Professional Documents
Culture Documents
Η αναζήτηση
«Μ η λες ανοησίες», της είπε πνιχτά. «Δεν μπορούμε να κάνουμε
κάτι που θα το μετανιώσουμε μετά. Δεν -»
Η Σερίνα Χέιζ ήταν όμορφη, πλούσια και διάσημη, αλλά στα εικο-
σιοχτώ της είχε φτάσει να νιώθει εντελώς αποτυχημένη. Μ ετά
πέντε χρόνια αρμονικού γάμου, ο άντρας της την είχε εγκατα-
λείψει για μια ασήμαντη κοπελίτσα, και σαν να μην έφτανε αυτό, η
καριέρα της έμοιαζε να έχει φτάσει στο σημείο μηδέν. Ήταν
η δεύτερη φορά στη ζωή της που χρειαζόταν τόσο απελπισμένα τον
Ρέι Νόλαν, τον πιο παλιό και πιο αγαπημένο της φίλο. Κι
όταν αυτός ήρθε σαν από μηχανής θεός για να την πάρει μακριά
απ’ όλους κι απ’ όλα, να της δώσει τη δύναμη ν' αντιδράσει και να
ξαναβάλει τη σφραγίδα του στην καριέρα της, η Σερίνα
αν,ακάλυψε πως τα αισθήματά της γι' αυτόν άλλαζαν ραγδαία: δεν
ένιωθε πια μόνο στοργή και τρυφερότητα για τον Ρέι Νόλαν. Τον
ήθελε και σαν άντρα.
Αλλά αυτό ήταν κάτι που έπρεπε να το πνίξει με κάθε θυσία. Δεν
μπορούσε να διακυβεύσει την τέλεια φιλία που την έδενε μαζί του
επειδή η ίδια βρισκόταν τώρα δα σε μια φάση τέλειας σύγχισης. Ο
Ρέι την έβλεπε αποκλειστικά σαν φίλη - η όμορφη Τρίτσια Σέιμουρ
κάλυπτε τις υπόλοιπες ανάγκες του. Κι άλλωστε στη ζωή της είχε
μπει ο Βιτόριο Μ αντσίνι, ο γοητευτικός πλέι-μπόι που είχε βαλθεί
να την κατακτήσει με κάθε τρόπο. Στην αγκαλιά του, ήταν
σίγουρη, θα ξεχνούσε όλες της τις φαντασιώσεις για τον Ρέι...
Αλλά δεν έφτανε η αγκαλιά του Βιτόριο για’να το ξεπεράσει. Η
λαχτάρα της για τον Ρέι Νόλαν σιγόκαιγε μέσα της δώδεκα
ολόκληρα χρόνια, και τώρα που είχε φουντώσει, δεν ελεγχόταν
πια. Γι' άλλη μια φορά η ζωή της έμοιαζε να σωριάζεται σε ερείπια,
και τώρα ο Ρέι δεν μπορούσε, ή δεν ήθελε να βοηθήσει. Για μια
νύχτα εκστατικού έρωτα, η Σερίνα είχε χάσει το πιο πολύτιμο
πράγμα στη ζωή της - τη φιλία του...
Η αναζήτηση
Στεφάνι Γουεμπ
COSM OBOOKS
ΑΘΗΝΑ
Τango
Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ
δότη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
«Γιατί τον κάλεσες;» ρώτησε η Σερίνα Χέιζ. Ήταν κατάχλομη
κάτω απ’ το προσεγμένο μακιγιάζ της, κι η φωνή της, αν και
ψιθυριστή, είχε ένα σαφή τόνο υστερίας. Η Άμπι Μ άρτιν την
κοίταξε μ’ ένα ύφος που πρόδινε ενοχή, αμηχανία, και μια κάποια
επιθετική διάθεση. «Γιατί να μην τον καλέσω;» της αντιγύρισε.
«Απ’ ό,τι ξέρω, χωρίζετε φιλικά, ή όχι;»
«Το ήξερες πως δεν ή'θελα να τον ξαναδώ, δεν το ήξερες; Και τι
πάει να πει, χωρίζουμε φιλικά; Αν εννοείς ότι δε βγάλαμε ακόμα
μαχαίρια να σφαχτούμε, ναι, χωρίζουμε πολύ φιλικά! Μ α για τ’
όνομα του Θεού - πώς μπόρεσες να μας φέρεις και τους δυο σε
τόσο δύσκολη θέση; Όταν ξέρεις ότι από μέρα σε μέρα βγαίνει το
διαζύγιό μας, και πώς νιώθω εγώ γι’ αυτό!»
«Σε κάθε ζευγάρι μπορεί να μπει κάποιος τρίτος. Αυτός δεν είναι
λόγος για να καταθέτεις τα όπλα».
«Δε μ’ ενδιαφέρει».
«Σέρι, γλυκιά μου...» Της τράβηξε μια κρεμάστρα απ’το χέρι και
την ξανάβαλε στη ντουλάπα. «Σκέψου λίγο... Για-τί να τους δώσεις
αυτή την ικανοποίηση;»
«Γιατί τον αγαπούσα. Ήταν ο άντρας μου. Τον είχα συνηθίσει. Του
είχα εμπιστοσύνη. Κι ύστερα... ήταν φοβερό πλήγμα για τον
εγωισμό μου, δεν το καταλαβαίνεις;»
Της πήρε όμως πολλή ώρα μέχρι να αποσπάσει απ’ τη Σερίνα την
υπόσχεση ότι θα έμενε τουλάχιστον εκείνο το βράδυ. Τώρα
μετάνιωνε για την πρωτοβουλία της να κα-λέσει μαζί τους δυο
πρώην συζύγους χωρίς να ξέρει κανείς απ’ τους δυο τι τον
περίμενε. Κι ήταν αλήθεια, ο Λίαμ είχε ενοχληθεί πιο πολύ απ’ ό,τι
η Σερίνα. Ήταν πάρα πολύ ευγενικός και διπλωμάτης για να το
δείξει ξεκάθαρα, αλλά η Άμπι τον γνώριζε όσα χρόνια τον γνώριζε
και η Σερίνα, και ο ήπιος, γλυκός του τρόπος δε θα την
ξεγελούσε σε καμιά περίπτωση. Αν είχε έρθει μόνος, σίγουρα θα
ήταν διαφορετικά τα πράγματα. Θα είχε κάνει ό,τι περνούσε απ’ το
χέρι της για να τους δώσει άφθονες ευκαιρίες να μείνουν μόνοι οι
δυο τους.
Είχε πάθει το σοκ της ζωής της όταν, φτάνοντας στο σπίτι των
Μ άρτιν, είχε πέσει πάνω στον Λίαμ και τη Ντέμ-πι. Είχε
ακολουθήσει μια φοβερά αμήχανη και γελοία στιγμή σύγχισης. Είχε
χάσει τα λόγια της, και το ίδιο θα πρέπει να είχαν χάσει κι αυτοί τα
δικά τους. Η Ντέμπι είχε γίνει κατακόκκινη, κι είχε μείνει να την
κοιτάζει με σφιγμένα χείλια. Ο Λίαμ ξαναβρήκε πρώτος την
ψυχραιμία του, κι είπε δυο τυπικά λόγια που τώρα η Σερίνα δεν
τα θυμόταν καν.
Ήταν ερωτευμένος, της είχε πει. Της το είχε πει μ’ όλο του το
έμφυτο τακτ, αποφεύγοντας να την πληγώσει περισσότερο απ’ όσο
θα ήταν αναγκαίο. Δεν ήξερε πώς του είχε συμβεί, και οπωσδήποτε
η άλλη δεν ήταν ούτε καλύτερη, ούτε πιο γοητευτική απ’ τη Σερίνα
Χέιζ. Ήταν απλά ένα από εκείνα τα πράγματα που δεν μπορεί να
ελέγξει κανείς. Και ήθελε να χωρίσουν.
Για λίγο πίστεψε πως ίσως ο Λίαμ να βαριόταν τελικά τη νέα του
αγάπη και να ξαναγύριζε κοντά της. Μ ε την υπομονή, την
κατανόηση, την ανωτερότητα που έδειχνε ίσως να τον
ξανακέρδιζε... Τώρα δεν ήξερε καν αν ήθελε να τον ξανακερδίσει
επειδή τον αγαπούσε, ή μόνο και μόνο για να μην πει κανείς ότι
την είχε εγκαταλείψει. Όπως κι αν είχε το πράγμα, δεν τον είχε
κερδίσει. Η Ντέμπι είχε μείνει έγκυος, κι ο Λίαμ είχε απαιτήσει το
διαζύγιο.
Έτσι είχε λήξει ένας γάμος που τον θεωρούσαν όλοι μέχρι τότε
απόλυτα επιτυχημένο. Οι γνωστοί κι οι φίλοι εκφράζαν τη λύπη
τους, αλλά στο βάθος, η Σερίνα ήταν σίγουρη γι’ αυτό, της
καταλόγιζαν όλες τις ευθύνες. Ο Λίαμ ήταν ένα τόσο γλυκό παιδί,
αυτή είχε τη φήμη της σκληρής ντίβας. Σίγουρα δικό της θα ήταν
το φταίξιμο.
Δεν είχαν στ’ αλήθεια και καμιά σπουδαία σεξουαλική ζωή οι δυο
τους. Γι’ αυτήν δεν είχε και τόση σημασία αυτό - τα αισθήματα
μέτραγαν πάνω απ’ όλα. Για τον Λίαμ όμως ίσως να ήταν κάτι
πολύ σημαντικό. Ήταν νέος, μόλις τριανταδύο χρόνων. Οι
ανάγκες του ήταν ίσως πιο μεγάλες απ’ το μέσο όρο.
Δεν το είχε συζητήσει ποτέ με τον Λίαμ· δεν ήθελε να τον κάνει
να νιώσει μειονεκτικά. Περιοριζόταν να προσποιείται, αλλά ακόμα
θυμόταν την απογοήτευσή της, την αίσθηση του κενού και του
ανικανοποίητου που ερχόταν συνήθως σαν επακόλουθο μετά τις
ερωτικές τους περιπτύξεις. Ύστερα, σιγά-σιγά, είχε αμβλυνθεί η
αρχική της επιθυμία. Υπήρχαν νύχτες που τα χάδια του την
ενοχλούσαν. Δεν του το είχε δείξει ποτέ, αλλά σίγουρα αυτός θα
το είχε νιώσει.
Και γιατί δεν είχε νιώσει ποτέ την επιθυμία να χαρίσει ένα παιδί
στον Λίαμ; Ήξερε πόσο αγαπούσε ο άντρας της τα παιδιά, αλλά
τον είχε πείσει πως ήταν ακόμα πολύ νωρίς για να το σκέφτονται.
Είχαν την καριέρα τους, δεν μπορούσαν ακόμα να δεσμευτούν με(
οικογένεια. Η ίδια φοβόταν για την καριέρα της πολύ περισσότερο
απ’ όσο ο Λίαμ για τη δική του, κι ακόμα φοβόταν μη χαλάσουν
οι γραμμές της, αλλά αυτό φυσικά δεν του το είχε πει.
Τώρα αναρωτιόταν μήπως όλα αυτά δεν ήταν παρά μόνο
δικαιολογίες. Ποτέ της δεν είχε νιώσει την επιθυμία να κάνει
παιδί, και δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ο Λίαμ το ήθελε τόσο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Από μια άποψη, ήταν ευτύχημα που η Άμπι είχε καλέσει κι άλλους
για το γουίκ-εντ, γιατί έτσι οι πιθανότητες να μείνει μόνη με τον
Λίαμ και τη Ντέμπι μειώνονταν αισθητά. Όπως και να ’χε, ήταν
σωστό μαρτύριο να προσπαθεί να υποκριθεί ότι δεν έδινε δεκάρα,
και να αναλογίζεται τι θα σκέφτονταν όλοι αυτοί γύρω της
βλέποντάς την μαζί με το σύζυγό της και τη μέλλουσα γυναίκα
του.
«Φαίνεσαι πιο καλά παρά ποτέ», της είπε ο Λίαμ με το πιο γλυκό
του χαμόγελο. «Εκθαμβωτική. Τι έγινε μ’ εκείνο το φιλμ του
Σάμουελσον;»
Απ’ όλους τους καθρέφτες της Άμπι την κοιτούσε ο εαυτός της, κι
ήξερε πως ο Λίαμ δεν έλεγε ψέματα, και πως ήταν στ’ αλήθεια
εκθαμβωτική. Εκείνο το βράδυ είχε προσέξει όσο περισσότερο
γινόταν την εμφάνισή της. Δεν υπήρχε ούτε μια γυναίκα εκεί μέσα
που να μπορεί να επισκιάσει τη Σερίνα Χέιζ. Κι ούτε έδειχνε
εικοσιεννιά χρόνων- το πολύ-πολύ που θα την έκανε κανείς, ήταν
ει-κοσιτριών. Ήταν όμορφη όσο την πρώτη μέρα που
είχε ξεκινήσει την καριέρα της σαν φωτομοντέλο - κι
ακόμα περισσότερο.
«Δεν τους έχω βάλει στο ίδιο δωμάτιο», της είπε ψιθυριστά η
Άμπι.
«Και λοιπόν; Λες να τους εμποδίσεις να κοιμηθούν μαζί, αν το
θέλουν;»
«Μ ην είσαι ανόητη».
Ανέβηκε νωρίς στο δωμάτιό της, έκανε ένα μπάνιο και χώθηκε στα
φρέσκα, μοσχομυριστά σεντόνια της Άμπι. Προσπάθησε να
διαβάσει λίγο για να νυστάξει, αλλά ήταν αδύνατο να
συγκεντρωθεί στο βιβλίο που είχε φέρει μαζί της. Ο νους της ήταν
στον Λίαμ και στη Ντέμπι, στο κρεβάτι που σίγουρα μοιράζονταν
τώρα οι δυο τους, παρά τις αφελείς προσπάθειες της Άμπι να τους
κρατήσει χώρια.
Την τράβηξε στην αγκαλιά του, τόσο απότομα που δεν πρόλαβε να
του ξεφύγει. Κάτω απ’ το σεντόνι, το γυμνό του σώμα κόλλησε σ’
όλο του το μήκος στο δικό της.
απ’ τον ύπνο και τη γλύκα αυτού του ξυπνήματος, της γεύσης των
χειλιών του και όλης της λαχτάρας που είχε ζωντανέψει μέσα της.
Έκρυψε το πρόσωπό της στις παλάμες της, κι είπε πνιχτά: «Φύγε,
σε παρακαλώ. Δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ».
Της είπε κουρασμένα: «Το ξέρω. Δεν μπορώ να καταλάβω τι μου
συνέβη. Απ’ τη στιγμή που σε είδα κάτω, στο σαλόνι... Ω, Σέρι,
είσαι - Χριστέ μου, είσαι τόσο όμορφη... Κι η Ντέμπι κοιμάται»,
κατέληξε παθητικά, προσπαθώντας να την ξαναπάρει στην αγκαλιά
του. «Στο δωμάτιό της».
«Και δε φοβάσαι μήπως έρθει στο δικό σου και δε σε βρει εκεί;»
του πέταξε καυστικά.
Τον κοίταζε στα μάτια, ελπίζοντας ακόμα πως μέσα τους θα έβλεπε
μια σπίθα απ’ το παλιό συναίσθημα, κι όχι μόνο τη λάμψη της
γυμνής, απροκάλυπτης λαγνείας. Αλλά δεν είχε πια σημασία. Τον
αγαπούσε, τον ήθελε, ήταν ο άντρας της που της τον είχαν πάρει.
Δεν είχε υπάρξει κανένας άλλος όλα αυτά τα χρόνια. Δεν ήξερε αν
θα υπήρχε κανένας άλλος και στο μέλλον. Εκείνη τη στιγμή του
σεξουαλικού παροξυσμού, ήταν σίγουρη πως η ερωτική της ζωή
έκλεινε με το κεφάλαιο Λίαμ. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της.
