότι ήθελε τη
γυναίκα που είχε ψιθυρίσει τους γαμήλιους όρκους της. Τότε, είχε αρχίσει
να θυμώνει πολύ μαζί της -όταν εκείνη είχε ορκιστεί να τον αγαπά και να
τον υπακούει με φωνή που έτρεμε από τη συγκίνηση. Ποιον νόμιζε ότι κο-
ρόιδευε μ’ αυτούς τους θεατρινισμούς; Ο Ρόμπερτ ήξερε ότι η Ντέμπορα
Γκίλις δεν έδινε δεκάρα για κείνον. Είχε βγει τρέχοντας απ’ το δικηγορικό
γραφείο, μια τόσο κρίσιμη στιγμή, χωρίς να κοιτάξει πίσω. Δεν του είχε
καν μηνύσει για τις προθέσεις της κι εκείνος είχε περάσει όλη τη μέρα πα-
ράλυτος απ’ τον τρόμο ότι την είχε χάσει για πάντα. Παρ’ όλα αυτά, είχε
ζητήσει απ’ όλους να συνεχίσουν κανονικά τις προετοιμασίες για τη γαμή-
λια τελετή, ενώ κινδύνευε να ταπεινωθεί στην περίπτωση που εκείνη δεν
εμφανιζόταν.
Και είχε νιώσει ακόμα χειρότερα, συνειδητοποιώντας ότι, αν η Ντέμπο-
ρα δεν εμφανιζόταν τελικά για το γάμο, αυτό θα τον κατέστρεφε. Δε θα
τολμούσε ποτέ ξανά να καλοπιάσει μια γυναίκα για να τον παντρευτεί. Θα
ήταν για πάντα εξαρτημένος απ’ την ελεημοσύνη του αδερφού του.
Θα γινόταν επαίτης.
Έτσι, όταν την είχε δει να μπαίνει στη βιβλιοθήκη, τον είχαν κατακλύσει
ανάμεικτα συναισθήματα. Από τη μια ανακούφιση και από την άλλη ενό-
χληση που ξαφνικά επέτρεπε σε μια γυναίκα να ορίσει τη ζωή του.
Κι εκείνη έδειχνε αποφασισμένη να παίξει την ντροπαλή νύφη.
Κάτι που τον έφερνε στο αρχικό ερώτημα: γιατί ένιωθε υποχρεωμένη να
προσποιείται; Γιατί τον αναστάτωνε, δίνοντάς του μια γεύση της ζωής
τους αν...
Ο Ρόμπερτ πήρε μια βαθιά ανάσα και γύρισε να κοιτάξει βλοσυρά το
πεισματικά γυρισμένο αλλού πρόσωπό της.
Ω, ναι, τη στιγμή που δεν υπήρχε κανείς να την παρακολουθήσει, η πα-
ράσταση είχε τελειώσει.
Αυτό που τον θύμωνε περισσότερο ήταν ότι, παρά την πλήρη αδιαφο-
ρία της για κείνον, από κάποια περίεργη διεργασία αλχημείας είχε τη δύ-
ναμη να τον διεγείρει ενώ καθόταν γυρισμένη, με τη μύτη της σηκωμένη.
Μήπως περίμενε από κείνον να την καλοπιάσει;
Αν έκαναν τέτοια αρχή, ο Ρόμπερτ θα κατέληγε ένα υποχείριο που θα
την ικέτευε να του δώσει σημασία.
Θα της έδινε να καταλάβει ότι δε θα την ικέτευε ποτέ και για τίποτα!
«Δεν έχει νόημα να τηρείς αυτή τη γελοία, απόμακρη στάση», της είπε
τραχιά.
«Δε σε καταλαβαίνω», απάντησε εκείνη, ρίχνοντας μια ματιά στον Λίνεϊ.
«Ελπίζω να μη σ’ ενοχλεί η παρουσία του Λίνεϊ, γιατί είναι το δεξί μου
χέρι και δεν πάω πουθενά χωρίς αυτόν...» Ο Ρόμπερτ κοίταξε το άδειο μα-
νίκι του σακακιού του. «Για την ακρίβεια, είναι το αριστερό μου χέρι. Δεν
μπορώ να κάνω χωρίς αυτόν. Τον έχω ανάγκη για να με βοηθάει να μπαι-
νοβγαίνω στην άμαξα. Όταν σταματήσουμε για να διανυκτερεύσουμε κά-
που, θα μου κόψει το φαγητό μου, θα με γδύσει, θα με μπανιάρει και θα με
βοηθήσει να ξαπλώσω. Είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής μου
ζωής. Και θα γίνει και της δικής σου. Αυτό χώνεψέ το!»
«Ορίστε;» ρώτησε σαστισμένη η Ντέμπορα. Δεν είχε σκεφτεί τις ειδικές
ανάγκες του άντρα της, επειδή τον έβρισκε πολύ πιο άντρα απ’ τους άλ-
λους. Τόσο, που είχε ξεχάσει τις δυσκολίες που σίγουρα αντιμετώπιζε ε-
κείνος κάποιες στιγμές στη ζωή του.
«Μια και συζητάμε για την καθημερινότητά μου, οφείλω να σ’ ενημερώ-
σω ότι δε θα σου επιτρέψω σε καμιά περίπτωση να έχεις δική σου κάμα-
ρα».
Αφού ο ίδιος είχε αποδεχτεί ότι η Ντέμπορα τον είχε παντρευτεί μόνο
για τα λεφτά, ας αποδεχόταν κι εκείνη τους όρους για να τα κερδίσει. Τέρ-
μα τα παιχνίδια. Είχε έρθει η ώρα να προσγειωθούν στη δύσκολη πραγμα-
τικότητα.
«Θα κοιμόμαστε απ’ την αρχή στο ίδιο κρεβάτι. Αφού ο Λίνεϊ αφαιρεί το
τεχνητό μέλος και αφήνω την πατερίτσα στο κομοδίνο, έχω δυσκολία να
σηκωθώ χωρίς βοήθεια. Αντιλαμβάνεσαι ότι δε θα ήταν καθόλου εξυπηρε-
τικό αν, ενώ έχω την επιθυμία, εσύ κοιμόσουν σε μακρινή κρεβατοκάμα-
ρα. Δε θα ήταν ταπεινωτικό να χτυπάω καμπανάκι για να σε καλέσω και
μετά να σε διώχνω σαν να ήσουν καμιά γυναίκα του δρόμου; Ή μήπως
φαντάζεσαι ότι ο Λίνεϊ θα με βοηθάει να ξαπλώσω, θα περιμένει μέχρι να
ολοκληρωθεί η πράξη και μετά θα με βοηθάει να επιστρέψω στην κάμαρά
μου;»
Απ’ το αναψοκοκκίνισμα στο πρόσωπό του, η Ντέμπορα κατάλαβε ότι ο
Λίνεϊ τα είχε ακούσει όλα.
«Δεν μπορούμε να το συζητήσουμε ιδιαιτέρως;» ικέτευσε τον λοχαγό
Φόλεϊ, σοκαρισμένη από τη συζήτηση ενός τόσο προσωπικού θέματος
μπροστά στον υπηρέτη. Γιατί ήταν τόσο δύσθυμος; Καταλάβαινε την πι-
κρία του επειδή είχε αναγκαστεί να συμβιβαστεί με μια γυναίκα για την
οποία δεν έτρεφε κανένα αίσθημα, όπως γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρο,
αλλά έφερνε σε δύσκολη θέση τον υπηρέτη και δεν του άξιζε, όσο κι αν ο
λοχαγός πίστευε ότι άξιζε σ’ εκείνη.
«Φέρνεις σε δύσκολη θέση τον υπηρέτη σου».
Ο λοχαγός Φόλεϊ κοίταξε τον Λίνεϊ, που κρατούσε ακόμα τα μάτια του
κλειστά, σαν να κοιμόταν.
Ανασήκωσε τους ώμους του.
«Αρκεί να αντιλαμβάνεσαι ότι αυτή η συζήτηση θα γίνει. Και δεν υπάρχει
κανένας λόγος να επιχειρήσεις να με αψηφήσεις». Ο λοχαγός Φόλεϊ δε θα
υπέφερε ποτέ ξανά όπως σήμερα, που είχε κοντέψει να πεθάνει απ’ την
αγωνία, νιώθοντας ότι η διανοητική ισορροπία του εξαρτιόταν απ’ τα δικά
της καπρίτσια. Έγειρε μπροστά και της ψιθύρισε στο αυτί: «Αν αρνηθείς να
ικανοποιήσεις τις επιθυμίες μου, θα στείλω τον Λίνεϊ να σε φέρει απ’ την
κάμαρά σου σηκωτή αν χρειαστεί. Να είσαι βέβαιη ότι θα εκτελέσει κάθε
μου εντολή».
Η Ντέμπορα τρόμαξε, ακούγοντας τα σκληρά του λόγια, αν και δεν κα-
ταλάβαινε γιατί ο λοχαγός Φόλεϊ περίμενε ότι εκείνη δε θα ήθελε να πλα-
γιάσει μαζί του. Όλοι οι παντρεμένοι άνθρωποι πλάγιαζαν μαζί. Και οι γο-
νείς της το ίδιο έκαναν.
Αυτό που τη σόκαρε ήταν η ιδέα ότι ο λοχαγός θ’ ανάγκαζε τον υπηρέτη
του να την πάει σ’ εκείνον σηκωτή, αν την έβρισκε απρόθυμη να υποταγεί
σε κάθε προσταγή του. Στο μυαλό της είχε άλλη εικόνα για τα παντρεμένα
ζευγάρια.
Σαστισμένη και τρομαγμένη με την εικόνα που είχε αρχίσει να σχηματί-
ζει για το γάμο με τα λόγια του, ζάρωσε στη θέση της και γύρισε το κεφάλι
της για να μη δει ο λοχαγός Φόλεϊ ότι τα μάτια της ήταν βουρκωμένα.
Κεφάλαιο 6

Η Ντέμπορα απόρησε όταν η ιδιοκτήτρια του πανδοχείου όπου θα δια-


νυκτέρευαν την οδήγησε σε δική της κάμαρα.
«Κάποιο λάθος πρέπει να έγινε», είπε, επειδή θυμόταν καλά την επιμονή
του λοχαγού να κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι.
«Κανένα λάθος δεν έγινε», ακούστηκε η σκληρή φωνή του από το σκο-
τεινό κατώφλι μιας ενδιάμεσης πόρτας. «Ο Γουόλτον έστειλε τον υπηρέτη
του να κλείσει αυτά τα διαμερίσματα. Δε θα χρειαστούμε τίποτ’ άλλο. Σας
ευχαριστούμε», ενημέρωσε την ιδιοκτήτρια του πανδοχείου η οποία υπο-
κλίθηκε με σεβασμό και έφυγε.
Βλέποντας τη σαστισμένη έκφρασή της, ο Ρόμπερτ της εξήγησε: «Μή-
πως περιμένεις να σε βοηθήσει ο Λίνεϊ να ετοιμαστείς για το κρεβάτι;»
Η Ντέμπορα έμεινε άφωνη απ’ το σοκ.
«Το φαντάστηκα», είπε ο άντρας της. «Θα σε βοηθήσει μια κοπέλα που
εργάζεται εδώ. Θα σε καλέσω όταν θα είμαι έτοιμος και τότε θα έρθεις
στην κάμαρα».
Μ’ αυτά τα λόγια, εκείνος γύρισε και βγήκε απ’ τη δική της κάμαρα.
Η Ντέμπορα θεωρούσε πάντα τον εαυτό της ήπιο άνθρωπο, αλλά τώρα
της ήρθε να σπάσει κάτι. Ή να χτυπήσει κάτω τα πόδια της και να βάλει τις
φωνές.
Επειδή ήταν πολύ αξιοπρεπής για να κάνει κάτι απ’ αυτά τα δύο, σωριά-
στηκε σε μια καρέκλα και κοίταξε συνοφρυωμένη την πόρτα απ’ την ο-
ποία μόλις είχε περάσει ο δύστροπος άντρας της.
Αν ο κόμης δεν τα είχε κανονίσει όλα, ο λοχαγός θα ήταν τόσο άξεστος
που θα την ταπείνωνε αφήνοντας τον υπηρέτη του να τη γδύσει;
Ήταν γυναίκα του, σκέφτηκε πικραμένη, βγάζοντας το καπελίνο της.
Πριν από λίγες ώρες, ο λοχαγός Φόλεϊ είχε ορκιστεί να της φέρεται με
στοργή.
Έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό, πνίγοντας τα δάκρυα της αυτολύπησης
που απειλούσαν να χυθούν. Μέχρι στιγμής, ο άντρας της δεν της είχε δείξει
καμιά στοργή. Αντίθετα, έκανε ό,τι μπορούσε για να την εξευτελίσει. Ήταν
κουρασμένη, πεινασμένη και εντελώς χαμένη. Δεν ήξερε ούτε πού βρίσκο-
νταν ούτε πού κατευθύνονταν. Ακόμα και το νέο ότι ο κόμης είχε κανονί-
σει τα πάντα για τη γαμήλια νύχτα την έκανε να νιώθει ακόμα πιο ασήμα-
ντη για τον άντρα της.
Όλοι είχαν παίξει μεγαλύτερο ρόλο στο γάμο της απ’ ό,τι η ίδια, χωρίς να
ληφθούν υπόψη οι δικές της προτιμήσεις και επιθυμίες!
Η Ντέμπορα άκουσε ένα χτύπημα στην πόρτα και είδε μια πληθωρική
νεαρή υπηρέτρια να μπαίνει. «Θα θέλατε να φρεσκαριστείτε πριν σας φέ-
ρω το γεύμα σας στην ιδιωτική σάλα, κυρία; Μπορώ να σας φέρω μια κα-
νάτα ζεστό νερό».
«Δεν είμαι σίγουρη...» Ιδιωτική σάλα; Γεύμα; Και το ζεστό νερό συνοδευ-
όταν από σαπούνι; Μήπως η λαίδη Γουόλτον είχε φροντίσει να της βάλει
πετσέτες στη μικρή αποσκευή με τα απαραίτητα, που είχαν αφήσει στα
πόδια του κρεβατιού της;
Μάλλον η έκφρασή της την πρόδωσε και η υπηρέτρια είπε: «Η γαμήλια
νύχτα σας δεν είναι; Αν μου επιτρέπετε, θα νιώσετε άλλος άνθρωπος αν
φρεσκαριστείτε λιγάκι. Κι αν θέλετε τη συμβουλή μου, πιείτε και δυο πο-
τηράκια κρασί με το γεύμα σας. Θα σας είναι πολύ πιο εύκολο μετά».
«Τι!» Όσο μόνη κι αν ένιωθε, η Ντέμπορα δεν ήταν τόσο εξαθλιωμένη
που θα δεχόταν συμβουλές από μια υπηρέτρια.
«Μια ιδέα είπα». Το κορίτσι στραβομουτσούνιασε.
«Ναι, ευχαριστώ. Θα ήθελα να φρεσκαριστώ λίγο».
Η Ντέμπορα δεν ήξερε αν το ήθελε πραγματικά, αλλά τουλάχιστον έτσι
κατάφερε να διώξει την κοπέλα και να μάθει τι περιείχε η αποσκευή που
είχε ετοιμάσει η λαίδη Γουόλτον.
Το σίγουρο ήταν ότι δεν ήθελε να περάσει τη γαμήλια νύχτα της μεθυ-
σμένη. Ακόμα κι όταν βρισκόταν εν πλήρη νηφαλιότητα, ο λοχαγός Φόλεϊ
ήταν πολύ δύσκολος άνθρωπος!
***
Αφού η Ντέμπορα είχε πλυθεί και είχε βάλει την καμαριέρα να της ξε-
μπερδέψει τα μαλλιά, ένιωθε τουλάχιστον λιγότερο αγχωμένη με την
προοπτική να αντικρίσει τον άντρα της στο τραπέζι.
Εκείνος δε σηκώθηκε όταν την είδε να μπαίνει στην ιδιωτική σάλα, αλλά
έκανε νόημα στον Λίνεϊ να της τραβήξει την καρέκλα απέναντι του. Η Ντέ-
μπορα έστυψε το μυαλό της για να βρει ένα υπεροπτικό σχόλιο να κάνει,
δείχνοντάς του ότι δεν την τρόμαζε η στάση του, αλλά τότε το στομάχι
της γουργούρισε δυνατά.
Ο Λίνεϊ την κοίταξε έκπληκτος, σαν να προσπαθούσε να μη γελάσει.
«Πεινάτε, δεσποινίς; Κυρία, ήθελα να πω».
«Ναι. Πεθαίνω της πείνας». Η Ντέμπορα κοίταξε τον άντρα της όσο πιο
βλοσυρά μπορούσε. «Έχω να βάλω κάτι στο στόμα μου απ’ το μεσημέρι».
Το μεταμελημένο ύφος του την ικανοποίησε.
Ο σερβιτόρος έφερε μια σουπιέρα και την άφησε στο τραπέζι. Ο Λίνεϊ
τον έδιωξε, σερβίροντας πρώτα εκείνη και μετά τον κύριό του.
Ήταν μια πεντανόστιμη, θρεπτική σούπα με πολύ κριθαράκι και ελάχι-
στο αρνί. Η Ντέμπορα βουτύρωσε το εξαίσιο φρέσκο ψωμάκι της και, α-
φού είχε φάει, έγειρε πίσω στην καρέκλα της αναστενάζοντας ευχαριστη-
μένη. Έτρεμε όταν είχε πρωτοκαθίσει στο τραπέζι, αλλά τα χέρια της τώ-
ρα ήταν σταθερά. Δεν ήταν και τόσο θυμωμένη με τον άντρα της τώρα
που είχε χορτάσει.
Ο Λίνεϊ χτύπησε το κουδουνάκι για να φέρουν το επόμενο πιάτο, ένα
ολόκληρο ψητό κοτόπουλο, μια κρεατόπιτα και διάφορα πιάτα με λαχα-
νικά.
Όταν ο Λίνεϊ άρχισε να κόβει σε μπουκιές το φαγητό του κυρίου του, η
Ντέμπορα συνειδητοποίησε πόσο δυσκολευόταν ο άντρας της ακόμα και
να φάει. Χαμήλωσε τα μάτια της στο πιάτο της καθώς εκείνος προσπα-
θούσε να φάει μια πιρουνιά κρέας με λαχανικά.
Τώρα η Ντέμπορα καταλάβαινε γιατί ο λοχαγός Φόλεϊ δεν παρίστατο
ποτέ στα τραπέζια που δίνονταν στο Λονδίνο. Σίγουρα ένιωθε αδέξιος
και... εκτεθειμένος στα βλέμματα οίκτου ή στα κακεντρεχή σχόλια.
Σήκωσε τα μάτια της και βρήκε τα δικά του να την κοιτάζουν προκλητι-
κά, σχεδόν επιθετικά. Προφανώς την προκαλούσε να σχολιάσει, δίνοντάς
της να καταλάβει ότι, ζητώντας της να γευματίσουν μαζί, της επέτρεπε να
δει πόσο ευάλωτος ήταν, κάτι που δεν έκανε με κανέναν. Παρά την αμη-
χανία του, ήταν μια αρχή.
Η Ντέμπορα χαμήλωσε αμέσως τα μάτια της, νιώθοντας περίεργα με
την ασυνήθιστη οικειότητα.
«Όλα ήταν έκτακτα». Αναστέναξε και τον κοίταξε, επιχειρώντας να χα-
μογελάσει. «Αν ο κόμης Γουόλτον έχει δοκιμάσει τα φαγητά εδώ, καταλα-
βαίνω γιατί μας έκλεισε δωμάτια στο συγκεκριμένο πανδοχείο».
«Βλέπω ότι ήταν του γούστου σου. Απορώ πώς είσαι τόσο αδύνατη α-
φού καταβροχθίζεις τόσα στην καθισιά σου», απάντησε εκείνος έντονα.
Η Ντέμπορα τον κοίταξε θλιμμένα, επειδή έδειχνε αποφασισμένος να
αποκρούσει κάθε δική της προσπάθεια να αποφορτίσει την ατμόσφαιρα ή
να επικοινωνήσουν.
Η υποψία της επιβεβαιώθηκε με τα επόμενα λόγια του. «Αν τελείωσες,
μπορείς να επιστρέψεις στην κάμαρά σου μέχρι να σε καλέσω».
Δεν ήθελε καν να συζητήσουν λίγο. Τι είχε απογίνει ο άντρας που ήταν
τόσο ευγενικός μαζί της στους χορούς, όταν εκείνη ήταν μια ντάμα που
δεν τη ζητούσε κανείς;
Σαστισμένη και πληγωμένη, η Ντέμπορα έσπρωξε πίσω την καρέκλα της
και τον άφησε μόνο.
Τι νόημα είχε να την καλέσει ή να πλαγιάσουν μαζί στο κρεβάτι του; Δεν
ήθελε να την αγκαλιάσει ή να συζητήσουν τα προβλήματα της μέρας, ό-
πως της έλεγαν πάντα οι γονείς της ότι έκαναν στο μεγάλο κρεβάτι τους.
Ο λοχαγός Φόλεϊ δεν είχε διάθεση καν για τη συντροφιά της.
Και όταν την έβλεπε με το νυχτικό που της είχε βάλει στην αποσκευή
της η λαίδη Γουόλτον, μάλλον θα έβαζε τα γέλια. Αφενός ήταν πολύ πιο
ψηλή και αδύνατη, και αφετέρου ήξερε απ’ την πρώτη στιγμή που το είχε
δει ότι το μεταξωτό νυχτικό με τη δαντέλα δε θα την κρατούσε ζεστή στο
κρύο πανδοχείο. Βλέποντας πόσο λίγα κάλυπτε όταν το φόρεσε, ταρά-
χτηκε. Γιατί δεν την είχε ειδοποιήσει ο λοχαγός Φόλεϊ ότι θα έφευγαν αμέ-
σως απ’ το Λονδίνο; Θα μπορούσε να είχε πάρει μαζί της το ζεστό νυχτικό
της και τη χοντρή φανελένια ρόμπα της. Ακόμα και η ρόμπα που συνόδευε
το νυχτικό της κόμισσας άφηνε περισσότερα σε κοινή θέα απ’ όσα κάλυ-
πτε.
Η Ντέμπορα έκανε ένα μορφασμό. Αφού έδιωξε την καμαριέρα, πήγε
στο κρεβάτι και τύλιξε γύρω της το κάλυμμα σαν κάπα. Μετά σηκώθηκε
και πήγε ξυπόλυτη στην πολυθρόνα μπροστά στο σβηστό τζάκι —η κό-
μισσα δεν είχε σκεφτεί να βάλει στην αποσκευή της παντόφλες- και κου-
λουριάστηκε, τραβώντας την κοτσίδα της μπροστά για να τη μασουλήσει.
Ενοχλημένη μ’ αυτή την παιδιάστικη συνήθεια που πίστευε ότι είχε κό-
ψει από καιρό, θυμωμένη με τον άντρα της που την είχε φέρει σε τέτοιο
σημείο νευρικής κατάπτωσης, την έφτυσε και σηκώθηκε επάνω, πηγαίνο-
ντας στο παράθυρο.
Είχε νυχτώσει ενώ έτρωγαν, αλλά στην αυλή κάτω απ’ το παράθυρο είχε
κίνηση. Με την αποφασιστικότητα που χαρίζει η απόγνωση, η Ντέμπορα
παρατήρησε συγκεντρωμένη τις μικρές σιλουέτες που τριγυρνούσαν, αρ-
νούμενη να σκεφτεί πόσο κακοποιημένη ένιωθε. Δεν ήθελε να πάει στην
κάμαρα του άντρα της θυμωμένη. Η γαμήλια νύχτα θα έδινε τον τόνο σ’
ολόκληρο τον έγγαμο βίο τους.
Πίεσε τον εαυτό της να θυμηθεί ότι τον είχε παντρευτεί επειδή τον αγα-
πούσε. Μόνο που δεν μπορούσε να τον σκεφτεί με τρυφερότητα, αφού
την είχε κακομεταχειριστεί σήμερα, παρ’ ότι εκείνη δε θα επέτρεπε νατην
κυριέψει η επιθετικότητα. Κοίταξε συνοφρυωμένη την αυλή, διερωτώμενη
ποιοι δαίμονες τον έκαναν να της φέρεται έτσι.
Στο τραπέζι, είχε δει πόσο αμήχανος ήταν ακόμα και με κάτι τόσο απλό
όσο ένα γεύμα μαζί της. Έβαλε πάλι την άκρη της κοτσίδας της ασυναί-
σθητα στο στόμα της και τη μασούλισε αφηρημένα, προσπαθώντας να
κατανοήσει τα κίνητρα της συμπεριφοράς του. Ήξερε ότι ο Ρόμπερτ θεω-
ρούσε τον εαυτό του τόσο δύσμορφο και αδέξιο, που δε θα τον ήθελε,
πόσω μάλλον θα τον αγαπούσε, καμιά γυναίκα. Πώς μπορούσε να του δεί-
ξει ότι εκείνη τον αγαπούσε;
Αναστέναξε. Είχε σκεφτεί να του πει μετά το γάμο ότι τον αγαπούσε,
αλλά τώρα ήταν τόσο ταραγμένη, που η ανακοίνωσή της θα ακουγόταν
κούφια. Και φοβόταν ότι, αν επιχειρούσε να δείξει με τη στοργή της τα αι-
σθήματά της, εκείνος θα την απωθούσε.
Θυμήθηκε τη μέρα που είχε πιάσει μια παρέα αγοριών απ’ το χωριό να
κλέβουν μήλα απ’ τον οπωρώνα της. Στη βιασύνη τους να δραπετεύσουν,
το ένα είχε πέσει απ’ το δέντρο και είχε σπάσει το χέρι του. Όταν εκείνη
είχε τρέξει να το βοηθήσει, το αγόρι την είχε απωθήσει πολύ επιθετικά,
κοιτώντας τη σχεδόν όπως ο άντρας της σήμερα, όταν εκείνη παρακολου-
θούσε τον Λίνεϊ να του κόβει το φαγητό του σε μπουκιές.
«Ένας τραυματισμένος άντρας είναι πάντα επικίνδυνος», της είχε εξηγή-
σει η μητέρα της όταν η Ντέμπορα την είχε ρωτήσει γιατί το αγοράκι ήταν
τόσο αγενές, ενώ εκείνη ήθελε να το βοηθήσει. «Αντί να δεχτούν βοήθεια,
γίνονται επιθετικοί. Είναι σαν άγρια ζώα που σε δαγκώνουν αν τα βοηθή-
σεις να βγουν από μια παγίδα».
Ξαφνικά η Ντέμπορα συνειδητοποίησε τα κίνητρά του για όσα είχε πει
και είχε κάνει εκείνος σήμερα. Όχι μόνο δεν της ήταν ευγνώμων που τον
είχε βοηθήσει να κερδίσει την οικονομική ανεξαρτησία του, αλλά και τον
ενοχλούσε το γεγονός ότι είχε την ανάγκη της. Εξίσωνε την παραδοχή της
ανάγκης για βοήθεια με υποτίμηση του ανδρισμού του. Γι’ αυτό είχε φερ-
θεί με ασυνήθιστη αγένεια, κατέληξε η Ντέμπορα, αφήνοντας την κοτσίδα
της να πέσει απ’ το στόμα της. Μόνο που δεν μπορούσε να διανοηθεί πώς
θα τον έπειθε να πάψει να είναι επιθετικός μαζί της. Η επιθετικότητα του
μικρού χωρικού ήταν ανυποχώρητη κι εκείνη τελικά είχε αναγκαστεί να
τον αφήσει σωριασμένο κάτω απ’ το δέντρο για να καλέσει ένα γιατρό.
Βέβαια ο πόνος του άντρα της δεν μπορούσε να περάσει με τη βοήθεια
του γιατρού. Κι ενώ σκεφτόταν πώς να του εκφράσει την έγνοια της χωρίς
να θίξει τον αντρικό εγωισμό του, άκουσε ένα χτύπημα στην πόρτα κι ένα
σιγανό βήξιμο. Ήταν ο Λίνεϊ που είχε πάει να την πάρει.
Χωρίς να πει λέξη, ο υπηρέτης άνοιξε την ενδιάμεση πόρτα και τη συνό-
δευσε στην άλλη κάμαρα. Έδειχνε ακόμα πιο αμήχανος από κείνη καθώς
τον προσπερνούσε, με το κάλυμμα τυλιγμένο γύρω της μέχρι το πιγούνι.
«Τι στο καλό είναι αυτό γύρω σου;» ήταν τα πρώτα λόγια του άντρα της
όταν η Ντέμπορα μπήκε στην κάμαρα.
«Κουβέρτα», απάντησε εκείνη ενώ ο Λίνεϊ έκλεινε την πόρτα πίσω της.
Το τζάκι ήταν αναμμένο και, παρ’ ότι η Ντέμπορα είχε ορκιστεί να μη δεί-
ξει πόσο πικραμένη ήταν, ξεφούρνισε: «Η κάμαρά μου ήταν πολύ κρύα.
Και πού να δεις το γελοίο νυχτικό που έβαλε στην αποσκευή μου η λαίδη
Γουόλτον!»
«Αυτό θέλω να το δω», συμφώνησε ο λοχαγός. «Ξέρω καλά την Ελοΐζ
και είμαι σίγουρος ότι το νυχτικό που διάλεξε θ’ αφήνει περισσότερη σάρ-
κα γυμνή απ’ όση καλύπτει».
«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί μια γυναίκα να διαλέξει κάτι τόσο άβο-
λο, πόσω μάλλον να το δανείσει σε μια φίλη. Πώς της ήρθε;»
«Τι εννοείς;» ρώτησε ο Ρόμπερτ με μια απορημένη έκφραση.
Η Ντέμπορα πλησίασε στο κρεβάτι όπου ήταν ξαπλωμένος σε μια στοί-
βα μαξιλάρια και με το δεξί χέρι του έξω απ’ το σκέπασμα. Το αριστερό
του χέρι, που σταματούσε κάτω απ’ τον αγκώνα, ήταν κρυμμένο. Στο κη-
ροπήγιο πάνω στο δεξί κομοδίνο έκαιγε ένα κερί, φωτίζοντας τη γερή
πλευρά του και αφήνοντας στο σκοτάδι την τραυματισμένη. Η Ντέμπορα
τον συμπόνεσε. Ακόμα και η παρουσία της σ’ αυτό το δωμάτιο ήταν τερά-
στια παραχώρηση για κείνον. Για την ακρίβεια, σκέφτηκε συνοφρυωμένη,
της ήταν ακατανόητη η πρόθεσή του να περάσει αυτό το μαρτύριο.
«Η αλήθεια είναι ότι δεν έχει σχεδιαστεί για ζεστασιά. Είναι σχεδόν ανύ-
παρκτο και, όσο ύφασμα έχει, είναι διαφανές! Τι νόημα έχει να φοράς κάτι
που δεν καλύπτει τίποτα;»
«Υπέθεσε ότι θα σε ζέσταινα εγώ απόψε».
«Α!» Η Ντέμπορα κοίταξε το γυμνό στέρνο του. Ο πατέρας της στον ύ-
πνο φορούσε νυχτικιά κι ένα σκουφάκι, κλείνοντας συνήθως τις βαριές
βελούδινες κουρτίνες στο πολυκαιρισμένο κρεβάτι, για να μην κρυώνει.
«Δεν πρόλαβες να πάρεις μαζί σου νυχτικιά;»
Ο λοχαγός Φόλεϊ είχε αρχίσει να καταλαβαίνει ότι η γυναίκα του ήταν
εντελώς αθώα.
«Η μητέρα σου δε σου έχει εξηγήσει τι συμβαίνει στο συζυγικό κρεβάτι;»
«Όχι ακριβώς».
Ο λοχαγός κατάπιε μια βλαστήμια. Βιαζόταν τόσο πολύ να ξεμπερδέψει
με τη μυστική γαμήλια τελετή, ώστε είχε ξεχάσει ότι η γυναίκα του έπρεπε
να κάνει μια συζήτηση εκ βαθέων με τη μητέρα της πριν πλαγιάσει μ’ έναν
άντρα. Τώρα καταλάβαινε τη σαστισμένη έκφρασή της όταν της είχε πει
ότι θα την πήγαινε με το ζόρι στο κρεβάτι του.
Προς μεγάλη του έκπληξη κι ενώ αναρωτιόταν πώς θα εξηγούσε σε μια
άμαθη παρθένα τι έκαναν τα παντρεμένα ζευγάρια στο κρεβάτι, πνίγο-
ντας την παρόρμησή του να της δείξει στην πράξη, η Ντέμπορα ξετύλιξε
την κουβέρτα από πάνω της, χαμογελώντας.
«Τότε πρέπει να ζεστάνουμε ο ένας τον άλλον. Τουλάχιστον το τζάκι εί-
ναι αναμμένο εδώ».
Το στόμα του Ρόμπερτ στέγνωσε όταν την είδε με το δανεικό νυχτικό.
Το μπούστο ήταν μερικά κομμάτια σομόν μεταξιού ενωμένα με δαντέλα,
στρατηγικά τοποθετημένη για να τραβάει το αντρικό βλέμμα.
Και το δικό του σίγουρα το τράβηξε. Το κάτω μέρος του νυχτικού είχε
ένα σκίσιμο στο μηρό, επιτρέποντάς του να βλέπει τμήματα των αλαβά-
στρινων λεπτών ποδιών της με κάθε διστακτικό βήμα της προς το μέρος
του.
Η Ντέμπορα κοκκίνισε όταν έφτασε η στιγμή να ξαπλώσει, κι εκείνος
βόγκηξε βλέποντας το μετάξι ν' ανοίγει στο λυγισμένο πόδι της σαν αμαρ-
τωλή πρόσκληση.
«Τι έγινε;» ψιθύρισε εκείνη. «Μήπως έχω τα χάλια μου μ’ αυτό το νυχτι-
κό;»
Ο Ρόμπερτ διέκρινε στο πρόσωπό της την αβεβαιότητα, την ανάγκη της
για επιβεβαίωση.
Και τον κυρίεψε ένα αίσθημα πικρίας. Εκείνη ζητούσε επιβεβαίωση από
κείνον! Δεν ήξερε ότι ήταν τέλεια; Είχε τέλειο πρόσωπο, τέλειο κορμί, τέ-
λειο δέρμα. Όποιος άντρας κι αν την έβλεπε μ' αυτό το σαγηνευτικό νυ-
χτικό θα αντιδρούσε όπως εκείνος. Ήταν ερεθισμένος. Ιδρωμένος.
«Βγάλ’ το», της είπε με τραχιά φωνή.
Η Ντέμπορα τον κοίταξε σοκαρισμένη.
«Βγάλ’ το, είπα», επανέλαβε ο Ρόμπερτ, νιώθοντας ένα ρίγος στο κατα-
ραμένο μισό χέρι του που είχε προσπαθήσει να το κρύψει μ’ ένα μαξιλάρι.
«Δε σου αρέσει», είπε η Ντέμπορα, κουνώντας θλιμμένα το κεφάλι της.
Κι ύστερα ανασήκωσε το πιγούνι της. «Ούτε σ’ εμένα αρέσει».
Με το βλέμμα της καρφωμένο στο γυμνό στέρνο του, έκανε να λύσει τις
κορδέλες στο μπούστο του νυχτικού. Μάλλον εκείνος ένιωθε γυμνός και
ευάλωτος χωρίς τα τεχνητά μέλη που του είχε αφαιρέσει ο υπηρέτης του
για τη νύχτα. Ήταν δίκαιο λοιπόν να στερηθεί κι εκείνη ένα μέρος της α-
ξιοπρέπειάς της.
Αναρωτήθηκε αν ο Ρόμπερτ ήταν εντελώς γυμνός κάτω απ’ τα σκεπά-
σματα. Ένα περίεργο ρίγος τη διαπέρασε στη σκέψη ότι θα ξάπλωνε δίπλα
σ’ αυτό το τριχωτό κορμί. Όταν είχε γείρει πάνω του τη βραδιά που είχε
κοντέψει να λιποθυμήσει, τα γόνατά της είχαν λυθεί κι η καρδιά της είχε
σκιρτήσει. Η παρουσία του την αναστάτωνε, ακόμα κι όταν ήταν ντυμένοι.
Πώς θα αισθανόταν αν βρίσκονταν μαζί εντελώς γυμνοί;
Τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν κι η καρδιά της να χτυπάει πιο δυνατά.
Τα δάχτυλά της έτρεμαν τόσο πολύ, που ήταν σίγουρη ότι θα έσκιζε το
ντελικάτο νυχτικό στην αδέξια προσπάθειά της να το βγάλει.
Όταν στάθηκε εντελώς γυμνή μπροστά στον άντρα της, βρήκε το κου-
ράγιο να τον κοιτάξει στο πρόσωπο. Η έκφρασή του ήταν αυστηρή και
καθόλου εγκάρδια όταν παραμέρισε τα σκεπάσματα, δίνοντάς της να κα-
ταλάβει ότι έπρεπε να ξαπλώσει μαζί του.
«Στάσου!» της είπε όταν εκείνη ετοιμάστηκε για δεύτερη φορά να ξα-
πλώσει δίπλα του.
Η Ντέμπορα κοντοστάθηκε, με το γόνατό της στο στρώμα και τις παλά-
μες της ανοιχτές. Μήπως είχε παρερμηνεύσει τις επιθυμίες του; Η έκφρασή
του της έλεγε ότι ο Ρόμπερτ δεν είχε διάθεση να βρεθούν μαζί στο κρεβά-
τι. Σήκωσε τα χέρια της και το γόνατό της σιγά σιγά, δαγκώνοντας τα χεί-
λη της με τη φοβερή σκέψη ότι εκείνος θα την έστελνε στην κάμαρά της.
Παρά τις προσπάθειές του, δεν άντεχε την παρουσία της τόσο κοντά του.
Όπως δεν του άρεσε να τον βλέπουν όταν γευμάτιζε, έτσι δεν ήθελε να
βλέπει κανείς, εκτός απ’ τον έμπιστο υπηρέτη του, τα τραύματά του από
κοντά.
Η Ντέμπορα ήθελε να τυλίξει τα χέρια της γύρω του, αλλά, όταν θυμή-
θηκε την αντίδραση του νεαρού χωρικού, διαισθάνθηκε ότι μ’ αυτή την κί-
νηση θα τον έκανε να την αντιπαθήσει ακόμα περισσότερο.
Έριξε το βάρος της απ’ το ένα πόδι στο άλλο και αναρωτήθηκε τι στο
καλό έπρεπε να κάνει.
«Λύσε τα μαλλιά σου», είπε με τραχιά φωνή ο Ρόμπερτ, ξαπλώνοντας
πίσω στα μαξιλάρια.
«Τα μαλλιά μου;» επανέλαβε η Ντέμπορα σαν χαμένη.
«Υποσχέθηκες να υπακούεις, γυναίκα. Λύσε τα μαλλιά σου. Θέλω να τα
δω ελεύθερα».
Η Ντέμπορα έλυσε την κορδέλα και τα μάτια του περιπλανήθηκαν στο
κορμί της καθώς εκείνη χτένιζε τα μαλλιά της με τα δάχτυλά της. Η έκ-
φραση του προσώπου του γινόταν ολοένα πιο άγρια και η Ντέμπορα άρ-
χισε να τρέμει σαν φύλλο, ξέροντας ότι δεν του άρεσε καθόλου αυτό που
έβλεπε. Η σύγκριση με τη Σουζάνα, τη γυναίκα που ο άντρας της θα ήθελε
μαζί του απόψε, δεν την ευνοούσε. Της ήρθε να καλύψει τα στήθη της που
ήταν πολύ πιο μικρά απ’ της φίλης της. Ένιωθε άχαρη και ντρεπόταν για
τα οστά που διακρίνονταν κάτω απ’ το δέρμα, ενώ οι υγιείς γυναίκες της
ηλικίας της είχαν θηλυκές καμπύλες. Δεν ήξερε πόσο ακόμα θ’ άντεχε τη
δοκιμασία, πριν γυρίσει τρέχοντας στο δωμάτιό της για να κλάψει ταπει-
νωμένη.
Αν δεν τον αγαπούσε... αν εκείνος δεν είχε την ανάγκη να την εκθέσει
στον ίδιο βαθμό που εκτιθόταν ο ίδιος υποφέροντας με την παρουσία
της...
«Τρέμεις», παρατήρησε ο Ρόμπερτ. Το δέρμα της είχε ανατριχιάσει κι οι
θηλές της είχαν ορθωθεί, αλλά όχι από πόθο. Ήταν από φόβο. Τα μάτια
της ήταν τεράστια στο χλομό πρόσωπό της, καρφωμένα πάνω του σαν να
ήταν η Κοκκινοσκουφίτσα μπροστά στον κακό λύκο.
Και ο Ρόμπερτ ένιωθε σαν λύκος. Ήθελε να την κατασπαράξει. Να τη
δαγκώσει και να την καταβροχθίσει, να την ακούσει να κραυγάζει καθώς
θα βυθιζόταν στη ζεστή σάρκα της.
Όμως ήθελε να αντικαταστήσει την έκφραση της αβεβαιότητας με την
έκφραση του πόθου, του δέους και της έκστασης.
Η Ντέμπορα δεν ήξερε τίποτα για το σαρκικό έρωτα ανάμεσα σε μια γυ-
ναίκα κι έναν άντρα. Πώς να ήξερε; Στεκόταν εκεί, εντελώς γυμνή, σαστι-
σμένη από την προσταγή του να λύσει τα μαλλιά της. Έριχνε το βάρος της
απ’ το ένα πόδι στο άλλο, δαγκώνοντας τα χείλη της σαν κοριτσάκι, και
δεν είχε ιδέα τι επίδραση είχε πάνω του η εικόνα του γυμνού κορμιού της.
Οποιοσδήποτε έντιμος άντρας θα την άφηνε να συνηθίσει αυτή την ε-
ρωτική οικειότητα σταδιακά, σκέφτηκε αναστενάζοντας ο Ρόμπερτ. Δε θα
της έκανε βίαιο έρωτα, όπως ήταν η δική του πρόθεση απόψε.
«Ξάπλωσε τώρα», της είπε, νιώθοντας ντροπή που έπαιζε μαζί της έτσι.
«Για να σε ζεστάνω».
«Σε... ευχαριστώ», ψέλλισε η Ντέμπορα, ξαπλώνοντας πρόθυμα δίπλα
του και τραβώντας τα σκεπάσματα μέχρι το πιγούνι της. «Έχω ανατριχιά-
σει».
«Το είδα». Ο Ρόμπερτ τύλιξε το χέρι του γύρω απ’ τη μέση της, τραβώ-
ντας την κοντά του. «Καλύτερα;»
«Μμμ...» Η Ντέμπορα έγνεψε καταφατικά, ακουμπώντας το κεφάλι της
κάτω από το πιγούνι του. Τα χέρια της ήταν κολλημένα σεμνότυφα πάνω
της, επειδή ήξερε ότι ο Ρόμπερτ δεν ήθελε να τον αγκαλιάσει, όσο κι αν το
ήθελε η ίδια. Όμως το πόδι της ήταν απλωμένο κατά μήκος του δικού του.
Η σάρκα του ήταν ζεστή και μυώδης, καλυμμένη με τρίχες που την έκαναν
να θέλει να τριφτεί πάνω του σαν γάτα. Με κάθε ανάσα του, το στέρνο
του φούσκωνε και τον έφερνε προσωρινά και προκλητικά λίγο πιο κοντά
της.
Της ερχόταν να ξαπλώσει στο πλάι και να κολλήσει πάνω του τελείως,
με το στήθος της στο στέρνο του, τα πόδια της ανάμεσα στα δικά του.
Ήθελε να τον αγκαλιάσει, να φιλήσει τα σημάδια του προσώπου του και,
ναι, τα σημάδια που είχε προλάβει να δει για μια στιγμή στην αριστερή
πλευρά του στέρνου του. Ήθελε να βυθίσει τα δάχτυλά της στα μακριά
μαλλιά του, ενώ θα τον φιλούσε για να του εκφράσει όλη την αγάπη που
είχε για κείνον στην καρδιά της.
Όμως φοβόταν την απόρριψή του.
Ο Ρόμπερτ έσφιξε τα δόντια του, ξαπλωμένος άκαμπτος στο στρώμα,
νιώθοντας τη νεαρή γυναίκα του να τρέμει απ’ το κρύο και μάλλον απ’ το
φόβο. Δεν ήξερε από πού να ξεκινήσει. Πριν από λίγο καιρό, φοβόταν ότι
δε θα ήθελε να ξαναπλαγιάσει με γυναίκα. Όμως αυτή τη στιγμή ο πόθος
του ήταν τόσο μεγάλος, που του ήταν σχεδόν αδύνατον να δείξει εγκρά-
τεια. Ήθελε να κάνει τόσο βίαια πράγματα σ’ αυτή την αθώα γυναίκα, που
σόκαραν ακόμα και τον ίδιο.
Έτριξε τα δόντια του, ξέροντας ότι έπρεπε να τη μυήσει με το μαλακό σε
μια πράξη που της ήταν άγνωστη. Όταν ήταν στο άνθος της ηλικίας του
και όχι ένας αδέξιος σακάτης, δεν είχε γνωρίσει στη ζωή του τόσο αγνή
γυναίκα. Ως στρατιώτης πήγαινε με πληρωμένες γυναίκες. Ήταν ευχάρι-
στες, αλλά δεν αποτελούσαν καλή εξάσκηση για το ευγενικό ζευγάρωμα
που υπέθετε ότι λάμβανε χώρα στη συζυγική κλίνη.
Η Ντέμπορα άξιζε κάποιον πολύ καλύτερο. Του είχε δώσει τη δυνατότη-
τα ν’ αποκτήσει ό,τι ήθελε στη ζωή του. Ένα δικό του σπίτι, οικονομική
ανεξαρτησία και να εκδικηθεί τη μοχθηρή οικογένεια Λάμπτον.
Το αντάλλαγμα ήταν ένας δύστροπος σακάτης που δεν είχε ιδέα πώς να
μυήσει στον έρωτα μια αγνή γυναίκα. Ίσως έπρεπε να της πει να ξαναφο-
ρέσει το νυχτικό της. Αν δεν ήταν γυμνή... Τότε τη φαντάστηκε να σηκώ-
νεται απ’ το κρεβάτι και να σκύβει για να πάρει το σαγηνευτικό ρούχο, να
σηκώνει τα χέρια της για να το περάσει απ’ το κεφάλι της... Πάλι θα του
ερχόταν να της το σκίσει.
Ο Ρόμπερτ έπνιξε ένα βογκητό.
«Τι έπαθες;» ρώτησε η Ντέμπορα, παρατηρώντας την ένταση στο πρό-
σωπό του.
«Τίποτα». Ο Ρόμπερτ αναστέναξε και γύρισε για να μην την αγγίζει. Δεν
μπορούσε να της μιλήσει για τα συζυγικά καθήκοντά της, τουλάχιστον
απόψε, σαν να μην του έφτανε το πόσο τα σκεφτόταν. Αν προσπαθούσε
να εκφράσει λεκτικά όσα περνούσαν απ’ το μυαλό του, θα ήθελε και να
της δείξει τι εννοούσε. Όμως μ’ αυτό τον τρόπο, αναμφίβολα, θα της άφη-
νε ψυχικό τραύμα. Επειδή ήταν σίγουρος ότι δε θα μπορούσε να της κάνει
αργό και τρυφερό έρωτα έτσι ώστε να μην την πονέσει.
«Κοιμήσου».
Ακολούθησε μια σύντομη παύση και μετά η Ντέμπορα ψιθύρισε: «Μπο-
ρώ να σε καληνυχτίσω μ’ ένα φιλί;» Τον ένιωσε να σφίγγεται και βιάστηκε
να προσθέσει: «Οι γονείς μου πάντα έτσι καληνυχτίζονταν. Αφού είμαστε
παντρεμένοι, δεν πρέπει να σε φιλήσω;»
«Μόνο αν το θέλεις»· Ο Ρόμπερτ ήταν σίγουρος ότι καμιά γυναίκα δε θα
ήθελε να τον φιλήσει. «Δεν είσαι αναγκασμένη». Ξαφνικά θύμωσε μαζί της
με την ανάγκη της να κάνει το χρέος της, όπως το έβλεπε ο ίδιος. «Δεν εί-
ναι κάτι υποχρεωτικό».
«Μα το θέλω», είπε η Ντέμπορα ξαφνιάζοντάς τον. Στηρίχτηκε στον δε-
ξιό αγκώνα της και τον κοίταξε κατάματα πριν προσθέσει διστακτικά: «Αν
δε σε πειράζει. Έτσι δεν κάνουν οι παντρεμένοι;»
«Κάτι τέτοιο», απάντησε τραχιά ο Ρόμπερτ.
Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει σαν ταμπούρλο όταν τα μαλλιά της χύ-
θηκαν στο στέρνο του, φέρνοντας στο μυαλό του ακριβώς τι έκαναν οι
παντρεμένοι άνθρωποι. Όπως και οι ανύπαντροι άνθρωποι όταν είχαν
ορμές.
Είχε φροντίσει να ξαπλώσει η Ντέμπορα αριστερά του, επειδή αυτή ή-
ταν η τραυματισμένη πλευρά του. Όμως εκείνη πίστευε ότι ο Ρόμπερτ δε
θα ήθελε να τον φιλήσει στη σημαδεμένη πλευρά του. Έτσι, έγειρε και τον
φίλησε στο δεξί μάγουλο τρυφερά. Το στήθος της ακούμπησε το τριχωτό
στέρνο του, κόβοντάς του την ανάσα.
«Τι έκανα λάθος;»
Τα μάτια του ήταν κλειστά. «Τίποτα. Ξάπλωσε αμέσως».
Η Ντέμπορα το έκανε και τραβήχτηκε στη δεξιά άκρη του στρώματος,
αλλά ο Ρόμπερτ ένιωθε τη θέρμη του δέρματός της και άκουγε την ανάσα
της. Ήταν κοφτή σαν να...
«Δεν πιστεύω να κλαις».
«Όχι βέβαια!» ακούστηκε πνιχτή η απάντησή της.
Ο Ρόμπερτ γύρισε στο πλάι και στηρίχτηκε στο τραυματισμένο χέρι του,
κοιτώντας τη στο πρόσωπο ανήσυχος.
«Κλαις... και φταίω εγώ. Υπήρξα... άξεστος σήμερα».
«Όχι...»
«Ναι, υπήρξα και το ξέρω». Ο Ρόμπερτ σκέφτηκε πώς της είχε συμπερι-
φερθεί όλη μέρα και αναρωτήθηκε πώς εκείνη δεν είχε βάλει τα κλάματα
νωρίτερα. Τι σόι άντρας θα εκφόβιζε μια νεαρή αγνή γυναίκα για να την
κάνει να γδυθεί τη γαμήλια νύχτα της; Τι σόι άντρας θα την απωθούσε τό-
σο κοφτά, όταν εκείνη είχε βρει το κουράγιο να φιλήσει ντροπαλά το ση-
μαδεμένο πρόσωπό του;
«Συγχώρεσε με, Ντέμπορα». Ο Ρόμπερτ χάιδεψε με τον αντίχειρά του τα
καημένα, πληγιασμένα χείλη της που εκείνη δάγκωνε απ’ την αγωνία της.
«Και βέβαια σε συγχωρώ». Η Ντέμπορα αναστέναξε, κοιτώντας τον σο-
βαρά με μάτια δακρυσμένα.
Του ερχόταν να τη φιλήσει. Αν κατάφερνε να φανεί τρυφερός, εκείνη θ’
άντεχε; Η Ντέμπορα ήταν γενναίος άνθρωπος, όπως αποδείκνυε η αντοχή
της με όσα είχε περάσει μαζί του. Ο Ρόμπερτ ξεσπούσε όλη μέρα πάνω της
επειδή μέσα του βασανιζόταν, αλλά η δική της στάση ήταν στωική και α-
ξιοπρεπής.
Χαμήλωσε το κεφάλι του και πήρε τρυφερά το κάτω χείλι της στο στό-
μα του, ανακουφίζοντάς το με τη γλώσσα του.
Ένιωσε ένα ρίγος να τη διαπερνά και τραβήχτηκε μετανιωμένος. Έπρε-
πε να περιμένει ότι θα της προκαλούσε ταραχή.
«Με φοβάσαι;» τη ρώτησε θλιμμένα. Τα μαλλιά της ήταν απλωμένα στα
μαξιλάρια κι εκείνη έδειχνε -ο Ρόμπερτ ξεροκατάπιε— σαγηνευτική. Έσφι-
ξε τα δόντια του, πλημμυρισμένος από κύματα πόθου. «Δεν υπάρχει λό-
γος. Αν και δε με πιστεύεις μετά τα σημερινά...»
«Όχι!» απάντησε εκείνη όταν ο Ρόμπερτ έκανε να τραβηχτεί. «Δε σε φο-
βάμαι καθόλου. Μόνο που...» Σταμάτησε, δαγκώνοντας τα χείλη της πάλι.
«Τι;»
«Φοβάμαι μόνο ότι δε θα σ’ ευχαριστήσω», ομολόγησε η Ντέμπορα, αρ-
νούμενη να τον κοιτάξει.
«Σήμερα δεν μπορούσες να μ’ ευχαριστήσεις με τίποτα, έτσι;» παραδέ-
χτηκε κι εκείνος, τρίβοντας με τον αντίχειρά του τα ταλαιπωρημένα χείλη
της. Στην ανάμνηση της αίσθησης των απαλών χειλιών της, η ανάσα του
κόπηκε.
«Συγνώμη», είπε η Ντέμπορα. «Μακάρι να ήξερα...»
«Μη ζητάς συγνώμη για τίποτα!»
Η Ντέμπορα ήταν εκείνη που ήταν. Ο Ρόμπερτ δεν ήξερε καν γιατί είχε
πληγωθεί, βλέποντας το πραγματικό πρόσωπό της. Οι γυναίκες δεν ήταν
ποτέ ό,-τι έδειχναν. Ακόμα και η γυναίκα του Λένσμπορο, γνωστή για τη
σεμνότητά της, είχε αποδειχτεί ότι είχε ένα βρόμικο μυστικό στο παρελ-
θόν της. Πριν παντρευτούν, ο μαρκήσιος και η μνηστή του είχαν αναγκα-
στεί να αντιμετωπίσουν έναν αχρείο που την εκβίαζε επί χρόνια.
«Αλήθεια;» ρώτησε η Ντέμπορα κοιτάζοντάς τον με ελπίδα. «Ακόμα και
το φιλί... ήταν εντάξει;» Σκυθρώπιασε. «Δεν είδα να σου άρεσε».
«Το φιλί ήταν τέλειο». Ο Ρόμπερτ θυμήθηκε πώς το στήθος της είχε α-
κουμπήσει το στέρνο του, πώς τα μαλλιά της είχαν πέσει σαν κουρτίνα
ζωντανού μεταξιού γύρω απ’ τα πρόσωπά τους, σχηματίζοντας ένα ερω-
τικό κουκούλι. Θυμήθηκε πόσο την ήθελε πάνω του, πόσο ήθελε να μπει
μέσα της. Ψιθύρισε μια βλαστήμια.
«Θα ήθελα να είχα την εγκράτεια να σε ξαναφιλήσω».
Η Ντέμπορα έσμιξε τα φρύδια της απορημένη. «Δεν καταλαβαίνω. Αν
θέλεις να με φιλήσεις, γιατί δεν το κάνεις;»
«Επειδή, γλυκό, αθώο μου κορίτσι, δε θα σταματήσω στα φιλιά. Θα
τρόμαζες αν σου έλεγα... αν σου έδειχνα...» Η ανάσα του κόπηκε πάλι με
τις ερωτικές εικόνες που τρύπωσαν στο μυαλό του. Τόσο ερωτικές που ο
Ρόμπερτ απόρησε όταν τα σεντόνια δεν έπιασαν φωτιά.
«Δε θα τρόμαζα», τον καθησύχασε η Ντέμπορα ξέπνοη. «Είπες ότι οι πα-
ντρεμένοι άνθρωποι δε σταματάνε στα φιλιά. Και... δε θέλω να σταματή-
σω στα φιλιά. Τα θέλω όλα».
«Δεν ξέρεις τι ζητάς».
Η Ντέμπορα φάνηκε αποκαρδιωμένη. «Κι εσύ δε θέλεις να μου δείξεις»,
είπε, γυρνώντας την πλάτη της.
«Τι!» Ο Ρόμπερτ την τράβηξε και την ξάπλωσε ανάσκελα. «Αυτό που θέ-
λω τώρα είναι...» Βόγκηξε, εγκαταλείποντας την προσπάθεια να φανεί ε-
γκρατής. Κόλλησε το στόμα του στο δικό της, βυθίζοντας τα δάχτυλά του
στα μαλλιά της για να κρατήσει το κεφάλι της όσο τη φιλούσε παράφορα.
Ο πόθος τον κυρίεψε, εξανεμίζοντας κάθε σκέψη εγκράτειας. Τυλίγοντας
το ένα του πόδι γύρω απ’ το δικό της, κράτησε το κορμί της κάτω από το
δικό του, έχοντας την επιθυμία να νιώσει το απαλό της δέρμα σε όλο το
μήκος του ερεθισμένου κορμιού του.
Το σώμα της τεντώθηκε σαν τόξο και για μια φρικτή στιγμή ο Ρόμπερτ
νόμιζε ότι εκείνη θα τον απωθούσε, αλλά τα χέρια της τυλίχτηκαν γύρω
απ’ το λαιμό του και το φιλί της έγινε παθιασμένο.
Ήταν σαν σπίθα σε ξερό χορτάρι.
Όπως το περίμενε ο Ρόμπερτ, οι ελπίδες του να τη μυήσει τρυφερά στον
σαρκικό έρωτα γκρεμίστηκαν. Το περίεργο ήταν ότι και η Ντέμπορα έδειξε
τον ίδιο ζήλο μ’ εκείνον. Τον φιλούσε και τον άγγιζε με το ίδιο πάθος, μέ-
χρι τη στιγμή που ο Ρόμπερτ της άνοιξε τα πόδια. Παρ’ ότι του ανοίχτηκε
πρόθυμα και ήταν έτοιμη για το σμίξιμο, την πόνεσε. Η κραυγή της δεν τον
έκανε να μετανιώσει, αλλά γέννησε μέσα του ένα αίσθημα θριαμβευτικής
αγαλλίασης. Ήταν η ακουστική απόδειξη ότι εκείνη ήταν δική του τώρα.
Απολύτως δική του, μ’ έναν τρόπο που δεν υπήρξε καμιά άλλη γυναίκα.
Και όταν εκείνη άρχισε να λικνίζεται, τυλίγοντας τα πόδια της γύρω απ’
τη μέση του, με τα ντελικάτα χέρια της στην πλάτη του, τον κυρίεψε μια
αίσθηση δύναμης, επειδή ως εκ θαύματος την είχε φέρει στο υπέρτατο
σημείο της έκστασης.
Ο Ρόμπερτ ένιωσε ότι η ολοένα μεγαλύτερη ηδονή τους έσμιγε και γινό-
ταν ένα. Ήταν κάτι πιο έντονο απ’ οτιδήποτε είχε φανταστεί ποτέ. Για μια
στιγμή, νιώθοντας τους σπασμούς της και ακούγοντάς τη να κραυγάζει
από έκσταση, ήταν σαν ν’ άφηνε πίσω του την κόλαση της ύπαρξής του
για ένα κομμάτι παραδείσου.
Όταν προσγειώθηκε πάλι, ανακάλυψε σοκαρισμένος ότι το πρόσωπό
του ήταν δακρυσμένο. Αναγκάστηκε να το κρύψει στο λαιμό της για να
πνίξει τους λυγμούς που τον συντάραζαν σύγκορμο.
Πώς μπορούσε μια γυναίκα να τον φέρει σε τέτοια κατάσταση ; Τραβή-
χτηκε και γύρισε ανάσκελα, καλύπτοντας το πρόσωπό του με το μπράτσο
του. Δεν έπρεπε να την αφήσει να δει τι του έκανε. Αν η Ντέμπορα του έ-
λεγε έστω και μια κοροϊδευτική λέξη, αν του έριχνε έστω και μια ματιά
που θα σήμαινε ότι ήξερε τι δύναμη είχε πάνω του, θα την έκανε να μετα-
νιώσει που είχε γεννηθεί!
Αφού ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία του, κατέβασε το χέρι του και γύ-
ρισε να την κοιτάξει.
Τα μάτια της ήταν κλειστά, τα χείλη της μισάνοιχτα και τα μάγουλά της
ροδαλά. Την είχε πάρει ο ύπνος.
Τον πλημμύρισε ανακούφιση, επειδή δεν άντεχε να της μιλήσει τώρα. Αν
έπαιζε σωστά τα χαρτιά του, η Ντέμπορα δε θα μάθαινε ποτέ πόσο τον εί-
χε συγκινήσει με την ανταπόκρισή της.
Δεν έπρεπε να το μάθει ποτέ. Αν μια γυναίκα έπαιρνε το πάνω χέρι, ο
άντρας ήταν καταδικασμένος. Αν αντιλαμβανόταν το μέγεθος της επιθυ-
μίας του, θα ζητούσε διαρκώς ανταλλάγματα.
Όλες οι γυναίκες ήταν ίδιες. Βαθιά μέσα τους ήταν εκμεταλλεύτριες κι
έπαιζαν τους άντρες για να τους κάνουν τα χατίρια.
Όμως καμιά γυναίκα δε θα έπαιζε μαζί του. Και αν η Ντέμπορα το επι-
χειρούσε, θα ανακάλυπτε σύντομα ότι είχε διαλέξει λάθος άνθρωπο.
Κεφάλαιο 7

Ευτυχία. Δεν υπήρχε άλλη λέξη.


