You are on page 1of 148

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΧΡΥΣΟΧΟΟΥ 

ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΗ ΓΕΝΙΑ 

Το χρονικό της προσφυγιάς στη 
Θεσσαλονίκη 
Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών του Ιδρύματος Κ. και Ελ. Ουράνη 

Δ' ΕΚΔΟΣΗ 

ΑΘΗΝΑ 1988 

Digitized by 10uk1s 
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΧΡΥΣΟΧΟΟΥ

Γεννήθηκε  στη  Μαινεμένη  της  Μικράς  Ασίας.  Το  1922,  με  τον  ξεριζωμό,  εγκαταστάθηκε  με  την 
οικογένειά της στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε μουσική και ξένες γλώσσες Το 1939 δημοσιεύει για πρώτη 
φορά  αφήγημά  της  στη  «Φιλολογική  Δευτέρα»  της  εφημερίδας:  «Μακεδονία».  Το  1943  κάνει  την 
κυρίως εμφάνισή της στα Γράμματα με τη μετάφρασή της από τα γερμανικά της νουβέλας:  «Παιχνίδι 
στη Φλάντρα» του Χανς Βίλλυ Λίνκερ,  που βραβεύτηκε από τη «Γερμανική Ακαδημία Θεσσαλονίκης». 
Από το 1945 δημοσιεύει τακτικές συνεργασίες στον καθημερινό και περιοδικό τύπο της Θεσσαλονίκης 
και  συνέχεια  της  Αθήνας.  Το  1947  αρχίζει  τακτικές  εκπομπές  από  το  Ραδιοδιοφωνικό  Σταθμό 
Μακεδονίας. 

Η Μικρασιατική τριλογία της Ιφιγένειας Χρυσοχόου αγκαλιάζει εκατό χρόνια ζωής. Το πρώτο βιβλίο: η 
«Πυρπολημένη Γη», που είναι το χρονικό της ζωής της Μικρασίας, αρχίζει από το 1877 και τελειώνει το 
1922, με τον ξεριζωμό του Ελληνισμού. Το δεύτερο: η «Μαρτυρική Πορεία», αναφέρεται στην ομηρία 
1922‐24. Το τρίτο: η «Ξεριζωμένη Γενιά» (το χρονικό της προσφυγιάς στη Θεσσαλονίκη), αρχίζει με το 
«Καράβι»  που  κουβαλάει  τους  ξεριζωμένους  του  1922,  την  εγκατάστασή  τους  στη  Θεσσαλονίκη,  την 
πάλη τους για την επιβίωση. Και τελειώνει το 1977 με το ρίζωμα και τις επιτεύξεις τους. 

Η  Μικρασιατική  Τριλογία  τιμήθηκε  1ον)  με  το  Βραβείο  «Εστίας  Νέας  Σμύρνης»  2ον)  Με  το  «Αρώνειο 
Έπαθλο  Ενώσεως  Σμυρναίων»,  3ον)  με  «Έπαινο  της  Ακαδημίας  Αθηνών»  και  4ον)  με  το  «Βραβείο  της 
Ακαδημίας Αθηνών» Ιδρύματος Κ. και Ελ. Ουράνη. 

Οι  κορυφαίοι  διανοητές  του  τόπου  μας,  εκφράστηκαν  με  το  μεγαλύτερο  θαυμασμό  για  την  «Εθνική 
τούτη προσφορά» της Ιφιγένειας Χρυσοχόου, όπως αποκάλεσαν τη Μικρασιατική Τριλογία. Η υπεύθυνη 
κριτική  μιλάει  για:  «βιβλία  γραμμένα  με  αίμα»,  για:  «Εθνικό  Κεφάλαιο».  «Πολύτιμο  ντοκουμέντο  του 
Εθνικού  μας  δράματος»  «Βιβλίο  που  ζωντάνεψε  το  θλιβερό  Έπος  του  ξεριζωμού  των  Παλιών 
Πατρίδων».  «Βιβλία  που  κλείνουν  την  περιπέτεια  της  φυλής  μας  και  την  διαφυλάσσουν  σαν  διαθήκη 
στους  νέους».  «Ένα  ολοκληρωμένο  τρίπτυχο  της  Μικρασιατικής  τραγωδίας,  ίσως  της  πιο 
συγκλονιστικής  αφήγησης».  «Πάνω  από  πενήντα  χρόνια  κανείς  δεν  μπόρεσε  να  προσφέρει  τον 
πνευματικό αυτόν άθλο». 

Digitized by 10uk1s 
Στις γυναίκες της προσφυγιάς
που πάλεψαν για την επιβίωση

Digitized by 10uk1s 
Η «Ξεριζωμένη Γενιά» είναι συνέχεια της «Πυρπολημένης Γης». Τα ίδια πρόσωπα, τα πιο πολλά
γυναίκες, άλλοτε στον τόπο τους, τώρα ξεριζωμένες, χωρίς τους άντρες, παλεύουν στη νέα
πατρίδα για το ψωμί. Τα αναγκαστικά προσωρινά ή μόνιμα κουρνιάσματα, τις έσμιξαν με άλλους
πρόσφυγες απ' τη Μικρασία, τον Πόντο, τη Θράκη.

Με την «Ξεριζωμένη Γενιά» κλείνει η Μικρασιατική Τριλογία.

Digitized by 10uk1s 
Και σαν ξεκίνησε το καράβι, και σιγουρεύτηκε η ψυχή, και ξελαγάρισε το μυαλό, τότε απ' τα
ανθρώπινα ρημάδια, που ξεριζώνονταν απ' τον τόπο τονς, ένα ουρλιαχτό άρχισε να βγαίνει και να
σκίζει τον αγέρα. Ένα ουρλιαχτό που έγινε θρήνος και μοιρολόι για τους άντρες, που έμειναν στα
χώματά τους και που ίσως ποτέ δε θα ξανάβλεπαν πια.

(από το βιβλίο: «Πυρπολημένη Γη») 

Digitized by 10uk1s 
ΣΤΟ ΚΑΡΑΒΙ

Κάποτε  σταμάτησε  ο  θρήνος  και  το  μοιρολόι.  Μονάχα  λυγμοί  κι  αναφιλητά  ταράζουν  τ'  ανθρώπινα 
ρημάδια. Αυλακιές στα μάγουλα η καυτή αρμύρα απ' τα μάτια. Τρεμουλιάζουν τα σφαλιγμένα στόματα. 
Πηχτή χολή το σάλιο. Αγκάθια, οι πρησμένες αμυγδαλές, ξεγδέρνουν το λαρύγγι. Αγκομαχά το καράβι 
απ' το φορτωμένο πόνο. 

Όταν  έκανε  να  μερώσει  ο  δαρμός  της  ψυχής,  άρχισαν  οι  ανάγκες  του  κορμιού.  Ο  ένας  θέλει  να  πάει 
προς  νερού  του.  Ο  άλλος  διψάει.  Το  παιδί  ζητάει  να  φάει.  Ο  γέρος  πονάει.  Που  όμως  να  κουνηθείς; 
Ούτε μπρος, ούτε πίσω. Φίσκα αμπάρι, μηχανές, κάτω, γύρω, παντού. 

Μερικοί,  κουρνιασμένοι  στις  άκρες,  ξεσκεπάσανε  τα  κεφάλια.  Βγάλανε  τα  γυναικεία  ρούχα.  Είναι 
άγουρα παλικαράκια κι ώριμοι άντρες. Καταφέρανε να ξεγλιστρήσουν ανάμεσα απ' τους Τούρκους. Οι 
τυχερές  δε  σκέφτουνται  τη  συμφορά.  Ποιος  λογαριάζει  αν  χάθηκε  το  βιος;  Ποιος  αν  ξεριζώθηκαν; 
Ξέρουν,  γρήγορα  θα  γυρίσουν  πίσω.  Φτάνει  που  έχουν  τους  άντρες  κοντά  τους.  Όμως  ακόμα 
φοβούνται. 

—Σε στενοχωρούν τα ρούχα, Θοδωρή, και βιάστηκες να τα βγάλεις; 

—Με στενοχωρούνε, γυναίκα. Θέλω να πάω να κατουρήσω. Δε θα τα καταφέρω με τη φούστα και το 
γυναικείο βρακί. 

Πέταξε κι ο Πέτρος το τσεμπέρι. Πάει να βγάλει τα ψεύτικα στήθια. 

—Μη, παιδί μου, μη, αγόρι μου. Κάνε λίγη υπομονή. Να, ξεμακρύνει το καράβι, τρέμει η μάνα του. 

—Ακόμα  υπομονή;  Τρεις  μέρες  είμαι  μασκαρεμένος.  Πανάθεμά  σας,  παλιοτουρκαλάδες,  πώς  μας 
καταντήσατε... 

Ο Κιρκόρ, ο Αρμένης, τυλιγμένος στα σαλβάρια, δεν κοτάει να κουνηθεί. 

—Έλα, πατέρα. Βγάλε τη μαγουλίκα. Ν' ανασάνεις λίγο. Έλα, πέρασε πια ο κίνδυνος, παρακαλάει η κόρη 
του η Τακουή. 

—Άσε, να πατήσουμε πρώτα σ' ελληνικό χώμα. 

Ατσάλι τρεμουλιαστό η θάλασσα τινάζει νερένιες σπίθες. Ένα δελφίνι κάνει βουτιές. 

—Ένα μεγάλο ψάρι. Ένα μεγάλο ψάρι, φωνάζουν κάτι παιδιά κολλημένα στην κουπαστή που ξέχασαν 

Digitized by 10uk1s 
κιόλας τη συμφορά. 

—Είναι δελφίνι, λέει ο Αντρίκος απ' τα Κορδελιό, που ο θείος του είχε ψαράδικο. 

—Που το ξέρεις; 

—Έχω ταξιδέψει με το θειο μου. Νάτον, εκεί. 

—Κι άλλο δελφίνι. 

—Πούντο; 

—Πάει, τώρα χάθηκε. 

Χτυπιέται το κύμα στα μάγουλα του καραβιού. Αφρολογά το νερό και ραντίζει αρμύρα. 

Η Χατζηνάσαινα με τα οχτώ της παιδιά κοίτεται σε μιαν άκρη. Ο άντρας της δεν κατάφερε να μπει στο 
καράβι. Την τελευταία στιγμή έμεινε έξω. Πρόφτασε ν' αρπάξει ο Κλήτος απ' τα χέρια του το Λευτεράκη. 
Σα  χαμένος  απόμεινε  εκείνος  να  κοιτάζει  με  τα  φακιόλι  και  τα  γυναικεία  ρούχα.  Φώναζε,  τσίριζε  η 
γυναίκα του απ' την κορφή της ανεμόσκαλας. Τραβούσε τους ναύτες απ' τα μανίκια. Έδειχνε με τα χέρια 
προς το μέρος του. Τίποτα. Κάποια στιγμή τον έχασε απ' τα μάτια της. Ρουφήχτηκε απ' τ' αλαφιασμένο 
μπουλούκι. 

Ξαφνικά  σφύριξε  η  μπουρού.  Έβαλε  μπρος  η  μηχανή.  Στρίγγλιζαν  οι  αλυσίδες.  Σηκώθηκε  η  άγκυρα. 
Ξεκίνησε το καράβι. Ουρλιάζει, δέρνεται το γυναικομάζωμα. Μετά ήρθε ο θρήνος και το μοιρολόι... 

Πόσες  ώρες  είναι  που  ξεκίνησαν;  Η  Νάσαινα  ακόμα  κλαίει.  Μετράει  και  ξαναμετράει  τα  παιδιά  της. 
Δόξα σοι ο Θεός, σωστά είναι. 

Κοντά της μια μικρή γυναίκα βαστάει ένα λεχούδι. Ώρα παιδεύεται να το βυζάξει. 

—Από χτες έχει να φάει, παραπονιέται η νέα μητέρα. 

—Μη στέρεψε το γάλα σου; 

—Να, κάτι στάζει, ζουπάει με τα δυο δάχτυλα το βυζί. 

—Δοκίμασε πάλι. Τι θαρρείς; Έχασε κι αυτό τη βολή του. Το χέρι οδηγεί τη ρόγα στο σφαλισμένο στόμα. 
Εκείνο δε λέει να τ' ανοίξει. Η ρόγα σεργιανά στα ξασπρισμένα χειλάκια. Τα πασπατεύει. Ψάχνει να βρει 
δρόμο να χωθεί. Τρεμοσάλεψε το στοματάκι. Πρόφτασε η μάνα να το μπουκώσει με τη ρόγα της. Μια 
ρουφηξιά.  Δυο  ρουφηξιές.  Ξαφνικά  σταμάτησε  τα  μωρό  να  βυζαίνει.  Ανησυχία  την  αντάριασε. 
Γυροφέρνει  τη  ρόγα  με  τα  δάχτυλα  μέσα  στο  στόμα.  Την  κουνά  πέρα  δώθε.  Είναι  πρωτάρα.  Δεν  έχει 
χρόνο παντρεμένη. Τώρα μπήκε στα δεκαοχτώ, θυμάται, πριν ένα μήνα, όταν της είχε βάλει για πρώτη 
φορά η μαμή το μωρό στο πλάι της, σαν παλαβό έψαχνε το ορθάνοιχτο στοματάκι του να βρει τη ρόγα. 
Κι όταν τη βρήκε, την άρπαξε λιμασμένα. Τη σφήνωσαν τα χειλάκια και την πιπίλιζαν σφιχτά ‐ σφιχτά, 

Digitized by 10uk1s 
λες  και  χρόνια  το  δασκάλευαν  πώς  να  βυζαίνει.  Τώρα  η  ρόγα  της  έμεινε  φυλακισμένη  στο  στοματάκι 
του.  Θεέ  μου,  σα  να  μη  σαλεύει  το  μωρό!  Ένα  σύγκρυο  γλίστρησε  στα  σωθικά  της.  Πασπατεύει  το 
κορμάκι του. Ξυλιασμένο, μπούζι. 

—Το παιδί μου, το παιδί μου! Χριστιανοί, πέθανε το παιδί μου, φωνάζει και περιμένει να της πουν ότι 
είναι ψέματα. 

Η Νάσαινα κοιτάει να την παρηγορήσει. 

—Είναι  αβάφτιστο,  ασαράντιστο,  δέρνεται  η  μικρή  μάνα.  Ψυχή  μου,  τζιέρι  μου,  ούτε  παπά  να  σε 
διαβάσω, ούτε γης να σε θάψω. Τι θα πω στον πατέρα σου, όταν σμίξουμε; 

—Σταμάτα  πια.  Τ'  αγάπησε  ο  Θεός,  το  γλίτωσε.  Ποιος  ξέρει  τι  μας  μέλλεται  εμάς...  κλαψουρίζουν  οι 
γυναίκες τριγύρω. 

Το πήρε μια γριά. Του σταύρωσε τα χεράκια. Το τύλιξε σ' έναν μποχτσά. Ετοιμάστηκε να το πετάξει στη 
θάλασσα. 

—Όχι, όχι, τ' αρπάει η μάνα. Δεν αφήνω το παιδί μου αδιάβαστο κι άταφο. 

Το σφίγγει στην αγκαλιά της. Γέρνει το κεφάλι της απάνω του και μένει ασάλευτη. 

Το μεσημέρι μοίρασαν παστές σαρδέλες, κασκαβάλι και γαλέτες. Στα μωρά δώσανε μπισκότα και γάλα 
του κουτιού. Ύστερα απ' το φαΐ, όλοι το ρίξανε στο νερό. 

Η Ιφιάνασσα ζεστάθηκε πολύ. Δυο φουστανάκια φοράει. Το έν' απάνω στ' άλλο. Το μπλου το μαρνέρ με 
τ'  άσπρα  σειρήτια.  Από  μέσα  την  καινούργια  της  σαντακρούτα.  «Φορέστε  όσο  πιο  πολλά  ρούχα 
μπορείτε», έλεγε η μαμά, την ώρα που ετοιμάζονταν να φύγουν απ' το Νταραγάτσι. «Ποιος ξέρει τι μας 
περιμένει στον ξένο τόπο». Τρία βρακάκια και τρία πουκαμισάκια φόρεσε η Ιφιάνασσα. «Σαν τουλούμι 
έγινες», την κοροϊδεύανε τ' αδέλφια της. 

Σηκώθηκε  απάνω.  Έβγαλε  το  μαρνέρ.  Έμεινε  με  τη  σαντακρούτα.  Κοιτάζει  τα  πόδια  της.  Μονάχα  ένα 
παπούτσι φοράει. Το άλλο  έμεινε  χτες στο  δρόμο, στο  «Και». Ο κόσμος  σκουντούσε και σκουντιόταν. 
Όλοι  πάσκιζαν  να  φτάσουν  στην  αποβάθρα.  Εφτά  ελληνικά  βαπόρια  στη  θάλασσα  περίμεναν  να 
φορτώσουν.  Έσπρωχνε  ο  κόσμος  με  την  ελπίδα  να  μπαρκάρει.  Στην  αγωνία,  μη  μείνει  κανείς  όξω, 
έσπασε  η  ζώνη.  Έπηξε  ο  δρόμος.  Ένα  αυτοκίνητο  με  Τούρκους  αξιωματικούς  τρέχει.  Τίποτα  δε 
λογαριάζει.  Όποιον  κόψει,  θα  την  πατούσε  την  Ιφιάνασσα,  αν  την  τελευταία  στιγμή  δεν  την  άρπαε  ο 
πατέρας. Η ρόδα της άγγιξε το πόδι. Παράσυρε το παπούτσι. Ύστερα από πολλές ώρες, φτάσανε στην 
αποβάθρα.  Τα  έξι  βαπόρια  φορτώσανε  και  φύγανε.  Έμεινε  το  τελευταίο.  Ποιος  όμως  θα  πρωτομπεί; 
Χιμήξανε όλοι μαζί. Μια ανθρώπινη μάζα που 'ναι αγωνία, ταραχή, τρόμος κι απόφαση, τσαλαπατιέται 
και ζουπιέται. 

Φόρτωσε και το τελευταίο καράβι. Οι πιο πολλοί μείνανε όξω. «Δεν αντέχω άλλο», λέει μπαϊλντισμένη 
η  μαμά.  «Ας  γυρίσουμε  πίσω».  «Όχι,  όχι,  μαμά,  παρακαλούσε  η  Ιφιάνασσα,  ας  μείνουμε.  Τώρα  θα 
μπούμε απ' τους πρώτους». «Ας μείνουμε», είπε κι ο πατέρας. «Εδώ είναι πιο σίγουρα. Περάσαμε τόσες 

Digitized by 10uk1s 
και  τόσες  ζώνες.  Ξεφύγαμε  τόσες  φορές  απ'  τον  κίνδυνο...  Δεν  ξέρεις,  μπορεί  να  'χουμε  τύχη  να 
καταφέρουμε να φύγουμε με το επόμενο βαπόρι». 

Ολόκληρη τη νύχτα περιμένανε στην αποβάθρα. Τα ξημερώματα πλεύρισε ένα ρούσικο καράβι. Με το 
τελευταίο σπρώξιμο, βρέθηκαν μέσα. Δεν πρόφτασε να μπει ο πατέρας. Εκεί έμεινε. Αν τον πάρουν οι 
Τούρκοι;  Αν  τον  σκοτώσουν;  βούρκωσε  η  Ιφιάνασσα.  Θέλει  να  κλάψει  δυνατά.  Έκλεισε  τα  μάτια  και 
σκεφτόταν τον πατέρα. 

Πόση ώρα πέρασε; Μπορεί και να την πήρε ο ύπνος. 

Όταν  άνοιξε  τα  μάτια,  κόντευε  να  βασιλέψει  ο  ήλιος.  Ατλάζι  λουλακί  η  θάλασσα,  πήρε  να  κοκκινίζει. 
Λίγα  άσπρα  συννεφάκια  γίνανε  φλόγες.  Άναψε  ολόκληρος  ο  ουρανός.  Πανηγύρι  της  φωτιάς  ο 
ορίζοντας. 

Πάντα ξελογιαζότανε με το ηλιοβασίλεμα η Ιφιάνασσα. Όμως ηλιοβασίλεμα στη θάλασσα, πρώτη φορά 
της βλέπει. Ζαλίστηκε απ' την ομορφιά. Ξέχασε τη θέση τους. 

Κάποτε  άρχισε  να  μουνταίνει  ο  ουρανός.  Έγινε  μαβής.  Ύστερα  μολυβής.  Μολυβιά  κι  η  θάλασσα.  Όλα 
σκούραιναν, σκούραιναν, ώσπου τα κουκούλωσε το σκοτάδι. 

Ξάφνου πήρε να φυσά. Κουνήθηκε το καράβι. 

—Φτάσαμε στο Τσανταρλί. Σε λίγο θα 'μαστε στη Μυτιλήνη, ακούστηκε μια φωνή. 

Η Ιφιάνασσα θυμήθηκε τον Αντώνη το Φωκιανό, που χάθηκε με το καΐκι του στο Τσανταρλί. 

Σαν πας στο Τσανταρλί


βάστα λιβάνι και κερί,

λέγανε  οι  γυναίκες,  κάθε  φορά  που  φεύγανε  δικοί  τους.  Άσχημο  πέρασμα.  Αλίμονο  αν  βρεθούν 
πλεούμενα με κακοκαιρία εκεί. 

Ο  αγέρας  δυναμώνει.  Ένα  απότομο  τράνταγμα  τίναξε  τον  κόσμο.  Πατάει  τις  φωνές  η  γυναίκα  με  το 
πεθαμένο μωρό στην αγκαλιά. 

—Σπλάχνο μου, καρδιά μου. 

Σα να 'ταν σύνθημα, άρχισαν κι οι άλλες. 

Digitized by 10uk1s 
—Παιδί μου. 

—Πατέρα. 

— Γιόκα μου, γιόκα μου, θα σε ξαναδώ άραγε; 

—Κοριτσάκι μου, που να 'σαι; Καλύτερα να πεθάνεις παρά να τουρκέψεις. 

Μπήγουν  τα  κλάματα  τα  μωρά.  Πατάνε  τις  φωνές  τα  παιδιά.  Ξαναρχίζουν  οι  γυναίκες  το  μοιρολόι.  Ο 
άνεμος δυναμώνει... Αγρίεψε η θάλασσα. Ταρακουνιέται το καράβι. Τσιριές, κλάματα, βογκητά χτυπάνε 
τη νύχτα. Έσμιξε ο θρήνος των ανθρώπων με το μούγκρισμα των κυμάτων, το πάλαιμα των στοιχειών. 
Σπάραζε το σκοτάδι. 

Το πρωί ησυχία. Ασπρογάλανη γαλήνη στην πλάση. Σε λίγο βάφτηκαν τα νερά τριανταφυλλιά. Κι όταν ο 
ήλιος ανέβηκε, τρεμούλιαζαν φως και ασήμι. 

Μοίρασαν γαλέτες και κεφαλοτύρι για πρωινό. 

—Ρίξε το παιδί στη θάλασσα. Δεν καταλαβαίνεις; Όπου να 'ναι θ' αρχίσει να μυρίζει, λένε στη γυναίκα 
με το πεθαμένο μωρό. 

—Όχι, όχι, δέρνεται εκείνη. 

—Μα αφού πέθανε πια. 

Σαν είδε ότι δε γίνεται αλλιώς, άρχισε να παρακαλεί. —Ας το διαβάσει τουλάχιστο ένας παπάς. 

—Καλέ, τι τον θέλετε τον παπά; Αυτό είναι αγγελούδι. Δεν έχει αμαρτίες, λέει μια μεσόκοπη με άσπρα 
μαλλιά. 

Αρπάει το παιδί απ' την αγκαλιά της μάνας, δένει το μποχτσά, που ήτανε τυλιγμένο, το σταυρώνει με το 
χέρι και το ρίχνει στη θάλασσα. Ένα «μπλουμ» ακούστηκε. Το «μπλουμ» μπουνιά χτύπησε τα σπλάχνα 
της  Ιφιάνασσας.  «Παναγίτσα  μου,  πάει  το  μωρό...  Τώρα;  Αν  το  φάνε  τα  ψάρια;  Μπορεί  να  το  τρώνε 
κιόλας...».  Νιώθει  τα  δόντια  τους  στο  κορμί  της.  Πάγωσε.  Όχι,  όχι...  «Αυτό  είναι  αγγελούδι»  είπε  η 
γυναίκα  με  τ'  άσπρα  μαλλιά.  Πώς  είναι  αγγελούδι,  αφού  είναι  αβάφτιστο;  Δεν  της  είχε  πει  η 
Βαγγελίτσα, τότε στο αμπέλι τους, ότι τα αβάφτιστα παιδιά δε γίνονται αγγελούδια; 

Ξαφνικά ένας γλάρος πέταξε. Ζυγιάζει τα φτερά του στο μέρος που 'πεσε το παιδί. Βουτάει στα νερά. Σε 
λίγο σηκώνεται. Οι κάτασπρες φτερούγες μοιάζουν με φτερούγες αγγέλου. Λες, αυτός ο γλάρος να 'ναι 
αγγελούδι; Και βέβαια είναι. Είναι η ψυχή του μωρού που πέθανε. Χάρηκε η Ιφιάνασσα στη σκέψη ότι 
το παιδί έγινε αγγελούδι. Ο γλάρος έκανε λίγους κύκλους ακόμα και πέταξε ψηλά. 

Κάμποσες γυναίκες σηκώθηκαν και ψάχνουν. Πολλές βρήκαν συντοπίτες και γνωστούς. Άλλες σμίξανε 
με τους δικούς τους, που είχαν χάσει στην ανεμομπουμπούλα του φευγιού. Οι πιο πολλές δε σάλεψαν 
απ' τη θέση τους. 

Digitized by 10uk1s 
Η  Μερσίνα  ούτε  κουνήθηκε.  Πέτρα  ριζωμένη,  κοιτάει  με  γυαλωμένα  τα  μάτια.  Κανένας  σπασμός  στο 
μούτρο.  Η  Μερσίνα  δεν  έκλαψε,  δεν  τσίριξε.  Δε  δάρθηκε,  σαν  τις  άλλες,  όταν  βρέθηκε  πεταμένη  στο 
καράβι. 

—Μερσίνα, Μερσίνα, τη γνώρισε η συμπατριώτισσά της η Μαρία. 

Η Μερσίνα δε γυρίζει το κεφάλι. 

—Μερσίνα, γιατί δε μου μιλάς; 

Η Μερσίνα, ασάλευτη, δε βλέπει, δεν ακούει. 

—Μερσίνα, καταλαβαίνω, θα πήρανε τον άντρα σου... Όλοι μας τα ίδια πάθαμε. Ο Θεός θα βοηθήσει. 
Κάνε υπομονή. Έλα. Δε βλέπω τα παιδιά σου; Μερσίνα, βουβάθηκες; 

Η Μερσίνα είναι απ' τη Μαγνησία. Με το τελευταίο τρένο έφτασε με τον άντρα της και τα τρία παιδιά 
της στη Σμύρνη. Πριν απ' τη φωτιά τους σταμάτησαν οι Τούρκοι στην Πούντα. Διατάζουν τον άντρα της 
να  τους  ακολουθήσει.  Εκείνος  έκανε  ν'  αντισταθεί.  Με  την  πρώτη  σφαίρα  έπεσε.  Ετοιμάζονται  να 
σκοτώσουν τα παιδιά, άλλοι ν' ατιμάσουν την ίδια. Πρόφτασε αυτή να τ' αρπάξει και να ριχτεί μαζί τους 
στη θάλασσα. Ένας Τούρκος την τράβηξε όξω. Αφού τη βιάσανε, την παράτησαν εκεί. Ούτε ξέρει πώς 
βρέθηκε στο καράβι. 

Ούτε  κι η κόνα Ανέτα ξέρει. Άχνα δεν  έβγαλε από  προχτές.  Η κόνα Ανέτα είναι  ογδόντα  πέντε χρονώ. 


Στημένη  και  λερωμένη  πατσαβούρα  τα  μούτρα.  Τα  μαύρα  τσιμπλιασμένα  μάτια,  τα  σκοτείνιασε  πιο 
πολύ  η  συμφορά.  Τέσσερις  γενιές  έχασε  η  κόνα  Ανέτα.  Ό,τι  έχτιζε  η  ζωή  ογδόντα  πέντε  χρόνια,  το 
χάλασε  ο  θάνατος  σε  λίγην  ώρα.  Η  κόνα  Ανέτα  είναι  απ'  το  Γκερένγκιοϊ  της  Μαινεμένης.  Κόντευε  ν' 
αδειάσει το χωριό τους, κι αυτοί το κουβέντιαζαν ακόμα. Να  φύγουν, να μη φύγουν. Ο άντρας της, ο 
Σταυρής, δεν ήθελε να το κουνήσει. «Κοντεύω τα ενενήντα. Ούτε για δρόμο είμαι, ούτε για καινούργια 
ζωή».  Παιδιά,  εγγόνια,  δισέγγονα,  όλοι  μαζεμένοι  στο  σπίτι.  Ο  μεγάλος  γιος,  κοντά  εξήντα  πέντε, 
επιμένει  να  φύγουνε.  Οι  άλλοι  γιοι  και  τα  εγγόνια  έτοιμοι  για  δρόμο.  Ο  Σταυρής  δεν  ακούει  κανένα. 
Τους  πρόφτασαν  οι  Τούρκοι  στο  σπίτι.  Χώθηκε  η  κόνα  Ανέτα  με  τη  δισεγγόνα  της,  τη  Μαρίτσα,  στην 
πλαϊνή κάμαρα. Ακούει πιστολιές, βογκητά. Την κάρφωσε ο τρόμος. Πόση ώρα πέρασε; Κάποια στιγμή 
νιώθει  το  χεράκι  της  Μαρίτσας,  που  άρχισε  να  κλαίει,  να  την  τραβάει  απ'  το  φουστάνι.  Χωρίς  να  το 
καταλάβει, βρέθηκε στην κάμαρα. Οι Τούρκοι είχαν φύγει. Η κόνα Ανέτα κοιτάει και δεν κοιτάει. Βλέπει 
και δε βλέπει. Άντρας, παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα, όλοι τους σκοτωμένοι στο πάτωμα. Γκιόλι το αίμα. 
Χάνει τον εαυτό της. Πέφτει χάμω. Κλαίει, τσιρίζει η Μαρίτσα. Μπαίνει ο παραγιός τους ο Κωστής, που 
κατέβαινε απ' τ' αμπέλι. Ούτε κατάλαβε πώς βρέθηκε με την εγγόνα της στον αραμπά, ούτε πώς έφτασε 
στη Σμύρνη. Ούτε πώς βρέθηκε στο καράβι. Όμως που 'ναι η Μαρίτσα; Τι έγινε ο παραγιός; 

Ξαφνικά νιώθει κάποιος να τη σκουντάει. Σαστισμένη γυρίζει να δει. 

Ένα κοριτσάκι την κοιτάει στα μάτια, λες και ζητάει βοήθεια. 

—Μαρίτσα... ξεστόμισε βραχνά η λαχτάρα. 

Digitized by 10uk1s 
Όχι,  δεν  είναι  η  Μαρίτσα.  Αυτό  είναι  ένα  κοριτσάκι  λιγνό  και  ξανθό.  Είναι  και  πιο  μικρό.  Ούτε  εφτά 
χρονώ. Η Μαρίτσα περπατούσε στα εννιά. 

Ξανακλείσανε τα σταφιδιασμένα χείλια. Βουρκώσανε πάλι τα τσιμπλιασμένα μάτια. Ένας κόμπος πνίγει 
την κόνα Ανέτα. Ένα δισεγγονάκι της απόμεινε. Το 'χασε κι αυτό. Τι λόγο έχει πια να ζήσει; Ο Θεός, που 
είναι δίκαιος, γιατί δεν την παίρνει; 

Μες  στο  παράπονό  της,  νιώθει  ένα  κεφαλάκι  ν'  ακουμπά  στα  γόνατά  της.  Άνοιξε  τα  μάτια.  Είναι  το 
κοριτσάκι.  Χάιδεψε με  το ξυλιασμένο χέρι της  το μουτράκι  του. Το  παιδί σφίχτηκε  κοντά της. Η  ζέστα 
του κορμιού του πέρασε το κορμί της. Χύθηκε στην καρδιά. 

—Πώς σε λένε; 

—Κατινίτσα. 

—Που 'ναι η μαμά σου; 

—Τη σκότωσαν οι Τούρκοι. 

—Ο πατέρας σου; 

—Δεν ξέρω. Τον πήρανε οι Τούρκοι. 

—Θα πεινάς, λέει η κόνα Ανέτα και το σέρνει στην αγκαλιά της. Έλα, πάρε τη γαλέτα και το κασκαβάλι 
μου. Έλα, φάε. 

Το κοριτσάκι τρώει. Η κόνα Ανέτα το χαϊδεύει. Το πήρε ο ύπνος. Εκείνη ξέχασε το δικό της πόνο. 

—Κοντά μου θα μείνεις, του λέει. Θα δεις, δε θα σου λείψει τίποτα. Έχω κάμποσες παγκανότες. Κι όταν 
τελειώσουν, θα βρούμε κολάι να ζήσουμε, ώσπου να γυρίσουμε στο Γκερένκιοϊ. 

Στη  μέση,  κοντά  στη  μπουρού,  κάτι  σοβαρό  γίνεται.  Κάμποσες  γυναίκες  στριφογυρίζουν.  Μες  στα 
ψιθυρίσματά  τους,  στο  βουητό  της  μηχανής,  τα  βογκητά,  ξεχωρίζουν  τσιριές  και  ξεφωνητά.  Στην 
τελευταία τσιριά, μπερδεύτηκε κλάμα μωρού. 

—Άντε να σου ζήσει. Κορίτσι είναι, ακούστηκε η φωνή της γυναίκας που 'κανε τη μαμή. 

—Στο πέλαγος γεννήθηκε. Πελαγία να το βγάλεις, συμβουλεύει μια γριά. 

Δυο κορίτσια κοντά στη σκάλα. Σε κανέναν και σε τίποτα δε δίνουν σημασία. Καθισμένα κοντά ‐ κοντά 
κουβεντιάζουν ατέλειωτα. Το ένα κορίτσι ξανθό με γαλαζοπράσινα μάτια. Ίδια νεράιδα. Το άλλο δε λέει 
να  βγάλει  το  φακιόλι.  Διπλοτυλιγμένο  το  κεφάλι.  Δεν  ξεχωρίζουν  παρά  δυο  μάτια  πίσσα.  Σπίθες  και 
φλόγες τινάζει το βλέμμα. Τα χέρια τραχιά και κοκκαλιάρικα... Άχαρο και το φουστάνι, πέφτει σαν ξένο 

Digitized by 10uk1s 
στο κορμί. Ούτε μέση, ούτε μεριά, ούτε βυζιά φάνηκαν, όταν πριν λίγο σηκώθηκε να πάει προς νερού 
του. 

Το φακιόλι σκύβει. Σφίγγει το χέρι της ξανθιάς νεράιδας. 

—Δε θα ξεχάσω που μ' έσωσες. 

Η ξανθιά νεράιδα δε μιλά. Μια γλύκα τη ζάλισε. 

—Από χρόνια σ' αγαπώ. 

—Κι εγώ. Τι θαρρείς;  Πώς μπόρεσα να βρω κουράγιο, μες στις ώρες της  σφαγής, να τρέξω στο  χτήμα 


σου και να σου φέρω τα ρούχα και το φακιόλι της θειας μου; 

—Άννα, λέει το τυλιγμένο κεφάλι. 

—Ανδρέα, απαντάει η ξανθιά νεράιδα. 

—Δεν έχω κανένα στον κόσμο. 

—Ούτ' εγώ. 

—Άννα, μόλις πατήσουμε στη γη, θα στεφανωθούμε. Είμαι είκοσι χρονώ κι εσύ δεκαοκτώ. Θα δουλέψω 
οπουδήποτε, ακόμα και χαμάλης, ώσπου να γυρίσουμε στον τόπο μας. 

Τρεις μέρες στο καράβι, κι ακόμα να φτάσουν κάπου. 

—Τι θα γίνει; ρωτά ο Αντρίκος τον θειο του. Δε θα πιάσουμε καμιά φορά λιμάνι; Έτσι στα κουτουρού θα 
τραβάμε; 

—Κανένα καράβι δεν τραβάει στα κουτουρού, εκτός κι αν χαλάσει ο μπούσουλας. 

—Γιατί δε βγήκαμε στη Μυτιλήνη; 

—Δεν άφησαν. Είχε πολύν κόσμο. 

—Τώρα τραβάμε για την Αθήνα; ρώτησε με λαχτάρα το αγόρι, που 'θελε να γνωρίσει την πρωτεύουσα. 

—Όχι, κατά το βοριά. 

—Τι αργοκίνητο καράβι... Πες, θειε, δεν είναι; 

—Ναι. 

—Και γιατί δεν πάει πιο γρήγορα; 

Digitized by 10uk1s 
—Είναι φορτηγό είναι παλιό, είναι παραφορτωμένο. 

Την άλλη μέρα, παραμονή Σταυρού, μπήκαν στο Θερμαϊκό κόλπο. 

—Να, η Θεσσαλονίκη. 

Τινάχτηκε ο κόσμος. 

—Η Θεσσαλονίκη! Άρχισαν να ετοιμάζονται. 

—Σα να σταματάει το καράβι, φώναξε κάποιος. 

—Γιατί σταμάτησε; Τι συμβαίνει; τρόμαξαν όλοι. 

—Είκοσι τέσσερις ώρες καραντίνα. 

Το  νέο διαδόθηκε αμέσως. Άρχισαν  οι γυναίκες πάλι το μοιρολόι. Πατήσανε τα μωρά τα κλάματα. Τα 


παιδιά τις φωνές. Σωστό πανδαιμόνιο. 

Πρωί,  πρωί,  ανήμερα  Σταυρού,  μπήκε  το  βαπόρι  στο  λιμάνι.  Πριν  καλοπλευρίσει,  τινάχτηκε  το 
ρημαγμένο ανθρωπομάνι. Άρπαξε μωρά και μπόγους, και χίμηξε στη σκοινόσκαλα. 

Στο λιμάνι κόσμος, κόσμος, κόσμος... Όλοι σημαδεμένοι απ' τη συμφορά. Γριές, νιες, μεσόκοπες κλαίνε, 
φωνάζουν,  τσιρίζουν.  Όσες  ξέκριναν  κάποια  συμπατριώτισσα,  κάποια  γνωστή,  κάποια  συγγενή  στους 
καινούργιους, πάνε κοντά και ρωτάνε. 

—Μάρθα, Μάρθα, είδες τον γιο μου τον Κυριάκο; Μέσα από την αγκαλιά μου τον πήρανε οι Τούρκοι. 

—Θεία  Αγλαΐτσα,  ήρθες;  Που  'ναι  η  μαμά  μου;  Στην  Πούντα  τη  χάσαμε.  Δυο  μέρες  είμαστε  με  τ' 
αδελφάκι μου στη Θεσσαλονίκη. 

—Κόνα Λέγκω, μπας κι είδες τον Αναστάση μας; 

—Κυρά Παρασκευή, μην είναι μαζί σας ο πατέρας μου; Τα βαπόρια κουβαλάνε, κουβαλάνε... 

Digitized by 10uk1s 
ΣΤΟΝ ΑΪ ΜΗΝΑ

Τα βαπόρια κουβαλάνε, κουβαλάνε. 

Γέμισαν  τα  σκολειά,  τα  σπίτια,  οι  αποθήκες,  οι  παράγκες,  τα  υπόστεγα,  οι  δρόμοι.  Ένα  τσούρμο 
στιβάχτηκε στον Άι Μηνά. Συνέχεια έρχονται και καινούργιοι. Έπηξε η προσφυγιά στην εκκλησιά. 

Μεγάλο σούρτα φέρτα κάθε μέρα. Ανταριασμένες γυναίκες με σαλεμένα τα λογικά έρχονται και ρωτάνε 
για  τον  εξαφανισμένο  άνθρωπό  τους.  Καλοντυμένες  κυρίες  ζητάνε  κορίτσια  για  δουλάκια.  Άτεκνα 
αντρόγυνα  θένε  να  υιοθετήσουν  παιδιά.  Ήρθαν  επιτροπές  για  καταγραφή.  Δώσανε  δελτία  για  ψωμί. 
Δελτίο για γάλα πήραν όσες είχαν μωρά. Άρχισε και το συσσίτιο για όλους. Μοιράσανε ψάθες για να 
στρώσουν  χάμω  και  κουβέρτες  για  να  σκεπαστούν.  Κάθε  οικογένεια  και  μια  ψάθα.  Οι  πολυμελείς 
πήρανε δυο. Δυο ψάθες πήρε κι η Νάσαινα με τα οχτώ παιδιά. 

Όλοι  κοιτάζουνε  να  βολευτούν  όπως  όπως.  Πόσο  θα  μείνουν  εδώ;  Δε  θα  χρονίσουν.  Μα  πάλι  να 
στέκεσαι  με  δεμένα  τα  χέρια;  Πρέπει  να  βρεις  μια  προσωρινή  δουλειά,  οποιαδήποτε.  Οι  ανάγκες  δε 
χωρατεύουν.  Ούτε  λογαριάζουν  αξιοπρέπεια.  Η  κόλαση  που  ζήσανε,  τίναξε  στον  αέρα  αρχές  και 
περασμένα μεγαλεία. Τώρα όλοι είναι το ίδιο. Οι ξεριζωμένοι. Χωρίς πατρίδα. Χωρίς το έχει τους. Χωρίς 
τους άντρες. Η συμφορά τους έσμιξε. Απ' τα παράλια κι απ' τα βάθη της Ανατολής, πλούσιοι και φτωχοί, 
αρχόντοι και μεροκαματιάρηδες, είναι πια ένα πράμα. Κοινός ο πόνος, κοινή κι η ζωή τους. Μολαταύτα 
δε λείπουν στον Άι Μηνά κι οι καβγάδες. 

