Professional Documents
Culture Documents
ANNIE BURROWS - ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΠΕΡΗΦΑΝΙΑ
ANNIE BURROWS - ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΠΕΡΗΦΑΝΙΑ
Annie Burrows
Μετάφραση: Φρίντα Καψάλη
ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Β.Ε.Ε.
Φειδίου 18,106 78 Αθήνα
Τηλ.: 210.3609 438 - 210.3629 723
www.arlekin.gr
Τίτλος πρωτοτύπου:
Captain Fawley’s Innocent Bride
«Ωχ, όχι!» παραπονέθηκε η Σουζάνα στη φίλη της, την Ντέμπορα Γκίλις,
ανοίγοντας με μια κίνηση τη βεντάλια της για να κρύψει το πρόσωπό της.
«Έρχεται ο χωλός λοχαγός Φόλεϊ για να μου ζητήσει πάλι να χορέψουμε.
Όμως εγώ δεν μπορώ. Μου είναι αδύνατον».
Η Ντέμπορα έσφιξε τα χείλη της για να κρύψει την αποστροφή της -όχι,
όμως, για τον λοχαγό Φόλεϊ. Ο καημένος δεν ευθυνόταν για την κατάστα-
σή του. Είχε χάσει το κάτω μέρος του ενός ποδιού του και το αριστερό χέρι
του στην ίδια έκρηξη που είχε παραμορφώσει τόσο πολύ το πρόσωπό του.
Το αριστερό βλέφαρο θα ήταν πάντα πεσμένο εξαιτίας ενός σημαδιού που
κάλυπτε ολόκληρο το μάγουλό του, δίνοντας στο στόμα του μια μόνιμα
κυνική έκφραση. Το μόνο που αισθανόταν για κείνον ήταν συμπόνια.
Αυτό που την τάραζε ήταν η συμπεριφορά της Σουζάνας.
Ο λοχαγός Φόλεϊ υποκλίθηκε πάνω απ’ το χέρι της φίλης της, με τα
σκούρα μάτια του κολλημένα αποφασιστικά στα δικά της.
«Καλησπέρα, δεσποινίς Χάλγουορθι. Δεσποινίς Γκίλις». Παρ’ ότι χαιρέτη-
σε και την Ντέμπορα, ο λοχαγός τής έριξε μόνο μια γρήγορη ματιά. «Ήλπι-
ζα ότι θα σας έπειθα να μου χαρίσετε ένα χορό απόψε».
«Ω, λοχαγέ μου», απάντησε η Σουζάνα, με μια πειστική δόση θλίψης
στον τόνο της φωνής της. «Πολύ φοβάμαι ότι είμαι κλεισμένη γι' απόψε.
Τώρα που μιλάμε, έρχεται ο παρτενέρ μου για την καντρίλια». Κοίταξε πί-
σω απ’ τον λοχαγό Φόλεϊ μ’ ένα χαμόγελο σαν όμορφο ροζ φιόγκο στα
χείλη της καθώς ο βαρόνος Ντάνινγκ πλησίαζε για να της ζητήσει να χο-
ρέψουν.
Η Ντέμπορα υπέθετε ότι δεν έφταιγε η Σουζάνα για τον κοινωνικό κα-
νόνα που έλεγε ότι μια κυρία έπρεπε να κρύβει τα αληθινά συναισθήματά
της, συμπεριφερόμενη πάντα με αβρότητα. Όμως θα ήταν πιο ευγενικό
απέναντι στον λοχαγό Φόλεϊ αν μπορούσε να του μιλήσει ευθέως. Έτσι,
εκείνος θα σταματούσε να την προσεγγίζει και να απορρίπτεται κάθε φο-
ρά τόσο κομψά, χωρίς να γνωρίζει βέβαια ότι το στομάχι της Σουζάνας α-
νακατευόταν ακόμα και με τη σκέψη του αγγίγματος του.
Τον κοίταξε συμπονετικά, παρακολουθώντας τη Σουζάνα ν’ ανεβαίνει
στην πίστα με το χέρι της στο βραχίονα του αρχοντικού νεαρού παρτενέρ
της. Ο λοχαγός Φόλεϊ σίγουρα ήταν εντυπωσιακά όμορφος κάποτε, ανα-
λογίστηκε με καημό. Ήταν μελαχρινός, με μαύρα μάτια και χαρακτηριστι-
κά που ήταν ακόμα ελκυστικά κάτω απ’ το φρικιαστικά κόκκινο σουφρω-
μένο δέρμα.
Ο βαρόνος Ντάνινγκ, αντίθετα, δεν είχε τίποτα όμορφο πάνω του. Το
πιγούνι του ήταν μικρό και το τόνιζε ακόμα περισσότερο ένα στόμα με
πεταχτά δόντια, ενώ σπυράκια με πύο κάλυπταν το λιπαρό δέρμα του.
«Πολλοί άνθρωποι έχουν ακμή», είχε διαμαρτυρηθεί η Σουζάνα όταν η
Ντέμπορα είχε επισημάνει ότι το δέρμα του βαρόνου Ντάνινγκ δεν ήταν
καλύτερο απ’ του λοχαγού Φόλεϊ. «Τι να κάνει;»
Άλλωστε ο Ντάνινγκ είχε τίτλο ευγενείας, ενώ ο καημένος ο λοχαγός το
μόνο που είχε να προσφέρει ήταν η αφοσίωσή του. Και η Σουζάνα ίσως να
διατεινόταν ότι θα ήταν γελοίο να χορεύει άχαρα μ’ έναν άντρα με ψεύτι-
κο πόδι, αλλά δεν την ανησυχούσε ποτέ πόσο γελοίο ήταν να χορεύει με
τον φαιδρό κόμη του Κάξτον. Οι φήμες έλεγαν ότι ο λιπόσαρκος χήρος
αναζητούσε τη σύζυγο νούμερο τρία και η Σουζάνα ήταν έτοιμη να ξεχάσει
τις ευαισθησίες της για τον τίτλο ευγενείας.
Ο αδέκαρος λοχαγός Φόλεϊ δεν μπορούσε να περιμένει την ίδια κατανό-
ηση.
«Πώς θα τον άφηνα να με αγγίξει με το τεχνητό του χέρι;» κλαψούριζε η
Σουζάνα τις προάλλες, όταν ετοιμάζονταν για ύπνο ύστερα από μια μα-
κριά μέρα κυνηγιού για τον ιδανικό σύζυγο. Όσο η Σουζάνα ενυδάτωνε το
δέρμα της με λοσιόν ανανά, η Ντέμπορα σκεφτόταν ότι οι πρώτες εβδο-
μάδες της άνοιξης αποκαλούνταν κατ’ ευφημισμό «κοσμική σεζόν». Οι
ντεμπιτάντ κυνηγούσαν το θήραμά τους αδίστακτα, όπως έκαναν οι ά-
ντρες στο κυνήγι της χήνας, εξάπτοντας τους ανυποψίαστους εργένηδες μ’
ένα στροβίλισμα της μεταξωτής φούστας τους και ρίχνοντάς τους το τε-
λειωτικό χτύπημα με τα λαμπερά μάτια τους. Ή τους παρέσυραν σε παγί-
δες, με δόλωμα μελιστάλαχτα χαμόγελα και γλυκόλογα.
«Είναι τόσο καλοφτιαγμένο, που σχεδόν δεν το καταλαβαίνεις ότι είναι
τεχνητό», είχε επισημάνει η Ντέμπορα. «Όταν φοράει βραδινά γάντια, εί-
ναι σαν το χέρι οποιουδήποτε άντρα».
«Αν αγγίξει τον ώμο μου, θα καταλάβω ότι είναι νεκρό πράγμα», είχε
αντιτείνει η Σουζάνα, ανατριχιάζοντας. «Μπλιαχ!»
Όταν η ορχήστρα άρχισε να παίζει, ο λοχαγός Φόλεϊ γύρισε στην Ντέ-
μπορα και της πρόσφερε το βραχίονά του. Τον δεξιό βραχίονά του. Η Ντέ-
μπορα είχε προσέξει από άλλες φορές ότι, όταν πρόσφερε το χέρι του σε
μια κυρία, δεν ήταν ποτέ ό,τι είχε απομείνει από το αριστερό.
«Θα θέλατε να χορέψουμε;»
Η Ντέμπορα χαμογέλασε, βάζοντας το χέρι της στο μανίκι του. Γύρισε
και τον κοίταξε και σκέφτηκε με οίκτο ότι ο λοχαγός πρόβαλε τη δεξιά
πλευρά του για να κρύβει την καμένη. Αρκετά τον ενοχλούσε η εμφάνισή
του ακόμα και χωρίς να του φέρονται με αποστροφή κορίτσια σαν τη Σου-
ζάνα. Μάλιστα, είχε μακρύνει τα μαλλιά του, παρ’ ότι δεν ήταν της μόδας,
και έριχνε τη φράντζα του στην αριστερή πλευρά του μετώπου του, σε μια
προσπάθεια να κρύψει το μεγαλύτερο μέρος του σημαδιού.
Προχώρησαν πίσω απ’ τους κίονες που αποτελούσαν τα όρια της πί-
στας. Το βήμα του ήταν κάπως ασταθές, παραδέχτηκε η Ντέμπορα, μη θέ-
λοντας να αδικήσει τη Σουζάνα. Όμως ο άνθρωπος δεν ήταν χωλός! Παρ’
ότι δεν είχαν χορέψει ποτέ μαζί, δε θα ήταν χειρότερος απ’ τους περισσό-
τερους άντρες που στροβιλίζονταν αδέξια στην πίστα με τα στενά γιλέκα
τους και τα ροδοκόκκινα πρόσωπά τους.
«Αντιλαμβάνομαι ότι προτιμάτε να χορέψετε», είπε ο λοχαγός Φόλεϊ
παρατηρώντας την κατεύθυνση του βλέμματός της, «παρά να ανεχτείτε
τη συντροφιά μου. Θα σας συνοδεύσω στη μητέρα σας και...»
«Όχι, σας παρακαλώ!»
Εκείνος την κοίταξε απορημένος.
«Θα... προτιμούσα να κάνω έναν περίπατο παρά να κάθομαι άπραγη με
τις άλλες κυρίες».
Αντίθετα απ’ τη φίλη της, την ίδια δεν την είχαν ζητήσει πολλοί άντρες
σε χορό. Αν την άφηνε ο λοχαγός Φόλεϊ, θα γινόταν ταπεινωτικά προφα-
νές ότι δεν είχε παρτενέρ.
Η μοναδική φορά που είχε χορέψει πρόσφατα ήταν όταν την είχε λυπη-
θεί ένας θαυμαστής της Σουζάνας, όπως είχε συμβεί και με τον λοχαγό
Φόλεϊ τώρα.
Αντίθετα από τους άλλους κυρίους, ο λοχαγός Φόλεϊ ήταν πάντα περι-
ποιητικός και ευγενής, σχεδόν πείθοντάς την ότι απολάμβανε τη συντρο-
φιά της.
Επιπλέον, η Ντέμπορα ήταν σίγουρη ότι ο λοχαγός δε θα έκανε ποτέ μια
συζήτηση σαν εκείνη που είχε ακούσει πριν από μισή ώρα. Όχι ότι αδικού-
σε τον βαρόνο Ντάνινγκ που τη σύγκρινε δυσμενώς με τη Σουζάνα. Παρ’
ότι ήταν κι οι δυο μελαχρινές, οι δικές της μπούκλες θα έπεφταν μέχρι το
τέλος της βραδιάς. Παρ’ ότι είχαν κι οι δυο καστανά μάτια, τα δικά της συ-
νήθως ήταν χαμηλωμένα ντροπαλά και δεν πετούσαν σπίθες. Το δέρμα
της θα έδειχνε γκριζοκίτρινο στο φως των κεριών εξαιτίας μιας λοίμωξης
του αναπνευστικού που είχε περάσει το χειμώνα. Και όταν στεκόταν δί-
πλα στην πιο κοντή και πιο καλλίγραμμη Σουζάνα, καταλάβαινε τη σαρ-
καστική παρομοίωση με στέκα.
Και μολονότι ήξερε πως ήταν αλήθεια, αυτό την πλήγωνε. Γι’ αυτό ήταν
τόσο ευγνώμων στον λοχαγό Φόλεϊ που της χάριζε μερικά λεπτά απ’ το
χρόνο του.
Όταν σκεφτόταν τις περιπέτειες της στρατιωτικής ζωής του, αναρωτιό-
ταν πώς μπορούσε να της μιλάει τόσο καλοσυνάτα για πεζά πράγματα
που ενδιέφεραν μια απλοϊκή κοπέλα όπως εκείνη.
Ο λοχαγός τής χάρισε εκείνο το λοξό χαμόγελό του που πάντα ήταν με-
ταδοτικό.
«Τότε ας πάμε να πιούμε κάτι», της πρότεινε, γυρίζοντάς την προς την
πόρτα απέναντι απ’ την ορχήστρα.
«Σας ευχαριστώ. Πολύ θα το ήθελα».
Η Ντέμπορα ήλπιζε να πιούν μαζί ένα ποτήρι λεμονάδα, παρ’ ότι τα θέ-
ματα προς συζήτηση θα ήταν περιορισμένα. Μετά το πρώτο ξέσπασμα
χαράς που οφειλόταν στην εξασφάλιση της προσοχής του, σίγουρα θα
πάθαινε γλωσσοδέτη. Ο λοχαγός είχε τόσες και τόσες εμπειρίες, ενώ η ίδια
δεν είχε καν πατήσει το πόδι της έξω απ’ την ενορία του πατέρα της εκτός
απ’ αυτό το ταξίδι στο Λονδίνο. Όχι ότι της είχε διηγηθεί προσωπικά πώς
είχε πολεμήσει στην Ιβηρική Χερσόνησο πριν του συμβεί το φρικτό
επεισόδιο στη Σαλαμάνκα που τον είχε αφήσει μισοπεθαμένο, σε μια κα-
τάσταση μεταξύ ζωής και θανάτου επί μήνες. Όχι, όλα αυτά εκείνη τα είχε
ακούσει απ’ τις φίλες της μητέρας της που φρόντιζαν να μαθαίνουν τα πά-
ντα για τους πάντες.
Κουνούσαν τα κεφάλια τους με οίκτο ενώ διηγούνταν την ιστορία του,
αλλά η Ντέμπορα θαύμαζε τη θέληση του ανθρώπου που είχε καταφέρει
να επιζήσει κάνοντας ό,τι και ένας αρτιμελής άντρας, μολονότι χρειαζόταν
η διπλάσια δύναμη. Είχε καταφέρει ακόμα και να ιππεύει. Τον είχε δει μια
δυο φορές στο πάρκο νωρίς το πρωί, πριν βγει ο υπόλοιπος κόσμος. Και
στα μάτια της ήταν πολύ πιο αρρενωπός απ’ τους λιμοκοντόρους που κυ-
κλοφορούσαν βαριεστημένοι στα λονδρέζικα σαλόνια. Είχε ξεπεράσει τις
δυσκολίες της ζωής του, που ήταν μεγάλες, όπως καταλάβαινε κανείς και
μόνο κοιτώντας τον.
Η Ντέμπορα ένιωσε στα μάγουλά της το πρώτο κοκκίνισμα που απει-
λούσε να την προδώσει και εμφανιζόταν πάντα σ’ αυτό το σημείο των συ-
ναντήσεών τους. Τι μπορούσε να πει που θα ενδιέφερε έναν άντρα σαν
τον λοχαγό; Έναν άντρα που είχε τόσες εμπειρίες; Ό,τι κι αν του έλεγε, ή-
ξερε ότι εκείνος δε θα την κοιτούσε ποτέ συγκαταβατικά, όπως οι περιζή-
τητοι εργένηδες που το είχαν αναγάγει σε τέχνη. Ήταν πολύ ευγενής και
ανώτερος...
«Πείτε μου», της ζήτησε εκείνος καθώς προχωρούσαν προς το τραπέζι
με το μεγάλο μπολ του ποντς, «τι πρέπει να κάνει ένας άντρας για να χο-
ρέψει με τη φίλη σας;»
Η φούσκα του ενθουσιασμού της έσκασε. Ο λοχαγός δεν είχε ζητήσει τη
συντροφιά της επειδή του άρεσε. Την έβλεπε ως μέσο για να πλησιάσει τη
Σουζάνα. Άντρες σαν εκείνον δεν αφιέρωναν χρόνο σε βαρετές, συνηθι-
σμένες, ανόητες, αδαείς, αδέκαρες, ντροπαλές, αδέξιες κοπέλες...
Η Ντέμπορα πίεσε πολύ τον εαυτό της για να χαμογελάσει.
«Ήρθα εσκεμμένα νωρίς, αλλά και πάλι την είχαν προλάβει άλλοι παρ-
τενέρ», συνέχισε ο λοχαγός Φόλεϊ.
«Την είχαν προλάβει πριν καν έρθουμε στο χορό», απάντησε η Ντέμπο-
ρα, επειδή δεν ήταν δική της δουλειά να του πει πως η Σουζάνα θα τον α-
πέρριπτε ό,τι κι αν έκανε εκείνος. Όχι μόνο τον έβρισκε αποκρουστικό,
αλλά και ήθελε οπωσδήποτε να παντρευτεί έναν άντρα με τίτλο. Γι’ αυτό
δεν είχε καμιά πρόθεση να δεσμευτεί μ’ έναν απένταρο άντρα μη αριστο-
κρατικής καταγωγής.
«Πριν έρθετε;» Ο λοχαγός έκανε νόημα σ’ ένα σερβιτόρο να της σερβίρει
λεμονάδα.
«Ναι», επιβεβαίωσε η Ντέμπορα, παίρνοντας το ποτήρι απ’ το σερβιτό-
ρο, νιώθοντας την καρδιά της έτοιμη να σπάσει. Θα έκανε πολλή ώρα να
πιει τη λεμονάδα και, για κάποιο λόγο, δεν ήθελε να περάσει άλλο χρόνο
με τον λοχαγό Φόλεϊ. Το στομάχι της πονούσε, ο λαιμός της είχε κλείσει
και, προς μεγάλη της ενόχληση, τα μάτια της ήταν έτοιμα να βουρκώσουν.
Δεν ήθελε να κλάψει μπροστά του. Μπροστά σε κανέναν δεν ήθελε να
κλάψει! Μόνο μια χαζοβιόλα θα ξεσπούσε σε κλάματα σ’ ένα χορό επειδή
όλοι οι άντρες ήθελαν να χορέψουν με τη φίλη της και όχι μ’ εκείνη.
Ήπιε μια γουλιά, τρομάζοντας όταν άκουσε το ποτήρι να χτυπάει στα
δόντια της. Τα χέρια της έτρεμαν.
«Είστε καλά, δεσποινίς Γκίλις;» τη ρώτησε ανήσυχος ο λοχαγός Φόλεϊ.
Η καρδιά της Ντέμπορα σκίρτησε στη σκέψη ότι ο λοχαγός ήταν παρα-
τηρητικός. «Εγώ...» Το ψέμα ήταν αμαρτία κι εκείνη δε θα το έκανε. Όμως
ήθελε απεγνωσμένα να κρύψει την αλήθεια. Αν τη διαστρέβλωνε λίγο...
δεν ήταν κακό. «Θα ήθελα να επιστρέψω στη μητέρα μου για να καθίσω,
αν δε σας πειράζει».
«Ασφαλώς. Όπως θέλετε».
Ο λοχαγός Φόλεϊ πήρε το ποτήρι της, το άφησε σ’ ένα περβάζι παραδί-
πλα κι ύστερα έπιασε το χέρι της και την κόλλησε πάνω του για να στηρί-
ξει το αδύναμο κορμί της καθώς τη συνόδευε. Η Ντέμπορα δεν είχε ξανα-
βρεθεί τόσο κοντά σε έναν άντρα εκτός απ’ τον πατέρα της, κι η καρδιά
της κόντεψε να σπάσει, όταν ένιωσε τη θέρμη του κορμιού του που δια-
περνούσε το σακάκι της στολής του. Αισθανόταν τον κυμάτισμά των
μυών του με κάθε βήμα του και μια ελαφρά αλλαγή στην πίεση με κάθε
εισπνοή και εκπνοή. Αν τα αισθανόταν όλα αυτά, τότε κι εκείνος αισθανό-
ταν το τρέμουλο στο δικό της κορμί. Η Ντέμπορα ευχήθηκε να το απέδιδε
στην αδυναμία της και όχι στην απόγνωσή της, εξαιτίας του τελευταίου,
εντελώς τυχαίου σχολίου του.
Η μητέρα της καθόταν μαζί με άλλες συνοδούς, κυρίες που η δουλειά
τους ήταν να εξασφαλίσουν για τις προστατευόμενές τους τη λεπτή ισορ-
ροπία ανάμεσα στην προσπάθεια για το «τύλιγμα» ενός περιζήτητου εργέ-
νη και την κόσμια συμπεριφορά προκειμένου ν’ αποφευχθούν τα σκάνδα-
λα.
«Κυρία Γκίλις», είπε ο λοχαγός Φόλεϊ κάνοντας μια ευγενική υπόκλιση,
«φοβούμαι ότι η θυγατέρα σας δεν αισθάνεται καλά».
«Θεέ μου!» Η μητέρα της κοίταξε πίσω της τη Σουζάνα, που στροβιλιζό-
ταν αμέριμνα στην πίστα με τον βαρόνο Ντάνινγκ. «Μόλις φτάσαμε και η
Σουζάνα έχει μεγάλη επιτυχία... δε θα θέλει να φύγει. Είναι ανάγκη να επι-
στρέψουμε;» Έκανε χώρο στην Ντέμπορα να καθίσει και της έσφιξε το χέ-
ρι. «Η Ντέμπορα ήταν τόσο άρρωστη τα Χριστούγεννα, που κοντέψαμε να
μην έρθουμε στο Λονδίνο. Όμως η Σουζάνα το ήθελε πολύ...» εξήγησε
στον λοχαγό Φόλεϊ.
«Εντάξει είμαι, μητέρα. Θα μου περάσει αν καθίσω για λίγο...»
«Μήπως θα ήταν καλό να βγείτε στον κήπο για να πάρετε λίγο καθαρό
αέρα;» πρότεινε η λαίδη Ονόρια Βέσεϊ-Φιτς, παλιά φίλη της μητέρας της.
«Είμαι βέβαιη ότι ο λοχαγός θα χαρεί να σας συνοδεύσει».
Ωχ, όχι. Σαν να μην της έφτανε το γεγονός ότι ο λοχαγός δεν ήθελε να
χορέψει μαζί της, τώρα θα τον αγγάρευαν τον άμοιρο να τη σεργιανίσει. Ο
καθαρός αέρας δε θα τη βοηθούσε. Αντίθετα, θα την έκανε να νιώσει δέκα
φορές χειρότερα, ξέροντας ότι ο λοχαγός δεν είχε καμιά όρεξη να της κά-
νει παρέα.
«Ω, όχι!» Προς μεγάλη ανακούφιση της Ντέμπορα, η μητέρα της απέρρι-
ψε αμέσως την πρόταση. «Ο κρύος νυχτερινός αέρας θα βλάψει την υγεία
της ύστερα από τόση ζέστη σ’ αυτή την αποπνικτική ατμόσφαιρα. Δε θέ-
λω ν’ αρπάξει και κανένα κρύωμα σαν να μην της έφταναν όλα τ’ άλλα!»
Όλα τ’ άλλα; Η μητέρα της είχε αντιληφθεί ότι η μοναχοκόρη της ήταν
ερωτοχτυπημένη μ’ έναν άντρα που τον θεωρούσε ήρωα; Πώς ήταν δυνα-
τόν, αφού και η ίδια μόλις το είχε συνειδητοποιήσει; Δεν μπορούσε να εξη-
γήσει αλλιώς τον πόνο στην καρδιά της κάθε φορά που έβλεπε την έκ-
φραση του λοχαγού Φόλεϊ όταν η Σουζάνα τον απέρριπτε ή το σκίρτημα
της καρδιάς της κάθε φορά που ο λοχαγός στρεφόταν σ’ εκείνη, αν και
απρόθυμα.
«Μπορεί να συνοδεύσει κάποιος τη δεσποινίδα Γκίλις στο σπίτι;» ρώτη-
σε ο λοχαγός Φόλεϊ, αλλά μετά το ξανασκέφτηκε. «Θα μπορούσατε να την
πάτε εσείς, κυρία Γκίλις, αν εμπιστεύεστε σ’ εμένα τη δεσποινίδα Χάλ-
γουορθι. Σας διαβεβαιώνω ότι...»
Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Ο λοχαγός θα έβρισκε όποια
δικαιολογία μπορούσε για να την ξεφορτωθεί και να ξεμοναχιάσει τη Σου-
ζάνα. Η Ντέμπορα ίσιωσε την πλάτη της και είπε: «Δεν υπάρχει κανένας
λόγος να φύγει κάποιος ή ν’ αλλάξουν τα σχέδιά μας. Θα συνέλθω, αν κα-
θίσω για λίγο να ηρεμήσω».
«Όμως σας ευχαριστούμε για το ενδιαφέρον σας, λοχαγέ», βιάστηκε να
προσθέσει η μητέρα της. «Παρακαλώ, επισκεφτείτε μας αύριο αν θα θέλα-
τε να μάθετε για την υγεία της θυγατέρας μου».
Ο λοχαγός αιφνιδιάστηκε. «Ασφαλώς και θα σας επισκεφτώ», απάντησε
με μια λάμψη στα μάτια.
Η Ντέμπορα κοίταξε τα σφιγμένα χέρια της στην ποδιά της. Ο λοχαγός
δεν έδινε δεκάρα για την υγεία της! Απλώς είχε υπολογίσει ότι, αν τους έ-
κανε επίσκεψη, θα μάθαινε σε ποιους χορούς θα πήγαινε η Σουζάνα. Παρά
την αρρενωπότητά του, προφανώς ήταν άπειρος στο κόρτε. Συχνά έφτα-
νε καθυστερημένος και αναψοκοκκινισμένος στους χορούς, σαν να είχε
χτυπήσει διάφορες πόρτες μέχρι να βρεθεί στο σωστό μέρος. Όμως τώρα
είχε ανακαλύψει τους μυστηριώδεις τρόπους με τους οποίους οι αντίζηλοί
του είχαν πάντα το προβάδισμα. Επισκέπτονταν τα πρωινά τις νεαρές κυ-
ρίες που θαύμαζαν και καλοπιάνοντάς τες, κολακεύοντάς τες ή δωροδο-
κώντας τες αποσπούσαν υποσχέσεις πριν καν πατήσουν το πόδι τους
στους χορούς.
Την επόμενη μέρα, θα έμπαινε στην ουρά με τους υπόλοιπους θαυμα-
στές της Σουζάνας, για να της προσφέρει μια ανθοδέσμη και να πιούν τσάι
όλοι μαζί, προσπαθώντας να κερδίσει την εύνοιά της.
Σ’ αυτή την περίπτωση, η Ντέμπορα θα ένιωθε πάλι αδιάθετη, επειδή
δεν άντεχε να γίνει μάρτυρας της ταπείνωσής του.
Όταν τέλειωσε η μουσική, αυτοί που χόρευαν ξέσπασαν σε χειροκροτή-
ματα και άρχισαν ν’ αποχωρούν απ’ την πίστα. Ο βαρόνος Ντάνινγκ συνό-
δευσε, πολύ σωστά, τη Σουζάνα στην κυρία Γκίλις, αλλά η νεαρή γυναίκα
άνοιξε τη βεντάλια της και την κούνησε ζωηρά μπροστά στο πρόσωπό
της, αγνοώντας επιδεικτικά τον λοχαγό Φόλεϊ.
«Έχει πολλή ζέστη εδώ μέσα», παραπονέθηκε.
«Αυτό είναι αλήθεια», συμφώνησε ο λοχαγός σε μια προσπάθεια, όπως
υποψιαζόταν η Ντέμπορα, να την κάνει να τον κοιτάξει με τα λαμπερά
μάτια της. «Η δεσποινίς Γκίλις ένιωσε αδιαθεσία εξαιτίας αυτής της ζέ-
στης».
«Αλήθεια;» Η Σουζάνα ξέχασε αμέσως τους τρόπους των χορών, όπως
τους αποκαλούσε η Ντέμπορα και την κοίταξε ανήσυχη. «Μη μου πεις ότι
θ’ αρρωστήσεις πάλι, Ντεμπς;»
«Δε θ’ αρρωστήσω», απάντησε με σφιγμένα δόντια η Ντέμπορα, κοκκι-
νίζοντας στη σκέψη ότι είχε βρεθεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. «Θα
συνέλθω αμέσως αν με αφήσετε όλοι στην ησυχία μου». Προς μεγάλο της
τρόμο, τα μάτια της βούρκωσαν, παρά την προσπάθειά της να κρατηθεί,
και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της, όσο κι αν βλεφάρισε για να το
διώξει. Το σκούπισε βιαστικά με το γαντοφορεμένο χέρι της.
«Ω, Ντεμπς», είπε η Σουζάνα με συμπόνια. «Δεν είσαι καλά. Πρέπει να
αναχωρήσουμε αμέσως».
«Όχι, δε θέλω να χαλάσω τη βραδιά σου!»
«Και περιμένουν τόσοι περιζήτητοι κύριοι να χορέψουν μαζί σου», πρό-
σθεσε η κυρία Γκίλις. «Δεν πρέπει να τους απογοητεύσεις...»
«Τι με νοιάζει;» Η Σουζάνα έπιασε το χέρι της Ντέμπορα. «Θα χορέψω
μαζί τους αύριο. Ή μεθαύριο. Δε θα συγχωρούσα ποτέ τον εαυτό μου αν η
Ντέμπορα θυσίαζε την υγεία της για χάρη μου».
Η Ντέμπορα ένιωσε τύψεις. Γι’ αυτό όλοι οι άντρες προτιμούσαν τη Σου-
ζάνα. Δεν ήταν μόνο πιο όμορφη, αλλά και πολύ πιο καλός άνθρωπος.
Κάτι που σίγουρα ήταν η άποψη του λοχαγού Φόλεϊ. Τα μάτια του ήταν
γεμάτα θαυμασμό όταν υπέδειξε σ’ έναν υπηρέτη να φέρει την άμαξά τους
μπροστά στην είσοδο. Με κάθε συνάντηση, η Σουζάνα τον μάγευε περισ-
σότερο. Όπως ο ίδιος μάγευε την ίδια, συνειδητοποίησε η Ντέμπορα, πνί-
γοντας ένα λυγμό. Είχε νιώσει μια σχεδόν ακατανίκητη παρόρμηση να
κολλήσει πάνω του όταν την είχε συνοδεύσει στη μητέρα της. Να τυλίξει τα
χέρια της γύρω του και να τον ικετέψει να ξεχάσει τη Σουζάνα. Μέσα σε
μια αίθουσα χορού!
Άφησε τη Σουζάνα και τη μητέρα της να τη συνοδεύσουν στη γυναικεία
σάλα όπου περίμεναν την άμαξα, ενώ εκείνη πάσχιζε να χωνέψει ότι είχε
ερωτευτεί απερίσκεπτα έναν άντρα που δεν της έδινε καμιά σημασία.
«Λυπάμαι πολύ», είπε όταν μπήκαν στην άμαξα. «Χάλασα τη βραδιά
σου, Σούζι, χωρίς καν να νιώθω αδιάθετη».
Η Σουζάνα της έσφιξε το χέρι. «Σου δίνω το λόγο μου ότι δε με πειράζει
καθόλου ν’ αποσυρθούμε νωρίς απόψε. Τελευταία, η ζωή μας είναι χάος.
Κατά κάποιο τρόπο, ήταν πιο εύκολο όταν είχαμε πρωτοέρθει στο Λονδί-
νο και δε γνωρίζαμε σχεδόν κανέναν».
Προτού η Σουζάνα γίνει περιζήτητη. Η επιτυχία της είχε εκπλήξει την
κυρία Γκίλις, η οποία την είχε προειδοποιήσει να μην περιμένει πολλά
πράγματα απ’ την καλή κοινωνία. Παρά την ομορφιά, τη γοητεία και την
περιουσία της, δυστυχώς τα πλούτη της προέρχονταν από το εμπόριο.
«Μπορώ να σε συστήσω σε κάποιους ανθρώπους της καλής κοινωνίας»,
της είχε εξηγήσει, κάτι που άλλωστε ήταν ο λόγος για τον οποίο τη συνό-
δευε η κυρία Γκίλις. Η δική της καταγωγή ήταν η πρέπουσα, αλλά της έλει-
παν τα χρήματα. Αφού η οικογένεια της Σουζάνας τα είχε με το τσουβάλι,
είχαν καταλήξει σε μια αμοιβαία επωφελή συμφωνία. Η κυρία Γκίλις θα
συνόδευε τη Σουζάνα στους χορούς της κοσμικής σεζόν μαζί με τη θυγα-
τέρα της και οι γονείς της Σουζάνας θα πλήρωναν τα έξοδα και των δυο
κοριτσιών. «Όμως δεν εγγυώμαι ότι θα γίνεις αποδεκτή».
Πραγματικά, τις πρώτες λίγες εβδομάδες της κοσμικής σεζόν, έμεναν
κυρίως μέσα, με ελάχιστες κοινωνικές εξόδους. Τώρα είχαν τόσες προ-
σκλήσεις, που αναγκάζονταν είτε να απορρίπτουν κάποιες είτε να πηγαί-
νουν σε περισσότερους από ένα χορό κάθε βράδυ.