Η Ντέμπορα τεντώθηκε και χασμουρήθηκε, νιώθοντας όλο το είναι της
να πάλλεται από νωχελικό αισθησιασμό.
Είχε κοιμηθεί βαθιά και πολύ ήσυχα, κουρνιασμένη πάνω στο ρωμαλέο
κορμί του άντρα τον οποίο αγαπούσε. Κόλλησε πάνω του αναστενάζοντας
και έβαλε τολμηρά το χέρι της στη μέση του, φιλώντας την πλάτη του.
Ο Ρόμπερτ γύρισε και την κοίταξε, σμίγοντας τα φρύδια του.
Ήλπιζε ότι η προηγούμενη νύχτα ήταν μια παρέκκλιση. Είχε πείσει τον
εαυτό του ότι ανησυχούσε για την ικανότητά του να λειτουργήσει φυσιο-
λογικά πιο πολύ απ’ ό,τι παραδεχόταν μέσα του. Γι’ αυτό είχε δακρύσει.
Είχε ανακουφιστεί, ανακαλύπτοντας ότι ήταν ακέραιος απ’ αυτή την άπο-
ψη.
Δεν ήταν κάτι πρωτοφανές. Ένας απ’ τους λοχίες, απ’ τους πιο σκληρο-
τράχηλους άντρες που είχε γνωρίσει στη ζωή του ο Ρόμπερτ, είχε κλάψει
από ανακούφιση όταν ο χειρουργός του συντάγματος του είχε πει ότι
μπορούσαν να σώσουν το χέρι του.
Το συναισθηματικό ξέσπασμα της προηγούμενης βραδιάς δεν είχε καμιά
σχέση με τη συγκεκριμένη γυναίκα.
Και δεν υπήρχε λόγος να λιώνει η καρδιά του μόνο και μόνο επειδή τον
άγγιζε με τη θέλησή της σήμερα το πρωί.
Δε θ’ άφηνε το συναίσθημα να τον παρασύρει όποτε η γυναίκα του ά-
πλωνε το χέρι της πάνω του!
Ο Ρόμπερτ ανακάθισε απότομα, τραβώντας το χέρι της απ’ το σώμα
του.
«Δεν έχουμε ώρα για τέτοια. Πρέπει να σηκωθούμε για να ξεκινήσουμε.
Πήγαινε στην κάμαρά σου τώρα για να ντυθείς».
Κλονισμένη απ’ την απόρριψή του, η Ντέμπορα σηκώθηκε απ’ το κρε-
βάτι και φόρεσε τη διαφανή μεταξωτή ρόμπα που ήταν πεσμένη στο πά-
τωμα όλη νύχτα. Ο Ρόμπερτ έμεινε στο κρεβάτι, με το μπράτσο πάνω στα
μάτια του, σαν να θύμωνε ακόμα και που την κοιτούσε.
Όχι ότι η Ντέμπορα πίστευε ότι η αποστροφή του ήταν προσωπικά για
κείνη ή ότι δε θα της είχε ζητήσει να τον παντρευτεί. Όμως δεν μπορούσε
να ξεχάσει την έκπληξη στο πρόσωπό του όταν είχε γυρίσει και είχε δει ότι
ήταν εκείνη. Πριν φορέσει τη μάσκα, απωθώντας την, είχε πάρει ένα απο-
ρημένο ύφος.
Τότε η Ντέμπορα κατάλαβε τι συνέβαινε.
Δεν ήταν η Σουζάνα.
Βγήκε απ’ την κάμαρα με το κεφάλι κατεβασμένο κι έκλεισε καλά την
πόρτα πίσω της.
Για μερικά λεπτά, κάθισε στην άκρη του ανέγγιχτου κρεβατιού της, με
τα χέρια της τυλιγμένα γύρω απ’ τη μέση της, νιώθοντας εντελώς άδεια
μέσα της.
Πάλι καλά που θα ταξίδευαν με τον Λίνεϊ σήμερα στην άμαξα. Επειδή
δεν ήξερε αν θ’ άντεχε να βρεθεί κλεισμένη σ’ έναν τόσο στενό χώρο με
τον άντρα της. Ένιωθε σαν σκουπίδι έτσι όπως την είχε πετάξει ο Ρόμπερτ
απ’ το κρεβάτι του το πρωί
Και για κείνον ήταν σκουπίδι.
Ένα τίποτα.
Το προηγούμενο βράδυ, είχε συμπεράνει απ’ τα ηδονικά βογκητά του
ότι έτρεφε κάποια αισθήματα για κείνη, αλλά ενώ η ίδια τρελαινόταν από
αγάπη εκείνος το μόνο που ήθελε ήταν ένα διαθέσιμο γυναικείο κορμί.
Η Ντέμπορα καταλάβαινε τώρα, στο καθαρό φως της μέρας, γιατί ο Ρό-
μπερτ της είχε μιλήσει για ορμές και όχι για αγάπη όταν είχε επιμείνει να
κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι.
Αργότερα, εκείνη δυσκολεύτηκε να μπει στην άμαξα, καθώς σκεφτόταν
ότι όχι μόνο δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα με ποια γυναίκα ικανοποιούσε τις
ορμές του, αλλά και ότι, για να είναι τόσο επιδέξιος, είχε πλαγιάσει έτσι με
πολλές γυναίκες. Ήξερε ακριβώς πού να την αγγίξει, πού να κολλήσει τα
χείλη του για να τη μεταμορφώσει σε μια τρεμάμενη από τον πόθο μάζα.
Σήμερα ούτε εκείνος είχε διάθεση να μιλήσει, αν και η Ντέμπορα ένιωθε
πάνω της το βλέμμα του κάθε τόσο. Κάποια στιγμή, του ανταπέδωσε το
βλέμμα, τρομάζοντας με την επιθετικότητα που είδε στα μάτια του.
Η θλίψη την τύλιξε σαν σάβανο. Ένιωθε παραπεταμένη, χρησιμοποιη-
μένη και πολύ μόνη! Γιατί είχε φανταστεί ότι μπορούσε ν’ αγγίξει την ψυχή
του και να γιατρέψει τις πληγές του; Ο Ρόμπερτ δεν ήθελε να γιατρευτεί,
ειδικά από κείνη.
Ήταν τεράστιο σφάλμα να παντρευτεί έναν τόσο πληγωμένο άντρα; Σί-
γουρα ένιωθε ότι είχε πέσει στα βαθιά το πρωί και ήταν σχεδόν πεπεισμέ-
νη ότι δε θα κατάφερνε να κρατηθεί για πολύ στην επιφάνεια, αν εκείνος
δεν της έριχνε ένα σωσίβιο.
«Φτάσαμε», ανακοίνωσε ο Ρόμπερτ, διακόπτοντας τις θλιβερές σκέψεις
της.
Είχαν κόψει ταχύτητα για να περάσουν από μια σφυρήλατη δίφυλλη
πύλη ανάμεσα σε δυο πέτρινους κίονες.
«Πού... είμαστε ακριβώς;» τόλμησε να ρωτήσει η Ντέμπορα. «Μπορώ να
μάθω τώρα;»
«Δεν έχει νόημα να μην ξέρεις πια», απάντησε τραχιά ο Ρόμπερτ. «Δεν
μπορείς να το ξεφουρνίσεις σε κανέναν και άλλωστε είναι αργά για να γί-
νει κάτι. Είμαστε στο Ντόβκοτ, στην κομητεία του Μπέρκσαϊρ. Εδώ είναι
το καινούριο μας σπίτι».
Ο Ρόμπερτ κοίταξε έξω καθώς έστριβαν στον ιδιωτικό δρόμο και εμφα-
νίστηκε μπροστά τους το σπίτι.
Δεν ήταν τόσο μεγάλο όσο το είχε φανταστεί η Ντέμπορα από τις περι-
γραφές του. Το τριώροφο κτίσμα δεν είχε καν το μέγεθος της οικίας του
εφημέριου όπου είχε περάσει τα παιδικά της χρόνια. Λογικά υπέθετε ότι
θα είχε έξι ή επτά κρεβατοκάμαρες και ολόγυρα περιβαλλόταν από ένα
μεγάλο κήπο και όχι από κτήμα.
Ο Ρόμπερτ την είχε υποβάλει σε τόσο μεγάλη δυστυχία γι’ αυτό;
Η άμαξα σταμάτησε μπροστά σε μια μικρή πέτρινη σκάλα που οδηγούσε
στη σκεπαστή είσοδο. Το προσωπικό βγήκε αμέσως έξω, σαν να τους πε-
ρίμενε πίσω απ’ την πόρτα. Όταν ο Λίνεϊ έκανε ν’ ανοίξει την πόρτα της
άμαξας, συγκεντρώθηκαν σ’ ένα ημικύκλιο γύρω της. Χαμογελούσαν όλοι.
Ο Λίνεϊ βοήθησε τον λοχαγό Φόλεϊ να κατέβει πρώτος και μετά πρόσφε-
ρε στην Ντέμπορα το χοντρό του χέρι. Τότε το προσωπικό ξέσπασε σε
αυθόρμητα χειροκροτήματα.
«Καλώς ορίσατε στο Ντόβκοτ», είπε μια εύσωμη μεσήλικη γυναίκα, κά-
νοντας ένα βήμα μπροστά χαμογελαστή. «Με λένε κυρία Φάρελ και είμαι η
οικονόμος. Χαιρόμαστε πολύ που σας έχουμε επιτέλους κοντά μας, λοχαγέ
Φόλεϊ. Κι εσάς, ασφαλώς, κυρία Φόλεϊ!»
«Ευχαριστούμε», απάντησε η Ντέμπορα όταν ο άντρας της έμεινε αμίλη-
τος. Ρίχνοντας μια ματιά προς το μέρος του, κατάλαβε ότι η ενθουσιώδης
υποδοχή τον είχε καταπλήξει. «Είμαι βέβαιη ότι θα είμαστε πολύ ευτυχι-
σμένοι εδώ».
Το χαμόγελο της κυρίας Φάρελ έγινε ακόμα πιο πλατύ. «Το ευχόμαστε
όλοι και θα κάνουμε ό,τι περνάει απ’ το χέρι μας γι’ αυτό. Δε θα μας άρεσε
καθόλου να μας φορτωθεί εδώ ο Πέρσι Λάμπτον». Κούνησε αποδοκιμα-
στικά το κεφάλι της. «Θα έτριζαν τα κόκαλα της κυρίας μου αν έβαζε χέρι
αυτός ο άνθρωπος σε όσα η ίδια ίδρωσε για να φτιάξει».
Η Ντέμπορα ένιωσε το κορμί του άντρα της να εκπέμπει κύματα έντα-
σης στο άκουσμα του ονόματος του Πέρσι Λάμπτον. Απ’ τη γρήγορη ματιά
του και το συνοφρύωμά του, κατάλαβε ότι η οικονόμος είχε αποκαλύψει
κάτι που εκείνος προτιμούσε να της κρατήσει κρυφό.
«Μετά το ταξίδι σας, μη στέκεστε εδώ. Θα σας συστήσω στο προσωπικό
και μετά θα θέλετε ασφαλώς να ξεναγηθείτε στο σπίτι».
«Ναι, σας ευχαριστούμε», αποκρίθηκε ο Ρόμπερτ, πιάνοντας αγκαζέ την
Ντέμπορα καθώς η οικονόμος έκανε μεταβολή.
«Από δω η Τσέρι, η καμαριέρα των επάνω ορόφων, και η Νάνσι, η καμα-
ριέρα του ισογείου. Δεν έχουμε μπάτλερ. Εκτελώ εγώ χρέη μπάτλερ, αλλά
δεν έχω καμιά σχέση με την κάβα, η οποία ήταν σε αχρηστία όσο ζούσε η
κυρία μου. Δεν έπινε, ούτε ήθελε αρσενικούς υπηρέτες στο σπίτι».
Η Ντέμπορα κατάλαβε επιτέλους τι της είχε φανεί περίεργο στο σύνολο
το προσωπικού. Δεν υπήρχε ούτε ένας άντρας.
«Και από δω η μαγείρισσά μας, η Σούζαν», συνέχισε εύθυμα η κυρία Φά-
ρελ. «Και η Μέι, η βοηθός κουζίνας. Η Μπέσι είναι υπεύθυνη για τα παπού-
τσια και η Μπέτι βοηθός καμαριέρας. Η Φρίντα περιποιείται τον κήπο με
τις βοηθούς της...» Μια ομάδα γυναικών και κοριτσιών με ηλιοκαμένα
πρόσωπα υποκλίθηκαν. «... Και η Τζοάν φροντίζει τους στάβλους. Κάποτε
υπήρχε ένας ιπποκόμος, άντρας, αλλά αποδείχτηκε ανεπαρκής». Ζάρωσε
τη μύτη της με απαρέσκεια. «Η Τζοάν τα πάει πολύ καλύτερα. Όμως έχου-
με μόνο δυο ιππήλατες άμαξες στους στάβλους. Η κυρία μας έβγαινε σπα-
νίως στο χωριό. Νεότερη είχε δυο κυνηγετικά άλογα, αλλά τα έδωσε όταν
δεν μπορούσε πια να ιππεύσει».
«Μάλιστα». Ο λοχαγός Φόλεϊ ήταν αμήχανος, μολονότι η Ντέμπορα δεν
μπορούσε να καταλάβει αν η αιτία ήταν το τσούρμο των γυναικών, η
φλυαρία της οικονόμου ή το γεγονός ότι τώρα πια εκείνη είχε μάθει ότι ο
άλλος κληρονόμος ήταν ο Πέρσι Λάμπτον.
«Βέβαια», συνέχισε η οικονόμος παρατηρώντας τον εύσωμο Λίνεϊ, «γνω-
ρίζουμε ότι με την άφιξή σας θ’ αλλάξουν τα πράγματα. Θα θέλετε έναν
άντρα για να φροντίζει τα ρούχα σας και άλλες υποθέσεις σας».
«Και για να γεμίσει την κάβα», πρόσθεσε ο λοχαγός Φόλεϊ.
«Το άλογό μου θα έρθει σε μια δυο μέρες με τα υπόλοιπα πράγματά
μας».
Η οικονόμος έγνεψε καταφατικά. «Λογικό είναι ένας παντρεμένος ά-
ντρας να οργανώσει διαφορετικά το σπιτικό του από μια ανύπαντρη γυ-
ναίκα, αλλά σας διαβεβαιώνω ότι είμαστε έτοιμες να εργαστούμε για σας».
Γύρισε στις υπόλοιπες γυναίκες που έγνεψαν καταφατικά ή εξέφρασαν
λεκτικά τη συμφωνία τους.
«Θα μας συνοδεύσετε στις κάμαρές μας, κυρία Φάρελ;» είπε ευγενικά ο
λοχαγός.
Η κυρία Φάρελ τους οδήγησε σε μια αίθουσα δεξιά απ’ την είσοδο. «Εδώ
είναι το καθιστικό», είπε. «Η κυρία μας πάντα δεχόταν τις επισκέψεις εδώ.
Κι από δω είναι το γραφείο», συνέχισε, ανοίγοντας μια πόρτα πίσω. Στο
δωμάτιο δέσποζε ένα γραφείο κάτω απ’ το παράθυρο. Στους τοίχους υ-
πήρχαν βιβλιοθήκες με τζαμένιες πόρτες, γεμάτες με λογιστικά βιβλία
διαφορετικού χρώματος. «Ο λογιστής της, ο Τράβερς, θα περάσει αύριο για
να συζητήσετε τις υποθέσεις της κυρίας μας. Ήταν ο μοναδικός άντρας με
τον οποίο συνεργαζόταν, και ο λόγος ήταν ότι ο Τράβερς έκανε πάντα ό,τι
του έλεγε». Η οικονόμος χαμογέλασε κατεργάρικα.
«Η κουζίνα και τα γραφεία». Έδειξε την πράσινη τσόχινη πόρτα στην
άκρη του διαδρόμου, αλλά έδωσε την εντύπωση ότι εκείνοι δε θα ήθελαν
να μπουν. «Οι κάμαρές σας είναι εδώ», είπε, διασχίζοντας το χολ. «Όταν
γέρασε η κυρία μας, δεν άντεχε τις σκάλες και, γνωρίζοντας τις δικές σας
επιθυμίες, αφήσαμε τα πράγματα όπως τα είχε». Μπήκαν σ’ ένα μικρό, ζε-
στό καθιστικό κι ύστερα πέρασαν σε μια κρεβατοκάμαρα μ’ ένα μεγάλο
διπλό κρεβάτι από λακαρισμένο ξύλο πεύκου, με εμπριμέ κουρτίνες, κά-
τασπρο κάλυμμα και μαξιλάρια με δαντελωτές θήκες. Δίπλα στην πόρτα
υπήρχε μια παλιά ντουλάπα, που είχε ζωγραφισμένα τα ίδια λουλούδια με
τις κουρτίνες του κρεβατιού. Όλα ήταν τόσο στολισμένα και θηλυκά, που
η Ντέμπορα ήταν σίγουρη ότι ο άντρας της θα τα άλλαζε με την πρώτη ευ-
καιρία. Στο πίσω μέρος της κρεβατοκάμαρας υπήρχε μια πόρτα που οδη-
γούσε σ’ ένα δωμάτιο καλλωπισμού, με λουτρό, ράγα για πετσέτες κι ένα
μαρμάρινο νιπτήρα με λουλουδάτο πορσελάνινο λαβομάνο.
«Επάνω;» Η κυρία Φάρελ κοίταξε ερωτηματικά τον λοχαγό Φόλεϊ, αλλά
εκείνος ανέβηκε, αν και πολύ αργά, στους επάνω ορόφους όπου βρήκαν
έξι ξενώνες, δύο απ’ τους οποίους, όπως πρότεινε εύθυμα η οικονόμος,
μπορούσαν να μετατραπούν σε παιδικό δωμάτιο και σχολική τάξη όταν
θα ερχόταν η ώρα.
Το στομάχι της Ντέμπορα σφίχτηκε. Αυτό που είχε κάνει το προηγούμε-
νο βράδυ με τον άντρα της έμοιαζε με το ζευγάρωμα των ζώων στη φάρ-
μα, απ’ το οποίο γεννιούνταν μοσχαράκια, αρνάκια και κοτοπουλάκια.
Ήταν ταπεινωτικό να σκέφτεται ότι μια τόσο ηδονική πράξη δε διέφερε,
σε τελική ανάλυση, απ’ το βασικό ένστικτο αναπαραγωγής όλων των
πλασμάτων του Θεού.
«Τα δωμάτια του υπηρετικού προσωπικού είναι επάνω», διέκοψε τις
σκέψεις της η κυρία Φάρελ. «Δεν υπάρχει λόγος να τα επιθεωρήσετε. Θα
συνοδεύσω εγώ τον υπηρέτη σας αργότερα, αν το επιθυμεί», ολοκλήρωσε,
ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στον Λίνεϊ που ακολουθούσε από κοντά τον
κύριο του.
Όταν τελείωσε η ξενάγηση στο σπίτι, η οικονόμος αποχώρησε για να
σερβίρει τσάι στην μπροστινή σάλα.
«Σου αρέσει το καινούριο μας σπίτι;» ρώτησε ο λοχαγός Φόλεϊ τον Λίνεϊ.
«Θα τα καταφέρεις στη θέση του μπάτλερ;»
Μέχρι εκείνη τη στιγμή ο Λίνεϊ ήταν ανέκφραστος, αλλά τώρα χαμογέ-
λασε πλατιά. «Με το παραπάνω», είπε.
«Μπράβο. Δε θέλω να έρθει κανένας ξένος που θα νομίζει ότι ξέρει πώς
να κάνει κουμάντο στο σπιτικό μου. Ρίχνε και καμιά ματιά στους στά-
βλους», του υπέδειξε ο λοχαγός Φόλεϊ ενώ καθόταν σε μια αναπαυτική
πολυθρόνα μπροστά στο τζάκι.
Η Ντέμπορα κάθισε σε μια πολυθρόνα με θέα έξω απ’ το παράθυρο,
νιώθοντας παρείσακτη. Δεν της είχε καν ζητηθεί η γνώμη της για το σπίτι ή
για τη διακόσμηση, ούτε είχε ερωτηθεί αν ήθελε να κάνει κάποιες αλλαγές.
Όταν η καμαριέρα έφερε το τσάι, ο λοχαγός Φόλεϊ την έδιωξε μαζί με
τον Λίνεϊ, λέγοντας: «Μπορεί να με σερβίρει η σύζυγός μου».
Για κάποιον περίεργο λόγο, μένοντας μόνη μαζί του, η Ντέμπορα ένιωσε
ντροπή και τα μέλη της βαριά καθώς προχωρούσε προς το τραπέζι όπου
το νεαρό κορίτσι είχε αφήσει το δίσκο. Με χέρια που έτρεμαν, σήκωσε το
καπάκι της τσαγιέρας για να σιγουρευτεί ότι το τσάι ήταν έτοιμο για σερ-
βίρισμα.
«Το πίνεις με γάλα ή λεμόνι;» ρώτησε τον λοχαγό με κάπως στριγκιά
φωνή. «Ζάχαρη;»
Ο Ρόμπερτ ανασήκωσε τους ώμους του. «Κάνε μου έκπληξη».
Όταν εκείνη τον κοίταξε απορημένη, ο Ρόμπερτ της εξήγησε: «Να σου
πω την αλήθεια, δεν το πίνω καθόλου αυτό το πράγμα. Προτιμώ λίγη μπί-
ρα, αλλά δεν τολμώ να προσβάλω τις ευαισθησίες της κυρίας Φάρελ μέσα
στα πρώτα πέντε λεπτά της παρουσίας μου εδώ. Ο Λίνεϊ γνωρίζει τα γού-
στα μου και θα τα κανονίσει όλα όπως μου αρέσουν, χωρίς εγώ να ασχο-
ληθώ. Πρέπει να φέρουμε προμήθειες, αλλά για μια δυο μέρες ας αφήσου-
με τα πράγματα ως έχουν», ολοκλήρωσε, μ’ ένα ύφος σαν να την προκα-
λούσε να του κάνει παράπονα.
Ο Λίνεϊ ήξερε τα γούστα του. Ο Λίνεϊ θα τα κανόνιζε όλα όπως του άρε-
σαν, συλλογίστηκε οργισμένη η Ντέμπορα, ρίχνοντας μια παραπανίσια
κουταλιά ζάχαρη στο φλιτζάνι της.
«Δεν ξαφνιάστηκες όταν άκουσες ότι, αν δεν είχαμε παντρευτεί, το
Ντόβκοτ θα είχε περάσει στα χέρια του Πέρσι Λάμπτον», παρατήρησε ο
Ρόμπερτ ενοχλημένος.
Ο λόγος της ενόχλησής του ήταν ένα μυστήριο. Είχε γίνει κύριος και α-
φέντης, ενώ εκείνη είχε γίνει κάτι σαν σκλάβα με αποκλειστικό σκοπό ύ-
παρξης να ικανοποιεί τις ζωώδεις ορμές του. Η Ντέμπορα ένιωθε τόσο εύ-
θραυστη, που φοβόταν ότι με άλλη μια αγενή κουβέντα του θα έσπαγε
στα δυο σαν κλαράκι.
Γέμισε τα φλιτζάνια τους και πρόσθεσε λίγο γάλα στο δικό της, αφήνο-
ντας το δικό του χωρίς ζάχαρη και γάλα, με την ελπίδα ότι εκείνος θα το
έβρισκε τόσο άνοστο όσο θα το έβρισκε κι η ίδια.
«Ναι, υποψιαζόμουν ότι ο Πέρσι Λάμπτον ήταν ο άλλος κληρονόμος της
διαθήκης που είχαν αναφέρει οι δικηγόροι, παραδέχτηκε·. «Είχα παρατη-
ρήσει την αμοιβαία αντιπάθεια ανάμεσά σας», πρόσθεσε, αφήνοντας προ-
σεκτικά το φλιτζάνι του δίπλα στο δεξί του χέρι. «Αναρωτιόμουν αν σκο-
πός σου ήταν να του στερήσεις κάτι που θεωρούσε δικαιωματικά δικό
του».
«Δε σ’ ενόχλησε αυτό;»
«Μια αμυδρή υποψία ήταν», υπερασπίστηκε τον εαυτό της η Ντέμπορα,
χωρίς να ομολογήσει ότι είχε χαρεί ακούγοντας την κυρία Φάρελ να επιβε-
βαιώνει την ελπίδα της πως η Γιουφέμια Λάμπτον ήθελε να τα αφήσει όλα
στον λοχαγό Φόλεϊ. «Άλλωστε γιατί να μ’ ενοχλεί, αν δεν ενοχλεί εσένα;»
«Τα κίνητρά μου δεν είχαν καμιά σχέση με τα δικά σου!» Όλες οι γυναί-
κες έριχναν τις ευθύνες για τις ιδιοτελείς πράξεις τους στους άλλους! Η
Ντέμπορα δεν έδινε δεκάρα αν εκείνος είχε βγάλει απ’ τη μέση έναν άλλο
δικαιούχο της κληρονομιάς. Αυτό που ήθελε ήταν να βάλει χέρι στην πε-
ριουσία. «Ο Λάμπτον επιχείρησε εσκεμμένα να μου στερήσει την κληρο-
νομιά όταν πίστευε ότι θα έκανα πρόταση γάμου στη δεσποινίδα Χάλ-
γουορθι. Αν δεν είχε φερθεί τόσο ανέντιμα, δε θα ένιωθα την ανάγκη να
τον εκδικηθώ!»
Η Ντέμπορα μόρφασε σαν να την είχαν χαστουκίσει. Σαν να μην της έ-
φτανε η αδιαφορία του άντρα της, της την πετούσε στα μούτρα με το που
είχαν πατήσει το πόδι τους στο σπίτι τους. Ήταν ένα αναίσθητο κτήνος!
«Με παντρεύτηκες για να εκδικηθείς τον κύριο Λάμπτον...;»
Επειδή του είχε κλέψει την αγαπημένη του.
«Γιατί όχι; Του άξιζε αυτή η τιμωρία. Θα παρατήσει τη δεσποινίδα Χάλ-
γουορθι στα κρύα του λουτρού τώρα που δεν του είναι πια χρήσιμη. Έ-
πρεπε να μείνει ατιμώρητος γι’ αυτή τη σκληρότητα προς μια γυναίκα, η
οποία είναι επιπλέον φίλη σου;»
Η Ντέμπορα κατάπιε την πικρία της και έσφιξε τις γροθιές της στην πο-
διά της, θυμίζοντας στον εαυτό της ότι ο Ρόμπερτ δεν είχε συνείδηση της
δικής του σκληρότητας. Επειδή δεν ήξερε ότι εκείνη τον αγαπούσε. Είχε
την εντύπωση ότι τον είχε παντρευτεί για καθαρά οικονομικούς λόγους.
Τι θα έκανε, άραγε, αν του φώναζε: «Σ’ αγαπώ, ηλίθιε! Γι’ αυτό σε πα-
ντρεύτηκα!» χτυπώντας τον με τις σφιγμένες γροθιές της;
Πήρε μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει και σηκώθηκε εκπνέοντας, νιώ-
θοντας τα πόδια της μετά βίας να την κρατούν. «Με την άδειά σου, θα ή-
θελα να ξαπλώσω λίγο».
Ο Ρόμπερτ την κοίταξε συνοφρυωμένος. «Χλομή είσαι. Μήπως νιώθεις
αδιάθετη; Να ζητήσω απ’ την κυρία Φάρελ να καλέσει γιατρό;» Πετάχτηκε
πάνω και χτύπησε το κουδουνάκι υπηρεσίας. «Κυρία Φάρελ!» φώναξε, πη-
γαίνοντας στην πόρτα για να την ανοίξει διάπλατα. «Η σύζυγός μου δεν εί-
ναι καλά... Εσένα, κοπέλα μου, πώς σε λένε;» ρώτησε απότομα μια νεαρή
καμαριέρα που είχε τρέξει ακούγοντας το κουδουνάκι.
«Τσέρι, κύριε». Η καμαριέρα υποκλίθηκε.
«Βοήθησε τη σύζυγό μου ν’ ανέβει στην κάμαρά μας και φρόντισέ τη.
Δεν αισθάνεται καλά».
«Είμαι απλώς κουρασμένη», αντέτεινε η Ντέμπορα. «Αν ξαπλώσω για λί-
γο και ηρεμήσω, είμαι βέβαιη ότι θα συνέλθω».
«Σίγουρα;» Ο Ρόμπερτ ανήσυχος την παρακολουθούσε να πηγαίνει στην
κάμαρα.
«Ναι, σίγουρα». Η Ντέμπορα προχώρησε με το κεφάλι χαμηλωμένο για
να κρύψει τα δάκρυα που απειλούσαν να κυλήσουν. Ήταν εκνευρισμένη
με τον εαυτό της για την αδυναμία της. Ήταν αξιοθρήνητη που της ερχό-
ταν να βάλει τα κλάματα, επειδή ο άντρας της της είχε βάλει τις φωνές.
Όμως η καμαριέρα την κοίταξε και ξεφύσηξε. «Άντρες! Δεν ξέρω γιατί η
δεσποινίς Λάμπτον θεωρούσε ότι ένας απ’ αυτούς θα ήταν διαφορετικός
μόνο και μόνο επειδή είχε δύσκολη παιδική ηλικία». Συνόδευσε την Ντέ-
μπορα σε μια πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο και της έλυσε τα μποτίνια.
«Τύραννοι είναι όλοι! Σας φωνάζει έτσι αν και είστε νεόνυμφοι! Και ο υπη-
ρέτης του δεν είναι καλύτερος. Επιθεωρεί το σπίτι, κυκλοφορώντας μ’ αυ-
τές τις μπότες που κάνουν θόρυβο!»
«Ο λοχαγός Φόλεϊ δεν είναι τύραννος», βιάστηκε να τη διορθώσει η Ντέ-
μπορα. «Δε μου φώναξε».
«Αφού το λέτε εσείς, κυρία...» Η Τσέρι δεν είχε πειστεί.
«Όχι, φώναξε για να ζητήσει βοήθεια επειδή ανησύχησε για μένα», της
εξήγησε η Ντέμπορα, αν και δεν ήξερε γιατί τον υπερασπιζόταν. «Ξέρω ότι
έχει δυνατή φωνή, αλλά ήταν στρατιωτικός και αναγκαζόταν να δίνει έτσι
εντολές στους στρατιώτες. Είμαι βέβαιη ότι, ύστερα από μια περίοδο προ-
σαρμογής, θα συνηθίσει να δίνει εντολές στο θηλυκό προσωπικό, όπως θα
τον συνηθίσετε κι εσείς».
«Και ο μπουνταλάς ο υπηρέτης του στο στρατό ήταν;» ρώτησε η Τσέρι,
λύνοντάς της τις κορδέλες του φορέματος της.
Η Ντέμπορα στενοχωρήθηκε που δεν μπορούσε να απαντήσει, επειδή
δεν ήξερε. «Καλύτερα να ξαπλώσω. Δεν είμαι άρρωστη, αλλά έχω περάσει
μια σοβαρή ασθένεια και κουράζομαι γρήγορα».
«Καθαρό αέρα χρειάζεστε», αποφάνθηκε η Τσέρι. «Πολλούς περιπάτους,
καλό φαγητό και αρκετό ύπνο. Θα γίνετε περδίκι αμέσως. Πρέπει να συ-
νέλθετε απ’ το Λονδίνο...» είπε κάνοντας μια γκριμάτσα «... Δεν έχω πάει
ποτέ, αλλά η δεσποινίς Λάμπτον επέστρεφε πάντα χλομή και κοιμόταν για
μια εβδομάδα».
«Επισκεπτόταν συχνά το Λονδίνο;»
«Τουλάχιστον τρεις φορές το χρόνο, παρ’ ότι έπρεπε να το κρατήσουμε
μυστικό». Η Τσέρι κοκκίνισε λίγο. «Δεν είναι κακό να το ξέρετε εσείς, ειδικά
αφού η δεσποινίς Λάμπτον απεβίωσε. Ο αδερφός της δε θα την άφηνε, αν
το γνώριζε, αλλά δεν το έμαθε ποτέ». Το πρόσωπό της φωτίστηκε. «Πού
να βλέπατε το πρόσωπό του όταν ανοίχτηκε η διαθήκη κι έμαθε πόσα λε-
φτά είχε κάνει η κυρία. Και ότι δε θα πήγαιναν στον κανακάρη του! Έγινε
έξαλλος!»
Η Ντέμπορα δεν μπόρεσε να μάθει τίποτ’ άλλο για την προηγούμενη ι-
διοκτήτρια του Ντόβκοτ, επειδή εκείνη τη στιγμή η οικονόμος χτύπησε
την πόρτα, φέρνοντας ένα δίσκο με τσάι.
«Ο σύζυγός σας είπε να πιείτε το τσάι σας και να τσιμπήσετε κάτι». Η
κυρία Φάρελ χαμογέλασε πλατιά. «Χρειάζεστε κάτι άλλο;» Άφησε το δίσκο
σ’ ένα χαμηλό τραπεζάκι δίπλα στην πολυθρόνα. «Πολύ χαίρομαι όταν
βλέπω έναν άντρα να προσέχει τη γυναίκα του. Πήγαινε τώρα, Τσέρι», α-
πευθύνθηκε στην καμαριέρα, η οποία υποκλίθηκε κι έφυγε. «Σκεφτόμουν
να ορίσω την Τσέρι ως προσωπική καμαριέρα σας, αν δεν έχετε αντίρρηση.
Η προσωπική καμαριέρα της δεσποινίδας Λάμπτον έφυγε μετά το θάνατό
της και πήγε να μείνει στο Ράμσγκεϊτ, ζώντας με τη σύνταξή της που δεν
ήταν καθόλου ευκαταφρόνητη. Η Τσέρι δεν είναι εκπαιδευμένη, αλλά για
την ώρα είναι η πιο κατάλληλη, αφού δε φέρατε τη δική σας καμαριέρα».
«Έγιναν όλα πολύ βιαστικά», είπε ξεψυχισμένα η Ντέμπορα, καθώς η οι-
κονόμος τής έδινε το τσάι που είχε σερβίρει η ίδια νωρίτερα. Το συμπέρα-
σμά της ήταν ότι δεν μπορούσε να ψυχολογήσει τον άντρα της. Τη μια
στιγμή της φώναζε και την άλλη έστελνε μια υπηρέτρια για να τη φροντί-
σει.
«Τώρα δεν έχετε λόγο να βιάζεστε σαν να ήσαστε στο Λονδίνο. Στο
Ντόβκοτ όλα είναι πολύ ήρεμα. Θα σας τραβήξω τις κουρτίνες για να κλεί-
σετε λίγο τα μάτια σας. Θα στείλω την Τσέρι να σας ξυπνήσει όταν θα είναι
ώρα να ντυθείτε για το δείπνο».
Συγκινημένη από τις φροντίδες της οικονόμου, η Ντέμπορα πήγε στο
κρεβάτι και ξάπλωσε πάνω στο μεταξωτό κάλυμμα. Έκλεισε τα μάτια της
καθώς η γυναίκα τριγυρνούσε στο δωμάτιο, έχοντας ανάγκη, όσο τίποτ’
άλλο, να μείνει μόνη για να σκεφτεί. Δεν άνοιξε τα μάτια της όταν άκουσε
την πόρτα να κλείνει πίσω απ’ την οικονόμο. Θα προσπαθούσε να κοιμη-
θεί λίγο. Είχε δυο νύχτες να κοιμηθεί πριν απ’ το φοβερό, βιαστικό γάμο
της. Γι’ αυτό δυσκολευόταν να προσαρμοστεί στην καινούρια ζωή της. Σι-
γά σιγά θα συνήθιζε τους απότομους τρόπους του άντρα της και θα πρό-
βλεπε τις διαθέσεις του προκειμένου να μην τον εξοργίζει.
Ο Ρόμπερτ προσπαθούσε να φανεί καλός μαζί της, παρά το γεγονός ότι η
παρουσία της τον ενοχλούσε. Είχε στείλει την οικονόμο και την καμαριέρα
να τη φροντίσουν.
Δεν έφταιγε εκείνος αν η Ντέμπορα προτιμούσε να μείνει στη σάλα για
να συζητήσουν για την εκκεντρική γυναίκα που είχε οργανώσει τόσο ασυ-
νήθιστα το νοικοκυριό της ή να γελάσουν με την έκφραση του Λίνεϊ όταν
είχε συνειδητοποιήσει ότι θα ήταν ο μοναδικός αρσενικός υπηρέτης σ’ ένα
σπίτι γεμάτο γυναίκες.
Ο Ρόμπερτ δεν ήθελε αυτού του είδους τη σχέση μαζί της. Δεν της είχε
προσφέρει τη φιλία του. Μόνο οικονομική ασφάλεια και παιδιά.
Κι εκείνη έπρεπε να βρει τη δύναμη ν’ αντέξει τα όρια που είχε θέσει ε-
κείνος στη σχέση τους, χωρίς να ενδώσει στον πειρασμό της αυτολύπησης.
Κάτι τέτοιο θα τον έκανε να την αντιπαθήσει ακόμα περισσότερο.
Γύρισε το πλευρό της αποκαμωμένη κι ακούμπησε το μάγουλό της στην
ανοιχτή παλάμη της. Πριν το καταλάβει, την είχε πάρει ο ύπνος.
***
Δεν ήταν σίγουρη τι την ξύπνησε, αλλά όταν άνοιξε τα μάτια της είδε
τον άντρα της γερμένο στο στύλο του κρεβατιού να την κοιτάζει σκεφτι-
κός.
«Πώς είσαι;» τη ρώτησε, αγγίζοντας τη σκαλιστή γωνία του σκελετού.
«Τώρα που αναπαύτηκες, αισθάνεσαι καλύτερα;»
Η Ντέμπορα συγκινήθηκε. Δεν έφταιγε εκείνος που δεν την αγαπούσε ή
που γινόταν απότομος όταν ένιωθε αμήχανα. Την είχε προειδοποιήσει ότι
θα μιλούσε χωρίς περιστροφές. Μάλιστα, ήταν ένα απ’ τα πράγματα που
της άρεσαν σ’ εκείνον -ο κάπως τραχύς τρόπος του που τον έκανε να ξε-
χωρίζει απ’ τους άντρες που περιτριγύριζαν τη Σουζάνα. Αυτός ο τρόπος
τον έκανε πιο αρρενωπό απ’ τους άλλους. Η Ντέμπορα μπορούσε εύκολα
να τον φανταστεί να δίνει με τραχιά φωνή εντολές σ’ ένα λόχο μπαρουτο-
καπνισμένων στρατιωτών, οι οποίοι θα τον υπάκουαν πάντα με σεβασμό.
Του χαμογέλασε ντροπαλά. «Είμαι βέβαιη ότι θα αισθανθώ πολύ καλύ-
τερα όταν ξυπνήσω για τα καλά. Τώρα είμαι αγουροξυπνημένη ακόμα».
Χασμουρήθηκε και τεντώθηκε, σηκώνοντας τα χέρια της πάνω απ’ το κε-
φάλι της.
Ο Ρόμπερτ παρακολούθησε τις αισθησιακές κινήσεις της με σκοτεινό,
λάγνο βλέμμα και η Ντέμπορα μαρμάρωσε, διακρίνοντας στο πρόσωπό
του την επιθυμία. Θυμήθηκε πώς ήταν όταν της έκανε έρωτα με τόσο πά-
θος το προηγούμενο βράδυ. Άλλαξε θέση και ένιωσε μεγάλη ικανοποίηση,
βλέποντας τα δάχτυλά του να σφίγγουν το στύλο και τα μάτια του να κα-
ταβροχθίζουν το κορμί της. Η Τσέρι είχε λύσει τις κορδέλες του φορέματος
της για να την κάνει να αισθανθεί πιο άνετα και το ρούχο είχε γλιστρήσει
λίγο απ’ τους ώμους της ενώ κοιμόταν. Τα πόδια της ήταν γυμνά και το
βλέμμα του την έκανε να νιώθει σαν να την άγγιζε εκείνος παντού.
«Πρέπει να ετοιμαστούμε για το δείπνο», της είπε ξαφνικά ο Ρόμπερτ,
και ανασηκώθηκε απ’ το στύλο του κρεβατιού. «Μια και είσαι αγουροξυ-
πνημένη, θα πάω εγώ να πλυθώ πρώτος». Γύρισε και πήγε στο δωμάτιο
καλλωπισμού.
Παρακολουθώντας τον, η Ντέμπορα δεν ήξερε αν έπρεπε να χαρεί ή να
στενοχωρηθεί. Ο Ρόμπερτ δεν ήθελε να την ποθεί τόσο πολύ -ήταν προ-
φανές ακόμα και σε μια γυναίκα τόσο άπειρη όσο εκείνη. Όμως την πο-
θούσε, όπως πρόδιδε το λάγνο βλέμμα του καθώς τα μάτια του ταξίδευαν
στο ξαπλωμένο κορμί της. Η Ντέμπορα ανασηκώθηκε ευχαριστημένη και
κατέβασε τα πόδια της απ’ το κρεβάτι.
Ήταν μια αρχή.
Ξαφνικά την πλημμύρισε ένα αίσθημα θηλυκής ικανοποίησης και τα δό-
ντια της βυθίστηκαν στα χείλη της. Ο Ρόμπερτ την ποθούσε, όσο κι αν α-
ντιστεκόταν. Όπως τον ποθούσε κι εκείνη! Το κορμί της παλλόταν στα
σημεία που είχαν μονοπωλήσει την προσοχή του το προηγούμενο βράδυ.
Και η καρδιά της σκίρτησε με την προοπτική της επανάληψης.
Στο λουτρό, ο λοχαγός Φόλεϊ χαμογέλασε αυτάρεσκα καθώς ο Λίνεϊ τον
βοηθούσε να βγάλει το σακάκι του. Τελικά, δε χρειαζόταν ν’ ανησυχεί ότι
θα ενέδιδε σ’ έναν ανεπιθύμητο συναισθηματισμό. Η επιθυμία που είχε
νιώσει κοιτώντας την Ντέμπορα ξαπλωμένη ήταν καθαρά σαρκική. Το μό-
νο που ήθελε ήταν να της σηκώσει τις φούστες και να βυθιστεί στο ζεστό
κορμί της που θα τον καλωσόριζε, όπως του είχαν δώσει να καταλάβει οι
αισθησιακές κινήσεις της.
Προφανώς, δεν είχε λόγο ούτε ν’ ανησυχεί ότι τον έβρισκε απωθητικό
εξαιτίας του σημαδεμένου προσώπου του. Καθώς ο Λίνεϊ του έβγαζε την
πουκαμίσα, ο Ρόμπερτ αναρωτήθηκε αν ο λόγος ήταν ότι την είχε προ-
στατεύσει απ’ τη θέα των πιο φρικτών σημαδιών. Είχε φροντίσει να ξα-
πλώσουν στο σκοτάδι και το λίγο φως στο δωμάτιο να φωτίζει την καλή
πλευρά του.
Όμως πριν από λίγο τον είχε κοιτάξει στο φως της μέρας και του είχε
δώσει το ξεκάθαρο μήνυμα ότι είχε ερεθιστεί και μόνο με το δικό του πό-
θο. Ενώ τον παρακολουθούσε ξαπλωμένη, δε σκεφτόταν πόσο άσχημο
ήταν το πρόσωπό του, αλλά πώς την έκανε εκείνος να αισθάνεται.
Ο Ρόμπερτ έσμιξε τα φρύδια του, πλένοντας με το σαπούνι το πρόσωπο
και το λαιμό του. Μια καλοαναθρεμμένη νεαρή γυναίκα ήταν περίεργο να
βρίσκει τέτοια ηδονή στο συζυγικό κρεβάτι. Αν και, σκέφτηκε, ρίχνοντας
νερό στο πρόσωπό του απ’ το λαβομάνο, μάλλον ο λόγος ήταν ότι η μητέ-
ρα της δεν είχε προλάβει να την προειδοποιήσει να μην απολαμβάνει τον
έρωτα. Ήταν εντελώς απροετοίμαστη για τη σεξουαλική αφύπνισή της.
Σκουπίστηκε με την πετσέτα που του έδωσε ο Λίνεϊ και αναλογίστηκε
ότι του άρεσε η ιδέα πως η εμφάνισή του δεν είχε σημασία στη σκοτεινή
κρεβατοκάμαρά τους. Είχε χαρίσει την έκσταση στην Ντέμπορα με το κα-
λό του χέρι, το στόμα και το κορμί του. Κι εκείνη ήταν πολύ αθώα για να
προσποιηθεί ότι το είχε ευχαριστηθεί.
Τον κυρίεψε ένα αίσθημα ικανοποίησης.
Τα πράγματα είχαν έρθει σε μια ισορροπία. Η Ντέμπορα τον είχε βοηθή-
σει να ζήσει ανεξάρτητα και άνετα, αλλά εκείνος την είχε μυήσει σε μια
ηδονή που της ήταν αδιανόητη.
Το στέρνο του φούσκωσε. Ο Ρόμπερτ ανέβηκε καμαρωτός τη σκάλα για
την τραπεζαρία. Σε έναν τομέα τουλάχιστον, ως άντρας, δεν του έλειπε τί-
ποτα.
***
Η Ντέμπορα μπήκε στη σάλα λίγο αργότερα κάπως ενοχλημένη. Είχε
κάνει το λάθος να ξαπλώσει με το μοναδικό φόρεμα που είχε μαζί της και
το είχε τσαλακώσει. Είχε συμφωνήσει με την Τσέρι ότι ήταν αναγκασμένη
να δανειστεί ένα φόρεμα της μακαρίτισσας Γιουφέμια Λάμπτον μέχρι να
βουρτσιστεί το δικό της και να σιδερωθεί για να γίνει πάλι ευπρεπές.
Η δεσποινίς Λάμπτον αποδείχτηκε ότι ήταν κάπως πιο κοντή και πολύ
πιο ευτραφής.
«Τι είναι αυτό που φόρεσες;» ρώτησε ο άντρας της με μια έκφραση θυ-
μηδίας στο πρόσωπό του.
«Άλλο ένα δανεικό ρούχο», απάντησε ντροπιασμένη η Ντέμπορα, «αφού
δε μου επέτρεψες να πάρω μαζί μου τα δικά μου ρούχα».
Η θυμηδία του έκανε φτερά και έδωσε τη θέση της σε μια έκφραση που,
αν επρόκειτο για άλλον άντρα, η Ντέμπορα θα έλεγε ότι ήταν μεταμέλεια.
«Ντέμπορα, αντιλαμβάνεσαι πλέον για ποιο λόγο βιάστηκα να κάνω το
γάμο. Δεν ήθελα να μάθει ο Λάμπτον τα σχέδιά μου και να επιχειρήσει να
τα ανατρέψει. Μην ξεχνάς ότι έχει ξανακάνει τέτοια κόλπα».
Η Ντέμπορα έγνεψε καταφατικά, τραβώντας μάταια τη φαρδιά φούστα
που άφηνε τα πόδια της γυμνά σχεδόν μέχρι τις γάμπες.
«Μην τραβάς τις φούστες σου πιο χαμηλά. Έχεις πολύ ωραίους αστρα-
γάλους. Μου αρέσει να τους βλέπω».
«Δεν είναι σωστό να μιλάμε για τους αστραγάλους μου», του πέταξε η
Ντέμπορα, παρ’ ότι ήξερε ότι αυτό που την είχε ενοχλήσει πάλι ήταν η δι-
κή του απροθυμία να την εμπιστευτεί.
«Ντέμπορα». Ο Ρόμπερτ της άπλωσε το χέρι του. «Ξέρω ότι έχω εξα-
ντλήσει τα όρια της υπομονής σου. Σε πήρα απ’ το σπίτι σου χωρίς να σου
δώσω το χρόνο να προετοιμαστείς και είχα τόση αγωνία για το γάμο, που,
δυστυχώς, υπήρξα αγενής μαζί σου κάποιες φορές».
«Ναι, ομολογώ ότι οι τρόποι σου ήταν κάπως... απότομοι», παραδέχτηκε
η Ντέμπορα.
Ο Ρόμπερτ της χάρισε ένα απ’ τα λοξά χαμόγελά του που πάντα έκαναν
την καρδιά της να σκιρτά.
«Λυπάμαι που αναγκάστηκα να σε κρατήσω τόσο καιρό στο σκοτάδι»,
της είπε, αναιρώντας το λόγο του θυμού της απέναντι του. «Όμως, δεδο-
μένης της στενής φιλίας σου με τη δεσποινίδα Χάλγουορθι και της ερωτι-
κής εμμονής της μ’ αυτό τον αχρείο, τι μπορούσα να κάνω;»
Μπορούσες να μ ’εμπιστευτείς... Η Ντέμπορα αναστέναξε και κάθισε στην
καρέκλα της, παίρνοντας ένα ποτήρι με λεμονάδα.
«Αν είχα ανοίξει τα χαρτιά μου», συνέχισε ο Ρόμπερτ, «δε θα ήταν μεγά-
λο το βάρος της ευθύνης για σένα;»
Η Ντέμπορα δάγκωσε τα χείλη της, κοιτώντας το αναψυκτικό στο πο-
τήρι της. Ναι, παραδέχτηκε, θα δυσκολευόταν να μην προειδοποιήσει τη
Σουζάνα για την υποκρισία του Λάμπτον. Ίσως η πρόθεση του Ρόμπερτ να
ήταν να την προστατεύσει, όπως είχε αφήσει η κόμισσα Γουόλτον να εν-
νοηθεί.
Όμως, σκέφτηκε με πικρία, πίνοντας μια μικρή γουλιά απ’ τη λεμονάδα
της, η οποία ήταν αναπάντεχα νόστιμη, το πιθανότερο ήταν ότι ο άντρας
της είχε συνηθίσει να δίνει εντολές σε κατωτέρους του χωρίς εξηγήσεις, κι
έτσι δεν είχε σκεφτεί καν τα δικά της αισθήματα.
Αν και, για να είναι δίκαιη μαζί του, αναλογίστηκε με καημό πίνοντας
τώρα μια γερή γουλιά απ’ το δροσιστικό ποτό, δεν ήταν απ’ τους ανθρώ-
πους που έδειχναν εμπιστοσύνη εύκολα. Και γιατί να είναι; Είχε πέσει θύμα
προδοσίας και δολιότητας πριν καν γεννηθεί.
Η κυρία Φάρελ εμφανίστηκε και ανακοίνωσε ότι το δείπνο ήταν έτοιμο
και το ζευγάρι πήγε στην πόρτα.
«Τι ωραία!» αναφώνησε η Ντέμπορα, περνώντας τη δίφυλλη πόρτα της
τραπεζαρίας. Τα κρυστάλλινα ποτήρια άστραφταν στις αχτίδες του ήλιου
που έδυε. Τα ασημικά λαμποκοπούσαν πάνω στο βαρύ δαμασκηνό τραπε-
ζομάντιλο και ο χώρος ευωδίαζε απ’ τα φρέσκα τριαντάφυλλα που είχαν
τοποθετηθεί όμορφα στα βάζα.
Η αντίδρασή της έκανε την κυρία Φάρελ να χαμογελάσει ευχαριστημένη.
Όμως το πρόσωπό της συννέφιασε όταν ο Λίνεϊ βοήθησε την Ντέμπορα
να καθίσει, λέγοντας: «Σας ευχαριστώ, κυρία Φάρελ. Θ’ αναλάβω εγώ τώ-
ρα».
Αφού σέρβιρε την κυρία και τον κύριο του, σήκωσε τα πιάτα απ’ το
τραπέζι μετά το φαγητό.
Αργότερα, η Ντέμπορα θα εξηγούσε στην κυρία Φάρελ ότι ο άντρας της
δεν μπορούσε να τρώει μπροστά σε ξένους, ώστε να μην την προσβάλει η
υπεροπτική στάση του Λίνεϊ. Ευτυχώς, το προσωπικό ήταν συνηθισμένο
σε μια εκκεντρική εργοδότρια, κι έτσι θα ήταν έτοιμο να δεχτεί τις παρα-
ξενιές του άντρα της.
«Τα πράγματά σου πρέπει να φτάσουν σε μια δυο μέρες», της είπε ο λο-
χαγός Φόλεϊ καθώς ο Λίνεϊ σέρβιρε το ζελέ κυδώνι.
«Πολύ θα χαρώ», απάντησε η Ντέμπορα, στριφογυρίζοντας αμήχανα,
επειδή το φόρεμα γλιστρούσε συνέχεια στον έναν ώμο της.
«Ναι, δε βλέπω την ώρα να βγάλουμε αυτό το φρικτό φόρεμα».
Στη σκέψη ότι ο άντρας της θα της έβγαζε το φόρεμα, την πλημμύρισαν
κύματα έξαψης. Χαμήλωσε το κεφάλι της ένοχα και κάρφωσε τα μάτια της
στο ζελέ. Ήταν σίγουρη ότι ο Ρόμπερτ δε θα έλεγε ποτέ κάτι τόσο αδιά-
κριτο μπροστά στον Λίνεϊ. Όμως όταν κατάφερε να ξαναβρεί την ψυχραι-
μία της και σήκωσε το κεφάλι της, ο άντρας της της χαμογέλασε χωρίς ί-
χνος μεταμέλειας.
Τα μάγουλα της Ντέμπορα αναψοκοκκίνισαν.
«Είσαι λίγο ξαναμμένη, αγαπητή μου», είπε εκείνος, κοιτώντας τη σκε-
φτικός. «Μήπως νιώθεις πάλι αδιάθετη;»
«Όχι...»
Ο Ρόμπερτ έγνεψε καταφατικά, αφήνοντας την πετσέτα του στο τρα-
πέζι. «Μάλλον πρέπει να ξαπλώσεις. Καλό θα κάνει και στους δυο να πάμε
νωρίς στο κρεβάτι. Λίνεϊ!»
«Μάλιστα, λοχαγέ μου».
«Πες σε κάποιον να καθαρίσει εδώ. Η σύζυγός μου πρέπει να ξαπλώσει
και δεν υπάρχει λόγος να περιμένει».
Η Ντέμπορα ήθελε ν’ ανοίξει η γη να την καταπιεί, επειδή ήταν προφα-
νές ότι ο Ρόμπερτ δεν εννοούσε να πάνε για ύπνο. Το χέρι της έσφιξε σαν
μέγκενη το κουταλάκι του γλυκού καθώς εκείνος περνούσε από μπροστά
της κατευθυνόμενος στην πόρτα, σέρνοντας λίγο το πόδι του.
«Όταν θα είμαι έτοιμος, θα στείλω τον Λίνεϊ να σε φέρει», της είπε κα-
θώς έβγαινε απ’ την τραπεζαρία.
Η Ντέμπορα κοίταξε το γλυκό της και μέτρησε την απόσταση μέχρι την
πόρτα που είχε κλείσει πίσω απ’ τον ανυπόφορα αναίσθητο άντρα της.
Σήκωσε το μπολ... αλλά σκέφτηκε το προσωπικό της Γιουφέμια Λάμπτον.
Δεν ήταν σωστό να ξεσπάσει σε μια παιδική υστερία την πρώτη της βραδιά
εδώ. Γιατί να μαζέψουν τα σπασμένα της ζωής της;
Άφησε με θόρυβο το μπολ στο τραπέζι και πέταξε μέσα το κουτάλι,
μουγκρίζοντας εξοργισμένη. Ο Ρόμπερτ την είχε προειδοποιήσει πώς θα
ήταν τα πράγματα, αλλά εκείνη, για κάποιο λόγο, δεν είχε πιστέψει ότι θα
ήταν τόσο... άξεστος.
Όμως κι εκείνη δε θ’ ανεχόταν πλέον να τη διατάζει μπροστά σ’ έναν
υπηρέτη να πλαγιάσει μαζί του σαν να ήταν καμιά γυναίκα ελευθερίων
ηθών.
Σηκώθηκε τόσο απότομα που η καρέκλα της έπεσε πίσω και κατέβηκε
για να βρει τον άντρα της.
Στο κατώφλι της κρεβατοκάμαρας δίστασε, ξέροντας ότι μέσα βρίσκο-
νταν μάλλον στη διαδικασία αφαίρεσης των τεχνητών μελών. Αν και ο
Ρόμπερτ την είχε ταπεινώσει, η Ντέμπορα δεν ήθελε να πέσει στο ίδιο ε-
πίπεδο. Απλώς έπρεπε να θέσει κάποια όρια που ήταν απαραβίαστα!
Σήκωσε τη γροθιά της και χτύπησε την πόρτα.
Όταν ο Λίνεϊ την άνοιξε, η Ντέμπορα ίσιωσε τους ώμους της. «Δε μ’ εν-
διαφέρει τι εντολή έχεις απ’ τον κύριό σου. Δε θέλω να μπαίνεις στην κά-
μαρά μου ενώ είμαι γδυτή! Μήνυσε στην καμαριέρα μου πότε μπορώ να
έρθω στο κρεβάτι και θα μου το μεταφέρει».
«Μάλιστα, δεσποινίς... ε... κυρία», διόρθωσε ο Λίνεϊ. «Κάτι άλλο;»
Κάτι άλλο; Λες και του είχε ζητήσει ένα φλιτζάνι τσάι, ενώ είχε θίξει ένα
τόσο λεπτό ζήτημα, ώστε απορούσε με το κουράγιο της!
«Όχι, τίποτ’ άλλο», απάντησε η Ντέμπορα με όση αξιοπρέπεια μπορού-
σε να επιστρατεύσει, πριν γυρίσει τινάζοντας τη φαρδιά δανεική φούστα
και πηγαίνοντας στο δωμάτιο καλλωπισμού.
Κεφάλαιο 8

