You are on page 1of 209

Τίτλος πρωτοτύπου: Southern Belle

Copyright © 2003 by Fiona Hood-Stewart


© 2006 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Β.Ε.Ε.
για την ελληνική γλώσσα, κατόπιν συμφωνίας
με τη Harlequin Enterprises II B.V.
ISBN 960-620-165-1
Μετάφραση: Αντώνης Γιαννούλης
Επιμέλεια: Ελένη Γεωργοστάθη
Διόρθωση: Ευαγγελία Χατζηευστρατίου, Ρήγας Καραλής
Σχεδιασμός εξωφύλλου: Άγγελος Αναστασιάδης
Εικόνες εξωφύλλου:
Σπίτι: © James Randklev / Getty Images
Μανόλια: © Randy Mayor / PR Direct
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, η αναπαραγωγή ή μετάδοσή του με
οποιοδήποτε οπτικοακουστικό ή άλλο μέσο, χωρίς την άδεια του εκδότη. Όλοι οι χαρακτήρες είναι
φανταστικοί. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα, που ζουν ή έχουν πεθάνει, είναι καθαρά
συμπτωματική.
SILK – ΤΕΥΧΟΣ 7
ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Β.Ε.Ε.
Φειδίου 18, 106 78 Αθήνα, Τηλ. 210 3610 218
Στην Κάρτερ Πάρσλι,
μια άλλη καλλονή του Νότου
Με αγάπη
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Ευχαριστώ θερμά όλους όσοι με βοήθησαν να γράψω αυτό το βιβλίο. Τον Ρίμερ και τη Σούζαν Λέιν, τον
Χάουαρντ και τη Μαίρη Μόρισον, τον Ρίμερ και την Κριστίνα Λέιν καθώς και τη Φραν Γκαρφάνκελ από τη
Σαβάνα της Τζόρτζια, για τη ζεστή φιλοξενία τους και τις πολύτιμες συμβουλές τους. Τον Μπιλ Ράιλι, που
μου μίλησε για το σαμοβάρι καθώς δειπνούσαμε σ’ ένα κάστρο της Ελβετίας και, τέλος, εκείνους με τους
οποίους μοιράζομαι τη ζωή μου και με ανέχονται υπομονετικά τις ώρες που γράφω κάθε μέρα: τον Τζον,
τον Σέρτζιο και τον Ντιέγκο. Όπως πάντα, ευχαριστώ την επιμελήτριά μου, Μιράντα Στέσικ, και όλη την
ομάδα: Νταϊάν Μόγκι, Έιμι Μουρ-Μπένσον και Ντόνα Χέιζ.

Μέρος Πρώτο

1
Η πολυαναμενόμενη βροχή –η βροχή για την οποία όλοι προσεύχονταν, αφού η ξηρασία ήταν τόσο
άσχημη– έπεφτε βαριά, μελαγχολική. Οι χοντρές σταγόνες σφυροκοπούσαν τη σκεπή, το νερό έσταζε από
τα κεραμίδια και τις υδρορρόες και κυλούσε σε ρυάκια μπροστά από τα παράθυρα της φαρδιάς, κλεισμένης
με σήτα βεράντας, προτού καταλήξει ορμητικό στο έδαφος. Μέσα σε λίγες ώρες το κιτρινισμένο γρασίδι
είχε μετατραπεί σε έναν απέραντο λασπότοπο που εκτεινόταν μέχρι πέρα, στον ποταμό Ογκίτσι, κι έδινε
στους φρεσκοφυτεμένους κήπους της φυτείας μια όψη εγκατάλειψης.
Η Ελμ Μακμπράιντ, κουλουριασμένη στην κουνιστή πολυθρόνα της, στο προστατευμένο τμήμα της
βεράντας που κάποτε χρησιμοποιούνταν ως χώρος για τα παιδιά, κοιτούσε έξω από το παράθυρο με το
βλέμμα καρφωμένο στο κενό. Τα δάχτυλά της ανοιγόκλειναν τα μικροσκοπικά κόκκινα παντζούρια του
παλιού κουκλόσπιτου που είχε φτιαχτεί στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Μόλις μια βδομάδα νωρίτερα
καθόταν στο ίδιο ακριβώς σημείο και παρακαλούσε να βρέξει. Ο γερο-Ίλι –οι πρόγονοι του οποίου ήταν οι
έμπιστοι σκλάβοι που είχαν βοηθήσει τους προγόνους της Ελμ και είχαν σώσει την οικογενειακή περιουσία
των Χάθαγουεϊ κρύβοντας χρυσάφι στο πηγάδι της φυτείας– δε σταματούσε να λέει καθημερινά επί ένα
μήνα πόσο ξερό ήταν το χώμα και πόσο απεγνωσμένα είχαν ανάγκη από νερό οι κήποι της φυτείας.
Ωστόσο, για την Ελμ, ενώ κοιτούσε τα ρυάκια που σχημάτιζαν αλλόκοτα σχέδια στα τζάμια του παραθύρου
και καθώς στο μυαλό της στριφογυρνούσαν τα συγκλονιστικά γεγονότα των τελευταίων ημερών, η βροχή
φάνταζε παράξενα άσχετη.
Αυτό που της φαινόταν απόλυτα σχετικό ήταν το μέγεθος της τυφλότητάς της –το πόσο απίστευτα
ανόητη και εντελώς ανίδεη ήταν για τον παράνομο δεσμό που ο σύζυγός της προφανώς διατηρούσε κάτω
από τη μύτη της. Ανακάθισε νευρικά, προσπαθώντας ακόμα να χωνέψει την προδοσία του Χάρλαν –και το
γεγονός ότι είχε το θράσος και την αναισθησία να την υποβάλει στην ταπείνωση της μοιχείας διαλέγοντας
μια γυναίκα από τον κύκλο τους. Ένιωσε να την πνίγουν η ντροπή και η απογοήτευση και υπενθύμισε
σκληρά στον εαυτό της ότι είχε χρειαστεί ν’ ακούσει ένα δηκτικό σχόλιο από τη γυναίκα με την οποία
κοιμόταν ο άντρας της προτού αντιληφθεί τι συνέβαινε.
Η γωνία του μικροσκοπικού παντζουριού τσίμπησε την παλάμη της κι εκείνη τράβηξε το χέρι της
βιαστικά από το κουκλόσπιτο που κουβαλούσε τόσες αναμνήσεις. Πάνω στο θυμό της παραλίγο να το
σπάσει. Πήρε βαθιά ανάσα, ίσιωσε τους μουδιασμένους ώμους της και ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Το ότι ο
Χάρλαν είχε ερωμένη ήταν απαράδεκτο. Η Ελμ όμως σκέφτηκε μορφάζοντας ότι το χειρότερο ήταν πως
είχε μάθει ότι δεν τον ένοιαζε αν το ήξερε εκείνη.
Αρχικά, και μόνο που τον σκεφτόταν στο κρεβάτι με την Τζένιφερ Μπολ, την αιώνια ορκισμένη εχθρό
της από το νηπιαγωγείο ακόμα, ένιωθε το στομάχι της να ανακατεύεται. Αργότερα, όταν είχε καταφέρει να
συγκρατήσει τη ναυτία που κυρίευσε ακούγοντας την Τζένιφερ να αναφέρει μακάρια στο τένις κλαμπ ότι ο
Χάρλαν «έκανε σπουδαίο κρεβάτι», είχε τελειώσει με προσεκτικές κινήσεις το μεσημεριανό φαγητό της,
είχε υπογράψει το λογαριασμό και είχε επιστρέψει με το αυτοκίνητο στο σπίτι τους στα προάστια,
αποφασισμένη να βρεθεί πρόσωπο με πρόσωπο μαζί του.
Είχε βρει τον Χάρλαν στο υπνοδωμάτιο να φτιάχνει τη γραβάτα του μπροστά στον καθρέφτη με την
επιχρυσωμένη κορνίζα πάνω από το τζάκι. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν στον καθρέφτη προτού ο
Χάρλαν γυρίσει, φτιάξει τα μανικετόκουμπά του και ετοιμαστεί να φύγει για το πολιτικό γραφείο που
διατηρούσε ως μέλος του Κογκρέσου.
«Γεια», είχε μουρμουρίσει ο Χάρλαν αδιάφορα. Το εξασκημένο του χαμόγελο δεν έφτανε στα μάτια του.
«Γεια». Η Ελμ είχε κυριευτεί από μια παράξενη νευρικότητα, λες και μπροστά της στεκόταν κάποιος
ξένος, όχι ο άντρας που ήταν σύζυγός της τα δώδεκα τελευταία χρόνια. Τον είχε κοιτάξει χωρίς να πιστεύει
στα μάτια της, όρθιο μπροστά στο παράθυρο, να ξεχειλίζει από αλαζονεία και να της μιλάει με άνεση, σαν
να μη συνέβαινε τίποτα, όταν ήταν σίγουρο ότι η Τζένιφερ του είχε τηλεφωνήσει για να του κλαφτεί για τη
συνάντησή της με την ανόητη σύζυγό του. Ο Χάρλαν είχε φτάσει ακόμα και στο σημείο να της πει ότι
εκείνο το βράδυ θα δειπνούσαν στο σπίτι των Τόμας-Λέιτον και να την παρακαλέσει να μην ξεχάσει να
στείλει λουλούδια^ τα ίδια πράγματα που της έλεγε πάντα με το κάπως κυνικό, συγκαταβατικό ύφος που
εκείνη είχε πια συνηθίσει.
Η Ελμ τον είχε παρακολουθήσει να παίρνει το χαρτοφύλακά του, ανίκανη να μιλήσει, προσπαθώντας
απεγνωσμένα να ανασύρει στην επιφάνεια την αγανάκτηση που την είχε κάνει να επιστρέψει στο σπίτι –μια
συμπεριφορά τόσο ξένη προς το χαρακτήρα της, που την τρόμαζε–, αποφασισμένη να του μιλήσει έξω από
τα δόντια.
Όμως της ήταν αδύνατο να ξεστομίσει έστω και μια λέξη.
Τότε, προτού εκείνη μπορέσει να βρει το κουράγιο, ο Χάρλαν της είχε χαρίσει ένα υπολογισμένα
ειρωνικό χαμόγελο –σαν να της έλεγε ότι ήξερε πως ήξερε, ταυτόχρονα όμως αμφέβαλλε ότι η γυναίκα του
θα είχε τα κότσια να κάνει οτιδήποτε γι’ αυτό– και είχε βγει από το δωμάτιο, πριν εκείνη μπορέσει να βρει
τη φωνή της για να τον σταματήσει, να τον ρωτήσει γιατί. Όμως το μήνυμα δε θα μπορούσε να είναι πιο
καθαρό: ο Χάρλαν περίμενε από εκείνη να αγνοήσει ό,τι είχε συμβεί και να ξαναγίνει υπάκουη σύζυγος.
Κι εκεί ήταν η ουσία του θέματος, συνειδητοποίησε η Ελμ με πικρία. Έσφιξε τα λειασμένα από το χρόνο
μπράτσα της παλιάς πολυθρόνας κι άρχισε να κουνιέται ρυθμικά. Δεν ήταν τόσο το ότι ο Χάρλαν είχε
κοιμηθεί με κάποια άλλη –αν κι αυτό ήταν ιδιαίτερα οδυνηρό, πολύ περισσότερο αφού είχαν περάσει μόλις
έξι βδομάδες από τότε που εκείνη είχε υποβληθεί στην τελευταία, ανεπιτυχή προσπάθεια εξωσωματικής
γονιμοποίησης. Ούτε ότι η ερωτική τους ζωή –ο μοναδικός τομέας του κλονιζόμενου γάμου τους που ήθελε
απεγνωσμένα να πιστεύει ότι είχε παραμείνει αλώβητος– ήταν προφανώς ένα ψέμα. Ήταν η γνώση, η
απόλυτη συνειδητοποίηση, ότι ο άντρας που γνώριζε από τότε που θυμόταν τον εαυτό της τη σεβόταν
ελάχιστα ή και καθόλου.
Κι έτσι είχε τρέξει στη φυτεία, στην ασφάλεια του Ολιάντερ Κρικ, για να κρυφτεί από τις φρικτές
αλήθειες που μόλις είχε ανακαλύψει για το γάμο της. Αυτό έκανε πάντα, σκέφτηκε, και πέταξε θυμωμένη
ένα ξεθωριασμένο εμπριμέ βαμβακερό μαξιλάρι στην άλλη άκρη του δωματίου. Και το χειρότερο ήταν πως
στις πέντε μέρες που βρισκόταν εκεί δεν είχε βρει καμία λύση. Το μόνο που έκανε ήταν να αναρωτιέται
επανειλημμένα γιατί ο σύζυγός της έβαζε σε κίνδυνο το γάμο τους –και την πολιτική του καριέρα– για χάρη
ενός παράνομου φλογερού δεσμού, εκεί στη Σαβάνα, την περιφέρεια που τον είχε εκλέξει δύο φορές στο
Κογκρέσο.
Το χέρι της Ελμ έπεσε άτονα στα γόνατά της και η πολυθρόνα σταμάτησε να κουνιέται. Τι περίμενε από
τον Χάρλαν; Να αισθανθεί αμηχανία; Να απολογηθεί; Να ντραπεί; Να πιστέψει ότι εκείνη θα έδειχνε
κατανόηση, ότι θα προσπαθούσε να αποδεχτεί αυτό που συνέβαινε; Ότι θα είχε φτάσει ακόμα και στο
σημείο να γεφυρώσει το χάσμα, να διορθώσει την κατάσταση;
Όμως ο Χάρλαν δεν είχε δείξει τίποτε απ’ όλα αυτά. Η Ελμ, από εκείνο το φρικτό πρωινό, είχε
επανειλημμένα φέρει στο μυαλό της τη σκηνή και είχε συνειδητοποιήσει ότι η απόλυτη έλλειψη
συναισθημάτων ή μεταμέλειας εκ μέρους του Χάρλαν είχε αμβλύνει τον πόνο στην καρδιά της.
Επίσης, πράγμα απόλυτα υγιές, είχε αποσβέσει την οργή της.
Τίποτα δεν της φαινόταν σημαντικό πια. Ούτε τα γεγονότα ούτε οι λέξεις ούτε τα μουδιασμένα
συναισθήματά της. Στην πραγματικότητα είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της τελευταίας βδομάδας
βυθισμένη σε ένα λήθαργο.
Τότε, επιτέλους, εκείνο το πρωί είχε ξυπνήσει με έναν καινούριο στόχο στον οποίο θα εκτόνωνε την
οργή της. Τον εαυτό της. Την Ελμ Χάθαγουεϊ Μακμπράιντ, σκέφτηκε αηδιασμένη, που, ενώ στα τριάντα
τέσσερα χρόνια της θα έπρεπε να ήξερε καλύτερα τι της γινόταν, δεν είχε κάνει το παραμικρό για να
αλλάξει την ισχύουσα κατάσταση των πραγμάτων. Κι ήταν ιδιαίτερα εξοργιστικό να γνωρίζει ότι σ’ αυτό
ακριβώς βασιζόταν ο Χάρλαν.
Ήταν σαν να κοιμόταν ύπνο βαθύ και κάποιος να είχε τραβήξει απότομα τις κουρτίνες εκθέτοντάς τη στο
τραχύ, λαμπερό φως. Στην αρχή είχε ανοιγοκλείσει τα μάτια της έκπληκτη, ύστερα όμως, ξαφνικά, είχε
συνειδητοποιήσει με απόλυτη διαύγεια ότι δεν απεχθανόταν μόνο τον Χάρλαν αλλά και τον εαυτό της. Είχε
ζήσει δώδεκα ολόκληρα χρόνια σαν μυωπικό ποντίκι εφευρίσκοντας αξιολύπητες δικαιολογίες για τις
απουσίες του Χάρλαν, δικαιολογώντας τις συναντήσεις του αργά τα βράδια με τις διάφορες επιτροπές,
επικροτώντας τις εκδηλώσεις στο πλαίσιο της προεκλογικής του εκστρατείας επειδή ήθελε απεγνωσμένα να
πιστεύει ότι όλα ήταν εντάξει. Εκείνη τη στιγμή, ενώ καθόταν στην κουνιστή πολυθρόνα και αγκάλιαζε
σφιχτά το λεπτό κορμί της με το καλοκαιρινό μπλουζάκι, δεν ένιωθε απλά προδομένη ή πληγωμένη.
Ένιωθε ανόητη.
Η Ελμ προσπάθησε για μερικές στιγμές να ξεδιαλύνει τις σκέψεις της ακούγοντας το ρυθμικό κροτάλισμα
της βροχής, της αδυσώπητης, παρακμιακής, παθιασμένης βροχής του Νότου, που μπορούσε να βρυχιέται
οργισμένη σαν δαιμόνιο, να οδύρεται μέχρι να τσακίσει την ψυχή σου, να ξυπνάει τους πόθους σου καθώς
κυλούσε αισθησιακά από τα βρύα που ήταν κολλημένα στα κλαδιά των γέρικων βαλανιδιών γύρω από το
σπίτι και το γρασίδι και που φύτρωναν μέχρι πέρα, στο ποτάμι. Γύρισε κι άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί
προς τον Ογκίτσι, γνωρίζοντας ότι ο ποταμός βρισκόταν στην ίδια κατάσταση μ’ εκείνη: άφριζε και ήταν
έτοιμος να ξεχειλίσει. Ωστόσο, ενώ ανασκάλευε ξανά τη φλόγα της οργής της, άρχισε ξαφνικά να βλέπει τα
πράγματα από απόσταση, λες και οι τελευταίες λίγες ώρες την είχαν απομακρύνει τόσο ψυχικά όσο και
σωματικά από αυτό που μόλις την προηγούμενη μέρα αντιπροσώπευε μια τεράστια καταστροφή. Ίσως,
αναλογίστηκε σκεφτική, η καταστροφή να μην ήταν τόσο μεγάλη όσο είχε αρχικά φανταστεί.
Κοίταξε το ρολόι της. Ήταν σχεδόν δύο το μεσημέρι. Ακολούθησε με τη μύτη του παπουτσιού της το
σχέδιο του ξεθωριασμένου χαλιού και ήρθε αντιμέτωπη με την πραγματικότητα. Ο τακτοποιημένος κόσμος
της είχε έρθει τα πάνω κάτω και τα προστατευτικά τείχη που τόσο προσεκτικά είχε υψώσει γύρω της είχαν
σωριαστεί αμετάκλητα και θεαματικά σαν κτίριο που κατέρρεε ύστερα από έκρηξη. Ακόμα χειρότερα, η
φρικτή έλλειψη εσωτερικής γαλήνης που βίωνε θα εξακολουθούσε να τη βασανίζει μέχρι να αναλάβει
δράση.
Πέρασε τα δάχτυλά της μέσα από τα ίσια ξανθά μαλλιά της, που έφταναν μέχρι το ύψος των ώμων της,
συνειδητοποίησε ότι είχε δυο μέρες να τα λούσει και βρέθηκε για κάμποση ώρα να αντικρίζει με βλέμμα
ψυχρό, άκαμπτο, τα συντρίμμια της ζωής της. Ξαφνικά κατάλαβε ότι ήταν καιρός να συνέλθει και να πάρει
τον έλεγχο της ζωής της αντί να κρύβεται στο Ολιάντερ Κρικ.
Συνήθως έβρισκε αμέσως παρηγοριά στη φυτεία που ανήκε από αιώνες στην οικογένειά της. Όχι όμως
και αυτή τη φορά. Ούτε είχε στραφεί στη ζωγραφική, τη μοναδική δραστηριότητα της ζωής της που δε
βρισκόταν υπό τον έλεγχο του Χάρλαν. Μια δραστηριότητα που όχι μόνο της πρόσφερε ευχαρίστηση αλλά
και την αρχή μιας επιτυχημένης καριέρας, καθώς τα τοπία και τα πορτραίτα της –συνήθως σκηνές του
Νότου και πρόσωπα που απαθανάτιζε με χαρακτηριστικές τολμηρές πινελιές– γίνονταν όλο και πιο γνωστά
σ’ ολόκληρη τη χώρα.
Όμως αυτή τη φορά, κατά τα φαινόμενα, τίποτα δεν μπορούσε να τη βοηθήσει.
Η καταρρακτώδης βροχή, ξαφνικά, όπως είχε αρχίσει, μετατράπηκε σε ψιλόβροχο, η επιθετική ορμή της
κόπασε. Η Έλμ ένιωσε έντονη την ανάγκη να βγει, να περιπλανηθεί στη φυτεία, σε μια απεγνωσμένη
προσπάθεια να ανακαλύψει ξανά τη γαλήνη που πάντα τής χάριζε εκείνο το μέρος στο παρελθόν.
Λαχταρούσε να νιώσει να την τυλίγει το ασαφές, μαγικό, γαλήνιο πέπλο της λησμονιάς που τη σκέπαζε
πάντα τη στιγμή που περνούσε τις παλιές σιδερένιες πύλες της φυτείας.
Διέσχισε βιαστικά την τραπεζαρία, ίσιωσε ασυναίσθητα της καρέκλες Χέπλγουαϊτ που βρίσκονταν γύρω
από το φαρδύ μαονένιο τραπέζι και σκέφτηκε ότι, μετά την προδοσία του Χάρλαν, δεν είχε βρει καμιά
ευχαρίστηση στις αιωνόβιες γλυσίνες που κάλυπταν τα καφασωτά στους τοίχους του Ολιάντερ ούτε είχε
νιώσει μπαίνοντας εκείνη τη γνώριμη αίσθηση νοσταλγίας που την κυρίευε πάντα όταν αντίκριζε τη ρωγμή
στα πλίθινα σκαλοπάτια τα φτιαγμένα από λάσπη του ποταμού, στο σημείο όπου κάποιος απρόσεκτος
Γιάνκης στρατιώτης είχε χτυπήσει με δύναμη το κοντάκι του τουφεκιού του σχεδόν ενάμιση αιώνα πριν.
Τίποτα.
Ούτε καν ένας σιγανός αναστεναγμός δεν είχε ξεφύγει από τα χείλη της καθώς έβγαινε στη φαρδιά
βεράντα, νιώθοντας το απαλό αεράκι από το ποτάμι –εκεί όπου είχε περάσει τόσες ονειρεμένες νύχτες των
παιδικών της χρόνων κοιτάζοντας το λαμπερό ολόγιομο φεγγάρι που οι αχτίδες του έπαιζαν κρυφτό με τα
νερά του ποταμού, ενώ οι πανταχού παρούσες ευωδιές της λεβάντας και του θυμαριού γλιστρούσαν γλυκά
ανάμεσα στις πικροδάφνες και τις καμέλιες. Ούτε καν η θέα της παλιάς αιώρας από καραβόπανο,
κρεμασμένης ανάμεσα σε δυο γέρικες οξιές, μερικά βήματα από το κυνηγετικό περίπτερο, δεν είχε
βοηθήσει στο ελάχιστο. Και, απρόθυμα, η Έλμ συνειδητοποίησε ότι για πρώτη φορά στα χρονικά το
Ολιάντερ Κρικ την είχε προδώσει.
Ταυτόχρονα αναρωτήθηκε μήπως ήταν εκείνη που είχε προδώσει το Ολιάντερ Κρικ. Η φυτεία ήταν πάντα
σπίτι ανθρώπων με μεγάλη ψυχική δύναμη, που δε δίσταζαν να αναλάβουν πρωτοβουλίες, σπάνιων
ανθρώπων που είχαν αντιμετωπίσει δύσκολα, φαινομενικά ανυπέρβλητα εμπόδια με αποφασιστικότητα και
μεγαλείο. Μπορεί η φυτεία να αρνιόταν να προσφέρει τις απολαύσεις της σ’ εκείνους που δεν τις άξιζαν.
Η Ελμ, μόλις έκανε αυτή τη σκέψη, πήγε βιαστικά στη βιβλιοθήκη –μια προσθήκη που είχε κάνει στο
σπίτι η γιαγιά της στα 1920– και πήρε το σακάκι της σαστισμένη. Ένιωθε εκνευρισμένη, νευρική,
συγκλονισμένη και κυριευμένη από απόγνωση, θαρρείς και η βελόνα της πυξίδας της είχε αρχίσει ξαφνικά
να στριφογυρίζει σαν τρελή. Άνοιξε την εξώπορτα, κατέβηκε βιαστικά τα σκαλοπάτια και κατευθύνθηκε
προς το παλιό της τζιπ Τσερόκι που ήταν παρκαρισμένο στο στρωμένο με χαλίκια δρομάκι, απρόθυμη να
παραδεχτεί ότι ο ασφαλής της παράδεισος δεν ήταν πια ασφαλής^ ότι οι ατέλειωτες ώρες που είχε περάσει
ανακατεύοντας κυβικά χώματος στους κήπους δεν είχαν οδηγήσει πουθενά^ ότι τα πλούσια, λαμπερά λάδια
που είχε απλώσει με τα πινέλα της σε ατέλειωτους καμβάδες δεν είχαν κατά κανέναν τρόπο απαλύνει τα
συναισθήματά της. Και πως, είτε της άρεσε είτε όχι, θα έπρεπε να σκαλίσει στο κουτί της Πανδώρας που
κρατούσε κλειστό βαθιά μέσα της για να βρει τις απαντήσεις.
Η Ελμ ξεφύσηξε, αλλά ο ήχος που βγήκε από τα χείλη της θύμιζε περισσότερο μουγκρητό. Γύρισε το
κλειδί στη μίζα, έκανε το γύρο του παρτεριού με τα λουλούδια και ακολούθησε το γεμάτο λακκούβες
δρομάκι που ύστερα από τρία χιλιόμετρα συναντούσε την Ογκίτσι Ρόουντ, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι ο
κόσμος της είχε αλλάξει. Κυριεύτηκε από ένα κύμα νοσταλγίας. Τίποτα δε θα ήταν ξανά το ίδιο. Είχε νιώσει
έτσι μόνο μια φορά στο παρελθόν, όταν είχε πεθάνει η μητέρα της –απογυμνωμένη, ατιμασμένη,
ξεγελασμένη. Όμως τότε ήταν πολύ μικρή για να καταλάβει και δεν είχε κανέναν να κατηγορήσει εκτός από
τη σκληρή μοίρα και τον καρκίνο που της είχε στερήσει τη μητέρα της, δύο ανεξήγητες δυνάμεις που
φάνταζαν πολύ ισχυρές για να τις αντιμετωπίσει.
Όμως αυτό ήταν διαφορετικό.
Τώρα, σκέφτηκε καθώς περνούσε την πύλη και περίμενε να κοπάσει η κίνηση για να μπει στο δρόμο,
είχε λόγο στα πράγματα και ήξερε πού να αποδώσει ευθύνες. Έφταιγε εκείνη, που είχε επιλέξει να
παραμείνει ανυποψίαστη, αποτραβηγμένη, ικανοποιημένη, να συνεχίζει μακάρια τη ζωή της, να
προσποιείται –τόσο στον εαυτό της όσο και στους άλλους– πως όλα στο γάμο της πήγαιναν μια χαρά. Ποτέ,
ούτε μια φορά, δεν παραδέχτηκε ότι η ζωή της δεν ήταν παραμυθένια όπως τόσο σκληρά προσπαθούσε να
την παρουσιάσει.
Η Ελμ άλλαξε ταχύτητα, ίσιωσε την πλάτη της και κοίταξε αριστερά προτού στρίψει στον Διαπολιτειακό
Αυτοκινητόδρομο 16 και κατευθυνθεί προς τη Σαβάνα. Τα δάχτυλά της σφίχτηκαν γύρω από το τιμόνι και
σκέφτηκε ότι αν είχε κάνει κάτι νωρίτερα για την κατάστασή της, τότε ίσως...
Το δυνατό, βεβιασμένο κορνάρισμα ενός αυτοκινήτου που πλησίαζε από την αντίθετη κατεύθυνση την
έβγαλε από τις σκέψεις της. Ξεροκατάπιε και επανέφερε το Τσερόκι στη δική της λωρίδα. Έπρεπε να
συνέλθει από τη ζαλάδα της και να αναλάβει δράση. Στο κάτω κάτω τα πράγματα δε θα τακτοποιούνταν
βολικά από μόνα τους απλά επειδή το ήθελε εκείνη. Ήταν πολύ αργά γι’ αυτό.
Ένα κενό στην κίνηση της επέτρεψε να πατήσει περισσότερο το γκάζι. Χαμήλωσε το βλέμμα της και
κοίταξε για μια στιγμή τα παλιά μπεζ Γκούτσι παπούτσια της και τη λεία επιδερμίδα των ποδιών της –ήταν
ακόμα ηλιοκαμένα, παρ’ όλο που είχε μπει ο Δεκέμβριος. Το γεγονός ότι πρόσεχε κάτι τόσο ασήμαντο όσο
το μαύρισμά της τη στιγμή που η ζωή της ξέφευγε από κάθε έλεγχο φάνταζε σχεδόν αστείο. Σκέφτηκε ότι
ήταν επίσης επιπόλαιο και γελοίο κι έστρεψε την προσοχή της ξανά στο δρόμο. Ένας κόμπος τής έκλεισε
το λαιμό. Συμπεριφορά που ταίριαζε απόλυτα σε άτομα σαν αυτό που είχε επιτρέψει στον εαυτό της να
γίνει.
Άφησε έναν ελαφρύ αναστεναγμό συγκρατημένης απόγνωσης. Δεν κάπνιζε, έπινε με μέτρο και δε
μασούσε τσίχλα –κάτι τέτοιο δε θα ταίριαζε σε μια κυρία. Όμως εκείνη τη στιγμή η Ελμ ήθελε να πάει
κατευθείαν στο όμορφο μέγαρο που είχε φιλοξενηθεί στις σελίδες του Σάουθερν Λίβινγκ, στο μέγαρο που
είχε μοιραστεί με τόση αφοσίωση με τον Χάρλαν τα δώδεκα αναθεματισμένα τελευταία χρόνια και να πιει
μέχρι αναισθησίας.
Όμως η δύναμη της συνήθειας κέρδισε τη μάχη και η Ελμ μπήκε στην πόλη οδηγώντας προσεκτικά.
Διέσχισε ήρεμα τους δρόμους στους οποίους είχε περάσει όλη της τη ζωή. Χαιρέτησε κουνώντας τα
δάχτυλά της με τα περιποιημένα νύχια την κυρία Φίντσελι στη γωνία της Άμπερκορν, πάρκαρε μπροστά στο
δικό της γκαράζ, έσβησε τη μηχανή κι έριξε μια βιαστική ματιά στο καθρεφτάκι του αυτοκινήτου.
Αυτό που αντίκρισε της υπενθύμισε με τον πιο σκληρό τρόπο όλα όσα είχαν αλλάξει στη ζωή της. Γύρω
από τα σκούρα καστανά μάτια της, τα τόσο αταίριαστα με τα μαλλιά της, υπήρχαν μαύροι κύκλοι. Η πάντα
λαμπερή επιδερμίδα της φάνταζε θαμπή. Η Ελμ σκέφτηκε ότι για πρώτη φορά η εμφάνισή της ταίριαζε με
την ηλικία της κι έκανε μια μάταιη προσπάθεια να στρώσει τα ανακατεμένα της μαλλιά, που έπεφταν
άκομψα στους ώμους της. Όχι ότι είχε σημασία, σκέφτηκε και κοίταξε τα δάχτυλά της –άψογα
φροντισμένα, παρά την καθημερινή επαφή με τη γη και τη δουλειά που έκανε στον κήπο. Πέρασε τις
παλάμες της πάνω από τους μηρούς της, έστρωσε το μπεζ σπορ παντελόνι της και προσπάθησε να σκεφτεί.
Έπρεπε να μιλήσει σε κάποιον, αλλιώς θα τρελαινόταν.
Όμως σε ποιον;
Η θεία της η Φράνσις, η αδερφή του πατέρα της και έμπιστή της σε ολόκληρη τη ζωή της, έλειπε από την
πόλη. Έτσι κι αλλιώς ήταν ηλικιωμένη και δε θα ήταν σωστό να αναστατωθεί από τα προβλήματα της
ανιψιάς της.
Η Ελμ βγήκε αφηρημένη από το αυτοκίνητο, όμως, αντί να μπει στο σπίτι, άρχισε να περπατάει. Κάποια
περαστική γνωστή της τη χαιρέτησε και ασυναίσθητα φόρεσε το εξασκημένο, ευχάριστο χαμόγελο που
άρμοζε στην κόρη ενός γερουσιαστή και σύζυγο ενός μέλους του Κογκρέσου, ενώ ταυτόχρονα αναρωτιόταν
σε ποιον στο καλό, σ’ ολόκληρη τη Σαβάνα, θα μπορούσε να μιλήσει.
Να μιλήσει πραγματικά.
Φυσικά υπήρχε η Μέρεντιθ, όμως η Ελμ θυμήθηκε ότι η φίλη της είχε αναφέρει πως ασχολιόταν με μια
μεγάλη υπόθεση, άρα θα ήταν πολύ απασχολημένη εκείνη τη στιγμή. Όμως, ύστερα από αρκετό περπάτημα
και μια γρήγορη ανασκόπηση της λίστας των γνωστών της, η Ελμ συνειδητοποίησε σοκαρισμένη ότι δεν
υπήρχε κανείς, απολύτως κανείς, που να εμπιστευόταν αρκετά ώστε να είναι σίγουρη ότι δε θα μετέφερε
τον προσωπικό πόνο της, την κατάστασή της ως προδομένης συζύγου, σε ολόκληρο τον κόσμο.
Πέρασε απέναντι, μπήκε στο Φόρσαϊθ Παρκ κι ανατρίχιασε όταν σκέφτηκε το θέαμα που θα παρουσίαζε.
Η σκέψη και μόνο ότι η προσωπική της ζωή θα γινόταν θέμα εμπιστευτικών συζητήσεων στο γυμναστήριο ή
στα γεύματα του τένις κλαμπ κατά τη διάρκεια του πρωταθλήματος, ανάμεσα σε γουλιές ακριβού σαρντονέ,
ήταν υπερβολικά τρομακτική για να την αντέξει.
Ω, όχι. Λίγο πιο κάτω ήταν ο στρατηγός Μόρτιμερ και την πλησίαζε βιαστικά. Θα ήθελε να τη
σταματήσει για να μιλήσουν, να της κάνει πρόγνωση του καιρού. Συνήθως η Ελμ τον άκουγε, χαμογελούσε,
κουνούσε το κεφάλι της ευγενικά στα σχόλια του στρατηγού που άκουγε να επαναλαμβάνονται χρόνια
ολόκληρα σε καθημερινή βάση. Όμως όχι εκείνη τη μέρα. Εκείνη τη στιγμή, απλά, δεν μπορούσε να το
αντέξει. Έσκυψε το κεφάλι της κι έκρυψε το πρόσωπό της πίσω από τα μακριά μαλλιά της, με την ελπίδα
ότι τα μαύρα ακριβά γυαλιά της θα την προστάτευαν επαρκώς. Έστριψε στο κοντινότερο μονοπάτι και,
κάνοντάς το, συνειδητοποίησε ότι ασυναίσθητα κατευθυνόταν προς το δικηγορικό γραφείο της Μέρεντιθ.
Για μια στιγμή δίστασε και ύστερα κοντοστάθηκε στο πλακόστρωτο κι έκλεισε τα μάτια της. Έπρεπε να
ξεσπάσει, αλλιώς θα έσκαγε. Όσο απασχολημένη κι αν ήταν η Μέρεντιθ, ήταν το μοναδικό άτομο το οποίο
είχε ανάγκη η Ελμ εκείνη τη στιγμή.
Ξανάνοιξε τα μάτια της και κοίταξε το παλιομοδίτικο τρόλεϊ. Ήταν γεμάτο με ανυπόμονους τουρίστες
που τέντωναν τους λαιμούς τους και άκουγαν με προσοχή τη χιλιοειπωμένη περιγραφή της ξεναγού για την
ακριβή τοποθεσία όπου είχε γυριστεί το Μεσάνυχτα στον Κήπο του Καλού και του Κακού . Η Ελμ είχε γίνει
μάρτυρας της ίδιας σκηνής αμέτρητες φορές, συνήθως με ευχάριστη διάθεση, κάποιες φορές ελαφρώς
εκνευρισμένη για την κακή φήμη που είχε αποκτήσει η Σαβάνα.
Όμως όχι εκείνη τη μέρα.
Εκείνη τη μέρα δε νοιαζόταν καθόλου για το πλήθος των τουριστών που θα εισέβαλλαν στην πόλη.
Αισθανόταν παράξενα αποκομμένη απ’ όσα την περιτριγύριζαν. Δεν της ήταν δύσκολο να φανταστεί τον
εαυτό της –ψηλή, καλοντυμένη, παρ’ ότι τα ρούχα της ήταν σπορ– να περιμένει να περάσει το δρόμο –ήταν
σχεδόν μια εξωσωματική εμπειρία.
Ξαφνικά αναρωτήθηκε πόσες εξωσυζυγικές περιπέτειες είχε ο Χάρλαν και κατέβηκε αφηρημένα στο
δρόμο. Ήταν σχεδόν λες και ξαφνικά όλα όσα δεν είχε καταλάβει –όσα δεν ήθελε να δει– φάνταζαν
απόλυτα λογικά. Θα πρέπει να ήταν ολοφάνερα σε όλους όσοι την περιτριγύριζαν. Ωστόσο εκείνη είχε
αρνηθεί να πάρει το μήνυμα, να αντιληφθεί την πραγματικότητα που γλιστρούσε ύπουλα στον κόσμο της.
Είχε παραμείνει παγιδευμένη, σαν λαγός που τον λούζουν οι προβολείς ενός αυτοκινήτου, θαμπωμένη από
τη γοητεία του Χάρλαν, τα φιλόδοξα σχέδια του πατέρα της για το γαμπρό του και τη δική της εμμονή ότι ο
γάμος της δε θα αποτύγχανε, ότι δεν μπορούσε να αποτύχει.
Το ουρλιαχτό μιας κόρνας και το στρίγκλισμα των ελαστικών την έκαναν να τιναχτεί τρομαγμένη.
Περιφερόταν στη μέση του δρόμου και δεν το είχε αντιληφθεί.
Χαμογέλασε απολογητικά στον οδηγό ενός θηριώδους SUV και προχώρησε βιαστικά στο απέναντι
πεζοδρόμιο. Σκατά. Ήταν η δεύτερη φορά σε λιγότερο από μια ώρα που είχε χάσει κάθε αίσθηση της
πραγματικότητας. Όμως ο πόνος ήταν κάτι που όφειλε κανείς να υπομένει, κάτι στο οποίο υπέβαλλε κανείς
τον εαυτό του για χάρη κάποιου αξιέπαινου σκοπού –και η δική της περίπτωση σίγουρα δεν ενέπιπτε σ’
αυτό τον κανόνα. Όμως το παράξενο, οργισμένο μαρτύριο που υπέμενε, τόσο εξαιτίας της ανόητης ανάγκης
της να εξακολουθήσει να πιστεύει στο όνειρο που τόσο προσεκτικά είχε οικοδομήσει όσο και στον Χάρλαν,
δεν της επέτρεπε να σκεφτεί καθαρά. Πιθανόν να ήταν γελοία και τέτοια πράγματα να συνέβαιναν σε όλους
τους γάμους κάποια στιγμή. Όμως, βαθιά μέσα της, ήξερε ότι κι αυτό ήταν ένα ψέμα.
Η Ελμ συνειδητοποίησε ότι στεκόταν απέναντι από τη λέσχη Όγκλθορπ και το γραφείο της Μέρεντιθ. Η
έδρα των δικηγόρων Ρόλινς, Χάντερ & Μιλς βρισκόταν στο υπέροχο μέγαρο που ορθωνόταν στη γωνία. Η
Ελμ διέσχισε κάθετα το δρόμο, προσεκτικά αυτή τη φορά, και πάτησε το κουδούνι της σκαλισμένης
σιδερένιας πόρτας. Ένιωθε σαν κάποιος να είχε πατήσει το κουμπί ενός χρονομέτρου και να είχε κάνει τη
ζωή της να παγώσει.

2
Ακούστηκε ο χαρακτηριστικός βόμβος που σήμαινε ότι η πόρτα είχε ανοίξει.
Η Ελμ την έσπρωξε και ανέβηκε τα λιγοστά σκαλιά που οδηγούσαν στην επιβλητική εξώπορτα του
δικηγορικού γραφείου.
Μόλις μπήκε, βρέθηκε στον δυναμικό, πολυτάραχο κόσμο του πιο επιφανούς δικηγορικού γραφείου της
Σαβάνα. Επιτυχημένοι νομικοί γάβγιζαν κοφτές διαταγές σε βοηθούς με ψηλά τακούνια και ταγέρ Τι-Τζέι
Μαξ, που κατάφερναν να επιβιώνουν καταπίνοντας χούφτες αντιόξινα. Η Ελμ κοντοστάθηκε για μια στιγμή
και κοίταξε το συμπαθητικό πρόσωπο της εγκύου ρεσεψιονίστ, που, φορώντας μια πουκαμίσα σε φωτεινό
ροζ χρώμα, καθόταν ατάραχη πίσω από ένα μακρύ γραφείο-αντίκα, φαρδύ όσο κι εκείνη. Κάθε λίγα
δευτερόλεπτα επαναλάμβανε τη φίρμα του δικηγορικού γραφείου και αποφάσιζε ποια τηλεφωνήματα
έπρεπε να περάσει και ποια όχι, ενώ αγχωμένοι πελάτες που πλήρωναν εξακόσια δολάρια την ώρα
περίμεναν ανυπόμονα να τους συνδέσει.
«Κυρία Μακμπράιντ;» Η Άλι, η υπερβολικά λεπτή γραμματέας της Μέρεντιθ, κοντοστάθηκε στο
διάδρομο και κοίταξε έκπληκτη το πελιδνό πρόσωπο της Ελμ. «Σας περιμέναμε;» ρώτησε και
συνοφρυώθηκε ανήσυχη, ενώ έκανε νοερά μια ανασκόπηση της λίστας με τα ραντεβού εκείνης της μέρας.
«Όχι. Δεν έχω ραντεβού», απάντησε η Ελμ. Και, για πρώτη φορά από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, δε
ζήτησε συγνώμη, ούτε πρόσθεσε κάτι του στυλ, Αν δεν είναι βολικό θα επιστρέψω κάποια άλλη στιγμή, ή,
Μην ενοχλήσεις τη Μέρεντιθ αν έχει κάποιο σημαντικό ραντεβού. Εκείνη τη στιγμή –όπως θα έλεγε η
Μέρεντιθ, όχι η ίδια– δεν της καιγόταν καρφάκι για το πόσο απασχολημένη ήταν η φίλη της. Έπρεπε να της
μιλήσει. Αμέσως.
«Μάλιστα». Η Άλι, επαγγελματίας όπως πάντα, πήρε χωρίς καθυστέρηση την κατάσταση στα χέρια της.
«Κυρία Μακμπράιντ, περιμένετε αν θέλετε μια στιγμή. Θα δω αν η Μέρεντιθ μπορεί να σας δεχτεί αμέσως.
Γιατί δεν κάθεστε;» Έδειξε τον καναπέ και τις πολυθρόνες με τη δερμάτινη ταπετσαρία που ήταν
στρατηγικά τοποθετημένες σε μια εσοχή με θέα στον ιδιωτικό κήπο του μεγάρου η οποία έπαιζε το ρόλο
αίθουσας αναμονής. Στον ίδιο χώρο δέσποζε ένα μεγάλο χριστουγεννιάτικο δέντρο.
«Ευχαριστώ, αλλά θα περιμένω εδώ». Η Ελμ χαμογέλασε ευγενικά, με τον άνετο τρόπο που είχε γίνει
αναπόσπαστο κομμάτι του χαρακτήρα της, κι έμεινε εκεί που βρισκόταν.
«Φυσικά. Εγώ θα...» Η Άλι χαμογέλασε νευρικά, έδειξε την πόρτα της Μέρεντιθ, χτύπησε διακριτικά κι
εξαφανίστηκε πίσω της.
«Ελμ!» Μια δυνατή, βαριά φωνή αντήχησε πίσω της και μια παλάμη άγγιξε τον ώμο της. «Τι κάνεις εδώ,
νεαρή μου;» Ο Ρος Ρόλινς, ανώτερος συνεταίρος, πρώην μέλος του Ανωτάτου Δικαστηρίου και επιστήθιος
φίλος του πατέρα της Ελμ, του γερουσιαστή Τζορτζ Χάθαγουεϊ, έσφιξε το χέρι της με φανερή ευχαρίστηση.
«Πραγματικά υπέροχη έκπληξη. Μια στιγμή να πω σε κάποια από τις κοπελιές εδώ να μας φέρουν λίγο
καφέ», είπε κι έδειξε σε ένα αδιευκρίνιστο σημείο κάπου στην αίθουσα.
«Ξέρετε, πέρασα να δω για μια στιγμή τη Μέρεντιθ».
«Φυσικά. Για πες μου τώρα, Ελμ...» Ο Ρος πέρασε το φαρδύ μπράτσο του γύρω από τους ντελικάτους
ώμους της. «Τι κάνει ο όμορφος σύζυγός σου, ε; Βάζω στοίχημα ότι ετοιμάζεται για μια ακόμα θητεία στο
Κογκρέσο. Κάποιο πουλάκι μού είπε ότι αυτή τη φορά έχει ιδιαίτερα φιλόδοξες βλέψεις. Ειδικά τώρα που
δεν υπάρχει πια ο Τζεφ Άντερσον», πρόσθεσε και χαμήλωσε την ένταση της φωνής του. «Λυπηρό που
έφυγε τόσο νέος, πολύ λυπηρό», μουρμούρισε ο γηραιός κύριος και πήρε θλιμμένο ύφος, όπως άρμοζε,
αφού αναφερόταν στον αρχηγό της αντιπολίτευσης, που είχε πεθάνει πρόσφατα. «Παρ’ όλα αυτά μπορεί να
είναι η μεγάλη ευκαιρία του Χάρλαν, δε συμφωνείς;»
Η Μέρεντιθ, που εμφανίστηκε στο κατώφλι του μικρού βασιλείου της φορώντας μπεζ φούστα και λευκό
πουκάμισο, έσωσε την Ελμ απαλλάσσοντάς την από την υποχρέωση να απαντήσει.

«Γεια. Αυτή κι αν ήταν έκπληξη». Η Μέρεντιθ έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο της Ελμ. Πρόσεξε τη
χλομάδα στο πρόσωπο της φίλης της, την αποφασιστικότητα στην έκφρασή της και ξεφορτώθηκε βιαστικά
τον Ρος. Έπιασε την Ελμ αγκαζέ και την οδήγησε προς την πόρτα του γραφείου της. «Τι σε φέρνει εδώ;»
ρώτησε, ενώ νοερά αρχειοθετούσε την υπόθεση της μονάδας επεξεργασίας των δημοτικών λυμάτων –απλά
θα έπρεπε να περιμένει. Τα λαμπερά μάτια της μελέτησαν το σφιγμένο χαμόγελο της Έλμ και τη
συγκρατημένη στάση της.
Αναμφίβολα κάτι πήγαινε στραβά, σκέφτηκε ανήσυχη. Στα τόσα χρόνια της φιλίας τους –πολύ
περισσότερα απ’ όσα ήθελε να θυμάται–, και ιδιαίτερα από τότε που είχε αρχίσει να δικηγορεί, η Ελμ δεν
είχε εμφανιστεί ποτέ χωρίς προηγουμένως να έχει ειδοποιήσει. Πάντα τηλεφωνούσε πρώτα, ώστε να
σιγουρευτεί με τον ευγενικό, κομψό τρόπο της ότι ήταν βολικό να την επισκεφθεί. «Πέρασε. Χαίρομαι που
σε βλέπω». Χαμογέλασε πιο χαρούμενα απ’ ό,τι ένιωθε.
«Συγνώμη που δεν τηλεφώνησα», μουρμούρισε η Ελμ κι ακολούθησε τη Μέρεντιθ στο μεγάλο,
τετράγωνο, ψηλοτάβανο δωμάτιο. Στοίβες από νομικούς φακέλους, χαρτοκιβώτια που έγραφαν απέξω το
περιεχόμενό τους με χοντρό μαρκαδόρο και διάφορα έγγραφα περίμεναν να αρχειοθετηθούν και να
τοποθετηθούν στο σωρό. Το σημείο όπου βρισκόταν γραφείο της Μέρεντιθ ήταν το μοναδικό
τακτοποιημένο τμήμα ολόκληρου του δωματίου.
«Τι τρέχει;» ρώτησε η Μέρεντιθ μόλις έκλεισε η πόρτα. Έδειξε αυταρχικά την καινούρια γκρίζα
πολυθρόνα που είχε αντικαταστήσει την προηγούμενη βδομάδα την παλιά πράσινη, η οποία, τελικά, είχε
παραδώσει το πνεύμα. «Μοιάζεις σαν να είδες φάντασμα».
Η Ελμ την κοίταξε ίσια στα μάτια και παρέμεινε όρθια. «Μερ, το ήξερες;»
«Τι πράγμα;» Τα φρύδια της Μέρεντιθ ενώθηκαν ανήσυχα πάνω από την ίσια, λεπτή μύτη της.
«Ότι ο Χάρλαν διατηρεί δεσμό με την Τζένιφερ Μπολ». Ο τόνος της Ελμ ήταν σχεδόν αδιάφορος, λες και
της συνέβαινε καθημερινά να ανακαλύπτει ότι ο άντρας της είχε σχέση με μια από τις πλέον διαβόητες
ζωντοχήρες της Σαβάνα.
«Ω, να πάρει!» Η Μέρεντιθ κάθισε βαριά στην πολυθρόνα του γραφείου της κι έσπρωξε στη θέση τους τα
γυαλιά της. Η μέρα που έτρεμε από καιρό είχε φτάσει. Η βρόμα είχε επιτέλους βγει στην επιφάνεια.
«Λοιπόν; Το ήξερες;» Η Ελμ κοιτούσε τη φίλη της πίσω από τα μαύρα γυαλιά της.
«Εγώ... κοίτα... κατά κάποιον τρόπο, εντάξει;» Η Μέρεντιθ αναστέναξε κι έκανε ξανά νόημα στην Ελμ να
καθίσει.
«Και δεν είπες ποτέ κουβέντα». Η Έλμ αρπάχτηκε από τη ράχη της πολυθρόνας.
«Κοίτα, κάθισε και θα σου εξηγήσω». Η Μέρεντιθ πάντα το ήξερε ότι η Ελμ κάποια μέρα θα ξυπνούσε
απότομα από το όνειρο στο οποίο ζούσε για περισσότερα από δέκα χρόνια. Απλά δεν περίμενε ότι θα
συνέβαινε εκείνη τη μέρα.
«Γιατί δε μου το είπες;» ρώτησε η Έλμ σφιγμένα. Κάθισε στην άκρη της γκρίζας πολυθρόνας κι έβγαλε
τα μαύρα γυαλιά της. «Γιατί δε με προειδοποίησες, Μερ; Και, παρεμπιπτόντως», πρόσθεσε με κάποια
πικρία, «ποιοι άλλοι γνωρίζουν ότι ο σύζυγός μου πηδάει την Τζένιφερ; Όλοι εκτός από μένα, να
υποθέσω;»
«Πάνω κάτω», μουρμούρισε η Μέρεντιθ και ξαφνικά ανησύχησε. Η Ελμ δε χυδαιολογούσε ποτέ.
«Επαναλαμβάνω... γιατί δε μου το είπες;» Η Ελμ την κάρφωσε με το βλέμμα της. Τα μάτια της ήταν δυο
μεγάλες καστανές λίμνες πόνου, οργής και πληγωμένης περηφάνιας.
«Να πάρει, Ελμ, πώς θα μπορούσα;» ξέσπασε η Μέρεντιθ, αβέβαιη για τον εαυτό της. Άραγε θα έπρεπε
να είχε μιλήσει στην Ελμ; Μήπως θα ήταν πιο δίκαιο;
«Είσαι φίλη μου», είπε η Ελμ δηκτικά. «Η μοναδική φίλη που έχω σ’ αυτό τον αναθεματισμένο οχετό.
Όμως προτίμησες να μη με προειδοποιήσεις. Δεν το καταλαβαίνω».
«Μια στιγμή. Δεν είναι τόσο απλό», αντέτεινε η Μέρεντιθ. Έγειρε μπροστά κι επιστράτευσε τον
συγκρατημένο τόνο που χρησιμοποιούσε όταν επρόκειτο να ανακοινώσει μια δικαστική ήττα σε κάποιον
από τους πελάτες της. «Πώς θα μπορούσα να σου πω», ρώτησε σκόπιμα, «αυτό που δεν ήθελες να ξέρεις;»
«Φυσικά και θα ήθελα να το ξέρω», διαμαρτυρήθηκε η Ελμ και γέλασε με πικρία. «Αυτό είναι γελοίο».
«Λυπάμαι που σε βγάζω από την πλάνη σου, γλυκιά μου, αλλά δεν είναι έτσι ακριβώς». Η Μέρεντιθ
έσκυψε μπροστά και στήριξε τους αγκώνες της στο γραφείο. «Για δώδεκα χρόνια –δεκατρία, αν
συμπεριλάβουμε τον αρραβώνα σας– είχες τοποθετήσει τον Χάρλαν σε τόσο ψηλό βάθρο, που τον έκανες
απρόσιτο. Ακόμα και σ’ εσένα».
«Αυτό είναι τρελό», ψέλλισε η Ελμ.
«Αλήθεια; Τότε, γιατί σε όλη τη διάρκεια του γάμου σας δε σε έχω ακούσει ούτε μια φορά να τον
κριτικάρεις, να λες έστω και μια αρνητική κουβέντα εναντίον του;» ρώτησε η Μέρεντιθ συνοφρυωμένη.
«Δεν εγκρίνω το να κριτικάρει μια γυναίκα το σύζυγό της». Η Ελμ μόρφασε μόλις συνειδητοποίησε πόσο
σεμνότυφα ακούγονταν τα λόγια της.
«Σωστά». Η Μέρεντιθ έκανε μια γκριμάτσα κι ένευσε καταφατικά. «Πολύ αξιέπαινο, σίγουρα, όμως
οφείλω να ομολογήσω ότι υπάρχουν φορές που δυσκολεύομαι να το καταπιώ. Διάβολε, αγαπώ τον Τομ
μου, όμως πάντα παραπονιέμαι γι’ αυτόν».
«Αυτό είναι διαφορετικό».
«Με ποιον τρόπο;» Η Μέρεντιθ ύψωσε τα φρύδια της γεμάτη ενδιαφέρον.
«Δεν ξέρω...» Η Ελμ έκανε μια νευρική χειρονομία. «Απλά είναι».
«Ανοησίες. Αποφάσισες ότι ο Χάρλαν θα ήταν ο κύριος Τέλειος και ύστερα έμεινες πιστή σ’ αυτή την
άποψη ό,τι κι αν γινόταν, παρά το ότι υποπτεύομαι πως από την αρχή ήξερες ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν
καλά», επισήμανε εύστοχα η Μέρεντιθ. «Κοίτα, Ελμ, λυπάμαι που έγινε έτσι, μήπως όμως είναι ώρα να
ξυπνήσεις και να προσγειωθείς;»
«Μάλλον έτσι φαίνεται», μουρμούρισε η Ελμ κοφτά κι άρχισε να παίζει νευρικά με τα γυαλιά του ηλίου
που είχε ακουμπισμένα στα γόνατά της. Οι πικρές αλήθειες απέναντι στις οποίες εθελοτυφλούσε το
μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής της απειλούσαν να την πνίξουν. «Μάλλον ήμουν ανόητη για να μην το
προβλέψω», είπε τελικά. «Μάλλον μου χρειάζονται γυαλιά», πρόσθεσε. Τα χείλη της έγιναν μια λεπτή
γραμμή, κάτι που η Μέρεντιθ δεν είχε ξαναδεί ποτέ στο παρελθόν.
«Μην τα βάζεις με τον εαυτό σου». Η Μέρεντιθ άπλωσε το χέρι της και άγγιξε τα παγωμένα δάχτυλα της
Ελμ. «Το έκανες επειδή έτσι είσαι φτιαγμένη. Ποτέ δε σε έχω δει να κάνεις μισή δουλειά. Πάρε για
παράδειγμα τους κήπους που φτιάχνεις αυτή την εποχή. Στοιχηματίζω ότι κανείς δε φτυαρίζει περισσότερο
χώμα από σένα, ούτε κανείς φυτεύει περισσότερα φιντάνια. Ή τις εκθέσεις σου». Ανασήκωσε τους ώμους
της και χαμογέλασε. «Είναι το ίδιο πράγμα, Ελμ. Αφοσιώνεσαι ολοκληρωτικά σε ό,τι κάνεις, βάζεις και την
τελευταία ικμάδα της ψυχής σου. Μόνο που κάποιες φορές οι άλλοι δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες
σου και απογοητεύεσαι πικρά. Το πρόβλημα είναι...» –η Μέρεντιθ πήρε ένα στυλό και άρχισε να
μουντζουρώνει σκεφτική– «...πως δεν έχουν όλοι –κι αυτό που λέω συμπεριλαμβάνει και τον αντρούλη
σου– τις δικές σου υψηλές προδιαγραφές, ούτε είναι εξίσου ειλικρινείς και αφοσιωμένοι μ’ εσένα».
«Πω, πω, ευχαριστώ. Το να ξέρω ότι είμαι μια ψυχαναγκαστική τελειομανής που δεν αντιλαμβάνεται τι
συμβαίνει γύρω της με κάνει να αισθάνομαι πολύ καλύτερα».
«Ανοησίες! Το ξέρεις ότι δεν είναι έτσι».
«Αλήθεια; Τότε, πώς εξηγείς το ότι δεν είχα αντιληφθεί την απιστία του Χάρλαν; Και υποθέτω ότι θα
υπήρξαν κι άλλες. Απλά η Τζένιφερ ήταν η πρώτη που δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό να μου πει
ότι ο Χάρλαν κάνει σπουδαίο κρεβάτι! Μάλλον θα πρέπει να της χρωστάω ευγνωμοσύνη γι’ αυτό»,
πρόσθεσε η Ελμ βλοσυρά. Άνοιξε τα δάχτυλά της. Έσφιγγε με τόση δύναμη τα γυαλιά της, λες και
σπάζοντάς τα θα μπορούσε να ξεθυμάνει κάπως την οργή της, ώστε οι κόμποι των δαχτύλων της είχαν
ασπρίσει.
«Μην προτρέχεις», αντέτεινε η Μέρεντιθ. «Ας γυρίσουμε πίσω κι ας εξετάσουμε τις συνθήκες. Από την
αρχή, πολύ πριν παντρευτείς τον Χάρλαν, είχες πείσει τον εαυτό σου ότι ήταν ο κύριος Τέλειος».
«Ήταν. Τουλάχιστον έτσι φαινόταν –σωστός». Η Ελμ δάγκωσε τα χείλη της. Κοίταξε το πορσελάνινο
σταχτοδοχείο στο γραφείο κι ευχήθηκε να κάπνιζε.
«Για ποιον;» Η Μέρεντιθ μισόκλεισε τα μάτια σκεφτική. «Για σένα ή για το θείο Τζορτζ;»
Η Ελμ τίναξε το κεφάλι της και ύστερα δίστασε. Ήταν έτοιμη να διαμαρτυρηθεί έντονα, όμως τα λόγια
της φίλης της την έκαναν να σταματήσει. Έστρεψε το βλέμμα της στο παράθυρο. Ήταν αλήθεια; Ήθελε να
είναι τέλειος ο Χάρλαν επειδή ο πατέρας της ήταν τόσο γοητευμένος από το λαμπρό πολιτικό μέλλον του
υποψήφιου γαμπρού του; Αναστέναξε βαθιά και ύστερα κοίταξε τη Μέρεντιθ στα μάτια. «Και για τους δύο,
υποθέτω»»
«Ακριβώς». Η Μέρεντιθ ένευσε ικανοποιημένη. «Ο Χάρλαν διέθετε όλες τις προϋποθέσεις για να γίνει
ένας επιτυχημένος πολιτικός. Όμορφος, ιδιαίτερα χαρισματικός, από παλιά οικογένεια. Φτωχός, φυσικά,
όμως ποιος δίνει σημασία σ’ αυτό όταν το όνομά του συνδέεται με τον Όγκλθορπ και την ίδρυση της
Σαβάνα, σωστά;» Η Μέρεντιθ απαρίθμησε ένα ένα τα προτερήματα του Χάρλαν. «Όντως ιδανικός
υποψήφιος. Το όνειρο του πατέρα σου. Ο γιος που δεν απέκτησε ποτέ».
«Δεν υπήρχε τίποτα κακό σ’ αυτό», σχολίασε η Ελμ απολογητικά.
«Όχι^ μόνο που κάποια στιγμή για τον πατέρα σου το να συμπεριλάβει τον Χάρλαν στους κόλπους της
οικογένειας έγινε πιο σημαντικό από το να είσαι εσύ ευτυχισμένη».
«Αυτό δεν είναι αλήθεια», είπε ψέματα η Ελμ. «Πίστευα ειλικρινά ότι με τον Χάρλαν θα ήμουν
ευτυχισμένη, και ο μπαμπάς δεν είχε ποτέ την παραμικρή αμφιβολία...»
«Ξέρω, ξέρω», είπε η Μέρεντιθ παρηγορητικά. «Ο δεύτερος κύριος Τέλειος της ζωής σου. Όμως, Ελμ, ας
είμαστε ειλικρινείς. Θυμάμαι που σου μιλούσα όταν αρραβωνιάστηκες. Είχες τόσα όνειρα, τόσες
προσδοκίες. Θυμάσαι πόσο ιδεαλίστρια ήσουν; Την πίστη σου ότι το να γίνεις γυναίκα του θα γέμιζε τη ζωή
σου; Πως μαζί θα πραγματοποιούσατε κάθε είδους θεάρεστους στόχους;»
«Τα κάνεις όλα να ακούγονται κοινότοπα και ανόητα, και δεν ήταν έτσι. Τα πίστευα ειλικρινά».
«Το ξέρω και λυπάμαι». Η Μέρεντιθ χαμογέλασε απολογητικά. «Δεν ήθελα να μιλήσω απαξιωτικά για τα
όνειρά σου. Ήταν πολύ όμορφα. Απλά είναι κρίμα που ο Χάρλαν δεν πίστεψε ποτέ σ’ αυτά. Ας το
παραδεχτούμε, μωρό μου». Η Μέρεντιθ έγειρε πίσω στη μεγάλη δερμάτινη πολυθρόνα της. «Ο Χάρλαν ποτέ
δε σκόπευε να σου επιτρέψει να παίξεις ενεργό ρόλο στην πολιτική του καριέρα. Έχουν περάσει δώδεκα
χρόνια και είσαι ακόμα ο λακές του. Περιμένει από σένα να οργανώνεις υπέροχες δεξιώσεις, να
αναβαθμίσεις την κοινωνική θέση του, όμως σε αποκλείει από οποιαδήποτε σημαντική πολιτική
δραστηριότητα.
»Όχι ότι δεν κάνεις σπουδαία πράγματα από μόνη σου. Οι εκθέσεις ζωγραφικής σου είναι εκπληκτικές,
γίνεσαι γνωστή. Να πάρει, εκείνος ο Γάλλος –ο οποίος υποτίθεται ότι είναι γνώστης των ανά τον κόσμο
τεχνών, ο Λε Σους– που βρισκόταν στην πόλη τον προηγούμενο μήνα αγόρασε έναν πίνακά σου. Και το
έργο σου με τις κακοποιημένες γυναίκες που εργάζονται για την αποκατάσταση των κήπων του Ολιάντερ
Κρικ είναι εξαιρετικά αξιέπαινος σκοπός».
«Όμως;»
«Ελμ, κατάλαβέ το. Ο Χάρλαν δεν τήρησε το δικό του κομμάτι της συμφωνίας. Αγνόησε τη συνεισφορά
σου. Θέλω να πω, σου ζήτησε ποτέ κάποια συμβουλή σε οποιονδήποτε τομέα του πολιτικού του
προγράμματος; Δεν τον είδα να σε ρωτάει αν εκείνο το τεράστιο κέντρο επεξεργασίας λυμάτων που
ενέκρινε θα έχει κάποια επίδραση στο περιβάλλον. Θα περίμενε κανείς ότι, αφού βρίσκεται στο ποτάμι,
λίγο πιο πέρα από τη φυτεία σου, θα επιζητούσε την εμπλοκή σου, τουλάχιστον σ’ αυτό . Απλά σε
εκμεταλλεύεται –κι εσύ τον αφήνεις».
«Όλα αυτά ίσως και να είναι εν μέρει αλήθεια», παραδέχτηκε η Ελμ με μισή καρδιά, όμως ξαναβρήκε
λίγη από την αυτοκυριαρχία της. «Φυσικά, αν μου είχες μιλήσει νωρίτερα, ίσως να είχα αποφύγει κάποια
από αυτά», είπε επιτιμητικά.
«Ω, αν είναι ποτέ δυνατόν! Ποιον προσπαθείς να κοροϊδέψεις; Ξέρεις πολύ καλά ότι δε θα είχες ακούσει
λέξη απ’ όσα θα είχα να σου πω».
«Μπορεί και να το έκανα».
«Ανοησίες».
Η Ελμ ξεροκατάπιε, ειλικρινά συγκλονισμένη. Τόσα χρόνια κουβαλούσε το βάρος του ανεπαρκούς,
απογοητευτικού κενού γάμου της μόνη, πεισμένη ότι κανείς εκτός από εκείνη δε γνώριζε την αλήθεια.
Ξαφνικά αισθανόταν σαν να την είχαν εξαπατήσει στο δικό της το παιχνίδι. «Μακάρι να μου είχες μιλήσει
ειλικρινά», επανέλαβε και κούνησε το κεφάλι της σαστισμένη.
«Ελμ, γλυκιά μου, έλα στη θέση μου». Η Μέρεντιθ αναστέναξε. «Πώς θα μπορούσα, ειλικρινά, να γυρίσω
και να σου πω ότι η Τζένιφερ καυχιόταν πως είχε ρίξει τον Χάρλαν Μακμπράιντ, όταν ήταν φανερό ότι εσύ
δεν ήθελες ούτε να το ακούσεις ούτε να το ξέρεις ούτε να δεις τι γινόταν; Να πάρει, φάγαμε μαζί μόλις την
περασμένη βδομάδα κι εσύ έπλεκες το εγκώμιο του Χάρλαν. Η μοναδική φορά», είπε η Μέρεντιθ μέσ’ απ’
τα δόντια της, «που έφτασα πραγματικά στο σημείο να σε βγάλω από την πλάνη σου ήταν πριν από λίγους
μήνες, όταν ανέρρωνες από την προηγούμενη εξωσωματική και η Τζένιφερ κοκορευόταν ότι ο Χάρλαν θα
την πήγαινε στο Κλόιστερς για ένα ρομαντικό Σαββατοκύριακο».
«Δεν το πιστεύω ότι ο Χάρλαν έκανε τέτοιο πράγμα!» Δάκρυα απογοήτευσης και οργής κύλησαν στα
μάγουλα της Ελμ. «Πώς μπόρεσε;» ψέλλισε ξαφνικά, με σπασμένη φωνή. «Πώς μπόρεσε να είναι τόσο
κάθαρμα;» Έστρεψε το βλέμμα της αλλού και κάλυψε το πρόσωπό της πίσω από τα μαλλιά της, καθώς
συνειδητοποιούσε το μέγεθος της απιστίας του Χάρλαν.
Η Μέρεντιθ την κοίταξε. Ευχήθηκε να μπορούσε να την παρηγορήσει, κατάλαβε όμως ότι θα έπρεπε να
αναγκάσει τη φίλη της να αντιμετωπίσει τη γυμνή αλήθεια. «Ο Χάρλαν είναι πολύ τυχερός που δεν άκουσε
τίποτα ο πατέρας σου. Απ’ ό,τι φαίνεται, η τύχη είναι με το μέρος του», πρόσθεσε στεγνά.
Η Ελμ κυριεύτηκε από ένα δυσοίωνο προαίσθημα. Το στομάχι της δέθηκε κόμπος. «Συνέχισε. Πες μου
ποια ήταν πριν στη θέση της Τζένιφερ». Ένιωθε ναυτία, όμως ήταν αποφασισμένη να μάθει και την
παραμικρή, εξοργιστική λεπτομέρεια.
«Η Τζένιφερ ήταν η πρώτη που τριγυρνούσε εδώ κι εκεί και καυχιόταν γι’ αυτό, όμως, απ’ ό,τι ξέρω,
είχαν προηγηθεί αρκετές άλλες. Οι περισσότερες από άλλες πόλεις. Ο Χάρλαν είχε για λίγο δεσμό με
κάποια κοπέλα στο Τσάρλεστον, κάποια γραμματέα σε τράπεζα, νομίζω. Ήταν πολύ προσεκτικός. Πιστεύω
ότι αυτή ήταν η πρώτη φορά που έκανε κάτι δημόσια. Ένιωσα μεγάλη έκπληξη. Διάβολε, αν μυριστούν κάτι
τέτοιο οι σκανδαλοθηρικές εφημερίδες, ο Χάρλαν θα χάσει κάθε ελπίδα να επανεκλεγεί». Η Μέρεντιθ
κοίταξε την Ελμ στα μάτια για δεκαπέντε ολόκληρα δευτερόλεπτα, ώστε να σιγουρευτεί ότι η φίλη της είχε
συνειδητοποιήσει την πλήρη σημασία των όσων θα έπρεπε να της είχε πει από καιρό. Ύστερα έγειρε πίσω
και κοίταξε τη φίλη της προσεκτικά. Λυπόταν. Η Ελμ είχε περάσει πολλά και δεν της άξιζε κάτι τέτοιο.
Κοίταξε ανήσυχη τη φίλη της, που καθόταν στην απέναντι πλευρά του γραφείου της.
«Πώς τα ανακάλυψες όλα αυτά;» ρώτησε η Ελμ και αναστέναξε.
«Μου τα είπε ο Τομ».
«Ώστε λοιπόν ο Τομ ήξερε. Δεν το πιστεύω, είναι τρελό!» Η Ελμ σηκώθηκε ξαφνικά και με τα δάχτυλα
έσπρωξε πίσω τα μαλλιά της. Το μυαλό της ήταν ένα κουβάρι από καλώδια που τα κομμάτιαζαν
συστηματικά επίμονα τρωκτικά. Δεν μπορεί να της συνέβαιναν όλα αυτά.
«Τι θα κάνεις;» ρώτησε η Μέρεντιθ αργά.
«Τι θα κάνω;» Η Ελμ γύρισε και κάρφωσε το βλέμμα της στη μουντή κρεμ ταπετσαρία πίσω από τη
Μέρεντιθ, εκεί που βρίσκονταν τα πτυχία της φίλης της –από το Χάρβαρντ και το Γέιλ– και επανέλαβε στον
εαυτό της την ίδια ερώτηση. Τι θα έκανε τώρα που ήξερε, τώρα που γνώριζε απόλυτα τα γεγονότα και δεν
μπορούσε να συνεχίσει πλέον να κρύβεται ευτυχισμένη πίσω από την άγνοιά της; Δεν είχαν χρειαστεί παρά
μερικά δευτερόλεπτα για να σωριαστεί σε συντρίμμια ο κόσμος έτσι όπως τον ήξερε αυτή. Πόσο ακόμα θα
της χρειαζόταν για να κάνει αυτό που τελικά θα έπρεπε να γίνει;
Για μερικές στιγμές η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή κι αμέσως μετά ένιωσε ζαλάδα. Δεν ήταν η πρώτη
φορά που είχε αυτά τα συμπτώματα τον τελευταίο καιρό. Μάλιστα, είχε επισκεφθεί το δόκτορα Φίλιπς κι
εκείνος την είχε στείλει για εξετάσεις στο δόκτορα Άσμπι, κάποιον ειδικό στην Ατλάντα. Όμως αυτή τη
φορά η ζαλάδα της ήταν διαφορετική. Αυτή τη φορά είχε προκληθεί από φόβο.
Μια καινούρια σκέψη γεννήθηκε στο ήδη σκοτισμένο μυαλό της. Σίγουρα ο πατέρας της, ο τρομερός,
αξιοσέβαστος γερουσιαστής, δεν μπορεί να τα γνώριζε όλα αυτά. Σίγουρα το πολιτικό μέλλον του Χάρλαν
δεν μπορεί να σήμαινε για εκείνον περισσότερα από την κόρη του. Καθώς κατάπινε, ένιωσε και πάλι
αναγούλα στο στομάχι. Αδύνατο. Η Ελμ αρνιόταν να πιστέψει ότι ο ίδιος της ο πατέρας θα μπορούσε να
γνωρίζει τη συμπεριφορά του Χάρλαν. Ποτέ δε θα την πρόδιδε, όσο κι αν ήλπιζε να βάλει τον Χάρλαν στο
Οβάλ Γραφείο. Ή μήπως απλά κορόιδευε και πάλι τον εαυτό της;
Σωριάστηκε μουδιασμένη στην πολυθρόνα. Τα χέρια της έτρεμαν.
«Ελμ, είσαι καλά;» Η Μέρεντιθ την κοίταξε ανήσυχη κι αναρωτήθηκε αν έπρεπε να της προσφέρει καφέ,
νερό ή κάτι δυνατότερο.
«Θέλω να υποβάλω αίτηση διαζυγίου», ψέλλισε η Ελμ, λες και μόλις το είχε σκεφτεί, σαν να μιλούσε
κάποιος άλλος μέσα από τα δικά της χείλη.
«Για μια στιγμή!» Η Μέρεντιθ ανακάθισε ξαφνιασμένη. «Αυτό είναι πολύ μεγάλο βήμα, Ελμ. Δε λέω πως
έχεις άδικο, όμως καλύτερα να το ξανασκεφτείς πολύ προσεκτικά».
«Έχω πάρει την απόφασή μου». Ο τόνος της Ελμ ήταν παράξενα αποφασιστικός και απόλυτος.
«Μα, Ελμ, οι εκλογές, οι...»
«Στο διάολο οι εκλογές! Τελείωσα. Ετοίμασε τα χαρτιά, Μερ. Κι όταν φύγω, μπορείς να του το πεις».
«Ελμ, νομίζω ότι πρέπει να λάβεις υπόψη σου την...»
«Από αυτή τη στιγμή σε προσλαμβάνω δικηγόρο μου», έκοψε η Ελμ τη φίλη της. Έσπρωξε πίσω την
πολυθρόνα της και σηκώθηκε.
«Δεν μπορώ. Υπάρχουν αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα, είμαστε φίλες».
Η Ελμ ανασήκωσε τους ώμους της. «Βρες μια λύση. Έτσι κι αλλιώς, εγώ δε θα είμαι εδώ. Φεύγω».
«Πού πας;»
«Στην Τζοκόντα, στην Ελβετία. Θα μείνω μαζί της στο σαλέ της στο Γκστάαντ».
«Μα σε δυόμισι βδομάδες είναι Χριστούγεννα. Ελμ, δεν μπορείς έτσι απλά να σηκωθείς και να φύγεις.
Σκέψου τις κοινωνικές σου υποχρεώσεις, το...»
«Ειλικρινά, δε δίνω δεκάρα. Απλά φρόντισε να μην το μυριστεί ακόμα ο πατέρας μου».
«Ελμ, δεν είναι καλή ιδέα να πάρεις μια τέτοια απόφαση εν βρασμώ ψυχής», επέμεινε η Μέρεντιθ. «Είσαι
απόλυτα σίγουρη ότι είναι αυτό που θέλεις;» Έκανε το γύρο του γραφείου της και άγγιξε ανήσυχη το
μπράτσο της φίλης της.
«Πρέπει να φύγω από δω. Είναι ο μοναδικός τρόπος, Μερ. Τηλεφώνησέ μου στης Τζο όταν τα χαρτιά θα
είναι έτοιμα για υπογραφή. Σε παρακαλώ, ετοίμασέ τα γρήγορα. Κι ευχαριστώ».
«Γιατί, επειδή σου κατέστρεψα τη ζωή;» Η Μέρεντιθ κούνησε το κεφάλι της απογοητευμένη. «Δε θα
έπρεπε να σου είχα μιλήσει τόσο σκληρά».
«Μην το κάνεις αυτό. Ξέρουμε και οι δυο ότι κάποια μέρα θα συνέβαινε. Όλα όσα είπες ήταν αλήθεια.
Απλά δεν ήθελα να τα παραδεχτώ. Και τώρα που το έκανα δεν υπάρχει περίπτωση να καθίσω και να τα
ανεχτώ όπως τα ανεχόμουν όλα αυτά τα χρόνια». Η Ελμ έσκυψε μπροστά κι αγκάλιασε τη φίλη της
βιαστικά.
Η Μέρεντιθ πέρασε ανήσυχη τα δάχτυλά της μέσα από τα κομμένα καρέ μαλλιά της και αναστέναξε
βλέποντας τη φίλη της να φεύγει. Η Ελμ είχε δίκιο. Κάποια στιγμή έτσι κι αλλιώς θα έφταναν σε αυτό το
σημείο. Παρ’ όλα αυτά είχε σοκαριστεί και είχε εκπλαγεί από την ταχύτητα με την οποία είχε πάρει η Ελμ
την απόφασή της. Ευχόταν να μην το μετανιώσει. Εκείνη περίμενε κάθε είδους αντιδράσεις –δάκρυα, οργή,
απογοήτευση–, όχι όμως αυτό. Όχι ψυχρή, άτεγκτη αποφασιστικότητα. Σωριάστηκε ξανά στην πολυθρόνα
της και συνειδητοποίησε ότι η Ελμ είχε απλά μεταμορφωθεί σε άλλον άνθρωπο. Για μια στιγμή
αναρωτήθηκε αν έπρεπε να συμβουλευτεί κάποιον, ίσως ακόμα και να τηλεφωνήσει στον Χάρλαν ή στο
γερουσιαστή Χάθαγουεϊ, στην οικονόμο –να πάρει οποιονδήποτε.
Τότε συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε.
Τυπικά, ήταν πλέον η νομική εκπρόσωπος της Ελμ και ως τέτοια ήταν αναγκασμένη να κάνει αυτό που
είχε ζητήσει η πελάτισσά της: να ετοιμάσει τα έγγραφα του διαζυγίου και να μην πει λέξη γι’ αυτό.
Κοίταξε το φάκελο πάνω στον οποίο εργαζόταν, την ένσταση κατά της ιδιωτικοποίησης της Δημοτικής
Μονάδας Επεξεργασίας Λυμάτων του Μογκάτσι και αναστέναξε. Ίσως η Ελμ να ηρεμούσε μέχρι την
επόμενη μέρα και να συνειδητοποιούσε ότι είχε πάρει την απόφασή της πολύ βιαστικά. Όχι ότι την
κατηγορούσε που ήθελε να ξεφορτωθεί τον Χάρλαν το συντομότερο δυνατόν, παρ’ όλα αυτά όμως υπήρχαν
αρκετά πράγματα που θα έπρεπε να λάβουν υπόψη τους. Η Ελμ είχε πολύ μεγάλη περιουσία και η
δημοσιότητα...
Η Μέρεντιθ έγειρε πίσω στην καρέκλα της και σκέφτηκε τον Χάρλαν. Το βέβαιο ήταν πως του άξιζε ό,τι
κι αν πάθαινε, ακόμα και το να τον εγκαταλείψει η γυναίκα του δυο βδομάδες πριν από τα Χριστούγεννα.
Ωστόσο η Μέρεντιθ ήταν ένθερμη οπαδός των Δημοκρατικών και το κόμμα δεν άντεχε να χάσει την έδρα
του Χάρλαν στο Κογκρέσο και να την πάρει κάποιος Ρεπουμπλικάνος. Από την άλλη, η Μέρεντιθ όφειλε να
ομολογήσει ότι, παρά την παιδιάστικη γοητεία του που θύμιζε κάτι από Κένεντι, ο σύζυγος της Ελμ ήταν
ένα κάθαρμα που είχε σταθεί τυχερό χάρη στις διασυνδέσεις του, είχε εξαργυρώσει παλιές οφειλές και είχε
υποσχεθεί μελλοντικές χάρες. Ανασήκωσε τους ώμους της κι ευχήθηκε να μην ήταν εκείνη που είχε
αναγκαστεί να επιβεβαιώσει αυτό που η Τζένιφερ Μπολ, με τον ανόητο, κακεντρεχή τρόπο της είχε αφήσει
να διαρρεύσει.
Μπορούσε να φανταστεί την Τζένιφερ να πλησιάζει την Ελμ μ’ εκείνα τα μακριά, καλλίγραμμα πόδια της
για τα οποία ήταν τόσο περήφανη, μπροστά σε όλες τις όχι και τόσο τυχερές παλιές συμμαθήτριές τους –
από καιρό μέλη με πλήρη προνόμια στην ανθοκομική λέσχη, που αγωνίζονταν θαρραλέα να αντισταθούν
στα πρώτα σημάδια της μέσης ηλικίας–, και να της δείχνει τα ολόλευκα, ντυμένα με θήκες δόντια της. Η
Τζένιφερ πάντα μισούσε την Ελμ. Ήξερε ότι εκείνη ποτέ δε θα αποκτούσε την ομορφιά, την αυτοκυριαρχία,
τον πλούτο, τη θέση της Ελμ στην κοινωνία της Σαβάνα. Θα φρόντιζε ώστε οι λίγες πιστές οπαδοί της –
ανάμεσά τους η Χάνα Ράμζι, η Τίφανι Φερν κι εκείνη η διπρόσωπη στρίγκλα, η Έλσα Μακντόναλντ– να
είναι παρούσες στον εξευτελισμό της Ελμ. Η Τζένιφερ είχε πάρει διαζύγιο δύο φορές και είχε αρκετές
ερωτικές περιπέτειες με επιφανή πρόσωπα της περιοχής. Η κατάκτηση του συζύγου της Ελμ δεν ήταν παρά
το φυσιολογικό επόμενο βήμα που σίγουρα θα της είχε προσφέρει μεγάλη ικανοποίηση. Όχι ότι ο Χάρλαν
είχε ανάγκη από πολλά παρακάλια, σκέφτηκε η Μέρεντιθ μελαγχολικά. Ο άνθρωπος δυσκολευόταν να
κρατάει το φερμουάρ του κλειστό.
Αλλά διαζύγιο! Ακόμα κι εκείνη είχε σοκαριστεί. Στο κάτω κάτω ο Χάρλαν και η Ελμ αποτελούσαν
θεσμό.
Η Μέρεντιθ αναρωτήθηκε ανήσυχη αν η Ελμ είχε υπόψη της όλα όσα διακυβεύονταν. Με τόσα που είχε
να χάσει ο Χάρλαν, δεν υπήρχε περίπτωση να δεχτεί το διαζύγιο χωρίς να αντιδράσει.
Η Μέρεντιθ χτύπησε ρυθμικά το στυλό της στο κίτρινο σημειωματάριό της και επανεξέτασε το θέμα.
Ίσως ύστερα από δυο μέρες, όταν η Ελμ θα είχε ηρεμήσει, να κατάφερνε να της μιλήσει λογικά, να την
πείσει να περιμένει τουλάχιστον να περάσουν οι γιορτές, να μην αποφασίσει εν θερμώ. Και τότε, αν ήταν
ακόμα αποφασισμένη να προχωρήσει, ίσως κατάφερνε να συνεννοηθεί με τον Χάρλαν και να καταλήξουν
σε έναν πολιτισμένο διακανονισμό. Όχι ότι του άξιζε. Κάθε άλλο. Όμως, μακροπρόθεσμα, κάτι τέτοιο θα
ήταν καλύτερο για όλες τις πλευρές.
Όταν χτύπησε το τηλέφωνο, η Μέρεντιθ σήκωσε βιαστικά το ακουστικό. Εκείνη τη στιγμή οτιδήποτε,
ακόμα και η υπόθεση του σπιτιού του γερο-Τόμπσον –τον οποίο σιχαινόταν– θα ήταν ένα ευπρόσδεκτο
διάλειμμα.

3
«Σκύλα», μουρμούρισε ο Χάρλαν Μακμπράιντ και ύστερα κατέβασε το ακουστικό του τηλεφώνου με τόση
δύναμη, που το γραφείο-αντίκα από μαόνι τραντάχτηκε. Μα είχε τρελαθεί εντελώς η Ελμ;
Τα λόγια της Μέρεντιθ Χάντερ αντηχούσαν δυσοίωνα στ’ αυτιά του.
Η Ελμ ήθελε διαζύγιο.
Ήταν αδιανόητο.
Ποτέ δεν περίμενε ότι η Ελμ θα είχε τα κότσια να τον εκνευρίσει μ’ αυτό τον τρόπο, ούτε ότι θα έκανε
ένα τόσο δραστικό βήμα και ύστερα θα εξαφανιζόταν. Έλειπε αρκετές μέρες, πράγμα που έκανε την
κατάσταση ακόμα πιο άβολη για εκείνον –μόλις είχε μάθει ότι η Ελμ το είχε σκάσει στην Ελβετία, σ’ εκείνη
την τρελή Ιταλίδα φίλη της που ο ίδιος δεν είχε συμπαθήσει ποτέ, την Τζοκόντα Μανκίνι.
Ο Χάρλαν ανοιγόκλεισε τα δάχτυλά του συνοφρυωμένος. Ανάθεμα την Ελμ. Δεν είχε κανένα δικαίωμα να
το κάνει αυτό, κανένα απολύτως. Κι ανάθεμα την Τζένιφερ, που είχε ανοίξει το μεγάλο, αισθησιακό στόμα
της. Μπορεί η Τζένιφερ να ήταν σπουδαία στο κρεβάτι και να έκανε θαύματα με τη γλώσσα της, προφανώς
όμως εκείνος δεν είχε κρίνει σωστά την ικανότητά της να κρατάει το στόμα της κλειστό.
Ο Χάρλαν σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτικός και χαμογέλασε μελαγχολικά. Όμως οι
αναθεματισμένες θεραπείες και οι εξωσωματικές της Ελμ ήταν μεγάλο μαρτύριο. Και το χειρότερο απ’ όλα
ήταν ότι εκείνος έπρεπε να παριστάνει πως ενδιαφερόταν –να κανακεύει την Ελμ ύστερα από κάθε
εξωσωματική, να συμφωνεί με τις υποδείξεις του γιατρού ότι έπρεπε να μένει μακριά από το κρεβάτι της–
όταν είχε να ασχοληθεί με πολύ πιο σημαντικά πράγματα. Δεν ήταν περίεργο που είχε στραφεί στην
Τζένιφερ για να ξεδώσει. Οποιοσδήποτε άντρας το ίδιο θα είχε κάνει. Η Ελμ θα έπρεπε να του χρωστάει
ευγνωμοσύνη που είχε δείξει τόση κατανόηση αντί να του κάνει μούτρα και να σηκωθεί να φύγει.
Και τώρα τον απειλούσε με διαζύγιο, σκέφτηκε βλοσυρά. Αν δε φρόντιζε να την ηρεμήσει, η Ελμ θα
μπορούσε να τινάξει στον αέρα κάθε του πιθανότητα να επανεκλεγεί. Εκείνη, περισσότερο από κάθε άλλον,
γνώριζε ότι είχε κερδίσει τη θέση του στο Κογκρέσο προβάλλοντας έντονα τις χριστιανικές, οικογενειακές
αξίες. Να πάρει! Οι αναθεματισμένες αφίσες της προεκλογικής του εκστρατείας που θα κυκλοφορούσαν την
επόμενη βδομάδα τον έδειχναν να κρατάει το χέρι της Ελμ, περιτριγυρισμένος από χαμογελαστά παιδιά. Όχι
δικά του, φυσικά, σκέφτηκε ο Χάρλαν ενοχλημένος.
Κούνησε το κεφάλι του και μουρμούρισε κάτι εκνευρισμένος. Η Ελμ δεν ήταν παρά ένα κακομαθημένο
παλιοκόριτσο που δεν εκτιμούσε τίποτα και που θα έπρεπε να μακαρίζει την τύχη της που είχε ένα σύζυγο
σαν εκείνον. Έναν άντρα που, παρά το ότι δεν είχαν παιδιά, μπορούσε να ξεπερνάει τις αρνητικές πλευρές
της πραγματικότητας και να βλέπει τις θετικές πλευρές και τις υπάρχουσες προοπτικές. Αυτό ήταν κάτι που
είχε μάθει πολύ νωρίς: πώς να διαμορφώνει τις συνθήκες –όσο δύσκολες κι αν ήταν– προς όφελός του.
Ο Χάρλαν έγειρε πίσω στη βαθιά πολυθρόνα του γραφείου του κι ένα χαμόγελο εμφανίστηκε αργά στο
όμορφο πρόσωπό του όταν θυμήθηκε τις συνεντεύξεις στις εφημερίδες και στην τηλεόραση όπου με δάκρυα
στα μάτια ομολογούσε ότι ο Θεός, πράγματι, δεν τους είχε ευλογήσει με παιδιά και πως κάποια μέρα ίσως
εκείνος και η σύζυγός του να υιοθετούσαν. Το κόλπο είχε πιάσει μια χαρά. Αμέσως όλοι όσοι είχαν εμμονή
με τις οικογενειακές αξίες και οι ξαναγεννημένοι χριστιανοί είχαν στραφεί σ’ εκείνον, με τις παλάμες τους
γεμάτες δολάρια για να στηρίξουν την προεκλογική εκστρατεία του.
Όμως, σκέφτηκε ο Χάρλαν ζοφερά, οι ίδιοι άνθρωποι θα τον εγκατέλειπαν την επόμενη στιγμή αν
μαθεύονταν ποτέ οι κατηγορίες της Ελμ. Το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη του τόσο γρήγορα όσο είχε
εμφανιστεί. Επίσης, ο Χάρλαν συνειδητοποίησε ότι θα έχανε την υποστήριξη του γερουσιαστή Χάθαγουεϊ
και ανακάθισε νευρικά. Όσο κι αν προτιμούσε να το ξεχνάει, ο Χάρλαν ήξερε ότι, παρά τον χαρισματικό
του χαρακτήρα, την ευφράδεια και τη νότια γοητεία του, χρωστούσε την εκλογή του στον πατέρα της Ελμ –
το γερουσιαστή από την Τζόρτζια που διήνυε την έκτη θητεία του και διέθετε τεράστια επιρροή. Ο
Χάθαγουεϊ είχε κάνει τηλεφωνήματα, είχε εξαργυρώσει χάρες που του χρωστούσαν πάνω από μισό αιώνα
και είχαν ακολουθήσει οι επιταγές. Όμως, το σημαντικότερο απ’ όλα ήταν οι διασυνδέσεις της οικογένειας.
Το γεγονός ότι τον αντιμετώπιζαν ως διάδοχο του γερουσιαστή τού πρόσφερε τεράστια πολιτική επιρροή κι
αυτό δε θα διακινδύνευε με κανέναν τρόπο να το χάσει. Ο Χάρλαν ρούφηξε σκεφτικός τα μάγουλά του. Η
επιδερμίδα του προσώπου του είχε αποκτήσει μπρούντζινο χρώμα ύστερα από μια βδομάδα ιστιοπλοΐας με
το μονοκάταρτο μήκους τριάντα μέτρων του φίλου του του Τάιλερ Μπροκ. Σίγουρα θα υπήρχε κάποιος
τρόπος να ξεπεράσει το σκόπελο.
Ο Χάρλαν κροτάλισε τα δάχτυλά του αφηρημένα στο γραφείο του και βυθίστηκε σε σκέψεις. Στα τριάντα
εφτά του ήταν ίδιος με το γερο-Χάθαγουεϊ στην ηλικία του: νέος, όμορφος, χαρισματικός. Όμως, ενώ ο
Χάθαγουεϊ, παρά την περιουσία και την πολιτική επιρροή του, είχε αναγκαστεί από καιρό να αρκεστεί στη
θέση του στη Γερουσία, εκείνος διέθετε το κάτι παραπάνω που τον έκανε να ξεχωρίζει, εκείνο το σπάνιο
και ασυνήθιστο πολιτικό ταλέντο που του επέτρεπε να θεωρεί τον Λευκό Οίκο εφικτό στόχο. Το ήξεραν
και οι δύο και γι’ αυτό ο γερουσιαστής είχε επενδύσει τόσο πολλά πάνω του –επειδή εκείνος ήταν το μέσο
ώστε να αποκτήσει ο Χάθαγουεϊ όλα όσα δεν μπορούσε να κατακτήσει μόνος του. Δεν υπήρχε περίπτωση
να αφήσει ο γερουσιαστής το όνειρό του να σβήσει.
Φυσικά, βοηθούσε το γεγονός ότι ο Χάθαγουεϊ δεν είχε ιδέα για το πώς πήγαινε ο γάμος της κόρης του.
Ο γερουσιαστής ήταν υπερπροστατευτικός απέναντι στην Ελμ, πιθανόν όμως, σκέφτηκε ο Χάρλαν, να
μπορούσε να τον κάνει να καταλάβει, να δει τα πράγματα από τη δική του οπτική γωνία. Μπορεί να μην
ήταν κακή ιδέα να παρουσιάσει τον εαυτό του ως τον αδικημένο σ’ αυτή την ιστορία, να επιδιώξει τη
συμπάθεια του πεθερού του, σκέφτηκε ο Χάρλαν, ενώ έπαιζε ασυναίσθητα με τη γραβάτα του. Ήταν η
γραβάτα του Ολ Μις, του παλιού κολεγίου του. Όλα εξαρτώνταν από τον όγκο των πληροφοριών που είχε
προλάβει να μεταφέρει η Ελμ στον πατέρα της.
Παρά τη φαινομενική ηρεμία του, έβγαλε το μαντίλι του και σκούπισε ένα λεπτό πέπλο ιδρώτα από το
μέτωπό του. Ο γερο-Χάθαγουεϊ ήταν υπερβολικά συντηρητικός. Περηφανευόταν αποκαλώντας τον εαυτό
του Συνείδηση της Γερουσίας. Η Ελμ σίγουρα θα ήξερε ότι θα μπορούσε να του κάνει μεγάλη ζημιά αν
τηλεφωνούσε κλαίγοντας στον μπαμπάκα της.
Ο Χάρλαν, ενώ αναλογιζόταν αυτό το τρομακτικό ενδεχόμενο, συνειδητοποίησε ότι η Ελμ, παρά τα
ελαττώματά της, δε συνήθιζε να συζητά τις προσωπικές υποθέσεις της. Επιπλέον, κι ο ίδιος ο Χάθαγουεϊ
αγνοούσε παντελώς πού βρισκόταν η κόρη του. Ίσως το καλύτερο για εκείνον να ήταν να παραστήσει τον
αθώο –όχι σε υπερβολικό βαθμό, βέβαια, απλά τόσο ώστε να είναι καλυμμένος για την περίπτωση που
κάποιος θα αποφάσιζε να ενημερώσει τον Χάθαγουεϊ για τις μικρές ερωτοτροπίες του γαμπρού του. Ο
Χάρλαν προετοίμασε νοερά τα όσα θα έλεγε: θα παρουσιαζόταν μετανιωμένος, θα μιλούσε εμπιστευτικά
στο γέρο, θα πρόβαλλε τις κατάλληλες δικαιολογίες. Στο κάτω κάτω ο γερουσιαστής ήταν κι εκείνος
παίκτης στο πολιτικό παιχνίδι, ρεαλιστής. Με λίγη τύχη θα τον καταλάβαινε και θα τη γλίτωνε με μια
κατσάδα.
Ο Χάρλαν άρχισε να στριφογυρίζει αυτή την ιδέα στο μυαλό του. Βέβαια, η επιτυχία δεν ήταν δεδομένη –
θα έπρεπε να προχωρήσει προσεκτικά. Στο κάτω κάτω η Ελμ ήταν η μοναχοκόρη του γέρου και, όσο κι αν
ήθελε ο γερουσιαστής να υποστηρίξει το γαμπρό του, το αίμα νερό δε γίνεται. Ειδικά, σκέφτηκε ο Χάρλαν,
για έναν άνθρωπο σαν τον Τζορτζ Χάθαγουεϊ.
Ο Χάρλαν άφησε για μερικές στιγμές το βλέμμα του να πλανηθεί στο διακοσμημένο με γούστο γραφείο
του. Κοίταξε τα λεπτοδουλεμένα γύψινα του δέκατου όγδοου αιώνα, τις αυθεντικές αντίκες και τους
πίνακες των μεγάλων ζωγράφων που στόλιζαν τους τοίχους, τα παράθυρα που έβλεπαν στον εσωτερικό
κήπο που φρόντιζε με τόση προσοχή ο Τζόσια, ο κηπουρός των Χάθαγουεϊ. Όλα ήταν τμήματα μιας
εικόνας που είχε συνθέσει και καλλιεργήσει με υπερβολική προσοχή. Φυσικά του άξιζαν, και με το
παραπάνω. Δυστυχώς όμως, υπενθύμισε ο Χάρλαν στον εαυτό του μελαγχολικά, όλα ανήκαν στην όμορφη
εξαφανισμένη σύζυγό του. Το γραφείο του εκεί, το σπίτι στο Άμπερκορν ήταν πολύ σημαντικά για τη
διατήρηση του κύρους του. Ευτυχώς, ελάχιστοι από τον κύκλο του είχαν δει το στενόχωρο πίσω γραφείο
που του είχαν παραχωρήσει στο Καπιτώλιο, το γραφείο που του θύμιζε σκληρά ότι στην ευρύτερη εικόνα
εκείνος βρισκόταν ακόμα στο χαμηλότερο σκαλί της πολιτικής κλίμακας.
Όμως αυτό επρόκειτο σύντομα να αλλάξει.
Αν η Ελμ δεν κατέστρεφε τα πάντα.
Ο Χάρλαν έσφιξε τις γροθιές του κι έστρεψε το βλέμμα του στον τοίχο. Ήταν γεμάτος φωτογραφίες του
ίδιου με ένα σωρό προσωπικότητες –από τον Κλίντον και τον Μπους μέχρι τον Μάτζικ Τζόνσον και το
βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας. Το θέαμα τον βοήθησε να ξεπεράσει τον εκνευρισμό του και να ξεθολώσει
το μυαλό του. Μπορεί να ήταν ακόμα ένα από τα νεότερα μέλη του Κογκρέσου, όμως είχε κάνει πολλούς
ισχυρούς φίλους και είχε καλλιεργήσει διασυνδέσεις που σίγουρα θα απέδιδαν στο μέλλον.
Ωστόσο, υπενθύμισε στον εαυτό του ότι όλα αυτά θα κινδύνευαν να χαθούν αν δεν τακτοποιούσε το
προβληματάκι του. Ήταν πολύ σημαντικό να επιστρέψει η Ελμ. Ο Χάρλαν έγειρε πίσω στην πολυθρόνα του
και το πρόσωπό του σκοτείνιασε. Αναρωτήθηκε τι ήθελε η γυναίκα του. Σίγουρα η απειλή του διαζυγίου
ήταν μπλόφα, ωστόσο στον αιώνα τον άπαντα δε θα του περνούσε από το μυαλό ότι η Ελμ θα ακολουθούσε
μια τέτοια τακτική. Κατά τα φαινόμενα ήταν μεγάλο λάθος που εκείνο το πρωί δεν είχε παραστήσει τον
μεταμελημένο, όπως θα άρμοζε. Θα έπρεπε να είχε καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά όταν η Ελμ είχε
εξαφανιστεί για μερικές μέρες στο Ολιάντερ. Όμως πάντα έμενε θαμμένη εκεί. Ζωγράφιζε εκείνους τους
παράξενους πίνακες που άρεσαν τόσο στους κριτικούς και ξανάφτιαχνε τους κήπους με εκείνα τα φρικιά
που είχε επιστρατεύσει από το κέντρο κακοποιημένων γυναικών.
Ο Χάρλαν κούνησε το κεφάλι του και προσπάθησε να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις του. Πάντα
περηφανευόταν για την ικανότητά του να τα βγάζει πέρα σε κάθε είδους κρίση, να επιμερίζει τα
προβλήματα και να βρίσκει αποτελεσματικές λύσεις απέναντι σε οποιαδήποτε δυσκολία. Η παρούσα
κατάσταση απαιτούσε από μέρους του την προσήλωσή του και την ανάληψη δράσης. Ανακάθισε και άρχισε
να γράφει στο σημειωματάριό του, φέρνοντας στο μυαλό του όλα τα περιστατικά με τη σειρά.
Κι έπειτα ένα χαμόγελο σχηματίστηκε αργά στα χείλη του. Άρχισε να χτυπάει το πόδι του ρυθμικά και να
ηρεμεί. Η Ελμ πρόσφατα είχε παραπονεθεί για... για τι ακριβώς; Για κάποια περίεργα συμπτώματα. Να
πάρει, δεν μπορούσε να θυμηθεί τι ήταν ακριβώς. Δεν είχε σημασία. Του είχε πει ότι είχε επισκεφθεί το
δόκτορα Φίλιπς. Μπίνγκο! Αυτή θα ήταν η δικαιολογία του. Η Ελμ έπαιρνε λάθος αποφάσεις επειδή δεν
ήταν ο εαυτός της.
«Χα!» Ο Χάρλαν γέλασε τραχιά και χτύπησε με θόρυβο τη γροθιά του στο γραφείο. Αν έπαιζε σωστά
αυτό το χαρτί με τον Χάθαγουεϊ, μπορεί και να την έβγαζε καθαρή. Αν το έπαιζε σωστά. Ήταν πολύ
σημαντικό να χτυπήσει κατευθείαν το στόχο του.
Ο Χάρλαν έκλεισε τα μάτια του και φαντάστηκε τη σκηνή που θα ακολουθούσε στη βιβλιοθήκη του
γερουσιαστή. Τα χείλη του σχημάτιζαν σιωπηρά τα λόγια του: Η Ελμ δεν ήταν ο εαυτός της, είχε ανάγκη
από βοήθεια, αντιμετώπιζε κάποιου είδους γυναικείο πρόβλημα που επηρέαζε την ικανότητά της να παίρνει
αποφάσεις. Ίσως η τελευταία αποτυχημένη προσπάθεια τεχνητής γονιμοποίησης να της είχε κοστίσει
περισσότερο απ’ όσο είχαν φανταστεί. Εκείνος λυπόταν, λυπόταν πολύ που με τις πράξεις του την είχε
πληγώσει –η μοναδική δικαιολογία του ήταν ότι το άγχος της αποτυχίας είχε επηρεάσει κι εκείνον.
Μετάνιωνε πικρά, σίγουρα όμως η Ελμ θα μπορούσε να του συγχωρήσει ένα ασήμαντο παραστράτημα. Και,
παρεμπιπτόντως, δε θα έπρεπε να κάνουν κάτι για να αντιμετωπίσουν αυτή την εξωφρενική ιδέα της να
ζητήσει διαζύγιο, πράγμα που δεν είχε καμιά απολύτως λογική και για το οποίο σίγουρα θα μετάνιωνε
μόλις θα ξαναγινόταν καλά;
Ο Χάρλαν σηκώθηκε ενθουσιασμένος.
Ήταν τέλειο.
Για μια στιγμή σκέφτηκε τα υπόλοιπα μέτρα που θα έπαιρνε και που ήλπιζε πως κάποια μέρα θα τον
βοηθούσαν να απελευθερωθεί εντελώς από την πανίσχυρη κάστα των Χάθαγουεϊ. Όμως εκείνη η μέρα θα
αργούσε πολύ να έρθει. Ακόμα είναι πολύ νωρίς, υπενθύμισε στον εαυτό του. Κούνησε το κεφάλι του.
Διακυβεύονταν υπερβολικά πολλά συμφέροντα για να πάρει ανόητα ρίσκα. Είχε υποχρέωση απέναντι στους
ψηφοφόρους του να παραμείνει στην εξουσία. Στο κάτω κάτω δεν ήταν δυνατόν η μοίρα του ισχυρότερου
έθνους στον κόσμο να κριθεί από τα καπρίτσια μιας παραμελημένης γυναίκας.
Ο Χάρλαν στριφογύρισε στα δάχτυλά του τη χρυσή πένα του –εκείνη με την οποία υπέγραφε όλα τα
επίσημα έγγραφα– και κοίταξε ψυχρά την ασημένια κορνίζα με τη φωτογραφία της όμορφης γυναίκας του
που του χαμογελούσε μελαγχολικά. Δε θα ανεχόταν το θράσος της να τα βάλει μαζί του.
Ο Χάρλαν ένιωθε καλύτερα έχοντας καταλήξει στη στρατηγική που θα ακολουθούσε. Τέντωσε τα χέρια
του και στριφογύρισε το λαιμό του. Ύστερα κοίταξε το είδωλό του στον καθρέφτη του δέκατου ένατου
αιώνα με την επιχρυσωμένη κορνίζα πάνω από το μαρμάρινο περβάζι του τζακιού. Σήκωσε το κεφάλι του
ψηλά κι επιθεώρησε τον εαυτό του. Σκέφτηκε με περηφάνια ότι δεν ήταν μόνο η γοητεία και το
μελαγχολικό χαμόγελο που του επέτρεπαν να κερδίζει τους ψηφοφόρους. Ήταν η έντονη εσωτερική λάμψη
που είχε μάθει να εκπέμπει αυτόματα, γνωρίζοντας καλά την επίδρασή της. Με απλά λόγια, είχε την
ικανότητα να μαγεύει τους άλλους. Κυριευόταν από έξαψη στη σκέψη ότι μπορούσε να τους υποτάξει στη
θέλησή του. Η αλήθεια ήταν ότι και ο ίδιος εκπλησσόταν όλο και περισσότερο από την αστείρευτη
χαρισματικότητά του, που δεν τον είχε προδώσει ποτέ. Κάθε φορά που μιλούσε, απορροφούσε την ενέργεια
του πλήθους, τον παλμό του, αντιλαμβανόταν το κλίμα και ύστερα άφηνε τον κόσμο να τον καθοδηγήσει,
να του αποκαλύψει το όραμά του ώστε να μπορέσει εκείνος να πει στο ακροατήριό του αυτά που ήθελε να
ακούσει.
Υπήρχε πάντα μια στιγμή –συνήθως περίπου πέντε λεπτά απ’ όταν θα ξεκινούσε την ομιλία του– στην
οποία συναισθανόταν την ανταπόκριση του πλήθους, ήξερε ότι ο δεσμός ανάμεσά τους είχε σφυρηλατηθεί.
Από κει και πέρα όλα ήταν εύκολα –και οι συγκεντρωμένοι ψηφοφόροι δικοί του. Κι αυτό ήταν το μυστικό
του όπλο: το μαγικό άγγιγμα που, τελικά, θα τον οδηγούσε στον απώτερο στόχο του.
Ο Χάρλαν ίσιωσε τους ώμους του, κράτησε ψηλά το καλοσχηματισμένο πιγούνι του και θυμήθηκε τον
Τζακ Κένεντι. Ξαφνικά φαντάστηκε τον εαυτό του με τα πόδια ανεβασμένα χαλαρά στο γραφείο του
Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών κι ένιωσε την έξαψή του να μεγαλώνει. Απόλαυσε για λίγο την εικόνα
ταλαντευόμενος ανέμελα. Και ύστερα, με την ίδια ταχύτητα, επέστρεψε στην πραγματικότητα. Θα έφτανε
στο στόχο του, χωρίς καμιά αμφιβολία, πρώτα όμως θα έπρεπε να παίξει σωστά τα χαρτιά του.
Ο Χάρλαν κοίταξε το ρολόι του και ύστερα τα τηλέφωνα που ήταν αραδιασμένα το ένα δίπλα στο άλλο
πάνω στο γραφείο του. Θα ήταν καλύτερα να κανονίσει αμέσως μια συνάντηση και να ξεμπερδεύει. Δεν
είχε νόημα να αποφεύγει αυτό που έπρεπε να γίνει.

4
Ο γερουσιαστής Τζορτζ Χάθαγουεϊ έστρωσε το σακάκι του άψογου σκούρου κοστουμιού του κι έβγαλε από
την τσέπη του γιλέκου του το ρολόι του παππού του, αυτό που λειτουργούσε ήδη πριν από τον Εμφύλιο
χωρίς να χάνει δευτερόλεπτο. Το κοίταξε και συνοφρυώθηκε. Περίμενε τον Χάρλαν στις έξι, και, αν ο
γαμπρός του ήξερε το καλό του, δε θα αργούσε.
Διέσχισε τη σκοτεινή βιβλιοθήκη τα ράφια της οποίας ήταν γεμάτα από κλασικά έργα όλων των εποχών
και κάθισε βαριά στην αγαπημένη του πολυθρόνα. Πρόσεξε με έκπληξη ότι το καθιερωμένο φύλλο της
Ουάσιγκτον Ποστ έλειπε. Συνήθως η πρωινή έκδοση ήταν πάντα ακουμπισμένη τακτικά,
φρεσκοσιδερωμένη, στο κομψό τραπεζάκι. Τότε θυμήθηκε ότι οι υπηρέτες είχαν πάρει εκείνη τη μέρα ρεπό
για να παρακολουθήσουν κάποια χριστουγεννιάτικη εκδήλωση της τοπικής εκκλησίας των βαπτιστών. Ο
Τζορτζ Χάθαγουεϊ ενθάρρυνε τον εκκλησιασμό. Ο ίδιος εκκλησιαζόταν στην Εκκλησία του Χριστού, την
παλαιότερη της Σαβάνα, όπως και ο Χάρλαν με την Ελμ.
Όμως την προηγούμενη Κυριακή ο Χάρλαν είχε παρακολουθήσει μόνος τη λειτουργία.
Στην αρχή ο γερουσιαστής είχε ανησυχήσει, είχε φοβηθεί πως κάτι κακό είχε συμβεί στην κόρη του –τις
τελευταίες βδομάδες την ταλαιπωρούσαν κάποιες παράξενες αδιαθεσίες κι εκείνος την είχε προτρέψει να
επισκεφθεί το γιατρό της. Όμως, όταν ο Χάρλαν είχε ομολογήσει ότι η Ελμ είχε φύγει από τη Σαβάνα με
άγνωστο προορισμό, ο γερουσιαστής είχε αρχίσει να σκέφτεται μία άλλη, ενοχλητική πιθανότητα. Υπήρχαν
ανησυχητικά σημάδια ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καθόλου καλά στο γάμο της αγαπημένης κόρης του.
Ο γερουσιαστής άφησε ένα βαθύ αναστεναγμό. Όλα αυτά τα χρόνια που η Ελμ ήταν παντρεμένη με τον
Χάρλαν, πίστευε πάντα ότι εκείνη ήταν ευτυχισμένη. Όμως τις τελευταίες βδομάδες κάτι ανεξήγητο είχε
συμβεί κι ήταν φανερό ότι ο γάμος τους περνούσε κρίση. Η Ελμ είχε αρνηθεί να του μιλήσει. Κι έπειτα είχε
φύγει λίγο πριν από τις διακοπές, χωρίς καμιά εξήγηση, χωρίς να αφήσει καν έναν αριθμό τηλεφώνου, μόνο
ένα σημείωμα στο οποίο του έγραφε ότι χρειαζόταν λίγο χρόνο και ότι θα του τηλεφωνούσε εκείνη.
Η συμπεριφορά της ήταν ανεύθυνη κι εγωιστική, κατέληξε ο γερουσιαστής και κούνησε το
γκριζομάλλικο κεφάλι του. Αναντίρρητα, είχε δώσει στην κόρη του καλύτερη ανατροφή. Ο γαμπρός του
ήταν ένας εξαίρετος νέος, με λαμπρό πολιτικό μέλλον στο οποίο εκείνος είχε επενδύσει πολλά. Ο Χάρλαν
θα έφτανε μακριά –μέχρι τον Λευκό Οίκο, όπως ήλπιζε ο ηλικιωμένος γερουσιαστής–, αλλά οι ανεξήγητες
πράξεις της Ελμ μόνο εμπόδια θα του προκαλούσαν.
Μπορεί ο Χάρλαν να είχε δίκιο να πιστεύει ότι οι πρόσφατες αδιαθεσίες της Ελμ ήταν η αιτία που
εκδήλωνε μια συμπεριφορά τόσο αντίθετη με το χαρακτήρα της. Παρ’ όλα αυτά ο γερουσιαστής
υποψιαζόταν ότι υπήρχαν περισσότεροι λόγοι απ’ όσους θα ήθελε ο Χάρλαν να παραδεχτεί. Τα αυτιά του
είχαν ακούσει κάποιες φήμες, πράγματα που θα προτιμούσε να μην είχε ακούσει. Ο Χάρλαν ήταν νέος,
όμορφος, κατείχε εξέχουσα κοινωνική θέση και η πολιτική ισχύς του μεγάλωνε διαρκώς. Όλα αυτά ήταν
αρκετά για να προκαλέσουν ζήλια και τα αναπόφευκτα κουτσομπολιά. Επίσης, ήταν αρκετά για να
τραβήξουν την προσοχή των γυναικών. Όμως ο Χάρλαν αγαπούσε και νοιαζόταν τη γυναίκα του. Ή,
τουλάχιστον, αυτό έδειχνε. Σίγουρα η Ελμ διέθετε την εξυπνάδα ώστε να μην αφήσει να την παρασύρουν
τέτοιες ανοησίες.
Ο γερουσιαστής αναστέναξε και σηκώθηκε από τη βαθιά δερμάτινη μαρόν πολυθρόνα του κοντά στο
τζάκι. Ήταν πολύ αναστατωμένος για να διαβάσει την Τριμηνιαία Έκθεση της Γερουσίας. Κοίταξε το
χριστουγεννιάτικο δέντρο που στεκόταν ξεχασμένο σε μια γωνία του χολ. Η Ελμ βοηθούσε στο στόλισμά
του από τότε ακόμα που ήταν κοριτσάκι. Ο γερουσιαστής αναστέναξε ξανά καθώς θυμήθηκε ότι η
μοναδική άλλη χρονιά που το δέντρο είχε μείνει γυμνό σχεδόν μέχρι τα Χριστούγεννα ήταν όταν η Ελμ είχε
γίνει πέντε ετών και η μητέρα της είχε υποκύψει στον καρκίνο.
Κοίταξε άλλη μια φορά το ρολόι του και είδε με αυξανόμενη ανυπομονησία ότι ήταν έξι κι ένα λεπτό.
Εκείνη τη στιγμή ακριβώς ακούστηκε το κουδούνι της εξώπορτας. Ο γερουσιαστής ένευσε ικανοποιημένος,
διέσχισε το μαρμάρινο πάτωμα του φουαγιέ και άνοιξε τη βαριά πόρτα από λουστραρισμένο μαόνι.
«Α, Χάρλαν, αγόρι μου, πέρασε».
«Γεια σας, κύριε». Ο Χάρλαν χαμογέλασε σφιγμένα.
Κάτι στη συμπεριφορά του έκανε τον πανέξυπνο γερουσιαστή να φοβηθεί ότι οι υποψίες του ήταν σωστές
και ότι ο γαμπρός του τα είχε με κάποιον τρόπο θαλασσώσει. Τον κοίταξε καχύποπτα και ύστερα τον
οδήγησε κάτω από τον βαρύ κρυστάλλινο πολυέλαιο που είχε εισαγάγει ο πρώτος Χάθαγουεϊ στα 1820 στη
βιβλιοθήκη με το λουστραρισμένο ξύλινο πάτωμα από πεύκο.
«Κανένα νέο;» ρώτησε ο γερουσιαστής κι έσκυψε πάνω από έναν ασημένιο δίσκο, φορτωμένο με
υπέροχες καράφες Γουότερφορντ γεμάτες ουίσκι που έλαμπε προκλητικά. Γέμισε δυο βαριά κρυστάλλινα
ποτήρια κι έδωσε το ένα στον Χάρλαν, που στεκόταν δίπλα στο τζάκι με τη σκαλιστή κορνίζα.
«Την εντοπίσαμε, κύριε. Τη φιλοξενεί η Τζοκόντα Μανκίνι στην Ελβετία».
«Δόξα τω Θεώ», αναστέναξε ο γερουσιαστής με ανακούφιση και ξανακάθισε βαριά στη δερμάτινη
πολυθρόνα του. «Είχα αρχίσει να ανησυχώ. Μια τέτοια εξαφάνιση δεν ταιριάζει στο χαρακτήρα της. Πολύ
παράξενο». Ήπιε μια γουλιά από το ουίσκι του, χωρίς να αφήσει ούτε στιγμή από τα μάτια του το γαμπρό
του.
«Τουλάχιστον τώρα ξέρουμε ότι είναι ασφαλής». Ο Χάρλαν άδειασε μονορούφι το ουίσκι του, φανερά
αναστατωμένος από την ξαφνική εξαφάνιση της γυναίκας του. «Μακάρι να ήξερα γιατί ένιωσε αυτή την
ξαφνική ανάγκη να φύγει. Εγώ...» Ο Χάρλαν χαμήλωσε το βλέμμα του, κούνησε το κεφάλι του και
αναστέναξε. «Δεν καταλαβαίνω, κύριε. Προσπαθούσα πάντα να είμαι στο πλευρό της, να είμαι καλός
σύζυγος. Αν ήξερα ότι ένιωθε ξανά αυτές τις αδιαθεσίες, θα είχα πάει μαζί της στο δόκτορα Φίλιπς, όμως δε
μου είπε τίποτα...»
«Χμ. Ούτε κι εγώ το καταλαβαίνω».
«Μάλλον θα πρέπει να κάνουμε απλά υπομονή, να της δώσουμε το χρόνο και την κατανόηση που έχει
ανάγκη για να ξεπεράσει αυτή... αυτή την ιδέα που της μπήκε στο κεφάλι», μουρμούρισε ο Χάρλαν με
σφιγμένα χείλη και το βλέμμα καρφωμένο στο κενό, πέρα από τον κήπο με το πλούσιο γρασίδι, τις
καμέλιες και το ρωμαϊκό σιντριβάνι στο οποίο ήταν κουρνιασμένα δυο ψαρόνια, κοιτάζοντας τον
σκεπασμένο από κισσούς τοίχο που για δύο αιώνες σχεδόν προστάτευε την προσωπική ζωή των Χάθαγουεϊ.
«Τέλος πάντων. Τουλάχιστον, αφού είναι με την Τζοκόντα, δε χρειάζεται να ανησυχούμε για το αν θα
έχει την απαιτούμενη φροντίδα. Θα έπρεπε να είχαμε σκεφτεί αμέσως την Τζοκόντα. Τώρα που το
σκέφτομαι, ήταν το πιο προφανές μέρος που θα μπορούσε να πάει η Ελμ». Ο γερουσιαστής κάρφωσε τον
Χάρλαν με το διαπεραστικό βλέμμα του. «Είπες ότι της έχει μπει κάποια ιδέα στο κεφάλι. Τι είδους ιδέα
είναι αυτή;»
«Ω, τίποτα το σοβαρό. Απλώς κακόβουλα κουτσομπολιά». Ο Χάρλαν ανασήκωσε τους ώμους του σαν να
μην είχε καμία σημασία. «Φλυαρούν υπερβολικά εκεί στο Τένις Κλαμπ. Δυστυχώς, κύριε, απ’ ό,τι φαίνεται,
η Ελμ έτυχε να ακούσει κάποια εξωφρενικά ψέματα».
«Χμ». Ο γερουσιαστής Χάθαγουεϊ κοίταξε ξανά καχύποπτα το γαμπρό του. Ώστε λοιπόν κάτι συνέβαινε
τελικά.
«Ήταν ανοησία μου να μη σκεφτώ την Τζοκόντα», είπε ο Χάρλαν βιαστικά. «Ωστόσο δεν τηλεφώνησα
εκεί. Σκέφτηκα...» Κοίταξε το γερουσιαστή και δίστασε. «Σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερα να αφήσω στην
Ελμ την πρωτοβουλία».
«Πιθανόν». Ο γερουσιαστής συλλογίστηκε το θέμα, χωρίς να έχει ξεγελαστεί στο ελάχιστο από την
προσπάθεια του Χάρλαν να αλλάξει συζήτηση. Δεν του άρεσε καθόλου αυτό. Δεν ήταν του χαρακτήρα της
Ελμ να αντιδρά έτσι. Αν ο Χάρλαν είχε ξεστρατίσει –πράγμα που φαινόταν πολύ πιθανό–, γιατί η Ελμ δεν το
είχε απλά κουβεντιάσει μαζί του; Θα μπορούσε να τον είχε τιμωρήσει για μερικές βδομάδες και ύστερα να
τον συγχωρήσει, όπως έκαναν όλες οι γυναίκες. Κι αν ήταν άρρωστη, γιατί δεν είχε μείνει κοντά στην
οικογένειά της; Κοίταξε τον Χάρλαν και κατάλαβε ότι ο γαμπρός του είχε κι άλλα να του πει.
«Κύριε, υπάρχει και κάτι ακόμα». Ήταν φανερό ότι ο Χάρλαν ένιωθε άβολα.
«Συνέχισε», είπε ο γερουσιαστής ξερά.
«Σήμερα το πρωί δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από τη Μέρεντιθ Χάντερ».
«Ώστε έτσι;» Κάτι στον τόνο του Χάρλαν έκανε το γερουσιαστή να καταλάβει ότι το θέμα ήταν πολύ
σοβαρό.
«Η Ελμ της ζήτησε να υποβάλει αίτηση για διαζύγιο».
«Διαζύγιο;» Ο γερουσιαστής ακούμπησε βαριά το ποτήρι του στο μαονένιο τραπεζάκι που βρισκόταν
δίπλα του και σηκώθηκε. «Για ποιο λόγο μπορεί να θέλει η Ελμ διαζύγιο;»
«Δεν ξέρω. Είναι εντελώς εξωφρενικό. Δυσκολευόμουν να το πιστέψω όταν άκουγα τη Μέρεντιθ να μου
το λέει».
«Τι σου είπε;»
«Ότι η Ελμ της ζήτησε να προχωρήσει και να ετοιμάσει τα χαρτιά», είπε ο Χάρλαν παγερά. «Απλά δεν
μπορώ να το πιστέψω, κύριε. Ύστερα από τόσα χρόνια. Πίστευα πως ήμαστε ευτυχισμένοι».
«Είσαι σίγουρος; Θα πρέπει να συνέβη κάτι πολύ σοβαρό για να αντιδράσει η Ελμ με τόσο δραστικό
τρόπο».
«Εντάξει, είχαμε κάποιους καβγάδες πού και πού και...κι εγώ ίσως δεν ήμουν πάντα ο τέλειος σύζυγος».
Ο Χάρλαν κόμπιασε. «Όμως δε συνέβη τίποτα που να δικαιολογεί κάτι τέτοιο, σας βεβαιώ».
Ο Τζορτζ Χάθαγουεϊ συγκράτησε το θυμό που φούντωσε μέσα του όταν άκουσε τον Χάρλαν να
παραδέχεται εμμέσως ότι είχε απατήσει τη γυναίκα του –στο κάτω κάτω, η Ελμ ήταν κόρη του–, όμως το
πιο ενοχλητικό απ’ όλα ήταν το γεγονός ότι ο γαμπρός του είχε φερθεί τόσο ανόητα. Σκέφτηκε
αηδιασμένος ότι διακυβεύονταν πάρα πολλά για να επιτρέπει κανείς στη λίμπιντό του να καθορίζει τις
πράξεις του. Το πολιτικό μέλλον του Χάρλαν μπορεί να καταστρεφόταν ολοσχερώς. Συγκράτησε τα
δηκτικά σχόλια που θα ξεστόμιζε σε άλλη περίπτωση και υπενθύμισε στον εαυτό του πως ό,τι κι αν είχε
συμβεί ανήκε πια στο παρελθόν –αυτό που ήταν αναγκαίο εκείνη τη στιγμή ήταν να ξεπεράσουν την κρίση.
Έμεινε για λίγο σκεφτικός. «Η Μέρεντιθ Χάντερ, είπες;»
«Ναι. Τουλάχιστον δεν έχει μιλήσει σε κανέναν».
«Ευτυχώς».
«Απ’ ό,τι φαίνεται, η Ελμ δεν αντιλαμβάνεται τις επιπτώσεις που θα έχει αυτό που έκανε», αποτόλμησε
το σχόλιο ο Χάρλαν. «Σε όλους μας». Ο τόνος της φωνής του έκρυβε μια πικρία που δεν ξέφυγε από τα
εξασκημένα αυτιά του γερουσιαστή.
«Μάλλον όχι. Αν και είναι ξεκάθαρο πως ούτε εσύ έλαβες υπόψη σου τις συνέπειες που θα μπορούσε να
επισύρει η... συμπεριφορά σου», είπε ο γερουσιαστής σαρκαστικά και κάρφωσε τον Χάρλαν με το
διαπεραστικό βλέμμα του που, απ’ ό,τι λεγόταν, έκανε ακόμα και τους πιο δυναμικούς αντιπάλους του της
αντιπολίτευσης να υποχωρούν. «Όμως αυτό θα το συζητήσουμε αργότερα οι δυο μας. Προς το παρόν,
νομίζω ότι θα ήταν καλύτερα να πω δυο λόγια με τη Μέρεντιθ».
«Δυο λόγια, κύριε;»
«Ναι. Τα πράγματα είναι πολύ άσχημα και πρέπει να θέσουμε την κατάσταση υπό έλεγχο προτού
εξελιχθούν ακόμα χειρότερα. Ξέρω τη Μέρεντιθ από μωρό. Με τον πατέρα της, τον Τζον Ρόουλαντ,
είμαστε όπως ξέρεις παλιοί φίλοι. Ίσως μπορέσω να την πείσω να καθυστερήσει να υποβάλει την αίτηση
διαζυγίου, τουλάχιστον μέχρι τον καινούριο χρόνο. Ως τότε θα πρέπει να ελπίζουμε ότι η Ελμ θα έχει το
χρόνο να σκεφτεί πόσο βιαστική ήταν η απόφασή της και να λογικευτεί».
«Το θεωρείτε πιθανό;» Η ελπίδα στο βλέμμα του Χάρλαν έκανε το γερουσιαστή να μαλακώσει –ελάχιστα.
Ήταν φανερό ότι ο γαμπρός του ξενοκοιτούσε. Όμως ο γερουσιαστής όφειλε –αν ήθελε να είναι αρκετά
ειλικρινής ώστε να μην ξεχνάει το δικό του πολιτικό παρελθόν– να ομολογήσει ότι αυτό ήταν σχεδόν
αναπόφευκτο όταν κατείχε κανείς μια θέση σαν εκείνη του Χάρλαν. Το σημαντικό ήταν ότι είχε μετανιώσει
για τις πράξεις του.
«Το σίγουρο είναι ότι δε θα βλάψει σε τίποτα να προσπαθήσουμε. Άφησε τη Μέρεντιθ σ’ εμένα, Χάρλαν.
Θα της μιλήσω αύριο πρωί πρωί».
«Ευχαριστώ, κύριε», είπε ο Χάρλαν με ευγνωμοσύνη. «Θα με κρατήσετε ενήμερο, έτσι δεν είναι;
Ανησυχώ». Έστρωσε τη γραβάτα του και πήρε θλιμμένο ύφος, σαν να αισθανόταν εξαιρετικά άβολα.
«Φυσικά». Ο γερουσιαστής ένιωσε ξαφνικά την οργή του να φουντώνει και σκέφτηκε ότι η Ελμ δε θα
έπρεπε να τους είχε φέρει σε τόσο δύσκολη θέση. Ό,τι κι αν είχε κάνει ο Χάρλαν δεν μπορεί να ήταν τόσο
άσχημο, διαφορετικά θα το είχε μάθει κι εκείνος από τις δικές του πηγές –η Ελμ δεν είχε κανένα απολύτως
δικαίωμα να συμπεριφερθεί έτσι. Και μάλιστα λίγες βδομάδες πριν από τα Χριστούγεννα, τη στιγμή που
ήξερε πολύ καλά ότι ο Χάρλαν θα έπρεπε να παραστεί σε ένα σωρό δημόσιες εκδηλώσεις μ’ εκείνη στο
πλευρό του.
«Υπήρξαν ερωτήσεις;» Ο γερουσιαστής ύψωσε τα φρύδια.
«Ναι, κάποιες. Πήρα την πρωτοβουλία να πω ότι η Ελμ αναπαύεται σε κάποια κλινική στην Ελβετία.
Τουλάχιστον το δεύτερο σκέλος είναι αλήθεια, αφού εκεί βρίσκεται. Ελπίζω να μην έχετε αντίρρηση».
«Ωραία». Ο γερουσιαστής ένευσε συνοφρυωμένος ότι συμφωνούσε κι άρχισε αμέσως να σχεδιάζει τη
στρατηγική που θα ακολουθούσαν για να περιορίσουν τη ζημιά. «Όλοι γνωρίζουν ότι δεν ένιωθε καλά τον
τελευταίο καιρό. Τουλάχιστον αυτό θα περιορίσει τα κουτσομπολιά. Όμως όχι για πολύ», πρόσθεσε και
κοίταξε με νόημα το γαμπρό του.
«Το ξέρω. Προέχουν όμως η υγεία και η ευτυχία της Ελμ». Ο Χάρλαν έσμιξε τα φρύδια και μια έντονη
γραμμή ανησυχίας χαράχτηκε πάνω από την αετίσια μύτη του.
«Πολύ σωστά, αγόρι μου, πολύ σωστά. Επίσης, όμως, η Ελμ πρέπει να επιστρέψει στο σπίτι της, εκεί που
είναι η θέση της. Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε την πολιτική σου καριέρα, Χάρλαν. Δεν έχεις τα περιθώρια
να κάνεις λάθη που θα μπορούσαν να σου προκαλέσουν ζημιά αργότερα, μην το ξεχνάς αυτό. Πρέπει να
λάβουμε κάθε προφύλαξη».
«Το ξέρω... Εγώ...» Ο Χάρλαν έτριψε κουρασμένα τα μάτια του. «Λυπάμαι, είμαι κάπως κουρασμένος
αυτή τη στιγμή. Τις τελευταίες μέρες δεν κοιμάμαι καλά, αυτό είναι όλο».
«Καταλαβαίνω». Ο γερουσιαστής κοίταξε το γαμπρό του και μαλάκωσε λίγο περισσότερο. «Όμως είμαι
σίγουρος ότι σε λίγο θα μεταπείσουμε την Ελμ. Μερικές βδομάδες στην Ελβετία συντροφιά με την
Τζοκόντα ίσως να είναι αυτό που χρειάζεται για να της φτιάξει η διάθεση». Κούνησε το κεφάλι με ύφος
ανθρώπου που ήξερε καλά πώς εξελίσσονταν τα πράγματα σε αυτές τις περιπτώσεις.
«Το ότι το λέτε εσείς αυτό με κάνει να νιώθω πολύ καλύτερα, κύριε. Ήμουν... τέλος πάντων, μάλλον δε
χρειάζεται να σας πω πόσο ανησυχούσα τις τελευταίες μέρες». Ο Χάρλαν χαμογέλασε διστακτικά, μ’ εκείνο
το δειλό, αγορίστικο χαμόγελό του που έλεγε περισσότερα από όσα θα μπορούσαν να πουν οποιαδήποτε
λόγια.
«Λοιπόν, ποια είναι τα σχέδιά σου γι’ απόψε;» ρώτησε ο γερουσιαστής, νιώθοντας ότι ήταν ώρα να
αλλάξει θέμα και να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα. Είχε περάσει το μήνυμα που ήθελε. Ο Χάρλαν θα το
σκεφτόταν καλά προτού φανεί και πάλι απρόσεκτος και δε θα ήταν σωστό να τον αγχώσει περισσότερο.
Κάτι τέτοιο απλά θα έκανε τα πράγματα χειρότερα.
«Έχω τη δεξίωση των Κάπλαν και ύστερα ένα δείπνο στους Στέισι. Μακάρι... Τέλος πάντων, μάλλον δεν
έχει νόημα να κάνω τέτοιες σκέψεις».
«Σωστά. Πώς τα πάει ο νεαρός Ερλ Στέισι αυτή την εποχή; Το σκέφτεται ακόμα να μπει στο κόμμα;
Ξέρεις, στο μέλλον θα μπορούσε να πάρει τη δεύτερη θέση στο ψηφοδέλτιό σου». Ο γερουσιαστής κοίταξε
προβληματισμένος τον Χάρλαν.
«Παράξενο που το αναφέρατε, κύριε. Το ίδιο ακριβώς σκεφτόμουν κι εγώ ενώ ερχόμουν εδώ. Όταν
δηλαδή κατάφερνα να σκεφτώ κάτι άλλο εκτός από την Ελμ», πρόσθεσε ο Χάρλαν βιαστικά.
«Θέλεις ακόμα ένα;» Ο γερουσιαστής έδειξε το άδειο ποτήρι που κρατούσε ο Χάρλαν.
«Ευχαριστώ, αλλά καλύτερα όχι». Ο Χάρλαν έδειξε το ρολόι του. «Πρέπει να πηγαίνω. Πρόκειται για
επίσημη δεξίωση και πρέπει να πάω στο σπίτι να αλλάξω».
Ο γερουσιαστής σηκώθηκε. Ήταν ψηλός, γεροδεμένος, με αριστοκρατικά χαρακτηριστικά και σκούρα
γκρίζα μαλλιά. «Θα σε συνοδεύσω εγώ μέχρι την πόρτα. Η Πάτσι και ο Μπο πήραν απόψε ρεπό για να πάνε
στην εκκλησία».
Όταν έφτασαν στην εξώπορτα, ο γερουσιαστής γύρισε το βαρύ μπρούντζινο πόμολο και ύστερα πέρασε
το μπράτσο του γύρω από τους ώμους του Χάρλαν. «Κουράγιο, Χάρλαν. Και φρόντισε να πάρεις ένα καλό
μάθημα από αυτό που έγινε», είπε με σοβαρό ύφος. «Σ’ αυτή τη δουλειά δεν υπάρχουν περιθώρια για λάθη.
Να το θυμάσαι».
«Μάλιστα, κύριε».
«Αυτό που μας χρειάζεται τώρα είναι πολλή πίστη, καλή στρατηγική και υπομονή. Είμαι σίγουρος ότι σε
λίγο η Ελμ θα συνειδητοποιήσει πόσο ανόητα είναι όλα αυτά, θα επιστρέψει στο σπίτι και θα τα αφήσουμε
όλα πίσω μας».
«Ελπίζω να έχετε δίκιο, κύριε», είπε ο Χάρλαν με θέρμη. «Θα κάνω τα πάντα για να γίνει αυτό».
«Φρόντισε απλά να μην ξανασυμβεί ποτέ κάτι τέτοιο». Ο γερουσιαστής έριξε μια αυστηρή ματιά στον
Χάρλαν και ύστερα τον παρακολούθησε να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια, να περνάει ανάμεσα από τις κολόνες
ρωμαϊκού ρυθμού και να κατευθύνεται στο δρόμο, όπου ήταν παρκαρισμένη η Κάντιλακ Σεβίλ που
οδηγούσε. Έδειχνε πολύ στενοχωρημένος, πράγμα που δε θα του έκανε κακό. Ο γερουσιαστής ευχόταν
μόνο οι αισιόδοξες προβλέψεις του για την Ελμ να έβγαιναν σωστές. Το επόμενο πρωί θα ζητούσε
οπωσδήποτε από τη Μέρεντιθ να καθυστερήσει να υποβάλει την αίτηση διαζυγίου κι από κει και πέρα θα
έβλεπε τι θα έκανε.

Ο Χάρλαν έκλεισε την πόρτα του αυτοκινήτου του και κάθισε για μια στιγμή σκεφτικός. Τα πράγματα δεν
είχαν πάει και τόσο άσχημα. Ουσιαστικά την είχε γλιτώσει, σκέφτηκε χαρούμενα. Ο γέρος τον είχε αφήσει
να φύγει με μια ξυλιά στην παλάμη και, επειδή γνώριζε το γερουσιαστή, καταλάβαινε ότι θα ζητούσε από
τη Μέρεντιθ να καθυστερήσει την υποβολή της αίτησης διαζυγίου, πράγμα που θα έδινε σ’ εκείνον το χρόνο
να βάλει σε μια τάξη τα πράγματα.
Ο Χάρλαν γύρισε το κλειδί στη μίζα και κοίταξε το κινητό του. Θα τηλεφωνούσε στον Τάιλερ Μπροκ και
θα του έλεγε τα καλά νέα. Η Ελμ δε θα δημιουργούσε πρόβλημα τελικά. Παρ’ όλα αυτά ένιωσε ένα άσχημο
προαίσθημα καθώς ξεκινούσε αργά κατηφορίζοντας στο δρόμο. Υπήρχε κάτι σχεδόν απειλητικό στον τόνο
του Μπροκ όταν επέμενε να ξαναφέρει πίσω τη γυναίκα του. Ο Χάρλαν συνοφρυώθηκε. Ήταν παράξενο.
Και ύστερα ανασήκωσε τους ώμους και λίγα λεπτά αργότερα έκοβε ταχύτητα μπροστά στο σπίτι του κι
έστριβε στο προαύλιο. Έβγαλε τα κλειδιά από τη μίζα και ανέβηκε ξένοιαστα τα σκαλοπάτια του υπέροχου
μεγάρου με τις λευκές κολόνες, γαμήλιου δώρου του γερουσιαστή στην κόρη του. Διέσχισε το ψηλοτάβανο
χολ και μπήκε στο γραφείο του. Το σπίτι έμοιαζε έρημο. Μπορεί οι υπηρέτες να ήταν στη συνάντηση των
βαπτιστών, σκέφτηκε ενοχλημένος. Οι βαπτιστές του Νότου εκκλησιάζονταν περισσότερο από
οποιονδήποτε άλλο στον κόσμο.
Έκλεισε την πόρτα προσεκτικά, πλησίασε το εγγλέζικο σεκρετέρ από μαόνι με την υπέροχη μαρκετερί,
το άνοιξε και ξεκλείδωσε ένα από τα συρτάρια με τις μπρούντζινες λαβές. Ύστερα έβγαλε από μέσα ένα
μικρό κουτί από σμάλτο και άνοιξε το καπάκι. Έφτιαξε στη ράχη της παλάμης του μια λεπτή γραμμή από
λευκή σκόνη κι έκλεισε το δεξί ρουθούνι του με το άλλο χέρι του. Εισέπνευσε με ικανοποίηση τη μισή
σκόνη, άλλαξε ρουθούνι κι έπειτα έκλεισε προσεκτικά το κουτί και το έβαλε πίσω στο συρτάρι, που το
έκλεισε και το κλείδωσε.
Ο Χάρλαν στάθηκε για μερικές στιγμές με τα μάτια κλειστά. Στριφογύρισε το κεφάλι του όπως συνήθιζε
για να διώξει την ένταση από τον αυχένα και τους ώμους του. Η κοκαΐνη άρχισε να επιδρά. Αισθάνθηκε να
τον κυριεύει μια ξαφνική διαύγεια. Όλα γύρω του φάνταζαν πιο έντονα, τα φύλλα στον κήπο πιο πράσινα,
και η παραμικρή λεπτομέρεια του τραβούσε την προσοχή. Μπορούσε να σκεφτεί καλύτερα, να
αντιμετωπίσει τα πράγματα στις πραγματικές τους διαστάσεις και με πολύ μεγαλύτερη ευκολία, και η
ελαφριά κούραση που αισθανόταν νωρίτερα είχε εξαφανιστεί εντελώς. Συνειδητοποίησε ότι ένιωθε πολύ
καλύτερα. Έριξε το σακάκι του κομψά στη ράχη της ταμπά δερμάτινης πολυθρόνας, γέμισε ένα ποτήρι με
ουίσκι και σκέφτηκε με αναζωπυρωμένη ένταση τα λόγια του γερουσιαστή. Αναλογίστηκε την κάθε
λεπτομέρεια, τον κάθε υπαινιγμό της συζήτησής τους. Ο Ερλ Στέισι, σκέφτηκε ειρωνικά. Ενάρετος σαν
καλόγρια. Όταν θα διάλεγε κάποιον για τη δεύτερη θέση του ψηφοδελτίου του, θα φρόντιζε να είναι
διαφορετικού διαμετρήματος. Κάποιος παίκτης. Όχι ότι ο Ερλ δεν ήταν εντάξει τύπος. Ήταν. Απλά όχι του
στυλ του, σκέφτηκε και το βλέμμα του έπεσε στο πορτραίτο της Ελμ πάνω από το τζάκι.
Το κοίταξε για λίγο, όπως είχε κοιτάξει νωρίτερα τη φωτογραφία της στο γραφείο του γερουσιαστή. Ήπιε
μια γουλιά από το ουίσκι του κι ένιωσε παράξενα αδιάφορος. Μέχρι εκείνη τη στιγμή η Ελμ του είχε φανεί
πολύ χρήσιμη και δεν είχε μετανιώσει ποτέ για το γάμο τους. Όμως, αν συνέχιζε να συμπεριφέρεται έτσι,
ίσως γινόταν επικίνδυνη. Σκέφτηκε τις παράξενες κουβέντες που του είχε πει νωρίτερα ο Τάιλερ κι
ανασήκωσε τους ώμους του. Μάλλον έφταιγε η φαντασία του, όμως θα ορκιζόταν ότι ο τόνος της φωνής
του ήταν σχεδόν απειλητικός. Δεν είχε σημασία. Ο Μπροκ τον χρειαζόταν. Απλά θα έπρεπε να φροντίσει να
παραμείνει απαραίτητος.
Ο Χάρλαν τράβηξε το βλέμμα του από το πορτραίτο της γυναίκας του κι έστρεψε τις σκέψεις του στην
Κάντις Μέρσερ, την προκλητική, μικροκαμωμένη μελαχρινή που είχε παντρευτεί το γερο-Μέρσερ πριν από
ένα χρόνο περίπου κι έψαχνε ήδη ευχάριστους τρόπους να περνάει την ώρα της. Αφού η Τζένιφερ και το
μεγάλο στόμα της δεν είχαν πια θέση στη ζωή του, ευχαρίστως θα εξυπηρετούσε την Κάντις. Εκείνη δε θα
του δημιουργούσε προβλήματα –δε θα ήθελε να χάσει την κότα που έκανε τα χρυσά αβγά. Ο Χάρλαν
αναλογίστηκε για μια στιγμή τα λόγια του γερουσιαστή. Ήταν αλήθεια ότι δεν είχε περιθώριο για άλλα
λάθη, όμως, τι διάβολο, ένας άντρας πρέπει να ξεσκάει, σωστά; Και η Ελμ δεν ήταν ακριβώς η πιο
ερεθιστική γυναίκα του κόσμου με τις εξωσωματικές της και την εμμονή της να αποκτήσει παιδί. Να πάρει,
του ήταν αρκετά δύσκολο και μόνο να την ανέχεται. Σίγουρα δικαιούνταν και λίγη διασκέδαση.
Ανέβηκε στο μεγάλο μαρμάρινο μπάνιο του, έκανε ντους και ύστερα σκουπίστηκε με μια από τις
τεράστιες απαλές πετσέτες. Χτένισε πίσω τα καστανά μαλλιά του και τέντωσε το χέρι του. Χάρη στην
κοκαΐνη και στο ντους ένιωθε να ξεχειλίζει από ενεργητικότητα. Κοίταξε το είδωλό του στον καθρέφτη και
σκέφτηκε ότι ήταν σε πολύ καλή φόρμα. Ρούφηξε την κοιλιά του, έριξε μια λοξή ματιά και χαμογέλασε
ικανοποιημένος στον εαυτό του. Το δολοφονικό του χαμόγελο πάντα κέρδιζε τους ψηφοφόρους. Τον
τελευταίο καιρό, μετά την εξαφάνιση της Ελμ, είχε προσθέσει μια διακριτική πινελιά μελαγχολίας που θα
έκανε όλες τις γυναίκες να θέλουν να τον παρηγορήσουν. Αυτό και μόνο ήταν αρκετό για να κάνει τις
μετοχές της Ελμ να κατρακυλήσουν. Της άξιζε και με το παραπάνω αφού είχε βαλθεί να ξεσηκώσει τόσο
δημόσιο θόρυβο για κάτι που θα έπρεπε να έχει μείνει μεταξύ τους.
Τα ρούχα του ήταν τοποθετημένα προσεκτικά στο κρεβάτι. Πήρε το κολλαρισμένο του πουκάμισο, το
φόρεσε και ύστερα κούμπωσε τα σκαλισμένα μανικετόκουμπα στο φως του πορτατίφ του μεγάλου
υπνοδωματίου με το διπλό κρεβάτι από μαόνι και τις πανάκριβες αντίκες που θύμιζαν έντονα την Ελμ και
την περιουσία της. Ενώ φορούσε το παντελόνι του, παραδέχτηκε απρόθυμα ότι η γυναίκα του είχε
εξαιρετικό γούστο και συνοφρυώθηκε όταν πλησίασε στον καθρέφτη για να φτιάξει το παπιγιόν του. Όμως
η παραδοχή του γούστου της Ελμ του υπενθύμισε για μια ακόμα φορά ότι το σπίτι –και όλα όσα περιείχε–
ήταν στο όνομά της, όπως ήταν και οι λογαριασμοί στην τράπεζα. Βέβαια είχε κι εκείνος πρόσβαση και τα
πράγματα ήταν φτιαγμένα έτσι ώστε να νιώθει ότι είχε εκείνος τον έλεγχο. Όμως ήξερε πολύ καλά ότι μια
λάθος κίνηση θα ήταν αρκετή για να τηλεφωνήσει ο διευθυντής της τράπεζας στο γερουσιαστή, πριν εκείνος
προλάβει να πει κύμινο.
Έδεσε το παπιγιόν του, φόρεσε το σακάκι του σμόκιν του, έκανε μια τελευταία στροφή, βολεύτηκε
καλύτερα μέσα στο κοστούμι του και κοιτάχτηκε ξανά στον καθρέφτη, ικανοποιημένος από αυτό που
αντίκριζε. Ύστερα έσκυψε μπροστά και φρόντισε να σιγουρευτεί ότι στα ρουθούνια του δεν είχε απομείνει
κανένα ίχνος λευκής σκόνης. Πρέπει πάντα να είναι κανείς προσεκτικός, σκέφτηκε συνοφρυωμένος. Τότε,
ξαφνικά, όλα τα προβλήματα εκείνης της μέρας χάθηκαν κι ένιωσε καλύτερα. Ήταν όμορφος, ένιωθε
όμορφα και βρισκόταν καθ’ οδόν προς την κορυφή. Όπως ακριβώς και ο Τζακ Κένεντι. Κρίμα που δεν είχε
την Ελμ δίπλα του, σκέφτηκε καθώς κατέβαινε ανέμελα τη σκάλα, όμως αυτό το πρόβλημα θα λυνόταν από
μόνο του. Η Ελμ, όπως και η Τζάκι, θα μάθαινε ποια ήταν η θέση της και τα κύματα δυσαρέσκειας θα
υποχωρούσαν για μια ακόμα φορά. Ο Χάρλαν χαμογέλασε καθώς έριχνε το κινητό του στην τσέπη του
κασμιρένιου παλτού του. Πέρασε αδιάφορα ένα λευκό μεταξωτό κασκόλ γύρω από το λαιμό του και βγήκε
από το σπίτι.
Καθώς κατέβαινε τα μπροστινά σκαλοπάτια, χαμογέλασε ειρωνικά. Η Ελμ και οι φαρισαϊκοί τρόποι της.
Ο Χάρλαν δεν ήξερε τι έκανε στο Γκστάαντ και ούτε τον ένοιαζε. Πιθανότατα θα κουτσομπόλευε μ’ εκείνη
τη σκύλα την Τζοκόντα, που στον ίδιο δεν ήταν καν ανεκτή. Όμως θα έβαζε στοίχημα πως από τους δυο
τους εκείνος θα περνούσε την πιο ευχάριστη βραδιά.
Μέρος Δεύτερο

