You are on page 1of 70

Ιγνάθιο δελ Μοράλ- Βερόνικα Φερνάντεθ

ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΕΣ
Μετάφραση από τα ισπανικά: Μαρία Χατζηεµµανουήλ

Πρόσωπα

1. Οι φυλακισµένες

Αουρέλια
Τσαρίτο
Φουενσάντα
Μακαρένα
Μανταλένα
Κουλή
Μαρί Κρους
Πακίτα
Θεοδοσία
Βιολέτ

2. Οι µοναχές

Μητέρα Κονσεπσιόν δε Μαρία, η Ηγουµένη


Αδελφή Λατρεία, η νεαρή δόκιµη
Αδελφή Ευσέβεια, παλιά µοναχή

3. Οι άντρες

D1
Δον Μάουρο, ο Διευθυντής της φυλακής.
Δον Μαρτίν, ο Ιερέας
Δον Εστέβαν, ο Δάσκαλος
Δον Μάξιµο, ο Γιατρός
Δον Λεάνδρο, ένας Δικηγόρος

Ο τόπος όπου διαδραµατίζονται τα γεγονότα, είναι


µια γυναικεία φυλακή σε κάποια επαρχία της
ισπανικής ενδοχώρας.

Η εποχή, τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του


1940.

Σκηνή Ι
Στη µέση της σκηνής η Βιολέτ, µια νεαρή γυναίκα, µε εύθραυστη εµφάνιση
και ντελικάτη οµορφιά, έκπληκτη και τροµαγµένη υποµένει τους κουβάδες
µε το νερό που ρίχνουν µε ορµή πάνω στο γυµνό σώµα της οι αδελφές
Ευσέβεια και Λατρεία. Ύστερα αφήνει και τις δυο να τη σκουπίσουν. Η
αδελφή Ευσέβεια το κάνει µηχανικά, η αδελφή Λατρεία όµως, η νεότερη
µοναχή, προσέχει περισσότερο και προσπαθεί να µην πονέσει την
κρατουµένη. Το παρατηρητικό βλέµµα της ηγουµένης Κονσεπσιόν δε
Μαρία, το σηµειώνει. Με µικρές κινήσεις του κεφαλιού και µε ελαφρές
χειρονοµίες που κάνει µε το δεξί της χέρι σηµατοδοτεί το τέλος της
διαδικασίας πλυσίµατος και την έναρξη της απολύµανσης. Στο µεταξύ
ακούγεται ο ύµνος “Cantemos al amor de los amores” σαν λιτανεία που
επαναλαµβάνεται, χωρίς τη χαρά που εκφράζουν τα λόγια του.

Cantemos al amor de los amores,


cantemos al Señor:
¡Dios está aquí! ¡Venid adoradores:
adoremos a Cristo Redentor!

D2
¡Gloria a Cristo Jesús! Cielos y tierra
bendecid al Señor.
¡Honor y gloria a Ti, Rey de la Gloria,
amor por siempre a Ti, Dios del amor!
Unamos nuestra voz a los cantares
del coro celestial:
¡Dios está aquí! Al Dios de los altares
alabemos, con gozo angelical.
¡Gloria a Cristo…
Cantemos al Amor de los amores,
cantemos sin cesar:
¡Dios está aquí! ¡Venid adoradores!
Adoremos a Cristo en el altar.
¡Gloria a Cristo…
https://www.youtube.com/watch?v=OMP8xto5ocs
Η αδελφή Ευσέβεια και η αδελφή Λατρεία ολοκληρώνουν το ντύσιµο της
Βιολέτ φορώντας της τη στολή που φοράνε και οι άλλες φυλακισµένες. Οι
υπόλοιπες, τραγουδώντας, βγαίνουν από το σκοτάδι και η Βιολέτ
ενσωµατώνεται στην οµάδα τους σαν να είναι πια µία από αυτές,
προσπαθώντας να τραγουδήσει µαζί τους. Η Κονσεπσιόν δε Μαρία
χτυπάει µια φορά τα χέρια της και ο ύµνος σταµατάει απότοµα. Μερικές
κρατούµενες αρχίζουν να µαζεύουν τα νερά από το πάτωµα µε πανιά και οι
υπόλοιπες φτιάχνουν τα τραπέζια για το δείπνο.

ΣΚΗΝΗ ΙΙ
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Ελάτε τώρα Δον Μαρτίν, ηρεµήστε. Θα
δείτε, όλα θα πάνε καλά.
ΔΟΝ ΜΑΡΤΙΝ: Καλά; Δεν είδατε πώς τραγουδάνε;
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Πώς θέλετε δηλαδή να τραγουδάνε;
ΔΟΝ ΜΑΡΤΙΝ: Δεν ξέρω, θα µπορούσαν να είναι λίγο πιο ενθουσιώδεις.
Είναι κι αυτές οι δυο, η Κοµουνίστρια και η Κουλή, που δεν τραγουδάνε,
απλώς ανοιγοκλείνουν το στόµα. Φυσικά, αφού ξέρουν ότι δεν πρόκειται
να πάρουν εκείνες τη χάρη...δεν µπορείτε να κάνετε κάτι εσείς; Δεν
µπορείτε να τις απειλήσετε µε κάποια τιµωρία;
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Μην ανησυχείτε, ο Επίσκοπος δεν θα το
καταλάβει. Ελάτε, ηρεµήστε. Μια χαρά θα τα πάνε, θα δείτε. Θα δείτε.
Ο ιερέας και η µοναχή βγαίνουν από τη σκηνή.

D3
Πίσω τους βρίσκονται οι φυλακισµένες,, που κοιτάζουν την καινούργια µε
περιέργεια. Η προαγωγός Μανταλένα, η τσιγγάνα Μακαρένα, η νεαρή
έγκυος Πακίτα, η κοµουνίστρια Μαρί Κρους, η Κουλή που έχουν τον λόγο
τους να τη φωνάζουν έτσι, η Τσαρίτο, η πιο µικρή από όλες µε γαλανά
µάτια και γλυκοµίλητη και η Αουρέλια που παρευρίσκεται διακριτικά στη
σκηνή· πλησιάζουν όσο µπορούν την Βιολέτ.
Η Θεοδοσία, η µεγαλύτερη και πιο σκληρή από όλες τις φυλακισµένες, που
τρώει µαζί µε την αδελφή Λατρεία και την αδελφή Ευσέβεια σε ένα τραπέζι
ξεχωριστό, συµµερίζεται την περιέργεια των άλλων από µακριά µε κρυφές
µατιές και σιγοµουρµουρίζοντας µε την αδελφή Ευσέβεια.
Η Φουενσάντα, µια νέα κοπέλα που κουνάει το µωρό της, είναι
αποµονωµένη από τις άλλες και προσπαθεί να το ταΐσει.
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: (στη Βιολέτ) Δε λες τίποτα εσύ; Σου έφαγε τη γλώσσα η
γάτα;
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Άσ’τη. Θα µιλήσει όποτε θέλει.
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: (στη Βιολέτ) Είσαι πετσί και κόκαλο...Φάε λιγάκι, έστω
για να ζεσταθείς, εδώ κάνει πολύ κρύο.
ΠΑΚΙΤΑ: Άσ’τη, Μακαρένα, κι εγώ όταν ήρθα, τρεις µέρες έκανα να
βάλω µπουκιά στο στόµα µου, και είχα και το µωρό µου εδώ µέσα. Αν
δεν ήταν αυτό, ούτε εγώ θα τις έτρωγα αυτές τις αηδίες.
ΤΣΑΡΙΤΟ: Εµένα µου αρέσουν οι φακές. Τουλάχιστον είναι ζεστές και
τις έχουµε κάθε µέρα.
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Εσύ, κορίτσι µου, όλα καλά τα βλέπεις...Μας φέρονται
όλο και χειρότερα κι εµείς το βουλώνουµε όλο και περισσότερο.
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: Και τι να κάνουµε; Να ξεσηκωθούµε; Για θυµίσου τι
έπαθες την τελευταία φορά. (στη Βιολέτ) Έλα, µουγγοθόδωρε, θα φας ή
δε θα φας; Άµα δεν το φας εσύ, θα σου το φάει άλλος.
ΒΙΟΛΕΤ: (µε γαλλική προφορά) Κάντε ό,τι θέλετε. Δεν είµαι µουγγή.
Η Κουλή της έχει πιάσει το ένα χέρι, µε το µοναδικό που έχει η ίδια, και η
Βιολέτ το τραβάει µε κάποια καχυποψία.
ΚΟΥΛΗ: Γαλλίδα! Και το ’λεγα εγώ πως είναι πολύ µη µου άπτου. Τα
χέρια της είναι παιδικά.
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: (µιµούµενη την προφορά της Βιολέτ) Οι γαλλιδούλες
είναι πολύ θερµές, καλά δε λέω, αγάπη µου;
ΒΙΟΛΕΤ: Δεν είναι αλήθεια, κανονικές είµαστε. Εξάλλου, η µάνα µου
ήταν ισπανίδα.
ΠΑΚΙΤΑ: Και µπορούµε να µάθουµε τι κάνεις εδώ;
ΒΙΟΛΕΤ: Λάθος έγινε...εγώ είµαι αθώα.

D4
Όλες βάζουν τα γέλια.
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Όπως όλες, κοριτσάκι µου...Εδώ µέσα όλες αθώες
είµαστε.
Γέλια. Ξαφνικά µια κανάτα µε νερό πέφτει στο πάτωµα. Όλες στρέφουν το
βλέµµα τους στη Φουενσάντα που έχει αρχίσει να φωνάζει.
ΚΟΥΛΗ: Τι έπαθε πάλι αυτή;
ΦΟΥΕΝΣΑΝΤΑ: Θέλω γάλα! Θέλω το γάλα που µου τάξατε. Θα µου
πεθάνει απ’ την πείνα. Το µωρό µου θα πεθάνει απ’ την πείνα! Θέλω
γάλα!! Θέλω γάλα!!
Η Φουενσάντα αρχίζει να πετάει ό,τι βρίσκεται πάνω στο τραπέζι.
Πλησιάζουν και οι υπόλοιπες κρατούµενες. Η αδελφή Λατρεία και η
αδελφή Ευσέβεια τρέχουν προς το µέρος της. Η Μακαρένα εκµεταλλεύεται
τη φασαρία για να πλησιάσει στο τραπέζι των µοναχών και να πάρει ό,τι
µπορεί.
ΘΕΟΔΟΣΙΑ: Έλα, Φουενσάντα, ηρέµησε...Ηρέµησε!
ΦΟΥΕΝΣΑΝΤΑ: Μη µε πιάνεις!! Μην πιάνεις το µωρό µου!! Θέλετε να
πεθάνει!! Θέλετε να πεθάνει το µωρό µου απ’ την πείνα!!
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: (Στην Θεοδοσία και την αδελφή Λατρεία) Πάλι
τα ίδια. Πηγαίντε την στο κελί της.
ΦΟΥΕΝΣΑΝΤΑ: Θέλω γάλα... Θα πεθάνει! Θα πεθάνει!!
Η Θεοδοσία προσπαθεί να την πιάσει αλλά η Φουενσάντα ξεφεύγει.
ΘΕΟΔΟΣΙΑ: Εντάξει, Φουενσάντα. Ηρέµησε, αλλιώς η αδελφή θα σε
τιµωρήσει.
Η Φουενσάντα δαγκώνει τη Θεοδοσία κι εκείνη βάζει τις φωνές.
ΦΟΥΕΝΣΑΝΤΑ: Αφήστε µε!! Θέλω γάλα! Θέλω γάλα για το µωρό µου!
Θέλω γάλα για το µωρό µου!!
Την πιάνει κρίση υστερίας. Φωνάζει και χτυπιέται. Η αδελφή Ευσέβεια
πηγαίνει κοντά της και της δίνει δυο δυνατά χαστούκια. Της αρπάζει το
πάνινο δεµατάκι που κρατάει και το πετάει στο πάτωµα.
ΦΟΥΕΝΣΑΝΤΑ: Το µωρό µου! Σκότωσε το µωρό µου!
Αρπάζει από το πάτωµα το πάνινο δέµα και το φροντίζει σαν να είναι
µωρό. Το παίρνει ξανά στην αγκαλιά της.
ΦΟΥΕΝΣΑΝΤΑ: Θέλετε να το σκοτώσετε! Θέλετε να το σκοτώσετε!!
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Φτάνει! Πάρτε την. Να µείνει στην αποµόνωση
τη νύχτα και τότε θα δούµε αν θα της περάσει.
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Μα, αδελφή...
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Στην αποµόνωση!

D5
Οι φυλακισµένες αρχίζουν να διαµαρτύρονται όλες µαζί ενώ η Θεοδοσία
και η αδελφή Λατρεία, η τελευταία σιγοκλαίγοντας, παίρνουν τη
Φουενσάντα. Οι φωνές δυναµώνουν. Η αδελφή Ευσέβεια αντιµετωπίζει τις
άλλες φυλακισµένες.
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Τι συµβαίνει; Τελειώσατε το φαΐ σας; Στις θέσεις
σας όλες!Εµπρός! Ή µήπως θέλει καµιά να της κάνει παρέα;
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Η Φουενσάντα δεν είναι καλά, δε θα έπρεπε να
βρίσκεται εδώ. Το ξέρετε.
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Μίλησε κι ο δικηγόρος Χασοδίκης.
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Με λίγο γάλα θα της πέρναγε.
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Θέλει καµιά άλλη να πει τίποτα;
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Θα µιλήσω µε τον επίσκοπο, όταν έρθει..
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Και νοµίζεις πως ο σεβασµιώτατος θα σε
ακούσει; Ειδικά εσένα, µια κοµουνίστρια, που είσαι εδώ µέσα ακριβώς
γι’ αυτό τον λόγο; Θέε µου συγχώρα µε!
Η αδελφή Ευσέβεια επιστρέφει στο τραπέζι της.
ΠΑΚΙΤΑ: Καλύτερα που την πήραν. Όταν κάνει έτσι, φοβάµαι.
Η Μακαρένα πλησιάζει την Τσαρίτο. Της δίνει κάτι.
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: Πάρ’το αυτό, φύλαξέ το. Στο δικό σου κελί δεν θα
ψάξουν.
ΤΣΑΡΙΤΟ: (Το κοιτάζει. Είναι ένα µαχαίρι.) Τι λες; Δεν το θέλω.
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: Κράτα το, σου λέω, κάπου θα µας χρειαστεί.
ΤΣΑΡΙΤΟ: Όλο στην κλεψιά έχεις τον νου σου...
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: Η συνήθεια, κορίτσι µου.

ΣΚΗΝΗ ΙΙΙ
Η ΝΥΧΤΑ
1. ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ: ΜΗΤΕΡΑ
ΚΟΝΣΕΠΣΙΟΝ ΚΑΙ ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Αν µου επιτρέπετε µια παρατήρηση,
πιστεύω πως αυτή η γυναίκα δεν θα έπρεπε να βρίσκεται εδώ.
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: (Κάνοντας µασάζ στους κροτάφους του) Τι είπατε;
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Η Φουενσάντα λέω. Δεν θα έπρεπε να
βρίσκεται εδώ. Είναι νοητικά διαταραγµένη.

D6
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: Το ξέρω. Έγραψα στο υπουργείο, αλλά η απόφαση
είναι αµετάκλητη. Κανείς δεν την υπέβαλε σε ψυχιατρική εξέταση, ο
δικηγόρος της δεν το ζήτησε... Εγώ δεν µπορώ να κάνω τίποτα, δεν
µπορώ να κάνω τίποτα, µητέρα. Μόνο να σας ζητήσω να της δίνετε ένα
ποτήρι γάλα. Τόσο δύσκολο είναι; Για όνοµα του Θεού, είναι τόσο
δύσκολο;
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Δεν έχουµε, Δον Μάουρο. Δεν έχουµε γάλα.
Αυτοί που έχουν τις αγελάδες λένε ότι αργούµε να τους πληρώσουµε και
αρκεί που προµηθεύουν µόνο το νοσοκοµείο.
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: Και γιατί δεν µου το είπατε; Γιατί δεν µου λέει κανείς
τίποτα;
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Σας το είπα, Δον Μάουρο... Σας το έγραψα
στη χθεσινή αναφορά... Τι έχετε;
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: Το κεφάλι µου πάει να σπάσει.
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Πηγαίνετε να κοιµηθείτε, έχετε ανάγκη από
ξεκούραση.
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: Και να χάσω την καλύτερη στιγµή της ηµέρας; Εσείς
δεν ξέρετε πώς είναι το σπίτι που µας παραχωρούν...και µάλιστα όταν
είσαι µόνος. Εδώ τουλάχιστον κάνει λιγότερο κρύο και µπορώ ν’ ακούω
ραδιόφωνο... (παύση) Δε νοσταλγείτε τη µυρωδιά της θάλασσας, την
υγρασία...; Κι εσείς το ίδιο νιώθετε, όπως εγώ: δεν είστε από την
ενδοχώρα.
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Έχω ξεχάσει εδώ και χρόνια πώς µυρίζει η
θάλασσα.
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: Η µυρωδιά της θάλασσας δεν ξεχνιέται. Αυτό το ξερό
κρύο εµένα µε σκοτώνει· µε χτυπάει µέσα στην καρδιά.
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Θα ζητήσω να σας φέρουν ένα ζεστό...
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: Μια στιγµή... ανάµεσα στα χαρτιά της αναφοράς...
βρήκα αυτό.
Της δίνει ένα φύλλο χαρτί. Η µητέρα Κονσεπσιόν δε Μαρία το παίρνει, του
ρίχνει µια µατιά και φαίνεται να ντρέπεται πολύ.
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: Δεν άντεξα να µην το διαβάσω...µε εξέπληξε...
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Πάψτε, σας παρακαλώ.
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: Κοκκινίσατε.
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Δεν ήθελα να το διαβάσετε ποτέ. Πρέπει να
το άφησα από απροσεξία µέσα στα χαρτιά της αναφοράς. Σας παρακαλώ,
ξεχάστε το. Ας πούµε ότι δεν το διαβάσατε ποτέ, σας παρακαλώ.

D7
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: Πώς µπορείτε να γράφετε ποίηση εδώ µέσα; Με αυτό
το κρύο, µε όλη αυτή τη θλίψη...Πέστε µου κάτι: γιατί βρίσκεστε εδώ,
µητέρα;
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Με συγχωρείτε· πρέπει να φύγω. Είναι
αργά, και µε την επίσκεψη του Σεβασµιότατου... Πηγαίνετε να
ξεκουραστείτε, Δον Μάουρο. Και πάρτε κάτι για τον πονοκέφαλο. Αύριο
θα πω στον Δον Μάξιµο να περάσει να σας δει.
2 . Σ ΤΑ Κ Ε Λ Ι Α : Α Δ Ε Λ Φ Η Ε Υ Σ Ε Β Ε Ι Α Κ Α Ι
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Της το’πα. Της το’πα, πως αν το ξανάκανε θα την
έβαζα στην αποµόνωση.
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Δεν ξέρει τι κάνει· εγώ νοµίζω ότι δεν ξέρει ούτε πού
βρίσκεται.
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Δεν καταλαβαίνω γιατί την προστατεύεις τόσο.
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Αδελφή, είστε πολύ σκληρή...Δεν βλέπετε ότι είναι
τρελή η κακοµοίρα; Δεν έπρεπε να είναι εδώ.
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Μη µου τα λες εµένα. Δεν την έφερα εγώ.
Η Μανταλένα σηκώνει τη φούστα της· έχει πιασµένα σε µια καλτσοδέτα
ένα µάτσο χαρτονοµίσµατα. Βγάζει µερικά και τα δίνει στην αδελφή
Ευσέβεια.
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Πάρτε µου δυο πλάκες σαπούνι, απ’ αυτό το αρωµατικό,
κι ένα κραγιόν γιατί ξεράθηκαν τα χείλη µου. Από τα ρέστα, τα µισά για
σας και τα άλλα µισά για ν’ αγοράσετε λίγο γάλα για τη Φουενσάντα.
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Έχεις όρεξη να πετάς τα λεφτά σου.
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Αδελφή...σε πόσες θα δώσει χάρη ο Επίσκοπος;
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Το ξέρεις πολύ καλά: σε µία, και να’στε κι
ευχαριστηµένες.
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Θέλω να φροντίσετε να φτάσει στα χέρια του αυτό το
γράµµα. Αλλά θέλω να του το δώσετε εσείς η ίδια, χωρίς να το πιάσουν
άλλα χέρια.
Της δίνει άλλο ένα χαρτονόµισµα. Η αδελφή Ευσέβεια παίρνει το
χαρτονόµισµα και το γράµµα και φεύγει.
3. ΣΤΑ ΚΕΛΙΑ. ΜΑΚΑΡΕΝΑ, ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ
ΚΑΙ ΒΙΟΛΕΤ.
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: Είναι τρελή η κακοµοίρα, σκότωσε το παιδί της. Κανείς
δεν ξέρει γιατί. Το έπνιξε µε το µαξιλάρι. Μετά το είχε αγκαλιά και
πήγαινε, ώσπου το πήραν είδηση από τη µυρωδιά πως ήταν πεθαµένο.

D8
(Καθώς βλέπει την αδελφή Ευσέβεια να περνάει.) Όλος ο καλός ο κόσµος!
Θα µου φέρετε το σάλι, αδελφή;
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Σου είπα. Όταν µου φέρεις τα λεφτά θα σου
φέρω το σάλι.
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: (Με παραπονιάρικο ύφος) Αφού το ξέρετε, αδερφή µου,
είµαι άφραγκη, και µέχρι να ’ρθει ο άντρας µου δεν θα’χω µία, αλλά κι
άµα έρθει, θα δούµε πώς πήγαν οι δουλειές του γιατί είναι ζόρικα τα
πράµατα και πάντα οι φτωχοί την πληρώνουµε. Άµα γίνεται να σας τα
χρωστάω...
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Να µου τα χρωστάς; Θα πάρεις το σάλι όταν
πάρω τα λεφτά.
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: Γι’ αυτήν εδώ, δεν έχει άλλη κουβέρτα; Έχει ξεπαγιάσει
από το κρύο η κακοµοίρα, κοίτα τις χιονίστρες που βγάζει στα χεράκια
της, δεν είναι µαθηµένη αυτή σε τέτοια συφορά.
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Αυτό έχουµε, Μακαρένα: µια κουβέρτα για κάθε
φυλακισµένη.
ΒΙΟΛΕΤ: (Τροµαγµένη και τρέµοντας) Μα...θα πεθάνουµε απ’ το κρύο.
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Εδώ δεν πεθαίνει κανείς απ’ το κρύο.
Η αδελφή Ευσέβεια βγαίνει.
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: Και φωτιά να µας κάψει, και να σκάσουµε απ’ τη ζέστη,
και να µας φάνε οι ψείρες... (φωνάζει) καρφάκι δε σου καίγεται, ε; Αυτή
την παλιοπουτάνα θέλω να τη δω στην κόλαση.
Η Μακαρένα σκεπάζει µε την κουβέρτα της τη Βιολέτ. Ακούγεται ένας
σπαρακτικός θρήνος και η Βιολέτ πετάγεται.
ΒΙΟΛΕΤ: Το άκουσες αυτό;
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: Τίποτα δεν άκουσα ...
Ο θρήνος επαναλαµβάνεται.
ΒΙΟΛΕΤ: Ούτε τώρα το ακούς; Κάποιος κλαίει.
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: Η Φουενσάντα θα είναι· τα κελιά της αποµόνωσης δεν
είναι µακριά, ή µπορεί να’ ναι οι φυλακισµένες της άλλης πτέρυγας που
έχουν µαζί τα µωρά τους, µπορεί και η Τσαρίτο, που την παίρνει το
παράπονο ώρες ώρες. Οι πουτάνες είναι πάντα οι πιο ευαίσθητες.
Το παράπονο ακούγεται ξανά, αυτή τη φορά παρατεταµένο.
ΒΙΟΛΕΤ: (Κλείνει τ’ αυτιά της) Δεν µπορώ, δεν µπορώ να το ακούω...
(κλαίει) Δε θέλω να είµαι εδώ! Εγώ δεν έκανα τίποτα... Λένε πως τον
βοήθησα, αλλά ούτε αυτός έκανε τίποτα...Είµαι αθώα, δεν έχω ιδέα για
το µαγαζί µε τα κοσµήµατα. Θέλω µόνο να γυρίσω στο κοµµωτήριο της
θείας µου και να τον παντρευτώ και να κάνω παιδιά και...
D9
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: Σώπα, µωρό µου, σώπα... Σου παίξανε βρόµικο παιχνίδι....
Σσσσς... Σώπα...
4. ΣΤΑ ΚΕΛΙΑ: ΑΔΕΛΦΕΣ ΛΑΤΡΕΙΑ ΚΑΙ ΕΥΣΕΒΕΙΑ
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Σε ποια λέτε να δώσει τη χάρη ο κύριος
Επίσκοπος, αδελφή;
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Κοιµήσου και άσε τους προβληµατισµούς. Τι
νόηµα έχουν; Σε όποια θέλει ας τη δώσει. Καµιά δεν την αξίζει, αλλά
είναι η παράδοση.
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Λυπάµαι που θα είναι µόνο µία... αν ήταν στο χέρι
µου...
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Ευτυχώς δεν εξαρτάται ούτε από σένα ούτε από
µένα. Πάψε να το σκέφτεσαι, τι σε νοιάζει εσένα;
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Όλες είναι κόρες του Θεού, αδελφή, για όλες
νοιαζόµαστε κι εγώ και ο Κύριός µας. Η καινούργια φαίνεται πολύ
ευαίσθητη... σκίζεται η καρδιά µου που την βλέπω να τρέµει.
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Εσένα η καρδιά σου σκίζεται δέκα φορές τη
µέρα. Κουρέλι θα’ χει γίνει πια.
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Αφήστε µε να της πάω µια δική µου κουβέρτα,
µόνο γι’ απόψε. Εγώ δεν τη χρειάζοµαι.
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Αυτή η σιγανοπαπαδιά που τη βλέπεις, βοήθησε
τον φίλο της να ληστέψει ένα κοσµηµατοπωλείο και να τραυµατίσει
θανάσιµα τον ιδιοκτήτη...Εκείνος δεν ήταν παιδί του Θεού;
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Ήταν.
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Και όλα εκείνα τα παιδιά που ξερίζωσε η
Μανταλένα από τις κοιλιές των µανάδων τους για να τα ρίξει στο ποτάµι;
Ήταν ή δεν ήταν παιδιά του Θεού;
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Ήταν, αδελφή, ήταν...
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Και το µωρό που γέννησε η Φουενσάντα; Δεν
ήταν παιδί του Θεού; Κι εκείνοι που πέθαναν από τις βόµβες που έβαζε
αυτός ο δαίµονας, η Κουλή;
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: (πολύ επηρεασµένη) Μη συνεχίζετε, αδελφή. Το
ξέρω πως έκαναν όλες τροµερά πράγµατα, αλλά...
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Προσευχήσου για την ψυχή τους, αν αυτό σε
παρηγορεί, αλλά µην τις λυπάσαι...
Η αδελφή Λατρεία συγκατανεύει αρκετά σαστισµένη.
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Ξέρω ότι στο βάθος της καρδιάς τους θέλουν να
λυτρωθούν και ο Θεός θα τις ελεήσει. Πώς µπορώ να είµαι εγώ, η

D10
αµαρτωλή, πιο σκληρή από Εκείνον, που είναι ο µόνος ικανός να µας
κρίνει;
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Αυτές τον Θεό τον θυµούνται µόνο για να
βλαστηµήσουν...
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Δεν είναι αλήθεια, η Τσαρίτο κοινώνησε την
Κυριακή.
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Κοινώνησε... Με χλωρίνη έπρεπε να το πλύνει
εκείνο το στόµα πριν κοινωνήσει, µετά από όσα έχει κάνει. Το ξέρεις πως
άρχισε να πουλιέται στα δώδεκα;
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Σταµατήστε, σας παρακαλώ...Σταµατήστε!
Η αδελφή Ευσέβεια την κοιτάζει µε οίκτο.
Η αδελφή Λατρεία πέφτει µπρούµυτα στο πάτωµα και αρχίζει να
προσεύχεται.
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Ελέησόν µε ο Θεός κατά το µέγα έλεός σου και
κατά το πλήθος των οικτιρµών σου εξάλειψον το ανόµηµά µου....
Η Αουρέλια, που περιδιαβαίνει ελεύθερα µέσα στις σκηνές χωρίς να την
αντιλαµβάνεται κανείς, τραγουδάει ένα θλιβερό τραγούδι που δυναµώνει
σιγά σιγά, ώσπου τελικά είναι το µόνο πράγµα που ακούγεται ενώ γίνεται
ΣΚΟΤΑΔΙ.
ΑΟΥΡΕΛΙΑ: (τραγουδάει) Μέσα στα σίδερα κλεισµένος
τραγούδαγε ο κορυδαλλός
ένα τραγούδι θλιβερό
µα απέξω δεν τον άκουγε κανείς.