—Δε σκάει λέω το μωρό σου να κοιμηθούμε και λίγο... 

—Να σκάσεις εσύ. 

—Χριστιανή μου, δε σε φτάνει η ψάθα σου; Τρεις ψυχές όλο όλο και δε χωράτε; Δε βλέπεις, πλάκωσες 
το παιδί μου. Toυ καλού καιρού άπλωσες την αρίδα σου. 

—Θα σταματήσεις, κυρά μου, μες στα μεσάνυχτα τις κλάψες; —Και ποιόν βλάπτω; Τη μοίρα μου κλαίω. 

—Την ίδια μοίρα έχουμε όλοι μας. 

—Μια, δυο, τρεις... σαράντα, πενήντα... μετράνε φωναχτά απ' το γυναικωνίτη. 

—Έεε, εσείς.. Θα σταματήσετε καμιά φορά το μέτρημα με τις ψείρες; 

—Την  πόρτα!  Κλείστε  την  πόρτα.  Πούντιασαν  τα  παιδιά  μας,  φωνάζουν  όσες  πλαγιάζουν  κοντά  στην 
πόρτα. 

—Αφήστε λίγο ανοιχτά, θα σκάσουμε απ' τη μπόχα, διαμαρτύρονται οι άλλες. 

—Ωχ, μαμά, με πατήσανε. 

—Μάζεψε και λίγο τα πόδια σου... Από που να περάσω; Κόλλησα στα στασίδια. 

Digitized by 10uk1s 
—Τι τριγυρνάς απ' τα χαράματα, γέρος άνθρωπος... 

—Να μην πάω να κατουρήσω; Μισή ώρα θες το πρωί να περιμένεις στην ουρά για τον αναγκαίο. 

—Δε σταματάτε πια; Σε εκκλησιά βρισκόμαστε. Δε φτάνει ο πόνος μας... 

Όλοι σταματούσανε, μόλις ερχόταν η Ιφιάνασσα με την εφημερίδα. Η Ιφιάνασσα σηκωνόταν χαράματα. 
Γλιστρούσε ανάμεσα απ' τα πόδια των κοιμισμένων κι έτρεχε στη Στοά του Άι Μηνά, στα πιεστήρια της 
εφημερίδας: «Το Φως». Κι άλλοι πρόσφυγες περίμεναν εκεί. Όμως στην Ιφιάνασσα δίναν αμέσως. Τους 
συγκινούσε  να  βλέπουν  να  'ρχεται  κάθε  ξημερώματα  ένα  μικρό  κοριτσάκι,  για  την  εφημερίδα.  Εκείνο 
την άρπαε, με τη μυρωδιά ακόμα της τυπογραφικής μελάνης, κι έτρεχε στην εκκλησιά να τη διαβάσει 
στη  μητέρα  που περίμενε  με λαχτάρα, μήπως και υπάρχει πουθενά το όνομα του πατέρα. Στη  στιγμή 
πετάγονταν κι οι άλλες γυναίκες. Περιτριγύριζαν την Ιφιάνασσα που διάβαζε στο κερί τα ονόματα των 
αγνοουμένων. Ποτέ λειτουργία του Άι Μηνά δεν ακούστηκε με τέτοια προσοχή και κατάνυξη. 

Μπήκε  ο  Οκτώβρης.  Πουθενά  ο  πατέρας.  Ακούστηκε  ότι  τον  είδανε  στη  Μυτιλήνη.  Πήρε  ανάσα  η 
καρδιά της μητέρας. Δόξα σοι ο Θεός, ζει! 

Σήμερα ήρθε απ' την Αθήνα η αδελφή της, η θεία Ευαγγελία. Ψάχνει για το γιο της. Είκοσι μέρες τώρα, 
δεν άφησε πρόσφυγα στην Αθήνα, στον Πειραιά που να μην τον ρώτησε. «Μην είδατε το παιδί μου, τον 
Κυριάκο; Ένα έξυπνο αγοράκι δέκα χρονώ με μαύρα μάτια και σγουρά, μαλλιά. Μες στο τσαλαπάτημα, 
την ώρα που μπαρκάραμε, τον έχασα. Εμένα με βρήκανε λιποθυμισμένη στο καράβι». Τα ίδια λέει και 
ξαναλέει στον Άι Μηνά. 

—Μην έπεσε στη θάλασσα; ρωτάνε οι γυναίκες. 

—Κολυμπούσε σαν ψάρι. 

—Μη στενοχωριέσαι, θα βρεθεί. 

—Τρέμω μην έμεινε στη Σμύρνη και μου το τουρκέψουν τ' αγόρι μου, και δος του κλάματα. 

Η Ιφιάνασσα παίρνει τις εφημερίδες. «Το Έθνος», που έφερε η θεία απ' την Αθήνα. Η πρώτη της ματιά 
στις  ειδήσεις  για  τους  πρόσφυγες.  Όλο  «ζητούνται»  και  «ζητούνται».  «Ζητείται  ο  εκ  Κυδωνιών  Ι. 
Καραπλιάς, καθηγητής της Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης». «Ζητούνται πληροφορίαι περί του Δημητρίου 
Σκαπερδοπούλου  ράπτου  εκ  Μαινεμένης  μετά  της  συζύγου  του  Ευφροσύνης  και  των  τέκνων  του 
Χρυσαυγής  και  Μιχαήλ.  Ομοίως  του  Στεφάνου  Κρίτσου  εκ  Μαινεμένης  μετά  της  συζύγου  του Μαρίας 
και των τέκνων του Δήμητρας και Ιωάννου...». Δε λείπουν και τα μνημόσυνα: «Την προσεχή Κυριακήν 
9ην Οκτωβρίου 1922 και ώραν πρωινήν τελούμεν εις τον Άγιον Λουκάν Πατησίων μνημόσυνον υπέρ των 
θυγατέρων  μας  Πηνελόπης  και  Ιωάννας,  αίτινες  ηυτοκτόνησαν  ριφθείσαι  εντός  φρέατος 
καταδιωκόμεναι υπό των Τούρκων. Οικογένεια Μιχαηλίδου εκ Βρυούλλων». Ατέλειωτα τα ονόματα που 
ζητούν  δουλειά.  Σχεδόν  όλες  γυναίκες:  «Δεσποινίδες  πρόσφυγες  εκ  Σμύρνης  τελειόφοιτοι  της 
Αμερικανικής  Σχολής,  γνωρίζοντες  την  Ελληνικήν,  Αγγλικήν  και  εν  μέρει  την  Γαλλικήν,  την 

Digitized by 10uk1s 
δακτυλογραφίαν  με  άριστας  συστάσεις  ζητούν  θέσιν...».  «Δεσποινίς  πρόσφυξ  εκ  Σμύρνης  πιανίστρια 
ζητεί θέσιν εις σινεμά ή οικογένειαν παρά την οποίαν να διαμένει και να παραδίδει μαθήματα πιάνου ή 
και  μαθήματα  Ελληνικής,  Γαλλικής  και  Αγγλικής  εις  μικρά  παιδιά...».  Διαβάζει,  διαβάζει  η  Ιφιάνασσα. 
Δεν τελειώνουν οι στήλες στις εφημερίδες για τους πρόσφυγες. 

Κάποτε  έφτασε  ο  πατέρας.  Μέρες  ιστορούσε  τις  περιπέτειές  του.  Στο  μήνα  πέθανε  και  το  μωρό  ο 
Βασιλάκης. Απάνω στο βυζί ξεψύχησε. 

—Το φαρμάκωσε το γάλα σου, της είπαν οι γυναίκες. Όλο κλάμα και «αχ» ήσουνα, πριν έρθει ο άντρας 
σου. 

Έπεσε  κι  η  Ιφιάνασσα  με  πυρετό  και  με  σύγκρυα.  Μες  στο  παραμιλητό  της  ζητούσε  να  πάει  σκολειό. 
«Εμείς χανόμαστε κι αυτή τον χαβά της. Ποιο σκολειό; Όλα είναι γεμάτα απ' την προσφυγιά». 

Η  ζωή  στον  Άι  Μηνά  συνεχίζεται.  Οι  ανάγκες  μεγαλώνουν.  Που  να  λουστούν;  Που  να  μαγειρέψουν; 
Πέτσα έπιασε στο κορμί η λέρα κι η γλίτσα. Δύσκολη η ζωή στην εκκλησιά. Πας ν' αλλάξεις ασπρόρουχα, 
και να, γαρίδα τα μάτια απ' τ' αγόρια και τους άντρες τριγύρω. Ούτε να φας σαν άνθρωπος. Που τόπος; 
Άσε το κρύο και το σκοτάδι... Λιγόστεψαν κι οι πιστοί που έρχονταν κι άναβαν και κάνα κεράκι. 

Οι παραπανίσιοι άρχισαν να φεύγουν. Άλλοι τράβηξαν για το Λεμπέτι, άλλοι για την Άνω Τούμπα. Όσοι 
είχαν παράδες, ξεκίνησαν να στήσουν κάνα παραγκάκι στα καμένα. 

—Παλαβώσανε τούτοι; Τι τη θένε εδώ την παράγκα; Καζίκι θα στήσουνε σε ξένον τόπο; απορούσαν οι 
άλλοι. 

Μια μέρα ήρθε στον Άι Μηνά ο Γιάγκος, άλλοτε παραγιός του Χατζηνάσου στη Σμύρνη. —Αφεντικό, λέω 
να χτίσεις φούρνο. 

—Φούρνο εδώ; γιατί; Και ποιος θα τον δουλέψει; 

—Εγώ. Οι φούρνοι φέρνουν παρά με την ουρά. Αν είχα δικαίωμα να χτίσω, θα γινόμουνα πλούσιος. 

—Τι δικαίωμα; 

—Εδώ το επάγγελμα είναι κατοχυρωμένο. Έτσι άκουσα να λένε. 

—Δηλαδή; 

—Να, μονάχα όσοι είχαν φούρνο στα μέρη μας, έχουν δικαίωμα άδειας για να χτίσουν. Εσύ είχες δυο. 

—Μα άλλοι τους δούλευαν. 

Digitized by 10uk1s 
—Δεν έχει σημασία. Δικοί σου ήταν. Εσένα σου δίνουν άδεια. Εμένα όχι. 

Στριφογύριζε  όλη  τη  νύχτα  η  σκέψη  στα  λόγια  του  Γιάγκου.  Να  τ'  αποφασίσουν;  Να  μην  τ' 
αποφασίσουν; 

—Τι λες, Ελένη; 

—Ξέρω κι εγώ; Πώς αλλιώς να τα βγάλουμε πέρα με τόσα παιδιά; Κι όλα μικρά. Το 'να κοντά στ' άλλο. 
Το  πιο  μεγάλο  μας,  ο  Κλήτος,  είναι  δεν  είναι  δεκατεσσάρω.  Ύστερα  οι  παράδες  άρχισαν  να  κάνουν 
φτερά.  Απ'  την  πρώτη  μέρα  κιόλας,  πάρε  παπούτσια  της  Ιφιάνασσας,  πάρε  ρούχα  στα  παιδιά,  πάρε 
κουβέρτες, πάρε τούτο, πάρε τ' άλλο. Είναι και τόσα στόματα που δε σταματούν να μασούν. Καλά που 
μας δίνουν ψωμί και καμιά κονσέρβα. 

—Πόσες λίρες απομείνανε; 

—Ογδόντα  παγκανότες  και  δέκα  χρυσές.  Ευτυχώς  που  τα  'χα  τυλίξει  τότε  στη  φασκιά  του  μωρού  και 
βρέθηκαν τώρα στην ανάγκη μας. Λέω να βάλουμε μπροστά πριν τελειώσουν. 

—Και τι θα τον κάνουμε το φούρνο όταν γυρίσουμε στη Μικρασία; 

—Αυτό σε βασανίζει; Τον πουλάμε, λέει αποφασιστικά η Ελένη. 

Στην  αψάδα  της ανάγκης πάρθηκε  η  απόφαση. Βρέθηκε  το  οικόπεδο  πλάι  σ' ένα τζαμί  στη  γωνιά  της 
οδού  Κασσάνδρου  και  Δημητρίου  του  Πολιορκητού.  Μπήκε  μπρος  το  γιαπί.  Ρίχτηκαν  τα  θεμέλια. 
Υψώθηκαν δυο μέτρα τα ντουβάρια. Οι παράδες λιγόστεψαν. 

—Που  πας;  Παλάτι  θα  χτίσεις;  Το  γιαπί  δε  χωρατεύει,  θέλει  λεφτά  και  λεφτά  να  τελειώσει, 
προειδοποιούν γνωστοί και φίλοι. 

Δε χαμπαρίζει ο Θανάσης. 

—Δε γίνεται φούρνος με μπαγδατί, με ξυλόπηχες, ούτε με καλαμωτή. Μ' ένα τίποτα αρπάει φωτιά και 
καίεται σα λαμπάδα. Ύστερα, πώς ν' αντέξει άλλο πάτωμα; 

—Και τι το θες το πάτωμα; 

—Που θα καθίσουμε εμείς; 

Τα λεφτά τέλειωσαν. Το γιαπί έμεινε στη μέση. Ούτε μπρος, ούτε πίσω. 

Βρέθηκε στο δρόμο τους ο Νικολάκης ο Καϊσερλής, που μυρίστηκε κέρδη. 

Digitized by 10uk1s 
—Πόσα χρειάζονται να τελειώσει το γιαπί; Τόσα; Μη σας νοιάζει. Εγώ είμαι εδώ. Μονάχα θέλω το πάνω 
πάτωμα να καθίσω με τη φαμίλια μου. Ώσπου να με ξεπληρώσετε, θα μου δίνετε σαράντα τοις εκατό 
τόκο. Έγινε; 

Μαγκωμένος ο Θανάσης στα δόκανα της ανάγκης, είπε το ναι. Η δικιά του οικογένεια, δε θα κατοικήσει 
πάνω  απ'  το  φούρνο,  που  ήτανε  το  σχέδιο.  Θα  βολευότανε  πλάι.  Αντί  για  μαγαζί,  θα  χτίζανε  δυο 
κάμαρες. 

—Κι άκουσε, λέει ο Νικολάκης, τα λεφτά εγώ θα τα διαχειρίζομαι ώσπου να τελειώσει το γιαπί. 

«Δε μου έχει εμπιστοσύνη». Τσεκουριές τα λόγια του για το Θανάση. 

—Και  κάτι  άλλο.  Το  υπόλοιπο  σπίτι  θα  γίνει  μπαγδατί.  Σημερινοί  είμαστε  στη  Θεσσαλονίκη  αυριανοί 
δεν είμαστε. 

Το κατάπιε κι αυτό. 

Μπήκε  ο  Δεκέμβρης.  Το  κρύο  δυναμώνει.  «Πολύ  βαρύς  ο  χειμώνας  εφέτος»,  λένε  οι  ντόπιοι.  Μια 
βδομάδα συνέχεια χιονίζει. Ύστερα ήρθε ο Βαρδάρης και τα πάγωσε όλα. Τουρτουρίζει απ' το κρύο η 
προσφυγιά. Ο ανεμοστρόβιλος του ξεθεμελιωμού σακάτεψε τις ψυχές. Τώρα, με την ανεφαγιά και την 
πείνα, σακατεύτηκαν και τα κορμιά. Πετσί και κόκαλο έμειναν. Ρουφήχτηκαν και πρασινοκιτρίνισαν τα 
μούτρα. Ένας ένας πεθαίνουν. Σειρά έχουν οι ανήμποροι, οι γέροι, τα μωρά. 

Ξεπαγιασμένοι οι πρόσφυγες του Άι Μηνά. Δοκιμάζουν ν' ανάψουν κάνα μαγκάλι. Μια μέρα, κάποιος, 
που δεν τον πρόσεξαν, έριξε σανιδάκια σε μια φουφού. Δυνάμωσαν οι φλόγες. Έφεξε και ζέστανε λίγο. 
Κάμποσοι μαζεύτηκαν γύρω. 

Μια γυναίκα πάει να συδαυλίσει τη φωτιά. Γούρλωσε τα μάτια. 

—Τι είν' αυτό; Σαν κόνισμα δε φαίνεται; 

Ψάχνουν τα μάτια. Σκαλίζουν οι μασιές. Ναι, κόνισμα είναι. 

—Ποιος το 'κανε; Έφριξαν οι γυναίκες. 

—Δε φοβήθηκε το Θεό; 

—Θα ξεραθεί το χέρι που 'σπασε εικόνα και την έβαλε στη φωτιά. 

—Γι' αυτό και μας ξέχασε ο Μεγαλοδύναμος. 

Όλοι υποψιάστηκαν τον γκαβό. Τον είδαν να φεύγει με τρόπο ύποπτο. 

Digitized by 10uk1s 
—Σίγουρα αυτός ήταν. Χάθηκε, μόλις μπήξαμε τις φωνές. 

—Από που ήρθε; Ετούτος δεν είναι πρόσφυγας. Πώς και βρέθηκε ανάμεσά μας; 

Δεν τον ξανάδανε. 

Δόθηκε διαταγή ν' αδειάσει ο Άι Μηνάς. Τα Χριστούγεννα θα λειτουργήσει. Πρέπει να τον καθαρίσουν. 
Να πλύνουν τις πλάκες. Να παστρέψουν τα στασίδια και τα εικονίσματα απ' τους κοριούς και τη βρώμα. 

—Έτσι κι αλλιώς το γιαπί δεν τελειώνει γρήγορα. Που να πάμε ως τότε; έλεγε και ξανάλεγε η Ελένη. 

Βρέθηκε ένα παραγκάκι λίγο πιο κάτω απ' τον Άι Μηνά, μέσ' στα καμένα και τα χαλάσματα. Το νοίκιαζε 
κάποιος Εβραίος που το 'χε αποθήκη. Τώρα ήταν άδειο. 

Τρόμαξε η μητέρα, όταν άνοιξαν την πόρτα της παράγκας. Σουτζούκια, τα παγωμένα νερά, κρέμονταν 
απ' τις τρύπιες λαμαρίνες της σκεπής. Δάχτυλο σωστό τ' αραλίκι στους σανιδένιους τοίχους. Πετρωμένο 
το  λασπωμένο  χώμα.  Χάμω  φρόκαλα  και  κιτρινιασμένα  παλιόχαρτα.  Ένας  κουτσός  μπάγκος  και  δυο 
σαραβαλιασμένες καρέκλες πεταμένες στην άκρη. 

—Εδώ θα μείνουμε; Πνίγηκε η φωνή της στους λυγμούς. 

—Υπομονή, ώσπου να τελειώσει το σπίτι μας, Ελένη, δοκιμάζει να την παρηγορήσει ο Θανάσης. 

Τι να κάνει; Μπροστά στην ανάγκη υποχώρησε. 

Αγόρασαν παλιά περιοδικά και βάλθηκαν να τα κολλάνε για να φράξουν τα αραλίκια. Ίσαμε τ' απόγεμα 
σκεπάστηκαν οι σανιδένιοι τοίχοι με χαρτιά γεμάτα φιγούρες και γράμματα. 

Η μητέρα φροκάλησε χάμω. Πλύθηκε ο μπάγκος. Άπλωσε εφημερίδες απάνω, κι αράδιασε τα πρόχειρα 
κουζινικά. 

—Φύγε απ' τα πόδια μου, Ιφιάνασσα. Άσε να κάνουμε τη δουλειά μας... 

—Πάμε σ' αυτό το καμένο σπίτι; λέει ο Κλήτος στον Κώστα. 

Πήγε μαζί τους κι η Ιφιάνασσα. 

Ένα  σπίτι  θεόρατο,  μισογκρεμισμένο.  Ούτε  στέγη,  ούτε  πόρτες.  Τεράστιες  τρύπες  στη  θέση  των 
παράθυρων χάσκουν στα κενό. Μαυροκαψαλισμένα ντουβάρια τεντώνουν το μπόι τους στο γκρίζο φως 
του  χειμώνα.  Παντού  χώματα,  πέτρες,  σίδερα.  Όλα  ανάκατα.  Μια  μάζα  αξεχώριστη  από  σπασμένα 
γυαλιά,  πορσελάνες,  από  λιωμένα  μπακίρια  και  μπρούτζους.  Σιδερένια  δοκάρια  στραβωμένα  και 

Digitized by 10uk1s 
φαγωμένα  απ'  τη  φωτιά  κρέμονται  ψηλά.  Σκεπασμένη  η  σκάλα  με  χαλάσματα.  Ο  Κλήτος  ανεβαίνει 
στους σωρούς, σκαρφαλώνει στα δοκάρια. Ο Κώστας φοβάται. Θέλει να φύγει. 

Η Ιφιάνασσα στάθηκε και κοιτάει. Πάντα της άρεσε, όπου κι αν βρισκόταν, να ζωντανεύει το παρελθόν. 
Ξαναστήνει με τη φαντασία της το καμένο σπίτι. Προσπαθεί να το φέρει στην πρωτινή του κατάσταση. 
Μα αυτό είναι σωστό παλάτι! Η μαρμαρένια σκάλα με τα σιδερένια κάγκελα και τα μπρούτζινα πόμολα, 
ανεβάζει απάνω στις κρεβατοκάμαρες. Σίγουρα θα υπήρχαν στο σπίτι και παιδιά, θυμάται στον Κλήτο 
στης νενές, στη Σμύρνη, που καβαλίκευε τα μπαρμπακλίκια της σκάλας και γλιστρώντας έφθανε κάτου. 
Κι  η  νενέ  να  μπήγει  τις  φωνές:  «Θα  σκοτωθείς.  Θα  σπάσεις  το  κεφάλι  σου,  βρωμόπαιδο».  Τώρα  εδώ 
σωρός τ' αποκαΐδια! Και βέβαια θα 'χε ακριβά έπιπλα ένα τόσο ωραίο και μεγάλο σπίτι. Κι οι τοίχοι θα 
'ταν  στολισμένοι  με  κάδρα,  καθρέφτες,  σιτζαντέδες.  Τα  χαλιά  οπωσδήποτε  περσικά.  Που  να  'τανε 
στημένο  το  πιάνο;  Ποιος  να  'παιζε  άραγε;  Να,  το  τζάκι.  Το  μαρτυράει  το  σπασμένο  μάρμαρο  κι  η 
καμινάδα... Πόσοι άνθρωποι να ζήσανε εδώ; Βλέπει τον κόσμο να μπαινοβγαίνει τις χρονιάρες μέρες. 
Να γλεντά στις βεγγέρες. Τώρα όλα καμένα... Μόνο ερείπια και χαλάσματα, όπως στη Σμύρνη. Εδώ θα 
ξαναχτίσουν μια μέρα. Όμως στη Σμύρνη ποιος θα  ξαναχτίσει, αφού λείπουν οι νοικοκυραίοι; Που να 
βρίσκονται τώρα οι νοικοκυραίοι αυτού του σπιτιού; 

Ξαφνικά ένας αγέρας σαν κλάμα, σαν παράπονο, σα βόγκος γλίστρησε απ' τα χαλάσματα. 

—Είναι βρυκολακιασμένο το σπίτι, κάνει ο Κλήτος. 

Αγριεμένα και τα τρία παιδιά το βάλανε στα πόδια. Στον Άι Μηνά τα περίμενε ανήσυχη η μητέρα. 

Την άλλη μέρα μετακόμισαν στην παράγκα. 

Digitized by 10uk1s 
ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΓΚΑ

Δεκαπέντε  μέρες  στην  παράγκα  κι  ακόμα  να  συνηθίσει  η  Ελένη.  Και  πως  να  συνηθίσει;  Παγωνιά  κι 
ερημιά.  Γύρω  τα  καμένα  και  πλάι  η  θάλασσα.  Κι  ας  βρίσκεται  στην  καρδιά  της  Θεσσαλονίκης. 
Τουλάχιστο στον Άι Μηνά ήταν όλοι μαζί. Ούτε από βροχή παίρνανε χαμπάρι, ούτε από Βαρδάρη. 

Έπιασε  τις  προάλλες  μια  μπόρα  και  δεν  ξέρανε  που  να  σταθούνε.  Βρύσες  τρέχανε  οι  λαμαρίνες  της 
σκεπής. Στοίβαξαν όλοι μαζί τα πράματα στην άκρη, και περίμεναν όρθιοι ώσπου να σταματήσει. Δος 
του ύστερα η Ελένη να παιδεύεται να μαζέψει τα νερά από χάμω με τη φροκαλιά και το φαράσι και να 
στρώνει διπλές ψάθες. 

Δε  γίνεται  να  ζήσουν  εδώ.  Θα  ψοφήσουν  απ'  το  κρύο.  Από  χίλιες  μεριές  μπαίνει  ο  αγέρας.  Πας  ν' 
ανάψεις  φωτιά. Τσιτσιρίζει ο τσιράς απ' τα νερά. Μούσκεμα τα κάρβουνα. Φυσάς, φυσάς τη φουφού 
και δε λέει ν' ανάψει. Μελανιασμένα τα παιδιά απ' την παγωνιά. Καλά που παίζουν τη μέρα στα καμένα 
και ξεχνούν κάπως το κρύο. 

Απόψε  πλάγιασαν  νωρίς.  Στριμωγμένα  κατάχαμα  το  'να  κολλητά  στ'  άλλο.  Ξεπαγιασμένα  χέρια  και 
πόδια.  Χτυπάνε  τα  δόντια.  Ζαρώνουν,  ζαρώνουν.  Χώνουν  τα  κεφαλάκια  κάτω  απ'  τα  σκεπάσματα  να 
ζεσταθούν με το χνώτο τους. Από ώρα έχει σβήσει η φουφού. 

Η Ελένη ακόμα παιδεύεται με τη λάτρα. 

—Άντε να πέσεις κι εσύ, λέει ο Θανάσης που έγειρε στην άκρη. 

—Κοντεύω. 

Ένα «τσακ» ακούστηκε ξαφνικά στο μισοσκόταδο. 

—Πάει,  έσπασε  το  γυαλί  της  λάμπας,  κάνει  με  απελπισία  η  Ελένη.  Και  που  να  πας  αυτή  την  ώρα  και 
τέτοια μέρα μάλιστα; Κλειστά όλα τα μαγαζιά. 

Μαυροκίτρινη φλόγα χοροπήδησε στο λαμπογυάλι. Γέμισε καπνιά και μουτζαλιά. 

Κατέβασε  η  Ελένη  το φυτίλι. Έκοψε ένα στρογγυλό  χαρτάκι.  Το  σάλιωσε  γύρω  ‐  γύρω  και  το  κόλλησε 
στην τρύπα. Δοκιμάζει να δουλέψει. Δεν καλοβλέπει. Και τα χέρια κρούσταλλα απ' το κρύο. «Ας πέσω», 
σκέφτηκε. 

Πριν πλαγιάσει, έσβησε τη λάμπα. 

Τίναξε σπίθες η καύτρα του φυτιλιού. Μύρισε γκαζίλα το σκοτάδι της παράγκας. 

Δεν έχει ύπνο απόψε το αντρόγυνο. Πες η παγωνιά, πες η χρονιάρα μέρα, πες η συλλογή. 

—Τι ώρα να 'ναι; ρωτάει ο Θανάσης. 

Digitized by 10uk1s 
—Τι σε νοιάζει; 

—Λέω, πότε θα 'ρθει ο καινούργιος χρόνος. 

—Θα χτυπήσουν οι καμπάνες τ' Άι Μηνά. 

Δεν ξαναμίλησαν. Ο καθένας απόμεινε με τις σκέψεις του. Αύριο ξημερώνει Πρωτοχρονιά. Μπαίνει το 
1923. «Στον αγύριστο το καταραμένο Εικοσιδύο. Να πάει και να μην ξανάρθει ο γουρσούζικος χρόνος». 

Η  Ελένη  νιώθει  ένα  φούσκωμα  στα  στήθια.  Κάτι  την  πνίγει  στο  λαιμό.  Έτοιμη  να  κλάψει.  Έζησαν 
αλήθεια  ποτέ  άλλη  ζωή;  Κοιμήθηκαν  σε  κρεβάτι  ζεστό  και  μαλακό;  Πέρασαν  ποτέ  τους  καλές  κι 
ευτυχισμένες μέρες; Πώς ξεριζώθηκαν απ' τ' Άγια Χώματα; Πώς τα 'χασαν όλα μονομιάς; Όλα... όλα... 
Και  τώρα  να  μην  σκέφτεσαι  τίποτα  άλλο.  Μονάχα  τα  ψωμί.  Το  ψωμί  και  λίγη  ζεστασιά.  Να  μην 
πεθάνουν τα παιδιά σου απ' το κρύο και την πείνα... 

Απόψε  μαγείρεψε  πατσά.  Αύριο  θα  ετοιμάσει  μπουμπάρι.  Μπουμπάρι  φάγανε  και  τα  Χριστούγεννα. 
Καλά  που  βρίσκεται  κι  αυτό.  Παίρνουν  ψωμί  με  το  δελτίο  και  χωρίς  πληρωμή.  Παρακάλεσε  το 
φούρναρη, αντί για χάσικο, που δικαιούνται, να της δίνει μαύρο. Με τη διαφορά, που παίρνει, αγοράζει 
συχνά πυκνά σκεμπέ. Έτσι τρώνε τρεις μέρες συνέχεια. Τη μια μέρα πατσά, την άλλη μπουμπάρι και την 
τρίτη πιλάφι με τσιγαρίθρες. Βρίσκει τον σκεμπέ πιο οικονομικό και πιο θρεφτικό. Όταν φέρνει σκεμπέ 
στην παράγκα, τα παιδιά έχουν γιορτή. Αραδιάζονται γύρω απ' την αναμμένη φουφού και περιμένουν. 
Εκείνη τον καθαρίζει, ξεχωρίζει τ' άντερα και βγάζει τη γλίνα. Την κόβει κομματάκια και την τσιγαρίζει. 
Γεμίζει το τηγάνι με πάχος. Τσιτσιρίζει η γλίνα. Δεν προφταίνει να τ' αδειάσει στην τσανάκα, κι αρχίζουν 
εκείνα:  «Να  βουτήξω,  μαμά,  το  ψωμάκι  μου;».  «Να  το  βουτήξεις».  «Να  πάρω  μια  τσιγαρίθρα;».  «Να 
πάρεις»... «Έεε, τι κάνετε αυτού; Δε θ' αφήσετε τίποτα για το πιλάφι αύριο». 

Με  την  ίδια  όρεξη  τρώνε  και  τον  πατσά.  Μόλις  τον  κατεβάσει  με  το  τσουκάλι,  πριν  τον  κόψει 
κομματάκια και βάλει το σκορδόξυδο, τον καταπίνουν. «Περιμένετε. Πιο σιγά. Θα πνιγείτε». Ακόμα με 
πιο  μεγάλη  λαιμαργία  τρώνε  το  μπουμπάρι.  Με  πατσά,  και  μπουμπάρι  πέρασαν  τα  Χριστούγεννα. 
Πατσά και μπουμπάρι θα φάνε αύριο την Πρωτοχρονιά. 

Δε θυμάται η Ελένη, Χριστούγεννα χωρίς το διάνο τον παραγεμιστό. Απ' τα ξημερώματα της Παραμονής 
καταπιάνονταν  όλοι  με  το  διάνο.  Απ'  τα  ξημερώματα  και  με  τα  γλυκίσματα.  Ολόκληρη  τη  μέρα 
πηγαινοέρχονταν οι παραγιοί με τους ταβάδες και τα σινιά. Ντάλωνε η μύτη απ' τη μοσχοβολιά. Σεκέρ 
λουκούμια, φοινίκια, λαντίνια. Επί ποδός πολέμου το σπίτι. Παρακόρες, παραγιοί, η ίδια. Ακόμα και τα 
παιδιά.  Η  Βασώ  άνοιγε  το  φύλλο  για  τον  μπακλαβού.  Ετοίμαζε  τα  αυγοκαλάμαρα.  Το  Κατινιώ 
μπαινόβγαινε  για  τα  χουσμέτια.  Τα  παιδιά  σπάζανε  καρύδια,  μύγδαλα.  Κουπάνιζαν  στο  μπρούντζινο 
γουδί την κανέλα, τ' αλάτι, το πιπέρι. Ψήνανε στη θράκα κάστανα για τη γέμιση του διάνου. Η Πατσού 
ετοίμαζε την αλουσιά. Μέτραε με την κούπα το σαμόλαδο και τη ζάχαρη. Ανακάτευε το χαμούρι. Όταν 
ερχόταν η σειρά για το πλάσιμο, αναλάμβανε η ίδια η νοικοκυρά. Έκοβε το χαμούρι, του 'δινε το σχήμα 
μακρουλού αυγού, και το ζουπούσε με δύναμη στο μπρουμουτισμένο κόσκινο. Στο κόσκινο το φοινίκι, 
στο καλπούρι το λαντίνι.  Όταν τα φέρνανε απ' το φούρνο, άρχιζε άλλη διαδικασία με τ'  ανθόνερο, το 
μέλι, τα ψιλοκομμένα καρύδια. Ανθόνερο να τα μπουσκιουρντίσουν, μέλι να τα μελώσουν, καρύδια να 
τα πασπαλίσουν. Ύστερα σειρά είχε το στόλισμα στους δίσκους και στις πιατέλες. 

Digitized by 10uk1s 
Άσε  πια  τι  γινόταν  τ'  Άι  Βασιλειού  με  τη  βασιλόπιτα.  Η  ίδια  έβαζε  μέσα  το  φλουρί.  Η  ίδια  σχεδίαζε 
δικέφαλους  και  διάφορα  πλουμιά  με  καρεφύλλια  και  μύγδαλα.  Η  ίδια  σκαρίφιζε  με  ζυμάρι  τη 
χρονολογία. Σαν τρελά μπαινόβγαιναν τα παιδιά την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Πότε θα 'ρθει η ώρα 
να κόψουν την πίτα... Να δουν σε ποιον θα πέσει το φλουρί... Πότε θα μοιράσουν τα ρεγάλα και τους 
μποναμάδες...  Κι  οι  μεγάλοι  αγωνιούσαν  για  τα  ρεγάλα.  Ήξεραν  ότι  όλα  ήταν  αγορασμένα  απ'  του 
Ξενόπουλου, απ' τον Μπον Μαρσέ, απ' τα μεγάλα καταστήματα της Σμύρνης. 

Πάνω στο στρογγυλό τραπέζι της τραπεζαρίας, η λεγένη γεμάτη: καρύδια, μύγδαλα φουντούκια, «Μάνα 
του Ουρανού», κουκουνάρια, φυστίκια, σταφίδες, σύκα, χουρμάδες, δαμάσκηνα, λεμπλεμπούδες. Στη 
μέση ένα αναμμένο κερί, και τα παιδιά να μπαινοβγαίνουν, να γεμίζουν τις τσέπες και να μασουλίζουν. 
Δε σταματούσαν τα κάλαντα κι οι ευχές στην ξώπορτα. «Να τα πούμε, κυρά;». «Να τα πείτε». 

Άι Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία.


Σεις, αρχόν - σεις αρχόντισσα κυρία.

Για  να  φτάσουνε  γρήγορα  στο  τέλος,  κατάπιναν  τις  λέξεις.  «Άντε  και  του  χρόνου».  «Ευτυχισμένο  το 
Νέον Έτος». 

Όλα ήτανε όμορφα, και χαρούμενα. 

Συνεπαρμένη η Ελένη απ' την πανηγυριώτικη ατμόσφαιρα της πατρίδας, την πήρε ο ύπνος. 

Ο Θανάσης είναι άγρυπνος. Τι θα γίνει εφέτος με το ποδαρικό; σκέφτεται. Κάθε χρόνο, μόλις ακουγόταν 
το  πρώτο  «νταγκ»  της  καμπάνας,  αυτός  ίσια  στην  εκκλησιά.  Όπως  πάντα  με  το  ρόδι  στο  χέρι.  Όταν 
τέλειωνε η λειτουργία, γύριζε σπίτι. Στεκόταν μπροστά στην ξώπορτα και πέταε με δύναμη το ρόδι στο 
σκαλοπάτι. Καθώς τινάζονταν οι ρόγες, έλεγε την ευχή: «Σαν το ρόδι να πάνε όλα ρόδινα τον καινούργιο 
χρόνο». Ύστερα έμπαινε με το δεξί πόδι για να 'ρθουν όλα δεξιά. 

Πέρσι, πρώτη φορά, έκανε ποδαρικό ο αδελφός του ο Μήτσος. Πρώτη και τελευταία... Είκοσι έξι χρονώ 
ο Μήτσος, χάθηκε απ' τη ζωή. Τον κρεμάσανε οι Τούρκοι στο Κορδελιό. 

Ξαφνικά έτριξε η παράγκα. Παγωμένος αγέρας έγλειψε τα κοιμισμένα μούτρα. 

—Τι τρέχει; Ξύπνησε η Ελένη. 

—Θαρρώ έπιασε Βαρδάρης. 

Πριν αποσώσει την κουβέντα του ο Θανάσης, βρόντηξαν οι λαμαρίνες. 

—Παναγιά μου, σηκώθηκε απάνω η Ελένη. 

Πίσσα σκοτάδι... Κάνει ν' ανάψει τη λάμπα. Απανωτά φυσήματα σβήσανε το σπίρτο. 

Digitized by 10uk1s 
—Μαμά, μαμά, τρόμαξε η Ιφιάνασσα. 

—Ησύχασε. Δεν είναι τίποτα. 

—Καλύτερα να πέσεις κι εσύ, Ελένη, λέει ο Θανάσης. 

Τι  να  κάνει;  Ξαναπλάγιασε.  Με  στυλωμένα  μάτια  στο  σκοτάδι,  παρακαλεί  το  Θεό  να  σταματήσει  ο 
Βαρδάρης. 

Ο Βαρδάρης δε σταματά. Όλο και δυναμώνει. Σφυρίζει στα καμένα. Σέρνεται στους δρόμους. Χτυπάει 
την παράγκα. Ξεσκίζει τα χαρτιά απ' τ' αραλίκια. 

—Θεέ μου, θα μας πλακώσει η παράγκα. 

—Μη φοβάσαι, Ελένη. Δεν αφήνει ο Μεγαλοδύναμος. 

—Δεν ακούς; Όλο και αγριεύει. Χριστέ μου, βάλε το χέρι σου... 

Ο  Βαρδάρης  λύσσαξε.  Χτυπάει  μανιασμένα  την  παράγκα.  Κύματα  φρενιασμένα  ο  αγέρας  χυμάει 
απανωτά στις λαμαρίνες. 

—Μαμά, μαμά, πατάνε τα παιδιά τις φωνές. 

—Μη φοβάστε. Όπου να 'ναι θα σταματήσει. 

Ο Βαρδάρης δε σταματά, όλο αγριεύει. Κουκουλώθηκε η Ιφιάνασσα. Ζαρώνει πιο πολύ. Τινάζεται κάθε 
τόσο. Βροντοχτυπά η καρδιά της σε κάθε τράνταγμα. 

Αν ξεκολλήσουν οι λαμαρίνες; Αν πέσει η παράγκα; Άγριο θεριό ο Βαρδάρης, μουγκρίζει στη θάλασσα. 
Λυσσομανά  στις  στέγες.  Βροντοχτυπιούνται  οι  λαμαρίνες.  Όλο  και  πιο  δυνατά.  Όλο  και  πιο  γρήγορα, 
Θεέ  μου!  Θα  γκρεμιστεί  η  παράγκα...  Θα  την  αρπάξει  ο  Βαρδάρης.  Κοσμοχαλασιά  στη  θάλασσα. 
Κοσμοχαλασιά  στη  Θεσσαλονίκη. Κοσμοχαλασιά  στις παράγκες της προσφυγιάς και τα  χαμόσπιτα  της 
φτώχειας. 

Παναγιά μου, Χριστούλη, μου! 

Πετάχτηκε μια λαμαρίνα. Έπεσε η πόρτα. Παγωμένος άνεμος χίμηξε στην παράγκα. 

Ξημέρωσε το 1923. 

Digitized by 10uk1s 
ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Άρον  άρον  κουβαλήθηκε  η  οικογένεια  στο  μισοτελειωμένο  σπίτι.  Ασουβάντιστο  απ'  έξω.  Χάνι  σωστό 
μέσα.  Ούτε  κάμαρες  χωρισμένες,  ούτε  κουζίνα,  ούτε  τίποτα.  Μια  πορτίτσα  βγάζει  στο  τζαμί  που  έχει 
τέσσερις  βρύσες  και  δυο  αναγκαία.  Προσωρινά  εκεί  θα  βολευτούνε.  Μόλις  είχε  αδειάσει  απ'  τους 
χοτζάδες, κι αμέσως γέμισε με πρόσφυγες. 

Άξιος δουλευτής ο Γιάγκος, έβαλε μπροστά το φούρνο. Ουρά για να πάρεις ψωμί. Η δουλειά πήγαινε 
ρολόι.  Ο  Νικολάκης  όμως  σταμάτησε  να  δίνει  λεφτά.  «Μα  το  γιαπί  δεν  τέλειωσε  ακόμα», 
διαμαρτυρήθηκε η Ελένη. «Τώρα καζαντίζει ο φούρνος», απαντούσε αυτός. 

«Εκείνος βολεύτηκε. Τι τον νοιάζει για μας», έλεγε με παράπονο ο Θανάσης. 

Όσο κι αν πήγαινε καλά η δουλειά, τους τσάκιζε το σαράντα τοις εκατό ο τόκος. 