5
Ο ιδρώτας κυλούσε από τα πυκνά μαύρα μαλλιά του Τζόνι που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν στους
κροτάφους. Έσταζε δίπλα στα λαμπερά γαλανά μάτια του, στα ηλιοκαμένα μάγουλά του, στο πιγούνι του. Ο
Τζον Μόρτιμερ Φιτζέραλντ, δέκατος υποκόμης του Γκράνι, σκούπισε βιαστικά το πρόσωπό του με το
περικάρπιό του και έριξε μια βιαστική ματιά στα πράσινα φωτεινά νούμερα που αναβόσβηναν στην
ψηφιακή οθόνη τού τελευταίας τεχνολογίας διαδρόμου γυμναστικής. Πάτησε το κουμπί που ανέβαζε την
ταχύτητα. Ο ιμάντας άρχισε να κυλάει πιο γρήγορα και ο Τζόνι επιτάχυνε το ρυθμό του. Άλλα δέκα λεπτά
αναμέτρησης με το μηχάνημα μπορεί να αποδεικνύονταν σωτήρια και να του επέτρεπαν επιτέλους να
εκτονώσει λίγη από την έντασή του.
Απαίσια μέρα, σκέφτηκε κι ένιωσε τους μυς του να ανταποκρίνονται στην εξουθενωτική άσκηση. Πήρε
βαθιά ανάσα και κοίταξε την πανοραμική θέα έξω από το παράθυρο. Ο χώρος στον οποίο βρισκόταν
κάποτε το κελάρι του σαλέ είχε μετατραπεί επιδέξια σε ένα μικρό αλλά πλήρως εξοπλισμένο γυμναστήριο.
Το βλέμμα του ακολούθησε τη χιονισμένη πλαγιά και πέρασε πάνω από τις στέγες των γειτονικών σαλέ,
που διακρίνονταν αμυδρά ανάμεσα από τις χοντρές νιφάδες που δεν είχαν σταματήσει να πέφτουν ολόκληρη
τη μέρα. Την επομένη οι συνθήκες για σκι θα ήταν ιδανικές. Καιρός ήταν να βγει από το σαλέ, να ξεφύγει
από τους υπαινιγμούς της μητέρας του, τα συνεχή παράπονα του Νίκι, του έφηβου γιου του, και την
ψυχωσική εμμονή του αδερφού του του Λίαμ που είχε ανάγκη να εργάζεται συνέχεια, παρ’ όλο που ήταν
γιορτές.
Ο Τζόνι προσάρμοσε το ρυθμό της αναπνοής του και συνέχισε να τρέχει. Λάτρευε το Γκστάαντ, τη
μαγεία των βουνών που γνώριζε από τότε που ήταν παιδί, όμως εκείνη τη στιγμή λαχταρούσε την ελευθερία
του Γκράνι, τους τυρφώνες και την έντονη μυρωδιά των άγονων ιρλανδικών εκτάσεων που είχε στην κατοχή
του. Ευχόταν να μπορούσε απλά να φορέσει το παλιό κυνηγετικό σακάκι του και να βγει μια βόλτα στη
βροχή, στα καταπράσινα λιβάδια, να αναπνεύσει τον αέρα της Ιρλανδίας, τον μοναδικό που τον
αναζωογονούσε, αντί να πρέπει να ντυθεί επίσημα για το δείπνο. Ευτυχώς που η μητέρα του δεν μπορούσε
να διαβάσει τις σκέψεις του. Ξαφνικά χαμογέλασε. Εντάξει, ίσως να ήταν λίγο προκατειλημμένος, όπως του
υπενθύμιζε συνεχώς η μητέρα του, όμως, για όνομα της Παναγίας, όπως θα ’λεγαν και οι συμπατριώτες του,
δε θα άλλαζε τους ασβεστολιθικούς λόφους του Κιλντέρ για τίποτα στον κόσμο.
Σύμφωνα με την ένδειξη στο ψηφιακό ταμπλό του διαδρόμου, του απέμεναν άλλα τρία λεπτά και ο Τζόνι
συνέχισε να τρέχει, αποφασισμένος να εκτονώσει και τα τελευταία κατάλοιπα της έντασης που του είχε
προκαλέσει η κλεισούρα.
Με το βλέμμα καρφωμένο στα φώτα από τα γειτονικά σαλέ που είχαν αρχίσει να λαμπυρίζουν μέσα στο
σκοτάδι, συνειδητοποίησε ότι ήταν ακόμα λυπημένος εξαιτίας του καβγά που είχε νωρίτερα με τον Νίκι.
Στο βάθος μπορούσε μόλις να διακρίνει το τρένο της γραμμής Μοντρέ-Όμπερλαντ που ανέβαινε στα βουνά
όπως έκανε κάθε μέρα επί τόσα χρόνια, χωρίς την παραμικρή αλλαγή στο δρομολόγιό του απ’ όσο θυμόταν
ο Τζόνι.
Πίεσε αφηρημένα το κουμπί και η ταχύτητα του διαδρόμου ελαττώθηκε, ενώ εκείνος παρακολουθούσε τα
φώτα του τρένου που προχωρούσε αργά αλλά σταθερά στο σκοτάδι. Επιτέλους η μελαγχολική διάθεση που
τον είχε καταλάβει από τη στιγμή που είχε επιβιβαστεί στο αεροπλάνο στο Δουβλίνο άρχισε να υποχωρεί.
Χαμογέλασε. Το τρένο της γραμμής εμπεριείχε ένα στοιχείο αξιοπιστίας και σταθερότητας. Μετέδιδε μια
αίσθηση ασφάλειας και μονιμότητας, λες και τίποτα, ούτε καν ένας σεισμός, δε θα μπορούσε να αλλάξει τις
καθημερινές συνήθειές του. Η σταθερότητα και η ακρίβειά του είχαν τη δύναμη να γαληνεύουν την ψυχή
του. Πάντα ένιωθε καλύτερα μόλις καθόταν σε κάποιο από τα πεντακάθαρα βαγόνια κι ένιωθε το απαλό
τράνταγμα καθώς το τρένο ξεκινούσε από το σταθμό του Μοντρέ. Ήταν το σύνθημα για να αρχίσει να
διώχνει το άγχος του και να αφήσει τη μαγεία του βουνού να τον παρασύρει. Πάντα, απαρέγκλιτα, έπαιρνε
αυτό, κι όχι τη λιμουζίνα με τον σοφέρ για να πάει στο Γκστάαντ.
Ο διάδρομος ξεκίνησε αυτόματα την αντίστροφη μέτρηση και ύστερα σταμάτησε εντελώς. Ο Τζόνι
κατέβηκε, σκούπισε το πρόσωπό του και ύστερα έριξε την πετσέτα στον ώμο του και κατευθύνθηκε προς
τη σάουνα. Θα μπορούσε κάλλιστα να τη χρησιμοποιήσει για πέντε λεπτά προτού κάνει ντους και
ετοιμαστεί για το δείπνο. Μόρφασε όταν θυμήθηκε ότι η μητέρα του περίμενε καλεσμένους.
Γδύθηκε, έριξε το μουσκεμένο σορτς και το μπλουζάκι του στον ξύλινο πάγκο, τύλιξε μια πετσέτα γύρω
από τη μέση του, άνοιξε τη βαριά γυάλινη πόρτα και διέσχισε τους πυκνούς ατμούς που στροβιλίζονταν
γύρω του. Κάθισε στον πλακόστρωτο πάγκο, ακούμπησε τους φαρδιούς, γυμνασμένους ώμους του στη ράχη
του καθίσματος κι έκλεισε τα μάτια του. Α, υπέροχα. Ένιωθε ήδη τους μυς του να χαλαρώνουν, ολόκληρο
το κορμί του να ηρεμεί. Οι σκέψεις του ταξίδεψαν στο Γκράνι Κασλ, στον Μπλου Λάβεντερ που θα
χλιμίντριζε στο στάβλο του και σε όλα τα σχέδια που είχε κατά νου για εκείνον.
Ιδρώτας άρχισε να κυλάει από το μέτωπο και τα μέλη του. Ο Τζόνι χαλάρωσε περισσότερο και είδε με τα
μάτια της φαντασίας του τον Μπλου Λάβεντερ να περνάει τη γραμμή του τερματισμού έχοντας σημαντικό
προβάδισμα σε σχέση με τα υπόλοιπα άλογα. Ήταν τριών ετών και έτοιμος πια να πραγματοποιήσει τα
όνειρα του Τζόνι. Ήδη τον προηγούμενο χρόνο είχε κερδίσει τον αγώνα του Ντιούχερστ Στέικς, και στην
Αγγλία είχε διατηρήσει το προβάδισμα σε απόσταση μεγαλύτερη από εφτά αγγλικά στάδια, επαληθεύοντας
όλες τις προσδοκίες του και με το παραπάνω. Ο Τζόνι εξέτρεφε μερικά καθαρόαιμα και τα αγαπούσε όλα,
όμως για κάποιο λόγο που δεν μπορούσε να εξηγήσει ο Μπλου Λάβεντερ σήμαινε για εκείνον περισσότερα
από όλα τα άλλα άλογά του μαζί. Ίσως επειδή είχε τόσο φιλόδοξα σχέδια για εκείνον.
Έσκυψε, τέντωσε τα χέρια του και ύστερα στήριξε τους αγκώνες του στους ιδρωμένους μηρούς του.
Έμεινε σ’ αυτή τη στάση για αρκετά δευτερόλεπτα, μέχρι που ο ατμός άρχισε να τον κάνει να ασφυκτιά και
κατάλαβε ότι ήταν ώρα να βγει από τη σάουνα. Έκλεισε πίσω του την πόρτα και βούτηξε κατευθείαν στη
μικρή πισίνα με το παγωμένο νερό που βρισκόταν ακριβώς δίπλα.
«Αα!» Μια κραυγή πόνου κι ευχαρίστησης ξέφυγε από τα χείλη του, ενώ το κορμί του απορροφούσε την
ξαφνική αίσθηση του κρύου νερού. Τριάντα δευτερόλεπτα αργότερα, έβγαινε από την πισίνα
αναζωογονημένος. Στη συνέχεια έκανε ζεστό ντους και σκουπίστηκε με μια από τις μεγάλες λευκές
πετσέτες με το μονόγραμμα, που ήταν βαλμένες τακτικά στα ξύλινα ράφια γύρω του. Κοίταξε ειρωνικά τα
ακριβά σαπούνια, τα μπουκάλια με το αφρόλουτρα, τις κρέμες και τα υπόλοιπα καλλυντικά που η
Αμερικανίδα μητέρα του επέμενε να βρίσκονται εύκαιρα στο χώρο που αποκαλούσε «αίθουσα φυσικής
υγιεινής». Σκούπισε τα μαλλιά του και χαμογέλασε καλόπιστα με τους θεατρινισμούς της μητέρας του.
Όταν είχε καλεσμένους στο σαλέ, υπήρχε ακόμα και μασέζ, διαθέσιμη είκοσι τέσσερις ώρες το
εικοσιτετράωρο.
Ο Τζόνι φόρεσε ένα από τα αφράτα μπουρνούζια, χαμογελώντας ακόμα με τα καπρίτσια της μητέρας του,
μετανιωμένος για τον απότομο τρόπο που της είχε μιλήσει νωρίτερα, όταν εκείνη είχε σχολιάσει τον καβγά
του με τον Νίκι. Ήξερε ότι οι προθέσεις της ήταν καλές, ότι πληγωνόταν όταν την απόπαιρνε. Γιατί κάτω
από το αυστηρό προσωπείο της κρυβόταν μια ευαίσθητη γυναίκα που νοιαζόταν πάνω απ’ όλα για το καλό
της οικογένειάς της. Και ιδιαίτερα των γιων της.
Ο Τζόνι κοίταξε το ρολόι στον τοίχο. Σχεδόν εφτά. Η μητέρα του εκείνη τη στιγμή θα βρισκόταν στο
καθιστικό, βολεμένη ανάμεσα στα παχιά κεντημένα μαξιλάρια του κόκκινου βελούδινου καναπέ που είχε
επιλέξει ο Χουάν Πάμπλο, ο διακοσμητής της από το Παλμ Μπιτς. Πιθανότατα θα φορούσε μια από τις
ατέλειωτες, πανάκριβες αθλητικές φόρμες της, τα δάχτυλά της θα ήταν ως συνήθως στολισμένα με μια
σειρά από διαμάντια και τα πόδια της θα ήταν σκεπασμένα με την πανάκριβη κουβέρτα από μινκ και
κασμίρι μπροστά στο αναμμένο τζάκι, όπου θα τριζοβολούσαν τα ξύλα, και στην ποδιά της θα ήταν
ακουμπισμένο το τελευταίο τεύχος του περιοδικού W.
Λοιπόν, αυτή ήταν η «μητέρα» του, όπως επέμενε πάντα να την αποκαλούν. Δεν είχε υπάρξει ποτέ η
«μαμά». Ο Τζόνι, ανεβαίνοντας τη σκάλα, σκέφτηκε τρυφερά πως η μητέρα του, σε όλο το διάστημα του
πολύχρονου γάμου της με έναν άντρα της τάξης της –αν και Ιρλανδό–, δεν είχε χάσει ποτέ το αμερικανικό
σφρίγος της. Τη σκεφτόταν πάντα σαν πλοίο με όλα τα πανιά του ανοιγμένα. Τα γκρίζα μαλλιά της ήταν
πάντα άψογα χτενισμένα, στα φροντισμένα δάχτυλά της έλαμπαν κοσμήματα που άρμοζαν στην ηλικία και
στην κοινωνική της θέση. Και όφειλε κανείς να της αναγνωρίσει ένα πράγμα, σκέφτηκε ο Τζόνι. Χήρα του
ένατου υποκόμη του Γκράνι –που ήταν ο καλύτερος εκτροφέας καθαρόαιμων σε όλη την Ιρλανδία– και
μοναδική κληρονόμος της μεταλλουργικής αυτοκρατορίας των Ράιλι της Πενσιλβάνια, η Γκρέις είχε
κατορθώσει να γίνει θρύλος με την αξία της. Ο Τζόνι σκέφτηκε, ενώ κοιτούσε τη μητέρα του μέσα από τη
μισάνοιχτη διπλή πόρτα που οδηγούσε στο μεγάλο σαλόνι με την ξύλινη επένδυση στους τοίχους, ότι
διέθετε τον αέρα μιας γυναίκας που δεν είχε απολύτως κανένα πρόβλημα με τον εαυτό της και με αυτό που
ήταν. Η μητέρα του, σαν να είχε διαισθανθεί την παρουσία του, ύψωσε το βλέμμα της και χαμήλωσε τα
γυαλιά της.
«Γεια σου, γλυκέ μου. Απόλαυσες τη γυμναστική σου;»
«Ναι, ευχαριστώ. Έκανα και λίγη σάουνα». Ο Τζόνι μπήκε στο σαλόνι.
«Πολύ περισσότερα απ’ όσα έχει κάνει ο αδερφός σου», είπε η μητέρα του κοφτά. «Οφείλω να σε
προειδοποιήσω ότι είναι εκνευρισμένος».
«Αλήθεια;» Ο Τζόνι κάθισε στον καναπέ απέναντι από τη μητέρα του και ανέβασε τα πόδια του σε ένα
σκαμνάκι. «Γιατί;»
«Οι μετοχές της Μπραντ έπεσαν αρκετές μονάδες». Η Γκρέις έστρεψε το βλέμμα της με απόγνωση στο
ταβάνι και αναστέναξε. «Παρ’ όλη αυτή την τραγωδία, πιστεύεις ότι υπάρχει περίπτωση να μείνει εδώ για
τις γιορτές όπως θα έκανε κάθε πολιτισμένος άνθρωπος; Ξέρεις, γλυκέ μου, έχω αρχίσει να ανησυχώ
σοβαρά για τον Λίαμ», συνέχισε η Γκρέις συνοφρυωμένη. «Αντί να χαλαρώσει, δείχνει να αποκτάει όλο και
μεγαλύτερη εμμονή με τη δουλειά».
«Εγώ δε θα ανησυχούσα», μουρμούρισε ο Τζόνι αδιάφορα, αποφεύγοντας να εμπλακεί σε μια συζήτηση
για τον αδερφό του.
«Εσύ μπορείς να το λες αυτό, εγώ όμως όχι», είπε η Γκρέις θλιμμένα. «Φυσικά και ανησυχώ. Είναι
καθήκον κάθε μητέρας να ανησυχεί». Κοίταξε το γιο της με σοβαρό ύφος. «Και μπορώ να ρωτήσω τι θα
γίνει τα Χριστούγεννα; Έχετε χάσει και οι δυο κάθε ενδιαφέρον για την οικογένεια; Ο Λίαμ με τις μετοχές
του, εσύ με τα καταραμένα τα άλογά σου, που ποτέ δε θέλεις να αποχωριστείς, και ο Νίκι να παραπονιέται
όλη μέρα σαν κακόκεφο κουτάβι». Η Γκρέις κούνησε εκνευρισμένη το χέρι της. «Υπάρχουν φορές που
αναρωτιέμαι τι έκανα για να μου αξίζει ένα τέτοιο τσούρμο αγνωμόνων κατεργάρηδων».
«Έλα τώρα, μητέρα», μουρμούρισε ο Τζόνι καθησυχαστικά και ύστερα έσκυψε και φίλησε την Γκρέις στο
μάγουλο. «Είμαστε όλοι εδώ, έτσι δεν είναι; Ως συνήθως, ήρθαμε αμέσως μόλις μας κάλεσες».
«Μη μου μιλάς εμένα με το μπλαζέ εγγλέζικο ύφος σου, Τζον Γκράνι». Η Γκρέις έπιασε την παλάμη του
γιου της και την έσφιξε με αγάπη. «Όμως, ναι, χαίρομαι που είστε όλοι εδώ. Διαφορετικά τα Χριστούγεννα
δε θα ήταν ίδια. Στο κάτω κάτω είναι σημαντικό να είμαστε όλοι μαζί, σαν οικογένεια. Ιδιαίτερα αφού δεν
ήσουν μαζί μας την Ημέρα των Ευχαριστιών», πρόσθεσε κοιτάζοντάς τον με νόημα.
«Μητέρα, πρώτον, είμαι Ιρλανδός και, δεύτερον, αυτά τα ξαναείπαμε ατέλειωτες φορές τον περασμένο
μήνα». Ο Τζόνι αναστέναξε υπομονετικά και τράβηξε το χέρι του. «Ο Μπλου Λάβεντερ είχε έναν πρησμένο
τένοντα. Ήταν αδύνατο να φύγω από το Γκράνι εκείνη την εποχή».
«Φυσικά. Αφού για σένα τα άλογα έχουν μεγαλύτερη αξία από την οικογένειά σου».
Ο Τζόνι κοίταξε εύθυμα τη μητέρα του, γνωρίζοντας πόσο της άρεσε να καταφεύγει στον ψυχολογικό
εκβιασμό. Δεν ήταν διατεθειμένος να εμπλακεί σε μια συζήτηση είτε για το Γκράνι είτε για τα άλογά του –
ιδιαίτερα τον Μπλου Λάβεντερ–, ούτε για την αξία τους, ή για το γεγονός ότι αποτελούσαν μια επιχείρηση
εξίσου σημαντική με οποιαδήποτε άλλη της αυτοκρατορίας Γκράνι-Ράιλι. Η Γκρέις απλά αρνιόταν να
καταλάβει. Δεν είχε καταλάβει καν όταν ζούσε ο πατέρας του.
«Μίλησέ μου για τις τελευταίες περιπέτειες του Λίαμ στη χρηματαγορά». Ο Τζόνι χαμογέλασε και,
έχοντας στρέψει τις σκέψεις της μητέρας του αλλού, άπλωσε τα μακριά πόδια του πιο κοντά στη φωτιά.
«Παρεμπιπτόντως, έχεις δει πουθενά τον Νίκι;»
«Ήρθε με κάποιο φίλο του πριν από δυο ώρες. Νομίζω ότι έκαναν σνόουμπορντ. Καλέ μου, δε θέλω να
ανακατεύομαι, δε νομίζεις όμως ότι θα έπρεπε να περνάς περισσότερες ώρες μαζί του; Είναι γιος σου,
τελικά, και δε σε βλέπει τόσο συχνά από τότε που ήρθε εδώ... Μην ξεχνάς ότι περνάει το μεγαλύτερο μέρος
του χρόνου του εσώκλειστος σε σχολείο».
«Μητέρα, είναι δεκάξι χρονών, για όνομα του Θεού. Το τελευταίο που θέλει είναι εμένα στο κατόπι του»,
ξέσπασε ο Τζόνι, ενοχλημένος που η μητέρα του δεν είχε παραλείψει να του θυμίσει τις πατρικές
υποχρεώσεις του.
«Μάλλον έχεις δίκιο. Ωστόσο...» Η Γκρέις έκανε μια παύση. Όπως πάντα, ευχήθηκε η Μαρί Ανζ, η
μητέρα του Νίκι, να μην είχε πεθάνει τόσο νέα ή ο γιος της να έβρισκε μια δεύτερη σύζυγο, εξίσου
κατάλληλη με την πρώτη. Ο εγγονός της χρειαζόταν μια μητέρα, ο πατέρας του μια γυναίκα, ενώ οι
καβγάδες ανάμεσά τους τον τελευταίο καιρό την ανησυχούσαν ιδιαίτερα. «Παρεμπιπτόντως, τηλεφώνησε
εκείνη η γυναίκα... πώς τη λένε;» Η Γκρέις κούνησε υποτιμητικά τα διαμαντοστολισμένα δάχτυλά της.
«Μητέρα, γνωρίζεις πολύ καλά το όνομά της». Ο Τζόνι ένωσε τις παλάμες του πίσω από το κεφάλι του
και της χάρισε ένα αστραφτερό χαμόγελο.
«Ναι, μπορεί, αλλά έχω αποφασίσει να μην το χρησιμοποιώ». Η Γκρέις άφησε το τεύχος του W, πήρε το
τελευταίο φύλλο της Γουόλ Στρητ Τζέρναλ, έβαλε καλύτερα τα γυαλιά της και άρχισε να προσποιείται ότι
διαβάζει. Δεν της περίσσευε χρόνος για τις φιλενάδες του Τζόνι, ειδικά για εκείνη τη Βραζιλιάνα που, κατά
την άποψή της, είχε κρατήσει περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε.
«Μην ανησυχείς, δεν πρόκειται να τη δεις φέτος. Μάλιστα, εκπλήσσομαι ιδιαίτερα που τηλεφώνησε.
Μάλλον θα θέλει να της στείλω τα πράγματά της από το Ίτον Τέρας», είπε ο Τζόνι. Πέρασε το πόδι του
πάνω από το μπράτσο της πολυθρόνας κι έριξε ένα άδειο σπιρτόκουτο στη φωτιά.
«Τι έγινε;» Ο Λίαμ μπήκε στο σαλόνι κι έκλεισε το κινητό του. «Άκουσα να λες ότι η Λουσία δε θα έρθει
στο Γκστάαντ; Γιατί;»
«Ο Νίκι την έκανε πυρ και μανία».
Η Γκρέις χαμήλωσε τα γυαλιά της με ενδιαφέρον.
«Λέγε». Ο Λίαμ κάθισε στον καναπέ, δίπλα στη μητέρα του, και έσμιξε τα πυκνά ξανθά φρύδια του
απορημένος. «Η Λουσία δεν έχανε ευκαιρία να έρθει στο Γκστάαντ. Θα πρέπει να ήταν κάτι σοβαρό».
«Ήταν. Γι’ αυτό, μητέρα, μπορείς να ησυχάσεις».
«Τελικά θα πρέπει να υπάρχουν καλές νεράιδες», μουρμούρισε η Γκρέις και χαμήλωσε την εφημερίδα.
«Έλα τώρα», είπε ο Λίαμ. «Λέγε».
«Ο Νίκι πέρασε τις σχολικές διακοπές μαζί μου στο Σεντ Μπαρτ. Κάποιο από τα άλογα αρρώστησε λίγο
πριν από την κούρσα της Αψίδας του Θριάμβου κι έτσι πήρα το αεροπλάνο και πήγα στο Παρίσι. Ξαφνικά
άρχισα να δέχομαι υστερικά τηλεφωνήματα και πίσω στο νησί έγινε χαμός». Ο Τζόνι κοίταξε τη μητέρα του
και πρόσεξε τη λάμψη στο βλέμμα της. «Μπορείς να ηρεμήσεις, μητέρα, η Λουσία ανήκει στο παρελθόν»,
πρόσθεσε, επειδή ήξερε πόσο απεχθανόταν η Γκρέις την εξεζητημένη Βραζιλιάνα ερωμένη του.
«Πώς κι έτσι;» Η Γκρέις έσκυψε γεμάτη περιέργεια.
«Ο Νίκι βρήκε ένα φίδι στον κήπο. Το τύλιξε με ακριβό χαρτί, το έβαλε σε ένα κουτί του Καρτιέ και το
έστειλε στη Λουσία με κούριερ... με την κάρτα μου καρφιτσωμένη πάνω του», πρόσθεσε ο Τζόνι με ένα
μουγκρητό.
«Όχι!» γέλασε χαιρέκακα η Γκρέις.
Ο Λίαμ γέλασε κι αυτός. «Ο Νίκι είναι φοβερός».
«Εσείς μπορεί να γελάτε, σας βεβαιώ όμως ότι δεν ήταν καθόλου διασκεδαστικό», είπε ο Τζόνι
εκνευρισμένος.
«Όσο γι’ αυτό, βάζω στοίχημα. Σου κόστισε, ε;» ρώτησε ο Λίαμ χαμογελώντας. Κοίταξε διερευνητικά
τον Τζόνι πίσω από τα γυαλιά του και άνοιξε ξανά το κινητό του, ανίκανος να αντισταθεί στον πειρασμό να
ελέγξει τα μηνύματά του.
«Ας το θέσω έτσι: αποδείχτηκε ένα πάρα πολύ ακριβό αστείο», μουρμούρισε ο Τζόνι κοφτά.
«Πάντως, αν την ξεφορτώθηκες πραγματικά, το μόνο που μπορώ να πω εγώ είναι μπράβο στον Νίκι»,
παρενέβη η Γκρέις. «Θα του δώσω μεγαλύτερο χαρτζιλίκι», μουρμούρισε, ανίκανη να αντισταθεί στον
λαχταριστό πειρασμό να φανταστεί τα φροντισμένα δάχτυλα της Λουσία να ανοίγουν το κουτί με το φίδι.
«Οι μετοχές της Μπραντ έπεσαν άλλες δέκα μονάδες», είπε ο Λίαμ συνοφρυωμένος. «Δε νομίζω να
έχουν πέσει ποτέ πιο χαμηλά». Κούνησε το κεφάλι του αποφασιστικά. «Θα τηλεφωνήσω στον Ροντ και θα
του πω να μου αγοράσει ένα πακέτο λίγο πριν λήξει η διαπραγμάτευση».
«Ω Λίαμ, άφησέ το ήσυχο αυτό το καταραμένο το τηλέφωνο», διαμαρτυρήθηκε η Γκρέις και κοίταξε με
αποδοκιμασία την πανάκριβη συσκευή που δεν αποχωριζόταν ποτέ ο γιος της. «Τζόνι, ελπίζω να τα έψαλες
στον Νίκι γι’ αυτό το αστείο με το φίδι». Η Γκρέις προσπάθησε να δώσει την εντύπωση ότι δεν ενέκρινε τη
συμπεριφορά του εγγονού της, όμως δεν ήταν καθόλου πειστική. «Στο κάτω κάτω ήταν πολύ αγενές».
«Μητέρα, τι υποκρίτρια που είσαι», είπε ο Τζόνι αυστηρά. Τα μάτια του έλαμψαν καθώς κατέβαζε τα
πόδια του στο χαλί.
«Καθόλου. Μπορεί να μη συμπαθώ αυτή τη γυναίκα, όμως ο Νίκι δεν είχε καμιά δουλειά να της στείλει
ένα ερπετό». Η Γκρέις μόρφασε σ’ αυτή τη σκέψη.
«Μα ήταν τόσο έξυπνο», σχολίασε ο Λίαμ. Έκλεισε το μάτι στον αδερφό του και συνέχισε να ελέγχει τις
τιμές των μετοχών. «Α, να μία που φαίνεται καλή. Τζόνι, θέλεις να αγοράσεις μερικές...»
«Δε θέλω να αγοράσω τίποτα, Λίαμ. Αγοράζεις εσύ αρκετές για όλους μας», τον έκοψε ο Τζόνι
αγανακτισμένος. «Είτε το πιστεύεις είτε όχι, υποτίθεται ότι είναι περίοδος γιορτών...»
«Διακοπών, γλυκέ μου...»
«Πες το όπως θέλεις, μητέρα. Έτσι κι αλλιώς καμιά από τις δύο λέξεις δεν υπάρχει στο λεξιλόγιο του
Λίαμ».
«Εντάξει, εντάξει, εγώ απλά ρώτησα». Ο Λίαμ σήκωσε τα χέρια ψηλά.
Η Γκρέις άφησε έναν αναστεναγμό παραίτησης, που εξέφραζε τα αισθήματά της πολύ πιο εύγλωττα από
τις λέξεις. Οι γιοι της, ο ένας στα τριάντα οχτώ και ο άλλος στα τριάντα εφτά χρόνια του, ήταν απόλυτα
ικανοί να φροντίσουν τον εαυτό τους. Παρ’ όλα αυτά ήταν αδύνατο για εκείνη να μην ελπίζει και να μην
ανησυχεί. Άλλαξε θέση αφηρημένα στα μπιμπελό και στα σταχτοδοχεία στο τραπεζάκι και κοίταξε τους
γιους της, πρώτα τον Λίαμ και μετά τον Τζόνι. Ο Λίαμ εργαζόταν υπερβολικά σκληρά για να χαρίσει
καινούριες επιτυχίες στις πολλές εταιρείες του ομίλου Γκράνι-Ράιλι, ενώ η Ανν Σέλενμπεργκ, η φιλενάδα
του, έδειχνε απόλυτα ικανοποιημένη που είχε φτάσει τα τριάντα πέντε κι ήταν ακόμα ανύπαντρη και
διευθύνουσα σύμβουλος κάποιας εταιρείας το όνομα της οποίας η Γκρέις δεν μπορούσε ποτέ να θυμηθεί.
Ύστερα από πέντε χρόνια γεμάτα ελπίδες, τόσο εκείνη όσο και η Έιβις Σέλενμπεργκ –η προτεσταντικής,
αγγλοσαξονικής καταγωγής μητέρα της Ανν– είχαν εγκαταλείψει από καιρό το όνειρό τους να ακούσουν τις
γαμήλιες καμπάνες να αντηχούν στο ηλικίας εκατοντάδων ετών παρεκκλήσι του Γκράνι Κασλ.
Η Γκρέις γύρισε ανεπαίσθητα το κεφάλι της και κοίταξε τον Τζόνι, τον μεγαλύτερο από τους δυο γιους
της, που καθόταν ακόμα στην πολυθρόνα και συζητούσε με τον αδερφό του. Η καρδιά της φούσκωσε από
αγάπη. Ήταν ο πρωτότοκός της, ίδιος ο όμορφος πατέρας του. Είχε τα δικά του διαπεραστικά ιρλανδέζικα
γαλανά μάτια που γελούσαν όταν μιλούσε, τα ίδια κατάμαυρα μαλλιά που γκρίζαραν όπως και του πατέρα
του στους κροτάφους. Ο Τζόνι ήταν, όπως θα έλεγαν στην πατρίδα της, μαύρος Ιρλανδός. Ήταν όμορφος,
με κέλτικα χαρακτηριστικά, γοητευτικός κι ευγενικός, ακριβώς όπως ο πατέρας του. Παρ’ όλα αυτά ζούσε
σχεδόν σαν ερημίτης και σπαταλούσε τα καλύτερα χρόνια του κλεισμένος στο Γκράνι Κασλ, εκτρέφοντας
εκείνα τα καταραμένα άλογα, ακριβώς όπως ο πατέρας του πριν από εκείνον.
Βέβαια ο Τζόνι δεν ήταν ποτέ πραγματικά ευτυχισμένος μετά το θάνατο της Μαρί Ανζ σ’ εκείνο το
τραγικό ταξίδι στην Αφρική. Αυτό παρέμενε ακόμα η καρδιά του προβλήματος. Μπορεί να της έλεγε
συνέχεια ότι το είχε ξεπεράσει, αλλά εκείνη, σαν μητέρα του, δεν τον πίστεψε ποτέ. Ήξερε ότι ακόμα και
ύστερα από τόσα χρόνια εξακολουθούσε να κατηγορεί τον εαυτό του για εκείνη την τραγωδία. Βέβαια,
κρυβόταν καλά πίσω από τα τείχη που είχε υψώσει γύρω του στα χρόνια που είχαν περάσει, αλλά η Γκρέις
δεν ξεγελιόταν. Ω, πόσο θα ήθελε να μπορούσαν εκείνος και ο Νίκι να ξεπεράσουν το χάσμα που είχε
δημιουργηθεί ξαφνικά ανάμεσά τους. Η Γκρέις αναστέναξε σιωπηρά. Όλα έδειχναν να πηγαίνουν μια χαρά,
μέχρι που ο Νίκι έφτασε στην εφηβεία. Από τότε, ξαφνικά, η μια σύγκρουση διαδεχόταν την άλλη,
αφήνοντας την Γκρέις, από συναισθηματική άποψη, σε αναμμένα κάρβουνα.
Όπως έκανε συχνά, ευχήθηκε ο Τζέραλντ, ο μακαρίτης σύζυγός της, να ήταν εκεί για να τη
συμβουλεύσει. Δεν ήταν πάντα εύκολο να μεγαλώνει δυο αγόρια μόνη της. Όχι ότι δεν τα είχε καταφέρει
μια χαρά –φυσικά και τα είχε καταφέρει. Και ήταν περήφανη για το αποτέλεσμα, σκέφτηκε και κοίταξε με
αγάπη τους δυο γιους της. Ήταν τόσο διαφορετικοί, σαν τη μέρα με τη νύχτα. Ο Λίαμ ήταν καθαρός Ράιλι –
και εμφανισιακά ακόμα, έμοιαζε στον δικό της, πληβείο, Ιρλανδό πατέρα. Όχι πολύ ψηλός, με ξανθά
μαλλιά στο χρώμα της άμμου και τετράγωνους ώμους–, ενώ ο Τζόνι ήταν ακριβώς το αντίθετο. Ψηλός,
μελαχρινός και αριστοκρατικός, ένας αληθινός γαλαζοαίματος Γκράνι. Όμως οι διαφορές τους είχαν
λειτουργήσει προς όφελός τους, γιατί τους είχε δώσει σωστή ανατροφή. Ευχόταν απλά ο Λίαμ να χαλάρωνε
λίγο και να απολάμβανε τη ζωή, αντί να είναι τόσο αθεράπευτα εργασιομανής.
«Μια που μιλάμε για κορίτσια –ή, μάλλον, για γυναίκες», είπε η Γκρέις ξαφνικά κι έστρωσε τα μαλλιά
της αφού κοίταξε το είδωλό της στον καθρέφτη, «στις γιορτές θα είναι εδώ η κόρη της Τζιν και του Λουί
ντε Μελβίλ. Είναι τριάντα τριών ετών, έξυπνη και ανεξάρτητη», πρόσθεσε με ενθουσιασμό.
«Ποιος είπε ότι μας αρέσουν οι έξυπνες και ανεξάρτητες γυναίκες;» ρώτησε ο Τζόνι και τα μάτια του
έλαμψαν πειρακτικά.
«Τι λες!» διαμαρτυρήθηκε η Γκρέις. «Οποιαδήποτε θα ήταν καλύτερη από εκείνη την ανεκδιήγητη που
είχες κουβαλήσει πέρσι στο Κεντάκι Ντέρμπι».
«Πράγματι, μητέρα, ομολογώ ότι ήταν λάθος μου», παραδέχτηκε ο Τζόνι και θυμήθηκε το μοντέλο που
είχε καλέσει την τελευταία στιγμή. «Όμως, πολυαγαπημένη μου μητέρα, σε ό,τι αφορά την προσπάθειά σου
να μας γνωρίζεις γυναίκες κατάλληλες για μας, σε παρακαλώ να μην το κάνεις». Ο Τζόνι σηκώθηκε, έβαλε
τα χέρια στις φαρδιές τσέπες του μπουρνουζιού του και χαμογέλασε στη μητέρα του με αυστηρό ύφος.
«Έχει δίκιο, μητέρα, όχι άλλες προσπάθειες να μας γνωρίσεις νύφες, εντάξει;» σιγοντάρησε ο Λίαμ.
«Είστε και οι δυο ανυπόφοροι». Η Γκρέις ύψωσε τα χέρια της με απόγνωση, βυθίστηκε στα μαξιλάρια και
κούνησε το κεφάλι της. Όμως εξακολουθούσε να χαμογελάει. «Υποθέτω ότι θα πρέπει να είμαι κι
ευχαριστημένη», αναστέναξε, κι ο Τζόνι ήξερε πολύ καλά ότι αναφερόταν στον τρόπο με τον οποίο ο Νίκι
είχε ξεφορτωθεί τη Λουσία.
Γέλασε, βγήκε από το σαλόνι κι ανέβηκε στο δωμάτιό του, σκοπεύοντας να κάνει λίγη δουλειά προτού
αρχίσουν πράγματι οι διακοπές.
6
Το σκοτάδι του σούρουπου είχε αρχίσει να τυλίγει το μικρό παλιομοδίτικο ορεινό τρένο όταν ξεκίνησε να
ανεβαίνει αργά στις Ελβετικές Άλπεις, αφήνοντας χαμηλά πίσω του την πόλη του Μοντρέ και τη λίμνη της
Γενεύης, τυλιγμένες στο πέπλο της βραδινής ομίχλης του Δεκεμβρίου.
Η Ελμ, καθισμένη στο φαρδύ βελούδινο κάθισμα του βαγονιού, κουρασμένη από την ταλαιπωρία του
ταξιδιού και την ένταση των τελευταίων ημερών, έγειρε πίσω, ένωσε τις παλάμες της και κοίταξε γύρω της
με θαυμασμό. Ήταν η πρώτη φορά που χαλάρωνε από τη στιγμή που είχε επιβιβαστεί στο αεροπλάνο στην
Ατλάντα. Όλα ήταν ακριβώς όπως τα θυμόταν. Το σκαλιστό ξύλινο μπαρ που σέρβιρε ζεστή σοκολάτα και
τσάι, τα αστραφτερά μπρούντζινα κάγκελα στο ράφι των αποσκευών, τα πεντακάθαρα κολλαρισμένα λευκά
προσκέφαλα στα καθίσματα. Χαμογέλασε, ένιωσε την κούραση από τη διαφορά της ώρας να υποχωρεί και
ταυτόχρονα μια παράξενη ικανοποίηση στη σκέψη ότι ο χρόνος είχε συντηρήσει τις αναμνήσεις της.
Το να αφήσει τη Σαβάνα και τη φυτεία είχε αποδειχτεί πιο εύκολο απ’ ό,τι περίμενε. Μάλιστα, όσο
σημαντικό κι αν της φαινόταν το να φύγει από εκείνο τον κόσμο, στην πραγματικότητα ήταν απρόσμενα
απλό, πράγμα που την είχε κάνει να νιώσει τρομερή ανακούφιση. Ούτε καν η ανησυχία που εξακολουθούσε
να νιώθει ότι ο πατέρας της θα θύμωνε και θα απογοητευόταν από την πράξη της δεν ήταν αρκετή για να
της αλλάξει γνώμη.
Συνειδητοποίησε ότι ο Χάρλαν και ο πόνος που της είχε προκαλέσει δεν μπορούσαν να την αγγίξουν εδώ
κι ότι το χαμόγελό της πλάτυνε, φωτίζοντας τα τρυφερά καστανά μάτια της. Απόλαυσε την αίσθηση της
ελευθερίας και, ξαφνικά, ένιωσε ευγνωμοσύνη που καθόταν μόνη της στο τρένο της γραμμής και
κατευθυνόταν στο Γκστάαντ, στο οικοτροφείο του οποίου είχε φοιτήσει και είχε ζήσει τόσες ευτυχισμένες
στιγμές στα εφηβικά της χρόνια. Ένα μήνα νωρίτερα θα το θεωρούσε αδύνατο κάτι τέτοιο. Από την άλλη,
όμως, ένα μήνα νωρίτερα παράδερνε ακόμα στην γκρίζα ομίχλη της άρνησης. Και τώρα η όρασή της είχε
καθαρίσει.
Η Ελμ κοίταξε γύρω της στο βαγόνι και αναρωτήθηκε αν βλέποντάς την κανείς θα μπορούσε να
καταλάβει τα όσα είχε περάσει τις προηγούμενες μέρες. Χαμογέλασε. Αμφέβαλλε αν η παχουλή
γκριζομάλλα κυρία στο κάθισμα διαγώνια απέναντί της που διάβαζε εφημερίδα φορώντας γυαλιά με
χοντρούς φακούς ενδιαφερόταν έστω και ελάχιστα για τα βάσανα της συνεπιβάτιδός της. Το γεγονός ότι
κανείς δεν τη γνώριζε εκεί –ότι κανείς δε θα την κοιτούσε με οίκτο, ούτε θα έκανε κακεντρεχή ή καλόπιστα
σχόλια– την έκανε να νιώθει ευτυχισμένη. Βέβαια, όπως υπενθύμισε στον εαυτό της, αυτά τα πράγματα δε
θα έπρεπε να την απασχολούν. Όλη της τη ζωή ακολουθούσε τους κανόνες και τις επιταγές της καλής
συμπεριφοράς, και το μόνο που της είχαν χαρίσει ήταν πόνος και στενοχώρια. Ορκίστηκε ότι από δω και
πέρα θα έφτιαχνε τους δικούς της κανόνες.
Ένας στεναγμός ικανοποίησης, αν και αβέβαιος, ξέφυγε από τα χείλη της. Έστρεψε το βλέμμα της στο
μεγάλο παράθυρο, αλλά τα δυνατά φώτα του βαγονιού την εμπόδιζαν να δει καθαρά έξω. Για μια στιγμή
κοίταξε το είδωλό της στο τζάμι κι ένιωσε τις ανησυχίες της να ξυπνάνε. Είχε υποβάλει αίτηση για διαζύγιο,
έφερνε τα πάνω κάτω στον τακτοποιημένο κόσμο της. Όμως, παρά την τρομερή αλλαγή, οι ρυτίδες της
έντασης γύρω από τα χείλη της είχαν απαλύνει και τα μάτια της έλαμπαν από ένα αίσθημα –ήταν άραγε
ελπίδα;–, πράγμα που είχε να δει πολύ καιρό. Ίσως όλα να οφείλονταν στη φαντασία της, όμως το γεγονός
ότι είχε βρει το κουράγιο να ταξιδέψει στο Γκστάαντ τη γέμιζε αισιόδοξες προσδοκίες, σαν να της είχε
δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή της. Ήταν τριάντα τεσσάρων ετών κι όμως μέσα της ένιωθε ξαφνικά
δεκαπέντε, νέα κι έτοιμη να αντικρίσει το μέλλον της ξανά από την αρχή.
Πίεσε το μέτωπό της στο παγωμένο τζάμι του παραθύρου, δάγκωσε τα χείλη της και κοίταξε το
παγωμένο ποτάμι που έτρεχε παράλληλα με τις γραμμές του τρένου. Πάνω του υψώνονταν έλατα που
γίνονταν όλο και πιο ψηλά όσο το τρένο ανέβαινε. Τα χοντρά κλαδιά τους λύγιζαν κάτω από το βάρος του
πάγου και του φρέσκου χιονιού, ύψους δέκα πόντων.
Η Ελμ ξεροκατάπιε και άφησε ένα μακρόσυρτο αναστεναγμό, ελευθερώνοντας τον αέρα που κρατούσε
φυλακισμένο μέσα της. Είχε κάθε λόγο να αγωνιά, όμως πολύ περισσότερους να χαίρεται. Στο κάτω κάτω
είχε έρθει αντιμέτωπη πρόσωπο με πρόσωπο με την αλήθεια, με το γεγονός ότι κοιμόταν τον ύπνο του
δικαίου. Όμως είχε επιτέλους αναγκάσει τον εαυτό της να ξυπνήσει και να αναλάβει πρωτοβουλία. Για το
μόνο που μετάνιωνε ήταν που είχε καθυστερήσει τόσο πολύ. Φυσικά, τα πράγματα σε σχέση με το άμεσο
μέλλον ήταν εύκολα –θα έκανε τις διακοπές που τόσο χρειαζόταν και που τόσο πολύ περίμενε. Στην
επιστροφή η κατάσταση θα ήταν αρκετά πιο περίπλοκη. Η θεία Φράνσις –η μοναδική εκτός από τη
Μέρεντιθ στην οποία είχε αποκαλύψει τα σχέδιά της– την είχε προειδοποιήσει γι’ αυτό.
Και η θεία Φραν είχε δίκιο. Σίγουρα την περίμεναν στιγμές που θα της έλειπε η σταθερότητα της
προηγούμενης ζωής της, όσο αποχαυνωτική κι αν ήταν. Το να ζει μόνη της στη γενέτειρά της, όπου ο
κόσμος θα την αντιμετώπιζε ακόμα ως κόρη του γερουσιαστή Χάθαγουεϊ και ως σύζυγο του Χάρλαν
Μακμπράιντ, ίσως αποδεικνυόταν πολύ ενοχλητικό. Θα υπήρχαν τα αναπόφευκτα δηκτικά σχόλια, η
απομόνωση, ίσως ακόμα και μια επίθεση από τις σκανδαλοθηρικές εφημερίδες που θα διαστρέβλωναν τα
γεγονότα. Όμως εκείνη τη στιγμή η Ελμ δε νοιαζόταν για τίποτε απ’ όλα αυτά. Θα αντιμετώπιζε τα
προβλήματα όταν θα ερχόταν η ώρα τους.
Γιατί, ειλικρινά, δεν την ένοιαζε πια το τι θα σκεφτόταν ο κόσμος. Η Ελμ σκέφτηκε ότι η Σαβάνα θα
έπρεπε απλά να προσαρμοστεί στον καινούριο της τρόπο ζωής, διαφορετικά ας πήγαινε να πνιγεί. Η ανάσα
της θόλωσε το τζάμι και η Ελμ ζωγράφισε μια χαμογελαστή φατσούλα με το δάχτυλό της. Τότε θυμήθηκε
τον πατέρα της και το δάχτυλό της έμεινε ακίνητο, η έξαψή της χάθηκε. Αγαπούσε ειλικρινά τον πατέρα της
και το γεγονός ότι δε θα καταλάβαινε ποτέ τους λόγους για τους οποίους χώριζε τον Χάρλαν, όσο σοβαροί
κι αν ήταν, της προκαλούσε βαθιά θλίψη. Πήρε βαθιά ανάσα κι έγειρε πίσω στο πράσινο βελούδινο κάθισμά
της, αναγνωρίζοντας ότι, αν και φανέρωνε δειλία, αυτός ήταν ο κυριότερος λόγος που είχε φύγει από τη
Σαβάνα χωρίς να πει πού θα πήγαινε. Η θεία Φράνσις, με τον μοναδικό, δυναμικό τρόπο της, είχε επιμείνει
πως, είτε του άρεσε είτε όχι, ο πατέρας της θα έπρεπε να μάθει να βάζει πάνω απ’ όλα την κόρη του. Όμως
η Ελμ ήξερε ότι δε θα είχε νόημα να του εξηγήσει. Ο πατέρας της δε θα την άκουγε ποτέ. Απλά θα άρχιζε
να της παραθέτει αδιάσειστα επιχειρήματα που θα αποδείκνυαν ότι οι επιλογές της ήταν όλες λανθασμένες.
Η πόρτα του βαγονιού άνοιξε, βγάζοντας την Ελμ από τις σκέψεις της και τις αναπόφευκτες ενοχές που
είχαν ξυπνήσει. Η Ελμ έστρεψε την προσοχή της στον παχουλό ροδομάγουλο ελεγκτή με την
καλοσιδερωμένη σκούρα μπλε στολή και την κόκκινη δερμάτινη τσάντα στον ώμο.
«Presentez les billets, s’il vous plait».
Η Ελμ απάντησε χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, διαπιστώνοντας με χαρά ότι τα γαλλικά της δεν ήταν και τόσο
σκουριασμένα, και έδωσε το εισιτήριό της. Ένιωθε όμορφα ακούγοντας ξανά την αργόσυρτη, τραγουδιστή,
ελβετική προφορά^ ήταν μια επιβεβαίωση ότι είχε πραγματικά επιστρέψει. Τότε, μόλις είχε βάλει το
εισιτήριό της πίσω στη μεγάλη τσάντα της μάρκας Ερμές, εμφανίστηκε ακόμα μια σιδηροδρομικός που
πρόσφερε ζεστά ροφήματα. Η Ελμ δε διψούσε καθόλου, αλλά η πρόκληση μιας ζεστής, αχνιστής σοκολάτας
ήταν ακατανίκητη. Και τι έγινε αν ξεχείλιζε από θερμίδες και χοληστερόλη; Η προσωπική της γυμνάστρια
δεν ήταν εκεί να την επικρίνει ή να της πει πώς θα έπρεπε να ζει τη ζωή της.
Η Ελμ τίναξε πίσω τα μαλλιά της, χαμογέλασε στη σιδηροδρομικό και παρήγγειλε μια μεγάλη ζεστή
σοκολάτα με σαντιγί. Ένα λεπτό αργότερα έπαιρνε το αχνιστό κύπελλο και ανάσαινε το θεσπέσιο, αξέχαστο
άρωμα. Τα μάτια της βούρκωσαν όταν ήπιε την πρώτη γουλιά προσεκτικά. Απόλαυσε τη γνώριμη γεύση και
ήταν έτοιμη πια να σκεφτεί κριτικά τις κινήσεις της των προηγούμενων ημερών. Διαπίστωσε με έκπληξη ότι
εκείνη, που πάντα θεωρούσε τον εαυτό της αβέβαιο και επιπόλαιο, είχε αποδειχτεί τρομερά
αποτελεσματική. Είχε βρει αντικαταστάτριες για όλες τις φιλανθρωπικές υποχρεώσεις της, είχε αναθέσει την
αποκατάσταση των κήπων στην Τζόαν Μέρντοχ, την ικανή βοηθό της, που είχε δεχτεί ευχαρίστως να
βοηθήσει. Είχε συσκευάσει όλα τα χρώματα και τους καμβάδες της και είχε αφήσει οδηγίες στο προσωπικό
του Ολιάντερ και του σπιτιού, λες και η ξαφνική της αναχώρηση για την Ευρώπη ήταν απλή καθημερινή
υπόθεση για εκείνη. Είχε καταφέρει να βρει αντικαταστάτρια ακόμα και για τον πάγκο της στο παζάρι των
Θυγατέρων της Ομοσπονδίας, πράγμα καθόλου εύκολο, αφού η συγκεκριμένη φιλανθρωπική εκδήλωση
είχε τη φήμη της πιο βαρετής σ’ ολόκληρη τη Σαβάνα την περίοδο των εορτών.
Απίστευτο, σκέφτηκε, κι απόλαυσε το παχύ, κρεμώδες ρόφημα και τις δικές της ικανότητες. Η ζωή τής
είχε βάλει τρικλοποδιά κι εκείνη, αντί να απελπιστεί, είχε ανασυντάξει τις δυνάμεις της και βίωνε ένα
απολαυστικό ξέσπασμα ικανοποίησης. Και ήταν απίστευτα αναζωογονητικό, σκέφτηκε μελαγχολικά, το ότι
είχε επιτέλους απαλλαγεί από τις συνεχείς κατηγορίες και τα καρφιά του Χάρλαν, από τη διακριτική
αποδοκιμασία του πατέρα της. Ο πατέρας της την έκανε πάντα να αισθάνεται ότι θα μπορούσε να τα
καταφέρνει καλύτερα.
Η Ελμ ακούμπησε ξανά τις παλάμες της στο τζάμι και κοίταξε πάλι έξω, τα τρεμουλιαστά φωτάκια από
τα μακρινά σαλέ που ξεχώριζαν στο σκοτάδι των χιονισμένων κορυφών. Αναρωτήθηκε ονειροπόλα πώς θα
ήταν άραγε να ζει κανείς σε ένα μικρό ξύλινο σπίτι στα βουνά, με κόκκινες και λευκές καρό κουρτίνες και
τη φωτιά να καίει στο παραδοσιακό τζάκι. Δεν της ήταν δύσκολο να φανταστεί μια οικογένεια –μικρά
κορίτσια με ξανθές αλογοουρές και αγοράκια με φαρδιές πουκαμίσες– καθισμένη γύρω από το ξύλινο
σκαλιστό τραπέζι της κουζίνας να καταβροχθίζουν μεγάλες ποσότητες από rφsti, ένα πιάτο από πατάτες
τηγανισμένες με κρεμμύδια σύμφωνα με τον ελβετικό τρόπο, και να κουβεντιάζουν για τις δουλειές, τους
φόβους και τις ελπίδες τους. Οι αγελάδες θα ήταν ήδη στους στάβλους για το χειμώνα, η καθεμιά στο δικό
της παχνί, με το όνομά της προσεκτικά γραμμένο ψηλά, ενώ δίπλα τους θα υπήρχαν οι μεγάλες κουδούνες
που θα τις φορούσαν ξανά την άνοιξη, όταν θα επέστρεφαν στα λιβάδια και θα συμμετείχαν στο poya, το
φημισμένο μακρινό ταξίδι που γινόταν μια φορά το χρόνο στις θρυλικές Ελβετικές Άλπεις.
Η Ελμ, μαγεμένη από τη νύχτα, ενώ ακολουθούσε με το βλέμμα της μια λεπτή γραμμή από φώτα που
σκαρφάλωνε στα βουνά, θυμήθηκε πως όταν ήταν μαθήτρια εκεί είχε γοητευτεί από την αιώνια γαλήνη των
βουνών, τον ήρεμο ρυθμό της ζωής των κατοίκων των Άλπεων. Πάντα ζήλευε τη φαινομενική απλότητα της
ζωής τους. Βέβαια, πλέον γνώριζε ότι η ζωή, οπουδήποτε κι αν τη ζούσες, δεν ήταν ποτέ απλή.
Το τρένο σταμάτησε σε αρκετούς σταθμούς. Πρώτα στο Λεζ Αβάν, όπου το Μάιο οι πλαγιές
σκεπάζονταν από το λαμπερό λευκό πέπλο των νάρκισσων με τη γλυκιά μυρωδιά. Ύστερα στο Σατό ντ’ Ο,
όπου η θεία Φράνσις και η μητέρα της –την οποία θυμόταν μόνο αμυδρά– είχαν τελειώσει το σχολείο,
πολλά χρόνια πριν. Έπειτα το τρένο πέρασε το Ρουζμόν –απίστευτο πόσο είχε μεγαλώσει η πόλη, ποτέ στο
παρελθόν δεν υπήρχαν τόσα φώτα–, με τα σαλέ του δέκατου έβδομου αιώνα που ήταν χτισμένα κατά μήκος
των γραμμών. Διέσχισε το σκεπασμένο από την ομίχλη Ζάανενλαντ προς τον τελικό προορισμό της Ελμ.
Το χιόνι έπεφτε πυκνό όταν το τρένο μπήκε τελικά στο σταθμό του Γκστάαντ. Η Ελμ σηκώθηκε
ενθουσιασμένη. Φορούσε κομψό σουέτ παντελόνι και κασμιρένιο πουλόβερ. Προχώρησε βιαστικά στην
πόρτα του κουπέ, χαμογέλασε στην ευγενική μεσόκοπη γυναίκα που τη βοήθησε να κατεβάσει τη βαλίτσα
της από το ράφι των αποσκευών και την ευχαρίστησε. Ύστερα φόρεσε το μακρύ μινκ παλτό της, άνοιξε το
παράθυρο κι έσκυψε περίεργη έξω, προτού το τρένο σταματήσει εντελώς. Ενθουσιάστηκε ακόμα
περισσότερο όταν είδε μια λεπτή γυναίκα, ντυμένη κι εκείνη με γούνα, να διασχίζει βιαστικά την αποβάθρα
του σταθμού και να της κουνάει το χέρι.
«Τζο! Ω Τζο!» Η Ελμ γέλασε, καθώς είχε αναγνωρίσει αμέσως την Τζοκόντα, και της κούνησε κι εκείνη
το χέρι με ανυπομονησία. Μόλις το τρένο σταμάτησε, η Ελμ κατέβασε τις αποσκευές της στην αποβάθρα
και οι δυο γυναίκες ρίχτηκαν η μία στην αγκαλιά της άλλης.
«Cara, δεν μπορώ να το πιστέψω! Επιτέλους τα κατάφερες! Γλυκιά μου, θα έπρεπε να με είχες αφήσει να
στείλω το αυτοκίνητο να σε πάρει από το αεροδρόμιο αντί να χρησιμοποιήσεις αυτό το άβολο μέσο μαζικής
μεταφοράς!» αναφώνησε η Τζοκόντα. Έσφιξε την Ελμ στην παρφουμαρισμένη αγκαλιά της και ύστερα
φώναξε έναν αχθοφόρο. «Πήγαινε σε παρακαλώ τις βαλίτσες σ’ εκείνο το αυτοκίνητο εκεί». Έδειξε ένα
αυτοκίνητο, χαμογέλασε και ύστερα στράφηκε ξανά στην Ελμ. Την κράτησε από τους ώμους και την
κοίταξε από την κορφή ως τα νύχια. «Bella. Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω. Είσαι πανέμορφη, όπως πάντα.
Κάπως χλομή ίσως, όμως αυτό θα το τακτοποιήσουμε σύντομα. Είμαι τόσο ενθουσιασμένη που ήρθες».
Αγκάλιασε την Ελμ ξανά.
«Το ίδιο κι εγώ». Τα μάτια της Ελμ βούρκωσαν όταν έπιασε το χέρι της φίλης της και, ακολουθώντας τον
αχθοφόρο, κατευθύνθηκαν προς ένα αστραφτερό τέσσερα επί τέσσερα που ήταν παρκαρισμένο στο
πεζοδρόμιο, δίπλα στο κίτρινο δημοτικό λεωφορείο. Η Ελμ το κοίταξε νοσταλγικά, χαρούμενη που
αντίκριζε ξανά άλλη μια ανάμνηση από τις σχολικές της μέρες.
Όσο η Τζοκόντα μιλούσε, εκείνη κοιτούσε γύρω της προσπαθώντας να ρουφήξει ταυτόχρονα τα πάντα,
ανίκανη να πιστέψει ότι είχε επιστρέψει στο «δικό της» βουνό. Δάγκωσε τα χείλη της και κοντοστάθηκε, με
την παλάμη ακουμπισμένη στην πόρτα του αυτοκινήτου. Κοίταξε μέσα από τις νιφάδες του χιονιού το
ξενοδοχείο Πάλας, που υψωνόταν σαν στοιχειωμένο κάστρο, με τους φωτισμένους πυργίσκους του πάνω
από το παραμυθένιο χωριό. Τα ξύλινα σαλέ γύρω του με τα μυτερά γείσα που φωτίζονταν από
μικροσκοπικά χριστουγεννιάτικα φωτάκια λούζονταν κι εκείνα στη μαγεία του. Η Ελμ πήρε βαθιά ανάσα,
γέμισε τα πνευμόνια της με τον παγωμένο βουνίσιο αέρα και αναστέναξε. Ήδη ένιωθε διαφορετική γυναίκα,
σαν να είχε βγει επιτέλους από κάποιο τέλμα και να πατούσε σε στέρεο έδαφος.
«Cara, σταμάτα να ζωγραφίζεις πίνακες με τη φαντασία σου και μπες στο αυτοκίνητο», την προέτρεψε
γελώντας η Τζοκόντα. Κάθισε πίσω από το τιμόνι, ενώ ο αχθοφόρος τοποθετούσε τις βαλίτσες της Ελμ στο
πίσω μέρος του αυτοκινήτου.
Η Ελμ χαμογέλασε αφηρημένα και μπήκε στο αυτοκίνητο. Από το CD ακουγόταν το «Memories» της
Μπάρμπρα Στρέιζαντ. Μια επιλογή απολύτως ταιριαστή. Για μια στιγμή τα μάτια της Ελμ βούρκωσαν κι
έγειρε πίσω στο δερμάτινο κάθισμα συγκινημένη. Η Τζοκόντα πέρασε μπροστά από το παγοδρόμιο, όπου
μερικές κοπέλες με φαρδιές φούστες σε ζωντανά χρώματα στριφογύριζαν κάτω από τις πυκνές νιφάδες σαν
μπαλαρίνες σε μουσικό κουτί. Η Ελμ ξεροκατάπιε. Ήταν όλα τόσο τέλεια, τόσο αμόλυντα, υπέροχα και
πολύτιμα. Σχεδόν υπερβολικά όμορφα για να είναι αληθινά.
Ήταν στ’ αλήθεια δυνατόν να είχαν περάσει δεκαεφτά χρόνια από τότε που έκανε κι εκείνη φιγούρες στο
ίδιο παγοδρόμιο; Και τι είχε καταφέρει από τότε; Έδιωξε αυτές τις σκέψεις από το μυαλό της. Δεν είχε
νόημα να μεμψιμοιρεί, όπως θα έλεγε και η θεία Φράνσις. Το σημαντικό ήταν ότι βρισκόταν εκεί, σχεδόν
σαν να είχε επιστρέψει στην αφετηρία της για να ξεκινήσει και πάλι από την αρχή.
«Ανυπομονώ να σε συστήσω σε όλους», είπε η Τζοκόντα, επαναφέροντας την Ελμ στην πραγματικότητα.
«Έχουν έρθει ήδη αρκετοί. Το ηλικιωμένο ζευγάρι των Ροζίν, ο Τζιμ Τάλμποτ... Θυμάσαι πόσο παχύς
ήταν;»
«Πράγμα απόλυτα λογικό. Αν θυμάμαι καλά, ζούσε στο φούρνο των Φον Ζίμπενταλ κι έτρωγε συνεχώς
ντόνατς».
«Ακριβώς. Τέλος πάντων, τώρα έχει αδυνατίσει».
Η Ελμ κούνησε το κεφάλι της συγκλονισμένη. Όλα έδειχναν να ανήκουν σε κάποιον άλλο κόσμο.
Ξαφνικά ντράπηκε, γιατί, με εξαίρεση την Τζο, δεν είχε διατηρήσει επαφή με τους παλιούς φίλους της από
το σχολείο.
«Δε θα πιστέψεις ποιον είδα πριν από μερικά βράδια».
«Ποιον;» ρώτησε η Ελμ και χαμογέλασε.
«Τον Τζόνι Γκράνι. Αυτόν σίγουρα τον θυμάσαι. Ήσουν τρελά ερωτευμένη μαζί του».
Η Ελμ συνοφρυώθηκε σκεφτική και ύστερα κούνησε το κεφάλι της και γέλασε. «Φυσικά και τον θυμάμαι.
Είναι ακόμα τόσο εκτυφλωτικά όμορφος; Τριγυρνούσα διαρκώς στο γήπεδο του μπάσκετ όταν είχε
προπόνηση, με την ελπίδα ότι θα έβλεπα το ακαταμάχητο χαμόγελό του. Πόσο ανόητες ήμαστε εκείνη την
εποχή».
«Υπέροχα, φανταστικά ανόητες», συμφώνησε η Τζοκόντα. Μπήκε στο τούνελ, βγήκε και πέρασε
μπροστά από το mφlkerei, το τοπικό γαλακτοκομείο.
«Απίστευτο, υπάρχει ακόμα!» αναφώνησε η Ελμ, χαρούμενη που διαπίστωνε πόσο λίγα είχαν αλλάξει.
«Είναι ακόμα τόσο νόστιμο το γιαούρτι του;»
«Φυσικά. Θα δοκιμάσεις αύριο, στο πρωινό σου».
Έστριψαν δεξιά και συνέχισαν. Πέρασαν το ξενοδοχείο Παρκ. Μερικά μέτρα πιο πέρα το αυτοκίνητο
έστριψε ξανά δεξιά σε ένα μικρό δρόμο και η Ελμ αντίκρισε το σαλέ της Τζοκόντα. Τα παράθυρά του
τρεμόπαιζαν φωτισμένα μέσα από το πυκνό χιόνι που παραμέριζαν ρυθμικά οι υαλοκαθαριστήρες του
αυτοκινήτου.
«Δεν το πιστεύω», είπε κι ένα ρίγος τη διαπέρασε σύγκορμη. «Δεν έχει αλλάξει καθόλου», είπε με
θαυμασμό όταν έστριψαν στο προαύλιο και μπόρεσε να διακρίνει καθαρά το σαλέ. «Θυμάσαι όλα εκείνα τα
υπέροχα Σαββατοκύριακα και τις διακοπές που έχουμε περάσει εδώ, Τζο; Μου φαίνεται σαν να ήταν μόλις
χτες».
«Μη μου το θυμίζεις», αναστέναξε η Τζο μελοδραματικά. «Τον επόμενο μήνα γίνομαι τριάντα τεσσάρων.
Μπορείς να το φανταστείς; Εγώ; Γέρασα».
«Ανοησίες», γέλασε η Ελμ. «Κοντέσα, είσαι πιο όμορφη παρά ποτέ, και το ξέρεις».
«Μπα! Non lo so. Οι άντρες δείχνουν να το πιστεύουν, αλλά έχω καθρέφτη. Σκέφτομαι σοβαρά να κάνω
μερικές από εκείνες τις ενέσεις για τις οποίες τόσα ακούω». Τα μάτια της Τζοκόντα έλαμψαν. Ύστερα
ανασήκωσε τους ώμους της όπως μόνο οι Ιταλοί μπορούν να το κάνουν και χαμογέλασε σκανταλιάρικα
στην Ελμ. «Όπως και να ’χει, cara, θα χαρείς να μάθεις ότι το σαλέ είναι το ίδιο μόνο εξωτερικά. Έχω
αλλάξει εντελώς τη διακόσμηση στο εσωτερικό του, δόξα τω Θεώ. Θυμάσαι εκείνες τις φρικτές καφέ
βελούδινες πολυθρόνες της γιαγιάς μου;»
«Φυσικά». Η Ελμ χαμογέλασε κι εκείνη και θυμήθηκε τα σχόλια της Τζοκόντα για εκείνες της
πολυθρόνες. Συνειδητοποίησε ότι η Τζο, από τα δεκαπέντε της ακόμα, διέθετε εξαιρετικό γούστο. «Τι
χρώμα είναι τώρα;»
«Ευτυχώς, δεν υπάρχουν πια». Η Τζοκόντα αναρίγησε επιδεικτικά. «Τις χάρισα στο Στρατό της Σωτηρίας.
Και ειλικρινά, γλυκιά μου, δεν είμαι καν σίγουρη ότι τις ήθελαν». Η Τζοκόντα πίεσε ένα κουμπί και οι
πόρτες του γκαράζ άνοιξαν αυτόματα.
«Αυτές οι πόρτες πάντα μού θύμιζαν διαστημόπλοιο», είπε η Ελμ και σήκωσε το κεφάλι της ονειροπόλα.
«Σαν εκείνες τις ταινίες που κάποιο διαστημόπλοιο ανοίγει τις μπουκαπόρτες του, σε τραβάει στο
εσωτερικό του με μια ακτίνα και...»
«Mamma mia. Δεν έχεις αλλάξει καθόλου. Η απίστευτη φαντασία σου δεν αναπαύεται ποτέ», γέλασε η
Τζοκόντα. «Ζωγραφίζεις πάντα τόσο πολύ, cara; Λάτρεψα την τελευταία σου έκθεση. Και,
παρεμπιπτόντως, ο Φράνκο και ο Τζιάνι εξακολουθούν να θέλουν πολύ να κάνουν εκείνη την έκθεση στη
Φλωρεντία που λέγαμε».
«Δεν είναι κακή ιδέα», μουρμούρισε η Ελμ. Ξαφνικά ένα σχέδιο, που μερικούς μήνες νωρίτερα φάνταζε
απραγματοποίητο, είχε μετατραπεί σε μια πρόκληση που τη γέμιζε ενθουσιασμό.
«Πολύ θετική αλλαγή», σχολίασε η Τζο έκπληκτη. «Την τελευταία φορά που το ανέφερα, απέρριψες
αμέσως την ιδέα».
«Την τελευταία φορά που το ανέφερες ζούσα ακόμα στον κόσμο του παραμυθιού», απάντησε η Ελμ
μελαγχολικά, ενώ το αυτοκίνητο έμπαινε αργά στο γκαράζ.
« Α, poverina», αναφώνησε η Τζο με κατανόηση. «Υποθέτω ότι ο μόνος τρόπος για να αντέξεις τον
εγωπαθή σύζυγό σου ήταν να αποτραβηχτείς στον φανταστικό κόσμο σου. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί τον
παντρεύτηκες», πρόσθεσε και κούνησε το κεφάλι της απορημένη. Τα μακριά μεταξένια, άψογα χτενισμένα
μαλλιά της ανέμισαν με χάρη.
«Μάλλον τότε μου είχε φανεί καλή ιδέα», απάντησε η Ελμ και ανασήκωσε τους ώμους της σε μια
αόριστη κίνηση. «Όμως δε θα είναι σύζυγός μου για πολύ ακόμα».
«Ευτυχώς! Όταν μου είπες ότι τον άφησες κι ότι σκοπεύεις να πάρεις διαζύγιο, έβαλα τον Ουμπέρτο ν’
ανοίξει ένα μπουκάλι παλιά Κριστάλ. Ήπιαμε στο μέλλον σου και αναπολήσαμε τις παλιές καλές στιγμές».
«Τον Ουμπέρτο! Μου φαίνεται απίστευτο ότι είναι ακόμα στην υπηρεσία σας ύστερα από τόσα χρόνια!»
Η Ελμ χαμογέλασε και θυμήθηκε με αγάπη τον μπάτλερ της οικογένειας Μανκίνι.
«Όσο γι’ αυτό συμφωνώ. Διατάζει τους πάντες και γίνεται μεγάλο βάσανο. Ο nonno... θυμάσαι τον
παππού μου;»
«Φυσικά».
«Λοιπόν, ο nonno προσφέρθηκε να αγοράσει στον Ουμπέρτο ένα ωραίο σπίτι στο χωριό του στη Σικελία
και να φροντίσει εκείνον και την οικογένειά του».
«Και;»
«Ο Ουμπέρτο προσβλήθηκε τόσο, που το θέμα δεν αναφέρθηκε ποτέ ξανά».
Η Ελμ γέλασε. «Αυτό μπορώ να το πιστέψω».
«Ειλικρινά, δεν ξέρω τι θα έκανε ο nonno χωρίς αυτόν. Ακόμα περνάνε ώρες ολόκληρες μιλώντας για την
ήττα του Μόντε Κασίνο. Είναι πεισμένοι ότι αν ήταν εκείνοι επικεφαλής των ιταλικών στρατευμάτων η
ιστορία θα είχε πάρει διαφορετική τροπή». Η Τζοκόντα πάρκαρε με άνεση δίπλα σε μια κόκκινη
αστραφτερή Φεράρι.
«Δική σου;» Η Ελμ ύψωσε τα φρύδια της εντυπωσιασμένη και κοίταξε το σπορ αυτοκίνητο.
«Μα φυσικά, bella. Δεν έχω αλλάξει. Είμαι ακόμα σπάταλη όπως πάντα. Α! να η Μαρία». Η Τζο
χαιρέτησε την καμαριέρα με τη στολή που ήταν έτοιμη να πάρει τις αποσκευές από το αυτοκίνητο.
«Buona sera, signora».
«Καλησπέρα». Η Ελμ ανταπέδωσε το χαμόγελο της καμαριέρας και ύστερα ανέβηκε πίσω από τη φίλη
της τα καλυμμένα με μοκέτα σκαλοπάτια.
Μόλις η Τζοκόντα έφτασε στην κορφή της σκάλας, άνοιξε τη βαριά ξύλινη πόρτα και την κράτησε
ανοιχτή για να περάσει η Ελμ.
«Benvenuto, cara. Είναι υπέροχο που σε έχουμε ξανά κοντά μας».
«Κι εγώ χαίρομαι που ξαναγύρισα», μουρμούρισε η Ελμ κι άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί στο χολ.
«Πω, πω, Τζο, είναι εντελώς διαφορετικό. Τέλειο», είπε και κοίταξε με θαυμασμό την ξυλεπένδυση στους
τοίχους, τις αντίκες και τις πανέμορφες ανθοδέσμες από αγριολούλουδα. «Φανταστικά», αναφώνησε
γοητευμένη κι έδειξε δύο χοντρά κεριά βαλμένα σε σιδερένια κηροπήγια που έκαιγαν πάνω σε ένα παλιό
ξύλινο ντουλάπι. «Κι αυτή τη μυρωδιά... την ξέρω καλά». Η Ελμ κοντοστάθηκε, έκλεισε τα μάτια της και
πήρε βαθιά ανάσα. Τα ρουθούνια της γέμισαν από το διακριτικό άρωμα του γαριφάλου, του έλατου και
κάποιου συστατικού ακόμα, υπέροχου και μυστηριακού. «Είναι απλά υπέροχο», ψιθύρισε η Ελμ με
απόλαυση κι έσυρε απαλά τα δάχτυλά της πάνω από το λουστραρισμένο ξύλο. «Απλά υπέροχο. Έχεις κάνει
τέλεια δουλειά, Τζο».
«Χαίρομαι που το εγκρίνεις, cara». Η Τζο έβγαλε το γούνινο παλτό της κι άπλωσε τα χέρια της για να
πάρει το παλτό της Ελμ. «Τώρα, πριν χαλαρώσουμε με ένα ποτήρι σαμπάνια που μας αξίζει και με το
παραπάνω, θα σε πάω στο δωμάτιό σου. Ουμπέρτο, siamo qui...» φώναξε η Τζο και άφησε τα παλτά στη
σκαλιστή ξύλινη πολυθρόνα που υπήρχε στο χολ. «Ο κακομοίρης, δεν ακούει τίποτα, έχει κουφαθεί
εντελώς».
«Signora, κοντέσα;» Ο Ουμπέρτο εμφανίστηκε από το πουθενά. Απέπνεε πάντα την ίδια κλασική
αξιοπρέπεια που η Ελμ θυμόταν τόσο καλά.
«Κοίτα», είπε η Τζοκόντα κι έπιασε την Ελμ από το μπράτσο. «Κοίτα ποια γύρισε επιτέλους κοντά μας».
«Α! Signora, quanti anni». Ο Ουμπέρτο έσφιξε το χέρι της Ελμ κι ένα ειλικρινές χαμόγελο άνθισε στο
ρυτιδιασμένο πρόσωπό του. Η Ελμ ανταπέδωσε τη χειραψία βουρκωμένη. Ένιωθε σαν να είχε ανοίξει ένα
βιβλίο με εικόνες και να είχε ξαναβρεθεί πίσω στο δικό της, προσωπικό παραμύθι. Συνειδητοποίησε
μελαγχολικά πόσο πολλά και ταυτόχρονα πόσα λίγα είχαν συμβεί στα χρόνια που είχαν περάσει.
«Είναι υπέροχο που είμαι πάλι εδώ, Ουμπέρτο», ψιθύρισε βαθιά συγκινημένη. Χαμογέλασε, κοίταξε το
ευγενικό γέρικο πρόσωπο του μπάτλερ και θυμήθηκε πόσες φορές είχε αφήσει την πόρτα ξεκλείδωτη για
εκείνη και την Τζο. Θυμήθηκε τα σνακ που τους έφτιαχνε αργά τα μεσάνυχτα και τις φορές που τις μάλωνε.
Ήταν σαν να ταξίδευε πίσω στο χρόνο και τα μάτια της βούρκωσαν ξανά.
«Αρκετά!» είπε η Τζοκόντα κι έπιασε την Ελμ από το χέρι. «Τώρα θα πλάσουμε καινούριες, όμορφες
αναμνήσεις!» Έκλεισε το μάτι στη φίλη της και το βλέμμα της έλαμψε. «Έχω κι άλλη μια έκπληξη για σένα,
bella. Έλα». Η Τζο, ίδια με ενθουσιασμένο παιδί, οδήγησε την Ελμ στη σκάλα. Ανέβηκαν τα σκαλοπάτια
και ύστερα διέσχισαν τον στρωμένο με παχιά μοκέτα διάδρομο μέχρι την πόρτα στο τέρμα του.
Η Ελμ τίναξε πίσω το κεφάλι της και γέλασε, επηρεασμένη από τον ενθουσιασμό της Τζο. Όταν η φίλη
της άνοιξε την πόρτα του υπνοδωματίου και αντίκρισε το εσωτερικό του, ένιωσε την ανάσα της να κόβεται.
Χτύπησε τις παλάμες της ενθουσιασμένη. «Ω Τζο, είναι φανταστικό», αναφώνησε και μπήκε στο δωμάτιο.
«Σου αρέσει; Έβαλα να το ανακαινίσουν εντελώς μόλις μου είπες ότι θα ερχόσουν. Το τελείωσαν χτες»,
είπε γελώντας χαρωπά.
Η Ελμ, γοητευμένη, τριγύρισε στο δωμάτιο. Είχε συγκινηθεί περισσότερο από τη γενναιόδωρη χειρονομία
της Τζοκόντα παρά από την όμορφη διακόσμηση αυτή καθαυτή. Ένα υπέροχο μινκ κάλυμμα ήταν ριγμένο
πάνω στο ψηλό καρεκλάκι που βρισκόταν στα πόδια του διπλού κρεβατιού με τον ουρανό. Οι κλασικές ροζ
κουρτίνες σε στυλ Τουάλ ντε Ζουά ήταν ασορτί με τις ταπετσαρίες στους τοίχους. Διάφορα πορτατίφ στο
δωμάτιο έλουζαν με το απαλό φως τους το χώρο και η λάμψη τους αντανακλούσε στον μεγάλο καθρέφτη με
την ξύλινη κορνίζα πάνω από την τουαλέτα-αντίκα. Το δωμάτιο ήταν θηλυκό και εξεζητημένο, ζεστό και
φιλικό, ακριβώς αυτό που ονειρευόταν η Ελμ τις παγωμένες μοναχικές νύχτες των τελευταίων δύο
εβδομάδων. Γύρισε κι έσφιξε τη φίλη της στην αγκαλιά της.
«Τζο, σ’ ευχαριστώ. Αυτό σημαίνει για μένα πολλά περισσότερα απ’ ό,τι μπορείς να φανταστείς».
«Έλα τώρα, cara», τη μάλωσε η Τζο και σκούπισε ένα δάκρυ από τα μάτια της. «Υπάρχουν κι άλλα».
«Κι άλλα;»
«Κοίτα». Η Τζοκόντα προχώρησε και άνοιξε άλλη μια πόρτα. «Από δω είναι η τουαλέτα και η
γκαρνταρόμπα σου», συνέχισε και ύστερα πλησίασε δυο βαριές, χρυσοκέντητες κουρτίνες. «Κι εδώ είναι το
μπουντουάρ σου». Παραμέρισε τις κουρτίνες με μια θεατρική χειρονομία. «Voilΰ».
Η Ελμ έριξε μια ματιά στο εσωτερικό και αναστέναξε. «Ξεπέρασες τον εαυτό σου», ψιθύρισε και μπήκε
στο μικρό ζεστό καθιστικό με τις σκαλιστές ξύλινες βιβλιοθήκες. Μπροστά στο αναμμένο τζάκι βρισκόταν
ένα άνετος διθέσιος καναπές γεμάτος βελούδινα και μπροκάρ μαξιλάρια. Στο τραπεζάκι ήταν ακουμπισμένα
μερικά ακόμα κεριά και δίπλα τους, βαλμένα τακτικά, αρκετά περιοδικά μόδας κι ένα καλαθάκι με
αρωματικό ποτπουρί. «Τι μπορώ να πω;» ψιθύρισε η Ελμ και ύψωσε τα χέρια της συγκινημένη. «Είναι
τέλειο. Δεν το πιστεύω ότι τα έκανες όλα αυτά για μένα».
«Αν δεν τα έκανα για την πιο αγαπημένη μου φίλη, τότε για ποια θα τα έκανα;» γέλασε η Τζο,
ενθουσιασμένη από την αντίδραση της Ελμ.
«Φαντάζομαι ότι το μόνο που μπορώ να σου πω είναι ένα μεγάλο ευχαριστώ». Οι δυο φίλες
αγκαλιάστηκαν ξανά και η Ελμ ένιωσε να πλημμυρίζει από ευτυχία.
«Τώρα, πήγαινε να φρεσκαριστείς, cara. Ο Ουμπέρτο μάλλον θα ανοίγει ήδη τη σαμπάνια», πρόσταξε η
Τζο. «Και μην ανησυχείς για τα πράγματά σου. Η Μαρία θα τα τακτοποιήσει αργότερα».
Η Ελμ, μόλις έμεινε μόνη της στο δωμάτιο, χαμογέλασε και κάθισε στο καλοστρωμένο κρεβάτι.
Δοκίμασε το στρώμα και αναστέναξε από ευχαρίστηση. Ένιωθε σαν να ξυπνούσε σε έναν καινούριο κόσμο,
χωρίς ανησυχίες, χωρίς απειλητικές σκιές και χωρίς αμφιβολίες. Είχε την αίσθηση ότι η γαλήνη των βουνών
ήταν επιτέλους δική της, για να την απολαύσει ακόμα μια φορά.
Σηκώθηκε, έχοντας ξεχάσει εντελώς την κούρασή της. Έβγαλε μια χτένα από την τσάντα της και χτένισε
τα μακριά μαλλιά που έπεφταν στους ώμους του λευκού κασμιρένιου πουλόβερ της. Είχε πάρει την
απόφαση να κάνει ένα αληθινό διάλειμμα, σωστά; Να αναθεωρήσει τη ζωή της προτού επιστρέψει και
βρεθεί αντιμέτωπη με το μέλλον. Κι αυτό ακριβώς θα έκανε, σκέφτηκε αποφασιστικά. Θα ζούσε την κάθε
ευτυχισμένη στιγμή αυτού του πολύτιμου ιντερλούδιου, θα απολάμβανε την κάθε αίσθηση και ύστερα θα
επέστρεφε στον δικό της κόσμο πιο δυνατή, ικανή να αντιμετωπίσει τις αποφάσεις που θα έπρεπε να πάρει.
Και, όπως υπενθύμισε περήφανα στον εαυτό της, για πρώτη φορά στα χρονικά, αυτές οι αποφάσεις θα
ήταν αποκλειστικά δικές της.

7
Η Ελμ κατέβηκε από το τελεφερίκ στην κορυφή της διαδρομής Βάσενγκρατ και ίσιωσε τα μπατόν της.
Ορκίστηκε να μην πιει άλλη σαμπάνια μέχρι τα Χριστούγεννα. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της, κούνησε το
κεφάλι της και θυμήθηκε το μεγάλο μπουκάλι σαμπάνιας που είχαν επιμείνει να ανοίξουν το προηγούμενο
βράδυ οι φίλοι της για να γιορτάσουν αυτό που οι παλιοί συμμαθητές της από το Λε Ροσέ αποκαλούσαν
«επιστροφή στο μαντρί». Ήταν συγκεντρωμένοι αρκετοί από αυτούς στην υπέροχη μπιραρία. Εκείνη
καθόταν μαγεμένη, ενώ οι παλιές ιστορίες και οι διηγήσεις διασκεδαστικών περιστατικών διαδέχονταν η μία
την άλλη. Ντρεπόταν κάπως που είχε χάσει την επαφή της με τόσους υπέροχους ανθρώπους, όμως εκείνοι
είχαν διασκεδάσει τους φόβους της και την είχαν κάνει να νιώσει τόσο ευπρόσδεκτη, τόσο άνετα, σαν να
μην είχε περάσει τα τελευταία δεκαεφτά χρόνια μακριά, σε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο.
Ύστερα από ένα υπέροχο γεύμα που συνοδευόταν από ένα εξαιρετικό μπορντό στη Λέσχη Ιγκλ
συντροφιά με την Τζοκόντα και αρκετούς από τους παλιούς φίλους της που είχε ξανασυναντήσει –ανάμεσά
τους τον Φράνκο και τον Τζιάνι, που σχεδίαζαν ήδη με ενθουσιασμό την έκθεση των πινάκων της στη
Φλωρεντία–, η Ελμ είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος του απογεύματος κάνοντας σκι με τη Ρούντι, μια
αληθινή επαγγελματία. Όμως η Ρούντι την είχε αποχαιρετήσει στη βάση του τελεφερίκ και η Ελμ, παρά το
ότι η ώρα ήταν περασμένη, είχε αποφασίσει να κάνει μια τελευταία κατάβαση μόνη της.
Ήταν τόσο όμορφο να είναι για λίγο μόνη της, να γλιστράει πάνω στα χιονοπέδιλά της ανάμεσα στα
σκιερά σύδεντρα από έλατα, να κατεβαίνει αργά, με χάρη, τις σκεπασμένες από φρέσκο, παρθένο χιόνι
πλαγιές, να νιώθει τον παγωμένο αέρα να μαστιγώνει τα μάγουλά της, να τα κάνει να κοκκινίζουν και να
πλημμυρίζει τα πνευμόνια της. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ονειρευόταν αυτές τις στιγμές όταν τα πράγματα
γίνονταν ιδιαίτερα δύσκολα πίσω στην πατρίδα της, όταν ξαπλωμένη τεμπέλικα στην παλιά αιώρα της από
καραβόπανο απολάμβανε τη ζέστη του καλοκαιριού κάτω από την προστασία της σκιάς των γέρικων
βαλανιδιών. Εκείνες τις στιγμές ονειρευόταν τον εαυτό της να κατεβαίνει με τα σκι της το βουνό, να
ανασαίνει τον παγωμένο, αναζωογονητικό αέρα. Τώρα που βρισκόταν επιτέλους εκεί, ένιωθε ότι οι
μπαταρίες της είχαν φορτιστεί.
Συνειδητοποίησε ότι από τη στιγμή που είχε πατήσει το πόδι της στο Γκστάαντ δεν είχε νιώσει κανένα
από τα ενοχλητικά συμπτώματα που την ταλαιπωρούσαν τόσο έντονα τον τελευταίο καιρό στη Σαβάνα. Οι
ζαλάδες είχαν περάσει, οι ναυτίες είχαν περιοριστεί. Αναρωτήθηκε αν ήταν όλα της φαντασίας της.
Αποφάσισε κυνικά ότι ίσως ήταν απλά μια σωματική αντίδραση που οφειλόταν στο γεγονός ότι αρνιόταν να
παραδεχτεί το ψυχικό μαρτύριο που βίωνε καθημερινά.
Ελάττωσε την ταχύτητά της και σταμάτησε δίπλα σε μερικά έλατα. Παρακολούθησε τις αχτίδες του
αδύναμου χειμωνιάτικου ήλιου να φλερτάρουν για τελευταία φορά με τις λαμπερές λευκές κορυφές προτού
εκείνος βυθιστεί με μεγαλοπρέπεια στην κοιλάδα. Παρ’ όλο που είχε φύγει από τις Ηνωμένες Πολιτείες
προτού πληροφορηθεί τα αποτελέσματα των γενικών εξετάσεων αίματος που είχε διατάξει ο δόκτωρ Άσμπι,
ο γιατρός στην Ατλάντα στον οποίο την είχε παραπέμψει ο δόκτωρ Φίλιπς, ήταν βέβαιη ότι όλα θα ήταν
φυσιολογικά. Ήταν υπέροχο να νιώθει ξανά ο εαυτός της. Χαμογέλασε και κοίταξε γύρω της άλλη μια
φορά, αιχμαλωτίζοντας τη μαγεία της στιγμής, τον ήλιο που βυθιζόταν πίσω από τα βουνά, τα βοσκοτόπια
που διακρίνονταν ολοκάθαρα κάτω από το απογευματινό φως.
Η Ελμ έσπρωξε το χιόνι με το μπατόν της και σκέφτηκε τον Χάρλαν. Τι παράξενο... είχε ήδη την αίσθηση
ότι ο σύζυγός της δεν ήταν παρά ένα κομμάτι από το παρελθόν της. Όλα όσα αποτελούσαν τον κόσμο της
πίσω στη Σαβάνα, οι καθημερινές ασχολίες και οι υποχρεώσεις της, φάνταζαν μακρινά και ξένα. Δυο
βδομάδες νωρίτερα ήταν βαθιά απασχολημένη με την αποκατάσταση των κήπων του Ολιάντερ, ένα σκοπό
που σήμαινε τόσα για εκείνη, άκουγε τις συγκινητικές ιστορίες των γυναικών που είχε επιστρατεύσει από το
κέντρο κακοποιημένων γυναικών, τις θαύμαζε που είχαν τη θέληση να επιβιώσουν από τις κακοποιήσεις
που είχαν υποστεί. Τότε της προκαλούσε μεγάλη εντύπωση η αντίθεση ανάμεσα στον δικό τους και τον
δικό της ασφαλή, αποστειρωμένο κόσμο, όπου το χειρότερο που είχε να αντιμετωπίσει ήταν οι
αναπόφευκτες δεξιώσεις με σκοπό τη συγκέντρωση χρηματικών εισφορών για την προεκλογική εκστρατεία
του Χάρλαν και οι φωτογραφίσεις μαζί του.
Και, παρά το ότι το πέπλο της ασφάλειας είχε αφαιρεθεί πια, η Ελμ συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι είχε
περισσότερα κοινά μ’ εκείνες τις γυναίκες απ’ όσα είχε ποτέ φανταστεί. Ευχήθηκε ότι, όπως εκείνες, θα
παρέμενε σταθερή στις αποφάσεις της και θα έβρισκε μέσα της τη δύναμη να φτιάξει για τον εαυτό της μια
καινούρια ζωή. Βέβαια, διέθετε την απαραίτητη οικονομική ασφάλεια, όμως αυτό δεν έκανε τα πράγματα
πιο εύκολα. Σκέφτηκε με περηφάνια ότι το βασικότερο ήταν πως είχε κάνει μια αρχή. Από τη στιγμή που
είχε πει στη Μέρεντιθ να υποβάλει την αίτηση διαζυγίου, δεν είχε αμφιβάλει ούτε για μια στιγμή ότι είχε
κάνει τη σωστή κίνηση.
Η Ελμ σκούπισε τα γυαλιά της και κοίταξε γύρω της. Ίσως θα έπρεπε να πάψει να αμφισβητεί τον εαυτό
της και να αρχίσει να απολαμβάνει τις στιγμές.
Αν και τα δάχτυλα των ποδιών της είχαν αρχίσει να μουδιάζουν από το κρύο, η Ελμ έφτιαξε τον μάλλινο
σκούφο και τα γυαλιά της και κοίταξε γύρω της άλλη μια φορά ενθουσιασμένη. Η ζωγραφική την είχε
διδάξει να παρατηρεί το περιβάλλον, όμως δεν είχε τολμήσει ποτέ να χρησιμοποιήσει αυτή την ικανότητα
για να αναλύσει τον εαυτό της. Ήταν καιρός να αλλάξει αυτό. Στο κάτω κάτω μπορεί κανείς να ζήσει μια
ολόκληρη ζωή μέσα σε μια στιγμή, σκέφτηκε μαγεμένη από την ομορφιά του τοπίου^ όλα εξαρτώνται από
το τι βλέπει κανείς, από το τι συμπεράσματα βγάζει κι από το πόσο τους επιτρέπει να τον αγγίξουν. Κι
εκείνη ήταν πια αποφασισμένη να δει τα πάντα, να νιώσει τα πάντα, να αιχμαλωτίσει κάθε λεπτομέρεια των
δέντρων, του χιονιού, των φώτων που είχαν ανάψει ήδη και τρεμόσβηναν χαμηλά στην κοιλάδα, πράγμα
που της θύμισε ότι πρέπει να ήταν πια αρκετά αργά.
Πρόσεξε ότι η πλαγιά ήταν άδεια και σκέφτηκε ότι οι υπόλοιποι σκιέρ θα έπιναν μάλλον glόhwein και
ζεστή σοκολάτα στην τσαγερί του Τσάρλι, ή θα άκουγαν το πιάνο μπροστά στο μεγάλο τζάκι του
ξενοδοχείου Πάλας.
Η Ελμ μετακίνησε προσεκτικά το δεξί της χιονοπέδιλο και συνειδητοποίησε ανήσυχη ότι το χιόνι είχε
αρχίσει να παγώνει. Σκέφτηκε πως θα ήταν καλύτερα να κατεβεί αμέσως και ξεκίνησε να κατηφορίζει την
πλαγιά ανήσυχη για να επιστρέψει στο σαλέ της Τζοκόντα.
Είχε διανύσει περίπου τα δύο τρίτα της πλαγιάς, όταν ένιωσε να χάνει τον έλεγχο του αριστερού σκι της.
Προσπάθησε απεγνωσμένα να ξαναβρεί την ισορροπία της, αλλά χωρίς επιτυχία. Τότε η Ελμ είδε έντρομη
κάποιον άλλο σκιέρ να προβάλλει από τα δέντρα και να κατευθύνεται στη δική της πορεία.
Θεέ μου! Προσπάθησε να του φωνάξει να προσέχει, αλλά κανένας ήχος δε βγήκε από τα χείλη της.
Την επόμενη στιγμή η Ελμ βρισκόταν ξαπλωμένη στο χιόνι, μπλεγμένη με έναν εντελώς άγνωστο, που
ξεστόμιζε τις χειρότερες βρισιές που είχε ακούσει ποτέ. Το θύμα της ήταν άντρας και μιλούσε αγγλικά με
βρετανική προφορά. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν πολύ εκνευρισμένος. Η Ελμ ελευθέρωσε το χέρι της,
μουρμούρισε ντροπιασμένη μια συγνώμη και κατάφερε να σηκωθεί.
«Λυπάμαι πολύ», είπε γεμάτη ντροπή κι έπιασε το πεσμένο μπατόν της. Ο άγνωστος σηκώθηκε κι αυτός.
Ήταν αρκετά ψηλότερός της, γύρω στο ένα κι ενενήντα. Η Ελμ μαζεύτηκε, τον παρακολούθησε να τινάζει
από πάνω του το χιόνι κι ευχήθηκε να ανοίξει η γη να την καταπιεί.
«Λυπάμαι ειλικρινά», επανέλαβε, μη γνωρίζοντας τι άλλο να πει.
«Δεν κοιτάζεις πού πας;» μουρμούρισε ο άγνωστος. Τέντωσε το δεξί χέρι του και ύστερα έβγαλε τα
γυαλιά-καθρέφτες του και τον μαύρο μάλλινο σκούφο του.
«Δυστυχώς, το σκι μου πιάστηκε στον πάγο κι έχασα τον έλεγχο. Δε χτύπησες, έτσι δεν είναι;» ρώτησε η
Ελμ ανήσυχη.
Τα μάτια τους συναντήθηκαν κι εκείνος αμέσως χαμογέλασε. «Δεν έπαθα τίποτα που να μη θεραπεύεται
μ’ ένα ζεστό μπάνιο κι ένα ποτό», απάντησε ο άγνωστος και την κοίταξε προσεκτικά.
«Ευτυχώς», ψιθύρισε η Ελμ με ανακούφιση, εντυπωσιασμένη από το όμορφο μελαχρινό πρόσωπο του
αγνώστου, τα λαμπερά γαλανά μάτια του, τα σμιλεμένα χαρακτηριστικά και τα μαύρα πυκνά μαλλιά του που
είχαν αρχίσει να γκριζάρουν στους κροτάφους. Συνειδητοποίησε ότι της ήταν αόριστα γνώριμος και
συνοφρυώθηκε. Ύστερα έβγαλε τον μάλλινο σκούφο της, τίναξε το χιόνι, έφτιαξε τα μαλλιά της κι έβγαλε
τα γυαλιά της, που είχαν θολώσει μετά το πέσιμο.
«Εσύ είσαι σίγουρη ότι είσαι καλά;» ρώτησε ο άγνωστος, που συνέχιζε να κοιτάζει την Ελμ προσεκτικά.
«Μια χαρά», απάντησε εκείνη κι έβαλε το σκούφο της στην τσέπη της. «Κοίτα, για μια ακόμα φορά,
λυπάμαι πολύ. Το φταίξιμο ήταν όλο δικό μου. Έχασα τον έλεγχο των σκι μου σ’ ένα παγωμένο κομμάτι
εκεί πάνω».
«Δεν πειράζει». Ο άγνωστος κοίταξε τον ουρανό που σκοτείνιαζε γύρω τους. «Όμως καλύτερα να
κατεβούμε προτού βρεθούμε να κάνουμε πατινάζ στην πλαγιά. Πρώτος εγώ».
Η Ελμ ήταν έτοιμη να διαμαρτυρηθεί για τον αυθαίρετο, αυταρχικό τρόπο του, όμως μια γρήγορη ματιά
στις δυσοίωνες σκιές που πύκνωναν γύρω από τα έλατα την έκανε να αλλάξει γνώμη. Ίσως δεν ήταν και
τόσο κακό που ο άγνωστος ήθελε να μπει εκείνος μπροστά. Ανασήκωσε τους ώμους της και τον
ακολούθησε. Ήταν αναμφίβολα εμπειρότατος σκιέρ, ωστόσο η Ελμ δε δυσκολεύτηκε να τον ακολουθήσει
μέχρι τους πρόποδες της πλαγιάς, παρά το ότι το χιόνι συνέχιζε να παγώνει με όλο και πιο γρήγορο ρυθμό.
Απλά, καθώς γλιστρούσε στην πλαγιά πίσω του, σκέφτηκε ότι δε θα έφτανε στο σημείο να τσακίσει το
λαιμό της προσπαθώντας να αποδείξει την αξία της.

Ο Τζόνι Γκράνι, ακουμπισμένος στα μπατόν του στη βάση της πλαγιάς, παρακολουθούσε με θαυμασμό τη
λεπτή, λευκοντυμένη σιλουέτα που διέσχιζε τα τελευταία εκατό μέτρα προτού σταματήσει απότομα δίπλα
του.
«Είσαι εντάξει;» ρώτησε ο Τζόνι με ενδιαφέρον.
«Μια χαρά». Η Ελμ πίεσε τη μύτη του μπατόν της στο πίσω μέρος της δέστρας της. Ο Τζόνι τη μιμήθηκε
κι ευχήθηκε να έβγαζε ξανά τα γυαλιά της ώστε να του δινόταν η ευκαιρία να ξαναδεί τα υπέροχα καστανά
μάτια της, που έρχονταν σε τόση αντίθεση με τα πλούσια ξανθά μαλλιά που έπεφταν σαν καταρράκτες
στους ώμους της. Τουλάχιστον, σκέφτηκε με φιλοσοφική διάθεση, αν ήταν να πέσει πάνω του μια άγνωστη
γυναίκα, τότε καλύτερα να ήταν όμορφη.
Η Ελμ, σαν να είχε μαντέψει τη σιωπηλή επιθυμία του, στάθηκε στο χιόνι, τίναξε τα σκι της και ύστερα
έβγαλε τα γυαλιά της. Ο Τζόνι συνοφρυώθηκε για μια στιγμή. Αυτό το πρόσωπο το γνώριζε, ήταν σίγουρος
ότι το είχε ξαναδεί. Μήπως η όμορφη σκιέρ ήταν ηθοποιός; Κάποια που είχε συναντήσει στο Λονδίνο ή στη
Νέα Υόρκη; Έψαξε στη μνήμη του, ενώ έβγαζε κι εκείνος τον εξοπλισμό του, αποφασισμένος να
ανακαλύψει ποια ήταν.
«Τι θα έλεγες για ένα glόhwein ή μια ζεστή σοκολάτα στο χωριό;» ρώτησε αδιάφορα, εκπλήσσοντας τον
εαυτό του.
«Ω, ειλικρινά, δε νομίζω...»
«Είπες ότι λυπάσαι που έπεσες πάνω μου». Ο Τζόνι χαμογέλασε και τα μάτια του έλαμψαν φωτίζοντας το
ηλιοκαμένο πρόσωπό του. «Μπορείς να επανορθώσεις κάνοντάς μου παρέα».
Η Ελμ ήταν έτοιμη να αρνηθεί, όταν ξαφνικά συνειδητοποίησε πως, στην πραγματικότητα, δε θα την
πείραζε να πιει κάτι με τον όμορφο άγνωστο. Στο κάτω κάτω βρισκόταν στο Γκστάαντ, όχι στο Σικάγο.
Εκεί όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους.
«Εντάξει, γιατί όχι;» Η Ελμ χαμογέλασε.
«Υπέροχα. Ίσως θα έπρεπε να συστηθούμε. Επισήμως», πρόσθεσε χαμογελαστός ο Τζόνι κι έβγαλε το
δεξί γάντι του.
Η Ελμ χαμογέλασε κι εκείνη μελαγχολικά και τον μιμήθηκε.
«Εσύ πρώτη», τον άκουσε να λέει με άψογη βρετανική προφορά.
«Ελμ Χάθαγουεϊ, από τη Σαβάνα της Τζόρτζια».
«Χαίρομαι που σε γνωρίζω, Ελμ Χάθαγουεϊ από τη Σαβάνα της Τζόρτζια. Εγώ είμαι ο Τζόνι Γκράνι, από
την Ιρλανδία και το Πίτσμπουργκ των ΗΠΑ».
Ηλεκτρικό ρεύμα διαπέρασε το κορμί της Ελμ όταν τα δάχτυλά της άγγιξαν τα δικά του. Τότε, ξαφνικά,
συνειδητοποίησε ποιον είχε απέναντί της και τράβηξε το χέρι της βιαστικά.
«Είσαι ο Τζόνι Γκράνι;»
«Το ομολογώ». Ο Τζόνι την κοίταξε απορημένος. «Μπορεί να ακουστεί τετριμμένο, αλλά έχουμε
ξανασυναντηθεί;»
«Α, η αλήθεια είναι πως ναι», απάντησε η Ελμ, νιώθοντας σαν να την είχε ρουφήξει μια χρονική δίνη. Ο
Τζόνι Γκράνι ήταν ο πρώτος της μεγάλος έρωτας, το αγόρι που βασίλευε στα όνειρά της είκοσι χρόνια
νωρίτερα. Ξαφνιάστηκε όταν συνειδητοποίησε πόσος χρόνος είχε περάσει –και, προφανώς, πόσο θα πρέπει
να είχε αλλάξει εκείνη, όπως σκέφτηκε με εύθυμη διάθεση. Ήταν φανερό ότι ο Τζόνι δυσκολευόταν
τρομερά να θυμηθεί από πού τη γνώριζε.
«Λυπάμαι πολύ, όμως...» Ο Τζόνι σήκωσε τα χέρια του, σαν να παραδεχόταν την ήττα του. «Φοβάμαι ότι
απλά δε θυμάμαι».
«Τι κολακευτικό», απάντησε η Ελμ κοφτά. «Όμως είναι λογικό. Εκείνη την εποχή η ύπαρξή μου
βρισκόταν σε δεύτερη μοίρα για σένα».
«Αλήθεια;» ρώτησε ο Τζόνι, δήθεν έντρομος. «Σίγουρα θα αστειεύεσαι», πρόσθεσε και σήκωσε τα χέρια
του. «Είμαι σίγουρος ότι, αν σε είχα συναντήσει, έστω και για μια στιγμή, δε θα σε ξεχνούσα ποτέ».
Η Ελμ ξέσπασε σε γέλια και είδε το πρόσωπό του να κοκκινίζει από ντροπή. Στα χρόνια του σχολείου ο
Τζόνι ήταν επικίνδυνος γόης και ο ήρωας κάθε κοπέλας. Δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό να τον
βασανίσει για λίγο ακόμα. «Βλέπω ότι σου έκανα μεγάλη εντύπωση», είπε και χαμήλωσε το βλέμμα της.
«Κάνει λίγο κρύο. Πάμε;» Σήκωσε τα σκι της και συμφώνησε όταν ο Τζόνι προσφέρθηκε αμέσως να τα
μεταφέρει μαζί με τα δικά του.
«Κοίτα, νιώθω πολύ άσχημα. Τουλάχιστον δώσε μου κάποια ένδειξη», παρακάλεσε ο Τζόνι.
«Θα έπρεπε;» τον πείραξε η Ελμ και τον κοίταξε σκανταλιάρικα, απολαμβάνοντας το γεγονός ότι
φλέρταρε, κάτι που είχε χρόνια να κάνει.
«Έλα τώρα, μην είσαι ζαβολιάρα. Παραλίγο να με σκοτώσεις εκεί πάνω. Σκοπεύεις και να με βασανίσεις;
Τι είδους γυναίκα είσαι;» Ο Τζόνι ύψωσε εύθυμα τα φρύδια του και η Ελμ χαμογέλασε γλυκά.
«Κάνει πολύ κρύο για συζητήσεις».
«Εντάξει. Πάμε στο ξενοδοχείο Πάλας^ σου υπόσχομαι ένα τραπέζι δίπλα στο τζάκι αν μου πεις ποια
είσαι και πού έχουμε γνωριστεί».
«Αυτό είναι εκβιασμός».
«Ελμ Χάθαγουεϊ, από τη Σαβάνα της Τζόρτζια», είπε ο Τζόνι σκεφτικός κι έβαλε τα σκι τους στο πίσω
μέρος του καινούριου ασημί Ρέιντζ Ρόβερ του. «Ξέρω ότι αυτό κάτι μου θυμίζει».
«Τρομερά αποθαρρυντικό αυτό». Η Ελμ μόρφασε και αναστέναξε θλιμμένα, ενώ ο Τζόνι της άνοιγε την
πόρτα του αυτοκινήτου. «Και μόνο που σκέφτομαι ότι έχω αλλάξει σε τέτοιο βαθμό που έχω γίνει
αγνώριστη...»
«Ποτέ δεν είπα αυτό, εγώ απλά...»
«Ξέρω», συνέχισε η Ελμ, απολαμβάνοντας το παιχνίδι. «Γνωρίζεις τόσο πολλές γυναίκες, που είναι
δύσκολο να τις θυμάσαι. Μην ανησυχείς, καταλαβαίνω». Κοίταξε τον Τζόνι με κατανόηση, σαν να τον
λυπόταν.
«Έι! Για μια στιγμή!» αναφώνησε εκείνος. Έκανε το γύρο του αυτοκινήτου και κάθισε πίσω από το
τιμόνι. Γύρισε το κλειδί στη μίζα και συνέχισε. «Αν η γνωριμία μας έγινε πριν από πολύ καιρό, όπως
αφήνεις να εννοηθεί, μπορεί να ήσουν κανένα κοκαλιάρικο χαζοχαρούμενο κοριτσάκι. Ένα ασχημόπαπο
που από τότε μεγάλωσε κι έγινε κύκνος».
«Ένα κοκαλιάρικο ασχημόπαπο...» Η Ελμ έβαλε τα γέλια. «Ποτέ δεν ήμουν ασχημόπαπο».
«Τότε, θα πρέπει να με βοηθήσεις», επέμεινε ο Τζόνι και βγήκε από το πάρκινγκ.
«Δεν ξέρω». Η Ελμ τον κοίταξε σκεφτική. «Είναι απόλαυση να σε βλέπω να αγωνίζεσαι να θυμηθείς»,
είπε κι έγειρε πίσω στο μπεζ δερμάτινο κάθισμα, ενώ θυμόταν τις ατέλειωτες φορές που τριγύριζε στα
γήπεδα του μπάσκετ και του ποδοσφαίρου περιμένοντας να δει για λίγο τον Τζόνι.
«Τα παρατάω», είπε εκείνος μελοδραματικά, ενώ το Ρέιντζ Ρόβερ κατέβαινε το βουνό και κατευθυνόταν
προς το χωριό.
«Τι, τόσο εύκολα;» Η Ελμ ύψωσε τα φρύδια της, τον κοίταξε και χαμογέλασε ντροπαλά. «Σαν να θυμάμαι
κάποιον αρχηγό της ομάδας του μπάσκετ που έλεγε στους συμπαίκτες του να μην το βάζουν κάτω ποτέ, να
αγωνίζονται μέχρι θανάτου και τα λοιπά και τα λοιπά. Πολύ βαρύγδουπα όλα αυτά, πράγματι», πρόσθεσε
και αναστέναξε. «Και πόσο απογοητευτικό να ανακαλύπτεις ότι δεν ανταποκρίνονται πια στην αλήθεια».
Το αυτοκίνητο σταμάτησε απότομα. Ο Τζόνι γύρισε και την κοίταξε. «Τώρα θυμάμαι. Η μικρή Ελμ
Χάθαγουεϊ, η καλλονή του Νότου από τη Σαβάνα. Είχες μια φωτογραφία μου κάτω από το μαξιλάρι σου...»
–ένα σαρδόνιο χαμόγελο σχηματίστηκε αργά στα χείλη του– «...κι εκείνη η σκύλα η Τζανίν Τάδε την
έκλεψε και στο δείπνο την έδειξε σε όλο το σχολείο».
«Ναι, λοιπόν, δεν υπάρχει λόγος να κολλήσουμε σ’ αυτό», μουρμούρισε η Ελμ βιαστικά, κοκκινίζοντας
άθελά της. Το παιχνίδι της είχε αποδειχτεί η πιο ταπεινωτική εμπειρία. «Ε... νομίζω ότι υπάρχει ένα
αυτοκίνητο πίσω σου», πρόσθεσε, προσπαθώντας να στρέψει αλλού την προσοχή του Τζόνι.
Εκείνος τράβηξε τα μάτια του από πάνω της και ξεκίνησε και πάλι. «Για φαντάσου. Ο κόσμος είναι
μικρός, τελικά». Χαμογέλασε ξανά στην Ελμ. «Η μοναδική δικαιολογία μου που δε σε αναγνώρισα αμέσως
είναι όλα όσα συνέβησαν από τότε».
«Όσα συνέβησαν;» Η Ελμ τον κοίταξε καχύποπτα.
«Για να το θέσω διαφορετικά... υπάρχουν κάποιες διαφορές στις αναλογίες».
«Τις αναλογίες;»
«Μμ».
Καθώς ο Τζόνι την παρακολουθούσε ανυπόμονα, περιμένοντας φανερά να τσιμπήσει το δόλωμα, η Ελμ
συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν εντελώς έξω από τα νερά της. Ήταν προφανές ότι ο άντρας που βρισκόταν
δίπλα της ήταν ένας έμπειρος πλεϊμπόι και γνώριζε πολύ καλά τη δύναμη της γοητείας του. Όμως, ήταν
τρομερά διασκεδαστικό. Τελικά η περιέργειά της νίκησε και ύψωσε απορημένη τα φρύδια της. «Εντάξει, θα
τσιμπήσω. Πες μου λοιπόν, ήμουν πολύ χάλια;»
«Όχι», απάντησε ο Τζόνι. Έστριψε στο πάρκινγκ του Πάλας και σταμάτησε μπροστά στην είσοδο. Ένας
παρκαδόρος κατέβηκε βιαστικά τα σκαλοπάτια. «Όμως ακόμα κι εσύ οφείλεις να παραδεχτείς ότι ήσουν
κάπως αδέξιο κορίτσι –αξιαγάπητο, φυσικά, όμως αδέξιο, παρ’ όλα αυτά. Ενώ τώρα», είπε αργόσυρτα,
«είσαι αληθινή γυναίκα... και κάποια σημεία επάνω σου είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακά».
Η Ελμ κοκκίνισε. Συνειδητοποίησε ότι πήγαινε γυρεύοντας. Ένιωσε το βλέμμα του Τζόνι να καρφώνεται
πάνω της και χάρηκε όταν ο παρκαδόρος άνοιξε την πόρτα της, προσφέροντάς της μια δικαιολογία να
ξεφύγει άρον άρον.
Η Ελμ βγήκε από το αυτοκίνητο και ανέβηκε τα σκαλοπάτια της εισόδου του ξενοδοχείου, ενώ
αναλογιζόταν μελαγχολικά ότι τα είκοσι χρόνια που είχαν περάσει δεν είχαν ενισχύσει τις άμυνές της
απέναντι στη γοητεία του Τζόνι. Ευτυχώς οι ανοησίες του δε σήμαιναν τίποτα^ πιθανότατα θα είχε
χρησιμοποιήσει τις ίδιες ατάκες χιλιάδες φορές. Ο Τζόνι Γκράνι, σκέφτηκε και χαμογέλασε, ήταν
αναμφισβήτητα μανιώδης καρδιοκατακτητής.
Κι ευτυχώς, καθησύχασε τον εαυτό της, εκείνη ήταν αρκετά έξυπνη για να το καταλάβει.

8
Δύο ώρες και δύο glόhweins αργότερα, ο Τζόνι επέστρεφε στο σαλέ της οικογένειάς του, ικανοποιημένος
που είχε αποσπάσει από την παλιά συμμαθήτριά του την υπόσχεση να συναντηθούν για το δείπνο. Το
ενδιαφέρον του είχε κεντριστεί από την απρόσμενη συνάντηση και χαμογελούσε καθώς ανέβαινε τη σκάλα.
Η Ελμ Χάθαγουεϊ ήταν γοητευτική, έξυπνη και διέθετε χιούμορ. Μια ευχάριστη αλλαγή από τις
περισσότερες γυναίκες που συναντούσε.
Ήξερε ότι είχε φήμη πλεϊμπόι –η μητέρα του τον είχε ρωτήσει καθαρά αν δοκίμαζε γυναίκες για να
ιδρύσει χαρέμι–, αλλά η αλήθεια ήταν απλά ότι μετά το πρώτο ραντεβού έχανε το ενδιαφέρον του για τις
περισσότερες από αυτές. Πίσω από το αισθησιακό τους χαμόγελο και τις όλο ενδιαφέρον ερωτήσεις τους,
στην πραγματικότητα κρυβόταν η γοητεία που τους ασκούσαν ο τίτλος και το ύψος του τραπεζικού του
λογαριασμού^ κάποιες φορές δεν προλάβαινε καν να βγει με τη συνοδό του από το εστιατόριο πριν του
προτείνει ωμά να μοιραστεί το κρεβάτι του. Καθόλου παράξενο που ήταν πολύ πιο ευτυχισμένος στο
Γκράνι Κασλ –τουλάχιστον εκεί δεν ένιωθε σαν καθαρόαιμο σε δημοπρασία.
Χαμογέλασε, υποθέτοντας ότι ο έφηβος γιος του, ο Νίκι, θα του έλεγε «να το ξεπεράσει». Και,
ομολογουμένως, το γεγονός ότι οι γυναίκες τον κυνηγούσαν είχε και τις θετικές πλευρές του. Όχι πως
έψαχνε για σοβαρή σχέση –η καρδιά του πάντα ανήκε και θα ανήκε στη Μαρί Ανζ. Όμως, κάποιες
σκοτεινές στιγμές, αναγνώριζε ότι βασανιζόταν από μια βαθιά μοναξιά, μια λαχτάρα για διακριτική
συντροφικότητα.
Και ποιος έφταιγε γι’ αυτό; υπενθύμισε στον εαυτό του. Ο Τζόνι ένιωσε την αναπόφευκτη έλξη για το
παρελθόν, τις αναμνήσεις όσων είχε χάσει. Έδιωξε αυτές τις σκέψεις από το μυαλό του, αποφασισμένος να
μην αφήσει την ικανοποίηση που τον είχε κυριεύσει ύστερα από ένα απόγευμα με την Ελμ να ξεθωριάσει.
Θα τηλεφωνούσε στο Τσέζερι και θα έκλεινε τραπέζι για το επόμενο βράδυ. Τουλάχιστον εκεί θα
μπορούσαν να μιλήσουν χωρίς να τους διακόπτουν συνέχεια, και το φαγητό ήταν εξαιρετικό.
Συνοφρυώθηκε. Συνήθως απέφευγε τις πολλές παρέες με τους παλιούς συμμαθητές του από το Λε Ροσέ,
γιατί του θύμιζαν τη Μαρί Ανζ, το παρελθόν. Όμως, με κάποιον τρόπο, η Ελμ ήταν διαφορετική.
Ανασήκωσε τους ώμους του και συνέχισε να βαδίζει στο διάδρομο, ενώ αναρωτιόταν αν ο Νίκι ήταν
σπίτι. Πριν τη βραδινή του έξοδο θα έπρεπε να τηλεφωνήσει και στο Γκράνι, να μιλήσει στον Ο’ Κόνορ και
να πληροφορηθεί τα τελευταία νέα για τον Μπλου Λάβεντερ. Θα ανέλυε αργότερα την απρόσμενη έλξη που
είχε νιώσει για την Ελμ Χάθαγουεϊ.

Ένα πράγμα ήταν σίγουρο, σκέφτηκε η Ελμ. Δε θα «εκμεταλλευόταν την ευκαιρία». Χαμογέλασε καθώς
θυμήθηκε τον ενθουσιασμό της Τζοκόντα όταν της είχε μιλήσει για τη συνάντησή της με τον Τζόνι Γκράνι.
Όμως, εκείνη τη στιγμή, ενώ καθόταν απέναντί του στο διακριτικό, κομψό περιβάλλον του Τσέζερι,
χαιρόταν που είχε δεχτεί την πρόσκλησή του για δείπνο. Το Τσέζερι ήταν ένα από τα καλύτερα
παραδοσιακά εστιατόρια του Γκστάαντ και ήταν σχεδόν αδύνατο να βρει κανείς τραπέζι.
Η Ελμ, ενώ προσποιούνταν ότι μελετούσε το μενού, κοιτούσε τον άντρα που καθόταν απέναντί της. Δεν
ήταν δύσκολο να καταλάβει γιατί τον είχε ερωτευτεί τόσα χρόνια πριν. Δεν την είχαν τραβήξει μόνο η
ομορφιά, η γοητεία ή το ακαταμάχητο αθλητικό κορμί του, αλλά και η ζεστασιά, η εξυπνάδα που κρυβόταν
πίσω από το χαμόγελό του. Παρ’ όλο που οι τρόποι του ήταν κάπως επιφυλακτικοί –όχι ακριβώς
απόμακροι, γιατί του άρεσε να φλερτάρει, όπως είχε διαπιστώσει χτες το απόγευμα–, η Ελμ διαισθανόταν
ότι απλά δεν ανοιγόταν εύκολα στους άλλους. Και η ατμόσφαιρα του εστιατορίου –που απέπνεε ποιότητα
και καλό σέρβις, συνδυασμένη με το διακριτικό και ταυτόχρονα εξαιρετικά σοφιστικέ περιβάλλον– του
ταίριαζε απόλυτα. Η Ελμ χαμογέλασε και κοίταξε τον Τζόνι και τα ορεκτικά, oeuf surprise, έναν υπέροχο
συνδυασμό χτυπημένων αβγών σερβιρισμένων σε τσόφλι αβγού με γαρνιτούρα χαβιαριού. Ο Τζόνι ήταν
κομψός και ακαταμάχητος. Φορούσε μπλέιζερ, γραβάτα, κι ένιωθε πολύ άνετα στο πολυτελές εστιατόριο
όπου οι σερβιτόροι τού απευθύνονταν με το όνομά του κι εκείνος ήταν ο κυρίαρχος του παιχνιδιού.
Ο Χάρλαν θα τον μισούσε, σκέφτηκε η Ελμ μελαγχολικά, γιατί ο Τζόνι ήταν ο τύπος του άντρα που ο
Χάρλαν μπορούσε μόνο να παριστάνει ότι ήταν –αβίαστα σίγουρος για τον εαυτό του, γεμάτος
αυτοπεποίθηση, ένας άντρας που οι υπόλοιποι αντιμετώπιζαν ασυναίσθητα ως ηγέτη. Βέβαια ο Χάρλαν
απέπνεε κι εκείνος δύναμη, η αλήθεια όμως ήταν ότι οι υποστηρικτές του –ανάμεσά τους κι ο πατέρας της,
όπως υπενθύμισε στον εαυτό της η Ελμ κι ένιωσε κάπως άβολα γιατί θυμήθηκε την τηλεφωνική συζήτηση
που είχε το πρωί μαζί του– θα μπορούσαν να του τη στερήσουν με την ίδια ευκολία που του την είχαν
προσφέρει.
Η Ελμ είχε διαισθανθεί την ανησυχία στον τόνο της φωνής του πατέρα της, όμως έδειχνε ήδη, αν και
απρόθυμα, να έχει αποδεχτεί το γεγονός ότι η κόρη του έπρεπε να φύγει, έστω κι αν εκείνος δε
συμφωνούσε. Από την άλλη όμως, ο πατέρας της εξακολουθούσε να αγνοεί το λόγο της αναχώρησής της.
Το διαζύγιό της από τον Χάρλαν θα ήταν πικρό ποτήρι για το γερουσιαστή και η Ελμ ήθελε να του μιλήσει
αυτοπροσώπως όταν θα ερχόταν η κατάλληλη στιγμή.
Όμως αρκετά με όλα αυτά, σκέφτηκε, αποφασισμένη να μη χαλάσει τη βραδιά. Συγκράτησε ένα
χαμόγελο όταν θυμήθηκε ξαφνικά την Τζοκόντα να της κουνάει αυστηρά το δάχτυλό της και να τη
συμβουλεύει να μη σπαταλήσει τις σκέψεις της αναλογιζόμενη τον αποτυχημένο γάμο της ή τον άπιστο,
άμυαλο πρώην σύζυγό της όταν θα είχε κοντά της έναν τόσο όμορφο εκπρόσωπο του αντρικού φύλου όπως
ο Τζόνι Γκράνι.
Και η Τζοκόντα είχε δίκιο. Γιατί ο Τζόνι αποδεικνυόταν ένας εξαιρετικός συνοδός, που τη διασκέδαζε με
αστείες ιστορίες από τα κατορθώματα του γιου του, του Νίκι. Η Ελμ ένιωθε νέα και ανέμελη καθώς γελούσε
με τον αστείο τρόπο που περιέγραφε ο Τζόνι την ατυχή απόφαση του Νίκι να διοργανώσει υπαίθριο παζάρι
στο οποίο θα πουλούσε την ανεκτίμητη συλλογή από πορσελάνες Μινγκ της Γκρέις Γκράνι –και μάλιστα σε
ιδιαίτερα χαμηλές τιμές. Η Ελμ συνειδητοποίησε ότι το διάστημα που βρισκόταν στο Γκστάαντ είχε γελάσει
περισσότερο απ’ ό,τι τα δώδεκα τελευταία χρόνια. Κι αυτό το γέλιο τής είχε λείψει.
Το φαγητό ήταν εξαιρετικό, όταν όμως έφτασαν στο επιδόρπιο, ακόμα και η Ελμ, με την περιορισμένη
εμπειρία της, διαισθανόταν ότι ο Τζόνι δεν την είχε καλέσει να βγουν απλά για να μιλήσουν για τις παλιές
καλές μέρες του σχολείου. Γι’ αυτό δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία. Όφειλε να παραδεχτεί ότι η σκέψη
πως ο Τζόνι ένιωθε μια φανερή έλξη για εκείνη δεν την άφηνε καθόλου αδιάφορη. Απόλαυσε ένα ρίγος
έξαψης και μια μικρή κουταλιά μους σοκολάτας. Μεγαλύτερη έκπληξη ωστόσο της προκαλούσε το γεγονός
ότι κι εκείνη ένιωθε έλξη για τον Τζόνι.
Όχι πως θα μπορούσε βέβαια να κάνει κάτι γι’ αυτή την έλξη. Δε βρισκόταν στο Γκστάαντ για να
φλερτάρει. Στο κάτω κάτω ήταν ακόμα παντρεμένη και ποτέ δεν είχε σκεφτεί να αθετήσει τους όρκους της,
ούτε στις χειρότερες στιγμές. Ωστόσο ο Τζόνι φρόντιζε να της κάνει ξεκάθαρο ότι έβρισκε την παρέα της
πολύ ευχάριστη –και της έδινε την εντύπωση ανθρώπου που δε δίσταζε να κυνηγήσει αυτό που ήθελε.
Αυτή η σκέψη τής ήταν τόσο σκανδαλωδώς δελεαστική, που η Ελμ παραλίγο να πνιγεί με το γλυκό της.
Στο παρελθόν, κάθε φορά που διαισθανόταν πως κάποιος άντρας ενδιαφερόταν γι’ αυτή, φρόντιζε αυτόματα
να κρατηθεί σε απόσταση. Όμως τότε ήταν παντρεμένη –αληθινά παντρεμένη, όχι σε διάσταση– και ζούσε
πίσω από τα τείχη του πρωτοκόλλου του Νότου, κάτω από τη διακριτική προστασία που της πρόσφεραν οι
θέσεις του συζύγου και του πατέρα της και οι αυστηροί κανόνες της κοινωνίας στην οποία ζούσε. Είχε
αφήσει εκείνα τα τείχη να τη φυλακίσουν, να τη χωρίσουν από τις ελπίδες και τα όνειρα που κάποτε τη
συγκινούσαν.
Και, ξαφνικά, λαχταρούσε να ελευθερωθεί.
Αυτό, ακόμα περισσότερο κι από την όλο και πιο έντονη γοητεία που ασκούσε πάνω της ο άντρας που
καθόταν απέναντί της, την έκανε να συνειδητοποιήσει ότι έπρεπε να είναι πολύ προσεκτική. Δεν ήθελε να
γίνει μια από εκείνες τις γυναίκες που αφήνουν τους συζύγους τους μόνο και μόνο για να βρεθούν
μπλεγμένες σε μια σειρά από φλογερές σχέσεις πάθους –που μερικούς μήνες αργότερα τελειώνουν,
αφήνοντάς τες μπερδεμένες, με ρημαγμένη την καρδιά. Θα ήταν καλύτερα να απολαύσει απλά την όμορφη
βραδιά και το γεγονός ότι κάποιος άντρας τη θαύμαζε χωρίς να την επικρίνει. Ύστερα θα έσφιγγε το χέρι
του Τζόνι, θα τον ευχαριστούσε και θα τον αποχαιρετούσε.

Όσο ο Τζόνι διασκέδαζε την Ελμ με τις ιστορίες του και την άκουγε να γελάει, προσπαθούσε, χωρίς
επιτυχία, να θυμηθεί την τελευταία φορά που είχε απολαύσει περισσότερο τη συντροφιά κάποιας γυναίκας.
Η Ελμ Χάθαγουεϊ είχε αναμφίβολα αποτελέσει μια ευπρόσδεκτη έκπληξη, ιδιαίτερα εκείνα τα
Χριστούγεννα που, λόγω της άσχημης διάθεσης του Νίκι, προμηνύονταν ιδιαίτερα βαρετά.
Όση ώρα κάποιος διακριτικός σερβιτόρος γέμιζε τα ποτήρια τους με σαμπάνια, ο Τζόνι μελετούσε την
όμορφη, διακριτική, κομψή γυναίκα απέναντί του. Ήταν ντυμένη απλά αλλά σικ. Φορούσε μαύρο
βελούδινο παντελόνι και κασμιρένιο πουλόβερ με ψηλό λαιμό, που τόνιζε το ντελικάτο κορμί της. Τα
κοσμήματά της ήταν εξαίσια και καθόλου φανταχτερά. Ο Τζόνι αποφάσισε ότι πέρα από την προφανή
ομορφιά της διέθετε μια ξεχωριστή γοητεία. Υπήρχε κάτι στην αισθησιακή, αργόσυρτη νότια προφορά της
που τον μάγευε.
«Πες μου για το σπίτι σου», είπε, περίεργος να μάθει περισσότερα για εκείνη. Ήθελε να μάθει ποια ήταν,
τι σκεφτόταν, τα συναισθήματά της. Η Ελμ διέθετε μια ποιότητα σπάνια και αυθεντική, που άγγιζε τις
ευαίσθητες χορδές του.
«Το σπίτι μου; Είναι το Ολιάντερ Κρικ, η φυτεία της οικογένειάς μου». Η Ελμ σήκωσε το κεφάλι της
σκεφτική. «Είναι ένα υπέροχο παλιό σπίτι που ανήκε στην προπρογιαγιά μου. Παλιότερα ήταν στην εξοχή,
πλέον όμως βρίσκεται ουσιαστικά στα περίχωρα της Σαβάνα. Παρά το ότι έχω κι ένα σπίτι στην πόλη, το
αληθινό μου σπίτι είναι το Ολιάντερ Κρικ, και το λατρεύω». Η Ελμ αναστέναξε και στριφογύρισε το ποτήρι
της στα δάχτυλά της. Τα μάτια της έλαμπαν από συγκίνηση. «Είναι ένα από εκείνα τα σπάνια μέρη όπου
μπορεί κανείς να βρει την αληθινή γαλήνη». Κοίταξε τον Τζόνι κι εκείνος ένευσε με κατανόηση.
«Ξέρω ακριβώς τι εννοείς. Έτσι νιώθω κι εγώ για το Γκράνι».
«Το Γκράνι». Η Ελμ πρόφερε το όνομα προσεκτικά. «Ακούγεται πολύ επιβλητικό», είπε κι ένα χαμόγελο
άνθισε στα χείλη της.
«Όχι και τόσο». Ο Τζόνι ανασήκωσε τους ώμους. «Αρχικά ήταν ένα μεσαιωνικό κάστρο, πράγμα που
υποθέτω ότι το καθιστά κάπως επιβλητικό. Όμως πίσω από τους χοντρούς πέτρινους τοίχους του κρύβονται
ένα σωρό προβλήματα, πίστεψέ με. Ασήμαντα πράγματα». Χαμογέλασε. «Όπως παλιά υδραυλικά και
αναξιόπιστα ηλεκτρικά. Ό,τι πρέπει για να διώχνει κανείς τους ανεπιθύμητους επισκέπτες». Ο Τζόνι ήπιε
μια γουλιά από τη σαμπάνια του και χαμογέλασε όταν άκουσε την Ελμ να γελάει κελαρυστά.
«Ακούγεται ακριβώς σαν το Ολιάντερ. Πίστεψέ με, έχω τρομάξει κι εγώ διάφορους ανεπιθύμητους
επισκέπτες».
«Έχεις πολλούς;» ρώτησε ο Τζόνι, περίεργος να μάθει περισσότερα.
«Στον κόσμο της πολιτικής μαζεύονται όπως οι μέλισσες γύρω από το μέλι». Η Ελμ αναστέναξε. «Στον
Χάρλαν, το σύζ... τον μέλλοντα πρώην σύζυγό μου», έσπευσε να διορθώσει η Ελμ, «δεν αρέσει καθόλου
που το σπίτι είναι τόσο παλιό», πρόσθεσε κοκκινίζοντας. «Ξεχαρβαλωμένο είναι η ακριβής λέξη που
χρησιμοποιεί».
Ο Τζόνι άφησε το ποτήρι του και άνοιξε διάπλατα τα αυτιά του. Η Ελμ είχε αναφέρει και νωρίτερα ότι
έπαιρνε διαζύγιο, κι αν έκρινε από τα όσα άκουγε για το σύζυγό της δεν ήταν καθόλου παράξενο. «Του
αρέσει να είναι όλα τακτοποιημένα, ε;»
«Ναι, θέλει μόνο το καλύτερο», είπε η Ελμ κοφτά. Ένωσε τις παλάμες της ακουμπώντας τες στο τραπέζι
και κοίταξε αφηρημένα το τραπεζομάντιλο. «Πιστεύει ότι το Ολιάντερ είναι άθλιο, παρά τις ανακαινίσεις
που έχω κάνει. Ήθελε να καλέσει κάποιο διακοσμητή από τη Νέα Υόρκη για να το σουλουπώσει και να το
κάνει πιο ευπαρουσίαστο στα μάτια των φίλων του από την Ουάσιγκτον, αλλά αρνήθηκα». Η Ελμ
ανασήκωσε τους ώμους της και τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. «Μπορεί να ήταν λάθος μου –το Ολιάντερ
είναι πράγματι ιδανικό για να δέχεσαι καλεσμένους–, αλλά δεν άντεχα στη σκέψη ότι θα γινόταν τέλειο και
θα χρησιμοποιούνται μόνο σε εκδηλώσεις για να συγκεντρωθούν χρήματα για την προεκλογική εκστρατεία
του Χάρλαν, ή σαν σκηνικό τύπου Όσα Παίρνει ο Άνεμος με σκοπό τις δημόσιες σχέσεις. Είναι το
ερημητήριό μου και μου αρέσει έτσι ακριβώς όπως είναι, με τα σκαλοπάτια του να τρίζουν, τη σκόνη στη
σοφίτα, τα παντζούρια να κοπανάνε αλύπητα στη διάρκεια των καταιγίδων κατά την περίοδο των βροχών.
Για μένα είναι απλά το σπίτι μου».
«Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, αυτό το παλιό σπίτι θα έχει πολλές ιστορίες να διηγηθεί».
Η Ελμ γέλασε. «Ίσως περισσότερες απ’ ό,τι φαντάζεσαι. Είχα κάποιους ιδιαίτερα εξωφρενικούς
προγόνους. Η προπρογιαγιά μου η Έλμα είναι θρυλική στη Σαβάνα –η αυθεντική Ατσάλινη Μανόλια».
«Ατσάλινη Μανόλια;» επανέλαβε ο Τζόνι απορημένος.
«Είναι μια έκφραση που αποτυπώνει το συνδυασμό της ευγένειας του Νότου και του έμφυτου θάρρους. Η
Έλμα διέθετε και τα δύο σε μεγάλες ποσότητες». Ο Τζόνι παρακολούθησε την Ελμ να πίνει μια γουλιά από
τη σαμπάνια της και να γέρνει πίσω στην καρέκλα της. «Όταν οι δυνάμεις του Σέρμαν προήλαυναν στη
Σαβάνα, μια ομάδα ανιχνευτών που αποτελείτο από περίπου μισή ντουζίνα στρατιώτες έφτασαν στο
Ολιάντερ Κρικ και ήταν έτοιμοι να μπουν με τη βία στο σπίτι. Τότε κάποιος από αυτούς χτύπησε με δύναμη
το κοντάκι του ντουφεκιού του σε ένα από τα πέτρινα σκαλοπάτια της εισόδου και το ράγισε. Λοιπόν, η
Έλμα θεώρησε ότι αυτό ήταν ασυγχώρητα αγενές και στάθηκε αντιμέτωπη με τους στρατιώτες στην πόρτα,
λέγοντάς τους ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τους αφήσει να μπουν αν πρώτα δεν καθαρίζονταν και δε
θυμόνταν τους καλούς τρόπους τους. Προφανώς τα έψαλε τόσο σ’ εκείνους τους Γιάνκηδες, ώστε έφυγαν
χωρίς να ψάξουν καν για το χρυσό που η Έλμα με τους σκλάβους της είχαν κρύψει στον πάτο του
πηγαδιού». Η Ελμ χαμογέλασε και ήπιε άλλη μια γουλιά από τη σαμπάνια της. «Το ράγισμα στο σκαλοπάτι
υπάρχει ακόμα».
«Κατά τα φαινόμενα, η δεσποινίς Έλμα ήταν πολύ δραστήρια γυναίκα. Της μοιάζεις;»
«Εγώ; Μπα, όχι, αν και έχω το όνομά της. Όμως ήταν πολύ πιο θαρραλέα απ’ ό,τι ήμουν, ή αναγκάστηκα
να γίνω ποτέ εγώ».
«Επέζησε από τον πόλεμο;»
«Ω, ναι». Η Ελμ χαμογέλασε και το βλέμμα της μαλάκωσε στο φως των κεριών. «Σύμφωνα με το θρύλο,
ο ταξίαρχος που ήταν επικεφαλής των Γιάνκηδων ανιχνευτών δε χάρηκε καθόλου όταν οι άντρες του
γύρισαν πίσω με άδεια χέρια. Έφτασε στο Ολιάντερ αργότερα την ίδια μέρα, έτοιμος να πολεμήσει με τη
φοβερή μέγαιρα που του είχαν περιγράψει οι άντρες του κι αν ήταν απαραίτητο να πυρπολήσει τη φυτεία».
Η Ελμ ακούμπησε ελαφρά τους αγκώνες της στο λευκό κολλαριστό τραπεζομάντιλο και συνέχισε την
ιστορία. «Αντίθετα, βρήκε την Έλμα στο χολ, ντυμένη με ένα υπέροχο βραδινό φόρεμα, να προσκαλεί με
τον πιο ευγενικό τρόπο εκείνον και τους αξιωματικούς του να δειπνήσουν».
Ο Τζόνι φαντάστηκε την εικόνα και χαμογέλασε. «Και τι έκανε ο ταξίαρχος;»
«Τι θα μπορούσε να κάνει;» Η Ελμ άνοιξε τα χέρια της και γέλασε. «Ήταν απλά ένας Γιάνκης –ανίκανος
να αντισταθεί στη νότια γοητεία της Έλμα. Σύμφωνα με τους τοπικούς ιστορικούς, κάθισε να δειπνήσει,
απόλαυσε μερικά ποτήρια εξαιρετικό παλιό μπράντι και ύστερα έφυγε, υμνώντας δυνατά τη λεπτότητα της
φιλοξενίας του Νότου. Φυσικά, σύμφωνα με το μη λογοκριμένο μέρος της ιστορίας που διέσωσε κάποιος
από τους σκλάβους της Έλμα, ο ταξίαρχος πέρασε τη νύχτα μαζί της, αφού πρώτα εκείνη του είχε
αποσπάσει την υπόσχεση ότι θα της πρόσφερε προμήθειες και προστασία όταν ο Σέρμαν θα έφτανε στη
Σαβάνα».
«Α, ώστε δεν ήταν μόνο δραστήρια αλλά και πρακτική. Κι ο ταξίαρχος κράτησε την υπόσχεσή του;»
«Το Ολιάντερ βρίσκεται ακόμα στη θέση του, άρα υποθέτω πως ναι. Ο επιστάτης μου, ο Ίλι, απόγονος
του αγαπημένου σκλάβου της Έλμα, ισχυρίζεται ακόμα ότι δεν μπορείς να εμπιστευτείς έναν Γιάνκη –όμως
ακόμα κι εκείνος παραδέχεται ότι ο ταξίαρχος θα πρέπει να ήταν τζέντλεμαν». Η Ελμ χαμογέλασε στον
Τζόνι και ύστερα έστρεψε το βλέμμα της στο άδειο πιάτο που πριν από λίγο περιείχε το γλυκό της.
«Έχετε όλοι την ίδια γνώμη για τους Γιάνκηδες;» ρώτησε ο Τζόνι. «Γιατί αυτό θα μπορούσε να
αποτελέσει πρόβλημα».
«Γιατί;» ρώτησε η Ελμ και συνοφρυώθηκε.
«Η μητέρα μου είναι Βόρεια. Ιρλανδή από το Πίτσμπουργκ. Νομίζω ότι η οικογένειά της, οι Ράιλι,
έφτασαν στην Αμερική μετά τον Εμφύλιο, ωστόσο δε θα ήθελα να σκεφτείς ότι σου κρύβω την καταγωγή
μου», αστειεύτηκε ο Τζόνι.
«Είναι σίγουρα ένα θέμα», απάντησε η Ελμ. Τα μάτια της έλαμπαν εύθυμα όταν έγειρε πίσω στην
καρέκλα της. «Νομίζω όμως ότι ο ταξίαρχος σου έστρωσε το δρόμο κρατώντας την υπόσχεσή του. Επίσης,
αν θυμάμαι καλά, είσαι αριστοκράτης, και για τους Νότιους αυτό είναι σίγουρα ένα συν».
«Μαντάμ, με καθησυχάσατε», είπε ο Τζόνι κι έφερε την παλάμη της Ελμ στα χείλη του. «Για μια στιγμή
πίστεψα ότι ήμουν χαμένος».
Η Ελμ γέλασε όταν τα βλέμματά τους συναντήθηκαν για μια στιγμή και ύστερα τράβηξε το χέρι της.
«Εντάξει, η σειρά σου», είπε βιαστικά. «Αναρωτιέμαι τι σε κάνει να περνάς το μεγαλύτερο μέρος του
χρόνου σου στο κάστρο σου».
«Το ίδιο πράγμα που κάνει κι εσένα να τρέχεις στη φυτεία σου, υποθέτω», απάντησε ο Τζόνι.
Χαμογέλασε προκλητικά και το βλέμμα του αναζήτησε το βλέμμα της Ελμ. «Η επιθυμία να ξεφύγω από το
πλήθος που με τρελαίνει. Επιπλέον, λατρεύω το κάστρο. Είναι το σπίτι μου, όπως είναι για σένα το
Ολιάντερ».
«Δε σκέφτηκες ποτέ να μετακομίσεις στο Πίτσμπουργκ;» του αντέτεινε εκείνη.
«Ουσιαστικά όχι. Μου αρέσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά είμαι Ιρλανδός μέχρι το κόκαλο. Προτιμώ
το Δουβλίνο. Εξάλλου στην Ιρλανδία έχω και μια επιχείρηση που πρέπει να διευθύνω».
«Αλήθεια;»
«Το Γκράνι είναι ιπποφορβείο. Εκτρέφω καθαρόαιμα».
«Ιπποφορβείο. Αυτό σίγουρα θα απαιτεί πολλή υπομονή».
«Ναι. Και οφείλω να σε προειδοποιήσω να μη με κάνεις να αρχίσω να σου μιλάω για άλογα. Η μητέρα
μου ισχυρίζεται ότι γίνομαι τρομερά βαρετός».
Η Ελμ γέλασε κι ο Τζόνι έγειρε πίσω στην καρέκλα του, ήπιε μια γουλιά από το μπράντι του και
χαλάρωσε. Τελικά η βραδιά αποδεικνυόταν πάρα πολύ ευχάριστη.

Η Ελμ χαμογέλασε. Απολάμβανε την άνετη, φιλική ατμόσφαιρα ανάμεσά τους, που της ήταν τόσο
δελεαστικά ξένη και, ταυτόχρονα, με κάποιον τρόπο, τόσο γνώριμη. Της είχε κινήσει πολύ το ενδιαφέρον η
επιφυλακτικότητα που διαισθανόταν πίσω από την άνετη συμπεριφορά του Τζόνι. Η Τζοκόντα κάτι της είχε
πει, ότι είχε μια μεγάλη ιστορία να της διηγηθεί όταν θα έβρισκαν το χρόνο. Η Ελμ υπέθετε ότι ο Τζόνι θα
πρέπει κάποια στιγμή να είχε παντρευτεί, αφού είχε γιο δεκάξι ετών.
«Και στην πρώην σύζυγό σου;» ρώτησε ξαφνικά. «Δεν της άρεσε το Γκράνι;» Πριν καλά καλά προλάβει
να το ξεστομίσει, το είχε ήδη μετανιώσει. Βαθιά ντροπιασμένη από την αγενή ερώτησή της, μαζεύτηκε όταν
είδε τα μάτια του Τζόνι να σκοτεινιάζουν. Εκείνος πήρε προσεκτικά ένα πούρο από κάποιο σερβιτόρο που
έτυχε να περνάει την κατάλληλη στιγμή από το τραπέζι τους κρατώντας μια από τις ειδικές θήκες-
υγραντήρες.
«Σε πειράζει;»
«Όχι φυσικά, ελεύθερα». Η Ελμ ευχήθηκε να άνοιγε το πάτωμα να την καταπιεί καθώς ο Τζόνι έκοβε
προσεκτικά την άκρη του πούρου και το άναβε. Ίσως έπρεπε απλά να αλλάξει θέμα. Πώς μπόρεσε να φανεί
τόσο άξεστη; Δεν ήταν δική της δουλειά τι άρεσε και τι δεν άρεσε στην πρώην σύζυγο του Τζόνι. «Ποτέ δεν
έτυχε να βρεθώ σε ένα κάστρο σαν το δικό σου. Έχω επισκεφθεί αρκετά αγγλικά σπίτια στην εξοχή, αλλά
δεν είναι το ίδιο, σωστά;» ρώτησε βιαστικά.
«Διαφέρουν τρομερά», απάντησε ο Τζόνι κοφτά, απόλυτα αφοσιωμένος στο κάπνισμα του πούρου του.
«Για να πω την αλήθεια, όταν ζούσε η Μαρί Ανζ, δε μέναμε εκεί. Μοιράζαμε το χρόνο μας ανάμεσα στο
Λονδίνο και το Παρίσι».
Η Ελμ συνειδητοποίησε έντρομη την αλήθεια και κοίταξε τον Τζόνι στα μάτια. «Λυπάμαι. Δεν είχα ιδέα.
Ήταν... εξαιρετικά αγενές εκ μέρους μου... εγώ...»
«Μη». Ο Τζόνι άπλωσε το χέρι του και κάλυψε την παλάμη της με τη δική του. «Πώς θα ήταν δυνατόν να
το ξέρεις; Ήταν φυσικό να συμπεράνεις ότι είμαι χωρισμένος. Ίσως θυμάσαι τη Μαρί Ανζ. Είχαμε γνωριστεί
στο Λε Ροσέ. Τέλος πάντων, όλα αυτά συνέβησαν πριν από πολύ καιρό, γι’ αυτό μη νιώθεις άσχημα». Της
έσφιξε το χέρι.
Η Ελμ κατάφερε να χαμογελάσει, όμως εξακολούθησε να είναι θυμωμένη με τον εαυτό της. Τότε κοίταξε
αμήχανα το ποτήρι που είχε αφήσει μπροστά της ο σερβιτόρος. Ήταν ανοησία της να δεχτεί ένα ποτό μετά
το δείπνο, όμως της χρειαζόταν μετά το ατόπημά της.
«Τώρα, πες μου περισσότερα για τη ζωή σου στη Σαβάνα», είπε ο Τζόνι, στρέφοντας επιδέξια αλλού τη
συζήτηση. «Φαντάζομαι ότι η σύζυγος ενός πολιτικού θα έχει ένα σωρό υποχρεώσεις, σωστά;» Ο Τζόνι
ύψωσε τα φρύδια και σήκωσε το ποτήρι του.
Η Ελμ ανασήκωσε τους ώμους της, χαρούμενη για την αλλαγή του θέματος. «Υπάρχουν ένα σωρό
πολιτικές και κοινωνικές εκδηλώσεις, όμως εγώ προσπαθώ να περιορίζω την ανάμειξή μου όπου μπορώ.
Προτιμώ να ασχολούμαι με τα δικά μου έργα. Αυτή την εποχή αποκαθιστώ τους κήπους του Ολιάντερ με τη
βοήθεια μερικών τροφίμων του τοπικού κέντρου κακοποιημένων γυναικών».
«Ακούγεται πολύ αξιέπαινη πρωτοβουλία».
«Καθόλου. Ελπίζω απλά να αποκαταστήσω κάπως την αρμονία στη ζωή τους, αυτό είναι όλο».
«Δεν ήθελα να ακουστώ συγκαταβατικός. Είμαι σίγουρος ότι αυτό που κάνεις μ’ αυτές τις γυναίκες αξίζει
και με το παραπάνω τον κόπο σου. Το ίδιο ισχύει και για τους κήπους», πρόσθεσε ο Τζόνι και χαμογέλασε.
«Ανακάλυψα τυχαία τα αρχικά σχέδια των κήπων ενώ καθάριζα κάποια μέρα τη σοφίτα κι έτσι γεννήθηκε
η αρχική ιδέα, χάρη σε μια καλή μου φίλη που διευθύνει το κέντρο γυναικών. Συμφωνήσαμε και οι δύο ότι
η εμπειρία για τις γυναίκες που θα εμπλέκονταν στην αποκατάσταση των κήπων μπορεί να αποδεικνυόταν
θεραπευτική».
«Και τι κάνεις τον υπόλοιπο χρόνο σου;»
«Ω, τον υπόλοιπο χρόνο μου ζωγραφίζω».
«Τι χρησιμοποιείς;»
«Λάδι. Ασχολούμαι λίγο με την αφηρημένη τέχνη, κυρίως όμως ζωγραφίζω τοπία. Και πού και πού
κανένα πορτραίτο».
«Εκθέτεις;»
«Πότε πότε. Όμως η οργάνωση μιας έκθεσης απαιτεί πολύ χρόνο και, κατά κάποιον τρόπο, πάντα έχουν
προτεραιότητα άλλα πράγματα». Η Ελμ έκανε μια στιγμιαία παύση και κάρφωσε το βλέμμα της στο κενό.
Ύστερα ανασήκωσε τους ώμους της και χαμογέλασε μελαγχολικά. «Δεν πρόκειται να επιτρέψω να
ξανασυμβεί αυτό. Εννοώ, να αφήσω άλλα πράγματα να μου σταθούν εμπόδιο. Στην πραγματικότητα δε θα
μου το επιτρέψει η Τζοκόντα. Προσπαθεί να με πείσει να κάνω μια έκθεση στην Ιταλία^ σχεδόν φοβάμαι
ότι θα με κλειδώσει σ’ ένα δωμάτιο μόνο με τα πινέλα μου μέχρι να υποχωρήσω και να της επιτρέψω να
οργανώσει τη δεξίωση των εγκαινίων στη Φλωρεντία».

Ο Τζόνι παρακολουθούσε την Ελμ καθώς εκείνη κοίταζε το κονιάκ και δάγκωνε τα χείλη της, σαν να
αναρωτιόταν αν έπρεπε να το πιει. Η εικόνα που παρουσίαζε ήταν τόσο αθέλητα ερωτική, που παραλίγο να
χάσει την αυτοκυριαρχία του.
«Το φαγητό ήταν υπέροχο», είπε η Ελμ και άφησε την πετσέτα της στο τραπέζι. «Αν δεν προσέξω, θα
αναγκαστείς να με βγάλεις τσουλώντας από εδώ. Δεν έχω σταματήσει να τρώω από τη στιγμή που κάθισα».
Κοίταξε το τζάκι, το χαμηλό ταβάνι με τα ξύλινα δοκάρια, και μετά περιέφερε το βλέμμα γύρω της,
μαγεμένη από την ατμόσφαιρα του εστιατορίου και τη ζεστασιά του χώρου.
«Γι’ αυτό υπάρχει το Γκστάαντ –για να χαλαρώνει, να τρώει και να διασκεδάζει κανείς».
«Μάλλον έχεις δίκιο», συμφώνησε η Ελμ. «Είχα ξεχάσει πόσο απολαμβάνουν τη ζωή οι άνθρωποι εδώ
στην Ευρώπη». Τα μεγάλα καστανά μάτια της είχαν πάρει μια μελαγχολική έκφραση που την έκανε να
δείχνει ευάλωτη. Ο Τζόνι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν μια συναρπαστική, περίπλοκη γυναίκα, που
πίσω από την καλή ανατροφή και την επιφανειακή σιγουριά της έκρυβε μια αβεβαιότητα που του κινούσε
το ενδιαφέρον. Επίσης, ήταν έξυπνη^ είχε διαισθανθεί τη δυσφορία του στο να συζητήσει για τη Μαρί Ανζ
κι είχε αμέσως προσπαθήσει να στρέψει αλλού τη συζήτηση. Συνήθως ο Τζόνι απεχθανόταν τις προσωπικές
ερωτήσεις, ωστόσο όσες του είχε κάνει η Ελμ δεν τον είχαν ενοχλήσει. Για κάποιο λόγο δεν ένιωθε να
απειλείται –αν και ένα κομμάτι του εαυτού του ήξερε ότι θα έπρεπε, γιατί η Ελμ ήταν απόλυτα ικανή να
αναστατώσει τον τακτοποιημένο κόσμο του.
Δε βρισκόταν στο Γκστάαντ για να ζήσει μια σύντομη περιπέτεια, ωστόσο ένιωθε μια έντονη ερωτική
έλξη για την Ελμ και ήλπιζε ότι σωστά είχε διαισθανθεί πως υπήρχε αντίστοιχο ενδιαφέρον από την πλευρά
της. Το ερώτημα ήταν αν κανείς από τους δυο τους ήταν σε θέση να κάνει οτιδήποτε γι’ αυτό. Η προοπτική
ήταν ταυτόχρονα δελεαστική κι επικίνδυνη. Ο Τζόνι θα στοιχημάτιζε πρόθυμα ότι, αν έπρατταν σύμφωνα
με τις παρορμήσεις τους, θα μπλέκονταν και οι δυο πολύ περισσότερο απ’ ό,τι σκόπευαν.
Παρακολούθησε την Ελμ να ρίχνει μια βιαστική ματιά στο ρολόι της. «Πήγε ήδη εντεκάμισι. Περνάει η
ώρα. Μάλλον θα ήταν καλύτερα να επιστέψω στο σπίτι της Τζοκόντα».
«Κιόλας;» ρώτησε ο Τζόνι, έκπληκτος από τη θλίψη που του προξενούσε το γεγονός ότι η βραδιά θα
έφτανε στο τέλος της.
«Είναι αργά».
«Αλήθεια; Λυπάμαι πολύ. Δεν είχα αντιληφθεί ότι η Τζοκόντα έχει γίνει τόσο σχολαστική –απαγόρευση
κυκλοφορίας μετά τις έντεκα. Πολύ αυστηρό».
Η Ελμ γέλασε. «Λυπάμαι. Φοβάμαι ότι δεν είμαι καλή σ’ αυτά», ομολόγησε. Ένωσε τις παλάμες της σε
μια κομψή αν και νευρική χειρονομία. «Έχει περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που βγήκα για
δείπνο με κάποιον εκτός από το σύζ... τον πρώην... Ω, πότε θα καταφέρω να το πω σωστά; Τον μέλλοντα
πρώην σύζυγό μου».
«Πόσος καιρός;» ρώτησε ο Τζόνι τρυφερά.
«Λοιπόν, για να δούμε». Η Ελμ στριφογύρισε το ποτήρι του μπράντι ανάμεσα στα δάχτυλά της.
«Παντρεύτηκα τον Χάρλαν αμέσως μόλις τελείωσα το κολέγιο, άρα έχει περάσει πολύς καιρός. Δώδεκα
χρόνια^ περισσότερα αν υπολογίσεις τον αρραβώνα». Γέλασε νευρικά και ύψωσε βιαστικά το βλέμμα της
μόλις ο σερβιτόρος πλησίασε ανήσυχος να δει αν χρειάζονταν τίποτα.
Ο Τζόνι χαμογέλασε, άπλωσε τα χέρια του πάνω από το τραπέζι, κράτησε τα χέρια της ανάμεσα στα δικά
του και χάιδεψε απαλά τα δάχτυλά της. «Σκεφτόμουν ότι θα μπορούσαμε είτε να πάμε στο Μπέλβιου –ίσως
εκεί να συναντήσουμε κάποιους από τους παλιούς φίλους μας...» –μόρφασε κωμικά– «...ή, ακόμα
καλύτερα, να πηγαίναμε κάπου αλλού μόνοι μας, να πιούμε ένα τελευταίο ποτό. Αν δηλαδή η Τζοκόντα δεν
ανησυχήσει υπερβολικά επειδή είναι τόσο αργά».
«Έλα, σταμάτα», γέλασε η Ελμ, χωρίς να τραβήξει το χέρι της από το δικό του.
«Λοιπόν;» ρώτησε ο Τζόνι. «Τι λες;»
«Ίσως», μουρμούρισε η Ελμ επιφυλακτικά κι ο Τζόνι αναρωτήθηκε αν ένιωθε τα δάχτυλά του που
άγγιζαν απαλά τα δικά της.
«Έχω να προτείνω τον τέλειο συμβιβασμό», είπε ο Τζόνι. «Τι θα έλεγες για το Γκριν Γκόου ή το
ξενοδοχείο Πάλας, για χάρη του παλιού καιρού;»
«Εννοείς να χορέψουμε ξανά σαν έφηβοι;»
«Και γιατί όχι; Πάμε να ξαναζήσουμε τα νιάτα μας».
«Τα δικά σου νιάτα μπορεί, πάντως όχι τα δικά μου», γέλασε η Ελμ. «Είμαι σε θέση να σε βεβαιώσω ότι
σαν έφηβοι δε χορέψαμε ποτέ μαζί –αν το είχαμε κάνει, μάλλον θα είχα πεθάνει από τη συγκίνηση». Η Ελμ
τράβηξε το χέρι της κι έμεινε αμίλητη για μια στιγμή. Ο Τζόνι κατανοούσε το δισταγμό της, την ανησυχία
της ότι όλα συνέβαιναν πολύ γρήγορα, τότε όμως διαισθάνθηκε ότι ήταν έτοιμη να βουτήξει στα βαθιά.
«Λοιπόν, πάμε;» ρώτησε.
«Ναι. Γιατί όχι;»

Αργά το βράδυ η Ελμ, κουλουριασμένη κάτω από το πάπλωμά της, με τα πόδια της να πονάνε ύστερα από
τόσες ώρες χορού, ήταν ανίκανη να σβήσει το ανόητο χαμόγελο από το πρόσωπό της. Ο Τζόνι ήταν
όμορφος, ευγενικός, υπέροχος και καθόλου τρομακτικός. Παρ’ όλα αυτά όλο το βράδυ ένιωθε την έντονα
αρρενωπή αύρα του, την έλξη της προσωπικότητάς του^ όλα όσα είχε φανταστεί ότι θα έβρισκε στον Τζόνι
όταν κατέγραφε τις επιθυμίες και τα όνειρά της στο ταλαιπωρημένο ημερολόγιο που κρατούσε όταν πήγαινε
στο σχολείο. Το γεγονός ότι ο Τζόνι αποδεικνυόταν ακριβώς όπως τον είχε φανταστεί στα εφηβικά όνειρά
της φάνταζε γελοίο, σαν φτηνό ρομάντζο. Θυμήθηκε το βιαστικό φιλί που της είχε δώσει ο Τζόνι στο
μάγουλο όταν την είχε αφήσει στο κατώφλι της Τζοκόντα και συνειδητοποίησε μελαγχολικά ότι, αν δεν
είχε παντρευτεί τον Χάρλαν τόσο νέα και για τόσο λάθος λόγους, ίσως να είχε φτιάξει τη ζωή της με έναν
άντρα σαν τον Τζόνι.
Πέρασε το χέρι της κάτω από το μαξιλάρι, τέντωσε το λαιμό της και κοίταξε το ασημένιο φεγγάρι που
διακρινόταν ανάμεσα στο κενό που άφηναν οι κουρτίνες. Προσπάθησε να φανταστεί τι θα έλεγαν όλοι στη
Σαβάνα αν ήξεραν ότι είχε περάσει τη νύχτα χορεύοντας στην αγκαλιά ενός Ιρλανδού υποκόμη. Άρχισε να
γελάει όταν σκέφτηκε τα σκανδαλισμένα μουρμουρητά, τη λάμψη στα βλέμματα των ανθρώπων του κύκλου
της, τη λυσσαλέα περιέργεια. Ήταν λυτρωτικό να συνειδητοποιεί ότι δεν έδινε δεκάρα. Τις τελευταίες
βδομάδες οι προτεραιότητές της είχαν ξαφνικά αλλάξει και το να υποταχθεί στην κοινωνία της Σαβάνα με
τους στενόμυαλους, περιοριστικούς κανόνες, δε συμπεριλαμβανόταν καν στη λίστα της.
Καθώς σκεφτόταν τη Σαβάνα, ήρθε στο μυαλό της ο Χάρλαν και αναστέναξε βαριά. Φυσικά το διαζύγιο
δεν ήταν ακόμα τελειωμένη υπόθεση. Αναγνώριζε ότι πιθανότατα θα την περίμεναν μερικές πολύ δύσκολες
μάχες. Ο Χάρλαν δε θα άφηνε εύκολα όσα είχε κερδίσει με το γάμο τους. Για εκείνον η ένωσή τους είχε
σημάνει την είσοδο σε έναν κόσμο στον οποίο διαφορετικά θα του ήταν πολύ πιο δύσκολο να ενταχθεί. Δεν
ήθελε εκείνη, σκέφτηκε η Ελμ οργισμένη, αλλά όλα όσα εκπροσωπούσε. Κι αν δεν ήταν τόσο τυφλή, τόσο
αποφασισμένη να διατηρήσει την ψευδαίσθηση ότι ο γάμος της δεν αντιμετώπιζε κανένα απολύτως
πρόβλημα, ίσως να είχε καταλάβει νωρίτερα ότι συναισθηματικά είχε πάψει από καιρό να την καλύπτει.
Αναρωτήθηκε αν ήταν ποτέ πραγματικά ερωτευμένη με τον Χάρλαν, ή αν απλά την είχαν γοητεύσει η
ομορφιά και οι λεπτοί τρόποι του. Δεν μπορεί, στην αρχή σίγουρα θα αισθανόταν αληθινή αγάπη για
εκείνον. Ήταν τόσο γοητευτικός και φιλόδοξος, της θύμιζε τόσο τον πατέρα της. Πράγματι, ανάμεσα στους
δυο άντρες είχε αναπτυχθεί αμέσως μια αμοιβαία συμπάθεια^ υποστήριζαν τους ίδιους σκοπούς και ο
Χάρλαν κολάκευε τον Τζορτζ Χάθαγουεϊ και τον διαβεβαίωνε ότι ήταν το πρότυπό του. Εκείνη ήξερε ότι
αν παντρευόταν τον Χάρλαν θα ήταν σαν να χάριζε στον πατέρα της το γιο που πάντα επιθυμούσε, κάποιον
που θα μπορούσε να πραγματοποιήσει τις φιλοδοξίες για τις οποίες δε θεωρούσε άξια την κόρη του.
Φυσικά, δεν της είχε χρειαστεί πολύς καιρός μετά το γάμο για να διαπιστώσει πόσο εγωιστής μπορούσε
να γίνει ο Χάρλαν και να συνειδητοποιήσει ότι η παιδιάστικη γοητεία και οι λεπτοί τρόποι του
αποτελούσαν μέρος του ίδιου προσωπείου που χρησιμοποιούσε με τους ψηφοφόρους του. Κι αρκούσε να
τον κοιτάξει κανείς προσεκτικά για να καταλάβει ότι, αντίθετα με τα χείλη του, το χαμόγελό του δεν έφτανε
ποτέ ως τα μάτια του.
Παρ’ όλα αυτά εκείνη είχε περάσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής της στο πλευρό του και είχαν ζήσει
μερικές υπέροχες στιγμές μαζί. Στιγμές αγάπης και τρυφερότητας που ακόμα πίστευε ότι ήταν αληθινές,
ιδιαίτερα πριν η πολιτική καριέρα του Χάρλαν απογειωθεί και αρχίσει να περνάει τόσο χρόνο στην
Ουάσιγκτον. Η Ελμ αναστέναξε ξανά. Ήταν σκληρό να συνειδητοποιεί ότι απλά δεν είχαν υπάρξει αρκετές
τέτοιες στιγμές ώστε να αξίζει να παλέψει για το γάμο της.
Στην πραγματικότητα το μόνο που είχε απομείνει από τη σχέση της με τον Χάρλαν ήταν η ληξιαρχική
πράξη γάμου, που κι αυτή σύντομα θα ακυρωνόταν^ ακόμα κι εκείνη τη στιγμή η Μέρεντιθ τακτοποιούσε
τις τελευταίες γραφειοκρατικές λεπτομέρειες του διαζυγίου.
Όσο για τον Χάρλαν, αναμφίβολα αυτό που θα τον ενοχλούσε περισσότερο θα ήταν οι πολιτικές
επιπλοκές του διαζυγίου. Η Ελμ σκέφτηκε θλιμμένα ότι πιθανόν το ίδιο να ίσχυε και για τον πατέρα της. Ο
γερουσιαστής δεν το ήξερε ακόμα και θα έπρεπε να του το πει σύντομα, ίσως μετά τα Χριστούγεννα. Η Ελμ
ήξερε ότι ο πατέρας της έτρεφε μεγάλες ελπίδες για τον Χάρλαν κι ένιωθε ένοχη επειδή θα προκαλούσε
τέτοια αναταραχή. Αναρωτήθηκε αν ήταν δίκαιο να κάνει κάτι τέτοιο στον Χάρλαν και στον πατέρα της τη
στιγμή που πλησίαζαν οι εκλογές. Ο Χάρλαν, παρά τα ελαττώματά του, ήταν πραγματικά εξαιρετικός
πολιτικός και είχε προσφέρει πολλές υπηρεσίες στους πολίτες της Τζόρτζια. Ο πατέρας της είχε δίκιο. Ο
Χάρλαν διέθετε τις απαιτούμενες ικανότητες.
Η Ελμ αναστέναξε και γύρισε στο πλευρό της. Συνειδητοποίησε ότι η στιγμή δε θα ήταν ποτέ κατάλληλη
κι ότι έπρεπε να προχωρήσει, ανεξάρτητα από τις συνέπειες. Είχε σπαταλήσει τη ζωή της προσπαθώντας να
ευχαριστήσει τους πάντες, να είναι η τέλεια κόρη, σύζυγος και οικοδέσποινα –θα είχε δοκιμάσει να γίνει
και μητέρα αν η ζωή τής είχε δώσει την ευκαιρία.
Για κάποιον παράξενο λόγο, η έξοδός της με τον Τζόνι εκείνο το βράδυ την είχε βοηθήσει να
αποσαφηνίσει την κατάσταση. Ο γάμος της είχε οριστικά τελειώσει κι εκείνη είχε πλέον την ελευθερία να
κάνει τις επιλογές της. Θα ήταν υποκριτικό να αρνηθεί την έλξη που την είχε συγκλονίσει όταν ο Τζόνι τη
στριφογύριζε στην πίστα, κάτω από τον μεταδοτικό ρυθμό της σάλσα, θα ήταν ψέμα να υποκριθεί ότι δεν
ήθελε να απολαύσει και κάτι περισσότερο από το εγωιστικό, βιαστικό σεξ που της πρόσφερε ο Χάρλαν. Ο
πειρασμός να ανακαλύψει πώς θα ένιωθε όταν κάποιος άντρας θα την κρατούσε κανονικά στην αγκαλιά του
–κάποιος που μπορεί να έβαζε πραγματικά τη δική της απόλαυση και ευτυχία πάνω από τη δική του– ήταν
αβάσταχτα δελεαστικός. Ξεροκατάπιε τρέμοντας από ανυπομονησία και συνειδητοποίησε σοκαρισμένη ότι
η φαντασία της κάλπαζε, όταν το μόνο που είχαν κάνει εκείνη κι ο Τζόνι ήταν να δειπνήσουν μαζί και να
πάνε για χορό.
Ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη της όταν θυμήθηκε την επιστροφή με τα πόδια στο σπίτι της μετά
το χορό. Η νύχτα ήταν παγωμένη, γεμάτη άστρα, κι εκείνοι κατέβαιναν αγκαλιασμένοι το λόφο
συγκρατώντας ο ένας τον άλλο στα σημεία που το παγωμένο χιόνι γλιστρούσε και γελώντας σαν παιδιά. Τι
θα γινόταν αν ο Τζόνι είχε δίκιο κι αν, όπως της είχε ψιθυρίσει λίγο πριν χωρίσουν, οι δρόμοι τους είχαν
διασταυρωθεί για κάποιο λόγο;
Η Ελμ ανακάθισε, μάζεψε τα γόνατά της στο στέρνο της, τράβηξε το πάπλωμα γύρω της κι αναρωτήθηκε
τι είδους εραστής να ήταν ο Τζόνι. Γενναιόδωρος; Δοτικός; Τρυφερός; Εκείνη ήταν τριάντα τεσσάρων ετών
και ο μοναδικός άντρας με τον οποίο είχε κοιμηθεί ήταν ο Χάρλαν, ο πρώτος αληθινός της φίλος. Παρ’ όλα
αυτά δεν έπρεπε να αφήσει την αφέλειά της να την παρασύρει. Ήταν πολύ σικ και σοφιστικέ για μια
γυναίκα να ζήσει μια σύντομη περιπέτεια γεμάτη πάθος –αν, δηλαδή, ήταν σαν την Τζο και κινιόταν σ’
αυτού του είδους τον κόσμο. Όμως αυτός ο κόσμος δεν ήταν ο δικός της και για κάποιο λόγο η Ελμ δεν
ένιωθε απόλυτα σίγουρη ότι ήταν έτοιμη για κάτι τέτοιο ακόμα.
Χασμουρήθηκε και κουλουριάστηκε κάτω από το πουπουλένιο πάπλωμα. Ως ένα βαθμό ντρεπόταν για
τις ανόητες, επαναλαμβανόμενες εφηβικές φαντασιώσεις της όταν θυμόταν τα μπράτσα του Τζόνι γύρω της
καθώς λικνίζονταν στην πίστα. Τη μυρωδιά του αφτερσέιβ του και την παράξενη ζεστασιά που της
προξενούσε. Μπορεί να ήταν αυτό. Μπορεί απλά να αναζητούσε λίγη τρυφερότητα και ζεστασιά.
Όμως ο Τζόνι ήταν τζέντλεμαν και δε θα έκανε ποτέ μια κίνηση χωρίς τη δική της συγκατάθεση. Αν
ήθελε κάτι περισσότερο από μια απλή περιστασιακή φιλική σχέση, θα έπρεπε να δώσει εκείνη στον Τζόνι
το ελεύθερο να προχωρήσει. Ξαφνικά αναρωτήθηκε τι θα έκανε ο Τζόνι αν εκείνη παραμέριζε τις
επιφυλάξεις της κι έδειχνε με ειλικρίνεια το ενδιαφέρον της.
Η Ελμ συνειδητοποίησε ότι δεν επρόκειτο να κοιμηθεί, άναψε το πορτατίφ και πήρε ένα χάπι, χωρίς να
σταματήσει να σκέφτεται τα λόγια του Τζόνι περί δρόμων που διασταυρώνονταν και πεπρωμένου. Λίγο πριν
κλείσουν τα μάτια της, αναρωτήθηκε ποιες θα ήταν οι συνέπειες αν περιφρονούσε το πεπρωμένο.
Χασμουρήθηκε ξανά. Σκέφτηκε νυσταγμένα ότι οι δικαιολογίες που μπορεί να εφεύρει κανείς αν βάλει
το μυαλό του να δουλέψει δεν έχουν τελειωμό. Τη στιγμή που έκλειναν τα μάτια της, συνειδητοποίησε πως
η αλήθεια ήταν ότι, ακόμα κι αν ήθελε να ξελογιάσει τον Τζόνι, δεν είχε ιδέα πώς θα το έκανε.

9
Έχει απίστευτα αισθησιακό κορμί, σκέφτηκε ο Χάρλαν και η παλάμη του ακολούθησε την προκλητική
καμπύλη των γυμνών γλουτών της Τερέσα. Και, φίλε μου, ξέρει να το κουνάει. Υπέροχος πισινός,
αναστέναξε με ικανοποίηση. Πλέον καταλάβαινε γιατί ο Τάιλερ Μπροκ είχε εγκαταστήσει τόσο γρήγορα
την Τερέσα στην έπαυλή του στο Σκίνταγουεϊ. Ήταν καυτή σαν καυτερή πιπεριά, έστω κι αν δε μιλούσε
λέξη αγγλικά. Έτσι κι αλλιώς, δε υπήρχε λόγος να μιλάει την ίδια γλώσσα μ’ εκείνον για να του προσφέρει
υπέροχο σεξ.
Η Τερέσα τεντώθηκε σαν γάτα στο μεγάλο διπλό κρεβάτι. Τα μαύρα μαλλιά της χάιδεψαν την επιδερμίδα
του Χάρλαν κι ένας αναστεναγμός απόλαυσης ξέφυγε από τα χείλη του. Γύρισε την Τερέσα, βολεύτηκε
καλύτερα στα μαξιλάρια και την άφησε να συνεχίσει τη δουλειά της. Το άγγιγμα της γλώσσας της στα
γεννητικά του όργανα τον τρέλανε εντελώς. Ύστερα η Τερέσα κάθισε πάνω του και ο Χάρλαν την άφησε να
τον οδηγήσει στο καυτό κορμί της, απολαμβάνοντας το αισθησιακό λίκνισμα των γοφών της. Ο Χάρλαν
έκλεισε τα μάτια του και αφέθηκε να τον παρασύρει η ηδονή. Δυο σκέψεις γεννήθηκαν τότε ταυτόχρονα
στο μυαλό του. Πρώτον, ότι έκανε έρωτα με μια φλογερή πόρνη στο κρεβάτι της Ελμ, πράγμα που της άξιζε
και με το παραπάνω ύστερα από όλα τα προβλήματα που είχε προκαλέσει, και, δεύτερον, ότι αισθανόταν
υπέροχα δυνατός κάνοντας έρωτα σε με μια γυναίκα, ενώ ο Μπροκ, εν αγνοία του, πλήρωνε το λογαριασμό.
Ο συνδυασμός αυτών των δύο σκέψεων τον έκανε να τελειώσει σύντομα, σε μια έκρηξη ηδονής που τον
άφησε απίστευτα ικανοποιημένο.
Φίλε μου, η Τερέσα ήταν φανταστική ερωμένη. Η καλύτερη που είχε εδώ και πολύ καιρό. Κι ο Μπροκ
μάλλον δε θα την ικανοποιούσε για να κάνει έρωτα με τόσο πάθος, σκέφτηκε ο Χάρλαν αυτάρεσκα, όταν
λίγο αργότερα βρισκόταν ξαπλωμένος, με το κεφάλι της κοπέλας ακουμπισμένο στον ώμο του. Ο Μπροκ
μπορούσε να συνεχίσει να πιστεύει ότι κρατούσε εκείνος τα ηνία, ότι οι εισφορές για την προεκλογική του
εκστρατεία θα έκαναν τον Χάρλαν υποχείριό του, πρόθυμο να ικανοποιήσει κάθε του απαίτηση. Όμως
έκανε λάθος, σκέφτηκε ο Χάρλαν και χαμογέλασε. Μεγάλο λάθος. Ωστόσο, το να αφήνει τον Μπροκ στην
εγωιστική του ψευδαίσθηση, τουλάχιστον προς το παρόν, εξυπηρετούσε τους σκοπούς του. Όταν
επανεκλεγόταν και τα κεφάλαια άρχιζαν να συρρέουν, ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά. Ίσως και όχι,
σκέφτηκε ο Χάρλαν μελαγχολικά. Μέχρι να είναι απόλυτα σίγουρος για την πολιτική του ισχύ και για τη
δυνατότητά του να σταθεί μόνος του στα πόδια του, θα περιστοιχιζόταν πάντα από ανθρώπους σαν τον
Μπροκ. Στο κάτω κάτω τέτοιοι άνθρωποι αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι του περιβάλλοντος ενός
ανερχόμενου πολιτικού.
Ο Χάρλαν αναστέναξε. Ύστερα χασμουρήθηκε, χτύπησε μαλακά με την παλάμη του τους γλουτούς της
Τερέσα και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού.
«Ώρα να φύγεις, μωρό μου».
«Φύγεις;» Η κοπέλα συνοφρυώθηκε.
«Ναι, ξέρεις, άντε γεια, adios. Όμως όχι για πολύ. Θα σου τηλεφωνήσω στο κινητό σου». Ο Χάρλαν
έδειξε το κινητό της Τερέσα που μαζί με την τσάντα της ήταν ακουμπισμένο δίπλα στο κρεβάτι. «Sexο, muy
bueno», πρόσθεσε με τα ελάχιστα ισπανικά που γνώριζε και ύψωσε τα φρύδια του με νόημα.
Η Τερέσα γέλασε, τίναξε πίσω τα μακριά μαύρα μαλλιά της και ύστερα χαμογέλασε, αποκαλύπτοντας δυο
σειρές τέλεια, λευκά δόντια. «Muy bueno», συμφώνησε και ανασήκωσε προκλητικά τα στήθη της προς τον
Χάρλαν.
«Ω, όχι, γλυκιά μου, όχι άλλο σήμερα», είπε εκείνος. Κούνησε το κεφάλι του θλιμμένα και ύστερα
χαμογέλασε. «Maρana».
Η Τερέσα μούτρωσε δήθεν στενοχωρημένη, ένευσε ότι είχε καταλάβει και άφησε τον Χάρλαν να χαϊδέψει
τα στήθη της, χωρίς τα μάτια της να αφήσουν στιγμή τα δικά του. Εκείνος μπήκε για μια στιγμή στον
πειρασμό να της κάνει ξανά έρωτα, ύστερα όμως το σκέφτηκε καλύτερα. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι θα
αργούσε στο δείπνο της Ένωσης για τη Διατήρηση της Ιστορίας της Σαβάνα. Έσκυψε, τσίμπησε τις ρώγες
της Τερέσα και τις φίλησε προκλητικά. Ύστερα ίσιωσε το κορμί του, έκανε νόημα στην κοπέλα να ντυθεί
και πήγε στο μπάνιο.
Χμ, σκέφτηκε. Αν δεν του δημιουργούσε προβλήματα για άλλους λόγους, δε θα δυσκολευόταν καθόλου
να συνηθίσει την απουσία της Ελμ από το σπίτι.

Το επόμενο πρωί, όταν ξύπνησε η Ελμ, οι φωτεινές αχτίδες του ήλιου έμπαιναν από τις κουρτίνες και η
υπέροχη μυρωδιά των φρεσκοψημένων κρουασάν και του δυνατού ιταλικού καφέ ανέβαινε από την
τραπεζαρία. Τεντώθηκε και συνειδητοποίησε ότι εκείνο το πρωί κάτι ήταν διαφορετικό, κάτι που δεν
μπορούσε ακριβώς να προσδιορίσει. Τότε θυμήθηκε το προηγούμενο βράδυ και χαμογέλασε νυσταγμένα.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι και τράβηξε τις κουρτίνες. Το φως του ήλιου πλημμύρισε το δωμάτιο. Ένα
χτύπημα στην πόρτα έκανε την Ελμ να υψώσει το βλέμμα της.
«Εμπρός». Η Ελμ γύρισε, έστρωσε με τα δάχτυλά της τα ανακατεμένα μαλλιά της και χαμογέλασε στην
Τζοκόντα, που πρόβαλε στο άνοιγμα της πόρτας.
«Καλημέρα, bella. Πέρασες όμορφα χτες το βράδυ;» Η Τζοκόντα μπήκε στο δωμάτιο. Φορούσε ήδη την
κομψή της λευκή και μαύρη στολή του σκι, μάρκας Πράντα, κι ένα κόκκινο πουλόβερ. «Σήμερα θα πάω με
μια παρέα στον παγετώνα. Με ελικόπτερο. Θα λείπω όλη τη μέρα. Πες μου λοιπόν...» Η Τζοκόντα κάθισε
στην άκρη του κρεβατιού και κοίταξε κάποιο από τα νύχια της που χρειαζόταν λιμάρισμα, ενώ η Ελμ
φορούσε τη ρόμπα και της παντόφλες της. «Πώς ήταν το δείπνο χτες το βράδυ;»
«Υπέροχο».
Η Τζοκόντα τέντωσε με χάρη αιλουροειδούς τα μακριά μέλη της και ύστερα στήριξε σκεφτική το πιγούνι
στα χέρια της. Τα μάτια της έλαμψαν σκανταλιάρικα, μαύρα σαν ώριμες ελιές. Σιγογέλασε βραχνά. «Αυτό
είναι όλο; Απλά υπέροχο; Απ’ ό,τι άκουσα, γύρισες μάλλον αργά», είπε και ύψωσε με νόημα τα
φροντισμένα φρύδια της.
«Ο Ουμπέρτο», είπε η Ελμ βλοσυρά. «Βλέπω ότι άρχισε ξανά τα παλιά κόλπα του».
«Ανησυχούσε που ήσουν έξω τόσο αργά με έναν άγνωστο άντρα. Του είπα ότι ο Τζόνι δεν ήταν
άγνωστος, ότι τον ξέρεις είκοσι χρόνια. Αυτό τον έκανε να νιώσει κάπως καλύτερα».
«Ευχαριστώ. Μήπως θα ήθελες να μοιραστείς το μυστικό και με την υπόλοιπη τάξη;»
«Όχι, αλλά πριν φύγω θα ήθελα να μάθω τι συνέβη». Η Τζοκόντα ίσιωσε την πλάτη της, κοίταξε το
Σοπάρ ρολόι της –στολισμένο με διαμάντια – και κούνησε ανυπόμονα τα χέρια της.
«Τίποτα δε συνέβη».
«Τίποτα; Ούτε καν ένα μικρό φιλάκι;» Η Τζοκόντα κατέβασε τα χέρια της απογοητευμένη. «Madonna
mia, είχα καλύτερη γνώμη για τον Γκράνι».
«Τζο, μη γίνεσαι γελοία. Απολαύσαμε μια ήρεμη, πολιτισμένη βραδιά, αυτό είναι όλο. Σταμάτα να
προσπαθείς να παρουσιάσεις αυτό που έγινε σαν κάτι που δεν είναι». Η Ελμ έβαλε τα δυνατά της να
ακουστεί πειστική. Φυσικά, ήταν αλήθεια. Είχαν απολαύσει μια υπέροχη βραδιά. Όμως θα έλεγε ψέματα
στον εαυτό της αν αρνιόταν τον διακριτικό ερωτισμό που πλανιόταν στην ατμόσφαιρα.
«Θα τον ξαναδείς σήμερα;»
«Είπε ότι θα τηλεφωνήσει». Η Ελμ κοίταξε τη φίλη της σκεφτική. «Ίσως όμως να ήταν καλύτερα αν δεν
τον έβλεπα, Τζο. Δε μου χρειάζονται μπελάδες αυτή τη στιγμή. Έχω ήδη αρκετούς και δε σκόπευα να...»
«Α!» Η Τζοκόντα σηκώθηκε από το κρεβάτι και χαμογέλασε θριαμβευτικά. «Ώστε λοιπόν δε συνέβη
τίποτα, ξέρεις όμως πολύ καλά τι πρόκειται να συμβεί αν το επιτρέψεις, σωστά, cara;»
«Ειλικρινά, δεν ξέρω». Η Ελμ σήκωσε τα χέρια της απελπισμένη. «Είναι πολύ νωρίς για να σκέφτομαι
τέτοια πράγματα. Δεν μπορώ τουλάχιστον να πιω ένα φλιτζάνι καφέ;» ρώτησε. Όμως, ενώ κατέβαιναν τη
φαρδιά σκάλα προς την τραπεζαρία, η Ελμ ξαφνικά κοντοστάθηκε στο τελευταίο σκαλοπάτι. «Ξέρεις τι θα
έλεγε η θεία Φράνσις για όλα αυτά, έτσι δεν είναι;» ρώτησε.
«Όχι, πες μου».
«Ότι ο Τζόνι Γκράνι είναι φως φανάρι ότι θα μου προξενήσει προβλήματα κι ότι κανείς πρέπει πάντα να
αποφεύγει τα προβλήματα αν θέλει να μην κλαίει στο τέλος».
«Va bene, δε θα πω τίποτ’ άλλο». Η Τζο ανασήκωσε τους ώμους της, έστρεψε το βλέμμα της στο ταβάνι
και μουρμούρισε κάτι στα ιταλικά. Ύστερα οδήγησε την Ελμ στην τραπεζαρία και της γέμισε ένα μεγάλο
φλιτζάνι με καφέ και γάλα.
«Δεν είναι ότι δε μου αρέσει», συνέχισε η Ελμ. «Το αντίθετο. Τον βρίσκω... φανταστικό. Απλά, νομίζω
ότι θα έπρεπε να κρατήσω κάποιες αποστάσεις», είπε αφού ήπιε την πρώτη γουλιά καφέ, «προτού του
μπουν τίποτα ιδέες, ξέρεις...» πρόσθεσε και κοίταξε τη φίλη της με νόημα.
«Ξέρω ακριβώς τι εννοείς». Η Τζο πετάρισε τις μακριές βλεφαρίδες της και γέλασε. «Χαλάρωσε, Ελμ,
διακοπές κάνεις. Ήρθες εδώ να ξεσκάσεις, να ξεφύγεις από τον παρανοϊκό σύζυγό σου και να
διασκεδάσεις. Εκμεταλλεύσου την ευκαιρία για μια καινούρια αρχή. Το να φλερτάρεις λίγο δεν πρόκειται να
σε πειράξει. Μάλλον το αντίθετο. Τώρα, αντί να κοκκινίζεις σαν παρθένα της βικτοριανής εποχής, θα
έπρεπε να σκέφτεσαι πότε και πού θα τον παρασύρεις στο κρεβάτι».
«Τζο! Τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι!» αναφώνησε η Ελμ κι ακούμπησε με θόρυβο το
γαλαζοκίτρινο πορσελάνινο φλιτζάνι στο πιατάκι του. «Είμαστε απλά παλιοί συμμαθητές. Θέλω να πω, δε
με έχει καν φιλήσει».
«Ποιον προσπαθείς να κοροϊδέψεις, bella;»
«Εγώ...» Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Τα μάτια της Τζοκόντα γελούσαν και ξεχείλιζαν από
κατανόηση.
«Ελμ, εκμεταλλεύσου την ευκαιρία. Είσαι νέα, όμορφη, ελεύθερη –σχεδόν– και μου φαίνεται ότι είναι
καιρός να επανορθώσεις για όσα έχασες όσο καιρό φρόντιζες τον Χάρλαν Μακιαβέλι Μακμπράιντ. Ξέρεις
από άντρες τόσα όσα κι όταν τελείωσες το κολέγιο –και, Dio, δεν ήξερες πολλά», είπε η Τζοκόντα με
έντονο ύφος. «Εξάλλου βάζω στοίχημα ότι ο Χάρλαν ήταν τρομερά εγωιστής στο κρεβάτι».
«Τζο...» ψέλλισε η Ελμ. «Δε νομίζω ότι είναι σωστό να συζητάμε για τέτοια πράγματα στο πρωινό». Για
κάποιο λόγο, δεν της φαινόταν σωστό να κουτσομπολεύει το σύζυγό της, έστω κι αν δεν είχε πια θέση στη
ζωή της.
« Αλήθεια, cara; Και ποια ακριβώς νομίζεις ότι θα ήταν η κατάλληλη στιγμή;» ρώτησε η Τζοκόντα.
Κροτάλισε τα κόκκινα μακριά νύχια της στο τραπέζι και κοίταξε την Ελμ με μάτια που έλαμπαν από αγάπη.
«Ω, δεν ξέρω! Γιατί δεν πας να κάνεις σκι και να με αφήσεις ήσυχη;» διαμαρτυρήθηκε η Ελμ. «Ακόμα κι
αν ο Χάρλαν δεν ήταν ο πιο... συναρπαστικός εραστής του κόσμου –αν και όπως επισήμανες δεν είχα μέτρο
σύγκρισης–, πάντα τον έβρισκα... ικανοποιητικό». Ανασήκωσε τους ώμους της. «Το λάθος μπορεί να ήταν
και δικό μου, ξέρεις. Στο κάτω κάτω χρειάζονται δύο για να χορέψουν».
«Ω, όχι, μη!» Η Τζοκόντα σηκώθηκε και τίναξε τα μαλλιά της θυμωμένα. «Δε θα ρίξεις ξανά το φταίξιμο
στον εαυτό σου. Ξέχνα το, bella». Κούνησε αυστηρά το δάχτυλό της. «Όλα αυτά τα χρόνια σε άκουγα να
προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου ότι έφταιγες εσύ για όλα τα στραβά του γάμου σου. Δε μιλούσα, γιατί
δε μου έπεφτε λόγος. Όμως basta. Φτάνει πια. Ελμ, διαθέτεις πολύ περισσότερα κότσια. Δες κατάματα την
αλήθεια. Ο Χάρλαν σε χρησιμοποίησε, για την περιουσία σου, τη θέση του πατέρα σου και οτιδήποτε άλλο
θα μπορούσε να απομυζήσει από σένα».
«Έχεις δίκιο. Αν και θέλω να πιστεύω πως τουλάχιστον στην αρχή ανάμεσά μας υπήρχε... Μάλλον η λέξη
“αγάπη” είναι υπερβολική ύστερα από όσα συνέβησαν, όμως...» Η Ελμ έστρεψε το βλέμμα της αλλού μόλις
θυμήθηκε τα χρόνια που ανεχόταν την αρνητική κριτική του Χάρλαν και αμφισβητούσε τον εαυτό της.
«Έτσι κι αλλιώς, ο Τζόνι μάλλον θέλει απλά να περάσει ευχάριστα τον καιρό του», σχολίασε κι άρχισε να
παίζει νευρικά με την άκρη του τραπεζομάντιλου.
«Κι εσύ το ίδιο δε θέλεις; Είστε και οι δυο ενήλικοι. Πού είναι το κακό;»
Η Ελμ χαμογέλασε μελαγχολικά. «Πουθενά, υποθέτω. Απλά δεν είμαι τόσο περπατημένη όσο εσύ, Τζο.
Πρέπει να προσαρμοστώ. Μου φαίνεται κάπως... Δεν ξέρω». Η Ελμ ανασήκωσε ξανά τους ώμους της και
ήπιε άλλη μια γουλιά καφέ.
«Τέλος πάντων». Η Τζοκόντα κούνησε το κεφάλι της απογοητευμένη. «Πρέπει να φύγω». Στάθηκε στο
άνοιγμα της πόρτας κι έστειλε στην Ελμ ένα φιλί. «Μόνο μην καθυστερήσεις υπερβολικά να αποφασίσεις τι
θα κάνεις με τον υποκόμη Γκράνι. Είναι...» Η Τζο κοίταξε το ρολόι της. «Πω, πω, είναι κιόλας είκοσι δύο
Δεκεμβρίου και σε δυο βδομάδες τελειώνουν οι διακοπές. Αν ήμουν στη θέση σου, θα έπαιρνα γρήγορα την
απόφασή μου». Έκλεισε το μάτι στη φίλη της. «Και μην ξεχνάς, οι άντρες είναι καλοί μόνο για να
διασκεδάζεις. Απόλαυσέ το όσο κρατήσει. Όχι δεσμεύσεις, όχι όρκοι αιώνιας αγάπης, απλά καλή
διασκέδαση».
«Μιλάς λες και το μόνο που μου χρειάζεται είναι ένας όμορφος εραστής».
« Ειλικρινά, cara, πιστεύω ότι ένας όμορφος εραστής –κι απ’ ό,τι έχω μάθει ο Τζόνι Γκράνι τα
καταφέρνει εξαιρετικά καλά σ’ αυτό τον τομέα– είναι ακριβώς αυτό που σου χρειάζεται».
«Απ’ ό,τι έχεις μάθει;» ψέλλισε η Ελμ. Ξαφνικά αισθάνθηκε άβολα. Τα λόγια της φίλης της την έκαναν να
νιώσει φτηνή, ένα ακόμα τρόπαιο στην πλούσια συλλογή του Τζόνι.
«Ω, σταμάτα να είσαι συντηρητική».
«Μα είπες...»
«Niente, τίποτα για το οποίο θα πρέπει να ανησυχείς». Η Τζοκόντα κούνησε το χέρι της αδιάφορα. «Απλά
έτυχε να φτάσουν στ’ αυτιά μου μερικά κουτσομπολιά».
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε απέξω η κόρνα ενός αυτοκινήτου και η Τζοκόντα πήρε το άνοράκ της από
την πολυθρόνα. «Πρέπει να φύγω αν θέλω να προλάβω το ελικόπτερο. Γεια σου, bella, πιες άλλο έναν καφέ
και ηρέμησε. Και μην ξεχνάς^ δεν είσαι πια στη Σαβάνα. Δεν υπάρχει λόγος να κοιτάζεις πίσω σου και να
αναρωτιέσαι τι σκέφτεται ο κόσμος. Πρόκειται για τη ζωή σου. Ζήσε την. Chiao». Η Τζο κούνησε το χέρι
της στην Ελμ κι έφυγε.
Το τηλέφωνο χτύπησε τη στιγμή ακριβώς που η Τζοκόντα έκλεινε πίσω της την πόρτα. Η Ελμ άκουσε τον
Ουμπέρτο να απαντάει με τη βαθιά φωνή του. Η καρδιά της αναπήδησε στο στήθος της κι αναρωτήθηκε αν
στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ο Τζόνι.
Τριάντα δευτερόλεπτα αργότερα η απορία της είχε λυθεί. «Buon giorno, signora, το τηλεφώνημα είναι
για σας». Ο Ουμπέρτο έδωσε στην Ελμ το ασύρματο τηλέφωνο, υποκλίθηκε κι εξαφανίστηκε στην κουζίνα.
Η Ελμ κατάφερε να συγκρατήσει την ταραχή της, όχι όμως και το πλατύ χαμόγελο που σχηματίστηκε απ’
άκρη σ’ άκρη στο πρόσωπό της.

Ήταν το μεσημέρι, στην ηλιόλουστη βεράντα του Ζόνενχοφ –ενός υπέροχου σαλέ στην κορυφή πάνω από
το χωριό του Ζάανεν, με άνετο ξύλινο εσωτερικό, χαμηλά δοκάρια στην οροφή και φανταστική θέα–, που η
Ελμ συνειδητοποίησε πόσο υποκρίτρια ήταν το πρωί. Γιατί όση ώρα καθόταν απέναντι από τον Τζόνι
πίνοντας αργά το Κιρ Ρουαγιάλ της, της ήταν αδύνατο να χαλιναγωγήσει τη ζωηρή φαντασία της.
Φανταζόταν τους δυο τους, κατά προτίμηση κάπου ήσυχα και γυμνούς. Μια σκέψη υπέροχα σκανδαλιστική.
Ο Τζόνι είχε περάσει να την πάρει με το αυτοκίνητό του στις δέκα ακριβώς. Είχαν πάει στο Σένριντ κι
είχαν κατέβει αρκετές φορές το Χόρνεγκλι προτού καταλήξουν εξαντλημένοι στο Ζόνενχοφ. Η Ελμ
σκέφτηκε ότι είχαν γελάσει πολύ κι ένας μικρός αναστεναγμός ικανοποίησης ξέφυγε από τα χείλη της.
Μπορεί η συζήτησή τους να μην ήταν ιδιαίτερα βαθυστόχαστη –σίγουρα δεν είχαν μιλήσει για τη διεθνή
πολιτική, πράγμα που μετά τον Χάρλαν δεν την ενοχλούσε καθόλου–, όμως ήταν διασκεδαστική, ευχάριστη
και άνετη. Η συντροφιά του Τζόνι δεν την άγχωνε καθόλου. Δε χρειαζόταν να σκεφτεί τι θα έλεγε, ούτε
αναρωτιόταν αν τη θεωρούσε ανόητη, όπως της συνέβαινε τόσο συχνά με τους αλαζονικούς φίλους του
Χάρλαν από την Ουάσιγκτον και τους ψευτοδιανοούμενους που του άρεσε να έχει τριγύρω του για να
παπαγαλίζουν τις απόψεις του. Ανάμεσα σ’ εκείνη και στον Τζόνι όλα ήταν απλά και της θύμιζαν ποια ήταν
στην πραγματικότητα. Συνειδητοποίησε ότι η Τζο και η Μέρεντιθ είχαν δίκιο. Είχε αφοσιωθεί τόσο στο να
ικανοποιεί κάθε καπρίτσιο του Χάρλαν, που είχε χάσει την επαφή με τον εαυτό της.
Μόλις είχαν παραγγείλει, όταν η Ελμ είδε έναν άντρα κι έναν έφηβο να πλησιάζουν το τραπέζι τους. Ο
άντρας ήταν μέτριου αναστήματος, με ανοιχτά ξανθά μαλλιά στο χρώμα της άμμου, περίπου τριάντα πέντε
ετών και φανερά Αμερικανός. Η Ελμ συνειδητοποίησε ότι ο έφηβος δεν μπορούσε παρά να είναι ο γιος του
Τζόνι. Οι δυο τους έμοιαζαν τρομερά και η Ελμ σκέφτηκε με κάποια νοσταλγία ότι ο νεαρός ήταν ίδιος ο
πατέρας του είκοσι χρόνια νωρίτερα.
«Ελμ, να σου συστήσω τον αδερφό μου, τον Λίαμ, και το γιο μου, τον Νίκι».
«Γεια». Έσφιξαν τα χέρια.
«Σε πειράζει αν καθίσουν μαζί μας;» ρώτησε ο Τζόνι.
«Όχι φυσικά». Η Ελμ μετακινήθηκε στον γωνιακό πάγκο και χαμογέλασε φιλικά στον Νίκι, που την
κοίταξε καχύποπτα ενώ καθόταν. Ο Λίαμ κάθισε απέναντι από τον Τζόνι.
«Λοιπόν, είσαι από την Τζόρτζια;» ρώτησε ο Λίαμ.
«Από τη Σαβάνα».
«Όμορφη πόλη».
«Μπαμπά, μπορώ να παραγγείλω μια Κόκα Κόλα;»
«Φυσικά». Ο Τζόνι έκανε νόημα στη σερβιτόρα. «Υποθέτω ότι θα πάρετε τα συνηθισμένα, σωστά,
παιδιά;»
«Ναι». Ο Λίαμ έγειρε πίσω και χαμογέλασε. «Μόνο εδώ μπορείς να φας σωστή μπριζόλα σ’ ολόκληρη
την περιοχή. Εισάγουν το κρέας από την Αργεντινή. Αυτό είναι το πρόβλημα στην Ευρώπη, δεν μπορείς
να...»
«Κάνατε σκι με τον πατέρα μου;» ρώτησε ξαφνικά ο Νίκι την Ελμ.
«Ναι, στο Χόρνεγκλι».
«Θα πρέπει να είσαι καλή», είπε ο Νίκι απρόθυμα. «Ο μπαμπάς μου είναι καταπληκτικός σκιέρ».
«Κι εσύ;»
«Εγώ κάνω κυρίως σνόουμπορντ. Είμαι στην ομάδα του Λε Ροσέ».
«Το ίδιο κι ο πατέρας σου, αν θυμάμαι καλά. Στην ομάδα του σκι, εννοώ».
«Πήγαινες κι εσύ στο Λε Ροσέ;» Ο Νίκι κοίταξε την Ελμ με καινούριο σεβασμό. «Βάζω στοίχημα ότι έχει
περάσει αρκετός καιρός, ε;»
Ο Τζόνι κοίταξε στα μάτια την Ελμ και γέλασαν. «Πάντως εγώ δεν έχω την εντύπωση ότι έχουν περάσει
είκοσι χρόνια, τι λες κι εσύ;»
«Όχι, ούτε κι εγώ», συμφώνησε η Ελμ, αποφασισμένη να συμπεριλάβει τον Νίκι στη συζήτηση.
«Η μητέρα μου φοίτησε κι εκείνη στο Λε Ροσέ», είπε ο Νίκι και η Ελμ διέκρινε περηφάνια στον τόνο της
φωνής του.
«Το ξέρω. Τη θυμάμαι. Ήταν πολύ όμορφη και είχε εξαιρετικούς βαθμούς. Θυμάμαι ότι είχε κερδίσει το
θεατρικό βραβείο». Η Ελμ πρόσεξε το βλέμμα που αντάλλαξαν βιαστικά ο Τζόνι και ο Λίαμ. Κάτι δεν
πήγαινε καλά. Κάθε φορά που αναφερόταν η Μαρί Ανζ η ατμόσφαιρα φορτιζόταν από αμηχανία. Η Ελμ
διαισθανόταν την ένταση ανάμεσα στον Τζόνι και στο γιο του.
Ο Λίαμ κοίταξε το κινητό του και ύστερα την Ελμ με απολογητικό ύφος. «Θέλω απλά να ρίξω μια ματιά
στις τιμές των μετοχών. Δε βρήκα το χρόνο σήμερα το πρωί. Μ’ αυτές τις διακοπές τα πάντα έχουν πάει
πίσω».
«Θείε Λίαμ, άρχισε επιτέλους να ζεις», διαμαρτυρήθηκε ο Νίκι.
«Ο Νίκι έχει δίκιο», είπε ο Τζόνι. «Λίαμ, άσε επιτέλους αυτό το τηλέφωνο στο σπίτι κι άρχισε να
διασκεδάζεις. Ελμ, αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα σοβαρότατο οικογενειακό πρόβλημα».
Ο Τζόνι έσκυψε γελώντας προς την Ελμ. «Ο Λίαμ δεν έχει ποτέ χρόνο για οτιδήποτε εκτός από τη δουλειά.
Προσπαθούμε να τον πείσουμε –χωρίς επιτυχία, μπορώ να πω– να αρχίσει να διασκεδάζει».
Το φαγητό αποδείχτηκε ιδιαίτερα γευστικό και διασκεδαστικό. Η Ελμ απόλαυσε τη συζήτηση ανάμεσα
στα δυο αδέρφια. Οι διαφορές ανάμεσά τους της έκαναν μεγάλη, αν και ευχάριστη, εντύπωση. Ο ένας ήταν
μελαχρινός, Ιρλανδός και αριστοκράτης, ενώ ο άλλος δυναμικός, εργασιομανής Αμερικανός επιχειρηματίας.
Και ο Νίκι... Ήταν τόσο γλυκός, τόσο έξυπνος και τόσο μουτρωμένος –αντιπροσώπευε απόλυτα την άποψη
της Ελμ για το πώς θα έπρεπε να είναι ένας έφηβος.
Έφυγαν από το εστιατόριο έτοιμοι να ξαναπάνε για σκι, παρά το γεγονός ότι η Ελμ θα στοιχημάτιζε ότι
δε θα μπορούσαν καν να κουνηθούν αφού είχαν πιει δυο μπουκάλια από το εξαιρετικό τοπικό ελβετικό
κρασί, δύο Κιρ Ρουαγιάλ και είχαν φάει ο καθένας από μια τεράστια μπριζόλα ΰ l’ ardoisek. Ο Νίκι την
προκάλεσε να παραβγούν και προτού τελειώσει το απόγευμα είχαν γίνει φίλοι. Η Ελμ έβαλε τον Νίκι να της
υποσχεθεί ότι θα της δίδασκε κάποιες από τις κινήσεις του στο σνόουμπορντ προτού φύγει για την Αμερική.
Όταν ο Τζόνι την άφησε στο σαλέ της Τζοκόντα, αισθανόταν υπέροχα εξαντλημένη κι ήταν έτοιμη για ένα
ζεστό μπάνιο.
«Πέρασα φανταστικά, σ’ ευχαριστώ. Ο γιος και ο αδερφός σου είναι υπέροχοι».
«Τι θα κάνουμε απόψε;» Ο Τζόνι ακούμπησε στην πόρτα του αυτοκινήτου και κοίταξε την Ελμ
σκεφτικός.
«Λέω να μη βγω. Είμαι πολύ κουρασμένη και πρέπει να κάνω μερικά τηλεφωνήματα στην Αμερική»,
απάντησε εκείνη. Φυσικά, ήταν ανόητο να αρνείται την πρότασή του όταν λαχταρούσε τόσο να δεχτεί, αλλά
είχε ανάγκη να ηρεμήσει λίγο, να εκτιμήσει την κατάσταση και να σκεφτεί μέχρι πού σκόπευε να το φτάσει.
Και μια ήσυχη βραδιά ήταν ό,τι χρειαζόταν για να τα κάνει όλα αυτά.
«Είσαι σίγουρη ότι δεν μπορώ να σε πείσω; Αν δε θέλεις να αργήσεις, μπορούμε να πάμε στον
κινηματογράφο. Θα δω τι παίζει και θα σου τηλεφωνήσω». Στα χείλη του Τζόνι σχηματίστηκε ένα
σκανδαλιστικά πειστικό χαμόγελο.
«Τέλος πάντων, εγώ... Κοίτα, γιατί δεν ξεκουραζόμαστε και να τα ξαναπούμε σε λίγο;» πρότεινε η Ελμ.
Ήθελε όσο τίποτα να δεχτεί, όχι όμως και να ενδώσει υπερβολικά γρήγορα. Ω, ήταν όλα τόσο δύσκολα. Ο
Τζόνι την τραβούσε σαν μαγνήτης. Ποτέ δεν είχε νιώσει τόσο έντονη έλξη, τόσο ελκυστική και δυνατή. Αν
είχε διαβάσει κάτι τέτοιο σε κάποιο βιβλίο, θα το είχε θεωρήσει ανοησία.
Όμως δεν ήταν.
Άπλωσε το χέρι της να ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου. «Σ’ ευχαριστώ για την υπέροχη μέρα. Πέρασα
θαυμάσια. Ακόμα προσπαθώ να χωνέψω το φαγητό».
Ο Τζόνι κατέβηκε από το Ρέιντζ Ρόβερ, πήρε τα σκι της Ελμ από το πίσω μέρος κι έκανε το γύρο του
αυτοκινήτου για να τη βοηθήσει. Ύστερα τη συνόδευσε αργά μέχρι το σαλέ.
«Τότε, ίσως δειπνήσουμε αύριο μαζί», είπε μελαγχολικά. «Θα σου τηλεφωνήσω».
Ο Τζόνι είχε συνειδητοποιήσει ότι δεν είχε νόημα να επιμείνει, αν και είχε εκπλαγεί από το πόσο πολύ
ήθελε να πει το ναι η Ελμ. Η συντροφιά της αποδεικνυόταν εθιστική. Γιατί άραγε; Τι ήταν εκείνο το
στοιχείο επάνω της που έκανε την παρουσία της τόσο μεθυστική; Ίσως όμως να είχε δίκιο όταν έλεγε ότι θα
έπρεπε να κάνουν ένα βήμα τη φορά. Όσο περισσότερο την έβλεπε, τόσο πιο πολύ συνειδητοποιούσε ότι
την ήθελε. Κι όχι σαν μια συνηθισμένη κατάκτηση που θα απολάμβανε και ύστερα θα παρατούσε –κι ούτε
ήταν διατεθειμένος να αφήσει την Ελμ να τον παρατήσει εκείνη. Αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν
διαφορετικά. Υπήρχε μια υποβόσκουσα ένταση^ η Ελμ ήταν γλυκιά και διέθετε βάθος που τον έλκυε πολύ
πιο έντονα απ’ όσο είχε φανταστεί.
Δεν ήξερε με βεβαιότητα αν ήταν έτοιμος για μια τέτοια σχέση. Όχι, ήξερε ότι δεν ήταν έτοιμος. Ίσως μια
βραδιά στο σπίτι τον βοηθούσε να το επιβεβαιώσει.

Ο Τζόνι ύψωσε το βλέμμα του από τα έγγραφα που προσποιούνταν ότι διάβαζε στο γραφείο του. Στην
πραγματικότητα σκεφτόταν την Ελμ, προσπαθούσε ακόμα να καταλάβει γιατί κάτι τόσο απλό, όπως η
άρνησή της να δειπνήσει μαζί του, τον ενοχλούσε τόσο πολύ. Μπορεί να έφταιγε απλά το ότι για εκείνον
ήταν πρωτόγνωρη εμπειρία να του λένε όχι –αν και του ήταν ευχάριστο να ξέρει ότι υπήρχαν γυναίκες που
δεν έτρεχαν μόλις χτυπούσε τα δάχτυλά του. Από την άλλη, όμως, οι γυναίκες που γνώριζε συνήθως ήξεραν
τους κανόνες του παιχνιδιού και δεν έτρεφαν ψευδαισθήσεις για τις προθέσεις του. Καταλάβαιναν ότι
ανάμεσά τους δεν μπορούσε να υπάρχει παρά μια σύντομη περιπέτεια και τίποτα περισσότερο. Ωστόσο ο
Τζόνι υποπτευόταν ότι η Ελμ δεν έπαιζε τέτοια παιχνίδια.
Ένα χτύπημα στην πόρτα τον έκανε να σηκώσει το κεφάλι του.
Η πόρτα άνοιξε κι εμφανίστηκε το ξανθό κεφάλι του Λίαμ. «Μπορώ να μπω;»
«Ελεύθερα».
«Ευχαριστώ για το γεύμα», είπε ο Λίαμ και κοίταξε τον αδερφό του. «Ο Νίκι χαλάρωσε κάπως. Αυτή η
Ελμ Χάθαγουεϊ φαίνεται αρκετά καλή κοπέλα».
«Ναι, πράγματι», συμφώνησε ο Τζόνι και χαμογέλασε αδιάφορα.
Η έκφραση του Λίαμ σοβάρεψε ξαφνικά. «Οφείλω όμως να σου πω ότι στη θέση σου δε θα φλέρταρα
μαζί της».
«Τι πράγμα;» Ο Τζόνι ανακάθισε ξαφνιασμένος. Ο αδερφός του δεν ανακατευόταν ποτέ στα προσωπικά
του. «Και γιατί όχι;»
«Κατ’ αρχάς είναι παντρεμένη».
«Παίρνει διαζύγιο», αντέτεινε ο Τζόνι.
«Και...» –ο Λίαμ ακούμπησε στο πόμολο της πόρτας σαν να μην τον είχε ακούσει– «...θα σου πω και
κάτι ακόμα».
«Ακούω». Ο Τζόνι κοίταξε τον αδερφό του ψυχρά. Η Ελμ ήταν δική του υπόθεση.
«Ο πατέρας της είναι ο γερουσιαστής Χάθαγουεϊ από την Τζόρτζια. Αυτό σίγουρα θα το έχεις ήδη
καταλάβει».
«Όχι, δεν το συνδύασα».
«Είναι παλιός γνώριμος του μπαμπά».
«Το ξέρω αυτό».
«Συνειδητοποιείς λοιπόν ότι είναι πολύ συντηρητικός –η συνείδηση της Γερουσίας, κατά κάποιον τρόπο.
Αμφιβάλλω για το αν θα χαρεί μαθαίνοντας ότι η κόρη του που ετοιμάζεται να πάρει διαζύγιο κοιμάται μαζί
σου».
«Κοίτα, δε νομίζεις ότι προτρέχεις κάπως;» ρώτησε ο Τζόνι παγερά. Δεν επρόκειτο να «κοιμηθεί» με την
Ελμ, σωστά; Ακουγόταν τόσο προσβλητικό. «Η φιλία μου με την Ελμ είναι καθαρά πλατωνική και...»
«Φυσικά. Όμως για πόσο ακόμα; Δεν είμαι ανόητος, αδερφέ. Ξέρω πώς λειτουργείς. Η Ελμ είναι πολύ
όμορφη και δεν μπρόκειται να την αφήσεις να σου ξεφύγει. Και τυχαίνει να πιστεύω ότι της αρέσεις. Τέλος
πάντων, ήθελα απλά να σε προειδοποιήσω σαν αδερφός, τίποτα περισσότερο. Δε θα ήθελα να θυμώσει η
μαμά».
«Υπέροχα. Έχεις κι άλλα καλά μαντάτα;»
«Όχι». Ο Λίαμ αναστέναξε και γύρισε να φύγει. «Θα τα πούμε αργότερα».
Ο Λίαμ ήταν ιδανικός ως μάντης κακών, σκέφτηκε ο Τζόνι. Δε θα καθόταν να σκάσει για το γερουσιαστή
Χάθαγουεϊ –ούτε για το σύζυγο της Ελμ.
Έτριψε αφηρημένα το πιγούνι του. Δεν είχε νόημα να ξυριστεί αφού δε θα έβγαινε, αν και σκέφτηκε ότι
ήταν ανόητο να εξαρτά την έξοδό του από τα σχέδια της Ελμ, έτσι σηκώθηκε, πήγε στο μπάνιο και πήρε
ένα ξυράφι από το ντουλάπι.
Ένα ακόμα χτύπημα στην πόρτα έκανε τον Τζόνι να σταματήσει, τη στιγμή που η λεπίδα ετοιμαζόταν να
αγγίξει το καλυμμένο από αφρό μάγουλό του. Ύψωσε το βλέμμα του κι αντίκρισε το γιο του στον
καθρέφτη.
«Πώς πάει;» τον ρώτησε αδιάφορα.
Ο Νίκι ήταν απόμακρος τις τελευταίες μέρες. Ο Τζόνι ευχήθηκε ο γιος του να του ανοιγόταν κι
αναρωτήθηκε ξαφνικά αν είχε μπλέξει πουθενά. Όμως, όπως τον είχε συμβουλεύσει η Ελμ όταν είχε θίξει
το θέμα μετά το φαγητό, δε θα είχε νόημα να ρωτήσει. Ο γιος του απλά θα αρνιόταν να του απαντήσει για
μια ακόμα φορά. Πώς ακριβώς το είχε πει η Ελμ; Ο Νίκι θα του μιλούσε όταν θα ερχόταν η ώρα.
«Λοιπόν, πώς τα πας;» Ο Τζόνι κοίταξε ξανά το γιο του στον καθρέφτη, ενώ το ξυράφι γλιστρούσε ομαλά
στο μάγουλό του. Όταν σήκωσε τη λεπίδα, πρόσεξε ότι ο Νίκι χτυπούσε νευρικά με το πόδι του το πλάι της
μπανιέρας στην οποία καθόταν.
«Σε προβληματίζει τίποτα, γιε μου;»
«Κατά κάποιον τρόπο». Ο Νίκι ύψωσε το βλέμμα του για μια στιγμή. Η έκφρασή του ήταν ανήσυχη,
διστακτική. «Μπαμπά, πρέπει να σου μιλήσω. Κάτι συνέβη το βράδυ πριν να κλείσει το σχολείο για τις
διακοπές».
«Ακούω».
«Δε θα σου αρέσει».
Ο Τζόνι ξέπλυνε το πρόσωπό του, πήρε μια πετσέτα και στράφηκε προς το μέρος του γιου του. «Γιατί
δεν έρχεσαι μαζί μου στο δωμάτιο να μου τα πεις;»
«Εντάξει». Ο Νίκι ακολούθησε απρόθυμα τον πατέρα του στο υπνοδωμάτιο και κάθισε σε μια από τις
μεγάλες πολυθρόνες, ενώ ο Τζόνι έβαζε αφτερσέιβ. Δώσε του χρόνο, μην τον πιέζεις. Δώσε του μια
ευκαιρία.
«Εγώ... Μπαμπά, θα θυμώσεις πολύ».
«Περισσότερο απ’ όταν έστειλες το φίδι στη Λουσία;»
Ένα σκανταλιάρικο χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο του Νίκι και τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. «Πω,
πω, είχε θυμώσει τρομερά. Μακάρι να μπορούσες να τη δεις».
«Ευχαριστώ, δε θα πάρω. Χάρηκα ιδιαίτερα που ήμουν μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Τέλος
πάντων, τι πρόβλημα σε απασχολεί; Ό,τι κι αν είναι, θα προσπαθήσω να σε βοηθήσω να το λύσεις», είπε ο
Τζόνι ήρεμα και κάθισε απέναντι από το γιο του.
«Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορείς να βοηθήσεις^ κανένας δεν μπορεί», ξέσπασε ο Νίκι. Τα μάτια του –
που έμοιαζαν τόσο στα μάτια του Τζόνι– έλαμψαν ταραγμένα.
«Έλα, ηρέμησε. Στη ζωή δεν υπάρχει τίποτα που να μη διορθώνεται. Έλα τώρα», τον προέτρεψε ο Τζόνι
κι έσκυψε μπροστά. «Γιατί δε μου τα λες να ξαλαφρώσεις;»
«Μάλλον δεν έχω άλλη επιλογή. Έτσι κι αλλιώς θα σε ενημερώσουν», μουρμούρισε ο Νίκι κι έγειρε πίσω
στα μαξιλάρια συνοφρυωμένος. «Να, κάναμε ένα πάρτι. Ο Τζιμ Παντρόουν, ο Χαλ, ο Πίτερ κι εγώ».
«Συνέχισε».
«Εντάξει. Λοιπόν, είχαμε ένα σωρό ποτά. Ουίσκι, μπίρες. Ο Χαλ είχε φέρει ακόμα κι ένα μεγάλο
μπουκάλι σαγκρία».
«Χριστέ μου!» μουρμούρισε ο Τζόνι ρίχνοντας στο γιο του ένα βλέμμα γεμάτο κατανόηση. «Ελπίζω να
μην ήπιες. Η εμφιαλωμένη σαγκρία είναι απαίσια».
«Όχι, εγώ... Καλά, δε θύμωσες;» Ο Νίκι ύψωσε το βλέμμα του ξαφνιασμένος.
«Υποθέτω πως θα μου πεις ότι σας έκαναν τσακωτούς».
«Πώς το ξέρεις;» Ο Νίκι κοίταξε τον πατέρα του με δέος.
«Τα έχω κάνει κι εγώ αυτά».
«Αστειεύεσαι;» Τα μάτια του Νίκι είχαν ανοίξει διάπλατα από την έκπληξη. «Το είχε μάθει η γιαγιά;»
«Όχι, εδώ που τα λέμε», απάντησε ο Τζόνι και θυμήθηκε το περιστατικό.
«Πώς έγινε αυτό;»
«Έβαλα τον Λίαμ να με καλύψει».
«Και πώς το έκανε;»
«Δε θα έπρεπε να σου τα λέω αυτά», μουρμούρισε ο Τζόνι. Ένιωθε άβολα, αλλά του ήταν αδύνατο να
αντισταθεί στο βλέμμα του γιου του που είχε τόσο καιρό να αντικρίσει, στο γεγονός ότι τον κοιτούσε
θαρρείς και οι δυο τους ήταν συνένοχοι σε κάτι.
«Έλα τώρα, μπαμπά, πες μου».
«Εντάξει». Ο Τζόνι αναστέναξε και υποχώρησε απρόθυμα. «Όταν τηλεφώνησαν από το σχολείο, ο Λίαμ
είπε ότι δήθεν η γιαγιά σου έλειπε και παράστησε το θείο μου. Τα μπουρδούκλωσε έτσι όπως ξέρει εκείνος,
κι ακουγόταν πολύ σοβαρός και... ενήλικος. Και τον πίστεψαν. Υποθέτω ότι ακόμα του το χρωστάω».
«Πω, πω, φανταστικό. Όμως το πρόβλημα είναι ότι υπάρχουν κι άλλα, μπαμπά». Ο Νίκι έστρεψε ξανά το
βλέμμα του αλλού. «Είχαμε μαζί μας κορίτσια».
«Α». Ο Τζόνι προσπάθησε μάταια να συγκρατήσει το χαμόγελό του.
«Η Τρις είναι μια πολύ όμορφη κοπέλα. Τεξανή. Να, παίζαμε στριπ πόκερ κι έχασε. Τη στιγμή που
χόρευε... Ω μπαμπά, για να μη σου λέω πολλά, η Τρις χόρευε στην πίστα φορώντας μόνο τις μπότες της, ένα
τσόχινο καπέλο κι ένα μπικίνι όταν μπήκε ο κύριος Ρόουτς».
«Θέλεις να πεις πως όλα αυτά τα κάνατε στο χώρο του σχολείου;»
«Ε... ναι».
«Υπέροχα. Και τι έγινε μετά;» Ο Τζόνι ήθελε να γελάσει, αλλά αποφάσισε να το αφήσει γι’ αργότερα. Η
σκέψη ότι θα μοιραζόταν αυτή την ιστορία με την Ελμ ήταν για κάποιο λόγο πολύ δελεαστική. Μετά τον
ευγενικό τρόπο με τον οποίο είχε φερθεί στον Νίκι στο φαγητό, ήταν σίγουρος ότι θα το ευχαριστιόταν.
«Ο Ρόουτς έγινε έξαλλος. Ήμαστε στο γυμναστήριο. Θα ξέρεις το αμφιθέατρο που υπάρχει εκεί».
«Ναι».
«Οι υπόλοιποι ήμαστε κρυμμένοι και ο Ρόουτς δεν μπορούσε να μας δει. Έριξα στην Τρις μια αθλητική
φόρμα κι επειδή οι υπόλοιπες κοπέλες φώναζαν και τα είχαν χαμένα χωριστήκαμε. Το θέμα είναι ότι η Τρις
ήταν η μοναδική που έπιασε ο κύριος Ρόουτς».
«Κατάλαβα». Το χαμόγελο είχε χαθεί από τα χείλη του Τζόνι.
«Τηλεφώνησαν στον μπαμπά της. Είναι πολύ αυστηρός και η Τρις είχε κατατρομάξει. Είναι μοναχοπαίδι
και ο πατέρας της έχει την καλύτερη ιδέα γι’ αυτή».
«Υποθέτω ότι αυτό δεν ισχύει πια ύστερα απ’ ό,τι έγινε», μουρμούρισε ο Τζόνι κοφτά, χαρούμενος που
δεν είχε δεκαεξάχρονη κόρη. «Τι συνέβη μετά; Και γιατί δεν τηλεφώνησαν και σ’ εμένα;»
«Επειδή έλειπες και δεν μπορούσαν να σε βρουν κι έφυγαν όλοι για τις διακοπές». Ο Νίκι προέτεινε το
πιγούνι του επιθετικά. «Ο Τζιμ, ο Χαλ, ο Πίτερ κι εγώ πήγαμε στο διευθυντή. Του είπαμε ότι εμείς ήμαστε
μαζί με την Τρις κι ότι αν σκόπευε να τη διώξει καλά θα έκανε να διώξει κι εμάς».
«Κατάλαβα». Ο Τζόνι κοίταξε το γιο του με πρωτόφαντο σεβασμό.
«Και δε με νοιάζει αν θα με τιμωρήσεις. Και πάλι το ίδιο θα έκανα. Η Τρις είναι σπουδαίο παιδί. Δεν
ήταν δίκαιο να αναλάβει εκείνη όλη την ευθύνη. Λυπάμαι αν σε απογοήτευσα, μπαμπά. Δεν ήθελα να
συμβεί αυτό, αλλά δεν μπορούσα να την αφήσω να τιμωρηθεί μόνη της».
Ο Τζόνι κατάλαβε ότι ο γιος του είχε αρχίσει να χάνει την ψυχραιμία του. Έσκυψε μπροστά και του
έσφιξε το γόνατο. «Δεν έχω θυμώσει. Είμαι περήφανος για τον τρόπο που φέρθηκες. Όρθωσες το ανάστημά
σου σαν άντρας. Μπορεί να θυμώνω μαζί σου για άλλα πράγματα, ποτέ όμως επειδή έκανες το σωστό».
«Μα τι θα γίνει με το σχολείο; Ακόμα δεν έχουν αποφασίσει αν θα μας αποβάλουν ή αν θα μας διώξουν».
Ο Τζόνι σηκώθηκε κι άναψε το πορτατίφ, ενώ ο γιος του τον παρακολουθούσε ανήσυχος. Ο Τζόνι δε
βιαζόταν. Τα λιγοστά λόγια που επρόκειτο να πει θα ήταν πολύ σημαντικά στην προσπάθειά του να
γεφυρώσει το χάσμα που τον τελευταίο καιρό μεγάλωνε ανάμεσα στους δυο τους.
«Νίκι», είπε προσεκτικά. Γύρισε και κοίταξε το γιο του στα μάτια. «Έκανες κάτι άσχημο. Ταυτόχρονα
όμως ομολόγησες την ενοχή σου και στάθηκες στο πλευρό της φίλης σου όταν σε χρειαζόταν. Αυτό λέει
πολλά για το ποιος είσαι. Είμαι πολύ χαρούμενος που βλέπω ότι γίνεσαι ένας άντρας με σωστές αρχές.
Έκανες αυτό που έχουμε κάνει όλοι κάποια στιγμή στη ζωή μας, αλλά ήσουν αρκετά ανόητος και το έκανες
σε σχολικό χώρο με αποτέλεσμα να σε τσακώσουν. Αυτό έχει και κάποιο τίμημα. Φυσικά, δε σε ενθαρρύνω
να ξαναρχίσεις τις ανοησίες, στοιχηματίζω όμως ότι ο διευθυντής σου θα χάρηκε διαπιστώνοντας ότι σας
κάνει σωστούς ανθρώπους».
«Εννοείς ότι πιστεύεις πως θα μας ξαναδεχτεί στο σχολείο;»
«Δεν έχω ιδέα. Αυτή η απόφαση είναι δική του».
«Μπαμπά, θα μπορούσες να προσπαθήσεις να τον πείσεις;» Ο Νίκι έσκυψε μπροστά και δάγκωσε το
δάχτυλό του. «Ίσως καταφέρεις να τον πείσεις να ξαναδεχτεί και την Τρις. Μπορεί έτσι να μαλακώσει ο
πατέρας της».
«Θα τηλεφωνήσω και θα δω τι μπορώ να κάνω. Παράξενο που δε βρήκα κανένα μήνυμα στον
τηλεφωνητή μου. Ή μήπως δεν τους έδωσες τον αριθμό του κινητού μου;» ρώτησε ο Τζόνι διερευνητικά και
συνέχισε, χωρίς να περιμένει απάντηση. «Ελπίζω η Τρις να σταματήσει να βγάζει τα ρούχα της όταν θα
επιστρέψει», είπε με σοβαρό ύφος.
«Πω, πω! Ευχαριστώ, μπαμπά. Νόμιζα ότι θα γινόσουν έξαλλος μαζί μου».
«Γιατί; Επειδή έκανες τα ίδια που είχα κάνει κι εγώ;» Ο Τζόνι έσκυψε μπροστά και ανακάτεψε τα μαλλιά
του Νίκι, όπως συνήθιζε όταν ήταν μικρός. «Όλοι κάνουμε λάθη. Το θέμα είναι να μαθαίνουμε από αυτά».
«Μάλλον έχεις δίκιο». Ο Νίκι σηκώθηκε και κοίταξε τον πατέρα του σκεφτικός. Τα μάτια του έλαμπαν
από συγκίνηση.
Ο Τζόνι σηκώθηκε κι εκείνος και, ανίκανος να αντισταθεί, πέρασε το μπράτσο του γύρω από τον ώμο
του Νίκι και τον αγκάλιασε σφιχτά. «Νίκι, σ’ αγαπώ. Αυτό μην το ξεχάσεις ποτέ».
«Κι εγώ σ’ αγαπώ, μπαμπά», είπε ο Νίκι κι αγκάλιασε κι εκείνος τον πατέρα του.