ΣΚΗΝΗ ΙV
Ο Δον Μάξιµο, ο γιατρός, ένας άντρας ώριµος και µε σοβαρή εµφάνιση
και παράστηµα στρατιωτικό, ακροάζεται τον Δον Μάουρο, που είναι
ξαπλωµένος.
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Πάρτε βαθειά ανάσα...βγάλτε σιγά σιγά τον αέρα.
Ο Δον Μάουρο το κάνει.
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Θα χρειαστεί να πάτε στο επαρχιακό νοσοκοµείο για
κάποιες αναλύσεις που θα πρέπει µετά να τις δει ο δόκτωρ Γιάνγκουας.
Εγώ δεν ξέρω τι να σας δώσω γι’ αυτές τις ηµικρανίες... τέλος πάντων,
δοκιµάστε να αυξήσετε λίγο τη δόση...
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: Μην ανησυχείτε. Εγώ ξέρω πολύ καλά γιατί µου πονάει
το κεφάλι.

D11
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Έχετε νέα από τη γυναίκα σας;
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: Μου έγραψε από το Ιρούν. Εκεί είναι, µε τους δικούς
της.
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Σας είπε αν... πότε σκέπτεται να επιστρέψει;
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: (Μοιάζει σαν να µην τον άκουσε) Από την πρώτη µέρα
το έλεγε πως αυτό δεν είναι µέρος για να µεγαλώσεις παιδί...έκανα ό,τι
µπορούσα για να αισθάνεται άνετα. Αγόρασα καινούργια έπιπλα,
ραδιόφωνο...κάλεσα τον δήµαρχο, τη γυναίκα του, όλα τα σπουδαία
πρόσωπα του χωριού...εκείνη όµως τίποτα...Κάποιες µέρες δε σηκωνόταν
καν από το κρεβάτι. Έλεγε ότι το κρύο που κάνει εδώ τρύπωνε στα
κόκαλά της. Μια από τις κρατούµενες, µάς τη σύστησε η µητέρα
Κονσεπσιόν, ερχόταν για να τη βοηθάει στο σπίτι, αλλά η γυναίκα µου τη
φοβόταν. Δεν ξέρω τι φανταζόταν ότι θα της έκανε εκείνη η
δυστυχισµένη. Δεν προσαρµόστηκε ποτέ εδώ.
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Κανείς δεν µπορεί να προσαρµοστεί εδώ.
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: Όταν έφευγε µου είπε ότι θα ’λειπε µόνο µερικούς
µήνες, ότι θα γύριζε µόλις έφτιαχνε ο καιρός... όταν µπήκε στο
αυτοκίνητο όµως µε κοίταξε σαν... Θα σκεφτείτε πως λέω βλακείες, αλλά
θυµήθηκα τον πατέρα µου... ήταν ναυτικός· θυµήθηκα την τελευταία
φορά που τον είδα να µπαρκάρει. Τον είδα να ρίχνει εκείνη την τελευταία
µατιά σε ό,τι άφηνε πίσω του... στη µητέρα µου, σε µένα, που τον
ξεπροβοδίζαµε στον µώλο... Δεν γύρισε. Εγώ το ήξερα. Το κατάλαβα
όταν είδα πώς µας κοιτούσε απ’ το καράβι. Έτσι µε κοίταξε κι εκείνη.
Σαν να µη σκεφτόταν να γυρίσει. Το βλέπετε εξάλλου: ο καιρός έφτιαξε
και τίποτα. Και ξανάρθε το κρύο. Το είδα στα µάτια της.
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Ελάτε τώρα, δον Μάουρο, αυτές είναι υποθέσεις. Θα
δείτε ότι εκεί που δεν το περιµένετε θα παρουσιαστούν ξαφνικά και οι
δυο τους. Εκείνη και το παιδί· και οι δυο. Μην απελπίζεστε.
Σιωπή. Έξω φυσάει.
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: Κι αυτός ο αέρας που δε σταµατάει...
ΔΟΝ ΜΑΡΤΙΝ: Ποιος αέρας;
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: Δεν τον ακούτε; Θα τον συνηθίσατε φαίνεται...Εγώ δεν
µπορώ.
Φυσάει ο αέρας.
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Πρέπει να σας µιλήσω για µία φυλακισµένη. Την
καινούργια.
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: Τη γαλλίδα; Τι έπαθε;
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Είναι πολύ αδύναµη, τέσσερις µέρες έχει να βάλει
µπουκιά στο στόµα της.
D12
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: Το γνωρίζω, µου το είπε η µητέρα. Είναι φυσιολογικό
µόλις έρθουν, δε νοµίζετε; Τους στοιχίζει. Είναι φυσικό.
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Ναι, αλλά η πλάτη της είναι γεµάτη τσιµπήµατα
ψύλλων και ο ουρανίσκος της όλο πληγές...είναι πολύ αδύναµη. Αν
συνεχίσει να αρνείται την τροφή, θα χρειαστεί να την ταΐσουµε µε το
ζόρι.
Ο Δον Μάουρο ανοίγει το ραδιόφωνο. Ακούγεται κλασική µουσική.
Η Φουενσάντα έχει µια µεγάλη πληγή στο κεφάλι της, το χτυπούσε
συνέχεια στους τοίχους της αποµόνωσης· της έκανα µερικά ράµατα, αλλά
ούτε µε αυτά έκλεισε καλά... Η Πακίτα κοντεύει να γεννήσει και δε
µπορεί σχεδόν να περπατήσει, το ισχιακό νεύρο...
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: (Αφηρηµένος) Δεν έπρεπε να έρθουµε ποτέ.
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Τι είπατε;
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: Εκείνη δεν ήθελε να έρθει· εγώ την έπεισα· σκέφτηκα
ότι µπορεί να βοηθούσε την καριέρα µου... ο µισθός δεν είναι βέβαια
σπουδαίος, αλλά µε τα επιδόµατα... Τι µού λέγατε;
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Σας µιλούσα για την υγεία των κρατουµένων... Η
Κουλή αδυνάτισε και τη Μαρί Κρους πρέπει να τη δει οφθαλµίατρος...Η
Τσαρίτο σώθηκε από τη σύφιλη, όχι όµως και από τη γονόρροια και...
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: Ναι, ναι, όλα αυτά τα γνωρίζω ήδη· κάνω ό,τι µπορώ,
στέλνω αναφορές στο Υπουργείο, τι άλλο θέλετε να κάνω;
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Να µη µε αφήνετε µόνο.
Ο Δον Μάουρο βηµατίζει από τη µια µεριά του δωµατίου στην άλλη,
νευρικός, αναστατωµένος.
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: Ζήτησα µια νοσοκόµα, το ξέρετε, και κονδύλια για
φάρµακα, και να φτιάξουν ένα θεραπευτήριο στην κενή πτέρυγα και …
Έγραψα στον Γενικό Διευθυντή των Φυλακών, δεν µπορούν να
αυξήσουν τον προϋπολογισµό… Πρέπει να περιµένουµε µέχρι του
χρόνου.
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Του χρόνου, δηλαδή ποτέ, το ίδιο είναι! Πείτε µου κάτι,
Δον Μάουρο …Πόσο καιρό έχετε να κατεβείτε στις πτέρυγες; Μία
εβδοµάδα; Ένα µήνα; Δύο µήνες …;
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: Τι σηµασία έχει αυτό;! Μαθαίνω τα πάντα, ό,τι
συµβαίνει.
ΔΟΜ ΜΑΞΙΜΟ: Δεν αντέχετε ούτε να τις βλέπετε, παραδεχτείτε το...
(παύση) Συγγνώµη. Σας παρακαλώ να µε συγχωρήσετε. Δεν έχω
δικαίωµα να µιλάω έτσι.

D13
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: Ησυχάστε. Σας καταλαβαίνω. Ανησυχείτε για αυτές.
Καθίστε. Και πείτε µου τι σκέφτεστε. Πείτε µου, ειλικρινά. Τι προτείνετε;
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Θα έπρεπε να µιλήσετε στον Επίσκοπο.
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: (Προβληµατισµένος) Στον επίσκοπο;
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Ναι, µε την ευκαιρία της επίσκεψής του. Να του πείτε
πως είναι βέβαια καλό να δίνει χάρη σε µια κρατούµενη κάθε δέκα
χρόνια, εις µνήµην του Αγίου Περπέτουου, είναι καλύτερο όµως και πιο
ουσιαστικό να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής για όσες παραµένουν στη
φυλακή... Τι νόηµα έχει να απελευθερώνει µία και οι υπόλοιπες να
πεθαίνουν κάθε βράδυ από το κρύο; … Αν δεν του το πείτε εσείς, θα του
το πω εγώ …
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: Και τι νοµίζετε ότι θα κάνει ο επίσκοπος αν του
µιλήσουµε;
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Δεν ξέρω, πρέπει όµως να µάθει τι συµβαίνει εδώ µέσα,
πως τον περασµένο µήνα θάψαµε ένα µωρό δύο µηνών γιατί δεν
µπορούσε να ξεπεράσει µια πνευµονία, πως έχουµε τέσσερις
φυλακισµένες µε σύφιλη που σύντοµα θα πεθάνουν, πως δεν έχουµε ούτε
γάλα... κάποιος θα κάνει κάτι.
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: Η αθωότητά σας µε εκπλήσσει: κανείς δεν ενδιαφέρεται
γι’αυτές τις δυστυχισµένες.
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Ενδιαφέροµαι εγώ. Κι εσείς.
Ο Δον Μάξιµο έχει µιλήσει τόσο σωστά που ο Δον Μάουρο δεν ξέρει τι να
του απαντήσει.
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Το σώµα είναι σοφό, Δον Μάουρο: µπορεί οι φωνές
αυτών «των δυστυχισµένων», όπως τις λέτε, να ευθύνονται για τους
πονοκεφάλους σας. Γι’ αυτό, δεν πρόκειται να σας περάσουν µε τα
παυσίπονα που σας έγραψα.
Ο Δον Μάξιµο παίρνει το βαλιτσάκι του και φεύγει. Ο Δον Μάουρο κάνει
µια απόπειρα να τον συγκρατήσει αλλά τελικά δεν προφέρει το όνοµα του
γιατρού. Μένει µόνος. Ο ήχος του ανέµου δυναµώνει. Ο Δον Μάουρο
πλησιάζει το ραδιόφωνο και δυναµώνει την ένταση, προσπαθώντας να
κάνει τον άνεµο να σωπάσει.

ΣΚΗΝΗ V
H Πακίτα κάθεται στη µια άκρη της σκηνής µε τα πόδια της µέσα σε µια
λεκάνη, δίπλα της είναι η Φουενσάντα και µαζί τους η αδελφή Λατρεία.
Στην άλλη πλευρά, η Βιολέτ, η Μακαρένα, η Κουλή, η Μαρί Κρους, η
Τσαρίτο, η Αουρέλια, η Μανταλένα, γδύνονται για να µπουν στο ντους. Η
Θεοδοσία και η αδελφή Ευσέβεια είναι µαζί τους.
D14
Η Πακίτα είναι ανήσυχη, κοιτάζει τη Φουενσάντα καχύποπτα ενώ η
αδελφή Ευσέβεια της τρίβει τα πόδια µε ένα πανί.
ΠΑΚΙΤΑ: Αχ! Τσούζει, αδελφή...
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Ο Δον Μάξιµο είπε πως θα σου κάνουν καλό
µερικά µπάνια µε αλατόνερο. Είδα κι έπαθα για να µου δώσουν αλάτι απ’
την κουζίνα, µην είσαι αχάριστη.
ΠΑΚΙΤΑ: Με τσούζουν πολύ τα σπυριά...
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: (γλυκά) Πακίτα, σκέψου πόσο υπέφερε ο Κύριός
µας στο σταυρό και κάνε υποµονή.
ΠΑΚΙΤΑ: Πόσο θέλω να γεννηθεί το αγοράκι µου! Αγόρι δε θα είναι
αδελφή;
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Και πολύ όµορφο µάλιστα, σίγουρα θα έχει τα
µάτια σου...
Η Φουενσάντα πλησιάζει το πρόσωπό της στην κοιλιά της Πακίτα. Η
Πακίτα τροµάζει και τη σπρώχνει.
ΠΑΚΙΤΑ: Τι κάνεις; Φύγε!
ΦΟΥΕΝΣΑΝΤΑ: Το µωρό κλαίει.
ΠΑΚΙΤΑ: Τι λες; Το µωρό µου δεν κλαίει...(Τη διώχνει µε µια σπρωξιά.
Στην αδελφή Λατρεία.) Να µη µε πιάνει, στ’ όνοµα του Θεού σας
παρακαλώ, να µη µε πιάνει...!Πείτε της να µη µε πιάνει!
Η Φουενσάντα βάζει τα κλάµατα. Η αδελφή Λατρεία αγκαλιάζει τη
Φουενσάντα.
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Ηρέµησε, Φουενσάντα, ηρέµησε...(στην Πακίτα)
Μην είσαι τόσο σκληρή µαζί της, δε θέλει να σου κάνει κακό, έτσι δεν
είναι;
Η Φουενσάντα γνέφει όχι µε το κεφάλι.
ΠΑΚΙΤΑ: Αδελφή, όταν γεννηθεί το µωρό θα µε βάλετε στην άλλη
πτέρυγα;
ΦΟΥΕΝΣΑΝΤΑ: Το µωρό κλαίει, δε θέλει να βγει. Θέλει να µείνει για
πάντα εκεί µέσα. Δε θα βγει.
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Σώπα, Φουενσάντα, σώπα...Έλα να σου βάλω
φάρµακο στην πληγή...
ΠΑΚΙΤΑ: Θα µε πάνε στην άλλη πτέρυγα, µε τις κρατούµενες που έχουν
παιδιά, έτσι αδελφή;
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Και βέβαια...
ΠΑΚΙΤΑ: (κοιτάζοντας τη Φουενσάντα) Δεν θέλω να βλέπει αυτή η τρελή
το πρόσωπο του παιδιού µου, δε θέλω. Δεν θέλω το παιδί µου ν’ ανοίξει

D15
τα µάτια του εδώ και ν’ αντικρύσει αυτό. Τι σόι άνθρωπος θα γίνει, άµα
ανοίξει τα µατάκια του και το πρώτο πράγµα που θα δει είναι κάγκελα;
Η αδελφή Λατρεία φεύγει µε τη Φουενσάντα.Οι υπόλοιπες φυλακισµένες
αρχίζουν να πλένονται υπό την επίβλεψη της Θεοδοσίας. Χωρισµένες σε
δυάδες (εκτός από την Αουρέλια που είναι µόνη της) ρίχνουν η µια στη
άλλη νερό µε τους κουβάδες και βοηθάνε η µια την άλλη να σκουπιστούν.
ΜΑΚΑΡΕΝΑ (στη Μανταλένα): Μην είσαι τσιγγούνα, όλες ξέρουµε πως
η αδελφή σού έφερε σαπούνι, απ’αυτό που µυρίζει ωραία...δώσε λίγο και
στις άλλες.
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Το κοµµάτι που σας έδωσα την περασµένη βδοµάδα;
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: Είµαι πολύ καθαρή και χουβαρντού, τέλειωσε...
ΤΣΑΡΙΤΟ: Μύριζε λουλούδια κι ήταν τόσο απαλό...
ΒΙΟΛΕΤ: Θα µου φέρει η θεία µου, όταν έρθει να µε δει, θα της ζητήσω
µια πλάκα για την καθεµιά...
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: Όλε, όλε, γαλλιδούλα µου...
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ (Στη Μανταλένα): Εγώ δεν το χρειάζοµαι, αλλά εκείνες
τρελαίνονται...Μοίρασέ το...
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Εσύ καλόγρια έπρεπε να γίνεις, όχι κοµµουνίστρια...
ΠΑΚΙΤΑ (από τη θέση της): Μανταλένα, µη µιλάς έτσι, αφού ξέρεις τι
λέει η αδελφή Λατρεία: Μακάριοι οι ελεήµονες, ότι αυτοί
ελεηθήσονται...
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Βρε δε µε παρατάτε λέω ’γώ!
ΚΟΥΛΗ: Σε παρατάµε, σε παρατάµε...φέρ’το ’δώ, ρε γαµώτο!
Την πλησιάζει και της αρπάζει το σαπούνι βίαια.
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Τι κάνεις; Δικό µου είναι! Δικό µου!
Η Κουλή πετάει το σαπούνι σε άλλη κρατούµενη. Το πετάνε η µια στην
άλλη, ενώ η Μανταλένα ουρλιάζει. Γέλια.
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Δώστε µου το σαπούνι, πουτάνες!
ΚΟΥΛΗ: (Δυνατά) Λες και το βλέπω µε τα ίδια µου τα µάτια...Θες να το
φυλάξεις για να πλύνεις το µουνί σου τη µέρα που θα ’ρθει ο επίσκοπος...
Πιο δυνατά γέλια.
ΘΕΟΔΟΣΙΑ: Δώστε της το σαπούνι. Δώστε της το σαπούνι, λέω, γιατί θα
φωνάξω την αδελφή Ευσέβεια!
ΚΟΥΛΗ: (Τη µιµείται) Γιατί θα φωνάξω την αδελφή Ευσέβεια. (Γαυγίζει)
Έχουµε το σκυλάκι της εδώ...(γαυγίζει) Φώναξέ τη, σκυλάκι...φώναξέ τη!
ΒΙΟΛΕΤ: Αυτή γιατί δεν πλένεται;

D16
Οι κρατούµενες αρχίζουν να σκουπίζονται και να ντύνονται σιγά σιγά, η
κάθε µια µε τον δικό της ρυθµό.
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Δεν τη βλέπεις; Την έχουνε για επιστάτη.
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: Και πότε πλένεις τη λάσπη που έχεις πίσω απ’ τ’ αυτιά
σου, Θεοδοσία; Πατάτες κοντεύουν να φυτρώσουν...
ΠΑΚΙΤΑ: Κάθε Πάσχα και Χριστού...κι αν µπορεί να το γλυτώσει κι
αυτό, ακόµα καλύτερα...
Οι φυλακισµένες γελάνε. Η Θεοδοσία δε λέει τίποτα.
ΤΣΑΡΙΤΟ: Δε θες να πλυθείς, Θεοδοσία; Σήµερα το νερό είναι πολύ
δροσερό...
ΚΟΥΛΗ: Έλα τώρα, Θεοδοσία, εδώ δεν έτρεµε το χέρι σου όταν έκανες
κοµµατάκια τον άντρα σου και θα κωλώσεις τώρα για κανα δυο
κουβαδάκια. (Ενθαρρύνει τις υπόλοιπες) Πάµε!
ΘΕΟΔΟΣΙΑ: Αφήστε µε ήσυχη.
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: Ήσυχη; Μα τους πεθαµένους µου, σήµερα θα πλυθείς...
ΚΟΥΛΗ: (γαυγίζει) Γάουουου! Γάουουου!
ΘΕΟΔΟΣΙΑ: Αφήστε µε, θα το πω στις αδελφές και θα σας
τιµωρήσουν...
Η Κουλή και η Μακαρένα ρίχνονται στη Θεοδοσία. Η Μανταλένα τις
βοηθάει. Ακολουθούν η Βιολέτ και η Τσαρίτο. Η Μαρί Κρους είναι η µόνη
που δεν ανακατεύεται.
ΚΟΥΛΗ: Κοίτα φόβο!
ΒΙΟΛΕΤ: Γιατί φοβάσαι τόσο το νερό;
ΤΣΑΡΙΤΟ: Το νερό κάνει καλό, Θεοδοσία...
ΘΕΟΔΟΣΙΑ: Αφήστε µε, πουτάνες, αφήστε µε...! Ανάθεµα την ώρα που
γεννηθήκατε...!
Η Πακίτα κλείνει τον δρόµο στη Θεοδοσία. Την πιάνουν όλες µαζί.
ΚΟΥΛΗ: Κοιτάξτε πώς τρέµει...
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Στην ανάγκη, φέρνω και το σαπούνι ...άσε που δε θα
φτάσει ούτε για τους αγκώνες, τρία δάχτυλα είναι η βρώµα...
ΘΕΟΔΟΣΙΑ: Αφήστε µε...αφήστε µε, καργιόλες... Μακάρι να σαπίσετε
όλες εδώ µέσα!
ΠΑΚΙΤΑ: Νοµίζει πως η χάρη θα είναι για του λόγου της...
ΚΟΥΛΗ: Για τις υπηρεσίες που προσφέρει...
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: Φωτιά να την κάψει...σπιούνα. Πλύντε της τη γλώσσα για
να µάθει!

D17
Η Μαρί Κρους που είχε µείνει στο περιθώριο παρεµβαίνει.
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Αφήστε την ήσυχη...
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Ήρθε η σπαστικιά...
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Αφήστε την... Δεν καταλαβαίνω πώς σας αρέσει να
βλέπετε τον άλλο να υποφέρει...
Οι κρατούµενες αφήνουν τη Θεοδοσία που πέφτει στο πάτωµα.
ΚΟΥΛΗ: Πουλήθηκε στον εχθρό για µια κουταλιά φακές παραπάνω...
Αυτό είναι το χειρότερο: να είσαι το σκυλάκι, που κουνάει την ουρά του
µόλις το φωνάξει ο αφέντης.
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: Θα’ ρθει και η ώρα της...οι σπιούνοι δεν πεθαίνουν ποτέ
γέροι.
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Πέρασε τη µισή της ζωή εδώ µέσα, τι θέλετε να κάνει;
Επιβιώνει, όπως όλες...
ΚΟΥΛΗ: Όχι όπως όλες...Την έχουν για αυτιά και για µάτια τους αυτές οι
στρίγκλες...
Μπαίνει η αδελφή Ευσέβεια. Βλέπει τη Θεοδοσία στο πάτωµα.
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Τι γίνεται εδώ;
Οι φυλακισµένες κοιτάζονται µεταξύ τους. Η Θεοδοσία σηκώνεται.
ΘΕΟΔΟΣΙΑ: Γλίστρησα στο νερό κι έπεσα. Βγήκαν από το ντους να µε
βοηθήσουν. Δεν έγινε τίποτα, αδελφή.
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Εντάξει. Εµπρός, τι χαζεύετε; Μαζέψτε τα νερά.

ΣΚΗΝΗ VI
Η Βιολέτ βρίσκεται στη µέση της σκηνής, ανήσυχη και πεθαµένη απ’ το
κρύο, έτοιµη να βάλει τα κλάµατα. Δίπλα της βλέπουµε τον Δον Λεάνδρο,
έναν όµορφο, καλοντυµένο νεαρό δικηγόρο που την ανακρίνει ανελέητα
και σχεδόν χωρίς να την κοιτάζει.
ΔΟΝ ΛΕΑΝΔΡΟ: Δεν το καταλαβαίνετε; Αν δε µου πείτε την αλήθεια
δεν θα µπορέσω να σας υπερασπίσω...
ΒΙΟΛΕΤ: (Σχεδόν χωρίς φωνή) Την αλήθεια σας είπα. Εγώ δεν έκανα
τίποτα.
ΔΟΝ ΛΕΑΝΔΡΟ: Γιατί µπήκατε στο κοσµηµατοπωλείο µε τον κ.
Αρµάντο Πέρες;
ΒΙΟΛΕΤ: (Σαν να το έχει ήδη πει χίλιες φορές) Μου είπε πως ήθελε να
µου αγοράσει ένα δαχτυλίδι... Θα παντρευόµασταν την άνοιξη.

D18
ΔΟΝ ΛΕΑΝΔΡΟ: Ναι, ναι, αυτό είπατε στο δικαστή, εγώ όµως θέλω την
αλήθεια. Γνωρίζατε πως ο φίλος σας ήθελε να χτυπήσει το
κοσµηµατοπωλείο. Μπήκατε µαζί, γιατί κανείς δεν θα υποψιαζόταν ένα
νεαρό ζευγάρι...
ΒΙΟΛΕΤ: Όχι!
ΔΟΝ ΛΕΑΝΔΡΟ: Ελάτε τώρα, Βιολέτ, είµαι ο δικηγόρος σας, βρίσκοµαι
εδώ για να σας υπερασπίσω, αλλά πρέπει να ξέρω την αλήθεια. Αν δεν µε
βοηθήσετε, δεν θα µπορέσουµε να κάνουµε τίποτα.
ΒΙΟΛΕΤ: Σας παρακαλώ … σας ορκίζοµαι πως λέω αλήθεια. Δεν ήξερα
πως ο Αρµάντο θα έκλεβε... ούτε πως ήταν οπλισµένος... σας παρακαλώ
… δεν ήξερα τίποτα … δεν ήξερα τίποτα· το δαχτυλίδι µου ήθελα µόνο
… Θα παντρευόµασταν...
Ο Δον Λεάνδρο φαίνεται πως χάνει πια την υποµονή του.
ΔΟΝ ΛΕΑΝΔΡΟ: Την άνοιξη, το ξέρω. Ακούστε, βαρέθηκα το ίδιο
τροπάριο. Έχω πάρα πολλά πράγµατα να κάνω, δεν µπορώ να χάνω το
χρόνο µου µαζί σας. Θα πω στη θεία σας να βρει άλλο δικηγόρο·
ειλικρινά, ανέλαβα την υπόθεση µόνο και µόνο επειδή µου το ζήτησε
επίµονα η µητέρα µου...
ΒΙΟΛΕΤ: Η κυρία Ρεµέδιος δεν είναι η µητέρα σας; Την έχω χτενίσει
πολλές φορές, είναι πολύ καλή κυρία...
ΔΟΝ ΛΕΑΝΔΡΟ: Και πολύ καλή φίλη για τις φίλες της. Με πήρε
αµέσως τηλέφωνο, µόλις της είπε η θεία σας τι συνέβαινε... Αφού όµως
δεν θέλετε να βγείτε από εδώ µέσα, φεύγω. Ένας δικηγόρος δεν µπορεί
να δουλέψει χωρίς να ξέρει την αλήθεια και σεις φαίνεται ότι δεν έχετε
καµιά διάθεση να µου την πείτε...
Ο Δον Λεάνδρο πάει να φύγει. Η Βιολέτ τρέχει προς το µέρος του.
ΒΙΟΛΕΤ: Σας παρακαλώ, βγάλτε µε από 'δώ... βγάλτε µε από 'δώ. Θα
πεθάνω απ’ το κρύο ή απ’ την πείνα...Έχω πληγές στον ουρανίσκο· τις
νύχτες δεν µπορώ να κοιµηθώ γιατί ακούω τις άλλες κρατούµενες να
κλαίνε...Οι ψύλλοι µού έχουν καταφάει την πλάτη... Τα χέρια µου,
κοιτάξτε τα χέρια µου, απ’ τις χιονίστρες δεν µπορώ να τ’ ανοίξω... κι
αυτές οι καλόγριες... δεν θα αντέξω ούτε µέρα παραπάνω, σας
παρακαλώ, µη φεύγετε... δεν αντέχω άλλο …
Ο Δον Λεάνδρο γυρίζει πίσω. Κοιτάζει την Βιολέτ και ξαναρχίζει.
ΔΟΝ ΛΕΑΝΔΡΟ: Πότε σχεδιάσατε τη ληστεία;
Το φως χαµηλώνει και γίνεται εντονότερο σε µια πλευρά της σκηνής για να
φωτίσει την Τσαρίτο και τον Εστέβαν. Η Τσαρίτο επιδίδεται µε αφοσίωση
στην ανάγνωση ενός τετραδίου. Διαβάζει µε δυσκολία αλλά και µε

D19
ενθουσιασµό. Ο Εστέβαν, ο δάσκαλος της φυλακής, την κοιτάζει
περήφανος.
ΤΣΑΡΙΤΟ: Το πο-ντί-κι έ-φα-γε το τυ-ρί...Ο βά-τρα-χος βγή-κε α-πό τη
λί-µνη...κο-λύ-µπα, βα-τρα-χά-κι, κο-λύ-µπα...
Η Τσαρίτο αναζητάει µε το βλέµµα της την επιδοκιµασία του Εστέβαν.
ΕΣΤΕΒΑΝ: Πολύ ωραία, το διάβασες πολύ ωραία...Σε λίγο καιρό θα
µπορείς να γράφεις και να διαβάζεις τέλεια.
ΤΣΑΡΙΤΟ: Μου φαίνονται πολύ δύσκολα, προπάντων τα ρ: ρο-λό-ι, α-
ρου-ραί-ος, ρά-βω...
ΕΣΤΕΒΑΝ: Είναι ευλογία να τ' ακούω από το στόµα σου...
Η Τσαρίτο, παιχνιδιάρικα, του δίνει ένα πολύ γρήγορο φιλί στο στόµα, που
τον Εστέβαν τον ξαφνιάζει.
ΤΣΑΡΙΤΟ: Γιατί έχω τον καλύτερο δάσκαλο του κόσµου... Πιστεύεις ότι
κάποτε θα µπορώ να γράφω γράµµατα;
ΕΣΤΕΒΑΝ: (Καθώς συνέρχεται από το φιλί) Θα µπορείς να γράφεις
γράµµατα και να τα διαβάζεις, να διαβάζεις και εφηµερίδα άµα θέλεις και
ένα σωρό µυθιστορήµατα απ' αυτά που λένε για ιστορίες αγάπης …
ΤΣΑΡΙΤΟ: Και βίους Αγίων; Θα µπορώ να διαβάζω βίους Αγίων;
ΕΣΤΕΒΑΝ: Ό,τι θέλεις … Θα διαβάζεις ό,τι σου αρέσει.
ΤΣΑΡΙΤΟ: Εστέβαν, γιατί είσαι τόσο καλός µαζί µου;
Η Τσαρίτο πλησιάζει πολύ κοντά του. Ο Εστέβαν φαίνεται λίγο αµήχανος.
Κοιτάζει που και που τριγύρω του, σαν να φοβάται µήπως τους δουν.
ΕΣΤΕΒΑΝ: Και γιατί να µην είµαι; Κοίταξε τις άλλες, αυτές δεν θέλουν
να µάθουν, οι λίγες που ξέρουν να διαβάζουν δεν µε χρειάζονται και οι
υπόλοιπες, οι υπόλοιπες δεν θέλουν να µάθουν τίποτα... Όταν εσύ δεν θα
είσαι πια εδώ, δεν πρόκειται να ξανάρθω...
ΤΣΑΡΙΤΟ: Με κοροϊδεύουν, λένε πως µια πουτάνα δεν τα χρειάζεται τα
γράµµατα, αφού ξέρει ένα σωρό άλλα ...
ΕΣΤΕΒΑΝ: Μην τις ακούς. Όταν θα φύγεις από δω δεν θα είσαι
πουτάνα.
ΤΣΑΡΙΤΟ: Και τι θα είµαι;
Η Τσαρίτο αρχίζει και πάλι να χαριεντίζεται. Ο δον Εστέβαν την κοιτάζει
και την πιάνει από τα χέρια, υποχρεώνοντάς την να τον κοιτάξει στα µάτια.
Ο δον Εστέβαν παίρνει πάλι το βλέµµα του.
ΤΣΑΡΙΤΟ: Εσύ θα µε περιµένεις, έτσι; Θα µε περιµένεις και θα µε πάρεις
µαζί σου. Έτσι δεν είναι;
ΕΣΤΕΒΑΝ: Φυσικά.