Μόλις  οικονομούσε  λίγα  λεφτά  η  Ελένη,  έτρεχε  στο  Μπιτ  Παζάρ  να  αγοράσει  κάνα  μεταχειρισμένο 
νοικοκυριό.  Πήρε,  ένα  διπλό  κρεβάτι  για  τους  ίδιους  κι  ένα  μονό  για  τα  δυο  κορίτσια.  Τα  υπόλοιπα 
παιδιά  κοιμόνταν  χάμω  στρωματσάδα.  Σιγά  σιγά  αγόρασε  ένα  σεντούκι,  ένα  τραπέζι,  λίγες  καρέκλες, 
ένα ντουλάπι και τα απαραίτητα κουζινικά και πιατικά. Όσο για καναπέ έστησε δυο κάσες στον τοίχο, 
έβαλε  απάνω  σανίδες.  Έστρωσε  ένα  τσουβαλένιο  σιλτέ,  γεμισμένο  με  χόρτο,  και  τον  σκέπασε  με 
αλατζά. Φαίνεται δεν υπολόγισε καλά τη θέση που έβαλε τις κάσες. Την ίδια μέρα κιόλας κόντεψε να 
γίνει το κακό. Εκεί που κάθονταν στις δυο άκρες του καναπέ οι συμπατριώτισσες, η Παλιάτσαινα κι η 
διάκαινα, και πίνανε τον καφέ τους, ήρθε απ' την Αθήνα η αδελφή της Ελένης, η Ευαγγελία. Κάνει να 
σηκωθεί η Παλιάτσαινα, και τινάχτηκαν ψηλά οι σανίδες με το σιλτέ. Το βάρος έγειρε προς την διάκαινα 
που ήτανε χοντρή. Πέφτει χάμω. Εκεί έμεινε. Είδανε και πάθανε να τη συνεφέρουν. «Καλέ, πώς έγινε 
τούτο;» σταυροκοπήθηκέ, μόλις συνήλθε. Οι άλλες δεν μπορούσαν να κρατηθούν απ' τα γέλια. 

Σε λίγες μέρες πήρε η Ελένη μια μεταχειρισμένη ραπτομηχανή Σίγγερ απ' το Μπιτ Παζάρ. Χρειαζότανε 
πιο πολύ απ' όλα. Μια που τα κατάφερνε με τη μοδιστρική, στρώθηκε αμέσως στο ράψιμο. Όλη μέρα 
έραβε. Πάσκιζε να κάνει το παλιό καινούργιο, να σουλουπώσει λίγο τα παιδιά και το σπίτι. 

Το  πρώτο  πράγμα  που  νοιάστηκε  το  αντρόγυνο,  ύστερα  απ'  την  εγκατάσταση,  ήτανε  το  σκολειό.  Το 
Δημοτικό  της  οδού  Κασσάνδρου  γιομάτο  πρόσφυγες.  Η  μητέρα  ήθελε  να  πάει  ο  Κλήτος  στην 
Αμερικάνικη Σχολή να συνεχίσει τις σπουδές του κολέγιου της Σμύρνης, που με την προσφυγιά μείνανε 
στη μέση. Ο Κλήτος δεν ήθελε να ξανακαθίσει στο θρανίο. Η μητέρα, που είχε μανία με τα εγγλέζικα, 
έστειλε την Ιφιάνασσα και τον Κώστα στην Αμερικάνικη Σχολή στην οδό Φράγκων στο Βαρδάρη. 

Το  σπίτι  του  Χατζηνάσου  έγινε  στέκι  και  καταφύγιο  για  συγγενείς  και  φίλους.  Όσοι  έρχονταν  απ'  την 
Αθήνα, την επαρχία, τα νησιά, εκεί κονεύανε ώσπου να βολευτούν. Κουβαλούσαν τα τρένα, τα βαπόρια 

Digitized by 10uk1s 
τους ξεριζωμένους να βρουν τους δικούς τους, να τακτοποιηθούν καλύτερα. 

Η θεία Ευαγγελία ακόμα ψάχνει για το γιο της, τον Κυριάκο. Γύρισε ολόκληρη την Ελλάδα. Ούτε άκουσε 
ούτε είδε κανείς τίποτα. «Φαίνεται η μοίρα μου το 'χει. Στον πρώτο διωγμό έχασα τον άντρα μου. Τώρα 
το αγοράκι μου». Και πήρε πάλι τους δρόμους. 

Μήνες έκανε να δώσει σημεία ζωής. 

—Τι έγινες τόσον καιρό; ξαφνιάστηκε η Ελένη όταν την είδε. 

—Σπουδάζω μαμή. 

—Μαμή; Τώρα στα τριάντα πέντε; 

—Πώς να ζήσουμε; Ο Λεωνίδας ξενιτεύθηκε. Ο Λευτέρης δεν είναι ούτε δέκα. 

—Και πώς θα σπουδάσεις; Πάνω από είκοσι χρόνια έχεις να πατήσεις σε σκολειό. 

—Τα  κατάφερα.  Οι  νόμοι  για  τους  πρόσφυγες  είναι  ελαστικοί.  Εργάζομαι  στο  νοσοκομείο. 
Παρακολουθώ και μαθήματα. 

—Γιατί δεν έγραψες; 

—Που να βρω καιρό; Όλη μέρα δουλειά και μελέτη. Κι ύστερα λογάριαζα να 'ρθω. Δεν μπορούσα πιο 
νωρίς.  Τώρα  το  καλοκαίρι  τα  κατάφερα.  Έμαθα  ότι  εδώ  το  ορφανοτροφείο  Παπάφη  είναι  γεμάτο 
προσφυγάκια που έχουν χάσει τους γονείς τους. Θα ρωτήσω. 

Όσο και να πήγαινε καλά η δουλειά δεν έφτανε να ζήσει η οικογένεια του Χατζηνάσου. Μόνο το ψωμί 
ήτανε μπόλικο. Σπάνια να βάλουν κρέας στο τσουκάλι. Φύτρωσαν μέσα τους τα λόπια, τα ρεβύθια, οι 
φακές. 

—Πρώτα το χρέος του Νικολάκη, έλεγε ο Θανάσης. 

—Οι  τόκοι  θα  φάνε  το  κεφάλαιο,  απαντούσε  η  Ελένη.  Πώς  να  θρέψεις  εννιά  ψυχές;  Άσε  πια  τους 
μουσαφιρέους που δε μας λείπουν. Είναι και τα σκολειά, τα ρούχα, τα παπούτσια... 

—Πες,  «Δόξα  να  'χει  ο  Θεός»,  δεν  κοιτάς  που  άλλοι  λένε  το  ψωμί  ψωμάκι...  αρπαζόταν  εκείνος.  Δε 
βλέπεις που όλα τα παιδάκια από δέκα χρονώ ξενοδουλεύουν; 

Ο πατέρας πίστευε ότι για όλα τα δεινά της γης φταίει ο άνθρωπος. Ξέφυγε απ' το δρόμο του Θεού. Γι' 
αυτό  κι  η  συμφορά  της  Μικρασίας.  Γι'  αυτό  απ'  το  κακό  στο  χειρότερο.  Ο  Θεός  προειδοποιεί  τον 

Digitized by 10uk1s 
άνθρωπο.  Σίγουρα  πλησιάζει  η  Δευτέρα  Παρουσία.  Διάβαζε  την  Αποκάλυψη  του  Ιωάννη  του 
Ευαγγελιστή.  Έκανε  πολύ  παρέα  με  τον  συμπατριώτη  του  τον  καθηγητή  κ.  Αντώνιο  Δίγκα  που  είχε 
δουλέψει  χρόνια  στο  Γυμνάσιο  της  Μαγνησίας  κι  ένιωθε  κι  αυτός  Μικρασιάτης.  Συζητούσαν  μαζί 
θρησκευτικά και πολιτικά. Πολλές φορές μιλούσαν για την πατρίδα τους, την Ήπειρο. Ο Θανάσης είχε 
πάντα νοσταλγία για τον τόπο που γεννήθηκε. Όμως η αγάπη του για τη Μικρασία κι οι δουλειές δεν 
τον  άφησαν  να  ξεφύγει.  Τώρα,  με  την  προσφυγιά,  ευκαιρία  να  πάει.  Ύστερα  ήτανε  κι  ο  χαμένος 
θησαυρός  που  πάντα  τον  βασάνιζε.  Ποιος ξέρει;  Μπορεί να βρεθεί. Ο προσπάππος του,  ο Αθανάσιος 
Χρυσικός, που είχε χρυσοχοείο στα Γιάννενα, πολεμούσε τον Αλή Πασά. Τον χτύπαε με όλα τα μέσα στα 
κρυφά και στα φανερά. Ακόμα και μέσ' στο Σαράι του Αλή είχε ανθρώπους του που παρακολουθούσαν 
τις  κινήσεις  του.  Όταν  προδόθηκε  και  κινδύνεψε  να  συλληφθεί,  άδειασε  το  μαγαζί,  πήρε  μαζί  του  τα 
χρυσαφικά και τράβηξε για τα Ζαγόρια, στα τσιφλίκια του. Εκεί κάπου μέσα στη γη τα 'κρυψε. Συχνά τα 
παιδιά του, τα εγγόνια του, τα δισέγγονά του μιλούσαν γι' αυτόν το θησαυρό. Ψάχνανε εδώ, σκάβανε 
εκεί. Τίποτα. Το 1920 ήρθε στο Θανάση στη Μαινεμένη ένα γράμμα απ' τις φυλακές του Παλαμηδιού. 
Ένας ισοβίτης έγραφε ότι ήξερε που βρισκόταν ο θησαυρός. Ο ίδιος δεν μπορούσε να πάει, γιατί ήτανε 
φυλακισμένος, όμως είχε τους ανθρώπους του. Φτάνει να 'στελνε τόσα. Εύπιστος και τίμιος ο Θανάσης, 
έκανε ο,τι του ζητούσε. «Δεν  καταλαβαίνεις ότι είναι  απάτη;» του 'λεγαν η Ελένη κι ο αδερφός του  ο 
Μήτσος. «Πώς απάτη; Και που ξέρει αυτός για το θησαυρό;» «Για άλλο τίποτα δε μιλούσε το χωριό», 
τον αποπαίρνανε εκείνοι. «Μα έγραψε λεπτομέρειες», επέμενε αυτός. 

Δεύτερο  γράμμα  δεν  ήρθε.  «Τα  βλέπεις;»  του  'λεγαν  ο  Μήτσος  κι  η  Ελένη.  «Μπορεί  να  παράπεσε  το 
γράμμα», απαντούσε ετούτος. 

Με  το  ξερίζωμα  χάθηκε  κάθε  επαφή.  Τώρα  που  οι  συγκοινωνίες  είναι  τζάμπα  για  τους  πρόσφυγες, 
ευκαιρία να πάει στο χωριό του, που έχει να το δει από μικρό παιδί. Να μάθει τι έγινε κι η περιουσία 
που  άφησαν  οι  γονείς  του.  Αυτός  είναι  ο  μόνος  κληρονόμος.  Ο  μεγάλος  του  αδελφός,  από  τότε  που 
'φυγε  για  την  Αμερική,  πριν  τριάντα  τόσα  χρόνια,  δεν  ξανακούστηκε.  Το  Μήτσο  τον  κρεμάσανε  οι 
Τούρκοι. Άλλον δεν έχει. Και πήγε. Όμως αλλιώς τα βρήκε. 

Στο μήνα γύρισε. Δεν τον χωρούσε ο τόπος. Η απελπισία του  ήτανε  αβάσταχτη. «Να  'ναι δικά σου τα 


χτήματα  και  να  μη  σου  τα  αναγνωρίζουν...  Το  χωριό  πήρε  το  μέρος  της  μητριάς.  «Εσύ,  λείπεις  κοντά 
τριάντα χρόνια. Αυτή τα συντηρεί», λέγανε και ξαναλέγανε. 

Κι άρχισαν τα δικαστήρια, το πηγαινοέλα, οι  αναστολές.  Κάθε  φορά  η απογοήτευσή του ήταν  και  πιο 


μεγάλη. «Τι αδικία, τι αδικία;» μονολογούσε. «Φτωχοπαίδι πήγα στη Μικρασία και πλούσιο νοικοκύρη 
μ'  έκανε.  Ενώ  ο  τόπος  που  γεννήθηκα  να  με  θεωρεί  ξένο  στην  πατρική  μου  περιουσία.  Το  θησαυρό 
όμως  δεν  τον  ξέγραψε.  «Εδώ  χρειάζεται  χρήμα  με  ουρά.  Και  που  να  πρωτοψάξεις;  Χρόνια  πρέπει  να 
σκάβεις.  Και  δεν  είναι  να  πεις,  ένα  και  δυο  στρέμματα...»  του  λέγανε.  «Όχι,  δε  θα  το  βάλω  κάτου», 
έπιανε το πείσμα το Θανάση. 

Το  'ριξε  στο  Ευαγγέλιο.  Όλα  του  φταίγανε.  Έβλεπε  καμιά  προσφυγοπούλα  καλοντυμένη,  κι  άρχιζε: 
«Ξεχάσανε πώς τρέχανε στο διωγμό, στη Σμύρνη. Τώρα μου θένε και λούσα». «Καιρός του κλαίειν και 
καιρός του γελάν», έμπαινε στη μέση η μητέρα. 

Ποτέ  δεν  της  είχε  χαλάσει  την  καρδιά.  Πάντα  ζούσαν  αγαπημένα.  Τα  τσακώματά  τους  ήτανε  για  τα 
μεγαλύτερα  παιδιά.  Η  μητέρα  έπαιρνε  πάντα  το  μέρος  τους.  «Ακούς  εκεί,  να  αντιμιλά  στον  πατέτρα 
του...», έλεγε για τον Κλήτο. «Μα είναι κοτζάμ παλικαράκι, να μην πει τη γνώμη του;». «Και πώς μπορεί 

Digitized by 10uk1s 
εκείνος να 'χει διαφορετική γνώμη από μένα;», έπαιρνε φόκο ο Θανάσης. 

Όλοι τότε, από σαράντα και πάνω, μιλούσαν ενάντια στα νιάτα. «Η νεολέρα», λέγανε, όχι «η νεολαία». 

—Χάσμα χωρίζει τις γενεές σήμερα, εξηγούσε ο καθηγητής. Κι είναι φυσικό. Τα παιδιά του παγκόσμιου 
πολέμου,  δοκιμάστηκαν  σκληρά.  Πάρτε  τη  Μικρασία.  Τα  τρία  τέταρτα  των  αντρών  σκοτώθηκαν  ή 
χάθηκαν.  Οι  γυναίκες  ξεχύθηκαν  στους  δρόμους  για  δουλειά.  Τα  παιδιά  γίνανε  άντρες  πριν  την  ώρα 
τους. 

—Σταμάτα, τίποτα δεν ήθελε ν' ακούσει ο Θανάσης. 

Μια μέρα ήτανε ξαπλωμένος στον καναπέ. Η Όλγα  που μπήκε  με τη  φιλενάδα της, τη Χρυσούλα, δεν 


τον πήρανε χαμπάρι. Είχανε πει αντίκρυ στον Αντρίκο να βάλει δυνατά το φωνογράφο, για να μάθει η 
Όλγα τα βήματα του τσάρλεστον. Τραγουδούσε ο Αλ Τζόλσον: 

Who's that comming down the street?


Who's that looking so petit?
Yes, sir, that's my baby.

Η  Όλγα  στήριξε  τα  χέρια  της  στην  πλάτη  μιας  καρέκλας  και  μιμείται  τη  Χρυσούλα  που  χορεύει. 
Στριφογυρίζουν  οι  μύτες  των  ποδιών  στο  πάτωμα.  Κάνουν  μικρά  πηδηχτά  βηματάκια.  Σηκώνονται  οι 
φτέρνες  και  χτυπιούνται  στον  αέρα.  Τινάζονται  οι  σφιχτοδεμένοι  γοφοί.  Τραντάζεται  ολόκληρο  το 
σώμα.  Ξεβιδώνουν  λες  σιγά  σιγά  τα  μέλη.  Η  αψάδα  του  πρώτου  ξυπνήματος  της  νιότης  ξεσπά  σ' 
απότομα λακτίσματα, όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο δυνατά. Ξεδίνουν τα πρώτα λαχταρίσματα στον 
τρελό  ρυθμό.  Σπαρταρά  η  σάρκα  στο  αδιάκοπο  σείσιμο.  Μεθυσμένο  ταρακουνιέται  το  κορμί.  Ο 
πατέρας δεν πιστεύει στα μάτια του. Η απορία γίνεται οργή. Δεν είναι δυνατό... Δεν μπορεί... Κάνει να 
σηκωθεί. Εξαφανίστηκαν εκείνες, μόλις τον πήραν είδηση. Την ίδια ώρα ήρθε ο καθηγητής. 

—Έπιασε φωτιά στο Ιπποδρόμιο, πλάι στο σπίτι της αδελφής μου. 

—Τι; τι; πετάχτηκε απάνω ο πατέρας. Ξέχασε χορό και κορίτσια. 

—Πρόφτασαν και τη σβήσανε, πριν απλωθεί. 

—Ευτυχώς. 

—Και ξέρεις  τι χτύπημα  θα ήταν αυτό  για την αδελφή  μου.  Ό, τι είχε  και δεν είχε,  κάηκε στη μεγάλη 


φωτιά του 1917. 

—Εδώ έμενε τότε η αδελφή σου; 

—Ναι. Μόλις είχε παντρευτεί με Μακεδόνα. Είχα έρθει κι εγώ εκείνο το καλοκαίρι να τους δω. Το σπίτι 
τους  ήτανε  απ'  την  άλλη  μεριά  του  Διοικητηρίου.  Κάηκε  απ'  τα  πρώτα.  Πρόφτασε  τ'  αντρόγυνο  και 

Digitized by 10uk1s 
βγήκε  έξω.  Έτρεξε  στο  Τσινάρι.  Μάλιστα  από  νωρίς  ετοιμαζόταν  να  πάει  στο  Τσαούς  Μοναστήρι  να 
ξαγρυπνήσει. Ήταν παραμονή Σωτήρος Χριστού. 

—Εσύ που βρισκόσουνα; 

—Στην παραλία. Η φωτιά είχε αρχίσει λίγο πιο πέρα απ' το Διοικητήριο. Αγωνιούσα γι' αυτούς. Έτρεξα 
σαν  τρελός.  Φυσούσε  κι  ένας  δαιμονισμένος  Βαρδάρης.  Ο  κόσμος  έφευγε  αλαφιασμένος.  Οι 
καταστηματάρχες  κλείνανε  τα  μαγαζιά.  Τα  συμμαχικά  στρατεύματα  πλημμύρισαν  τους  δρόμους.  Οι 
τουλούμπες, όπως λέγανε τότε τις αντλίες, πηγαινοέρχονταν, κάνοντας δαιμονισμένο θόρυβο. Τσιριές, 
κλάματα... Πάω να προχωρήσω. Αδύνατο. Η οδός Βενιζέλου τότε, απ' την Εγνατία κι απάνω, ήτανε ένας 
στενός  δρόμος  με  σανιδένιες  στέγες.  «Καπαλί  Τσαρσί»  τη  λέγανε.  Σε  λίγο,  πύρινο  ποτάμι,  οι  φλόγες, 
ξεχύνονταν προς τα κάτω. Ο κόσμος τρέχει απεγνωσμένα. Αρπάει ό,τι μπορεί, κι όπου φύγει φύγει. Η 
φωτιά  προχωρεί.  Μπροστά,  στα  πλάγια,  παντού.  Φτάνει  στον  Άι  Δημήτρη.  Σα  λαμπάδα  κάηκε  η 
εκκλησιά.  Στέγη,  δοκάρια,  τέμπλο,  στασίδια,  εικόνες,  όλα  όσα  ήταν  από  ξύλο,  έγιναν  πυροτέχνημα... 
Τότε έκανα τη σκέψη: «Γιατί ο Πολιούχος δε βοηθά τον εαυτό του;». 

—Ίσως για να τιμωρήσει τους ανθρώπους, επειδή ξέφυγαν απ' το δρόμο του Θεού. 

—Μα αντί να τους τιμωρήσει, γιατί να μην τους βοηθήσει να συνέλθουν; Ας τ' αφήσουμε αυτά. Λοιπόν, 
που λες, η φωτιά, αφού έκαψε τον Άι Δημήτρη, δεν προχώρησε προς την Ευαγγελίστρια. Έστριψε προς 
τα  κάτω.  Στον  περίβολο  της  Αγιά  ‐  Σοφιάς  λοξεύει.  Γλίτωσε  το  Ιπποδρόμιο,  μα  καταβρόχθισε  όλο  το 
κομμάτι  ίσαμε  την  παραλία.  Κόλαση  σωστή  εκείνη  η  νύχτα.  Ανήμερα  Σωτήρος  Χριστού  σταμάτησε  ο 
Βαρδάρης.  Όμως  το  μεγαλύτερο  μέρος  της  Θεσσαλονίκης  είχε  πια  καεί.  Μα  τι  έχεις;  Εσύ  δε  με 
παρακολουθείς. 

—Σ' αρέσει ο χορός τσάρλεστον; 

—Γιατί αυτή η ξεκάρφωτη ερώτηση; 

—Δεν είναι καθόλου ξεκάρφωτη. Πες, σ' αρέσει αυτός ο άγριος χορός με τα πρόστυχα κουνήματα; 

—Να  σου  πω,  όλα  είναι  σημάδια  των  εποχών.  Τα  ξαναείπαμε.  Ύστερα  από  τόσες  φοβερές  εμπειρίες, 
θένε τα νιάτα το ξέσπασμα. 

—Όλα τα δικαιολογείς. 

—Έτσι είναι. Πρέπει να δούμε κατάματα την πραγματικότητα. Να μην αγνοήσουμε την εξέλιξη,. 

—Δηλαδή να ξεκόψουμε απ' την παράδοση, απ' τις αρχές μας; Να περιφρονούμε τα θεία; 

—Μην παίρνεις τα άκρα. 

—Και το θράσος των νέων; Να μη σέβονται κανένα; 

—Οι  νέοι  σήμερα  είναι  η  πιο  υγιής  γενιά.  Τη  σφυρηλάτησε  ο  πόλεμος,  οι  διωγμοί,  η  φτώχεια.,  οι 
αρρώστιες, η πρόωρη πάλη για το ψωμί. 

Digitized by 10uk1s 
—Τίποτα. Αγεφύρωτο είναι το χάσμα. Και μην επιμένεις ότι αυτό είναι εξέλιξη. 

—Πρέπει  να  ξέρεις  ότι  τα  νιάτα  πιο  εύκολα  ενστερνίζονται  νέες  ιδέες,  καινούργια  συστήματα. 
Απορρίπτουν κάθε παλιό, που νομίζουν ότι χρεοκόπησε. Και στα πρώτα μεταχριστιανικά χρόνια, όταν οι 
Έλληνες  ήτανε  ακόμα  ειδωλολάτρες,  πρώτοι  οι  νέοι  ασπάσθηκαν  το  Χριστιανισμό.  Φυσικά  ήρθαν  σε 
σύγκρουση  με  την  παλιά  γενιά.  Δεν  πάμε  τώρα  να  πιούμε  ένα  κρασάκι  και  να  συνεχίσουμε  εκεί  τη 
συζήτηση; 

Άλλο που δεν ήθελε ο Θανάσης. Σε λίγο βρίσκονταν στο καφενεδάκι τους, τριγυρισμένοι από γείτονες 
και φίλους. 

Digitized by 10uk1s 
ΣΤΟ ΤΖΑΜΙ

Στριμωχτήκανε μια φουρνιά πρόσφυγες στο τζαμί της οδού Κασσάνδρου, ανάμεσα στη  Δραγούμη  και 


Δημητρίου  του  Πολιορκητού.  Σχεδόν  μόνο  γυναίκες  και  παιδιά.  Προφτάσανε  οι  καπάτσες  και  κάνανε 
κατοχή  τα  κελιά  των  χοτζάδων,  που  κοιτάγανε  στο  χαγιάτι  της  αυλής.  Οι  άλλες  στριμώχτηκαν  στο 
τέμενος.  Οι  καθυστερημένες,  αναγκαστήκανε  να  μείνουν  στα  υπόστεγα  του  τζαμιού.  Κρεμάσανε 
κουβέρτες και τσούλια μπροστά και στα πλάγια, για να προφυλαχτούν απ' το κρύο κι απ' τ' αδιάκριτα 
μάτια. 

Στο  τζαμί  είχανε  κουρνιάσει  απ'  όλα  τα  μέρη  της  Μικρασίας.  Ήτανε  όμως  και  λιγοστές  Θρακιώτισσες. 
Δυο τρεις Πολίτισσες και κάνα δυο Πόντιες. 

Η εγκατάσταση εδώ ήταν πιο μόνιμη. Όμως πόσο θα μείνουνε στον ξένο τόπο; Κι οι άντρες τους... Πότε 
θα γυρίσουν; Κι αν δε γυρίσουν; 

Οι κλάψες δεν ωφελούν. Αν οι άντρες μείνανε στη Μικρασία, ήρθαν τα παιδιά. Αυτά πρέπει να ζήσουν 
και να μεγαλώσουν. Και ξαμολύθηκαν όλες για δουλειά. Χτύπησαν πόρτες. Πέρασαν από διπλοκοπιές. 
Παρακάλεσαν,  προσκύνησαν,  πρόσπεσαν,  ταπεινώθηκαν,  φίλησαν  ποδιές  κατουρημένες.  Καμιά  τους 
δεν το 'βαζε κάτω. 

Πολλές  που  ξέρανε  γράμματα,  και  δεν  είχαν  υποχρεώσεις,  κατάφεραν  και  μπήκανε  σε  γραφεία,  σε 
καταστήματα,  σε  επιχειρήσεις.  Οι  νοικοκυρές  γίνανε  παραδουλεύτρες,  πλύστρες,  υπηρέτριες, 
εργάτριες.  Τ'  αγόρια,  απ'  τα  δέκα  τους  χρόνια  πήγανε  τσιράκια,  παραγιοί,  βοηθοί  σε  μαγαζιά,  σε 
αργαστήρια. Κάνανε δουλειές του ποδαριού, πουλούσαν τσιγάρα, κουλούρια, σπόρια, φυστίκια. Γίνανε 
λουστράκια.  Πολλά  κοριτσάκια  μπήκανε  δουλάκια.  Άλλα  πήγανε  σε  εργοστάσια,  σε  καταστήματα,  σ' 
όποια δουλειά. Οι μωρομάνες, που δεν είχανε κανένα ν' αφήσουν τα παιδιά τους, πήρανε μια σκάφη 
και  ξενοπλένανε.  Σταματημό  δεν  είχε  αυτή  η  δουλειά.  Ούτε  οι  σκάφες  στεγνώσανε,  ούτε  τα  σκοινιά 
μένανε άδεια. Τα παπουδιασμένα χέρια σταματούσαν μόνο, για ν' αρπάξουν τα μωρά, να τα μερώσουν 
με το βυζί τους. Να τρέξουν μάνι μάνι να ψωνίσουν, να μαγειρέψουν, να μπαλώσουν, να συγυρίσουν. 
Το  νοικοκυριό  απλοποιημένο.  Μια  δυο  ψάθες.  Λίγες  κουβέρτες,  το  μπογαλάκι  με  τα  ρούχα  και  τ' 
απαραίτητα κουζινικά και πιατικά. 

Η  πρώτη  δουλειά,  να  πάρουν  όλες  από  έναν  γκαζοτενεκέ.  Τον  ανοίξανε  από  πάνω.  Τον  χτίσανε  γύρω 
γύρω  από  μέσα  με  κεραμιδάκια  και  λάσπη.  Λίγες  σιδερένιες  βεργίτσες  στη  μέση  για  σκάρα.  Έτσι, 
έτοιμες οι φουφούδες. Τις στήσανε στην αυλή. Απάνω και τα χωματένια τσουκάλια με τα νερόβραστα 
φαγιά. 

«Καις τα μισά κάρβουνα», τις καμαρώνανε όλες ευχαριστημένες. 

Η ζωή στο τζαμί άρχιζε απ' τα βαθιά χαράματα. Όλες σηκώνονταν πριν αρχίσουν οι ουρές. Μια μπροστά 
στις βρύσεις. Μια μπροστά στα αναγκαία. Μόλις ανοίγανε τριγύρω τα μαγαζιά, κουβαλιόνταν οι άντρες. 
Αφορμή να μη σταματούν οι καβγάδες. 

Μεγάλες καβγατζούδες ήτανε η Νεραντζούλα απ' την Πόλη κι η Γιωργίτσα απ' το Σεβντήκιοϊ. Όμως και 
μερικές  άλλες  δεν  πήγαιναν  πίσω.  Η  Χρύσα  με  τις  φωνές  και  το  πατιρντί  που  έκανε,  τα  κατάφερνε 

Digitized by 10uk1s 
πρώτη  να  πάρει  νερό.  Η  κόνα  Ασήμω  με  τα  σαλβάρια,  είχε  τη  μανία  να  γεμίζει  τα  σκοινιά.  Όταν 
έρχονταν οι άλλες, δε βρίσκανε θέση ν' απλώσουν τα ρούχα τους. Κι άρχιζε ο καβγάς. 

Εκείνη,  που  δε  μάλωνε  ποτέ,  ήταν  η  κυρά  Κατίνα  απ'  τη  Μαγνησία.  Η  κυρά  Κατίνα,  μια  αρχόντισσα 
τριάντα τόσο χρονώ, έμενε στην αρχή με τα τέσσερα της παιδιά, την πεθερά, την κουνιάδα και τ' ανίψια 
της στο υπόστεγο. Όταν άδειασε ένα καμαράκι, εγκαταστάθηκαν μέσα. Το μεγαλύτερό της παιδί ήτανε 
δεκαπέντε και το μικρότερο έξι. Έκανε όλων των ειδών τις δουλειές, για να τα μεγαλώσει. Δεν είχε καιρό 
για καβγάδες και τσακώματα. 

Συχνά  πυκνά  μαζεύονταν  στην  αυλή  του  τζαμιού  συγγενείς  και  συμπατριώτισσες.  Άλλες  μένανε  στο 
Δημοτικό  της  Κασσάνδρου,  άλλες στο  σκολειό Αλλιάνς  στη  θάλασσα,  άλλες  στις τριγυρινές παράγκες, 
άλλες στα κοντινά σπίτια. Ξεκλέβανε κάθε τόσο καιρό κι έρχονταν να μιλήσουν για τους καημούς και τα 
βάσανά τους που δεν είχαν τελειωμό. 

—Βρε, παιδιά, ξεχάσαμε πως αύριο είναι του Σταυρού. 

—Ποιος  είπε  ότι  το  ξεχάσαμε;  Του  Σταύρου  πέρσι  φτάσαμε  στη  Θεσσαλονίκη.  Θυμάσαι,  Αγλαΐα;  Στο 
ίδιο βαπόρι ήτανε κι η Νάσαινα. 

—Πώς πέρασε κιόλας ένας χρόνος... 

—Λέτε να βγάλουμε κι εφέτος εδώ το χειμώνα; 

—Ο Θεός να μην το δώσει. 

—Αχ, πότε θα 'ρθουν οι αιχμάλωτοι. Να δούμε τους άντρες μας, τους γιους μας, τους πατεράδες μας, τ' 
αδέλφια μας... 

—Εγώ δεν έχω κανέναν να περιμένω, αναστενάζει η κυρά Κατίνα. 

—Μην το λες αυτό. Δεν ξέρεις. Μπορεί να σώθηκαν, κάνει η κυρά Πηνελόπη. 

—Πώς δεν ξέρω... Όλους τους σφάξανε. Δεκάξι χάσαμε στην οικογένειά μας. 

—Είσαι σίγουρη; Τους είδες με τα μάτια σου; 

—Άλλοι τους είδανε. Εμείς βρισκόμασταν τότε στην μπυραρία στο «Και» της Σμύρνης. Εκεί πήρανε τον 
άντρα μου και τα κουνιάδια μου. Στον Κουκλουτζά, σφάξανε, μπροστά στα μάτια της μητέρας μου, τον 
πατέρα μου, τ' αδέλφια μου, τις νύφες, τ' αγγόνια κι όλο το σόι. Στο τέλος σκοτώσανε και την ίδια. 

—Υπομονή, κυρά Κατίνα. Να λες: «Μη χειρότερα». 

—Πώς είναι τα «χειρότερα»; 

—Αν έχανες και τα παιδιά σου. 

Digitized by 10uk1s 
—Δόξα να 'χει ο Θεός. 

—Μια  που  το  'φερε  η  κουβέντα,  δε  μου  λες,  κυρά  Κατίνα,  απ'  τη  Μαγνησία  δεν  είναι  η  Μερσίνα; 
ρώτησε η Σταυρούλα η Μπουρνοβαλιά που μένει στο σκολειό Αλλιάνς. 

—Απ' τη Μαγνησία. 

—Πολλά λένε γι' αυτή. Τυλιγμένη στα μαύρα, όλο πλέκει. Με κανένα δεν έχει νταλαβέρια. Λένε, ότι η 
ίδια  έριξε  τα  παιδιά  της  στη  θάλασσα,  πριν  προφτάσουν  και  τα  σκοτώσουν  οι  Τούρκοι.  Την  ώρα  που 
έπεφτε κι αυτή, την αρπάξανε οι Τούρκοι, κι αφού την ατιμάσανε, την παράτησαν εκεί αναίσθητη. Ούτε 
ξέρει πώς σώθηκε και πώς βρέθηκε στην Ελλάδα. 

—Μαύρο σώσιμο... Να της έλειπε... Έχασε με τέτοιον τρόπο τα παιδιά της. Τι τη θέλει πια τη ζωή; 

—Αυτά είναι τα χειρότερα, κυρά Κατίνα, σταυροκοπήθηκαν οι γυναίκες. 

Εκείνη την ώρα βγήκε απ' τον αναγκαίο φουρτουνιασμένη η κόνα Αλεξάνδρα. 

—Πάλι ανοίξανε τρύπα. 

—Πότε προφτάσανε; Εγώ την έκλεισα πριν μια ώρα με πέτρα και με λάσπη, λέει η κυρά Ναυσικά. 

—Δε θα πέσει στα χέρια μου αυτός που το 'κανε; Θα τον ξεσκίσω, μπαρούτι άναψε η Νεραντζούλα. 

—Τι τρύπα; ρωτάει παραξενεμένη η Σταυρούλα. 

—Να,  μαζεύονται  απ'  τα  γύρω  μαγαζιά  οι  άντρες  και  πάνε  στα  αναγκαία  του  τζαμιού  κι  ανοίγουν 
τρύπες στο μεσιανό ντουβάρι. 

—Μη χειρότερα! Και γιατί; 

—Για να βλέπουν τις γυναίκες. 

—Άλλο βάσανο δεν έχουν; 

—Έλα ντε... 

—Γιατί δεν κλείνετε την ξώπορτα; 

—Πώς  να  την  κλείσουμε;  Από  τότε  που  μας  κουβαλήσανε  εδώ,  όλη  τη  μέρα  μπαινοβγαίνουν  απ'  τα 
τριγυρινά μαγαζιά. Πότε για τον αναγκαίο, πότε να πάρουν απ' τις βρύσες νερό. 

Τέλειωσε κι ο δεύτερος χρόνος. Οι σκάφες δε στέγνωσαν. Δε στέγνωσαν και τα δάκρυα για τους άντρες. 
Οι αρρώστιες πλήθαιναν. Η φτώχεια μεγάλωνε. Οι ελπίδες για το γυρισμό λιγόστευαν. 

Digitized by 10uk1s 
 

Ξαφνικά άρχισαν να 'ρχονται οι αιχμάλωτοι απ' τη Μικρασία. Ανάστατη η προσφυγιά σ' ολόκληρη την 
Ελλάδα. Ανάστατη η Θεσσαλονίκη. Ανάστατο και το τζαμί. 

Πρώτος  έφτασε  ο  Νικολάκης  ο  Τζερεμές,  ο  άντρας  της  Γιωργίτσας,  απ'  το  Σεβντήκιοϊ.  Ένας 
σκελετωμένος  άντρας.  Ντερέκι  ίσαμε  κει  πάνω  με  γκρίζα  μαλλιά  και  κατάμαυρο  μουστάκι.  Φαινόταν 
κοντά  σαράντα  πέντε,  κι  ας  μην  είχε  πατήσει  τα  τριάντα.  Πριν  τον  καλοδεί  η  γυναίκα  του,  τον 
περιτριγύρισαν οι γυναίκες απ' το τζαμί κι απ' τη γειτονιά. 

—Πες μου, μην είδες το γιόκα μου, το Γιάννη; Στην Πέργαμο μου τον πήρανε. 

—Εμάς μας πήγανε στο Εσκή Σεχήρ. 

—Στο  Εσκή  Σεχήρ;  Εκεί  άκουσα  ότι  πήγανε  τον  άντρα  μου,  έκανε  με  κομμένη  ανάσα  η  Μαργή  η 
Κασαμπαλιά. Αντρέα τον λέγανε. Αντρέα Παπάζογλου. 

—Όχι, δεν τον είδα. 

—Τον πατέρα μου απ' τη Σμύρνη τον πήρανε. Τον είχαμε ντυμένο γυναίκα. Τον γνώριζες, κυρ Νικολάκη. 

—Δεν άκουσα τίποτα. 

—Τ' αδέλφια μου τα χάσαμε την τελευταία στιγμή στη Μαγνησία, ρωτάει μ' αγωνία η Φανίτσα. 

—Περιμένετε, βρε παιδιά... Έρχονται κι άλλοι αιχμάλωτοι. 

Την άλλη μέρα ήρθε ο άντρας της Νεραντζούλας. Ύστερα από μια βδομάδα ο γιος της κόνα Κατερίνας 
της Κορδελιώτισσας.  Κάθε  τόσο φτάνανε  και  καινούργιοι. Ώσπου σταμάτησαν. Όλοι  μιλούσανε για  τα 
μαρτύρια,  τις  στερήσεις,  την  πείνα,  τους  σκοτωμούς.  Λέγανε,  λέγανε  και  δεν  τελειώνανε.  Απ'  τους 
πενήντα τόσους άντρες που λείπανε απ' το τζαμί, μόνο εννιά γυρίσανε. 

Μόλις συνήλθανε κάπως οι αιχμάλωτοι, κοίταξαν να πιαστούνε σε καμιά δουλειά. Που όμως; Η ανεργία 
μεγάλωνε.  Για  ένα  κομμάτι  ψωμί  προσφέρονταν  τα  προσφυγικά  χέρια.  Γκρινιάζανε  οι  ντόπιοι.  «Πάει 
βουλιάξαμε. Μας φάγανε οι πρόσφυγες». 

Κι  ήρθε  η  αποζημίωση.  Τι  αποζημίωση  ήταν  αυτή;  Ό,τι  δουλεύανε  και  καζαντίζανε  αναντάν, 
μπαμπαντάν,  πάει;  Έτσι,  με  τις  λίγες  ψωροδραχμές  ξεπληρώνεται;  Ό,τι  βιος  είχανε  αποκτήσει, 
ολόκληρες γενιές, μπορεί να αποζημιωθεί με ψίχουλα; Γιατί, κόψε απ' εδώ, κόψε απ' εκεί, φτάσανε στα 
χέρια τους λίγα χιλιαρικάκια. Άσε την κατάντια με τις ομολογίες... 

Κι όμως η αποζημίωση μπάλωσε την κατάσταση. Λίγο πολύ κουτσοβολεύτηκαν όλες. Μερικές κοίταξαν 
να  ντυθούν.  Να  φορέσουν  ένα  ρούχο  της  προκοπής.  Να  πετάξουν  εκείνα  τα  παρδαλά  πράματα  που 

Digitized by 10uk1s 
έστειλε  η  Αμερική.  Μασκαράδες  σωστοί  είχαν  γίνει.  Ό,τι  τους  έλαχε.  Έβλεπες  κοριτσάκια  να  φοράνε 
κάτι  μεγαλίστικα  ρούχα  με  στενές  μέσες  και  με  φραμπαλάδες.  Γριές  ντυμένες  με  λουλουδιαστές 
φούστες και ασουλούπωτες ζακέτες. Παιδιά με μυτερά μποτίνια και ψηλά τακούνια και τα πόδια τους 
να  πλέουν μέσα,  και δος  του να  σκοντάφτουν στο  περπάτημα.  Καιρός να  ράψουν  ένα  νοικοκυρεμένο 
ρούχο.  Άλλες  κοίταξαν  να  πάρουν  κάνα  ψευτονοικοκυριό.  Έφυγαν  όλες  απ'  τα  υπόστεγα.  Πολλές 
εγκατασταθήκανε  αγροτικώς.  Κάμποσες  κουβαλήθηκαν  σε  συνοικισμούς.  Τρεις  τέσσερις  οικογένειες 
στήσανε  απ'  ένα  παραγκάκι  στη  μέση  του  τζαμιού.  Οι  υπόλοιπες  βολευτήκανε  στα  καμαράκια  των 
χοτζάδων και στο τέμενος. 

Το  πρώτο  που  σκέφτηκαν  όλες  ήταν  να  πάρουνε  βαμβάκι  και  πανί.  Να  ράψουν  κάνα  στρώμα,  κάνα 
πάπλωμα. Πόσον καιρό θα κοιμούνται στις ψάθες και στις κουρελούδες; Ένας Ανατολίτης παπλωματάς, 
ο  μπάρμπα  Γιάννης,  που  καθόταν  στην  οδό  Δημητρίου  του  Πολιορκητού,  κατέβαινε  κάθε  πρωί  με  το 
δοξάρι περασμένο στον ώμο, κι άρχιζε μπροστά στο τζαμί με την ανατολίτικη προφορά του. 

—Παμπάκι τινάζουμεεε... Παπλώματα ράβουμεεε... 

Κάθε μέρα τον φωνάζανε οι γυναίκες κάτι να τους κάνει. Οι δουλειές πλήθαιναν. Η προσφυγιά απ' τις 
παράγκες,  τα  τούρκικα  σπίτια,  όλο  καινούργιες  παραγγελίες.  Δεν  πρόφταινε  μονάχος.  Άνοιξε  ένα 
παπλωματάδικο στη Βενιζέλου κοντά στην Εγνατία. Πήρε και τα δυο του αγόρια βοηθούς. 