Αλλά ήδη τα λόγια του είχαν κάνει τη ζημιά τους. Μ η μου κάνεις
σημάδια... Φυσικά, με κανένα τρόπο δε θα μπορούσε να
δικαιολογήσει στη Ντέμπι τις πιθανές γρα-τσουνιές στο στήθος
του. Και παρόλο που το σώμα του δε σταμάτησε δευτερόλεπτο να
κινείται ρυθμικά, μπαίνοντας και βγαίνοντας στο δικό της, και
παρόλο που ούτε αυτή έκοψε το ρυθμό της, ξαφνικά, όπως
άλλωστε και τόσες άλλες φορές στο παρελθόν, η θέρμη άρχισε να
υποχωρεί, τα ρίγη να σβήνουν, η διέγερσή της να πέφτει και να
φτάνει, αργά και σταθερά, στο μηδέν. Βαθιά μέσα της, εκεί που
έφτανε ο δυνατός του φαλλός, ένιωθε έναν πόνο, μια απερίγραπτη
ανάγκη συσσωρευμένης υπερέντασης, μια φοβερή αίσθηση κενού
που έπρεπε να γεμίσει. Τίποτε περισσότερο.
Τώρα μετάνιωνε μ’ όλη της την ψυχή που τον είχε αφήσει να
εκμεταλλευτεί την αδυναμία της. Αυτή λοιπόν την εντύπωση του
είχε δώσει - πως θα ήταν σε κάθε στιγμή πρόθυμη να ικανοποιήσει
τις ανάγκες του. Αυτή την εντύπωση του είχε επιβεβαιώσει
αφήνοντάς τον να της κάνει έρωτα, όταν το διαζύγιό τους θα
έβγαινε μέσα σε λίγες μέρες, κι όταν στο ίδιο σπίτι κοιμόταν μόνη
της η Ντέμπι Φένγουικ. Η σκέψη της έφερνε ναυτία. Θα ήθελε να
είχε πεθάνει πριν τον αφήσει να καταλάβει πόσο τον ήθελε ακόμα.
Ποτέ δεν είχε νιώσει πιο ταπεινωμένη απ’ όσο εκείνη τη στιγμή.
Ούτε καν όταν αυτός της είχε ανακοινώσει πως προτιμούσε τη
Ντέμπι Φένγουικ.
«Έλα τώρα, Σέρι», της είπε αμήχανα. «Είναι κάτι - απλό, δεν είναι;
Στο κάτω-κάτω, το έχουμε ξανακάνει χιλιάδες φορές οι δυο μας.
Δεν είμαστε ξένοι. Μ ην το παίρνεις έτσι».
Της ήρθε κάτι σαν σκοτοδίνη. Έσπρωξε βίαια από πάνω της αυτό
το μπράτσο που τυλιγόταν γύρω απ’ τη μέση της, και τα μάτια της
πέταγαν φλόγες όταν τον ξανακοίταξε. «Έρχεσαι στο δωμάτιό
μου», του πέταξε σφυριχτά. «Έρχεσαι στο κρεβάτι μου την ώρα
που κοιμάμαι και δεν καταλαβαίνω τι μου γίνεται, με βάζεις κάτω
και με ανάβεις, και μετά τολμάς να λες ότι - ότι το ή'θελα όσο
ποτέ πριν! Ειλικρινά, Λίαμ -»
«Σε ξέρω καλά, Σέρι. Δε σε θίγω μ’ αυτό που έκανα απόψε. Ξέρω
ότι... ήμασταν πολύ δεμένοι οι δυο μας. Τώρα - τώρα βρισκόμαστε
σε μια πολύ παράξενη κατάσταση. Δε θ’ αρνηθώ ότι αγαπάω τη
Ντέμπι. Αλλά θέλω κι εσένα. Δε φανταζόμουνα ότι μου είχες
λείψει τόσο. Ούτε ότι σου είχα λείψει κι εγώ τόσο πολύ».
«Σέρι -»
«Αν εσύ έχεις τη Ντέμπι, έχω κι εγώ κάποιον άλλον! Αυτό δε σου
πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό, έτσι δεν είναι;» Πάλεψε εναγώνια με τα
δάκρυα που ανέβαιναν πάλι στα μάτια της. Οργή, ταπείνωση,
απελπισία, έγιναν ένα μέσα της. Ήθελε να τον πληγώσει, να
αμυνθεί, να προστατεύσει το στοιχειώδη εγωισμό που της είχε
απομείνει. «Ούτε καν υποψιάστηκες ότι θα μπορούσα να μην έχω
ανάγκη τον έρωτά σου. Ότι μπορεί να βρίσκω όσο σεξ μου
χρειάζεται, κι όση αγάπη μου χρειάζεται επίσης, σε κάποιον άλλον.
Ακόμα και πριν χωρίσουμε!»
«Δεν υπάρχει;»
«Ότι μπορεί να είχα βαρεθεί πια κι εγώ μαζί σου. Ότι μπορεί να
ήμουνα ερωτευμένη με κάποιον άλλον».
«Δε σου φαινόταν», της είπε δηκτικά. «Το λες αυτό τώρα, επειδή
-»
η Σερίνα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
«Λες ψέματα», είπε ο Λίαμ. «Δεν είναι δυνατόν! Εσύ - και ο Ρέι;
Ποτέ δεν -»
χρόνια!»
Ο Λίαμ γέλασε νευρικά. «Έλα τώρα, Σέρι. Ο Ρέι - είναι φίλος μας.
Δεν μπορεί να -»
«Δεν έχεις ακούσει ποτέ για τον καλύτερο φίλο του γαμπρού με τη
νύφη, χρυσέ μου;» τον κοροΐδεψε η Σερίνα. «Στην περίπτωσή μας,
ο Ρέι δεν ήταν καν ο καλύτερος φίλος του γαμπρού. Ήταν ο
καλύτερος φίλος της ίδιας της νύφης!»
Ήταν μια θεόσταλτη ευκαιρία για τη Σερίνα, που την άρπαξε απ’ τα
μαλλιά. Δεν την ένοιαζε να κάνει όλες τις δουλειές στο σπίτι της
Σίλα, εφόσον μ’ αυτό τον τρόπο θα βρισκόταν στις παρυφές μιας
κοινωνίας όπου θα έδινε οτιδήποτε για ν’ ανήκει. Η Σίλα ήξερε
όλες τις πόρτες κι όλους τους ανθρώπους που θα μπορούσαν να τη
βοηθήσουν. Ήταν καλόκαρδη και γενναιόδωρη. Δεν είχε
πρόβλημα να συστήσει τη Σερίνα στον πράκτορά της και να τη
βοηθήσει με όποιον άλλο τρόπο περνούσε απ’ το χέρι της. Η ίδια
ήταν φίρμα πια, και τελευταία είχε στρέψει την προσοχή της στον
κινηματογράφο. Της είχε δοθεί μια ευκαιρία, κι επιπλέον, είχε
δεσμό με ένα νεαρό σκηνοθέτη που είχε κιόλας εντυπωσιάσει με
τη δουλειά του.
«Και λοιπόν;»
Ο Ρέι Νόλαν ήταν ο μοναδικός φίλος της Σερίνα που δεν είχε
γίνει ποτέ και δικός του φίλος. Οπωσδήποτε οι σχέσεις τους ήταν
άριστες, φιλικές και άνετες, παρόλο που ο Λίαμ Άσλεϊ δεν ήταν
παρά ένας ηθοποιός ακόμα ουσιαστικά στον αγώνα για καθιέρωση,
ενώ ο Ρέιμπορν Νόλαν ήταν ο Ρέιμπορν Νόλαν - ένας όχι απλά
φτασμένος πια, αλλά πολύ μεγάλος σκηνοθέτης. Και παρόλο
που στις παρέες του συνήθως δε συγκαταλέγονταν νεαροί
ηθοποιοί, ο Νόλαν δε σνόμπαρε τον Λίαμ Άσλεϊ. Ήταν απλός και
προσιτός, και τον είχε βοηθήσει διακριτικά μια-δυο φορές. Ήταν
πάντα πρόθυμος να τον συμβουλέψει ή να του δείξει κάτι, κι ο
Λίαμ ήξερε πως έλεγε γι’ αυτόν τα καλύτερα λόγια. Ωστόσο, πάντα
ο Ρέι τα κατάφερνε να του δίνει να καταλαβαίνει πως δεν ήταν
δικός του φίλος - ήταν φίλος της Σερίνα Χέιζ, κι επειδή ένιωθε
προστατευτικά απέναντι στη Σερίνα Χέιζ, στον κύκλο
επιρροής του περιλάμβανε και το σύζυγο της
προστατευομένης του.
Ποτέ δεν τον είχε ενοχλήσει αυτό. Ο Λίαμ ένιωθε περήφανος που
ένας άντρας με την προσωπικότητα του Νόλαν τον περιλάμβανε
στους φίλους του και έκανε παρέα μαζί του. Ύστερα, ο Ρέι Νόλαν
ήταν εξαιρετικά χρήσιμη γνωριμία. Αυτός ήταν που είχε
κατασκευάσει τη Σερίνα Χέιζ. Αυτός την είχε αναδείξει, κι αυτός
ήταν που την είχε καθιερώσει. Δεν είχε πάψει να καθοδηγεί τα
βήματά της από τη μέρα που την είχε γνωρίσει στο σπίτι της
Σίλα. Τον είχε εντυπωσιάσει η μικρή Σερίνα Χέιζ, και την
είχε πάρει υπό την προστασία του. Το πρώτο πράγμα που
είχε κάνει ήταν να τη στείλει στη δραματική σχολή. Το δεύτερο,
να της εξασφαλίζει αρκετές φωτογραφίσεις για να μπορεί να
συντηρεί με αξιοπρέπεια τον εαυτό της. Η Σερίνα όμως συνέχισε
να μένει με τη Σίλα, μέχρι που αυτή και ο Ρέι παντρεύτηκαν, και
πια δεν μπορούσε να τους μπλέκεται συνέχεια στα πόδια.
Η Σίλα της είχε εξασφαλίσει ένα δωμάτιο στο σπίτι μιας φίλης της,
και καθώς σιγά-σιγά η Σερίνα στεκόταν στα πόδια της και το
μέλλον άρχιζε να παίρνει μια συγκεκριμένη μορφή μπροστά της,
ήρθε συγχρόνως και η επιτυχία για τη φίλη της. Όσο για τον Ρέι,
αυτόν έμοιαζε να τον καθοδηγεί το πιο τυχερό αστέρι του κόσμου.
Στην ακάθεκτη πορεία του για την κορφή, παράσερνε μαζί του και
τη Σίλα Μ πράντμπερι, και τη Σερίνα Χέιζ. Είχε γυρίσει δυο έργα
με τη γυναίκα του, καθιερώνοντάς την σαν ηθοποιό πρώτου
μεγέθους, κι είχε δώσει τον πρώτο σημαντικό της ρόλο στη
Σερίνα. Είχε τη σπάνια ικανότητα να βοηθάει με απαράμιλλο τακτ,
χωρίς να το κάνει επιδεικτικά και χωρίς να δημιουργεί εντυπώσεις
στους τρίτους. Ήταν της γνώμης ότι η Σερίνα διέθετε τεράστιο
δυναμικό, κι ήξερε πότε να επέμβει στην καριέρα της, έτσι που να
τη σπρώξει χωρίς να την καταπνίγει με την πληθωρική του
προσωπικότητα.
Δεν ήταν όμως αυτό, γιατί ακόμα κι όταν ήρθαν τα παιδιά (δύο
υπέροχα δίδυμα αγοράκια), αυτός συνέχισε να της φέρεται σαν να
ήταν περίπου το τρίτο του παιδί, στοργικά και αυστηρά μαζί,
παιχνιδιάρικα όταν ήταν στα κέφια του (συχνά ήταν) και πάντα
προστατευτικά μ’ εκείνον τον ιδιαίτερα ευφυή τρόπο του. Ήταν
πάντα ο καλύτερός της φίλος, ο μοναδικός ίσως πραγματικός της
φίλος, γιατί ήταν σίγουρα ο μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο που
μπορούσε να του εμπιστευτεί τα πιο κρυφά της μυστικά. Ήταν ο
μόνος που ήξερε πόσο λίγο ικανοποιητικές ήταν οι σεξουαλικές της
σχέσεις με τον Λίαμ. Του είχε μιλήσει και γι’ αυτό, όπως του
μιλούσε για όλα. Περισσότερο θα ντρεπόταν να μιλήσει στη Σίλα,
παρά στον Ρέι. Και παρόλο που ενδόμυχα ένιωθε ότι ο Ρέι δεν
ενέκρινε ανεπιφύλακτα τις σχέσεις της με τον Λίαμ Άσλεϊ,
αυτός δεν της είχε πει ποτέ κουβέντα που να στρέφεται έστω και
αόριστα ενάντια στον άντρα της.
«Δεν είσαι ψυχρή», της είχε πει όταν πια η Σερίνα του είχε
αποκαλύψει όλους τους ενδόμυχους φόβους της. «Και βέβαια δεν
είσαι ψυχρή. Αν ήσουνα, δε θα ένιωθες ποτέ τίποτα. Δεν είναι
όμως έτσι τα πράγματα, απ’ ό,τι μου λες».
«Δεν είναι ανάγκη να του πεις ότι τον κοροϊδεύεις τόσο καιρό.
Πες του ότι το πρόβλημα παρουσιάστηκε τώρα τελευταία. Πες το
με τρόπο. Μ πορείς να βρεις μια δικαιολογία για να μην του θίξεις
τον εγωισμό του. Πες του πως έχεις άγχος, πως σε απασχολούν
άλλα προβλήματα. Μ οιράσου την ευθύνη μαζί του, αν το θέλεις
έτσι».
«Κι αν... αν ο ένας απ’ τους δύο δε θέλει καθόλου; Αν δεν μπορεί
να συμμετάσχει επειδή δε θέλει πια σωματικά τον άλλον;»
Μ έσα απ’ τη φιλία της με τη Σίλα και τον Ρέι (και τα παιδιά τους,
αργότερα) αντλούσε μια ηρεμία και μια σιγουριά που δεν την είχε
αντλήσει παρά σπάνια απ’ τη σχέση της με τον Λίαμ. Τους
αγαπούσε και τους δύο, και απολάμβανε όσο τίποτε τις ώρες που
περνούσε μαζί τους. Ήταν ευτυχισμένοι που οι δυο τους έμοιαζαν
να έχουν ταιριάζει τόσο πολύ, και έπαθε σοκ όταν μετά από τόσα
χρόνια αρμονικού φαινομενικά γάμου, ο Ρέι κι η Σίλα χώρισαν,
φιλικά αλλά οριστικά, κι ο καθένας αποφάσισε να τραβήξει μόνος
το δρόμο του.
Έτσι απλά είχε τελειώσει ο γάμος του Ρέι και της Σίλα. Η Σερίνα
το είχε πάρει εντελώς προσωπικά, σαν να επρό-κειτο για το δικό
της γάμο (που δεν είχε γίνει καν ακόμα).
Είχε εδώ και τρία χρόνια σχέσεις με τον Λίαμ, αλλά κατά κάποιο
τρόπο όλο το ανέβαλε. Η διάλυση του σπιτικού της Σίλα και του
Ρέι την πανικόβαλε. Αν η Σίλα έφευγε για την Αμερική με τα
παιδιά, κι ο Ρέι συνέχιζε να ταξιδεύει όπως ταξίδευε αυτά τα
τελευταία χρόνια, κινούμενος συνέχεια ανάμεσα στην Αμερική και
την Ευρώπη, αυτή θα έμενε ουσιαστικά χωρίς τη μοναδική
οικογένεια που θεωρούσε δική της. Οι σχέσεις της με τον πατέρα
της ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, τεταμένες. Σπάνια
βλεπόντουσαν οι δυο τους, δεν είχε μητέρα, δεν είχε αδέρφια. Δεν
είχε καν φίλους που να τους εμπιστεύεται σ’ αυτό το βρόμικο
κύκλωμα της σόου μπίζνες. Οι μόνοι δικοί της άνθρωποι ήταν ο
Ρέι, η Σίλα και ο Λίαμ.