D20
ΤΣΑΡΙΤΟ: Θα είµαι η γυναίκα του δασκάλου... Η γυναίκα του
δασκάλου...
ΕΣΤΕΒΑΝ: (Χαµογελάει) Δεν ξέρω αν το ξέρεις, οι δάσκαλοι είναι
φτωχοί …
ΤΣΑΡΙΤΟ: Δεν µε νοιάζει. Εγώ θέλω µόνο να είµαστε µαζί, να σου
µαγειρεύω, να σε περιµένω όταν γυρίζεις από το σχολείο... θα πάµε να
ζήσουµε σ' ένα χωριό, έτσι; Σε ένα µικρό χωριό, να µη µε ξέρει κανείς,
που όταν περνάω να µε χαιρετάνε και να λένε: "Αυτή είναι η κυρία
Τσάρο, η γυναίκα του δασκάλου …"
ΕΣΤΕΒΑΝ: Και µετά θα λένε "τι όµορφη που είναι".
ΤΣΑΡΙΤΟ: Πες τα µου όλα ξανά, από την αρχή, αλλά σιγά, δεν θέλω να
το µάθει κανείς.... γιατί αυτές οι ρουφιάνες, άµα µάθουν πως
αγαπιόµαστε, θα προσπαθήσουν να τα χαλάσουν όλα, κι εγώ δεν θέλω να
µας το χαλάσει κανείς. Πες µου τι θα γίνει όταν φύγω από 'δώ.
Η Τσαρίτο κουρνιάζει δίπλα του σαν κοριτσάκι που περιµένει να ακούσει
ένα παραµύθι.
ΕΣΤΕΒΑΝ: Την ηµέρα που θα βγεις από εκείνη τη µεγάλη πόρτα της
αυλής, θα σε πάω στην πόλη και θα σου πάρω ένα λουλουδάτο φουστάνι,
µαύρα παπούτσια και ... µεταξωτές κάλτσες...
ΤΣΑΡΙΤΟ: Και καπέλο. Οι µεγάλες κυρίες φοράνε καπέλο τις
Κυριακές ...Κι ένα σάλι, για να πηγαίνω στην εκκλησία, γιατί ο Θεός, ο
Κύριός µας, λέει ο Δον Μάρτιν, είναι σπλαχνικός και θα µε συγχωρέσει,
κι έτσι θα µπορώ να πηγαίνω στη λειτουργία και να κάθοµαι µπροστά, µε
τις κυρίες που τραγουδάνε … εµένα πολύ µου αρέσει αυτό, να υµνούµε
τον Κύριο και Θεό µας...
Ο Εστέβαν την κοιτάζει µε αληθινή αφοσίωση.
ΕΣΤΕΒΑΝ: Τσαρίτο...
Τη φιλάει, έπειτα κοιτάζει γύρω του, για να βεβαιωθεί πως δεν τους βλέπει
κανείς, και χαϊδεύει το στήθος της. Εκείνη τον αφήνει, µε το µυαλό της
αλλού.
ΤΣΑΡΙΤΟ: Πες µου για τη βάρκα...
ΕΣΤΕΒΑΝ: Τη βάρκα;
ΤΣΑΡΙΤΟ: Ναι, για τη βάρκα.
ΕΣΤΕΒΑΝ: (Χαϊδεύοντάς της πάντα το στήθος) Την ηµέρα που θα βγεις
από αυτή την πόρτα, θα σε πάω στην προκυµαία, θα πάρουµε µια βάρκα
και θα κάνουµε κουπί µέχρι να πάµε για φαγητό...
ΤΣΑΡΙΤΟ: Έχει πάπιες στο ποτάµι;

D21
ΕΣΤΕΒΑΝ: Πάπιες... ναι, έχει πάπιες, φυσικά και µερικούς... µερικούς
κύκνους...
ΤΣΑΡΙΤΟ: Να τους ρίξουµε κάτι να φάνε...Τι τρώνε οι πάπιες;
Ο Εστέβαν χαµογελάει.
ΤΣΑΡΙΤΟ: Πες µου, τι τρώνε οι πάπιες;
ΕΣΤΕΒΑΝ: Ψωµί... ψωµί τρώνε...απ’ όλα.
Τα χάδια του γίνονται πιο τολµηρά. Η Τσαρίτο κάνει κινήσεις αµηχανίας,
κοιτάζοντας τριγύρω.
ΤΣΑΡΙΤΟ: Πρόσεχε, µπορεί να µας δουν... κι έπειτα, δεν είναι σωστό.
Δεν είναι σωστό.
Τρυφερά, η Τσαρίτο βγάζει το χέρι του κάτω από τα ρούχα της.
ΤΣΑΡΙΤΟ: Θα έρθει η ώρα...Θα είµαι καλή µαζί σου...θα δεις...αλλά όχι
εδώ...στο σπίτι µας...οι δυο µας.
ΕΣΤΕΒΑΝ: Τσαρίτο, για µένα δεν ξηµερώνει η µέρα αν δεν ξέρω ότι
θα’ρθω εδώ να σε δω, πηγαίνω στην προκυµαία και σε ακούω να γελάς κι
ας µην έχεις ακόµα πατήσει το πόδι σου εκεί...Περνάω τις νύχτες
ξάγρυπνος, γιατί σκέπτοµαι αν πεινάς ή κρυώνεις, αν αύριο που θα’ ρθω
θα είσαι ακόµα εδώ ή µήπως όλα αυτά ήταν ένα όνειρο...Περπατάω στο
δρόµο δίχως προορισµό, περιµένοντας την ώρα που θα’ ρθω στη φυλακή
και τρέµοντας την ώρα που θα φύγω...Τι τρώνε οι πάπιες!; Πώς µπορείς
να είσαι τόσο γλυκιά µε τα χέρια σου σκασµένα από το κρύο και τα
χείλια στεγνά από τόσες νύχτες αγρύπνιας;
ΤΣΑΡΙΤΟ: Μοιάζεις µε ποιητή...Μερικές φορές δεν σε καταλαβαίνω
αλλά µου αρέσει... Θα µου πάρεις δαχτυλίδι;
Το φως χαµηλώνει σιγά σιγά και το σκοτάδι σκεπάζει την Τσαρίτο και τον
Εστέβαν. Η Βιολέτ και ο Λεάνδρο βρίσκονται στην άλλη άκρη της σκηνής.
Η Βιολέτ φαίνεται πιο ήρεµη, αν και δεν µπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά
της που τρέχουν.
ΒΙΟΛΕΤ: Αυτό είναι όλο, συµφωνήσαµε να συναντηθούµε, αλλά η
αστυνοµία έφτασε πιο νωρίς απ' ό,τι περιµέναµε και µε συνέλαβε …Δεν
µπορούσα να τρέξω µε τα τακούνια.
ΔΟΝ ΛΕΑΝΔΡΟ: Δεν µου τα είπες όλα. Πού είναι τα κοσµήµατα;
ΒΙΟΛΕΤ: Θα τα έκρυβε ο Ρικάρντο.
ΔΟΝ ΛΕΑΝΔΡΟ: Ο Ρικάρντο Εσπουέλα, ο άλλος συνεργός;
ΒΙΟΛΕΤ: (Γνέφει καταφατικά) Θα συναντιόµασταν και οι τρεις µερικές
µέρες µετά τη ληστεία... αλλά έµπλεξε το πράγµα... εγώ δεν ήξερα ότι
είχαν όπλα... κι εκείνος ο καηµένος...Θεέ µου!
ΔΟΝ ΛΕΑΝΔΡΟ: Ποιος πυροβόλησε;
D22
ΒΙΟΛΕΤ: Δεν ξέρω, ήµουν πολύ ταραγµένη, ήθελα να φύγω...
ΔΟΝ ΛΕΑΝΔΡΟ: Πυροβόλησε ο φίλος σου, έτσι;
ΒΙΟΛΕΤ: Δεν ξέρω...
ΔΟΝ ΛΕΑΝΔΡΟ: Και βέβαια ξέρεις, ο Αρµάντο πυροβόλησε.
Ο Δον Λεάνδρο την πλησιάζει, αµείλικτος.
ΒΙΟΛΕΤ: Ναι, αυτός πυροβόλησε, µόνο για να τον φοβίσει... Δεν ήθελε
να τον τραυµατίσει.
ΔΟΝ ΛΕΑΝΔΡΟ: Τον σκότωσε όµως.
ΒΙΟΛΕΤ: Ήταν ατύχηµα... ατύχηµα. ήταν.. δεν ήθελε να πυροβολήσει...
είχε το όπλο µόνο για να τον τροµάξει … αλλά εκείνος έβαλε τις φωνές...
Γιατί να βάλει τις φωνές; Ο Αρµάντο δεν είναι τέτοιος άνθρωπος· δεν
είναι δολοφόνος!
ΔΟΝ ΛΕΑΝΔΡΟ: Για όνοµα του Θεού, ο φίλος σου σκότωσε έναν
άνθρωπο και το’σκασε µε όλα τα κοσµήµατα. Εσύ είσαι στη φυλακή και
συνεχίζεις να τον δικαιολογείς... Μα δεν καταλαβαίνεις τι συµβαίνει;
ΒΙΟΛΕΤ: Δεν ξέρω γιατί µου µιλάτε έτσι. Νόµιζα πως θέλετε να µε
βοηθήσετε...
ΔΟΝ ΛΕΑΝΔΡΟ: Θα σε κατηγορήσουν για συνέργεια σε ληστεία µετά
φόνου. Εκ προµελέτης. Ξέρεις πόσα χρόνια µπορείς να φας γι' αυτό;
Ξέρεις;
ΒΙΟΛΕΤ: Εγώ δεν έκανα τίποτα!
ΔΟΝ ΛΕΑΝΔΡΟ: Καλύπτεις όµως αυτούς που το έκαναν.
ΒΙΟΛΕΤ: Αφού δεν θέλετε να µε βοηθήσετε, τότε γιατί ήρθατε;
Ο Δον Λεάνδρο ξεφυσάει. Της έχει αποσπάσει πια την αλήθεια και είναι
κουρασµένος από την ανάκριση.
ΔΟΝ ΛΕΑΝΔΡΟ: Και βέβαια θέλω να σε βοηθήσω, πρέπει όµως να
συνεργαστείς και να µου έχεις εµπιστοσύνη.
ΒΙΟΛΕΤ: Πώς να σας έχω εµπιστοσύνη; Το µόνο που κάνετε είναι να
µου βάζετε τις φωνές, όπως εκείνοι οι αστυνοµικοί! Ξέρετε τι έκανε ένας
από αυτούς όταν ήµουν στην αστυνοµία; Μπήκε τη νύχτα στο κελί και
άρχισε να µου βάζει χέρι... µου είπε να µη φωνάξω γιατί θα ήταν
χειρότερα … µου είπε να του µιλάω γαλλικά, γιατί πάντα ήθελε να πάει
µε µια πουτάνα γαλλίδα...ότι όλες οι γαλλίδες είµαστε πουτάνες, ότι...
(Αναστεναγµός µε αναφιλητά) Γιατί να σας εµπιστευτώ;
ΔΟΝ ΛΕΑΝΔΡΟ: Γιατί είµαι ο µόνος που έχεις· και για τη µητέρα µου,
που πρέπει να σας αγαπάει πολύ και σένα και τη θεία σου, αφού επέµεινε
τόσο, και τελικά δέχτηκα να σε βοηθήσω...
ΒΙΟΛΕΤ: Θα σας πληρώσω...
D23
ΔΟΝ ΛΕΑΝΔΡΟ: Δεν αµφιβάλλω, πρώτα όµως πρέπει να βγεις από
'δώ ... Δεν θα µου πεις πού είναι ο φίλος σου;
ΒΙΟΛΕΤ: Όταν µάθει πως είµαι στη φυλακή, θα έρθει... Θα έρθει να πει
την αλήθεια για να µε σώσει.
ΔΟΝ ΛΕΑΝΔΡΟ: (Προβληµατισµένος) Έτσι νοµίζεις;
Η Τσαρίτο και ο Εστέβαν στην άλλη άκρη της σκηνής είναι ακόµα στην
ίδια στάση που τους αφήσαµε, σαν να µιλάνε για το µέλλον τους.
ΤΣΑΡΙΤΟ: Εστέβαν, εγώ δεν ξέρω να µιλάω όµορφα όπως εσύ, είµαι
βρωµόστοµη, αλλά να ξέρεις ότι σ’ αγαπάω µε όλη µου την ψυχή και δεν
θα ξαναγίνω πουτάνα που να πεθαίνω, κι όταν έγινα, έγινα από ανάγκη...
ΕΣΤΕΒΑΝ: Σώπα, δε χρειάζεται να µου πεις τίποτ’ άλλο.
Ακούγονται βήµατα.
ΤΣΑΡΙΤΟ: Έρχεται η αδελφή Λατρεία· εγώ νοµίζω πως κάτι έχει
καταλάβει, αλλά µε κοιτάζει µε τα µάτια της σαν αρνάκι, όταν της λέω
πόσο καλός είναι µαζί µου ο δάσκαλος...
ΕΣΤΕΒΑΝ: Μην πεις τίποτα, Τσαρίτο, αυτό πρέπει να είναι το µυστικό
µας, ώσπου να πέσουν αυτά τα τείχη...Δεν πρέπει να το ξέρει κανείς.
Κανείς.
Μπαίνει η αδελφή Λατρεία.
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Το µάθηµα τελείωσε. Ήταν διαβασµένη σήµερα η
Τσαρίτο µας;
ΕΣΤΕΒΑΝ: Πολύ διαβασµένη, µε το νι και µε το σίγµα τα ήξερε.
ΤΣΑΡΙΤΟ: Αδελφή, θα µπορώ να διαβάζω και βίους αγίων και απ’ όλα ...
Αγκαλιάζει την καλόγρια µε ενθουσιασµό και τη φιλάει στο µάγουλο.
ΤΣΑΡΙΤΟ: Ευτυχώς που υπάρχουν καλοί άνθρωποι παντού...ευτυχώς
που... (Δεν µπορεί να µιλήσει από τη συγκίνηση.)
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: (στον Εστέβαν) Είστε ένας άγγελος. Ένας αληθινός
άγγελος. Ο Κύριός µας πρέπει να είναι πολύ υπερήφανος για σας όταν
βλέπει πόσο προσπαθείτε για τη Λύτρωση. Είστε ένα παράδειγµα για
όλους. Πάµε, Τσαρίτο. Ο Θεός µαζί σας, δον Εστέβαν.
Ο Εστέβαν κάνει µια ελαφριά κίνηση αποχαιρετισµού µε το χέρι του και
ανταλλάσσει ένα βλέµµα µε την Τσαρίτο, που χωρίς να τη δει η καλόγρια,
του στέλνει ένα φιλί.
Η Βιολέτ είναι ακόµα µε τον Δον Λεάνδρο, που αυτή τη φορά ετοιµάζεται
πράγµατι να φύγει.
ΒΙΟΛΕΤ: (Βγάζοντας από το µανίκι της ένα χαρτί.) Ωραία λοιπόν. Θα σας
εµπιστευθώ. Έγραψα ένα γράµµα στον Αρµάντο.

D24
Ο Δον Λεάνδρο το παίρνει.
ΔΟΝ ΛΕΑΝΔΡΟ: Και τι θέλετε να το κάνω;
ΒΙΟΛΕΤ: Να του το πάτε, σας παρακαλώ.
ΔΟΝ ΛΕΑΝΔΡΟ: Δεν µπορώ να το κάνω αυτό.
ΒΙΟΛΕΤ: Γιατί;
ΔΟΝ ΛΕΑΝΔΡΟ: Μου ζητάτε να πάω να συναντήσω έναν εγκληµατία
που τον καταζητεί η αστυνοµία χωρίς να τους πω τίποτα;
ΒΙΟΛΕΤ: Σας παρακαλώ, είναι η τελευταία χάρη που σας ζητάω...Δε θα
δυσκολευθείτε να φτάσετε...Σας έφτιαξα ένα σχεδιάγραµµα, ελπίζω να
µην έκανα λάθος...κρύβεται σε ένα εγκαταλελειµµένο σπίτι κοντά στη
Μαχάδα δε λος Φράιλες, ξέρετε πού είναι;
ΔΟΝ ΛΕΑΝΔΡΟ: Δεν µπορώ να το κάνω...Αντιτίθεται στα συµφέροντά
σας κι εγώ πρέπει να υποστηρίζω τα συµφέροντά σας: εσείς είστε ο
πελάτης µου. Έχετε συµφέρον να παρουσιαστεί. Είναι ο µόνος που
µπορεί να σας απαλλάξει από την κατηγορία της συνέργειας. Μπορεί να
το κάνει όµως µόνο αν τον συλλάβουν.
ΒΙΟΛΕΤ: Και τι θα πάθει; Πόσα χρόνια µπορεί να τον καταδικάσουν;
ΔΟΝ ΛΕΑΝΔΡΟ: Βαρύνεται µε φόνο. Θα µπορούσαν να τον
καταδικάσουν...
ΒΙΟΛΕΤ: Σε θάνατο;
ΔΟΝ ΛΕΑΝΔΡΟ: Όλα τα στοιχεία είναι εις βάρος του.
ΒΙΟΛΕΤ: Όχι... όχι αυτό, ποτέ...αυτό ποτέ...δε θέλω. Δε θέλω να τον
σκοτώσουν. Σας παρακαλώ, ας µην παραδοθεί, ας µην το κάνει αυτό για
µένα... ξέρω ότι µπορώ να σας εµπιστευθώ. Δε θα πείτε στην αστυνοµία
πού κρύβεται.
ΔΟΝ ΛΕΑΝΔΡΟ: Τι σας κάνει να το πιστεύετε;
ΒΙΟΛΕΤ: Ότι σας το ζητάω εγώ και για χατήρι της µητέρας σας, γιατί
θέλω να βγω από δω και να την ξαναχτενίσω...
ΔΟΝ ΛΕΑΝΔΡΟ: (Παίρνοντας το χαρτί) Δεν σας υπόσχοµαι τίποτα.
ΒΙΟΛΕΤ: Πέστε µου ότι θα προσπαθήσετε...ότι θα πάτε να τον δείτε, να
του πείτε πως είµαι καλά...πως είµαι πολύ καλά.
ΔΟΝ ΛΕΑΝΔΡΟ: (Ταραγµένος, λες και το χαρτί τού καίει τα χέρια ) Είστε
τρελή.
ΒΙΟΛΕΤ: Γιατί; Επειδή σας εµπιστεύοµαι;
ΔΟΝ ΛΕΑΝΔΡΟ: Δεν ξέρετε τίποτα για µένα.
ΒΙΟΛΕΤ: Και βέβαια ξέρω, έχετε τα µάτια της µητέρας σας...

D25
Η Βιολέτ τον κοιτάζει στα µάτια και ο Δον Λεάνδρο δεν µπορεί να
αποφύγει το βλέµµα.
ΔΟΝ ΛΕΑΝΔΡΟ: Γιατί το κάνετε; Τόσο πολύ τον αγαπάτε;
ΒΙΟΛΕΤ: Θα πέθαινα γι’ αυτόν...εγώ µπορώ ν’ αντέξω εδώ...θα
συνηθίσω. Δεν είναι τόσο δύσκολο...εκείνος όµως...εκείνος δεν είναι σαν
εµένα.
Εµφανίζεται η αδελφή Ευσέβεια. Ο Δον Λεάνδρο κρύβει το χαρτί.
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Η επίσκεψη τελείωσε. (Στον Δον Λεάνδρο) Σας
παρακαλώ, περιµένετε κάποιον υπάλληλο να σας συνοδεύσει ως την
έξοδο.
ΔΟΝ ΛΕΑΝΔΡΟ: Ευχαριστώ, γνωρίζω τη διαδικασία.
Ο Δον Λεάνδρο µένει µόνος του στη µια άκρη της σκηνής· στην άλλη άκρη
ο Εστέβαν. Δεν κοιτάζονται: βρίσκονται σε διαφορετικούς χώρους,
περιµένοντας και οι δύο κάποιον υπάλληλο να τους δείξει την έξοδο.
ΣΚΗΝΗ VII
TA ΓΡAMMATA

ΔΟΝ ΛΕΑΝΔΡΟ: (Ανοίγοντας το γράµµα της Βιολέτ) «Mon amour, σου


γράφω για να σου πω ότι δεν πρέπει ν’ανησυχείς για µένα, θα βγω από
εδώ και θα ’ρθω να σε βρω, µη σκέφτεσαι να παραδοθείς γιατί δεν θα
κερδίσουµε τίποτα... Σου στέλνω τη διεύθυνση µιας καλής µου φίλης στο
Παρίσι. Νοµίζω πως είναι προτιµότερο να πας µόνο εσύ στη Γαλλία. Δεν
ξέρω αν είναι µαζί σου ο Ρικάρντο, δώσ’του ένα φιλί από µένα. Δεν
µπορώ να κοιµηθώ» …
Στο βάθος της σκηνής εµφανίζεται η Βιολέτ που ολοκληρώνει την
ανάγνωση του γράµµατός της.
ΒΙΟΛΕΤ: «γιατί σκέπτοµαι τον άνθρωπο που τραυµάτισες θανάσιµα...
Ξέρω ότι κι εσύ θα νιώθεις άσχηµα γι’αυτό, τώρα όµως πρέπει να
σκεφτείς εµάς. Mon amour, η θεία µου βρήκε έναν δικηγόρο που θα µε
βγάλει από εδώ...
Η Τσαρίτο εµφανίζεται στη σκηνή.
ΤΣΑΡΙΤΟ:... «Λέει πως είµαι ένας άγγελος … κι εγώ γελάω … Έµαθα να
διαβάζω σχεδόν όλα τα γράµµατα, αλλά ακόµα δεν ξέρω να γράφω καλά,
µου φαίνεται πολύ δύσκολο να κρατάω το µολύβι. Πονάνε τα δάχτυλά
µου, από το κρύο. Αυτό το γράµµα σου το γράφει ο ίδιος ο δάσκαλος,
που είναι ένας άγιος»...Ναι, Εστέβαν, έτσι να το γράψεις, γιατί είναι
αλήθεια... «Πες στον θείο µου ότι δεν θα ξαναγυρίσω στο δρόµο, δεν θα
ξαναγίνω πουτάνα, γιατί το µόνο που θέλω είναι να παντρευτώ, να κάνω

D26
παιδιά και να τα πηγαίνω τις Κυριακές στην εκκλησία...ο κύριος
Επίσκοπος θα έρθει για να δώσει χάρη σε µια κρατούµενη για τη γιορτή
του αγίου Περπέτουου...και ο Δον Μαρτίν λέει πως είµαι άγγελος,
γι’αυτό περιµένω να δω αν θα µε θυµηθούν οι άγιοι και αν θα είµαι εγώ
εκείνη που θα σωθεί... Προσεύχοµαι πολύ για να γίνει αυτό· πιο πολύ
απ’όλα στη ζωή µου θέλω να σου δώσω ένα φιλί, θεία µου, και να σου
πω ότι τέλειωσαν όλα, γυρίζω πίσω στο χωριό και σας ζητώ συγγνώµη,
αρκετά κουραστήκατε µε τα ξαδέλφια µου, είχατε και µένα από πάνω...
Να δούµε αν µε αγαπάει πολύ ο Θεός και πει στον Κύριο Επίσκοπο να µε
βγάλει από δω, που δεν είναι και τόσο άσχηµα, καλύτερα όµως να ήµουν
έξω, νοµίζω...
Μπαίνει στη σκηνή η Πακίτα.
ΠΑΚΙΤΑ: Τον άντρα µου δεν θέλω να τον ξέρω, µε κατάγγειλε,
κατάφερε να µε φυλακίσουν για µοιχεία και τώρα χαίρεται, γι' αυτό αν
σου πούνε κάτι, εµένα µη µου το πεις, γιατί τώρα πια στη ζωή µου δεν
υπάρχει άλλος άντρας, µόνο εσύ και το αγοράκι µου. Σίγουρα θα είναι
αγοράκι, θα το βγάλω Φέλιξ, σαν εσένα, και θα έχει τα µάτια σου. Τον
γιο µου θα παντρευτώ από δω κι εµπρός, όταν όµως τελειώσει η ποινή
µου θα παντρευτώ εσένα, έστω και στα ψέµατα, γιατί ξέρω καλά πως εσύ
θα είσαι σίγουρα δικός µου για όλη µου τη ζωή... Να’ρθεις να µε δεις
γιατί µίλησα στην ηγουµένη και της ζήτησα να σε αφήσουν να µπεις.
Στην αρχή µου είπε όχι, ύστερα όµως µου είπε ναι...Πόσο θέλω να δω το
πρόσωπο του παιδιού µας!
Εµφανίζεται η Μακαρένα.
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: Είναι εδώ µια καλογριούλα, ευλογία Θεού, και µου
γράφει αυτό το γράµµα, µήπως περάσει από κει ο ξάδερφος ο Φρανσίσκο
και σας το διαβάσει...Δεν είµαι και πολύ καλά, µε πονάνε όλα µου τα
κόκαλα, αλλά εντάξει, χαίροµαι, γιατί έρχεται ο επίσκοπος να δώσει χάρη
σε µια από µας, και εγώ ζήτησα στην Παναγία µας τη Μακαρένα να µου
τη δώσουν εµένα και θα µου τη δώσουν γιατί εδώ οι άλλες έχουν όλες
σκοτώσει κάποιον και εγώ το µόνο ζωντανό που σκότωσα στη ζωή µου
ήταν οι κότες που έσφαζα τα Χριστούγεννα... για δυο ψιλοπράγµατα που
έκλεψα, έπεσαν πάνω στις πλάτες µου τόσες παγωµένες νύχτες...αχ,
Αντόνιο, µου λείπεις και θέλω να γυρίσω κοντά σου και να πλαγιάσω
µαζί σου στο κρεβάτι και να µου πεις όλα αυτά που µου λες όταν...
εντάξει, εντάξει αδελφή, συγγνώµη... µην το βάλετε αυτό.
Εµφανίζεται η Μανταλένα.
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Να µε συγχωρείτε, εγώ δεν ξέρω γράµµατα, γι' αυτό και
θα περάσω κατευθείαν στο θέµα, Εξοχότατε, θέλω αυτή τη χάρη, τη θέλω
και είµαι έτοιµη να κάνω τα πάντα για να την πάρω... Αν άδειασα χίλιες
µήτρες, αν άνοιξα το κεφάλι κανενός µάγκα, αν παρέλασε απ’ τα σκέλια

D27
µου ένα σύνταγµα... ποιος νοιάζεται... Μη σκανδαλίζεστε, Εξοχότατε,
γιατί, µπορεί βέβαια να µην το θυµάστε, είχαµε όµως τη χαρά να
γνωριστούµε. Πάνε χρόνια, πολλά χρόνια νοµίζω. Εσείς φορούσατε από
τότε ράσα µε γαλόνια και εγώ σας δεχόµουν στο σπίτι µου, εκεί που
έφερνα για τους πελάτες µου όχι µόνο κοριτσόπουλα, αλλά και αγοράκια
αµούστακα. Σκεφτείτε ότι χειρότερα από τώρα δεν θα είµαι ποτέ, αφού
λοιπόν µε καταλαβαίνετε, τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Να µε
συµπαθάει η εξοχότης σας για την ειλικρίνεια, αλλά όπως σας είπα, κι
εγώ κάτι ξέρω να κάνω, δώστε µου τη χάρη και σας υπόσχοµαι πως δεν
θα το µετανιώσετε...Σας αρέσουν ακόµα τα σφιχτά, παρθένα κωλαράκια
ή αλλάξατε γούστα; Αν η εξοχότης σας άλλαξε γούστα, µπορώ ν’αλλάξω
κι εγώ την προσφορά µου... Βγάλτε µε από δω, κύριε Επίσκοπε, σας το
ζητάω σαν φίλη, γιατί αυτό πιστεύω πως είµαι. Και µη µε κρίνετε
σκληρά, γιατί τελικά όλοι στο έλεος του Θεού είµαστε, και ξέρετε καλά
τι είπε ο Χριστός: Ο αναµάρτητος...
Εµφανίζονται η Κουλή και η Μαρί Κρους.
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ:... µην ανησυχείτε, είµαι µια χαρά, αλήθεια σας λέω, και
πείτε στον πατέρα µου να µην έρθει να µε δει, το ξέρω πως µε θυµάστε.
Το ταξίδι είναι µεγάλο κι εδώ κάνει πολύ κρύο. Να µου προσέχετε τη
µάνα, αρκετά την φαρµάκωσα, να της δώσετε χαιρετίσµατα από µένα...
ΚΟΥΛΗ: ...και πολλά φιλιά, θέλω να βγω από δω µέσα µόνο και µόνο για
να τον δω, που θα’ χει µεγαλώσει τώρα και θα ‘χει γίνει ένας κούκλος. Τη
φωτογραφία που µου στείλατε την έχω στο κελί, την κοιτάζω και
χαµογελάω σα χαζή. Αδέρφια είµαστε, αλλά είναι φως φανάρι ότι όλη
την οµορφιά την πήρε αυτός. Να του δώσετε το άλλο χαρτί που είναι
µέσα στο φάκελο, γιατί αυτό το έγραψα µόνο για εκείνον και να µη τον
φέρετε στο επισκεπτήριο, µ’όλο που θέλω τόσο πολύ να τον δω, θα
στενοχωρηθώ πολύ αν µε δει εδώ µέσα. Να του πείτε πως οι καλόγριες
δεν τον αφήνουν να µε δει, και ας είναι ψέµα, αυτός θα το πιστέψει γιατί
του έλεγα πάντα πως είναι µάγισσες. Το µόνο που σας ζητάω είναι να µην
το στείλετε στη θεολογική σχολή, γιατί είναι η µεγαλύτερη πίκρα που
µπορείτε να µου δώσετε: η Κουλή δεν µπορεί να έχει αδερφό παπά... Πού
καταντήσαµε..
MΑΡΙ ΚΡΟΥΣ:...«τρώµε καλά και δουλεύουµε αρκετά. Έχουµε µπόλικες
κουβέρτες και παρόλο που κάνει κρύο, εδώ δεν το καταλαβαίνουµε»...
ΚΟΥΛΗ: ...σκασίλα µου κι αν διαβάζουν τα γράµµατα... "Έρχεται ο
επίσκοπος και θέλουν να τραγουδάω, εγώ πάντως δεν του φιλάω το χέρι,
που να µου βάλουν το πιστόλι στο κεφάλι· το µόνο πράγµα που µου
έµεινε εδώ µέσα είναι να τους κοροϊδεύω... έτσι και αλλιώς, περισσότερα
χρόνια δεν γίνεται να µου ρίξουν"...