Κάθε  λίγο  και  λιγάκι  κι  άνοιγαν  καινούργια  μαγαζάκια.  Άρχισαν  οι  πρόσφυγες  να  καταπιάνονται  με 
δικές τους δουλειές. Η Ελπίδα, η χήρα απ' την Καισάρεια, έστησε ένα αργαλειό στην παραγκούλα της, 
αντίκρυ στο Διοικητήριο, κι άρχισε να υφαίνει χαλιά. Η Καλλιόπη απ' τα Άδανα πήρε μια πλεκτομηχανή. 
Πολλές  αγοράσανε  με  δόσεις  ραπτομηχανές  Σίγγερ  με  πόδια  κι  όλη  μέρα  κεντούσαν.  Η  Νάσαινα 
αποτέλειωσε  το  σπίτι.  Έκανε  κι  ένα  καμαράκι  στην  αυλή  και  το  νοίκιαζε.  Τίποτ'  άλλο.  Πέντε  παιδιά 
σπουδάζουν. Δεν είναι μικρό πράγμα. 

Πολλά μπακάλικα, μανάβικα, ψιλικατζίδικα ανοίξανε τελευταία. 

Απ'  το  1922  είχαν  αρχίσει  τα  τρία  αδέλφια  απ'  τον  Πόντο  να  κάνουν  κουλούρια  και  μπισκότα  σ'  ένα 
παραγκάκι κολλητά στης Νάσαινας. Η μυρουδιά απ' τα μπισκότα γαργαλούσε τη μύτη στο τζαμί και στή 
γειτονιά. Μαζεύονταν τα φτωχόπαιδα μπροστά στο παραγκάκι και περιμένανε να τους δώσουν τίποτα 
τρίμματα. 

Κάμποσοι  πρόσφυγες  βολεύτηκαν.  Όμως  οι  πιο  πολλοί  παλεύανε  ακόμα  με  τη  φτώχεια  και  τις 
αρρώστιες. Οι θάνατοι παίρνανε και δίνανε. Θέριζε η ελονοσία κι η φθίση. 

—Αρρώστιες,  ξαρρώστιες...  το  νυφοπάζαρο  γεμάτο  τα  βράδια,  πετούσε  την  κουβέντα  της  η 
Νεραντζούλα. 

—Τι  να  κάνουνε;  Παλικάρια  και  κοπελίτσες  είναι.  Όλο  τους  το  γλέντι  αυτή  η  βόλτα  είναι,  τα 
δικαιολογούσε η κυρά Κατίνα. 

Digitized by 10uk1s 
—Τα μάθατε, τα μάθατε; Η κόρη της Ζαμφώς, η Σοφίτσα, είναι γκαστρωμένη. 

—Πώς, τι; Τινάχτηκαν οι γυναίκες. 

—Αυτά κάνουν τα νυφοπάζαρα, δε λέει να σταματήσει η Νεραντζούλα. Τ' ακούσατε; φωνάζει στις άλλες 
γυναίκες. Η Σοφίτσα η Σμυρνιά μας ετοιμάζει παιδί. 

—Επειδή είναι Σμυρνιά φταίει; ξεσπάθωσε η Γιωργίτσα η Σεβντηρκιαλιά. 

Ξέσπασε καβγάς ανάμεσα στις δυο που δε χωνεύονταν. 

—Εσείς οι Πολίτισσες, οι πίσιες, οι δείξιες... 

—Δε μου λες, από που είν' αυτή που γκαστρώθηκε; 

—Τι σχέση έχει; Αυτό μπορεί να συμβεί στην καθεμιά. Κι άκουσε, κυρά μου, ό,τι κι αν πεις, οι Σμυρνιές 
είναι  όμορφες,  λούρδες,  νοικοκυρές.  Ξέρουν  και  φέρνονται.  Έχουν  το  «αλ  μπενί».  Αυτό  το  κάτι  που 
τραβάει. Τον αέρα και τη χάρη. Γι' αυτό και τις κυνηγούν οι άντρες. 

—Ας μην τρέχανε ξωπίσω τους...  Ας μη  τους  ξελογιάζανε... και  βλέπαμε...  —Όλα τα λες απ'  τη ζήλεια 


σου. 

Πριν προφτάσει ν' απαντήσει η Νεραντζούλα, ήρθε αναστατωμένη η Σταυρούλα. 

—Φαρμακώθηκε η Μερσίνα. 

Καμιά τους δεν ξαφνιάστηκε, λες κι όλες το περιμένανε. 

—Ησύχασε η κακομοίρα. 

—Απ' τη στιγμή που έχασε τα παιδιά της, δε ζούσε σ' αυτόν τον κόσμο. 

—Την τελευταία φορά δεν παράδωσε τα πλεχτά στο «Σπίτι του Κοριτσιού», λέει η Σταυρούλα. Τα πήρε, 
βγήκε στο δρόμο, κι όπου έβλεπε παιδί, του 'δινε κι ένα πλεχτό. Τα μοίρασε όλα. Ύστερα πήρε φαρμάκι. 

—Θεός σχωρέστην, κάναν όλες το σταυρό τους. 

—Και τι καταλαβαίνουμε κι εμείς που ζούμε; 

—Εκείνη γλίτωσε. Αλίμονο σε μας, που δεν ξέρουμε πόσον καιρό θα τυραννιόμαστε ακόμα... 

Ύστερα  ήρθε  η  κουβέντα  για  τους  ζωντανούς.  Άρχισαν  να  μιλάνε  για  τον  αγώνα  τους,  για  τα  βάσανά 
τους, τις τυράγνιες τους. 

Πάει  ξεχάστηκε  ο  καβγάς  της  Γιωργίτσας  και  της  Νεραντζούλας.  Ούτε  και  κρατούσαν  κακία,  και  πίκα. 
Όλες τους στο τζαμί νιώθανε σα μια μεγάλη οικογένεια που την είχαν δέσει οι καημοί της προσφυγιάς. 

Digitized by 10uk1s 
 

Μαζί με τους θανάτους πλήθαιναν τελευταία κι οι γάμοι. Στα καινούργια ζευγάρια έσμιγε η προσφυγιά 
με  την Ελλάδα.  Μικρασιάτες, Θρακιώτες, Πόντιοι,  Ανατολίτες,  Μακεδόνες, Ηπειρώτες,  Παλιολλαδίτες, 
παντρεύονταν  σχεδόν  μονάχα  προσφυγοπούλες.  Λες  και  παίρνανε  τη  θέση  αυτών  που  φάγανε  οι 
σφαγές κι η αιχμαλωσία. 

Και  στο  τζαμί  φούριες.  Τρία  κορίτσια  που  μερόνυχτα  κεντούσαν  και  πλέκανε,  τώρα  ρίχτηκαν  με  τα 
μούτρα στα δικά τους. 

—Άντε, η ώρα η καλή, λέγανε οι γυναίκες. 

—Φχαριστούμε. 

Η  Αντρώ,  πέντε  χρόνια  συνέχεια,  δε  σήκωσε  κεφάλι  απ'  τα  κεντήματα.  Όλα  τα  είδη  ήξερε.  Κοφτό, 
ανεβατό,  γεμιστό,  αζούρ,  φιλτιρέ,  φιστόνι,  τρυπογάζι.  Κι  όλες  τις  βελονιές.  Σταυρωτή,  πατητή, 
αλυσιδωτή, ριζίτσα, πισωβελονιά βυζαντινή. Χυτό το κέντημα. Λες και δεν έβγαινε από χέρι ανθρώπου. 
Κι η Ελευθερία πρώτη στο πιτσίλι με τον κορσέ. Ταίρι δεν είχε κι η Σμαρώ στο κοχάκι, την μπιμπίλα με 
την ψιλή βελόνα. Χρόνια χύναν και τα τρία κορίτσια τα μάτια τους για τα ξένα εργόχειρα. Δεν πίστευαν 
ότι ετοιμάζανε πια τα δικά τους κι ότι πριν απ' το χειμώνα και τα τρία θα παντρεύονταν. 

Περνούσε  ο  καιρός.  Το  τζαμί  ολοένα  κι  άδειαζε.  Έφυγε  κι  η  Γιωργίτσα.  Πήγε  στο  Βαθύλακκο,  όπου 
είχανε εγκατασταθεί όλοι οι συμπατριώτες της απ' το Σεβντήκιοϊ. 

Όσοι  απόμειναν,  πήρανε  το  1936  διαμερίσματα  στις  προσφυγικές  πολυκατοικίες  της  Ρακτιβάν  και 
Ολυμπιάδος. 

Digitized by 10uk1s 
ΤΟ ΠΡΟΣΦΥΓΑΚΙ

Πλάι στου κτηματομεσίτη είναι ο καφενές του κυρ Αναστάση. 

Η  ξαφνικιά  βροχή  ανάγκασε  τον  κόσμο  να  σταματήσει  κάτω  απ'  τα  υπόστεγα,  μπροστά  στις  πόρτες. 
Κάμποσοι  χώθηκαν  στον  καφενέ,  αντίκρυ  στο  Διοικητήριο.  Δεν  πρόφταινε  ο  κυρ  Αναστάσης  να 
ετοιμάζει καφέδες και τσάγια. 

Η  βροχή  χαλνάει  κόσμο.  Χτυπάει  τις  παράγκες.  Βρύσες  χύνεται  το  νερό  απ'  τις  στέγες.  Γίνεται  ποτάμι 
στο δρόμο. Κατηφορίζει τη Δραγούμη, τη Βενιζέλου. Πλημμυρίζει στην Εγνατία και τρέχει στη θάλασσα. 

Όταν  πήρε  να  ξεθυμαίνει,  ξεχύθηκαν  οι  άνθρωποι  στους  δρόμους  και  το  βάλανε  για  τα  σπίτια  τους. 
Άρχισε να σκοτεινιάζει. Έρημος σε λίγο ο τόπος. Ένα αγοράκι γύρω στα δέκα δεν το κουνά απ' τη θέση 
του.  Με  τα  μούτρα  κολλημένα  στα  θαμπωμένα  τζάμια  του  καφενέ,  κοιτάει  μέσα.  Τα  παγωμένα  νερά 
τρέχουν  απ'  τα  μπατζάκια  του.  Κολυμπούν  τα  πόδια  στα  χιλιοτρυπημένα  παπούτσια.  Τσούζουν  τα 
δάχτυλα  απ'  το  κρύο.  Το  κρύο  τρύπησε  τα  κόκαλα,  έφτασε  στο  μεδούλι.  Χτυπούν  τα  δόντια.  Τρέμει 
ολόκληρο το παιδί. 

Ένας από μέσα άνοιξε την πόρτα του καφενέ. 

Δοκιμάζει να μπει τ' αγόρι. 

—Όξω, μπάσταρδε, αγρίεψε ο καφετζής. 

—Άστο. Έλα, κάνει νόημα στο παιδί ένας πελάτης. 

—Τι το θες; ζητιανάκι θα 'ναι. 

—Δεν είμαι ζητιανάκι. Προσφυγάκι είμαι, ξεσπά στα κλάματα το παιδί. 

«Τι ζητιανάκι, τι προσφυγάκι», μουρμουρίζει ο καφετζής. 

—Έλα,  κάτσε  κοντά  μου,  του  λέει  ο  πελάτης.  Φέρε  ένα  ζεστό  τσάι  και  δυο  παξιμάδια,  φωνάζει  στον 
καφετζή. 

—Τον κακομαθαίνεις, τρίζει αυτός τα δόντια. 

—Λοιπόν, πώς σε λένε; ρωτάει ο πελάτης το προσφυγάκι. 

—Μιχάλη. 

—Και γιατί βγήκες μ' αυτόν τον καιρό, Μιχάλη; 

—Πέθανε η νενέ μου και φοβάμαι να μείνω μονάχος στο υπογάκι. 

Digitized by 10uk1s 
—Πώς πέθανε; 

—Δεν ξέρω. 

—Κι η μαμά σου; Που είν' η μαμά σου; 

—Δεν έχω μαμά ούτε μπαμπά. Τους σφάξανε οι Τούρκοι στο Αξάρι. 

—Στο Αξάρι είπες; Δηλαδή είμαστε συμπατριώτες. 

—Είσαι κι εσύ απ' τ' Αξάρι; 

—Απ' εκεί κοντά. Εσύ πώς γλίτωσες; 

—Ήμουνα με το θειο μου και τη νενέ μου στη Σμύρνη. Τώρα που πέθανε η νενέ... Που θα πάω; Τι θα 
γίνω; κλαίει το παιδί. Τι θα κάνω; Που θα πάω; καταπίνει το τσάι με τα δάκρυα. 

—Έλα, μην κλαις. Πιες το τσάι σου και θα κρυώσει. Για έλα εδώ, κυρ Αναστάση, φωνάζει τον καφετζή. 

—Στους ορισμούς σου, κυρ Αργύρη. 

—Εσύ δεν είπες ότι χρειάζεσαι τσιράκι να πηγαίνει τους καφέδες στα τριγυρινά μαγαζιά, όταν πλακώνει 
η πελατεία; 

—Είπα. 

—Και γιατί δεν κρατάς αυτό τ' αγοράκι που δεν έχει κανένα; Θα κάνεις και ψυχικό. 

—Τι, αυτό το ξενηστικομένο κολλητήρι; 

—Μη μιλάς έτσι κι είναι αμαρτία. 

—Δε χρειάζομαι τσιράκι. 

—Εσύ όλο παραπονιέσαι ότι δεν τα προφταίνεις όλα μοναχός σου. 

—Ε, και; 

—Για δοκίμασέ το. Το κρατάς δυο τρεις μέρες κι αν δεν σου κάνει, το διώχνεις. Θα κοιμάται σε μια κόχη. 
Έτσι θα σου φυλάει και το μαγαζί. Δοκίμασέ το, σου λέω. 

—Τι να το δοκιμάσω; ρίχνει μια ματιά στο παιδί. Σήκω απάνω, ρε... 

Πασκίζει να σταθεί εκείνο όρθιο. 

Δυο  καλαμένια  πόδια  που  στηρίζουν  ένα  λειψό  κορμάκι.  Στο  ρουφηγμένο  μούτρο  ξεχωρίζουν  δυο 
πελώρια μάτια. Δυο μάτια καστανά που καθρεφτίζεται ο φόβος, το παράπονο, ο πόνος. 

Digitized by 10uk1s 
 

—Για το χατήρι σου θα το κρατήσω. Όμως με δοκιμή. 

Δεν  μπόρεσε  να  κοιμηθεί  εκείνη  τη  νύχτα  το  παιδί.  Έτρεμε  απ'  το  φόβο.  Έτρεμε  απ'  το  κρύο. 
Κουβαριασμένο κάτω  απ'  τα  παλιοτσούβαλα, όλο  και  ζαρώνει πιο  πολύ. Η  νενέ  δε φεύγει απ' το  νου 
του.  Ούτε  στιγμή  το  άφησε  από  τότε  που  γίνανε  πρόσφυγες.  Πάντα  κοντά  της  πλάγιαζε.  Κι  όταν, 
τελευταία, καιόταν αυτή απ' την ελονοσία, πάλι μαζί της κοιμόταν. Μονάχα χτες τη νύχτα, μια παγωνιά 
πλάι  του  τον  ξύπνησε.  Στις  φωνές  του,  τρέξανε  οι  γυναίκες  απ'  τ'  άλλα  καμαράκια  και  τη  βρήκανε 
πεθαμένη.  Κι  όταν  ήρθε  ο  παπάς  και  τη  σηκώσανε,  πήρε  κι  αυτό  τους  δρόμους.  Τώρα,  πώς  θα  ζήσει 
χωρίς τη νενέ; Με ποιόν θα κοιμάται; Ποιος θα τον νοιάζεται; Ποιος θα τον λούζει; Ποιος θα του πλένει 
τα  ρούχα;  Πώς  τον  αγαπούσε  η  νενέ  του...  Το  περασμένο  καλοκαίρι  ήρθε  και  πέρασε  μαζί  τους  στο 
Αξάρι.  «Να  ξέρετε,  πιο  πολύ  για  το  Μιχαλάκι  ήρθα».  έλεγε  στη  μαμά.  Ύστερα  τον  πήρε  μαζί  της  στη 
Σμύρνη.  Του  αγόρασε  καινούργια  ρούχα,  παπούτσια,  φύλαγγα  για  το  σκολειό.  Με  τις  ντουζίνες  του 
πήρε τετράδια και μολυβδοκόνδυλα. 

Δεν  πέρασαν  δυο  βδομάδες,  κι  άρχισε  το  κακό.  Πιάσανε  οι  Τούρκοι  το  θειο.  Η  νενέ  δεν  άφησε  ούτε 
στιγμή το Μιχαλάκη. Στη Θεσσαλονίκη μάθανε ότι σφάξανε τη μαμά, τον μπαμπά κι ολόκληρο το Αξάρι. 
Πώς τον αγαπούσε η νενέ! Ξενόπλενε για να τον ζήσει. «Έννοια σου, και σκολειό θα πας, και γράμματα 
θα  μάθεις»,  του  'λεγε  και  του  ξανάλεγε.  Τώρα  που  πέθανε;  Τι  θα  γίνει  ο  Μιχαλάκης;  Παιδεύεται  το 
παιδικό μυαλό να βρει λύση. Ξέχασε το φόβο. Ξέχασε το κρύο. Νιώθει να βουλιάζει, να γκρεμίζεται σ' 
ένα χάος. Τα ξημερώματα τον πήρε ο ύπνος. 

Όταν άνοιξε ο καφετζής, τον βρήκε κοιμισμένο. 

—Έτσι ε... Θα σε ξυπνάμε κιόλας, του δίνει μια κλωτσιά. Δυο μέρες ακόμα και παίρνεις πόδι. Κι ας λέει 
ο κυρ Αργύρης... 

Τινάχτηκε το παιδί απάνω. Έβαλε τα δυνατά του να αρέσει στο αφεντικό. 

Μήνα στον καφενέ ο Μιχάλης κι έμαθε τη δουλειά στην εντέλεια. Τα πρόφταινε όλα. Και τους πελάτες 
του  καφενέ,  και  τις  παραγγελίες  απ'  τα  τριγυρινά  μαγαζιά,  και  τα  γραφεία  καρσί  στο  Διοικητήριο. 
Μονάχα  με  τον  κρεμαστό  δίσκο  πολύ  δυσκολευότανε.  Όσο  και  να  πάσκιζε  να  κρατήσει  ισορροπία, 
πάντα  κάτι  γινόταν  και  χυνόταν  ο  καφές.  Στο  δρόμο  ακόμα  πιο  δύσκολα.  Κάποιος  θα  σε  σκουντήσει, 
χωρίς να το θέλει. Κάποιος βιαστικός θα πέσει απάνω σου. Βλέπεις ένα αυτοκίνητο, πας να τρέξεις, και 
χύθηκε ο καφές. Καλά, να είναι βολικός ο πελάτης. Άμα είναι όμως κάνας γουρσούζης, σαν κι εκείνον το 
γέρο; «Πίσω τον καφέ. Καϊμακλίδικο τον θέλω». «Καϊμακλίδικος είναι, κύριε». «Που είναι το καϊμάκι;» 
«Χύθηκε λίγο». «Να φέρεις άλλον». 

Θεριό  έγινε  το  αφεντικό  μόλις  είδε  πίσω  τον  καφέ.  «Πανάθεμά  σε,  χαραμοφάη;.  Δεν  πρόσεχες,  βρε; 
Που είχες το μυαλό σου; Εγώ φταίω που σε κράτησα», και δος του να τον χτυπάει. 

Κάθε φορά που έχυνε τον καφέ, τα ίδια και τα ίδια. Άσε, σαν έσπαε κάνα ποτήρι, κάνα φλιτζάνι... Εκτός 

Digitized by 10uk1s 
απ' το ξύλο, τον άφηνε και νηστικό. Κι όλο να τον απειλεί ότι θα τον διώξει. 

Το 'βαλε πια στο μυαλό του ο Μιχάλης να μην ξαναχυθεί ο καφές. Σηκωνόταν ξημερώματα, πολύ πριν 
έρθει τ' αφεντικό. Αφού συγύριζε και σκούπιζε το μαγαζί, γέμιζε τα ποτήρια και τα φλιτζάνια νερό. Τα 
'βαζε  στον  κρεμαστό  δίσκο  και  δοκίμαζε  να  κρατάει  ισορροπία.  Έτρεχε  ολόγυρα.  Ανέβαινε  στις 
καρέκλες,  στα  τραπέζια.  Πηδούσε  κάτω,  καθόταν,  σηκωνόταν  απότομα.  Στριφογύριζε  στο  ίδιο  μέρος. 
Όλο και πήγαινε καλύτερα. Όλο και λιγότερο νερό χυνόταν. 

Μια  μέρα  τον  τσάκωσε  τ'  αφεντικό  να  πηδάει  πάνω  στο  τραπέζι  με  το  δίσκο  στο  χέρι.  Γούρλωσε  τα 
μάτια. 

—Τι  κάνεις  αυτού;  Σαλτιμπάγκος  πας  να  γίνεις;  Χυμάει  να  τον  αρπάξει.  Αναποδογύρισε  το  τραπέζι. 
Πρόφτασε να πηδήξει ο Μιχάλης. Ο δίσκος στα χέρια του να στέκεται ολόισια. Κι ούτε στάλα νερό να 
χυθεί. 

—Ποιον  κοροϊδεύεις,  βρε;  φρένιασε  ο  καφετζής.  Και  δος  του  ξύλο  και  βρισιές.  Ούτε  τον  ένοιαξε  το 
Μιχάλη. Όλο χαρά ανοίγει τα κεπέγκια. Ετοιμάζει τα τραπέζια. Κατάφερε να μη χυθεί ούτε στάλα νερό 
απ'  τα  ποτήρια.  Ούτε  στάλα  απ'  τα  φλιτζάνια.  Τώρα  δε  θα  χύνει  τους  καφέδες.  Δε  θα  θυμώνουν  οι 
πελάτες. 

Ο  Βαρδάρης  πάγωσε  το  χιόνι  της  νύχτας.  Κρουσταλλιασμένοι  οι  δρόμοι.  Δύσκολο  να  μη  γλιστρήσεις. 
Κάθε τόσο πέφτουν οι διαβάτες. Πολλοί σηκώνονται με στραμπουλισμένα πόδια, με σπασμένα κόκαλα. 

Ο Μιχάλης τέλειωσε τις παραγγελίες με τα πλαϊνά μαγαζιά. Τώρα ετοιμάζει το δίσκο με τους πρωινούς 
καφέδες  για  τα  γραφεία  καρσί  στο  Διοικητήριο.  Τρεις  καφέδες,  δυο  τσάγια,  ένα  λουκούμι,  τέσσερα 
νερά. Δύσκολα χώρεσαν στον κρεμαστό δίσκο. Κολλητά τα ποτήρια, κολλητά τα φλιτζάνια, σκουντάει το 
ένα τ' άλλο. Το πιατάκι με το λουκούμι πάνω στο ποτήρι. Κι ο κυρ Αναστάσης σήμερα στις κακές του. 
Απ'  την  ώρα  που  ήρθε,  βλαστημάει.  Όλα  του  φταίνε.  Καλά  που  είναι  κι  ο  Μιχάλης  και  ξεθυμαίνει  σ' 
αυτόν. 

—Τρέχα, μπάσταρδε. Μη χασομεράς στο δρόμο. Τρέχα, είπα. 

Ο  Βαρδάρης  σφυρίζει  άγρια.  Βιτσίζει  τον  παγωμένο  δρόμο.  Βιτσίζει  τα  μούτρα,  τα  κορμιά.  Άρπάει 
καπέλα.  Σηκώνει  παλτά.  Αγωνίζεται  ο  κόσμος  να  προφυλαχτεί  απ'  το  Βαρδάρη.  Αγωνίζεται  να  μη 
γλιστρήσει.  Αγωνίζεται  κι  ο  Μιχάλης  να  κρατήσει  ισορροπία.  Ισορροπία  στα  πόδια,  στα  χέρια,  στο 
κορμί, στο δίσκο. Το μάτι καρφωμένο στους καφέδες. Μη σαλέψει το καϊμάκι. Μην ταραχτεί ο καφές. 
Πώς γλιστράει ο δρόμος! Πώς φυσάει ο Βαρδάρης! Θα τον σηκώσει ψηλά ο Βαρδάρης... Θα του αρπάξει 
το δίσκο... Χάθηκε, αν πέσει. Χάθηκε, αν του ξεφύγει ο δίσκος. Χάθηκε, αν του χυθούν οι καφέδες. Να, 
κοντεύει στη μέση του δρόμου. Ένας αραμπάς κατεβαίνει. Γκριτσανίζει ο παγωμένος δρόμος κάτω απ' 
τα  κατρακυλέκια.  Πρέπει  να  βιαστεί  ο  Μιχάλης.  Τρέμει  μη  χυθεί  ο  καφές  και  θυμώσει  ο  πελάτης,  κι 
αγριέψει  τ'  αφεντικό,  και  τον  διώξει  απ'  τη  δουλειά  του.  Πώς  γλιστράει  ο  δρόμος!  Πώς  φυσάει  ο 

Digitized by 10uk1s 
Βαρδάρης! Πώς τσούζει το κρύο! Πόσο βαρύς είναι ο δίσκος! Πόσο ξυλιασμένα είναι τα δάχτυλα! Κι ο 
αραμπάς κατεβαίνει. Τι γρήγορα που τρέχει το άλογο... 

Σηκώθηκε ο αραμπατζής. Φωνάζει. 

—Φύγε, φύγε από μπροστά. Εσένα μιλάω. Φύγε σου λέω, τραβάει τα γκέμια. 

Πώς  να  φύγει;  Κι  αν  χυθεί  ο  καφές;  Ο  αραμπάς  όλο  και  πλησιάζει.  Να,  να.  Θα  πέσει  απάνω  του... 
Φωνάζει ο αραμπατζής. Φωνάζει ο κόσμος. Δυο δρασκελιές, κι έφθασε ο Μιχάλης στο πεζοδρόμιο. Ο 
δίσκος σφιχτά στα χέρια. Ούτε κουνήθηκε ο καφές. Ούτε τραντάχτηικε το καϊμάκι. 

—Τραβήξου, φύγε, ξεφωνίζει ο αραμπατζής. 

Του ξεφεύγουν τα γκέμια. Φρένιασε το άλογο. 

—Τρέχα, τρέχα, φωνάζει ο κόσμος. 

Όχι, δε θα τρέξει. Έφτασε πια. Ο καφές δε χύθηκε. Το καϊμάκι δεν τρεμούλιασε. Ακούνητα και τα νερά 
στα ποτήρια. Τα κατάφερε ο Μιχάλης. Δε γλίστρησε. Να, να, πατά στο πεζοδρόμιο... 

Δε  γλίστρησε  ο  Μιχάλης.  Γλίστρησε  τ'  άλογο.  Μπερδεύτηκε  στα  πόδια  του  άλογου  ο  Μιχάλης  με  το 
δίσκο. Σέρνεται το παιδί κάτω απ' τα κατρακυλέκια. Σπάσανε τα ποτήρια. Τινάχτηκαν τα νερά. Σπάσανε 
τα φλιτζάνια. Χυθήκανε οι καφέδες. Μαύροι λεκέδες στο γλιστερό παγωμένο δρόμο. 

Σέρνει για λίγο ο αραμπάς το κορμί του παιδιού στην κατηφόρα. Ζεστό αίμα αυλάκωσε τον πάγο. 

Τρέχει ο κόσμος. 

—Τι είναι; Τι είναι; 

—Ένα παιδί σκοτώθηκε. 

—Ποιο είναι; Ποιανού είναι; Και κρατάει ένα κρεμαστό δίσκο στο χέρι, ρωτάνε οι περίεργοι. 

—Α,  ένα  προσφυγάκι,  πληροφορεί  τ'  αφεντικό,  που  τα  παρακολούθησε  όλα  απ'  την  πόρτα  του 
μαγαζιού.  «Να  πάρει  ο  διάολος,  τώρα  βρήκε  να  σκοτωθεί.  Τώρα  που  είχε  μάθει  τόσο  καλά  τη 
δουλειά...» μουρμουρίζει ανάμεσα, στα δόντια του. 

Digitized by 10uk1s 
ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΨΩΜΙ

Φουρτουνιασμένη  ακόμα  η  προσφυγιά.  Ούτε  τόπος,  ούτε  τρόπος  να  καταλαγιάσει.  Ψάχνουν  οι 
ξεριζωμένοι για λίγη γης να κονέψουν, ένα ξεροκόμματο να χορτάσουν, λίγη φωτιά να ζεσταθούν. 

Χιλιάδες  πεινασμένα  στόματα.  Γυναίκες,  παιδιά  κι  όσοι  άντρες  ξέφυγαν  απ'  τη  σφαγή  και  την 
αιχμαλωσία, ξεχύθηκαν στον πόλεμο για το ψωμί. Όσο όσο τα εργατικά χέρια. Δεν έχει τιμή. Τζάμπα ο 
ανθρώπινος μόχθος. Καζαντίζουν οι εργοδότες και τα αφεντικά. Πήξανε οι δουλειές. Όσοι πρόφτασαν, 
πρόφτασαν. 

—Θέλετε τσιράκι; 

—Όχι. 

—Θέλετε υπάλληλο; 

—Όχι. 

—Θέλετε πλύστρα, παραδουλεύτρα, υπηρέτρια; 

—Όχι. 

—Θέλετε χαμάλη, εργάτη, τεχνίτη; 

—Όχι. 

—Όχι. 

—Όχι. 

Τυχεροί  όσοι  βολεύτηκαν  κάπου.  Όμως  για  πόσον  καιρό;  Τρέμουν  μη  βρεθούν  πάλι  στους  πέντε 
δρόμους. 

Η κυρά Αφροδίτη πιασμένη στο κρεβάτι. Κι ούτε δραχμή στο χέρι. Αναγκάστηκε να στείλει την κόρη της, 
τη Μαρίτσα, στο μαγαζί να παραδώσει το πιτσίλι. 

—Άκουσε,  εδώ  δαντέλα  το  λένε.  Δαντέλα  θα  το  πεις  κι  εσύ.  Κι  όπως  είπα.  Θα  κατεβείς  τη  Βενιζέλου. 
Ύστερα απ' την Εγνατία, δεξιά είναι το Μπεζεστένι. Στο βάθος θα δεις την ταμπέλα με τ' όνομά του. Δε 
θα του μιλήσεις για λεφτά. Εκείνος ξέρει. Τόσες πήχες. Από τόσο, τόσο. Πήγαινε τώρα που είναι πρωί. 

—Καλημέρα σας, μπήκε η Μαρίτσα στο μαγαζί. Είστε ο κύριος Παπαμόσχου; 

Σήκωσε  τα  κεφάλι  απ'  τα  συρτάρια  ένας  μουστακαλής  κατσούφης.  Κοιτάει  αποχαζωμένα.  Τι  όμορφο 

Digitized by 10uk1s 
κορίτσι! Τον ζάλισε το πράσινο φως των ματιών της. Έφεξε το Μπεζεστένι ολόκληρο. Έφεξε κι ο ίδιος. 
Και  τι  μαλλιά!  Χρυσά  κύματα  κατεβαίνουν  στους  ώμους.  Μπερμπάντικα  πέφτουν  τα  τσουλούφια  στο 
κούτελο και στ' αυτιά. 

—Είμαι η κόρη της κυρά Αφροδίτης, συνεχίζει η Μαρίτσα. Σας έφερα τη δαντέλα. 

—Ποια, ποια; Α, ναι, η κόρη της κυρά Αφροδίτης. Έλα μέσα. Κάθισε. Τι κάνει η μαμά; 

—Είναι στο κρεβάτι. Γι' αυτό ήρθα. 

—Περαστικά της. Δεν ήξερα ότι η κυρά Αφροδίτη έχει μια τόσο όμορφη κόρη. Δε μου μίλησε για σένα. 
Γιατί; 

—Δεν ξέρω. 

—Πόσο χρονώ είσαι; 

—Δεκαοχτώ. 

—Δε μου λες, κι εσύ πλέκεις; 

—Εγώ κεντώ. 

—Και δεν είναι αμαρτία να δουλεύουν αυτά τα χεράκια; Κάνει να τα χαϊδέψει. 

—Γιατί να μη δουλέψουν; τα τράβηξε εκείνη απότομα. 

—Εγώ έχω δουλειά κατάλληλη για σένα. Και καλά να πληρώνεσαι, και να μην κουράζονται τα χεράκια 
σου. 

—Τι δουλειά; 

—Εδώ στο μαγαζί μου. 

—Πωλήτρια; 

—Τι πωλήτρια; Αφεντικό. Εσύ θα διευθύνεις. Εγώ πιο πολύ λείπω. 

Της πιάνει το πηγούνι. Την κοιτάει. Τα μάτια του την τρυπάνε. 

—Να πηγαίνω, άρχισε να τρέμει η Μαρίτσα. 

—Να σου δώσω πρώτα τα λεφτά. Δεκαπέντε δραχμές δεν είναι; Πάρε είκοσι. 

—Δεν έχω ρέστα. 

—Σωστά είναι. 

Digitized by 10uk1s 
—Μα... 

—Δε μου είπες... Έχεις πατέρα, αδελφό; 

—Όχι, τους σκότωσαν οι Τούρκοι. 

—Το  καημένο...  Πέφτουν  τα  χέρια  του  στους  ώμους  της,  προστασία  και  φοβέρα.  Λοιπόν,  να  μη 
στενοχωριέσαι. Από τώρα εγώ θα 'μαι πατέρας, εγώ κι αδελφός. Έλα αύριο το πρωί. Δε χρειάζεται πια 
ούτε πλέξιμο ούτε κέντημα. Έτσι; 

Έφυγε. Σκουντουφλά στο δρόμο. Πέφτει απάνω στους ανθρώπους. Φτάνει λαχανιασμένη στο σπίτι. Όχι, 
δε θα πάει. Θα περιμένει τον αρραβωνιαστικό της τον Αλέξανδρο απ' την αιχμαλωσία. Ίσαμε τότε κάτι 
θα γίνει. Δε θα τους αφήσει ο Θεός. 

Η κυρά Αρσινόη απ' τις Φώκιες, άρπαξε την κόρη της απ' το χέρι και τρέχει στα μαγαζιά. 

—Κοίτα, μην τα πάθουμε σαν και χτες, τη συμβουλεύει. Τεντώσου λίγο. Κι όχι φοβισμένα. 

Σταμάτησαν μπροστά σ' ένα υπόγειο στην Εγνατία κοντά στην Καμάρα. Μύρισε ταγκιασμένο ξύγκι. 

—Μπες και ρώτα. 

Το κοριτσάκι δώδεκα χρονώ, δε θέλει να μπει. 

—Βαρέθηκα. Όλοι «όχι» μου λένε. 

—Καλά, θα ρωτήσει η ίδια. 

Κάνει  να  κατεβεί  τα  σκαλοπάτια.  Σταματάει  στη  μέση.  Σφίχτηκε  γροθιά  η  καρδιά.  Γροθιά  η  φούχτα. 
Μουγκρίζει  το  παράπονο.  «Πανάθεμά  σε,  φτώχεια,  που  εξευτελίζεις  τον  άνθρωπο.  Φρόκαλα  και 
πατσαβούρια μας έκανες. Καταραμένοι, Αγαρηνοί, μας ξεριζώσατε και τώρα χτυπάμε πόρτες και μας τις 
κλείνουνε κατάμουτρα». 

—Τι θέλετε; Ένας γέρος σηκώθηκε απ' την κόχη, όπου βούταε στριμμένες κλωστές σε καυτό λίπος. Μια 
κοκαλιάρα μεσόκοπη τον βοηθάει. 

—Έχετε  δουλειά;  αναψοκοκκίνισε  η  ντροπή  στο  πρόσωπο.  Έτοιμη  να  φύγει.  Τι,  εδώ  θα  αφήσει  το 
σπλάχνο της; Σ' αυτόν τον τάφο; 

Τρεμόπαιξαν τα μάτια του γέρου. Ομορφούλα και δεν ξεπερνάει τα τριάντα. Μακάρι να την πάρει. Να 
γκρεμιστεί απ' εδώ κι η σκατόγρια. 

—Έχετε δουλειά; ξαναρώτησε. 

—Έχουμε, έχουμε. Ελάτε μέσα. 

Digitized by 10uk1s 
Κατέβηκε με το κοριτσάκι. 

—Είναι για τη μικρή, κάνει διστακτικά η κυρά Αρσινόη. 

—Τι, αυτό το μωρό; 

—Δεν είναι μωρό. Περπατάει στα δεκατέσσερα. 

Ο γέρος κατάλαβε. Η μάνα μεγαλώνει τα χρόνια της κόρης της. 

—Νόμιζα για σένα. 

—Εγώ δεν μπορώ. 

—Γιατί; 

—Δουλεύω στο σπίτι. 

Δεν του είπε ότι πλένει μπεκιάρηδες. Ούτε ότι έχει βυζανιάρικο. Ούτε ότι ήρθε έγκυος απ' τη Σμύρνη. 
Ούτε ότι ο άντρας της είναι αιχμάλωτος. 

—Ν' αφήσεις τη δουλειά στο σπίτι και να 'ρθείς εδώ. Φέρε και το κορίτσι μαζί σου. 

—Γιατί δεν κρατάς μονάχα το παιδί; Κεριά δεν κάνετε; Δεν είναι δύσκολο να στρίβει την κλωστή. 

—Δεν μπορώ να νταντεύω μωρά. 

Φύγανε. 

—Γουρσούζικο, δε φτάνει που είσαι μικρή, είσαι και ζαρωμένη, της δίνει μια κατακεφαλιά. 

Σταματάνε σε πόρτες. Χτυπάνε πόρτες. Ανοίγουν πόρτες. Κλείνουν πόρτες. 

—Έχετε δουλειά; 

—Όχι. 

—Έχετε δουλειά; 

—Όχι. 

Μήνα  δούλεψε  ο  Μπάρμπα  Γιαννακός  σε  γιαπί.  Παλιός  χτίστης,  μιλούσαν  για  την  τέχνη  του.  Τώρα, 
έπεσε. Βδομάδα στο κρεβάτι. Η γριά του ξενοπλένει. Ο γιος του αιχμάλωτος. Η αδελφή του πέθανε τις 
προάλλες  κι  άφησε  δυο  αγγονάκια  ορφανά.  «Που  θα  πάει  αυτό;»  βογκάει  ο  πόνος,  αναστενάζει  ο 
καημός.  «Μας  ξέχασες  Θεέ  μου».  Να  'χε  τουλάχιστο  καμιά  πεντάρα...  Ο  πατριώτης  του  ο  Θωμάς  τα 

Digitized by 10uk1s 
βόλεψε. Με κάτι παραδάκια πήρε ένα γάιδαρο και πουλάει ζαρζαβατικά στους μαχαλάδες. Ο μπάρμπα 
Αργύρης αγόρασε ένα κασελάκι και κάνει το λούστρο. Τ' αγόρι της Θωμαής κουβαλάει στα μαγαζάκια 
ταβάδες με σάμαλι. Ο Γιωργέλης της ανιψιάς του πουλάει με το χωνάκι σπόρια, φυστίκια και στραγάλια 
στο σινεμά. «Τώρα να δούμε τι θα γίνει με μένα. Θεέ μου, μας ξέχασες». 

—Μη  βαρυγκομάς,  Γιαννακό,  κι  έχουμε  παιδί  στην  αιχμαλωσία,  φοβάται  η  γυναίκα  του.  Όλα  θα 
σιάξουνε. Μόνο να 'ρθει ο γιος μας. 

—Τώρα τι γίνεται, που δεν έχουμε να φάμε... 

Η κόνα Σμαραγδή απ' την Πέργαμο έχει μανία με τα μαγεριά. 

Δυο μήνες δούλεψε στο μαγαζί του κυρ Λεωνίδα και γλυκάθηκε. Κλεισμένη στην κουζίνα έπλενε πιάτα, 
καθάριζε  πατάτες,  κρεμμύδια,  χορταρικά,  ζαρζαβάτι.  Ετοίμαζε  τις  σαλάτες,  άναβε  τις  φουφούδες, 
τηγάνιζε  ψάρια,  μύδια,  πατάτες,  κεφτέδες.  Έγλειφε  κάθε  τόσο  τα  δάχτυλα.  Χόρταινε  με  το  λιγοστό 
φαγάκι. Κουβαλούσε τ' αποφάγια και τις μπουκιές που περσέβανε στ' αγγονάκια της. Όμως πέθανε το 
μικρό  της  αγγονάκι  κι  έμεινε  δυο  μέρες  στο  σπίτι.  Όταν  ξαναπήγε,  βρήκε  στη  θέση  της  μια  βυζαρού 
χοντροκώλα, που δεν την άφησε ούτε να μπει στην κουζίνα. Κι ο κυρ Λεωνίδας της το 'κοψε. 

—Η δουλειά δεν περιμένει. Ούτε θέλει να ξέρει αρρώστιες και θανάτους. Κοίταξε άλλου. 

Πήρε κι η κόνα Σμαραγδή σβάρνα τα μαγαζιά. 

—Έχετε δουλειά; 

—Όχι. 

—Χρειάζεστε μαγέρισσα; 

—Όχι. 

—Ό,τι θέλετε. Απ' όλα μπορώ. Να δοκιμάσετε τις κεφτέδες μου. Να σας καθαρίσω πατσά σαν το χιόνι. 
Να φάτε το στιφάδο μου και να γλείφετε τα δάχτυλά σας. Μη θαρρείτε πως είμαι μεγάλη. Δεν έφτασα 
τα πενήντα. 

—Όχι. 

—Τζάμπα να δουλεύω. Μόνο τ' αποφάγια να μου δίνετε. 

—Όχι. 

—Έχετε δουλειά; 

Digitized by 10uk1s 
—Έχουμε. 