Όταν η Ντέμπορα μπήκε στο δωμάτιο, του θύμισε κεραμιδόγατα με το


τρίχωμά της ορθωμένο. Τα μάτια της ήταν ορθάνοιχτα, οι γροθιές της
σφιγμένες και, αν είχε ουρά, θα την κουνούσε πέρα δώθε.
Ήταν πιο όμορφη από ποτέ.
Διερωτώμενος τι έπρεπε να κάνει για να αναγκάσει την πολύ ευπρεπή
γυναίκα του να ξεσπάσει, ο Ρόμπερτ παρατήρησε το δανεικό νυχτικό και
είπε: «Βγάλ’ το».
Η Ντέμπορα κατάλαβε αμέσως κι έλυσε τις κορδέλες του νυχτικού της,
πετώντας το στο πάτωμα πριν το κλοτσήσει παράμερα.
Στάθηκε μπροστά του σε όλη τη μεγαλοπρεπή, εξωφρενική γύμνια της.
«Ευχαριστημένος;» τον ρώτησε, βάζοντας τα χέρια της στους γοφούς
της.
«Όχι ακόμα», απάντησε τραχιά ο Ρόμπερτ, αν και ήξερε ότι σε λίγο θα
ήταν πολύ ευχαριστημένος. Είχε προσέξει ότι απόψε τα μαλλιά της ήταν
λυτά. Επειδή εκείνη ήξερε ότι θα της ζητούσε να τα λύσει. «Ξάπλωσε τώ-
ρα».
Το φλογισμένο βλέμμα που συνόδευε την προσταγή του την έκανε να
χαμηλώσει τα μάτια της στα ανασηκωμένα σκεπάσματα και να ξαπλώσει
δίπλα του.
Ο Ρόμπερτ τύλιξε το χέρι του γύρω απ’ τη μέση της και την τράβηξε στα
μαξιλάρια, πέφτοντας από πάνω της ενώ τη φιλούσε παράφορα.
«Ω...» Η Ντέμπορα ρίγησε όταν, κάποια στιγμή, εκείνος τραβήχτηκε για
να πάρει μια ανάσα και αναρωτήθηκε αν ήταν ανοησία της να την κολα-
κεύει το γεγονός ότι ο άντρας της δεν ήταν διστακτικός, όπως το προη-
γούμενο βράδυ. Μάλλον τον είχε ικανοποιήσει, παρ’ ότι ήταν άπειρη, α-
φού απόψε δεν είχε χάσει χρόνο.
«Ναι, αυτό ήθελα να πω κι εγώ», μουρμούρισε βραχνά εκείνος.
Το στόμα του άρχισε να καταβροχθίζει το λαιμό της και η Ντέμπορα έ-
νιωσε να λιώνει. Όταν ο Ρόμπερτ ανασηκώθηκε λίγο για να σύρει τη
γλώσσα του στους ευαίσθητους λοβούς της, τα χέρια της άρχισαν να περι-
πλανιούνται στο κορμί του. Τα δόντια του βυθίστηκαν τρυφερά στο λοβό
της και το πόδι της τυλίχτηκε γύρω απ’ το δικό του για να χαϊδέψει τη
μυώδη γάμπα.
Τα κορμιά τους πήραν φωτιά, όπως το προηγούμενο βράδυ. Η Ντέμπο-
ρα εντυπωσιάστηκε με την ένταση του πάθους του στη σκοτεινή κρεβα-
τοκάμαρα, όταν στο φως της μέρας τής φερόταν τόσο αδιάφορα ή και
σκληρά. Όμως το γεγονός ότι δε σήμαινε τίποτα για κείνον δεν την εμπό-
δισε να ανταποκριθεί παράφορα. Αυτή τη φορά, προς μεγάλη της έκπλη-
ξη, όταν ο Ρόμπερτ μπήκε μέσα της, δεν την πόνεσε, αντίθετα, η ηδονή
της κορυφώθηκε.
Μετά σωριάστηκαν στο απαλό πουπουλένιο στρώμα, ο ένας δίπλα στον
άλλον χωρίς να αγγίζονται, αλλά η Ντέμπορα ένιωθε κάθε του ανάσα, σαν
να περίμενε κάτι από κείνον. Ένα σημάδι. Αναρωτήθηκε γιατί ξαφνικά ή-
ταν κουμπωμένη ύστερα από μια τόσο στενή επαφή.
Ήταν κάτι σαν ανακωχή ύστερα από μια αιματηρή μάχη, σκέφτηκε, ό-
ταν κάθε πλευρά έδινε το χρόνο στην άλλη να περισυλλέξει τους τραυμα-
τίες απ’ το πεδίο της μάχης, τρέμοντας, παρ’ ότι καμιά πλευρά δεν άντεχε
να πολεμήσει ξανά. Το πάθος τους είχε εκφραστεί με στεναγμούς και βο-
γκητά, αλλά κανείς δεν τολμούσε να σπάσει την εύθραυστη φούσκα της
αρμονίας με λόγια.
Ενώ την έπαιρνε εξουθενωμένη ο ύπνος, η Ντέμπορα αναρωτήθηκε αν
θα ένιωθε πάντα τόσο θλιμμένη μετά το σμίξιμό τους.
***
Η κρεβατοκάμαρα ήταν ακόμα σκοτεινή και οι βαριές κουρτίνες κλει-
στές στις αχτίδες του πρώτου πρωινού ήλιου όταν η Ντέμπορα ξύπνησε,
ακούγοντας τον Λίνεϊ να τριγυρνά στο δωμάτιο.
Μέσα της φούντωσε ο θυμός της προηγούμενης βραδιάς. Άλλο ήταν να
τη βλέπει ο άντρας της γυμνή, παρ’ ότι τον ντρεπόταν κι εκείνον, και άλλο
ήταν να τριγυρνά ο υπηρέτης στην κάμαρά τους ενώ εκείνη δε φορούσε
τίποτα!
Κρατώντας σφιχτά το σεντόνι μπροστά στο στήθος της, ανακάθισε και
κοίταξε έξαλλη τον υπηρέτη.
«Βγες έξω!» του φώναξε.
Ο Λίνεϊ κοντοστάθηκε ενώ άφηνε ένα δίσκο στο μικρό τραπεζάκι δίπλα
στο παράθυρο.
«Με συγχωρείτε, δεσποινίς... κυρία... αλλά πάντα φέρνω το πρόγευμα
του λοχαγού...»
«Αυτά να τα ξεχάσεις! Όταν είμαι εγώ στο κρεβάτι του, ο λοχαγός θα σε
καλεί με το κουδουνάκι αν σε θέλει».
Ο Λίνεϊ άσπρισε. «Με κάλεσε».
Η Ντέμπορα γύρισε να κοιτάξει τον άντρα της που την παρακολουθούσε
με σχεδόν απροκάλυπτο εκνευρισμό.
Σωριάστηκε ταπεινωμένη στα μαξιλάρια και τράβηξε τα σκεπάσματα
πάνω απ’ το κεφάλι της. Όταν κατάλαβε απ’ το τρίξιμο των σανίδων και
της πόρτας που άνοιξε και έκλεισε ότι ο Λίνεϊ είχε βγει απ’ την κρεβατοκά-
μαρα, εμφανίστηκε πάλι.
«Καλημέρα και σ’ εσένα», είπε τραχιά ο Ρόμπερτ.
«Δεν ξέρω τι σόι γυναίκες συναναστρεφόσουν στο παρελθόν», είπε η
Ντέμπορα υιοθετώντας ένα ψυχρό, υπεροπτικό ύφος για να κρύψει την
ταπείνωσή της, «αλλά εγώ δε συνηθίζω να επιδεικνύω το γυμνό κορμί μου
δεξιά κι αριστερά, ειδικά σε υπηρέτες αρσενικού γένους!»
«Ο Λίνεϊ δεν είναι ένας απλός υπηρέτης για μένα», αντέτεινε βλοσυρά ο
Ρόμπερτ.
Η Ντέμπορα έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ο άντρας της έβαζε την τιμή
του υπηρέτη του πάνω απ’ τη δική της δυσφορία.
Όμως εκείνος πρόσθεσε: «Αν και, ασφαλώς, αντιλαμβάνομαι ότι δεν
μπορούμε να συνεχίσουμε όπως πριν. Είναι πρακτικό το ζήτημα».
«Πρακτικό;» επανέλαβε με στριγκιά φωνή η Ντέμπορα, έξαλλη με τη
συμπεριφορά του.
«Ναι, ο Λίνεϊ κι εγώ είχαμε αποκτήσει μια καθημερινή ρουτίνα που μας
εξυπηρετούσε τόσο καιρό», είπε ο Ρόμπερτ. «Δεν είναι απλή υπόθεση να
με ετοιμάσει κάθε πρωί. Σε προειδοποίησα ότι είναι αναπόσπαστο μέρος
της ζωής μου και πρέπει να τον αποδεχτείς έτσι. Δεν είναι απλώς ένας κα-
μαριέρης που μου ετοιμάζει τα ρούχα και το νερό ή με ξυρίζει». Παραμέρι-
σε τα μαλλιά απ’ τα μάτια του. «Να πάρει η οργή, Ντέμπορα, δεν έχεις ί-
χνος ευαισθησίας; Πρέπει να σου τα πω όλα εγώ; Χρειάζομαι βοήθεια ακό-
μα και στην ούρηση το πρωί! Αν δεν τσακιστείς να φύγεις, καλώντας τον
να επιστρέψει, θα αναγκαστείς να κρατήσεις εσύ το ουροδοχείο...»
«Συγνώμη. Συγνώμη...» ψέλλισε η Ντέμπορα ενώ σηκωνόταν απ’ το
κρεβάτι ψάχνοντας στο πάτωμα τη ρόμπα της. «Θα τον καλέσω και θα ε-
ξαφανιστώ». Με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα έκανε αυτό που είπε και
μπήκε βιαστικά στο δωμάτιο καλλωπισμού.
Για μια φορά ακόμα, είχε δει τα πράγματα μόνο απ’ τη δική της σκοπιά.
Ο άντρας της της είχε πει ότι δεν την ήθελε στην κρεβατοκάμαρα όταν ο
Λίνεϊ τον έγδυνε και τον έβαζε στο κρεβάτι το βράδυ.
Πίεσε τις παλάμες της στα μάγουλά της και θυμήθηκε πόσο σκληρά της
είχε μιλήσει ο Ρόμπερτ όταν της είχε εξηγήσει ότι, αν εκείνη επέμενε να
έχουν ξεχωριστές κρεβατοκάμαρες, ο Λίνεϊ θα έπρεπε να τον μεταφέρει
απ’ τη δική της στη δική του. Γιατί δεν της είχε γίνει μάθημα αυτό; Η κίνη-
ση ήταν δύσκολη για τον Ρόμπερτ, όταν δεν είχε το τεχνητό μέλος του,
χωρίς τη βοήθεια του εύσωμου υπηρέτη του.
Σωριάστηκε στο πάτωμα δίπλα στο νιπτήρα και έριξε το κεφάλι της α-
νάμεσα στα χέρια της. Δεν είχε συνειδητοποιήσει το πλήρες μέγεθος των
δυσκολιών του σε πράγματα που για κείνη ήταν δεδομένα. Και με την ά-
κομψη επιμονή της στα δικά της δικαιώματα, τον είχε αναγκάσει να μιλή-
σει για την αδυναμία που έκρυβε απ’ τον υπόλοιπο κόσμο με τόσο πετυ-
χημένο τρόπο.
Ντρεπόταν για τον εαυτό της.
Ακόμα χειρότερα, η καρδιά της βούλιαξε στη σκέψη ότι είχε δώσει άλλον
ένα λόγο στον εύθικτο άντρα της για να την αντιπαθεί.
***
Ο λοχαγός Φόλεϊ σήκωσε τα μάτια του απ’ τα λογιστικά βιβλία, για να
μάθει αν ο Τράβερς τον κορόιδευε.
Όμως στα ανοιχτόχρωμα μάτια του λογιστή είδε μόνο έναν ευσυνείδητο
εργαζόμενο.
«Είσαι σίγουρος;» τον ρώτησε τελικά.
«Ασφαλώς τα νούμερα είναι του τελευταίου τετραμήνου και θα υπάρξει
κάποια αύξηση της συνολικής αξίας, αλλά όχι σημαντική».
«Δεν είχα ιδέα».
Ο Τράβερς χαμογέλασε για πρώτη φορά από τη στιγμή που είχε μπει
στο γραφείο για να μελετήσουν τα λογιστικά βιβλία με τον καινούριο ιδιο-
κτήτη του Ντόβκοτ.
«Μόνο η δεσποινίς Λάμπτον κι εγώ το ξέραμε», του εξήγησε ο Τράβερς
με μάτια που έλαμπαν από ενθουσιασμό, κάνοντας την άχρωμη έκφρασή
του να αλλάξει. «Η δεσποινίς Λάμπτον ήταν ευφυέστατη και έκανε πολύ
σώφρονες επενδύσεις».
Ο λοχαγός Φόλεϊ ξαφνικά κυριεύτηκε από περιέργεια για την ευεργέτισ-
σά του.
«Εξήγησέ μου», είπε κοφτά, άθελά του υιοθετώντας τη συμπεριφορά
που είχε απέναντι στους κατωτέρους του στο στρατό.
Ο Τράβερς ανακάθισε στην καρέκλα του. «Βλέπετε, κύριε, η δεσποινίς
Λάμπτον είχε λίγα δικά της χρήματα όταν πρωτοήρθε για να ζήσει εδώ. Ο
πατέρας της την είχε διώξει απ’ το σπίτι του όταν εκείνη είχε αρνηθεί το
προξενιό που της είχε κάνει. Όμως, αντί να ικετεύσει τη συγχώρεσή του, η
σκληρότητά του την ώθησε να πάρει την απόφαση να μη ζήσει ποτέ εξαρ-
τημένη από έναν άντρα. Έτσι, άρχισε κρυφά να... επενδύει... σε διάφορες
επιχειρήσεις».
«Με τη δική σου καθοδήγηση;»
«Α, όχι, κύριε. Είχε δικές της ιδέες για τις επενδύσεις της. Ήταν πολύ δυ-
ναμική. Μάλιστα, θα χειριζόταν μόνη τις συναλλαγές της σε τίτλους, αν ε-
πιτρεπόταν στις γυναίκες. Δεν της άρεσε να με χρησιμοποιεί, να σας πω
την αλήθεια, τουλάχιστον στην αρχή. Ύστερα από μερικά χρόνια όμως...»
Ο Τράβερς χαμογέλασε νοσταλγικά. «... συνηθίσαμε ο ένας τον άλλον».
«Πολύ πετυχημένη συνεργασία, απ’ ό,τι βλέπω».
«Ναι, αυτό ισχύει». Ο Τράβερς έδειξε τα ανοιχτά λογιστικά βιβλία στο
γραφείο.
Η Γιουφέμια Λάμπτον είχε τεράστια κέρδη σχεδόν απ’ όλες τις επενδύ-
σεις της. Η περιουσία που είχε αφήσει στον λοχαγό Φόλεϊ ήταν τεράστια,
επιτρέποντάς του να ζήσει βασιλικά σε όλη του τη ζωή.
Ο Ρόμπερτ συνοφρυώθηκε. Ήταν τόσο ολιγαρκής, ώστε θα ξόδευε ελά-
χιστα απ’ την τεράστια περιουσία. Ήταν πολύ παραμορφωμένος για να
κάνει κοσμική ζωή. Κάποτε θα του άρεσε ν’ αγοράσει άλογα, επειδή τους
είχε αδυναμία, αλλά τώρα πια με δυσκολία ίππευε ακόμα και την ήρεμη
φοράδα που είχε εκπαιδεύσει ειδικά για κείνον ο Λένσμπορο και του την
είχε πουλήσει σε μια τιμή που ήταν σαν να του τη χάριζε.
«Εγώ δεν μπορώ ν’ ακολουθήσω το μονοπάτι που χάραξε», παραδέχτη-
κε στο λογιστή, αφού το είχε σκεφτεί λίγο. «Ήμουν πάντα στρατιώτης και
δεν έχω ιδέα από οικονομικά και επενδύσεις».
«Η δεσποινίς Λάμπτον είχε προβλέψει αυτή την πιθανότητα», βιάστηκε
να απαντήσει ο Τράβερς. «Υπέθεσε ότι θα μπορούσατε να πουλήσετε τους
τίτλους της και να ζήσετε με τα χρήματα, χωρίς να εμπλακείτε ο ίδιος σε
οικονομικές δραστηριότητες».
Απ’ την έκφραση του λογιστή, ο λοχαγός Φόλεϊ αντιλήφθηκε ότι η δε-
σποινίς Λάμπτον δεν είχε μεγάλες προσδοκίες. Όμως αυτό δεν την είχε
εμποδίσει να του κληροδοτήσει όλα τα υπάρχοντά της. Άγγιξε με χέρι που
έτρεμε τα βιβλία πάνω στο γραφείο.
Ξαφνικά φαντάστηκε τη γυναίκα που κάποτε ζούσε σ’ αυτό το σπίτι,
κάνοντας τα σχέδιά της για ν’ αποκτήσει μια περιουσία την οποία θ’ άφηνε
σ’ έναν άγνωστο. Δεν το είχε κάνει λόγω των προσωπικών αισθημάτων
της για κείνον. Τα τεκμήρια συνέκλιναν στην άποψη ότι αντιπαθούσε ό-
λους τους άντρες.
«Γιατί επέλεξε εμένα ως κληρονόμο της;» ρώτησε τραχιά. «Δεν είμαστε
καν συγγενείς».
«Προς όφελος σας ήταν, κύριε», απάντησε κάπως έντονα ο Τράβερς. «Η
οικογένειά της την εγκατέλειψε όταν έγινε, όπως τη χαρακτήριζαν, δύ-
σκολη. Τα αδέρφια της θα μπορούσαν να την είχαν υπερασπιστεί όταν ο
πατέρας της την είχε διώξει απ’ το σπίτι του. Ή όταν είχε πεθάνει. Όμως
δεν έκαναν τίποτα. Ο μοναδικός άνθρωπος που την υποστήριξε ήταν η
μητέρα σας. Πήγε στον πατέρα της και τον ικέτευσε να επιτρέψει στη
Γιουφέμια να παντρευτεί έναν άντρα τον οποίο θα μπορούσε ν’ αγαπήσει.
Ήταν αναπόφευκτο να διωχτεί η μητέρα σας όταν ο Άλτζερνον έγινε κε-
φαλή της οικογένειας. Βλέπετε, την κατηγορούσε ότι ενθάρρυνε την α-
δερφή του ν’ αψηφήσει τον πατέρα τους. Όταν ανακάλυψε η δεσποινίς
Λάμπτον τι συνέβαινε, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για την άτυχη γυναί-
κα. Όμως ένιωθε ότι μπορούσε να επανορθώσει εν μέρει για την αδικία,
ορίζοντας εσάς ως κληρονόμο της. Θα θέλατε να προχωρήσω σε πώληση
των τίτλων, κύριε;» ρώτησε ο Τράβερς, όταν ο λοχαγός Φόλεϊ έμεινε σιω-
πηλός.
«Υποθέτω ότι θα ήταν καλύτερα», παραδέχτηκε ο Ρόμπερτ. Θα τακτο-
ποιούσε τους ανοιχτούς λογαριασμούς του με τον Λένσμπορο. «Θα το
φροντίσεις;»
Ο Τράβερς σηκώθηκε, χαμογελώντας. «Ευχαρίστως, κύριε. Επιτρέψτε
μου να σας πω πόσο χαίρομαι που κληρονομήσατε εσείς την περιουσία για
την οποία η δεσποινίς Λάμπτον κόπιασε μια ζωή. Πολύ θα λυπόμουν αν
έβλεπα τον αχρείο ανιψιό της στη θέση σας»· Το χαμόγελό του έσβησε.
«Δεν την επισκέφτηκε ούτε μια φορά, θεωρώντας τη μια εκκεντρική ηλι-
κιωμένη που περνούσε τις τελευταίες μέρες της ζωής της στην εξοχή!»
«Για να μην είμαστε άδικοι, ούτε εγώ την επισκέφτηκα ποτέ».
«Εσείς, όμως, δε γνωρίζατε καν την ύπαρξή της, κύριε. Της άρεσε να
βλέπει τον εαυτό της σαν καλή νεράιδα που έκανε τα μάγια της παρασκη-
νιακά...» Ο Τράβερς σταμάτησε, παρατηρώντας την έντρομη έκφραση του
λοχαγού. «Δεν αρνούμαι ότι ήταν κάπως εκκεντρική», ομολόγησε αμήχα-
να.
«Μια ερώτηση ακόμα», είπε ο λοχαγός, βλέποντας το λογιστή να παίρνει
την επίσημη έκφραση ενός ανθρώπου που περίμενε τις εντολές του εργο-
δότη του. «Αν αντιπαθούσε τον αδερφό της και το γιο του, γιατί ο Πέρσι
Λάμπτον αναφέρεται στη διαθήκη της;»
Το πρόσωπο του Τράβερς σκοτείνιασε. «Τα τελευταία χρόνια της ζωής
της, που δεν ήταν τόσο ευκίνητη, ο Άλτζερνον άρχισε να την επισκέπτεται.
Ερχόταν εδώ, κάνοντας εκτίμηση της περιουσίας και λέγοντας ότι η δε-
σποινίς Λάμπτον έπρεπε να την αφήσει σ’ ένα συγγενή, ο οποίος, κατά τη
γνώμη του, όφειλε να είναι ο μικρότερος γιος του, ο Πέρσι, αφού η δική
του περιουσία θα περνούσε στο μεγαλύτερο γιο του. Όταν ανακάλυψε ότι
η δεσποινίς Λάμπτον όχι μόνο είχε συντάξει διαθήκη αλλά και ότι άφηνε
εσάς κληρονόμο της, έγινε... μόνο με τη λέξη μοχθηρός μπορώ να τον πε-
ριγράφω. Την εκφόβισε και την πίεσε σε σημείο να την υποχρεώσει να
προσθέσει τον κωδίκελλο, επειδή ήταν αδύνατον να την πείσει να σας δια-
γράψει τελείως! Θα θέλατε κάτι άλλο;»
Ο λοχαγός Φόλεϊ ένιωθε έναν περίεργο δεσμό με τη γυναίκα που δεν εί-
χε γνωρίσει ποτέ. Μάλλον αντιπαθούσε τον αδερφό της όσο κι εκείνος,
όπως αποδείκνυε η απόφασή της να κάνει πλούσιο τον άνθρωπο που ο
Άλτζερνον είχε καταδιώξει τόσο αλύπητα.
Όταν έφυγε ο λογιστής, ο λοχαγός Φόλεϊ έμεινε καθισμένος στο γρα-
φείο του, απορώντας με την καλή του τύχη. Το στέρνο του φούσκωσε από
μια αγαλλίαση που εκφράστηκε σαν γέλιο. Ήλπιζε ότι δε θα χρειαζόταν να
ανησυχήσει ποτέ ξανά για τους λογαριασμούς. Θα μπορούσε να αγοράσει
καινούρια σεντόνια όποτε ήθελε. Θα έπαιζε χαρτιά χωρίς να σκέφτεται
πόσα κέρματα είχε στην τσέπη του. Ποτέ δεν είχε διανοηθεί κάτι τέτοιο!
Έπρεπε να το πει στην Ντέμπορα. Χτυπώντας το κουδουνάκι, κάλεσε
την οικονόμο.
«Πείτε στη σύζυγό μου ότι θέλω να της μιλήσω», είπε τραχιά.
Η κυρία Φάρελ ανασήκωσε αποδοκιμαστικά τα φρύδια της, αλλά δεν εί-
πε τίποτα και έκανε μεταβολή για να εκτελέσει την εντολή του. Μερικά
λεπτά αργότερα, όταν η γυναίκα του χτύπησε πολύ δειλά την πόρτα, ο
Ρόμπερτ συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε ν’ απαιτεί την παρουσία της
σαν να ήταν υπό τις διαταγές του στο στρατό.
Το φοβισμένο ύφος της επιβεβαίωσε την αίσθησή του ότι δεν της φερό-
ταν με το σεβασμό που άρμοζε σε μια σύζυγο. Θυμήθηκε πώς είχε φύγει
τρέχοντος η Ντέμπορα το πρωί για να αποφύγει το οργισμένο ξέσπασμά
του. Από τότε είχε να τη δει. Και η έκφρασή της του έλεγε ότι θα προτι-
μούσε να μην τον έβλεπε ούτε τώρα.
«Σου ζήτησα να έρθεις για να σου πω τα νέα που έμαθα απ’ το λογιστή»,
της εξήγησε. «Κάθισε! Σαν φοβισμένο παιδαρέλι πρώτη φορά στο στρατό
είσαι!» Η συνείδησή του τον προκαλούσε να φερθεί επιθετικά και εντελώς
άδικα, ενώ ήταν ενοχλημένος με τον εαυτό του. Με τον οποίο θύμωσε α-
κόμα περισσότερο όταν η Ντέμπορα κάθισε και έπλεξε τα χέρια της στην
ποδιά της, με το κεφάλι της χαμηλωμένο σαν να περίμενε επίπληξη.
Ο Ρόμπερτ δεν την αδικούσε, δεδομένων όσων λίγων είχαν διαμειφθεί
μετά το γάμο τους. «Ξέρω ότι οι τελευταίες μέρες δεν ήταν εύκολες για σέ-
να και σου ζητώ συγνώμη γι’ αυτό».
«Μου ζητάς συγνώμη;» Η Ντέμπορα τον κοίταξε απορημένη και κούνη-
σε το κεφάλι της. «Το πρωί κατάλαβα ότι πρέπει κι εγώ να ζητήσω συγνώ-
μη για ορισμένα πράγματα».
«Γιατί;» Ο Ρόμπερτ ανακάθισε σαστισμένος. «Τι έκανες εσύ για να ζητή-
σεις συγνώμη;»
«Έχω θυμώσει μαζί σου κάποιες φορές...»
«Θα έλεγα ότι μου άξιζε. Άκου...» της είπε ο Ρόμπερτ όταν εκείνη άνοιξε
το στόμα της για να διαμαρτυρηθεί. «... είναι σαφές ότι δεν είναι τόσο εύ-
κολο να ζήσουν δυο άνθρωποι μαζί, όπως νόμιζα. Πρέπει να καταλήξουμε
σε κάποια συμφωνία σχετικά με την παρουσία του Λίνεϊ στην κάμαρά μας.
Η βοήθειά του μου είναι απαραίτητη, αλλά...»
«Μπορείς να με προειδοποιείς πότε τον καλείς για να ντύνομαι ή να
φεύγω όταν είναι πιο ιδιαίτερη η βοήθεια που χρειάζεσαι».
Τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλά της του θύμισαν πόσο πανέμορφη ή-
ταν με τα αχτένιστα μαλλιά της το πρωί, αφού είχε περάσει μερικά λεπτά
κρυμμένη κάτω απ’ τα σκεπάσματα.
Ο Ρόμπερτ μαλάκωσε τη φωνή του. «Δεν έπρεπε να μιλήσω τόσο σκλη-
ρά το πρωί, Ντέμπορα. Ήταν εντελώς απαράδεκτο».
Εκείνη του χαμογέλασε ντροπαλά. «Όπως είπες, πρέπει να προσαρμο-
στούμε κι οι δυο στη συμβίωση. Θα μας πάρει λίγο χρόνο για να συνηθί-
σουμε ο ένας τον άλλον».
Τι μεγαλόψυχη που ήταν! Και πόσο λογικά αντιμετώπιζε τον πρωινό κα-
βγά τους! Ο Ρόμπερτ θυμήθηκε τις σκηνές στο σπίτι των Γουόλτον όταν ο
αδερφός του είχε πρωτοφέρει τη Γαλλίδα γυναίκα του. Πόρτες που βρο-
ντούσαν, πεταμένα κατσαρολικά, μουτρώματα και υστερικά ξεσπάσματα.
Η Ελοΐζ τριγύριζε στην πόλη κάνοντας ό,τι πιο εξωφρενικό τολμούσε, για
να τιμωρήσει τον ψυχρό, δεσποτικό άντρα της. Κάποια στιγμή είχαν ηρε-
μήσει, αλλά για αρκετό καιρό έκαναν ο ένας τον άλλον δυστυχισμένο.
Βέβαια, ο Ρόμπερτ ήξερε απ’ την αρχή ότι η Ντέμπορα δε θα είχε υστε-
ρικά ξεσπάσματα. Δεν την είχε δει ποτέ να παραπονιέται για τις δυσκολίες
που είχε αντιμετωπίσει στη ζωή της. Έκανε πάντα αυτό που θεωρούσε ότι
άρμοζε κάθε φορά, και μάλιστα με πολύ αξιοπρεπή τρόπο.
«Έχουμε μια ζωή μπροστά μας». Ο Ρόμπερτ χαμογέλασε, συγχαίροντας
τον εαυτό του που είχε παντρευτεί ένα τόσο προσγειωμένο κορίτσι. «Και
αν φανούμε κι οι δυο τόσο λογικοί όσο εσύ το πρωί, θα χαρώ να συνηθίσω
όλα τα χούγια σου».
«Ω». Η Ντέμπορα χαμογέλασε πιο πλατιά. Τι όμορφα λόγια. Ειδικά επει-
δή ο Ρόμπερτ τα εννοούσε. Δεν της είχε υποσχεθεί ότι δε θα της πουλούσε
φύκια για μεταξωτές κορδέλες; Χαμήλωσε το κεφάλι της, παίζοντας με μια
κλωστή που κρεμόταν απ’ το μανικέτι της.
Παρατηρώντας τη νευρική κίνηση, ο Ρόμπερτ σκέφτηκε τι θα ήθελε να
κάνει με κάποια απ’ τα λεφτά του. Η Ντέμπορα ούτε είχε φέρει τα δικά της
ρούχα ούτε είχε ποτέ πολλά. Όλη την κοσμική σεζόν φορούσε το ίδιο φό-
ρεμα χορού με διαφορετικά αξεσουάρ, εκτός απ’ το χορό του Λένσμπορο.
Είχε μόνο τρία ή τέσσερα σκουφάκια, ή τουλάχιστον τόσα είχε δει ο ίδιος,
και φορούσε πάντα τα ίδια πολυφορεμένα γάντια.
«Όταν πάμε στο Λονδίνο, θέλω ν’ αγοράσεις μια ολόκληρη καινούρια
γκαρνταρόμπα», της είπε με αποφασιστικό τόνο.
Η Ντέμπορα τον κοίταξε θορυβημένη. «Δε σου αρέσουν τα ρούχα μου;»
«Αυτό είναι άσχετο. Χρειάζεσαι καινούρια. Θέλω να είσαι πολύ κομψή».
Ήθελε να τη δει να διασκεδάζει. Και οι γυναίκες διασκέδαζαν αγοράζοντας
ρούχα και επιδεικνύοντάς τα.
«Πρέπει ν’ αγοράσουμε μια άμαξα για να κυκλοφορείς στο Χάιντ Παρκ».
Ο Ρόμπερτ έσμιξε τα φρύδια του. «Και ένα σπίτι στην καλύτερη γειτονιά».
Η καρδιά της Ντέμπορα βούλιαξε. Ο Ρόμπερτ δεν έπρεπε να είχε πα-
ντρευτεί μια γυναίκα σαν εκείνη. Ενώ η ίδια έκανε ρομαντικά όνειρα για
ένα εξοχικό σπίτι γεμάτο παιδιά, εκείνος ήθελε να ζήσει στην πόλη και να
περνά τις ώρες του στα κοσμικά σαλόνια.
Δεν είχαν συζητήσει ποτέ, συνειδητοποιούσε τώρα, τι ήθελαν απ’ το γά-
μο τους. Ο Ρόμπερτ είχε μιλήσει για παιδιά και ασφάλεια, αλλά ποτέ δεν
είχαν υπεισέλθει σε λεπτομέρειες για την κοινή ζωή τους.
Κόλλησε ένα γενναίο χαμόγελο στο πρόσωπό της και πίεσε τον εαυτό
της να πει: «Ωραία θα είναι».
Ο Ρόμπερτ συνοφρυώθηκε. «Δεν μπορούμε να τα κάνουμε όλα διαμιάς.
Ο Τράβερς μπορεί να χρειαστεί χρόνο για να συγκεντρώσει τα χρήματα».
Της έδειξε τα λογιστικά βιβλία ανάμεσά τους στο γραφείο.
«Δε με πειράζει να μείνουμε λίγο καιρό εδώ», βιάστηκε να τον διαβε-
βαιώσει η Ντέμπορα.
Αν ο Ρόμπερτ σκόπευε να επιστρέψει στο Λονδίνο, εκείνη έπρεπε να α-
ξιοποιήσει το λίγο χρόνο που της έμενε εδώ. Απ’ το παράθυρο σε μια άδεια
κάμαρα επάνω, όπου είχε καταφύγει το πρωί, είχε δει μια τεράστια βελα-
νιδιά στο κέντρο μιας έκτασης με βελούδινο χορτάρι. Πίσω υπήρχε ένας
περιτοιχισμένος κήπος απ' τον οποίο διακρίνονταν τα κλαδιά ενός παρα-
γωγικού οπωρώνα. Η νοικοκυρά μέσα της ήθελε να εξερευνήσει τον οπω-
ρώνα, τους λαχανόκηπους και το κελάρι. Η μητέρα μέσα της ήθελε να μά-
θει αν μπορούσε να χτιστεί ένα δεντρόσπιτο στη βελανιδιά. Ή, σε αντίθετη
περίπτωση, αν μπορούσε να κρεμαστεί μια κούνια στα χαμηλότερα κλα-
διά της.
Αν θυμόταν καλά απ’ το ταξίδι τους, το σπίτι δε βρισκόταν μακριά απ’
το χωριό. Ήθελε να περπατήσει μέχρι το χωριό και να εξερευνήσει τη φύ-
ση. Ήθελε να πάει στην εκκλησία με το χαμηλό νορμανδικό καμπαναριό
και να πιάσει φιλίες με τις ντόπιες. Με λίγα λόγια, ήθελε να κάνει το
Ντόβκοτ σπιτικό της.
Δε θα την πείραζε να μην ξαναπατήσει το πόδι της στο Λονδίνο. Η ζωή
εκεί ήταν ρηχή και ψυχρή και καθόλου άνετη.
«Λυπάμαι που δε σου έδωσα την ευκαιρία να πάρεις τα πράγματά σου»,
διέκοψε τις σκέψεις της ο Ρόμπερτ. «Όμως δε θα χρειαστείς πολλά τις ε-
πόμενες μέρες».
Ναι, σκέφτηκε η Ντέμπορα, επειδή δεν είχε δει το κατεργάρικο χαμόγε-
λό του. Ο άντρας της δε θα ήθελε να δεχτούν επισκέψεις.
«Ναι, αυτό είναι αλήθεια», του απάντησε, προσπαθώντας να φανεί όσο
πιο υποχωρητική μπορούσε μαζί του. Ο άντρας της δεν άντεχε ούτε την
παρουσία της ίδιας της γυναίκας του όταν έτρωγε, πόσω μάλλον των ξέ-
νων. Έτσι κι εκείνη μπορούσε να περιοριστεί σ’ ένα φόρεμα μέχρι να φτά-
σουν τα ρούχα της, αφού θα έβγαινε μόνο στους κήπους. Θα ανέβαλλε τις
επισκέψεις σε γείτονες.
«Συμφωνείς λοιπόν;» τη ρώτησε ο Ρόμπερτ ενώ σηκωνόταν απ’ το γρα-
φείο.
«Αν συμφωνώ;» Η Ντέμπορα συνοφρυώθηκε καθώς προσπαθούσε να
θυμηθεί τη συζήτηση.
«Να περάσουμε τις επόμενες λίγες μέρες γνωρίζοντας καλύτερα ο ένας
τον άλλον», της είπε εκείνος και στάθηκε μπροστά της.
Η Ντέμπορα τον κοίταξε με απορία. Το δάχτυλό του χάιδεψε το ζυγω-
ματικό της.
«Θέλω να σε πάω στο κρεβάτι. Τώρα, Ντέμπορα. Μέρα μεσημέρι. Σε σο-
κάρει αυτό; Ή μήπως σου προκαλεί αποστροφή;»
Η καρδιά της σκίρτησε όταν είδε την έκφραση του πόθου που είχε δια-
κρίνει στο πρόσωπό του και λίγα δευτερόλεπτα νωρίτερα. Εκείνη πίστευε
ότι ο άντρας της μετά βίας την ανεχόταν στο κρεβάτι, επειδή δεν ήταν η
γυναίκα που ήθελε. Όμως καταλάβαινε τώρα ότι η επιμονή του για από-
λυτο σκοτάδι οφειλόταν εν μέρει στο φόβο του πως εκείνη τον έβρισκε
απωθητικό.
Της ήρθε να βάλει τα κλάματα. Γιατί εκείνος να πιστεύει ότι τον έβρισκε
αποκρουστικό εξαιτίας μερικών σημαδιών;
Σηκώθηκε αργά και άπλωσε το χέρι της, μιμούμενη το δικό του χάδι στο
πρόσωπό της. Φρόντισε να μείνει στην ασημάδευτη πλευρά του και μετά
σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και φίλησε το καμένο μάγουλό του.
«Δε μου προκαλεί αποστροφή», του είπε. «Σοκαρισμένη, όμως, είμαι. Όχι
με την πρότασή σου, αλλά με τη δική μου αντίδραση. Όταν μου είπες ότι
θέλεις να με πας στο κρεβάτι, η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει πιο γρήγο-
ρα. Το βρίσκω άπρεπο και ταυτόχρονα...»
Ο Ρόμπερτ έπιασε το χέρι της στο μάγουλό του. Το βλέμμα του είχε σκο-
τεινιάσει και βαριανάσαινε. «Με θέλεις», της είπε τραχιά και, βάζοντας το
χέρι του στον αυχένα της, την τράβηξε και τη φίλησε με πάθος.
«Ναι». Η Ντέμπορα αναστέναξε όταν τα χείλη του τραβήχτηκαν. «Δε θα
έπρεπε, αλλά...»
«Γιατί; Είμαστε παντρεμένοι και δεν είναι αμαρτία, Ντέμπορα». Της έ-
πιασε το χέρι και την οδήγησε στην πόρτα.
Η καρδιά της Ντέμπορα κόντευε να σπάσει τώρα. Η σκέψη να απομο-
νωθούν στην κάμαρά τους μέρα μεσημέρι ήταν διεγερτική.
«Διάβολε», βλαστήμησε εκείνος, σταματώντας απότομα. «Πρέπει να μου
βγάλει πρώτα ο Λίνεϊ το τεχνητό πόδι».
Η Ντέμπορα αναστέναξε απογοητευμένη όταν φαντάστηκε τη σκηνή. Ο
Ρόμπερτ θα καλούσε τον υπηρέτη του και θα περνούσαν μια ολόκληρη ιε-
ροτελεστία μέχρι να ετοιμαστεί για το κρεβάτι, στην οποία εκείνη θα ήταν
απούσα. Μετά, όταν θα είχαν κάνει έρωτα, θα την έδιωχνε για να τον βοη-
θήσει ο Λίνεϊ να πλυθεί και να τον βάλει στο κρεβάτι σαν να μην του έλειπε
τίποτα. Η όλη διαδικασία θα ήταν αργή και αμήχανη για όλους. «Δε θα εί-
ναι πολύ ρομαντικό», παραδέχτηκε θλιμμένα.
«Όταν σου έκανα πρόταση γάμου, συμφωνήσαμε ότι δε θα εξωραΐζαμε
τη σχέση μας με ρομαντικές αηδίες», της πέταξε ενοχλημένος ο Ρόμπερτ.
«Ρομαντικές αηδίες...» Η Ντέμπορα θυμήθηκε με καημό ότι ήταν τόσο
ενθουσιασμένη με την πρότασή του, που είχε συμφωνήσει σε όλα. «Όχι,
δε θέλουμε να κάνουμε τέτοιο πράγμα». Κοίταξε τον εκνευρισμένο άντρα
της και αναρωτήθηκε τι μπορούσε να κάνει για να τον βοηθήσει.
«Ξέρω τι θέλω να κάνουμε όμως», αντιπρότεινε διατακτικά, κάνοντάς
τον να στρέψει το βλέμμα του απ’ την πόρτα την οποία κοιτούσε θυμωμέ-
νος τα τελευταία δευτερόλεπτα.
«Τι πράγμα;»
«Αυτό που θέλεις κι εσύ». Η Ντέμπορα κοκκίνισε, παρ’ ότι δεν πήρε τα
μάτια της απ’ τα δικά του. «Όταν είπες να ξαναπάμε στο κρεβάτι... Το
χρειαζόμαστε; Δεν ξέρω πολλά πράγματα, αλλά νομίζω...» Χαμήλωσε τα
μάτια της στα χέρια της που έπλεκε και ξέπλεκε μπροστά της.
Χωρίς να πει λέξη, ο Ρόμπερτ πέρασε από μπροστά της και κλείδωσε την
πόρτα. Μετά πήγε στο παράθυρο πολύ ήρεμα και έκλεισε τις κουρτίνες.
«Είσαι σίγουρη;» τη ρώτησε με βραχνή φωνή, κοιτώντας την.
Ακόμα και στο μισοσκόταδο, η Ντέμπορα διέκρινε την έντονη επιθυμία
στο πρόσωπό του, νιώθοντας το αίμα να βράζει στις φλέβες της. Δεν μπο-
ρούσε να μιλήσει, κι έτσι περιορίστηκε να γνέψει καταφατικά.
«Τότε έλα εδώ», της είπε ο άντρας της απλώνοντας το χέρι του.
Η Ντέμπορα πήγε πρόθυμα κοντά του. Το στόμα του κόλλησε στο δικό
της μ’ έναν τρόπο που δεν είχε ίχνος τρυφερότητας, όμως η ψυχή της α-
γαλλίασε.
Δεν την ενδιέφερε πόσο ανάρμοστο ήταν, ήξερε μόνο ότι δε θ’ άφηνε
τίποτα να την εμποδίσει να εκφράσει την αγάπη της με το μοναδικό τρό-
πο που μπορούσε να τη δεχτεί εκείνος. «Μακάρι να μπορούσαμε να γδυ-
θούμε», είπε τραχιά πάνω στο λαιμό της ο Ρόμπερτ ενώ μάλαζε το στήθος
της. «Μακάρι να μπορούσα να σου κάνω έρωτα στην πόρτα ή στο γραφεί-
ο...»
Κανονικά τα λόγια του θα έπρεπε να τη σοκάρουν, αλλά τη διέγειραν
ακόμα περισσότερο και τώρα ήταν έτοιμη να ικανοποιήσει κάθε του επι-
θυμία.
«Κάνε το», άκουσε τον εαυτό της να λέει με φωνή βραχνή απ’ τον πόθο.
Ο Ρόμπερτ την κοίταξε έκπληκτος. «Τι να κάνω;»
«Να κάνεις ό,τι θέλεις», αποκρίθηκε η Ντέμπορα, περνώντας τα χέρια
της γύρω από τη μέση του και τραβώντας τις άκρες της πουκαμίσας του
απ’ το παντελόνι του. Αναστέναξε όταν ένιωσε τη μεταξένια υφή του
κορμιού του κάτω απ’ τα δάχτυλά της. «Έχω κι εγώ την ανάγκη να νιώσω
το δέρμα σου». Τον κοίταξε σαστισμένη με την τόλμη της. «Δε θέλω να
φύγω από δω». Η φωνή της έσπασε από ένα λυγμό. «Δε θέλω να περιμένω
τον Λίνεϊ κι αυτό να γίνει κάτι ψυχρό σαν εμπορική δοσοληψία».
«Τότε δε θα είναι ψυχρό ούτε θα περιμένεις. Όμως αν θέλεις τώρα», την
προειδοποίησε ο Ρόμπερτ, «πρέπει να με βοηθήσεις».
«Το ξέρω», ψιθύρισε η Ντέμπορα. «Δείξε μου τι πρέπει να κάνω».
Ο Ρόμπερτ βόγκηξε και τη φίλησε με πάθος. Για πρώτη φορά, τύλιξε το
τραυματισμένο χέρι του γύρω απ’ τη μέση της, σφίγγοντάς την πάνω του.
Η Ντέμπορα ένιωσε τη δύναμή του. Παρά την περίεργη αίσθηση του μέ-
λους που σταματούσε λίγο κάτω απ’ τον αγκώνα, στο μυαλό της κυριάρ-
χησε ό,τι της έκανε το άλλο χέρι του που είχε χωθεί κάτω από τις φούστες
της, βρίσκοντας το απαλό δέρμα των μηρών της πάνω απ’ τις καλτσοδέ-
τες.
Ο Ρόμπερτ σταμάτησε εκεί για λίγο μόνο και η Ντέμπορα άρχισε να α-
ναστενάζει, γραπωμένη από τους ώμους του επειδή φοβόταν ότι τα πόδια
της δε θα την κρατούσαν μ’ αυτό που της έκαναν τα επιδέξια δάχτυλά του.
«Στον τοίχο», μουρμούρισε εκείνος σπρώχνοντάς την προς τα πίσω μέ-
χρι που βρέθηκαν ανάμεσα σε- δυο γυάλινες βιτρίνες. «Σήκωσε τις φούστες
σου», της υπέδειξε, ξεκουμπώνοντας το παντελόνι του. «Δε θα είναι πολύ
ευπρεπές», την προειδοποίησε όταν εκείνη υπάκουσε, προσφέροντάς του
την πρόσβαση που της είχε ζητήσει.
Όχι, δεν ήταν καθόλου ευπρεπές. Όπως δεν ήταν και ψυχρό.
Ήταν ξέφρενο, συναρπαστικό και... αναγκαίο.
Ναι, είχε ανάγκη αυτή την απόδειξη ότι ο Ρόμπερτ δεν μπορούσε να πε-
ριμένει μέχρι το βράδυ.
«Ρόμπερτ», είπε ξέπνοη τυλίγοντας τα χέρια της γύρω απ’ το λαιμό του.
«Ρόμπερτ...»
Σ’ αγαπώ, ήθελε να του πει.
Το στόμα του βρήκε το δικό της και τα λόγια δεν ειπώθηκαν ποτέ. Εκεί-
νος τη φίλησε σαν να ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου ενώ λικνιζόταν μέσα
της κι εκείνη κρατιόταν πάνω του σαν να ήταν η άγκυρά της στη θύελλα
του πάθους που τους είχε παρασύρει.
Αυτή τη φορά έφτασαν στην κορύφωση της έκστασης μαζί, κολλημένοι
ο ένας πάνω στον άλλον σαν επιζώντες από ένα ναυάγιο. Σωριάστηκαν
στο πάτωμα με τα μέλη τους πλεγμένα, τρέμοντας απ’ την ένταση του
έρωτά τους.
«Θεέ μου», είπε αναστενάζοντας η Ντέμπορα, με το πρόσωπό της κολ-
λημένο στο φθαρμένο σακάκι του.
«Ο Θεός δεν έχει καμιά σχέση μ’ αυτό». Ο Ρόμπερτ χαχάνισε και γύρισε
στο πλάι για να την κοιτάξει. Τα μάγουλά της είχαν ροδίσει και τα βλέφαρα
της ήταν βαριά απ’ το πάθος. Τα φίλησε ένα ένα.
Η Ντέμπορα τύλιξε τα χέρια της γύρω απ’ το λαιμό του και τέντωσε την
πλάτη της σαν τόξο. Δεν ήθελε να τελειώσει ποτέ αυτό. Δεν της άρεσε ό-
ταν τα βράδια ο Ρόμπερτ αποτραβιόταν μετά τον έρωτά τους σιωπηλός
και μελαγχολικός. Μακάρι να ήξερε πώς να παρατείνει αυτές τις στιγμές
οικειότητας!
«Λυπήσου με, γυναίκα!» Ο Ρόμπερτ μισοέπεσε πάνω της. «Τουλάχιστον
περίμενε να φάμε μεσημεριανό για να πάρω δυνάμεις και να πάμε στην
κάμαρά μας».
«Τι;» Η Ντέμπορα τον κοίταξε για λίγο απορημένη, αλλά αμέσως μετά
κατάλαβε ότι του είχε δώσει την εντύπωση πως του ζητούσε να ξανακά-
νουν έρωτα!
Το βλέμμα του, γεμάτο αυτάρεσκη περηφάνια, δεν είχε ίχνος τρυφερό-
τητας. Ήταν το βλέμμα που είχε ένας άντρας όταν ξελόγιαζε μια γυναίκα
στο γραφείο του.
Την μπέρδεψε και την έκανε να νιώσει φτηνή, όταν σκέφτηκε ότι για
κείνον το σμίξιμό τους δεν είχε καμιά σχέση με την αγάπη.
Η Ντέμπορα ανακάθισε, κατεβάζοντας τις φούστες της, και ο Ρόμπερτ
γύρισε ανάσκελα, με τα χέρια του ανοιγμένα στο πλάι.
«Κοίτα τι μου έκανες, γυναίκα», της είπε δήθεν απελπισμένος. «Θα ανα-
γκαστείς να με σηκώσεις και να μου συγυρίσεις τα ρούχα...»
Η Ντέμπορα παραλίγο να τον χαστουκίσει. Είχε βάλει κι εκείνος το χε-
ράκι του. Περισσότερο από την ίδια, για την ακρίβεια. Δική του ήταν η
πρόταση να πάνε στο κρεβάτι.
Γονάτισε για να του συγυρίσει τα ρούχα, αλλά ο Ρόμπερτ της έπιασε το
χέρι.
«Γιατί θύμωσες πάλι;»
«Ξέχνα το!» του πέταξε.
Η λάμψη έσβησε από τα μάτια του.
Ο Ρόμπερτ γύρισε το πλευρό του, στηρίχτηκε στο καλό του γόνατο και
έριξε το βάρος του στο χέρι του.
«Τα καταφέρνω χωρίς εσένα!» της είπε όταν η Ντέμπορα έκανε να τον
βοηθήσει.
Με μια ευλυγισία που εκείνη δε θα υποψιαζόταν ποτέ, δεδομένου ότι
εκείνος χρειαζόταν συνέχεια τη βοήθεια του Λίνεϊ, σηκώθηκε με τη δύναμη
της θέλησής του, πιάνοντας το πόδι του γραφείου και την πλάτη της κα-
ρέκλας.
«Τότε θα σε αφήσω μόνο», του είπε η Ντέμπορα, ενώ εκείνος καθόταν
στην καρέκλα πίσω απ’ το γραφείο.
«Ντέμπορα, στάσου!» τον άκουσε να λέει όταν έφτασε στην πόρτα. Γύ-
ρισε το πόμολο, αλλά θυμήθηκε καθυστερημένα ότι ο Ρόμπερτ είχε κλει-
δώσει.
«Ντέμπορα, για όνομα του Θεού...»
Η Ντέμπορα δεν άκουσε τα υπόλοιπα λόγια του. Βγήκε φουριόζα και
πήγε στα τυφλά προς τη μισάνοιχτη πόρτα της εισόδου. Βγαίνοντας, έ-
στρεψε το πρόσωπό της στον ήλιο που έλαμπε στον καθάριο γαλανό ου-
ρανό.
Όμως η εικόνα ήταν παράταιρη. Πώς ήταν τόσο ηλιόλουστη μέρα όταν
μέσα της όλα ήταν... συννεφιασμένα;
Δεν είχε σημασία. Έπρεπε να πάρει κάποια απόσταση απ’ τον άντρα που
την έκανε να λιώνει παραδομένη τη μια στιγμή και την πάγωνε με την ψυ-
χρότητά του την άλλη.
Αφήνοντας τη βεράντα, κατέβηκε τα σκαλιά για τον κήπο.
Κεφάλαιο 9