Και βέβαια, αφού τα έξοδα ήταν πληρωμένα απ’ τους γονείς της Σουζά-
νας, η κυρία Γκίλις ένιωθε υποχρεωμένη να τη φέρνει σ’ επαφή με τους
άντρες που θεωρούνταν κελεπούρια για γάμο.
Όμως η Ντέμπορα δεν είχε καμιά διάθεση για όλα αυτά. Ήλπιζε ότι θα
γνώριζε έναν νεαρό που δε θα τον ενοχλούσε η έλλειψη οικονομικής επι-
φάνειας, επειδή θα ενδιαφερόταν για μια κοπέλα που δε θα περνούσε τις
μέρες της νωχελικά, αλλά που αντίθετα θα διηύθυνε το σπίτι του με λογι-
κή, μεγαλώνοντας τα παιδιά του με το χαμόγελο στα χείλη. Ίσως να υπήρ-
χαν νεαροί γιοι καλών οικογενειών που θα ήθελαν να παντρευτούν μια α-
ξιόπιστη, εφευρετική γυναίκα. Όταν είχαν πρωτοέρθει στο Λονδίνο, είχε
την ελπίδα ότι θα γνώριζε έναν τέτοιον άντρα. Όμως την είχε χάσει, αφό-
του είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν στους κύκλους της υψηλής κοινωνίας
για να ικανοποιηθούν οι φιλοδοξίες της Σουζάνας.
Η Ντέμπορα αναστέναξε αρκετές φορές βαριά καθώς η άμαξα προχω-
ρούσε στα σοκάκια που οδηγούσαν στο νοικιασμένο σπίτι τους. Στο μικρό
εμπορικό κέντρο όπου είχε μεγαλώσει, δε θα έκανε μια τόσο μικρή δια-
δρομή με την άμαξα αφού μπορούσε να περπατήσει, αλλά στο Λονδίνο
υφίστατο ένα σωρό γελοίους περιορισμούς. Ένας υπηρέτης την έπιασε απ’
το χέρι όταν σκόνταψε, κατεβαίνοντας απ’ την άμαξα. Είχε προσληφθεί
για την κοσμική σεζόν, ασφαλώς, όπως είχε νοικιαστεί και το σπίτι της
Χαφ Μουν Στρητ. Της έλειπε η δυνατότητα να κάνει μια συζήτηση χωρίς να
αναρωτιέται αν οι υπηρέτες, που δεν μπορούσε να τους εμπιστευτεί επει-
δή ήταν ξένοι, κρυφάκουγαν. Της έλειπε η δυνατότητα να βγει για έναν
περίπατο χωρίς να την ακολουθούν οι υπηρέτες για λόγους ευπρέπειας.
Και δεν ήταν ανόητο να χτυπάνε οι υπηρέτες την πόρτα σε όποιο σπίτι ε-
πισκέπτονταν; Λες και τα χέρια μιας νεαρής κυρίας ήταν πολύ εύθραυστα
γι’ αυτή τη δουλειά.
Η Ντέμπορα παραλίγο να σπρώξει το χέρι του υπηρέτη, αλλά, όταν έ-
νιωσε μια ζάλη ανεβαίνοντας τη σκάλα της εισόδου, ανακουφίστηκε που
δεν το είχε κάνει. Λίγο αργότερα, βρέθηκε καθισμένη σε μια πολυθρόνα
στην κομψή κρεβατοκάμαρά της, με μια υπηρέτρια γονατισμένη μπροστά
της που της έβγαζε τα γοβάκια, ενώ η Σουζάνα της έκανε αέρα με τη βε-
ντάλια της και η μητέρα της της άνοιγε βιαστικά τον κορσέ.
«Λιποθύμησα;» ρώτησε η Ντέμπορα μπερδεμένη, ανοιγοκλείνοντας τα
μάτια της.
«Όχι ακριβώς», απάντησε η μητέρα της, «αλλά έγινες κάτασπρη και
πρέπει να ξαπλώσεις αμέσως. Τζόουνς», απευθύνθηκε στην υπηρέτρια,
«πήγαινε στην κουζίνα για να φέρεις κάτι στην Ντέμπορα να πιει». Όταν η
γυναίκα δίστασε, η κυρία Γκίλις συνέχισε ακάθεκτη. «Η δεσποινίς Χάλ-
γουορθι κι εγώ είμαστε απολύτως ικανές να γδύσουμε τη θυγατέρα μου
και να τη βάλουμε στο κρεβάτι. Αυτό που χρειάζεται από σένα είναι μια
ζεστή σοκολάτα και λίγο ψωμί με βούτυρο. Έχεις χάσει βάρος τις τελευ-
ταίες εβδομάδες, Ντέμπορα», παρατήρησε και πλατάγισε τη γλώσσα της
όταν είδε την αδύνατη ωμοπλάτη της Ντέμπορα καθώς την έγδυνε. «Δεν
κάθεσαι στιγμή, κουράζεσαι και τρως ελάχιστα...»
«Λυπάμαι πολύ», παρενέβη η Σουζάνα. «Έπρεπε να το είχα προσέξει. Σας
παρακαλώ, συγχωρήστε με για τον εγωισμό μου. Όλο τον εαυτό μου σκε-
φτόμουν. Πήραν τα μυαλά μου αέρα με την επιτυχία...»
«Πιστεύω», είπε η κυρία Γκίλις σηκώνοντας την κόρη της για να την πάει
στο κρεβάτι, «ότι θα κάνει καλό και στις δυο σας να περάσετε μερικές μέ-
ρες ήσυχα στο σπίτι. Θα πούμε ότι είναι εξαιτίας της αδιαθεσίας της Ντέ-
μπορα, αλλά να πω την αλήθεια, Σουζάνα, και για σένα ανησυχώ».
«Για μένα;» Η Σουζάνα κάθισε βαριά σε μια καρέκλα καθώς η κυρία Γκί-
λις φορούσε στην Ντέμπορα το νυχτικό της, όπως όταν ήταν μικρό κορι-
τσάκι στο σπίτι του εφημέριου. Σχεδόν άξιζε τον κόπο μια μικρή αδιαθε-
σία, κατέληξε η Ντέμπορα, προκειμένου να ξεφορτωθεί την υπηρέτρια και
να τη βάλουν στο κρεβάτι η μητέρα της με τη Σουζάνα σαν να ήταν πάλι ο
εαυτός της και όχι μια σεμνότυφη ντεμπιτάντ που είχε βγει στη γύρα για
έναν κακομοίρη σύζυγο.
«Ναι, για σένα. Ξέρεις, Σουζάνα, ποτέ δε θα ενέκρινα για την Ντέμπορα
κανέναν απ’ αυτούς που σε περιτριγυρίζουν».
Ακούγοντας αυτά τα λόγια, τα δυο κορίτσια ανοιγόκλεισαν τα μάτια
τους σαστισμένα.
«Μπορεί να χαίρεσαι που έχεις την προσοχή διαφόρων κυρίων με τίτ-
λους, αλλά φρόντισα να μάθω γι’ αυτούς και η θλιβερή αλήθεια είναι ότι
πρόκειται για προικοθήρες».
«Ναι, αλλά...» Η Σουζάνα σούφρωσε τα χείλη της. «... εγώ έχω περιουσία
και θέλω να παντρευτώ ευγενή».
«Ναι, αλλά καλό θα ήταν να είσαι πιο επιλεκτική. Τις επόμενες μια δυο
μέρες, σοφό θα ήταν να σκεφτείς προσεκτικά ποιοι σε περιτριγυρίζουν. Ο
βαρόνος Ντάνινγκ, λόγου χάρη, ακολουθεί τις υποδείξεις της μητέρας του
κορτάροντάς σε. Η βαρόνη θέλει να παντρευτείτε ώστε να κόψει τις αιμα-
τηρές οικονομίες που κάνει από τότε που ο επιπόλαιος πατέρας του έχασε
ένα σωρό χρήματα στον τζόγο. Δε θα γινόταν σπουδαίος σύζυγος. Άλλω-
στε, σχολιαρόπαιδο είναι!»
«Δε βρίσκετε ότι με συμπαθεί;» ρώτησε η Σουζάνα ξεψυχισμένα.
«Βρίσκω ότι σε συμπαθεί πολύ. Λογικό είναι να προτιμά μια όμορφη
κληρονόμο από μια άσχημη. Όμως δε θεωρείς», ρώτησε με πιο μαλακό
τόνο η κυρία Γκίλις, «ότι αξίζεις κάτι καλύτερο;»
Η Σουζάνα χαμήλωσε το κεφάλι της, αγγίζοντας τη βεντάλια της.
«Όσο για τον κόμη του Κάξτον...»
Η Ντέμπορα δε θα μάθαινε ποτέ τη γνώμη της μητέρας της για τον κόμη
του Κάξτον, επειδή η υπηρέτρια επέστρεψε κουβαλώντας σ’ ένα δίσκο ένα
κύπελλο με ζεστή σοκολάτα, βουτυρωμένο ψωμί κι ένα ποτηράκι με κάτι
που μύριζε σαν οινόπνευμα.
«Ό,τι πρέπει για τις λιποθυμίες!» παρατήρησε εύθυμα η κυρία Γκίλις,
ξαφνιάζοντας ακόμα περισσότερο την Ντέμπορα. Ο πατέρας της, ο μακα-
ρίτης εφημέριος Γκίλις, έκανε συχνά και επί μακρόν κήρυγμα στους πι-
στούς της ενορίας του για τα κακά της κατανάλωσης οινοπνευματωδών
ποτών. Και στο τραπέζι του δε σερβιριζόταν ποτέ κάτι πιο δυνατό από ε-
λαφριά μπίρα. «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου, Τζόουνς. Σ’ ευχαριστώ. Σου-
ζάνα, είναι ώρα να πας κι εσύ στο κρεβάτι σου».
Η κυρία Γκίλις έγειρε για να φιλήσει την κόρη της στο μέτωπο, παραμε-
ρίζοντας μια μπούκλα της πριν στρέψει την προσοχή της στην άλλη προ-
στατευόμενή της. Η Σουζάνα κοντοστάθηκε στην πόρτα και έκανε μια
γκριμάτσα στη φίλη της, ξέροντας ότι θα υπέμενε άλλο ένα καλοσυνάτο
αλλά βασανιστικά συγκινητικό κήρυγμα της μητέρας της.
Υπό το άγρυπνο μάτι της Τζόουνς, η Ντέμπορα έφαγε το βουτυρωμένο
ψωμί της και, κρατώντας τη μύτη της, κατέβασε μονορούφι το μπράντι
σαν δύσοσμο φάρμακο πριν ξαπλώσει αναπαυτικά στα μαξιλάρια της για
να απολαύσει τη σοκολάτα της.
Μια ευχάριστη, κατευναστική θέρμη απλώθηκε στα άκρα της ενώ έπινε
το ζεστό ρόφημα. Προφανώς ήταν εξουθενωμένη, σκέφτηκε και χασμου-
ρήθηκε νυσταγμένη. Ίσως να ξανάβρισκε τις δυνάμεις της σε μια δυο μέρες
και ίσως έβλεπε με πιο καθαρό μάτι τα ανησυχητικά αισθήματά της για
τον λοχαγό Φόλεϊ.
Την επόμενη φορά που θα τον έβλεπε, θα του χαμογελούσε πολύ ήρεμα.
Η καρδιά της δε θα φτερούγιζε, η αναπνοή της θα ήταν ρυθμική, τα μά-
γουλά της δε θα κοκκίνιζαν και δε θα την έπιανε γλωσσοδέτης. Αν εκείνος
την άγγιζε, δε θα ενέδιδε στον πειρασμό να γείρει πάνω του για να απο-
λαύσει την αίσθηση της αρρενωπής δύναμης και της στιβαρότητας κάτω
απ’ τη στολή.
Ήταν πολύ προσγειωμένη για να παρασυρθεί απ’ τον πρώτο της έρωτα
για έναν άντρα. Δεν ήταν καμιά χαζοβιόλα για να χάσει τα μυαλά της βλέ-
ποντας κάποιον μ’ ένα βυσσινί σακάκι κι ένα πονηρό χαμόγελο, είπε στον
εαυτό της αυστηρά. Έπρεπε να προλάβει το κακό στη ρίζα του.
Ήταν η προσγειωμένη και λογική δεσποινίς Ντέμπορα Γκίλις που πάντα
συμπεριφερόταν όπως έπρεπε, όποια χτυπήματα κι αν της κατάφερε η
μοίρα. Δεν είχε φανεί δυνατή όταν η μητέρα της είχε καταρρεύσει μετά
τον ξαφνικό θάνατο του εφημέριου Γκίλις; Παρ’ ότι πενθούσε και ήταν
σοκαρισμένη μετά την ανακάλυψη ότι ο τρυφερός πατέρας της τις είχε
αφήσει αδέκαρες, είχε χειριστεί τα νομικά ζητήματα, είχε σταθμίσει τον
οικογενειακό προϋπολογισμό, είχε βρει ένα σπίτι που αντιστοιχούσε στην
οικονομική κατάστασή τους και είχε προσλάβει λίγους υπηρέτες. Είχε σφί-
ξει το χέρι του καινούριου εφημέριου που είχε ζητήσει να μετακομίσουν
απ’ την οικία του προηγούμενου σ’ ένα μήνα απ’ το θάνατο του πατέρα
της και είχε καταφέρει να παραδώσει τα κλειδιά του μοναδικού σπιτιού
που είχε γνωρίσει στη ζωή της στην όμορφη νεαρή γυναίκα του χωρίς να
δακρύσει.
Σε σύγκριση με όλα αυτά, ο ανέφικτος έρωτάς της δεν ήταν τίποτα.
Χασμουρήθηκε πάλι και σήκωσε τα σκεπάσματα μέχρι τα αυτιά της, θυ-
μίζοντας στον εαυτό της ότι δεν είχε ενέργεια να σπαταλήσει σε ανόητα
όνειρα για τον εκθαμβωτικό λοχαγό Φόλεϊ. Κανονικά έπρεπε να σκέφτεται
τι θα έκαναν με τη μητέρα της όταν η Σουζάνα θα ‘τύλιγε’ τον περιπόθητο
ευγενή, και οι Χάλγουορθι δε θα είχαν πια λόγο να πληρώνουν τα έξοδα
των δύο γυναικών.
Αν είχε μάθει κάτι απόψε, αυτό ήταν ότι δεν έπρεπε να ελπίζει πως θα
γνώριζε κάποιον που θα ήθελε να την παντρευτεί, κάνοντας όλα τα προ-
βλήματά της ως διά μαγείας να λυθούν. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να επι-
στρέψει στο Λόουερ Γουέικερινγκ μετά την κοσμική σεζόν, απομυζώντας
τις τελευταίες λίγες οικονομίες της μητέρας της.
Είχε έρθει η ώρα, αποφάσισε καθώς τα μάτια της έκλειναν, να κατα-
στρώσει ένα σχέδιο για να εξασφαλίσει το μέλλον της.
Στηριγμένη στις δικές της δυνάμεις.
Κεφάλαιο 2
Ήταν ένα θαυμάσιο απόγευμα. Παρ’ ότι ο ουρανός δεν είχε ούτε συννε-
φάκι, ένα γλυκό, δροσερό αεράκι φυσούσε ανάμεσα στις καρυδιές, παι-
χνιδίζοντας με τα φύλλα τους.
Δυστυχώς, η Ντέμπορα δεν μπορούσε να χαρεί το ύπαιθρο εξαιτίας της
συντροφιάς.
Μολονότι η Σουζάνα είχε χάσει τον ενθουσιασμό της για τον βαρόνο
Ντάνινγκ, δεν είχε αρνηθεί την πρόσκλησή του για έναν περίπατο στο
Χάιντ Παρκ την ώρα που κυκλοφορούσε όλη η καλή κοινωνία. Ειδικά α-
φού ο βαρόνος είχε την ευγένεια να φέρει και ένα φίλο του, τον κύριο Τζέι,
ο οποίος θα εκτελούσε χρέη συνοδού της Ντέμπορα.
Τα κορίτσια ήλπιζαν ότι με τη συνοδεία των κυρίων θα έκαναν έναν πιο
ζωηρό περίπατο σαν εκείνους που συνήθιζαν στο Λόουερ Γουέικερινγκ,
αλλά η προθυμία των δυο αντρών ν’ ανοίξουν βήμα ήταν όση και των υ-
πηρετών. Προχωρούσαν με ρυθμό χελώνας, σταματώντας κάθε τόσο για
να χαιρετήσουν κάποιον γνωστό ή να δείξουν κάποιον στις κομψές άμα-
ξες.-
Η καρδιά της Ντέμπορα βούλιαξε όταν τους χαιρέτησε ένας απ’ τους
πολλούς φίλους τους κύριου Τζέι και, βλέποντας τη Σουζάνα, σταμάτησε
με τη φανταχτερή καστανή φοράδα του δίπλα τους.
«Πώς τέτοια ώρα στο πάρκο, Λάμπτον;» τον ρώτησε ο κύριος Τζέι κα-
θώς ο φίλος του ξεκαβαλίκευε. «Δεν περίμενα να σε δω».
«Α, ξέρεις», απάντησε αόριστα ο κύριος Λάμπτον, χωρίς να πάρει τα μά-
τια του απ’ τη Σουζάνα. «Δε θα με συστήσεις στις γοητευτικές συνοδούς
σας;»
Η πρώτη εντύπωση της Ντέμπορα ήταν ότι επρόκειτο για έναν απ’ τους
πιο ωραίους άντρες που είχε δει στη ζωή της. Ήταν ψηλός και καλοσχημα-
τισμένος. Μια ξανθιά τούφα είχε ξεφύγει απ’ το καστόρινο καπέλο του,
αλλά έτσι κι αλλιώς εκείνη είχε μαντέψει το χρώμα των μαλλιών του απ’
τις ανοιχτόχρωμες βλεφαρίδες και τα φρύδια που στεφάνωναν τα εκπλη-
κτικά μπλε μάτια του.
«Α, από δω η δεσποινίς Γκίλις», είπε ο κύριος Τζέικ. «Δεσποινίς Γκίλις, ο
αξιότιμος Πέρσι Λάμπτον».
«Χαίρω πολύ», είπε ο κύριος Λάμπτον μ’ ένα τόσο ψεύτικο χαμόγελο
που η Ντέμπορα το βρήκε αυτόματα απωθητικό. Άντρες τόσο όμορφοι
όσο αυτός δε χαίρονταν όταν τη γνώριζαν. Συνήθως της έριχναν μια βια-
στική ματιά παρατηρώντας το κοκαλιάρικο κορμί της και το φτηνό φόρε-
μά της και ύστερα έπαιρναν ένα αδιάφορο ή και περιφρονητικό ύφος.
«Κύριε Λάμπτον». Η Ντέμπορα υποκλίθηκε, όπως άρμοζε, αλλά δυσκο-
λεύτηκε να ανταποδώσει το χαμόγελο.
«Και ποια είναι η καλλονή που συνοδεύει ο νεαρός βαρόνος Ντάνινγκ;»
ρώτησε ο Πέρσι Λάμπτον, κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση στη Σουζάνα.
Όσο γίνονταν οι συστάσεις, το άλογό του άρχισε να γίνεται νευρικό.
«Είχες δίκιο για το ζώο». Ο κύριος Λάμπτον απευθύνθηκε στον κύριο
Τζέι, τραβώντας μάταια το χαλινάρι του ανήσυχου ζώου. «Παραείναι ατί-
θασο».
«Ναι. Μήπως θα έπρεπε...;» Θορυβημένος ο κύριος Τζέι άφησε την Ντέ-
μπορα και πέρασε κάτω απ’ το κεφάλι της φοράδας. Έριξε μια ματιά πίσω
του και είπε στον Ντάνινγκ: «Καλύτερα να συνοδεύσεις τις κυρίες λίγο πιο
πέρα».
Βάλθηκε να ηρεμήσει το άλογο μ’ έναν τρόπο που η Ντέμπορα δεν μπό-
ρεσε να μη θαυμάσει και ο βαρόνος Ντάνινγκ την έπιασε αγκαζέ για να τη
συνοδεύσει μακριά απ’ τις επικίνδυνες οπλές του αλόγου.
Η κατάληξη ήταν να βρεθεί ο κύριος Τζέι με το άλογο, ο βαρόνος Ντά-
νινγκ με την Ντέμπορα και ο κύριος Λάμπτον μόνος με τη Σουζάνα.
Μια κατάσταση που διήρκεσε μέχρι να επιστρέψουν στο σπίτι. Και ο βα-
ρόνος Ντάνινγκ, ο οποίος δεν έκανε καμιά προσπάθεια για να φανεί ευχά-
ριστος στην Ντέμπορα, δεν μπορούσε να κρύψει την ενόχλησή του για τον
παραγκωνισμό του.
Η Ντέμπορα το διασκέδαζε και αναρωτιόταν πώς στο καλό η Σουζάνα,
θα διάλεγε στο τέλος ανάμεσα σε τόσους υποψήφιους μνηστήρες. Λόγω
της οικονομικής επιφάνειάς της, είχε την άνεση να φανεί επιλεκτική. Δε θα
πείραζε καθόλου τους γονείς της αν επέστρεφε χωρίς μέλλοντα σύζυγο
απ’ το Λονδίνο. Τους αρκούσε να περνά καλά και να μην παντρευτεί κανέ-
ναν τυχάρπαστο.
Η Ντέμπορα αναστέναξε όταν θυμήθηκε την πρωινή συζήτηση μετά το
χορό του μαρκησίου του Λένσμπορο.
«Εγώ δε θα πάρω τον πρώτο τυχάρπαστο», είχε ανακοινώσει αποφασι-
στικά η Σουζάνα όταν η Ντέμπορα την είχε ρωτήσει γιατί ζητούσε περισ-
σότερες πληροφορίες απ’ τη μητέρα της για τον λοχαγό Φόλεϊ. «Ακόμα κι
αν δεν είναι ό,τι νόμιζα στην αρχή, δεν πρέπει να τον ενθαρρύνω στο βαθ-
46 Annie Burrows
μό που δεν έχει προοπτικές».
Δυστυχώς για τον λοχαγό Φόλεϊ, η μητέρα της δεν είχε αργήσει να μάθει
ότι οι προοπτικές του ήταν μηδαμινές.
«Ο όγδοος κόμης του Γουόλτον έκανε δυο γάμους», της εξήγησε η κυρία
Γκίλις. «Ο πρώτος γάμος ήταν προξενιό της οικογένειας όταν ο ίδιος ήταν
εικοσάρης, επειδή έπρεπε να εξασφαλιστεί η διαδοχή, αφού ήταν μοναχο-
γιός. Τον πάντρεψαν με μια θυγατέρα των Λάμπτον η οποία του χάρισε
κάποια στιγμή ένα υγιές αγοράκι. Τη δεύτερη φορά παντρεύτηκε από έ-
ρωτα και ξέσπασε ένα σκάνδαλο σχετικά με το θάνατό του, αλλά δεν
μπόρεσα να μάθω λεπτομέρειες. Η κατάληξη ήταν τα ετεροθαλή αδέρφια
να μεγαλώσουν χωριστά. Ο τωρινός κόμης», συνέχισε, γέρνοντας μπρο-
στά για να μεταφέρει το κουτσομπολιό μ’ ενθουσιασμό, «έστειλε ανθρώ-
πους σε όλα τα πεδία της μάχης στην Ισπανία για να βρει τον λοχαγό Φόλεϊ
όταν έμαθε πόσο σοβαρά τραυματισμένος ήταν. Τον έφερε πίσω και ξό-
δεψε μια περιουσία για να αποκαταστήσει την υγεία του, κι έτσι επήλθε η
επανασύνδεση».
«Όλα αυτά», είπε η Σουζάνα, μπαίνοντας κατευθείαν στο ψητό, «σημαί-
νουν ότι είναι κελεπούρι; Αν είναι ο μικρότερος γιος ενός κόμη, θα έχει έ-
ναν τίτλο εκτός απ’ το στρατιωτικό βαθμό του και...» Δάγκωσε τα χείλη
της, διστάζοντας να θίξει το οικονομικό ζήτημα.
Όμως η κυρία Γκίλις γνώριζε τι ενδιέφερε την προστατευόμενή της.
«Όχι, δεν αναγνωρίστηκε επίσημα ως γιος του όγδοου κόμη. Ούτε του
άφησε εκείνος τίποτα στη διαθήκη του. Όλα πήγαν στον τωρινό κόμη. Ο
λοχαγός Φόλεϊ έχει μόνο τη σύνταξή του απ’ το στρατό».
«Φοβερό!» αναφώνησε η Ντέμπορα, σφίγγοντας τις γροθιές της αγανα-
κτισμένη. «Γιατί δεν κληρονόμησε τίποτα; Ο τωρινός κόμης έχει λεφτά με
τη σέσουλα. Πρέπει να είναι απ’ τους πλουσιότερους άντρες στην Αγγλία!»
Η Σουζάνα έβαλε τα γέλια. «Μη γίνεσαι ανόητη, Ντεμπς. Δεν είναι προ-
φανές; Δεν αναρωτιέσαι γιατί οι δυο αποκαλούμενοι αδερφοί δεν έχουν
καμιά ομοιότητα; Δεν είναι περίεργο που οι Λάμπτον έδιωξαν τη δεύτερη
σύζυγο». Σήκωσε το φλιτζάνι της για να πιει κομψά μια γουλιά τσάι. «Αυτό
σημαίνει οπωσδήποτε ότι απορρίπτεται. Ο πατέρας δε θα ενέκρινε ποτέ
το γάμο μου μ’ έναν νόθο».
«Αγαπητή μου Σουζάνα, ελπίζω να μην κυκλοφορήσει από σένα ότι εγώ
υπαινίχτηκα τέτοιο πράγμα για τον λοχαγό. Ο κόμης του Γουόλτον συγχύ-
ζεται πολύ με όποιον επαναλαμβάνει αυτό το παλιό σκάνδαλο και προ-
στατεύει με μεγάλο ζήλο το όνομα του αδερφού του. Αν θίξεις έναν άν-
θρωπο της δικής του θέσης...»
Η Σουζάνα ανασήκωσε τους ώμους της, βγάζοντας τον λοχαγό Φόλεϊ απ’
το μυαλό της αφού δεν της ήταν πια χρήσιμος.
Η Ντέμπορα ανακουφίστηκε όταν έφτασαν τελικά στο σπίτι και ξεφορ-
τώθηκαν τους απογοητευμένους θαυμαστές οι οποίοι, αν το κοινωνικό
πρωτόκολλο δεν το απαγόρευε, θα είχαν πετάξει απ’ το πεζοδρόμιο τον
κύριο Λάμπτον για να τον ξεκολλήσουν απ’ το πλευρό της Σουζάνας. Μά-
λιστα η Σουζάνα, μπαίνοντας στο δωμάτιο της κυρίας Γκίλις, έσπευσε να
μιλήσει για την πιο πρόσφατη κατάκτησή της.
«Τι γνωρίζετε για τον αξιότιμο Πέρσι Λάμπτον;» Κάθισε δίπλα στο κρε-
βάτι όπου η κυρία Γκίλις είχε πάρει τον απογευματινό υπνάκο της. «Είναι
απ’ τους Λάμπτον που συγγενεύουν με τους Γουόλτον; Αυτή η εντύπωση
μου δόθηκε!»
Η κυρία Γκίλις ανακάθισε και η Ντέμπορα της ίσιωσε τα μαξιλάρια.
«Έτσι όπως μπήκες φουριόζα, αντιλαμβάνομαι ότι σ’ ενδιαφέρει». Η κυ-
ρία Γκίλις χασμουρήθηκε. «Πρέπει να είναι κούκλος αν μοιάζει στον πατέ-
ρα του», είπε ονειροπόλα καθώς θυμόταν τα νιάτα της. «Ναι, είναι ξάδερ-
φος του κόμη. Έκτακτη οικογένεια οι Λάμπτον. Χαίρουν μεγάλης εκτίμη-
σης και καμαρώνουν γι’ αυτό. Δε γνωρίζω την οικονομική κατάσταση του
Πέρσι, αλλά μπορώ να τη μάθω αν θέλεις».
Η Σουζάνα την αγκάλιασε σφιχτά. «Σας ευχαριστώ!»
Η Ντέμπορα κι η μητέρα της την παρακολουθούσαν σκεφτικές να βγαί-
νει απ’ το δωμάτιο χορεύοντας.
«Σαν να μου φαίνεται ότι η Σουζάνα βρήκε τον μέλλοντα σύζυγό της»,
σχολίασε η κυρία Γκίλις.
Η Ντέμπορα ήταν αναγκασμένη να συμφωνήσει μαζί της, ανακαλώντας
τον αδίστακτα γοητευτικό τρόπο με τον οποίο είχε παραγκωνίσει τους
αντιζήλους του ο Λάμπτον.
***
«Πολύ θα ήθελα να ξέρω τι παιχνίδι παίζει ο Λάμπτον», είπε σκυθρωπά ο
λοχαγός Φόλεϊ στον αδερφό του, καθισμένος απέναντι του στο τραπέζι,
δέκα μέρες αργότερα. «Έχει αρχίσει να γίνεται θέμα συζήτησης στις λέσχες
ο τρόπος που μονοπωλεί τη δεσποινίδα Χάλγουορθι. Και μη μου πεις ότι
σκέφτεται να της κάνει πρόταση γάμου, γιατί δε θα το πιστέψω. Εκτός απ’
το γεγονός ότι απολαμβάνει την εργένικη ζωή τόσο που δε θα την εγκατέ-
λειπε για καμιά γυναίκα, κανένας Λάμπτον δε θα καταδεχόταν να πα-
ντρευτεί τη θυγατέρα ενός εμπόρου».
Ο κόμης του Γουόλτον κοίταξε συνοφρυωμένος το πόρτο του. «Σε τέσ-
σερις μήνες κλείνει τα τριάντα», αποφάνθηκε αινιγματικά.
«Τι σχέση έχει αυτό;»
Ο κόμης αναστέναξε και κοίταξε κατάματα τον αδερφό του. «Ενδιαφέ-
ρεσαι σοβαρά για τη δεσποινίδα Χάλγουορθι, Ρόμπερτ;»
«Το βέβαιο είναι ότι δε θέλω να καταστραφεί. Ξέρεις πόσο επικίνδυνος
είναι ο Λάμπτον με τις γυναίκες. Θυμήσου μόνο πόσα προβλήματα δη-
μιούργησε στην Ελοΐζ τον πρώτο της καιρό στο Λονδίνο!»
Ο Πέρσι Λάμπτον είχε συνεργήσει με την εγκαταλειμμένη ερωμένη του
κόμη για να ρίξουν λάσπη στη νεαρή γυναίκα του. Ο γάμος είχε κοντέψει
να διαλυθεί μέχρι να καταλάβει ο κόμης τι συνέβαινε.
«Δεν το ξεχνώ», απάντησε κοφτά ο κόμης. «Αν και, στη συγκεκριμένη
περίπτωση, καταλαβαίνω το κίνητρό του».
«Εγώ δεν το καταλαβαίνω! Όσο κι αν τον αντιπαθώ, τον θεωρώ πολύ
σχολαστικό για να μπλέξει σ’ ένα σκάνδαλο αποπλάνησής της...»
«Δε θα χρειαστεί να φτάσει μέχρι εκεί. Θεωρώ ότι η πρόθεσή του είναι
να την κρατήσει μακριά από σένα μέχρι να κλείσει τα τριάντα».
«Μα δε μου είπες τι σχέση έχει αυτό».
Ο κόμης αναστέναξε. «Στα τριακοστά γενέθλιά του, ο Πέρσι Λάμπτον θα
γίνει κύριος μιας διόλου ευκαταφρόνητης κληρονομιάς».
«Τι σχέση έχει αυτό μ’ εμένα ή με τη δεσποινίδα Χάλγουορθι;»
«Εσύ τον έκανες να την προσεγγίσει, Ρόμπερτ, επειδή την κυνηγάς. Η
πρόσκληση στο χορό του Λένσμπορο προκάλεσε μεγάλο ντόρο».
«Αυτή ήταν η πρόθεσή μου», απάντησε τραχιά ο λοχαγός. «Όμως τι τον
νοιάζει τον Λάμπτον τι κάνω εγώ;»
«Υποθέτω ότι ο λόγος είναι η διαθήκη της θείας Γιουφέμια, η οποία ά-
φησε κληρονόμο της εσένα ή τον Πέρσι Λάμπτον».
Ο λοχαγός Φόλεϊ μαρμάρωσε. «Ορίζομαι κληρονόμος μιας γυναίκας που
δεν έχω καν ακουστά; Γιατί δε μ’ έχει ενημερώσει κανένας μέχρι σήμερα;»
Ο κόμης στριφογύρισε αμήχανα στην πολυθρόνα του. «Η θεία Γιουφέμια
πέθανε λίγο καιρό αφότου σ’ έφερα απ’ την Ισπανία. Η οικογένεια της μη-
τέρας μου πάντα τη θεωρούσε κάπως εκκεντρική, αλλά, όταν ανοίχτηκε η
διαθήκη της, βεβαιώθηκαν ότι ήταν τρελή. Εγώ διαφωνώ. Όπως και οι νο-
μικοί σύμβουλοί της και οι γιατροί της. Όρισε εσένα ως κληρονόμο όχι ε-
πειδή ήταν παράλογη, αλλά επειδή ήθελε να επανορθώσει για την αδικία
που θεωρούσε ότι σου είχαν κάνει οι αδερφοί της στο θέμα της ανατρο-
φής σου».