Παρά το ότι η Μέρεντιθ ήταν τριάντα τεσσάρων ετών, παντρεμένη με δύο παιδιά, απόφοιτος της Νομικής
Σχολής του Γέιλ και επιτυχημένη δικηγόρος, πάντα ένιωθε σαν να ήταν δέκα ετών κάθε φορά που
επρόκειτο να μιλήσει στον Τζορτζ Χάθαγουεϊ. Όταν της είχε τηλεφωνήσει και της είχε ζητήσει να
συναντηθούν και να μιλήσουν για την Ελμ, η Μέρεντιθ αμέσως είχε καταλάβει ενστικτωδώς ότι θα
βρισκόταν σε μειονεκτική θέση και είχε προσπαθήσει να αποκαταστήσει τις ισορροπίες κανονίζοντας να
γίνει η συνάντηση στο δικό της γήπεδο.
Όχι πως είχε κερδίσει πολλά.
Τώρα, καθισμένη στο γραφείο της, απέναντι από το θείο Τζορτζ, αναρωτιόταν τι τον έκανε τόσο
τρομακτικό. Ήταν ευγενικός, με αβρούς τρόπους, ένας από τους παλιότερους φίλους του πατέρα της, και
τον αγαπούσε πολύ. Όπως αγαπούσε και την Ελμ. Και, όπως υπενθύμισε στον εαυτό της, εκείνη τη στιγμή
εκπροσωπούσε τα συμφέροντα της Ελμ, όχι του Τζορτζ Χάθαγουεϊ.
«Θείε Τζορτζ, στενοχωριέμαι όσο κι εσύ για την Ελμ και τον Χάρλαν», είπε ψέματα η Μέρεντιθ,
γνωρίζοντας ότι η Ελμ ανάσαινε για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια. «Όμως η Ελμ με προσέλαβε ως
δικηγόρο της και υπό αυτή την ιδιότητα θα πρέπει να συμμορφωθώ με τις επιθυμίες της». Η Μέρεντιθ
προσπάθησε να δώσει στη φωνή της επαγγελματικό τόνο κι ευχήθηκε τα γυαλιά που είχε στερεωμένα στην
άκρη της μύτης της και ο γαλλικός κότσος στον οποίο είχε πιασμένα τα καστανά μαλλιά της να της έδιναν
εμφάνιση αυστηρής δικηγόρου. Είχε φτάσει ακόμα και στο σημείο να φορέσει ένα γκρίζο ταγέρ, που
ενίσχυε την επαγγελματική της εικόνα.
«Μέρι Μπελ, ξέρω ότι έχεις δίκιο», είπε ο γερουσιαστής, χρησιμοποιώντας το παρατσούκλι της Μέρεντιθ
από τα παιδικά της χρόνια. «Όμως μερικές φορές δε γίνεται ν’ ακολουθούμε τους κανόνες κατά γράμμα, δε
συμφωνείς; Πίστεψέ με, ξέρω για τι μιλάω. Κάποιες φορές είναι δύσκολο. Άλλες, νιώθουμε ενοχές. Τελικά
όμως καταλαβαίνουμε ότι αυτό που κάναμε ήταν για το καλό του Θεού και της πατρίδας. Κι αυτή εδώ είναι
τέτοια περίπτωση».
«Του Θεού και της πατρίδας; Δεν καταλαβαίνω πώς...»
«Έλα τώρα, Μέρι. Θυμάσαι όταν εσύ και η Ελμ ήσαστε μικρές κι εκείνο το κακόμοιρο ανάπηρο παιδί, ο
μικρός Τζο Φάρελ, συμμετείχε σ’ εκείνο τον αγώνα που έπρεπε να παραβγείτε στο τρέξιμο ισορροπώντας
ένα αβγό στην άκρη ενός κουταλιού; Ο Τζο συμμετείχε, παρά το ότι εξαιτίας της αναπηρίας του θα ήταν
αδύνατο να νικήσει».
«Ε... το θυμάμαι». Η Μέρεντιθ προσπάθησε να μαντέψει πού ήθελε να καταλήξει ο γερουσιαστής και
αναρωτήθηκε αν πίσω από την αιφνίδια επίσκεψή του κρυβόταν ο Χάρλαν. Αναστέναξε από μέσα της. Τα
πράγματα δε θα ήταν εύκολα.
«Ο Τζο δε θα μπορούσε ποτέ να κερδίσει εκείνο τον αγώνα. Όμως η νίκη σήμαινε τόσο πολλά για
εκείνον. Και τι κάνατε όλοι σας;» Τα γκρίζα μάτια του γερουσιαστή χαμογέλασαν όταν θυμήθηκε τη σκηνή.
«Ρίξατε όλοι τα αβγά σας. Ένας από σας έπεσε, ένας άλλος παραπάτησε, και ο Χαλ Ρέιμπερν άρχισε
μυστηριωδώς να κουτσαίνει. Ο Τζο έβαλε τα δυνατά του και κέρδισε τον αγώνα. Και ξέρεις πόσα σήμαινε
αυτό για τον φτωχό Τζο; Για τους γονείς του;» Τα μάτια του γερουσιαστή είχαν βουρκώσει. «Περισσότερα
απ’ όσα θα καταλάβεις ποτέ. Πιθανότατα, του χάρισε αρκετή αυτοπεποίθηση για όλη την υπόλοιπη ζωή
του».
«Το θυμάμαι. Ειλικρινά, όμως, δε βλέπω τι σχέση έχει αυτό με το διαζύγιο της Ελμ». Η Μέρεντιθ
ανακάθισε, κοίταξε το γερουσιαστή στα μάτια και ύστερα έστρεψε το βλέμμα της αλλού. Μέρεντιθ,
διατήρησε το επαγγελματικό σου ύφος.
«Απλά ότι κάποιες φορές κάτι που φαίνεται αναπόφευκτο δεν πρέπει απαραίτητα και να είναι. Αν
μπορέσουμε να καθυστερήσουμε λίγο τα πράγματα, εκείνοι που τους αξίζει να νικήσουν θα βρουν έναν
τρόπο. Και στον Χάρλαν και την Ελμ αξίζει αυτή η ευκαιρία, Μέρι Μπελ. Το μόνο που ζητάω είναι να μην
υποβάλεις την αίτηση διαζυγίου μέχρι να περάσουν οι γιορτές. Η Ελμ δεν είναι καλά», συνέχισε ο
γερουσιαστής χαμηλώνοντας την ένταση της φωνής του. «Ακόμα δεν ξέρουμε τι συμβαίνει. Μάλλον δεν
πρόκειται για κάτι σοβαρό –ο γιατρός λέει ότι είναι απλά μια νευρική αντίδραση–, όμως η Ελμ έχει ανάγκη
από χρόνο, χρόνο να συνειδητοποιήσει ότι δεν είναι σωστό να το σκάει και να αποφεύγει να κάνει το
καθήκον της».
«Μα έδωσα το λόγο μου, θείε Τζορτζ. Έχω έτοιμα τα χαρτιά. Δεν μπορώ να πω ψέματα στην Ελμ».
«Δε σου ζητάω να πεις ψέματα, απλά να καθυστερήσεις λίγο», συνέχισε ο γερουσιαστής υπομονετικά,
κάνοντας τη Μέρεντιθ για μια ακόμα φορά να νιώσει σαν μικρό παιδί. «Μέρι, ας φανούμε λογικοί κι ας
δώσουμε στην Ελμ το χρόνο να συνέλθει, στον Χάρλαν το χρόνο να την ξανακερδίσει». Άπλωσε το χέρι του
πάνω από το γραφείο και χάιδεψε πατρικά την παλάμη της Μέρεντιθ. «Η Ελμ είναι αναστατωμένη. Μπορεί
ο Χάρλαν να έκανε ένα μικρό λάθος κι εκείνη να το πήρε στραβά εξαιτίας της αδιαθεσίας της. Δεν
πρόκειται για κάτι σοβαρό. Είμαι σίγουρος ότι κι εσύ με τον Τομ θα έχετε κάποιες διενέξεις. Τα
περισσότερα ζευγάρια έχουν». Ο γερουσιαστής συνοφρυώθηκε. «Το θέμα είναι ότι, αν υποβάλεις την
αίτηση διαζυγίου, το πράγμα θα πάρει διαφορετική τροπή και θα είναι πολύ πιο δύσκολο να διορθωθεί».
Η Μέρεντιθ όφειλε να παραδεχτεί πως τουλάχιστον αυτό ήταν αλήθεια. Επιπλέον, όπως ακριβώς και ο
θείος Τζορτζ, δεν ήταν απόλυτα σίγουρη ότι η Ελμ είχε σκεφτεί καλά αυτό που είχε κάνει. Η απόφασή της
να υποβάλει αίτηση διαζυγίου ήταν πολύ βιαστική. Παρ’ όλα αυτά... «Δεν ξέρω, ειλικρινά», ψέλλισε, ενώ
αναρωτιόταν τι έπρεπε να κάνει.
«Από τη στιγμή που θα υποβληθεί η αίτηση, δε θα υπάρχει γυρισμός», επέμεινε ο γερουσιαστής. «Θα
μαθευτεί. Ο κόσμος θα αρχίσει να κουτσομπολεύει. Θα μπουν στη μέση η περηφάνια και οι προσωπικές
απόψεις του καθενός. Τουλάχιστον εμείς οι δύο ας τους δώσουμε μια ευκαιρία να λύσουν μόνοι τους αυτό
το μικρό πρόβλημα».
«Μα πώς θα γίνει αυτό αφού η Ελμ είναι στην Ελβετία;»
«Το έχω σκεφτεί. Σκοπεύω να προτείνω στον Χάρλαν να κάνει ένα ταξίδι μέχρι εκεί στην αρχή του
χρόνου». Ο γερουσιαστής έκλεισε το μάτι στη Μέρεντιθ. «Και στοιχηματίζω ότι τα δυο πιτσουνάκια θα
μπουν στο αεροπλάνο και θα επιστρέψουν μαζί, σαν να μην έχει συμβεί τίποτα».
Η Μέρεντιθ ξεφύσηξε ανήσυχη και μέτρησε καλά τα λόγια της. «Θείε Τζορτζ, θα ήταν επαγγελματικά
ανήθικο εκ μέρους μου να τα κρύψω όλα αυτά από την Ελμ. Ήταν απόλυτη στην επιθυμία της να υποβληθεί
η αίτηση διαζυγίου. Όσο για το αν θα την ξανακερδίσει ο Χάρλαν, όπως το έθεσες, δεν ξέρω κατά πόσο
είναι εφικτό». Η Μέρεντιθ κούνησε δύσπιστα το κεφάλι της. Δεν είχε καμιά διάθεση να πει στο
γερουσιαστή ότι ουσιαστικά ο γάμος του Χάρλαν και της Ελμ είχε τελειώσει δέκα χρόνια νωρίτερα. Ήξερε
ότι ο Τζορτζ Χάθαγουεϊ είχε μείνει πιστός στη νεκρή σύζυγό του για περισσότερα από τριάντα ολόκληρα
χρόνια. Έτσι κι αλλιώς μάλλον δε θα καταλάβαινε.
«Έχεις απόλυτο δίκιο, Μέρι Μπελ, και σε σέβομαι γι’ αυτό».
Ω, να πάρει! Η Μέρεντιθ ήξερε πια ότι την είχε πατήσει για τα καλά. Όταν ο γερουσιαστής επιστράτευε
αυτή την τακτική, δεν υπήρχε καμία διέξοδος.
«Όμως, καλή μου, τι επίπτωση θα είχαν μερικές μέρες στην πορεία του διαζυγίου;»
«Όχι ιδιαίτερη», παραδέχτηκε η Μέρεντιθ απρόθυμα. Οι διακοπές πλησίαζαν κι έτσι κι αλλιώς τα
δικαστήρια θα έμεναν κλειστά μέχρι τον καινούριο χρόνο.
«Κι όμως αυτές οι λίγες μέρες θα μπορούσαν να αλλάξουν τη ζωή της Ελμ και του Χάρλαν, δε
συμφωνείς; Γι’ αυτό, νεαρή μου, απευθύνομαι σ’ εσένα όχι ως δικηγόρο της Ελμ –και σ’ αυτό έκανε
εξαιρετική επιλογή–, αλλά ως παλιά και αγαπημένη φίλη της και σου ζητάω να ξεπεράσεις την έμφυτη
κλίση σου να ακολουθείς κατά γράμμα τους κανόνες –πράγμα σωστό– και να λάβεις υπόψη σου την
καρδιές και τη ζωή όλων των εμπλεκόμενων μερών».
«Μάλιστα, γερουσιαστά».
«Μη μου λες εμένα “μάλιστα γερουσιαστά”, νεαρή Μέρι». Ο Τζορτζ Χάθαγουεϊ χαμογέλασε και χάιδεψε
ξανά την παλάμη της Μέρεντιθ. «Είσαι καλό κορίτσι, Μέρι Μπελ, και ξέρω ότι καταλαβαινόμαστε. Δε θα
σπαταλήσω άλλο από το χρόνο σου», πρόσθεσε και ετοιμάστηκε να σηκωθεί. «Εκτιμώ το ότι δέχτηκες να
με συναντήσεις τόσο ξαφνικά». Ο γερουσιαστής σηκώθηκε.
Η Μέρεντιθ τον μιμήθηκε. «Μα, θείε Τζορτζ...»
«Ναι;» Ο γερουσιαστής την κοίταξε. Ήταν πανύψηλος, το παπιγιόν του ήταν άψογα δεμένο, τα λευκά
μαλλιά του τέλεια χτενισμένα, το χαμόγελό του μεγαλοπρεπές. Ήταν η προσωποποίηση του τζέντλεμαν του
Νότου. Η Μέρεντιθ συνειδητοποίησε ότι για εκείνη το παιχνίδι ήταν χαμένο από την αρχή κι ένας
αναστεναγμός ξέφυγε από τα χείλη της. Ίσως όμως ο γερουσιαστής να είχε δίκιο και μερικές μέρες να
έκαναν τη διαφορά. Και τι θα γινόταν αν ο Χάρλαν και η Ελμ τα ξανάβρισκαν ξαφνικά; Κανείς δεν ξέρει
ποτέ τι μπορεί να συμβεί σε ένα γάμο. Εκείνη τη στιγμή η Μέρεντιθ ένιωσε χάλια.
«Εντάξει». Αναστέναξε βαθιά και πάλι. «Θα περιμένω μέχρι να ξανανοίξει το δικαστήριο. Όμως δεν
μπορώ να το τραβήξω περισσότερο».
«Όχι φυσικά. Δε θα μου περνούσε ποτέ από το μυαλό να σου ζητήσω κάτι τέτοιο», διαμαρτυρήθηκε ο
γερουσιαστής. Χαμογέλασε καλοκάγαθα και κράτησε το χέρι της Μέρεντιθ ανάμεσα στα δικά του. «Σήμερα
έκανες μια πολύ καλή πράξη, Μέρεντιθ Χάντερ. Είμαι περήφανος για σένα».Έσφιξε το χέρι της Μέρεντιθ
και συνέχισε να το κρατάει, ενώ εκείνη τον οδηγούσε προς την πόρτα. «Και πώς είναι τα δυο διαβολάκια
σου;» ρώτησε.
«Μια χαρά. Με κρατάνε σε εγρήγορση, όπως συνήθως». Η Μέρεντιθ στάθηκε στις μύτες των ποδιών της
και φίλησε το γερουσιαστή στο μάγουλο. Η μυρωδιά της κολόνιας του ξύπνησε τις αναμνήσεις της^ ήταν η
ίδια που θυμόταν από τότε που ήταν παιδί. Ο γερουσιαστής τής γεννούσε μια αίσθηση μονιμότητας και
σιγουριάς στην οποία δεν μπορούσε να αντισταθεί. Ήταν στ’ αλήθεια τζέντλεμαν της παλιάς σχολής, από
εκείνους πάνω στους οποίους είχε θεμελιωθεί ο μύθος του Νότου. Και πάντα πετύχαινε τους στόχους του
με τη βοήθεια της διακριτικής, ανυποχώρητης γοητείας του, σκέφτηκε η Μέρεντιθ ενώ τον αποχαιρετούσε
τη στιγμή που εκείνος γυρνούσε να μιλήσει στον Ρος Ρόλινς. Η Μέρεντιθ κοίταξε την Άλι στο γραφείο της,
της είπε ότι σκόπευε να φύγει νωρίς για να τελειώσει τα χριστουγεννιάτικα ψώνια της και ύστερα έκλεισε
την πόρτα πίσω της.
Η Μέρεντιθ κάθισε ξανά στο γραφείο της από ξύλο τικ κι αναρωτήθηκε αν έπρεπε να τηλεφωνήσει στην
Ελμ και να την ενημερώσει για την καθυστέρηση, ή απλά να αφήσει τα πράγματα όπως είχαν. Έτσι κι
αλλιώς, κατά τα φαινόμενα ο Χάρλαν θα βρισκόταν σύντομα στο Γκστάαντ.
Για μια στιγμή αναρωτήθηκε αν η Ελμ είχε δίκιο που είχε φύγει τόσο ξαφνικά. Ύστερα χτύπησε την
παλάμη της στο γραφείο και μουρμούρισε κάτι μέσ’ από τα δόντια της. Στο κάτω κάτω δική της ήταν η ζωή
και την είχε χαρεί ελάχιστα, παγιδευμένη ανάμεσα στο θείο Τζορτζ και στον Χάρλαν, που την κατηύθυναν
ανάλογα με τους σκοπούς τους. Η Ελμ είχε κάθε δικαίωμα να ζήσει και λίγο. Με λίγη τύχη θα έβρισκε
κάποιον άντρα και θα περνούσε καλά. Να πληρώσει με το ίδιο νόμισμα τον Χάρλαν αφού ξενοκοιμόταν με
την Τζένιφερ και ποιος ξέρει με πόσες άλλες.
Ωστόσο, ίσως ο θείος Τζορτζ να είχε δίκιο. Ίσως η Ελμ να είχε ανάγκη απλά από λίγο χρόνο για να
συνέλθει. Ποιος μπορούσε να ξέρει; Ίσως αυτό που είχε συμβεί να ταρακουνούσε τον Χάρλαν και να άρχιζε
να συμπεριφέρεται σωστά. Μα την αλήθεια, χαιρόταν πολύ που ο Τομ δεν ήταν μπλεγμένος με την
πολιτική, ούτε γυναικάς.
Η Μέρεντιθ αναστέναξε, πίεσε το κουμπί της ενδοεπικοινωνίας και φώναξε τη γραμματέα της. Ώρα να
κάνει και λίγη δουλειά.

10
«Κι εγώ σ’ αγαπώ». Η Ελμ κατέβασε το ακουστικό και αναστέναξε. Ο πατέρας της δυσκολευόταν να
καταλάβει τις πράξεις της. Η απογοήτευσή του ήταν έκδηλη από την άλλη άκρη της γραμμής.
Ευτυχώς που είχε αποφασίσει να ταξιδέψει στο Γκστάαντ. Αν ήταν στο σπίτι της, η αποφασιστικότητά της
θα γινόταν χίλια κομμάτια μπροστά στη δυσαρέσκεια του πατέρα της. Ο γερουσιαστής είχε έναν τρόπο να
την κάνει να νιώθει τόσο ασήμαντη, τόσο ένοχη και άχρηστη, λες και ό,τι έκανε δεν ήταν παρά οι πράξεις
ενός κακομαθημένου παιδιού που ήθελε να φέρει σε δύσκολη θέση τους άλλους. Ο πατέρας της δεν είχε
χρησιμοποιήσει βέβαια αυτά τα λόγια, όμως εκείνη είχε καταλάβει ότι αυτό σήμαιναν οι μεγάλες παύσεις
του.
«Ουφ!» Μια κραυγή απογοήτευσης ξέφυγε από τα χείλη της Ελμ και σηκώθηκε, θυμωμένη με τον εαυτό
της. Τι νόημα είχε η παραμονή της στο Γκστάαντ αν επέτρεπε στον εαυτό της να βυθίζεται στην ίδια
αβεβαιότητα που ήταν αποφασισμένη να αφήσει πίσω της;
Είχε βραδιάσει από τη στιγμή που είχε αρχίσει να τηλεφωνεί, πρώτα στη Μέρεντιθ και μετά στον πατέρα
της. Σηκώθηκε από τη βαθιά αναπαυτική πολυθρόνα του υπέροχου καθιστικού της, άναψε τα πορτατίφ και
κοίταξε το ρολόι. Ήταν σχεδόν έξι. Ο Τζόνι είχε πει ότι θα τηλεφωνούσε, όμως δεν το είχε κάνει. Η Ελμ
ανασήκωσε τους ώμους της, αγνόησε τη μικρή τσιμπιά απογοήτευσης και πήγε στο υπνοδωμάτιο. Όπως
ήταν φυσικό, ο Τζόνι θα είχε κι άλλες υποχρεώσεις^ εξάλλου, όπως υπενθύμισε στον εαυτό της, εκείνη είχε
αρνηθεί την πρόσκλησή του.
Δυο ώρες αργότερα, όταν η Τζοκόντα είχε βγει πια για δείπνο, η Ελμ είχε πείσει τον εαυτό της ότι το να
περάσει μια βραδιά φορώντας μια άνετη φόρμα, ξυπόλυτη, καθισμένη βολικά μπροστά στο τζάκι του
υπέροχου επάνω καθιστικού ήταν ακριβώς αυτό που της χρειαζόταν. Γέμισε ένα ποτήρι με λευκό κρασί,
πήρε το βιβλίο που διάβαζε και βολεύτηκε στα βελούδινα μαξιλάρια με τη γούνα που βρίσκονταν στον
άνετο καναπέ, προσπαθώντας να μην αναρωτιέται τι έκανε ο Τζόνι.
Πρόσεξε ότι η Τζοκόντα είχε κουρτίνες με μπορντούρα από γούνα μινκ. Αν της τις περιέγραφε κάποιος
προτού τις δει, θα είχε σκεφτεί ότι θα ήταν το αποκορύφωμα της κακογουστιάς. Ωστόσο, βλέποντας τις
βαθυπράσινες κουρτίνες με την μπορντούρα από γούνα στο χρώμα του μελιού, όφειλε να παραδεχτεί ότι
ήταν υπέροχες. Αρχοντικές. Θύμιζαν βασιλικό μανδύα, αν και πιο διακριτικές, και φώναζαν από μακριά
Τζοκόντα. Η Ελμ χαμογέλασε, έστρεψε αφηρημένα το βλέμμα της στα κούτσουρα στο τζάκι και
παραμέρισε τα μαλλιά της που μόλις είχε λούσει. Όταν πέρασε μέσα τους τα δάχτυλά της, διαπίστωσε ότι
είχαν σχεδόν στεγνώσει.
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο. Η Ελμ περίμενε ότι θα το σήκωνε ο Ουμπέρτο, ύστερα όμως
θυμήθηκε ότι εκείνο το βράδυ είχε ρεπό κι ότι μισή ώρα νωρίτερα είχε περάσει ο φίλος της Μαρίας και την
είχε πάρει να βγουν. Σηκώθηκε βιαστικά κι έπιασε το ακουστικό.
«Οικία Μανκίνι».
«Ελμ;»
«Α, γεια». Στο άκουσμα της φωνής του Τζόνι, η Ελμ ένιωσε την ανάσα της να κόβεται.
«Συγνώμη που τηλεφωνώ τόσο αργά».
«Δεν υπάρχει πρόβλημα».
«Υποθέτω ότι είναι κάπως αργά για να βγούμε, εκτός αν θέλεις ακόμα», είπε ο Τζόνι. Ώστε λοιπόν δεν
είχε κανονίσει κάτι άλλο, σκέφτηκε η Ελμ, ή τα σχέδιά του είχαν ναυαγήσει. Για μια στιγμή δίστασε,
ξαφνικά όμως είχε μια ιδέα που την ξεστόμισε προτού προλάβει να το μετανιώσει.
«Έχεις δίκιο, είναι κάπως αργά. Επιπλέον, μόλις έλουσα τα μαλλιά μου. Όμως γιατί δεν έρχεσαι από δω;»
πρότεινε. «Θα μπορούσα να φτιάξω μια ομελέτα ή κάτι άλλο».
Αντιλήφθηκε τον στιγμιαίο δισταγμό του Τζόνι κι αναρωτήθηκε αν είχε κάνει καλά να τον καλέσει. Όμως
σίγουρα δεν μπορεί να υπήρχε κάτι κακό στο ότι του είχε προτείνει να περάσει για να τσιμπήσουν κάτι, έτσι
δεν ήταν;
«Υπέροχα. Θα είμαι εκεί σε μισή ώρα».
«Ωραία. Τα λέμε τότε».
Η Ελμ κατέβασε το ακουστικό και χαμογέλασε. Συνειδητοποίησε ότι ποτέ δεν είχε καλέσει κάποιο φίλο
της για δείπνο, με εξαίρεση τον Μπραντ Χάβισαμ, όμως εκείνο το ραντεβού ήταν εντελώς αθώο. Ο Μπραντ
ήταν ομοφυλόφιλος. Έβαλε ένα CD με απαλή τζαζ στο στερεοφωνικό κι ανέβηκε βιαστικά στο δωμάτιό της
να αλλάξει. Αναρωτήθηκε τι θα έπρεπε να φορέσει. Πάντως όχι κάτι υπερβολικά επίσημο. Έψαξε
ανυπόμονα στην ντουλάπα της, πήρε ένα φαρδύ μπλε βελούδινο παντελόνι κι ένα ασορτί πουλόβερ, τα
κράτησε πάνω της και κοίταξε το είδωλό της στον καθρέφτη. Όχι, ήταν υπερβολικά... ίσως τα πράσινα να
ήταν καλύτερα. Ύστερα από αρκετές δοκιμές και μια στοίβα ρούχα στον πάτο της ντουλάπας της, η Ελμ
κατέληξε στην αρχική επιλογή της και φόρεσε το μπλε παντελόνι και το πουλόβερ. Μετά έτρεξε στο
μπάνιο, έβαλε λίγο κραγιόν και μεϊκάπ και πήρε το σεσουάρ. Ω, γιατί τα μαλλιά της δε στέκονταν όπως
υποτίθεται ότι θα έπρεπε; Στριφογύρισε ακόμα μια φορά την κυλινδρική βούρτσα, αποφασισμένη να τα
φτιάξει σωστά.
Τι θα ετοίμαζε για φαγητό; Η κουζίνα της Τζοκόντα ήταν το βασίλειο του Ουμπέρτο και της Μαρίας και
η ίδια δεν είχε σχεδόν ποτέ πατήσει το πόδι της εκεί μέσα. Ωστόσο σίγουρα θα υπήρχαν αβγά, τυρί, ψωμί,
κρασί και αρκετά πράγματα για να φτιάξει ένα απλό δείπνο. Η Ελμ σταμάτησε για μια στιγμή να φτιάχνει τα
μαλλιά της και αναρωτήθηκε αν είχε κάνει κάποια τρομερή γκάφα. Μήπως θα έπρεπε να είχε ζητήσει την
άδεια της Τζο; Ανοησίες, σκέφτηκε και χαμογέλασε. Η φίλη της θα ήταν η πρώτη που θα την ενθάρρυνε να
καλέσει τον Τζόνι για δείπνο. Πιθανόν μάλιστα να θεωρούσε ότι ένα δείπνο στο σπίτι ήταν ιδιοφυής ιδέα.
Θα ήταν πολύ πιο εύκολο να βρουν κρεβάτι μετά.
Η Ελμ κοίταξε για μια στιγμή το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό της στον καθρέφτη κι ευχήθηκε
θορυβημένη να μην ερμήνευε ο Τζόνι την πρόσκλησή της ως πρόσκληση για να κοιμηθεί μαζί της. Η Ελμ
έσβησε αργά το σεσουάρ κι έδιωξε αυτή την ιδέα από το μυαλό της. Δε θα συνέβαινε τίποτα, εκτός αν το
ήθελε κι εκείνη. Ωστόσο, αυτό ακριβώς ήταν το πρόβλημα –εκείνη δεν ήξερε τι ήθελε.
Αρκετά. Κοίταξε το ρολόι της. Πω, πω, είχε μείνει στο μπάνιο πέντε ολόκληρα λεπτά.
Η Ελμ κατέβηκε βιαστικά τη σκάλα, πήγε στην τραπεζαρία και τότε της ήρθε μια ιδέα. Γιατί να μην
έτρωγαν στο στρογγυλό τραπέζι της βιβλιοθήκης με το μακρύ εμπριμέ τραπεζομάντιλο, όπως έκαναν
κάποιες φορές εκείνη και η Τζο; Θα ήταν πολύ πιο άνετα. Πήγε στο καθιστικό κι από εκεί στη βιβλιοθήκη,
που αποτελούσε τη συνέχειά του. Ωραία, ακόμα και το τζάκι ήταν αναμμένο, σαν να τους περίμενε. Στόλιζε
το τραπέζι με λουλούδια από το καθιστικό κι ένα κηροπήγιο στο κέντρο, όταν άκουσε το κουδούνι της
εξώπορτας. Έριξε μια βιαστική ματιά σ’ αυτά που είχε ετοιμάσει και κατευθύνθηκε προς το χολ,
επαναλαμβάνοντας σιωπηρά ότι απλά θα δειπνούσε ήσυχα με ένα φίλο και τίποτα περισσότερο. Στο κάτω
κάτω, σκέφτηκε ενώ διέσχιζε το χολ, ο Τζόνι δεν την είχε καν φιλήσει.
Ο Τζόνι στεκόταν στο κατώφλι, πιο όμορφος παρά ποτέ. Φορούσε το ίδιο δερμάτινο σακάκι όπως και
την προηγούμενη μέρα, τα μαύρα μαλλιά του ήταν γεμάτα χιόνι και στα χέρια του κρατούσε ένα μπουκάλι
σαμπάνιας.
«Γεια».
«Πέρασε. Δεν είχα προσέξει ότι χιονίζει ξανά». Η Ελμ άνοιξε περισσότερο την πόρτα και παραμέρισε.
Όταν ο Τζόνι την κοίταξε, αυτή πρότεινε το μάγουλό της για να της δώσει ένα φιλί.
«Είσαι σίγουρη ότι δεν ενοχλώ;»
«Όχι βέβαια. Θα είναι πολύ διασκεδαστικό να περάσουμε ένα ήσυχο βράδυ μαζί. Στη βιβλιοθήκη
υπάρχουν ένα σωρό DVD».
«Υπέροχα». Ο Τζόνι έδωσε στην Ελμ τη σαμπάνια κι έβγαλε το σακάκι του. «Είναι παγωμένη. Αν μου
πεις πού έχει η Τζο τα ποτήρια, θα την ανοίξω».
«Φοβάμαι ότι το δείπνο μας θα είναι μάλλον λιτό. Στην πραγματικότητα δεν ξέρω καν τι υπάρχει στο
ψυγείο, ούτε πού θα βρω τα ποτήρια». Η Ελμ χαμογέλασε ντροπαλά και τα μάγουλά της κοκκίνισαν.
«Δεν πειράζει. Μπορούμε να παραγγείλουμε από το Γουόλι’ς^ άνοιξε πριν από λίγο καιρό και οφείλω να
ομολογήσω ότι φτιάχνει σπουδαία μπέργκερ. Λοιπόν, τι λες;»
«Δεν είναι κακή ιδέα», συμφώνησε η Ελμ. Ξαφνικά η σκέψη ενός ζουμερού μπέργκερ της φάνηκε πολύ
δελεαστική.
Πήγαν στο καθιστικό. Η Ελμ βρήκε δυο ποτήρια σαμπάνιας και ο Τζόνι άνοιξε με άνεση το μπουκάλι.
Ήταν ακαταμάχητος με το μαύρο τζιν και το μαύρο κασμιρένιο πουλόβερ που η Ελμ θα ορκιζόταν ότι ήταν
Αρμάνι. Η εμφάνισή του ήταν διαβολικά αμαρτωλή. Η Ελμ κράτησε τα ποτήρια ψηλά και εκείνος τα γέμισε
επιδέξια.
Ύστερα η Ελμ κάθισε στον καναπέ και ο Τζόνι στην αναπαυτική πολυθρόνα απέναντί της. Ακολούθησε
μια όμορφη σιωπή, που τη διέκοπταν μόνο το τριζοβόλημα της φωτιάς και η απαλή τζαζ.
«Δεν ολοκλήρωσες όσα μου έλεγες για το Γκράνι Κασλ και την Ιρλανδία», είπε η Ελμ, που ξαφνικά
ντράπηκε επειδή δε συζητούσαν.
«Είναι η καλύτερη χώρα του κόσμου», είπε ο Τζόνι με θέρμη, υιοθετώντας έντονη ιρλανδική προφορά.
«Και δε θα την άλλαζα για τίποτα στον κόσμο».
«Χμ». Η Ελμ χαμογέλασε. Χαλάρωσε κι ένιωσε τη σαμπάνια να κυλάει αργά στη γλώσσα της.
«Πέρα από τα αστεία, η Ιρλανδία είναι αληθινά εκπληκτική χώρα. Άγρια, γεμάτη πάθος, και ταυτόχρονα τρυφερή και
πρόθυμη, όπως οι γυναίκες της. Ο λαός της είναι περήφανος, με βαθιά μνήμη, που υποκύπτει απρόθυμα και κουβαλάει
πολλές πληγές. Οι Ιρλανδοί είναι επαναστάτες και συνάμα ποιητές».
«Και έμποροι αλόγων», είπε η Ελμ κάνοντας μια γκριμάτσα.
«Και έμποροι αλόγων», συμφώνησε ο Τζόνι. «Είμαστε σαν τον πολύχρωμο χιτώνα του Ιωσήφ».
«Πάντως εσύ έχεις ποιητική διάθεση απόψε, έτσι δεν είναι;» αστειεύτηκε η Ελμ. «Ειλικρινά, όμως, μπορώ να το φανταστώ.
Θα πρέπει να είναι υπέροχο. Αισθαντικό και ξεχωριστό», ψιθύρισε και το βλέμμα της γλύκανε.
«Ζωγραφίζεις την εικόνα στο μυαλό σου», είπε με ενθουσιασμό ο Τζόνι.
«Πώς θα μπορούσα να μην το κάνω όταν ακούω αυτή την προφορά; Τζόνι Γκράνι, οφείλω να ομολογήσω ότι δε σου λείπει
η γαλιφιά». Χαμογέλασε σκανδαλιάρικα στον Τζόνι και η ένταση που της γεννούσε το γεγονός ότι ήταν μόνη μαζί του
εξανεμίστηκε.
«Πες μου σε παρακαλώ, ποιος Ιρλανδός που σέβεται τον εαυτό του δε διαθέτει και μια δόση γαλιφιάς;» διαμαρτυρήθηκε ο
Τζόνι και τα μάτια του έλαμψαν.
Η Ελμ ύψωσε το ποτήρι της. «Πάντως, είτε με γαλιφιά είτε χωρίς, το Γκράνι Κασλ ακούγεται φανταστικό».
«Ίσως αλλάξεις γνώμη τη μέρα που θα σταματήσουν να λειτουργούν τα υδραυλικά», είπε ο Τζόνι, που θυμήθηκε τη
συζήτησή τους στο Τσέζερι.
Η Ελμ ανασήκωσε τους ώμους της, γέλασε και ο Τζόνι την παρακολούθησε να γέρνει πίσω στον καναπέ, αδυνατώντας να
τραβήξει το βλέμμα του από πάνω της. Αναρωτήθηκε αν η ίδια ήξερε πόσο αισθησιακή ήταν σ’ αυτή τη στάση, με τα πόδια
της μαζεμένα, ενώ το μπλε βελούδινο σύνολό της τόνιζε το ελαφρύ μαύρισμά της και το χρώμα των μαλλιών της. Τα
πελώρια καστανά μάτια της έλαμπαν γεμάτα ευθυμία τη μια στιγμή και την επόμενη γέμιζαν αμφιβολίες.
«Είναι φανερό πως για σένα το Γκράνι και η Ιρλανδία είναι ό,τι για μένα το Ολιάντερ και η Τζόρτζια», είπε η Ελμ,
σοβαρεύοντας ξαφνικά. «Ένα ξεχωριστό μέρος που δε θα μπορέσεις να αντικαταστήσεις ποτέ στη ζωή σου», συνέχισε
βιαστικά. «Το μέρος στο οποίο γέλασες και έκλαψες, εκεί απ’ όπου προέρχονται όλες οι μυρωδιές, οι πόνοι και οι χαρές, οι
εικόνες που κουβαλάς στην ψυχή σου. Είναι όλες δικές σου και μόνο δικές σου. Γι’ αυτό είναι τόσο δύσκολο να μοιραστείς
τα συναισθήματά σου για ένα τέτοιο μέρος».
«Έχεις δίκιο», ψιθύρισε ο Τζόνι, συγκινημένος από την οξυδέρκεια και τη βαθιά ευαισθησία της Ελμ. Αυτό ακριβώς ήταν
το Γκράνι.
Η Ελμ χαμογέλασε επιφυλακτικά. «Φαντάζομαι ότι όλοι έχουμε αγαπημένες αναμνήσεις. Εγώ θυμάμαι ακόμα τη μητέρα
μου –θα πρέπει να ήμουν τριών ετών– στον κήπο. Μερικές φορές, όταν δουλεύω εκεί, νομίζω ότι την αισθάνομαι δίπλα μου.
Πιθανότατα δεν είναι παρά η φαντασία μου, όμως δε θέλω κάποιοι ξένοι να ισοπεδώσουν αυτή τη μνήμη. Κάθε φορά που οι
καμέλιες ανθίζουν την άνοιξη και φτάνει στα ρουθούνια μου η πλούσια μυρωδιά της μουσκεμένης γης το ξημέρωμα, το
άρωμα της μανόλιας και του φρεσκοκομμένου γρασιδιού τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού, απλά ξέρω ότι βρίσκομαι στο
σπίτι μου. Όπως είπες κι εσύ», πρόσθεσε η Ελμ κοιτάζοντάς τον μέσα από τις μισόκλειστες, πυκνές βλεφαρίδες της, «δε θα
το άλλαζα με τίποτα στον κόσμο». Τότε, ξαφνικά, κοκκίνισε. «Λυπάμαι, νομίζω ότι παρασύρθηκα».
Ο Τζόνι ήπιε μια γουλιά από τη σαμπάνια του, παρατήρησε προσεκτικά το πρόσωπο της Ελμ όπου τα συναισθήματα
διαδέχονταν το ένα το άλλο και συνειδητοποίησε ότι η ευαισθησία της είχε ξυπνήσει και σ’ εκείνον μια πληθώρα
συναισθημάτων που είχε χρόνια να βιώσει. Καθάρισε το λαιμό του. «Ξέρω ακριβώς τι εννοείς», είπε. Ίσιωσε την πλάτη του κι
ακούμπησε το ποτήρι του στο μεγάλο δερμάτινο σκαμπό μπροστά στο τζάκι. «Λοιπόν θα παραγγείλουμε εκείνα τα
μπέργκερ;»
«Καλή ιδέα», απάντησε η Ελμ. Για μια στιγμή η ατμόσφαιρα είχε αλλάξει –υπήρχε κάτι ακαθόριστο... είχαν πλησιάσει ο
ένας τον άλλο λες και δεν είχαν κάνει απλά μια συζήτηση, αλλά είχαν μοιραστεί τα πιο βαθιά συναισθήματά τους. Η Ελμ
ανακουφίστηκε στη σκέψη ότι επέστρεφαν σε ουδέτερο έδαφος.
Ο Τζόνι την παρακολούθησε να σηκώνει το ακουστικό του τηλεφώνου και να παραγγέλλει. Τα πλούσια ξανθά μαλλιά της
πλαισίωναν το πρόσωπό της. Διαισθανόταν ότι κάτω από την άνετη συμπεριφορά της, η Ελμ δεν ήταν απόλυτα ευτυχισμένη.
Υπενθύμισε στον εαυτό του ότι ένα διαζύγιο δεν ήταν ποτέ εύκολο. Θα έπρεπε να έχει αφήσει την Ελμ μόνη με τις σκέψεις
της, αλλά δεν μπορούσε. Είχε παγιδευτεί στην ανάγκη του να γνωρίσει όλα όσα διαισθανόταν ότι κρύβονταν πίσω από τις
μακριές μαύρες βλεφαρίδες της. Σκέφτηκε ότι η Ελμ έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για να κρύψει τις ανησυχίες της, όμως
εκείνος μπορούσε να ξεχωρίσει πίσω από τα ευγενικά χαμόγελα και την έμφυτη χάρη της τις ελπίδες, τους φόβους της και την
άγνωστη περιοχή που ήταν σίγουρος ότι βρισκόταν ακόμα πιο πέρα.
Και λαχταρούσε να την εξερευνήσει.
Η Ελμ γύρισε και ο Τζόνι, ξαφνιασμένος από τις σκέψεις του, προσπάθησε να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του. Για
στάσου! Αυτό ήταν γελοίο. Έπρεπε να συνέλθει. Άμεσα. Τι δεν πήγαινε καλά μαζί του; Δεν είχε καν φιλήσει την Ελμ κι όμως
εκείνο το βράδυ είχε αισθανθεί κάτι που είχε να νιώσει από... Η μορφή της Μαρί Ανζ σχηματίστηκε στο μυαλό του και ο
Τζόνι ένιωσε την ανάσα του να κόβεται.
Συγκλονισμένος, έβαλε ακόμα λίγη σαμπάνια στο ποτήρι του. «Θα έπρεπε να είχα φέρει μιλκσέικ, όχι σαμπάνια», είπε και
είδε την Ελμ να χαμογελάει.
«Πολύ δελεαστική σκέψη».
«Λείπουν όλοι;» ρώτησε ο Τζόνι συνοφρυωμένος.
«Δεν πιστεύω να σκέφτεσαι να κάνεις επιδρομή στην κουζίνα της Τζοκόντα, έτσι;»
«Μου πέρασε από το μυαλό. Λες να έχει παγωτό και γάλα;»
«Το ξέρω ότι έχει».
«Τότε, τι περιμένουμε;» Ο Τζόνι έπιασε το χέρι της Ελμ, τη σήκωσε, γέλασε και αγκάλιασε το μπουκάλι της σαμπάνιας.
«Τα χάμπουργκερ πάντα μού ανοίγουν την όρεξη για μιλκσέικ. Ελπίζω το παγωτό να είναι βανίλια», πρόσθεσε, ενώ η Ελμ
τον ακολουθούσε στο ισόγειο. «Φτιάχνω καταπληκτικό μιλκσέικ βανίλια».
Έφτασαν στην κουζίνα και η Ελμ άναψε τα φώτα. Δυο μικρές λάμπες κρυφού φωτισμού έλουσαν το χώρο με χαμηλό φως
και γέμισαν σκιές τα βαμμένα ντουλάπια και τα ροζιασμένα καδρόνια της οροφής. Η άνετη γωνιά φαγητού με τα καρό
κόκκινα και λευκά μαξιλάρια ήταν σαν να τους προσκαλούσε. Υπήρχαν κι εκεί ηχεία και η απαλή μελωδία της λάτιν τζαζ
μουσικής γέμιζε την ατμόσφαιρα. Ο Τζόνι ακούμπησε το μπουκάλι της σαμπάνιας στην κουζίνα, τράβηξε κοντά του την Ελμ
και άρχισαν να λικνίζονται στον αργό ρυθμό. Το κορμί της Ελμ κυριεύτηκε από ένταση όταν ένιωσε το χέρι του Τζόνι να
ταξιδεύει αργά κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης της, όμως χαλάρωσε όταν έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του κι έμειναν
σχεδόν ακίνητοι.
Ήταν αυτό ακριβώς που είχε πει στην Τζοκόντα ότι δε θα συνέβαινε. Κι ακριβώς αυτό που λαχταρούσε περισσότερο,
σκέφτηκε η Ελμ και του επέτρεψε να την κρατήσει πιο σφιχτά, απολαμβάνοντας το σταθερό άγγιγμά του και το αργό χάδι της
παλάμης του χαμηλά στην πλάτη της. Ένιωθε ζωντανή, πλημμυρισμένη από απρόσμενα συναισθήματα.
«Είναι υπέροχα», ψιθύρισε ο Τζόνι και χάιδεψε τα μαλλιά της με έναν τρόπο που έκανε την Ελμ να νιώσει απίστευτα
ευάλωτη.
«Ναι», απάντησε εκείνη, με το κεφάλι της ακόμα ακουμπισμένο στον ώμο του. Τον αγκάλιασε πιο σφιχτά, σχεδόν
ζαλισμένη από την ευχαρίστηση που της γεννούσε το γεγονός ότι το άγγιγμά του ήταν τόσο σταθερό και ταυτόχρονα τόσο
τρυφερό. Για μια στιγμή πανικοβλήθηκε. Ευχήθηκε ότι δε θα ένιωθε ξανά μια από τις συνηθισμένες αδιαθεσίες της. Όχι,
αποκλείεται. Σχεδόν είχε ξεχάσει πώς ήταν. Όχι τώρα, για το Θεό! Κρατήθηκε από τους ώμους του από φόβο μήπως έπεφτε,
και ύστερα, αργά, χαλάρωσε. Αυτό που ένιωθε δεν ήταν οι ζαλάδες και οι ναυτίες που είχε μάθει να τρέμει στο διάστημα των
τελευταίων μηνών, αλλά ένα μεθυστικό, υπέροχο συναίσθημα που όμοιό του δεν είχε ξανανιώσει. Το συναίσθημα έγινε πιο
έντονο όταν τα δάχτυλα του Τζόνι ανέβηκαν στον αυχένα της, βυθίστηκαν στα μαλλιά της και τράβηξαν τρυφερά πίσω το
κεφάλι της, ενώ ένα μικρό βογκητό πάθους ξέφευγε από τα χείλη της.
«Θέλω να κάνω έρωτα μαζί σου», της ψιθύρισε βραχνά. Τα μάτια του έλαμπαν από πόθο και καρφώθηκαν στα δικά της.
Το ίδιο ήθελε κι εκείνη.
Αυτό που συνέβαινε ήταν εκπληκτικό, τρομακτικό, και απίστευτα απολαυστικό. Όταν τα χείλη του Τζόνι άγγιξαν τα δικά
της, το μυαλό της άδειασε και το κορμί της παραδόθηκε. Το φιλί του δεν ήταν τρυφερό όπως την προηγούμενη μέρα, ούτε
θύμιζε τα βιαστικά φιλιά που είχε συνηθίσει να της δίνει ο Χάρλαν τα τελευταία χρόνια. Ήταν βίαιο, γεμάτο πάθος που
απαιτούσε ικανοποίηση.
Το φιλί του πυρπολούσε το στόμα της, έβαζε φωτιά στις αισθήσεις της, της έκοβε την ανάσα, την έκανε να ξεχάσει τους
φόβους της. Τα κορμιά τους ζητούσαν ανυπόμονα το ένα το άλλο. Η Ελμ βύθισε τα δάχτυλά της στα πυκνά μαύρα μαλλιά
του, ένιωσε τα στήθη της να σκληραίνουν στην επαφή με το μυώδες, γυμνασμένο στέρνο του κι ένιωσε έντονη την επιθυμία
να αγγίξει την επιδερμίδα του. Ένα μικρό βογκητό ξέφυγε από τα χείλη της όταν η παλάμη του Τζόνι γλίστρησε ξανά στην
πλάτη της κι ένιωσε τον σκληρό ανδρισμό του να την πιέζει. Την ήθελε τρομερά.
Κι εκείνη τον ήθελε.
Ο Τζόνι φιλούσε τα βλέφαρα, τη μύτη, τα χείλη της. Οι παλάμες του γλίστρησαν κάτω από την μπλούζα της κάνοντας την
Ελμ να αναστενάξει ξανά όταν τις ένιωσε να ανεβαίνουν προς τα πάνω. Τον άκουσε να αφήνει ένα βογκητό ικανοποίησης
όταν συνειδητοποίησε ότι δε φορούσε σουτιέν. Τότε άγγιξε τη ρώγα της και κάθε ελπίδα της να πρυτανεύσει η λογική
εξαφανίστηκε. Έγειρε πίσω το κεφάλι της, κύρτωσε την πλάτη της και αφέθηκε στην έξαψη που μούδιαζε το κορμί της και
ξυπνούσε τους πόθους της.
«Η κουζίνα δεν είναι το καλύτερο μέρος», ψιθύρισε ο Τζόνι. Οδήγησε την Ελμ προς την πόρτα, όμως εκείνη τον
σταμάτησε. Ένας παράξενος ήχος, κάτι που θύμιζε ταυτόχρονα γέλιο και μουγκρητό, ξέφυγε από τα χείλη του και ύστερα τη
γύρισε έτσι που η πλάτη της ακουμπούσε στην πόρτα του ψυγείου.
Εκείνη τον αγκάλιασε σφιχτά. Είχε μεθύσει από ηδονή και φοβόταν ότι αν ο Τζόνι σταματούσε μπορεί η μαγεία να χανόταν.
Δεν την ένοιαζε αν θα την έκανε δική του εκείνη τη στιγμή.
Σήκωσε τα χέρια της κι εκείνος της έβγαλε το πουλόβερ. Με τη βοήθειά του, άρχισε κι η Ελμ να βγάζει το δικό του. Ο Τζόνι
γλίστρησε τα χέρια του κάτω από τη ζώνη του παντελονιού της. Τα δάχτυλά του άγγιξαν τους γλουτούς της και ύστερα
βρέθηκαν ανάμεσα στους μηρούς της.
Η Ελμ αναστέναξε, σταμάτησε την προσπάθειά της να βγάλει το πουλόβερ του και αφέθηκε να την παρασύρει η ηδονή, ενώ
τα δάχτυλα του Τζόνι εξερευνούσαν το πιο ευαίσθητο σημείο της κι έστελναν κύματα απόλαυσης σε όλο της το κορμί. Τότε,
ακριβώς τη στιγμή που είχε πιστέψει ότι το αισθησιακό μαρτύριο δε θα τελείωνε ποτέ, έφτασε στην κορύφωση. Μια κραυγή
βγήκε από τα χείλη της κι έγειρε αδύναμα στην αγκαλιά του με κομμένη την ανάσα.
Εκείνος την κράτησε κι άρχισε να της ψιθυρίζει γλυκόλογα, να της χαϊδεύει τα μαλλιά και να τη φιλάει τρυφερά.
«Πάμε πάνω», είπε με σιγανή, βραχνή φωνή κι άρχισε να φτιάχνει τα ρούχα της Ελμ με αργές, προσεκτικές κινήσεις.
Τότε άναψε το φως της βεράντας και πάγωσαν και οι δύο. Κοιτάχτηκαν στα μάτια.
«Θα πρέπει να έφεραν τα μπέργκερ», ψιθύρισε η Ελμ. Γελούσε σιγανά και ταυτόχρονα ήταν τρομοκρατημένη.
«Μην πανικοβάλλεσαι».
«Μα τι θα γίνει με το φαγητό; Ο τύπος περιμένει».
«Ξέχνα το. Θα αφήσει το πακέτο στη βεράντα».
«Μα...»
«Σιωπή...»
«Αυτό που συμβαίνει είναι εντελώς τρελό», ψιθύρισε η Ελμ όταν το κουδούνι χτύπησε ξανά. Τότε, πριν προλάβει να
διαμαρτυρηθεί, ο Τζόνι μάζεψε τα σκορπισμένα ρούχα και τη σήκωσε στα χέρια του, τη στιγμή που η Ελμ άκουγε ένα κλειδί
να γυρίζει στην κλειδαριά. «Χριστέ μου, θα πρέπει να είναι ο Ουμπέρτο! Βιάσου, σε παρακαλώ», ικέτευσε τον Τζόνι
περνώντας τα χέρια της γύρω από το λαιμό του, ενώ η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Καθώς ανέβαιναν τρέχοντας τη
σκάλα, συνειδητοποίησε ότι ποτέ, σε ολόκληρη την ήρεμη ζωή της, δεν είχε ζήσει μια τέτοια περιπέτεια.
«Πού είναι το δωμάτιό σου;» ψιθύρισε ο Τζόνι με κομμένη την ανάσα όταν έφτασαν στο κεφαλόσκαλο. «Θα σκοτώσω το
γυμναστή μου. Με διαβεβαίωνε ότι ήμουν σε άψογη φυσική κατάσταση».
Η Ελμ, παρά το φόβο της ότι θα τους έπιαναν σε μια τόσο ταπεινωτική στάση, έπνιξε το γέλιο της κι έδειξε το διάδρομο.
«Δεύτερη πόρτα δεξιά», ψιθύρισε και του χαμογέλασε. Εκείνος την κοίταξε, της ανταπέδωσε το χαμόγελο και τη φίλησε στα
χείλη προτού συνεχίσει προς το υπνοδωμάτιό της. Έσπρωξε χωρίς δυσκολία με τον ώμο του την πόρτα που η Ελμ είχε
αφήσει μισάνοιχτη και ύστερα την έκλεισε με το πόδι του και την άφησε στο κρεβάτι. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν και
την ακούμπησε στα μαξιλάρια.
«Για μισό λεπτό», διαμαρτυρήθηκε εκείνη βλέποντας τη λάμψη στα μάτια του.
Το χαμηλό φως από τα πορτατίφ έλουζε γλυκά το δωμάτιο. Ένα αρωματικό κερί έκαιγε στην εταζέρα και η φλόγα του
αντικατοπτριζόταν στον καθρέφτη ενώ ο Τζόνι ξάπλωνε δίπλα της στο κρεβάτι.
«Παραλίγο», ψιθύρισε. Το χαμόγελό του έσβησε και τα μάτια του γέμισαν πόθο όταν τα χείλη του άγγιξαν ξανά τα δικά
της. Εκείνη ένιωσε τους γεροδεμένους μυς του να φουσκώνουν κάτω από τα δάχτυλά της, καθώς τα χέρια της ταξίδεψαν από
τους φαρδιούς ώμους του κατά μήκος της πλάτης μέχρι που συνάντησαν τη ζώνη του τζιν του.
«Όχι», ψιθύρισε εκείνος και απομάκρυνε απαλά το χέρι της. «Δεν πρέπει να είναι έτσι η πρώτη μας φορά, στα κρυφά και
βιαστικά». Φίλησε το μέτωπο της Ελμ και χάιδεψε το πρόσωπό της. «Δε θα ήταν σωστό. Αύριο το πρωί θα ένιωθες απαίσια.
Κι εγώ δε θέλω να μετανιώσεις για τίποτα απ’ όσα θα κάνουμε μαζί».
Ο Τζόνι κοίταξε την Ελμ και συνειδητοποίησε ότι θα έβρισκε κάποιο άλλο μέρος να συναντηθούν οι δυο τους, ενώ έπαιζε
αφηρημένα με μια τούφα από τα μεταξένια μαλλιά της που έλαμπε κάτω από το φως του φεγγαριού.
Ήταν πανέμορφη, ατίθαση με έναν τρόπο που δεν του είχε περάσει από το μυαλό. Παρ’ όλα αυτά διατηρούσε μια αθωότητα
μέσα στο φλογερό πάθος της, πράγμα που του έδινε να καταλάβει ότι δεν είχε βιώσει ξανά τίποτα παρόμοιο στο παρελθόν.
Τα συναισθήματά της καθρεφτίζονταν ολοφάνερα στο βλέμμα, στο σώμα της, στις γεμάτες χάρη κινήσεις της, κι αυτό ήταν
που τον έκανε κυρίως να διστάζει. Ήταν σημαντικό να μην ξεχνάει ότι αυτό που συνέβαινε ανάμεσά τους ήταν στην καλύτερη
των περιπτώσεων μια σύντομη περιπέτεια. Και η ασυγκράτητη ανταπόκριση της Ελμ ήταν η καλύτερη επιβεβαίωση ότι ποτέ
στο παρελθόν δεν είχε ζήσει μια τέτοιου είδους περιπέτεια.
Της χαμογέλασε, συγκράτησε τις δικές του φλογερές επιθυμίες και πίεσε τον εαυτό του να σηκωθεί. Από το λίγο που την
είχε γνωρίσει, είχε καταλάβει ότι η Ελμ είχε μια τακτοποιημένη ζωή που βασιζόταν στους κανόνες και στη νηφαλιότητα. Δεν
ήθελε να νιώσει ντροπή για οτιδήποτε κι αν έκαναν.
Και δεν ήθελε να την πληγώσει.
Ήξερε πως αν και όταν θα περνούσαν μια ολόκληρη νύχτα μαζί, όλα θα έπρεπε να είναι σωστά. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος
–κι εκείνη τη στιγμή δεν επρόκειτο να καθίσει να τον αναλύσει–, αυτό ήταν πολύ σημαντικό.
«Δε νομίζω ότι θα πρέπει να κάνουμε οτιδήποτε για το οποίο οποιοσδήποτε από τους δυο μας πιθανόν να μετανιώσει το
πρωί, δε συμφωνείς;» ρώτησε ενώ έφτιαχνε το πουλόβερ του. Άγγιξε τρυφερά το μάγουλο της Ελμ και της έδωσε άλλο ένα
φιλί στα χείλη.
«Μάλλον όχι». Η Ελμ χαμογέλασε και αναστέναξε.
«Καληνύχτα, όμορφη, και όνειρα γλυκά. Λυπάμαι για το δείπνο».
«Δεν πειράζει. Κι έχεις δίκιο. Δε θέλω να κάνω λάθη. Έχω κάνει ήδη αρκετά», είπε η Ελμ κι ο Τζόνι συνοφρυώθηκε καθώς
τη σκέπαζε με το πάπλωμα. Όμως, βλέποντάς τη να κουλουριάζεται πειθήνια καθώς τη σκέπαζε και τη φιλούσε, οι φόβοι του
ότι ο κόσμος της μπορεί να γκρεμιζόταν εξαφανίστηκαν.

Η Ελμ παρακολούθησε τον Τζόνι να βγαίνει αθόρυβα από το δωμάτιο. Βασανιζόταν ανάμεσα στον πόθο της και στη βαθιά
ριζωμένη μέσα της επίγνωση ότι, φυσικά, εκείνος είχε δίκιο. Ούτε η στιγμή ήταν κατάλληλη ούτε το μέρος. Την είχε
συγκινήσει το γεγονός ότι την είχε σκεφτεί, τη στιγμή που συνειδητοποιούσε ότι η ίδια θα είχε αφεθεί ευχαρίστως να την
παρασύρουν τα πιο ταπεινά ένστικτά της. Κι αυτή η ιστορία, σκέφτηκε μελαγχολικά, μπορεί να είχε άσχημο τέλος.
Αναστέναξε κι έκλεισε τα μάτια της, παρ’ όλο που για αρκετή ώρα θα της ήταν αδύνατο να κοιμηθεί. Συνειδητοποίησε
μελαγχολικά ότι ο Τζόνι αποδεικνυόταν εντελώς απρόσμενος.

Ο Τζόνι βγήκε διακριτικά από το σαλέ και ύστερα κατευθύνθηκε προς το σπίτι του με τα πόδια. Μια κουκουβάγια ακουγόταν
να φωνάζει στο βάθος και το έδαφος ήταν καλυμμένο από φρέσκο χιόνι. Οι σόλες από τις μπότες του με τη γούνινη επένδυση
άφηναν ίχνη στην απάτητη λευκή επιφάνεια καθώς κατηφόριζε το λόφο προς το σιωπηλό χωριό. Τη στιγμή που περνούσε
μπροστά από το πάρκινγκ, το ρολόι της εκκλησίας σήμανε δωδεκάμισι. Ο παγωμένος αέρας τού έκαιγε τα μάτια και τα
μάγουλα όταν άρχισε να ανεβαίνει ξανά το λόφο.
Όταν πλησίασε στο σπίτι του, οι κινήσεις του έγιναν αθόρυβες. Έψαξε στην τσέπη του, βρήκε το κλειδί και το έβαλε στην
κλειδαριά. Μόρφασε όταν άκουσε την πόρτα να τρίζει. Το τελευταίο που του χρειαζόταν ήταν να αρχίσει η μητέρα του να τον
βομβαρδίζει με ερωτήσεις στις οποίες δεν είχε καμιά διάθεση να απαντήσει.
Πήρε ένα μήλο από το τραπέζι της κουζίνας κι ανέβηκε στο δωμάτιό του μασουλώντας. Στάθηκε μπροστά στο παράθυρο κι
ανακάλεσε με στοχαστική διάθεση όσα είχαν συμβεί εκείνη τη βραδιά. Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι η Ελμ θα ήταν ικανή για
μια τέτοια έκρηξη φλογερού, ασυγκράτητου πάθους. Τη χαρακτήριζε μια αθωότητα απρόσμενη για μια γυναίκα αυτής της
ηλικίας.
Αυτός ο σύζυγός της θα πρέπει να ήταν στ’ αλήθεια κάθαρμα κι εγωιστής.
Μερικές ώρες αργότερα, ο Τζόνι δεν είχε καταφέρει να κοιμηθεί. Χασμουρήθηκε εκνευρισμένος, άφησε το βιβλίο του,
σηκώθηκε και πλησίασε στο παράθυρο. Ένα χαμόγελο άνθισε στα χείλη του όταν φαντάστηκε την Ελμ σκεπασμένη με το
πάπλωμα όπως την είχε αφήσει, να κοιμάται βαθιά σαν το χωριό που βρισκόταν μπροστά του. Έγειρε στο περβάζι,
παρακολούθησε τις λαμπερές νιφάδες να στροβιλίζονται στο φως που έριχναν οι λάμπες του δρόμου και προσπάθησε να
καταλάβει τι σήμαιναν τα απρόσμενα συναισθήματα που είχε ξυπνήσει μέσα του μια γυναίκα που δε γνώριζε και η παράξενη
επιθυμία του να την προστατεύσει κι όχι να απολαύσει όσα είχε να του προσφέρει. Μετακινήθηκε νευρικά, νιώθοντας άβολα
με την αντίδρασή του.
Να πάρει, μήπως δεν έπαιζαν και οι δυο το ίδιο παιχνίδι; Μήπως δεν αναζητούσαν και οι δυο μια σύντομη διαφυγή; Ήταν
φανερό ότι η ζωή της Ελμ έκρυβε κάποιες προκλήσεις που θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά. Ήταν φυσικό για
εκείνη να θέλει να απολαύσει τις διακοπές της, όχι να μπλέκεται σε συζητήσεις για τη ζωή της στη Σαβάνα. Αυτό που
ενοχλούσε τον Τζόνι ήταν η ίδια του η περιέργεια, όταν το τελευταίο πράγμα που επιθυμούσε ήταν να έρθει πιο κοντά στην
Ελμ.
Ο Τζόνι έπνιξε ένα χασμουρητό κι άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στην όμορφη, γαλήνια νύχτα. Το θέαμα θύμιζε
χριστουγεννιάτικη κάρτα. Σκέφτηκε ότι το σύντομο ιντερλούδιο που είχαν ζήσει με την Ελμ φάνταζε κάπως εξωπραγματικό.
Εξαρτιόταν αποκλειστικά από εκείνον να μείνει προσγειωμένος και να μην αφήσει τα πράγματα να ξεφύγουν από κάθε
έλεγχο.
Τεντώθηκε, κοίταξε το ρολόι και σκέφτηκε ότι μόλις σε λίγες ώρες θα σέρβιραν το πρωινό. Σύντομα το χωριό θα ξυπνούσε.
Ο φούρναρης θα έβαζε να ψηθούν τα φρέσκα κρουασάν και τα ψωμιά, ο γαλατάς θα άρχιζε τους γύρους του και το Γκστάαντ
θα άνοιγε τα νυσταγμένα μάτια του έτοιμο να αντικρίσει την καινούρια μέρα. Ο Τζόνι έτριψε τα μάτια του, χασμουρήθηκε
ξανά και συνειδητοποίησε ότι η παραμονή των Χριστουγέννων είχε φτάσει σχεδόν. Αναρωτήθηκε τι σχέδια να είχαν η Ελμ
και η Τζοκόντα για τα Χριστούγεννα.
Και, κυρίως, πού θα πήγαινε την Ελμ για να συνεχίσουν αυτό που είχαν ξεκινήσει με τόσο πάθος το προηγούμενο βράδυ.
Παρά το ότι το πιο ασφαλές θα ήταν να το βάλει στα πόδια, ήξερε ότι δε θα το έκανε... δεν μπορούσε. Έπρεπε να την ξαναδεί.
Τότε, όταν ξάπλωσε ξανά, του ήρθε μια ιδέα. Ήταν τρελή, ωστόσο θα τη σκεφτόταν. Στο κάτω κάτω η Ελμ ήταν από τις
γυναίκες που εκτιμούσαν οτιδήποτε ξέφευγε από το συνηθισμένο κι εκείνος ήταν αποφασισμένος να την ικανοποιήσει.

11
«Και τι έγινε;» ρώτησε έκπληκτη η Τζοκόντα, παρακολουθώντας προσεκτικά τις αντιδράσεις της Ελμ στην άλλη πλευρά του
τραπεζιού όπου έτρωγαν πρωινό. «Πού είναι το πρόβλημα, cara;»
«Δεν υπάρχει, με εξαίρεση, υποθέτω, τα προφανή. Όπως, για παράδειγμα, ότι είμαι ακόμα παντρεμένη και ίσως θα έπρεπε
να περιμένω προτού πέσω στο κρεβάτι με τον πρώτο άντρα που μου άνοιξε την αγκαλιά του. Θέλω να πω, σκέψου το, Τζο.
Ένα μήνα πριν κάτι τέτοιο θα ήταν αδιανόητο. Επιπλέον, δε νομίζω ότι δυο άνθρωποι θα πρέπει να κάνουν κάτι τέτοιο χωρίς
προηγουμένως να...»
«...έχουν αναλάβει κάποιου είδους δέσμευση;»
«Ναι. Όχι. Δεν ξέρω». Η Ελμ ανασήκωσε τους ώμους της, εκνευρισμένη με την αναποφασιστικότητά της, και προσπάθησε
να συμφιλιωθεί με τα γεγονότα της προηγούμενης βραδιάς. Τη μια στιγμή ένιωθε ευτυχία στην ανάμνηση της ηδονής του
έντονου οργασμού που τόσο απρόσμενα είχε βιώσει και την επόμενη την έπνιγαν οι ενοχές. Είχε ξυπνήσει από τα
ξημερώματα και απομεινάρια του παλιού εαυτού της έβγαιναν στην επιφάνεια θυμίζοντάς της με έντονο τρόπο ότι δεν είχε
καμιά δουλειά να μπλέξει σε μια περαστική περιπέτεια όταν η ζωή της κλυδωνιζόταν τόσο επικίνδυνα.
«Νομίζω πως αυτό που σε ενοχλεί είναι το ότι δεν μπορείς να δικαιολογήσεις τα συναισθήματά σου», κατέληξε η
Τζοκόντα.
«Όχι, δεν εννοώ αυτό», διαμαρτυρήθηκε η Ελμ, γνωρίζοντας κατά βάθος ότι η Τζο είχε απόλυτο δίκιο.
«Φυσικά και είναι αυτό. Ψάχνεις δικαιολογίες για να νιώσεις ενοχές και εκνευρίζεσαι επειδή αυτό δε σου συμβαίνει»,
συνέχισε χωρίς καμία λύπηση η Τζοκόντα. «Madonna mia, πότε θα συνειδητοποιήσεις ότι ο Χάρλαν και ο γάμος σου
ανήκουν στο παρελθόν;» Η Τζοκόντα έστρεψε με απόγνωση το βλέμμα της στο ταβάνι, κούνησε το κεφάλι και ξαναγέμισε το
φλιτζάνι της με δυνατό καφέ. «Και το τελευταίο που σου χρειάζεται αυτή τη στιγμή, Ελμ, είναι να αναλάβεις δεσμεύσεις.
Προσγειώσου. Απλά βγαίνεις από ένα γάμο που κράτησε δώδεκα χρόνια...»
«Βλέπεις; Μόνη σου το λες», αντεπιτέθηκε η Ελμ. «Ακόμα βγαίνω. Η αίτηση διαζυγίου δεν έχει καν υποβληθεί –η
Μέρεντιθ κάτι μου έλεγε για τα δικαστήρια και τις διακοπές. Θα έπρεπε να περιμένω τουλάχιστον να υποβληθεί η αίτηση για
το διαζύγιο μέχρι να αρχίσω να σκέφτομαι την πιθανότητα μιας σχέσης;»
«Γιατί; Συζητάμε απλά για ένα φλερτ στη διάρκεια των διακοπών, όχι για μια σχέση ζωής. Μάλιστα, είναι ένα απαραίτητο
βήμα που θα σε βοηθήσει να απελευθερωθείς από τον Χάρλαν», εξήγησε η Τζο υπομονετικά. «Κοίτα, ο Αϊ-Βασίλης στάθηκε
καλός μαζί σου φέτος και σου έφερε τον Τζόνι για δωράκι».
«Για δωράκι;» μουρμούρισε η Ελμ μελαγχολικά. Το προηγούμενο βράδυ ο Τζόνι δεν της είχε δώσει επ’ ουδενί την
εντύπωση ότι θα του ταίριαζε να αναφέρονται σ’ αυτόν χρησιμοποιώντας υποκοριστικά. Την είχε συγκλονίσει τόσο, που δεν
είχε προλάβει καν να σκεφτεί. Όμως το φως του ήλιου είχε ξυπνήσει τις αμφιβολίες της.
«Ακριβώς αυτό που σου λέω. Ένα τέλειο δώρο, για το οποίο δεν πρέπει να έχεις ενοχές. Κι όσο πιο γρήγορα το
αντιληφθείς, τόσο το καλύτερο. Δε διαπράττεις κάποιο θανάσιμο αμάρτημα, ούτε κατεβάζεις τα στάνταρ της συμπεριφοράς
σου. Πρόκειται για κάτι που θα σε βοηθήσει να ανακαλύψεις κάποια ακόμα πράγματα για τον εαυτό σου. Τι είδους γυναίκα
είσαι στην πραγματικότητα, τι θέλεις στ’ αλήθεια. Πώς θα μάθεις αν δε δοκιμάσεις; Δε θα ανακαλύψεις ποτέ τι σου αρέσει
και τι όχι –είτε στο κρεβάτι είτε έξω από αυτό– αν δεν τολμήσεις να πειραματιστείς».
«Τζο, δεν ξέρω. Ίσως για σένα τα πράγματα να είναι διαφορετικά. Είσαι σοφιστικέ, γυναίκα του κόσμου. Απλά δε νομίζω
ότι αυτός είναι ο τρόπος που θα ταίριαζε σ’ εμένα».
«Ανοησίες, cara. Αυτός ο τρόπος ταιριάζει σε όλους», είπε η Τζοκόντα αδιάφορα και πήρε μια φρυγανιά.
«Ελπίζω να μη δίνω τόσο μεγάλη σημασία στην ευπρέπεια ώστε να μην ξέρω πλέον ποια είμαι», είπε η Ελμ κοφτά και
άλειψε λίγη μαρμελάδα φράουλα στο κρουασάν της. «Ελπίζω ότι έχω κάποια ιδέα για το ποιες είναι οι αρχές μου –αν και
μάλλον ύστερα απ’ όσα συνέβησαν χτες το βράδυ θα πρέπει να το θέσω υπό αμφισβήτηση και αυτό».
«Ω, σε παρακαλώ, ας μην αρχίσουμε να μιλάμε για αξίες και αρχές», είπε η Τζο εκνευρισμένη. «Εγώ αναφέρομαι στα
συναισθήματά σου. Δεν είπες ότι ένιωθες υπέροχα στην αγκαλιά του Τζόνι;»
«Ναι... όχι... δεν ξέρω». Η Ελμ ξεφύσηξε με απόγνωση. Για κάποιο λόγο δεν ήθελε να μιλήσει για τις τρυφερές στιγμές που
είχε ζήσει το προηγούμενο βράδυ πίνοντας καφέ.
«Στοιχηματίζω και το τελευταίο μου ευρώ ότι δεν κατάλαβες από πού σου ήρθε», χαμογέλασε αυτάρεσκα η Τζοκόντα και
ύστερα δάγκωσε τη φρυγανιά της. «Cara, λες απόψε να φορέσω το κόκκινο του Τζιανφράνκο Φερέ, ή το μαύρο του
Αρμάνι;»
«Τζο, είσαι πανέμορφη ό,τι κι αν φορέσεις», απάντησε αόριστα η Ελμ. Τι νομίζεις ότι θα συμβεί τώρα που τα πράγματα...
προχώρησαν κατά κάποιον τρόπο; Πιστεύεις ότι, όπως είναι φυσικό, ο Τζόνι θα φανταστεί πως θέλω να μοιραστώ το κρεβάτι
μου μαζί του; Δε θα μπορούσα να τον κατηγορήσω αν το έκανε. Θεέ μου, ντρέπομαι ακόμα και να μιλήσω γι’ αυτό...»
«Ελμ, θα σταματήσεις να μεγαλοποιείς αυτό που έγινε; Ζούμε στον εικοστό πρώτο αιώνα. Dio, μια γυναίκα μπορεί να
αποφασίσει για το πότε και το πού, για το τι θέλει και για το πόσο μακριά είναι πρόθυμη να φτάσει. Ξέχνα όλες τις
παλιομοδίτικες αντιλήψεις του Νότου και προσαρμόσου στην πραγματικότητα, κορίτσι μου. Εσύ έχεις τον έλεγχο».
«Αυτό το ξέρω καλά», είπε η Ελμ σφιγμένα. «Ωστόσο, όλα έγιναν τόσο γρήγορα. Απρόσμενα».
«Επειδή ήταν γραφτό. Επειδή το θέλατε και οι δύο. Τέλος πάντων, τώρα μόλις δε μου έλεγες ότι ο Τζόνι φέρθηκε σαν
αληθινός τζέντλεμαν και σε έβαλε για ύπνο χωρίς να εκμεταλλευτεί την κατάσταση;»
«Ναι», παραδέχτηκε η Ελμ και χαμογέλασε όταν θυμήθηκε πόσο όμορφα είχε νιώσει.
«Τότε, ποιο είναι το πρόβλημα, cara; Γιατί ανησυχείς; Αποδέξου απλά την πραγματικότητα, ότι χτες πέρασες μια υπέροχη
βραδιά». Η Τζο κοίταξε την προβληματισμένη έκφραση της Ελμ και αποφάσισε ότι ήταν ώρα να ελαφρύνει τη συζήτηση.
«Παρεμπιπτόντως, μήπως μπορείς να μου δώσεις μια εξήγηση για το μεγάλο πακέτο με τα χάμπουργκερ που βρήκα στο
κατώφλι όταν επέστρεψα αργά χτες το βράδυ;» Απηύθυνε ένα ερωτηματικό χαμόγελο στην Ελμ, αποφασισμένη να της δώσει
να καταλάβει ότι τα αυθόρμητα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας δεν ήταν καταστροφικά αλλά μάλλον ένα διασκεδαστικό
ιντερλούδιο.
«Α, τα χάμπουργκερ. Τα ξέχασα!» Η Ελμ χαμογέλασε απρόθυμα όταν θυμήθηκε το κουδούνι της εξώπορτας, τον τρόμο
που την είχε κυριεύσει και τη γρήγορη αντίδραση του Τζόνι. «Ξέρεις, ο Ουμπέρτο παραλίγο να μας πιάσει στα πράσα στην
κουζίνα».
«Αστειεύεσαι!»
«Γύρισε στο σπίτι την πιο κρίσιμη στιγμή. Ευτυχώς που χτύπησε πριν ξεκλειδώσει την πόρτα».
«Η γέρικη, παμπόνηρη αλεπού. Πάντα χτυπάει –πριν από τις έντεκα δηλαδή. Mamma mia, πόσο θα ήθελα να ήμουν έντομο
στον τοίχο της κουζίνας και να σας έβλεπα». Τα μαύρα μάτια της Τζο έλαμψαν από ευθυμία.
«Τζο, είναι απαραίτητο να ξαναρχίσουμε;» Η Ελμ μαζεύτηκε ντροπιασμένη.
«Φυσικά και όχι, cara. Και, ειλικρινά, χαίρομαι πραγματικά για σένα. Ο Τζόνι είναι πολύ συμπαθητικός. Χαίρομαι και για
εκείνον επίσης», πρόσθεσε η Τζο. Σηκώθηκε και έφτιαξε τη φόρμα του σκι της. «Έχω την αίσθηση ότι περνάει μια πολύ
μοναχική ζωή. Ξέρω ότι είναι κλειστός τύπος, με βρετανικό φλέγμα, όμως είναι έτσι από τότε που πέθανε η γυναίκα του. Κι
αυτό συνέβη πριν από αρκετό καιρό». Η Τζο κοίταξε την Ελμ σκεφτική. «Είσαι σίγουρη ότι δε θέλεις να έρθεις για σκι μαζί
μας; Θα πάμε στο Βάσενγκρατ και το μεσημέρι θα φάμε στη λέσχη». Η Τζο έσπρωξε χαρούμενα την καρέκλα της κοντά στο
τραπέζι και πήρε την αλληλογραφία της γεμάτη προσμονή.
«Όχι, ευχαριστώ. Δε νομίζω. Ο καιρός δεν είναι και τόσο καλός σήμερα».
«Εντάξει. Και... bella; Απόλαυσέ το όσο κρατήσει». Η Τζοκόντα έκλεισε το μάτι στην Ελμ και της έστειλε ένα φιλί. «Κι
ό,τι κι αν κάνεις, σε εκλιπαρώ, μη σκέφτεσαι. Είναι πάντα καταστροφικό».
«Για σένα δεν υπάρχει πρόβλημα», αντέτεινε η Ελμ μελαγχολικά. «Παίζεις αυτό το παιχνίδι από τότε που σε θυμάμαι».
«Λοιπόν, είναι καιρός να το μάθεις κι εσύ, δε νομίζεις; Ciao, να περάσεις καλά».
Η Ελμ παρακολούθησε τη φίλη της να απομακρύνεται, ξαναγέμισε το φλιτζάνι της με καφέ και προσπάθησε να κάνει μια
εκτίμηση των όσων συνέβαιναν στη ζωή της. Είχαν περάσει μόλις τρεις βδομάδες από το περιστατικό με την Τζένιφερ Μπολ,
μετά βίας δύο από τότε που είχε πάρει την απόφαση να ζητήσει διαζύγιο, πράγμα που θα της άλλαζε τη ζωή, και είχε φύγει για
το Γκστάαντ. Και να που είχε αρχίσει να φλερτάρει σοβαρά με κάποιον άντρα.
Έβαλε κι άλλο καφέ, ακούμπησε τους αγκώνες της στο τραπέζι και αναστέναξε. Μήπως απλά γελοιοποιούνταν; Μήπως η
«περιπέτεια», όπως επέμενε να την αποκαλεί η Τζο, ήταν ένα τρομερό λάθος για το οποίο θα μετάνιωνε πικρά; Ή μήπως,
όπως είχε υποστηρίξει με τόση αποφασιστικότητα η φίλη της, ήταν μέρος της διαδικασίας; Τι θα γινόταν αν το μάθαινε
κάποιος στην πατρίδα της, το έλεγε στον Χάρλαν και διέδιδε ότι ξενοκοιμόταν; Όχι πως είχε κοιμηθεί ή σκόπευε να κοιμηθεί
με τον Τζόνι, όπως έσπευσε να υπενθυμίσει στον εαυτό της. Όμως τι θα έλεγε ο πατέρας της αν το πράγμα μαθευόταν; Άραγε
το σκάνδαλο θα είχε τόσο αρνητικό αντίκτυπο, που δε θα επέτρεπε στον Χάρλαν να επανεκλεγεί;
Αυτές οι σκέψεις και πολλές άλλες ακόμα συνέχισαν να τη βασανίζουν αδιάκοπα μέχρι που χτύπησε το τηλέφωνο. Άπλωσε
το χέρι της, πήρε το ακουστικό από το τραπέζι που το είχε αφήσει η Τζοκόντα, δίπλα στο φλιτζάνι με τον καφέ που δεν είχε
τελειώσει, και απάντησε.
«Καλημέρα, οικία Μανκίνι».
«Γεια. Πώς είσαι σήμερα;» Η βαθιά φωνή του Τζόνι, σταθερή και γεμάτη σιγουριά, διέλυσε τις αμφιβολίες της Ελμ. Η
καρδιά της άρχισε να χτυπάει επικίνδυνα δυνατά. «Έχεις κανονίσει κάτι για σήμερα;» τη ρώτησε.
«Όχι, τίποτα το σπουδαίο, αν και πρέπει να κάνω κάποια ψώνια για τα Χριστούγεννα».
«Κι εγώ το ίδιο. Είχα ξεχάσει ότι τα Χριστούγεννα έχουν φτάσει σχεδόν. Παρ’ όλα αυτά έχεις χρόνο για μια βόλτα με το
αυτοκίνητο; Υπάρχει κάποιο μέρος που ήθελα να σου δείξω».
«Αλήθεια; Πού;»
«Είναι έκπληξη».
Η Ελμ δίστασε για μια στιγμή και ύστερα έστρεψε το βλέμμα της έξω από το παράθυρο. Μήπως άνοιγε την πόρτα σε
καινούρια προβλήματα; Έμεινε σιωπηλή όσο προσπαθούσε να αποφασίσει.
«Ο καιρός δεν είναι και τόσο καλός», συνέχισε ο Τζόνι προσπαθώντας να την πείσει. «Σκέφτηκα ότι θα μπορούσαμε να
πάμε κάπου για φαγητό και ύστερα να σου δείξω την έκπληξη».
Η πρότασή του ήταν δελεαστική. Τρομερά δελεαστική. Και η Ελμ δεν μπόρεσε να μην αναρωτηθεί τι μπορεί να ήταν η
έκπληξη.
«Ελμ; Με ακούς;»
«Φυσικά».
«Λοιπόν;»
«Εντάξει. Θα έρθω».
«Ωραία. Τότε κανονίστηκε. Αν θέλεις, μπορώ να περάσω να σε πάρω από το χωριό γύρω στις δώδεκα, ώστε να έχεις τη
δυνατότητα να κάνεις τα ψώνια σου. Θα φέρω κάτι για φαγητό. Σε βολεύει αυτό;»
«Τέλεια. Ευχαριστώ».
«Και... Ελμ;» Η Ελμ πρόσεξε τον στιγμιαίο δισταγμό του Τζόνι, τον τρόπο που χαμήλωσε η ένταση της φωνής του και η
καρδιά της αναπήδησε ξαφνικά. «Ελπίζω να μη μετάνιωσες για χτες το βράδυ».
«Όχι. Όχι φυσικά», απάντησε εκείνη έκπληκτη.
«Ωραία. Γιατί εγώ σίγουρα δεν έχω μετανιώσει». Ακολούθησαν μερικές στιγμές σιωπής. Η Ελμ κοκκίνισε και προσπάθησε
να σκεφτεί μια έξυπνη απάντηση.
«Εντάξει». Ο τόνος της φωνής του Τζόνι ήταν πιο ζωηρός. «Θα τα πούμε στις δώδεκα μπροστά στο Ερμές. Γεια».
Η γραμμή νεκρώθηκε, προτού η Ελμ προλάβει να απαντήσει.
Με δάχτυλα που έτρεμαν, ακούμπησε το ακουστικό στο τραπέζι. Πού πήγαινε να μπλέξει; Ίσως δεν ήταν και τόσο καλή
ιδέα τελικά. Όμως αυτό που της συνέβαινε ήταν συγκλονιστικό, υπέροχο, απολαυστικά παράνομο, και ήταν η πρώτη φορά
έπειτα από χρόνια που διασκέδαζε αληθινά.
Χαμογέλασε και σηκώθηκε. Ο Χάρλαν, ο πατέρας της και οι ηθικοί κανόνες της Σαβάνα ξεχάστηκαν μυστηριωδώς καθώς
ανέβαινε βιαστικά τις σκάλες. Μάζεψε ψηλά τα μαλλιά της και μπήκε στο ντους. Είχε αποφασίσει ξαφνικά να αφήσει στην
άκρη τις αναστολές της και να ακολουθήσει τη συμβουλή της Τζο. Θα σταματούσε να ανησυχεί και θα άφηνε τα πράγματα να
πάρουν το δρόμο τους. Στο κάτω κάτω μπορούσε πάντα να πει όχι. Το σημαντικό ήταν να απολαύσει την κάθε στιγμή του
ιντερλούδιου –γιατί ποιος μπορούσε να ξέρει πότε θα ξαναζούσε το επόμενο;
Ύστερα από δεκαπέντε λεπτά διαδρομής με κατεύθυνση νοτιοδυτικά μέσα από τις Άλπεις κι έχοντας περάσει τον μικρό
οικισμό του Γκστάιχ, το Ρέιντζ Ρόβερ πήρε το δρόμο για το πέρασμα Πιγιόν, μέσα από τα βουνά. Τη στιγμή που η Ελμ
ετοιμαζόταν να ρωτήσει ποιος ήταν ο προορισμός τους, το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά στον πρώτο σταθμό τελεφερίκ
που ανέβαινε στον παγετώνα.
«Θέλεις να πάμε στον παγετώνα;» τον ρώτησε δύσπιστα κι αναρωτήθηκε αν το άνορακ που φορούσε θα αποδεικνυόταν
αρκετά ζεστό. «Εκεί πάνω η θερμοκρασία θα πρέπει να είναι είκοσι βαθμούς κάτω από το μηδέν».
«Όχι». Ο Τζόνι γύρισε στο πλάι και της χαμογέλασε.
«Τότε πού;» Η Ελμ κοίταξε ένα μικρό ξύλινο οικοδόμημα πάνω από ένα διπλό γκαράζ και ύψωσε απορημένη τα φρύδια
της.
«Αυτή είναι η έκπληξη». Ο Τζόνι χαμογέλασε αυτάρεσκα κι έβγαλε μερικά κλειδιά από την τσέπη του δερμάτινου μπουφάν
του. «Έλα».
Βγήκαν από το αυτοκίνητο κι αφού πήραν ένα καλάθι του πικνίκ από το πίσω μέρος, ο Τζόνι οδήγησε την Ελμ στα
σκαλοπάτια στο πλάι του γκαράζ και ξεκλείδωσε την πόρτα. Είχε πολύ καιρό να πάει εκεί και η κλειδαριά τον δυσκόλεψε
κάπως. Αναρωτήθηκε πόσο καιρός είχε περάσει. Δύο ή τρία χρόνια; Το βέβαιο πάντως ήταν ότι ποτέ δεν του είχε περάσει από
το μυαλό ότι θα πήγαινε κανέναν εκεί. Όμως η Ελμ συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους ελάχιστους ανθρώπους που θα
εκτιμούσαν πιθανότατα την ομορφιά του σαλέ Γουάιλντχορν, του ερημητηρίου του πατέρα του στα βουνά, που βρισκόταν
κρυμμένο στη μέση του πουθενά. Τώρα, καθώς πάτησε το κουμπί που ενεργοποιούσε το μικρό παλιομοδίτικο τελεφερίκ που
εξυπηρετούσε το σαλέ, ευχήθηκε να είχε δίκιο. Στο κάτω κάτω, το σαλέ ήταν ένα μέρος που κρατούσε αποκλειστικά για τον
εαυτό του, ένα απομεινάρι από το παρελθόν –το παρελθόν που στην πραγματικότητα δεν ανήκε καν σ’ εκείνον, όπως
υπενθύμισε στον εαυτό του, αλλά στον άνθρωπο που λάτρευε και είχε χάσει υπερβολικά νωρίς.
«Ανέβα», είπε όταν το παλιό βαγονέτο σταμάτησε τελικά. Μόλις κάθισαν ο ένας απέναντι στον άλλο, ο Τζόνι πάτησε ένα
κουμπί και το τελεφερίκ άρχισε την αργή, ανοδική πορεία του μέσα από τις κορφές των ελάτων. Ένα ξαφνικό ψυχρό ρεύμα
έκανε την Ελμ να σηκώσει το κεφάλι της και να αναπνεύσει τον καθαρό, αμόλυντο βουνίσιο αέρα απολαμβάνοντας την
αίσθηση καθώς γέμιζε τα πνευμόνια της. Ύστερα χαμήλωσε το βλέμμα της και κοίταξε το μισοπαγωμένο ποταμάκι που
κυλούσε στο έδαφος κάτω. Όσο το τελεφερίκ ανέβαινε, τα δέντρα αραίωναν και το λευκό, παρθένο χιόνι γινόταν πιο πυκνό,
σημαδεμένο μόνο από μικρά ίχνη ζώων που χάνονταν ανάμεσα στα δέντρα.
«Ανήκουν στις αλεπούδες και στους ασβούς της περιοχής», σχολίασε ο Τζόνι ακολουθώντας το βλέμμα της Ελμ με το δικό
του. «Υπάρχουν πολλά ζώα εδώ πάνω. Κοίταξε τώρα».
Η Ελμ είδε έκπληκτη να εμφανίζεται ένα υπέροχο παλιό σαλέ, χτισμένο στη μέση του βουνού.
«Είναι φανταστικό!» αναφώνησε, συγκλονισμένη από τη μοναδικότητα της τοποθεσίας. «Σε ποιον ανήκει;»
«Ανήκε στον πατέρα μου», απάντησε ο Τζόνι, ανακουφισμένος που η Ελμ είχε αντιδράσει όπως ήλπιζε. «Έχω να έρθω
αρκετό καιρό, αν και υπάρχει ένας πολύ συμπαθητικός ηλικιωμένος επιστάτης που φροντίζει το σαλέ για λογαριασμό μας».
«Είναι υπέροχο».
«Έτσι πιστεύω κι εγώ. Η μητέρα μου ήθελε να το πουλήσει μετά το θάνατο του πατέρα μου. Δεν το χρησιμοποιεί ποτέ.
Όμως τη θερμοπαρακάλεσα να το κρατήσει και μου έκανε τη χάρη. Είναι αρκετά παλιό και χρειάζεται δουλειά, αλλά στον
πατέρα μου άρεσε πολύ να έρχεται εδώ για να κάνει σκι και να γράφει. Εδώ ολοκλήρωσε το τελευταίο του βιβλίο για τα
καθαρόαιμα».
Μόλις το τελεφερίκ σταμάτησε, ο Τζόνι σηκώθηκε και βοήθησε την Ελμ να κατεβεί. Εκείνη κοίταξε γύρω της μαγεμένη.
Στους τοίχους ήταν ζωγραφισμένες φιγούρες που θύμιζαν κόμικς και παρίσταναν τουρίστες διαφόρων εθνικοτήτων.
«Είναι εκπληκτικό», γέλασε όταν πρόσεξε τον μπάτλερ με την παραδοσιακή λιβρέα που ήταν ζωγραφισμένος δίπλα στην
πόρτα. «Ήταν το ταξίδι σας στ’ αλήθεια απαραίτητο;» ήταν γραμμένο από πάνω του.
Ο Τζόνι ξεκλείδωσε την ξύλινη πόρτα και την κράτησε ανοιχτή για να περάσει η Ελμ. Η ατμόσφαιρα ήταν απίστευτα ζεστή
–στην είσοδο ήταν αφημένες παλιές μπότες του σκι, μπαστούνια, ξεθωριασμένα μπουφάν και γάντια– πράγμα που την έκανε
να νιώσει απόλυτα σίγουρη. Δε βρισκόταν στην πολυτελή γκαρσονιέρα ενός εργένη ούτε σε κάποια απρόσωπη σουίτα
ξενοδοχείου, αλλά ακριβώς στο περιβάλλον που λάτρευε. Οι φόβοι της για το πώς θα μπορούσε ο Τζόνι να είχε ερμηνεύσει
τα γεγονότα της προηγούμενης βραδιάς εξαφανίστηκαν μεμιάς και τη θέση τους ήρθε να πάρει η υπέροχη έκπληξη που της
προκάλεσε το γεγονός ότι την είχε καταλάβει τόσο γρήγορα κι ότι οι συζητήσεις τους για το Ολιάντερ Κρικ και το Γκράνι
Κασλ σήμαιναν πολλά για εκείνον και δεν ήταν μόνο λόγια για να περνάει η ώρα. Επίσης, τη συγκινούσε το ότι ήταν
πρόθυμος να μοιραστεί ένα προφανώς πολύ ξεχωριστό κομμάτι από το παρελθόν του μ’ εκείνη.
Η Ελμ, καθώς διέσχιζε το χολ ακολουθώντας τον Τζόνι προς το παράθυρο του φωτεινού καθιστικού με την πανοραμική
θέα, συνειδητοποίησε και κάτι ακόμα που τόνωσε την αυτοπεποίθησή της: το σαλέ δεν ήταν ένα μέρος στο οποίο ο Τζόνι είχε
πάει κι άλλες γυναίκες, αλλά ένας χώρος που πίστευε ότι εκείνη με κάποιον τρόπο θα μπορούσε να κατανοήσει και να
εκτιμήσει.
Παρακολούθησε τον Τζόνι ν’ αφήνει το καλάθι στο πάτωμα και να τραβάει τις κουρτίνες. Το βλέμμα της απάλυνε και
ξεροκατάπιε. Ο Χάρλαν, σ’ όλη τη διάρκεια του γάμου τους, δεν της είχε δώσει ποτέ έστω και την εντύπωση ότι
προσπαθούσε να καταλάβει ποια ήταν αληθινά, βαθιά μέσα της. Μάλλον δεν ενδιαφερόταν αρκετά. Ωστόσο, μέσα σε
διάστημα λίγων ημερών, ο Τζόνι έδειχνε να έχει κατανοήσει μια σημαντική πλευρά της προσωπικότητάς της και
λειτουργούσε ανάλογα.
«Έλα εδώ να ρίξεις μια ματιά».
Η Ελμ στάθηκε δίπλα του και άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί στον επιβλητικό παγετώνα, μαγεμένη από τη θέα. Το
θέαμα ήταν μοναδικό και μεγαλοπρεπές. Μπροστά της δεν απλωνόταν η τυπική, χαριτωμένη θέα των ελβετικών Άλπεων που
συναντούσε κανείς χαμηλότερα στην κοιλάδα, αλλά ένα εντελώς διαφορετικό πρόσωπο της οροσειράς, γεμάτο κινδύνους και
προκλήσεις. Ένα τραχύ, βίαιο και ταυτόχρονα υπέροχο πρόσωπο που υψωνόταν περήφανο κι επιβλητικό, με τις κορφές των
βουνών να φτάνουν επιβλητικά στα σύννεφα που στροβιλίζονταν στον ουρανό.
«Είναι... νιώθω δέος», ψιθύρισε η Ελμ. Ακούμπησε την παλάμη της στη ράχη μιας πολυθρόνας με έντονα τα σημάδια της
φθοράς στη βελούδινη ταπετσαρία της –έδινε την εντύπωση ότι βρισκόταν πάντα εκεί– και χαμογέλασε, απολαμβάνοντας τη
μοναδικότητα του τοπίου.
«Κάνει λίγο κρύο εδώ», είπε ο Τζόνι. Πλησίασε το μεγάλο πέτρινο τζάκι που κυριαρχούσε στο δωμάτιο και στοίβαξε με
έμπειρες κινήσεις μερικά κούτσουρα στα σίδερα της πυροστιάς. «Το σαλέ έχει να κατοικηθεί πάνω από είκοσι χρόνια.
Ευτυχώς που ο Χανς έρχεται και το καθαρίζει και φροντίζει να λειτουργούν τα υδραυλικά. Παρ’ όλα αυτά έχει ανάγκη από
λίγη δουλειά, δε συμφωνείς;» Ο Τζόνι ύψωσε το βλέμμα του, κοίταξε μια ρωγμή στο ταβάνι και ύστερα χαμογέλασε στην
Ελμ.
«Εγώ το βρίσκω τέλειο όπως είναι, αλλά θα ήταν καλή ιδέα να ανάψεις το τζάκι». Η Ελμ έτριψε τις παλάμες της και
γονάτισε δίπλα στον Τζόνι, τη στιγμή που το προσάναμμα έπαιρνε φωτιά και οι πρώτες γλώσσες φωτιάς άρχισαν να γλείφουν
τα ξύλα.
«Τώρα είναι τέλειο». Ο Τζόνι στηρίχτηκε στις φτέρνες του και ύστερα τη βοήθησε να σηκωθεί απλώνοντάς της το χέρι.
Πέρασε απαλά το μπράτσο του γύρω από τους ώμους της και την τράβηξε προς το μέρος του.
«Είναι υπέροχα», ψιθύρισε εκείνη κι έγειρε στην καμπύλη του μπράτσου του. «Τόσο διαφορετικό από οποιοδήποτε άλλο
σαλέ στο οποίο έχει τύχει να βρεθώ», πρόσθεσε. «Ούτε πολυτελές ούτε εξεζητημένο, απλό και ζεστό».
Ο Τζόνι την έσφιξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε στα μαλλιά. «Χαίρομαι που σου αρέσει».
«Μου αρέσει, ειλικρινά», τον βεβαίωσε εκείνη. Κοίταξε με ευχαρίστηση την παλιά ξυλεπένδυση από πεύκο, τους καναπέδες
και τα φθαρμένα, κεντητά μαξιλάρια, το μεγάλο τζάκι με τη φωτιά που τριζοβολούσε και την ατέλειωτη συλλογή από βιβλία
και περιοδικά που γέμιζαν τα ράφια στους τοίχους. Στα ράφια υπήρχαν και φωτογραφίες, άλλες ακουμπισμένες απλά στα
βιβλία, άλλες κορνιζαρισμένες. Απεικόνιζαν παιδιά διαφόρων ηλικιών, άλογα αγώνων και ασημένια τρόπαια. Το περιβάλλον
έλεγε στην Ελμ πολλά για τον πατέρα του Τζόνι. Και για τον Τζόνι επίσης, αφού όλα αυτά τα χρόνια είχε διατηρήσει το σαλέ
ακριβώς όπως ήταν. Ήταν φανερό ότι έτρεφε μεγάλη αγάπη για το παρελθόν του.
Ταυτόχρονα όμως το σαλέ πρέπει να ήταν κατά κάποιον τρόπο κι ένα είδος μαυσωλείου. Η Ελμ αναρωτήθηκε ξαφνικά αν ο
Τζόνι διατηρούσε με τον ίδιο τρόπο και τα πράγματα της γυναίκας του. Υπενθύμισε στον εαυτό της ότι αυτό δεν ήταν δική
της δουλειά και αφέθηκε στην απόλαυση που της γεννούσε η αίσθηση του δυνατού μπράτσου του γύρω από τους ώμους της.
Κοίταξε ξανά το τζάκι κι ένιωσε να πλημμυρίζει από την ίδια ζεστασιά που είχε νιώσει το προηγούμενο βράδυ, όταν ο Τζόνι
την είχε βάλει στο κρεβάτι χαρίζοντάς της μεγάλη ανακούφιση επειδή δεν είχε προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία.
«Ας ρίξουμε μια ματιά στην κουζίνα να δούμε αν θα βρούμε μερικά πιάτα για τα φαγητά που μας ετοίμασε η Γκρέτσεν. Της
είπα να περάσει από το Περνέτ, το ντελικατέσεν, και να αγοράσει λίγο καπνιστό σολομό. Φοβάμαι ότι θα πρέπει να
αρκεστούμε σε κρύα πιάτα, αφού οι ηλεκτρικές συσκευές χρειάζονται αλλαγή».
«Είναι πιο διασκεδαστικά έτσι. Περνούσε πολύ καιρό ο πατέρας σου εδώ;»
«Ερχόταν κάθε φορά που ήθελε να ξεφύγει από το Γκστάαντ και τις κοσμικότητες. Εκείνη την εποχή, όταν εγώ ήμουν στο
Λε Ροσέ, οι γονείς μου περνούσαν ολόκληρο το χειμώνα εδώ. Ο πατέρας μου έλεγε ότι είχε ανάγκη από ένα καταφύγιο».
«Θα πρέπει να ήταν πολύ ξεχωριστός άνθρωπος», του είπε η Ελμ σκεφτική.
«Ήταν. Ακόμα μου λείπει». Ο Τζόνι της χαμογέλασε πάνω από τον ώμο του και ακούμπησε το καλάθι σε έναν πάγκο. Η
Ελμ ανταπέδωσε το χαμόγελο με κατανόηση. Ήξερε ακριβώς τι εννοούσε ο Τζόνι, γιατί και σ’ εκείνη έλειπε η μητέρα της,
παρ’ όλο που την είχε γνωρίσει ελάχιστα.
Ο Τζόνι άρχισε να αδειάζει το καλάθι, ξαφνικά όμως σταμάτησε.
«Αυτό μπορεί να περιμένει λίγο. Ξέχασα να σου δείξω τη θέα από τον επάνω όροφο». Την οδήγησε βιαστικά στη σκάλα.
Τα σκαλοπάτια ήταν ντυμένα με φθαρμένη μοκέτα και είχαν απότομη κλίση.
«Θα πρόσεξες ίσως ότι το σαλέ έχει μια ελαφριά κλίση. Αυτό οφείλεται στον παγετώνα. Σ’ αυτά τα μέρη οι χιονοστιβάδες
και οι κατολισθήσεις είναι πολύ συχνές. Κάποια μέρα μάλλον θα καταλήξει στους πρόποδες, δίπλα στο δρόμο». Το πλούσιο,
βαθύ, ζεστό γέλιο του Τζόνι τη γέμισε ευχαρίστηση, ανάμεικτη με φόβο όταν εκείνος άνοιξε την πόρτα ενός μεγάλου
υπνοδωματίου. Ο Τζόνι πλησίασε στα παράθυρα και παραμέρισε τις μπλε κουρτίνες. Η Ελμ πρόσεξε ότι το μεγάλο κρεβάτι
ήταν στρωμένο με ένα πρακτικό, απλό, λευκό λινό και ότι στους τοίχους γύρω του υπήρχαν κι άλλα ράφια γεμάτα βιβλία και
φωτογραφίες.
Ο Τζόνι φαντάστηκε για μια στιγμή τα μακριά μαλλιά της απλωμένα στα λευκά μαξιλάρια, γύρισε και την είδε να κοιτάζει
αβέβαια γύρω της. Αμέσως ανέκτησε την αυτοκυριαρχία του και σταμάτησε να φαντάζεται εκείνον και την Ελμ
αγκαλιασμένους κάτω από το μεγάλο πάπλωμα που έπεφτε από τις δυο πλευρές του κρεβατιού. Έστρεψε το βλέμμα του
αλλού, από φόβο μήπως προδοθεί.
Δεν έπρεπε να βιάσει τα πράγματα. Για το καλό και των δύο τους. Σκέφτηκε με ικανοποίηση ότι είχε δίκιο που είχε πάρει
την Ελμ μαζί του στο σαλέ, όμως δεν έπρεπε να ξεχνάει ότι αυτό που συνέβαινε ανάμεσά τους δεν ήταν παρά ένα διάλειμμα
και τίποτα περισσότερο.
«Χαίρομαι που σου άρεσε το σαλέ. Δυστυχώς δεν είναι πολύ επιβλητικό, όμως...»
Η Ελμ άγγιξε την παλάμη του και χαμογέλασε όταν εκείνος στάθηκε πίσω της και πέρασε ξανά με φυσικότητα το μπράτσο
του γύρω από τους ώμους της.
«Το βρίσκω τέλειο. Σ’ ευχαριστώ που το μοιράστηκες μαζί μου».
Ο Τζόνι την κοίταξε ξαφνιασμένος. Είχε καταλάβει. Αυτό τον έκανε να χαρεί, ταυτόχρονα όμως ένιωσε και κάποια
νευρικότητα.
Η Ελμ στράφηκε σιωπηλή προς το παράθυρο. Κοίταξαν ξανά τον παγετώνα, το μπλε βαγονέτο του τελεφερίκ που
κλυδωνιζόταν σαν παιχνιδάκι όταν ανέβαινε τα τρία χιλιόμετρα τις πλαγιάς πάνω από τις παγωμένες πηγές που την άνοιξη
μεταμορφώνονταν σε ορμητικούς καταρράκτες. Τα σύννεφα στον ουρανό συνέχιζαν να στροβιλίζονται επιβλητικά,
φορτωμένα χιόνι.
«Καλύτερα να ανοίξουμε για να αεριστεί λίγο ο χώρος προτού αρχίσει να χιονίζει ξανά», είπε ο Τζόνι. Άνοιξε το παράθυρο
και άφησε να μπει στο δωμάτιο ο παγωμένος αέρας. Η Ελμ ακούμπησε στο περβάζι, ανάσανε την αραιή ατμόσφαιρα, την
τραχιά μυρωδιά του χιονιού που ετοιμαζόταν να πέσει, απόλαυσε τη γαλήνη της φύσης. Ένας κοκκινολαίμης και δυο σπίνοι
κούρνιασαν στην άκρη της παλιάς μικρής ταΐστρας χαμηλά στη βεράντα κι άρχισαν να τσιμπολογούν προσεκτικά τους
σπόρους, ενώ άλλα πουλιά αναζητούσαν καταφύγιο στα γυμνά κλαδιά των θάμνων. Η Ελμ αναρωτήθηκε αν ήταν ο Τζόνι που
είχε φροντίσει να έχουν φαγητό τα πουλιά. Αυτή η καινούρια της ανακάλυψη της έλεγε και κάτι περισσότερο για τον άντρα
με τον οποίο είχε μοιραστεί τόσο φλογερές στιγμές το προηγούμενο βράδυ, τον άντρα που στην πραγματικότητα γνώριζε
ελάχιστα.
«Ξέρεις, παρ’ όλο που έρχομαι εδώ από τότε που ήμουν παιδί», είπε ο Τζόνι αφού είχαν περάσει μερικά λεπτά σιωπηλοί,
«δε νομίζω ότι αυτό το μέρος θα με κουράσει ποτέ».
«Ξέρω ακριβώς τι εννοείς. Πέρασα μερικά υπέροχα χρόνια στο Λε Ροσέ και, παρ’ όλο που έκανα τόσο καιρό να επιστρέψω,
δεν έσβησαν ποτέ από τη μνήμη μου. Μερικές από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές μου τις έζησα εδώ, σ’ αυτά τα βουνά», είπε η
Ελμ απλά.
Ο Τζόνι ένευσε, χαρούμενος που είχε πάει εκεί την Ελμ. Δε θα ήθελε να βρίσκονταν στο ξενοδοχείο Πάλας, με την
υπηρεσία δωματίου, τη σαμπάνια και το χαβιάρι. Καλύτερα να έτρωγαν ένα απλό γεύμα από μπαγκέτες και πατέ ή ίσως
μακαρόνια μαγειρεμένα σε μια από τις παλιές χάλκινες κατσαρόλες συνοδευμένα με ένα μπουκάλι μπορντό από το κελάρι
του πατέρα του, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι θα λειτουργούσε η κουζίνα. Συνειδητοποίησε έκπληκτος ότι ήταν η πρώτη
φορά που είχε σκεφτεί να μοιραστεί κάτι τόσο προσωπικό με οποιονδήποτε, με εξαίρεση την εποχή που ζούσε ακόμα η Μαρί
Ανζ. Ωστόσο δεν είχε την αίσθηση ότι πρόδιδε το παρελθόν του ή τη γυναίκα του ή οτιδήποτε είχαν μοιραστεί οι δυο τους.
Του φαινόταν απόλυτα σωστό το ότι στεκόταν στο παράθυρο δίπλα στην Ελμ.
Τότε συνειδητοποίησε ότι εκείνος και η Μαρί Ανζ δεν είχαν επισκεφθεί ποτέ το σαλέ. Στην πραγματικότητα ήταν το
μοναδικό μέρος που είχε παραμείνει ανέγγιχτο, ανεξερεύνητο, ένα μέρος στο οποίο θα μπορούσε να κάνει μια καινούρια
αρχή.
«Καλύτερα να κλείσω το παράθυρο προτού κρυώσεις», είπε και τραβήχτηκε βιαστικά, τρομαγμένος από τις ίδιες του τις
σκέψεις. Η ζωή του ήταν τακτικά οργανωμένη και σκόπευε να τη διατηρήσει έτσι.
«Κάνει παγωνιά», συμφώνησε η Ελμ. Χαμογέλασε πλατιά και με την άκρη του ματιού της κοίταξε το κρεβάτι. Κυριεύτηκε
από ανάμεικτα συναισθήματα φόβου και λαχτάρας. Γιατί την είχε οδηγήσει εδώ μέσα; Κατευθύνθηκε γρήγορα προς την
πόρτα, αφήνοντας τον Τζόνι να κλείσει το παράθυρο. Όμως, προς μεγάλη της ανακούφιση, εκείνος δεν έκανε καμιά
προσπάθεια να τη σταματήσει και λίγο αργότερα βρίσκονταν στο καθιστικό, όπου η φωτιά έκαιγε στο τζάκι.
«Θα πιεις κάτι;» ρώτησε ο Τζόνι.
«Ναι, θα το ήθελα».
«Τι λες για ένα ποτήρι κόκκινο κρασί; Ο πατέρας μου είχε ένα εξαιρετικό μπορντό. Κάθισε κοντά στη φωτιά κι εγώ θα πάω
να το φέρω. Ύστερα θα δω τι έχει στο καλάθι».
«Υπέροχα». Η Ελμ κατέβηκε τα λιγοστά σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο χώρο μπροστά στο τζάκι. Ήταν εξαιρετικά άνετα.
Βολεύτηκε στα μαξιλάρια και προσπάθησε να φανταστεί πώς ήταν ο πατέρας του Τζόνι. Το πιθανότερο ήταν πως ο γιος του
του έμοιαζε υπερβολικά. Τις τελευταίες μέρες οι συζητήσεις τους είχαν περιστραφεί γύρω από διάφορα θέματα και της άρεσε
το ότι οι απόψεις του Τζόνι ήταν έξυπνες, δυναμικές και ότι υπερασπιζόταν τα πιστεύω του. Μάλιστα τις προάλλες ενώ
έτρωγαν στη λέσχη είχαν κάνει ακόμα και μια έντονη συζήτηση γύρω από την αμερικανική και τη βρετανική πολιτική.
Έγειρε πίσω και απόλαυσε τη ζεστασιά. Μερικά λεπτά αργότερα ο Τζόνι επέστρεψε με ένα ανοιχτό μπουκάλι Σατό Λατούρ
και δυο ψηλά ποτήρια του κρασιού που τα ακούμπησε στο τραπεζάκι μπροστά στο τζάκι. «Θα έλεγα ότι είναι πολύ καλό»,
είπε κι έδειξε στην Ελμ το μπουκάλι.
«Κι εγώ θα συμφωνούσα», είπε εκείνη γεμάτη θαυμασμό όταν διάβασε την ημερομηνία. «Σπάνια γεύση». Αισθανόταν όλο
και πιο άνετα από τη στιγμή που είχαν κατεβεί στο καθιστικό. Η αναπόφευκτη ένταση που της προκαλούσε η γνώση όλων
όσων ανείπωτων πραγμάτων είχαν μοιραστεί το προηγούμενο βράδυ εξαφανίστηκε όταν ήπιε την πρώτη γουλιά από το
εκλεκτό κρασί. Εκείνη κι ο Τζόνι κάθισαν κοντά, κοιτάζοντας τη φωτιά. Αυτό ήταν ένα ακόμα στοιχείο που εκτιμούσε σ’
εκείνον η Ελμ: ήταν αληθινός τζέντλεμαν. Ο Χάρλαν πάντα φερόταν άψογα όταν ήταν με κόσμο, δυστυχώς όμως όταν
έμεναν μόνοι τους του έλειπε η φινέτσα –για εκείνον πάντα και παντού οι στιγμές ήταν κατάλληλες για σεξ.
Ο Τζόνι αντίθετα έδειχνε απόλυτα ικανοποιημένος απλά με το να κάθεται κοντά της, χωρίς να προσπαθεί καν να της πιάσει
το χέρι. Απλά απολάμβανε τη στιγμή. Η Ελμ του έριξε μια κλεφτή ματιά κι ένιωσε σίγουρη ότι περνούσε εξίσου καλά μ’
εκείνη. Η γνώση αυτού του πράγματος τη βοήθησε να ηρεμήσει και να απολαύσει αληθινά το μαγευτικό περιβάλλον.
«Πότε ήταν η τελευταία φορά που ήρθες εδώ;» ρώτησε, περίεργη γιατί ο Τζόνι δεν είχε υιοθετήσει το σαλέ ως δικό του
καταφύγιο.
«Αυτό προσπαθούσα μόλις να υπολογίσω. Πρέπει να έχουν περάσει σχεδόν τρία χρόνια και τότε είχα έρθει απλά να ελέγξω
ότι όλα ήταν εντάξει. Όμως χτες το βράδυ ένιωσα ξαφνικά την επιθυμία να ξαναδώ το παλιό σαλέ». Κοίταξε ξαφνικά την
Ελμ, χαμογέλασε μελαγχολικά και ύστερα έγειρε προς το μέρος της και της έπιασε το χέρι. «Μου φάνηκε σωστό να έρθω εδώ
μαζί σου. Δεν είχα ιδέα γιατί, απλά έτσι ένιωθα». Έφερε την παλάμη της Ελμ στα χείλη του και τη φίλησε απαλά.
Εκείνη ένευσε και αναστέναξε. Ένιωθε παράξενα, σαν να της είχε γίνει μια μεγάλη τιμή. Τη συγκινούσε το ότι ο Τζόνι είχε
θελήσει να μοιραστεί κάτι τόσο προσωπικό μαζί της. Άφησε την παλάμη της ανάμεσα στις δικές του, απολαμβάνοντας τη
ζεστασιά από το άγγιγμά του. Όταν την τράβηξε κοντά του, εκείνη δεν αντιστάθηκε. Έγειρε απλά το κεφάλι της στον ώμο του
και τον άφησε να χαϊδέψει τα μαλλιά της στοργικά, νιώθοντας σιγουριά στη σκέψη ότι ήταν μια από τις πιο τρυφερές στιγμές
της ζωής της.

12
Ο Χάρλαν, ως πλήρες μέλος του Γιοτ Κλαμπ, χαιρέτησε το φρουρό στο φυλάκιο της πύλης, μπήκε στον ιδιωτικό οικισμό του
Σκίνταγουεϊ Άιλαντ και κατευθύνθηκε προς την έπαυλη του Τάιλερ Μπροκ. Ήταν δύσκολο να τη χάσει κανείς –χτισμένη σε
ελληνικό ρυθμό, με δέκα υπνοδωμάτια, βαμμένη σε έντονο ροζ χρώμα με λευκές μπορντούρες. Ο Χάρλαν δεν είχε καταλάβει
ποτέ πώς είχε καταφέρει ο Μπροκ να αποσπάσει την έγκριση των συντηρητικών επιθεωρητών της πολεοδομίας για να χτίσει
κάτι τέτοιο.
Παρ’ όλα αυτά, σκέφτηκε ο Χάρλαν κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει ότι ο Μπροκ οργάνωνε σπουδαία πάρτι. Βγήκε
από την Κάντιλακ και κατευθύνθηκε προς την είσοδο της έπαυλης. Η Ελμ συνήθως αρνιόταν να παραστεί στις
συγκεντρώσεις του Τάιλερ, όμως ο Χάρλαν δεν είχε πρόβλημα μ’ αυτό. Όσο λιγότερα ήξερε για τον Τάιλερ η Ελμ, τόσο το
καλύτερο. Ιδιαίτερα για τις παρέες του. Ακόμα κι ο ίδιος ο Χάρλαν είχε εκπλαγεί το προηγούμενο βράδυ όταν κατά τη
διάρκεια ενός πλουσιοπάροχου δείπνου ο Μπροκ του είχε συστήσει δυο ύποπτους Λατινοαμερικάνους που του θύμιζαν
υπερβολικά κάποιες φωτογραφίες που είχε δει στις εφημερίδες την εποχή της σύλληψης του Νοριέγκα.
Αυτή η γνωριμία τού είχε προξενήσει έντονη νευρικότητα, όμως ο Τάιλερ τους είχε ξεφορτωθεί και το δείπνο είχε
αποδειχτεί τελικά πολύ επιτυχημένο, με μπόλικο ποτό και όχι μόνο, έτσι που ο Χάρλαν είχε ξεχάσει τους ύποπτους
Λατινοαμερικάνους. Ιδιαίτερα όταν εκείνος κι αυτή η μικρή πόρνη, η Τερέσα, είχαν καταφέρει να ξεμοναχιαστούν για λίγο
στην γκαρνταρόμπα των καλεσμένων. Ο Χάρλαν ήξερε ότι αυτό που είχε κάνει δεν ήταν πολύ έξυπνο –θα μπορούσαν εύκολα
να τους είχαν πιάσει– όμως αυτή η πιθανότητα απλά είχε κάνει πιο έντονη τη σεξουαλική έξαψη της στιγμής. Αυτή η
ανάμνηση έκανε αμέσως τον Χάρλαν να ερεθιστεί και πίεσε τον εαυτό του να πάρει μια βαθιά ανάσα. Ξέχνα το αυτό προς το
παρόν και θυμήσου το σκοπό της επίσκεψής σου.
Μια υπηρέτρια με στολή άνοιξε την πόρτα και οδήγησε τον Χάρλαν στο μεγάλο καθιστικό με το μαρμάρινο πάτωμα. Ήταν
γεμάτο τεράστιους καναπέδες και φύλλα χρυσού. Γαλλικοί καθρέφτες του δέκατου όγδοου αιώνα και περίτεχνα
διακοσμητικά ήταν διάσπαρτα γύρω και αστραφτοβολούσαν στο πρωινό φως, ενώ ο χώρος ήταν άδειος από επισκέπτες, με
αποτέλεσμα η εντύπωση που προξενούσε να είναι ακόμα πιο έντονη. Το θέαμα έκανε τον Χάρλαν να μορφάσει. Η Ελμ είχε
κάποιο δίκιο. Το γούστο του Μπροκ ήταν ομολογουμένως απαίσιο, αυτό που όπως θα έλεγε η Ελμ χαρακτηρίζει κάθε
νεόπλουτο. Και όταν είδε τον Τάιλερ ντυμένο με καρό βερμούδα και μεταξωτό πόλο να του κάνει νόημα να καθίσει δίπλα
του ενώ μιλούσε δυνατά στο ασύρματο τηλέφωνο, σκέφτηκε ότι η γυναίκα του είχε δίκιο.
Ο Χάρλαν κάθισε αναπαυτικά στον καναπέ και δέχτηκε τον καφέ που του πρόσφερε η καμαριέρα. Κοίταξε το ρολόι του.
Κόντευε έντεκα και είχε πολλά να κάνει εκείνο το πρωί. Τον ενοχλούσε που ο Τάιλερ είχε ζητήσει να τον δει έτσι
απροειδοποίητα –έμοιαζε περισσότερο σαν να τον διέταζε, όχι να τον προσκαλούσε. Ο Χάρλαν ανασήκωσε νοερά τους
ώμους του και παρακολούθησε το μεγιστάνα των ακινήτων επί το έργο. Ο Μπροκ ήταν τραχύς και αμόρφωτος, ταυτόχρονα
όμως διέθετε απεριόριστα κεφάλαια. Ο Χάρλαν ήξερε ότι δεν ήταν καθόλου καλό το ότι είχε αναγκαστεί να συστήσει τον
Τάιλερ σε ορισμένους κύκλους όταν θα προτιμούσε να μην το είχε κάνει, όμως το τίμημα ήταν μικρό μπροστά στην
υποστήριξή του, τους πακτωλούς χρημάτων που του πρόσφερε και το όραμα της ελευθερίας που ολοένα και πλησίαζε με το
που θα έφτανε στο τέρμα του τούνελ. Κατά τα φαινόμενα το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να υπαινιχθεί στον Τάιλερ πως
το τάδε ή το δείνα πρόγραμμα είχε ανάγκη από χρηματοδότηση και πριν καλά καλά το καταλάβει μια επιταγή εμφανιζόταν
στο γραφείο του.
Αυτό αποτελούσε πρωτόγνωρη εμπειρία για τον Χάρλαν. Μέχρι τότε εξαρτιόταν αποκλειστικά από την καλή θέληση του
γερουσιαστή να εξαργυρώσει κάποιες χάρες και να του εξασφαλίσει χρηματοδοτήσεις. Και του ήταν πολύ ευχάριστο να
ξοδεύει μεγάλα ποσά χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Όχι ότι δεν κατέγραφε ευλαβικά και το τελευταίο δολάριο που
περνούσε από τα χέρια του. Φυσικά και το έκανε. Ποτέ δεν μπορούσε να ξέρει κανείς πότε κάποιος τύπος σαν τον Τάιλερ θα
άλλαζε ξαφνικά και θα απαιτούσε λογιστικό έλεγχο. Κι ο Χάρλαν σε μια τέτοια περίπτωση ήταν αποφασισμένος να βγει
πεντακάθαρος. Παρ’ όλα αυτά το γεγονός ότι διαχειριζόταν τέτοια ποσά του γεννούσε μια ολοένα και πιο έντονη αίσθηση
δύναμης και πολιτικής επιρροής.
«Λοιπόν...» Ο Τάιλερ άφησε το τηλέφωνο δίπλα του στον λευκό και χρυσαφί καναπέ και δίπλωσε κάποια έγγραφα. «Πώς
πάει, Χάρλαν; Όλα εντάξει με τα σχέδιά μας για τις εκλογές; Κανένα νέο από τη γυναίκα σου; Θα επιστρέψει;» Ο Τάιλερ
ύψωσε τα ξανθά, πυκνά φρύδια του ερωτηματικά. Τα μάτια του ήταν μικρά και γκρίζα, ίδια σχεδόν με γουρουνιού, όπως
σκέφτηκε ο Χάρλαν, και η γεμάτη στίγματα κοκκινωπή επιδερμίδα του σίγουρα δε σε προϊδέαζε θετικά. Φυσικά ούτε η
κοιλιά του που φούσκωνε κάτω από το πόλο μπλουζάκι του βελτίωνε την κατάσταση.
«Όλα εντάξει με τις εκλογές και η Ελμ είναι μια χαρά», απάντησε ο Χάρλαν και χάρισε στον Τάιλερ ένα από τα πιο
γοητευτικά του χαμόγελα του γεννημένου νικητή. «Απολαμβάνει τα Χριστούγεννα κάνοντας ψώνια με τη φίλη της στην
Ευρώπη. Γυναίκες! Ποτέ δε χορταίνουν τα ψώνια, δε συμφωνείς;» Χαμογέλασε στην καμαριέρα που ξαναγέμισε το φλιτζάνι
του με καφέ.
«Έτσι είναι», είπε ο Τάιλερ αργά. Ρούφηξε τα χοντρά μάγουλά του και μια παράξενη λάμψη φώτισε τα γουρουνίσια μάτια
του. «Τι λες, πόσο σκοπεύει να λείψει;»
«Ω, δεν ξέρω. Θα επιστρέψει σύντομα». Ο Χάρλαν ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του και ύστερα ακούμπησε προσεκτικά το
φλιτζάνι στο πιατάκι. Δεν ήθελε να δείξει τη νευρικότητα που του είχε προκαλέσει η απρόσμενη ερώτηση του Τάιλερ. Πώς
ήξερε ότι η Ελμ έλειπε; Εκείνος δε θυμόταν να έχει αναφέρει τίποτα σχετικό σε κάποια από τις συζητήσεις τους.
«Να υποθέσω ότι θα επιστρέψει για τα Χριστούγεννα;» Ο Τάιλερ κάρφωσε τον Χάρλαν με το βλέμμα του.
«Μπορεί, μπορεί και όχι. Έχει κάποια προβλήματα με την υγεία της», απάντησε ο Χάρλαν, μετρώντας τα λόγια του. «Ο
γερουσιαστής κι εγώ πιστεύουμε ότι ίσως της κάνει καλό να ξεκουραστεί. Φυσικά, αν δε γυρίσει, θα πάω εγώ να τη βρω
μόλις μπορέσω», πρόσθεσε. Θυμήθηκε την πρόταση του γερουσιαστή που αρχικά δεν την είχε πάρει στα σοβαρά, εκείνη τη
στιγμή όμως του φαινόταν πολύ σοφή. «Θα είναι ωραίο να περάσουμε μερικές μέρες μαζί. Κάτι σαν δεύτερο μήνα του
μέλιτος». Ο Χάρλαν χαμογέλασε νοσταλγικά. «Με όλες τις υποχρεώσεις μου, σπάνια μας δίνεται η ευκαιρία να μείνουμε
μόνοι μας», συνέχισε και η έκφρασή του σκοτείνιασε, σαν να λυπόταν τρομερά που είχε στερηθεί τη συντροφιά της συζύγου
του.
«Πάντως δεν περνάει και πολύ χρόνο μαζί σου όταν είναι εδώ, έτσι;»
«Τι εννοείς;» ο Χάρλαν ύψωσε το βλέμμα του ξαφνιασμένος.
«Απ’ όσο μπορώ να ξέρω, περνάει το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου της στην παλιά φυτεία των Χάθαγουεϊ».
«Το λατρεύει εκείνο το μέρος. Ανήκει αιώνες στην οικογένειά της».
«Μάλιστα. Κρίμα όμως που δεν το χρησιμοποιείς πιο συχνά για τις πολιτικές σου συγκεντρώσεις, ε; Ένα τέτοιο μέρος θα
μπορούσε να γίνει αληθινό παλάτι αν του έριχνες ένα δυο εκατομμύρια για να το σουλουπώσεις».
«Όσο γι’ αυτό σίγουρα», έσπευσε να συμφωνήσει ο Χάρλαν κι ευχήθηκε το Ολιάντερ Κρικ να γινόταν ξαφνικά δικό του με
κάποιο μυστηριώδη τρόπο. Φανταζόταν ήδη πώς θα μπορούσε να αξιοποιήσει μερικά από τα χρήματα του Τάιλερ για να το
κάνει όπως θα ήθελε. Ήταν αυτό ακριβώς που του χρειαζόταν για να ολοκληρωθεί η εικόνα του ως ανθρώπου που
διατηρούσε δεσμούς με τον παλιό Νότο, κατανοούσε όμως με μοναδικό τρόπο τον καινούριο.
Ο Τάιλερ, που προφανώς δεν είχε μαντίλι, ρούφηξε με θόρυβο τη μύτη του, ακούμπησε το μπράτσο του στη ράχη του
καναπέ και χασμουρήθηκε. «Τις προάλλες μιλούσα με το διευθυντή μας, πέρα στη μονάδα επεξεργασίας λυμάτων και μου
έλεγε ότι χρειαζόμαστε ένα πιστοποιητικό, μια βεβαίωση ότι δε ρυπαίνουμε το περιβάλλον κατά κάποιον τρόπο. Είναι για την
αναθεματισμένη Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος. Απ’ ό,τι φαίνεται, το πιστοποιητικό που μας είχες εξασφαλίσει
αρχικά όπου να ’ναι θα πάψει να ισχύει. Πρέπει να τους ξεφορτωθούμε. Κάτι θα μπορέσεις να κάνεις, σωστά, Χάρλαν;»
«Φυσικά. Αν μου φέρεις τα απαραίτητα δικαιολογητικά θα δω τι μπορεί να γίνει».
Τότε ο Τάιλερ τον κοίταξε για μερικές στιγμές και μίλησε χωρίς να βιάζεται. «Εντάξει, θα σου φέρουμε τα πιστοποιητικά,
αν και σε κάποιους τομείς ίσως να χρειαστεί να φανείς κάπως ευέλικτος. Τίποτα που θα πρέπει να σε ανησυχεί, φυσικά,
τίποτα το σημαντικό. Απλά αυτοί οι μαλάκες της ΥΠΠ είναι υπερβολικά αυστηροί –αν περνούσε από το χέρι τους, όλοι σ’
αυτή τη χώρα θα ζούσαν σε αποστειρωμένα δωμάτια, σαν εκείνο το αγόρι που πέρασε τη ζωή του μέσα σε μια πλαστική
φούσκα». Ο Τάιλερ γέλασε και σηκώθηκε. «Τι θα έλεγες για ένα ποτό, Χάρλαν; Δε θα αντέξεις για πολύ με τον καφέ».
«Βέβαια, γιατί όχι;» Ο Χάρλαν ακολούθησε τον οικοδεσπότη του στη βεράντα, χαρούμενος που ο Τάιλερ θα βρισκόταν για
μια ακόμα φορά υποχρεωμένος απέναντί του. Άκουσε τον Μπροκ να φωνάζει στην καμαριέρα να τους πάει δυο ντάκιρι με
φράουλα. Ο Χάρλαν μόρφασε. Δεν έπινε ντάκιρι με φράουλα, προτιμούσε το σκέτο ουίσκι, όμως δε διαμαρτυρήθηκε. Κάθισε
απέναντι από τον Τάιλερ, χαμογέλασε πλατιά, τέντωσε τα πόδια του και άρχισε να μιλάει για ένα θέμα που ήξερε ότι θα άρεσε
στον οικοδεσπότη του.
«Λοιπόν, Τάιλερ, πώς πάει η ιστιοπλοΐα;»

13
«Τζο». Το κεφάλι της Ελμ πρόβαλε στο κατώφλι του πλούσια επιπλωμένου υπνοδωματίου της Τζοκόντα και χαμογέλασε στη
φίλη της που τεντωνόταν στο ανάκλιντρό της σε ρυθμό Τουάλ ντε Ζουά. Έδειχνε να βαριέται, στην πραγματικότητα όμως η
προσοχή της ήταν στραμμένη στο τελευταίο φύλλο του Εκόνομιστ. Η Τζο παρίστανε την ανόητη, επιπόλαια κοσμική, όμως
ήταν εξαιρετικά καλά πληροφορημένη και πανέξυπνη.
«Έλα μέσα», είπε η Τζοκόντα. «Επέστρεψες από μια ακόμα μέρα γλεντιού και έρωτα στις Άλπεις, cara;» αστειεύτηκε και
κατέβασε το περιοδικό.
«Ω, σταμάτα», γέλασε η Ελμ κάνοντας μια έντονη χειρονομία και κάθισε στην άκρη του μεγάλου κρεβατιού. «Ξέρεις πολύ
καλά ότι έκανα σκι».
«Και δεν κάνατε καμιά σύντομη στάση στην επιστροφή;» επέμεινε η Τζοκόντα. Είχε ενθουσιαστεί όταν είχε ακούσει ότι ο
Τζόνι είχε πάει την Ελμ στο ερημητήριο του πατέρα του στο βουνό. Δεν τον θεωρούσε ρομαντικό και πλέον αναρωτιόταν
μήπως τον είχε υποτιμήσει.
«Δυστυχώς, κάναμε μόνο μια στάση για ζεστή σοκολάτα, στους πρόποδες της πλαγιάς. Λυπάμαι αν σε απογοητεύω. Τζο,
άκου, πρέπει να μάθω τι σχέδια έχουμε για τα Χριστούγεννα».
«Mamma mia, cara, ευτυχώς που το ανέφερες. Για να είμαι ειλικρινής, δεν έχω σκεφτεί τι θα κάνουμε. Ο nonno δε θα είναι
εδώ, άρα θα είμαστε οι δυο μας. Φυσικά, θα δώσω ρεπό στον Ουμπέρτο. Του αρέσει να περνάει τα Χριστούγεννα με την
ανιψιά του, που εργάζεται σε κάποιο άλλο σαλέ. Αν και υποθέτω ότι μπορούμε να κανονίσουμε κάποιο δείπνο για τις είκοσι
τέσσερις», συνέχισε με απροσδιόριστο ύφος. «Γιατί;»
Η Ελμ έσκυψε μπροστά κι έβγαλε τα γάντια του σκι. «Επειδή η λαίδη Γκράνι –η μητέρα του Τζόνι– μας έχει καλέσει και τις
δύο για φαγητό τα Χριστούγεννα».
«Αστειεύεσαι;» Η Τζο ανακάθισε στο ανάκλιντρο.
«Καθόλου».
«Και γιατί κάλεσε και τις δυο μας; Γιατί όχι μόνο εσένα;»
«Επειδή ξέρει ότι με φιλοξενείς. Δε θα ήταν δυνατόν να χωριστούμε τα Χριστούγεννα, έτσι δεν είναι;» ρώτησε εμβρόντητη
η Ελμ.
«Υποθέτω πως όχι». Η Τζοκόντα ανασήκωσε τους ώμους της και σούφρωσε τα χείλη της. «Va bene. Ας πάμε».
«Είσαι σίγουρη ότι είναι καλή ιδέα;» ρώτησε η Ελμ διστακτικά.
«Φυσικά και είναι. Λοιπόν, τι περιμένεις; Τηλεφώνησε στη λαίδη και πες της ότι την ευχαριστούμε πολύ κι ότι δεχόμαστε
ευχαρίστως».
«Μα αυτό ακριβώς είναι το θέμα. Δεν είμαι σίγουρη αν θα πρέπει να δεχτούμε», είπε η Ελμ επιφυλακτικά.
«Ελμ! Και γιατί όχι;» Η Τζοκόντα τινάχτηκε και τα μεταξένια μαλλιά της ανέμισαν στους ώμους της. «Φυσικά και πρέπει
να πάμε. Δε θέλεις να μάθεις πώς είναι τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας του Τζόνι; Ειδικά η μητέρα του; Πάντα πρέπει να
τσεκάρεις τη μητέρα».
«Νόμιζα ότι είχαμε συμφωνήσει πως δεν επρόκειτο παρά για ένα απλό περαστικό φλερτ», είπε η Ελμ. «Αν είναι έτσι, γιατί
να θέλω να γνωρίσω την οικογένειά του;» αντέτεινε.
Η Τζο ανασήκωσε ξανά τους ώμους της. «Ω, δεν ξέρω, bella. Υποθέτω από περιέργεια. Λοιπόν, δε θέλεις να μάθεις;» Το
διαπεραστικό βλέμμα της καρφώθηκε στα μάτια της Ελμ. «Έλα τώρα, πες την αλήθεια, πεθαίνεις να πας».
«Φυσικά και θα ήθελα να τους γνωρίσω. Θέλω να πω ότι, πέρα από οτιδήποτε άλλο, η λαίδη Γκράνι γνωρίζει τον πατέρα
μου –ή, τουλάχιστον, τον ήξερε πριν από πολλά χρόνια. Άρα, γι’ αυτόν και μόνο το λόγο...» Η φωνή της Ελμ έσβησε.
«Ελμ, άφησε τις ανοησίες. Ξέρεις ότι θέλεις να πας επειδή θέλεις να περάσεις τα Χριστούγεννα με τον Τζόνι και την
οικογένειά του. Ξέχνα τα υπόλοιπα».
«Μάλλον έτσι είναι», παραδέχτηκε η Ελμ απρόθυμα. Τα μάγουλά της κοκκίνισαν ελαφρά και χαμογέλασε. «Απλά μου
φαίνεται κάπως πολύ... προσωπικό. Θέλω να πω ότι τα Χριστούγεννα είναι οικογενειακή γιορτή και δεν ξέρω αν...»
«Ελμ, σταμάτα να αμφισβητείς τον εαυτό σου. Ο Τζόνι σου έδωσε την εντύπωση ότι ήθελε να πας;»
«Ναι. Πάρα πολύ».
«Λοιπόν; Τι σε εμποδίζει; Πέρα από όλες αυτές τις ηθικολογικές δικαιολογίες που εφευρίσκεις». Η Τζο συνοφρυώθηκε.
Η Ελμ αναστέναξε. «Μάλλον νιώθω άσχημα για τον Χάρλαν, τον πατέρα μου και τη θεία Φράνσις. Μου φαίνεται λάθος το
ότι θα γιορτάζω τα Χριστούγεννα μακριά από το σπίτι, ενώ εκείνοι θα είναι δυστυχισμένοι χωρίς εμένα. Δε στόλισα καν το
δέντρο πριν φύγω», ψέλλισε ένοχα.
«Τότε θα έπρεπε να είχες μείνει στη Σαβάνα», είπε η Τζο αποφασιστικά. «Τι νόημα είχε να έρθεις εδώ αν επρόκειτο να
ανησυχείς συνέχεια για ό,τι συμβαίνει εκεί;» Η Τζο αποφάσισε ότι θα ήταν καλύτερα να ακολουθήσει μια πιο πρακτική
προσέγγιση στο θέμα και παρακολούθησε την Ελμ που την κοίταζε προβληματισμένη.
«Έχεις δίκιο. Γίνομαι ανόητη».
«Όχι ανόητη, ευαίσθητη». Η Τζο χαμογέλασε και το βλέμμα της μαλάκωσε. «Όλη σου τη ζωή ανησυχείς για τους άλλους.
Το θέμα, cara, είναι πως ήρθε ο καιρός να ανησυχήσεις για σένα. Πίστεψέ με», πρόσθεσε κοφτά. «Αν ο Χάρλαν πίστευε ότι
με το να σε αφήσει μόνη τα Χριστούγεννα θα είχε περισσότερες πιθανότητες να επανεκλεγεί, θα το έκανε χωρίς δεύτερη
σκέψη».
Η Ελμ παραδέχτηκε ότι αυτό το τελευταίο επιχείρημα ήταν αλήθεια. «Εντάξει, με έπεισες». Σηκώθηκε, γέλασε και
τεντώθηκε. «Πάω να τηλεφωνήσω αμέσως, προτού αλλάξω γνώμη».
«Ωραία». Η Τζο πήρε ξανά το Εκόνομιστ.
«Φυσικά, μένει ακόμα να αποφασίσουμε τι δώρα θα κάνουμε στην οικογένεια Γκράνι για τα Χριστούγεννα. Θέλω να πω, τι
χαρίζει κανείς σε ένα δεκαεξάχρονο αγόρι; Δεν έχω ιδέα».
«Santa Madonna», κλαψούρισε η Τζοκόντα και σήκωσε τα χέρια της με απόγνωση. «Υπάρχει τίποτ’ άλλο που θα σκεφτεί
για να περιπλέξει την κατάσταση;»
Όπως αποδείχτηκε, τα δώρα ήταν πολύ πιο ασήμαντο πρόβλημα απ’ ό,τι φοβόταν η Ελμ. Μια δωροεπιταγή από το τοπικό
δισκοπωλείο τής φάνηκε το καταλληλότερο δώρο για τον Νίκι. Μια σύντομη στάση στο Ερμές ήταν αρκετή για να
ανακαλύψει μια υπέροχη συλλογή από κασμιρένιες εσάρπες, σχεδιασμένες ειδικά για το κατάστημα του Γκστάαντ,
διακοσμημένες με εορταστικές παραστάσεις της μαντάμ Ροζά, μιας ντόπιας καλλιτέχνιδας. Τα όμορφα κολάζ της, που
απεικόνιζαν σκηνές από την τοπική ζωή, ήταν διάσημα στην περιοχή. Το πρόβλημα ήταν ότι η Ελμ δεν είχε ιδέα τι χρώματα
φορούσε η μητέρα του Τζόνι, αφού δεν την είχε γνωρίσει ποτέ. Τελικά διάλεξε μια εσάρπα με καφεκόκκινη μπορντούρα, που
θεώρησε κατάλληλη για μια σοφιστικέ ηλικιωμένη κυρία, αφού πρώτα επιβεβαίωσε ρωτώντας την πωλήτρια ότι η λαίδη
Γκράνι θα μπορούσε να την αλλάξει αν δεν της άρεσε το χρώμα.
Στη συνέχεια είχε σειρά ο Τζόνι. Τι μπορούσε να αγοράσει μια γυναίκα για έναν άντρα που μιλούσε στην καρδιά της, που
ήθελε να κάνει έρωτα μαζί του χωρίς όμως να είναι σύζυγός της; Τα μάγουλά της κοκκίνισαν από αμηχανία. Αποφάσισε να
μην αγοράσει κάτι πολύ προσωπικό, αλλά ούτε και κάτι πολύ αδιάφορο. Για μια ακόμα φορά το Ερμές της πρόσφερε τη
λύση. Διάλεξε ένα γαλάζιο πουλόβερ από κασμίρι που σκέφτηκε ότι ταίριαζε με τα μάτια του. Για τον Λίαμ, τον οποίο
γνώριζε ελάχιστα, κατά τα φαινόμενα όμως περνούσε πολύ χρόνο κολλημένος στο κινητό του, αγόρασε μια πένα
εξοπλισμένη με κάθε είδους ηλεκτρονικά μαραφέτια από το Καρτιέ. Το δώρο της Τζοκόντα ήταν το μοναδικό για το οποίο
δεν είχε καμιά αμφιβολία, αφού το κουβαλούσε μαζί της από τη Σαβάνα. Ήταν ένας πίνακας φτιαγμένος ειδικά για τη φίλη
της, που είχε μεταφέρει στον πάτο της μεγαλύτερης βαλίτσας της. Είχε καταφέρει να τον κρατήσει κρυμμένο στο πίσω μέρος
της ντουλάπας της, όπου περίμενε τυλιγμένος, έτοιμος για τη μεγάλη μέρα.
Πάνω στη βιασύνη της αναχώρησής της, είχε ξεχάσει να αγοράσει δώρα για τους φίλους και την οικογένειά της στην
πατρίδα. Πώς είχε μπορέσει να φερθεί τόσο απερίσκεπτα; Και άραγε υπήρχε κάτι που θα μπορούσε να κάνει για να διορθώσει
την κατάσταση; Αφού το σκέφτηκε αρκετά, αποφάσισε ότι το καλύτερο θα ήταν να στείλει σε όλους λουλούδια με κάποιο
προσωπικό μήνυμα. Όχι στον Χάρλαν, φυσικά. Παρ’ όλα αυτά της ήταν δύσκολο να αποδεχτεί πως όλες οι μικρές συνήθειες
που θεωρούσε δεδομένες δεν ίσχυαν πια. Και να τώρα που επέστρεφε ανεβαίνοντας το λόφο, με το πίσω μέρος του Ρέιντζ
Ρόβερ φορτωμένο δώρα για ανθρώπους που γνώριζε ελάχιστα, ενώ για την οικογένειά της...
«Αρκετά», αναφώνησε δυνατά, καθώς έστριβε στον στενό χιονισμένο δρόμο που οδηγούσε στο σαλέ της Τζοκόντα. Ήταν
σίγουρη ότι το τελευταίο πράγμα που θα είχε ο Χάρλαν στο μυαλό του ήταν τι δώρο θα της έκανε τα Χριστούγεννα. Εκτός
φυσικά, σκέφτηκε και μόρφασε, αν ήταν μέρος της καινούριας τακτικής του για να την κάνει να επιστρέψει. Έδειχνε
αποφασισμένος να προσπαθήσει ώστε να ξαναρχίσουν την κοινή τους ζωή. Η Ελμ είχε σταματήσει να δέχεται τα
τηλεφωνήματά του και είχε δώσει οδηγίες στο προσωπικό να λέει ότι έλειπε κι ότι ήταν άγνωστο πότε θα επέστρεφε. Τι
ενοχλητικό που η Μέρεντιθ δεν είχε προλάβει να υποβάλει την αίτηση διαζυγίου πριν τις γιορτές. Όμως της είχε εξηγήσει ότι
αυτά συνέβαιναν με τα δικαστήρια –οι καθυστερήσεις ήταν αναπόφευκτες.
Η Ελμ μπήκε στο γκαράζ και πάρκαρε δίπλα στην αστραφτερή κόκκινη Φεράρι, αποφασισμένη να απαλλαγεί από τη
μελαγχολία που κάλυπτε σαν βαριά σκιά τη μέρα της. Τίναξε το κεφάλι της, πήρε τις τσάντες με τα δώρα από το πορτ
μπαγκάζ και ανέβηκε τα σκαλοπάτια. Όπως πολύ σωστά είχε επισημάνει η Τζο, η παραμονή της στο Γκστάαντ δε θα είχε
κανένα νόημα αν συνέχιζε να κάθεται και να κλαίει τη μοίρα της.

Το χριστουγεννιάτικο γεύμα ήταν –όπως είπε αργότερα η Τζοκόντα– perfetto.


Η χήρα του υποκόμη Γκράνι, η λαίδη Γκράνι, τις είχε υποδεχτεί θερμά. «Σας παρακαλώ, να με λέτε Γκρέις», είπε μόλις
έσφιξαν τα χέρια. «Όταν με αποκαλούν με τον τίτλο μου νιώθω σαν να είμαι καμιά από εκείνες τις αυστηρές ηλικιωμένες
Αγγλίδες. Βαθιά μέσα μου, παραμένω ένα απλό κορίτσι από το Πίτσμπουργκ», πρόσθεσε κι έκλεισε το μάτι στην Ελμ και
στην Τζοκόντα. Γέλασε και οδήγησε τις καλεσμένες της στο υπέροχο σαλόνι. Οι τοίχοι ήταν επενδυμένοι με ξύλο πεύκου και
τα χριστουγεννιάτικα στολίδια αφθονούσαν.
«Είναι εκπληκτικό», αναφώνησε η Ελμ και ένιωσε για μια στιγμή να την πνίγει η νοσταλγία όταν αντίκρισε τα γκι και τα
κεριά.
«Είναι έργο του μπάτλερ μου, του Ρομπέρτο. Λατρεύει να ασχολείται με αυτά. Είναι Ισπανός», πρόσθεσε η λαίδη Γκράνι,
λες και αυτό εξηγούσε το ταλέντο του μπάτλερ της στη διακόσμηση. «Πού είναι τα αγόρια;» Η λαίδη συνοφρυώθηκε.
«Ρομπέρτο!» φώναξε προς την κατεύθυνση που η Ελμ υπέθεσε ότι βρισκόταν η κουζίνα. «Πού είναι ο Τζόνι, ο Νίκι και ο
Λίαμ; Τι να σας πω;» πρόσθεσε η λαίδη. Στράφηκε ξανά προς την Ελμ και την Τζοκόντα και κούνησε απογοητευμένη το
καλοχτενισμένο γκριζομάλλικο κεφάλι της. «Αυτά τα παιδιά είναι απίστευτα! Τους είχα πει να είναι εδώ στην ώρα τους.
Όμως θα το πιστέψετε; Σήμερα το πρωί αναγκάστηκα να τους σταματήσω από το να ανεβούν στο βουνό. Καμία αίσθηση ότι
είναι Χριστούγεννα και ότι έχουν υποχρεώσεις απέναντι στην οικογένειά τους. Όμως τι μπορώ να κάνω;»
Ο μονόλογός της διακόπηκε από αντρικές φωνές που προέρχονταν από τις σκάλες.
«Α, επιτέλους. Τζον Φιτζέραλντ, το λιγότερο που θα μπορούσες να κάνεις θα ήταν να ήσουν εδώ για να υποδεχτείς τις
καλεσμένες σου!» δήλωσε.
«Μάλιστα, μητέρα». Ο Τζόνι έκλεισε το μάτι, χαμογέλασε πλατιά στην Ελμ και στην Τζοκόντα κι έδωσε στην καθεμία από
ένα φιλί. Ο Νίκι τον μιμήθηκε και ο Λίαμ τους έσφιξε το χέρι.
«Από δω η φίλη μου, η Τζοκόντα Μανκίνι», έκανε τις συστάσεις η Ελμ και παρακολούθησε τον Λίαμ και την Τζο να
αναμετράνε ο ένας τον άλλο με το βλέμμα. Ο Λίαμ ευγενικός, η Τζοκόντα φορώντας το χαμόγελο που κατά την Ελμ
χρησιμοποιούσε σε όλες τις κοσμικές εκδηλώσεις.
«Λοιπόν, μητέρα, πού είναι η σαμπάνια;» ρώτησε ο Τζόνι όταν μεταφέρθηκαν κοντά στο τζάκι και κάθισαν στους μεγάλους
καναπέδες. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν τοποθετημένο στρατηγικά στην απέναντι γωνία κοντά στο παράθυρο που
έβλεπε στο χιονισμένο χωριό και ήταν περιτριγυρισμένο από δώρα.
«Έφερα μερικά δώρα. Μπορώ να τα βάλω στο δέντρο;» ρώτησε τη λαίδη η Ελμ προτού καθίσει.
«Δεν ήταν απαραίτητο», χαμογέλασε η Γκρέις.
«Θα τα φέρω εγώ», προσφέρθηκε ο Τζόνι.
«Ευχαριστώ», είπε η Ελμ. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν για μια στιγμή προτού ο Τζόνι πάει στο χολ, πάρει τα πακέτα
και τα βάλει κάτω από το δέντρο.
«Δεν υπήρχε λόγος να αγοράσεις δώρα για όλους», της είπε όταν είδε σε ένα από τα πακέτα το καρτελάκι με το όνομα του
Νίκι. «Ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους σου».
«Ήταν το λιγότερο που θα μπορούσα να κάνω όταν η οικογένειά σου είχε την καλοσύνη να μας καλέσει για τα
Χριστούγεννα. Στο κάτω κάτω το χριστουγεννιάτικο τραπέζι είναι οικογενειακή υπόθεση».
«Πράγματι, έτσι δεν είναι;» είπε ο Τζόνι κι έστρεψε το βλέμμα του στο τζάκι. Παραδόξως η παρουσία της Ελμ και της
Τζοκόντα δεν του φαινόταν παράταιρη. Ακριβώς το αντίθετο. Τις τελευταίες σαράντα οχτώ ώρες είχε πολλές αμφιβολίες.
Αναρωτιόταν μήπως τυχόν είχε εκβιάσει υπερβολικά τα πράγματα, όμως εκείνη τη στιγμή χαιρόταν ακούγοντας το
καμπανιστό γέλιο της Τζοκόντα ενώ μιλούσε στον Λίαμ, που τη ρωτούσε αν ήταν μέλος της οικογενειακής ελαιουργικής
επιχείρησης των Μανκίνι κι αν ήξερε ότι μόλις είχε ολοκληρωθεί η συγχώνευση με κάποια από τις εταιρείες των Γκράνι.
«Λίαμ, άσε ήσυχη την κακόμοιρη την κοπέλα», διαμαρτυρήθηκε η Γκρέις. Στο κάτω κάτω είναι Χριστούγεννα. Δεν υπάρχει
λόγος να μιλάμε για δουλειές. Άφησέ τα αυτά για όταν θα επιστρέψεις στην Αμερική».
«Απλά ρωτούσα», είπε ο Λίαμ με πληγωμένο ύφος.
«Στην πραγματικότητα ξέρω όλες τις λεπτομέρειες για τη συγχώνευση που έγινε το φθινόπωρο», απάντησε η Τζοκόντα.
«Είμαι μέλος του διοικητικού συμβουλίου».
«Αλήθεια;» Ο Τζόνι παρακολούθησε τον Λίαμ να εκπλήσσεται, να κοιτάζει καλύτερα την Τζοκόντα και κρυφοχαμογέλασε.
Η Τζοκόντα δεν έδινε την εντύπωση γυναίκας που θα συμμετείχε σε οποιουδήποτε είδους διοικητικό συμβούλιο, παρεκτός αν
επρόκειτο για το συμβούλιο κάποιας φιλανθρωπικής οργάνωσης. Όμως ο Τζόνι ήξερε καλά την Τζοκόντα. Γνώριζε ότι πίσω
από την εμφάνιση της νωθρής, σοφιστικέ Ιταλίδας κρυβόταν μια γυναίκα με κοφτερό μυαλό.
Τότε μπήκε ο Νίκι, κάθισε στο μπράτσο του καναπέ και άρχισε να κουβεντιάζει χαλαρά με την Ελμ. Ήταν εκπληκτική η
άνεση που, απ’ ό,τι φαινόταν, είχε αποκτήσει η Ελμ με το γιο του, παρά το γεγονός ότι δεν είχε δικά της παιδιά. Ο Τζόνι
αναρωτήθηκε αμέσως αν την ενοχλούσε το ότι δεν είχε παιδιά και προσπάθησε να μαντέψει το λόγο. Άραγε ήταν επιλογή της
ή μήπως δεν μπορούσε να συλλάβει;
Ύστερα από λίγη ώρα, έκανε την εμφάνισή του ο Ρομπέρτο. Ανήγγειλε ότι το γεύμα ήταν έτοιμο κι όλοι μεταφέρθηκαν
στην τραπεζαρία με τη χαμηλή οροφή που στηριζόταν σε χοντρά δοκάρια. Η Ελμ πρόσεξε ότι στο διάδρομο υπήρχαν τρεις
Βαν Γκογκ και ότι οι κορνίζες τους ήταν στολισμένες με γκι. Γοητεύτηκε από το συνδυασμό της υψηλής τέχνης και της
χριστουγεννιάτικης διακόσμησης. Οι Γκράνι ήταν μια υπέροχη οικογένεια, το κάθε μέλος της εντελώς διαφορετικό από τους
άλλους. Η αυστηρή λαίδη με το γκρίζο ταγέρ και τα διαμαντένια κοσμήματα, μια μητριαρχική φιγούρα που κρατούσε τα ηνία
της οικογένειας. Ο Λίαμ ήταν ο σοβαρός, Αμερικανός επιχειρηματίας και ο Νίκι το υπερκινητικό παιδί. Και ο Τζόνι; Η Ελμ
αναρωτήθηκε τι ήταν ο Τζόνι και του έριξε μια κλεφτή ματιά καθώς κάθονταν στο τραπέζι.
«Ποιος θα πει την προσευχή;» ρώτησε η Γκρέις.
«Γιατί να μην την πει η Ελμ;» πρότεινε ο Νίκι. «Όταν ζούσε η μητέρα μου, την έλεγε πάντα εκείνη. Έτσι δεν είναι, μπαμπά;
Έτσι δε μου έχεις πει;»
Η Ελμ πρόσεξε την αστραπιαία αλλαγή στη διάθεση του Τζόνι, τον τρόπο που σκοτείνιασε το βλέμμα του. Τα μάγουλά της
κοκκίνισαν και στράφηκε πανικόβλητη στην Γκρέις. «Είμαι σίγουρη ότι κάποιος από σας θα τα κατάφερνε πολύ καλύτερα».
«Λοιπόν, θα το κάνεις εσύ, Λίαμ;» έσπευσε να ρωτήσει η Γκρέις και ύστερα έσκυψε το κεφάλι της, όπως και οι υπόλοιποι
στο τραπέζι. Η Ελμ κατάπιε την ντροπή της καθώς ο Λίαμ έλεγε την προσευχή και το γεύμα ξεκίνησε.
«Α, να ο Ρομπέρτο με τη γαλοπούλα». Η Γκρέις χαμογέλασε πλατιά όταν ο μπάτλερ πρόσφερε στην Ελμ το δίσκο και η
συζήτηση επανήρθε στους κανονικούς της ρυθμούς. Η Ελμ αναρωτήθηκε αν ο Τζόνι είχε επηρεαστεί τόσο πολύ από το
θάνατο της γυναίκας του. Αν έκρινε από το περιστατικό που είχε συμβεί λίγα λεπτά νωρίτερα, μάλλον έτσι ήταν. Θυμήθηκε
ότι η Μαρί Ανζ είχε πεθάνει δεκατέσσερα χρόνια πριν και σκέφτηκε ότι ήταν κρίμα. Ο Τζόνι ήταν πάντα τρυφερός απέναντί
της, έσπευδε να ικανοποιήσει τις επιθυμίες της κι έκανε πολύ καλή παρέα, όμως εκείνη είχε την εντύπωση ότι ένα κομμάτι
του εαυτού του παρέμενε προστατευμένο, ίσως ακόμα κι από εκείνους που τον γνώριζαν και τον αγαπούσαν περισσότερο από
κάθε άλλον.
Η Τζοκόντα διασκέδαζε τον Νίκι με διηγήσεις από τις πιο τολμηρές περιπέτειές της στο Λε Ροσέ, όταν ο Τζόνι έβγαλε την
Ελμ από τις σκέψεις της.
«Λοιπόν; Όλα εντάξει;»
«Υπέροχα», απάντησε εκείνη και χαμογέλασε πλατιά για να κρύψει τη θλίψη που είχε νιώσει όταν θυμήθηκε το
χριστουγεννιάτικο τραπέζι που θα στρωνόταν ύστερα από λίγες ώρες στη Σαβάνα. Ο πατέρας της της είχε πει –κάπως
επικριτικά– ότι ο Χάρλαν θα έτρωγε μαζί με εκείνον και τη θεία Φράνσις, σαν να υπονοούσε ότι ήταν καλύτερος Χάθαγουεϊ
από την Ελμ.
Τέλος πάντων, σκέφτηκε η Ελμ, εκείνη είχε κάνει τις επιλογές της. Δεν είχε νόημα να μετανιώνει και να χαλάει τη μέρα της.
Αργότερα θα τηλεφωνούσε και θα ευχόταν σε όλους καλά Χριστούγεννα –ακόμα και στον Χάρλαν. Όμως εκείνη τη στιγμή
ήταν αποφασισμένη να απολαύσει τη φιλοξενία των Γκράνι.
Ήταν μετά τον καφέ, όταν είχαν ανοίξει τα δώρα και είχαν ανταλλάξει ευχαριστίες, όταν η Γκρέις κάθισε δίπλα στην Ελμ
στον καναπέ.
«Λοιπόν, νομίζω ότι όλα πήγαν πολύ καλά. Στ’ αλήθεια, δεν υπήρχε λόγος να μπεις στον κόπο να μου πάρεις ένα τόσο
υπέροχο δώρο», πρόσθεσε κι έδειξε την εσάρπα από το Ερμές που ήταν ριγμένη στους ώμους της.
«Και το δικό σου ήταν εξίσου υπέροχο». Η Ελμ σήκωσε το κουτί με τη συλλογή από σαπούνια από του Ρανσέ, τον
φημισμένο οίκο αρωμάτων που είχε ιδρυθεί το 1795. «Τα λατρεύω αυτά τα σαπούνια. Και σ’ ευχαριστώ και πάλι που μας
κάλεσες».
Η Γκρέις άγγιξε το μπράτσο της Ελμ και χαμήλωσε τη φωνή της. «Λυπάμαι για το σχόλιο του Νίκι όταν ζήτησε να πεις την
προσευχή. Τα παιδιά είναι απερίσκεπτα. Φυσικά δεν ξέρει πόσο πολύ επηρέασε τον πατέρα του ο θάνατος της συζύγου του,
της Μαρί Ανζ».
«Καταλαβαίνω».
«Ναι, ήταν πολύ θλιβερή ιστορία». Η Γκρέις αναστέναξε κι έστρωσε στους ώμους της την εσάρπα. «Ο Τζόνι πάντα ένιωθε
ότι έφταιγε εκείνος για το θάνατό της. Απ’ ό,τι φαίνεται ξεχνάει ότι εκείνος την προειδοποιούσε να καθίσει ήσυχη. Όμως η
Μαρί Ανζ ήταν πολύ ξεροκέφαλη και επίμονη. Ξέρεις τώρα πώς είναι οι Γάλλοι. Φυσικά ήταν πολύ γλυκό κορίτσι και την
αγαπούσαμε υπερβολικά, όμως μπορεί να το χωρέσει το μυαλό σου ότι τριγυρνούσε στην έρημο για να δει τα αξιοθέατα
χωρίς οδηγό; Και δες την κατάληξη. Ακόμα και τώρα τρέμω όταν σκέφτομαι πώς πέθανε η κακόμοιρη η κοπέλα». Η λαίδη
αναστέναξε. «Τέλος πάντων, δεν έχει νόημα να μιλάμε συνέχεια για το παρελθόν, έτσι δεν είναι; Νίκι, γιατί δε μας λες κανένα
αίνιγμα;» ρώτησε τον εγγονό της που καθόταν στην άλλη άκρη του δωματίου. «Δεν παίζουμε κανένα παιχνίδι;»

«Λίαμ, σου λέω ότι αυτή η γυναίκα δεν του είναι καθόλου αδιάφορη», δήλωσε η Γκρέις, αφού συνόδευσε μέχρι την έξοδο
την Ελμ και την Τζοκόντα κι επέστρεψε στο σαλόνι.
Η Γκρέις σκέφτηκε ότι το χριστουγεννιάτικο τραπέζι ήταν πολύ επιτυχημένο κι ότι όλα είχαν κυλήσει σε μια ευχάριστη,
ζεστή ατμόσφαιρα. Ο Ρομπέρτο είχε ξεπεράσει τον εαυτό του και το φαγητό ήταν εκπληκτικό. Κι όταν ο Νίκι είχε επιτέλους
χαλαρώσει, τους είχε διασκεδάσει με τα αινίγματα και τις αστείες μιμήσεις του. Σε γενικές γραμμές ήταν μια πολύ ευχάριστη
μέρα. Ακόμα και η Ιταλίδα φίλη της Ελμ –της οποίας τον παππού γνώριζε η Γκρέις, αν και όχι καλά– ήταν πολύ γοητευτική.
Εκείνη τη στιγμή ο Τζόνι είχε εξαφανιστεί για να παίξει κάποιο ηλεκτρονικό παιχνίδι με τον Νίκι –προς μεγάλη ευχαρίστηση
της Γκρέις– κι εκείνη με τον Λίαμ χαλάρωναν ύστερα από ένα ευχάριστο απόγευμα.
Η Γκρέις αναστέναξε κι επανέλαβε τους φόβους της.
«Όχι, μητέρα. Απλά ο Τζόνι διασκεδάζει. Η Ελμ είναι πολύ καλή κοπέλα, δε νομίζεις;»
«Αξιαγάπητη», είπε η λαίδη θλιμμένα. «Καλέ μου, φέρε μου ακόμα ένα ποτήρι σαμπάνια. Έτσι όπως πάνε τα πράγματα, θα
μου χρειαστεί». Η Γκρέις κούνησε το κεφάλι της απογοητευμένη, κάθισε βαριά στον καναπέ και αναστέναξε. «Δεν ανησυχώ
για την Ελμ, αλλά για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η γνωριμία τους. Δεν τολμώ ούτε να σκεφτώ τι θα έλεγε ο
Τζορτζ Χάθαγουεϊ, που πάντα ήταν υπερσυντηρητικός, αν σκεφτόταν ότι η Ελμ και ο Τζόνι...» Η Γκρέις ύψωσε το βλέμμα
της και κοίταξε τον Λίαμ που της γέμιζε ένα ποτήρι με σαμπάνια. Το χέρι της σταμάτησε στον αέρα, λες και μόλις να είχε
σκεφτεί κάτι. «Γλυκέ μου, δεν πιστεύεις ότι κοιμούνται μαζί, έτσι δεν είναι;»
Ο Λίαμ απλά συνέχισε να γεμίζει το ποτήρι της μητέρας του. Την κοίταξε με κυνικό βλέμμα πάνω από το χείλος του
ποτηριού, μ’ έναν τρόπο σαν να έλεγε ότι για τις ανόητες ερωτήσεις δεν υπάρχουν απαντήσεις. Η Γκρέις έκλεισε τα μάτια της
και σήκωσε το χέρι της.
«Εντάξει. Μη μου πεις. Αν δεν έχουν κοιμηθεί ακόμα μαζί, θα το κάνουν. Αρκεί να δει κανείς τον τρόπο με τον οποίο
προσποιούνται ότι δεν κοιτάζει ο ένας τον άλλο. Θεέ μου, τι μπλέξιμο. Και να σκεφτεί κανείς ότι τόσα χρόνια ήλπιζα και
προσευχόμουν στον Άγιο Αντώνιο, τον προστάτη του γάμου, να έβρισκε ο Τζόνι κάποια μέρα μια σωστή κοπέλα που θα
έπαιρνε τη θέση της Μαρί Ανζ. Και κοίτα τώρα τι συνέβη».
«Μητέρα, ηρέμησε. Απλά βγαίνουν». Ο Λίαμ έδωσε στη μητέρα του το ποτήρι της σαμπάνιας.
«Ειλικρινά, Λίαμ, κάποιες φορές με κάνεις να θέλω να... Μα δεν καταλαβαίνεις;»
«Τι, ότι είναι δυο ενήλικες που απολαμβάνουν ο ένας τη συντροφιά του άλλου; Φυσικά και το καταλαβαίνω. Έλα τώρα,
μητέρα, μην είσαι τόσο αυστηρή με τον Τζόνι. Δεν καταλαβαίνω για ποιον λόγο αναστατώνεσαι». Ο Λίαμ κάθισε στην
πολυθρόνα κι έστρεψε με απόγνωση το βλέμμα του στο ταβάνι.
«Μα δεν καταλαβαίνεις; Είναι ακόμα παντρεμένη», εξήγησε η Γκρέις και αναστέναξε με απόγνωση. «Την ώρα που ο
Ρομπέρτο έκανε φλαμπέ την πουτίγκα με τα δαμάσκηνα, θυμήθηκα ξαφνικά ποιος είναι ο σύζυγός της. Θα πρέπει να
προσθέσω ότι παραλίγο να πνιγώ».
«Ξέρω πολύ καλά ποιος είναι ο σύζυγός της».
«Τότε, γιατί δεν είπες τίποτα;» ξέσπασε η Γκρέις. «Είναι εκείνος ο όμορφος νεαρός αντιπρόσωπος στο Κογκρέσο από την
Τζόρτζια, ο Χάρλαν Μακμπράιντ, σωστά; Θυμάμαι ότι είχα δει φωτογραφίες του στο W».
«Δεν το θεώρησα σημαντικό».
«Δεν το θεώρησε σημαντικό...» Η Γκρέις έστρεψε το βλέμμα της στο ταβάνι. «Κάτι μου κρύβεις. Έχεις γνωρίσει τον
Μακμπράιντ;»
«Είχε έρθει στο γραφείο μου πριν από λίγο καιρό με το μέλος του Κογκρέσου της περιφέρειάς μας, τον Μπέρνι Μάνκοβιτς.
Έψαχνε χρηματοδότες για κάποιο οικολογικό πρόγραμμα στην Τζόρτζια. Νομίζω ότι του δώσαμε μια επιταγή».
«Υπέροχα. Για φαντάσου! Παντρεμένη με ένα μέλος του Κογκρέσου που υποστηρίζουμε!»
«Απ’ ό,τι έχω καταλάβει, σκοπεύει να τον χωρίσει. Αποκαλεί τον εαυτό της Χάθαγουεϊ», υπενθύμισε ο Λίαμ στη μητέρα
του. «Κάτι θα πρέπει να σου λέει αυτό».
«Μπορεί. Όμως δεν έχω ακούσει τίποτα για διαζύγιο και είμαι σίγουρη ότι αν συνέβαινε κάτι τόσο σημαντικό στη Σαβάνα η
φίλη μου η Μαίρη Ράμζι θα μου το είχε πει στο τηλέφωνο».
«Μπορεί να μην παίρνει διαζύγιο», είπε ο Λίαμ υπομονετικά. «Μπορεί να θέλει απλά να ξεφύγει λίγο από το γάμο της».
«Ω Λίαμ, έλα τώρα! Οι σύζυγοι των μελών του Κογκρέσου δε συνηθίζουν να “ξεφεύγουν λίγο από το γάμο τους” και το
ξέρεις καλά. Ειδικά μια γυναίκα που η οικογένειά της έχει παρελθόν στην πολιτική. Θυμήσου τα λόγια μου», είπε η λαίδη
δυσοίωνα. «Η Ελμ είναι μια γυναίκα που έχει ανατραφεί για να παίξει έναν πολύ συγκεκριμένο ρόλο. Για να εγκαταλείψει
αυτόν το ρόλο, να φτάσει σε σημείο να σκέφτεται το διαζύγιο, κάτι δεν πάει καθόλου καλά». Η λαίδη συνοφρυώθηκε.
«Βρίσκω την Ελμ αξιαγάπητη, όμως δεν ξέρω αν ο Τζόνι θα πρέπει να μπλέξει μαζί της. Θα καούν πολλοί άνθρωποι».
«Ω μητέρα, σταμάτα τις ηθικολογίες. Στο κάτω κάτω δεν πρόκειται παρά για ένα περαστικό φλερτ. Τον καινούριο χρόνο θα
επιστρέψει ο καθένας στη ζωή του, σαν να μην έχει συμβεί τίποτα». Ο Λίαμ ξεφύσηξε ενοχλημένος. Η συζήτηση για την Ελμ
και τον αδερφό του είχε αρχίσει να τον κάνει να βαριέται. Ευχήθηκε η μέρα να ήταν εργάσιμη και να μπορούσε να ελέγξει τις
τιμές των μετοχών αντί να χάνει τον καιρό του με ανόητες κουβέντες. Τουλάχιστον η Τζοκόντα Μανκίνι του είχε αναφέρει
μερικές πολύ ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες σε ό,τι αφορούσε τη συγχώνευση.
«Ξέρεις, μερικές φορές αναρωτιέμαι», σχολίασε η Γκρέις, «πώς κάποιος άνθρωπος τόσο έξυπνος όσο εσύ γίνεται απίστευτα
ανόητος όταν πρόκειται για κάτι τόσο προφανές». Το αυστηρό βλέμμα με το οποίο συνόδευσε τα λόγια της έλεγε πολλά.
«Ακόμα κι ένας τυφλός θα καταλάβαινε ότι για τον Τζόνι η Ελμ αντιπροσωπεύει πολλά περισσότερα από ένα περαστικό
φλερτ, όπως το αποκάλεσες. Ω Λίαμ». Το βλέμμα της λαίδης απάλυνε και η φωνή της έγινε πιο τρυφερή. «Έχω να δω αυτή
τη λάμψη στα μάτια του από τον καιρό που ζούσε ακόμα η Μαρί Ανζ». Η Γκρέις ήπιε μια γουλιά από τη σαμπάνια της.
Ξαφνικά ένιωσε να την πνίγουν η θλίψη και η κούραση. «Είναι άδικο να γνωρίζει τελικά κάποια που είναι αντάξια να γίνει
σύζυγός του –γιατί αυτή την εντύπωση μου έδωσε η Ελμ– όταν το μόνο που έχει να του προσφέρει είναι περισσότερη θλίψη
στη ζωή του.
«Μητέρα, αυτό είναι γελοίο. Τη γνώρισες για πόσο; Τέσσερις ώρες; Δεν ξέρεις τίποτα για εκείνη, δεν έχεις ιδέα αν θα ήταν
ιδανική για τον Τζόνι ή όχι. Κι όμως κάθεσαι και θυμώνεις σαν να έχουν ανακοινώσει την ημερομηνία του γάμου τους. Δε
νομίζεις ότι προτρέχεις;»
«Ίσως. Πιθανόν. Απλά έχω ένα προαίσθημα».
«Τέλος πάντων, γιατί ανησυχείς τόσο ότι η Ελμ θα πληγώσει τον Τζόνι; Παίρνει διαζύγιο. Θα είναι ελεύθερη γυναίκα. Ο
Τζόνι είναι ελεύθερος. Όχι βέβαια πως ψάχνει για νύφη, όμως είναι ελεύθερος και μπορεί να το γλεντήσει για λίγο. Πού είναι
το κακό;»
«Ω, δεν ξέρω», παραδέχτηκε η Γκρέις. «Απλά έχω ένα προαίσθημα». Κούνησε το κεφάλι της και αναστέναξε. «Μάλλον
φταίει το ότι μεγαλώνω, όμως δεν πιστεύω ότι τα πράγματα είναι τόσο απλά όσο τα παρουσιάζεις».
«Λοιπόν, εγώ συμπαθώ την Ελμ», επέμεινε ο Λίαμ.
«Το ίδιο κι εγώ». Η Γκρέις αναστέναξε μελαγχολικά. «Δε θα μπορούσα να σκεφτώ πιο ταιριαστή γυναίκα για τον Τζόνι,
ακόμα κι αν έψαχνα σε ολόκληρο τον κόσμο. Όμως όχι κάτω από αυτές τις συνθήκες, Λίαμ. Θυμήσου τα λόγια μου, γλυκέ
μου. Προτού τελειώσουν οι γιορτές θα έχουμε προβλήματα, το νιώθω στα κόκαλά μου».
«Τώρα μιλάς σαν Ιρλανδή».
«Είμαι βέρα Ιρλανδή κι έχω σε μεγάλη εκτίμηση τη διαίσθησή μου, γι’ αυτό μη με ειρωνεύεσαι, Λίαμ Γκράνι». Η Γκρέις
κούνησε αυστηρά το δάχτυλό της. «Ξέρω για τι πράγμα μιλάω».
«Σωστά. Απλά αρκεί να περιμένουμε για να διαπιστώσουμε αν έχεις δίκιο, σωστά;» Ο Λίαμ σηκώθηκε φουριόζος. «Μου
φαίνεται ότι θα πάω να παίξω ηλεκτρονικά με τους άλλους».
«Λίαμ, ειλικρινά, έχεις παίξει ποτέ ηλεκτρονικά;» ρώτησε η Γκρέις αγανακτισμένη.
«Ποτέ. Είναι καιρός πια να διευρύνω τους ορίζοντές μου». Ο Λίαμ χαμογέλασε ντροπαλά. «Έτσι μου λέει διαρκώς ο Νίκι».
Η Γκρέις χαμογέλασε τρυφερά, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι ο γιος της προσπαθούσε να ξεφύγει. Τέλος πάντων. Αυτές τις
δυσκολίες αντιμετώπιζε πάντα ένας γονιός.
«Τότε πήγαινε, καλέ μου. Και, σε παρακαλώ, μην αφήσεις τον Τζόνι να δώσει στον Νίκι κι άλλη σαμπάνια. Δεν του κάνει
καλό».
«Μητέρα, είμαστε στην Ευρώπη. Εδώ τα παιδιά πίνουν σαμπάνια από τα γεννοφάσκια τους. Να χαίρεσαι που δεν είναι
Γκίνες».
«Ω, άντε φύγε». Η Γκρέις κούνησε εκνευρισμένη το χέρι της και αποτέλειωσε τη σαμπάνια της. Το μόνο που μπορούσε να
κάνει ήταν να ελπίζει ότι, όπως υποστήριζε ο Λίαμ, επρόκειτο απλά για ένα περαστικό φλερτ και τίποτα περισσότερο. Όμως
εκείνη ανησυχούσε ειλικρινά. Η Ελμ δεν ήταν από τις γυναίκες που θα περνούσαν τα Χριστούγεννα μακριά από το σπίτι τους
–παρά τις πειστικές της εξηγήσεις–, ούτε θα διέλυαν το γάμο τους χωρίς σοβαρό λόγο. Και το τελευταίο που θα ήθελε θα
ήταν να βρεθεί ο γιος της μπλεγμένος στη μέση ενός θορυβώδους διαζυγίου με πολιτικές προεκτάσεις.
Ακούμπησε το ποτήρι της σε ένα τεύχος του Κάντρι Λάιφ και ξεφύλλισε νοερά την ατζέντα της. Ποιον ήξερε στη Σαβάνα
εκτός από τη Μαίρη Ράμζι που να ήταν καλά πληροφορημένος και ταυτόχρονα αρκετά διακριτικός για να της πει τι
συνέβαινε;
Μα τη Λουίζ Μέρφι, φυσικά. Και τι καλύτερη ευκαιρία θα μπορούσε να βρει για να τηλεφωνήσει στην παλιά της φίλη από
το να το κάνει εκείνη τη μέρα για να της ευχηθεί καλά Χριστούγεννα;

14
Η Φράνσις Χάθαγουεϊ Έρβινγκτον Μπελ, δυο φορές ζωντοχήρα και μεγαλύτερη αδερφή του γερουσιαστή, καθόταν απέναντί
του στο μακρόστενο τραπέζι γεωργιανού ρυθμού. Ο Χάρλαν καθόταν ανάμεσά τους. Το τραπέζι, όπως άρμοζε στην
περίσταση, ήταν στρωμένο με τα οικογενειακά ασημικά και κρύσταλλα, ενώ ο Μπο, φορώντας τη λευκή λιβρέα και το
παπιγιόν του, σέρβιρε τα ζεστά πιάτα από το τρόλεϊ.
Η Φράνσις, τσιμπολογώντας τη γαλοπούλα της, κοίταξε τους δυο άντρες που μοιράζονταν μαζί της το τραπέζι. Ποτέ δεν
είχε συμπαθήσει ιδιαίτερα τον Χάρλαν Μακμπράιντ και μάλιστα το είχε πει στον αδερφό της –διακριτικά, φυσικά. Ποτέ δεν
επέβαλλε τις απόψεις της, προτιμούσε να περιμένει να τις χωνέψει κάποια στιγμή ο άλλος. Όμως, όπως συνήθως, ο Τζορτζ
δεν την είχε ακούσει. Δεν είχε θελήσει να την ακούσει ούτε τώρα, όταν η Φράνσις είχε επισημάνει πιο έντονα απ’ ό,τι
συνήθως πως δεν είχε εκπλαγεί που τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά ανάμεσα στον Χάρλαν και στην Ελμ. Είχε ακούσει
διαφορετικές εκδοχές της ιστορίας του Χάρλαν από τις δικές της πηγές που ταίριαζαν ελάχιστα με την εκδοχή την οποία
έτεινε ο αδερφός της –για όλους τους λάθος λόγους– να πιστέψει. Της ήταν αδύνατο να καταλάβει πώς οι πολιτικές
φιλοδοξίες του Τζορτζ τον τύφλωναν σε τέτοιο βαθμό σε ό,τι είχε να κάνει με αυτό το πλάσμα που στεκόταν μπροστά της.
Θα έκανε πολύ καλύτερα να ανησυχεί για την ευτυχία της κόρης του.
Δυστυχώς, κατά τα φαινόμενα πίστευε ότι η ευτυχία της Ελμ και οι πολιτικές φιλοδοξίες του Χάρλαν ήταν ταυτόσημες.
Έφερε στα χείλη της με χάρη μια πιρουνιά γλυκοπατάτας κι ευχήθηκε να μπορούσε να σβήσει το δουλοπρεπές, θλιμμένο
χαμόγελο από το εκνευριστικά όμορφο πρόσωπο του Χάρλαν. Την Τζένιφερ Μπολ. Για φαντάσου. Η Φράνσις θα ήθελε όσο
τίποτα στον κόσμο να χώσει το πρόσωπο του Χάρλαν στη σούπα του που είχε ταπεινώσει την αξιαγάπητη ανιψιά της. Την
εξόργιζε τρομερά να ακούει τόσα χρόνια την Ελμ, τυφλή μπροστά στα ελαττώματα του Χάρλαν, να τον υπερασπίζεται, τη
στιγμή που εκείνη ήξερε μετά βεβαιότητος ότι το κακόμοιρο το κορίτσι ήταν δυστυχισμένο. Φυσικά, η Ελμ είχε φροντίσει να
αποκτήσει τη δική της, ξεχωριστή ζωή, έτσι έκανε πάντα, και η Φράνσις ήταν περήφανη για τον τρόπο με τον οποίο η ανιψιά
της τα είχε βγάλει πέρα με τον φρικτό γάμο της. Επιπλέον είχε τη ζωγραφική της και το σχέδιό της για την αποκατάσταση των
κήπων του Ολιάντερ. Όμως, όπως γνώριζε καλά η Φράνσις, αυτά δεν ήταν αρκετά. Σαν καλλονή του Νότου που ήταν και η
ίδια, σαν μια γυναίκα που είχε κάνει δυο σύντομους αλλά ευτυχισμένους γάμους και στη συνέχεια είχε αποφασίσει να μείνει
μόνη παρά τις τόσες κολακευτικές προτάσεις γάμου που της είχαν γίνει, ήξερε ότι μια γυναίκα είχε ανάγκη στη ζωή της από
κάτι περισσότερο από την αίσθηση του καθήκοντος. Η Ελμ, σκέφτηκε χωρίς να ακούει τα σχόλια του αδερφού της για τις
επικείμενες εκλογές, έπρεπε να ανακαλύψει την αληθινή αγάπη.