D28
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: ... «Σας στέλνω τα τέσσερα ρεάλια που κέρδισα τον
περασµένο µήνα, έπλυνα τα ρούχα στο νοσοκοµείο... Δεν είναι πολλά,
αλλά ξέρω ότι τα χρειάζεστε, εγώ τι να τα κάνω εδώ µέσα»...
ΚΟΥΛΗ:... πολλά φιλιά, και τον Λουισίτο µου να µην τον κάνετε παπά
γιατί το ξέρετε πως είµαι σκύλα· έτσι και µάθω πως ο αδερφούλης µου
φόρεσε τα ράσα, δεν το’χω σε πολύ να το σκάσω από τη φυλακή.»...
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Ακούστε που σας λέω, µην έρθετε, εγώ το ίδιο σας
αγαπάω.
Εµφανίζεται η αδελφή Λατρεία και ανοίγει ένα σκονισµένο γράµµα.
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: ...εδώ τα πράγµατα δεν είναι όπως στο µοναστήρι.
Μου λείπετε, αδελφή. Κάθε µέρα, κάτι καινούργιο συµβαίνει και µερικές
φορές δεν ξέρω τι να κάνω. Υπάρχει πολύς πόνος εδώ. Χτες βρήκα ένα
γράµµα, µέσα σε ένα κουβάρι µαλλί που ξετύλιγα. Δεν ξέρω ποιος, ούτε
πότε το έγραψε, ούτε µε τι µελάνι... αλλά όταν το διάβασα δεν µπορούσα
να συγκρατήσω τα δάκρυά µου... σκέπτοµαι µόνο πως ο Κύριος είναι
πολυεύσπλαχνος και θα κάνει ευτυχισµένους στον ουρανό όλους αυτούς
που υπέφεραν τόσο... Το γράµµα άρχιζε έτσι: «Ξερριζώστε µου τα
σπλάχνα και τα µάτια... δε θέλω πια να βλέπω...»
Η Αουρέλια εµφανίζεται στη σκηνή. Έχει στο µπράτσο της µια πληγή, από
όπου τρέχει αίµα. Κρατάει ένα µικρό ξυλαράκι που το βουτάει στο αίµα της
πληγής και µε εκείνο γράφει στον αέρα:
ΑΟΥΡΕΛΙΑ:
...ξερριζώστε µου τα σπλάχνα και τα µάτια...δε θέλω πια να βλέπω.
Δε θέλω να νιώθω τον παλµό της καρδιάς που χτυπάει στο στήθος µου...
Δεν θέλω να βλέπω,
µην ανοίξετε τα σίδερα,
θάψτε µε ζωντανή καλύτερα, δε θέλω να βλέπω,
βγάλτε µου τα νύχια ένα ένα,
καρφώστε στο λαιµό µου ένα σπαθί,
δε θέλω να βλέπω.
Βάλτε µε να πατήσω σε γυαλιά σπασµένα,
να τρυπήσουν τ’αυτιά µου απ’τις φωνές,
δε θέλω να βλέπω,
δε θέλω να τον βλέπω,
µητέρα,
δε θέλω να τον βλέπω,
δε θέλω τα χέρια του να µ’αγγίξουν τη νύχτα ξανά...
D29
δε θέλω να βγω απ’αυτή την τρύπα...δε θέλω να βλέπω...
Η Αουρέλια σκεπάζει τα µάτια της µε τα χέρια της και αρχίζει να
τραγουδάει.
ΑΟΥΡΕΛΙΑ: Άνοιξαν το κλουβί µια µέρα
για να βγει ο κορυδαλλός
έξω τον περίµενε η ζωή
άνοιξαν το κλουβί µια µέρα φωτεινή
κι γάτος παραµόνευε (το επαναλαµβάνουν)

Στη σκηνή εµφανίζεται η Κονσεπσιόν δε Μαρία, µε ένα γράµµα στο χέρι.


Το τραγούδι της Αουρέλια σβήνει σιγά σιγά κι εκείνη φεύγει από τη σκηνή.
ΚΟΝΣΕΠ ΣΙΟΝ ΔΕ ΜΑΡΙΑ:
Η αγάπη έρχεται κοντά µου µυστικά
και βίαια το λογισµό µου αρπάζει,
να µείνω σιωπηλή µε αναγκάζει
αφού δεν κάνω τον εχθρό µου να σιωπά.

Δεν είναι αιώνια η χαρά ούτε το κλάµα.


Όµως τότε, γιατί η ψυχή µου θέλει
τον πόνο της και σ’άλλους να προσφέρει;
Ακόµα πιο µεγάλο είν’ το δικό µου δράµα .

Όποιος τον φίλο θέλει να παρηγορήσει,


χιλιάδες λόγους του πρώτα θα ακούσει
όµως γι’ αγάπη και για πόνο τι να πει.

Αυτή η παρηγοριά ποτέ δε θα γυρίσει


γιατί τα πάθη µου κανένας δε θα νιώσει
που µεγαλώνουν κάθε µέρα πιο πολύ.
Η Κονσεπσιόν δε Μαρία ανάβει ένα σπίρτο και καίει το γράµµα στη σκηνή.
Φεύγει και το γράµµα συνεχίζει να καίγεται στη σκηνή.

ΣΚΗΝΗ VIII
Η Μανταλένα είναι ξαπλωµένη στο κρεβάτι εξέτασης του Δον Μάξιµο. Ο
Δον Μάξιµο φαίνεται λίγο νευρικός καθώς την ακροάζεται, επειδή ίσως
ντρέπεται που βλέπει το ωραίο ντεκολτέ της Μανταλένα.

D30
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: (Την ακροάζεται) Είστε καλύτερα, όπως φαίνεται·
ευτυχώς που καταφέρατε να βρείτε µόνη σας αντιβιοτικό, µε αυτά που
έχουµε εδώ, δεν θα µπορούσαµε να σταµατήσουµε τη µόλυνση...
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Μη µου πείτε πως δεν θα µε εξετάσετε άλλο µε αυτά τα
απαλά χέρια.
Ο Δον Μάξιµο αγνοεί το υπονοούµενο· σηκώνεται και αποµακρύνεται από
κοντά της. Η Μανταλένα ανοίγει περισσότερο το ντεκολτέ της.
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Θα συνεχίσετε να παίρνετε τη συνηθισµένη δόση στα
γεύµατα, τουλάχιστον για τρεις µέρες ακόµα.
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: (Πολύ κοντά στο γιατρό) Δεν σας αρέσει η µυρωδιά του
σαπουνιού µου;
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Μανταλένα, σας παρακαλώ... είµαι γιατρός. Η
επίσκεψη τελείωσε. Ντυθείτε, σας παρακαλώ.
Της γυρίζει την πλάτη, και αρχίζει να πλένει τα χέρια του.
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Μου είπανε πως άλλες φορές δεν ήσαταν τόσο...
ντροπαλός.
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Δεν καταλαβαίνω τι εννοείτε. Οι επισκέψεις
πραγµατοποιούνται πάντα παρουσία κάποιας αδελφής. Εσείς επιµείνατε
να σας δω µόνη σας.
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Δεν είναι καλύτερα; Δεν αντέχω τη µυρωδιά αυτής της
γυναίκας.
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Ναι, αλλά ο κανόνας...
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Αυτόν τον κανόνα τον έβαλαν ακριβώς επειδή έγινε
εκείνο το περιστατικό.
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Μη λέτε ανοησίες. Ποιος σας τα είπε αυτά;
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Η αδελφή Ευσέβεια. Εκείνη την κακοµοίρα την
έκλεισαν στην αποµόνωση, απ' ό,τι µου είπαν.
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Δεν ξέρω τι σας είπαν, αλλά....
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Όλος ο κόσµος το ξέρει. Ολος ο κόσµος ξέρει ότι
ερωτευτήκατε σα µαθητούδι, ότι ψάχνατε συνέχεια δικαιολογία για να τη
δείτε, ότι πάντα είχε κάτι για να της θεραπεύσετε... Τι σας έκανε;
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: (κατηγορηµατικός) Πάψε επιτέλους, Μανταλένα, και
πέρασε έξω.
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ (τον πλησιάζει) Γι' αυτό ενδιαφέρεστε τόσο για µας …
Μεταξύ µας... Πόσες ήταν; Ελάτε τώρα, γιατρέ, είναι φυσικό...είναι τόσο
εύκολο: ένα χάδι, λίγη τρυφερότητα, το κρύο...ξέρω πολλούς σαν εσάς,
τόσο σοβαρούς, τόσο τυπικούς, τόσο καλούς...τόσο πρόστυχους...Στο

D31
σπίτι µου έρχονταν χιλιάδες, αλλά κανένας από βίτσιο. Μεταξύ µας...
πόσες πέρασαν ακόµα απ’αυτό το κρεβατάκι;
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Δεν πέρασε καµιά, ούτε θα περάσει...Φύγετε επιτέλους,
η αδελφή Ευσέβεια θα σας περιµένει.
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ:Φώναξέ την. Φώναξέ την να γλυτώσεις .
Ο Δον Μάξιµο δεν το κάνει.
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ:Εσπεράντζα δεν την έλεγαν;
Μπαίνει ο Δον Μαρτίν.Σταµατάει όταν βλέπει τη Μανταλένα..
ΔΟΝ ΜΑΡΤΙΝ: Με συγχωρείτε... η αδελφή Ευσέβεια µου είπε ότι είστε
µόνος...
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Περάστε, Δον Μαρτίν …τελειώσαµε.
Ο Δον Μαρτίν κοιτάζει µε φανερή δυσαρέσκεια τη Μανταλένα, που του
χαµογελάει.
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Καλησπέρα, Δον Μαρτίν... (ειρωνικά) Τι γίνεται,
µεγάλη αναστάτωση µε την επίσκεψη του Επίσκοπου, έτσι; Πολύ θέλω
να τον χαιρετήσω...
ΔΟΝ ΜΑΡΤΙΝ: (αναστατωµένος) Ούτε που θα τον πλησιάσεις,
φαντάζοµαι...
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Είµαστε όλες πολύ αναστατωµένες...Μήπως ξέρετε σε
ποια σκοπεύει να δώσει τη χάρη;
ΔΟΝ ΜΑΡΤΙΝ: Όπως καταλαβαίνεις, Μανταλένα, και να το ήξερα,
αποκλείεται να το έλεγα, ειδικά σε σένα.
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Κρίµα. (Στον Δον Μάξιµο) Λοιπόν, γιατρέ...ευχαριστώ
πολύ. (Στον Δον Μαρτίν) Αντίο, πάτερ. Σας αφήνω σε πολύ καλά χέρια..
Φεύγει. Επικρατεί αµηχανία.
ΔΟΝ ΜΑΡΤΙΝ: Αυτή η γυναίκα µε εκνευρίζει. Δεν ξέρω πώς αντέχετε το
πάρε δώσε µαζί της...τέλος πάντων, και µε όλες τις άλλες.
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Η δουλειά µου είναι. Εγώ φροντίζω το σώµα τους κι
εσείς τις ψυχές τους...Σε τι οφείλω την επίσκεψή σας;
ΔΟΝ ΜΑΡΤΙΝ: Ήρθα για το πόδι µου. Είχα πολλά τρεχάµατα µε τις
ετοιµασίες για την υποδοχή του Εξοχότατου... είναι δυνατόν µετά από
τόσα χρόνια να µετακινήθηκε η σφαίρα;
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Δεν είναι δυνατόν να εξετάσω το πόδι µε τόσα ρούχα,
πρέπει να τα βγάλετε...
Ο Δον Μαρτίν υπακούει. Ο Δον Μάξιµο αρχίζει να εξετάζει το πόδι. Ο Δον
Μαρτίν φωνάζει..

D32
ΔΟΝ ΜΑΡΤΙΝ: Σας παρακαλώ, σταµατήστε, δεν αντέχω τον πόνο, είναι
σαν να µε πυροβολούν ξανά.
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Θα χρειαστεί να πάτε στο νοσοκοµείο, να βγάλετε
ακτινογραφίες. Είναι ο µόνος τρόπος για να µάθουµε αν µετακινήθηκε η
σφαίρα.
ΔΟΝ ΜΑΡΤΙΝ: Μου είπαν ότι δεν θα µου προκαλούσε προβλήµατα, ότι
είχε σφηνωθεί στο κόκαλο και...
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Μάλλον δεν φταίει η σφαίρα, είναι αυτός ο χειµώνας,
είναι πιο κρύος από άλλες χρονιές. Δεν σας ενοχλεί συνήθως µε τις
αλλαγές του καιρού;
ΔΟΝ ΜΑΡΤΙΝ: Ναι, είναι παράξενο. Πάντα έλεγα πως ήταν υπερβολές
των γέρων, και ορίστε τώρα. Μπορώ να προβλέπω τις αλλαγές του
καιρού. Όποτε είναι να βρέξει, θυµάµαι εκείνους τους καταραµένους
τους στρατιωτικούς, ο Θεός να τους κρίνει. Εγώ είµαι φιλήσυχος
άνθρωπος, ανέκαθεν ήµουν, αλλά ...Ήµουν απλώς ένας δύσµοιρος ιερέας
που πέθαινε απ’τον φόβο του ...Ο Κύριος όµως θέλησε να µεταµορφώσει
το αρνάκι σε λύκο, για να υπερασπίσει την περιουσία του. Οι
δυστυχισµένοι, µερικές φορές λυπάµαι που έστειλα τις ψυχές τους
κατευθείαν στην κόλαση. Αλλά τι να’κανα; Να τους άφηνα να φύγουν µε
τα ιερά σκεύη της εκκλησίας; Ήταν για τους φτωχούς, έλεγαν. Για τους
φτωχούς. Ένας από κείνους όµως πρόλαβε να µε πυροβολήσει... τους
φτωχούς. Πόσες βαρβαρότητες εν ονόµατι των φτωχών. Τέλος πάντων,
φαντάζοµαι πως κουραστήκατε να ακούτε αυτή την ιστορία.
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Θα µιλήσω µε το νοσοκοµείο. Θα πάτε να βρείτε τον
δόκτορα Κάστρο.
ΔΟΝ ΜΑΡΤΙΝ: Μη βιάζεστε, όχι ακόµα, να έρθει πρώτα ο επίσκοπος,
έχω πολλά πράγµατα να κάνω. Ακούστε ...Θα ήθελα να σας
ρωτήσω...Ξέρετε πως ο σεβασµιότατος έχει ευαίσθητη υγεία...Δεν
διατρέχει κίνδυνο µε αυτή την επίσκεψη; Μπορεί να κολλήσει κάτι;...Θα
ήταν καταστροφή να κολλήσει κάτι όσο είναι εδώ. Δεν θέλω ούτε να
φανταστώ τι θα σήµαινε αυτό στην κατάστασή µου.
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Μην ανησυχείτε...
ΔΟΝ ΜΑΡΤΙΝ: Δεν θα ήταν συνετό να κρατήσουµε µακριά του αυτές τις
γυναίκες; Να τις κρατήσουµε σε µια λογική απόσταση. Είµαι βέβαιος
πως αν το επιβάλετε εσείς...
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Αφού ξέρετε τι έχουµε εδώ: ψώρα, ψείρες, πνευµονία...
Δεν νοµίζω πως η Εξοχότης του θα πεθάνει αν κολλήσει καµιά ψείρα. Ο
Θεός θα τον προστατεύσει. Και εάν δεν µπορεί µόνος του, θα ζητήσει
βοήθεια από το Άγιο Ζοτάλ το ψειροκτόνο.

D33
ΔΟΝ ΜΑΡΤΙΝ: Μην γίνεστε ασεβής· διακρίνω στον τόνο σας µια
εµπάθεια προς το πρόσωπο του Επισκόπου.
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Μη µε κάνετε να µιλήσω.
ΔΟΝ ΜΑΡΤΙΝ: Όχι, µιλείστε, πείτε ό,τι θέλετε...
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Αυτά περί Ιωβηλαίου του Αγίου Περπέτουου είναι
κοροϊδία.. Κανείς δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτές τις γυναίκες, ούτε πώς ζουν,
ούτε πώς πεθαίνουν... ζουν εδώ µέσα ξεχασµένες και από το Θεό ακόµα,
µε µόνη τους παρηγοριά να σκέπτονται πως κάθε δέκα χρόνια ο Άγιος
Περπέτουος θα θυµηθεί µια απ' αυτές.
ΔΟΝ ΜΑΡΤΙΝ: Το θεωρείτε λίγο;
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Ε λοιπόν ναι, το θεωρώ λίγο· θεωρώ πως ένας
εκπρόσωπος του Θεού επί της γης θα έπρεπε να είναι πιο µεγαλόψυχος.
ΔΟΝ ΜΑΡΤΙΝ: Ξέρω πολύ καλά πού το πάτε, αλλά όχι σε µένα αυτά,
δεν θα σας επιτρέψω να χρεώσετε στην εκκλησία όλα τα δεινά µας.
Εξάλλου, αυτό δεν είναι στο χέρι µας. Ούτε στου Επισκόπου, ούτε στο
δικό µου. Δεν είναι δική του υπόθεση να χορηγεί συνεχώς χάρες σε
κρατουµένους.
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Δεν µε καταλαβαίνετε, ήθελα βοήθεια...Ήθελα να
εκµεταλλευτώ την επίσκεψη του επισκόπου για να του εκθέσω κάποια
αιτήµατα που εκείνος θα µπορούσε να διαβιβάσει στους αρµόδιους.
ΔΟΝ ΜΑΡΤΙΝ: Α όχι, όχι. Δεν πρόκειται να επιτρέψω σε κανέναν να
ενοχλήσει τον σεβασµιότατο κατά τη διάρκεια της επίσκέψεώς του. Με
κανέναν τρόπο. Αν θέλετε να του υποβάλετε κάποιο αίτηµα, ζητήστε του
ακρόαση. (Μορφασµός πόνου) Καταραµένο κρύο...
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Μην το κουράζετε αυτό το πόδι, (µε κάποια θλιµµένη
ειρωνεία) Αν χρειαστεί να κλίνετε το γόνυ στον Επίσκοπο,
χρησιµοποιήστε το άλλο. Για την εξοχότητά του, είµαι βέβαιος πως είναι
το ίδιο.
Ο Δον Μαρτίν τον κοιτάζει, χωρίς τελικά να τον καταλαβαίνει, και φεύγει,
κουτσαίνοντας ελαφρά.
ΣΚΗΝΗ ΙΧ
Η Κονσεπσιόν δε Μαρία συµβουλεύεται ένα τετράδιο και ελέγχει τις
δουλειές, µπροστά στην Θεοδοσία, η οποία ακίνητη δεν παρεµβαίνει στη
διαδικασία που φέρνει σε πέρας η ηγουµένη.
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Τα κελιά πρέπει να τα απολυµάνουµε ξανά,
ένα προς ένα, και την αποµόνωση, αν και ο επίσκοπος καλύτερα να µην
πλησιάσει προς τα κει. Η κουζίνα να αστράφτει σαν καθρέφτης. Ο
Μπραούλιο έφερε από το χωριό ποταµίσια άµµο για να καθαρίσει τους
πάγκους. Να µοσχοβολάνε όλα καθαριότητα. Τα σεντόνια του
D34
νοσοκοµείου καλά πλυµένα και σιδερωµένα, θα έρθουν να τα πάρουν
αύριο το απόγευµα. Να µυρίζει καθαρό ύφασµα, χλωρίνη, πλυµένα
πρόσωπα. Τη σόµπα δεν θα την ανάψετε, ούτε σήµερα ούτε αύριο· πρέπει
να κάνουµε οικονοµία στα ξύλα, για να µην πει η εξοχότης του πως
κρυώνουµε, θέλω την ηµέρα της επίσκεψης να περπατάµε εδώ µέσα
χωρίς να φαίνεται το χνώτο που βγαίνει από το στόµα µας. Πού πήγε η
αδελφή Λατρεία;
ΘΕΟΔΟΣΙΑ: Την τελευταία φορά που την είδα καθάριζε τη Φουενσάντα,
ξέρετε, µερικές φορές κατουριέται πάνω της και αν δεν την προσέξεις,
σκάνε τα πόδια της. Χειρότερα είναι όταν χέζεται πάνω της, περπατάει
και βρωµάει ο τόπος σκατίλα.
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: (Την κόβει) Άσε τις λεπτοµέρειες.
Η Κονσεπσιόν δε Μαρία κάνει νόηµα στην Θεοδοσία να φύγει, αλλά η
Θεοδοσία παραµένει στη θέση της.
Μπορείς να πηγαίνεις. Και µην ξεχάσεις τις δουλειές που σου έχω
αναθέσει. Κατάλαβες: θέλω να µυρίζει καθαριότητα, όπως µύριζε το
σπίτι µου όταν έρχονταν οι επισκέψεις, όπως µύριζαν οι διάδροµοι του
µοναστηριού όταν εµείς οι δόκιµες περνούσαµε τις ώρες µας γδέρνοντας
το πάτωµα...Η καθαριότητα µας φέρνει πιο κοντά στο Θεό, και διώχνει
µακριά µας τις αρρώστιες και τη µιζέρια... ΄Ωρες ώρες αναρωτιέµαι γιατί
ο Θεός, µέσα στην τόση σοφία του, έκανε εµάς τους ανθρώπους να
µυρίζουµε τόσο άσχηµα.
ΘΕΟΔΟΣΙΑ: Εσείς δεν µυρίζετε άσχηµα, ηγουµένη, εσείς µυρίζετε
πάντα σαπούνι και µερικές φορές... σαν βανίλια.
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Πάψε, πήγαινε τώρα και όπως είπαµε.
Συγκεντρώνεται στις σηµειώσεις της. Η Θεοδοσία εξακολουθεί να µένει
εκεί, τώρα κοιτάζει το πάτωµα. Η ηγουµένη σηκώνει το βλέµµα της.
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Τι έγινε; Δεν άκουσες τι σου είπα;
ΘΕΟΔΟΣΙΑ: Μητέρα...
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: (Μαντεύοντας) Τι συµβαίνει, Θεοδοσία;
ΘΕΟΔΟΣΙΑ: Μητέρα, χρειάζοµαι αυτή τη χάρη. Σας παρακαλώ, µιλήστε
για µένα στον επίσκοπο.
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Είσαι στον κατάλογο, όπως όλες· ο άγιος
επίσκοπος θα κάνει αυτό που πρέπει. Δεν είναι η πρώτη γιορτή του αγίου
Περπέτουου που περνάς εδώ. Ξέρεις πώς είναι αυτά τα πράγµατα... αν
θυµάµαι καλά, ήσουν και στον εορτασµό του Κόρπους Κρίστι στη
Βέντας, όταν εγώ ήµουν ακόµα δόκιµη. Σ’εκείνη τη γιορτή του Αγίου
Πνεύµατος δόθηκε χάρη σε δέκα κρατούµενες. Κανείς δεν ξέρει µέχρι
την τελευταία στιγµή ποια θα είναι η απόφαση του Σεβασµιότατου.

D35
ΘΕΟΔΟΣΙΑ: Στη Βέντας πήραν τη χάρη όσες είχαν λεφτά.
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Δεν σου επιτρέπω να µιλάς έτσι.
Ανυπόστατες φήµες. Ήµασταν και οι δύο εκεί και το ξέρεις πολύ καλά,
όπως το ξέρω κι εγώ, εκείνες οι δέκα γυναίκες είχαν κλέψει
µικροπράγµατα, δεν υπήρχε ανάµεσά τους καµιά...
ΘΕΟΔΟΣΙΑ:... που σκότωσε τον άντρα της, όπως εγώ.
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: (Ταραγµένη) ... Μα τι έπαθες;
ΘΕΟΔΟΣΙΑ: Θέλω αυτή τη χάρη, σκέφτηκα πως εσείς θα µπορούσατε
να µιλήσετε στον επίσκοπο για µένα. Χρόνια τώρα η διαγωγή µου είναι
υποδειγµατική, εσείς η ίδια το λέτε. Ξέρετε πως µπορείτε να µου έχετε
εµπιστοσύνη, πως είµαι πάντα έτοιµη να προσφέρω κάθε υπηρεσία.
Ξέρετε πως γι' αυτό οι άλλες δεν µε θέλουν, αλλά δεν µε νοιάζει, εγώ
είµαι πάντα εδώ για να σας βοηθάω.
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Το ξέρω, γι' αυτό εξάλλου έχεις και τόσα
προνόµια. Τρως το ίδιο φαγητό µε µας· έχεις ατοµικό κελί· έχεις δυο
κουβέρτες όταν κάνει κρύο... Δεν λέω πως δεν τα αξίζεις, αλλά από αυτό
µέχρι να σου δώσουν τη χάρη... Έχεις διαπράξει ανθρωποκτονία,
Θεοδοσία, είναι πολύ σοβαρό αδίκηµα.
ΘΕΟΔΟΣΙΑ: Ποτέ δεν µε ρωτήσατε γιατί το έκανα. Αν ξέρατε...
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Το έκανες και γι' αυτό είσαι εδώ, δεν θέλω
να µάθω τίποτε άλλο. Ο δικαστής σε έκρινε ένοχη, κι εγώ δεν είµαι σε
θέση ούτε να ξέρω περισσότερα ούτε να µάθω. Ο Θεός σου έδωσε την
ευκαιρία να µετανοήσεις...
ΘΕΟΔΟΣΙΑ: Να µετανοήσω; Με χτυπούσε, πριν ακόµα παντρευτούµε,
κι εγώ νόµιζα πως έτσι γίνεται πάντα, γιατί έτσι µου’λεγε η µάνα µου, να
κάνω υποµονή, κι ο παπα-Σεβερίνο, να κάνω υποµονή, κι οι άλλες
γυναίκες, να κάνω υποµονή, γιατί έτσι είναι πάντα...κι εγώ έκανα,
µητέρα. Έκανα υποµονή, κι ήξερα από τα βήµατά του, απ’τον ήχο της
πόρτας, από την ανάσα του, τι µε περίµενε. Όταν έπινε, γιατί έπινε, όταν
δεν έπινε, γιατί δεν έπινε...Το ίδιο ήταν, πάντα υπήρχε κάτι που δεν
έκανα σωστά. Έβγαζε τη ζώνη του, την τέντωνε κι έδινε µια στον αέρα·
εγώ έτρεµα προτού χτυπήσει την πλάτη µου το λουρί. Έφτασε να µου
καίει την πλάτη µε κάρβουνα απ’το τζάκι...
Η Θεοδοσία σηκώνει το πουκάµισο και δείχνει την πλάτη της.
ΘΕΟΔΟΣΙΑ: Πείτε µου αν πρέπει να µετανιώσω.
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Μόνο ο Θεός µπορεί να αφαιρέσει τη ζωή.
ΘΕΟΔΟΣΙΑ: Δεν εκτέλεσε ο Θεός εκείνες τις γυναίκες στη Βέντας!
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Για όνοµα του Θεού, Θεοδοσία...δεν ξέρεις
τι λες.