Όταν γύρισε ο Ρέι απ’ την Αμερική, θα είχαν πάρα πολλά να πουν
οι δυο τους. Αλλά για πρώτη φορά δεν είπαν σχεδόν τίποτε. Δε
συζήτησαν καν τα δύο κύρια θέματα -το διαζύγιό του και το γάμο
της. Η Σερίνα το είχε καθυστερήσει μέχρι να έρθει ο Ρέι. Τον
περίμενε με αγωνία, ελπίζοντας πως αυτός θα της έλεγε πως δεν
έτρεχε τίποτα, κι ότι τα είχε ξαναφτιάξει με τη Σίλα. Ο Ρέι όμως
δεν είπε τίποτε τέτοιο. Φαινόταν κουρασμένος κι αποκαρδιωμένος,
κι όταν η Σερίνα προσπάθησε να του ανοίξει τη συζήτηση, της είπε,
μαλακά αλλά τελεσίδικα: «Κοίτα, Σέρι, αυτό το θέμα έχει κλείσει.
Η Σίλα είναι υπέροχος άνθρωπος, την αγαπάω και θα την αγαπάω
πάντα, αλλά δεν μπορούμε πια να ζήσουμε μαζί. Όλα τα πράγματα
έχουν ένα τέλος σ' αυτή τη ζωή. Θα είμαστε πάντα φίλοι, αλλά δε
θα ζούμε πια μαζί. Δεν μπορεί κανείς να συντηρεί αιώνια το πτώμα
ενός γάμου, ξέρεις».
Ήταν σχεδόν τα ίδια λόγια που της είχε πει η Σίλα, κι απ’ το ύφος
του μάντευε η Σερίνα πως δε θα του έβγαζε ούτε κουβέντα
παραπάνω. Του είπε ήσυχα: «Αποφάσισα να παντρευτώ τον
Λίαμ».
Της φάνηκε ότι αυτός δεν είχε καν ακούσει τι του είχε πει. Δεν
την κοιτούσε καν, κι έμοιαζε αφηρημένος, βυθισμένος στις
σκέψεις του. Του ξανάπε, πιο έντονα αυτή τη φορά: «Αποφάσισα
να παντρευτώ τον Λίαμ Άσλεϊ, Ρέι! Δεν ακούς τι σου λέω;»
Έγειρε αυθόρμητα μπροστά και του πήρε το χέρι στα δικά της.
«Ρέι», μουρμούρισε σαν χαμένη. Δεν μπορούσε να καταλάβει.
Αυτός ο άνθρωπος που ήταν πάντα το σύμβολο της δύναμης, της
σιγουριάς και της σταθερότητας, πονούσε. Ο Ρέιμπορν Νόλαν, ο
σκληρός, δυνατός Ρέιμ-πορν Νόλαν πονούσε. Κι αυτή του ζάλιζε
τ’ αφτιά με τις ανοησίες της. Δεν είχε καν αντιληφθεί πως ο Ρέι,
για μια φορά, χρειαζόταν τη συμπαράστασή της περισσότερο
απ’ όσο χρειαζόταν αυτή τη δική του.
Τον κοίταξε κατάματα στα βαθιά, γκρίζα του μάτια, και του είπε
σιγανά: «Εντάξει, ας μην ξαναμιλήσουμε γι’ αυτό. Όχι τώρα,
τουλάχιστον. Θα περιμένω να μου πεις μόνος σου. Θα σε
καταλάβω, Ρέι, ό,τι κι αν είναι».
«Καιρός ήταν».
αιμομικτικά αισθήματα».
Και φυσικά, ποτέ μα ποτέ δεν είχε περάσει ούτε απ’ το δικό της
μυαλό ούτε απ’ του Ρέι, η ιδέα ότι θα μπορούσε κανείς να πιστέψει
πως ήταν εραστές.
«Όχι πια», του είπε κουρασμένα η Σερίνα. «Τα έχουν χαλάσει εδώ
και μήνες».
«Σέρι -»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Το πρωί σηκώθηκε αποφασισμένη οριστικά να φύγει εκείνη τη
μέρα, ακόμα κι αν έτσι θα έδινε λαβή για τα πιο κακόβουλα
κουτσομπολιά σε βάρος της. Η Άμπι μπορούσε μια χαρά να πει
στους άλλους φίλους τους πως είχε πάρει ένα κατεπείγον
τηλεφώνημα και έπρεπε να φύγει. Η ίδια δεν ήταν καν
υποχρεωμένη να δει και να χαιρετίσει κανέναν τους. Πολύ
λιγότερο τον Λίαμ και τη Ντέμπι του.
ματιά για να βεβαιωθεί πως η Άμπι δεν ήταν πια στο δωμάτιο.
«Εσύ;»
«Κι εγώ. Να έρθω;»
«Ω».
«Θα μου τα πεις όλα, ηρέμησε. Θα είμαι εκεί σε μια ώρα. Δεν
υπάρχει κανένας λόγος να σε πιάνει υστερία. Ήταν χοντρό από
μέρους της Άμπι να σας καλέσει και τους δύο».
«Ναι, δεν ήταν; Ρέι - αν ήξερες... Ω, Θεέ μου, δεν μπορώ, στ’
αλήθεια δεν μπορώ να κυκλοφορώ στην ίδια πόλη μ’ αυτούς τους
δυο. Ποτέ δε φανταζόμουνα πως θα ένιωθα έτσι... Κοντεύει να με
πιάσει κρίση. Πόσους μήνες έχω να σε δω;»
«Φιλάκια, Σέρι».
Κάθε φορά ξεχνούσε πώς κοβόταν η ανάσα της όταν τον έβλεπε.
Υπήρχαν ίσως άντρες πολύ ωραιότεροι απ’ αυτόν, αλλά κανείς
ποτέ δε θα μπορούσε να είναι πιο επιβλητικός, κανείς δε θα
μπορούσε να ακτινοβολεί τέτοιο μαγνητισμό και αρρενωπότητα.
Ήταν υπέροχος απ’ άκρη σ’ άκρη, ο πιο γοητευτικός άντρας που
είχε δει ποτέ της - κλάσεις πάνω απ’ τον Λίαμ, κι ας μη διέθετε την
κλασική ομορφιά του άντρα της. Πανύψηλος, με το δυνατό,
καλογυμνασμένο του σώμα, τις φαρδιές του πλάτες και
τους στενούς γοφούς - σίγουρα το σώμα του ήταν καλύτερο ακόμα
κι απ’ του Λίαμ, που στο κάτω-κάτω ήταν και σταρ. Και το
πρόσωπό του - το πρόσωπό του δε θα μπορούσε να το ξεχάσει
ποτέ κανείς, ακόμα κι αν το έβλεπε μόνο μια φορά.
Ακούμπησε την παλάμη της στο γυμνό του μπράτσο και την έσφιξε
ασυναίσθητα γύρω του. Αυτός της έριξε άλλο ένα λοξό βλέμμα,
και παρατήρησε: «Μ ου φαίνεται πως ήρθα πάνω στην ώρα».
«Ρέι, δεν ξέρω τι συμβαίνει. Όλα μου πάνε στραβά αυτό τον
τελευταίο καιρό. Δεν είναι μόνο το θέμα του Λίαμ. Είναι κι αυτό,
φυσικά - αυτό ίσως είναι το χειρότερο, επειδή νιώθω τόσο
ταπεινωμένη, τόσο εξευτελισμένη... Όλοι ασχολούνται μαζί μου
αυτό τον καιρό. Τα περιοδικά, οι εφημερίδες... Δε φανταζόμουνα
ότι με αντιπαθούσαν τόσο, ξέρεις».
Της είπε αργά: «Σε είχα προειδοποιήσει για κείνη την αηδία του
Κίτον. Δεν έπρεπε να δεχτείς το ρόλο. Αλλά μια-δυο αποτυχίες
δεν παίζουν καθοριστικό ρόλο, Σέρι. Μ πορείς να τις ξεπεράσεις.
Φτάνει να είσαι πιο προσεχτική από δω και πέρα».
«Δεν είναι τόσο απλό», του είπε σπασμένα. «Ρέι, η κα-ριέρα μου
μοιάζει να έχει φτάσει στο σημείο μηδέν. Δεν κάνω ούτε ένα βήμα
μπροστά. Οι Αμερικάνοι δεν ενδια-φέρονται για μένα. Οι
Βρετανοί αρχίζουν να με κοιτάνε με μισό μάτι. Οι υπόλοιποι με
αγνοούν συστηματικά».
«Μ α πώς, Ρέι; Πώς; Κανείς δεν μου κάνει έστω μια συζητήσιμη
πρόταση. Μ όνο κάτι σίριαλ της δεκάρας. Ακόμα και σ’ εκείνη την
ιστορική παραγωγή, προτίμησαν την Κέιτ Μ άρσαλ! Και τώρα είχα
αυτή την πρόταση απ’ τον Σάμουελσον. Την απέρριψα. Ούτε μου
πήγαινε ο ρόλος, ούτε υπήρχαν τα εχέγγυα πως η παραγωγή θα
ήταν αξιοπρεπής. Και ξέρεις πώς αντιπαθώ τον Μ άιλς Τζόρνταν.
Δε θα μπορούσα να παίξω μαζί του». Σταμάτησε, πήρε
βαθιά ανάσα. «Και όλον αυτό τον καιρό, ο Λίαμ πάει από επιτυχία
σε επιτυχία. Σε λίγο θα βάζουν το δικό του όνομα με τα
μεγαλύτερα γράμματα, και το δικό μου στους τριταγωνιστές!»
Της είπε ήσυχα: «Κάνεις σαν μωρό. Η ζωή δεν είναι πάντα λιβάδι
με μαργαρίτες. Υποχρεωτικά θα περάσεις κι απ’ το λούκι. Δεν
μπορεί όλα να σου έρχονται πάντα βολικά».
«Φυσικά».
«Αν έχει μείνει κανένας εχθρός σου, και δεν τους έχεις
εξολοθρεύσει όλους», της είπε γελώντας. Την είδε να δαγκώνει το
κάτω της χείλος, και ρώτησε μαλακά: «Τι τρέχει πάλι;» Πριν του
απαντήσει, πρόσθεσε: «Σκέφτεσαι τον άντρα σου;»
«Δε - δε σε πειράζει;»
Την πήγε κατευθείαν στο σπίτι του, κι εκεί την έστησε μες στη
μέση του καθιστικού κι έμεινε να την κοιτάζει εξεταστικά. «Πιο
όμορφη παρά ποτέ», της είπε τελικά. «Αλλά η υπερένταση αρχίζει
ν’ αφήνει τα σημάδια της, ξέρεις».
«Όχι», της είπε ήσυχα. «Και δεν είσαι πια ένα ταλαιπωρημένο
φωτομοντέλο για να στενοχωριέσαι αν σου φαίνονται μερικά
χρόνια παραπάνω. Οι καλοί ηθοποιοί δε φοβούνται τα χρόνια,
Σερίνα. Έλα κάτσε κοντά μου, και το συζητάμε αν θέλεις».
Την έσφιξε λίγο περισσότερο πάνω του. «Θ’ αρέσεις πάντα. Κι όχι
μόνο επειδή είσαι όμορφη».
«Μ ’αγαπάς - σίγουρα;»
«Σίγουρα».
«Κι εγώ».
«Όχι», του είπε μ’ ένα στεναγμό, σέρνοντας το χέρι της πάνω στο
λαιμό του. «Γιατί δε θα είναι αλήθεια. Θα το πεις μόνο για να με
κάνεις να ξεχάσω τα βάσανά μου. Θα μου πεις κι άλλες τέτοιες
ανοησιούλες. Θα μου τις λες όλη τη μέρα κι όλο το βράδυ, και
στην ανάγκη θα συνεχίσεις να μου τις λες και αύριο, και μεθαύριο,
κι όλες τις μέρες που θα χρειαστεί. Θα με ψιλοφλερτάρεις και
θα μου κάνεις χαζά κομπλιμέντα μέχρι να βεβαιωθείς πως έβγαλα
εντελώς τη χτεσινή νύχτα απ’ το μυαλό μου. Έτσι δεν είναι;»
«Δεν έχει σημασία το πού, έτσι δεν είναι; Μ όνη σου το είπες. Θα
πάμε λοιπόν όπου μας βγάλει η άκρη. Μ ’ ένα κότερο. Όχι το δικό
μου. Ένα ακόμα μεγαλύτερο απ’ το δικό μου, και ακόμα πιο
πολυτελές. Μ ε πολύ εκλεκτή παρέα, αυτό στο υπόσχομαι. Το
πρόγραμμα εν λευκώ. Εμείς θα κανονίσουμε πού θέλουμε να πάμε.
Τι λες γι’ αυτό;»
«Δε μου είπες τίποτε για σένα», του είπε αργότερα. Είχε ξαπλώσει
λίγο, είχε ξεκουραστεί, είχε κάνει ένα μπάνιο κι ένιωθε πολύ
καλύτερα απ’ ό,τι το πρωί. «Το τελευταίο σου έργο έκανε πάταγο,
έτσι δεν είναι; Και φοβερές εισπράξεις, απ’ ό,τι λένε».
«Έτσι φαίνεται». Κρατούσε στο ένα χέρι μια κούπα με καφέ, και με
το άλλο έψαχνε μέσα σε μια ατέλειωτη σειρά από βιντεοκασέτες.
«Και πού είσαι ακόμα. Δεν αποκλείεται καθόλου να έρθουμε
τελικά επικεφαλής. Ήδη έχει κάνει τις περισσότερες εισπράξεις
μέχρι στιγμής στις ΗΠΑ».
χα»·
«Ίσως έχεις δίκιο. Ίσως θα έπρεπε να είχα αρχίσει από ένα γερό
χέρι ξύλο». Κάθισε πάλι στη μοκέτα, της γύρισε την πλάτη και
βάλθηκε να ψάχνει τις κασέτες του. «Αλλά ήσουνα που να πάρει
τόσο γλυκιά, που πάντα με αφόπλιζες. Έτσι μόνο γλίτωνες το
μαστίγιο», κατέληξε γελώντας, και συγχρόνως τράβηξε μια κασέτα
και την έβαλε στο βίντεο.
Για λίγο απορροφήθηκαν κι οι δυο να χαζεύουν την ταινία, ύστερα
ο Ρέι βάλθηκε να παίζει με τα κουμπιά, ψάχνοντας την κασέτα για
να εντοπίσει το σημείο που ήθελε. Μ ε τα χέρια καρφωμένα στα
μακριά του δάχτυλα που χειρίζονταν το τηλεκοντρόλ, η Σερίνα
είπε αργά: «Σκέφτεσαι... σκέφτεσαι ίσως κι εσύ να
ξαναπαντρευτείς, Ρέι;»
Γύρισε και της έριξε ένα γρήγορο βλέμμα. «Πώς σου ήρθε πάλι
αυτό;»
«Καμιά απ’ τις δυο. -έρεις ότι ποτέ δεν τα φτιάχνω με τις
πρωταγωνίστριές μου».
Για μια στιγμή έμεινε όρθιος να την κοιτάει από ψηλά, με μια
εντελώς απροσδιόριστη έκφραση στο πρόσωπο. Ύστερα είπε
ήσυχα: «Ελπίζω αυτό να το εννοείς σαν κομ-πλιμέντο».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Αργότερα του είπε: «Δε θέλω να βγω απόψε. Προτιμώ να
κάτσουμε έτσι ήσυχα να τα πούμε. Τι λες, μ’ εμπιστεύεσαι να σου
μαγειρέψω;»
«Γιατί», του απάντησε χαμογελώντας, «μετά από όσα είπα για μας
τους δυο στον Λίαμ, μπορεί να φοβάσαι μήπως σε βιάσω».