«Θεωρούσε ότι μου είχαν κάνει;»
Ο κόμης κατανοούσε τις αντιρρήσεις του ετεροθαλούς αδερφού του.
«Γνωρίζουμε κι οι δυο ότι η μητέρα σου έπρεπε να ζήσει στο πατρικό μας
και να λάβει μια σύνταξη, όπως και ότι έπρεπε να μεγαλώσουμε μαζί».
Έσφιξε τη γροθιά του. «Θα είχαν προσβάλει τη διαθήκη, αν δεν τους είχα
πείσει ότι διαθέτω τα μέσα να τους πολεμήσω μέχρι να μη μείνει τίποτα
απ’ την κληρονομιά. Κάποια στιγμή, καταλήξαμε σ’ ένα συμβιβασμό με
τους διαχειριστές, σύμφωνα με τον οποίο η περιουσία δε θ’ αγγιζόταν μέ-
χρι να εκπληρωθούν κάποιοι όροι. Είτε απ’ τον έναν είτε απ’ τον άλλον».
Κοίταξε συλλογισμένος το ποτό του. «Υποθέτω ότι συμφώνησαν επειδή
δεν περίμεναν να ζήσεις». Χαμογέλασε πικρόχολα.
«Δέχομαι ότι την εποχή που ανοίχτηκε η διαθήκη ενήργησες για λογα-
ριασμό μου επειδή όλοι με είχαν για καμένο χαρτί», είπε κουμπωμένα ο
λοχαγός Φόλεϊ. «Όμως ζω κάτω απ’ τη στέγη σου κοντά δυο χρόνια. Γιατί
ακούω πρώτη φορά για τη διαθήκη;»
«Θα με πιστέψεις αν σου πω ότι δεν το θεώρησα καλό να το μάθεις;»
«Διατείνεσαι ότι δε θεώρησες καλό να μάθω για μια σημαντική περιου-
σία που μου ανήκει; Και υποθέτω ότι είναι σημαντική, αφού οι Λάμπτον θα
προσέβαλλαν τη διαθήκη».
Ο λοχαγός Φόλεϊ σηκώθηκε έξαλλος. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ένιω-
θε τόσο μίσος για τον αδερφό του. Όχι, διόρθωσε, ήταν ετεροθαλής α-
δερφός του. Παρ’ ότι είχαν τον ίδιο πατέρα, η μητέρα του ποτέ δεν είχε γί-
νει αποδεκτή απ’ τους ψηλομύτηδες συγγενείς του κόμη. Της είχαν κάνει
έξωση απ’ το σπίτι του κόμη προτού προλάβει καλά καλά να κρυώσει
στον τάφο του, εκτοξεύοντας ένα σωρό απειλές για να την αποτρέψουν
απ’ το να διεκδικήσει την περιουσία του μακαρίτη του άντρα της. Στερη-
μένη απ’ ό,τι της ανήκε, έγκυος και χωρίς ισχυρούς φίλους για να τη βοη-
θήσουν, η μητέρα του είχε επιστρέψει αθόρυβα στη μεσοαστική οικογέ-
νειά της.
«Δεν μπορώ να σε καταλάβω, Γουόλτον. Λες ότι προστατεύεις τα δικά
μου συμφέροντα, αλλά η μητέρα σου είναι μια Λάμπτον».
Ο κόμης δεν αντέδρασε στην κατηγορία. «Ξεχνάς τους όρους που ανέ-
φερα για να κληρονομήσεις», είπε πολύ ήρεμα. «Μέχρι πριν από μερικές
εβδομάδες, κανένας δε θα φανταζόταν, πόσω μάλλον εγώ, ότι θα ήθελες
να τους ικανοποιήσεις».
«Αν τους γνώριζα, θα μπορούσα ν’ αποφασίσω!»
«Μπορείς ν’ αποφασίσεις τώρα», δήλωσε παγερά ο κόμης. «Αν θέλεις να
γλιτώσεις απ’ το όνειδος να ζεις μια ζωή με δικές μου ελεημοσύνες, το μό-
νο που έχεις να κάνεις είναι ένας καλός γάμος. Η θεία μου ένα πράγμα ξε-
καθάριζε στη διαθήκη της. Δεν ήθελε να κατοικήσει στο σπίτι της ένας ερ-
γένης. Όμως πρέπει να βιαστείς, Ρόμπερτ. Αν δεν έχεις παντρευτεί μέχρι
να κλείσει τα τριάντα ο Πέρσι, θα τα πάρει όλα αυτός. Άλλωστε είναι εξ αί-
ματος συγγενής, ενώ εσύ δεν είσαι».
Ο Ρόμπερτ ένιωσε σαν να του είχαν ρίξει γροθιά στο στομάχι. Καμιά λο-
γική γυναίκα δε θα τον παντρευόταν και το ήξεραν τόσο ο ίδιος όσο και ο
Τσαρλς. Γι’ αυτό δεν του είχε πει ο κόμης για την κληρονομιά. Θα ήταν ένα
παραπάνω μαρτύριο για κείνον αν γνώριζε ότι είχε φτάσει στην πηγή αλλά
δεν είχε πιει νερό.
Κάθισε βαρύς στην πολυθρόνα του. Για μια φορά ακόμα, είχε επιτεθεί
στον αδερφό του που φρόντιζε πάντα για το καλό του. Δυστυχώς, παρ’
ότι ήξεραν κι οι δυο ότι δεν του άρεσε να τον ζει ο κόμης, δεν υπήρχε άλλη
βιώσιμη λύση. Ο Τσαρλς είχε προσφερθεί πολλές φορές να του μεταβιβά-
σει ό,τι ήταν δικαιωματικά δικό του ως γιου του κόμη του Γουόλτον. Και ο
Ρόμπερτ θα ζούσε ευχαρίστως ως αριστοκράτης της υπαίθρου, αλλά ο πα-
τέρας τους δεν του είχε αφήσει τίποτα στη διαθήκη του. Πώς να το έκανε
όμως, αφού είχε πεθάνει τόσο ξαφνικά, χωρίς να έχει μάθει για την εγκυ-
μοσύνη της γυναίκας του; Αν ο Ρόμπερτ δεχόταν αυτή την περιουσία τώρα
απ’ τον αδερφό του σαν ελεημοσύνη...
Μόρφασε με αποστροφή. Όχι, δε θα έπεφτε στο επίπεδο ενός επαίτη.
Πόσο θα ήθελε να ήταν ανεξάρτητος! Το μυαλό του τριβέλιζαν οι πλη-
ροφορίες που μόλις είχε μάθει για τη διαθήκη. Το μόνο που είχε να κάνει
ήταν να πείσει μια αξιοπρεπή γυναίκα να τον παντρευτεί.
Ναι, αυτό ήταν όλο, συλλογίστηκε με πικρία. Θα έπειθε μια άμοιρη γυ-
ναίκα να ξυπνά με τον εφιάλτη του προσώπου του δίπλα της κάθε πρωί.
Όμως ο Λάμπτον είχε θεωρήσει προφανώς ότι ο Ρόμπερτ θα έπειθε τη
δεσποινίδα Χάλγουορθι να τον παντρευτεί. Αλλιώς, δε θα έφτανε σε τέ-
τοια ακραία συμπεριφορά για να τους απομακρύνει.
«Ο καταραμένος!» Ο λοχαγός Φόλεϊ πετάχτηκε επάνω. «Κατάρα σε ό-
λους τους Λάμπτον και σ’ εσένα μαζί μ’ αυτούς!» Πλησίασε τον ετεροθαλή
αδερφό του. «Λες ότι έκανες τα πάντα για το καλό μου, αλλά, επειδή εσύ
αποφάσισες να με κρατήσεις στο σκοτάδι, ο Πέρσι Λάμπτον παίζει μ’ αυτό
το κορίτσι. Αν το γνώριζα, θα...»Έκανε μια παύση, νιώθοντας το στομάχι
του να σφίγγεται απ’ την οργή. «Έχεις πολλές εξηγήσεις να δώσεις, Γουόλ-
τον», είπε τραχιά, βγαίνοντας φουριόζος απ’ την τραπεζαρία.
Διασχίζοντας το διάδρομο, κλείστηκε στα ιδιαίτερα διαμερίσματα που
του είχε παραχωρήσει στη λονδρέζικη κατοικία του ο κόμης.
Ο Λίνεϊ, ο υπηρέτης του, ο οποίος ήταν μαζί του απ’ τις μέρες του στο
στρατό, καθόταν σ’ ένα τραπέζι γεμάτο εφημερίδες, με μια κανάτα δίπλα
του κι ένα ζευγάρι μπότες ακουμπισμένες στα γόνατά του.
Όταν ο λοχαγός κάθισε βαρύς στην καρέκλα απέναντι του, ο Λίνεϊ πήρε
κάτω απ’ το τραπέζι ένα μπουκάλι μπράντι, καθάρισε το χείλος ενός θο-
λού γυάλινου ποτηριού με το μανίκι του κι έβαλε στον κύριό του να πιει.
Ο λοχαγός Φόλεϊ ήπιε το ποτό μονορούφι κι έσπρωξε το ποτήρι μπρο-
στά στον υπηρέτη για να του το ξαναγεμίσει. Δε θ’ άφηνε τον Λάμπτον να
τη γλιτώσει! Πέρα από το ότι μισούσε όλους τους Λάμπτον, έβρισκε ανέ-
ντιμο τον τρόπο με τον οποίο ο Πέρσι Λάμπτον άφηνε τη Σουζάνα να ελ-
πίζει. Αυτή η οικογένεια θα πατούσε επί πτωμάτων για ν’ αυξήσει την ήδη
τεράστια περιουσία της.
Ο Πέρσι Λάμπτον δε χρειαζόταν τα χρήματα όσο ο ίδιος. Ζούσε ανεξάρ-
τητα και άνετα ως εργένης, ενώ εκείνος ήταν εξαρτημένος απ’ τον αδερφό
του. Τον ετεροθαλή αδερφό του, διόρθωσε τον εαυτό του.
Ακούμπησε το μέτωπο στην παλάμη του, πασχίζοντας να πνίξει την πι-
κρία του για τον κόμη, ακόμα κι ύστερα απ’ όσα είχε κάνει για κείνον.
Είχε κάνει περισσότερα απ’ όσα έπρεπε! Αυτό ήταν εν μέρει το πρόβλη-
μα. Ο Γουόλτον πάντα υποστήριζε ότι ήθελε το καλό του, αλλά του στε-
ρούσε τη δυνατότητα των επιλογών. Τον έπνιγε!
Μακάρι να υπήρχε διέξοδος. Ή τουλάχιστον κάποιος τρόπος για να ε-
μποδίσει αυτό τον πρόστυχο να βάλει χέρι στην περιουσία της θείας Γιου-
φέμια.
Αφού βλαστήμησε τους Λάμπτον, ο λοχαγός ήπιε το δεύτερο μπράντι
του.
Μισούσε το όνομα των Λάμπτον από μικρό παιδί Η οικογένεια Λάμπτον
είχε καταστρέψει τη μητέρα του, είχε κάνει δυστυχισμένα τα δικά του
παιδικά χρόνια με υπαινιγμούς ότι ήταν νόθος και δεν έκρυβε την ελπίδα
της να σκοτωθεί εκείνος σε κάποια ξένη χώρα ενώ εκτελούσε το χρέος του
στην πατρίδα. Οι Γάλλοι είχαν βάλει τα δυνατά τους για να τους επιβε-
βαιώσουν, αλλά ο Ρόμπερτ ήταν σκληρό καρύδι. Είχε επιζήσει από μια έ-
κρηξη, από δυο ακρωτηριασμούς, από υψηλό πυρετό και από αρκετούς
μήνες που του είχε πάρει για να αποκατασταθεί.
Ακόμα και τις χειρότερες στιγμές του, όταν ένιωθε ότι δεν είχε τίποτα
για να ζήσει αρνιόταν να νικηθεί απ’ τους Λάμπτον.
Ούτε τώρα θα τους άφηνε να τον νικήσουν.
Αν ο Πέρσι Λάμπτον πίστευε ότι θα τον άφηνε να του κλέψει την πε-
ριουσία, ήταν γελασμένος.
Ο Ρόμπερτ θα έβρισκε τον τρόπο να τη φέρει σε όλους τους.
Το πρόσωπό του έγινε μια μάσκα από το μίσος.
Δεν τον ενδιέφερε πόσο χαμηλά θα έπεφτε για να πετύχει το σκοπό
του.
***
Η Ντέμπορα τινάχτηκε, ακούγοντας ένα χτύπημα στην μπροστινή πόρ-
τα. Η Σουζάνα είχε βγει με την άμαξα του κύριου Λάμπτον βόλτα στο πάρ-
κο κι εκείνη ήλπιζε να περάσει ένα ήσυχο απόγευμα διαβάζοντας. Την είχε
απορροφήσει ένα βιβλίο και ενοχλήθηκε λίγο στη σκέψη να το αφήσει για
να δεχτεί την επίσκεψη κάποιου ανιαρού άντρα που θα απογοητευόταν,
ανακαλύπτοντας ότι το αντικείμενο του ενδιαφέροντος του έλειπε.
Η μητέρα της, η οποία καθόταν δίπλα στο παράθυρο για να έχει καλύτε-
ρο φως για το κέντημά της, αναστέναξε.
«Θεέ μου», είπε, έχοντας δει προφανώς τον επισκέπτη όταν ανέβαινε τη
σκάλα για την είσοδο. «Θ’ απογοητευτεί πολύ που δεν πρόλαβε τη Σουζά-
να». Γύρισε στην Ντέμπορα. «Χτύπησε το καμπανάκι για να φέρουν τσάι.
Πρέπει να τον κάνουμε τον άμοιρο να αισθανθεί ευπρόσδεκτος, έτσι δεν
είναι;»
Η Ντέμπορα κατάλαβε γιατί η μητέρα της είχε μιλήσει με τόση συμπά-
θεια, βλέποντας τον λοχαγό Φόλεϊ να μπαίνει. Δεν ενέκρινε πολλούς θαυ-
μαστές της Σουζάνας πριν απ’ τον κύριο Λάμπτον, αλλά στον λοχαγό είχε
αδυναμία. Ήταν η έκφρασή του όταν κοίταζε τη Σουζάνα, είχε εκμυστη-
ρευτεί στην Ντέμπορα μια βραδιά, λίγο καιρό αφότου είχαν γνωρίσει τον
κύριο Λάμπτον. Ήταν τόσο πληγωμένος, με τόση πικρία και καημό, τόσο
τραγικά σίγουρος ότι δεν είχε καμιά ευκαιρία έναντι ενός άντρα που ήταν
όλα όσα δεν ήταν εκείνος.
Επειδή ο κύριος Λάμπτον δεν ήταν μόνο εντυπωσιακά όμορφος, αλλά
είχε και προοπτικές. Ήταν κοινό μυστικό ότι θα κληρονομούσε μια τερά-
στια περιουσία όταν θα έκλεινε τα τριάντα. Επομένως δεν κυνηγούσε τη
Σουζάνα για τα λεφτά της. Ήταν ο καλύτερος δυνατός σύζυγος για τη Σου-
ζάνα, είχε καταλήξει η κυρία Γκίλις, σε σχέση μ’ έναν γερασμένο κόμη ή
έναν σπυριάρη νεαρό βαρόνο. Παρ’ ότι δεν είχε τίτλο, οι γονείς της δε θα
τον σνόμπαραν, αφού είχε κερδίσει την καρδιά της Σουζάνας. Άλλωστε
ήταν τόσο περιποιητικός μαζί της, ώστε ήταν θέμα χρόνου να της κάνει
πρόταση γάμου.
Η Ντέμπορα άφησε το βιβλίο της και η μητέρα της είπε: «Ω, λοχαγέ Φό-
λεϊ, είμαστε μόνες και έχουμε πλήξει! Καθίστε, παρακαλώ. Παραγγείλαμε
τσάι. Είμαι βέβαιη ότι θα πιείτε ένα φλιτζάνι μαζί μας, μολονότι η δεσποι-
νίς Χάλγουορθι απουσιάζει—» Τον κοίταξε αμήχανη, όταν συνειδητοποίη-
σε την απογοήτευσή του.
«Σας ευχαριστώ, κυρία Γκίλις», απάντησε εκείνος, αλλά παρέμεινε στην
πόρτα αντί να καθίσει εκεί όπου του είχε δείξει η μητέρα της Ντέμπορα.
«Γνώριζα ότι η δεσποινίς Χάλγουορθι απουσιάζει και, να πω την αλήθεια,
περίμενα μέχρι ν’ αναχωρήσει για να σας επισκεφτώ. Για τη θυγατέρα σας
ήρθα. Δεσποινίς Γκίλις», συνέχισε κοιτώντας την Ντέμπορα κατακόκκινος,
«γνωρίζω ότι είναι κάπως ανορθόδοξο, αλλά θα μπορούσα να σας μιλήσω
για λίγο ιδιαιτέρως;»
Η Ντέμπορα δεν ήξερε τι να απαντήσει ούτε μπορούσε να σκεφτεί τι θα
ήθελε να της πει ιδιαιτέρως ο λοχαγός. Άλλωστε ήταν εντελώς ανάρμοστο!
Η μητέρα της δε θα επέτρεπε ποτέ τέτοιο πράγμα.
«Γιατί δεν κάνετε έναν περίπατο στους κήπους;» άκουσε σοκαρισμένη
τη μητέρα της να λέει. «Όμως θα ήθελα να σας βλέπω απ’ τα παράθυρα.
Ντέμπορα, είμαι βέβαιη ότι, αν ο λοχαγός Φόλεϊ θέλει να σου μιλήσει ιδιαι-
τέρως, θα έχει πολύ καλό λόγο», είπε, απαντώντας στο ερωτηματικό
βλέμμα της κόρης της. «Εγώ θα καθίσω στην πίσω σάλα για να έχω θέα
στον κήπο. Είστε ικανοποιημένος μ’ αυτή τη διευθέτηση, λοχαγέ μου;»
«Απολύτως. Σας ευχαριστώ για την κατανόησή σας, κυρία μου», απά-
ντησε ο λοχαγός Φόλεϊ και άνοιξε την πόρτα, γνέφοντας στην Ντέμπορα
να περάσει.
Ένας απ’ τους λόγους που είχαν νοικιάσει το συγκεκριμένο σπίτι ήταν ο
κήπος του, ο οποίος για τα δεδομένα του Λονδίνου ήταν αρκετά μεγάλος.
Είχε ένα στενό κομμάτι γρασίδι και χαμηλούς θάμνους. Κοντά στον τοίχο
που χώριζε τον κήπο απ’ τον αντίστοιχο γειτονικό είχαν τοποθετηθεί με-
ρικές καρέκλες γύρω από ένα σφυρήλατο τραπέζι, έτσι ώστε να απολαμ-
βάνει κανείς τον πρωινό ήλιο, αν και ήταν ευχάριστα και άλλες ώρες της
ημέρας, επειδή υπήρχε μια πέργολα για σκιά. Οι τριανταφυλλιές και το α-
γιόκλημα που σκαρφάλωναν πάνω της και ευωδίαζαν προσκαλούσαν
τους κατοίκους του σπιτιού να καθίσουν στον κήπο ακόμα και το βράδυ.
Ο λοχαγός Φόλεϊ κινήθηκε προς την πέργολα, φροντίζοντας να καθίσει
η Ντέμπορα πριν εκείνος κοιτάξει προς το σπίτι. Όταν η κυρία Γκίλις τον
χαιρέτησε απ’ το παράθυρο, έκανε μια υπόκλιση και γύρισε στην Ντέμπο-
ρα.
«Πριν θίξω το ζήτημα για το οποίο σας επισκέπτομαι, θα μπορούσα να
έχω τη διαβεβαίωσή σας πως ό,τι ειπωθεί εδώ θα μείνει μεταξύ μας;»
Στο απορημένο βλέμμα της απάντησε με μια τόσο αυστηρή έκφραση,
που η Ντέμπορα αγχώθηκε.
«Αν είναι τόσο σοβαρό για σας», του απάντησε, συγκινημένη απ’ την
πρόθεσή του να της πει κάτι εμπιστευτικό, «ασφαλώς και θα μείνει μεταξύ
μας. Αν και θα προτιμούσα να μην έχω μυστικά απ’ τη μητέρα μου...»
«Δε θα χρειαστεί να την κρατήσετε στα σκοτάδι για πολύ», τη διαβεβαί-
ωσε ο λοχαγός Φόλεϊ. «Όμως πρέπει να επιμείνω να μην αποκαλύψετε ού-
τε σ’ εκείνη τίποτα, μέχρι να σας δώσω εγώ το ελεύθερο».
«Αυτό ακούγεται κάπως αυταρχικό εκ μέρους σας».
«Αν δεν μπορώ να σας εμπιστευτώ, πείτε το τώρα και θα τελειώσει εδώ
η ιστορία!»
Η Ντέμπορα δεν το σκέφτηκε καν. Θα της ήταν αδύνατον να τον αφήσει
να φύγει χωρίς να μάθει γιατί εκείνος είχε θεωρήσει τόσο επιτακτικό να
παραβεί το κοινωνικό πρωτόκολλο, ζητώντας πρώτα να της μιλήσει ιδιαι-
τέρως και μετά ορκίζοντάς τη να κρατήσει το στόμα της κλειστό. Θα πέ-
θαινε από περιέργεια.
«Μπορείτε να μ’ εμπιστευτείτε», του υποσχέθηκε.
Ο λοχαγός συνέχισε να την κοιτάζει έντονα για ένα δυο λεπτά, παρατη-
ρώντας το πρόσωπό της σαν να ήθελε να σιγουρευτεί πριν προχωρήσει.
Κάποια στιγμή, ίσιωσε τους ώμους του σαν να είχε καταλήξει σε μια από-
φαση για κείνη και μουρμούρισε: «Αν πίστευα ότι δεν μπορώ να σας εμπι-
στευτώ, δε θα μου περνούσε καν απ’ το μυαλό να έρθω σ’ εσάς. Ένα
πράγμα που έχω προσέξει είναι ότι είστε πιο σοβαρή απ’ τα περισσότερα
κορίτσια της ηλικίας σας. Γνωρίζω ότι έχετε περάσει πολλά τον τελευταίο
χρόνο και δείξατε μεγάλη δύναμη».
Η καρδιά της Ντέμπορα φούσκωσε από τον έπαινό του, παρ’ ότι είχε ει-
πωθεί τόσο τραχιά.
«Μου εκμυστηρευτήκατε ότι δεν έχετε πολλές ελπίδες για τα αποτελέ-
σματα της κοσμικής σεζόν σας και ελπίζω να μη με παρεξηγήσετε αν μιλώ
ευθέως».
Ο λοχαγός θα της εμπιστευόταν κάτι πολύ δικό του κι εκείνη θα είχε έν-
σταση για τον ευθύ τρόπο του;
«Μπορείτε να μου μιλήσετε ελεύθερα», τον διαβεβαίωσε.
«Τότε», άρχισε ο λοχαγός ενώ καθόταν δίπλα της, κοιτώντας τη σοβαρά
στα μάτια, «για να μην εξωραΐσω την κατάσταση, τα πράγματα έχουν ως
εξής: δε διαθέτετε ούτε την περιουσία ούτε την εμφάνιση ούτε τη γοητεία
για να τυλίξετε έναν πλούσιο σύζυγο».
Η Ντέμπορα έμεινε με το στόμα ανοιχτό, βαθιά πληγωμένη απ’ αυτή τη
σκληρή περιγραφή για την πλήρη απουσία γυναικείας χάρης. Όμως ο λο-
χαγός συνέχισε ακάθεκτος.
«Αν δεν ήσαστε τόσο εύθραυστη, ίσως να προσελκύατε το ενδιαφέρον
ενός πιο κοινού άντρα, αλλά κάποιος που βγάζει το ψωμί του απ’ το στρα-
τό ή τη διπλωματία χρειάζεται, όπως γνωρίζετε, μια πολύ ακμαία σύζυγο
για να μεγαλώσει τα παιδιά του και να κρατήσει το σπίτι του σε συνθήκες
συχνά δύσκολες».
Η Ντέμπορα ήταν έτοιμη να του επισημάνει ότι δεν ήταν κανένα αδύνα-
μο κοριτσάκι που δεν άντεχε τις κακουχίες, όπως και ότι, ενώ είχε έρθει
στο Λονδίνο για να βρει έναν τέτοιο σύζυγο, οι φιλοδοξίες της Σουζάνας
την είχαν εγκλωβίσει σε κοινωνικούς κύκλους όπου δεν κυκλοφορούσαν
αυτού του είδους οι άντρες. Ήταν σίγουρη ότι, αν συναντούσε ποτέ τέ-
τοιους άντρες, θα έβλεπαν και τα καλά της. Όμως ο λοχαγός δεν της έδω-
σε την ευκαιρία να μιλήσει.
«Μου ομολογήσατε ότι δεν περιμένετε καμιά πρόταση γάμου», συνέχισε
με ανελέητη ειλικρίνεια, «και ότι μετά την κοσμική σεζόν, εξαιτίας της δει-
νής οικονομικής κατάστασής σας, θα αναγκαστείτε να αναζητήσετε κά-
ποια έμμισθη θέση. Αν δε γίνετε γκουβερνάντα, θα γίνετε δασκάλα και θα
κλειστείτε για πάντα στην αποπνικτική ατμόσφαιρα μιας τάξης. Θα είστε
δυστυχισμένη, επειδή θα προτιμούσατε να παντρευτείτε και να είστε κυ-
ρία του σπιτικού σας παρά να βρίσκεστε στο έλεος των κακομαθημένων
παιδιών».
Η καρδιά της Ντέμπορα κόντευε να σπάσει. Δε θυμόταν να την είχαν
προσβάλει ποτέ στη ζωή της τόσο πολύ. Παρ’ ότι όσα άκουγε ήταν πέρα
για πέρα αλήθεια, ήταν πολύ σκληρό εκ μέρους του να της τα λέει κατά-
μουτρα.
Πώς τολμούσε να την κοροϊδεύει για την επιθυμία της να παντρευτεί,
ενώ της είχε πει ότι δεν είχε καμιά ελπίδα να τυλίξει έναν άντρα!
«Δε θα ήθελα να συνεχίσουμε αυτή τη συζήτηση», του ανακοίνωσε και
σηκώθηκε, γυρίζοντάς του την πλάτη.
«Δεσποινίς Γκίλις, μη με απορρίπτετε πριν ολοκληρώσω».
Να μην τον απορρίπτει; Η Ντέμπορα μαρμάρωσε. Τι προσπαθούσε να
της πει ο λοχαγός;
«Να... ολοκληρώσετε;» Τον κοίταξε απρόθυμα.
«Ναι. Δεσποινίς Γκίλις, ανακάλυψα πρόσφατα ότι, αν πείσω μια ευπρεπή
νεαρή κυρία να με παντρευτεί, θα κληρονομήσω μια μεγάλη περιουσία». Ο
λοχαγός Φόλεϊ σηκώθηκε και την έπιασε απ’ το μπράτσο, γυρίζοντάς τη
για να τον κοιτάξει. «Πίστευα ότι, αν υπάρχει μια γυναίκα που θα ξεπερ-
νούσε την αποστροφή της για έναν άντρα σαν εμένα με αντάλλαγμα την
ισόβια ασφάλεια, αυτή θα ήσαστε εσείς».
«Μου κάνετε πρόταση γάμου;» Αυτή τη φορά η καρδιά της Ντέμπορα
κόντεψε να σπάσει για διαφορετικό λόγο. Έπρεπε να ήξερε ότι η πρόθεσή
του προηγουμένως δεν ήταν να την πληγώσει. Προφανώς υποτιμούσε τον
εαυτό του σε τέτοιο βαθμό, που είχε αναγκαστεί να επισημάνει τα μειονε-
κτήματα των εναλλακτικών της λύσεων. «Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα»,
ψιθύρισε βουρκωμένη. Πώς ήταν δυνατόν να πίστευε ο λοχαγός ότι μια
γυναίκα δε θα μπορούσε να τον αγαπήσει!
«Μην απορρίπτετε εκ των προτέρων την ιδέα», την παρακάλεσε εκεί-
νος. «Ακούστε με, σας παρακαλώ».
Η καρδιά της φούσκωσε καθώς έψαχνε στο πουγκάκι της για ένα μαντί-
λι. Δεν ήξερε γιατί έκλαιγε. Ήταν ανοησία, αφού τα γκρεμισμένα όνειρά
της γίνονταν πραγματικότητα. Ο άντρας τον οποίο αγαπούσε της είχε κά-
νει πρόταση γάμου! Σωριάστηκε στην καρέκλα της. Ο μοναδικός λόγος
που είχε αποφασίσει να μην παντρευτεί και να εργαστεί ήταν ότι δε θα
παντρευόταν κανέναν άλλον εκτός απ’ τον λοχαγό Φόλεϊ, παραδέχτηκε
για πρώτη φορά στον εαυτό της. Αν της έκανε πρόταση οποιοσδήποτε άλ-
λος, θα ένιωθε δικαιωμένη, αλλά δε θα μπορούσε να δεχτεί. Όμως εκείνον
και βέβαια θα τον παντρευόταν! Χωρίς δεύτερη σκέψη. Και όταν θα σκού-
πιζε τα γελοία δάκρυα της ανακούφισης, θα του το έλεγε...
«Δεσποινίς Γκίλις, γνωρίζω ότι δεν έχω πολλά να σας προσφέρω, αλλά
σκεφτείτε την περιουσία που θα περιέλθει στην κατοχή μου μετά το γά-
μο». Ο λοχαγός κάθισε δίπλα της. «Η οικία είναι ιδανική για σπιτικό. Έχει
χώρο και για τη μητέρα σας, καθώς είμαι βέβαιος ότι θα θέλατε να τη
φροντίσετε στα γεράματά της. Γνωρίζω ότι η σύνταξή της είναι τόσο πενι-
χρή, που αποφασίσατε να εργαστείτε παρά να της γίνετε βάρος. Και δε θα
προτιμούσατε να μεγαλώσετε τα δικά σας παιδιά αντί να πληρώνεστε για
να διδάσκετε τα ξένα; Θα σας επιτρέψω να προσλάβετε ακόμα και δάσκα-
λο ξιφασκίας για τις θυγατέρες μας, αν το επιθυμείτε», πρόσθεσε, θυμίζο-
ντάς της με χιούμορ τη συζήτηση που είχαν στο χορό του μαρκησίου του
Λένσμπορο.
Παρ’ ότι η αναφορά στα παιδιά είχε γίνει εν είδει αστεϊσμού, η Ντέμπορα
κατάλαβε ότι ο λοχαγός τής πρότεινε με τον τρόπο του έναν κανονικό γά-
μο και όχι μια αμοιβαία επωφελή συμφωνία. Με τη φαντασία της έπλασε
δυο παιδάκια, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, που έπαιζαν σε μια μεγάλη έκτα-
ση με γρασίδι κάτω απ’ τον ήλιο, κραδαίνοντας ξύλινα σπαθιά, ενώ ο λο-
χαγός καθόταν στη σκιά μιας αιωνόβιας βελανιδιάς και τους φώναζε οδη-
γίες. Ένα άλλο αγοράκι, με λερωμένο προσωπάκι, χαμογελούσε κατεργά-
ρικα, κρυμμένο στα κλαδιά ενός δέντρου, ενώ η μητέρα της, καθισμένη σ’
ένα παγκάκι εκεί κοντά, χαμογελούσε ικανοποιημένη στα εγγόνια της. Ο
λοχαγός Φόλεϊ γύρισε μέσα σ’ αυτή την ηλιόλουστη πράσινη έκταση και
χαμογέλασε σ’ εκείνη.
Η έκφρασή του, στη φαντασία της, δεν ήταν ενός πικρόχολου, ταλαι-
πωρημένου σακάτη που της έκανε πρόταση γάμου κοιτώντας την ικετευ-
τικά, αλλά ενός ευτυχισμένου οικογενειάρχη.
Η Ντέμπορα περιεργάστηκε τα τραχιά χαρακτηριστικά που βρίσκονταν
σε απόσταση αναπνοής απ’ το δικό της πρόσωπο. Η ζεστή ανάσα του χάι-
δευε το μάγουλό της. Στα ρουθούνια της έφτασε η ευωδιά του περγαμό-
ντου που είχε συνδέσει μ’ εκείνον, τη βραδιά που την είχε σώσει μισολιπό-
θυμη απ’ την υπερβολικά ζεστή αίθουσα χορού. Τα χέρια της θυμόνταν
την υφή του μανικιού του, τη στιβαρότητα του χεριού του.
Πολύ θα ήθελε να ήταν εκείνη που θα έσβηνε τις βαθιές ρυτίδες που εί-
χαν χαράξει οι κακουχίες μιας ζωής στο πρόσωπό του! Εκείνη που θα έκα-
νε τα μάτια με την καχύποπτη έκφραση να λάμψουν από ευχαρίστηση και
να γελάσουν.