«Θα πείτε στο σύζυγό μου ότι πάω στην κάμαρά μας ν’ αναπαυτώ για
λίγο;» ζήτησε η Ντέμπορα απ’ την κυρία Φάρελ.
Είχε περπατήσει ίσως και ώρες. Τα πόδια της πονούσαν, η ψυχή της πο-
νούσε και το κεφάλι της κόντευε να σπάσει, επειδή είχε βγει χωρίς σκου-
φάκι.
Δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε απογίνει η λογική, πρακτική κοπέλα
που είχε περάσει τόσα και τόσα μετά το θάνατο του πατέρα της. Τον τε-
λευταίο καιρό, έχανε την ψυχραιμία της με το παραμικρό.
Δεν είχε καν διασχίσει το γρασίδι, όταν συνειδητοποίησε ότι για τη σκη-
νή στο γραφείο δεν έφταιγε καθόλου ο Ρόμπερτ. Η ίδια ντρεπόταν για την
ακόλαστη συμπεριφορά της και, όταν εκείνος την είχε πειράξει, του είχε
επιτεθεί ξεσπώντας πάνω του.
Στρίβοντας για τον οπωρώνα, είχε κάνει την αντιδραστική σκέψη ότι, αν
ο Ρόμπερτ της είχε ψιθυρίσει τρυφερά, καθησυχαστικά λόγια, θα μπορού-
σε να αντιμετωπίσει την κατάσταση με ψυχραιμία.
Όμως η εγγενής εντιμότητά της την είχε κάνει ν’ απορρίψει αμέσως αυ-
τή την εκδοχή. Ανοίγοντας την πόρτα του οπωρώνα, είχε συνειδητοποιή-
σει ότι ο θυμός της πήγαζε από το γεγονός ότι ήταν έτοιμη να ξεχάσει όλες
τις αρχές της επειδή τον αγαπούσε. Ό,τι κι αν της έλεγε ο Ρόμπερτ, θα ή-
ταν λάθος.
Ακόμα κι αν της ψιθύριζε τα λόγια αγάπης που η ψυχή της λαχταρούσε,
θα τον κατηγορούσε για υποκρισία.
Όχι, ο Ρόμπερτ δεν έφταιγε για τίποτα. Υπήρξε πάντα ειλικρινής μαζί
της. Εκείνη ζούσε ένα ψέμα, αφήνοντάς τον να πιστεύει ότι τον είχε πα-
ντρευτεί για να εξασφαλιστεί οικονομικά.
Η κυρία Φάρελ την κοίταξε παραξενεμένη.
«Μια και χάσατε το μεσημεριανό γεύμα, θα θέλατε να σας φέρω ένα δί-
σκο στην κάμαρα;»
«Ναι, ευχαριστώ», αποκρίθηκε η Ντέμπορα, ανοίγοντας την πόρτα των
ιδιαίτερων διαμερισμάτων τους. «Με συγχωρείτε». Διέσχισε βιαστικά το
καθιστικό, αλλά σταμάτησε στο κατώφλι της κρεβατοκάμαρας. Κάποιος
είχε μπει και είχε κλείσει τις κουρτίνες σαν να ήξερε ότι εκείνη θα επέ-
στρεφε με πονοκέφαλο.
«Πού στο διάβολο ήσουν;»
Η φωνή απ’ το κρεβάτι την έκανε να τιναχτεί έντρομη. Μέσα στο μισο-
σκόταδο, διέκρινε τον Ρόμπερτ ξαπλωμένο πάνω στα μαξιλάρια που ήταν
στοιβαγμένα στο κεφαλάρι. Έδειχνε απειλητικός.
Έφερε το χέρι της στο λαιμό της. «Περπατούσα στον κήπο», απάντησε
με πνιχτή φωνή, ενώ η καρδιά της ακόμα χτυπούσε δυνατά απ’ το σοκ
που είχε δεχτεί εξαιτίας της επιθετικότητας στη φωνή του.
Όμως γιατί να την εκπλήσσει ο θυμός του, όταν του είχε φερθεί τόσο
άσχημα;
«Ρόμπερτ», του είπε, πηγαίνοντας στα πόδια του κρεβατιού πριν του
δώσει την ευκαιρία να μιλήσει. «Με συγχωρείς που έφυγα έτσι, αφού είχα-
με... Ξέρεις...»
«Είχαμε ζευγαρώσει στον τοίχο του γραφείου μου;» τη ρώτησε εκείνος
ψυχρά.
«Σε παρακαλώ, μην το κάνεις πιο δύσκολο για μένα», τον ικέτευσε η
Ντέμπορα σφίγγοντας το σκελετό του κρεβατιού τόσο πολύ που οι αρ-
θρώσεις των δαχτύλων της άσπρισαν. «Δε μου αρέσει να μαλώνουμε συ-
νέχεια, αλλά... δεν μπορώ να... δεχτώ...»
«Την πραγματικότητα του γάμου μ’ ένα σακάτη;»
Η Ντέμπορα τον κοίταξε κεραυνοβολημένη.
«Δεν είναι αυτό! Αυτό να μην το ξανασκεφτείς ποτέ!»
Της είχε ξαναπεράσει απ’ το μυαλό η σκέψη ότι τα τραύματα του Ρό-
μπερτ δεν ήταν μόνο σωματικά. Οι πληγές ήταν βαθιές και, όπως όλοι οι
άντρες, εκείνος επιτιθόταν σε όποιον τις άγγιζε.
Τώρα αναλογίστηκε με θλίψη ότι ήταν ένοχη γι’ αυτό ακριβώς. Κάθε
φορά που καταλάβαινε πόσο λίγα σήμαινε για κείνον, η πληγωμένη περη-
φάνια της την έκανε να τα βάζει μαζί του.
Αν ήταν να συμφιλιωθούν ποτέ, ο ένας απ’ τους δυο έπρεπε να εγκατα-
λείψει την περηφάνια του και να δεχτεί στωικά τα πλήγματα που κατάφε-
ρε ο άλλος. Κι εκείνη ήξερε ότι αυτός που θα το έκανε δε θα ήταν ο Ρό-
μπερτ.
Πλησιάζοντας περισσότερο, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού.
«Η πραγματικότητα του γάμου με δυσκολεύει αρκετά», παραδέχτηκε,
και, δένοντας τα χέρια της στην ποδιά της, τον κοίταξε σοβαρά. «Μέχρι τη
γαμήλια νύχτα μας, δεν ήξερα τίποτα για τις συζυγικές σχέσεις. Ήταν μια
αποκάλυψη. Και όταν άρχισες να μιλάς γι’ αυτό...» Η Ντέμπορα πάσχισε
μάταια να βρει τα λόγια για να περιγράψει τι είχε αισθανθεί. «Η καρδιά μου
κόντευε να σπάσει», του είπε με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα, «και ξαφ-
νικά συνειδητοποίησα ότι μπορούσαμε να το ξανακάνουμε και... Έχασα τα
λογικά μου. Μετά, όταν πήγες να με πειράξεις... ένιωσα ταπεινωμένη, να
σου πω την αλήθεια. Έκανα κάτι για το οποίο... ντρέπομαι». Η φωνή της
έσπασε από έναν πνιχτό λυγμό. Πήρε μια βαθιά ανάσα για να συνεχίσει και
τον κοίταξε επικριτικά. «Άσε που μετά με κορόιδεψες».
«Δεν είχα τέτοια πρόθεση», της εξήγησε εκείνος, βάζοντας το χέρι του
πάνω στο δικό της.
«Όχι... το κατάλαβα κι εγώ περπατώντας στον οπωρώνα. Απλώς ήθελες
να παρουσιάσεις πιο ανάλαφρα τη δυσκολία που θα είχες για να σηκωθείς
απ’ το πάτωμα». Η Ντέμπορα τον κοίταξε φοβισμένη αυτή τη φορά.
«Στο μέλλον, θεωρώ καλύτερο να περιορίζουμε τις δραστηριότητες αυ-
τής της φύσης στην κρεβατοκάμαρά μας», είπε τραχιά ο Ρόμπερτ. «Θα θυ-
μάσαι ίσως ότι ήταν η πρώτη μου επιλογή. Ήθελα να σε γδύσω και να σε
πάω στο κρεβάτι για να σε κρατήσω εκεί έως ότου έρθει η ώρα να επι-
στρέψουμε στην πόλη».
Η Ντέμπορα είχε ξεχάσει τελείως το πρώτο μέρος της συζήτησής τους,
μέχρι αυτή την υπενθύμιση. Οι σκέψεις της πέταξαν πάλι στην πρότασή
του να τη γνωρίσει καλύτερα, στην περίεργη απόφανσή του ότι δε χρειά-
ζονταν ρούχα. Γιατί δεν της είχε περάσει απ’ το μυαλό τότε ότι το εννοού-
σε πονηρά;
Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε η κυρία Φάρελ με το δίσκο που της είχε
υποσχεθεί και η Ντέμπορα ανακουφίστηκε με τη διακοπή. Ένιωθε αμηχα-
νία με τον ευθύ τρόπο του Ρόμπερτ, ο οποίος μιλούσε για κάτι που για κεί-
νη ήταν πολύ λεπτό ζήτημα.
«Ορίστε», είπε η κυρία Φάρελ, αφήνοντας το δίσκο στο τραπεζάκι κάτω
απ’ το παράθυρο. «Πιείτε ένα τσαγάκι και τσιμπήστε κάτι. Θα αισθανθείτε
πολύ καλύτερα».
Η Ντέμπορα χαμογέλασε μελαγχολικά και πήγε στο τραπέζι, αφήνοντας
την οικονόμο να της σερβίρει το τσάι της.
«Κι εσείς, κύριε, αν μου επιτρέπετε, το χρειάζεστε. Ούτε που άγγιξε το
φαγητό του», ενημέρωσε την Ντέμπορα, κουνώντας θλιμμένα το κεφάλι
της. «Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, σοκαριστήκατε με τα νέα που σας μετέφερε ο
κύριος Τράβερς σήμερα».
Διστάζοντας λίγο μόνο, ο Ρόμπερτ σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι και κάθισε
με την Ντέμπορα στο τραπέζι.
Εκείνη παρατήρησε ότι το φαγητό στο δίσκο ήταν έτσι σερβιρισμένο,
που ο άντρας της θα μπορούσε να το φάει χωρίς βοήθεια. Ακόμα και η
κρύα κρεατόπιτα ήταν κομμένη σε τετραγωνάκια, οπότε δεν υπήρχε λό-
γος να καλέσουν τον Λίνεϊ για να βοηθήσει όσο θα έτρωγαν.
Η Ντέμπορα ένιωσε κάπως καλύτερα.
Αφού σιγουρεύτηκε ότι το ζευγάρι έτρωγε το ελαφρύ γεύμα του, η κυ-
ρία Φάρελ αποχώρησε.
«Είναι αποφασισμένη να μας κανακεύει», παρατήρησε ο Ρόμπερτ, δεί-
χνοντας με το κεφάλι του την πόρτα απ’ όπου είχε βγει η οικονόμος.
Αντί να του επισημάνει ότι και ο δικός του υπηρέτης δεν έκανε μόνο όσα
περιλαμβάνονταν στην περιγραφή του ρόλου του, η Ντέμπορα αποφάσι-
σε να τον ρωτήσει για κάτι που είχε ακούσει απ’ την κυρία Φάρελ και την
είχε προβληματίσει.
«Ο κύριος Τράβερς δε σου είπε ό,τι περίμενες ν’ ακούσεις; Απογοητεύτη-
κες;» Δε θα την εξέπληττε αν η περιουσία δεν ήταν ό,τι περίμενε ο Ρό-
μπερτ. Το σπίτι ήταν σχετικά μικρό και στο κτήμα καλλιεργούνταν μόνο
τα εντελώς απαραίτητα για την κουζίνα. «Με συγχωρείς», βιάστηκε να
προσθέσει, προσέχοντας την αυστηρή έκφραση του άντρα της. «Δεν ήθε-
λα να φανώ αδιάκριτη...»
«Όχι, καθόλου αδιάκριτη», αντέτεινε εκείνος κοιτώντας την έντονα. Δεν
του είχε περάσει απ’ το μυαλό ότι η Ντέμπορα δεν είχε ιδέα για το μέγεθος
της περιουσίας που θ’ άλλαζε τη ζωή τους για πάντα.
Αυτό σήμαινε ότι δεν μπορούσε πια να αποδώσει την ενθουσιώδη συμ-
μετοχή της στη σεξουαλική περιπέτεια, στο γραφείο του, στην επιθυμία
της να καλοπιάσει τον αναπάντεχα πλούσιο σύζυγό της περιμένοντας α-
νταμοιβές για την ερωτική προθυμία της.
«Δεν πρόλαβα να σου μεταφέρω τι μου είπε ο Τράβερς», την ενημέρωσε.
Αν σκεφτόταν λογικά, θα καταλάβαινε ότι, αν η εντυπωσιακή ερωτική
ελευθεριότητά της οφειλόταν στην ιδιοτέλειά της, εκείνη δε θα είχε φύγει
μετά σε τόσο απροκάλυπτα έξαλλη κατάσταση. Θα μπορούσε να φάει το
μεσημεριανό του αντί να το στριφογυρίζει στο πιάτο του κακοδιάθετος
και να αναρωτιέται γιατί είχε απογοητευτεί τόσο πολύ ανακαλύπτοντας
ότι η Ντέμπορα ήταν σαν όλες τις άλλες γυναίκες.
«Ενώ γι’ αυτό σου ζήτησα να έρθεις στο γραφείο. Όμως... αποσπαστή-
καμε».
Η Ντέμπορα χαμήλωσε τα μάτια της, κάνοντας ένα κομμάτι βουτυρω-
μένο ψωμί ανάμεσα στα δάχτυλά της μια μπάλα από ζύμη.
Ο Ρόμπερτ έβαλε στο στόμα του ένα κομμάτι κρεατόπιτα, αποδίδοντας
την κίνησή της στην ντροπή της.
Όμως στο γραφείο του, η Ντέμπορα δεν είχε δείξει καμιά ντροπή. Βια-
ζόταν να σηκώσει τις φούστες της, για να μπει εκείνος μέσα της.
Μέχρι το πρωί, τη θεωρούσε ένα ντροπαλό και αποτραβηγμένο κορίτσι.
Και η δειλή ομολογία της νωρίτερα είχε επιβεβαιώσει την υποψία του ότι
ήταν μάλλον αφελής.
Τότε τι στο καλό την είχε πιάσει; Πριν από δυο μέρες ήταν αγνή και το
πρωί είχε κοντέψει να του σκίσει την πουκαμίσα στη βιασύνη της να κολ-
λήσει πάνω στο γυμνό δέρμα του.
Της άρεσε τόσο πολύ η πρώτη ερωτική εμπειρία της που δεν έβλεπε την
ώρα να την επαναλάβει; Είχε ομολογήσει ότι είχε χάσει τα λογικά της. Με-
τά ήταν που είχε νιώσει ντροπή.
Αφού ήταν κόρη εφημέριου, είχε μεγαλώσει με αυστηρές ηθικές αρχές.
Μήπως πίστευε ότι ήταν αμαρτία να απολαμβάνει το σεξ; Αυτό ήταν το
θέμα; Όχι τα χρήματα, αλλά η ηθική; Κάτι τέτοιο θα συμφωνούσε με την
αρχική του εκτίμηση για το χαρακτήρα της γυναίκας του.
«Ντέμπορα», της είπε όσο πιο ήπια μπορούσε, «δεν είναι κακό να απο-
λαμβάνεις τη συζυγική σχέση. Δε θυμάσαι τα λόγια της γαμήλιας τελετής;
Η αποχή είναι μια αξιέπαινη κατάσταση, αλλά κάποιοι άνθρωποι έχουν
παθιασμένη φύση κι εσύ είσαι ένας απ’ αυτούς».
Η Ντέμπορα πέταξε το ζυμάρι στο πιάτο της κι ευχήθηκε να είχε το κου-
ράγιο να του πει πόσο έξω έπεφτε. Η φύση της δεν ήταν παθιασμένη. Μέ-
χρι να τον γνωρίσει, ποτέ δεν επιζητούσε την αντρική προσοχή. Θα μπο-
ρούσε να περάσει ευχαριστημένη τη ζωή της χωρίς να παντρευτεί ποτέ.
Η γνωριμία της με τον Ρόμπερτ τα είχε αλλάξει όλα. Επειδή τον είχε ε-
ρωτευτεί!
Όταν δεν ήταν μαζί του, η σκέψη του και μόνο την έκανε να ριγεί από
πόθο. Όταν τον έβλεπε, λαχταρούσε πάντα το άγγιγμά του. Και όταν εκεί-
νος την άγγιζε, δεν ένιωθε πια σαν αδιάφορη γεροντοκόρη που δε θα της
έριχνε κανείς δεύτερη ματιά.
Τότε γινόταν η γυναίκα του λοχαγού Φόλεϊ κι η καρδιά της χτυπούσε με
τόσο πάθος, που τα επισκίαζε όλα εκτός απ’ την επίμονη απαίτηση του
κορμιού της να σμίξει μαζί του για να γίνουν ένα.
Όμως εκείνος δεν ήθελε να συζητούν για συναισθήματα. Έβρισκε αυτές
τις συζητήσεις «ρομαντικές αηδίες»!
Η Ντέμπορα γύρισε και κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο χωρίς να βλέπει.
«Δε χρειάζεται να ντρέπεσαι γι’ αυτό που είσαι», επέμεινε εκείνος. «Εγώ,
τουλάχιστον, χαίρομαι πολύ γι’ αυτό που είσαι».
Η Ντέμπορα σοκαρίστηκε όταν ένιωσε να ριγεί από ευχαρίστηση.
Ο Ρόμπερτ άπλωσε το χέρι του πάνω στο τραπέζι, της ανασήκωσε το
πιγούνι και της γύρισε το πρόσωπο προς το μέρος του. Κοιτώντας τη βα-
θιά στα μάτια, της είπε: «Ξέρεις πώς ένιωσα όταν έσφιξες την πλάτη μου
για να κάνω πιο γρήγορα καθώς σου σήκωνα τις φούστες;»
«Ρόμπερτ, σε παρακαλώ, μη...» Πώς ήταν δυνατόν να του άρεσε η ιδέα
χωρίς να ξέρει ότι εκείνη τον αγαπούσε; Η Ντέμπορα έκανε να γυρίσει το
κεφάλι της, αλλά το χέρι του έσφιξε το πιγούνι της.
«Όχι, Ντέμπορα, είναι πολύ αργά για να υποκριθείς ότι δεν απολαμβά-
νεις τις ιδιαίτερες στιγμές μας. Και γιατί να υποκριθείς άλλωστε;» Το χέρι
του χαλάρωσε στο πρόσωπό της. «Είμαστε παντρεμένοι. Δεν περίμενα
ποτέ», συνέχισε χαϊδεύοντας το πρόσωπό της τρυφερά τώρα που εκείνη
είχε πάψει να αντιστέκεται, «ότι θα μπορούσα...»
Ο Ρόμπερτ έκανε μια παύση πριν ομολογήσει το φόβο του πως δε θα έ-
νιωθε ποτέ ξανά άντρας. Είχε δεχτεί το γεγονός ότι, ακόμα κι αν ξανάβρι-
σκε ποτέ τις φυσικές ορμές του, οι επαφές του θα ήταν ζωώδεις, σύντο-
μες, επί χρήμασι, περιορισμένες σε σκοτεινά χαμαιτυπεία.
Ούτε που είχε ονειρευτεί ποτέ ότι θα του φιλούσε το πρόσωπο αυτή η
όμορφη γυναίκα, σαν να μην τον έβρισκε απωθητικό, προσφέροντάς του
και αντλώντας από κείνον ηδονή. Γι’ αυτό, συνειδητοποίησε ξαφνικά, ή-
ταν τόσο απογοητευμένος με τη σκέψη ότι το κίνητρό της, ίσως και για μια
υποκριτική ανταπόκριση στο κρεβάτι ακόμα, ήταν η παραδοπιστία της.
Ο Ρόμπερτ κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του. Είχε γνωρίσει αυτή τη
γυναίκα πριν από μερικές εβδομάδες και είχαν κάνει έρωτα πριν από μερι-
κές μέρες. Δε θα ξεγύμνωνε την ψυχή του, ενώ δεν είχε ιδέα για τα κίνητρά
της.
Έτσι, έσκυψε και τη φίλησε.
Για μια στιγμή, η Ντέμπορα αναρωτήθηκε αν έπρεπε να αντισταθεί.
Όμως ήταν ο επιθανάτιος ρόγχος της περηφάνιας της.
Ο Ρόμπερτ την ήθελε και, ακόμα κι αν η επιθυμία του ήταν μόνο σαρκι-
κή, ακόμα κι αν έμενε για πάντα σ’ αυτό το επίπεδο, δε θα τον αρνιόταν.
Άλλωστε τον ήθελε κι εκείνη. Θα ήταν υποκρίτρια αν υποστήριζε ή έδειχνε
το αντίθετο, ενώ με το παραμικρό άγγιγμα των χειλιών του στα δικά της
την κυρίευε ο πόθος.
Αναστέναξε μέσα στο στόμα του και τύλιξε τα χέρια της γύρω απ’ το
λαιμό του. Ο Ρόμπερτ δε χρειαζόταν άλλη ενθάρρυνση. Σηκώθηκε και την
τράβηξε απ’ την καρέκλα της, κολλώντας την πάνω του και διερωτώμενος
αν μετά το πρωινό επεισόδιο η συνείδησή της θα την έκανε ν’ αντισταθεί
στις ορμές της.
Όμως εκείνη, αντί ν’ αντισταθεί, πίεσε το κορμί της πάνω του ξέπνοη.
«Στο κρεβάτι», της είπε ανάμεσα στα φιλιά, σηκώνοντας ελάχιστα το
στόμα του γι’ αυτές τις δυο λέξεις καθώς προχωρούσαν.
Τα γόνατά της άγγιξαν την άκρη του στρώματος και οι δυο τους έπεσαν
μαζί, με τα άκρα τους πλεγμένα άγαρμπα.
Αποφασισμένη να σκεφτεί μόνο τις ανάγκες του, η Ντέμπορα τον ρώ-
τησε: «Δε χρειάζεσαι τον Λίνεϊ;»
«Αργότερα», μουρμούρισε τραχιά εκείνος, τραβώντας τις δαντέλες του
φορέματος της και κατεβάζοντας το μπούστο. «Πολύ αργότερα». Χαμή-
λωσε το κεφάλι του και πήρε στο στόμα του το στήθος της πάνω απ’ την
καμιζόλα της.
«Αυτά τα κουμπιά δε θα σε έκοβαν αν τα άνοιγες», της είπε. Η Ντέμπορα
ενθουσιάστηκε, ακούγοντας την πρόσκλησή του να του ξεκουμπώσει το
σακάκι. Γονάτισε στο κρεβάτι, όπου είχε καθίσει εκείνος για να τη διευκο-
λύνει. Δε θα ήταν δύσκολο να του βγάλει τα μανίκια αφού ο Ρόμπερτ δε
φορούσε το τεχνητό χέρι στο σπίτι, αλλά τα χείλη του ήταν κολλημένα
στο λαιμό της.
«Τώρα την πουκαμίσα σου;» τον ρώτησε, διστάζοντας να προχωρήσει
χωρίς τη δική του συμφωνία.
Όταν θα τον είχε αφήσει γυμνόστηθο, ο Ρόμπερτ δε θα μπορούσε να
κρύψει το σημάδι στο αριστερό μέρος του στέρνου του.
Όταν της έγνεψε καταφατικά, η Ντέμπορα ένιωσε συγκινημένη που της
επέτρεπε να κάνει κάτι τόσο προσωπικό. Ήταν απλό να λύσει το πουκά-
μισο και να του το περάσει πάνω απ’ το κεφάλι, αλλά, επειδή έτρεμε μή-
πως έχανε την εμπιστοσύνη του αυτή την κρίσιμη στιγμή, φρόντισε να μην
κοιτάζει το αριστερό χέρι του και τον φίλησε στο στόμα, πετώντας την
πουκαμίσα στο πάτωμα.
Ελεύθερος απ’ το εμπόδιο των ρούχων, ο Ρόμπερτ τη γύρισε από κάτω
του, ξαναπαίρνοντας τα ηνία. Δαγκώνοντας τη λαιμόκοψη της καμιζόλας
της, τράβηξε το ύφασμα και το έσκισε στο σημείο του στήθους. Ίσως να
της έσκιζε τα ρούχα, επειδή δεν μπορούσε ν’ ανοίξει τα κουμπώματα, αλ-
λά ήταν διεγερτικό!
Η Ντέμπορα στριφογύριζε από κάτω του, με τα χέρια της, στην πλάτη
του, ενώ η γλώσσα, τα δόντια και τα χείλη του γεύονταν κάθε πόντο της.
Τα πόδια της ήταν παγιδευμένα στις φούστες της κι εκείνη ήθελε ν’ α-
νοίξει τους μηρούς της για να τον νιώσει ανάμεσά τους. Σαν να είχε μα-
ντέψει τη σκέψη της, εκείνος έλυσε την κοινή δυσκολία τους, σκίζοντας τη
λεπτή μουσελίνα απ’ τον αστράγαλο μέχρι τη μέση της.
Για μια στιγμή, η Ντέμπορα στενοχωρήθηκε που θα έχανε το μοναδικό
φόρεμά της, αλλά θυμήθηκε τη δεδηλωμένη πρόθεσή του να την κρατήσει
γυμνή στο κρεβάτι του για ένα αόριστο χρονικό διάστημα και ο πόθος της
εξανέμισε κάθε πρακτικό προβληματισμό.
Ο Ρόμπερτ δεν μπορούσε να βγάλει το παντελόνι του. Όταν εκείνη είχε
μπει στο δωμάτιο, ήταν ξαπλωμένος με όλα του τα ρούχα στο κρεβάτι.
Τώρα, ενώ αφαιρούσαν μανιασμένα τα τελευταία ρούχα που τους εμπόδι-
ζαν, της πέρασε φευγαλέα η σκέψη απ’ το μυαλό ότι οι μπότες του θα λέ-
ρωναν το κάλυμμα.
Όμως, όταν έσμιξαν, απ’ το μυαλό της πέταξε κάθε λογική σκέψη. Τον
αγαπούσε. Πόσο τον αγαπούσε... Και η αίσθηση του κορμιού του μέσα στο
δικό της, η αγκαλιά του και ο πόθος του έριξαν λάδι στη φωτιά του δικού
της πάθους.
Μετά, ενώ ήταν ξαπλωμένοι ο ένας δίπλα στον άλλον, ανάμεσα στα κα-
τεστραμμένα ρούχα τους, οι φόβοι και οι αμφιβολίες τρύπωσαν πάλι στο
μυαλό της. Μ’ ένα του φιλί, έχανε το μυαλό της. Πώς θα εξηγούσε στην
κυρία Φάρελ το βερνίκι απ’ τις μπότες του πάνω στο ωραίο λευκό κάλυμ-
μα;
Και η αλήθεια ήταν ότι χρειαζόταν ρούχα. Μπορούσε να δανειστεί μια
πουκαμίσα του άντρα της, σκέφτηκε, δαγκώνοντας τα χείλη της. Ή να
στείλει μια καμαριέρα να φέρει ένα απ’ τα άχαρα φορέματα της δεσποινί-
δας Λάμπτον για τις ώρες που θα έπρεπε να περνά εκτός της κρεβατοκά-
μαρας...
«Σταμάτα», είπε τραχιά ο Ρόμπερτ.
«Τι να σταματήσω;»
«Να σκέφτεσαι. Έχεις τεντωθεί σαν ελατήριο απ’ την αγωνία».
Την έσφιξε πάνω του, φιλώντας την κορυφή του κεφαλιού της.
Στην ευχή το κάλυμμα, σκέφτηκε η Ντέμπορα, κουρνιάζοντας πάνω
του, με το χέρι της γύρω απ’ τη μέση του. Στην ευχή και οι υπηρέτες. Ας πί-
στευαν ό,τι ήθελαν.
Όσο με θέλει ο Ρόμπερτ στο κρεβάτι του, θα μ ’ έχει.
Και μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη, αποκοιμήθηκε γαλήνια.
Ο Ρόμπερτ άλλαξε λίγο θέση για να την κοιτάξει. Το κεφάλι της ήταν
ακουμπισμένο στον τραυματισμένο ώμο του και τα μαλλιά της ήταν χυμέ-
να στο μπράτσο του ακρωτηριασμένου χεριού του σαν σεντόνι από απαλό
μετάξι.
Η καρδιά του σκίρτησε με την εικόνα της. Είχε μια λαμπερή τελειότητα,
έτσι κουλουριασμένη με τόση εμπιστοσύνη στο ταλαιπωρημένο κορμί
του.
Δεν ήταν τρυφερότητα αυτό.
Δεν ήταν!
Ήταν η θέρμη που πλημμύριζε καμιά φορά έναν άντρα ύστερα από μια
ικανοποιητική σεξουαλική επαφή. Και ήταν φυσικό να νιώθει ικανοποιη-
μένος με την εξέλιξη των πραγμάτων. Φοβόταν ότι δε θα ξανάβλεπε μια
πρόθυμη γυναίκα στο κρεβάτι του.
Η Ντέμπορα όχι μόνο ήταν πρόθυμη, αλλά και τον διέγειρε σε σημείο
που έκαναν έρωτα δυο φορές τη μέρα!
Λογικό ήταν να νιώθει μια θέρμη όταν την κοιτούσε κοιμισμένη στην
αγκαλιά του.
Του είχε προσφέρει τόσα πράγματα για να είναι ευγνώμων.
***
Κατά τη διάρκεια των δυο επόμενων εβδομάδων, ο Ρόμπερτ σιγουρεύ-
τηκε ότι η πρόταση γάμου που είχε κάνει στην Ντέμπορα ήταν εμπνευ-
σμένη ιδέα. Εκείνη είχε χωνέψει τα λόγια του, ότι η απόλαυση του συζυγι-
κού σεξ δεν ήταν αμαρτία. Παρ’ ότι δεν έκανε ποτέ την πρώτη κίνηση, πά-
ντα ανταποκρινόταν με μεγάλη προθυμία στις δικές του πρωτοβουλίες.
Κάποια φορά, μάλιστα, τον είχε κάνει να γελάσει, γέρνοντας το κεφάλι
της στο πλάι και χτυπώντας σκεφτική το δάχτυλό της στο πιγούνι της πριν
του πει: «Πάλι καλά που είμαι τόσο πρακτική και δε μ’ ενδιαφέρει η τύχη
των ρούχων μου».
Παρ’ όλο που ο Ρόμπερτ είχε ανακοινώσει ότι θα περιόριζαν τις ερωτι-
κές περιπτύξεις τους στην κάμαρά τους, σύντομα ανακάλυψε ότι μπορού-
σαν να κάνουν παντού έρωτα, παρά την αναπηρία του, αν το έβαζε εκείνη
στο νου της.
Ήταν ένα θαύμα.
Την κοίταξε απέναντι του στην τραπεζαρία, θαυμάζοντας τις ανταύγειες
που τόνιζε το φως των κεριών στα μαλλιά της και αναρωτήθηκε πώς υ-
πήρχε πριν εμφανιστεί στη ζωή του εκείνη.
Η σκέψη ήταν σαν κουβάς με παγωμένο νερό. Σκόπευε να περάσει μόνο
μια εβδομάδα το πολύ στο Ντόβκοτ ώστε να κλείσει τα νομικά ζητήματα
και να επιθεωρήσει την περιουσία του. Η φιλοδοξία του ήταν να επιστρέ-
φει στο Λονδίνο για να επιδείξει τον πλούτο του στον Πέρσι Λάμπτον.
Όμως η Ντέμπορα είχε ανατρέψει τα σχέδιά του. Είχε περάσει πάνω από
ένα δεκαπενθήμερο και το μόνο που είχε κάνει εκείνος ήταν να διαπιστώ-
σει ότι ένας ανάπηρος μπορούσε να κάνει παντού έρωτα αν η σύντροφός
του ήταν αρκετά αποφασισμένη.
Αφήνοντας με δύναμη το ποτήρι του κρασιού του στο τραπέζι, την κοί-
ταξε αυστηρά.
«Αρκετά χαριεντιστήκαμε εδώ! Αύριο πρέπει να επιστρέψουμε στο Λον-
δίνο».
Το βλοσυρό ύφος του και ο κοφτός τόνος του προσγείωσαν την Ντέ-
μπορα ανώμαλα στην πραγματικότητα. Ξαφνικά, της έγινε σαφές ότι είχε
επιτρέψει στον εαυτό της να ελπίζει πως η έντονη ερωτική ζωή τους τον
τελευταίο καιρό σήμαινε και μια αλλαγή στα αισθήματά του απέναντι της.
Όμως η λέξη «χαριεντιστήκαμε» ήταν σαν πάγος στα πρώιμα, εύθραυ-
στα μπουμπούκια των ελπίδων της που είχαν ανοίξει στην ασυνήθιστη ζέ-
στη κάποιων χειμωνιάτικων ημερών. Ένας άντρας «χαριεντιζόταν» με την
υπηρέτρια. Όχι με τη δική τους Μέι, βέβαια, γιατί, αν ένας άντρας επιχει-
ρούσε αυτή τη βλακεία μαζί της, θα κατέληγε μ’ ένα τηγάνι στο κεφάλι για
την αναίδειά του.
Η Ντέμπορα κοίταξε το πιάτο της, πιέζοντας τον εαυτό της να κόψει το
ψητό περιστέρι σαν να μην είχε γκρεμιστεί κάθε όνειρο ευτυχίας με το
σχόλιό του.
Βουτώντας προσεκτικά το κρέας στη σάλτσα, το έφερε στο στόμα της
και το μάσησε αργά, προσπαθώντας να βρει μια απάντηση που δε θα την
έκανε ν’ ακουστεί σαν κακομαθημένο παιδί.
Ο Ρόμπερτ δεν της είχε υποσχεθεί ποτέ την αγάπη του. Θα ήταν ανοησία
εκ μέρους της να τον απομακρύνει παραπονούμενη ότι την πλήγωνε, υπο-
τιμώντας τη σχέση τους σαν να ήταν μόνο σαρκική. Άλλωστε αυτό ακρι-
βώς ήταν.
Εκείνη πάντως θα φύλαγε για πάντα στην καρδιά της τις αναμνήσεις
των δυο εβδομάδων που είχαν περάσει στο Ντόβκοτ. Ζούσαν σαν κανονι-
κοί εραστές, ανίκανοι να πάρουν τα χέρια τους ο ένας απ’ τον άλλον. Παρ’
ότι δε σήμαινε τίποτα ιδιαίτερο για τον άντρα της, για κείνη ήταν περίοδος
του μέλιτος. Δε θα επέτρεπε σε οργισμένα λόγια και μικρόψυχες κατηγο-
ρίες ν’ αμαυρώσουν αυτές τις μαγικές στιγμές.
«Θα χαρώ να ξαναδώ τη μητέρα μου», κατάφερε να του πει τελικά. «Α-
νησυχώ λίγο που δεν έχω λάβει καμία επιστολή απ’ την ίδια ή τη Σουζάνα.
Δεν μπορεί να μην έχουν τη διεύθυνση», συνέχισε, «αφού έστειλαν τα
πράγματά μου».
Οι αρχικοί φόβοι της ότι θα αναγκαζόταν να κυκλοφορεί στο σπίτι με
πουκαμίσες του άντρα της είχαν αποδειχτεί αβάσιμοι. Μια μέρα αφότου
είχαν καταστρέψει το ολόλευκο κάλυμμα της Γιουφέμια Λάμπτον, είχε
εμφανιστεί ένας μεταφορέας στο κατώφλι τους με τα πράγματά της.
Ο λοχαγός Φόλεϊ έσμιξε περισσότερο τα φρύδια του. Υποψιαζόταν ότι,
αν ο Λάμπτον δεν είχε αλλάξει, θα είχε παρατήσει τη δεσποινίδα Χάλ-
γουορθι τη στιγμή που θα είχε μάθει για το γάμο του με την Ντέμπορα,
αφήνοντάς την έκθετη σε κακεντρεχή σχόλια. Η κυρία Γκίλις προφανώς
δεν ήθελε να χαλάσει το μήνα του μέλιτος της κόρης της με μια τέτοια εί-
δηση. Το περίεργο ήταν ότι η δεσποινίς Χάλγουορθι δεν είχε γράψει στη
φίλη της για το πάθημά της.
«Μάλλον θα είχαν τους λόγους τους».
«Σύντομα θα τις δω και θα μιλήσουμε, κάτι που είναι πολύ καλύτερο
από οποιαδήποτε επιστολή».
Η Ντέμπορα σκέφτηκε ότι ένιωθε καλύτερα μιλώντας για τη μητέρα και
τη φίλη της. Θα χαιρόταν πολύ να τις ξαναδεί. Ίσως η μητέρα της να τη
συμβούλευε όταν θα την άκουγε να της μιλάει εκ βαθέων, βοηθώντας τη
να χειριστεί καλύτερα αυτό τον άνισο γάμο.
«Θα προτιμούσα να ξεκινήσουμε νωρίς», δήλωσε ο Ρόμπερτ κοιτώντας
την προκλητικά.
Περίμενε από κείνη να φέρει αντιρρήσεις, να παραπονεθεί ότι την ειδο-
ποιούσε τελευταία στιγμή, μη δίνοντάς της αρκετό χρόνο να μαζέψει τα
πράγματά της. Αφήνοντας την πετσέτα της δίπλα στο πιάτο, η Ντέμπορα
σηκώθηκε μ’ ένα θλιμμένο χαμόγελο.
«Τότε είναι καλύτερα ν’ αποσυρθούμε νωρίς».
Η τελευταία νύχτα τους στο σπίτι όπου υπήρξε τόσο ευτυχισμένη. Την
επομένη, θα επέστρεφαν στο Λονδίνο κι εκείνη είχε ένα άσχημο προαί-
σθημα ότι θα επέστρεφαν στην πραγματικότητα.
Στο Λονδίνο, θα ανακάλυπτε τι σήμαινε για τον άντρα της ο γάμος μαζί
της.
Εκτός αν δε σήμαινε τίποτα απολύτως.
***
Η άμαξά τους σταμάτησε μπροστά στο Γουόλτον Χάουζ αργά το επόμε-
νο απόγευμα.
«Θα μείνουμε στα διαμερίσματα που μου είχε παραχωρήσει ο αδερφός
μου», της είχε εξηγήσει ο Ρόμπερτ στο ταξίδι απ’ το Μπέρκσαϊρ. «Παρ’ ότι
θα ήθελα ν’ αρχίσουμε αμέσως να ψάχνουμε για δικό μας σπίτι. Έχεις κα-
μιά προτίμηση;»
«Εγώ;» Η Ντέμπορα είχε ξαφνιαστεί όταν ο άντρας της είχε ζητήσει τη
γνώμη της, επειδή υπέθετε ότι θα έκανε του κεφαλιού του, αγνοώντας τις
αντιρρήσεις που πιθανόν να είχε εκείνη.
«Ναι, εσύ. Θα είναι και δικό σου σπίτι. Μην ξεχνάς ότι τα χρήματα δεν εί-
ναι πλέον θέμα. Η Γιουφέμια Λάμπτον μου έχει αφήσει μια τεράστια πε-
ριουσία». Ο Ρόμπερτ συνοφρυώθηκε, καθώς θυμήθηκε ότι δεν είχαν κάνει
καμιά σοβαρή συζήτηση. Όποτε ήταν μόνοι, η συζήτηση ήταν το τελευ-
ταίο πράγμα στο μυαλό τους.
Δεν είχε ιδέα τι συνέβαινε στο μυαλό πίσω απ’ τα λάγνα καστανά μάτια
της, όπως δεν είχε απ’ την πρώτη μέρα του γάμου τους. Η Ντέμπορα τον
συνάρπαζε, τον θάμπωνε και τον διέγειρε με την ενεργή συμμετοχή της
στον έρωτα. Σωματικά, ναι, ήταν δεμένοι, όσο ήταν δυνατόν να δεθούν
δυο άνθρωποι.
Στην πραγματικότητα, όμως, δεν την ήξερε.
«Η περιουσία μου είναι σε μορφή τίτλων σε διάφορες επιχειρήσεις.
Μπορείς να διαλέξεις ένα σπίτι σε όσο ακριβή γειτονιά θέλεις».
«Δεν... το είχα σκεφτεί», ομολόγησε η Ντέμπορα.
Ο Ρόμπερτ την κοίταξε βλοσυρά, σαν να είχε αγανακτήσει με τα λόγια
της, αλλά περιορίστηκε να πει: «Ίσως να προσλάβουμε ένα μεσίτη για να
μας ενημερώσει σχετικά με την κτηματαγορά, πριν λάβουμε οποιαδήποτε
απόφαση».
«Πολύ καλά».
«Στο μεταξύ, θ’ ανοίξεις λογαριασμούς σε μοδίστρες, κοπελούδες και
όπου αλλού θέλεις. Η λαίδη Γουόλτον θα σε καθοδηγήσει μετά χαράς, εί-
μαι βέβαιος. Είναι πάντα ντυμένη στην τρίχα».
Αντίθετα από μένα, αναλογίστηκε η Ντέμπορα, πασχίζοντας να πνίξει
τον πόνο της. Κάποτε ο Ρόμπερτ της είχε πει ότι την ήθελε πολύ περιποιη-
μένη. Σαν τη λαίδη Γουόλτον. Η αγαπητή του φίλη, σκέφτηκε, σφίγγοντας
τα χείλη της ενοχλημένη. Σ’ αυτήν εκμυστηρευόταν τα πάντα, ενώ στη γυ-
ναίκα του δεν έλεγε λέξη. Δεν την εμπιστευόταν καν για την αγορά της ί-
διας της γκαρνταρόμπας της και, σαν να μην έφτανε αυτό, της της γκαρ-
νταρόμπας της και, σαν να μην έφτανε αυτό, της φόρτωνε και μια επιτη-
ρήτρια για να σιγουρευτεί ότι εκείνη δε θα έδειχνε πια επαρχιώτισσα.
Ένας εντυπωσιακός υπηρέτης με λιβρέα σε ασημί και γαλάζιο χρώμα
υποκλίθηκε στην είσοδο όταν ο Λίνεϊ χτύπησε την πόρτα.
Ο Ρόμπερτ διέσχισε το χολ ανοίγοντας την πόρτα και γύρισε για να πει:
«Αν δε σε ικανοποιεί η διαμονή σου εδώ, μη μου παραπονεθείς. Θα μεί-
νουμε μόνο μέχρι να επιλέξεις το καινούριο σου σπίτι». Και μ’ αυτά τα λό-
για την άφησε σαστισμένη στο χολ.
Προς μεγάλη έκπληξη της Ντέμπορα, αυτός που έσπευσε να τη σώσει
ήταν ο Λίνεϊ.
«Μη δίνετε σημασία, κυρία. Κάνει έτσι όταν πονάει το πόδι του, κάτι που
συμβαίνει πάντα στα μεγάλα ταξίδια. Τώρα που έχει τόσα χρήματα, ελπί-
ζω να τον πείσετε ν’ αγοράσει πρώτα μια άμαξα με καλές αναρτήσεις για
να σταματήσει να νοικιάζει σακαράκες».
«Σ’ ευχαριστώ, Λίνεϊ», είπε η Ντέμπορα, παρ’ ότι δεν ήξερε γιατί ο υπη-
ρέτης τη θεωρούσε ικανή ν’ ασκήσει οποιαδήποτε επιρροή στο δύστροπο
άντρα της.
Διέσχισε το χολ και κοντοστάθηκε στο κατώφλι των διαμερισμάτων
του άντρα της για να μάθει το λόγο της προειδοποίησής του.
Το καθιστικό ήταν πολύ αντρικό, έπρεπε να ομολογήσει, με μεγάλους
δερμάτινους καναπέδες και πολυθρόνες σ’ ένα πάτωμα αγυάλιστο για πο-
λύ καιρό. Ο Ρόμπερτ είχε ξαπλώσει σ’ έναν απ’ τους καναπέδες γύρω απ’
το σβηστό τζάκι, κρατώντας ήδη στο χέρι του ένα κρυστάλλινο ποτήρι με
ποτό. Η εικόνα επιβεβαίωνε την υπόθεση του Λίνεϊ.
«Από δω είναι η κρεβατοκάμαρα, κυρία», είπε ο Λίνεϊ, ανοίγοντας μια
πόρτα δεξιά απ’ το τζάκι.
Η Ντέμπορα έριξε μια ματιά μέσα και βρήκε ένα εξίσου αντρικό δωμά-
τιο, μ’ ένα γερό κρεβάτι από ξύλο βελανιδιάς, βαριά έπιπλα και γυμνό ξύ-
λινο πάτωμα. Ο νιπτήρας, παρατήρησε με κάποια δυσφορία, ήταν τοπο-
θετημένος δίπλα στην ντουλάπα. Πράγμα που σήμαινε ότι δε θα μπορού-
σε να κάνει την τουαλέτα της με την άνεσή της, εκτός αν έδιωχνε τον ά-
ντρα της απ’ το κρεβάτι του κάθε πρωί. Τα πρακτικά ζητήματα, όπως τα
είχε χαρακτηρίσει ο Ρόμπερτ, θα ήταν λίγο δύσκολο να διευθετηθούν. Κά-
τω απ’ το κρεβάτι, υπήρχε ένα τροχήλατο ράντσο, στο οποίο κοιμόταν ο
Λίνεϊ.
Ο υπηρέτης το κοίταξε καλά καλά κι ύστερα έσκυψε προς το μέρος της
και της ψιθύρισε: «Θα εγκατασταθώ στα δωμάτια υπηρεσίας, κυρία. Δε με
χρειάζεται όπως παλαιότερα, αφού έχει εσάς τώρα. Και αν συναντήσετε
δυσκολίες, το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να με καλέσετε με το κου-
δουνάκι. Θα έρθω στο λεπτό... Αυτή η πόρτα οδηγεί στην πίσω αυλή», συ-
νέχισε με πιο δυνατή φωνή, δείχνοντας την πόρτα στην αντικρινή γωνιά
του καθιστικού.
«Η σύζυγός μου θα χρησιμοποιεί την κεντρική είσοδο του σπιτιού και δε
θα μπαινοβγαίνει απ’ την πίσω πόρτα σαν τον κλέφτη», φώναξε τραχιά ο
Ρόμπερτ απ’ τον καναπέ.
«Δηλαδή υπήρχαν γυναίκες που μπαινόβγαιναν απ’ αυτή την πόρτα;»
ρώτησε η Ντέμπορα καθώς καθόταν στον καναπέ απέναντι απ’ τον άντρα
της, βγάζοντας τα γάντια της. Αν δεν κατάφερνε να κάνει πιο ανάλαφρη
την ατμόσφαιρα, φοβόταν ότι θα ξεσπούσε σε δάκρυα.
«Μια δυο», απάντησε ξερά εκείνος, πίνοντας το υπόλοιπο ποτό του
προτού ρίξει πίσω το κεφάλι του, αν και συνέχισε να την κοιτάζει στα μά-
τια.
«Πρέπει να είχες πολύ ενδιαφέρουσα ζωή πριν με παντρευτείς. Ελπίζω
να μη σου τη χάλασα».
«Καλύτερα να κλειδώνουμε την πόρτα τώρα που θα μένεις εδώ», είπε ο
Ρόμπερτ, αγνοώντας την προσπάθειά της να κάνει χιούμορ. «Λίνεϊ, φρό-
ντισε να περνάνε όλοι απ’ την κεντρική είσοδο».
Η Ντέμπορα έβγαλε το καπελίνο της και το άφησε στο μαξιλάρι δίπλα
της.
«Να σας φέρω κάτι να πιείτε;» ρώτησε ο Λίνεϊ.
Ενώ ο Λίνεϊ έπαιζε το ρόλο του οικοδεσπότη, ο άντρας της έμεινε ξα-
πλωμένος, κοιτώντας τη βλοσυρά.
«Ναι, ευχαριστώ. Τι υπάρχει;»
«Στο ισόγειο υπάρχουν μόνο αλκοολούχα και μπίρα. Όμως υποθέτω ότι
το προσωπικό του κόμη Γουόλτον θα μπορούσε να σας ετοιμάσει ένα
τσάι».
«Ναι, Λίνεϊ, σ’ ευχαριστώ. Θα ήταν ό,τι πρέπει».
Ο Λίνεϊ υποκλίθηκε χαμογελώντας ευγενικά και βγήκε απ’ το καθιστικό.
Η Ντέμπορα έπαιξε με τις κορδέλες του καπελίνου της, διερωτώμενη αν
υπήρχε κάποιο ανώδυνο θέμα που μπορούσαν να συζητήσουν χωρίς να
της τα ψάλει πάλι ο άντρας της.
«Λοιπόν;» της πέταξε εκείνος. «Μπορείς να ζήσεις σε διαμερίσματα με
δυο δωμάτια που έχουν διαρρυθμιστεί ειδικά για να διευκολύνουν τη ζωή
ενός σακάτη;»
Τότε κατάλαβε η Ντέμπορα γιατί το πάτωμα ήταν γυμνό και αγυάλιστο.
Επειδή στα χαλιά και στις ολισθηρές επιφάνειες ο Ρόμπερτ θα κινδύνευε
ενώ μάθαινε να περπατά πρώτα με την πατερίτσα και μετά με το τεχνητό
μέλος. Είχε εγκατασταθεί στο ισόγειο για να μην ανεβοκατεβαίνει σκάλες.
Και προφανώς η αυλή ήταν στο ίδιο επίπεδο με τα διαμερίσματα.
Για πρώτη φορά, πρόσεξε ότι στο χώρο δεν υπήρχαν μικρά τραπεζάκια,
αλλά ένα μεγάλο γραφείο μόνο, κάτω απ’ το παράθυρο, με δυο καρέκλες
για να εξυπηρετεί και ως τραπεζαρία. Η Ντέμπορα θυμήθηκε την κουπα-
στή δίπλα στο κρεβάτι, εκεί που κανονικά θα έπρεπε να υπήρχε ένα κομο-
δίνο, και τα φαρδιά σκαλιά που θα τον διευκόλυναν να ξαπλώνει και να
σηκώνεται. Κάθε αντικείμενο ξεχωριστά δεν ήταν τίποτα ιδιαίτερο, αλλά
το σύνολο παρέπεμπε ευθέως στην αναπηρία του.
Και ο Ρόμπερτ αισθανόταν άσχημα που εκείνη τα είχε δει όλα αυτά.
«Είναι σαν όλα τα εργένικα διαμερίσματα, υποθέτω», είπε η Ντέμπορα,
ανασηκώνοντας λίγο τους ώμους της. «Γιατί να μ’ ενοχλεί κάτι; Στο κάτω
κάτω της γραφής...» Τον κοίταξε ναζιάρικα. «... δεν άκουσα εσένα να πα-
ραπονιέσαι ποτέ για τους θηλυκούς φραμπαλάδες που δέσποζαν στη δια-
κόσμηση του Ντόβκοτ».
«Χμμ...» Ο Ρόμπερτ την κοίταξε καχύποπτα. «Έχεις ένα ταλέντο στο να
βλέπεις τη θετική πλευρά των πραγμάτων». Έσφιξε τα χείλη του. «Αν είχες
γίνει δασκάλα, θα έβρισκες κάποιο εδάφιο απ’ τις Γραφές για να εγκαρ-
διώνεσαι τις δύσκολες μέρες».
Η Ντέμπορα στενοχωρήθηκε, ακούγοντας την πικρία στον τόνο του. Και
η ανακούφισή της ήταν μεγάλη όταν ο Λίνεϊ επέτρεψε, επειδή την απάλ-
λαξε απ’ την υποχρέωση να απαντήσει.
«Η λαίδη Γουόλτον έμαθε ότι επιστρέψατε και ρωτά αν θα θέλατε να της
κάνετε συντροφιά στο καθιστικό της. Θέλει να συζητήσετε για το χορό».
«Ποιο χορό;» ρώτησε η Ντέμπορα.
«Να πάρει η οργή!» βλαστήμησε ο Ρόμπερτ. «Είχα ξεχάσει τον αναθεμα-
τισμένο χορό». Ανακάθισε και έτριψε κουρασμένα το πρόσωπό του.
Πώς είχε ξεχάσει το χορό που θα έδινε στο Γουόλτον Χάουζ; Ήταν μέρος
του σχεδίου του να τρίψει στη μούρη του Πέρσι Λάμπτον το θρίαμβό του.
Και ο αδερφός του δεν έβλεπε την ώρα να βοηθήσει.
«Θα είναι μια δημόσια επίδειξη της οικογενειακής αλληλεγγύης», είχε πει
ο Τσαρλς. «Ένας τρόπος να βάλουμε τέλος στις μοχθηρές φήμες σχετικά
με τη γέννησή σου, αν και δεν κατανοώ πώς εξακολουθούν να κυκλοφο-
ρούν τόσο καιρό. Όποιος έχει μπει στην αίθουσα με τα πορτρέτα του Γου-
άικ μπορεί να δει αμέσως ότι εσύ είσαι περισσότερο από μένα ένας Φόλεϊ!»
«Υποθέτω ότι ο τρόπος με τον οποίο παντρεύτηκα θα προ- καλέσει πε-
ρισσότερα κουτσομπολιά απ’ όσα θα σταματήσουν μ’ ένα χορό», είχε α-
ντιτείνει ο Ρόμπερτ.
Ο κόμης είχε χαμογελάσει παγερά. «Όμως θα ξεχωρίσουν τα ξερά απ’ τα
χλωρά».
Η τοπική κοινωνία θα χωριζόταν ανάμεσα σ’ εκείνους που ήθελαν να
διατηρήσουν την εύνοια του κόμη και σ’ εκείνους που θα υποστήριζαν
τους Λάμπτον. Ο μαρκήσιος του Λένσμπορο θα ήταν με το μέρος τους, βέ-
βαια, και ήταν άνθρωπος με μεγάλη επιρροή. Η παρουσία του θα εξασφά-
λιζε την αποδοχή του νεόνυμφου ζεύγους απ’ τον κύκλο του.
Οι αληθινοί φίλοι του Ρόμπερτ, οι σύντροφοί του απ’ το στρατό, θα έ-
στεκαν στο πλευρό του σε κάθε περίπτωση. Όσο για την υπόλοιπη κοινω-
νία, δεν του καιγόταν καρφί! Οι Λάμπτον θα διέδιδαν ψευτιές, αποκαλώ-
ντας τον σφετεριστή, λέγοντας ότι είχε κερδίσει την περιουσία του με α-
πάτες. Όμως εκείνος ήταν συνηθισμένος στη μοχθηρία τους. Για κείνους
θα ήταν πάντα ο απόβλητος.
Ο Ρόμπερτ ανυπομονούσε να βρεθεί ανάμεσα στους ευγενείς που τον
είχαν εκτοπίσει κοινωνικά εξαιτίας των ψεμάτων των Λάμπτον. Όμως μια
νύχτα στο κρεβάτι της Ντέμπορα τον είχε κάνει να τα ξεχάσει όλα.
Την αγριοκοίταξε. «Η γαμήλια δεξίωσή μας θα γίνει σε δυο εβδομάδες.
Ημέρα Παρασκευή. Καλύτερα πήγαινε να μάθεις τι έχει κανονίσει η λαίδη
Γουόλτον και να της προσφέρεις όση βοήθεια μπορείς, έστω καθυστερη-
μένα. Στην κατάστασή της δεν πρέπει να τα αναλάβει όλα μόνη».
Το στομάχι της Ντέμπορα σφίχτηκε. Ο άντρας της την κατηγορούσε ε-
πειδή δεν είχε οργανώσει ένα χορό που δεν της ήταν γνωστό ότι θα δινό-
ταν.
«Άντε!» γρύλισε ο Ρόμπερτ, ενώ εκείνη καθόταν παγωμένη στον καναπέ
κοιτώντας τον αμίλητη. «Μην περιμένεις να σου φέρουν τσάι εκεί. Η Ελοΐζ
δεν το βάζει στο στόμα της αυτό το πράγμα».
«Εσύ δε θα έρθεις;»
«Όχι βέβαια!» Τι ήξερε εκείνος από χορούς; Αυτά ήταν γυναικείες δου-
λειές. Θα περνούσαν ευχάριστα και θα ήταν μια καλή ευκαιρία για να γνω-
ριστούν καλύτερα η Ντέμπορα με την Ελοΐζ. Η κόμισσα είχε λίγες στενές
φίλες, αλλά ήδη είχε συμπαθήσει την Ντέμπορα για κάποιον άγνωστο
στον ίδιο λόγο.
«Το μόνο που θέλω εγώ είναι το κρεβάτι μου. Και λίγη ησυχία». Έπρεπε
να βγάλει το τεχνητό μέλος, επειδή το φορούσε πολλές ώρες και τον πο-
νούσε αφόρητα.
Ήταν το τίμημα της ματαιοδοξίας. Ο Ρόμπερτ δεν ήθελε να τον δει η γυ-
ναίκα του να τριγυρνάει με τις πατερίτσες. Και δεν καλούσε πια τον Λίνεϊ
κάθε βράδυ για να του τρίψει με αλοιφή το πόδι, επειδή η Ντέμπορα δυ-
σφορούσε με την παρουσία του υπηρέτη στην κρεβατοκάμαρά τους.
Η Ντέμπορα σηκώθηκε κάπως κουμπωμένη και πήγε στην πόρτα.
Ο άντρας της ήθελε λίγη ησυχία. Με άλλα λόγια, τον ενοχλούσε. Γι’ αυτό
είχε αποφασίσει τόσο ξαφνικά να επιστρέψουν στο Λονδίνο. Όχι μόνο τον
είχαν κουράσει οι «χαριεντισμοί», αλλά και ήθελε να ξαναζήσει όπως πριν.
Δε θα μπορούσε να της πει με πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι, αν δεν ήταν να
κληρονομήσει την περιουσία, δε θα την είχε παντρευτεί ποτέ.
Κεφάλαιο 10

Η Σουζάνα είχε απόλυτο δίκιο τελικά.