D36
ΘΕΟΔΟΣΙΑ: Μερικές ήταν σχεδόν παιδιά ... Τις ακούω ακόµα να
φωνάζουν και να κλαίνε όταν τις έσερναν έξω απ’τα κελιά...Τι νιώθατε
εσείς όταν ακούγατε τα πολυβόλα; Και τις χαριστικές βολές... Ο Θεός
πυροβόλησε;
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Θα προσευχηθώ για σένα, Θεοδοσία, για να
σου ξαναδώσει ο Κύριος τη γαλήνη...
ΘΕΟΔΟΣΙΑ: Κι εγώ ήµουνα σχεδόν παιδί...Πήγα στο κρεβάτι του σαν
αθώο αρνάκι...και αµέσως κατάλαβα πώς θα ήταν η ζωή µου. Ακόµα έχω
εδώ µέσα τον ήχο από εκείνο το λουρί, κάθε µέρα, κάθε µέρα...Έπειτα
έρχονταν οι νύχτες, τα χέρια του να ψάχνουν πού να ζεσταθούν, το στόµα
του να µου γεµίζει σάλια το στήθος κι εγώ ακίνητη· ναι, µητέρα, µε βίαζε
µια φορά, δυο φορές, ξανά και ξανά, έλεγε πως αν δεν µπορούσα να του
κάνω παιδιά δεν ήταν επειδή εκείνος δεν το προσπάθησε, κι αν εγώ
κουνιόµουν ή προσπαθούσα να ξεφύγω, έβγαζε πάλι το λουρί, για να µε
δέσει στο κρεβάτι...κι εγώ αναρωτιόµουν πού ήταν «αυτό»...Πού ήταν
«αυτό» που λέγανε πως νιώθανε. Αυτό που κάνει τους άντρες και τις
γυναίκες να χάνουν το µυαλό τους...πού ήταν «αυτό»;
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Φτάνει, σου είπα, Θεοδοσία. Δεν
καταλαβαίνω τι έπαθες.
ΘΕΟΔΟΣΙΑ: Έκανα, έκανα υποµονή πολλά χρόνια, έκλαιγα κρυφά, δεν
έβγαινα στο δρόµο, στο τέλος δε µίλαγα, ούτε βογκούσα, ούτε τον
κοίταζα, αλλά όλα του φαίνονταν στραβά...Μια νύχτα, γδύθηκε µπροστά
µου, κοντά στο τζάκι, µε τράβηξε κοντά του και άρχισε να µου βγάζει
βίαια τα ρούχα, έπειτα πήρε ένα κάρβουνο µε την τσιµπίδα και άρχισε να
το πλησιάζει στην κοιλιά µου...
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Φτάνει σου είπα. Σε διατάζω να φύγεις.
ΘΕΟΔΟΣΙΑ: Δεν ξέρω πώς, αλλά κατάφερα να του ξεφύγω, έτρεξα στο
τραπέζι και πήρα το µαχαίρι που έσφαζα τα κουνέλια.. Τον έσκισα από
πάνω µέχρι κάτω. Ποτάµι το αίµα...και τα µάτια του γύριζαν γύρω γύρω,
έτσι, λες και δεν καταλάβαινε τι γινόταν, λες και δεν πίστευε ότι τώρα το
κουνέλι ήταν αυτός. Δε θα σας πω τι ένιωσα, γιατί ακόµα δεν το ξέρω.
Ήταν όµως κάτι που δεν είχα νιώσει ποτέ πριν, και δεν το ένιωσα ποτέ
ξανά. Ήταν κάτι που είχα ακούσει να το λένε, µητέρα, όπως θα το’χετε
ακούσει κι εσείς, ήταν αυτό που λένε πως νιώθεις όταν...
Μητέρα...νοµίζω πως όταν τον σκότωσα...ένιωσα... «αυτό».
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Πάψε! (Δυναµικά) Φύγε από δω, Θεοδοσία.
Η Θεοδοσία αντιδρά πιάνοντας το κεφάλι της µε τα δυο της χέρια και
σωπαίνοντας.
ΘΕΟΔΟΣΙΑ: Συγγνώµη, ηγουµένη, συγγνώµη, θέλω µόνο να δω πώς
είναι ο κόσµος χωρίς αυτόν, έστω και για µια µέρα.

D37
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Πρέπει να ξερριζώσεις το µίσος από την
καρδιά σου, Θεοδοσία... Χωρίς µετάνοια, δεν υπάρχει συγγνώµη· ούτε ο
Θεός ο ίδιος δεν µπορεί να σε συγχωρέσει αν δεν µετανοήσεις. Δεν είναι
ωραίο να µιλάς έτσι...Πώς να σε υποστηρίξω, ύστερα από όσα άκουσα;
Αφού ξέρω πως νιώθεις το ίδιο µίσος...Εγώ σε εκτιµώ, Θεοδοσία. Εκτιµώ
αυτό που κάνεις. Με αυτά που άκουσα όµως....
ΘΕΟΔΟΣΙΑ: Δεν θα µε βοηθήσετε; Δεν θα µε βοηθήσετε επειδή ήµουν
ειλικρινής µαζί σας;
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Θα κάνω ό,τι µπορώ και ό,τι µου
υπαγορεύει η συνείδησή µου. Θα φροντίσω να έχεις καλή θέση στη
λίστα· γι’ αντάλλαγµα όµως...
ΘΕΟΔΟΣΙΑ: Γι’ αντάλλαγµα θα κάνω ό,τι µε διατάξετε...ό,τι µου
ζητήσετε...
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Δεν θέλω να κάνεις τίποτα...θέλω µόνο να
προσευχηθείς πολύ και να ζητήσεις από τον Θεό να σου δώσει γαλήνη
και να σε βοηθήσει να συγχωρέσεις. Πρέπει να συγχωρούµε, Θεοδοσία.
Όλοι πρέπει να συγχωρούµε.
Η Θεοδοσία κατευθύνεται προς την έξοδο.
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Μην ξεχάσεις τις δουλειές που σου
ανέθεσα. Ξέρεις, θέλω να µυρίζει καθαριότητα. Να µυρίζουν τα πάντα
καθαριότητα. Και η ψυχή σου. Η ψυχή σου να µυρίζει καθαριότητα.
Η Κονσεπσιόν δε Μαρία µένει µόνη στη σκηνή, παρακολουθώντας τη
Θεοδοσία που φεύγει, προσπαθώντας να συγκρατήσει το κλάµα της.

ΣΚΗΝΗ Χ
Στη µια πλευρά της σκηνής υπάρχουν απλωµένα σεντόνια, η Μαρί Κρους
και η Κουλή απλώνουν τα τελευταία. Στην άλλη άκρη η Φουενσάντα µε την
Μανταλένα και η Τσαρίτο µε τη Μακαρένα διπλώνουν τα στεγνά σεντόνια.
ΚΟΥΛΗ: Όχι τόσο γρήγορα, εγώ έχω ένα χέρι κι ένα απολειφάδι.
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Άσε τα παράπονα, Κουλή.
ΚΟΥΛΗ: Αν µας ακούγατε, εγώ δεν θα’µουνα τώρα εδώ, ν’ απλώνω
σεντόνια...
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Πάλι τα ίδια.
ΚΟΥΛΗ: Εσείς φταίτε που χάσαµε τον πόλεµο... Ακόµα βγάζω...
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: (σαν να το έχει πει χίλιες φορές) … σπυριά όταν βλέπω
κοµµουνιστή...Γαµώ τη µάνα σας και την ώρα που γεννηθήκατε...

D38
Η Κουλή της κάνει µια άσεµνη χειρονοµία («άντε γαµήσου»). Η Τσαρίτο
εκµεταλλεύεται τη στιγµή που πλησιάζει τη Μακαρένα για να διπλώσουν
µαζί το σεντόνι και της µιλάει κρυφά.
ΤΣΑΡΙΤΟ: Γι’αυτό τσιµουδιά, δεν θέλω να το µάθει κανείς.
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: Είχες µια φάτσα, σα χαζή, κάθε φορά που σε ρώταγε το
µάθηµα.
Η Μανταλένα µπαίνει ανάµεσά τους και υψώνει τη φωνή.
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Τσαρίτο, ο κόσµος το’χει τούµπανο κι εσύ κρυφό
καµάρι για τον δάσκαλο.
ΤΣΑΡΙΤΟ: Δεν έχω τίποτα µε το δάσκαλο.
ΦΟΥΕΝΣΑΝΤΑ: Ο Δον Εστέβαν είναι πολύ καλός.
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Του άνοιξες τα πόδια σου µόνο ή τον ερωτεύτηκες
στ’αλήθεια;
ΚΟΥΛΗ: Και µας το’κρυβες, Τσαρίτο, ε;
ΤΣΑΡΙΤΟ:Άσε µε ήσυχη, Μανταλένα... Με αγαπάει πολύ και όταν βγω
θα µε περιµένει, τι έγινε! ζηλεύεις;
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Σε αγαπάει όσο τη γυναίκα του;
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: Έλα βρε Μανταλένα, άσ’το το κοριτσάκι.
ΤΣΑΡΙΤΟ: Ποια γυναίκα;
ΚΟΥΛΗ: Η Τσαρίτο µόλις έπεσε από τον έβδοµο ουρανό.
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Δεν έπεσε, κάποιος την έσπρωξε.
ΦΟΥΕΝΣΑΝΤΑ: Ο Δον Εστέβαν είναι πολύ καλός.
ΤΣΑΡΙΤΟ: Ποια γυναίκα;, (στη Μανταλένα) λέγε ποια γυναίκα...
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Τη δική του. Μη µου πεις ότι δεν το ήξερες.
ΤΣΑΡΙΤΟ: Δεν είναι αλήθεια, εκείνος δεν µου µίλησε ποτέ για τη
γυναίκα του. Με αγαπάει.
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: Μήπως έµεινε χήρος, τώρα τελευταία, µπορεί...
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Χήρος! Αυτός είναι απ’ τους χειρότερους. Κάνει τον
τρυφερό, τον γλυκοµίλητο, σου αραδιάζει δυο ποιήµατα, είναι τόσο
µορφωµένος! Και µετά τη βγάζει έξω, όπως κάνουν όλοι.
ΤΣΑΡΙΤΟ: Πάψε. Είσαι µια οχιά, µια βρωµιάρα...µια...
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Πουτάνα; Γι’αυτό στο λέω, κορίτσι µου, γιατί είµαι
πουτάνα και τους ξέρω καλά.
ΤΣΑΡΙΤΟ: Δεν είναι αλήθεια, δεν µπορεί να’ναι αλήθεια!
Η Τσαρίτο φεύγει τρέχοντας. Οι υπόλοιπες κοιτάζονται µεταξύ τους και
συνεχίζουν να δουλεύουν.
D39
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Πόσες φορές θα τη χούφτωσε για να µάθει τα ποτάµια
της Ισπανίας.
Η Μακαρένα και η Κουλή βάζουν τα γέλια.
ΚΟΥΛΗ: Θα το κάνουµε µυθιστόρηµα: Ο δάσκαλος Πουτσαρίτο.
ΦΟΥΕΝΣΑΝΤΑ: Ο Δον Εστέβαν είναι πολύ καλός.

ΣΚΗΝΗ ΧΙ
Ο Δον Μάουρο βρίσκεται στο γραφείο του. Κάθεται και έχει το κεφάλι του
ανάµεσα στα χέρια του. Ο Λεάνδρο είναι κοντά του. Ακούγεται κλασική
µουσική.
ΛΕΑΝΔΡΟ: Η Βιολέτ δεν είναι σαν τις άλλες. Φτάνει να τη δείτε µόνο,
έχει άλλη ανατροφή. Το σώµα της είναι εύθραυστο και το µυαλό της...
είναι κοµµάτια. Σύντοµα θα καταφέρω την βγάλω από εδώ µέσα, στο
µεταξύ όµως …
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: Σας παρακαλώ, κλείστε το παράθυρο. Κάνει πολύ κρύο.
ΛΕΑΝΔΡΟ: Το παράθυρο είναι κλειστό, κύριε.
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: Μπορεί, αλλά κάνει κρύο … αυτός ο αέρας τρυπώνει
από παντού...
Ο Λεάνδρο, κάπως ταραγµένος µε το σχόλιο του Δον Μάουρο, συνεχίζει να
µιλάει.
ΛΕΑΝΔΡΟ: Σας ζητώ µόνο να βελτιώσετε λίγο τις συνθήκες ζωής της,
να τη βάλετε σε ένα κελί µε περισσότερο ήλιο, να επιτρέψετε στο γιατρό
να την επισκέπτεται όλες τις µέρες και...
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: Δεν έχω άδεια κελιά και ο γιατρός έχει πολλή δουλειά.
Πηγαίνετε, δεν βλέπετε ότι πονάει το κεφάλι µου;
ΛΕΑΝΔΡΟ: Υπάρχει ένα κελί στην ανατολική πτέρυγα, είναι άδειο.
Ο Δον Μάξιµο µπαίνει στο γραφείο.
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Αυτό το κελί έχει την ιστορία του. Πριν µερικά χρόνια
κρεµάστηκε σ’ αυτό µια κρατούµενη. Όταν οι φυλακισµένες µαθαίνουν
αυτή την ιστορία δεν θέλουν να µείνουν εκεί, λένε πως ακούγονται
κραυγές τη νύχτα. Προλήψεις.
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: Φέρατε αυτό που σας ζήτησα;
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Συγχωρήστε τον, δεν είναι σε θέση να δέχεται κανέναν.
ΛΕΑΝΔΡΟ: Δεν θέλω να σας ενοχλήσω άλλο, ελπίζω να λάβετε υπόψη
σας τα αιτήµατά µου.
Ο Λεάνδρο φεύγει, ο Δον Μάξιµο πλησιάζει τον Δον Μάουρο.

D40
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Τι σας συµβαίνει;
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: Δεν µπόρεσα να κοιµηθώ, δεν καταλαβαίνω γιατί δεν
φτιάχνουν αυτά τα παράθυρα, όλη τη νύχτα ο ίδιος θόρυβος, ο αέρας να
µαστιγώνει τις πόρτες, δεν αντέχω άλλο …
Ο Δον Μάξιµο τον ακροάζεται.
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Το πρώτο πράγµα που πρέπει να κάνετε είναι να
ηρεµήσετε, έχετε ταχυκαρδία και...
Ο Δον Μάουρο του ξεφεύγει.
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: Αφήστε τις σαχλαµάρες… Μου φέρατε τα ηρεµιστικά;
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Ναι, αφήστε µε όµως να σας εξετάσω, απ' ό,τι βλέπω
περνάτε µια κρίση …
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: Και πού ξέρετε εσείς τι περνάω και τι δεν περνάω;
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Είµαι γιατρός.
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: Κι εγώ δεν είµαι τίποτα, δεν ξέρω εγώ τι µου
συµβαίνει, δεν ξέρω εγώ ότι τρελαίνοµαι εδώ µέσα, δεν ξέρω ότι κανείς
δεν δίνει δεκάρα για ό,τι µου συµβαίνει...;
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Πάρτε βαθιά ανάσα, αργά...
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: Μη µου φέρεστε σαν να είµαι ηλίθιος. Νοµίζετε ότι
είστε καλύτερος από τους άλλους; Όποτε έρχεστε µε κοιτάζετε
αφ’υψηλού. Ο γλυκοµίλητος γιατρός, ο γιατρός που ξενυχτάει για το
καλό των ασθενών του, ο ξερόλας γιατρός...
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Δεν παίρνω στα σοβαρά τίποτε από όσα λέτε.
Βρίσκεστε στα πρόθυρα νευρικής κρίσης. Καθίστε... Προσπαθήστε να
ηρεµήσετε...
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: O υπεράνθρωπος! Νοµίζετε ότι είστε καλύτερος από
µένα, καλύτερος απ' όλους …Ε, λοιπόν δεν είστε. Ή µήπως δε θυµάστε
εκείνη τη γυναίκα; Εσπεράντζα Μαρτίν. Έτσι δεν την έλεγαν; Νοµίζετε
πως δεν το ξέρω; Διάβασα το φάκελο. Διάβασα όλους τους φακέλους
µόλις ήρθα. Είµαι συνεπής στα καθήκοντά µου. Τι νοµίζετε όλοι; Ξέρω
ότι θα µου δώσουν το Μετάλλιο του καλύτερου Διευθυντή Φυλακών,
έχουν µιλήσει ήδη στον Χενεραλίσιµο Φράνκο για µένα...τα ξέρω όλα
λοιπόν. Μη µου κάνετε κήρυγµα, γιατί τα ξέρω όλα. Εσπεράντζα Μαρτίν.
Την έλεγαν ή δεν την έλεγαν έτσι;
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Εσπεράντζα την έλεγαν. Εσπεράντζα Μαρτίν Καµπίγιο,
ήταν από το Βαγιαδολίδ. Καηµένη Εσπεράντζα, προτίµησε να διαδώσει η
αδερφή Ευσέβεια τη φήµη πως ήταν ερωµένη µου, παρά να πει την
αλήθεια. Την πρώτη φορά που την είδα, µου έκανε εντύπωση πόσο
αδύνατη ήταν και πόσο µεγάλες ήταν οι κόρες των µατιών της, είχε κάτι
µάτια µελιά, τεράστια. Μου ζήτησε µορφίνη, µου τη ζήτησε µε µια
D41
φωνούλα λεπτή σαν κλωστή, που µόλις ακουγόταν. Υπέφερε πολύ, τη
χτυπούσε αλύπητα µια σωφρονιστική υπάλληλος που είχε έρθει µε
µετάθεση, µε τις ευλογίες της αδελφής Ευσέβειας φυσικά. Πήγαινα κάθε
µέρα και την έβλεπα. Της ετοίµαζα τη δόση της και έβρισκα την
ευκαιρία, την ώρα που οι καλόγριες µαζεύονταν στην πτέρυγα τέσσερα,
να πάω στο κελί της. Μου έλεγε συνέχεια ευχαριστώ. Χαµογελούσε
αδύναµα και µου έλεγε πως όταν έβγαινε, αυτό θα σταµατούσε, πως
έπρεπε να τη βοηθήσω. Έκανα καλά, δεν έκανα; Την ηµέρα που η
αδελφή Ευσέβεια µε είδε µαζί της πήγε και είπε το παραµύθι της στην
ηγουµένη. Μου έδωσαν υποχρεωτική άδεια κι εκείνη την έβαλαν στην
αποµόνωση. Όταν γύρισα, την είχαν µεταφέρει σε άλλη φυλακή και η
υπόληψή µου... ποιος νοιάζεται γι’αυτή! Αν µε κατηγορούσαν πως της
έδινα µορφίνη θα ήταν χειρότερα.Τελικά, αν πρόκειται για βιασµό
κρατούµενης, µπορούν να κάνουν τα στραβά µάτια· το άλλο ήταν
χειρότερο, κι εκείνη το ήξερε. Δεν είπε την αλήθεια για να µη µου κάνει
µεγαλύτερο κακό. Έψαξα να τη βρω, έψαξα χρόνια, αλλά είναι σαν να
άνοιξε η γη και την κατάπιε. Εσπεράντζα Μαρτίν Καµπίγιο την έλεγαν.
Καηµένη Εσπεράντζα!
Γίνεται µια παύση. Ο Δον Μάξιµο βγάζει ένα κουτί µε χάπια και το δίνει
στον Δον Μάουρο.
Πάρτε ένα και ξαπλώστε. Θα περάσω να σας δω πάλι αύριο.
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: Γιατί δε σταµατάει αυτός ο αέρας;

ΣΚΗΝΗ ΧΙΙ
Όλες οι κρατούµενες βρίσκονται µπροστά στη σκηνή. Μιλάνε, φωνάζουν,
σηκώνονται, χαίρονται, κλαίνε. Ένα εκκωφαντικό πανδαιµόνιο κυριαρχεί
στην αίθουσα επισκέψεων. Η Θεοδοσία τις παρακολουθεί και είναι η µόνη
που αντί να κοιτάζει µπροστά, κοιτάζει τις κρατούµενες. Όλες µιλάνε
φωναχτά. Η Αουρέλια βρίσκεται κι εκείνη µπροστά, αλλά είναι σιωπηλή.
ΒΙΟΛΕΤ: Θεία µου, είστε πολύ όµορφη µε αυτό το φόρεµα και το παλτό.
ΤΣΑΡΙΤΟ: Έστειλα γράµµα στη µητέρα σου. Δε στεναχωριέµαι, αλήθεια.
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Η µικρή; Με ζητάει; Μόλις βγω από δω, θα δουλεύω σα
γαϊδούρι, θα βγάλω πολλά λεφτά και θα την πάω σ’έναν γιατρό για το
κεφάλι, που είναι στο Παρίσι. Πες της, κι ας µη σε καταλάβει, πως θα την
κάνω καλά, πως το τρελούτσικό µου θα γίνει καλά.
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: Γιατί δεν ήρθε ο Αντόνιο; Γιατί δεν ήρθε; Πες του πως
θέλω να τον δω, πως µου καίνε το στόµα ένα σωρό φιλιά και θέλω να του
τα δώσω.
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Δεν ήταν ανάγκη να έρθετε, αλήθεια, είµαι καλά.

D42
ΦΟΥΕΝΣΑΝΤΑ: Το µωρό είναι καλά, µητέρα, είναι πολύ καλά.
ΚΟΥΛΗ: Τι έχετε; Μη µου πεις «τίποτα», πατέρα, γιατί σε ξέρω.
ΠΑΚΙΤΑ: Φέλιξ, Φέλιξ, τον άλλο µήνα θα µπορώ να σου δείξω το µωρό,
κοντεύω, δεν ξέρεις τι κλοτσιές µου δίνει, νοµίζω ότι θέλει πια να βγει...
ΦΟΥΕΝΣΑΝΤΑ: Δεν το σκότωσα εγώ. Μη λες τέτοια λόγια.
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: Και τι κάνει η Κάρµεν στο σπίτι µου; Γιατί είναι στο σπίτι
µου αυτή η βρώµα;
ΚΟΥΛΗ: Τον βάλατε στη σχολή να γίνει παπάς; Τον έστειλαν τον µικρό
στους παπάδες...Αν δεν είναι αυτό, τι είναι τέλος πάντων...; Γιατί δεν µου
το είπατε πως ήταν άρρωστος;
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Δεν έχω τίποτα, αλλά δεν περίµενα ν’ακούσω κάτι
τέτοιο. Θα φύγετε όλοι;
Η Κουλή ξεσπάει σε λυγµούς. Επανέρχεται ο εκκωφαντικός θόρυβος.
ΦΟΥΕΝΣΑΝΤΑ: Είναι το µωρό µου, το µωρό µου.
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Δεν κλαίω, πατέρα, µ’ έχεις δει ποτέ να κλαίω;
ΚΟΥΛΗ: Γιατί δεν µου το είπαν;
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: Δεν µε κοιτάς στα µάτια. Μάνα, πες µου τι συµβαίνει.
Γιατί δεν ήρθε ο Αντόνιο; Μάνα, πες µου τι τρέχει, χειρότερα είναι έτσι.
Γιατί κλαις, µάνα;
ΦΟΥΕΝΣΑΝΤΑ: Πώς θα σκότωνα το παιδί µου; Δεν είµαι τρελή,
µητέρα, δεν είµαι τρελή σου λέω.
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: Να χέσω τους πεθαµένους της!! (Φιλάει τα δάχτυλά της)
Σ’αυτά εδώ τ’ορκίζοµαι, µόλις βγω από δω µέσα θα τον σκίσω!... Και
στο κρεβάτι µου, ο πούστης! Αµέσως την έχωσε στο κρεβάτι µου!
Στ’ορκίζοµαι, µάνα, φωτιά να µε κάψει αν δεν το κάνω, µόλις βγω θα τον
ξεσκίσω µε τα νύχια µου! Κι αυτόν κι εκείνη την πουτάνα την Κάρµεν,
που νοµίζει πως επειδή είναι η µεγάλη µου αδερφή µπορεί να τα
µοιράζεται µαζί µου όλα, και τον άντρα µου ακόµα!! Θα τους σκοτώσω,
µάνα...!! Θα τους σκοτώσω!!
ΦΟΥΕΝΣΑΝΤΑ: (Ανοίγοντας τη µπάλα από κουρέλια που κουβαλάει
πάντα µαζί της σαν να είναι µωρό) Δεν είναι κουρέλια, δεν είναι
κουρέλια, δεν είναι παλιοκουρέλια... είναι το µωρό µου...είναι το µωρό
µου...
Η Θεοδοσία πιάνει τη Φουενσάντα που κλαίει µε λυγµούς και την
αποµακρύνει από τη σκηνή.
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Μη µιλάς έτσι, µου θυµίζεις τον Δον Μαρτίν. Δεν κλαίω,
σταµάτα. Καλό ταξίδι να’χετε, κι όταν φτάσετε και βρείτε σπίτι να µου
γράψετε, άµα βγω κι εγώ από δω να’ρθω να σας βρω και...