Ο Χάρλαν ευχόταν να βρισκόταν κάπου αλλού. Έπνιξε ένα χασμουρητό καθώς το ατελείωτο χριστουγεννιάτικο γεύμα
συνεχιζόταν. Ένιωθε το βλέμμα της Φράνσις, εκείνης της ηλικιωμένης μέγαιρας, καρφωμένο πάνω του. Δεν ξεγελιόταν από
το ευγενικό της χαμόγελο, την τέλεια, λεία επιδερμίδα της, τα αριστοκρατικά χαρακτηριστικά του προσώπου της ούτε τα
καλοχτενισμένα, γκρίζα μαλλιά της. Έμοιαζε με γοητευτική, κομψή, άκακη ηλικιωμένη κυρία, όμως ο Χάρλαν ήξερε ότι αυτό
απείχε πολύ από την αλήθεια. Η Φράνσις ήταν μια οχιά γεμάτη δηλητήριο και καταλόγιζε σ’ εκείνη τα πολλά ελαττώματα της
Ελμ. Ήταν σίγουρος ότι εκείνη είχε ενθαρρύνει την Ελμ να κάνει το ταξίδι στην Ελβετία. Μάλιστα δε θα τον εξέπληττε
καθόλου αν ανακάλυπτε ότι η γριά καρακάξα είχε κατεβάσει εκείνη αυτή την ιδέα. Η Ελμ ήταν πολύ άβουλη –μέχρι
πρόσφατα, τουλάχιστον– για να πάρει μόνη της μια τόσο ριζοσπαστική απόφαση. Και το διαζύγιο; Ο Χάρλαν ανακάτεψε το
φαγητό του. Απ’ όσο ήξερε, ήταν πιθανό η γριά μέγαιρα να κρυβόταν πίσω και από αυτό. Πάντα τον μισούσε και φρόντιζε να
του το δείχνει με τον υπερβολικά ευγενικό, συγκρατημένο, έμμεσο τρόπο της που τον έκανε να νιώθει παράξενα κατώτερος
και να βράζει μέσα του.
Ο Χάρλαν πίεσε τον εαυτό του να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία του. Συγκράτησε την οργή του, φροντίζοντας να ακούει
προσεκτικά τον πεθερό του και πού και πού να διαφωνεί μαζί του –τόσο ώστε να του τραβάει το ενδιαφέρον– και ύστερα
παρίστανε ότι πειθόταν από τα ακαταμάχητα επιχειρήματα του ηλικιωμένου γερουσιαστή, δίνοντάς του την ικανοποίηση να
πιστεύει ότι εξακολουθούσε να διατηρεί τον έλεγχο. Όμως όχι για πολύ, ορκίστηκε ο Χάρλαν.
Θα φρόντιζε η μονάδα επεξεργασίας λυμάτων να εξασφαλίσει το πιστοποιητικό που χρειαζόταν, αποδεικνύοντας μ’ αυτό
τον τρόπο στον Τάιλερ ότι ήταν αντάξιος της εμπιστοσύνης του, και τα χρήματα θα εξακολουθούσαν να ρέουν, όλο και πιο
πολλά. Γι’ αυτό ήταν σίγουρος. Άφησε το βλέμμα του να ταξιδέψει στην πλούσια επιπλωμένη, ψηλοτάβανη τραπεζαρία και
συγκράτησε ένα χαμόγελο. Τον χαροποιούσε τρομερά η σκέψη πως, αν ήταν τυχερός, εκείνα θα ήταν τα τελευταία
Χριστούγεννα που θα αναγκαζόταν να περάσει παγιδευμένος ανάμεσα στο γερουσιαστή και στην αδερφή του, παίζοντας το
ίδιο παιχνίδι που έπαιζε εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Ένα παιχνίδι που πλέον ήξερε να το παίζει με κλειστά μάτια και είχε
χάσει την αρχική γοητεία του. Τότε θυμήθηκε απρόθυμα ότι ήθελε –ότι ήταν απαραίτητο– να επιστρέψει η Ελμ, τουλάχιστον
προσωρινά, και συγκράτησε μια γκριμάτσα. Πιθανότατα θα ήταν αναγκασμένος να υπομείνει μερικά ακόμα Χριστούγεννα.
Όμως το τελικό αποτέλεσμα θα άξιζε τη θυσία του και με το παραπάνω, όπως διαβεβαίωσε τον εαυτό του, φροντίζοντας να
μη δείξει τη χαρά του. Θα άξιζε κάθε μπουκιά γαλοπούλας, κάθε γοητευτικό χαμόγελο που θα απεύθυνε στη θεία Φράνσις
και όλες τις υποχωρήσεις που είχε αναγκαστεί να κάνει τόσα χρόνια. Ορκίστηκε στον εαυτό του ότι εκείνη η στιγμή δε θα
αργούσε πολύ και αναφώνησε με θαυμασμό όταν ο Μπο και η Μέι μετέφεραν στην τραπεζαρία το δίσκο με την πουτίγκα
φλαμπέ. Να δυο ψήφοι που ήξερε ότι ήταν σίγουρες και χάρη στον Μπο θα είχε ολόκληρη την εκκλησία των Βαπτιστών στο
τσεπάκι του. Καλά θα έκανε να σιγουρευτεί ότι ο ανιψιός του Μπο, ο ταχυδρόμος, θα έπαιρνε αύξηση.
Παρακολούθησε το γερουσιαστή να αναστενάζει σιγανά. Σίγουρα το τραπέζι θα του φαινόταν αφόρητα άδειο χωρίς το
κοριτσάκι του. Είχαν αλλάξει ακόμα και τη σειρά σύμφωνα με την οποία κάθονταν. Συνήθως η Φράνσις καθόταν στα δεξιά
του γερουσιαστή και η Ελμ στην κορυφή του τραπεζιού. Όμως όχι εκείνη τη μέρα. Προφανώς είχε τηλεφωνήσει νωρίτερα και
είχε πει ότι θα περνούσε τα Χριστούγεννα με την υποκόμισσα Γκράνι, παλιά γνώριμη του γερουσιαστή. Ο Τζορτζ είχε
επισημάνει στον Χάρλαν ότι η Ελμ θα περνούσε τουλάχιστον τα Χριστούγεννα με συμπατριώτες της Αμερικανούς και ίσως
τελικά το διάστημα που έλειπε να της έκανε καλό. Ο γερουσιαστής είχε πει ακόμα στον Χάρλαν ότι είχε προσέξει να μην
επικρίνει την Ελμ ή να της χαλάσει τη διάθεση, αντίθετα την είχε ενθαρρύνει να διασκεδάσει, της είχε στείλει την αγάπη του
και της είχε ευχηθεί καλά Χριστούγεννα. Ο Χάρλαν είχε υποθέσει ότι το σχόλιο ήταν ένας υπαινιγμός για το πώς θα έπρεπε
να μιλήσει κι εκείνος στην Ελμ. Πάντως μάλλον ο γερουσιαστής δεν είχε λόγο να ανησυχεί. Εκείνη τη στιγμή ο Χάρλαν δεν
είχε καμιά διάθεση να απομακρύνει περισσότερο την Ελμ.
Μπαίνοντας στο σπίτι του γερουσιαστή, ο Χάρλαν είχε δει τη θεία Φράνσις να μιλάει στο τηλέφωνο και είχε προσέξει τη
βιαστική ματιά που είχε ρίξει προς το μέρος του. Η Φράνσις είχε περάσει αρκετή ώρα στο χολ, μιλώντας χαμηλόφωνα με την
Ελμ, ενώ εκείνος την παρακολουθούσε ανυπόμονα από μια πολυθρόνα στη βιβλιοθήκη. Ο Χάρλαν είχε φροντίσει να
προσέξει ο γερουσιαστής τη δυσφορία του και είχε σπεύσει να πάρει το ακουστικό όταν η θεία Φράνσις τον είχε επιτέλους
φωνάξει, χωρίς να χάσει την ευκαιρία να αφήσει να φανεί η λάμψη της ελπίδας στα μάτια του.
«Λίγη ακόμα πουτίγκα, κύριε;» Ο Μπο έσκυψε κρατώντας το δίσκο και ο γερουσιαστής πήρε ακόμα λίγο γλυκό.
«Όλα ήταν καταπληκτικά, Μπο. Μετάφερε σε παρακαλώ τα συγχαρητήριά μου στη Μέι».
«Πεντανόστιμα», συμφώνησε η Φράνσις και σκούπισε διακριτικά το ροζ κραγιόν της με τη λινή πετσέτα. «Χάρλαν, τι
σχέδια έχεις για την Πρωτοχρονιά τώρα που λείπει η Ελμ;» ρώτησε με αθώο ύφος που δεν ξεγέλασε καθόλου τον Χάρλαν.
«Ω, τα συνηθισμένα», της απάντησε εκείνος αόριστα. «Δεν έχω πολλή όρεξη να βγω, υποθέτω όμως ότι θα πρέπει να
εμφανιστώ. Είναι αναμενόμενο».
«Φυσικά και θα πρέπει να πας σε όλες τις συνηθισμένες εκδηλώσεις, Χάρλαν. Θα φαινόταν πολύ παράξενο αν δεν το
έκανες», τον προειδοποίησε ο γερουσιαστής.
«Το ξέρω. Απλά... μου φαίνεται λίγο παράξενο το ότι θα είμαι μόνος μου».
«Σίγουρα δε θα δυσκολευτείς να βρεις κάποια να σε συνοδεύσει», σχολίασε χαμηλόφωνα η Φράνσις και τα γκρίζα μάτια
της καρφώθηκαν για μια στιγμή στον Χάρλαν. «Τι λες για την ξαδέρφη σου τη Λορέτα; Μόλις γύρισε από διακοπές και αν
δεν κάνω λάθος είναι μόνη της. Σίγουρα θα χαρεί τη συντροφιά σου. Πήρε το τρίτο ή το τέταρτο διαζύγιό της; Έχω χάσει το
λογαριασμό».
«Δεν ξέρω», απάντησε ο Χάρλαν κοφτά. «Τέλος πάντων, μετά την Πρωτοχρονιά θα πάω κι εγώ στην Ελβετία να περάσω
μερικές μέρες με την Ελμ».
«Αλήθεια;» Ο γερουσιαστής ύψωσε το βλέμμα του ευχαριστημένος. «Πολύ καλή ιδέα, αγόρι μου, εξαιρετική». Έκανε
νόημα στον Μπο να σερβίρει κι άλλο κρασί και χαμογέλασε.
«Θα είναι πράγματι πολύ ενδιαφέρον ταξίδι», σχολίασε η Φράνσις ήρεμα. Ύψωσε το ποτήρι της και τα μάτια της
συναντήθηκαν με τα μάτια του Χάρλαν πάνω από το χείλος. «Σχεδιάζεις να μείνεις στο σαλέ της Τζοκόντα;»
«Σκεφτόμουν να μείνω στο ξενοδοχείο».
«Ελπίζω να βρεις δωμάτιο στο Πάλας. Συνήθως είναι ασφυκτικά γεμάτο αυτή την εποχή».
«Είμαι σίγουρος ότι το πολιτικό μου γραφείο κάτι θα μπορέσει να κάνει γι’ αυτό», απάντησε ο Χάρλαν, προσπαθώντας να
κρύψει το θυμό του.
«Χμ. Το ελπίζω», είπε δύσπιστα η Φράνσις, πράγμα που ενόχλησε διπλά τον Χάρλαν και τον έκανε να αποφασίσει να
κλείσει την καλύτερη σουίτα που διέθετε το ξενοδοχείο.
«Η Ελμ μου έδωσε την εντύπωση ότι βρισκόταν σε εξαιρετική διάθεση», συνέχισε η Φράνσις και πήρε λίγη από την
πουτίγκα δαμάσκηνο –που αποτελούσε οικογενειακή παράδοση για τους Χάθαγουεϊ– με το πιρούνι της. «Είχα πολύ καιρό να
την ακούσω τόσο καλά. Απίστευτο το πόσο καλό μπορεί να κάνει σε κάποιον ένα σύντομο διάλειμμα. Πάντα ήμουν θερμή
υποστηρίκτρια των διακοπών στο εξωτερικό. Διευρύνουν το πνεύμα. Είμαι σίγουρη ότι στην Ελμ θα αρέσει πολύ που
ξαναβρέθηκε με όλους τους παλιούς φίλους της από το Λε Ροσέ, δε νομίζεις, Τζορτζ; Σου είπε ότι συνάντησε τον παλιό φίλο
της τον Τζέφρι; Τι υπέροχος νεαρός!» συνέχισε ονειροπόλα. «Θυμάμαι τον πατέρα του, τον παλιό καιρό. Πάντα τόσο
κομψός, τόσο ευγενικός, με τόσο καλούς τρόπους και, φυσικά, τόσο εκπληκτικά όμορφος. Τι υπέροχο να είναι κάποιος νέος
όμορφος αλλά όχι πονηρός. Σπάνιο προσόν, δε συμφωνείς;» ρώτησε η Φράνσις τον Χάρλαν, αναγκάζοντάς τον να ακούσει
τα όσα έλεγε. «Και, φυσικά, η Τζοκόντα είναι τρομερά κοσμική και θα θέλει να συστήσει την Ελμ σε όλους τους φίλους της.
Κινείται σε πολύ haute monde κύκλους, πράγμα που είναι ακριβώς το είδος της συντροφιάς που χρειάζεται αυτή τη στιγμή η
Ελμ. Μια ωραία αλλαγή σε σχέση με εδώ», πρόσθεσε. «Είμαι σίγουρη ότι κάθε βράδυ θα πηγαίνει σε όλες τις υπέροχες
δεξιώσεις. Και πάντα θεωρούσα τους Ευρωπαίους εξαιρετικούς οικοδεσπότες. Είπες ότι σήμερα θα γευμάτιζε με τη λαίδη
Γκράνι;»
«Ακριβώς. Ξέρεις, η λαίδη έχει κληρονομήσει τη Χαλυβουργία Ράιλι, βόρεια, στο Πίτσμπουργκ. Χάρλαν, είχες κάνει μια
επίσκεψη εκεί πριν από λίγο καιρό, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, μάλιστα νομίζω ότι από το γραφείο του Λίαμ Γκράνι μας έδωσαν μια επιταγή για να συνεισφέρουν στην προσπάθειά
μας για τον καθαρισμό από τα τοξικά απόβλητα της Κεμίρα. Το έχουμε συνδέσει με ένα παρόμοιο πρόγραμμα στη δική του
περιοχή και έχει μεγάλη ευαισθησία στα περιβαλλοντολογικά θέματα».
«Ωραία, εξαιρετικά. Είμαι σίγουρος ότι η Ελμ θα βρει την ευκαιρία να του πει δυο κουβέντες γι’ αυτό. Της το ανέφερες;»
«Ε, όχι. Αλλά θα το κάνω», είπε ο Χάρλαν βιαστικά.
Η Φράνσις τον κοίταξε και χαμογέλασε. «Είναι μεγάλη υπόθεση να έχει κανείς μια γυναίκα όμορφη κι έξυπνη σαν την Ελμ,
δε συμφωνείς, Χάρλαν;»
«Φυσικά. Γνωρίζω πολύ καλά όλα τα προτερήματά της».
«Αλήθεια;» Η Φράνσις ύψωσε τα φρύδια της τόσο ανεπαίσθητα, που ο Χάρλαν δεν ήταν σίγουρος αν το είχε φανταστεί.
«Υπέροχα. Τζορτζ, τι θα έλεγες να πηγαίναμε τώρα στο καθιστικό να πιούμε τον καφέ μας;»

Οι επόμενες μέρες κύλησαν σαν σε μαγικό όνειρο για την Ελμ. Έκανε σκι με τον Τζόνι, δειπνούσε με τον Τζόνι, γελούσε και
διασκέδαζε όσο ποτέ στη ζωή της με τον Τζόνι και τους φίλους τους. Ήταν ένα όνειρο, φυσικά, ένα ιντερλούδιο, όμως τόσο
ξεχωριστό. Ο χρόνος που περνούσε την έκανε να λάμπει, την αναζωογονούσε και της έδινε τη δύναμη να συνεχίσει.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ο Τζόνι και η Ελμ είχαν πάει με κάποιους φίλους τους στο ξενοδοχείο Πάλας. Η δεξίωση
ήταν εκπληκτική, ο μπουφές απίστευτος, η σαμπάνια και το χαβιάρι έρεαν άφθονα και οι καλεσμένοι είχαν κυριευτεί από την
πιο εορταστική διάθεση. Τα μεσάνυχτα ο ουρανός του Γκστάαντ φωτίστηκε από τα πυροτεχνήματα. Η Ελμ αναστέναξε όταν
είδε το τελευταίο να αργοσβήνει ενώ οι φίλοι της αγκαλιάζονταν κι αντάλλασσαν φιλιά κι ευχές για την καινούρια χρονιά.
Συνειδητοποίησε ότι για εκείνη δεν ήταν απλά μια καινούρια χρονιά, αλλά η πρώτη χρονιά στον καινούριο δρόμο που τόσο
απρόσμενα είχε αποφασίσει να ακολουθήσει.
Σκέφτηκε τους τελευταίους μήνες, το απότομο ξύπνημά της –σε πολλούς τομείς– και το αβέβαιο μέλλον που ανοιγόταν
μπροστά της. Συνειδητοποίησε ότι είχε ακόμα πολλά να αντιμετωπίσει κι έστρεψε το βλέμμα της στο κομψό πλήθος.
Ζευγάρια αντάλλασσαν φιλιά, φλας άστραφταν, φίλοι και άγνωστοι αγκαλιάζονταν και εύχονταν ο ένας στον άλλο καλή τύχη
και κάθε ευτυχία για τον καινούριο χρόνο. Της φαινόταν απίστευτο ότι για πρώτη φορά δεν κυριευόταν από το τρομακτικό
δέος που ένιωθε μέχρι πριν από λίγο κάθε φορά που σκεφτόταν όσα της επεφύλασσε το μέλλον. Αντίθετα, καλωσόριζε την
ευκαιρία να κάνει μια καινούρια αρχή. Ο σχεδιασμός της έκθεσής της στη Φλωρεντία το επόμενο φθινόπωρο ήταν ένα
ορόσημο που ανυπομονούσε να διαβεί. Θα ήταν η επιβεβαίωση πολλών χρόνων δουλειάς που πάντα αναγκαζόταν να βάζει σε
δεύτερη μοίρα, αλλά πλέον θα κατείχε κυρίαρχο ρόλο στη ζωή της.
Κοίταξε τον Τζόνι που στεκόταν δίπλα της. Ήταν τόσο όμορφος, τόσο ακαταμάχητος εκείνο το βράδυ με το σμόκιν του και
τα μαλλιά του χτενισμένα προς τα πίσω. Ωστόσο η Ελμ διαισθανόταν ότι υπήρχε κάποια απόσταση ανάμεσά τους, σαν να
προσπαθούσε κι εκείνος να αναλύσει και να μετρήσει τις σκέψεις του. Η Ελμ συνειδητοποίησε ότι είχαν μιλήσει πολύ λίγο
για την προσωπική ζωή τους, απολαμβάνοντας περισσότερο τις χαρές της εορταστικής περιόδου. Ο λόγος που πήγαιναν όλοι
στο Γκστάαντ ήταν για να ξεκουραστούν και να βρουν συντροφιά: να ξεχάσουν την πραγματικότητα, όπως συνειδητοποίησε
ξαφνικά η Ελμ. Αυτό ήταν το θέμα, να χαλαρώσουν για μερικές εβδομάδες, να ξεχάσουν τα βάρη της καθημερινότητας και
τις ευθύνες τους και να προσποιηθούν, έστω και για λίγο, ότι η ζωή ήταν ένα συνεχές πανηγύρι γεμάτο διασκεδάσεις,
δεξιώσεις, ευχάριστες εκδρομές με έλκηθρα και σκι στις χιονισμένες πλαγιές.
Κι εκείνη δε λυπόταν καθόλου γι’ αυτό.
Για μια ακόμα φορά η Ελμ θυμήθηκε εκείνη τη βραδιά στο σαλέ της Τζοκόντα και, για πολλοστή φορά, αναρωτήθηκε τι θα
μπορούσε να είχε συμβεί αν ο Ουμπέρτο δεν είχε χτυπήσει το κουδούνι. Άραγε θα είχε αφεθεί να την παρασύρει ο πόθος που
είχε ξυπνήσει μέσα της ο Τζόνι; Ευτυχώς δεν το είχε κάνει και μπορούσε να κοιτάζει τον εαυτό της στον καθρέφτη χωρίς να
πεθαίνει από ντροπή. Και, ευτυχώς, ο Τζόνι δεν είχε κάνει άλλη προσπάθεια να προχωρήσουν τα πράγματα περισσότερο.
Ακόμα κι εκείνο το μαγικό απόγευμα που είχαν περάσει στο σαλέ του πατέρα του δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα
υπέροχο ιντερλούδιο.
Ένα κομψό ζευγάρι που ευχήθηκε στην Ελμ καλή χρονιά την έβγαλε από τις σκέψεις της. Εκείνη χαμογέλασε, έβαλε τα
γέλια, αλλά συνειδητοποίησε ότι θα προτιμούσε να έφευγαν τώρα πια. Είχε ανάγκη από λίγη ηρεμία, λίγη γαλήνη. Όλα ήταν
τόσο όμορφα και ανέμελα, όμως, όπως συνειδητοποίησε, αν τα εισέπραττε σε υπερβολική δόση, μπορούσαν κι αυτά να την
κάνουν να μελαγχολεί.
Σκέφτηκε ξανά τη φλογερή επιθυμία της να ξαναρχίσει να ζωγραφίζει. Ο Τζόνι είχε μιλήσει με τόσο θαυμασμό για τον
πίνακα που είχε χαρίσει στην Τζοκόντα για τα Χριστούγεννα και που κρεμόταν πλέον πάνω από το τζάκι στο καθιστικό της
φίλης της, ώστε δεν είχε εκπλαγεί καθόλου όταν του είχε πει ότι σκόπευε να κάνει καριέρα ως ζωγράφος.
«Τι λες, φεύγουμε;» ρώτησε ο Τζόνι χαμηλόφωνα. Πέρασε το μπράτσο του γύρω από τους ώμους της Ελμ και την οδήγησε
ξανά στην πίστα, όπου η ορχήστρα έπαιζε το «Fly Me to the Moon».
«Να φύγουμε;» Μερικές στιγμές νωρίτερα η Ελμ ευχόταν να ακούσει ακριβώς αυτό, όμως ένιωσε ένα τσίμπημα
απογοήτευσης στη σκέψη ότι θα τελείωνε η βραδιά.
«Πίστεψες ότι θα σε πήγαινα στο σπίτι;» ρώτησε ο Τζόνι. Τα μάτια του έλαμψαν τρυφερά καθώς στριφογύριζε μαζί της
στην πίστα. Ύστερα άγγιξε το μάγουλό της, κόβοντάς της την ανάσα με την τρυφερότητα της χειρονομίας του.
Ο Τζόνι σκεφτόταν ότι η Ελμ ήταν πανέμορφη εκείνο το βράδυ, αιθέρια με το λευκό σατέν φόρεμα με τη λεπτή ασημί
μπορντούρα. Και η επιδερμίδα της ήταν τόσο απαλή... Λαχταρούσε τόσο να την αγγίξει και να την εξερευνήσει, αλλά
συγκρατούσε τον εαυτό του γιατί υποπτευόταν πως, αν το έκανε, θα του ήταν αδύνατο να σταματήσει. Τα υπέροχα
εκφραστικά, καστανά, μεγάλα μάτια της τα γεμάτα τρυφερότητα δημιουργούσαν τόσο υπέροχη αντίθεση με τα φυσικά ξανθά
μαλλιά της.
Η Ελμ ύψωσε το βλέμμα της κι εκείνος την αγκάλιασε πιο σφιχτά από τη μέση. «Έχω μια ιδέα», είπε, παραμερίζοντας τις
αμφιβολίες του.
«Αλήθεια;»
Ο Τζόνι την κοίταξε στα μάτια. «Θα ήθελες να περάσεις τη νύχτα μαζί μου στο σαλέ Γουάιλντχορν;»
Η Ελμ ξεροκατάπιε. «Εγώ...»
Ο Τζόνι συνέχισε να την κοιτάζει στα μάτια, έτσι που δεν της έμεινε καμιά αμφιβολία για το τι θα συνέβαινε αν δεχόταν.
«Εξαρτάται αποκλειστικά από σένα», πρόσθεσε ο Τζόνι και τη στριφογύρισε άλλη μια φορά. Ύστερα επιβράδυνε το ρυθμό
του και την κοίταξε ξανά στα μάτια. «Αν προτιμάς, μπορούμε να μείνουμε εδώ μέχρι να τελειώσει η δεξίωση και ύστερα θα
σε αφήσω στο σαλέ της Τζο». Ο Τζόνι χαμογέλασε ευγενικά, πέρασε ανέμελα τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά της Ελμ
που έπεφταν στους ώμους της και περίμενε.
Ω, όχι!
Η Ελμ δίστασε. Τα συναισθήματά της ήταν τόσο μπερδεμένα, που δυσκολευόταν να αναπνεύσει. Άραγε έπρεπε να αφεθεί
στις επιθυμίες της και να πάει μαζί του; Ή μήπως να ακολουθήσει την οδό της λογικής και να επιστρέψει στο σπίτι χωρίς να
επιτρέψει στον εαυτό της ενδώσει στον πειρασμό;
Η Ελμ άφησε για λίγο ακόμα τον Τζόνι να τη στροβιλίζει απαλά στην πίστα, ενώ κρατούσε τα μάτια της καρφωμένα στο
σατέν πέτο του σμόκιν του.
Τότε, αργά, σήκωσε το βλέμμα της και πήρε την απόφασή της. Είτε ήταν σωστό είτε όχι, εκείνη θα το έκανε. Θα περνούσε
την πρώτη νύχτα του χρόνου στην αγκαλιά του Τζόνι, απομονωμένη μαζί του στο μαγευτικό σαλέ. Αυτό θα ήταν το
καλύτερο βάπτισμα για τον καινούριο της εαυτό, την καινούρια της ζωή. Κι ακόμα κι αν ήταν το μόνο που θα απολάμβανε
ποτέ από εκείνον, θα ήταν αρκετό.
«Εντάξει», ψέλλισε. «Πάμε. Καλύτερα να το πω στην Τζο».
«Ξέχνα την Τζο, είναι στο Γκριν Γκόου και θα χορεύει όλη τη νύχτα. Είτε το πιστεύεις είτε όχι, κατάφερε να ανεβάσει τον
Λίαμ στην πίστα». Ο Τζόνι χαμογέλασε στην Ελμ και την έσφιξε στην αγκαλιά του. Συνέχισαν για λίγο να χορεύουν,
απολαμβάνοντας ο ένας τη θέρμη του κορμιού του άλλου, θέλοντας να παρατείνουν την ευχαρίστηση, να κάνουν το όνειρο
να διαρκέσει όσο το δυνατόν περισσότερο.
Όταν η μουσική σταμάτησε, τα χείλη του Τζόνι άγγιξαν απαλά τα δικά της. «Έτοιμη;»
«Ναι». Η Ελμ ένευσε καταφατικά, χαρούμενη πλέον για την απόφαση που είχε πάρει. Ακολούθησε τον Τζόνι στο φουαγιέ.
Ο φόβος της είχε αντικατασταθεί από μια αίσθηση εσωτερικής γαλήνης και ικανοποίησης. Ο Τζόνι πήρε τα παλτά τους, τύλιξε
τη μινκ της Ελμ γύρω από τους ώμους της και περίμεναν στα σκαλοπάτια μέχρι ο παρκαδόρος να φέρει το Ρέιντζ Ρόβερ.
Ύστερα οδήγησαν μέσα στη νύχτα. Το χιόνι έπεφτε μπροστά στους προβολείς και στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου καθώς
έβγαιναν από το χωριό και κατευθύνονταν προς τον παγετώνα. Οι νιφάδες πύκνωναν όσο ανέβαιναν αργά τον στριφογυριστό
βουνίσιο δρόμο και το φρέσκο χιόνι έτριζε κάτω από τα λάστιχά τους.
Τελικά όμως το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά στο γκαράζ. Η ησυχία ήταν απόλυτη. Δεν υπήρχε ψυχή πουθενά τριγύρω,
μόνο το χιόνι, το σκοτάδι και η ανταύγεια από τη λάμπα που φώτιζε το μικρό ξύλινο κλιμακοστάσιο που οδηγούσε στο
ιδιωτικό τελεφερίκ.
«Πρόσεχε», είπε ο Τζόνι, βλέποντας τα λεπτά βραδινά παπούτσια της Ελμ. «Περίμενε εκεί μια στιγμή». Βγήκε από το
αυτοκίνητο και πριν η Ελμ προλάβει να τον εμποδίσει, εκείνος είχε ανοίξει την πόρτα του συνοδηγού και την είχε σηκώσει
στα μπράτσα του.
«Τζόνι, μπορώ να περπατήσω».
«Τα πόδια σου θα παγώσουν», είπε εκείνος. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια, άνοιξε την πόρτα του τελεφερίκ και ακούμπησε την
Ελμ στο κάθισμα που ήταν καλυμμένο με μια κουβέρτα. «Τώρα περίμενε λίγο μέχρι να κλειδώσω».
Ύστερα από μερικές στιγμές ο Τζόνι καθόταν απέναντί της και το μικρό τελεφερίκ άρχισε να ανεβαίνει προς το βουνό.
Έσκυψαν και οι δυο μπροστά, αγκαλιάστηκαν και κοίταξαν τις χοντρές νιφάδες που έπεφταν απαλά, κάνοντας το στρώμα του
χιονιού να ψηλώνει στο έδαφος.
«Πολύ πιθανόν να χρειαστεί να ανοίξω δρόμο με το φτυάρι για να φύγουμε από δω αύριο το πρωί», σχολίασε ο Τζόνι και
κοίταξε τα μικρά σπιτάκια των πουλιών. Το χιόνι στις μικροσκοπικές στέγες τους έφτανε τα τριάντα εκατοστά.
«Είναι μαγευτικά, τόσο γαλήνια και ήσυχα», ψιθύρισε η Ελμ όταν μπήκαν στο σαλέ. Παρακολούθησε τον Τζόνι να ανάβει
τα φώτα και τη φωτιά στο τζάκι του καθιστικού, ενώ εκείνη έβγαζε τη γούνα της. Έριξε τη μινκ σε μια πολυθρόνα και κάθισε
δίπλα του στον καναπέ.
«Θέλεις κάτι ακόμα να πιεις, αγάπη μου;»
«Όχι, ευχαριστώ. Ήπια αρκετή σαμπάνια για ολόκληρο το χρόνο. Όμως ένα τσάι θα το έπινα». Ο Τζόνι δεν την είχε
αποκαλέσει ποτέ πριν αγάπη του κι αυτή η λέξη έστειλε ένα ρίγος στο κορμί της. Έστρεψε το βλέμμα της στο τζάκι και
χαμογέλασε όταν άκουσε τον γνώριμο ήχο του νερού που έβραζε στη χύτρα στην κουζίνα. Πήρε το φλιτζάνι με το τσάι που
της έδωσε ο Τζόνι, το κράτησε για μια στιγμή ανάμεσα στις παλάμες της και ύστερα ήπιε μια μεγάλη γουλιά,
απολαμβάνοντας τη ζεστασιά του και τη στιγμή, καταγράφοντας στη μνήμη της την τρυφερότητα και την ένταση της
προσμονής. Συνειδητοποίησε ότι ήταν κάτι που δε θα ξεχνούσε ποτέ όσο θα ζούσε κι έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του
Τζόνι, αποφασισμένη να απολαύσει το κάθε δευτερόλεπτο.
«Τι υπέροχος τρόπος να ξεκινήσει η χρονιά», ψιθύρισε.
«Πράγματι», συμφώνησε ο Τζόνι. «Έχεις τίποτα μεγάλα σχέδια για φέτος, Ελμ;» ρώτησε τρυφερά.
Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της. «Μάλλον. Θα είναι αποφασιστική χρονιά για μένα, αυτό είναι βέβαιο».
«Εννοείς εξαιτίας του διαζυγίου σου;»
«Ναι. Και της έκθεσης που θα κάνω στη Φλωρεντία». Η Ελμ δεν ήθελε να πει τίποτα περισσότερο. Απλά χαμογέλασε και
κοίταξε τη φωτιά. «Κι εσύ;» Έστρεψε το πρόσωπό της και κοίταξε τον Τζόνι.
Εκείνος χαμήλωσε το βλέμμα, την κοίταξε και φίλησε τη μύτη της.
«Παγωμένη μύτη», είπε και την έτριψε. «Υγιές κουτάβι».
«Έλα τώρα, πες μου ποιο είναι το μεγάλο σχέδιό σου για φέτος. Αν και νομίζω ότι το ξέρω», ψιθύρισε η Ελμ δηκτικά.
«Αλήθεια;» Ο Τζόνι ύψωσε τα φρύδια του απορημένος.
«Ναι. Να κερδίσει ο Μπλου Λάβεντερ όλες τις κούρσες που θα τον βάλεις να αγωνιστεί».
«Χα! Έκανες διάνα. Έχω μεγάλες ελπίδες γι’ αυτό το άλογο, αν και θα είναι μάλλον υπερβολικό να περιμένω ότι θα
κερδίσει όλες τις κούρσες. Παρ’ όλα αυτά πιστεύω ότι η φετινή χρονιά θα είναι καλή. Το άλογο είναι έτοιμο. Το ξέρω».
«Τώρα μιλάς σαν αληθινός Ιρλανδός». Η Ελμ γέλασε σιγανά. Ο Τζόνι μιλούσε πολύ για τα άλογά του κι εκείνη ένιωθε σαν
να τα γνώριζε. Με τα μάτια της φαντασίας της μπορούσε να δει το Γκράνι Κασλ, τους φροντισμένους στάβλους του, τον
Τζόνι να ξεπροβάλλει καβάλα στο άλογό του μέσα από την πρωινή ιρλανδέζικη ομίχλη, να τριποδίζει με το άλογό του,
ύστερα να σταματάει δίπλα σε κάποιο φράκτη και να συζητάει με άλλους άντρες που φορούσαν τουίντ καπέλα και πράσινα
σακάκια. Να ζυγίζουν τις πιθανότητές τους, να μιλάνε για τις ελπίδες τους να κερδίσουν το πρωτάθλημα.
Γέλασε σιγανά όταν η γλώσσα του Τζόνι άγγιξε το πάνω χείλος της. «Τι σκεφτόσουν, γλυκιά μου;»
«Εσένα, την Ιρλανδία και τον Μπλου Λάβεντερ. Είμαι σίγουρη ότι θα νικήσει».
«Πώς το ξέρεις; Μήπως του έκανες μάγια; Μήπως επιστράτευσες τις νεράιδες και τα ξωτικά; Ή μήπως έβαλες σ’ εφαρμογή
λίγη από τη μαγεία του Νότου για την οποία φημίζεται η Σαβάνα;»
«Δε χρειάζεσαι τίποτα απ’ όλα αυτά», απάντησε η Ελμ χαμηλόφωνα, απολαμβάνοντας τα φιλιά του Τζόνι στον κρόταφό
της.
«Σίγουρα δεν του λείπει η προπόνηση ούτε μπορεί να αμφισβητήσει κανείς ότι προσπαθεί», είπε ο Τζόνι σιγανά και η
παλάμη του γλίστρησε στο χαμηλό ντεκολτέ της Ελμ. «Όμως, φυσικά, ποτέ δεν ξέρεις. Μια νίκη εξαρτάται από υπερβολικά
πολλούς παράγοντες», ψιθύρισε, ενώ τα δάχτυλά του οδηγούσαν την Ελμ στα πρόθυρα της τρέλας. Χάιδεψε τα στήθη της κι
εκείνη αφέθηκε στην υπέροχη αίσθηση, στην υπέρτατη απόλαυση, ενώ ο Τζόνι συνέχισε σαν να γνώριζε ακριβώς τι έπρεπε να
κάνει και πότε να το κάνει για να φουντώσει τη φλόγα που έκαιγε το κορμί της.
Ηλεκτρικό ρεύμα διαπέρασε την Ελμ όταν τα χείλη του άγγιξαν τα δικά της. Τότε ο Τζόνι άνοιξε τα μπράτσα του και εκείνη
βρέθηκε στην αγκαλιά του, ενώ οι παλάμες του ταξίδευαν σ’ όλο της το κορμί και της ψιθύριζε γλυκόλογα σφίγγοντάς τη
πάνω του. Τα δάχτυλά της βυθίστηκαν στα μαλλιά του. Ανάσανε το αψύ άρωμα της κολόνιας του, τη μυρωδιά του, απόλαυσε
την αίσθηση των γυμνασμένων μυών του που φούσκωναν κάτω από το άγγιγμά της. Τότε εκείνος την ξάπλωσε τρυφερά
ανάσκελα στον καναπέ, ακούμπησε το κεφάλι της σε ένα μαξιλάρι και η Ελμ κατάλαβε ότι δε θα μπορούσε να τον
σταματήσει ακόμα και αν το ήθελε.
Τα δάχτυλα του Τζόνι ταξίδεψαν κάτω από το λεπτό ύφασμα της βραδινής τουαλέτας της, ακολουθώντας το περίγραμμα
του στήθους της. Πέρασαν πάνω από τις ορθωμένες ρώγες της που λαχταρούσαν το άγγιγμά του. Ένα βραχνό βογκητό
ξέφυγε από τα χείλη της Ελμ κι ένιωσε τα μέλη της να μουδιάζουν. Ο πόθος της μεγάλωνε όσο εκείνος συνέχιζε να τη
χαϊδεύει. Έκλεισε τα μάτια της, ανίκανη να κάνει οτιδήποτε άλλο από το να βιώνει την πρωτόγνωρη απόλαυση, τόσο γλυκιά,
που σχεδόν δεν μπορούσε να την αντέξει. Τότε ο Τζόνι παραμέρισε επιδέξια το φόρεμά της, χαμήλωσε το κεφάλι του και τα
χείλη του άγγιξαν τα στήθη της. Δάγκωσε τρυφερά τις ρώγες της μέχρι που η Ελμ άρχισε να φωνάζει από την ηδονή που
γινόταν όλο και πιο έντονη, τόσο που δεν άντεχε άλλο.
Ήταν υπέροχα! Φανταστικά! Κάπου στα βάθη του μυαλού της, η Ελμ ευχόταν τα χάδια του Τζόνι να συνεχίζονταν για
πάντα, τα φιλιά του να μη σταματούσαν ποτέ. Ευχόταν να μη σβήσει η φωτιά που έκαιγε το κορμί της, η απόλαυση που της
χάριζε ο Τζόνι όσο εξερευνούσε το σώμα της, η απίστευτη τρυφερότητά του να κρατήσει για πάντα.
Ήθελε να συνεχίσει να τη φιλάει, να διώξει κάθε της πρόβλημα από το μυαλό της και να της προσφέρει την παρηγοριά του
καταφύγιου της απαλής, παρηγορητικής αγκαλιάς του. Να αγγίξει ξανά εκείνο το κομμάτι της ψυχής της του οποίου μέχρι
τότε αγνοούσε την ύπαρξη. Ένιωσε την ανάσα της να κόβεται καθώς τα μαγικά χέρια του Τζόνι ταξίδεψαν την ύπαρξή της
κάνοντας τα μέλη της να μουδιάζουν και ξυπνώντας τους πόθους της. Τότε έσκυψε προς το μέρος του, αρπάχτηκε από το
πουκάμισό του, έγειρε πίσω το κεφάλι της και φώναξε από ηδονή.
Όμως τώρα ήθελε περισσότερα, ήθελε να νιώσει τον Τζόνι βαθιά μέσα της, να γίνει δική του, μόνο δική του, να του
προσφέρει όλα όσα έκρυβε στην ψυχή της, να δώσει διέξοδο σε όλα όσα είχε ξυπνήσει εκείνος μέσα της. Ήθελε να βιώσει
όλη την ασυγκράτητη ένταση της στιγμής, την κρυμμένη μέσα του ατίθαση ορμή που διαισθανόταν ότι εκείνος συγκρατούσε,
έστω και με δυσκολία, πιθανόν επειδή φοβόταν μήπως την τρομάξει ή την πληγώσει. Ορκίστηκε ότι τούτη τη νύχτα θα
απολάμβανε κάθε εκατοστό του κορμιού του και θα γνώριζε κάθε κρυφή γωνιά της ψυχής του.
Εκείνος, μόλις είδε την άγρια λάμψη στα μάτια της, κατάλαβε ότι η στιγμή είχε φτάσει. Η Ελμ είχε περάσει ένα όριο, ήθελε
ό,τι κι ο ίδιος.
Τη σήκωσε με άνεση από τον καναπέ κι ανέβηκε τα απότομα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο υπνοδωμάτιο, σίγουρος ότι
εκείνο το βράδυ θα γινόταν δική του, έστω και για λίγο.
Χωρίς να πει λέξη, ακούμπησε την Ελμ στο κρεβάτι. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν όταν εκείνη τον τράβηξε προς το
μέρος της, έλυσε το παπιγιόν του, ξεκούμπωσε το πουκάμισό του κι άρχισε να φιλάει το στέρνο του. Εκείνος της έβγαλε το
φόρεμα, το πέταξε στο πάτωμα κι απόλαυσε το άγγιγμα του λεπτού, γυμνασμένου κορμιού της. Ένας βρυχηθμός ξέφυγε από
τα χείλη του καθώς η Ελμ τον φιλούσε παντού, χαρίζοντάς του την ηδονή.
Η Ελμ απολάμβανε τη γεύση του, την αίσθηση της επιδερμίδας του. Ήθελε να γνωρίσει κάθε εκατοστό του κορμιού του, να
νιώσει τους μυς του να τρέμουν κάτω από τη γεμάτη περιέργεια γλώσσα και τα δάχτυλά της.
Τότε, με μια γρήγορη κίνηση, ο Τζόνι βρήκε το ευαίσθητο σημείο της και άρχισε να το χαϊδεύει. Όταν η Ελμ τελείωσε, την
ανέβασε πάνω του και μπήκε μέσα της βίαια και ορμητικά, τόσο βαθιά, που εκείνη νόμιζε ότι είχε αγγίξει την ψυχή της. Δεν
ειπώθηκαν γλυκά λόγια, δεν υπήρξαν τρυφερά χάδια, μόνο φρενίτιδα και πάθος όσο ο Τζόνι κρατούσε σφιχτά τους γοφούς
της κι εκείνη κουνούσε τη λεκάνη της στον δικό του ρυθμό, με τα μαλλιά της να ανεμίζουν. Μαζί γκρέμισαν κάθε εμπόδιο,
ξεπέρασαν κάθε αναστολή κι έφτασαν κραυγάζοντας από ηδονή σε έναν εκρηκτικό οργασμό.
Μερικές στιγμές αργότερα η Ελμ ακούμπησε το κεφάλι της στο ιδρωμένο στέρνο του Τζόνι και αναστέναξε. Της ήταν
αδύνατο να κουνηθεί, να μιλήσει, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα εκτός από το να μείνει ακίνητη και να απολαύσει την
υπέροχη αίσθηση. Η ένωσή τους ήταν τόσο παθιασμένη, τόσο έντονη και πρωτόγονη, κάποιες στιγμές ακόμα και
απολαυστικά βάρβαρη.
Και υπέροχη.
Απλά φανταστικά υπέροχη.
Ενώ ήταν ξαπλωμένη στην ασφάλεια της αγκαλιάς του, θυμήθηκε ξαφνικά την πρώτη νύχτα του γάμου της με τον Χάρλαν
και ανατρίχιασε όταν συνειδητοποίησε όλα όσα έχανε τόσα χρόνια.
«Κρυώνεις, αγάπη μου;» Ο Τζόνι έριξε πάνω τους το πάπλωμα και ύστερα πήρε το κινητό του, το έκλεισε και το
ακούμπησε στο κομοδίνο. Έσφιξε ξανά την Ελμ στην αγκαλιά του και τα χείλη του ακολούθησαν το περίγραμμα των
φρυδιών του.
«Μμ». Η Ελμ αναδεύτηκε και πέρασε το μπράτσο της πάνω από το στέρνο του. Ήξερε ότι μόλις είχε καταφέρει το
ακατόρθωτο. Μια γλυκιά κούραση είχε κυριεύσει το κορμί της και νύσταζε. Ακούμπησε ξανά το μάγουλό της στο στέρνο του
και τα βλέφαρά της έκλεισαν. Η τελευταία της σκέψη προτού αποκοιμηθεί ήταν ότι είχε πράγματι ξεκινήσει με τον καλύτερο
τρόπο την καινούρια χρονιά.

Ο Τζόνι έγειρε πίσω στο αναπαυτικό μαξιλάρι από πούπουλο χήνας, χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά της Ελμ και
συνειδητοποίησε πόσο έντονο ήταν αυτό που μόλις είχε συμβεί.
Ποτέ δεν είχε ονειρευτεί ότι θα μπορούσε να είναι ξανά έτσι, ότι θα ήταν δυνατόν να νιώσει και πάλι την ίδια μοναδική
ένταση τόσα χρόνια μετά. Κι όμως, εκείνο το βράδυ είχε συμβεί το αδύνατο: για πρώτη φορά ύστερα από δεκαπέντε χρόνια
είχε νιώσει κάτι, μια έντονη τρυφερότητα που είχε ξυπνήσει ένα κομμάτι του εαυτού τον οποίο θεωρούσε νεκρό μετά το
θάνατο της Μαρί Ανζ στην έρημο της Σαχάρα.
Σκέφτηκε με δέος ότι η Ελμ τον είχε βοηθήσει να θυμηθεί ξανά πώς ήταν να νιώθει κανείς ολοκληρωμένος.

Η Ελμ ξύπνησε και αναρωτήθηκε πού ήταν. Τότε ένιωσε ένα μπράτσο να ακουμπάει πάνω της, αμέσως θυμήθηκε κι ένα
χαμόγελο άνθισε αργά στα χείλη της. Μπορεί αυτό που ζούσε να μην ήταν παρά ένα ευχάριστο ιντερλούδιο, ένα φλερτ, όπως
τόσο σωστά το είχε χαρακτηρίσει η Τζοκόντα, όμως την είχε σημαδέψει. Αναστέναξε και κοίταξε το κοιμισμένο πρόσωπο
του Τζόνι, τα ανακατεμένα του σκούρα μαλλιά. Θύμισε στον εαυτό της ότι δεν έπρεπε να πέσει στην παγίδα να πιστέψει ότι
αυτό που ζούσε ήταν κάτι περισσότερο, όμως, ειλικρινά, χαιρόταν που το είχε ζήσει, που επιτέλους είχε μάθει τι σημαίνει να
κάνεις έρωτα με έναν άντρα που δίνει τόσα όσα παίρνει.
Η Τζο είχε δίκιο. Δεν υπήρχε αμφιβολία στο ότι έπρεπε να αποκτήσει περισσότερες εμπειρίες. Στην πραγματικότητα δεν
γνώριζε τίποτα για τους άντρες πέρα από τα λίγα που είχε μάθει ζώντας στο προστατευμένο περιβάλλον του μικρού της
κόσμου. Παραμέρισε το πάπλωμα προσεκτικά για να μην ξυπνήσει τον Τζόνι και γύρισε. Ό,τι κι αν έκρυβε το μέλλον, θα
θυμόταν πάντα τις πολύτιμες στιγμές που είχαν μοιραστεί και πάντα θα του χρωστούσε ευγνωμοσύνη που είχε κάνει την
εμπειρία της τόσο τέλεια, τόσο γλυκιά και τόσο έντονη, που είχε επιλέξει να μοιραστεί τη γαλήνη του δικού του βουνού μαζί
της.

Ο Τζόνι ξύπνησε και ανοιγόκλεισε τα μάτια του αργά. Άνοιξε το κινητό του και κοίταξε την ώρα. Δύο το απόγευμα. Πώς ήταν
δυνατόν να είχε κοιμηθεί τόσο πολύ;
Τότε, σιγά σιγά, άρχισε να θυμάται τα γεγονότα της προηγούμενης βραδιάς. Συνειδητοποίησε μελαγχολικά ότι δεν ήταν
παράξενο που είχε παρακοιμηθεί. Γύρισε βιαστικά, είδε το άδειο κρεβάτι δίπλα του και αναρωτήθηκε πού να ήταν η Ελμ.
Τότε έφτασε στα ρουθούνια του το άρωμα του φρεσκοψημένου καφέ και χαμογέλασε. Πέρασε αφηρημένα την παλάμη του
πάνω από το πιγούνι του και σκέφτηκε ότι χρειαζόταν ξύρισμα.
Χασμουρήθηκε και σηκώθηκε. Φόρεσε την παλιά, μάλλινη ρόμπα του πατέρα του που κρεμόταν ακόμα πίσω από την
πόρτα του υπνοδωματίου και κατευθύνθηκε σιωπηλός προς την κουζίνα.
Για μια στιγμή στάθηκε αμίλητος στο άνοιγμα της πόρτας της κουζίνας και κοίταξε την Ελμ που στεκόταν με την πλάτη
γυρισμένη σ’ εκείνον. Φορούσε τη βραδινή τουαλέτα της και μια παλιά ζακέτα που θυμόταν από τα παιδικά του χρόνια. Ήταν
απίστευτα όμορφη, τρομερά θηλυκή, ελεύθερη. Απολάμβανε τη συντροφιά της, το πνεύμα της. Τις σκέψεις του ακολούθησε
μια ξαφνική μελαγχολία μόλις συνειδητοποίησε ότι η σχέση τους θα έφτανε αναπόφευκτα στο τέλος της.
Ξερόβηξε. Η Ελμ γύρισε και του χαμογέλασε. Ήταν πανέμορφη. Η εμφάνισή της δεν ήταν προσεγμένη, όμως είχε μια
σπιτική ζεστασιά. Στο ένα χέρι κρατούσε την τσαγιέρα με το νερό και στο άλλο το βάζο με το τσάι.
«Καλημέρα. Ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος». Ο Τζόνι την πλησίασε, τη φίλησε στο μέτωπο και πήρε βαθιά ανάσα.
«Μυρίζει υπέροχα. Πού βρήκες τον καφέ; Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι θα πίνεται».
«Δεν έχουμε άλλη επιλογή παρά να δοκιμάσουμε», είπε η Ελμ. Σήκωσε το κεφάλι της και χαμογέλασε σκανδαλιάρικα.
«Εντάξει, εντάξει, υποκλίνομαι στη λογική σου». Ο Τζόνι γέλασε και γέμισε δυο κούπες. «Ας πάμε στο καθιστικό να
ανάψουμε το τζάκι. Κάνει παγωνιά εδώ. Δεν κρυώνεις;» Αγκάλιασε την Ελμ, έτριψε την πλάτη της και πήγαν μαζί στο
καθιστικό με τις κούπες ανά χείρας. Η Ελμ είχε την αίσθηση ότι ήταν κάτι που έκαναν όλη τους τη ζωή.
Επανέφερε βιαστικά τον εαυτό της στην πραγματικότητα. Τέτοιου είδους σκέψεις μόνο σε προβλήματα θα μπορούσαν να
την οδηγήσουν.
Κοίταξε τον Τζόνι που αναδαύλιζε τη φωτιά. «Πώς θα επιστρέψουμε στα σπίτια μας ντυμένοι έτσι;» ρώτησε.
Εκείνος την κοίταξε στα μάτια. Το βλέμμα του μαρτυρούσε ότι το διασκέδαζε. «Μια μικρή λεπτομέρεια που μου διέφυγε
χτες το βράδυ».
«Σκέφτομαι τη στιγμή που θα χτυπήσω το κουδούνι της εξώπορτας και θα ανοίξει ο Ουμπέρτο. Φαντάζομαι την έκφρασή
του». Η Ελμ ανατρίχιασε. «Θα νιώσω πολύ άβολα».
«Μην ανησυχείς γι’ αυτό», είπε ο Τζόνι μακάρια, τη στιγμή που, επιτέλους, φούντωνε η φωτιά. «Θα σκεφτούμε μια λύση».
Τότε ακούστηκε το κουδούνισμα του κινητού του, που είχε βάλει νωρίτερα στην τσέπη της ρόμπας του. «Ω, όχι», είπε
μελαγχολικά και κάθισε στο μικρό ουαλικό σκαμπό για το άρμεγμα που υπήρχε δίπλα στο τζάκι. «Πάει η ηρεμία και η
γαλήνη μας. Εμπρός;»
Η ξαφνική αλλαγή στην έκφρασή του έδωσε στην Ελμ να καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. Πάγωσε όταν τον
είδε να σφίγγει τις γροθιές του και να μουρμουρίζει καταφατικά στο τηλέφωνο. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει σαν τρελή
όταν ο Τζόνι έκλεισε το τηλέφωνο και γύρισε προς το μέρος της. Το πρόσωπό του ήταν απίστευτα χλομό.
«Ο Λίαμ ήταν», είπε με βραχνή φωνή. «Ο Νίκι βρίσκεται καθοδόν προς το νοσοκομείο».
«Το νοσοκομείο;» Η Ελμ χλόμιασε κι εκείνη. «Τι συνέβη;» ρώτησε και σηκώθηκε έντρομη.
«Μάλλον κρίση σκωληκοειδίτιδας. Θα ξέρουμε σίγουρα όταν θα φτάσει εκεί. Φοβάμαι ότι θα πρέπει να φύγουμε αμέσως».
«Φυσικά», συμφώνησε η Ελμ. Κάθε άλλη τους ανησυχία ξεχάστηκε καθώς ανέβηκαν βιαστικά τα σκαλοπάτια και φόρεσαν
αμίλητοι τα παπούτσια και τα παλτά τους.

Ο Τζόνι δεν είχε νιώσει ποτέ τόση ανησυχία και ανυπομονησία. Και όλα του πήγαιναν κόντρα. Πρώτα το κλειδί κόλλησε
στην κλειδαριά, ύστερα το τελεφερίκ κόλλησε δύο φορές. Όταν πήρε τελικά μπροστά, του φάνηκε ότι έκανε αιώνες να τους
κατεβάσει από το βουνό. Και το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να προσπαθήσει να μην πανικοβληθεί, να πιάσει το χέρι
της Ελμ καθώς έτρεχαν προς το αυτοκίνητο και ύστερα να κατέβει όσο πιο γρήγορα γινόταν τον παγωμένο δρόμο του βουνού
και να διασχίσει τα άδεια χωριά μέχρι το νοσοκομείο του Ζάανεν στο οποίο θα εγχειριζόταν ο Νίκι.
Η καρδιά της Ελμ χτυπούσε σαν τρελή όταν σταμάτησαν μπροστά στο νοσοκομείο. Ούτε που σκέφτηκε την εμφάνισή της,
το γεγονός ότι φορούσε ακόμα τη βραδινή τουαλέτα της. Το μόνο που είχε σημασία ήταν ο Νίκι.
Τότε ο Τζόνι την έπιασε από το χέρι και μαζί κατευθύνθηκαν βιαστικά προς το τμήμα επειγόντων περιστατικών, με μόνη
τους έγνοια να φτάσουν στο κρεβάτι του Νίκι.

15
«Επιτέλους», αναφώνησε η Γκρέις και κοίταξε εμβρόντητη, παρά την ανησυχία της, την Ελμ και τον Τζόνι που διέσχιζαν
βιαστικά το διάδρομο ντυμένοι ακόμα με τα ρούχα που φορούσαν το προηγούμενο βράδυ. «Πού στο καλό ήσαστε εσείς οι
δύο;»
«Πώς είναι;» ρώτησε ο Τζόνι βραχνά, αγνοώντας την ερώτηση.
«Ο δόκτωρ Κουνζ ετοιμάζεται να τον εγχειρήσει. Προσπαθώ να σε βρω από τις εννιά σήμερα το πρωί όταν άρχισαν οι πόνοι
του Νίκι, αλλά στάθηκε αδύνατο. Προσπάθησα παντού. Στο κινητό σου, στο τηλέφωνο του αυτοκινήτου, αλλά δεν
απαντούσες πουθενά. Ω καλέ μου, ανησύχησα τόσο». Η Γκρέις κατέρρευσε ξαφνικά σε μια από τις πλαστικές καρέκλες.
«Πού είναι;» ρώτησε ο Τζόνι και άγγιξε τον ώμο της μητέρας του για να της δώσει κουράγιο, όμως το μόνο που σκεφτόταν
ήταν το άρρωστο παιδί του. Προσπαθούσε να καταπνίξει τις ενοχές του που τον έζωναν. Εκείνος έκανε έρωτα, σκεφτόταν
μόνο τον εαυτό του, όταν ο Νίκι θα μπορούσε να έχει πεθάνει.
Ο Λίαμ έδειξε την πόρτα ενός δωματίου. «Μας ζήτησαν να φύγουμε όσο θα τον ετοιμάζουν για το χειρουργείο. Είναι μια
χαρά, αδερφέ, πάψε να ανησυχείς. Όλα θα πάνε καλά». Χαμογέλασε ενθαρρυντικά.
Ο Τζόνι γύρισε και άνοιξε την πόρτα του δωματίου.
«Νίκι». Διέσχισε το δωμάτιο κι έπιασε το χέρι του γιου του. «Είσαι καλά; Δε φαντάζεσαι πόσο λυπάμαι που δεν ήμουν
εδώ». Έσκυψε και αγκάλιασε το γιο του. Τα χέρια του έτρεμαν. Τον είχε κυριεύσει ο ίδιος τρομερός φόβος που είχε νιώσει
μόνο άλλη μια φορά στη ζωή του και δεν ήθελε να τον ξαναζήσει ποτέ.
«Είμαι μια χαρά, μπαμπά». Ο Νίκι ήταν χλομός, όμως χαμογέλασε θαρραλέα. Τα ήρεμα πρόσωπα των μελών του
νοσηλευτικού προσωπικού που ήταν μαζεμένα γύρω από το κρεβάτι γέμισαν τον Τζόνι ανακούφιση. «Θα γίνω καλά. Και μου
είπαν ότι μετά θα μπορέσω να φάω παγωτό», πρόσθεσε ο Νίκι και χάρισε στον πατέρα του ακόμα ένα αδύναμο, θαρραλέο
χαμόγελο.
«Φυσικά και θα γίνεις», ψιθύρισε εκείνος. Χάιδεψε το μέτωπο του γιου του, προσπαθώντας να κρύψει την ανησυχία του.
«Τουλάχιστον δε θα χάσω καθόλου από το σχολείο», είπε ο Νίκι ενώ οι νοσοκόμες τσουλούσαν το φορείο του έξω από το
δωμάτιο, κατά μήκος του διαδρόμου. Ο Τζόνι κοίταξε ανήσυχος τις φαρδιές πόρτες του χειρουργείου.
«Γιατί αυτό;» μουρμούρισε αφηρημένα, σφίγγοντας ακόμα το χέρι του αγοριού.
«Το διάστημα που θα μείνω στο νοσοκομείο συμπίπτει με την αποβολή», ψιθύρισε ο Νίκι εμπιστευτικά.
«Την ποια; Α, ναι, την αποβολή». Ο Τζόνι θυμήθηκε ξαφνικά. Χάιδεψε τα μαύρα μαλλιά του γιου του, που έμοιαζαν τόσο
με τα δικά του, και γέλασε βραχνά. «Στη θέση σου δε θα ανησυχούσα τώρα γι’ αυτό», ψιθύρισε. «Θα με συγχωρήσεις που
δεν ήμουν εκεί όταν συνέβη;»
«Λόρδε Γκράνι, με συγχωρείτε, αλλά ο δόκτωρ Κουνζ περιμένει».
«Φυσικά, συγνώμη». Ο Τζόνι δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι οι νοσοκόμες είχαν σταματήσει να σπρώχνουν το κρεβάτι και
συνέχιζε να προχωράει δίπλα του.
Τότε ο Νίκι του έσφιξε το χέρι. «Μπαμπά, σταμάτα να ανησυχείς, είσαι χειρότερος και από τη γιαγιά. Δε θα μπορούσες να
μαντέψεις ότι θα πάθαινα σκωληκοειδίτιδα. Κανείς δε θα μπορούσε. Παρεμπιπτόντως...» Ο Νίκι χαμήλωσε την ένταση της
φωνής του τόσο, που, για να τον ακούσει, ο Τζόνι αναγκάστηκε να σκύψει δίπλα του. «Πώς πάει; Μ’ εσένα και την Ελμ,
εννοώ».
Ο Τζόνι ξεροκατάπιε κι έκρυψε την έκπληξή του. «Υπέροχα», απάντησε προσπαθώντας να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία
του. Μόλις είχαν φτάσει στην πόρτα του χειρουργείου και η Γκρέις με την Ελμ εμφανίστηκαν στην άλλη πλευρά του
κρεβατιού. Η Γκρέις έσκυψε και φίλησε το μέτωπο του Νίκι.
«Θα είμαι εδώ, γλυκέ μου», ψιθύρισε. Η Ελμ έκλεισε το μάτι στον Νίκι και ο Λίαμ του έσφιξε το χέρι.
«Μην το βάλεις κάτω, μικρέ», είπε ο Λίαμ ενθαρρυντικά όταν οι φαρδιές πόρτες άνοιξαν και κατάπιαν το κρεβάτι και το
αγόρι.
Ο Τζόνι απόμεινε να τις κοιτάζει για μερικές στιγμές και ύστερα στήριξε την πλάτη του στον τοίχο και χαμήλωσε το κεφάλι
του.
«Θα γίνει καλά», είπε ο Λίαμ κι έσφιξε τον ώμο του αδερφού του.
«Φυσικά», συμφώνησε η Γκρέις. Έφτιαξε την κάπα της με τη γούνινη μπορντούρα και πήρε βαθιά ανάσα. «Ας πάμε τώρα
να βρούμε λίγο καφέ. Αν και αδυνατώ να φανταστώ πώς οι δυο σας θα μπορέσετε να πάτε οπουδήποτε ντυμένοι έτσι»,
πρόσθεσε και κοίταξε επικριτικά τον Τζόνι και την Ελμ. «Πραγματικά αδυνατώ. Καλή μου, θα πάθεις πνευμονία μ’ αυτό το
φόρεμα».
Η Ελμ κοκκίνισε μέχρι τις ρίζες των μαλλιών της.
Η Γκρέις είχε αναλάβει ξανά τα ηνία και, χωρίς άλλη καθυστέρηση, τους οδήγησε όλους στο ασανσέρ κι από εκεί στην
καφετέρια. Η Ελμ ακολουθούσε, κόκκινη από την ντροπή της. Σκεφτόταν αποκαρδιωμένη ότι η βραδινή τουαλέτα της
μαρτυρούσε ότι είχε περάσει τη νύχτα με τον Τζόνι. Όταν ο Λίαμ την άγγιξε στο μπράτσο, του χαμογέλασε με ευγνωμοσύνη.
«Αισθάνομαι απαίσια», ψιθύρισε. «Αυτό το φόρεμα είναι τόσο άβολο και παράταιρο. Θα έπρεπε να είχα πάρει ένα ταξί και
να είχα πάει να αλλάξω προτού έρθω εδώ. Απλά ανησυχήσαμε τόσο και δεν υπήρχε χρόνος...»
«Μην της δίνεις σημασία», είπε ο Λίαμ. «Απλά είναι αναστατωμένη για τον Νίκι. Αν θέλεις, θα σε πάω εγώ στο σπίτι σου
σε λίγο».
«Ευχαριστώ». Η Ελμ χαμογέλασε με ευγνωμοσύνη. «Δε θα ήθελα να αναγκάσω τον Τζόνι να φύγει αυτή τη στιγμή». Ο
Λίαμ της ανταπέδωσε το χαμόγελο κι έστρεψαν ξανά την προσοχή τους στον Τζόνι και στην Γκρέις.
«Εξάλλου δεν υπάρχει λόγος να είμαστε αρνητικοί», είπε η Γκρέις σε πιο ήρεμο τόνο. «Άκουσα κάπου ότι οι θετικές
σκέψεις βοηθούν στην έκβαση μιας εγχείρησης».
«Μμ».
«Και, φυσικά, μόλις έμαθα τι συνέβαινε, τηλεφώνησα στον πατέρα Ο’ Κόνορ στην πατρίδα».
«Αυτό είναι γελοίο», είπε ο Τζόνι, δίνοντας διέξοδο στην ανησυχία του. «Μητέρα, δεν έχουμε κηδεία. Θα πρέπει να τον
ξύπνησες στη μέση της νύχτας».
«Και λοιπόν; Έχω προσφέρει πάνω από ένα εκατομμύριο δολάρια στην εκκλησία του. Ας χάσει κι εκείνος μερικές ώρες
ύπνου για χάρη του εγγονού μου».
«Δεν το πιστεύω». Ο Τζόνι ύψωσε το βλέμμα του με απόγνωση και σωριάστηκε σε μια καρέκλα, απέναντι από τον Λίαμ
και την Ελμ.
«Λίγες προσευχές παραπάνω δε θα κάνουν κακό», συνέχισε η Γκρέις απτόητη. «Ο Νίκι θα τα πάει μια χαρά. Ο γιατρός έχει
εξαιρετικές συστάσεις».
Δυο ώρες αργότερα, περίμεναν ακόμα. Η Ελμ, βλέποντας πόσο ανήσυχος ήταν ο Τζόνι, είχε αρνηθεί να φύγει. Πλέον
κάθονταν όλοι ανήσυχοι, περιμένοντας την έκβαση της εγχείρησης.
«Κάτι συμβαίνει», είπε ο Τζόνι, που βημάτιζε νευρικά πάνω κάτω στο διάδρομο. «Μια σκωληκοειδεκτομή δεν μπορεί να
διαρκεί τόση ώρα. Γιατί δεν έρχεται κανείς να μας ενημερώσει;»
«Κοίτα, οι πόρτες ανοίγουν». Ο Λίαμ έδειξε την είσοδο του χειρουργείου κι έπεσαν όλοι πάνω στο γιατρό, που εκείνη τη
στιγμή έβγαζε τη χειρουργική μάσκα και τα γάντια του. Πίσω του ακολουθούσαν δυο νοσοκόμες που έσπρωχναν το κρεβάτι
του Νίκι. Ο γιος του Τζόνι ήταν ακόμα ναρκωμένος.
«Ο γιος σας είναι μια χαρά», είπε στον Τζόνι ο δόκτωρ Κουνζ. «Ευτυχώς πάντως που το προλάβαμε, η απόφυση ήταν
έτοιμη να διαρραγεί. Θα τον κρατήσουμε μερικές μέρες, αλλά θα γίνει καλά. Τώρα μπορείτε να επιστρέψετε όλοι στο σπίτι»,
πρόσθεσε και χαμογέλασε στην ομήγυρη.
«Σας ευχαριστούμε, γιατρέ, όμως εγώ θα μείνω», του είπε ο Τζόνι αποφασιστικά.
«Τότε θα πω στη νοσοκόμα να σας ετοιμάσει ένα ράντζο στο δωμάτιό του».
«Μου αρκεί ο καναπές».
«Όπως επιθυμείτε». Ο δόκτωρ Κουνζ χαμογέλασε, συνηθισμένος στις αντιδράσεις των ανήσυχων γονιών.
«Σας ευχαριστώ που ήρθατε την Πρωτοχρονιά και φροντίσατε το γιο μου».
«Ευχαρίστησή μου. Και μην ανησυχείτε για τον Νίκι, είναι γερός σαν άλογο και τα πάει μια χαρά. Αυτό που έγινε θα τον
κρατήσει για μερικές βδομάδες μακριά από τις σκανταλιές».
Ο Τζόνι χαμογέλασε κι έσφιξε το χέρι του γιατρού με ευγνωμοσύνη. Ύστερα πέρασε τα δάχτυλα μέσα από τα μαλλιά του
και στράφηκε στην Ελμ.
«Θα είσαι σίγουρα εξαντλημένη. Καλύτερα να σε πάει ο Λίαμ στο σπίτι. Κι εσύ, μητέρα;»
«Μπορώ να μείνω».
«Όχι, σε παρακαλώ, νομίζω ότι πρέπει να πάτε και οι δύο στο σπίτι. Θα μείνω εγώ με τον Νίκι.
«Είσαι σίγουρος;» ρώτησε η Ελμ ανήσυχη. Δεν της άρεσε καθόλου η ιδέα να αφήσει μόνους τους στο νοσοκομείο τον
Τζόνι και τον Νίκι. Από την άλλη μεριά βέβαια δεν ήθελε να τους επιβάλει την παρουσία της, όταν μπορεί να ήθελαν να
μείνουν οι δυο τους. Ίσως θα ήταν καλύτερο να πάει στην Τζοκόντα και να την ενημερώσει για τα συμβάντα. Ενώ
αποχαιρετούσε τον Τζόνι με ένα φιλί, συνειδητοποίησε ότι θα έπρεπε να τηλεφωνήσει στη Σαβάνα για να ευχηθεί καλή
χρονιά. Κοίταξε τον Λίαμ που ένευσε καταφατικά.
«Έλα. Πάμε, μητέρα», την προέτρεψε.
Η Γκρέις κοιτούσε ακόμα με αγάπη τον Νίκι. Τα μάτια της είχαν βουρκώσει. «Είναι τόσο χλομός», είπε.
«Είναι μια χαρά, μητέρα. Έλα τώρα μαζί με την Ελμ και άφησέ τον να ξεκουραστεί. Θα μείνει μαζί του ο Τζόνι και σε λίγο
θα επιστρέψω κι εγώ».
«Μητέρα, μην ανησυχείς, δεν πρόκειται να πάω πουθενά».
«Το ελπίζω». Ο τόνος της φωνής της Γκρέις δεν άφηνε αμφιβολίες για τη γνώμη της σχετικά με την απουσία του Τζόνι
όταν αρρώστησε ο Νίκι. Ο Λίαμ στάθηκε πίσω της, ύψωσε τα φρύδια του συνωμοτικά στον αδερφό του και ύστερα οδήγησε
την Γκρέις έξω, ενώ ο Τζόνι φιλούσε το μέτωπο της Ελμ, στρέφοντάς την προς την έξοδο.
«Θα σου τηλεφωνήσω αργότερα. Σ’ ευχαριστώ που έμεινες». Τα μάτια του χαμογέλασαν καρφωμένα στα δικά της και η
Ελμ ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό της προτού γυρίσει κι ακολουθήσει τον Λίαμ και την Γκρέις.

Η Ελμ, ύστερα από ένα αναζωογονητικό μπάνιο, σκέφτηκε ότι ήταν ώρα να αφήσει στην άκρη τις υπόλοιπες ανησυχίες της
και να αρχίσει τα τηλεφωνήματα στη Σαβάνα για να ευχηθεί χρόνια πολλά στην οικογένειά της. Πρώτα τηλεφώνησε στη θεία
Φράνσις, η οποία έσπευσε να της πει κάτι που η Ελμ ευχήθηκε να μην ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα.
«Τι εννοείς όταν λες ότι ο Χάρλαν έρχεται εδώ αύριο το βράδυ;» ψέλλισε η Ελμ στο ακουστικό και κάθισε στον καναπέ του
καθιστικού της, μπροστά στο αναμμένο τζάκι. Φορούσε το μπουρνούζι της και είχε τα μαλλιά της τυλιγμένα με μια πετσέτα.
«Ακριβώς αυτό, γλυκιά μου. Είναι αποφασισμένος. Θέλει να σου κάνει έκπληξη, αλλά, όπως έχουν τα πράγματα, σκέφτηκα
ότι θα ήταν καλύτερα να σε προειδοποιήσω», είπε η Φράνσις κοφτά.
«Ευτυχώς που το έκανες, θεία Φράνσις. Δεν καταλαβαίνω γιατί έρχεται, εκτός...»
«Λοιπόν, καλή μου, δεν μπορώ να φανταστώ τι πιστεύει ότι θα πετύχει. Όμως ξέρεις πόσο πεισματάρης μπορεί να γίνει.
Επιπλέον, έχει και πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Σύμφωνα με το πατέρα σου έχει την εντύπωση ότι θα επιστρέψεις
μαζί του, ότι όλα θα ξεχαστούν κι ότι θα γυρίσετε σαν δυο αγαπημένα πιτσουνάκια. Μερικές φορές οι άντρες είναι τόσο
υπερβολικά ανόητοι...» είπε η Φράνσις και αναστέναξε. «Ελπίζω μόνο, Ελμ, καλή μου, να έχεις πάρει την απόφασή σου, ό,τι
κι αν σκοπεύεις να κάνεις».
«Μην ανησυχείς, θεία Φράνσις, την έχω πάρει. Τις τελευταίες βδομάδες συνειδητοποίησα πόσο άδεια και άσκοπη ήταν η
ζωή μου. Κι αυτό σκοπεύω να το αλλάξω. Ριζικά».
«Ωραία. Αυτό ήταν το καλύτερο που θα μπορούσες να μου πεις την Πρωτοχρονιά και χαίρομαι που το ακούω. Κοίταξε να
μην αφήσεις τον Χάρλαν να σε πείσει ότι το φταίξιμο είναι δικό σου. Οι άντρες –και ειδικά ο Χάρλαν, σαν πολιτικάντης–
είναι πολύ καλοί σ’ αυτό».
«Δεν πρόκειται, σου το υπόσχομαι». Η Ελμ χαμογέλασε.
«Κι αν ακόμα δοκιμάσει, θυμήσου το αντιπαθητικό πρόσωπο της Τζένιφερ. Την είδα τις προάλλες στη Λέσχη Τσάταμ. Της
έχουν κοπεί κάπως τα φτερά».
«Καλό αυτό, υποθέτω», είπε η Ελμ, αν και δεν την ένοιαζε πια. «Ωστόσο ακόμα δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι ο Χάρλαν
έρχεται εδώ. Δεν του αρέσει καθόλου να ταξιδεύει στην Ευρώπη».
«Το ξέρω. Κι εγώ παραξενεύτηκα. Η συμβουλή μου είναι να συναντηθείς μαζί του κάπου διακριτικά, αλλά σε δημόσιο
χώρο, και να του ξεκαθαρίσεις τη θέση σου από την αρχή. Αν του δώσεις έστω και ελάχιστα περιθώρια, δε θα χάσει την
ευκαιρία να το εκμεταλλευτεί».
Η Ελμ γέλασε. «Τον αντιπαθείς πραγματικά, έτσι, θεία Φράνσις;» ρώτησε, με αναζωπυρωμένη περιέργεια. «Πώς και δε μου
είχες πει τίποτα τόσα χρόνια;»
«Δεν ήταν δική μου δουλειά, καλή μου. Εξάλλου ήταν –κι ακόμα είναι– σύζυγός σου. Δεν ήθελα να παρέμβω ή να σε
επηρεάσω με οποιονδήποτε τρόπο».
«Μάλλον έχεις δίκιο», παραδέχτηκε η Ελμ. «Αλλά δε χρειάζεται να ανησυχείς πλέον γι’ αυτό. Σε διαβεβαιώ, τα μάτια μου
είναι ορθάνοιχτα».
«Και μακάρι να παραμείνουν έτσι. Ξέρεις, ίσως είναι καλύτερα να ξεκαθαρίσεις τα πράγματα μακριά από το σπίτι, γλυκιά
μου, σε ουδέτερη, ας πούμε, περιοχή. Να φτάσετε σε κάποιο πολιτισμένο συμβιβασμό με τον οποίο θα μπορέσετε να ζήσετε
και οι δύο μέχρι να περάσουν αυτές οι καταραμένες εκλογές για τις οποίες δε σταματάει να μιλάει ο πατέρας σου».
«Ω, μη μου θυμίζεις τις εκλογές. Πάντα οι εκλογές. Δε σκέφτεται τίποτ’ άλλο ο πατέρας μου εκτός από το πολιτικό μέλλον
του Χάρλαν;» ρώτησε πικρόχολα η Ελμ.
«Επ’ αυτού αναρωτιέμαι κι εγώ κάποιες φορές», συμφώνησε η Φράνσις μελαγχολικά. «Όμως είμαι σίγουρη ότι για τον
πατέρα σου προέχει πάντα η ευτυχία σου».
«Είσαι; Εγώ καθόλου». Η Ελμ έκανε μια παύση και κάρφωσε το βλέμμα της στο τζάκι. «Ξέρεις, μερικές φορές πιστεύω ότι
η μεγαλύτερη αγωνία του μπαμπά είναι να οδηγήσει τον Χάρλαν εκεί που δεν κατάφερε ποτέ να φτάσει ο ίδιος».
«Δε θα πω ότι έχεις εντελώς άδικο σ’ αυτό», απάντησε η Φράνσις προσεκτικά. «Όμως αυτή τη στιγμή πρέπει να
επικεντρωθείς στον εαυτό σου. Πέρασες πολύ καιρό ανησυχώντας για τον Τζορτζ και τον Χάρλαν και βάζοντας σε δεύτερη
μοίρα τη δική σου ζωή. Και», πρόσθεσε σκανδαλιάρικα, «ανυπομονώ να ακούσω τις λεπτομέρειες του ταξιδιού σου όταν
επιστρέψεις».
Η Ελμ δεν προσποιήθηκε ότι δεν είχε καταλάβει.
«Ω θεία Φράνσις», είπε και δάγκωσε τα χείλη της. «Ειλικρινά, δεν ξέρω αν θα τις ενέκρινες. Ακόμα κι εγώ η ίδια δεν ξέρω
αν τις εγκρίνω».
«Αυτό δεν έχει σημασία. Είναι καιρός να χαλαρώσεις και να διασκεδάσεις λίγο στη ζωή σου. Είναι όμορφος;» τη ρώτησε η
Φράνσις χαμηλόφωνα.
«Ακαταμάχητος. Ιρλανδός. Όμως δεν είναι σοβαρό. Απλά ένα περαστικό φλερτ, γι’ αυτό μην ανησυχείς».
«Θα δούμε», απάντησε η Φράνσις αινιγματικά. «Λοιπόν, γεια σου, καλή μου, και να προσέχεις, εντάξει;»
«Εντάξει. Γεια σου, θεία Φράνσις, και σ’ ευχαριστώ για την προειδοποίηση».
Η Ελμ έκλεισε και ίσιωσε την πετσέτα που είχε τυλιγμένη γύρω από το κεφάλι της. Όσο δυσάρεστη κι αν της ήταν αυτή η
προοπτική, ίσως η θεία της να είχε δίκιο. Μπορεί να ήταν καλύτερα να συναντηθεί με τον Χάρλαν και να ξεκαθαρίσει την
κατάσταση. Στο κάτω κάτω ήταν ενήλικοι. Σίγουρα θα κατάφερναν να συζητήσουν τα προβλήματά τους χωρίς να συρθούν σε
έναν καβγά.
Η Ελμ αναστέναξε, αποφασισμένη να κάνει ό,τι έπρεπε.
Ύστερα οι σκέψεις της γύρισαν στον Τζόνι και στον Νίκι και η καρδιά της βάρυνε. Το τελευταίο που της χρειαζόταν εκείνη
τη στιγμή ήταν η παρουσία του Χάρλαν στο Γκστάαντ, κατά τα φαινόμενα όμως δεν είχε άλλη επιλογή. Το μόνο που
μπορούσε να κάνει ήταν να φροντίσει να ξεμπερδεύει το συντομότερο δυνατόν.

Το απόγευμα έγινε βράδυ και ο Τζόνι στεκόταν ακόμα δίπλα στο κρεβάτι και κοιτούσε το γιο του. Ο Νίκι είχε ξυπνήσει για
λίγο, είχε παραπονεθεί ότι πονούσε η κοιλιά του και ύστερα είχε ξανακοιμηθεί. Ο Τζόνι θυμήθηκε τη μέρα που είχε γεννηθεί
ο Νίκι, την ευτυχία στο όμορφο πρόσωπο της Μαρί Ανζ όταν του είχε δείξει το μωρό, το υπέροχο, μοναδικό συναίσθημα να
κρατάει στην αγκαλιά του το παιδί του για πρώτη φορά.
Θυμήθηκε κι άλλες στιγμές, τις άσχημες. Την απαίσια μέρα που είχε επιστρέψει στο διαμέρισμά του στο Παρίσι και είχε
αντικρίσει για πρώτη φορά το ορφανό από μητέρα παιδί του. Μόνο τότε είχε συνειδητοποιήσει τον θάνατο της Μαρί Ανζ, είχε
συνειδητοποιήσει αληθινά ότι η γυναίκα του δε θα επέστρεφε ποτέ. Λίγο μετά, προς μεγάλη απογοήτευση της μητέρας και
του αδερφού του που έλεγαν ότι απομονωνόταν, είχε εγκατασταθεί για τα καλά στο Γκράνι Κασλ. Είχε θαφτεί εκεί και είχε
διοχετεύσει όλη του την ενέργεια στο να κάνει το ιπποφορβείο ένα από τα καλύτερα της χώρας.
Όταν ο Νίκι είχε φτάσει στην ηλικία που θα έπρεπε να πάει σχολείο, ο Τζόνι είχε σκεφτεί να φύγει, να εγκατασταθεί στο
Δουβλίνο ή στο Λονδίνο, αν και η μητέρα του προτιμούσε τη Νέα Υόρκη. Όμως το είχε σκεφτεί καλύτερα και, τελικά, ο Νίκι
είχε πάει στο σχολείο του χωριού.
Αυτό είχε βγει σε καλό, γιατί έτσι ο Νίκι δεν ήταν απομονωμένος όταν επέστρεφε στο Γκράνι για διακοπές, αφού είχε ένα
σωρό φίλους στην περιοχή. Η παρουσία του Νίκι είχε βοηθήσει επίσης να ξεπεραστεί το αόρατο αν και αναπότρεπτο χάσμα
ανάμεσα στο κάστρο και στο χωριό. Ο Νίκι ήταν δημοφιλής, φιλόξενος και είχε γεμίσει ζωή το ηλικίας αιώνων οχυρό. Οι
φωνές των παιδιών αντηχούσαν στη μεγάλη σάλα καθώς έπαιζαν μεσαιωνικό πόλεμο, ανεβοκατέβαιναν στις σκάλες και στις
πολεμίστρες. Σε γενικές γραμμές, ναι, ήταν μια καλή απόφαση.
Όμως όταν ο Νίκι έγινε δώδεκα ετών, η Γκρέις είχε επιμείνει ότι θα έπρεπε να λάβει αυτό που εκείνη αποκαλούσε
«αξιοπρεπή εκπαίδευση». Ο Τζόνι είχε διαμαρτυρηθεί, είχε διαβεβαιώσει τη μητέρα του ότι η Ιρλανδία είχε ένα από τα
καλύτερα εκπαιδευτικά συστήματα του κόσμου, άρα δεν έβλεπε για ποιο λόγο θα έπρεπε να στείλει το γιο του μακριά. Όμως
στο τέλος η Γκρέις είχε κερδίσει και ο Νίκι είχε σταλεί στο Λε Ροσέ, αφού ο Τζόνι είχε συμφωνήσει ότι, εκτός από τα παιδιά
του χωριού, ο γιος του θα έπρεπε να αποκτήσει και φίλους που θα ανήκαν στην τάξη του.
Οι πρώτοι μήνες είχαν κυλήσει μοναχικά. Ο Τζόνι δεν είχε αποδεχτεί εύκολα το γεγονός ότι ο ισχυρός δεσμός ανάμεσα σ’
εκείνον και στο γιο του θα αποδυναμωνόταν. Τα δύο πρώτα χρόνια της εφηβείας του Νίκι είχαν αποδεχτεί ιδιαίτερα δύσκολα,
όμως μετά την εξομολόγηση του Νίκι λίγο πριν τα Χριστούγεννα, ο Τζόνι είχε νιώσει ξανά κοντά στο γιο του, όπως παλιά,
και η αίσθηση ότι η σχέση τους έμπαινε σε μια καινούρια φάση του ζέσταινε την καρδιά.
Κοίταξε το χλομό πρόσωπο του γιου του, ακίνητο στα μαξιλάρια του κρεβατιού του νοσοκομείου και κατάλαβε ότι δε θα
συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό του αν πάθαινε κάτι ο Νίκι.

«Λοιπόν, φεύγω αμέσως για να ξαναπάω κοντά τους», είπε η Ελμ στην Τζοκόντα όταν έπειτα από επιμονή της φίλης της
απολάμβαναν ένα πρόχειρο σνακ τάρτας με τυρί κι ένα ποτήρι κρασί.
«Θα έρθω μαζί σου στο νοσοκομείο», προσφέρθηκε εκείνη.
«Ευχαριστώ. Ο Τζόνι έχει αναστατωθεί πολύ επειδή δεν ήταν κοντά στον Νίκι όταν αρρώστησε. Θα έπρεπε να ήταν στο
σπίτι του, όχι να περνάει τη νύχτα μαζί μου».
«Μη λες ανοησίες. Κανείς δε θα μπορούσε να προβλέψει ότι ο Νίκι θα πάθαινε σκωληκοειδίτιδα» την αποπήρε η Τζο.
«Σωστά. Παρ’ όλα αυτά ο Τζόνι δεν ήταν εκεί όταν ο γιος του τον χρειαζόταν. Κι εγώ θα ένιωθα τρομερά ένοχη αν ο Νίκι
ήταν παιδί μου –ειδικά αφού είναι ορφανός από μητέρα».
«Όμως ήταν εκεί ο θείος και η γιαγιά του, γι’ αυτό ας μην το μετατρέψουμε σε σαπουνόπερα, cara. Ο Νίκι είναι δεκάξι
ετών, όχι έξι».
«Μάλλον έχεις δίκιο, Τζο. Παρεμπιπτόντως, ξέχασα να σου πω. Ο Χάρλαν έρχεται αύριο στο Γκστάαντ. Δεν μπορούσα να
το πιστέψω όταν μου το είπε η θεία Φράνσις».
«Αστειεύεσαι».
«Μακάρι». Η Ελμ αναστέναξε. «Απλά θα πρέπει να ξεμπερδεύω».
«Μάλλον θα ήθελε να σου κάνει έκπληξη. Ευτυχώς που δεν επιχείρησε να τηλεφωνήσει εδώ. Μισώ τον γλυκερό τόνο της
φωνής του». Η Τζο μόρφασε.
Μια σκέψη γεννήθηκε στο μυαλό της Ελμ και άφησε με θόρυβο το πιρούνι της στο πιάτο. «Σε παρακαλώ, μην τον καλέσεις
εδώ, εντάξει;»
«Σίγουρα θ’ αστειεύεσαι. Ο Χάρλαν εδώ; Στο σπίτι μου; Με κανέναν τρόπο, bella». Η Τζο ρουθούνισε ειρωνικά. «Κι αν
τηλεφωνήσει εδώ ζητώντας να του συστήσω ξενοδοχείο, θα τον στείλω στο Μπέρνερχοφ, το ξενοδοχείο του σταθμού, που
ταιριάζει απόλυτα σε τύπους σαν εκείνον. Επιπλέον είναι βολικό και συμπαθητικό», πρόσθεσε αυτάρεσκα, δαγκώνοντας ένα
κομμάτι μπρι.
«Βολικό και συμπαθητικό;» Η Ελμ χαμογέλασε, παρά τον εκνευρισμό της. «Σαν να βλέπω την έκφρασή του. Αν και
στοιχηματίζω ό,τι θέλεις πώς προτού έρθει εδώ θα έχει επιστρατεύσει όλες τις διασυνδέσεις του στην Ουάσιγκτον για να
κλείσει δωμάτιο στο Πάλας, ακόμα κι αν είναι στη σοφίτα. Ο ερχομός του με ενοχλεί τρομερά», πρόσθεσε η Ελμ, έκπληκτη
που το μοναδικό συναίσθημα που της προκαλούσε η άφιξη του συζύγου της ήταν εκνευρισμός. Δεν ένιωθε καθόλου ένοχη
ούτε κατηγορούσε τον εαυτό της. Αντίθετα, η σκέψη ότι είχε είχε σημειώσει τόσο μεγάλες προόδους και μάλιστα σε σύντομο
χρονικό διάστημα της έφτιαχνε τη διάθεση.
Τότε σκέφτηκε τον Τζόνι, μόνο στο νοσοκομείο. «Αχ, όχι! Τι θα πει ο Τζόνι; Τζο, επιτέλους εμείς... να, χτες το βράδυ
κάναμε έρωτα. Η στιγμή δεν είναι κατάλληλη για να του πω ότι πρόκειται να με επισκεφθεί ο σύζυγός μου και...»
«Ήταν εκπληκτικά;» τη διέκοψε η Τζο. Τα μάτια της έλαμπαν.
«Ναι. Όμως σώπα και άκου. Τι θα του πω για τον Χάρλαν; Έχει αρκετά προβλήματα αυτή τη στιγμή. Όχι ότι το δικό μου
είναι και τόσο σημαντικό, σωστά; Στο κάτω κάτω ξέρει ότι παίρνω διαζύγιο».
«Ειλικρινά, δε βλέπω σε τι αφορά τον Τζόνι το τι κάνεις, cara. Δε νομίζω ότι ο Χάρλαν θα μείνει για πολύ εδώ, έτσι δεν
είναι;»
«Α, όχι. Μόλις συνειδητοποιήσει ότι δεν πρόκειται να μπω στο αεροπλάνο και να γυρίσω μαζί του –και πίστεψέ με, αυτό
σκοπεύω να του το ξεκαθαρίσω– θα φύγει ξανά τσατισμένος... ελπίζω», πρόσθεσε η Ελμ και μόρφασε.
«Τότε μην κάνεις τον κόπο να πεις τίποτα στον Τζόνι. Όπως μόλις επισήμανες, τις επόμενες δυο μέρες θα έχει αρκετά
προβλήματα να αντιμετωπίσει. Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχεί και για σένα και τον πρώην σου».
Η Ελμ ήπιε μια γουλιά από το κρασί της και ένευσε καταφατικά. «Έχεις δίκιο. Μόνο αν προκύψει η κατάλληλη στιγμή. Θα
αντιμετωπίσω το θέμα μόνη μου και ύστερα θα το ξεχάσω. Δε θέλω να χαλάσει τίποτα τις υπέροχες στιγμές που ζούμε με τον
Τζόνι».
«Έτσι μπράβο», την ενθάρρυνε η Τζο. «Ίσως θα έπρεπε να γυρίσεις μόνη σου στο νοσοκομείο κι εγώ θα περάσω από κει
αργότερα», πρόσθεσε. «Έχω κάποια πράγματα να κάνω στο χωριό προτού κλείσουν τα μαγαζιά».
«Φυσικά. Κανένα πρόβλημα».
Τελείωσαν το σνακ τους, αγκαλιάστηκαν και η Ελμ, αφού άφησε ένα μήνυμα στον αυτόματο τηλεφωνητή του πατέρα της,
πήγε με το τζιπ στο νοσοκομείο.
Όταν έφτασε είχε πια σκοτεινιάσει. Η νοσοκόμα στη ρεσεψιόν, που τη γνώριζε πλέον, την έστειλε κατευθείαν στο δωμάτιο
του Νίκι. Η Ελμ στάθηκε έξω από την πόρτα και χτύπησε διακριτικά.
Η πόρτα άνοιξε. Η Ελμ κοίταξε τον Τζόνι. Φορούσε ακόμα το σμόκιν του, το πιγούνι του ήταν αξύριστο και η Ελμ
ξαφνιάστηκε βλέποντας πόσο κουρασμένα ήταν τα μάτια του. «Ω αγάπη μου», ψιθύρισε. Βρέθηκε αμέσως στο πλευρό του
και, ασυναίσθητα, πήρε το κεφάλι του στον ώμο της. Ο Τζόνι δεν τραβήχτηκε. «Είσαι καλά;»
«Ελμ, η αλήθεια είναι ότι θα έπρεπε να ήμουν σπίτι μαζί του».
«Το ξέρω. Νιώθω εξίσου ένοχη μ’ εσένα. Όμως δεν έχει πια νόημα να το σκεφτόμαστε. Τώρα είσαι εδώ, μαζί του, κι αυτό
είναι που έχει σημασία».
«Μη σκεφτείς όμως ότι δε μου άρεσε που ήμουν μαζί σου», έσπευσε να προσθέσει ο Τζόνι. Σήκωσε το πρόσωπό του και
χαμογέλασε τρυφερά στην Ελμ.
«Το ξέρω, καταλαβαίνω», γέλασε η Ελμ, αποφασισμένη να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα.
Ο Τζόνι χαμογέλασε για πρώτη φορά εκείνη τη μέρα, φίλησε την Ελμ στα χείλη και την οδήγησε στο δωμάτιο. «Νομίζω ότι
ο Νίκι μας συγχώρεσε ήδη. Αντιδρά πολύ ώριμα σε σχέση με αυτό που έγινε».
«Τον κακόμοιρο». Η Ελμ πλησίασε το κρεβάτι, ενώ ο Τζόνι άναψε το φως που βρισκόταν πιο μακριά του. Η Ελμ κοίταξε
τον Νίκι μέσα στις σκιές. Τα μάτια της βούρκωσαν απρόσμενα και η καρδιά της φούσκωσε από μια πρωτόγνωρη συγκίνηση.
Κάπως έτσι θα πρέπει να νιώθει κανείς όταν είναι άρρωστο το παιδί του, σκέφτηκε, ξαφνιασμένη από την ένταση των
συναισθημάτων της. Κυριεύτηκε από μια ξαφνική λαχτάρα να αγκαλιάσει τον Νίκι, να του φτιάξει τα σεντόνια, να τον
προστατεύσει, να σιγουρευτεί ότι ήταν καλά –ότι ήταν και οι δυο τους καλά. Ύψωσε το βλέμμα της και κοίταξε κατάματα τον
Τζόνι, στην άλλη πλευρά του κρεβατιού. Ύστερα πήρε βαθιά ανάσα κι έδιωξε αυτές τις σκέψεις, αποφασισμένη να μη φανεί
ανόητη και συναισθηματική.
«Οι γιατροί λένε ότι σε μερικές μέρες θα είναι μια χαρά».
«Φυσικά και θα είναι». Η Ελμ έφτιαξε τα σεντόνια κι άγγιξε τρυφερά το μέτωπο του Νίκι. «Μοιάζει με άγγελο έτσι όπως
κοιμάται τόσο ήσυχα, τόσο αθώα».
«Δεν είναι και τόσο αθώος. Μην ξεχνάς την Τρίσα και την αποβολή», αστειεύτηκε ο Τζόνι.
Η Ελμ γέλασε σιγανά και ύστερα σκέφτηκε την επικείμενη άφιξη του Χάρλαν. Για μια στιγμή μπήκε στον πειρασμό να
μιλήσει στον Τζόνι, όμως τότε άνοιξε η πόρτα. Μπήκε μια νοσοκόμα με έναν μικρό μεταλλικό δίσκο και η ευκαιρία χάθηκε.
«Guten Abend», χαμογέλασε η νοσοκόμα. «Ο γιος σας τα πάει μια χαρά, αλλά μην περιμένετε να ξυπνήσει πριν από το
πρωί. Μάλλον θα είναι κάπως βαρύς. Εσείς και η σύζυγός σας θα περάσετε τη νύχτα εδώ;» ρώτησε τον Τζόνι και κοίταξε την
Ελμ.
«Ναι», απάντησε εκείνος. Έπιασε την παλάμη της Ελμ και την έσφιξε, προτού εκείνη προλάβει να διαμαρτυρηθεί και να πει
ότι δεν ήταν η μητέρα του Νίκι.
«Καταλαβαίνω». Η ηλικιωμένη νοσοκόμα χαμογέλασε με κατανόηση στην Ελμ. «Πάντα είναι ανησυχητικό όταν βλέπει
κανείς τα παιδιά του να περνάνε αυτού του είδους τα προβλήματα. Όμως καλύτερα τώρα παρά αργότερα, ja;» Τους
καληνύχτισε, έκλεισε πίσω της την πόρτα και η Ελμ γέλασε ντροπιασμένη.
«Αναστατώθηκες επειδή πίστεψε ότι ήσουν μητέρα του;» Ο Τζόνι γύρισε την Ελμ προς το μέρος του, ανασήκωσε το
πιγούνι της, την κοίταξε και χαμογέλασε παραξενεμένος.
«Όχι φυσικά», απάντησε εκείνη. «Απλά δε θέλω να υπάρχουν παρεξηγήσεις».
«Δεν έχει σημασία. Θα ήταν πολύ δύσκολο να αρχίσουμε να εξηγούμε. Σε πειράζει που δεν έχεις παιδιά, Ελμ;» ρώτησε ο
Τζόνι ξαφνικά.
«Με πείραζε. Για ένα χρονικό διάστημα αρνιόμουν την αλήθεια με όλη τη δύναμη της ψυχής μου. Τώρα, ειλικρινά, δεν έχει
πια σημασία». Η Ελμ μίσησε τον εαυτό της για εκείνο το προδοτικό τρεμούλιασμα στη φωνή της, αλλά της ήταν αδύνατο να
αντισταθεί.
«Θα μπορούσατε να είχατε υιοθετήσει».
«Στον Χάρλαν δεν άρεσε η ιδέα».
«Γιατί δεν μπορέσατε να κάνετε παιδιά;»
«Κοίτα», είπε η Ελμ κοφτά. «Στην πραγματικότητα δεν ξέρουν, εντάξει; Δοκιμάσαμε όλες τις μεθόδους, όσο απίστευτα
δυσάρεστες και δύσκολες κι αν ήταν, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Δε βλέπω γιατί είναι τόσο σημαντικό».
Αντιλαμβανόταν τον εκνευρισμό στη φωνή της, όμως αυτό ήταν ένα θέμα που δεν ήθελε να συζητήσει.
«Λυπάμαι», είπε ο Τζόνι και κούνησε μετανιωμένος το κεφάλι του. «Δεν ξέρω γιατί ρώτησα. Δεν είναι δουλειά μου και
ήταν τρομερά αδιάκριτο εκ μέρους μου. Δεν ήθελα να σε αναστατώσω». Άγγιξε απαλά το μάγουλό της Ελμ και ύστερα της
έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο.
«Δεν πειράζει», ψέλλισε εκείνη.
«Ήσουν τόσο καλή με όλα όσα έγιναν», συνέχισε ο Τζόνι. «Λυπάμαι που η μητέρα μου ήταν τόσο αγενής σήμερα το
πρωί».
«Απλά ήταν αναστατωμένη για τον Νίκι».
«Έχεις δίκιο...» Ο Τζόνι κράτησε το πρόσωπο της Ελμ ανάμεσα στις παλάμες του και την κοίταξε στα μάτια. «Πάντως εγώ
σ’ ευχαριστώ που στάθηκες στο πλευρό μου. Εκτιμώ όλα όσα έχεις κάνει».
«Δεν ήταν τίποτα. Τα ίδια θα έκανα για τον καθένα».
«Αλήθεια;»
Η Ελμ κοκκίνισε, αποτραβήχτηκε, πλησίασε ξανά το καθαρό κρεβάτι του νοσοκομείου και άρχισε να φτιάχνει φουριόζικα
τα μαξιλάρια του Νίκι, που μετακινιόταν ανήσυχα στον ύπνο του. Δεν ήθελε να σκεφτεί, να νοιαστεί, να νιώσει οποιοδήποτε
συναίσθημα. Και με την ξαφνική, αναπάντεχη άφιξη του Χάρλαν, που είχε εμφανιστεί στο προσκήνιο από το πουθενά
θυμίζοντάς της όλες τις υποχρεώσεις που είχε αφήσει πίσω της στη Σαβάνα, όλα όσα θα έπρεπε σύντομα –πολύ σύντομα– να
αντιμετωπίσει, είχε ήδη αρκετά προβλήματα.

Ο Χάρλαν συνειδητοποίησε οργισμένος ότι δεν είχε καμιά διάθεση να πάει στην Ελβετία. Όμως η συζήτηση με τον Τάιλερ
τον είχε ανησυχήσει. Ο Μπροκ έδειχνε να επιμένει υπερβολικά στο ζήτημα της επιστροφής της Ελμ στη Σαβάνα, λες και όλα
τους τα σχέδια εξαρτιόνταν από αυτή. Ήταν παράλογο, από την άλλη όμως ο Μπροκ είχε πολλές παραξενιές. Πλέον στον
Χάρλαν είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι ήταν πολύ σημαντικό να πείσει την Ελμ να επιστρέψει. Ένα ενοχλητικό πρόβλημα
που θα έπρεπε να τακτοποιήσει. Έτσι λοιπόν, την πρώτη Ιανουαρίου, είχε βρεθεί στο αεροπλάνο με κατεύθυνση έναν
προορισμό που δεν είχε καμιά διάθεση να επισκεφθεί, για να πείσει τη σύζυγό του που τον είχε εγκαταλείψει να επιστρέψει
κοντά του. Ευτυχώς που ο παλιός του φίλος ο Μπουτς Σμιθ είχε καταφέρει να του κλείσει εισιτήριο για την πρώτη θέση,
διαφορετικά το ταξίδι θα του ήταν αβάσταχτο.
Αφού εξάντλησε όλα τα μέσα που διέθετε, είχε καταφέρει τελικά να βρει δωμάτιο στο ξενοδοχείο Πάλας του Γκστάαντ. Ο
Χάρλαν σκέφτηκε εκνευρισμένος ότι μάλλον θα τον στρίμωχναν στο χειρότερο δωμάτιο του ξενοδοχείου, όμως κάτι ήταν κι
αυτό. Επίσης ίσως δεν ήταν καθόλου κακή ιδέα να φωτογραφηθεί με την Ελμ –το λαμπερό, νεαρό ζευγάρι που κάνει
διακοπές στις χιονισμένες Άλπεις για να χαρεί τον έρωτά του. Αυτή η σκέψη τον ικανοποίησε κι έστρεψε το βλέμμα του στα
σύννεφα. Ήπιε μια γουλιά από το ουίσκι του και σημείωσε νοερά να τηλεφωνήσει μόλις προσγειωθεί στη Μάρσι, τη
γραμματέα του, για να βεβαιωθεί ότι όλα τα σωστά περιοδικά και οι εφημερίδες θα ήξεραν πού να τον βρουν. Η εξαφάνιση
της Ελμ, που μέχρι τότε θεωρούσε αρνητικό παράγοντα, θα μπορούσε ακόμα να του φανεί χρήσιμη.
Ο Χάρλαν σκέφτηκε ότι στο Γκστάαντ μπορεί να βρίσκονταν και κάποιες από τις διασημότητες που ήξερε ότι σύχναζαν
εκεί και η διάθεσή του έφτιαξε. Άλλη μια λεπτομέρεια που θα έπρεπε να τακτοποιήσει η Μάρσι την επόμενη μέρα. Ποτέ δεν
ξέρει κανείς ποιον μπορεί να συναντήσει, ακριβώς την κατάλληλη στιγμή. Αυτή η σκέψη χαροποίησε τον Χάρλαν.
Έγειρε πίσω το κάθισμά του, σίγουρος πως όλα θα εξελίσσονταν ακριβώς όπως τα είχε σχεδιάσει. Σκέφτηκε το κόλπο που
τον είχε βοηθήσει να στήσει την προηγούμενη βδομάδα ο Τσαρλς Ίνσορ, ο υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων της προεκλογικής
του εκστρατείας. Συνήθως εκείνος και η Ελμ εμφανίζονταν σε όλες τις πρωτοχρονιάτικες δεξιώσεις της Σαβάνα, όμως η
εκνευριστική απουσία της Ελμ του είχε χαλάσει τα σχέδια. Έτσι είχε αρνηθεί όλες τις προσκλήσεις, εξηγώντας ότι την
παραμονή της Πρωτοχρονιάς θα συμμετείχε στην αγρύπνια που θα γινόταν στην Εκκλησία του Χριστού, όπου θα
προσευχόταν για την παγκόσμια ειρήνη. Το εκκλησίασμα δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλο –πράγμα που τον είχε απογοητεύσει
κάπως–, όμως ο Χάρλαν είχε παραμείνει γονατισμένος αρκετή ώρα αφότου είχε τελειώσει η λειτουργία, έτσι ώστε να
σιγουρευτεί πως θα τον πρόσεχαν όλοι. Είχε ακούσει τους εγκωμιαστικούς ψιθύρους, τα χαμηλόφωνα σχόλια για το πόσο
καλός χριστιανός ήταν ο νεαρός πολιτικός, πόσο σοβαρός και μετρημένος.
Φυσικά, ο μόνος λόγος που είχε καταφέρει να αντέξει αυτή τη δοκιμασία ήταν ότι φανταζόταν συνεχώς τη φλογερή Τερέσα
γονατισμένη μπροστά του, αλλά αυτό ήταν κάτι που δε θα το μάθαινε ποτέ κανείς. Εκείνο το πρωί είχε τηλεφωνήσει σε
κάποιο γνωστό του δημοσιογράφο που του είχε πει ότι στην τοπική εφημερίδα θα δημοσιευόταν ένα εγκωμιαστικό άρθρο για
τους πολιτικούς που δε φοβούνταν να διατρανώσουν την πίστη τους^ είχε μάθει ακόμα ότι ο εφημέριος της εκκλησίας είχε
προβεί σε αρκετά κολακευτικά σχόλια για το καλό παράδειγμα που είχε δώσει.
Ο Χάρλαν συγχάρηκε τον εαυτό του για την εκπληκτική παράστασή του, ταυτόχρονα όμως συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν
αρκετή. Η επιστροφή της Ελμ εξακολουθούσε να διατηρεί σημαντικό ρόλο στο στρατηγικό σχέδιο για την επανεκλογή του –
κι αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να την πείσει να επιστρέψει.
«Να πάρει», ψιθύρισε ο Χάρλαν. Πόσο λαχταρούσε να τυλίξει τα φροντισμένα δάχτυλά του γύρω από τον μακρύ σαν
κύκνου, αριστοκρατικό λαιμό της Ελμ και να τη στραγγαλίσει. Ευχήθηκε να μπορούσε απλά να τη διατάξει να ανεβεί στο
αεροπλάνο της επιστροφής και να ξεμπερδεύει. Παρηγορήθηκε στη σκέψη της μέρας –όχι πολύ μακρινής, ήλπιζε– που η Ελμ
θα ήταν πια αναλώσιμη.
Όμως όχι πριν από τις εκλογές, όπως υπενθύμισε στον εαυτό του. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά από το ουίσκι του κι έκανε
νόημα στην αεροσυνοδό να του πάει ακόμα ένα. Σίγουρα όχι πριν από τις εκλογές.

16
«Χάρλαν, σε παρακαλώ, προσπάθησε να καταλάβεις», είπε η Ελμ ικετευτικά. Ξέπλεξε τα δάχτυλά της και πήρε το ποτήρι της
σαμπάνιας που ο Χάρλαν είχε επιμείνει να απολαύσουν στο μεγάλο σαλόνι του ξενοδοχείου Πάλας, καθισμένοι στην άκρη
της αίθουσας, μπροστά σε ένα παράθυρο με θέα στις Άλπεις.
«Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν μπορείς να με συγχωρήσεις. Να πάρει, Ελμ, είμαστε παντρεμένοι δώδεκα χρόνια, μια
ολόκληρη ζωή. Σίγουρα μας το χρωστάς να ξαναπροσπαθήσουμε άλλη μια φορά». Ο Χάρλαν άπλωσε το χέρι του, άγγιξε το
μπράτσο της Ελμ και της χαμογέλασε με τον γαλίφικο τρόπο που εκείνη γνώριζε πολύ καλά.
«Χάρλαν, δεν έχει νόημα», είπε η Ελμ και τραβήχτηκε. Η αίσθηση των δαχτύλων του στο μπράτσο της της δημιουργούσε
έναν παράξενο εκνευρισμό. «Δεν πρόκειται να επιστρέψω τώρα στη Σαβάνα και παραμένω αποφασισμένη να προχωρήσω με
το διαζύγιο. Όχι για τον παράνομο δεσμό που είχες, αλλά επειδή ο γάμος μας είχε καταντήσει ένα ψέμα. Απομακρυνθήκαμε^
ουσιαστικά δεν έχουμε να πούμε τίποτα ο ένας στον άλλο και, ειλικρινά, τίποτα να μοιραστούμε».
«Εγώ δεν το βλέπω έτσι», διαφώνησε ο Χάρλαν με επιθετικό ύφος. «Τι απέγιναν όλα τα όνειρα που κάναμε τον πρώτο
καιρό του γάμου μας; Ξεχάστηκαν;» Ξαφνικά ο τόνος της φωνής του γέμισε πικρία. Κροτάλισε τα δάχτυλά του.
«Φαντάζομαι, δε σκέφτηκες καθόλου πώς μπορεί να επηρεάσει αυτό τις πιθανότητές μου να επανεκλεγώ».
«Φυσικά και το σκέφτηκα», είπε η Ελμ πιο τρυφερά. Ξαφνικά ένιωσε εγωίστρια. «Γι’ αυτό θα πρέπει να το σχεδιάσουμε
προσεκτικά. Κατανοώ ότι το διαζύγιό μας θα πρέπει να προχωρήσει με πολιτισμένο τρόπο. Δε θέλω να σου καταστρέψω την
καριέρα».
«Τότε, τουλάχιστον, γύρισε και μείνε μαζί μου μέχρι να γίνουν οι εκλογές. Ελμ, ξέρεις πόσο συντηρητικοί είναι οι
περισσότεροι από τους ψηφοφόρους μου. Και η παραμικρή υπόνοια σκανδάλου αρκεί για να αποχαιρετήσω την καριέρα
μου».
Η Ελμ δίστασε και ύστερα κούνησε το κεφάλι της θλιμμένα. «Λυπάμαι, Χάρλαν, αλλά δεν μπορώ να γυρίσω και να μείνω
μαζί σου μόνο και μόνο για να σώσω τη δημόσια εικόνα σου».
«Μα γιατί, Έμι;» Ο Χάρλαν έσκυψε μπροστά, ακούμπησε το χέρι του στο γόνατό της και ο τόνος της φωνής του έγινε πιο
τρυφερός. «Λυπάμαι που τα θαλάσσωσα, γλυκιά μου, όμως όλες αυτές οι εξωσωματικές με ταλαιπώρησαν κι εμένα. Δεν
μπορούσα να σε πλησιάσω κι όταν το έκανα εσύ αποτραβιόσουν». Ο Χάρλαν χάρισε στην Ελμ ένα από τα γοητευτικά του
χαμόγελα με τα οποία πάντα κατάφερνε να την πείθει στο παρελθόν.
«Απλά δεν μπορώ. Είναι αδύνατο». Η Ελμ κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, αποφασισμένη να μην πιαστεί στον ιστό του.
Υπενθύμισε στον εαυτό της ότι ο Χάρλαν έπαιζε απλά ένα παιχνίδι.
«Θα πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγος», επέμεινε εκείνος.
«Τίποτα το ιδιαίτερο. Όμως θέλω κι άλλα πράγματα από τη ζωή μου εκτός από το να είμαι απλά σύζυγός σου. Μάλιστα το
φθινόπωρο θα κάνω μια έκθεση στη Φλωρεντία».
«Και τι σε εμποδίζει να την κάνεις έτσι κι αλλιώς;» τη ρώτησε ο Χάρλαν.
«Χάρλαν, σταμάτα!» του απάντησε απότομα. «Ξέρεις ότι δεν είναι έτσι. Μισείς τους πίνακές μου. Είναι καιρός να συνεχίσω
τη ζωή μου. Θα σε βοηθήσω όπως μπορώ με τις εκλογές, αλλά δεν πρόκειται να γυρίσω σπίτι».
«Αυτή είναι η τελική απάντησή σου;» Ο Χάρλαν τραβήχτηκε πίσω. Η έκφραση και η στάση του κορμιού του άλλαξαν
ξαφνικά.
«Ναι».
«Κατάλαβα. Σ’ αυτή την περίπτωση, μάλλον δεν έχει νόημα να μένω εδώ προσπαθώντας να σε πείσω». Ο Χάρλαν σήκωσε
τα χέρια του σαν να παραδεχόταν την ήττα του.
«Σε διαβεβαιώ ότι δεν πρόκειται να αλλάξω γνώμη».
«Εντάξει!» Ο Χάρλαν ανασήκωσε τους ώμους του. «Αν έχεις πάρει την απόφασή σου... Απλά ελπίζω να μην το
μετανιώσεις, Ελμ, και ότι δεν άφησες τρίτους, που δε γνωρίζουν τίποτα για τη ζωή μας, να σε επηρεάσουν», πρόσθεσε και η
Ελμ δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι αναφερόταν στην Τζοκόντα και στη θεία Φράνσις.
«Αυτή η απόφαση ήταν αποκλειστικά δική μου», είπε με ύφος που δεν άφηνε περιθώρια για παρανοήσεις. «Και δεν
πρόκειται να αλλάξω γνώμη».
Ο Χάρλαν την κοίταξε για μερικές στιγμές. «Εντάξει λοιπόν». Έκανε νόημα στο σερβιτόρο να ξαναγεμίσει τα ποτήρια τους
με σαμπάνια και χαμογέλασε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Η Ελμ αναστέναξε με ανακούφιση και δέχτηκε τη σαμπάνια. Χαιρόταν που ο Χάρλαν είχε υποχωρήσει πολιτισμένα^
αποδεχόταν την κατάσταση πολύ καλύτερα απ’ ό,τι περίμενε. Το λιγότερο που θα μπορούσε να κάνει εκείνη θα ήταν να
προσπαθήσει να χωρίσουν με όσο το δυνατόν πιο φιλικό τρόπο. Ξεροκατάπιε συνειδητοποιώντας ότι, απ’ όσο ήξερε, η
επόμενη φορά που θα έβλεπε τον Χάρλαν μπορεί να ήταν στο δικαστήριο.

«Αυτή κι αν ήταν δύσκολη νύχτα», παραπονέθηκε ο Τζόνι στον Λίαμ κι έπνιξε ένα χασμουρητό μόλις μπήκαν στο μπαρ του
ξενοδοχείου Πάλας για να τσιμπήσουν κάτι στα γρήγορα. Η Γκρέις είχε αναλάβει να κρατήσει συντροφιά στον κακοδιάθετο
Νίκι, ώστε εκείνος να μπορέσει να πάει στο σπίτι, να κάνει ντους και να αλλάξει.
Ο Τζόνι και ο αδερφός του κάθισαν στο μπαρ.
«Ουίσκι;» πρότεινε ο Λίαμ. «Απ’ ό,τι φαίνεται, το χρειάζεσαι».
«Καλή ιδέα». Ο Τζόνι γύρισε στο σκαμπό του μπαρ και άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στην αίθουσα. Τότε πάγωσε.
Όχι, αποκλείεται, αδύνατο εκείνη κοντά στο παράθυρο να ήταν η Ελμ...
Συνοφρυώθηκε και αντιστάθηκε στην παρόρμηση να τρίψει τα μάτια του. Η Ελμ ήταν καθισμένη με το πλάι προς το μέρος
του σε έναν από τους δερμάτινους καναπέδες. Κάποιος άντρας έσκυβε και ακουμπούσε το χέρι του στο γόνατό της, σαν να
είχε κάθε δικαίωμα να το κάνει. Ο Τζόνι παρακολούθησε τον άγνωστο άντρα να φέρνει το χέρι της Ελμ στα χείλη του.
Κυριεύτηκε από πρωτοφανή οργή. Τι στο καλό έκανε εκεί η Ελμ, κουβεντιάζοντας μ’ αυτό τον άντρα, όποιος κι αν ήταν;
Τα δάχτυλά του σφίχτηκαν γύρω από το ποτήρι του. Ήπιε μια γερή γουλιά από το ουίσκι του και το βλέμμα του σκλήρυνε.
«Συμβαίνει κάτι;» ρώτησε ο Λίαμ, που πρόσεξε την αλλαγή στον αδερφό του.
«Ρίξε μια ματιά. Εκεί». Ο Τζόνι έδειξε με ένα τίναγμα του κεφαλιού του προς το παράθυρο.
Ο Λίαμ ακολούθησε το βλέμμα του αδερφού του και είδε την Ελμ. Συζητούσε έντονα με κάποιον νέο, όμορφο άντρα.
«Φεύγω», δήλωσε ο Τζόνι. Έβγαλε το πορτοφόλι του και άφησε ένα χαρτονόμισμα των εκατό δολαρίων στο μπαρ.
«Ε, για μια στιγμή», διαμαρτυρήθηκε ο Λίαμ. «Γιατί είσαι τόσο αναστατωμένος;»
«Θα το θεωρούσα προφανές», απάντησε ο Τζόνι θυμωμένα.
«Τι; Εκνευρίστηκες επειδή η Ελμ μιλάει με κάποιον άντρα; Αυτό είναι γελοίο». Ο Λίαμ γέλασε. «Γιατί δεν πας εκεί να πεις
ένα γεια;»
«Γιατί δεν πας εσύ; Εγώ είμαι πολύ κουρασμένος. Εξάλλου, δε φαίνεται να έχει ανάγκη από συντροφιά».
«Ηρέμησε», είπε ο Λίαμ κι έπιασε τον Τζόνι από το μπράτσο. «Είσαι κουρασμένος, εκνευρισμένος και ανησύχησες πολύ
για τον Νίκι. Όμως αυτό δε σημαίνει ότι μπορείς να αρχίσεις να συμπεριφέρεσαι σαν ευέξαπτος έφηβος».
«Δεν κάνω κάτι τέτοιο».
«Αυτό ακριβώς κάνεις. Δε νομίζεις ότι χρωστάς στην Ελμ την ευκαιρία να σου δώσει μια εξήγηση; Σκέψου όλα όσα έκανε
για σένα. Μέχρι που ήρθε στο νοσοκομείο με τη βραδινή τουαλέτα της και άκουσε τα εξ αμάξης από τη μαμά. Πώς νομίζεις
ότι θα ένιωθε όταν εμφανίστηκε έτσι μπροστά μας και καταλάβαμε όλοι ότι είχατε περάσει τη νύχτα μαζί;»
«Προφανώς δεν ντράπηκε τόσο ώστε να μη βγει ραντεβού με κάποιον άλλο με το που γύρισα την πλάτη μου. Πάω στο
σπίτι να κοιμηθώ καμιά ώρα και ύστερα θα γυρίσω στο νοσοκομείο», είπε ο Τζόνι παγερά.
«Αχ, αδερφέ, την έχεις πατήσει άσχημα». Ο Λίαμ κούνησε το κεφάλι του απογοητευμένος. Μην ξεχνάς μόνο ότι οι ημέρες
που οι γυναίκες ήταν προσωπική ιδιοκτησία των αντρών έχουν περάσει ανεπιστρεπτί». Ο Λίαμ σήκωσε το ποτήρι του να πιει
άλλη μια γουλιά, αλλά δεν ολοκλήρωσε την κίνησή του. «Ξέρεις κάτι;» ρώτησε. «Αυτός ο τύπος μού φαίνεται γνωστός».
«Υπέροχα», είπε ο Τζόνι ειρωνικά. Αρνιόταν να αποδεχτεί την αλήθεια που έκρυβαν τα λόγια του Λίαμ, γιατί τρόμαζε στην
ιδέα ότι μπορούσε να νιώθει τόσο κτητικός απέναντι σε ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα.
Τα μάτια του Λίαμ στένεψαν πίσω από τους φακούς των γυαλιών του. «Περίμενε. Ξέρω ποιος είναι. Ο σύζυγός της. Με είχε
επισκεφθεί στο γραφείο μου πριν από λίγο καιρό».
«Τότε, καλύτερα να πας να τον χαιρετήσεις και να του θυμίσεις ποιος είσαι. Απ’ ό,τι ήξερα εγώ, η Ελμ έπαιρνε διαζύγιο.
Όμως, έτσι όπως τους βλέπω, δείχνουν έτοιμοι να ανεβούν στο δωμάτιό του!» ξέσπασε ο Τζόνι. Και μ’ αυτά τα λόγια γύρισε
κι έφυγε από το ξενοδοχείο, προτού ο Λίαμ προλάβει να τον σταματήσει.

Όταν ο Τζόνι μπήκε στο σπίτι, είδε το φωτάκι του αυτόματου τηλεφωνητή να αναβοσβήνει. Από το μεγάφωνο της συσκευής
ακούστηκε η φωνή της Ελμ. Ρώτησε για την κατάσταση του Νίκι κι αν μπορούσε να περάσει αργότερα από το νοσοκομείο. Ο
Τζόνι κοίταξε τον αυτόματο τηλεφωνητή σκεφτικός, όμως το μήνυμα κατεύνασε κάπως την παράλογη οργή του. Πιθανότατα
γινόταν ανόητος. Τι τον ένοιαζε εκείνον με πόσους άντρες γευμάτιζε η Ελμ ή σε ποιους μιλούσε; Τώρα που το σκεφτόταν
καλύτερα, δεν ήταν δική του δουλειά.
Ωστόσο η Ελμ έκανε λάθος αν πίστευε ότι μπορούσε να τον κοροϊδέψει, κι όσο πιο γρήγορα της το έλεγε τόσο το
καλύτερο. Ο Τζόνι βημάτισε νευρικά για μερικά λεπτά, ανίκανος να ηρεμήσει, και ύστερα πήρε το σακάκι του και αποφάσισε
να επιστρέψει στο νοσοκομείο. Αν η Ελμ ήθελε αληθινά να επικοινωνήσει μαζί του, μπορούσε να του τηλεφωνήσει στο
κινητό. Κι αν ήθελε να περάσει από το νοσοκομείο, ήξερε το δρόμο.
Μπήκε στο Ρέιντζ Ρόβερ, τηλεφώνησε στο νοσοκομείο κι έμαθε τα τελευταία νέα από τη μητέρα του. Ο Νίκι έπαιρνε έναν
υπνάκο και τα πήγαινε μια χαρά.
Αφού οδήγησε χωρίς συγκεκριμένο προορισμό για μερικά λεπτά, ο Τζόνι αναρωτήθηκε μήπως θα ήταν καλύτερα να
μιλήσει στην Ελμ το συντομότερο δυνατόν. Τηλεφώνησε στο σαλέ της Τζο, ρώτησε τον Ουμπέρτο πότε περίμενε να
επιστρέψει η Ελμ κι εκείνος του απάντησε ότι είχε τηλεφωνήσει πέντε λεπτά νωρίτερα κι ότι θα επέστρεφε σε μισή ώρα.
Τέλεια. Θα συναντούσε την Ελμ στο σαλέ της Τζο αντί σε κάποιο δημόσιο χώρο.
Ένιωσε ξανά τον παράλογο θυμό του να φουντώνει. Αν η Ελμ είχε σκοπό να συμπεριφέρεται έτσι πίσω από την πλάτη του,
ίσως ήταν καλύτερα να το διαλύσουν από νωρίς, προτού βρεθούν πιο βαθιά μπλεγμένοι. Στη ζωή του δεν υπήρχε χώρος για
τέτοιες ανοησίες. Θα έπρεπε να χαίρεται που είχε την τύχη να γίνει μάρτυρας του ραντεβού της στο ξενοδοχείο Πάλας. Αυτό
ήταν ό,τι έπρεπε για να τον ξυπνήσει, και του είχε θυμίσει τους λόγους για τους οποίους δεν ήθελε να εμπλακεί σε μια σχέση
μαζί της από την αρχή. Οι ζωές τους ήταν τρομερά διαφορετικές, εκείνη ήταν ακόμα παντρεμένη και –αν έκρινε απ’ όσα είχε
δει σήμερα στο ξενοδοχείο Πάλας– η απόφασή της να χωρίσει ήταν παραμύθι.
Ο Τζόνι συνέχισε να κάνει βόλτες με το αυτοκίνητο ώστε να δώσει στην Ελμ χρόνο να επιστρέψει και ύστερα
κατευθύνθηκε με μικρή ταχύτητα προς το σαλέ της Τζο, ενώ προετοίμαζε νοερά τα όσα θα έλεγε. Όταν σταμάτησε έξω από
το επιβλητικό σαλέ, αισθανόταν πλέον ότι είχε ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του. Σκέφτηκε ότι αυτό απαιτούσε η λογική να
κάνει κι έμεινε για λίγο καθισμένος στο Ρέιντζ Ρόβερ. Ένα μικρό κομμάτι του εαυτού του αναρωτιόταν ακόμα αν ήταν καλή
ιδέα –πάντα μετανιώνει κανείς για όσα λέει πάνω στο θυμό του. Όμως μέσα του ήξερε ότι δε θα ησύχαζε μέχρι να πει αυτά
που ήθελε.
Αν η Ελμ ήθελε να παίξει αυτό το παιχνίδι, είχε βρει τον πιο κατάλληλο αντίπαλο, γιατί εκείνος ήξερε τους κανόνες
καλύτερα από τον καθένα. Ο Τζόνι έπνιξε έναν αναστεναγμό και συνειδητοποίησε ότι έτρεφε την κρυφή ελπίδα πως με την
Ελμ τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά –γεγονός που αποδείκνυε πόσο ανόητος ήταν που ονειρευόταν.
Το δικαίωμά του στο όνειρο είχε πεθάνει εδώ και πολύ καιρό.
Για μια στιγμή δίστασε. Ύστερα παραμέρισε αποφασιστικά τις όποιες αμφιβολίες του, βγήκε από το αυτοκίνητο, ανέβηκε
τα πέτρινα σκαλοπάτια και χτύπησε το κουδούνι.

Η Ελμ, μπαίνοντας στο σαλέ, είχε αποφασίσει να περάσει μερικά λεπτά ξαπλωμένη στον καναπέ προτού επιστρέψει στο
νοσοκομείο. Ο Ουμπέρτο της είχε πει ότι ο Τζόνι είχε τηλεφωνήσει μερικά λεπτά νωρίτερα. Χαμογέλασε ανακουφισμένη,
χαρούμενη που η συνάντηση με τον Χάρλαν είχε κυλήσει σχετικά ήρεμα. Ευχόταν μόνο να είχε μιλήσει στον Τζόνι για την
επίσκεψη του συζύγου της ώστε να μπορούσε να μοιραστεί μαζί του την ανακούφισή της και να απαλλαγεί από τις τελευταίες
αμφιβολίες της. Όμως σκέφτηκε ότι αυτό δε θα ήταν δίκαιο με όλα τα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Τζόνι. Και ο
Χάρλαν θα έφευγε το βράδυ, έχοντας προφανώς συνειδητοποιήσει ότι δεν είχε νόημα να μείνει. Η Τζοκόντα είχε δίκιο. Θα
ήταν ανόητο να κάνει χωρίς λόγο εχθρό τον πρώην σύζυγό της. Θα ήταν πολύ καλύτερα να βρουν μια πολιτισμένη λύση.
Άκουσε το κουδούνι της εξώπορτας και ύψωσε το βλέμμα της. Μερικές στιγμές αργότερα γέμισε χαρά όταν ο Ουμπέρτο
οδήγησε τον Τζόνι στο καθιστικό.
«Τζόνι!» Η Ελμ κατέβασε τα πόδια της από τον καναπέ, άφησε το βιβλίο της και σηκώθηκε να τον φιλήσει. Όταν εκείνος
στάθηκε παγωμένος, η Ελμ πισωπάτησε συνοφρυωμένη. «Συμβαίνει κάτι; Μήπως ο Νίκι;» Κράτησε την ανάσα της.
«Ο Νίκι είναι μια χαρά». Ο Τζόνι τραβήχτηκε, έβγαλε το σακάκι του και το πέταξε σε μια πολυθρόνα. «Πώς είναι ο σύζυγός
σου;»
Η Ελμ πάγωσε. Ώστε αυτό ήταν. «Μια χαρά», απάντησε επιφυλακτικά. «Φεύγει απόψε».
«Σ’ ευχαριστώ που μου είπες ότι ήταν στο Γκστάαντ», είπε ο Τζόνι κοφτά. Πλησίασε το παράθυρο και άφησε το βλέμμα
του να πλανηθεί στο χιονισμένο τοπίο.
«Τζόνι, δε σου το είπα επειδή δε βρήκα την ευκαιρία κι επειδή είχες αρκετά δικά σου προβλήματα και δεν υπήρχε λόγος να
ανησυχείς και για τα δικά μου».
«Ω, φυσικά. Και βέβαια ο σύζυγός σου θα ήρθε απρόσμενα».
«Μη με ειρωνεύεσαι». Η Ελμ τον πλησίασε, στάθηκε πίσω από την πλάτη του και ξεροκατάπιε. «Μόλις χτες έμαθα ότι θα
ερχόταν».
«Μα φυσικά».
«Πώς θα μπορούσα να σου το πω όταν ανησυχούσες τόσο για τον Νίκι; Σκέφτηκα ότι δε θα ήταν σωστό, ούτε και υπήρχε
λόγος».
«Αλήθεια;» Ο Τζόνι γύρισε και κοίταξε την Ελμ. Τα μάτια του ήταν δυο αναμμένα κάρβουνα. «Περνάς τη νύχτα στην
αγκαλιά μου και ύστερα, σαν να μη συμβαίνει τίποτα, βγαίνεις ραντεβού με τον πρώην σου; Συγνώμη, ξέχασα, είσαι ακόμα
παντρεμένη μαζί του. Ίσως δε σκόπευες ποτέ να τον χωρίσεις. Σε βεβαιώ ότι από εκεί που στεκόμουν εγώ οι δυο σας δείχνατε
να τα πηγαίνετε μια χαρά».
«Τι στο καλό είναι αυτά που λες;»
«Σήμερα το μεσημέρι έτυχε να επισκεφθώ το Πάλας με τον Λίαμ. Αν δεν κάνω λάθος, καθόσουν σε έναν καναπέ στο
σαλόνι και χαμογελούσες σε κάποιον που σου φιλούσε το χέρι. Δε φαινόταν να σε ενοχλεί καθόλου».
Η Ελμ τραβήχτηκε ξαφνιασμένη από την ένταση της οργής του Τζόνι. «Ο Χάρλαν ήρθε για να με πείσει να επιστρέψω στη
Σαβάνα^ ανησυχεί ότι η απουσία μου κάνει κακό στην εικόνα του. Του απάντησα ότι δεν υπάρχει καμία τέτοια περίπτωση.
Φάγαμε μαζί το μεσημέρι και ξαναφεύγει».
«Τόσο απλά;» ρώτησε ο Τζόνι ειρωνικά.
«Τι ακριβώς θέλεις να πεις;»
«Ότι από εκεί που καθόμουν εγώ τα πράγματα φαίνονταν πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι τα περιγράφεις».
«Κοίτα, λυπάμαι που δε σε είχα προειδοποιήσει. Ίσως θα έπρεπε να σου είχα πει κάτι, όμως ανησυχούσαμε τόσο για τον
Νίκι, που δε μου πέρασε από το μυαλό. Κι όταν το σκέφτηκα, μου φάνηκε ότι η στιγμή δεν ήταν κατάλληλη».
«Δηλαδή, απλά θα το ξεχνούσες και δε θα μου έλεγες τίποτα;»
«Σκόπευα να σου το πω τώρα, όταν σε είδα να μπαίνεις. Μάλιστα, ήθελα να μοιραστώ μαζί σου την ανακούφισή μου».
«Πω, πω, ευχαριστώ πολύ».
«Μακάρι να σταματούσες να συμπεριφέρεσαι τόσο ανόητα», ξέσπασε η Ελμ κατακόκκινη. «Θα έλεγε κανείς ότι διέπραξα
κάποιο έγκλημα. Το μόνο που έκανα ήταν να φάω με τον μέλλοντα πρώην σύζυγό μου, να τακτοποιήσω κάποιες
λεπτομέρειες που έπρεπε να ξεκαθαριστούν και να τον κατευοδώσω».
«Φαίνομαι ανόητος;» ρώτησε ο Τζόνι ήρεμα, με τα χέρια βαλμένα στις τσέπες του κοτλέ παντελονιού του.
«Όχι, φαίνεσαι να ζηλεύεις», απάντησε η Ελμ στον ίδιο τόνο. «Και δεν υπάρχει λόγος».
«Να ζηλεύω; Χα! Για ποιο λόγο να ζηλέψω; Στο κάτω κάτω το μόνο που μας ενώνει είναι ένα φλερτ, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, μάλλον», απάντησε η Ελμ ήρεμα και τον κοίταξε στα μάτια.
Ο Τζόνι ανασήκωσε τους ώμους του. «Την Πρωτοχρονιά είχαμε πιει και οι δυο αρκετά. Πιθανόν να είπα κάποια πράγματα
που δεν τα εννοούσα».
Η Ελμ συνέχισε να τον κοιτάζει για λίγο στα μάτια και ύστερα χαμήλωσε το βλέμμα της. Πονούσε, ήταν θυμωμένη,
ταυτόχρονα όμως καταλάβαινε ότι ο Τζόνι ήταν ειλικρινά αναστατωμένος. Όμως δε θα του επέτρεπε να της φερθεί σαν να
είχε διαπράξει κανένα θανάσιμο αμάρτημα. Ήξερε τι σημαίνει να σε κάνει κάποιος να νιώθεις ένοχος και δεν ήταν
διατεθειμένη να βρεθεί ξανά σε αυτή τη θέση.
«Τζόνι, λυπάμαι αν σε πλήγωσα. Ήταν λάθος μου, και σήμερα το πρωί θα έπρεπε να σου είχα πει ότι θα συναντούσα τον
Χάρλαν. Όμως δε σου ανήκω και δε σου χρωστάω καμία εξήγηση. Εγώ επιλέγω πότε θα το κάνω, πράγμα εντελώς
διαφορετικό. Αν δεν το αντέχεις, τότε ίσως θα πρέπει να πάψουμε να βλεπόμαστε».
Η Ελμ κοίταξε έξω από το παράθυρο και δάγκωσε τα χείλη της. Ίσως να ήταν καλύτερα έτσι^ ίσως ήταν καιρός να
επιστρέψει στην πραγματικότητα.
«Αν νιώθεις έτσι, τότε συμφωνώ με όλη μου την καρδιά», είπε ο Τζόνι παγερά.
Η Ελμ γύρισε βουρκωμένη. «Πολύ καλά. Λυπάμαι που όλα τέλειωσαν έτσι».
«Το ίδιο κι εγώ».
«Σ’ ευχαριστώ για... για τις όμορφες στιγμές που μοιραστήκαμε».
«Δεν υπάρχει λόγος να με ευχαριστείς», είπε ο Τζόνι βλοσυρά.
Η Ελμ είχε την πλάτη της γυρισμένη και κοιτούσε έξω από το παράθυρο. Για μια στιγμή τον κυρίευσε η παρόρμηση να πάει
κοντά της και να την παρηγορήσει διώχνοντας μακριά τον πόνο της, ύστερα όμως συνειδητοποίησε ότι δεν άξιζε τον κόπο. Οι
δυο τους δεν είχαν μέλλον και δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσει την Ελμ να τον πλησιάσει αρκετά για να του κάνει κομμάτια
την καρδιά. Καλύτερα να έβαζε τέλος εκείνη τη στιγμή, προτού τα πράγματα σοβαρέψουν. «Καλύτερα να πηγαίνω»,
μουρμούρισε. «Με περιμένουν στο νοσοκομείο».
«Φυσικά». Η Ελμ στράφηκε αργά, με τα χέρια διπλωμένα στο στήθος της. «Μετάφερε στον Νίκι την αγάπη μου».
«Ευχαρίστως. Ίσως θα έπρεπε να έρθεις να τον δεις κάποια στιγμή».
«Θα φύγω μόλις μπορέσω να το κανονίσω».
«Δε θα περάσεις από το νοσοκομείο πριν φύγεις; Ο Νίκι θα απογοητευτεί τρομερά αν δεν το κάνεις». Ο Τζόνι αντιστάθηκε
στην παρόρμηση να πει στην Ελμ ότι θα ήταν λάθος να φύγει, να την παρακαλέσει να αλλάξει γνώμη. Ήταν αποφασισμένος
να παραβλέψει το ξαφνικό κενό στην ψυχή του.
«Φυσικά και θα περάσω από το νοσοκομείο να τον αποχαιρετήσω». Η Ελμ έβαλε τα δυνατά της και χαμογέλασε ευγενικά,
όμως τα μάτια της δε χαμογελούσαν. «Θα σου τηλεφωνήσω νωρίτερα ώστε να βεβαιωθώ ότι δεν υπάρχει πρόβλημα».
«Εντάξει». Ο Τζόνι ένευσε καταφατικά και μετακίνησε νευρικά το βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο. Ένα μέρος του
εαυτού του ήθελε να φύγει, ένα άλλο να μείνει. «Λοιπόν, καλύτερα να πηγαίνω».
«Καλή τύχη με τον Μπλου Λάβεντερ», ψέλλισε η Ελμ. Στάθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλο, στις δυο άκρες του
δωματίου. Τόσο μακριά, ενώ μόλις μερικές ώρες νωρίτερα βρίσκονταν τόσο κοντά.
«Ευχαριστώ. Καλή τύχη με τους πίνακές σου». Ο Τζόνι έδειξε τον πίνακα που κρεμόταν πάνω από το τζάκι. «Είμαι
σίγουρος ότι η έκθεσή σου θα σημειώσει μεγάλη επιτυχία». Καθάρισε το λαιμό του κι αναρωτήθηκε πού είχε χαθεί η απόλυτα
δικαιολογημένη οργή του. Για μια στιγμή σκέφτηκε να πλησιάσει την Ελμ και να τη φιλήσει για τελευταία φορά, αλλά η
κοινή λογική και το ύφος της τον έκαναν να αλλάξει γνώμη.
«Αντίο, Ελμ», είπε τελικά.
«Αντίο, Τζόνι».
Ο Τζόνι ένευσε βιαστικά, έκανε μεταβολή και βγήκε στο χολ κλείνοντας προσεκτικά την πόρτα πίσω του, χωρίς να δει ότι η
Ελμ ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα.
Εκείνη στεκόταν μόνη και αδύναμη. Κοίταξε την κλειστή πόρτα και σκούπισε θυμωμένα τα δάκρυα από το πρόσωπό της.
Σκέφτηκε ότι δεν είχε νόημα να κλαίει. Θα ήταν πολύ καλύτερα να κλείσει θέση στο αεροπλάνο και να επιστρέψει στο σπίτι
της προτού βρεθεί μπλεγμένη σε περισσότερα προβλήματα. Όχι βέβαια πως αυτό που είχε συμβεί αποτελούσε πρόβλημα. Η
σχέση της με τον Τζόνι δεν ήταν παρά ένα περαστικό φλερτ κι εκείνη μια συναισθηματική ανόητη που είχε κουραστεί
υπερβολικά και...
Άφησε το βιβλίο της ανοιχτό στο τραπεζάκι, βγήκε από το καθιστικό κι ανέβηκε βιαστικά στο δωμάτιό της. Σωριάστηκε
στο κρεβάτι της κι άρχισε να κλαίει, πράγμα ασυνήθιστο για εκείνη.
Θα επέστρεφε στο σπίτι της –όχι στη Σαβάνα, αλλά στο Ολιάντερ Κρικ, το μοναδικό μέρος στο οποίο ανήκε αληθινά. Εκεί
όπου θα μπορούσε να κάνει μια καινούρια αρχή τώρα που το μέλλον της φάνταζε τόσο μοναχικό.
Δεκαπέντε λεπτά αργότερα σηκώθηκε, σκούπισε τα δάκρυά της με το παλιό δαντελένιο μαντίλι της, αναστέναξε και ύστερα
τηλεφώνησε στο αεροδρόμιο κι έκλεισε θέση για το ταξίδι της επιστροφής.

Μέρος Τρίτο

17
Στα τέλη Μαρτίου και στις αρχές Απριλίου υπήρχαν πάντα πολλές δουλειές στο Γκράνι και ο Τζόνι περνούσε το μεγαλύτερο
μέρος του χρόνου του είτε στα λιβάδια, εκπαιδεύοτνας τα άλογά του, είτε στο γραφείο του, στον ανατολικό πύργο του
κάστρου, απασχολημένος με γραφειοκρατικά θέματα.
Τους τελευταίους τρεις μήνες, από τότε που είχε επιστρέψει από το Γκστάαντ, είχε ριχτεί ξανά στις συνηθισμένες του
δραστηριότητες, νιώθοντας ευγνωμοσύνη για τη γνώριμη κινητικότητα. Οι στάβλοι Γκράνι, που είχαν ιδρυθεί το 1860 από
τον προπάππου του, ήταν εδώ και πολλά χρόνια συνδεδεμένοι με τα καλύτερα καθαρόαιμα της Ιρλανδίας. Από εκεί είχαν βγει
μερικά από τα πιο σπουδαία άλογα πρωταθλητές, που το γενεαλογικό τους δέντρο έφτανε μέχρι τον Υπερίωνα. Το βάρος τού
να διατηρήσει την εξαιρετική παράδοση του Γκράνι είχε πέσει πλέον στους ώμους του Τζόνι κι εκείνος το είχε επωμιστεί με
ευχαρίστηση. Ιδιαίτερα εκείνη την εποχή, επειδή η δουλειά κρατούσε το μυαλό του απασχολημένο και του επέτρεπε να
κρατάει κάποιες αποστάσεις από το ιντερλούδιο των διακοπών που αρνιόταν να σκεφτεί.
Η ζωή του ακολουθούσε ένα αυστηρό πρόγραμμα. Ξυπνούσε νωρίς, ριχνόταν στον καθημερινό ρυθμό της δουλειάς και
σταματούσε μόνο για λίγο το μεσημέρι, ώστε να φάει κάτι βιαστικά. Όμως εκείνη τη μέρα είχε άλλα σχέδια.
Ο Τζόνι κοίταξε το ρολόι του. Εννιά. Αν έφευγε εκείνη τη στιγμή, θα ήταν στους στάβλους του Κέβιν Ο’ Κόνορ στις δέκα,
την ώρα που θα ξεκινούσε η εκπαίδευση της δεύτερης ομάδας αλόγων. Δεν είχε καταφέρει να πάει στην Αγγλία για να δει τον
Μπλου Λάβεντερ να κερδίζει τον πρώτο αγώνα του ως άλογο τριών ετών, όμως το καθαρόαιμο είχε επιστρέψει στο στάβλο
του πριν από δυο μέρες και ο Ο’ Κόνορ τον είχε διαβεβαιώσει ότι είχε πάει πολύ καλά στον αγώνα. Εκείνη τη μέρα ο Τζόνι θα
παρακολουθούσε την πρώτη κανονική προπόνηση του Μπλου Λάβεντερ.
Όταν έφτασε στους στάβλους, πάρκαρε την Μπέντλεϊ που οδηγούσε στη συνηθισμένη του θέση μπροστά στο φράχτη.
Περπάτησε μπροστά από την μπροστινή σειρά των στάβλων με κατεύθυνση προς το γραφείο και είδε με έκπληξη να
ξυστρίζουν τον Λάβεντερ στο στάβλο του.
Ο Κέβιν Ο’ Κόνορ εμφανίστηκε ντυμένος όπως συνήθως με το παμπάλαιο τουίντ κοστούμι του. Ένα φθαρμένο καπέλο
κάλυπτε τα γκρίζα μαλλιά του και οι φαβορίτες του είχαν ανάγκη από φροντίδα. Χαιρέτησε χαρούμενα τον Τζόνι.
«Καλημέρα, λόρδε μου», είπε και άγγιξε το γείσο του καπέλου του. «Όπως μπορείτε να δείτε, είναι σε εξαιρετική φόρμα».
«Καλημέρα. Νόμιζα ότι θα έβγαινε με τη δεύτερη ομάδα, στις δέκα», είπε ενώ έσφιγγε το χέρι του Ο’ Κόνορ.
«Όχι, κύριε, τον έβγαλα με την πρώτη ομάδα στις οχτώμισι και τα πήγε πολύ καλά. Χτες περιορίστηκε μόνο σε έναν
ελαφρύ τριποδισμό, σήμερα όμως κάλπασε με ταχύτητα και με ευχαρίστησε πολύ», είπε ο Ο’ Κόνορ, με έντονη ιρλανδική
προφορά.
«Ωραία». Ο Τζόνι κοίταξε το άλογο σκεφτικός και ύστερα στράφηκε ξανά στον εκπαιδευτή του. «Υποθέτω ότι τώρα
μπορούμε να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε σοβαρά για τον αγώνα των 2000 Γκινέων», είπε, όμως είδε τον Ο’ Κόνορ να
διστάζει, να βάζει τα χέρια στις φαρδιές τσέπες του τουίντ σακακιού του και να καθαρίζει το λαιμό του.
«Κύριε, έκανα μερικές σκέψεις. Ο Μπλου κέρδισε τον τελευταίο αγώνα με βραχεία κεφαλή, όμως η επίδοσή του ήταν πολύ
καλύτερη προς το τέλος».
«Λοιπόν;»
«Λοιπόν, είμαι σίγουρος ότι αν είχε στη διάθεσή του άλλα εκατό μέτρα, θα είχε ξεμακρύνει από τα υπόλοιπα άλογα».
«Κατάλαβα». Ο Τζόνι κοίταξε τον Λάβεντερ σκεφτικός για μια στιγμή.
«Είναι εξαιρετικό άλογο, κύριε –αληθινό κόσμημα των στάβλων Γκράνι. Ο τρόπος που τρέχει και το γενεαλογικό του
δέντρο μου λένε ότι η καλύτερη απόσταση γι’ αυτόν δε θα ήταν τα χίλια εξακόσια μέτρα, αλλά τα δύο χιλιάδες».
«Κατάλαβα», επανέλαβε ο Τζόνι, κρύβοντας τον ενθουσιασμό του. «Και τι συμπεραίνεις από αυτό;» ρώτησε.
«Κύριε, ο αγώνας των 2000 Γκινέων είναι κούρσα των χιλίων εξακοσίων μέτρων και ο ανταγωνισμός θα είναι έντονος»,
συνέχισε ο Ο’ Κόνορ με το περισπούδαστο ύφος του.
«Υποθέτω ότι οι στάβλοι Μάκτουμς θα κατεβάσουν τον Καμπούλ».
«Ακριβώς, κύριε, έτσι άκουσα. Κι άκουσα ακόμα ότι υπάρχει πιθανότητα να κατεβάσει δύο πολύ καλά άλογα ο νεαρός
Έινταν Ο’ Μπράιεν, από τους εξαιρετικούς στάβλους του».
«Κατάλαβα. Λοιπόν, τι προτείνεις;»
Ο Ο’ Κόνορ έβγαλε την πίπα από την τσέπη του και άρχισε να την αδειάζει χτυπώντας τη στην πύλη σκεφτικός.
«Μπορούμε να τρέξουμε στο Κεντάκι Ντέρμπι, που είναι κάτι παραπάνω από δύο χιλιόμετρα. Μπορεί τα αμερικανικά άλογα
να είναι πολύ καλά φέτος, ειλικρινά όμως πιστεύω ότι η μεγαλύτερη απόσταση θα αυξήσει τις πιθανότητές μας για μια νίκη.
Επιπλέον θα κερδίσουμε σε πρεστίζ και τα άλογά μας θα έχουν μεγαλύτερη αξία στο μέλλον», μουρμούρισε.
«Χμ. Ωστόσο είναι πολύ πιο ριψοκίνδυνο το να αγωνιστούμε ενάντια στα καλύτερα αμερικανικά άλογα», επεσήμανε ο
Τζόνι, φροντίζοντας πάλι να κρύψει τον ενθουσιασμό του.
«Κύριε, έχετε ξαναπάρει ρίσκα και οφείλω να ομολογήσω ότι τα πράγματα δεν πήγαν και πολύ άσχημα», απάντησε ο Ο’
Κόνορ και χαμογέλασε.
Ο Τζόνι ένευσε ότι συμφωνούσε μαζί του. «Έχεις δίκιο. Άφησέ με να το σκεφτώ».
«Φυσικά. Καφέ, κύριε;»
«Ναι, ευχαριστώ».
Οι δυο άντρες κατευθύνθηκαν προς το γραφείο, ενώ η καρδιά του Τζόνι είχε αρχίσει να χτυπάει πιο δυνατά. Το Κεντάκι
Ντέρμπι. Γι’ αυτό είχε κάνει τόσες προσπάθειες, αυτό είχαν παλέψει πριν από εκείνον ο πατέρας και ο παππούς του και ο
προπάππος του να πετύχουν. Και να που ο Ο’ Κόνορ μόλις του είχε πει ότι υπήρχαν πιθανότητες η νίκη σ’ αυτό τον αγώνα να
είναι εφικτή.
Ο Τζόνι κάθισε στην παλιά πολυθρόνα που του πρόσφερε ο εκπαιδευτής του, ενώ το μυαλό του δούλευε σε γοργούς
ρυθμούς. Εμπιστευόταν τυφλά την κρίση του Ο’ Κόνορ. Κι ο καθένας μπορούσε να δει ότι ο Μπλου Λάβεντερ ήταν
ξεχωριστό άλογο. Όμως το Ντέρμπι... Η συμμετοχή σ’ αυτό τον αγώνα θα ήταν μια βουτιά στο άγνωστο. Ωστόσο,
συνειδητοποίησε, ενώ το μυαλό του δε σταματούσε να παίρνει στροφές, αυτή θα ήταν η ευκαιρία να δει αν οι προσπάθειές
τους είχαν αντίκρισμα. Στην πραγματικότητα ο Μπλου είχε γεννηθεί γι’ αυτή την πρόκληση.
Το καθαρόαιμο ήταν αποτέλεσμα σχεδόν ενάμιση αιώνα επιλεκτικής αναπαραγωγής σε ευνοϊκό περιβάλλον, το θαυμαστό
επίτευγμα της προσκόλλησης στον προδιαγεγραμμένο στόχο χωρίς καμιά παρέκκλιση, του γεγονότος ότι ο Τζόνι δεν είχε
επιτρέψει ποτέ στους φόβους ή στις αμφιβολίες του να τον απομακρύνουν από το όραμα πάνω στο οποίο ο προπάππους του
είχε θεμελιώσει τους στάβλους Γκράνι. Σκέφτηκε ότι μπορεί ο Ο’ Κόνορ να είχε δίκιο κι εκείνη να ήταν η χρονιά που ο
Μπλου Λάβεντερ θα θριάμβευε. Φαντάστηκε τον Τζιμ Χάρλι, τον αναβάτη του, ντυμένο με τη ροζ και μπλε στολή του
Γκράνι να οδηγεί τον Λάβεντερ σε έναν θεαματικό τερματισμό. Τότε χαμογέλασε και προσπάθησε να φανταστεί και τον
εαυτό του μαζί με τους νικητές, να δέχεται τα συγχαρητήρια και τις επευφημίες του πλήθους.
Συνειδητοποίησε ξαφνιασμένος –και με κάποιον εκνευρισμό– ότι η εικόνα που είχε σχηματίσει στο μυαλό του
συμπεριλάμβανε και την Ελμ στο πλευρό του.

Στη διαδρομή της επιστροφής προς το κάστρο, ο Τζόνι αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι δεν είχε καταφέρει να βγάλει από το
μυαλό του την Ελμ. Αντίθετα, του ήταν αδύνατο να μην τη σκέφτεται –ο ήλιος του θύμιζε ξαφνικά το λαμπερό χαμόγελό της,
ο άνεμος μετέφερε τον απόηχο του γέλιου της. Συχνά κατάφερνε να απωθεί τη σκέψη της σε μια άκρη του μυαλού του –στο
κάτω κάτω αυτή ήταν μια ικανότητα που είχε τελειοποιήσει μετά το θάνατο της Μαρί Ανζ–, όμως πάντα κάτι θα συνέβαινε,
θα ξυπνούσε τις αναμνήσεις που προσπαθούσε να αγνοήσει και η Ελμ θα ξαναζωντάνευε στη φαντασία του, σαν να ήταν εκεί,
λίγα εκατοστά πιο πέρα από αυτόν.
Αποφάσισε ενοχλημένος ότι το σημερινό ατόπημά του οφειλόταν στη μητέρα του. Η Γκρέις του είχε τηλεφωνήσει το
προηγούμενο βράδυ και του είχε ανακοινώσει δήθεν αδιάφορα ότι είχε δει μια φωτογραφία της Ελμ και του συζύγου της στο
Τάουν & Κάντρι . Πώς στο καλό της είχε περάσει από το μυαλό ότι θα τον ένοιαζε; Ο Μπλου Λάβεντερ και τα νέα της
συμμετοχής του στο Κεντάκι Ντέρμπι ήταν αρκετά για να τον κρατήσουν απασχολημένο και να μη σκέφτεται την Ελμ.
Αναρωτήθηκε αν θα παρευρισκόταν κι εκείνη στους αγώνες. Στο κάτω κάτω το Κεντάκι Ντέρμπι ήταν ένα από τα
σημαντικότερα αθλητικά γεγονότα της κοσμικής Αμερικής και η Ελμ του είχε πει πόσο ενδιέφεραν τον πατέρα της οι
ιπποδρομίες. Τότε ο Τζόνι υπενθύμισε αυστηρά στον εαυτό του ότι η παρουσία της Ελμ δεν τον ενδιέφερε επ’ ουδενί.
Αφού πάρκαρε το αυτοκίνητό του στο υπόστεγο για τις άμαξες που το είχαν μετατρέψει σε γκαράζ, ο Τζόνι ένιωσε πολύ
κουρασμένος για να ασχοληθεί με το χαρτοβασίλειο που τον περίμενε στον ανατολικό πύργο και αποφάσισε να πάει στους
στάβλους για να ρίξει μια ματιά στο πουλάρι που είχε γεννηθεί την προηγούμενη βδομάδα. Το πρωινό αεράκι φυσούσε
δροσερό καθώς διέσχιζε το χαλικόστρωτο μονοπάτι. Οι κρόκοι και οι ασφόδελοι άνθιζαν στις μάντρες. Ξαφνικά ένιωσε την
προσοχή του να αποσπάται και κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να περιμαζέψει ξανά τις σκέψεις του. Συνοφρυώθηκε κάτω από
το γείσο του τουίντ καπέλου του και κοίταξε τα νεαρά άλογα που έβοσκαν στα λιβάδια που απλώνονταν σαν καταπράσινο
βελούδο γύρω από το παμπάλαιο κάστρο. Χαμογέλασε μελαγχολικά και σκέφτηκε ότι η δράση μπορεί να βρισκόταν στο
Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη, όμως για εκείνον το Γκράνι ήταν το κέντρο του σύμπαντος, εκεί όπου το τοπίο, οι άνθρωποι, η
ατμόσφαιρα και τα άλογα τον έκαναν να αισθάνεται πως βρισκόταν σπίτι του.
Ανασήκωσε το γιακά του σακακιού του για να προστατευτεί από τη βροχή που δυνάμωνε και συνέχισε το δρόμο του. Δυο
από τους σταβλίτες του κάστρου πέρασαν έφιπποι δίπλα του, τον χαιρέτησαν αγγίζοντας τα γείσα των καπέλων τους και
ύστερα απομακρύνθηκαν καλπάζοντας.
Ο Τζόνι τους παρακολούθησε να εξαφανίζονται στους χερσότοπους, δυο μαγικές φιγούρες τυλιγμένες στη θρυλική ομίχλη
της Ιρλανδίας που επέτρεπε στους κατοίκους της να κρατούν ζωντανούς στη μνήμη τους θρύλους της πατρίδας τους, την
παράδοση που σε οποιοδήποτε άλλο σημείο του κόσμου θα φάνταζε γελοία αλλά που εκεί παρέμενε ακόμα συνδεδεμένη με
την πραγματικότητα της καθημερινής ζωής.
Ο Τζόνι κοντοστάθηκε για μια στιγμή, στήριξε την κυνηγετική μπότα του στο κάτω οριζόντιο δοκάρι του φράχτη κι έγειρε
πάνω του σκεφτικός. Αυτό ήταν το πεπρωμένο του και αντί να μεμψιμοιρεί για ό,τι δεν μπορούσε να αποκτήσει –που, έτσι κι
αλλιώς, δεν ήξερε αν το ήθελε–, θα έπρεπε να είναι ευχαριστημένος με τη γαλήνη που με τόσο κόπο είχε βρει εκεί. Δεν είχε το
περιθώριο να αποσπάται.
Κατέβασε το πόδι του, ίσιωσε το κορμί του και συνέχισε το δρόμο του, υπενθυμίζοντας στον εαυτό του ότι είχε πολλά
ακόμα να κάνει εκείνη τη μέρα. Κοίταξε το ρολόι του. Είχε τρία ραντεβού.
Αφού έλεγξε τους στάβλους –το πουλάρι ήταν μια χαρά–, πήρε ξανά το μονοπάτι, αυτή τη φορά προς το κάστρο. Όμως,
καθώς περπατούσε κάτω από τη σκιά των επάλξεων, σταμάτησε κι έστρεψε το βλέμμα του προς το μικρό νεκροταφείο δίπλα
στο παρεκκλήσι που για αιώνες αποτελούσε την τελευταία κατοικία των Γκράνι. Το επισκεπτόταν σπάνια, μόνο και μόνο για
να βεβαιωθεί ότι το φρόντιζαν κανονικά κι ότι στους τάφους υπήρχαν λουλούδια.
Αργά, σαν κάτι να τον έσπρωχνε προς τα εκεί, προχώρησε, άνοιξε τη σιδερένια πύλη που έτριζε και μπήκε στο νεκροταφείο.
Κοίταξε τις ταφόπλακες γύρω του. Κάποιες ήταν τόσο παλιές, που έγερναν επικίνδυνα. Χωρίς να το σκεφτεί, προχώρησε
ενστικτωδώς προς την πιο μακρινή πλευρά όπου ήταν θαμμένοι ο πατέρας του και η Μαρί Ανζ, ο ένας δίπλα στον άλλο.
Σταμάτησε, χαμήλωσε το βλέμμα του και οι αναμνήσεις του ξύπνησαν.
Θυμωμένος με τον εαυτό του, μπροστά στη μαρμάρινη πλάκα που πάνω της ήταν χαραγμένο το όνομα της γυναίκας του,
θυμήθηκε ότι είχε δώσει μάχη για να ταφεί η Μαρί Ανζ εκεί. Είχε επιμείνει, παρά την επιθυμία της οικογένειάς της να
μεταφερθεί η σορός της για ταφή στο κάστρο του Σολόν. Εκείνη τη στιγμή αναρωτήθηκε αν είχε δίκιο που είχε αρνηθεί στους
γονείς της Μαρί Ανζ την παρηγοριά της παρουσίας της κόρης τους. Ήθελε τόσο απεγνωσμένα να την έχει κοντά του, στο
χώμα του Γκράνι, που είχε σταθεί τυφλός στο γεγονός ότι πενθούσαν κι εκείνοι το χαμό της.
Γονάτισε μπροστά στον τάφο, ίσιωσε δυο ασφοδέλους που είχαν γείρει και σκέφτηκε τη γυναίκα που είχε λατρέψει τόσο
και που είχε πεθάνει δεκατέσσερα χρόνια νωρίτερα. Είχαν μείνει τόσο λίγο καιρό παντρεμένοι. Μόλις τρεισήμισι χρόνια.
Αναρωτήθηκε τι πορεία θα είχε ακολουθήσει η σχέση τους αν η Μαρί Ανζ δεν είχε βρει απρόσμενο και φρικτό θάνατο στα
χέρια των επαναστατών στη Σαχάρα. Άραγε ο γάμος τους θα συνέχιζε να είναι παραμυθένιος όπως τόσα χρόνια επέμενε να
πιστεύει εκείνος –λες και μόνο το να φανταστεί οποιαδήποτε άλλη εκδοχή θα αποτελούσε προσβολή στη μνήμη της Μαρί
Ανζ– ή μήπως η πεισματάρικη φύση της θα είχε φθείρει τελικά τη σχέση τους; Η ίδια η απορία του τον ξάφνιασε και
συνειδητοποίησε ότι ήταν η πρώτη φορά μετά το θάνατό της που είχε μπορέσει να σκεφτεί αυτό το ενδεχόμενο.
Σηκώθηκε απότομα, κοίταξε τον τάφο και, για χιλιοστή φορά, έφερε ξανά στο μυαλό του της συνθήκες του θανάτου της,
την πεισματάρικη επιμονή της να τριγυρίζει με τη φωτογραφική της μηχανή για να φωτογραφίζει τους ιθαγενείς, τον δικό του
θυμό όταν είχε επιστρέψει στη σκηνή και είχε διαπιστώσει ότι η Μαρί Ανζ δε βρισκόταν εκεί. Θυμήθηκε ακόμα το βεδουίνο
που, αρκετές ώρες αργότερα, είχε φτάσει βιαστικός στην κατασκήνωση με τα νέα ότι η Μαρί Ανζ είχε βρεθεί κατά λάθος στο
στρατόπεδο μιας ομάδας ανταρτών που την είχαν συλλάβει ως όμηρο.
Ο Τζόνι σκέπασε με την παλάμη του τα μάτια του και χαμήλωσε τους ώμους του καθώς η βροχή άρχισε να πέφτει πιο
δυνατή. Όσο κι αν ζούσε, δε θα ξεχνούσε ποτέ εκείνες τις τρεις τρομερές μέρες: τις διαπραγματεύσεις, τη βεβαιότητα ότι οι
αντάρτες θα του επέστρεφαν τη γυναίκα του και τον υπέρτατο τρόμο όταν το κορμί της είχε ανακαλυφθεί διάτρητο από
σφαίρες όχι μακριά από την κατασκήνωσή τους.
Όμως πια δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να αλλάξει αυτό. Η Μαρί Ανζ είχε πεθάνει κι εκείνος θα έπρεπε να ζήσει μ’
αυτό το γεγονός, ακριβώς όπως έκανε τόσα χρόνια. Πλέον μπορούσε να αναγνωρίσει τα λάθη που είχαν γίνει –την επιμονή
του αδερφού της να υπαγορεύσει τους όρους, τη σιγουριά των Γάλλων συγγενών της πως, λόγω της εμπειρίας τους στην
Αφρική, ήξεραν καλύτερα από εκείνον πώς να αντιμετωπίσουν τους αντάρτες. Άραγε είχε δίκιο που είχε υποχωρήσει; Τόσα
χρόνια τα έβαζε με τον εαυτό του που είχε επιτρέψει στους συγγενείς της Μαρί Ανζ να αναλάβουν εκείνοι τις
διαπραγματεύσεις, ζούσε κάτω από το βάρος της απόφασής του. Όμως εκείνη τη στιγμή –και για πρώτη φορά δεν του
φαινόταν ιεροσυλία– στεκόταν μπροστά στον τάφο της Μαρί Ανζ κι αναρωτιόταν αν τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί
διαφορετικά στην περίπτωση που είχε αναμειχθεί ο ίδιος προσωπικά.
Έριξε μια τελευταία ματιά στον τάφο, έκανε μεταβολή κι απομακρύνθηκε βαδίζοντας μέσα στο γρασίδι. Κοίταξε τον τάφο
του πατέρα του και χαμογέλασε θλιμμένα. Του έλειπε ακόμα, πάντα θα του έλειπε. Όμως, όταν διέσχισε ξανά τη σιδερένια
πύλη, ένιωσε ξαλαφρωμένος, σαν να είχε απαλλαγεί από κάποιο βάρος.
Όταν έφτασε στο κάστρο, άνοιξε τη μικρή πλαϊνή πράσινη πόρτα που οδηγούσε στο δωμάτιο που φυλάσσονταν τα όπλα
και στο κελάρι. Μόλις μπήκε, κρέμασε το πανωφόρι του μαζί με τα υπόλοιπα κυνηγετικά σακάκια, έβγαλε τις μπότες του,
φόρεσε ένα ζευγάρι άνετα παπούτσια και ύστερα ανέβηκε την πίσω σκάλα και βρέθηκε στην κεντρική αίθουσα του κάστρου,
όπου η Μέιβ, η οικονόμος, και δυο κοπέλες από το χωριό γυάλιζαν με ζωηρές κινήσεις τη σκαλιστή, δρύινη κουπαστή της
επιβλητικής κεντρικής σκάλας.
«Γεια σου, Μέιβ, έχεις στρωθεί στη δουλειά, ε;» Ο Τζόνι χαμογέλασε, χαιρέτησε με ένα νεύμα τις κοπέλες και ύστερα
εξαφανίστηκε στη βιβλιοθήκη. Εκεί, σε ένα μικρό, στρογγυλό τραπέζι κοντά στο παράθυρο, τον περίμενε το πρωινό του.
Ο Τζόνι κάθισε, άνοιξε τη μεγάλη λευκή πετσέτα στα γόνατά του και ύστερα ανασήκωσε το ασημένιο σκέπασμα του
δίσκου. Αντίκρισε ένα πιάτο φορτωμένο με μπέικον, αβγά, λουκάνικα και απόλαυσε τη μυρωδιά ενός αυθεντικού ιρλανδικού
πρωινού. Άπλωσε σε μια φέτα ψωμί αγνό, παχύ βούτυρο από το αγρόκτημα του κάστρου, γέμισε ένα φλιτζάνι με τσάι κι
αναρωτήθηκε ξανά γιατί το Κεντάκι Ντέρμπι και η συμπτωματική αναφορά της μητέρας του στην Ελμ τον είχαν τόσο
αναστατώσει. Επειδή ήταν ξανά με το σύζυγό της, αποφάσισε. Και λοιπόν; Εφόρμησε εκνευρισμένος στ’ αβγά,
αποφασισμένος να διώξει την εικόνα της Ελμ από το μυαλό του. Δεν υπήρχε περίπτωση να της επιτρέψει να του χαλάσει τη
διάθεση ή την όρεξη.
Η Ελμ ανήκε στο παρελθόν. Ήταν ένα διάλειμμα, ευχάριστο για όσο είχε διαρκέσει, που όμως είχε τελειώσει πια. Δεν
υπήρχε περιθώριο για μεταμέλειες. Όπως έλεγαν και οι πατριώτες του, θα έπρεπε να ευχαριστεί την τύχη του και τις καλές
νεράιδες. Ο γιος του ήταν καλά, τα άλογά του σε τέλεια φυσική κατάσταση και η ζωή του κυλούσε μια χαρά. Θα έπρεπε να
χαίρεται αντί να μεμψιμοιρεί –δηλαδή όχι να μεμψιμοιρεί ακριβώς, δε μεμψιμοιρούσε ποτέ για τίποτα, εκτός από τις σπάνιες
περιπτώσεις που θα έχανε σε κάποιον αγώνα. Δεν έπρεπε να επιτρέπει σε ανώριμες σκέψεις να ταράζουν την ηρεμία του. Η
Ελμ, ευτυχώς, βρισκόταν ξανά πίσω στη Σαβάνα, απ’ όπου πιθανότατα δε θα έπρεπε να είχε φύγει ποτέ.
Άπλωσε το χέρι του να πάρει τη μαρμελάδα και συνειδητοποίησε ότι αυτό που τον εκνεύριζε περισσότερο ήταν το ότι η
Ελμ τον είχε χρησιμοποιήσει. Πλέον το έβλεπε πεντακάθαρα. Για εκείνη δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα πείραμα, μια
ευκαιρία να διαπιστώσει πώς θα ένιωθε με κάποιον άλλο εκτός από το σύζυγό της. Λοιπόν, σκέφτηκε ο Τζόνι και χαμογέλασε
ειρωνικά, το σίγουρο ήταν ότι η Ελμ είχε ανακαλύψει πόσο υπέροχα μπορούσε να είναι. Ο Τζόνι ήξερε να διακρίνει πότε μια
γυναίκα είχε ικανοποιηθεί, πότε την ανέβαζε σε πρωτόγνωρα ύψη.
Ήπιε μια γερή γουλιά από το τσάι του. Η τελευταία σκέψη τού είχε χαρίσει μια μικρή ικανοποίηση. Επιτέθηκε ξανά στα
υπόλοιπα αβγά και στο λουκάνικο. Στην Ελμ άξιζε και με το παραπάνω αν ανακάλυπτε ότι της ήταν δύσκολο να μείνει με τον
όμορφο πολιτικό αντρούλη της. Ίσως είχε μάθει ένα δυο πράγματα τις ελάχιστες φορές που είχαν κάνει έρωτα.
Φυσικά, αν ήθελε να είναι ειλικρινής με τον εαυτό του, όφειλε να παραδεχτεί ότι κάτι είχε μάθει κι εκείνος.
Ο Τζόνι ανακάτεψε το τσάι του σκεφτικός, κοίταξε έξω από το παράθυρο κι ευχήθηκε να μπορούσε κι εκείνη τη μέρα να
διώξει από το μυαλό του τη μορφή της Ελμ με την ίδια αποτελεσματικότητα που, κατά τα φαινόμενα, το έκανε τους δυο
τελευταίους μήνες. Όμως κάτι στον τόνο της μητέρας του όταν του μιλούσε του είχε ξυπνήσει μέσα του τόσο ζωντανές
μνήμες που προτού το καταλάβει όλα εκείνα τα μοναδικά συναισθήματα που είχε βιώσει με την Ελμ είχαν βγει ξανά στην
επιφάνεια και απαιτούσαν ικανοποίηση. Τα ίδια συναισθήματα, σκέφτηκε οργισμένα, που θεωρούσε νεκρά εδώ και πάνω από
μια δεκαετία.
Έσπρωξε πίσω την καρέκλα του νευρικά και σηκώθηκε. Αρκετά με τις ονειροπολήσεις. Είχε δουλειά να κάνει, άλογα να
φροντίσει, συναντήσεις να οργανώσει, ένα σωρό σημαντικά θέματα που απαιτούσαν την προσοχή του.
Ο Τζόνι βγήκε από τη βιβλιοθήκη, προσπέρασε τις κοπέλες με τα τζιν και τα μακό μπλουζάκια που γυάλιζαν την κουπαστή
κι ανέβηκε τη στενή σκάλα που οδηγούσε στο γραφείο του στον πύργο. Ήταν αποφασισμένος να ξεμπερδεύει με το
χαρτοβασίλειο που τον περίμενε στο γραφείο του. Και τίποτα –ιδιαίτερα το τηλεφώνημα της μητέρας του– δε θα τον
σταματούσε.

Η Ελμ ζυγίστηκε, ισορρόπησε στις φτέρνες της και ύστερα σηκώθηκε από το παγκάκι με τα λουλούδια κρατώντας ακόμα το
μικρό φτυάρι κι έγειρε σε μια γέρικη βελανιδιά. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Το κεφάλι της γύριζε και η γνώριμη ναυτία είχε
επιστρέψει. Δεν μπορεί να της συνέβαινε ξανά, σκέφτηκε, όχι, δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση. Κι όμως, επί αρκετές μέρες τον
τελευταίο καιρό δυσκολευόταν να δουλέψει στον κήπο, της ήταν σχεδόν αδύνατο να ζωγραφίσει και είχε συνέχεια την
αίσθηση ότι κινιόταν μέσα σε ένα πέπλο ομίχλης. Και εκείνο το πρωί, όταν είχε σηκωθεί και είχε κοιτάξει από το παράθυρό
της προς τον ποταμό Ογκίτσι, είχε θυμηθεί ότι δεν είχε λάβει ποτέ τις απαντήσεις των εξετάσεών της από το δόκτορα Άσμπι,
το γιατρό από την Ατλάντα.
Μάλλον, σκέφτηκε καθώς σηκωνόταν, αποφασισμένη να μην επιτρέψει στην αδιαθεσία της να την καταβάλει, ήταν καιρός
να διαπιστώσει τι είχαν δείξει οι εξετάσεις της. Σίγουρα θα είχαν παραδοθεί ήδη στο σπίτι της στη Σαβάνα, όπως είχε ζητήσει
προτού φύγει για το Γκστάαντ. Όμως είχε παραλάβει την αλληλογραφία της και δεν είχε βρει τίποτα. Πιθανότατα αυτό
σήμαινε ότι ο γιατρός δεν είχε ανακαλύψει τίποτα που να άξιζε να αναφέρει, παρ’ όλα αυτά όμως θα μπορούσε να του
τηλεφωνήσει για να σιγουρευτεί.
«Πάω για λίγο μέσα», φώναξε στην Τζούλι, μια από τις αγαπημένες της εθελόντριες που τη βοηθούσαν στην αποκατάσταση
των κήπων και η οποία φύτευε βολβούς μερικά βήματα πιο πέρα.
«Εντάξει. Εγώ θα μείνω εδώ^ είμαι αποφασισμένη να τελειώσω αυτό το παρτέρι», απάντησε η Τζούλι. Ύψωσε το βλέμμα
της και σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό της.
Η Ελμ ανέβηκε προσεκτικά τα πέτρινα σκαλοπάτια κι ένιωσε για μια στιγμή να την κυριεύει έντονη ικανοποίηση. Η Τζούλι
ήταν από τις γυναίκες που είχαν ωφεληθεί περισσότερο από το πρόγραμμά της. Όταν είχε πατήσει για πρώτη φορά το πόδι
της στο Ολιάντερ, ήταν φοβισμένη και τσακισμένη, κουρελιασμένη, μια κακοποιημένη γυναίκα χωρίς ελπίδα. Πλέον, αρκετές
βδομάδες αργότερα, η βελτίωσή της ήταν ολοφάνερη: η επιδερμίδα της έλαμπε, ηλιοκαμένη από τη δουλειά στο ύπαιθρο, και
μια καινούρια λάμψη φώτιζε το βλέμμα της, σαν να είχε ανακαλύψει ξανά τη θέληση για ζωή. Και στην Ελμ άρεσε να
σκέφτεται ότι ο κήπος της είχε βοηθήσει την Τζούλι να βρει το δρόμο της.
Άνοιξε την πόρτα με τη σίτα και μπήκε στη βεράντα με κομμένη την ανάσα. Τι στο καλό δεν πήγαινε καλά μαζί της; Δεν
είχε αισθανθεί την παραμικρή ενόχληση όσο βρισκόταν στο Γκστάαντ ούτε τις πρώτες δύσκολες μέρες μετά την επιστροφή
της στη φυτεία, όταν, παρά τη χαρά της που είχε επιστρέψει στο σπίτι που τόσο αγαπούσε, αγωνιζόταν να κατανοήσει την
ξαφνική απόρριψη του Τζόνι. Τότε, όταν είχε καταφέρει να σταθεί ξανά στα πόδια της και να αφήσει πίσω της όσα είχαν
συμβεί στο Γκστάαντ, είχε αρχίσει να νιώθει ξανά τα ίδια συμπτώματα που είχε το φθινόπωρο με αποτέλεσμα να είναι νωθρή,
αδύναμη κι εξαντλημένη.
Σωριάστηκε στην κουνιστή πολυθρόνα με έναν αναστεναγμό ανακούφισης, λαχταρώντας ένα ποτήρι παγωμένο τσάι για να
κατευνάσει τη δίψα της. «Άιζα», φώναξε, με την ελπίδα ότι η καμαριέρα θα την άκουγε, παρά την απόσταση.
«Μάλιστα, μιζ Ελμ». Η μικροκαμωμένη γκριζομάλλα μαύρη γυναίκα βγήκε στη βεράντα. Έβαλε τα χέρια στη μέση και
κοίταξε την Ελμ συνοφρυωμένη. «Τι σας έπιασε και κάθεστε μ’ αυτά τα παλιόρουχα στην πολυθρόνα της γιαγιάς σας; Αν
ζούσε, δε θα το ενέκρινε καθόλου, κυρία», μουρμούρισε επικριτικά. «Κάτι δεν πάει καλά μ’ εσάς, μιζ Ελμ. Δεν είστε καλά
από τότε που αρχίσατε να σκάβετε στον κήπο μ’ εκείνες τις γυναίκες», πρόσθεσε η Άιζα και ρουθούνισε ειρωνικά.
Η Άιζα δεν έτρεφε καμία συμπάθεια για το σκοπό της Ελμ ούτε τον κατανοούσε. Της ήταν αδύνατο να καταλάβει γιατί
έπρεπε να στεγάζουν και να ταΐζουν στη φυτεία γυναίκες που, κατά τη γνώμη της, μπορούσαν να φροντίσουν χωρίς
πρόβλημα τον εαυτό τους. Όμως η Ελμ της συνήθιζε να κάνει κάτι τέτοια, να βοηθάει τους άλλους και ήταν πάντα πρόθυμη
να αναλάβει καινούριες υποχρεώσεις. «Αυτό που σας χρειάζεται είναι καλή ξεκούραση», είπε με περισπούδαστο ύφος. «Αυτά
παθαίνετε όταν τρέχετε στις ξένες χώρες, χωρίς να έχετε καμιά δουλειά. Μιζ Ελμ, ξέρω ότι έχετε πολλά προβλήματα αυτή την
εποχή με τον κύριο Χάρλαν και τα παιχνιδάκια του, όμως αυτό δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να φροντίζετε την υγεία σας».
«Άιζα, μπορείς σε παρακαλώ να μου φέρεις ένα ποτήρι παγωμένο τσάι; Διψάω τόσο πολύ», εκλιπάρησε η Ελμ με τα μάτια
κλειστά. Ήξερε ότι η γκρίνια της οικονόμου θα συνεχιζόταν για άλλα είκοσι λεπτά αν δεν έβαζε ένα τέλος. Η Άιζα φρόντιζε
την Ελμ από τότε που είχε γεννηθεί και έτεινε να ξεχνάει ότι η προστατευόμενή της δεν ήταν πια παιδί.
«Φυσικά. Θα φέρω αμέσως το τσάι, όμως εσείς θα μείνετε εδώ. Δε θα κουνηθείτε καθόλου, καταλάβατε;» Η Άιζα κούνησε
το δάχτυλό της αυστηρά στην Ελμ κι εκείνη χαμογέλασε αδύναμα. Πήρε την ατζέντα της με την ελπίδα ότι θα είχε σημειώσει
το τηλέφωνο του δόκτορα Άσμπι, όμως, όπως ήταν φυσικό, δεν το είχε κάνει. Κάλεσε τις πληροφορίες τηλεφωνικού
καταλόγου.
Αρκετά λεπτά αργότερα σχημάτισε στο καντράν τον αριθμό του γιατρού. Κοίταξε γύρω της τους μισοτελειωμένους πίνακες
στη βεράντα που είχε εγκαταλείψει τις τελευταίες μέρες. Είχε τόσα πολλά να κάνει αν ήθελε να είναι έτοιμη για την έκθεση
στη Φλωρεντία, όμως εκείνη τη στιγμή δεν άντεχε καν στη σκέψη ότι θα έπιανε πινέλο.
«Δόκτορ Άσμπι; Γεια σας, είμαι η Ελμ Χάθαγουεϊ. Λυπάμαι που σας ενοχλώ, όμως δεν έλαβα ποτέ τα αποτελέσματα των
εξετάσεών μου».
Στην άλλη άκρη της γραμμής επικράτησε σιωπή και η Ελμ αναρωτήθηκε για μια στιγμή αν είχε διακοπεί η σύνδεση.
«Στην πραγματικότητα υπάρχει λόγος γι’ αυτό», είπε τελικά ο δόκτωρ Άσμπι.
«Ώστε έτσι;»
«Ναι. Τα αποτελέσματα δε μου φάνηκαν και τόσο λογικά. Λυπάμαι πολύ, ειλικρινά όμως πρέπει να σιγουρευτώ ότι δεν
έγινε κάποιο λάθος στο εργαστήριο. Θα ήθελα να έρθετε στην κλινική μου εδώ στην Ατλάντα ώστε να βεβαιωθούμε ότι οι
εξετάσεις θα γίνουν σωστά».
Η Ελμ συγκράτησε την ενόχλησή της. «Εντάξει. Όμως δεν μπορούμε να ζητήσουμε από το δόκτορα Φίλιπς να πάρει
καινούρια δείγματα και απλά να σας τα στείλει; Μου είναι κάπως δύσκολο να ενσωματώσω στο πρόγραμμά μου ένα τέτοιο
ταξίδι αυτή την εποχή».
«Καταλαβαίνω. Δυστυχώς, θα προτιμούσα οι εξετάσεις να γίνουν στο δικό μου εργαστήριο. Τα δείγματα που πάρθηκαν
από το δόκτορα Φίλιπς στάλθηκαν σε κάποιο εξωτερικό εργαστήριο και μπορεί να είχαν αλλοιωθεί. Δε θα ήθελα να το
διακινδυνεύσω εκ νέου».
«Κατάλαβα».
«Παρεμπιπτόντως, πώς αισθάνεστε;»
«Μέχρι πριν από δυο μέρες ήμουν μια χαρά. Μετά, άρχισα να έχω ξανά τα ίδια συμπτώματα».
«Μάλιστα. Τότε πιστεύω ότι θα πρέπει να σας δω οπωσδήποτε σύντομα», είπε ο γιατρός. Ο τόνος της φωνής του ήταν
υπερβολικά σοβαρός και η Ελμ συνοφρυώθηκε.
«Συμβαίνει κάτι, γιατρέ;»
«Όχι, όχι. Όμως θα προτιμούσα να σας δω αυτοπροσώπως, όχι να τα πούμε από το τηλέφωνο. Μπορείτε να έρθετε, ας
πούμε, την επόμενη βδομάδα;»
«Μάλλον ναι».
«Κυρία Μακμπράιντ, είναι σημαντικό. Θέλω να ελέγξω τις καινούριες εξετάσεις, να τις συγκρίνω με τις πρώτες και να είμαι
σίγουρος ότι αυτή τη φορά όλα θα γίνουν σωστά».
«Μα συμβαίνει κάτι σοβαρό;» Η Ελμ ένιωσε ένα παγωμένο ρίγος να τυλίγει το σώμα της και ξεροκατάπιε. Υπήρχε κάτι που
ο γιατρός δεν ήθελε να της πει;
«Απλά δεν έχω αρκετές πληροφορίες για να αποφασίσω επ’ αυτού τη δεδομένη στιγμή, έτσι θα τη θεωρήσουμε μια εξέταση
ρουτίνας. Όμως, αφού δε νιώθετε καλά, είναι οπωσδήποτε λογικό να έρθετε το συντομότερο δυνατόν, δε συμφωνείτε;»
«Φυσικά», είπε η Ελμ και χαμογέλασε στην Άιζα, που άφηνε στο τραπεζάκι από λυγαριά δίπλα της ένα ποτήρι με παγωμένο
τσάι.
Ο γιατρός την άφησε για ένα λεπτό στην αναμονή και ύστερα η φωνή του ακούστηκε ξανά από την άλλη άκρη της γραμμής.
«Η γραμματέας μου με ενημέρωσε ότι έχουμε ένα κενό στις τρεις την επόμενη Πέμπτη. Σας βολεύει;»
«Απόλυτα», είπε η Ελμ και σημείωσε την ημερομηνία. «Ευχαριστώ, γιατρέ. Θα τα πούμε τότε».
Η Ελμ ήπιε μια γερή γουλιά από το τσάι της. «Α, υπέροχο».
«Σε ποιο γιατρό τηλεφωνούσατε;» Η Άιζα στεκόταν δίπλα στην κουνιστή πολυθρόνα και σκούπιζε τις παλάμες της στη
λευκή ποδιά της στολής της. «Αν είστε άρρωστη, γιατί δεν πάτε στο δόκτορα Φίλιπς;»
«Το έκανα ήδη», απάντησε η Ελμ. Δεν είχε διάθεση να διαφωνήσει με την Άιζα εκείνη τη στιγμή. «Μιλούσα με τον ειδικό
στην Ατλάντα στον οποίο με παρέπεμψε ο δόκτωρ Φίλιπς. Θυμάσαι που δεν ένιωθα καλά λίγο πριν φύγω για την Ελβετία;»
«Φυσικά και το θυμάμαι». Η Άιζα κοίταξε την Ελμ συνοφρυωμένη. «Καλύτερα να ξεκουραστείτε, μιζ Ελμ. Πηγαίνετε να
ξαπλώσετε σ’ εκείνο τον καναπέ».
«Μάλλον αυτό θα κάνω. Μόνο για λίγο. Τηλεφώνησε η Μέρεντιθ;»
«Όχι σήμερα, μαντάμ».
«Χριστέ μου, μακάρι να τελείωνα με το διαζύγιο κι αυτές τις εκλογές, Άιζα. Με πιάνει ναυτία και μόνο που το σκέφτομαι.
Είμαι σίγουρη ότι τα συμπτώματα που με βασανίζουν οφείλονται αποκλειστικά στον εκνευρισμό μου. Δε μου αρέσει
καθόλου να παίζω αυτά τα παιχνίδια, να υποκρίνομαι μπροστά στους ψηφοφόρους πως όλα είναι μια χαρά και να
εμφανίζομαι στο πλευρό του Χάρλαν σε διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις, όπως τις προάλλες, στο υπαίθριο φιλανθρωπικό
παζάρι. Είναι τόσο υποκριτικό. Και δεν καταλαβαίνω γιατί υποσχέθηκα να τον συνοδεύσω στο Κεντάκι Ντέρμπι. Μάλλον θα
ήμουν πιωμένη εκείνη τη μέρα».
«Μπορεί, όμως αν το αφεντικό πιστεύει ότι αυτό πρέπει να κάνετε, να ξέρετε ότι έχει δίκιο, μιζ Ελμ. Δεν είναι τόσο καιρό
γερουσιαστής για το τίποτα. Τώρα πηγαίνετε να ξαπλώσετε στον καναπέ και να ξεκουραστείτε και σε λίγο θα σας φέρω κι
άλλο τσάι».
Η Ελμ υποχώρησε και ξάπλωσε στον καναπέ. Ήταν ακόμα ζαλισμένη κι ένιωθε αδύναμη. Ίσως θα έπρεπε να αφήσει για
λίγο τον κήπο και να ολοκληρώσει μερικούς από τους πίνακές της προτού πάει στο Κεντάκι. Μόρφασε. Αν συνέχιζε να νιώθει
έτσι, δε θα κατάφερνε να φτάσει ούτε μέχρι τη γωνιά του δρόμου, πόσο μάλλον στο Λούισβιλ. Πράγμα που ίσως να μην ήταν
και τόσο κακό.
Ο αγώνας της θύμισε τον Τζόνι –όχι δηλαδή πως τώρα τελευταία δυσκολευόταν να τον θυμηθεί. Αναρωτήθηκε αν θα
αγωνιζόταν ο Μπλου Λάβεντερ. Ο Τζόνι δεν είχε αναφερθεί καθόλου στους αμερικανικούς αγώνες. Ήπιε μια γουλιά από το
τσάι της σκεφτική. Μπορεί να λάμβανε μέρος μόνο στους ευρωπαϊκούς. Τότε την κυρίευσε μια ξαφνική λαχτάρα. Έκλεισε τα
μάτια της και μάταια προσπάθησε να διώξει τη μορφή του Τζόνι από το μυαλό της, να ξεχάσει το άγγιγμά του, τον
αποφασιστικό και συνάμα τρυφερό τρόπο που...
Η Ελμ έγειρε πίσω το κεφάλι της στα εμπριμέ βαμβακερά μαξιλάρια και αναστέναξε. Έπρεπε να ξεχάσει εκείνες τις στιγμές,
εκείνη την εκπληκτική νύχτα, γιατί κάθε φορά που θυμόταν τις μαγικές ώρες που είχε περάσει στην αγκαλιά του στο σαλέ την
κυρίευε μια απίστευτη μοναξιά που την έκανε να νιώθει ακόμα πιο ζαλισμένη, ακόμα πιο άρρωστη απ’ όσο ήταν.
Η Ελμ ξεφύσηξε απελπισμένη. Μετά την επιστροφή της από το Γκστάαντ είχε προσπαθήσει απεγνωσμένα να μη σκέφτεται
τον Τζόνι, να μην αναρωτιέται τι έκανε την κάθε στιγμή, να μην κοιτάζει το ρολόι της και να υπολογίζει τι ώρα ήταν στην
κομητεία Κιλντέρ. Ωστόσο... Η Ελμ έριξε μια κλεφτή ματιά στον καρπό της. Στην Ιρλανδία θα πρέπει να ήταν τέσσερις το
απόγευμα. Μπορεί ο Τζόνι να ήταν με τα άλογά του ή να έπινε τσάι στο κάστρο ή μπορεί να είχε κάποια φιλενάδα και να
φλέρταρε μαζί της. Μπορεί ακόμα να...
«Αααχ!» Ένα βογκητό απόγνωσης ξέφυγε από τα χείλη της Ελμ. Στριφογύρισε ανυπόμονα στα μαξιλάρια και φαντάστηκε
τον Τζόνι καθισμένο μπροστά σε ένα μεγάλο τζάκι, με τα πόδια του ανεβασμένα σε ένα σκαμπό να πίνει το ουίσκι του και να
διαβάζει τους Άιρις Τάιμς ενώ δυο κυνηγόσκυλα λαγοκοιμόνταν παραδίπλα. Ήταν ανόητο να τον σκέφτεται, όμως υπήρχαν
στιγμές που δεν μπορούσε να αντισταθεί στον πειρασμό να το κάνει. Ο χωρισμός τους ήταν τόσο ξαφνικός, τόσο φριχτά
απρόσμενος, τόσο ψυχρός και απρόσωπος έτσι όπως στέκονταν στις δυο άκρες του καθιστικού της Τζοκόντα, μακριά ο ένας
από τον άλλο, όταν λίγες μόνο ώρες νωρίτερα ήταν αγκαλιασμένοι σφιχτά.
Η Ελμ άφησε το μπράτσο της να πέσει στο πλάι του καναπέ και αναστέναξε ξανά. Ίσως απλά να είχε κουραστεί από τη
συνεχή πίεση του Χάρλαν να επιστρέψει στο σπίτι τους στη Σαβάνα και από την επιμονή του πατέρα της να τον συνοδεύει
στις δημόσιες εμφανίσεις του μέχρι να γίνουν οι εκλογές. Ευτυχώς η Μέρεντιθ είχε υποβάλει την αίτηση του διαζυγίου, παρά
τις διαμαρτυρίες του Χάρλαν και, φυσικά, η θεία Φράνσις την είχε υποστηρίξει. Η Ελμ ήξερε ότι την κοιτούσαν παράξενα, ότι
ο κόσμος την επέκρινε κι ότι ολόκληρη η πόλη έκανε εικασίες. Όμως εκείνη δε νοιαζόταν. Τίποτα δε θα την ανάγκαζε να
επιστρέψει στο σπίτι της στην πόλη και να ζήσει κάτω από την ίδια στέγη με τον Χάρλαν. Είχε συμφωνήσει να τον συνοδεύει
στις δημόσιες εμφανίσεις του όταν θα ήταν απαραίτητο, όμως αυτό ήταν όλο, κι όταν θα περνούσαν οι εκλογές το διαζύγιο
θα γινόταν οριστικό.
Περιττό βέβαια να πει κανείς ότι ο Χάρλαν δεν αποδεχόταν την κατάσταση. Είχε τσακωθεί μαζί της, την είχε ικετεύσει, την
είχε απειλήσει. Όμως χωρίς αποτέλεσμα. Η Ελμ είχε πάρει την απόφασή της και δε σκόπευε να την αλλάξει.
Ήπιε το υπόλοιπο τσάι της κι έστρεψε το βλέμμα της στο ποτάμι. Άκουγε τα πουλιά να τιτιβίζουν στα κλαδιά της
βελανιδιάς δίπλα στην πόρτα^ η γέρικη βελανιδιά ήταν καλυμμένη από βρύα –ήταν το ίδιο δέντρο κάτω από το οποίο είχαν
στρατοπεδεύσει οι Γιάνκηδες στρατιώτες. Η Ελμ σκέφτηκε αφηρημένα ότι τα βρύα έπρεπε να καθαριστούν, διαφορετικά θα
πλησίαζαν επικίνδυνα το σπίτι, και ύστερα οι σκέψεις της ξαναγύρισαν στον Τζόνι. Πώς ήταν δυνατόν να τον βγάλει έτσι
απλά από το μυαλό της, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα ανάμεσά τους; Ή να ξεχάσει τις στιγμές που είχε περάσει στην
αγκαλιά του; Φυσικά και ήταν απλά ένα ιντερλούδιο, το ήξερε αυτό. Ήταν κάτι που το είχε σκεφτεί επανειλημμένα. Παρ’ όλα
αυτά τη δυσαρεστούσε το ότι δεν είχαν ανταλλάξει ούτε ένα τηλεφώνημα ούτε μια κάρτα ούτε καν ένα e-mail.
Μήπως ο Τζόνι την είχε σβήσει τόσο ολοκληρωτικά από το μυαλό του που δε θυμόταν καν ποια ήταν;
Παρά την αποφασιστικότητά της, η Ελμ δεν μπορούσε να απαλύνει τον πόνο που της γεννούσε η απόλυτη σιωπή του Τζόνι.
Μπορεί, σκέφτηκε με πικρία, αυτός να ήταν ο τρόπος με τον οποίο τελείωνε ο Τζόνι όλες τις σχέσεις του. Και της άξιζε και με
το παραπάνω αφού είχε μπλέξει μαζί του.
Η Ελμ αποτέλειωσε το τσάι της πίνοντας μια μεγάλη γουλιά. Ύστερα σηκώθηκε κι αποφάσισε ότι αν επρόκειτο να
ταξιδέψει την επόμενη βδομάδα στην Ατλάντα θα έπρεπε να οργανωθεί. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε αν θα έπρεπε να
μιλήσει στη θεία Φράνσις ή στη Μέρεντιθ για την επίσκεψή της στο δόκτορα Άσμπι, τελικά όμως αποφάσισε να μην το κάνει.
Δεν υπήρχε λόγος να τις ανησυχήσει όταν, πιθανότατα, ο γιατρός θα της έδινε απλά κάποιο τονωτικό και μέσα σε λίγες μέρες
θα άρχιζε να νιώθει πολύ καλύτερα.