Η κόμισσα του Γουόλτον ήταν χρήσιμη γνωριμία. Οι μοδίστρες, οι κοπε-
λούδες, όλοι οι έμποροι τσακίζονταν να εξυπηρετήσουν ένα τόσο υψηλά
ιστάμενο πρόσωπο. Ακόμα και στο ζενίθ της κοσμικής σεζόν, όπου όλες οι
μοδίστρες σκοτώνονταν στη δουλειά για να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις
των εκλεκτών πελατισσών τους, διαβεβαίωσαν την κόμισσα ότι η φίλη της
θα είχε την εξαίσια δημιουργία της έτοιμη εγκαίρως για τη γαμήλια δεξίω-
ση.
Η κόμισσα διάλεξε ένα ροζ ύφασμα. Αφού ταίριαζε με τα σκούρα χρώ-
ματά της, η Ντέμπορα δε βρήκε λόγο να φέρει αντιρρήσεις, ειδικά αφού
ήταν σίγουρη ότι, αν ήταν μόνη, η συγκεκριμένη μοδίστρα θα την έδιωχνε.
Αυτό στο οποίο είχε αντίρρηση ήταν το κόψιμο του ντεκολτέ, αλλά και η
μοδίστρα και η κόμισσα επέμειναν ότι δε θα ήταν κομψό να προσθέσει
μερικούς πόντους δαντέλα για λόγους σεμνότητας. Αφού ο Ρόμπερτ την
ήθελε φινετσάτη, η Ντέμπορα τελικά συμφώνησε να παραγγείλει το φό-
ρεμα που, κατά τη γνώμη της, ήταν σαν μια ανάρια κορδέλα γύρω απ’ το
στήθος της με στρώσεις αστραφτερής γάζας που χύνονταν σαν καταρρά-
κτης.
Ενώ η μοδίστρα ετοίμαζε την τουαλέτα της, ο Ρόμπερτ δέχτηκε μια
πρόσκληση για μια ανεπίσημη συγκέντρωση στο σπίτι κάποιου λοχαγού
Σάμιουελς, αλλά και για μια βραδιά στην Όπερα με το ζεύγος Γουόλτον.
«Οι φίλοι μου δεν ενδιαφέρονται για την εμφάνισή σου», την είχε ενη-
μερώσει κοφτά. «Οπότε δεν έχει σημασία αν δεν είναι έτοιμο κανένα απ’
τα καινούρια φορέματα. Εκείνο το γυαλιστερό πράγμα που φορούσες στο
χορό του Λένσμπορο είναι ό,τι πρέπει για την Όπερα. Φτάνει να φορέσεις
μια μπέρτα από πάνω. Δεν πρέπει να είναι πολύ δύσκολο».
«Καθόλου», είχε αποκριθεί η Ντέμπορα χαμογελώντας μετά βίας ευγενι-
κά. Ούτε η ανίδεη, επαρχιώτισσα κόρη ενός εφημέριου δε θα δυσκολευό-
ταν να βρει μια μπέρτα για την Όπερα μέσα σε δυο μέρες. Άλλωστε μπο-
ρούσε να δανειστεί μια απ’ τη Σουζάνα.
Τελικά, πέρασε καλά στη συγκέντρωση του λοχαγού Σάμιουελς, παρ’ ότι
ο ξανθός αξιωματικός με το γωνιώδες πρόσωπο την υποδέχτηκε με μια
αμεσότητα που δεν της ήταν οικεία. Της πήρε λίγο χρόνο για να καταλάβει
ότι οι παρόντες κύριοι τη θεωρούσαν σύζυγο του συντρόφου τους και την
αποδέχονταν ανάμεσά τους ως προέκτασή του.
Η βραδιά στην Όπερα ήταν πιο δύσκολη, επειδή κάθε φορά που ο κόμης
τη σύστηνε ως νύφη του, ο κόσμος την κοιτούσε σαν να άξιζε εξ ορισμού
το σεβασμό του και όχι όπως κοιτούσε την αδιάφορη δεσποινίδα Ντέμπο-
ρα Γκίλις.
Βέβαια, δεν ήταν πια δεσποινίς Γκίλις. Επειδή είχε παντρευτεί. Αν και δεν
μπορούσε να πει με σιγουριά ποια ήταν πλέον.
Η γνωριμία της με τον Ρόμπερτ ήταν ένα θαύμα. Οι κύκλοι στους οποί-
ους κυκλοφορούσε μαζί του ήταν εντελώς διαφορετικοί από κείνους που
είχε συνηθίσει. Για την ακρίβεια, αν εκείνος δεν ήταν τόσο επίμονος στο
κόρτε του προς τη Σουζάνα...
Όχι, η Ντέμπορα δε θ’ άφηνε τον εαυτό της να σκέφτεται έτσι. Δε θα
επέτρεπε στη ζήλια να την κυριέψει, καταδυναστεύοντάς την.
Άλλωστε, ποιος θα ζήλευε την καημένη τη Σουζάνα μια εποχή που ήταν
πνιγμένη στη δυστυχία της;
Επειδή ο Πέρσι Λάμπτον δεν την είχε πλησιάσει αφότου είχε δημοσιευ-
τεί στη Μόρνινγκ Ποστ η αναγγελλία των γάμων του λοχαγού Φόλεϊ.
«Δεν ήταν αβάσιμη η αρχική ανησυχία μου», της είχε εκμυστηρευτεί η
κυρία Γκίλις, όταν η Ντέμπορα την είχε επισκεφτεί την επομένη το πρωί,
μετά την επιστροφή της στο Λονδίνο. «Έβρισκε διάφορες δικαιολογίες για
να μη βγάλει τη Σουζάνα στο Χάιντ Παρκ. Όμως κάποια στιγμή άρχισα ν’
ακούω ψιθύρους ότι απέφευγε όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις όπου κιν-
δύνευε να τη συναντήσει πάλι. Πάντα υπάρχει κάποιος χαιρέκακος που
μεταφέρει αυτές τις φήμες! Δεν ξέρω τι να κάνω μαζί της», είχε καταλήξει
η μητέρα της αναστενάζοντας. «Αν ήσουν εσύ, θα σου έλεγα να το ξεπε-
ράσεις με αξιοπρέπεια. Όμως η Σουζάνα δεν είναι τόσο δυνατή. Στους χο-
ρούς που πηγαίνουμε, κατεβάζει το κεφάλι της όταν ανακαλύπτει ότι ο
κύριος Λάμπτον δεν είναι παρών. Το οποίο, ασφαλώς, είναι μοιραίο».
Για ένα δυο λεπτά, η Ντέμπορα είχε αναρωτηθεί αν έπρεπε να εξηγήσει
στη Σουζάνα γιατί ο Πέρσι Λάμπτον είχε σκαρώσει όλη αυτή την ιστορία.
Μόνο που δεν ήταν σίγουρη αν θα έκανε τα πράγματα χειρότερα, πληρο-
φορώντας την ότι ο Λάμπτον έπαιζε μαζί της για να την απομακρύνει απ’
τον Ρόμπερτ λόγω της παλιάς βεντέτας ανάμεσά τους. Ήδη η φίλη της ή-
ταν πολύ πληγωμένη, πιστεύοντας ότι επρόκειτο για ένα επιπόλαιο κόρτε
με ημερομηνία λήξης.
Η Ντέμπορα είχε νιώσει το θυμό της να φουντώνει στη σκέψη ότι αυτός
ο αχρείος είχε κοροϊδέψει τη φίλη της!
«Μια κυρία ποτέ δεν πρέπει να δείχνει τα συναισθήματά της». Η μητέρα
της είχε κουνήσει αποδοκιμαστικά το κεφάλι της. «Εσύ δε θα επέτρεπες σε
κανέναν να καταλάβει ότι είσαι πληγωμένη αν αγαπούσες κάποιον που δε
σ’ αγαπούσε. Έτσι δεν είναι; Η Σουζάνα δεν έχει πια καμιά ελπίδα να βρει
σύζυγο στους δικούς μου κύκλους. Δεν ξέρω τι να κάνω μαζί της. Αν δε συ-
νέλθει, θ’ αναγκαστούμε να επιστρέφουμε. Όμως την επόμενη κοσμική
σεζόν θα είναι ακόμα χειρότερα. Θα έχει διαλύσει κάθε ψευδαίσθηση ότι
είναι κυρία με αξιοπρέπεια! Αρκετά, όμως». Είχε πλέξει τα χέρια της στην
ποδιά της, κλείνοντας το θέμα.
«Χαίρομαι που σε βλέπω τόσο καλά, χρυσό μου. Η εξοχή σου έκανε πολύ
καλό».
Η Ντέμπορα αποχαιρέτησε κάθε ελπίδα να μιλήσει ανοιχτά στη μητέρα
της, επειδή εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε η Σουζάνα στη σάλα. Έτσι, άρ-
χισε να τους περιγράφει το Ντόβκοτ χαμογελώντας και, όταν έφτασε στις
ιδιαιτερότητες του προσωπικού, αντιλήφθηκε ότι η Σουζάνα την παρακο-
λουθούσε με προσοχή. Παρ’ ότι ταράχτηκε εμφανώς την πρώτη φορά που
η Ντέμπορα είχε αναφέρει το όνομα των Λάμπτον, η διήγηση για την ι-
στορία^ και την εκκεντρικότητα της γηραιάς κυρίας του Ντόβκοτ τελικά
απέσπασε την προσοχή της.
Η Ντέμπορα ένιωθε ότι, σε γενικές γραμμές, η επίσκεψή της είχε εμψυ-
χώσει τη φίλη της, παρ’ ότι η ίδια θα ήθελε να είχε κάνει περισσότερα.
Μερικές βραδιές αργότερα, σκέφτηκε ότι υπήρχε τουλάχιστον ένας
τρόπος να βοηθήσει τη φίλη της. Και ήταν η κυρία Σάμιουελς που της είχε
δείξει αυτό τον τρόπο.
«Θα κάνουμε πικνίκ την Τετάρτη», της είπε ενώ γευμάτιζαν στους Κή-
πους του Βόξολ. «Θα κωπηλατήσουμε μέχρι τα λιβάδια με δυο τουλάχι-
στον βάρκες. Υποθέτω ότι θα εξελιχθεί σε αγώνα και δε θα υποχωρήσει
κανείς μέχρι να καταλήξουμε στο Ουίνδσορ». Γέλασε. «Πρέπει να έρθετε.
Θα περάσουμε έκτακτα. Η κόμισσα έκανε κάποιες εκδρομές μαζί μας μέ-
χρι ο κατσούφης σύζυγός της να πατήσει πόδι. Εκείνη πάντα το καταδια-
σκέδαζε!»
Άλλη μια αρετή της κόμισσας Γουόλτον, σκέφτηκε χολωμένη η Ντέμπο-
ρα.
Η κυρία Σάμιουελς, προσέχοντας τη διστακτικότητά της, σταμάτησε να
κάνει νόημα σ’ ένα φιλικό της πρόσωπο που είχε εξαφανιστεί σ’ ένα μισο-
σκότεινο μονοπάτι και ξανακάθισε δίπλα της.
«Αντιλαμβάνομαι ότι ενδέχεται να αισθάνεστε λίγο αμήχανα στην αρχή
μαζί μας χωρίς το σύζυγό σας», της είπε με έναν καθησυχαστικό τόνο.
«Γιατί δε φέρνετε μια φίλη για ν’ αποφύγετε τους ψευτοπαλικαράδες;»
Η Ντέμπορα κοίταξε τα μέλη της παρέας που είχαν πλησιάσει σαν ξελι-
γωμένοι δυο καλλονές στο φωτισμένο γρασίδι. Η ίδια θα έτρεμε στην ιδέα
να την προσεγγίσουν τόσο αγοραία, αλλά οι δυο καλλονές το ευχαρι-
στιούνταν. Όταν η μια απ’ αυτές άφησε την υπεροπτική πόζα της αδιαφο-
ρίας και χαχάνισε, κάνοντας τους νεαρούς αξιωματικούς να επευφημή-
σουν δυνατά, της πέρασε απ’ το μυαλό ότι ήταν ακριβώς αυτό που χρεια-
ζόταν η Σουζάνα. Όχι ότι θα ξεπερνούσε αμέσως την απογοήτευσή της για
τον Λάμπτον, αλλά ο θαυμασμός τόσων νεαρών αντρών θα της αναπτέ-
ρωνε το ηθικό τουλάχιστον.
«Σας ευχαριστώ», απάντησε μ’ ένα χαμόγελο. «Θα έρθω ευχαρίστως».
Επιστρέφοντας στο σπίτι, αναρωτήθηκε γιατί η κυρία Σάμιουελς είχε
υποθέσει ότι ο Ρόμπερτ δε θα τη συνόδευε στο πικνίκ. Μήπως ο άντρας
της είχε ζητήσει απ’ τη γυναίκα να την απασχολεί;
Όχι ότι βρίσκονταν συχνά τον τελευταίο καιρό. Οι ρυθμοί της ζωής στο
Λονδίνο ήταν ξέφρενοι. Συναντιούνταν μόνο την ώρα του φαγητού καθώς
η ίδια οργάνωνε τη γαμήλια δεξίωση και ο Ρόμπερτ τακτοποιούσε εκκρε-
μότητες σχετικά με την περιουσία του ή επισκεπτόταν τους ράφτες. Στις
συζητήσεις τους περιορίζονταν σε περιγραφές όσων έκαναν μέσα στη μέ-
ρα και στις προσκλήσεις που θα δέχονταν.
«Αν και σε λίγο καιρό θα έχουμε ξεχωριστή κοινωνική ζωή», της είχε πει
κάποια στιγμή, κάνοντάς τη να παγώσει.
Ήταν ο τρόπος του να της πει ότι δεν την ήθελε μαζί του σε όλες τις εξό-
δους του; Μέχρι την πρόσκληση της κυρίας Σάμιουελς, η Ντέμπορα προ-
σπαθούσε να πνίξει αυτό το άσχημο προαίσθημα λέγοντας στον εαυτό της
ότι ήταν γελοίο. Άλλωστε ο Ρόμπερτ δεν ήταν διακριτικός άνθρωπος. Αν
ήθελε να πει κάτι, το έλεγε ευθέως!
Έτσι δεν ήταν;
Η Ντέμπορα κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι της. Ήξερε ότι ήταν υπε-
ρευαίσθητη απέναντι στις διαθέσεις του άντρα της. Μάλλον παρεξηγούσε
τα λόγια του.
Όμως σχετικά με το πικνίκ... Πολύ θα της άρεσε να ξεφύγει απ’ τους πο-
λύβουους, γεμάτους κόσμο δρόμους της πόλης για μια μέρα και να ει-
σπνεύσει τον καθαρό αέρα της εξοχής για λίγες ώρες.
Και θα προσκαλούσε τη Σουζάνα. Ειδικά αφού ο Ρόμπερτ μάλλον δε θα
τη συνόδευε. Η Σουζάνα δε θα αισθανόταν αμήχανα μαζί του, αλλά δεν ί-
σχυε το ίδιο για κείνον.
Η Ντέμπορα ανέβηκε κουρασμένα τα σκαλιά του Γουόλτον Χάουζ, ενώ
σκεφτόταν ότι, αν ο Ρόμπερτ είχε παντρευτεί τη Σουζάνα, θα τη συνόδευε
παντού και μάλιστα θα την επιδείκνυε με καμάρι.
Στο πλευρό της στεκόταν κάπως αμήχανα στις λίγες κοινωνικές εκδη-
λώσεις όπου είχαν παραστεί ως ζευγάρι, απαντώντας κοφτά στα συγχα-
ρητήρια που δεχόταν από φίλους του στρατιωτικούς. Μολονότι η Ντέ-
μπορα δεν περίμενε από κείνον να την κοιτάζει με την περηφάνια ή την
αγάπη που κοιτούσαν άλλοι αξιωματικοί τις γυναίκες τους, δεν μπορούσε
να δείξει δημοσίως ότι τουλάχιστον ήταν ευχαριστημένος μαζί της; Του
ζητούσε πολλά;
Πήγε στο πολλαπλών χρήσεων τραπέζι κάτω απ’ το παράθυρο και άνοι-
ξε το συρτάρι για να βγάλει ένα επιστολόχαρτο. Θα προσκαλούσε τη Σου-
ζάνα στο πικνίκ και θα της μηνούσε μ’ έναν υπηρέτη του λόρδου Γουόλ-
τον. Η κόμισσα της είχε πει ότι το προσωπικό ήταν στη διάθεσή της μέχρι
να προσλάβει δικό του ο Ρόμπερτ.
Η Ντέμπορα χαμογέλασε πονηρά, κουνώντας το φτερό της πένας κάτω
απ’ το πιγούνι της καθώς φαντάστηκε το πρόσωπο της Σουζάνας να φω-
τίζεται όταν ένας ένστολος υπηρέτης του κόμη θα της παρέδιδε την επι-
στολή στην πόρτα του σπιτιού. Και οι γονείς της θα ενθουσιάζονταν όταν
θα τους έγραφε το νέο.
Απ’ το σκοτεινό κρεβάτι όπου είχε ξαπλώσει ο Ρόμπερτ, είδε θορυβημέ-
νος το κατεργάρικο χαμόγελο που φώτισε το πρόσωπο της γυναίκας του.
Μπαίνοντας στην κάμαρα ήταν αποκαρδιωμένη. Ο γάμος μαζί του θα ή-
ταν δύσκολος για οποιαδήποτε γυναίκα, αλλά η Ντέμπορα μέχρι στιγμής
έδειχνε την ίδια αντοχή που την είχε βοηθήσει να ξεπεράσει όλα τα χτυ-
πήματα της μοίρας.
Όμως το χαμόγελό της ενώ έγραφε την επιστολή...
Ο Ρόμπερτ μόρφασε πονεμένα, αν και για πρώτη φορά αφότου είχε ε-
πιστρέψει απ’ το Μπέρκσαϊρ δεν ήταν εξαιτίας του ποδιού του. Είχε πλη-
ρώσει βαρύ τίμημα για την ευτυχία που είχε γνωρίσει στην αγκαλιά της
Ντέμπορα ήδη από τις πρώτες λίγες μέρες στο Λονδίνο. Το περίεργο ήταν
ότι συνήθως πονούσε το πόδι του. Ήταν ένα αλλόκοτο συναίσθημα να ξυ-
πνάει με την ανάγκη να πετάξει από πάνω του το δυσβάσταχτο βάρος των
σκεπασμάτων, μόνο και μόνο για να θυμηθεί ότι το πόδι του που πονούσε
τόσο φρικτά βρισκόταν σε κάποια χωματερή της Ισπανίας.
Όχι, ο σπασμός που τον έκανε να τινάζεται απ’ το κρεβάτι δεν ήταν σω-
ματικός. Ήταν ζήλια. Φρικτή και βασανιστική ζήλια. Τον κυρίευε κάθε φο-
ρά που ένας συνάδελφος τον συνέχαιρε για το γάμο του, κοιτώντας με
θαυμασμό την όμορφη νεαρή γυναίκα του.
Και ήταν πανέμορφη. Το πρόσωπό της έλαμπε από υγεία, κάτι που της
έλειπε όταν είχαν πρωτογνωριστεί. Ύστερα από δυο εβδομάδες στην εξο-
χή, η Ντέμπορα είχε βάλει λίγο κρέας πάνω της και τα μάγουλά της είχαν
ροδίσει.
Αυτό που τον πίκαρε ήταν η λάμψη στα μάτια της όταν τη φιλοφρονού-
σαν οι αξιωματικοί. Χαμήλωνε το κεφάλι της και κοιτούσε ντροπαλά τους
άντρες -που μέχρι τότε ο Ρόμπερτ θεωρούσε φίλους του- κατακόκκινη
από τις λάγνες ματιές τους.
Ο Ρόμπερτ μετάνιωνε τώρα που είχε μπει σε τόσο κόπο για να της προ-
σφέρει ηδονή στο συζυγικό κρεβάτι. Ευχόταν να είχε φανεί βάναυσος, υ-
ποβάλλοντάς τη σε μια δοκιμασία που θα της προκαλούσε αποστροφή
ακόμα και με τη σκέψη του αντρικού αγγίγματος. Πίστευε ότι η σεξουαλι-
κή ευχαρίστηση ήταν κάτι που μπορούσε να της χαρίσει σαν αντάλλαγμα
για όσα είχε κάνει για κείνον. Όμως είχε αποδειχτεί ότι ήταν τεράστιο
σφάλμα. Τώρα που είχε ξυπνήσει αυτή την πλευρά της φύσης της, η Ντέ-
μπορα θα ήταν εντελώς αχαλίνωτη.
Μάλλον τον άκουσε να τριγυρνάει στην κάμαρα και σήκωσε το κεφάλι
απ’ την επιστολή της, ζαρώνοντας ανήσυχη το μέτωπό της. Ο Ρόμπερτ
πρόσεξε, μάλιστα, ότι έκρυψε αμέσως την ανολοκλήρωτη επιστολή στο
συρτάρι.
Έγειρε στην πόρτα, νιώθοντας εξουθενωμένος. Τι έκανε ένας άντρας σε
τέτοιες περιπτώσεις; Απαιτούσε να του πει η γυναίκα του σε ποιον έγρα-
φε; Της απαγόρευε οποιαδήποτε επαφή με άλλον άντρα;
Και τι με πειράζει, όμως; αναρωτήθηκε, πηγαίνοντας με βαρύ βήμα στη
σερβάντα. Είχε παντρευτεί ξέροντας ότι καμιά γυναίκα δεν τον άντεχε. Η
Ντέμπορα είχε προσπαθήσει, προς τιμήν της. Όμως, σε τελική ανάλυση,
φυσικά και θα προτιμούσε έναν ακέραιο όμορφο άντρα που θα καλόπιανε
τις γυναίκες με φούμαρα.
Η Ντέμπορα συνοφρυώθηκε όταν τον είδε να κάθεται βαρύς στον κα-
ναπέ μ’ ένα ποτήρι μπράντι στο χέρι του.
«Πονάει το πόδι σου;»
«Όχι», απάντησε ξερά ο Ρόμπερτ, πίνοντας μονορούφι το μισό ποτό.
Έτσι όπως την αγριοκοίταζε, η Ντέμπορα υπέθεσε ότι θα την κατηγο-
ρούσε πως τον οδηγούσε στην κατανάλωση αλκοόλ. Ξαφνικά αποφάσισε
να επισκεφτεί τη Σουζάνα αντί να της στείλει την επιστολή. Βάζοντας το
χέρι της στο συρτάρι, τσαλάκωσε το χαρτί και το έχωσε στο τσαντάκι της,
επειδή δεν ήθελε να το δει ο Ρόμπερτ.
«Πού πας;» τη ρώτησε εκείνος, βλέποντάς τη να πηγαίνει στην πόρτα.
Η Ντέμπορα δεν ήθελε να τον στενοχωρήσει άλλο αναφέροντας τη γυ-
ναίκα την οποία εκείνος ήθελε να παντρευτεί ενώ τον έβλεπε τόσο κακο-
διάθετο.
«Θα επισκεφτώ μια φίλη», του απάντησε, βγαίνοντας βιαστικά.
Μια φίλη.
Ο Ρόμπερτ κατέβασε το υπόλοιπο μπράντι μονορούφι και πέταξε το
άδειο ποτήρι ανάμεσα στα μαξιλάρια του καναπέ.
Αν ήταν υγιής, θα της χαλούσε τα σχέδια, προτείνοντάς της να τη συνο-
δεύσει. Ή θα την παρακολουθούσε.
Τι νόημα θα είχε, όμως; Αν την εμπόδιζε τώρα να συνάψει εξωσυζυγική
σχέση, απλώς θα ανέβαλλε, το αναπόφευκτο. Οι γυναίκες ήταν άστατες.
Εκείνος ήξερε πάντα ότι ήταν αλλοπρόσαλλα πλάσματα.
Τότε γιατί τον πλήγωνε τόσο πολύ η σκέψη ότι η Ντέμπορα ήταν σαν τις
υπόλοιπες;
***
Η Ντέμπορα είχε στείλει έναν απ’ τους υπηρέτες να βρει μια αγοραία
άμαξα. Σκόπευε να περάσει και να πάρει τη Σουζάνα απ’ το σπίτι αντί να
την προσκαλέσει στο σπίτι των Γουόλτον, ρισκάροντας μια συνάντησή της
με τον Ρόμπερτ. Θα πήγαιναν μαζί στην προβλήτα, όπου θα συναντούσαν
την υπόλοιπη συντροφιά.
«Είσαι στις ομορφιές σου σήμερα», παρατήρησε σκυθρωπά ο Ρόμπερτ,
ενώ η Ντέμπορα έδενε τις κορδέλες ενός καινούριου ψάθινου καπελίνου
κάτω απ’ το πιγούνι της.
«Σ’ ευχαριστώ!» Η φιλοφρόνηση την ευχαρίστησε σε γελοίο βαθμό. Ή-
ταν επειδή ο Ρόμπερτ σπάνια της έκανε φιλοφρονήσεις, κι έτσι ήταν πιο
πολύτιμες για κείνη γιατί τις εννοούσε, αντίθετα από άλλους άντρες που
τις μοίραζαν αφειδώς από συνήθεια.
«Θα πας κάπου;»
«Για πικνίκ με την κυρία Σάμιουελς, τη σύζυγο του λοχαγού Σάμιουελς,
και κάποιους φίλους του. Θα διασχίσουμε το ποτάμι με βάρκες».
«Ωραία μέρα για βαρκάδα», παρατήρησε ο Ρόμπερτ κοιτώντας έξω απ’
το παράθυρο. «Ίσως να έρθω μαζί σας».
Η ανάσα της Ντέμπορα κόπηκε, ακούγοντας τη δήλωσή του. Τελικά ο
Ρόμπερτ το αποφάσισε. Θα πήγαινε μαζί της και θα μάθαινε ποιος απ’
τους αποκαλούμενους φίλους την κόρταρε. «Μια έξοδος με τη συντροφιά
του Σάμι είναι ό,τι πρέπει για να ξεπεράσω την κακοκεφιά μου».
Η καρδιά της Ντέμπορα βούλιαξε. Όμως ενώ έστυβε το μυαλό της για να
βρει έναν εύσχημο τρόπο να του πει ότι θα ήταν καλύτερα να μην τη συ-
νοδεύσει λόγω της Σουζάνας, ο Ρόμπερτ γύρισε και είπε κοφτά: «Πάω να
φέρω το καπέλο μου».
Ο Λίνεϊτον κοίταξε θορυβημένος. «Να...»
«Όχι, μην έρχεσαι!» του πέταξε ο Ρόμπερτ. «Ξεκουράσου σήμερα. Θα εί-
μαι με φίλους». Δεν ήθελε να μάθει ακόμα ο Λίνεϊ τι μαγείρευε η γυναίκα
του.
«Είστε βέβαιος;» Ο Λίνεϊ κοίταξε με αμφιβολία την Ντέμπορα. Εκείνη του
έγνεψε ενθαρρυντικά καθώς ο άντρας της πήγαινε στην κάμαρά του για
να φέρει το καπέλο του κι ένα ολοκαίνουριο εβένινο μπαστούνι με σκαλι-
στή ασημένια λαβή.
«Για να μπω στη βάρκα και να βγω», της εξήγησε. «Σου είπα ότι δε θα σε
χρειαστώ, Λίνεϊ. Ακόμα κι αν γλιστρήσω και πέσω στο νερό, θα είναι εκεί
αρκετοί μυώδεις νεαροί για να με σώσουν».
Ξαφνικά η Ντέμπορα κατάλαβε γιατί η κυρία Σάμιουελς είχε υποθέσει
ότι ο άντρας της δε θα τη συνόδευε. Γιατί η ίδια δεν μπορούσε να θυμηθεί
ποτέ ότι η φυσική κατάστασή του δεν του επέτρεπε να κάνει ό,τι ένας α-
κέραιος άνθρωπος;
Όταν μπήκαν στην άμαξα, η Ντέμπορα του εξήγησε διστακτικά ότι θα
περνούσαν να πάρουν και τη Σουζάνα.
Ο Ρόμπερτ δεν απάντησε, αλλά το σφίξιμο των χειλιών του της είπε ότι
δεν του ήταν ευχάριστο να ξαναδεί τη γυναίκα που αγαπούσε και είχε χά-
σει.
«Θα μπω για να υποβάλω τα σέβη μου στη μητέρα σου», της είπε όταν η
άμαξα σταμάτησε μπροστά στο νοικιασμένο σπίτι. «Κακώς δεν το έκανα
νωρίτερα».
«Είμαι βέβαιη ότι δεν το παρεξήγησε», του απάντησε με κατανόηση η
Ντέμπορα όταν εκείνος συνοφρυώθηκε ακόμα περισσότερο. Η μητέρα της
τον είχε λυπηθεί όταν η Σουζάνα είχε προτιμήσει τον Πέρσι Λάμπτον.
«Μπορούσε να μας επισκεφτεί εκείνη», παρατήρησε ο Ρόμπερτ καθώς
έβγαινε απ’ την άμαξα. «Μήπως της είπες τίποτα που της δημιούργησε την
εντύπωση ότι δεν είναι ευπρόσδεκτη;»
Η Ντέμπορα αιφνιδιάστηκε. «Όχι βέβαια! Η αλήθεια είναι...» Πήρε μια
βαθιά ανάσα για να του μεταφέρει το δυσάρεστο νέο. «...ότι η Σουζάνα
πήρε κατάκαρδα την απομάκρυνση του κύριου Λάμπτον. Βγαίνει ελάχι-
στα, αλλά και όταν το κάνει είναι σαν μαραμένο λουλούδι. Όμως η μητέρα
μου δε θέλει να την αφήνει μόνη στο σπίτι».
«Εγώ περίμενα να είναι ανακουφισμένη που ξεφορτώθηκε αυτό τον α-
χρείο».
«Όχι, μάλλον τον...»
Η Ντέμπορα δεν μπορούσε να πει στον άντρα της ότι η Σουζάνα είχε
ερωτευτεί το χειρότερο εχθρό του. Αρκετά είχε περάσει ο Ρόμπερτ.
Χαμογέλασε βεβιασμένα ενώ ο άντρας της αντάλλασσε αβρότητες με τη
μητέρα της. Μετάνιωνε που δεν τον είχε προειδοποιήσει για το σχέδιό της
σχετικά με την εκδρομή. Έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα, ο Ρόμπερτ
δεν μπορούσε τώρα να κάνει πίσω.
Ένιωθε ένοχη που τον είχε φέρει σε δύσκολη θέση. Ήταν τόσο αμήχα-
νος κλεισμένος σε μια άμαξα με τη γυναίκα που αγαπούσε και τη γυναίκα
που είχε παντρευτεί, ώστε η Ντέμπορα τον συμπόνεσε.
Μέχρι να φτάσουν στην προβλήτα, ήταν σαφές ότι ο Ρόμπερτ είχε ελέγ-
ξει τα συναισθήματά του, μετουσιώνοντάς τα σε μια αδιάλλακτη δυσφο-
ρία για την Ντέμπορα. Και αργότερα για τους νεαρούς αξιωματικούς που
τολμούσαν να κορτάρουν τη Σουζάνα.
Η Ντέμπορα δεν είχε καμιά άμυνα απέναντι στις έντονες ματιές που της
έριχνε κάθε τόσο. Δεν επιχείρησε καν ν’ αμυνθεί. Ένιωθε ότι της άξιζε η
περιφρόνησή του, επειδή τον είχε φέρει σε μια τόσο βασανιστική θέση. Τη
στιγμή που δυο ρωμαλέοι συνάδελφοί του τον έβαλαν μέσα στη βάρκα με
την ίδια τρυφερή φροντίδα που είχαν δείξει στις κυρίες, της ήρθε να βάλει
τα κλάματα.
Η Σουζάνα καθόταν απέναντι του, στριφογυρίζοντας το ομπρελίνο της,
χωρίς να έχει ιδέα ότι η καρδιά του μάτωνε όποτε ένας απ’ τους προχειρο-
ντυμένους κωπηλάτες τής αποσπούσε ένα χαμόγελο.
Και η Ντέμπορα ένιωθε τη συνείδησή της να την ενοχλεί κάθε φορά που
τον έβλεπε ν’ αρνείται τις προσπάθειες των άλλων να τον συμπεριλάβουν
στις δραστηριότητες της μέρας.
***
Η Ντέμπορα ανακουφίστηκε όταν επιτέλους άφησαν τη Σουζάνα στο
σπίτι της και η δοκιμασία του τελείωσε. Δεν ξαφνιάστηκε όταν εκείνος δεν
άρθρωσε κουβέντα καθώς επέστρεφαν σπίτι. Η πικραμένη έκφρασή του
τα έλεγε όλα. Κρατώντας τον στο σκοτάδι για τα σχέδιά της να βοηθήσει
τη Σουζάνα να ξεπεράσει την ερωτική της απογοήτευση, τον είχε πληγώ-
σει περισσότερο, καθώς ήταν αναγκασμένος να παρακολουθεί τη Σουζάνα
ν’ ανθίζει σαν μπουμπούκι μπροστά στο θαυμασμό των φίλων του, χωρίς
να ρίχνει ούτε μια ματιά προς το μέρος του.
Ο Ρόμπερτ βρόντηξε την πόρτα της κάμαράς τους και την πλησίασε α-
ποφασιστικά, ενώ εκείνη έβγαζε το καπελίνο της. Πιάνοντάς την απ’ το
μπράτσο, τη γύρισε προς το μέρος του. «Είσαι γυναίκα μου, να πάρει η ορ-
γή!» γρύλισε.
Ω, ναι, και μέσα του σίγουρα ευχόταν να μην ήταν έτσι.
Ειδικά όταν του είχε δοθεί η ευκαιρία να τη συγκρίνει όλη μέρα με τη γυ-
ναίκα την οποία ποθούσε.
Τα μάτια της Ντέμπορα βούρκωσαν, παρ’ ότι το τελευταίο πράγμα που
ήθελε ήταν ο οίκτος του. Ανοίγοντας τα χείλη της για να του ζητήσει τα-
πεινά συγνώμη επειδή είχε κάνει τη μέρα του κόλαση, ένιωσε το ανελέητο
στόμα του να τα κλείνει μ’ ένα φιλί που εξέφραζε όλη την οργή του και το
αίσθημα της απώλειας.
Παρ’ ότι η Ντέμπορα δεχόταν το θυμό του, κάποια στιγμή έπρεπε να
τραβηχτεί απ’ το παράφορο φιλί του. Δεν μπορούσε καν ν’ ανασάνει. Και
όλα είχαν αρχίσει να γυρίζουν γύρω της.
Ο Ρόμπερτ χρειάστηκε ένα δυο λεπτά για να συνειδητοποιήσει ότι εκεί-
νη αντιστεκόταν, αλλά τότε τραβήχτηκε και την κοίταξε με όλο το θυμό
που φούντωνε μέσα του στη διάρκεια της μέρας. Τα μάτια του πετούσαν
σπίθες.
«Ω, Ρόμπερτ», είπε ξέπνοη η Ντέμπορα, κάνοντας ν’ αγγίξει το μάγουλό
του.
Ο Ρόμπερτ της έπιασε σφιχτά το χέρι προτού αγγίξει το σημάδι στο
πρόσωπό του.
Πριν η Ντέμπορα καταλάβει τι γινόταν, την έσυρε στην κρεβατοκάμαρα
και την έριξε στο κρεβάτι, πέφτοντας μαζί της.
Η ψυχή της αγαλλίασε με το φιλί του, πιο παθιασμένο από ποτέ άλλοτε.
Όμως εκείνος σήκωσε τις φούστες της, έκλεισε τα μάτια του κι έκρυψε
το πρόσωπό του στο λαιμό της πριν ανοίξει το παντελόνι του. Μπαίνοντας
μέσα της χωρίς προκαταρκτικά, έβγαλε ένα βογκητό που της θύμισε ότι
δεν έσμιγε μαζί της από πάθος, αλλά από οδύνη.
Οδύνη που του είχε προκαλέσει η Σουζάνα.
Όσο κι αν αναζητούσε την παρηγοριά στο δικό της κορμί, δεν ήταν εκεί-
νη που είχε προκαλέσει αυτά τα θυελλώδη συναισθήματα μέσα του.
Ένας λυγμός βγήκε απ’ το λαιμό της καθώς έκανε το μοναδικό πράγμα
που μπορούσε. Τύλιξε τα χέρια της γύρω απ’ το λαιμό του και τα πόδια της
γύρω απ’ τη μέση του για να τον αφήσει να εκφράσει όλη τη θλίψη και την
οδύνη του, τρέμοντας απ’ τη δική της απόγνωση.
Παρ’ ότι ήταν πεπεισμένη ότι ο Ρόμπερτ τη χρησιμοποιούσε χωρίς να
τρέφει το παραμικρό αίσθημα για κείνη, το κορμί της ανταποκρίθηκε, ό-
πως πάντα, στο ξέφρενο ζευγάρωμα. Ο πόθος τούς παρέσυρε, τόσο έντο-
νος που ήταν σχεδόν αβάσταχτος. Το κορμί της άρχισε να πάλλεται γύρω
του τη στιγμή που εκείνος ολοκλήρωσε και δάκρυα κύλησαν στο πρόσω-
πό της, μουσκεύοντας τα μαλλιά της.
«Δε λυπάμαι», είπε ξέπνοος εκείνος κοντά στο αυτί της. «Δε με νοιάζει
αν σε πόνεσα».
«Το ξέρω», ψιθύρισε η Ντέμπορα, αφήνοντας τα χέρια της να πέσουν
σαν παραλυμένα. «Όμως δε με πόνεσες».
«Όχι, σου άρεσε, έτσι;» Ο Ρόμπερτ ανασηκώθηκε, κοιτώντας τη με άφα-
τη περιφρόνηση. «Σου αρέσει να ζευγαρώνουμε έτσι γρήγορα και άγρια,
επειδή είσαι ένα φτηνό παλιογύναιο».
Σηκώθηκε από πάνω της, καλύπτοντας τα μάτια του σαν να μην άντεχε
να την κοιτάζει.
Η Ντέμπορα αισθάνθηκε ότι κάτι μέσα της πέθανε. Ο Ρόμπερτ δεν τη
διαβεβαίωνε πάντα ότι του άρεσε η ανταπόκρισή της στο πάθος του; Τώρα
της έλεγε ότι δεν ίσχυε αυτό. Και ήταν πολύ αργά για να του εξηγήσει από
πού πήγαζε αυτή η ανταπόκριση. Θα του έδινε την εντύπωση ότι επινοού-
σε δικαιολογίες για τη συμπεριφορά της, αν του έλεγε ότι τον αγαπούσε
ύστερα απ’ ό,τι είχε συμβεί.
Ο Ρόμπερτ είχε πάρει την άνευ όρων και ορίων αγάπη της και την είχε
μετατρέψει σε κάτι χυδαίο και πρόστυχο, κατηγορώντας τη γι’ αυτό.
Η Ντέμπορα σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι και βγήκε κλονισμένη απ’ την
κάμαρα.
Όμως δεν αρκούσε. Δεν μπορούσε να μείνει στο ίδιο σπίτι μαζί του -ούτε
στιγμή ακόμα.
Παίρνοντας το καπελίνο της απ’ το τραπεζάκι δίπλα στην πόρτα, βγήκε
αθόρυβα και στάθηκε αναποφάσιστη στο μπροστινό κεφαλόσκαλο για
μερικά λεπτά. Τότε είδε μια αγοραία άμαξα να στρίβει, αφήνοντας τους ε-
πιβάτες της έξω από ένα σπίτι, τρεις πόρτες πιο κάτω.
Έτρεξε στο πεζοδρόμιο, αποφασισμένη να αναζητήσει καταφύγιο στο
μοναδικό μέρος που μπορούσε να σκεφτεί.
«Μπορείτε να με πάτε στη Χαφ Μουν Στρητ, παρακαλώ;» είπε στον α-
μαξά.
Χρειαζόταν τη μητέρα της.
***
Ήταν γελοίο να δίνουν αυτή τη δεξίωση, σκεφτόταν η Ντέμπορα δέκα
μέρες αργότερα, για να γιορτάσουν το γάμο δυο ανθρώπων που σχεδόν δε
μιλιούνταν πια.
Έστεκε χλομή και ταραγμένη για να δεχτεί τους προσκεκλημένους δί-
πλα στο πετρωμένο κορμί του αμίλητου άντρα της, αν και μόνο η λαίδη
Γουόλτον είχε προσέξει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Με μια ματιά στα α-
νέκφραστα πρόσωπά τους στο δείπνο πριν απ’ το χορό, είχε γείρει κοντά
στο αυτί της.
«Δεν είναι φρικτές οι πρώτες εβδομάδες γάμου; Όταν ξεπεράσετε αυτές
τις ανοησίες, είμαι βέβαιη ότι θα ευτυχήσετε όπως ο Τσαρλς κι εγώ».
Η Ντέμπορα πολύ αμφέβαλλε. Παρ’ ότι ήταν εξαιρετικά τυπικός στην
επαφή του με τον περισσότερο κόσμο, ο κόμης του Γουόλτον ήταν εμφα-
νώς ερωτευμένος με τη γυναίκα του και το έδειχνε με διάφορους τρόπους:
ένα άγγιγμα στη μέση της ενώ τη συνόδευε σ’ ένα χορό, μια ματιά ή ένα
συνωμοτικό χαμόγελο.
Ο Ρόμπερτ δεν της χαμογελούσε ποτέ. Ούτε να την αγγίζει δεν άντεχε
πια. Μετά τη μέρα του πικνίκ, της είχε εκφράσει την περιφρόνησή του μ’
έναν τρόπο που είχε γκρεμίσει κάθε ελπίδα της ότι ο άντρας της ίσως να
την αγαπούσε σιγά σιγά.
Μάλιστα είχε μαλώσει με τον αδερφό του για το θέμα του χορού. Παρ’
ότι η δεξίωση ήταν γαμήλια, ο Ρόμπερτ δεν καταλάβαινε γιατί ήταν υπο-
χρεωμένος να χορέψει.
«Λες να θέλω να γίνω θέαμα κουτσαίνοντας σ’ ένα ολισθηρό δάπεδο,
ενώ οι προσκεκλημένοι θα βάζουν στοιχήματα πόση ώρα θα μου πάρει να
πέσω;» είχε γρυλίσει.
Η Ντέμπορα ήθελε να πεθάνει. Ο Ρόμπερτ δε θα είχε καμιά αντίρρηση
αν είχε παντρευτεί τη Σουζάνα. Στο παρελθόν την ικέτευε να χορέψει μαζί
του, κυνηγώντας την απ’ τον ένα χορό στον άλλο. Και δεν τον ενδιέφερε
καθόλου τι θα έλεγαν ή θα σκέφτονταν οι προσκεκλημένοι του μαρκησίου
Λένσμπορο όταν η Σουζάνα είχε ενδώσει.
«Γιατί δεν ανοίγετε το χορό μ’ ένα βαλς;» είχε προτείνει η Ελοΐζ. «Είναι
πολύ καλύτερο απ’ τους δημοτικούς χορούς».
«Δεν είναι το παραδοσιακό άνοιγμα ενός χορού, αλλά η ιδέα σου είναι
καλή», είχε απαντήσει ο κόμης, περήφανος για την πρόταση της γυναίκας
του.
Ο Ρόμπερτ είχε συμφωνήσει απρόθυμα, χώνοντας λίγο πιο βαθιά το μα-
χαίρι στην καρδιά της. «Θα χορέψω μερικά λεπτά βαλς με τη γυναίκα μου,
αλλά μέχρι εκεί».
Ενώ για τη Σουζάνα θα περπατούσε ακόμα και σε αναμμένα κάρβουνα,
με την αδιάφορη, μισητή γυναίκα του δεν ήθελε ούτε ένα ήρεμο βαλς να
χορέψει.
Όμως για να χορέψουν βαλς, έπρεπε να πιάσει το τεχνητό αριστερό χέρι
του, μια προοπτική που σίγουρα θα έκανε τη Σουζάνα να τσιρίζει με απο-
στροφή.
Η Ντέμπορα κοίταξε θλιμμένα πάνω απ’ τον αριστερό ώμο του τους
μουσικούς που έπαιζαν τις πρώτες νότες και θυμήθηκε την περήφανη
στάση του άντρα της όταν ο Λίνεϊ είχε προσαρμόσει το τεχνητό μέλος νω-
ρίτερα, πριν τον βοηθήσει να φορέσει το πουκάμισό του. Ήταν σαν ιππό-
της που φορούσε την πανοπλία του, έτοιμος να ριχτεί στη μάχη.
Κι εκείνη ένιωθε ότι θα ήταν τιμή ν’ αγγίξει τώρα αυτό το χέρι και να δεί-
ξει στον κόσμο ότι τίποτα δεν μπορούσε να μπει ανάμεσά τους.
Όμως ο Ρόμπερτ δεν είχε καμιά διάθεση να τυλίξει τα μπράτσα του γύ-
ρω της...
Ξαφνικά τον έκοψε κρύος ιδρώτας. Διάβολε, ίσως να ήταν καλύτεροι οι
δημοτικοί χοροί, έστω και με τον πόνο που συνεπάγονταν για το κομμένο
πόδι του. Επειδή αυτός ο πόνος δε θα ήταν χειρότερος απ’ αυτόν που έ-
νιωθε τώρα, καθώς τον παρακολουθούσε τόσος κόσμος να σέρνει τα πό-
δια του στην πίστα με μια γυναίκα που το πρόσωπό της είχε πετρώσει απ’
την αποστροφή.
Όχι ότι εκείνος την αδικούσε. Δε χόρευαν, αλλά εκτελούσαν προσεκτικά
βήματα στο ρυθμό της μουσικής. Κάποτε θα απολάμβανε τις φιγούρες με
την ντάμα του, αδράχνοντας την ευκαιρία να κολλήσει πάνω του μια ό-
μορφη γυναίκα μ’ έναν τρόπο που ήταν απαγορευμένος κανονικά. Τώρα
έτρεμε ότι τα πόδια του θα συναντούσαν κάτι που θα τον ανάγκαζε να
παρεκκλίνει απ’ τα βασικά βήματα. Ευτυχώς, ύστερα από μερικά μέτρα
βασανιστικής αμηχανίας, ο κόμης και η γυναίκα του εμφανίστηκαν στην
πίστα, ακολουθούμενοι απ’ το ζεύγος Λένσμπορο. Σε λίγο όλος ο κόσμος
στροβιλιζόταν και ο Ρόμπερτ ένιωσε ασφαλής, πηγαίνοντας προς την
πλησιέστερη πόρτα.
«Πάλι καλά που τελείωσε», είπε, αφήνοντας το χέρι της Ντέμπορα.
«Θα περάσεις την υπόλοιπη βραδιά στην αίθουσα χαρτοπαιξίας;» ρώτη-
σε επιφυλακτικά η Ντέμπορα, ενώ εκείνος καθόταν στην πλησιέστερη κα-
ρέκλα.
Μετά το πικνίκ, εκείνος αποσυρόταν στην αίθουσα χαρτοπαιξίας σε ό-
λες τις εξόδους τους. Τη συνόδευε, τη σύστηνε σε μερικούς φίλους και με-
τά την άφηνε στη φροντίδα τους, ενώ ο ίδιος παρακολουθούσε τη χαρτο-
παιξία.
Ο Ρόμπερτ σηκώθηκε και υποκλίθηκε παγερά πριν την αφήσει μόνη.
Άλλες βραδιές, ίσως να μην ήταν ασυγχώρητο. Όμως δεν μπορούσε να
προσποιηθεί τη βραδιά που θα γιόρταζαν το γάμο τους ότι δεν είχε μετα-
νιώσει τόσο πικρά που την είχε παντρευτεί;
Προσπαθούσε εσκεμμένα να την ταπεινώσει;
Η Ντέμπορα ίσιωσε τους ώμους της και κράτησε ψηλά το κεφάλι της,
ξαναμπαίνοντας στην αίθουσα χορού. Δε θ’ άφηνε κανέναν να καταλάβει
πόσο πληγωμένη ήταν. Δεν ήθελε τον οίκτο τους. Έτσι, καμώθηκε την εύ-
θυμη, χορεύοντας με άλλους κυρίους, κρύβοντας τη στενοχώρια της για
την απροκάλυπτη αδιαφορία του άντρα της.
Σύντομα την είχαν ζητήσει σε χορό όλοι οι φίλοι του, οι οποίοι την πεί-
ραζαν λέγοντας ότι είχε φορτωθεί έναν πολύ πληκτικό άντρα. Ένας δυο
πολιτικοί φίλοι του κόμη που δεν καταδέχονταν καν να τη χαιρετήσουν μ’
ένα γνέψιμο όταν ήταν απλώς η δεσποινίς Γκίλις τώρα ένιωσαν υποχρεω-
μένοι να την προσεγγίσουν.
Η Ντέμπορα κατάφερε να ηρεμήσει αρκετά, ώστε να πάψει να σκέφτε-
ται μόνο τον εαυτό της. Ήξερε ότι έπρεπε τουλάχιστον να δώσει σημασία
στη Σουζάνα. Την είχε δει κάποια στιγμή να χορεύει με τον κόμη, αλλά η
έκφρασή της δεν ήταν καθόλου εύθυμη. Και τώρα είχε εξαφανιστεί.
Η Ντέμπορα πήγε στις θέσεις των συνοδών για να ρωτήσει τη μητέρα
της αν ήξερε πού ήταν η Σουζάνα.
«Βγήκε στη βεράντα για να συνέλθει λίγο», την ενημέρωσε στενοχωρη-
μένη εκείνη.
«Ω, καλύτερα να πάω να της κρατήσω συντροφιά για λίγο».
«Ναι, χρυσό μου, αν σου είναι εύκολο. Ομολογώ ότι δεν ξέρω τι να κάνω
πια μαζί της. Κάποτε ένας τέτοιος χορός θα ήταν...» Η κυρία Γκίλις κούνησε
πέρα δώθε το κεφάλι της, χωρίς να ολοκληρώσει τη φράση της.
Η Ντέμπορα ήξερε πολύ καλά τι θα σήμαινε κάποτε για τη φίλη της να
βρίσκεται ανάμεσα σε τόσο επιφανείς ανθρώπους και να χορεύει μ’ έναν
κόμη.
Φτάνοντας στην άκρη της βεράντας, άκουσε ένα σιγανό ήχο σαν λυγμό
απ’ τη σκάλα που οδηγούσε στον κήπο από κάτω. Αφήνοντας πίσω της τη
μουσική στο σπίτι, κατέβηκε τα σκαλιά και προχώρησε αγχωμένα προς τη
φίλη της που μουρμούριζε ακατάληπτα λόγια ανάμεσα στα αναφιλητά.
Όμως, όταν τη βρήκε, αντί να τρέξει κοντά της για να την αγκαλιάσει,
μαρμάρωσε σε απόσταση λίγων μέτρων.
Επειδή η Σουζάνα δεν ήταν μόνη.
Και ο άντρας που την κρατούσε στην αγκαλιά του αφήνοντάς τη να πνί-
ξει τους λυγμούς της στο στέρνο του ήταν ο Ρόμπερτ.
«Σώπα τώρα», είπε ο Ρόμπερτ.
Αυτό που σόκαρε την Ντέμπορα δεν ήταν η εικόνα του άντρα της με τα
μπράτσα του τυλιγμένα γύρω απ’ τους ώμους της Σουζάνας. Ήταν το γε-
γονός ότι η Σουζάνα είχε ξεπεράσει αρκετά την αποστροφή της ώστε να
τον αφήσει. Μάλιστα είχε γραπωθεί από το πουκάμισό του και, σηκώνο-
ντας το δακρυσμένο πρόσωπό της, του είπε:
«Τι φοβερό σφάλμα έκανα!»
«Όχι τόσο φοβερό όσο το δικό μου», αποκρίθηκε ο Ρόμπερτ, κοιτώντας
θλιμμένα το όμορφο πρόσωπό της.
Κεφάλαιο 11