D43
ΠΑΚΙΤΑ: Μ’ενα δωµάτιο θα βολευτούµε, µη σε νοιάζει, όλα θα πάνε
καλά.
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Να της δώσεις πολλά φιλιά, την αγάπη σίγουρα την
καταλαβαίνει, και να της πεις ότι ώσπου ν’ανοιγοκλείσει τα µάτια της θα
είµαι κοντά της.
ΤΣΑΡΙΤΟ: Πες στη θεία την ευχαριστώ για τα πορτοκάλια.
ΒΙΟΛΕΤ: Ευχαριστώ για τον δικηγόρο, θεία. Είναι σίγουρος πως θα µε
βγάλει γρήγορα από δω µέσα.
ΚΟΥΛΗ: Φαίνεται στα µάτια σας, πέθανε το µωρό µας...Γιατί δεν µου
είπατε τίποτα, γιατί; Πέστε µου ότι δεν πόνεσε, ότι δεν πόνεσε. Και µου
λέτε ακόµα πως υπάρχει Θεός. Υπάρχει Θεός, γιατί; Για να πάρει τον
αδερφό µου στα νιάτα του, µόλις έκλεισε τα είκοσι...Γιατί δε σκότωσαν
εµένα; Γιατί δεν έσκασε στα σπλάχνα µου ο δυναµίτης; (κοιτάζοντας τον
ουρανό) Ανάθεµά σε, Θεέ! Ανάθεµά σε! Αν ήθελες µια ψυχή, ας
σκότωνες εµένα, όχι το µωρό µου! Κάντε κάτι, πατέρα, πέστε τους να
µ’αφήσουν να βγω, θέλω να τον δω έστω και νεκρό... θέλω να τον δω.
ΣΚΗΝΗ ΧΙΙΙ
Μέσα στο σκοτάδι, ακούγεται µια κραυγή της Βιολέτ, που
επαναλαµβάνεται. Είναι µια κραυγή απελπισίας. Όταν φωτίζεται η σκηνή,
η Βιολέτ βρίσκεται µε τον Λεάνδρο, που προσπαθεί να την πλησιάσει για να
την παρηγορήσει. Εκείνη τον αποφεύγει συνέχεια.
ΒΙΟΛΕΤ: Φύγετε... αφήστε µε ήσυχη!
ΛΕΑΝΔΡΟ: Σας παρακαλώ, ηρεµήστε … σας παρακαλώ...
ΒΙΟΛΕΤ: Αφήστε µε! Εσείς φταίτε! Εξαιτίας σας έγινε!
ΛΕΑΝΔΡΟ: Όχι, δεν είναι έτσι...έπεσε πάνω στους αστυνοµικούς που
πήγαιναν να τον συλλάβουν... οπλοφορούσε. Χρειάστηκε να
πυροβολήσουν.
ΒΙΟΛΕΤ: Εσείς τους στείλατε εκεί...εσείς τον σκοτώσατε. Εγώ σας
εµπιστεύτηκα κι εσείς τον σκοτώσατε. Τον πουλήσατε...τον πουλήσατε.
Τι σας έδωσαν γι’αντάλλαγµα;
ΛΕΑΝΔΡΟ: Την ελευθερία σας. Έκανα µια συµφωνία.Να πιάσουν τον
ληστή και να πάρουν πίσω τα κλεµµένα αποσύροντας την κατηγορία
εναντίον σας. Σας εξαπάτησαν, δεν ξέρατε πως θα διέπρατταν ληστεία,
ήσασταν ένα αθώο θύµα...
ΒΙΟΛΕΤ: Δεν είναι αλήθεια! Δεν είναι αλήθεια! Τον βοήθησα!! Τον
βοήθησα!!
ΛΕΑΝΔΡΟ: Πάψτε!!
ΒΙΟΛΕΤ: Εσείς βάλατε να τον σκοτώσουν! Γιατί;

D44
ΛΕΑΝΔΡΟ: Σας είπα. Το χρέος µου ήταν να σας βγάλω από δω, και τα
κατάφερα. Σε λίγες µέρες θα είστε ελεύθερη. Θα βγείτε χωρίς εγγύηση.
ΒΙΟΛΕΤ:Δε θέλω να βγω!! Είµαι ένοχη όσο κι αυτός! Τον βοήθησα να
κλέψει τα κοσµήµατα! Εγώ τα σχεδίασα όλα! Με ακούτε;Είµαι ένοχη!!
Ο Λεάνδρο τη χαστουκίζει.
ΛΕΑΝΔΡΟ: Πάψε! Πάψε! Πάψε! Ανέλαβα την υπόθεση γιατί ήθελα να
σε βγάλω από δω. Αυτό µου ζήτησε η θεία σου.
ΒΙΟΛΕΤ: Και τι θέλεις για αντάλλαγµα; Τι σου έταξε η θεία µου;
ΛΕΑΝΔΡΟ: Τίποτα!
ΒΙΟΛΕΤ: Σου είπε ότι θα µε έκανε να πέσω στο κρεβάτι σου;
ΛΕΑΝΔΡΟ: Βιολέτ, µπορεί να έτρωγες πολλά χρόνια φυλακή. Αυτό
ήθελες; Να περάσεις εδώ τα καλύτερα χρόνια της ζωής σου; Είσαι
ελεύθερη, Βιολέτ.
ΒΙΟΛΕΤ: Φύγε!
Ο Εστέβαν και η Τσαρίτο µπαίνουν στη σκηνή την ώρα που το σκοτάδι
καλύπτει τους άλλους δύο, τον Λεάνδρο και τη Βιολέτ. Ο Εστέβαν φαίνεται
µπερδεµένος, αγχωµένος, ανήσυχος. Η Τσαρίτο δείχνει προκλητική.
ΕΣΤΕΒΑΝ: Ποιος στο είπε;
ΤΣΑΡΙΤΟ: Δεν έχει σηµασία. Πες µου, είναι αλήθεια; Είναι αλήθεια πως
είσαι παντρεµένος;
ΕΣΤΕΒΑΝ: Άσε µε να σου εξηγήσω...
ΤΣΑΡΙΤΟ: Δεν θέλω να µου εξηγήσεις τίποτα. Θέλω µόνο να µάθω αν
είναι αλήθεια. Θέλω µόνο να τ’ακούσω από το στόµα σου.
ΕΣΤΕΒΑΝ: Ναι· είναι αλήθεια.
Η Τσαρίτο διπλώνεται και αφήνει να της ξαφύγει ένα βογγητό, σαν να την
κλώτσησαν στην κοιλιά. Ο Εστέβαν την πλησιάζει.
ΕΣΤΕΒΑΝ: Τσαρίτο, δεν καταλαβαίνεις...δεν καταλαβαίνεις...δεν είναι
γάµος αληθινός...η γυναίκα µου είναι άρρωστη, ποτέ δεν κοιµόµαστε
µαζί...
ΤΣΑΡΙΤΟ: Και τα δυο παιδιά σου; Πώς γεννήθηκαν; Γκαστρώθηκε µε
τον κρίνο;
ΕΣΤΕΒΑΝ: Δεν σου επιτρέπω να µιλάς έτσι.
ΤΣΑΡΙΤΟ: Δεν µου επιτρέπεις; Ώστε δεν µου επιτρέπεις...;
ΕΣΤΕΒΑΝ: Όχι! Δεν σου επιτρέπω!
ΤΣΑΡΙΤΟ: Με κορόιδευες... γέλαγες πολύ που µε έβλεπες να
ονειρεύοµαι...

D45
ΕΣΤΕΒΑΝ: Όχι... δε σε κορόιδευα...µου αρέσεις, Τσαρίτο...µου αρέσεις
πολύ... θα ’θελα πολύ να γίνονταν στ’αλήθεια όσα ονειρευόµασταν...δεν
ήταν ψέµα...ήταν όνειρο. Όταν ήµουν µαζί σου, ήθελα να πιστεύω πως
ήταν αλήθεια...
ΤΣΑΡΙΤΟ: Ψέµατα. Ψέµατα!
Το σκοτάδι πέφτει τώρα επάνω τους. Ο Λεάνδρο και η Βιολέτ
παρουσιάζονται τώρα στη σκηνή.Ο Λεάνδρο είναι κοντά της. Ο τόνος του,
πιο συµπονετικός, έρχεται σε αντίθεση µε την απόγνωση της Βιολέτ.
ΒΙΟΛΕΤ: Δεν σε αγαπούσε. Σχεδίαζε να φύγει µε τα κλοπιµαία. Τα είχε
όλα έτοιµα..
ΒΙΟΛΕΤ: Είναι ψέµατα. Ψέµατα! Μ’αγαπούσε. Θα παντρευόµασταν.
ΛΕΑΝΔΡΟ: Η αλήθεια πονάει, Βιολέτ, σε καταλαβαίνω...Ξέρω τι θα πει
να νιώθεις προδοµένος.
ΒΙΟΛΕΤ: Σιγά µην ξέρεις! Τίποτα δεν ξέρεις.. Δεν ξέρεις πόσο
µ’αγαπούσε, πώς µε κοιτούσε όταν ήµασταν µόνοι µας, πώς µε αγκάλιαζε
όταν έφτανε η νύχτα...Δεν ξέρεις τίποτα. Πέθανε εξαιτίας µου. Θα
βασανίζοµαι σ’όλη µου τη ζωή...Φύγε επιτέλους ...
ΛΕΑΝΔΡΟ: Σε λίγες µέρες θα έρθει η διαταγή για την αποφυλάκιση. Θα
σε περιµένω εκεί έξω...Θα σε βοηθήσω...
ΒΙΟΛΕΤ: Δε θέλω να σε ξαναδώ στα µάτια µου.
ΛΕΑΝΔΡΟ: Τι έπρεπε να κάνω; Να µην τον παραδώσω στην αστυνοµία
και να σε βλέπω να σαπίζεις µέρα µε τη µέρα εδώ µέσα; Να τον βρω και
να του πω ότι δε γνώρισα ποτέ στη ζωή µου άλλη γυναίκα που ν’αγαπάει
όσο αγαπάς εσύ αυτόν; Όχι, Βιολέτ, δεν το καταλαβαίνεις. Σε
χρησιµοποίησε, δεν ήσουν τίποτα γι’αυτόν, µόνο ένα άλλοθι. Ο θάνατός
του ήταν ατύχηµα, ή ευτύχηµα, ποιος ξέρει! Δεν πρέπει να αγαπάς τόσο
πολύ κάποιον που δεν το αξίζει.
ΒΙΟΛΕΤ: Φύγε, σε παρακαλώ. Φύγε! Φύγε!!
Ο Λεάνδρο παίρνει το βαλιτσάκι του και βαδίζει προς την έξοδο,
σιωπηλός. Η Βιολέτ κλαίει µε λυγµούς.
Ακούγεται ακόµα η φωνή της Βιολέτ όταν φωτίζεται άλλη ζώνη της
σκηνής.
ΤΣΑΡΙΤΟ: Ψέµατα. Ψέµατα, ψέµατα … ψέµατα! Νοµίζεις πως είσαι ο
πρώτος που µου λέει ψέµατα; Όχι βέβαια! Μου έχουν πει πολλοί... τις
άλλες φορές όµως το ήξερα. Γι' αυτό µε πλήρωναν, για να κάνω ότι
πιστεύω τα ψέµατά τους, και να τους λέω τα δικά µου: Αλλά κανένας δεν
µου είπε τόσο όµορφα ψέµατα όσο εσύ. Πρέπει να είσαι πολύ
περήφανος: κατάφερες να κοροϊδέψεις µια πουτάνα.
ΕΣΤΕΒΑΝ: Τσαρίτο, σου ορκίζοµαι πως...
D46
ΤΣΑΡΙΤΟ: Τα έλεγες στους φίλους σου στο Καζίνο; Τους έλεγες πώς
πασπάτευες την πουτανίτσα σου στη φυλακή, όση ώρα τη δούλευες πως
θα φύγετε µαζί µακριά; Πέθαιναν στα γέλια όταν τους έλεγες για τις
πάπιες;
ΕΣΤΕΒΑΝ: Όχι … όχι, όχι, όχι, σου ορκίζοµαι πως δεν µιλούσα σε
κανέναν για σένα …Τσαρίτο, πρέπει να µε καταλάβεις …
ΤΣΑΡΙΤΟ: Τι να καταλάβω; Εγώ είµαι µια αγράµµατη πουτάνα.
ΕΣΤΕΒΑΝ: Όχι... εσύ είσαι διαφορετική … µαζί σου ένιωθα αλλιώς …
αν είχαµε γνωριστεί σε µια άλλη ζωή … µακάρι να ήταν όλα διαφορετικά
… µακάρι να µπορούσα να αφήσω τη γυναίκα µου, αλλά δεν µπορώ·
µακάρι να είχα την δύναµη να σε βγάλω από εδώ µέσα, αλλά δεν την
έχω. Μου µένει µόνο να ονειρεύοµαι, και να σε αφήνω να ονειρεύεσαι …
οι στιγµές που πέρασα εδώ µαζί σου, σχεδιάζοντας το µέλλον, ήταν...
γιατί µε κοιτάς έτσι; Γιατί γελάς;
ΤΣΑΡΙΤΟ: Γιατί πας πάλι να µε δουλέψεις... αλλά τώρα σ’έµαθα,
δασκαλάκο. Σ’έµαθα. Σε καυλώνω...είσαι σαν όλους τους άλλους...ένα
µουνάκι φρέσκο και καυτό...αυτό θέλεις, αυτό που θέλουν όλοι.
ΕΣΤΕΒΑΝ: Μη µιλάς έτσι.
ΤΣΑΡΙΤΟ: Πώς να µη µιλάω;
ΕΣΤΕΒΑΝ: Σαν πουτάνα.
ΤΣΑΡΙΤΟ: Γιατί, γλυκέ µου; Δε σου σηκώνεται; Μου φέρεσαι σαν
να’µαι πουτάνα, αλλά δε µου επιτρέπεις να φέροµαι σαν πουτάνα... Σου
αρέσουν οι φαντασιώσεις, µωρό µου; Βέβαια, έχω φάτσα καλού
κοριτσιού. Πολλοί γέροι πλήρωναν τη µαντάµα για να’ρθουν µαζί µου,
γιατί µοιάζω µε καλό κορίτσι...
ΕΣΤΕΒΑΝ: Πάψε.
ΤΣΑΡΙΤΟ: Είσαι υποκριτής. Υποκριτής, όπως όλοι.
ΕΣΤΕΒΑΝ: Βούλωσ’το!
ΤΣΑΡΙΤΟ: Το βουλώνω...το βουλώνω, κύριε δάσκαλε. Θέλεις να σου
διαβάσω το τετράδιο; Αυτό σε καύλωνε, δάσκαλε; Το πο-ντί-κι έ-φα-γε
το τυ-ρί...Ο βά-τρα-χος βγή-κε α-πό τη λί-µνη...Κο-λύ-µπα, βα-τρα-χά-κι,
κο-λύ -µπα...
ΕΣΤΕΒΑΝ: Σκάσε!!
Της κλείνει το στόµα. Η Τσαρίτο προσπαθεί να ξεφύγει. Ο Εστέβαν
βρίσκεται πίσω της και της κρατάει κλειστό το στόµα.
ΕΣΤΕΒΑΝ: Δεν καταλαβαίνεις τίποτα … δεν καταλαβαίνεις τίποτα!
Προσπαθώ να σου εξηγήσω τι ένιωθα κι εσύ µε κοροϊδεύεις... Έχεις

D47
δίκιο, δεν µπορείς να καταλάβεις! Δεν µπορείς να καταλάβεις γιατί είσαι
µια πουτάνα και τίποτα παραπάνω. Και τολµάς να µε κρίνεις!
Με το χέρι του που µένει ελεύθερο, αρχίζει να της ξεκουµπώνει νευρικά το
ρούχο. Η Τσαρίτο προσπαθεί να διαµαρτυρηθεί, αλλά εκείνος της κρατάει
το στόµα κλειστό.
ΕΣΤΕΒΑΝ: Εσύ δεν ξέρεις τι είναι να ζω µε µια γυναίκα που δεν µου
δίνει τίποτα τις νύχτες... κι ύστερα να έρχοµαι εδώ, να’µαι τόσο κοντά
σου …
Της έχει ξεκουµπώσει πια το ρούχο, της κατεβάζει το σουτιέν, της
χουφτώνει το στήθος.
ΕΣΤΕΒΑΝ: Αυτή η µυρωδιά πρόστυχης γυναίκας ...
Η Τσαρίτο κοντεύει να πάθει ασφυξία, γιατί το χέρι του, δεν της κλείνει
µόνο το στόµα, αλλά και τη µύτη. Ο Εστέβαν χώνει το χέρι του στο βρακί
της. Η Τσαρίτο προσπαθεί να ξεφύγει. Ο Εστέβαν τη σπρώχνει σ’ένα
τραπέζι, την κάνει να σκύψει προς τα εµπρός. Η Τσαρίτο βογκάει.
ΕΣΤΕΒΑΝ: Θα φωνάξεις; Λέγε, θα φωνάξεις;
Η Τσαρίτο γνέφει όχι µε το κεφάλι της. Ο Εστέβαν ελαττώνει την πίεση και
της κατεβάζει το εσώρουχο.
ΕΣΤΕΒΑΝ: Δεν ήθελα να το κάνω αυτό, Τσαρίτο...Δεν ήθελα να το
κάνω...
Έχει ήδη µπει µέσα της. Η Τσαρίτο κλαίει σιγά.
ΕΣΤΕΒΑΝ: Δεν ήθελα να το κάνω αυτό...όχι...
Ο Εστέβαν τρέµοντας πέφτει πάνω της, ενώ εκείνη µένει πεσµένη
µπρούµυτα πάνω στο τραπέζι.
Γίνεται µια παύση.
Ο Εστέβαν σηκώνεται. Η Τσαρίτο αρχίζει να φτιάχνει τα ρούχα της:
ανεβάζει το βρακί της, ντύνεται µε το βλέµµα χαµένο, σαν αυτόµατο.
Σιωπή.
Η Τσαρίτο γυρίζει προς το µέρος του. Ο Εστέβαν της γυρίζει την πλάτη.
ΕΣΤΕΒΑΝ: Αδελφή! Αδελφή!!
ΒΙΟΛΕΤ: Αδελφή! Πηγαίντε µε στο κελί µου! Αδελφή!
Σε λίγο ακούγονται τα βήµατα της αδελφής Ευσέβειας. Έπειτα, η
κλειδαριά. Μπαίνει η αδελφή Ευσέβεια. Κοιτάζει καχύποπτη και τους δύο.
Κοιτάζει τον Εστέβαν, ο οποίος αποφεύγει το βλέµµα της.
ΕΣΤΕΒΑΝ: Τελειώσαµε το µάθηµα.
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Τόσο γρήγορα;
ΕΣΤΕΒΑΝ: Ναι. (Χωρίς να γυρίσει) Αντίο, Τσαρίτο.
D48
Και φεύγει.
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: (στην Τσαρίτο) Ελπίζω να καταλαβαίνεις πόσο
τυχερή είσαι. Σκέψου τι τραβάει αυτός ο χριστιανός για να σε κάνει
άνθρωπο. Τουλάχιστον µπορείς να το εκµεταλλευθείς για να µάθεις.
Η Τσαρίτο κοιτάζει την αδελφή Ευσέβεια και κλαίγοντας γονατίζει
µπροστά της.
ΤΣΑΡΙΤΟ: Θέλω να φύγω από δω, αδελφή, θέλω να φύγω από δω!
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Αυτή η χάρη σας έχει τρελάνει όλες.
ΣΚΟΤΑΔΙ

ΣΚΗΝΗ ΧΙV
Η Τσαρίτο είναι γονατισµένη µπροστά στον Δον Μαρτίν. Εκείνος έχει µόλις
ακούσει την εξοµολόγησή της. Η Τσαρίτο κλαίει µε λυγµούς. Σιωπή. Μετά
από µια στιγµή συλλογισµού, ο ιερέας αρχίζει να µιλάει:
ΔΟΝ ΜΑΡΤΙΝ: Αυτό που µου λες, Τσαρίτο...έτσι όπως το λες, µού είναι
λίγο δύσκολο να το πιστέψω...όχι, όχι, ηρέµησε, δεν εννοώ ότι λες
ψέµµατα. Δεν πιστεύω ότι είσαι τόσο ανόητη, να τολµάς να λες ψέµατα
στην εξοµολόγηση· θα ήταν σα να’ θελες να ξεγελάσεις τον Θεό, αλλά
ξέρεις ότι τον Θεό δεν µπορούµε να τον ξεγελάσουµε. Αντιθέτως, είναι
πολύ εύκολο να ξεγελάσουµε τον εαυτό µας. Άκουσε, Τσαρίτο, τον Δον
Εστέβαν τον γνωρίζουµε όλοι, είναι υπόδειγµα ανθρώπου, υπόδειγµα
δασκάλου, υπόδειγµα συζύγου και πατέρα, υπόδειγµα ισπανού
πατριώτη... Μπορείς να ρωτήσεις όποιον θέλεις... εντάξει, το ξέρω ότι
δεν µπορείς, αν µπορούσες όµως, όλοι το ίδιο θα σου απαντούσαν... Και
µου λες τώρα ότι... Δεν τολµώ ούτε καν να επαναλάβω όσα µου είπες.
Ξανασκέψου το... είσαι βέβαιη ότι δεν υπήρξε πρόκληση εκ µέρους σου;
Όλοι ξέρουµε τι ήσουν πριν έλθεις εδώ. Ξέρουµε επίσης ότι «πρώτα
βγαίνει η ψυχή του ανθρώπου και µετά το χούι του»... Ο Δον Εστέβαν
είναι ένας άντρας νέος, γοητευτικός θα έλεγα, και οι γυναίκες σαν
εσένα... όχι, όχι, δε λέω ότι το’κανες από κακία, αλλά... από συνήθεια.
Ναι, από συνήθεια: έχετε συνηθίσει να κοιτάζετε µε έναν συγκεκριµένο
τρόπο, να κινείστε µε έναν άλλο τρόπο... το κάνετε πια χωρίς να το
καταλαβαίνετε. Και βέβαια, εκείνον δεν το προστατεύουν οι όρκοι του,
όπως εµένα. Δε λέω πως είναι καλό να αφήνεις τον πειρασµό να σε
νικάει, όχι· είναι µεγάλο αµάρτηµα εις βάρος του µυστηρίου του γάµου,
αλλά δεν µπορούµε να ρίξουµε όλη την ευθύνη σε αυτόν... Αν και τον
προειδοποίησα τον Δον Εστέβαν για τον κίνδυνο που διέτρεχε
αναλαµβάνοντας αυτά τα ιδιαίτερα µαθήµατα. Εκείνος όµως, µε το
αίσθηµα του καθήκοντος και την αγάπη που έχει για τη διδασκαλία, τα
ανέλαβε, και δες τώρα πού φτάσαµε. Έτσι τού ξεπληρώνεις το

D49
ενδιαφέρον του για σένα; Αυτό είναι το ευχαριστώ; Να τον παρασύρεις
στην αµαρτία και επιπλέον να έρχεσαι να τη λες; Τι επιδιώκεις; Ε; Τι
επιδιώκεις; Να τον εξευτελίσεις; Να καταστρέψεις το γάµο του; Να του
επιβληθεί ποινή; Όχι, Τσαρίτο, όχι... Έπρεπε να το σκεφτείς καλά προτού
τον φέρεις σε αυτή την κατάσταση... είναι πολύ εύκολο να έρχεσαι τώρα
και να κλαις, να ζητάς συγνώµη και να απαιτείς... να απαιτείς τι;
Αποκατάσταση της τιµής σου; Έλα τώρα, Τσαρίτο, αν δεν ήταν
αηδιαστική αυτή η ιστορία, θα µου ερχόταν να βάλω τα γέλια. Όχι, µη
σκεφτείς ότι δεν σε λυπάµαι, µικρή µου... Ξέρω πως, κατά βάθος, δεν
φταίς εσύ, αλλά η άθλια ζωή που έζησες. Και ο Κύριος το γνωρίζει. Και
ίσως γι' αυτό, µέσα στην πανσοφία του, σε έφερε εδώ. Στηρίξου σ’
Εκείνον και στο Έλεός του. Ήταν µια κακή πράξη, αλλά Εκείνος θα σε
συγχωρήσει. Μη µεγεθύνεις όµως το σφάλµα σου, καταστρέφοντας µια
χριστιανική οικογένεια. Αν ο Δον Εστέβαν είχε µια στιγµή αδυναµίας,
πρέπει να ζητήσει συγχώρεση από τον πνευµατικό του, αλλά σκέψου πως
ήταν και δικό σου αµάρτηµα... Μην κλαις άλλο, κόρη µου...Θα πεις τρεις
φορές το «πάτερ ηµών» και κυρίως δεν θα αναφέρεις σε κανέναν όσα
είπες σε µένα. Να θυµάσαι πως ο Θεός δεν συγχωρεί αν δεν
ακολουθήσεις το τίµηµα της µετανοίας που ορίζει ο πνευµατικός σου.
Και το δικό σου τίµηµα είναι η σιωπή. Σιωπή και προσευχή· ζήτησε από
τον Κύριο να σε κάνει τίµια γυναίκα, όχι σκεύος ηδονής για τους άντρες.
Ύπαγε εν ειρήνη, κόρη µου. Πες τώρα το Πάτερ ηµών. Αφέονταί σοι αι
αµαρτίαι...
Ο ιερέας αρχίζει να κάνει το σηµείο του σταυρού, αλλά η Τσαρίτο
σηκώνεται και αποµακρύνεται, πριν ο εξοµολόγος ολοκληρώσει την ευχή
της άφεσης αµαρτιών.Ο ιερέας την κοιτάζει που φεύγει, σαστισµένος.

ΣΚΗΝΗ ΧV
Η Μανταλένα, η Μακαρένα, η Μαρί Κρους, η Κουλή, η Βιολέτ, η Πακίτα,
η Φουενσάντα, η Τσαρίτο και η Θεοδοσία βρίσκονται στη σκηνή.Όλες
καθαρίζουν το πάτωµα εκτός από την Τσαρίτο που στέκεται σε µια µεριά
σαν χαµένη. Η Αουρέλια είναι δίπλα της και την κοιτάζει..
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: Αύριο δίνουν τη χάρη κι έχετε όλες κάτι µούτρα.
ΚΟΥΛΗ: Και τι ήθελες να’χουµε, δηλαδή...Για µένα, µακάρι να πενθούσε
όλος ο κόσµος.
ΠΑΚΙΤΑ: Τι έπαθε η Τσαρίτο;
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Πήγε να εξοµολογηθεί απόψε, ποιος ξέρει τι θα της είπε
ο Δον Μαρτίν!
ΠΑΚΙΤΑ: Αχ! Το µωρό µου είναι έτοιµο να βγει.
ΘΕΟΔΟΣΙΑ: Άστο, Πακίτα, το κάνω εγώ για σένα.
D50
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: Εσένα, Θεοδοσία, δεν ήρθε κανείς να σε δει;
ΘΕΟΔΟΣΙΑ: Δε βαριέσαι, καλύτερα, απ’ότι βλέπω οι επισκέψεις µόνο
κακές ειδήσεις έφεραν.
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: Στεναχωριέµαι όταν θυµάµαι, αυτήνής της το φυλάω,
τ’ορκίστηκα, για να δούµε, µπας και µου δώσει αύριο τη χάρη ο
επίσκοπος και τελειώσουµε µια ώρα αρχύτερα. Η Κουλή είναι χειρότερα
από µένα. Και η Μαρί Κρους, χάλια είναι.

ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Το γαλλιδάκι µας τι έχει; Ούτε µιλάει ούτε λαλάει.

ΒΙΟΛΕΤ: Αφήστε µε ήσυχη.


ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Η αστυνοµία σκότωσε τον φίλο της.
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: (κοιτάζειτ τον ουρανό) Ε! Εσύ εκεί πάνω! Έχεις κι άλλα
να στείλεις; Γιατί εδώ είµαστε όλες κοµπλέ...Να σας πω κάτι; Εγώ ξέρω
τη συνταγή για τις στεναχώριες. Όσο πιο πολύ µε παιδεύει η παλιοζωή,
τόσο πιο πολύ θέλω να τραγουδάω.
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Τότε τραγούδα, κορίτσι µου, τραγούδα ώσπου να
σκάσεις, ή να στο βουλώσει η αδελφή Ευσέβεια...
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: Ακούστε λοιπόν ένα τραγούδι, από την πιο κερατωµένη
γυναίκα του κόσµου...
Η Φουενσάντα χειροκροτεί.
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: (τραγουδάει)
Él vino en un barco, de nombre extranjero.
Lo encontré en el puerto un anochecer,
cuando el blanco faro sobre los veleros
su beso de plata dejaba caer.

Οι φυλακισµένες βολεύονται στο πάτωµα, γύρω από τη Μακαρένα. Όλες,


εκτός από την Τσαρίτο και την Αουρέλια, που συνεχίζουν να είναι µόνες
τους σε µια µεριά, απούσες. Η Μακαρένα πιάνει τη Θεοδοσία και την
υποχρεώνει να σηκωθεί. Η Θεοδοσία µπαίνει στο παιχνίδι επιφυλακτική.
Era hermoso y rubio como la cerveza,
el pecho tatuado con un corazón,
en su voz amarga, había la tristeza
doliente y cansada, del acordeón.
Η Μακαρένα γίνεται αισθησιακή µπροστά στον αυτοσχέδιο ναύτη της.
Y ante dos copas de aguardiente
sobre el manchado mostrador,

D51
él fue contándome entre dientes
la vieja historia de su amor:
Σηκώνεται η Μανταλένα. Η Μακαρένα και η Θεοδοσία κάθονται.

Mira mi brazo tatuado


con este nombre de mujer,
es el recuerdo del pasado
que nunca más ha de volver.
Η Μανταλένα υποχρεώνει τη Μαρί Κρους να σηκωθεί και αρχίζει να
χορεύει µαζί της σαν να είναι αληθινό ζευγάρι ερωτευµένων. Στο µεταξύ, η
Βιολέτ δε µπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά της και η Πακίτα αρχίζει σιγά
σιγά να νιώθει τους πόνους της γέννας.

Ella me quiso y me ha olvidado,


en cambio, yo, no la olvidé
y para siempre voy marcado
con este nombre de mujer.

Él se fue una tarde, con rumbo ignorado,


en el mismo barco que lo trajo a mí
pero entre mis labios, se dejó olvidado,
un beso de amante, que yo le pedí.
Errante lo busco por todos los puertos,
a los marineros pregunto por él,
y nadie me dice, si esta vivo o muerto
y sigo en mi duda buscándolo fiel.

Y voy sangrando lentamente


de mostrador en mostrador,
ante una copa de aguardiente
donde se ahoga mi dolor.
Escúchame marinero,
y dime que sabes de él,
era gallardo y altanero,
y era más rubio que la miel

Mira su nombre de extranjero


escrito aquí, sobre mi piel.
Si te lo encuentras marinero

D52
dile que yo, muero por él1.

Η Πακίτα διακόπτει την παράσταση.