Ο κτηματομεσίτης, ο κύριος Σαχίνης, δεν έλεγε «όχι» στα κορίτσια. Φτάνει το κορίτσι να ήταν όμορφο, 
πεντάρφανο και να μην ξεπερνούσε τα δεκαοκτώ. 

Ο  κτηματομεσίτης  είχε  το  γραφείο  του  σ'  ένα  παραγκάκι  στην  οδό  Δραγούμη,  ανάμεσα  Αγίου 
Δημητρίου  και  Κασσάνδρου.  Τα  πιο  πολλά  παραγκάκια,  εκεί  αντίκρυ  στο  Διοικητήριο,  ξεφύτρωσαν 
τώρα  που  ήρθαν  οι  πρόσφυγες.  Λιγοστά  βρίσκονταν  από  πριν.  Ένα  δικηγορικό  γραφείο,  ένα 
συμβολαιογραφείο,  το  παραγκάκι  του  κτηματομεσίτη,  ο  καφενές  και  κάνα  δυο  άλλα.  Τώρα  ό,τι  θες 
βρίσκεις εκεί. Από ψιλικατζίδικο, ίσαμε μανάβικο. Από ραφτάδικο, ίσαμε μπαρμπέρικο. Από μαγέρικο, 
ίσαμε μπογατσατζίδικο. Χώρια τα γραφεία. 

Το  παραγκάκι  του  κτηματομεσίτη  είναι  χωρισμένο  στα  δυο.  Μπροστά  ένα  ολοκαίνουργο  γραφείο  για 
τον  ίδιο.  Πλάι  ένα  τραπεζάκι  με  τη  γραφομηχανή  για  τη  δακτυλογράφο  και  λίγες  καρέκλες  για  τους 
πελάτες. Στο πίσω μέρος ένας καναπές που κάνει και για κρεβάτι. Ένα τραπέζι με μια γκαζόλαμπα στη 
μέση, κι ένα ντουλάπι. 

Πήγε στον κτηματομεσίτη για δουλειά κι η Αντιγόνη απ' τα Αλάτσατα. Την κράτησε, κι ας μην ήταν πολύ 
όμορφη  στο  πρόσωπο.  Το  μάτι  του  σταμάτησε  στα  κορμί.  Αυτό  είναι  κορμάρα.  Κορμάρα  λαχταριστή, 
χυτή, πελεκητή. Ο ίδιος ο Θεός την κοντυλοπελέκησε. Η λαχτάρα του την ξεγυμνώνει, την πασπατεύει. 
Παίρνει  μεζούρα  και  μετρά.  Η  φαντασία  του  ψαχουλεύει  τα  στήθια,  τους  γλουτούς,  τις  γάμπες.  Θεέ 
μου,  αυτή  η  κορμάρα  είναι  τραγούδι,  είναι  έρωτας,  είναι,  είναι...  Μονάχα  που  θέλει  πλάσιμο  και 
δούλεμα. 

—Και βέβαια έχουμε δουλειά. Καθίστε. Τη ρωτούσε τούτο, τη ρωτούσε τ' άλλο. Αύριο το πρωί να 'σαι 
εδώ. 

Μόλις μπήκε, την άλλη μέρα, την έβαλε μπροστά στη γραφομηχανή. 

—Μα δε σας είπα χτες, ότι δεν είμαι δακτυλογράφος... 

—Δεν έχει σημασία, θα σου δείξω εγώ. Σε λίγες μέρες θα είσαι ξεφτέρι. 

Ώρες βολόδερνε με τα πλήκτρα. Κι εκείνος κάθε τόσο πάνω απ' το κεφάλι της να της λέει. 

—Μπράβο, μπράβο. Έτσι που πας, γρήγορα θα μου ετοιμάζεις αντίγραφα. 

Το μεσημέρι δεν την άφησε να φύγει. 

—Εδώ μαζί θα φάμε. Παράγγειλε στο μαγεριό δυο μερίδες κοτόπουλο, σαλάτα, κρασί. 

Απ' την πόρτα άρπαξε το δίσκο με τα φαγητά απ' τα χέρια του γκαρσονιού. Ο ίδιος τα 'βαλε στο τραπέζι, 
στο πίσω μέρος της παράγκας. 

Digitized by 10uk1s 
Απ' τη Μικρασία έχει να φάει κοτόπουλο η Αντιγόνη. Όμως δε θέλει να καθίσει. Κάτι δεν της αρέσει στα 
φερσίματα του κτηματομεσίτη. 

—Ευχαριστώ, θα με περιμένουν στο σπίτι. 

—Ποιος θα σε περιμένει; Δεν μου 'πες τίποτα χτες που σε ρώτησα, κατατρόμαξε ο μεσίτης. 

—Έχω τη θεία μου και τα ξαδελφάκια μου. Προσωρινά μένω μαζί τους. 

—Να φύγεις. 

—Και που να πάω; 

—Εδώ. 

—Εδώ; ξαφνιάστηκε η Αντιγόνη. 

—Ναι, της έδειξε τον καναπέ. Ύστερα θα σε βολέψω κάπου. 

Με το ζόρι την κάθισε στο τραπέζι. 

Κάτι την πνίγει. Νιώθει άσκημα. Δε θέλει να φάει. Κι ας έχει από χτες να βάλει μπουκιά στο στόμα της. 

—Δεν τρως. 

—Δεν πεινώ. 

—Πιες και θα σου ανοίξει η όρεξη. 

—Ευχαριστώ. Σας είπα δεν πεινώ. 

—Έλα. Έλα να τσουγκρίσουμε. Στην υγειά σου. Της βάζει το ποτήρι στο στόμα. Της δίνει με το πηρούνι 
να φάει. Θαρρώ πως εγώ θα πρέπει να σε ταΐσω. 

Αναγκάστηκε να φάει. Αναγκάστηκε να πιει. Νιώθει άσκημα. 

—Για σήκω, τη βοηθάει να σταθεί όρθια. 

—Γιατί; 

—Θέλω να δω τα πόδια σου, πάει να της σηκώσει το φουστάνι. 

—Τι κάνετε; ξεζαλίστηκε με μιας. 

—Θες να γίνεις χορεύτρια; 

—Χορεύτρια; Εγώ; 

Digitized by 10uk1s 
—Πες, θες; 

—Όχι. 

—Κρίμα... Και θα σ' έστελνα στη Βηρυτό. 

—Στη Βηρυτό; Εμένα; Και τι δουλειά έχω εγώ στη Βηρυτό; 

—Θα  σε  'κανα  χορεύτρια.  Με  τέτοιο  κορμί...  Θα  βγάζεις  λίρα  με  την  ουρά.  Πες,  θες;  Ε,  όχι  και  να  με 
κοιτάς θυμωμένα... 

—Μα λόγια είναι αυτά που λέτε; 

—Καλά, καλά. Δε θες, δε θες. 

—Εγώ ήρθα να δουλέψω στο γραφείο σας. 

—Και  βέβαια  θα  δουλέψεις  στο  γραφείο  μου.  Το  'πα  για  το  καλό  σου.  Έλα  τώρα,  κάθισε  στη 
γραφομηχανή, της χαϊδεύει τα μαλλιά. 

Καμιά  πρόοδο  ίσαμε  το  βράδυ.  Μπερδεύονταν  τα  δάχτυλα  στα  πλήκτρα.  Όλο  λάθη  έκανε.  Εκείνος 
σκυμμένος  στο  γραφείο  του.  Δεν  έδειχνε  να  της  δίνει  σημασία.  Πριν  φύγει,  τη  φίλησε  πατρικά  στο 
κούτελο. 

—Όλα  καλά  θα  πάνε.  Μονάχα  που  'σαι  πολύ  άγρια.  Πρέπει  να  μερώσεις,  ακούστηκε  η  φωνή  του. 
Διαταγή κι απειλή μαζί. 

Όλη τη νύχτα η Αντιγόνη πάλευε στη Βηρυτό. Μαύροι άντρες με κάτασπρα δόντια την ξεγύμνωναν, την 
πασπάτευαν και την ανάγκαζαν να χορεύει. 

Το πρωί την ξύπνησε η θεία Άννα. 

—Δε θα πας στη δουλειά; 

—Όχι. Της τα 'πε όλα. Θα δουλεύω στο σπίτι, θα κεντώ, θα πλέκω, θα κάνω ό,τι μπορώ. 

—Καλύτερα, παιδάκι μου. Τουλάχιστο στο σπίτι είναι σίγουρα. Κάτσε μαζί μας. Να κοιτάς και τα παιδιά. 
Άσε, θα ψάξω δουλειά για μένα. 

Και πήρε τους δρόμους. 

—Έχετε δουλειά; 

Digitized by 10uk1s 
—Όχι. 

—Θέλετε βοηθό, παραδουλεύτρα, πλύστρα, μαγέρισσα, σφουγγαρίστρα, δούλα; 

—Όχι. 

Digitized by 10uk1s 
ΤΟ ΝΥΦΟΠΑΖΑΡΟ

—Καλησπέρα, αγόρια. Καλησπέρα, κορίτσια. 

—Καλησπέρα, έρωτα. 

Δεν πρόφταιναν να γυρίσουν το βράδυ απ' τη δουλειά στο σπίτι τους τα τρουφαντά νιάτα, κατάπιναν το 
φαΐ, σιάχνονταν γρήγορα γρήγορα και νάτα στη βόλτα. 

Σε  μισή  ώρα  γέμιζε  η  οδός  Κασσάνδρου.  Όλα  κάτω  απ'  τα  δεκαοχτώ.  Κι  άρχιζε  το  ατέλειωτο 
πηγαινοέλα. 

Τι;  αυτά  είναι  τα  προσφυγόπουλα;  Αυτά  που  σκοτώνονται  ολημερίς  στο  εργοστάσιο,  στο  μαγαζί,  στο 
δρόμο, στο σπίτι; Η φτώχεια ξεφωνίζει στο φτηνό ρούχο, στο χλωμό μούτρο, στο λιγνεμένο κορμί. Όμως 
ήλιος και Μαγιάπριλο η πρώιμη νιότη λαμπυρίζει στα μάτια. 

Μόλις βρεθούν στη βόλτα, ξεχνάνε την κατάντια τους. Ξεχνάνε τα μοιρολόγια και τη γκρίνια των γέρων. 
Τα βογκητά των άρρωστων, τις συμβουλές και τις φωνές της μάνας. 

—Καλησπέρα, έρωτα. Καλησπέρα, χτυποκάρδι. Καλησπέρα, πρώτες συγκινήσεις. 

Η ψυχή είναι λαχτάρες. Το κορμί λαχτάρες. Η καρδιά λαχτάρες. Τι τους νοιάζει αν κάνει ζέστη ή κρύο; 
Μέσα τους πλαντάζουν οι πρωτοξύπνητες πεθυμιές. 

Τα κορίτσια, όλα ξεπεταρούδια, δυο δυο, τρία τρία. Τα αγόρια παρέες, παρέες. Καμιά φορά και μοναχά. 

Τα πειράγματα παίρνουν και δίνουν. 

—Ζαχαροπλάστης είναι ο πατέρας σου κι έχεις τόση γλύκα; 

—Όχι, χασάπης. Κι οι μαχαίρες του είναι να, τόσες... 

—Μανάρι μου, εσύ... 

—Άνοστε. 

—Η νοστιμιά σου φτάνει και για τους δυο μας. 

—Δυάρα  δε  δίνω  για  κάτι  αντράκια  σαν  κι  εσένα.  Ντιντινίζουν  τα  γελάκια.  Βροντούν  τα  χάχανα. 
Αχολογεί ο δρόμος τιτίβισμα, κελάδισμα, τερέτισμα. 

—Καλησπέρα,  έρωτα.  Εδώ  γεννήθηκες.  Εδώ,  στην  καρδιά  αυτού  του  κοριτσιού.  Στην  καρδιά  εκείνου 
του  αγοριού.  Εδώ  σαΐτεψες  τα  πρώιμα  νιάτα.  Εδώ  θρονιάστηκες  και  βασιλεύεις.  Εδώ  η  Γιωργίτσα,  η 
Κατινίτσα, η Μαρίτσα, η Ελενίτσα. Εδώ ο Κώστας, ο Γιώργος, ο Αντώνης, ο Αλέκος. Εδώ το χλιμίντρισμα 
της  αναταραχής  και  της  ορμής.  Εδώ  το  μπουμπούκιασμα,  το  φούσκωμα.  Εδώ  οι  πρώτοι  καημοί  για 

Digitized by 10uk1s 
σένα,  έρωτα.  Τι  τους  νοιάζει  αν  το  ρούχο  είναι  τριμμένο.  Αν  το  παπούτσι  τρύπιο.  Αν  το  στομάχι 
γουργουρίζει απ' τα νεροζούμια, ή αν είναι στουμπωμένο απ' το σκέτο ψωμί. 

—Κουκλάκι μου, εσύ... 

—Σαχλέ. 

—Δεν την παρατάς, ρε. Ακόμα δε βγήκε στην τρυφερίτσα, και μας κάνει τη μεγάλη, λέει η παρέα του 
νεαρού. 

—Καλέ, γαλατάς είναι ο πατέρας σου και σ' έκανε έτσι γαλατένια; 

—Ο  δικός  σου  καρβουνιάρης  κι  έχεις  το  χρώμα  του  αράπη;  απαντάει  το  δεκαπεντάχρονο  θηλυκό  με 
νάζι. 

—Μίλα μου, κι ας είν' τα λόγια σου καρφιά. 

—Ηβοί... καλέ του κακοφάνηκε, μπήγει τα γέλια η φιλινάδα της. 

Φωνές, ταβατούρι, γκεβεζελίκια. 

Νυφοπάζαρο  το  βαφτίσανε  οι  μεγάλοι  και  νυφοπάζαρο  το  λέγανε  όλοι.  Μόλις  σκοτείνιαζε,  άρχιζε  το 
σεργιάνι.  Σε  μισή  ώρα  φούντωνε.  Γύρω  στις  εννιά  έπαιρνε  να  αραιώνει.  Ύστερα  απ'  τις  δέκα, 
ερημωνόταν ο δρόμος. Μονάχα κάτι μερακλωμένα παλικαράκια τραβούσαν στα σοκάκια κι άρχιζαν τις 
πατινάδες. Καμιά φορά κουβαλούσαν και κάνα φίλο τους που 'παιζε τ' οργανάκι, κι όλοι μαζί λέγαν τα 
ντέρτια της αγάπης. 

Μυρμηγκιάζουν τα νιάτα στο νυφοπάζαρο. Καρφίτσα να ρίξεις, δε θα πέσει χάμω. 

Εδώ στο νυφοπάζαρο γνωρίστηκαν τα ζευγαράκια. Εδώ γεννήθηκε ο έρωτάς τους. Εδώ τα ζαχαρώματα, 
οι  τζιλβέδες,  τα  γλυκοθωρίσματα.  Εδώ  οι  τσαχπίνες,  οι  ναζιάρες,  οι  τσακίστρες,  οι  σκανταλιάρες,  οι 
καμωματούδες. Κι ας είναι όλες χτεσινά μωρά. Κι ας ζήσαν όλα την κόλαση του ξεριζωμού. Κι ας ζουν το 
δράμα της προσφυγιάς. 

Απ' το νυφοπάζαρο δεν έλειπαν και τα τσακώματα. 

—Ρε, μπαγάσα, θ' αφήσεις ήσυχο το κορίτσι; 

—Και τι σε νοιάζει εσένα; 

—Αδερφή μου είναι, ρε, «χραπ» έπεφτε η καρπαζιά. Άρπαε και το κορίτσι και το 'σερνε απ' τα μαλλιά 
ίσια σπίτι. 

Παίρνανε και δίνανε οι αντιζηλίες, οι παρεξηγήσεις, τα παρατράγουδα. 

Digitized by 10uk1s 
—Δεν παρατάς, λέω, τα σαλιαρίσματα; 

—Μπα, ενδιαφέρεται ο κύριος; 

—Γιατί, δε σ' αρέσω; 

—Όχι. 

Κι άρχιζαν οι κατακεφαλιές και τα σβερκώματα. Το 'στριβε με τρόπο το κορίτσι. 

Καμιά φορά το ρίχνανε στο χωρατό. 

—Αχ, τι κόμματος... 

—Τίνος κόμματος; έμπαινε στη μέση η άλλη παρέα, του Βενιζελικού ή του Βασιλικού; 

Μαζί με τα πειράγματα, τσαφ, τσουφ τινάζουν τα στόματα τα τσόφλια απ' τα σπόρια που μασουλίζουν. 

Το νυφοπάζαρο της οδού Κασσάνδρου αρχίζει απ' την οδό Προφήτου Ηλία, πήζει στην Πολιορκητού και 
σταματάει  στη  Δραγούμη.  Όσα  ζευγαράκια  τα  'ψηναν  στις  βόλτες,  τραβούσαν  για  την  οδό  Ρακτιβάν, 
όπου δίνανε τα ραντεβού. Ούτε μαγαζί, ούτε σπίτι εκεί. Απ' τη μια ο μαντρότοιχος του Διοικητηρίου κι 
απ'  την  άλλη  τα  καμένα.  Πίσσα  σκοτάδι...  Ίσαμε  το  Διοικητήριο  τα  ζευγαράκια  φτάνανε  χωριστά.  Τ' 
αγόρια  τραβούσαν  πιο  μπροστά.  Τα  κορίτσια  ξοπίσω  με  το  φόβο  και  την  αγωνία  μην  τους  τσακώσει 
κάνας συγγενής και το προφτάσει στη μάνα. 

Κάθε βράδυ το ίδιο τροπάρι η κυρά Βασιλική με την κόρη της τη Ροζαλία. 

—Πάλι για το νυφοπάζαρο μου ετοιμάζεσαι; 

—Μια βόλτα, μαμά, και θα γυρίσω. 

—Τα ίδια έλεγες και χτες, κι ήρθες κοντά μεσάνυχτα. 

—Ήμουνα στης Στάσας. Ρώτα τη. 

—Ρώτα και τον μπάρμπα μου τον ψεύστη. 

—Τι, δε με πιστεύεις; 

—Βρε,  κορίτσι  μου,  δε  βλέπεις  την  κατάντια  μας;  Δε  σκέφτεσαι  πώς  σε  μεγάλωσα;  Μια  μπουκιά  σ' 
άφησε ο αδικοσκοτωμένος ο πατέρας σου. 

—Και τι θες να κάνω; 

Digitized by 10uk1s 
—Να καθίσεις φρόνιμα. Σου 'πα να σταματήσεις τα σούρτα φέρτα. Εγώ λιώνω στην ξένη δουλειά και συ 
κάθε  βράδυ  τον  ίδιο  χαβά.  Πρέπει  επί  τέλους  να  κάνεις  κι  εσύ  κάτι.  Γι'  αυτό  και  σ'  έστειλα  στο 
καπελάδικο. Να μάθεις την τέχνη, να ξεκουράσεις λίγο κι εμένα. 

—Και δε μαθαίνω; Έχεις παράπονο; 

—Δε  λέω.  Όμως  είδες  εσύ  κανένα  καθωσπρέπει  κορίτσι  στο  νυφοπάζαρο;  Κανένα  σοβαρό  παλικάρι; 
Μονάχα σουρτούκες και κρεμανταλάδες... 

—Α, για σταμάτα, μαμά, όλα τα κορίτσια που βλέπω εκεί, είναι εντάξει. 

—Πάει η κόρη της Σόφης, η Αντιόπη; 

—Ου... αυτή η μπαγιάτικια... Αυτή πάτησε τα είκοσι... 

—Πάει η Δέσπω; 

—Ποια  Δέσπω;  Αυτή  που  την  κλειδώνουν  τ'  αδέρφια  της,  μην  τη  δει  αντρίκιο  μάτι  και  χάσει  την 
παρθενιά της; 

—Πάει η ξαδέρφη σου η Αθηνά; 

—Η Αθηνά είναι μαθήτρια. Κάθεται τα βράδια και μελετά. 

—Πανάθεμά σε, για όλα έχεις έτοιμο το λόγο. Μια φορά, εγώ νταλαβέρια με νυφοπάζαρα δε θέλω. 

Που  ν'  ακούσει  η  Ροζαλία...  Ο  νους  της  κι  ο  λογισμός  στην  οδό  Κασσάνδρου.  Τελευταία  και  στη 
Ρακτιβάν. 

Το κακό παράγινε. Κάθε βράδυ η κόρη της χανόταν. Ξεσηκώθηκε κι η μάνα να πάει να δει με τα μάτια 
της  τι  γίνεται.  Μισή  ώρα  ψάχνει.  Που  όμως  να  την  ανακαλύψει  σ'  εκείνο  το  πατιρντί;  Εδώ  χαλνάει  ο 
κόσμος... Κι όταν αραίωσε το νυφοπάζαρο, πάλι πουθενά Ροζαλία. Ώσπου έμαθε για τα ραντεβού της 
Ρακτιβάν. 

Ένα βράδυ τραβάει ίσια εκεί. Τίποτα δεν ξεχωρίζει. Σκοτάδι κι αγριίλα. Εδώ έρχεται η κόρη της; Κόλπος 
θα της κατέβει... 

—Ροζαλία, Ροζαλία... Σκοντάφτει στο σκοτάδι. Πασπατεύει τα ζευγαράκια. Αλαφιασμένα τα κορίτσια το 
βάζουν στα πόδια. 

—Αδιάντροπες, που δεν έχετε και λίγη τσίπα... 

Digitized by 10uk1s 
Αστραπή έγινε η Ροζαλία, μόλις άκουσε τη φωνή της μάνας της. Φτάνει λαχανιασμένη στο σπίτι. Πετάει 
τα ρούχα, και χώνεται στο κρεβάτι. 

Όταν γύρισε η μάνα, αυτή κάνει την κοιμισμένη. Όμως που ύπνος; 

Όπως  κάθε  βράδυ,  άδειασε  κι  απόψε  το  νυφοπάζαρο.  Σταμάτησαν  και  τα  ραντεβού  της  Ρακτιβάν. 
Φύγανε κι οι τελευταίοι απ' τις βόλτες. 

—Καληνύχτα, έρωτα... 

—Καληνύχτα, κορίτσια. Καληνύχτα, αγόρια... Όνειρα γλυκά. 

Τα όνειρα είναι γλυκά. Πιο γλυκό το ξαγρύπνημα. Γλυκιά η ταραχή στο αίμα. Μέλι το τρεχάλισμα στις 
φλέβες. Λιώνει απ' τη γλύκα το κορμί. Λιώνει η ψυχή. Λωλαίνεται το μυαλό. Κι είναι η γλύκα τόση, που 
πάει,  ξέχασαν  τις  πίκρες  της  προσφυγιάς.  Ξέχασαν  τα  φαρμάκια  που  τους  ποτίζει  η  ντουμανιασμένη 
τους ζωή. 

Digitized by 10uk1s 
Ο ΚΛΗ∆ΟΝΑΣ

Πρώτο  καλοκαίρι  στη  Θεσσαλονίκη.  Ποιος  σκέφτηκε  ότι  σήμερα  είναι  παραμονή  του  Άι  Γιαννιού  του 
Αφανιστή; Ότι απόψε ανάβουν φωτιές κι αύριο ανοίγουν τον κλήδονα και ρίχνουν το λιωμένο μολύβι 
στο κρύο νερό; 

Κι  όμως  η  Δέσποινα  τ'  Ανανία,  που  'θελε  να  μάθει  αν  θα  στεφανωθεί  τον  Κώστα,  από  μέρες  το 
σκέφτεται.  Έπιασε  τις  φιλινάδες  της  την  Ευδοξία,  τη  Χαρίκλεια,  τη  Χρυσαυγή  και  τα  μιλήσανε. 
Δοκιμάσανε να τα κουβεντιάσουν με τις μεγάλες. Ούτε να τ' ακούσουν εκείνες. 

—Τι  καμώματα  είν'  αυτά;  Μας  τσιτσιρίζει  η  προσφυγιά.  Φωτιά  καίει  στα  σπλάχνα  μας  ο  καημός  για 
τους χαμένους άντρες μας. Μας δέρνουν οι πέντε άνεμοι του ξεριζωμού, κι εσείς μιλάτε για κλήδονα; 
Σα δε ντρεπούσαστε... 

Ύστερα πιάσανε τις γιαγιάδες. Αυτές στην αρχή ξαφνιάστηκαν. 

—Πράματα είναι τούτα; Σε ξένον τόπο! 

—Έλα,  καλέ  νενέ,  παρακαλεί  η  εγγονή  την  κόνα  Μαλαματένια.  Έλα,  πες  στην  κόνα  Λέγκω,  στην  κόνα 
Αναστασία. Ο κλήδονας θα σας θυμίσει την πατρίδα... τα νιάτα σας... Θα ξεχάσετε και λίγο τα ντέρτια 
της προσφυγιάς. 

«Λέγε, λέγε το κοπέλι, κάνει τη γριά και θέλει». Έτσι αποφασίστηκε ν' ανοίξουν τον κλήδονα στο σπίτι 
της  Γιωργής.  Εκεί  έμενε  κι  η  Στάσα  η  νιόπαντρη.  Τον  αδελφό  της  Γιωργής,  τον  Κώστα,  αγαπά  η 
Δέσποινα. 

Απ' τα ξημερώματα της Παραμονής τ' Άι Γιαννιού, πριν απ' τη δουλειά, και πριν πάει σκολειό, στείλανε 
την Ανθούλα στη βρύση μ' ένα χωματένιο κουμνί να το γεμίσει νερό. 

—Τσιμουδιά, ακούς; αμίλητο πρέπει να 'ναι. 

Την  Παραμονή  βγήκανε  η  Ευδοξία  κι  η  Χρυσαυγή  όξω  απ'  τα  κάστρα  και  φέρανε  λυγαριές.  Ύστερα 
πήγανε  στις  φιλινάδες  τους  για  τα  σημάδια.  Στο  τζαμί,  στο  σκολειό  Αλλιάνς,  στο  Δημοτικό  της 
Κασσάνδρου. Το κάθε κορίτσι έδωσε κι από ένα σημάδι. Μια χάντρα, μια δαχτυλήθρα, ένα κουμπί, μια 
ψεύτικη καρφίτσα, ένα σκουλαρίκι. Ό,τι είχε. 

Αφού ρίξανε τα σημάδια στ' αμίλητο νερό, σκέπασαν το κουμνί μ' ένα κόκκινο πανί και τύλιξαν γύρω 
απ' το λαιμό του λυγαριές. Το βράδυ το βάλανε στα κεραμίδια, στ' αγιάζι. Να το γητέψει η νύχτα και τ' 
άστρα. Το πήρανε πρωί πρωί πριν το ματιάσει ο ήλιος. 

Απ' τ' απόγεμα της Παραμονής τα παιδιά της προσφυγιάς βάλθηκαν να κουβαλάνε ξυλαράκια, χόρτα, 
χαρτιά.  Μόλις βράδιασε  ανάψανε  στους δρόμους  φωτιές,  κι άρχισαν  να  πηδάνε  αγόρια  και κορίτσια. 
Δίνανε κι οι μαγαζάτορες παλιόκασες, παλιοπάνερα να ταΐζουν τις φωτιές. Μόλις κλείσανε τα μαγαζιά, 

Digitized by 10uk1s 
άρχισαν να πηδάνε κι αυτοί. 

Την πιο μεγάλη φωτιά την ανάψανε τα παιδιά στην αυλή του τζαμιού. Πηδούσαν μικρά και μεγάλα και 
δε σταματούσαν. Αναψοκοκκίνιζαν τα μάγουλα των κοριτσιών απ' τις φλόγες και τη χαρά της βραδιάς. 
Ανεβοκατέβαιναν  τρεμουλιαστά  σε  κάθε  πήδημα  τα  στηθάκια.  Μαζευτήκανε  και  κάτι  κρεμανταλάδες 
της γειτονιάς. Ίσαμε κει πάνω τα σάλτα στη φωτιά. Άρχισαν και τα πειράγματα. 

—Φτάνει πια. Κοντεύει δέκα η ώρα. Κι αύριο  έχουμε να πάμε στη δουλειά. Άντε, και του χρόνου στα 
σπίτια μας, τους διώξανε οι γυναίκες. 

Την  άλλη  μέρα,  ύστερα  απ'  τη  λειτουργία,  μαζευτήκανε  τα  κορίτσια  στο  σπίτι  της  Στάσας.  Απ'  τα 
χαράματα η Γιωργή στο πόδι. Να τελειώσει τις δουλειές. Να προφτάσει τον κλήδονα. Το ίδιο η μητέρα 
της η κόνα Αναστασία. Το ίδιο κι οι άλλες. 

Στρώσανε στην αυλή μια κουρελού. Στη μέση η δεκάχρονη Μαργαρίτα, η μοναχοκόρη της Ειρήνης και 
του Στέργιου. Μπροστά της το σκεπασμένο κουμνί με τα σημάδια. Γύρω γύρω τα κορίτσια. 

Η Χρυσαυγή βγάζει τη λυγαριά απ' το λαιμό του κουμνιού και λέει. 

Ανοίξετε τον κλήδονα στ' Άι Γιαννιού τη χάρη


Κι όπου 'χει την τύχη την καλή, θα βρει το παλικάρι.

Πρόσεξε,  συμβουλεύει  τη  Μαργαρίτα  η  κόνα  Αναστασία,  που  κάτι  ξέρει  από  κλήδονα,  πρόσεξε.  Ό,τι 
πιάσει το χέρι σου, αυτό θα βγάλεις. Όχι να διαλέγεις. Ακούς; Τίμια πράματα. 

Της σκεπάσανε το κεφάλι και το μούτρο μ' ένα άσπρο τούλι κι αρχίσανε τα στιχάκια. 

Αυτό το «αχ» σα θα σου πω,


τρέμουν τα καλντερίμια.
Τρέμουν στη Σμύρνη τα τσαρσιά,
στην Πόλη τα γεφύρια.

Η Μαργαρίτα χώνει το χέρι στο κουμνί και βγάζει μια παραμάνα. 

Ήτανε  της  Σμυρνιάς  της  Λευτερίτσας  που  αγαπούσε  τον  Αντρέα  τον  Πολίτη.  Όλες  χειροκροτήσανε. 
Εκείνη κατέβασε τα μάτια κι έγινε κόκκινη σαν παπαρούνα. 

Αρχίζει πάλι η Χρυσαυγή. 

Εχάθηκες, και ποιον να δω; και ποιον να απαντήσω;


Digitized by 10uk1s 
Και ποια πουλάκια 'γώ να βρω, για σένα να ρωτήσω;

Βγάζει  η  Μαργαρίτα  ένα  δαχτυλιδάκι.  Ήτανε  της  Αντιγόνης,  που  ο  αρραβωνιαστικός  της  έμεινε 
αιχμάλωτος. 

Όλες σωπάσανε. Εκείνη δε μπόρεσε να κρατηθεί. Αρχίζει τα κλάματα και φεύγει. 

—Βρε μήπως και το κάνατε επίτηδες; ρωτάει η κόνα Αναστασία. 

—Τι επίτηδες; λέει η Χρυσαυγή. Και που ξέρει η Μαργαρίτα του καθενός τα σημάδια; 

Του κάκου περιμένει η Δέσποινα το σημάδι της. Τόσα περάσανε κι ακόμα το δικό της. Ξαφνικά ακούει. 

Πείσματα και πείσματα σου λέω μη μου κάνεις,


γιατί 'μαι λεύτερο πουλί και γρήγορα με χάνεις.

Βγάζει η Μαργαρίτα απ' το κουμνί ένα χτενάκι. Ήτανε της Δέσποινας. Νάτο, το βρήκε. Ο Κώστας μήνες 
της  ζητούσε  άλλα  πράματα.  «Όχι,  του  'λεγε  αύτη.  Όχι,  αφού  δε  βάλαμε  στεφάνι».  «Δεν  ξέρεις  ότι 
αρραβώνα είναι μισή παντρειά;» έκανε εκείνος. «Μα δεν είναι ολόκληρη», απαντούσε ετούτη. «Κοίτα, 
γιατί θα με χάσεις. Θυμάσαι στ' αμπέλι της Νάσαινας, που βγήκες απ' τη χαβούζα κι έφυγες ολόγυμνη, 
μόλις  είδες  να  'ρχομαι;»  Πώς  δεν  το  θυμάται.  Από  τότε  τον  αγαπά.  «Θυμάσαι  που  'στειλες  την 
Ιφιάνασσα  να  σου  φέρει  τα  ρούχα  να  ντυθείς;  Ε,  λοιπόν,  από  τότε  σε  είχα  στο  νου  μου.  Κι  όταν 
σκότωσαν τον πατέρα  σου στο Κορδελιό, κι  εγώ ξέφυγα απ' τους Τούρκους, το πρώτο που σκέφτηκα, 
ήτανε, να γίνω άντρας σου και πατέρας στ' αδέλφια σου». 

Η  κόνα  Αναστασία  ακούει  τα  στιχάκια.  «Σαχλά  κι  άνοστα»,  σκέφτεται.  Που  εκείνα  τα  χρόνια...  Γλέντι 
σωστό ο κλήδονας. Τι τραταμέντα, τι γέλια... Και τι δε σκαρώναμε... Θυμάται πολύ μικρή που βάλανε 
την  ίδια  να  βγάλει  τα  σημάδια  απ'  τα  κουμάρι.  Τη  συμβουλέψανε,  όταν  θα  'κουε  το  τάδε  στιχάκι,  να 
'βγαζε  εκείνο  το  σημάδι.  Άχτι  είχε  η  Παρή  τη  γειτόνισσά  της,  την  καμπουρίτσα,  που  την  είχε 
κατηγορήσει στο γιαβουκλού της. Η ίδια η Παρή είπε τα στιχάκια. 

Η μάνα σου ήτανε αγγουριά κι ο κύρης σου αγγούρα,


και σμίξανε και κάνανε εσένα την καμπούρα.

Δε θα ξεχάσει η Αναστασία το τι έγινε όταν έβγαλε απ' τον κλήδονα τη δαχτυλήθρα της Φανής. 

Πάτησε η Φανή τις φωνές. «Σα δε ντρεπούσαστε... Έμενα η καμπουρίτσα μου φαίνεται. Να κοιτάξετε τις 
δικές  σας  τις  καμπούρες,  που  είναι  μέσα  σας,  και  δε  φαίνονται».  Με  τον  καβγά  τέλειωσε  εκείνος  ο 
κλήδονας. 

Μεγάλη  φασαρία  είχε  γίνει  και  τότε  με  την  Αμαλία  την  ακατάδεχτη  και  την  ψηλομύτα.  Κι  ας  ήτανε  ο 
πατέρας της παραγιός του αντρός της πριν τον πάρει. Μωρομάνα η Αναστασία, πιο πολύ πήγε για κέφι. 

Digitized by 10uk1s 
Σε λίγο ακούει το στιχάκι. 

Μη μας πολυπαινεύεσαι και ξέρουμε τη γενιά σου.


Χίλιες χιλιάδες κόνιδες έχει η βρακοθελιά σου.

Μόλις  βλέπει  το  φλουράκι  της  να  βγάζουν  απ'  τον  κλήδονα  η  Αμαλία,  αρπάει  το  κουμνί  και  το  κάνει 
χίλια κομμάτια. «Τσόκαρα, που θέλετε να με κογιονάρετε. Εγώ φταίω που καταδέχτηκα να 'ρθω. Όποιος 
ανακατεύεται με τα πίτουρα, τον τρων' οι κότες». 

—Άντε, τι περιμένεις, κόνα Αναστασία; Τέλειωσε ο κλήδονας. Ε, εσένα μιλάνε. Που τρέχει ο νους σου; 

Ύστερα ετοιμάστηκαν  να χύσουν το μολύβι.  Το βάζει η Ουρανία σε μια κουτάλα και το κρατάει πάνω 


απ'  τη  φωτιά,  ώσπου  να  λιώσει.  Μετά  το  σταυρώνει  τρεις  φορές  με  το  χέρι  και  το  ρίχνει  σ'  ένα 
μπακιρένιο  ντέντζερε  με  κρύο  νερό.  Καθώς  έπηξε  εκείνο,  πήρε  διάφορα  σχήματα.  Όλες  μαζί 
παρατηρούνε με προσοχή. Τα μελετούν και πασκίζουν να καταλάβουν με τι μοιάζει το κάθε σχήμα και τι 
σημαίνει. 

Το πρώτο ήταν της Δέσποινας. Το βλέπει απ' εδώ, το κοιτάζει απ' εκεί η Ουρανία. Κατσούφιασε. Ούτε 
κουβέντα. 

—Γιατί  δε  μιλάς;  πλησιάζουν  οι  άλλες  να  δούνε.  Πάγωσαν.  Ολοφάνερο.  Νάτο  το  κιβούρι.  Κι  όχι  ένα. 
Δυο. Τα δεύτερο όχι ξεκάθαρο. 

—Παναγιά μου. Αυτά είναι νεκρόκασες, βάζει τα κλάματα η Δέσποινα. 

—Καλέ, η μια είναι της μάνας σου που πέθανε πριν την καταστροφή. Η άλλη είναι του πατέρα σου που 
κρέμασαν  οι  Τούρκοι  στο  Κορδελιό.  Δε  φαίνεται  καθαρά,  γιατί  ποιος  ξέρει  που  και  πώς  τον  θάψανε, 
λέει η Γιωργή. 

—Εδώ βλέπω και κρεβάτι. 

—Τι, άρρωστο; ακούεται μισή η φωνή της Δέσποινας που η αδελφή της η Γιωργίτσα, μήνες λιώνει από 
θέρμη. 

—Όχι άρρωστο, λέει η Ουρανία. Κρεβάτι για δυο. Ζευγάρι βλέπω. 

Δαγκώθηκε η Δέσποινα. Εκείνο που ζητάει κάθε μέρα ο Κώστας, που παλεύει να τη ρίξει στο κρεβάτι. 
Νάτο, φάνηκε και στο μολύβι. 

—Και  βέβαια  ζευγάρι  θα  δεις.  Αρραβωνιασμένο  είναι  το  κορίτσι.  Μόλις  βρεθεί  η  κάμαρα 
στεφανώνονται, λέει η πεθερά της η κόνα Αναστασία. 

Αρχές  χειμώνα  παντρεύτηκε  η  Δέσποινα.  Την  άνοιξη  πέθανε  η  Γιωργίτσα,  η  αδελφή  της  και  φιλινάδα 

Digitized by 10uk1s 
της Ιφιάνασσας, από καλπάζουσα. 

Digitized by 10uk1s 
ΣΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ

Δε  νταγιαντιούνται  τα  βάσανα  της  προσφυγιάς.  Σκλάβες  αλευθέρωτες  οι  ξεριζωμένες.  Ο  νους  κι  ο 
λογισμός  στους  αιχμάλωτους,  την  πατρίδα,  το  ψωμί.  Που  καιρός  να  σκεφτούν  και  τίποτ'  άλλο; 
Χαράματα φεύγουνε στη δουλειά, νύχτα γυρίζουνε. Όσες δουλεύουνε στο σπίτι, ακόμα χειρότερα. Ούτε 
για κατούρημα δε βρίσκουνε ώρα. 

Έλα  όμως  που  οι  γριές  τη  θένε  την  κουβέντα...  Λαχταρούν  κάνα  καλό  χαμπάρι.  Πότε  θα  'ρθουν  οι 
άντρες; Πότε θα γυρίσουνε στον τόπο τους; Πέρασε χρόνος κι ακόμα εδώ. Ύστερα, να πουν και κανένα 
γκεβεζελίκι. Να θυμηθούν τα περασμένα... 

—Τι άλλο απόμεινε απ' τα παλιά; Εκείνα τα χρόνια μαζευόμασταν μπροστά  στις πόρτες τ' απογέματα 
και  τα  λέγαμε.  Είχαμε  τις  βεγγέρες  τα  βράδια.  Τις  σκόλες,  τα  πανηγύρια,  τους  κουδουνάτους.  Τώρα; 
αναστενάζανε οι μεσόκοπες, τίποτα. Πάνε πια αυτά. 

—Μια  Κυριακή,  τι  να  πρωτοπροφτάσουμε;  διαμαρτύρονταν  οι  κόρες  κι  οι  νύφες.  Να  πλύνεις;  Να 
μπαλώσεις; Να ξετινάξεις; Τόσα παιδιά έχει η καθεμιά μας. Και τα πιο πολλά μικρά. 

Κι  όμως,  σιγά  σιγά  άρχισαν  να  μαζεύονται  τις  Κυριακές  τ'  απογέματα,  πότε  στο  τζαμί,  πότε  στης 
Νάσαινας.  Πιο  πολύ  στης  Μπεζεστεντζίνας.  Σ'  ένα  παμπάλαιο  τουρκόσπιτο,  στην  αριστερή  γωνιά 
Κασσάνδρου  και  Προφήτου  Ηλία.  Τρεις  κάμαρες  κάτω.  Τρεις  απάνω.  Έξι  οικογένειες.  Όλες 
μικρασιάτισσες. 

Μεγάλο ταβατούρι, όταν ερχόταν η Ραλιά. Όλο και κάτι ξεφούρνιζε. Τις έκανε να ξεχνούν την κατάντια 
τους. Το ξεθέωμα της δουλειάς. Τα χίλια βάσανά τους. 

Η  Ραλιά  είχε  έρθει  πριν  απ'  τον  πόλεμο  απ'  τη  Μυτιλήνη  στη  Μαινεμένη  μαζί  μ'  ένα  τσούρμο 
συμπατριώτες της για μπασάκι. Ήτανε δεν ήτανε τότε είκοσι χρονώ. Μπόλικη η δουλειά. Έμεινε και το 
χειμώνα.  Βολεύτηκε  σε  μια  καμαρούλα  κι  άρχισε  να  ξενοπλένει.  Όλες  τη  βοηθούσανε.  Δε  θέλησε  να 
ξαναφύγει.  Με  το  ξερίζωμα,  αντί  να  πάει  στην  πατρίδα  της  τη  Μυτιλήνη,  προτίμησε  να  'ρθει  στη 
Θεσσαλονίκη  μαζί  τους.  Βρήκε  κάμποσα  σπίτια  κι  άρχισε  πάλι  να  πηγαίνει  σε  μπουγάδες.  Λίγο  χαζή, 
λίγο πονηρή τα κατάφερνε να ζει. 