Για όνομα του Θεού, αυτή η σκύλα κόντευε να τον τρελάνει.


Στην αρχή, όταν η Ελμ είχε επιστρέψει από το Γκστάαντ σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα μετά από εκείνον, ο Χάρλαν
ήταν σίγουρος, απόλυτα πεπεισμένος για σαράντα οχτώ υπέροχες ώρες ότι είχε νικήσει, ότι η Ελμ θα επέστρεφε στο σπίτι
μεταμελημένη κι ότι όλα θα έμπαιναν στη θέση τους.
Πόσο λάθος έκανε.
Όχι μόνο δεν είχε επιστρέψει στο σπίτι, αλλά είχε εγκατασταθεί στη φυτεία, ξεκαθαρίζοντας μ’ αυτό τον τρόπο ότι δεν είχε
σκοπό να επιστρέψει κοντά του ούτε τότε ούτε ποτέ, φέρνοντάς τον σε εξαιρετικά δύσκολη θέση.
Όσοι γνώριζαν τα τεκταινόμενα, είχαν αρχίσει να κουτσομπολεύουν. Ο Χάρλαν στριφογύρισε στη μεγάλη, δερμάτινη
πολυθρόνα του γραφείου του και θυμήθηκε το τηλεφώνημα του Τάιλερ Μπροκ. Ο Μπροκ φαινόταν τρομερά ενοχλημένος
από το ότι η Ελμ δε ζούσε κάτω από την ίδια στέγη με το σύζυγό της. Το μόνο που αδυνατούσε να καταλάβει ο Χάρλαν ήταν
γιατί ενδιαφερόταν ο Μπροκ. Φυσικά ήταν σημαντικό να αποπνέει την εικόνα του σωστού οικογενειάρχη και η συμμετοχή
της Ελμ ήταν απαραίτητη γι’ αυτό, όμως απολάμβανε ακόμα την υποστήριξη του γερουσιαστή και η δημοτικότητά του
μεγάλωνε, σωστά; Κανένα από τα σχέδια του Μπροκ δε θα διέτρεχε κίνδυνο αν η Ελμ έφευγε από τη μέση.
Μπορεί ο Μπροκ να γούσταρε την Ελμ. Ο Χάρλαν συνειδητοποίησε ότι δεν του άρεσε και πολύ αυτή η ιδέα –μπορεί
εκείνος να μην ήθελε πια την Ελμ, όμως αυτό δε σήμαινε ότι θα μπορούσε να την έχει οποιοσδήποτε άλλος. Σε κάθε
περίπτωση είχε αναγκαστεί να εφεύρει ένα σωρό δικαιολογίες και να εξηγήσει στον Μπροκ ότι αυτός ήταν ο τρόπος ζωής
του. Ωστόσο δεν είχε καταφέρει να αποφύγει τις διερευνητικές ερωτήσεις. Είχε τόσα πολλά να κάνει και δεν μπορούσε να
χάνει τον πολύτιμο χρόνο του ανησυχώντας για το πού βρισκόταν η Ελμ και τι έκανε.
Τουλάχιστον ο Μπροκ του είχε δανείσει το ιδιωτικό του Γκάλφστριμ V για τις ανάγκες της προεκλογικής του εκστρατείας,
πράγμα που θα έκανε τη ζωή του και τη ζωή του Ίνσορ πολύ πιο άνετη. Παρ’ όλα αυτά την τελευταία φορά που είχε ζητήσει –
όχι ζητήσει ακριβώς, μάλλον υπαινιχθεί– ότι χρειαζόταν κι άλλα κεφάλαια, δεν είχε δει κάποιο αποτέλεσμα. Προφανώς ο
Μπροκ του έδειχνε μ’ αυτό τον τρόπο τη δυσαρέσκειά του. Όμως οι δουλειές προχωρούσαν, σκέφτηκε ο Χάρλαν
αγανακτισμένος. Μάλιστα είχε εξασφαλίσει άδεια σε κάποια από τις θυγατρικές οικοδομικές επιχειρήσεις του Μπροκ ώστε να
μπορέσει να αξιοποιήσει μια άχρηστη έκταση στα βαλτοτόπια –πράγμα καθόλου εύκολο εκείνη την εποχή με τις συνεχείς
ρυθμιστικές παρεμβάσεις του Μηχανικού του Στρατού. Ο Χάρλαν κούνησε το κεφάλι του και υπενθύμισε στον εαυτό του ότι
τουλάχιστον θα έβγαζε κι εκείνος κάτι από αυτή τη δουλειά.
Ο Χάρλαν χαμογέλασε, παρ’ όλες τις έγνοιες του, και σκέφτηκε για μερικές στιγμές τα δολάρια που είχαν κατατεθεί στο
λογαριασμό που του είχε ανοίξει ο Τάιλερ Μπροκ μέσω των δικηγόρων του στο Μαϊάμι στα νησιά Κέιμαν. Φάνταζε τόσο
απλό. Αναρωτήθηκε γιατί δεν το έκαναν κι άλλοι. Κι αυτά τα χρήματα ήταν δικά του –όχι του Τζορτζ Χάθαγουεϊ ή της Ελμ.
Σήμαιναν ότι ήταν ελεύθερος κι ότι είχε λαμπρό μέλλον –φτάνει να κατάφερνε να κρατήσει τον κρυφό συνεταίρο του αρκετά
ευτυχισμένο ώστε τα δολάρια να συνεχίσουν να ρέουν. Πράγμα που σήμαινε, όπως συνειδητοποίησε ο Χάρλαν και οι
σκέψεις του επέστρεψαν ξανά στην πηγή των προβλημάτων του, ότι θα έπρεπε να καταφέρει να θέσει υπό τον έλεγχό του την
Ελμ.
Όμως πώς;
Χτύπησε το τηλέφωνο –όχι το μπλε, αλλά το ασημί, η προσωπική γραμμή του. Ελάχιστοι γνώριζαν εκείνον τον αριθμό. Ο
Χάρλαν σήκωσε βιαστικά το ακουστικό.
«Μακμπράιντ εδώ».
«Χάρλαν, γεια, εδώ Έιμπ Άσμπι».
«Γεια σου, Έιμπ». Ο Χάρλαν ανακάθισε κι ετοιμάστηκε να ακούσει με προσοχή όσα θα του έλεγε ο συνομιλητής του.
Εκείνος και ο Έιμπ είχαν καταστρώσει ένα σχέδιο για την επικείμενη επίσκεψη της Ελμ στην Ατλάντα. Ο Άσμπι θα επέμενε
ότι η Ελμ θα έπρεπε να εισαχθεί στην κλινική του για μερικές μέρες, πράγμα που όχι μόνο θα έδινε στον Χάρλαν τη
δυνατότητα να τη θέσει υπό τον έλεγχό του και να ξέρει πού βρισκόταν, αλλά, πιθανόν, θα ανέβαζε και τη δημοτικότητά του.
Ανυπομονούσε να φτάσει η στιγμή που θα άρχιζε να παριστάνει τον συντετριμμένο σύζυγο που ανησυχούσε τρομερά για τη
γυναίκα του. Ήξερε ότι ο Τύπος θα κατάπινε το παραμύθι.
«Να, τηλεφωνώ επειδή πριν από λίγο μιλούσα με τη γυναίκα σου».
«Λοιπόν, όλα εντάξει; Θα σε επισκεφθεί αυτή τη βδομάδα;»
«Όχι. Δυστυχώς μου τηλεφώνησε για να μου πει ότι δε θα έρθει για τις εξετάσεις. Λέει ότι νιώθει πολύ καλύτερα και
σκοπεύει να αναβάλει τις εξετάσεις για μετά την επιστροφή της από το Κεντάκι».
«Να πάρει!» Ο Χάρλαν έκανε μια μικρή παύση, σκέφτηκε τα πράγματα και συνειδητοποίησε ότι η παρουσία της Ελμ στο
Κεντάκι Ντέρμπι μόνο καλό θα μπορούσε να του κάνει. «Θα είμαι μαζί της στο Λούισβιλ. Απλά θα επιμείνω στην επιστροφή
να κάνει μια στάση στην Ατλάντα. Τι δικαιολογία της έδωσες για τις εξετάσεις;»
«Ότι τα θαλάσσωσαν στο εργαστήριο», απάντησε ειρωνικά η φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής. «Όμως είμαι σίγουρος
ότι και οι καινούριες εξετάσεις θα δείξουν ακριβώς το ίδιο πράγμα. Παρεμπιπτόντως, εξέτασες ποτέ εκείνα τα δείγματα
εδάφους;»
«Φυσικά», απάντησε ο Χάρλαν κοφτά. «Το μέρος είναι καθαρό».
«Α. Εντάξει. Φοβόμουν ότι η γυναίκα σου είχε εκτεθεί ξανά στα ίδια στοιχεία όπως και την προηγούμενη φορά».
«Κοίτα, Άσμπι...» Το μυαλό του Χάρλαν δούλευε σαν τρελό. «Σου έχω πει ήδη ότι δεν υπάρχει καμιά απολύτως σχέση,
εντάξει; Μπορούμε να το ξεκαθαρίσουμε αυτό;»
«Φυσικά».
«Ωραία. Τότε ας το θεωρήσουμε δεδομένο, εντάξει;»
«Φυσικά. Μπορεί να έγινε κάποιο λάθος. Να μην ήταν αυτό που νόμιζα. Σε κάθε περίπτωση πάντως, θα ήθελα να το
επιβεβαιώσω».
«Ναι, λοιπόν, αυτό να της πεις και να με κρατάς ενήμερο. Δε θα της δώσεις τα αποτελέσματα καμίας εξέτασης προτού τα
δω εγώ, εντάξει;»
«Χάρλαν, δε μου αρέσει καθόλου αυτό. Είναι εντελώς αντιεπαγγελματικό...»
«Ναι, όπως και το να σνιφάρεις κοκαΐνη στο ενδιάμεσο της εξέτασης δυο ασθενών, γιατρέ. Αν δε θέλεις να χάσεις την άδειά
σου, θα κάνεις ό,τι σου λέω, κατάλαβες;»
Ο Άσμπι έμεινε για λίγο σιωπηλός. «Εντάξει», είπε τελικά. Η απροθυμία του ήταν ολοφάνερη στον τόνο της φωνής του,
όμως ο Χάρλαν, ενώ κατέβαζε το ακουστικό, αποφάσισε ότι δεν τον ενδιέφερε. Του είχε παρουσιαστεί μια ευκαιρία. Δεν ήταν
σίγουρος ακόμα πώς θα την αξιοποιούσε, όμως θα την εκμεταλλευόταν στον μέγιστο βαθμό και πάντα προς όφελός του.
Σηκώθηκε, στριφογύρισε το λαιμό του, πλησίασε την πόρτα και κλείδωσε αθόρυβα. Ύστερα έβγαλε βιαστικά το μικρό
κλειδί που κουβαλούσε πάντα στην τσέπη του παντελονιού του και άνοιξε το σεκρετέρ με τη μαρκετερί. Σκέφτηκε ότι θα
έπρεπε να παραμείνει απόλυτα συγκεντρωμένος και τίποτα δεν του επέτρεπε να είναι τόσο συγκεντρωμένος όσο η κοκαΐνη.
Τον τελευταίο καιρό σνίφαρε δύο ή τρεις φορές τη μέρα, μόνο και μόνο για να είναι σίγουρος ότι θα απέδιδε το μέγιστο των
δυνατοτήτων του. Άνοιξε το συρτάρι κι ένιωσε την ίδια ανακούφιση που τον κυρίευε κάθε φορά που το έκλεινε. Αναστέναξε
και πήρε το μικρό λευκό πακέτο.
Μερικά λεπτά αργότερα ξεκλείδωσε την πόρτα του γραφείου του, φώναξε τη Μάρσι και στρώθηκε με όρεξη στη δουλειά.
Έπρεπε να πάει στην Ουάσιγκτον για την ψήφιση του προϋπολογισμού. Επίσης τον είχαν καλέσει να μιλήσει στο Εθνικό
Κέντρο Τύπου. Αυτό, σκέφτηκε περήφανα, θα ανέβαζε το πολιτικό του προφίλ σε ένα εντελώς καινούριο επίπεδο. Στα
γεύματα του Κέντρου Τύπου παρακάθονταν πάντα δημοσιογράφοι του εθνικού και διεθνούς Τύπου και το γεγονός ότι θα
στεκόταν στο ίδιο βήμα από το οποίο ο Κάρτερ και ο Ρίγκαν είχαν ανακοινώσει τις υποψηφιότητές τους για την προεδρία
ήταν ο καλύτερος οιωνός για το μέλλον του. Θα έπρεπε να σιγουρευτεί ότι ο Ίνσορ θα του έγραφε έναν εκπληκτικό λόγο.
Αφού έκανε καμιά δεκαριά τηλεφωνήματα και υπέγραψε ένα βουνό από επιστολές, ο Χάρλαν πήγε για φαγητό στη Λέσχη
Τσάταμ με την αίσθηση ότι είχε περάσει ένα υπέροχο παραγωγικό πρωινό. Δυστυχώς η διάθεσή του χάλασε όταν, μπαίνοντας
στη λέσχη, είδε την Ελμ να γευματίζει με εκείνη την αντιπαθητική, τη Φράνσις Χάθαγουεϊ. Χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλη
την ψυχραιμία του για να παραμείνει ήρεμος και να τις χαιρετήσει. Φίλησε την Ελμ στο μάγουλο, πράγμα που εκείνη
δύσκολα θα μπορούσε να του αρνηθεί, κι έφτασε ακόμα και στο σημείο να καθίσει για μερικά λεπτά μαζί τους. Μάλιστα
κάλυψε για λίγο την παλάμη της με τη δική του και ρώτησε για την υγεία της, προτού μετακινηθεί στο τραπέζι που του
κρατούσε πάντα ο μαιτρ.
Χαιρέτησε το δικαστή Γουέδερσπουν και τον Ρίμερ Γκίμπσον, δυο από τους πιο επιφανείς πολίτες της Σαβάνα, και χάρηκε
που είχε κάνει την προσπάθεια να δείξει στους πάντες πως τα πράγματα ανάμεσα σ’ εκείνον και την Ελμ πήγαιναν μια χαρά.
Οι σύζυγοι του δικαστή και του Γκίμπσον, διαβόητες κουτσομπόλες, θα άρχιζαν τώρα να διαδίδουν ότι οι φήμες πως
υπήρχαν προβλήματα στο γάμο των Μακμπράιντ δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα.
Ευτυχώς που πλησίαζε το Κεντάκι Ντέρμπι. Ο Χάρλαν φρόντιζε πάντα να εμφανίζεται στη φημισμένη κούρσα του Κεντάκι
που διεξαγόταν το Μάιο –εκεί έβρισκε πάντα υποστηρικτές με βαθιές τσέπες, ανίκανους να αντισταθούν στη γοητεία του. Και
η Ελμ είχε υποσχεθεί να τον συνοδεύσει φέτος. Όφειλε να της αναγνωρίσει ότι ποτέ δεν αθετούσε το λόγο της. Μπορεί στο
Κεντάκι η Ελμ να συνειδητοποιούσε τι έχανε, σκέφτηκε ο Χάρλαν και χαμογέλασε.
Όταν δάγκωσε την πρώτη μπουκιά από το συνηθισμένο φαγητό του, τηγανητές γαρίδες με πλιγούρι, η διάθεση του Χάρλαν
είχε βελτιωθεί αισθητά. Αναστέναξε με απόλαυση όταν δάγκωσε τη θεσπέσια τραγανή κρούστα και βύθισε τα δόντια του
στην τρυφερή γαρίδα.
Τουλάχιστον εκείνοι οι ανόητοι στην κουζίνα ξέρουν να μαγειρεύουν, σκέφτηκε κι έδωσε νοερά συγχαρητήρια στον μαιτρ.
Και να ψηφίζουν.

18
Το Σίλμπαχ Χίλτον, στο κέντρο του Κεντάκι, της Πολιτείας του ουίσκι και του μπέρμπον, αποτελούσε σημείο αναφοράς της
παλιάς χρυσής εποχής. Στο παλιό, επιβλητικό κτίριο στεγαζόταν από το 1905, οπότε και είχε ανοίξει, το πιο πολυτελές
ξενοδοχείο του Λούισβιλ. Είχε αποτελέσει έμπνευση για τον Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ και την εποχή της ποτοαπαγόρευσης ήταν
πόλος έλξης για μερικές από τις πιο διαβόητες μορφές, όπως τον Λάκι Λουτσιάνο και τον Ντατς Σουλτς. Ο Τζορτζ Ρέμους, ο
βασιλιάς των λαθρεμπόρων του αλκοόλ, είχε δώσει στον Φιτζέραλντ την έμπνευση για να δημιουργήσει το χαρακτήρα του
Τζέι Γκάτσμπι.
Στα χρόνια που είχαν περάσει από την ίδρυσή του, η εκλεπτυσμένη φιλοξενία του Νότου που το χαρακτήριζε είχε τραβήξει
πολλές διάσημες μορφές, ανάμεσά τους οχτώ Προέδρους των Ηνωμένων Πολιτειών και τον ίδιο τον Αλ Καπόνε στις ημέρες
της δόξας του. Εκείνη τη στιγμή, όπως κάθε χρόνο, το ξενοδοχείο έσφυζε από πλούσιους και διάσημους της σύγχρονης
εποχής που αντάλλασσαν χαιρετισμούς ανάμεσα στα έργα τέχνης των αρχών του προηγούμενου αιώνα και στις αντίκες και
που βρίσκονταν εκεί για να παρακολουθήσουν τη μεγαλύτερη ιπποδρομία της χρονιάς, το Κεντάκι Ντέρμπι.
Όμως η Ελμ, καθώς διέσχιζε το φουαγιέ στο πλευρό του Χάρλαν, δεν είχε μάτια για να θαυμάσει τις παλιές δόξες του
ξενοδοχείου. Έβαζε τα δυνατά της να συγκρατήσει τον εκνευρισμό της. Πώς ήταν δυνατόν να μην έχει προσέξει στο
παρελθόν ότι ο Χάρλαν δεν έχανε ευκαιρία να εμπλέξει αγνώστους στις συζητήσεις τους, φτάνει να πίστευε ότι θα
μπορούσαν να του φανούν χρήσιμοι; Τον άφησε να συζητάει στη μέση του φουαγιέ κι εκείνη πλησίασε τη ρεσεψιόν και
χαμογέλασε στη γοητευτική μαύρη ρεσεψιονίστ. «Έχουμε κάνει μια κράτηση στο όνομα Μακμπράιντ. Μια σουίτα με δύο
υπνοδωμάτια».
«Μια στιγμή, κυρία Μακμπράιντ, θα το κοιτάξω». Η νεαρή ρεσεψιονίστ έριξε μια ματιά στην οθόνη του υπολογιστή της και
συνοφρυώθηκε. «Κυρία Μακμπράιντ, βλέπω εδώ ότι έχετε ζητήσει μια σουίτα με ένα μόνο υπνοδωμάτιο, και μάλιστα με
υπέρδιπλο κρεβάτι. Και...»
«Τι πράγμα;» Η Ελμ ακούμπησε την τσάντα και τη λευκή καμπαρντίνα της στον πάγκο της ρεσεψιόν και κοίταξε τον
Χάρλαν που πλησίαζε συζητώντας με δυο νεαρούς άντρες. Η Ελμ, εξαγριωμένη, στράφηκε ξανά στη ρεσεψιονίστ. «Σίγουρα
θα έχει γίνει κάποιο λάθος. Δεν μπορείτε να μας μεταφέρετε σε μια σουίτα με δυο υπνοδωμάτια;»
«Λυπάμαι, κυρία Μακμπράιντ. Δυστυχώς δεν υπάρχουν άλλες σουίτες διαθέσιμες. Είμαστε κλεισμένοι εξαιτίας της
ιπποδρομίας». Η ρεσεψιονίστ χαμογέλασε απολογητικά.
Η Ελμ ανοιγόκλεισε τις γροθιές της. Της ήταν όλο και πιο δύσκολο να κρύψει την οργή της. Θα έπρεπε να βρίσκεται σε
επιφυλακή και να έχει ελέγξει και η ίδια τις κρατήσεις, όμως τις τελευταίες μέρες είχε αρχίσει να νιώθει καλύτερα και είχε
αποφασίσει να δοθεί ολοκληρωτικά στη ζωγραφική ώστε να είναι έτοιμη για την επικείμενη έκθεση.
Ο Χάρλαν έφτασε στη ρεσεψιόν. «Όλα εντάξει, γλυκιά μου;»
«Όχι, καθόλου εντάξει. Απ’ ό,τι φαίνεται, έγινε κάποιο λάθος με την κράτηση».
«Αλήθεια;» Ο Χάρλαν ύψωσε τα φρύδια του και στράφηκε στη ρεσεψιονίστ. «Τι συμβαίνει, Μπέτσι;» ρώτησε έχοντας
διαβάσει φευγαλέα το όνομα της κοπέλας από το ταμπελάκι στο στήθος της και φορώντας το καλύτερό του χαμόγελο.
«Η κυρία Μακμπράιντ, απ’ ό,τι φαίνεται, θέλει μια σουίτα με δύο υπνοδωμάτια, φοβάμαι όμως πως...» Η ρεσεψιονίστ τους
κοίταξε ντροπιασμένη. «Πως δεν υπάρχουν άλλες διαθέσιμες».
«Ω, τι κρίμα. Είμαι σίγουρος ότι είχαμε κλείσει σουίτα με δύο υπνοδωμάτια». Ο Χάρλαν συνοφρυώθηκε και κοίταξε την
Ελμ. Το δυσαρεστημένο, απολογητικό ύφος του την έκανε να θέλει να τον χαστουκίσει. «Λυπάμαι πολύ, γλυκιά μου. Τι θα
κάνουμε;»
«Αυτή τη στιγμή καλύτερα να ανεβούμε στη σουίτα μας», ψιθύρισε εκείνη μέσα από τα δόντια της. «Δε νομίζω πως θα
θέλεις να ακούσουν όλοι εδώ στο φουαγιέ όσα έχω να σου πω».
Ο Χάρλαν χαμογέλασε ανέμελα στην Μπέτσι, ενώ η Ελμ κατευθυνόταν προς τα ασανσέρ, συγκρατώντας με δυσκολία την
οργή της. Θα έφευγε αμέσως, θα έψαχνε να βρει κάποιο μοτέλ, οτιδήποτε, όμως δε θα περνούσε τη νύχτα σε υπέρδιπλο
κρεβάτι με τον Χάρλαν. Συνειδητοποίησε ότι εκείνος τα είχε κανονίσει όλα. Πάτησε το κουμπί του ασανσέρ, νιώθοντας σαν
ανόητη.
«Γλυκιά μου...»
«Κάνε μου τη χάρη να μη με ξαναπείς έτσι. Και, παρεμπιπτόντως, μην μπεις στον κόπο να ζητήσεις να ανεβάσουν τις
αποσκευές μου, αφού θα φύγω».
«Έλα τώρα, Ελμ, ηρέμησε, σε παρακαλώ», ικέτευσε ο Χάρλαν. Έριξε μια βιαστική ματιά γύρω του κι έπιασε την Ελμ από
το μπράτσο. «Ας φανούμε λογικοί».
«Δε βλέπω κανένα λόγο για να φανώ λογική. Κάναμε μια συμφωνία. Εγώ τήρησα τις δικές μου δεσμεύσεις. Εσύ όχι.
Ξεμπέρδεψα».
Οι πόρτες του ασανσέρ άνοιξαν προτού ο Χάρλαν προλάβει να απαντήσει και η Ελμ μπήκε στο θαλαμίσκο. «Ελμ, αυτό
είναι γελοίο», δήλωσε ο Χάρλαν και γέλασε για να διασκεδάσει τις διαμαρτυρίες της. «Είναι μόνο δυο βράδια, για όνομα του
Θεού. Δεν μπορείς να μου κάνεις τουλάχιστον αυτή τη χάρη;»
«Όχι, δεν μπορώ. Πιστεύω ότι εσύ το σχεδίασες ώστε να έρθουν έτσι τα πράγματα. Δεν είχες κλείσει ποτέ σουίτα με δύο
υπνοδωμάτια, σωστά;»
«Στ’ αλήθεια με μισείς, έτσι;» ρώτησε ο Χάρλαν θλιμμένα.
«Όχι, Χάρλαν, σε απεχθάνομαι».
Ο Χάρλαν κοκκίνισε και στα χείλη του σχηματίστηκε ένα χαμόγελο. «Δεν καταλαβαίνω γιατί, στο διάολο, πρέπει να είσαι
τόσο επιθετική απέναντί μου για κάτι τόσο ασήμαντο. Θα κοιμηθώ στον καναπέ αν αυτό σε κάνει να νιώσεις καλύτερα».
«Αν πίστεψες έστω και για μια στιγμή ότι θα συμφωνούσα μ’ αυτή την ύποπτη διευθέτηση, γελάστηκες», συνέχισε η Ελμ.
«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς», ψέλλισε ο Χάρλαν. Το ασανσέρ έφτασε στον όροφό τους και η Ελμ βγήκε.
«Χάρλαν, κάνε μου τη χάρη να κόψεις τις αηδίες», ξέσπασε η Ελμ και σταμάτησε στη μέση του άδειου, φαρδιού,
πολυτελούς διαδρόμου.
Ο Χάρλαν της έριξε μια φαρμακερή ματιά. Σκύλα, σκέφτηκε, καταραμένη σκύλα. Πώς στο καλό είχε μεταμορφωθεί η Ελμ
σε μια τέτοια μέγαιρα; Και γιατί δεν μπορούσε απλά να κάνει αυτό που της έλεγαν; Ο Χάρλαν επιστράτευσε όλη την
αυτοκυριαρχία του για να συγκρατήσει την επιθυμία του να τη χαστουκίσει, να τη σύρει στη σουίτα και να την πετάξει στο
κρεβάτι για να της δώσει ένα μικρό μάθημα σχετικά με το ποιος ήταν το αφεντικό. Χαμογέλασε βεβιασμένα στον γκρουμ που
είχε ανεβεί από το ασανσέρ υπηρεσίας με τις αποσκευές τους και του έδωσε ένα φιλοδώρημα μόλις μπήκαν στο καθιστικό
της άνετης σουίτας τους.
«Θα θέλατε να σας δείξω πώς λειτουργεί το...»
«Όχι, ευχαριστούμε», απάντησαν η Ελμ και ο Χάρλαν με μια φωνή.
Η πόρτα έκλεισε πίσω από τον γκρουμ και η Ελμ έριξε το σακάκι της στον καναπέ. «Χάρλαν, γιατί μπήκες στον κόπο να το
κάνεις αυτό; Ξέρεις πολύ καλά ότι δεν έχω καμιά πρόθεση να ξανακοιμηθώ μαζί σου. Γιατί δεν μπορείς απλά να αποδεχτείς
το γεγονός ότι παίρνουμε διαζύγιο και να συνεχίσουμε τις ζωές μας;»
«Κοίτα, Ελμ, έγινε ένα λάθος, εντάξει; Είτε το πιστεύεις είτε όχι, δε φταίω εγώ. Γιατί λοιπόν δεν προσπαθούμε να
εκμεταλλευτούμε την κατάσταση όσο καλύτερα μπορούμε;» Ο Χάρλαν χαμογέλασε συμφιλιωτικά, γεμάτος αθωότητα. «Έλα
τώρα, Έμι, είναι μόνο δυο νύχτες. Σίγουρα μπορείς να μου κάνεις τη χάρη». Σήκωσε παρακλητικά τα φρύδια και τα χείλη του
πήραν μια θλιμμένη έκφραση. «Σου ορκίζομαι ότι θα κοιμηθώ στον καναπέ και δε θα σε ενοχλήσω».
Η Ελμ γύρισε και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Μήπως η αντίδρασή της ήταν υπερβολική; Τι είχε να φοβηθεί αν ο Χάρλαν
κοιμόταν στον καναπέ κι εκείνη κλείδωνε την πόρτα του υπνοδωματίου;
«Εγώ θα κοιμηθώ εδώ», επέμεινε ο Χάρλαν. Κάθισε στον φαρδύ καναπέ και δοκίμασε τα μαξιλάρια. «Μου φαίνεται αρκετά
άνετος».
«Δεν έχω αποφασίσει ακόμα», δήλωσε η Ελμ εκνευρισμένη ενώ ταυτόχρονα ένιωθε κάπως ανόητη. «Τι ώρα είναι η
δεξίωση στο Μπάρνστεϊμπλ Μπράουν;»
«Γύρω στις οχτώ. Κοίτα, θα σου αφήσω όσο περιθώριο θέλεις για να ετοιμαστείς. Σου ορκίζομαι ότι δε θα σε ενοχλήσω
καθόλου. Όμως, Ελμ, σε παρακαλώ, είναι πολύ σημαντικό», είπε ο Χάρλαν ικετευτικά. Έσκυψε μπροστά και ακούμπησε τις
ενωμένες παλάμες του στα γόνατά του. «Πολλοί από τους υποστηρικτές μου βρίσκονται εδώ. Το ίδιο και αρκετοί άλλοι που η
στήριξή τους θα κάνει μεγάλη διαφορά στην καμπάνια της επανεκλογής μου. Θέλω να με βοηθήσεις να παρουσιάσω μια καλή
εικόνα. Θέλεις να εκλεγώ, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, φυσικά», παραδέχτηκε η Ελμ. Στράφηκε ξανά προς το δωμάτιο και άρχισε να ψάχνει στην τσάντα της για το κινητό
της. «Σου είπα ότι θα σε συνοδεύσω σε κάποιες εκδηλώσεις και θα κρατήσω το λόγο μου», είπε απρόθυμα. «Όμως, αν
διαβείς απόψε το κατώφλι αυτού του δωματίου, θα είναι η τελευταία φορά που σε βοηθάω, Χάρλαν Μακμπράιντ. Είναι
ξεκάθαρο αυτό;»
«Απόλυτα, γλυκιά μου. Να ζητήσουμε τώρα να μας φέρουν λίγη σαμπάνια;»

Ο Τζόνι τριγυρνούσε στην όμορφα διακοσμημένη αίθουσα με ένα ποτήρι στο χέρι, χαιρετούσε γνωστούς του, έβλεπε αστέρες
του σινεμά, διασημότητες, γνωστούς αθλητές και κοσμικούς. Παρακολούθησε με ενδιαφέρον έναν ευτραφή μαύρο σερβιτόρο
να γεμίζει ποτήρια με λικέρ μέντας από ένα ασημένιο σαμοβάρι. Τότε πρόσεξε την επιβλητική σιλουέτα με την κόκκινη
μεταξωτή τουαλέτα και τα διαμαντένια κοσμήματα στην άλλη άκρη της αίθουσας και, συνειδητοποιώντας ότι ήταν η μητέρα
του, κατευθύνθηκε προς τα εκεί.
«Γεια σου, μητέρα, είσαι πανέμορφη απόψε», είπε και φίλησε το μακιγιαρισμένο μάγουλό της.
«Ευχαριστώ, γλυκέ μου, κι εσύ δεν είσαι και τόσο κακός, ομορφούλη». Η Γκρέις κοίταξε με αγάπη το γιο της και χάιδεψε
το μπράτσο του. «Δε θα πιστέψεις ποιον είδα μόλις τώρα. Τον Τομ Κρου... Ω Θεέ μου, βλέπω καλά;» Η Γκρέις κάρφωσε το
βλέμμα της στο βάθος της αίθουσας και χτύπησε το μπράτσο του Τζόνι. «Κοίτα».
Εκείνος ακολούθησε το βλέμμα της μητέρας του μέσα από το λαμπερό πλήθος και, ξαφνικά, η καρδιά του πετάρισε. Ήταν
δυνατόν να είναι στ’ αλήθεια η Ελμ; Φυσικά και ήταν εκείνη. Ο Τζόνι κοίταξε καλύτερα και αναγνώρισε τον γοητευτικό
συνοδό της. Ήταν ο ίδιος που καθόταν δίπλα της, στον καναπέ του ξενοδοχείου Πάλας στο Γκστάαντ. Πάγωσε. Θα ήταν
αδύνατο να ξεχάσει το γλυκερό του χαμόγελο.
«Γλυκέ μου, είδες; Είναι σίγουρα η Ελμ».
«Ναι, μητέρα, αυτή είναι. Μπορούμε τώρα να περάσουμε στη διπλανή αίθουσα, σε παρακαλώ;»
«Μα, καλέ μου, θα ήταν αγένεια να μην της πούμε ένα γεια. Ω, κοίτα, να και ο γερουσιαστής Χάθαγουεϊ. Πρέπει
οπωσδήποτε να τον χαιρετήσω».
«Μητέρα, σε παρακαλώ...»
Όμως η Γκρέις διέσχιζε ήδη το δωμάτιο. «Γερουσιαστά!»
Ο Τζόνι σκέφτηκε ότι αυτό ήταν το τελευταίο που του χρειαζόταν. Τι θα έκανε; Θα της μιλούσε; Θα την απόφευγε;
Παρακολούθησε τη μητέρα του να μιλάει με έναν ψηλό, κομψό τζέντλεμαν με γκρίζα μαλλιά και ύστερα είδε την Ελμ να
τους πλησιάζει και να χαμογελάει στη μητέρα του. Ο Τζόνι αγνόησε το γεγονός ότι η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή και την
κοίταξε εξεταστικά, θαυμάζοντας το πόσο όμορφη ήταν η Ελμ με τη γαλάζια, μεταξωτή τουαλέτα της. Γύρω από το λαιμό
της φορούσε ένα κοντό κολιέ με διαμάντια και διαμαντένια σκουλαρίκια στ’ αυτιά της. Ήταν τόσο όμορφη, κομψή και
διακριτική όσο τη θυμόταν. Ξεροκατάπιε, χωρίς να έχει ακόμα αποφασίσει πώς να αντιδράσει. Ο σύζυγός της είχε
εξαφανιστεί. Άραγε να της έλεγε μια αδιάφορη καλησπέρα ή να ξεγλιστρούσε από την αίθουσα ώστε να μην ερχόταν κανείς
τους σε δύσκολη θέση;
Είχε αποφασίσει να κάνει το δεύτερο, όταν η Ελμ σήκωσε το βλέμμα της. Οι ματιές τους διασταυρώθηκαν και ο χρόνος
σταμάτησε. Ο Τζόνι, ακόμα κι αν το ήθελε, δε θα μπορούσε να κουνηθεί καθώς οι αναμνήσεις τον κατέκλυζαν. Όλα
ξανάρθαν στο μυαλό του. Η γεύση των χειλιών της Ελμ, το άρωμά της, ο τρόπος που έκανε έρωτα, τα βογκητά της όταν
έφτανε σε οργασμό.
Τότε η απόσταση ανάμεσά τους μίκρυνε μεμιάς καθώς εκείνος άρχισε να διασχίζει το πλήθος προς το μέρος της, μέχρι που
βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο, μερικά μόνο εκατοστά ο ένας από τον άλλο, και ο Τζόνι ένιωσε μια απερίγραπτη λαχτάρα
να τη σφίξει στην αγκαλιά του, να πιέσει το στόμα του στο δικό της, να νιώσει την καρδιά της να χτυπάει κοντά στη δική του.
Αντίθετα, άκουσε τον εαυτό του να της μιλάει σαν να μη συνέβαινε τίποτα. «Καλησπέρα».
«Γεια. Δεν ήξερα ότι θα ήσουν εδώ». Η Ελμ χαμογέλασε ντροπαλά. Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά, που
αναρωτήθηκε αν ο Τζόνι μπορούσε να την ακούσει.
«Είναι μια από τις σημαντικότερες ιπποδρομίες της σεζόν», απάντησε εκείνος και χαμογέλασε.
«Ναι, φυσικά, τι ανόητο εκ μέρους μου. Ο... ο Μπλου Λάβεντερ θα τρέξει αύριο;» Η Ελμ κράτησε σφιχτά το βραδινό
τσαντάκι της με τα στρας.
«Ναι. Θα είναι η πρώτη αληθινή δοκιμασία για εκείνον αυτή τη σεζόν. Τρέφω μεγάλες ελπίδες».
«Αλήθεια; Υπέροχα. Ελπίζω να τα πάει καλά». Η Ελμ κοκκίνισε κι έστρεψε το βλέμμα της αλλού. Δάγκωσε τα χείλη της,
προσπάθησε να ανασάνει και να μην του αφήσει το περιθώριο να καταλάβει πόσο την είχε επηρεάσει η παρουσία του.
«Πόσο θα μείν...»
«Ελμ, γλυκιά μου, λυπάμαι που διακόπτω, όμως θα ήθελα να σου γνωρίσω κάποιους κυρίους». Ο Χάρλαν εμφανίστηκε στ’
αριστερά της Ελμ και πέρασε το μπράτσο του κτητικά γύρω από τη μέση της. «Γεια, είμαι ο Χάρλαν Μακμπράιντ, ο σύζυγος
της Ελμ», είπε κι έδωσε το χέρι του στον Τζόνι.
Εκείνος το έσφιξε απρόθυμα. «Πώς είστε;» ρώτησε. Και τότε πρόσεξε τη δυσφορία της Ελμ –στην πραγματικότητα έδειχνε
μάλλον θυμωμένη. Χαιρέτησε με ένα νεύμα, έκανε μεταβολή και απομακρύνθηκε.
Η Ελμ ελευθερώθηκε από τη λαβή του Χάρλαν. «Πώς τόλμησες να με διακόψεις ενώ μιλούσα;» ρώτησε χαμηλόφωνα.
«Πού είναι τέλος πάντων αυτοί στους οποίους θέλεις να με γνωρίσεις;»
«Α, εκεί. Ποιος ήταν αυτός; Δε μου αρέσει να μιλάς κατ’ ιδίαν με άλλους άντρες όταν σε συνοδεύω», είπε ο Χάρλαν και
πέρασε ξανά το μπράτσο του γύρω από τη μέση της Ελμ σαν να ήταν ιδιοκτησία του.
«Κοίτα, είμαι εδώ, σωστά; Δεν αρκεί αυτό; Έχω δικαίωμα να μιλάω με όποιον θέλω».
«Φτάνει να τηρείς τα προσχήματα, μωρό μου». Υπήρχε κάτι παράξενα τρομακτικό στον τρόπο που μιλούσε ο Χάρλαν. Η
Ελμ ένιωσε ένα παγωμένο ρίγος να την τυλίγει σύγκορμη. Μπορεί να έφταιγε η φαντασία της, όμως το ύφος του Χάρλαν
εκείνη τη στιγμή... Γύρισε από την άλλη μεριά. Είχε ανάγκη να πάρει λίγο αέρα, να δει για μια στιγμή την πλάτη του Τζόνι
προτού εξαφανιστεί στη διπλανή αίθουσα. Η οργή της φούντωσε ξανά, διώχνοντας μακριά το φόβο. «Άφησέ με»,
μουρμούρισε ενώ ο Χάρλαν την οδηγούσε ανάμεσα στους κομψούς καλεσμένους. «Αλλιώς θα σε παρατήσω αυτή τη
στιγμή».
Ο Χάρλαν την κοίταξε. Ποτέ δεν είχε ξαναδεί την Ελμ τόσο χλομή. Το θέαμα τον γέμισε ικανοποίηση και κατέβασε το χέρι
του αργά. Χαμογέλασε πλατιά στην Ελμ και τη φίλησε στο μάγουλο προτού εκείνη προλάβει να τον σταματήσει. «Θα σε δω
σε λίγο, γλυκιά μου», είπε αρκετά δυνατά για να τον ακούσουν όσοι βρίσκονταν τριγύρω. «Και δεν πρέπει να αργήσουμε
πολύ, καλή μου, δε θέλω να κουραστείς υπερβολικά».
Η Ελμ έβραζε μέσα της. Έκανε μεταβολή και κατευθύνθηκε προς τον κήπο. Αν έμενε εκεί μέσα άλλο ένα λεπτό, θα
πνιγόταν. Κατευθύνθηκε προς τις ανοιχτές μπαλκονόπορτες και βγήκε στη βεράντα.
Αναρωτήθηκε πού να ήταν ο Τζόνι και τι να είχε σκεφτεί. Σίγουρα ότι θα είχε επιστρέψει στο πλευρό του Χάρλαν. Της
ερχόταν να φωνάξει από απελπισία. Γιατί είχε διαλέξει ο Χάρλαν εκείνη τη στιγμή να εμφανιστεί; Ευχήθηκε να μπορούσε να
εξηγήσει την κατάσταση στον Τζόνι, να του πει ότι η εικόνα του ευτυχισμένου ζευγαριού που έβγαζαν προς τα έξω εκείνη και
ο Χάρλαν δεν ήταν παρά μια φάρσα. Ξαφνικά ήταν για εκείνη τρομερά σημαντικό να του το εξηγήσει αυτό, παρά το ότι,
φυσικά, δε θα άλλαζε τίποτα ανάμεσά τους. Ωστόσο, αν ο Τζόνι πίστευε ότι η Ελμ δεν είχε ποτέ σκοπό να χωρίσει τον
Χάρλαν, σίγουρα θα την απεχθανόταν επειδή θεωρούσε ότι είχε πει ψέματα για να κάνει έρωτα μαζί του. Θα φάνταζε φτηνή
στα μάτια του, γλοιώδης και δεν ήθελε να έχει ο Τζόνι τόσο άσχημη γνώμη για εκείνη.
Η Ελμ ακούμπησε στην κουπαστή, συγκράτησε με κόπο τα δάκρυά της και αναστέναξε όταν θυμήθηκε το συγκλονιστικό
βλέμμα που είχαν ανταλλάξει με τον Τζόνι. Τα μάτια του φωτίζονταν από την ίδια λάμψη όπως όταν έκαναν έρωτα. Η Ελμ
είχε διαισθανθεί την ατμόσφαιρα ανάμεσά τους να φορτίζεται από αισθήματα και θα ορκιζόταν ότι ο Τζόνι, όπως κι εκείνη,
ενδιαφερόταν και δεν είχε καταφέρει να ξεχάσει. Δυστυχώς όμως, σκέφτηκε θλιμμένα, αυτό δεν είχε κρατήσει για πολύ και η
ανεπιθύμητη παρέμβαση του Χάρλαν είχε διαλύσει κάθε πιθανότητα να συμφιλιωθούν.
Η Ελμ ευχήθηκε να είχε στη διάθεσή της περισσότερο χρόνο να εξηγήσει στον Τζόνι την κατάσταση. Ξαφνικά ένιωσε την
ανάγκη να σπάσει κάτι, να ρίξει μια στοίβα πιάτα ή ένα δίσκο γεμάτο με ποτήρια της σαμπάνιας στο γκαζόν –οτιδήποτε,
φτάνει να κατάφερνε να απαλύνει την τρομερή απογοήτευση που την είχε κυριεύσει.

Έφτασαν στο ξενοδοχείο λίγο μετά τη μία και μπήκαν σιωπηλοί στο ασανσέρ για να ανεβούν στη σουίτα τους. Η Ελμ είχε
καταφέρει πια να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία της και δεν ήταν διατεθειμένη να δώσει στον Χάρλαν την ικανοποίηση να τη
δει αναστατωμένη.
«Καληνύχτα», είπε και χαμογέλασε ευγενικά για να κρύψει την οργή που έβραζε μέσα της. «Θέλεις ένα ακόμα μαξιλάρι; Α,
να και μια κουβέρτα». Έδωσε τα πράγματα στον Χάρλαν προσποιούμενη ότι βρισκόταν σε σχετικά καλή διάθεση, ενώ μέσα
της ευχόταν να μπορούσε να του τα φέρει στο κεφάλι.
«Ελμ, είσαι σίγουρη ότι δε θέλεις συντροφιά; Εγώ...»
«Ούτε να το σκέφτεσαι!» Η Ελμ έκλεισε την πόρτα στα μούτρα του Χάρλαν και την κλείδωσε από μέσα. Τον άκουσε να
μουρμουρίζει οργισμένος ενώ ετοιμαζόταν να ξαπλώσει, αλλά δεν του έδωσε σημασία. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί
όταν σκεπάστηκε με τα φρεσκοσιδερωμένα σεντόνια ήταν ο Τζόνι, εκείνη η ξαφνική λάμψη στα φωτεινά, γαλανά μάτια του...
Μήπως ήταν ελπίδα; Η Ελμ ευχήθηκε να ήταν έτσι.
Της ήταν αδύνατο να κοιμηθεί.
Αναρωτήθηκε πού να έμενε ο Τζόνι. Μήπως εκεί, στο Σίλμπαχ; Όχι, μάλλον θα τους φιλοξενούσαν φίλοι της Γκρέις ή θα
έμενε σε κάποιο από τα ιπποφορβεία. Αυτό θα ήταν λογικό, γιατί θα ήθελε να βρίσκεται κοντά στον Μπλου Λάβεντερ το
βράδυ πριν απ’ τον αγώνα. Η Ελμ ακούμπησε το κεφάλι της στο μπράτσο της και αναρωτήθηκε για μια στιγμή αν ο Μπλου
Λάβεντερ είχε στ’ αλήθεια ελπίδες να κερδίσει την ιπποδρομία της επόμενης μέρας. Κυρίως όμως δε σταματούσε να
αναρωτιέται για το τι θα είχε συμβεί αν ο Χάρλαν δεν τους είχε πλησιάσει.
Αφού στριφογύρισε για αρκετές ώρες, η Ελμ κατάφερε τελικά να κοιμηθεί. Όμως τα όνειρά της ήταν ανήσυχα, γεμάτα
παράξενες εικόνες όπου ένας όμορφος, μεσαιωνικός ιππότης με λαμπερά, γαλανά μάτια την ανέβαζε στο καστανό άτι του κι
έφευγε καλπάζοντας σαν τον άνεμο. Δεν ήξερε αν το κίνητρο του ιππότη ήταν το πάθος ή η οργή ούτε αν την οδηγούσε στον
παράδεισο ή στην καταστροφή, όμως στην αγκαλιά του αισθανόταν απόλυτα ασφαλής.
Αν μόνο τα όνειρα έβγαιναν αληθινά.

Δυο ορόφους πιο πάνω, ο Τζόνι κοιταζόταν στον καθρέφτη του μπάνιου του, έξαλλος με τον εαυτό του. «Ανόητε», είπε
δυνατά. «Καταραμένε ανόητε. Σίγουρα δε θέλεις να ξανάρθεις για τον δεύτερο γύρο, Γκράνι;»
Όμως το μυαλό και η καρδιά του μάλλον δε συμφωνούσαν. Θυμόταν το πρόσωπό της Ελμ, το αδύναμο χαμόγελό της και
το ντροπαλό βλέμμα της να συναντάει το δικό του από την άλλη άκρη της αίθουσας. Παρά τις προσπάθειές του να διώξει την
εικόνα της από το μυαλό του, εκείνη επέστρεφε συνέχεια σαν γλυκόλαλη σειρήνα που τον καλούσε στην καταστροφή του. Κι
εκείνος, σαν ανόητος, ήθελε να την ακολουθήσει. Καλωσόριζε την ευκαιρία να ξαναπέσει θύμα της μαγείας της.
Ρουθούνισε αηδιασμένος, έσβησε το φως του μπάνιου, επέστρεψε στο δωμάτιο και ξάπλωσε στο κρεβάτι του με τα
ανακατεμένα σεντόνια. Έριξε το ένα μαξιλάρι στο πάτωμα, στρίμωξε το άλλο πίσω από το κεφάλι του και ορκίστηκε να
πάψει να σκέφτεται την Ελμ. Έπρεπε να συγκεντρωθεί στην ιπποδρομία της επόμενης μέρας, στις πιθανότητες του Λάβεντερ
να τρέξει τόσο γρήγορα στον τελευταίο γύρο ώστε να νικήσει. Υπενθύμισε στον εαυτό του ξανά και ξανά ότι αυτό ήταν το
μόνο που τον ενδιέφερε πραγματικά.
Όμως τα ολοζώντανα αισθησιακά όνειρα που τον βασάνιζαν στον ύπνο του μαρτυρούσαν άλλα.

19
«Καλέ μου, πρέπει να είναι η υπηρεσία δωματίου», είπε σιγανά η Γκρέις ενώ διέσχιζε το μεγάλο καθιστικό της σουίτας με τα
τρία υπνοδωμάτια. Η μπεζ μεταξωτή ρόμπα της θρόιζε ενώ περπατούσε.
«Θα ανοίξω εγώ, μητέρα», είπε ο Τζόνι, που φορούσε ακόμα τη ρόμπα και τις πιτζάμες του. Άνοιξε την πόρτα και
παραμέρισε για να περάσει ο σερβιτόρος με το τρόλεϊ που περιείχε το πρωινό. Περίμενε ανυπόμονα μέχρι να ετοιμάσει το
τραπέζι ο νεαρός και ύστερα τον φιλοδώρησε.
Η Γκρέις χασμουρήθηκε διακριτικά. «Παραέχω μεγαλώσει γι’ αυτές τις δεξιώσεις που κρατάνε μέχρι αργά», σχολίασε και
κάθισε στο τραπέζι απέναντι στον Τζόνι. «Ο Λίαμ κοιμάται ακόμα. Εσύ κοιμήθηκες καλά, γλυκέ μου;» Είχε την αίσθηση ότι
ο Τζόνι έδειχνε κάπως κουρασμένος, σαν να μην είχε κοιμηθεί καλά. Πιθανότατα ανησυχούσε για τον Μπλου. Ανασήκωσε το
σκέπασμα από το πιάτο της και αναστέναξε. «Ένα αληθινό πρωινό απ’ αυτά που προσφέρουν στο Νότο». Χαμογέλασε
νοσταλγικά. «Μου είναι αδύνατο να αντικρίσω ένα τέτοιο πιάτο χωρίς να θυμηθώ τον πατέρα σου. Λάτρευε τα πρωινά που
έφτιαχναν στο Νότο. Κάθε φορά που ερχόμαστε στο Ντέρμπι μέναμε στο Σίλμπαχ για να μπορεί να απολαμβάνει ένα τέτοιο
πιάτο τη μέρα της ιπποδρομίας. Το θυμάσαι;» Η Γκρέις αναστέναξε και προσπάθησε να μη σκέφτεται εκείνη την τρομερή
μέρα που είχε πεθάνει ο σύζυγός της.
«Το θυμάμαι, μητέρα», είπε ο Τζόνι κοφτά.
«Δεν υπάρχει λόγος να είσαι κακοδιάθετος», σχολίασε η Γκρέις αυστηρά. «Έχω το δικαίωμα να έχω κι εγώ τις αναμνήσεις
μου», είπε ρουφώντας τη μύτη της.
«Λυπάμαι, μητέρα, φυσικά και το έχεις». Ο Τζόνι χαμογέλασε. «Κι έχεις δίκιο, εκείνες οι εποχές ήταν πολύ ευτυχισμένες.
Θυμάσαι τη χρονιά που ο Σιάτλ Σλου είχε κερδίσει τον Τριπλ Κράουν;»
«Φυσικά. Ο πατέρας σου είχε γίνει έξαλλος που είχε χάσει, όμως το ίδιο ίσχυε και για όλους τους υπόλοιπους ιδιοκτήτες.
Παρ’ όλα αυτά ήταν εκπληκτική νίκη. Τι άλογο. Πόσα μου θύμισες».
«Είναι ακόμα ένας από τους καλύτερους επιβήτορες που υπάρχουν», σχολίασε ο Τζόνι και πήρε ένα κουλουράκι.
«Και η συνάντηση με το γερουσιαστή Χάθαγουεϊ μου θύμισε τον παλιό καιρό. Είχαμε συναντηθεί για τελευταία φορά λίγο
μετά το θάνατο του πατέρα σου».
«Μμ», είπε αδιάφορα ο Τζόνι και δάγκωσε το κουλουράκι.
«Παρεμπιπτόντως, βρήκες χτες το βράδυ την ευκαιρία να μιλήσεις με την Ελμ; Τη βρήκα πανέμορφη», είπε η Γκρέις και
κοίταξε τον Τζόνι με την άκρη του ματιού της, ενώ άλειφε βούτυρο στη φρυγανιά της.
«Ναι, για πολύ λίγο», απάντησε εκείνος κοφτά και γέμισε ένα μεγάλο φλιτζάνι με σκέτο καφέ.
«Παραξενεύτηκα που την είδα να συνοδεύει το σύζυγό της», συνέχισε η Γκρέις. «Θέλω να πω ότι είναι παράξενο που
ήρθαν μαζί αφού πρόκειται να πάρουν διαζύγιο, έτσι δεν είναι;» Η Γκρέις δεν πρόσθεσε ότι η Λουίζ, η φίλη της από τη
Σαβάνα, την είχε πληροφορήσει ότι σύμφωνα με τα κουτσομπολιά η Ελμ περνούσε τον περισσότερο χρόνο της στην
οικογενειακή φυτεία των Χάθαγουεϊ.
Η Γκρέις αναστέναξε ξανά. Το πρωινό πάντα της ξυπνούσε αναμνήσεις, όμως η αντίδραση του γιου της είχε κεντρίσει την
περιέργειά της. «Βρήκατε την ευκαιρία να πείτε τα νέα σας;»
«Όχι. Ύστερα από λίγο εμφανίστηκε ο σύζυγός της», απάντησε ο Τζόνι κοφτά.
«Α! Κατάλαβα. Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις τι συμβαίνει στους γάμους που γίνονται για πολιτικές σκοπιμότητες, δε
συμφωνείς; Γίνονται τόσα πολλά για να κρατηθούν τα προσχήματα».
«Μητέρα, η Ελμ έχει επιστρέψει στη Σαβάνα και ζει με το σύζυγό της», είπε ο Τζόνι με νόημα. «Γι’ αυτό σταμάτα σε
παρακαλώ να παριστάνεις την προξενήτρα. Εγώ και η Ελμ έχουμε τελειώσει».
«Α, κατάλαβα. Λυπάμαι πολύ. Απλά έτυχε να ακούσω κάτι διαφορετικό, αυτό είναι όλο».
«Τι εννοείς;» Ο Τζόνι σήκωσε το βλέμμα του και συνοφρυώθηκε.
«Τίποτα απολύτως». Η Γκρέις έστρεψε με απόγνωση το βλέμμα της στο ταβάνι. «Θα δεις σήμερα το πρωί τον Μπλου;»
«Φυσικά και θα δω σήμερα το πρωί τον Μπλου, μητέρα. Μάλιστα θα έπρεπε να ήμουν ήδη εκεί».
«Μου φαίνεται ότι σηκώθηκες στραβά σήμερα το πρωί, έτσι δεν είναι;»
«Μητέρα, όσο παράξενο κι αν σου φαίνεται, ανησυχώ για τον αγώνα. Φυσικό είναι, δε νομίζεις;» Ο Τζόνι ήπιε ακόμα λίγο
καφέ.
«Φυσικά, γλυκέ μου. Απλά μην παίρνεις αυτό το κυνικό βρετανικό ύφος όταν μου μιλάς, δεν το αντέχω», είπε η Γκρέις,
όμως ήξερε το γιο της και ήξερε ότι κάτι άλλο τον απασχολούσε. Συνήθως ήταν εκνευριστικά ήρεμος πριν από μια
ιπποδρομία.
Η πόρτα του τρίτου υπνοδωματίου άνοιξε κι εμφανίστηκε ο Λίαμ, που έδενε το κορδόνι της κασμιρένιας ρόμπας του.
«Καλημέρα. Ήρθαν οι εφημερίδες;»
«Εκεί είναι». Η Γκρέις έδειξε μια στοίβα εφημερίδες στο τραπεζάκι μπροστά στο τζάκι. «Όμως, καλέ μου, σε παρακαλώ,
όχι στο πρωινό. Θυμήσου, ο πατέρας σου πάντα έλεγε ότι το πρωινό που παίρνουμε όλοι μαζί είναι ιερό. Και είχε δίκιο».
Ο Λίαμ κοίταξε θλιμμένα τις εφημερίδες και ύστερα κάθισε με τον Τζόνι και τη μητέρα του στο τραπέζι. «Μαντέψτε ποια
συνάντησα χτες το βράδυ», είπε και σήκωσε το φλιτζάνι του για να του βάλει καφέ η Γκρέις.
«Μη μου πεις», είπε ο Τζόνι εκνευρισμένος. «Την Ελμ Χάθαγουεϊ».
«Ναι. Πώς το ξέρεις; Μητέρα, του το είπες εσύ;» Ο Λίαμ άπλωσε το χέρι του να πάρει τη μαρμελάδα.
«Μόνο την Ελμ είδατε χτες το βράδυ;» ρώτησε ο Τζόνι θυμωμένα. «Θα πρέπει να υπήρχαν εκατοντάδες γνωστοί σας στη
δεξίωση, πώς γίνεται λοιπόν να μιλάμε συνέχεια για εκείνη;»
«Λυπάμαι». Ο Λίαμ έριξε μια βιαστική ματιά στη μητέρα του κι εκείνη ύψωσε τα φρύδια της.
«Εγώ ντύνομαι και πάω στο Τσέρτσιλ Ντάουνς». Ο Τζόνι τελείωσε τον καφέ του, δίπλωσε την πετσέτα του και σηκώθηκε.
«Θα έρθεις;» ρώτησε τον αδερφό του.
«Φυσικά».
«Εντάξει». Ο Τζόνι κοίταξε το ρολόι του. «Τότε θα σε δω σε είκοσι λεπτά. Πάω να κάνω ντους και να ξυριστώ».
«Μύγα τον τσίμπησε;» ρώτησε ο Λίαμ όταν η πόρτα έκλεισε πίσω από τον αδερφό του.
«Δεν ξέρω, καλέ μου. Μάλλον τον πονάει ακόμα το δόντι του για την Ελμ, αλλά δε θέλει να το παραδεχτεί». Η Γκρέις
αναστέναξε. «Μακάρι να ήξερα τι συμβαίνει. Ξέρεις, είναι παράξενο που βρίσκεται εδώ με το σύζυγό της. Κάποια φίλη από
τη Σαβάνα μου είπε ότι δε ζουν πια μαζί».
«Α. Το είπες αυτό στον Τζόνι;»
«Όχι ακριβώς».
«Γιατί;» Ο Λίαμ κοίταξε έκπληκτος τη μητέρα του πάνω από το καλαθάκι με το ψωμί.
«Σκέφτηκα ότι η κατάσταση είναι ιδιαίτερα περίπλοκη και θα ήταν καλύτερο να μην μπλεχτεί περισσότερο». Η Γκρέις
αναστέναξε ξανά. «Κρίμα φυσικά, μια τόσο γοητευτική κοπέλα, που ταιριάζει τόσο με τον Τζόνι. Όμως όταν κάποια
πράγματα δεν είναι γραφτό να γίνουν, τότε καλύτερα να μην τα ανακατεύεις, όπως έλεγε και ο πατέρας σου..
«Πιθανόν να έχεις δίκιο», είπε ο Λίαμ σκεφτικός.
«Αυτό που είναι γραφτό να γείνει θα γίνει. Ξέρεις, que sera sera, όλα εξαρτώνται από τη μοίρα και το πεπρωμένο».
«Αρχίσαμε πάλι», μουρμούρισε ο Λίαμ και πήρε τον καφέ του.
«Φταίνε οι αναμνήσεις, γλυκέ μου. Αυτό το μέρος είναι γεμάτο από δαύτες. Σχεδόν περιμένω να δω τον πατέρα σου να
προβάλλει από εκείνη την πόρτα».
«Έλα τώρα, μητέρα, μη μελαγχολείς».
«Όχι», είπε η Γκρέις ζωηρά και πρόσεξε το νοσταλγικό βλέμμα που προσπαθούσε να κρύψει ο γιος της. «Άντε τώρα να
ετοιμαστείς και να συνοδεύσεις τον αδερφό σου, γιατί εγώ έχω ραντεβού στο κομμωτήριο. Θα σας δω και τους δύο αργότερα
στους αγώνες».

Τα ποσοστά για τον Λάβεντερ ήταν πέντε προς ένα όταν η Ελμ στοιχημάτισε υπέρ του. Ο Χάρλαν, όπως το περίμενε,
στοιχημάτισε υπέρ ενός αλόγου που ονομαζόταν συμπτωματικά Χάρλαν’ς Χόλιντεϊ και ο γερουσιαστής, που δεν
αγωνίζονταν δικά του άλογα εκείνη τη χρονιά αλλά απολάμβανε τις ιπποδρομίες, δεν είχε στοιχηματίσει πουθενά.
«Πού είναι ο Χάρλαν;» ρώτησε ο γερουσιαστής την Ελμ μόλις κάθισε δίπλα του στο θεωρείο που ανήκε στον Γουόκερ
Τέρενς, έναν από τους παλαιότερους φίλους του γερουσιαστή και ονομαστό εκτροφέα αλόγων στο Κεντάκι.
«Ω, τριγυρίζει και μιλάει με διάφορους –ως συνήθως».
«Έμι, αυτό υποτίθεται ότι πρέπει να κάνει». Ο γερουσιαστής συνοφρυώθηκε, ανήσυχος που η Ελμ δεν έδειχνε καμία
διάθεση να συμφιλιωθεί με τον άντρα της. Ήλπιζε ειλικρινά ότι εκείνη κι ο Χάρλαν θα ξεπερνούσαν σύντομα τον μικρό
σκόπελο στο γάμο τους. Η κατάσταση γινόταν ιδιαίτερα επικίνδυνη, όμως τίποτα απ’ όσα είχε πει μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν
είχε επηρεάσει στο ελάχιστο την Ελμ. Αυτό ήταν πολύ ασυνήθιστο –η κόρη του ήταν πάντα τόσο υπάκουη. Όταν θα
επέστρεφαν στο σπίτι θα έπρεπε να κάνει μια σοβαρή συζήτηση μαζί της σχετικά με τις ευθύνες της.
Ο γερουσιαστής αντάλλαξε χειραψίες με κάποιους φίλους του ενώ η Ελμ χαμογελούσε και συζητούσε χωρίς τα μάτια της
να αφήνουν ούτε στιγμή το στίβο. Σκεφτόταν ότι ο Τζόνι θα ήταν με τον Μπλου Λάβεντερ στους στάβλους. Συνειδητοποίησε
θλιμμένα πόσο παράξενο ήταν να ξέρει ότι εκείνη η μέρα ήταν μια από τις σημαντικότερες στη ζωή του Τζόνι και η ίδια να μη
βρίσκεται στο πλευρό του. Όμως κάθε πιθανότητα γι’ αυτό είχε χαθεί ύστερα από την αγενή παρέμβαση του Χάρλαν. Εκείνη
κι ο Τζόνι είχαν τελειώσει και, παρά τη στιγμιαία συναισθηματική επαφή τους το προηγούμενο βράδυ, η απότομη αναχώρησή
του μαρτυρούσε με τον καλύτερο τρόπο τα συναισθήματά του.
«Ω, τι ευχάριστη έκπληξη». Η Ελμ γύρισε και είδε την Γκρέις να μπαίνει στο θεωρείο. Φορούσε ιβουάρ μεταξωτό φόρεμα
κι ένα εξωφρενικό καπέλο διακοσμημένο με φτερά στρουθοκαμήλου. Πίσω της ακολουθούσε ο Λίαμ. «Γεια σου, Γκρέις.
Είμαι τόσο ενθουσιασμένη για τον Τζόνι. Θα πρέπει να είναι μια πολύ σημαντική μέρα για όλους σας».
Η Γκρέις κοίταξε την Ελμ από την κορφή ως τα νύχια. Θαύμασε το διάφανο καπέλο της με το πλατύ γείσο και το σι-θρου
μπεζ σακάκι που κάλυπτε το κομψό λευκό φόρεμά της. Η Ελμ φορούσε ένα μαργαριταρένιο κοντό κολιέ, ασορτί
σκουλαρίκια και διακριτικά γυαλιά ηλίου κάποιου επώνυμου σχεδιαστή. Τέλεια εμφάνιση, απόλυτα ταιριαστή με το χώρο,
σκέφτηκε με θαυμασμό. «Πες μου, καλή μου, συμμετέχουν φέτος άλογα του πατέρα σου;»
«Όχι». Η Ελμ κούνησε το κεφάλι της αρνητικά και φίλησε τον Λίαμ, που της έσφιξε φιλικά το χέρι. Ο Λίαμ Γκράνι απέπνεε
καλοσύνη και σταθερότητα, και η Ελμ συνειδητοποίησε ότι της γεννούσε μια αίσθηση ζεστασιάς και ασφάλειας, παρά τα
απαξιωτικά σχόλια της Τζοκόντα. Μπορεί να μιλούσε κάπως περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε για δουλειές, όμως μπορούσε
να βασιστεί κανείς πάνω του.
«Υπάρχουν έντονες διαφωνίες αναφορικά με την αξία των αλόγων ηλικίας τριών ετών που συμμετέχουν στον φετινό
αγώνα», είπε ο Λίαμ. «Ας ελπίσουμε ότι ο Μπλου Λάβεντερ θα τρέξει καλά. Ο Τζόνι τον προπονεί πολύ σκληρά. Το άλογο
είναι σε εξαιρετική φόρμα, ο Ο’ Κόνορ εμπειρότατος εκπαιδευτής και ο αναβάτης του έχει εκπληκτικό χέρι».
«Το ελπίζω κι εγώ», συμφώνησε η Ελμ με πάθος. Για κάποιο λόγο η επιτυχία του Μπλου είχε αποκτήσει πολύ μεγάλη
σημασία για εκείνη. Ήταν ενθουσιασμένη και ξεχείλιζε από ένταση, λες και το άλογο ήταν δικό της. Παρά τη λαχτάρα της να
μάθει την απάντηση, συγκρατήθηκε και δε ρώτησε πού ήταν ο Τζόνι κι αν σκόπευε να καθίσει μαζί τους στο θεωρείο.
Αντίθετα, έστρεψε το βλέμμα της στα άλογα που είχαν αρχίσει να μπαίνουν στον αγωνιστικό χώρο.
«Να ο Μπλου Λάβεντερ», αναφώνησε ο Λίαμ. «Φαίνεται μια χαρά. Μένουν ακόμα δέκα λεπτά», πρόσθεσε αφού κοίταξε το
ρολόι του. «Έλα, ρίξε μια ματιά με τα κιάλια μου».
Η Ελμ έφερε τα κιάλια στα μάτια της και παρακολούθησε το άλογο του Τζόνι. Δεν ήξερε πολλά από άλογα, αρκούσε όμως
να δει το λαμπερό τρίχωμα και τις τέλειες αναλογίες του Λάβεντερ για να καταλάβει ότι ήταν ένα τέλειο δείγμα της ράτσας
του. Δίπλα του προχωρούσε ο Χάρλαν’ς Χόλιντεϊ.
Τα άλογα πήραν αργά τις θέσεις τους στην αφετηρία και το πλήθος σώπασε, γεμάτο προσμονή. Η Ελμ, που στεκόταν στο
μπροστινό μέρος του θεωρείου δίπλα στον Λίαμ, δεν αντιλήφθηκε τον Τζόνι που μπήκε αθόρυβα από την πίσω πλευρά.
Προχώρησε προς τα μπροστά, χωρίς να πάρει στιγμή τα μάτια του από τον Μπλου. Το άλογο βρισκόταν στη δέκατη έβδομη
θέση εκκίνησης, πράγμα που σήμαινε ότι θα είχε τη δυνατότητα να κάνει γρήγορη κούρσα, ταυτόχρονα όμως θα έπρεπε να
αντιμετωπίσει και μεγάλο συνωστισμό. Ο Τζόνι μόρφασε. Ο Τζιμ Χάρλι, ο αναβάτης του, θα έπρεπε να ανοίξει δρόμο μέσα
από έναν γεμάτο στίβο. Η στιγμή στην οποία είχε επενδύσει τόσα είχε φτάσει τελικά κι ανησυχούσε τρομερά μήπως κάτι
πήγαινε στραβά.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ο πυροβολισμός από το όπλο του αφέτη. Το πλήθος άρχισε να επευφημεί και τα δύο πιο
συγκλονιστικά λεπτά των ιπποδρομιών ξεκίνησαν. Τα δάχτυλα του Τζόνι σφίχτηκαν γύρω από την κουπαστή και τα άλογα
όρμησαν για να πλασαριστούν. Ο Μπλου έφυγε μπροστά κι ένα πλήθος από άλογα όρμησαν να πλασαριστούν σε καλή θέση.
Ο Λάβεντερ υποχώρησε στην ένατη θέση, ενώ ο Χάρλαν’ς Χόλιντεϊ προηγούνταν, οδηγώντας την κούρσα με εκπληκτική
ταχύτητα στον πρώτο γύρο.
«Έλα», ψιθύρισε ο Τζόνι. Έσφιξε τις γροθιές του και η έξαψή του κορυφώθηκε όταν ο Μπλου πέρασε ένα άλογο και
ύστερα ένα δεύτερο. Όταν ο Ράιαν Κένεντι, πάνω στον Πικ οφ δε Μανθ, πλησίασε σε απόσταση αναπνοής τον Χάρλαν’ς
Χόλιντεϊ, ο Χάρλι πίεσε τον Μπλου περνώντας από ένα άνοιγμα πλάτους ενάμισι μέτρου από τα κάγκελα. Το πλήθος
ζητωκραύγαζε όταν ο Μπλου βρέθηκε ξαφνικά μπροστά κι έφτασε τον Χάρλαν’ς Χόλιντεϊ καθώς τα άλογα περνούσαν
καλπάζοντας μπροστά από τις εξέδρες. Τότε ο Μπλου βρέθηκε στην ευθεία.
Ο Τζόνι, με τα νύχια βυθισμένα στις παλάμες του, παρακολουθούσε με αγωνία. Ανησυχούσε ότι ο Χάρλαν’ς Χόλιντεϊ θα
επιτάχυνε σε βαθμό αυτοκτονίας το ρυθμό του και ότι ο Χάρλι θα ξεγελιόταν και θα αποφάσιζε να τον μιμηθεί. Αποτελούσε
γενική αρχή στις ιπποδρομίες ότι κανένα άλογο δεν μπορούσε να διατηρήσει το ρυθμό του για περισσότερα από εξακόσια
μέτρα και ο Μπλου, έχοντας ακόμα πάνω από οκτακόσια μέτρα να διανύσει, έδειχνε να έχει αναπτύξει ήδη όλη του την
ταχύτητα –ήταν απίστευτα γρήγορος. Ευτυχώς ο Χάρλι αντιλήφθηκε την πιθανή παγίδα και διατήρησε τη θέση του. Κάρφωσε
το βλέμμα του στα καπούλια του Χάρλαν’ς Χόλιντεϊ, περιμένοντας να τον δει να κουράζεται. Πράγματι, στο τέλος της
ευθείας ο Χάρλαν’ς Χόλιντεϊ ελάττωσε την ταχύτητά του. Ο Μπλου τον έφτασε και τον προσπέρασε, δίπλα του όμως
βρέθηκαν δυο ακόμα άλογα που είχαν ξεκινήσει την τελική τους προσπάθεια. Μέσα σε μια στιγμή υπήρχαν δύο άλογα που
οδηγούσαν την κούρσα, ο Μπλου και ο Πικ οφ δε Μανθ, που κάλπαζαν δίπλα δίπλα.
«Απίστευτο, νομίζω ότι μπορεί και να τα καταφέρει», μουρμούρισε ο Λίαμ με τα κιάλια του στραμμένα στον Μπλου
Λάβεντερ που είχε αρχίσει να ξεφεύγει από τον Πικ οφ δε Μανθ, του οποίου ο ρυθμός είχε πέσει.
«Το ελπίζω, πρέπει να τα καταφέρει», φώναξε η Ελμ ενθουσιασμένη, κάνοντας τον Τζόνι να πάρει τα μάτια του από τον
Μπλου για ένα πολύτιμο δευτερόλεπτο. Ώστε λοιπόν ήταν εκεί. Όμως δεν υπήρχε χρόνος για εικασίες. Το πλήθος άφησε
ξανά ένα επιφώνημα θαυμασμού και ο Μπλου Λάβεντερ, έχοντας ήδη τρέξει με απίστευτη ταχύτητα στο μεγαλύτερο μέρος
της κούρσας, επιτάχυνε στην τελική ευθεία λες και μόλις είχε ξεκινήσει από την αφετηρία. Ο Τζόνι συγκράτησε μια κραυγή
και κράτησε την ανάσα του. Ξαφνικά ευχήθηκε να βρισκόταν εκεί ο πατέρας του, για να θαυμάσει το υπέροχο άλογο, το
αποτέλεσμα του χρόνου και της αγάπης που είχε επενδύσει, να κάνει μια τόσο εκπληκτική κούρσα. Ο Τζόνι κρατήθηκε
σφιχτά από τα κάγκελα και η καρδιά του άρχισε να χτυπάει σαν τρελή όταν ο Μπλου βρέθηκε μπροστά από τον Πικ οφ δε
Μανθ.
Μια κραυγή ξέφυγε από τα χείλη του Τζόνι όταν ο Λάβεντερ πέρασε τη γραμμή του τερματισμού πέντε ολόκληρα μέτρα
μπροστά από τον Πικ οφ δε Μανθ, σε μια νίκη που θα έμενε θρυλική.
«Τα κατάφερες!» φώναξε ο Λίαμ και χτύπησε στον ώμο τον αδερφό του. «Τα κατάφερες, αδερφέ».
Ο Τζόνι σηκώθηκε έκπληκτος. Κοίταξε τον Μπλου, ανίκανος να πιστέψει ότι το άλογό του, το δημιούργημά του, είχε
νικήσει πραγματικά στο Κεντάκι Ντέρμπι –και ταυτόχρονα είχε πετύχει καινούριο ρεκόρ στον αγώνα. Η αντοχή, οι
ικανότητες και η καρδιά του Μπλου είχαν κάνει το θαύμα.
«Τζόνι, είναι υπέροχο, συγχαρητήρια». Η Ελμ στράφηκε προς το μέρος του, με τα μάτια της βουρκωμένα.
«Ευχαριστώ». Σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου, ο Τζόνι άνοιξε τα μπράτσα του και την αγκάλιασε.
«Τι κούρσα!» αναφώνησε ο γερουσιαστής. «Αυτό θα βάλει τέρμα σε όλες τις συζητήσεις για τα άλογα ηλικίας τριών ετών».
Χτύπησε τον ώμο του Τζόνι και του έδωσε συγχαρητήρια, ενώ κι άλλοι μαζεύτηκαν γύρω του θέλοντας να του εκφράσουν το
θαυμασμό τους.
«Πήγαινε πάρε το κύπελλό σου, Γκράνι», φώναξε ο Γουόκερ Τέρενς γελώντας τρανταχτά. «Υπέροχο θέαμα –τι εκπληκτική
επίδειξη ταχύτητας! Απλά υπέροχο. Έχω χρόνια να δω τέτοια κούρσα στο Κεντάκι Ντέρμπι». Ο ροδομάγουλος,
ασπρομάλλης βετεράνος έσφιξε το χέρι του Τζόνι ενθουσιασμένος. «Πήγαινε τώρα στο βάθρο των νικητών, νεαρέ, και
φρόντισε το υπέροχο άλογό σου να πάρει τα τριαντάφυλλά του».
Ο Τζόνι χαμογέλασε ακούγοντας γεμάτος ευγνωμοσύνη τα κομπλιμέντα και κατευθύνθηκε κάπως ζαλισμένος προς την
έξοδο του θεωρείου. Τότε, ξαφνικά, σταμάτησε, γύρισε και κοίταξε την Ελμ.
Άπλωσε αυθόρμητα το χέρι του και έπιασε το δικό της.
«Έλα».
Το πρόσωπό της άστραψε από ένα φωτεινό χαμόγελο. «Θα το ήθελα πολύ».
«Τότε πάμε. Τα λέμε εκεί, Λίαμ», φώναξε ο Τζόνι πίσω του και, κρατώντας το χέρι της Ελμ, βγήκε από το θεωρείο.
Ο Χάρλαν δε φαινόταν πουθενά. Η Ελμ ήξερε ότι στην πραγματικότητα δεν ενδιαφερόταν για την ιπποδρομία, απλά ήθελε
να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία ώστε να κάνει μια εμφάνιση και να συναντήσει πιθανούς υποστηρικτές για την προεκλογική
του εκστρατεία. Όμως εκείνη τη στιγμή η Ελμ δε νοιαζόταν για το τι μπορεί να σκεφτόταν ο Χάρλαν όταν θα την έβλεπε με
τον Τζόνι^ είχε κυριευτεί από ενθουσιασμό, από την ένταση της στιγμής, την ευτυχία που της προκαλούσε η γνώση ότι ο
Τζόνι είχε πετύχει το στόχο του με τρόπο τόσο θεαματικό.
Μερικές στιγμές αργότερα τους οδήγησαν μπροστά στο βάθρο των νικητών. Ο Ο’ Κόνορ και ο Χάρλι στέκονταν περήφανα
δίπλα στον Μπλου και τον χάιδευαν, ενώ έριχναν στη ράχη του την περίφημη κουβέρτα από λευκά τριαντάφυλλα που
δικαιούνταν το άλογο που νικούσε. Ακολούθησαν κι άλλα συγχαρητήρια, χειραψίες και δηλώσεις θαυμασμού.
Τότε ήρθε η στιγμή για τα τρόπαια. Η Ελμ στάθηκε περήφανα στο πλευρό του Τζόνι ενώ εκφωνούνταν οι λόγοι και ο Ο’
Κόνορ σήκωσε θριαμβευτικά το μεγάλο ασημένιο κύπελλο για να το δει το πλήθος. Ύστερα το έδωσε στον Τζόνι που,
κρατώντας το με σεβασμό, πλησίασε τον Λάβεντερ και το σήκωσε μπροστά στα φωτεινά μάτια του αλόγου για να μοιραστεί
κι εκείνο το θρίαμβό τους. Έμεινε για λίγο βουβός από συγκίνηση και ύστερα γύρισε, ύψωσε το κύπελλο στον ουρανό και
απόλαυσε τις έντονες επευφημίες του πλήθους.
Η Ελμ ένιωσε έναν κόμπο να της φράζει το λαιμό. Ήξερε πόσο σημαντική ήταν εκείνη η στιγμή για τον Τζόνι.
Συνειδητοποίησε ότι βρίσκονταν μόλις στην αρχή της αγωνιστικής σεζόν. Θα ακολουθούσαν ακόμα το Μπελμόντ και το
Άσκοτ. Ήταν πολύ πιθανό ο Μπλου να στεφόταν πρωταθλητής της σεζόν.
Μισή ώρα αργότερα, ο Τζόνι κατάφερε να ξεφύγει από το ενθουσιώδες πλήθος και να πάρει παράμερα την Ελμ.
«Κοίτα, Ελμ», είπε βιαστικά. «Ξέρω ότι πιθανόν να μην έχουμε την ευκαιρία να τα πούμε απόψε όμως...να, πρέπει να σου
μιλήσω».
Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν ξανά και η Ελμ δεν υποκρίθηκε ότι δεν είχε καταλάβει τι εννοούσε.
«Έχεις δίκιο. Πρέπει να μιλήσουμε», ψιθύρισε.
«Τι θα έλεγες τότε να φάμε μαζί αύριο το μεσημέρι; Είσαι ελεύθερη; Θα μπορέσεις να τα καταφέρεις;» Τα μάτια του Τζόνι
καρφώθηκαν στα δικά της με καινούρια ένταση.
«Ναι, θα το ήθελα πολύ».
«Τι λες για το Όουκ Ρουμ στη μία;»
«Θα είμαι εκεί».
«Υπέροχα». Ο Τζόνι έσφιξε τις παλάμες της ανάμεσα στις δικές του και ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό του. Ύστερα
έφερε τα δάχτυλά της στα χείλη του και τα φίλησε όσο πιο απαλά μπορούσε. «Τώρα πρέπει να φύγω. Θα σε δω αργότερα.
Μπορείς να επιστρέψεις μόνη σου στο θεωρείο;»
«Κανένα πρόβλημα. Πήγαινε τώρα». Η Ελμ παρακολούθησε τον Τζόνι να κατευθύνεται προς τον Ο’ Κόνορ που μαζί με τον
Κένεντι και τους υπόλοιπους οδηγούσαν θριαμβευτικά τον Μπλου στους στάβλους.
Η Ελμ αναστέναξε κι έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια της πίσω από τα μαύρα γυαλιά της. Ξαφνικά ο κόσμος γύρω της
χάθηκε και βρέθηκε ξανά στο σαλέ του Τζόνι στις Άλπεις, ευτυχισμένη στην αγκαλιά του. Νοιαζόταν για εκείνη. Παρά τους
βασανιστικούς μήνες στη διάρκεια των οποίων προσπαθούσε απεγνωσμένα να πείσει τον εαυτό της ότι η γνωριμία της με τον
Τζόνι ήταν απλά ένα επιπόλαιο φλερτ, η μοίρα τούς είχε ενώσει ξανά. Παρά τον θλιβερό χωρισμό τους στο Γκστάαντ, η έλξη
ανάμεσά τους ήταν τόσο ισχυρή, που κανένας από τους δύο δεν είχε καταφέρει να αντισταθεί.
Η Ελμ άνοιξε ξανά τα μάτια της και συνειδητοποίησε ότι θα έπρεπε να επιστρέψει στο θεωρείο, ότι ο Χάρλαν θα την
έψαχνε. Όμως ούτε καν αυτή η σκέψη δεν είχε τη δύναμη να μειώσει στο ελάχιστο τον ενθουσιασμό της. Εκείνη η μέρα ήταν
τέλεια. Ανυπομονούσε να συναντήσει τον Τζόνι για φαγητό την επομένη. Ο Χάρλαν θα έπαιρνε το πρωί το αεροπλάνο για την
Ουάσιγκτον, κι έτσι δε θα μπλεκόταν στα πόδια τους.
«Τι θα έλεγες να γυρίσουμε και να δούμε αν θα καταφέρουμε να βρούμε τους άλλους;»
Η φωνή του Λίαμ έκανε την Ελμ να τιναχτεί. Γύρισε και τον κοίταξε.
«Ω! Δεν είχα αντιληφθεί ότι ήσουν ακόμα εδώ», αναφώνησε όταν τον είδε να στέκεται δίπλα της και να βάζει το
πρόγραμμα των ιπποδρομιών αντί για σκίαστρο στα μάτια του για να προστατευτεί από τον ήλιο.
«Ο Μπλου τα κατάφερε εξαιρετικά σήμερα το απόγευμα», σχολίασε ο Λίαμ. «Είχες στοιχηματίσει σ’ αυτόν;»
«Φυσικά». Η Ελμ γέλασε. Είχε μήνες να νιώσει τόσο ανέμελη κι ευτυχισμένη. «Εσύ;»
«Ναι. Πάμε να εισπράξουμε τα κέρδη μας».
«Καλή ιδέα».
Η Ελμ κοίταξε μελαγχολικά προς την κατεύθυνση των στάβλων κι ευχήθηκε να μπορούσε να συμμετάσχει στο θρίαμβο
του Μπλου μέχρι το τέλος. Ύστερα αναστέναξε, έπιασε τον Λίαμ αγκαζέ και κατευθύνθηκαν μαζί προς τα ταμεία.

Η ιπποδρομία είχε τελειώσει όταν ο Χάρλαν επέστρεψε βιαστικός στο θεωρείο. Όχι ότι τον ένοιαζε. Οι ιπποδρομίες δεν τον
ενδιέφεραν καθόλου και είχε προτιμήσει να αξιοποιήσει το χρόνο του μιλώντας με υποψήφιους χρηματοδότες. Εξάλλου είχε
συναντήσει την Μπο Ντέρεκ –η γυναίκα είχε εκπληκτικό στήθος. Παρά το ότι είχε περάσει τα σαράντα πέντε, ήταν απίστευτα
όμορφη. Με λίγη τύχη θα του τηλεφωνούσε στον αριθμό που της είχε δώσει στα κρυφά.
Ο Χάρλαν αναστέναξε και θυμήθηκε ότι ήθελε να βγάλει μερικές φωτογραφίες με την Ελμ για τις εφημερίδες της Τζόρτζια.
Μπήκε στο θεωρείο, άκουσε τις ενθουσιώδεις συζητήσεις και έμαθε ότι ο Μπλου Λάβεντερ είχε κερδίσει την κούρσα.
Αναρωτήθηκε πού ήταν η Ελμ και κοίταξε γύρω του στο θεωρείο. Ύστερα πήγε στην μπροστινή πλευρά και κοίταξε προς το
βάθρο των νικητών. Και συνοφρυώθηκε. Τι στο καλό έκανε η Ελμ εκεί;
«Πώς και βρέθηκε η Ελμ στο βάθρο των νικητών;» ρώτησε το γερουσιαστή.
«Ω, κατέβηκε με τον Τζόνι Γκράνι, τον ιδιοκτήτη του αλόγου».
«Κατάλαβα». Ο Χάρλαν μισόκλεισε τα μάτια. «Μπορώ να δανειστώ τα κιάλια σας;»
«Φυσικά». Ο γερουσιαστής ξεκρέμασε τα κιάλια από το λαιμό του και τα έδωσε στον Χάρλαν. «Προλαβαίνεις ακόμα να
δεις τον Μπλου Λάβεντερ. Εκπληκτικός αγώνας. Ένα από τα καλύτερα Ντέρμπι που έχω παρακολουθήσει», πρόσθεσε.
«Ευχαριστώ». Ο Χάρλαν πήρε τα κιάλια και εστίασε στην Ελμ. Να πάρει. Θα έπρεπε να βρισκόταν κι εκείνος εκεί κάτω. Θα
μπορούσαν να βγάλουν μερικές καταπληκτικές φωτογραφίες για τα περιοδικά. Τώρα η Ελμ θα φιγουράριζε δίπλα στον
Γκράνι. Ρύθμισε τους φακούς για να δει καλύτερα. Εκείνος ο τύπος δίπλα στην Ελμ δεν ήταν ο ίδιος με αυτόν που την είχε
δει να μιλάει το προηγούμενο βράδυ; Μισόκλεισε τα μάτια. Θυμήθηκε τα Χριστούγεννα. Με την οικογένειά του δεν τα είχε
περάσει η Ελμ; Τι στο καλό συνέβαινε; Ποτέ δεν του είχε περάσει από το μυαλό το ενδεχόμενο να έχει η Ελμ κάποια
εξωσυζυγική περιπέτεια. Ξαφνικά όμως είχε αρχίσει να αναρωτιέται.
Χαμήλωσε τα κιάλια και κοίταξε το στίβο σκεφτικός. Ίσως γι’ αυτό η Ελμ απόφευγε να κοιμηθεί μαζί του. Ήταν πολύ
απασχολημένη με το να ξενοκοιμάται με άλλους. Πράγμα που σήμαινε πως ήταν πολύ πιθανόν να σκόπευε πραγματικά να
πάρει διαζύγιο εντέλει. Ανατρίχιασε ολόκληρος κι αμέσως μετά ένιωσε την οργή του να φουντώνει. Η άπιστη σκύλα με την
υποκριτική συμπεριφορά της τον είχε κάνει να εκλιπαρεί τη συγνώμη της τη στιγμή που πιθανότατα ξενοκοιμόταν. Ο Χάρλαν
ξανασήκωσε βιαστικά τα κιάλια και τα έστρεψε στον Ιρλανδό. Όμορφος άντρας. Κι εκείνος δίπλα του δεν ήταν ο Λίαμ
Γκράνι, ο βιομήχανος που είχε επισκεφθεί στο Πίτσμπουργκ, εκείνος που του είχε υποσχεθεί ότι θα σκεφτόταν το ενδεχόμενο
να συνεισφέρει οικονομικά στην προεκλογική του εκστρατεία;
Ο Χάρλαν ανασήκωσε τους ώμους του, αποφασισμένος να απαλλαγεί από τον εκνευρισμό που του προκαλούσαν όλα αυτά.
Μπορεί να έδινε περισσότερη σημασία απ’ ό,τι θα έπρεπε. Το γεγονός ότι η Ελμ στεκόταν δίπλα στον Γκράνι δε σήμαινε
τίποτα. Εξάλλου μπορούσε ακόμα να στρέψει την κατάσταση προς όφελός του, έτσι δεν ήταν; Κι αν η Ελμ ήθελε πραγματικά
να χωρίσουν, γιατί όχι; Το μόνο που ήθελε από εκείνη ήταν να μείνει μαζί του μέχρι να κερδίσει τις εκλογές, μέχρι να
βεβαιωθεί ότι ο γερουσιαστής θα στεκόταν ακόμα στο πλευρό του και ύστερα μπορούσε να πάει στον αγύριστο. Στην
πραγματικότητα, όσο πιο γρήγορα τόσο το καλύτερο.
Τότε δίστασε και συνειδητοποίησε απρόθυμα την πραγματικότητα. Τα πράγματα ήταν πολύ πιο περίπλοκα. Δε θα ήταν
καθόλου καλό για την εικόνα του να τον εγκαταλείψει η Ελμ αμέσως μετά τις εκλογές για κάποιον αριστοκράτη. Σκέφτηκε
ότι αυτό δεν το είχε υπολογίσει. Ο κόσμος θα πίστευε ότι είχε εξαπατηθεί. Θα έπρεπε να σκεφτεί σοβαρά αν μπορούσε να
επιτρέψει κάτι τέτοιο.
Η Ελμ χάθηκε από το οπτικό του πεδίο. Να πάρει, καλύτερα να πήγαινε να προσπαθήσει να τη βρει αν ήθελε να βγάλουν
μερικές φωτογραφίες. Πάντα υπήρχαν διαθέσιμοι φωτογράφοι που περίμεναν γεμάτοι ευγνωμοσύνη να τραβήξουν μερικές
πόζες. Έδωσε τα κιάλια πίσω στον πεθερό του, χαμογέλασε στους υπόλοιπους θεατές και βγήκε από το θεωρείο για να βρει
τη γυναίκα του, ενοχλημένος που αναγκαζόταν να μπει στον κόπο.
Τότε μια σκέψη τον έκανε να σταματήσει στο διάδρομο. Ευχήθηκε ο Τάιλερ Μπροκ να μην είχε παρακολουθήσει την
κούρσα και να μην είχε δει την Ελμ να στέκεται στο βάθρο των νικητών, στο πλευρό κάποιου άλλου. Ο Μπροκ τον πίεζε
υπερβολικά να φροντίσει να μη χάσει τον Χάθαγουεϊ από πεθερό του. Φυσικά αυτό δεν ήταν δουλειά του Μπροκ, ωστόσο η
σκέψη ότι θα δυσφορούσε δεν άρεσε καθόλου στον Χάρλαν. Τελικά, μακροπρόθεσμα, πιθανόν να μην αποτελούσε λύση ένα
διακριτικό διαζύγιο με την Ελμ.
Ο Χάρλαν αποφάσισε ότι θα έπρεπε να σκεφτεί το θέμα σοβαρά. Διακυβεύονταν πάρα πολλά για να αφήσει οτιδήποτε στην
τύχη. Όμως ποια μπορεί να ήταν η λύση;

20
Ο Τζόνι μπήκε αργά στο Όουκ Ρουμ. Οι φίνες, σκαλισμένες στο χέρι κολόνες με τις λεοντοκεφαλές και τα περίτεχνα
μπρούντζινα πολύφωτα θύμιζαν στον επισκέπτη ότι κάποτε ήταν μια από τις καλύτερες αίθουσες μπιλιάρδου για κυρίους. Ο
Τζόνι δεν ήξερε ακριβώς τι θα έλεγε στην Ελμ, όμως όταν ο μαιτρ τον οδήγησε σε μια από τις απομονωμένες τοξωτές εσοχές
στον τοίχο –ό,τι καλύτερο για μια συζήτηση που ο Τζόνι πίστευε ότι θα αποδεικνυόταν πολύ σημαντική– κατάλαβε ότι θα
έπρεπε να της πει την αλήθεια: ότι του ήταν τρομερά δύσκολο να ζήσει χωρίς εκείνη.
Κάθισε με το πρόσωπο στραμμένο προς την τραπεζαρία, ενώ οι σκέψεις του ταξίδευαν στη νύχτα της δεξίωσης. Θα
ορκιζόταν ότι στο βλέμμα της Ελμ όταν την είχε δει στην άλλη άκρη της αίθουσας είχε διακρίνει την ίδια λαχτάρα που
βασάνιζε κι εκείνον. Όμως τα φαινόμενα απατούν. Σκέφτηκε ανήσυχος ότι πολλές φορές οι διαθέσεις της καρδιάς αλλάζουν
στο φως της μέρας. Όμως πάλι η Ελμ είχε δεχτεί αυθόρμητα να τον συνοδεύσει στο βάθρο των νικητών, χειροκροτούσε με
πάθος και τα μάτια της έλαμπαν, λες κι ο Μπλου Λάβεντερ ήταν για εκείνη τόσο σημαντικός όσο και για τον ίδιο.
Ο Τζόνι κοίταξε αφηρημένα το μενού. Συνειδητοποίησε απρόθυμα ότι θα έπρεπε να το διακινδυνεύσει. Δεν τον
ευχαριστούσε καθόλου το ενδεχόμενο να πληγωθεί –ιδιαίτερα αφού είχε περάσει τα περισσότερα από τα τελευταία
δεκατέσσερα χρόνια υψώνοντας γύρω του τείχη για να αποφύγει ακριβώς αυτό το πράγμα. Ταυτόχρονα όμως
συνειδητοποίησε τι κινδύνευε να χάσει. Κοίταξε το ρολόι του. Ήταν ένα λεπτό πριν τη μία.
Δε χρειάστηκε να περιμένει πολύ.
Η Ελμ διάβηκε το κατώφλι του Όουκ Ρουμ στη μία και τρία λεπτά ακριβώς. Φορούσε ένα πανέμορφο ταγέρ σε απαλό ροζ
χρώμα και μια μεταξωτή μπλούζα που ακόμα και ο Τζόνι κατάλαβε ότι ήταν Σανέλ. Σηκώθηκε αμέσως όταν είδε την Ελμ να
πλησιάζει. Οι κινήσεις του ψηλού, λυγερού κορμιού της ήταν γεμάτες χάρη. Όταν στάθηκε δίπλα στο τραπέζι, ο Τζόνι έφερε
την παλάμη της στα χείλη του και προσπάθησε να μη φαντάζεται τα δάχτυλά του να ταξιδεύουν στην απαλή, μεταξένια
επιδερμίδα της.
Ξερόβηξε και θαύμασε για μια ακόμα φορά την απίστευτη ομορφιά της. «Σ’ ευχαριστώ που ήρθες», είπε, ενώ ο μαιτρ
τραβούσε την καρέκλα για να καθίσει η Ελμ.
Ένα μπουκάλι σαμπάνια περίμενε σε μια σκαλιστή παγωνιέρα δίπλα στο τραπέζι. Ο σερβιτόρος έβγαλε το φελλό και γέμισε
τα ποτήρια τους. Η Ελμ χαμογέλασε ελαφρά. Ήταν τόσο νευρική, τόσο αγχωμένη μετά την έξαψη της προηγούμενης μέρας.
Είχε περάσει το βράδυ σε αναμμένα κάρβουνα, γνωρίζοντας ότι ήθελε να δει τον Τζόνι περισσότερο από οτιδήποτε άλλο
μπορούσε να θυμηθεί στη ζωή της. Η ανυπομονησία δεν της είχε επιτρέψει να κοιμηθεί.
Τώρα που βρισκόταν επιτέλους μαζί του, δυσκολευόταν να πιστέψει ότι ήταν τόσο φυσικό, τόσο απόλυτα σωστό να
κάθεται με ένα ποτήρι σαμπάνια απέναντί του και να πίνει στην υγειά του Μπλου σαν να μην είχαν περάσει τους τελευταίους
μήνες χωρίς να ανταλλάξουν ούτε ένα τηλεφώνημα. Σχεδόν σαν να ήταν ζευγάρι, σκέφτηκε και ξαφνικά κυριεύτηκε από
νευρικότητα όταν αναλογίστηκε τις πιθανές επιπτώσεις. Τους είχαν χωρίσει οι περιστάσεις, όμως ήταν ξανά μαζί και
συνέχιζαν τη συνηθισμένη τους ζωή.
Ο Τζόνι καθόταν απέναντί της σιωπηλός. Την παρακολουθούσε κι απολάμβανε την κάθε γνώριμη κίνησή της: τον τρόπο
που άγγιζε τα μαλλιά της, το χαμόγελό της, τα μεγάλα, σκούρα καστανά μάτια της με τις χρυσαφιές πιτσιλιές που έλαμπαν
τόσο έντονα και τόσο αποκαλυπτικά. Δεν υπήρχε λόγος να μιλήσει, να της πει πόσο απολάμβανε απλά και μόνο το γεγονός
ότι ήταν μαζί της, γιατί αρκούσε να την κοιτάξει για να καταλάβει ότι κι εκείνη ένιωθε το ίδιο ακριβώς. Απολάμβανε την
παρουσία του, αναπλήρωνε τους μοναχικούς μήνες που είχαν περάσει χωριστά. Ήταν σαν να αποδέχονταν ήρεμα όλα όσα
σήμαιναν ο ένας για τον άλλο. Δεν υπήρχε λόγος για δικαιολογίες ούτε για θλίψη.
Ούτε και για προσχήματα.
Όταν η παλάμη του Τζόνι κινήθηκε προς το μέρος της πάνω από το τραπέζι, η Ελμ άφησε τα δάχτυλά της να γλιστρήσουν
μέσα στα δικά του κι ένας μικρός αναστεναγμός ξέφυγε από τα χείλη της. Για μερικές στιγμές απέμειναν έτσι, με τις παλάμες
ενωμένες πάνω από το καλοστρωμένο τραπέζι, απολαμβάνοντας το ξανασμίξιμό τους.
«Ξέρω ότι φέρθηκα πολύ ανόητα τη μέρα που χωρίσαμε», ψιθύρισε ο Τζόνι τελικά. «Ελμ, μπορείς να με συγχωρήσεις;»
«Και οι δυο φερθήκαμε ανόητα», απάντησε εκείνη σιγανά, απολαμβάνοντας την αίσθηση των δαχτύλων του που χάιδευαν
τα δικά της. «Θα έπρεπε να σου είχα μιλήσει για την άφιξη του Χάρλαν».
«Μπορείς να με κατηγορήσεις επειδή ζήλεψα λίγο;» ρώτησε ο Τζόνι και χαμογέλασε ντροπαλά.
«Μόνο λίγο;» ρώτησε η Ελμ κι ένα γλυκό χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της.
«Δε μου αρέσει καθόλου που το ομολογώ, αλλά ακόμα ζηλεύω», παραδέχτηκε ο Τζόνι κι έσφιξε τα δάχτυλα της Ελμ λίγο
πιο δυνατά. «Μου είναι δύσκολο να σκέφτομαι ότι είσαι με κάποιον άλλο, Ελμ».
«Γιατί είσαι τόσο σίγουρος ότι υπάρχει κάποιος άλλος;»
«Τι άλλο να συμπεράνω;» Ο Τζόνι τραβήχτηκε, όμως η Ελμ συνέχισε να του κρατάει το χέρι. Τα μάτια της παρέμειναν
καρφωμένα στα δικά του.
«Ξέρεις, μερικές φορές τα φαινόμενα απατούν».
«Τι εννοείς;» Ο Τζόνι συνοφρυώθηκε απορημένος.
«Να, δεν είναι τα πάντα όπως φαίνονται. Κάποιες φορές μπορείς να οδηγηθείς σε λάθος συμπεράσματα».
«Μια στιγμή για να καταλάβω». Ο Τζόνι έσκυψε μπροστά. «Μου λες ότι εσύ και ο σύζυγός σου δεν είστε πια μαζί; Αυτό
είναι παράλογο. Θέλω να πω, μείνατε ακόμα και στην ίδια σουίτα». Ο Τζόνι ενοχλήθηκε κάπως. Μήπως η Ελμ προσπαθούσε
να τον κοροϊδέψει;
«Αυτό δεν ήταν δική μου επιλογή», απάντησε εκείνη. Ο τόνος της φωνής της είχε σκληρύνει. «Έτσι κι αλλιώς, δεν έχει
σημασία». Κοίταξε τον Τζόνι στα μάτια. «Αυτό που θέλω να πω, αν με αφήσεις να ολοκληρώσω, είναι ότι εξακολουθώ να
παίρνω διαζύγιο από τον Χάρλαν. Τίποτα δεν έχει αλλάξει».
«Τότε γιατί αφήνεις τον κόσμο να πιστεύει ότι ο γάμος σας δεν έχει απολύτως κανένα πρόβλημα; Λυπάμαι, αλλά
δυσκολεύομαι να σε καταλάβω».
«Το θέμα είναι πολιτικό, όπως συνήθως». Η Ελμ αναστέναξε. «Ο πατέρας μου με θερμοπαρακάλεσε να συνοδεύσω τον
Χάρλαν σε κάποιες δημόσιες εμφανίσεις. Ένα διαζύγιο αυτή τη στιγμή μπορεί να του κόστιζε την επανεκλογή του και,
ειλικρινά, παρ’ όλο που δε θέλω να παραμείνω παντρεμένη μαζί του, δε θέλω ούτε το κακό του».
«Δηλαδή, δε ζείτε μαζί;» Ο Τζόνι έσφιξε πιο δυνατά τα δάχτυλά της, σαν να ήθελε να της δείξει πόσο είχε ανάγκη να
ακούσει τη σωστή απάντηση. Ύστερα χαλάρωσε τη λαβή του εξίσου ξαφνικά, ώστε να μην προδοθεί υπερβολικά.
«Ζω μόνη μου στο Ολιάντερ Κρικ», απάντησε η Ελμ. «Σίγουρα δε θα έχεις και τόσο καλή γνώμη για μένα αν πιστεύεις ότι
θα μπορούσα αμέσως μετά την αγκαλιά σου να επιστρέψω κατευθείαν στην αγκαλιά του συζύγου μου», πρόσθεσε.
«Κοίτα, λυπάμαι». Ο Τζόνι άφησε το χέρι της, πέρασε τα δάχτυλα μέσα από τα μαλλιά του και άδειασε με μια γουλιά τη
σαμπάνια του. «Δε μου αρέσει που το λέω, Ελμ, αλλά αυτό ακριβώς είχα σκεφτεί».
«Το καταλαβαίνω. Προς στιγμήν με είχε στενοχωρήσει πολύ. Πίστευα... δηλαδή ήλπιζα... ότι παρ’ όλο που περάσαμε τόσο
λίγο καιρό μαζί, θα με ήξερες καλύτερα».
«Touchι». Ο Τζόνι έκανε νόημα στο σερβιτόρο που ξαναγέμισε αμέσως τα ποτήρια τους. Ύψωσε το δικό του και
χαμογέλασε απολογητικά. «Στην υγειά σου, αγάπη μου. Θα πρέπει να συγχωρήσεις την ανοησία μου και την άξεστη
συμπεριφορά μου. Μάλλον φταίει το ότι ζω μόνος μου υπερβολικά πολύ καιρό και έχω γίνει μισάνθρωπος».
«Τζόνι, δεν είσαι άξεστος, ούτε μισάνθρωπος, απλά σου είναι δύσκολο να εμπιστευτείς τους άλλους».
«Χμ». Ο Τζόνι ένευσε στιγμιαία. «Ίσως και να έχεις δίκιο», παραδέχτηκε με έκπληξη. «Ελμ, ξέρω ότι για όλα φταίω εγώ,
όμως –και σταμάτησέ με αν κάνω λάθος– νομίζω ότι παρ’ όλο που έχουμε και οι δυο πολλά να ξεπεράσουμε από το
παρελθόν μας, τρέφουμε τα ίδια συναισθήματα ο ένας για τον άλλο». Ο Τζόνι έκανε μια παύση, έκλεισε τα μάτια του για μια
στιγμή και ύστερα συνέχισε. «Όταν σε είδα το βράδυ στη δεξίωση στο Μπάρνστεϊμπλ Μπράουν... Δυσκολεύομαι να το
περιγράψω με λέξεις, όμως ήξερα ότι σε χρειαζόμουν κοντά μου, ότι είχα ανάγκη να σε γνωρίσω κανονικά, χωρίς τείχη
ανάμεσά μας. Σε θέλω δίπλα μου όταν ξυπνάω το πρωί. Θέλω να βλέπω τη λάμψη στα μάτια σου, όχι να τη φαντάζομαι.
Προσπάθησα σκληρά να σε ξεχάσω...»
«Πω, πω, ευχαριστώ», ψιθύρισε η Ελμ και χαμογέλασε.
Ο Τζόνι γέλασε. Η αντίδραση της Ελμ τον έκανε να χαίρεται, ταυτόχρονα όμως τον γέμιζε απόγνωση. Ένα κομμάτι του
εαυτού του ήθελε να την ικετεύσει να τον ακολουθήσει και να συνεχίσουν αυτό που είχαν αφήσει στη μέση στις Άλπεις.
Όμως η λογική του έλεγε ότι είχαν ξεπεράσει αυτό το στάδιο. Δίστασε. Αναρωτήθηκε αν ήθελε αληθινά αυτό το...
συναισθηματικό μπλέξιμο. Αν ήθελε το μυαλό του να κυριαρχείται από την καρδιά του. Όμως μπροστά στη σκέψη ότι θα
μπορούσε να σηκωθεί από το τραπέζι χωρίς να έχει αποσπάσει από την Ελμ κάποιου είδους δέσμευση –την υπόσχεση ότι θα
την ξανάβλεπε σύντομα– κάθε άλλος κίνδυνος ωχριούσε.
«Θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Ξέρω ότι μπορεί να μην είναι εύκολο και δε θέλω να μου απαντήσεις αμέσως...» –ο Τζόνι έκανε
μια παύση κι αναρωτήθηκε αν αυτό που ετοιμαζόταν να ρωτήσει θα ακουγόταν τρελό– «...όμως θα ήθελα να το σκεφτείς».
«Εντάξει», είπε η Ελμ και περίμενε να συνεχίσει ο Τζόνι. Φοβόταν ότι μπορεί να μην το έκανε, φοβόταν αυτό που
ενδεχομένως θα της ζητούσε. Η στιγμή ήταν πολύ σημαντική για να συνεχίσουν να κρατάνε τα προσχήματα ή για να
αρνηθούν την έντονη έλξη και το πάθος που υπήρχαν ανάμεσά τους. Η ανάγκη του ενός για τον άλλο, παρά τις όποιες
δυσκολίες θα συνεπαγόταν μια σχέση ανάμεσά τους, γέμιζε την ατμόσφαιρα με μια ένταση που κανείς από τους δυο τους δε
θα ήθελε να χαθεί.
«Καταλαβαίνω ότι μπορεί να είναι κάπως πρόωρο», είπε ο Τζόνι αργά, με τα μάτια καρφωμένα στα δικά της. «Θα σκεφτείς
όμως την πιθανότητα να περάσεις λίγο χρόνο μαζί μου στο Γκράνι;» Ο Τζόνι έγειρε πίσω ενώ η Ελμ τράβηξε το χέρι της από
το δικό του και ίσιωσε το κορμί της.
«Εννοείς να μείνω μαζί σου στο κάστρο σου στην Ιρλανδία;» ρώτησε έκπληκτη.
«Ακριβώς». Ο Τζόνι ένευσε καταφατικά. Το βλέμμα του ξεχείλιζε από ένταση. «Θέλω να έρθεις στο Γκράνι, να δεις πού
ζω, να καταλάβεις πώς είναι η ζωή μου».
«Θα... θα πρέπει να το σκεφτώ. Αυτή την εποχή έχω τόσα πολλά να κάνω. Πρέπει να προετοιμαστώ για την έκθεση στη
Φλωρεντία, δεν έχω αρκετούς πίνακες έτοιμους. Ύστερα θα πρέπει να ασχοληθώ με την αποστολή τους, με το πώς θα
κρεμαστούν...»
«Όμως η έκθεση θα γίνει το φθινόπωρο, σωστά;»
«Ναι».
«Τότε, γιατί ανησυχείς; Έχεις άφθονο χρόνο στη διάθεσή σου».
«Το ξέρω, αλλά έχω και την αποκατάσταση των κήπων. Δεν ξέρω αν...» Η Ελμ ήξερε ότι έλεγε ανοησίες. Αυτό που την
τρόμαζε ήταν η ξαφνική τροπή που έπαιρνε η σχέση τους, όποια κι αν ήταν αυτή. Ο Τζόνι της ζητούσε να μοιραστεί για
κάποιο διάστημα το σπίτι του, το μέρος που θεωρούσε ιερό.
Ήξερε από ένστικτο ότι αυτό ήταν κάτι που δεν είχε ζητήσει ποτέ από καμιά άλλη γυναίκα. Ήταν σίγουρη πως, με εξαίρεση
τη σύζυγό του, δεν είχε προσφέρει ποτέ σε κάποια άλλη την πιθανότητα μιας δέσμευσης. Η καρδιά της αναπήδησε στο
στήθος της. Ένα κομμάτι του εαυτού της λαχταρούσε να δεχτεί εκείνη τη στιγμή. Όμως πώς θα μπορούσε να το κάνει;
Στο κάτω κάτω ακόμα δεν ήταν καν χωρισμένη. Ήθελε πραγματικά να ξεκινήσει μια σχέση όταν άρχιζε μόλις να στέκεται
στα πόδια της; Όταν μόλις είχε αρχίσει να εμπιστεύεται τον καινούριο της εαυτό; Και, το σημαντικότερο, θα μπορούσε να
αντέξει τον πόνο και τη θλίψη αν όλα κατέρρεαν για μια ακόμα φορά; Ξεροκατάπιε. Το στόμα της ξαφνικά είχε στεγνώσει.
Ήξερε ότι θα έπρεπε να το σκεφτεί. Θα ήταν τρελό να δεχτεί, όμως ο πειρασμός ήταν μεγάλος. «Θα πρέπει να το σκεφτώ»,
είπε αδύναμα.
«Το ξέρω. Δε βιάζομαι. Ωστόσο, αν αργήσεις πολύ να αποφασίσεις, μπορεί κάποιο πρωί να εμφανιστώ στο κατώφλι σου
στο Ολιάντερ Κρικ», είπε ο Τζόνι και η Ελμ είδε τα μάτια του να φωτίζονται από τη σκανδαλιάρικη λάμψη που θυμόταν τόσο
καλά.
Γέλασε σιγανά και κούνησε το κεφάλι της. «Θα ήθελα πολύ να έρθεις στο Ολιάντερ, αλλά όχι τώρα. Η ζωή μου είναι πολύ
μπερδεμένη αυτή την εποχή με τις εκλογές και το διαζύγιο».
«Απλά αστειευόμουν. Ίσως δεν έπρεπε να σου προτείνω να έρθεις στην Ιρλανδία».
«Όχι», έσπευσε να τον διαβεβαιώσει η Ελμ, βλέποντάς τον να οχυρώνεται πίσω από τα αδιαπέραστα τείχη της αμφιβολίας.
«Σου υπόσχομαι ότι θα το σκεφτώ. Η ιδέα μου αρέσει πολύ. Απλά... απλά...» Κοίταξε τον Τζόνι σαν να τον ικέτευε να
καταλάβει χωρίς να χρειάζεται να του εξηγήσει.
«Φυσικά». Ο Τζόνι χαμογέλασε, πήρε ξανά στα χέρια του τα δάχτυλά της και τα χάιδεψε τρυφερά. «Καμία πίεση, Ελμ.
Μου φαίνεται ότι έχεις πιεστεί αρκετά για ολόκληρη τη ζωή σου κι ότι η πίεση είναι αυτό που σε τρομάζει περισσότερο. Θέλω
να είσαι ανέμελη κι ευτυχισμένη, όχι να κουβαλάς ένα βάρος στους ώμους σου. Και τώρα», μουρμούρισε ο Τζόνι παίρνοντας
τον κατάλογο και χαμογελώντας για να εκτονώσει την ένταση, «τι θα έλεγες να παραγγείλουμε λίγο κοτόπουλο γεμιστό με το
χοιρομέρι του συνταγματάρχη Νιούσομ; Έχω ακούσει ότι είναι νοστιμότατο. Λένε ότι αν σου δοθεί ποτέ η ευκαιρία να φας
μόνο ένα γεύμα στο Λούισβιλ, θα πρέπει να το κάνεις στο Όουκ Ρουμ. Ας δούμε αν έχουν δίκιο», είπε χαρωπά.
Η Ελμ του ανταπέδωσε το χαμόγελο. Ένιωσε ευγνωμοσύνη που την καταλάβαινε και που της έδινε το χρόνο και την άνεση
να αποφασίσει.
Συνειδητοποίησε μελαγχολικά ότι ήταν η πρώτη φορά στη ζωή της που κάποιος άντρας δεν προσπαθούσε να πάρει μια
απόφαση για λογαριασμό της.

Τις ώρες και τις μέρες που ακολούθησαν, η Ελμ σκεφτόταν συχνά εκείνο το γεύμα. Όταν η πτήση της προσγειώθηκε στο
αεροδρόμιο της Σαβάνα μέσα σε καταρρακτώδη βροχή κι εκείνη πήρε το αυτοκίνητό της και κατευθύνθηκε προς το Ολιάντερ
Κρικ, στο μυαλό της στριφογυρνούσαν όλα όσα είχαν συζητήσει με τον Τζόνι.
Η Ιρλανδία. Από τη στιγμή που ο Τζόνι την είχε καλέσει, η καρδιά και το μυαλό της είχαν μαγευτεί, λες κι ο Τζόνι είχε
ανάψει κάποιο δυνατό φως που την είχε βοηθήσει να ανακαλύψει πόσο πολύ λαχταρούσε μυστικά να μπει στον κόσμο του.
Ήθελε να δει το σπίτι του, να τον δει στο Γκράνι, να διαπιστώσει αν ταίριαζε κι εκείνη εκεί. Σχεδόν το μόνο που έκανε ήταν
να ξαναζεί την κάθε στιγμή της συνάντησής τους, να απολαμβάνει την ανάμνηση κάθε μικρής χειρονομίας και τον τρόπο με
τον οποίο την είχε αγκαλιάσει ο Τζόνι όταν είχαν χωρίσει τελικά στο φουαγιέ του εστιατορίου, όχι με πάθος ή αφήνοντας
κάποιο υπονοούμενο, αλλά με έναν τρόπο που της είχε δώσει να καταλάβει πολύ καλύτερα πόσο την ήθελε –όχι μόνο για το
κορμί της αλλά και για τη συντροφιά της.
Η Ελμ συνειδητοποίησε ότι ο Τζόνι είχε πετάξει επιδέξια το μπαλάκι στο δικό της γήπεδο. Η επιλογή ήταν δική της.
Δυσκολευόταν τρομερά να παραμείνει ο εαυτός της και να μην αντιδράσει παρορμητικά. Στο κάτω κάτω δεν ήταν εύκολο να
σηκωθεί και να φύγει ξανά. Είχε υποχρεώσεις. Τη δουλειά της στη Σαβάνα, το διαζύγιο και τις καταραμένες τις εκλογές. Και
το ταξίδι στην κλινική του Άσμπι για τις εξετάσεις που όλο ανέβαλλε να κάνει. Κι όλα αυτά εκτός από την έκθεση, που όλο
και πλησίαζε. Πώς θα μπορούσε να ετοιμάσει αρκετούς πίνακες μέχρι το φθινόπωρο αν έφευγε συνεχώς; Αν και η σκέψη να
απαθανατίσει τα τοπία της Ιρλανδίας ήταν πολύ δελεαστική.
Και ύστερα υπήρχαν ο πατέρας της και ο Χάρλαν. Τι δικαιολογία θα τους πρόβαλε για ένα ακόμα ταξίδι στην Ευρώπη; Θα
μπορούσε ίσως να χρησιμοποιήσει την έκθεση ως δικαιολογία. Όμως, όταν η Ελμ άφησε πίσω της τον αυτοκινητόδρομο με
τις δύο λωρίδες και άρχισε να διασχίζει το χωματόδρομο μέσα από την αψίδα που σχημάτιζαν τα κλαδιά των γέρικων
βελανιδιών που καλύπτονταν με βρύα και τα απέραντα λιβάδια που απλώνονταν εκατέρωθεν του δρόμου, συνειδητοποίησε
ότι δεν ήταν διατεθειμένη να χρησιμοποιήσει άλλες δικαιολογίες. Οι μέρες της εξαπάτησης είχαν περάσει. Διέσχισε κάθετα τις
παλιές σιδηροδρομικές γραμμές απ’ όπου τα τρένα μετέφεραν ακόμα τα διάφορα αγαθά από και προς το λιμάνι της Σαβάνα
και σκέφτηκε ότι ήξερε την απάντηση. Δε θα ανησυχούσε για το τι θα σκέφτονταν οι άλλοι –απλά θα αποφάσιζε μόνη της,
όταν θα ένιωθε έτοιμη να το κάνει, με κριτήριο τις δικές της ανάγκες και ανησυχίες.
Καθώς πλησίαζε το παλιό λευκό ξύλινο οίκημα της φυτείας, ο ήλιος διαπέρασε επιτέλους τα σύννεφα. Οι αχτίδες του
χάιδεψαν απαλά την τούβλινη βάση που έκανε το παλιό σπίτι να υψώνεται πάνω από τα υπόλοιπα κτίρια που ήταν χτισμένα
ημικυκλικά γύρω του. Η Ελμ ελάττωσε την ταχύτητα του τζιπ και αναστέναξε. Ήταν στο σπίτι της. Όμως για πρώτη φορά
είχε την αίσθηση ότι το Ολιάντερ δεν της ήταν πια αρκετό. Κάπου στην πορεία είχε δημιουργηθεί κάποιο κενό που δεν
μπορούσε να το αναπληρώσει μόνο ένα σπίτι, όσο αγαπημένο κι αν της ήταν.
Η Άιζα στεκόταν στο κεφαλόσκαλο και τη χαιρετούσε.
Η Ελμ τη χαιρέτησε κι εκείνη. Υπενθύμισε στον εαυτό της ότι αυτή ήταν η ζωή της, το μέρος όπου είχε γεννηθεί και
μεγαλώσει. Αυτό όμως σήμαινε άραγε ότι δεν υπήρχε περιθώριο να εξελιχτεί η ζωή της και να απλωθεί και προς άλλες
κατευθύνσεις;
Αφού μίλησε για λίγο με την Άιζα, η Ελμ έκανε το γύρο του σπιτιού και κοίταξε το ποτάμι. Ύστερα γύρισε ξανά προς το
σπίτι. Κοίταξε την επιβλητική πλευρά του που έβλεπε στο ποτάμι, με την κλειστή, διπλή βεράντα που είχε σχεδιαστεί τον
παλιό καιρό για να μαγεύει τους επισκέπτες που ανέβαιναν το ποτάμι από τη Σαβάνα. Έφταναν στο Ολιάντερ από ένα
μονοπάτι που μέσα από ένα μικρό δάσος οδηγούσε από την προκυμαία στο μαγευτικό καταπράσινο ξέφωτο που ήταν
χτισμένο το σπίτι.
Η Ελμ πέρασε τα δάχτυλά της μέσα στα μαλλιά της και ύστερα έβαλε τα χέρια της στις τσέπες του παντελονιού της.
Χτύπησε το πόδι της στο λιθόστρωτο μονοπάτι, κοίταξε μελαγχολικά τον μισοτελειωμένο κήπο της και θυμήθηκε τις στιγμές
που είχε περάσει με τον Τζόνι. Συνειδητοποίησε ότι, ναι, ήθελε περισσότερα. Τη γοήτευαν όλα στον Τζόνι, το χαμόγελο, η
φωνή, η παρουσία, η συντροφιά του, τα πάντα, από τον τρόπο που συνοφρυωνόταν ξαφνικά μέχρι τις ατέλειωτες συζητήσεις
τους για ένα σωρό θέματα.
Τότε, λοιπόν, γιατί ανησυχούσε; Τι τη σταματούσε από το να πάει στην Ιρλανδία; Η Μέρεντιθ θα φρόντιζε για το διαζύγιο,
έτσι δεν ήταν; Έτσι κι αλλιώς τίποτα δε θα οριστικοποιούνταν πριν από τις εκλογές. Ο Χάρλαν θα περνούσε τις επόμενες δυο
βδομάδες περιοδεύοντας συνεχώς κι εκείνη του είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν επρόκειτο να τον συνοδεύσει, παρά τις συστάσεις
του Ίνσορ.
Όμως ένα ταξίδι μέχρι την Ιρλανδία, το να μείνει στο Γκράνι...
Ξαφνικά σκέφτηκε τις αντιδράσεις της Γκρέις και του πατέρα της σε περίπτωση που το ανακάλυπταν και, παρά το ότι άθελά
της ντράπηκε, ένα χαμόγελο φώτισε αργά το πρόσωπό της. Θα έπρεπε να σταματήσει να σκέφτεται σαν δεκαπεντάχρονη και
να ωριμάσει. Εκείνη και ο Τζόνι ήταν ενήλικες και είχαν κάθε δικαίωμα να αποφασίζουν με ποιον και πώς ήθελαν να περνούν
το χρόνο τους.
Μπήκε στο σπίτι, διέσχισε την τραπεζαρία και πήγε στο καθιστικό. Έπρεπε να τηλεφωνήσει στη Φράνσις^ η θεία της δεν
είχε πάει μαζί τους στο Ντέρμπι επειδή δεν ήταν πολύ καλά τις τελευταίες βδομάδες, πράγμα ανησυχητικό. Και στην Τζο.
Χρωστούσε και σ’ εκείνη ένα τηλεφώνημα. Κι είτε της άρεσε είτε όχι υπήρχε πάντα το ραντεβού που είχε ακυρώσει και που
θα έπρεπε να κλείσει ξανά στην κλινική του δόκτορα Άσμπι. Και υπήρχαν και οι φίλοι της που οργάνωναν την έκθεση στη
Φλωρεντία. Είχε τόσα πολλά να κάνει. Και, φυσικά, δεν έπρεπε να ξεχνάει το σχέδιό της για την αποκατάσταση των κήπων.
Ενώ ανέβαινε τη σκάλα προς το υπνοδωμάτιό της, υπενθύμισε στον εαυτό της ότι η παρουσία της ήταν απαραίτητη και στο
Ολιάντερ κι αναρωτήθηκε πώς αντιμετώπιζε ο Τζόνι τους δικούς του δισταγμούς, αν βέβαια δεν είχε ήδη μετανιώσει για την
πρόσκλησή του.
Γιατί δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι το βήμα που είχε κάνει δεν ήταν καθόλου εύκολο για εκείνον. Το να την προσκαλέσει
στο σπίτι του ήταν εξίσου σημαντικό για τον Τζόνι όσο και για εκείνη. Το Γκράνι ήταν το καταφύγιό του, εκεί όπου κρυβόταν
από τον κόσμο, το μέρος που τον προστάτευε από τις οδυνηρές αναμνήσεις του παρελθόντος. Συνειδητοποίησε ότι για τον
Τζόνι δεν ήταν καθόλου απλό να ανοίξει μια πόρτα που είχε κλείσει τόσο ερμητικά.
Κι όμως είχε βρει το κουράγιο να την αφήσει να μπει, με την ελπίδα ότι δε θα τον πλήγωνε, πιστεύοντας ότι άξιζε να το
διακινδυνεύσει. Και το πιο εκπληκτικό ήταν πως, ρίχνοντας το μπαλάκι στο δικό της γήπεδο, εμπιστευόταν εκείνη αφήνοντάς
τη να πάρει την πιο σωστή απόφαση και για τους δυο τους.
Συνειδητοποίησε ότι είχε αναλάβει μια βαριά ευθύνη. Κάθισε μπροστά στο παράθυρο του υπνοδωματίου της και κοίταξε
τους μικρούς τοίχους από ροζ τούβλα που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν, απομεινάρια των αρχικών κήπων που
συμπεριλαμβάνονταν στα σχέδιά της για την αποκατάσταση. Στο κάτω κάτω, αν πήγαινε στην Ιρλανδία, θα έκανε ένα μεγάλο
βήμα στο άγνωστο. Και, παρά το ότι λαχταρούσε να αγνοήσει τις συμβάσεις, να ετοιμάσει τις βαλίτσες της και να φύγει, κάτι
την κρατούσε πίσω.

«Μιλάς σοβαρά, Μελ; Για πόσες περιπτώσεις μιλάμε;» Η Μέρεντιθ έγειρε πίσω και στριφογύρισε το στυλό της στα δάχτυλά
της. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στον νεαρό δημοσιογράφο των Σαβάνα Μόρνινγκ Νιουζ που καθόταν απέναντί της στο
γραφείο της. Αναρωτήθηκε αφηρημένα ποιος να ήταν ο επόμενος πελάτης της κι ευχήθηκε να μην ήταν ο Τζένινγκς, γιατί δεν
είχε βρει το χρόνο να μελετήσει το φάκελο.
«Δεν ξέρω ακριβώς. Γι’ αυτό θέλω να το ερευνήσω. Όμως υπάρχει σίγουρα κάτι. Αρκετοί κάτοικοι της περιοχής του
Ογκίτσι έχουν εμφανιστεί στο τοπικό κέντρο υγείας παραπονούμενοι για εξάντληση και ναυτία. Τους λένε ότι τα συμπτώματα
οφείλονται σε κάποια ίωση που κυκλοφορεί».
«Μπορεί και να είναι έτσι». Η Μέρεντιθ ανασήκωσε τους ώμους της. Ο Μελ Μπάμπερτζερ είχε την τάση να κολλάει σε
οτιδήποτε θεωρούσε ότι έκρυβε κάτι ύποπτο. «Εμπρός; Περάστε».
«Στο άνοιγμα της πόρτας εμφανίστηκε η Άλι. «Μέρεντιθ, το επόμενο ραντεβού σου είναι στις πέντε».
«Ευχαριστώ, Άλι».
«Αφήνω το φάκελο στο γραφείο σου».
«Εντάξει. Θα τον πάρω». Η Μέρεντιθ άπλωσε το χέρι της και κοίταξε το φάκελο. «Ω, το ήξερα. Η υπόθεση Τζένινγκς. Μελ,
λυπάμαι, αλλά θα πρέπει να σε διώξω», είπε καθώς η Άλι έκλεινε την πόρτα.
«Ωραία, όμως άκουσέ με για ένα λεπτό, εντάξει;»
«Εντάξει, όμως κάνε γρήγορα». Η Μέρεντιθ άρχισε να κοιτάζει το φάκελο.
«Αυτό που θέλω να πω είναι ότι τίποτα δεν εξηγεί την ανακοίνωση της εταιρείας που εκμεταλλεύεται τη Μονάδα
Επεξεργασίας Λυμάτων σύμφωνα με την οποία όλοι οι κάτοικοι της περιοχής σε ακτίνα πέντε χιλιομέτρων θα πρέπει να
εγκαταστήσουν ειδικά φίλτρα νερού, σωστά;»
«Μπορεί να πρόκειται απλά για προληπτικό μέτρο. Πολλές εταιρείες το κάνουν».
«Εντάξει. Δεν πιστεύεις όμως ότι θα είναι κακό να το ψάξω λίγο περισσότερο, έτσι δεν είναι; Δε θα ήθελα να βάλω την
εφημερίδα σε μπελάδες».
«Όσο δεν ξεσηκώνεις τον κόσμο, δε βλέπω γιατί να μην το κάνεις. Και τώρα σε παρακαλώ, Μελ, σε πέντε λεπτά περιμένω
έναν πελάτη ο φάκελος του οποίου αποτελεί μυστήριο για μένα, εντάξει;»
«Ξέρεις ότι αυτή η μονάδα αποτελεί ένα από τα αγαπημένα προγράμματα του Χάρλαν Μακμπράιντ, σωστά;» ρώτησε ο
Μελ. Σηκώθηκε απρόθυμα, έξυσε το ξανθό, σγουρομάλλικο κεφάλι του και κοίταξε τη Μέρεντιθ μέσα από τους χοντρούς
φακούς των γυαλιών του.
«Ναι, και γι’ αυτό αμφιβάλλω κατά πόσο υπάρχει πιθανότητα να συμβαίνει οτιδήποτε ύποπτο. Ο Χάρλαν είναι ο τελευταίος
άνθρωπος στον κόσμο που θα συνέδεε το όνομά του με κάτι που δε θα ήταν πεντακάθαρο, ειδικά τη στιγμή που πλησιάζουν
εκλογές».
«Ίσως και να έχεις δίκιο. Όμως με ξέρεις εμένα», γέλασε ο Μελ και πήρε το πάνινο σακίδιό του. «Όταν με τρώει κάτι πρέπει
να το ξύσω –κι αυτό δε σταματάει να με ενοχλεί. Θα σε κρατάω ενήμερη», είπε. Πλησίασε τη Μέρεντιθ και την αγκάλιασε
βιαστικά. «Και σ’ ευχαριστώ για τις συμβουλές, Μερ».
«Εντάξει. Πάντα στη διάθεσή σου». Η Μέρεντιθ συνόδευσε τον Μελ στην πόρτα και ύστερα επέστρεψε στο γραφείο της
κουνώντας το κεφάλι της. Ο Χάρλαν ήταν ένθερμος υποστηρικτής της Μονάδας Επεξεργασίας Λυμάτων. Μάλιστα ήταν η
κινητήρια δύναμη πίσω από την ιδιωτικοποίηση και την κατασκευή της. Ανυπομονούσε να προβάλει τις περιβαλλοντολογικές
ανησυχίες του –και η στρατηγική, απ’ ό,τι φαινόταν, ήταν επιτυχημένη σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις– πράγμα που σήμαινε
ότι θα ήταν πολύ κακό αν συνέβαινε κάτι εκεί. Το κόμμα δε θα ανεχόταν λάθη από τον Χάρλαν. Αυτού του είδους οι
εγκαταστάσεις έπρεπε να λειτουργούν άψογα, διαφορετικά η ΥΠΠ δεν άφηνε τους υπεύθυνους να ανασάνουν.
Η Μέρεντιθ κάθισε στο γραφείο της, κοιτώντας με ένοχο βλέμμα το φάκελο του Τζένινγκς και αποφάσισε ότι δεν υπήρχε
τίποτα κακό στο ότι είχε ενθαρρύνει τον Μελ να ερευνήσει περαιτέρω το θέμα. Στο μεταξύ εκείνη θα έστρεφε την προσοχή
της σε πιο πιεστικά προβλήματα, όπως στο ότι ο Χάρλαν εξακολουθούσε να κωλυσιεργεί και απόφευγε να συζητήσει για τις
λεπτομέρειες του διαζυγίου. Η Μέρεντιθ ρουθούνισε ειρωνικά. Ο Χάρλαν, σαν αληθινός πολιτικός, πίστευε ότι το πρόβλημα
θα εξαφανιζόταν αν το αγνοούσε. Η Μέρεντιθ τον καταλάβαινε, γιατί κάποτε είχε κι εκείνη πολιτικές φιλοδοξίες. Είχε
χρειαστεί να αποκτήσει δυο παιδιά και να ακούσει ένα στοργικό εξάψαλμο από το σύζυγό της για να συνειδητοποιήσει ότι
δεν ήταν η Γουόντερ Γούμαν κι ότι μια πολιτική καριέρα απλά δε χωρούσε στη ζωή της.
Το πρόβλημα ήταν ότι ο Χάρλαν θεωρούσε ακόμα τον εαυτό του Σούπερμαν. Πίστευε ότι ύστερα απ’ όσα είχε κάνει στην
Ελμ θα μπορούσε ακόμα να την κρατήσει στο πλευρό του. Η Μέρεντιθ χαμογέλασε. Ευτυχώς που εκείνη είχε φυλάξει λίγο
κρυπτονίτη. Γιατί ο Χάρλαν μπορεί να επιστράτευε όσες τακτικές ήξερε για να κωλυσιεργήσει, στο τέλος όμως η Ελμ θα
αποκτούσε την ελευθερία της.

21
Ο Τζόνι περίμενε ανήσυχος στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου να παραλάβει τον Νίκι για τις σχολικές διακοπές. Ανυπομονούσε
να περάσει τις επόμενες λίγες μέρες με το γιο του, που, μετά την εγχείρηση και την επιστροφή του στο σχολείο, έδειχνε να
έχει ωριμάσει αισθητά.
Μόλις έφτασε ο Νίκι –φορώντας κάτι απαίσια φαρδιά ρούχα που ο Τζόνι υπέθεσε ότι ήταν της μόδας εκείνη την εποχή–,
επιβιβάστηκαν στο ελικόπτερο και κατευθύνθηκαν προς το Γκράνι. Ο Νίκι βομβάρδιζε τον πατέρα του με ερωτήσεις. Πώς
ήταν το Ντέρμπι; Είχε μήπως κάποιο DVD με την ιπποδρομία; Είχε δει την Ελμ όσο βρισκόταν στις Ηνωμένες Πολιτείες; Θα
περνούσε η γιαγιά του στο Γκράνι το καλοκαίρι, και μπορούσε να καλέσει τους φίλους του, τον Τζίμι και τον Πίτερ, στο σπίτι
του Σεντ Μπαρτ τον Ιούλιο;
Μέχρι να φτάσουν στο Γκράνι, ο Τζόνι ένιωθε ξανά μπαμπάς. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι ήταν η πρώτη φορά που
περίμενε την επίσκεψη του Νίκι με ανυπομονησία. Δε φοβόταν, ούτε ένιωθε τις συνηθισμένες ενοχές που τον βασάνιζαν τόσα
χρόνια. Σαν ανόητος, είχε με κάποιον τρόπο πιστέψει ότι δεν είχε δικαίωμα να απολαμβάνει τη συντροφιά του γιου του απλά
επειδή δεν μπορούσε πλέον να κάνει το ίδιο και η Μαρί Ανζ. Αμέσως συνειδητοποίησε πόσα είχε χάσει.
Πέρασαν τις δύο επόμενες μέρες κάνοντας ιππασία και μιλώντας για άλογα και αγώνες, ενώ ο Τζόνι μετέδιδε στο γιο του
όσες περισσότερες γνώσεις μπορούσε. Μόνο τα βράδια, όταν καθόταν στο γραφείο του, οι σκέψεις του γυρνούσαν στην Ελμ.
Μερικές φορές ευχόταν να μην την είχε καλέσει ποτέ στο Γκράνι, ενώ άλλες παρακαλούσε να έπαιρνε επιτέλους η Ελμ μια
απόφαση, όποια κι αν ήταν αυτή. Περνούσαν όλο και περισσότερο χρόνο στο τηλέφωνο, χωρίς όμως να αναφέρονται
καθόλου στην πρόσκληση –οι συζητήσεις τους κινούνταν σε ουδέτερο έδαφος.
Μόλις χτες η Ελμ του έλεγε για το παλιό σπίτι που εκείνη και ο πατέρας της πουλούσαν στη Σαβάνα. Του είχε διηγηθεί πώς
ο μεσίτης είχε ανακαλύψει ότι ήταν στοιχειωμένο, πράγμα εξαιρετικά βολικό, αφού είχε κάνει τον αγοραστή να πάρει την
απόφαση να το αποκτήσει. Μια μικρή, διασκεδαστική ιστορία που ο Τζόνι είχε απολαύσει ως μέρος της καθημερινής ζωής
της Ελμ. Κι εκείνος της είχε πει για τα άλογά του, για τις καλές και τις κακές στιγμές του Μπλου, για τον αστράγαλο του
αγαπημένου του αλόγου που είχε πρηστεί και για τις ιπποδρομίες στις οποίες είχαν αποφασίσει ότι θα έπαιρνε μέρος στη
συνέχεια. Και, φυσικά, για την άφιξη του Νίκι. Ο Τζόνι συνειδητοποίησε μελαγχολικά ότι μοιράζονταν περισσότερα από το
τηλέφωνο παρά από κοντά.
Έβαλε ένα ουίσκι, κάθισε με τον Νίκι στη βιβλιοθήκη μπροστά στην καινούρια τηλεόραση με την επίπεδη οθόνη και
προσπάθησε να καταλάβει την υπόθεση της ταινίας.
«Κοίτα, μπαμπά...» Ο Νίκι έδειξε την οθόνη. «Αυτή η κοπέλα δε μοιάζει με την Ελμ;»
«Όχι ιδιαίτερα», είπε ο Τζόνι και κοίταξε συνοφρυωμένος την ηθοποιό. «Τα μάτια της Ελμ είναι καστανά, όχι γαλανά.
Επιπλέον, είναι πιο ψηλή, έχει πολύ πιο όμορφο σώμα και...»
Ο Νίκι γύρισε γελώντας. «Μπαμπά, γιατί δεν ομολογείς ότι σου αρέσει;»
«Ποτέ δεν ισχυρίστηκα το αντίθετο», απάντησε ήρεμα ο Τζόνι.
«Τότε, γιατί δεν τη βλέπεις πιο συχνά;»
«Ξέρεις, έχει κι εκείνη τη δική της ζωή».
«Μπαμπά, αυτά είναι ανοησίες. Αν ήθελε πραγματικά να είναι μαζί σου, θα ήταν», είπε ο Νίκι με οξυδέρκεια, μπήγοντας το
μαχαίρι στην πληγή. «Γιατί δεν της ζητάς να έρθει εδώ;»
«Θα σε πείραζε αν το έκανα;»
«Όχι βέβαια. Θα ήταν ωραία. Η Ελμ είναι μια χαρά. Τη συμπαθώ. Είναι παντρεμένη;»
«Κοίτα, η προσωπική ζωή της Ελμ είναι δική της υπόθεση», απάντησε ο Τζόνι, κάπως ενοχλημένος και ταυτόχρονα
διασκεδάζοντας με την επιμονή του γιου του. «Στην πραγματικότητα την έχω ήδη καλέσει. Αν θέλει, θα έρθει», πρόσθεσε
κάπως σκυθρωπός, γιατί είχαν περάσει δυόμισι βδομάδες από το Ντέρμπι και η Ελμ δεν του είχε απαντήσει αν δεχόταν την
πρόσκλησή του.
«Αν ήμουν στη θέση σου, θα της έστελνα ένα αεροπορικό εισιτήριο πρώτης θέσης και θα περίμενα να δω τι θα γινόταν»,
αποκρίθηκε ο Νίκι με περισπούδαστο ύφος. «Αυτό θα έκανα εγώ», είπε με την ανεμελιά των δεκάξι του χρόνων.
«Ώστε έτσι λοιπόν, ε;» Ο Τζόνι ύψωσε τα φρύδια του και γέλασε. Έψαξε στην τσέπη του παλιού κοτλέ παντελονιού του για
την πίπα του και ύστερα έβγαλε το κουτί με τον καπνό του. Η ιδέα του Νίκι δεν ήταν και τόσο άσχημη.
Αργότερα εκείνο το βράδυ, όταν η ταινία είχε τελειώσει και ο Νίκι είχε ανεβεί νυσταγμένος στο δωμάτιό του, ο Τζόνι
έλεγξε τις πόρτες και έσβησε τα φώτα στη μεγάλη αίθουσα. Ανέβηκε τη φαρδιά δρύινη σκάλα που οδηγούσε στο δωμάτιό
του και αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι η ιδέα να στείλει στην Ελμ ένα εισιτήριο ήταν πράγματι δελεαστική. Τουλάχιστον
έτσι θα αναγκαζόταν να πάρει μια απόφαση, όποια κι αν ήταν αυτή. Ο Τζόνι χαμογέλασε κι έφτιαξε την προσωπίδα μιας
πανοπλίας στο κεφαλόσκαλο. Βέβαια δεν ήθελε να την πιέσει, κάθε άλλο. Ήταν φανερό ότι την πίεζε ήδη αρκετά το κάθαρμα
που είχε παντρευτεί. Ωστόσο ίσως δεν ήταν κακό να της δώσει μια μικρή ώθηση προς τη σωστή κατεύθυνση. Κι αν η Ελμ
του έστελνε πίσω το εισιτήριο και αρνιόταν, αυτά είχε η ζωή. Τουλάχιστον θα ήξερε πού βρισκόταν κι αυτό θα ήταν καλύτερο
από το να ξυπνάει κάθε πρωί και να αναρωτιέται αν εκείνη θα ήταν η μέρα που η Ελμ θα έπαιρνε επιτέλους την απόφασή της.

Η Ελμ στεκόταν στη γωνία της κλειστής βεράντας και περνούσε απορροφημένη το τρίτο στρώμα χρώματος στον πίνακα που
δούλευε για αρκετό καιρό. Για κάποιο λόγο δεν προχωρούσε –και οι επίμονοι πονοκέφαλοι που τη βασάνιζαν δε βοηθούσαν
καθόλου. Οπισθοχώρησε ελαφρά, κοίταξε τον πίνακα και κούνησε το κεφάλι της δυσαρεστημένη. Σκεφτόταν ότι ίσως θα
έπρεπε να προσθέσει λίγο κίτρινο, όταν βγήκε στη βεράντα η Άιζα.
«Μιζ Ελμ, κάποιος κούριερ έφερε ένα γράμμα για σας». Η Άιζα άφησε το πακέτο στο τραπεζάκι μέσα στο σαλόνι. «Το
φαγητό θα είναι έτοιμο σε δεκαπέντε λεπτά. Έφτιαξα ρύζι, χελωνόσουπα, μπάμιες και τηγανητό κοτόπουλο. Και δε
μαγειρεύω τίποτ’ άλλο για το μπουλούκι που έχετε εκεί πέρα, όχι, μαντάμ. Τους έστρωσα κάτω από τις αψίδες, στο μεγάλο
τραπέζι, όπως όταν έχουμε στρείδια ψητά. Δεν τις βάζω να φάνε εδώ, σαν αξιοσέβαστες κυρίες, όχι, μαντάμ!»
«Άιζα! Τι τρομερό που ήταν αυτό που είπες!» αναφώνησε η Ελμ. Άφησε το πινέλο της και πήρε ένα πανί και το νέφτι.
«Είναι απλά γυναίκες που δεν ευθύνονται για τις ατυχίες τους».
«Είναι λευκά σκουπίδια, μιζ Ελμ, και θα έπρεπε να ήταν πιο έξυπνες και να μην είχαν μπλέξει μ’ εκείνα τα καθάρματα τους
άντρες τους. Μην ξεγελιέστε γι’ αυτό».
«Άιζα, δε φταίνε αυτές που οι άντρες τους τις χτυπούσαν. Και δε με νοιάζει αν είναι λευκές, πράσινες ή μοβ», είπε η Ελμ
υπομονετικά. «Αν η δουλειά στους κήπους μας τις βοηθάει να συνέλθουν, ή τους προσφέρει ελπίδα, τότε είμαι
αποφασισμένη να τις αφήσω να συνεχίσουν». Η Ελμ σκούπισε την μπογιά από τα δάχτυλά της, έβαλε τα πινέλα της στο νέφτι
και πήρε το γράμμα, ενώ η Άιζα επέστρεφε στην κουζίνα μουρμουρίζοντας για το πόσο είχαν αλλάξει οι εποχές και για το τι
θα έλεγε η γιαγιά της Ελμ αν ήταν ακόμα ανάμεσά τους.
Η Ελμ σήκωσε το φάκελο. Πιθανότατα τον είχε στείλει η Μέρεντιθ και περιείχε κάτι που θα έπρεπε να το υπογράψει.
Έσκισε χωρίς δεύτερη ματιά το πλαστικό περιτύλιγμα της εταιρείας κούριερ και έβγαλε το φάκελο που περιείχε. Τότε ένιωσε
την αναπνοή της να κόβεται όταν αντίκρισε ένα θυρεό και δίπλα του τις λέξεις Γκράνι Κασλ με πλαγιαστά, ανάγλυφα
γράμματα.
Ψηλάφισε το φάκελο. Ήταν παχύς. Σκέφτηκε ότι ίσως ο Τζόνι της είχε στείλει φωτογραφίες από το Ντέρμπι και κάθισε
στην αγαπημένη της κουνιστή καρέκλα. Άνοιξε το φάκελο και μια κραυγούλα έκπληξης ξέφυγε από τα χείλη της όταν έβγαλε
από μέσα ένα εισιτήριο της Μπρίτις Αίργουεϊς. Το κοίταξε. Τα δάχτυλά της έτρεμαν. Ήταν πρώτης θέσης, για την πτήση από
τη Νέα Υόρκη στο Δουβλίνο. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Οι ημερομηνίες ήταν ανοιχτές. Κοίταξε ξανά στο εσωτερικό
του φακέλου κι έβγαλε ένα μοναδικό φύλλο με μονόγραμμα. Το μήνυμα που ήταν γραμμένο πάνω του ήταν σύντομο αλλά
περιεκτικό.
Αγαπητή Ελμ,
Ξέρω ότι ζητώντας σου να έρθεις εδώ το διακινδυνεύουμε και οι δύο να πληγωθούμε. Όπως ξέρω και ότι η ζωή σου είναι
γεμάτη εμπόδια. Δεν είναι εύκολο να ξεπεράσει κανείς το παρελθόν, όμως σου υπόσχομαι να προσπαθήσω. Ωστόσο
πιστεύω ότι το χρωστάμε στους εαυτούς μας να κάνουμε μια προσπάθεια. Αν αποφασίσεις να έρθεις, ενημέρωσέ με σε
παρακαλώ για τον αριθμό της πτήσης και το πότε.
Με αγάπη, Τζόνι
Η Ελμ κάθισε εντελώς ακίνητη, κρατώντας σφιχτά το εισιτήριο και το σημείωμα. Τα γέλια και οι φωνές των γυναικών που
πήγαιναν για φαγητό στο ισόγειο, κάτω από τις αψίδες, της θύμισαν τις υποχρεώσεις της. Για μια στιγμή πανικοβλήθηκε. Δεν
μπορούσε να πάει, δεν μπορούσε να τα αφήσει και πάλι όλα. Ή μήπως όχι;
Ήταν όλα τόσο δύσκολα. Συνειδητοποίησε ότι το πραγματικό πρόβλημα ήταν ότι ήξερε πως, αν πήγαινε, θα ερωτευόταν
τον Τζόνι. Πιθανότατα ήταν ήδη σχεδόν ερωτευμένη μαζί του –και ιδού πού την είχε οδηγήσει η αγάπη την τελευταία φορά.
Η Ελμ έγειρε πίσω στην κουνιστή πολυθρόνα της, αναστέναξε βαθιά και κάρφωσε το βλέμμα της στο εισιτήριο.
Γιατί δεν παραδεχόταν απλά ότι περνούσε το μεγαλύτερο μέρος από τις μέρες και τις νύχτες της έχοντας στο μυαλό της τον
Τζόνι, περιμένοντας να χτυπήσει το τηλέφωνο, λέγοντας ψέματα στον εαυτό της ότι συνέχιζε τη ζωή της όπως πάντα, όταν το
μόνο που έκανε ήταν να γεμίζει το χρόνο της;
Κοίταξε το ρολόι της. Στην Ιρλανδία ήταν εφτά το πρωί.
Ξαφνικά σηκώθηκε, κράτησε σφιχτά το εισιτήριο και πήρε το τηλέφωνο. Θα το έκανε προτού αλλάξει γνώμη, προτού
εφεύρει κάποια πειστική δικαιολογία για να μην πάει. Στο κάτω κάτω τι κακό θα μπορούσε να πάθει αν περνούσε μερικές
μέρες μαζί του; Εξάλλου δεν είχε πάει ποτέ στην Ιρλανδία. Ξεροκατάπιε, σχημάτισε τον αριθμό και άκουσε το τηλέφωνο
στην άλλη μεριά της γραμμής να καλεί δύο φορές.
«Εμπρός, εδώ Γκράνι Κασλ», είπε μια μελωδική φωνή με ιρλανδική προφορά.
«Καλημέρα», ψέλλισε η Ελμ. «Θα μπορούσα παρακαλώ να μιλήσω στον λόρδο Γκράνι;»
«Αν περιμένεις ένα λεπτό, καλή μου, θα δω αν μπορώ να τον προλάβω. Μόλις έφυγε για τους στάβλους. Ή, ακόμα
καλύτερα, θα μεταφέρω την κλήση αν καταφέρω να θυμηθώ πώς δουλεύει αυτό το περίπλοκο μοντέρνο τηλεφωνικό
σύστημα που εγκατέστησε ο λόρδος. Αν τύχει να κλείσει η γραμμή, καλή μου, απλά τηλεφώνησε ξανά κι εγώ θα το αφήσω
να χτυπάει ώστε να το σηκώσουν από εκεί. Αν δηλαδή ο νεαρός Ση είναι στη θέση του και δεν τεμπελιάζει πίνοντας τσάι και
κουβεντιάζοντας για τις τιμές των αλόγων...» Η φωνή της άγνωστης γυναίκας κόπηκε ξαφνικά. Ακούστηκε ένα κλικ, ένας
βόμβος κι αμέσως μετά απάντησε κάποιος άντρας που η Ελμ υπέθεσε ότι θα ήταν ο «νεαρός Ση».
«Θα μπορούσα να μιλήσω στο λόρδο Γκράνι, παρακαλώ;» ρώτησε η Ελμ επιφυλακτικά, με την ελπίδα ότι δεν είχε
τηλεφωνήσει πολύ νωρίς. Όμως αφού ο Τζόνι ήταν ήδη στους στάβλους, μάλλον δε θα υπήρχε πρόβλημα.
Τότε από την άλλη άκρη της γραμμής ακούστηκε η υπέροχη, βαθιά φωνή του Τζόνι με τη βρετανική προφορά και η καρδιά
της Ελμ αναπήδησε για μια ακόμα φορά στο στήθος της.
«Εμπρός, εδώ Γκράνι».
«Τζόνι, γεια, η Ελμ είμαι».
«Ελμ». Ο Τζόνι έμεινε σιωπηλός σαν να ήξερε γιατί του είχε τηλεφωνήσει και περίμενε να ακούσει την απάντησή της.
«Π... πήρα το γράμμα σου. Ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους σου. Εγώ...»
«Ναι;»
«Να, σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να έρθω την επόμενη βδομάδα».
Ο Τζόνι δεν απάντησε αμέσως και η Ελμ αναρωτήθηκε αν είχε ξαφνικά μετανιώσει που της είχε στείλει το εισιτήριο.
«Μόλις μου έφτιαξες τη μέρα», είπε ο Τζόνι τελικά. Η σιγανή, τρυφερή φωνή του έδιωξε όλους τους φόβους της Ελμ.
«Όμως δεν μπορείς να έρθεις αύριο;»
Η Ελμ γέλασε. Η έντασή της αντικαταστάθηκε από ανυπομονησία και ενθουσιασμό. «Πρέπει να φτιάξω τα πράγματά μου,
να τακτοποιήσω την κατάσταση εδώ και...»
«Σε πειράζω, αγάπη μου. Θα σε περιμένω στο Δουβλίνο. Φρόντισε να μην αλλάξεις γνώμη».
«Δεν πρόκειται», ψιθύρισε η Ελμ, χαρούμενη και ανακουφισμένη που ο Τζόνι την είχε βοηθήσει να ξεπεράσει την
αναποφασιστικότητά της. «Θα έρθω».
«Ωραία. Έχουμε πολλά να κάνουμε».

«Τι εννοείς έφυγε;» φώναξε ο Χάρλαν στο ακουστικό, καθώς το αεροπλάνο του που επέστρεφε από την Ουάσιγκτον
κατέβηκε σε πιο χαμηλό υψόμετρο. «Άιζα, τι στο καλό εννοείς ότι μάζεψε τα πράγματά της και έφυγε;»
«Έφυγε χτες, κύριε Χάρλαν. Δεν είπε πού θα πήγαινε», απάντησε η Άιζα με κάποια ικανοποίηση.
«Είναι απαράδεκτο», μουρμούρισε ο Χάρλαν. Έσφιξε τα δάχτυλά του και κατέβασε με δύναμη το ακουστικό, έξαλλος που
αισθανόταν τόσο ανήμπορος. Δε θυμόταν η Ελμ ότι την Πέμπτη έπρεπε να εμφανιστεί σε μια συνέντευξη Τύπου; Πώς στο
διάολο θα εξηγούσε στους δημοσιογράφους ότι η ίδια του η γυναίκα δεν είχε μπει στον κόπο να βρίσκεται εκεί για να τον
υποστηρίξει; Η Ελμ δεν μπορούσε να σηκώνεται και να φεύγει όποτε της ερχόταν η όρεξη! Ο Χάρλαν έβραζε από το θυμό
του. Προφανώς είχε ξεχάσει πόσα του χρωστούσε.
Κοίταξε τον Τσαρλς Ίνσορ που καθόταν στη δερμάτινη πολυθρόνα απέναντί του και μελετούσε επίμονα τα αποτελέσματα
των τελευταίων δημοσκοπήσεων. Σε μια θα ώρα θα προσγειώνονταν στη Σαβάνα. Ο Χάρλαν ξεφύσηξε αγανακτισμένος.
«Η Ελμ άρχισε πάλι τα παιχνίδια της;» ρώτησε ο Τσαρλς χωρίς να υψώσει το βλέμμα του. «Άσχημη στιγμή διάλεξε.
Κάποιες από αυτές τις δημοσκοπήσεις δεν είναι καθόλου καλές, Χάρλαν. Απ’ ό,τι φαίνεται πίσω από την αντίπαλό σου
κρύβεται κάποιος με πολλά χρήματα. Έχει εξαπολύσει μια πανάκριβη, δυσφημιστική καμπάνια εναντίον σου. Χρειαζόμαστε
την Ελμ στο πλευρό μας».
«Και πώς στα κομμάτια να την πείσω να σταθεί στο πλευρό μας όταν εξαφανίζεται συνεχώς;» ρώτησε ο Χάρλαν
οργισμένος. «Ποιος ξέρει για πού το έβαλε αυτή τη φορά. Πιθανότατα για την Ιταλία ή για κάποια από τις υπόλοιπες απαίσιες
ευρωπαϊκές χώρες. Ετοιμάζει κάποια καταραμένη έκθεση εκεί. Υποθέτω ότι η Τζοκόντα θα ξέρει».
«Τότε τηλεφώνησέ της και μάθε, φρόντισε όμως να ξαναγυρίσει η γυναίκα σου. Παρεμπιπτόντως, πριν από λίγο
τηλεφώνησε ο Μπροκ. Θέλει να σε δει όταν προσγειωθούμε. Κάτι σχετικό με τη Μονάδα Επεξεργασίας Λυμάτων».
«Δεν έχω χρόνο τώρα γι’ αυτά», διαμαρτυρήθηκε ο Χάρλαν. Πήρε ένα μάτσο χαρτιά που του έδωσε κάποιος από τους
βοηθούς του και τα υπέγραψε.
«Νομίζω ότι θα ήταν καλύτερα να βρεις το χρόνο». Ο Τσαρλς σήκωσε το καραφλό κεφάλι του και κοίταξε τον Χάρλαν με
μισόκλειστα μάτια. «Αυτή τη στιγμή χρειαζόμαστε κάθε δολάριο που μπορούμε να βρούμε. Χάρλαν, αν κάνεις τα χατίρια
ανθρώπων σαν τον Τάιλερ, θα κερδίσουμε τις εκλογές. Να είσαι σίγουρος γι’ αυτό». Ο Τσαρλς έσκυψε μπροστά και
χαμήλωσε την ένταση της φωνής του. «Ο γερουσιαστής εξαργύρωσε όσες χάρες μπορούσε».
«Και τι άλλο προτείνεις να κάνω, να υποστηρίξω τη νομιμοποίηση του γάμου των ομοφυλόφιλων για να μαζέψω μερικές
ψήφους από την αριστερή πτέρυγα των φιλελεύθερων;»
«Πολύ αστείο. Το μόνο που θα κατάφερνες θα ήταν να χάσεις τους μισούς ψηφοφόρους σου και να τους κάνεις να
κλείσουν τα πορτοφόλια τους. Κοίτα, αυτό που προσπαθώ να σου δώσω να καταλάβεις είναι ότι δεν πρέπει να τα βάλεις με
τον Μπροκ. Αυτή τη στιγμή εκείνος μας κρατάει στη ζωή. Η Έλσα Γουάιτ σε πλησιάζει επικίνδυνα, φιλαράκο. Έχει μεγάλο
ρεύμα, ειδικά στο φεμινιστικό στρατόπεδο, κι από εκεί ακριβώς αντλούμε τη δύναμή μας την περίοδο των εκλογών».
«Εντάξει, εντάξει», απάντησε ο Χάρλαν εκνευρισμένος. Δεν άντεχε άλλο να του λένε τι έπρεπε και τι δεν έπρεπε να κάνει,
τα καπρίτσια της Ελμ και την πολιτική του αντίπαλο που ξαφνικά είχε αποκτήσει δημοτικότητα, άλλη μια καταραμένη σκύλα
χωρίς την οποία θα μπορούσε να ζήσει άνετα. Έστρεψε το βλέμμα του σκυθρωπός στα σύννεφα. Απλά θα έπρεπε να βρει
έναν τρόπο να ελέγχει τις κινήσεις της Ελμ, τουλάχιστον μέχρι τις εκλογές.
Ήταν καιρός να σκληρύνει τη στάση του.

Δυο βράδια αργότερα, ο Χάρλαν μπήκε στο υπνοδωμάτιό του βγάζοντας τα ρούχα του από την πόρτα ακόμα. Ήταν
εξαντλημένος. Όλη τη βδομάδα προσπαθούσε να περιορίσει τις απώλειες, όμως ήξερε ότι αυτό δε θα ήταν αρκετό. Έπρεπε να
υπενθυμίσει σε όλους ότι ήταν ο μοναδικός υποψήφιος που διέθετε ουσιαστική εμπειρία. Μόνο εκείνος μπορούσε να
εκμεταλλευτεί την επιρροή του ονόματος των Χάθαγουεϊ για να κερδίσει χρήματα και θέσεις εργασίας για τους ψηφοφόρους
του.
Αυτό που του χρειαζόταν ήταν η Ελμ.
Κοίταξε απογοητευμένος την ασημένια κορνίζα με τη φωτογραφία της γυναίκας του στο κομοδίνο. Εξακολουθούσε να μην
έχει ιδέα πού βρισκόταν. Η Μέρεντιθ, που πιθανότατα γνώριζε πολύ καλά πού είχε πάει, δεν έλεγε κουβέντα, όπως και η θεία
Φράνσις. Όσο για το γερουσιαστή, που μετά το Κεντάκι είχε πάει κατευθείαν στην Αριζόνα για να περάσει λίγο καιρό με
κάποιους παλιούς φίλους του, μάλλον δεν είχε αντιληφθεί καν ότι η κόρη του έλειπε.
Ο Χάρλαν άναψε το λευκό και γαλάζιο πορτατίφ από κινεζική πορσελάνη κι άφησε το κινητό του στη σιφονιέρα.
Αναθεματισμένη Ελμ. Γινόταν όλο και πιο κουραστική και επικίνδυνη. Πώς θα μπορούσε να συνεχίσει έτσι εκείνος; Πώς θα
κατάφερνε να τα βγάλει πέρα; Απλά δεν ήταν δίκαιο.
Έβγαλε τα παπούτσια του και κάθισε σκεφτικός στο σκαμπό που βρισκόταν στην άκρη του κρεβατιού. Το μόνο σίγουρο
ήταν ότι δεν μπορούσε πια να ελέγξει την Ελμ. Το είχε καταλάβει απ’ όταν είχε αναγκαστεί να κοιμηθεί στον καναπέ της
σουίτας του Σίλμπαχ.
Εκείνο το περιστατικό εξακολουθούσε να τον εκνευρίζει, ιδιαίτερα αφού πλέον θα στοιχημάτιζε πρόθυμα ότι υπήρχε
κάποιος άλλος άντρας στη ζωή της Ελμ. Όταν είχε δει πώς κοίταζε τον Γκράνι στη δεξίωση του Μπάρνστεϊμπλ Μπράουν,
είχε θυμώσει τρομερά. Η Ελμ δεν είχε κανένα δικαίωμα να το κάνει αυτό, πόσο μάλλον να γλυκοκοιτάζει τον Γκράνι στο
Ντέρμπι, με τόσους δημοσιογράφους τριγύρω. Ήταν ακόμα γυναίκα του. Ακόμα κι αν δε μοιράζονταν πια το ίδιο κρεβάτι,
εξακολουθούσε να είναι. Το όνομα, τα χρήματα, το σπίτι της και όλα όσα αντιπροσώπευαν ανήκαν σ’ εκείνον. Κι ο Χάρλαν
ορκίστηκε ότι αυτό δεν επρόκειτο να αλλάξει.
Όμως αυτό, όπως συνειδητοποίησε όταν σηκώθηκε και άρχισε να ξεκουμπώνει το πουκάμισό του, ήταν πιο εύκολο να το
λέει παρά να το κάνει. Μήπως δεν το είχε σκάσει και πάλι η Ελμ χωρίς να μπει καν στον κόπο να τον αποχαιρετήσει; Παρά τα
συνεχή παράπονα για τις αδιαθεσίες της, προφανώς ήταν αρκετά καλά για να σηκωθεί και να φύγει.
Ο Χάρλαν μόλις είχε πετάξει το πουκάμισό του στο καλάθι με τα άπλυτα της γκαρνταρόμπας, όταν σταμάτησε
ξαφνιασμένος. Οι αδιαθεσίες της Ελμ. Ο Άσμπι. Ίσως αυτό ακριβώς να του χρειαζόταν. Ήταν τόσο καλό, που δεν τολμούσε
καν να αρθρώσει την ιδέα ακόμα και μέσα στο μυαλό του, εκεί που κανείς δε θα μπορούσε να την ακούσει. Ίσως μπορούσε
να ξεφορτωθεί την Ελμ μια και καλή. Η ιδέα του ήταν μεγαλοφυής, αλλά και τόσο τολμηρή, που ζαλιζόταν και μόνο που τη
σκεφτόταν. Αν τα κατάφερνε, τότε όλα τα προβλήματά του θα λύνονταν ως διά μαγείας.
Επέστρεψε σκεφτικός στο υπνοδωμάτιο κι έβγαλε και τα υπόλοιπα ρούχα του, ξαφνιασμένος από την τολμηρότητα της
ιδέας του και από το πόσο δελεαστική ήταν. Την πρώτη φορά που είχε φύγει η Ελμ και είχε φτάσει στο σπίτι ένας φάκελος με
τις εξετάσεις της, ο Χάρλαν είχε θυμηθεί ότι γνώριζε τον Άσμπι από το κολέγιο. Όταν του είχε τηλεφωνήσει, ο γιατρός του
είχε πει ότι η Ελμ είχε εκτεθεί σε κάποιου είδους τοξίνες, έτσι δεν ήταν; Είχε πει ότι εκεί οφείλονταν οι αδιαθεσίες της.
Και τι θα εμπόδιζε την Ελμ να αρρωστήσει ξανά;
Ή να επιδεινωθεί η κατάστασή της;
Σίγουρα θα υπήρχε κάποιος τρόπος να την πείσει να επισκεφθεί την κλινική του Άσμπι, όπως υποτίθεται ότι θα έπρεπε να
είχε κάνει πριν από το Κεντάκι Ντέρμπι. Η γόνιμη φαντασία του Χάρλαν άρχισε να κατεβάζει ένα σωρό ιδέες. Μέχρι να
βουρτσίσει τα δόντια του και να ξαπλώσει στο κρεβάτι, ένα σχέδιο είχε αρχίσει να σχηματίζεται στο μυαλό του. Και οι
προοπτικές αυτού του σχεδίου τον γέμιζαν ευχαρίστηση.
Έσβησε το πορτατίφ, έδεσε τις παλάμες πίσω από το κεφάλι του και συγκεντρώθηκε απόλυτα στο καινούριο σχέδιό του.
Ήταν τολμηρό, όμως τόσο προφανές. Και τόσο απλό που απόρησε πώς και δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα. Αν κατάφερνε να το
εκτελέσει, θα είχε κερδίσει τα πάντα. Όχι μόνο θα απολάμβανε εξ ολοκλήρου το κύρος και την κοινωνική θέση της Ελμ, αλλά
και θα έπαυε να τον επιβαρύνει η παρουσία της. Θα συνέχιζε να έχει την υποστήριξη του γερουσιαστή, η απώλεια της οποίας
τον ανησυχούσε στην περίπτωση ενός διαζυγίου, και, όπως συνειδητοποίησε ξαφνικά, θα ήταν ο μοναδικός δικαιούχος όλων
των οικονομικών οφελών. Άναψε ξανά το πορτατίφ και κοίταξε τις καλογυαλισμένες αντίκες που λίγο πριν τον ενοχλούσαν.
Ξαφνικά είχαν αποκτήσει μια καινούρια λάμψη. Όσο το σκεφτόταν, διαπίστωνε ότι ήταν αληθινά υπέροχες.
Ανίκανος να κοιμηθεί, σηκώθηκε και άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω στο χαλί Ομπισόν που σκέπαζε το πάτωμα του
υπνοδωματίου. Φυσικά ακόμα ήταν πολύ νωρίς για να κινηθεί. Πριν θέσει το σχέδιό του σε εφαρμογή, θα έπρεπε να πείσει
την Ελμ να επιστρέψει. Όμως είχε ήδη τον Άσμπι στο τσεπάκι του, χάρη στον εθισμό του γιατρού στην κοκαΐνη. Και ήξερε
αρκετά καλά την Ελμ για να γνωρίζει ότι δε θα έμενε για πολύ μακριά από την οικογένειά της. Στο κάτω κάτω το μόνο που
έπρεπε να κάνει ήταν να φροντίσει να πάει η ίδια η Ελμ στην κλινική.
Ο Χάρλαν, αισιόδοξος ως συνήθως, χαμογέλασε, κοίταξε τον εαυτό του στον ολόσωμο καθρέφτη και ύψωσε θριαμβευτικά
τους αντίχειρές του. Το σχέδιό του θα πετύχαινε. Έπρεπε να πετύχει.
Θα φρόντιζε εκείνος να πετύχει.
Χαμογέλασε, σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου και σχημάτισε τον αριθμό του Άσμπι στο καντράν. Δεν υπήρχε λόγος
να χάνει χρόνο.

22
Την προηγούμενη της άφιξης της Ελμ, ο Τζόνι είχε αρχίσει να μετανιώνει στα σοβαρά που την είχε καλέσει. Αιτία δεν ήταν το
ότι δε λαχταρούσε να τη δει –το αντίθετο. Και μάλιστα απεγνωσμένα.
Όμως τώρα που η επίσκεψη της Ελμ ήταν πια γεγονός, δεν ήταν πλέον σίγουρος ότι την ήθελε εκεί.
Οι τελευταίες δυο μέρες είχαν κυλήσει σε φρενήρεις ρυθμούς. Είχε βάλει τη Μέιβ και τις κοπέλες του χωριού να
καθαρίσουν από πάνω μέχρι κάτω το κάστρο –όμως, ενώ καθάριζαν, κατάφεραν να θυμίσουν στον Τζόνι τον ένα και
μοναδικό λόγο για τον οποίο δεν είχε καλέσει γυναίκες στο Γκράνι ποτέ στο παρελθόν. Ενώ καθάριζαν τις ντουλάπες του
δωματίου στο οποίο θα έμενε η Ελμ, βρήκαν μια στοίβα από ρούχα της Μαρί Ανζ που δεν είχαν πεταχτεί ποτέ. Ο Τζόνι
θυμήθηκε τώρα ότι είχε αισθανθεί σαν να του είχαν ρίξει γροθιά στο στομάχι.
«Λόρδε μου, τι να τα κάνω αυτά;» είχε ρωτήσει η Μέιβ, με την έντονη προφορά της, ενώ τα κατσαρωμένα γκρίζα μαλλιά
της πλαισίωναν τα ανεμοδαρμένα μάγουλά της. «Βέβαια είναι πολύ παλιά». Ανασήκωσε μια μεταξωτή μπλούζα και ζάρωσε
τη μύτη της. «Όλα εξαιρετικά στον καιρό τους, ειλικρινά όμως, τα έχει φάει ο σκόρος. Δείτε τις τρύπες εδώ», είπε δείχνοντάς
τες. «Ίσως θα έπρεπε απλά να τα πετάξω. Μάλλον θα ήταν καλύτερα», πρόσθεσε με κατανόηση και τα γκρίζα μάτια της
μαλάκωσαν.
Ο Τζόνι, που καθόταν στη βιβλιοθήκη με τον Ρέμους να κοιμάται στα πόδια του, ενώ εκείνος έλεγχε τους λογαριασμούς
του σπιτιού, κοίταξε τα ρούχα σοκαρισμένος.
Βλέποντας τα ρούχα της Μαρί Ανζ θυμήθηκε την τελευταία φορά που είχε φορέσει εκείνη την μπλούζα, πόσο ταίριαζαν τα
μάτια της με τα γαλάζια σχέδιά της. Πάγωσε. Έτριψε αμήχανα τη μύτη του. Τι μπλέξιμο. Όχι βέβαια πως θα έπρεπε να
κρατήσει τα ρούχα της Μαρί Ανζ σαν ιερά κειμήλια, όμως πώς μπορούσε να τα πετάξει;
«Άφησέ τα εκεί και θα τους ρίξω μια ματιά», είχε στη Μέιβ τελικά. «Πώς τα πάτε με το δωμάτιο;»
«Μια χαρά, λόρδε μου. Του κάναμε ένα καλό καθάρισμα και η αλήθεια είναι ότι το χρειαζόταν. Μου φαίνεται απίστευτο το
ότι είχε τόσα χρόνια να αεριστεί όπως πρέπει, λόρδε μου. Ήταν καιρός, πιστέψτε με».
«Ναι, φυσικά». Ο Τζόνι χαμογέλασε συμβατικά και η Μέιβ ξαναγύρισε στη δουλειά της.
Ο Τζόνι άφησε την αριθμομηχανή του και πλησίασε τη στοίβα με τα ρούχα που είχαν μείνει ακουμπισμένα πάνω σε ένα
μπαούλο. Πήρε την μπλούζα, την έφερε στη μύτη του και αναρωτήθηκε αν είχε κρατήσει το άρωμα της γυναίκας του. Όμως
μύριζε μόνο ναφθαλίνη. Ένιωσε να τον πνίγει η θλίψη. Άφησε απαλά την μπλούζα στην άκρη και κοίταξε το σωρό από
φούστες, πουκάμισα, φορέματα και παντελόνια. Το καθένα τους του ξυπνούσε μνήμες που νόμιζε ξεχασμένες από καιρό.
Τι στο καλό είχε στο μυαλό του όταν καλούσε την Ελμ εκεί; Πώς είχε μπορέσει να ξεχάσει ότι στο δωμάτιο που σκόπευε να
τη φιλοξενήσει έβαζε η Μαρί Ανζ τα παραπανίσια ρούχα της; Και τι θα τα έκανε εκείνος; Η Μέιβ είχε δίκιο. Τα περισσότερα
ήταν είτε φαγωμένα από το σκόρο είτε τόσο κιτρινισμένα από το χρόνο, που ήταν άχρηστα σε οποιονδήποτε. Παρ’ όλα αυτά
η σκέψη να τα πετάξει στα σκουπίδια ήταν αβάσταχτη. Ίσως μπορούσαν απλά να τα βάλουν σε κάποιο μπαούλο στη σοφίτα,
μέχρι να αποφασίσει τι θα τα έκανε.
Ήταν έτοιμος να φωνάξει τη Μέιβ και να τη διατάξει να κάνει ακριβώς αυτό, όταν κάτι τον σταμάτησε. Κοίταξε σκεφτικός
τη φωτογραφία της Μαρί Ανζ στο γραφείο του. Ετοιμαζόταν να δεχτεί κάποια άλλη στο κάστρο. Κι όχι σαν φιλοξενούμενη,
αλλά σαν μια γυναίκα με ξεχωριστή θέση στη ζωή του, για την οποία έτρεφε βαθιά αισθήματα. Κοίταξε τα ρούχα. Ένιωσε
άβολα κι ευχήθηκε να είχε καλέσει την Ελμ στο σπίτι του Σεντ Μπαρτ, εκεί όπου δεν υπήρχαν αναμνήσεις ούτε φαντάσματα
και ενοχές.
Συνειδητοποίησε όμως ότι ήταν πολύ αργά για να υποχωρήσει και, ξαφνικά, φοβήθηκε. Ένας αναστεναγμός ξέφυγε από τα
χείλη του Τζόνι. Άφησε τα ρούχα σε ένα σωρό και βγήκε από τη βιβλιοθήκη με τον Ρέμους στο κατόπι του. Διέσχισε τη
μεγάλη αίθουσα και ανέβηκε στο δωμάτιο που σε μερικές ώρες θα στέγαζε την καινούρια του ένοικο. Άνοιξε την πόρτα και
κοντοστάθηκε στο κατώφλι.
Το δωμάτιο είχε αεριστεί καλά και το κρεβάτι με τον ουρανό είχε στρωθεί με καινούρια σεντόνια. Μπουκέτα από
αγριολούλουδα στόλιζαν τα κρυστάλλινα βάζα Γουότερφορντ. Οι κουρτίνες –αυτές έδειχναν κάπως παλιές– ήταν
τραβηγμένες κι άφηναν τις αχτίδες του ήλιου να φωτίζουν τα σχέδια του παλιού χαλιού. Τα φρεσκογυαλισμένα έπιπλα
έλαμπαν και το δωμάτιο ήταν φιλόξενο και φωτεινό, παρά το φθαρμένο μπροκάρ στα μπράτσα της πολυθρόνας και το
ξεθωριασμένο τραπεζομάντιλο. Ο Τζόνι σκέφτηκε μελαγχολικά ότι κάποια μέρα θα έπρεπε να ακολουθήσει τη συμβουλή της
μητέρας του και να καλέσει ένα διακοσμητή. Ωστόσο το κάστρο ήταν σε αρκετά καλή κατάσταση κι εξάλλου είχε
προειδοποιήσει την Ελμ, έτσι δεν ήταν; Από την αρχή ακόμα ήταν απόλυτα ειλικρινής για το Γκράνι και την έλλειψη ανέσεων
που διέκρινε το κάστρο.
Στάθηκε μερικές ακόμα στιγμές και αναρωτήθηκε πώς θα ένιωθε όταν θα έβλεπε την Ελμ σ’ εκείνο το δωμάτιο, όταν θα
την έγδυνε και θα της έκανε έρωτα. Τότε έκλεισε τα μάτια του κι έδιωξε από το μυαλό του αυτές τις εικόνες. Υπήρχε κάποιο
λάθος σ’ αυτή την ιδέα, κάτι που τον έκανε να νιώθει άβολα. Όμως του ήταν εξίσου αδύνατο να αντέξει τη σκέψη ότι θα
φιλοξενούσε την Ελμ στο δικό του υπνοδωμάτιο. Εκεί είχε συλληφθεί ο Νίκι, εκείνο ήταν το κρεβάτι που εκείνος και η Μαρί
Ανζ είχαν μοιραστεί με τόσο πάθος. Συνειδητοποίησε ότι είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που τα είχε
σκεφτεί όλα αυτά. Στην πραγματικότητα ήταν πια κάπως θολά στο μυαλό του, παρά ταύτα παρέμεναν ιερά. Ο Νίκι μπορεί να
αναστατωνόταν αν ήξερε ότι ο πατέρας του κοιμόταν σ’ αυτό το συγκεκριμένο κρεβάτι με κάποια άλλη.
Ο Τζόνι σταμάτησε να σκέφτεται τα ρούχα, έκλεισε την πόρτα του δωματίου προσεκτικά και ύστερα διέσχισε το διάδρομο
και ανέβηκε τη στριφογυριστή σκάλα του πύργου που οδηγούσε στο καταφύγιό του. Εκεί θάφτηκε μέσα σε ένα σωρό από
έγγραφα, ελπίζοντας ως ένα βαθμό ότι η Ελμ θα τηλεφωνούσε, θα του έλεγε ότι είχε χάσει την πτήση της και ότι είχε αλλάξει
γνώμη.

Η Ελμ ευχόταν να είχε πάρει μαζί της τα κατάλληλα ρούχα. Θυμήθηκε τις ανοιχτές βαλίτσες Λουί Βιτόν και τις στοίβες από
ρούχα που σκέπαζαν το κρεβάτι της. Είχε δυσκολευτεί να διαλέξει. Άραγε θα έπρεπε να πάρει κομψά βραδινά ενδύματα ή
απλά και σπορ; Η απάντηση του Τζόνι όταν τον είχε ρωτήσει τι θα έπρεπε να πάρει μαζί της στην Ιρλανδία ήταν πολύ
αόριστη. Της είχε πει πως ό,τι κι αν διάλεγε θα ήταν μια χαρά, τυπική, αντρική απάντηση που δεν την είχε βοηθήσει καθόλου.
Τελικά είχε προτιμήσει να πάρει λίγα απ’ όλα.
Τώρα, καθώς το αεροπλάνο προσγειωνόταν στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου, δυσκολευόταν να συγκρατήσει τον
ενθουσιασμό της. Αισθανόταν τόσο... ελεύθερη, λες και το ότι είχε βρει το κουράγιο να κάνει αυτό το ταξίδι δεν ήταν παρά
μια δοκιμασία που θα της επέτρεπε να διαπιστώσει πόσο μακριά είχε φτάσει από τη στιγμή που είχε μάθει ότι ο γάμος της είχε
φτάσει στο τέλος του. Ευχήθηκε ότι ο Τζόνι δε θα συνειδητοποιούσε ποτέ πόσο είχε δυσκολευτεί να αποφασίσει να κάνει το
ταξίδι στην Ιρλανδία, όχι όταν εκείνος είχε εκφράσει με τόση ειλικρίνεια την επιθυμία να είναι μαζί της, όταν είχε επιδείξει
τόση γενναιοδωρία καλώντας τη στο σπίτι του για να δει τον κόσμο του. Ο Τζόνι είχε κάνει το πρώτο βήμα, αυτό που ήξεραν
και οι δύο ότι πιθανόν να οδηγούσε σε μια βαθύτερη σχέση ή να προκαλούσε πόνο και δάκρυα. Του το όφειλε να περιορίσει
την αμυντική της συμπεριφορά, να αποδείξει στον εαυτό της πως αυτό που είχαν ζήσει στα βουνά άξιζε αρκετά ώστε να μην
αφήσει να πάει χαμένη η ευκαιρία.
Τον είδε αμέσως μόλις πάτησε το πόδι της στην αίθουσα αφίξεων. Ψηλός, μελαχρινός, ακαταμάχητος. Η καρδιά της
αναπήδησε στο στήθος της. Αυτό ήταν, σκέφτηκε. Δεν υπήρχε επιστροφή ούτε περιθώριο για δισταγμούς της τελευταίας
στιγμής. Τότε ο Τζόνι τη χαιρέτησε κουνώντας το χέρι του, χαμογέλασε και κατευθύνθηκε προς το μέρος της. Εκείνη το μόνο
που μπορούσε να κάνει ήταν να μείνει ακίνητη και να θυμίζει στον εαυτό της να αναπνέει.
«Γεια». Η Ελμ κράτησε σφιχτά την τσάντα και το αδιάβροχό της και χαμογέλασε πλατιά, προσπαθώντας να δείχνει άνετη.
«Γεια. Καλώς ήρθες στην Ιρλανδία». Ο Τζόνι τη φίλησε ανάλαφρα στο μάγουλο και πήρε το σακ βουαγιάζ της. «Ελπίζω να
μη σε πειράζει που θα κάνουμε το υπόλοιπο ταξίδι με ελικόπτερο, έτσι;»
«Όχι φυσικά».
«Είχες καλό ταξίδι;» τη ρώτησε ο Τζόνι καθώς διέσχιζαν το αεροδρόμιο.
«Υπέροχο, ευχαριστώ».
«Ωραία».
Η Ελμ χαμογέλασε, κρύβοντας την απογοήτευσή της για τον μάλλον τυπικό χαιρετισμό του Τζόνι. Ωστόσο σκέφτηκε ότι
βρίσκονταν σε δημόσιο χώρο και μάλιστα στο δικό του γήπεδο. Δε θα ήταν λογικό να περιμένει να ριχτεί στην αγκαλιά της.
Μερικά λεπτά αργότερα διέσχιζαν την πίστα του αεροδρομίου και κατευθύνονταν προς ένα ελικόπτερο που έλαμπε κάτω
από τον πρωινό ήλιο. Ο Τζόνι τη βοήθησε να επιβιβαστεί και είπε στον πιλότο να ξεκινήσει. Σύντομα η Ελμ απολάμβανε την
υπέροχη θέα. Τα πράσινα λιβάδια που απλώνονταν μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι, τα μοναχικά κάστρα, τα μικρά χωριά με τα
ασβεστωμένα σπιτάκια και τους στριφογυριστούς δρόμους που έμοιαζαν να οδηγούν σε κάποια παραμυθένια χώρα.
Αναστέναξε από ευχαρίστηση και έριξε μια λοξή ματιά στον Τζόνι. Εκείνος γύρισε, της χαμογέλασε και ύστερα έστρεψε το
βλέμμα του αλλού. Για τα επόμενα δεκαπέντε λεπτά παρέμεινε παράξενα σιωπηλός, μέχρι που της έδειξε κάποιο σημείο έξω
από το παράθυρο του ελικοπτέρου.
«Αυτό είναι», είπε, ενώ έκαναν έναν κύκλο πάνω από το Γκράνι Κασλ. Η Ελμ κοίταξε κάτω, μαγεμένη από το μεσαιωνικό
φρούριο. Η σημαία με τον θυρεό των Γκράνι ανέμιζε στις πολεμίστρες. Από ψηλά το κάστρο φάνταζε τεράστιο... και κάπως
τρομακτικό. Η Ελμ αναστέναξε από ανυπομονησία και χαρά που επιτέλους βρισκόταν εκεί, ταυτόχρονα όμως και από
ανησυχία στη σκέψη τού πού πήγαινε να μπλέξει.
Προσγειώθηκαν στο γρασίδι, έξω από τις πύλες του κάστρου, και δυο νεαροί πλησίασαν βιαστικά το ελικόπτερο για να
βοηθήσουν με τις αποσκευές. Ο Τζόνι και η Ελμ αποβιβάστηκαν και ο πιλότος τούς χαιρέτησε, χωρίς να σβήσει τον κινητήρα.
«Πάντα είναι διασκεδαστικό να έρχεται κανείς από τον αέρα. Έτσι σου δίνεται καλύτερα η ευκαιρία να αντιληφθείς την
τοπογραφία της περιοχής», είπε ο Τζόνι, ενώ κατευθύνονταν προς τις πέτρινες μεσαιωνικές επάλξεις και το ελικόπτερο
απογειωνόταν.
«Είναι φανταστικά!» αναφώνησε η Ελμ, ξεχνώντας κάθε αμηχανία.
Σύντομα βρέθηκαν στο εσωτερικό του κάστρου και διέσχισαν τη μεγάλη αίθουσα. Η Ελμ γνώρισε τη Μέιβ, που ήταν
ντυμένη με την επίσημη στολή της οικονόμου. Γκρίζα φούστα, λευκή μπλούζα και πλεχτή ζακέτα.
Ύστερα ανέβηκαν τη σκάλα και, αφού ο Τζόνι έδειξε στην Ελμ το δωμάτιό της, την άφησε να τακτοποιήσει τις αποσκευές
της.