Η Ντέμπορα γύρισε στην αίθουσα χορού παγωμένη. Αργότερα δε θα


θυμόταν ό,τι ακολούθησε στη δεξίωση. Μάλλον εκτέλεσε μηχανικά τα
βήματα των χορών που είχε υποσχεθεί σε τόσους απρόσωπους άντρες,
αλλά το μόνο που έβλεπε ήταν ο άντρας της να λέει στη γυναίκα που αγα-
πούσε ότι είχε κάνει φοβερό λάθος.
Το λάθος του, βέβαια, ήταν ότι δεν είχε κάνει πρόταση γάμου στη Σου-
ζάνα. Αν το είχε κάνει και της εξηγούσε ότι μια τεράστια περιουσία θα γι-
νόταν δική της, αυτή η δεξίωση θα ήταν προς τιμήν της. Η Σουζάνα θα γι-
νόταν μέλος της οικογένειας του κόμη Γουόλτον και θα πήγαινε για ψώνια
στην Μποντ Στρητ με την κόμισσα.
Για μια τέτοια περιουσία, η Σουζάνα θα είχε ξεπεράσει την αποστροφή
της για τα τραύματα του Ρόμπερτ. Και προφανώς μετάνιωνε τώρα που
του είχε δείξει αυτή την αποστροφή.
Ναι, το δικό της λάθος ήταν ότι είχε αδιαφορήσει για τα τρυφερά αι-
σθήματα του Ρόμπερτ.
Η Ντέμπορα δεν άντεχε να σκεφτεί ποιο θα ήταν το επόμενο βήμα για
τους κακότυχους εραστές τώρα που είχαν καταλήξει σε μια συμφωνία για
την κατάστασή τους. Ό,τι κι αν επέλεγαν να κάνουν, θα προκαλούσαν με-
γάλο σκάνδαλο, αν και ο Ρόμπερτ θα έβγαινε άθικτος απ’ αυτό. Είχε κάνει
ένα γάμο συμφέροντος και κανένας δε θα περίμενε να μείνει πιστός στη
γυναίκα του. Αν η πιο όμορφη ντεμπιτάντ της κοσμικής σεζόν τού έδειχνε
προτίμηση, ποιος θα τον κατηγορούσε που δε θα της έλεγε όχι; Οι άλλοι
άντρες θα χαχάνιζαν αποκαλώντας τον μπαγαπόντη, αλλά όλες οι πόρτες
θα έμεναν ανοιχτές για κείνον.
Η Σουζάνα θα καταστρεφόταν, όμως. Ακόμα κι αν ο Ρόμπερτ δεν έφτα-
νε στο σημείο να την κάνει ερωμένη του, η δεσποινίς Χάλγουορθι ήταν το
αντικείμενο τόσο μεγάλης περιέργειας, που δε θα έλειπαν οι κακεντρεχείς
οι οποίοι θα διέδιδαν παντού το νέο των μυστικών επαφών της, όπως αυ-
τής που είχε δει η Ντέμπορα.
Η απώλεια της κοινωνικής υπόληψης ήταν σαν την απώλεια της αγνότη-
τας χωρίς τις χαρές της τελευταίας.
Όταν έφυγαν όλοι οι προσκεκλημένοι, η Ντέμπορα επέστρεψε στα ι-
διαίτερα διαμερίσματά τους στο ισόγειο. Έστεκε μαρμαρωμένη στο καθι-
στικό, όταν ο Ρόμπερτ πέρασε από μπροστά της για να μπει στην κρεβα-
τοκάμαρα, κάνοντάς τη να συνειδητοποιήσει ότι ακόμα και η δύναμη της
αγάπης της δε θα την έκανε ν’ αντέξει πια.
Κάθε φορά που εκείνος θα ξεγλιστρούσε απ’ το σπίτι για μερικές κλεμ-
μένες ερωτικές στιγμές με τη Σουζάνα, θα ένιωθε σαν να της έμπηγαν ένα
μαχαίρι στην καρδιά. Και αν της ξανάκανε έρωτα με τα μάτια του κλειστά,
ικανοποιώντας τον πόθο του για μια άλλη γυναίκα, η ψυχή της θα γινόταν
κονιορτός.
Έπρεπε να γυρίσει στο Ντόβκοτ πριν ξεσπάσει η θύελλα. Αν το άφηνε
μέχρι να γίνει γνωστή η παράνομη σχέση, όλοι θα ήξεραν πώς ένιωθε. Κα-
μιά γυναίκα δε θα μπορούσε να κρύψει τέτοιο πόνο πίσω απ’ τη μάσκα
των κοινωνικών τρόπων. Εκείνη ήξερε ότι θα της ήταν αδύνατον κάτι τέ-
τοιο. Θα ένιωθε ταπεινωμένη κάθε φορά που έβγαινε έξω, ξέροντας ότι ο
κόσμος την κοιτούσε περίεργα και συζητούσε για κείνη.
Κάποια στιγμή, θα γινόταν αβάσταχτο και θα αναγκαζόταν να φύγει απ’
την πόλη.
Ήταν καλύτερα να φύγει από τώρα και ν’ αποφύγει τουλάχιστον την
ταπείνωση.
***
Η Ντέμπορα σηκώθηκε νωρίς το πρωί μετά το χορό, έχοντας περάσει
μια άυπνη νύχτα στον καναπέ του καθιστικού. Δεν μπορούσε να μπει στην
κρεβατοκάμαρα ούτε να πάρει μια κουβέρτα, παρ’ ότι έτρεμε απ’ το κρύο.
Μόνο όταν συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να φύγει απ’ το σπίτι με τη
βραδινή τουαλέτα της, επιστράτευσε όλο το κουράγιο της για να μπει στις
μύτες των ποδιών της και να πάρει ένα καθημερινό φόρεμα, ένα πανωφό-
ρι και το καπελίνο της απ’ την ντουλάπα.
Δεν μπόρεσε να μη ρίξει μια τελευταία κλεφτή ματιά στον άντρα της, ο
οποίος, όπως ανακάλυψε με πικρία, κοιμόταν ήσυχα, με το χέρι του α-
πλωμένο στη δική της πλευρά του κρεβατιού.
Θα πήγαινε πρώτα στη μητέρα της, αποφάσισε, ρίχνοντας το ανάριο
βραδινό φόρεμα στη ράχη του καναπέ, για να φορέσει το πρακτικό καθη-
μερινό ρούχο από βατίστα. Δε θα ήταν δίκαιο να φύγει απ' το Λονδίνο χω-
ρίς να την προειδοποιήσει για την παράνομη σχέση που θα ξεκινούσε, ό-
ταν εκείνη θα είχε βγει απ’ τη μέση.
Ένας νυσταγμένος υπηρέτης ξεμαντάλωσε την πόρτα, ρωτώντας την αν
ήθελε να τη συνοδεύσει.
«Όχι, ευχαριστώ. Θα πάω με άμαξα κατευθείαν στο σπίτι της μητέρας
μου. Α, βλέπω μια στη γωνία!»
Αφού έδωσε τη διεύθυνση στον αμαξά, μπήκε μέσα και κάθισε ανακου-
φισμένη στα μαλακά μαξιλάρια. Έλπιζε ότι δεν ήταν πολύ νωρίς για μια
τέτοια επίσκεψη. Ήταν σίγουρη ότι δε θα πείραζε τη μητέρα της να σηκω-
θεί απ’ το κρεβάτι. Ή ίσως να πήγαινε κατευθείαν στο δωμάτιό της για να
της μιλήσει εκεί. Ό,τι είχε να της πει ήταν μόνο για τα δικά της αυτιά.
Αναρωτιόταν γιατί ακόμα δεν είχε κλάψει. Ήξερε ότι αγαπούσε τον Ρό-
μπερτ περισσότερο απ’ την ίδια της τη ζωή, όμως, απ’ τη στιγμή που είχε
δει τη Σουζάνα στην αγκαλιά του, είχε παγώσει.
Είχε ακούσει πολλές φορές ανθρώπους που έλεγαν ότι είχαν μουδιάσει
απ’ τον πόνο. Μάλλον γι' αυτό διατηρούσε εξωτερικά την ψυχραιμία της,
ενώ μέσα της ήταν παγωμένη. Έτσι είχε αισθανθεί και όταν είχε πεθάνει ο
πατέρας της, φροντίζοντας μηχανικά για όλες τις λεπτομέρειες που έπρε-
πε να τακτοποιηθούν. Μετά την κηδεία, ενώ δίπλωνε ένα πανωφόρι του
και είχε φτάσει στα ρουθούνια της η γνώριμη μυρωδιά του, είχε συνειδη-
τοποιήσει συγκλονισμένη ότι δε θα τον ξανάβλεπε. Και τα δάκρυα είχαν
κυλήσει.
Μάλλον θα θρηνούσε για τον Ρόμπερτ όταν θα περνούσε αυτό το παγε-
ρό μούδιασμα. Γύρισε και κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο κουρασμένη. Και
ανακάθισε συνοφρυωμένη, παρατηρώντας ότι η άμαξα περνούσε από ένα
βρόμικο δρόμο που δεν τον είχε ξαναδεί.
Κατέβασε το διαχωριστικό ανάμεσα σ’ εκείνη και τον αμαξά και φώνα-
ξε: «Συγνώμη! Πήρατε λάθος δρόμο. Σας ζήτησα να με πάτε στη Χαφ Μουν
Στρητ».
Ο αμαξάς σταμάτησε αμέσως και ένας άλλος άντρας που καθόταν δίπλα
του κατέβηκε, πλησιάζοντας το παράθυρο.
Αντί να ζητήσει συγνώμη για το λάθος, άνοιξε την πόρτα στο θάλαμο
των επιβατών.
«Τι νομίζεις ότι κάνεις;» τσίριξε σαστισμένη η Ντέμπορα καθώς ο άντρας
την έσπρωξε πίσω κι ύστερα μπήκε και κάθισε απέναντι της.
«Φροντίζω να μην ξεγλιστρήσεις», της απάντησε εκείνος λακωνικά.
«Τι... εννοείς;» Η καρδιά της Ντέμπορα κόντεψε να σπάσει. «Σταματήστε
και αφήστε με αμέσως!» φώναξε όσο πιο επιτακτικά μπορούσε. «Αλλιώς
θα το μετανιώσετε!»
«Μας απειλείς;» Ο άντρας χαμογέλασε κοροϊδευτικά. «Όχι, δε θα έπρεπε
να με απειλείς, κυρία Φόλεϊ. Κανονικά θα έπρεπε να ικετεύσεις το έλεος
μου».
Η αμυδρή ελπίδα ότι την είχαν περάσει για κάποια άλλη έσβησε όταν ο
άγνωστος άντρας τής απευθύνθηκε με το όνομά της. Παρ’ όλα αυτά, η
Ντέμπορα αποφάσισε να φανεί γενναία, πιέζοντας τον εαυτό της να τον
κοιτάξει κατευθείαν στα μάτια. «Να ικετεύσω το έλεος σου; Εσύ πρέπει να
ικετεύσεις τη συγχώρεσή μου για την αγένειά σου να με τρομάξεις έτσι».
Ο άγνωστος χαχάνισε και της έριξε ένα χαστούκι. Η Ντέμπορα δεν μπο-
ρούσε να το πιστέψει. Παρ’ ότι εκείνος δεν είχε βάλει φαινομενικά δύναμη,
το χτύπημα την είχε πετάξει στη γωνιά της άμαξας. Σήκωσε το κεφάλι της
και άγγιξε το χτυπημένο χείλι της.
Ο άντρας χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά, σαν να ήταν ευχαριστημένος μ’
αυτή τη μικρή επίδειξη βάναυσης δύναμης.
«Αυτό ήταν για να καταλάβεις ότι δεν αστειευόμαστε, κυρία Φόλεϊ. Αν
έχεις στάλα μυαλό, δε θα τα ξαναβάλεις μαζί μου. Κάθισε φρόνιμη και δε
θα χρειαστεί να σου δώσω άλλο μάθημα».
Εκείνος μιλούσε τόσο ήρεμα, που η Ντέμπορα δεν μπορούσε να πιστέ-
ψει ότι μόλις την είχε χτυπήσει. Χαμηλώνοντας τα μάτια της, είδε έναν
κόκκινο λεκέ και κατάλαβε ότι το χαστούκι του είχε ματώσει το χείλι της.
Η υγρασία στο πηγούνι της ήταν το αίμα της που έσταζε απ’ την ανοιχτή
πληγή.
Η σαστισμάρα που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της μάλλον του προ-
κάλεσε θυμηδία, κάνοντάς τον να χαχανίσει πριν σταυρώσει τα μπράτσα
του στο στέρνο του και την κοιτάξει με αδιάφορη περιφρόνηση.
Νόμιζε ότι την είχε φοβίσει. Όμως η Ντέμπορα θα τον διέψευδε. Αν τη
θεωρούσε τόσο δειλή ώστε να τον αφήσει να την απαγάγει χωρίς ν’ αντι-
σταθεί, ήταν γελασμένος.
Όταν η άμαξα σταμάτησε και ο δράστης έγειρε για ν’ ανοίξει την πόρτα,
η Ντέμπορα πήγε στην απέναντι πόρτα, την άνοιξε και όρμησε στο δρόμο.
Δεν είχε ιδέα πού βρισκόταν, αλλά, αν έτρεχε φωνάζοντας για βοήθεια,
κάποιος θα την άκουγε και θα έσπευδε να τη σώσει.
Μόλις τα πόδια της πάτησαν στο λασπωμένο έδαφος, ένα μεγάλο χέρι
την άρπαξε από τον ώμο. Ο άντρας που την είχε χτυπήσει την άρπαξε, έ-
χοντας τρέξει ξοπίσω της τη στιγμή που την είχε δει να βγαίνει.
«Βοήθεια!» φώναξε η Ντέμπορα, προσπαθώντας να τραβηχτεί απ’ τη
λαβή του. Η κάπα της σκίστηκε στον ώμο καθώς τραβιόταν με όλη της τη
δύναμη, αλλά ο αμαξάς, που τον είχε ξεχάσει τελείως, έσπευσε να βοηθή-
σει το σύνεργό του, κατέβηκε από τη θέση του οδηγού και πετάχτηκε
μπροστά της. Έβαλε το ανοιχτό γαντοφορεμένο χέρι του στο πρόσωπό
της με μια βλοσυρή έκφραση και την έσπρωξε, πετώντας την προς την
άμαξα, όπου η Ντέμπορα βρέθηκε πεσμένη στα πόδια του άλλου άντρα.
Η φούστα της σκίστηκε καθώς ο απαγωγέας της την τραβούσε στην άλ-
λη πλευρά της άμαξας, πετώντας την παρά την αντίστασή της στα τέσσε-
ρα μέσα στη λάσπη. Ύστερα τη σήκωσε απ’ το γιακά της κάπας της και,
σαν να μην ήταν ικανοποιημένος ακόμα, τη γύρισε, χτυπώντας το πρόσω-
πό της στην άμαξα.
Η Ντέμπορα κόντεψε να λιποθυμήσει απ’ τον πόνο και τα γόνατά της
λύγισαν καθώς ο δράστης την άρπαζε απ’ τη μέση και την έριχνε στον ώμο
του σαν να ήταν κανένα σακί με σανό.
Στο θολωμένο μυαλό της τρύπωσαν αποσπασματικές εικόνες. Μια εξα-
θλιωμένη γυναίκα που απέστρεψε το βλέμμα της σαν να μην την αφορού-
σε μια απαγωγή πρωί πρωί. Απ’ το πρόσωπό της κύλησε αίμα στο πίσω
μέρος του παλτού του άντρα και έσταξε σε μια πέτρινη σκάλα. Σκοτάδι και
έντονη μυρωδιά υγρασίας κυριαρχούσαν καθώς ο απαγωγέας την κουβα-
λούσε στο άντρο του, σκύβοντας για να περάσει από μια χαμηλή αψίδα.
Ξαφνικά την πέταξε σ’ ένα αχυρόστρωμα και στάθηκε ψύχραιμα από
πάνω της. Η παραζάλη της έδωσε τη θέση της στον τρόμο.
«Σε προειδοποίησα να είσαι φρόνιμη», της είπε με ήρεμη φωνή, γονατί-
ζοντας δίπλα στο κρεβάτι. «Τώρα δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, ομορφού-
λα, έτσι δεν είναι;» Έβαλε το χέρι του στον αστράγαλό της και το ανέβασε
λίγο κάτω απ’ τη φούστα της.
Η Ντέμπορα πίστευε ότι ήταν αρκετά προσγειωμένη για ν’ αντιμετωπί-
σει οτιδήποτε. Όμως με το άγγιγμα αυτού του άντρα την πλημμύρισε τέ-
τοιος αποτροπιασμός, που δεν μπόρεσε να μη βγάλει μια στριγκλιά τρό-
μου, τραβώντας το πόδι της.
Βρισκόταν στο έλεος του. Η βία που είχε χρησιμοποιήσει εκείνος για να
τη δαμάσει είχε την έννοια μιας επίδειξης του τι μπορούσε να περιμένει αν
συνέχιζε να του αντιστέκεται. Μπορούσε να της κάνει οτιδήποτε, και δεν
υπήρχε κανείς για να τον εμποδίσει.
Η Ντέμπορα ένιωσε σαν να είχε βρεθεί ξαφνικά σ' ένα παράλληλο σύ-
μπαν. Ένα σύμπαν όπου οι κανόνες της προστατευμένης ύπαρξής της δεν
ίσχυαν. Σ’ αυτό το σύμπαν, οι άντρες χτυπούσαν τις γυναίκες στο δρόμο
και οι μάρτυρες προσποιούνταν ότι δεν είχαν δει τίποτα, για να μην πά-
θουν τα ίδια.
«Είναι σχεδόν κρίμα που λύγισες τόσο γρήγορα», μονολόγησε ο άντρας.
«Θα μου άρεσε να σε δω ν’ αντιστέκεσαι λίγο ακόμα». Άπλωσε το χέρι του
σαν να είχε την πρόθεση να την αρπάξει πάλι και η Ντέμπορα τραβήχτηκε
πίσω, ώσπου έγινε σαν μια μπάλα στο κρεβάτι, κολλημένη στον τοίχο.
Εκείνος την κοίταξε κατάματα, έπιασε σφιχτά το μπράτσο της και τρά-
βηξε απ’ τον καρπό της το τσαντάκι της. Η Ντέμπορα κόντεψε να λιποθυ-
μήσει από ανακούφιση βλέποντάς τον να το ανοίγει και να ρίχνει τα πε-
ριεχόμενά του στο πλίθινο δάπεδο.
«Δεν έχεις πάνω σου πολλά λεφτά για γυναίκα τόσο πλούσιου άντρα»,
παραπονέθηκε, διαλέγοντας τα νομίσματα ανάμεσα στα προσωπικά της
αντικείμενα. «Όμως φτάνουν για όσο καιρό θα είσαι μαζί μας».
Μ’ αυτά τα λόγια, βγήκε απ’ το δωμάτιο, μανταλώνοντας την πόρτα πί-
σω του.
Η Ντέμπορα ντράπηκε ανακαλύπτοντας ότι έτρεμε σαν το φύλλο, βγά-
ζοντας αναφιλητά αγωνίας με κάθε κοφτή ανάσα που έπαιρνε. Δε θεω-
ρούσε τον εαυτό της δειλό, αλλά η βαναυσότητα αυτού του άντρα και η
προφανής ευχαρίστησή του με το κακό που της έκανε ήταν κάτι απάν-
θρωπο. Μάλιστα, της είχε πει ότι ήθελε να τη δει ν’ αντιστέκεται για να
του δώσει λαβή να τη χτυπήσει περισσότερο.
Τι σόι τέρας ήταν;
Και γιατί την είχαν απαγάγει αυτοί οι άντρες; Η Ντέμπορα δεν μπορούσε
να φανταστεί το λόγο, παρ’ ότι δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο στόχος τους
ήταν εκείνη, αφού την είχαν αποκαλέσει με το όνομά της.
Τα μαλλιά της κολλούσαν στο πρόσωπό της, ενώ το αριστερό μέρος του
μετώπου της παλλόταν απ’ το χτύπημα στην πόρτα της άμαξας. Ήξερε ότι
αιμορραγούσε, αλλά δεν μπορούσε να φροντίσει το τραύμα όπως έπρεπε.
Έτσι, πίεσε το ματωμένο γάντι της στο κόψιμο, με την ελπίδα ότι θα στα-
ματούσε τη ροή του αίματος.
Στο κελί της δεν υπήρχε τίποτ' άλλο εκτός απ’ το στρώμα κι έναν κουβά
στο πάτωμα, που μάλλον θα εκτελούσε χρέη τουαλέτας.
Το δωμάτιο μάλλον ήταν κάτι σαν κελάρι, υπέθεσε, γιατί ήταν σκοτεινά.
Όταν τα μάτια της προσαρμόστηκαν, διέκρινε ότι ο χώρος είχε αψιδωτό
σχήμα και ήταν φτιαγμένος από τούβλο. Δεν υπήρχαν παράθυρα και το
λιγοστό φως έμπαινε από μια μικρή σχάρα στη βαριά δρύινη πόρτα που ο
δράστης είχε μανταλώσει απέξω.
***
Η Ντέμπορα δεν ήξερε πόση ώρα έμεινε μαζεμένη στο κρεβάτι. Αισθα-
νόταν ότι ήταν πολύ μεγάλο διάστημα, αλλά όχι αρκετό για να πάψει να
τρέμει.
Κάποια στιγμή, άκουσε βήματα να πλησιάζουν και το σύρσιμο μιας κα-
ρέκλας. Άραγε ο απαγωγέας της καθόταν στην άλλη πλευρά και τη φύλα-
γε; Γιατί να το κάνει, αφού δεν υπήρχε τρόπος να αποδράσει απ’ το κελί
της;
Άκουσε το μάνταλο να τραβιέται και η πόρτα άνοιξε.
Έπιασε τον εαυτό της ν’ ασθμαίνει απ’ το φόβο. Γιατί ο άντρας είχε α-
νοίξει την πόρτα; Σε τι βασανιστήριο θα την υπέβαλλε πάλι; Ένιωθε τόσο
αβοήθητη, κουλουριασμένη κάτω, που σηκώθηκε, μολονότι τα πόδια της
έτρεμαν, κι έγειρε στον τοίχο.
Ένας καλοντυμένος αδύνατος άντρας μπήκε στο δωμάτιο, παρατηρώ-
ντας τη με το κεφάλι του γερμένο στο πλάι για μερικά λεπτά.
«Υποθέτω, κυρία Φόλεϊ», της είπε τελικά, «ότι αναρωτιέστε γιατί σας
έφερα εδώ».
Η Ντέμπορα ένιωθε το στόμα της τόσο στεγνό απ’ το φόβο, που δεν
μπορούσε να μιλήσει, έτσι έγνεψε καταφατικά.
«Για να τραβήξω την προσοχή του συζύγου σας. Μου χρωστάει, βλέπετε,
και θέλω να καταλάβει ότι πρέπει να με πληρώσει».
«Ο Ρόμπερτ... δεν έχει χρέη!»
«Σ’ αυτό έχετε άδικο. Αφού έκλεψε την περιουσία ενός ανθρώπου που
χρωστάει σ’ εμένα, στερώντας του τα μέσα για να ξεχρεώσει, τα χρέη έγι-
ναν δικά του».
Ο Ρόμπερτ δε θα έκλεβε ποτέ!
Ο μοναδικός άνθρωπος που θα τολμούσε να τον κατηγορήσει για κάτι
τέτοιο ήταν... ο Πέρσι Λάμπτον.
Μήπως αυτός ο ανόητος είχε δανειστεί λεφτά που δεν μπορούσε να ε-
πιστρέψει;
Απ’ αυτό τον άντρα;
Η Ντέμπορα κοίταξε τον αδύνατο άντρα, καταλαβαίνοντας τι σήμαιναν
όλα όσα είχαν συμβεί τις τελευταίες ώρες. Ο Πέρσι Λάμπτον δεν είχε λε-
φτά για να ξεχρεώσει κανέναν. Επειδή τα λεφτά που θεωρούσε δικά του
είχαν περιέλθει στην κατοχή του Ρόμπερτ.
«Βλέπω ότι με καταλαβαίνετε», είπε με έναν καγχασμό ο άντρας. «Πολύ
χαίρομαι που δεν προσποιείστε την αθώα. Άνθρωποι σαν εσάς πρέπει να
μάθουν ότι δεν μπορούν να τη γλιτώσουν κλέβοντας ανθρώπους σαν εμέ-
να. Πρέπει να πληρώσετε. Με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο», είπε, κάνο-
ντας ένα βήμα προς το μέρος της. «Εγώ όλους τους αναγκάζω να πληρώ-
σουν στο τέλος».
Καθώς την πλησίαζε, η Ντέμπορα είδε να λαμποκοπά στο χέρι του η λε-
πίδα ενός μαχαιριού.
«Όχι!» φώναξε έντρομη.
«Θα σας συμβούλευα να μείνετε ακίνητη, κυρία Φόλεϊ, αν δε θέλετε να
πάθετε τίποτα», της είπε απειλητικά ο άντρας. «Όλα θα τελειώσουν πριν
το καταλάβετε».
Η Ντέμπορα έτρεξε πανικόβλητη προς την ανοιχτή πόρτα, αλλά έπεσε
πάνω στο σωματώδη άντρα που εμφανίστηκε απ’ το πουθενά. Την έριξε
μέσα στο κελί με φόρα και το πίσω μέρος του κεφαλιού της χτύπησε στον
αντικρινό τοίχο.
Το χοντρό χέρι του έκλεισε γύρω απ’ το λαιμό της, ενώ το άλλο έλυνε
την κορδέλα του καπελίνου της. Η Ντέμπορα παρέλυσε. Η δυσωδία του
γέμισε τα ρουθούνια της, πνίγοντάς τη σαν τη λαβή του στο λαιμό της. Ο
πόνος την έκανε να δει αστεράκια, απλώνοντας τα πλοκάμια του απ’ το
αρχικό σημείο κρούσης σε όλο το κεφάλι της. Σαν σε όνειρο, τον είδε να
πετάει το καπελίνο της κάτω και τον αδύνατο άντρα να πλησιάζει, με το
μαχαίρι προτεταμένο.
Με μια σβέλτη κίνηση, έκοψε μια τούφα απ’ τα μαλλιά της και τότε ο
σωματώδης άντρας την άφησε να πέσει στα γόνατα ανάμεσά τους.
Ο αδύνατος άντρας πλατάγισε τη γλώσσα του, κουνώντας το κεφάλι
του. «Τόση φασαρία για μια τούφα μαλλιών. Θα έλεγε κανείς ότι η πρόθε-
σή μας ήταν να σας σκοτώσουμε».
Καθώς η Ντέμπορα έπαιρνε μια ανάσα που πέρασε οδυνηρά απ’ τον κα-
κοποιημένο λαιμό της, σκέφτηκε ότι οι δυο άντρες ήθελαν να την κάνουν
να πιστέψει ακριβώς αυτό. Ήθελαν να κάμψουν την αντίστασή της τρο-
μοκρατώντας τη. Γέλασαν κι οι δυο κοροϊδευτικά, βλέποντάς τη να ζαρώ-
νει στο πάτωμα.
Και ένιωσε ταπεινωμένη που τα είχαν καταφέρει τόσο καλά. Ήταν τρο-
μοκρατημένη.
«Δώστε μου το χέρι σας τώρα», την πρόσταζε ο αδύνατος άντρας.
Επειδή έτρεμε να φέρει οποιαδήποτε αντίρρηση, η Ντέμποpa σήκωσε το
χέρι της. Μ’ ένα γνέψιμο του κυρίου του, ο σωματώδης άντρας γονάτισε
δίπλα της στο πάτωμα και πήρε το χέρι της, ξεκουμπώνοντας αργά αργά
το γάντι της. Το τράβηξε δάχτυλο δάχτυλο, με μια θριαμβευτική λάμψη
στα βαθουλωμένα μάτια του που δεν άφησαν ούτε στιγμή το πρόσωπό
της.
Η Ντέμπορα ένιωσε σαν να της είχαν στερήσει ένα πολύτιμο κομμάτι
του εαυτού της.
Αφότου η πόρτα έκλεισε πάλι, αφήνοντάς τη μόνη στο σκοτάδι, πέρασε
πολλή ώρα μέχρι να πάψει να τρέμει και το στομάχι της να αναδεύεται.
Όμως δε θα έκλαιγε. Ο σωματώδης άντρας τη φρουρούσε, καθισμένος
σε μια καρέκλα απέξω. Θα την άκουγε αν έκλαιγε. Κι εκείνη δε θα του έδι-
νε αυτή την ικανοποίηση!
***
Ήταν αργά το βράδυ όταν ο Ρόμπερτ έλαβε το πακέτο. Δεν είχε διάθεση
για τέτοια.
Μάλλον θα ήταν δείγμα από κάποιο μόδιστρο, σκέφτηκε κακόκεφα. Τα
είχε ξεπεράσει όλα αυτά, παρ’ ότι κάποτε ενθουσιαζόταν με τα μεταξωτά
πουκάμισα και τα κομψά γιλέκα.
«Δεν το ανοίγεις εσύ;» είπε, πετώντας το στον Λίνεϊ.
Η Ντέμπορα τον είχε αγνοήσει τελείως το προηγούμενο βράδυ. Είχε πά-
ψει πια να προσποιείται ότι μπορούσε να κοιμάται στο κρεβάτι του. Και το
πρωί, πριν καν ξυπνήσουν οι υπηρέτες, το είχε σκάσει για το σπίτι της μη-
τέρας της. Δεν είχε επιστρέψει ακόμα, ούτε καν για τις κοινωνικές υπο-
χρεώσεις της.
«Λοχαγέ!»
Ο τόνος του Λίνεϊ τον έκανε να γυρίσει απ' τον μπουφέ όπου έβαζε ένα
ποτήρι μπράντι.
Ο υπηρέτης του σήκωσε τα περιεχόμενα του πακέτου. Ένα ματωμένο
γάντι και μια τούφα από σκούρα μαλλιά.
Ο Ρόμπερτ αναγνώρισε και το γάντι και τα μαλλιά.
«Η Ντέμπορα!»
Με δυο δρασκελιές, πλησίασε τον Λίνεϊ και πήρε απ' το χέρι του το ση-
μείωμα που περιείχε το πακέτο.
Έκλεψες τον πελάτη μου και για μένα τα χρέη του έγιναν δικά σου, όπως
ό,τι άλλο του στέρησες. Φρόντισε να ξεχρεώσεις αν θέλεις να ξαναδείς τη γυ-
ναίκα σου.
Η επιστολή ήταν ανυπόγραφη και το πακέτο χωρίς διεύθυνση αποστο-
λέα ή οποιεσδήποτε οδηγίες.
Ο Ρόμπερτ πάγωσε. Πώς ήταν δυνατόν να πληρώσει λύτρα αφού δεν
ήξερε σε ποιον να τα δώσει;
«Πρέπει να είναι το πρώτο από μια σειρά μηνυμάτων», προέβλεψε σκυ-
θρωπά ο Λίνεϊ.
Ο Ρόμπερτ σωριάστηκε στον καναπέ, με το ματωμένο γάντι της Ντέ-
μπορα στην παραλυμένη ανοιχτή παλάμη του.
Ο Λίνεϊ συνέχισε. «Το πακέτο ήταν για να τραβήξει την προσοχή σας. Θα
στείλει οδηγίες για την καταβολή των λύτρων, αφού σας αφήσει για λίγο
ν’ αγωνιάτε».
«Δεν μπορώ!» Ο Ρόμπερτ πετάχτηκε επάνω, παρ’ ότι το τεχνητό μέλος
του δεν του επέτρεπε απότομες κινήσεις. «Δεν μπορώ να περιμένω εδώ
άπραγος το επόμενο μήνυμα ενώ η Ντέμπορα υποφέρει ένας Θεός ξέρει
πόσα!» Κοίταξε κατάχλομος το ματωμένο γάντι. «Ήδη της έχουν κάνει κα-
κό».
«Μπορεί να το έστειλαν για λόγους εντυπωσιασμού και να μην είναι δι-
κό της το αίμα, κύριε».
«Το ελπίζω!» Το πρόσωπο του Ρόμπερτ πήρε μια σκληρή έκφραση.
«Δουλειά του Λάμπτον είναι. Κανένας άλλος δε θα με κατηγορούσε ότι του
έκλεψα κάτι. Όμως είχα κάθε δικαίωμα να διεκδικήσω την περιουσία! Τα
ψέματά του εξέθεσαν σε κίνδυνο την Ντέμπορα!»
«Κύριε, σκεφτείτε το...»
«Όχι, τέρμα η σκέψη και η αβρή συμπεριφορά! Είμαι στρατιωτικός και
έτσι θα δράσω».
Ο Λίνεϊ ψιθύρισε μια βλαστήμια όταν ο κύριός του άνοιξε τα συρτάρια
του μπουφέ κι έβγαλε δυο βαριά στρατιωτικά πιστόλια.
Ενώ τα γέμιζε με γρήγορες κινήσεις, ο Λίνεϊ πήρε ένα μεγάλο μαχαίρι και
το έκρυψε στο πανωφόρι του. Βοηθώντας τον κύριό του να φορέσει την
παλιά χλαίνη του, φόρεσε ένα πολυκαιρισμένο δίκοχο καπέλο και οι δυο
άντρες βγήκαν στο σκοτάδι ο ένας πλάι στον άλλον.
***
Ο άντρας που άνοιξε την πόρτα σύντομα έχασε την υπεροπτική έκφρα-
ση που είχε όταν αρνιόταν την είσοδο σε ανεπιθύμητους επισκέπτες.
Ήταν επειδή κανένας μέχρι τώρα δεν είχε επιχειρήσει να μπει με την α-
πειλή όπλου.
«Ο κύριός σου είναι μέσα;» ρώτησε ο σημαδεμένος τραμπούκος στο κα-
τώφλι. «Μην τολμήσεις να μου πεις ψέματα».
«Ούτε που το διανοήθηκα, κύριε», απάντησε ο μπάτλερ, ξεροκαταπίνο-
ντας όταν είδε ένα δεύτερο στιβαρό άντρα στο κεφαλόσκαλο, με την πλά-
τη του γυρισμένη στο κτίριο καθώς επιθεωρούσε το δρόμο.
«Οδήγησέ με σ’ εκείνον τότε!»
Οποιαδήποτε ελπίδα του μπάτλερ να φωνάξει για βοήθεια, πεπεισμένος
ότι οι δυο άντρες θα σκότωναν τον κύριό του, έσβησε όταν ο δεύτερος ει-
σβολέας έκλεισε την πόρτα πίσω του και στάθηκε βλοσυρός μπροστά του.
«Εκεί... μέσα είναι», τραύλισε ο μπάτλερ, δείχνοντας κάτασπρος την
πόρτα του καθιστικού.
Δεν άντεχε τη θέα του αίματος. Και την τελευταία φορά είχε τρομάξει,
αλλά οι προηγούμενοι δεν είχαν όπλα. Έπρεπε να σκεφτεί σοβαρά την
παραίτησή του. Δεν ήταν δική του δουλειά να αντιμετωπίζει εγκληματίες.
Όχι ότι μετά το αποψινό θα είχε δουλειά.
Το αδύνατο στέρνο του φούσκωσε από αγανάκτηση. Ποιος θα προσ-
λάμβανε έναν μπάτλερ του οποίου ο προηγούμενος εργοδότης είχε δολο-
φονηθεί; Ρουθούνισε και κάθισε σ’ έναν πάγκο στο στενό χολ, αγριοκοι-
τάζοντας το μεγαλόσωμο άντρα που είχε μείνει όρθιος, με τα μπράτσα
του σταυρωμένα και την πλάτη του στην είσοδο.
Ο λοχαγός Φόλεϊ μπήκε φουριόζος στο καθιστικό, σημαδεύοντας με το
όπλο του τον νεαρό άντρα που ήταν καθισμένος αναπαυτικά σε μια πολυ-
θρόνα μπροστά στη φωτιά. Το πρόσωπο του Πέρσι Λάμπτον ήταν μωλω-
πισμένο και τραυματισμένο. Ο κάποτε υπέρκομψος λιμοκοντόρος φο-
ρούσε μια άθλια ρόμπα, έχοντας δίπλα του ένα μπολ με κάτι που μύριζε
σαν ποντς, μεγάλη ποσότητα του οποίου είχε ήδη καταναλώσει, αν έκρινε
κανείς απ’ την κατακόκκινη μύτη του.
«Ήρθες να με αποτελειώσεις, Φόλεϊ;» ρώτησε με αργόσυρτη φωνή ο Λά-
μπτον, κοιτώντας το πιστόλι με κουρασμένα, κατακόκκινα μάτια. «Όσο κι
αν δε θέλεις να το ακούσεις, χάρη θα μου κάνεις».
«Θα σου άξιζε», του πέταξε παγερά ο Ρόμπερτ. «Όμως δεν είμαι δολο-
φόνος. Απαντήσεις θέλω και όχι το αίμα σου».
«Πάλι καλά. Δε νομίζω ότι μου έμεινε πολύ», απάντησε ο Πέρσι, αγγίζο-
ντας το μελανιασμένο πρόσωπό του. «Αν και δεν ξέρω τι απαντήσεις μπο-
ρώ να σου δώσω εγώ».
«Θέλω να μάθω ποιος πήρε τη γυναίκα μου!»
«Πήρε τη γυναίκα σου; Τι εννοείς;» είπε καγχάζοντας ο Πέρσι. «Την κου-
λάντρισαν κιόλας; Όχι ότι θα την αδικούσε κανείς».
Μια σφαίρα έκανε το μπολ του ποντς θρύψαλα που πετάχτηκαν πα-
ντού.
«Έχεις χάσει το κολάι», τον κορόιδεψε ο Πέρσι, σκουπίζοντας το ποντς
αδιάφορα απ’ το κομψό χέρι του, παρ’ ότι τα χείλη του είχαν ασπρίσει.
«Καθόλου», αντέτεινε ο Ρόμπερτ, βγάζοντας το δεύτερο πιστόλι απ’ την
τσέπη του. «Η επόμενη σφαίρα θα τρυπήσει τη μαύρη καρδιά σου αν δε
μου πεις αυτό που θέλω να μάθω».
«Δεν έχω ιδέα με ποιον σε απατά η γυναίκα σου, ούτε γιατί θεωρείς ότι
είμαι εγώ», διαμαρτυρήθηκε ο Πέρσι Λάμπτον. «Εγώ δεν πλαγιάζω με πα-
ντρεμένες γυναίκες!»
«Όχι, εσύ απλώς αποπλανάς αθώα νεαρά κορίτσια!»
«Δεν έχω αποπλανήσει κανένα αθώο κορίτσι!»
«Ξέχασες κιόλας τη δεσποινίδα Χάλγουορθι, τομάρι;»
«Δεν την αποπλάνησα! Το μόνο που έκανα...»
«Ήταν να την αφήσεις να πιστέψει ότι θα την παντρευόσουν. Έπαιξες με
τα αισθήματά της και την πλήγωσες, αχρείε! Δεν έχει κανένα όριο η ανηθι-
κότητα των Λάμπτον; Εσύ καταστρέφεις γυναίκες για να κάνεις το κέφι
σου...»
«Για στάσου!» Ο Πέρσι ανακάθισε, ζαρώνοντας το μέτωπό του οργισμέ-
νος. «Λίγο ανάλαφρο κόρτε δεν είναι έγκλημα. Δεν έταξα τίποτα στη δε-
σποινίδα Χάλγουορθι. Αν φαντάστηκε ποτέ ότι θα έκανα πρόταση γάμου
σε μια γυναίκα της τάξης της, αυτή φταίει! Όσο για την κατηγορία σου ότι
οι Λάμπτον θα φέρονταν ποτέ ανέντιμα σε μια γυναίκα...»
«Ο πατέρας σου αυτό έκανε! Στιγμάτισε τη μητέρα μου με τον ισχυρισμό
ότι δεν ήμουν παιδί του πατέρα μου! Την κατέστρεψε διαδίδοντας τη φή-
μη ότι ήταν ελευθερίων ηθών! Το αρνείσαι;»
«Αυτά έχουν γίνει... πριν από πολύ καιρό», αντέτεινε ο Πέρσι και το
πρόσωπό του σκοτείνιασε. «Εγώ δεν είχα καμιά συμμετοχή σ’ αυτό».
«Όμως είσαι ίδιος με τον πατέρα σου! Απαξιώνεις μια γυναίκα λόγω της
τάξης της. Καμιά γυναίκα δεν αξίζει ό,τι έκανες εσύ στη δεσποινίδα Χάλ-
γουορθι. Και ό,τι έκανε ο πατέρας σου στη μητέρα μου. Οι άντρες πρέπει
να προστατεύουν και να φροντίζουν τις γυναίκες, όχι να τις κακομεταχει-
ρίζονται σαν να είναι σκουπίδια!»
Ακούγοντας τα ίδια τα λόγια του, ο λοχαγός Φόλεϊ συνειδητοποίησε ότι
τα εννοούσε. Μ’ αυτές τις αρχές είχε μεγαλώσει. Πότε τις είχε χάσει; Πότε
είχε αρχίσει να φέρεται στις γυναίκες με την κυνική περιφρόνηση που τον
είχε κάνει να εκμεταλλευτεί αδίστακτα την ευαισθησία της Ντέμπορα για
να εκδικηθεί τους εχθρούς του;
Στη Σαλαμάνκα δεν είχε μείνει ανάπηρος μόνο σωματικά, αντιλήφθηκε
για πρώτη φορά. Είχε σακατευτεί και το μυαλό του.
Κάθισε βαρύς στην πολυθρόνα απέναντι απ’ τον Πέρσι κι έσφιξε τη λαβή
του πιστολιού. Όταν είχε πρωτοδεί το πρόσωπό του στον καθρέφτη σ’
εκείνο το αυτοσχέδιο νοσοκομείο έξω απ’ τη Σαλαμάνκα, είχε σοκαριστεί.
Στα νιάτα του ήταν όμορφος. Όμως αυτή η μάζα της κατακόκκινης πυώ-
δους σάρκας μόνο αηδία μπορούσε να προκαλέσει.
Τους ατέλειωτους μήνες της ανάρρωσής του, έβλεπε πώς αντιδρούσαν
οι γυναίκες βλέποντας το σακατεμένο κορμί του και το σημαδεμένο πρό-
σωπό του. Ενώ κάποτε του χαμογελούσαν φλερτάροντάς τον, τώρα μά-
ζευαν τις φούστες τους και απομακρύνονταν αηδιασμένες.
Έτσι, τις είχε χαρακτηρίσει όλες ως ρηχές, συμφεροντολόγες και μαινά-
δες, ενώ στην πραγματικότητα όποτε έβλεπε μια γυναίκα να ζαρώνει την
όμορφη μυτούλα της ένιωθε τόσο πληγωμένος, που του κοβόταν η ανά-
σα.
Επειδή ένιωθε αδικημένος, είχε χρησιμοποιήσει την Ντέμπορα τόσο α-
δίστακτα όσο είχε χρησιμοποιήσει ο Πέρσι Λάμπτον τη δεσποινίδα Χάλ-
γουορθι και ο πατέρας του τη δική του μητέρα.
Κοίταξε έντρομος τον Πέρσι Λάμπτον. Είχε επιτρέψει στην πικρία και
στο αίσθημα της αδικίας ν’ αποσαθρώσει την ψυχή του και δε διέφερε σε
τίποτα απ’ το μισητό εχθρό του.
«Κάποιος απήγαγε τη γυναίκα μου», είπε στεγνά. «Το σημείωμα που έ-
λαβα απόψε μαζί μ’ αυτό...» Άφησε το πιστόλι στην ποδιά του, βγάζοντας
το ματωμένο γάντι απ’ την τσέπη του. «... μ’ έκαναν να πιστέψω ότι η α-
παγωγή έχει σχέση με τη δική μας αντιπαλότητα. Στο μήνυμα μου ζητούν
να πληρώσω κάποια χρέη που υποψιάζομαι ότι είναι δικά σου».
«Ο Χίνκσι», είπε ο Πέρσι, με το βλέμμα καρφωμένο στο ματωμένο γάντι.
«Θεέ μου! Φόλεϊ, δε φαντάστηκα ποτέ ότι θα έφταναν ως εδώ τα πράγμα-
τα. Σκέφτηκα ότι θα έστελνε πάλι τους άντρες του να σου κάνουν ό,τι έ-
καναν σ’ εμένα». Έδειξε το μωλωπισμένο πρόσωπό του.
«Λες να μ’ ενδιαφέρει τι λες εσύ;»
Ο Λάμπτον μισόκλεισε τα μάτια του. «Ξέρω ότι με μισείς εξαιτίας όσων
έκανε ο πατέρας μου, αλλά δεν είμαι σαν εκείνον. Εγώ δε θα έθετα ποτέ σε
κίνδυνο μια γυναίκα εσκεμμένα».
«Και η δεσποινίς Χάλγουορθι; Η λαίδη Γουόλτον; Πέρυσι...»
«Δεν έκανα κακό στη Γαλλίδα! Απλώς άδραξα την ευκαιρία να φέρω σε
δύσκολη θέση τον Γουόλτον. Του άξιζε ύστερα απ’ τον τρόπο με τον οποίο
φρόντισε να μην πάρω την κληρονομιά της θείας Γιουφέμια! Δεν έχασε δα
και τόσα χρήματα στα χαρτιά. Για έναν άντρα με το δικό του πλούτο, αυτά
είναι ψίχουλα! Όσο για τη δεσποινίδα Χάλγουορθι, θα με ξεπεράσει όταν
την προσεγγίσει με σοβαρό σκοπό κάποιος με τίτλο. Να με θυμάσαι! Αυτό
όμως...» Σταμάτησε και έδειξε το ματωμένο γάντι στην ποδιά του λοχαγού
Φόλεϊ. «... είναι κάτι που δε θα ήθελα ποτέ να συμβεί σε μια γυναίκα». Έ-
κανε ένα μορφασμό. «Ο Γουόλτον φταίει που έπεσα στα πλοκάμια του
Χίνκσυ», παραπονέθηκε. «Αν δεν είχε προσβάλει τη διαθήκη... θα είχα τώ-
ρα τα χρήματα που μου είχε πει ο πατέρας μου ότι θα κληρονομούσα...»
«Δεν έγιναν έτσι τα πράγματα!» τον κατακεραύνωσε ο λοχαγός Φόλεϊ.
«Η οικογένειά σου πρόσβαλε τη διαθήκη. Η θεία σου άφησε τα πάντα σ’
εμένα!»
«Κακώς! Δεν είσαι εσύ ανιψιός της».
«Και είναι αυτή δικαιολογία για να πεις στο δανειστή σου να έρθει σ’ ε-
μένα να τον ξεχρεώσω;»
«Απειλούσε να μου σπάσει τα πόδια. Για όνομα του Θεού, δε βλέπεις το
πρόσωπό μου; Έχω μέρες να βγω. Και δεν του είπα να απευθυνθεί σ’ εσέ-
να. Απλώς του εξήγησα τι έγινε με την κληρονομιά... που νόμιζα ότι ήταν
δική μου, αλλά τελικά μου την άρπαξες με το γάμο σου με τη δεσποινίδα
Γκίλις». Γούρλωσε τα μάτια του έντρομος. «Θεέ μου! Του έδωσα το όνομά
της. Είναι σαν να την έριξα στα χέρια του. Δε θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυ-
τό μου...»
Ο λοχαγός Φόλεϊ κατάλαβε ότι οι τύψεις του εχθρού του δεν ήταν κάλ-
πικες. Παρ’ ότι ο Πέρσι Λάμπτον δεν ήταν ο πιο έντιμος άντρας του κό-
σμου, του προκαλούσε φρίκη η σκέψη ότι μια δική του πράξη είχε εκθέσει
μια γυναίκα σε κίνδυνο.
«Τότε βοήθησέ με να τη βρω».
«Θα σε βοηθήσω». Ο Λάμπτον ανακάθισε, κοιτώντας κατάματα τον Ρό-
μπερτ. «Επί τη ευκαιρία, θέλω να πω ότι λυπάμαι για ό,τι έκανε ο πατέρας
μου». Κοκκίνισε. «Ακόμα και σε σχέση με τη διαθήκη της θείας μου, εννοώ.
Δεν αρνούμαι ότι ήθελα τα χρήματα, αλλά όχι τόσο πολύ...» Έσφιξε τις
γροθιές του, κοιτώντας το ματωμένο γάντι της Ντέμπορα. «Αν μπορούσα
να κάνω κάτι για να σταματήσει αυτή η ηλίθια βεντέτα, πίστεψέ με, θα το
έκανα».
«Αλήθεια;» ρώτησε κυνικά ο Ρόμπερτ. «Συγχώρησέ με αν δυσκολεύομαι
να το πιστέψω».
«Θα δεις!» διακήρυξε ο Πέρσι και πετάχτηκε πάνω, γεμίζοντας το χαλάκι
μπροστά στο τζάκι με θρύψαλα απ’ το κρυστάλλινο μπολ. «Θα έκανα τα
πάντα για να εξιλεωθώ για το κακό που έκανα με την απερισκεψία μου
στην καημένη τη δεσποινίδα Γκίλις. Τα πάντα!»
Κεφάλαιο 12