Δεν είχε καταφέρει καν να κρατήσει για τον εαυτό της την
παρηγοριά ότι του είχε δείξει αδιαφορία. Τα νεύρα της ήταν χάλια,
η καριέρα της είχε φτάσει σε οριακό σημείο. Δεν την ενθάρρυνε
καν η προοπτική να γυρίσει μια ταινία με τον Ρέιμπορν Νόλαν.
Ήξερε εκ των προτέρων πως όσο επιτυχημένη κι αν γινόταν αυτή
η ταινία, την ίδια θα την έθαβαν οι κριτικοί. Δε θα πρόσφερε
απολύτως τίποτα στην ήδη ξοφλημένη καριέρα της. Είχε χάσει
πια την ικανότητα να συγκινεί το κοινό - και πώς να μην τη χάσει,
άλλωστε. Εδώ δεν μπορούσε να συγκινήσει τον ίδιο της τον
άντρα. Της είχε κάνει έρωτα σαν να ήταν η πρώτη πόρνη που θα
αντικαθιστούσε σε μια περίπτωση ανάγκης τη γυναίκα που
αγαπούσε. Ήταν το έσχατο σκαλοπάτι της εξαθλίωσης.
Έχωσε το πρόσωπό της στο μαξιλάρι κι είπε πνιχτά: «Εσύ γιατί δεν
κοιμάσαι;»
Ένιωσε το χέρι του Ρέι στα μαλλιά της, από κει στο μάγουλό της
και στο σαγόνι της. Την ανάγκασε να γυρίσει το κεφάλι προς το
μέρος του, κι αυτή του είπε, «μη με κοιτάς, για το Θεό. Έχω τα
χάλια μου».
«Δε με νοιάζει», της είπε απαλά. «Για μένα θα είσαι πάντα το ίδιο,
όσο χάλια κι αν έχεις». Της χαμογέλασε, και με την ανάστροφη της
παλάμης του σκούπισε το υγρό της μάγουλο. «Σταμάτα τώρα».
«Εγώ σ’αγαπάω», της είπε σιγανά. «Κι η Σίλα το ίδιο. Και πολλοί
άλλοι, φαντάζομαι».
«Δεν είναι δικό σου σφάλμα αυτό», της είπε μαλακά. «Δεν είναι
καν σφάλμα του Λίαμ. Μ η νομίζεις πως φτάνει η αγάπη για να
γεφυρωθούν τα χάσματα. Αυτό είναι πια καθαρά θέμα φυσικής
επιλογής. Μ ε μερικούς ανθρώπους κολλάς, με άλλους όχι. Εμείς
οι δυο ας πούμε “κολλάμε". Δεν έχει καμιά σχέση με τον έρωτα
αυτό. Μ πορείς σε κάθε στιγμή να ερωτευτείς κάποιον που να μην
ταιριάζεις καθόλου μαζί του».
Τώρα που τα είχε πει και τα είχε βγάλει από μέσα της, άρχισε
κάπως να ηρεμεί. «Νόμιζα», του είπε ρουφώντας τη μύτη της,
«νόμιζα πως αυτό είναι ο έρωτας. Η επαφή. Η επικοινωνία. Η
κατανόηση. Νόμιζα πως από κει ξεκινούσαν και τα υπόλοιπα, από
κει έβαζες μπροστά να χτίσεις μια σχέση. Γιατί έπεσα τόσο πολύ
έξω;»
«Σ’ αγαπώ», του είπε μ’ ένα λυγμό, «αλλά μόνο αυτά με βοηθούν.
Δεν το καταλαβαίνεις πως χρειάζομαι κάτι μέχρι να το ξεπεράσω;»
Τον ρώτησε τρέμοντας: «Το πιστεύεις αυτά· που λες, Ρέι; Ή το λες
μόνο για να μου αναπτερώσεις το ηθικό;»
Τύλιξε τα χέρια της γύρω απ’ το λαιμό του, κοιτάζοντάς τον βαθιά
στα μάτια. «Αχ, Ρέι», του ψιθύρισε, «πώς τα καταφέρνεις να μου
τα λες πάντα τόσο πειστικά; Δεν ξέρω
«Δεν - ξέρω», του είπε αχνά. «Για μια στιγμή... σκέφτη-κα πως -»
Για μια φορά ο Ρέι είχε πέσει έξω, κι ήταν καλύτερα έτσι. Χίλιες
φορές καλύτερα που δεν είχε μαντέψει πως για μια μοναδική
στιγμή σ’ όλη τη μακρόχρονη, στενή σχέση τους, το μόνο που
ήθελε απ’ αυτόν ήταν να μείνει εκεί και να της κάνει έρωτα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Εκείνη τη νύχτα ήταν πολύ εξοντωμένη για να μείνει ξύπνια και να
σκεφτεί αυτό το ανησυχητικό που της είχε συμβεί κι είχε έρθει
απρόσμενα να διαφοροποιήσει τις σχέσεις της με τον Ρέι. Κι όταν
ξύπνησε την επόμενη μέρα, κοντά στο μεσημέρι, η πρώτη
εντύπωση είχε ξεθωριάσει, κι αντί για ανησυχητικό, της φάνηκε
απλά πολύ παράξενο.
Οπωσδήποτε, τόσα χρόνια που ήξερε τον Ρέι, δεν τον είχε δει
ποτέ σαν άντρα με τη στενή έννοια του όρου. Τον έβρισκε σίγουρα
γοητευτικό κι αρρενωπό, κι ήταν πάντα μια απόλαυση να τον
κοιτάζει, ακόμα και να τον αγγίζει. Αλλά ποτέ δεν τον είχε δει
ερωτικά. Ποτέ δεν της είχε περάσει απ’ το μυαλό η σκέψη ότι θα
μπορούσε να έχει κάτι διαφορετικό μαζί του. Δεν μπορούσε να
καταλάβει πώς μετά τόσα χρόνια που ήταν τόσο στενά δεμένοι οι
δυο τους, για μια στιγμή χτες το βράδυ τον είχε επιθυμήσει τόσο
παράλογα.
Ένιωθε λίγο αμήχανη όταν τον είδε την επομένη. Αλλά σύντομα η
αμηχανία της έσβησε, κι όλα ξανάγιναν φαινομενικά όπως πρώτα.
Αυτός δεν ανέφερε καθόλου το περιστατικό, ούτε έδειξε
επηρεασμένος. Ήταν σαν να μην είχε συμβεί απολύτως τίποτα -
και δεν είχε συμβεί τίποτα, άλλωστε. Για λίγο, μέσα στη δυστυχία
και τη μοναξιά της, είχε νιώσει επιθυμία για έναν άντρα που της
ήταν οικείος και εξαιρετικά αγαπητός. Ήταν μια
φυσιολογική αντίδραση, και στις μέρες που ακολούθησαν
προσπάθησε να τη θάψει βαθιά μέσα της, και να μην
ξανασκεφτεί ότι σε μια στιγμή τρέλας και παραζάλης είχε
διακυβεύσει την τέλεια φιλία της με τον Ρέιμπορν Νόλαν. Για
κανένα λόγο δεν έπρεπε να το ξανασκεφτεί. Η φιλία του Ρέι
ήταν το πιο πολύτιμο πράγμα στη ζωή της. Για κανένα λόγο
δεν μπορούσε να διακινδυνέψει να τη χάσει.
«Έλα, τώρα, Ρέι - δεν μπορώ να έρθω μαζί σου αν δεν ξέρω τι θα
αντιμετωπίσω. Και τι ρούχα να πάρω μαζί μου;»
«Έχει καλέσει επίσης τον Νιλ Άμποτ και τη γυναίκα του. Και δυο-
τρεις άλλες τέτοιες διασημότητες. Ελπίζω να μην πλήξουμε»,
πρόσθεσε δηκτικά ο Ρέι.
«Μ πορείς να μείνεις όσο θέλεις μαζί μου, Σέρι, και το ξέρεις», της
αποκρίθηκε χωρίς να διστάσει ούτε δευτερόλεπτο. «Μ ε
προσβάλλεις που ρωτάς. Πώς φαντάζεσαι ότι δε θα σε ή'θελα;» Τα
μάτια του ήταν εντελώς καθάρια καθώς γύριζε να την κοιτάξει.
«Δε μου κάνεις. Δεν έχω καμιά υποψήφια γι’ αυτή τη βδομάδα.
Όταν έρχομαι στο Λονδίνο, κόβω το σεξ και το κάπνισμα».
«Το ξέρω», του είπε πικρά. «Αλλά αυτό δεν εξαιρεί εμένα απ’ τις
ψυχρές Αγγλίδες».
«Είσαι τρελή», της είπε βραχνά. «Τι είναι αυτά που σκέφτεσαι, για
το Θεό; Αν -»
«Δε φταίω;» τον ρώτησε σαν χαζή, ταραγμένη από την ξαφνική
εμπάθεια που έδειχνε ο Ρέι ενάντια στον Λίαμ. Ποτέ στο
παρελθόν δεν είχε μιλήσει με τέτοια λόγια και μ’ αυτόν τον τόνο
για τον πρώην άντρα της.
Αλλά βέβαια, για κανένα λόγο δεν έπρεπε ν’ αφήσει και τον Ρέι να
μαντέψει ότι στιγμές-στιγμές της προκαλούσε καθαρά ερωτικά
αισθήματα. Ήξερε πως αν έβρισκε το θάρρος να του μιλήσει γι’
αυτό, ο Ρέι θα καταλάβαινε. Θα καθόταν να το συζητήσει
ψύχραιμα κι αναλυτικά μαζί της, και θα την έπειθε πως όλ’ αυτά
δεν ήταν παρά μια φυσιολογική αντίδραση σε μια δύσκολη καμπή
της ζωής της. Ούτε θα την παρεξηγούσε, ούτε θα άλλαζε
φαινομενικά απέναντι της. Αλλά οπωσδήποτε κάτι θα άλλαζε στις
σχέσεις τους, η Σερίνα ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Η ίδια θα έπαυε να
νιώθει άνετα μαζί του. Άσε που βέβαια θα ήταν εντελώς αδύνατο
να βρει ποτέ το θάρρος να του πει, "ξέρεις, Ρέι, καμιά φορά όταν
μ’ αγγίζεις νιώθω να με διαπερνάει ηλεκτρικό ρεύμα” Ήταν γελοίο,
μετά από τόσα χρόνια που την άγγιζε και τη φιλούσε συστηματικά.
Κι ύστερα, μετά από κάτι τέτοιο, το πιθανότερο θα ήταν πως δε
θα την ξανάγγιζε για πολύ πολύ καιρό.
Έτσι τελικά αποφάσισε να γυρίσει στο δικό της σπίτι, που είχε
μείνει άλλωστε πολύ καιρό κλειστό κι έρημο. Τα άδεια, σκοτεινά
δωμάτια της φάνηκαν σαν τάφος. Αλλά όταν άνοιξε τα παράθυρα
και το σπίτι πλημμύρισε φως,' ένιωσε καλύτερα, κι η πρώτη της
σκέψη να το πουλήσει και να ξεμπερδεύει με όλες τις αναμνήσεις,
της φάνηκε λίγο ανόητη. Το σπίτι ήταν καταπληκτικό, μ’ έναν
υπέροχο κήπο, και ήταν σίγουρη πως δε θα ξανάβρισκε κάτι
παρόμοιο στην τιμή που θα το πουλούσε.
Την πήγε για χορό. Ήταν μια υπέροχη βραδιά, που την απόλαυσε
με την ψυχή της. Την πήγε σ’ ένα πολύ αποκλειστικό νάιτ-κλαμπ,
όπου οι θαμώνες ήταν αρκετά μπλαζέ ώστε να μην τους
ενοχλήσουν, παρόλο που τους αναγνώρισαν και όλη τη νύχτα
τους έτρωγαν με τα μάτια. Όταν όμως βγήκαν έξω, κάποιος
νυκτόβιος περαστικός αναγνώρισε τη Σερίνα, κάποιος άλλος
αναγνώρισε και τον Ρέι, κι αμέσως μαζεύτηκε γύρω τους ένα
πηγαδάκι από ξενύχτηδες που ή'θελαν αυτόγραφα. Η Σερίνα
είχε πιει, όχι πολύ, αλλά αρκετά για να έρθει στο κέφι. Γελού-σε με
τ’ αστεία του Ρέι σ’ όλη τη διαδρομή μέχρι το σπίτι της. Όταν
έφτασαν εκεί, ο Ρέι την πήγε ως την πόρτα. Την αγκάλιασε πριν
φύγει και τη φίλησε απαλά στα μαλλιά. Η Σερίνα σφίχτηκε πάνω
του, τυλίγοντας τα μπράτσα της γύρω απ’ τη μέση του. «Είσαι τόσο
γλυκός», του είπε μισομεθυσμένα, «και σ’ αγαπώ τόσο πολύ».
«Όχι. Αυτό σίγουρα όχι». Ήξερε πως ο Ρέι αστειευόταν, πως αυτό
το κωμικό φλερτ δεν είχε καμιά σημασία -όχι πάντως περισσότερη
απ’ όση είχε κι όλες τις άπειρες φορές στο παρελθόν. Μ όνος του
σκοπός ήταν να της αναπτερώσει το ηθικό. Και δεν καταλάβαινε
γιατί η καρδιά της έπρεπε τώρα να χοροπηδάει στα λόγια του.
«Ναι».
«Τόσο πια πόνο, μωρό μου, δεν τον καταλαβαίνω. Στο κάτω-κάτω,
καθρέφτη έχεις. Γιατί δε ρίχνεις μια ματιά να δεις και μόνη σου τι
μπορεί να πάθει κάθε άντρας όταν σε βλέπει;»
«Ω, ναι, θα του αρέσεις», είπε ξένοιαστα ο άντρας. «Όσο γι’ αυτό,
δεν υπάρχει αμφιβολία. Ο Μ αντσίνι είναι εξπέρ. Δεν του
διαφεύγει η άλφα διακεκριμένη ποιότητα».
«Οπωσδήποτε».
Ήταν πραγματικά εξπέρ στο φλερτ. Η Σερίνα δε θυμόταν να την
είχε αντιμετωπίσει ποτέ κανένας άλλος άντρας με ένα τόσο
ελκυστικό μίγμα θέρμης, ευγένειας και καλυμμένων υπαινιγμών.
Ήταν πασιφανές ότι του άρεσε, και πολύ μάλιστα, κι αυτό την
κολάκευε ιδιαίτερα, γιατί ήξερε πως ένας άντρας της κλάσης του
Μ αντσίνι δεν είχε σίγουρα έλλειψη από γυναίκες. Τελικά ο
οικοδεσπότης τους της άρεσε. Ήξερε πως θα διασκέδαζε πολύ σ’
αυτή την κρουαζιέρα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
Καθώς το “Φαλκόνε” έσκιζε τα καταγάλανα πελάγη και έπιανε στα
λευκά μεσογειακά λιμάνια, ξεκινώντας απ’ τα παράλια της
Ισπανίας και κατηφορίζοντας προς το Μ αρόκο, ο Βιτόριο
Μ αντσίνι συνέχισε να την πολιορκεί μ’ όλους τους τύπους. Αυτό
που την πρώτη μέρα ήταν ευχάριστο φλερτ, άρχισε να εξελίσσεται
με ραγδαία ταχύτητα σε κανονική επιχείρηση κατάκτησης. Η
Σερίνα το διασκέδαζε κι ένιωθε φυσικά κολακευμένη. Της άρεσε ο
Βιτόριο. Ήταν ευφυής, ετοιμόλογος, καλλιεργημένος. Είχε στιλ,
και όταν ήθελε, μπορούσε να κάνει επίδειξη γνήσιου μεσογειακού
πάθους. Στιγμές-στιγμές ένιωθε να παρα-σύρεται κι αυτή απ’ το
παιχνίδι του. Τα κομπλιμέντα μεταβλήθηκαν σιγά-σιγά σε
ερωτόλογα που της ψιθύριζε ο Μ αντσίνι στ’ αφτί, πάνω απ’ την
κουπαστή, ή την ώρα που κολυμπούσαν στην πισίνα, ή όταν
χόρευαν μάγουλο με μάγουλο στα μισοσκότεινα σαλόνια, το
βράδυ. Και πολύ γρήγορα, τα ερωτόλογα μεταβλήθηκαν σε
ευγενικές, διακριτικές, αλλά σαφέστατες προτάσεις.