Τρεις μέρες αργότερα η Ελμ έκανε ιππασία με τον Τζόνι στα καταπράσινα λιβάδια, στους τυρφώνες, και παρακολουθούσε τα
πρόβατα να βόσκουν αδιαφορώντας για το ανοιξιάτικο ψιλόβροχο και τον απαλό δυτικό άνεμο που έμπαινε κάτω από το
παλιό τσόχινο καπέλο που ο Τζόνι είχε επιμείνει να φορέσει. Η Ελμ ήταν μπερδεμένη και πληγωμένη. Από τη στιγμή που είχε
πατήσει το πόδι της στην Ιρλανδία, στη συμπεριφορά του Τζόνι δεν υπήρχε ίχνος της αγάπης που είχε δείξει για εκείνη τόσο
στην Ελβετία όσο και στο Κεντάκι. Λες και ήταν άλλος άνθρωπος.
Παρέμενε γοητευτικός, διασκεδαστικός, τέλειος οικοδεσπότης που φρόντιζε για κάθε ανάγκη της. Ταυτόχρονα όμως ήταν
απόμακρος και συγκρατημένος. Δεν έκανε καμιά προσπάθεια να την πλησιάσει σωματικά, εκτός από κάποιες φορές που
έπιανε το χέρι της ή άγγιζε το μπράτσο της. Κι όσο για να κάνει έρωτα μαζί της... αυτό δεν το είχε καν αναφέρει, πόσο μάλλον
να κάνει κάποια κίνηση.
Και η Ελμ ήταν θλιμμένη, σαστισμένη. Η συμπεριφορά του Τζόνι την έφερνε σε δύσκολη θέση. Σκέφτηκε ότι βέβαια δεν
είχε ταξιδέψει μέχρι την Ιρλανδία περιμένοντας ότι θα ζούσε μια βδομάδα αδιάκοπου σεξ, και κοκκίνισε, όμως περίμενε ότι
θα ξαναζούσαν τις ξεχωριστές στιγμές που είχαν μοιραστεί –μάλιστα είχε πιστέψει ότι αυτός ακριβώς ήταν ο σκοπός της
εβδομάδας που θα περνούσε στο Γκράνι. Προφανώς δε θα μπορούσε να είχε κάνει μεγαλύτερο λάθος, σκέφτηκε καθώς τα
άλογα κατευθύνονταν πίσω στο κάστρο που διακρινόταν μέσα από την ομίχλη. Φάνταζε σαν απομεινάρι κάποιου άλλου
κόσμου.
Του κόσμου του Τζόνι, υπενθύμισε η Ελμ στον εαυτό της. Ενός κόσμου που, προφανώς, δεν ήταν έτοιμος να μοιραστεί.
Ενός κόσμου στον οποίο εκείνη είχε αρχίσει να μετανιώνει που είχε μπει. Γιατί την είχε καλέσει ο Τζόνι εκεί –και μάλιστα της
είχε στείλει και εισιτήριο– αν η πρόθεσή του ήταν να την αντιμετωπίσει ως μια επισκέπτρια που θα φρόντιζε από υποχρέωση;
Η Ελμ ένιωσε άβολα, δεν ήξερε γιατί βρισκόταν εκεί. Αναρωτήθηκε αν ήταν ερωμένη, σύντροφος ή απλά φίλη και η
ενόχλησή της μετατράπηκε σε οργή. Τι δικαίωμα είχε ο Τζόνι να την καλέσει εκεί, να την κάνει να πιστέψει ότι θα μπορούσαν
να κάνουν μια καινούρια αρχή μαζί μόνο και μόνο για να της φέρεται σαν να ήταν ξένη; Μήπως ξαφνικά είχε γίνει απωθητική;
Μήπως είχε βγάλει γένια ή κάτι ανάλογο;
Όταν πέρασαν τον τελευταίο φράχτη και κατευθύνονταν προς τους στάβλους, η Ελμ, παρά την ταραχή της, δεν μπόρεσε να
μη θαυμάσει την ομορφιά του τοπίου. Αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, η βόλτα τους στα λιβάδια κάτω από την απαλή
ανοιξιάτικη βροχή θα ήταν πραγματικά υπέροχη. Να όμως που προχωρούσε καβάλα, δίπλα στον άντρα που, ενώ είχε αρχίσει
να αγαπάει, συνειδητοποιούσε ότι δε γνώριζε τίποτα για εκείνον. Παρ’ όλο που ο Τζόνι ήταν τόσο ευγενικός, εκείνη με
δυσκολία συγκρατούσε την παρόρμηση να βάλει τις φωνές.
Η Ελμ, θυμωμένη, κατέβασε το γείσο του παλιού τσόχινου καπέλου που φορούσε γιατί η βροχή είχε δυναμώσει και
ακολούθησε τον Τζόνι στους στάβλους. Ξεπέζεψαν και ο Ση πλησίασε βιαστικός να πάρει τα ηνία.
«Είναι σε καλή φόρμα», σχολίασε ο Τζόνι και χάιδεψε το λαιμό της φοράδας. «Ωστόσο έχει ανάγκη από συχνή εξάσκηση.
Αύριο θα την πάω ξανά μια βόλτα».
«Καμιά αντίρρηση, λόρδε μου. Για να είμαστε απόλυτα σίγουροι», συμφώνησε ο Ση με τη βαριά, ιρλανδική προφορά του
και πήρε τα ηνία του αλόγου της Ελμ. «Η κοπελιά μας είναι εξαιρετική».
Η Ελμ χαμογέλασε σαν να συμφωνούσε, ευχαρίστησε τον Ση και βγήκε με τον Τζόνι στο χαλικόστρωτο προαύλιο. Το
υπέροχο σιντριβάνι στο κέντρο του προσέδιδε στο προαύλιο γαλλική όψη και η Ελμ αναρωτήθηκε ποιος από τους προγόνους
του Τζόνι τα πορτραίτα των οποίων είχε δει στην πινακοθήκη του κάστρου, είχε αυτή την τόσο καλή ιδέα. Πιθανόν η ιδέα να
ανήκε σε κάποια από τις συζύγους τους. Η Ελμ είχε δει μερικά πολύ γοητευτικά πρόσωπα και αναρωτήθηκε πώς να ήταν η
ζωή στο κάστρο την παλιά εποχή, η καθημερινότητα των ενοίκων του κι αν ήταν δυστυχισμένοι, ευτυχισμένοι ή, απλά,
αδιάφοροι.
Ευτυχισμένοι, αποφάσισε, ενώ προχωρούσε δίπλα στον Τζόνι. Το κάστρο, παρά τους αιώνες που μετρούσε, την ομίχλη
στην οποία τόσο συχνά ήταν βυθισμένο και την ξαφνική αλλαγή στη συμπεριφορά του Τζόνι που είχε γίνει τόσο
συγκρατημένος, διέθετε μια ξεχωριστή ζεστασιά και θετική ενέργεια. Δεν προκαλούσε στον επισκέπτη τη δυσάρεστη,
τρομακτική αίσθηση που μερικές φορές χαρακτηρίζει τα παλιά κτίρια. Η Ελμ έριξε μια κλεφτή ματιά στον Τζόνι και
αποφάσισε ότι η ατμόσφαιρα του κάστρου δεν ταίριαζε με τη διάθεση του ιδιοκτήτη του.
Έπνιξε έναν αναστεναγμό. Από τη στιγμή που είχε επιβιβαστεί στο αεροπλάνο, ήταν σίγουρη ότι θα περνούσε μια
ξεχωριστή βδομάδα, μια βδομάδα που θα τη θυμόταν με αγάπη ανεξάρτητα από το τι θα επεφύλασσε το μέλλον. Πλέον είχε
αρχίσει να μετανιώνει για την κάθε στιγμή και σκεφτόταν σοβαρά να μαζέψει τα πράγματά της και να φύγει. Στο κάτω κάτω,
δεν είχε διασχίσει τον Ατλαντικό για να βρεθεί αντιμέτωπη με μια τέτοια κατάσταση. Όμως ούτε το να παραδώσει τα όπλα
τόσο εύκολα της φαινόταν σωστό. Για ένα πράγμα ήταν σίγουρη, σκέφτηκε καθώς έμπαιναν στην γκαρνταρόμπα. Ή θα
ξεκαθάριζε την κατάσταση ή θα έσκαγε. Αποφάσισε ότι δε θα επέτρεπε στον Τζόνι να την κάνει ό,τι ήθελε, όπως επέτρεπε
στον Χάρλαν να κάνει τόσα χρόνια. Και, ειλικρινά, κάπως έτσι ένιωθε.
Η Ελμ ανέβηκε τη σκάλα, με την οργή της να φουντώνει.
«Συμβαίνει κάτι;» ρώτησε ο Τζόνι ήρεμα μόλις έφτασαν στη βιβλιοθήκη. Πάνω στο σεντούκι με τη δερμάτινη επένδυση
δίπλα στο μεγάλο πέτρινο τζάκι τους περίμενε ένας δίσκος με τσάι και βουτήματα.
Η Ελμ γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια. «Στην πραγματικότητα, ναι», απάντησε.
«Λυπάμαι τρομερά», απάντησε ο Τζόνι. Συνοφρυώθηκε και στάθηκε με την πλάτη ίσια δίπλα στο τζάκι. Η προσωποποίηση
του άρχοντα του κάστρου, σκέφτηκε η Ελμ και τον κοίταξε θυμωμένη. «Μπορώ να ρωτήσω τι δεν πάει καλά;»
«Κοίτα, Τζόνι, δε θα έπρεπε να ρωτάς εμένα να σου πω τι δεν πάει καλά», απάντησε η Ελμ εκνευρισμένη. «Νομίζω ότι
ξέρεις». Στάθηκε πίσω από τον καναπέ και ένωσε τις παλάμες της. Δε θα επέτρεπε στον εαυτό της να νιώσει ταπεινωμένη.
«Φοβάμαι πως δεν έχω ιδέα», απάντησε ο Τζόνι κοφτά. «Σε ενόχλησε κάτι; Υπάρχει κάτι που δε σου αρέσει;»
«Ναι, υπάρχει κάτι που δε μου αρέσει καθόλου». Η Ελμ ύψωσε τα φρύδια της και χαμογέλασε τραχιά. «Και όχι, κανείς δε
μου είπε τίποτα απολύτως. Ούτε λέξη. Πράγμα που είναι ακριβώς αυτό που δεν πάει καλά». Η Ελμ χτύπησε τις παλάμες της
στη ράχη του καναπέ. «Τζόνι, ειλικρινά, έχω αρχίσει να αναρωτιέμαι γιατί με κάλεσες εδώ. Για να μου δείξεις τα άλογά σου;
Να μου κάνεις περιήγηση στο κάστρο σου;
»Στην πραγματικότητα», συνέχισε η Ελμ με νόημα, «αναρωτιόμουν γιατί μπήκες στον κόπο να μου στείλεις ένα εισιτήριο
για να έρθω εδώ, στο σπίτι σου, και επιπλέον να αφήσεις να εννοηθεί –εκτός αν κατάλαβα λάθος– ότι άξιζε τον κόπο να
διαπιστώσουμε τι μπορεί να σήμαιναν οι υπέροχες στιγμές που μοιραστήκαμε στις Άλπεις. Από τη στιγμή που ήρθα εδώ το
μόνο που κάνεις είναι να με αποφεύγεις, να κλείνεσαι στον πύργο σου με τους λογαριασμούς σου ή να μου κάνεις μαθήματα
πάνω στην ιστορία της Ιρλανδίας, τα οποία ποσώς με ενδιαφέρουν». Η Ελμ σταμάτησε. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε
θυμωμένο, τα μάτια της ήταν έτοιμα να βουρκώσουν.
«Λυπάμαι που νιώθεις έτσι», μουρμούρισε ο Τζόνι εμβρόντητος.
«Ω, σταμάτα πια!» Η Ελμ συγκράτησε την επιθυμία να τον χαστουκίσει. «Με περνάς για ανόητη; Πώς τολμάς να με φέρνεις
εδώ και ύστερα να μου φέρεσαι μ’ αυτό τον τρόπο; Ήθελες μήπως να δοκιμάσεις τον εαυτό σου; Να διαπιστώσεις αν έχεις
ξεπεράσει επιτέλους το γάμο σου κι αν είσαι έτοιμος να πας παραπέρα; Ή μήπως να τεστάρεις την αυτοσυγκράτησή σου, ενώ
θα φιλοξενούσες μια γυναίκα στο σπίτι σου; Λοιπόν, εγώ δεν είμαι πειραματόζωο. Υποθέτω ότι αφού με υπέβαλες σε
επιθεώρηση εδώ, αποφάσισες ότι δε σου κάνω. Φυσικά όμως», συνέχισε η Ελμ έξαλλη, «ένας τέλειος τζέντλεμαν και
οικοδεσπότης σαν εσένα δε θα διέπραττε ποτέ την απρέπεια να μου πει την αλήθεια, έτσι δεν είναι;»
«Ελμ, παραλογίζεσαι. Εγώ...»
«Δεν υπάρχει τίποτα παράλογο σε όσα λέω», διαμαρτυρήθηκε η Ελμ. Με δυσκολία συγκρατούσε τα δάκρυά της. «Δεν είχες
κανένα δικαίωμα να με καλέσεις εδώ όταν μέσα σου είσαι ακόμα μπερδεμένος και πολεμάς τα φαντάσματά σου. Γιατί δεν
αποδέχεσαι ότι απλά δεν μπορείς να προχωρήσεις παρακάτω; Ότι είσαι παγιδευμένος στις αναμνήσεις σου και δεν μπορείς να
ξεφύγεις; Ας είναι. Λυπάμαι πολύ γι’ αυτό. Όμως εγώ δεν πρόκειται να μείνω εδώ μέχρι να ξεκαθαρίσεις εσύ τα
συναισθήματά σου». Η Ελμ ξεφύσηξε απελπισμένη. Πέρασε τα τρεμάμενα δάχτυλά της μέσα από τα μαλλιά της και
προσπάθησε να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία της. «Ευχαριστώ για τη φιλοξενία –η Ιρλανδία είναι υπέροχη– όμως δεν ήρθα
για το κλίμα. Ήρθα για να είμαι μαζί σου. Όμως εσύ κρύβεσαι πίσω από τα τείχη που έχεις υψώσει γύρω σου και δεν
πρόκειται να βγεις. Μπορεί τα παλιά χρόνια οι γυναίκες της οικογένειάς σου να περίμεναν υπάκουα, απασχολημένες με τα
κεντήματά τους, μέχρι ο άρχοντας του κάστρου να αποφασίσει να τις τιμήσει με την εύνοιά του, όμως εγώ έχω καλύτερα
πράγματα να κάνω. Πιθανόν να είμαι πολύ άξεστη και υπερβολικά Αμερικάνα για να καταλάβω την αριστοκρατική
επιφυλακτικότητά σου, όμως είδα αρκετά για να ξέρω ότι δε μου αρέσει και δεν την ανέχομαι άλλο».
«Ελμ, σε παρακαλώ, εγώ...»
«Μην πεις τίποτα». Η Ελμ σήκωσε το χέρι της και σταμάτησε τον Τζόνι που έκανε να πάει προς το μέρος της. «Θα φύγω
αύριο το πρωί. Αν έχεις την καλοσύνη να καλέσεις ένα αυτοκίνητο για μένα, θα σου χρωστάω ευγνωμοσύνη». Έκανε
μεταβολή.
«Ελμ, αυτό είναι γελοίο».
«Αλήθεια; Σ’ εσένα έτσι μπορεί να φαίνεται. Στο μεταξύ κάνε μου τη χάρη και κάλεσέ μου εκείνο το αυτοκίνητο. Και ξέρεις
κάτι;» Η Ελμ τίναξε τα μακριά ξανθά μαλλιά της θυμωμένη. «Κάλεσέ το αμέσως, σε παρακαλώ. Αν φύγω τώρα, θα φτάσω
έγκαιρα στο Δουβλίνο για να προλάβω τη βραδινή πτήση. Νομίζω πως όσο πιο γρήγορα φύγω, τόσο το καλύτερο και για τους
δυο μας».
Η Ελμ έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω της, ανέβηκε βιαστικά τη φαρδιά δρύινη σκάλα, διέσχισε το διάδρομο με τις
πανοπλίες και μπήκε στο δωμάτιό της. Εκεί σωριάστηκε στο κρεβάτι της και άρχισε να κλαίει γοερά.

23
Ο Τζόνι απόμεινε να στέκεται μόνος στη βιβλιοθήκη, με το βλέμμα καρφωμένο στην πόρτα που ακόμα ταρακουνιόταν από
τον απίστευτα βίαιο τρόπο που την είχε κλείσει η Ελμ. Η πρώτη του σκέψη ήταν να την ακολουθήσει στο δωμάτιό της, όμως
κάτι τον σταμάτησε. Γύρισε προς το τζάκι, κάρφωσε το βλέμμα του στις φλόγες και ακούμπησε το πόδι του σκεφτικός στον
μπρούντζινο παραστάτη. Έφερε ξανά στο μυαλό του κάθε λέξη που είχε πει η Ελμ και συμπέρανε ότι είχε δίκιο. Κατέβασε με
τόση δύναμη τη γροθιά του στην κορνίζα του τζακιού, που παραλίγο να ρίξει το ρολόι που βρισκόταν εκεί.
Δεν είχε κανένα δικαίωμα να καλέσει την Ελμ εκεί, στο σπίτι του, τη στιγμή που δεν ήταν εκατό τοις εκατό σίγουρος ότι
ήταν έτοιμος να προχωρήσει, να αφήσει πίσω του το παρελθόν και να αντικρίσει με προσμονή το μέλλον. Μήπως και τις
προάλλες, όταν η Μέιβ του είχε πάει τα ρούχα της Μαρί Ανζ, δεν είχε σταθεί ανίκανος να κάνει αυτό που έπρεπε; Σε ακόμα
μια αξιολύπητη προσπάθεια να αποφύγει την αλήθεια, είχε επιτρέψει να τα φυλάξουν σε κάποιο μπαούλο στη σοφίτα. Γιατί
δεν αποδεχόταν απλά το γεγονός ότι η Μαρί Ανζ είχε πεθάνει; Οι ενοχές του δε θα την ξανάφερναν πίσω. Έπρεπε να
συγχωρήσει τον εαυτό του και να προχωρήσει παραπέρα.
Ο Τζόνι ύψωσε το βλέμμα του και κοίταξε το είδωλό του στον καθρέφτη με την επίχρυση κορνίζα πάνω από το τζάκι. Είχε
λοιπόν ζήσει όλα αυτά τα χρόνια μέσα στην άρνηση; Φοβόταν τόσο να αντικρίσει το παρελθόν; Τι τον εμπόδιζε να πάρει όσα
είχε να του προσφέρει η ζωή και να αρχίσει να ζει;
Έσφιξε τόσο τις γροθιές του, που οι κόμποι των δαχτύλων του άσπρισαν. Έκλεισε τα μάτια του και άρχισε να παλεύει με
τους δαίμονες που στοίχειωναν την ψυχή του, τις υπέροχες και ταυτόχρονα οδυνηρές αναμνήσεις που, αλλοιωμένες από το
χρόνο και τη φαντασία, είχαν ακόμα τη δύναμη να τον επηρεάζουν. Σίγουρα είχε υποφέρει αρκετά. Και η Μαρί Ανζ; Άραγε
εκείνη θα ήθελε να περάσει τη ζωή του παγιδευμένος στο χρόνο, φυλακισμένος στο παρελθόν; Ξαφνικά σκέφτηκε τα
γελαστά γαλανά μάτια της, τον ανέμελο χαρακτήρα και τη χαρούμενη φύση της. Συνειδητοποίησε ότι η Μαρί Ανζ δε θα
ήθελε ποτέ από αυτόν να μετατρέψει σε αντικείμενο λατρείας τη μνήμη της. Γιατί αυτό είχε κάνει τόσα χρόνια –είχε αναγάγει
τη Μαρί Ανζ σε κάποιου είδους σύμβολο που τον προστάτευε, σε μια δικαιολογία για να αποφεύγει άλλες σχέσεις επειδή
φοβόταν ότι θα το διακινδύνευε ξανά να βιώσει ξανά τον πόνο της απώλειας.
Κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη και συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν παρά ένας δειλός. Πάντα υποκρινόταν ότι δεν
ήθελε να στενοχωρήσει τον Νίκι, ότι ο σκοπός του ήταν να μην τον κάνει να πονέσει βλέποντας κάποια άλλη να παίρνει τη
θέση της μητέρας του. Είχε πείσει ακόμα και τον εαυτό του ότι προσπαθούσε να προστατεύσει τους άλλους, λες και αν
κάποια γυναίκα ερχόταν σε επαφή μαζί του θα ήταν σαν να υπέγραφε αυτόματα τη θανατική καταδίκη της. Αυτό που
συνέβαινε στην πραγματικότητα ήταν ότι προσπαθούσε να ξεφύγει από τον τρόμο του παρελθόντος του.
Τα χέρια του έτρεμαν. Κάλυψε τα μάτια του με την παλάμη του και σκέφτηκε ότι ήθελε να βάλει ένα τέλος σε όλα αυτά.
Λοιπόν, τι φοβόταν στ’ αλήθεια; Μήπως απλά ότι θα ξαναζούσε κάτι που θα τον τρόμαζε εξίσου; Ή μήπως ότι θα
ξαναγνώριζε την αγάπη, θα την έχανε και στην ψυχή του θα δημιουργούνταν ένα κενό που τίποτα δε θα μπορούσε να το
γεμίσει; Μήπως αυτό τον εμπόδιζε να ανεβεί τρέχοντας τη σκάλα και να πει στην Ελμ ότι αυτό που ήθελε περισσότερο στον
κόσμο ήταν η δική της παρουσία, εκεί, στο σπίτι του; Ότι το γεγονός πως τη φιλοξενούσε στο Γκράνι τον φόβιζε και
ταυτόχρονα τον μάγευε; Ότι αυτό που τον ενοχλούσε στ’ αλήθεια ήταν πως ήξερε, ότι αν έκανε αυτό που λαχταρούσε
πραγματικά –να τη σφίξει στην αγκαλιά του και να της κάνει έρωτα όπως ποτέ πριν–, θα υπερέβαινε κάποιο όριο πέρα από το
οποίο δε θα μπορούσε να υποχωρήσει ποτέ ξανά;
Γύρισε αργά, πλησίασε το μεγάλο παράθυρο πίσω από το επιβλητικό μαονένιο γραφείο που ανήκε στον παππού του και
κοίταξε έξω. Άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί πέρα από τα χοντρά τείχη που είχαν αντισταθεί σε τόσους εισβολείς, να
ταξιδέψει στα καταπράσινα λιβάδια που απλώνονταν στο βάθος. Τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια είχε θεωρήσει ότι το
Γκράνι Κασλ θα του ήταν αρκετό. Πλέον όμως συνειδητοποιούσε ότι κάτι έλειπε από το σπίτι του –γιατί κάτι έλειπε από
εκείνον.
Ο Νίκι κι εκείνος ζούσαν στο Γκράνι σαν εργένηδες. Στο κάστρο δεν υπήρχε γυναικεία παρουσία. Η διαμονή της Ελμ εκεί
τις τελευταίες, λίγες μέρες τον είχε βοηθήσει να αντιληφθεί –πεντακάθαρα– την έλλειψη της γυναικείας παρουσίας. Ήθελε
άραγε να συνεχίσει να ζει στις σκιές, να ενδιαφέρεται μόνο για τα άλογά του και για τον επόμενο αγώνα, χωρίς ποτέ να
αγαπήσει κάποιον άνθρωπο και χωρίς ποτέ να αγαπηθεί; Ο Τζόνι ξεροκατάπιε, κοίταξε την πόρτα και συνειδητοποίησε ότι
έπρεπε να διαλέξει. Μπορούσε να ανεβεί τη σκάλα και να πει στην Ελμ ότι τη χρειαζόταν τόσο όσο του ήταν αδύνατο να της
περιγράψει. Να παραδεχτεί ότι λαχταρούσε την παρουσία της στο Γκράνι, τη φωνή, το άρωμά της, τα υπέροχα μαλλιά της
στο μαξιλάρι του, το κορμί της κάτω από το δικό του. Ή θα μπορούσε να χάσει για πάντα αυτή την ευκαιρία.
Για μια στιγμή στάθηκε αναποφάσιστος. Η βιβλιοθήκη ήταν βυθισμένη στη σιωπή και το μόνο που τη διατάρασσε ήταν το
τριζοβόλημα από τα ξύλα που καίγονταν στο τζάκι, το σιγανό ροχαλητό του Ρέμους και η φουρτούνα που ξεσπούσε μέσα
του. Έπρεπε να πάρει μια απόφαση, εκείνη τη στιγμή, διαφορετικά θα ήταν πολύ αργά. Αν δεν έκανε κάτι, αν δεν ερχόταν
άμεσα πρόσωπο με πρόσωπο με τον εαυτό του, η Ελμ θα έφευγε για πάντα από τη ζωή του. Θα έκοβε τις γέφυρες πίσω της κι
εκείνος ίσως να έχανε το μεγαλύτερο δώρο που του είχε ποτέ προσφερθεί.
Ο Τζόνι πέρασε με ορμή τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά του και μουρμούρισε κάτι μέσ’ απ’ τα δόντια του. Πόσο
ανόητος είχε σταθεί. Πόσο αναθεματισμένα ανόητος.
Διέσχισε βιαστικά τη βιβλιοθήκη, άνοιξε την πόρτα κι άρχισε να ανεβαίνει δυο δυο τα σκαλοπάτια της επιβλητικής σκάλας.
Δε θα άφηνε την Ελμ να φύγει. Όποιο κι αν ήταν το κόστος, όσο μεγάλο κι αν ήταν το ρίσκο, δε θα την άφηνε να φύγει χωρίς
να της πει πόσο...
Την αγαπούσε.
Σταμάτησε ξαφνιασμένος και κάρφωσε το βλέμμα του στο τέρμα του διαδρόμου. Για μια στιγμή. Δε θα έπρεπε ούτε να
αφήσει τα πράγματα να ξεφύγουν από τον έλεγχό του. Είχε αισθήματα, πολύ έντονα, υπέροχα αισθήματα, όμως... Μήπως
αυτό ήταν που φοβόταν τόσο πολύ; Να παραδεχτεί ότι αγαπούσε την Ελμ κι ότι μπορεί κι εκείνη να ήταν έτοιμη για όσα είχε
να της προσφέρει;
Κρίμα, σκέφτηκε και χαμογέλασε μελαγχολικά. Πλέον ήταν πολύ αργά.
Ακόμα κι αν ήθελε, δεν μπορούσε να υποχωρήσει πίσω από τη γραμμή που είχε ασυναίσθητα διαβεί. Χαμογέλασε πλατιά
και συνέχισε για το δωμάτιο της Ελμ, οπλισμένος με καινούρια αποφασιστικότητα. Ήταν μεθυσμένος από ευτυχία, σαν να
είχε φύγει από το στήθος του ένα βάρος που τον πίεζε εδώ και πάρα πολύ καιρό.

Η Ελμ, αφού ξέσπασε κλαίγοντας, σηκώθηκε, έτριψε τα μάτια της, φύσηξε τη μύτη της και πέταξε θυμωμένη τη βαλίτσα της
στο κρεβάτι. Εκείνη, που σε ολόκληρη τη ζωή της ήταν μεθοδική και τακτική, άρπαζε στα τυφλά τα ρούχα της χωρίς να
νοιάζεται αν ήταν μεταξωτά, μάλλινα ή βαμβακερά και τα πετούσε ανακατεμένα στη βαλίτσα. Το μόνο που ήθελε ήταν να
φύγει από εκεί, να φύγει από το κάστρο, να βρεθεί μακριά από τον τρομερό πόνο που της ράγιζε την καρδιά. Και χωρίς να
δίνει σημασία στο γεγονός ότι σε όλη της τη ζωή συγκρατούσε τα συναισθήματά της και πρόσεχε τις αντιδράσεις της,
σκέφτηκε ότι μισούσε τον Τζόνι Γκράνι με όλη τη δύναμη της ψυχής της. Ο Τζόνι δεν είχε κανένα δικαίωμα να την
κουβαλήσει εκεί με ψεύτικες δικαιολογίες, υπονοώντας ότι ήταν έτοιμος να δώσει στη σχέση τους μια ευκαιρία και ύστερα να
της φερθεί τυπικά, σαν να ήταν μια οποιαδήποτε φιλοξενούμενη με την οποία δεν τον συνέδεε τίποτα. Της ήταν αδύνατο να
συνδέσει τον Τζόνι που είχε βρει στην Ιρλανδία με τον άντρα που την είχε αγαπήσει με τόσο πάθος, τόσο απόλυτα, στις
Άλπεις, ή τον άντρα που την είχε κοιτάξει στα μάτια με απίστευτη λαχτάρα και κατανόηση στο Λούισβιλ.
Έκλεισε απότομα τη βαλίτσα της, στρίμωξε μέσα ένα πουλόβερ και τη μύτη ενός παπουτσιού που περίσσευαν κι έκλεισε το
φερμουάρ.
Αποφάσισε ότι ήταν ώρα να φύγει από εκεί και επιστράτευσε το κουράγιο της. Ήθελε απελπισμένα να ξεχάσει το Γκράνι,
να συνεχίσει τη ζωή της –τη ζωή που δε θα έπρεπε να είχε αφήσει ποτέ. Στο κάτω κάτω, είχε κι εκείνη προτεραιότητες, έτσι
δεν ήταν; Τι στο καλό την είχε πιάσει και είχε αρχίσει να τρέχει μόλις την είχε φωνάξει ο Τζόνι; Θα έπρεπε να διαθέτει
περισσότερο αυτοσεβασμό. Τέλος πάντων, σκέφτηκε οργισμένη ότι είχε πάρει το μάθημά της. Πήρε το σακάκι της από την
κρεμάστρα και συνειδητοποίησε ότι είχε ξεχάσει να μαζέψει το μεϊκάπ της. Ευχήθηκε ότι ο Τζόνι θα είχε καλέσει το
αυτοκίνητο όπως του είχε ζητήσει κι ότι θα μπορούσε να φύγει το συντομότερο δυνατόν. Της ήταν αρκετό το ότι θα έπρεπε
να συγκρατηθεί και να αποχαιρετήσει τον Τζόνι χωρίς να του τα πει από την καλή ή να τον χαστουκίσει στο αναμφίβολα
όμορφο μάγουλό του. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε νιώσει τόσο θυμό, τόση ασυγκράτητη οργή.
Το χτύπημα στην πόρτα την έβγαλε από τις σκέψεις της. Πάγωσε.
«Ναι;» φώναξε και κοίταξε την πόρτα ψυχρά. Αν ο Τζόνι τολμούσε να μπει, δε θα ήταν υπεύθυνη για τις πράξεις της.
«Μπορώ να μπω;»
«Όχι, δεν μπορείς. Κάλεσες αυτοκίνητο;» Η Ελμ έβαλε τα χέρια στη μέση. Το θράσος του Τζόνι ήταν απίστευτο! Υπέθεσε
ότι θα ήθελε να εξομαλύνει κάπως την κατάσταση με τον εκλεπτυσμένο, βρετανικό τρόπο του. Αν είναι δυνατόν! Όμως κι
εκείνη είχε περάσει ολόκληρη τη ζωή της σε εκλεπτυσμένο περιβάλλον, κρύβοντας τα συναισθήματά της. Αρκετά.
Όταν άνοιξε η πόρτα και ο Τζόνι μπήκε στο δωμάτιο, η Ελμ τον κάρφωσε με το βλέμμα της. «Πώς τολμάς να μπαίνεις εδώ;
Βγες έξω! Το μόνο που σου ζήτησα ήταν να καλέσεις ένα αυτοκίνητο. Μήπως δεν ήμουν απόλυτα ξεκάθαρη;»
«Πρέπει να μιλήσουμε. Έκανα ένα φοβερό λάθος».
«Α, σοβαρά; Τι κρίμα!»
«Ελμ, σε παρακαλώ». Ο Τζόνι σήκωσε το χέρι του. «Έχεις κάθε δικαίωμα να είσαι θυμωμένη. Το μόνο που σου ζητάω
είναι να με ακούσεις».
«Γιατί να το κάνω;»
«Επειδή...» Ο Τζόνι σήκωσε τα χέρια του και ύστερα τα άφησε να πέσουν άτονα στα πλευρά του. «Δεν υπάρχει λόγος»,
παραδέχτηκε και έσφιξε τα χείλη του. «Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να ακούσεις όσα έχω να πω, όμως θα ήθελα να
το κάνεις». Κοίταξε την Ελμ στα μάτια, σαν να την ικέτευε να κάνει αυτό το τελευταίο βήμα.
«Κάλεσες το αυτοκίνητο;» ρώτησε εκείνη και κοίταξε έξω από το παράθυρο.
«Όχι. Δεν πρόκειται να το κάνω μέχρι να με ακούσεις».
«Με άλλα λόγια με εκβιάζεις».
«Καθόλου. Αν δεν επιθυμείς να ακούσεις όσα έχω να σου πω, θα πάω και θα το καλέσω αμέσως. Όμως, Ελμ, σε
παρακαλώ, δώσε μου ακόμα μια ευκαιρία. Δεν την αξίζω, ήμουν ανόητος, το ξέρω, όμως πρέπει να σου εξηγήσω κάποια
πράγματα».
«Τι είναι τόσο σημαντικό, που δεν μπορούσες να μου το πεις νωρίτερα;» ρώτησε η Ελμ, έχοντας την πλάτη της γυρισμένη.
«Ότι έχεις δίκιο. Όλα όσα μου είπες κάτω, ήταν εκατό τοις εκατό αληθινά».
«Δηλαδή δεν είσαι έτοιμος να αφήσεις πίσω σου το παρελθόν;»
«Δεν ήμουν. Νομίζω ότι τα δεκαπέντε τελευταία λεπτά συνειδητοποίησα τι συμβαίνει στην πραγματικότητα. Και ξαφνικά
έγιναν όλα ξεκάθαρα για μένα».
«Λοιπόν μπράβο». Η Ελμ αγριοκοίταξε τον Τζόνι πάνω από τον ώμο της. «Τώρα είμαι έτοιμη να φύγω».
«Σε παρακαλώ, μη γίνεσαι κυνική», την ικέτευσε εκείνος. «Εννοώ το καθετί που σου λέω. Ναι, ήμουν ακόμα δεμένος με τη
Μαρί Ανζ, με το φάντασμά της, με όλα όσα πίστευα –όσα ήθελα να πιστεύω– ότι σήμαινε για μένα. Μόνο όταν έφυγες
έξαλλη από τη βιβλιοθήκη κατάφερα να δω καθαρά, να καταλάβω ότι κρυβόμουν από την αλήθεια. Η ζωή μου έχει
προχωρήσει. Απλά δεν ήμουν έτοιμος να το αποδεχτώ. Φοβάμαι τόσο μην πληγώσω κάποιον με...» Ο Τζόνι κατέβασε τα
χέρια του και κούνησε το κεφάλι του απελπισμένος.
«Τζόνι...» Η Ελμ γύρισε και τον κοίταξε. «Αυτή τη στιγμή πληγώνεις εμένα. Τις τελευταίες τρεις μέρες με πλήγωσες
περισσότερο απ’ ό,τι ο Χάρλαν σε δώδεκα χρόνια γάμου».
«Το ξέρω. Λυπάμαι τρομερά. Όμως, σε παρακαλώ, μη φύγεις. Ελμ, ποτέ δεν είχα σκοπό να σε πληγώσω. Το αντίθετο.
Πίστεψα ότι, αν σου έδειχνα πόσο βαθιά νοιαζόμουν για σένα, θα σε πλήγωνα περισσότερο. Σε θέλω απεγνωσμένα εδώ, στη
ζωή μου, δεν μπορώ να σου περιγράψω πόσο πολύ».
Ο Τζόνι, ανίκανος να μείνει ακίνητος, είχε αρχίσει να πλησιάζει την Ελμ. Λαχταρούσε να τη νιώσει κοντά του.
«Μην τολμήσεις να με αγγίξεις», είπε εκείνη θυμωμένα. Πισωπάτησε, μέχρι που η πλάτη της ακούμπησε στη λουλουδάτη
ταπετσαρία του τοίχου. «Τελείωσε. Δε θέλω να σου μιλάω ούτε να σε ξαναδώ ποτέ, έγινα κατανοητή; Άφησέ με...» Η ανάσα
της κόπηκε όταν ο Τζόνι άπλωσε το χέρι του και άγγιξε το μάγουλό της, χωρίς τα μάτια του να αφήσουν στιγμή τα δικά της.
«Μη!» διαμαρτυρήθηκε, αλλά η φωνή της έτρεμε. «Απλά φύγε και άφησέ με μόνη. Δε με ταπείνωσες ήδη αρκετά;»
Ακούμπησε τις παλάμες της στο στέρνο του Τζόνι σαν να ετοιμαζόταν να τον σπρώξει.
«Ελμ, αγαπημένη μου Ελμ, λυπάμαι τόσο πολύ. Δεν ήθελα να σε ταπεινώσω ούτε να σε πληγώσω. Εγώ...»
«Όμως το έκανες. Και δεν πειράζει. Τουλάχιστον έτσι ξέρουμε ακριβώς πού βρισκόμαστε».
Ο Τζόνι χαμήλωσε το βλέμμα του και κοίταξε την Ελμ στα μάτια. Εκείνη αναγνώρισε στην έκφρασή του την ίδια ένταση
που είχε δει στο παρελθόν και είχε αγαπήσει τόσο πολύ. Για μια στιγμή η καρδιά της λύγισε. Τότε ο θυμός της φούντωσε
ξανά κι έσπρωξε δυνατά. «Σταμάτα!» φώναξε. «Σταμάτα το παιχνίδι που παίζεις με τις γυναίκες, όποιο και αν είναι αυτό, και
άφησέ με ήσυχη».
«Δεν παίζω παιχνίδια». Τα μπράτσα του Τζόνι σφίχτηκαν γύρω της, πασχίζοντας να κάμψουν την αντίσταση που πρόβαλλε,
μέχρι που βρέθηκε στην αγκαλιά του. Τότε, τη στιγμή που η Ελμ ήταν έτοιμη να διαμαρτυρηθεί, να του φωνάξει να την
αφήσει ήσυχη, τα χείλη του συνάντησαν τα δικά της και η φλόγα του πάθους του την έκανε να σωπάσει.
Η Ελμ ένιωσε το κεφάλι της να γυρίζει. Προσπάθησε να ξεφύγει, όμως είχε χάσει ήδη τη μάχη. Ο Τζόνι, χωρίς να
σταματήσει να τη φιλάει, την έσφιξε περισσότερο στην αγκαλιά του κι εκείνη ένιωσε τον ερεθισμένο ανδρισμό του να πιέζει
την κοιλιά της. Το κορμί της πήρε φωτιά.
Ο Τζόνι την είχε σχεδόν παρασύρει μέχρι το κρεβάτι. Η Ελμ άκουσε τη βαλίτσα της να πέφτει στο πάτωμα καθώς οι δυο
τους έπεφταν στα σκεπάσματα. Πάλεψαν, όμως όχι μεταξύ τους αλλά με τα κουμπιά, τα φερμουάρ κι ό,τι άλλο τους
κρατούσε χωριστά.
Ο Τζόνι οδηγούνταν από την απόγνωση, την έντονη, πρωτόγονη ανάγκη να κάνει την Ελμ δική του. Φίλησε τους ώμους
της, την άκουσε να αναστενάζει κι ένιωσε θριαμβευτής, κυρίαρχο αρσενικό όταν άρχισε να φιλάει τα στήθη της. Ύστερα τα
χείλη του γλίστρησαν πιο χαμηλά, αναζητώντας τις πτυχές και τις αισθησιακές καμπύλες το λεπτού κορμιού της.
Τότε, με μια απότομη κίνηση, βρέθηκε μέσα της κόβοντάς της την ανάσα. Ένιωσε την υγρή φωτιά του κορμιού της να τον
τυλίγει. Εκείνη τη στιγμή, ακόμα κι αν το ήθελε, θα του ήταν αδύνατο να σταματήσει. Ήταν πολύ ερεθισμένος για κάτι
τέτοιο, υπερβολικά χαμένος στη φλόγα του πάθους του για να κάνει οτιδήποτε εκτός από το να αφεθεί να τον παρασύρει ο
πρωτόγονος πόθος που τόσο καιρό απαρνιόταν. Το μόνο που ήθελε ήταν να κάνει έρωτα στην Ελμ, να την κάνει δική του.
Και να νιώσει ότι, επιτέλους, είχε βρει τον προορισμό του.
Η Ελμ ανατρίχιασε. Το κορμί της άρχισε να κινείται στο ρυθμό που έδινε ο Τζόνι. Κάθε του κίνηση την έφερνε πιο κοντά
στην κορύφωση, στην απολαυστική ολοκλήρωση που είχε γνωρίσει μόνο μαζί του.
Και μαζί αφέθηκαν να τους παρασύρουν τα κύματα μιας ατέλειωτης ηδονής, μέχρι που, τελικά, οι ματιές τους
συναντήθηκαν και μαζί βυθίστηκαν στη θάλασσα της ολοκλήρωσης και τα κορμιά τους έμειναν ακίνητα μέσα σε ένα κουβάρι
από σκεπάσματα, εξαντλημένα και ικανοποιημένα.

Πέντε μέρες αργότερα η Ελμ στεκόταν στο προαύλιο του κάστρου, με το μπράτσο του Τζόνι περασμένο γύρω από τους
ώμους της και παρακολουθούσαν μαζί το ελικόπτερο να πλησιάζει. Ο καβγάς τους ήταν σαν να ανήκε στο μακρινό παρελθόν.
Από τότε είχαν μεσολαβήσει πάρα πολλά. Είχαν πλησιάσει ο ένας τον άλλο σε απίστευτο βαθμό κι αυτό δεν είχε καμία και
είχε ταυτόχρονα απόλυτη σχέση με το ότι είχαν κάνει έρωτα μετά. Η Ελμ συνειδητοποίησε ότι η απάντηση βρισκόταν στην
ξαφνική και ειλικρινή κατανόηση από την πλευρά του Τζόνι, στην ειλικρινή του επιθυμία να γκρεμίσει τα τείχη που είχε
υψώσει πριν από τόσο καιρό και να ρισκάρει. Και τον αγαπούσε γι’ αυτό. Η Ελμ ύψωσε το βλέμμα της, κοίταξε τον Τζόνι
ενώ το ελικόπτερο ετοιμαζόταν να προσγειωθεί και συνειδητοποίησε ότι τον αγαπούσε γιατί είχε βρει το κουράγιο και είχε
κάνει το βήμα, ένα βήμα που σίγουρα δεν ήταν εύκολο.
Όπως δεν ήταν εύκολο και για εκείνη να φύγει.
Είχαν περάσει μόνο πέντε μέρες κι όμως είχε την αίσθηση ότι βρισκόταν στο Γκράνι πέντε χρόνια. Είχαν πει πάρα πολλά,
άλλα τόσα είχαν μοιραστεί, είχαν πάρει και είχαν δώσει. Δεν είχαν μιλήσει για μελλοντικές δεσμεύσεις, όμως ένιωθαν και οι
δύο ότι επιθυμούσαν ένα κοινό μέλλον, όποτε κι αν ερχόταν αυτό.
«Καλύτερα να πηγαίνεις», είπε ο Τζόνι πάνω από το βουητό των κινητήρων του ελικοπτέρου που περίμενε λίγα μέτρα πιο
πέρα. «Μου υπόσχεσαι ότι θα μου τηλεφωνήσεις μόλις φτάσεις στη Σαβάνα;»
«Φυσικά», απάντησε η Ελμ κι ένιωσε ευγνωμοσύνη για τα δυνατά μπράτσα του Τζόνι που τη στήριξε για να μη χάσει την
ισορροπία της από μια ξαφνική πνοή του ανέμου.
«Δε θα ησυχάσω μέχρι να μάθω ότι επέστρεψες ασφαλής», φώναξε ο Τζόνι για να ακουστεί πάνω από το θόρυβο της
μηχανής.
«Μην ανησυχείς, θα κάνω απλά μια σύντομη στάση στην Ατλάντα και ύστερα θα πάω κατευθείαν στο σπίτι». Η Ελμ
χαμογέλασε όταν ο Τζόνι σήκωσε τη βαλίτσα της και σκέφτηκε πόσο όμορφο ήταν να ξέρει ξαφνικά ότι ενδιαφερόταν τόσο
για εκείνη. Έσκυψαν και πλησίασαν βιαστικά στο ελικόπτερο. Ο πιλότος πήρε τις αποσκευές της Ελμ κι εκείνη γύρισε και
τύλιξε τα μπράτσα της γύρω από το λαιμό του Τζόνι. «Θα μου λείψεις πολύ», του ψιθύρισε στο αυτί.
«Κι εμένα, αγάπη μου, όσο δε φαντάζεσαι».
Αγκαλιάστηκαν σφιχτά κι έμειναν έτσι, με τα μάτια κλειστά, για αρκετά δευτερόλεπτα. Ύστερα ο Τζόνι τη φίλησε στα χείλη
και τη βοήθησε να επιβιβαστεί.
Η τελευταία εικόνα που είχε η Ελμ από το Γκράνι Κασλ ήταν ο Τζόνι να τη χαιρετάει και να της στέλνει φιλιά, με τον
Ρέμους δίπλα του και τη Μέιβ στο παράθυρο του πυργίσκου να κουνάει ένα ξεσκονιστήρι.
Όταν το κάστρο δεν ήταν πια παρά μια κουκίδα στον ορίζοντα, η Ελμ έγειρε πίσω στο κάθισμά της. Προσπάθησε να βάλει
σε μια τάξη τις σκέψεις και τα συναισθήματά της, να αναλύσει όλα όσα είχαν μεσολαβήσει από την άφιξή της στην Ιρλανδία,
οχτώ μέρες νωρίτερα.
Είχε φτάσει στο Γκράνι ανήσυχη, γεμάτη προσδοκίες, είχε βιώσει την απογοήτευση, την οργή και την ταπείνωση. Τότε,
μέσα σε στιγμή, όλα είχαν αλλάξει και η διαμονή της εκεί αποτελούσε πια τον πιο πολύτιμο χρόνο της ζωής της.
Ένας μικρός αναστεναγμός ικανοποίησης ξέφυγε από τα χείλη της. Λυπόταν που έπρεπε να φύγει, τη χαροποιούσε όμως η
σκέψη ότι σύντομα –πολύ σύντομα– εκείνη κι ο Τζόνι θα ήταν πάλι μαζί. Τότε, όταν θα είχε αφήσει κι εκείνη τα εμπόδια που
της έκλειναν το δρόμο πίσω της, θα μπορούσαν να αρχίσουν να σκέφτονται το μέλλον κι όλα όσα κρύβονταν σε κάθε
άγγιγμα, σε κάθε ματιά που είχαν ανταλλάξει. Ανάμεσά τους είχε σφυρηλατηθεί σιωπηρά ένας δεσμός που ήλπιζε ότι θα
κρατούσε για πάντα.

Μέρος Τέταρτο

24
Η Ελμ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόφαση να επισκεφθεί το δόκτορα Άσμπι ενώ επέστρεφε από τη Νέα Υόρκη ήταν
απόλυτα λογική. Μπορεί να μην είχε το παραμικρό πρόβλημα κατά τη διάρκεια της διαμονής της στην Ιρλανδία, ωστόσο
αυτό δεν άλλαζε το γεγονός ότι πριν απότο ταξίδι της ένιωθε κατά διαστήματα ναυτίες. Όσο πιο σύντομα ανακάλυπτε τα αίτια
της ενοχλητικής αδιαθεσίας της και ξεκινούσε τη θεραπεία, τόσο το καλύτερο.
Τώρα, καθισμένη άνετα στην αίθουσα αναμονής του δόκτορα Άσμπι –που θύμιζε περισσότερο σικ βιβλιοθήκη κάποιου
ακριβού ρετιρέ παρά κλινική–, η Ελμ ήταν απόλυτα ικανοποιημένη με την προθυμία του προσωπικού να κάνει τα πάντα για
να την εξυπηρετήσει, μια που ο χρόνος της ήταν τόσο περιορισμένος. Είχαν καταφέρει να της κλείσουν ραντεβού κατά τη
διάρκεια της σύντομης στάσης της στην Ατλάντα και είχαν υποσχεθεί να τη βοηθήσουν να βρει ταξί ώστε να επιστρέψει
έγκαιρα στο αεροδρόμιο για να προλάβει την πτήση για τη Σαβάνα.
Όσο περίμενε να τη δεχτεί ο γιατρός, η Ελμ συνέχισε να κάνει αυτό που έκανε σ’ ολόκληρη την πτήση πάνω από τον
Ατλαντικό: ονειροπολούσε και σκεφτόταν το δεύτερο μισό της διαμονής της στην Ιρλανδία, τις υπέροχες μέρες που είχε
μοιραστεί με τον Τζόνι από τη στιγμή που εκείνος είχε αντιμετωπίσει επιτέλους τους δαίμονες από το παρελθόν του. Η Ελμ
ήταν ενθουσιασμένη, γεμάτη ικανοποίηση, σίγουρη ότι πλέον δινόταν στη σχέση τους –γιατί, επιτέλους, μπορούσε να
παραδεχτεί στον εαυτό της ότι είχαν σχέση– μια ευκαιρία να εξελιχτεί. Έστρεψε αφηρημένα το βλέμμα της προς το βάζο με
τα λουλούδια και τα περιοδικά που βρίσκονταν σε ένα τραπεζάκι στο κέντρο της αίθουσας αναμονής και επέτρεψε στον
εαυτό της να αναρωτηθεί πώς θα μπορούσε να ήταν το μέλλον στο πλευρό του Τζόνι.
Αναστέναξε και γύρισε μια σελίδα του περιοδικού που προσποιούνταν ότι διάβαζε. Ήταν πρωτόγνωρο για εκείνη να νιώθει
ίση σε μια σχέση, να νιώθει ότι κάποιος την αγαπούσε, τη φρόντιζε, ταυτόχρονα όμως τη σεβόταν για την προσωπικότητά
της. Ήταν φανερό ότι ο Τζόνι δεν ήταν ο μόνος που είχε ξεπεράσει τους δαίμονές του. Η Ελμ, σιγά σιγά, είχε μάθει τις
τελευταίες μέρες πώς ήταν να νιώθει ελεύθερη από τους φόβους τις πραγματικές διαστάσεις των οποίων για κάποιο λόγο δεν
είχε αντιληφθεί. Γιατί ο Τζόνι της φερόταν με σεβασμό και ταυτόχρονα με αγάπη –και η συμπεριφορά του ήταν φανερό πως
αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι του χαρακτήρα του. Τι σπάνιος άνθρωπος είχε αποδειχτεί!
Η Ελμ γύρισε άλλη μια σελίδα χωρίς να την κοιτάζει. Με τα μάτια της φαντασίας της έβλεπε το Γκράνι Κασλ, τον Τζόνι
που είχε απαλλαγεί από την επιφυλακτική του έκφραση, πράγμα που σήμαινε τόσα για εκείνη. Όμως η Ελμ χαμογέλασε
μελαγχολικά γιατί συνειδητοποιούσε ότι ο Τζόνι θα έπρεπε να γκρεμίσει μια για πάντα τα τείχη που είχε υψώσει γύρω του αν
ήθελαν η σχέση τους να οδηγήσει κάπου.
Και υπήρχαν ακόμα οι εκλογές και ύστερα εκείνη θα έπρεπε να έρθει αντιμέτωπη με την οριστική διάλυση του γάμου της. Η
Ελμ ευχήθηκε τα πράγματα να ήταν αλλιώς –όμως, ακόμα κι έτσι όπως ήταν, δεν της φαίνονταν τόσο τρομακτικά όσο παλιά.
Είχε την αίσθηση ότι η αγάπη του Τζόνι περιέβαλλε και προστάτευε το καινούριο πλάσμα στο οποίο μεταλλασσόταν
σταδιακά. Συνειδητοποίησε με περηφάνια ότι είχε αλλάξει πραγματικά, είχε μεταμορφωθεί από μια διστακτική γυναίκα που,
ουσιαστικά, ζούσε σε προστατευμένο περιβάλλον σε ένα πλάσμα ανεξάρτητο, με αυτοπεποίθηση και επιθυμίες, γεμάτο από
εσωτερική σιγουριά και γαλήνη που δεν είχε ξανανιώσει ποτέ στο παρελθόν. Το γεγονός ότι ο Τζόνι είχε μπορέσει να
αποδεχτεί και να αγαπήσει τον καινούριο εαυτό της, αποδείκνυε πόσο πολύ δρόμο είχε διανύσει. Τίποτα, απλά τίποτα, δε θα
μπορούσε να μπει ανάμεσα σ’ εκείνη και στην υπέροχη, καινούρια συνείδηση της πραγματικότητας που είχε κατακτήσει.
«Κυρία Μακμπράιντ, ο δόκτωρ Άσμπι είναι έτοιμος να σας δεχτεί». Η ρεσεψιονίστ χαμογέλασε.
«Ευχαριστώ». Η Ελμ σηκώθηκε και ακολούθησε την κοπέλα στο διάδρομο που ήταν στρωμένος με παχιά, λευκή μοκέτα.
Κοίταξε τις πανέμορφες τέμπερες στους τοίχους και απόλαυσε την απαλή κλασική μουσική που ακουγόταν σ’ ολόκληρο το
χώρο. Χαμογέλασε και σκέφτηκε ότι εκείνη τη μέρα η διάθεσή της ήταν τόσο καλή, που θα της άρεσαν τα πάντα. Ακόμα και
η ενοχλητική διαδικασία τού να δώσει ξανά δείγμα αίματος φάνταζε ασήμαντη όταν τόσα πολλά πράγματα πήγαιναν καλά
στον κόσμο της.
Η ρεσεψιονίστ γύρισε το πόμολο μιας λευκής, επιβλητικής πόρτας και η Ελμ προχώρησε.
«Κυρία Μακμπράιντ». Ο δόκτωρ Άσμπι σηκώθηκε από το μεγάλο γραφείο του από μαόνι και έσφιξε το χέρι της Ελμ. Ήταν
όμορφος άντρας. Ψηλός, με καστανά μαλλιά που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν στους κροτάφους. Τα χαρακτηριστικά του
ήταν αρμονικά, τα μάτια του γκριζωπά και, όπως σκέφτηκε η Ελμ, η φυσιογνωμία του ταίριαζε με το επάγγελμά του,
γεννούσε σιγουριά στους ασθενείς του.
«Χαίρομαι πολύ που καταφέρατε τελικά να μας επισκεφθείτε, κυρία Μακμπράιντ». Ο γιατρός κάθισε ξανά στο γραφείο του
και η Ελμ απέναντί του. «Πρέπει πραγματικά να σας ξαναπάρω δείγμα αίματος. Οι πρώτες εξετάσεις ήταν... κάπως
ανησυχητικές». Ο δόκτωρ Άσμπι συνοφρυώθηκε κι έριξε μια ματιά στο φάκελο της Ελμ. «Τι θα λέγατε να ξεκινήσουμε
αμέσως; Ύστερα θα μπορέσουμε να μιλήσουμε». Φόρεσε το επαγγελματικό του χαμόγελο. «Οι τεχνικοί στα εργαστήρια θα
διενεργήσουν αμέσως τις απαιτούμενες εξετάσεις ώστε να μπορέσουμε να συγκρίνουμε τα αποτελέσματα με εκείνα των
παλιών».
«Εντάξει». Η Ελμ χαμογέλασε, σηκώθηκε και ακολούθησε το δόκτορα Άσμπι στο διπλανό δωμάτιο, ένα μικρό θάλαμο
εξέτασης. Κάθισε και πρότεινε το μπράτσο της. Στο θάλαμο εξέτασης μπήκε μια νοσοκόμα που τη χαιρέτησε και άρχισε να
ετοιμάζει τη σύριγγα. Η Ελμ έστρεψε το βλέμμα της αλλού. Δεν ήθελε να δει τη βελόνα να τρυπάει το μπράτσο της.
Μερικά λεπτά αργότερα είχαν τελειώσει. Η Ελμ κατέβασε το μανίκι της μεταξωτής μπλούζας της, σηκώθηκε και επέστρεψε
με τον Άσμπι στο γραφείο του. Της είχε προκαλέσει έκπληξη το γεγονός ότι είχε προτιμήσει να μείνει μαζί της. Οι
περισσότεροι γιατροί θα την είχαν αφήσει με τη νοσοκόμα. Αυτό την έκανε να νιώσει μεγαλύτερη σιγουριά.
«Τώρα, κυρία Μακμπράιντ, θα χρειαστεί λίγος χρόνος μέχρι να βγουν τα αποτελέσματα. Μπορείτε να περιμένετε εδώ. Η
Λούσι θα σας προσφέρει καφέ».
«Ω, μην μπαίνετε στον κόπο, είμαι μια χαρά, ευχαριστώ. Έχω πιει μπόλικο καφέ ενώ πετούσα πάνω από τον Ατλαντικό».
«Ταξιδεύατε;»
«Ναι». Η Ελμ θα μπορούσε να μπει σε περισσότερες λεπτομέρειες και να πει στο δόκτορα Άσμπι ότι επέστρεφε από την
Ιρλανδία, όμως συνειδητοποίησε ότι θα έδινε την εντύπωση πως προσπαθούσε να αποφύγει τις εξετάσεις. Ο δόκτωρ Άσμπι
της είχε ζητήσει εδώ και αρκετό καιρό να επισκεφθεί την κλινική του. Ο γιατρός ζήτησε συγνώμη κι αφού άφησε την Ελμ να
κάθεται άνετα με μια στοίβα περιοδικά δίπλα της, πήγε να επιβλέψει την πορεία των εξετάσεων.

Όταν ο δόκτωρ Άσμπι επέστρεψε, η Ελμ ύψωσε το βλέμμα της και διαπίστωσε έκπληκτη ότι η έκφρασή του ήταν
ασυνήθιστα σοβαρή. Η ανησυχία της μεγάλωσε όταν ο γιατρός κάθισε στο γραφείο του, φόρεσε τα γυαλιά του και άρχισε να
συγκρίνει τα αποτελέσματα των τελευταίων εξετάσεων με εκείνα των πρώτων. Μήπως το ζάχαρό της ήταν επικίνδυνα χαμηλό
ή της είχε ανεβεί η χοληστερίνη;
«Συμβαίνει κάτι, γιατρέ;» ρώτησε τελικά, σπάζοντας τη σιωπή.
«Δυστυχώς, κυρία Μακμπράιντ, φοβάμαι πως ναι». Ο Άσμπι σήκωσε το κεφάλι του, έβγαλε τα γυαλιά του και κάρφωσε με
το βλέμμα του την Ελμ. «Δε μου αρέσει καθόλου να γίνομαι μάντης κακών, όμως, αγαπητή μου, οφείλω να σας
προειδοποιήσω ότι αυτές οι εξετάσεις επιβεβαιώνουν τις αρχικές υποψίες μου».
«Μα τι συμβαίνει;» Η Ελμ κάθισε στην άκρη της πολυθρόνας της, σταύρωσε σφιχτά τα πόδια της κι άρχισε να παίζει
νευρικά με τη λαβή της τσάντας της.
«Το θεωρούσα αδύνατο», μουρμούρισε ο γιατρός και κοίταξε ξανά τα χαρτιά που βρίσκονταν μπροστά του. «Φοβάμαι
όμως ότι οι δεύτερες εξετάσεις επιβεβαιώνουν τις πρώτες».
«Επιβεβαιώνουν τι πράγμα;» ρώτησε η Ελμ, ανίκανη να κρύψει την ανυπομονησία της.
«Δεν μπορώ να τεκμηριώσω απόλυτα αυτό που θα σας πω, η διάγνωσή μου δεν έχει ακόμα τεκμηριωθεί, καταλαβαίνετε. Η
περίπτωσή σας είναι εξαιρετικά σπάνια. Στην πραγματικότητα στα είκοσι χρόνια που ασκώ την ιατρική, είχα μόνο δύο ακόμα
ασθενείς με τα δικά σας συμπτώματα».
«Τι προσπαθείτε να μου πείτε, γιατρέ;» ρώτησε η Ελμ, προσπαθώντας να συγκρατήσει ένα κύμα υστερίας που
γιγαντωνόταν μέσα της. «Σας παρακαλώ, μιλήστε απλά».
«Κατά τα φαινόμενα, κυρία Μακμπράιντ –και, φυσικά, δεν μπορώ να τεκμηριώσω αυτό που θα σας πω χωρίς επιπλέον
εξετάσεις–, πάσχετε από μια ασυνήθιστη εκφυλιστική, ταχέως εξελισσόμενη ασθένεια του νευρικού συστήματος. Είναι
σχεδόν άγνωστη στη χώρα μας και, πιθανότατα, είμαι ο μοναδικός γιατρός στην Αμερική που έχει συναντήσει παρόμοιες
περιπτώσεις. Σύμφωνα με την εμπειρία μου, αν δεν αντιμετωπιστεί άμεσα και δραστικά φοβάμαι πως...» Ο δόκτωρ Άσμπι
κοίταξε ανήσυχος την Ελμ στα μάτια.
«Φοβάστε πως τι;» τον ενθάρρυνε εκείνη.
«Πώς θα μπορούσε να είναι θανάσιμη», της απάντησε σε ήρεμο τόνο.
«Θανάσιμη;» επανέλαβε η Ελμ, σίγουρη ότι δεν είχε ακούσει καλά. Δεν μπορεί να της συνέβαινε αυτό. «Τι εννοείτε
εκφυλιστική ασθένεια; Πώς λέγεται;»
«Ξέρουμε ελάχιστα γι’ αυτή. Θα πρέπει να σας ζητήσω την άμεση εισαγωγή σας στην κλινική και τη διενέργεια επιπλέον
εξετάσεων, ώστε να μπορέσουμε –ελπίζουμε– να σταματήσουμε την εξέλιξη της ασθένειας».
«Ελπίζετε;» επανέλαβε ανέκφραστα η Ελμ.
«Ναι. Είστε τυχερή που ο δόκτωρ Φίλιπς σας έστειλε εδώ, αφού έχω συναντήσει άλλες δύο παρόμοιες περιπτώσεις».
«Και... και τι απέγιναν οι άλλοι ασθενείς σας;» ρώτησε η Ελμ, τρέμοντας την απάντηση που μπορεί να έπαιρνε.
Ο δόκτωρ Άσμπι δεν της απάντησε αμέσως. «Φοβάμαι ότι δεν τα κατάφεραν».
Η Ελμ ξεροκατάπιε κι ένιωσε τον κόσμο να γυρίζει. Ο δόκτωρ Άσμπι της έλεγε ότι μπορεί και να πέθαινε.
«Φυσικά όμως στη δική τους περίπτωση η ασθένεια είχε διαγνωστεί σε πολύ μεταγενέστερο στάδιο», έσπευσε να
προσθέσει ο γιατρός. «Η δική σας περίπτωση είναι διαφορετική. Έχω ισχυρές ελπίδες ότι, αν αρχίσουμε αμέσως τη θεραπεία,
διαθέτουμε μεγάλες πιθανότητες να σας θεραπεύσουμε».
«Μα αισθάνομαι μια χαρά», διαμαρτυρήθηκε η Ελμ. «Δεν είχα ξανά κάποιο από τα συμπτώματα. Στην πραγματικότητα
νιώθω καλύτερα παρά ποτέ...»
«Δυστυχώς, πρόκειται για ύπουλη ασθένεια. Μπορεί να νιώθετε καλύτερα, όμως η κατάστασή σας επιδεινώνεται. Αν
συγκρίνω τα αποτελέσματα των σημερινών εξετάσεων μ’ εκείνα του Νοεμβρίου...» Ο δόκτωρ Άσμπι πήρε το φάκελο και
συνοφρυώθηκε. «Υπάρχουν μεγάλες διαφορές, κυρία Μακμπράιντ –και λυπάμαι που θα το πω, αλλά όχι προς το καλύτερο».
«Ω Θεέ μου». Η Ελμ έσφιξε τις γροθιές της, ανίκανη ακόμα να αποδεχτεί αυτά που της έλεγε ο γιατρός. Ήθελε να του πει
να σωπάσει, να πάψει να της λέει ψέματα, ότι δεν υπήρχε απολύτως κανένα πρόβλημα με την υγεία της, ότι είχε επιτέλους
ερωτευτεί κι αυτό την έκανε άτρωτη. Αντίθετα, έβαλε τα δυνατά της προκειμένου να ελέγξει τον αυξανόμενο φόβο της. «Τι...
τι προτείνετε, γιατρέ;» Είχε την αίσθηση ότι ένας βρόχος της έκλεινε το λαιμό, ότι γύρω της έκλεινε μια παγίδα. Ήταν
ψέματα, δεν μπορούσε να συμβαίνει αυτό. Όχι σ’ εκείνη, όχι τούτη τη στιγμή. Όχι τώρα που επιτέλους είχε βγει απ’ το
λήθαργο κι είχε αρχίσει να γεύεται τη ζωή, να απολαμβάνει την αληθινή ευτυχία.
«Οφείλω να σας συστήσω, και μάλιστα να επιμείνω, να εισαχθείτε άμεσα στην κλινική. Αν χάσουμε και άλλο χρόνο, ίσως
δεν καταφέρουμε να εμποδίσουμε την εξέλιξη της ασθένειας. Δυστυχώς δεν μπορώ να εγγυηθώ τίποτα, όμως σας βεβαιώ ότι
θα βρίσκεστε στα καλύτερα χέρια. Το προσωπικό είναι εξαιρετικό και η κλινική μας θεωρείται μία από τις καλύτερες της
χώρας. Φυσικά πολλά απ’ όσα κάνουμε εδώ βρίσκονται σε πειραματικό στάδιο –αναγκαστικά, αφού ασχολούμαστε με
ασθένειες για τις οποίες δεν υπάρχουν γνωστές θεραπείες. Οι θεραπευτικές μας μέθοδοι καλύπτουν τα πεδία της συμβατικής
ιατρικής, της ομοιοπαθητικής, της χειροπρακτικής, του βελονισμού και άλλων πρακτικών που δεν εφαρμόζονται στη Δύση.
Στην πορεία των χρόνων έχω αναζητήσει γνώσεις και θεραπευτικές μεθόδους οπουδήποτε μπορούσα –με αποτέλεσμα να έχω
αναπτύξει ένα ευρύ φάσμα θεραπειών», είπε περήφανα ο δόκτωρ Άσμπι.
«Μα βέβαια, είμαι σίγουρη γι’ αυτό. Απλά... πώς μπορώ να μπω άμεσα στην κλινική; Πρέπει να επιστρέψω στο σπίτι μου,
έχω τόσα πολλά να κάνω...»
«Κυρία Μακμπράιντ...» την έκοψε ο δόκτωρ Άσμπι και σηκώθηκε. Στηρίχτηκε στο γραφείο του, έσκυψε προς το μέρος της
και της έπιασε το χέρι. «Ξέρω πως όσα σας είπα αποτέλεσαν μεγάλο σοκ για σας. Μακάρι να είχατε έρθει νωρίτερα, όταν σας
το είχα ζητήσει. Τότε θα είχαμε περισσότερες πιθανότητες να χτυπήσουμε την ασθένεια εν τη γενέσει της. Εξακολουθούμε να
έχουμε το χρόνο με το μέρος μας. Όμως όχι για πολύ. Κι αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να εμπιστευτείτε απόλυτα την κρίση
μου, κυρία Μακμπράιντ, να πιστέψετε σ’ αυτά που πρόκειται να κάνουμε». Ο δόκτωρ Άσμπι κάρφωσε με το βλέμμα του την
Ελμ και κράτησε πιο σφιχτά το χέρι της. «Και πρέπει να ξεκινήσουμε αμέσως. Όχι αύριο ή μεθαύριο. Αμέσως».
Η Ελμ ένευσε μουδιασμένα. Το στόμα της είχε στεγνώσει. Δεν μπορούσε να καταπιεί κι ανατρίχιασε σύγκορμη. Ο γιατρός
είχε δίκιο, φυσικά. Αν ήταν στ’ αλήθεια τόσο άρρωστη, τότε θα έπρεπε αναμφίβολα να ακολουθήσει τη συμβουλή του και να
αρχίσει άμεσα τη θεραπεία. Ξαφνικά σκέφτηκε τον Τζόνι, τον πατέρα της, τη θεία Φράνσις, την Τζο και τη Μέρεντιθ κι ένας
κόμπος έκλεισε το λαιμό της. Ήθελε να θυμώσει, να χτυπήσει τη γροθιά της στο γραφείο του γιατρού, όμως συγκράτησε τα
καυτά, ανυπότακτα δάκρυά της. Πώς μπορούσε να μιλήσει στον Τζόνι; Να του ανακοινώσει αυτά τα νέα; Δεν ήταν δίκαιο.
Δεν ήταν σωστό.
Ξεροκατάπιε. «Μάλλον θα... θα πρέπει να κάνω μερικά τηλεφωνήματα», είπε. Η φωνή της έτρεμε τόσο, που σχεδόν δεν την
αναγνώρισε.
«Κυρία Μακμπράιντ, στη θέση σας δε θα ανησυχούσα τώρα γι’ αυτό. Θα επικοινωνήσουμε ευχαρίστως εμείς εκ μέρους σας
με την οικογένειά σας. Πρώτα όμως θα πρέπει να σας τακτοποιήσουμε στο δωμάτιό σας. Έχετε μαζί τις βαλίτσες σας;»
«Μόνο ένα μικρό σακ βουαγιάζ. Οι υπόλοιπες αποσκευές μου στάλθηκαν κατευθείαν στη Σαβάνα».
«Μπορούμε να σας προμηθεύσουμε με ό,τι χρειαστείτε. Θα φροντίσω να σας ετοιμάσουν ένα από τα καλύτερά μας
δωμάτια». Ο δόκτωρ Άσμπι έσφιξε το χέρι της Ελμ, κάθισε ξανά στο γραφείο του, σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου του
κι έδωσε τις σχετικές εντολές.
Η Ελμ καθόταν ακίνητη. Το κεφάλι της γύριζε. Πώς είχε συμβεί τέτοιο πράγμα; Γιατί δεν το είχε καταλάβει, γιατί δεν είχε
διαισθανθεί κάτι; Δεν ήταν αλήθεια ότι οι άνθρωποι το διαισθάνονταν όταν έπασχαν από κάτι σοβαρό; Και πού ήταν ο Θεός;
Που ήταν εκείνος ο Θεός για τον οποίο είχε ακούσει τόσα σε ολόκληρη τη ζωή της; Ο φιλεύσπλαχνος, γενναιόδωρος Θεός
που συγχωρούσε τα πάντα και φρόντιζε για τη δική της ευτυχία; Πού στο καλό ήταν εκείνη τη στιγμή; Σίγουρα όχι κάπου εκεί
γύρω. Την είχε εγκαταλείψει στις πιο δύσκολες ώρες της. Η Ελμ δυσκολευόταν να ελέγξει τον εαυτό της, να αντισταθεί στην
παρόρμηση να φύγει από την κλινική και να τρέξει πίσω στην αγκαλιά του Τζόνι, εκεί που θα μπορούσε να ξεχάσει τα πάντα.
Τα επόμενα λεπτά λειτουργούσε σαν υπνωτισμένη. Ακολούθησε τη νοσοκόμα βγαίνοντας από το γραφείο του Άσμπι και
πηγαίνοντας στην κλινική όπου την εξέτασαν. Μια δεύτερη νοσοκόμα την οδήγησε σε ένα κομψά διακοσμημένο δωμάτιο.
Ήθελε να τη βοηθήσει να γδυθεί –σαν να ήταν ανήμπορη– όμως η Ελμ αρνήθηκε. Ήταν άρρωστη, όχι ανίκανη.
Ακόμα.
Τότε γύρισε, κοίταξε το κρεβάτι του νοσοκομείου κι αμέσως τραβήχτηκε μακριά του. Δεν ήθελε να ξαπλώσει πάνω του, να
είναι άρρωστη, δεν ήθελε να πεθάνει.
Ξαφνικά ένιωσε ζαλάδα και αρπάχτηκε από τα κάγκελα του κρεβατιού. Ω Θεέ μου, όχι πάλι! Τα συμπτώματα είχαν
επιστρέψει. Οι ζαλάδες, οι σκοτοδίνες... Σύντομα θα ακολουθούσε και η ναυτία. Η Ελμ ταλαντεύτηκε και ύστερα σωριάστηκε
στο κρεβάτι, τη στιγμή που η νοσοκόμα επέστρεφε στο δωμάτιο.
«Κυρία Μακμπράιντ, πρέπει να σας κάνω αυτή την ένεση».
«Τι είναι;» ρώτησε η Ελμ αδύναμα. Ήθελε να τηλεφωνήσει στον Τζόνι, όμως δεν ήξερε αν θα μπορούσε να το αντέξει
εκείνη τη στιγμή. Χρειαζόταν μερικά λεπτά για να ηρεμήσει. Κοίταξε τη βελόνα επιφυλακτικά. Ήταν τρελό, όλα συνέβαιναν
τόσο γρήγορα.
«Είναι απλά ένα ήπιο ηρεμιστικό μέχρι να σας βάλουμε ορό για να χορηγήσουμε την πρώτη δόση του αντίδοτου. Δεν ξέρω
αν ο δόκτωρ Άσμπι σας μίλησε καθόλου για τη θεραπεία που θα ακολουθήσετε».
«Όχι, δεν το έκανε».
«Είμαι σίγουρη ότι σε λίγο θα βρίσκεται εδώ. Τώρα επιτρέψτε μου...» Η νοσοκόμα σήκωσε τη σύριγγα και χαμογέλασε.
«Δε θα πονέσει».
Η Ελμ έγειρε πίσω απρόθυμα κι έκλεισε τα μάτια της. Ένιωσε τη μικροσκοπική μύτη της βελόνας να τσιμπάει το μπράτσο
της. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα το κεφάλι της βάρυνε και το δωμάτιο άρχισε να γυρίζει. Η Ελμ προσπάθησε να μιλήσει,
να διαμαρτυρηθεί, να πει στη νοσοκόμα ότι δεν ήθελε να κοιμηθεί, ότι έπρεπε να μιλήσει στον Τζόνι, ότι...
Τότε τα μάτια της έκλεισαν και βυθίστηκε στο σκοτάδι.

«Μια χαρά τα πήγες», αναφώνησε ενθουσιασμένος ο Χάρλαν και χαμογέλασε πλατιά. Επιτέλους τα δεδομένα είχαν αλλάξει
και η τύχη τού χαμογελούσε ξανά. Καιρός ήταν. Τα πράγματα πήγαιναν καλύτερα απ’ ό,τι είχε ονειρευτεί. Η Ελμ βρισκόταν
ήδη στην κλινική, σε καταστολή και απομονωμένη, και είχε ξεκινήσει τη θεραπεία της. Ο Χάρλαν έγειρε πίσω και αναστέναξε
ικανοποιημένος. Αποδεικνυόταν ότι αυτός ήταν εκείνος που θα γελούσε τελευταίος. «Θα είμαι εκεί αύριο το πρωί», είπε και
στήριξε το ακουστικό του τηλεφώνου στον ώμο του. «Φρόντισε να είναι συνέχεια υπό την επήρεια υπνωτικών. Δε θέλω να
επικοινωνήσει με κανέναν έξω από την κλινική, κατανοητό;»
«Χάρλαν, είσαι σίγουρος ότι θέλεις να το κάνεις αυτό;» ρώτησε ο Άσμπι. Ο τόνος της φωνής του μαρτυρούσε ότι ένιωθε
πολύ άβολα. «Σίγουρα δεν έχεις σκεφτεί όλες τις πιθανές επιπλοκές. Δε νομίζω ότι είναι καλή ιδέα. Μπορεί να καταστρέψεις
την καριέρα σου...»
«Έχε μου εμπιστοσύνη, ξέρω τι κάνω. Κι ούτε εσύ θα το μετανιώσεις. Πόσο μου είπες ότι εκτιμάς πως θα κοστίσει η
καινούρια πτέρυγα της κλινικής; Εφτά εκατομμύρια;»
«Ναι», απάντησε ο Άσμπι εκνευρισμένος. «Μην ξεχνάς όμως ότι η παρατεταμένη χορήγηση αυτής της ουσίας μπορεί να
έχει μακροπρόθεσμες παρενέργειες, όπως ταχυκαρδίες και καταστροφή του ήπατος –αν είναι τυχερή. Δεν μπορούμε να τη
χρησιμοποιούμε επ’ αόριστον».
«Μην ανησυχείς, δε θα χρειαστεί. Απλά θέλω τη βοήθειά σου μέχρι τις προκριματικές εκλογές. Μετά δε θα υπάρχει κανένα
πρόβλημα».
«Εντάξει», συμφώνησε απρόθυμα ο Άσμπι. «Όμως αν κάτι δεν πάει καλά, θέλω να κρατήσεις το όνομά μου μακριά από
αυτή την ιστορία».
«Εντάξει. Κανένα πρόβλημα. Θα επισκέπτομαι τακτικά την κλινική σου, θα το συζητήσουμε».
«Και θα ακολουθήσουμε το δικό μου πρόγραμμα», επέμεινε ο Άσμπι. «Αν κινηθούμε πολύ γρήγορα, θα υπάρξουν
ερωτήματα».
«Μην ανησυχείς για τίποτα. Α, και παρεμπιπτόντως, μέχρι το τέλος της βδομάδας θα λάβεις μια επιταγή με ένα μέρος του
ποσού για την καινούρια σου πτέρυγα. Όσο για τα υπόλοιπα, θα δούμε πόσο καλά θα τα πας».
Ο Άσμπι κατέβασε το ακουστικό κι έγειρε πίσω, προσπαθώντας να αγνοήσει το γεγονός πως όσα έκανε αντέβαιναν στα
πιστεύω του. Μάλιστα, αν δεν ήταν αρκετά προσεκτικοί, θα... Έπρεπε να φροντίζει να διατηρεί το μείγμα στον ορό της Ελμ
σε τέτοια επίπεδα ώστε εκείνη να μη νιώθει καλά, χωρίς όμως να της προκαλέσει κανένα μόνιμο πρόβλημα. Ωστόσο αυτό
που γινόταν δεν του άρεσε καθόλου. Όχι βέβαια πως ο Μακμπράιντ του είχε αφήσει άλλη επιλογή. Παρ’ όλα αυτά...
Ακούμπησε το πιγούνι στην παλάμη του σκεφτικός και οραματίστηκε την καινούρια πτέρυγα που πάντα ονειρευόταν. Ήδη
είχε αναθέσει στους αρχιτέκτονες να ετοιμάσουν τα σχέδια. Επιπλέον, αν κρατούσε την κυρία Μακμπράιντ ναρκωμένη, θα
την ενοχλούσαν λιγότερο οι παρενέργειες της θεραπείας. Ναι, αποφάσισε, χαρούμενος που το είχε σκεφτεί. Αυτή ήταν η πιο
ηθική πράξη που θα μπορούσε να κάνει.

Ο Χάρλαν κατέβασε το ακουστικό κι έτριψε χαρούμενα τις παλάμες του. Δεν τον πείραζε καθόλου να αφήσει τη διαδικασία
να συνεχιστεί ούτε να κρατάει τον Άσμπι στο σκοτάδι σε ό,τι είχε να κάνει με τα πραγματικά σχέδιά του. Όσο περισσότερο
χρόνο απαιτούσε η θεραπεία, τόσο περισσότερο χρόνο θα είχε στη διάθεσή του να προετοιμάσει το εκλογικό σώμα για τον
επόμενο ρόλο του. Πότε ήταν προγραμματισμένη η συνέντευξη που θα έδινε στον τηλεοπτικό σταθμό Φοξ; Η Μάρσι θα
ήξερε. Ήταν η ιδανική ευκαιρία για να αρχίσει να υπαινίσσεται κάποια πράγματα. Όχι πολλά –απλά αρκετά ώστε να κεντρίσει
την περιέργεια της κοινής γνώμης.
Και, φυσικά, το φουαγιέ της κλινικής πιθανόν να αποδεικνυόταν ιδανικό σκηνικό για μια συνέντευξη Τύπου. Ο Χάρλαν
μπορούσε ήδη να φανταστεί τον εαυτό του συντετριμμένο και απελπισμένο να ενημερώνει καθημερινά τους δημοσιογράφους
για την επιδείνωση της υγείας της Ελμ.
Ήταν μια υπέροχη εικόνα.
Σηκώθηκε, κοίταξε το σεκρετέρ, όμως το σκέφτηκε καλύτερα. Εκείνη τη μέρα δε χρειαζόταν τίποτα για να του φτιάξει τη
διάθεση. Ένιωθε ήδη βασιλιάς του κόσμου.
Άνοιξε τις μπαλκονόπορτες και βγήκε στον μικρό κήπο που είχε φτιάξει τόσο όμορφα η Ελμ. Θα κρατούσε τα πάντα όπως
ήταν, σαν κάποιου είδους μαυσωλείο. Φανταζόταν ήδη τον κόσμο που θα επισκεπτόταν το σπίτι –το δικό του σπίτι– και θα
κοιτούσε θλιμμένα τις όμορφες ασημένιες κορνίζες με τις φωτογραφίες της Ελμ, που θα ήταν επιδέξια τοποθετημένες
παντού. Θα δεχόταν κόσμο. Στην αρχή βέβαια, χωρίς υπερβολές^ μάλιστα αμέσως μετά το θάνατο της Ελμ θα έπρεπε να
κρατήσει για λίγο χαμηλούς τόνους, να κάνει απλά το καθήκον του και τους πρώτους μήνες να ζει σαν τεθλιμμένος χήρος.
Όμως, σιγά σιγά, θα τον ενθάρρυναν να αλλάξει στάση. Οι φίλοι του –ακόμα και ο γερουσιαστής– θα επέμεναν να βάλει
τέλος στο πένθος του, να αφήσει το παρελθόν πίσω του και να φροντίσει για το μέλλον του. Οι ψηφοφόροι του δεν άξιζαν
τίποτα λιγότερο.
Και, σιγά σιγά, εκείνος θα συμφωνούσε, θα ενέδιδε στην επιμονή τους. Θα δεχόταν προσκλήσεις για κλειστές δεξιώσεις,
όπου σιγά σιγά θα ανοιγόταν στους φίλους του, θα τους εξομολογούνταν πόσο πολύ του έλειπε η Ελμ, πόσο κενή ήταν η ζωή
του χωρίς εκείνη.
Κανείς τους δε θα φανταζόταν ότι για εκείνον η μέρα του θανάτου της ήταν η απαρχή της λύτρωσής του.
Αναστέναξε ικανοποιημένος. Επιτέλους η αλλαγή στη ζωή του είχε αρχίσει. Είχε φτάσει στην κρίσιμη καμπή. Από κει και
πέρα όλα θα κυλούσαν ομαλά μέχρι τη Γερουσία –γιατί, φυσικά, ο Χάθαγουεϊ θα αποσυρόταν μετά το θάνατο της Ελμ. Κι
από εκεί απείχε μόλις ένα βήμα από τον Λευκό Οίκο.
Ο Χάρλαν ίσιωσε το κορμί του. Το πρώτο που έπρεπε να κάνει ήταν να τηλεφωνήσει στο δικαστή Γουέδερσπουν, να του
πει εμπιστευτικά ότι η Ελμ ήταν πολύ άρρωστη και να τον παρακαλέσει να μην πει τίποτα σε κανέναν. Έτσι θα εξασφάλιζε
ότι η φήμη θα κυκλοφορούσε.
«Χα!» Ο Χάρλαν γέλασε τραχιά και χτύπησε την παλάμη του στο μηρό του. Το σχέδιό του ήταν πανέξυπνο. Ιδιοφυές!
Ο Χάρλαν, πιο ευδιάθετος παρά ποτέ, επέστρεψε στο γραφείο του και άρχισε να προετοιμάζεται για την επικείμενη
συνάντηση με τον πεθερό του. Θα έπρεπε να ανακοινώσει τα θλιβερά νέα στην οικογένεια. Θα ήταν αληθινή πρόκληση να
φαίνεται αναστατωμένος ενώ μέσα του θα πετούσε από χαρά. Όμως θα τα κατάφερνε. Αυτό ήταν ένα από τα μεγαλύτερα
ταλέντα του –η ικανότητα να αντανακλά τα συναισθήματα όσων βρίσκονταν γύρω του. Οι συγγενείς της Ελμ θα ένιωθαν
τρομερή θλίψη όταν θα μάθαιναν για την αρρώστιά της. Εκείνος λοιπόν, όσο θα ήταν μαζί τους, θα απορροφούσε τη θλίψη
τους και θα την επέστρεφε με αποδέκτες εκείνους.
Σκέφτηκε περήφανα ότι σε αυτό έμοιαζε με τον Κλίντον. Θα ένιωθε τον πόνο τους –παρά το ότι εκείνος θα πετούσε από τη
χαρά του.

«Στο νοσοκομείο;» Η Φράνσις, καθισμένη σε μια πολυθρόνα ρυθμού βασιλίσσης Άννας στη γωνία του σαλονιού του
αδερφού της, κοίταξε συνοφρυωμένη τον Χάρλαν και χαμήλωσε τα γυαλιά που χρησιμοποιούσε για να διαβάζει.
«Τι έχει;» ρώτησε ο γερουσιαστής ανήσυχος. «Ξέρω ότι είχε κάνει εκείνες τις εξετάσεις το φθινόπωρο, όμως νόμιζα ότι είχε
συνέλθει στην Ελβετία κι ότι οι αδιαθεσίες της είχαν εξαφανιστεί».
«Δυστυχώς όχι, κύριε. Η Ελμ υποβλήθηκε σήμερα σε μια καινούρια σειρά εξετάσεων στην κλινική στην Ατλάντα». Η
έκφραση του Χάρλαν ήταν θλιμμένη, σοβαρή και τα χέρια του έτρεμαν ενώ μιλούσε. «Φοβάμαι πως... τα πράγματα είναι
μάλλον πιο σοβαρά απ’ ό,τι νομίζαμε, κύριε».
«Τι εννοείς; Τι έχει η Ελμ;» Ο Τζορτζ Χάθαγουεϊ κοίταξε ανήσυχος το γαμπρό του. «Χάρλαν, πες μου τι συμβαίνει. Θέλω
την αλήθεια».
«Κοιτάξτε, κύριε, απ’ όσα μπόρεσα να καταλάβω από αυτά που μου είπε ο γιατρός, πρόκειται για κάποια σπάνια,
εκφυλιστική ασθένεια που προσβάλλει το κεντρικό νευρικό σύστημα».
«Τι;»
«Εκφυλιστική ασθένεια;» παρενέβη η Φράνσις. Ακούμπησε το κέντημά της στα γόνατά της και συνοφρυώθηκε.
«Ναι».
«Το κακόμοιρο το κοριτσάκι μου», ψέλλισε ο γερουσιαστής και άρχισε να βηματίζει νευρικά στο καθιστικό. «Καλύτερα να
φύγουμε αμέσως για την Ατλάντα. Αυτό που συμβαίνει είναι φοβερό». Είχε χλομιάσει κι έδειχνε σαν να είχε γεράσει δέκα
χρόνια μέσα σε λίγα λεπτά. «Έκανες σωστά που ήρθες αμέσως εδώ, Χάρλαν. Τι άλλο είπε ο γιατρός; Θέλω το τηλέφωνό του.
Θα του τηλεφωνήσω τώρα αμέσως».
«Κύριε, κατανοώ την επιθυμία σας να του μιλήσετε, αλλά ο δόκτωρ Άσμπι πιστεύει ότι είναι καλύτερα να επικοινωνεί μαζί
μου και να μεταφέρω εγώ τα νέα στην υπόλοιπη οικογένεια. Έτσι θα μπορεί να αφιερώνει το χρόνο του στη φροντίδα της
Ελμ. Κι όσο για να την επισκεφθείτε, είπε ότι τις πρώτες μέρες η Ελμ έχει ανάγκη από ησυχία. Καθόλου επισκέψεις, απόλυτη
ανάπαυση. Φυσικά, του είπα ότι παρ’ όλα αυτά εγώ θα πάω στην Ατλάντα. Στο κάτω κάτω η Ελμ είναι γυναίκα μου». Ο
Χάρλαν ίσιωσε τους ώμους και ύψωσε το βλέμμα του αποφασιστικά.
«Η αποφασιστικότητά σου με ικανοποιεί, Χάρλαν», είπε ο γερουσιαστής και κάθισε βαριά στην αγαπημένη του πολυθρόνα.
«Όμως, αν ο γιατρός θεωρεί ότι θα πρέπει να αφήσουμε την Ελμ να ξεκουραστεί, ίσως θα ήταν σωστό να σεβαστούμε την
κρίση του».
«Ο δόκτωρ Άσμπι συμφώνησε να μου παραχωρήσει μερικά λεπτά αύριο το πρωί. Καταλαβαίνει ότι θέλω απεγνωσμένα να
μάθω πώς είναι η γυναίκα μου. Αισθάνομαι ευγνώμων που η Ελμ είναι στα καλύτερα χέρια».
«Ποιος είναι αυτός ο Άσμπι;» τον ρώτησε η Φράνσις. «Δεν τον έχω ξανακούσει».
«Η κλινική του είναι φημισμένη σε όλο τον κόσμο», απάντησε ο Χάρλαν υπομονετικά.
«Μα έχει πάει η Ελμ σε άλλο γιατρό; Έχουμε δεύτερη γνώμη; Στο κάτω κάτω, αν πρόκειται για κάτι τόσο σοβαρό, θα
πρέπει να την εξετάσει μια ομάδα ειδικών», επέμεινε η Φράνσις.
Ο Χάρλαν δεν παραξενεύτηκε. Ποιος άλλος εκτός από τη γριά μέγαιρα θα προσπαθούσε να κάνει χαλάστρα στα σχέδιά του;
Όμως, αντί να αφήσει το θυμό του να φανεί, κούνησε το κεφάλι του θλιμμένα και σήκωσε τα χέρια του. «Θεία Φράνσις, ξέρω
όσα κι εσύ. Ευτυχώς όμως ο Άσμπι είναι ο καλύτερος της χώρας. Ήταν τέτοιο το σοκ, τόσο απροσδόκητο, που είμαι εξίσου
σαστισμένος μ’ εσένα. Με λίγη τύχη θα μπορέσω να σας πω περισσότερα αύριο, να αποκομίσω καλύτερη εικόνα για όσα
συμβαίνουν. Όμως είμαι σίγουρος ότι, αν υπάρχει κάποιος που μπορεί να κάνει κάτι για να βοηθήσει την Ελμ, ο δόκτωρ
Άσμπι θα είναι ο πρώτος που θα μου τον συστήσει».
«Πολύ σωστά», συμφώνησε ο γερουσιαστής. «Θα τηλεφωνήσω στον Τζιμ Χάλιμπατ στην Ουάσιγκτον και θα τον ρωτήσω
ποιοι είναι οι καλύτεροι γιατροί. Σίγουρα θα ξέρει αυτή την ασθένεια. Θα τον βάλω να τηλεφωνήσει στον Άσμπι και να μάθει
τι ακριβώς συμβαίνει».
«Δε νομίζετε ότι θα έπρεπε πρώτα να περιμένουμε να δούμε πώς θα αντιδράσει η Ελμ στη θεραπεία;» ρώτησε ο Χάρλαν. Ο
τόνος της φωνής του ήταν πολύ πειστικός. «Ας δώσουμε στο δόκτορα Άσμπι μια ευκαιρία. Στο κάτω κάτω μπορεί ύστερα
από μερικές μέρες η Ελμ να αισθάνεται καλύτερα και να έχουμε ενοχλήσει το δόκτορα Χάλιμπατ χωρίς λόγο».
«Υποθέτω ότι μπορούμε να περιμένουμε μια, δυο μέρες», συμφώνησε ο γερουσιαστής απρόθυμα. «Όμως όχι περισσότερο.
Αν αυτή...» –ο γερουσιαστής κούνησε το χέρι του εκνευρισμένος– «...αυτή η εκφυλιστική ασθένεια είναι στ’ αλήθεια
σοβαρή, τότε όσο πιο σύντομα βρεθεί η Ελμ στα σωστά χέρια τόσο το καλύτερο».
«Ω, μα είναι στα σωστά χέρια, κύριε. Το πρώτο που έκανα ήταν να ρωτήσω για τον Άσμπι και κατά γενική ομολογία
πρόκειται για τον κορυφαίο νευρολόγο της χώρας. Η πειραματική κλινική του δέχεται ασθενείς από παντού», είπε ο Χάρλαν
κι αμέσως μετάνιωσε.
«Πειραματική;» Ο γερουσιαστής συνοφρυώθηκε. Τα πυκνά φρύδια του έσμιξαν πάνω από την αριστοκρατική μύτη του.
«Δε θέλω να χρησιμοποιήσει την κόρη μου σαν ινδικό χοιρίδιο».
«Όχι, κύριε, αυτό θα ήταν απαράδεκτο. Όμως ο Άσμπι είναι γνωστός για την εξαιρετική συνεισφορά του σ’ αυτό το πεδίο».
«Κατάλαβα. Αυτό είναι καλό. Πολύ καλό. Δε συμφωνείς, κι εσύ Φράνσις;» Ο γερουσιαστής στράφηκε στην αδερφή του,
ζητώντας επιβεβαίωση.
«Χμ, έτσι φαντάζομαι», είπε εκείνη επιφυλακτικά.
Ο Χάρλαν αναρωτήθηκε πού ήθελε να καταλήξει η γριά μέγαιρα και την κοίταξε θλιμμένα. Ανήκε στους ελάχιστους
ανθρώπους που έμεναν ανεπηρέαστοι από τη γοητεία του κι αυτό τον ενοχλούσε τρομερά. Επίσης ήταν η εξ απορρήτων της
Ελμ και είχε φροντίσει να του ξεκαθαρίσει ότι δεν τον εμπιστευόταν. Ο Χάρλαν θα στοιχημάτιζε πρόθυμα ότι η Φράνσις
ήξερε πού είχε εξαφανιστεί η Ελμ την προηγούμενη βδομάδα, όμως δεν είχε νόημα να ξύνει παλιές πληγές. Εκείνη τη στιγμή
η Ελμ βρισκόταν ακριβώς εκεί που ήθελε αυτός κι αν περνούσε από το χέρι του, δε θα έφευγε σύντομα από εκεί.
Κοίταξε το ρολόι του. «Κύριε, πρέπει να φύγω. Αύριο πρωί πρωί πετάω για την Ατλάντα. Θα σας κρατήσω ενήμερο».
«Πολύ καλά, Χάρλαν. Δε νομίζεις όμως ότι θα ήταν καλύτερα να έρθω κι εγώ, να βεβαιωθώ ότι η Ελμ είναι εντάξει;»
«Όχι, ο δόκτωρ Άσμπι ήταν ξεκάθαρος σ’ αυτό. Η Ελμ χρειάζεται ξεκούραση και ησυχία. Έχετέ μου εμπιστοσύνη, κύριε,
θα κάνω τα πάντα για να βεβαιωθώ ότι η Ελμ θα τύχει της φροντίδας που πρέπει», διαβεβαίωσε ο Χάρλαν το γερουσιαστή.
Το πιο όμορφο σ’ αυτή τη φράση, σκέφτηκε καθώς έφευγε, ήταν ότι αντιπροσώπευε εξολοκλήρου την αλήθεια.
Θα έκανε τα πάντα για να βεβαιωθεί ότι η Ελμ θα είχε τη φροντίδα που της άξιζε.
Απ’ τη χαρά και τον ενθουσιασμό του χρειάστηκε να περάσουν μερικές στιγμές για να θυμηθεί ότι έπρεπε να κυρτώσει τους
ώμους και να περπατάει με το κεφάλι σκυμμένο μέχρι να φτάσει στο αυτοκίνητό του, αφού ήταν σίγουρος ότι η αγαπητή θεία
Φράνσις τον παρακολουθούσε πίσω από τις κουρτίνες του καθιστικού.
Δεν είχε αντιληφθεί με ποιον τα έβαζε, σκέφτηκε ο Χάρλαν κι ένιωσε την ικανοποίησή του να φουντώνει. Αν η Φράνσις δεν
πρόσεχε, μπορεί να έδινε και σ’ εκείνη κανένα μάθημα.

Γιατί δεν του είχε τηλεφωνήσει; Ο Τζόνι, γεμάτος νευρικότητα, γέμισε ένα τελευταίο ποτήρι για εκείνη τη βραδιά από την
κρυστάλλινη καράφα Γουότερφορντ που ήταν ακουμπισμένη σε έναν ασημένιο δίσκο πάνω στο χαμηλό έπιπλο δίπλα στο
σβηστό τζάκι. Σίγουρα η Ελμ θα έπρεπε να έχει φτάσει ήδη στη Σαβάνα. Ίσως βέβαια η πτήση της να είχε καθυστέρηση ή να
μην μπορούσε να πιάσει γραμμή.
Ανασήκωσε τους ώμους του και κάθισε στον παλιό καναπέ όπου είχαν απολαύσει μερικά υπέροχα βράδια με την Ελμ
παρακολουθώντας παλιές ταινίες και προχωρώντας σε αμοιβαίες εξομολογήσεις. Κοίταξε το δωμάτιο αποκαρδιωμένος. Ήταν
τόσο άδειο χωρίς εκείνη. Ένιωθε ότι έλειπε ένα πολύ σημαντικό κομμάτι του εαυτού του. Ήπιε αργά το ουίσκι του και
χάιδεψε αφηρημένα το λαιμό του Ρέμους. Ίσως μπορούσε να αλλάξει το πρόγραμμά του και να πεταχτεί στις Ηνωμένες
Πολιτείες για να δει την Ελμ προτού ξεκινήσουν οι μεγάλες ιπποδρομίες της Αγγλίας. Ειλικρινά, δεν ήξερε πόσο θα
κατάφερνε να αντέξει. Στο κάτω κάτω δεν είχαν περάσει παρά μόλις μερικές ώρες από τότε που είχε φύγει και ήδη του έλειπε
τρομερά.
Έριξε μια σύντομη ματιά στις εφημερίδες και ύστερα, αφού άδειασε το ποτήρι του, αποφάσισε να πάει για ύπνο. Μάλλον η
Ελμ θα είχε σκεφτεί πως ήταν πολύ αργά για να τηλεφωνήσει και θα το έκανε την επόμενη μέρα, όταν θα είχε τακτοποιηθεί
στη φυτεία. Ο Τζόνι ήταν σίγουρος ότι θα υπήρχε κάποια απόλυτα λογική δικαιολογία για τη σιωπή της. Όμως, καθώς
ανέβαινε σιωπηλός τη σκάλα με τον Ρέμους, δεν μπορούσε να ξεπεράσει την ανησυχία του που όλο και μεγάλωνε.
Σταμάτα, είπε μέσα του. Έπρεπε να βάλει άμεσα ένα τέλος σ’ αυτή την παράνοια, σ’ αυτή την ιδέα ότι κάτι τρομερό είχε
συμβεί στην Ελμ απλά και μόνο επειδή βρισκόταν μακριά του. Το γεγονός ότι η Μαρί Ανζ είχε βρει φρικτό θάνατο δε
σήμαινε ότι κάθε γυναίκα που θα βρισκόταν στο δρόμο του θα γνώριζε την ίδια μοίρα, σκέφτηκε ενώ γδυνόταν και
ετοιμαζόταν να πέσει στο κρεβάτι. Τότε σήκωσε ακόμα μια φορά το ακουστικό του τηλεφώνου για να βεβαιωθεί ότι
λειτουργούσε κανονικά. Ξάπλωσε, διάβασε για λίγο, όμως πέρασαν αρκετές ώρες μέχρι να καταφέρει να ησυχάσει κάπως και
να αποκοιμηθεί.

«Μαμά, έλα να δεις!» φώναξε ο Ζακ, ο εννιάχρονος γιος της Μέρεντιθ. «Η τηλεόραση δείχνει το θείο Χάρλαν».
«Και λοιπόν; Πού είναι το παράξενο;» μουρμούρισε η Μέρεντιθ. Έφαγε την τελευταία μπουκιά της φρυγανιάς της και πήγε
από την κουζίνα στο καθιστικό. «Είστε έτοιμοι για το σχολείο; Μικ, πού είναι το σακίδιό σου;»
Η Μέρεντιθ σταμάτησε μπροστά από την τηλεόραση και, ξαφνικά, συνοφρυώθηκε. Στην οθόνη ήταν πράγματι ο Χάρλαν,
όμως, μα το Θεό, φαινόταν χάλια. Η Μέρεντιθ ήξερε πόσο σχολαστικά φρόντιζε την εμφάνισή του και παραξενεύτηκε που
είχε σταθεί μπροστά στις κάμερες τόσο χλομός και καταβεβλημένος.
«Μαμά, δε βρίσκω τα αθλητικά μου παπούτσια», παραπονέθηκε ο Μικ.
«Σιωπή, θέλω να ακούσω».
«Μα δε βρίσκω...»
«Θα σταματήσεις επιτέλους;» Η Μέρεντιθ πήρε το τηλεκοντρόλ και ανέβασε την ένταση.
«Φυσικά το σοκ ήταν για όλους μας μεγάλο», είπε ο Χάρλαν στην οθόνη. «Ξέρουμε όμως ότι έχει την καλύτερη δυνατή
φροντίδα. Όχι, φοβάμαι ότι δεν ξέρουμε πώς θα εξελιχτούν τα πράγματα», είπε απαντώντας στην ερώτηση του παρουσιαστή
του δελτίου και κούνησε θλιμμένα το κεφάλι του. «Ούτε πότε θα βγει από εδώ. Σ’ αυτό το στάδιο όλα είναι στα χέρια του
Θεού».
Η Μέρεντιθ άκουσε συνοφρυωμένη το σχολιαστή να κλείνει τη συνέντευξη, εξηγώντας ότι μιλούσαν με τον Χάρλαν
Μακμπράιντ, τον δημοφιλή νεαρό βουλευτή από τη Σαβάνα που σύντομα θα εισηγούνταν την ψήφιση ενός ομοσπονδιακού
κονδυλίου για τη χρηματοδότηση των ερευνών πάνω στις σπάνιες ασθένειες. Η σύζυγος του βουλευτή, πρόσθεσε ο
σχολιαστής, είχε προσβληθεί από μια σπάνια και πιθανώς θανατηφόρα ασθένεια του νευρικού συστήματος.
«Τι στο καλό συμβαίνει;» αναφώνησε η Μέρεντιθ και πήρε τα πράγματα των παιδιών. «Παιδιά, ελάτε, πρέπει να είμαι νωρίς
στο γραφείο. Θα σας αφήσω στο σχολείο».
«Μα τα αθλητικά μου...»
«Μικ, φόρα τα μπλε, όμως, σε παρακαλώ, βιάσου», είπε η Μέρεντιθ. Πήρε τα καλαθάκια με το κολατσιό των παιδιών ενώ
ταυτόχρονα σχημάτιζε ένα νούμερο στο καντράν του κινητού της.
Μισή ώρα αργότερα βρισκόταν στο καθιστικό του γερουσιαστή Χάθαγουεϊ, όπου είχαν συγκεντρωθεί ο γερουσιαστής, η
θεία Φράνσις και ο γιατρός Φίλιπς.
«Λοιπόν, γιατρέ, τι ακριβώς έδειξαν οι εξετάσεις αίματος;» τον ρώτησε η Μέρεντιθ ανήσυχη, ενώ δεχόταν τον καφέ που της
πρόσφερε ο Μπο.
«Ειλικρινά, τα αποτελέσματα των εξετάσεων δεν ήταν εύκολο να ερμηνευτούν. Πέρα από τα χαμηλά επίπεδα νατρίου και
καλίου, οι εξετάσεις έδειξαν μια απρόσμενη ανισορροπία των ηλεκτρολυτών που δε συνάδει με τη γενικότερη κατάσταση της
υγείας της Ελμ. Με δεδομένα τα υπόλοιπα συμπτώματα –την απώλεια ισορροπίας, τις σποραδικές ναυτίες και τη μυϊκή
αδυναμία–, σκέφτηκα ότι μπορεί η φύση του προβλήματος να ήταν νευρολογική και γι’ αυτό έστειλα αρχικά τα
αποτελέσματα στο δόκτορα Άσμπι. Έχει εξαιρετική φήμη».
«Μα, αν είναι τόσο άρρωστη, γιατί τα συμπτώματα έκαναν τόσο χρόνο να επανεμφανιστούν;» ρώτησε η Μέρεντιθ. «Θέλω
να πω, δε μου φαίνεται λογικό. Στην Ελβετία ήταν μια χαρά, το ίδιο και στην Ιρλανδία».
«Στην Ιρλανδία;» Ο γερουσιαστής κοίταξε τη Μέρεντιθ έκπληκτος. «Η Ελμ ήταν στην Ιρλανδία;»
«Ε, για πολύ λίγο», απάντησε βεβιασμένα εκείνη. Αντάλλαξε ένα βλέμμα με τη θεία Φράνσις κι έσπευσε να αλλάξει θέμα.
«Πριν από δυο μέρες που μίλησα μαζί της, ακουγόταν καλύτερα παρά ποτέ», πρόσθεσε. «Προσπάθησα να της τηλεφωνήσω
σήμερα το πρωί, αφότου μίλησα μαζί σας, όμως το κινητό της ήταν κλειστό και στην κλινική αρνήθηκαν να με συνδέσουν με
το δωμάτιό της. Μου είπαν ότι δε δέχεται τηλεφωνήματα».
«Πιθανότατα έχει ανάγκη από ξεκούραση αυτή τη στιγμή. Αυτού του είδους οι παθήσεις καμιά φορά εμφανίζονται ξαφνικά
και εξασθενούν τρομερά τον οργανισμό», είπε ο δόκτωρ Φίλιπς και κούνησε το κεφάλι του. «Η Ελμ πιθανόν να βρισκόταν
υπό την επήρεια ηρεμιστικών. Επίσης ο Άσμπι άφησε σήμερα το πρωί να εννοηθεί ότι η συμπεριφορά της ήταν κάπως
ανεύθυνη –είπε ότι ανέβαλλε συνεχώς να κάνει τις επαναληπτικές εξετάσεις, παρά τις προειδοποιήσεις του ότι ήταν
απαραίτητες. Κρίμα. Του ζήτησα αντίγραφα όλων των εξετάσεων. Φαντάζομαι ότι αύριο θα τα έχω στα χέρια μου».
«Υπέροχα. Τότε θα μπορέσουμε να τα στείλουμε αμέσως στον Χάλιμπατ και να ακούσουμε την άποψή του», είπε ο
γερουσιαστής που βημάτιζε ανήσυχος πάνω κάτω στο καθιστικό. «Δεν ξέρω τι να κάνω. Χτες το βράδυ ήταν εδώ ο Χάρλαν.
Μου είπε –το ίδιο και ο Άσμπι, παρεμπιπτόντως– ότι η κλινική δεν επιτρέπει στην Ελμ να δέχεται επισκέψεις. Πιστεύουν ότι
η απόλυτη ηρεμία και ξεκούραση θα επισπεύσουν την ανάρρωσή της. Όμως δεν ξέρω, εγώ θέλω να δω την κόρη μου»,
παραπονέθηκε ο γερουσιαστής και κοίταξε τη Μέρεντιθ. «Θέλω να μάθω τι ακριβώς συμβαίνει».
«Το ίδιο κι εγώ». Η Μέρεντιθ δίστασε, ύστερα όμως αποφάσισε να πει αυτό που σκεφτόταν. «Θείε Τζορτζ, είδες τον
Χάρλαν στην τηλεόραση; Το βρήκα εξωφρενικό –να συζητάει στον αέρα για την υγεία της Ελμ. Σ’ εκείνη δε θα άρεσε
καθόλου να ξέρουν όλοι ότι είναι άρρωστη. Είναι πολύ μυστικοπαθής σ’ αυτά τα θέματα».
«Στην τηλεόραση; Όχι. Πότε έγινε αυτό;» ρώτησε αιφνιδιασμένος ο γερουσιαστής.
«Πριν από μια ώρα περίπου. Στο Φοξ. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Ο Χάρλαν ήταν συντετριμμένος, σαν να επρόκειτο να...»
Η Μέρεντιθ είδε το βλέμμα της Φράνσις και δεν ολοκλήρωσε τη φράση της. Καμιά τους δε συμπαθούσε τον Χάρλαν και το
ότι είχε χρησιμοποιήσει την αρρώστια της Ελμ για τη δική του προβολή εξηγούσε με τον καλύτερο τρόπο το γιατί. Όμως το
τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή ήταν να ρίξουν κι άλλο λάδι στη φωτιά.
«Ο Χάρλαν βγήκε στο Φοξ;» Ο γερουσιαστής σταμάτησε μπροστά στη Μέρεντιθ. «Θα έπρεπε να με έχει ενημερώσει».
«Ναι, στην πρωινή εκπομπή. Εξηγούσε ότι η απουσία της Ελμ οφείλεται στην ασθένειά της».
«Κατάλαβα». Ο γερουσιαστής κάρφωσε το βλέμμα του στο προαύλιο, πάνω από το κεφάλι της Μέρεντιθ, όπου ένα
σιντριβάνι με ένα σιδερένιο δελφίνι τροφοδοτούσε με νερό τη μικρή λιμνούλα. Η Μέρεντιθ τον άκουσε να αναστενάζει και
διέκρινε στα μάτια του την πάλη ανάμεσα στην επιθυμία του να προστατεύσει την προσωπική ζωή της Ελμ και την
αδιαφιλονίκητη αλήθεια, σύμφωνα με την οποία η ασθένειά της πρόσφερε στον Χάρλαν την καλύτερη ευκαιρία για προβολή.
Είδε το γερουσιαστή να στρέφεται –το λευκό, λινό κοστούμι του ήταν άψογα κολλαρισμένο και σιδερωμένο, το παπιγιόν του
ολόισιο, σαν ναρκωμένη πεταλούδα– κι ένιωσε το στομάχι της να ανακατεύεται.
«Θείε Τζορτζ, η άποψή μου είναι αμετακίνητη σ’ αυτό. Εκτός από δικηγόρος της Ελμ, είμαι και στενή οικογενειακή φίλη
και πιστεύω ότι έχουμε δικαίωμα να τη δούμε, έστω για λίγο».
«Ίσως προς το παρόν θα ήταν καλύτερα να ακολουθήσουμε τις συστάσεις του γιατρού», είπε η θεία Φράνσις τελικά. Η
Μέρεντιθ κοίταξε την ηλικιωμένη γυναίκα προσεκτικά, κατάλαβε ότι δεν της άρεσε καθόλου αυτό που είχε πει και μέτρησε τα
λόγια της προτού μιλήσει.
«Εντάξει», είπε απρόθυμα. «Αν είναι για το καλό της Ελμ να περάσει μερικές μέρες χωρίς να την ενοχλήσει κανείς, ας
είναι». Όμως στη Μέρεντιθ δεν άρεσε καθόλου το ότι ο Χάρλαν, ο πλέον απομακρυσμένος άνθρωπος από την Ελμ σε σχέση
με οποιονδήποτε άλλο τη δεδομένη στιγμή, θα είχε δικαίωμα να την επισκέπτεται απλά και μόνο επειδή ήταν ακόμα τυπικά
σύζυγός της.
«Σωστά». Ο γερουσιαστής ένευσε ότι συμφωνούσε. «Μέρι Μπελ, θα είμαστε σε επαφή. Ας περιμένουμε σαράντα οχτώ
ώρες προτού πάρουμε κάποια απόφαση. Μετά βλέπουμε».
«Εντάξει». Η Μέρεντιθ αναστέναξε παραιτημένα. «Πρέπει να φύγω. Σε μισή ώρα έχω δικαστήριο». Σηκώθηκε, πήγε στην
άλλη άκρη του δωματίου και απόθεσε ένα φιλί στο πλαδαρό λευκό μάγουλο της θείας Φράνσις. «Θα σου τηλεφωνήσω
αργότερα», ψιθύρισε για να μην την ακούσει ο γερουσιαστής.
Η Φράνσις ένευσε σιωπηλά.
«Γεια σου, θείε Τζορτζ. Ελπίζω η Ελμ να γίνει καλά και να ανακαλύψουμε ότι τρομάξαμε αναίτια. Μη διστάσεις να μου
τηλεφωνήσεις, αν μπορώ με κάποιον τρόπο να βοηθήσω. Και, σε παρακαλώ, ενημέρωσέ με για την απάντηση του φίλου σου
του γιατρού από το Μπεθέσντα όταν δει τα αποτελέσματα. Έχω ένα προαίσθημα ότι θα είναι πολύ σημαντική».
«Αμέσως μόλις πάρω στα χέρια μου τα αποτελέσματα θα του τα στείλω». Ο γερουσιαστής έσφιξε τον ώμο της Μέρεντιθ
και χαμογέλασε. «Μέρι, είσαι καλή κοπέλα, όμως μην ανησυχείς. Είμαι σίγουρος ότι η Ελμ θα ξεπεράσει κι αυτή την
κακοτοπιά. Χαιρετίσματα στον Τομ και στα παιδιά». Συνόδευσε τη Μέρεντιθ στον μαρμαροστρωμένο διάδρομο και ο Μπο
της άνοιξε την εξώπορτα.
«Καλή σας μέρα, μις Μέρεντιθ». Το γέρικο πρόσωπο του Μπο συνοφρυώθηκε. «Πώς είναι η μις Ελμ, μαντάμ;»
«Θα γίνει καλά, Μπο. Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς. Εσύ να προσέχεις όσους είναι εδώ, εντάξει;» Η Μέρεντιθ
χαμογέλασε, κατέβηκε βιαστικά τα σκαλιά και μπήκε στο αυτοκίνητό της.
Μόλις κάθισε, χτύπησε το κινητό της. Ήταν ο Μελ. Η Μέρεντιθ συνοφρυώθηκε και προσπάθησε να μαντέψει τι μπορεί να
την ήθελε. Α, μα, σίγουρα για το άρθρο του, σχετικά με τη Μονάδα Επεξεργασίας Λυμάτων του Μογκάτσι. Ανησυχούσε για
το ενδεχόμενο να μηνυθεί η εφημερίδα του.
Ετοιμάστηκε να γυρίσει το κλειδί στη μίζα, όμως σταμάτησε. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Σε ποιο επίπεδο, δεν ήξερε ακόμα. Ο
Μελ είχε συγκεντρώσει πληροφορίες για μια ανησυχητική αύξηση των εισαγωγών στα νοσοκομεία από ανθρώπους που
ζούσαν σε μια ακτίνα περίπου πέντε χιλιομέτρων από τη Μονάδα Επεξεργασίας Λυμάτων. Η Μέρεντιθ συνειδητοποίησε ότι
το Ολιάντερ Κρικ βρισκόταν στην ίδια περιοχή. Έμοιαζε τραβηγμένο, μήπως όμως υπήρχε κάποια σύνδεση; Μήπως η
ασθένεια της Ελμ είχε προκληθεί από κάτι στο Ολιάντερ Κρικ;
Αναρωτήθηκε αν έπρεπε να αναφέρει τις σκέψεις της στον Χάρλαν, να του ζητήσει να εξατάσει δείγματα από το έδαφος. Θα
επικοινωνούσε μαζί του αργότερα –αν δηλαδή κατάφερνε να τον τραβήξει μακριά από τις κάμερες για όσο θα χρειαζόταν,
σκέφτηκε αηδιασμένη. Τα συναισθήματά της για τον υποψήφιο του κόμματος που υποστήριζε περιπλέκονταν όλο και
περισσότερο. Μπορεί να αποδοκίμαζε την ηθική και τη συμπεριφορά του απέναντι στις γυναίκες, όμως εξακολουθούσε να
πιστεύει ότι ήταν ο καλύτερος για το Κογκρέσο κι εμπιστευόταν σε μεγάλο βαθμό το εκλογικό του πρόγραμμα. Όμως υπήρχε
κάτι στον Χάρλαν που... Ωστόσο όλοι οι πολιτικοί είχαν ιδιοτροπίες και οι ιδιοτροπίες του Χάρλαν μάλλον δεν ήταν πιο
αλλόκοτες από οποιουδήποτε άλλου. Το πρόβλημα ήταν η Ελμ, όχι η πολιτική ατζέντα του Χάρλαν. Παρ’ όλα αυτά η ατζέντα
του μπορεί να δεχόταν πυρά αν αποδεικνυόταν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τη Μονάδα Επεξεργασίας Λυμάτων.
Η Μέρεντιθ έβγαλε τον Χάρλαν από το μυαλό της, ξεκίνησε και επικέντρωσε την προσοχή της στον πελάτη που θα
εκπροσωπούσε σε λίγο στο δικαστήριο. Ήξερε ότι δεν είχε νόημα να ανησυχεί αφού ελάχιστα θα μπορούσε να κάνει εκείνη
τη στιγμή.

25
Πέρασαν άλλες δυο μέρες χωρίς κανένα νέο για την κατάσταση της Ελμ, πέρα από τις γνωστές αναφορές σύμφωνα με τις
οποίες είχε ανάγκη από απόλυτη ηρεμία.
Η Μέρεντιθ ακούμπησε τους αγκώνες στο γραφείο της, στήριξε το κεφάλι στις παλάμες της, απογοητευμένη τρομερά με
την όλη κατάσταση. Αν και είχε συμφωνήσει απρόθυμα με τις εντολές του γιατρού να μην επισκεφθεί κανείς την κλινική, της
προκαλούσε όλο και μεγαλύτερη έκπληξη το γεγονός ότι δεν είχε ακόμα επικοινωνήσει μαζί της η Ελμ, πράγμα που δεν
ταίριαζε στο χαρακτήρα της.
Η Ελμ φρόντιζε πάντα να επικοινωνεί μαζί της, να την ενημερώνει για τα διάφορα εγχειρήματά της, ιδιαίτερα για τις
προστατευόμενές της στο Ολιάντερ Κρικ. Η παντελής έλλειψη επικοινωνίας ήταν τρομερά ανησυχητική και η Μέρεντιθ δεν
μπορούσε να απαλλαγεί από το δυσάρεστο συναίσθημα αυξανόμενης ανησυχίας που την είχε καταλάβει.
Η συζήτηση που είχε κάνει με τη θεία Φράνσις την προηγούμενη μέρα δεν είχε διασκεδάσει καθόλου τις ανησυχίες της. Και
οι δύο απεχθάνονταν τον Χάρλαν που εκμεταλλευόταν την κατάσταση για να προωθήσει τους δικούς του σκοπούς –δεν
υπήρχε αμφιβολία ότι εκμεταλλευόταν στο έπακρο τη δημοσιότητα. Είχε εκδώσει ένα δελτίο Τύπου με το οποίο
πληροφορούσε τους πάντες ότι τα εγκατέλειπε όλα για να μπορεί να βρίσκεται στο πλευρό της συζύγου του. Και εμφανιζόταν
παντού –στα βραδινά δελτία ειδήσεων, σε πολιτικές εκπομπές, στις εφημερίδες. Η Μέρεντιθ είχε αηδιάσει. Πώς μπορούσε να
χρησιμοποιεί την ασθένεια της γυναίκας του για να προωθεί την υποψηφιότητά του; Ήταν αηδιαστικό. Ο γερουσιαστής ήταν
φυσικά επιφυλακτικός και είχε περιοριστεί σε μια απλή δήλωση στην οποία ζητούσε από τους εκπροσώπους του Τύπου να
σεβαστούν την προσωπική ζωή της οικογένειάς του. Ο Χάρλαν, από την άλλη μεριά, την ξεπουλούσε.
Ύστερα από εικοσιτέσσερις ακόμα ώρες χωρίς τίποτα νεότερο, η Μέρεντιθ αποφάσισε ότι ήταν καιρός να πάρει την
κατάσταση στα χέρια της. Βρήκε από τις πληροφορίες καταλόγου το τηλέφωνο του δόκτορα Άσμπι και του τηλεφώνησε η
ίδια.
Συστήθηκε ως δικηγόρος της Ελμ κι αμέσως ζήτησε από τον Άσμπι εξηγήσεις για την πολιτική του περί απαγόρευσης των
επισκέψεων.
«Αυτή τη στιγμή η κυρία Μακμπράιντ υποβάλλεται σε μια πολύ δύσκολη θεραπεία», εξήγησε ο γιατρός σε αυστηρό
επαγγελματικό τόνο. «Η οποιαδήποτε ενόχληση δεν ενδείκνυται και θα την εξαντλούσε τρομερά. Η ένταση...»
«Γιατρέ», έκοψε η Μέρεντιθ τον Άσμπι, προσπαθώντας να κρύψει τον εκνευρισμό της. «Εκτός αν η πελάτισσά μου δεν έχει
τις αισθήσεις της, δε βλέπω κανέναν λόγο που να δικαιολογεί το να μη δέχεται επισκέψεις από την οικογένειά της έστω και
για πέντε λεπτά. Οι συγγενείς της ανησυχούν πολύ για εκείνη. Όλοι μας ανησυχούμε. Ασφαλώς το καταλαβαίνετε».
«Φυσικά. Ειλικρινά όμως, πρέπει να επιμείνω σ’ αυτό που θεωρώ καλύτερο για την ασθενή μου. Και αυτό είναι η απόλυτη
ηρεμία και απομόνωση».
«Μα αυτό είναι γελοίο», ξέσπασε η Μέρεντιθ. «Δεν ξέρουμε καν τι έχει. Έψαξα στις μεγαλύτερες ιατρικές εγκυκλοπαίδειες
και δεν κατάφερα να βρω οποιαδήποτε πληροφορία –ούτε καν μια αναφορά– για την ασθένεια από την οποία ισχυρίζεστε πως
πάσχει».
«Ακριβώς, κυρία Χάντερ. Η κυρία Μακμπράιντ πάσχει από μια πολύ σπάνια διαταραχή. Τυχαίνει να είμαι ένας από τους
ελάχιστους ειδικούς που έχουν εμπειρία στην περίπτωσή της. Απλά θα πρέπει να με εμπιστευτείτε όταν λέω ότι ξέρω τι είναι
καλύτερο για εκείνη».
«Δόκτορ Άσμπι, εκτιμώ τις ικανότητές σας, σίγουρα όμως θα αντιλαμβάνεστε τις ανησυχίες μου. Γι’ αυτό ανυπομονώ να
πάρουμε μια δεύτερη γνώμη. Απ’ ό,τι ξέρω, ο γερουσιαστής Χάθαγουεϊ σας ζήτησε να στείλετε τα αποτελέσματα των
εξετάσεων σε κάποιον ειδικό στη νευρολογική κλινική του ναυτικού νοσοκομείου Μπεθέσντα. Μήπως τα στείλατε;»
«Μόλις ολοκληρωθεί η εκτίμηση των τελευταίων εξετάσεων θα του τα στείλω. Τώρα φοβάμαι ότι πρέπει να κλείσω». Η
Μέρεντιθ άκουσε ένα κλικ και η γραμμή νεκρώθηκε.
Η Μέρεντιθ κοίταξε το ακουστικό και ύστερα το κατέβασε. Είχε την αίσθηση ότι ο δόκτωρ Άσμπι κωλυσιεργούσε –αν και
της ήταν αδύνατο να φανταστεί το γιατί. Ο Χάρλαν τους είχε πει πως, αν και η Ελμ ήταν ακόμα εξαιρετικά αδύναμη,
εξαντλημένη και ανίκανη να μιλάει πολύ, η κατάστασή της βελτιωνόταν.
Όμως ο λόγος του Χάρλαν δεν ήταν αρκετός.
Αυτό που προξενούσε μεγαλύτερη έκπληξη στη Μέρεντιθ ήταν ο τρόπος με τον οποίο αποδεχόταν ο γερουσιαστής το
γεγονός ότι δεν μπορούσε να επισκεφθεί την Ελμ και υπάκουε σε όσα έλεγαν ο Χάρλαν και ο Άσμπι λες και ο λόγος τους
ήταν νόμος.
Λοιπόν, αρκετά! Η διαίσθηση της Μέρεντιθ της έλεγε ότι κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά και αρνιόταν να χάσει άλλο
χρόνο. Ήταν Δευτέρα. Κοίταξε το ημερολόγιό της. Την επόμενη μέρα δεν είχε υποθέσεις στο δικαστήριο. Θα μπορούσε να
πάρει το πρώτο αεροπλάνο για την Ατλάντα και να επιστρέψει προτού σχολάσουν τα παιδιά. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε αν
έπρεπε να μιλήσει στο γερουσιαστή για τα σχέδιά της, αποφάσισε όμως ότι το μόνο που θα κέρδιζε θα ήταν να τα
πληροφορηθεί ο Χάρλαν –και είχε αρχίσει να αμφιβάλλει για το κατά πόσο μπορούσε να τον εμπιστεύεται κι αν εκείνο που
τον απασχολούσε ήταν το συμφέρον της Ελμ.
Η Μέρεντιθ, γνωρίζοντας πως εκείνη τη στιγμή δε θα μπορούσε να κάνει τίποτα περισσότερο, σήκωσε τα μανίκια της και
άνοιξε τον πρώτο φάκελο από τη στοίβα που βρισκόταν στο γραφείο της. Τηλεφώνησε σε μερικούς πελάτες και προσπάθησε
να βγάλει όσο περισσότερη δουλειά μπορούσε ώστε η απουσία της την επόμενη μέρα να μην επιβαρύνει υπερβολικά το
πρόγραμμά της. Το μεσημέρι, λίγο πριν κάνει διάλειμμα για φαγητό, χτύπησε το τηλέφωνο.
«Άλι, ποιος είναι;»
«Κάποιος τύπος με βρετανική προφορά. Ισχυρίζεται ότι είναι ο λόρδος Γκράνι. Λες να πρόκειται για φάρσα;»
«Ω Θεέ μου, όχι, πέρασέ μου αμέσως τη γραμμή», είπε η Μέρεντιθ βιαστικά. Είχε αναγνωρίσει το όνομα και αναρωτιόταν
πώς είχε βρει το τηλέφωνό της ο φίλος της Ελμ.
«Εμπρός;» Μια φωνή που πρόδιδε καλή ανατροφή ακούστηκε από την άλλη άκρη της γραμμής.
«Γεια σας, εδώ Μέρεντιθ Χάντερ».
«Ναι, συγνώμη που σας ενοχλώ. Επιτρέψτε μου να συστηθώ. Τζόνι Γκράνι, φίλος της Ελμ Χάθαγουεϊ».
«Ναι, ξέρω».
«Α...» Ο Τζόνι δίστασε για μια στιγμή. «Κοιτάξτε, λυπάμαι πολύ που σας ενοχλώ, όμως έχω τέσσερις μέρες να λάβω νέα
της Ελμ και, ειλικρινά, έχω αρχίσει να ανησυχώ».
«Κατάλαβα». Η Μέρεντιθ αναρωτήθηκε αν θα πρόδιδε την εμπιστοσύνη των Χάθαγουεϊ σε περίπτωση που έλεγε στον
Γκράνι τι συνέβαινε. Όμως η Ελμ είχε εξαιρετική γνώμη για εκείνον και ακουγόταν τόσο ευγενικός κι ανήσυχος. «Δυστυχώς
η Ελμ είναι άρρωστη».
«Τι εννοείτε; Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Τζόνι θορυβημένος.
«Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. Νοσηλεύεται σε μια ιδιωτική κλινική στην Ατλάντα. Σύμφωνα με το γιατρό πάσχει από
κάποια ασθένεια για την οποία κανείς στον ιατρικό κόσμο δε φαίνεται να γνωρίζει και πολλά».
«Τι πράγμα;» Η Μέρεντιθ διέκρινε τη δυσπιστία στη φωνή του Τζόνι.
«Ξέρω ότι ακούγεται περίεργο. Τους τελευταίους δύο μήνες η Ελμ παρουσίασε ξανά τις ναυτίες και την αδυναμία που την
ενοχλούσαν το φθινόπωρο –τίποτα το σοβαρό, όμως ήταν αρκετό για να κάνει κάποιες εξετάσεις αίματος. Τα συμπτώματα
είχαν εξαφανιστεί κατά τη διάρκεια της παραμονής της στο Γκστάαντ κι απ’ ό,τι μπορώ να υποθέσω θα πρέπει να ήταν μια
χαρά στην Ιρλανδία, αν κρίνω από την έκπληξή σας. Τέλος πάντων, ενώ επέστρεφε από την επίσκεψή της σ’ εσάς, σταμάτησε
στην κλινική για να κάνει ξανά εξετάσεις και, απλά, την κράτησαν εκεί».
«Θυμάμαι ότι μου είχε αναφέρει αυτό το ραντεβού. Μιλούσε σαν να επρόκειτο για εξετάσεις ρουτίνας. Συγχωρήστε με,
όμως όλα αυτά είναι πολύ παράξενα. Από τι είπατε ότι υποτίθεται πως πάσχει;»
«Από κάποια εκφυλιστική ασθένεια λένε, όμως δεν είναι απόλυτα βέβαιοι».
«Κατάλαβα». Ο Τζόνι έμεινε για μια στιγμή σιωπηλός. «Κοίτα, Μέρεντιθ –δε σε πειράζει να σε λέω έτσι;»
«Όχι φυσικά».
«Ωραία. Συγνώμη που επεμβαίνω σε κάτι που πιθανόν θεωρείς ότι δε με αφορά, αλλά ανησυχούσα πολύ για την Ελμ.
Έχω... ένα παράξενο προαίσθημα πως κάτι δεν πάει καλά. Μπόρεσες να την επισκεφθείς στο νοσοκομείο;»
«Όχι», απάντησε η Μέρεντιθ επιφυλακτικά. «Ο δόκτωρ Άσμπι, ο επικεφαλής της κλινικής, δε θέλει να βλέπει κανέναν η
Ελμ. Λέει ότι είναι πολύ εξαντλημένη, ότι οι επισκέψεις θα της κάνουν κακό. Ότι πρέπει να παραμείνει απομονωμένη». Η
Μέρεντιθ άρχισε να μουτζουρώνει το σημειωματάριό της. Όσο μιλούσε στον Τζόνι, συνειδητοποιούσε πόσο τραβηγμένα
ακούγονταν όλα αυτά. «Όμως δεν πιστεύω ότι το να δει εμένα ή την οικογένειά της για πέντε λεπτά θα επιβαρύνει την
ανάρρωσή της», συνέχισε η Μέρεντιθ, αποφασισμένη να μιλήσει ειλικρινά. «Επιπλέον ο Χάρλαν –ο μέλλων πρώην σύζυγός
της– απ’ ό,τι φαίνεται έχει κατασκηνώσει με τους δημοσιογράφους στο φουαγιέ της κλινικής και εκμεταλλεύεται στο έπακρο
την αρρώστια της», πρόσθεσε με πικρία, χαρούμενη που της δινόταν η ευκαιρία να δώσει διέξοδο στο θυμό της.
«Δε μου αρέσουν όλα αυτά», συμφώνησε ο Τζόνι. «Μπορώ να κάνω κάτι εγώ;»
«Αποφάσισα να πάω αύριο στην Ατλάντα και να μπω διά της βίας στην κλινική. Στο κάτω κάτω είμαι η δικηγόρος της Ελμ.
Αν πάω εκεί, δε βλέπω πώς θα μπορέσει ο Άσμπι να με εμποδίσει να επισκεφθώ την Ελμ».
«Να πας, σε παρακαλώ. Θεέ μου. Ελπίζω και προσεύχομαι να είναι καλά».
Ο Τζόνι ακουγόταν τόσο ανήσυχος, που ο τόνος της Μέρεντιθ μαλάκωσε.
«Τι θα έλεγες να σου τηλεφωνήσω όταν θα την επισκεφθώ;»
«Αν είναι αρκετά καλά, σε παρακαλώ να της πεις να μου τηλεφωνήσει. Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν το έχει κάνει ήδη».
«Έχω ένα άσχημο προαίσθημα ότι δεν της επιτρέπουν να πλησιάσει το τηλέφωνο», είπε η Ελμ ζοφερά. «Κι αυτός είναι ένας
από τους λόγους που θέλω να τη δω αυτοπροσώπως».
«Ο σύζυγός της –εκείνος ο τύπος, ο Μακμπράιντ– δεν πιστεύεις ότι μπορεί να ετοιμάζει τίποτα, έτσι;»
«Να ετοιμάζει τι;» Η Μέρεντιθ συνοφρυώθηκε.
«Δεν ξέρω ακριβώς... Απλά είναι φανερό ότι έχει ενοχληθεί τρομερά που η Ελμ πρόκειται να τον αφήσει. Είχε έρθει στο
Γκστάαντ για να προσπαθήσει να την πείσει να αλλάξει γνώμη. Η Ελμ μου είπε ότι συνεχώς την παρενοχλεί. Δε νομίζεις ότι
θα ήταν ικανός να τη βλάψει με οποιονδήποτε τρόπο, έτσι;»
«Ο Χάρλαν;» Η Μέρεντιθ το σκέφτηκε για μια στιγμή και ύστερα έδιωξε αυτή την ιδέα. «Όχι, είναι όλο μεγάλα λόγια».
«Χμ. Τέλος πάντων, θα με κρατάς ενήμερο, έτσι; Δεν το πιστεύω ότι είμαι καθηλωμένος εδώ στο Γκράνι τη στιγμή που η
Ελμ μπορεί να με χρειάζεται».
«Μην ανησυχείς. Θα σου τηλεφωνήσω μόλις έχω νέα». Η Μέρεντιθ σημείωσε αρκετά τηλέφωνα στα οποία θα μπορούσε να
βρει τον Τζόνι και ύστερα κατέβασε το ακουστικό.
Κάθισε για λίγο, χτυπώντας το γραφείο της με ένα στυλό ενώ σκεφτόταν το τηλεφώνημα του Τζόνι. Όφειλε να ομολογήσει
ότι οι αμφιβολίες του απηχούσαν τις δικές της ανησυχίες πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ευχόταν όμως πως όλα θα ξεκαθάριζαν
την επόμενη μέρα, όταν θα της δινόταν η ευκαιρία να μιλήσει με την Ελμ.

Η ώρα ήταν έντεκα όταν το ταξί σταμάτησε μπροστά στην κλινική του δόκτορα Άσμπι στην Ατλάντα. Η Μέρεντιθ σκέφτηκε
κυνικά ότι θύμιζε περισσότερο ιδιωτική έπαυλη παρά νοσοκομείο. Απ’ ό,τι είχε καταφέρει να ανακαλύψει, ο δόκτωρ Άσμπι
είχε ιδιαίτερα εύπορους πελάτες, πρόθυμους να πληρώσουν οποιοδήποτε ποσό για τις υπηρεσίες του. Επίσης ήταν γνωστός
από το γεγονός ότι εφάρμοζε πειραματικές θεραπείες τις οποίες τα υπόλοιπα νοσοκομεία αρνούνταν να δεχτούν. Βέβαια η
Μέρεντιθ δεν είχε ακούσει κάτι μεμπτό για το γιατρό –έχαιρε εξαιρετικής εκτίμησης στην ιατρική κοινότητα–, ήταν φανερό
όμως ότι εξαιτίας των κινδύνων που έκρυβαν οι πειραματικές θεραπείες, του ήταν πιο εύκολο να ασκεί του λειτούργημά του
σε μια ιδιωτική κλινική όπου μπορούσε να παρακολουθεί με μεγαλύτερη ευχέρεια τις αγωγές και τα αποτελέσματά τους.
Η Μέρεντιθ θα στοιχημάτιζε επίσης ότι ο Άσμπι θα απολάμβανε και ένα ιδιαίτερα παχυλό εισόδημα.
Μπήκε στην κλινική. Το καθαρό περιβάλλον, η σύγχρονη διακόσμηση και οι πίνακες μοντέρνας τέχνης που στόλιζαν τους
τοίχους έκαναν τη Μέρεντιθ να αποφασίσει ότι ο Άσμπι θα πρέπει να έκανε και κάτι σωστά –απ’ όσα έβλεπε γύρω της θα
πρέπει να είχε πληρώσει μια ολόκληρη περιουσία μόνο σε διακοσμητές. Πλησίασε τον καλόγουστο πάγκο της ρεσεψιόν και
ακούμπησε πάνω του το χαρτοφύλακά της.
«Καλημέρα», είπε χαρωπά στη ρεσεψιονίστ με τη φροντισμένη εμφάνιση. «Λέγομαι Μέρεντιθ Χάντερ και βρίσκομαι εδώ
για να επισκεφθώ την Ελμ Χάθαγουεϊ Μακμπράιντ».
Η ρεσεψιονίστ έλεγξε κάτι στην επίπεδη οθόνη του υπολογιστή της και συνοφρυώθηκε. «Φοβάμαι ότι το όνομά σας δε
βρίσκεται στην εγκεκριμένη λίστα επισκεπτών. Αν έχετε την καλοσύνη περιμένετε λίγο, κυρία Χάντερ». Η ρεσεψιονίστ
σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου της και είπε κάτι ψιθυριστά, ενώ η Μέρεντιθ την παρακολουθούσε προσεκτικά.
«Καθίστε αν θέλετε. Ο δόκτωρ Άσμπι θα βρίσκεται εδώ σε μερικά λεπτά».
«Δεν υπάρχει λόγος να ενοχληθεί ο γιατρός. Απλά θέλω να δω τη φίλη και πελάτισσά μου».
«Δυστυχώς οι εντολές του γιατρού είναι πολύ συγκεκριμένες. Κανείς δεν επιτρέπεται να επισκεφθεί την κυρία Μακμπράιντ
χωρίς την άδειά του. Δε δέχεται επισκέψεις».
«Κάτι έχω ακούσει», είπε η Μέρεντιθ ψυχρά.
Κάθισε σε μια από τις μαύρες δερμάτινες πολυθρόνες απέναντι από τη ρεσεψιόν και κροτάλισε τα δάχτυλα στο μπράτσο
της. Δεν υπήρχε περίπτωση να τους επιτρέψει να την ξεφορτωθούν.
Αρκετά λεπτά αργότερα εμφανίστηκε ένας ψηλός, γοητευτικός άντρας με λευκή ιατρική ποδιά. Χαμογέλασε στη Μέρεντιθ
και της έδωσε το χέρι του. «Γεια σας. Είμαι ο Έιμπ Άσμπι».
«Γεια σας. Μέρεντιθ Χάντερ. Βρίσκομαι εδώ για να δω την πελάτισσά μου, την Ελμ Μακμπράιντ».
«Φοβάμαι ότι αυτό είναι αδύνατο, κυρία Χάντερ. Νόμιζα ότι σας το είχα ξεκαθαρίσει όταν μιλήσαμε».
«Γιατί; Νομίζω πως ενημερώσατε το γερουσιαστή Χάθαγουεϊ ότι η Ελμ θα είναι σύντομα καλύτερα και ότι θα μπορεί να
δέχεται επισκέψεις».
«Ναι, φυσικά, αυτό ελπίζαμε», είπε ο Άσμπι, αποφεύγοντας να κοιτάξει τη Μέρεντιθ στα μάτια. «Δυστυχώς, για να συμβεί
αυτό, θα πρέπει να περάσουν μερικές εβδομάδες, όχι μέρες. Παρά τα όσα πιθανόν έχετε ακούσει, δεν είμαι θαυματοποιός». Ο
δόκτωρ Άσμπι γέλασε αποδοκιμαστικά.
«Γιατρέ...» Ο τόνος της φωνής της Μέρεντιθ είχε σκληρύνει. «Ίσως απαλλαγούμε και οι δύο από αρκετό κόπο και χρόνο αν
σας ξεκαθαρίσω ότι δε σκοπεύω να φύγω από δω χωρίς να δω την πελάτισσά μου. Έχει δικαίωμα να με δει, όπως κι εγώ έχω
δικαίωμα και υποχρέωση να δω εκείνη».
«Ειλικρινά, δεν μπορώ να επιτρέψω...»
«Γιατρέ, θα προτιμούσατε να επιστρέψω με δικαστική εντολή;»
Ο Άσμπι ξαφνιάστηκε εμφανώς και ύστερα σήκωσε τα χέρια του ψηλά. «Σας παρακαλώ τώρα, ας μην υπερβάλλουμε.
Φυσικά, αν επιμένετε, δε θα σας εμποδίσω να τη δείτε. Σας παρακαλώ όμως να κάνετε ησυχία. Απαγορεύονται οι εντάσεις.
Οτιδήποτε, ακόμα και η παραμικρή αναστάτωση, θα μπορούσε να αποβεί τρομερά επικίνδυνο για την εύθραυστη υγεία της».
«Πολύ καλά», απάντησε η Μέρεντιθ κι αναρωτήθηκε αν είχε δίκιο που επέμενε. Τι θα γινόταν αν η κατάσταση της Ελμ
επιδεινωνόταν; Δε θα το συγχωρούσε ποτέ στον εαυτό της. Όχι, αποφάσισε και ίσιωσε τους ώμους της αποφασιστικά. Πήρε
το χαρτοφύλακά της και ακολούθησε το γιατρό στο ασανσέρ. Είχε υποχρέωση απέναντι στην Ελμ να βεβαιωθεί ότι
βρισκόταν εκεί με τη θέλησή της.
«Δόκτορ Άσμπι;» Ένας νεαρός ειδικευόμενος διέσχισε βιαστικά το διάδρομο προς το μέρος τους. «Παρουσιάστηκε κάποιο
έκτακτο περιστατικό στην αίθουσα Γ. Η κυρία Ντυπόν. Σας χρειάζονται αμέσως».
«Τι πράγμα; Ω...»
Η Μέρεντιθ είδε τον Άσμπι να την κοιτάζει ανήσυχος, σαν να προσπαθούσε να αποφασίσει τι να κάνει. Η Μέρεντιθ
συνοφρυώθηκε. Τι στο καλό τον προβλημάτιζε τόσο;
«Γιατρέ, μην ανησυχείτε για μένα. Σε ποιο δωμάτιο βρίσκεται η κυρία Μακμπράιντ;»
«Θα πρέπει να βρω κάποιον να σας συνοδεύσει...»
«Σας παρακαλώ, πηγαίνετε εκεί που σας χρειάζονται. Εγώ θα είμαι μια χαρά». Η Μέρεντιθ φόρεσε το πιο γλυκό της
χαμόγελο. «Λοιπόν, σε ποιο δωμάτιο;»
«Στο 404».
Η Μέρεντιθ παρακολούθησε τον Άσμπι να απομακρύνεται βιαστικός στο διάδρομο, παραξενεμένη από τη φανερή
απροθυμία του. Τουλάχιστον θα έβλεπε την Ελμ μόνη.
Ανέβηκε στον τέταρτο όροφο και διέσχισε βιαστικά το διάδρομο ακολουθώντας τα βέλη που πληροφορούσαν τους
επισκέπτες για τους αριθμούς των δωματίων. Βρήκε τη σωστή πόρτα κι έσπευσε να τη χτυπήσει. Δεν πήρε καμία απάντηση.
Άνοιξε αθόρυβα κι έριξε μια ματιά στο δωμάτιο.
Η Ελμ, απίστευτα χλομή, ήταν ξαπλωμένη σε ένα μεγάλο πολυτελές νοσοκομειακό κρεβάτι βαλμένο στη γωνία, κάτω από
μια συστοιχία από οθόνες. Στο μπράτσο της κατέληγε το σωληνάκι ενός ορού. Ο απρόσμενος θόρυβος την έκανε να στρέψει
με δυσκολία το κεφάλι της και να κοιτάξει προς την πόρτα. «Μέρεντιθ;» είπε αδύναμα. «Είσαι στ’ αλήθεια εσύ;»
Προσπάθησε αμέσως να ανασηκωθεί, φανερά αναστατωμένη. «Ω Μερ, δόξα τω Θεώ, ευτυχώς που ήρθες. Γιατί άργησες
τόσο; Ήθελα απεγνωσμένα να σου τηλεφωνήσω, αλλά δε μου επιτρέπουν να κάνω κανένα τηλεφώνημα. Εγώ...»
Η Ελμ έπεσε πίσω στα μαξιλάρια, φανερά εξαντλημένη από την προσπάθεια που είχε κάνει να μιλήσει. Η Μέρεντιθ έτρεξε
στο πλευρό της, σοκαρισμένη από τη χλομάδα και την αδυναμία του προσώπου της. Άγγιξε το μπράτσο της Ελμ. Η
επιδερμίδα της ήταν άγρια και ξηρή. Τότε πρόσεξε τα μαλλιά της. Συνήθως ήταν πλούσια και φροντισμένα, όμως εκείνη τη
στιγμή είχαν χάσει τη λάμψη τους και κρέμονταν σαν σχοινιά. Και τα μάτια της... Χριστέ μου, δυσκολεύονταν να εστιάσουν.
Οι κόρες τους ήταν διεσταλμένες.
Η Μέρεντιθ έβαλε τα δυνατά της να συγκρατήσει τον πανικό της, πήρε ένα μαξιλάρι, το έβαλε πίσω από το κεφάλι της Ελμ
και τη βοήθησε να ανακαθίσει ξανά.
Εκείνη την κοίταξε. Στην αρχή το βλέμμα της ήταν θολό, σύντομα όμως γέμισε ξανά ανησυχία.«Μερ, είναι φρικτό. Δεν
μπορώ να πιστέψω ότι συμβαίνει σ’ εμένα», ψέλλισε με δυσκολία. «Αντί να καλυτερεύω, γίνομαι χειρότερα. Δεν το πιστεύω
ότι μπορεί να πεθάνω», ψιθύρισε κι έσφιξε το σεντόνι.
«Να πεθάνεις;» αναφώνησε η Μέρεντιθ, ειλικρινά σοκαρισμένη. «Τι ανοησίες είναι αυτές; Τώρα πες μου τι συμβαίνει εδώ».
Κοίταξε πάνω από τον ώμο της. «Δε θα μας αφήσουν πολύ χρόνο».
«Αλήθεια είναι», ψιθύρισε η Ελμ αναστατωμένη. «Μου το είπε ο δόκτωρ Άσμπι. Κοίταξέ με! Κάθε ώρα που περνάει,
χειροτερεύω και περισσότερο». Η Ελμ χαμήλωσε το κεφάλι της και δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάγουλά της.
«Γλυκιά μου, μην το πιστεύεις», επέμεινε η Μέρεντιθ. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί. «Σίγουρα κάνουν λάθος. Ο Χάρλαν πέρασε
να σε δει;»
«Ναι. Όχι. Δεν ξέρω. Εκείνος κι ο δόκτωρ Άσμπι έρχονται στο δωμάτιο, στέκονται εκεί και ψιθυρίζουν. Εκτός από τις
νοσοκόμες, κανείς άλλος δεν μπαίνει εδώ. Μερ, σε ικετεύω», είπε η Ελμ με σπασμένη φωνή. «Δώσε μου το κινητό σου.
Πρέπει να τηλεφωνήσω στον Τζόνι. Έχει να ακούσει νέα μου από τότε που έφυγα από την Ιρλανδία. Θα έχει τρελαθεί από την
ανησυχία». Προσπάθησε να σκουπίσει τα δάκρυα από τα μάγουλά της. «Θεέ μου, είμαι τόσο αδύναμη, που δεν μπορώ καν να
σηκώσω το χέρι μου».
«Ο Τζόνι τηλεφώνησε σ’ εμένα χτες. Έλα». Η Μέρεντιθ κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, βρήκε ένα χαρτομάντιλο και
σκούπισε τρυφερά το πρόσωπο της Ελμ. Ύστερα έβγαλε από την τσέπη το κινητό της. «Ποιο είναι το τηλέφωνό του;»
ρώτησε με το βλέμμα καρφωμένο στην πόρτα. «Να πάρει, τελειώνει η μπαταρία, θα έπρεπε να το είχα φορτίσει προτού
έρθω».
Σχημάτισε στο καντράν τον αριθμό που της είπε η Ελμ και ύστερα έδωσε το τηλέφωνο στη φίλη της. Εκείνη το πήρε με
δυσκολία και το στήριξε ανάμεσα στο αυτί και στο μαξιλάρι της.
«Τζόνι; Ω Τζόνι». Τα μάτια της Ελμ γέμισαν δάκρυα μόλις άκουσε τη φωνή του. «Κοίτα, είμαι στο νοσοκομείο, δεν
μπορώ... Θεέ μου, δεν ξέρω πώς να σου το πω».
«Το ξέρω, αγάπη μου, τα ξέρω όλα. Μίλησα στη Μέρεντιθ χτες. Έρχομαι αμέσως εκεί. Εγώ...»
Η Ελμ άρχισε να κλαίει με λυγμούς και η Μέρεντιθ της πήρε το τηλέφωνο.
«Γεια, εδώ Μέρεντιθ. Μου τελειώνει η μπαταρία».
«Είναι καλά;»
Η Μέρεντιθ έριξε μια κλεφτή ματιά στη φίλη της κι ένιωσε την ανάσα της να κόβεται όταν πρόσεξε μια μεγάλη, έντονη
κοκκινίλα στο δεξί μπράτσο της Ελμ, στο σημείο που είχε ανασηκωθεί το μανίκι της.
«Ειλικρινά, όχι».
«Μπορείς να μου πεις τι συμβαίνει;»
«Όχι τώρα», μουρμούρισε η Μέρεντιθ, γεμάτη ανησυχία από τη χλομάδα και την εξάντληση της Ελμ.
«Σε παρακαλώ, τηλεφώνησέ μου μόλις θα μπορείς να μιλήσεις. Πρέπει να μάθω τι συμβαίνει».
«Φυσικά», συμφώνησε η Μέρεντιθ και σκέφτηκε ξανά ότι η φωνή του Τζόνι ενέπνεε αμέσως εμπιστοσύνη.
Διέκοψε τη σύνδεση κι έβαλε το κινητό πίσω στην τσέπη της. «Ελμ, γλυκιά μου, πες μου τα πάντα. Τι σου είπαν, τι σου
έκαναν, γιατί βρίσκεσαι εδώ. Κανείς δε μου δίνει μια ξεκάθαρη εξήγηση, ιδιαίτερα ο Άσμπι. Και δεν είσαι καν σίγουρη αν ο
Χάρλαν ήρθε να σε επισκεφθεί;»
«Ήρθε», απάντησε η Ελμ καταβάλλοντας προσπάθεια να μιλήσει. «Όμως με κοιτάζει παράξενα και ύστερα φεύγει. Όταν
προσπαθώ να του μιλήσω, μου λέει, “Ησύχασε, όλα θα πάνε καλά”, και ύστερα αρχίζει να ψιθυρίζει με τον Άσμπι. Ω Μερ
εγώ... Θα εξηγήσεις τα πάντα στον Τζόνι; Νιώθω απαίσια που δεν μπορώ να του μιλήσω όπως θα έπρεπε. Απλά δεν αντέχω
τη σκέψη ότι θα υποφέρει εξαιτίας μου. Μερ, σε παρακαλώ...» την ικέτευσε η Ελμ κι έπιασε το μπράτσο της φίλης της. «Δεν
πρέπει να μάθει πόσο άσχημα είμαι. Βλέπεις, έχει χάσει ήδη μια γυναίκα που αγαπούσε κι αυτό επηρέασε όλη του τη ζωή. Δε
θα ήθελα να περάσει τα ίδια εξαιτίας μου», είπε με φανερή απόγνωση.
«Μα, Ελμ, αυτό είναι γελοίο», διαμαρτυρήθηκε η Μέρεντιθ. «Δεν πρόκειται να πεθάνεις», επέμεινε κι ευχήθηκε να είχε
δίκιο. «Ο πατέρας σου θέλει να σταλούν οι εξετάσεις σου στο ναυτικό νοσοκομείο Μπεθέσντα. Περιμένει απλά να του δώσει
ο Άσμπι τα αποτελέσματα».
«Και τι θα βγει από αυτό; Ο δόκτωρ Άσμπι λέει ότι η θεραπεία του είναι η μοναδική που έχει κάποια ελπίδα να με κάνει
καλά. Και τον πιστεύω».
«Μάλιστα. Καλά. Αυτό θα το δούμε», μουρμούρισε η Μέρεντιθ αινιγματικά και χάιδεψε την παλάμη της Ελμ. Δεν υπήρχε
αμφιβολία ότι η φίλη της ήταν πολύ άρρωστη. Τότε, γιατί ο Χάρλαν, που κατά τα φαινόμενα μπαινόβγαινε καθημερινά στην
κλινική κι έδινε συνεντεύξεις Τύπου στα σκαλοπάτια της, έλεγε ψέματα στην οικογένεια της Ελμ για την κατάστασή της;
Γιατί ισχυριζόταν ότι πήγαινε καλύτερα, όταν ήταν φανερό πως δεν ίσχυε κάτι τέτοιο; Σίγουρα θα ήξερε ότι ο γερουσιαστής
θα προτιμούσε να μάθει την αλήθεια, όσο οδυνηρή κι αν ήταν αυτή.
Ήταν παράλογο. Εκτός αν, συνειδητοποίησε η Μέρεντιθ ανήσυχη, αν ο Χάρλαν πίστευε ότι η αλήθεια θα τους έκανε όλους
να τρέξουν στην Ατλάντα για να διαπιστώσουν τι θα μπορούσε να γίνει. Αντίθετα, αν φρόντιζε να μένουν στην Τζόρτζια, θα
μπορούσε να έχει την Ελμ κάτω από τον απόλυτο έλεγχό του. Κι έχοντας ακούσει το ανήσυχο παραλήρημα της Ελμ, είχε
αρχίσει να αναρωτιέται αν ο Τζόνι είχε δίκιο κι αν πράγματι συνέβαινε κάτι ύποπτο. Σκέφτηκε ότι ήταν όλα τόσο μπερδεμένα,
και ίσιωσε τα μαλλιά της με το χέρι. Σίγουρα ο Χάρλαν δε θα έκανε κακό στην Ελμ. Η Μέρεντιθ δεν είχε ιδέα τι γινόταν στην
κλινική της Ατλάντα, όμως δεν της άρεσε καθόλου. Κοίταξε την Ελμ και ύστερα το κινητό της. Γιατί δεν το είχε φορτίσει;
Τότε θα μπορούσε να το αφήσει στην Ελμ, όμως αφόρτιστο δε θα της ήταν διόλου χρήσιμο. Αναστέναξε. Κάτι έπρεπε να
γίνει. Και γρήγορα μάλιστα.

Ο Τζόνι βημάτιζε νευρικά στην παλιά βιβλιοθήκη του μεσαιωνικού κάστρου του, με το ασύρματο τηλέφωνο στο χέρι,
ανίκανος να καθίσει. Τα λόγια της Μέρεντιθ και η ανησυχία στη φωνή της Ελμ αντηχούσαν ακόμα στ’ αυτιά του. Ήταν
δυνατόν τη μια στιγμή να ήταν μαζί του, γερή σαν ταύρος, και την επόμενη να βρίσκεται βαριά άρρωστη, από μια πάθηση που
κανείς δεν είχε ακούσει; Απλά δεν του φαινόταν καθόλου πειστικό.
Αμέσως μετά το τηλεφώνημα της Μέρεντιθ είχε τηλεφωνήσει στον ταξιδιωτικό του πράκτορα και είχε κάνει κράτηση για να
φύγει την επόμενη μέρα. Δεν τον ένοιαζε αν δεν είχε κανένα νομικό δικαίωμα, καμία θέση τυπικά στη ζωή της Ελμ. Ήθελε να
είναι στο πλευρό της, ανεξάρτητα από τις συνέπειες. Μπορεί η παρουσία του με κάποιον τρόπο να την προστάτευε από τυχόν
κινδύνους που ίσως δρούσαν παρασκηνιακά. Και ίσως, σκέφτηκε με πικρία, να ξεγελούσε απλά τον εαυτό του με το ν’
αρνιέται να πιστέψει ότι θα έχανε ξανά τη γυναίκα που αγαπούσε. Αναστεναξε απογοητευμένος. Η Ελμ ακουγόταν τόσο
ανήσυχη και απελπισμένη –δε θύμιζε σε τίποτα τον εαυτό της.
Κάρφωσε το βλέμμα του αφηρημένα στα λιβάδια έξω από το παράθυρο και είδε τον Κόνγουεϊ, τον επιστάτη του, να αφήνει
ελεύθερα τα σκυλιά. Οι τελευταίες μέρες ήταν σκέτη κόλαση. Ένιωσε την εξάντληση να τον κυριεύει. Μετά την αναχώρηση
της Ελμ είχε νιώσει οργή, ζήλια, ανησυχία κι όλα τα ενδιάμεσα συναισθήματα. Ευτυχώς που είχε ακούσει τελικά τη φωνή
της. Τουλάχιστον ήξερε ότι ήταν ζωντανή –αν και άρρωστη– και ικανή να μιλήσει. Ωστόσο ήταν πολύ αδύναμη, υπερβολικά
αναστατωμένη. Ο Τζόνι περίμενε ανυπόμονα να χτυπήσει το τηλέφωνο για να του πει η Μέρεντιθ τι συνέβαινε στ’ αλήθεια.
Τα επόμενα πέντε λεπτά τού φάνηκαν ώρες. Κοίταξε για λίγο τη βροχή που σφυροκοπούσε τα παράθυρα και ύστερα γύρισε,
σταμάτησε μπροστά στο τζάκι κι έπειτα ξανάρχισε να βηματίζει νευρικά.
Μόλις χτύπησε το τηλέφωνο απάντησε αμέσως, όμως οι ώμοι του κύρτωσαν κι ένιωσε να τον πνίγει ο εκνευρισμός όταν
άκουσε τη φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής. «Ω κυρία Ντόχερτι. Ναι, η Μέιβ είναι εδώ, δυστυχώς όμως δεν μπορεί να σας
μιλήσει τώρα», είπε και προσπάθησε να καταπνίξει την απογοήτευσή του. «Περιμένω ένα υπεραστικό τηλεφώνημα από
Αμερική».
«Από τη μητέρα σας μήπως; Πώς είναι η οικογένειά σας, λόρδε μου;»
«Μια χαρά, ευχαριστώ. Τώρα δυστυχώς θα πρέπει να κλείσω».
«Ναι, φυσικά. Τους χαιρετισμούς μου στη λαίδη όταν της μιλήσετε, εντάξει;»
«Οπωσδήποτε. Γεια σας, κυρία Ντόχερτι», γρύλισε ο Τζόνι κι έκλεισε το τηλέφωνο. Η απογοήτευση και η αγωνία θα τον
σκότωναν αν δεν είχε σύντομα νέα της Ελμ.
Επιτέλους, το τηλέφωνο χτύπησε ξανά.
«Λυπάμαι που άργησα τόσο», άκουσε να λέει η Μέρεντιθ.
«Πώς είναι; Ακουγόταν χάλια. Κοντεύω να τρελαθώ».
«Δυστυχώς, όχι καλά. Λυπάμαι για την μπαταρία του κινητού μου. Θα έπρεπε να το είχα φορτίσει προτού φύγω από το
σπίτι, έτσι θα μπορούσα να της το αφήσω. Δε μου αρέσει καθόλου το ότι δεν μπορεί να επικοινωνήσει με κανέναν».
«Ξέχνα το. Πες μου απλά τι συμβαίνει. Και, Μέρεντιθ, σε παρακαλώ, μη μου χρυσώσεις το χάπι. Πρέπει να μάθω ακριβώς
τι γίνεται».
«Ειλικρινά, σοκαρίστηκα...» Η Μέρεντιθ δίστασε για μια στιγμή. Δεν ήξερε τον Τζόνι, όμως κάτι της έλεγε ότι μπορούσε
να τον εμπιστευτεί. Από την άλλη, η Ελμ της είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν ήθελε να κάνει τον Τζόνι να πονέσει. Από την
απόγνωση στη φωνή της, ήταν φανερό ότι τον αγαπούσε. Η Μέρεντιθ ζύγισε τα γεγονότα και πήρε την απόφασή της.
«Εμπρός; Με ακούς;»
«Ναι. Λυπάμαι. Κοίτα, απ’ ό,τι φαίνεται ο γιατρός πιστεύει ότι η Ελμ πάσχει από κάποια σπάνια εκφυλιστική ασθένεια του
νευρικού συστήματος που πιθανόν να αποβεί μοιραία».
«Αν είναι δυνατόν», ψιθύρισε ο Τζόνι συγκλονισμένος.
«Δείχνει... πολύ άρρωστη. Όμως...»
«Τι είναι; Πες μου».
«Έχω αρχίσει να πιστεύω ότι οι υποψίες σου μπορεί να είναι βάσιμες. Κάτι δεν πάει καλά. Ο Χάρλαν αντιμετωπίζει με
μεγάλη άνεση το γεγονός ότι η Ελμ είναι άρρωστη. Μάλιστα πιστεύω ότι είναι μάλλον ευχαριστημένος, αν κρίνω από την
αύξηση της δημοτικότητάς του. Και η Ελμ λέει πως όταν την επισκέπτεται περνάει την περισσότερη ώρα ψιθυρίζοντας με τον
Άσμπι και σ’ εκείνη συμπεριφέρεται σαν να βρίσκεται ήδη στα πρόθυρα του θανάτου. Φυσικά, γνωρίζοντας τον Χάρλαν,
μπορώ να πω ότι το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η δημοτικότητα που του προσφέρουν όλα αυτά. Και μου είναι αδύνατο να
πιστέψω ότι θα έβλαπτε με οποιονδήποτε τρόπο την Ελμ.
»Δεύτερον, σήμερα αναγκάστηκα σχεδόν να μπω διά της βίας στο δωμάτιο της Ελμ και, όπως ακριβώς το υποπτευόμουν,
της απαγορεύουν να κάνει τηλεφωνήματα. Το πολύ να έμεινα δέκα λεπτά μέχρι να εμφανιστεί ο Άσμπι και να με πετάξει έξω
ξανά».
«Κατάλαβα. Ξέρω ότι θα ακουστεί τραβηγμένο», είπε ο Τζόνι αργά, «δε νομίζεις όμως ότι όλο αυτό θα μπορούσε να το έχει
ενορχηστρώσει ο σύζυγός της ώστε να στρέψει τα φώτα της δημοσιότητας στην προεκλογική καμπάνια του; Για να αποδείξει
ότι εκείνος και η Ελμ είναι ακόμα μαζί και να φανεί καλός στα μάτια της κοινής γνώμης;»
Η Μέρεντιθ δίστασε. Της φαινόταν απίστευτο. Ύστερα όμως από όσα είχε δει εκείνη τη μέρα, είχε αρχίσει να αναρωτιέται.
«Δε νομίζω», είπε αβέβαια. «Τι σόι τέρας θα άφηνε κάποιον να πιστεύει ότι πεθαίνει απλά για να κερδίσει μερικές ψήφους
παραπάνω; Εξάλλου θα αποτελούσε ποινικό αδίκημα και θα απαιτούσε τη συνεργία του προσωπικού της κλινικής. Κι έπειτα,
η Ελμ είναι αναμφίβολα άρρωστη».
«Χμ. Πιθανόν απλά να καλπάζει η φαντασία μου».
«Μπορεί. Μπορεί και όχι», είπε η Μέρεντιθ ξαφνικά και το στομάχι της δέθηκε κόμπος από το φόβο όταν θυμήθηκε τα όσα
είχε ανακαλύψει ο Μελ. «Κοίτα, δεν έχω τίποτ’ άλλο να σου πω αυτή τη στιγμή, όμως θα κάνω κάποιες έρευνες και θα σε
ενημερώσω».
«Για τ’ όνομα του Θεού, σε παρακαλώ να το κάνεις. Σημείωσε τον αριθμό του κινητού μου. Θα πάρω την επόμενη πτήση
για την Ατλάντα».
«Είσαι σίγουρος ότι είναι καλή ιδέα;» Η Μέρεντιθ δίστασε. Δεν ήθελε να πει στον Τζόνι ότι μπορεί να μην ήταν
ευπρόσδεκτος.
«Κοίτα, δε σκοπεύω να γελοιοποιηθώ. Καταλαβαίνω πολύ καλά ότι η κατάσταση είναι τουλάχιστον λεπτή. Όμως δεν
μπορώ να μείνω εδώ, τρελός από ανησυχία, όταν η Ελμ μπορεί να με χρειάζεται».
«Εντάξει». Η Ελμ εκτίμησε τη στάση του. Έλεγε πολλά για το χαρακτήρα του. «Πού θα μπορώ να σε βρω;»
«Στο Ριτζ-Κάρλτον Μπάκχεντ».
«Υπέροχα». Η Μέρεντιθ έγραψε τον αριθμό του κινητού του Τζόνι. «Αν μάθω κάτι θα επικοινωνήσω αμέσως μαζί σου. Στο
μεταξύ εσύ θα με βρίσκεις σ’ αυτό τον αριθμό». Έδωσε στον Τζόνι τον αριθμό του κινητού της και ύστερα έκλεισε και
κατευθύνθηκε προς την αίθουσα αναχωρήσεων του αεροδρομίου της Ατλάντα, αποφασισμένη να τηλεφωνήσει στον Μελ
μόλις θα έφτανε στη Σαβάνα.

Η Ελμ δεν μπορούσε να ησυχάσει. Την περισσότερη ώρα ήταν μισοναρκωμένη και είχε την αίσθηση ότι επέπλεε σε μια
ομίχλη, σε έναν κόσμο που δεν ήταν πραγματικός. Και κάθε φορά που άρχιζε να νιώθει καλύτερα –όταν η ομίχλη καθάριζε
κάπως και μπορούσε να θυμηθεί τι της είχε πει ο γιατρός και πού βρισκόταν, ακουγόταν ένας βόμβος πάνω από το κεφάλι
της, κάποιος έμπαινε και άρχιζε να της λέει να ηρεμήσει και να μην αναστατώνεται. Έκαναν κάτι στον ορό δίπλα στο κρεβάτι
της και βυθιζόταν ξανά στον παράξενο, θολό, απροσδιόριστο κόσμο όπου της ήταν αδύνατο να κάνει οποιαδήποτε σκέψη.
Περιστασιακά έβρισκε τη δύναμη να κάνει μερικές ερωτήσεις στις νοσοκόμες, όμως η μόνη απάντηση που έπαιρνε ήταν η
μονότονη προτροπή να ηρεμήσει, να μην ανησυχεί, να ξαπλώσει, ότι σύντομα θα αισθανόταν καλύτερα.
Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να υπακούει και να ξαπλώνει πίσω στα μαξιλάρια. Και η παραμικρή προσπάθεια την
εξαντλούσε. Προσπαθούσε να σχηματίσει στο μυαλό της την εικόνα του Τζόνι, όμως κι αυτό της ήταν δύσκολο.
Δεν ήξερε ακριβώς πόσο καιρό βρισκόταν εκεί, μόνο ότι κάθε μέρα που περνούσε ένιωθε χειρότερα μέχρι που, ουσιαστικά,
της ήταν πια αδύνατο να κάνει και την παραμικρή κίνηση και σχεδόν μονίμως ήταν βυθισμένη σε λήθαργο. Πού είχαν
εξαφανιστεί όλοι; αναρωτιόταν. Πού ήταν ο πατέρας της; Γιατί δεν πήγαινε να τη δει; Δεν την αγαπούσε πια; Και ο Τζόνι; Πού
ήταν ο Τζόνι; Γιατί δεν είχε τηλεφωνήσει;
Όμως αυτές οι σκέψεις ήταν στιγμιαίες, αποτέλεσμα περιστασιακής διαύγειας, που χανόταν ξανά μόλις έριχναν το φάρμακο
στον ορό της. Κυρίως ονειρευόταν το Ολιάντερ, τα δάχτυλά της άγγιζαν τις χοντρές ρίζες από τις αιωνόβιες βελανιδιές, τα
μαλλιά της έμπλεκαν με το γρασίδι στις όχθες του ποταμού. Ήταν ξαπλωμένη στο παχύ μαύρο χώμα κι όσο έβλεπε το γερο-
Ίλι να πλησιάζει με το φτυάρι του, ήξερε ότι ετοιμαζόταν να τη θάψει σ’ αυτό.

26
Ο Χάρλαν φόρεσε ένα μελαγχολικό χαμόγελο στο όμορφο πρόσωπό του και άρχισε να χαιρετάει τον κόσμο που γέμιζε την
εκκλησία. Αντάλλασσε χειραψίες, χτυπούσε πλάτες, φιλούσε μωρά κι όλη την ώρα αναρωτιόταν τι έκανε στην πρωινή
λειτουργία, φλυαρώντας με ασήμαντους υποστηρικτές που θα πρόσφεραν δέκα, πενήντα ή το πολύ εκατό δολάρια στην
προεκλογική εκστρατεία του. Θα έκανε πολύ καλύτερα αν επένδυε το χρόνο του στους μεγάλους υποστηρικτές στην
Ουάσιγκτον ή την Ατλάντα, σε ανθρώπους που κατανοούσαν τι θα μπορούσε να κάνει για εκείνους και για τη χώρα.
Φυσικά, όπως υπενθύμισε στον εαυτό του, ακόμα και οι πιο φτωχοί διέθεταν από μια ψήφο –κι αυτός ήταν ο μοναδικός
λόγος που τον είχε κάνει να συμφωνήσει όταν ο Ίνσορ είχε επιμείνει να πάει στην Εκκλησία της Λιακάδας του Γλυκού Ιησού
εκείνο το πρωί. Όμως ο Χάρλαν αποφάσισε ότι στο μέλλον θα ανέθετε τέτοιες αποστολές στον υπεύθυνο της προεκλογικής
του εκστρατείας. Εκείνος θα μπορούσε να χαμογελάει και να κάνει κομπλιμέντα στους ψηφοφόρους μέχρι να τα σιχαθεί για
όλη του τη ζωή.
Ωστόσο, σκέφτηκε ο Χάρλαν ενώ άκουγε αφηρημένα τα παράπονα ενός ακόμα ψηφοφόρου για τα σχολικά λεωφορεία και
υποσχόταν να ερευνήσει το θέμα, δε θα ήταν σωστό να απομακρυνθεί ο ίδιος από την εκλογική του βάση. Όλοι οι υποψήφιοι,
από τον Τζορτζ Ουάσιγκτον μέχρι τον νυν Πρόεδρο, είχαν αναγκαστεί κάποια στιγμή να επισκεφθούν τέτοια μέρη. Μάλιστα
ο Τζον Κένεντι, στο απόγειο της δημοτικότητάς του την άνοιξη του 1960, είχε φροντίσει να δοθεί δημοσιότητα στην
επίσκεψή του στις απομονωμένες περιοχές της Δυτικής Βιρτζίνια –ένα μέρος που δεν πήγαινε κανένας άλλος υποψήφιος– κι
εκείνη η επίσκεψη είχε αποτελέσει την κρίσιμη καμπή στην προεκλογική του εκστρατεία. Επίσης είχε δώσει την ευκαιρία
στον μελλοντικό Πρόεδρο να ανακαλύψει ότι στην Αμερική υπήρχαν ακόμα κάποιοι άνθρωποι που λάτρευαν τα φίδια. Ο
Χάρλαν, χωρίς να σταματήσει να χαμογελάει, αποφάσισε ότι θα λάτρευε κι εκείνος τα φίδια αν αυτό του άνοιγε το δρόμο για
τον Λευκό Οίκο.
Ο Χάρλαν συγχάρηκε τον εαυτό του που δεν ξεχνούσε ότι το ανώνυμο πλήθος αποτελείτο κι αυτό από ανθρώπους και
άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στην αίθουσα. Τώρα που τα πράγματα ήταν υπό έλεγχο και η Ελμ βρισκόταν υπό
περιορισμό σε κάποιο μέρος όπου θα μπορούσε να μείνει μέχρι να του φανεί χρήσιμη, δεν είχε λόγους να ανησυχεί. Η
ασθένεια της Ελμ είχε δώσει μεγάλη ώθηση στην προεκλογική του εκστρατεία. Το όνομά του αναφερόταν συνεχώς στις
εφημερίδες όλης της χώρας και ο ίδιος εμφανιζόταν στην τηλεόραση περισσότερο από κάθε άλλο υποψήφιο. Η ιδέα του ήταν
πραγματικά ιδιοφυής και θα έπρεπε να ευχαριστεί τον εαυτό του γι’ αυτή. Επιπλέον είχε ξεφορτωθεί τον Μπροκ. Ο Τάιλερ
είχε ενθουσιαστεί από τα θετικά δημοσιεύματα του Τύπου.
Ωστόσο υπήρχε κάτι που τον ανησυχούσε –όχι βέβαια πως δεν κοιμόταν τα βράδια. Κάποιος από τους ανθρώπους του του
είχε πει ότι ένας δημοσιογράφος, επικαλούμενος την Πράξη περί Ελεύθερης Διακίνησης των Πληροφοριών, είχε υποβάλει
αίτηση στη νοτιοανατολική διεύθυνση της ΥΠΠ για να του δοθούν κάποια έγγραφα σχετικά με τη Μονάδα Επεξεργασίας
Λυμάτων του Μογκάτσι. Κατά τα φαινόμενα ο ίδιος δημοσιογράφος ερευνούσε επίσης τον τρόπο με τον οποίο είχε
χρηματοδοτηθεί η μονάδα. Ο Χάρλαν άπλωσε το χέρι του για πολλοστή φορά και δέχτηκε την προσφορά ενός ακόμα
ψηφοφόρου που ήθελε να προσευχηθεί για τη γυναίκα του. Ταυτόχρονα σημείωσε νοερά να επικοινωνήσει με το
δημοσιογράφο, να επιστρατεύσει τη γοητεία του, να τον μπερδέψει και να τακτοποιήσει αυτή την ασήμαντη λεπτομέρεια που
ενδεχομένως όμως να έκρυβε κάποιους κινδύνους.

Η Μέρεντιθ, στην πτήση της επιστροφής από τη Σαβάνα, δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της το ταλαιπωρημένο
πρόσωπο της Ελμ –εκείνα τα όμορφα μάτια της φίλης της γεμάτα φόβο, απόγνωση και σιωπηρή ικεσία να κάνει κάτι για να τη
σώσει. Η Μέρεντιθ σκέφτηκε ξανά όλα τα γεγονότα, ανίκανη να ξεχάσει τα λόγια του Τζόνι. Όχι, δεν μπορεί ο Χάρλαν να
είχε κάνει κάποιο κόλπο βάζοντας σε κίνδυνο την υγεία της Ελμ. Καθησύχασε τον εαυτό της σκεφτόμενη ότι κάτι τέτοιο θα
ήταν αδύνατο. Ένας γιατρός του διαμετρήματος του Άσμπι δε θα είχε κανένα λόγο να βοηθήσει τον Χάρλαν στα σχέδιά του,
στην απίθανη περίπτωση που εκείνος θα είχε καταφέρει να κάνει την Ελμ να αρρωστήσει, πράγμα φυσικά γελοίο. Ω
Μέρεντιθ, σύνελθε! Καλά θα έκανε να σταματήσει να επιτρέπει στη φαντασία της να την παρασύρει και να εστιάσει στα
γεγονότα.
Όμως οι ολοένα εντεινόμενες υποψίες της, όσο εξωφρενικές κι αν ήταν, δεν έλεγαν να φύγουν από το μυαλό της. Ήξερε ότι
θα έπρεπε να κάνει κάτι κι αυτό της δημιουργούσε ένα τρομερό αίσθημα ευθύνης.
Μόλις το αεροπλάνο της προσγειώθηκε, η Μέρεντιθ πήρε το αυτοκίνητό της από το πάρκινγκ του αεροδρομίου και
ακολούθησε τον Αυτοκινητόδρομο Ι-16 προς την πόλη. Ευτυχώς που θα έπαιρνε ο Τομ τα παιδιά, γιατί εκείνη ήταν πολύ
ταραγμένη για να ασχοληθεί μαζί τους. Επιπλέον, θα έπρεπε να πάει για λίγο στο γραφείο της, να τακτοποιήσει την
αλληλογραφία της και να ελέγξει το πρόγραμμά της για την επόμενη μέρα. Στη διαδρομή προς την πόλη συνέδεσε το
φορτιστή του κινητού της με την υποδοχή του αναπτήρα του αυτοκινήτου και έλεγξε τα μηνύματά της. Υπήρχαν τρία από τον
Μελ, που της ζητούσε να του τηλεφωνήσει αμέσως. Η Μέρεντιθ αναρωτήθηκε τι να ήθελε. Να πάρει. Δεν είχε τον αριθμό του
Μελ στη μνήμη του κινητού της.
Μόλις μπήκε στο γραφείο της, άφησε την τσάντα της σε μια άδεια καρέκλα και κάθισε στην πολυθρόνα της, χωρίς να δώσει
σημασία στη στοίβα με τους φακέλους που δεν είχε βρει ακόμα το χρόνο να διαβάσει. Έριξε μια ματιά στα μηνύματα που της
είχε αφήσει η Άλι, απάντησε σε μερικά σημαντικά τηλεφωνήματα σε πελάτες και, τελικά, τηλεφώνησε στον Μελ.
«Γεια σου, Μελ. Μου τηλεφώνησες. Τι μπορώ να κάνω για σένα;» Κοίταξε ανυπόμονα το ρολόι της. Ήταν σχεδόν έξι και
στις οχτώ είχε τη συνάντηση του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων. Ωστόσο της ήταν αδύνατο να απαλλαγεί από το άσχημο
προαίσθημα που τη βασάνιζε.
«Πρέπει να σε συναντήσω το συντομότερο δυνατόν».
«Γιατί;»
«Γι’ αυτό που λέγαμε τις προάλλες. Δε θέλω να το συζητήσω από το τηλέφωνο», είπε ο Μελ αινιγματικά.
«Κοίτα, Μελ, ελπίζω να πρόκειται για κάτι σοβαρό, γιατί το πρόγραμμά μου είναι ασφυκτικά γεμάτο». Η Μέρεντιθ άνοιξε
την ατζέντα της, ενώ στο μυαλό της τριγυρνούσαν τα λόγια του Τζόνι. «Τι λες για αύριο στις τέσσερις;»
«Εντάξει. Τέλεια».
«Φρόντισε να αξίζει τον κόπο».
«Αξίζει».
«Ωραία. Τότε χαίρομαι που θα σε δω. Όμως θα είσαι σύντομος, εντάξει; Θα σε στριμώξω ανάμεσα σε δυο ραντεβού με
πελάτες», είπε η Μέρεντιθ. Τουλάχιστον έτσι ο Μελ θα καταλάβαινε ότι δεν ήταν διατεθειμένη να του διαθέσει πάνω από
δέκα λεπτά. Ο Μελ ήταν πολύ γλυκός, όμως είχε την τάση να δραματοποιεί τα πράγματα. Κι εκείνη άφηνε ήδη τη φαντασία
της να την παρασύρει. Αν ο Μελ είχε κάτι καινούριο να της πει για τη Μονάδα Επεξεργασίας Λυμάτων, ήθελε να το κάνει
λακωνικά. Ο Μελ είχε την τάση να πιστεύει ότι πίσω από κάθε πολιτική πράξη κρύβονταν ύποπτα κίνητρα. Παρ’ όλα αυτά, σε
συνδυασμό με το άσχημο προαίσθημα που την είχε κυριεύσει από τη στιγμή που είχε φύγει από την κλινική, η Μέρεντιθ δεν
είχε σκοπό να παραβλέψει κανένα στοιχείο.
Στις εφτά είχε φύγει ήδη από το γραφείο της και βρισκόταν στο δρόμο. Σκέφτηκε ότι μόλις που προλάβαινε να περάσει από
το σπίτι, να τσιμπήσει κάτι στα γρήγορα, να πάρει τον Τομ και να πάνε στη συνάντηση του Συλλόγου. Σημείωσε νοερά να
τηλεφωνήσει την επομένη στον Τζόνι Γκράνι για να επιβεβαιώσει αν είχε βρει πτήση. Θυμήθηκε την αποφασιστικότητα στη
φωνή του και χαμογέλασε. Ο Τζόνι διέθετε ένα στοιχείο που την έκανε να νιώθει σιγουριά. Και το γεγονός ότι θα έκανε ένα
τέτοιο ταξίδι αποκλειστικά και μόνο για χάρη της Ελμ, παρά τη φύση της κατάστασης και τις πιθανές επιπλοκές, έλεγε πολλά
για εκείνον.
Η Μέρεντιθ προσπέρασε μια ηλικιωμένη με μια αρχαία Μπιούικ κι έστριψε στο δρόμο της. Θυμήθηκε τη λίστα με τα
φάρμακα που είχε πάρει από το διάγραμμα στα πόδια του κρεβατιού της Ελμ και που βρισκόταν πλέον ασφαλής στην τσάντα
της. Η πράξη της δεν ήταν και τόσο σωστή. Αναρωτήθηκε γιατί το είχε κάνει, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τα κίνητρά της.
Ήταν τόσο σίγουρη ότι ο Άσμπι θα αρνιόταν να της δώσει αντίγραφο; Τι στο καλό την είχε πιάσει να κλέβει ιατρικές
αναφορές και να τις κρύβει στην τσάντα της, όταν, πολύ απλά, θα μπορούσε να είχε ζητήσει να της τις δώσουν;
Η Μέρεντιθ ξεφύσηξε, πάρκαρε μπροστά στο γκαράζ του σπιτιού της και προσπάθησε να ηρεμήσει προτού βρεθεί πρόσωπο
με πρόσωπο με την οικογένειά της. Την επομένη θα έδινε στο γερουσιαστή τη λίστα με τα φάρμακα κι εκείνος θα μπορούσε
να την προωθήσει με φαξ στο Μπεθέσντα. Μπορεί τότε τα πράγματα να ξεκαθάριζαν.
Έκλεισε την πόρτα του αυτοκινήτου της και αναρωτήθηκε ξανά μήπως γινόταν παρανοϊκή. Το γεγονός ότι ο Άσμπι της
ήταν αχώνευτος δε σήμαινε ότι δε φρόντιζε την Ελμ με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Και ο Χάρλαν, παρά τα τόσα
ελαττώματά του, δε θα σκεφτόταν ποτέ να κάνει κάτι τόσο απαίσιο όπως το να χαπακώνει τη γυναίκα με την οποία ήταν
παντρεμένος δώδεκα ολόκληρα χρόνια μόνο και μόνο για να κερδίσει μερικές ψήφους. Η Μέρεντιθ ξαφνικά ντράπηκε. Στο
κάτω κάτω ο Χάρλαν ήταν ένας από κείνους, όχι κάποιος τρελάρας που είχε εμφανιστεί από το πουθενά. Για να μην
αναφέρουμε ότι ένα τέτοιο σχέδιο θα απαιτούσε τη βοήθεια του γιατρού και δεν υπήρχε λόγος για να διακινδυνεύσει τη φήμη
του ένας γιατρός σαν τον Άσμπι, προσφέροντας τις υπηρεσίες του για μια τόσο ατιμωτική πράξη. Δεν έπρεπε να επιτρέψει
στην προκατάληψή της, εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο είχε συμπεριφερθεί ο Χάρλαν στην Ελμ στο θέμα της Τζένιφερ, να
την τυφλώσει. Δική της ευθύνη ήταν να κάνει ό,τι μπορούσε για να βοηθήσει την Ελμ να γίνει καλά. Και σίγουρα δε θα
βοηθούσε τη φίλη της με το να γίνει αναίτια εχθρός του συζύγου της.
Δυο λεπτά αργότερα μπήκε στο σπίτι της κι αμέσως τα παιδιά άρχισαν να της ζητάνε να τα βοηθήσει στα μαθήματά τους
και να τους βάλει φαγητό. Το γνώριμο χάος δεν άφηνε στη Μέρεντιθ κανένα περιθώριο να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο πέρα από
τις ανάγκες τις οικογένειάς της και τη συνάντηση του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων, που πολύ θα ήθελε να μπορούσε να
αποφύγει.