—Τι μου κάνανε σήμερα στο τράμι. 

—Τι σου κάνανε, Ραλιά; 

—Να, μου ζήτησε ο εισπράκτορας παράδες για το μπιλιέτο. «Που να τις βρω;» του λέω. «Τι θα πει, που 
να  τις  βρεις;  Τότε  κατέβα».  Μπήγω  τις  φωνές.  «Κατέβα  γιατί  θα  σε  κατεβάσω  εγώ».  «Εμένα  θα 
κατεβάσεις;  Εμένα,  που  είμαι  πρόστυχια».  Πατάνε  όλοι  τα  γέλια.  «Τι  γελάτε,  ψέματα  είναι;  Όλες 
γενήκαμε πρόστυχες. Πανάθεμά σε, Κεμάλη, που μας κατάντησες». 

—Όχι πρόστυχες. Πρόσφυγες, διορθώνει η Γιωργή. 

—Τι πρόστυχες, τι πρόσφυγες. Το ίδιο είναι. 

Digitized by 10uk1s 
—Δεν είναι το ίδιο. Πρόστυχες είναι εκείνες που μένανε κοντά στον Άι Κωνσταντίνο, στη Σμύρνη. Έλα, 
που κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις. Οι παστρικιές, ντε... 

—Αυτές τις λένε πουτάνες. 

—Πρόστυχες είναι πιο ευγενικά. Εμείς είμαστε πρόσφυγες. Δηλαδή που μας διώξανε απ' τις πατρίδες 
μας, όπως τότε τις Καλλιπολίτισσες. Θυμάσαι; 

—Αυτές τις λέγαμε ματζίρισες. 

—Ματζίρισες είναι τούρκικα. 

Άκουσε  για  τον  Άι  Κωνσταντίνο  η  κόνα  Αναστασία,  και  θυμήθηκε  το  γιο  της  τον  Κώστα,  όταν  έγινε 
δεκαεφτά  χρονώ.  Ίσαμε  τότε  το  παιδί  ήταν  φρόνιμο,  υπάκουο,  δουλευτάδικο.  Ξαφνικά  άλλαξε. 
Νευρικό, καβγατζίδικο. Με τίποτα δε γινόταν ζάπι. Έφερε ξορκίστρες και τον ξόρκισαν. Τον πήγε στον 
παπά  και  τον  διάβασε.  Τίποτα.  Τι  έπαθε  ο  Κώστας  της,  τι  έπαθε;  «Δεν  κατάλαβες;  Ο  γιος  σου  θέλει 
γυναίκα», της λέει η Κολοβερντίνα. «Γυναίκα; Και που να τη βρω;» «Να τον πάρεις και να τον πας στη 
Σμύρνη,  στον  Άι  Κωνσταντίνο,  στις  από  τέτοιες».  «Εγώ  να  το  κάνω  αυτό;  Είσαι  με  τα  σωστά  σου;» 
«Αφού δεν έχει πατέρα. Ποιος θες; Αλλιώς θα χάσεις το γιο σου. Θα γίνει λωλός σαν τον Ξενοφών. Απ' 
αυτό το 'παθε». 

Τι  να  κάνει;  Καβάλησε  το  τρένο,  πήρε  και  το  γιο  της  απ'  το  χέρι.  Έναν  μαντράχαλο  ίσαμε  κει  πάνω. 
Ρωτώντας, έφτασε στα Χιώτικα, Θεέ μου, τι ρεζιλίκια ήταν αυτά που είδε! Στα καφενεία να παίζουν οι 
οργανατζήδες,  κι  οι  σαντέζες  να  τραγουδάνε  αμανέδες.  Στα  παραθύρια  οι  παστρικιές  να  λένε 
βρωμόλογα  και  με  τα  βυζιά  όξω  να  γνέφουν  στους  πελάτες.  Μια  που  περίμενε  στην  πόρτα  με  τα 
κόκκινα φωσάκια, άρπαξε το γιο της και τον πήρε μέσα. Αυτή πάει και περιμένει στο ντουρσέκι. Όταν 
βγήκε ο Κώστας, άλλος άνθρωπος. 

Φαίνεται του καλάρεσε, γιατί από τότε κάθε λίγο και λιγάκι στη Σμύρνη. Δόξα να 'χει ο Θεός, γλίτωσε κι 
απ' τους Τούρκους. Τώρα άνοιξε και το χασάπικο. Στεφανώθηκε και με τη Δέσποινα του Ανανία. 

Το βάσανο είναι με την κόρη της τη Γιωργή. Σκότωσαν τον άντρα της κι ήρθε εδώ με εφτά μικρά παιδιά, 
το  ένα  πίσω  απ'  τ'  άλλο.  Κι  εκείνη  όλη  μέρα  στην  ξένη  δουλειά.  Εκεί  που  είχε  δούλες  και 
παραδουλεύτρες,  κατάντησε  η  ίδια  παραδουλεύτρα.  Καλά  που  πιάνουνε  κι  αυτηνής  τα  χέρια  κι  όσο 
μπορεί βοηθάει. Πώς όμως να φέρεις βόλτα τόσα παιδιά; Η μεγάλη, η Βαγγελίτσα, δέκα χρονώ πάει στο 
καπελάδικο  της  Σαπιζώς  να  μάθει  την  τέχνη.  Η  πιο  μικρή,  η  Έλλη,  μαθαίνει  κέντημα.  Τ'  αγόρια  θηρία 
σωστά. Το Νικάκι μωρό ακόμα. Και το Δεσποινιό εφέτος πήγε σκολειό. 

—Σταμάτα πια το μπάλωμα, κόνα Αναστασία. Σήμερα Κυριακή. 

—Πώς να σταματήσω; Όλη μέρα μπαλώνω κι αμπάλωτα είναι τα παιδιά. Πλέκω, πλέκω κάλτσες και με 
την  πρώτη  τρυπάνε.  Βαρέθηκα  να  τις  μερεμετίζω  με  καινούργιες  φτέρνες  και  μύτες.  Βαρέθηκα  να 
μπαλώνω. 

—Φταίνε που όλα ψεύτηναν. 

Digitized by 10uk1s 
—Που στα μέρη μας! 

—Άστα  μην  τα  κουβεντιάζεις.  Τι  να  πρωτοθυμηθείς  και  για  ποιο  να  πρωτομιλήσεις;  Τα  υφαντά  της 
Μαγνησίας;  Οι  απέθαντοι  αλατζάδες  του  Καντίκιοϊ,  του  Σερέκιοϊ;  Τα  κρουστά  πανιά,  που  όσο  τα 
'πλενες, τόσο σφίγγανε; λέει η κυρά Κατίνα. 

—Εμ,  τα  μεταξωτά  της  Προύσας;  όλα  τα  είδη  κι  όλα  τα  χρώματα.  Που  'ναι  οι  χρυσοί  κλαδωτοί 
μποχτσάδες; τα πεσκίρια, τα πεστεμάλια, κάνει η Καλή απ' την Προύσα. 

—Αχ, εκείνα τα κεντήματα της Πέργαμος! Ζαρίφικα, μερακλίδικα. Σάστιζαν οι ξένοι με την ψιλοδουλειά 
και την τέχνη, αναστενάζει η Παρασκευούλα. 

—Χιλιάδες  οι  αργαλειοί  στην  Κασταμονή.  Σεντάκι,  καραβόπανα,  τσίτια,  φανέλες.  Όλων  των  ειδών  τα 
πανικά. Ανάρπαστα στην Ευρώπη και την Ανατολή. 

—Και το μαλλί της Άγκυρας, το τεφτέκι; Απαλό, αφράτο σα μετάξι. Ονομαστό σ' Ανατολή και Δύση. Σ' 
όλη τη γη πρώτο. Αχ, άγιοι τόποι. Πώς σας χάσαμε... 

—Ξεχάσατε τα χρυσοκέντητα άμφια της Πόλης, και των νησιών της Προποντίδας. Λεπτοδουλεμένα με 
μάλαμα, ασήμι και μαργαριτάρια. Τα ονομαστά τσεμπέρια, τα σταμπωτά υφάσματα, τους μπασμάδες, 
τη  μπιμπίλα,  τους  τσεβρέδες.  Την  αγγειοπλαστική  του  Τσανάκαλε.  Την  κεραμική  της  Κιουτάχειας,  δε 
λέει να σταματήσει η Σμαραγδή απ' το Μαρμαρά. 

—Και  το  ροδέλαιο  της  Αττάλειας;  Πριν  το  δούμε,  το  άρπαε  η  Ευρώπη,  καυχιέται  η  ανατολίτισσα  η 
Αντιόπη. 

—Ολόκληρος  ο  νομός  Ικονίου  εργαστήρια.  Χιλιάδες  αργαλειά.  Ό,τι  θες.  Δίμιτο,  αλατζά,  σαντακρούτα, 
κουκουλάρικο,  περκάλι,  κάμποτο,  αραχνοΰφαντα  μεταξωτά.  Κρουστόφαντα  λινά  και  βαμβακερά.  Τα 
ονομαστά γαλάζια σαλβάρια, οι κουβέρτες, τα χαλιά, λέει η Νάσαινα. 

—Τα  πιο  πολλά  μέρη  της  Ανατολής  βγάζανε  χαλιά..  Κάθε  σπίτι  και  το  αργαλειό  του.  Δεκάδες  χαλιά, 
κιλίμια,  σιτζαντέδες κάθε  οικογένεια.  Άσε  το  εμπόριο.  Δεν πρόφταιναν  να τα  στέλνουν  στη  Σμύρνη  κι 
απ' εκεί ίσια στην Ευρώπη. Κι όλο νέες παραγγελίες. Το Ουσάκ, η Σπάρτη, το Γκιόρντες. Ο κάθε τόπος 
και το τσεσίτι του. Ολόπρωτα της Σεβάστειας. 

—Αχ, που 'σαστε ευλογημένα χώματα... 

—Που να φανταστούνε οι ντόπιοι τι βιος αφήσαμε! 

—Και να τα πεις, δε θα σε πιστέψουνε. 

—Όλο  μας  κοροϊδεύουνε:  «Είχαμε  κι  είχαμε».  «Τα  καλά  μας  και  τ'  αγαθά  μας».  «Όλες  πια  με  τους 
τενεκέδες τις λίρες». 

—Γι' αυτό κι εγώ, κάνει η Γιωργή, εκεί που δουλεύω, τσιμουδιά. Κάθε φορά αρχίζει η κυρία. «Τι ωραίο 
σιδέρωμα! Μπράβο. Ήσουνα σιδερώτρα;» «Όχι». Μια μέρα  είχαμε τραπέζι. «Να σας κάνω σμυρνέικα 
σουτζουκάκια»,  της  λέω.  Γλείφανε  τα  δάχτυλά  τους.  «Ήσουνα  μαγέρισσα;»  «Όχι».  «Μα  που  'μαθες 

Digitized by 10uk1s 
τόσο  ωραία  γλυκίσματα,  τόσο  νόστιμα  φαγητά,  τέτοιο  σιδέρωμα;  Δούλευες  σε  σπίτι;»  Δε  βάσταξα. 
«Άλλες δούλευαν  στο σπίτι μου. Μονάχα  τα κεντήματα  κολλάριζα  και  σιδέρωνα  η  ίδια.  Μόνη  μου τα 
είχα  κεντήσει  και  δεν  ήθελα  να  βάλει  ξένος  χέρι.  Στα  τραπέζια,  τα  γλυκίσματα  και  τα  φαγητά  εγώ  τα 
ετοίμαζα.  Δίπατο  το  σπίτι  μου  στον  Άι  Δημήτρη  της  Σμύρνης.  Κάτω  η  σάλα,  το  σαλόνι,  η  τραπεζαρία, 
απάνω  οι  κρεβατοκάμαρες.  Στο  μανιφατουριέρικό  μας  έβρισκες  όλα  τα  είδη  της  ρουχικής.  Χώρια  τα 
χτήματα  που  'χαμε  στη  Μαινεμένη».  «Καημενούλα.  Τι  σας  ήτανε  γραφτό  να  πάθετε;»  Ας  είναι  καλά. 
Όλο με βολεύει. Πότε κάνα αποφόρι. Πότε κάτι μισότριβο. 

—Που  καταντήσαμε!  Εμείς  που  ραβόμαστε  στις  πρώτες  ράφτρες,  να  φοράμε  τώρα  την  παλιατσαρία 
τους. 

—Αυτό δεν είναι τίποτα, λέει η Γιωργή. Να δείτε τι έγινε σήμερα το πρωί. 

—Τι έγινε; 

—Εκεί που 'παιζε ο Αρίστος μου με το γιο του Κωσταράκου του Παλιολλαδίτη, το Θοδώση, αρπάχτηκαν 
ξαφνικά  στις  γροθιές.  Βγαίνει  η  Κωσταράκαινα  κι  αρχίζει.  «Γκρεμίσου  απ'  εδώ,  βρε  τουρκόσπορε. 
Γκρεμίσου,  γιατί  θα  σε  μαυρίσω  στο  ξύλο».  Τ'  ακούω  και  τρέχω.  «Ποιον  είπες  τουρκόσπορο;  Αν 
ήμασταν τουρκόσποροι, θα μέναμε στα καλά μας και τ' αγαθά μας. Δε θα σκοτώνανε τους άντρες μας οι 
Τούρκοι. Εμείς δείξαμε ότι είμαστε γνήσιοι Έλληνες. Έσείς ήρθατε στη Μακεδονία για να χορτάσετε εδώ 
ψωμί. Κοίτα, μην ξαναπεράσεις απ' το σπίτι μου γιατί θα σε ξεσκίσω». 

—Καλά της είπες. 

Περνούσαν  τα  χρόνια.  Μεγάλωσαν  τα  παιδιά.  Πολλά  πράματα  αλλάξανε  στη  ζωή.  Νέοι  και  γέροι 
αφορμή  ζητούσαν  να  ξεχάσουν  τις  πίκρες  και  τα  φαρμάκια.  Στραβά  ‐  κουτσά  ένας  ένας  άρχισε  να 
βολεύεται στη δεύτερη πατρίδα. Όμως ο νους κι ο λογισμός όλων εκεί, στα άγια χώματα. 

Πολύ γλέντι έκανε η γειτονιά με τη Μίμα. Η Μίμα ήρθε απ' την Αθήνα στη θεια της, την κυρά Λένη, στο 
τζαμί.  Όμορφη,  αφρόπλαστη,  σωστή  νταρντάνα.  Δυο  μεγάλα  πρασινογάλαζα  μάτια  και  λακκάκια  στα 
μάγουλα. Τα χάσανε οι άντρες. Κι αυτή σινάμενη κουνάμενη να σκορπάει χαμόγελα. —Τι καμώματα είν' 
αυτά; της έλεγε η θεια της. Εσύ δε συμμαζεύεσαι. 

—Τους κογιονάρω, καλέ. 

Εκείνος  που  παλάβωσε,  ήταν  ο  μανάβης  ο  Παρασκευάς.  Περνούσε  κάθε  πρωί  με  το  γάιδαρό  του, 
φωνάζοντας τα ζαρζαβατικά του. Μια μέρα βγαίνει και ρωτάει η Μίμα. 

—Αγγουρά, έχεις αγγούρια; 

Τα 'χασε ο Παρασκευάς. «Αμάν, μοσχοβολιστό λαμπριάτικο τσουρέκι». —Ένα απόμεινε, κυρά μου. Το 
κράτησα για μένα. Χαλάλι σου. 

Digitized by 10uk1s 
—Μην είναι πικρό; 

—Γλύκα και μέλι. Φρέσκο, τρουφαντό. Της ώρας, κοπέλα μου. 

Όλο νάζι εκείνη κάνει πως δεν καταλαβαίνει. Πήρε μαζί και αμπελοφάσουλα και ντομάτες. 

—Πόσο κάνουν; 

—Τζάμπα για σένα. 

—Α, για κάνε μου τη χάρη, αγρίεψε η Μίμα. 

—Καλά, μη θυμώνεις. Ό,τι θες, δώσε. 

—Πες, πόσα. 

Της τα 'δωσε μισοτιμής. 

Κάθε πρωί το ίδιο με το μανάβη, που τώρα όλες τον φωνάζανε αγγουρά. Δεν ξεκολλούσε απ' τη Μίμα. 
Άδικα περίμεναν πιο πάνω οι γυναίκες να ψωνίσουν. Αναγκάζονταν να κατεβούν οι ίδιες. 

Τη  μυρίστηκε  τη  Μίμα  ο  κτηματομεσίτης  ο  Σαχίνης.  Την  πήρε  στο  γραφείο  του.  Της  έταξε  λαγούς  με 
πετραχήλια.  Την  κοίταε,  την  κοίταε  και  δε  χόρταινε.  Κελεπούρι  ουρανοκατέβατο.  Της  κουβέντιαζε,  τη 
ρωτούσε. Δεν την άφηνε να δουλέψει. 

—Ώστε τέλειωσες και το Γυμνάσιο; 

—Ναι, εφέτος. Γι' αυτό ήρθα το καλοκαίρι να το περάσω εδώ στη θεια μου. 

—Μπράβο. Ξέρεις και γαλλικά; 

—Από πολύ μικρή στην πατρίδα είχα δασκάλα. 

—Εγώ θα σε κάνω σπουδαία, πάει να τη χαϊδέψει. 

Πατάει η Μίμα τις φωνές. Τον αρπάει στις γροθιές. 

Παίρνουν  χαμπάρι  τα  πλαϊνά  μαγαζιά.  Σταματούνε  οι  διαβάτες.  Σαματάς,  φασαρία.  Ήρθε  η 
χωροφυλακή. 

Σε λίγες μέρες βγήκανε όλα στη φόρα. Άρχισαν οι εφημερίδες. 

—Τα μάθατε; Τα μάθατε; λέει η διάκαινα. 

—Τι; ρωτάνε όλες μαζί. 

Digitized by 10uk1s 
—Φυλακώσανε  τον  κτηματομεσίτη.  Μάζευε  προσφυγοπούλες  και  τις  έστελνε  στη  Βηρυτό,  στα 
μπορντέλα. 

—Θεέ μου, γι' αυτό χάνονταν τα κορίτσια μας. 

—Ακόμα η Μαριάνθη ζητάει την ανιψιά της την Ευτέρπη. 

—Παρτσιάδιασμα θέλει ο σωματέμπορας. 

—Ακούστε και τα ευχάριστα. Η Μίμα αρραβωνιάστηκε με γιατρό. Γρήγορα παντρεύεται. 

—Μπράβο, μπράβο, χάρηκαν όλες. Όμορφη, άξια, μορφωμένη,. 

—Μη μιλάτε για μορφωμένες, πήρε το λόγο η Βασιλεία που παντρεύτηκε πλούσιο χασάπη κι έκανε τη 
σπουδαία. Είδατε τι γράφουν οι εφημερίδες για το Διδασκαλείο της Θεσσαλονίκης; 

—Τι γράφουν; 

—Ο Διευθυντής του, ο Μίλτος Κουντουράς, είναι άθεος. 

—Άθεος; σταυροκοπήθηκαν όλες. 

—Ναι,  και  διδάσκει  τη  γλώσσα  που  μιλάνε  οι  αγράμματοι.  Έφερε  απ'  την  Ευρώπη  καινούργια 
συστήματα που δεν ταιριάζουν στα ήθη και στις αρχές μας. Αχ, πάει εκεί κι η ανιψιά μου. 

—Άλλο που δε θένε να πάρουν αέρα τα μυαλά των μαθητριών, κάνει η κυρά Περσεφόνη. 

—Καλέ, τι έμαθα; ρωτάει η Γιωργή. Φοράνε λέει, τα κορίτσια την ώρα της Γυμναστικής, φουφούλες. 

—Πω, πω, ντροπές... 

—Που καταντήσαμε, κάνανε ξαφνιασμένες οι γριές. 

—Πιο  καλά  είναι  τα  φουστάνια  που  σκύβεις  και  φαίνονται  τα  βρακιά  σου;  πετάχτηκε  αγριεμένη  η 
Λούλα μαθήτρια της Πέμπτης Διδασκαλείου. 

—Δηλαδή οι φουφούλες είναι καλύτερες; 

—Φυσικά.  Έχουν  λάστιχο  στα  γόνατα.  Σκύβεις  όσο  θες.  Κάνεις  ελεύθερα  όλες  τις  κινήσεις  της 
Γυμναστικής, χωρίς να φανεί τίποτα. Ο Διευθυντής μας είναι ο καλύτερος δάσκαλος που φάνηκε στην 
Ελλάδα.  Με  ευρωπαϊκή  μόρφωση.  Απαλλαγμένος  από  προλήψεις  και  δεισιδαιμονίες.  Βέβαια,  σαν 
πρωτοπόρος τάραξε τη στεκούμενη δυσωδία και σκουριά... Κι όσο για τη γλώσσα που διδάσκει ο κύριος 
Κουντουράς, άμα ήξερε η κυρά Βασιλεία γράμματα, θα καταλάβαινε την αξία της Δημοτικής. Τώρα, ό,τι 
κι αν της πω δε θα καταλάβει. 

—Κι αυτά που γράφουν οι εφημερίδες; 

Digitized by 10uk1s 
—Αυτά  τα  λένε  οι  εχθροί  του.  Να  διαβάσετε  τις  δηλώσεις  του  Βενιζέλου  στη  «Μακεδονία»  της 
περασμένης Τετάρτης και να δείτε. Την έχω μαζί μου. Έχει ημερομηνία 25 Ιουλίου 1928. 

—Και τι λέει; 

—Πήγανε  μερικές  κυράδες  στο  Βενιζέλο  και  ζητήσανε  να  διώξει  απ'  το  Διδασκαλείο  Θηλέων  τον 
Διευθυντή  μας.  Εκείνος  τους  απάντησε  ότι  μελέτησε  το  θέμα.  Ότι  όλα  όσα  λένε  εναντίον  του  κυρίου 
Κουντουρά, είναι συκοφαντίες και πουθενά δε στηρίζονται. Και πρόσθεσε: «Ο κ. Κουντουράς περιποιεί 
μεγίστην τιμήν δια την Θεσσαλονίκην! Πηγαίνετε». Έτσι τις έδιωξε. 

Μια Κυριακή ήρθε η Παναγιώτα η Μαινεμενιά. 

—Πώς  έτσι;  Χρόνια  και  ζαμάνια  έχουμε  να  σε  δούμε,  κάνει  η  Νάσαινα.  Θαρρώ  από  τότε  που  'χατε 
εγκατασταθεί στο Εσινλή, κοντά στο Χορτιάτη. 

—Τώωωωρα  Εσινλή...  Τρία  χρόνια  είναι  που  φύγαμε  απ'  εκεί.  Απ'  το  1926  πήραμε  κλήρο  έξω  απ'  τη 
Θεσσαλονίκη. Στην αρχή ήμασταν εκατόν τριάντα τρεις οικογένειες. Όλες απ' τη Μαινεμένη. Γι' αυτό και 
ονομάστηκε το χωριό Νέα Μαινεμένη. 

—Είσαστε ευχαριστημένοι; 

—Τι ευχαριστημένοι; Σκοπός να αναστήσουμε εδώ την πατρίδα. Πρώτα τ' αμπέλια. Τη σουλτανίνα. Όλοι 
ρίχτηκαν  με  τα  μουτρα  να  δουλέψουν  τη  γης.  Σκάψιμο,  φύτεμα,  πότισμα.  Ενθουσιασμός,  μεράκι, 
λαχτάρα. Να μεγαλώσουν τα κλήματα. Να  καρπίσουν. Να  ξαναδούνε  τα παλιά σουλτανιά  σταφύλια... 
Άδικα  οι  κόποι.  Όσα  κλήματα  πιάσανε,  κατσιασμένα,  κακομούτσουνα.  Ούτε  σταφύλι  ακουσούρευτο, 
ούτε ρόγα της προκοπής. Όλοι απελπισμένοι κλαίγανε τη μοίρα. τους. Τίποτα δε γίνεται μ' αυτή τη γης. 
Κάθε φορά που βρέχει, πιάνει η λάσπη μια άσπρη κρούστα. Είναι αλάτι. 

—Αλάτι; Μη χειρότερα... 

—Ναι. Το υπέδαφος αλμυρό. Αλκαλικά τα λένε αυτά τα χώματα. Δεν υπάρχει γιατρειά. Και με τι κέφι 
αρχίσαμε... «Τι τύχη έχουμε», λέγαμε. Δεξιά πιο όξω απ' τη Σμύρνη ήταν η πατρίδα μας η Μαινεμένη. 
Δεξιά μια δρασκελιά απ' τη Θεσσαλονίκη τώρα η καινούργια πατρίδα μας, η Νέα Μαινεμένη. Και τι δεν 
κάναμε να αναστήσουμε τούτη τη γης. Καμιά ελπίδα πια. 

—Και πώς ζείτε; 

—Έδωσε  το  κράτος  σε  κάθε  οικογένεια  από  μια  αγελάδα  ράτσας.  Έτσι  η  εγκατάσταση  από  αγροτική 
έγινε  κτηνοτροφική.  Πολλοί  καταπιαστήκανε  με  τούβλα.  Τα  φτιάχνουνε  οι  ίδιοι  με  τα  χέρια.  Άλλοι 
δουλεύουνε  σ'  εργοστάσια  τουβλοποιίας.  Ούτε  σκολειό.  Ούτ'  εκκλησιά.  Με  τα  πόδια  πάνε  τα  παιδιά 
στο Δημοτικό στους Αμπελόκηπους. Τώρα μαζεύουμε λεφτά να χτίσουμε την Άγια Παρασκευή. Τρέχει η 
Κοινότητα και ζητάει από παντού βοήθειες. 

Digitized by 10uk1s 
Σιγά σιγά ξεφύτρωναν γύρω στη Θεσσαλονίκη, τη Μακεδονία, σ' ολόκληρη την Ελλάδα οι καινούργιες 
πατρίδες. Η Μικρασία, ο Πόντος, η Θράκη εδώ ριζώνουν. Μπροστά στο παλιό όνομα η λέξη: «Νέα». Κι 
έγινε  η  μεταφύτεψη  μιας  τρισχιλιόχρονης  ζωής.  Νέα  Σμύρνη,  Νέα  Ιωνία,  Νέα  Μαγνησία,  Νέα 
Φιλαδέλφεια,  Νέα  Ηράκλεια,  Νέος  Μαρμαράς,  Νέα  Αγχίαλος,  Νέα  Καρβάλη,  Νέα  Τρίγλια,  Νέος 
Κουκλουτζάς, Νέα Σάντα, Νέα Αρτάκη, Νέα Παλάτια και δεν τελειώνουν. 

Digitized by 10uk1s 
Ο ΠΑΤΕΡ ΓΥΜΝΑΣΙΟΣ

Άπλωσε μπροστά του το σιτζαντέ. 

Εκείνος  τον  κοιτάει  απ'  την  καλή  μεριά.  Τον  γυρίζει  απ'  την  ανάποδη.  «Λαβράκι  σωστό»,  σκέφτεται. 
Όμως δεν το αποδείχνει. 

—Τον έχω απ' τη προγιαγιά μου. Η ίδια τον ύφανε. Είναι σιβάς. Τα καλύτερα χαλιά του κόσμου. Αυτά 
και να παλιώσουνε, δε χάνουνε την αξία τους. Απ' το Εικοσιδύο, που γίναμε πρόσφυγες, τον φυλάω σαν 
τα μάτια  μου.  Ήρθα  σε μεγάλες ανάγκες.  Όμως κατάφερα  να μην  τον πουλήσω.  Τώρα  χαλάλι για την 
κόρη μου. 

—Εγώ  μονάχα  λεφτά  παίρνω.  Ας  είναι.  Θα  τον  κρατήσω,  κάνει  με  συγκατάβαση  ο  άνθρωπος  που 
ανάλαβε να μεσολαβήσει. Πάρε κι αυτό το κατοστάρικο. Τι περιμένεις; Πάρτο μη μετανιώσω. 

—Θα γίνει καλά η κόρη μου; θα ξαναβρεί τη λαλιά της; ρωτάει μ' αγωνία η μάνα. 

—Και  θα  τη  βρει.  Και  θα  σε  ξεκουφαίνει  με  τις  φωνές  της.  Ο  πάτερ  Γυμνάσιος  κάνει  θάματα, 
σταυροκοπιέται ο πελάτης. Φθισικοί γιάνανε. Παράλυτοι περπατήσανε. Τρελοί βρήκανε τα λογικά τους. 
Στραβοί είδανε το φως τους. 

—Εσύ γνωρίζεις κανέναν απ' αυτούς; 

—Άλλοι τους γνωρίζουν κι είδαν το θάμα. Δε διαβάζεις εφημερίδες; Δεν ακούς τι λέει ο κόσμος; 

Και διαβάζει κι ακούει. Γι' αυτό και τ' αποφάσισε. 

Οι  φιλινάδες  της,  η  Αρσινόη  κι  η  Βηθλεέμ  την  ξεσηκώσανε.  «Ο  πάτερ  Γυμνάσιος,  καλόγερος  απ'  τ' 
Αγιανόρος, γιατρεύει όλες τις αρρώστιες. Τα βότανά του αλάθευτα. Άσε πια το μπλάστρι. Σου βάζει ένα, 
και  σου  φεύγουν  οι  πόνοι.  Σου  σταματάει  ο  βροχίτης.  Σου  περνάνε  τ'  αρθριτικά.  Μέχρι  και  παιδί 
μπορείς  να  κάνεις  με  το  θαυματουργό  του  μπλάστρι.  Τι  ξέρεις;  Μπορεί  να  μιλήσει  η  κόρη  σου.  Δεν 
άκουσες για τη Μαρία την Αργυροπούλου, τη Σμυρνιά; Τρελή, με σαλεμένα τα φρένα, την πήγανε στον 
πάτερ  Γυμνάσιο.  Όταν  την  έπιανε  το  δαιμονικό  της,  ακόμα  άνθρωπο  μπορούσε  να  πνίξει.  Τώρα  έγινε 
ήμερο αρνάκι. Εμ, ο Νίκος ο Παπαμάνος; Φθισικός με καλπάζουσα, εφτάγερος. Δουλεύει κιόλας! 

Μουγκή και κουφή, γεννήθηκε η κόρη της η Εύλαμπία. Μπορεί και να 'παθε τα κακό τότε στην κοιλιά. 
Ήτανε στο μήνα της η κυρά Καλή, όταν ο Τούρκος της έβαλε το μαχαίρι στο λαιμό, να μαρτυρήσει που 
βρισκόταν  ο  άντρας  της.  Αυτή  έπεσε  ξερή.  Πρόωρα  γεννήθηκε  το  παιδί  της.  Απ'  την  πρώτη  στιγμή 
κατάλαβε η μαμή ότι ήτανε κωφάλαλο. Και τι δεν έκανε τότε, και τι δεν κάνει τώρα για να το γιατρέψει; 
Τίποτα... Δεκάξι χρονώ είναι η Ευλαμπία της. Ματώνει η καρδιά σου να τη βλέπεις. Όμορφη, αεράτη, με 
μεγάλα καστανά μάτια και να μην μπορεί λέξη να ξεστομίσει... 

Τέλειωσε. Θα πάει με την κόρη της στην Καβάλα. Εκεί μένει ο ξάδερφός της ο Αρσένης. Τη Λαμπρή που 

Digitized by 10uk1s 
ήρθε στη Θεσσαλονίκη, της είπε ότι πήρε συνεταιρικά ένα ψαροκάικο κι ότι οι δουλειές του πήγαιναν 
μια  χαρά.  Να  ευκαιρία.  Σίγουρα  θα  τη  βοηθήσει.  Μονάχα  που  δεν  ξέρει  την  αντρέσα  του.  Που  να 
φανταστεί τότε, ότι θα της χρειαζόταν. Δεν πειράζει. Θα ρωτήσει τον ανιψιό της το Γρηγόρη. 

Ο Γρηγόρης, εργάτης και φοιτητής μαζί, θεριό έγινε όταν τ' άκουσε. 

—Έλα  στα  σύγκαλά  σου,  θεια.  Με  τα  σωστά  σου  πιστεύεις,  ότι  η  Ευλαμπία  θα  μπορέσει  να  βρει  τη 
λαλιά της με τα βότανα; 

—Το πιστεύω. Κόσμο και ντουνιά γιάτρεψε ο πάτερ Γυμνάσιος. Γιατί να μη γιατρέψει και το παιδί μου. 

—Βρε, ξέρεις ποιος είναι αυτός ο διαολοκαλόγερος; Ένας αγράμματος χωριάτης. Ένας απατεώνας, που 
τον διώξανε απ' τ' Αγιονόρος. Ένας κομπογιανίτης, που ξεγελά τους αφελείς σαν κι εσένα. 

—Ε, για σταμάτα, αγρίεψε η κυρά Καλή. Έτσι μιλάνε οι εχθροί του, αυτοί οι αρνησίθρησκοι. Ό,τι κάνει ο 
πάτερ Γυμνάσιος, το κάνει για ψυχικό. Πεντάρα δεν παίρνει από κανένα. 

—Κι η σπείρα γύρω του; 

—Ποια σπείρα; 

—Αυτή που γδέρνει τον κοσμάκη... 

—Ε, δεν μπορώ πια να σε νταγιαντίσω. Όλο αντιλογίες είσαι. 

—Έλα, θεια. Μη θυμώνεις. Μονάχα θα 'θελα να μου πεις ένα πράμα. 

—Λέγε. 

—Να,  για  κείνο  το  θαυματουργό  μπλάστρι  του,  που  κάνει  τις  στείρες  γυναίκες  να  πιάσουν  παιδιά. 
Ήθελα να μάθω που το βάζει; 

—Ξέρω 'γω; Στη μέση, στην κοιλιά... 

—Μήπως το βάζει πιο κάτω απ' την κοιλιά; 

—Φύγε απ' εδώ, κολασμένε! Φύγε, μη μου φέρεις γουρσουζιά στο σπιτικό μου... 

—Άκουσε, θεια, και ξύπνα. Όλα αυτά που γράφουν με μεγάλα γράμματα για τον πάτερ Γυμνάσιο, οι πιο 
πολλές εφημερίδες, είναι για ν' αποκοιμίζουν τον κόσμο. Δε διαβάζεις για τις απεργίες, τις συλλήψεις, 
τους  φόρους,  την  ανεργία,  το  χρέος  μας,  την  παγκόσμια  κρίση;  Το  1929  και  1930  είναι  οι  χειρότερες 
χρονιές για την ανθρωπότητα. 

—Εμένα δε με νοιάζει τι γίνεται στον κόσμο. Εμένα με νοιάζει το παιδί μου να γίνει καλά. Ό,τι και να 
μου πεις, εγώ πήρα πια την απόφαση. Θα πάω. Κανείς δεν μπορεί να μου αλλάξει τη γνώμη. 

Έφυγε τσακωμένος ο ανιψιός. Μέρες δε φάνηκε. 

Digitized by 10uk1s 
 

Βρέθηκε κι ο κατάλληλος άνθρωπος να τους στείλει στον πάτερ Γυμνάσιο. Της τον φέρνανε μαζί μ' έναν 
άλλον  οι  φιλινάδες  της.  Τώρα  στέκεται  μονάχος  μπροστά  της.  Ξερακιανός,  κιτρινιάρης,  με  πεταμένα 
δόντια.  Πώς  μπορεί  να  'χει  εμπιστοσύνη  σ'  ένα  τέτοιον  άνθρωπο;  Και  τα  λόγια  του  ανιψιού  της  της 
τριβελίζουν τ' αυτιά. 

—Δε μιλάς; 

—Σύμφωνη, λέει εκείνη μη λάχει και μετανιώσει. 

—Λοιπόν, εγώ θα σας πάω στο σταθμό και θα σας βγάλω τα μπιλιέτα για τη Δράμα. Εκεί θα πάρετε το 
λεωφορείο για την Καβάλα. 

—Ο σκοπός είναι να μας πας στον ίδιο τον πάτερ Γυμνάσιο. 

—Όλα θα τ' αναλάβουν οι άνθρωποί μου. Αυτοί θα σας βάλουν στο καΐκι ίσια για τη Θάσο. Ο Ηρακλής, 
που γνώρισες προχτές εδώ, θα σε περιμένει στο σταθμό. 

Πρωί πρωί την άλλη μέρα βρέθηκε η κυρά Καλή με την κόρη της στο τρένο. 

Πολλοί άρρωστοι μέσα. Όλοι για τον πάτερ Γυμνάσιο. Ακόμα πιο πολλοί ανεβαίνουν στους ενδιάμεσους 
σταθμούς. Δε σταματάνε οι γυναίκες να λένε τον πόνο τους. 

—Φθισικό το παιδί μου. Πούλησα το ρολόι του συχωρεμένου του άντρα μου, που το φύλαγα να του το 
δώσω στο γάμο του. 

—Εγώ πούλησα έναν τσεβρέ, που είχε κεντήσει μ' αληθινό χρυσάφι η μάνα μου. 

—Εμείς δώσαμε το γουρούνι μας, που θα το σφάζαμε τα Χριστούγεννα. 

—Δυο χρόνια πάσχει απ' το συκώτι ο πατέρας μου. Πουλήσαμε ένα κομμάτι απ' τ' αμπέλι. Ο ίδιος το 'χε 
φυτέψει. Χαλάλι για τη γεια του. 

Ένα  νιο  αντρόγυνο  στριμωγμένο,  δε  μιλά.  Πέντε  χρόνια  παντρεμένοι  και  δεν  έχουν  παιδί.  Τώρα  οι 
ελπίδες τους στο Θεό και στον πάτερ Γυμνάσιο. 

Τα 'χασε η κυρά Καλή, όταν φτάσανε στη Δράμα. Κόσμος, φωνές, φασαρία! Όλοι μαζί χίμηξαν να βγουν 
απ' το τρένο. Εκείνη στέκεται. Ψάχνει με το μάτι να ξεχωρίσει τον Ηρακλή. Σε λίγο κατεβαίνει. Κοιτάει, 
ρωτάει, φωνάζει: «Ηρακλή, Ηρακλή». Τίποτα. Κανείς. Τριγυρίζει εδώ, εκεί. Πουθενά ο Ηρακλής. Μπήκε 
μαζί  με  τους  άλλους  στο  λεωφορείο  για  την  Καβάλα.  Σίγουρα  εκεί  θα  την  περιμένει.  Θα  κατάλαβε 
λάθος. Μπορεί να συναντήσει και τον Αρσένη. 

Digitized by 10uk1s 
 

Στο λιμάνι έχασε αυγά και πασχάλια. Κύματα κύματα οι άνθρωποι πασκίζουν να μπουν στις βάρκες και 
στα  καΐκια. Σκουντάει  και  σκουντιέται  κι αυτή. Καλά που έχει παράδες  μαζί  της.  Θα  πληρώσει  και  θα 
πάνε  στη  Θάσο.  Όμως  πώς  να  πλησιάσει;  Ώρες  μαλλιοτραβιούνται,  και  στο  ίδιο  σημείο  βρίσκονται. 
Πατάει τα κλάματα. Παρακαλεί. Κανείς δεν της δίνει σημασία. 

Βράδιασε. Τη νύχτα την πέρασε μαζί με τους άλλους στο λιμάνι. Έβαλε την κόρη της να γείρει το κεφάλι 
στα  γόνατά  της.  Κουβαριάστηκε  κι  η  ίδια  απάνω  της.  Καλά  που  είναι  Αύγουστος.  Η  ζεστή  νύχτα 
ανασαίνει θάλασσα και δροσίζει κάπως. 

Που  να  την  πάρει  ο  ύπνος;  Το  μυαλό  της  πασκίζει  να  βρει  λύση.  Ίσαμε  εδώ  καλά  φτάσανε.  Τώρα  τι 
γίνεται; Είχε δίκιο ο Γρηγόρης. «Σπείρα απατεώνων». Άφαντος κι ο ξάδερφός της ο Αρσένης. Και τώρα, 
πώς θα φτάσουν στον πάτερ Γυμνάσιο; Άρχισε τις προσευχές. 

Τα ξημερώματα τινάχτηκε απάνω. Βλέπει τον ξάδερφο να περνά από κοντά της βιαστικός. 

—Αρσένη. 

—Τι γυρεύεις εδώ, Καλή; ξαφνιάστηκε ετούτος. 

—Αρσένη, ο Θεός σ' έστειλε. Του τα 'πε όλα. 

—Βρε, τους απατεώνες... Όμως που θα πάνε; Γρήγορα θα τους συλλάβει η αστυνομία. 

—Τώρα τι γίνεται με μας; Εγώ δεν το κουνώ, αν δε δούμε τον πάτερ Γυμνάσιο. Βοήθησέ μας, Αρσένη. 

—Δε βλέπεις; Χαλνάει ο κόσμος... Πώς θα μπείτε στο καΐκι; 

—Πέφτω με την κόρη μου στη θάλασσα, αν δεν μας πας. 

Τι να κάνει ο Αρσένης; Να της πει να γυρίσει στο σπιτάκι της, κι ότι όλ' αυτά είναι σαχλαμάρες... Δε θα 
τον ακούσει. 

—Ελάτε μαζί. Περπατάτε γρήγορα. Εκείνο πέρα το ξεμοναχιασμένο είναι το ψαροκάικό μας. 

—Να ζήσεις, Αρσένη μου. Να ζήσεις. Ο Θεός άκουσε τις προσευχές μου. Φτερά της έδωσε η ανέλπιστη 
χαρά. 