«Ε, όχι και κατακτήσεις», του είπε τώρα, λίγο αφηρη-μένα. «Λίγο
φλερτ είναι πάντα στα πλαίσια της φιλοξενίας».
«Αν εσύ το λες φλερτ αυτό», είπε ο Ρέι, και γέλασε σιγανά. «Ο
τύπος μόνο που δε σ’ έχει βιάσει ακόμα μπροστά στα μάτια μας.
Και μη μου πεις πως θα του έλεγες όχι αν το επιχειρούσε»,
πρόσθεσε πειραχτικά.
Απ’ τη στιγμή που αυτή η δεσποινίς είχε φτάσει στο κότερο, του
είχε κολλήσει σαν βδέλλα. Είχε έρθει μαζί με τον πατέρα της, τον
Τζέιμς Σέιμουρ, έναν απ’ τους πιο πετυχημένους συγγραφείς
μπεστ-σέλερς. Ήταν όμορφη, όλο ζωντάνια, και πολύ νέα - όχι
πάνω από εικοσιδύο-εικοσιτριών το πολύ. Και δεν ντρεπόταν
καθόλου να δείχνει πόσο της άρεσε ο Ρέιμπορν Νόλαν. Έτσι, από
μια άποψη, η Σερίνα θα μπορούσε να πει ότι αυτή και ο Ρέι ήταν
πάτσι. \
«Ίσως. Ίσως πάλι είναι νωρίς ακόμα. Αλλά μοιάζει πολύ με κάτι
τέτοιο».
«Σίγουρα. Ιδίως όταν σου πέφτει στα πόδια ένα μανου-λάκι σαν
την Τρίτσια Σέιμουρ», παρατήρησε δηκτικά η Σερίνα. «Είσαι
ακριβώς στο όριο, ξέρεις. Δυο-τρία χρόνια να είχες παραπάνω, και
θα μπορούσες να είσαι παππούς της».
«Δεν έχει πια σημασία», της είπε ήρεμα, κι αρνήθηκε από κει και
πέρα να της δώσει την παραμικρή εξήγηση.
Καθώς ο Βιτόριο την έσφιγγε στην αγκαλιά του, έξω απ’ την
καμπίνα της, προσπαθώντας να τη φιλήσει στα χείλια με κομμένη
ελαφρά την ανάσα, της ψιθύρισε βραχνά: «Άφησέ με να έρθω
μέσα μαζί σου...»
Όπως κι αν είχε, ήταν κάτι που δεν έπρεπε να έχει γεννηθεί ποτέ.
Έπρεπε να το βγάλει εντελώς απ’ το μυαλό της, κι ο μόνος τρόπος
για να το καταφέρει ήταν να βρει όσο πιο γρήγορα γινόταν κάποιον
άλλον άντρα. Τον Βιτόριο Μ αντσίνι, για παράδειγμα, που ήταν ο
πιο πρόχειρος κι ο πιο πρόθυμος απ’ όλους.
Όταν βρέθηκαν στην καμπίνα του, αυτός κλείδωσε πίσω του την
πόρτα και την πήρε χωρίς καθυστέρηση στην αγκαλιά του.
«Χριστέ μου, πόσο καιρό το επιθυμούσα αυτό», της μουρμούρισε
καθώς την έκλεινε στα μπράτσα του. Την τράβηξε να κολλήσει
πάνω στο σκληρό του σώμα, έγειρε από πάνω της, κι η ανάσα του
απαλοχάιδεψε το στόμα της. «Θα είναι σαν όνειρο», της
μουρμούρισε. «Και για τους δυο μας. Ένα μεθύσι που δε θα το
ξεχύσουμε ποτέ... Η πρώτη μας φορά, Σερίνα. Πες μου πόσο το
θέλεις κι εσύ...»
Η Σερίνα είχε περάσει τα μπράτσα της γύρω απ’ το λαιμό του και
προσπαθούσε να του ανταποδώσει τα φιλιά με το ίδιο πάθος.
Στενάζοντας, ο Βιτόριο την έφερε μέχρι το κρεβάτι, την ανάγκασε
να μισοξαπλώσει, κι έκανε πίσω για να την κοιτάξει. «Σε θέλω
πάρα πολύ, αλλά προτιμώ να σε γευτώ λίγο-λίγο», της είπε μ’ ένα
χαμόγελο. «Να σε κοιτάξω, να σε θαυμάσω, να σ’ αγγίξω παντού,
να δοκιμάσω τη γεύση και τη μυρωδιά σου...» Βάλθηκε να τη
γδύνει με αργές, αισθησιακές κινήσεις, ψιθυρίζοντάς της
λόγια θαυμασμού και πάθους. Φαινόταν να ξέρει πολύ καλά
τι έκανε, και παρόλο που για την ώρα η δική της ανταπόκριση ήταν
μάλλον χλιαρή, η Σερίνα συνέχισε να ελπίζει ότι το πάθος και η
τεχνική του θα την παράσερναν αρκετά για να απολαύσει αυτό που
γινόταν, κι ότι ίσως, αν το απολάμβανε ολοκληρωτικά, αυτό θα
έφτανε για να διώξει κάθε σκέψη του Ρέι απ’ το μυαλό της.
Αλλά για την ώρα, το μόνο που ένιωθε ήταν μια κάποια ντροπή για
τη γύμνια της, μια εντελώς επιφανειακή διέγερση κάτω απ’ τα
έμπειρα χάδια του, και συγχρόνως ένα κενό στο στομάχι.
Παρακολούθησε τον Βιτόριο όσο γδυνόταν κι αυτός, εκτιμώντας
σχεδόν ψυχρά την εμφάνισή του. Ήταν οπωσδήποτε
καλοφτιαγμένος, κι ο ορθωμένος του φαλλός θα προκαλούσε κάθε
γυναίκα να τον χαϊδέψει. Αλλά η ίδια δεν είχε ακόμα αρκετό
θάρρος για ν’ απλώσει το χέρι. Ή ίσως δεν είχε ακόμα φτάσει σε
ικανοποιητικά επίπεδα διέγερσης.
Τώρα αυτός έγερνε από πάνω της, κλείνοντας τους μαστούς της
στις παλάμες του. Η ανάσα του ήταν γρήγορη και κοφτή καθώς
έσκυβε να της φιλήσει τις ρόγες. Στο άγγιγμα των χειλιών και της
γλώσσας του, η Σερίνα βόγ-γηξε απ’ την απόλαυση. «Δεν ξέρεις
πόσο μ’ ανάβεις», της ψιθύριζε ο άντρας. «Σ’ αρέσει έτσι;»
Κατά κάποιο τρόπο, ο νους της δεν ήταν εκεί. Και το χειρότερο,
ήξερε πολύ καλά πού ήταν. Ωστόσο, διπλάσιασε τις προσπάθειές
της να συμμετάσχει πιο ενεργητικά. Ένα γλυκό μούδιασμα
καταλάμβανε τα μέλη της καθώς ο Βιτόριο εξαντλούσε όλο του το
ρεπερτόριο πάνω της, κι η θέρμη που έβαζε κι αυτή στα φιλιά της
θα πρέπει να τον είχε πείσει ότι ήταν και για κείνην μια εκστατική
εμπειρία. Η Σερίνα δεν ήξερε πόση ώρα είχε περάσει απ’ τη
στιγμή που την έφερε στο κρεβάτι, οπωσδήποτε όμως ήταν πολλή.
Είχε φτάσει πια σ’ ένα σημείο που ήξερε πως δε θα το ξεπερνούσε.
Δε θα μπορούσε να διεγερθεί περισσότερο, ό,τι κι αν έκανε ο
Βιτόριο, κι όσο κι αν το καθυστερούσε. Θαύμαζε την αντοχή του,
αλλά η δική της δεν ήταν το ίδιο ανεπτυγμένη. Όσο περνούσαν τα
λεπτά, τόσο περισσότερο έφευγε το μυαλό της προς μια εντελώς
διαφορετική κατεύθυνση. Πάλεψε απεγνωσμένα να συγκεντρωθεί
σ’ αυτό που γινόταν, να αποκαταστήσει την επαφή με το σώμα της.
Είναι μια υπέροχη εμπειρία, έλεγε και ξανάλε-γε στον εαυτό της.
Αν χαλαρώσεις και το απολαύσεις, σίγουρα θα ικανοποιηθείς
απόλυτα αυτή τη φορά...
«Ποτέ; Κανείς;»
«Ποτέ...»
«Ούτε ο Νόλαν;»
Αλλά ήταν πια αργά, το κακό είχε συντελεστεί. Μ έχρι πριν λίγο
πίστευε πως θα μπορούσε ίσως να ανταποκριθεί ανάλογα όταν θα
αποφάσιζε ο Βιτόριο πως είχε έρθει η ώρα να τελειώνουν. Τώρα
ήταν πια αδύνατο κάτι τέτοιο. Ήταν αδύνατο πια να κοροϊδέψει
τον εαυτό της. Έκλεισε τα μάτια και παραδόθηκε στον Βιτόριο με
όλη την υποκριτική που είχε τελειοποιήσει τόσα χρόνια με τον
Λίαμ. Αλλά πίσω απ’ τα κλειστά της βλέφαρα δεν έβλεπε παρά
μόνο τον Ρέι. Από κείνη τη στιγμή κι ύστερα, ο Ρέι ήταν που της
έκανε έρωτα και κανείς άλλος.
Της το φόρεσε στο λαιμό και της ξαναέκανε έρωτα. «Αυτή τη φορά
θα είναι ακόμα πιο όμορφο», της ψιθύρισε στ’ αφτί.
Αλλά δεν ήταν ούτε καλύτερο, ούτε χειρότερο απ’ την πρώτη.
Ήταν ίσως γλυκό, ήταν ευχάριστο, θα ήταν ίσως απολαυστικό αν
δεν την άφηνε μετά μ’ εκείνο το παγερό κενό στην καρδιά και μ’
εκείνη την παθητική παραδοχή της ανικανότητάς της ν’
ανταποκριθεί σαν φυσιολογική γυναίκα. Θα ήταν απολαυστικό
ακόμα κι έτσι, αν μόνο τον αγαπούσε. Αλλά δεν τον αγαπούσε, δεν
ένιωθε να τη δένει μαζί του τίποτε περισσότερο απ’ αυτές τις
ατέλειωτες και λίγο κλειστοφοβικές ώρες στο κρεβάτι. Το σώμα
της ανταποκρινόταν ως ένα σημείο στα χάδια του, αλλά το μυαλό
της έμενε παθητικά αμέτοχο. Κι ίσως εκεί ακριβώς να εντοπιζόταν
όλο της το πρόβλημα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
«Το οχυρό βλέπω έπεσε», της είπε ουδέτερα ο Ρέι, όταν
ξαναβρέθηκαν για λίγο οι δυο τους μόνοι, την επομένη το βράδυ.
Το ίδιο πρωί, μετά από μια ατέλειωτη νύχτα που είχαν περάσει
στην καμπίνα του, ο Βιτόριο την είχε οδηγήσει θριαμβευτικά στην
τραπεζαρία, όπου όλοι οι πα-ρόντες, κι ακόμα και οι μη παρόντες,
είχαν όλη την ευκαιρία ν’ αντιληφθούν ότι το οχυρό είχε πέσει
επιτέλους. Ο Βιτόριο δε σκοτιζόταν να κρύψει τα δικαιώματα που
κατά τη γνώμη του είχε αποκτήσει πάνω στη Σερίνα Χέιζ. Ή ίσως
να το έκανε τόσο επιδεικτικά, ειδικά για να δείξει στον Ρέιμπορν
Νόλαν ότι η κυριαρχία του είχε λήξει.
Σίγουρα δεν είχε πεισθεί απόλυτα απ’ τα λόγια της χτες το βράδυ,
παρόλο που για τη Σερίνα ήταν ακόμα εκπληκτικό το πώς είχε
φανταστεί αυτός ότι μπορεί να είχε κάτι με τον Ρέι. Στο κάτω-
κάτω, όλοι εκεί μέσα είχαν την ευχέρεια να διαπιστώσουν πως ο
Ρέιμπορν Νόλαν ασχολιό-ταν αποκλειστικά με την Τρίτσια
Σέιμουρ.
«Δεν πειράζομαι».
«Ίσως όχι, αλλά δε φταίω εγώ γι’ αυτό. Εσύ είσαι συνέχεια
εκνευρισμένη».
Τον κοίταξε βουβή, αναγνωρίζοντας από μέσα της πως αυτός είχε
δίκιο. Ό,τι φοβόταν πιο πολύ, κινδύνευε να βγει αληθινό: αυτές τις
τελευταίες μέρες, από καθαρά δική της υπαιτιότητα, οι σχέσεις της
με τον Ρέι περνούσαν μια φάση δοκιμασίας και κινδύνευαν να
κλονιστούν ανεπανόρθωτα. Δεν ένιωθε πια όπως παλιά μαζί του,
δεν μπορούσε καν να υποκριθεί ότι ένιωθε όπως παλιά.
Στην προσπάθειά της να δείχνει άνετη και φυσική, γινόταν αδέξια
και σφιγμένη, κι αυτός το έπιανε και αντιδρούσε ανάλογα.
Σε λίγο του είπε σιγανά: «Μ ε κάλεσε να μείνω μαζί του στη Ρώμη
μέχρι ν’ αρχίσουμε τα γυρίσματα. Σκέφτομαι να δεχτώ».
«Τι πράγμα;»
Θα ’θελε να του πει πως την ίδια διόλου δεν την ενδιέ-φερε αν ο
Μ αντσίνι έκανε συλλογή από γυναίκες ή από πεταλούδες. Αντί γι’
αυτό του είπε ανάλαφρα: «Μ πορεί. Αυτή τη φορά ωστόσο νομίζω
πως είναι διαφορετικά τα πράγματα. Καθόλου δε θα μ’ εκπλήξει αν
μου κάνει πρόταση γάμου πριν ακόμα τελειώσει η κρουαζιέρα».
Αυτό οπωσδήποτε δεν ήταν υπερβολικό. Όλη την
περασμένη νύχτα, ο Μ αντσίνι της πέταγε υπονοούμενα που θα
μπορούσε εύκολα κανείς να εκλάβει σαν διερευνητικές κρούσεις
προς αυτή την κατεύθυνση.
Του έριξε μια λοξή ματιά που σκάλωσε σαν μαγνητισμένη στο
δυνατό, αντρίκιο προφίλ του. Άλλο ένα κύμα παράλογης επιθυμίας
την κατέκλυσε, θολώνοντάς της κυριολεκτικά το νου. Πόσες
μέρες είχε να την αγγίξει; σκέφτηκε τρέμοντας. Άλλοτε
αγκαλιάζονταν και φιλιόντουσαν για ψύλλου πήδημα. Τώρα
τελευταία αυτός απέφευγε ακόμα και να της πιάσει το χέρι.
Πήρε μια βαθιά ανάσα κι είπε ήσυχα: «Θα πω ναι, φυσικά».