ΠΑΚΙΤΑ: Δεν µπορώ άλλο...Έρχεται, έρχεται το µωρό µου!
ΦΟΥΕΝΣΑΝΤΑ: Πες του να µη βγει! Πες του να µη βγει!
ΠΑΚΙΤΑ: Να σκάσει η τρελή!
ΘΕΟΔΟΣΙΑ: Πάω να φωνάξω την αδελφή Ευσέβεια και τον Δον
Μάξιµο.
Μπαίνει η αδελφή Ευσέβεια.
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Δε χρειάζεται να φωνάξεις κανένα. Άκουσα τα
γέλια και ήρθα να δω τι κάνετε.
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Γεννάει, µάλλον της έσπασαν τα νερά! Πρέπει να
φωνάξουµε το Δον Μάξιµο και τη µαµή του Νοσοκοµείου.
ΠΑΚΙΤΑ: Όλο και πιο πολύ πονάω...
ΦΟΥΕΝΣΑΝΤΑ: Δε θα βγει, δε θα βγει...
ΠΑΚΙΤΑ: Να φύγει, σας παρακαλώ. Να φύγει!!
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Φωνάξτε τον γιατρό!
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Δεν προλαβαίνουµε. Μέχρι να φτάσει, θα’χει
βγει το µωρό.
ΚΟΥΛΗ: Θα γεννήσει εδώ...!
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Πηγαίντε την στην τραπεζαρία και ξαπλώστε τη
σ’ένα τραπέζι. Θεοδοσία, άντε να φέρεις ζεστό νερό και πανιά και πάρε
µαζί σου τη Φουενσάντα και την Τσαρίτο, που µου φαίνεται πως έγινε
ξαφνικά κωφάλαλη. Θέλει καµιά να βοηθήσει στη γέννα;
Η Θεοδοσία βγαίνει µε τη Φουενσάντα, την Τσαρίτο και την Αουρέλια.
ΠΑΚΙΤΑ: Δεν αντέχω άλλο … κάνετε κάτι, σας παρακαλώ … !
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Ηρέµησε, εγώ έχω ξεγεννήσει καµιά εκατοστή...
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Έρχοµαι κι εγώ …
ΒΙΟΛΕΤ: Εγώ δεν ξέρω τι να κάνω...
ΚΟΥΛΗ: Εσύ µην πας, έτσι που είσαι σίγουρα θα λιποθυµήσεις...
Πακίτα, αν είναι αγόρι, ξέρω πως θα το βγάλεις Φέλιξ, σαν τον πατέρα
του... Αλλά θα ’θελα πολύ να βάλεις και το όνοµα του αδελφού µου, σαν

1 Tatuaje (1941), στίχοι των Ραφαέλ ντε Λεόν (1908-1982) και Σάντρο Βαλέριο (1910-1966), µουσική
του Μανουέλ Κιρόγα (1899-1988). Το τραγούδι έκανε επιτυχία η Κόντσα Πικέρ (1906-1990). Η
πρώτη εκτέλεση στο διαδίκτυο, στη διεύθυνση: http://www.youtube.com/watch?v=oBuz_oaO5Dw
Νεότερη εκτέλεση µε την Άνα Μπελέν στη διεύθυνση: http://www.youtube.com/watch?
v=NJNX9MTfgxQ&feature=related

D53
δεύτερο τουλάχιστον, γιατί κάποια σχέση έχει και µε αυτόν, αφού θα
γεννηθεί τη µέρα που εκείνος πεθαίνει...
ΠΑΚΙΤΑ: Στο υπόσχοµαι, Κουλή...Αααααα!
Η Πακίτα φεύγει µε την Μανταλένα, τη Μαρί Κρους και την αδελφή
Ευσέβεια.
Η Μακαρένα και η Βιολέτ συνεχίζουν να σφουγγαρίζουν το πάτωµα.Η
Τσαρίτο είναι ακόµα στη γωνία. Η Μακαρένα µουρµουρίζει το Τατουάζ, η
Βιολέτ σκουπίζει τα δάκρυά της. Το κλάµα ενός µωρού κάνει τη Μακαρένα
να σταµατήσει και να σταυροκοπηθεί.
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: Να’το. Ήρθε κιόλας.
ΒΙΟΛΕΤ: Γεννήθηκε φυλακισµένο.
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: Γρήγορα θα βγει, η Πακίτα θα τελειώσει µάνι µάνι την
ποινή της κι έχει και το κουτσουβελάκι της. Εµένα η κοιλιά µου είναι
στέρφα...δέκα χρόνια µε τον Αντόνιο και δεν κατάφερα να του κάνω ένα
παιδί. Γι’αυτό, µόνο γι’αυτό µε παράτησε και πήγε µ’εκείνη... (κλαίει)
Η αδελφή Λατρεία µπαίνει µε το µωρό που κλαίει, τυλιγµένο σε µια
κουβέρτα. Η αδελφή Ευσέβεια την ακολουθεί. Ακούγονται οι φωνές της
Μαρί Κρους που εµφανίζεται µετά από αυτές.
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Πού πάτε το παιδί; Πού το πάτε;
Η Μαρί Κρους µπαίνει µπροστά στις καλόγριες και τους κλείνει τον δρόµο.
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Σταµάτα να χώνεσαι παντού και φύγε από τη
µέση.
Η αδελφή Ευσέβεια περνάει σπρώχνοντας τη Μαρί Κρους και υπό τα
βλέµµατα της Μακαρένα και της Βιολέτ που πλησιάζουν για να δουν το
µωρό. Η Μαρί Κρους φράζει πάλι το δρόµο στην καλόγρια.
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Την άκουσα που µίλαγε στο τηλέφωνο. Θα έρθουν να το
πάρουν.
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Πάψε να κάνεις την τρελή και κοίτα τη δουλειά
σου. Δεν αναρωτιέσαι γιατί η οικογένειά σου πάει στη Γερµανία;
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Την οικογένειά µου να µην την πιάνεις στο στόµα σου.
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Αδελφή Λατρεία, κατεβάστε το µωρό. Θα
έρθουν αµέσως να το πάρουν.
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: Πού το πάτε;
ΒΙΟΛΕΤ: Γιατί δεν το δίνετε στη µάνα του;
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Είναι καλύτερα για το παιδί. Θα ανατραφεί σε
µια ηθική οικογένεια..

D54
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Το παιδί δε θα πάει πουθενά. (Στη Μακαρένα και τη
Βιολέτ) Μην την αφήσετε να φύγει.
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Κάνε στην άκρη!
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Όχι. Δεν κάνω στην άκρη. Δώστε το µωρό στη µάνα του.
Δώσ’της το, σκρόφα!
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Δε µου λες, ποια είσαι εσύ που µου µιλάς έτσι;
Μια πουτάνα κοµουνίστρια! Μια γέννα του Σατανά! Τώρα σ’έπιασε ο
πόνος για τα µωρά και τις µανάδες τους; Εσύ ήθελες να τα καταστρέψεις
όλα: την οικογένεια, την Εκκλησία, όλα. Μακάρι να σε είχαν εκτελέσει
µαζί µε τους συντρόφους σου... τουλάχιστον οι δικοί σου θα µπορούσαν
να σε κλαίνε... τώρα όµως, τι κάνουν, ε; Αναγκάζονται να φύγουν, δεν
µπορούν να µείνουν άλλο εδώ, γιατί τα έχασαν όλα εξαιτίας σου...Ναι,
καλύτερα θα’ταν για κείνους να σε εκτελούσαν... Τους είπες ότι σε
άφησαν ελεύθερη; Ξέρουν οι δικοί σου και οι σύντροφοί σου τι έκανες
για να σώσεις τη ζωούλα σου;
Η Μαρί Κρους ρίχνεται πάνω στην καλόγρια και την χτυπάει δυνατά. Η
Βιολέτ προσπαθεί να τις χωρίσει. Η Μαρί Κρους συνεχίζει να τη χτυπάει.
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Πάψε...! Πάψε...!

ΣΚΗΝΗ XVI
Μέσα στο σκοτάδι ακούγεται ένα παράπονο σιγανό, επαναλαµβανόµενο.
Όταν φωτίζεται η σκηνή, βλέπουµε την αδερφή Λατρεία να περιποιείται τα
τραύµατα που έχει στο πρόσωπο η αδελφή Ευσέβεια, η οποία
διαµαρτύρεται:
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Ααα! Για όνοµα του Θεού, αδελφή, πρόσεχε
λιγάκι!
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Συγγνώµη, αδελφή, προσέχω όσο µπορώ...
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Και σκυλί να γιατροπόρευες, πιο πολύ θα
πρόσεχες...Αααα!
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: (Κλαίγοντας σχεδόν) Με συγχωρείτε, αδελφή... δεν
το κάνω επίτηδες...
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Αυτό θέλω να πιστεύω.
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Για τον Θεό, αδελφή, πώς µπορείτε να σκέφτεστε
έτσι;
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Χαίρεσαι, ε;
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Τι λέτε;
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Εµπρός, µίλα καθαρά. Άσε να πέσει λίγο αυτή η
µάσκα της αγίας που φοράς όλη µέρα.
D55
Η αδελφή Λατρεία αρχίζει να µουρµουρίζει µια προσευχή.
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Τι µουρµουρίζεις;
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Προσεύχοµαι, αδελφή. Προσεύχοµαι για σας.
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Προσεύχεσαι για µένα...Θεωρείς τον εαυτό σου
καλύτερο από µένα, ε; Νοµίζεις ότι είσαι καλύτερη από µένα.
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Ο Θεός να µε ελεήσει, αδελφή, προσεύχοµαι για
σας γιατί πιστεύω ότι χρειάζεστε βοήθεια για να περάσετε αυτή τη
δοκιµασία..
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Υποκριτριούλα, µε το ζόρι κρύβεις τη χαρά σου
για το πάθηµά µου...
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Δεν καταλαβαίνω γιατί το λέτε αυτό. Θέλετε να µε
βασανίσετε;
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Α! Να σε πάρει η ευχή! Η µόνη που βασανίζει
εδώ µέσα κάποιον είσαι εσύ.
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: (κλαψουρίζει) Σταµατήστε πια, αδελφή, σας
παρακαλώ. Αν θέλετε να σας φροντίσει κάποια άλλη, εγώ...
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Ώστε έτσι λοιπόν. Εγώ κόντεψα να πεθάνω στα
χέρια αυτής της λάµιας κι εσύ κλαψουρίζεις... Δεν ντρέπεσαι;
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Συγγνώµη...
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Άσε τώρα τις συγγνώµες και κοίτα εδώ. Πώς
είναι;
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Ποιο;
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Το πρόσωπό µου. Τα χάλια µου θα’χω.
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Κλείστε τα µάτια, θα σας καθαρίσω την πληγή στο
βλέφαρο.
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Ελπίζω αυτή η µέγαιρα να περάσει πολλές µέρες
στην αποµόνωση... τελικά βγήκε ο διάολος που είχε µέσα της.
Δυσκολεύτηκε, αλλά τελικά τον άφησε να βγει.
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Δεν την είχα ικανή για κάτι τέτοιο. Πάντα ήταν µια
γυναίκα ισορροπηµένη... φαινόταν καλός άνθρωπος.
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Καλός άνθρωπος...δεν ξέρεις ότι βρίσκεται εδώ
γιατί είναι κοµουνίστρια; Δεν σου είπε ποτέ κανείς τι είναι ο
κοµµουνισµός; Ε λοιπόν είναι αρρώστια. Βαριά αρρώστια. Και αυτό δεν
το λέω εγώ, το λέει η επιστήµη. Εσύ βέβαια δεν έχεις ιδέα, αλλά υπάρχει
ένας πολύ σπουδαίος γιατρός...ένας ψυχίατρος, που το έχει αποδείξει. Ο
δόκτωρ Βαγιέχο Νάχερα. Αυτός το απέδειξε: Ο µαρξισµός είναι
αρρώστια. Αναπηρία. Και προσβάλλει πολύ τις γυναίκες, έχουν µεγάλη
ευαισθησία Ακούς εκεί «καλός άνθρωπος»...Κακοµοίρα µου. Θα µάθεις
D56
όµως...τώρα θα µάθεις. Ήµουν κι εγώ κάποτε σαν εσένα...κι εγώ ήµουν
σαν εσένα...
Η αδελφή Λατρεία σωπαίνει.
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Δε λες τίποτα; Τι σκέφτεσαι;
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Σκέφτοµαι αυτή την καηµένη...πώς έκλαιγε όταν...
όταν της πήρατε το παιδί της.
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Το’πε. Επιτέλους το’πε. Αυτό µου φύλαγες, ε;
Φυσικά έκλαιγε. Όλα τα θηλυκά κλαίνε όταν τους παίρνουν τα µωρά
τους. Και τα πρόβατα κλαίνε όταν τους παίρνουν τ’αρνάκια, και λοιπόν;
Κλαίει γιατί πρέπει να κλάψει, γιατί δεν είναι αναίσθητη...και βέβαια
κλαίει. Αυτό όµως δε σηµαίνει ότι δεν είναι καλύτερα έτσι. Τι µέλλον θα
έχει αυτό το παιδί, αν το µεγαλώσει αυτή η γυναίκα; Ο Φέλιξ της, ο
έρωτας της ζωής της, θα την παρατήσει πριν αλέκτωρ λαλήσαι, ο άντρας
της όµως θα την περιµένει για να τη µαζέψει και να την πάει πίσω στο
σπίτι τους, που δεν έπρεπε ποτέ να το αφήσει...Νοµίζεις ότι µε το παιδί
θα τη δεχτεί; Έπειτα, δεν µπορούµε να πάµε κόντρα στους νόµους, η
Πακίτα είναι ακόµα παντρεµένη και ο άντρας της συµφώνησε να
δώσουµε το παιδί για υιοθεσία, µόλις γεννηθεί...Άααα! (Της αρπάζει µε
δύναµη το χέρι.) Αυτή τη φορά το έκανες επίτηδες. Το κατάλαβα, το
έκανες επίτηδες!
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Όχι, αδελφή, αλήθεια σας λέω...Αφήστε µε!
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Αρχίζω να σε µαθαίνω...µη νοµίζεις πως θα µε
ξεγελάσεις...αρχίζω να σε µαθαίνω...(Της αφήνει το χέρι.)
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Για το Θεό, αδελφή, µη µιλάτε έτσι...µη µιλάτε
έτσι. Σας ορκίζοµαι, πως...
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Δεν ξέρεις ότι είναι αµαρτία να ορκίζεσαι;
Η αδελφή Λατρεία ξεσπάει και πετάει τη λεκάνη που µέσα µούσκευε τις
γάζες.
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Τότε σας δίνω τον λόγο µου πως κάνω ό,τι
καλύτερο µπορώ! Ό,τι καλύτερο µπορώ! Ό,τι καλύτερο µπορώ!!
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Μη µου µιλάς έτσι, αδελφή.
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Αφήστε µε! Δεν έχετε καρδιά, ακόµα έχω στ’αυτιά
µου το κλάµα του µωρού και την πονεµένη κραυγή της Πακίτα...
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Δεν έχεις ιδέα για τη ζωή, αδελφή... θα
αναγκαστείς να τα µάθεις όλα µαζί. Κι εγώ έκλαψα την ηµέρα που είδα
ένα κοριτσάκι µε γαλανά µάτια να πεθαίνει στην αγκαλιά της µάνας του
από φυµατίωση...Αυτό έπρεπε να θέλω για το παιδί της Πακίτα, αδελφή;
Άφησε το παιδί να ζήσει µια ζωή που η µάνα του δεν θα µπορούσε ποτέ

D57
να του δώσει. Ή τουλάχιστον άφησέ το απλώς να ζήσει και να µην
πεθάνει από το κρύο τον άλλο χειµώνα στη διπλανή πτέρυγα.
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Τα πράγµατα µπορεί να είναι και αλλιώς. Ο Κύριος
θα φωτίσει τον δρόµο µας...
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Ναι, µπορούν βέβαια να είναι κι αλλιώς,
µπορούν πάντα να είναι χειρότερα. Ψάξε κάτω απ’το κρεβάτι µου, έχει
σοκολάτες και µπισκότα. Πάρ’τα. Νοµίζεις πως δεν βλέπω ότι µοιράζεις
όλο το φαΐ σου στη Φουενσάντα και την Πακίτα; Γρήγορα, πάρ’τα πριν
το µετανιώσω.
Η αδελφή Λατρεία πηγαίνει στο κρεβάτι και ψάχνει βιαστικά τις σοκολάτες
και τα µπισκότα, υπό το βλέµµα της αδελφής Ευσέβειας. Το φως χαµηλώνει
σιγά σιγά ώσπου γίνεται
ΣΚΟΤΑΔΙ
ΣΚΗΝΗ XVII
Στο κελί της αποµόνωσης. Η Κονσεπσιόν δε Μαρία µε την Μαρί Κρους. Η
τελευταία έχει στο πρόσωπο σηµάδια από κτυπήµατα.
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Τι σ’έπιασε; Δεν είναι η πρώτη φορά που
είσαι αρχηγός σε µια χαµένη υπόθεση, αλλά από αυτό, µέχρι το να
χτυπήσεις την αδελφή Ευσέβεια έτσι όπως τη χτύπησες...
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: (Πιάνοντας το πρόσωπό της) Κι αυτή, δεν πήγε πίσω. Τη
διευκόλυνα, από καιρό ήθελε να το κάνει. Κοιτάξτε, µου έσπασε ένα
δόντι. Ακούστε, ηγουµένη, γνωριζόµαστε πολύ καιρό, αν έρχεστε για να
σας δείξω ότι µετάνιωσα, καλύτερα να πάτε από κει πού ήρθατε, γιατί θα
σας το πω καθαρά: δεν µετανιώνω. Η αδελφή Ευσέβεια είναι το
χειρότερο πλάσµα που υπάρχει πάνω στη γη. Μετά από κάποια άλλα που
ξέρω, βέβαια. Θέλετε να σας τα πω; Πρώτα και καλύτερα όσα είναι στο
συνάφι σας. Και δε µε νοιάζει αν µε ακούσει κανείς. Δε µε νοιάζει ό,τι
και να γίνει.
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Φτάνει πια, Μαρί Κρους. Δεν έχει νόηµα.
Εδώ δεν σε ακούει κανείς, κι εγώ δεν πρόκειται να το πω σε κανέναν.
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Το ξέρω. Δεν έχετε φάτσα σπιούνου, κι ας είστε
καλόγρια. Από καιρό ήθελα να σας ρωτήσω. Φαίνεστε γυναίκα έξυπνη
και αξιοπρεπής. Τι σας έκανε να φορέσετε αυτό το ράσο; Ποιος σας
ξεγέλασε;
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Μα τι µίσος είναι αυτό, Μαρί Κρους; Γιατί
τέτοιο µίσος για τη θρησκεία;
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Γιατί αυτό το µίσος; Μη µε αναγκάζετε να µιλήσω,
µητέρα, γιατί εσείς θα ’πρεπε να το ξέρετε καλύτερα από όλους. Μου
είπαν ότι ήσασταν στη φυλακή της Βέντας όταν τέλειωσε ο πόλεµος.

D58
Ήταν πολλές γυναίκες και παιδιά εκεί. Και πέθαναν µόνο και µόνο
επειδή ήταν γυναίκες ή παιδιά κοµµουνιστών... Πόσοι, µητέρα; Πόσες
γυναίκες; Πόσα παιδιά;
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Έγιναν τροµερά πράγµατα εκεί, το ξέρω,
αλλά...
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Όχι, µητέρα, δεν έγιναν από µόνα τους. Κάποιος τα
έκανε. Άνθρωποι µε ονόµατα και επώνυµα· µε στολές και µε ράσα.
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Μήπως και οι σύντροφοί σου δεν διέπραξαν
αγριότητες; Θέλεις να σου πω τι έπαθαν οι αδελφές µου σε τόσα
µοναστήρια;
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Και νοµίζετε ότι εγώ τα εγκρίνω αυτά, µητέρα; Πόλεµος
ήταν, υπήρχε πολλή οργή, πολύς θυµός, πολλοί ανοιχτοί λογαρισµοί από
αιώνες...
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Ωραία δικαιολογία...γιατί να µην τη
χρησιµοποιήσω κι εγώ τότε;
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Γιατί δεν θα ήταν αλήθεια, µητέρα. Εγώ δε µιλάω
γι’αυτό που έγινε στον πόλεµο, µιλάω γι’αυτό που έγινε µετά. Για τους
χιλιάδες συντρόφους που δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ, που εκτελέστηκαν ή
τους άφησαν να πεθάνουν στις φυλακές...κι εσείς συνεργαστήκατε.
Γι’αυτό τέτοιο µίσος, µητέρα. Εσείς είστε καλός άνθρωπος, είµαι βέβαιη,
πώς µπορούσατε όµως να τα βλέπετε όλα αυτά και να φοράτε ακόµα το
ράσο; Πώς είναι δυνατόν να σωπαίνετε µπροστά σε τέτοιες καταστάσεις;
Υποτίθεται πως η αποστολή σας είναι να κάνετε το καλό...
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Το καλό...όλοι θέλαµε να κάνουµε το
καλό...ακόµα κι εσείς, και ορίστε. Το καλό...πού είναι το καλό; Τι είναι το
καλό;
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Και το κακό; Τι είναι το κακό;
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Το έχω σκεφτεί πολύ. Νοµίζω πως
υπάρχουν πολλά είδη κακού· το χειρότερο όµως είναι αυτό που γίνεται
στο όνοµα του καλού. Πιστεύω πως ο µεγαλύτερος θρίαµβος του σατανά
συντελείται όταν κάποιος νοµίζει πως ξέρει τι είναι το απόλυτο καλό και
αρχίζει να αγωνίζεται για να το επιβάλει. Δεν έχει σηµασία για ποια ιδέα
πρόκειται, γιατί τελικά το κακό την εξουσιάζει. Κάποια µέρα πρέπει όλοι
µας να ζητήσουµε συγγνώµη για πολλά πράγµατα. Μου φαίνεται ότι
µίλησα πολύ.
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Πιστεύετε στον Θεό, µητέρα;
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Μα τι ερώτηση είναι αυτή;
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Απαντήστε µου ειλικρινά. Εδώ δε µας ακούει κανείς.
Πιστεύετε στον Θεό πάντα, χωρίς να έχετε καµιά αµφιβολία;

D59
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Μόνο µια αγνή ψυχή σαν την αδελφή
Λατρεία µπορεί να ζει χωρίς αµφιβολίες. Αλλά γι’αυτό υπάρχει η αρετή
της πίστης. Για να πιστεύεις παρά τις αµφιβολίες. Για να πιστεύεις πέρα
από τις αµφιβολίες· ακόµα και πέρα από τις εµφανείς ενδείξεις. Ακόµα
και πάνω από αυτή την αίσθηση κενού που νιώθει κανείς µερικές φορές,
όταν γονατίζει κι αρχίζει να προσεύχεται και...ο Θεός να µε συγχωρέσει,
δεν έπρεπε να µιλήσω έτσι.
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Μην ανησυχείτε, µητέρα, ούτε εγώ είµαι σπιούνα.
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Λυπάµαι που πρέπει να µιλάµε εδώ µέσα.
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Εδώ έπρεπε να γίνει. Γιατί αυτή η τρύπα είναι έξω από
τον κόσµο. Μέσα στον κόσµο, εσείς κι εγώ είµαστε εχθροί. Εδώ, είµαστε
δυο γυναίκες µόνες µέσα στην παγωνιά και το σκοτάδι, δεν πρόκειται να
µας ακούσει κανείς, εσείς το είπατε πριν. Αυτοί οι τοίχοι είναι φτιαγµένοι
ακριβώς γι’αυτό: για να µην ακούγονται οι κραυγές, έτσι; Πόσα θα έχουν
συµβεί εδώ κάτω...
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Θα κάνω ό,τι µπορώ για να σε βγάλουν από
δω το δρηγορότερο δυνατόν.
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Σας πληροφορώ ότι δεν πεθαίνω από τη λαχτάρα µου να
δω τον Επίσκοπο.
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Θα προσευχηθώ για σένα.
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Σας ευχαριστώ. Καλό είναι να έχει κανείς παντού φίλους.
Ακόµα και στην κόλαση· ίσως εκεί να µπορώ να πω κι εγώ µια καλή
κουβέντα για σας...
Η καλόγρια κουνάει το κεφάλι µαλώνοντάς την και πάει να φύγει.
Μητέρα!
Η Κονσεπσιόν δε Μαρία γυρίζει.
Ξαναδώστε στην Πακίτα το παιδί της.
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Μαρί Κρους, αυτό το παιδί είναι ο καρπός
µιας µοιχείας.
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Είναι ο καρπός µιας αγάπης. Εσείς, βέβαια, τι να ξέρετε
απ’αυτά... Αγαπήσατε κανέναν άντρα, µητέρα; Σας αγκάλιασαν ποτέ
τόσο σφιχτά που να σας κοπεί η ανάσα;
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Η αγάπη δεν είναι µόνο αυτό.
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ:Όχι, δεν είναι µόνο αυτό. Είναι όµως και αυτό.
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Δεν φαντάζοµαι να θέλεις τώρα να
συζητήσουµε τι είναι αγάπη και τι δεν είναι.
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Δώστε της πίσω το παιδί.
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Δεν είναι στο χέρι µου. (Βγαίνει)
D60
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Ανάθεµά σας! Ανάθεµα σ’όλους σας!! Ανάθεµα σ’όλους
σας!!!
Στο γραφείο του, ο Δον Μάουρο κλείνει τ’αυτιά του, λες και φτάνουν µέχρι
εκεί οι φωνές της Μαρί Κρους, ανακατεµένες µε το σφύριγµα του ανέµου
που δυναµώνει. Από το ραδιόφωνο ακούγεται η άρια µιας όπερας. Ο Δον
Μάουρο δυναµώνει την ένταση του ραδιοφώνου, αλλά ο ήχος του αέρα
δυναµώνει και αυτός.
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: Σταµάτα πια! Σταµάτα!
Αρχίζει να ακούγεται ο ύµνος της επόµενης σκηνής: Cantemos al amor de
los amores.

ΣΚΗΝΗ XVIII

Όλες οι κρατούµενες τραγουδάνε Cantemos al amor de los amores, η


Μαρί Κρους µε σηµάδια στο πρόσωπο, η Κουλή κάνοντας µεγάλη
φασαρία, η Πακίτα, δεν µπορεί σχεδόν να σταθεί στα πόδια της, µετά την
πρόσφατη γέννα, η Θεοδοσία, µε το αδυσώπητο βλέµµα της, η
Φουενσάντα, που τραγουδάει µε αφοσίωση, η Μακαρένα, όλο ελπίδα και
χαρά για την άφιξη του Επισκόπου, η Αουρέλια, διακριτική όπως πάντα, η
Μανταλένα, στην πρώτη σειρά, µε τεράστιο ντεκολτέ, η Τσαρίτο, στην
τελευταία σειρά µε το βλέµµα χαµένο και η Βιολέτ, υποµένοντας µε
αξιοπρέπεια τον πόνο της.
Όλες τραγουδάνε υπό τη διεύθυνση της ηγουµένης. Η αδελφή Ευσέβεια
πηγαίνει κοντά της.
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Λένε πως έκανε πολύ κρύο απόψε και η
λεωφόρος έχει παγώσει … Η συνοδεία σταµάτησε στη Βιλανουέβα,
τηλεφώνησαν από κει στον Δον Μαρτίν. Θα ζητήσουν από το δήµαρχο
µας να ρίξει µερικά σακιά µε αλάτι, και να δούµε αν καταφέρουν να
διαλύσουν τον πάγο.
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Ο Θεός να βάλει το χέρι του! Τι τροµερή
νύχτα. Και η αυλή µας, πάγωσε. Κατέβα στην κουζίνα και πες τους να
ρίξουν αλάτι. Μήπως φτάσει τελικά µέχρι εδώ η Εξοχότης του και σπάσει
το κεφάλι του στο φτωχικό µας. Και πηγαίνοντας, τηλεφώνησε στον Δον
Εστέβαν, γιατί έπρεπε ήδη να είναι εδώ.
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Ο Δον Εστέβαν δεν θα έρθει σήµερα. Μου
τηλεφώνησε για να ζητήσει συγγνώµη, η γυναίκα του χειροτέρεψε και
χρειάστηκε να τη βάλουν στο νοσοκοµείο χτες το βράδυ.
Η αδελφή Ευσέβεια βγαίνει, η ηγουµένη απευθύνεται στη χορωδία.