Ήξερε ότι ο λοχαγός Φόλεϊ της έκανε πρόταση γάμου μόνο και μόνο ε-
πειδή ήταν απογοητευμένος που είχε χάσει τη Σουζάνα εξαιτίας ενός αντί-
ζηλου. Όμως της άρεσε το πρακτικό του πνεύμα που τον είχε κάνει να
σκεφτεί ότι, αφού δεν μπορούσε να αποκτήσει εκείνη που λαχταρούσε η
καρδιά του, δεν είχε λόγο να χάσει και την περιουσία.
Και η ίδια κάπως έτσι δεν είχε σχεδιάσει το μέλλον της; Αφού είχε χάσει
κάθε ελπίδα να παντρευτεί τον άντρα που αγαπούσε, είχε αποφασίσει να
σταθεί τουλάχιστον στα πόδια της και να μη γίνει βάρος σε κανέναν.
Αν και την έθλιβε το γεγονός ότι ο λοχαγός την υπολειπόταν τόσο λίγο.
Θεωρούσε ότι είχε τόσο λίγα προσόντα, που θα ήταν ευγνώμων για την
ευκαιρία της να ζήσει άνετα, ακόμα κι αν έπρεπε να παντρευτεί έναν ά-
ντρα που, κατά τη γνώμη του, όλες οι γυναίκες έβλεπαν με αποστροφή.
«Αν οποιοσδήποτε άλλος άντρας μού έκανε πρόταση γάμου μ’ αυτό τον
τρόπο», του είπε, αποφασισμένη να δικαιολογήσει την απόφασή της να
δεχτεί παρά τις προσβολές του, «θ’ αρνιόμουν χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Δεν αντιλαμβάνεστε ότι με πληγώσατε αβάσταχτα με τα λόγια σας;»
«Αν αισθάνεστε έτσι», είπε ο λοχαγός, κάνοντας να σηκωθεί, «δε θα σας
ενοχλήσω άλλο με την ανεπιθύμητη παρουσία μου».
Διακρίνοντας τον πόνο στα μάτια του, η Ντέμπορα μετάνιωσε για την
παρόρμησή της να τον βάλει στη θέση του. Δεν είχε πρόθεση να τον πλη-
γώσει. Στα κομμάτια η ηλίθια περηφάνια της. Δεν είχε νόημα να την προ-
στατεύει αν έτσι του έκανε κακό.
«Η παρουσία σας δεν είναι ανεπιθύμητη», βιάστηκε να τον διαβεβαιώσει.
«Και βέβαια θα σας παντρευτώ. Απλώς ήταν η διατύπωσή σας...»
Ο λοχαγός σηκώθηκε, κοιτώντας την τόσο έντονα που η Ντέμπορα σχε-
δόν φοβήθηκε.
«Μην περιμένετε από μένα γλυκόλογα και ανειλικρινείς κολακείες, δε-
σποινίς Γκίλις. Πιθανόν να μη διατύπωσα με τον καλύτερο τρόπο την πρό-
τασή μου, αλλά τουλάχιστον γνωρίζετε ακριβώς το λόγο για τον οποίο έ-
γινε. Σας προσφέρω οικονομική ασφάλεια και μια ευχάριστη ζωή. Θα πα-
ντρευτείτε έναν άντρα που υπήρξε στρατιώτης όλη την ενήλικη ζωή του.
Έναν άντρα που πολέμησε με νύχια και με δόντια, έχοντας ζήσει δύσκολα.
Δε θα σας πουλήσω ρομαντικές αηδίες κάνοντάς σας να περιμένετε πράγ-
ματα που δεν μπορώ να προσφέρω».
Η Ντέμπορα βλεφάρισε σαστισμένη κι ένιωσε τα δάκρυα να καίνε τα
μάτια της. Άραγε υπήρχε άλλη γυναίκα που είχε δεχτεί τόσο προσβλητική
πρόταση ή είχε ακούσει τόσο σκληρά λόγια αφού είχε δεχτεί;
Αν είχε στάλα μυαλό, θα του έλεγε τι να την κάνει την πρότασή του, θα
του γύριζε την πλάτη και θα έφευγε.
Όμως, αν το έκανε αυτό, δε θα τον ξανάβλεπε.
Θα γινόταν δασκάλα, όπως είχε σχεδιάσει, ξέροντας ότι, αν είχε περισ-
σότερο κουράγιο, θα είχε γίνει γυναίκα του λοχαγού Φόλεϊ.
Αν δεν της είχε γίνει ποτέ αυτή η πρόταση γάμου, θ’ άντεχε τη μοναχική
ζωή μιας εργαζόμενης. Όμως αυτό το μέλλον τώρα φάνταζε αβάσταχτο.
Ένα παγωμένο χέρι έσφιξε τα σωθικά της όταν της πέρασε απ’ το μυαλό
μια άλλη φρικτή σκέψη. Αν ο λοχαγός Φόλεϊ, πεπεισμένος ότι προκαλούσε
σε όλες τις γυναίκες αποστροφή, έκανε τόσο αποφασιστικά σε κάποια άλ-
λη πρόταση γάμου, δε θα τα κατάφερνε τελικά με την κληρονομιά του; Η
Ντέμπορα δεν μπορούσε να αυταπατάται ότι ήταν για κείνον κάτι παρα-
πάνω από την πρώτη σ’ έναν κατάλογο απελπισμένων υποψήφιων συζύ-
γων.
«Δεν περιμένω τίποτα από σας», του είπε με απόγνωση. Πώς μπορούσε
να ξεχάσει ότι ήταν ερωτευμένος με τη Σουζάνα; Παρά τα δικά της τρελά
όνειρα για μια ευτυχισμένη οικογένεια με τον άντρα που αγαπούσε, για
κείνον δεν είχε σημασία ποια θα βρισκόταν στο πλευρό του.
Για κείνον ήταν το μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού.
Κεφάλαιο 4
Ένα αίσθημα αγαλλίασης τον πλημμύρισε, τόσο έντονο που σχεδόν τον
ζάλισε. Είχε κάνει το πρώτο βήμα για να πάρει την εκδίκησή του!
Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν τόσο εύκολο. Και χρωστούσε ευ-
γνωμοσύνη σε όλους τους ηλίθιους που είχαν κάνει αυτό το υπέροχο κορί-
τσι να πιστέψει ότι δε θα την ήθελε κανένας άντρας.
Κάθισε στην καρέκλα δίπλα της και θα της έπιανε ευγνώμων το χέρι αν
δεν ήξερε ότι η Ντέμπορα Γκίλις είχε δεχτεί την πρότασή του στη λογική
«το μη χείρον βέλτιστον». Φτώχεια και εξαρτημένη εργασία, από τη μια
πλευρά, ή γάμος μ’ έναν άντρα που καμιά γυναίκα δε θ’ άντεχε, απ’ την
άλλη;
Τι είχε μουρμουρίσει βουρκωμένη; «Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα».
Τι σημασία είχε αν μέσα της πίστευε ότι είχε κάνει συμφωνία με το διά-
βολο; Σύντομα θα αντιλαμβανόταν ότι, μολονότι εκείνος δεν ήταν ο σύζυ-
γος που ονειρεύονταν τα περισσότερα κορίτσια, η άνετη ζωή μαζί του θα
της άρεσε. Απ’ ό,τι είχε μάθει απ’ τους δικηγόρους, όταν είχε ζητήσει να
ενημερωθεί σχετικά με το ποιους όρους έπρεπε να πληροί για να κληρο-
νομήσει, η ηλικιωμένη θεία είχε αφήσει ένα διόλου ευκαταφρόνητο χρη-
ματικό ποσό εκτός απ’ το σπίτι της που θα γινόταν το σπιτικό τους.
«Σας ευχαριστώ, δεσποινίς Γκίλις. Δεν μπορώ να σας εκφράσω τι σημαί-
νει για μένα αυτό». Ο Ρόμπερτ παραλίγο να μορφάσει με τη διατύπωσή
του. Είχε φροντίσει εσκεμμένα να της αποκαλύψει όσο λιγότερες πληρο-
φορίες γινόταν. Επειδή δεν ήθελε να πληγώσει την Ντέμπορα, δείχνοντάς
της ότι είχε εκμεταλλευτεί τη δική της αδυναμία για να εκδικηθεί έναν Λά-
μπτον.
Πριν έρθει να της κάνει πρόταση γάμου, υποψιαζόταν ότι εκείνη θ’ αρ-
νιόταν αμέσως αν ήξερε πως θα καταστρεφόταν ένας άλλος άντρας. Επει-
δή ήταν ο τύπος που έβαζε την ευτυχία των άλλων πάνω απ’ τη δική της.
Απόδειξη το γεγονός ότι παρακολουθούσε χωρίς ίχνος ζήλιας την επιτυχία
της Σουζάνας, παρ’ ότι η φίλη της επισκίαζε τελείως τη δική της πιο ήπιων
τόνων ομορφιά, στερώντας της την ευκαιρία να προσελκύσει κάποιους
υποψήφιους συζύγους. Και ήταν ευχαριστημένη που η κοσμική σεζόν στο
Λονδίνο, αν και κούραζε την ίδια, βοηθούσε τη μητέρα της να ξεπεράσει το
πένθος της.
Όχι, δεν είχε καμιά πρόθεση να τη βαρύνει με την πληροφορία ότι ήταν
αποφασισμένος να στερήσει απ’ τον Λάμπτον μια περιουσία που ο ίδιος
θεωρούσε πάντα δική του.
Όμως έπρεπε να την καπαρώσει γρήγορα. Ο Λάμπτον θα προσπαθούσε
να εμποδίσει το γάμο αν μάθαινε το νέο.
«Πρέπει να παντρευτούμε αμέσως».
«Αμέσως;» ρώτησε σαστισμένη η Ντέμπορα.
«Ναι, γιατί, αν δεν πληρώ τους όρους της διαθήκης μέχρι μια συγκεκρι-
μένη ημερομηνία, μπορεί να χάσω την κληρονομιά».
«Α», περιορίστηκε να πει η Ντέμπορα, αλλά μ’ έναν τόνο που μαρτυρού-
σε αποδοχή.
Ανακουφισμένος πάλι, ο Ρόμπερτ ετοιμάστηκε για τις αντιρρήσεις της
όταν πρόσθεσε: «Θα επιμείνω να μην κάνουμε αναγγελία στις εφημερίδες
για το γάμο. Δε θέλω να αποκαλύψουμε σε όποιον δεν εμπλέκεται άμεσα
πότε και πού θα τελεστεί».
Η Ντέμπορα τον κοίταξε συνοφρυωμένη. «Θέλετε να σας παντρευτώ
μυστικά;» Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι της. «Όχι, το βρίσκω... απαράδε-
κτο». Της ήταν αδιανόητο να παντρευτεί μυστικά σαν να ντρεπόταν...
«Γνωρίζω ότι σας ζητώ πολλά, αλλά σας παρακαλώ να το δείτε απ’ τη
δική μου πλευρά».
Καμιά φορά, οι μάχες κερδίζονταν με έξυπνα στρατηγήματα, που έφερ-
ναν τον εχθρό σε μειονεκτική θέση. Ο Ρόμπερτ δεν έλεγε ακριβώς ψέματα
στην Ντέμπορα. Απλώς της έριχνε λίγη στάχτη στα μάτια.
Ήταν σαν να έστηνε ενέδρα σ' έναν εχθρό με μεγαλύτερα στρατεύματα,
αντί να συναντηθούν στο πεδίο της μάχης, όπου η ήττα θα ήταν αναπό-
φευκτη.
«Θα προτιμούσα να τελέσουμε το μυστήριο σε κλειστό κύκλο». Αυτό
ήταν πέρα για πέρα αλήθεια, αλλά, επειδή υπολόγιζε στη δική της συμπο-
νετική φύση, ο Ρόμπερτ πρόσθεσε: «Λέτε να μου είναι ευχάριστο να με
κοιτάζουν σαν κανένα τέρας και να αναρωτιούνται πώς έπεισα μια πανέ-
μορφη γυναίκα όπως εσείς να παντρευτεί ένα ερείπιο όπως εγώ;»
«Πανέμορφη;» αναφώνησε αγανακτισμένη η Ντέμπορα. «Πριν από λίγο
είπατε ότι δε θα μου πουλούσατε ρομαντικές ανοησίες! Γι’ αυτό μην κα-
ταφεύγετε σε ανειλικρινείς κολακείες για να περάσει το δικό σας. Θα προ-
τιμούσα να περιοριστείτε στα σταράτα λόγια για τα οποία καμαρώνετε».
«Δεσποινίς Γκίλις, είμαι πέρα για πέρα ειλικρινής. Διαθέτετε μια εσωτε-
ρική ομορφιά που κάθε λογικός άντρας θα...»
«Α, για την εσωτερική ομορφιά μιλάτε». Η Ντέμπορα ρουθούνισε περι-
φρονητικά. Έτσι καλόπιαναν οι άντρες τις γυναίκες που δεν ήταν εμφανί-
σιμες για να τις έχουν του χεριού τους. Όμως ο λοχαγός θα μάθαινε πολύ
σύντομα ότι δεν ήταν κανένα πρόβατο. Έπρεπε να του πει ότι δε θα έκανε
κάτι τόσο απαράδεκτο. Πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Αρνούμαι να κρύψω το νέο απ’ τη μητέρα μου ή να σας παντρευτώ χω-
ρίς να με ντύσει νύφη...»
«Ασφαλώς», τη διέκοψε ο Ρόμπερτ, κόβοντάς της τη φόρα. «Δεσποινίς
Γκίλις, δε σας ζητώ να παντρευτούμε μυστικά. Απλώς σε κλειστό κύκλο,
χωρίς πολλές φαμφάρες. Θα ζητήσω απ’ τον αδερφό μου να γίνει κου-
μπάρος. Αφού ξεκινήσουμε για το καινούριο μας σπιτικό, θα χαρώ να γίνει
η επίσημη ανακοίνωση».
Δεν ήταν παράλογο αίτημα.
«Ωστόσο, θα προτιμούσα να μην πείτε στη μητέρα σας για το γάμο μέχρι
να μπείτε στην άμαξα για την εκκλησία».
Η Ντέμπορα βλεφάρισε σαστισμένη.
«Είναι ο μοναδικός τρόπος να μην της ξεφύγει. Προφανώς, έχει αδυνα-
μία στη δεσποινίδα Χάλγουορθι και δε θα μπορούσε να της κρύψει το νέο
του γάμου σας. Όπως δε θα μπορούσε να το κρατήσει κρυφό και από άλ-
λους ανθρώπους. Οι περισσότερες μητέρες ενθουσιάζονται τόσο πολύ ό-
ταν οι θυγατέρες τους είναι να παντρευτούν, που το διαδίδουν δεξιά κι α-
ριστερά».
Η Ντέμπορα μασούλισε τα χείλη της όσο το σκεφτόταν. Η μητέρα της
πράγματι θα ενθουσιαζόταν για το γάμο της, ειδικά επειδή η πρόταση είχε
γίνει απ’ τον λοχαγό Φόλεϊ. Και αν ήξερε ότι θα την έπαιρναν μαζί τους στο
σπίτι τους για να τη φροντίσουν στα γηρατειά της, θα τον έσφιγγε στην
αγκαλιά της με δάκρυα στα μάτια πριν ανακοινώσει περήφανα σε όλες τις
φίλες της ποιο κελεπούρι θα έκανε γαμπρό.
Όσο για τη Σουζάνα...
Η Ντέμπορα αναστέναξε. Ο λοχαγός Φόλεϊ δε θα την ήθελε παρούσα
στην τελετή που συμβόλιζε το τελευταίο αντίο στην αγαπημένη του. Για
την ακρίβεια, αν ήθελε να φανεί ειλικρινής με τον εαυτό της, η παρουσία
της Σουζάνας θα χαλούσε και για κείνη τη σημαντικότερη μέρα της ζωής
της. Σαν να μην της έφτανε το γεγονός ότι για τον λοχαγό ήταν δεύτερη
επιλογή, θα είχε την πρώτη επιλογή παρούσα για να της θυμίζει πως αυτός
ο γάμος για κείνον ήταν λύση ανάγκης.
Δεν της άρεσαν τα προσχήματα ή οποιαδήποτε μορφή ανειλικρίνειας,
αλλά θα ήταν και για το δικό της καλό και για το καλό του λοχαγού να μη
μάθει η φίλη της για το γάμο.
«Πόσο καιρό περιμένετε να κρατήσω μυστική τη μνηστεία μας απ’ τη
μητέρα μου;»
Διέκρινε μια θριαμβευτική λάμψη στα μάτια του μ’ αυτή τη συνθηκολό-
γηση.
«Τώρα που έχω το λόγο σας, μπορώ να βγάλω την άδεια του γάμου χω-
ρίς επίσημη αναγγελία. Θα συναντήσουμε τους δικηγόρους που είναι οι ε-
κτελεστές της διαθήκης, δεδομένου ότι δεν έχει νόημα να παντρευτούμε
χωρίς τη δική τους συναίνεση. Αν όλα πάνε καλά, ο γάμος μπορεί να τελε-
στεί μεθαύριο. Θα αναχωρήσουμε αμέσως απ’ την πόλη και ο Γουόλτον θα
φροντίσει για την αναγγελία του γάμου στη Μόρνινγκ Ποστ».
«Μια στιγμή. Και αν δε συναινέσουν οι δικηγόροι;»
«Είμαι βέβαιος ότι θα συναινέσουν. Δε χρειάζεται ν’ ανησυχείτε. Δεν ή-
θελα να υπαινιχθώ ότι δε θα σας ενέκριναν. Απλώς πρέπει να βεβαιωθώ
ότι πληρώ όλους τους όρους στην εντέλεια, για να μην προσβάλει κανείς
τη διαθήκη».
«Υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο;»
Τι θα σήμαινε για κείνη αν δεν πληρούσε τους όρους της διαθήκης ή αν
κάποιος την προσέβαλλε; Ο λοχαγός Φόλεϊ της είχε κάνει πρόταση γάμου
μόνο και μόνο για να κληρονομήσει. Δε θα του ήταν χρήσιμη αν οι δικηγό-
ροι την έβρισκαν ακατάλληλη για τις ανάγκες της διαθήκης.
Η Ντέμπορα πάγωσε μέσα της. Τι θα έκανε ο λοχαγός σε μια τέτοια πε-
ρίπτωση; Θα τη συνόδευε στο σπίτι της και θα την ξεχνούσε; Ήταν δυνα-
τόν να της φερθεί τόσο βάναυσα;
Γι’ αυτό την είχε ορκίσει σε μυστικότητα; Για να μην παραπονεθεί αν η
πρόταση γάμου αποσυρόταν; Ήταν πολύ περήφανη για να παραδεχτεί ότι
είχε κάνει κάτι τόσο ανάρμοστο όσο ένας μυστικός αρραβώνας. Ξαφνικά
αισθάνθηκε πολύ μόνη και φοβισμένη.
Προς μεγάλη της έκπληξη, ο λοχαγός Φόλεϊ έπιασε τα χέρια της που τα
είχε δεμένα στην ποδιά της.
«Γνωρίζω ότι δε σας είναι εύκολο να ξεγλιστρήσετε απ’ το σπίτι χωρίς να
το γνωρίζει η μητέρα σας».
Η Ντέμπορα δεν είχε καν σκεφτεί τα πρακτικά ζητήματα, όπως τη συ-
νάντηση στο δικηγορικό γραφείο κρυφά απ' τη μητέρα της. Στις έγνοιες
της προστέθηκε άλλη μια!
«Σκεφτείτε, όμως, πόσο θα χαρεί όταν μάθει ότι έγινε για καλό σκοπό»,
την καλόπιασε ο λοχαγός. «Δε θα χρειαστεί να της κρατήσετε μυστικά πα-
ραπάνω από μια μέρα, αν όλα πάνε καλά».
Αν όλα πήγαιναν καλά. Κι αν δεν πήγαιναν καλά; Θα ήταν η μεγαλύτερη
μέρα της ζωής της. Θα έλεγε ψέματα στη μητέρα της, τρέμοντας ότι ο γά-
μος πιθανόν να μη γινόταν τελικά...
«Έχετε μου εμπιστοσύνη», της είπε ο λοχαγός, σφίγγοντας λίγο τα χέρια
της. «Θα τα τακτοποιήσω όλα εγώ».
Να τον εμπιστευτεί; Η Ντέμπορα ευχόταν να μπορούσε!
«Μια μέρα είναι μόνο, δεσποινίς Γκίλις. Έχετε το θάρρος ν’ αντέξετε μια
μέρα. Έχετε περάσει πολύ χειρότερα μετά το θάνατο του πατέρα σας, αλ-
λά δείξατε μεγάλη δύναμη».
Η Ντέμπορα βλεφάρισε. Παρά την υπόσχεσή του να μην καταφύγει πο-
τέ σε γαλιφιές, της έκανε άλλη μια φιλοφρόνηση. Την εννοούσε άραγε;
Μάλλον ναι, αφού διακήρυσσε ότι έλεγε την αλήθεια και μόνο την αλή-
θεια. Προφανώς τη θεωρούσε αρκετά ανθεκτική, για να την ακούει πάντα.
Ναι, ήταν μια όψη της αναθεματισμένης εσωτερικής ομορφιάς της που
εκείνος υποστήριζε ότι θαύμαζε.
«Μια μέρα μόνο». Η Ντέμπορα αναστέναξε. Ήταν κάτι ανάξιο λόγου,
επειδή ο λοχαγός Φόλεϊ δεν ήξερε ότι εκείνη τον αγαπούσε. Υπέθετε ότι το
μαρτύριό της θα τέλειωνε σε μια μέρα, όποια κι αν ήταν η έκβαση.
Τον κοίταξε στα μάτια, διερωτώμενη αν έπρεπε να του πει τώρα την α-
λήθεια. Αν του έλεγε ότι τον αγαπούσε, ο λοχαγός Φόλεϊ δε θα την εγκα-
τέλειπε ακόμα κι αν δεν περνούσαν τη δοκιμασία των δικηγόρων. Δεν ή-
ταν δυνατόν να φανεί τόσο σκληρός...
Όμως, αν τον πίεζε να κρατήσει το λόγο του να την παντρευτεί χωρίς
περιουσία, πώς θα ζούσαν; Θα ήταν αδέκαροι. Όποτε λάμβαναν ένα λογα-
ριασμό, ο λοχαγός Φόλεϊ θα τη μισούσε που δεν τον είχε αφήσει να πα-
ντρευτεί μιαν άλλη γυναίκα, η οποία θα του έδινε τη δυνατότητα να κλη-
ρονομήσει.
Ήταν καλύτερα να γίνει μια μοναχική, μελαγχολική δασκάλα, ξέροντας
ότι τουλάχιστον δεν του είχε στερήσει την ευκαιρία να ευτυχήσει, παρά να
ζήσει με το μίσος του.
Επομένως, δεν έπρεπε να του μιλήσει για τα αισθήματά της πριν πα-
ντρευτούν.
«Για μια μέρα μόνο», επανέλαβε, σφίγγοντας το χέρι του. Ακόμα κι αν
αυτό σήμαινε μια ζωή γεμάτη δυστυχία για κείνη, δε θα τον απογοήτευε.
Όποιος αγαπούσε, έβαζε την ευτυχία του άλλου πάνω απ’ τη δική του. Αυ-
τό ήταν αγάπη.
«Δε θα το μετανιώσεις», της είπε με ζέση εκείνος.
Όμως η Ντέμπορα είχε αρχίσει να το μετανιώνει πριν καν μπει στο σπίτι.
Η μητέρα της θα ήθελε να μάθει τι είχε συμβεί στον κήπο. Τι θα της έλεγε;
Όταν έφτασε η στιγμή, η Ντέμπορα αποκάλυψε στη μητέρα της όση
αλήθεια μπορούσε χωρίς να προδώσει την εμπιστοσύνη του λοχαγού Φό-
λεϊ.
«Μου μίλησε για ένα... οικονομικό ζήτημα, μητέρα», είπε, παίζοντας με
το κορδόνι της κουρτίνας. «Και μου εξήγησε ότι είναι άκρως εμπιστευτι-
κό».
«Οικονομικό ζήτημα...» Η κυρία Γκίλις συνοφρυώθηκε παραξενεμένη.
«Και όχι προσωπικό;»
«Μητέρα, υποσχέθηκα να μη μιλήσω γι’ αυτό... μέχρι να μου δώσει την
άδεια».
Παρατηρώντας πόσο είχε κοκκινίσει η κόρη της, η κυρία Γκίλις δεν έκανε
άλλες ερωτήσεις.
Η Ντέμπορα για πρώτη φορά χάρηκε όταν η Σουζάνα επέστρεψε και
άρχισε να φλυαρεί ακατάπαυστα, χωρίς να δίνει τη δυνατότητα σε άλλον
ν’ αρθρώσει κουβέντα. Η μητέρα της δεν είχε κάνει άλλες ερωτήσεις, αλλά
της έριχνε συνέχεια ανήσυχες ματιές, σαν να ήταν κάθε τόσο έτοιμη να μι-
λήσει. Μετά κουνούσε το κεφάλι της και έσφιγγε τα χείλη της, ενώ η Ντέ-
μπορα κοκκίνιζε ξανά και ξανά στη σκέψη ότι θα αναγκαζόταν να κατα-
φύγει σε υπεκφυγές.
Η Σουζάνα ήταν ένας καλοδεχούμενος περισπασμός από την ένταση
που σταθερά αυξανόταν όλο το απόγευμα.
***
Μητέρα και κόρη συγκεντρώθηκαν στη συζήτηση με τη Σουζάνα και όχι
μεταξύ τους στην έξοδό τους για το θέατρο εκείνο το βράδυ. Όμως, καθώς
οι ώρες περνούσαν με βασανιστικά αργό ρυθμό, η Ντέμπορα άρχισε να
ενοχλείται με τη θέση στην οποία την είχε φέρει ο λοχαγός Φόλεϊ. Για κεί-
νον δεν ήταν σπουδαίο πράγμα να ξεγελά τη μητέρα της για μια μέρα, αλ-
λά, ενώ ο ίδιος θα ήταν απασχολημένος βγάζοντας τις άδειες και κλείνο-
ντας ραντεβού με δικηγόρους και ιερείς, εκείνη θα μετρούσε τα λεπτά, έ-
χοντας τη μητέρα της να την κοιτάει κάπως επικριτικά, κάνοντάς τη να
νιώθει σαν να ήταν ένοχη για κάποιο φρικτό έγκλημα.
Ανακουφίστηκε όταν πήγαν για ύπνο, επειδή δε θα αναγκαζόταν να υ-
πομείνει άλλο το επικριτικό βλέμμα της μητέρας της. Μόνο που απ’ την
υπερένταση ήταν αδύνατον να κοιμηθεί. Χτύπησε τα μαξιλάρια και πέταξε
τα σκεπάσματα, έξαλλη με τη σκληρότητά του. Όμως δεν άργησε να ανα-
σηκωθεί, ριγώντας απ’ το κρύο της νύχτας και να τυλίξει τα σκεπάσματα
γύρω απ’ τους ώμους της.
Την κυρίευε τρόμος στη σκέψη ότι όλα αυτά δε θα οδηγούσαν πουθενά.
Ξάπλωσε πάλι, αναζητώντας με το βλέμμα της τις σκοτεινές γωνιές του
δωματίου. Πώς ήταν δυνατόν να τον αγαπά και ταυτόχρονα να απεχθάνε-
ται τόσο πολύ τη συμπεριφορά του;
***
Το πρωί, η Ντέμπορα ήταν τόσο ταλαιπωρημένη, που σκεφτόταν να
ανακοινώσει ότι δε θα σηκωνόταν απ’ το κρεβάτι. Δεν άντεχε ούτε το κα-
χύποπτο βλέμμα της μητέρας της ούτε την εγωκεντρική αδιαφορία της
Σουζάνας για τη δική της αγωνία.
Όμως η μητέρα της της έπιασε το χέρι, όταν προσπάθησε ν’ αποφύγει
τις κοινωνικές υποχρεώσεις της ημέρας, λέγοντάς της αυστηρά: «Θα είναι
καλύτερα αν σηκωθείς και ασχοληθείς με κάτι, χρυσό μου. Για να ξεχάσεις
ό,τι είναι αυτό... που σε απασχολεί. Παρεμπιπτόντως, πόσο καιρό υποσχέ-
θηκες στον λοχαγό Φόλεϊ να κρατήσεις το μυστικό του;»
«Μέχρι σήμερα, μητέρα», απάντησε η Ντέμπορα, νιώθοντας αμήχανα
που η μητέρα της είχε συνδέσει τόσο διορατικά την αγωνία της με τον λο-
χαγό Φόλεϊ. «Αύριο θα μπορέσω να...»
«Να του δώσεις μια απάντηση». Η κυρία Γκίλις έγνεψε καταφατικά. «Εί-
ναι περήφανος ο νεαρός». Φίλησε την κόρη της στο μέτωπο. «Όμως σε
συμβουλεύω να φέρεσαι σαν να μην... είχες μια απόφαση να πάρεις. Αν
σου ζήτησε να μην αποκαλύψεις τα λεχθέντα, θα έπρεπε να κάνεις ότι... δε
σε απασχολούν όσα συζητήσατε τόσο έντονα στον κήπο χτες».
Η Ντέμπορα δεν μπορούσε να πιστέψει ότι η μητέρα της σχεδόν είχε
μαντέψει όλη την αλήθεια. Απ’ τον τρόπο που χαμογελούσε και κουνούσε
το κεφάλι της με νόημα, της έδινε να καταλάβει ότι ήξερε για την πρόταση
γάμου, υποθέτοντας πως ο λοχαγός της είχε δώσει χρόνο για να το σκε-
φτεί. Ανακάθισε θορυβημένη.
«Μητέρα, δεν πιστεύω να πεις κουβέντα!»
«Όχι βέβαια! Ειδικά αν αποφασίσεις να μην... Είμαι βέβαιη ότι δε θα ήθε-
λες να μαθευτεί... Όχι, όχι! Καλύτερα να μην το μάθει κανείς μέχρι να α-
ποφασίσεις ότι... Μέχρι να μπορέσουμε να το συζητήσουμε ανοιχτά χωρίς
να θίξουμε την περηφάνια κανενός».
Η Ντέμπορα ένιωσε καλύτερα, συνειδητοποιώντας ότι η μητέρα της ή-
ξερε περίπου τι συνέβαινε. Έτσι, θα της ήταν πιο εύκολο να της τα πει όλα
λίγο πριν απ’ το γάμο.
Και θα ήταν πιο εύκολο να βρει μια δικαιολογία για τη συνάντηση με
τους δικηγόρους. Η μητέρα της θα υπέθετε ότι θα συναντούσε κρυφά τον
λοχαγό Φόλεϊ για να του δώσει την απάντησή της.
***
Η Ντέμπορα ξύπνησε νωρίς το πρωί, ύστερα από άλλη μια σχεδόν άυ-
πνη νύχτα και αναρωτήθηκε πώς θα κατάφερνε να έρθει σ’ επαφή μαζί
της ο λοχαγός Φόλεϊ. Δεν μπορούσε να την παραλάβει απ’ το σπίτι της και
να βγουν ασυνόδευτοι. Όμως, πώς θα έβρισκε εκείνη το δικηγορικό γρα-
φείο χωρίς τις δικές του οδηγίες;
Το στομάχι της βούλιαξε στη σκέψη ότι θα της έστελνε κάποια επιστολή
που εκείνη έπρεπε να κρατήσει μακριά απ’ τα περίεργα μάτια της μητέρας
της και της Σουζάνας. Συνήθως διάβαζαν την αλληλογραφία τρώγοντας το
πρωινό τους, συζητώντας τις προσκλήσεις που λάμβαναν ή τα νέα απ’ το
Λόουερ Γουέικερινγκ.
Κούνησε το κεφάλι της, νιώθοντας έναν ενοχλητικό πόνο στο μέτωπο,
το οποίο ήταν ζαρωμένο απ’ την ανησυχία, σχεδόν απ’ τη στιγμή που της
είχε γίνει η πρόταση γάμου.
Όπως αποδείχτηκε, ο λοχαγός Φόλεϊ είχε κανονίσει τα πάντα έτσι ώστε
εκείνη να μην αναγκαστεί να πει ψέματα. Δεν είχαν καλά καλά προλάβει
να σηκωθούν απ’ το τραπέζι, όταν ο μπάτλερ μπήκε στην τραπεζαρία με
πολύ υπεροπτικό ύφος.
«Είναι εδώ η κόμισσα του Γουόλτον, δεσποινίς Γκίλις», ανακοίνωσε, δί-
νοντάς της ένα σημείωμα. «Τη συνοδέυσα στην μπροστινή σάλα».
Οι τρεις γυναίκες έμειναν άναυδες με την αναπάντεχη τιμή να τις επι-
σκεφτεί ένα τόσο σημαντικό άτομο, ειδικά μια τόσο ασυνήθιστη ώρα.
«Πήγαινε», την προέτρεψε τη μητέρα της. «Μην την αφήσεις να περιμέ-
νει. Εμείς θα έρθουμε μόλις...«Ίσιωσε το καπέλο της, ενώ η Σουζάνα έτρεχε
στον καθρέφτη για να φουσκώσει τις μπούκλες της και να στρώσει το
ντεκολτέ της.