«Σερίνα», είπε απρόσμενα ο Ρέι, και στα χείλια του, τ’ όνομά της
έμοιαζε να παίρνει αποχρώσεις που δεν τις είχε ποτέ. Σπάνια
άλλωστε τη φώναζε Σερίνα. Ήταν πάντα Σέρι, ή μωρό μου, ή άλλα
τέτοια χαϊδευτικά. Μ ια ατέλειωτη ανατριχίλα της διαπέρασε τη
ραχοκοκαλιά, κι έμεινε να τον κοιτάζει σαν μαγεμένη,
περιμένοντας χωρίς να ξέρει καν τι περίμενε. «Λοιπόν», είπε
τελικά ο άντρας, «αν είναι έτσι... Σου εύχομαι κάθε ευτυχία,
φυσικά. Αλλά δε θα 'θελα... Δηλαδή, ειλικρινά, θα ’'θελα να
προσέχεις. Είναι... Δε θέλω να πληγωθείς», κατέληξε μαλακά.
«Σερίνα, αχ, Σερίνα...» Της πήρε το χέρι στο δικό του, τα δάχτυλά
του θάλθηκαν να παίζουν με τα δάχτυλά της, όπως την
προηγουμένη με της Τρίτσια. Της είπε αργά, διαλέγοντας σχεδόν
επιδεικτικά τις λέξεις: «Μ πορεί να είσαι κοντά τριάντα χρόνων,
αλλά δε νομίζω ότι έχεις μεγαλύτερη πείρα από ένα κοριτσόπουλο
στα δεκαοχτώ. Είσαι ευαίσθητη κι έχεις ανάγκη ν’ αγαπάς και ν’
αγαπιέσαι. Αυτή η ιστορία με τον Λίαμ σε πλήγωσε πολύ. Φοβάμαι
μήπως κάνεις κάποιο λάθος εκτίμησης. Φοβάμαι τον Μ αντσίνι.
Δεν έχει τη φήμη πολύ σταθερού ανθρώπου. Και γιατί να την έχει,
άλλωστε; Φαντάζεσαι πόσο θα τον κυνηγάνε τα θηλυκά. Ήδη έχει
ολόκληρο κατάλογο από κατακτήσεις. Δεν έχει μείνει ούτε μία
αξιόλογη γυναίκα που να τον γνώρισε και να μην πέρασε απ’ το
κρεβάτι του».
«Δεν μπορείς να μου λες τέτοια πράγματα για τον Βιτόριο! Στο
κάτω-κάτω, πού τα ξέρεις εσύ; 'Ακόυσες απλά τα κουτσομπολιά!»
«Όχι τους δικούς μου φίλους! Για τ’ όνομα του Θεού, αν ήξερες
πόσο εκνευριστικό είναι αυτό που κάνεις! Αυτός ο...
προστατευτισμός! Δεν το αντέχω!»
Έμεινε να την κοιτάζει σιωπηλός, μέχρι που τελικά ξε-θύμανε η
οργή της και τα μάγουλά της φούντωσαν στο σκοτάδι. «Συγνώμη,
Ρέι», είπε άτονα. «Δεν ξέρω τι μ’ έ-πιασε...»
«Δεν είπες τίποτε. Στο κάτω-κάτω, γι’ αυτό υπάρχουν οι φίλοι. Για
να ξεσπάμε πού και πού σε βάρος τους».
«Το ξέρω». Ένιωσε πάλι την παλάμη του να σφίγγεται γύρω απ’ τη
δική της. Η επαφή του της έφερνε ακατάσχετα ρίγη. Όπου να ’ναι
θα βάλω τα κλάματα, σκέφτηκε πανικόβλητη. Θα ’θελε να
τραβήξει το χέρι της απ’ το δικό του, να πάψει να νιώθει τη
ζεστασιά του δέρματός του στο δέρμα της. Κι απ’ την άλλη, θα
’θελε να μείνει έτσι μέχρι το τέλος του κόσμου. Τον ρώτησε
βραχνά: «Στ’ αλήθεια δε θύμωσες;»
« Γιατί κάτι συμβαίνει που μου το κρύβεις. Κάτι δεν πάει καλά, γι’
αυτό είσαι τόσο αναστατωμένη. Δε θέλεις να μου το πεις; Ίσως
μπορώ να βοηθήσω».
«Έλα, για το Θεό, μην κάνεις έτσι», της είπε ήρεμα. «Άσε κάποια
περιθώρια στον εαυτό σου, και μην το αντί- , μετωπίζεις τόσο
τραγικά. Είσαι ίσως ακόμα πολύ πληγωμένη... Φοβάσαι ίσως να
ξανοιχτείς. Ό,τι κι αν συμβαίνει, δε νομίζω πως θα κρατήσει για
πολύ. Άσε τα πράγματα να κυλήσουν μόνα τους. Τον αγαπάς και σ’
αγαπάει, κι αυτό είναι το σημαντικότερο απ’ όλα για την ώρα».
Το ίδιο θα γίνει και με τον Βιτόριο. Αργά ή γρήγορα, κάτι μέσα του
θα του πει πως είμαι παθολογικά ψυχρή. Πώς να μείνει ένας
άντρας με μια γυναίκα σαν εμένα; Δεν το βλέπεις ότι χρειάζομαι
επειγόντως τη συμβουλή κάποιου
«Και - τι έκανες;»
«Ό,τι περνούσε απ’ το χέρι μου», της αποκρίθηκε μ’ ένα σιγανό
γελάκι.
«Μ ε... επιτυχία;»
«Δε νομίζω».
«Είναι όμως σημαντική για σένα, έτσι δεν είναι;» Ο λαιμός της
ήταν σφιγμένος, η φωνή της ίσα που ακούστηκε.
«Είναι;» Δε γύριζε να την κοιτάξει.
«Εσένα ρωτάω».
«Όχι, δεν το σκέφτομαι για την ώρα. Ωστόσο δεν μπορείς ποτέ να
είσαι σίγουρος πώς θα εξελιχτεί μια σχέση. Αν προκύψει κάτι, θα
είσαι η πρώτη που θα το μάθει», πρόσθεσε μ’ ένα καθησυχαστικό
χαμόγελο προς το μέρος της - λες και όλο της το πρόβλημα ήταν
αν θα το μάθαινε πρώτη, κι αυτός έσπευδε να καθησυχάσει τις
ανησυχίες της.
Καθώς ο Βιτόριο την έσφιγγε στην αγκαλιά του, φιλώντας την από
πάνω μέχρι κάτω και ψιθυρίζοντάς της παθιασμένα ερωτόλογα,
αναρωτήθηκε γιατί δεν μπορούσε να νιώσει μαζί του όπως ένιωθε
και με τον Ρέι. Γιατί απ’ τ’ αγ-καλιάσματά τους έλειπε εκείνη η
γλύκα που είχαν τα εντελώς φιλικά της αγκαλιάσματα με τον Ρέι.
Γιατί δεν μπορούσε να νιώσει την καρδιά της να πλημμυρίζει
ευτυχία, όπως ένιωθε κάθε φορά που άγγιζε τον Ρέι - ακόμα κι
όταν ήταν ερωτευμένη με τον Λίαμ.
Κι ακόμα αναρωτήθηκε γι’ άλλη μια φορά γιατί το σώμα της
αρνιόταν να υποκύψει στο κάλεσμα του δικού του, παρόλο που θα
ήταν αδύνατο ν’ αρνηθεί ότι τουλάχιστον τεχνικά, όλη αυτή η
προεργασία την κάλυπτε απόλυτα.
«Για δυο ώρες, όταν ήρθε να πάρει τα παιδιά. Έφυγαν αμέσως για
την Καλιφόρνια».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
«Στοπ», είπε ο Ρέιμπορν, κι έμεινε να κοιτάζει σαν αφη-ρημένος
τη Σερίνα. «Ας κάνουμε ένα μικρό διάλειμμα», είπε τελικά, κι οι
ηθοποιοί κι οι τεχνικοί του συνεργείου στέναξαν με ανακούφιση
και τράβηξαν για το εσωτερικό του καφέ-μπαρ να πιούνε κάτι. Ο
παρισινός ουρανός ήταν μουντός, αλλά έκανε ζέστη. Ήταν όλοι
τους ιδρωμέ-νοι και κουρασμένοι.
«Εντάξει, πέσ’ το», του πέταξε μέσ’ απ’ τα σφιγμένα της χείλια.
«Ρέι -»
Ο Ρέι έφερε το χέρι του στο μέτωπό του. Έδειχνε ξαφνικά τόσο
κουρασμένος και απογοητευμένος, που η καρδιά της σφίχτηκε.
«Εντάξει», της είπε αργά. «Θα κάνουμε κάτι άλλο. Σταματάμε για
μια μέρα. Αύριο θα έχουμε όλοι ρεπό, κι εμείς οι δυο θα πάμε μια
βόλτα στην εξοχή. Σύμφωνοι;»
«Το ξέρω».
Κι ο Ρέι την είχε ξεχάσει οριστικά. Είχαν γίνει όλα όπως το είχε
φοβηθεί - η στάση της απέναντι του είχε αλλάξει, κι αυτόματα είχε
αλλάξει και η δική του στάση απέναντι της. Τις τελευταίες φορές
που τον είχε δει κι είχε μιλήσει μαζί του, ήταν ψυχρός κι
απόμακρος. Τώρα είχε πάνω από ένα μήνα να της τηλεφωνήσει, κι
ας επρόκειτο σε λίγο ν’ αρχίσουν να δουλεύουν μαζί. Δεν την
έπαιρνε καν για να της μιλήσει για την ταινία. Ήταν πολύ
απασχολημένος με την Τρίτσια του. Η διαίσθησή της δεν την είχε
ξεγελάσει - αυτή η μικρή ήταν κάτι πολύ πιο σοβαρό απ’ τις προκα-
τόχους της. Η αλλαγή του Ρέι απέναντι της οφειλόταν ίσως σε
μεγάλο βαθμό και στην παρουσία της Τρίτσια στη ζωή του. Ήταν
ερωτευμένος μαζί της, όλα τ’ άλλα περνούσαν σε δεύτερη μοίρα,
ακόμα κι η περίφημη φιλία που υποτίθεται τον έδενε με τη Σερίνα
Χέιζ. Είχε πάρει την Τρίτσια μαζί για να τη γνωρίσουν τα παιδιά
του. Τα πράγματα ήταν προφανώς πολύ πιο σοβαρά απ’ όσο
φοβόταν η Σερίνα.
Τον έχανε. Αυτόν τον τελευταίο καιρό, αργά αλλά σταθερά, έχανε
τη φιλία του μόνου ανθρώπου που μέτραγε στη ζωή της. Η κακή
της διάθεση τον είχε αποξενώσει. Είχε μπλέξει με τον Βιτόριο, είχε
δεχτεί την πρότασή του να πάει στην Ιταλία, κι είχε έτσι απορρίψει
την πρόταση του Ρέι. Ήταν σαν να του έλεγε πως επιθυμούσε να
τον βγάλει απ’ τη ζωή της. Ή τέλος πάντων σαν να του έδειχνε ότι
οι δρόμοι τους χώριζαν.
Μ ’ αυτά και μ’ αυτά, δεν είχε καν τον καιρό ν’ αντιλη-φθεί πως
δεν έφευγε απ’ τη ζωή της μόνο ο Ρέιμπορν Νόλαν, αλλά και ο
Βιτόριο Μ αντσίνι.
Στην αρχή της τηλεφωνούσε κάθε μέρα, κι όχι μόνο μια φορά
αλλά και δυο, και τρεις. Της είχε πει πως θα ερχόταν σε λίγες
μέρες να τη βρει στο Λονδίνο, και πως μετά θα μπορούσαν να
πάνε οι δυο τους στο Παρίσι για τις τελευταίες ρυθμίσεις σχετικά
με την ταινία. Οι μέρες όμως περνούσαν, κι ο Βιτόριο δεν
ερχόταν. Τα τηλεφωνήματά του άρχισαν να γίνονται πιο αραιά, και
κάπως πιο απρόσωπα. Μ πορεί να ήταν απλά η ιδέα της, αλλά
σίγουρα κάτι είχε αλλάξει. Έμοιαζε πάντα θερμός κι εκδηλωτικός,
αλλά βαθιά μέσα της κάτι της έλεγε πως δεν ήταν πια ο
ίδιος άνθρωπος που είχε ζήσει όλες εκείνες τις ειδυλλιακές ώρες
μαζί του.
«Δεν ήξερα πως είχες γυρίσει στο Λονδίνο. Πού είναι ο Βιτόριο;»
«Για την ώρα είναι στη Ρώμη. Εγώ ήρθα για λίγες μέρες.
Ρέι;»
Κι αυτό ήταν όλο. Ποτέ πριν δεν της είχε φανεί τόσο απόμακρος
και τόσο ξένος. Η φωνή του δεν πρόδινε ίχνος ζεστασιάς, ίχνος
οικειότητας. Σαν να ήταν απλά δυο συνεργάτες που είχαν καιρό να
επικοινωνήσουν.
Και τελικά, ο Βιτόριο δεν ήρθε καθόλου στο Λονδίνο. Απ’ τη μέρα
που είχαν χωρίσει, στο αεροδρόμιο της Ρώμης, κάτω απ’ τα φλας
των παπαράτσι, δεν είχε πάψει στιγμή να την κοροϊδεύει, να της
λέει ψέματα και να εφευρίσκει δικαιολογίες. Ο Θεός μόνο ήξερε
πού βρισκόταν τώρα και τι έκανε. Η Σερίνα δεν μπορούσε να τον
βρει σε κανένα απ’ τα τηλέφωνα που είχε, κι όταν μια μέρα
διάβασε τυχαία σ’ ένα περιοδικό που ασχολιόταν με βασιλιάδες
και πρίγκιπες ότι ο “πρίγκιψ Μ αντσίνι βρισκόταν για λίγες μέρες
στην Ισπανία”, δεν παραξενεύτηκε καθόλου. Το περιοδικό δεν
έλεγε αν είχε και κάποια ιδιαίτερη παρέα μαζί του, αλλά δε
χρειαζόταν να της το πει κανείς για να αντιληφθεί ότι ο Βιτόριο
είχε προφανώς βρει την αντικα-ταστάτριά της. Και γιατί να μην τη
βρει, δηλαδή, είπε πικρά στον εαυτό της. Τι παραπάνω να κάνει
ένας άντρας σαν τον Μ αντσίνι μ’ ένα ψυχρόαιμο σαν εσένα...
Δεν μπορούσε να χάσει τον Ρέι. Δεν την ένοιαζε να χάσει όλα τα
άλλα, φτάνει μόνο να κρατούσε τη φιλία του. Οτιδήποτε άλλο
μπορούσε να πάει στο διάβολο - η δουλειά της, οι φίλοι, ο Βιτόριο,
οι άντρες, τα λεφτά και τα πανάκριβα κοσμήματα. Οι ταινίες, η
φήμη και οι θαυμαστές με τα αυτόγραφά τους. Οτιδήποτε εκτός απ’
τον Ρέι. Δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτόν. Όλα όσα χρειαζόταν
στη ζωή της συνοψιζόντουσαν απλά και μόνο στον
Ρέιμπορν Νόλαν.
Ήταν μια φριχτή νύχτα, και για να την ξεπεράσει ήπιε κάμποσα
ποτήρια βότκα, κι από πάνω πήρε και ηρεμιστικά για να κοιμηθεί
όσο πιο πολύ γινόταν και να πάψει να σκέφτεται.
Δεν τον αγαπώ, ήθελε να του φωνάξει η Σερίνα. Δεν κλαίω για
τον Βιτόριο, κλαίω για σένα που δε δίνεις δεκάρα. «Θα μπορέσω
να σε δω απόψε;» τον ρώτησε ικετευτικά.