«Τριάντα πέντε εκατομμύρια δολάρια από τον δημόσιο κορβανά διατέθηκαν για να χτιστεί η Μονάδα Επεξεργασίας
Λυμάτων, με βάση την ιδέα πως, μόλις άρχιζε να λειτουργεί, όλο το κόστος λειτουργίας θα μεταβιβαζόταν στην ιδιωτική
εταιρεία που θα είχε κερδίσει το διαγωνισμό». Ο Μελ Μπάμπερτζερ έκανε μια παύση και κοίταξε τη Μέρεντιθ για να
βεβαιωθεί ότι τον παρακολουθούσε. Εκείνη ένευσε πως είχε καταλάβει. «Εντάξει. Λοιπόν, επιφανειακά, όλα δείχνουν μια
χαρά. Η εταιρεία υπέβαλε έγγραφα που αποδεικνύουν ότι το σύνολο των κονδυλίων απορροφήθηκε και πλέον η μονάδα
λειτουργεί αυτόνομα, αποφέροντας αξιόλογα κέρδη που η εταιρεία μοιράζεται με την κομητεία. Όμως, αν κρίνω από τα
αρχεία σχετικά με το κόστος κατασκευής», συνέχισε ο Μελ με πάθος, «μόνο είκοσι εκατομμύρια ξοδεύτηκαν για την
κατασκευή της μονάδας. Αυτό σημαίνει όχι μόνο πως στο Μογκάτσι έγινε φτηνοδουλειά –πιθανόν με επικίνδυνες συνέπειες–
αλλά και ότι δεκαπέντε εκατομμύρια δημοσίου χρήματος εξαφανίστηκαν. Αυτό που θα ήθελα να μάθω, λοιπόν, είναι πού
πήγαν όλα αυτά τα χρήματα».
«Μα, Μελ, η διαφορά είναι τεράστια. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι κάποιος δε θα το είχε ανακαλύψει μέχρι τώρα. Σίγουρα θα
υπάρχει μια λογική εξήγηση».
«Στην πραγματικότητα κάποιος από τους υπεργολάβους μου είπε εμπιστευτικά ότι είχε σοβαρούς ενδοιασμούς για τον
τρόπο που γίνονταν τα πράγματα εκεί και είχε στείλει μια επιστολή στο γραφείο του γερουσιαστή Μακμπράιντ –τον οποίο
μάλιστα λίγο αργότερα επισκέφθηκε προσωπικά. Απ’ ό,τι φαίνεται όμως ο Χάρλαν δεν προχώρησε το θέμα. Βάζω στοίχημα
ότι προώθησε την επιστολή του τύπου στον κάλαθο των αχρήστων».
«Μελ, αυτό είναι εξωφρενικό. Σίγουρα θα υπάρχει κάποια λογική εξήγηση», μουρμούρισε η Ελμ. Κοίταξε το ρολόι, όμως
της ήταν αδύνατο να απαλλαγεί από το άσχημο προαίσθημα που την είχε κυριεύσει.
«Μπορεί να έχεις δίκιο. Τότε όμως γιατί δε μου έδωσαν μια ξεκάθαρη απάντηση από το γραφείο του Μακμπράιντ; Άκου κι
αυτό. Υποτίθεται ότι η Μονάδα Επεξεργασίας Λυμάτων θα πρέπει να ανταποκρίνεται σε όλες τις προδιαγραφές της ΥΠΠ,
σωστά;»
«Φυσικά, αφού έχει και την έγκριση της ΥΠΠ», απάντησε η Μέρεντιθ και χτύπησε ρυθμικά τα δάχτυλα στο γόνατό της.
«Στην πραγματικότητα αυτό δεν είναι απόλυτα ξεκαθαρισμένο. Υποπτεύομαι ότι ο τομέας στον οποίο τσιγκουνεύτηκαν οι
κατασκευαστές της μονάδας ήταν η λήψη απαραίτητων μέτρων για την προστασία του περιβάλλοντος», είπε ο Μελ
θριαμβευτικά. «Θυμάσαι πόσο έντονα υποστήριζε ο Μακμπράιντ την ιδιωτικοποίηση της μονάδας, με βάση τον ισχυρισμό ότι
έτσι θα εξοικονομούνταν χρήματα της κομητείας και θα αυξανόταν η αποτελεσματικότητά του;»
«Ναι. Αυτός ο ισχυρισμός βασιζόταν στις διαβεβαιώσεις ότι οι υπεύθυνοι της κομητείας θα επέσπευδαν τη διαδικασία
έκδοσης των αδειών λειτουργίας». Η Μέρεντιθ κοίταξε τον Μελ. Είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται τη σχέση και έτρεμε στη
σκέψη και μόνο των πιθανών συνεπειών.
«Σωστά. Πράγμα που σημαίνει ότι η μονάδα δεν υποχρεώθηκε ποτέ να υποβάλει για έγκριση τα μέτρα περιβαλλοντικής
προστασίας. Κατά τα φαινόμενα μόλις ολοκληρώθηκε η κατασκευή της, ο βουλευτής Μακμπράιντ εξασφάλισε διετή
απαλλαγή από τους ελέγχους της ΥΠΠ –κάτι που μπόρεσε να κάνει επειδή ήταν πρόεδρος της υποεπιτροπής Περιβάλλοντος
και Επικίνδυνων Υλικών. Τώρα που η περίοδος των δύο ετών φτάνει στο τέλος της, ο Μακμπράιντ προσπαθεί σιωπηρά να
ανανεώσει το απαλλακτικό –επ’ αόριστον. Το πρόβλημα είναι», είπε ο Μελ κι έκανε μια παύση για να δώσει έμφαση, «πως,
όπως ξέρουμε, όσοι μένουν κοντά στη μονάδα αρρωσταίνουν».
«Ω Θεέ μου». Η Μέρεντιθ έσφιξε τα μπράτσα της πολυθρόνας της και κοίταξε τον Μελ.
«Ορίστε μια λίστα. Έψαξα σε όλα τα νοσοκομεία της περιοχής και σύμφωνα με τα αρχεία τους αρκετοί άνθρωποι, που ζουν
όλοι σε ακτίνα πέντε χιλιομέτρων από τη μονάδα, παρουσίασαν ναυτία, αδυναμία, ξηροδερμία, αφυδάτωση και...»
«Για να το δω αυτό». Η Μέρεντιθ άρπαξε το χαρτί από τα χέρια του Μελ. Το διάβασε βιαστικά και η καρδιά της άρχισε να
χτυπάει σαν τρελή. «Απίστευτο», ψιθύρισε όταν θυμήθηκε τα θαμπά μαλλιά της Ελμ και την ξηρή επιδερμίδα στις παλάμες
της. «Είναι πολύ τραβηγμένο για να πρόκειται για σύμπτωση».
«Αυτό ακριβώς λέω κι εγώ. Μίλησα με τις οικογένειές τους και...»
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο στο γραφείο της Μέρεντιθ. «Μελ, με συγχωρείς, πρέπει να απαντήσω». Η Μέρεντιθ
σήκωσε το ακουστικό, ενώ ο Μελ συνοφρυώθηκε και άρχισε να μελετά τις πληροφορίες που είχε συγκεντρώσει.
«Φυσικά, πέρασέ τη. Γεια σου, Τζέιν», είπε η Μέρεντιθ ανυπόμονα. «Τι μπορώ να κάνω για σένα;»
«Ω Μέρεντιθ», είπε η Τζέιν ανάμεσα σε λυγμούς.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Μέρεντιθ, που ξαφνικά είχε ανησυχήσει. Η Τζέιν Μακγκρέγκορ ήταν υπεύθυνη για την
αποκατάσταση των κήπων του Ολιάντερ όταν έλειπε η Ελμ.
«Πρέπει να βρω αμέσως την Ελμ. Δε με νοιάζει αν είναι στην Ανταρκτική, συνέβη κάτι τρομερό».
«Τζέιν, για όνομα του Θεού, πες μου τι συμβαίνει».
«Η Τζούλι», απάντησε η Τζέιν με σπασμένη φωνή.
«Η Τζούλι Γκρέισον;»
«Ναι».
«Τι έπαθε; Νόμιζα ότι είχε παρουσιάσει μεγάλη βελτίωση».
«Ναι –είχε». Ένας λυγμός ξέφυγε από τα χείλη της Τζέιν. «Κι αυτό κάνει τα πράγματα πολύ χειρότερα. Θεέ μου, είναι
τρομερό».
«Τι είναι τρομερό;» ρώτησε η Μέρεντιθ, φανερά μπερδεμένη.
«Μέρεντιθ, η Τζούλι πέθανε πριν από μια ώρα».
«Τι πράγμα;» Η Μέρεντιθ τινάχτηκε όρθια, ρίχνοντας την πολυθρόνα της. «Πώς; Τι συνέβη;»
«Χτες το βράδυ την πήγαν επειγόντως στο νοσοκομείο. Είχε αρκετές μέρες που δεν αισθανόταν καλά. Μέχρι να φτάσουν
εκεί, δυσκολευόταν ακόμα και να ανασάνει. Παραπατούσε μισότυφλη και είχε αφυδατωθεί σε τρομερό βαθμό. Ήταν φρικτό.
Και η επιδερμίδα της. Αχ, θα έπρεπε να δεις την επιδερμίδα της, καλυμμένη από ένα απαίσιο εξάνθημα. Ήταν άλλος
άνθρωπος. Τα μαλλιά της κρέμονταν σαν σκοινιά, αδυνατισμένα και έπεφταν... Λυπάμαι, όμως είμαι πάρα πολύ
αναστατωμένη».
«Με την ησυχία σου», είπε η Μέρεντιθ κι έκανε νόημα στον Μελ να περιμένει.
«Πριν από δυο βδομάδες περίπου της είχα πει να πάει στο γιατρό», συνέχισε η Τζέιν ασθμαίνοντας. «Όμως δε με άκουσε,
επέμενε να δουλεύει στον κήπο και περνούσε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου της γονατισμένη στο χώμα. Τότε, χτες το
απόγευμα, ο γερο-Ίλι τη βρήκε πεσμένη ανάμεσα στα παρτέρια και την πήγε στο Μεμόριαλ. Ω Μέρεντιθ, δεν ξέρω τι να
κάνω, είναι τόσο φρικτό. Φτωχή Τζούλι. Πρέπει να το πω στην Ελμ», θρηνούσε η Τζέιν.
«Τζέιν, ηρέμησε και μην το βάζεις κάτω. Είπαν τι είχε;»
«Ανέφεραν το ενδεχόμενο να πρόκειται για κάποια αλλεργική αντίδραση».
«Μείνε εκεί που είσαι. Θα ακυρώσω όλα τα ραντεβού μου και θα σε συναντήσω αμέσως στο νοσοκομείο. Μου υπόσχεσαι
ότι δε θα φύγεις; Έρχομαι». Η Μέρεντιθ κατέβασε με δύναμη το ακουστικό και πήρε την τσάντα της. «Μελ, καλύτερα να
έρθεις μαζί μου», είπε σφιγμένα. «Ίσως να έχεις ανακαλύψει πράγματι κάτι. Όμως θα πρέπει να μου υποσχεθείς –να μου
ορκιστείς– ότι τίποτα από αυτά δε θα δημοσιευθεί στην εφημερίδα μέχρι να ανακαλύψω τι συμβαίνει, κατάλαβες;»
«Έχεις το λόγο της προσκοπικής μου τιμής». Ο Μελ πήρε το πάνινο σακίδιό του κι έριξε μέσα όλα τα έγγραφα που είχε
συγκεντρώσει. Κρέμασε το σακίδιο στον ώμο του και έσπευσε να ακολουθήσει τη Μέρεντιθ στη ρεσεψιόν, όπου τη βρήκε να
δίνει ήδη οδηγίες στην Άλι.
Ο Μελ είχε κυριευτεί από έξαψη. Αυτή θα ήταν σίγουρα η μεγάλη ευκαιρία που περίμενε.
Ακολούθησε τη Μέρεντιθ ενθουσιασμένος. Αντίο, Σαβάνα Μόρνινγκ Νιουζ, σκέφτηκε. Καλημέρα, Νιου Γιορκ Τάιμς.

Η Ελμ ξύπνησε αποχαυνωμένη, ένιωσε να την πνίγει η απελπισία και προσπάθησε να βρει ξανά διαφυγή στον ύπνο. Στο
μυαλό της υπήρχαν ακόμη απομεινάρια από το όνειρό της. Ο Τζόνι της χαμογελούσε, δίπλα στο τζάκι του Γκράνι. Άλογα
κάλπαζαν στα λιβάδια, η βροχή έπεφτε απαλά, οι δυο τους γελούσαν. Όμως η πραγματικότητα εισέβαλε σιγά σιγά στο όνειρο
και η Ελμ είχε τρομάξει μπροστά στο αναπόφευκτο, όταν θυμήθηκε πού βρισκόταν και για ποιον λόγο ήταν εκεί.
Άνοιξε τα μάτια της αργά κι αντίκρισε το ψυχρό φως του απρόσωπου δωματίου της κλινικής. Γύρισε τρέμοντας και κοίταξε
το ρολόι στο κομοδίνο. Έντεκα και πέντε. Όμως ποιας μέρας και ποιου μήνα; Η Ελμ είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου που
βρισκόταν εκεί. Γιατί ήταν τόσο αργά; Στα νοσοκομεία δεν ξυπνάνε νωρίς τους ασθενείς; Γιατί δεν είχε εμφανιστεί ακόμα η
νοσοκόμα να της κάνει την ένεση; Αυτό τουλάχιστον θα τη βοηθούσε να ηρεμήσει, θα την έστελνε ξανά σ’ εκείνον τον
ομιχλώδη κόσμο όπου τίποτα δεν ήταν ξεκάθαρο και η ζωή σε τούτο εδώ το κρεβάτι του νοσοκομείου θα γινόταν ανεκτή.
Ένα μέρος του εαυτού της διαμαρτυρήθηκε.
Δεν ήθελε να είναι μισοβυθισμένη σε λήθαργο. Δεν ήταν σωστό. Θα έπρεπε να παλεύει –στο κάτω κάτω είχε πια τόσους
λόγους για τους οποίους θα άξιζε να ζήσει.
Ύψωσε το χέρι της και προσπάθησε να σηκωθεί από το κρεβάτι, όμως η προσπάθεια την εξάντλησε και κατάρρευσε στα
μαξιλάρια. Ήταν, λοιπόν, τόσο αδύναμη, που δεν μπορούσε ούτε να ανακαθίσει; Μήπως αυτό σήμαινε ότι πλησίαζε το τέλος
της; Ήταν, λοιπόν, αλήθεια ότι η ζωή σιγά σιγά εγκατέλειπε το κορμί της;
Για λίγο έμεινε εντελώς ακίνητη, ενώ οι σκέψεις της στριφογυρνούσαν στον Τζόνι. Φαντάστηκε τα μάτια του να της
χαμογελάνε, τα ευγενικά, τρυφερά μάτια του, που την έκαναν να νιώθει τόση ζεστασιά. Πώς θα ήθελε να του είχε πει ότι τον
αγαπάει. Πλέον ήταν μάλλον πολύ αργά. Η οικογένειά της δεν την είχε επισκεφθεί. Ή μήπως την είχε και απλά δεν το
θυμόταν; Θα έπρεπε να ρωτήσει τη νοσοκόμα, την επόμενη φορά που θα την έβλεπε. Και ο Τζόνι; Γιατί δεν μπορούσε να
βρίσκεται εκεί; Τον χρειαζόταν απεγνωσμένα.
Τα βλέφαρά της βάρυναν και αποκοιμήθηκε ξανά. Όμως αυτή τη φορά τα όνειρά της ήταν αγχωτικά. Στριφογύριζε και
βογκούσε.
Όταν μπήκε η νοσοκόμα και τη σκούντησε για να την ξυπνήσει, η Ελμ ονειρεύτηκε ότι ο ίδιος ο Χάρος είχε πάει να την
πάρει.

Η Μέρεντιθ κατέβασε αργά το ακουστικό και προσπάθησε να χωνέψει την τελευταία πληροφορία που είχε ξεθάψει ο Μελ για
τη Μονάδα Επεξεργασίας Λυμάτων του Μογκάτσι. Ώστε λοιπόν ιδιοκτήτης της έκτασης στην οποία είχε χτιστεί η μονάδα
ήταν ο Τάιλερ Μπροκ. Ανατρίχιασε. Με βάση την έρευνα του Μελ για τις αξίες των ακινήτων στην περιοχή, όλα έδειχναν ότι
ο Μπροκ είχε εισπράξει ένα αρκετά φουσκωμένο αντίτιμο για τη γη του. Είχε πιάσει την καλή, σκέφτηκε η Μέρεντιθ και
θυμήθηκε έντρομη ότι ο Χάρλαν είχε διαλέξει αυτοπροσώπως τα μέλη της επιτροπής που είχαν αποφασίσει πού θα χτιζόταν η
μονάδα.
Αυτό το νέο, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες λεπτομέρειες που είχαν συγκεντρώσει και το αναμφισβήτητο γεγονός ότι
αρκετοί από τους κατοίκους της περιοχής γύρω από τη μονάδα είχαν παρουσιάσει συμπτώματα ανησυχητικά όμοια μ’ εκείνα
της Ελμ, σχημάτιζαν μια ξεκάθαρη και φρικτή εικόνα. Μια εικόνα που, ενώ η Μέρεντιθ εξακολουθούσε να δυσκολεύεται να
αποδεχτεί, γινόταν όλο και πιο έντονη. Ειδικά μετά το θάνατο της Τζούλι, που είχε περάσει τόσο καιρό στο Ολιάντερ.
Επιπλέον κανείς από το γραφείο του Χάρλαν δεν είχε μπορέσει να της απαντήσει ξεκάθαρα για την τύχη των χαμένων
κονδυλίων που υποτίθεται ότι είχαν δαπανηθεί για την κατασκευή της μονάδας. Όμως, όπως είχε πει στον Μελ, εκείνη τη
στιγμή το θέμα αυτό δεν αποτελούσε προτεραιότητα. Αυτό που προσπαθούσε να αντιληφθεί το έντρομο μυαλό της ήταν γιατί
ο Χάρλαν είχε βάλει τα δυνατά του να πάρει έγκριση η μονάδα, γιατί είχε κινήσει τόσα νήματα για να χτιστεί και γιατί δε
σταματούσε να υπόσχεται ότι θα ήταν ένα από τα πιο ασφαλή κέντρα επεξεργασίας λυμάτων της χώρας. Και η Μέρεντιθ τον
είχε πιστέψει. Ήταν περήφανη γι’ αυτό το γεγονός. Είχε στηρίξει με πάθος την υποψηφιότητα του Χάρλαν γιατί είχε πειστεί
από τα επιχειρήματά του. Ανακάθισε νευρικά. Δε χωρούσε αμφιβολία ότι ο Τάιλερ Μπροκ ήταν ένας από τους μεγαλύτερους
χρηματοδότες του Χάρλαν. Ήταν άραγε δυνατόν να έχει πουλήσει ο Χάρλαν την ψυχή του στο διάβολο; Η Μέρεντιθ έγειρε
πίσω και δάγκωσε τα χείλη της.
Πέρα από τα προβλήματα που είχε προκαλέσει στην υγεία της Ελμ, αυτή η ιστορία θα μπορούσε να αποδειχτεί
καταστροφική και για το κόμμα. Η Μέρεντιθ βόγκησε κι έκλεισε τα μάτια της. Μα είχαν λοιπόν τυφλωθεί όλοι εδώ και τόσα
χρόνια; Η Μέρεντιθ είχε συναντήσει τον Μπροκ μόνο μια, δυο φορές. Ήξερε ότι ζούσε σε μια έπαυλη αξίας πολλών
εκατομμυρίων στο Σκίνταγουεϊ και ότι ο Χάρλαν τον έγλειφε για χρόνια. Όμως αυτό δεν ήταν ασυνήθιστο. Οι περισσότεροι
πολιτικοί έκαναν ό,τι μπορούσαν για να συγκεντρώσουν εισφορές και ανέπτυσσαν δεσμούς με άτομα που διέθεταν υψηλές
διασυνδέσεις, έτσι η σχέση του με τον Μπροκ δεν είχε παραξενέψει ποτέ τη Μέρεντιθ. Ωστόσο τα όσα είχε ανακαλύψει ήταν
υπερβολικά ύποπτα ώστε να πρόκειται απλά για συμπτώσεις.
Χιλιάδες σκέψεις λυσσομανούσαν σαν χαλάζι στο ταραγμένο μυαλό της. Κοίταξε το ρολόι της. Ο Τζόνι Γκράνι θα έφτανε
με την πτήση των δώδεκα από τη Νέα Υόρκη, όπου είχε περάσει δυο μέρες. Προφανώς είχε κανονίσει με τον καλά
δικτυωμένο αδερφό του να διενεργήσει μια έρευνα για τις δραστηριότητες του Χάρλαν και η Μέρεντιθ είχε υποσχεθεί να τον
συναντήσει και να του πει όσα γνώριζε προτού συνεχίσει για την Ατλάντα. Πιθανόν ο Τζόνι να είχε συγκεντρώσει μερικές
επιπλέον πληροφορίες. Η Μέρεντιθ δεν ήξερε αν ήθελε να ακούσει τα όσα τυχόν είχε μάθει ή αν η ιδέα και μόνο της
προξενούσε τρόμο. Πήρε την τσάντα της και σκέφτηκε την Ελμ και την απόφαση του Τζόνι να πάει στην κλινική. Αμφέβαλλε
για το αν θα κατάφερνε να τη δει^ με τόση κάλυψη από τον Τύπο, τα μέτρα ασφαλείας στην κλινική ήταν πιο αυστηρά παρά
ποτέ. Αναρωτήθηκε αν ήταν κι αυτό ένα από τα κόλπα του Χάρλαν.
Η Μέρεντιθ ξεκίνησε για το αεροδρόμιο. Σκεφτόταν όλα όσα είχε μάθει και αναρωτιόταν αν υπήρχε πιθανότητα η ασθένεια
της Ελμ να οφείλεται σε σύμπτωση. Στο κάτω κάτω, η φίλη της, με τόσα ταξίδια που είχε κάνει, δεν είχε άμεση εμπλοκή στην
αποκατάσταση των κήπων όπως παλιότερα. Όμως, απ’ ό,τι φαινόταν, τα συμπτώματα ήταν πανομοιότυπα. Μια ιδέα
γεννήθηκε στο μυαλό της Μέρεντιθ. Ξεροκατάπιε, άλλαξε ταχύτητα και αναρωτήθηκε αν θα κατάφερνε να τη θέσει σε
εφαρμογή.
Κι αν έπειθε τον ιατροδικαστή να κάνει νεκροψία στη σορό της Τζούλι; Τότε, αν τα αποτελέσματα ταίριαζαν με τα
αποτελέσματα των εξετάσεων της Ελμ, θα... Αν και δεν ήταν σίγουρη πώς θα μπορούσε να καταφέρει κάτι τέτοιο χωρίς να
προκαλέσει ζήτημα. Θα έπρεπε να χειριστεί το θέμα πολύ διακριτικά. Είχε ζητήσει ήδη από το γερουσιαστή την άδεια να
πάρει δείγματα εδάφους από τη φυτεία και να τα στείλει για ανάλυση, κι εκείνος, συγκλονισμένος από το θάνατο της Τζούλι,
της την είχε δώσει αμέσως χωρίς να αναρωτηθεί για τα κίνητρά της. Ίσως έτσι να έβρισκε κάποια εξήγηση. Όχι πως περίμενε
τίποτα το θεαματικό. Εκείνο το πρωί το γραφείο του Χάρλαν είχε επιβεβαιώσει ότι μόλις είχαν λάβει την έγκριση της ΥΠΠ.
Σίγουρα ο Χάρλαν δε θα έλεγε ψέματα για κάτι τόσο σοβαρό. Αποκλείεται να είχε τόσο θράσος.
Ξαφνικά η Μέρεντιθ συνειδητοποίησε ότι είχε φτάσει σχεδόν στο αεροδρόμιο. Επικέντρωσε την προσοχή της στο δρόμο κι
έστριψε στο πάρκινγκ. Παρά τα όσα είχαν ανακαλύψει, θα έπρεπε να κρατήσει το μυαλό της καθαρό και την κρίση της
ανεπηρέαστη. Στην πραγματικότητα το μόνο αδιάσειστο στοιχείο που είχαν στα χέρια τους ήταν ότι η Ελμ ήταν πολύ
άρρωστη και ότι η κατάσταση της υγείας της δε βελτιωνόταν καθόλου. Τα υπόλοιπα ήταν απλά εικασίες.

Ο Χάρλαν ξαναδιάβασε συνοφρυωμένος το άρθρο στην εφημερίδα. Μισόκλεισε τα μάτια προβληματισμένος. Ο


αναθεματισμένος ο δημοσιογράφος δεν το έλεγε βέβαια ξεκάθαρα, όμως ο Χάρλαν ήξερε ότι θα ακολουθούσε ένα
αποκαλυπτικό ρεπορτάζ που θα συνέδεε το θάνατο εκείνης της γυναίκας στο Ολιάντερ με τη Μονάδα Επεξεργασίας του
Μογκάτσι. Στην πραγματικότητα ο Χάρλαν είχε εκπλαγεί που ο ενοχλητικός δημοσιογράφος δεν είχε προχωρήσει ήδη στη
σύνδεση αυτών των δυο στοιχείων. Όμως δε θα καθόταν να αναρωτηθεί το γιατί, απλά ευχαριστούσε το τυχερό του αστέρι
που είχε ακόμα το χρόνο να περιορίσει την έκταση της ζημιάς. Ήλπιζε ότι ο Τάιλερ Μπροκ –που, ευτυχώς, έλειπε για
δουλειές– δε θα έπαιρνε μυρωδιά τι είχε συμβεί.
Τι εκνευριστικό που εκείνη η γυναίκα είχε αποφασίσει να πεθάνει στη φυτεία τους. Όμως τι άλλο θα μπορούσε να περιμένει
από την Ελμ εκτός από το να τον φέρει σε δύσκολη θέση με την επιλογή της να προσλάβει εκείνες τις γυναίκες για να
πραγματοποιήσει το σχέδιό της; Ο Χάρλαν κοίταξε θυμωμένος το ρολόι του. Γιατί δεν μπορούσε να προσλάβει κηπουρούς
να της κάνουν τη δουλειά όπως όλοι οι φυσιολογικοί άνθρωποι, αντί να μπλέξει με ένα μάτσο φρικιά;
Ο Χάρλαν στάθηκε για μια στιγμή μπροστά στο παράθυρο και κοίταξε έξω μελαγχολικά. Αν υπήρχε πράγματι πρόβλημα
στη φυτεία, θα έπρεπε να αναλάβει αμέσως δράση. Ο θάνατος εκείνης της γυναίκας σίγουρα θα τραβούσε ανεπιθύμητη
προσοχή στη φυτεία, στη Μονάδα Επεξεργασίας Λυμάτων και, φυσικά, στο γεγονός ότι εκείνος συνδεόταν και με τα δύο.
Κοίταξε τον κήπο και αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να ξεθάψει τίποτα που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί προς όφελός
του. Πώς έλεγαν εκείνη τη γυναίκα; Ο Χάρλαν ξαναγύρισε στο γραφείο του κι έριξε μια ματιά στην εφημερίδα. Τζούλι
Γκρέισον. Έσκυψε και σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου.
«Μάρσι, σύνδεσέ με σε παρακαλώ με το γραφείο του Φρέιμερ», είπε. Ο Τζεντ είχε μύτη λαγωνικού –αν υπήρχε οτιδήποτε,
εκείνος θα κατάφερνε να το ξεθάψει.
Έδωσε στον Τζεντ τις εντολές του και ύστερα κάθισε ξανά στο γραφείο του και περίμενε, μελετώντας διάφορα σενάρια. Τι
θα γινόταν αν κάποιος αποδεικνυόταν αρκετά περίεργος και ζητούσε να γίνει νεκροψία στη σορό της Γκρέισον; Ή αν
ερευνούσαν την περιοχή, έπαιρναν δείγματα εδάφους και ανακάλυπταν τοξικές ουσίες; Δεν ήταν απίθανο. Κοίταξε προς το
σεκρετέρ και μπήκε στον πειρασμό να σνιφάρει λίγη κοκαΐνη, όμως το σκέφτηκε καλύτερα. Από στιγμή σε στιγμή μπορεί να
έμπαινε η Μάρσι για να του δώσει κάτι να υπογράψει. Παραήταν επικίνδυνο.
Μισή ώρα αργότερα, ο Χάρλαν είχε τις πληροφορίες που χρειαζόταν. Τηλεφώνησε αμέσως στον Σαμ Γκρέισον, τον εν
διαστάσει σύζυγο της Τζούλι, πρώην κατάδικο με βεβαρημένο ποινικό μητρώο και ιστορικό κακοποίησης της νεκρής πλέον
συζύγου του. Δέκα λεπτά και πέντε χιλιάδες δολάρια αργότερα, ο Χάρλαν είχε καταφέρει να πείσει τον Γκρέισον να ζητήσει
την άμεση αποτέφρωση της σορού. Ο Χάρλαν προσφέρθηκε ακόμα να πληρώσει και για το κόστος της τελετής και των
λουλουδιών.
Η προσφορά του έγινε δεκτή.

Ο Τζόνι ήθελε να πάρει την απευθείας πτήση για Ατλάντα για να δει την Ελμ, όμως η Μέρεντιθ είχε επιμείνει ότι θα ήταν
χάσιμο χρόνου. Έτσι, παρά τη θέλησή του, την είχε ακούσει και είχε περάσει τις δυο προηγούμενες μέρες στη Νέα Υόρκη
καταστρώνοντας σχέδια με τον Λίαμ και τη μητέρα του.
«Απλά δεν μπορώ να πιστέψω ότι είναι τόσο άρρωστη», επαναλάμβανε συνεχώς. «Αν η κατάστασή της ήταν τόσο άσχημη,
σίγουρα θα είχε κάποια συμπτώματα στην Ιρλανδία. Όμως ήταν μια χαρά. Δεν αντιμετώπιζε κανένα πρόβλημα, το πρόσωπό
της έλαμπε», επανέλαβε για εκατοστή φορά. «Έχω ένα απαίσιο προαίσθημα ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά».
«Μα, γλυκέ μου, δε βλέπω τι θα μπορούσαμε να κάνουμε», επανέλαβε με τη σειρά της η Γκρέις και κοίταξε θλιμμένη τον
Λίαμ. Αυτό που συνέβαινε ήταν πολύ σκληρό για να είναι αληθινό και το μόνο που ευχόταν ήταν να τελειώσει ο εφιάλτης.
«Τζόνι, είμαι σίγουρος ότι της παρέχεται η καλύτερη δυνατή βοήθεια. Μιλάμε για μεγάλα ονόματα εδώ –ο γερουσιαστής
Χάθαγουεϊ δεν είναι κανένας τυχαίος. Τι θα μπορούσε να συμβαίνει;» επέμεινε ο Λίαμ.
«Δεν έχω την παραμικρή ιδέα. Μόνο αυτό το απαίσιο προαίσθημα».
Ο Λίαμ δίστασε. «Κοίτα, Τζόνι», είπε ήρεμα. «Δεν μπορώ να σου περιγράψω πόσο λυπάμαι που η Ελμ είναι άρρωστη.
Λυπάμαι όσο κι εσύ. Νομίζω όμως ότι θα πρέπει να το αποδεχτείς».
«Φοβάμαι ότι ο αδερφός σου έχει δίκιο». Η Γκρέις αναστέναξε κι έσφιξε απαλά το χέρι του γιου της. «Είμαι σίγουρη ότι θα
γίνει καλά, γλυκέ μου, είναι απλά θέμα χρόνου».
«Ο σύζυγός της ήταν πολύ αρνητικός στην ιδέα να πάρουν διαζύγιο», μουρμούρισε ο Τζόνι. Ήταν τόσο χαμένος στις
σκέψεις του, που σχεδόν δεν έδινε σημασία σε όσα του έλεγαν.
«Φυσικό είναι. Το τελευταίο που χρειάζεται ένας υποψήφιος για το Κογκρέσο παραμονές των εκλογών είναι ένα διαζύγιο
που θα τραβήξει τα φώτα της δημοσιότητας».
«Ακριβώς», επεσήμανε ο Τζόνι. «Μπορεί να αποφάσισε ότι θα ήταν πιο εύκολο να ξεφορτωθεί την Ελμ από το να περάσει
τη δοκιμασία με το διαζύγιο».
«Καλέ μου, αυτό είναι αδύνατο, εξωφρενικό», αναφώνησε η Γκρέις σοκαρισμένη.
«Αδύνατο όχι, σίγουρα όμως παρατραβηγμένο», παρατήρησε ο Λίαμ κοφτά. «Οι Αμερικανοί πολιτικοί δε συνηθίζουν να
δολοφονούν τις συζύγους τους».
«Το ξέρω», μουρμούρισε ο Τζόνι κακόκεφα. «Απλά ανησυχώ τρομερά για εκείνη». Ο Τζόνι φοβόταν ότι η κατάσταση της
Ελμ επιδεινωνόταν αντί να βελτιώνεται. «Κι ό,τι κι αν λέτε, δε μου αρέσει ο σύζυγός της», επανέλαβε. «Λίαμ, ευχαριστώ για
τον ντετέκτιβ που μου σύστησες. Του ανέθεσα ήδη να ερευνήσει την υπόθεση».
«Είναι πολύ καλός», είπε ο Λίαμ. Άνοιξε το ντουλάπι με τα ποτά κι έβγαλε μια καράφα με ουίσκι. «Παρ’ όλα αυτά πιστεύω
ότι το παρατραβάς προσπαθώντας να ξεθάψεις βρόμα για τον Μακμπράιντ. Απ’ ό,τι φαίνεται, ο τύπος έχει άμεμπτο
παρελθόν».
«Αυτό θα το δούμε».
«Μητέρα, ουίσκι;»
«Ναι, ευχαριστώ».
Ο Τζόνι, καθισμένος στην πολυθρόνα του, αποδέχτηκε κι εκείνος με ένα νεύμα την προσφορά για ένα ποτό. «Αύριο θα πάω
στη Σαβάνα να γνωρίσω τη δικηγόρο της».
«Γλυκέ μου, είσαι σίγουρος ότι θα ήταν συνετό;» Η Γκρέις πήρε το ουίσκι με σόδα που της έδωσε ο Λίαμ. Η έκφρασή της
ήταν θλιμμένη.
«Μητέρα, ειλικρινά, δε δίνω δεκάρα. Σ’ αυτή τη φάση το μόνο που με ενδιαφέρει είναι το καλό της Ελμ».
Ο Λίαμ αντάλλαξε ένα βλέμμα με τη μητέρα του και άλλαξαν τη συζήτηση.
Την επομένη, ενώ το αεροπλάνο προσγειωνόταν στο αεροδρόμιο της Σαβάνα, ο Τζόνι ένιωσε να τον πνίγει η ίδια οργή που
τον είχε κυριεύσει όταν είχε μάθει ότι οι επαναστάτες είχαν αιχμαλωτίσει τη Μαρί Ανζ. Γιατί εκείνη, γιατί εκείνος, γιατί αυτοί;
Δε θα επέτρεπε –δεν μπορούσε να το κάνει– στην ιστορία να επαναληφθεί. Στην περίπτωση της Μαρί Ανζ ένιωθε
αδύναμος, ανίκανος μπροστά στο αναπόφευκτο. Ορκίστηκε ότι αυτή τη φορά θα έκανε οτιδήποτε, ό,τι περνούσε από το χέρι
του για να σώσει τη γυναίκα που αγαπούσε.

Η Μέρεντιθ συνάντησε τον Τζόνι το μεσημέρι για φαγητό και τον συμπάθησε αμέσως. Όμως, καθώς συζητούσαν και
έτρωγαν αφηρημένα, δίσταζε ακόμα να διατυπώσει τις υποψίες της για τον Χάρλαν και για τη Μονάδα Επεξεργασίας
Λυμάτων, επειδή ήξερε ότι ο Τζόνι πάνω στην απόγνωσή του θα αρπαζόταν από αυτές.
Τότε, στη μιάμιση, χτύπησε το κινητό της.
«Λέγε», είπε στον Μελ που μόλις είχε πάρει για λογαριασμό της τα αποτελέσματα των εξετάσεων από τα δείγματα εδάφους
του Ολιάντερ.
«Μερ, είχα δίκιο», είπε ο δημοσιογράφος ενθουσιασμένος. «Στα δείγματα βρέθηκαν ίχνη αρκετών τοξικών ουσιών».
«Εντάξει», είπε η Μέρεντιθ, ενώ το μυαλό της δούλευε σαν τρελό. «Όμως αυτό δεν αποτελεί άμεση απόδειξη.
Χρειαζόμαστε περισσότερα στοιχεία. Δες αν μπορείς να πάρεις κι άλλα δείγματα από διαφορετικά σημεία στην περιοχή γύρω
από τη μονάδα. Θέλω να ληφθούν δείγματα από το κατώφλι της μονάδας μέχρι το πιο μακρινό σημείο της ακτίνας των πέντε
χιλιομέτρων».
«Εντάξει. Θα βάλω τα δυνατά μου».
Η Μέρεντιθ έσπρωξε πίσω τα μαλλιά της, κοίταξε τον Τζόνι και άκουσε προσεκτικά, ενώ όλοι οι φόβοι της επέστρεφαν.
Συνειδητοποίησε ότι θα έπρεπε να είναι πολύ προσεκτική –οι συνέπειες από όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι τεράστιες.
Όμως, όσο ο Μελ της περιέγραφε τις επιδράσεις της κάθε τοξικής ουσίας στον ανθρώπινο οργανισμό εξηγώντας αναλυτικά
το κατά πόσο και πώς θα μπορούσε να απορροφηθεί, το αίμα πάγωνε στις φλέβες της.
«Το σελήνιο –που, σύμφωνα με τις εξετάσεις βρίσκεται σε υψηλές συγκεντρώσεις γύρω από τη φυτεία– μπορεί να
απορροφηθεί τόσο επιδερμικά όσο και διά της στοματικής οδού», συνέχισε ο Μελ.
Η Μέρεντιθ αναρωτήθηκε γιατί ο Χάρλαν δεν είχε δώσει ο ίδιος εντολή να εξεταστούν δείγματα εδάφους από τη φυτεία.
Ίσως θα έπρεπε να τον ρωτήσει για να δει την αντίδρασή του. Όμως το πράγμα περιπλεκόταν –βρομούσε, λες και κάποιος
είχε βάλει τα δυνατά του για να κρύψει την αλήθεια.
«Μελ, πρόσεχε», είπε η Μέρεντιθ πριν κλείσει ο δημοσιογράφος.
Έβαλε στην τσάντα το κινητό της και συνειδητοποίησε ότι ο Τζόνι είχε ακούσει την κάθε λέξη που είχε βγει από τα χείλη
της. Κατάλαβε ότι δεν είχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να του μιλήσει.
«Κοίταξε, όσα θα σου πω αποτελούν άκρως εμπιστευτικές πληροφορίες».
«Μην ανησυχείς, δεν πρόκειται να βγουν παραέξω. Όμως συμβαίνει κάτι ύποπτο, έτσι δεν είναι;» Ο Τζόνι συνοφρυώθηκε,
κάρφωσε το βλέμμα του στη Μέρεντιθ και περίμενε. Εκείνη διαισθάνθηκε την αποφασιστικότητά του και, ξαφνικά, χάρηκε
που ήταν εκεί. Όλα τα στοιχεία τους οδηγούσαν σε πολύ επικίνδυνα εδάφη και υποπτευόταν ότι ο Τζόνι Γκράνι ήταν ακριβώς
ο άνθρωπος που θα ήθελε να έχει δίπλα της όταν τα πράγματα θα δυσκόλευαν.
«Έβαλα να πάρουν δείγματα εδάφους από τη φυτεία και να τα εξετάσουν. Βρέθηκαν αρκετές τοξικές ουσίες, κάποιες από
τις οποίες, έπειτα από παρατεταμένη έκθεση, μπορεί να προκαλέσουν συμπτώματα παρόμοια με αυτά που παρουσιάζει και η
Ελμ. Μια από τις ουσίες ιδιαίτερα, το σελήνιο, μπορεί να γίνει τρομερά επικίνδυνη σε υψηλές συγκεντρώσεις».
«Μα η Ελμ έχει βδομάδες να πατήσει το πόδι της στη φυτεία».
«Το ξέρω. Πιθανόν όμως να απαιτείται κάποια περίοδος επώασης για να εμφανιστούν τα συμπτώματα...» Η Μέρεντιθ
δίστασε.
«Πιθανόν», συμφώνησε ο Τζόνι, αν και δε φαινόταν να το πιστεύει.
«Κοίτα, κανονικά δε μου αρέσει να βγάζω αυθαίρετα συμπεράσματα, όμως δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ...»
«Αν ο σύζυγος της Ελμ την έβαλε σ’ εκείνη την κλινική στην Ατλάντα για να κρύψει το γεγονός ότι η αρρώστιά της
οφείλεται σε έκθεση σε τοξικές ουσίες που προέρχονται από τη μονάδα που εκείνος ενέκρινε;» ρώτησε ο Τζόνι τραχιά.
«Κάτι τέτοιο», απάντησε η Μέρεντιθ επιφυλακτικά. «Και τώρα, μετά το θάνατο της Τζούλι, έχουμε έναν επιπλέον λόγο να
φοβόμαστε». Η Μέρεντιθ κάλυψε τα μάτια της με την παλάμη. «Ελπίζω η Ελμ να είναι καλά».
«Απ’ όσα μου είπες, δεν είναι. Όμως αυτό που μ’ ενοχλεί είναι ότι κατά τα φαινόμενα η κατάστασή της δε βελτιώνεται. Αν
τα συμπτώματά της οφείλονταν σε έκθεση σε τοξικές ουσίες στη φυτεία, ύστερα από τόσο καιρό που έχει να πάει εκεί θα
έπρεπε να είχαν υποχωρήσει. Όμως δε συμβαίνει αυτό». Ο Τζόνι σταμάτησε, συνοφρυώθηκε και φάνηκε να διστάζει.
«Ίσως θα έπρεπε να τηλεφωνήσω στον Άσμπι και να τον ρωτήσω ποιες ουσίες ακριβώς βρέθηκαν στο αίμα της Ελμ. Ακόμα
δεν έχει στείλει τις εξετάσεις στο Μπεθέσντα».
«Γιατί δε δοκιμάζεις; Θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε τι έχει να πει».
«Εντάξει». Η Μέρεντιθ συμφώνησε με ένα νεύμα, έβγαλε το κινητό της και βρήκε το νούμερο της κλινικής. «Ας δούμε
λοιπόν». Πάτησε το κουμπί της κλήσης και περίμενε. Αρκετά λεπτά αργότερα, αφού λογομάχησε με τη ρεσεψιονίστ,
κατάφερε να τη συνδέσουν με τον Άσμπι.
«Γεια, εδώ Μέρεντιθ Χάντερ. Έχω μια θεωρία που θα ήθελα να τη συζητήσω μαζί σας. Μήπως οι εξετάσεις αίματος της
Ελμ δείχνουν έκθεση σε ορυκτό σελήνιο;»
«Σελήνιο;» επανέλαβε ο Άσμπι έκπληκτος. «Το σελήνιο είναι μια ουσία που βρίσκεται ελεύθερη στη φύση, έτσι υπάρχει
πάντα η πιθανότητα να ανιχνευτεί, αλλά, όχι, είμαι σχεδόν σίγουρος ότι δεν υπήρχαν συγκεντρώσεις σε ασυνήθιστες
ποσότητες. Ωστόσο θα πρέπει να κοιτάξω για να είμαι απόλυτα βέβαιος. Περιμένετε ένα λεπτό;»
«Φυσικά». Η Μέρεντιθ κάλυψε με την παλάμη της το μικρόφωνο. «Πάει να δει».
«Εννοείς ότι δεν μπορεί να απαντήσει άμεσα σε κάτι τόσο σοβαρό όσο αυτό;» ρώτησε ο Τζόνι.
«Έχει κι άλλους ασθενείς εκτός από την Ελμ. Εξάλλου αν προέβαινε σε οποιαδήποτε διάγνωση χωρίς να είναι απόλυτα
σίγουρος, θα αντιμετώπιζε τον κίνδυνο να μηνυθεί –ειδικά από τη στιγμή που μιλάει μαζί μου». Η Μέρεντιθ χαμογέλασε.
«Ξέχασα ότι βρισκόμαστε στην Αμερική», είπε ο Τζόνι κι έστρεψε το βλέμμα του στο ταβάνι.
«Εμπρός;» Η Μέρεντιθ συνοφρυώθηκε όταν η φωνή του Άσμπι ακούστηκε ξανά από την άλλη άκρη της γραμμής. «Ώστε
λοιπόν δε βρέθηκαν καθόλου ίχνη σεληνίου».
«Τι σας έκανε να σκεφτείτε ότι μπορεί να ανιχνευόταν σελήνιο;» ρώτησε ο Άσμπι αδιάφορα, αν και η φωνή του έτρεμε
κάπως.
«Ω, τίποτα, δεν ήταν παρά μια διαίσθηση».
«Κατάλαβα. Λοιπόν, νομίζω ότι κινείστε σε λάθος κατεύθυνση. Είναι εξαιρετικά σπάνιο να ανιχνεύονται υψηλές
συγκεντρώσεις σεληνίου στο αίμα. Δεν μπορώ να φανταστώ πού θα μπορούσε να εκτεθεί η Ελμ σ’ αυτή την ουσία».
«Σωστά. Ούτε κι εγώ», είπε ψέματα η Μέρεντιθ. «Όπως και να έχει, ευχαριστώ». Έκλεισε και κοίταξε τον Τζόνι. «Ήταν
ανήσυχος. Είμαι σίγουρη γι’ αυτό. Δεν του άρεσαν οι ερωτήσεις μου. Αναρωτιέμαι...»
«Τι;»
«Όχι, τίποτα. Δώσε μου δυο μέρες να επιβεβαιώσω κάποια πράγματα και θα σου πω».
«Μέρεντιθ, μπορώ να σου υπενθυμίσω ότι είμαι με το μέρος σου, όχι εναντίον σου;» ρώτησε ο Τζόνι υπομονετικά. «Αν
μοιραστούμε τις αμφιβολίες μας, ίσως φτάσουμε σε κάποια συμπεράσματα που θα σώσουν τη ζωή της Ελμ».
«Το ξέρω. Συγνώμη. Η δύναμη της συνήθειας». Η Μέρεντιθ χαμογέλασε απολογητικά και πήρε βαθιά ανάσα. «Ερευνώ κάτι
αυτή τη στιγμή, αλλά δεν μπορώ να μιλήσω γι’ αυτό –ακόμα».
«Εντάξει. Απ’ ό,τι βλέπω, θα πρέπει να φανώ υπομονετικός. Κάτι που δεν είμαι», είπε ο Τζόνι βλοσυρά. «Τι τρέχει με τις
εξετάσεις αίματος; Γιατί δεν τις έχει στείλει ακόμα ο Άσμπι στο γιατρό του γερουσιαστή;»
«Καλή ερώτηση. Θα βάλω το γερουσιαστή να του τηλεφωνήσει και να τις ξαναζητήσει».
«Ωραία».
Η Μέρεντιθ ξεφύσηξε σιγανά. Δεν έπρεπε να αφήσει τη φαντασία της να την παρασύρει. Ήταν διαφορετικό να βγάζει τα
δικά της συμπεράσματα και διαφορετικό να τα δημοσιοποιεί, έστω και στον Τζόνι. Σ’ αυτή την ιστορία δε διακυβευόταν
μόνο το μέλλον της Ελμ αλλά και ολόκληρου του Κόμματος των Δημοκρατικών στην Τζόρτζια. Η ίδια ήταν ένθερμο μέλος
του κόμματος και είχε στηρίξει την υποψηφιότητα του Χάρλαν. Μπορεί να μην τον ενέκρινε εν γένει, πάντα όμως θεωρούσε
ότι ήταν ο καταλληλότερος για το Κογκρέσο. Οι αποκαλύψεις του Μελ ήταν τρομακτικές, όχι μόνο σε προσωπικό αλλά και
σε πολιτικό επίπεδο.
«Θα ήθελες λίγη πουτίγκα;» πρότεινε ο Τζόνι.
«Επιδόρπιο; Όχι, ευχαριστώ. Μόνο καφέ».
Ο Τζόνι έκανε νόημα στη σερβιτόρα και παρήγγειλε. «Ξέρεις, δεν μπορώ να απαλλαγώ από την ιδέα ότι πίσω απ’ όλα αυτά
κρύβεται ο Μακμπράιντ», μονολόγησε, εκφράζοντας τις σκέψεις που η Μέρεντιθ δεν ήθελε να προφέρει. «Πώς μπορείς να
είσαι σίγουρη ότι ο Χάρλαν δε θέλει να ξεφορτωθεί την Ελμ;»
«Κοίτα, μου έχεις ξανακάνει αυτή την ερώτηση. Φυσικά και δεν μπορώ να είμαι σίγουρη. Όμως για ποιο λόγο να θέλει να
κάνει κάτι τέτοιο; Η Ελμ του προσφέρει κύρος και οικονομική στήριξη. Για να μην αναφέρουμε την πολιτική στήριξη από το
γερουσιαστή».
«Ακριβώς αυτό εννοώ κι εγώ. Μετά το διαζύγιο, ίσως χάσει κάποια από αυτά».
«Για μια στιγμή». Η Μέρεντιθ έσκυψε μπροστά και κοίταξε τον Τζόνι στα μάτια. «Υπονοείς ότι ο Χάρλαν ίσως προσπαθεί
να δολοφονήσει την Ελμ για να μη χάσει την επιφανή κοινωνική θέση του και την οικονομική στήριξη;»
Ο Τζόνι ανασήκωσε τους ώμους του. «Είναι μια σκέψη».
«Αν ήμουν στη θέση σου, θα την έβγαζα από το μυαλό μου», είπε η Μέρεντιθ συγκλονισμένη. «Οι Αμερικανοί πολιτικοί δε
συνηθίζουν να δολοφονούν τις συζύγους τους».
«Παράξενο, το ίδιο ακριβώς μου είπε και κάποιος άλλος πριν από δυο μέρες».
«Εννοείς ότι έχεις μιλήσει και σε άλλους γι’ αυτές τις υποψίες σου;» Η Μέρεντιθ κοίταξε τον Τζόνι έντρομη.
«Όχι, μόνο στον αδερφό μου, ο οποίος είναι η προσωποποίηση της εχεμύθειας», τη διαβεβαίωσε εκείνος.
«Ευτυχώς. Όμως, σε παρακαλώ, διακυβεύονται πολλά σ’ αυτή την ιστορία. Δεν μπορούμε έτσι απλά να αρχίσουμε να
κοινοποιούμε υποθετικές θεωρίες και να κατηγορούμε έναν από τους πιο αξιοσέβαστους αντιπροσώπους μας στο Κογκρέσο
ως δολοφόνο».
«Εντάξει. Πήρα το μήνυμα». Ο Τζόνι σήκωσε το χέρι του και έγειρε πίσω.
«Ο Χάρλαν θα ήταν ανίκανος να πειράξει έστω και μια τρίχα από τα μαλλιά της Ελμ», τον διαβεβαίωσε η Μέρεντιθ κι
ευχήθηκε να είχε δίκιο. «Η σκέψη και μόνο είναι φρικτή».
«Εντάξει, πολύ καλά, λυπάμαι. Όμως, μεταξύ μας, είσαι σίγουρη ότι μπορείς να αποκλείσεις εντελώς αυτή τη θεωρία;»
ρώτησε ο Τζόνι χωρίς να τραβήξει το βλέμμα του από τα μάτια της Μέρεντιθ.
«Είναι αδιανόητο», είπε εκείνη κι άρχισε να τσαλακώνει νευρικά τη χαρτοπετσέτα της. Δεν της άρεσε καθόλου η σκέψη που
γιγάντωνε στο μυαλό της.
«Όμως όχι εντελώς αδύνατο. Μόνη σου είπες ότι ο Μακμπράιντ είναι σχεδόν παθολογικά φιλόδοξος».
«Σίγουρα, θέλει να γίνει ΠΤΗΠ, όμως αυτό δε σημαίνει ότι θα δολοφονήσει τη γυναίκα του για να το πετύχει».
«ΠΤΗΠ; Τι στο καλό είναι αυτό;»
«Ω, το κωδικό όνομα που χρησιμοποιούσαν οι Μυστικές Υπηρεσίες για τον Κλίντον. Σημαίνει Πρόεδρος Των Ηνωμένων
Πολιτειών, πράγμα που, φυσικά, θέλει να γίνει ο Χάρλαν. Για να είμαι ειλικρινής πιστεύω ότι βλέπει τον εαυτό του σαν έναν
ακόμα Κλίντον –ένα χαρισματικό πολιτικό από το Νότο που είναι πλασμένος για τον Λευκό Οίκο. Έχει εμμονή με τη
δημόσια εικόνα του και την ισχύ. Όμως από αυτό, μέχρι το σημείο να δολοφονήσει την Ελμ εν ψυχρώ...» Η Μέρεντιθ
κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Όχι, είναι εξωφρενικό. Πρέπει να είναι».
«Είναι; Σύμφωνα με την περιγραφή σου, το ψυχολογικό πορτραίτο του Μακμπράιντ θα πρέπει να είναι πολύ παράξενο.
Εγώ λέω ότι η θεωρία μου μπορεί και να ισχύει. Ιδιαίτερα εφόσον υπάρχει κάποιος τρόπος να το κάνει χωρίς να κινήσει
υποψίες».
Η Μέρεντιθ κοίταξε τον Τζόνι, πίεσε τον εαυτό της να αντιμετωπίσει με αντικειμενικό βλέμμα τις κατηγορίες του κι
ανατρίχιασε και πάλι. «Όμως περίμενε μια στιγμή», είπε, επιστρατεύοντας τη λογική της. «Αν δηλητηριάζει στ’ αλήθεια την
Ελμ, τότε ο Άσμπι θα πρέπει να είναι συνεργός του. Αδύνατο».
«Μόνη σου είπες ότι επέδειξε παράξενη απροθυμία να σου επιτρέψει να επισκεφθείς τη φίλη και πελάτισσά σου στην
κλινική. Και τι έχεις να πεις για τα αποτελέσματα των εξετάσεων; Γιατί δεν τα στέλνει; Μήπως προσπαθεί να καλύψει κάτι;»
«Εντάξει». Η Μέρεντιθ ακούμπησε τις παλάμες της στο τραπέζι και αναστέναξε. «Συμφωνώ ότι όλα αυτά ακούγονται
ύποπτα, όμως δεν πρέπει να παρασυρόμαστε. Γιατί να μπλέξει ο Άσμπι σε μια τέτοια ιστορία; Θα μπορούσε να τον
καταστρέψει».
Ο Τζόνι κούνησε το κεφάλι του και ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν έχω ιδέα. Μόνο ένα προαίσθημα. Μάλλον μιλάει ο
Ιρλανδός μέσα μου», είπε και χαμογέλασε για πρώτη φορά εκείνη τη μέρα.
«Οι εικασίες δεν αρκούν –ειδικά αν υπονοείς ότι έχουμε να κάνουμε με απόπειρα δολοφονίας».
«Έχεις δίκιο», παραδέχτηκε ο Τζόνι. «Όμως, ξέρεις, υπάρχει και κάτι άλλο. Ας φανταστούμε το σενάριο που θα σου πω. Ας
υποθέσουμε ότι ο Χάρλαν γνώριζε για την έκθεση της Ελμ στο σελήνιο από το χώμα της φυτείας και ότι βρήκε κάποιον
τρόπο να αυξήσει την επαφή της με αυτή την ουσία –ίσως τοπικά ή μέσω των πειραματικών φαρμάκων που χορηγεί ο Άσμπι
στην κλινική του. Στο κάτω κάτω είναι ο μόνος που την επισκέπτεται. Πιθανόν να δηλητηριάζει μόνος του την Ελμ, χωρίς τη
βοήθεια κανενός άλλου».
«Αυτό είναι τραβηγμένο σε βαθμό γελοιότητας».
«Δε με νοιάζει πόσο τραβηγμένο ακούγεται. Παραμένει πιθανό», επέμεινε ο Τζόνι με πάθος. «Μέρεντιθ, ας πάμε στην
Ατλάντα. Θα βρούμε μια δικαιολογία για να επισκεφθούμε την Ελμ και να πάρουμε ένα δείγμα του ορού που λες ότι της
χορηγούν εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Των αλοιφών που χρησιμοποιούν, οτιδήποτε. Θα δώσουμε να τα
εξετάσουν κι από κει και πέρα θα δούμε τι θα κάνουμε. Έχω δει να συμβαίνουν τέτοια πράγματα με άλογα. Η παρατεταμένη
έκθεση σε κάποιες ουσίες μπορεί να αποβεί μοιραία –και είναι πολύ δύσκολο να ανιχνευτεί, μέχρι που να είναι πια πολύ
αργά».
«Εντάξει». Η Μέρεντιθ ένευσε ότι συμφωνούσε. «Θα δω αν μπορώ να αλλάξω το πρόγραμμά μου για αύριο. Όμως, στο
στάδιο που βρισκόμαστε, νομίζω ότι θα πρέπει να πάω μόνη μου. Θα κινήσουμε πολλές υποψίες αν κάποιος εντελώς
άγνωστος εμφανιστεί στο κατώφλι της Ελμ». Είδε ότι ο Τζόνι ετοιμαζόταν να διαμαρτυρηθεί και σήκωσε το χέρι της. «Κοίτα,
ξέρω ότι θέλεις απεγνωσμένα να τη δεις, όμως αυτό θα πρέπει να περιμένει μέχρι να καταστρώσω κάποιο σχέδιο. Τώρα
πρέπει να φύγω». Η Μέρεντιθ πήρε την τσάντα της κι ετοιμάστηκε να σηκωθεί. «Θα σε αφήσω στο ξενοδοχείο».
«Ευχαριστώ». Ο Τζόνι ζήτησε με ένα νεύμα το λογαριασμό. «Φυσικά, αν τα αποτελέσματα των πρόσθετων εξετάσεων που
θα γίνουν σε δείγματα εδάφους αποδειχτούν θετικά, θα είμαστε υποχρεωμένοι να αποταθούμε στις Αρχές». Ο Τζόνι ύψωσε
το βλέμμα του και οι ματιές τους συναντήθηκαν.
«Κοίταξε, εσύ δεν ξέρεις τίποτα γι’ αυτές τις εξετάσεις, εντάξει; Ούτε για τίποτ’ άλλο αναφορικά με το θέμα. Ω Γκράνι, θα
με βάλεις σε μπελάδες».
«Μέρεντιθ, τα πράγματα είναι ήδη πολύ σοβαρά», είπε ο Τζόνι βλοσυρά. «Και το ξέρεις, έστω κι αν δε θέλεις να το
παραδεχτείς. Όμως θα αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα από κοινού. Δεν είμαι διατεθειμένος να αφήσω κανέναν να κάνει κακό
στην Ελμ ή να την κάνει να υποφέρει», υποσχέθηκε και άνοιξε την πόρτα για να περάσει η Μέρεντιθ. «Και δε δίνω δεκάρα
για το ποιος θα βρει τον μπελά του».
27
Η απόγνωση της Ελμ είχε αγγίξει δυσθεώρητα ύψη. Αγνοώντας τις εντολές του γιατρού, είχε σηκωθεί παραπατώντας από το
κρεβάτι και, με μεγάλη δυσκολία, είχε καταφέρει να φτάσει στο νιπτήρα του μπάνιου. Κοίταξε έντρομη το είδωλό της στον
καθρέφτη. Ήταν δυνατόν η γυναίκα που αντίκριζε να ήταν η ίδια που λίγες μέρες νωρίτερα είχε περάσει το κατώφλι της
κλινικής; Το πρόσωπό της ήταν άσπρο σαν πανί. Τα μάτια της βαθουλωμένα, σαν γριάς και τα μαλλιά της –τι είχε συμβεί στα
μαλλιά της; Πέρασε τα τρεμάμενα δάχτυλα του ενός χεριού ανάμεσά τους, ενώ με το άλλο προσπαθούσε να στηριχτεί στο
νιπτήρα. Με τρόμο διαπίστωσε ότι έπεφταν. Έπνιξε ένα λυγμό, πίεσε τον εαυτό της να μην κάνει εμετό κι επέστρεψε
παραπατώντας στο κρεβάτι της. Σωριάστηκε στα μαξιλάρια απελπισμένη.
Το τέλος όντως πλησίαζε.
Ευτυχώς που ο Τζόνι δεν την είχε επισκεφθεί. Κανείς δε θα έπρεπε να τη δει σ’ αυτή τη φριχτή κατάσταση, να λιώνει μέρα
με τη μέρα. Θα έλεγε στον Άσμπι ότι δεν ήθελε επισκέψεις. Ο Χάρλαν είχε περάσει να τη δει, αυτό το θυμόταν. Ήταν πολύ
ευγενικός, πολύ σοβαρός, πολύ καλός. Όμως η Ελμ δε νοιαζόταν αν εκείνος θα την έβλεπε έτσι. Ήταν πολύ καχύποπτη
απέναντί του, για τα κίνητρά του. Στο μυαλό της γεννιόνταν κάπου κάπου κάποιες θολές σκέψεις και κάτι δεν της φαινόταν
λογικό.
Κάτι δεν πήγαινε καλά.
Βυθίστηκε στην απόγνωση. Για τον εαυτό της, για τον πατέρα της. Αν ο Χάρλαν ετοίμαζε κάτι, τι θα γινόταν όταν εκείνη θα
πέθαινε; Θα έπρεπε να θυμηθεί να πει στον Άσμπι να κανονίσει μια συνάντηση με τη Μέρεντιθ, ώστε να βεβαιωθεί ότι το
διαζύγιο θα οριστικοποιούνταν. Έτσι που, ακόμα κι αν πέθαινε, τίποτα να μη συνδέει τον πατέρα της με τον Χάρλαν.
Οι σκέψεις της την αναστάτωσαν. Κάλεσε τη νοσοκόμα, αρπάχτηκε από το μπράτσο της, επέμεινε ότι έπρεπε να δει τη
Μέρεντιθ, να της τηλεφωνήσει. Εκείνη την καθησύχασε, της υποσχέθηκε ότι θα μιλούσε στο δόκτορα Άσμπι, ότι όλα θα
πήγαιναν καλά.
Τελικά η Ελμ ηρέμησε και αποκοιμήθηκε. Πλέον δεν ένιωθε καν το τσίμπημα της βελόνας.

Η Μέρεντιθ καθόταν στο γραφείο της και μελετούσε τις πληροφορίες που είχαν συγκεντρώσει εκείνη κι ο Μελ. Είχε
καταγράψει τα πάντα, τα είχε βάλει σε μια σειρά και προσπαθούσε απεγνωσμένα να βρει μια άκρη. Το πρόβλημα ήταν ότι
πολλά από τα στοιχεία δεν έβγαζαν νόημα.
Ο Τάιλερ Μπροκ. Πώς ταίριαζε εκείνος στο παζλ; Απ’ όσο μπορούσε να καταλάβει, διατηρούσε κάποιες πολύ ύποπτες
διασυνδέσεις στο Μαϊάμι. Ο επιχειρηματικός του όμιλος –η Μπροκ Ιντερνάσιοναλ– είχε απλώσει καταπώς φαινόταν τα
πλοκάμια του σε κάθε είδους επιχειρήσεις, καμιά από τις οποίες δε συνδεόταν με τη Μονάδα Επεξεργασίας Λυμάτων. Ποια
ήταν λοιπόν η συμμετοχή του στη μονάδα, πέρα από το ότι είχε πουλήσει τη γη στην οποία είχε χτιστεί; Ο Χάρλαν είχε
ασκήσει μεγάλη πίεση στις τοπικές Αρχές ώστε να εγκρίνουν την εκλογή του Μπροκ στο συμβούλιο που έλεγχε τη
λειτουργία της μονάδας. Μήπως η μονάδα ήταν βιτρίνα για άλλες, πολύ πιο αμαρτωλές επιχειρήσεις;
Κι όσο για τον Χάρλαν... Άραγε ποια να ήταν τα σχέδιά του; Παρά την απροθυμία της Μέρεντιθ να το παραδεχθεί, ήταν
σχεδόν σίγουρη πως πίσω από την εμπλοκή του με τον Τάιλερ Μπροκ κρύβονταν πολλά περισσότερα από μια απλή
προσπάθεια να συγκεντρώσει χρήματα για την προεκλογική του εκστρατεία. Όλες ανεξαιρέτως οι επιχειρήσεις που
αποτελούσαν τον όμιλο του Μπροκ είχαν συνεισφέρει με σημαντικά ποσά στην καμπάνια του Χάρλαν. Όμως μια μικρή
έρευνα που είχε κάνει ο Μελ είχε αποκαλύψει ότι η επιτροπή πολιτικής δράσης της οποίας ηγείτο ο Χάρλαν –μια επιτροπή
που, επιφανειακά, είχε σκοπό να συγκεντρωθούν χρήματα για τις εκστρατείες άλλων υποψηφίων του κόμματος, αλλά,
προφανώς, στην πραγματικότητα βοηθούσε τον Χάρλαν να αποκτήσει μεγαλύτερη επιρροή ανάμεσα στους συναδέλφους
του– ήταν μια από τις καλύτερα χρηματοδοτούμενες σε ολόκληρο το Κογκρέσο. Συγκέντρωνε περισσότερα χρήματα απ’ ό,τι
οι αντίστοιχες επιτροπές των ισχυρότερων γερουσιαστών. Πολλές από τις εισφορές προέρχονταν από πηγές που βρίσκονταν
έξω από την Πολιτεία της Τζόρτζια –και το ερώτημα ήταν: γιατί; Ο Χάρλαν ήταν αναμφισβήτητα ένας πολλά υποσχόμενος
πολιτικός, όμως, παρά τις προσωπικές του ψευδαισθήσεις, δεν ήταν επ’ ουδενί μορφή εθνικής σημασίας. Τι είδους πολιτικές
χάρες εκχωρούνταν με αντάλλαγμα τόσο υψηλά κονδύλια; Μήπως ο Μπροκ και οι υπόλοιποι χρηματοδότες του
προσδοκούσαν σε κάποιου είδους ανταπόδοση, σε ανταλλάγματα;
Ο τρίτος παράγοντας ήταν ο μεγάλος αριθμός των ανεξήγητων συμπτωμάτων που ταλαιπωρούσαν τους κατοίκους της
περιοχής γύρω από τη Μονάδα Επεξεργασίας Λυμάτων. Παρά το άρθρο του Μελ, κανείς δεν έδειχνε να αναρωτιέται για την
αύξηση των κρουσμάτων που έφταναν στα νοσοκομεία. Κι ενώ ο ατυχής θάνατος της Τζούλι θα ήταν η ιδανική ευκαιρία να
δοθούν μερικές ειλικρινείς απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα, η προσπάθεια της Μέρεντιθ να γίνει νεκροψία στη σορό της
φίλης της Ελμ είχε αποδειχθεί μάταιη. Ο εν διαστάσει σύζυγος της Τζούλι είχε αποτεφρώσει τη σορό ελάχιστες μέρες από το
θάνατό της. Η Μέρεντιθ σκέφτηκε ζοφερά ότι, από την οπτική γωνία του Χάρλαν, αυτή η εξέλιξη ήταν αναμφίβολα βολική.
Ίσως γινόταν παρανοϊκή, όμως, όταν θυμήθηκε ένα μικρό άρθρο που είχε διαβάσει στην εφημερίδα σχετικά με την
επίσκεψη του βουλευτή Μακμπράιντ στην οικογένεια της Τζούλι που πενθούσε για το χαμό της, δεν μπόρεσε να μην
αναρωτηθεί αν είχε κανονίσει εκείνος να αποτεφρωθεί στα γρήγορα η σορός.
Η Μέρεντιθ πέρασε τα δάχτυλα μέσα από τα μαλλιά της, απογοητευμένη που αυτός ο δρόμος είχε κλείσει πλέον για εκείνη.
Ωστόσο, με τη βοήθεια του Τζόνι, κάτι θα σκεφτόταν. Ο Τζόνι βρισκόταν ήδη δυο μέρες στη Σαβάνα. Όφειλε να θαυμάσει
την υπομονή του, αφού γνώριζε πόσο ήθελε να δει την Ελμ. Παρ’ όλα αυτά είχαν συμφωνήσει και οι δύο να μη
γνωστοποιήσει την παρουσία του μέχρι να σκεφτούν κάποιο σχέδιο. Δούλευαν μέρα και νύχτα, προσπαθούσαν να
συνδυάσουν και τα πιο ασήμαντα στοιχεία και ο φόβος τους μεγάλωνε όσο προχωρούσαν. Την προηγούμενη μέρα, έπειτα
από προτροπή του Τζόνι, η Μέρεντιθ είχε επιστρέψει στην Ατλάντα και, ύστερα από ακόμα μια συζήτηση με τον Άσμπι, είχε
επιμείνει να δει την Ελμ.
Το θέαμα που είχε αντικρίσει την είχε αφήσει άφωνη. Η Ελμ μαραινόταν μπροστά στα μάτια της. Είχε απομείνει μια σκιά
της γυναίκας που είχε δει μερικές μέρες νωρίτερα. Η Μέρεντιθ είχε αναγκαστεί να επιστρατεύσει όλη την εφευρετικότητά της
για να πείσει τον Άσμπι να την αφήσει για μερικά λεπτά μόνη με την Ελμ, επιμένοντας ότι υπήρχαν κάποια εμπιστευτικά
θέματα που θα έπρεπε να συζητήσει με την πελάτισσά της. Η Ελμ πότε συνερχόταν και πότε βυθιζόταν ξανά σε λήθαργο,
έδειχνε όμως να αντιλαμβάνεται την παρουσία της.
Με το που έκλεισε ο γιατρός την πόρτα βγαίνοντας, η Μέρεντιθ είχε κλειδώσει την πόρτα πίσω από τον Άσμπι, είχε βγάλει
προσεκτικά το σωληνάκι από τον ορό και είχε ρίξει λίγο από το περιεχόμενό του σε ένα πλαστικό φιαλίδιο που είχε κρύψει
στην τσάντα της. Ύστερα είχε ξανασυνδέσει βιαστικά το σωληνάκι. Μέχρι να επιστρέψει ο Άσμπι εκείνη ήταν έτοιμη να
φύγει. Είχε συμφωνήσει μαζί του ότι η Ελμ ήταν πολύ εξαντλημένη για να αντιληφθεί τι της έλεγε και του είχε πει ότι θα
επέστρεφε κάποια άλλη μέρα. Παρ’ όλο που πρόσεξε ότι ο Άσμπι φαινόταν να έχει ηρεμήσει βλέποντας ότι η συμπεριφορά
της θύμιζε περισσότερο συντετριμμένη φίλη παρά αποφασισμένη δικηγόρο, είχε φροντίσει να την προειδοποιήσει ότι θα ήταν
η τελευταία φορά που θα έβλεπε κατ’ ιδίαν την Ελμ. Δεν πίστευε ότι η ασθενής του αντιδρούσε καλά σ’ αυτές τις επισκέψεις.
Η Μέρεντιθ είχε θελήσει να διαμαρτυρηθεί, όμως είχε καταλάβει ότι ο γιατρός δε θα υποχωρούσε. Ο Άσμπι φαινόταν
ειλικρινά ανήσυχος. Ήταν καταβεβλημένος και κοιτούσε γύρω του νευρικά, σαν να φοβόταν για κάτι. Η Μέρεντιθ είχε
προσέξει ότι ο Χάρλαν ήταν άφαντος, μάλλον όμως θα έλειπε ξανά σε περιοδεία προσπαθώντας να κερδίσει όσο
περισσότερες ψήφους μπορούσε.
Η Ελμ κοίταξε ξανά τα χαρτιά με τα διάφορα στοιχεία που ήταν βαλμένα σε τακτικές στοίβες στο γραφείο της. Περίμενε
τον Μελ με τα αποτελέσματα των αναλύσεων του περιεχομένου του ορού και τον Τζόνι. Κοίταξε το ρολόι της. Σε λίγο θα
ήταν εκεί.
Μερικά λεπτά αργότερα η Άλι την ενημέρωσε ότι είχαν φτάσει και οι δύο ταυτόχρονα.
«Περάστε», είπε η Μέρεντιθ.
«Καλημέρα». Ο Τζόνι χαμογέλασε στιγμιαία, έσφιξε το χέρι του Μελ και κάθισαν.
«Ορίστε. Προτίμησα να μην τον ανοίξω», είπε ο Μελ ανυπόμονα κι έδωσε στη Μέρεντιθ το φάκελο με τα αποτελέσματα.
Η Μέρεντιθ τον κράτησε προσεκτικά. Ένιωθε όλο και πιο άβολα. Συνειδητοποίησε ότι οι πληροφορίες που περιείχε θα
καθόριζαν πάρα πολλά και τα χέρια της έτρεμαν καθώς έσκιζε την άκρη του.
Ξεδίπλωσε τη σελίδα που υπήρχε μέσα, τη διάβασε βιαστικά κι ένιωσε την ανάσα της να κόβεται. Η έκφρασή της
σκοτείνιασε. Έδωσε τη σελίδα στον Τζόνι, που τη διάβασε με τη σειρά του.
«Τι λέει;» ρώτησε ο Μελ ανυπόμονα.
«Ορίστε, δες», είπε ο Τζόνι βλοσυρά και του έδωσε τη σελίδα.
«Απίστευτο! Είχαμε δίκιο. Σύμφωνα με την αναφορά του εργαστηρίου, ο ορός της Ελμ περιείχε επικίνδυνα υψηλά ποσοστά
σεληνίου. Τη δηλητηριάζουν», μουρμούρισε έντρομος ο Μελ. «Σας το έλεγα ότι αυτό το κάθαρμα ο Μακμπράιντ κάτι
ετοιμάζει». Έδωσε τη σελίδα πίσω στον Τζόνι, που τη ξαναδιάβασε προσεκτικά.
«Εδώ λέει ότι σύμφωνα με την ΥΠΠ η συνιστώμενη δόση σεληνίου είναι .005 μιλιγκράμ ανά κιλό καθημερινά και ότι μια
δόση περίπου 240 μιλιγκράμ θα ήταν θανατηφόρα», διάβασε ο Τζόνι. Ξαφνικά πετάχτηκε όρθιος. «Χριστέ μου!» φώναξε
έντρομος, κάνοντας βιαστικά υπολογισμούς. «Με βάση την αναλογία σεληνίου στον ορό, θα χρειαστούν μόλις πέντε ή έξι
μέρες για να φτάσει σε θανατηφόρα επίπεδα συγκέντρωσης στο αίμα της Ελμ –και δεν ξέρουμε ποια ήταν τα αρχικά επίπεδα
σεληνίου στο αίμα της. Πολύ πιθανόν οι συγκεντρώσεις να είναι ήδη υψηλές».
«Τι;» Η Μέρεντιθ πήρε τη σελίδα με τα αποτελέσματα του εργαστηρίου και την κοίταξε. «Θεέ μου, έχεις δίκιο».
«Ώρα να καλέσουμε την αστυνομία», είπε ο Μελ αποφασιστικά.
«Δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό», μπήκε στη μέση η Μέρεντιθ. «Απλά υποθέτουμε πως πίσω από όλα αυτά κρύβεται ο
Χάρλαν. Πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι; Δεν έχουμε αποδείξεις». Η Μέρεντιθ έγειρε πίσω και άρχισε να σκέφτεται σαν
δικηγόρος. «Ας υποθέσουμε για μια στιγμή ότι ο Χάρλαν δεν έχει πραγματικά καμία σχέση με όσα συμβαίνουν, ότι ο Άσμπι,
για δικούς του λόγους, διενεργεί ένα αρρωστημένο πείραμα χωρίς να το ξέρει κανείς. Δε θέλω να πω ότι ο Μακμπράιντ είναι
κανένας άγγελος, αλλά μέχρι να έχουμε αποδείξεις δεν μπορούμε να εκτοξεύσουμε κατηγορίες που θα καταστρέψουν την
καριέρα του. Θα μας μηνύσει για συκοφαντική δυσφήμηση».
«Ποιος νοιάζεται για την υπόληψή του;» είπε ο Τζόνι θυμωμένα. «Εδώ μιλάμε για τη ζωή της Ελμ».
«Τζόνι, πίστεψέ με, είμαι με το μέρος της. Λέω απλά ότι αν πάμε στην αστυνομία θα χάσουμε χρόνο. Οι αστυνομικοί θα
ζητήσουν αποδείξεις που δε διαθέτουμε και στην έρευνα που θα ακολουθήσει θα κινηθούν όσο πιο αργά γίνεται επειδή θα
ξέρουν ότι αν κάνουν κάποιο λάθος θα το πληρώσουν με την καριέρα τους».
«Μα τι θα γίνει με αυτά τα αποτελέσματα;» ρώτησε ο Μελ. «Δεν αποτελούν αρκετή απόδειξη για να ξεκινήσει κάτι;»
«Δυστυχώς, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι. Ας μην ξεχνάμε ότι πήρα το δείγμα χωρίς άδεια από την κλινική ή τον
Άσμπι. Οι αστυνομικοί πιθανότατα θα απορρίψουν το δείγμα μας ως ακατάλληλο για να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό
στοιχείο και θα ζητήσουν ένταλμα από κάποιο δικαστή για να πάρουν δικό τους. Όλα αυτά θα απαιτήσουν αρκετό χρόνο, τον
οποίο ο Άσμπι –αν είναι ένοχος– θα μπορέσει να εκμεταλλευτεί για να αλλάξει το περιεχόμενο του ορού. Χρόνο που φοβάμαι
ότι η Ελμ απλά δε διαθέτει».
«Έχεις δίκιο», παρενέβη ο Τζόνι. «Σ’ αυτό το στάδιο δεν έχει σημασία ποιος προσθέτει το σελήνιο στον ορό, αλλά το να
πάρουμε την Ελμ από εκεί. Αργότερα θα βρούμε τις αποδείξεις που χρειαζόμαστε».
«Αν πιστεύετε ότι θα είναι καλύτερα έτσι...» είπε ο Μελ επιφυλακτικά. «Όμως δε θα θέλατε να ανοίξετε αύριο την
εφημερίδα και να δείτε την ασχημόφατσα του Μακμπράιντ να φιγουράρει κάτω από ένα φαρδύ πλατύ τίτλο; Θα γινόταν
χαμός».
«Μελ, αυτό σου το χρωστάμε και στο τέλος θα γράψεις το άρθρο σου, μην ανησυχείς. Όμως αυτή τη στιγμή δεν μπορούμε
να διακινδυνεύσουμε ένα σκάνδαλο. Αν ο Χάρλαν χρησιμοποιεί πράγματι την Ελμ για να αποκομίσει πολιτικά οφέλη, η
πίεση πιθανόν να τον εξωθήσει στα άκρα, να τον κάνει να αποφασίσει ότι θα ήταν πιο ασφαλές να την αποτελειώσει. Σ’ αυτό
το στάδιο η πρώτη και μοναδική φροντίδα μας είναι να σώσουμε την Ελμ, να τη βγάλουμε από εκείνη την κλινική το
συντομότερο δυνατόν. Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχω ιδέα πώς θα τα καταφέρουμε», βόγκησε η Μέρεντιθ. «Ο Άσμπι έχει τα
πάντα υπό τον απόλυτο έλεγχό του. Κανείς δεν μπαίνει ούτε βγαίνει χωρίς τη δική του έγκριση».
«Όμως θα πρέπει να βρούμε έναν τρόπο», είπε ο Τζόνι τραχιά. «Διαφορετικά θα εξακολουθήσουν να της δίνουν αυτό το
δηλητήριο μέχρι που θα πεθάνει και τότε ο Άσμπι θα τα κουκουλώσει όλα, θα συντάξει ένα ψεύτικο πιστοποιητικό θανάτου
και θα καταστρέψει όλες τις αποδείξεις».
«Συμφωνώ, δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο». Η Μέρεντιθ φόρεσε τα γυαλιά της και έλεγξε τις σημειώσεις της. «Όμως ο
Χάρλαν δεν πρόκειται να υπογράψει για να βγει η Ελμ από την κλινική, αυτό είναι βέβαιο», είπε θλιμμένα.
«Για μια στιγμή». Ο Τζόνι ακούμπησε την παλάμη του στο γραφείο, έσκυψε μπροστά και κάρφωσε με το βλέμμα του τη
Μέρεντιθ. «Αν η Ελμ ήταν σε κατάσταση που να αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει, δε θα μπορούσε να υπογράψει η ίδια για να
φύγει;»
«Τυπικά, ναι». Η Μέρεντιθ άφησε το στυλό της και χαμογέλασε αργά. «Ιδιοφυές, Γκράνι. Γιατί δεν το σκέφτηκα εγώ;
Μπορεί να υπογράψει η ίδια το εξιτήριό της και δεν υπάρχει κανένας τρόπος να την εμποδίσει ο Άσμπι», συμπλήρωσε
ενθουσιασμένη. «Το πρόβλημα είναι πότε θα το κάνει», συνέχισε σκεφτική. «Θα πρέπει να διαλέξουμε κάποια στιγμή που ο
Χάρλαν δε θα βρίσκεται εκεί για να μας εμποδίσει. Αν μυριστεί το σχέδιό μας, θα προσπαθήσει να βγάλει την Ελμ ανίκανη να
αποφασίσει για τον εαυτό της».
«Σήμερα το πρωί έστειλε ένα δελτίο Τύπου στις εφημερίδες. Απόψε θα επιστρέψει στην Ουάσιγκτον για να παρουσιάσει το
καινούριο νομοσχέδιο που προωθεί», είπε ο Μελ. «Θα εκμεταλλευτώ αυτή την ευκαιρία για να κανονίσω μια συνέντευξη μαζί
του –στην Ουάσιγκτον. Ξέρεις ότι δε χάνει ευκαιρία να δει το όνομά του γραμμένο στις εφημερίδες».
«Αν το ξέρω, λέει», είπε η Μέρεντιθ πικρόχολα.
«Τότε ας φύγουμε σήμερα για την Ατλάντα», είπε ο Τζόνι. «Δεν έχουμε ιδέα σε τι κατάσταση βρίσκεται η Ελμ».
«Αδύνατο. Θα πρέπει να κανονίσω τη συνέντευξη».
«Τότε αυτό να κάνεις». Η Μέρεντιθ χτύπησε παλαμάκια και σηκώθηκε. «Ας ξεκινήσουμε. Μελ, εσύ θα τηλεφωνήσεις στο
γραφείο του Χάρλαν να κανονίσεις τη συνέντευξη. Μάλλον θα είναι πιο εύκολο να την κανονίσεις για το απόγευμα παρά για
το πρωί. Φρόντισε να μην επικοινωνήσει με κανέναν έξω από την Ουάσιγκτον. Α, και προσπάθησε να ανακαλύψεις αν
χρησιμοποιεί ακόμα το αεροπλάνο του Τάιλερ Μπροκ, εντάξει;»
«Κανένα πρόβλημα». Ο Μελ σηκώθηκε αμέσως. «Χάρηκα που σε γνώρισα», είπε στον Τζόνι. «Καλή τύχη».
«Και σ’ εσένα. Κι ευχαριστώ. Η βοήθειά σου ήταν ανεκτίμητη». Οι δυο άντρες αντάλλαξαν μια χειραψία και ο Μελ
κατευθύνθηκε προς την πόρτα, βγάζοντας ταυτόχρονα το κινητό του.
Η Μέρεντιθ κάθισε ξανά στο γραφείο της. «Λοιπόν», είπε ζωηρά. «Έχουμε να κανονίσουμε ένα σωρό λεπτομέρειες. Πρέπει
να σκεφτούμε πώς θα οργανώσουμε τη φυγή από την κλινική, τι μεταφορικό μέσο θα χρησιμοποιήσουμε και πού θα πάμε την
Ελμ. Θα πρέπει να εισαχθεί αμέσως σε νοσοκομείο».
«Έχω κάνει μερικές σκέψεις για όλα αυτά. Το μεταφορικό μέσο δεν είναι πρόβλημα. Θα πω στον αδερφό μου, τον Λίαμ, να
στείλει το τζετ της εταιρείας στην Ατλάντα. Στο πλήρωμα θα υπάρχουν γιατρός και νοσοκόμα. Θα πάμε την Ελμ απευθείας
στη Νέα Υόρκη. Η μητέρα μου συμμετέχει στο διοικητικό συμβούλιο του Κολούμπια, δε θα δυσκολευτεί να της βρει
δωμάτιο και να κανονίσει να την εξετάσουν οι καλύτεροι γιατροί».
«Ναι, αλλά πώς θα φύγουμε από την κλινική;» ρώτησε σκεφτική η Μέρεντιθ. «Όλα θα πρέπει να κυλήσουν ρολόι».
«Θα νοικιάσουμε ένα ιδιωτικό ασθενοφόρο που θα μας περιμένει στην πίσω είσοδο της κλινικής. Υποθέτω ότι θα υπάρχει
ειδική ράμπα για την υποδοχή ασθενών».
«Ναι, στην πίσω πλευρά, την έχω προσέξει. Καλή ιδέα. Σκέφτεσαι στ’ αλήθεια τα πάντα, έτσι;» Η Μέρεντιθ χαμογέλασε
στον Τζόνι. Τον συμπαθούσε όλο και περισσότερο. Εκτιμούσε τον ξεκάθαρο, αποτελεσματικό τρόπο σκέψης του.
«Αναρωτιέμαι αν πρέπει να πούμε στο γερουσιαστή τι συμβαίνει», πρόσθεσε και ξαφνικά συνοφρυώθηκε. «Στο κάτω κάτω
είναι κόρη του. Επιπλέον θα μπορούσε να ασκήσει σημαντικές πιέσεις».
«Θα γίνει κι αυτό, στην ώρα του», είπε ο Τζόνι κοφτά. «Αυτή τη στιγμή θα ήταν παρακινδυνευμένο. Αν θέλουμε να τα
καταφέρουμε, θα πρέπει να γνωρίζουν τα σχέδιά μας όσο το δυνατόν λιγότεροι. Θα πρέπει να χειριστούμε την κατάσταση
έτσι που να μην καταλάβουν τι συμβαίνει μέχρι την τελευταία στιγμή. Διαφορετικά ο Χάρλαν –ή όποιος άλλος κρύβεται πίσω
από αυτή την ιστορία– μπορεί να αποτελειώσει την Ελμ προτού μας δοθεί καν η ευκαιρία να τη δούμε». Ο Τζόνι ξεροκατάπιε
και, ξαφνικά, το πρόσωπό του χλόμιασε ξανά.
«Απ’ ό,τι φαίνεται θα μας χρειαστεί ένας αντιπερισπασμός», είπε η Μέρεντιθ.
«Όμως τι; Ξέρω –χτες μου τηλεφώνησε η Τζοκόντα. Ανησυχεί τρομερά για την Ελμ και σήμερα το απόγευμα φτάνει στη
Νέα Υόρκη. Θα πω στον Λίαμ να την πάρει μαζί του στην Ατλάντα. Η Τζοκόντα διαθέτει πανούργο μυαλό –ίσως μπορέσει να
μας βοηθήσει να σκεφτούμε κάτι». Ο Τζόνι πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά του. «Θεέ μου. Μου φαίνεται
αδύνατο να περιμένω εικοσιτέσσερις ολόκληρες ώρες».
«Το ξέρω», είπε η Μέρεντιθ τρυφερά. «Όμως θα πρέπει να φερθούμε με σύνεση, να βεβαιωθούμε ότι έχουμε φροντίσει για
τα πάντα προτού πάμε στην κλινική. Διαφορετικά μπορεί να τα θαλασσώσουμε και τότε θα είναι πολύ αργά».
«Σωστά». Ο Τζόνι ένευσε αφηρημένα. «Θα τηλεφωνήσω στον Λίαμ και θα κανονίσω το τζετ και το ιατρικό προσωπικό να
είναι έτοιμα μέχρι να σκεφτούμε τον αντιπερισπασμό».
«Ωραία. Νομίζω ότι θα πρέπει να πάμε στην κλινική είτε αργά το πρωί είτε νωρίς το απόγευμα, όταν ο Άσμπι θα είναι
απασχολημένος με τους ασθενείς του. Αν και με γνωρίζουν ήδη στη ρεσεψιόν και ίσως δυσκολευτώ να φτάσω στο δωμάτιο
της Ελμ. Ο Άσμπι μου έχει ήδη πει ότι δε θα μου επιτρέψει ξανά να την επισκεφθώ χωρίς να είναι παρών κι εκείνος. Το άλλο
μεγάλο ερώτημα», είπε σκεφτική και άφησε το στυλό της, «είναι πώς θα αντιδράσει η Ελμ. Τζόνι, είναι πολύ άρρωστη. Δεν
είναι ο εαυτός της και αν έχει πειστεί ότι η θεραπεία του Άσμπι είναι η μοναδική που μπορεί να θεραπεύσει την ασθένειά της,
μπορεί να μη δεχτεί να τη σταματήσει. Ένας Θεός ξέρει τι ιδέες της έχουν βάλει στο κεφάλι ο Άσμπι με τον Χάρλαν».
«Έχεις κάποιο δίκιο. Όμως είμαι σίγουρος ότι, αν καταφέρω να φτάσω κοντά της, θα με ακούσει».
«Μα αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα», είπε η Μέρεντιθ. «Αν έχουν ενδοιασμούς να αφήσουν εμένα να τη δω, δεν υπάρχει
καμιά απολύτως πιθανότητα να επιτρέψουν να την επισκεφθεί ένας άγνωστος».
«Τότε απλά θα πρέπει να σκεφτούμε κάτι μέχρι αύριο, δε συμφωνείς;» είπε ο Τζόνι με μια αισιοδοξία που κάθε άλλο παρά
αισθανόταν. «Καλύτερα να πηγαίνω. Έχω να κάνω ένα σωρό τηλεφωνήματα». Σηκώθηκε, έσπρωξε προσεκτικά το κάθισμα
πίσω στη θέση του και χαμογέλασε. «Μέρεντιθ, σ’ ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη σου».
«Εγώ σ’ ευχαριστώ που ήρθες». Η Μέρεντιθ σηκώθηκε κι έσφιξε το χέρι του Τζόνι με θέρμη. «Κουράγιο, Τζόνι. Αύριο θα
την έχουμε πάρει από εκεί».
«Το ελπίζω», ψιθύρισε εκείνος. Έσφιξε το χέρι της Μέρεντιθ, την κοίταξε στα μάτια για μια στιγμή και ύστερα γύρισε κι
έφυγε.

Λίγες ακόμα μέρες και θα είμαι ελεύθερος, σκέφτηκε ο Χάρλαν. Κατέβασε το ακουστικό, ενθουσιασμένος που η τράπεζα από
τα Κέιμαν είχε επιβεβαιώσει την πίστωση των κεφαλαίων στον υπεράκτιο λογαριασμό του. Ο Μπροκ είχε ικανοποιηθεί με τη
δημοσιότητα που είχε πάρει η ασθένεια της Ελμ –ο Χάρλαν είχε ανεβεί αρκετές μονάδες στις δημοσκοπήσεις. Φυσικά ο
Μπροκ δε γνώριζε ποια θα ήταν η κατάληξη, σκέφτηκε ο Χάρλαν, γνωρίζοντας ότι το γεγονός θα προκαλούσε μεγάλη
έκπληξη.
Το μπλε τηλέφωνο στο γραφείο του κουδούνισε. Σήκωσε το ακουστικό. «Εμπρός;»
«Χάρλαν, είναι πάλι εκείνος ο δημοσιογράφος», κλαψούρισε η Μάρσι. «Τηλεφωνεί συνεχώς και ζητάει ένα σωρό στοιχεία
για τη μονάδα και τον προϋπολογισμό μας. Όμως τώρα είναι πολύ ευγενικός. Θέλει να σου πάρει συνέντευξη αύριο στην
Ουάσιγκτον. Λέει ότι λυπάται που τηλεφωνεί τελευταία στιγμή, αλλά ο εκδότης του δεν μπορούσε να αποφασίσει ποια
προσωπικότητα να διαλέξει και, τελικά, επέλεξε εσένα. Πρόκειται για ένα δισέλιδο αφιέρωμα, στο σαλόνι της εφημερίδας».
«Αλήθεια;» Ο Χάρλαν χαμογέλασε ικανοποιημένος. «Πες του να περάσει αύριο γύρω στις έντεκα από το γραφείο μου στο
Κογκρέσο».
«Εντάξει».
Ο Χάρλαν σκέφτηκε ότι θα του δινόταν η ευκαιρία να παραχωρήσει πολλές ακόμα συνεντεύξεις και χαμογέλασε πλατιά –κι
όχι μόνο σε ασήμαντες εφημερίδες σαν τη Σαβάνα Μόρνινγκ Νιουζ. Μάλιστα την προηγούμενη βδομάδα είχε γνωρίσει τον
Μπομπ Γούντγουορντ, τον παντοδύναμο πολιτικό ρεπόρτερ της Ουάσιγκτον Ποστ σε κάποια δεξίωση στην Τζόρτζταουν. Δεν
είχαν μιλήσει πολύ, αλλά ο Χάρλαν ήταν σίγουρος ότι του είχε κάνει εντύπωση. Σημείωσε νοερά να πει στη Μάρσι να
προσθέσει τον Γούντγουορντ στη λίστα με τους δημοσιογράφους στους οποίους έστελνε κάθε βδομάδα ένα φαξ ώστε να
είναι ενήμεροι για κάθε κίνηση της καριέρας του. Ίσως θα μπορούσε να παραχωρήσει στον Γούντγουορντ μια αποκλειστική
συνέντευξη όταν θα πέθαινε η Ελμ...
Ο Χάρλαν σκέφτηκε ότι τα πράγματα πήγαιναν αναμφίβολα καλύτερα και, σύμφωνα με τις διαβεβαιώσεις του Άσμπι, μέχρι
την επόμενη Κυριακή θα ήταν πραγματικά ρόδινα. Η κατάσταση της Ελμ επιδεινωνόταν μέρα με τη μέρα και δε θα άντεχε για
πολύ ακόμα. Μάλιστα το άρθρο εκείνου του δημοσιογράφου –του Μελ κάτι– θα ήταν τέλειο. Την Κυριακή το πρωί οι
Αμερικανοί θα ξυπνούσαν, θα διάβαζαν το άρθρο ενώ θα έτρωγαν πρωινό και θα έλεγαν, «Ω, κοίτα τον κακομοίρη τον
πολιτικό που έχασε τη γυναίκα του. Τι κρίμα. Κοίτα, γλυκιά μου, τόσο όμορφο νεαρό ζευγάρι».
Ο Χάρλαν έπνιξε έναν αναστεναγμό ικανοποίησης, απόλαυσε την εικόνα για λίγο ακόμα και ύστερα στρώθηκε και πάλι στη
δουλειά. Έλεγξε τα μηνύματά του και διαπίστωσε με δυσφορία ότι ο γερουσιαστής είχε τηλεφωνήσει ξανά. Είχε αρχίσει να
αποτελεί πρόβλημα. Παρά το ότι ο Άσμπι ορκιζόταν ότι είχε στείλει στο φίλο του Χάθαγουεϊ στην Ουάσιγκτον παραποιημένα
αποτελέσματα εξετάσεων που δε θα κινούσαν υποψίες, ο Χάρλαν δεν ήταν και τόσο ήσυχος. Ο Τζορτζ Χάθαγουεϊ δεν ήταν
ηλίθιος για να φτάσει εκεί που βρισκόταν –και ο Χάρλαν δεν εμπιστευόταν τον Άσμπι ώστε να είναι σίγουρος ότι δε θα τα
θαλάσσωνε. Όσο πιο σύντομα τέλειωναν όλα, τόσο το καλύτερο.

Ο γερουσιαστής Χάθαγουεϊ καθόταν αμίλητος και προσπαθούσε να διώξει το άσχημο προαίσθημα που τον είχε κυριεύσει. Ο
Χάρλαν τον είχε διαβεβαιώσει ότι η θεραπεία της Ελμ προχωρούσε καλά, όμως εκείνος ανησυχούσε τρομερά που δεν είχε
μπορέσει να δει το κοριτσάκι του. Από τότε που είχε μάθει για την ασθένειά της, του ήταν δύσκολο να σκεφτεί την κόρη του
ως ενήλικη γυναίκα. Την έβλεπε μόνο σαν το μικρό, μοναχικό παιδί που είχε χάσει τη μητέρα του σε τόσο μικρή ηλικία. Ο
γερουσιαστής την είχε αναθρέψει μόνος, με τη βοήθεια της αδερφής του της Φράνσις –ευτυχώς που υπήρχε κι εκείνη για να
του δείχνει τι έπρεπε να κάνει. Και ευτυχώς που η Ελμ είχε αποδειχτεί τόσο δυναμική. Ωστόσο ο γερουσιαστής ήξερε ότι δεν
είχε υπάρξει ο καλύτερος πατέρας του κόσμου. Ντρεπόταν να το ομολογήσει, όμως είχε επιτρέψει στα υπόλοιπα
ενδιαφέροντά του να γίνουν σημαντικότερα από την οικογένειά του στη Σαβάνα. Πλέον ήθελε να επανορθώσει απέναντι στην
Ελμ, να τη σφίξει στην αγκαλιά του, να της ψιθυρίσει ότι όλα θα πήγαιναν καλά, να τη βεβαιώσει ότι ο μπαμπούλας στην
ντουλάπα δεν υπήρχε.
Το μόνο πρόβλημα ήταν πως ούτε κι ο ίδιος ήταν σίγουρος –για την ύπαρξη ή όχι του μπαμπούλα. Από τη στιγμή που είχε
μάθει για την ασθένεια της Ελμ, βασανιζόταν από τρομερούς εφιάλτες. Φρικτές σκιές στοίχειωναν τα βήματα της κόρης του.
Ποτέ δεν είχε καταφέρει να διακρίνει τι κρυβόταν στις σκιές, τι ήταν εκείνο που την απειλούσε, όμως η μυστηριώδης
παρουσία φάνταζε αλαζονική και οργισμένη, σχεδόν διαβολική, κι εκείνος, που δεν είχε φοβηθεί ποτέ στη ζωή του, ένιωθε
εντελώς ανήμπορος. Η γλυκιά κορούλα του τον χρειαζόταν κι εκείνος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.
Ένας θόρυβος από το καθιστικό έκανε το γερουσιαστή να τιναχτεί νευρικά. Τότε θυμήθηκε ότι η Φράνσις τον περίμενε
εκεί. Προσπάθησε να διώξει τις ανησυχίες του, σηκώθηκε και υπενθύμισε στον εαυτό του ότι ήταν γερουσιαστής των
Ηνωμένων Πολιτειών κι ότι δεν έπρεπε να επηρεάζεται από τέτοιες ανοησίες.
«Τζορτζ, είχες κανένα νέο από την Ελμ;» ρώτησε η Φράνσις και κοίταξε τον αδερφό της πάνω από το σκελετό των γυαλιών
που χρησιμοποιούσε όταν διάβαζε μόλις τον άκουσε να μπαίνει στο δωμάτιο.
«Τίποτα ιδιαίτερο», απάντησε εκείνος κακόκεφα. «Ο Χάρλαν λέει ότι πηγαίνει καλύτερα, όμως δεν μπορεί ακόμα να δεχτεί
επισκέψεις –ούτε τηλεφωνήματα».
«Μάλιστα. Κάπως ανησυχητικό αυτό, δε νομίζεις; Ξέρεις, πιστεύω ότι θα έπρεπε να επιμείνουμε να τη δούμε. Δε νιώθω
άνετα στη σκέψη ότι μου απαγορεύεται να βρίσκομαι κοντά της».
«Το ξέρω, όμως αν είναι για το καλό της δε θα ήταν σωστό να αμφισβητήσουμε τη μέθοδο του δόκτορα Άσμπι. Ο Χάρλαν
την είδε και λέει ότι μας στέλνει την αγάπη της. Αυτό με καθησυχάζει».
Η Φράνσις σούφρωσε τα χείλη της, όμως απέφυγε να εκφράσει την άποψή της. «Το βρίσκω παράξενο που δεν μπορεί να
δεχτεί ούτε ένα τηλεφώνημα».
«Πιθανόν να την αναστάτωνε», απάντησε ο γερουσιαστής και κάθισε στην πολυθρόνα απέναντι από την αδερφή του. «Δε
νομίζω ότι θα πρέπει να αμφισβητούμε τους ειδικούς. Θα σερβίρει το τσάι ο Μπο;»
Η Φράνσις αναστέναξε και εγκατέλειψε την προσπάθεια. Ήξερε ότι δεν είχε νόημα να διαφωνεί με τον αδερφό της όταν του
καρφωνόταν κάποια ιδέα στο μυαλό. Όμως δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένη με την κατάσταση. Αποφάσισε ότι την επόμενη
μέρα θα μιλούσε με τη Μέρεντιθ κι ότι, αν ο Τζορτζ δεν έπαιρνε εκείνος κάποια μέτρα, θα φρόντιζε η ίδια να επισκεφθεί την
ανιψιά της.
Συνειδητοποίησε ότι αυτό ήταν ένα από τα λίγα πλεονεκτήματα της προχωρημένης της ηλικίας. Όλοι περίμεναν ότι μια
γρια-καρακάξα θα έχωνε τη μύτη της παντού.
Και σκόπευε να μη διαψεύσει το πρότυπο που αντιπροσώπευε.

28
«Μα, κυρία μου», επέμεινε η αναψοκοκκινισμένη ρεσεψιονίστ «σας βεβαιώ ότι δεν έχουμε καμία κράτηση στο όνομα της
κοντέσας Μανκίνι».
«Impossibile», απάντησε η Τζοκόντα υπεροπτικά. Φορούσε ένα κομψό, λεμονί Σανέλ ταγέρ, μαύρα ψηλοτάκουνα
παπούτσια και είχε ακουμπήσει τη μεγάλη μαύρη κροκό τσάντα της στον πάγκο της ρεσεψιόν. Η ρεσεψιονίστ δεν μπορούσε
να τραβήξει το βλέμμα της από τα λαμπερά διαμάντια που στόλιζαν το λαιμό και τα δάχτυλα της κοντέσας.
«Μα εγώ...»
«Η γραμματέας μου τηλεφώνησε χτες από τη Φλωρεντία. Μου υποσχέθηκαν την καλύτερη σουίτα σας. Θέλω να αρχίσω
αμέσως τη θεραπεία μου. Έχω ένα ελαφρύ εξάνθημα και με βεβαίωσαν ότι ο δόκτωρ Άσμπι είναι ο μοναδικός γιατρός που θα
έπρεπε να επισκεφθώ. Κοίτα», επέμεινε η Τζοκόντα. Ανασήκωσε το μανίκι της κι έδειξε το κομψό μπράτσο της, στην απαλή
επιδερμίδα του οποίου δεν υπήρχε το παραμικρό σημάδι. «Είναι απαίσιο», είπε και ανατρίχιασε.
«Δυστυχώς δε βλέπω τίποτα», είπε η ρεσεψιονίστ απολογητικά.
«Επειδή είναι νευρικής φύσης, ανόητη», είπε η Τζοκόντα ειρωνικά. «Πού είναι ο διευθυντής αυτής της κλινικής; Θέλω να
του μιλήσω αμέσως. Πες του ότι η κοντέσα Τζοκόντα Μανκίνι περιμένει κι ότι δεν της αρέσει να την καθυστερούν». Η
Τζοκόντα γύρισε και κοίταξε τον σοφέρ, που ήταν φορτωμένος με ένα σωρό βαλίτσες Λουί Βιτόν. «Εσύ άφησε τις βαλίτσες
εκεί. Δυστυχώς φαίνεται ότι έχει γίνει κάποια ανόητη παρεξήγηση εδώ και θα πρέπει να περιμένεις για να τις μεταφέρεις
επάνω».
«Μάλιστα, μαντάμ». Ο Τζόνι ακούμπησε τις βαλίτσες στο πάτωμα, φροντίζοντας το γείσο του καπέλου του να είναι πάντα
κατεβασμένο μέχρι τα μάτια του. Ύστερα πήγε και στάθηκε μπροστά στο παράθυρο. Το κόλπο ίσως και να έπιανε. Η
Τζοκόντα ήταν εκπληκτική.
Η ρεσεψιονίστ έκανε ένα βιαστικό τηλεφώνημα και ύστερα εξαφανίστηκε πίσω από μια λακαρισμένη πόρτα. Αρκετά λεπτά
αργότερα επέστρεψε μαζί με έναν ψηλό, όμορφο άντρα με λευκή ιατρική ποδιά που ο Τζόνι υπέθεσε ότι θα έπρεπε να είναι ο
Άσμπι. Συγκράτησε την επιθυμία του να τον πλησιάσει και να του σπάσει τα μούτρα και πίεσε τον εαυτό του να ακούσει
προσεκτικά τη συζήτηση.
«Α, dottore, νιαούρισε η Τζοκόντα και πρόσφερε το χέρι της στον Άσμπι, σαν βασίλισσα σε υποτακτικό της. «Σίγουρα θα
έχει γίνει κάποιο λάθος. Η υπάλληλός σας μου λέει ότι η κράτηση που έκανα στην κλινική σας για να θεραπεύσετε αυτό το
τόσο ενοχλητικό νευρικό εξάνθημά μου δεν είναι καταχωρισμένη στα βιβλία σας. Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι έγινε τέτοιο
λάθος, αφού έχω διαβεβαιώσεις από τα υψηλότερα κλιμάκια ότι η κλινική σας είναι η καλύτερη. Έχω έρθει αεροπορικώς από
την Ιταλία, είμαι κουρασμένη και επιθυμώ να εγκατασταθώ αμέσως στη σουίτα μου. Σκοπεύω να εμπιστευτώ τον εαυτό μου
ολοκληρωτικά στα χέρια σας», πρόσθεσε και πετάρισε τις μακριές μαύρες βλεφαρίδες της. «Απλά δε θα ανεχτώ να με
αναλάβει οποιοσδήποτε άλλος».
Ο Άσμπι τα είχε χάσει. «Λυπάμαι τρομερά, ε, κοντέσα, για την ταλαιπωρία σας, όμως...»
«Και, φυσικά», τον έκοψε η Τζοκόντα, συνοδεύοντας τα λόγια της με μια μεγαλοπρεπή χειρονομία, «τα χρήματα δεν
αποτελούν πρόβλημα. Φαντάζομαι ότι θα δέχεστε μετρητά για τις υπηρεσίες σας. Θεωρώ την υγεία μου ανεκτίμητη».
Ο Τζόνι πρόσεξε κυνικά ότι η έκφραση του Άσμπι άλλαξε. Το βλέμμα του γέμισε αμέσως ανησυχία. Ύστερα ο γιατρός
κοίταξε συνοφρυωμένος τη ρεσεψιονίστ. «Σίγουρα θα έχει γίνει κάποιο λάθος. Μπορεί να έκανε την κράτησή σας η
Πατρίσια. Σήμερα έχει ρεπό. Θα φροντίσω να τιμωρηθεί όταν επιστρέψει».
Ο Τζόνι είδε τα μάτια της ρεσεψιονίστ να ανοίγουν διάπλατα από την έκπληξη και συγκράτησε ένα χαμόγελο. Πατρίσια δεν
υπήρχε και το κόλπο τους έπιανε. Μπράβο, Τζο.
«Κοντέσα, θα σας τακτοποιήσουμε αμέσως στη σουίτα Τάρα», είπε ο Άσμπι κι έπιασε την Τζο αγκαζέ.
«Σε ποιον όροφο είναι;» ρώτησε εκείνη επιτακτικά.
«Στον δεύτερο».
«Ω, μα δε μου αρέσει καθόλου να μένω τόσο χαμηλά». Η Τζοκόντα μόρφασε με δυσφορία. «Η μύτη μου είναι πολύ
ευαίσθητη στις μυρωδιές και δε θέλω να βρίσκομαι κοντά στις δυσάρεστες οσμές του δρόμου. Θέλω μια σουίτα στον πιο
ψηλό σας όροφο».
«Δηλαδή στον τέταρτο».
«Τέλεια. Φροντίστε το, παρακαλώ».
«Ναι, φυσικά». Ο Άσμπι χαμογέλασε νευρικά και ο Τζόνι τον άκουσε να ψιθυρίζει στη ρεσεψιονίστ να αλλάξει την
κράτηση της κυρίας Γουάιτμπερν, ενώ η Τζοκόντα χτυπούσε ανυπόμονα τα βαθυκόκκινα νύχια της στον πάγκο της ρεσεψιόν.
«Λοιπόν;» ρώτησε. «Το θέμα τακτοποιήθηκε τελικά;»
«Φυσικά, κοντέσα. Θα σας οδηγήσω ο ίδιος στη σουίτα σας».
«Ωραία. Εσύ!» είπε η Τζο στρεφόμενη στον Τζόνι. «Ακολούθησέ μας με τις βαλίτσες. Και θα τις ανεβάσεις σε δύο
διαδρομές. Δε θέλω να σου πέσει καμία». Γύρισε και χάρισε στον Άσμπι το πιο μεγαλοπρεπές της χαμόγελο. «Αυτοί οι
άνθρωποι δεν προσέχουν καθόλου, δε συμφωνείτε; Λοιπόν, dottore», είπε νωθρά και άγγιξε το μπράτσο του Άσμπι. «Πρέπει
να σας πω τα πάντα για το φρικτό εξάνθημα που έχω βγάλει». Ακολούθησε τον Άσμπι στον διάδρομο και ενώ κατευθύνονταν
προς τα ασανσέρ άρχισε να του εξηγεί σε έναν ατέλειωτο μονόλογο το πρόβλημά της.
Ο Τζόνι φορτώθηκε δύο από τις βαλίτσες κι έκλεισε με νόημα το μάτι στη ρεσεψιονίστ. «Θα μου τις προσέχεις, έτσι;»
ρώτησε ψιθυριστά. «Θα με κρεμάσει αν χαθεί τίποτα». Η κοπέλα ένευσε καταφατικά, γέλασε και τον παρακολούθησε να
απομακρύνεται προς το ασανσέρ.
Όταν οι πόρτες του θαλαμίσκου άνοιξαν στον τέταρτο όροφο, ο Άσμπι οδήγησε την Τζοκόντα προς τη σουίτα της
μουρμουρίζοντας λόγια συμπάθειας ενώ εκείνη του εξηγούσε ότι η επιδερμίδα της απλά δεν ανεχόταν την επαφή με
κοσμήματα που δεν ήταν από πλατίνα ή, έστω, από χρυσάφι είκοσι τεσσάρων καρατίων. Ο Τζόνι, που ακολουθούσε πιο πίσω
με τις βαλίτσες, ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει πιο γρήγορα όταν πέρασαν μπροστά από το δωμάτιο στο οποίο η Μέρεντιθ
του είχε πει ότι βρισκόταν η Ελμ.
Τότε ο Άσμπι σταμάτησε, δυο πόρτες πιο πέρα.
«Ελπίζω να είστε άνετα, κοντέσα, είναι η πιο πολυτελής μας σουίτα», είπε και χάρισε στην Τζοκόντα το πιο γοητευτικό,
γαλίφικο χαμόγελό του. Ωστόσο ο Τζόνι, ενώ ακουμπούσε τις βαλίτσες στο πάτωμα, σκέφτηκε ότι ο γιατρός φαινόταν κάπως
αγχωμένος. Παρακολούθησε την Τζοκόντα που συνέχιζε την εκπληκτική παράστασή της να μπαίνει στο δωμάτιο, να κοιτάζει
επικριτικά γύρω της και ύστερα να γνέφει υπεροπτικά ότι το ενέκρινε.
«Καλό είναι. Αν χρειαστεί να μείνω για πολύ, μπορώ πάντα να φέρω αεροπορικώς το διακοσμητή μου να αλλάξει μερικά
πράγματα», είπε συγκαταβατικά. «Όχι βέβαια πως περιμένω ότι θα μείνω για πολύ εδώ, αγαπητέ, dottore». Η Τζοκόντα
κοίταξε πονεμένα τον Άσμπι, που, όπως είχε προσέξει ο Τζόνι, δυσκολευόταν να κρατήσει το βλέμμα του μακριά από τα
ομολογουμένως εντυπωσιακά στήθη της κοντέσας. «Είμαι σίγουρη ότι δεν είστε σαν εκείνο τον ανόητο που είχα επισκεφθεί
στην Ελβετία, ο οποίος δεν μπορούσε να θεραπεύσει ούτε μια παρανυχίδα, πόσο μάλλον μια πάθηση μυστηριώδη και
απρόβλεπτη όπως η δική μου. Ξέρω ότι θα με απαλλάξετε από αυτή σε χρόνο ρεκόρ». Έκανε μια χειρονομία που
υπογράμμιζε τα λεγόμενά της και γύρισε και κοίταξε τον Τζόνι.
«Εσύ! Άφησε τις βαλίτσες μου εκεί», διέταξε κι έδειξε το κρεβάτι. «Και μην καθυστερείς. Δεν έχω όλη τη μέρα στη
διάθεσή μου και πρέπει να ανεβάσεις και τις υπόλοιπες αποσκευές μου».
«Μάλιστα, μαντάμ». Ο Τζόνι μετέφερε βιαστικά τις βαλίτσες στο κρεβάτι και βγήκε από το δωμάτιο, ενώ η Τζοκόντα
συνέχισε να απαριθμεί με λεπτομέρειες τα συμπτώματά της. Ο Τζόνι ευχήθηκε να κατάφερνε να κρατήσει το γιατρό όσο
χρειαζόταν.
Έλεγξε προσεκτικά το διάδρομο και, όταν βεβαιώθηκε ότι ήταν άδειος, τον διέσχισε βιαστικά. Χωρίς δισταγμό, άνοιξε την
πόρτα του δωματίου της Ελμ. Την ξανάκλεισε αθόρυβα, γύρισε κι έμεινε εμβρόντητος όταν αντίκρισε τη χλομή μορφή που
ήταν ξαπλωμένη ακίνητη στο κρεβάτι.
Για μια τρομακτική στιγμή πίστεψε ότι η Ελμ ήταν νεκρή.
Ύστερα ανέκτησε την αυτοκυριαρχία του, γνωρίζοντας ότι δεν είχε πολύ χρόνο στη διάθεσή του μέχρι να γίνει αντιληπτή η
απουσία του. Πλησίασε το κρεβάτι κι έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του τη δήλωση που είχε συντάξει η Μέρεντιθ,
σύμφωνα με την οποία η Ελμ δήλωνε την επιθυμία της να φύγει και απάλλασσε την κλινική από κάθε ευθύνη. Θυμήθηκε
μελαγχολικά ότι η Μέρεντιθ σε όλη τη διάρκεια της πτήσης από τη Σαβάνα δε σταματούσε να του επαναλαμβάνει ότι πιθανόν
η Ελμ να μη δεχόταν να την υπογράψει.
Ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά του όταν συνειδητοποίησε ότι η Ελμ είχε μείνει η μισή, λες και είχε ζαρώσει. Στάθηκε από
πάνω της, άπλωσε το τρεμάμενο χέρι του και χάιδεψε τρυφερά το μέτωπό της. Και ύστερα, προσεκτικά, άπλωσε τα
τρεμάμενα δάχτυλά του και τη χάιδεψε απαλά στο μέτωπο.
«Ελμ, αγάπη μου», ψιθύρισε. Κράτησε το αδυνατισμένο, λευκό χέρι της ανάμεσα στα δικά του και το έφερε στα χείλη του,
ανίκανος να πιστέψει ότι βρισκόταν εκεί, μαζί της, ότι επιτέλους την άγγιζε. Όμως έπρεπε να βιαστεί. Δεν είχε παρά μερικά
λεπτά στη διάθεσή του, και θα έπρεπε να μεταφέρει τις υπόλοιπες βαλίτσες της Τζο στη σουίτα της προτού θέσουν σε
εφαρμογή το δεύτερο μέρος του σχεδίου τους.
«Τζόνι;» Η φωνή της Ελμ ήταν αδύναμη. Τα βλέφαρά της άνοιξαν αργά και τον κοίταξε δύσπιστα. «Είσαι στ’ αλήθεια
εσύ;»
«Ναι, αγάπη μου, εγώ είμαι».
«Ω Τζόνι», ψιθύρισε η Ελμ κι ένα αδύναμο χαμόγελο φάνηκε στο αδυνατισμένο πρόσωπό της. «Ήρθες, τελικά».
«Φυσικά και ήρθα, αγάπη μου. Δεν πιστεύω να νόμιζες ότι θα σε άφηνα μόνη σου εδώ, έτσι δεν είναι;» είπε ο Τζόνι
χαμηλόφωνα, με την ελπίδα ότι δε θα ακούγονταν στο διάδρομο. «Ήρθα να σε πάρω από δω».
«Μα δεν μπορώ να φύγω». Η Ελμ κράτησε το χέρι του σφιχτά και κούνησε το κεφάλι της θλιμμένα. «Βλέπεις, αυτή είναι η
μοναδική μου ευκαιρία», ψιθύρισε. «Ω Τζόνι». Τον κοίταξε βουρκωμένη. «Λυπάμαι τρομερά. Δεν είχα πρόθεση να σου
συμβεί αυτό, ποτέ δε σκέφτηκα... Αχ, δε θέλω να πεθάνω και να σε αφήσω. Πρέπει να μείνω και να προσπαθήσω να γίνω
καλά». Η φωνή της Ελμ έσπασε και δάκρυα κύλησαν στα αφυδατωμένα, άχρωμα μάγουλά της.
«Γλυκιά μου, πρέπει να με εμπιστευτείς», επέμεινε ο Τζόνι και σκούπισε τρυφερά τα δάκρυά της. «Πρέπει να φύγουμε από
δω. Δεν μπορώ να σου εξηγήσω τώρα, όμως συμβαίνουν τρομερά πράγματα. Είναι πολύ σημαντικό να υπογράψεις αυτά τα
έγγραφα και να φύγεις μαζί μου αμέσως».
«Μα δεν καταλαβαίνεις;» ρώτησε η Ελμ ψιθυριστά, χωρίς να σταματήσει να κλαίει. Είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. «Αυτή
είναι η μοναδική μου ευκαιρία να ζήσω. Δεν μπορώ να φύγω, απλά δεν μπορώ. Ο δόκτωρ Άσμπι είναι ο μόνος γιατρός που
μπορεί να με θεραπεύσει. Νομίζω ότι αισθάνομαι ήδη λίγο καλύτερα. Σήμερα μπορώ να πιω και...»
«Ελμ, σε παρακαλώ, απλά έχε μου εμπιστοσύνη», την ικέτευσε ο Τζόνι. Την κοίταξε και, ξαφνικά, γέμισε αμφιβολίες. Τι θα
γινόταν αν έκαναν λάθος και δεν μπορούσαν να τη σώσουν; Αν πέθαινε κι εκείνος την είχε προδώσει;
Έκλεισε τα μάτια του για μια στιγμή. Απλά έπρεπε να το διακινδυνεύσει, να πάρει τη ζωή της Ελμ στα χέρια του, όποιες κι
αν ήταν οι συνέπειες. «Κοίτα, δεν μπορώ να σου τα εξηγήσω όλα τώρα, θα χρειαζόταν πολύς χρόνος», είπε τελικά. «Όμως
νομίζω ότι ξέρεις πόσο πολύ σε αγαπώ, έστω κι αν μέχρι τώρα δε σου το έχω πει καθαρά. Ελμ, πρέπει να με πιστέψεις»,
επέμεινε και έσφιξε ακόμα περισσότερο τις παλάμες της στα χέρια του. «Δε θα σου έκανα ποτέ κακό».
Οι ματιές τους συναντήθηκαν.
«Θα κάνω οτιδήποτε με βοηθήσει να γίνω καλά», είπε η Ελμ τελικά.
«Τότε υπόγραψε αυτά και όλα θα πάνε καλά», την προέτρεψε ο Τζόνι με αναπτερωμένες ελπίδες. «Έχε μου εμπιστοσύνη.
Θα πεθάνεις αν μείνεις εδώ». Έψαξε για κάτι όπου θα μπορούσε να ακουμπήσει τα έγγραφα, πήρε ένα περιοδικό από το
κομοδίνο κι έβγαλε το καπάκι από το στυλό που είχε φέρει μαζί του. «Έλα. Θα σε βοηθήσω να καθίσεις». Έσκυψε, έπιασε
την Ελμ και έμεινε έκπληκτος όταν διαπίστωσε πόσο έντονα ένιωθε τα πλευρά της κάτω από την επιδερμίδα της. Ύστερα
έφτιαξε τα μαξιλάρια πίσω από την πλάτη της. Η Ελμ πήρε το στυλό –δυσκολευόταν ακόμα και να το κρατήσει.
«Μα τι είναι;» ρώτησε. Η όρασή της ήταν θολή. «Δεν μπορώ να τα διαβάσω».
«Μια δήλωση ότι θέλεις να φύγεις από δω».
«Να φύγω από δω; Και γιατί να υπογράψω κάτι τέτοιο;» ρώτησε η Ελμ αδύναμα.
«Γιατί πρέπει να φύγεις από δω».
«Μα...»
«Αγάπη μου, έχε μου εμπιστοσύνη. Υπόγραψε εδώ». Ο Τζόνι οδήγησε το χέρι της στο κατάλληλο σημείο στο χαρτί».
«Είσαι σίγουρος ότι αυτό είναι το πιο σωστό που πρέπει να κάνω;» Η Ελμ δίστασε. Το στυλό έτρεμε στα αδύναμα δάχτυλά
της.
«Απόλυτα». Ο Τζόνι την κοίταξε ξανά στα μάτια και δεν τράβηξε το βλέμμα του. «Απλά έχε μου εμπιστοσύνη, Ελμ. Σου
υπόσχομαι ότι θα γίνεις καλά».
Εκείνη τη στιγμή η Ελμ, παρά την απροθυμία της, παρά το ότι η λογική της της υπαγόρευε ότι θα έπρεπε να μείνει,
κατάλαβε ότι είχε μόνο μια επιλογή –να εμπιστευτεί τον Τζόνι, να αφήσει τη ζωή της στα χέρια του ανθρώπου που αγαπούσε.
Έγραψε με κόπο το όνομά της και ύστερα έπεσε ξανά στα μαξιλάρια. Ήταν εξαντλημένη, ξαφνικά όμως είχε κυριευτεί από
μια απίστευτη γαλήνη. Ο Τζόνι βρισκόταν στο πλευρό της, σαν από θαύμα ήταν δίπλα της, δεν την είχε προδώσει. Πλέον,
ακόμα κι αν πέθαινε, θα το έκανε στην αγκαλιά του.
Ο Τζόνι πήρε τα υπογεγραμμένα έγγραφα, αναστέναξε από ανακούφιση και τα έκρυψε ξανά στην τσέπη του σακακιού του.
«Τώρα, γλυκιά μου, θα πρέπει να μου δείξεις λίγη ακόμα εμπιστοσύνη». Χαμογέλασε τρυφερά στην Ελμ. «Δυστυχώς είμαι
αναγκασμένος να σε αφήσω για λίγα λεπτά».
Η Ελμ άπλωσε το χέρι της απελπισμένη. «Μη φύγεις. Σε παρακαλώ».
«Γλυκιά μου, πρέπει. Όμως θα επιστρέψω σε λίγο, σου το υπόσχομαι. Αν έρθει κανείς, μην πεις τίποτα απ’ όσα έγιναν,
εντάξει;»
«Εντάξει». Το χέρι της Ελμ έπεσε άτονα στο σεντόνι κι έκλεισε τα μάτια της.
«Γλυκιά μου, σε παρακαλώ, μην ανησυχείς. Θα επιστρέψω σε δεκαπέντε περίπου λεπτά».
Η Ελμ ένευσε αδύναμα, άνοιξε τα μάτια της για μερικές στιγμές και ύστερα τα έκλεισε ξανά σαν να ήταν πολύ κουρασμένη
για να κάνει οτιδήποτε άλλο.
Ο Τζόνι βγήκε και πάλι απρόθυμα στον έρημο διάδρομο και κατευθύνθηκε προς το ασανσέρ. Πάτησε το κουμπί για το
ισόγειο, με την ελπίδα ότι ο Άσμπι δε θα έβγαινε από το δωμάτιο της Τζο απορώντας σχετικά με το πού βρισκόταν τόση ώρα
ο υπηρέτης. Όταν έφτασε ο θαλαμίσκος, μπήκε και κατέβηκε στην είσοδο. Χαμογέλασε στη ρεσεψιονίστ, πήρε τις υπόλοιπες
βαλίτσες και τις έβαλε στο ασανσέρ.
«Θα μείνει;» ρώτησε η κοπέλα χαμηλόφωνα.
«Έτσι φαίνεται», απάντησε ο Τζόνι κι ανασήκωσε τους ώμους του. «Ξέρεις πώς είναι αυτές οι πλούσιες Ευρωπαίες.
Τρελάρες». Ο Τζόνι χαμογέλασε και στριφογύρισε το δείκτη του στον κρόταφό του καθώς έκλειναν οι πόρτες του ασανσέρ.
Όταν έφτασε κοντά στην πόρτα της σουίτας της Τζο, την άκουσε να μιλάει ακόμα στον Άσμπι σε δραματικό τόνο.
«Μαντάμ, έφερα τις υπόλοιπες βαλίτσες σας», είπε και στάθηκε στο κατώφλι.
«Καιρός ήταν! Πού στο καλό χάθηκες; Mamma mia, είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρει κανείς ικανό προσωπικό στις μέρες
μας, δε συμφωνείτε;» Κοίταξε τον σαστισμένο Άσμπι, σαν να συμπεριλάμβανε κι εκείνον στους ανθρώπους της τάξης της
που δυσκολεύονταν με το προσωπικό τους. «Όμως, dottore, με τα παράπονά μου σας καθυστερώ», είπε. «Λυπάμαι τρομερά.
Παρακαλώ, είστε ελεύθερος να φύγετε. Εγώ θα πρέπει να πληρώσω αυτό το άχρηστο πλάσμα», είπε χαμηλόφωνα και ο
Τζόνι, παρά την ένταση που ένιωθε, δυσκολεύτηκε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο.
«Κοντέσα, αν δε σας πειράζει, θα πρέπει πράγματι να φύγω. Έχω κι άλλους ασθενείς, αν και, φυσικά, κανείς τους δεν είναι
τόσο σημαντικός όσο εσείς», είπε ο Άσμπι με δουλοπρεπές ύφος.
«Φυσικά», συμφώνησε η Τζο. «Εγώ είμαι μια χαρά τώρα», είπε και έκανε νόημα στο γιατρό να φύγει. «Λίγη ξεκούραση θα
μου κάνει καλό».
«Σε λίγο θα στείλω μια νοσοκόμα να σας πάρει για κάποιες εξετάσεις».
«Όχι πριν περάσει τουλάχιστον μια ώρα, σας παρακαλώ», είπε η Τζο δεσποτικά. «Θέλω να τακτοποιήσω τα πράγματά μου
και να τακτοποιηθώ κι εγώ».
«Φυσικά, κοντέσα. Θα φροντίσω να μη σας ενοχλήσουν».
Όταν ο Άσμπι έφυγε επιτέλους, η Τζοκόντα σωριάστηκε σε μια πολυθρόνα και βόγκησε. «Madonna mia, δεν ξέρω πώς τα
έβγαλα πέρα. Νόμιζα ότι δε θα ερχόσουν ποτέ. Υπέγραψε;»
«Ναι, ευτυχώς. Έχω τα έγγραφα εδώ. Είσαι έτοιμη;»
«Και βέβαια». Η Τζο σηκώθηκε ζωηρά κι έφτιαξε το ταγέρ της. «Πάμε;»
«Θα ελέγξω το διάδρομο». Ο Τζόνι βεβαιώθηκε ότι ο διάδρομος ήταν και πάλι έρημος κι έκανε νόημα στην Τζο. «Έλα, το
πεδίο είναι ελεύθερο. Ας ελπίσουμε ότι ο οδηγός του ασθενοφόρου που προσέλαβε ο Λίαμ κατάφερε να βάλει το φορείο στο
ασανσέρ υπηρεσίας, όπως είχαμε συμφωνήσει».
«Το καλό που του θέλω», είπε η Τζο.
Ο Τζόνι βρήκε το διάδρομο υπηρεσίας και διαπίστωσε ότι το φορείο περίμενε στο ασανσέρ. Πάνω του ήταν ακουμπισμένη
η στολή ενός τραυματιοφορέα. Ο Τζόνι έβγαλε το σακάκι του, έβαλε τα έγγραφα που είχε υπογράψει η Ελμ στην τσέπη του
παντελονιού του και φόρεσε βιαστικά τη στολή του τραυματιοφορέα πάνω από εκείνη του οδηγού. Έριξε το σακάκι του σε
ένα καλάθι για άπλυτα που υπήρχε εκεί κι έδωσε στην Τζο να φορέσει μια λευκή ιατρική ποδιά.
Ύστερα η Τζο κατευθύνθηκε βιαστικά προς το δωμάτιο της Ελμ ενώ ο Τζόνι την ακολουθούσε πιο αργά, σπρώχνοντας το
φορείο. «Μην ξαφνιαστείς όταν τη δεις, δε φαίνεται καθόλου καλά», ψιθύρισε ανήσυχος και άγγιξε το μπράτσο της Τζο όταν
εκείνη ετοιμαζόταν να γυρίσει το πόμολο.
«Το ξέρω».
Κοιτάχτηκαν κι ο Τζόνι της έκανε νόημα να ανοίξει. «Εντάξει, ας το κάνουμε».
Η Τζο ένευσε καταφατικά και μπήκαν στο δωμάτιο. Μια άναρθρη κραυγή ξέφυγε από τα χείλη της κι έτρεξε στο κρεβάτι.
«Ελμ, cara, εγώ είμαι. Είμαι εδώ, κοντά σου».
«Τζο;» Η Ελμ άνοιξε τα μάτια της έκπληκτη. «Γιατί; Δεν ήξερα ότι...»
«Σιωπή». Η Τζο έσκυψε και φίλησε το βαθουλωμένο μάγουλο της Ελμ, βάζοντας τα δυνατά της για να κρύψει την
ανησυχία της για την εμφάνιση της φίλης της. «Σε ένα λεπτό θα σε έχουμε βγάλει από δω».
«Μα...»
«Γλυκιά μου». Ο Τζόνι πλησίασε το κρεβάτι, αφού άφησε τα έγγραφα σε εμφανές σημείο πάνω στο γραφείο. Η Ελμ ήταν
πολύ αδύναμη για να μετακινηθεί μόνη της, κι έτσι η Τζο, αφού έβγαλε προσεκτικά τον ορό, κράτησε το φορείο ακίνητο ενώ
ο Τζόνι μετέφερε πάνω του την Ελμ.
«Τζόνι», ψιθύρισε εκείνη. «Τι συμβαίνει, γιατί είστε και οι δύο εδώ; Και τι είναι αυτά τα ρούχα;» Ήταν φανερά σαστισμένη,
όμως ο Τζόνι διέκρινε την ανακούφιση στο βλέμμα της όταν την απόθεσε στο φορείο.
«Μόλις βγούμε από δω, θα σου εξηγήσω τα πάντα», απάντησε και φίλησε την Ελμ στο μέτωπο. «Τώρα ηρέμησε κι άφησε
εμάς να κάνουμε τη δουλειά μας, εντάξει; Αγάπη μου, σου υπόσχομαι ότι θα γίνεις καλά. Απλά κάνε κουράγιο».
Η Ελμ χαμογέλασε αδύναμα κι έκλεισε τα μάτια της. Ήταν πολύ κουρασμένη πια για να πάρει οποιαδήποτε απόφαση, για
να κάνει οτιδήποτε εκτός από το να αφήσει την πρωτοβουλία στον Τζόνι και στη φίλη της.
Η Τζο άνοιξε την πόρτα και έλεγξε το διάδρομο.
«Το πεδίο είναι ελεύθερο. Andiamo», είπε.
Έσπρωξαν μαζί το φορείο μέχρι το διάδρομο υπηρεσίας, όχι ιδιαίτερα βιαστικά, για την περίπτωση που θα εμφανιζόταν
κανείς, ώστε να μην κινήσουν υποψίες. Η Τζο πίεσε το κουμπί που καλούσε το ασανσέρ. «Έλα, presto», ψιθύρισε
ανυπόμονα.
Πέρασαν αρκετά αγωνιώδη λεπτά μέχρι να φτάσει το ασανσέρ υπηρεσίας. Όταν οι πόρτες του επιτέλους άνοιξαν, είχε δύο
επιβάτιδες. Ο Τζόνι έτριξε τα δόντια του κι έσπρωξε μέσα το φορείο. Οι δυο νοσοκόμες δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία και
συνέχισαν να φλυαρούν.
Στο ισόγειο οι πόρτες άνοιξαν ξανά και οι νοσοκόμες βγήκαν. Πέρασαν ακόμα μερικές στιγμές γεμάτες αγωνία μέχρι να
κλείσουν ξανά. Όταν έφτασαν στο υπόγειο, ο Τζόνι έσπρωξε βιαστικά το φορείο στον πίσω διάδρομο προς τη ράμπα των
ασθενοφόρων, με την Τζο να τον ακολουθεί.

«Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό!» μουρμούρισε ο Άσμπι και κοίταξε έντρομος το άδειο κρεβάτι της Ελμ. Είχε προειδοποιήσει
τον Χάρλαν ότι αυτό που έκαναν ήταν πολύ επικίνδυνο, ότι σίγουρα κάτι θα συνέβαινε.
Και να που είχε συμβεί.
Είχε μπει στο δωμάτιο της Ελμ μόνο και μόνο για να το βρει άδειο. Τότε είχε τρέξει στο δωμάτιο της κοντέσας, ενώ στο
μυαλό του στριφογυρνούσαν οι πιο φρικτές υποψίες. Και το δικό της δωμάτιο ήταν άδειο επίσης. Οι βαλίτσες ήταν ακόμα
κλειστές στο κρεβάτι, όπως τις είχε αφήσει η κοντέσα. Ο Άσμπι είχε τρέξει πίσω στο δωμάτιο της Ελμ, προσπαθώντας να
θέσει υπό έλεγχο τον πανικό του. Το βλέμμα του εκείνη τη στιγμή έπεσε σε ένα χαρτί που ήταν αφημένο στο γραφείο. Η
καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή.
«Ω, όχι!» μουρμούρισε βραχνά.
Έκανε μεταβολή, βγήκε από το δωμάτιο και, χωρίς να περιμένει το ασανσέρ, κατέβηκε δυο δυο τα σκαλοπάτια μέχρι που
έφτασε στο γραφείο του. Κοπάνησε την πόρτα και σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου. Τα χέρια του έτρεμαν και
δυσκολευόταν να πατήσει τους σωστούς αριθμούς.
Είχε καταστραφεί.

Ο Τζόνι έσπρωξε το φορείο με την Ελμ ανάμεσα από τις φαρδιές πόρτες που οδηγούσαν στη ράμπα των ασθενοφόρων.
«Είναι καλά;» ρώτησε η Τζο και τάχυνε το βήμα της για να τον προλάβει.
«Μεταφέρεται αλλού;» ρώτησε η νοσοκόμα που είχε υπηρεσία και έλεγξε τη λίστα της. «Πώς τη λένε;»
«Μακμπράιντ. Ελμ Μακμπράιντ».
«Δε θυμάμαι να ανέφερε το όνομά της ο δόκτωρ Άσμπι». Η νοσοκόμα συνοφρυώθηκε.
«Η εντολή της μεταφοράς μόλις ήρθε», είπε ο Τζόνι αδιάφορα. «Αν θέλεις, τηλεφώνησε στον Άσμπι». Κράτησε την ανάσα
του μέχρι που είδε τη νοσοκόμα να τους κάνει νόημα να συνεχίσουν.
«Μπα, σίγουρα δεν υπάρχει πρόβλημα», είπε και χαμογέλασε. Ο Τζόνι, κρατώντας ακόμα την ανάσα του, αντάλλαξε ένα
βλέμμα γεμάτο ανακούφιση με την Τζο κι έσπρωξε το φορείο βιαστικά προς το ασθενοφόρο όπου ο Λίαμ περίμενε δίπλα
στην ανοιχτή πόρτα. Μερικές στιγμές αργότερα έβγαιναν από την κλινική, με τις σειρήνες να ουρλιάζουν.
«Τα καταφέραμε!» αναφώνησε η Τζο. «Τζόνι, ήσουν magnifico».
«Αν κάποιος ήταν καταπληκτικός, αυτή ήσουν εσύ, γλυκιά μου. Είναι φανερό ότι το ταλέντο σου πήγε χαμένο. Η Τζούλια
Ρόμπερτς είναι ένα μηδενικό μπροστά σου», είπε εκείνος. Έβγαλε τη στολή του τραυματιοφορέα κι έπιασε το χέρι της Ελμ.
«Μ’ αυτή την ταχύτητα στις δέκα θα είμαστε στο αεροδρόμιο», είπε ο Λίαμ, απολαμβάνοντας τον τρόπο που τα αυτοκίνητα
και τα φορτηγά τού άνοιγαν δρόμο να περάσει στον ήχο της σειρήνας. «Θα μπορούσα να το συνηθίσω αυτό».
«Απλά οδήγα», είπε η Τζο αυστηρά κι έβγαλε τη λευκή ποδιά της.
«Νόμιζα ότι αυτό ακριβώς έκανα».
«Caro, σε παρακαλώ, φρόντισε να φτάσουμε ζωντανοί».

«Ανόητε, ηλίθιε! Πώς μπόρεσες να την αφήσεις να φύγει, κρετίνε; Μου είχες πει ότι ήταν τόσο άρρωστη, που δεν μπορούσε
να κινηθεί, ετοιμοθάνατη. Πώς έφυγε από την κλινική σου;» ρώτησε ο Χάρλαν χαμηλόφωνα, γιατί δεν ήταν μόνος του στο
αεροπλάνο. Δύο γερουσιαστές, φίλοι του Τζορτζ Χάθαγουεϊ, ταξίδευαν μαζί του στη Σαβάνα.
«Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Κάθε ασθενής έχει το δικαίωμα να διακόψει τη νοσηλεία του οποιαδήποτε στιγμή, φτάνει
να διαθέτει τη διαύγεια να το κάνει. Πώς θα μπορούσα να ξέρω ότι εκείνη η άλλη γυναίκα με κορόιδευε;»
«Ποια άλλη γυναίκα;» γάβγισε ο Χάρλαν.
«Εκείνη η όμορφη Ιταλίδα κοντέσα. Είχε τα πιο εκπληκτικά στήθη που έχω...»
«Να πάρει! Ήταν εκείνη η σκύλα, η Τζοκόντα!»
«Ναι, έτσι την έλεγαν», είπε ο Άσμπι.
«Το ξέρω. Τι στο καλό κάνει στις Ηνωμένες Πολιτείες;» μουρμούρισε ο Χάρλαν. «Δεν έχει σημασία. Εσύ παραμένεις
ηλίθιος. Μου είχες πει ότι η Ελμ ήταν ανίκανη...»
«Ποτέ δεν είπα ότι βρισκόταν σε κώμα ή ότι δε διέθετε πνευματική διαύγεια. Είπα ότι η κατάστασή της επιδεινωνόταν με
γοργό ρυθμό».
«Προφανώς όχι αρκετά γοργό. Πρέπει να την ξαναβρείς οπωσδήποτε». Ο Χάρλαν κοίταξε γύρω του. Οι δυο γερουσιαστές
ήταν καθισμένοι ο ένας απέναντι στον άλλο, στην αντίθετη άκρη του αεροπλάνου, είχαν βγάλει τα σακάκια τους και έπιναν
ουίσκι. «Δε νομίζω να χρειάζεται να σου πω ότι δεν μπορούμε να την αφήσουμε να ξεφύγει από τα χέρια μας. Πρέπει να
μάθω πού βρίσκεται το συντομότερο δυνατόν».
«Λυπάμαι», είπε ο Άσμπι απεγνωσμένα. «Προσπάθησα να τους σταματήσω, ειλικρινά, όμως ήταν πολύ αργά. Μέχρι να
κατεβώ στη ράμπα των ασθενοφόρων είχαν φύγει».
«Και τι θέλεις, παράσημο; Θα έπρεπε να την έχεις κλειδωμένη στο δωμάτιό της, να είχες φροντίσει να είναι συνεχώς υπό
επίβλεψη».
«Αυτό είναι γελοίο και το ξέρεις», είπε ο Άσμπι υστερικά. «Έκανα όλα όσα μου ζήτησες, έβαλα τα δυνατά μου, αλλά δεν
μπορώ να συνεχίσω. Μου είναι αδύνατο, θα με καταστρέψεις, θα...»
Ο Χάρλαν κατέβασε το ακουστικό και σηκώθηκε. Έσφιξε και ξέσφιξε μερικές φορές τις γροθιές του, σε μια προσπάθεια να
ελέγξει την οργή που τον είχε κυριεύσει. Πώς είχε συμβεί αυτό; Πώς είχε μάθει η Τζοκόντα τι γινόταν; Δεν ήταν καν στην...
Φυσικά! Η Μέρεντιθ! Θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτικός, όμως ποτέ δεν είχε θεωρήσει τη Μέρεντιθ απειλή. Προφανώς είχε
κάνει λάθος. Η σκύλα. Σίγουρα εκείνη θα είχε συντάξει τη δήλωση της Ελμ ότι έφευγε από την κλινική με τη θέλησή της.
Πράγμα που γεννούσε ακόμα ένα ερώτημα –πόσα ακριβώς γνώριζε η Μέρεντιθ;
Ο Χάρλαν σκέφτηκε προς στιγμήν να εξοντώσει κι εκείνη –μαζί με την Τζο και τον άντρα που την είχε βοηθήσει, όποιος κι
αν ήταν αυτός. Ύστερα προσγειώθηκε στην πραγματικότητα. Κατάλαβε ότι θα ήταν πολύ επικίνδυνο κι έβαλε τα χέρια στις
τσέπες του σπορ παντελονιού του μάρκας Μπρουκς Μπράδερς.
«Έι, Χάρλαν, άφησε τα τηλεφωνήματα κι έλα να μας κάνεις παρέα». Ο Τομ Γουίλερ, ένας παχουλός άντρας γύρω στα
εξήντα πέντε που προήδρευε σε όλες τις σημαντικές οικονομικές επιτροπές, ύψωσε το ποτήρι του κι έκανε νόημα στον
Χάρλαν.
Εκείνος φόρεσε το συνηθισμένο του χαμόγελο, πλησίασε τους γερουσιαστές και δέχτηκε την προσφορά για ένα ουίσκι.
«Κάν’ το διπλό», είπε στον Γουίλερ που ετοιμαζόταν να του γεμίσει το ποτήρι. «Πέρασα δύσκολη μέρα». Ο Χάρλαν
χαλάρωσε τη γραβάτα του και σωριάστηκε στο φαρδύ μπεζ δερμάτινο κάθισμα προσπαθώντας να σκεφτεί έναν τρόπο
προκειμένου να ανακτήσει εκ νέου τον έλεγχο μιας κατάστασης που πήγαινε από το κακό στο χειρότερο.
Τότε θυμήθηκε εκείνον το δημοσιογράφο και η διάθεσή του χειροτέρεψε. Δεν του άρεσε ο τρόπος που τον βομβάρδιζε με
ερωτήσεις προς το τέλος της συνέντευξης. Τον προβλημάτιζε. Υπήρχε κάτι σ’ εκείνον το δημοσιογράφο, στον τρόπο που
έχωνε τη μύτη του στο θέμα της Μονάδας Επεξεργασίας Λυμάτων, σαν να είχε μυριστεί κάποιο σκάνδαλο. Να πάρει. Μόνο
στο τέλος της συνέντευξης ο Χάρλαν είχε αντιληφθεί τι συνέβαινε. Ο τύπος ήταν ο ίδιος που είχε γράψει εκείνο το άρθρο τις
προάλλες. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι θα έπρεπε να ψάξει το θέμα. Πιθανότατα είχε μπερδέψει το δημοσιογράφο αρκετά ώστε
να στρέψει την κατάσταση προς όφελός του. Ωστόσο, αν οι κάτοικοι της περιοχής γύρω από τη μονάδα συνέχιζαν να
εισάγονται στα νοσοκομεία με τους ίδιους ρυθμούς κάτι θα έπρεπε να γίνει και μάλιστα γρήγορα.
Όπως για παράδειγμα να αλλάξει στάση απέναντι στο όλο εγχείρημα της κατασκευής και λειτουργίας της μονάδας.
Μέχρι να προσγειωθεί το αεροπλάνο στη Σαβάνα, ο Χάρλαν είχε ξαναβρεί λίγη από τη συνηθισμένη αποφασιστικότητά του.
Θα επισκεπτόταν τους ψηφοφόρους του, θα υποσχόταν να ερευνήσει το θέμα, θα εφεύρισκε λύσεις και δικαιολογίες για κάθε
αποτυχία, αν αναγκαζόταν, θα υποσχόταν ακόμα και αποζημιώσεις. Αποφάσισε με αυτοπεποίθηση ότι απλά ο Τάιλερ Μπροκ
θα έπρεπε να βρει τα απαραίτητα κεφάλαια.
Όμως, καθώς διέσχιζε το αεροδρόμιο, είδε τον Μπροκ, ντυμένο με ένα κομψό μεταξωτό κοστούμι να στέκεται μπροστά
στην καφετέρια των Στάρμπακς. Ήταν φανερό ότι τον περίμενε. Η αποφασιστικότητα του Χάρλαν άρχισε να υποχωρεί και για
πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε να τον πνίγει ένα κύμα αβεβαιότητας. Αυτή η αίσθηση δεν κράτησε παρά μόνο μερικές
στιγμές. Ο Χάρλαν απώθησε τις ανησυχίες του στο πίσω μέρος του μυαλού του, χαιρέτησε τον Μπροκ και του σύστησε τους
δυο γερουσιαστές.
Αυτό σίγουρα θα τον εντυπωσίαζε.
Όμως ήταν φανερό ότι ο Μπροκ ήθελε να του μιλήσει ιδιαιτέρως. Ο Χάρλαν ζήτησε από τους δυο γερουσιαστές να τον
περιμένουν στο αυτοκίνητο και ετοιμάστηκε να ακούσει αυτά που είχε να του πει ο Μπροκ.
«Άκουσα ότι η γυναικούλα σου πήρε ξανά τους δρόμους. Έφυγε από την κλινική νωρίς το απόγευμα. Ξέρεις γιατί;» Η
έκφραση του Μπροκ σκοτείνιασε.
«Τη μεταφέραμε σε άλλη κλινική», είπε ψέματα ο Χάρλαν. Ξαφνικά ένιωσε τη γραβάτα του να τον πνίγει και τον έλουσε
κρύος ιδρώτας. Πώς στο καλό το ήξερε ο Μπροκ;
«Αλήθεια; Και ποια κλινική είναι αυτή; Κοίτα, Χάρλαν, μην παίζεις μαζί μου». Ο Μπροκ έσκυψε προς το μέρος του. «Ξέρω
πολύ καλά ότι έγινε σκηνικό μόλις έφυγε. Κάποιος άκουσε το γιατρό να μιλάει στο τηλέφωνο και στοιχηματίζω ότι μιλούσε
μαζί σου. Τι στο καλό συμβαίνει;»
«Τίποτα. Σου είπα, τίποτα. Κοίτα, πρέπει να φύγω». Ο Χάρλαν κοίταξε το ρολόι του. «Γιατί δεν τρώμε αύριο μαζί να
συζητήσουμε ήρεμα γι’ αυτό το θέμα; Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς», είπε και χαμογέλασε όσο πιο καθησυχαστικά
μπορούσε.
Ο Τάιλερ έκανε απρόθυμα πίσω. «Εντάξει, αλλά φρόντισε να έρθεις. Έχω πολλά να σου πω. Τις προάλλες χτύπησε την
πόρτα μου κάποιος τρελός ρεπόρτερ. Κατά τα φαινόμενα γνωρίζουν ότι είμαι αφανής εταίρος στη Μονάδα Επεξεργασίας του
Μογκάτσι. Αναρωτιέμαι πώς στο καλό το έμαθαν». Ο τόνος της φωνής του ήταν ιδιαίτερα απειλητικός.
«Δεν έχω την παραμικρή ιδέα», απάντησε ο Χάρλαν ειλικρινά. Αποχαιρέτησε τον Μπροκ και πήγε στο αυτοκίνητο που τον
περίμενε, αποφασισμένος να συνεχίσει να δείχνει γεμάτος αυτοπεποίθηση. Για κάποιο λόγο δεν ένιωθε τόσο ανίκητος όσο
μισή ώρα νωρίτερα. Δεν έχει σημασία, σκέφτηκε. Αυτό, ευτυχώς, θα μπορούσε να διορθωθεί με λίγη κοκαΐνη.
Μπήκε στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, άλλαξε διάθεση, έκρυψε τις ανησυχίες του και αστειεύτηκε με τους συντρόφους
του μέχρι να φτάσουν στο ξενοδοχείο τους. Όταν τους άφησε και συνέχισε προς το σπίτι του, οι ώμοι του κύρτωσαν κι
έκλεισε τα μάτια του. Το πρώτο που θα έπρεπε να κάνει θα ήταν να βρει τη Μέρεντιθ και να ανακαλύψει πού βρισκόταν η
Ελμ. Ήταν πολύ εκνευριστικό που τα πράγματα δεν είχαν πάει σύμφωνα με το σχέδιό του. Κι αυτό τον έφερνε σε δύσκολη
θέση και του άφηνε πολύ μικρό περιθώριο επιλογών.
Δεν είχε καμιά διάθεση να λερώσει τα χέρια του μ’ αυτή την ιστορία. Στο κάτω κάτω, ήταν πάντα καλύτερο να αναθέτει
κανείς σε άλλους τις βρόμικες δουλειές, γιατί την πλήρωναν εκείνοι αν κάτι δεν πήγαινε καλά. Όμως ο Χάρλαν
συνειδητοποιούσε πλέον ότι στο να μη γίνει η δουλειά ελλόχευε ακόμα μεγαλύτερος κίνδυνος κι αφού δεν μπορούσε να
εμπιστευτεί πια εκείνον τον άχρηστο τον Άσμπι, μάλλον θα έπρεπε να την κάνει μόνος του. Το βέβαιο ήταν ότι δεν ήθελε να
κάνει κακό στην Ελμ. Η σκέψη και μόνο τον έκανε να νιώθει άβολα και τον στενοχωρούσε. Η προηγούμενη λύση ήταν πολύ
πιο απλή, πολύ πιο όμορφα απόμακρη και ανθρωπιστική.
Ωστόσο, υπενθύμισε στον εαυτό του, το λάθος ήταν δικό της. Αν είχε μείνει στην κλινική, τίποτα απ’ όλα αυτά δε θα
συνέβαινε. Πλέον, αποφάσισε ζοφερά, η Ελμ θα έπρεπε να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της λαθεμένης κρίσης της.
29
«Εντάξει, λοιπόν, πού βρίσκεται η γυναίκα σου;» ρώτησε ο Τάιλερ κοφτά, μόλις κάθισαν στο τραπέζι του εστιατορίου.
«Ξέρεις, έχω αρχίσει να αναρωτιέμαι γιατί σ’ ενδιαφέρει τόσο πολύ το πού βρίσκεται. Η γυναίκα μου δε σε αφορά»,
μουρμούρισε ο Χάρλαν εκνευρισμένος. Ξεδίπλωσε την πετσέτα του και κοίταξε τα γύρω τραπέζια –πρόσεξε ότι δεν υπήρχε
κανείς που να αξίζει τον κόπο να του μιλήσει.
Ο Τάιλερ τον κοίταξε ψυχρά. «Δε μου αρέσει ο τόνος σου, Μακμπράιντ. Ύστερα από τόσα χρήματα που σου έχω δώσει,
πιστεύω ότι έχω κερδίσει το δικαίωμα να μου δείχνεις μεγαλύτερο σεβασμό. Εξάλλου έχω τους λόγους μου», είπε
εκνευρισμένος. «Το ίδιο και ο συνεταίρος μου στο Μαϊάμι, ο Χουάν Ραμίρες».
«Ο Χουάν Ραμίρες; Ο συνεταίρος σου;» Ο Χάρλαν ύψωσε τα φρύδια του. Η αναφορά του συγκεκριμένου ονόματος τον
είχε κάνει να ξεχάσει το υπαινιγμό που ετοιμαζόταν να κάνει. «Δε μου είχες πει ποτέ ότι έχεις συνέταιρο». Ο Χάρλαν ένιωσε
ένα παγωμένο ρίγος να τον τυλίγει σύγκορμο. Ο Χουάν Ραμίρες. Ο Μπροκ θα μπορούσε κάλλιστα να είχε πει Πάμπλο
Εσκομπάρ.
«Γιατί να σου το πω; Δεν είναι δική σου δουλειά. Όμως θα γίνει, εκτός αν ξαναβρείς σύντομα τη γυναίκα σου». Ο Μπροκ
κοίταξε τον Χάρλαν βλοσυρά κι εκείνος προσπάθησε να χωνέψει αυτά που μόλις είχε ακούσει.
«Δε βλέπω τι σχέση έχει μ’ εσένα ή με το συνεταίρο σου η απουσία της γυναίκας μου», είπε επιθετικά, με ύφος
προσβεβλημένο. Πήρε το μενού και άρχισε να το διαβάζει δήθεν αδιάφορα. Αναρωτήθηκε αν ο Μπροκ έλεγε αλήθεια για τον
Ραμίρες. Ανέκαθεν θεωρούσε ότι οι συνεταίροι του Μπροκ θα ήταν κι εκείνοι Αμερικανοί επιχειρηματίες. Στην
πραγματικότητα δεν τον είχαν απασχολήσει ποτέ οι συνεταίροι του.
«Μακμπράιντ, σταμάτα να κοροϊδεύεις τον εαυτό σου. Εγώ παίζω στη μεγάλη κατηγορία. Από πού νομίζεις ότι
προέρχονταν όλα εκείνα τα δολάρια, ε, φιλαράκο; Από τις πωλήσεις ακινήτων ή από τη Μονάδα Επεξεργασίας Λυμάτων; Ή
μήπως από τα σκουπίδια που μαζεύω στο Τζέρσι;» Ο Μπροκ γέλασε τραχιά κι έγειρε πίσω. Το ροζ πουκάμισό του φούσκωσε
καθώς η κοιλιά του πιεζόταν από τη χρυσή αγκράφα της Γκούτσι ζώνης του. «Δε νομίζω να πίστεψες ποτέ ότι όλα αυτά τα
χρήματα ήταν λευκά σαν τους κρίνους, έτσι;»
«Ακόμα δεν καταλαβαίνω τι σχέση έχουν όλα αυτά με την Ελμ». Ο Χάρλαν χαμήλωσε την ένταση της φωνής του
βλέποντας το σερβιτόρο να πλησιάζει. «Γιατί δεν παραγγέλλουμε ώστε να μπορέσουμε να μιλήσουμε ήσυχα;»
«Εντάξει, γιατί όχι; Φέρε μου μπριζόλα και τηγανητές πατάτες», είπε ο Μπροκ στο σερβιτόρο και χτύπησε με δύναμη το
μενού στο τραπέζι. «Α, και μια Μπαντ».
«Ευχαρίστως, κύριε. Έρχονται αμέσως. Κι εσείς, βουλευτά, τι θα πάρετε, κύριε;»
Ο Χάρλαν, για πρώτη φορά στην πολιτική του καριέρα, ευχήθηκε να ήταν λιγότερο αναγνωρίσιμος. Όμως χαμογέλασε,
κοίταξε το ταμπελάκι με το όνομα του σερβιτόρου κι έδειξε τυχαία ένα πιάτο από το μενού. «Θα πάρω αυτό, σε παρακαλώ,
Τζο. Μπορείς να φροντίσεις να μη μας ενοχλήσουν; Πρόκειται για επαγγελματικό γεύμα. Και θα ήθελα κι εγώ μια παγωμένη
μπίρα». Χαμογέλασε συνωμοτικά και ο σερβιτόρος ένευσε.
«Φυσικά, κύριε Μακμπράιντ, ευχαρίστησή μου». Ο σερβιτόρος μάζεψε τα μενού κι έφυγε βιαστικός να φέρει τα ποτά τους.
Ο Τάιλερ Μπροκ έγειρε πίσω και κοίταξε τον Χάρλαν με αναίδεια. «Ξέρεις, Μακμπράιντ, για έναν άνθρωπο τόσο έξυπνο
όσο εσύ συμπεριφέρεσαι πολύ ανόητα», είπε και πήρε ένα ψωμάκι από το καλάθι.
«Ώστε έτσι; Και γιατί;» Ο Χάρλαν ύψωσε προσβεβλημένος τα φρύδια του και κοίταξε τον Μπροκ υπεροπτικά. Καλά θα
έκανε να δώσει στο κάθαρμα να καταλάβει ότι δε θα ανεχόταν να του φερθεί σαν να ήταν κανένας ασήμαντος. Ήξερε πώς να
φροντίζει τον εαυτό του.
«Ποτέ δεν κατάλαβες γιατί η γυναίκα σου είναι τόσο σημαντική για μας, έτσι;» ρώτησε ο Μπροκ, δήθεν έκπληκτος.
«Για σας;»
«Ναι, Μακμπράιντ, για μας», είπε ο Μπροκ ειρωνικά. «Για μένα και τους φίλους μου από το Νότο. Σε θέλουμε παντρεμένο
μ’ εκείνη την όμορφη ψηλομύτα σκύλα –ή χήρο, δε μας νοιάζει τι από τα δύο».
«Μη μιλάς έτσι για τη γυναίκα μου».
«Θα μιλάω όπως στο διάολο θέλω και για τη γυναίκα σου και για όποιον άλλο μου καπνίσει. Εκείνη είναι ο μοναδικός
λόγος για τον οποίο συνεχίζεται η μικρή συνεργασία μας».
Ο Χάρλαν ένιωσε το γιακά του να τον πνίγει και την οργή του να φουντώνει. «Νομίζω ότι θα ήταν καλύτερα να εξηγηθείς,
Μπροκ. Δυστυχώς δεν καταλαβαίνω τι εννοείς».
«Ώστε έτσι;» μουρμούρισε ο Μπροκ. Έσκυψε πάνω από το τραπέζι και σκούντησε με το δάχτυλό του τον Χάρλαν. «Τότε
επίτρεψέ μου να σου εξηγήσω, φιλαράκο. Άνοιξε τα αυτιά σου και άκου καλά. Σε τι θα μας ήταν χρήσιμος ένας ασήμαντος
αντιπρόσωπος δευτέρας διαλογής από την Τζόρτζια, αν δεν ήταν παντρεμένος μ’ εκείνη την πλούσια σκύλα κι αν ο γέρος της
δεν ήταν πεθερός του; Απάντησέ μου».
«Τι πράγμα;» Ο Χάρλαν πάγωσε κι ένιωσε να τον πνίγει ο θυμός. Κοίταξε τον Μπροκ με αποστροφή. «Σίγουρα κάποιος
σαν εσένα θα πρέπει να αντιλαμβάνεται όλα όσα εκπροσωπώ κι ότι είμαι ο μοναδικός που έχει τα κότσια να σου κάνει τη
δουλειά, ο μόνος που μπορεί...» Το πρόσωπό του είχε χλομιάσει και ανάσαινε λαχανιασμένα.
«Έλα, κόφ’ το πια, Μακμπράιντ. Ουδείς αναντικατάστατος». Ο Μπροκ γέλασε ειρωνικά. «Υπάρχουν ένα σωρό τύποι σαν
εσένα. Όλοι τους πιστεύουν ότι μπορούν να περπατήσουν στο νερό, ότι κάποια μέρα θα πιάσουν την καλή, θα φτάσουν στην
κορυφή κι όλοι τριγυρνάνε με φουσκωμένο εγωισμό επειδή κάποιος τους έκανε να πιστέψουν ότι είναι σημαντικοί». Ο
Μπροκ έσκυψε ακόμα περισσότερο πάνω από το τραπέζι. Το πρόσωπό του απείχε μόλις μερικά εκατοστά από το πρόσωπο
του Χάρλαν. «Το μοναδικό πράγμα που σε κάνει να αξίζεις το χρόνο μου είναι η συγγένειά σου με τους Χάθαγουεϊ. Κανείς δε
θα σκεφτόταν ποτέ ότι ο Τζορτζ Χάθαγουεϊ θα μπορούσε να είναι μπλεγμένος σε οτιδήποτε ύποπτο και, ευτυχώς για σένα, η
λάμψη του αντανακλάται και στο γαμπρό του. Είσαι η ασφαλιστική δικλίδα μας ώστε οι Αρχές να μην αποφασίσουν να
ελέγξουν προσεκτικά ό,τι κάνουμε. Κι αν ο γερο-Χάθαγουεϊ καταφέρει να σε βάλει στον Λευκό Οίκο, εμείς δεν έχουμε καμιά
αντίρρηση, γιατί θα σε ακολουθήσουμε μετά χαράς κι εκεί.
»Κατάλαβε λοιπόν», συνέχισε ο Μπροκ και χτύπησε ξανά τον Χάρλαν με το δείκτη του, «ότι χωρίς τους Χάθαγουεϊ είσαι
παρελθόν. Κι αν φύγει η μικρή Ελμ, φεύγεις κι εσύ. Προτείνω να σκεφτείς κάτι, και μάλιστα σύντομα. Τη θέλω πίσω ώστε να
κάνει αυτό που πρέπει. Έγινα κατανοητός; Και μην προσπαθείς να με ξεγελάσεις με ανοησίες. Αυτή τη στιγμή δεν έχεις την
παραμικρή ιδέα πού βρίσκεται. Πιθανότατα στην αγκαλιά εκείνου του Ιρλανδού που κέρδισε στο Ντέρμπι. Το βέβαιο είναι ότι
έδειχνε συνεπαρμένη μαζί του όταν στεκόταν δίπλα του, στο βάθρο των νικητών. Και ξέρεις κάτι; Ακύρωσε την μπριζόλα.
Φεύγω από δω. Φρόντισε απλά να έχεις ξεκαθαρίσει το θέμα σε είκοσι τέσσερις ώρες, γιατί κινδυνεύουμε και οι δυο μας».
Ο Μπροκ ετοιμάστηκε να σηκωθεί, όμως ο Χάρλαν τυχαία πρόλαβε να διακρίνει τη στιγμιαία ανησυχία στο βλέμμα του.
Συνειδητοποίησε ότι ο Μπροκ ήταν τρομαγμένος, όσο κι αν προσπαθούσε να το κρύψει. Παρά το σοκ που του είχαν
προκαλέσει οι αποκαλύψεις του Μπροκ, ο φόβος του έδωσε στον Χάρλαν τη δύναμη να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις του.
«Για μια στιγμή», είπε με επιτακτικό τόνο. «Δεν είσαι ο μόνος που έχει λόγο εδώ. Κάθισε κάτω».
Ο Μπροκ ξαφνιάστηκε τόσο από την απαίτηση του Χάρλαν, που, παραδόξως, έκανε ό,τι του ζητούσε.
«Τώρα άκουσέ με», είπε ο Χάρλαν συνοφρυωμένος με σιγανή φωνή. «Η γυναίκα μου ήταν πολύ άρρωστη. Και ξέρεις
γιατί;»
«Δεν έχω ιδέα».
«Τότε επίτρεψέ μου να σε διαφωτίσω. Αρρώστησε εξαιτίας των τοξικών αποβλήτων από τη Μονάδα Επεξεργασίας
Λυμάτων –ξέρεις, αυτή με την οποία παριστάνεις ότι δεν έχεις καμία σχέση. Και προφανώς δεν είναι η μόνη που αρρώστησε
στην περιοχή. Μάλιστα κάποια από τις γυναίκες που βοηθούσαν την Ελμ να αποκαταστήσει τους κήπους στη φυτεία
αρρώστησε τόσο βαριά, που πέθανε. Πέρα από το γεγονός ότι η εφορία θα ενδιαφερόταν πολύ να πληροφορηθεί για τις
δραστηριότητές σου, ξέρω κάποιους δικηγόρους που δε θα δίσταζαν να σε μηνύσουν για εγκληματική αμέλεια. Γι’ αυτό,
Μπροκ, αν ήμουν στη θέση σου θα άφηνα τις κούφιες απειλές, γιατί δεν έχω κανέναν ενδοιασμό να τα δημοσιοποιήσω όλα
αυτά και να φιγουράρει η φάτσα σου στις ειδήσεις των έξι».
«Μακμπράιντ, μη μου κάνεις εμένα τον έξυπνο. Ξέρω καλά τι νυφίτσα είσαι κι αν νομίζεις ότι δε θα ήμουν
προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο, είσαι πιο ανόητος απ’ όσο πίστευα. Σ’ έχω γράψει σε βίντεο, φιλαράκο, να παίρνεις μάτσο
τα χαρτονομίσματα και τις επιταγές. Πίστεψέ με, το θέαμα δεν είναι καθόλου ωραίο. Ειδικά σε χρονιά εκλογών. Αν θυμάμαι
καλά, η ποινή για τους πολιτικούς που δωροδοκούνται είναι πολύ αυστηρή, έτσι δεν είναι;»
Ο Χάρλαν, ανέκφραστος, έβαλε τα δυνατά του να συγκρατήσει την ξαφνική παρόρμηση να ρίξει μια γροθιά στο
χαμογελαστό γουρουνίσιο πρόσωπο του Μπροκ. Υπενθύμισε στον εαυτό του ότι δεν είχε το περιθώριο να χάσει την
αυτοκυριαρχία του σε δημόσιο χώρο.
Έπρεπε να σκεφτεί και μάλιστα γρήγορα.
Όταν ο Μπροκ σηκώθηκε ξανά και τον κοίταξε με αποστροφή, ο Χάρλαν ύψωσε το βλέμμα του και προσπάθησε να δείξει
ότι είχε συνετιστεί. «Λυπάμαι που δε θα καθίσεις για φαγητό», είπε με γαλίφικο ύφος. «Αύριο θα σου έχω νέα».
«Πολύ καλύτερα». Ο Μπροκ χαμογέλασε κυνικά. «Βλέπω ότι πήρες το μήνυμα, Μακμπράιντ. Μπράβο». Χτύπησε
συγκαταβατικά τον Χάρλαν στον ώμο κι έφυγε περνώντας ανάμεσα από τα τραπέζια.
Ο Χάρλαν τον ακολούθησε με το βλέμμα του μέχρι που ο Μπροκ βγήκε από το εστιατόριο. Το μυαλό του δούλευε με
πυρετώδεις ρυθμούς. Τα πράγματα δεν ήταν καθόλου καλά. Δεν είχε ιδέα πού είχε εξαφανιστεί η Ελμ ούτε από πού θα
έπρεπε να αρχίσει να την ψάχνει. Ίσως ο γερουσιαστής να μπορούσε να τον βοηθήσει να την εντοπίσει, παραδόξως όμως,
δυσκολευόταν να τον βρει στο τηλέφωνο. Είχε την αίσθηση πως κάποιος προσπαθούσε να τον παγιδεύσει, αν και, φυσικά,
κάτι τέτοιο δε θα μπορούσε να ισχύει.
Του ήταν αδύνατο να πιστέψει ότι ο Άσμπι τα είχε θαλασσώσει εντελώς. Αποφάσισε παγερά ότι θα έπρεπε να το αποδεχτεί.
Την τελευταία φορά που είχαν μιλήσει, ο Άσμπι του είχε δώσει την εντύπωση ότι βρισκόταν στα πρόθυρα νευρικής
κατάρρευσης. Ο Χάρλαν δεν είχε καμιά αμφιβολία πως αν ο Άσμπι τα έχανε, θα προσπαθούσε να καταστρέψει κι εκείνον.
Κάθισε σιωπηλός, έβαλε τα δυνατά του για να συγκρατήσει την τρεμούλα στα δάχτυλά του ενώ έπινε την μπίρα του και
προσπάθησε να καταλάβει πότε ακριβώς είχαν αρχίσει όλα να καταρρέουν. Όλα γύρω του φαίνονταν να γκρεμίζονται: ο
Μπροκ με τις προσβλητικές αποκαλύψεις του, η μυστηριώδης εξαφάνιση της Ελμ, η ξαφνική ψυχρότητα του γερουσιαστή, η
νευρική κατάρρευση του Άσμπι, οι άρρωστοι ψηφοφόροι του, ο ενοχλητικός δημοσιογράφος. Να πάρει, είχε τόσο πολλά να
αντιμετωπίσει.
Υπενθύμισε στον εαυτό του ότι θα έπρεπε να καταπιαστεί με ένα πράγμα κάθε φορά, να προσπαθήσει να ανακτήσει ξανά
τον έλεγχο κι εκείνη τη στιγμή η πιο επείγουσα προτεραιότητα ήταν να ξεφορτωθεί τον Μπροκ.
Ήπιε μερικές ακόμα γουλιές από την μπίρα του κι ένα σχέδιο άρχισε να γεννιέται στο μυαλό του. Ο Μπροκ είχε αναφέρει
τον Χουάν Ραμίρες, έναν από τους μεγαλύτερους βαρόνους ναρκωτικών που κανείς –ούτε καν το FBI– δεν είχε καταφέρει να
αγγίξει. Κάποιον που ήξερε πολύ καλά τη δουλειά του –και ήταν απίστευτα επικίνδυνος. Όμως τι θα γινόταν αν... Ο Χάρλαν
επεξεργάστηκε για λίγο ακόμα την ιδέα του κι ένα χαμόγελο άνθισε στο πρόσωπό του. Τι θα γινόταν αν φύτευε μερικές ιδέες
στο μυαλό του Ραμίρες; Βέβαια δεν θα ήταν εύκολο συναντήσει έναν τόσο σημαντικό άνθρωπο, αλλά τίποτα δεν ήταν
ακατόρθωτο. Και ποιος ξέρει τι θα μπορούσε να συμβεί αν κατάφερνε να κανονίσει μια συνάντηση και να αποκαλύψει στον
Ραμίρες κάποια πράγματα που θα τον έκαναν να δει τον Μπροκ από διαφορετική οπτική γωνία...
Το ερώτημα ήταν πώς θα κατόρθωνε να τον πλησιάσει. Τον φυλούσαν καλύτερα κι από τον Πρόεδρο των Ηνωμένων
Πολιτειών.
Και μάλιστα κάτι τύποι που καλά θα έκανε κανείς να μην μπλέκει μαζί τους.

Είκοσι τέσσερις ώρες αργότερα ο Χάρλαν είχε ταξιδέψει αεροπορικώς στο Μαϊάμι και δυο σωματοφύλακες με σκούρα
κοστούμια που προηγουμένως του είχαν κάνει σωματική έρευνα, τον οδηγούσαν στο μεγάλο καθιστικό του Ραμίρες. Η βίλα
του Ραμίρες βρισκόταν στο Σταρ Άιλαντ, ήταν βαμμένη ροζ, είχε λευκά γύψινα διακοσμητικά και ήταν χτισμένη σε
μεσογειακό ρυθμό. Ο Χάρλαν μπήκε επιφυλακτικά στο μεγάλο δωμάτιο. Πρόσεξε την πανοραμική θέα του κόλπου και του
Μαϊάμι Μπιτς που πρόσφεραν τα μεγάλα παράθυρα. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι τα είχε καταφέρει, ότι βρισκόταν
πράγματι εκεί, ειλικρινά όμως δεν είχε πολλές επιλογές. Έτσι όπως είχαν τα πράγματα, είτε θα έτρωγε τον Μπροκ είτε θα τον
έτρωγε εκείνος.
Προχώρησε προς ένα μεγάλο καναπέ και κοίταξε τριγύρω του. Η διακόσμηση ήταν απρόσμενα κομψή. Λευκοί καναπέδες
σοφά τοποθετημένοι, γλάστρες με φυτά στις κόγχες ανάμεσα στις αψιδωτές μπαλκονόπορτες, όμορφα, ανατολίτικα χαλιά
στρωμένα στο πλακοστρωμένο πάτωμα. Ο Χάρλαν περίμενε κάτι που να προσιδιάζει περισσότερο στο στυλ του σπιτιού του
Μπροκ –γυαλιστερό μάρμαρο και κακές απομιμήσεις επίπλων Λουδοβίκου ΙΕ΄–, όμως το σπίτι του Ραμίρες ήταν πολύ
διαφορετικό^ απέπνεε την αίσθηση του πλούτου –και μάλιστα του πλούτου που δεν ήταν καινούριος και είχε περάσει σε
στάδιο πιο αριστοκρατικό. Ο Χάρλαν συνειδητοποίησε ότι θα έπρεπε να παίξει το παιχνίδι του πιο διακριτικά απ’ ό,τι είχε
συνηθίσει. Θα είχε να κάνει με έναν άνθρωπο διακριτικό, παρά τη σωματική έρευνα και τα όπλα των σωματοφυλάκων στην
πύλη.
Ο Χάρλαν είχε σκεφτεί πολύ προτού αποφασίσει τι θα μπορούσε να κάνει έναν τύπο σαν τον Ραμίρες να στραφεί εναντίον
ενός από τα πρωτοπαλίκαρά του. Και είχε βρει την απάντηση το βράδυ. Ήταν μια αποκάλυψη. Μα, φυσικά, η προδοσία. Με
δυο λόγια, αυτό θα ήταν το μοναδικό.
Έτσι, όταν μερικά λεπτά αργότερα ο Χουάν Ραμίρες εμφανίστηκε κάτω από μια από τις αψίδες από ασβεστόλιθο που
περιέβαλλαν τη βεράντα, ο Χάρλαν ίσιωσε τους ώμους του, έλεγξε τη γραβάτα του και, νοερά, πρόβαρε όσα θα έλεγε.
Ο Ραμίρες ήταν ένας άντρας μεσαίου αναστήματος, ηλιοκαμένος, με γκρίζα μαλλιά. Φορούσε κομψό παντελόνι και λευκό
μπλουζάκι πόλο. Τον περιέβαλλε μια αύρα εξουσίας, πράγμα που ο Χάρλαν σεβόταν. Η ισχύς, κάθε είδους, πάντα τον
εντυπωσίαζε.
«Κύριε Μακμπράιντ, με πετύχατε λίγο πριν φύγω για να παίξω γκολφ. Καθίστε παρακαλώ». Αντάλλαξαν μια χειραψία και
ο Χάρλαν κάθισε σε έναν από τους καναπέδες. «Πείτε μου τώρα, τι μπορώ να κάνω για σας;» ρώτησε ο Ραμίρες. Είχε καθίσει
απέναντι στον Χάρλαν με το μπράτσο του ακουμπισμένο αδιάφορα στη ράχη του καναπέ. Τα σκούρα, σκοτεινά μάτια του δεν
άφηναν να διαφανεί κανένα συναίσθημα. Ο Χάρλαν πήρε βαθιά ανάσα και σκέφτηκε ότι είχε φτάσει η στιγμή να αρχίσει να
σπέρνει τη διχόνοια.
Ο Χάρλαν έφυγε από το σπίτι του Ραμίρες μια ώρα αργότερα και πήγε κατευθείαν στο αεροδρόμιο. Είχε μια ώρα στη διάθεσή
του για να προλάβει την πτήση για το Μεγάλο Κέιμαν. Είχε μεγάλη ανάγκη από ένα διάλειμμα, από μερικές μέρες για να
ανασυγκροτήσει τις σκέψεις του και να καταστρώσει τα σχέδιά του για την επόμενη φάση. Ήταν ικανοποιημένος που η
διαίσθησή του είχε αποδειχτεί σωστή και είχε καταφέρει να πετύχει το σκοπό του και να πείσει τον Ραμίρες για την προδοσία
του Μπροκ. Ήταν απρόσμενα εύκολο να τον πείσει ότι ο Μπροκ σκόπευε να φορτώσει σ’ εκείνον τα σπασμένα της εταιρείας
εισαγωγών που είχαν οι δυο τους στο Φορτ Λόντερντεϊλ, για την οποία διεξαγόταν ομοσπονδιακή έρευνα. Ο Ραμίρες δεν είχε
αφήσει να φανούν οι αντιδράσεις του, όμως ο Χάρλαν είχε καταλάβει ότι οι υπαινιγμοί του για τις προθέσεις των
Ομοσπονδιακών τον είχαν ξαφνιάσει και τον είχαν εξοργίσει. Ο Χάρλαν σκέφτηκε ότι ήταν πολύ τυχερός που είχε σκοντάψει
τυχαία σ’ αυτή την πληροφορία, ανάμεσα στις τόσες άλλες που τύχαιναν στο δρόμο του.
Έδωσε συγχαρητήρια στον εαυτό του ενώ κατευθυνόταν ξανά προς το Μακάρθουρ Κόζγουεϊ. Τον είχε κυριεύσει μια έξαψη
σχεδόν ερωτική. Την τελευταία ώρα είχε αποδείξει την αξία του, είχε αποδείξει ότι τα ειρωνικά λόγια του Μπροκ δεν ήταν
τίποτα περισσότερο από το ντελίριο ενός ανθρώπου που ζήλευε, και είχε επιβεβαιώσει ξανά ότι διέθετε μοναδικές ικανότητες.
Υπενθύμισε στον εαυτό του ότι οι ικανότητές του θα έπρεπε να έχουν ως στόχο το αληθινό του πεπρωμένο: την ηγεσία του
έθνους. Στο μεταξύ όμως τις είχε αξιοποιήσει με εντυπωσιακό τρόπο. Ο Μπροκ, σκέφτηκε μελαγχολικά, θα αναγκαζόταν να
δώσει πολλές εξηγήσεις.
Κι αυτό που τον είχε ικανοποιήσει περισσότερο ήταν η προφανής επιθυμία του Ραμίρες να μη χάσει την πολιτική επιρροή
και τις διασυνδέσεις του Χάρλαν. Αυτό είχε φροντίσει να του το ξεκαθαρίσει και δεν είχε διστάσει να τον ενθαρρύνει να
διατηρήσει την επαφή μαζί του. Ο Χάρλαν σκέφτηκε ότι ήταν ενθαρρυντικό να ξέρει ότι πλέον δεν είχε να κάνει με κάποιον
απλό υφιστάμενο, αλλά με τον επικεφαλής της οργάνωσης.
Χαρούμενος, κατευθύνθηκε δυτικά προς το αεροδρόμιο και πέρασε τα δάχτυλά του πάνω από τη γενναιόδωρη εισφορά που
ο Ραμίρες τον είχε πιέσει να δεχτεί. Εντάξει, επρόκειτο για χρήματα από ξέπλυμα, όμως δεν ήταν η πρώτη φορά που ο
Χάρλαν άγγιζε αυτό το είδος χρημάτων. Κι εξάλλου όφειλε να παραδεχτεί ότι οι ηθικές αξίες που τόσο θαύμαζε η Ελμ όταν
ήταν νέοι είχαν από καιρό ξεθωριάσει. Αυτό που κάποτε θα τον σόκαρε πλέον φάνταζε κοινότοπο –ακόμα και απαραίτητο. Κι
αυτό για έναν πολύ απλό λόγο. Αυτό που είχε σημασία ήταν ο τελικός σκοπός του. Τα υπόλοιπα –τα μέσα, οι μέθοδοι που θα
ακολουθούσε, οι θυσίες, τα ρίσκα που ήταν αναγκασμένος να πάρει– ήταν ασήμαντα σε σχέση με την ευρύτερη εικόνα.
Η ευφορία του κράτησε σε όλη τη διαδρομή μέχρι το διεθνές αεροδρόμιο του Μαϊάμι, ακόμα και μέχρι να απογειωθεί η
πτήση του. Όμως, όταν το αεροπλάνο του κατευθυνόταν πια προς το Μεγάλο Κέιμαν, ο Χάρλαν θυμήθηκε το λόγο για τον
οποίο είχε αναγκαστεί αρχικά να κάνει το ταξίδι στο Μαϊάμι.
Η Ελμ δεν είχε ακόμα εντοπιστεί.
Η διάθεσή του χάλασε και, ξαφνικά, μίσησε βαθιά την Ελμ. Για μια ακόμα φορά, εκείνη ήταν το πρόβλημα. Αναστέναξε και
κοίταξε τον ωκεανό. Πολύ απλά θα έπρεπε να τη βρει και να εξουδετερώσει την απειλή που αντιπροσώπευε, μια και καλή.
Δεν είχε το περιθώριο να της επιτρέψει να βάζει συνεχώς σε κίνδυνο τη δική του καλή δουλειά.
Έγειρε πίσω στο κάθισμά του, είδε την αεροσυνοδό και παρήγγειλε ένα ουίσκι με πάγο. Δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι θα
εκλεγόταν και για τρίτη φορά στο Κογκρέσο. Ως χήρος της Ελμ και με την υποστήριξη του πεθερού του, αυτό ήταν
δεδομένο. Επιπλέον ήξερε μετά βεβαιότητας ότι τα κεφάλαια του Ραμίρες θα γέμιζαν τον κορβανά της προεκλογικής του
εκστρατείας.
Σκέφτηκε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να μην πετύχει το σκοπό του κι ένα χαμόγελο σχηματίστηκε αργά στο πρόσωπό του.