«Ωχ, όχι, λεκές από βούτυρο είναι αυτός στο φόρεμά μου;» την άκουσε η
Ντέμπορα να λέει, βγαίνοντας απ’ το δωμάτιο. «Πάω ν’ αλλάξω!»
«Α! Δεσποινίς Ντέμπορα!» τη χαιρέτησε η κόμισσα με γαλλική προφορά
όταν η Ντέμπορα μπήκε στη σάλα.
Είχαν συστηθεί στο χορό του μαρκησίου του Λένσμπορο και η Ντέμπο-
ρα είχε στύψει μάταια το μυαλό της για να βρει ένα θέμα συζήτησης που
θα ενδιέφερε τη μικροκαμωμένη και μάλλον αδιάφορης εμφάνισης γυναί-
κα.
Αργότερα είχε μάθει απ’ τη μητέρα της ότι η επιλογή του κόμη θεωρού-
νταν κοινωνικά αποτυχημένη, παρ’ ότι η καθολική αποδοκιμασία είχε κο-
πάσει όταν η κόμισσα είχε μείνει επιτέλους έγκυος.
«Και μάλιστα μόνη!» Η κόμισσα χαμογέλασε πλατιά και σηκώθηκε, πιά-
νοντας την Ντέμπορα απ’ τα χέρια για να την τραβήξει δίπλα της στον κα-
ναπέ. «Καλό αυτό! Έρχομαι για να σας πάρω μαζί μου. Ο Ρόμπερτ σας πε-
ριμένει στο δικηγορικό γραφείο. Μου ζήτησε να πω στη μητέρα σας ότι θα
πάμε για ψώνια, επειδή θαύμασα την τουαλέτα σας στο χορό του Λέν-
σμπορο ή κάποια τέτοια ανοησία. Λες και θα πίστευε κανείς ότι έχω διά-
θεση να κυκλοφορώ στα καταστήματα με την κοιλιά στο στόμα! Έτσι εί-
ναι ο Ρόμπερτ, όμως!»
Φορούσε ένα φόρεμα με πολλές στρώσεις ροζ μουσελίνας, που τόνιζε τη
φουσκωμένη κοιλιά της. Σε συνδυασμό με την ψιλή φωνή της και τις ζωη-
ρές κινήσεις των χεριών της, θύμισε στην Ντέμπορα σπίνο που πηδούσε
απ’ το ένα κλαδί στο άλλο. Η εντύπωση ενισχύθηκε όταν η μητέρα της
μπήκε στη σάλα και η λαίδη Γουόλτον έπλεξε τα χέρια της στην ποδιά της,
κοιτώντας την κυρία Γκίλις με το κεφάλι της γερμένο στο πλάι.
«Κυρία Γκίλις, δε σας πειράζει να δανειστώ τη θυγατέρα σας για ψώνια
σήμερα;» είπε η λαίδη, μπαίνοντας αμέσως στο ψητό. «Μου ήρθε ξαφνικά
η ιδέα. Ναι! Εμείς οι έγκυες έχουμε κάτι τέτοιες ξαφνικές ιδέες. Το μόνο
που θέλω να κάνω σήμερα είναι να ψωνίσω με την αξιαγάπητη δεσποινίδα
Γκίλις. Γνωριστήκαμε στο χορό του μαρκησίου Λένσμπορο κι έχω πολύ λί-
γους φίλους στο Λονδίνο. Εκτός απ’ τον Ρόμπερτ, ασφαλώς, που είναι σαν
αδερφός μου. Τον λοχαγό Φόλεϊ εννοώ», εξήγησε όταν η κυρία Γκίλις την
κοίταξε ερωτηματικά.
Η Ντέμπορα αποφάσισε ότι έπρεπε να την απομακρύνει απ’ το σπίτι,
πριν ξεφουρνίσει κάτι που θα τις πρόδιδε. Πώς είχε εμπιστευτεί ο λοχαγός
Φόλεϊ μια τόσο λεπτή αποστολή σε μια αλαφρόμυαλη;
Έτρεξε επάνω, πήρε το πανωφόρι και το καπελίνο της και κατέβηκε τό-
σο βιαστικά στη σάλα, που κόντεψε να πέσει φαρδιά πλατιά κάτω, σκο-
ντάφτοντας στο χαλί.
***
Οι δυο γυναίκες ξεφύσηξαν ανακουφισμένες όταν η πόρτα της άμαξας
των Γουόλτον έκλεισε πίσω τους και ξεκίνησαν για την αποστολή τους. .
«Τι συναρπαστικό!» αναφώνησε η λαίδη Γουόλτον, κοιτώντας την Ντέ-
μπορα με τα μαύρα σαν χάντρες μάτια της. «Επιτέλους, βοήθησα τον Ρό-
μπερτ να τη φέρει στον αχρείο τον Λάμπτον!» Κοκκίνισε λίγο όταν η Ντέ-
μπορα την κοίταξε σαστισμένη.
«Τι σχέση έχει ο Λάμπτον;»
«Θεέ μου! Τώρα τα έκανα θάλασσα. Ο Ρόμπερτ θα νευριάσει μαζί μου,
γιατί του υποσχέθηκα ότι δε θα μου ξέφευγε κουβέντα. Και τώρα το ξε-
φούρνισα πριν καν δούμε τους ανθρώπους που έχουν στα χέρια τους την
περιουσία του. Δεσποινίς Γκίλις...» Έγειρε μπροστά και κοίταξε την Ντέ-
μπορα με αγωνία. «... πείτε μου, σας παρακαλώ, ότι δε θ’ αρνηθείτε να τον
παντρευτείτε τώρα που γνωρίζετε πως κάνει κάτι ίσως απαράδεκτο κατά
τη δική σας άποψη».
Η Ντέμπορα είχε μια περίεργη αίσθηση, σαν να την έσφιγγε μια μέγκενη
στο στήθος, κόβοντάς της την ανάσα. «Απαράδεκτο;» επανέλαβε. «Δεν κα-
ταλαβαίνω. Τι έκανε ο λοχαγός Φόλεϊ;»
«Τίποτα δεν έκανε! Αυτό το σκουλήκι, ο Πέρσι Λάμπτον, προσπάθησε να
του κλέψει την περιουσία του. Σας παρακαλώ, αν ενδιαφέρεστε έστω και
λίγο για τον Ρόμπερτ, μη συμμαχήσετε με τους εχθρούς του σήμερα. Πι-
στεύω ότι, όσα κι αν έχει ξεπεράσει στο παρελθόν, αυτό δε θα το ξεπερά-
σει ποτέ. Του ήταν τόσο δύσκολο να επιστρατεύσει το κουράγιο του ακό-
μα και για να ζητήσει από μια γυναίκα να χορέψουν, επειδή θεωρεί τον
εαυτό του άσχημο, πόσω μάλλον για να σας κάνει πρόταση γάμου... Δε
φαντάζεστε τι θάρρος χρειάστηκε». Η λαίδη έπιασε τα χέρια της Ντέμπο-
ρα. «Εσείς δε βλέπετε τα σημάδια αλλά την καρδιά του, έτσι δεν είναι; Δε
δεχτήκατε την πρότασή του επειδή επιθυμείτε ένα μεγάλο σπίτι στην εξο-
χή. Επειδή δε θέλετε να γίνετε γκουβερνάντα. Δε θα δεχόμουν να συμμε-
τάσχω σ’ αυτό το σχέδιο αν δε σας θεωρούσα άξια να σταθείτε στο πλευ-
ρό του. Σας είδα πώς τον κοιτούσατε στο χορό του Λένσμπορο. Τον αγα-
πάτε, έτσι δεν είναι; Σας παρακαλώ, πείτε μου ότι δεν έχω πέσει έξω».
«Ναι... Τον... αγαπώ»,· ψέλλισε η Ντέμπορα, τραβώντας τα χέρια της.
«Όμως δεν αντιλαμβάνομαι...»
«Δε χρειάζεται. Αρκεί να τον αγαπάτε. Εμπιστευτείτε τον! Οι άντρες...
καμιά φορά κάνουν ανοησίες για να μας προστατεύσουν. Όμως ο Ρόμπερτ
θα γίνει έκτακτος σύζυγος. Είμαι βέβαιη! Είναι ευγνώμων που του δίνετε
αυτή την ευκαιρία...»
«Δε θέλω την ευγνωμοσύνη του!» τη διέκοψε κοφτά η Ντέμπορα. Η πε-
ρίεργη αίσθηση στο στήθος της είχε γίνει πόνος. Είχε διαισθανθεί απ’ την
αρχή ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, επειδή ο λοχαγός την είχε ορκίσει να κρα-
τήσει μυστική τη συζήτησή τους. Τώρα η κόμισσα επιβεβαίωνε ότι το αί-
τημά του για μυστικότητα δεν είχε σχέση με την ευαισθησία του για την
εμφάνισή του.
Το χειρότερο ήταν ότι την είχε κάνει να τον εμπιστευτεί, να του εκμυ-
στηρευτεί το σχέδιό της να γίνει γκουβερνάντα, ενώ εκείνος την κρατούσε
στο σκοτάδι.
Σαν να μην της έφτανε το γεγονός ότι ήταν η δεύτερη επιλογή του μετά
τη Σουζάνα, τώρα έπρεπε να χωνέψει ότι δεν ήταν καν δεύτερη. Ακόμα κι
η γυναίκα του αδερφού του είχε πιο στενή σχέση μαζί του.
Η Ντέμπορα έπαψε ν’ ακούει την αδιάκοπη φλυαρία της κόμισσας κα-
θώς έμπαιναν στο Σίτι, καθώς προσπαθούσε να βγάλει κάποιο συμπέρα-
σμα απ’ αυτά που είχε ακούσει. Θυμόταν πόσο περιφρονητικά είχε κοιτά-
ξει ο λοχαγός τον Πέρσι Λάμπτον την πρώτη φορά που τον είχε δει με τη
Σουζάνα. Και το μοχθηρό χαμόγελο που του είχε απευθύνει ο Λάμπτον.
Τότε το είχε βρει περίεργο, αλλά τώρα καταλάβαινε ότι ήταν η στάση δυο
παλιών αντιπάλων.
Θυμήθηκε πώς τους είχε πλησιάσει ο Λάμπτον στο Χάιντ Παρκ έφιππος,
ζητώντας να συστηθούν σαν να ήταν τυχαία η συνάντηση. Στην ίδια είχαν
γεννηθεί αμέσως υποψίες για τη γοητεία του, και πλέον ήταν βέβαιη ότι ο
Λάμπτον δεν ήταν άλλη μια τυχαία απ’ τις πολλές κατακτήσεις της Σουζά-
νας.
Μήπως το κόρτε του είχε αποκλειστικό σκοπό να εμποδίσει έναν ενδε-
χόμενο γάμο ανάμεσα στον λοχαγό και τη Σουζάνα, προκειμένου να κερ-
δίσει την περιουσία;
Η Ντέμπορα κατέβηκε απ’ την άμαξα μέσα σε μια παραζάλη. Ο λοχαγός
Φόλεϊ την περίμενε στα σκαλιά ενός κτιρίου με γραφεία σ’ έναν στενό, κα-
θαρό δρόμο. Η έκφρασή του μαρτυρούσε την έντασή του, η οποία ήταν
αναμενόμενη όταν τη χρησιμοποιούσε σαν όπλο στον ατέρμονο πόλεμό
του κατά των Λάμπτον γενικά και του Πέρσι Λάμπτον ειδικά.
Η σκέψη την πλήγωσε.
«Σας ευχαριστώ που ήρθατε», της είπε, σέρνοντας το πόδι του καθώς
την πλησίαζε για να της προσφέρει το βραχίονά του. «Είχα αρχίσει να πι-
στεύω ότι το σχέδιό μου θα ναυαγούσε. Η Ελοΐζ είναι αλαφρόμυαλη. Αξια-
γάπητη, αλλά χωρίς κουκούτσι μυαλό!»
«Το άκουσα αυτό, αχάριστο κτήνος!» Η λαίδη Γουόλτον έβγαλε το κεφά-
λι της απ’ το παράθυρο της άμαξας, κοιτώντας τον εύθυμα. «Τώρα δε θα
ξέρεις αν θα επιστρέψω για να συνοδεύσω τη δεσποινίδα Γκίλις σου στο
σπίτι της ή θα σε παρατήσω αβοήθητο επειδή με προσέβαλες!»
«Δε θα έκανες ποτέ κάτι τόσο σκληρό», αποκρίθηκε ο λοχαγός μ’ ένα
τρυφερό χαμόγελο. «Άλλωστε θα πεθαίνεις από περιέργεια για να μάθεις
αν πήγε καλά η συνάντηση».
«Γουρούνι!»
Η κόμισσα χτύπησε με το ομπρελίνο της την οροφή της άμαξας για να
δώσει σήμα στον αμαξά να ξεκινήσουν.
Η Ντέμπορα αναρωτήθηκε αν η κόμισσα θα συνεργούσε ποτέ σε κάτι
πραγματικά απαράδεκτο. Παρ’ ότι τα λόγια της την είχαν θορυβήσει, η α-
μεριμνησία της όταν έφευγε, αστειευόμενη με τον Ρόμπερτ, έκανε την όλη
ιστορία ν’ ακούγεται σαν μια φάρσα στη χειρότερη περίπτωση.
Η Ντέμπορα ήταν τόσο πληγωμένη και σαστισμένη, που ακολούθησε
πειθήνια τον Ρόμπερτ σ’ έναν στενό διάδρομο κι από κει σε μια ξύλινη
σκάλα που οδηγούσε στο στενάχωρο γραφείο των δικηγόρων Κένριτζ και
Χόουπντεϊλ.
Καθώς έμπαιναν, δυο άντρες σήκωσαν τα κεφάλια τους από ένα γρα-
φείο που σχεδόν δε φαινόταν απ’ το βουνό των χαρτιών και των φακέλων
πάνω του. Ο ένας, στρουμπουλός και με καλοσυνάτη όψη, σηκώθηκε,
γνέφοντάς τους να καθίσουν στις καρέκλες των πελατών. Ο λοχαγός Φό-
λεϊ κάθισε ακριβώς πίσω της και ο άλλος δικηγόρος τούς κοίταξε πάνω απ’
τα γυαλιά του σε σχήμα μισοφέγγαρου.
«Λοιπόν, δεσποινίς... Γκίλις δεν είναι το όνομά σας;» μουρμούρισε ο
προσηνής δικηγόρος, φυλλομετρώντας μερικά χαρτιά μπροστά του. «Με-
ρικές ερωτήσεις πρέπει μόνο να σας κάνουμε».
Η Ντέμπορα ένιωσε το χέρι του λοχαγού Φόλεϊ καθησυχαστικό στον
ώμο της και της ήρθε να του το σπρώξει.
Γιατί δεν της είχε πει το αληθινό κίνητρό του γι’ αυτόν το γάμο; Μήπως
του περνούσε απ’ το μυαλό ότι εκείνη θα υποστήριζε την οικογένεια που
τον είχε αδικήσει πριν καν απ’ τη γέννησή του; Της ήταν αδύνατον να πι-
στέψει ότι ένας σχολαστικός άνθρωπος σαν τον κόμη του Γουόλτον θα
αναγνώριζε ως αδερφό του έναν άντρα που είχε γεννηθεί εκτός γάμου. Οι
Λάμπτον προφανώς είχαν στερήσει για ιδιοτελείς λόγους απ’ τον λοχαγό
Φόλεϊ και τη μητέρα του ό,τι τους ανήκε δικαιωματικά.
Και τώρα ο Πέρσι Λάμπτον προσπαθούσε να ξανακάνει το ίδιο πράγμα!
«Χρειάζεται μόνο να γνωρίζουμε ότι είναι ενήλικη και παντρεύεται τον
λοχαγό Φόλεϊ με τη βούλησή της», παρενέβη ο δικηγόρος με τη βλοσυρή
έκφραση. «Ισχύουν και τα δύο;» απευθύνθηκε στην Ντέμπορα.
Πριν η Ντέμπορα προλάβει να απαντήσει καταφατικά, ο καλοσυνάτος
δικηγόρος κούνησε το κεφάλι του. «Όχι, δεν πρέπει να ελεγχθεί μόνο η
νομιμότητα του γάμου, αλλά και η καταλληλότητα της νύφης, προκειμέ-
νου να μη δώσουμε καμιά λαβή στους Λάμπτον να προσβάλουν τη διαθή-
κη. Αν η δεσποινίς Γκίλις δεν είναι άμεμπτης καταγωγής, η οικογένεια ίσως
να...»
«Για όνομα του Θεού!» πετάχτηκε ο άλλος δικηγόρος. «Είναι σαφές ότι η
Γιουφέμια Λάμπτον σκόπευε ν’ αφήσει όλη την περιουσία της σ’ αυτόν το
νεαρό. Ο ανιψιός της δεν αναφέρεται καν στην αρχική διαθήκη. Δεν του
αφήνει ούτε ένα ενθύμιο. Γνωρίζουμε κι οι δυο ότι έκανε την τροποποίηση
στη διαθήκη υπό πίεση».
Η Ντέμπορα πάγωσε ακούγοντας τη λέξη ανιψιός. Ανιψιός μιας Λά-
μπτον; Μήπως ο άλλος κληρονόμος που αναφερόταν στην τροποποίηση
ήταν ο... Πέρσι Λάμπτον; Αυτή την περιουσία περίμενε; Αν ήταν έτσι, αυτό
που έκανε ο λοχαγός Φόλεϊ ήταν πολύ χειρότερο απ’ ό,τι φανταζόταν ε-
κείνη. Όχι μόνο τη χρησιμοποιούσε για να βάλει χέρι στην περιουσία, αλλά
και επρόκειτο για μια περιουσία που ηθικά ανήκε σε κάποιον άλλο.
Ή τουλάχιστον, μασούλισε τα χείλη της, ο Λάμπτον θεωρούσε πάντα
δεδομένο ότι του ανήκε. Έτσι, θα ένιωθε ότι του την είχαν κλέψει. Κι εκεί-
νη αισθανόταν σαν συνεργός σε έγκλημα.
Τα μάγουλα του στρουμπουλού δικηγόρου κοκκίνισαν λίγο. «Δε χρειά-
ζεται να υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες μπροστά στη νεαρά...»
«Γιατί όχι; Αφού στην ουσία ζητάτε συστάσεις!»
Ο ευτραφής δικηγόρος έχασε την προσήνεια του και κοίταξε οργισμένος
το συνεταίρο του. «Προκειμένου να διασφαλιστεί η νομιμότητα. Συνήθως
προτιμάται να κληρονομήσει τον αποθανόντα ένας εξ αίματος συγγενής
και όχι ένας άνθρωπος που δεν τον συνδέει τίποτα μαζί του».
«Σύνδεση υπάρχει. Άκουσες τι είπε η δεσποινίς Λάμπτον όταν συντάξα-
με την αρχική διαθήκη...»
«Με συγχωρείτε», παρενέβη η Ντέμπορα και σηκώθηκε, νιώθοντας την
καρδιά της έτοιμη να σπάσει. «Είμαι σε θέση να παράσχω προσωπικά τα
εχέγγυα που απαιτούνται για να παντρευτώ όποιον επιθυμώ», απευθύν-
θηκε στον ευτραφή δικηγόρο. «Η μητέρα μου είναι εγγονή του κόμη του
Πλίμστοκ από την πλευρά της μητέρας της. Μπορείτε να ελέγξετε το γενε-
αλογικό δέντρο στον οδηγό Κόλιν’ς Πίρατζ. Ο πατέρας μου ανήκε στην οι-
κογένεια των Γκίλις του Χέρτφορντσιρ. Μπορείτε να το ελέγξετε όσο σχο-
λαστικά επιθυμείτε. Τρίτος γιος του Ρέτζιναλντ και της Λουσίντα Γκίλις του
Άπσοτ. Δεν ήταν ευγενείς, αλλά παλιά οικογένεια».
Πήρε μια βαθιά ανάσα αγανακτισμένη. Ο λοχαγός Φόλεϊ όχι μόνο είχε
φανεί ανειλικρινής στην πρόταση του, αλλά και την είχε εκθέσει σ’ αυτό το
είδος της προσβολής!
«Μπορείτε, επίσης, να ερευνήσετε όσο επιθυμείτε, και θα ανακαλύψετε
ότι ποτέ δεν έχω κάνει κάτι που θα έδινε σε οποιονδήποτε το δικαίωμα να
με χαρακτηρίσει οτιδήποτε άλλο εκτός από καθ’ όλα ευπρεπή. Ο πατέρας
μου ήταν ιερέας και έμαθε στο παιδί του να μην τον εκθέτει. Πηγαίνετε να
ρωτήσετε στο Λόουερ Γουέικερινγκ, όπου μεγάλωσα. Κανένας δεν μπορεί
να ψέξει την ηθική ακεραιότητά μου. Όσο για το άλλο ζήτημα, ναι, είμαι
ενήλικη! Για την ακρίβεια, τα έχω τα χρονάκια μου», πρόσθεσε με πικρία,
επειδή θυμήθηκε ότι ακριβώς σ’ αυτό πόνταρε ο λοχαγός Φόλεϊ για να τη
δελεάσει στην τελευταία της, όπως θεωρούσε ο ίδιος, ευκαιρία να πα-
ντρευτεί. «Και αν παντρεύομαι τον λοχαγό Φόλεϊ με τη θέλησή μου;»
Γύρισε και τον αγριοκοίταξε. Ένιωθε ταπεινωμένη, χρησιμοποιημένη,
εξαπατημένη. Όμως εκείνος την κοιτούσε χωρίς ίχνος ενοχής ή μεταμέ-
λειας. Το μοναδικό πράγμα που διέκρινε στα μάτια του η Ντέμπορα ήταν
μια ελαφρώς κοροϊδευτική, προκλητική έκφραση.
Εμπιστέψου τον, την είχε συμβουλέψει η κόμισσα. Μη συμμαχήσεις με
τους εχθρούς του.
Η Ντέμπορα ξεροκατάπιε. Παρ’ ότι ήταν έξαλλη μαζί του, έχοντας φτά-
σει σ’ αυτό το σημείο, πώς μπορούσε να ξεφύγει απ’ αυτό το φοβερό
μπέρδεμα; Ο λοχαγός Φόλεϊ θα το εκλάμβανε ως προδοσία και μάλιστα τη
χειρότερη που του είχε γίνει. Θα την έβλεπε σαν εχθρό και θα τη μισούσε
για πάντα.
Έπνιξε το θυμό της και ξαναγύρισε στους δικηγόρους που περίμεναν
την απάντησή της με τις πένες τους σηκωμένες.
«Ναι», ανακοίνωσε με βραχνή φωνή και αμέσως καθάρισε το λαιμό της.
«Αν δεν παντρευτώ τον λοχαγό Φόλεϊ, δε θα παντρευτώ κανέναν».
Κι ύστερα, ταπεινωμένη και με μάτια βουρκωμένα, γύρισε και βγήκε απ’
την αίθουσα τρέχοντας. Κατέβηκε όπως όπως τα σκαλιά και βρέθηκε στο
σκονισμένο δρόμο. Γέρνοντας στον τοίχο, ακούμπησε το μέτωπό της στα
τούβλα και προσπάθησε να συνέλθει.
Γιατί συμμαχούσε μ’ έναν άνθρωπο που την εξαπατούσε χωρίς να σκέ-
φτεται τα αισθήματά της;
«Δεσποινίς Γκίλις!»
Η Ντέμπορα βλεφάρισε όταν η άμαξα των Γουόλτον σταμάτησε δίπλα
της και η κόμισσα έσκυψε έξω απ’ το παράθυρο με μια ανήσυχη έκφραση
στο πρόσωπό της.
«Δεσποινίς Γκίλις!» Η Ντέμπορα άκουσε μια άλλη φωνή, αυτή τη φορά
αντρική, να την καλεί απ’ το δικηγορικό γραφείο. Μάλλον ο λοχαγός Φόλεϊ
κατέβαινε αργά και προσεκτικά την επικίνδυνη σκάλα.
Ένας υπηρέτης κατέβηκε απ’ την άμαξα και της άνοιξε την πόρτα. Η
Ντέμπορα μπήκε μέσα.
«Πού είναι ο Ρόμπερτ;» ρώτησε η κόμισσα κοιτώντας πίσω της.
«Καλύτερα να μη μας δουν μαζί. Δε συμφωνείτε κι εσείς;» αποκρίθηκε η
Ντέμπορα αυτοσχεδιάζοντας. «Μην προδοθούμε!» ολοκλήρωσε με πικρία.
Η κόμισσα περιχαρής χτύπησε τα χέρια της για να δώσει εντολή στον
αμαξά να ξεκινήσει.
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ο Ρόμπερτ εμφανίστηκε στην έξοδο με συν-
νεφιασμένο πρόσωπο.
Κεφάλαιο 5
«Θα πείτε στο σύζυγό μου ότι πάω στην κάμαρά μας ν’ αναπαυτώ για
λίγο;» ζήτησε η Ντέμπορα απ’ την κυρία Φάρελ.
Είχε περπατήσει ίσως και ώρες. Τα πόδια της πονούσαν, η ψυχή της πο-
νούσε και το κεφάλι της κόντευε να σπάσει, επειδή είχε βγει χωρίς σκου-
φάκι.
Δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε απογίνει η λογική, πρακτική κοπέλα
που είχε περάσει τόσα και τόσα μετά το θάνατο του πατέρα της. Τον τε-
λευταίο καιρό, έχανε την ψυχραιμία της με το παραμικρό.
Δεν είχε καν διασχίσει το γρασίδι, όταν συνειδητοποίησε ότι για τη σκη-
νή στο γραφείο δεν έφταιγε καθόλου ο Ρόμπερτ. Η ίδια ντρεπόταν για την
ακόλαστη συμπεριφορά της και, όταν εκείνος την είχε πειράξει, του είχε
επιτεθεί ξεσπώντας πάνω του.
Στρίβοντας για τον οπωρώνα, είχε κάνει την αντιδραστική σκέψη ότι, αν
ο Ρόμπερτ της είχε ψιθυρίσει τρυφερά, καθησυχαστικά λόγια, θα μπορού-
σε να αντιμετωπίσει την κατάσταση με ψυχραιμία.
Όμως η εγγενής εντιμότητά της την είχε κάνει ν’ απορρίψει αμέσως αυ-
τή την εκδοχή. Ανοίγοντας την πόρτα του οπωρώνα, είχε συνειδητοποιή-
σει ότι ο θυμός της πήγαζε από το γεγονός ότι ήταν έτοιμη να ξεχάσει όλες
τις αρχές της επειδή τον αγαπούσε. Ό,τι κι αν της έλεγε ο Ρόμπερτ, θα ή-
ταν λάθος.
Ακόμα κι αν της ψιθύριζε τα λόγια αγάπης που η ψυχή της λαχταρούσε,
θα τον κατηγορούσε για υποκρισία.
Όχι, ο Ρόμπερτ δεν έφταιγε για τίποτα. Υπήρξε πάντα ειλικρινής μαζί
της. Εκείνη ζούσε ένα ψέμα, αφήνοντάς τον να πιστεύει ότι τον είχε πα-
ντρευτεί για να εξασφαλιστεί οικονομικά.
Η κυρία Φάρελ την κοίταξε παραξενεμένη.
«Μια και χάσατε το μεσημεριανό γεύμα, θα θέλατε να σας φέρω ένα δί-
σκο στην κάμαρα;»
«Ναι, ευχαριστώ», αποκρίθηκε η Ντέμπορα, ανοίγοντας την πόρτα των
ιδιαίτερων διαμερισμάτων τους. «Με συγχωρείτε». Διέσχισε βιαστικά το
καθιστικό, αλλά σταμάτησε στο κατώφλι της κρεβατοκάμαρας. Κάποιος
είχε μπει και είχε κλείσει τις κουρτίνες σαν να ήξερε ότι εκείνη θα επέ-
στρεφε με πονοκέφαλο.
«Πού στο διάβολο ήσουν;»
Η φωνή απ’ το κρεβάτι την έκανε να τιναχτεί έντρομη. Μέσα στο μισο-
σκόταδο, διέκρινε τον Ρόμπερτ ξαπλωμένο πάνω στα μαξιλάρια που ήταν
στοιβαγμένα στο κεφαλάρι. Έδειχνε απειλητικός.
Έφερε το χέρι της στο λαιμό της. «Περπατούσα στον κήπο», απάντησε
με πνιχτή φωνή, ενώ η καρδιά της ακόμα χτυπούσε δυνατά απ’ το σοκ
που είχε δεχτεί εξαιτίας της επιθετικότητας στη φωνή του.
Όμως γιατί να την εκπλήσσει ο θυμός του, όταν του είχε φερθεί τόσο
άσχημα;
«Ρόμπερτ», του είπε, πηγαίνοντας στα πόδια του κρεβατιού πριν του
δώσει την ευκαιρία να μιλήσει. «Με συγχωρείς που έφυγα έτσι, αφού είχα-
με... Ξέρεις...»
«Είχαμε ζευγαρώσει στον τοίχο του γραφείου μου;» τη ρώτησε εκείνος
ψυχρά.
«Σε παρακαλώ, μην το κάνεις πιο δύσκολο για μένα», τον ικέτευσε η
Ντέμπορα σφίγγοντας το σκελετό του κρεβατιού τόσο πολύ που οι αρ-
θρώσεις των δαχτύλων της άσπρισαν. «Δε μου αρέσει να μαλώνουμε συ-
νέχεια, αλλά... δεν μπορώ να... δεχτώ...»
«Την πραγματικότητα του γάμου μ’ ένα σακάτη;»
Η Ντέμπορα τον κοίταξε κεραυνοβολημένη.
«Δεν είναι αυτό! Αυτό να μην το ξανασκεφτείς ποτέ!»
Της είχε ξαναπεράσει απ’ το μυαλό η σκέψη ότι τα τραύματα του Ρό-
μπερτ δεν ήταν μόνο σωματικά. Οι πληγές ήταν βαθιές και, όπως όλοι οι
άντρες, εκείνος επιτιθόταν σε όποιον τις άγγιζε.
Τώρα αναλογίστηκε με θλίψη ότι ήταν ένοχη γι’ αυτό ακριβώς. Κάθε
φορά που καταλάβαινε πόσο λίγα σήμαινε για κείνον, η πληγωμένη περη-
φάνια της την έκανε να τα βάζει μαζί του.
Αν ήταν να συμφιλιωθούν ποτέ, ο ένας απ’ τους δυο έπρεπε να εγκατα-
λείψει την περηφάνια του και να δεχτεί στωικά τα πλήγματα που κατάφε-
ρε ο άλλος. Κι εκείνη ήξερε ότι αυτός που θα το έκανε δε θα ήταν ο Ρό-
μπερτ.
Πλησιάζοντας περισσότερο, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού.
«Η πραγματικότητα του γάμου με δυσκολεύει αρκετά», παραδέχτηκε,
και, δένοντας τα χέρια της στην ποδιά της, τον κοίταξε σοβαρά. «Μέχρι τη
γαμήλια νύχτα μας, δεν ήξερα τίποτα για τις συζυγικές σχέσεις. Ήταν μια
αποκάλυψη. Και όταν άρχισες να μιλάς γι’ αυτό...» Η Ντέμπορα πάσχισε
μάταια να βρει τα λόγια για να περιγράψει τι είχε αισθανθεί. «Η καρδιά μου
κόντευε να σπάσει», του είπε με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα, «και ξαφ-
νικά συνειδητοποίησα ότι μπορούσαμε να το ξανακάνουμε και... Έχασα τα
λογικά μου. Μετά, όταν πήγες να με πειράξεις... ένιωσα ταπεινωμένη, να
σου πω την αλήθεια. Έκανα κάτι για το οποίο... ντρέπομαι». Η φωνή της
έσπασε από έναν πνιχτό λυγμό. Πήρε μια βαθιά ανάσα για να συνεχίσει και
τον κοίταξε επικριτικά. «Άσε που μετά με κορόιδεψες».
«Δεν είχα τέτοια πρόθεση», της εξήγησε εκείνος, βάζοντας το χέρι του
πάνω στο δικό της.
«Όχι... το κατάλαβα κι εγώ περπατώντας στον οπωρώνα. Απλώς ήθελες
να παρουσιάσεις πιο ανάλαφρα τη δυσκολία που θα είχες για να σηκωθείς
απ’ το πάτωμα». Η Ντέμπορα τον κοίταξε φοβισμένη αυτή τη φορά.
«Στο μέλλον, θεωρώ καλύτερο να περιορίζουμε τις δραστηριότητες αυ-
τής της φύσης στην κρεβατοκάμαρά μας», είπε τραχιά ο Ρόμπερτ. «Θα θυ-
μάσαι ίσως ότι ήταν η πρώτη μου επιλογή. Ήθελα να σε γδύσω και να σε
πάω στο κρεβάτι για να σε κρατήσω εκεί έως ότου έρθει η ώρα να επι-
στρέψουμε στην πόλη».
Η Ντέμπορα είχε ξεχάσει τελείως το πρώτο μέρος της συζήτησής τους,
μέχρι αυτή την υπενθύμιση. Οι σκέψεις της πέταξαν πάλι στην πρότασή
του να τη γνωρίσει καλύτερα, στην περίεργη απόφανσή του ότι δε χρειά-
ζονταν ρούχα. Γιατί δεν της είχε περάσει απ’ το μυαλό τότε ότι το εννοού-
σε πονηρά;
Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε η κυρία Φάρελ με το δίσκο που της είχε
υποσχεθεί και η Ντέμπορα ανακουφίστηκε με τη διακοπή. Ένιωθε αμηχα-
νία με τον ευθύ τρόπο του Ρόμπερτ, ο οποίος μιλούσε για κάτι που για κεί-
νη ήταν πολύ λεπτό ζήτημα.