Η Ντέμπορα έχασε την αίσθηση του χρόνου στη σκοτεινή φυλακή της.
Απ’ την ώρα που ο αδύνατος άντρας είχε κόψει μια τούφα από τα μαλ-
λιά της, η πόρτα είχε ανοίξει τρεις φορές και ο εύσωμος άντρας που την εί-
χε χτυπήσει της είχε φέρει ένα πιάτο με ψωμοτύρι κι ένα φλιτζάνι με κάτι
που μύριζε σαν μπίρα.
Την πρώτη φορά, παρ’ ότι ο λαιμός της πονούσε ακόμα στο σημείο που
την είχε σφίξει, σχεδόν πνίγοντάς τη, δεν ήθελε να πιει την μπίρα. Η σκέψη
να χρησιμοποιήσει μετά τον κουβά και να δει τον άντρα να τον αδειάζει,
χαμογελώντας ειρωνικά, ή να τον αφήσει να βρομίσει ήταν φρικτή.
Έτσι, είχε κόψει ένα κομμάτι του μεσοφοριού της, το είχε βουτήξει στην
μπίρα και το είχε βάλει στο μέτωπό της, με την ελπίδα να καθαρίσει με το
οινόπνευμα το τραύμα που αιμορραγούσε ακόμα.
Τελικά ένιωσε χειρότερα. Όχι μόνο την έτσουζε, αλλά και είχε καταλήξει
να βρομάει μπίρα.
Σε λίγο άρχισε να ξύνεται. Και ανακάλυψε ότι το στρώμα στο οποίο κα-
θόταν ήταν γεμάτο ψύλλους. Πετάχτηκε πάνω έντρομη και πήγε στην άλ-
λη άκρη του κελιού. Μόνο που δεν μπορούσε να μείνει όρθια. Το αίμα που
σχημάτιζε μια λίμνη στα πόδια της την έκανε να νιώθει λιποθυμία. Προ-
σπάθησε να περπατήσει, βηματίζοντας πέρα δώθε, κάτι που τη βοήθησε
λίγο, αλλά και έτσι δεν μπορούσε να συνεχίσει.
Κάποια στιγμή, όταν πια εξουθενώθηκε, ζάρωσε σε μια γωνιά όσο πιο
μακριά μπορούσε απ’ το βρόμικο στρώμα.
Όταν άνοιξε η πόρτα ύστερα από πολλή ώρα και ο εύσωμος άντρας τής
έφερε πάλι φαγητό και μπίρα, η Ντέμπορα ήταν εξαντλημένη και τόσο
πιασμένη, που δεν μπορούσε ν’ απλώσει ούτε το χέρι της. Το σκοτάδι, που
είχε ποτίσει και την ψυχή της, όπως η υγρασία τα ρούχα της, την έκανε να
αναρωτηθεί αν είχε νόημα να κρατήσει τις δυνάμεις της. Δεν της περνούσε
καν απ’ το μυαλό ότι ο Ρόμπερτ θα έδινε λεφτά για να τη σώσει. Για τα
λεφτά ενδιαφερόταν και όχι για κείνη.
Όμως οι απαγωγείς τής είχαν πει ότι «κάποιος» θα πλήρωνε. Γινόταν
ολοένα πιο προφανές ότι αυτός ο «κάποιος» θα ήταν εκείνη.
Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί της. Δεν είχε τη δύναμη να αντισταθεί. Θα
της έκαναν ό,τι ήθελαν. Θα τη βασάνιζαν. Η μοναδική ελπίδα της ήταν ότι
η αδυναμία της δε θα της επέτρεπε να επιβιώσει από την τιμωρία για πολύ.
Νιώθοντας ξαφνικά αγανάκτηση, κλότσησε το φλιτζάνι με την μπίρα
και πέταξε το ξερό ψωμί στο δάπεδο, βλέποντας τα ψίχουλα να σκορπίζο-
νται στο σοβά ανάμεσα στα τούβλα.
Την τελευταία φορά που είχε μπει στο δωμάτιο ο εχθρός της, εκείνη έ-
νιωθε πολύ αδύναμη ακόμα και για ν’ απλώσει το χέρι της στα πιάτα που
της είχε αφήσει δίπλα της στο πάτωμα. Αυτή η αδυναμία προκάλεσε μια
φευγαλέα αντίδραση που υπερίσχυσε της απόγνωσης που σαν σιδερένια
γροθιά την τύλιγε στο ανελέητο σκοτάδι.
Ίσως να μην αργούσε να βγει από δω μέσα, είπε στον εαυτό της μ’ ένα
χαμόγελο.
Άκουσε το δεσμοφύλακα να κινείται έξω απ' την πόρτα. Μετά άκουσε
έναν άλλον άντρα να πλησιάζει. Άκουσε τις ψιθυριστές αντρικές φωνές
και μια καρέκλα να σέρνεται στο πάτωμα. Μετά σιωπή, με διαλείμματα
έντονων ξεσπασμάτων με βλαστήμιες. Απ’ τις λίγες λέξεις που κατάφερνε
ν’ ακούσει, κατάλαβε ότι έπαιζαν χαρτιά.
Τότε ακούστηκαν μπότες να κατεβαίνουν με σαματά τα σκαλιά του κε-
λαριού. Μια φωνή πνίγηκε σ’ ένα πονεμένο βογκητό και τότε κάποιος άρ-
χισε να πετάει έπιπλα.
Είχε ξεσπάσει καβγάς.
«Ντέμπορα!»
Η Ντέμπορα σήκωσε το κεφάλι της απ’ τα λυγισμένα γόνατά της.
«Ρόμπερτ;»
Δεν μπορούσε να το πιστέψει.
«Ντέμπορα, πού είσαι;»
Επιστρατεύοντας τις τελευταίες δυνάμεις της από ένα κρυφό εσωτερικό
απόθεμα, η Ντέμπορα σύρθηκε μέχρι την πόρτα. «Εδώ μέσα!» φώναξε με
βραχνή φωνή, προσπαθώντας ν’ αγγίξει τη σχάρα της πόρτας. «Ρόμπερτ!»
Η φωνή της είχε βραχνιάσει απ’ την αχρηστία. Ο Ρόμπερτ δε θα την άκου-
γε. Μέσα στην απελπισία της, σήκωσε τις γροθιές της και χτύπησε μάταια
τη βαριά πόρτα.
Άκουσε το σύρσιμο ενός μάνταλου και, πριν προλάβει να παραμερίσει, η
πόρτα άνοιξε προς τα μέσα, πετώντας τη φαρδιά πλατιά στο πάτωμα.
Ο Ρόμπερτ ήταν μια σκοτεινή σιλουέτα στο φόντο του αχνού φωτός απ’
το εξωτερικό κελάρι.
Τα χέρια της τρεμούλιασαν στην προσπάθειά της ν’ ανακαθίσει. Η Ντέ-
μπορα ένιωθε ότι είχε αναλώσει τις τελευταίες δυνάμεις της στην προ-
σπάθεια ν’ ακουστεί, αλλά ο Ρόμπερτ έστεκε εκεί σιωπηλός, δίνοντάς της
να καταλάβει ότι έπρεπε να σηκωθεί μόνη.
Ακόμα και να της το φώναζε, δε θα της καθιστούσε πιο σαφές το γεγο-
νός ότι δε βρισκόταν εκεί με τη θέλησή του. Ο τρόπος που παραμέρισε ό-
ταν εκείνη κατάφερε τελικά να φτάσει παραπαίοντας στην ανοιχτή πόρτα
τής έλεγε ότι δεν ήθελε ούτε να την αγγίξει.
Όμως είχε πάει να τη βρει. Και η Ντέμπορα δε θα έχανε τη ζωή της.
Αυτή η σκέψη τής έδωσε τη δύναμη να φτάσει μέχρι την κάσα της πόρ-
τας και να γείρει πάνω ζαλισμένη.
Έξω τέσσερις άντρες πάλευαν μανιασμένα. Η Ντέμπορα έμεινε με το
στόμα ανοιχτό, αναγνωρίζοντας τον μαρκήσιο του Λένσμπορο. Την πρώτη
φορά τον είχε βρει βλοσυρό -και δε θα μπορούσε να ήταν πιο βλοσυρός
απ’ ό,τι τώρα. Όμως αυτή τη φορά η εικόνα ήταν ευχάριστη, επειδή ο ά-
ντρας τον οποίο χτυπούσε ο μαρκήσιος, σαν να έριχνε γροθιές σε σάκο
του μποξ, ήταν ο χαιρέκακος βασανιστής της.
Έφερε το χέρι της στο στόμα της όταν ο άλλος κακοποιός, ο αμαξάς,
σήκωσε μια καρέκλα και την έριξε στο κεφάλι του δεύτερου σωτήρα της.
Προς μεγάλη της έκπληξη, αναγνώρισε τα λαμπερά καστανόξανθα μαλλιά
του κόμη του Γουόλτον. Όμως ο κόμης αιφνιδίασε κι εκείνη και τον κακο-
ποιό με την ευκινησία του. Απέφυγε το χτύπημα με άνεση και ταυτόχρονα
σήκωσε το γόνατό του, χτυπώντας τον κακοποιό στο στομάχι. Ο αμαξάς
διπλώθηκε και η καρέκλα βρέθηκε στα ικανά χέρια του κόμη, ο οποίος την
έριξε με φόρα στο κεφάλι του απαγωγέα λίγο πριν ο μαρκήσιος ρίξει μια
γερή γροθιά στον εύσωμο σύνεργό του.
Οι απαγωγείς ήταν πεσμένοι ανάμεσα στα σπασμένα έπιπλα. Ο κόμης
και ο μαρκήσιος χαμογέλασαν ο ένας στον άλλον λαχανιασμένοι, σαν κα-
τεργάρικα σχολιαρόπαιδα, και έσφιξαν τα χέρια.
«Από δω», είπε ο Ρόμπερτ, δείχνοντας τη στριφογυριστή σκάλα που ο-
δηγούσε επάνω. «Γρήγορα».
Η Ντέμπορα πλησίασε, ζαρώνοντας από τον κοφτό τόνο του. Πριν προ-
λάβει ν’ ανέβει μερικά σκαλιά, ο μαρκήσιος την έπιασε απ’ το ένα μπράτσο
και ο κόμης απ’ το άλλο, κουβαλώντας την επάνω, ενώ ο Ρόμπερτ ακο-
λουθούσε.
Βγήκαν σε μια σκοτεινή αυλή όπου περίμενε μια μαύρη άμαξα, με τον
Λίνεϊ στη θέση του αμαξά.
«Πώς με βρήκατε;» ρώτησε η Ντέμπορα όταν μπήκαν όλοι στην άμαξα.
«Πλήρωσες λύτρα; Ο άντρας είπε ότι του χρωστάς λεφτά...»
«Ο Λάμπτον του χρωστούσε», απάντησε κοφτά ο Ρόμπερτ, ενώ ο μαρ-
κήσιος και ο κόμης κάθονταν απέναντι τους. «Εκείνος ήξερε πού μπορεί να
σ’ έβρισκα».
Η άμαξα ξεκίνησε κι η Ντέμπορα έπεσε βαριά στα μαξιλάρια. Ο Ρόμπερτ
τη βοήθησε να βρει την ισορροπία της και τραβήχτηκε γρήγορα. Τόσο γρή-
γορα, που την ανάγκασε να γυρίσει το κεφάλι της για να μην του δείξει
πόσο είχε πληγωθεί.
«Ο υπηρέτης σου είναι χρήσιμος σε μια δύσκολη κατάσταση, αλλά για
αμαξάς δεν κάνει», παρατήρησε ο μαρκήσιος, βάζοντας το χέρι του στην
πόρτα για να κρατηθεί.
«Κι εσείς είστε χρήσιμος σε μια δύσκολη κατάσταση», παρατήρησε η
Ντέμπορα, κοιτώντας με γουρλωμένα μάτια το αυστηρό πρόσωπό του.
«Πρέπει να σας ευχαριστήσω για ό,τι κάνατε σήμερα. Και τους δυο», πρό-
σθεσε, γυρνώντας στον κόμη.
«Απλώς ανταποδίδω μια χάρη που μου έκανε ο λοχαγός Φόλεϊ πριν από
λίγο καιρό με τη γυναίκα μου», απάντησε ο μαρκήσιος.
«Μην το συζητάς», πρόσθεσε ο κόμης, γυρνώντας μετά στον Ρόμπερτ.
«Όταν εγκαταστάθηκες στο σπίτι μου, δεν ήξερα ότι θα μου έδινες την ευ-
καιρία να ζήσω τέτοιες περιπέτειες».
Συνέχισαν τους αστεϊσμούς, θυμίζοντάς της πάλι άτακτα σχολιαρόπαιδα
που μόλις είχαν κάνει μια φάρσα, αλλά σε λίγο η Ντέμπορα κατάλαβε ότι
το έκαναν για να την αποσπάσουν. Και τους ήταν ευγνώμων γι’ αυτό.
Το τελευταίο πράγμα που ήθελε να κάνει ήταν να ξεσπάσει σε κλάματα
μπροστά σε δυο αριστοκράτες και, αν έκρινε απ’ το γεγονός ότι κανείς δεν
την κοιτούσε στα μάτια, ήταν κάτι που θα τους έφερνε σε πολύ δύσκολη
θέση. Και η αλήθεια ήταν ότι της ερχόταν να βάλει τα κλάματα απ’ τη
στιγμή που είχε ξεκινήσει η άμαξα, σημαίνοντας το τέλος της δοκιμασίας
της. Ο κόμης και ο μαρκήσιος τη βοήθησαν να βγει απ’ την άμαξα όταν
σταμάτησε σ’ ένα δρόμο πίσω απ’ το Γουόλτον Χάουζ. Αντίθετα απ’ ό,τι
περίμενε η Ντέμπορα, υπήρχε μια σκάλα που οδηγούσε στην πίσω πόρτα
των διαμερισμάτων του Ρόμπερτ, στην οποία έφτασαν αφού διέσχισαν
μια πλακόστρωτη αυλή. Μάλιστα η πόρτα είχε το όνομά του κι ένα ρό-
πτρο σε σχήμα λεοντοκεφαλής, σαν να ήταν νοικιασμένο διαμέρισμα και
όχι κομμάτι του Γουόλτον Χάουζ.
Η κόμισσα τους περίμενε και πετάχτηκε πάνω, γουρλώνοντας τα μάτια
της έντρομη όταν είδε σε τι κατάσταση ήταν η Ντέμπορα. Άρπαξε μια
κουβέρτα απ’ τον καναπέ όπου καθόταν κι έτρεξε κοντά της για να την
τυλίξει, κοιτώντας επικριτικά τον Ρόμπερτ.
«Δεν πρέπει να τη δει κανείς έτσι», αναφώνησε. «Δε σκέφτεσαι καθό-
λου;»
«Αυτό που σκέφτηκα ήταν να την πάρω από κει μέσα», της πέταξε ο Ρό-
μπερτ. «Τουλάχιστον φρόντισα να τη βάλω στο σπίτι απ’ την πίσω πόρτα.
Δεν ξέρει κανείς γι’ αυτή την ιστορία», είπε στην Ντέμπορα. «Καταφέραμε
να το πνίξουμε. Είμαι βέβαιος ότι δε θα ήθελες να αναστατωθεί η μητέρα
σου. Όταν με ρωτούσαν πού βρίσκεσαι, έλεγα είτε ότι είσαι αδιάθετη είτε
ότι έχεις βγει για ψώνια, ανάλογα σε ποιον μιλούσα. Τώρα θα έλεγα να πας
επάνω με τη λαίδη Γουόλτον για να σε βοηθήσει».
Ήταν σαν να ανυπομονούσε να την ξεφορτωθεί, σκέφτηκε η Ντέμπορα,
κοιτώντας την αυστηρή έκφραση του προσώπου του.
Το περίεργο ήταν ότι είχε παγώσει σε σημείο να μην της έρχονται πια
δάκρυα στα μάτια. Ήταν σαν να είχε καταπιεί ένα κομμάτι πάγο που είχε
καθίσει στο στήθος της. Ήταν απίστευτο, αναλογίστηκε καθώς η λαίδη
Γουόλτον την οδηγούσε επάνω, πόση δύναμη έδινε η περηφάνια σε δυο
πόδια που θεωρούσε πολύ αδύναμα για να κάνει ακόμα κι ένα βήμα.
«Θα αισθανθείς καλύτερα όταν κάνεις μπάνιο και βάλεις κάτι στο στόμα
σου», της είπε η κόμισσα, συνοδεύοντάς τη στο θηλυκό, κομψό καθιστικό
της.
«Λες;» Η Ντέμπορα κούνησε το κεφάλι της κουρασμένα.
Δεν είχε καταφέρει να ξεχάσει ούτε μια στιγμή, παρά τη φρικτή δοκιμα-
σία της, ότι ο άντρας της μόλις είχε συνάψει εξωσυζυγικό δεσμό. Για κεί-
νον, η απαγωγή της είχε συμβεί την πιο ακατάλληλη στιγμή. Προφανώς,
είχε μπει σε μεγάλο κόπο για να τη σώσει, ενώ θα προτιμούσε ν’ ασχολη-
θεί...
Νιώθοντας να της έρχεται λιποθυμία, η Ντέμπορα σωριάστηκε στον
πλησιέστερο καναπέ κι έριξε το κεφάλι της στα γόνατά της.
«Έλα...» Η κόμισσα γονάτισε μπροστά της, δίνοντάς της ένα φλιτζάνι
τσάι.
«Νόμιζα ότι δεν πίνεις τσάι», επιχείρησε η Ντέμπορα ν’ αστειευτεί ξεψυ-
χισμένα, παίρνοντας μ’ ευγνωμοσύνη το ζεστό, γλυκό ρόφημα.
«Εγώ σιχαίνομαι το τσάι, αλλά εσείς οι Άγγλοι το λατρεύετε και λέτε ότι
είναι δυναμωτικό. Εσύ τώρα κάτι δυναμωτικό χρειάζεσαι. Δε σου έδιναν
φαγητό; Ω, με συγχωρείς! Δε θέλω να σε κουράζω μ’ ερωτήσεις. Ο Ρό-
μπερτ είπε ότι δε θα ήθελες να το συζητήσεις».
Η κόμισσα σηκώθηκε και πήγε στο τζάκι για να χτυπήσει το καμπανάκι
υπηρεσίας.
«Πέρασε στην κρεβατοκάμαρά μου, Ντέμπορα. Οι υπηρέτριες θα φέ-
ρουν νερό για το λουτρό σου, αλλά δε θα θέλεις να σε δουν...» Σταμάτησε
και την κοίταξε για μια στιγμή κι ύστερα απέστρεψε βιαστικά το βλέμμα
της.
Για πρώτη φορά, η Ντέμπορα αναρωτήθηκε πώς ήταν το πρόσωπό της.
Πονούσε παντού, οπότε ήταν μάλλον μελανιασμένο. Πίνοντας το υπόλοι-
πο τσάι της, ακολούθησε την κόμισσα σε μια πολυτελή κρεβατοκάμαρα.
Το κρεβάτι είχε βελούδινες κουρτίνες, το χαλί ήταν σαν μπλε σπάργανο
που καλούσε μια γυναίκα να βυθίσει τα γυμνά πόδια της και στα μικρά
τραπεζάκια υπήρχαν βάζα με φρέσκα λουλούδια που ευωδίαζαν παρά τη
δυσωδία της φυλακής πάνω στα ρούχα της.
Όλα ήταν τόσο καθαρά και θηλυκά, που ξαφνικά ένιωσε ότι μόλυνε το
χώρο τόσο βρόμικη και ασυγύριστη που ήταν.
Η κόμισσα πετάχτηκε έξω, ακούγοντας τις υπηρέτριες να φέρνουν το
νερό, και η Ντέμπορα πήγε να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Το πρόσωπό της
είχε πρηστεί τόσο πολύ, που ήταν σχεδόν αγνώριστο. Το ένα μάτι της ήταν
μαυρισμένο σαν κανενός επαγγελματία πυγμάχου και πάνω απ’ το φρύδι
της είχε μια πληγή με ξεραμένο αίμα. Τα μαλλιά της σ’ αυτή την πλευρά
του προσώπου της ήταν ματωμένα και το στόμα της... Το άγγιξε προσε-
κτικά με τα ακροδάχτυλά της. Το κάτω χείλι της ήταν φουσκωμένο και
σκισμένο απ’ το πρώτο χαστούκι του απαγωγέα της.
Έβαλε αφηρημένα το χέρι της κάτω απ’ το μανίκι της για να ξύσει ένα
τσίμπημα στον καρπό της και ξαφνικά άρχισε να σκίζει τα βρόμικα ρούχα
της. Μέχρι να γυρίσει η κόμισσα για να την ενημερώσει ότι το λουτρό της
ήταν έτοιμο, η Ντέμπορα είχε ζαρώσει γυμνή μπροστά στη φωτιά, κρατώ-
ντας με την τσιμπίδα το μεσοφόρι της πάνω απ’ τις φλόγες.
«Πρέπει να καεί», της εξήγησε όταν η λαίδη Γουόλτον την κοίταξε σα-
στισμένη. «Πρέπει να καούν όλα. Μέχρι και τα παπούτσια». Ήταν η μονα-
δική λύση για να μην κρυφτούν οι ψύλλοι στα χαλιά και στις κουρτίνες.
Όταν η κόμισσα έκανε να την πλησιάσει, η Ντέμπορα σήκωσε το χέρι της
για να την εμποδίσει. «Όχι, πρέπει να το κάνω μόνη!» Δεν πίστευε ότι είχε
ψύλλους πάνω της, αλλά δεν ήθελε να διακινδυνεύσει να περάσουν και σε
κάποιον άλλο.
Σηκώθηκε και πρόσεξε ότι τα γόνατά της ήταν γρατζουνισμένα, αν και
δε θυμόταν πώς είχε συμβεί αυτό. Ίσως όταν είχε πέσει στο λιθόστρωτο
απ’ το τράβηγμα του απαγωγέα ή αργότερα, όταν είχε αναγκαστεί να γο-
νατίσει στο κελί αφού της είχαν κόψει τα μαλλιά. Έτσι όπως κοιτούσε η
κόμισσα την πλάτη της, αποστρέφοντας βιαστικά τα μάτια της ταραγμέ-
νη, μάλλον ήταν όλο της το κορμί μωλωπισμένο.
Η κόμισσα της έδωσε μια πετσέτα. «Το λουτρό σου είναι έτοιμο», της εί-
πε βουρκωμένη.
«Ναι, το έχω μεγάλη ανάγκη», συμφώνησε η Ντέμπορα.
Δε θυμόταν καν πόσες ώρες φορούσε τα ίδια ρούχα. Απ’ το φόβο ίδρωνε
συνέχεια, το κελί ήταν βρόμικο και οι άντρες που την είχαν κακομεταχει-
ριστεί είχαν αφήσει τη δυσοσμία τους στα ρουθούνια της... Ήταν της φα-
ντασίας της ή είχε μείνει στη μύτη της;
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, είχε επιχειρήσει να καθαρίσει το τραύμα
στο μέτωπό της με μπίρα. Προφανώς μύριζε σαν να είχε βγει από ταβερ-
νείο.
Το λουτρό, όσο ευωδιαστό κι αν ήταν, δε θα έσβηνε το αποτύπωμα της
φρίκης απ’ το μυαλό της. Τις τελευταίες μέρες η Ντέμπορα είχε δει ένα άλ-
λο πρόσωπο της ανθρώπινης φύσης και ήδη διαισθανόταν ότι η εμπειρία
είχε χαραχτεί ανεξίτηλα στην ψυχή της.
Ενώ βυθιζόταν με ανακούφιση στο ευωδιαστό νερό, μουρμούρισε: «Α-
ναρωτιέμαι αν θα ξανανιώσω εντελώς καθαρή ποτέ». Μετά, επειδή ανη-
συχούσε μήπως είχαν εγκατασταθεί ψύλλοι στα μαλλιά της, βούλιαξε ο-
λόκληρη στο νερό με την ελπίδα ότι θα τους έπνιγε.
***
Ο Ρόμπερτ καθόταν στον καναπέ μ’ ένα ανέγγιχτο ποτήρι μπράντι στο
χέρι του, κοιτώντας στα τυφλά το πάτωμα ανάμεσα στις μπότες του. Δε
θα κατάφερνε να ξεχάσει ποτέ την εικόνα της Ντέμπορα, όπως την είχε
δει ζαρωμένη στο βρόμικο αχυρόστρωμα, με το πρόσωπό της μωλωπι-
σμένο, το φόρεμά της βρόμικο και σκισμένο. Ήθελε να πάει κοντά της και
να τη σηκώσει στην αγκαλιά του για να τη βγάλει απ’ το άθλιο κελί, να τη
σφίξει πάνω του και να της υποσχεθεί ότι δε θ’ άφηνε κανέναν πια να της
κάνει κακό.
Όμως είχε υπομείνει την ταπείνωση ν’ αφήσει άλλους να την οδηγήσουν
στην ελευθερία, έχοντας δεχτεί ότι δε θα μπορούσε ποτέ να τη σηκώσει
στην αγκαλιά του. Όταν είχαν μπει στην άμαξα και είχε δει τις μελανιές
στο λαιμό της, παραλίγο να επιστρέψει στην αποθήκη για να πυροβολήσει
αυτά τα κτήνη που ήταν ακόμα πεσμένα αναίσθητα στο πάτωμα.
Σαν να μην του έφτανε ο θυμός του στη σκέψη ότι η Ντέμπορα είχε α-
παχθεί, είχε κρατηθεί αιχμάλωτη και είχε εκφοβιστεί, βλέποντας ό,τι της
είχαν κάνει... το μαυρισμένο μάτι, τα σκισμένα χείλη, τον μελανιασμένο
λαιμό... αδιάψευστα τεκμήρια μιας απάνθρωπης βίας στο κορμί της. Μόνο
για ένα λόγο θα έσφιγγαν άντρες το λαιμό μιας γυναίκας, χτυπώντας τη
στο πρόσωπο και σκίζοντας το φόρεμά της.
Πόσοι την είχαν βιάσει; Πόσες φορές; Η Ντέμπορα είχε περάσει στα χέ-
ρια τους μια νύχτα και δυο μέρες σχεδόν ολόκληρες.
Ο Ρόμπερτ βόγκηξε, ακουμπώντας το μέτωπό του στα χέρια του για να
μη δει ο Λίνεϊ τα δάκρυα που απειλούσαν να κυλήσουν απ’ τα μάτια του.
Εκείνος έφταιγε για όλα. Δεν είχε σκεφτεί ποτέ ότι την έθετε σε κίνδυνο,
καταστρώνοντας τα σχέδιά του για να εκδικηθεί τον Πέρσι Λάμπτον. Όχι
ότι θα μπορούσε να προβλέψει ποτέ αυτόν το βαθμό βιαιότητας. Όμως
δεν είχε φροντίσει για την ασφάλειά της, ενώ έπρεπε να είχε σκεφτεί...
Χτύπησε το μηρό του με τη γροθιά του.
Όλα ήταν εκτός ελέγχου. Η βεντέτα με τους Λάμπτον είχε παρατραβή-
ξει! Λόγω της δικής του εμμονής μαζί τους, η Ντέμπορα είχε πάθει ό,τι χει-
ρότερο μπορούσε να συμβεί σε μια γυναίκα.
Κανονικά ο θάνατος δεν άξιζε στους άντρες που την είχαν βιάσει, αλλά
στον ίδιο. Επειδή ήταν η αιτία όσων είχε περάσει η Ντέμπορα επί δύο μέ-
ρες.
Όταν η Ελοΐζ τον είχε πληροφορήσει ότι η Ντέμπορα είχε αποκοιμηθεί,
είχε μπει αθόρυβα στην κρεβατοκάμαρά της, γεμίζοντας τα μάτια του με
την εικόνα της.
«Πρέπει να είναι εξουθενωμένη», του είχε πει η Ελοΐζ καθώς ανέβαιναν
μαζί τη σκάλα. «Περίμενα ότι θα χρειαζόταν να της δώσω κάτι για να κοι-
μηθεί ύστερα από τόσες ταλαιπωρίες, αλλά τα μάτια της έκλειναν πριν καν
βγει απ’ το λουτρό. Μου είπε ότι δεν είχε κοιμηθεί σχεδόν καθόλου... Ούτε
ξέρει τι μέρα είναι, επειδή το κελί ήταν κατασκότεινο...»
Ο Ρόμπερτ δεν είχε ξαφνιαστεί ακούγοντας ότι η γυναίκα του είχε απο-
κοιμηθεί τόσο γρήγορα. Προφανώς είχε εξαντλήσει τα αποθέματα της δύ-
ναμής της, προσπαθώντας να αντισταθεί σ’ αυτούς τους αλήτες. Όλο της
το κορμί έτρεμε απ’ την προσπάθεια της να σηκωθεί απ’ το βρόμικο πά-
τωμα όταν την είχαν βρει.
Η Ελοΐζ του είχε πει ότι η Ντέμπορα είχε κάψει τα ρούχα της, λέγοντας
ότι δε θα ένιωθε ποτέ ξανά καθαρή, και η καρδιά του είχε βουλιάξει.
Μετά η νύφη του είχε κάνει μεταβολή για να αποσυρθεί διακριτικά απ’
την κρεβατοκάμαρα και να τον αφήσει μόνο με τη γυναίκα του, αλλά ο
Ρόμπερτ δεν την είχε αφήσει. Ο γάμος τους είχε πάει τόσο στραβά, που το
τελευταίο πράγμα που θα ήθελε η Ντέμπορα, όταν θα ξυπνούσε, ήταν να
τον δει από πάνω της. Θα ήταν σαν να περνούσε από έναν εφιάλτη σ’ έναν
άλλο.
Ο Ρόμπερτ είχε βλαστημήσει, κοιτώντας το μελανιασμένο πρόσωπο της.
Η Ντέμπορα δεν είχε μπει στον κόπο να πλέξει τα μαλλιά της πριν κοι-
μηθεί και ήταν απλωμένα, υγρά ακόμα, στο μαξιλάρι, κάνοντάς τη να δεί-
χνει πολύ μικρή κι ευάλωτη.
Ο Ρόμπερτ ήθελε ν’ απλώσει το χέρι του και να πιάσει μια βρεγμένη
τούφα, να τη φέρει στα χείλη του και να τη φιλήσει. Τη νύχτα που είχαν
περάσει μακριά, ονειρευόταν τα μαλλιά της τις λίγες στιγμές που είχε κα-
ταφέρει να αποκοιμηθεί. Είχε ονειρευτεί ότι βύθιζε τα δάχτυλά του μέσα
τους ενώ εκείνη ήταν ξαπλωμένη δίπλα του και του χαμογελούσε, νυ-
σταγμένη και ικανοποιημένη, κάτι που καμιά φορά είχε το προνόμιο να
δει στο πρόσωπό της.
Όμως η εικόνα της είχε διαλυθεί σαν την ομίχλη στο αεράκι. Ο Ρόμπερτ
είχε πεταχτεί απ’ το κρεβάτι και είχε τρέξει στην πόρτα, φωνάζοντας το
όνομά της πριν βγει στο δρόμο για να τη βρει. Η ομίχλη είχε πυκνώσει, τυ-
φλώνοντάς τον, κι εκείνος κουνώντας τα χέρια του είχε ξυπνήσει ιδρωμέ-
νος, νιώθοντας να τρέμει σύγκορμος στην επαφή με τη σκληρή πραγματι-
κότητα.
Είχε χάσει το χέρι που ονειρευόταν ότι γέμιζε με τα μεταξένια μαλλιά
της γυναίκας του σ’ ένα αυτοσχέδιο νοσοκομείο έξω απ’ τη Σαλαμάνκα. Δε
θα μπορούσε ποτέ ξανά να τρέξει. Όμως αυτή η απώλεια δεν ήταν τίποτα
σε σύγκριση μ’ εκείνη της Ντέμπορα και ο Ρόμπερτ δεν ήξερε πώς να την
ξαναφέρει πίσω.
Της άξιζε ένας καλός άντρας που θα την προστάτευε, όχι ένας άχρηστος
σακάτης που έθετε σε κίνδυνο τον εαυτό του και τους άλλους!
Κυρίως της άξιζε κάποιος που θα την κρατούσε στην αγκαλιά του και θα
την καθησύχαζε, όχι ένας άντρας που το άγγιγμά του την τάραζε ακόμα
περισσότερο.
Η καρδιά του μάτωνε για τη μοναξιά της, αλλά η Ντέμπορα δεν μπορού-
σε να μιλήσει σε κανέναν για τη δοκιμασία της. Θα ήταν σαν να την ξανα-
ζούσε. Ως στρατιώτης, ο Ρόμπερτ είχε συναντήσει γυναίκες που είχαν κα-
κοποιηθεί από τους Γάλλους στρατιώτες και το τελευταίο πράγμα που ή-
θελαν ήταν οποιαδήποτε αναφορά στο περιστατικό.
Κάποια στιγμή είχε αποσυρθεί στα διαμερίσματά του, παρ’ ότι ήξερε ότι
δε θα κοιμόταν απόψε. Ξέροντας ότι η Ντέμπορα ήταν επάνω ασφαλής,
κανονικά θα έπρεπε να αισθάνεται ανακούφιση, αλλά η αγωνία του ενι-
σχύθηκε με τη σκέψη ότι, αν δεν τον είχε μισήσει πριν, η Ντέμπορα σίγου-
ρα τον μισούσε τώρα.
Την είχε χάσει για πάντα.
Σωριάστηκε στον καναπέ μ’ ένα ποτήρι μπράντι στο χέρι του. Τους είχε
πάρει ώρες έρευνας στα γνωστά λημέρια του Χίνκσι πριν μάθουν την πλη-
ροφορία που χρειάζονταν, δίνοντας μερικές γκινέες.
«Θέλετε να μάθετε πού θα κρατούσε μια γυναίκα ο Χίνκσι;» τους είχε
ρωτήσει ο θαμώνας του Τότχιλ Φιλντς. «Όπου τις πάει πάντα για να τις
τακτοποιήσει».
Όταν ο Ρόμπερτ την είχε δει σ’ αυτό το μέρος, του είχε έρθει να ουρλιά-
ζει από πόνο και οργή. Η Ντέμπορα, η όμορφη γυναίκα του, ατιμασμένη
απ’ αυτά τα κτήνη!
Όμως το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να μείνει εκεί κοιτώντας
την, επειδή ήξερε ότι, αν γονάτιζε στο πάτωμα για να την αγκαλιάσει, θα
έσπαγε τελείως.
Όμως δεν είχαν χρόνο για τέτοια. Ο Χίνκσι είχε αφήσει μόνο δυο φρου-
ρούς, αλλά ήταν αρχηγός μιας συμμορίας που όργωνε την περιοχή. Το μό-
νο πλεονέκτημα που είχαν ήταν αυτό του αιφνιδιασμού. Έπρεπε να μπουν
και να βγουν γρήγορα.
Ο Γουόλτον και ο Λένσμπορο είχαν συμφωνήσει, βλέποντας την κατά-
στασή της, ότι δεν έπρεπε να γίνει δίκη. Παρ’ ότι το αδίκημα της απαγωγής
επέσυρε την ποινή του απαγχονισμού, σε μια δίκη η Ντέμπορα θα έπρεπε
να καταθέσει αποδείξεις και να διηγηθεί όσα της είχαν συμβεί.
Τα πάντα.
Μολονότι στους δυο βάναυσους άντρες άξιζε να απαγχονιστούν, ο Ρό-
μπερτ δεν μπορούσε ν’ αφήσει έκθετη την Ντέμπορα στην ντροπή, όταν
όλη η κοινωνία θα μάθαινε τι της είχαν κάνει.
Όταν θα είχε συνέλθει αρκετά για να ταξιδέψει, θα την έστελνε κάπου
μακριά απ’ το Λονδίνο.
Η Ντέμπορα ήταν τόσο έντιμη, που δε θα ήθελε να πει ψέματα για τα
τραύματά της. Οπότε δεν μπορούσε να πάει στο Ντόβκοτ, όπου το προ-
σωπικό, αμάθητο στη συμπεριφορά απέναντι σε ευγενείς, θα απαιτούσε
μια εξήγηση.
Όχι, ήταν καλύτερα να μείνει η Ντέμπορα ανάμεσα σε όσους ήξεραν τι
είχε συμβεί και μπορούσαν να τη βοηθήσουν να το ξεπεράσει.
Ο αδερφός του ήθελε να στείλει την Ελοΐζ στο Γουάικ για τον τοκετό και
κανένας δε θα αναρωτιόταν αν η Ντέμπορα τη συνόδευε. Ήταν πολύ φυ-
σικό να θέλει μια κυρία της καλής κοινωνίας τη νύφη της κοντά της λίγο
πριν γεννήσει. Όλοι ήξεραν ότι η Ελοΐζ δεν είχε δικούς της συγγενείς στην
Αγγλία.
Η Ντέμπορα έτσι θα απέφευγε τις απαντήσεις που θα έπρεπε να δώσει
σ’ ερωτήσεις για την αδυναμία της να βγει μέχρι να αναρρώσει. Ο Ρόμπερτ
είχε ιδιαίτερα διαμερίσματα στο Γουάικ, όπου εκείνη μπορούσε ν’ αποσύ-
ρεται όποτε το ήθελε. Όπως θα είχε και γυναικεία συντροφιά αν ήθελε να
228 Annie Burrows
μιλήσει εκ βαθέων με κάποιον.
Ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να κάνει ο Ρόμπερτ για κείνη.
***
«Πώς αισθάνεσαι σήμερα;» ρώτησε με κελαηδιστή φωνή η Ελοΐζ, ακο-
λουθώντας την καμαριέρα που έφερνε στην κάμαρα το δίσκο με το πρωι-
νό της.
Μουδιασμένη. Η Ντέμπορα αισθανόταν μουδιασμένη. Δεν ένιωθε τίπο-
τα άλλο, σαν να είχε παγώσει μέσα της.
Πιέζοντας τον εαυτό της να χαμογελάσει ευγενικά, απάντησε: «Α, πολύ
καλύτερα. Σ’ ευχαριστώ. Κοιμήθηκα πολύ καλά».
Της είχε φανεί εξωπραγματικό όταν είχε ξυπνήσει νωρίτερα και είχε
βρεθεί σ’ αυτό το ωραίο, μαλακό κρεβάτι, με τα καθαρά σεντόνια και τις
βελούδινες κουρτίνες του, σ’ ένα δωμάτιο που ευωδίαζε απ’ τα λουλούδια.
Φορώντας άλλο ένα απ’ τα σκανδαλώδη νυχτικά της κόμισσας.
Τη νύχτα είχε απλώσει το χέρι της για να βρει τον Ρόμπερτ, αλλά βέβαια
εκείνος δεν ήταν εκεί. Τότε είχε θυμηθεί ότι δε θα ξαναξυπνούσε δίπλα
του. Της είχε κοπεί η ανάσα για λίγο, σαν να της πίεζε το στήθος ένα αβά-
σταχτο βάρος. Σιγά σιγά είχε ξαπλώσει ανάσκελα, καρφώνοντας το βλέμ-
μα της στον πλισέ βελούδινο ουρανό του κρεβατιού και είχε αφουγκρα-
στεί την ανάσα της.
Τότε το μούδιασμα είχε επιστρέψει.
Κι εκείνη το είχε δεχτεί με ανακούφιση.
Υπέμεινε τη μέρα όσο μπορούσε καλύτερα, απαντώντας ευγενικά στις
ερωτήσεις που της έκανε η κόμισσα για ν’ ανοίξει συζήτηση και τρώγοντας
πειθήνια ότι φαγητό της έβαζαν μπροστά της. Μετά είχε διαλέξει ρούχα
απ’ αυτά που της είχαν φέρει απ’ τα διαμερίσματα του Ρόμπερτ, αλλά είχε
αρνηθεί να τη δει γιατρός. Ήταν σίγουρη ότι τα τραύματα ήταν επιφανεια-
κά. Οι μώλωπες θα υποχωρούσαν σε μια δυο μέρες.
Η κόμισσα τελικά την άφησε μόνη όταν η Ντέμπορα ισχυρίστηκε ότι έ-
νιωθε εξαντλημένη, αλλά, παρ’ ότι ξάπλωσε στο κρεβάτι, της ήταν αδύνα-
τον να κοιμηθεί.
Γιατί δεν είχε έρθει ο Ρόμπερτ; Ήξερε ότι ο άντρας της δεν την αγαπού-
σε, αλλά δεν μπορούσε να προσποιηθεί για μια φορά;
Γιατί να προσποιηθεί, όμως, ενώ την είχε προειδοποιήσει απ’ την αρχή
ότι δε θα υποκρινόταν ούτε θα την καλόπιανε με γλυκόλογα, αφού τα
σταράτα λόγια εξυπηρετούσαν πολύ καλύτερα το σκοπό του;
Η μέρα ήταν ατέλειωτη και η καμαριέρα που είχε αναλάβει να τη φρο-
ντίσει ήταν πολύ προσεκτική μαζί της, κοιτώντας τη συνέχεια με γουρλω-
μένα μάτια, σαν να είχε να κάνει με βόμβα έτοιμη να εκραγεί από στιγμή
σε στιγμή.
Και ο Ρόμπερτ δεν εμφανίστηκε για να μάθει πώς ήταν η γυναίκα του.
***
Η Ντέμπορα έφαγε και κοιμήθηκε πάλι, αυτή τη φορά με το δικό της νυ-
χτικό. Το νυχτικό που είχε φέρει μαζί της απ’ το Λονδίνο και είχε ξεμείνει
στα πράγματά της με τη μετακόμιση απ’ το Ντόβκοτ στα διαμερίσματα
του Ρόμπερτ. Είχε φθαρεί απ’ το πλύσιμο και σ’ ένα σημείο κοντά στο
στρίφωμα είχε ένα μπάλωμα.
Μόνη στο κρεβάτι της κόμισσας Γουόλτον, σκέφτηκε ότι αυτό που συ-
νέβαινε ήταν συμβολικό. Κάποτε κοιμόταν γυμνή στην αγκαλιά του άντρα
της. Τώρα κοιμόταν μόνη, με το νυχτικό που φορούσε ανύπαντρη.
Μόνη.
Το επόμενο πρωί δυσκολεύτηκε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Όλη νύχτα
στριφογύριζε, φέρνοντας στο μυαλό της κάθε στιγμή της σχέσης της με
τον Ρόμπερτ, προσπαθώντας να καταλάβει αν μπορούσε να κάνει κάτι
διαφορετικά, αν μπορούσε να τον κάνει να την αγαπήσει, έστω λίγο.
Όσο πιο πολύ το σκεφτόταν, τόσο περισσότερο καταλάβαινε ότι τον
δικαιολογούσε κάθε φορά που ήταν αγενής ή βάναυσος μαζί της. Στη φα-
ντασία της είχε πλάσει έναν άντρα που δεν ήταν εκείνος και είχε κρατήσει
αυτή την εικόνα, ενώ είχε μπροστά της όλα τα στοιχεία για το αντίθετο.
Ο φανταστικός λοχαγός Φόλεϊ, ο ήρωας του πολέμου της Ιβηρικής τον
οποίο είχε ερωτευτεί, θα είχε πάει να τη βρει, θα είχε καθίσει κοντά της
κρατώντας της το χέρι στους εφιάλτες της, θα φιλούσε τους μώλωπες και
θα της έλεγε ότι ήταν πανέμορφη στα μάτια του. Δε θα μόρφαζε με την
εμφάνισή της σαν να του ανακάτευε το στομάχι.
Ο πραγματικός λοχαγός Φόλεϊ ήταν υποκριτής. Ήξερε πώς ήταν να γυρί-
ζουν οι άνθρωποι το κεφάλι τους με αποστροφή, αλλά της είχε κάνει α-
κριβώς αυτό!
Την είχε παντρευτεί μόνο και μόνο για να πικάρει τον Πέρσι Λάμπτον.
Ήθελε να πληγώσει τον άλλον άντρα και δεν τον ενδιέφερε ποιον θα χρη-
σιμοποιούσε για να πετύχει το σκοπό του. Είχε ορμές και τη χρησιμοποι-
ούσε για να τις ικανοποιήσει.
Και επειδή εκείνη ήταν μια ρομαντική ηλίθια, επειδή είχε ανταποκριθεί
με αγάπη, την είχε αποκαλέσει πρόστυχη.
Μετά είχε αρχίσει να κυνηγάει πάλι τη Σουζάνα.
Τι ανόητη που ήταν! Είχε ερωτευτεί τρελά τον πληγωμένο ήρωα της φα-
ντασίας ενός κοριτσόπουλου και όχι τον άντρα που εκείνος ήταν στην
πραγματικότητα.
***
Μέχρι να τον ξαναδεί στο καθιστικό της κόμισσας, μετά το δείπνο της
δεύτερης μέρας, η Ντέμπορα δεν μπορούσε καν να θυμηθεί τι του έβρισκε
παλιά. Και βλέποντάς τον να μπαίνει, δυσκολεύτηκε να κρύψει την απα-
ρέσκειά της.
Πώς είχε μπορέσει να της το κάνει αυτό; Την είχε κάνει να τον αγαπήσει
και να πάψει να τον αγαπά τόσο γρήγορα!
Ο πάγος γύρω απ’ την καρδιά της έλιωσε με την έξαψη της οργής της. Η
οποία έδωσε γρήγορα τη θέση της σ’ έναν οξύ πόνο.
Πόσο θα ήθελε να ένιωθε ακόμα παγωμένη απ’ το σοκ! Της ήταν πολύ
πιο οδυνηρό να πάψει να τον αγαπά παρά να τον αγαπά. Επειδή, τουλάχι-
στον, όταν τον αγαπούσε, μπορούσε να ελπίζει.
Τώρα δεν είχε καμιά ελπίδα.
«Τι θέλεις;» του πέταξε όταν τον είδε να κοντοστέκεται στην πόρτα.
«Ήρθα μόνο για να σ’ ενημερώσω ότι κανόνισα να συνοδεύσεις τον κό-
μη και την κόμισσα Γουόλτον στο Γουάικ όταν θα ταξιδέψουν στο τέλος
της εβδομάδας. Εγώ δε θα έρθω. Θεώρησα ότι έτσι είναι καλύτερα».
Ναι, ο Ρόμπερτ ήθελε να μείνει στο Λονδίνο με τη Σουζάνα όσο διαρ-
κούσε η κοσμική σεζόν. Στέλνοντας τη γυναίκα του στα οικογενειακά
κτήματα για να κρατήσει συντροφιά στην κόμισσα πριν απ’ τον τοκετό, δε
διακινδύνευε να προκαλέσει ανάρμοστα σχόλια.
Απλώς θα την ξεφορτωνόταν.
Και η Ντέμπορα θα ξεφορτωνόταν εκείνον!
Σηκώνοντας αγέρωχα το κεφάλι της, είπε: «Συμφωνώ απολύτως. Κάτι
άλλο;»
«Όχι. Σκέφτηκα να σ’ ενημερώσω ότι δε θα γίνει δίκη για τη... δοκιμασία
σου. Δε χρειάζεται να το μάθει κανείς αν δεν το πεις εσύ».
Ώστε δε θεωρούσε ότι έπρεπε να δικαστούν οι άντρες που την είχαν
απαγάγει, την είχαν ξυλοκοπήσει και την είχαν κρατήσει αιχμάλωτη, ταΐ-
ζοντας την ξερό ψωμί; Τι άλλη απόδειξη χρειαζόταν η Ντέμπορα για τη
σκληρότητά του; Ο Ρόμπερτ ήθελε να κουκουλώσουν το γεγονός.
Όπως ήθελε να την εξαφανίσει απ’ τη ζωή του.
Το περίεργο ήταν ότι είχε μπει στον κόπο να τη σώσει. Αν την είχε αφή-
σει, μάλλον θα είχε μείνει χήρος. Η διαθήκη προέβλεπε μόνο να παντρευ-
τεί, όχι να μείνει παντρεμένος για κάποιο διάστημα. Ως χήρος, θα ήταν ε-
λεύθερος να...
Όχι, δεν έπρεπε να σκέφτεται έτσι. Άλλο ήταν να δέχεται τη φύση του
και άλλο να αναλογίζεται ότι ο Ρόμπερτ θα την άφηνε να πεθάνει.
Έφερε το τρεμάμενο χέρι της στο μέτωπό της, κουνώντας το άλλο σαν
να τον έδιωχνε. Δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά. Ήταν ακόμα ταραγμέ-
νη, όπως θα έλεγε η μητέρα της.
Όταν σήκωσε το κεφάλι της για να του δώσει μια απάντηση, ανακάλυψε
ότι ήταν πάλι μόνη.
Τι περίμενε;
Ό Ρόμπερτ είχε πάει να τη δει με σκοπό να της ανακοινώσει τα σχέδιά
του για το μέλλον της. Δεν είχε λόγο να μείνει, αφού είχε εκτελέσει την
αποστολή του.
Κανένα λόγο απολύτως.
Ξαφνικά η Ντέμπορα ένιωσε σαν να την κατάπινε μια μαύρη τρύπα. Έ-
πεφτε, έπεφτε μέσα και δεν μπορούσε κανείς να τη βοηθήσει· δεν ήταν
κανείς εκεί για να της απλώσει το χέρι του να κρατηθεί.
Έσφιξε τα μπράτσα της πολυθρόνας, θυμίζοντας στον εαυτό της ότι
καθόταν σ’ ένα κομψό σαλόνι, σε μια αναπαυτική πολυθρόνα και σύντομα
θα ταξίδευε στην εξοχή για να μείνει σε μια μεγαλοπρεπή έπαυλη.
Δεν είχε έρθει το τέλος του κόσμου.
Τότε γιατί έκλαιγε; Γιατί τρανταζόταν το κορμί της απ’ τα αναφιλητά,
αναγκάζοντάς τη να γονατίσει στο μαλακό μπλε χαλί; Γιατί κουλουριά-
στηκε εκεί, με τις γροθιές της σφιγμένες;
Δεν ήξερε.
Δεν αγαπούσε πια τον Ρόμπερτ, οπότε ήταν ανοησία να κλαίει επειδή
χώριζαν οι δρόμοι τους.
Ευχαρίστησε τον εαυτό της που είχε πάψει να τον αγαπά.
Αλλιώς θα είχε ραγίσει η καρδιά της με τον αποχωρισμό.
Κεφάλαιο 13