Λόξεψαν δρόμο, για να μη μπερδεύονται τα πόδια στο τσούρμο που κοίτεται χάμω. Φθάσανε. Πώς τους 
πήραν  κιόλας  χαμπάρι;  Μονοκοπανιάς  χίμηξαν  οι  γεροί  σέρνοντας  τους  άρρωστους  στο  καΐκι.  Σε  μια 
στιγμή γέμισε. 

—Έεε, θα βουλιάξουμε. Δε βλέπετε; Δε χωράει άλλος... Βρε, δεν καταλαβαίνετε; Οι γυναίκες σφίγγουν 
τα  παιδιά  στην  αγκαλιά  τους.  Οι  νιοι  κι  οι  νιες  βαστάνε  απ'  το  μπράτσο  κάποιον  σακάτη.  Στηρίζουν 

Digitized by 10uk1s 
κάποιον άρρωστο. Τα μάτια είναι αγωνία, λαχτάρα, παρακαλετό, ελπίδα. 

—Ο Θεός να βάλει το χέρι του, λέει ο Αρσένης, και βάζει μπροστά τη μηχανή. 

Οι άρρωστοι κουβαριασμένοι χάμω. Που τόπος για ξάπλα; Οι όρθιοι στο 'να πόδι. 

Ένα πλεούμενο πέρασε. Τα κύμα του χτύπησε την πλώρη. Ταρακουνήθηκε το καΐκι. Πέσανε οι όρθιοι. 
Πατάνε τις τσιριές οι γυναίκες. Καμιά δεν ξέρει κολύμπι. Μπαμπάκιασαν τα χείλια. Χοροπηδά η καρδιά 
σαν  αρκούδα  στον  τσίρκο.  Χτυπάει  σαν  το  ντέφι  της  γύφτισσας.  Πολλές  βάλανε  τα  κλάματα.  —Ε,  τι 
κάνετε  έτσι;  Δε  σας  το  'λεγα;  «Είμαστε  παραφορτωμένοι».  Καλά  που  είναι  μπουνάτσα.  Τις  προάλλες 
που είχε πιάσει ο τρελονοτιάς να βλέπατε... Καράβια κινδύνεψαν. Οι βάρκες στο λιμάνι χοροπηδούσαν 
τσάρλεστον. Οι πιο πολλές κομματιάστηκαν. Ακόμα και το λιμενοβραχίονα καβαλίκευαν τα κύματα. Ο 
μανιασμένος  αφρός  πλημμύρισε  το  πλακόστρωτο.  Αναγκάστηκαν  όλοι  να  κλείσουν  τα  μαγαζιά.  Από 
νωρίς  ερημώθηκε  η  παραλία,  δε  σταματάει  ο  Αρσένης.  Το  κάνει  πιο  πολύ  για  να  σταματήσουν  οι 
γυναίκες. 

Ένας σεληνιασμένος έγειρε πλάι. Τον πιάσανε σπασμοί. Αφροί και σάλια τινάζονταν απ' το στόμα του. 
Πέφτει  απάνω  σε  μια  φθισικιά.  Κέρωσε  πιο  πολύ  το  κιτρινισμένο  της  μούτρο.  Κάνει  να  σηκωθεί. 
Ξαναπέφτει. Κόντεψε να τα κακαρώσει απ' το φόβο της. Κανείς δεν μπορεί να βοηθήσει. Στο παραμικρό 
σκαμπανέβασμα, κινδυνεύουν να βουλιάξουν. 

Ύστερα από τέσσερις ώρες αγωνία και χτυποκάρδι φτάσανε στα Λιμενάρια. 

Τσακισμένοι, μπαϊλντισμένοι, σωστά ναυάγια βγήκανε στη στεριά. 

Πρόφτασε  και  φόρτωσε  ο  Αρσένης  την  Καλή  και  την  Ευλαμπία  σ'  ένα  καμιόνι,  που  τράβηξε  για  την 
πατρίδα  του  πάτερ  Γυμνάσιου,  το  Θεολόγο.  Γεμάτος  κόσμο  ο  χωματόδρομος.  Οι  άρρωστοι  στους 
αραμπάδες και στα γαϊδούρια. Οι γεροί με τα πόδια. Κοντά μια ώρα ο δρόμος ίσαμε το χωριό. 

Στην αυλή γυναίκες με πεσκέσια: κότες, βούτυρα, καλάθια γεμάτα αυγά, φρούτα. 

Τα 'χασε η κυρά Καλή όταν βρέθηκε μπροστά στον πάτερ Γυμνάσιο. Πέφτει στα πόδια, τον προσκυνάει. 
Του  φιλάει  τα  χέρια.  Του  'πε  τον  πόνο  της.  Εκείνος  τους  ευλόγησε.  Σταύρωσε  την  Εύλαμπία.  Έδωσε 
βότανα, αλοιφές, συνταγές. 

—Θα μιλήσει η κόρη σου, της είπε. Φτάνει να 'χετε «Πίστιν ως κόκκον σινάπεως». 

Oυ, ου, ου... Βουνό είναι η πίστη της. Ξαναπροσκυνά. Βρύσες τρέχουν τα μάτια της. Βγάζει τη βέρα της 
και του τη χώνει στο χέρι. 

Digitized by 10uk1s 
Στο γυρισμό πετάει από χαρά. Ξέφυγε απ' τη γης. Βρίσκεται στα ουράνια. Τώρα πια θα μιλήσει το παιδί 
της. Θα ακούει όπως τ' άλλα παιδιά. Βουνό είναι η πίστη της. Θεέ μου, θα σπάσει απ' την ευτυχία... 

Ούτε  κατάλαβε  πώς  βρέθηκε  στη  Θεσσαλονίκη.  Κόσμος  και  κοσμάκης  μαζεύτηκε  σπίτι  της.  Όλο 
γυναίκες. Να δούνε το θάμα. Ήρθε κι ο ανιψιός της ο Γρηγόρης. Να 'λειπε ο άπιστος... 

Η κυρά Καλή λέει, λέει. Ξέχασε τις ταλαιπωρίες, τις κακοπάθειες, τα στραπατσαρίσματα. Μόνο για τον 
καλόγερο μιλάει. 

—Άγιος  άνθρωπος.  Ασκητεμένη  μορφή.  Έξω  απ'  τα  εγκόσμια.  Ούτε  πεντάρα  ήθελε  να  πάρει.  Δεν 
ανάφερε τίποτα για τη βέρα της. 

—Πιάστηκε η σπείρα των απατεώνων, διάκοψε ο ανιψιός. Να ειδοποιήσουμε για το σιτζαντέ. 

Και τι τη νοιάζει αυτήν; Τώρα που θα μιλήσει το κοριτσάκι της, για σιτζαντέ θα γίνεται λόγος; Γιατί θα 
μιλήσει. Δεν μπορεί. Θα μιλήσει. Βουνό είναι η πίστη της. 

—Κουβαλήσανε και τον καλόγερο στην Καβάλα. Απ' εκεί τον φευγατίσανε για το Αγιονόρος. Όμως τον 
ξαναδιώξανε. Στο τέλος σίγουρα θα τον κλείσουνε στη φυλακή για στο τρελάδικο, συνεχίζει ο ανιψιός. 

—Θα μας λωλάνεις, εσύ Βεελζεβούλ. Όλα πας να τα μαγαρίσεις, ξέσπασε η θεια. 

Παραξενεύεται η Εύλαμπία με τον κόσμο. Πολλές γυναίκες έχουν τα μάτια τους καρφωμένα απάνω της. 
Την κοιτάνε στο στόμα, λες και το πασπατεύουν. Καταλαβαίνει ότι κάτι το σπουδαίο συμβαίνει. Πρώτη 
φορά  την  προσέχουν  έτσι.  Ξέρει  πως  όλοι  γι'  αυτήν  μιλάνε.  Ποτέ  πριν  δεν  της  είχε  δώσει  κανείς 
σημασία.  Οι  φευγαλέες  ματιές  άλλοτε,  μαρτυρούσαν  λύπηση,  συμπόνοια,  οίκτο,  μπορεί  κι  απέχθεια. 
Μονάχα  η  μανούλα  της.  Πάντα  κοντά  της.  Να  την  περιποιείται  και  να  την  προστατεύει.  Προλάβαινε 
όλες  τις  επιθυμίες  της.  Πριν  σκεφτεί  η  ίδια  κάτι,  το  μάντευε  η  μανούλα.  Καταλάβαινε  τον  κάθε  της 
μορφασμό, την κάθε της χειρονομία, το κάθε της νεύμα. Κι η Ευλαμπία την καταλαβαίνει τη μανούλα. 
Έχουνε δικό τους τρόπο συνεννόησης. 

Ξαφνικά  όλα  αλλάξανε.  Το  ταξίδι,  ο  τουρλού  ‐  τουρλού  κόσμος  που  γνώρισε.  Ο  καλόγερος,  τα 
γιατροσόφια, τα δεινοπαθήματα, η  αγωνία της  μανούλας...  Τώρα όλες  παρακολουθούν το στόμα της. 
Κάτι περιμένουν να πει. 

Ζαλίστηκε η Ευλαμπία. Κουράστηκε πια. Θέλει να φύγουν όλες, όλες. Να μείνει μόνη με τη μανούλα. Να 
μείνει κι ο Γρηγόρης που την αγαπά. Σηκώθηκε απάνω. Το κεφάλι της βουίζει. Όλα γυρίζουν. Η κάμαρα 
γέμισε  μάτια.  Μάτια  γουρλωμένα  που  την  περιεργάζονται  και  την  παρακολουθούνε.  Πνίγεται  η 
Ευλαμπία. Ανοίγει το στόμα. Πατάει φωνή. 

—Α... 

—Νάτο, μίλησε, τινάχτηκαν όλες. Σταυροκοπιούνταν. Νάτο το θάμα, 

Digitized by 10uk1s 
—Α, ξαναφωνάζει η Ευλαμπία και τρέχει στην αγκαλιά της μανούλας. Εκείνη τη σφίγγει. Τη φιλά. Αυτό 
το «Α», σαν καθαρά ν' ακούγεται. Δεν ειν' οι άναρθρες κραυγές που έβγαζε πρώτα. 

Το μαντάτο διαδόθηκε στους μαχαλάδες. Πηγαινοέρχονται γεροί κι άρρωστοι να δουν. 

Οι  μέρες  περνάνε.  Η  κυρά  Καλή  δος  του  να  ποτίζει  την  κόρη  της  αφεψήματα  από  βότανα.  Να  της 
αλείβει τ' αυτιά με αλοιφές. Να της βάζει μπλάστρια στο σβέρκο. Είναι σίγουρη ότι θα μιλήσει το παιδί 
της.  Το  'πε  ο  πάτερ  Γυμνάσιος.  Της  το  λέει  η  πίστη  της  που  'ναι  βουνό.  Μονάχα  αυτός  ο 
παναθεματισμένος ο ανιψιός της... Κάθε τόσο την κολάζει... 

—Ε, θεια, ακόμα στο άλφα είναι η Ευλαμπία; Δεν έφθασε στο βήτα; Δηλαδή αργούμε ως το ωμέγα. 

—Τον κακό σου τον καιρό. 

—Έλα κι εσύ. Χωρατεύω. Τι θαρρείς, λιγότερο με καίει εμένα για την εξαδέλφη μου; Το ίδιο δε λαχταρώ 
κι εγώ να μιλήσει; Η διαφορά είναι ότι εγώ μονάχα στην επιστήμη έχω εμπιστοσύνη. 

Το  συνταρακτικότεροι  γεγονός  στις  πιο  πολλές  εφημερίδες  απ'  τον  Ιούλη  του  1930  είναι  ο  πάτερ 
Γυμνάσιος.  Αναστατωμένη  η  προσφυγιά  κι  η  φτώχεια  της  Ελλάδας.  Ξέχασαν  την  κατάντια  τους,  την 
πείνα,  τους  καημούς.  Τώρα  μονάχα  τους  άρρωστους  σκέφτονται.  Όλοι  απ'  τον  καλόγερο  περιμένουν 
σωτηρία. 

Τριάντα μία Αυγούστου έφτασε το καράβι «Μιαούλης» απ' την Καβάλα με τον πάτερ Γυμνάσιο. Απ' το 
1922,  τότε  που  κουβαλούσαν  τα  βαπόρια  τους  ξεριζωμένους,  έχει  να  δει  το  λιμάνι  της  Θεσσαλονίκης 
τόσον  κόσμο.  Κουτσοί,  στραβοί,  παράλυτοι,  σακατεμένοι  από  λογής  αρρώστιες  κοίτονται  χάμω, 
περιμένοντας  να  βγει  ο  «Άγιος».  Ο  αγέρας  ανασαίνει  βόγκο  και  «αχ».  Φωνάζουν  οι  γυναίκες, 
παρακαλούν ν' αφήσουν να κατεβεί ο πάτερ Γυμνάσιος. Τίποτα. Η αστυνομία τον έχει απομονώσει. 

Ύστερα  από  δώδεκα  ώρες,  ξεκίνησε  το  «Μιαούλης»  για  τον  Πειραιά.  Άδικα  κλαίνε,  χτυπιούνται  και 
τσουρομαδιούνται οι γυναίκες. Το καράβι έφυγε. 

Έξι μήνες, ως το τέλος του 1930, απασχολεί ο πάτερ Γυμνάσιος τις εφημερίδες και την Ελλάδα. 

Έξι μήνες η κυρά Καλή πιο πολύ λάδι ξόδιασε για το καντήλι της, παρά για το φαΐ τους. Έξι μήνες, πιο 
πολλές ώρες προσευχόταν γονατιστή μπροστά στα εικονίσματα, απ' ό,τι να τρέχει στη δουλειά της για 
το ψωμί τους. Ατράνταχτο βουνό πάντα η πίστη της. 

Digitized by 10uk1s 
Ύστερα από εξι μήνες δεν ξανάγινε κουβέντα για τον πάτερ Γυμνάσιο. Κι η Ευλαμπία έμεινε σ' εκείνο το 
«α». Μονάχα το ατράνταχτο βουνό, η πίστη της κυρά Καλής, άρχισε να τραντάζεται. 

Digitized by 10uk1s 
H ΦΘΙΣΗ

Απ' τη στιγμή που πάτησε το πόδι της στην Ελλάδα η προσφυγιά, άρχισαν οι αρρώστιες. 

Μαζί  με  τ'  αναπάντεχο  αναποδογύρισμα  της  ζωής  τους,  ήρθε  η  πείνα,  το  ξεθέωμα  της  δουλειάς,  το 
κρύο,  τα  φαρμάκια,  που  τους  πότιζε  αδιάκοπα  η  άραχλη  ζωή  τους.  Έλειψε  κι  ο  καθαρός  αγέρας. 
Τσούρμα  οι  ξεριζωμένοι  σε  μουχλιασμένες  αποθήκες,  σε  πρόχειρες  εγκαταστάσεις,  σε  τσαντήρια,  σε 
καταυλισμούς  της  κακιάς  ώρας.  Πολυμελείς  οικογένειες  στιβαγμένες  σε  υγρά  υπόγεια,  σε  ανήλιαγες 
κάμαρες,  σε  παράγκες  και  παραγκάκια,  που  τα  δέρνει  η  βροχή  κι  ο  Βαρδάρης.  Σε  όποια  τρύπα  και 
τρυπίτσα. 

Και μπούκαρε η φθίση στα στέκια της προσφυγιάς και της φτώχειας. Κούρνιασε στα σακατεμένα κορμιά 
και σαράκιασε τα πνευμόνια. 

Οι αδύνατοι, μπαμ και κάτω. 

«Γκαχ γκουχ», γδέρνονται τα χτυπημένα σωθικά της νιότης. 

«Γκαχ γκουχ», αγκομαχούν οι άψαχνοι γέροι για λίγη ανάσα. 

«Γκαχ γκουχ», βάφει το αίμα τα πανιασμένα χείλια. 

«Μας ξερίζωσε η Τουρκιά απ' τ' Άγια χώματα, και τώρα μας ξεριζώνει η καταραμένη αρρώστια απ' τη 
ζωή».. 

Δεν έμεινε σπιτικό που να μη χτυπήθηκε. Οι μισές οικογένειες στο τζαμί έχουν κι από έναν άρρωστο. 
Παλάβωσαν  οι  μάνες.  Τι  να  πρωτοκοιτάξουν;  Την  αρρώστια  για  την  ξένη  δουλειά  που  θα  φέρει  το 
ξεροκόμματο; 

Πάει ο Αβράμης  της Αντιόπης απ' το Ικόνιο. Πάει  η Αρετούλα  η κόρη της  Παρασκευής απ' τον Πόντο. 


Πάει η μικρή της Σουρπουής της Αρμένισσας. Κάθε μέρα και καινούργια κρούσματα. Ξεσηκώθηκαν οι 
γερές. 

«Να φύγουν οι άρρωστοι. Να πάνε στο σανατόριο, στο Ασβεστοχώρι. Έτσι που ζούμε στο τζαμί, ο ένας 
απάνω στον άλλο, κανένας μας δε θα γλιτώσει». 

«Ποιο σανατόριο; Έπηξε κι αυτό. IIου θέση. Κι ας θάβουν όλες τις ώρες της μέρας», απαντούσαν όσες 
γυναίκες είχαν άρρωστους. 

Όταν  η  φθίση  χτύπησε  το  σπιτικό  της  Μπιζιργιάνναινας,  απόμειναν  οι  πατριώτισσές  της  με  το  στόμα 
ανοιχτό. «Τίποτα μάτι;» «Τίποτα τιμωρία απ' το Θεό για το μεγάλο λόγο που ξεστόμισε;» 

Τέσσερα  παλικαράκια  γλύτωσε  η  Μπιζιργιάνναινα  απ'  τη  φωτιά  και  τη  σφαγή  της  Σμύρνης.  Το  Νίκο, 

Digitized by 10uk1s 
δεκάξι χρονώ, δεκαοχτώ το Σωτήρη, είκοσι το Γιώργο, είκοσι δυο τον Κώστα. «Τους στράβωσε ο Θεός 
τους αρνησίθρησκους. Δε δώσανε σημασία όταν τους είδαν με τα φέσια και τους τορβάδες. Σίγουρα θα 
τους  πέρασαν  για  Τούρκους».  Ξωπίσω  η  μάνα  με  το  μικρό  κοριτσάκι  απ'  το  χέρι  να  μουρμουρίζει 
προσευχές και να τάζει σε Όσιους και σε Άγιους. 

«Οι προσευχές μου κι η καλή μου καρδιά τα σώσανε», έλεγε και ξανάλεγε. «Βοηθούσα τους φτωχούς, 
με  βοήθησε  κι  ο  Μεγαλοδύναμος».  «Μεγάλη  μπουκιά  φάε,  μεγάλο  λόγο  μην  πεις»,  απαντούσαν  με 
παράπονο οι  χτυπημένες  γυναίκες. «Κι  εμείς  που  χάσαμε τους  άντρες  μας,  κακιά  καρδιά έχουμε; Δεν 
κάναμε  τα  καθήκοντά  μας  σαν  καλές  Χριστιανές;»  αρπαζότανε  η  ξαδέρφη  της  που  έχασε  άντρα  κι 
αδέλφια. 

«Ας  λένε  ό,τι  θένε»,  σκεφτότανε  η  Μπιζιργιάνναινα.  Δόξα  να  'χει  ο  Θεός.  Απ'  τις  πρώτες  μέρες,  που 
φτάσανε στη Θεσσαλονίκη, βολευτήκανε σε μια κάμαρα ψηλά στην οδό Δημητρίου του Πολιορκητού. 
Και τα τέσσερα αγόρια  πιαστήκανε  σε δουλειές. Της κακιάς ώρας. Που να βρεις καλύτερα; Τα δυο σε 
γιαπιά  και  τα  δυο  σε  εργοστάσια.  Έκλεισε  και  το  κοριτσάκι  της  σε  ορφανοτροφείο.  Μονάχα  που  η 
δουλειά  δεν  ήτανε  ταχτική.  Και  το  μεροκάματο  μικρό.  Ούτε  για  ψωμί  καλά  καλά  δε  φτάνει.  Πώς  να 
χορτάσουν  τέσσερα  ντερέκια;  Ποιος  μιλάει  για  κρέας;  Ξαχάσανε  τη  γεύση  του.  Πάσχα  έχουν  όταν 
βράζουν  στο  τσουκάλι  λόπια,  ρεβύθια,  φακές,  ζαρζαβάτι,  κι  ας  είναι  το  λάδι  με  το  κουταλάκι.  Ποιος 
μιλάει  για  γάλα,  αυγά,  βούτυρο;  Ποιος  για  φρούτα;  Που  στη  Μαινεμένη...  Κόβανε  φρούτα  απ'  τα 
δέντρα, τρώγανε, ώσπου σκάγανε. Πότε άγουρα και πότε παραγενωμένα. Γι' αυτό και κάθε τόσο τους 
έπιανε  τσιρλιό,  ή  στούμπωνε  ο  κώλος  τους.  Εμ  εκείνος  ο  πεντακάθαρος  αγέρας;  Τρεις  μήνες  τα 
καλοκαίρια να ζουν μέσ' στα δέντρα, τα κλήματα, τα ζαρζαβατικά, τα μυριστικά λουλούδια, τα μπόλικα 
νερά... Άσε πια οι κότες και τ' αυγά της ώρας. Και το γάλα; Μόλις το άρμεγε ο παραγιός απ' την κατσίκα, 
το  ρούφαγαν  τα  παιδιά  ζεστό‐ζεστό  απ'  τη  γαβάθα  και  γέμιζαν  αφρό  τα  χείλια  τους...  Δε  βαριέσαι... 
Γλίτωσαν μια φορά απ' τους Τούρκους; Χίλιες φορές Δόξα σοι ο Θεός. 

Ούτε δυο χρόνια πέρασαν κι έπεσε ο μικρός με ελονοσία. Να, κινίνο. Να, ασπιρίνες. Τίποτα. Το παιδί 
όλο και χειρότερα. Κι άρχισαν τα δέκατα. Ώσπου να πάρουν χαμπάρι τι έχει, ήρθε η καλπάζουσα και το 
'χασε μέσ' απ' την αγκαλιά της. Πριν στεγνώσουν τα δάκρυά της, πάει κι ο δεύτερος. Στο χρόνο πέθαναν 
ο τρίτος κι ο πρώτος. 

Η  μάνα  βουβάθηκε.  Απολιθωμένη  στην  κόχη  κοιτάει,  λες  κι  η  συμφορά  δε  χτύπησε  την  ίδια.  Οι 
γειτόνισσες κλαίνε και δέρνονται. Ποιος να το περίμενε, να γλιτώσουν και τα τέσσερα απ' του Τούρκου 
τα δόντια και να της τα φάει η φθίση... 

Ούτε  τρεις  μέρες  δεν  έζησε  η  Μπιζιργιάνναινα.  Ένα  πρωινό  τη  βρήκανε  ξυλιασμένη  στο  κρεβάτι. 
Μονάχα το κοριτσάκι της στο ορφανοτροφείο γλίτωσε. 

Έπεσε κι η Αφρούλα, το καμάρι του μαχαλά, στο κρεβάτι μόλις τέλειωσε το Γυμνάσιο. Πες οι εξετάσεις, 
πες  η  ανεφαγιά,  πες  τ'  ανθυγιεινό  σπίτι,  το  μισοχωμένο  στο  βράχο,  κοντά  στον  Προφήτη  Ηλία,  πες  τ' 
απότομο μπόι που έριξε εφέτος. 

Νεράιδα ξανθιά η Αφρούλα, με γαλανά μάτια που καθρέφτιζαν το λουλάκι του ουρανού, τον κυματισμό 
της θάλασσας, τα ταξίδια και τα ηλιοβασιλέματα. 

Digitized by 10uk1s 
Τραγουδούσε, και γέμιζε η κάμαρα πουλιά, λουλούδια και φως. 

—Μη  φοβάσαι,  θα  περάσει,  παρηγορούσαν  την  μάνα,  την  κυρά  Χρυσαυγή,  οι  συμπατριώτισσες  κι  οι 
γειτόνισσες. Μπορεί να 'ναι κι απ' την κούραση. 

Η Αφρούλα όλο και χειροτέρευε. Άρχισε κι ο ξερόβηχας. 

Πούλησε τη βεργέτα της, το μόνο που της απόμεινε, κι έφερε το γιατρό. 

—Φυματίωσις. 

Αστροπελέκι τη χτύπησε η λέξη. 

—Πριν απ' όλα χρειάζεται καθαρόν αέρα. Πρέπει να πάει στην εξοχή. Καλή τροφή και ξεκούραση. 

Τι,  το  παιδί  της  φθισικό;  Ούτε είδε,  ούτε άκουσε  πότε  έφυγε  ο  γιατρός. Βλέπει  το χάρο στην κάμαρά 
της. Αφουγκράζεται τις πατημασιές του. Νάτον. Πάει στο κρεβάτι της κορούλας της. 

Όχι, όχι. Δεν θα τον αφήσει να της την αρπάξει. Τρέχει στο παιδί της. Φτερούγες τα χέρια αγκαλιάζουν 
την  Αφρούλα.  Ακουμπάει  το  μούτρο  της  στο  ζεστό  προσωπάκι.  Πυρωμένη  λάβα  η  θερμασιά  του,  της 
μαχαίρωσε  τα  σωθικά.  Χαϊδεύει  με  το  στόμα  τα  χειλάκια  του.  Ρουφάει  τη  ματωμένη  κάψα  να  τα 
δροσίσει.  Φιλάει  τα  χεράκια.  Φεγκρίζουν  τα  δαχτυλάκια.  Και  το  κορμάκι  όλο  φυραίνει.  Αυτή  είναι  η 
Αφρούλα  της;  Η  κοπελάρα  της;  Το  λουλούδι  της  άνοιξης;  Δηλαδή,  πριν  τη  χαρεί  η  ζωή  να  τη  χαρεί  ο 
χάρος; «Θεέ μου, Θεέ μου, πώς μπορείς;» Η κάμαρα μικραίνει. Το ταβάνι χαμηλώνει, θα την πλακώσει, 
θα τη ζουπήξουν τα ντουβάρια. Πνίγεται. Πνίγεται. Βοήθεια! Βοήθεια! 

Η αγωνία γίνεται προσευχή: «Παναγιά μου, σώσε την Αφρούλα, κι ό,τι θες θα κάνω. Γιάτρεψε το παιδί 
μου,  κι  όλα  θα  τα  δώσω.  Κάνε  καλά  το  κοριτσάκι  μου,  και  σακάτισσα  και  ζητιάνα  να  γυρίζω  στους 
δρόμους».  Μονάχα  αυτό  έχει  στον  κόσμο.  Ο  άντρας  της  χάθηκε  στην  αιχμαλωσία.  Όλο  ζούσε  με  την 
ελπίδα  ότι θα  γύριζε. Τώρα πάει πια  κι αυτή η  ελπίδα. Έξι χρονώ έφερε την Αφρούλα απ' τη  Σμύρνη. 
Αυτή  ξέρει  πώς  πάλεψε  να  τη  μεγαλώσει.  Τα  πρωινά  δούλευε  στο  πλεκτήριο  της  Σουλτάνας,  και  τ' 
απογέματα  έπλεκε  στο  σπίτι.  Όλα  για  να  μη  της  λείψει  τίποτα.  Να  τελειώσει  το  Γυμνάσιο.  Γι'  αυτό 
έδωσε  και  τις  λιγοστές  ντούμπλες  και  τη  χρυσή  καδένα  με  τον  σταυρό.  Μονάχα  τη  βεργέτα  της  δεν 
έβγαλε ποτέ απ' το δάχτυλό της. Θαρρούσε ότι θα γκρεμιζόταν το στεφάνι της. Τώρα πάει κι αυτή... Ας 
γίνει η Αφρούλα καλά... Μα πώς να γίνει; Πώς να πάει εξοχή; Από που η καλή τροφή; Ένα μήνα έχει που 
έχασε και τη δουλειά της. Πέθανε η Σουλτάνα κι έκλεισε το πλεκτήριο. «Μη στενοχωριέσαι, μαμά, της 
είπε  τότε  η  Αφρούλα.  Τώρα  τέλειωσα  το  Γυμνάσιο.  Αυτές  τις  μέρες  παίρνω  τ'  απολυτήριο.  Κάπου  θα 
δουλέψω. Καιρός να ξεκουραστείς. Αρκετά βασανίστηκες». «Να δουλέψεις εσύ, την αποπήρε η μητέρα, 
εσύ  που  είσαι  τόσο  αδύνατη;  Όχι,  όχι.  Να  δυναμώσεις  πρώτα,  κι  ύστερα  βλέπουμε».  Αντί  να 
δυναμώσει,  και  πώς;  καρφώθηκε  στο  κρεβάτι.  Κάθε  μέρα  και  χειρότερα.  Με  τον  ξερόβηχα  έφτυσε  κι 
αίμα.  Πριν  έρθει  ο  γιατρός,  είχε  κάποια  ελπίδα.  Τώρα;  Τώρα  που  της  είπε  ότι  είναι  φυματίωσις;  Θα 
τρελαθεί. Σε ποιον να πει τον καημό της; 

Με τις τελευταίες δραχμές, τρέχει στο χασάπη. Όχι της γειτονιάς, που της δίνει πέτσες και κόκαλα. Πήγε 
στον συμπατριώτη της τον Αναστάση, στη Στοά Μοδιάνο. 

—Καλώς την. Μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε. Τι; κλαις; 

Digitized by 10uk1s 
Του τα 'πε όλα. 

Της έκοψε πάνω από μια οκά διαλεχτό κρέας. 

—Δε θέλω λεφτά. 

—Τι; 

—Μου τα δίνεις όταν δουλέψεις. Κι όταν γίνει καλά το παιδί σου. Το βράδυ, μόλις κλείσω το μαγαζί, θα 
περάσω να τα πούμε. Κάτι θα κάνουμε, για να πάει στην εξοχή. 

Ευχαριστημένη, όμως, και με έναν ακαθόριστο φόβο, τράβηξε στο σπίτι της. Έβαλε το τσουκάλι με το 
κρέας στη φουφού. Με δυσκολία ρούφηξε η Αφρούλα λίγη σούπα. 

Το βράδυ ήρθε ο Αναστάσης. Έφερε και κουραμπιέδες. Η Αφρούλα κοιμόταν. Η μάνα μιλάει όλο για το 
παιδί. Πώς να βρεθεί τρόπος να γιατρευτεί. Αλλού γυρίζει την κουβέντα εκείνος. Τι όμορφη που ήτανε 
από  μικρή  η  Χρυσαυγή!  Πώς  την  καμάρωνε,  όταν  περνούσε  από  το  χασάπικο  του  πατέρα  του,  στην 
πατρίδα! Πόσο ακατάδεχτη ήταν τότε! 

Δυο ώρες και δε φτάσανε πουθενά. 

—Μην ανησυχείς για το παιδί. Εγώ θα αναλάβω όλα τα έξοδα. Θα πάει στο Βογατσικό. Να δεις καθαρός 
αγέρας. Και πεθαμένο ανασταίνει. Αγνώριστο θα γυρίσει. 

—Ο Θεός σ' έστειλε, Αναστάση, δάκρυσε η Χρυσαυγή. Τον παράβγαλε στην αυλή. Εκείνος κάνει να τη 
φιλήσει. 

—Εσύ; Τινάχτηκε πίσω. 

—Γιατί; Νέα είσαι. Όμορφη είσαι. Δώδεκα χρόνια είναι που 'χασες τον άντρα σου. 

—Εμένα το παιδί μου πεθαίνει. 

—Το παιδί σου θα σωθεί. 

—Και τώρα βρήκες; Τώρα που χάνουμαι; 

—Πότε ήθελες; Εγώ πάντα σε λαχταρούσα. Εσύ δε γύριζες να με δεις. 

—Τι θες; Λέγε. 

—Είσαι έξυπνη και το κατάλαβες. 

—Φύγε. 

Digitized by 10uk1s 
Έφυγε. Η νύχτα έπεσε βαριά. Έφερε φαντάσματα κι έδιωξαν τον ύπνο. 

Τρεις μέρες δέρνεται στο κρεβάτι το παιδί. 

Τρεις μέρες δέρνεται στο πόδι η μάνα. Αδύνατο η σκέψη να βρει λύση. Έτρεξε παντού. Χτύπησε πόρτες. 
Ζήτησε δανεικά. Παρακάλεσε να την πάρουν δούλα, φτάνει να βοηθήσουν το παιδί της. Τίποτα. Να το 
στείλει στο σανατόριο; Ο Θεός να φυλάξει! Ποιος βγήκε ζωντανός απ' εκεί; Τι να κάνει; Τι να κάνει; Ο 
νους όλο και σκοντάφτει στο χασάπη. Κι η Αφρούλα καίεται και φλογίζεται. Ούτε να φάει, ούτε να πιει. 

—Παιδί μου. 

Άνοιξε εκείνο τα μάτια. Που το γαλάζιο λαμπύρισμα; Θαμπές μπλε τρύπες στο κερένιο προσωπάκι. 

—Μαμά, βραχνός απόηχος η φωνούλα, δύσκολα ακούστηκε. 

Σκύβει  η  μάνα  στο  σπλάχνο  της.  Τα  χείλη  της  χάδι  και  βεντούζες,  ρουφάνε  τη  ζεστή  υγρή  γεύση  της 
φθίσης απ' το μουτράκι, απ' το κορμί. 

—Μαμά, μην κλαις. 

Έκλεισε πάλι τα μάτια. Σφυριχτή η ανάσα με κόπο βγαίνει απ' τα ρουθούνια. 

Θεέ  μου,  γιατί  αυτή  η  τιμωρία;  Ποιον  έβλαψε.  Δεν  τίμησε  τον  άντρα  της;  Είδε,  δώδεκα  χρόνια  τώρα, 
από  τότε  που  τον  έχασε,  σε  καθρέφτη;  Φόρεσε  καινούργιο  ρούχο;  Δε  δούλεψε  σα  χαμάλα;  Έφυγε 
καθόλου απ' το πλευρό της κόρης της; Γιατί αυτή η τιμωρία; Γιατί; 

Άραχλο  σκοτάδι  στη  σκέψη  και  στην  καρδιά  της  μάνας.  Μαύρες  σκιές  γέμισαν  την  κάμαρα.  Έγιναν 
κοράκια και νυχτερίδες και κούρνιασαν στις κόχες. 

Όχι,  ο  Θεός  δε  θα  αφήσει  να  πάθει  κακό  το  παιδί  της.  Εννιά  μήνες  ζωγράφιζε  στη  μήτρα  της  την 
Αφρούλα.  Πώς  να  επιτρέψει  να  τη  χαρεί  ο  χάρος;  «Παναγία  Δέσποινα,  βοήθησε,  εσύ.  Εσύ,  που  είσαι 
μάνα... Εσύ μονάχα με καταλαβαίνεις. Έχασα τον άντρα μου, να χάσω και το φως των ματιών μου; Βρες, 
εσύ, μια λύση... Όχι, όχι ο χασάπης. Όχι, Παναγιά μου.» 

Όξω μια παρέα τραγουδάει. 

Φτώχεια που τις καρδιές ματώνεις


Πόνους γεννάς για μια στιγμή.
Μα έχεις και χάρες που σκλαβώνεις.
Έχεις μαζί σου και τιμή.

Ποια τιμή; Στριγγλίζει η λέξη στ' αυτιά. Χαχανίζει η ειρωνεία. 

Φτώχεια, μέσα στην πλάση τούτη


έχεις τα πιο πολλά παιδιά.
Φτώχεια, δεν τα φθονώ τα πλούτη,
Digitized by 10uk1s 
γιατ' έχω πλούτος την καλή καρδιά.

—Ποια  καλή  καρδιά;  Μάρμαρο,  πάγος  και  κοτρώνα  η  καρδιά  της.  Κανένα  δε  λυπάται.  Ας  χαθεί  ο 
ντουνιάς.  Ας  χαθεί  κι  η  ίδια.  Φτάνει  το  παιδί  της  να  γίνει  καλά.  Στο  διάολο  κι  η  τιμή  της...  Τέλειωσε. 
Πήρε πια την απόφαση.. Αύριο πρωί πρωί θα πάει στο χασάπικο του Αναστάση. 

Τρεις νύχτες έχει να κοιμηθεί. Να γύρει λίγο. Μόλις έπεσε, ήρθε βαρύς ο ύπνος. 

Τα ξημερώματα βρήκε παγωμένη την Αφρούλα. Από ώρες είχε σταματήσει η καρδιά. 

Digitized by 10uk1s 
ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ ΣΤΟ ΘΕΡΜΑΪΚΟ

Πάει, θα γκρεμίσουν τους μιναρέδες. 

Σήμερα κάνανε καταγραφή στο τζαμί. Ο Παύλος ο Παρασκευαΐδης, που μένει στην Καλαμαριά, θα τους 
γκρεμίσει. Όπου να 'ναι θ' αρχίσει. 

Από καιρό λαχταράει η Ιφιάνασσα ν' ανεβεί στο μιναρέ. Δεν κοτά. Την τρομάζει το ύψος. Σα θεόρατο 
πανύψηλο  φουγάρο  ξεπετιέται  απ'  τα  κεραμίδια  του  τζαμιού  και  χαράζει  τον  ουρανό.  Σηκώνεις  το 
κεφάλι να δεις, και σε πιάνει ζαλάδα. 

Τ' αγόρια, ο αδελφός της ο Κώστας κι οι φίλοι του ο Γιώργος κι ο Δημητρός, ανεβαίνουν κάθε μέρα. Στα 
πεταχτά πήρε την απόφαση και πήγε κι αύτη μαζί τους. 

Η σκάλα απ' το γυναικωνίτη κι απάνω, μια τεράστια στρογγυλή τρύπα όρθια και στενή. Τα τετράψηλα 
πέτρινα  σκαλοπάτια, το 'να  καβάλα  στ' άλλο, στριφογυρίζουν ασταμάτητα.  Ανεβαίνει  η  Ιφιάνασσα,  κι 
όλο θαρρεί ότι βρίσκεται στο ίδιο μέρος. Μακρόστενες χαραμάδες, ανοιγμένες στον μιναρέ, αφήνουν 
να περνά αγέρας και φως. 

Τ'  αγόρια  φθάσανε  κιόλας  απάνω.  Ακούονται  οι  τσιριές  και  τα  ξελαρυγγίσματά  τους.  Με  κομμένη 
ανάσα ανέβηκε κι αυτή. 

Γύρω γύρω το πέτρινο στηθαίο ίσαμε τον ώμο της. 

Ρίχνει μια ματιά κάτω. Θεέ μου, τι θάμα είναι τούτο! Αυτή είναι η Θεσσαλονίκη; Ποτέ της δεν μπορούσε 
να τη φανταστεί τόσο όμορφη και τόσο μεγάλη! 

Να  ο  Λευκός  Πύργος.  Η  ολοστρόγγυλη  ασπρουλιάρικη  κορμοστασιά  του  σφραγίζει  την  ιστορική 
πολιτεία.  Διπλή  οδοντωτή  γιρλάντα  οι  πολεμίστρες  του.  Να  η  Καμάρα  στο  τέλος  της  οδού  Εγνατία. 
Γυαλοκοπάει η θάλασσα σιντέφι κι ασήμι. Καΐκια στο μάκρος της παραλίας και βαπόρια αραγμένα στο 
λιμάνι.  Αριστερά  ο  Χορτιάτης.  Οι  δασωμένες  του  κορφές  φορτωμένες  σύννεφα.  Κάτω  η  οδός 
Κασσάνδρου.  Ατέλειωτη  σε  μάκρος!  Τι  μικροί  που  φαίνονται  οι  άνθρωποι!  Να  κι  ο  Προφήτης  Ηλίας. 
Κόκκινο φιστόνι και κέντημα λες ανεβατό τα κεραμίδια στον τρούλο με το σταυρό στην κορφή. Άσπρα 
σπίτια  με  κόκκινες  στέγες  σκαρφαλωμένα  ίσαμε  τον  Γκεντή  Κουλέ.  Ψηλά,  τα  κάστρα  με  τις 
μισοφαγωμένες επάλξεις στεφανώνουν τη Θεσσαλονίκη. Τι ωραία που 'ναι η Μονή Βλατάδων... Να κι ο 
Άι Γιώργης κοντά στην Καμάρα με τον τεράστιο τρούλο του. Πιο  μεγάλο  κι απ' της  Άγια ‐ Σοφιάς που 
φαίνεται πιο κάτω. Σταματάει το μάτι στην Παναγία Χαλκαίων. Λεπτούργημα, από χέρι Θεού. Να ο Άι 
Παντελεήμονας, η Άγια Παρασκευή. Όπου γυρίσεις το μάτι, βλέπεις εκκλησιές. Λένε, ότι η Θεσσαλονίκη 
έχει τις πιο πολλές εκκλησιές. 

Απ' τον Άι Δημήτρη ίσαμε το Βαρδάρη, καμένα, καμένα... Χιλιάδες παράγκες προσφυγικιές. Κι όλο και 
ξεφυτρώνουν  και  καινούργιες.  Πλάι  το  Διοικητήριο  και  μπροστά  του  ο  λοξός  δρόμος,  η  οδός 
Διοικητηρίου,  που  πάει  στο  Βαρδάρη  στο  σκολειό  της.  Άδικα  προσπαθεί  να  το  ανακαλύψει  στην  οδό 
Φράγκων. 

Απ'  το  Ωδείο  ίσαμε  το  Ντεπό,  το  τμήμα  Εξοχών.  Δεν  το  πείραξε  η  φωτιά.  Τα  πιο  πολλά  σπίτια  είναι 
σωστά παλατάκια. 

Digitized by 10uk1s 
—Σα να κουνιέται ο μιναρές, λέει τρομαγμένος ο Κώστας. 

—Λες να γίνει σεισμός; τινάχτηκε ο Γιώργος. 