«Ορίστε», είπε η κυρία Φάρελ, αφήνοντας το δίσκο στο τραπεζάκι κάτω
απ’ το παράθυρο. «Πιείτε ένα τσαγάκι και τσιμπήστε κάτι. Θα αισθανθείτε
πολύ καλύτερα».
Η Ντέμπορα χαμογέλασε μελαγχολικά και πήγε στο τραπέζι, αφήνοντας
την οικονόμο να της σερβίρει το τσάι της.
«Κι εσείς, κύριε, αν μου επιτρέπετε, το χρειάζεστε. Ούτε που άγγιξε το
φαγητό του», ενημέρωσε την Ντέμπορα, κουνώντας θλιμμένα το κεφάλι
της. «Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, σοκαριστήκατε με τα νέα που σας μετέφερε ο
κύριος Τράβερς σήμερα».
Διστάζοντας λίγο μόνο, ο Ρόμπερτ σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι και κάθισε
με την Ντέμπορα στο τραπέζι.
Εκείνη παρατήρησε ότι το φαγητό στο δίσκο ήταν έτσι σερβιρισμένο,
που ο άντρας της θα μπορούσε να το φάει χωρίς βοήθεια. Ακόμα και η
κρύα κρεατόπιτα ήταν κομμένη σε τετραγωνάκια, οπότε δεν υπήρχε λό-
γος να καλέσουν τον Λίνεϊ για να βοηθήσει όσο θα έτρωγαν.
Η Ντέμπορα ένιωσε κάπως καλύτερα.
Αφού σιγουρεύτηκε ότι το ζευγάρι έτρωγε το ελαφρύ γεύμα του, η κυ-
ρία Φάρελ αποχώρησε.
«Είναι αποφασισμένη να μας κανακεύει», παρατήρησε ο Ρόμπερτ, δεί-
χνοντας με το κεφάλι του την πόρτα απ’ όπου είχε βγει η οικονόμος.
Αντί να του επισημάνει ότι και ο δικός του υπηρέτης δεν έκανε μόνο όσα
περιλαμβάνονταν στην περιγραφή του ρόλου του, η Ντέμπορα αποφάσι-
σε να τον ρωτήσει για κάτι που είχε ακούσει απ’ την κυρία Φάρελ και την
είχε προβληματίσει.
«Ο κύριος Τράβερς δε σου είπε ό,τι περίμενες ν’ ακούσεις; Απογοητεύτη-
κες;» Δε θα την εξέπληττε αν η περιουσία δεν ήταν ό,τι περίμενε ο Ρό-
μπερτ. Το σπίτι ήταν σχετικά μικρό και στο κτήμα καλλιεργούνταν μόνο
τα εντελώς απαραίτητα για την κουζίνα. «Με συγχωρείς», βιάστηκε να
προσθέσει, προσέχοντας την αυστηρή έκφραση του άντρα της. «Δεν ήθε-
λα να φανώ αδιάκριτη...»
«Όχι, καθόλου αδιάκριτη», αντέτεινε εκείνος κοιτώντας την έντονα. Δεν
του είχε περάσει απ’ το μυαλό ότι η Ντέμπορα δεν είχε ιδέα για το μέγεθος
της περιουσίας που θ’ άλλαζε τη ζωή τους για πάντα.
Αυτό σήμαινε ότι δεν μπορούσε πια να αποδώσει την ενθουσιώδη συμ-
μετοχή της στη σεξουαλική περιπέτεια, στο γραφείο του, στην επιθυμία
της να καλοπιάσει τον αναπάντεχα πλούσιο σύζυγό της περιμένοντας α-
νταμοιβές για την ερωτική προθυμία της.
«Δεν πρόλαβα να σου μεταφέρω τι μου είπε ο Τράβερς», την ενημέρωσε.
Αν σκεφτόταν λογικά, θα καταλάβαινε ότι, αν η εντυπωσιακή ερωτική
ελευθεριότητά της οφειλόταν στην ιδιοτέλειά της, εκείνη δε θα είχε φύγει
μετά σε τόσο απροκάλυπτα έξαλλη κατάσταση. Θα μπορούσε να φάει το
μεσημεριανό του αντί να το στριφογυρίζει στο πιάτο του κακοδιάθετος
και να αναρωτιέται γιατί είχε απογοητευτεί τόσο πολύ ανακαλύπτοντας
ότι η Ντέμπορα ήταν σαν όλες τις άλλες γυναίκες.
«Ενώ γι’ αυτό σου ζήτησα να έρθεις στο γραφείο. Όμως... αποσπαστή-
καμε».
Η Ντέμπορα χαμήλωσε τα μάτια της, κάνοντας ένα κομμάτι βουτυρω-
μένο ψωμί ανάμεσα στα δάχτυλά της μια μπάλα από ζύμη.
Ο Ρόμπερτ έβαλε στο στόμα του ένα κομμάτι κρεατόπιτα, αποδίδοντας
την κίνησή της στην ντροπή της.
Όμως στο γραφείο του, η Ντέμπορα δεν είχε δείξει καμιά ντροπή. Βια-
ζόταν να σηκώσει τις φούστες της, για να μπει εκείνος μέσα της.
Μέχρι το πρωί, τη θεωρούσε ένα ντροπαλό και αποτραβηγμένο κορίτσι.
Και η δειλή ομολογία της νωρίτερα είχε επιβεβαιώσει την υποψία του ότι
ήταν μάλλον αφελής.
Τότε τι στο καλό την είχε πιάσει; Πριν από δυο μέρες ήταν αγνή και το
πρωί είχε κοντέψει να του σκίσει την πουκαμίσα στη βιασύνη της να κολ-
λήσει πάνω στο γυμνό δέρμα του.
Της άρεσε τόσο πολύ η πρώτη ερωτική εμπειρία της που δεν έβλεπε την
ώρα να την επαναλάβει; Είχε ομολογήσει ότι είχε χάσει τα λογικά της. Με-
τά ήταν που είχε νιώσει ντροπή.
Αφού ήταν κόρη εφημέριου, είχε μεγαλώσει με αυστηρές ηθικές αρχές.
Μήπως πίστευε ότι ήταν αμαρτία να απολαμβάνει το σεξ; Αυτό ήταν το
θέμα; Όχι τα χρήματα, αλλά η ηθική; Κάτι τέτοιο θα συμφωνούσε με την
αρχική του εκτίμηση για το χαρακτήρα της γυναίκας του.
«Ντέμπορα», της είπε όσο πιο ήπια μπορούσε, «δεν είναι κακό να απο-
λαμβάνεις τη συζυγική σχέση. Δε θυμάσαι τα λόγια της γαμήλιας τελετής;
Η αποχή είναι μια αξιέπαινη κατάσταση, αλλά κάποιοι άνθρωποι έχουν
παθιασμένη φύση κι εσύ είσαι ένας απ’ αυτούς».
Η Ντέμπορα πέταξε το ζυμάρι στο πιάτο της κι ευχήθηκε να είχε το κου-
ράγιο να του πει πόσο έξω έπεφτε. Η φύση της δεν ήταν παθιασμένη. Μέ-
χρι να τον γνωρίσει, ποτέ δεν επιζητούσε την αντρική προσοχή. Θα μπο-
ρούσε να περάσει ευχαριστημένη τη ζωή της χωρίς να παντρευτεί ποτέ.
Η γνωριμία της με τον Ρόμπερτ τα είχε αλλάξει όλα. Επειδή τον είχε ε-
ρωτευτεί!
Όταν δεν ήταν μαζί του, η σκέψη του και μόνο την έκανε να ριγεί από
πόθο. Όταν τον έβλεπε, λαχταρούσε πάντα το άγγιγμά του. Και όταν εκεί-
νος την άγγιζε, δεν ένιωθε πια σαν αδιάφορη γεροντοκόρη που δε θα της
έριχνε κανείς δεύτερη ματιά.
Τότε γινόταν η γυναίκα του λοχαγού Φόλεϊ κι η καρδιά της χτυπούσε με
τόσο πάθος, που τα επισκίαζε όλα εκτός απ’ την επίμονη απαίτηση του
κορμιού της να σμίξει μαζί του για να γίνουν ένα.
Όμως εκείνος δεν ήθελε να συζητούν για συναισθήματα. Έβρισκε αυτές
τις συζητήσεις «ρομαντικές αηδίες»!
Η Ντέμπορα γύρισε και κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο χωρίς να βλέπει.
«Δε χρειάζεται να ντρέπεσαι γι’ αυτό που είσαι», επέμεινε εκείνος. «Εγώ,
τουλάχιστον, χαίρομαι πολύ γι’ αυτό που είσαι».
Η Ντέμπορα σοκαρίστηκε όταν ένιωσε να ριγεί από ευχαρίστηση.
Ο Ρόμπερτ άπλωσε το χέρι του πάνω στο τραπέζι, της ανασήκωσε το
πιγούνι και της γύρισε το πρόσωπο προς το μέρος του. Κοιτώντας τη βα-
θιά στα μάτια, της είπε: «Ξέρεις πώς ένιωσα όταν έσφιξες την πλάτη μου
για να κάνω πιο γρήγορα καθώς σου σήκωνα τις φούστες;»
«Ρόμπερτ, σε παρακαλώ, μη...» Πώς ήταν δυνατόν να του άρεσε η ιδέα
χωρίς να ξέρει ότι εκείνη τον αγαπούσε; Η Ντέμπορα έκανε να γυρίσει το
κεφάλι της, αλλά το χέρι του έσφιξε το πιγούνι της.
«Όχι, Ντέμπορα, είναι πολύ αργά για να υποκριθείς ότι δεν απολαμβά-
νεις τις ιδιαίτερες στιγμές μας. Και γιατί να υποκριθείς άλλωστε;» Το χέρι
του χαλάρωσε στο πρόσωπό της. «Είμαστε παντρεμένοι. Δεν περίμενα
ποτέ», συνέχισε χαϊδεύοντας το πρόσωπό της τρυφερά τώρα που εκείνη
είχε πάψει να αντιστέκεται, «ότι θα μπορούσα...»
Ο Ρόμπερτ έκανε μια παύση πριν ομολογήσει το φόβο του πως δε θα έ-
νιωθε ποτέ ξανά άντρας. Είχε δεχτεί το γεγονός ότι, ακόμα κι αν ξανάβρι-
σκε ποτέ τις φυσικές ορμές του, οι επαφές του θα ήταν ζωώδεις, σύντο-
μες, επί χρήμασι, περιορισμένες σε σκοτεινά χαμαιτυπεία.
Ούτε που είχε ονειρευτεί ποτέ ότι θα του φιλούσε το πρόσωπο αυτή η
όμορφη γυναίκα, σαν να μην τον έβρισκε απωθητικό, προσφέροντάς του
και αντλώντας από κείνον ηδονή. Γι’ αυτό, συνειδητοποίησε ξαφνικά, ή-
ταν τόσο απογοητευμένος με τη σκέψη ότι το κίνητρό της, ίσως και για μια
υποκριτική ανταπόκριση στο κρεβάτι ακόμα, ήταν η παραδοπιστία της.
Ο Ρόμπερτ κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του. Είχε γνωρίσει αυτή τη
γυναίκα πριν από μερικές εβδομάδες και είχαν κάνει έρωτα πριν από μερι-
κές μέρες. Δε θα ξεγύμνωνε την ψυχή του, ενώ δεν είχε ιδέα για τα κίνητρά
της.
Έτσι, έσκυψε και τη φίλησε.
Για μια στιγμή, η Ντέμπορα αναρωτήθηκε αν έπρεπε να αντισταθεί.
Όμως ήταν ο επιθανάτιος ρόγχος της περηφάνιας της.
Ο Ρόμπερτ την ήθελε και, ακόμα κι αν η επιθυμία του ήταν μόνο σαρκι-
κή, ακόμα κι αν έμενε για πάντα σ’ αυτό το επίπεδο, δε θα τον αρνιόταν.
Άλλωστε τον ήθελε κι εκείνη. Θα ήταν υποκρίτρια αν υποστήριζε ή έδειχνε
το αντίθετο, ενώ με το παραμικρό άγγιγμα των χειλιών του στα δικά της
την κυρίευε ο πόθος.
Αναστέναξε μέσα στο στόμα του και τύλιξε τα χέρια της γύρω απ’ το
λαιμό του. Ο Ρόμπερτ δε χρειαζόταν άλλη ενθάρρυνση. Σηκώθηκε και την
τράβηξε απ’ την καρέκλα της, κολλώντας την πάνω του και διερωτώμενος
αν μετά το πρωινό επεισόδιο η συνείδησή της θα την έκανε ν’ αντισταθεί
στις ορμές της.
Όμως εκείνη, αντί ν’ αντισταθεί, πίεσε το κορμί της πάνω του ξέπνοη.
«Στο κρεβάτι», της είπε ανάμεσα στα φιλιά, σηκώνοντας ελάχιστα το
στόμα του γι’ αυτές τις δυο λέξεις καθώς προχωρούσαν.
Τα γόνατά της άγγιξαν την άκρη του στρώματος και οι δυο τους έπεσαν
μαζί, με τα άκρα τους πλεγμένα άγαρμπα.
Αποφασισμένη να σκεφτεί μόνο τις ανάγκες του, η Ντέμπορα τον ρώ-
τησε: «Δε χρειάζεσαι τον Λίνεϊ;»
«Αργότερα», μουρμούρισε τραχιά εκείνος, τραβώντας τις δαντέλες του
φορέματος της και κατεβάζοντας το μπούστο. «Πολύ αργότερα». Χαμή-
λωσε το κεφάλι του και πήρε στο στόμα του το στήθος της πάνω απ’ την
καμιζόλα της.
«Αυτά τα κουμπιά δε θα σε έκοβαν αν τα άνοιγες», της είπε. Η Ντέμπορα
ενθουσιάστηκε, ακούγοντας την πρόσκλησή του να του ξεκουμπώσει το
σακάκι. Γονάτισε στο κρεβάτι, όπου είχε καθίσει εκείνος για να τη διευκο-
λύνει. Δε θα ήταν δύσκολο να του βγάλει τα μανίκια αφού ο Ρόμπερτ δε
φορούσε το τεχνητό χέρι στο σπίτι, αλλά τα χείλη του ήταν κολλημένα
στο λαιμό της.
«Τώρα την πουκαμίσα σου;» τον ρώτησε, διστάζοντας να προχωρήσει
χωρίς τη δική του συμφωνία.
Όταν θα τον είχε αφήσει γυμνόστηθο, ο Ρόμπερτ δε θα μπορούσε να
κρύψει το σημάδι στο αριστερό μέρος του στέρνου του.
Όταν της έγνεψε καταφατικά, η Ντέμπορα ένιωσε συγκινημένη που της
επέτρεπε να κάνει κάτι τόσο προσωπικό. Ήταν απλό να λύσει το πουκά-
μισο και να του το περάσει πάνω απ’ το κεφάλι, αλλά, επειδή έτρεμε μή-
πως έχανε την εμπιστοσύνη του αυτή την κρίσιμη στιγμή, φρόντισε να μην
κοιτάζει το αριστερό χέρι του και τον φίλησε στο στόμα, πετώντας την
πουκαμίσα στο πάτωμα.
Ελεύθερος απ’ το εμπόδιο των ρούχων, ο Ρόμπερτ τη γύρισε από κάτω
του, ξαναπαίρνοντας τα ηνία. Δαγκώνοντας τη λαιμόκοψη της καμιζόλας
της, τράβηξε το ύφασμα και το έσκισε στο σημείο του στήθους. Ίσως να
της έσκιζε τα ρούχα, επειδή δεν μπορούσε ν’ ανοίξει τα κουμπώματα, αλ-
λά ήταν διεγερτικό!
Η Ντέμπορα στριφογύριζε από κάτω του, με τα χέρια της, στην πλάτη
του, ενώ η γλώσσα, τα δόντια και τα χείλη του γεύονταν κάθε πόντο της.
Τα πόδια της ήταν παγιδευμένα στις φούστες της κι εκείνη ήθελε ν’ α-
νοίξει τους μηρούς της για να τον νιώσει ανάμεσά τους. Σαν να είχε μα-
ντέψει τη σκέψη της, εκείνος έλυσε την κοινή δυσκολία τους, σκίζοντας τη
λεπτή μουσελίνα απ’ τον αστράγαλο μέχρι τη μέση της.
Για μια στιγμή, η Ντέμπορα στενοχωρήθηκε που θα έχανε το μοναδικό
φόρεμά της, αλλά θυμήθηκε τη δεδηλωμένη πρόθεσή του να την κρατήσει
γυμνή στο κρεβάτι του για ένα αόριστο χρονικό διάστημα και ο πόθος της
εξανέμισε κάθε πρακτικό προβληματισμό.
Ο Ρόμπερτ δεν μπορούσε να βγάλει το παντελόνι του. Όταν εκείνη είχε
μπει στο δωμάτιο, ήταν ξαπλωμένος με όλα του τα ρούχα στο κρεβάτι.
Τώρα, ενώ αφαιρούσαν μανιασμένα τα τελευταία ρούχα που τους εμπόδι-
ζαν, της πέρασε φευγαλέα η σκέψη απ’ το μυαλό ότι οι μπότες του θα λέ-
ρωναν το κάλυμμα.
Όμως, όταν έσμιξαν, απ’ το μυαλό της πέταξε κάθε λογική σκέψη. Τον
αγαπούσε. Πόσο τον αγαπούσε... Και η αίσθηση του κορμιού του μέσα στο
δικό της, η αγκαλιά του και ο πόθος του έριξαν λάδι στη φωτιά του δικού
της πάθους.
Μετά, ενώ ήταν ξαπλωμένοι ο ένας δίπλα στον άλλον, ανάμεσα στα κα-
τεστραμμένα ρούχα τους, οι φόβοι και οι αμφιβολίες τρύπωσαν πάλι στο
μυαλό της. Μ’ ένα του φιλί, έχανε το μυαλό της. Πώς θα εξηγούσε στην
κυρία Φάρελ το βερνίκι απ’ τις μπότες του πάνω στο ωραίο λευκό κάλυμ-
μα;
Και η αλήθεια ήταν ότι χρειαζόταν ρούχα. Μπορούσε να δανειστεί μια
πουκαμίσα του άντρα της, σκέφτηκε, δαγκώνοντας τα χείλη της. Ή να
στείλει μια καμαριέρα να φέρει ένα απ’ τα άχαρα φορέματα της δεσποινί-
δας Λάμπτον για τις ώρες που θα έπρεπε να περνά εκτός της κρεβατοκά-
μαρας...
«Σταμάτα», είπε τραχιά ο Ρόμπερτ.
«Τι να σταματήσω;»
«Να σκέφτεσαι. Έχεις τεντωθεί σαν ελατήριο απ’ την αγωνία».
Την έσφιξε πάνω του, φιλώντας την κορυφή του κεφαλιού της.
Στην ευχή το κάλυμμα, σκέφτηκε η Ντέμπορα, κουρνιάζοντας πάνω
του, με το χέρι της γύρω απ’ τη μέση του. Στην ευχή και οι υπηρέτες. Ας πί-
στευαν ό,τι ήθελαν.
Όσο με θέλει ο Ρόμπερτ στο κρεβάτι του, θα μ ’ έχει.
Και μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη, αποκοιμήθηκε γαλήνια.
Ο Ρόμπερτ άλλαξε λίγο θέση για να την κοιτάξει. Το κεφάλι της ήταν
ακουμπισμένο στον τραυματισμένο ώμο του και τα μαλλιά της ήταν χυμέ-
να στο μπράτσο του ακρωτηριασμένου χεριού του σαν σεντόνι από απαλό
μετάξι.
Η καρδιά του σκίρτησε με την εικόνα της. Είχε μια λαμπερή τελειότητα,
έτσι κουλουριασμένη με τόση εμπιστοσύνη στο ταλαιπωρημένο κορμί
του.
Δεν ήταν τρυφερότητα αυτό.
Δεν ήταν!
Ήταν η θέρμη που πλημμύριζε καμιά φορά έναν άντρα ύστερα από μια
ικανοποιητική σεξουαλική επαφή. Και ήταν φυσικό να νιώθει ικανοποιη-
μένος με την εξέλιξη των πραγμάτων. Φοβόταν ότι δε θα ξανάβλεπε μια
πρόθυμη γυναίκα στο κρεβάτι του.
Η Ντέμπορα όχι μόνο ήταν πρόθυμη, αλλά και τον διέγειρε σε σημείο
που έκαναν έρωτα δυο φορές τη μέρα!
Λογικό ήταν να νιώθει μια θέρμη όταν την κοιτούσε κοιμισμένη στην
αγκαλιά του.
Του είχε προσφέρει τόσα πράγματα για να είναι ευγνώμων.
***
Κατά τη διάρκεια των δυο επόμενων εβδομάδων, ο Ρόμπερτ σιγουρεύ-
τηκε ότι η πρόταση γάμου που είχε κάνει στην Ντέμπορα ήταν εμπνευ-
σμένη ιδέα. Εκείνη είχε χωνέψει τα λόγια του, ότι η απόλαυση του συζυγι-
κού σεξ δεν ήταν αμαρτία. Παρ’ ότι δεν έκανε ποτέ την πρώτη κίνηση, πά-
ντα ανταποκρινόταν με μεγάλη προθυμία στις δικές του πρωτοβουλίες.
Κάποια φορά, μάλιστα, τον είχε κάνει να γελάσει, γέρνοντας το κεφάλι
της στο πλάι και χτυπώντας σκεφτική το δάχτυλό της στο πιγούνι της πριν
του πει: «Πάλι καλά που είμαι τόσο πρακτική και δε μ’ ενδιαφέρει η τύχη
των ρούχων μου».
Παρ’ όλο που ο Ρόμπερτ είχε ανακοινώσει ότι θα περιόριζαν τις ερωτι-
κές περιπτύξεις τους στην κάμαρά τους, σύντομα ανακάλυψε ότι μπορού-
σαν να κάνουν παντού έρωτα, παρά την αναπηρία του, αν το έβαζε εκείνη
στο νου της.
Ήταν ένα θαύμα.
Την κοίταξε απέναντι του στην τραπεζαρία, θαυμάζοντας τις ανταύγειες
που τόνιζε το φως των κεριών στα μαλλιά της και αναρωτήθηκε πώς υ-
πήρχε πριν εμφανιστεί στη ζωή του εκείνη.
Η σκέψη ήταν σαν κουβάς με παγωμένο νερό. Σκόπευε να περάσει μόνο
μια εβδομάδα το πολύ στο Ντόβκοτ ώστε να κλείσει τα νομικά ζητήματα
και να επιθεωρήσει την περιουσία του. Η φιλοδοξία του ήταν να επιστρέ-
φει στο Λονδίνο για να επιδείξει τον πλούτο του στον Πέρσι Λάμπτον.
Όμως η Ντέμπορα είχε ανατρέψει τα σχέδιά του. Είχε περάσει πάνω από
ένα δεκαπενθήμερο και το μόνο που είχε κάνει εκείνος ήταν να διαπιστώ-
σει ότι ένας ανάπηρος μπορούσε να κάνει παντού έρωτα αν η σύντροφός
του ήταν αρκετά αποφασισμένη.
Αφήνοντας με δύναμη το ποτήρι του κρασιού του στο τραπέζι, την κοί-
ταξε αυστηρά.
«Αρκετά χαριεντιστήκαμε εδώ! Αύριο πρέπει να επιστρέψουμε στο Λον-
δίνο».
Το βλοσυρό ύφος του και ο κοφτός τόνος του προσγείωσαν την Ντέ-
μπορα ανώμαλα στην πραγματικότητα. Ξαφνικά, της έγινε σαφές ότι είχε
επιτρέψει στον εαυτό της να ελπίζει πως η έντονη ερωτική ζωή τους τον
τελευταίο καιρό σήμαινε και μια αλλαγή στα αισθήματά του απέναντι της.
Όμως η λέξη «χαριεντιστήκαμε» ήταν σαν πάγος στα πρώιμα, εύθραυ-
στα μπουμπούκια των ελπίδων της που είχαν ανοίξει στην ασυνήθιστη ζέ-
στη κάποιων χειμωνιάτικων ημερών. Ένας άντρας «χαριεντιζόταν» με την
υπηρέτρια. Όχι με τη δική τους Μέι, βέβαια, γιατί, αν ένας άντρας επιχει-
ρούσε αυτή τη βλακεία μαζί της, θα κατέληγε μ’ ένα τηγάνι στο κεφάλι για
την αναίδειά του.
Η Ντέμπορα κοίταξε το πιάτο της, πιέζοντας τον εαυτό της να κόψει το
ψητό περιστέρι σαν να μην είχε γκρεμιστεί κάθε όνειρο ευτυχίας με το
σχόλιό του.
Βουτώντας προσεκτικά το κρέας στη σάλτσα, το έφερε στο στόμα της
και το μάσησε αργά, προσπαθώντας να βρει μια απάντηση που δε θα την
έκανε ν’ ακουστεί σαν κακομαθημένο παιδί.
Ο Ρόμπερτ δεν της είχε υποσχεθεί ποτέ την αγάπη του. Θα ήταν ανοησία
εκ μέρους της να τον απομακρύνει παραπονούμενη ότι την πλήγωνε, υπο-
τιμώντας τη σχέση τους σαν να ήταν μόνο σαρκική. Άλλωστε αυτό ακρι-
βώς ήταν.
Εκείνη πάντως θα φύλαγε για πάντα στην καρδιά της τις αναμνήσεις
των δυο εβδομάδων που είχαν περάσει στο Ντόβκοτ. Ζούσαν σαν κανονι-
κοί εραστές, ανίκανοι να πάρουν τα χέρια τους ο ένας απ’ τον άλλον. Παρ’
ότι δε σήμαινε τίποτα ιδιαίτερο για τον άντρα της, για κείνη ήταν περίοδος
του μέλιτος. Δε θα επέτρεπε σε οργισμένα λόγια και μικρόψυχες κατηγο-
ρίες ν’ αμαυρώσουν αυτές τις μαγικές στιγμές.
«Θα χαρώ να ξαναδώ τη μητέρα μου», κατάφερε να του πει τελικά. «Α-
νησυχώ λίγο που δεν έχω λάβει καμία επιστολή απ’ την ίδια ή τη Σουζάνα.
Δεν μπορεί να μην έχουν τη διεύθυνση», συνέχισε, «αφού έστειλαν τα
πράγματά μου».
Οι αρχικοί φόβοι της ότι θα αναγκαζόταν να κυκλοφορεί στο σπίτι με
πουκαμίσες του άντρα της είχαν αποδειχτεί αβάσιμοι. Μια μέρα αφότου
είχαν καταστρέψει το ολόλευκο κάλυμμα της Γιουφέμια Λάμπτον, είχε
εμφανιστεί ένας μεταφορέας στο κατώφλι τους με τα πράγματά της.
Ο λοχαγός Φόλεϊ έσμιξε περισσότερο τα φρύδια του. Υποψιαζόταν ότι,
αν ο Λάμπτον δεν είχε αλλάξει, θα είχε παρατήσει τη δεσποινίδα Χάλ-
γουορθι τη στιγμή που θα είχε μάθει για το γάμο του με την Ντέμπορα,
αφήνοντάς την έκθετη σε κακεντρεχή σχόλια. Η κυρία Γκίλις προφανώς
δεν ήθελε να χαλάσει το μήνα του μέλιτος της κόρης της με μια τέτοια εί-
δηση. Το περίεργο ήταν ότι η δεσποινίς Χάλγουορθι δεν είχε γράψει στη
φίλη της για το πάθημά της.
«Μάλλον θα είχαν τους λόγους τους».
«Σύντομα θα τις δω και θα μιλήσουμε, κάτι που είναι πολύ καλύτερο
από οποιαδήποτε επιστολή».
Η Ντέμπορα σκέφτηκε ότι ένιωθε καλύτερα μιλώντας για τη μητέρα και
τη φίλη της. Θα χαιρόταν πολύ να τις ξαναδεί. Ίσως η μητέρα της να τη
συμβούλευε όταν θα την άκουγε να της μιλάει εκ βαθέων, βοηθώντας τη
να χειριστεί καλύτερα αυτό τον άνισο γάμο.
«Θα προτιμούσα να ξεκινήσουμε νωρίς», δήλωσε ο Ρόμπερτ κοιτώντας
την προκλητικά.
Περίμενε από κείνη να φέρει αντιρρήσεις, να παραπονεθεί ότι την ειδο-
ποιούσε τελευταία στιγμή, μη δίνοντάς της αρκετό χρόνο να μαζέψει τα
πράγματά της. Αφήνοντας την πετσέτα της δίπλα στο πιάτο, η Ντέμπορα
σηκώθηκε μ’ ένα θλιμμένο χαμόγελο.
«Τότε είναι καλύτερα ν’ αποσυρθούμε νωρίς».
Η τελευταία νύχτα τους στο σπίτι όπου υπήρξε τόσο ευτυχισμένη. Την
επομένη, θα επέστρεφαν στο Λονδίνο κι εκείνη είχε ένα άσχημο προαί-
σθημα ότι θα επέστρεφαν στην πραγματικότητα.
Στο Λονδίνο, θα ανακάλυπτε τι σήμαινε για τον άντρα της ο γάμος μαζί
της.
Εκτός αν δε σήμαινε τίποτα απολύτως.
***
Η άμαξά τους σταμάτησε μπροστά στο Γουόλτον Χάουζ αργά το επόμε-
νο απόγευμα.
«Θα μείνουμε στα διαμερίσματα που μου είχε παραχωρήσει ο αδερφός
μου», της είχε εξηγήσει ο Ρόμπερτ στο ταξίδι απ’ το Μπέρκσαϊρ. «Παρ’ ότι
θα ήθελα ν’ αρχίσουμε αμέσως να ψάχνουμε για δικό μας σπίτι. Έχεις κα-
μιά προτίμηση;»
«Εγώ;» Η Ντέμπορα είχε ξαφνιαστεί όταν ο άντρας της είχε ζητήσει τη
γνώμη της, επειδή υπέθετε ότι θα έκανε του κεφαλιού του, αγνοώντας τις
αντιρρήσεις που πιθανόν να είχε εκείνη.
«Ναι, εσύ. Θα είναι και δικό σου σπίτι. Μην ξεχνάς ότι τα χρήματα δεν εί-
ναι πλέον θέμα. Η Γιουφέμια Λάμπτον μου έχει αφήσει μια τεράστια πε-
ριουσία». Ο Ρόμπερτ συνοφρυώθηκε, καθώς θυμήθηκε ότι δεν είχαν κάνει
καμιά σοβαρή συζήτηση. Όποτε ήταν μόνοι, η συζήτηση ήταν το τελευ-
ταίο πράγμα στο μυαλό τους.
Δεν είχε ιδέα τι συνέβαινε στο μυαλό πίσω απ’ τα λάγνα καστανά μάτια
της, όπως δεν είχε απ’ την πρώτη μέρα του γάμου τους. Η Ντέμπορα τον
συνάρπαζε, τον θάμπωνε και τον διέγειρε με την ενεργή συμμετοχή της
στον έρωτα. Σωματικά, ναι, ήταν δεμένοι, όσο ήταν δυνατόν να δεθούν
δυο άνθρωποι.
Στην πραγματικότητα, όμως, δεν την ήξερε.
«Η περιουσία μου είναι σε μορφή τίτλων σε διάφορες επιχειρήσεις.
Μπορείς να διαλέξεις ένα σπίτι σε όσο ακριβή γειτονιά θέλεις».
«Δεν... το είχα σκεφτεί», ομολόγησε η Ντέμπορα.
Ο Ρόμπερτ την κοίταξε βλοσυρά, σαν να είχε αγανακτήσει με τα λόγια
της, αλλά περιορίστηκε να πει: «Ίσως να προσλάβουμε ένα μεσίτη για να
μας ενημερώσει σχετικά με την κτηματαγορά, πριν λάβουμε οποιαδήποτε
απόφαση».
«Πολύ καλά».
«Στο μεταξύ, θ’ ανοίξεις λογαριασμούς σε μοδίστρες, κοπελούδες και
όπου αλλού θέλεις. Η λαίδη Γουόλτον θα σε καθοδηγήσει μετά χαράς, εί-
μαι βέβαιος. Είναι πάντα ντυμένη στην τρίχα».
Αντίθετα από μένα, αναλογίστηκε η Ντέμπορα, πασχίζοντας να πνίξει
τον πόνο της. Κάποτε ο Ρόμπερτ της είχε πει ότι την ήθελε πολύ περιποιη-
μένη. Σαν τη λαίδη Γουόλτον. Η αγαπητή του φίλη, σκέφτηκε, σφίγγοντας
τα χείλη της ενοχλημένη. Σ’ αυτήν εκμυστηρευόταν τα πάντα, ενώ στη γυ-
ναίκα του δεν έλεγε λέξη. Δεν την εμπιστευόταν καν για την αγορά της ί-
διας της γκαρνταρόμπας της και, σαν να μην έφτανε αυτό, της της γκαρ-
νταρόμπας της και, σαν να μην έφτανε αυτό, της φόρτωνε και μια επιτη-
ρήτρια για να σιγουρευτεί ότι εκείνη δε θα έδειχνε πια επαρχιώτισσα.