«Απόψε; Δε νομίζω πως θα μπορέσω. Έχω πάρα πολλές δουλειές.
Να πούμε... μεθαύριο; Ή καλύτερα, σε τρεις μέρες».
Της είπε: «Βλέπω τα χέρια σου τρέμουν πάλι. Αν άρχισες γι’ άλλη
μια φορά το πιοτό και τα ηρεμιστικά, Σέρι, καλά θα κάνεις να τα
κόψεις αμέσως. Δεν παιδιαρίζουμε τώρα. Μ ας περιμένει δουλειά,
και δεν έχω καμιά διάθεση να την καθυστερήσω εξαιτίας σου».
Αυτά ήταν τα μόνα του λόγια που έδειχναν κάποιο ενδιαφέρον,
έμμεσο κι αυτό. Δεν τον ξαναείδε παρά ελάχιστες φορές, κι
αυτές για λίγο. Τίποτε στις συναντήσεις τους δε θύμιζε πια
τις συναντήσεις που είχαν άλλοτε οι δυο τους, εκείνες τις
ατέλειωτες ώρες όπου μιλούσαν και γελούσαν και αστει-
ευόντουσαν, τις ώρες της τρυφερότητας και της επαφής μ’ ένα
μόνο βλέμμα ή άγγιγμα.
Η Σερίνα ήξερε πως αυτός τα βράδια έβγαινε με την Τρίτσια. Και
καθώς δεν την είχε καλέσει ούτε μια φορά στο σπίτι του, δεν ήταν
δύσκολο να μαντέψει ότι έμενε μαζί της. Μ ια μέρα τον ρώτησε:
«Θα ’ρθει κι η Τρίτσια μαζί μας στο Παρίσι;» κι αυτός της
απάντησε αόριστα: «Θα δούμε».
*
Η βόλτα τους στην εξοχή ήταν η πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό
που ξαναβρίσκονταν μόνοι οι δυο τους για περισσότερο από μισή
ώρα. Για λίγο της φάνηκε πως όλα ξα-ναγινόντουσαν όπως παλιά,
κι ένιωσε το ηθικό της ν’ αναπτερώνεται και μια ελπίδα να
ζεσταίνει την καρδιά της. Καθώς κοιτούσε το όμορφο προφίλ του,
κλεφτά την ώρα που αυτός οδηγούσε, της φαινόταν πως θα ήταν
αδύνατο να σηκώσει άλλο το βάρος της αγάπης και της
επιθυμίας που την πλημμύριζαν.
«Σερίνα», της είπε αργότερα αυτός, την ώρα που δοκίμαζαν τις
σπεσιαλιτέ ενός μικρού εστιατορίου στο Ον-φλέρ. «Κοίτα, δε
θέλω να φανταστείς πως είμαι άκαρ-δος... Ειλικρινά, καταλαβαίνω
πώς νιώθεις. Αυτή η ιστορία με τον Βιτόριο ήταν πραγματική
ατυχία. Κι ήρθε πολύ νωρίς... Δεν είχες ξαναβρεί αρκετή δύναμη
για να μπορείς ν’ αντιμετωπίσεις μια δεύτερη, απανωτή
απογοήτευση. Σε καταλαβαίνω, πίστεψέ με...»
Της μίλαγε όλη μέρα, μέχρι που γύρισαν στο Παρίσι. Της έλεγε για
το έργο και τις απαιτήσεις του, της εξήγησε γι’ άλλη μια φορά τι
ήθελε απ’ αυτήν, την έβαλε να του υ-ποσχεθεί ότι δε θα ξαναέπινε
κι ούτε θα έπαιρνε άλλα χα-πάκια. Δεν την άγγιξε ούτε μια φορά,
δεν την πήρε στην αγκαλιά του όπως το είχε κάνει δεκάδες φορές
στο παρελθόν. Ήταν καθησυχαστικός, ήρεμος και αυτοκυριαρ-
χημένος όπως πάντα, ανήσυχος για το έργο του, ανήσυχος ίσως
και γι’ αυτήν, αλλά στην ουσία εντελώς αμέτοχος, και για μια
φορά, ολοκληρωτικά ξένος.
Θεού», της είπε πνιχτά, «είσαι καλά; Δεν πιστεύω να... έκανες
καμιά ανοησία;»
«Δεν μπορώ», του είπε μ’ άλλον ένα λυγμό. «Είναι... είναι φοβερό.
Αυτό το σημερινό ήταν το τελειωτικό χτύπημα... Είναι - είμαι
τόσο... Αχ, Χριστέ μου, δεν μπορώ να σου εξηγήσω. Δε θα
καταλάβαινες. Πες πως είμαι νευρωτική, ψυχωτική, ό,τι θέλεις...»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
Αργότερα, παράγγειλε να τους φέρουν σάντουιτς και καφέ, και την
ανάγκασε να φάει. Η Σερίνα έφαγε αμίλητη, όχι επειδή πεινούσε,
αλλά για να του κάνει το χατίρι, -αφνικά, μέσα σε λίγα λεπτά, είχε
ξαναβρεί εκείνη την πολύτιμη αίσθηση που φοβόταν πως είχε
χάσει οριστικά - την αίσθηση πως οι δυο τους επικοινωνούσαν
ακόμα και χωρίς λόγια. Και μαζί μ’ αυτήν, μια αίσθηση βαθιάς
απόγνωσης, τελειωτικής ρήξης.
«Είσαι πάντα τόσο κυνικός, Ρέι, που όταν καμιά φορά όπως τώρα
καλή ώρα γίνεσαι ρομαντικός, χάνω κυριολεκτικά τον
μπούσουλα», του είπε σε μια προσπάθεια να κάνει χιούμορ. Η
προσπάθειά της έπεσε στο κενό.
Ποτέ δεν είχε νιώσει να τον χάνει τόσο οριστικά, όσο εκείνες τις
λίγες στιγμές που αυτός είχε έρθει τόσο κοντά της.
Όταν ήπιαν και τον καφέ τους, αυτός της είπε ανάλαφρα: «Τι λες -
πάμε καμιά βόλτα; Να πάρουμε λίγο αέρα;»
«Θα είμαι», του είπε πνιχτά, κι από μέσα της παρακάλε-σε, αχ,
γιατί δε φεύγεις να τελειώσει αυτό το μαρτύριο;
«Ναι». Όχι, είχε κάνει λάθος. Τίποτα δεν ήταν πια όπως παλιά,
τίποτα ποτέ δε θα ξαναγινόταν όπως ήταν κάποτε. Για λίγο είχε
ξεγελαστεί κι είχε αφεθεί να πιστέψει πως οι δυο τους ξανάβρισκαν
την παλιά-τους άνεση. Αλλά είχε κάνει λάθος. Αν μη τι άλλο,
τώρα ένιωθαν πιο αμήχανοι παρά ποτέ. Αδέξιοι και ξένοι.
Το χέρι του ανέβηκε πάλι στα μαλλιά της κι έσπρωξε πίσω τις
χρυσόξανθες τούφες τους. «Όνειρα γλυκά, μω-ρούλι».
Ήταν σαν να ξανάπαιζαν την ίδια σκηνή που είχαν προβάρει πριν
από μήνες, στο μοναχικό της κρεβάτι. Μ ε τα μάτια καρφωμένα
στο λίγο τραβηγμένο του πρόσωπο, με τα σωθικά της να
σφίγγονται οδυνηρά απ’ την πιο ξέφρενη επιθυμία, του είπε
ξέπνοα: «Κοιμήσου εδώ, Ρέι. Γι’ απόψε μόνο».
«Μ η», τον παρακάλεσε βάζοντας το χέρι της πάνω στο στόμα του.
«Μ ην πεις τίποτε, Ρέι. Το ξέρουμε κι οι δυο πως όλα άλλαξαν,
αλλά ας το ξεχάσουμε γι’ απόψε. Δε θέλω τίποτα, μόνο - μόνο την
παρουσία σου. Ήταν πάντα... τόσο καθησυχαστική». Δάκρυα
πλημμύρισαν τα μάτια της κι άρχισαν να τρέχουν στα μάγουλά της.
«Έφτανε πάντα να εμφανιστείς για να μου περάσουν όλα.
Είχες όλη τη δύναμη που χρειαζόμουνα, Ρέι. Θα ’'θελα να
νιώσω πάλι όπως τότε...» Η φωνή της πνίγηκε στο λαρύγγι
της. Έκλεισε τα μάτια για να σταματήσει τα δάκρυά της, αλλά αυτά
συνέχισαν να τρέχουν και να κυλάνε στους κροτάφους της. «Μ η
μ’ αφήσεις μόνη απόψε...»
«Κι εσύ», του είπε αδύναμα. «Αν κοιμηθείς κι εσύ, Ρέι...» Η φωνή
της έτρεμε και έσπαγε σε κάθε συλλαβή. Η καρδιά της πήγαινε να
σπάσει.
«Όχι», της είπε πνιχτά. «Αυτό δεν είναι αλήθεια, Σέρι. Ποτέ δε μ’
έχασες, το ξέρεις. Απλά... διαφοροποιήθηκαν ορισμένες
καταστάσεις...»
«Ναι». Κι εσύ δεν έχεις ιδέα ποιες... «Είναι... τόσο αργά όσο
φαντάζομαι;» τον ρώτησε αδύναμα.
«Όχι», της ψιθύρισε αχνά. «Στα τριάντα είσαι ακόμα νέα, έχεις
όλες τις δυνατότητες... Εγώ όμως μπήκα στα σαρανταδύο, μωρό
μου...»
«Οχτώ;»
«Τι σημασία έχει;» Της γέλασε λίγο πικρά. «Αλλά είναι εννιά και
τέταρτο, αφού θέλεις να μάθεις».
«Όχι», της είπε μ’ ένα βαθύ στεναγμό. «Όχι, Σέρι, δεν ξέρω...»
Την έσφιξε στην αγκαλιά του τρέμοντας τώρα φανερά. «Μ η μιλάς
άλλο», την παρακάλεσε πνιχτά. «Ας το αφήσουμε έτσι, εντάξει; Σε
παρακαλώ, μωρό μου...»
«Ναι», του είπε αχνά, χώνοντας το πρόσωπό της στο λαιμό του κι
ανασαίνοντας βαθιά το ανεπαίσθητο άρωμα της κολόνιας του. Θεέ
μου, σκέφτηκε παραζαλισμένη, ώστε αυτό ήταν ο έρωτας; Έπρεπε
να φτάσω τόσο μακριά, να περάσουν τόσα χρόνια, για να
συνειδητοποιήσω πως όλα τα άλλα ήταν εφηβικά παιχνιδάκια
μπροστά σ’ αυτό που ένιωθα πάντα για τον Ρέι Νόλαν;
Και καθώς στριμωχνόταν πάνω του, κι ένιωθε γι’ άλλη μια φορά
τα χείλια του στα μαλλιά της, να σαλεύουν απαλά ανάμεσα στις
ξανθές τούφες τους, η καρδιά της σταμάτησε σχεδόν απ’ το σοκ
της ανακάλυψης. Η ανάσα της κόπηκε, και συγχρόνως τη
διαπέρασε ένας πανίσχυρος σπασμός πόθου, κάτι τόσο δυνατό,
που αν είχε μείνει αέρας στα πνευμόνια της, θα είχε ξεφωνίσει
άθελά της.
Αλλά με τον τρόπο που είχε αντιδράσει απέναντι του, δεν του είχε
αφήσει πολλά περιθώρια να αντισταθεί. Μ έσα σε δευτερόλεπτα, η
ατμόσφαιρα είχε φορτιστεί ερωτικά, παρασέρνοντάς τους και τους
δυο σε μια δίνη σεξουαλικής παραφοράς. Καθώς τα χείλια του
κόλλαγαν στα δικά της κι αυτή άνοιγε πεινασμένα το στόμα για
να ρουφήξει τη γλώσσα του, το σώμα του υπέκυψε ολοκληρωτικά.
Τον ένιωσε να παραδίνεται εγκαταλείποντας κάθε αντίσταση, να
κολλάει πάνω της σαν να ήθελε να ενωθεί αξεχώριστα μαζί της,
σπρώχνοντας τη λεκάνη του προς το μέρος της, βογγώντας πνιχτά
και τρέμοντας σύγκορμος καθώς η γλώσσα του βυθιζόταν βαθιά
στο καυτό της στόμα. Σ’ εκείνα τα πρώτα δευτερόλεπτα της
έκστασης, το μυαλό της ήταν ακόμα ανίκανο να καταγράψει αυτό
που γινόταν. Το σώμα της όμως είχε τη δική του λογική, κι ήξερε
με πεντακάθαρη σαφήνεια πως αυτό ήταν κάτι που δεν το είχε
ξαναζήσει ποτέ της, κι ούτε ποτέ θα το ξαναζούσε στο μέλλον, με
κανέναν άλλον.
Τον ήθελε τόσο καιρό, τόσα χρόνια για την ακρίβεια, κι ας μην το
είχε συνειδητοποιήσει παρά μόνο τους τελευταίους μήνες. Ήταν ο
μόνος άντρας που είχε πραγματικά ποθήσει ποτέ της, ο μόνος
άντρας που θα μπορούσε ποτέ να την κάνει να παραληρεί απ’ την
επιθυμία, γιατί ήθελε με την ίδια ένταση κάθε μέρος και κάθε
πτυχή απ’ αυτό που ήταν ο Ρέιμπορν Νόλαν — το μυαλό του, την
καρδιά του, το εξαίσια αντρίκιο σώμα του, τα μπράτσα που την
έσφιγγαν ανάμεσά τους, τα αισθησιακά χείλια που ρούφαγαν
πυρετικά τα δικά της, τα γκρίζα του μάτια που μισό-κλειναν, θολά
απ’ τον πόθο, τη βαθιά φωνή του που της έλεγε σπασμένα, «αν δεν
το θέλεις στ’ αλήθεια, δε θα προχωρήσω...»
«Για τ’ όνομα του Θεού, άφησέ με», του πέταξε μέσ’ απ’ τους
λυγμούς της. Τι ήταν γι’ αυτόν ό,τι είχε γίνει μεταξύ τους; Τίποτε
περισσότερο από μια ακόμα σεξουαλική εμπειρία μέσα στις άλλες.
Είχε ανάψει, το είχε κάνει, είχε τελειώσει. Τώρα πιθανότατα το
μετάνιωνε μ’ όλη του την ψυχή, επειδή ήξερε πολύ καλά πως αυτό
ήταν και το τέλος της φιλίας τους. Επειδή ίσως φοβόταν πως από
δω και πέρα η Σερίνα Χέιζ θα μπορούσε να έχει άλλου είδους
απαιτήσεις απ’ αυτόν. «Άφησέ με», του ξανάπε πνιγμένα.
«Σέρι, για το Θεό... Πες πως έχασα τον αυτοέλεγχό μου. Ήταν μια
άτυχη συγκυρία. Δεν το ή'θελα στ’ αλήθεια, το ξέρεις».
«Τότε έλα πιο κοντά», της είπε πνιχτά. «Κι άσε αυτό το ηλίθιο
σεντόνι».
«Σε όλα», της είπε σιγανά. «Απ’ την αρχή. Κι ακόμα σ’ αυτό το
αποψινό. Δε θα 'θελα να φανταστείς -»
Απ’ την άλλη άκρη της γραμμής, η φωνή του Βιτόριο έφτασε
σχεδόν εναγώνια στ’ αφτιά της. «Σερίνα; Αγάπη μου, επιτέλους σε
βρήκα! Μ ώρό μου, είσαι καλά;»
«Ναι, φυσικά, Βιτόριο», του αποκρίθηκε παραζαλισμένη, κι
αναρωτήθηκε τι στο διάβολο ήθελε αυτός και της τηλεφωνούσε
τέτοια ώρα. Κοίταξε τον Ρέι-κι αυτός της έκανε ένα μορφασμό που
θα μπορούσε να λέει τα πάντα, απ’ το "στο είχα πει, θυμάσαι;”
μέχρι το "να σας αφήσω τώρα να τα πείτε”. «Πού είσαι;» ρώτησε
σαν χαμένη, έτσι, για να πει κάτι.