Θα ταξίδευαν για το Γουάικ την Παρασκευή. Και η Ντέμπορα χαιρόταν που θα


έφευγε.
Είχε αρχίσει να αισθάνεται σαν φυλακισμένη στα κομψά ιδιαίτερα δια-
μερίσματα του Γουόλτον Χάουζ, όπως στο βρόμικο κελί όπου την κρατού-
σαν οι απαγωγείς της. Μετά τις πρώτες μέρες, όταν ένιωθε ακόμα πολύ
αδύναμη και ταλαιπωρημένη για να κάνει κάτι άλλο απ’ το να τρώει και να
κοιμάται, περνούσε όλο και περισσότερο χρόνο βηματίζοντας πέρα δώθε
σαν την τίγρη στο κλουβί, που είχε δει κάποτε σ’ ένα θηριοτροφείο.
Τουλάχιστον στο Γουάικ θα μπορούσε να κάνει μεγάλους περιπάτους
στα κτήματα και να διοχετεύει την οργισμένη ενέργεια στην άσκηση. Ή να
κάνει ιππασία. Μια βραδιά, ο κόμης την είχε επισκεφτεί μιλώντας της πο-
λύ καλοσυνάτα και την είχε ενημερώσει ότι στους στάβλους τους θα υ-
πήρχε πάντα διαθέσιμο ένα κατάλληλο άλογο για κείνη.
Όμως ο Ρόμπερτ δεν ήταν μαζί του.
Κι εκείνη είχε απηυδήσει! Γύρισε και πήγε στο τζάκι, χτυπώντας το κου-
δουνάκι υπηρεσίας.
Όταν εμφανίστηκε η Σούκι, η Ντέμπορα της είπε: «Σε παρακαλώ, μπο-
ρείς να στείλεις έναν υπηρέτη να μου βρει μια αγοραία άμαξα;»
Ευχήθηκε να είχε κάνει το ίδιο πράγμα την τελευταία φορά που είχε α-
ποφασίσει να βγει. Εκείνοι οι άντρες, συνειδητοποίησε μ’ ένα ρίγος που
διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά της, μάλλον την παρακολουθούσαν αρκετή
ώρα, περιμένοντας την ευκαιρία για να την αρπάξουν. Επειδή εκείνη κα-
λούσε συχνά αγοραίες άμαξες για να επισκεφτεί τη μητέρα της, δε θα ξα-
ναφαινόταν τόσο απρόσεκτη.
Μάλιστα, αν δεν πείραζε τον κόμη Γουόλτον, θα έπαιρνε μαζί της έναν
υπηρέτη.
Πήγε στην ντουλάπα που της είχε παραχωρήσει η κόμισσα Γουόλτον κι
έβγαλε το μπλε ζακετάκι της κι ένα ασορτί καπελίνο, προσαρμόζοντας ένα
βέλο στο γείσο. Για κάποιο λόγο, ο Ρόμπερτ δεν ήθελε να δει κανείς το
πρόσωπό της, παρ’ ότι η ίδια δεν καταλάβαινε το λόγο της επιμονής του.
Οι μώλωπές της είχαν ήδη αρχίσει να σβήνουν και το πρήξιμο είχε υποχω-
ρήσει. Η άρνικα ήταν πολύ πιο αποτελεσματική απ’ την μπίρα, σκέφτηκε
μ’ ένα μορφασμό καθώς ίσιωνε το βέλο στο κεφάλι της.
Λίγα λεπτά αργότερα, η Σούκι εμφανίστηκε πάλι για να της πει ότι η ά-
μαξά της ήταν εκεί. Φτάνοντας στη μέση της σκάλας, η Ντέμπορα είδε τον
Ρόμπερτ να περιμένει βλοσυρός κάτω.
«Πού πας;»
Η Ντέμπορα σήκωσε αγέρωχα το κεφάλι της.
«Στη μητέρα μου».
«Δεν το θεωρώ σώφρον». Το πρόσωπό του ήταν σκοτεινιασμένο.
Όμως η Ντέμπορα δε θ’ ανεχόταν άλλο το δεσποτισμό του.
«Δε θα φύγω χωρίς να την αποχαιρετήσω. Θα παραξενευόταν πολύ».
Η Ντέμπορα κατέβηκε το τελευταίο σκαλί κι έκανε να περάσει από
μπροστά του, αλλά ο Ρόμπερτ την έπιασε απ’ το μπράτσο. «Αν επιμένεις
να την επισκεφτείς, θα σε συνοδεύσω», της είπε.
«Δεν υπάρχει λόγος!»
«Και βέβαια υπάρχει!»
Ζυγιάστηκαν με το βλέμμα για λίγο και η Ντέμπορα αναρωτήθηκε γιατί
ο Ρόμπερτ ήθελε να τη συνοδεύσει, ενώ είχε καταστήσει σαφές ότι και μό-
νο η σκέψη της τον κούραζε.
Αφού το σκέφτηκε για λίγο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Ρόμπερτ
δεν ήθελε να ταραχτεί η αγαπημένη του Σουζάνα που έμενε με τη μητέρα
της. Ο μοναδικός λόγος που επέμενε να πάει μαζί της ήταν για να τη λογο-
κρίνει.
Η σκέψη ήταν προσβλητική.
«Αν επιμένεις, δεν μπορώ να σ’ εμποδίσω». Η Ντέμπορα αναστέναξε,
γυρνώντας το κεφάλι της στην ανοιχτή πόρτα.
Ο Ρόμπερτ πήρε το καπέλο και το πανωφόρι του πριν κατέβουν μαζί
στην άμαξα. Της φερόταν όπως κάθε άντρας στη γυναίκα του, αλλά το
πρόσωπό του ήταν σκυθρωπό.
Κανένας, δεν έβγαλε άχνα στη σύντομη διαδρομή.
***
Η κυρία Γκίλις ενθουσιάστηκε βλέποντάς τους. Όταν ο μπάτλερ οδήγησε
το ζευγάρι στο σαλόνι, όπου η κυρία Γκίλις έγραφε κάποιες επιστολές, ση-
κώθηκε και αγκάλιασε την κόρη της. Και ζάρωσε το μέτωπό της ανήσυχη
όταν η Ντέμπορα σήκωσε το βέλο της για να τη φιλήσει.
«Θεέ μου! Τι έπαθε το πρόσωπό σου;»
«Ε...»
Η Ντέμπορα δεν είχε σκεφτεί κάποια δικαιολογία. Το μόνο που είχε
σκεφτεί ήταν να βγει απ’ το σπίτι και να δει τη μητέρα της. Ήθελε να γο-
νατίσει μπροστά της, να ακουμπήσει το κεφάλι της στην ποδιά της και να
κλάψει με την ψυχή της.
Όμως εκείνη τη στιγμή μπήκε φουριόζα η Σουζάνα.
«Ντεμπς!» φώναξε, πηγαίνοντας να την αγκαλιάσει. «Πόσο μου έλειψες
τις τελευταίες μέρες! Πολύ χαίρομαι που ήρθες, γιατί έχω νέα! Α, καλημέ-
ρα, λοχαγέ Φόλεϊ», είπε πιο συγκρατημένα, με μια ευγενική υπόκλιση πριν
ξαναγυρίσει στην Ντέμπορα.
Ο Ρόμπερτ την κοίταξε βλοσυρά πριν διασχίσει το δωμάτιο για να καθί-
σει δίπλα στην κυρία Γκίλις, η οποία τραβούσε νευρικά τις κορδέλες στο
δαντελωτό σκουφάκι της.
Τότε πρόσεξε η Σουζάνα το πρόσωπο της Ντέμπορα.
«Τι έπαθες;» Άπλωσε αυθόρμητα το χέρι της σ’ ένα μώλωπα.
«Έπεσα από μια άμαξα», απάντησε η Ντέμπορα, κάτι που δεν ήταν ψέ-
μα -αλλά μόνο αυτό μπορούσε να πει τώρα. «Ανοησία μου», πρόσθεσε ενώ
καθόταν σε μια πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι, ισιώνοντας τις φούστες της.
«Προτιμώ να μην το συζητήσω». Σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε κατά-
ματα τη Σουζάνα. «Προτιμώ ν’ ακούσω το δικό σου νέο».
Καθώς η Σουζάνα πήγαινε στην αγαπημένη της θέση δίπλα στο παράθυ-
ρο, η Ντέμπορα έπιασε το βλέμμα της μητέρας της και κούνησε το κεφάλι
της αμυδρά. Ύστερα κοίταξε με νόημα τη Σουζάνα που μετέφερε την πο-
λυθρόνα της στο ακριβές σημείο όπου ο πρωινός ήλιος θα έβαφε με α-
νταύγειες τα μαλλιά της.
«Δεν καταλαβαίνω γιατί έλεγες ότι ήσουν αδιάθετη τις τελευταίες μέ-
ρες», είπε η μητέρα της.
Η Ντέμπορα καθάρισε το λαιμό της. «Δεν μπορούσα να βγω μ’ αυτούς
τους μώλωπες. Και, να πω την αλήθεια, ήμουν κάπως κλονισμένη. Δε θα
ερχόμουν σήμερα αν δεν ταξίδευα αύριο για το Γουάικ. Ήθελα να σας α-
ποχαιρετήσω και τις δυο. Ασφαλώς θα σας γράψω από κει».
Η κυρία Γκίλις ηρέμησε αμέσως, έχοντας αντιληφθεί το σιωπηλό μήνυμα
που της μετέφερε η κόρη της, ότι θα της τα έλεγε όλα όταν θα μπορούσε.
«Πολύ χαίρομαι που ήρθες. Δεν ήθελα να μάθεις το νέο γραπτώς. Μνη-
στεύτηκα!» Η Σουζάνα χαμογέλασε πλατιά. «Τον κύριο Πέρσι Λάμπτον!»
Η Ντέμπορα ένιωσε να χάνει τη γη κάτω απ’ τα πόδια της. Δεν τόλμησε
να κοιτάξει τον άντρα της, ξέροντας ότι το νέο θα ήταν πλήγμα τη στιγμή
που νόμιζε ότι θα κέρδιζε την καρδιά της αγαπημένης του.
«Πώς... έγινε αυτό; Πίστευα ότι είχες απελπιστεί μαζί του».
«Ναι, έτσι ήταν», παραδέχτηκε μελαγχολικά η Σουζάνα. «Ναι... είχα α-
πελπιστεί. Δεν ήξερα πώς θα το άντεχα. Όμως ήρθε χτες ικετεύοντας να
μου μιλήσει ιδιαιτέρως. Δεν ήξερα αν έπρεπε να τον δεχτώ, αλλά τελικά η
μητέρα σου μ’ έπεισε να κάνω ένα μικρό περίπατο στον κήπο μαζί του».
Η Ντέμπορα ταράχτηκε. Άραγε ο Πέρσι Λάμπτον είχε κάνει πρόταση
γάμου στη Σουζάνα ακριβώς στο ίδιο σημείο όπου είχε κάνει σ’ εκείνη ο
Ρόμπερτ;
«Πρώτα με ικέτευσε να τον συγχωρήσω που με αγνόησε τόσο καιρό ύ-
στερα από το κόρτε που μου είχε κάνει. Μου εξήγησε ότι αρχικά σκόπευε
να περάσει απλώς το χρόνο του ευχάριστα με την πιο όμορφη ντεμπιτάντ
της κοσμικής σεζόν. Όμως με τον καιρό η έλξη έγινε δυνατή και ένιωσε
υποχρεωμένος να απομακρυνθεί πριν προχωρήσουν πολύ τα πράγματα.
Επειδή η οικογένειά του δε θα συμφωνούσε να παντρευτεί μια γυναίκα της
δικής μου καταγωγής. Έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα σ’ εμένα και την οικο-
γένειά του, αν μου έκανε πρόταση γάμου. Τελικά δεν άντεξε. Δεν μπορεί
να ζήσει χωρίς εμένα!» ολοκλήρωσε η Σουζάνα, σφίγγοντας τα χέρια της
με μάτια που άστραφταν. «Δεν είναι υπέροχο;»
«Απίστευτο», κατάφερε να πει ξεψυχισμένα η Ντέμπορα, ρίχνοντας μια
ανήσυχη ματιά στον άντρα της.
Στο πρόσωπό του είχε ζωγραφιστεί όλη η περιφρόνηση που σίγουρα εί-
χε νιώσει ακούγοντας το νέο. Ήξεραν κι οι δυο γιατί ο Πέρσι Λάμπτον είχε
κορτάρει στην αρχή τη Σουζάνα. Και υπέθεταν ποιος ήταν ο απώτερος
σκοπός του τώρα.
Ο Χίνκσι ήταν επικίνδυνος εχθρός και δε θα ησύχαζε αν δεν ξεχρεωνό-
ταν με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. Προφανώς, είχε συνειδητοποιήσει
το σφάλμα του να θεωρήσει τον Ρόμπερτ εύκολο στόχο και είχε αποφα-
σίσει να κυνηγήσει πάλι τον Λάμπτον.
Επειδή χρειαζόταν απεγνωσμένα τα χρήματα για να ξεχρεώσει αυτό τον
παλιάνθρωπο, ο Λάμπτον δεν είχε άλλη επιλογή απ’ το να εκμεταλλευτεί
τον έρωτα της Σουζάνας. Ίσως να ερχόταν σε ρήξη με την οικογένειά του,
αλλά οι απειλές του Χίνκσι μάλλον τον είχαν κάνει να φοβάται για την ίδια
τη ζωή του. Προφανώς πίστευε ότι δε θα ζούσε αν δεν έπειθε τη Σουζάνα
να τον παντρευτεί ώστε να βάλει χέρι στην περιουσία της. Η απελπισία του
θα τον είχε κάνει να φανεί ειλικρινής, ενώ της πουλούσε παραμύθια για να
την πείσει λέγοντάς της ακριβώς ό,τι ήθελε η Σουζάνα ν’ ακούσει περισσό-
τερο.
«Εύχομαι να ευτυχήσεις», κατάφερε να πει η Ντέμπορα, καθώς η συνεί-
δησή της δεν της επέτρεπε να συγχαρεί με την καρδιά της τη φίλη της.
«Αυτό είναι βέβαιο...» Η Σουζάνα αναστέναξε, παίρνοντας μια ονειροπό-
λα έκφραση. «Αγαπώ πολύ τον Πέρσι! Θα παντρευτούμε μόλις γίνει η α-
ναγγελία», συνέχισε. «Θα ήθελα να γίνεις παράνυμφός μου, αν κι εσύ δε
μου ζήτησες να γίνω δική σου», την κατηγόρησε.
«Η Ντέμπορα θα χαρεί πολύ να γίνει παράνυμφός σας», παρενέβη ο Ρό-
μπερτ, σοκάροντας την Ντέμπορα. «Ενημερώστε μας πότε θα λάβει χώρα
ο γάμος και να είστε βέβαιη ότι θα σταθεί στο πλευρό σας».
Την υπόλοιπη ώρα της επίσκεψης, τη συζήτηση μονοπώλησε το νυφικό
της Σουζάνας, η χαρά των γονιών της για το γαμπρό την πρώτη της κοσμι-
κή σεζόν και το αν έπρεπε να παντρευτεί στο αριστοκρατικό παρεκκλήσι
του Σεντ Τζορτζ ή στην ενορία της.
***
Όπως περίμενε η Ντέμπορα, ο Ρόμπερτ δεν είχε καμιά συμμετοχή στη
συζήτηση. Όταν ήρθε η ώρα να φύγουν, δεν μπόρεσε καν να κρύψει την
ανακούφισή του.
Βούλιαξε στο κάθισμα της άμαξας απέναντι της, δείχνοντας εξουθενω-
μένος.
Παρ’ ότι η Ντέμπορα είχε αποφασίσει ότι δεν τον αγαπούσε πια, βλέπο-
ντάς τον τόσο δυστυχισμένο, τον συμπόνεσε.
«Λυπάμαι πολύ», του είπε με σιγανή φωνή, αν και απέφυγε να τον αγγί-
ξει παρηγορητικά στο μανίκι, όπως θα ήθελε.
Ο Ρόμπερτ άνοιξε τα μάτια του διάπλατα τη στιγμή που η Ντέμπορα
έσφιξε τα χέρια της στην ποδιά της.
«Γιατί λυπάσαι;»
«Για το γάμο του Πέρσι Λάμπτον με τη Σουζάνα».
Ο Ρόμπερτ την κοίταξε, σμίγοντας τα φρύδια του για λίγο. «Δεν ξέρω
γιατί πιστεύεις ότι λυπάμαι γι' αυτόν το γάμο», της είπε αργά. «Εγώ τον
πρότεινα!»
«Εσύ... τον πρότεινες;» ψέλλισε η Ντέμπορα. «Μα δεν μπορεί να θέλεις
αυτός... όποιος άντρας κι αν ήταν...» Δεν μπορούσε να πιστέψει στ' αυτιά
της.
«Και βέβαια ήθελα να παντρευτεί ο Λάμπτον τη Σουζάνα. Αξίζουν ο ένας
τον άλλον!» είπε τραχιά ο Ρόμπερτ. «Είναι μια αλαφρόμυαλη, εγωίστρια
και ρηχή γυναίκα που την ενδιαφέρει μόνο η επιφάνεια κι εκείνος θέλει
μόνο τα λεφτά της για να ζήσει άνετα. Δεν τον ενδιαφέρει πώς θα τα βρει,
ακόμα κι αν είναι να παντρευτεί μια κοπέλα την οποία θεωρεί τόσο κατώ-
τερη του κοινωνικά ώστε να της επιφυλάσσει μόνο το ρόλο της ερωμένης
του».
Η Ντέμπορα κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι της. «Δεν μπορώ να πιστέ-
ψω...»
Ξαφνικά κατάλαβε τι συνέβαινε. Ο Ρόμπερτ είχε πάψει ν’ αγαπάει τη
Σουζάνα, το ίδιο οδυνηρά όπως και η ίδια είχε πάψει ν’ αγαπάει εκείνον.
Προφανώς η αγάπη χωρίς ανταπόδοση ήταν καταδικασμένη να πεθαίνει.
Ήταν η μοναδική εξήγηση για τα πικρά λόγια που επέλεξε για να περιγρά-
ψει τη Σουζάνα. Και η ίδια δεν τον καταριόταν τις άγρυπνες νύχτες της;
Γυρίζοντας να κοιτάξει έξω απ’ το παράθυρο, η Ντέμπορα πρόσεξε ότι
τα πρόσωπα πολλών ανθρώπων που προχωρούσαν βιαστικά στους δρό-
μους ήταν κουρασμένα ή σκυθρωπά.
Η ζωή, κατέληξε, ήταν θλιβερή.
«Δεν πιστεύεις ότι θα έκανα τα πάντα για να σε προστατεύσω, Ντέμπο-
ρα;» τη ρώτησε με αγωνία εκείνος, σκύβοντας προς το μέρος της.
Η Ντέμπορα γύρισε σαστισμένη. Ήταν το τελευταίο πράγμα που περί-
μενε ν’ ακούσει απ’ τον Ρόμπερτ. Προφανώς η έκπληξη της ζωγραφίστηκε
στο πρόσωπό της κι εκείνος έγειρε πίσω, παίρνοντας μια ειρωνική έκφρα-
ση.
«Όχι, δεν μπορείς να πιστέψεις τίποτα καλό για μένα. Μάλλον δε σε αδι-
κώ, αλλά θα σου πω ένα πράγμα. Προειδοποίησα τον Λάμπτον ότι, αν δεν
παντρευτεί τη Σουζάνα, θα τον κάνω να πληρώσει επειδή έθεσε τη ζωή
σου σε κίνδυνο. Μια φορά χρειάστηκε να πυροβολήσω για να του δώσω
να καταλάβει ότι είναι ώρα να καταπιεί την περηφάνια του. Σύντομα α-
ποφάσισε ότι μπορούσε να παντρευτεί τη θυγατέρα ενός εύπορου εμπό-
ρου, γιατί, αν δεν ξεχρεώσει τον Χίνκσι, θα έχει να κάνει μ’ εμένα. Τι με
νοιάζει πόσο θα δυστυχήσουν αυτοί οι δυο αν ξέρω ότι ο Χίνκσι δε θα έχει
ξανά λόγο να σε πλησιάσει;»
«Τον... απείλησες με όπλο;» Η καρδιά της Ντέμπορα άρχισε να χτυπάει
περίεργα.
«Πήρα τον Λίνεϊ μαζί μου, ασφαλώς», είπε καγχάζοντας ο Ρόμπερτ. «Εγώ
δεν είμαι πολύ απειλητικός από μόνος μου, ακόμα κι όταν οπλοφορώ.
Όμως ο Λάμπτον δεν είναι κανένας σπουδαίος αντίπαλος», πρόσθεσε με
πικρία. «Μόνο να εκφοβίζει και να εξαπατά τις γυναίκες μπορεί. Όταν έρ-
χεται αντιμέτωπος μ’ έναν άντρα, ακόμα κι αν αυτός ο άντρας είναι μισε-
ρός, όπως εγώ, δείχνει το αληθινό του πρόσωπο».
«Γιατί, Ρόμπερτ; Γιατί τον πίεσες να παντρευτεί τη Σουζάνα, ενώ θα
μπορούσες... Ω!» Θα ήταν πιο εύκολο να συνάψει σχέση με μια παντρεμέ-
νη. Αν ήταν διακριτικοί, η Σουζάνα δε θα έχανε την υπόληψή της. «Ρό-
μπερτ, λυπάμαι, αλλά δε νομίζω ότι τα πράγματα θα γίνουν όπως σχεδιά-
ζεις. Η Σουζάνα αγαπάει τον Λάμπτον και δε θα... Θέλω να πω, δε θα μπο-
ρούσε...» Η Ντέμπορα κούνησε πάλι πέρα δώθε το κεφάλι της, ανίκανη να
του πει ακόμα και τώρα ότι η φίλη της τον έβρισκε απωθητικό.
Όμως είχε δεχτεί την παρηγορητική αγκαλιά του τη νύχτα του γαμήλιου
χορού. Ίσως αυτό το επεισόδιο να του είχε δώσει την ελπίδα ότι, όταν η
Σουζάνα καταλάβαινε ποιος ήταν ο Πέρσι Λάμπτον, θα απελπιζόταν τόσο,
που θα στρεφόταν πάλι σ’ εκείνον.
Η άμαξα σταμάτησε έξω απ’ το Γουόλτον Χάουζ κι ένας υπηρέτης έ-
σπευσε ν’ ανοίξει την πόρτα και να τους βοηθήσει να βγουν.
Μπήκαν μαζί στο σπίτι, σαν φυσιολογικό παντρεμένο ζευγάρι που επέ-
στρεφε από μια πρωινή επίσκεψη, παρ’ όλο που ο Ρόμπερτ είχε ένα ύφος
σαν να είχε έρθει η συντέλεια του κόσμου και η Ντέμπορα ένιωθε την
καρδιά της να ματώνει.
Όταν έφτασαν στο πρώτο σκαλί, εκείνος καθάρισε το λαιμό του.
«Μπορείς να μου παραχωρήσεις μερικά λεπτά πριν επιστρέψεις στα ι-
διαίτερα διαμερίσματά σου;» τη ρώτησε κοφτά. «Πρέπει να συζητήσουμε
κάτι».
Η καρδιά της Ντέμπορα βούλιαξε.
Τι άλλο υπήρχε να πουν;' Ο γάμος τους είχε τελειώσει. Μήπως ο Ρό-
μπερτ περίμενε από κείνη να καθίσουν και να το συζητήσουν λογικά;
Ναι, σκέφτηκε η Ντέμπορα, γυρνώντας προς το μέρος του παραιτημένη.
Ο Ρόμπερτ πίστευε ακόμα ότι τον είχε παντρευτεί για να εξασφαλιστεί οι-
κονομικά. Δεν είχε ιδέα για τα αισθήματά της όταν εκείνη είχε δεχτεί την
πρόταση γάμου που της είχε κάνει για λόγους συμφέροντος.
«Σε παρακαλώ».
Τα μάτια της βρήκαν το πρόσωπό του κι η Ντέμπορα αναγνώρισε εκεί
τον ίδιο πόνο με τον δικό της. Δεν μπορούσε να καταλάβει κανείς καλύτε-
ρα πόσο υπέφερε ο Ρόμπερτ στη σκέψη ότι η αγαπημένη του θα χάριζε
την καρδιά και τη ζωή της σ’ έναν άλλον άντρα.
Αναστέναξε, γνέφοντας καταφατικά.
Κάθισε σ’ έναν καναπέ μπροστά στο σβηστό τζάκι, βγάζοντας μηχανικά
το σκουφάκι και το βέλο της και αφήνοντάς τα στα μαξιλάρια δίπλα της,
ενώ ο Ρόμπερτ κάθισε απέναντι της. Για λίγο έμεινε αμίλητος, παρ’ ότι δεν
πήρε τα μάτια του από πάνω της. Η Ντέμπορα είχε την περίεργη αίσθηση
ότι ο άντρας της κατέβαλλε προσπάθεια να απομνημονεύσει κάθε χαρα-
κτηριστικό της, απ’ τα γαλάζια μποτίνια της μέχρι την κορυφή του κεφα-
λιού της.
Όταν μπήκε ο Λίνεϊ για να τη ρωτήσει αν θα ήθελε λίγο τσάι, ο Ρόμπερτ
έγινε έξαλλος.
«Δεν έχω διάθεση να συζητήσω τη διάλυση του γάμου μου πίνοντας
τσάι σαν να ήταν μια τυπική υπόθεση!» φώναξε. «Εξαφανίσου!»
Η Ντέμπορα έσφιξε τα χέρια της στην ποδιά της και τα κοίταξε βουρκω-
μένη καθώς ο Λίνεϊ αποχωρούσε βιαστικά.
Περίεργο, αλλά, μολονότι ήξερε από μέρες ότι ο Ρόμπερτ ήθελε να δώ-
σει τέλος στο γάμο τους και είχε δεχτεί ότι ήταν καλύτερα έτσι, επειδή τον
μισούσε, τώρα...
Ρούφηξε τη μύτη της, ενοχλημένη μ’ ένα δάκρυ που κύλησε στο μάγου-
λό της.
Το σκούπισε θυμωμένα με το γαντοφορεμένο χέρι της. Δε θα έκλαιγε
μπροστά του! Ο Ρόμπερτ δεν το άξιζε! Αν την παραγκώνιζε λόγω του πό-
θου του για τη Σουζάνα...
Προς μεγάλη της έκπληξη, εκείνος σηκώθηκε και πήγε να καθίσει δίπλα
της, βάζοντας ένα μαντίλι στο χέρι της.
«Σε παρακαλώ, μην κλαις, Ντέμπορα. Σύντομα θα ελευθερωθείς από μέ-
να. Σου το υπόσχομαι».
Σηκώθηκε κι έκανε μερικά βήματα μακριά της.
«Συγχώρεσε με. Ξέρω ότι δε θέλεις να με βλέπεις στα μάτια σου». Στα-
μάτησε δίπλα στον μπουφέ κι έβγαλε το πώμα από μια κανάτα, στριφο-
γυρίζοντάς το ανάμεσα στα δάχτυλά του πριν γυρίσει να την κοιτάξει
θλιμμένα.
«Πρέπει να καταλάβεις ότι έχουμε ορισμένα θέματα να συζητήσουμε
πριν με αφήσεις για πάντα».
Η Ντέμπορα έβαλε το χέρι της στον κρόταφό της που παλλόταν, προ-
μηνύοντας ένα δυνατό πονοκέφαλο. Ο Ρόμπερτ μιλούσε ασυνάρτητα ή η
ίδια ήταν σε τέτοια κατάσταση που δεν καταλάβαινε;
«Δε σε καταλαβαίνω», ομολόγησε, κουνώντας μπερδεμένη πέρα δώθε
το κεφάλι της. «Τι εννοείς, Ρόμπερτ; Ποια θέματα πρέπει να συζητήσου-
με;»
«Δεν έχεις σκεφτεί ότι ίσως να περιμένεις παιδί;» ξεφούρνισε εκείνος,
χλομιάζοντας τόσο πολύ, που της έδωσε την εντύπωση ότι θα λιποθυ-
μούσε. Ύστερα ξαναπήγε στον καναπέ απέναντι της και κάθισε βαρύς.
Η Ντέμπορα ένιωσε σαν να την είχε χαστουκίσει. Την είχε χρησιμοποιή-
σει, της είχε πει ψέματα, είχε περιφρονήσει την αγάπη της και την είχε πο-
δοπατήσει, χλομιάζοντας τώρα στη σκέψη ότι, χωρίς να το θέλει, την είχε
αφήσει έγκυο;
Εκείνη είχε αντέξει όλες τις δυσκολίες της ζωής με την αξιοπρέπεια που
είχε μάθει ότι έπρεπε να δείχνει πάντα μια κυρία. Τις λίγες φορές που είχε
χάσει την αυτοκυριαρχία της, δεν είχε επιτρέψει στον εαυτό-της τη σύ-
γκρουση.
Όμως αυτή τη φορά κάτι έσπασε μέσα της. Πετάχτηκε επάνω, τον πλη-
σίασε και τον χαστούκισε. Τα δάκρυα κυλούσαν ανεξέλεγκτα στο πρόσω-
πό της πια, αλλά δεν την ένοιαζε. Στάθηκε από πάνω του ασθμαίνοντας,
ενώ πάσχιζε να βρει τα λόγια για να του εκφράσει τις σκέψεις της.
Όμως δεν υπήρχαν λέξεις για να εκφράσουν το θυμό της και τον πόνο
της.
Πρόσεξε τα σημάδια από τα δάχτυλά της στο χλομό πρόσωπό του, μια
αναπάντεχα ικανοποιητική απόδειξη του ξεσπάσματος της. Και σήκωσε το
χέρι της για να τον χτυπήσει πάλι.
Αυτή τη φορά, ο Ρόμπερτ της έπιασε το χέρι στον αέρα, αφήνοντας το
κρυστάλλινο πώμα να γίνει θρύψαλα στο μάρμαρο του τζακιού.
Έτσι, η Ντέμπορα σήκωσε το άλλο χέρι της, που ήταν σφιγμένο σε γρο-
θιά, και άρχισε να τον χτυπάει στα τυφλά. Ο Ρόμπερτ σήκωσε το τραυμα-
τισμένο αριστερό χέρι του για ν’ απωθήσει τα χτυπήματα στο πρόσωπο
και στους ώμους του, αλλά της έστριψε τον άλλο βραχίονα μέχρι που την
έριξε δίπλα του, στον καναπέ.
Η Ντέμπορα γλίστρησε στο δερμάτινο κάθισμα, προσπαθώντας να τρα-
βηχτεί, αλλά εκείνος ήταν πιο δυνατός. Την έπιασε απ’ τη μέση και την κά-
θισε στην ποδιά του, σφίγγοντάς τη στο στήθος του, κι εκείνη βρέθηκε να
κλαίει με το πρόσωπό της στο λαιμό του.
Κάποια στιγμή, η Ντέμπορα σταμάτησε να αντιστέκεται και άφησε τα
δάκρυα να κυλήσουν ποτάμι. Όταν πέρασε η καταιγίδα, σωριάστηκε πά-
νω του, με τα μάτια κλειστά, περιμένοντας από κείνον να την αφήσει.
Όμως ο Ρόμπερτ συνέχισε να την κρατάει σφιχτά, με το πιγούνι του
στην κορυφή του κεφαλιού της.
Παρ’ ότι τα μάτια της έμειναν κλειστά και το πρόσωπό της κολλημένο
στο λαιμό του, η Ντέμπορα βρήκε τη δύναμη να του πει με φωνή που έ-
τρεμε: «Αν είμαι έγκυος, τουλάχιστον εγώ θ’ αγαπώ το παιδί. Ακόμα κι αν
δε θέλεις καμιά σχέση μ’ αυτό ή μ’ εμένα...»
«Όχι!» Ο Ρόμπερτ ανακάθισε κι έπιασε το πιγούνι της για να την ανα-
γκάσει να τον κοιτάξει. «Αν είσαι έγκυος, θα σταθώ στο πλευρό σου με
όποιον τρόπο μπορώ! Αρκεί να μου μηνύσεις και σου ορκίζομαι ότι θα κά-
νω ό,τι θέλεις εσύ!»
Η Ντέμπορα συνοφρυώθηκε παραξενεμένη, αλλά δεν άφησε να χαθεί η
μικρή αχτίδα ελπίδας.
«Αν είμαι έγκυος, θα έρθεις στο Γουάικ, θέλεις να πεις;»
«Και βέβαια, αν είσαι σίγουρη ότι θέλεις».
Πριν προλάβει να το σκεφτεί, η Ντέμπορα ξεφούρνισε: «Τότε εύχομαι να
είμαι έγκυος».
Ο Ρόμπερτ την κοίταξε έντρομος.
«Δεν είναι δυνατόν να το εννοείς αυτό, Ντέμπορα!»
«Γιατί;» Η Ντέμπορα ανακάθισε στην ποδιά του, κοιτώντας τον αυστη-
ρά. «Κακό είναι να θέλω ένα παιδί; Παρ’ ότι δε με αγαπάς, δε θέλεις παιδιά;
Όταν μου έκανες πρόταση γάμου, μου υποσχέθηκες...»
«Δε μιλάμε για αγάπη εδώ!»
«Το ξέρω...» Η Ντέμπορα αναστέναξε. «Ξέρω ότι με παντρεύτηκες μόνο
για να κληρονομήσεις. Ήξερα απ’ την αρχή ότι αγαπούσες τη Σουζάνα
και...»
«Αγαπώ τη Σουζάνα; Τρελάθηκες; Πώς σου ήρθε αυτή η ανόητη ιδέα;»
Η καρδιά της Ντέμπορα κόντευε να σπάσει. «Την... κόρταρες και την ικέ-
τευες διαρκώς να χορέψει μαζί σου. Κανόνισες να προσκληθεί στο χορό
του Λένσμπορο για να συμφωνήσει...»
Το πρόσωπο του Ρόμπερτ σκοτείνιασε. «Αυτό είχε υποθέσει και ο Λά-
μπτον. Έτσι ξεκίνησε όλη αυτή η αναθεματισμένη ιστορία. Θεέ μου...» Έ-
κλεισε τα μάτια του και έριξε το κεφάλι του πίσω στην πλάτη του καναπέ.
«Μακάρι να μην είχα φανεί τόσο ανόητος. Όμως, αν δεν είχα φανεί...» Ά-
νοιξε τα μάτια του και την κοίταξε με τόσο καημό, που της ήρθε να βάλει
τα κλάματα από συμπόνια.
«Ξέρω», είπε η Ντέμπορα και τράβηξε το χέρι της απ’ το δικό του για να
χαϊδέψει τις ρυτίδες στο πρόσωπό του που οφείλονταν σ’ εκείνη. «Δε θ’
αναγκαζόσουν να τη δεις να ερωτεύεται τον Λάμπτον...»
Ο Ρόμπερτ ξανάπιασε το χέρι της, αυτή τη φορά τόσο σφιχτά που σχε-
δόν την πόνεσε.
«Ο μοναδικός τρόπος να σε πείσω ότι δεν ενδιαφέρομαι καθόλου για τη
δεσποινίδα Χάλγουορθι είναι να τα ομολογήσω όλα, αν και ντρέπομαι ν’
αποκαλύψω πόσο χαμηλά έπεσα». Ο Ρόμπερτ χαμήλωσε το κεφάλι του
και φίλησε την παλάμη της, παίρνοντας μια βαθιά, τρεμάμενη ανάσα.
«Όμως τι έχω να χάσω;» πρόσθεσε με πικρία, χαμηλώνοντας το χέρι της
στην ποδιά της. «Ήδη με μισείς».
Η Ντέμπορα παραλίγο να συμφωνήσει, αλλά κρατήθηκε. Ήταν δυνατόν
να καθόταν στην ποδιά ενός άντρα τον οποίο μισούσε, με το χέρι της πε-
ρασμένο γύρω απ’ το λαιμό του και την ελπίδα ότι δε θα της έλεγε να πάει
να καθίσει απέναντι για να τον αφήσει στην ησυχία του;
Έλεγε στον εαυτό της ότι τον μισούσε, και μάλιστα του είχε επιτεθεί,
αλλά με την υποψία ότι μπορούσε ν’ αποφύγει το χωρισμό τον είχε ικε-
τεύσει να πάει μαζί της στο Γουάικ.
Αυτό δεν ήταν μίσος. Το στομάχι της αναπήδησε περίεργα. Μόνο μίσος
δεν ήταν αυτό.
«Συνάντησα για πρώτη φορά τη δεσποινίδα Χάλγουορθι όταν αναζη-
τούσα τον άνθρωπο που προκαλούσε προβλήματα στη μνηστή του Λέν-
σμπορο. Αφού τον εντόπισα, χρειαζόμουν κάποιον που θα με βοηθούσε
να τον τιμωρήσω. Την πρώτη φορά που με είδε...» ο Ρόμπερτ μόρφασε «...
ανατρίχιασε. Τότε εγώ πίστευα ότι είχα μάθει ν’ αντέχω την αηδία των ό-
μορφων γυναικών. Η Ελοΐζ με διαβεβαίωνε μάλιστα ότι τα σημάδια δεν
ήταν τόσο άσχημα όσο στην αρχή... αλλά όταν με σνόμπαρε η χαριτωμένη
δεσποινίς Χάλγουορθι... ντρέπομαι που το ομολογώ, αλλά αποφάσισα να
της δώσω ένα μάθημα».
Η Ντέμπορα προσπάθησε να θυμηθεί τη συμπεριφορά του εκείνες τις
μέρες, σμίγοντας απορημένη τα φρύδια της.
«Καταλάβαινα πόση αμηχανία τής προκαλούσε η παρουσία μου. Έτσι,
την κυνηγούσα παντού μόνο και μόνο για να της χαλάσω τη βραδιά! Έπε-
σε ακόμα περισσότερο στην εκτίμησή μου όταν κατάλαβα ότι, αν είχα
χρήματα ή έναν τίτλο, θα ξεπερνούσε την αποστροφή της για την εμφάνι-
σή μου, φτάνοντας ίσως στο σημείο να με κυνηγήσει».
Η Ντέμπορα δεν μπορούσε να διαφωνήσει. Ήταν μια πλευρά της Σουζά-
νας που και στην ίδια δεν άρεσε.
«Έτσι, της έριξα το δόλωμα του πιο φημισμένου χορού όλης της σεζόν.
Του Λένσμπορο. Κι εκείνη συμπεριφέρθηκε ακριβώς όπως περίμενα. Με
την ψυχή της πόρνης, πουλήθηκε σ’ εμένα μέσα σε μισή ώρα».
«Όχι... την παρεξήγησες!» Η Ντέμπορα καταλάβαινε την πικρία του, αλ-
λά η κρίση του για τη Σουζάνα ήταν εσφαλμένη. «Είναι λίγο κακομαθημένη
και αλαφρόμυαλη μόνο. Παρασύρθηκε με την ιδέα του γάμου στην αρχή,
αλλά μετά κατάλαβε ότι δεν ήταν σωστό να θέλει έναν άντρα μόνο για τον
τίτλο του. Ο Λάμπτον δεν έχει τίτλο, αλλά η Σουζάνα δέχτηκε να τον πα-
ντρευτεί επειδή τον αγαπάει!»
Ο Ρόμπερτ ρουθούνισε με περιφρόνηση. «Δεν ξέρει καν τι σημαίνει αυτή
η λέξη. Απλώς τη θάμπωσε η εμφάνισή του και η επιφανειακή γοητεία
του. Δεν τον ξέρει καθόλου. Όμως αυτό είναι άσχετο».
Την κατέβασε απ’ την ποδιά του, αλλά η Ντέμπορα παρηγορήθηκε όταν
την άφησε στα μαξιλάρια δίπλα του αντί να την πετάξει κάτω, όπως της
είχε δοθεί η εντύπωση ότι θα έκανε κάποια στιγμή.
«Δεν είναι μόνο αυτό», είπε θλιμμένα ο Ρόμπερτ, κοιτώντας τις μπότες
του. «Στοιχημάτισα για κείνη. Έβαλα στοίχημα με τον Λένσμπορο ότι θα
έκανα την πιο όμορφη ντεμπιτάντ της κοσμικής σεζόν να με παρακαλάει
γονατιστή, παρ’ ότι την αρρώσταινα όποτε με έβλεπε...»
Πέρασε το χέρι του μέσα απ’ τα μαλλιά του, με μια περιφρονητική έκ-
φραση στο πρόσωπό του.
«Ποτέ δε μ’ ενδιέφερε η Σουζάνα», της εξήγησε. «Όμως, λόγω του στοι-
χήματος, ο Λάμπτον την κυνήγησε, επειδή νόμιζε ότι θα της έκανα πρότα-
ση γάμου!» Γέλασε πικρόχολα, κουνώντας πέρα δώθε το κεφάλι του. «Πο-
τέ δεν είχα την πρόθεση να την παντρευτώ».
Ο Ρόμπερτ σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε στα μάτια την Ντέμπορα.
«Η μοναδική γυναίκα που ήθελα ποτέ να παντρευτώ είσαι εσύ».
Σηκώθηκε κι έκανε μερικά βήματα μακριά της.
«Θεέ μου, τι μπέρδεμα!»
Η Ντέμπορα κοίταξε τους σφιγμένους ώμους του και η καρδιά της, που
ήταν τόσο βαριά, ξαφνικά αλάφρυνε λίγο.
«Ήθελες να με παντρευτείς;» Δεν ήθελε να βγάλει αυθαίρετα συμπερά-
σματα. «Για να πάρεις τα χρήματα που σου είχε αφήσει στη διαθήκη της η
Γιουφέμια Λάμπτον. Και για να εκδικηθείς τον Λάμπτον που σου είχε κλέ-
ψει τη Σουζάνα...»
Ο Ρόμπερτ γύρισε αμέσως, με μια τόσο άγρια έκφραση που θα την τρό-
μαζε αν την είχε κοιτάξει μ’ αυτό τον τρόπο νωρίτερα μέσα στη μέρα, ό-
ταν ακόμα εκείνη είχε την εντύπωση ότι ήταν ερωτευμένος με τη Σουζάνα.
«Δε σκέφτηκα ποτε ότι μου έκλεψε τη Σουζάνα! Αυτή η ιστορία δεν έχει
καμιά σχέση μ’ εκείνη! Ή τουλάχιστον έχει πολύ μικρή σχέση. Το θέμα ή-
ταν το παρελθόν μου! Η παιδική ηλικία μου. Ντέμπορα, δεν έχεις ιδέα πό-
σο μισώ τους Λάμπτον; Όταν έμαθα ότι μπορούσα να τους τη φέρω, δε μ’
ενδιέφερε ποιον θα χρησιμοποιούσα για να το κάνω! Για να πάρω εκδίκη-
ση για τη μητέρα μου, αν μη τι άλλο! Ξέρεις ότι οι Λάμπτον τη σκότωσαν;
Την έδιωξαν απ’ το σπίτι της, διαδίδοντας ότι δεν ήμουν παιδί του πατέρα
μου και της αρνιούνταν να δει τον Τσαρλς, που τον έβλεπε σαν γιο της...»
Το κορμί του έτρεμε απ’ την οργή. «Έτσι, σε χρησιμοποίησα. Σε πίεσα να
με παντρευτείς, υποσχόμενος να σ’ εξασφαλίσω οικονομικά και να σου
χαρίσω παιδιά, χωρίς να σκεφτώ τι σου έκανα».
Γύρισε και στάθηκε πίσω από την πλάτη του καναπέ, με τα χέρια του
σφιγμένα στην πλάτη και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του αλλοιω-
μένα απ’ τη θλίψη.
«Εξαιτίας του εγωκεντρισμού μου και της εκδικητικής μανίας μου, σ’ ε-
νέπλεξα σ’ αυτή τη βεντέτα, με αποτέλεσμα να σε απαγάγουν και να σου
κάνουν κακό...»Έσκυψε και με χέρι που έτρεμε άγγιξε τους αχνούς πια
μώλωπες στο πρόσωπό της και το σημάδι στο χείλι της. «Σε βίασαν και ί-
σως να σε άφησαν έγκυο...»
Η Ντέμπορα έμεινε ξέπνοη. «Κανείς δε με βίασε!»
«Μα τα σημάδια στο λαιμό σου... και το σκισμένο φόρεμά σου...»
«Νόμιζες ότι με βίασαν;» ρώτησε η Ντέμπορα, κουνώντας σαστισμένη
το κεφάλι της. Αντί να την παρηγορήσει, ο Ρόμπερτ την είχε κρατήσει σε
απόσταση, αποφασίζοντας να την εξορίσει στην εξοχή.
«Έκανες λάθος», τον πληροφόρησε ξερά. «Το φόρεμά μου σκίστηκε ό-
ταν με τράβηξαν απ’ την άμαξα. Με χτύπησαν στο πρόσωπο για να μη
διανοηθώ ν’ αποδράσω. Και ο λαιμός μου μελάνιασε όταν με κράτησαν για
να μου κόψουν την τούφα που σου έστειλαν».
«Η Ελοΐζ είπε ότι έκαψες όλα τα ρούχα σου και της είπες ότι δε θα ένιω-
θες ποτέ ξανά καθαρή. Θεώρησα...»
«Ναι, μου είπες τι θεώρησες», τον διέκοψε πικραμένη η Ντέμπορα. «Έ-
καψα τα ρούχα μου επειδή φοβόμουν ότι θα κυκλοφορούσαν ψύλλοι στο
σπίτι. Κι εσύ θα ένιωθες βρόμικος αν είχες περάσει δυο μέρες με τα ίδια
ρούχα σ’ ένα άθλιο κελί, όπου μπορούσες να πλυθείς μόνο με μπίρα! Βρο-
μούσα ολόκληρη!»
Ο Ρόμπερτ την πλησίασε και προσπάθησε να πιάσει το χέρι της. «Δόξα
τω Θεώ, δε σε βίασαν...»
Όμως εκείνη πετάχτηκε πάνω κι έκανε μερικά βήματα μακριά του. «Τι
σόι άνθρωπος είσαι εσύ; Μου κρατάς το χέρι τώρα που ξέρεις ότι δε με α-
τίμασαν, αλλά, όταν σε χρειαζόμουν τις νύχτες που ξυπνούσα κάθιδρη απ’
τους εφιάλτες, εσύ πού ήσουν, Ρόμπερτ;»
Έτρεμε απ’ την ένταση της οργής και της απογοήτευσής της. Κάθε φορά
που ένιωθε ότι ίσως να είχαν μια ελπίδα, ο Ρόμπερτ την γκρέμιζε.
«Νόμιζα ότι δεν ήθελες να σε πλησιάζω!» διαμαρτυρήθηκε εκείνος. «Την
τελευταία φορά με απέπεμψες. Όχι ότι σε αδικώ, αλλά λες να μην πρόσε-
ξα πώς τραβιόσουν κάθε φορά που σε πλησίαζα;»
Η Ντέμπορα έστεκε με τις γροθιές της σφιγμένες, λες και ήταν έτοιμη να
του επιτεθεί. Ξέσφιξε τις γροθιές της και του είπε βλοσυρά: «Αφού με προ-
σέβαλες σαν να ήμουν κανένα γύναιο, εννοείς;»
Ο Ρόμπερτ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ήμουν πολύ θυμωμένος μαζί σου,
Ντέμπορα, μετά το πικνίκ. Σε παρακολουθούσα όλη μέρα, προσπαθώντας
να καταλάβω με ποιον απ’ τους δήθεν φίλους μου θα με απατούσες!»
Η φλόγα της ελπίδας τρεμόπαιξε κι έσβησε. Η Ντέμπορα πήγε απαυδι-
σμένη να πάρει το καπελίνο της.
«Δε με ξέρεις καθόλου, Ρόμπερτ. Απ’ την πρώτη στιγμή που μου έκανες
πρόταση γάμου, με προσβάλλεις διαρκώς».
«Το ξέρω». Ο Ρόμπερτ στάθηκε πετρωμένος καθώς εκείνη πήγαινε στην
πόρτα. «Αξίζεις κάποιον καλύτερο. Γι’ αυτό σ’ αφήνω να φύγεις».
«Με αφήνεις να φύγω;» Η Ντέμπορα άφησε το πόμολο και γύρισε να
τον κοιτάξει, οργισμένη πάλι. «Με διώχνεις, θέλεις να πεις. Αποφάσισες,
για κάποιο λόγο, ότι δε θα προσποιείσαι πια τον ευτυχισμένο σύζυγο και
κρύβεσαι πίσω από γελοίες δικαιολογίες!»
Γύρισε έξαλλη κοντά του, με μάτια που πετούσαν σπίθες από το θυμό,
που η Ντέμπορα δε σκόπευε να συγκρατήσει πια.
«Γιατί δεν ομολογείς την αλήθεια για μια φορά στη ζωή σου, Ρόμπερτ;»
«Την αλήθεια; Η αλήθεια είναι ότι, όταν με αφήσεις, θα νιώσω σαν να
μου έχουν ξεριζώσει την καρδιά. Δεν ξέρω πώς θα επιζήσω, αλλά πρέπει
να το κάνω για σένα. Είναι το μοναδικό πράγμα που μπορώ να κάνω για
σένα...»
Σαν να του είχαν ξεριζώσει την καρδιά; Η δική της καρδιά σκίρτησε όταν
θυμήθηκε μερικά προηγούμενα σχόλιά του. Ο Ρόμπερτ της είχε πει ότι είχε
απειλήσει τον Λάμπτον με όπλο για να την προστατεύσει απ’ τον Χίνκσι.
Είχε αρνηθεί κατηγορηματικά ότι αγαπούσε τη Σουζάνα, διακηρύσσοντας
ότι μόνο εκείνη ήθελε να παντρευτεί. Η πρόταση γάμου που της είχε κάνει
συνοδευόταν από τη βεβαιότητα ότι οποιαδήποτε λογική γυναίκα θ’ αρ-
νιόταν.
Ξαφνικά, όλα εξηγούνταν.
«Είσαι ο πιο ανόητος και εγωκεντρικός άντρας που έχω γνωρίσει ποτέ»,
του είπε κλονισμένη.
«Ναι», παραδέχτηκε εκείνος. «Τα έκανα θάλασσα μαζί σου».
«Κι εγώ δεν τα κατάφερα πολύ καλύτερα», απάντησε σκεφτική η Ντέ-
μπορα. Έπρεπε να του είχε πει απ’ την αρχή ότι τον αγαπούσε. Και να του
έδειχνε κάθε μέρα ότι το εννοούσε. Έτσι, θα είχαν αποφύγει να πληγω-
θούν. «Επειδή δε σου είπα ότι σ’ αγαπώ».
«Δεν μπορεί!»
«Αυτό προσπαθούσα να πω στον εαυτό μου, αλλά είναι αλήθεια, δυστυ-
χώς».
Ο Ρόμπερτ έδειξε τον εαυτό του θυμωμένα. «Δεν μπορεί μια γυναίκα ν’
αγαπάει αυτό!»
«Ξέρεις», του είπε η Ντέμπορα αφήνοντας το καπελίνο της στο τραπέζι,
«ότι την πρώτη φορά που σε είδα, στο σπίτι της κυρίας Μόλτον, δε μου
έδωσες καμιά σημασία; Μπήκες στην αίθουσα και αμέσως όλοι οι άλλοι
έσβησαν. Ήσουν τόσο ζωντανός, τόσο εντυπωσιακός με τη στολή σου,
έτσι όπως κοιτούσες γύρω σου σαν να είχες κάποια αποστολή. Θαρρώ ότι
τότε σ’ ερωτεύτηκα».
«Στο σπίτι της κυρίας Μόλτον;» ρώτησε απορημένος ο Ρόμπερτ.
Η Ντέμπορα άρχισε να βγάζει τα γάντια της, παρατηρώντας με θηλυκή
ικανοποίηση ότι το βλέμμα του ακολουθούσε κάθε κίνησή της.
«Το βλέμμα σου με προσπέρασε σαν να μην υπήρχα καν, αλλά σταμά-
τησε στη Σουζάνα. Την κοιτούσες όπως όλοι οι άντρες. Το σώμα της από
πάνω μέχρι κάτω, μετά το πρόσωπό της πάλι και μετά της χαμογέλασες
λίγο». Του χάιδεψε το πρόσωπο. «Όπως συνηθίζεις. Τότε πρόσεξα ότι έχεις
λίγα σημάδια».
«Λίγα σημάδια; Το πρόσωπό μου είναι κατεστραμμένο!»
«Ίσως να καταστράφηκε αυτό που ήταν κάποτε. Πρέπει να παραήσουν
όμορφος πριν καείς».
Ο Ρόμπερτ την κοίταξε σαν να ήταν τρελή.
«Σε είδα άλλες τρεις φορές πριν μου μιλήσεις. Στο θέατρο, στο σπίτι των
Φάρινγκντον και μια φορά έφιππο στο πάρκο, πολύ νωρίς το πρωί. Όταν
άρχισες να κορτάρεις τη Σουζάνα και μας πλησίασες, κατάλαβα ότι τα
τραύματά σου είναι σοβαρά. Όμως το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ή-
ταν πόσο καλά το έκρυβες».
Η Ντέμπορα έγειρε το κεφάλι της στο πλάι, κοιτώντας τον από πάνω
μέχρι κάτω.
«Όταν φοράς τη στολή σου με τις μπότες, σχεδόν δεν καταλαβαίνει κα-
νείς ότι έχεις χάσει το αριστερό σου πόδι. Εσύ δίνεις περισσότερη σημασία
απ’ ό,τι οι άλλοι. Εγώ εκείνες τις μέρες, όταν πλησίαζες για να ζητήσεις απ’
τη Σουζάνα να χορέψετε, το μόνο που έβλεπα ήταν ο πιο γοητευτικός ά-
ντρας στον κόσμο».
«Με έβρισκες... γοητευτικό;» τη ρώτησε ξέπνοος ο Ρόμπερτ. «Μ’ ερω-
τεύτηκες;» Μιλούσε σαν να μην μπορούσε να το χωνέψει. «Γιατί τα λες όλα
αυτά;» Το πρόσωπό του έγινε κατακόκκινο απ’ το θυμό. «Δεν μπορεί. Είναι
εντελώς αδύνατον».
Η Ντέμπορα ανασήκωσε τους ώμους της. «Αυτό προσπαθούσα να πείσω
τον εαυτό μου. Ήξερα ότι ένας έμπειρος και φινετσάτος άντρας σαν εσένα
δε θα κοιτούσε μια πληκτική επαρχιώτισσα σαν εμένα και έπρεπε να πνί-
ξω τον έρωτά μου. Όμως δε γινόταν. Και όταν μου έκανες πρόταση γά-
μου...» Τα μάτια της άστραψαν. «Ήταν σαν να πραγματοποιούνταν όλα τα
όνειρά μου».
«Εγώ δεν μπορεί να είμαι το όνειρο μιας γυναίκας», επέμεινε ο Ρόμπερτ.
«Αντίθετα, εφιάλτης είμαι. Ντέμπορα, δεν καταλαβαίνω γιατί τα λες όλα
αυτά...»
«Επειδή είναι η αλήθεια, ανόητε», του είπε έντονα η Ντέμπορα. «Ένας
Θεός ξέρει γιατί σ’ αγαπώ ακόμα, ενώ έκανες ό,τι μπορούσες για να με
μειώσεις!»
«Δεν είναι αλήθεια αυτό! Μπορεί να σε μείωσα με τη φρικτή συμπερι-
φορά μου, αλλά δεν το έκανα επειδή δε σε σέβομαι και δε σε υπολήπτο-
μαι. Το αντίθετο. Πάντα ήξερα ότι παραείσαι καλή για μένα, Ντέμπορα.
Ήσουν πάντα τόσο συγκροτημένη, τόσο αγνή, ενώ η δική μου ζωή ήταν
στιγματισμένη απ’ την αρχή».
«Έτσι, έπνιξες τα τρυφερά αισθήματα που έτρεφες και έκανες τα πάντα
για να μου δείξεις ότι δε μ’ έχεις καμιά όρεξη στη ζωή σου».
«Ναι», παραδέχτηκε ο Ρόμπερτ ξαφνιασμένος. «Ακριβώς αυτό έκανα».
«Πότε...;» Η Ντέμπορα καθάρισε το λαιμό της και κοκκίνισε, κοιτώντας
τα δεμένα χέρια της. «Πότε κατάλαβες ότι με αγαπάς, Ρόμπερτ;» τον ρώ-
τησε με ψιθυριστή φωνή.
Ο Ρόμπερτ σηκώθηκε απ’ τον καναπέ και πήρε τρυφερά μια τούφα των
μαλλιών της ανάμεσα στα δάχτυλά του. «Όταν ο Λίνεϊ άνοιξε το πακέτο
που μου είχε στείλει ο Χίνκσι και είδα το ματωμένο γάντι σου. Τότε κατά-
λαβα ότι, αν δε σε βρω, δεν αξίζει πια να ζω. Θα έδινα ευχαρίστως όλη μου
την περιουσία για να σ’ ελευθερώσουν».
Η Ντέμπορα ξεφύσηξε ανακουφισμένη. Είχε πάρει μεγάλο ρίσκο στην
προσπάθειά της ν’ αποσπάσει την ομολογία του ότι την αγαπούσε, ενώ
δεν ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Όμως ο Ρόμπερτ το είχε επιβεβαιώσει.
«Τότε γιατί ήρθες να με σώσεις;» τον ρώτησε, κοιτώντας τον ντροπαλά.
«Και ανάγκασες τον Λάμπτον να παντρευτεί τη Σουζάνα για να ξεχρεώσει
τον Χίνκσι;»
«Δεν έχει καμία σχέση με τον Λάμπτον. Απλώς δεν άντεχα να σε σκέ-
φτομαι μόνη, φοβισμένη και ίσως τραυματισμένη. Δε θα περίμενα άπρα-
γος το σημείωμα για τα λύτρα. Έπρεπε να σε βρω για να σε φέρω στο σπί-
τι. Ντέμπορα...» Την τράβηξε στην αγκαλιά του επιτέλους. «Πιστεύεις στ’
αλήθεια ότι μ’ αγαπάς; Ακόμα και ύστερα απ’ όσα έκανα;»
Η Ντέμπορα έγνεψε καταφατικά και, τυλίγοντας τα χέρια της γύρω απ’
τη μέση του, τον αγκάλιασε όσο πιο σφιχτά μπορούσε.
«Ακόμα δεν καταλαβαίνω πώς είναι δυνατόν να μ’ αγαπάς. Όχι μόνο λό-
γω της εμφάνισής μου. Μέσα μου είμαι το ίδιο σημαδεμένος και ανάπηρος
με ό,τι βλέπει ο κόσμος εξωτερικά». Ο Ρόμπερτ την απομάκρυνε λίγο για
να την κοιτάξει. «Ήμουν γεμάτος μίσος και αντλούσα δύναμη απ’ την πι-
κρία μου τόσο καιρό, ώστε έγινα σκληρός...»
«Όμως μαζί μου δε θα ξαναφανείς σκληρός, έτσι δεν είναι; Τώρα απο-
φάσισες επιτέλους να γεμίσεις την καρδιά σου με αγάπη».
«Λες η αγάπη μου για σένα να με κάνει καλύτερο άνθρωπο;» Ο Ρόμπερτ
χαμογέλασε θλιμμένα. «Ντέμπορα, είσαι τόσο αφελής και αθώα...»
«Όχι όσο όταν σε πρωτογνώρισα», αντέτεινε εκείνη. «Η αγάπη μου για
σένα με άλλαξε. Και αν μπορεί η αγάπη ν’ αλλάξει εμένα, τότε μπορεί ν’
αλλάξει κι εσένα». Πήρε το πρόσωπό του ανάμεσα στα χέρια της και, κοι-
τώντας τον βαθιά στα μάτια, είπε: «Ρόμπερτ, δε θα υπαναχωρήσω ποτέ
ξανά και δε θα ξαναφήσω την ηλίθια περηφάνια σου να μπει ανάμεσά μας.
Θα σ’ αγαπώ με όλο το είναι μου, μέχρι να πιστέψεις ότι αξίζεις αυτή την
αγάπη. Κι εσύ θα πάψεις πια να φοβάσαι ότι η αγάπη σου για μένα θα σε
κάνει αδύναμο. Θα μ’ αγαπάς και η δύναμη της αμοιβαίας αγάπης θα εξα-
νεμίσει όλη την πικρία που έτρωγε την ψυχή σου...»
«Ντέμπορα», είπε αναστενάζοντας ο Ρόμπερτ και τη φίλησε στο στόμα.
«Μόνο εσύ θα μπορούσες να κάνεις ένα τέτοιο θαύμα. Όμως τι έχω να σου
δώσω εγώ γι’ αυτή την αυτοθυσία;»
«Παιδιά», απάντησε η Ντέμπορα χωρίς να διστάσει ούτε στιγμή, απο-
φασίζοντας ν’ αγνοήσει τη λέξη «αυτοθυσία». Θα της έπαιρνε χρόνο για να
του βγάλει απ’ το μυαλό αυτές τις ανόητες ιδέες. Με μια αποφασιστική
έκφραση στο πρόσωπό της, ξεκούμπωσε το σακάκι του.
«Θέλω τα παιδιά σου», του είπε, ξεκουμπώνοντας το γιλέκο του. «Του-
λάχιστον δυο αγόρια και δυο κορίτσια».
«Εγώ σκεφτόμουν μάλλον κοσμήματα και άμαξες», αντέτεινε ξεψυχι-
σμένα ο Ρόμπερτ, ενώ εκείνη τον έγδυνε ακάθεκτη.
Η Ντέμπορα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Θέλω ένα δεντρόσπιτο
και μια κούνια».
«Θα τα έχεις». Ο Ρόμπερτ ξεροκατάπιε όταν τα χέρια της κατέβηκαν στο
παντελόνι του. «Για τους γιους που θέλεις τόσο πολύ». Βόγκηξε ερεθισμέ-
νος.
«Και για τις θυγατέρες μας!» διαμαρτυρήθηκε η Ντέμπορα, ρίχνοντάς
τον στον καναπέ.
Ο Ρόμπερτ πέφτοντας πρόλαβε να την τραβήξει πάνω του.
«Α, ναι, κόντεψα να το ξεχάσω».
Για λίγο έμειναν αμίλητοι, βρίσκοντας έναν πολύ πιο ηδονικό τρόπο να
απασχολήσουν τα στόματά τους.
«Η εκπαίδευσή τους», άρθρωσε με δυσκολία ο Ρόμπερτ ενώ η Ντέμπορα
σήκωνε τις φούστες της, «θα είναι εξαιρετικά ελευθέρια, αν δε με απατά η
μνήμη μου».
«Προσανατολισμένη στην ισότητα», δήλωσε η Ντέμπορα, νιώθοντας το
χέρι του ανάμεσά τους. «Τα κορίτσια έχουν ίσα δικαιώματα στην εκπαί-
δευση... στα δεντρόσπιτα και... Ω... Ω...»
«Στην ηδονή;» Ο Ρόμπερτ βυθίστηκε μέσα της.
«Ναι», συμφώνησε η Ντέμπορα. «Ναι!» Αν και είχε ξεχάσει τι έλεγαν. «Ω,
Ρόμπερτ, σ’ αγαπώ πολύ!» Επιτέλους, μπορούσε να το πει ελεύθερα! «Σ’
αγαπώ!»
«Κι εγώ σ’ αγαπώ». Ο Ρόμπερτ κοίταξε τρυφερά το πανέμορφο ξαναμ-
μένο πρόσωπό της. Και ανακάλυψε ότι η παράδοση δεν ήταν παραδοχή
αδυναμίας. Τουλάχιστον σ’ αυτή την περίπτωση.
Το σμίξιμο δυο κορμιών, δυο καρδιών, δυο ζωών ήταν η σφυρηλάτηση
ενός πράγματος πολύ πιο δυνατού.
Δεν ήταν μόνος εναντίον όλων πια στον κόσμο.
Ως ζευγάρι, θα ήταν αρκετά δυνατοί για να τα βάλουν με όλο τον κόσμο,
αν χρειαζόταν.
Επιτέλους, είχε βρει τη θέση του στον κόσμο.
Στο πλευρό της γυναίκας του.

You might also like