Ένας εντυπωσιακός υπηρέτης με λιβρέα σε ασημί και γαλάζιο χρώμα
υποκλίθηκε στην είσοδο όταν ο Λίνεϊ χτύπησε την πόρτα.
Ο Ρόμπερτ διέσχισε το χολ ανοίγοντας την πόρτα και γύρισε για να πει:
«Αν δε σε ικανοποιεί η διαμονή σου εδώ, μη μου παραπονεθείς. Θα μεί-
νουμε μόνο μέχρι να επιλέξεις το καινούριο σου σπίτι». Και μ’ αυτά τα λό-
για την άφησε σαστισμένη στο χολ.
Προς μεγάλη έκπληξη της Ντέμπορα, αυτός που έσπευσε να τη σώσει
ήταν ο Λίνεϊ.
«Μη δίνετε σημασία, κυρία. Κάνει έτσι όταν πονάει το πόδι του, κάτι που
συμβαίνει πάντα στα μεγάλα ταξίδια. Τώρα που έχει τόσα χρήματα, ελπί-
ζω να τον πείσετε ν’ αγοράσει πρώτα μια άμαξα με καλές αναρτήσεις για
να σταματήσει να νοικιάζει σακαράκες».
«Σ’ ευχαριστώ, Λίνεϊ», είπε η Ντέμπορα, παρ’ ότι δεν ήξερε γιατί ο υπη-
ρέτης τη θεωρούσε ικανή ν’ ασκήσει οποιαδήποτε επιρροή στο δύστροπο
άντρα της.
Διέσχισε το χολ και κοντοστάθηκε στο κατώφλι των διαμερισμάτων
του άντρα της για να μάθει το λόγο της προειδοποίησής του.
Το καθιστικό ήταν πολύ αντρικό, έπρεπε να ομολογήσει, με μεγάλους
δερμάτινους καναπέδες και πολυθρόνες σ’ ένα πάτωμα αγυάλιστο για πο-
λύ καιρό. Ο Ρόμπερτ είχε ξαπλώσει σ’ έναν απ’ τους καναπέδες γύρω απ’
το σβηστό τζάκι, κρατώντας ήδη στο χέρι του ένα κρυστάλλινο ποτήρι με
ποτό. Η εικόνα επιβεβαίωνε την υπόθεση του Λίνεϊ.
«Από δω είναι η κρεβατοκάμαρα, κυρία», είπε ο Λίνεϊ, ανοίγοντας μια
πόρτα δεξιά απ’ το τζάκι.
Η Ντέμπορα έριξε μια ματιά μέσα και βρήκε ένα εξίσου αντρικό δωμά-
τιο, μ’ ένα γερό κρεβάτι από ξύλο βελανιδιάς, βαριά έπιπλα και γυμνό ξύ-
λινο πάτωμα. Ο νιπτήρας, παρατήρησε με κάποια δυσφορία, ήταν τοπο-
θετημένος δίπλα στην ντουλάπα. Πράγμα που σήμαινε ότι δε θα μπορού-
σε να κάνει την τουαλέτα της με την άνεσή της, εκτός αν έδιωχνε τον ά-
ντρα της απ’ το κρεβάτι του κάθε πρωί. Τα πρακτικά ζητήματα, όπως τα
είχε χαρακτηρίσει ο Ρόμπερτ, θα ήταν λίγο δύσκολο να διευθετηθούν. Κά-
τω απ’ το κρεβάτι, υπήρχε ένα τροχήλατο ράντσο, στο οποίο κοιμόταν ο
Λίνεϊ.
Ο υπηρέτης το κοίταξε καλά καλά κι ύστερα έσκυψε προς το μέρος της
και της ψιθύρισε: «Θα εγκατασταθώ στα δωμάτια υπηρεσίας, κυρία. Δε με
χρειάζεται όπως παλαιότερα, αφού έχει εσάς τώρα. Και αν συναντήσετε
δυσκολίες, το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να με καλέσετε με το κου-
δουνάκι. Θα έρθω στο λεπτό... Αυτή η πόρτα οδηγεί στην πίσω αυλή», συ-
νέχισε με πιο δυνατή φωνή, δείχνοντας την πόρτα στην αντικρινή γωνιά
του καθιστικού.
«Η σύζυγός μου θα χρησιμοποιεί την κεντρική είσοδο του σπιτιού και δε
θα μπαινοβγαίνει απ’ την πίσω πόρτα σαν τον κλέφτη», φώναξε τραχιά ο
Ρόμπερτ απ’ τον καναπέ.
«Δηλαδή υπήρχαν γυναίκες που μπαινόβγαιναν απ’ αυτή την πόρτα;»
ρώτησε η Ντέμπορα καθώς καθόταν στον καναπέ απέναντι απ’ τον άντρα
της, βγάζοντας τα γάντια της. Αν δεν κατάφερνε να κάνει πιο ανάλαφρη
την ατμόσφαιρα, φοβόταν ότι θα ξεσπούσε σε δάκρυα.
«Μια δυο», απάντησε ξερά εκείνος, πίνοντας το υπόλοιπο ποτό του
προτού ρίξει πίσω το κεφάλι του, αν και συνέχισε να την κοιτάζει στα μά-
τια.
«Πρέπει να είχες πολύ ενδιαφέρουσα ζωή πριν με παντρευτείς. Ελπίζω
να μη σου τη χάλασα».
«Καλύτερα να κλειδώνουμε την πόρτα τώρα που θα μένεις εδώ», είπε ο
Ρόμπερτ, αγνοώντας την προσπάθειά της να κάνει χιούμορ. «Λίνεϊ, φρό-
ντισε να περνάνε όλοι απ’ την κεντρική είσοδο».
Η Ντέμπορα έβγαλε το καπελίνο της και το άφησε στο μαξιλάρι δίπλα
της.
«Να σας φέρω κάτι να πιείτε;» ρώτησε ο Λίνεϊ.
Ενώ ο Λίνεϊ έπαιζε το ρόλο του οικοδεσπότη, ο άντρας της έμεινε ξα-
πλωμένος, κοιτώντας τη βλοσυρά.
«Ναι, ευχαριστώ. Τι υπάρχει;»
«Στο ισόγειο υπάρχουν μόνο αλκοολούχα και μπίρα. Όμως υποθέτω ότι
το προσωπικό του κόμη Γουόλτον θα μπορούσε να σας ετοιμάσει ένα
τσάι».
«Ναι, Λίνεϊ, σ’ ευχαριστώ. Θα ήταν ό,τι πρέπει».
Ο Λίνεϊ υποκλίθηκε χαμογελώντας ευγενικά και βγήκε απ’ το καθιστικό.
Η Ντέμπορα έπαιξε με τις κορδέλες του καπελίνου της, διερωτώμενη αν
υπήρχε κάποιο ανώδυνο θέμα που μπορούσαν να συζητήσουν χωρίς να
της τα ψάλει πάλι ο άντρας της.
«Λοιπόν;» της πέταξε εκείνος. «Μπορείς να ζήσεις σε διαμερίσματα με
δυο δωμάτια που έχουν διαρρυθμιστεί ειδικά για να διευκολύνουν τη ζωή
ενός σακάτη;»
Τότε κατάλαβε η Ντέμπορα γιατί το πάτωμα ήταν γυμνό και αγυάλιστο.
Επειδή στα χαλιά και στις ολισθηρές επιφάνειες ο Ρόμπερτ θα κινδύνευε
ενώ μάθαινε να περπατά πρώτα με την πατερίτσα και μετά με το τεχνητό
μέλος. Είχε εγκατασταθεί στο ισόγειο για να μην ανεβοκατεβαίνει σκάλες.
Και προφανώς η αυλή ήταν στο ίδιο επίπεδο με τα διαμερίσματα.
Για πρώτη φορά, πρόσεξε ότι στο χώρο δεν υπήρχαν μικρά τραπεζάκια,
αλλά ένα μεγάλο γραφείο μόνο, κάτω απ’ το παράθυρο, με δυο καρέκλες
για να εξυπηρετεί και ως τραπεζαρία. Η Ντέμπορα θυμήθηκε την κουπα-
στή δίπλα στο κρεβάτι, εκεί που κανονικά θα έπρεπε να υπήρχε ένα κομο-
δίνο, και τα φαρδιά σκαλιά που θα τον διευκόλυναν να ξαπλώνει και να
σηκώνεται. Κάθε αντικείμενο ξεχωριστά δεν ήταν τίποτα ιδιαίτερο, αλλά
το σύνολο παρέπεμπε ευθέως στην αναπηρία του.
Και ο Ρόμπερτ αισθανόταν άσχημα που εκείνη τα είχε δει όλα αυτά.
«Είναι σαν όλα τα εργένικα διαμερίσματα, υποθέτω», είπε η Ντέμπορα,
ανασηκώνοντας λίγο τους ώμους της. «Γιατί να μ’ ενοχλεί κάτι; Στο κάτω
κάτω της γραφής...» Τον κοίταξε ναζιάρικα. «... δεν άκουσα εσένα να πα-
ραπονιέσαι ποτέ για τους θηλυκούς φραμπαλάδες που δέσποζαν στη δια-
κόσμηση του Ντόβκοτ».
«Χμμ...» Ο Ρόμπερτ την κοίταξε καχύποπτα. «Έχεις ένα ταλέντο στο να
βλέπεις τη θετική πλευρά των πραγμάτων». Έσφιξε τα χείλη του. «Αν είχες
γίνει δασκάλα, θα έβρισκες κάποιο εδάφιο απ’ τις Γραφές για να εγκαρ-
διώνεσαι τις δύσκολες μέρες».
Η Ντέμπορα στενοχωρήθηκε, ακούγοντας την πικρία στον τόνο του. Και
η ανακούφισή της ήταν μεγάλη όταν ο Λίνεϊ επέτρεψε, επειδή την απάλ-
λαξε απ’ την υποχρέωση να απαντήσει.
«Η λαίδη Γουόλτον έμαθε ότι επιστρέψατε και ρωτά αν θα θέλατε να της
κάνετε συντροφιά στο καθιστικό της. Θέλει να συζητήσετε για το χορό».
«Ποιο χορό;» ρώτησε η Ντέμπορα.
«Να πάρει η οργή!» βλαστήμησε ο Ρόμπερτ. «Είχα ξεχάσει τον αναθεμα-
τισμένο χορό». Ανακάθισε και έτριψε κουρασμένα το πρόσωπό του.
Πώς είχε ξεχάσει το χορό που θα έδινε στο Γουόλτον Χάουζ; Ήταν μέρος
του σχεδίου του να τρίψει στη μούρη του Πέρσι Λάμπτον το θρίαμβό του.
Και ο αδερφός του δεν έβλεπε την ώρα να βοηθήσει.
«Θα είναι μια δημόσια επίδειξη της οικογενειακής αλληλεγγύης», είχε πει
ο Τσαρλς. «Ένας τρόπος να βάλουμε τέλος στις μοχθηρές φήμες σχετικά
με τη γέννησή σου, αν και δεν κατανοώ πώς εξακολουθούν να κυκλοφο-
ρούν τόσο καιρό. Όποιος έχει μπει στην αίθουσα με τα πορτρέτα του Γου-
άικ μπορεί να δει αμέσως ότι εσύ είσαι περισσότερο από μένα ένας Φόλεϊ!»
«Υποθέτω ότι ο τρόπος με τον οποίο παντρεύτηκα θα προ- καλέσει πε-
ρισσότερα κουτσομπολιά απ’ όσα θα σταματήσουν μ’ ένα χορό», είχε α-
ντιτείνει ο Ρόμπερτ.
Ο κόμης είχε χαμογελάσει παγερά. «Όμως θα ξεχωρίσουν τα ξερά απ’ τα
χλωρά».
Η τοπική κοινωνία θα χωριζόταν ανάμεσα σ’ εκείνους που ήθελαν να
διατηρήσουν την εύνοια του κόμη και σ’ εκείνους που θα υποστήριζαν
τους Λάμπτον. Ο μαρκήσιος του Λένσμπορο θα ήταν με το μέρος τους, βέ-
βαια, και ήταν άνθρωπος με μεγάλη επιρροή. Η παρουσία του θα εξασφά-
λιζε την αποδοχή του νεόνυμφου ζεύγους απ’ τον κύκλο του.
Οι αληθινοί φίλοι του Ρόμπερτ, οι σύντροφοί του απ’ το στρατό, θα έ-
στεκαν στο πλευρό του σε κάθε περίπτωση. Όσο για την υπόλοιπη κοινω-
νία, δεν του καιγόταν καρφί! Οι Λάμπτον θα διέδιδαν ψευτιές, αποκαλώ-
ντας τον σφετεριστή, λέγοντας ότι είχε κερδίσει την περιουσία του με α-
πάτες. Όμως εκείνος ήταν συνηθισμένος στη μοχθηρία τους. Για κείνους
θα ήταν πάντα ο απόβλητος.
Ο Ρόμπερτ ανυπομονούσε να βρεθεί ανάμεσα στους ευγενείς που τον
είχαν εκτοπίσει κοινωνικά εξαιτίας των ψεμάτων των Λάμπτον. Όμως μια
νύχτα στο κρεβάτι της Ντέμπορα τον είχε κάνει να τα ξεχάσει όλα.
Την αγριοκοίταξε. «Η γαμήλια δεξίωσή μας θα γίνει σε δυο εβδομάδες.
Ημέρα Παρασκευή. Καλύτερα πήγαινε να μάθεις τι έχει κανονίσει η λαίδη
Γουόλτον και να της προσφέρεις όση βοήθεια μπορείς, έστω καθυστερη-
μένα. Στην κατάστασή της δεν πρέπει να τα αναλάβει όλα μόνη».
Το στομάχι της Ντέμπορα σφίχτηκε. Ο άντρας της την κατηγορούσε ε-
πειδή δεν είχε οργανώσει ένα χορό που δεν της ήταν γνωστό ότι θα δινό-
ταν.
«Άντε!» γρύλισε ο Ρόμπερτ, ενώ εκείνη καθόταν παγωμένη στον καναπέ
κοιτώντας τον αμίλητη. «Μην περιμένεις να σου φέρουν τσάι εκεί. Η Ελοΐζ
δεν το βάζει στο στόμα της αυτό το πράγμα».
«Εσύ δε θα έρθεις;»
«Όχι βέβαια!» Τι ήξερε εκείνος από χορούς; Αυτά ήταν γυναικείες δου-
λειές. Θα περνούσαν ευχάριστα και θα ήταν μια καλή ευκαιρία για να γνω-
ριστούν καλύτερα η Ντέμπορα με την Ελοΐζ. Η κόμισσα είχε λίγες στενές
φίλες, αλλά ήδη είχε συμπαθήσει την Ντέμπορα για κάποιον άγνωστο
στον ίδιο λόγο.
«Το μόνο που θέλω εγώ είναι το κρεβάτι μου. Και λίγη ησυχία». Έπρεπε
να βγάλει το τεχνητό μέλος, επειδή το φορούσε πολλές ώρες και τον πο-
νούσε αφόρητα.
Ήταν το τίμημα της ματαιοδοξίας. Ο Ρόμπερτ δεν ήθελε να τον δει η γυ-
ναίκα του να τριγυρνάει με τις πατερίτσες. Και δεν καλούσε πια τον Λίνεϊ
κάθε βράδυ για να του τρίψει με αλοιφή το πόδι, επειδή η Ντέμπορα δυ-
σφορούσε με την παρουσία του υπηρέτη στην κρεβατοκάμαρά τους.
Η Ντέμπορα σηκώθηκε κάπως κουμπωμένη και πήγε στην πόρτα.
Ο άντρας της ήθελε λίγη ησυχία. Με άλλα λόγια, τον ενοχλούσε. Γι’ αυτό
είχε αποφασίσει τόσο ξαφνικά να επιστρέψουν στο Λονδίνο. Όχι μόνο τον
είχαν κουράσει οι «χαριεντισμοί», αλλά και ήθελε να ξαναζήσει όπως πριν.
Δε θα μπορούσε να της πει με πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι, αν δεν ήταν να
κληρονομήσει την περιουσία, δε θα την είχε παντρευτεί ποτέ.
Κεφάλαιο 10
Η Ντέμπορα έχασε την αίσθηση του χρόνου στη σκοτεινή φυλακή της.
Απ’ την ώρα που ο αδύνατος άντρας είχε κόψει μια τούφα από τα μαλ-
λιά της, η πόρτα είχε ανοίξει τρεις φορές και ο εύσωμος άντρας που την εί-
χε χτυπήσει της είχε φέρει ένα πιάτο με ψωμοτύρι κι ένα φλιτζάνι με κάτι
που μύριζε σαν μπίρα.
Την πρώτη φορά, παρ’ ότι ο λαιμός της πονούσε ακόμα στο σημείο που
την είχε σφίξει, σχεδόν πνίγοντάς τη, δεν ήθελε να πιει την μπίρα. Η σκέψη
να χρησιμοποιήσει μετά τον κουβά και να δει τον άντρα να τον αδειάζει,
χαμογελώντας ειρωνικά, ή να τον αφήσει να βρομίσει ήταν φρικτή.
Έτσι, είχε κόψει ένα κομμάτι του μεσοφοριού της, το είχε βουτήξει στην
μπίρα και το είχε βάλει στο μέτωπό της, με την ελπίδα να καθαρίσει με το
οινόπνευμα το τραύμα που αιμορραγούσε ακόμα.
Τελικά ένιωσε χειρότερα. Όχι μόνο την έτσουζε, αλλά και είχε καταλήξει
να βρομάει μπίρα.
Σε λίγο άρχισε να ξύνεται. Και ανακάλυψε ότι το στρώμα στο οποίο κα-
θόταν ήταν γεμάτο ψύλλους. Πετάχτηκε πάνω έντρομη και πήγε στην άλ-
λη άκρη του κελιού. Μόνο που δεν μπορούσε να μείνει όρθια. Το αίμα που
σχημάτιζε μια λίμνη στα πόδια της την έκανε να νιώθει λιποθυμία. Προ-
σπάθησε να περπατήσει, βηματίζοντας πέρα δώθε, κάτι που τη βοήθησε
λίγο, αλλά και έτσι δεν μπορούσε να συνεχίσει.
Κάποια στιγμή, όταν πια εξουθενώθηκε, ζάρωσε σε μια γωνιά όσο πιο
μακριά μπορούσε απ’ το βρόμικο στρώμα.
Όταν άνοιξε η πόρτα ύστερα από πολλή ώρα και ο εύσωμος άντρας τής
έφερε πάλι φαγητό και μπίρα, η Ντέμπορα ήταν εξαντλημένη και τόσο
πιασμένη, που δεν μπορούσε ν’ απλώσει ούτε το χέρι της. Το σκοτάδι, που
είχε ποτίσει και την ψυχή της, όπως η υγρασία τα ρούχα της, την έκανε να
αναρωτηθεί αν είχε νόημα να κρατήσει τις δυνάμεις της. Δεν της περνούσε
καν απ’ το μυαλό ότι ο Ρόμπερτ θα έδινε λεφτά για να τη σώσει. Για τα
λεφτά ενδιαφερόταν και όχι για κείνη.
Όμως οι απαγωγείς τής είχαν πει ότι «κάποιος» θα πλήρωνε. Γινόταν
ολοένα πιο προφανές ότι αυτός ο «κάποιος» θα ήταν εκείνη.
Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί της. Δεν είχε τη δύναμη να αντισταθεί. Θα
της έκαναν ό,τι ήθελαν. Θα τη βασάνιζαν. Η μοναδική ελπίδα της ήταν ότι
η αδυναμία της δε θα της επέτρεπε να επιβιώσει από την τιμωρία για πολύ.
Νιώθοντας ξαφνικά αγανάκτηση, κλότσησε το φλιτζάνι με την μπίρα
και πέταξε το ξερό ψωμί στο δάπεδο, βλέποντας τα ψίχουλα να σκορπίζο-
νται στο σοβά ανάμεσα στα τούβλα.
Την τελευταία φορά που είχε μπει στο δωμάτιο ο εχθρός της, εκείνη έ-
νιωθε πολύ αδύναμη ακόμα και για ν’ απλώσει το χέρι της στα πιάτα που
της είχε αφήσει δίπλα της στο πάτωμα. Αυτή η αδυναμία προκάλεσε μια
φευγαλέα αντίδραση που υπερίσχυσε της απόγνωσης που σαν σιδερένια
γροθιά την τύλιγε στο ανελέητο σκοτάδι.
Ίσως να μην αργούσε να βγει από δω μέσα, είπε στον εαυτό της μ’ ένα
χαμόγελο.
Άκουσε το δεσμοφύλακα να κινείται έξω απ' την πόρτα. Μετά άκουσε
έναν άλλον άντρα να πλησιάζει. Άκουσε τις ψιθυριστές αντρικές φωνές
και μια καρέκλα να σέρνεται στο πάτωμα. Μετά σιωπή, με διαλείμματα
έντονων ξεσπασμάτων με βλαστήμιες. Απ’ τις λίγες λέξεις που κατάφερνε
ν’ ακούσει, κατάλαβε ότι έπαιζαν χαρτιά.
Τότε ακούστηκαν μπότες να κατεβαίνουν με σαματά τα σκαλιά του κε-
λαριού. Μια φωνή πνίγηκε σ’ ένα πονεμένο βογκητό και τότε κάποιος άρ-
χισε να πετάει έπιπλα.
Είχε ξεσπάσει καβγάς.
«Ντέμπορα!»
Η Ντέμπορα σήκωσε το κεφάλι της απ’ τα λυγισμένα γόνατά της.
«Ρόμπερτ;»
Δεν μπορούσε να το πιστέψει.
«Ντέμπορα, πού είσαι;»
Επιστρατεύοντας τις τελευταίες δυνάμεις της από ένα κρυφό εσωτερικό
απόθεμα, η Ντέμπορα σύρθηκε μέχρι την πόρτα. «Εδώ μέσα!» φώναξε με
βραχνή φωνή, προσπαθώντας ν’ αγγίξει τη σχάρα της πόρτας. «Ρόμπερτ!»
Η φωνή της είχε βραχνιάσει απ’ την αχρηστία. Ο Ρόμπερτ δε θα την άκου-
γε. Μέσα στην απελπισία της, σήκωσε τις γροθιές της και χτύπησε μάταια
τη βαριά πόρτα.
Άκουσε το σύρσιμο ενός μάνταλου και, πριν προλάβει να παραμερίσει, η
πόρτα άνοιξε προς τα μέσα, πετώντας τη φαρδιά πλατιά στο πάτωμα.
Ο Ρόμπερτ ήταν μια σκοτεινή σιλουέτα στο φόντο του αχνού φωτός απ’
το εξωτερικό κελάρι.
Τα χέρια της τρεμούλιασαν στην προσπάθειά της ν’ ανακαθίσει. Η Ντέ-
μπορα ένιωθε ότι είχε αναλώσει τις τελευταίες δυνάμεις της στην προ-
σπάθεια ν’ ακουστεί, αλλά ο Ρόμπερτ έστεκε εκεί σιωπηλός, δίνοντάς της
να καταλάβει ότι έπρεπε να σηκωθεί μόνη.
Ακόμα και να της το φώναζε, δε θα της καθιστούσε πιο σαφές το γεγο-
νός ότι δε βρισκόταν εκεί με τη θέλησή του. Ο τρόπος που παραμέρισε ό-
ταν εκείνη κατάφερε τελικά να φτάσει παραπαίοντας στην ανοιχτή πόρτα
τής έλεγε ότι δεν ήθελε ούτε να την αγγίξει.
Όμως είχε πάει να τη βρει. Και η Ντέμπορα δε θα έχανε τη ζωή της.
Αυτή η σκέψη τής έδωσε τη δύναμη να φτάσει μέχρι την κάσα της πόρ-
τας και να γείρει πάνω ζαλισμένη.
Έξω τέσσερις άντρες πάλευαν μανιασμένα. Η Ντέμπορα έμεινε με το
στόμα ανοιχτό, αναγνωρίζοντας τον μαρκήσιο του Λένσμπορο. Την πρώτη
φορά τον είχε βρει βλοσυρό -και δε θα μπορούσε να ήταν πιο βλοσυρός
απ’ ό,τι τώρα. Όμως αυτή τη φορά η εικόνα ήταν ευχάριστη, επειδή ο ά-
ντρας τον οποίο χτυπούσε ο μαρκήσιος, σαν να έριχνε γροθιές σε σάκο
του μποξ, ήταν ο χαιρέκακος βασανιστής της.
Έφερε το χέρι της στο στόμα της όταν ο άλλος κακοποιός, ο αμαξάς,
σήκωσε μια καρέκλα και την έριξε στο κεφάλι του δεύτερου σωτήρα της.
Προς μεγάλη της έκπληξη, αναγνώρισε τα λαμπερά καστανόξανθα μαλλιά
του κόμη του Γουόλτον. Όμως ο κόμης αιφνιδίασε κι εκείνη και τον κακο-
ποιό με την ευκινησία του. Απέφυγε το χτύπημα με άνεση και ταυτόχρονα
σήκωσε το γόνατό του, χτυπώντας τον κακοποιό στο στομάχι. Ο αμαξάς
διπλώθηκε και η καρέκλα βρέθηκε στα ικανά χέρια του κόμη, ο οποίος την
έριξε με φόρα στο κεφάλι του απαγωγέα λίγο πριν ο μαρκήσιος ρίξει μια
γερή γροθιά στον εύσωμο σύνεργό του.
Οι απαγωγείς ήταν πεσμένοι ανάμεσα στα σπασμένα έπιπλα. Ο κόμης
και ο μαρκήσιος χαμογέλασαν ο ένας στον άλλον λαχανιασμένοι, σαν κα-
τεργάρικα σχολιαρόπαιδα, και έσφιξαν τα χέρια.
«Από δω», είπε ο Ρόμπερτ, δείχνοντας τη στριφογυριστή σκάλα που ο-
δηγούσε επάνω. «Γρήγορα».
Η Ντέμπορα πλησίασε, ζαρώνοντας από τον κοφτό τόνο του. Πριν προ-
λάβει ν’ ανέβει μερικά σκαλιά, ο μαρκήσιος την έπιασε απ’ το ένα μπράτσο
και ο κόμης απ’ το άλλο, κουβαλώντας την επάνω, ενώ ο Ρόμπερτ ακο-
λουθούσε.
Βγήκαν σε μια σκοτεινή αυλή όπου περίμενε μια μαύρη άμαξα, με τον
Λίνεϊ στη θέση του αμαξά.
«Πώς με βρήκατε;» ρώτησε η Ντέμπορα όταν μπήκαν όλοι στην άμαξα.
«Πλήρωσες λύτρα; Ο άντρας είπε ότι του χρωστάς λεφτά...»
«Ο Λάμπτον του χρωστούσε», απάντησε κοφτά ο Ρόμπερτ, ενώ ο μαρ-
κήσιος και ο κόμης κάθονταν απέναντι τους. «Εκείνος ήξερε πού μπορεί να
σ’ έβρισκα».
Η άμαξα ξεκίνησε κι η Ντέμπορα έπεσε βαριά στα μαξιλάρια. Ο Ρόμπερτ
τη βοήθησε να βρει την ισορροπία της και τραβήχτηκε γρήγορα. Τόσο γρή-
γορα, που την ανάγκασε να γυρίσει το κεφάλι της για να μην του δείξει
πόσο είχε πληγωθεί.
«Ο υπηρέτης σου είναι χρήσιμος σε μια δύσκολη κατάσταση, αλλά για
αμαξάς δεν κάνει», παρατήρησε ο μαρκήσιος, βάζοντας το χέρι του στην
πόρτα για να κρατηθεί.
«Κι εσείς είστε χρήσιμος σε μια δύσκολη κατάσταση», παρατήρησε η
Ντέμπορα, κοιτώντας με γουρλωμένα μάτια το αυστηρό πρόσωπό του.
«Πρέπει να σας ευχαριστήσω για ό,τι κάνατε σήμερα. Και τους δυο», πρό-
σθεσε, γυρνώντας στον κόμη.
«Απλώς ανταποδίδω μια χάρη που μου έκανε ο λοχαγός Φόλεϊ πριν από
λίγο καιρό με τη γυναίκα μου», απάντησε ο μαρκήσιος.
«Μην το συζητάς», πρόσθεσε ο κόμης, γυρνώντας μετά στον Ρόμπερτ.
«Όταν εγκαταστάθηκες στο σπίτι μου, δεν ήξερα ότι θα μου έδινες την ευ-
καιρία να ζήσω τέτοιες περιπέτειες».
Συνέχισαν τους αστεϊσμούς, θυμίζοντάς της πάλι άτακτα σχολιαρόπαιδα
που μόλις είχαν κάνει μια φάρσα, αλλά σε λίγο η Ντέμπορα κατάλαβε ότι
το έκαναν για να την αποσπάσουν. Και τους ήταν ευγνώμων γι’ αυτό.
Το τελευταίο πράγμα που ήθελε να κάνει ήταν να ξεσπάσει σε κλάματα
μπροστά σε δυο αριστοκράτες και, αν έκρινε απ’ το γεγονός ότι κανείς δεν
την κοιτούσε στα μάτια, ήταν κάτι που θα τους έφερνε σε πολύ δύσκολη
θέση. Και η αλήθεια ήταν ότι της ερχόταν να βάλει τα κλάματα απ’ τη
στιγμή που είχε ξεκινήσει η άμαξα, σημαίνοντας το τέλος της δοκιμασίας
της. Ο κόμης και ο μαρκήσιος τη βοήθησαν να βγει απ’ την άμαξα όταν
σταμάτησε σ’ ένα δρόμο πίσω απ’ το Γουόλτον Χάουζ. Αντίθετα απ’ ό,τι
περίμενε η Ντέμπορα, υπήρχε μια σκάλα που οδηγούσε στην πίσω πόρτα
των διαμερισμάτων του Ρόμπερτ, στην οποία έφτασαν αφού διέσχισαν
μια πλακόστρωτη αυλή. Μάλιστα η πόρτα είχε το όνομά του κι ένα ρό-
πτρο σε σχήμα λεοντοκεφαλής, σαν να ήταν νοικιασμένο διαμέρισμα και
όχι κομμάτι του Γουόλτον Χάουζ.
Η κόμισσα τους περίμενε και πετάχτηκε πάνω, γουρλώνοντας τα μάτια
της έντρομη όταν είδε σε τι κατάσταση ήταν η Ντέμπορα. Άρπαξε μια
κουβέρτα απ’ τον καναπέ όπου καθόταν κι έτρεξε κοντά της για να την
τυλίξει, κοιτώντας επικριτικά τον Ρόμπερτ.
«Δεν πρέπει να τη δει κανείς έτσι», αναφώνησε. «Δε σκέφτεσαι καθό-
λου;»
«Αυτό που σκέφτηκα ήταν να την πάρω από κει μέσα», της πέταξε ο Ρό-
μπερτ. «Τουλάχιστον φρόντισα να τη βάλω στο σπίτι απ’ την πίσω πόρτα.
Δεν ξέρει κανείς γι’ αυτή την ιστορία», είπε στην Ντέμπορα. «Καταφέραμε
να το πνίξουμε. Είμαι βέβαιος ότι δε θα ήθελες να αναστατωθεί η μητέρα
σου. Όταν με ρωτούσαν πού βρίσκεσαι, έλεγα είτε ότι είσαι αδιάθετη είτε
ότι έχεις βγει για ψώνια, ανάλογα σε ποιον μιλούσα. Τώρα θα έλεγα να πας
επάνω με τη λαίδη Γουόλτον για να σε βοηθήσει».
Ήταν σαν να ανυπομονούσε να την ξεφορτωθεί, σκέφτηκε η Ντέμπορα,
κοιτώντας την αυστηρή έκφραση του προσώπου του.
Το περίεργο ήταν ότι είχε παγώσει σε σημείο να μην της έρχονται πια
δάκρυα στα μάτια. Ήταν σαν να είχε καταπιεί ένα κομμάτι πάγο που είχε
καθίσει στο στήθος της. Ήταν απίστευτο, αναλογίστηκε καθώς η λαίδη
Γουόλτον την οδηγούσε επάνω, πόση δύναμη έδινε η περηφάνια σε δυο
πόδια που θεωρούσε πολύ αδύναμα για να κάνει ακόμα κι ένα βήμα.
«Θα αισθανθείς καλύτερα όταν κάνεις μπάνιο και βάλεις κάτι στο στόμα
σου», της είπε η κόμισσα, συνοδεύοντάς τη στο θηλυκό, κομψό καθιστικό
της.
«Λες;» Η Ντέμπορα κούνησε το κεφάλι της κουρασμένα.
Δεν είχε καταφέρει να ξεχάσει ούτε μια στιγμή, παρά τη φρικτή δοκιμα-
σία της, ότι ο άντρας της μόλις είχε συνάψει εξωσυζυγικό δεσμό. Για κεί-
νον, η απαγωγή της είχε συμβεί την πιο ακατάλληλη στιγμή. Προφανώς,
είχε μπει σε μεγάλο κόπο για να τη σώσει, ενώ θα προτιμούσε ν’ ασχολη-
θεί...
Νιώθοντας να της έρχεται λιποθυμία, η Ντέμπορα σωριάστηκε στον
πλησιέστερο καναπέ κι έριξε το κεφάλι της στα γόνατά της.