D61
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Ησυχία, ησυχία. Πηγαίνετε η καθεµιά στη
θέση της, ο σεβασµιότατος µπορεί να αργήσει λίγο ακόµα.
Όλες οι κρατούµενες υπακούουν, βρίσκουν η καθεµιά τη θέση της και
κάθονται. Η αδελφή Λατρεία έρχεται τρέχοντας.
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Μητέρα, δεν βρίσκω τον Δον Μάουρο. Πήγα στο
σπίτι του, αλλά δεν ήταν κανείς. Έπειτα ξαναχτύπησα την πόρτα του
γραφείου και στο τέλος αποφάσισα να µπω, όπως µου είχατε πει, αλλά
τίποτα. Βρήκα αυτό πάνω στο τραπέζι του.
Η αδελφή Λατρεία δίνει στην ηγουµένη έναν φάκελο.
Γράφει πως είναι «για την Αουρόρα».
Η ηγουµένη παίρνει έκπληκτη το φάκελο.
Εσείς ξέρετε ποια είναι αυτή η Αουρόρα; Δεν ξέρω αν έπρεπε να τον
πάρω, µητέρα, αλλά ανησυχώ και εγώ πολύ για τον κ. διευθυντή.
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Μην ανησυχείτε, αδελφή, θα αναλάβω εγώ
να του επιστρέψω αυτό το γράµµα, µόλις εµφανιστεί. (Κοιτάζοντας τις
κρατούµενες.) Μείνετε µαζί τους, θα πάω να δω µήπως ο Δον Μαρτίν
ξέρει κάτι περισσότερο σχετικά µε τον σεβασµιότατο. (Βγαίνει.)
Η Πακίτα προχωράει µπροστά.
ΠΑΚΙΤΑ: Αδελφή, τι έγινε το παιδί µου; Πού είναι το παιδί µου;
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Καλά θα είναι. Σίγουρα θα είναι πολύ καλά. Όταν
βγεις από εδώ θα µπορέσεις να το δεις, σίγουρα θα σε αφήσουν να το
δεις.
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Μη της λέτε ψέµατα, αδελφή, αφού όλοι ξέρουµε πως ο
άντρας της υπέγραψε για να της το πάρουν.
ΠΑΚΙΤΑ: Είναι αλήθεια, αδελφή;
Η αδελφή Λατρεία γνέφει ντροπαλά «ναι».
Το κάθαρµα, φωτιά να πέσει να τον κάψει. Ανάθεµα την ώρα που τον
παντρεύτηκα. Να έρθει ο επίσκοπος, να µου ανοίξουν τις πόρτες αυτού
του τάφου, θέλω να βγω από δω µέσα, να βρω το µωρό µου.
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Ήσυχα, Πακίτα, ήσυχα. Μπορεί ο Θεός να
σ’ακούει και...
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: Άµα δώσει τη χάρη στην Πακίτα, χαλάλι, αλλά αν δεν
είναι γι’αυτήν, ας είναι για µένα, γιατί έχω κι εγώ σοβαρό λόγο να βγω...
ΘΕΟΔΟΣΙΑ: Άµα σφάξεις τον άντρα σου, σε δυο µέρες πάλι εδώ θα’σαι.
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: Το ίδιο µου κάνει, ας τον σκίσω εγώ στα δυο και µετά ας
µου κάνουν ό,τι θέλουν. Ο άντρας που θα κοροϊδέψει τη Μακαρένα δε
γεννήθηκε ακόµα.

D62
ΚΟΥΛΗ: Αδελφή … αδελφή, ας µου πει κάποιος τι πρέπει να κάνω …
άµα θέλετε τραγουδάω, και χορεύω ακόµα όταν έρθει ο επίσκοπος, αλλά
να µ’αφήσετε να βγω σήµερα, µόνο σήµερα, και θα γυρίσω, δεν είναι
ανάγκη να µου βάλετε χειροπέδες, θέλω µόνο να τον δω, θέλω να δω το
προσωπάκι του πριν το σκεπάσει το χώµα... Αδελφή, ας µου πει κάποιος
τι πρέπει να κάνω …
ΒΙΟΛΕΤ: Γιατί δεν µπορεί να βγει για την κηδεία του αδερφού της; Μου
φαίνεται ότι χαίρεστε όλες µε τον πόνο µας.
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Πάψε, φραντσέζα. Τη χάρη θα τη δώσει ο κ. επίσκοπος
όπου θέλει αυτός, όλες εδώ µέσα την αξίζουµε. Τη Φουενσάντα πρέπει
να τη βγάλουν γιατί είναι τρελή, την Τσαρίτο γιατί είναι αθώα, τη
Θεοδοσία γιατί τους γλύτωσε από ένα έξοδο...
Εµφανίζεται ο Δον Μαρτίν, µαζί µε την ηγουµένη, φαίνεται σαστισµένος.
ΔΟΝ ΜΑΡΤΙΝ: Ο πάγος. Ήταν ανάγκη να πέσει απόψε ο πάγος. Τα
στοιχεία της φύσης σαµποτάρουν την εκκλησία. Τόση δουλειά για το
τίποτα.
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Μην κάνετε έτσι, δεν φταίει κανείς.
Σηµασία έχει πως η εξοχότης του θέλησε να τηρήσει την παράδοση και
µια από τις κρατούµενες µας θα λάβει τη χάρη. (Στις κρατούµενες.)
Σηκωθείτε.
Οι κρατούµενες υπακούουν. Η ηγουµένη δίνει τη θέση της στον Δον
Μαρτίν. Η αδελφή Λατρεία πηγαίνει δίπλα της.
ΔΟΝ ΜΑΡΤΙΝ: Ο σεβασµιότατος αποφάσισε να µαταιώσει την
επίσκεψή του.
ΚΟΥΛΗ: Να πα’ να πνιγεί!
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: Θα τον έπιασε τρέµουλο την τελευταία στιγµή.
ΘΕΟΔΟΣΙΑ: Άµα δεν έρθει, τι θα γίνει µε τη χάρη;
ΔΟΝ ΜΑΡΤΙΝ: Κάντε λίγη ησυχία. Ο σεβασµιότατος αποφάσισε να
µαταιώσει την επίσκεψή του λόγω του πάγου που υπάρχει στη λεωφόρο,
στις στροφές του Αλκαθάν. Έκανε πολύ κρύο τη νύχτα, υπερβολικό κρύο
για αυτή την εποχή του χρόνου.
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Θα ‘ρθει όµως άλλη φορά να δώσει τη χάρη; Γιατί
είχαµε ακονίσει όλες τα δόντια µας, και τώρα θα αρχίσουµε να τρώµε η
µια την άλλη.
ΔΟΝ ΜΑΡΤΙΝ: Ο επίσκοπος υπήρξε φιλεύσπλαχνος. Η µητέρα
Κονσεπσιόν δε Μαρία απέστειλε στην επισκοπική έδρα λεπτοµερείς
πληροφορίες για κάθε µια από σας. Έπειτα από πολλούς δισταγµούς, η
αγιότης του είχε τη λεπτότητα να εκφράσει την ετυµηγορία του από
τηλεφώνου.

D63
Μιλάνε όλες µαζί.
ΠΑΚΙΤΑ: Ποια είναι, πάτερ;
ΘΕΟΔΟΣΙΑ: Δεν ξέρω αν θέλω να το ακούσω...
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: Παναγιά µου Μακαρένα, έχω ένα προαίσθηµα...Μήπως
είµαι εγώ, πάτερ;
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Πέστε το, επιτέλους, µην τις βασανίζετε άλλο.
Η αδελφή Ευσέβεια καταφθάνει βιαστική.
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Όλα έτοιµα στην τραπεζαρία, η σοκολάτα, τα
µπισκότα... τι συµβαίνει;
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Ο επίσκοπος δεν θα έρθει.
ΔΟΝ ΜΑΡΤΙΝ: (Με την ησυχία του και διασκεδάζοντας µε την αγωνιώδη
αναµονή) Η αγιότης του, µετά από ευσυνείδητη εξέταση των εγγράφων
που του δόθηκαν καθώς επίσης και µετά από βαθύτατο συλλογισµό,
αποφάσισε να προτείνει για την απονοµή χάριτος την ...κυρία Μανταλένα
Κουέστα Ρίβας.
Μέσα στη γενική συγκίνηση η Τσαρίτο µοιάζει να ξυπνάει από τον λήθαργό
της.
ΤΣΑΡΙΤΟ: Τι θα κάνω τώρα;
Η Θεοδοσία πλησιάζει την ηγουµένη.
ΘΕΟΔΟΣΙΑ: Δεν κάνατε τίποτα, έτσι; Δεν κάνατε τίποτα για µένα.
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Έγραψα µια ωραία αναφορά, όπως σου
άξιζε, όπως σου υποσχέθηκα.
ΘΕΟΔΟΣΙΑ: Δεν κάνατε τίποτα για µένα.
Η Θεοδοσία φτύνει στα πόδια της καλόγριας και γυρίζει στη θέση της.
ΚΟΥΛΗ: Αν είχα και τα δυο µου χέρια θα χειροκροτούσα ώσπου να
µατώσουν.
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Να την πάω στην αποµόνωση, µητέρα;
Η ηγουµένη κάνει ένα νεύµα αρνητικό.
ΔΟΝ ΜΑΡΤΙΝ: Συγχαρητήρια, Μανταλένα. Ελπίζω αυτή η ευκαιρία που
σου έδωσε ο σεβασµιότατος να µην πέσει στο κενό...
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Πότε µπορώ να φύγω;
Η σπαρακτική κραυγή της Τσαρίτο τους τροµάζει όλους.
ΤΣΑΡΙΤΟ: Τι θα κάνω τώρα, τι θα κάνω τώρα;...Πάτερ, τηλεφωνήστε
στον επίσκοπο, πείτε του πως είµαι καλή, πως δεν είµαι πια πουτάνα, πως
δεν...πως εγώ φταίω για ό,τι έγινε αν θέλετε αλλά να µε βγάλει από 'δώ...
Η αδελφή Ευσέβεια πηγαίνει προς το µέρος της Τσαρίτο.

D64
ΜΑΚΑΡΕΝΑ (στη Μανταλένα): Τι του έταξες του επίσκοπου; Ε; Τι του
έταξες; Είσαι η χειρότερη απ’όλες µας και πήρες εσύ τη χάρη;
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Δεν σκοπεύω να ζητήσω και συγνώµη που φεύγω από
αυτή την κόλαση.
ΤΣΑΡΙΤΟ: (Πλησιάζοντας τον Δον Μαρτίν) Πάτερ, εγώ εδώ µέσα δεν
µπορώ να µείνω, δεν έχω πια όνειρα, δεν έχω τίποτα... Πάτερ, θέλω να
φύγω από δω! Πάτερ!
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Πάρτε την στο κελί της και φωνάξτε τον
Δον Μάξιµο να την ηρεµήσει.
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Πάψε, Τσαρίτο, ο σεβασµιότατος αποφάσισε...
ΤΣΑΡΙΤΟ: (Εκτός εαυτού) Μην πλησιάζετε, αδελφή, µην πλησιάζετε...
Η Τσαρίτο βγάζει ένα µαχαίρι· είναι το µαχαίρι που της έδωσε η Μακαρένα
στη Σκηνή ΙΙ.
Όλες τροµάζουν.
Η Αουρέλια πηγαίνει κοντά στην Τσαρίτο.Με τις κινήσεις της προσπαθέι να
αποτρέψει αυτό που πρόκειται να συµβεί, αλλά κανείς δεν την βλέπει.
Γίνεται ένα πανδαιµόνιο, όπου µιλάνε όλες µαζί.
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Της έστριψε...
ΦΟΥΕΝΣΑΝΤΑ: Θέλω να φύγω, θέλω κι εγώ να φύγω...
ΒΙΟΛΕΤ: Τσαρίτο, πρόσεχε...
ΤΣΑΡΙΤΟ: Πίσω όλοι!!
ΔΟΝ ΜΑΡΤΙΝ: Τσαρίτο, τι κάνεις;
ΚΟΥΛΗ: Κοιτάξτε τα µούτρα του παπούλη. Τα’ κανε πάνω του...
Προσευχήσου, παπούλη, προσευχήσου, γιατί µου φαίνεται πως θα δεις το
Θεούλη σου µια ώρα αρχύτερα.
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Μα γιατί κάνει έτσι; Τι συµβαίνει; Αδελφή,
φωνάξτε τους φύλακες! Φωνάξτε τους φύλακες!!
Η αδελφή Ευσέβεια φεύγει τρέχοντας.
Τσαρίτο, µην κάνεις σαν παιδί...δώσε µου το µαχαίρι.
ΤΣΑΡΙΤΟ: Μην πλησιάζετε, µητέρα, µην πλησιάζετε, εσείς τα ξέρετε
όλα, ξέρατε τι γινόταν και δεν ανοίξατε την πόρτα...
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Μα τι λες;
ΘΕΟΔΟΣΙΑ: Μην κάνετε πως δεν ξέρετε, µητέρα· σωπάστε. Σωπάστε
όπως σωπάσατε στη Βέντας! Ό,τι και να γίνει σε αυτή τη φυλακή, εσείς
δε φταίτε ποτέ.
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: Τσαρίτο, άφησε το µαχαίρι, άφησέ το γιατί θα ’ναι
χειρότερα.
D65
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Σε παρακαλώ, Τσαρίτο. εσύ είσαι καλή...είσαι
καλή...
ΤΣΑΡΙΤΟ: Δεν είµαι καλή, δεν είµαι καλή...!
Η Τσαρίτο κλαίγοντας, εκτός εαυτού, παίρνει το µαχαίρι και κόβει τον
λάρυγγά της. Η κραυγή της Αουρέλια, ακριβώς εκείνη τη στιγµή, παγώνει
τη σκηνή.
ΑΟΥΡΕΛΙΑ: Όχιιιιιιιιιιιιιιιι...!
Η Αουρέλια παίρνει στην αγκαλιά της την Τσαρίτο που έχει πέσει άψυχη
στο πάτωµα. Της µιλάει γλυκά, χωρίς έµφαση, χαϊδεύοντάς της τα µαλλιά.
Εµένα µε βρήκαν στο κελί µου, είχα κρεµαστεί γυµνή από το κάγκελο, µε
το φόρεµα είχα δέσει τον λαιµό µου, δεν είχα τίποτ’ άλλο για να
τελειώσω τη ζωή µου. Το τύλιξα σαν να ήταν χοντρό σκοινί και το έδεσα
στο κάγκελο, στο παράθυρο, έπειτα ανέβηκα στο αχυρένιο στρώµα και
πήδηξα. Δεν ήταν γρήγορος θάνατος, πνιγόµουν σιγά σιγά, ένιωθα τον
αέρα να τελειώνει. Κανένας δεν ήρθε να πάρει το σώµα µου, ούτε η µάνα
µου. Μ’έθαψαν στο νεκροταφείο του χωριού, αλλά χωριστά απ’τους
άλλους, στη γωνιά που θάβουν όσους αυτοκτονούν. (Η Αουρέλια παίρνει
το µαχαίρι. Το καθαρίζει µε το ρούχο της.) Ήταν µια νύχτα κρύα, σαν την
αποψινή. Γύρισε από τη δουλειά, τα χέρια και το πρόσωπό του µαύρα
από το ορυχείο. Δεν πιστεύω πως είχε πιεί, δεν το χρειαζόταν. Η µάνα
µου έραβε στην κάµαρά τους µε τα πόδια της σε µια λεκάνη. Έβαλα µια
καρέκλα στην πόρτα του δωµατίου µου, µήπως ερχόταν και κοιµόµουν,
για να µε ξυπνήσει ο θόρυβος της καρέκλας, όταν θ’άνοιγε την πόρτα,
και µε ξύπνησε. Όρµησε πάνω µου µε βία, όπως πάντα κι εγώ..εγώ
έβγαλα το µαχαίρι κάτω απ’το µαξιλάρι και µα το Θεό, το µόνο που
ήθελα ήταν να τον σκοτώσω...τον έγδαρα όµως µόνο στην κοιλιά... Όταν
µου είπαν ότι ήµουν πια ελεύθερη, ότι είχα εκτίσει την ποινή µου, ήξερα
πως θα µε περίµενε, ήξερα πως το πρόσωπο και τα χέρια του θα ήταν
µαύρα, ήξερα πως η µάνα µου θα συνέχιζε να ράβει στο διπλανό
δωµάτιο, ήξερα πως οι κραυγές µου θα ήταν βουβές και τ’αυτά της µάνας
µου κουφά...
Η Αουρέλια κοιτάζει την Τσαρίτο και τη νανουρίζει σαν να είναι µωρό.
Ησύχασε, Τσαρίτο...τώρα πια τέλειωσαν όλα... δεν θα ξαναπάθεις τίποτα
πια...ησύχασε...µωρό µου...
Μουρµουρίζει το τραγούδι της χωρίς λόγια..
Οι υπόλοιποι αρχίζουν να κινούνται ξανά τροµοκρατηµένοι από αυτό που
συνέβη.
ΦΟΥΕΝΣΑΝΤΑ: Πέθανε, πέθανε...
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Δε θα κάνετε τίποτα;

D66
ΚΟΥΛΗ: Σκοτώθηκε, σκοτώθηκε και δεν κάναµε τίποτα.
Η Μακαρένα σταυροκοπιέται.Οι υπόλοιποι είναι ανίκανοι να αρθρώσουν
λέξη.
ΔΟΝ ΜΑΡΤΙΝ: Θεέ µου, Θεέ µου!
Πηγαίνει κοντά της.
Πώς µπόρεσες, κόρη µου; Πώς µπόρεσες...;! Τι τρελή!
Αρχίζει να της λέει την ευχή για τους ετοιµοθάνατους.
ΑΔΕΛΦΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑ: Αδελφή Λατρεία, οδηγήστε τις στα κελιά τους,
εγώ θα πάω να φωνάξω τον Δον Μάξιµο. Και σταµατήστε να κλαίτε!
Βγαίνουν όλες εκτός από την ηγουµένη, τον Δον Μαρτίν και την Τσαρίτο.
ΔΟΝ ΜΑΡΤΙΝ: Κλείστε της τα µάτια, µε κοιτάζει...Της είπα πως δεν
έπρεπε να το βγάλει βούκινο...ο δον Εστέβαν είναι παντρεµένος
άνθρωπος και...
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: Τι είναι αυτά που λέτε, πάτερ;
ΔΟΝ ΜΑΡΤΙΝ: Κλείστε της τα µάτια, σας παρακαλώ, σε ό, τι έχετε ιερό.
ΣΚΟΤΑΔΙ.

ΣΚΗΝΗ ΧΙΧ
Η Κονσεπσιόν δε Μαρία µπαίνει στο γραφείο του Δον Μάουρο. Κάνει κρύο
και η ηγουµένη ρίχνει στους ώµους της ένα µεγάλο πλεκτό σάλι, ύστερα
βγάζει από το µανίκι της το γράµµα που της έδωσε η αδελφή Λατρεία και
αρχίζει να το διαβάζει.
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: «Μητέρα Κονσεπσιόν δε Μαρία, επιτρέψτε
µου αυτό το θράσος, επιτρέψτε µου για µοναδική φορά στη ζωή µου να
σας προσφωνήσω µε το πραγµατικό σας όνοµα. Δεν είναι η κατάλληλη
στιγµή να σας εξηγήσω πώς το µάντεψα, το θέµα είναι πως δεν θα
µπορούσα να σας προσφωνήσω αλλιώς.»
Ο Δον Μάξιµο εµφανίζεται στη σκηνή. Κατευθύνει το βλέµµα του στην
ηγουµένη, που συνεχίζει απερίσπαστη την ανάγνωση της επιστολής.
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Βρήκαν το αυτοκίνητό του στη Χαράδρα του Αλκαθάν.
Πρέπει να έφυγε από δω χαράµατα, την ηµέρα που ήταν να έρθει ο
επίσκοπος. Ο πάγος είναι άτιµο πράγµα, ήταν µια νύχτα πολύ κρύα και το
πιθανότερο είναι πως έχασε τον έλεγχο σε κάποια στροφή. Το κουτί µε τα
ηρεµιστικά που του είχα δώσει εγώ ο ίδιος ήταν άδειο στο συρτάρι του
γραφείου του. Αν τα πήρε όλα, µπορεί να κοιµήθηκε στο τιµόνι.
Εµφανίζεται στη σκηνή ο Δον Μάουρο. Τώρα απαγγέλλει εκείνος το
περιεχόµενο της επιστολής.

D67
ΔΟΝ ΜΑΟΥΡΟ: «Φεύγω, Αουρόρα, γιατί δεν αντέχω τόσο κρύο, ούτε
τόση µοναξιά, ούτε αυτόν τον άνεµο που µαστιγώνει το κεφάλι µου.
Φεύγω, δεν ξέρω πού πάω, να µυρίσω τη θάλασσα, να ψάξω να βρω σε
κάθε παιδί το πρόσωπο του δικού µου παιδιού, να αναπνεύσω έναν αέρα
που δεν θα µυρίζει κλάµα, ούτε πείνα» …
ΔΟΝ ΜΑΞΙΜΟ: Από τότε που τον άφησε η γυναίκα του έγινε άλλος
άνθρωπος. Έλεγε πως άκουγε τον άνεµο, πως του έλειπε η θάλασσα, πως
ένιωθε µόνος … πως του πονούσε το κεφάλι. Δεν ξέρω, ίσως µπορούσα
να κάνω κάτι γι' αυτόν, αλλά δεν ήξερα τι.
Ο Δον Μάξιµο εξαφανίζεται από τη σκηνή ταυτόχρονα µε τον Δον
Μάουρο. Η Κονσεπσιόν δε Μαρία µετά βίας µπορεί να συγκρατήσει τη
συγκίνηση, η φωνή της τρέµει.
ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ: «Αουρόρα, αν µπεις στον πειρασµό να µε
ψάξεις ή να µάθεις για µένα, µην το κάνεις, µην κάνεις αυτή την τρέλα.
Θα γυρίσω στη θάλασσα, ναι, θα γυρίσω...Αντίο Αουρόρα, ευτυχισµένοι
όσοι σε συνάντησαν στο δρόµο του ζωής τους, γιατί είµαι βέβαιος ότι θα
τους φωτίσει το φως σου.»
Η ΚΟΝΣΕΠΣΙΌΝ ΔΕ ΜΑΡΊΑ κλείνει το γράµµα και το διπλώνει
προσεκτικά ενώ κοιτάζει την άδεια καρέκλα του Δον Μάουρο. Κάνει να
σταυροκοπηθεί, αλλά το αφήνει στη µέση και φυλάει το γράµµα στο µανίκι
της.
ΣΚΗΝΗ ΧΧ
Η Βιολέτ, ντυµένη µε ρούχα που δεν είναι της φυλακής και ο Δον Λεάνδρο.
ΔΟΝ ΛΕΑΝΔΡΟ: Ελεύθερη µε περιοριστικούς όρους εν αναµονή της
δίκης. Ο δικαστής φάνηκε λίγο σκληρός και δεν κατάφερα να σε
απαλλάξω εντελώς. Η δίκη θα αργήσει. Θα προετοιµάσουµε πολύ καλά
την υπεράσπισή σου. Είµαι σίγουρος ότι δεν θα επιστρέψεις σ' ένα µέρος
σαν αυτό· ξέρουν ότι συνεργάστηκες και...
ΒΙΟΛΕΤ: Σου είπα πως δεν ήθελα να σε ξαναδώ.
ΔΟΝ ΛΕΑΝΔΡΟ: Το ξέρω. Ήρθα για να σου φέρω κάποια χαρτιά και …
νόµισα ότι θα το σκεφτόσουν καλύτερα.. Για σένα το έκανα.
ΒΙΟΛΕΤ: Θέλω να µου κάνεις µια χάρη.
ΔΟΝ ΛΕΑΝΔΡΟ: Ό,τι θέλεις.
ΒΙΟΛΕΤ: Πήγαινέ µε στον τάφο του. Θέλω να τον αποχαιρετήσω,
ύστερα θα φύγω για τη Γαλλία.
ΛΕΑΝΔΡΟ: Δεν µπορείς, θα παραβιάσεις τους περιοριστικούς όρους. Αν
περιµένεις τη δίκη, σου υπόσχοµαι πως...

D68
ΒΙΟΛΕΤ: Θα µε βοηθήσεις να περάσω τα σύνορα. Δεν µπορείς να
αρνηθείς ύστερα από το κακό που µου έκανες.
Η Βιολέτ φεύγει µπροστά από αυτόν, ξαφνικά όµως γυρίζει.
Και κάτι ακόµα. Μη µε ερωτευτείς. Δεν θέλω ούτε τον έρωτά σου ούτε
τον οίκτο σου. Εγώ δεν πρόκειται να ξαναγαπήσω κανέναν.
ΣΚΗΝΗ ΧΧΙ
Η Μαρί Κρους, η Κουλή, η Πακίτα, η Μακαρένα, η Φουενσάντα και η
Θεοδοσία τρώνε αµίλητες. Ο Δον Μαρτίν ευλογεί το τραπέζι, έπειτα φεύγει.
Η αδελφή Λατρεία τις σερβίρει. Σε µια γωνιά είναι η Αουρέλια µε την
Τσαρίτο. Η αδελφή Ευσέβεια πλησιάζει τη Μακαρένα και της σερβίρει
γάλα.
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: Σίγουρα ονειρεύοµαι γιατί µου φάνηκε πως είδα γάλα.
Βάλτε λίγο ακόµα, µην είστε τσιγγούνα.
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Ναι, είναι γάλα φρεσκοβρασµένο.
ΦΟΥΕΝΣΑΝΤΑ: Θέλω γάλα, θέλω γάλα, το µωρό µου είναι άρρωστο...
ΑΔΕΛΦΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Ησύχασε, Φουενσάντα, ησύχασε, µπορείς να
βάλεις και άλλο, αν θέλεις. Αυτό το γάλα το στέλνει η κυρία Μανταλένα.
Ας προσευχηθούµε γι’αυτήν, για την καλοσύνη της που µας θυµήθηκε.
Η αδελφή Ευσέβεια σερβίρει τη Μαρί Κρους.
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Ώστε έτσι λοιπόν... η καλή µας η Μανταλένα µας
θυµήθηκε.
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: Σαπούνι δεν έστειλε;
Η Μαρί Κρους σηκώνεται και πετάει το γάλα.
ΜΑΡΙ ΚΡΟΥΣ: Καλύτερα να πεθάνω από την πείνα, παρά να µε λυπάται
η Μανταλένα. Να σαπίσει κι αυτή και τα λεφτά της, όλες την άξιζαν τη
χάρη περισσότερο απ’αυτήν. Πόσα να πλήρωσε;
Η Κουλή πετάει και αυτή το γάλα.
ΚΟΥΛΗ: Για σένα, συντρόφισα, αν είναι να πεθάνουµε εδώ µέσα από
αηδία, τουλάχιστον ας πεθάνουµε όρθιες, γιατί γονατιστές είναι κάθε
µέρα οι καλόγριες.
ΠΑΚΙΤΑ: (Πετώντας επίσης το γάλα) Τι να το κάνω το γάλα αφού δεν
έχω το παιδί µου...
ΘΕΟΔΟΣΙΑ: Ήθελα να την έβλεπα να γλύφει το γάλα από το πάτωµα.
(Το πετάει κι αυτή)
ΜΑΚΑΡΕΝΑ: (Το πετάει λυπηµένη) Το πετάω γιατί πιστεύω το ίδιο, πως
κι εγώ την άξιζα τη χάρη, αλλά σας το λέω ότι στενοχωριέµαι κιόλας,
γιατί εµένα µου µάθανε πως το φαΐ είναι το πιο ιερό πράγµα …

D69
Μόνο η Φουενσάντα πίνει το γάλα της.
Σιγά σιγά αρχίζουν να χαµηλώνουν τα φώτα, ενώ η Αουρέλια και η
Τσαρίτο διασχίζουν τη σκηνή.
ΤΣΑΡΙΤΟ: Πώς ήταν εκείνο το τραγούδι;
ΑΟΥΡΕΛΙΑ: (τραγουδάει) Μέσα στα σίδερα κλεισµένος
τραγούδαγε ο κορυδαλλός
ένα τραγούδι θλιβερό
µα απέξω δεν τον άκουγε κανείς.
ΤΣΑΡΙΤΟ: Ναι, το θυµήθηκα... Μέσα στα σίδερα κλεισµένος
Η Αουρέλια τη συνοδεύει στο τραγούδι της.
ΑΟΥΡΕΛΙΑ και ΤΣΑΡΙΤΟ (τραγουδάνε) Μέσα στα σίδερα κλεισµένος
τραγούδαγε ο κορυδαλλός
ένα τραγούδι θλιβερό
µα απέξω δεν τον άκουγε κανείς.

Άνοιξαν το κλουβί µια µέρα


για να βγει ο κορυδαλλός
έξω τον περίµενε η ζωή
άνοιξαν το κλουβί µια ηλιόλουστη µέρα
κι γάτος παραµόνευε (το επαναλαµβάνουν)

ΣΚΗΝΗ ΧΧΙΙ
Το τραγούδι της Τσαρίτο και της Αουρέλια ακούγεται ακόµα όταν
εµφανίζεται στη σκηνή η Βιολέτ, γυµνή. Η αδελφή Ευσέβεια και η αδελφή
Λατρεία την πλένουν και τη σκουπίζουν µε φροντίδα.
ΤΕΛΟΣ
Μαδρίτη, Οκτώβριος 2004-Δεκέµβριος 2007

D70

You might also like