Η Μέρεντιθ τράβηξε το βλέμμα της από το παράθυρο του πολυτελούς ρετιρέ της Γκρέις Γκράνι που έβλεπε στο Σέντραλ
Παρκ, γύρισε και πήρε βαθιά ανάσα. «Θείε Τζορτζ, φοβάμαι πως όσα έχω να σου πω δεν... δεν είναι καθόλου ευχάριστα»,
είπε. Το διαπεραστικό βλέμμα του γερουσιαστή την έκανε να νιώθει πολύ άβολα. Ο Τζορτζ Χάθαγουεϊ μόλις είχε φτάσει
αεροπορικώς από την Ουάσιγκτον και είχε περάσει μισή ώρα με την Ελμ, που, αν και η κατάστασή της είχε αναμφίβολα
βελτιωθεί, ήταν ακόμα πολύ αδύναμη. Ο Τζόνι και η Μέρεντιθ είχαν συμφωνήσει ότι το σοκ που θα υφίστατο σε περίπτωση
που μάθαινε ότι ο Χάρλαν είχε προσπαθήσει να τη δολοφονήσει θα ήταν ανεπίτρεπτο σ’ εκείνη τη φάση, έτσι η Ελμ είχε
ακόμα την εντύπωση ότι απλά την είχαν πάρει από την κλινική του Άσμπι επειδή είχαν πληροφορηθεί ότι στο Κολούμπια
εφάρμοζαν μια πιο αποτελεσματική θεραπεία για την πάθησή της. Κι αφού, ω του θαύματος, η θεραπεία είχε αποτελέσματα, η
Ελμ είχε αποδεχτεί αυτή την εξήγηση. Η έκλπηξη και η χαρά της ήταν τόσο μεγάλες, που δεν υπήρχε περίπτωση να την
αμφισβητήσει. Η Μέρεντιθ δεν την είχε πληροφορήσει ούτε για το θάνατο της Τζούλι. Είχε την αίσθηση ότι κι αυτό επίσης θα
μπορούσε να περιμένει μέχρι η φίλη της να δυναμώσει και να ξαναγίνει καλά.
Όμως ο γερουσιαστής αποτελούσε διαφορετική περίπτωση. Διακυβεύονταν πάρα πολλά για να του κρύψουν την αλήθεια.
Και ίσως ήταν καιρός να μάθει σε τι ακριβώς είχε εξελιχθεί ο αγαπημένος του προστατευόμενος, προτού πέσει κι εκείνος
θύμα της πανουργίας του.
Η Μέρεντιθ αναστέναξε και κοίταξε τον Τζόνι, που στεκόταν δίπλα στη λεπτοδουλεμένη μαρμάρινη κορνίζα του τζακιού.
Ευχήθηκε να μπορούσε να μιλήσει εκείνος στο γερουσιαστή, όμως είχαν συμφωνήσει ότι αυτό ήταν δική της δουλειά. Στο
κάτω κάτω ο Τζόνι γνώριζε ελάχιστα το γερουσιαστή, ενώ εκείνη, εκτός από φίλη και δικηγόρος της Ελμ, απολάμβανε και
την εμπιστοσύνη της οικογένειάς της.
«Λοιπόν, Μέρι Μπελ, το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι νιώθω τρομερή ανακούφιση που η Ελμ είναι καλύτερα. Κι όλα
αυτά χάρη σ’ εσάς», είπε εκείνος και χαμογέλασε στον Τζόνι επιδοκιμαστικά. «Ανυπομονώ να ξαναδώ τη μητέρα σου και να
την ευχαριστήσω προσωπικά που κανόνισε να μεταφερθεί εδώ το κοριτσάκι μου, καθώς και για όλα όσα έκανε για την Ελμ»,
πρόσθεσε. «Δεν μπορώ να καταλάβω τι είχε στο μυαλό του ο Άσμπι. Για γιατρός με τέτοια φήμη, σίγουρα δεν πρόσφερε και
πολλά στην Ελμ. Τρομερό. Όταν τελειώσουν όλα αυτά, θα φροντίσω να ελεγχθεί εξονυχιστικά η κλινική του». Ο
γερουσιαστής κούνησε το κεφάλι του συνοφρυωμένος. «Αυτή τη στιγμή είμαι απλά χαρούμενος που μπόρεσες να
αξιοποιήσεις την επιρροή της μητέρας σου στο Κολούμπια και που εδώ ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν».
«Ε, ναι. Φοβάμαι όμως ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, θείε Τζορτζ». Η Μέρεντιθ πήρε ακόμα μια βαθιά ανάσα.
«Τι εννοείς;» ρώτησε ο Τζορτζ Χάθαγουεϊ ξαφνιασμένος.
«Να, το όλο θέμα της αρρώστιας της Ελμ δεν είναι ακριβώς αυτό που φαίνεται».
«Δε με νοιάζει τι είναι, αυτό που με ενδιαφέρει είναι ότι θεραπεύεται, σωστά;» Ο γερουσιαστής ξαφνικά φάνηκε να
ανησυχεί και η Μέρεντιθ συνειδητοποίησε ότι είχε γεράσει αισθητά τις τελευταίες βδομάδες.
«Φυσικά», είπε βιαστικά. «Αυτό που λέω δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματική κατάσταση της υγείας της Ελμ. Είναι
πολύ καλύτερα και θα τα πάει μια χαρά. Το θέμα, θείε Τζορτζ, είναι ότι δεν ήταν ποτέ άρρωστη ή, τουλάχιστον, όχι με τον
τρόπο που νομίζεις. Τη δηλητηρίαζαν».
«Τι πράγμα;»
«Ακριβώς αυτό που άκουσες. Δεν υπήρχε καμιά παράξενη ασθένεια. Δηλητηρίαζαν την Ελμ με σελήνιο».
«Για μια στιγμή». Ο γερουσιαστής σηκώθηκε και στράφηκε στον Τζόνι. «Αυτό είναι παράλογο. Ποιος στο καλό θα ήθελε
να δηλητηριάσει την κόρη μου;» Σήκωσε τις παλάμες του προς τον ουρανό και γέλασε. «Αυτό είναι γελοίο».
«Φοβάμαι πως όχι, κύριε». Η έκφραση του Τζόνι σοβάρεψε και μετακινήθηκε στο κέντρο του δωματίου. «Ορίστε, ρίξτε μια
ματιά σ’ αυτό», είπε και έδωσε στο γερουσιαστή ένα αντίγραφο των ιατρικών αναφορών που είχαν συγκεντρώσει.
«Θείε Τζορτζ, τα συμπτώματα που ταλαιπωρούσαν την Ελμ τον προηγούμενο χρόνο είχαν προκληθεί από εκτεταμένη
έκθεση σε σελήνιο στη φυτεία».
«Σελήνιο;» Ο γερουσιαστής συνοφρυώθηκε. «Μα αυτή είναι φαρμακευτική ουσία. Τη χρησιμοποιώ κι εγώ».
«Στη σωστή δοσολογία, ναι. Όμως, αν ο οργανισμός απορροφήσει μεγάλες ποσότητες, γίνεται τοξική και προκαλεί κάθε
είδους εκφυλιστικά συμπτώματα».
«Δεν το καταλαβαίνω, είναι τρελό».
«Ίσως θα ήταν καλύτερο να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή», είπε η Μέρεντιθ. «Γιατί δεν κάθεστε και οι δύο κι εγώ θα
σου πω τι ακριβώς συνέβη».
«Και πολύ καλά θα κάνεις», συμφώνησε ο γερουσιαστής με στεντόρεια φωνή και κάθισε στην πλησιέστερη πολυθρόνα.
«Κανείς από τους δυο σας δε μιλάει λογικά».
Οι δυο άντρες κάθισαν σε δυο πολυθρόνες ο ένας απέναντι στον άλλο. Η Μέρεντιθ κάθισε κι εκείνη στον καναπέ και ο
γερουσιαστής συνοφρυώθηκε γεμάτος προσμονή.
«Θείε Τζορτζ, δεν ξέρω πώς να σου το πω για να μη σε σοκάρω, γι’ αυτό θα το πω ωμά. Ο Χάρλαν τα κανόνισε έτσι ώστε ο
δόκτωρ Άσμπι να δηλητηριάσει την Ελμ».
«Τι πράγμα;» αναφώνησε ο γερουσιαστής και ανακάθισε εμβρόντητος. «Μέρεντιθ, έχεις τρελαθεί;»
«Δυστυχώς όχι. Πιστεύουμε πως, όταν ο Χάρλαν συνειδητοποίησε ότι η Μελ σκόπευε πραγματικά να πάρει διαζύγιο,
αποφάσισε να δράσει».
«Μα αυτό είναι τρελό, απίστευτο, εξωφρενικό».
«Καταλαβαίνω ότι έτσι φαίνεται, όμως δεν είναι». Η Μέρεντιθ έσκυψε μπροστά κι ένωσε τις παλάμες της. «Ξέρεις κι εσύ
πόσο φιλόδοξος είναι».
«Φυσικά και είναι φιλόδοξος. Ο καθένας που θέλει να πετύχει τους στόχους που έχει βάλει ο Χάρλαν θα πρέπει να είναι
φιλόδοξος. Τι σχέση έχει αυτό με την Ελμ;»
«Το μόνο που θα πετύχει ο Χάρλαν θα είναι να μπει στη φυλακή», είπε ο Τζόνι παγερά.
«Θα μου κάνετε τη χάρη να μιλήσετε καθαρά;» συνέχισε ο γερουσιαστής εκνευρισμένος.
«Θείε, θυμάσαι πέρσι το φθινόπωρο που η Ελμ παρουσίασε για πρώτη φορά αυτά τα συμπτώματα;»
«Φυσικά και το θυμάμαι».
«Πήγε να την εξετάσει ο δόκτωρ Φίλιπς».
«Ο οποίος την παρέπεμψε στον Άσμπι και τα λοιπά». Ο γερουσιαστής κούνησε το χέρι του ανυπόμονα. «Τα ξέρω όλα αυτά.
Μέρι, μπες στην ουσία. Διατύπωσες μια σοβαρή κατηγορία. Θεμελίωσέ τη».
«Το ξέρω, όμως αυτό που θέλω να πω είναι σημαντικό. Η Ελμ έφυγε για την Ελβετία προτού βγουν τα αποτελέσματα από
τις εξετάσεις αίματος που είχε κάνει. Εκεί ένιωθε τόσο καλύτερα, που ξέχασε εντελώς το θέμα. Όταν επέστρεψε και άρχισε να
δουλεύει ξανά στους κήπους του Ολιάντερ, επέστρεψαν και οι αδιαθεσίες. Τότε θυμήθηκε να τηλεφωνήσει στο δόκτορα
Άσμπι, ο οποίος της είπε ότι από τα πρώτα αποτελέσματα δεν μπορούσε να κάνει διάγνωση και ότι έπρεπε να πάει στην
Ατλάντα για να επαναλάβει τις εξετάσεις».
«Και;»
«Λοιπόν, ύστερα από λίγο καιρό, όταν...»
«Γιατί δεν πήγε αμέσως;»
«Επειδή ένιωθε και πάλι καλύτερα. Βλέπεις, μόλις έφευγε από το Ολιάντερ τα συμπτώματα σταματούσαν».
«Ακόμα κι έτσι, γιατί δεν πήγε αμέσως;»
«Επειδή ήταν μαζί μου στην Ιρλανδία», είπε ο Τζόνι και κοίταξε στα μάτια το γερουσιαστή.
«Μαζί σου; Τι δουλειά είχε στην Ιρλανδία μαζί σου;»
«Γερουσιαστά, πιθανότατα δεν είναι η πιο κατάλληλη στιγμή να σας το πω, όμως όταν τελειώσουν όλα αυτά σκοπεύω να
παντρευτώ την Ελμ».
Ο Τζορτζ Χάθαγουεϊ τον κοίταξε για λίγο σιωπηλός. «Μα αυτό είναι εξωφρενικό», είπε τελικά.
«Δε βλέπω γιατί. Καταλαβαίνω ότι ξαφνιαστήκατε, όμως αγαπώ την κόρη σας πάρα πολύ».
«Άρα όλο αυτό το διάστημα που ο κακομοίρης ο Χάρλαν προσπαθούσε να την ξανακερδίσει, εκείνη ήταν μαζί σου –και
στην Ελβετία επίσης, υποθέτω».
«Ναι».
«Κύριοι, σας παρακαλώ, ας μην ξεφύγουμε από το θέμα μας», έσπευσε να παρέμβει η Μέρεντιθ. «Θείε Τζορτζ, θα ήθελα να
ολοκληρώσω την ιστορία μου και τότε θα καταλάβεις τα υπόλοιπα».
«Πολύ καλά, όμως βρίσκω τη συμπεριφορά της Ελμ –και τη δική σου– αποκρουστική», πέταξε ο γερουσιαστής στον Τζόνι.
Η Μέρεντιθ είδε τον Τζόνι να σηκώνεται επιθετικά και να ανοίγει το στόμα του, έτοιμος να απαντήσει στον ίδιο τόνο. «Θα
σταματήσετε και οι δύο να ακούσετε τι έχω να πω;» τους ρώτησε βιαστικά.
«Πολύ καλά», συμφώνησε ο γερουσιαστής με βλοσυρό ύφος. «Συνέχισε».
«Όπως έλεγα, η Ελμ έφυγε για την Ιρλανδία όπου πέρασε μια βδομάδα στο Γκράνι Κασλ». Η Μέρεντιθ αγνόησε το
οργισμένο βλέμμα που έριξε ο γερουσιαστής στον Τζόνι και συνέχισε. «Στο ταξίδι της επιστροφής έκανε μια στάση στην
Ατλάντα και πήγε στην κλινική για τις καινούριες εξετάσεις που της είχε ζητήσει ο Άσμπι. Πιστεύουμε ότι ο Χάρλαν ήθελε να
κρατήσει ο Άσμπι την Ελμ στην κλινική όπου θα μπορούσε να τη θέσει υπό τον έλεγχό του, κι έτσι ο Άσμπι της είπε ότι τα
αποτελέσματα των δεύτερων εξετάσεων επιβεβαίωναν τους αρχικούς φόβους του, ότι έπασχε από κάποια σπάνια ασθένεια
του νευρικού συστήματος κι ότι ο μοναδικός τρόπος να θεραπευτεί ήταν να εισαχθεί αμέσως στην κλινική του. Ύστερα
άρχισε να τη δηλητηριάζει προσθέτοντας συνεχώς αυξανόμενες δόσεις σεληνίου στον ορό της –την ίδια τοξική ουσία που
βρισκόταν ήδη στον οργανισμό της εξαιτίας της έκθεσής της στο χώμα του Ολιάντερ Κρικ».
«Μα αυτό είναι εξωφρενικό. Σελήνιο στο Ολιάντερ; Πώς βρέθηκε εκεί;»
«Τοξικό απόβλητο από τη Μονάδα Επεξεργασίας Λυμάτων του Μογκάτσι, το αγαπημένο έργο του Χάρλαν».
Ο γερουσιαστής χλόμιασε. «Θεέ μου! Αυτό είναι τρομερό. Αδύνατο. Η μονάδα έχει την έγκριση της ΥΠΠ. Κι ακόμα κι αν
όσα λέτε για τα κίνητρα του Χάρλαν είναι αλήθεια –και δε λέω ότι σας πιστεύω– γιατί ένας γιατρός σαν τον Άσμπι να
συμφωνήσει να κάνει κάτι τέτοιο; Σίγουρα θα ήξερε ότι θα έχανε την άδειά του».
«Επειδή ο Χάρλαν τον εκβίαζε», απάντησε ο Τζόνι.
«Μα πώς; Γιατί;» Ο γερουσιαστής κοίταξε εκείνον και τη Μέρεντιθ σαστισμένος.
«Ζήτησα από τον αδερφό μου τον Λίαμ να κάνει μια μικρή έρευνα για το παρελθόν του Άσμπι. Απ’ ό,τι φαίνεται έχει –ή,
μάλλον, είχε– πρόβλημα με τα ναρκωτικά. Προφανώς ο Χάρλαν το γνώριζε. Σπούδαζαν μαζί στο κολέγιο πριν από πολλά
χρόνια. Πιστεύουμε ότι ο Χάρλαν ανακάλυψε τη σχέση της Ελμ με τον Άσμπι και αποφάσισε να τη χρησιμοποιήσει προς
όφελός του».
«Ο Χάρλαν έχει την τάση να συγκεντρώνει κάθε πληροφορία που πιστεύει ότι μπορεί να του φανεί χρήσιμη», είπε η
Μέρεντιθ παγερά.
«Τα αρχεία των τηλεφωνικών κλήσεων αποδεικνύουν ότι έγιναν αρκετά τηλεφωνήματα ανάμεσα στον Χάρλαν και τον
Άσμπι όσο η Ελμ έλειπε στην Ελβετία», συνέχισε ο Τζόνι.
«Αρχεία τηλεφωνικών κλήσεων;» ρώτησε ο γερουσιαστής και ύψωσε τα φρύδια του εντυπωσιασμένος.
«Ξανά ο Λίαμ», ομολόγησε ο Τζόνι.
«Πολυμήχανος άνθρωπος», μουρμούρισε ο Χάθαγουεϊ.
«Βάζω στοίχημα ότι ο Χάρλαν είπε στον Άσμπι να μην κοινοποιήσει τα αποτελέσματα. Στο κάτω κάτω, όλοι
καταλαβαίνουμε πόσο άσχημο θα ήταν να μαθευτεί ότι στη μονάδα υπήρχε διαρροή τοξικών αποβλήτων. Η Μέρεντιθ ζήτησε
από μια ομάδα περιβαλλοντολόγων να κάνει αναλύσεις σε δείγματα εδάφους από τη φυτεία και την περιοχή γύρω από τη
μονάδα επεξεργασίας. Τα επίπεδα του σεληνίου –για να μην αναφερθώ στις υπόλοιπες επικίνδυνες ουσίες– ήταν εξαιρετικά
υψηλά».
«Ο Χάρλαν πιθανότατα ήθελε να περιορίσει τις ζημιές», εξήγησε η Μέρεντιθ. «Να μη μάθει ο Τύπος για τη διαρροή
τοξικών αποβλήτων, έτσι κανόνισε με τον Άσμπι να πείσει την Ελμ να μπει στην κλινική με τη δικαιολογία ότι έπασχε από
κάποια σπάνια ασθένεια και είχε ανάγκη από θεραπεία».
«Αυτό είναι τερατώδες. Όμως πού είναι οι αποδείξεις; Και βάσει ποιας λογικής φτάσατε από μια απλή περίπτωση
συγκάλυψης της αλήθειας στο φόνο;»
«Θείε Τζορτζ, αν και δε γνωρίζουμε όλες τις λεπτομέρειες, είναι φανερό ότι ο Χάρλαν είχε αποφασίσει να μην αποκαλύψει
στην Ελμ ότι είχε εκτεθεί στο σελήνιο. Είναι επίσης φανερό ότι μετά την εισαγωγή της Ελμ στην κλινική του Άσμπι, η
κατάσταση της υγείας της επιδεινώθηκε δραματικά. Και εκτός αυτού υπάρχουν φυσικά και οι αναλύσεις που κάναμε σε
δείγμα από τον ορό που χορηγούσαν στην Ελμ. Παρουσιάζουν απίστευτα υψηλές συγκεντρώσεις σεληνίου».
«Μα τα αποτελέσματα των εξετάσεων αίματος που έστειλα στον Γκράνμπι...»
«Ήταν παραποιημένα», είπε ο Τζόνι κοφτά.
«Μα αυτό είναι τρελό. Γιατί δεν ήρθε σ’ εμένα ο Άσμπι όταν τον απείλησε ο Χάρλαν;»
«Γιατί δεν τον εκβίαζε μόνο. Του είχε υποσχεθεί και ένα μεγάλο ποσό με το οποίο θα χρηματοδοτούσε την κατασκευή μιας
καινούριας πτέρυγας στην κλινική του», απάντησε ο Τζόνι. «Εντοπίσαμε μερικές καταθέσεις που έγιναν στο λογαριασμό που
διατηρεί ο Άσμπι στα νησιά Κέιμαν. Βάζω στοίχημα ότι ο λογαριασμός από τον οποίο προήλθαν τα χρήματα ανήκει στον
Χάρλαν».
Ο γερουσιαστής κούνησε το κεφάλι συγκλονισμένος. Το πρόσωπό του είχε γίνει σταχτί. «Μου είναι δύσκολο να πιστέψω
ότι ο Χάρλαν θα έκανε τέτοιο πράγμα. Διακυβεύεται ολόκληρο το μέλλον του».
«Θείε Τζορτζ, το μέλλον του Χάρλαν ανήκει στο παρελθόν», είπε η Μέρεντιθ τρυφερά. Έσκυψε και άγγιξε το μπράτσο του
γερουσιαστή. «Ο Χάρλαν μας κορόιδευε όλους από την αρχή. Ποτέ δεν αγάπησε την Ελμ. Στην αρχή μπορεί βέβαια να
έτρεφε κάποια αισθήματα για εκείνη, όμως η αιτία ήταν κυρίως η δική σου ισχύς και οι ελπίδες που έτρεφε αναφορικά με το
πού θα μπορούσε να φτάσει με τη δική σου προστασία. Τότε όμως άρχισε να συνεργάζεται με τον Τάιλερ Μπροκ. Ο Μελ
Μπάμπερτζερ, της Σαβάνα Μόρνινγκ Νιουζ, ανακάλυψε μερικές άκρως ενοχοποιητικές πληροφορίες για την πραγματική
φύση της συνεργασίας τους.
»Κατά τα φαινόμενα ο Χάρλαν άρχισε να καλλιεργεί τη σχέση του με τον Μπροκ στις αρχές της πρώτης θητείας του στο
Κογκρέσο. Πολύ σύντομα άρχισε να δέχεται από εκείνον χρήματα –μεγάλα ποσά για τα μέτρα του Χάρλαν. Θα ήταν γελοίο
να υποθέσουμε ότι ο Χάρλαν δεν έκανε κάποιες χάρες στον Μπροκ κι ότι δεν ονειρευόταν τη μέρα που θα ανεξαρτητοποιείτο
από σένα».
«Όμως ποτέ δε θα τα κατάφερνε μόνος, αποκλείεται να μην το αντιλαμβανόταν αυτό. Ο Χάρλαν είναι έξυπνος και
χαρισματικός. Του συμπεριφέρθηκα σαν να ήταν πραγματικός γιος μου. Εγώ...» Ο γερουσιαστής κούνησε ξανά το κεφάλι
του. «Όλα αυτά είναι απίστευτα».
«Όμως αληθινά», είπε ο Τζόνι με σοβαρό ύφος. «Γερουσιαστά, λυπάμαι τρομερά για όλα αυτά. Καταλαβαίνω ότι το μέλλον
του γαμπρού σας σήμαινε πολλά για σας. Όμως σας πέρασε ποτέ από το μυαλό τι θα πρέπει να περνούσε η κακομοίρα η Ελμ
όλα αυτά τα χρόνια;»
«Πίστευα πως ήταν ευτυχισμένη. Φαινόταν ευτυχισμένη, έτσι δεν είναι, Μέρι;» ρώτησε ο γερουσιαστής και κοίταξε τη
Μέρεντιθ σαν να ζητούσε επιβεβαίωση.
«Φαινόταν είναι η σωστή λέξη, θείε Τζορτζ. Η Ελμ έβαζε πάντα τα δυνατά της ώστε να είναι σίγουρη πως όσοι βρίσκονταν
γύρω της δε θα επηρεάζονταν από όσα θεωρούσε προσωπικές της αποτυχίες. Αναλάμβανε εκείνη τις ευθύνες. Και μπορείς να
στοιχηματίσεις ακόμα και το τελευταίο σου δολάριο ότι ο Χάρλαν έκανε τα πάντα για να νιώθει έτσι η Ελμ. Τότε, σιγά σιγά, η
Ελμ άρχισε να επαναστατεί. Πρώτα ανακάλυψε το ταλέντο της στη ζωγραφική, ύστερα την αγάπη της για το Ολιάντερ –
πιστεύω ότι αυτά τα δύο έγιναν τα μέσα διαφυγής της. Αυτό που δεν περίμενε ποτέ ο Χάρλαν ήταν ότι η Ελμ θα έβρισκε το
κουράγιο να θεωρήσει εκείνον υπεύθυνο όταν εξαιτίας της απροσεξίας του μαθεύτηκε ο παράνομος δεσμός του με την
Τζένιφερ Μπολ».
«Ώστε τελικά υπήρχε παράνομος δεσμός».
«Φυσικά και υπήρχε. Κι από τότε έχει έρθει στο φως η ύπαρξη και αρκετών ακόμα. Πίστευε ότι η Ελμ θα συμπεριφερόταν
ως οφείλει κάθε καλή σύζυγος στο Νότο και θα έκανε τα στραβά μάτια».
Ο Τζορτζ Χάθαγουεϊ δίστασε. Ένα κομμάτι του εαυτού του, εκείνο που αγαπούσε την κόρη του, είχε αηδιάσει. Ένα άλλο
όμως, εκείνο του κυνικού πολιτικού, δυσκολευόταν να χωνέψει όλες αυτές τις πληροφορίες και ένιωθε ότι ίσως θα ήταν
καλύτερα αν η Ελμ είχε στρέψει και το άλλο μάγουλο και είχαν αποφευχθεί όλα αυτά τα προβλήματα.
Ο Τζόνι διαισθάνθηκε το δισταγμό του, σηκώθηκε και στάθηκε ξανά δίπλα στο τζάκι, ανίκανος να κρύψει τα συναισθήματά
του. «Κύριε, η Ελμ έχει υποφέρει άδικα σε αυτόν το γάμο. Δεν μπορεί να περιμένατε από εκείνη να συνεχίσει έτσι, να
υφίσταται την εξαπάτηση από το σύζυγό της;»
«Όχι, φυσικά και όχι. Ωστόσο, αν είχε δείξει περισσότερη κατανόηση, μπορεί τα πράγματα να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά».
«Πώς δηλαδή; Να την είχε πνίξει αντί να τη δηλητηριάσει;» γρύλισε ο Τζόνι.
«Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί να θέλει να τη σκοτώσει».
«Επειδή φοβήθηκε ότι το διαζύγιο θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στην προεκλογική του εκστρατεία», παρενέβη η Μέρεντιθ
και κοίταξε αυστηρά τον Τζόνι. «Θείε Τζορτζ, σκέψου. Σαν γαμπρός σου –σαν χήρος γαμπρός σου– ο Χάρλαν δε θα είχε
μόνο την αμέριστη συμπαράστασή σου αλλά και τη συμπάθεια του εκλογικού σώματος. Φαντάσου όλους εκείνους τους
ψηφοφόρους που θα υμνούσαν τον Χάρλαν βλέποντάς τον να αγωνίζεται να κάνει το καθήκον του παρά το πένθος του. Είμαι
σίγουρος ότι φανταζόταν τον εαυτό του ως πρωταγωνιστή σε κάποιο νοσηρό μελόδραμα που θα λάβαινε χώρα στην
Ουάσιγκτον. Αηδιάζω και μόνο που το σκέφτομαι».
Ο γερουσιαστής ανακάθισε, σκέφτηκε την τάση του Χάρλαν να γίνεται μελοδραματικός, την αγάπη του για τη δημοσιότητα
–και την ολοκληρωτική του απέχθεια για κάθε είδους αρνητική δημοσιότητα. «Έχεις δίκιο», ψέλλισε και κατέβασε το κεφάλι.
Σηκώθηκε και άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω στο δωμάτιο οργισμένος. «Θα τον τσακίσω γι’ αυτό», δήλωσε. Τα μάτια του
έλαμπαν από αποφασιστικότητα. Σταμάτησε και κοίταξε τη Μέρεντιθ. «Για όλα φταίω εγώ», είπε ξαφνικά, σαν να το είχε
μόλις συνειδητοποιήσει. «Θα έπρεπε να είχα αντιληφθεί το παιχνίδι του, να είχα καταλάβει τους σκοπούς του. Αντίθετα
άφησα τον εαυτό μου να πέσει θύμα της κολακείας του και τις συνέπειες τις πλήρωσε η Ελμ. Ω, πόσο τυφλός ήμουν. Ακόμα
κι όταν η Ελμ βρισκόταν στην κλινική, θαύμαζα τον τρόπο με τον οποίο εκμεταλλευόταν ο Χάρλαν όλες εκείνες τις
τηλεοπτικές συνεντεύξεις. Αναρωτιέμαι αν είμαι κι εγώ τρελός». Ο γερουσιαστής έσκυψε το κεφάλι του, άγγιξε τη ράχη της
μύτης του και κοίταξε θλιμμένα το πάτωμα. «Υποθέτω ότι φταίω κι εγώ όσο και ο Χάρλαν. Πόσο λάθος έκρινα τα πάντα όλα
αυτά τα χρόνια».
Ο γερουσιαστής στάθηκε για λίγο μπροστά στο παράθυρο και άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στους ουρανοξύστες της
Νέας Υόρκης. Σκεφτόταν τις γκρεμισμένες του ελπίδες και το γεγονός ότι είχε βάλει τις φιλοδοξίες του πάνω από την ευτυχία
της κόρης του. Ξαφνικά ένιωσε πολύ γέρος, πολύ κουρασμένος. Τότε κάτι έγινε μέσα του. Ανάθεμά σε, Χάθαγουεϊ,
σκέφτηκε. Μη σκέφτεσαι κι αυτή τη φορά τον εαυτό σου. Σκέψου για μια φορά και την κόρη σου. Κάνε αυτό που πρέπει.
Ίσιωσε τους ώμους και σήκωσε το κεφάλι του. Θα τσάκιζε το κάθαρμα έστω κι αν αυτό συνεπαγόταν την προσωπική του
ταπείνωση. Η πρώτη του αντίδραση, η εξεύρεση ενός τρόπου προκειμένου να καλύψει τα πάντα, δεν ήταν αντάξιά του –ούτε
αντάξια της κόρης του. Αποτραβήχτηκε από το παράθυρο και κοίταξε ξανά το δωμάτιο. Η Μέρεντιθ, που τον
παρακολουθούσε θλιμμένη και σκεφτόταν ότι είχε νικηθεί ολοκληρωτικά, είδε στο βλέμμα του εκείνη την παλιά, γνώριμη
αποφασιστικότητα που είχε κάνει τον Τζορτζ Χάθαγουεϊ θρύλο στη Γερουσία.
«Πρέπει να ψάξουμε και να τον πιάσουμε. Πού είναι το κάθαρμα;» ρώτησε ο γερουσιαστής με ήρεμη φωνή. «Δε με νοιάζει
πόσος θόρυβος θα ξεσηκωθεί, πρέπει να τον πιάσουμε πριν κάνει μεγαλύτερο κακό».
«Μην ανησυχείτε, κύριε. Ο αδερφός μου έχει μερικούς εξαιρετικά υψηλόβαθμους φίλους στο FBI και, απ’ ό,τι φαίνεται,
παρακολουθούν κι εκείνοι τον Χάρλαν εδώ και λίγο καιρό. Η σχέση του με τον Μπροκ δεν είχε περάσει απαρατήρητη. Το
θέμα είναι ότι θέλουν να περιμένουν λίγο –προσπαθούν να πιάσουν ένα πολύ μεγαλύτερο ψάρι».
«Έχω κι εγώ μερικές διασυνδέσεις στην Ουάσιγκτον κι αυτό που θέλω είναι να αποσυρθεί ο Χάρλαν από την κυκλοφορία»,
είπε ο γερουσιαστής. «Θα τηλεφωνήσω στο διευθυντή του FBI ώστε να βεβαιωθώ ότι ξέρει τι πρέπει να κάνει. Γνωρίζουν
τουλάχιστον πού βρίσκεται ο Χάρλαν;» ρώτησε θυμωμένος.
«Κανείς δεν ξέρει. Αυτή τη στιγμή έχει χαθεί από το πρόσωπο της γης. Η Ελμ είναι ασφαλής εδώ –προσέξαμε να
καλύψουμε τα ίχνη μας–, όμως είναι απλά θέμα χρόνου μέχρι ο Χάρλαν να αρχίσει να την ψάχνει. Έτσι όπως το βλέπω εγώ,
στην κατάσταση που βρίσκεται αυτή τη στιγμή έχει δύο τρόπους αντίδρασης. Είτε θα προσποιηθεί ότι ενθουσιάστηκε από τη
θεραπεία της γυναίκας του, θα παραδεχτεί ότι είχε κάνει λάθος για τον Άσμπι και θα προσπαθήσει να φορτώσει τα πάντα στον
Μπροκ, είτε... θα προσπαθήσει να την αποτελειώσει ο ίδιος».
«Μα αυτό είναι αδύνατο», είπε ο Χάθαγουεϊ. «Πώς θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο;»
«Μπορώ να σκεφτώ αρκετούς τρόπους», είπε ο Τζόνι σφιγμένα. «Όμως, όσο είμαι εγώ ζωντανός, δε θα του δοθεί η
ευκαιρία να υλοποιήσει κανέναν από τους δυο».
«Θεέ μου, όλα αυτά είναι τρομερά», μουρμούρισε ο γερουσιαστής ξανά και πέρασε την παλάμη από το μέτωπό του.
«Καλύτερα να δω τι πρέπει να γίνει. Θα πρέπει να μιλήσω αμέσως με την ηγεσία του Λευκού Οίκου, να τους ενημερώσω για
όσα συμβαίνουν. Μέρι, το κόμμα θα βρεθεί αντιμέτωπο με μια πολύ δυσάρεστη κατάσταση».
«Δεν ανησυχείς περισσότερο για την κόρη σου παρά για το αναθεματισμένο το κόμμα;» Ο Τζόνι δεν μπόρεσε να
συγκρατηθεί. Ύστερα απ’ όσα είχε περάσει η Ελμ για χάρη του πατέρα της, ο γερουσιαστής έβαζε ξανά πάνω απ’ όλα την
πολιτική. «Δεν αντιλαμβάνεσαι ότι η κόρη σου υπέφερε χρόνια εξευτελισμού, υποβιβάζοντας τον εαυτό της, εξαιτίας κάποιας
διεστραμμένης αίσθησης καθήκοντος απέναντί σου;»
«Ναι, νεαρέ μου, το αντιλαμβάνομαι», απάντησε ήρεμα ο γερουσιαστής και κοίταξε τον Τζόνι στα μάτια. «Την τελευταία
μισή ώρα έμαθα πολλά που δε γνώριζα και έχεις κάθε δικαίωμα να είσαι θυμωμένος, ιδιαίτερα αν αγαπάς την κόρη μου, όπως
ισχυρίζεσαι. Υπάρχουν πολλά που θα πρέπει να διορθώσω. Αν μπορώ να το κάνω ακόμα. Όμως έχω επίσης και καθήκον
απέναντι στο κόμμα και στην πατρίδα μου. Έβαλα αυτό τον άνθρωπο στη θέση που κατέχει, έπεισα άλλους να τον
εμπιστευτούν. Είναι εξίσου σημαντικό να επανορθώσω το δημόσιο κακό που έκανα όπως και να επανορθώσω τη σχέση μου
με την κόρη μου. Ξέρω ότι η Ελμ θα ήταν η πρώτη που θα συμφωνούσε».
«Πράγματι, μπαμπά, έχεις δίκιο. Συμφωνώ».
Κανείς δεν είχε προσέξει ότι η Ελμ στεκόταν στην άνοιγμα της πόρτας. Φορούσε μαύρο παντελόνι και κομψή, μαύρη
μεταξωτή μπλούζα. Γύρισαν όλοι ταυτόχρονα και ο Τζόνι έτρεξε προς το μέρος της.
«Μην ανησυχείς», τον καθησύχασε εκείνη. Τον άφησε να την πιάσει από το χέρι και να την οδηγήσει στο δωμάτιο.
«Φυσικά ήταν τρομερό σοκ το να μάθω ότι ο σύζυγός μου προσπαθούσε να με σκοτώσει, παραδόξως όμως –και δεν το
πιστεύω ότι το λέω αυτό– δε με εκπλήσσει. Όταν ήμουν στην κλινική ένιωθα την ανάγκη να κάνω ό,τι μπορούσα για να
κρατήσω τον Χάρλαν μακριά από την οικογένειά μου. Και φαντάζομαι ότι, βαθιά μέσα μου, ποτέ δεν είχα πιστέψει τη θεωρία
περί της σπάνιας πάθησης του νευρικού συστήματος. Προσπάθησα, όμως για κάποιο λόγο δε μου φαινόταν αληθινή. Αυτό
που δεν καταλαβαίνω», είπε η Ελμ και κοίταξε τον Τζόνι και τη Μέρεντιθ με σοβαρό ύφος, «είναι γιατί μου αποκρύψατε όλα
αυτές τις πληροφορίες».
«Γλυκιά μου...» Ο Τζόνι έπιασε την παλάμη της και την κοίταξε με έκδηλη ανησυχία. «Ήσουν πολύ άρρωστη. Πιστεύαμε
ότι δεν ήσουν αρκετά καλά ώστε να αντέξεις την αλήθεια. Η θεραπεία σου θα ήταν αρκετά δύσκολη και χωρίς να σου πούμε
ότι υπεύθυνος για την ασθένειά σου ήταν ο σύζυγός σου».
«Με υποτιμάτε αν πιστεύετε ότι δε θα αντέξω την αλήθεια». Η Ελμ αποτράβηξε το χέρι της και κοίταξε τον πατέρα της.
«Μπαμπά, λυπάμαι που τα πράγματα εξελίχθηκαν τόσο άσχημα. Ξέρω τι ελπίδες έτρεφες και πόσα είχες επενδύσει στον
Χάρλαν».
«Ελμ, γλυκιά μου, ο μόνος που θα πρέπει να λυπάται εδώ είμαι εγώ. Θα έπρεπε να είχα καταλάβει ποιος ήταν ο Χάρλαν, τι
είχε στο μυαλό του. Ντρέπομαι βαθιά που η φιλοδοξία μου έβαλε σε κίνδυνο τη ζωή σου».
Η Ελμ προχώρησε προς τον πατέρα της και άνοιξε τα διάπλατα τα χέρια της. «Ω μπαμπά».
«Ελμ, γλυκιά μου, σε αγαπάω όσο τίποτα στον κόσμο», είπε εκείνος βραχνά και την αγκάλιασε σφιχτά. «Ήμουν τυφλός,
υπερβολικά δοσμένος στην πολιτική για να δω την αλήθεια, παρά το ότι ήταν τόσο φανερή. Τρέμω όταν σκέφτομαι τι θα
έλεγε η μητέρα σου αν ζούσε».
Ο Τζόνι έκανε ένα βήμα μπροστά. «Γερουσιαστά, δεν είχα ποτέ τη χαρά να γνωρίσω τη σύζυγό σας, όμως αν έμοιαζε στην
κόρη σας», είπε τρυφερά και τα μάτια του έλαμψαν όταν κοίταξε την Ελμ, «στοιχηματίζω ότι θα σας έλεγε να απαλλαγείτε
από τους δαίμονες που σας βασανίζουν, να συμφιλιωθείτε με το παρελθόν και, το πιο σημαντικό, να επιτρέψετε στον εαυτό
σας να πιστέψει σε ένα καλύτερο μέλλον».
Η Ελμ κοίταξε τον Τζόνι και του χαμογέλασε. Τα μάτια της ήταν δακρυσμένα. Κοίταξε ξανά τον πατέρα της. «Έλα,
μπαμπά, έχει δίκιο. Απλά ξέχασέ το. Όλα έχουν περάσει πια», είπε και αφέθηκε ξανά στην αγκαλιά του.
«Ελμ, θα μπορέσεις ποτέ να με συγχωρήσεις;»
«Φυσικά και σε συγχωρώ, μπαμπά», είπε εκείνη. Τραβήχτηκε και ακούμπησε τις παλάμες της στους ώμους του πατέρα της.
«Όμως στο μέλλον, σε παρακαλώ, επίτρεψέ μου να είμαι ο εαυτός μου».
«Σου ορκίζομαι ότι αυτό θα κάνω».
«Εξάλλου δε φταις μόνο εσύ», είπε η Ελμ και έσφιξε το χέρι του πατέρα της. «Αν επέμενα όταν ήξερα ότι είχα δίκιο αντί να
υποχωρώ συνέχεια, αν δε φορούσα παρωπίδες σε ό,τι είχε να κάνει με τον Χάρλαν, τίποτα απ’ όλα αυτά δε θα είχε συμβεί».
Κοίταξε ξανά τον Τζόνι και χαμογέλασε θλιμμένα. «Φαντάζομαι ότι αυτό που θα πρέπει να κάνω τώρα είναι να τακτοποιήσω
όλες τις εκκρεμότητες. Ξέρει κανείς πού βρίσκεται ο Χάρλαν;»
«Φαντάζομαι ότι θα κρύβεται», απάντησε η Μέρεντιθ. «Τελευταία φορά τον είδαν να επιβιβάζεται στο αεροπλάνο για το
Μαϊάμι. Όμως θα τον βρουν. Δεν πρόκειται να πάει μακριά».
«Αυτό είναι αλήθεια. Σχεδόν τον λυπάμαι», μουρμούρισε η Ελμ. «Θα πρέπει να είναι πολύ άρρωστος για να φτάσει σε αυτό
το σημείο».
«Πολύ γενναιόδωρο εκ μέρους σου, γλυκιά μου», μουρμούρισε ο Τζόνι παγερά και την κοίταξε. «Φοβάμαι όμως ότι εγώ
βλέπω τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο», πρόσθεσε και πέρασε το μπράτσο του προστατευτικά γύρω από τους ώμους της.
«Τουλάχιστον έτσι εξηγείται ένα μεγάλο μέρος της συμπεριφοράς του. Ξέρεις, είναι παράξενο, όμως δε νιώθω πια τόσο
άσχημα για το γάμο μας. Ο Χάρλαν δεν ήταν πια ο άνθρωπος που είχα παντρευτεί πριν από τόσα χρόνια. Τώρα θα πρέπει
απλά να βάλω ένα τέλος σ’ όλα αυτά».
«Φυσικά και θα πρέπει», αποκρίθηκε ο Τζόνι τρυφερά.
Η Ελμ τραβήχτηκε. «Αυτό που εννοώ», συνέχισε απευθυνόμενη σε όλους, «είναι ότι πρέπει να επιστρέψω στη Σαβάνα».
«Μα δεν μπορείς. Δεν είσαι ακόμα αρκετά καλά. Δεν μπορείς να ταξιδέψεις αυτή τη στιγμή. Είναι γελοίο», διαμαρτυρήθηκε
ο Τζόνι.
«Αισθάνομαι πολύ καλύτερα. Η ξεκούραση των τελευταίων ημερών μού έκανε πολύ καλό και όσο περισσότερα κάνω τόσο
πιο γρήγορα θα ξεμπλέξω».
«Ναι, εξακολουθείς όμως να μην μπορείς να ταξιδέψεις».
«Γιατί όχι; Ρώτησα το γιατρό και μου είπε ότι έχει μείνει έκπληκτος από την ταχύτητα με την οποία αναρρώνω».
«Μπορεί, όμως αυτό δε σημαίνει...»
«Τζόνι, γλυκέ μου, πρέπει να το κάνω. Είναι ο μόνος τρόπος να αφήσω πίσω μου το παρελθόν, ο μόνος που θα μου
επιτρέψει να προχωρήσω. Θέλω να δώσω ένα τέλος το συντομότερο δυνατόν», επέμεινε η Ελμ.
«Πολύ καλά», υποχώρησε ο Τζόνι. «Τότε θα έρθω μαζί σου».
«Σωστά», συμφώνησε ο γερουσιαστής και κατένευσε, σαν να ζητούσε την υποστήριξη της Μέρεντιθ. «Θα έρθουμε όλοι
μαζί σου».
«Όχι, όχι, σας παρακαλώ, δεν καταλαβαίνετε». Η Ελμ τραβήχτηκε και στάθηκε ανάμεσα στις μπαλκονόπορτες που
οδηγούσαν στη βεράντα, αποφασισμένη να ξεκαθαρίσει της προθέσεις της. «Είναι κάτι που πρέπει να κάνω μόνη μου. Πρέπει
να πάω μόνη μου στη Σαβάνα, να μαζέψω τα πράγματά μου, να κλείσω το σπίτι και να το πουλήσω. Είναι ο μόνος τρόπος να
κλείσω αυτό το κεφάλαιο της ζωής μου. Και πρέπει να το κάνω μόνη μου», επέμεινε σε ήρεμο τόνο.
«Μα, Ελμ, αυτό είναι εξωφρενικό. Ο Γκράνι έχει δίκιο», είπε ο γερουσιαστής αυστηρά. «Πρέπει να φανείς λογική».
«Μπαμπά...» Η Ελμ έκλεισε τα μάτια της. «Ήμουν λογική όλη μου τη ζωή. Δεν μπορώ να κάνω για μια φορά τα πράγματα
με τον δικό μου τρόπο;» ρώτησε. Ξανάνοιξε τα μάτια της. Το χαμόγελό της ήταν γλυκό αλλά αποφασιστικό κι ο τόνος της
φωνής της δεν άφηνε καμιά αμφιβολία για τις προθέσεις της. «Στο κάτω κάτω ο Χάρλαν δεν είναι εκεί ούτε πρόκειται να πάει
σύντομα. Η Σαβάνα είναι το τελευταίο μέρος που θα εμφανιστεί. Το πιο ισχυρό ένστικτο στον Χάρλαν είναι εκείνο της
αυτοσυντήρησης. Απ’ όσο ξέρουμε μπορεί να το έχει ήδη σκάσει στη Νότια Αμερική με κάποιον από τους φίλους του
Μπροκ».
«Πιθανόν», συμφώνησε η Μέρεντιθ δύσπιστα.
Η έκφραση της Ελμ γέμισε ξαφνικά θλίψη. «Είναι φοβερό αυτό που συνέβη. Ο Χάρλαν είχε πραγματικά τη στόφα μεγάλου
πολιτικού. Νομίζω όμως ότι αν εμφανιστεί πουθενά θα είναι στην Ουάσιγκτον. Είναι εθισμένος στην ατμόσφαιρα της
εξουσίας που επικρατεί εκεί. Μάλιστα αυτό που του αρέσει περισσότερο απ’ όλα είναι να κάθεται σε ένα παγκάκι στο
Λαφαγιέτ Παρκ που βλέπει στον Λευκό Οίκο και να φαντάζεται ότι κάποια μέρα θα εγκατασταθεί κι εκείνος εκεί. Θλιβερή
συνήθεια».
«Για όνομα του Θεού, Ελμ, δεν μπορεί να τον λυπάσαι τόσο. Σε λίγο θα κατηγορείς τον εαυτό σου για ό,τι συνέβη».
«Όχι, Μερ. Αυτό αποκλείεται. Όχι πια». Η Ελμ κούνησε το κεφάλι της αποφασιστικά. «Δεν πρόκειται να αλλάξει ο τρόπος
που βλέπω τα πράγματα».
«Τότε γιατί να μην επιστρέψουμε μαζί; Εσύ μπορείς να πας στο σπίτι και να κάνεις ό,τι πρέπει, κι εμείς θα είμαστε κοντά
σου αν μας χρειαστείς», προσπάθησε να συμβιβάσει τα πράγματα ο γερουσιαστής.
«Καλή ιδέα», συμφώνησε η Μέρεντιθ. «Όμως, Ελμ, είσαι σίγουρη ότι είσαι αρκετά καλά; Δε θα ήταν καλύτερα να πάρεις
την έγκριση του γιατρού προτού ταξιδέψεις;» Κοίταξε τη φίλη της επικριτικά.
«Έχει δίκιο», βρήκε την ευκαιρία να προσθέσει ο Τζόνι. «Είσαι πολύ καλύτερα, όμως δε νιώθω άνετα στη σκέψη ότι θα πας
μόνη σου εκεί. Ο πατέρας σου έχει δίκιο».
«Εντάξει, θα επιστρέψω αεροπορικώς με τον μπαμπά. Θα σταματήσετε όμως σας παρακαλώ να μου φέρεστε σαν να είμαι
μωρό;» διαμαρτυρήθηκε η Ελμ απελπισμένη. «Το μόνο που θέλω είναι να ξεμπερδεύω μ’ αυτή την ιστορία. Δεν
καταλαβαίνετε ότι έτσι θα νιώσουμε όλοι πολύ καλύτερα; Και πρέπει να πάω στο Ολιάντερ να δω πώς τα πηγαίνουν τα
κορίτσια με την αποκατάσταση των κήπων. Πρέπει να κάνω μια καινούρια αρχή και πρέπει να την κάνω μόνη μου».
Ο Τζόνι και η Μέρεντιθ κοιτάχτηκαν. Είτε τους άρεσε είτε όχι, θα έπρεπε να μιλήσουν στην Ελμ για την Τζούλι και για όσα
είχαν συμβεί στο Ολιάντερ Κρικ.
«Εντάξει, ας γίνει όπως θέλεις εσύ». Η Μέρεντιθ χαμογέλασε στην Ελμ, χαρούμενη που είχε πειστεί να επιστρέψει με το
γερουσιαστή. Τότε κοίταξε τον Τζόνι σαν να ήθελε να τον καθησυχάσει. Θα έλεγε στην Ελμ για την Τζούλι όταν θα έμεναν
μόνες τους, την κατάλληλη στιγμή. Για μια μέρα είχαν ειπωθεί αρκετά.

30
Πτώμα Μεγιστάνα Ανακαλύφθηκε Στον Κόλπο, έγραφε η εφημερίδα.
Να πάρει.
Ο Χάρλαν ένιωσε μια ξαφνική ανατριχίλα. Άνοιξε την εφημερίδα και διάβασε τη συνέχεια. «Το πτώμα του Τάιλερ Μπροκ,
πολυεκατομμυριούχου και μεγιστάνα στον τομέα των κατασκευών, βρέθηκε να επιπλέει στον κόλπο μπροστά από την
πολυτελή έπαυλή του στο Σκίνταγουεϊ, νωρίς χτες το πρωί...»
Να πάρει! Ο Χάρλαν δεν ήθελε να δολοφονήσει ο Ραμίρες τον Μπροκ, απλά να τον αναγκάσει να κρατήσει το στόμα του
κλειστό. Ξεροκατάπιε. Ο λαιμός του είχε στεγνώσει. Αυτοί οι τύποι πραγματικά δεν αστειεύονταν.
Σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του και διάβασε το υπόλοιπο άρθρο. Το σοκ από το οποίο είχε καταληφθεί άρχισε να
υποχωρεί όταν συνειδητοποίησε τη σημασία του γεγονότος. Στην πραγματικότητα δεν ήταν κακό κι όταν το καλοσκέφτηκε
ένιωσε ανακούφιση. Η μέθοδος του Ραμίρες βέβαια παραήταν δραστική, ωστόσο είχε λύσει το δικό του πρόβλημα με τον
καλύτερο τρόπο. Ο Μπροκ δεν αποτελούσε πια απειλή, κι αφού οι νεκροί δε μιλάνε η συνεργασία τους θα παρέμενε μυστική.
Παρ’ όλα αυτά ο βίαιος τρόπος με τον οποίο είχε πεθάνει ο Τάιλερ τον έκανε να νιώθει άβολα.
Ο Χάρλαν προσπάθησε να διώξει από το μυαλό του την εικόνα του πτώματος του Μπροκ που επέπλεε στο νερό και
διάβασε το υπόλοιπο φύλλο της Σαβάνα Μόρνινγκ Νιουζ που είχε ζητήσει να του προμηθεύσει το τοπικό πρακτορείο Τύπου,
παρά το ότι η εφημερίδα ήταν τριών ημερών. Τι ήταν αυτό; «Ερωτήματα Για Τη Μονάδα Επεξεργασίας Λυμάτων του
Μογκάτσι». Με την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή, ο Χάρλαν διάβασε το άρθρο βιαστικά. Διαπίστωσε με ανακούφιση ότι
δε γίνονταν ιδιαίτερα αρνητικές αναφορές σε εκείνον προσωπικά, μόνο κάποιες υπόνοιες για αστοχίες στην κατασκευή που
υποβάθμιζαν την αποτελεσματικότητα της μονάδας. Όμως ήταν φανερό ότι κάποιος σκάλιζε την υπόθεση. Και μάλιστα
προχωρούσε με γρήγορους ρυθμούς.
Πιθανότατα εκείνος ο νεαρός δημοσιογράφος στον οποίο είχε δώσει συνέντευξη. Μπορεί να επρόκειτο απλά για μια
προσπάθεια των φιλελεύθερων να αμαυρώσουν την εικόνα του. Το πρόβλημα ήταν, σκέφτηκε ο Χάρλαν μελαγχολικά, ότι αν
έκαναν έρευνα σε βάθος κι ανακάλυπταν την αλήθεια, ίσως οι προσπάθειές τους να μην πήγαιναν χαμένες.
Το βλέμμα του Χάρλαν ταξίδεψε στην πεντακάθαρη πέτρινη βεράντα και στον γαλήνιο γαλάζιο ωκεανό πιο πέρα. Τα μάτια
του στάθηκαν σε ένα γιοτ που ταξίδευε αργά στον ορίζοντα. Δεν μπορούσε να επιτρέψει να συμβεί αυτό. Δεν μπορούσε να
επιτρέψει σε τίποτα να καταστρέψει τα σχέδια που είχε καταστρώσει τόσο προσεκτικά. Ήπιε μια γερή γουλιά ουίσκι, έβαλε το
μυαλό του να σκεφτεί και προσπάθησε να αντιμετωπίσει την κατάσταση λογικά. Πιθανόν το άρθρο να μην ήταν τίποτα
περισσότερο από ένα πυροτέχνημα. Δε θα έπρεπε να επιτρέπει σε τέτοια πράγματα να τον τρομάζουν. Συνέβαιναν διαρκώς.
Στην πραγματικότητα ήταν απόλυτα συνηθισμένα στη διάρκεια μιας προεκλογικής περιόδου. Όμως τι θα γινόταν αν μάθαιναν
για τα κονδύλια που, αντί να διατεθούν στην κατασκευή της Μονάδας Επεξεργασίας Λυμάτων, είχαν καταλήξει στο
λογαριασμό του στα Κέιμαν; Ή ότι είχε εξασφαλίσει την έγκριση της ΥΠΠ χρησιμοποιώντας μέσα που εκείνη τη στιγμή
προτιμούσε να μην τα σκέφτεται; Αυτά τα πράγματα δε θα του ήταν τόσο εύκολο να τα εξηγήσει.
Σταμάτα, απαίτησε αυστηρά από τον εαυτό του. Ήταν γελοίο. Πανικοβαλλόταν χωρίς λόγο. Δίπλωσε την εφημερίδα, την
πέταξε στην κορυφή της στοίβας στην καρέκλα δίπλα του μαζί με τις υπόλοιπες που δεν είχε διαβάσει ακόμα και ύστερα
έγειρε πίσω κι έστρεψε το πρόσωπό του προς τον ουρανό για να μαυρίσει ομοιόμορφα. Θα άφηνε τη σκόνη να κατακαθίσει.
Μέχρι να επιστρέψει, θα είχε συμβεί κάτι άλλο που θα τραβούσε τα φώτα της δημοσιότητας. Ευτυχώς που είχε αποφασίσει να
ασχοληθεί λίγο με τις δημόσιες σχέσεις του εκείνη τη βδομάδα, γιατί, κατά τα φαινόμενα, θα χρειαζόταν να επιστρατεύσει
όλα τα μέσα που διέθετε για να μπορέσει να αντιμετωπίσει αυτές τις ασαφείς –όπως του άρεσε να τις θεωρεί– κατηγορίες. Και
για να αντιμετωπίσω και την Ελμ, σκέφτηκε, ενοχλημένος που δεν είχε καταφέρει να την εντοπίσει ακόμα.
Όχι, αποφάσισε, νιώθοντας τις αχτίδες του ήλιου να τον ζεσταίνουν, δε θα άφηνε το ζήτημα της Ελμ να τον ταράξει. Ήξερε
να την κουμαντάρει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο. Πάντα έβρισκε τον τρόπο να μπαλώνει τα πράγματα και δεν υπήρχε
λόγος ώστε να μην κοπάσει κι αυτή η ασήμαντη καταιγίδα, όπως και όλες οι προηγούμενες. Ήταν μέρος του παιχνιδιού.
Έπρεπε απλά να κάνει υπομονή. Ωστόσο τον εκνεύριζε το γεγονός ότι εκείνος ο ιδιωτικός ντετέκτιβ που είχε προσλάβει
διακριτικά δεν είχε ακόμα εντοπίσει την Ελμ –ή την Τζοκόντα. Μπορεί να το είχαν σκάσει και οι δύο για την Ευρώπη. Τέλος
πάντων. Τουλάχιστον έτσι τα πράγματα θα παρέμεναν ήρεμα για ένα σύντομο χρονικό διάστημα και δε θα χρειαζόταν να
εμπλακεί ο γερουσιαστής.
Μια σκέψη πέρασε ξαφνικά από το μυαλό του Χάρλαν. Ίσως η Ελμ να ήταν ήδη νεκρή. Όμως όχι. Αυτό δεν ήταν πιθανό.
Κάτι θα είχε διαβάσει στις εφημερίδες, κάτι θα είχε δει στην τηλεόραση. Φυσικά θα λογαριαζόταν με την Ελμ, όμως εκείνη τη
στιγμή τον ενδιέφερε περισσότερο να κλείσει το στόμα του Άσμπι. Δεν είχε το περιθώριο να τον αφήσει να φλυαρεί.
Σχημάτισε στο καντράν του κινητού του τον αριθμό της κλινικής και ζήτησε το γιατρό.
«Χάρλαν, εσύ είσαι; Έχω τρελαθεί από την αγωνία. Πού στο καλό βρίσκεσαι;» ρώτησε ο Άσμπι με ασταθή φωνή.
«Σε ταξίδι», του απάντησε ο Χάρλαν κοφτά. «Τώρα πες μου τι νέα έχεις για την Ελμ. Μου είπες ότι έχεις ανοιχτές τις
κεραίες σου. Έχεις καμιά ιδέα σχετικά με το πού μπορεί να την έχουν πάει; Πού μπορεί να βρίσκεται;»
«Όχι, δυστυχώς. Κινήθηκα πολύ διακριτικά», απάντησε ο Άσμπι. «Είπα απλά στην οικογένειά της ότι υπέγραψε η ίδια για
να βγει από την κλινική και ότι δε με ενημέρωσε για το πού σκόπευε να πάει. Είπα ότι ανησυχούσα για εκείνη. Όμως,
Χάρλαν, αν την πήγαν σε άλλο νοσοκομείο, κι αυτό φαντάζομαι πως θα έκαναν, τότε είναι βέβαιο ότι τα πάντα θα μαθευτούν.
Για να είμαι ειλικρινής, έχω τρομοκρατηθεί. Δεν ξέρω τι να κάνω. Εγώ...»
«Μην ανησυχείς. Όταν ανακαλύψουν ότι δεν πάσχει από καμιά εκφυλιστική ασθένεια, θα αποδώσουν την ύπαρξη σεληνίου
στο αίμα της στη Μονάδα Επεξεργασίας Λυμάτων και η προσοχή τους θα στραφεί εκεί. Εσένα θα σε ξεχάσουν εντελώς».
«Πιθανόν. Ναι. Μάλλον έχεις δίκιο. Όμως για κάθε ενδεχόμενο θα πρέπει να σκεφτούμε ένα αληθοφανές άλλοθι, να
συμφωνήσουμε τι θα πούμε. Έχω ακυρώσει όλα τα ραντεβού μου για τις επόμενες μέρες. Θα έρθω να σε βρω για να
ξεκαθαρίσουμε την κατάσταση. Πού είσαι;» επέμεινε ο Άσμπι και κοίταξε τον πράκτορα του FBI που ήταν στημένος έξω από
το παράθυρό του είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο.
«Όπως σου είπα, ταξιδεύω. Δε μένω κάπου συγκεκριμένα. Θα επιστρέψω σύντομα», απάντησε ο Χάρλαν αόριστα.
Ο Άσμπι έκρυψε την απογοήτευσή του. Θα του ήταν τρομερά χρήσιμο αν μπορούσε να παραδώσει την κεφαλή του Χάρλαν
στους Ομοσπονδιακούς επί πίνακι. Θα έκλεινε συμφωνία μαζί τους και δεν είχε καμία πρόθεση να τα θαλασσώσει. Ο Χάρλαν
ας έκοβε το λαιμό του. Στο κάτω κάτω τον είχε εκβιάσει, τον είχε εξαναγκάσει να βάλει σε κίνδυνο την καριέρα του κι ό,τι κι
αν πάθαινε θα του άξιζε. Θα ήταν θαύμα αν δεν καταστρεφόταν έτσι κι αλλιώς.
«Πότε λες να επιστρέψεις στη Σαβάνα;» ρώτησε με την ελπίδα ότι ο Χάρλαν μπορεί να άφηνε κάποια υπόνοια για το πού
βρισκόταν.
«Δεν ξέρω ακόμα. Όμως αν έχεις κανένα νέο για την Ελμ να μου τηλεφωνήσεις αμέσως, εντάξει;»
«Εντάξει, θα το κάνω».
Ο Χάρλαν έκλεισε. Κοίταξε ξανά τη λευκή κουπαστή της βεράντας και ύστερα τη θάλασσα της Καραϊβικής. Συνοφρυώθηκε
κι αναρωτήθηκε ξανά πού μπορεί να βρισκόταν η Ελμ. Σίγουρα πίσω από την εξαφάνισή της θα κρυβόταν η Μέρεντιθ. Κι ο
γερουσιαστής; Άραγε ήξερε τίποτα; Υποπτευόταν ότι ο Χάρλαν ίσως να είχε κάποια σχέση με την κακή κατάσταση της υγείας
της κόρης του;
Όχι. Ο Χάρλαν κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. Δεν υπήρχε περίπτωση. Σκέφτηκε ότι αυτό ήταν το ωραίο της υπόθεσης κι
ένα χαμόγελο άνθισε στο ηλιοκαμένο πρόσωπό του. Τώρα θα έπρεπε να αυτοσχεδιάσει. Αν η Ελμ ήταν καλύτερα –πράγμα
πολύ πιθανό εφόσον πλέον δεν τη δηλητηρίαζαν–, τότε θα επέστρεφε, θα παρίστανε τον ενθουσιασμένο με την ανάρρωσή της
και θα συνέχιζε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Ωστόσο η προοπτική τού να την ξεφορτωθεί μια και καλή ήταν απίστευτα
δελεαστική, παρά την αναστάτωση που αναμφίβολα θα προκαλούσε. Ήταν αληθινά κρίμα που ο Άσμπι δεν είχε τελειώσει
εγκαίρως τη δουλειά. Τέλος πάντων. Έτσι κι αλλιώς, σκέφτηκε ο Χάρλαν και ήπιε μια γερή γουλιά από το ουίσκι του, θα
δινόταν άφθονη δημοσιότητα στο θέμα. Κι αφού ο Μπροκ είχε βγει πια από τη μέση, θα μπορούσε να ξεκινήσει μια «έρευνα»
για τη Μονάδα Επεξεργασίας Λυμάτων και ύστερα να παραστήσει τον έντρομο και σοκαρισμένο από την πληροφορία ότι οι
ψηφοφόροι του είχαν ξεγελαστεί και είχαν εκτεθεί σε κίνδυνο. Αυτό όχι μόνο θα ενίσχυε την εικόνα του ως υπερασπιστή τον
αδυνάτων, αλλά και θα τον έκανε ακόμα πιο αγαπητό στη Λέσχη Σιέρα, που κατείχε ένα εντυπωσιακό ρεκόρ στην
κινητοποίηση των μελών του τη μέρα των εκλογών.
Ο Χάρλαν σηκώθηκε, ακούμπησε το άδειο ποτήρι του πάνω στη στοίβα με τις εφημερίδες, έστρωσε το λευκό λινό
πουκάμισο που φορούσε και αποφάσισε ότι ήταν ώρα για μια βουτιά στην πισίνα. Ένας από τους σερβιτόρους αντικατέστησε
το ποτό του, άφησε μια στεγνή πετσέτα στη σεζλόνγκ και, σαν να το είχε σκεφτεί καλύτερα, μάζεψε τη στοίβα με τις
εφημερίδες.
Και ευτυχώς, γιατί, αν ο Χάρλαν είχε κάνει τον κόπο να διαβάσει και πέρα από την πρώτη σελίδα του φύλλου της
προηγούμενης μέρας, ήταν σίγουρο ότι δε θα ένιωθε και τόσο κεφάτος.

Σιγά σιγά οι δυνάμεις της Ελμ επέστρεφαν και ο πρόσφατος εφιάλτης της ξεχνιόταν. Εκείνη τη στιγμή, ξαπλωμένη στο
μεγάλο κρεβάτι με τον ουρανό, στο καλόγουστο υπνοδωμάτιο που τόσα χρόνια μοιραζόταν με τον Χάρλαν,
συνειδητοποιούσε ότι προσπαθούσε να μη σκέφτεται πολύ όσα είχαν συμβεί, ότι θα έπρεπε να κοιτάζει μπροστά, όχι πίσω.
Θα ήταν ανόητη αν αναπολούσε ένα παρελθόν που της είχε φέρει τόση δυστυχία όταν το μέλλον –στο πλευρό του Τζόνι–
διαγραφόταν τόσο λαμπρό.
Ωστόσο δεν ήταν εύκολο να λειτουργεί σαν να μην είχε συμβεί τίποτα τις προηγούμενες βδομάδες. Ο θάνατος της Τζούλι
την είχε σοκάρει. Η σκέψη ότι τον είχε προκαλέσει το αγαπημένο έργο του Χάρλαν, που κι εκείνη είχε πιστέψει και είχε
υπερασπιστεί με τόσο πάθος, τη γέμιζε ενοχές.
Σωριάστηκε ξανά στα μαξιλάρια και συνειδητοποίησε πως τελικά ίσως δεν ήταν έτοιμη να φέρει σε πέρας κάτι τόσο
σημαντικό όσο το καθάρισμα και το κλείσιμο του σπιτιού. Παρά την ταχεία ανάρρωσή της και το ότι ήταν αποφασισμένη να
δείξει στον Τζόνι και στην οικογένειά της ότι ήταν καλά, ότι μπορούσε να τα βγάλει πέρα μόνη της, ακόμα δεν είχε αναλάβει
όλες της τις δυνάμεις. Όμως ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει κι όσο πιο σύντομα έκλεινε αυτό το κεφάλαιο της ζωής της, τόσο
το καλύτερο.
Άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί στο υπνοδωμάτιο και θυμήθηκε πόσο είχε ενθουσιαστεί όταν ο πατέρας της της είχε
χαρίσει το σπίτι σαν γαμήλιο δώρο. Θυμήθηκε όλες τις ελπίδες και την έξαψη που την είχε κυριεύσει όταν διακοσμούσε το
δικό της σπίτι. Εκείνη τη στιγμή, ενώ έπινε το τσάι που της είχε ετοιμάσει η Άιζα –η οποία είχε αφήσει για λίγο τη φυτεία
ώστε να τη βοηθήσει να μαζέψει τα πράγματά της– σκεφτόταν κάθε λεπτομέρεια του δωματίου το οποίο τόσα χρόνια πριν
είχε κάνει τόσο κόπο για να φτιάξει. Τις ανεκτίμητες αντίκες που είχε κληρονομήσει από τη μητέρα της. Την υπέροχη
μεταξωτή ταπετσαρία, φτιαγμένη κατά παραγγελία στην Αγγλία, αντίγραφο της ταπετσαρίας που είχε στις αρχές του εικοστού
αιώνα η προγιαγιά της με αναπαραστάσεις μερικών από τα πιο όμορφα λουλούδια του Ολιάντερ Κρικ –ιρίδων,
τριαντάφυλλων, νούφαρων. Ο ουρανός του κρεβατιού που ανήκε στην οικογένειά της αρκετές γενιές ήταν κεντημένος με
μέτρα ολόκληρα ευρωπαϊκής δαντέλας. Το σύνολο έδινε την αίσθηση ενός γαλήνιου καταφυγίου του Νότου, ενός από τα
πολλά που είχε δημιουργήσει για τον εαυτό της ώστε να έχει τη δυνατότητα να ξεφεύγει από την πραγματικότητα.
Μόνο που τώρα συνειδητοποιούσε ότι δεν είχε αποτελέσει και κανένα σπουδαίο καταφύγιο. Όμως πώς θα μπορούσε να
γνωρίζει ότι η μεγαλύτερη απειλή στον κόσμο της θα ήταν ο άντρας που κοιμόταν μαζί της σ’ εκείνο το κρεβάτι, στο πλευρό
της; Η Ελμ άφησε το φλιτζάνι της και προσπάθησε να αποδεχτεί το γεγονός ότι ο άντρας με τον οποίο ήταν τόσα χρόνια
παντρεμένη είχε όντως προσπαθήσει να τη δολοφονήσει εν ψυχρώ. Της ήταν ακόμα αδύνατο να το πιστέψει, είχε την
αίσθηση ότι παρακολουθούσε τη ζωή κάποιας άλλης μέσα από ένα ζευγάρι κιάλια που οι φακοί τους δεν ήταν εστιασμένοι.
Ένιωσε λες και τίποτε από όλα όσα είχαν συμβεί δεν την αφορούσαν. Παρά την αποστροφή της, αισθανόταν οίκτο για το
δειλό, διεφθαρμένο πλάσμα για το οποίο η δύναμη και η κοινωνική θέση είχαν αποκτήσει τόσο μεγάλη σημασία. Ο Χάρλαν
είχε ακολουθήσει ένα πολύ απαιτητικό μονοπάτι και είχε αποκτήσει τόσο μεγάλη εμμονή με τον τελικό προορισμό του, που
είχε ξεχάσει από πού είχε ξεκινήσει το ταξίδι. Και το χειρότερο ήταν, σκέφτηκε η Ελμ μελαγχολικά, ότι το ταξίδι τού είχε
κοστίσει την ψυχή του.
Ακόμα κι αν ήθελε να τον βοηθήσει –και τα όσα είχε περάσει στα χέρια του ήταν αρκετά για να μη θεωρεί πλέον ότι είχε
οποιαδήποτε υποχρέωση απέναντί του–, η Ελμ ήξερε ότι ο Χάρλαν δεν μπορούσε πια να σωθεί. Μόλις τον έβρισκε το FBI –
αφού την είχαν διαβεβαιώσει ότι κάτι τέτοιο ήταν αναπόφευκτο– ο κόσμος του θα γκρεμιζόταν γύρω του. Η διάλυση του
γάμου τους θα ήταν το λιγότερο που θα τον απασχολούσε.
Τι παράξενο που το τελευταίο κεφάλαιο της παλιάς ζωής του Χάρλαν θα ήταν ταυτόχρονα το πρώτο της καινούριας δικής
της...
Η Ελμ ακούμπησε το δίσκο στην άκρη του δαντελένιου κουβερλί και έστρεψε τις σκέψεις της στον άντρα που
κυριολεκτικά της είχε δώσει πίσω τη ζωή της. Χαμογέλασε. Ο Τζόνι είχε μείνει συνέχεια στο πλευρό της, χωρίς να την αφήσει
ούτε στιγμή. Στο νοσοκομείο, στη Νέα Υόρκη, κοιμόταν κάθε βράδυ στον άβολο καναπέ του δωματίου της, περιμένοντας
υπομονετικά δίπλα της μέχρι να αναρρώσει. Ύστερα την είχε βοηθήσει να ξεπεράσει το αρχικό σοκ που της είχε προκαλέσει η
υπέροχη, εκπληκτική, σχεδόν απίστευτη ανακάλυψη ότι θα ζούσε. Παραδόξως, αυτή η γνώση δεν της είχε προξενήσει
αμέσως χαρά. Αντίθετα είχε νιώσει ανακούφιση και ύστερα τη βεβαιότητα ότι δεν έπρεπε να αφήσει να πάει χαμένη η δεύτερη
ευκαιρία που της δινόταν.
Η Ελμ σκέφτηκε επίσης τις πιστές φίλες της, τη Μέρεντιθ και την Τζοκόντα. Η δεύτερη είχε επιστρέψει στην Ευρώπη, λίγες
μόλις μέρες μετά την περιπέτεια στην Ατλάντα, όταν είχε βεβαιωθεί ότι η Ελμ ήταν ασφαλής. Εκείνη, κάθε φορά που
σκεφτόταν την Τζοκόντα να παριστάνει την Ιταλίδα ασθενή για να ξεγελάσει τον Άσμπι, ήθελε να βάλει τα γέλια.
Η Ελμ παραμέρισε τα σκεπάσματα, κοίταξε το ρολόι και συνειδητοποίησε ότι ήταν ώρα να σηκωθεί και να συνεχίσει να
μαζεύει τα πράγματά της. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και φόρεσε τη δαντελένια ρόμπα της με τις ασορτί παντόφλες που
είχε αγοράσει πριν χρόνια από κάποιο μαγαζί στο Λονδίνο. Όσο πιο γρήγορα ξεμπέρδευε εκεί, τόσο πιο σύντομα θα
βρισκόταν ξανά στην αγκαλιά του Τζόνι.
Όχι πως είχε την παραμικρή ιδέα τι τους επεφύλασσε το μέλλον. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι αγαπούσε τον Τζόνι, ήταν όμως
έτοιμη να ενσωματωθεί στη ζωή του; Να εγκατασταθεί μαζί του στο Γκράνι Κασλ; Να αναλάβει καινούριες ευθύνες, ανάμεσά
τους κι εκείνη της ανατροφής ενός δεκαεξάχρονου;
Η Ελμ σηκώθηκε, πήγε στο παράθυρο και κοίταξε τη βροχή που έπεφτε στα πυκνά φυλλώματα. Συνειδητοποίησε ότι πριν
αναλάβει οποιαδήποτε δέσμευση, θα έπρεπε να είναι απόλυτα βέβαιη. Δεν ήταν διατεθειμένη να εγκαταλείψει την καινούρια
της ανεξαρτησία. Ούτε και –αυτή η σκέψη την έκανε να χαμογελάσει– της το είχε ζητήσει ποτέ ο Τζόνι. Δεν είχε αναφέρει καν
τη λέξη γάμος αν και είχε αφήσει να εννοηθεί ότι υπήρχε και αυτή η προοπτική.
Ένιωθε ευγνωμοσύνη που ο Τζόνι δεν την είχε κατακλύσει με σχέδια για το μέλλον για τα οποία δεν ήταν ακόμα έτοιμη.
Αυτό ήταν ένα από τα πράγματα που αγαπούσε και εκτιμούσε σ’ εκείνον. Απλά βρισκόταν στο πλευρό της, ένας βράχος στον
οποίο μπορούσε να στηριχτεί και να πάρει δυνάμεις κάθε φορά που ένιωθε την ανάγκη.
Ο Τζόνι φαινόταν να καταλαβαίνει ότι η ευθύνη της ανάρρωσής της έπεφτε στους δικούς της ώμους, ιδιαίτερα εκείνες τις
στιγμές που την κυρίευε η θλίψη και τα μάτια της πλημμύριζαν δάκρυα στη σκέψη της φτωχής Τζούλι, η οποία δεν είχε
σταθεί τόσο τυχερή όσο εκείνη. Ή όταν συνειδητοποιούσε πόσο κακό είχε κάνει ο Χάρλαν –κι ότι εκείνη τόσα χρόνια
εθελοτυφλούσε. Τις στιγμές που κατηγορούσε τον εαυτό της κι αναρωτιόταν γιατί δεν είχε ανοίξει τα μάτια της νωρίτερα,
γιατί δεν είχε διακρίνει πράγματα που ίσως θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Έδιωξε αυτές τις σκέψεις από το μυαλό της,
ακούμπησε το μέτωπό της στο δροσερό τζάμι και χαμογέλασε. Υπενθύμισε στον εαυτό της ότι δεν είχε νόημα να αδειάσει το
σπίτι αν, μεταφορικά μιλώντας, συνέχιζε να το κουβαλάει για πάντα στην πλάτη της.
Καιρός να αναλάβει δράση, σκέφτηκε. Γύρισε και κοίταξε τις αναρίθμητες φωτογραφίες. Κάποιες ήταν από τον καιρό των
προπαππούδων της, άλλες των γονιών της, σε άλλες φιγουράριζαν εκείνη και ο Χάρλαν. Πλησίασε την ψηλή σιφονιέρα από
μαόνι και κοίταξε τη φωτογραφία του γάμου της. Το όμορφο, νεαρό ζευγάρι έβγαινε από την Εκκλησία του Χριστού κάτω
από μια αψίδα από ρόδα. Είχε την αίσθηση ότι ήταν ένα στιγμιότυπο από τη ζωή κάποιου άλλου. Πήρε την κορνίζα, την
τύλιξε σε χαρτί συσκευασίας και την έβαλε χωρίς δεύτερη σκέψη στον πάτο ενός από τα χαρτοκιβώτια που περίμεναν ανοιχτά
στο πάτωμα.
Ευγνωμονούσε από τα βάθη της καρδιάς της τον Τζόνι που της είχε δώσει το χρόνο να μαζέψει τα πράγματά της μόνη της.
Δεν είχε πληγωθεί ούτε είχε αναστατωθεί από την ανάγκη της να είναι μόνη. Έδειχνε να την καταλαβαίνει απόλυτα, να την
αποδέχεται γι’ αυτό που ήταν. Αυτό ακριβώς το είδος αποδοχής λαχταρούσε πάντα και από τον πατέρα της.
Ο οποίος, απ’ ό,τι θυμόταν, θα ερχόταν εκείνο το βράδυ για δείπνο. Έβαλε άλλη μια φωτογραφία στο χαρτοκιβώτιο και
κοίταξε το όμορφο επιχρυσωμένο ρολόι στο τζάκι. Ο γερουσιαστής θα ήταν εκεί στις οχτώ.
Η Ελμ ένιωθε παράξενα μπερδεμένη απέναντι στο γερουσιαστή εκείνη τη στιγμή. Όλη της τη ζωή τον αγαπούσε, τον
λάτρευε ανεπιφύλακτα. Τώρα όμως είχε ανοίξει τα μάτια της και μπορούσε να δει τα ελαττώματά του, τόσο ως ανθρώπου
όσο και ως πολιτικού. Φυσικά θα ήταν πάντα ο πατέρας της, η κολόνα της σοφίας που αγαπούσε και σεβόταν, ταυτόχρονα
όμως θα έπρεπε και να κοιτάξει κατάματα την αλήθεια για εκείνον –να αποδεχτεί ότι οι εμμονές του ήταν σε κάποιο βαθμό
υπεύθυνες γι’ αυτό που είχε γίνει ο Χάρλαν.
Συνειδητοποίησε ότι η αποδοχή των ελαττωμάτων του πατέρα της ήταν μέρος της δικής της διαδικασίας ωρίμανσης, αν και
ήταν δύσκολο να γνωρίζει την ύπαρξη και των δύο πλευρών του ανθρώπου που αγαπούσε. Ο βασανιστικός πόνος της
επέμεινε, όπως και η νοσταλγία για την τέλεια εικόνα του γερουσιαστή που είχε πλάσει και κουβαλούσε χωρίς να την
αμφισβητεί σε όλη της τη ζωή. Ήταν δύσκολο να παραδεχτεί ότι ο πατέρας της ήταν απλά ένας άνθρωπος, όπως και όλοι οι
άλλοι.
Έβγαλε ένα πακέτο παλιά γράμματα από το πάνω συρτάρι της σιφονιέρας και συνειδητοποίησε ότι πλέον μπορούσε να
αποδεχτεί τα ελαττώματά του χωρίς αυτό να αποτελεί μια τραυματική εμπειρία, όπως θα συνέβαινε στο παρελθόν. Μπορούσε
πλέον να κοιτάξει κατάματα την πραγματικότητα από απόσταση και να εκτιμήσει, χωρίς να κρίνει, τις αρετές και τα λάθη του
πατέρα της.
Το γεγονός ότι είχε φτάσει ένα βήμα πριν από το θάνατο την είχε κάνει να βλέπει με καινούριο μάτι τη ζωή. Ήξερε ότι ποτέ
πια δε θα συμβιβαζόταν για να αποφύγει τις διενέξεις. Η ζωή –η δική της και όλων των άλλων– ήταν απλά υπερβολικά
πολύτιμη και σύντομη για να πηγαίνει χαμένη. Κοίταξε γύρω της με ανανεωμένη την ικανότητα να προσέχει κάθε
λεπτομέρεια, να ακούει κάθε ήχο, κάθε μουσική νότα, να διακρίνει την παραμικρή χροιά στη φωνή των ανθρώπων που της
μιλούσαν, πράγματα που μέχρι τότε άφηνε να περνούν απαρατήρητα. Πήρε βαθιά ανάσα και αποτύπωσε στη μνήμη της την
κάθε μυρωδιά με μια πρωτόγνωρη ευαισθησία.
Ακόμα και η αίσθηση της αφής της είχε αλλάξει. Η επαφή των χεριών της με κάθε επιφάνεια, σκληρή, μαλακή, τραχιά, λεία,
ήταν πιο έντονη, πιο ολοκληρωμένη. Από τη στιγμή που είχε κοιτάξει το θάνατο στα μάτια, όλες της οι αισθήσεις είχαν
οξυνθεί τουλάχιστον κατά χίλιες φορές.
Περιστασιακά αναρωτιόταν αν αυτό θα συνεχιζόταν για πάντα ή αν, με το πέρασμα του χρόνου, οι αισθήσεις της θα
εξασθενούσαν. Ευχόταν να μη συμβεί κάτι τέτοιο. Ευχόταν ότι η ίδια ευαισθησία θα τη συνόδευε για πάντα, ότι θα
απολάμβανε για όλη της τη ζωή το προνόμιο της σοφίας που της πρόσφερε αυτό το παράξενο δώρο.
Η Ελμ συνειδητοποίησε ότι θα έπρεπε να ντυθεί, άνοιξε την ντουλάπα της και κοίταξε την γκαρνταρόμπα της. Κάποια από
τα ρούχα της ήταν παλιά, άλλα καινούρια, άλλα θα έπρεπε να πεταχτούν. Χαμογέλασε. Ακόμα και η διαδικασία της επιλογής
των ρούχων είχε αποκτήσει καινούριο νόημα. Ξαφνικά το τι θα φορούσε είχε γίνει πολύ σημαντικό, ήθελε η εξωτερική της
εμφάνιση να αντανακλά τον εσώτερο εαυτό της.
Μ’ αυτή τη σκέψη στο μυαλό της, διάλεξε ένα απλό μπεζ φόρεμα του Βαλεντίνο. Συνειδητοποίησε ότι αυτό ακριβώς
ζητούσε από τον πατέρα της. Απλότητα. Ευθύτητα. Όχι κρυφά σχέδια ή απώτερα κίνητρα. Έβαλε το φόρεμα κι αναρωτήθηκε
αν ήταν υπερβολικό να περιμένει από έναν άνθρωπο της ηλικίας του πατέρα της και με το δικό του παρελθόν, έναν άνθρωπο
που είχε συνηθίσει υποσυνείδητα να κατευθύνει τις ζωές των άλλων, να αλλάξει.
Αναστέναξε και χαμογέλασε. Γύρισε και πήρε από την τουαλέτα τη χτένα της. Ίσως και να ήταν, σε κάθε περίπτωση όμως
εκείνη και ο πατέρας της θα έπρεπε να βάλουν τα θεμέλια της καινούριας τους σχέσης. Ήταν αναπόφευκτο, γιατί ο σύζυγός
της τους είχε προδώσει και τους δύο. Θα έπρεπε να σφυρηλατήσουν ξανά το δεσμό πατέρα και κόρης, στην εξασθένηση του
οποίου είχε συμβάλει ο Χάρλαν.
Βγήκε από το υπνοδωμάτιο και κατέβηκε τη σκάλα, ενώ στο μυαλό της γυρνούσε ακόμα ο Χάρλαν. Άραγε να κρυβόταν ή
μήπως δεν είχε ιδέα για τον ασφυκτικό κλοιό που έκλεινε γύρω του με ταχύτητα; Απ’ όσο τον ήξερε, κι επειδή γνώριζε την
τάση του να αγνοεί την πραγματικότητα όταν δεν ήθελε να αντιμετωπίσει την αλήθεια, το δεύτερο ήταν πολύ πιθανόν.
Η Ελμ μπήκε στο καθιστικό σκεφτόμενη ότι θα ήταν απαίσιο όταν θα γκρεμίζονταν τα πάντα. Αναστέναξε. Τουλάχιστον
όμως θα έμπαινε ένα τέλος.

31
Αναρωτήθηκε τι στο καλό έκανε η Ελμ στο σπίτι. Ο Χάρλαν έτριψε δύσπιστα τα μάτια του και προσπάθησε να σκεφτεί
καθαρά. Δε θα ’πρεπε να είναι νεκρή; Μήπως το φάντασμά της είχε επιστρέψει για να τον βασανίσει;
Ο Χαρλαν στάθηκε παγωμένος έξω από το σαλόνι, κοίταξε καλύτερα και θυμήθηκε πως, όχι, το τελευταίο μέρος του
σχεδίου της δολοφονίας της Ελμ δεν είχε πραγματοποιηθεί. Το μυαλό του ήταν συσκοτισμένο και καθώς προσπαθούσε να
βάλει σε τάξη τις σκέψεις του αναρωτήθηκε μήπως θα ήταν καλύτερα αν δεν είχε σνιφάρει εκείνη την τελευταία γραμμή
κοκαΐνης. Όμως στη διαδρομή από το αεροδρόμιο είχε τύχει να ακούσει εκείνη την ανόητη ραδιοφωνική εκπομπή και είχε
εξοργιστεί τόσο από τα όσα έλεγαν για εκείνον, που είχε σκεφτεί ότι η κοκαΐνη θα ήταν το μόνο πράγμα που θα κατάφερνε να
τον ηρεμήσει.
Οι ακροατές που τηλεφωνούσαν στην εκπομπή δε σταματούσαν να εκτοξεύουν οργισμένες κατηγορίες σε βάρος του,
παρακινημένοι από αναφορές σύμφωνα με τις οποίες είχε καταχραστεί κονδύλια του δημοσίου τα οποία προορίζονταν για την
κατασκευή ενός παιδότοπου στο κέντρο της πόλης. Ήταν όλοι έξαλλοι –και ιδιαίτερα αγνώμονες, αν σκεφτεί κανείς όλα όσα
είχε κάνει εκείνος για να τους βοηθήσει. Ο Χάρλαν μελαγχόλησε. Εξάλλου είχαν άδικο, σωστά;
Θυμόταν αόριστα ότι υπήρχε κάποιο έλλειμμα στον προϋπολογισμό της τελευταίας περιοδείας που είχε κάνει με σκοπό τη
συγκέντρωση εισφορών. Πάντα περηφανευόταν ότι εκείνος πρόσφερε ένα καλό σόου στους ψηφοφόρους του –σε αντίθεση
με τις φτηνιάρικες εκδηλώσεις που οργάνωναν συνήθως οι περισσότεροι πολιτικοί.
Μια ανάμνηση ξεχώρισε μέσα από τη θολούρα του μυαλού του.
Α, ναι, ο λογαριασμός της εταιρείας κέτερινγκ ήταν εξωφρενικός. Και λοιπόν; Δεν έφταιγε εκείνος αν οι χρεώσεις τους ήταν
υπερβολικές και, στο κάτω κάτω, τα χρήματα έπρεπε από κάπου να βρεθούν. Εξάλλου δεν καταλάβαιναν αυτοί οι άνθρωποι
ότι τα χρήματα θα έπιαναν περισσότερο τόπο αν ξοδεύονταν για την επανεκλογή του;
Καταβάλλοντας κάποια προσπάθεια, ο Χάρλαν υπενθύμισε στον εαυτό του ότι είχε επιστρέψει πια σπίτι του κι ότι θα
διόρθωνε τα πάντα –κι αυτό και όλες τις άλλες δυσάρεστες εκπλήξεις που είχε διαβάσει στις πρωινές εφημερίδες.
Ενώ παρακολουθούσε την Ελμ, συνειδητοποίησε θολωμένος πόσο όμορφη ήταν καθώς κινιόταν ανάμεσα στις
απογευματινές σκιές. Το φως από τα πορτατίφ παιχνίδιζε στα μαλλιά της, το λυγερό κορμί της μετακινούταν στο δωμάτιο με
την έμφυτη κομψότητα και χάρη που τη χαρακτήριζε. Στεκόταν έξω ακριβώς από τις μπαλκονόπορτες, την έβλεπε και,
ξαφνικά, ένιωσε για μια στιγμή να τον πνίγει η νοσταλγία. Ίσως ήταν καλύτερα που δεν είχε πεθάνει. Ίσως τελικά να του
φαινόταν χρήσιμη. Χαμογέλασε. Η υποστήριξη της Ελμ θα έκλεινε τα στόματα των επικριτών του. Αναστέναξε, είδε την Ελμ
να κάθεται σε ένα από τα μπροκάρ μαξιλάρια του καναπέ και να γεμίζει το ποτήρι της με λευκό κρασί.
Ο Χάρλαν ανάσανε τις μυρωδιές του απογεύματος, του αέρα που είχε καθαρίσει μετά την καταιγίδα, το άρωμα από τις
καμέλιες που άνοιγαν τα πέταλά τους καθώς πλησίαζε η νύχτα και, ξαφνικά, ένιωσε ένα αίσθημα γαλήνης να τον κυριεύει.
Ένιωσε ξανά νέος, αισθάνθηκε την ίδια ανυπομονησία όπως όταν είχε παντρευτεί την Ελμ και είχε εγκατασταθεί σ’ εκείνο το
σπίτι, την εποχή που το μέλλον ανοιγόταν μπροστά του σαν ατέλειωτη, λαμπρή λεωφόρος που τον περίμενε να την ταξιδέψει.
Για μια στιγμή οραματίστηκε έναν καινούριο κόσμο, απαλλαγμένο από τις απαιτήσεις του Μπροκ, έναν κόσμο που άνθιζε
με τη βοήθεια των χρημάτων του Ραμίρες κι όπου μπορούσε να κάνει ό,τι του άρεσε. Τότε, ξαφνικά, η μαγεία διαλύθηκε και
ο Χάρλαν συνοφρυώθηκε. Το βλέμμα του κινήθηκε πιο πέρα από την Ελμ, που ήταν γονατισμένη δίπλα σε ένα μεγάλο σωρό
χαρτιού συσκευασίας. Πρόσεξε αμέσως τα χαρτοκιβώτια που ήταν ακουμπισμένα στο πάτωμα. Ίσιωσε το κορμί του,
ακούμπησε στον τοίχο, ανοιγόκλεισε τα μάτια του έκπληκτος και συνειδητοποίησε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά: το δωμάτιο
έδειχνε διαφορετικό.
Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα όταν πρόσεξε τον κενό χώρο πάνω από το τζάκι. Εκεί κρέμονταν κάποτε οι
γκραβούρες του Χόγκαρθ, οι ίδιες που στόλιζαν εκείνο τον τοίχο από τότε που μπορούσε να θυμηθεί. Το οργισμένο βλέμμα
του μετακινήθηκε σε μια βιτρίνα και διαπίστωσε σοκαρισμένος ότι η συλλογή του από ασημένιες κούπες είχε χαθεί.
Κυριευμένος από τρόμο και οργή ταυτόχρονα, συνειδητοποίησε ότι το δωμάτιο ήταν ουσιαστικά γυμνό αν εξαιρούσε κανείς
τα έπιπλα. Ένιωσε το θυμό του να φουντώνει και αναρωτήθηκε για ποιο λόγο άλλαζε η Ελμ το σπίτι. Πώς είχε το θράσος να
επιστρέψει εκεί, υγιέστατη, και να αδειάζει το σπίτι του από τους πολύτιμους θησαυρούς του, όταν υποτίθεται ότι ήταν νεκρή,
ή, τουλάχιστον, ετοιμοθάνατη;
Ο Χάρλαν παρακολούθησε την Ελμ να πηγαίνει προς μια μικρή βιβλιοθήκη από μαόνι, γεμάτη δερματόδετα βιβλία, όλα
πρώτες εκδόσεις. Την είδε έκπληκτος να τα βγάζει από τα ράφια, να κοιτάζει βιαστικά τους τίτλους στις ράχες τους και
ύστερα να τα στοιβάζει τακτικά στο πάτωμα.
Κάτι μέσα του έσπασε. Δεν άντεχε άλλο. Ξαφνικά τον έπνιξε η ανάγκη να προστατεύσει το σπίτι του από τη λεηλασία και,
με μια γρήγορη κίνηση, διάβηκε το κατώφλι της μπαλκονόπορτας.
«Τι ακριβώς νομίζεις ότι κάνεις;» ρώτησε αυταρχικά.

Η Ελμ γύρισε ξαφνιασμένη. Τα βιβλία που κρατούσε έπεσαν στο πάτωμα και η έκφρασή της πάγωσε από τρόμο. «Χάρλαν»,
ψέλλισε ύστερα από κάποιες στιγμές τεταμένης σιωπής. «Τι στο καλό κάνεις εδώ;»
«Καλή ερώτηση. Την ίδια θα μπορούσα να σου κάνω κι εγώ. Τι κάνεις εδώ; Δεν υποτίθεται ότι είσαι άρρωστη; Στο
νοσοκομείο;»
«Όχι πια», απάντησε η Ελμ και ανέκτησε αμέσως την αυτοκυριαρχία της. Αναρωτήθηκε πώς είχε μπει στο σπίτι ο Χάρλαν
και συνειδητοποίησε ότι δεν είχε σκεφτεί να αλλάξει τις κλειδαριές. Μάλλον την κατασκόπευε. Ανατρίχιασε σύγκορμη όταν
θυμήθηκε ότι ήταν μόνη στο σπίτι. Οι σκέψεις της διαδέχονταν η μια την άλλη με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Τι γύρευε ο Χάρλαν
στη Σαβάνα; Ήταν δυνατόν να μη γνώριζε όλα όσα είχαν συμβεί; Γιατί την παρακολουθούσε;
Η Ελμ προσπάθησε να κρύψει το φόβο που της γεννούσε η παρουσία του και όρθωσε το ανάστημά της. «Λοιπόν, τι σε
έφερε πίσω, Χάρλαν; Έλειπες». Κοίταξε τα βιβλία που ήταν σκορπισμένα γύρω σαν να επιθεωρούσε αδιάφορα την
ακαταστασία και ύστερα, με την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή, έσκυψε σαν να ετοιμαζόταν να τα μαζέψει.
«Είμαι στο σπίτι, Ελμ».
«Στο σπίτι;» επανέλαβε εκείνη βραχνά και σήκωσε το βλέμμα της.
«Και χαίρομαι που βλέπω ότι γύρισες κι εσύ», πρόσθεσε ο Χάρλαν και το γνώριμο χαμόγελο άνθισε στο πρόσωπό του.
Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι αυτό που συνέβαινε ήταν τέλειο. Μπορεί ο Άσμπι να τα είχε θαλασσώσει, όμως δεν ήταν πλέον
ανάγκη να ξεφορτωθεί την Ελμ. Βέβαια, μακροπρόθεσμα, η καλύτερη επιλογή θα ήταν να τη σκοτώσει, όμως, αφού είχε
λογικευτεί και είχε επιστρέψει στο σπίτι της, θα το ανεχόταν. Απλά η ζωή θα συνεχιζόταν όπως πάντα. Το χαμόγελο πλάτυνε
στα χείλη του καθώς προχώρησε στο δωμάτιο αυταρχικά και έδειξε γύρω του κάνοντας μια έντονη χειρονομία. «Τι κάνεις;
Γενική καθαριότητα;»
«Όχι, όχι ακριβώς», απάντησε η Ελμ επιφυλακτικά. Σηκώθηκε και ακούμπησε τα βιβλία στο τραπέζι. «Μαζεύω το σπίτι».
«Μαζεύεις το σπίτι; Γιατί;»
«Επειδή θα το πουλήσω». Η Ελμ παρακολούθησε τον Χάρλαν να διασχίζει το δωμάτιο και να την πλησιάζει.
«Μα, Ελμ, δεν μπορείς να το κάνεις αυτό. Σίγουρα αντιλαμβάνεσαι τι πας να κάνεις;» είπε ο Χάρλαν με σοβαρό ύφος.
«Ξέρω ότι ήσουν άρρωστη, γλυκιά μου, και μπορεί να είσαι λίγο μπερδεμένη», συνέχισε σε αυστηρό τόνο. «Όμως δεν
μπορείς να αδειάσεις το σπίτι μας, τη φωλιά μας. Είναι γελοίο και το ξέρεις».
«Χάρλαν, δεν είναι πια το σπίτι μας», είπε η Ελμ, που είχε ανακτήσει την αυτοκυριαρχία της. Η φωνή της αντήχησε καθαρά
σε όλο το δωμάτιο. Ο Χάρλαν είχε σταματήσει δίπλα στον καναπέ και κοιτούσε τα σημεία στους τοίχους όπου το χρώμα ήταν
πιο ανοιχτό από την υπόλοιπη επιφάνεια.
«Τι απέγινε ο Τέρνερ μου;» ρώτησε αγνοώντας τη κι έδειξε το άδειο σημείο πάνω από ένα τραπεζάκι.
«Ο Τέρνερ των Χάθαγουεϊ έχει πακεταριστεί και θα δανειστεί στο τοπικό μουσείο».
«Ελμ, δεν έχεις δικαίωμα να παίρνεις τα πράγματά μου χωρίς προηγουμένως να έχεις εξασφαλίσει την άδειά μου, το ξέρεις
αυτό», είπε ο Χάρλαν αυστηρά. «Αυτό ξεπερνάει τα όρια».
«Δε νομίζω», είπε η Ελμ παγερά. Γύρισε την πλάτη της στον Χάρλαν και συνέχισε να αδειάζει τη βιβλιοθήκη,
αποφασισμένη να βάλει τα δυνατά της για να σταματήσουν να τρέμουν τα χέρια της. Ευχήθηκε να ερχόταν νωρίτερα ο
πατέρας της ή να επέστρεφαν απρόσμενα η Άννι και η Άιζα που είχαν πάει στη συγκέντρωση που έκανε κάθε Τρίτη η
εκκλησία τους.
«Και γιατί αυτό;» ρώτησε ο Χάρλαν, δήθεν αδιάφορα.
«Επειδή παίρνουμε διαζύγιο, Χάρλαν. Σε περίπτωση που το ξέχασες, έχω ξεκινήσει ήδη τις διαδικασίες».
«Ελμ, ξέρουμε και οι δύο ότι αυτό είναι παράλογο. Φυσικά και δεν πρόκειται να με χωρίσεις».
«Γιατί; Μήπως επειδή θα προτιμούσες να με ξεφορτωθείς μια και καλή;» φώναξε η Ελμ, ανίκανη να συγκρατηθεί. Ίσιωσε
το κορμί της και κοίταξε τον Χάρλαν με μάτια που γυάλιζαν. «Χάρλαν, τελείωσε. Αυτή η αναθεματισμένη φάρσα έφτασε
επιτέλους στο τέρμα της. Θα έπρεπε να είχες κάνει τη δουλειά καλά ή να μην την είχες κάνει καθόλου».
Ο Χάρλαν κούνησε το χέρι του αδιάφορα, λες και όσα του έλεγε η Ελμ είχαν ελάχιστη σημασία. «Ελμ, σε παρακαλώ,
προσπάθησε να λογικευτείς. Κάνεις σαν παιδί. Σκέψου μόνο πόσο αρνητικά θα επηρέαζε ένα διαζύγιο τη δημοτικότητά μου.
Δεν ξόδεψα τόσο χρόνο και χρήματα σ’ αυτή την προεκλογική εκστρατεία για να τα τινάξεις εσύ όλα στον αέρα».
«Θα προτιμούσες να με σκοτώσεις παρά να δεις τη δημοτικότητά σου να πέφτει, σωστά;»
«Μη γίνεσαι μελοδραματική», αντέτεινε ο Χάρλαν. «Όλα αυτά ανήκουν τώρα στο παρελθόν. Θα γυρίσεις στο σπίτι και θα
συνεχίσουμε σαν να μη συνέβη τίποτα. Μην ανησυχείς, αύριο θα πούμε στην Άννι να τα τακτοποιήσει όλα αυτά». Ο Χάρλαν
έδειξε γύρω του. «Τα πράγματα θα είναι διαφορετικά τώρα που θα έχω ξανά εγώ τον έλεγχο».
«Με ποιον τρόπο;» ρώτησε η Ελμ. Τα μάτια της έλαμπαν επικίνδυνα. Τη θέση του φόβου την είχε πάρει η οργή. Ένιωθε
παγωμένη, σαν όλα αυτά να μην την αφορούσαν. Συνειδητοποίησε έκπληκτη ότι ήταν η πρώτη φορά που κοιτούσε το σύζυγό
της με αντικειμενικό βλέμμα. Ο Χάρλαν σίγουρα θα είχε καταλάβει πια ότι η καριέρα του δεν υπήρχε πια, ότι η παράσταση
είχε τελειώσει. Ωστόσο παρέμενε κολλημένος στην εικόνα που είχε για τον εαυτό του, σαν δικτάτορας στα πρόθυρα της
ήττας. Έσπευδε να δικαιολογήσει με πυρετική μανία κάθε πράξη του, όσο ανέντιμη, επιζήμια, εγκληματική ή παρανοϊκή κι αν
ήταν. Συνειδητοποίησε θλιμμένα ότι αν το πράγμα δεν ήταν τόσο αποκρουστικό θα ήταν γελοίο.
Ο Χάρλαν γελούσε τώρα, σήκωνε τα χέρια του και χειρονομούσε κάνοντας τους ίδιους θεατρινισμούς που χρησιμοποιούσε
για να πείθει το κοινό να υποκύπτει στη θέλησή του.
«Θα πρέπει να δώσουμε μια μικρή δεξίωση –στην οποία οι καλεσμένοι θα έχουν επιλεγεί με τα πιο αυστηρά κριτήρια– για
να αποδείξουμε σε όλους ότι οι φήμες δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα», έλεγε ο Χάρλαν. Προχωρούσε προς το
μέρος της με τα χέρια ανοιχτά και το πιο λαμπερό χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. «Κανείς δε χρειάζεται να μάθει
ότι με απογοήτευσες. Βάλε απλά τα πάντα πίσω στη θέση τους, σαν καλό κορίτσι, και θα κάνουμε μια καινούρια αρχή,
κανένα πρόβλημα».
«Χάρλαν», είπε η Ελμ ήρεμα. Ανησυχούσε και ταυτόχρονα ένιωθε να την πνίγει η απόγνωση. «Τι πρέπει να κάνω για να
σου δώσω να καταλάβεις πως ό,τι κι αν κάνεις, ό,τι κι αν πεις, δεν πρόκειται να ξαναγυρίσω ποτέ κοντά σου;» Η Ελμ έκανε
μια παύση, πήρε βαθιά ανάσα και συνέχισε. «Χάρλαν, όταν σου είπα πως όλα τελείωσαν, δεν αναφερόμουν μόνο στο γάμο
μας», είπε, αντλώντας κουράγιο από το θέαμα του αξιολύπητου συζύγου της που της χαμογελούσε με τόση αυτοπεποίθηση.
Ήταν δυνατόν να μη γνωρίζει ότι το πρόσωπό του φιγουράριζε σε όλα τα δελτία ειδήσεων ή ότι το κόμμα έψαχνε
απεγνωσμένα να βρει άλλον υποψήφιο για να τον αντικαταστήσει;
Η Ελμ συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι θα έπρεπε εκείνη να του πει την αλήθεια.
«Χάρλαν, πρέπει να με ακούσεις», είπε με όση ειλικρίνεια διέθετε. «Αυτό που θα σου πω είναι πολύ σημαντικό. Τελείωσε.
Μπορείς να ξεχάσεις τα όνειρά σου να επανεκλεγείς, να γίνεις Πρόεδρος και να εγκατασταθείς στον Λευκό Οίκο. Χάρλαν,
είσαι καμένο χαρτί, ξόφλησες. Το μόνο μέρος που πρόκειται να πας είναι η φυλακή. Δεν μπορείς να ξαναγυρίσεις εδώ. Τα
ξέρουν όλα».
«Τι εννοείς;» Ο Χάρλαν έκανε ένα βήμα προς το μέρος της.
«Ω, σταμάτα πια να προσποιείσαι!» φώναξε η Ελμ. «Προσπαθώ να σε βοηθήσω, να σου εξηγήσω ότι ξέρουν πως καλύπτεις
τον Μπροκ, ότι λαδώνεσαι, ότι είσαι ανακατεμένος με κάποιον επικίνδυνο βαρόνο ναρκωτικών από το Μαϊάμι, ότι η Μονάδα
Επεξεργασίας Λυμάτων δεν είναι ασφαλής, ότι χρησιμοποίησες την επιρροή σου για να εξασφαλίσεις την έγκριση της ΥΠΠ
και...» Η Ελμ έκανε μια παύση και φάνηκε να διστάζει.
«Έλα λοιπόν, συνέχισε». Ο Χάρλαν ύψωσε τα φρύδια του.
«Και ότι εκβίασες τον Άσμπι για να προσπαθήσει να με δηλητηριάσει», πρόσθεσε η Ελμ βραχνά. «Χάρλαν, ξέρουν τα
πάντα. Το παιχνίδι τελείωσε». Η Ελμ κοίταξε το σύζυγό της. Τον έβλεπε να την κοιτάζει ανέκφραστος, με το ίδιο χαμόγελο
ζωγραφισμένο ακόμα στα χείλη του, τα μάτια του διάπλατα ανοιχτά και τον λυπόταν –και ταυτόχρονα τον φοβόταν.
«Χάρλαν, άκουσες τι σου είπα;»
«Ναι, σε άκουσα». Ο Χάρλαν την κοίταξε. Τα χείλη του άρχισαν να τρέμουν καθώς συνειδητοποιούσε επιτέλους τι
σήμαιναν όσα του είχε πει η Ελμ. Οι λέξεις αντηχούσαν απόκοσμα στο άδειο δωμάτιο. Πάντα ένιωθε τόσο όμορφα σε εκείνο
το δωμάτιο που αντανακλούσε καλύτερα από όλα τα υπόλοιπα την προσωπικότητά του και τα όσα είχε πετύχει. Το δωμάτιο
είχε χάσει ξαφνικά τον μοναδικό χαρακτήρα του, όλα εκείνα που χάριζαν το απαραίτητο λούστρο στην εικόνα που είχε ο ίδιος
για τον εαυτό του. Τώρα πια βρισκόταν αντιμέτωπος με ένα κενό που η Ελμ έδειχνε να πιστεύει ότι δεν ήταν ικανός να
καλύψει. Την κοίταξε. Η Ελμ έλεγε ψέματα φυσικά. Δεν μπορεί να μη λέει ψέματα. Όλοι τους έλεγαν ψέματα. Στο κάτω
κάτω κάποια μέρα θα γινόταν Πρόεδρος, κι αυτό σίγουρα θα έπρεπε να το γνωρίζουν όλοι.
Όμως, όσο κοιτούσε τριγύρω του, ένιωσε να τον κυριεύει η απόγνωση. Το δωμάτιο έμοιαζε τόσο διαφορετικό, τόσο νεκρό,
τόσο ψεύτικο. Η ομίχλη διαλύθηκε ξαφνικά από το μυαλό του, λες και τα φώτα της ράμπας είχαν σβήσει και η μαγεία είχε
διαμιάς χαθεί. Για μερικές στιγμές στάθηκε αβέβαιος, κάνοντας στον εαυτό του την ερώτησή που δεν τολμούσε να
ξεστομίσει: ήταν ποτέ δυνατόν η Ελμ να λέει την αλήθεια;
Όχι φυσικά. Ήταν αδύνατο. Μπορούσε ακόμα να κατακτήσει το ρόλο που ονειρευόταν μια ολόκληρη ζωή. Έπρεπε να
μπορεί.
Ή μήπως όχι;
Για μια στιγμή η αμφιβολία νίκησε μέσα του και, ξαφνικά, ένιωσε ευάλωτος. Τα χέρια του έπεσαν άτονα στα πλευρά του.
«Τι πιστεύεις ότι θα έπρεπε να κάνω;» ρώτησε αδύναμα, σαν σαστισμένο παιδί. «Τι θα έπρεπε να κάνω, Ελμ;»

Η Ελμ αναστέναξε με ανακούφιση και άπλωσε το χέρι της για να πιάσει το ασύρματο τηλέφωνο. Ευτυχώς, ο Χάρλαν είχε
λογικευτεί. «Να κάνεις το σωστό και να παραδοθείς στους Ομοσπονδιακούς», είπε ήρεμα. «Ίσως αν φανείς συνεργάσιμος να
μπορέσεις να κλείσεις μαζί τους μια συμφωνία. Θα πάρω τηλέφωνο και θα ειδοποιήσω την αστυνομία. Είναι το μόνο
αξιοπρεπές πράγμα που μπορείς να κάνεις, Χάρλαν».
«Τι στο καλό είναι αυτά που λες;» Ο Χάρλαν έκανε βιαστικά ένα βήμα προς το μέρος της, συνοφρυωμένος.
«Όπως σου είπα, θα τηλεφωνήσω στην αστυνομία».
Προτού η Ελμ προλάβει να αντιδράσει, ο Χάρλαν διέσχισε βιαστικά το δωμάτιο και στάθηκε μπροστά της. Τα μάτια του
γυάλιζαν. «Όλα αυτά τα λες για να με τρομάξεις, έτσι δεν είναι; Για να με εμποδίσεις να σε τακτοποιήσω όπως πρέπει. Θέλεις
να εγκαταλείψω το σπίτι μου, να απαλλαγείς από μένα. Όμως δε θα το κάνω. Δεν πρόκειται να πάω πουθενά χωρίς εσένα.
Είσαι δική μου, Ελμ, όπως δικό μου είναι κι αυτό το σπίτι, κι αυτοί οι πίνακες και οι φωτογραφίες και τα βιβλία και τα
ασημικά. Όλα είναι δικά μου». Ο Χάρλαν έδειξε γύρω του και ύστερα έπιασε την Ελμ από τον ώμο. «Όλα αυτά είναι
κομμάτια της προσωπικότητάς μου, όλων όσα περιμένουν οι ψηφοφόροι μου από μένα. Πώς μπορείς να είσαι τόσο
εγωίστρια;» Κοίταξε την Ελμ στα μάτια με αληθινή αγωνία.
«Χάρλαν, θα προσπαθήσεις σε παρακαλώ να καταλάβεις τι σου λέω; Δεν έχεις ψηφοφόρους, όχι πια», είπε η Ελμ. Ο φόβος
ήταν ευδιάκριτος στη φωνή της όσο ο Χάρλαν την πλησίαζε και μπορούσε να μυρίσει το αφτερσέιβ του, να νιώσει τη θέρμη
του σώματός του. Προσπάθησε να βρει το κουράγιο ώστε να μην τρομάξει από τη δύναμη του καλογυμνασμένου κορμιού
του, που δεν απείχε ούτε μισό μέτρο από το δικό της. Ετοιμάστηκε να πατήσει τα πλήκτρα του τηλεφώνου, όμως ο Χάρλαν
βρέθηκε δίπλα της.
Της άρπαξε το τηλέφωνο από τα χέρια, πισωπάτησε και ύστερα, με μια γρήγορη κίνηση, έβγαλε ένα όπλο από την τσέπη
του.
«Ελμ, δεν πιστεύω ούτε λέξη απ’ όσα λες», είπε με συριχτή φωνή και πέταξε το τηλέφωνο στην άλλη άκρη του δωματίου.
«Οι ψηφοφόροι μου με λατρεύουν και, σε αντίθεση μ’ εσένα, μου είναι πιστοί». Η κάννη του όπλου του σημάδεψε το στήθος
της Ελμ.
«Χάρλαν, σε παρακαλώ, πίστεψέ με», ψιθύρισε εκείνη βραχνά, με το βλέμμα καρφωμένο στο όπλο που σημάδευε
κατευθείαν στην καρδιά της. «Η μοναδική επιλογή που έχεις είναι να παραδοθείς».
«Αυτό αποκλείεται. Δεν πρόκειται να κάνω κάτι τόσο εξωφρενικό». Η φωνή του Χάρλαν ξεχείλιζε πλέον από οργή.
«Αρνούμαι να το κάνω. Τόσα χρόνια ήμουν παιχνίδι δικό σου και του πατέρα σου. Αρκετά πια. Τώρα εγώ είμαι το αφεντικό.
Κι έχω χρήματα, ξέρεις, πολλά χρήματα, περισσότερα απ’ όσα μπορείς να φανταστείς. Ω, ξέρω ότι ήταν εύκολο να με κάνετε
ό,τι θέλατε σαν να ήμουν μαριονέτα σας όσο δεν είχα μετρητά», συνέχισε σαρκαστικά. «Όμως εκείνες οι μέρες πέρασαν πια,
μωρό μου. Τώρα θα τραγουδήσεις στον δικό μου ρυθμό».
Ξαφνικά ο Χάρλαν χαμήλωσε το όπλο του, ύψωσε το βλέμμα του και ανοιγόκλεισε τα μάτια του έκπληκτος, σαν να άκουγε
κάποια παράξενη, εσωτερική φωνή. «Ας φύγουμε από δω. Έχω ένα άσχημο προαίσθημα». Γύρισε την Ελμ, κόλλησε το όπλο
στη μέση της και την έσπρωξε προς την ανοιχτή μπαλκονόπορτα. «Έλα, προχώρα. Γρήγορα».
«Χάρλαν, μη», τον ικέτευσε εκείνη και σκόνταψε στην άκρη του χαλιού. «Το μόνο που θα καταφέρεις έτσι θα είναι να
κάνεις τα πράγματα χειρότερα για σένα. Σε παρακαλώ, άκουσέ με».
«Σκάσε και κουνήσου».
Είχαν φτάσει σχεδόν στην πόρτα. Η Ελμ κοίταξε γύρω της, ψάχνοντας απεγνωσμένα κάτι να αρπαχτεί. Ήταν έτοιμη να
βάλει τις φωνές, όταν ένιωσε την παλάμη του Χάρλαν να της κλείνει το στόμα. Θα ήταν ανώφελο να αντισταθεί, πιθανόν και
επικίνδυνο. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι ο Χάρλαν είχε τρελαθεί και τίποτα δε θα τον εμπόδιζε να πιέσει τη σκανδάλη.
Ο Χάρλαν την οδήγησε προς το σιντριβάνι. Διέσχισαν τον κήπο, πέρασαν τη σιδερένια πύλη και βρέθηκαν σε ένα πλαϊνό
δρομάκι όπου ήταν παρκαρισμένη μια καινούρια αστραφτερή κόκκινη Φεράρι.
«Πού το βρήκες αυτό;» ψιθύρισε η Ελμ έκπληκτη, όταν ο Χάρλαν τράβηξε λίγο το χέρι του.
«Μπες μέσα και σκάσε. Μη βγάλεις λέξη, γιατί θα σε σκοτώσω εδώ και τώρα». Ο Χάρλαν άνοιξε την πόρτα του
συνοδηγού.
Η Ελμ, τρέμοντας, μπήκε στο χαμηλό σπορ αυτοκίνητο. Ανήμπορη να αντιδράσει, παρακολούθησε τον Χάρλαν να ανοίγει
βιαστικά την πόρτα του οδηγού και να κάθεται δίπλα της.
«Χάρλαν, είσαι τρελός. Σε παρακαλώ, άφησέ με να φύγω», ικέτευσε η Ελμ με απόγνωση όταν ο Χάρλαν έβαλε το όπλο
στην τσέπη του και γύρισε το κλειδί στη μηχανή. Κοίταξε γύρω της έντρομη, όμως το δρομάκι ήταν έρημο.
«Ίσως να είμαι τρελός κι ίσως να πάω στην κόλαση, όμως θα έρθεις κι εσύ μαζί μου».
«Πού με πηγαίνεις;» ψιθύρισε η Ελμ κι έσφιξε τις παλάμες στα γόνατά της, ενώ η Φεράρι ξεκινούσε. Ακόμα κι αν
κατάφερνε να ειδοποιήσει κάποιον, ο Χάρλαν θα το καταλάβαινε και μπορεί να την πυροβολούσε.
«Θα δεις. Τώρα σταμάτα να ανησυχείς», είπε ο Χάρλαν. Ξαφνικά ο τόνος της φωνής του είχε γεμίσει ξανά αγωνία. «Όλα θα
πάνε καλά, φτάνει να είσαι συνεργάσιμη. Δε χρειάζεται να ανησυχείς». Χτύπησε με την παλάμη του το γόνατο της Ελμ, της
χάρισε ένα ακόμα από τα τρελά, απαστράπτοντα χαμόγελά του και ύστερα άνοιξε το ραδιόφωνο. «Α. το λατρεύω αυτό»,
φώναξε όταν από τα ηχεία ακούστηκε το «Sweet Home Alabama» κι άρχισε να τραγουδάει παράφωνα.
Τα λάστιχα της Φεράρι στρίγκλισαν καθώς απομακρύνονταν από το κέντρο της πόλης και οι φόβοι της Ελμ
δεκαπλασιάστηκαν όταν συνειδητοποίησε ότι κατευθύνονταν προς τον Αυτοκινητόδρομο Ι-95. Ο Χάρλαν σκόπευε να την
οδηγήσει μακριά από τη Σαβάνα. Κοίταξε με απόγνωση το τηλέφωνο του αυτοκινήτου, όμως θα ήταν αδύνατο να κάνει
οτιδήποτε χωρίς να διακινδυνεύσει τη ζωή της. Αμέσως σκέφτηκε τον Τζόνι, θυμήθηκε πόσο έντονα είχε αντιδράσει στη
σκέψη ότι θα επέστρεφε μόνη της στη Σαβάνα, σαν να είχε διαισθανθεί ότι θα κινδύνευε. Έκλεισε τα μάτια της σφιχτά και
προσπάθησε να συγκρατήσει τα δάκρυά της.
Αν είχε ακούσει τον Τζόνι, αν δεν ήταν τόσο αποφασισμένη να ακολουθήσει τον δικό της δρόμο...
Πλέον όμως ήταν πολύ αργά.

Ο γερουσιαστής έφτασε στο κατώφλι της Ελμ στις οχτώ ακριβώς και χτύπησε το κουδούνι. Η μελωδία του αντήχησε σε όλο
το χολ. Όταν πέρασαν αρκετά λεπτά, συνοφρυώθηκε και χτύπησε ξανά. Όταν και πάλι δεν υπήρξε καμιά απόκριση, η
έκφρασή του γέμισε ακόμα περισσότερη ανησυχία και έκανε το γύρο του σπιτιού. Καθώς διέσχιζε τον κήπο, πρόσεξε ότι η
πύλη ήταν ανοιχτή, όπως και οι μπαλκονόπορτες που οδηγούσαν στο καθιστικό. Συνοφρυώθηκε και μπήκε ανήσυχος στο
σπίτι.
«Ελμ;»
Για μια στιγμή κοντοστάθηκε και, ξαφνικά, ένιωσε να τον ζώνει ο φόβος. Κοίταξε τα ανοιχτά χαρτοκιβώτια, το δωμάτιο
που ήταν κατά το ήμισυ άδειο και του έκανε εντύπωση η σιωπή που επικρατούσε. Το διέσχισε βιαστικά και βγήκε στο χολ.
Ίσως η Ελμ να ήταν επάνω, στο δωμάτιό της και να ετοιμαζόταν. «Γλυκιά μου, είσαι επάνω;» φώναξε.
Όμως δεν πήρε απάντηση. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια όσο πιο γρήγορα μπορούσε, έφτασε στο δωμάτιο της Ελμ και άνοιξε
την πόρτα. Όμως ήταν έρημο, βυθισμένο στη σιωπή. Το μοναδικό σημάδι ζωής ήταν το αναμμένο πορτατίφ. Δεν υπήρχε
κανείς εκεί.
Ο Τζορτζ Χάθαγουεϊ στάθηκε στο κέντρο του δωματίου, παγωμένος από φόβο. Κάτι δεν πήγαινε καλά, καθόλου καλά, κι
ευχήθηκε να μην ήταν αυτό που σκεφτόταν.
Ο γερουσιαστής πλησίασε το κρεβάτι και σωριάστηκε πάνω του. Ω, όχι, όχι πάλι. Δεν άντεχε στη σκέψη ότι μπορεί να
έχανε την Ελμ.
Με χέρια που έτρεμαν, πήρε το τηλέφωνο και σχημάτισε τον αριθμό της ιδιαιτέρας του στην Ουάσιγκτον. «Σύνδεσέ με με
το FBI», είπε. «Θέλω να μιλήσω στο διευθυντή».

32
«Μα αυτό είναι αδύνατον», επέμεινε ο πράκτορας Κόνραντ Μπερνς. Στήριξε το τηλέφωνο στον ώμο του κι έκανε νόημα στο
συνάδελφό του να περιμένει. «Είμαστε εδώ ολόκληρο το απόγευμα και παρακολουθούμε. Κανείς δεν έφυγε από το σπίτι,
εκτός από τις καμαριέρες. Όχι, κύριε. Όχι, δεν έχουμε πλήρη θέα των πλευρών του σπιτιού... Κατάλαβα. Λυπάμαι, κύριε. Θα
το φροντίσουμε αμέσως». Ο Κόνραντ έκλεισε το τηλέφωνο και κοίταξε συνοφρυωμένος τον πράκτορα Γουέικφιλντ. «Να
πάρει, Σαμ, απ’ ό,τι φαίνεται, ο Μακμπράιντ την απήγαγε τελικά. Θα πρέπει να μπήκε από τον κήπο και να βγήκε από εκεί,
χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς. Να πάρει. Μας γελοιοποίησε».
«Δεν το πιστεύω», μουρμούρισε ο Γουέκφιλντ.
«Να πάρει».
«Δε λες τίποτα. Ποιος ξέρει πού την πηγαίνει. Σίγουρα θα έχει αυτοκίνητο. Μόνο έτσι θα μπορούσε να την πάρει από δω
χωρίς να το καταλάβει κανείς. Ας ειδοποιήσουμε το ελικόπτερο. Ενημέρωσε όλα τα αστυνομικά τμήματα. Να πάρει, δεν
ξέρουμε καν τι αυτοκίνητο οδηγεί. Δες αν μπορούν να εντοπίσουν οτιδήποτε ασυνήθιστο από τον αέρα».
«Μάλλον δύσκολο, αφού δεν ξέρουμε να τους πούμε για τι ακριβώς θα πρέπει να ψάξουν».
«Εντάξει, εντάξει, όμως αυτά είναι τα μόνα στοιχεία που διαθέτουμε. Και πες τους αν τον εντοπίσουν να μην τον
πλησιάσουν πολύ για να μην του δημιουργηθούν υποψίες. Δεν έχω ιδέα πώς λειτουργεί το μυαλό αυτού του τύπου. Μπορεί
να είναι επικίνδυνος. Καλύτερα να ειδοποιήσουμε τη μονάδα αντιμετώπισης απαγωγών. Να πάρει, έπρεπε να γίνει στη βάρδιά
μου; Κοίτα, πάρε ξανά το αρχηγείο μέχρι εγώ να σκεφτώ τι στο καλό θα πρέπει να κάνουμε. Να πάρει, να πάρει. Γιατί έπρεπε
να συμβεί αυτό σ’ εμένα;» μουρμούρισε ο Κόνραντ. Έβγαλε το κινητό του, κατέβηκε γρήγορα τη σκάλα και πήγε βιαστικά
απέναντι, στην έπαυλη των Μακμπράιντ, όπου τον περίμενε ο γερουσιαστής Χάθαγουεϊ.
Ο γερουσιαστής στεκόταν βλοσυρός στο κεφαλόσκαλο της εισόδου της έπαυλης. Ο Κόνραντ αναστέναξε. Θα τα άκουγε για
τα καλά. Όπως πάντα, άτυχος.
«Καλησπέρα, γερουσιαστά. Λυπάμαι γι’ αυτό που συνέβη».
«Όχι περισσότερο από μένα, σε βεβαιώ», είπε ο γερουσιαστής. «Με είχαν διαβεβαιώσει ότι η κόρη μου θα ήταν ασφαλής
εδώ και κοίτα τι συνέβη».
«Δεν είμαστε σίγουροι ότι την απήγαγε ο σύζυγός της», του είπε ο Κόνραντ.
«Και ποιος φαντάζεσαι ότι θα μπορούσε να κάνει τέτοιο πράγμα αν όχι ο Χάρλαν Μακμπράιντ;» ρώτησε ο γερουσιαστής
οργισμένος. «Τη θέλω πίσω. Τώρα. Έγινα κατανοητός;»
«Μάλιστα, κύριε. Φυσικά, κύριε. Το πρόβλημα είναι ότι θα πρέπει να εντοπίσουμε τον Μακμπράιντ. Μήπως τυχαίνει να
γνωρίζετε τι αυτοκίνητο οδηγεί;»
«Πιθανόν να οδηγεί μια κόκκινη Φεράρι. Άκουσα ότι είχε αγοράσει μία, λίγο πριν φύγει από τη Σαβάνα. Δε θα πρέπει να
δυσκολευτείτε και πολύ να την εντοπίσετε. Τώρα βρείτε το κάθαρμα και φέρτε μου την κόρη μου».
«Μάλιστα, κύριε, φυσικά, κύριε. Όμως θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί. Αγνοούμε την ψυχολογική δυναμική της
κατάστασης».
«Άσε τις αηδίες με τα ψυχολογικά και πιάσε δουλειά!» βρυχήθηκε ο γερουσιαστής.
«Μάλιστα, κύριε. Αμέσως, κύριε».
Ο Κόνραντ έκανε μεταβολή και κατέβηκε βιαστικός τα σκαλοπάτια, χαρούμενος που είχε πάρει αναστολή. Τύποι σαν τον
Χάθαγουεϊ δεν ήταν από εκείνους με τους οποίους θέλει κανείς να μπλέκει. Σε καμία περίπτωση.

«Το ήξερα. Απλά το ήξερα», επανέλαβε ο Τζόνι και κατέβασε το ακουστικό. Η έκφρασή του μαρτυρούσε απόγνωση όταν
γύρισε και κοίταξε τη μητέρα του και τον Λίαμ.
«Τι στο καλό συνέβη, καλέ μου;» ρώτησε η Γκρέις ανήσυχη κι ακούμπησε το βιβλίο που διάβαζε σε ένα τραπεζάκι.
«Ήταν ο γερουσιαστής. Η Ελμ εξαφανίστηκε. Ο Χάθαγουεϊ πήγε στο σπίτι της για να δειπνήσουν μαζί, όμως το βρήκε
έρημο και τις μπαλκονόπορτες του κήπου ανοιχτές. Νομίζω ότι είναι προφανές τι συνέβη», είπε πικρόχολα. «Εκείνο το
κάθαρμα γύρισε κρυφά στη Σαβάνα και πέρασε από τον περιβόητο “κλοιό ασφαλείας” του FBI. Πώς μπόρεσαν να φανούν
τόσο άχρηστοι;» ρώτησε έξαλλος. «Δεν έπρεπε να την αφήσω να πάει εκεί μόνη της. Εγώ φταίω που άκουσα εκείνη... κι
όλους εσάς», πρόσθεσε και κάρφωσε με το βλέμμα του τον Λίαμ και τη μητέρα του. «Όλες αυτές οι αμερικανικές ανοησίες
ότι έπρεπε να κλείσει αυτό το κεφάλαιο από το παρελθόν και μπλα, μπλα, μπλα. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να
προστατεύεται επαρκώς από εκείνο το κάθαρμα και τίποτα τέτοιο δε θα συνέβαινε ξανά. Λίαμ, πού είναι το τηλέφωνο εκείνου
του πράκτορα του FBI που ήταν τόσο αλαζονικά σίγουρος και φερόταν σε όλους μας τόσο συγκαταβατικά; Έχω ένα δυο
πραγματάκια να του πω».
«Πιστεύεις ότι ο Χάρλαν μπήκε στο σπίτι και την πήρε όμηρο;» ρώτησε ο Λίαμ συνοφρυωμένος.
«Εσύ τι νομίζεις; Ότι πήγε πικνίκ; Μ’ αρέσει που του είχαν φτιάξει και το ψυχολογικό προφίλ. Τι είχε πει εκείνος ο τύπος
από το FBI;»
«Ότι ο Χάρλαν Μακμπράιντ είναι από τους ανθρώπους που βάζουν άλλους να κάνουν τις βρομοδουλειές τους».
«Ακριβώς. Ότι ήταν απίθανο να αποτελέσει μόνος του απειλή. Αυτά ήταν τα ακριβή του λόγια. Υποστήριζε ότι ο Χάρλαν θα
απόφευγε τη Σαβάνα μόλις θα μάθαινε ότι το FBI τον κυνηγούσε. Λοιπόν, προφανώς, δεν το έμαθε».
«Όχι απαραίτητα», είπε ο Λίαμ ανήσυχος. «Μπορεί να έβαλε κάποιον άλλο να παρασύρει την Ελμ έξω από το σπίτι. Ή
μπορεί απλά η Ελμ να πήγε στα μαγαζιά».
«Ενώ περίμενε από στιγμή σε στιγμή τον πατέρα της;» Ο Τζόνι αγριοκοίταξε τον αδερφό του. «Ανοησίες. Είμαι σίγουρος
ότι ήταν εκείνος. Δεν καταλαβαίνω πού είχατε όλοι το μυαλό σας. Ούτε καν ο πατέρας της δεν προσπάθησε να την εμποδίσει
να μαζέψει μόνη της το σπίτι. Έλα, Λίαμ, δώσε μου σε παρακαλώ εκείνο το τηλέφωνο».
«Άφησε εμένα να τους μιλήσω», είπε ο Λίαμ κι έβγαλε από την τσέπη του πουκαμίσου του το χαρτάκι όπου είχε γραμμένο
το τηλέφωνο.
«Όχι, θέλω να πω σ’ αυτούς τους ανόητους δυο τρία πραγματάκια».
«Δε θα βοηθήσει. Τους χρειαζόμαστε στο πλευρό μας. Γιατί να μην επικεντρώσουμε τις προσπάθειές μας στην ανεύρεση
της Ελμ αντί να χάνουμε τον καιρό μας με κατηγορίες; Το σημαντικό είναι να την πάρουμε πίσω».
«Ω, δεν το πιστεύω αυτό!» Ο Τζόνι άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω σαν λιοντάρι στο κλουβί, ανίκανος να συγκρατήσει την
ανησυχία του και την οργή του. Αισθανόταν προσωπικά υπεύθυνος επειδή είχε αποτύχει να προστατεύσει την Ελμ. Γιατί την
είχε αφήσει να γυρίσει στο σπίτι της όταν ήξερε, όταν ήταν σίγουρος, ότι κάτι θα πήγαινε στραβά; Θα έπρεπε να είχε
αφουγκραστεί τη διαίσθησή του και να είχε επιμείνει, είτε αυτό άρεσε στην Ελμ είτε όχι.
Και πού να βρισκόταν η Ελμ εκείνη τη στιγμή; Στη Σαβάνα; Στη φυτεία; Δεν είχαν ιδέα από πού θα έπρεπε να αρχίσουν να
ψάχνουν.
Ξαφνικά κάθισε και στήριξε το κεφάλι στις παλάμες του. Συνειδητοποίησε ότι όλα αυτά τού ήταν υπερβολικά γνώριμα και
κυριεύτηκε από τον ίδιο πανικό που τον είχε καταλάβει όταν οι επαναστάτες είχαν απαγάγει τη Μαρί Ανζ. Σήκωσε το κεφάλι
του και κοίταξε στα μάτια τη μητέρα του που καθόταν απέναντι του σιωπηλή, γνωρίζοντας πολύ καλά τι περνούσε. Τότε
εκείνη άπλωσε το χέρι της και άγγιξε το δικό του.
«Καλέ μου, ξέρω ότι αυτό που θα πω έχει ελάχιστη σημασία, όμως όλα θα πάνε καλά. Μην αναστατώνεσαι. Μείνε ήρεμος
με καθαρό μυαλό. Για χάρη της».
Ο Τζόνι ένευσε καταφατικά, έσφιξε το χέρι της μητέρας του και χαμογέλασε αδύναμα.
«Αυτό θα κάνω. Ευχαριστώ, μητέρα».
Τότε συνειδητοποίησαν ότι ο Λίαμ τελείωνε το τηλεφώνημά του.
«Ναι, κατάλαβα. Θα σας ξαναπάρω σε πέντε λεπτά».
Ο Λίαμ κατέβασε το ακουστικό. «Φοβάμαι ότι έχεις δίκιο. Είναι σχεδόν σίγουροι ότι την απήγαγε ο Χάρλαν και πιστεύουν
ότι είναι οπλισμένος», είπε και κοίταξε τον αδερφό του. «Ένα περιπολικό εντόπισε μια κόκκινη Φεράρι να κατευθύνεται
βόρεια, στον Αυτοκινητόδρομο Ι-95. Προφανώς ο Χάρλαν την είχε αγοράσει πριν από λίγο καιρό. Ακόμα δε γνωρίζουν τον
προορισμό του».
«Τέλεια. Τίποτ’ άλλο που θα ήθελαν να μας πουν; Για παράδειγμα πώς σκοπεύουν να τη σώσουν;» ρώτησε ο Τζόνι
ειρωνικά.
«Αυτή τη στιγμή θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί. Δε θέλουν να υποπτευθεί ο Χάρλαν πως βρίσκονται στα ίχνη του.
Τον παρακολουθεί ένα ελικόπτερο, αλλά από απόσταση».
«Δεν ακούω τίποτα. Πηγαίνω».
«Δεν μπορείς. Δεν έχεις ιδέα πόσο βόρεια βρίσκονται. Θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι να μάθουμε τον προορισμό τους.
Θα ξανατηλεφωνήσω αμέσως στο FBI».
Ο Τζόνι δίστασε για μια στιγμή. Ο αδερφός του είχε δίκιο. Όσο κι αν του ήταν δύσκολο, θα έπρεπε να περιμένει μέχρι να
αποκτήσουν σαφέστερη εικόνα.
Όμως, αν εκείνο το κάθαρμα πείραζε έστω και μια τρίχα από τα μαλλιά της Ελμ, θα τον σκότωνε με τα ίδια του τα χέρια.

Λίγο έξω από το Ρίτσμοντ το αυτοκίνητο έκοψε ταχύτητα και η Ελμ άκουσε τον Χάρλαν να μουρμουρίζει κάτι για
βενζινάδικο. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι τα μέλη της είχαν μουδιάσει αφού καθόταν ουσιαστικά ακίνητη για πέντε
ολόκληρες ώρες, επειδή τη φόβιζε τόσο η ταχύτητα με την οποία οδηγούσε ο Χάρλαν όσο και ο ίδιος. Κάποια στιγμή είχε
ευχηθεί να τον εντόπιζαν τίποτα αστυνομικοί με ραντάρ και να άρχιζαν να τον καταδιώκουν –ίσως τότε να κατάφερνε να τους
ειδοποιήσει με κάποιον τρόπο. Προφανώς όμως, σήμερα δεν ήταν η τυχερή της μέρα.
Άλλο ένα ελικόπτερο πέρασε πάνω από τα κεφάλια τους και για μια ακόμα φορά οι ελπίδες της αναπτερώθηκαν. Μπορεί ο
πατέρας της να είχε ειδοποιήσει το FBI και να την έψαχναν. Όμως, όταν το ελικόπτερο χάθηκε προς την αντίθετη
κατεύθυνση, χάθηκαν ξανά και οι ελπίδες της.
Ο Χάρλαν είχε μιλήσει ελάχιστα σε όλη τη διαδρομή. Απλά μουρμούριζε ή σιγοτραγουδούσε παράφωνα τα κάντρι
τραγούδια που έπαιζε ο ραδιοφωνικός σταθμός και που σ’ εκείνη έφερναν τρομερό πονοκέφαλο. Ευχήθηκε να μη μετάδιδε ο
σταθμός δελτία ειδήσεων, οι εκφωνητές του να μην έλεγαν τίποτα που θα εκνεύριζε τον Χάρλαν. Η Ελμ συνειδητοποίησε ότι
εξακολουθούσε να αγνοεί τον προορισμό τους. Αν έκρινε από τη γενικότερη κατεύθυνση που ακολουθούσαν, ίσως να
πήγαιναν στην Ουάσιγκτον. Όμως δεν τολμούσε να ρωτήσει τον Χάρλαν, να το διακινδυνεύσει κάνοντάς τον να θυμώσει,
γιατί φοβόταν την ασυνήθιστη, παγερή λάμψη στο βλέμμα του. Το πρόσωπό του ήταν αναψοκοκκινισμένο και οι κινήσεις
του νευρικές. Είχε ήδη καταφέρει να του ξεφύγει μια φορά –άραγε θα της δινόταν και μια δεύτερη ευκαιρία;
Ο Τζόνι δεν έφευγε στιγμή από το μυαλό της. Τον θυμόταν συνέχεια να την προειδοποιεί να μην πάει στη Σαβάνα, να της
λέει ότι δεν ήταν ασφαλές. Πόσο θα ήθελε να τον είχε ακούσει, να μην είχε επιμείνει να κάνει τα πράγματα με τον δικό της
τρόπο.
Ήθελε τόσο απεγνωσμένα να κλείσει το κεφάλαιο της ζωής της που περιλάμβανε τον Χάρλαν. Κι αντί γι’ αυτό, είχε βρεθεί
να αντιμετωπίζει μεγαλύτερα προβλήματα μαζί του.

«Οι Ομοσπονδιακοί είναι στα ίχνη του», είπε ο Λίαμ και κάλυψε το μικρόφωνο του τηλεφώνου με την παλάμη του. «Το
αυτοκίνητό του κινείται ακόμα στον Ι-95 με εκατόν ενενήντα χιλιόμετρα την ώρα. Υπολογίζουν ότι ο Μακμπράιντ θα μείνει
σύντομα από βενζίνη και θα αναγκαστεί να σταματήσει. Διέσχισε τα σύνορα της Βιρτζίνια, άρα μάλλον κατευθύνεται προς
την Ουάσιγκτον. Θα σταλεί ένα δεύτερο ελικόπτερο από το Νόρφοκ, για ενισχύσεις. Και από τα γραφεία του FBI στη Νέα
Υόρκη θα σταλεί η Ομάδα Αντιμετώπισης Κρίσεων».
«Μάλιστα». Ο Τζόνι έκανε απότομα μεταβολή και κοντοστάθηκε δίπλα στην πόρτα. «Πες τους ότι θα πάω μαζί τους», είπε
στον αδερφό του. «Νομίζω ότι ξέρω πού μπορεί να πηγαίνει. Από πού θα πάρω το ελικόπτερο;»
Ο Λίαμ μίλησε ξανά στο τηλέφωνο. «Το αρχηγείο είναι στο Μπρόντγουεϊ, ανάμεσα στην Ντουέιν Στρητ και τη Γουόρθ
Στρητ, νότια του Κανάλ».
«Υπέροχα». Ο Τζόνι ένευσε κοφτά. Βγήκε από το καθιστικό, πήρε το σακάκι του και κατευθύνθηκε προς το ασανσέρ. Την
ώρα που πατούσε το κουμπί ένιωθε μουδιασμένος, λες και όσα συνέβαιναν διαδραματίζονταν σε μια ταινία –μια ταινία που
είχε ξαναδεί.
Όμως ορκίστηκε στη μνήμη της Μαρί Ανζ ότι αυτή τη φορά το τέλος θα ήταν οπωσδήποτε διαφορετικό.

Ο Χάρλαν σταμάτησε μπροστά στις αντλίες ενός μικρού εμπορικού κέντρου που, με εξαίρεση το βενζινάδικο, ήταν
εγκαταλειμμένο. Κοίταξε γύρω του προσεκτικά. Υπήρχε άλλο ένα αυτοκίνητο που έβαζε βενζίνη.
«Μην κουνηθείς», είπε κοφτά στην Ελμ. «Και μη σου περάσει από το μυαλό να αρχίσεις να φωνάζεις βοήθεια. Σε
παρακολουθώ». Ο Χάρλαν άγγιξε επιδεικτικά την τσέπη του σακακιού του στην οποία υπήρχε το ρεβόλβερ. Ύστερα, σαν να
το ξανασκέφτηκε, έβγαλε το όπλο και σημάδεψε την Ελμ. Απόλαυσε την αίσθηση του απόλυτου ελέγχου. «Δε θα κουνηθείς
καθόλου, κατάλαβες;»

«Απίστευτο». Ο Τσαντ Γουόρντ καθόταν πίσω από το τιμόνι του παλιού του τζιπ Τσερόκι και τα μάτια του είχαν ανοίξει
διάπλατα από την έκπληξη. Ο άντρας με το ακριβό σπορ ιταλικό αυτοκίνητο κρατούσε ένα όπλο μπροστά στο πρόσωπο της
γυναίκας που ήταν καθισμένη δίπλα του. Παρά τον χαμηλό φωτισμό του βενζινάδικου, το πρόσωπο του άντρα ήταν γνώριμο.
Ο Τσαντ έμεινε σκεφτικός για μερικές στιγμές και ύστερα, ξαφνικά, τον αναγνώρισε. Ο Μακμπράιντ. Ο βουλευτής από την
Τζόρτζια που κατηγορούνταν για κάθε είδους καταχρήσεις. Είχε δει ένα ρεπορτάζ γι’ αυτόν στις βραδινές ειδήσεις. Σίγουρα
ήταν εκείνος. Ο Γουόρντ, με δάχτυλα που έτρεμαν, έβγαλε από την τσέπη του τζιν του το κινητό του και κάλεσε την
αστυνομία. Όταν έκλεισε, σχημάτισε στο καντράν έναν άλλο αριθμό.
Ένα λεπτό αργότερα μιλούσε με την αίθουσα σύνταξης του CNN. «Είναι σίγουρα ο Μακμπράιντ και νομίζω ότι κρατάει
όμηρο τη σύζυγό του. Ω, όχι...» Ο Γουόρντ κράτησε την ανάσα του. «Μόλις γύρισε και με είδε να τον κοιτάζω. Καλύτερα να
φύγω αμέσως από δω». Έβαλε μπροστά τη μηχανή, βγήκε με ταχύτητα από το βενζινάδικο και κατευθύνθηκε ξανά προς τον
αυτοκινητόδρομο, χωρίς να σταματήσει να μιλάει ενθουσιασμένος στο τηλέφωνο.

Το ελικόπτερο έκανε αργά κύκλους πάνω από το κέντρο της Ουάσιγκτον και ο Τζόνι κοιτούσε έξω από το παράθυρο
προσπαθώντας να διακρίνει την κόκκινη Φεράρι που, όπως του είχαν πει, πλησίαζε από την Κονέτικατ Άβενιου. Ευτυχώς η
διαίσθησή του είχε αποδειχτεί σωστή. Η Ελμ είχε αναφέρει ότι το Λαφαγιέτ Παρκ ήταν η αγαπημένη τοποθεσία του Χάρλαν
στην πρωτεύουσα κι αφού το πάρκο βρισκόταν απέναντι από τον Λευκό Οίκο, ταίριαζε γάντι με την εμμονή του Χάρλαν για
την Προεδρία. Ο Τζόνι είχε εξηγήσει τη θεωρία του στους Ομοσπονδιακούς κι εκείνοι, αφού είχαν μελετήσει το προφίλ του
Χάρλαν εκ νέου, είχαν συμφωνήσει ότι πιθανόν να είχε δίκιο.
Όσο απίστευτο κι αν ακουγόταν, η αστυνομία και το FBI είχαν αποφασίσει να επιτρέψουν στον Χάρλαν να φτάσει στον
προορισμό του. Εκείνη τη στιγμή εκκένωναν το πάρκο, από φόβο μήπως ο Χάρλαν, πάνω στη θολούρα του, άρχιζε να
πυροβολεί όποιον βρισκόταν στο δρόμο του.
Ο Τζόνι κοίταξε θυμωμένος τα ελικόπτερα από τα διάφορα τηλεοπτικά δίκτυα που μαζεύονταν γύρω τους σαν πεινασμένα
όρνια στον πρωινό ουρανό της πόλης. Και τι δε θα έκαναν οι δημοσιογράφοι για να εξασφαλίσουν μια είδηση, σκέφτηκε
αηδιασμένος κι ευχήθηκε η παρουσία τους να μη γεννούσε υποψίες στον Χάρλαν προτού προλάβουν να σώσουν την Ελμ.
«Δε θα ήταν καλύτερα να κατεβούμε;» είπε στο μικρόφωνο κι έδειξε προς το έδαφος.
«Σε λίγο, δεν πρέπει να βιαστούμε», μουρμούρισε ο πράκτορας πίσω του. «Ο τύπος είναι σίγουρα ψυχοπαθής. Δεν
μπορούμε να κάνουμε καμιά κίνηση πριν αποκλείσουμε το πάρκο».
«Σωστά», συμφώνησε ο δεύτερος πράκτορας. Ευτυχώς που ο Πρόεδρος λείπει. Τζιμ, προσεκτικά», είπε στον πιλότο. «Μην
πλησιάζεις υπερβολικά την απαγορευμένη περιοχή».
«Πηγαίνει πράγματι στο Λαφαγιέτ», είπε ο άλλος. «Θα χρειαστούμε έγκριση για να προσγειωθούμε στην Πενσιλβάνια
Άβενιου».

«Όχι!» φώναξε ο γερουσιαστής στο τηλέφωνο, με το βλέμμα καρφωμένο στην οθόνη της τηλεόρασης. «Μην τους επιτρέψεις
να κάνουν το παραμικρό. Αφήστε τον Χάρλαν να φτάσει στον προορισμό του. Μην ξεχνάς ότι είναι οπλισμένος κι ότι
κρατάει όμηρο την κόρη μου. Δεν μπορούμε να το διακινδυνεύσουμε». Έτριψε τα κουρασμένα μάτια του. Ήταν σχεδόν οχτώ
το πρωί κι όλο το βράδυ δεν είχε κλείσει μάτι. Ευτυχώς που το αεροπλάνο του παλιού του φίλου, του Χάουαρντ Μακλίν,
ήταν διαθέσιμο και είχε μπορέσει να πάει στην Ουάσιγκτον αμέσως μόλις είχαν αντιληφθεί ότι εκεί κατευθυνόταν πιθανότατα
ο Χάρλαν. Συγκεντρώθηκε σ’ αυτά που του έλεγε ο συνομιλητής του.
«Όχι, κύριε. Όμως αυτό προϋποθέτει ότι θα πρέπει να αποκλείσουμε τους μισούς δρόμους γύρω από τον Λευκό Οίκο».
«Δε με ενδιαφέρει. Ο Πρόεδρος θα με στηρίξει. Απλά κάν’ το. Έχετε κάνει ήδη αρκετά λάθη. Ας προσπαθήσουμε αυτό να
το κάνουμε σωστά, εντάξει;» βρυχήθηκε ο γερουσιαστής και κοίταξε τη Φράνσις που είχε πάει μαζί του αεροπορικώς στην
Ουάσιγκτον. Εκτιμούσε το γεγονός ότι η Γκρέις και ο Λίαμ είχαν σπεύσει κι εκείνοι εκεί και στέκονταν δίπλα του, σε μια από
τις σουίτες του πολυτελούς ξενοδοχείου Χέι-Άνταμς, που έβλεπε στη Λαφαγιέτ Σκουέαρ. «Όλα θα πάνε καλά», ψιθύρισε ο
γερουσιαστής, σαν να προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του. «Η Ελμ δεν πρόκειται να πάθει τίποτα».
«Φυσικά και δε θα πάθει τίποτα», συμφώνησε η Φράνσις με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση απ’ ό,τι ένιωθε κι έριξε μια
βιαστική ματιά στην Γκρέις Γκράνι που της έσφιξε το χέρι για να της δώσει κουράγιο.
«Λίαμ, καλέ μου, όλοι είμαστε εξαντλημένοι. Φέρνεις λίγο από εκείνον τον καφέ, σε παρακαλώ;» Η Γκρέις κοίταξε
παρακλητικά το γιο της και έδειξε τον ασημένιο δίσκο που είχε αφήσει το προσωπικό του ξενοδοχείου. Ο Λίαμ, που
στεκόταν αλύγιστος μπροστά στην τηλεόραση δίπλα στο γερουσιαστή, ένευσε αφηρημένα.
«Σε παρακαλώ, μην ανησυχείς για μένα», μουρμούρισε η Φράνσις χαρίζοντας στην Γκρέις ένα βεβιασμένο χαμόγελο.
«Έτσι κι αλλιώς φοβάμαι ότι δε θα μπορούσα να πιω ούτε γουλιά».
«Ο Τζόνι είχε δίκιο», είπε ο Λίαμ χαμηλόφωνα. «Θα έπρεπε να τον είχαμε ακούσει. Η Ελμ δεν έπρεπε να επιστρέψει μόνη
της στη Σαβάνα».
«Φταίω κι εγώ όσο και οι υπόλοιποι», είπε ο γερουσιαστής με πικρία κι έστρεψε το βλέμμα του στο ταβάνι. Ύστερα
ακούμπησε στη σκαλιστή κορνίζα του τζακιού και συνέχισε. «Πίστεψα ότι οι Ομοσπονδιακοί θα κατάφερναν να κάνουν
σωστά τη δουλειά τους. Έκανα λάθος», είπε και κοίταξε βλοσυρά τον Τσάρλι Μαλόουν, το διευθυντή του FBI που μιλούσε
στο τηλέφωνο από ένα γραφείο στην απέναντι πλευρά του μεγάλου καθιστικού της σουίτας. «Έχουμε τίποτα νεότερο;»
ρώτησε ο γερουσιαστής, όταν είδε τον Μαλόουν να κατεβάζει το ακουστικό.
«Αυτή τη στιγμή οργανώνουμε την εκκένωση του πάρκου. Ευτυχώς είναι νωρίς και δεν υπάρχουν πολλοί τουρίστες ακόμα,
όμως γύρω από κάποιο άγαλμα γίνεται μια καθιστική διαμαρτυρία. Μέχρι να φτάσει εκεί ο Μακμπράιντ –από στιγμή σε
στιγμή, δηλαδή–, το πάρκο θα είναι πλήρως περικυκλωμένο. Έχει αναπτυχθεί ήδη μια δύναμη διακοσίων αντρών».
«Δε θέλω εξυπνάδες και λάθη», είπε τραχιά ο γερουσιαστής. «Φροντίστε να μην πάθει τίποτα η κόρη μου».
«Μάλιστα, κύριε. Παίρνουμε κάθε δυνατό μέτρο».
«Το καλό που σου θέλω. Μην ξεχνάς –εγώ είμαι ο πρόεδρος της επιτροπής που εγκρίνει τον προϋπολογισμό σου». Ένα
χτύπημα στην πόρτα έκανε το γερουσιαστή να στρέψει ανυπόμονα το βλέμμα του προς τα εκεί. «Α, Σαμ, σ’ ευχαριστώ που
ήρθες». Ο γερουσιαστής έσφιξε το χέρι του προσωπάρχη του Λευκού Οίκου που μόλις είχε μπει στο καθιστικό.
«Κοιτάξτε». Ο Λίαμ έδειξε ξανά την οθόνη της τηλεόρασης και είδαν όλοι την κάμερα να ζουμάρει σε μια κόκκινη Φεράρι,
στην είσοδο του πάρκου από τη Δέκατη Πέμπτη Λεωφόρο.
«Αυτός είναι», είπε ο Μαλόουν.
Στο δωμάτιο απλώθηκε σιωπή γεμάτη προσμονή. Όλοι παρακολουθούσαν τη Φεράρι να κόβει ταχύτητα.
«Θεέ μου!» ψιθύρισε ο γερουσιαστής κατάχλομος. «Η κόρη μου. Το κοριτσάκι μου είναι σ’ εκείνο το αυτοκίνητο, στο
έλεος ενός μανιακού που είναι και δικό μου δημιούργημα».
Η Φράνσις κράτησε σφιχτά το μπράτσο του αδερφού της κι έκλεισε τα μάτια της. Το μέτωπό της είχε ιδρώσει. Ένιωσε την
ανάσα της να κόβεται. Σκεφτόταν ότι αν είχε επιμείνει να βοηθήσει την Ελμ να αδειάσει το σπίτι, τίποτα δε θα είχε συμβεί.
Η Γκρέις σωριάστηκε αδύναμα στην κοντινότερη πολυθρόνα και γαντζώθηκε από το μπράτσο της, ανίκανη να αντέξει τη
σκέψη ότι ο γιος της βίωνε μια ακόμα απώλεια.
Ο Λίαμ προσευχήθηκε σιωπηρά για την Ελμ και τον αδερφό του και επιστράτευσε το κουράγιο του.

33
Ο Χάρλαν άνοιξε την πόρτα της Φεράρι και έστρεψε το όπλο του στην Ελμ. Εκείνη βγήκε αργά από το αυτοκίνητο. Οι
αρθρώσεις της πονούσαν από τις ατελείωτες, τρομακτικές ώρες που είχε περάσει καθισμένη στην ίδια στάση. Τα
μουδιασμένα πόδια της άρχισαν να μυρμηγκιάζουν μόλις πάτησαν το πεζοδρόμιο.
«Μην ξεχνάς, αν κάνεις ό,τι σου πω, όλα θα πάνε καλά», μουρμούρισε ο Χάρλαν, ενώ ταυτόχρονα κοιτούσε νευρικά
τριγύρω. «Ελμ;»
«Ναι;» ψέλλισε εκείνη βραχνά.
«Έλα. Θέλω να σου δείξω κάτι».
Η Ελμ προχώρησε αργά, με τον Χάρλαν πίσω της. Η κάννη του όπλου του απείχε μόλις μερικά εκατοστά από την πλάτη
της. Κοίταξε απεγνωσμένα γύρω της στο πάρκο. Οι διαδηλωτές και οι πρωινοί επισκέπτες οδηγούνταν στην απέναντι πλευρά.
Μια εύσωμη γυναίκα που κρατούσε ένα παιδί άρχισε να φωνάζει υστερικά όταν ένας άντρας με κοστούμι –η Ελμ δεν είχε
καμιά αμφιβολία ότι ήταν πράκτορας του FBI– την έσπρωξε για να βιαστεί. Η Ελμ ξεροκατάπιε. Ήταν αποφασισμένη να
διατηρήσει την αυτοκυριαρχία της. Ένιωσε τις ελπίδες της να αναθερμαίνονται στη σκέψη ότι ο Τζόνι θα ήταν κάπου εκεί
τριγύρω. Διαισθανόταν την παρουσία του, ήξερε ότι δεν ονειρευόταν, ότι μέσα σε όλη αυτή την παραφροσύνη μπορούσε να
διαισθανθεί την παρουσία του.
Τότε ο Χάρλαν τη σκούντησε στην πλάτη με την κάννη του όπλου του κι εκείνη προχώρησε μηχανικά προς το άγαλμα του
Άντριου Τζάκσον, στο κέντρο των κήπων που είχαν πια αδειάσει. Με εξαίρεση τα υπολείμματα ενός σάντουιτς που είχαν
αφεθεί βιαστικά σε κάποιο παγκάκι κι ενός ταλαιπωρημένου σακακιού που, πιθανότατα, ανήκε σε κάποιον άστεγο, μόνιμο
κάτοικο του πάρκου, δεν υπήρχε καμιά ένδειξη ότι λίγα λεπτά νωρίτερα στο πάρκο βρισκόταν κόσμος.
Η Ελμ προχώρησε προς τη μεγάλη βάση του αγάλματος. Είχε αρχίσει να φοβάται τι θα μπορούσε ξαφνικά να αποφασίσει
να της κάνει ο Χάρλαν. Στη διαταραγμένη πνευματικά κατάσταση που βρισκόταν δε θύμιζε σε τίποτα τον άντρα που γνώριζε
κάποτε. Τον κοίταξε, κοίταξε τον Λευκό Οίκο που πρόβαλλε μέσα από την πρωινή καταχνιά απέναντι, στην Πενσιλβάνια
Άβενιου, και άρχισε να τρέμει. Τι θα γινόταν την κρίσιμη στιγμή, όταν ο Χάρλαν θα συνειδητοποιούσε επιτέλους ότι το
όνειρό του δε θα γινόταν ποτέ πραγματικότητα;
Στάθηκαν στη σκιά του έφιππου αγάλματος. Η Ελμ συνειδητοποίησε ότι κρύωνε, αν και ήταν καλοκαίρι. Κοίταξε τις
δροσοσταλίδες στο γρασίδι, ένα σπουργίτι που χοροπηδούσε σε ένα κοντινό μονοπάτι κι ανατρίχιασε σύγκορμη. Τόλμησε να
ρίξει μια ματιά στον Χάρλαν, που στεκόταν δίπλα της. Βρισκόταν σε ένα δικό του κόσμο και κοιτούσε σαν υπνωτισμένος τον
Λευκό Οίκο. Για μια στιγμή σκέφτηκε ότι μπορεί να είχαν χαλαρώσει τα δάχτυλά του γύρω από τη λαβή του πιστολιού, όμως
η κάννη του συνέχιζε να την πιέζει. Καθώς τον κοιτούσε ανήσυχη, θυμήθηκε μια ασήμαντη πληροφορία, κάτι που όμως
εκείνη τη στιγμή της φάνηκε τρομερά σημαντικό: αυτό εδώ το άγαλμα ήταν το μοναδικό στην Ουάσιγκτον που δεν ήταν
στραμμένο προς τον Λευκό Οίκο. Ανατρίχιασε ξανά και προσπάθησε απεγνωσμένα να ελέγξει τη ζαλάδα που την κυρίευε
σταδιακά. Στάθηκε εντελώς ακίνητη, προσπαθώντας ακόμα να διακρίνει κάποια κίνηση στην περίμετρο του πάρκου.
Σκέφτηκε ότι το FBI σίγουρα θα βρισκόταν κάπου εκεί κοντά και προσπάθησε να μην πανικοβληθεί. Αν και νωρίς το πρωί, το
πάρκο ήταν ασυνήθιστα έρημο.
«Να το, Ελμ. Κοίταξέ το», είπε ο Χάρλαν κι άρχισε να κουνάει ξαφνικά το όπλο του προς το κτίριο που βρισκόταν στην
απέναντι πλευρά του δρόμου. «Μας περιμένει. Το ήξερα ότι κάποια μέρα θα τα καταφέρναμε, πάντα σου το έλεγα».
«Ναι», του απάντησε εκείνη. Τα χέρια της έτρεμαν. «Ναι, μου το έλεγες».
«Είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος γι’ αυτή τη θέση. Το ξέρεις αυτό, Ελμ, έτσι δεν είναι;»
«Ναι», το ξέρω», απάντησε η Ελμ. Στ’ αυτιά της έφτασε το βουητό από τους κινητήρες των ελικοπτέρων κι ευχήθηκε κάτι
να γινόταν.
«Καταλαβαίνεις βέβαια πως όλα όσα επιδιώκω είναι απόλυτα λογικά, σωστά;» Η φωνή του Χάρλαν ξεχείλιζε από
παράπονο, σαν να αποζητούσε την έγκριση της Ελμ.
«Ναι, απόλυτα λογικά», επανέλαβε εκείνη και, ξαφνικά, διέκρινε έναν ελεύθερο σκοπευτή πίσω από μερικά δέντρα στα
δεξιά τους. Την επόμενη στιγμή συνειδητοποίησε ότι υπήρχαν αρκετοί τριγύρω και προσπάθησε να διατηρήσει την ψυχραιμία
της. Σκόπευαν άραγε να τον σκοτώσουν; Και υπήρχαν κι άλλοι ακροβολισμένοι στη στέγη του Λευκού Οίκου. Η ίδια πλέον
τους διέκρινε καθαρά. Πώς ήταν δυνατόν ο Χάρλαν να μην τους έβλεπε; Όμως εκείνος έδειχνε να αγνοεί εντελώς την
παρουσία τους στη στέγη του προεδρικού μεγάρου και να είναι χαμένος σ’ ένα δικό του κόσμο. Για μια στιγμή η Ελμ
βυθίστηκε στην απόγνωση. Ήταν σίγουρη ότι οι κάννες των ελεύθερων σκοπευτών ήταν στραμμένες πάνω τους. Άραγε θα
τελείωναν όλα εκεί, στο πάρκο που υποτίθεται ότι ήταν αφιερωμένο στην ειρήνη;

Ο Χάρλαν σκεφτόταν με ανακούφιση ότι επιτέλους είχε επιστρέψει. Η ομίχλη που σκότιζε το μυαλό του τις τελευταίες ώρες
διαλυόταν αργά. Ήταν στο σπίτι του. Επιτέλους είχε φτάσει στον προορισμό που τόσο καιρό λαχταρούσε. Σκέφτηκε
νοσταλγικά ότι εκείνο ήταν το σημείο που αγαπούσε περισσότερο στον κόσμο. Κοίταξε τον Λευκό Οίκο με λαχτάρα και
αναστέναξε. Ήταν ένα θέαμα που δε θα τον κούραζε ποτέ. Τίποτ’ άλλο δεν είχε σημασία, μόνο αυτό, το αληθινό πεπρωμένο
του, το μέρος από το οποίο θα μπορούσε επιτέλους να ασκήσει την εξουσία του και να την κάνει σεβαστή, εκεί από όπου θα
οδηγούσε το έθνος και θα φρόντιζε να ξανακερδίσει λίγη από τη χαμένη του δόξα, εκεί που όλα του τα όνειρα θα γίνονταν
επιτέλους πραγματικότητα.
Τότε σήκωσε το χέρι του, έτριψε τα μάτια του και, ξαφνικά, δίστασε. Κοίταξε για μια στιγμή το όπλο που κρατούσε και,
σιγά σιγά, άρχισε να συνειδητοποιεί την αλήθεια. Κοίταξε την Ελμ που στεκόταν παγωμένη στο πλάι του, με το βλέμμα της
στραμμένο στον Λευκό Οίκο. Ύστερα κοίταξε γύρω του και συνοφρυώθηκε. Το πάρκο ποτέ δεν ήταν έρημο. Κάτι ήταν
διαφορετικό, τρομακτικό, λες και το ίδιο το πάρκο περίμενε κάτι να συμβεί. Πού ήταν οι διαδηλωτές που γέμιζαν συνήθως το
δρόμο μπροστά από τον Λευκό Οίκο; Ο Χάρλαν ανασήκωσε απορημένος τα φρύδια του και κούνησε το κεφάλι του, κοίταξε
γύρω του μπερδεμένος και αφουγκράστηκε. Ο μόνος ήχος που έφτανε στ’ αυτιά του ήταν το βουητό από τον κινητήρα ενός
ελικοπτέρου –ίσως και δύο– που πετούσε πάνω από το κεφάλι του. Η παρουσία τους του τράβηξε ξαφνικά την προσοχή.
Μήπως ο Πρόεδρος επέστρεφε από το Καμπ Ντέιβιντ, όπως θα έκανε κι εκείνος κάποια μέρα; Ένα πλατύ χαμόγελο φώτισε το
πρόσωπό του όταν φαντάστηκε τον εαυτό του να βγαίνει από το ελικόπτερο στο Σάουθ Λον, να καλεί με ένα κροτάλισμα των
δαχτύλων του τα σκυλιά του –ω, ναι, σίγουρα θα αποκτούσε δυο σκυλιά όταν θα γινόταν Πρόεδρος– και την Ελμ να
προχωράει δίπλα του, κομψή και πανέμορφη. Θα χαιρετούσε τα πλήθη προτού κατευθυνθεί στο Ρόουζ Γκάρντεν
συνοδευόμενος από το προσωπικό του που θα τον λάτρευε για να εκφωνήσει κάποιο σημαντικό λόγο.
Ξαφνικά αυτή η εικόνα ξεθώριασε, τόσο γρήγορα όσο είχε δημιουργηθεί. Ο Χάρλαν κοίταξε ξανά σαστισμένος το όπλο
που κρατούσε. Ανοιγόκλεισε με έκπληξη τα μάτια του, πρόσεξε τα τσαλακωμένα ρούχα του, τα μάτια της Ελμ που ξεχείλιζαν
από αβεβαιότητα και φόβο.
Τότε τα γεγονότα των τελευταίων ημερών πέρασαν αστραπιαία μπροστά στα μάτια του. Κοίταξε την Ελμ κατάματα, σαν
υπνωτισμένος, προσπαθώντας να καταλάβει τι σήμαιναν όλα αυτά, τι γινόταν. Η Ελμ ήταν ετοιμοθάνατη, όμως είχε επιβιώσει
κι εκείνος είχε επιστρέψει στη Σαβάνα και την είχε βρει να αδειάζει το σπίτι. Αυτό δεν ήταν δίκαιο. Η Ελμ δεν είχε κανένα
δικαίωμα να το κάνει αυτό. Θυμήθηκε τη Μονάδα Επεξεργασίας Λυμάτων του Μογκάτσι, τους τίτλους των εφημερίδων που
τον κατηγορούσαν για ένα σωρό πράγματα –ψέματα, τρομερά πράγματα για τα οποία κανείς δημοσιογράφος δεν είχε ιδέα,
και κατακλύστηκε από ένα κύμα θυμού. Δεν καταλάβαιναν ότι είχε αναγκαστεί να τα κάνει; Ότι διαφορετικά όλα θα άλλαζαν,
ότι είχε αναγκαστεί να...
Ξαφνικά τα χείλη του Χάρλαν άρχισαν να τρέμουν, τα γόνατά του να λυγίζουν και τον κυρίευσε μια πρωτόγνωρη
εξάντληση. Στάθηκε αδύνατο να συγκρατήσει τα δάκρυά του, που άρχισαν να κυλούν καυτά, ορμητικά, βαριά στα μάγουλά
του, όσο απελπισμένα κι αν πάσχιζε να τα σκουπίσει.
Τι συνέβαινε; Γιατί δεν καταλάβαινε κανείς πως όλα τα είχε κάνει για το καλό του έθνους; Να πάρει, τι τον εμπόδιζε να πάει
στον Λευκό Οίκο που ορθωνόταν μπροστά του σαν να τον προσκαλούσε, να ανεβεί τα σκαλοπάτια και να απολαύσει τη
θερμή υποδοχή που του άξιζε; Γιατί στεκόταν εκεί, κάτω από ένα άγαλμα στο πάρκο και σημάδευε με ένα όπλο...
Την Ελμ.
Ανοιγόκλεισε τα μάτια του ξανά, την κοίταξε κατάματα και διάβασε στο βλέμμα της το φόβο και την αβεβαιότητά της.
Κοίταξε σαστισμένος το όπλο του και ύστερα προσπάθησε να εστιάσει το βλέμμα του στον Λευκό Οίκο που ορθωνόταν
επιβλητικά μπροστά του. Όμως ήταν αδύνατο, γιατί τα γεγονότα τον τελευταίων μηνών περνούσαν αστραπιαία μπροστά στα
μάτια του σαν ταινία.
Ο Χάρλαν ξεροκατάπιε. Ένιωσε να τον πνίγει η απελπισία και ευχήθηκε με απόγνωση να είχε λίγη κοκαΐνη στην τσέπη του.
Θα τον βοηθούσε να σκεφτεί πιο καθαρά. Μουρμούρισε κάτι, έκανε μερικά βήματα, πρώτα αριστερά, ύστερα δεξιά. Κατόπιν
σταμάτησε ξανά κι άρχισε να κουνάει το κεφάλι του. «Όχι», ψιθύρισε όταν συνειδητοποίησε την αλήθεια. «Όχι, δεν μπορεί».
Δεν ήταν δυνατόν να προδοθεί το όνειρό του, όχι μετά απ’ όλα όσα είχε κάνει, όλα όσα είχε υποστεί.
Ξαφνικά πάγωσε και συνειδητοποίησε ότι ήταν πολύ αργά. Το όνειρό του δε θα πραγματοποιούνταν ποτέ. Όλα είχαν
τελειώσει.
Αμέσως η ομίχλη διαλύθηκε και, ξαφνικά, αντιλήφθηκε όσα συνέβαιναν γύρω του. Στη στέγη του Λευκού Οίκου ήταν
ακροβολισμένοι ελεύθεροι σκοπευτές και τα όπλα τους σημάδευαν εκείνον. Διέκρινε κάποιες βιαστικές, αθόρυβες κινήσεις
ανάμεσα στα δέντρα και κατάλαβε ότι το πάρκο είχε αποκλειστεί.
Ώστε λοιπόν ήξεραν. Όλα είχαν τελειώσει.
Πλέον συνειδητοποιούσε την αναμφισβήτητη πραγματικότητα, τις αναπόφευκτες συνέπειες. Το μυαλό του άρχισε να
παίρνει στροφές. Είχε δύο επιλογές. Είτε θα κρατούσε την Ελμ όμηρο και θα απειλούσε ότι θα τη σκοτώσει με την ελπίδα να
κλείσει κάποια συμφωνία με τους Ομοσπονδιακούς είτε...
Μια καινούρια εικόνα σχηματίστηκε στο μυαλό του. Ο Χάρλαν είδε τον εαυτό του στο απόγειο της δόξας του. Το
πιθανότερο ήταν ότι εκείνη τη στιγμή η προσοχή του έθνους ήταν στραμμένη ολοκληρωτικά πάνω του. Κρίμα που ήταν τόσο
νωρίς, σίγουρα όμως όλα τα τηλεοπτικά δίκτυα της χώρας θα έδειχναν εκείνον, στο Λαφαγιέτ Παρκ, και όλοι θα περίμεναν
με αγωνία να δουν τι θα έκανε, πώς θα αντιδρούσε. Μπορεί το όνειρό του να είχε γίνει συντρίμμια, τουλάχιστον όμως
μπορούσε ακόμα να αποχωρήσει εντυπωσιακά. Δε θα τον ξεχνούσαν ποτέ. Α, ναι, δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία γι’ αυτό.
Κάθε φορά που θα αναφερόταν το όνομά του όλοι θα θυμόνταν τι είχε κάνει, θα συνειδητοποιούσαν το τρομερό λάθος τους,
θα μετάνιωναν για τις πράξεις τους, θα αντιλαμβάνονταν πού τον είχαν οδηγήσει και πόσο ανόητοι ήταν που τον είχαν
υποτιμήσει. Θα τον θυμόνταν και θα έλεγαν, «Μακάρι να ήταν εδώ ο Μακμπράιντ να μας λύσει το πρόβλημα, εκείνος ήταν ο
άνθρωπός μας...»
Το χέρι του κουνήθηκε.
«Όχι!» φώναξε η Ελμ, όταν είδε τον Χάρλαν να υψώνει αστραπιαία το όπλο του. Εκείνος κοίταξε για τελευταία φορά με
λαχτάρα το αντικείμενο των πόθων του, ακούμπησε την κάννη στον κρόταφό του και για μια στιγμή ένιωσε θριαμβευτής.
Το τελευταίο πράγμα που άκουσε όταν σωριάστηκε στην αγκαλιά της Ελμ μπροστά στο άγαλμα ήταν μια κραυγή. Κι
αμέσως κατάλαβε ότι είχε δίκιο. Είχαν αρχίσει ήδη να μετανιώνουν για το λάθος τους.

«Ω Θεέ μου!» Η Ελμ συγκράτησε τον Χάρλαν με χέρια που έτρεμαν, κοιτάζοντας με γουρλωμένα μάτια την ορθάνοιχτη
πληγή του. Το πρόσωπό του ήταν απρόσμενα γαλήνιο, παρά το αίμα που έτρεχε ποτάμι και λέκιαζε το μπεζ φόρεμά της. «Ω
Θεέ μου», επαναλάμβανε σιγανά, ενώ έσφιγγε τον Χάρλαν στην αγκαλιά της. Κοίταξε ό,τι είχε απομείνει από τον άντρα με
τον οποίο είχε μοιραστεί τόσα χρόνια από τη ζωή της, εκείνον που την είχε προδώσει με τόσους διαφορετικούς τρόπους, το
σύζυγό της, κι ένιωσε να την πνίγουν η απογοήτευση, ο τρόμος, οι ενοχές –ταυτόχρονα όμως ένιωσε και ανακούφιση.
Κάπου στο βάθος άκουσε φωνές, ένιωσε ανθρώπους να τους πλησιάζουν. Όμως της ήταν αδύνατο να αφήσει τον Χάρλαν
από την αγκαλιά της.
Πέρασαν αρκετά δευτερόλεπτα προτού συνειδητοποιήσει ότι κάποιος έλεγε το όνομά της. Γύρισε, ύψωσε το βλέμμα της
και κοίταξε όσους είχαν μαζευτεί γύρω της. Πράκτορες του FBI, ο πατέρας της, η θεία Φράνσις, η Γκρέις και ο Λίαμ, που, μη
αντέχοντας άλλο, είχαν σπάσει τον κλοιό και κατευθύνονταν τρέχοντας προς το μέρος της.
Τότε, ξαφνικά, είδε τον Τζόνι να προβάλλει από το πλήθος και να την κοιτάζει επίμονα κι αμέσως η ομίχλη διαλύθηκε.
Έστρεψε το βλέμμα της πάνω του και ύστερα στο άψυχο κορμί που κρατούσε στην αγκαλιά της. Συνειδητοποίησε ότι έπρεπε
να το αφήσει, να αφήσει πίσω της το παρελθόν και να προχωρήσει στο μέλλον.
Το πλήθος γύρω της παρέμεινε παράξενα σιωπηλό καθώς αργά αργά ακουμπούσε το σώμα του Χάρλαν στο έδαφος. Η Ελμ
τον κοίταξε για μια τελευταία φορά και ύστερα του έκλεισε τρυφερά τα μάτια. Τότε κάποιος την έπιασε από τον αγκώνα και
τη βοήθησε να σηκωθεί.
Στάθηκε στα πόδια της και πήρε βαθιά ανάσα. Όλα είχαν τελειώσει –μια για πάντα. Ύψωσε το βλέμμα της και άπλωσε το
χέρι της στον Τζόνι, που περίμενε, χωρίς να την πιέζει ή να την τραβάει, να κάνει εκείνη την κίνησή της. Ο Τζόνι δεν τη
φόρτωνε με τις επιθυμίες και τις ανάγκες του, απλά περίμενε χωρίς να δίνει σημασία στο πλήθος, σε τίποτα εκτός από εκείνη.
Και, ξαφνικά, η Ελμ έτρεξε προς το μέρος του, ρίχτηκε στην αγκαλιά του κι ένιωσε επιτέλους τα μπράτσα του να κλείνουν
γύρω της.
«Όλα είναι μια χαρά, αγάπη μου, τελείωσε», ψιθύρισε ο Τζόνι δαμάζοντας τα συναισθήματά του όταν ένιωσε το κεφάλι της
Ελμ να γέρνει στον ώμο του κι εκείνη να χαλαρώνει. Την έσφιξε στην αγκαλιά του, αποφασισμένος να μην την αφήσει ποτέ
ξανά να κινδυνέψει, αφού είχε κάνει πλέον την επιλογή της, αφού είχε πάει σ’ εκείνον με τη θέλησή της. Ένιωσε το σώμα της
να ανατριχιάζει καθώς η Ελμ άφηνε ένα βαρύ αναστεναγμό.
Η Ελμ άκουγε τις φωνές των υπολοίπων που βρίσκονταν γύρω της, του πατέρα της και τον Λίαμ, της Γκρέις και της θείας
Φράνσις και των αστυνομικών και των αντρών του FBI και περίμεναν καρτερικά να αντιδράσει, όμως εκείνη τη στιγμή δεν
μπορούσε να κάνει τίποτα, δεν ήταν προετοιμασμένη για τίποτα. Γιατί ήξερε ότι το μόνο που ήθελε –για εκείνη τη στιγμή και
για πάντα– ήταν να μείνει στην αγκαλιά του Τζόνι, σίγουρη ότι είχε αφήσει πίσω της το παρελθόν και ότι ήταν έτοιμη να
ξεκινήσει το καινούριο κεφάλαιο της ζωής της.

Επίλογος
Ένα χρόνο αργότερα
«Έτσι κάνει πάντα η Τζο», παραπονέθηκε η Ελμ και κατέβασε το ακουστικό του τηλεφώνου. «Μου είναι αδύνατο να
φανταστώ πώς μια αντιπρόσωπος του Κογκρέσου μπορεί να καταφέρει να διευθύνει το πολιτικό της γραφείο και ταυτόχρονα
να προετοιμαστεί για μια έκθεση ζωγραφικής».
«Ίσως κάποια μέρα τα καταφέρεις», απάντησε η Μέρεντιθ, που καθόταν σε μια πολυθρόνα μπροστά στο μεγάλο γραφείο.
«Μπορεί. Όταν θα έχω βρει κάποιον υποψήφιο να με αντικαταστήσει. Μερ, θα το σκεφτείς ποτέ σοβαρά να βάλεις
υποψηφιότητα εσύ;» ρώτησε η Ελμ για πολλοστή φορά. Η φωνή της μαλάκωσε μόλις κοίταξε τη φίλη της. Η Μέρεντιθ είχε
αδυνατίσει και είχε καταβληθεί τρομερά μετά το θάνατο του Τομ. Ο σύζυγός της είχε πνιγεί λίγους μήνες μετά την
αυτοκτονία του Χάρλαν. Το αγαπημένο του σκάφος είχε βυθιστεί στα ανοιχτά της ακτής της Τζόρτζια. Η Ελμ ευχήθηκε να
μπορούσε να κάνει κάτι περισσότερο για να βοηθήσει τη φίλη της, όμως η Μέρεντιθ δεν είχε αφήσει τη θλίψη της να την
παρασύρει. Ήταν από τις πιο δραστήριες δικηγόρους του γραφείου της, ασχολούμενη πάντα με κάποια σημαντική υπόθεση,
και φρόντιζε να μη χάνει ούτε έναν αγώνα των παιδιών της. Κάποιες φορές η Ελμ ανησυχούσε μήπως όλα αυτά δεν ήταν
παρά μια βιτρίνα, μήπως η Μέρεντιθ πίεζε τον εαυτό της τόσο σκληρά απλά και μόνο επειδή φοβόταν να συνειδητοποιήσει
ότι ο Τομ ήταν νεκρός.
«Γεια σας, κυρίες μου». Ο Τζόνι στάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας και ύστερα πλησίασε τη γυναίκα του και της έδωσε ένα
καυτό φιλί στα χείλη. «Νιώθεις καλά, ομορφιά μου;» ρώτησε συνοφρυωμένος.
«Αγάπη μου, έγκυος είμαι, όχι άρρωστη», επεσήμανε η Ελμ και τον φίλησε κι εκείνη.
«Το ξέρω, όμως δε βλάπτει να προσέχεις. Πριν από μερικούς μήνες είχα κάποιο πρόβλημα με τη Λέιντι Μπι Γκουντ και
τρέμω στη σκέψη...»
«Τζόνι, δεν είμαι άλογο», είπε η Ελμ υπομονετικά, ενώ ο Τζόνι καθόταν δίπλα στη Μέρεντιθ πιέζοντας ελαφρά το χέρι της
φίλης της.
«Η Ελμ θα τα πάει μια χαρά», είπε εκείνη και της χαμογέλασε με αγάπη. «Παιδιά, πρέπει να φύγω. Προσφέρθηκα να
αναλάβω μια υπόθεση που κάποιος συνάδελφος δεν μπορούσε να χειριστεί και πνίγομαι στη δουλειά. Ωστόσο η γνώμη μου
είναι ότι θα έκανες καλά να πλησιάσεις τον Ερλ Στέισι. Κανείς δε θα έχει αντίρρηση για την υποψηφιότητά του κι επιπλέον
είναι τρομερά τίμιος».
«Το ίδιο μου είπε και ο πατέρας μου», μονολόγησε η Ελμ. «Λες να θέλει να βάλει υποψηφιότητα;»
«Αν το είπε ο πατέρας σου, τότε ναι. Ο γερουσιαστής ξέρει τι λέει σε θέματα πολιτικής. Αν εσύ κι ο πατέρας σου
υποστηρίξετε τον Στέισι, θα εκλεγεί χωρίς πρόβλημα».
«Μάλλον έχεις δίκιο. Θα του τηλεφωνήσω σήμερα κιόλας. Ύστερα απ’ όσα πέρασαν οι ψηφοφόροι τα τελευταία δύο
χρόνια, έχω χρέος απέναντί τους να αφήσω την περιφέρεια σε καλά χέρια».
«Αυτό σημαίνει μήπως ότι είδες επιτέλους το φως το αληθινό και αποφάσισες ότι το παιδί μας θα γεννηθεί στο Γκράνι,
όπως είναι και το σωστό;»
«Φυσικά». Η Ελμ χαμογέλασε τρυφερά στον Τζόνι. «Αλλά μην ξεγελαστείς και νομίσεις ότι με έπεισες εσύ».
«Για ποιο λόγο θα μπορούσα να νομίζω κάτι τόσο απίθανο;» Ο Τζόνι χαμογέλασε και ύψωσε τα φρύδια του.
«Γιατί ο Νίκι ήταν εκείνος που μου τηλεφώνησε και με παρακάλεσε γι’ αυτό».
«Ώστε έτσι; Μπράβο του. Θα πρέπει να θυμηθώ να του αγοράσω εκείνη τη Βέσπα που μου ζητάει σχεδόν ένα χρόνο. Δε
φαντάζομαι να αναφέρθηκε κι αυτό στη συζήτησή σας;»
«Όχι φυσικά».
«Απλά μια σκέψη έκανα. Τότε μάλλον θα πέρασε κρίση αλτρουισμού. Τα παιδιά έχουν το ακαταλόγιστο, έτσι δεν είναι;»
ρώτησε ο Τζόνι και σηκώθηκε ταυτόχρονα με τη Μέρεντιθ, που ετοιμαζόταν να φύγει.
«Σωστά», απάντησε εκείνη και τον φίλησε στο μάγουλο. «Θα σας δω αργότερα στη δεξίωση».
«Η κακομοίρα δεν είναι καθόλου καλύτερα», σχολίασε ο Τζόνι όταν η Μέρεντιθ έκλεισε αθόρυβα την πόρτα πίσω της.
«Το ξέρω. Ανησυχώ πολύ».
«Δώσε της χρόνο. Σ’ αυτό το στάδιο είμαι σίγουρος ότι είναι έξαλλη με την αδικία που επικρατεί στον κόσμο. Τουλάχιστον
έτσι ήμουν εγώ. Με λίγη τύχη σε ένα χρόνο θα νιώθει καλύτερα και θα μπορεί να συνεχίσει τη ζωή της».
«Το ελπίζω», αναστέναξε η Ελμ.
«Και τώρα η δυο μας, νεαρή μου. Πόσος καιρός θα περάσει μέχρι να παραδώσεις σ’ αυτό τον Στέισι; Εξαιρετική ιδέα, θα
έπρεπε να την είχαμε σκεφτεί από την αρχή. Δεν μπορεί να τον διορίσει στη θέση σου ο κυβερνήτης ή κάτι τέτοιο;»
«Με εντυπωσιάζεις», σχολίασε η Ελμ με θαυμασμό. «Απ’ ό,τι φαίνεται κάποιος έχει αρχίσει να δίνει μεγαλύτερη προσοχή
στα πολιτικά πράγματα της Αμερικής απ’ ό,τι φανταζόμουν».
«Αφού η σύζυγός μου είναι αντιπρόσωπος του έθνους, σκέφτηκα να ανοίξω και κανένα βιβλίο».
Το αξίωμα της Ελμ δεν έπαυε να την εκπλήσσει. Ήταν απίστευτο πόσο είχε αλλάξει η ζωή της. Εκείνη τη φρικτή μέρα που
ανακάλυψε την απιστία του Χάρλαν, τις ακόμα πιο φριχτές μέρες που είχε περάσει στην κλινική, δε θα τολμούσε ποτέ να
φανταστεί ότι η ζωή της θα γινόταν τόσο όμορφη. Μετά το θάνατο του Χάρλαν το κόμμα της είχε ζητήσει να πάρει τη θέση
του στο ψηφοδέλτιο. Εκείνη είχε δεχτεί, παρακινημένη από αίσθημα ευθύνης απέναντι στους ψηφοφόρους που είχε προδώσει
ο σύζυγός της, χωρίς να περιμένει το βράδυ των εκλογών ότι θα εκλεγόταν και μάλιστα με ποσοστό ρεκόρ.
Πλέον, ένα χρόνο αργότερα, μπορούσε να πει με περηφάνια ότι είχε καταφέρει να αφήσει το στίγμα της. Είχε προεδρεύσει
σε μια επιτροπή που είχε εξετάσει τις ατέλειες της Μονάδας Επεξεργασίας Λυμάτων του Μογκάτσι και είχε βοηθήσει να
συνταχθεί ένας νόμος που διόρθωνε τις ελλείψεις του προηγούμενου, οι οποίες είχαν επιτρέψει να σημειωθούν τόσο
τρομερές περιβαλλοντικές παραβάσεις. Είχε διαπιστώσει ότι διακατεχόταν από το ίδιο πάθος με τον πατέρα της για την
πολιτική, πράγμα που είχε ως συνέπεια να αναπτυχθεί ένας καινούριος δεσμός ανάμεσά τους, πολύτιμος και για τους δυο
τους, και να γεφυρωθεί το χάσμα που είχε ανοίξει ο Χάρλαν.
Ωστόσο, σκέφτηκε η Ελμ, ενώ ακουμπούσε το χέρι του Τζόνι στην κοιλιά της που είχε αρχίσει ελαφρά να στρογγυλεύει,
όσο υπέροχη κι αν ήταν η καινούρια της ζωή, ωχριούσε μπροστά στην απόλυτη ευτυχία που της είχε χαρίσει ο δεύτερος
σύζυγός της και στο θαύμα που είχαν καταφέρει οι δυο τους. Της φαινόταν υπέροχο και απίστευτο ότι, έπειτα από τόσες
αποτυχημένες προσπάθειες να μείνει έγκυος, στην τελευταία όλα είχαν πάει καλά, και μάλιστα με εντελώς φυσιολογικό
τρόπο, και τόσο απρόσμενα. Βέβαια το έργο της στην Ουάσιγκτον ήταν σημαντικό, όμως τίποτα δε θα μπορούσε να
συγκριθεί με τη φροντίδα του παιδιού της και του εκπληκτικού συζύγου της.
«Έχω τηλεφωνήσει ήδη στον κυβερνήτη», είπε στον Τζόνι για να τον καθησυχάσει. «Θα παρουσιάσουμε την ιδέα στο
κόμμα, αν και υποπτεύομαι ότι θα χρειαστούν τουλάχιστον δυο μήνες μέχρι να τακτοποιηθούν όλα».
«Εντάξει», αναστέναξε ο Τζόνι. «Όμως όχι περισσότεροι. Παρεμπιπτόντως, έχεις αντιληφθεί ότι η μητέρα μου και η θεία
σου μαλώνουν ήδη για το αν τα βαφτιστικά του μωρού θα τα διαλέξουν οι Χάθαγουεϊ ή οι Γκράνι;»
«Απίστευτο. Είσαι τόσο καλός που ασχολείσαι με όλα αυτά αντί για μένα. Το πολιτικό μου γραφείο δε μου αφήνει χρόνο
για τίποτ’ άλλο».
«Και κάνεις εκπληκτική δουλειά», είπε ο Τζόνι τρυφερά.
«Η αλήθεια είναι ότι η ηγεσία του κόμματος δεν ενθουσιάστηκε ακριβώς με κάποιες από τις θέσεις μου», γέλασε η Ελμ.
«Νομίζω ότι με περίμεναν κάπως πιο ενδοτική. Παρ’ όλα αυτά διασκεδάζω. Ο μπαμπάς λέει ότι είμαι γεννημένη πολιτικός.
Θέλει να στοχεύσω ψηλότερα, ίσως και να βάλω υποψηφιότητα για τη θέση του στη Γερουσία ώστε να μπορέσει να
αποσυρθεί».
«Θα προτιμούσα να μην το συζητήσουμε αυτό», είπε ο Τζόνι βλοσυρά και χάιδεψε την παλάμη της γυναίκας του. «Οι
πολιτικές φιλοδοξίες του για σένα είναι το μοναδικό θέμα στο οποίο διαφωνούμε ολοκληρωτικά».
«Μην ανησυχείς. Η μοναδική μου φιλοδοξία για το μέλλον είναι να είμαι σύζυγός σου και να μεγαλώσω μια ντουζίνα
μικρούς Γκράνι και να αφήσω εποχή ως υποκόμισσα».
«Και η ζωγραφική σου;»
«Κι αυτή, φυσικά». Η Ελμ γέλασε.
«Λοιπόν, κυρία αντιπρόσωπε του Κογκρέσου, τώρα που όλα έχουν αποφασιστεί προτείνω να πάμε για φαγητό γιατί πεινάω
σαν λύκος. Μας έχουν κρατήσει το συνηθισμένο μας τραπέζι στο Μίζις Γουίλκς και θέλω να είμαι εκεί προτού ξεμείνουν από
εκείνα τα υπέροχα σπιτικά μπισκότα».
Η Ελμ σηκώθηκε προσεκτικά, εντυπωσιασμένη από την αγάπη που έδειχνε τον τελευταίο καιρό ο αριστοκράτης σύζυγός
της για τη μαγειρική του Νότου. Τις προάλλες είχε κατσουφιάσει κωμικά όταν του είχε υπενθυμίσει ότι τα φαγητά της
Τζόρτζια ήταν υπερβολικά εξωτικά για το ιρλανδέζικο στομάχι του.
Ο Τζόνι την έπιασε από το χέρι και χαμογέλασε. «Έλα, λοιπόν. Ας φύγουμε προτού κανείς από το ικανό προσωπικό σου
ανακαλύψει ότι υπάρχει κι άλλη σύσκεψη στην οποία θα πρέπει να παραστείς». Κοντοστάθηκε για μια στιγμή, έπιασε την
Ελμ από τους ώμους και η έκφρασή του σοβάρεψε ξαφνικά. «Δε νομίζεις ότι θα βαρεθείς αν είσαι απλά μια μητέρα και
υποκόμισσα ύστερα από τόση ένταση;» ρώτησε και την κοίταξε στα μάτια.
«Πώς θα μπορούσα; Μην ξεχνάς ότι είναι κάτι που λαχταρούσα από τότε που ήμουν δεκαπέντε ετών».
«Σωστά, είχα ξεχάσει τι είχε συμβεί στο γήπεδο του μπάσκετ. Έχεις δίκιο».
Η Ελμ κοίταξε τον Τζόνι κι εκείνος της έδωσε ένα τρυφερό φιλί στα χείλη. Δεν άντεξε όμως, τη φίλησε ξανά, με
περισσότερο πάθος, και την έσφιξε στην αγκαλιά του.

Δυο λεπτά αργότερα η Μάρσι, πλέον γραμματέας της Ελμ, άνοιξε την πόρτα και αν(τίκρισε έκπληκτη τη βουλευτή Χάθαγουεϊ
στην αγκαλιά ενός άντρα. Για μια στιγμή δεν αναγνώρισε τον Τζόνι κι ένιωσε τον χειρότερο φόβο της να ζωντανεύει. Τότε,
προς μεγάλη της ανακούφιση, κατάλαβε ότι η Ελμ δεν επαναλάμβανε τα λάθη του προκατόχου της και έκλεισε αθόρυβα την
πόρτα.

You might also like