«Έλα...» Η κόμισσα γονάτισε μπροστά της, δίνοντάς της ένα φλιτζάνι
τσάι.
«Νόμιζα ότι δεν πίνεις τσάι», επιχείρησε η Ντέμπορα ν’ αστειευτεί ξεψυ-
χισμένα, παίρνοντας μ’ ευγνωμοσύνη το ζεστό, γλυκό ρόφημα.
«Εγώ σιχαίνομαι το τσάι, αλλά εσείς οι Άγγλοι το λατρεύετε και λέτε ότι
είναι δυναμωτικό. Εσύ τώρα κάτι δυναμωτικό χρειάζεσαι. Δε σου έδιναν
φαγητό; Ω, με συγχωρείς! Δε θέλω να σε κουράζω μ’ ερωτήσεις. Ο Ρό-
μπερτ είπε ότι δε θα ήθελες να το συζητήσεις».
Η κόμισσα σηκώθηκε και πήγε στο τζάκι για να χτυπήσει το καμπανάκι
υπηρεσίας.
«Πέρασε στην κρεβατοκάμαρά μου, Ντέμπορα. Οι υπηρέτριες θα φέ-
ρουν νερό για το λουτρό σου, αλλά δε θα θέλεις να σε δουν...» Σταμάτησε
και την κοίταξε για μια στιγμή κι ύστερα απέστρεψε βιαστικά το βλέμμα
της.
Για πρώτη φορά, η Ντέμπορα αναρωτήθηκε πώς ήταν το πρόσωπό της.
Πονούσε παντού, οπότε ήταν μάλλον μελανιασμένο. Πίνοντας το υπόλοι-
πο τσάι της, ακολούθησε την κόμισσα σε μια πολυτελή κρεβατοκάμαρα.
Το κρεβάτι είχε βελούδινες κουρτίνες, το χαλί ήταν σαν μπλε σπάργανο
που καλούσε μια γυναίκα να βυθίσει τα γυμνά πόδια της και στα μικρά
τραπεζάκια υπήρχαν βάζα με φρέσκα λουλούδια που ευωδίαζαν παρά τη
δυσωδία της φυλακής πάνω στα ρούχα της.
Όλα ήταν τόσο καθαρά και θηλυκά, που ξαφνικά ένιωσε ότι μόλυνε το
χώρο τόσο βρόμικη και ασυγύριστη που ήταν.
Η κόμισσα πετάχτηκε έξω, ακούγοντας τις υπηρέτριες να φέρνουν το
νερό, και η Ντέμπορα πήγε να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Το πρόσωπό της
είχε πρηστεί τόσο πολύ, που ήταν σχεδόν αγνώριστο. Το ένα μάτι της ήταν
μαυρισμένο σαν κανενός επαγγελματία πυγμάχου και πάνω απ’ το φρύδι
της είχε μια πληγή με ξεραμένο αίμα. Τα μαλλιά της σ’ αυτή την πλευρά
του προσώπου της ήταν ματωμένα και το στόμα της... Το άγγιξε προσε-
κτικά με τα ακροδάχτυλά της. Το κάτω χείλι της ήταν φουσκωμένο και
σκισμένο απ’ το πρώτο χαστούκι του απαγωγέα της.
Έβαλε αφηρημένα το χέρι της κάτω απ’ το μανίκι της για να ξύσει ένα
τσίμπημα στον καρπό της και ξαφνικά άρχισε να σκίζει τα βρόμικα ρούχα
της. Μέχρι να γυρίσει η κόμισσα για να την ενημερώσει ότι το λουτρό της
ήταν έτοιμο, η Ντέμπορα είχε ζαρώσει γυμνή μπροστά στη φωτιά, κρατώ-
ντας με την τσιμπίδα το μεσοφόρι της πάνω απ’ τις φλόγες.
«Πρέπει να καεί», της εξήγησε όταν η λαίδη Γουόλτον την κοίταξε σα-
στισμένη. «Πρέπει να καούν όλα. Μέχρι και τα παπούτσια». Ήταν η μονα-
δική λύση για να μην κρυφτούν οι ψύλλοι στα χαλιά και στις κουρτίνες.
Όταν η κόμισσα έκανε να την πλησιάσει, η Ντέμπορα σήκωσε το χέρι της
για να την εμποδίσει. «Όχι, πρέπει να το κάνω μόνη!» Δεν πίστευε ότι είχε
ψύλλους πάνω της, αλλά δεν ήθελε να διακινδυνεύσει να περάσουν και σε
κάποιον άλλο.
Σηκώθηκε και πρόσεξε ότι τα γόνατά της ήταν γρατζουνισμένα, αν και
δε θυμόταν πώς είχε συμβεί αυτό. Ίσως όταν είχε πέσει στο λιθόστρωτο
απ’ το τράβηγμα του απαγωγέα ή αργότερα, όταν είχε αναγκαστεί να γο-
νατίσει στο κελί αφού της είχαν κόψει τα μαλλιά. Έτσι όπως κοιτούσε η
κόμισσα την πλάτη της, αποστρέφοντας βιαστικά τα μάτια της ταραγμέ-
νη, μάλλον ήταν όλο της το κορμί μωλωπισμένο.
Η κόμισσα της έδωσε μια πετσέτα. «Το λουτρό σου είναι έτοιμο», της εί-
πε βουρκωμένη.
«Ναι, το έχω μεγάλη ανάγκη», συμφώνησε η Ντέμπορα.
Δε θυμόταν καν πόσες ώρες φορούσε τα ίδια ρούχα. Απ’ το φόβο ίδρωνε
συνέχεια, το κελί ήταν βρόμικο και οι άντρες που την είχαν κακομεταχει-
ριστεί είχαν αφήσει τη δυσοσμία τους στα ρουθούνια της... Ήταν της φα-
ντασίας της ή είχε μείνει στη μύτη της;
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, είχε επιχειρήσει να καθαρίσει το τραύμα
στο μέτωπό της με μπίρα. Προφανώς μύριζε σαν να είχε βγει από ταβερ-
νείο.
Το λουτρό, όσο ευωδιαστό κι αν ήταν, δε θα έσβηνε το αποτύπωμα της
φρίκης απ’ το μυαλό της. Τις τελευταίες μέρες η Ντέμπορα είχε δει ένα άλ-
λο πρόσωπο της ανθρώπινης φύσης και ήδη διαισθανόταν ότι η εμπειρία
είχε χαραχτεί ανεξίτηλα στην ψυχή της.
Ενώ βυθιζόταν με ανακούφιση στο ευωδιαστό νερό, μουρμούρισε: «Α-
ναρωτιέμαι αν θα ξανανιώσω εντελώς καθαρή ποτέ». Μετά, επειδή ανη-
συχούσε μήπως είχαν εγκατασταθεί ψύλλοι στα μαλλιά της, βούλιαξε ο-
λόκληρη στο νερό με την ελπίδα ότι θα τους έπνιγε.
***
Ο Ρόμπερτ καθόταν στον καναπέ μ’ ένα ανέγγιχτο ποτήρι μπράντι στο
χέρι του, κοιτώντας στα τυφλά το πάτωμα ανάμεσα στις μπότες του. Δε
θα κατάφερνε να ξεχάσει ποτέ την εικόνα της Ντέμπορα, όπως την είχε
δει ζαρωμένη στο βρόμικο αχυρόστρωμα, με το πρόσωπό της μωλωπι-
σμένο, το φόρεμά της βρόμικο και σκισμένο. Ήθελε να πάει κοντά της και
να τη σηκώσει στην αγκαλιά του για να τη βγάλει απ’ το άθλιο κελί, να τη
σφίξει πάνω του και να της υποσχεθεί ότι δε θ’ άφηνε κανέναν πια να της
κάνει κακό.
Όμως είχε υπομείνει την ταπείνωση ν’ αφήσει άλλους να την οδηγήσουν
στην ελευθερία, έχοντας δεχτεί ότι δε θα μπορούσε ποτέ να τη σηκώσει
στην αγκαλιά του. Όταν είχαν μπει στην άμαξα και είχε δει τις μελανιές
στο λαιμό της, παραλίγο να επιστρέψει στην αποθήκη για να πυροβολήσει
αυτά τα κτήνη που ήταν ακόμα πεσμένα αναίσθητα στο πάτωμα.
Σαν να μην του έφτανε ο θυμός του στη σκέψη ότι η Ντέμπορα είχε α-
παχθεί, είχε κρατηθεί αιχμάλωτη και είχε εκφοβιστεί, βλέποντας ό,τι της
είχαν κάνει... το μαυρισμένο μάτι, τα σκισμένα χείλη, τον μελανιασμένο
λαιμό... αδιάψευστα τεκμήρια μιας απάνθρωπης βίας στο κορμί της. Μόνο
για ένα λόγο θα έσφιγγαν άντρες το λαιμό μιας γυναίκας, χτυπώντας τη
στο πρόσωπο και σκίζοντας το φόρεμά της.
Πόσοι την είχαν βιάσει; Πόσες φορές; Η Ντέμπορα είχε περάσει στα χέ-
ρια τους μια νύχτα και δυο μέρες σχεδόν ολόκληρες.
Ο Ρόμπερτ βόγκηξε, ακουμπώντας το μέτωπό του στα χέρια του για να
μη δει ο Λίνεϊ τα δάκρυα που απειλούσαν να κυλήσουν απ’ τα μάτια του.
Εκείνος έφταιγε για όλα. Δεν είχε σκεφτεί ποτέ ότι την έθετε σε κίνδυνο,
καταστρώνοντας τα σχέδιά του για να εκδικηθεί τον Πέρσι Λάμπτον. Όχι
ότι θα μπορούσε να προβλέψει ποτέ αυτόν το βαθμό βιαιότητας. Όμως
δεν είχε φροντίσει για την ασφάλειά της, ενώ έπρεπε να είχε σκεφτεί...
Χτύπησε το μηρό του με τη γροθιά του.
Όλα ήταν εκτός ελέγχου. Η βεντέτα με τους Λάμπτον είχε παρατραβή-
ξει! Λόγω της δικής του εμμονής μαζί τους, η Ντέμπορα είχε πάθει ό,τι χει-
ρότερο μπορούσε να συμβεί σε μια γυναίκα.
Κανονικά ο θάνατος δεν άξιζε στους άντρες που την είχαν βιάσει, αλλά
στον ίδιο. Επειδή ήταν η αιτία όσων είχε περάσει η Ντέμπορα επί δύο μέ-
ρες.
Όταν η Ελοΐζ τον είχε πληροφορήσει ότι η Ντέμπορα είχε αποκοιμηθεί,
είχε μπει αθόρυβα στην κρεβατοκάμαρά της, γεμίζοντας τα μάτια του με
την εικόνα της.
«Πρέπει να είναι εξουθενωμένη», του είχε πει η Ελοΐζ καθώς ανέβαιναν
μαζί τη σκάλα. «Περίμενα ότι θα χρειαζόταν να της δώσω κάτι για να κοι-
μηθεί ύστερα από τόσες ταλαιπωρίες, αλλά τα μάτια της έκλειναν πριν καν
βγει απ’ το λουτρό. Μου είπε ότι δεν είχε κοιμηθεί σχεδόν καθόλου... Ούτε
ξέρει τι μέρα είναι, επειδή το κελί ήταν κατασκότεινο...»
Ο Ρόμπερτ δεν είχε ξαφνιαστεί ακούγοντας ότι η γυναίκα του είχε απο-
κοιμηθεί τόσο γρήγορα. Προφανώς είχε εξαντλήσει τα αποθέματα της δύ-
ναμής της, προσπαθώντας να αντισταθεί σ’ αυτούς τους αλήτες. Όλο της
το κορμί έτρεμε απ’ την προσπάθεια της να σηκωθεί απ’ το βρόμικο πά-
τωμα όταν την είχαν βρει.
Η Ελοΐζ του είχε πει ότι η Ντέμπορα είχε κάψει τα ρούχα της, λέγοντας
ότι δε θα ένιωθε ποτέ ξανά καθαρή, και η καρδιά του είχε βουλιάξει.
Μετά η νύφη του είχε κάνει μεταβολή για να αποσυρθεί διακριτικά απ’
την κρεβατοκάμαρα και να τον αφήσει μόνο με τη γυναίκα του, αλλά ο
Ρόμπερτ δεν την είχε αφήσει. Ο γάμος τους είχε πάει τόσο στραβά, που το
τελευταίο πράγμα που θα ήθελε η Ντέμπορα, όταν θα ξυπνούσε, ήταν να
τον δει από πάνω της. Θα ήταν σαν να περνούσε από έναν εφιάλτη σ’ έναν
άλλο.
Ο Ρόμπερτ είχε βλαστημήσει, κοιτώντας το μελανιασμένο πρόσωπο της.
Η Ντέμπορα δεν είχε μπει στον κόπο να πλέξει τα μαλλιά της πριν κοι-
μηθεί και ήταν απλωμένα, υγρά ακόμα, στο μαξιλάρι, κάνοντάς τη να δεί-
χνει πολύ μικρή κι ευάλωτη.
Ο Ρόμπερτ ήθελε ν’ απλώσει το χέρι του και να πιάσει μια βρεγμένη
τούφα, να τη φέρει στα χείλη του και να τη φιλήσει. Τη νύχτα που είχαν
περάσει μακριά, ονειρευόταν τα μαλλιά της τις λίγες στιγμές που είχε κα-
ταφέρει να αποκοιμηθεί. Είχε ονειρευτεί ότι βύθιζε τα δάχτυλά του μέσα
τους ενώ εκείνη ήταν ξαπλωμένη δίπλα του και του χαμογελούσε, νυ-
σταγμένη και ικανοποιημένη, κάτι που καμιά φορά είχε το προνόμιο να
δει στο πρόσωπό της.
Όμως η εικόνα της είχε διαλυθεί σαν την ομίχλη στο αεράκι. Ο Ρόμπερτ
είχε πεταχτεί απ’ το κρεβάτι και είχε τρέξει στην πόρτα, φωνάζοντας το
όνομά της πριν βγει στο δρόμο για να τη βρει. Η ομίχλη είχε πυκνώσει, τυ-
φλώνοντάς τον, κι εκείνος κουνώντας τα χέρια του είχε ξυπνήσει ιδρωμέ-
νος, νιώθοντας να τρέμει σύγκορμος στην επαφή με τη σκληρή πραγματι-
κότητα.
Είχε χάσει το χέρι που ονειρευόταν ότι γέμιζε με τα μεταξένια μαλλιά
της γυναίκας του σ’ ένα αυτοσχέδιο νοσοκομείο έξω απ’ τη Σαλαμάνκα. Δε
θα μπορούσε ποτέ ξανά να τρέξει. Όμως αυτή η απώλεια δεν ήταν τίποτα
σε σύγκριση μ’ εκείνη της Ντέμπορα και ο Ρόμπερτ δεν ήξερε πώς να την
ξαναφέρει πίσω.
Της άξιζε ένας καλός άντρας που θα την προστάτευε, όχι ένας άχρηστος
σακάτης που έθετε σε κίνδυνο τον εαυτό του και τους άλλους!
Κυρίως της άξιζε κάποιος που θα την κρατούσε στην αγκαλιά του και θα
την καθησύχαζε, όχι ένας άντρας που το άγγιγμά του την τάραζε ακόμα
περισσότερο.
Η καρδιά του μάτωνε για τη μοναξιά της, αλλά η Ντέμπορα δεν μπορού-
σε να μιλήσει σε κανέναν για τη δοκιμασία της. Θα ήταν σαν να την ξανα-
ζούσε. Ως στρατιώτης, ο Ρόμπερτ είχε συναντήσει γυναίκες που είχαν κα-
κοποιηθεί από τους Γάλλους στρατιώτες και το τελευταίο πράγμα που ή-
θελαν ήταν οποιαδήποτε αναφορά στο περιστατικό.
Κάποια στιγμή είχε αποσυρθεί στα διαμερίσματά του, παρ’ ότι ήξερε ότι
δε θα κοιμόταν απόψε. Ξέροντας ότι η Ντέμπορα ήταν επάνω ασφαλής,
κανονικά θα έπρεπε να αισθάνεται ανακούφιση, αλλά η αγωνία του ενι-
σχύθηκε με τη σκέψη ότι, αν δεν τον είχε μισήσει πριν, η Ντέμπορα σίγου-
ρα τον μισούσε τώρα.
Την είχε χάσει για πάντα.
Σωριάστηκε στον καναπέ μ’ ένα ποτήρι μπράντι στο χέρι του. Τους είχε
πάρει ώρες έρευνας στα γνωστά λημέρια του Χίνκσι πριν μάθουν την πλη-
ροφορία που χρειάζονταν, δίνοντας μερικές γκινέες.
«Θέλετε να μάθετε πού θα κρατούσε μια γυναίκα ο Χίνκσι;» τους είχε
ρωτήσει ο θαμώνας του Τότχιλ Φιλντς. «Όπου τις πάει πάντα για να τις
τακτοποιήσει».
Όταν ο Ρόμπερτ την είχε δει σ’ αυτό το μέρος, του είχε έρθει να ουρλιά-
ζει από πόνο και οργή. Η Ντέμπορα, η όμορφη γυναίκα του, ατιμασμένη
απ’ αυτά τα κτήνη!
Όμως το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να μείνει εκεί κοιτώντας
την, επειδή ήξερε ότι, αν γονάτιζε στο πάτωμα για να την αγκαλιάσει, θα
έσπαγε τελείως.
Όμως δεν είχαν χρόνο για τέτοια. Ο Χίνκσι είχε αφήσει μόνο δυο φρου-
ρούς, αλλά ήταν αρχηγός μιας συμμορίας που όργωνε την περιοχή. Το μό-
νο πλεονέκτημα που είχαν ήταν αυτό του αιφνιδιασμού. Έπρεπε να μπουν
και να βγουν γρήγορα.
Ο Γουόλτον και ο Λένσμπορο είχαν συμφωνήσει, βλέποντας την κατά-
στασή της, ότι δεν έπρεπε να γίνει δίκη. Παρ’ ότι το αδίκημα της απαγωγής
επέσυρε την ποινή του απαγχονισμού, σε μια δίκη η Ντέμπορα θα έπρεπε
να καταθέσει αποδείξεις και να διηγηθεί όσα της είχαν συμβεί.
Τα πάντα.
Μολονότι στους δυο βάναυσους άντρες άξιζε να απαγχονιστούν, ο Ρό-
μπερτ δεν μπορούσε ν’ αφήσει έκθετη την Ντέμπορα στην ντροπή, όταν
όλη η κοινωνία θα μάθαινε τι της είχαν κάνει.
Όταν θα είχε συνέλθει αρκετά για να ταξιδέψει, θα την έστελνε κάπου
μακριά απ’ το Λονδίνο.
Η Ντέμπορα ήταν τόσο έντιμη, που δε θα ήθελε να πει ψέματα για τα
τραύματά της. Οπότε δεν μπορούσε να πάει στο Ντόβκοτ, όπου το προ-
σωπικό, αμάθητο στη συμπεριφορά απέναντι σε ευγενείς, θα απαιτούσε
μια εξήγηση.
Όχι, ήταν καλύτερα να μείνει η Ντέμπορα ανάμεσα σε όσους ήξεραν τι
είχε συμβεί και μπορούσαν να τη βοηθήσουν να το ξεπεράσει.
Ο αδερφός του ήθελε να στείλει την Ελοΐζ στο Γουάικ για τον τοκετό και
κανένας δε θα αναρωτιόταν αν η Ντέμπορα τη συνόδευε. Ήταν πολύ φυ-
σικό να θέλει μια κυρία της καλής κοινωνίας τη νύφη της κοντά της λίγο
πριν γεννήσει. Όλοι ήξεραν ότι η Ελοΐζ δεν είχε δικούς της συγγενείς στην
Αγγλία.
Η Ντέμπορα έτσι θα απέφευγε τις απαντήσεις που θα έπρεπε να δώσει
σ’ ερωτήσεις για την αδυναμία της να βγει μέχρι να αναρρώσει. Ο Ρόμπερτ
είχε ιδιαίτερα διαμερίσματα στο Γουάικ, όπου εκείνη μπορούσε ν’ αποσύ-
ρεται όποτε το ήθελε. Όπως θα είχε και γυναικεία συντροφιά αν ήθελε να
228 Annie Burrows
μιλήσει εκ βαθέων με κάποιον.
Ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να κάνει ο Ρόμπερτ για κείνη.
***
«Πώς αισθάνεσαι σήμερα;» ρώτησε με κελαηδιστή φωνή η Ελοΐζ, ακο-
λουθώντας την καμαριέρα που έφερνε στην κάμαρα το δίσκο με το πρωι-
νό της.
Μουδιασμένη. Η Ντέμπορα αισθανόταν μουδιασμένη. Δεν ένιωθε τίπο-
τα άλλο, σαν να είχε παγώσει μέσα της.
Πιέζοντας τον εαυτό της να χαμογελάσει ευγενικά, απάντησε: «Α, πολύ
καλύτερα. Σ’ ευχαριστώ. Κοιμήθηκα πολύ καλά».
Της είχε φανεί εξωπραγματικό όταν είχε ξυπνήσει νωρίτερα και είχε
βρεθεί σ’ αυτό το ωραίο, μαλακό κρεβάτι, με τα καθαρά σεντόνια και τις
βελούδινες κουρτίνες του, σ’ ένα δωμάτιο που ευωδίαζε απ’ τα λουλούδια.
Φορώντας άλλο ένα απ’ τα σκανδαλώδη νυχτικά της κόμισσας.
Τη νύχτα είχε απλώσει το χέρι της για να βρει τον Ρόμπερτ, αλλά βέβαια
εκείνος δεν ήταν εκεί. Τότε είχε θυμηθεί ότι δε θα ξαναξυπνούσε δίπλα
του. Της είχε κοπεί η ανάσα για λίγο, σαν να της πίεζε το στήθος ένα αβά-
σταχτο βάρος. Σιγά σιγά είχε ξαπλώσει ανάσκελα, καρφώνοντας το βλέμ-
μα της στον πλισέ βελούδινο ουρανό του κρεβατιού και είχε αφουγκρα-
στεί την ανάσα της.
Τότε το μούδιασμα είχε επιστρέψει.
Κι εκείνη το είχε δεχτεί με ανακούφιση.
Υπέμεινε τη μέρα όσο μπορούσε καλύτερα, απαντώντας ευγενικά στις
ερωτήσεις που της έκανε η κόμισσα για ν’ ανοίξει συζήτηση και τρώγοντας
πειθήνια ότι φαγητό της έβαζαν μπροστά της. Μετά είχε διαλέξει ρούχα
απ’ αυτά που της είχαν φέρει απ’ τα διαμερίσματα του Ρόμπερτ, αλλά είχε
αρνηθεί να τη δει γιατρός. Ήταν σίγουρη ότι τα τραύματα ήταν επιφανεια-
κά. Οι μώλωπες θα υποχωρούσαν σε μια δυο μέρες.
Η κόμισσα τελικά την άφησε μόνη όταν η Ντέμπορα ισχυρίστηκε ότι έ-
νιωθε εξαντλημένη, αλλά, παρ’ ότι ξάπλωσε στο κρεβάτι, της ήταν αδύνα-
τον να κοιμηθεί.
Γιατί δεν είχε έρθει ο Ρόμπερτ; Ήξερε ότι ο άντρας της δεν την αγαπού-
σε, αλλά δεν μπορούσε να προσποιηθεί για μια φορά;
Γιατί να προσποιηθεί, όμως, ενώ την είχε προειδοποιήσει απ’ την αρχή
ότι δε θα υποκρινόταν ούτε θα την καλόπιανε με γλυκόλογα, αφού τα
σταράτα λόγια εξυπηρετούσαν πολύ καλύτερα το σκοπό του;
Η μέρα ήταν ατέλειωτη και η καμαριέρα που είχε αναλάβει να τη φρο-
ντίσει ήταν πολύ προσεκτική μαζί της, κοιτώντας τη συνέχεια με γουρλω-
μένα μάτια, σαν να είχε να κάνει με βόμβα έτοιμη να εκραγεί από στιγμή
σε στιγμή.
Και ο Ρόμπερτ δεν εμφανίστηκε για να μάθει πώς ήταν η γυναίκα του.
***
Η Ντέμπορα έφαγε και κοιμήθηκε πάλι, αυτή τη φορά με το δικό της νυ-
χτικό. Το νυχτικό που είχε φέρει μαζί της απ’ το Λονδίνο και είχε ξεμείνει
στα πράγματά της με τη μετακόμιση απ’ το Ντόβκοτ στα διαμερίσματα
του Ρόμπερτ. Είχε φθαρεί απ’ το πλύσιμο και σ’ ένα σημείο κοντά στο
στρίφωμα είχε ένα μπάλωμα.
Μόνη στο κρεβάτι της κόμισσας Γουόλτον, σκέφτηκε ότι αυτό που συ-
νέβαινε ήταν συμβολικό. Κάποτε κοιμόταν γυμνή στην αγκαλιά του άντρα
της. Τώρα κοιμόταν μόνη, με το νυχτικό που φορούσε ανύπαντρη.
Μόνη.
Το επόμενο πρωί δυσκολεύτηκε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Όλη νύχτα
στριφογύριζε, φέρνοντας στο μυαλό της κάθε στιγμή της σχέσης της με
τον Ρόμπερτ, προσπαθώντας να καταλάβει αν μπορούσε να κάνει κάτι
διαφορετικά, αν μπορούσε να τον κάνει να την αγαπήσει, έστω λίγο.
Όσο πιο πολύ το σκεφτόταν, τόσο περισσότερο καταλάβαινε ότι τον
δικαιολογούσε κάθε φορά που ήταν αγενής ή βάναυσος μαζί της. Στη φα-
ντασία της είχε πλάσει έναν άντρα που δεν ήταν εκείνος και είχε κρατήσει
αυτή την εικόνα, ενώ είχε μπροστά της όλα τα στοιχεία για το αντίθετο.
Ο φανταστικός λοχαγός Φόλεϊ, ο ήρωας του πολέμου της Ιβηρικής τον
οποίο είχε ερωτευτεί, θα είχε πάει να τη βρει, θα είχε καθίσει κοντά της
κρατώντας της το χέρι στους εφιάλτες της, θα φιλούσε τους μώλωπες και
θα της έλεγε ότι ήταν πανέμορφη στα μάτια του. Δε θα μόρφαζε με την
εμφάνισή της σαν να του ανακάτευε το στομάχι.
Ο πραγματικός λοχαγός Φόλεϊ ήταν υποκριτής. Ήξερε πώς ήταν να γυρί-
ζουν οι άνθρωποι το κεφάλι τους με αποστροφή, αλλά της είχε κάνει α-
κριβώς αυτό!
Την είχε παντρευτεί μόνο και μόνο για να πικάρει τον Πέρσι Λάμπτον.
Ήθελε να πληγώσει τον άλλον άντρα και δεν τον ενδιέφερε ποιον θα χρη-
σιμοποιούσε για να πετύχει το σκοπό του. Είχε ορμές και τη χρησιμοποι-
ούσε για να τις ικανοποιήσει.
Και επειδή εκείνη ήταν μια ρομαντική ηλίθια, επειδή είχε ανταποκριθεί
με αγάπη, την είχε αποκαλέσει πρόστυχη.
Μετά είχε αρχίσει να κυνηγάει πάλι τη Σουζάνα.
Τι ανόητη που ήταν! Είχε ερωτευτεί τρελά τον πληγωμένο ήρωα της φα-
ντασίας ενός κοριτσόπουλου και όχι τον άντρα που εκείνος ήταν στην
πραγματικότητα.
***
Μέχρι να τον ξαναδεί στο καθιστικό της κόμισσας, μετά το δείπνο της
δεύτερης μέρας, η Ντέμπορα δεν μπορούσε καν να θυμηθεί τι του έβρισκε
παλιά. Και βλέποντάς τον να μπαίνει, δυσκολεύτηκε να κρύψει την απα-
ρέσκειά της.
Πώς είχε μπορέσει να της το κάνει αυτό; Την είχε κάνει να τον αγαπήσει
και να πάψει να τον αγαπά τόσο γρήγορα!
Ο πάγος γύρω απ’ την καρδιά της έλιωσε με την έξαψη της οργής της. Η
οποία έδωσε γρήγορα τη θέση της σ’ έναν οξύ πόνο.
Πόσο θα ήθελε να ένιωθε ακόμα παγωμένη απ’ το σοκ! Της ήταν πολύ
πιο οδυνηρό να πάψει να τον αγαπά παρά να τον αγαπά. Επειδή, τουλάχι-
στον, όταν τον αγαπούσε, μπορούσε να ελπίζει.
Τώρα δεν είχε καμιά ελπίδα.
«Τι θέλεις;» του πέταξε όταν τον είδε να κοντοστέκεται στην πόρτα.
«Ήρθα μόνο για να σ’ ενημερώσω ότι κανόνισα να συνοδεύσεις τον κό-
μη και την κόμισσα Γουόλτον στο Γουάικ όταν θα ταξιδέψουν στο τέλος
της εβδομάδας. Εγώ δε θα έρθω. Θεώρησα ότι έτσι είναι καλύτερα».
Ναι, ο Ρόμπερτ ήθελε να μείνει στο Λονδίνο με τη Σουζάνα όσο διαρ-
κούσε η κοσμική σεζόν. Στέλνοντας τη γυναίκα του στα οικογενειακά
κτήματα για να κρατήσει συντροφιά στην κόμισσα πριν απ’ τον τοκετό, δε
διακινδύνευε να προκαλέσει ανάρμοστα σχόλια.
Απλώς θα την ξεφορτωνόταν.
Και η Ντέμπορα θα ξεφορτωνόταν εκείνον!
Σηκώνοντας αγέρωχα το κεφάλι της, είπε: «Συμφωνώ απολύτως. Κάτι
άλλο;»
«Όχι. Σκέφτηκα να σ’ ενημερώσω ότι δε θα γίνει δίκη για τη... δοκιμασία
σου. Δε χρειάζεται να το μάθει κανείς αν δεν το πεις εσύ».
Ώστε δε θεωρούσε ότι έπρεπε να δικαστούν οι άντρες που την είχαν
απαγάγει, την είχαν ξυλοκοπήσει και την είχαν κρατήσει αιχμάλωτη, ταΐ-
ζοντας την ξερό ψωμί; Τι άλλη απόδειξη χρειαζόταν η Ντέμπορα για τη
σκληρότητά του; Ο Ρόμπερτ ήθελε να κουκουλώσουν το γεγονός.
Όπως ήθελε να την εξαφανίσει απ’ τη ζωή του.
Το περίεργο ήταν ότι είχε μπει στον κόπο να τη σώσει. Αν την είχε αφή-
σει, μάλλον θα είχε μείνει χήρος. Η διαθήκη προέβλεπε μόνο να παντρευ-
τεί, όχι να μείνει παντρεμένος για κάποιο διάστημα. Ως χήρος, θα ήταν ε-
λεύθερος να...
Όχι, δεν έπρεπε να σκέφτεται έτσι. Άλλο ήταν να δέχεται τη φύση του
και άλλο να αναλογίζεται ότι ο Ρόμπερτ θα την άφηνε να πεθάνει.
Έφερε το τρεμάμενο χέρι της στο μέτωπό της, κουνώντας το άλλο σαν
να τον έδιωχνε. Δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά. Ήταν ακόμα ταραγμέ-
νη, όπως θα έλεγε η μητέρα της.
Όταν σήκωσε το κεφάλι της για να του δώσει μια απάντηση, ανακάλυψε
ότι ήταν πάλι μόνη.
Τι περίμενε;
Ό Ρόμπερτ είχε πάει να τη δει με σκοπό να της ανακοινώσει τα σχέδιά
του για το μέλλον της. Δεν είχε λόγο να μείνει, αφού είχε εκτελέσει την
αποστολή του.
Κανένα λόγο απολύτως.
Ξαφνικά η Ντέμπορα ένιωσε σαν να την κατάπινε μια μαύρη τρύπα. Έ-
πεφτε, έπεφτε μέσα και δεν μπορούσε κανείς να τη βοηθήσει· δεν ήταν
κανείς εκεί για να της απλώσει το χέρι του να κρατηθεί.
Έσφιξε τα μπράτσα της πολυθρόνας, θυμίζοντας στον εαυτό της ότι
καθόταν σ’ ένα κομψό σαλόνι, σε μια αναπαυτική πολυθρόνα και σύντομα
θα ταξίδευε στην εξοχή για να μείνει σε μια μεγαλοπρεπή έπαυλη.
Δεν είχε έρθει το τέλος του κόσμου.
Τότε γιατί έκλαιγε; Γιατί τρανταζόταν το κορμί της απ’ τα αναφιλητά,
αναγκάζοντάς τη να γονατίσει στο μαλακό μπλε χαλί; Γιατί κουλουριά-
στηκε εκεί, με τις γροθιές της σφιγμένες;
Δεν ήξερε.
Δεν αγαπούσε πια τον Ρόμπερτ, οπότε ήταν ανοησία να κλαίει επειδή
χώριζαν οι δρόμοι τους.
Ευχαρίστησε τον εαυτό της που είχε πάψει να τον αγαπά.
Αλλιώς θα είχε ραγίσει η καρδιά της με τον αποχωρισμό.
Κεφάλαιο 13