«Τέτοια ώρα - γιατί όχι; Δε φαντάζεσαι πόσο μου έχεις λείψει! Εγώ
δε σου ’λειψά καθόλου;»
«Σε πέντε λεπτά», της ξανάπε λίγο βραχνά. «Βάλε κάτι όμορφο
καιπερίμενέ με - στο κρεβάτι».
«Ε - ναι...»
Πήγε κοντά της και της πήρε το πρόσωπο στις παλάμες του. «Τον
θέλεις;» τη ρώτησε αργά, κοιτάζοντάς τη βαθιά στα μάτια.
«Ρέι...»
«Αν τον θέλεις, συγχώρεσέ τον για μια φορά και προσπάθησε πάλι.
Εντάξει, Σερίνα;» Της χάιδεψε λίγο αφηρη-μένα το μάγουλο,
«ζέχασέ το αυτό το αποψινό - εντάξει; Πες πως δεν έγινε ποτέ».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
Τα εξωτερικά γυρίσματα είχαν τελειώσει, και βρισκόντουσαν όλοι
στο Λονδίνο για τα εσωτερικά, όταν της τηλεφώνησε η Σίλα. Είχε
μόλις φτάσει στο Λονδίνο, της είπε, μαζί με τον Έλιοτ, βέβαια, και
τα παιδιά, κι ήθελε να τη δει αμέσως κιόλας.
«Νόμιζα πως με είχες ξεχάσει εντελώς», έκανε κλαί-γοντας
σχεδόν απ’ τη χαρά της η Σερίνα. «Ο - Ρέι μου είχε πει πως θα
’ρχόσουνα, αλλά δεν έστειλες ούτε ένα γράμμα να μου πεις πότε.
Πού γυρίζατε όλο αυτό τον καιρό;»
«Στο σπίτι του Ρέι, πού αλλού. Για κανένα λόγο δεν ήθελε να μας
αφήσει να πάμε στο ξενοδοχείο».
«Και τα παιδιά;»
Αλλά ευτυχώς, το μυαλό του δεν είχε πάει τόσο μακριά. Γιατί να
πάει, άλλωστε; Είχε μείνει με την εντύπωση πως οι σχέσεις της με
τον Βιτόριο συνεχιζόντουσαν απρόσκοπτα. Φυσικά, ο Βιτόριο'είχε
γυρίσει στην Ιταλία, αλλά η Σερίνα είχε αφήσει να εννοηθεί πως
θα πήγαινε να τον συναντήσει μόλις θα τέλειωνε με το φιλμ. Δεν
είχε πει στον Ρέι πως από εκείνο το βράδυ δεν είχε επιτρέψει στον
Βιτόριο ούτε να τη φιλήσει. Το θέμα μεταξύ τους είχε λήξει. Είχαν
συνεχίσει να βγαίνουν μαζί, ο Βιτόριο έδειχνε πιο ερωτευμένος
μαζί της παρά ποτέ, φανερά συν-τριμμένος απ’ την τροπή που
είχαν πάρει οι σχέσεις τους, κι αυτή τον άφηνε να ελπίζει πως ίσως
αργότερα θα "ξεχνούσε" το επεισόδιο με την Κορίν Λαφάρζ. Δεν
την ενδιέφερε πια καθόλου ο Βιτόριο, ούτε καν σαν προκάλυμμα
για να κρύβει τα αισθήματά της απ’ τον Ρέι. Ήξερε πως μόλις
θατέλειωνετο φιλμ, αυτός θα γύριζε στην Αμερική, και πως θα
έκανε πολύ καιρό να τον ξαναδεί. Δε θα είχε πια καμιά σημασία αν
θα ήταν με τον Βιτόριο ή όχι.
Τις λίγες φορές που είχε μείνει μόνη με τον Ρέι μετά από το
επεισόδιο που ο ίδιος είχε χαρακτηρίσει σαν “άτυχη συγκυρία”, η
ατμόσφαιρα ανάμεσά τους ήταν το λιγότερο τεταμένη, μια
ατμόσφαιρα αδεξιότητας και αμηχανίας, σαν να πρόσεχαν κι οι δυο
κάθε κουβέντα και κάθε κίνηση που θα έκαναν, για να μη δώσουν
εσφαλμένες εντυπώσεις ο ένας στον άλλον. Η Σερίνα ήξερε πολύ
καλά τι φοβόταν η ίδια. Όσο για τον Ρέι, δε δυσκολευόταν
να μαντέψει τι πρόδινε η στάση του: φοβόταν μην της
δώσει θάρρος για να απαιτήσει μια ενδεχόμενη επανάληψη εκείνου
του άτυχου περιστατικού.
Δεν μπορούσε όμως να μιλήσει για τίποτε απ’ αυτά στη Σίλα, κι
έτσι προσπάθησε να της φανεί όσο πιο ξένοιαστη γινόταν, και τη
γέμισε ψέματα για τον Βιτόριο και τις σχέσεις τους. Το απόγευμα
θα περνούσε χωρίς αναφορές σε δυσάρεστα θέματα, αν ξαφνικά
δεν έλεγε η Σίλα, εντελώς αδιάφορα, σαν να μιλούσε για τον
καιρό: «Τι ακριβώς συμβαίνει με τον Ρέι και μ’ εσένα, Σέρι;»
«Φυσικά ήταν, αλλά πάνε τώρα έξι χρόνια που δεν είναι πια. Έχει
κάθε δικαίωμα να κοιμάται μ’ όποια γυναίκα του αρέσει. Ειλικρινά,
Σέρι, δεν μπορώ να καταλάβω πώς σου πέρασε έστω απ’ το μυαλό
η σκέψη ότι θα με πείραζε. Γι’ αυτό δεν ήθελες να μου το πεις;»
«Και γι’ αυτό», είπε πνιχτά η Σερίνα. «Κι επειδή θα 'θελα αν είναι
δυνατό να το ξεχάσω ολοκληρωτικά. Να μην ξαναμιλήσω γι’ αυτό
ούτε στον εαυτό μου». Τα μάτια της άρχισαν να τσούζουν απ’ τα
δάκρυα. «Ήταν ένα φοβερό λάθος... Τα κατέστρεψε όλα. Από
κείνη τη μέρα αποξενωθήκαμε εντελώς». Η φωνή της έσπασε.
«Δεν ξέρω τι σου είπε ο Ρέι, ούτε γιατί έπρεπε να το συζητήσει
μαζί σου. Ήταν κάτι εντελώς ασήμαντο κι εντελώς τυχαίο. Δε
θα πρεπε για κανένα λόγο να επηρεάσει τις σχέσεις μας. Δεν
επαναλήφθηκε καν. Όμως να που τελικά δεν ήταν τόσο απλό το
πράγμα. Λυπάμαι, αλλά... ειλικρινά δε θα 'θελα να το συζητήσω
άλλο...»
Για λίγο στο δωμάτιο έπεσε βαριά σιωπή, ύστερα η Σίλα είπε
απαλά: «Ίσως δε θα πρεπε να επιμείνω, αλλά... Κοίτα, ήμασταν
πάντα φίλοι - κι οι τρεις μας εννοώ. Ξέρω πόσο αγαπούσες πάντα
τον Ρέι. Ξέρω πόσο δεμένοι ήσασταν οι δυο σας. Ειλικρινά, δεν
μπορώ να σας βλέπω έτσι... αποξενωμένους, ας πούμε. Κι εδώ
υπάρχει κάτι που δεν το καταλαβαίνω». Σταμάτησε, ψάχνοντας
για τις σωστές λέξεις. «Συνέβη κάτι μεταξύ σας, κάτι που... Ω,
για το Θεό, Σέρι, σε ξέρω και με ξέρεις, πάντα
συζητούσαμε ανοιχτά. Πάντα σε ένιωθα σαν αδερφή μου. Ας
πούμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, εντάξει; Κάνατε έρωτα,
τυχαία ή όχι, δεν έχει σημασία, κι αυτό μου λες σας αποξένωσε, κι
επιπλέον δε θέλεις ούτε να το θυμάσαι. Κι είσαι έτοιμη να
κλάψεις. Χώρια που έχεις καταντήσει η σκιά του εαυτού σου.
Κοιτάξου στον καθρέφτη αν δε με πιστεύεις. Είσαι αδύνατη και
κομμένη, κι όταν προσπαθείς να παραστήσεις την ξένοιαστη, δεν
ξεγελάς κανέναν. Πες μου μόνο αυτό, και δε θα επιμείνω άλλο:
ήταν τόσο φοβερό αυτό που συνέβη μεταξύ σας, που να μη
θέλεις τώρα ούτε να το συζητάς, ούτε να το θυμάσαι καν;»
«Ήταν ένα λάθος. Κανείς απ’ τους δυο μας δεν το ήθελε
πραγματικά. Ήμασταν μόνοι και δυστυχισμένοι. Ο Ρέι τα είχε
χαλάσει με την Τρίτσια, κι εγώ είχα ταραχτεί άσχημα βλέποντας
εκείνη τη φωτογραφία του Βιτόριο με τη Γαλλίδα. Δεν ξέρω πώς
έγινε, κι εκεί που συζητούσαμε κατάλαβα... Δεν έχω ιδέα πώς
συνέβη. Ήταν - ήταν εντελώς απρόσμενο. Κατάλαβα πως... πως το
ήθελε κι αυτός. Ήταν κάτι εντελώς ανεξέλεγκτο. Δε νομίζω πως
είχαμε επίγνωση του τι κάναμε. Κάτι εντελώς... πρωτόγονο.
Σίλα -» Σταμάτησε βαριανασαίνοντας.
«Τι κι αν είναι;»
«Για τ’ όνομα του Θεού, μίλα καθαρά. Όλο υπεκφυγές είσαι! Σου
έκανα μια ξεκάθαρη ερώτηση: είσαι ερωτευμένη με τον Ρέι, ναι ή
όχι;»
«Τι - τι πράγμα;»
«Ω, Θεέ μου...» Δεν ήξερε τι άλλο να πει. Ο κόσμος της έμοιαζε ν’
αναποδογυρίζει μπρος στα μάτια της, κι αυτή ήταν ανίκανη να
παρακολουθήσει αυτή την πρωτοφανή αλλαγή.
«Και-τι;»
«Ο Ρέι είχε δίκιο. Είσαι ο πιο μεγαλόψυχος άνθρωπος του
κόσμου!»
Η Σίλα της κράτησε το χέρι στα δικά της, χαμογελώντας της και
κοιτάζοντάς την σταθερά με τα καθάρια μάτια της. «Δεν είμαι
μεγαλόψυχη. Είμαι απλά ευτυχισμένη. Έχω έναν άντρα που τον
λατρεύω, έχω δυο υπέροχα παιδιά, έχω μια επιτυχημένη καριέρα.
Επιπλέον, εσύ κι ο Ρέι είσαστε πάντα οι καλύτεροί μου φίλοι. Σας
αγαπώ και θέλω να είσαστε εξίσου ευτυχισμένοι. Αυτό είν’
όλο. Μ προς, φεύγα τώρα!»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12
Δεν έδειξε καμιά έκπληξη όταν της άνοιξε την πόρτα. Την είχε
βέβαια δει στο τηλεοπτικό μάτι που έλεγχε την είσοδο, απ’ την
πόρτα του κήπου ως την πόρτα του σπιτιού. Η Σερίνα είπε
τρέμοντας: «Γεια σου, Ρέι. Μ πορώ να μπω μέσα;»
«Ε... σπίτι μου». Τα πόδια της λύγιζαν, και κάθε που τον κοίταζε, η
καρδιά της έλιωνε στο στήθος της. Δε θα μπορούσε ποτέ να του
εκφράσει πόσο τον αγαπούσε και πόσο τον χρειαζόταν, ακόμα κι
αν ποτέ έβρισκε το απαιτού-μενο θάρρος να του μιλήσει για τα
αισθήματά της. «Μ πορώ να καθίσω;»
«Καλά έκανες. Λοιπόν, κάθισε κάπου, και πάω να φτιάξω λίγο τσάι
- ή μήπως προτιμάς να φας τίποτα; Έχω κάτι σάντουιτς στο ψυ -»
«Ναι», είπε αχνά. «Ήρθα για κάτι συγκεκριμένο, Ρέι. -έρεις τι»,
κατέληξε αδύναμα.
Η Σερίνα έκανε άλλο ένα βήμα μπροστά. Ήταν τώρα τόσο κοντά
του, που αν αυτός άπλωνε τα μπράτσα, θα βρισκόταν αυτόματα
ανάμεσά τους. Αλλά ο Ρέι δεν έδειχνε καμιά διάθεση ν’ απλώσει
τα μπράτσα. Της ήρθε να στραφεί και να το βάλει στα πόδια. Αλλά
μάζεψε πάλι όλο της το κουράγιο κι είπε αχνά: «Θα έπρεπε να - να
το μαντεύεις...»
Την έπιασε μ’ ένα βαθύ στεναγμό απ’ τους ώμους. «Κοίτα -» Δεν
ολοκλήρωσε την πρότασή του. Έμεινε να την κοιτάζει βαθιά στα
μάτια, κάνοντάς της με το βλέμμα πράγματα που ούτε τα
φανταζόταν. Τελικά της είπε βραχνά: «Μ ωρό μου, δεν αντέχω
άλλο, δεν το βλέπεις;»
«Και για μένα, Ρέι, και για μένα... Σ’ αγαπώ. Δεν μπορείς να
φανταστείς πόσο σ’ αγαπώ. Δεν μπορώ να σου πω. Τα λόγια δε
φτάνουν».
«Αν έφταναν, θα σου έλεγα κι εγώ πόσο... Απ’ την πρώτη στιγμή
που σ’ αντίκρισα, Σέρι. Αλλά όχι έτσι όπως φανταζόσουνα... Όχι
μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο. Και τότε και τώρα, αγάπη μου. Δε σ’
αγαπώ σαν φίλος. Σε θέλω σαν άντρας. Θέλω να μοιράζομαι τη
ζωή σου, να σου κάνω έρωτα, να κοιμόμαστε μαζί στο ίδιο κρεβάτι.
Τώρα πιο πολύ παρά ποτέ. Αυτό πρέπει να το καταλάβεις, Σέρι. Δε
γίνεται πια να συμβιβάζομαι με λιγότερα. Δεν έχω άλλα περιθώρια.
Έχω ξεπεράσει κάθε όριο αντοχής, μωρό μου... Αν νιώθεις πως
δεν μπορείς ν’ ανταποκριθείς με τον ίδιο τρόπο -»
«Και για μένα, Ρέι, το ξέρεις. Το μόνο μέρος που ή'θελα να είμαι
ήταν στην αγκαλιά σου. Αν είχα αφήσει μόνο μια φορά ελεύθερο
τον εαυτό μου, θα το είχα συνειδητοποιήσει αμέσως. Αλλά δεν
μπορούσα. Δεν τολμούσα ούτε μετά που χώρισα με τον Λίαμ.
Φοβόμουνα πως αν σου έδειχνα κάτι τέτοιο, θα έχανα και τη φιλία
σου. Κι έτσι συνέχισα να ψάχνω για υποκατάστατα. Μ ετά τον
Λίαμ, ο Βι-τόριο, και μετά τον Βιτόριο μπορεί κάποιος άλλος,
και κάποιος άλλος... Σ’ όλη μου τη ζωή θα συνέχιζα να σ' αναζητώ
σε κάποιον Λίαμ ή σε κάποιον Βιτόριο, και θα ένιωθα πάντα άδεια
και ανικανοποίητη και αποτυχημένη».
ΤΕΛΟΣ