Αγριεμένα τα παιδιά χάθηκαν κατρακυλώντας τη σκάλα. 

Ούτε  άκουσε  τι  είπαν.  Εκείνη  τώρα  βλέπει.  Βλέπει  το  Θερμαϊκό.  Ανασαίνει  η  θάλασσα  και 
τρεμουλιάζουν  τα  νερά.  Ατμοί  γέμισαν  τον  αγέρα.  Υγρή  θολούρα  σκέπασε  την  πλάση.  Αντίκρυ  ο 
Όλυμπος και τα Πιέρια σε μακάρια γαλήνη. Παράξενη αχνοβολή τύλιξε τις βουνοκορφές. Ένα μυστήριο 
απλώθηκε  παντού.  Σκιές  σαλεύουν.  Νιώθεις  την  παρουσία  τους.  Ακούς  τα  ψιθυρίσματά  τους. 
Αφογκράζεσαι  τον  παλμό  τους.  Όλα  είναι  προσευχή  και  λιβάνισμα.  Λιβάνισμα  που  ανεβαίνει  στον 
Όλυμπο και θυμιατίζει τους θεούς. Απλώνεται στη Θεσσαλονίκη και θυμιατίζει τις εκκλησιές. Ζαλισμένη 
απ' το θυμιάτισμα η Ιφιάνασσα, γίνεται λιβάνι, κερί, άχνη ανάσα και άυλη παρουσία. 

Κάποτε  βλέπει  τον  ήλιο.  Έτοιμος  να  βασιλέψει.  Το  συντεφένιο  ατλάζι  του  ουρανού  πήρε  να  ροδίζει. 
Χρύσισαν οι βουνοκορφές. Χρύσισαν οι παρυφές απ' τα σύννεφα. Χύθηκε το ηλιοβασίλεμα στην πλάση. 
Άρχισαν να βάφονται  όλα κόκκινα. Απ'  τ'  ανοιχτό  τριανταφυλλί  ίσαμε  το  μουντό  βυσσινί.  Απ' το αχνό 
λεμονί  ίσαμε  το  χτυπητό  πορτοκαλί.  Όλοι  οι  τόνοι  σε  αχτινοβόλα  χρυσαύγεια.  Δαυλοί  αμέτρητοι 
ανάβουν στις κορφές του Όλυμπου. Πήρανε τα σύννεφα φωτιά. Λαμπάδιασε ο ουρανός. Καταρράκτης 
από φλόγες χύνεται στη θάλασσα και ταράζει τα σπλάχνα της. Είναι μια δύση όλο χρυσάφι, κοράλλια 
και  ρουμπίνια.  Μαλαματένιες  πούλιες  τρεμοπαίζουν  στα  νερά.  Ψιχαλίζει  ο  ουρανός  χρυσόσκονη. 
Παλάβωσαν  τα  σύννεφα.  Κάθε  τόσο  αλλάζουν  σχήματα.  Γίνονται  λουλούδια.  Χρυσάνθεμα, 
παπαρούνες, ηλιοτρόπια.  Γίνονται συντριβάνια που τινάζουν πορφυρή άχνα. Γίνονται τέρατα, δράκοι, 
θεριά. Γίνονται θεοί. Όλοι οι θεοί του Όλυμπου που κάνουν παρέλαση, λες και κάποιον περιμένουν. 

Και τότε, μες στην τριανταφυλλένια φαντασμαγορία, αναδύθηκε ο Δίας. Ναι, αυτός είναι. Τον γνωρίζει 
η  Ιφιάνασσα.  Συχνά  τον  βλέπει  με  τη  φαντασία  της.  Όπως  πάντα,  κυματιστό  πανηγύρι  τα  πυρόξανθα 
γένια και τα χρυσοκόκκινα μαλλιά. Σπίθες τινάζει η μαλαματένια κορόνα. Αστράφτει ο μαίανδρος στην 
πορφυρή του χλαμίδα. Όχι, δεν πέθανε ο Δίας. Δεν πέθαναν οι θεοί. Εδώ γεννήθηκαν κι εδώ ζούνε. 

Σε  λίγο  άρχισαν  να  διαλύονται  τα  σύννεφα.  Οι  τελευταίες  ανταύγειες  αποχαιρετούν  τη  μέρα.  Ένα 
μενεξεδένιο χρώμα τύλιξε απαλά τα βουνά. Θεέ μου, τι δύση! Η πιο όμορφη στον κόσμο! Η Ιφιάνασσα 
θυμάται  τη  δύση  στ'  αμπέλι τους, στη  Μαινεμένη το τελευταίο καλοκαίρι, στη  Μικρασία. Θυμάται  τη 
δύση  στο  βαπόρι,  τότε  που  ξεριζώνονταν.  Τίποτα.  Καμιά  δύση  δεν  μπορεί  να  συγκριθεί  με  τούτο  το 
θάμα. Τη δύση στο Θερμαϊκό τη ζωγραφίζουν πάνω στον Όλυμπο οι θεοί. 

—Ακόμα εδώ; Ήρθε ο Κώστας με κερί και σπίρτα. Δε βλέπεις ότι σκοτείνιασε; 

—Αποξεχάστηκα. 

—Σε γυρεύει η μαμά. Εσένα μιλάω. Δεν ακούς; 

Digitized by 10uk1s 
Δεν ακούει. Με το όραμα της Δύσης, βρέθηκε κάτω στην αυλή του τζαμιού. 

Οι γυναίκες λένε τα βάσανα της προσφυγιάς και τα παιδιά παίζουν. 

Εκείνη  τη  νύχτα  τρεμόπαιζε  στα  σφαλισμένα  βλέφαρα  της  Ιφιάνασσας  το  φλογοβολημένο 
ηλιοβασίλεμα στο Θερμαϊκό. 

Digitized by 10uk1s 
ΚΑΛΑΜΑΡΙΑ

Πλέει τα σοβιετικό καράβι «Αραράτ» στα νερά του Θερμαϊκού. Αντί για τη Θεσσαλονίκη, τραβάει δεξιά. 

Σταμάτησε  στο  Καραμπουρνάκι.  Μια  στεριά  σαν  ανάχωμα.  Ερημιά  και  ξεραΐλα  παντού.  Ούτε  δέντρο, 
ούτε  σημάδι  πράσινης  ζωής.  Μονάχα  στρατιωτικά  παραπήγματα,  εγκαταλειμμένα.  Και  το 
Λοιμοκαθαρτήριο, όπως τους εξήγησαν. 

Εδώ κατέβασαν το ανθρωπομάνι απ' το Βατούμ. Άλογα τουμπανιασμένα κοίτονται χάμω. Στουμπώνει η 
μύτη  απ'  τη  δυσοσμία.  Κοράκια  κι  όρνια  χυμούν  κάθε  τόσο  στα  ψοφίμια.  Λεφούσι  οι  κρεατόμυγες 
στριφογυρίζουν  στα  μισοφαγωμένα  κουφάρια.  Ρουφάνε  το  σάπιο  αίμα  κι  αφήνουν  τ'  αυγά  τους. 
Πρασινισμένα  βαλτονέρια  στους  χωματόλακκους,  όπου  κουνούπια  και  σκνίπες  έχουν  γιατάκι  και 
μόνιμο στέκι. Ούτε δρόμος, ούτε μονοπάτι. Μονάχα λακκούβες γεμάτες λάσπη. Λάσπη μαύρη, πηχτή, 
γλιτζερή. 

Φορτωμένοι  τα  μπαγάζια  και  τα  μπογαλάκια,  κοιτάνε  γύρω  μ'  απόγνωση.  Ίσια  όλους  στο 
Λοιμοκαθαρτήριο.  Γυναίκες,  άντρες,  παιδιά,  μωρά.  Γεροί  και  άρρωστοι.  Μαζί  και  τα  πράματα.  Ό,τι 
κατάφεραν να σώσουν απ' την τούρκικη μανία. Όλα στον κλίβανο. 

Τους δώσανε σαπούνι και τους στρίμωξαν κάτω απ' τα ντουζ. Να λούσουν κορμί και κεφάλι. Χωριστά 
άντρες, χωριστά γυναίκες. 

Πριν καλοτελειώσουν, τους βάλανε στους ολάνοιχτους θάλαμους. Σειρά η δεύτερη μπαταριά. Τσίτσιδοι 
περιμένουν τα ρούχα απ' τον κλίβανο. Αχνιστά, ζεστά τα κορμιά, τα δέρνει ο Βαρδάρης που φυσομανά 
όξω  και  μπουκάρει  μέσα. Σηκώθηκε  η πέτσα απ'  την απότομη αλλαγή. Τρέμουν  οι  φρεσκολουσμένοι. 
Τινάζονται απάνω. Κουλουριάζονται. Χτυπάνε χέρια. Χοροπηδούνε να συνεφέρουν απ' το κρύο. 

Χύμηξαν  όλοι  μαζί,  σα  φέρανε  τα  μπογαλάκια  απ'  τον  κλίβανο.  Τι,  αυτά  είναι  τα  ρούχα  τους;  Όλα 
καταστραμμένα. Που να ξεχωρίσεις, σε τούτα τα κουβαριασμένα βρεμμένα κουρέλια, το δικό σου; Κι ο 
Βαρδάρης  δε  χωρατεύει.  Βιτσιές  τα  παγωμένα  φυσήματα  στη  μελανιασμένη  σάρκα.  Τριζοκοπούν  τα 
δόντια απ' το κρύο. Τινάζεται άρρυθμα η καρδιά. Πονάνε τα σωθικά. Άρχισαν κιόλας τα «γκαχ γκουχ». 

Απ'  το  Λοιμοκαθαρτήριο,  ίσια  στην  Καλαμαριά,  στους  θαλάμους.  Εξήντα  οι  θάλαμοι.  Χίλια  μέτρα 
μακριά απ' τη θάλασσα. Όλοι ξυλοδεσιά. Πισσόχαρτο στη στέγη. Στηρίζονται σε πάσσαλους, μισό μέτρο 
πάνω απ' τη γης. Ο κάθε θάλαμος 15 επί τέσσερα  τετραγωνικά μέτρα. Οι πιο πολλοί σε σχήμα Π. Στη 
μέση τα κοινόχρηστα αποχωρητήρια. 

Εδώ θα ριζώσουν οι ξεριζωμένοι απ' τον Πόντο και τον Καύκασο. 

Γυναίκες κι άντρες απελπισμένοι. Το βούρκωμα γίνεται κόμπος στο λαιμό. Το κλάμα κάψιμο στο μάτι, 
κάψιμο στην ψυχή. 

Digitized by 10uk1s 
Με  τι  λαχτάρα  ξεκίνησαν  τότε  για  την  Ελλάδα...  «Εφέκαμε  τα  χτήνια  μας  και  το  πουλίν  το  γάλαν,  θα 
πάμε στην Ελλάδαν». (Αφήσαμε τα χτήματά μας και του πουλιού το γάλα, για να πάμε στην Ελλάδα). 

Αυτοί που στο στόμα τους ζουν ακόμα τα υπολείμματα της γλώσσας του Όμηρου, αυτοί που δούλευαν 
τη  μέρα  στο  χωράφι,  στο  μαγαζί,  και  τη  νύχτα  στητοί,  φρουρούσαν  με  τα  μάνλιχερ  τα  πανάρχαια 
ελληνικά χώματα, τις πανάρχαιες ελληνικές ρίζες, αυτοί οι πιστοί θεματοφύλακες, αυτοί, που στη λέξη 
«Ελλάδα»  στράγγιζαν  ολόκληροι  από  συγκίνηση,  γίνονταν  συναίσθημα,  και  ρίγος,  και  παλμός,  αυτοί 
εδώ στην πανερημιά, στην εγκατάλειψη θα ζήσουν; 

Οι γυναίκες κάνανε τον πόνο δύναμη και βάλθηκαν να συγυρίζουν. Να βολέψουν την οικογένειά τους 
σε  μια  κόχη.  Η  πρώτη  τους  δουλειά  να  στουμπώσουν  με  παλιόχαρτα  και  κουρέλια  τις  τρύπες  στα 
σανίδια. Να μην μπαινοβγαίνουν ο αγέρας, οι σκόνες, τα ποντίκια, οι σκορπιοί, τα μαμούνια. 

Μέρες  πολεμούν  να  στήσουν  το  καινούργιο  νοικοκυριό.  Χώρισαν  τον  κάθε  θάλαμο  σε  τετράγωνα. 
Βοηθάνε  κι  οι  άντρες.  Άφησαν  ένα  πέρασμα.  Καρφώσανε  καρφιά  στα  σανιδένια  τοιχώματα.  Δέσανε 
σκοινιά,  όσο  φτάνει  το  μπόι,  και  κρεμάσανε  τσούλια,  κουρελούδες,  τσουβάλια,  ό,τι  είχανε.  Έτοιμο  το 
καμαράκι.  Τρία  επί  τρία.  Τόσο  αναλογεί  σε  κάθε  οικογένεια.  Ούτε  μέτρο  σωστό  για  κάθε  άνθρωπο. 
Άντε, τα βολεύεις τη μέρα. Τα παιδιά παίζουν όξω. Όξω μαγειρεύουν οι γυναίκες. Όξω πλένουν. Κι οι 
πιο πολλοί πιάστηκαν σε δουλειές. Όμως τις νύχτες... Κοιμισμένοι ο ένας κολλητά στον άλλον. Κάνεις να 
γυρίσεις, και πέφτεις πάνω στον πλαϊνό σου. Πας να σηκωθείς, και πατάς τους άλλους. 

Τώρα που πιάσανε τα κρύα, τι γίνεται; Παστώθηκαν όλοι μαζί στα κουρελένια καμαράκια τους. Μόλις 
ξυπνήσει  η  οικογένεια,  στιβάζουν  οι  γυναίκες  τα  στρωσίδια  στην  άκρη.  Στη  μέση  η  φουφού  με  το 
τσουκάλι. Πότε με νερό, πότε με φαΐ. Το πρώτο πράμα που αγοράσανε όλες, είναι η φουφού. Μερικές 
πήρανε κι ένα τραπεζάκι. Εκεί πλένουν τα πιάτα. Έκει στοιβάζουν τα κουζινικά. Από κάτω ο κουβάς να 
μαζεύουν  τα  βρώμικα  νερά  που  ρίχνουν  όξω.  Όξω  πάντα  η  μπουγάδα.  Που  αλλού;  Κρύο,  Βαρδάρης, 
παγωνιά χιόνι. Ποιος κοιτά τον καιρό; Κάνε κι αλλιώς. 

Δε  σταματά  ν'  ανοιγοκλείνει  η  πόρτα.  Καλό  αυτό.  Δε  σε  πνίγει  η  μπόχα  από  ογδόντα  τόσους 
ανθρώπους. Φεύγουν οι μυοωδιές απ' τα τουρλού ‐ τουρλού φαγιά. Αερίζεται λιγάκι ο θάλαμος απ' την 
καρβουνίλα, 

Άσχημα οι νύχτες. Μπερδεύεται η απόπνοια του χνότου με την ποδαρίλα, με την γκαζίλα της λάμπας, 
με τις αναθυμιάσεις της κατουρίλας. Που να βγούνε τα παιδιά, οι γέροι, οι άρρωστοι στη λάσπη και στο 
παγωμένο σκοτάδι; Όλες τις ανάγκες στον ντενεκέ. Φορές φορές δεν παίρνει η μύτη χαμπάρι. Όλα τα 
σκεπάζει  το  λιβάνι.  Δε  λείπουν  οι  πεθαμένοι  απ'  τους  θάλαμους.  Άσε  το  νοσοκομείο.  Μαζεμένοι 
μπαίνουν.  Μαζεμένους  τους  θάβουν.  Οι  γυναίκες  ξαγρυπνώντας,  πνίγουν  το  θρήνο  τις  νύχτες  στο 
άφωνο  μοιρολόι,  στο  βουβό  κλάμα.  Και  τη  μέρα  βλέποντας  το  νιοσκαμμένο  νεκροταφείο,  φωνάζουν 
τον πόνο τους: 

Τ' έρημον το Καρά Μπουρούν τριγύλ τριγύλ ταφεία.


Ανοίξτεν και τερέστατα όλια Καρσί παιδία.

(Το έρημο Καραμπουρνού γύρω τριγύρω τάφοι.


Ανοίξτε να κοιτάξετε όλα τα παιδιά του Καρς).
Digitized by 10uk1s 
Και τα καράβια ασταμάτητα κουβαλάνε... 

Τον Οκτώβρη του 1923 έφθασε απ' τη Ρωσία στην Καλαμαριά ο Γιώργος. Το 'σκασε απ' τα σύρματα του 
Λοιμοκαθαρτήριου και τρέχει με το μπογαλάκι του στους θαλάμους να βρει τους δικούς του. Ρώτησε κι 
έμαθε ότι η θεία Χαρίκλεια, η αδελφή του πατέρα του, εδώ μένει. 

Τα 'χασε εκείνη μόλις τον είδε μπροστά της. 

—Αγόρι μου, Γιώργο. 

—Άμια. 

Φιλιά, κλάματα, χαρές, γέλια. 

—Πότε ήρθες; 

—Τώρα.  Μ'  εκείνο  το  καράβι.  Το  βλέπεις;  Γράφει  ELIAN.  Είναι  γαλλικό.  Πριν  λίγο  μας  βγάλανε  με  τις 
βάρκες. Οι άλλοι είναι στο Λοιμοκαθαρτήριο. Εγώ τους ξέφυγα. 

—Που είναι η μητέρα, τ' αδέλφια; 

—Η μητέρα πέθανε. Στο Ροστώφ έπαθε ημιπληγία. Μήνες στο κρεβάτι. Πήγαμε στο ελληνικό χωριό της 
Ανάπας  στο  Βιζιτώφ.  Εγώ  δούλευα  στα  χωράφια  να  ζήσω  την  οικογένεια.  Ο  Δημήτρης,  ο  μεγάλος, 
έμεινε στη Ρωσία. Όταν τη θάψαμε το 1920, άφησα εκεί τη Σοφία και την Αρετή, τις δυο αδελφές μου 
και τράβηξα πάλι για τη Ρωσία. Δε λέγονται, άμια, τι τράβηξα τρία ολόκληρα χρόνια. Πείνα, αρρώστιες, 
ταλαιπωρίες... 

Είπαν, είπαν. Μαζεύτηκαν όλοι τριγύρω. Ο κυρ Πολυχρόνης, ο φίλος του πατέρα του, όλο ρωτάει. 

Τ' απόγεμα πήρε να κάνει έναν γύρο. Παντού βαλτονέρια και λάσπη πηχτή. Μονάχα βάτα και βούρλα. 
Μιλιούνια  τα  κουνούπια,  οι  σκνίπες.  Βατράχια  και  σαύρες  ξαφνιάζουν  την  υδρόβια  πρασινάδα. 
Χρυσόμυγες, και μπάμπουροι ζουζουνίζουν στ' αγκάθια και στις αγριάδες. Στους λόφους, όσο παίρνει 
το μάτι, γύμνια και ξεραΐλα. Που και που πουρνάρια και κοντόθαμνα για βοσκή. 

«Τι ερημότοπος;», σφίγγεται η καρδιά του Γιώργου. Ανεβαίνει στ' ανάχωμα. Φρεσκοσκαμμένη γης. Και 
πάνω  στραβωμένα  ξύλα  που  μοιάζουν  σταυροί.  Κάθισε  κοντά  σ'  ένα  νιοκουκουλωμένο  υψωματάκι. 
Μπούκωσε μέσα του η πίκρα. Μαύρισε την καρδιά. Η μέρα σταχτερή κι ασάλευτη. Όλα γύρω τυλιγμένα 
σε γκριζόλευκο θάμπος. Θολή, ακίνητη  η μολυβένια  θάλασσα.  Πέρα, δεξιά  στο μυχό, η Θεσσαλονίκη. 
Γιατί τους φέρανε τόσο μακριά απ' την πόλη; 

Το σφίξιμο στην καρδιά γίνεται κόμπος στο λαρύγγι. Γιατί, γιατί; Κλείνει τα μάτια. Σταλάζουν τα δάκρυα 
απ' τα σφαλιγμένα βλέφαρα. 

—Ε, Γιώργο. Μπροστά του ο κυρ Πολυχρόνης. Τι κλαις; Έλα, σε περιμένει η άμια. 

Digitized by 10uk1s 
—Τι ερημότοπος; 

—Τώρα είναι καλά. Πέρσι να 'βλεπες, όταν πρωτόρθαμε εδώ. 

—Ήτανε χειρότερα; 

Μόνο χειρότερα; Ερημιά και σκοτεινιά. Μαύρη συφοριασμένη ζωή. Τη μέρα ν' αλυχτούνε σκυλιά και τις 
νύχτες  να  ουρλιάζουν  τσακάλια.  Το  χειμώνα  και  λύκοι.  Βδομάδες  θάβαμε  τα  ψόφια  άλογα  που 
βρωμοκοπούσαν  λέσι.  Ποντίκια,  σκορπιοί,  μαμούνια,  αράχνες,  είχανε  στήσει  το  βασίλειό  τους  στους 
θαλάμους.  Είδανε  και  πάθανε  οι  γυναίκες  μας  να  τα  ξολοθρέψουν.  Εμ,  οι  κοριοί;  Τι  μαρτύριο  ήταν 
εκείνο με τους κοριούς, ακόμα και το χειμώνα. Εκατομμύρια στα σανίδια, στα στρωσίδια, ζωντάνεψαν 
με  τη  μυρωδιά  και  τη  ζεστασιά  των  κορμιών.  Λιμασμένοι  χυμούσαν  πάνω  μας  και  ρουφούσαν  το 
λιγοστό μας αίμα. Τους κυνηγάνε με όλα τα μέσα οι γυναίκες. Όμως αυτοί που να λιγοστέψουν. 

—Και πώς βρεθήκανε εδώ τα ψόφια άλογα; 

—Στον πόλεμο ήτανε ίλη ιππικού των Συμμάχων. Το 1914 με '18 μαζεύτηκαν στη Θεσσαλονίκη όλες οι 
φυλές  του  Ισραήλ.  Όταν  φύγανε  οι  Σύμμαχοι,  τα  άλογα  που  απομείνανε,  τα  παράλαβε  το  Σύνταγμα 
Ιππικού του Μικρού Εμβόλου. Τα αρρωστιάρικα, αυτά που δε χρησιμοποιήθηκαν για τη Μικρασιατική 
Εκστρατεία,  ένα  ‐ένα  ψοφούσαν.  Ποιος  να  τα  θάψει;  Εμείς  τα  μαζέψαμε,  ανοίξαμε  λάκκους  και  τα 
κουκουλώσαμε. 

—Κι αυτοί οι θάλαμοι; 

—Στην  Καλαμαριά,  όπως  και  παντού,  γύρω  και  μέσα  στη  Θεσσαλονίκη,  ήτανε  καταυλισμοί  των 
Συμμάχων. 

—Και κείνο το μεγάλο παράπηγμα; 

—Κι  αυτό.  Στην  αρχή  στρατωνισμός  των  Άγγλων.  Ύστερα  το  μετατρέψανε  σε  νοσοκομείο.  Όταν 
φτάσαμε, ήτανε άδειο. Μονάχα δυο τρεις φύλακες. Ευτυχώς υπήρχε ο εξοπλισμός. Η ανάγκη το άνοιξε. 
Απ'  τις  πρώτες  μέρες,  οι  μισοί  πρόσφυγες  κρεβατώθηκαν.  Ανάμεσα  στους  Πόντιους  βρίσκονταν  και 
μερικοί γιατροί. Αυτοί πήρανε την πρωτοβουλία. Ανασκουμπώθηκαν κι οι νοσοκόμες. Παρουσιάστηκαν 
και  πολλές  εθελόντριες.  Έτσι  ξαναστήθηκε  το  νοσοκομείο.  Εκείνο  το  παράπηγμα  πλάι  του,  είναι 
σανατόριο.  Γεμάτο  με  φθισικούς το  βρήκαμε. Απογέμισε με τους δικούς μας. Και τα δυο φίσκα, κι ας 
πεθαίνουν μαζεμένοι. 

—Από τι πεθαίνουν; 

—Από  τύφο,  ιλαρά,  ελονοσία,  κοιλιακά,  βρογχικά,  φθίση.  Όλων  των  ειδών  τις  αρρώστιες.  Τους  πιο 
πολλούς τους θέρισε η πνευμονία. 

—Γιατί η πνευμονία; 

—Την  άρπαξαν  απ'  το  Λοιμοκαθαρτήριο.  Τους  βγάζανε  όλους  τσίτσιδους  και  περίμεναν  στο  κρύο  να 
φέρουν  τα  ρούχα  τους  απ'  τον  κλίβανο.  Κι  όταν  τα  φορούσαν,  έτσι  βρεμένα,  αντί  να  ζεσταθούνε, 
κρύωναν πιο πολύ. 

Digitized by 10uk1s 
—Δεν καταλαβαίνω. Γιατί τα κάνανε αυτά; 

—Που να καταλάβεις, εσύ. Εδώ οι υπάλληλοι, Παλιολλαδίτες οι πιο πολλοί, είναι αντιβενιζελικοί. Εμάς 
τους πρόσφυγες μας είδανε σαν εχθρούς και βάλθηκαν να μας ξεκάνουν. 

—Καλά έκανα εγώ και τους την έσκασα. Κι αυτό εδώ με τους σταυρούς; 

—Νεκροταφείο είναι. 

—Και που ειν' οι τάφοι; 

—Ποιοι  τάφοι;  Έτσι  μαζεμένοι  που  πεθαίνουνε,  μαζεμένους  τους  θάβουμε.  Ανοίγουμε  μεγάλους 
λάκκους και τους ρίχνουμε όλους μαζί μέσα. Άψαλτους και αδιάβαστους. 

—Γιατί; 

—Που να βρεθεί παπάς; Που εκκλησιά; Εδώ, Γιώργο, ζούμε μακριά απ' τον κόσμο. Μακριά από Θεού 
πρόσωπο. Και τα βαπόρια δε σταματάνε να κουβαλάνε... 

—Και πώς χωράνε στους θαλάμους, αφού όλο κι έρχονται και καινούργιοι πρόσφυγες; 

—Εδώ είναι το μυστικό. Πιο πολλοί είναι αυτοί που πεθαίνουν, απ' αυτούς που μας φέρνουν τελευταία. 
Έτσι,  βρίσκεται  θέση  για  τους  καινούργιους.  Μονάχα  στο  νοσοκομείο  δεν  υπάρχει  άδεια  θέση.  Κι  ας 
πεθαίνουν εκατοντάδες. Ατέλειωτοι οι άρρωστοι να πάρουν σειρά στα κρεβάτια αυτών που πέθαναν. 

—Θεέ μου, τι είν' αυτά που ακούω! Και γιατί δε φεύγετε; 

—Που να πάμε; 

—Τι, εδώ σ' αυτόν τον βαλτόκαμπο θα ζήσουμε; 

—Εδώ, ώσπου να γυρίσουμε στα μέρη μας. 

—Ξέρεις  ετούτος  ο  σκούρος  πηλός,  μου  θυμίζει  τη  μαύρη  λασπουριά  στη  Λευκορωσία.  Τσόρναγια 
ζέμπλια τη λένε. Καρπίζει δυο φορές το χρόνο. Σίγουρα θα 'ναι κι εδώ πολύ εύφορη η γης. 

—Εύφορη, ναι. Γι' αυτό λέγεται Καλαμαριά. 

—Δηλαδή; 

—Καλαμαριά  θα  πει  καλή  μεριά.  Έτσι  τη  λέγανε  οι  Καπουτσιδιανοί.  Μακάριζαν  όσους  είχαν  εδώ 
χωράφια. 

—Κι όμως πουθενά δέντρο. 

—Ποιος να νοιαστεί; Μονάχα μπάμιες σπέρνουνε οι χωρικοί. Φαίνεται αυτό θα συμφέρει πιο πολύ. Ας 
είναι καλά οι δικοί μας. Φυτέψανε κάνα δεντράκι, κάνα κυπαρίσσι, κάνα μυριστικό. 

Digitized by 10uk1s 
—Δε βλέπω ούτε βρύση, ούτε πηγάδι. Που βρίσκετε νερό; 

—Έρχεται το βυτίο και το μοιράζει σα γιατρικό. Με το σταγονόμετρο πρέπει να το ξοδιάζεις. Πανηγύρι 
έχουν οι γυναίκες όταν βρέχει. Βγάζουν όξω κουβάδες, σκάφες, ντενεκέδες, ό,τι τσομπλέκια έχουν και τ' 
αραδιάζουν, για να γεμίσουν. Τότε πλένουν, καθαρίζουν, λούζονται με την καρδιά τους. Το πισσόχαρτο 
στη σκεπή παλιό κι όλο τρύπες, μουσκεύει και δε σταματά να στάζει κι αφού σταματήσει η βροχή. Το 
μερεμετιάζουμε κάθε τόσο, όμως τίποτα. Πρέπει να μπει καινούργιο. 

—Και γιατί σας φέρανε τόσο μακριά; 

—Όταν  φτάσαμε,  πήχτρα  ήτανε  η  προσφυγιά  στη  Θεσσαλονίκη.  Ακόμα  κι  οι  δρόμοι  γεμάτοι.  Μας 
φέρανε στην Καλαμαριά και μας ρίξανε εδώ στους θάλαμους. Τώρα δόξα να 'χει ο Θεός να λέμε. Κάτι 
βοήθησε  το  κράτος,  κάτι  η  Αμερικάνικη  Βοήθεια:  ρούχα,  φάρμακα,  τρόφιμα.  Πιαστήκαμε  κι  οι  πιο 
πολλοί σε δουλειές. 

—Και με τι μέσο πάτε στη Θεσσαλονίκη; 

—Ως τον Ντεπό, τρία χιλιόμετρα, με τα πόδια και ξυπόλυτοι. Απ' εκεί παίρνουμε το τραμ. 

—Και γιατί ξυπόλυτοι; 

—Που να περπατήσεις σ' αυτόν το βαλτότοπο με παπούτσι; Μπαίνει το πόδι κι η σόλα μένει κολλημένη 
στη λάσπη. Γι' αυτό τα κρεμάμε στον ώμο και τα φοράμε στο Ντεπό, αφού σκουπίσουμε όσο μπορούμε 
τα πόδια με κουρέλια και παλιόχαρτα. 

—Κι εγώ που θέλω να δουλέψω, για να σπουδάσω; 

—Βρες  δουλειά και ξέχασε τις  σπουδές. Τώρα  ένα πράμα έχει  σημασία  για την προσφυγιά. Να ζήσει. 


Να  γλιτώσουμε  απ'  το  χάρο.  Εδώ  ο  θάνατος  βάλθηκε  να  ξεκάνει  ό,τι  ξέφυγε  απ'  τον  Τούρκο...  Άντε, 
πάμε. Θα περιμένει η άμια. Κι αύριο έρχεσαι μαζί μου. 

Δεν έκλεισε μάτι εκείνη τη νύχτα ο Γιώργος. Τρία χρόνια λαχταρούσε να 'ρθει εδώ, να βρει τους δικούς 
του,  να  σπουδάσει,  να  γυρίσει  σπουδαίος  στα  μέρη  τους.  Πόσα  έζησε!  Πόσα  είδε!  Σαλτέρνουν  οι 
σκέψεις  στα  περασμένα.  1916.  Σαρακοστή.  Γεμάτη  η  Τραπεζούντα  από  Τούρκους  πρόσφυγες.  Όλη  η 
Τουρκιά απ'  τα γύρω μέρη μαζεύτηκε  εκεί.  Οι Ρώσοι προχωρούν. Ο γείτονάς  τους, ο Σαλή  Μπέης, με 
δάκρυα παραδίνει στον πατέρα του τα κλειδιά του σπιτιού του και φεύγει με την οικογένειά του για τα 
δυτικά. 

Τον  Απρίλη  ο  τούρκικος  στρατός  αδειάζει  την  Τραπεζούντα.  Ο  Γενικός  Διοικητής  Τζεμάλ  Αζμή  Μπέης 
φεύγοντας,  παραδίνει  τα  κλειδιά  της  Τραπεζούντας  στο  Μητροπολίτη  Χρύσανθο  λέγοντάς  του:  «Από 
σας  τα  πήραμε,  σε  σας  τα  παραδίνουμε.  Σας  αφήνω  παρακαταθήκη  την  Τραπεζούντα,  κι  όπως 
υπερασπιστήκατε τα δίκαια των χριστιανών με θάρρος μπροστά στους Τούρκους, έτσι να προστατέψετε 
τα δίκαια των Τούρκων μπροστά στους Ρώσους». 

Digitized by 10uk1s 
Μεγάλη Τρίτη. Ο Χρύσανθος πάνω στην άμαξα, οδηγεί τους Ρώσους απελευθερωτές. 

Ιούνης.  Ο  Γιώργος  τέλειωσε  το  Δημοτικό  σκολειό  της  Εταιρίας  του  Αγίου  Βασιλείου.  Ο  ίδιος  ο 
Χρύσανθος του έδωσε το ενδεικτικό με το μοναδικό άριστα και το χρυσό μετζητιέ, που είναι ένα χρυσό 
πεντόλιρο. 

Εκείνο το καλοκαίρι πέθανε ο πατέρας. Το Σεπτέμβριο γράφτηκε ο Γιώργος στο Γυμνάσιο. Ένα τ' όνειρό 
του. Να σπουδάσει. Τον Οκτώβρη φεύγουν οι Ρώσοι. Η μητέρα τον στέλνει με το μεγαλύτερο αδελφό 
του, το Δημητρό, στη Ρωσία. Φοβάται τώρα που θα γυρίσει ο Σαλή Μπέης. Παρ' όλο που ο Δεσπότης 
Χρύσανθος  έκανε  τα  αδύνατα  δυνατά  να  μην  πειραχτούν  οι  Τούρκοι,  τίποτα  δεν  μπορούσε  να 
συγκρατήσει  τη  μανία  των  Αρμενέων.  Χρόνια  και  χρόνια  σφαγές,  μαρτύρια  αφάνταστα,  ξεκλήρισμα 
σωστό  της  αρμένικης  ράτσας,  ξέσπασαν  τώρα.  Σπάσανε  πόρτες.  Λεηλατήσανε  σπίτια.  Θρύψαλα  τα 
πολύτιμα κρύσταλλα, οι ακριβές πορσελάνες των μπέηδων κι αγάδων. Ανάμεσα και το σπίτι του Σαλή 
Μπέη. 

Στο Ροστώφ, σε κείνη την ανεμομπουμπούλα, πάθανε τ' αδέλφια μεγάλα στραπάτσα. Σε λίγο φτάνει η 
μητέρα κι οι αδελφές. Αρρώστιες, μετακινήσεις. Ο θάνατος της μητέρας, η σκληρή βιοπάλη. Ο νους του 
κι ο λογισμός πάντα στις σπουδές. Γι' αυτό ήρθε εδώ. Βέβαια έκλεισε τα δεκαοχτώ. Είναι πια μεγάλος. 
Δεν έχει σημασία. Θα πάει σε νυκτερινό Γυμνάσιο. Όμως όλα αλλιώς τα περίμενε, αλλιώς τα βρήκε. Που 
να φανταστεί κανείς ότι οι ξεριζωμένοι απ' το Καρς, αυτοί οι Καυκάσιοι που ζούσαν πάνω σε πανύψηλα 
βουνά,  θα  καταδικάζονταν  σ'  αυτό  το  τέλμα;  Η  καταδίκη  αρχίζει  απ'  το  καλοκαίρι  του  1920,  όταν 
άφησαν  το  καταπράσινο  Καρς.  Τότε  δόθηκε  το  σύνθημα:  «Θα  πάμε  στην  Ελλάδαν».  Με  αρχηγό  τον 
Πυλορώφ ξεκίνησαν για το Βατούμ, το Βαθύ της αρχαίας Κολχίδος με το Χρυσόμαλλο Δέρμα. Κι αρχίζει 
η νέα κάθοδος. Σαράντα μέρες περπατάνε στα χιόνια, στη βροχή, στο κρύο, στους άνεμους. Τέλειωσαν 
τα  τρόφιμα.  Λείπουν  τα  φάρμακα.  Πεθαίνουν  οι  άρρωστοι.  Ψοφάνε  τα  ζα.  Στο  δρόμο  θάβουν  τους 
νεκρούς. Στο δρόμο και τα γεννητούρια. Όμως μια η λαχτάρα: «Θα πάμε στην Ελλάδαν». Κι ήρθανε στην 
Ελλάδα να εποικήσουν εδώ την Καλαμαριά. 

Με  τους  ξεριζωμένους  Καυκάσιους  απ'  το  Καρς  και  Πόντιοι.  Πολλοί  απ'  την  Τραπεζούντα.  Η 
Τραπεζούντα, αυτή η πανάρχαια πόλη, μαζί μ' άλλες του Πόντου, ξεκινά, λένε, απ' τους Πελασγούς. Η 
ιστορία  της  αρχίζει  απ'  το  756  πριν  απ'  το  Χριστό,  όταν  αποικίστηκε  από  Έλληνες  της  Σινώπης.  Στην 
Τραπεζούντα κατέβηκε ο Ξενοφών με τις 9.800 των «Μυρίων», αφού είχε δει από ψηλά την Ελληνική 
θάλασσα. Τριάντα μέρες κράτησε η φιλοξενία. Ύστερα από αφάνταστες ταλαιπωρίες, που βάσταξαν, με 
την «Κάθοδο», δεκαοκτώ μήνες, στην Τραπεζούντα βρήκαν αδελφική υποδοχή. Τέλος, τους φόρτωσαν 
με δώρα, βόδια, σιτηρά, κρασί στα πλοία και τους ξεπροβόθησαν. 

Η Τραπεζούντα! Απ' τις πρώτες πόλεις του Πόντου. Και στο διάστημα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, και 
στο  Βυζάντιο.  Πρωτεύουσα  των  Κομνηνών.  Ακέραια  η  ελληνικότητά  της.  Τι  δεν  υπόφερε  απ'  τους 
Τούρκους, ύστερα απ' την πτώση  της, το  1461! Τι δε δοκίμασε! Χίλιοι τρόποι για να εξοντωθεί.  Όμως 
ανέγγιχτα τα όσια και τα ιερά της. Και τώρα πολλοί απόγονοι των προαιώνιων Ελλήνων εδώ... 

—Σήκω, του τάραζε τις σκέψεις, η άμια. Σε περιμένει ο κυρ Πολυχρόνης. 

—Πάμε, σε παραπήρε ο ύπνος. 

Digitized by 10uk1s 
Σηκώθηκε,  ετοιμάστηκε.  Με  τα  πόδια  στο  Ντεπό.  Πήραν  το  μονοπάτι,  για  να  αποφύγουν  τις  πολλές 
λάσπες.  Μπαίνουν  στο  τραμ.  Κατεβαίνουν  στην  Πλατεία  Ελευθερίας.  Ανεβαίνουν  τη  Βενιζέλου  και 
σταματούν στον Άι Δημήτρη. Γύρω χαλάσματα και καμένα. Κάνει το σταυρό του ο Γιώργος, «Θεέ μου, ο 
Πολιούχος χωρίς στέγη...». 

Μίλησε  ο  κυρ  Πολυχρόνης  στον  Εβραίο  επιστάτη,  τον  Γιοσσέ.  Τον  κράτησαν.  Δεκαεφτά  δραχμές 
μεροκάματο.  Toυ  'δωσαν  ένα  παλιό  σκερπάνι.  Θα  καθαρίζει  τα  τούβλα  των  καμένων  σπιτιών  για  να 
ξαναχρησιμοποιηθούν. 

Η  δουλειά  προσωρινή  κι  ούτε  του  ταίριαζε.  Αργότερα  δοκίμασε  να  πιαστεί  κάπου  υπάλληλος.  Να 
μπορέσει  να  σπουδάσει.  Χτύπαε  πόρτες.  Κοίταγαν  τα  κουρέλια  του  και  την  κακομοιριά  του.  «Όχι», 
«όχι», «όχι...». 

Αναγκάστηκε να μείνει εργάτης οικοδόμος κοντά στο μηχανικό Ζακ Μωσέ. 

Μερμήγκια η εργατιά κάθε πρωί για το Ντεπό. Γέμισαν τα γύρω μέρη προσφυγιά. Όλοι τρέχουν για το 
μεροκάματο. Που να βρεις σειρά τη Δευτέρα για το τραμ; 

Στο γιαπί γνώρισε ο Γιώργος το Νίκο που μένει στην Περαία. Γίνανε φίλοι. Μαζί φθάνουν τα Σάββατα 
στο  Ντεπό.  Εκεί  χωρίζουν.  Ο  Νίκος  με  τους  άλλους  τραβάνε  για  την  Περαία.  Όλοι  οι  κάτοικοι  της 
Περαίας  Καλλιπολίτες.  Κι  όλοι  σπουδαίοι  μαστόροι.  Μαραγκοί,  χτίστες,  κεραμιδάδες,  σουβατζήδες, 
ασβεστάδες. 

Έμεινε μ' ανοιχτό το στόμα ο Γιώργος, όταν του 'πε ο Νίκος, ότι περπατάνε τόσα πολλά χιλιόμετρα για 
την Περαία. 

—Γι'  αυτό  και  μένουμε  ολόκληρη  τη  βδομάδα  στη  Θεσσαλονίκη.  Μπορείς  κάθε  μέρα  να  κάνεις  τόσο 
δρόμο;  Μπαϊλτισμένοι  απ'  το  περπάτημα  φτάνουμε  τα  Σάββατα  στα  σπίτια  μας.  Μπαϊλντισμένοι  τη 
Δευτέρα στη δουλειά. Μια Κυριακή μας μένει. Κάτι να μαστορέψεις στο σπίτι. Κάτι να βοηθήσεις στα 
χωράφια. Και πάει η μέρα. Άντε, έλα καμιά Κυριακή. 

—Και που θα σε βρω; 

—Όλοι γνωριζόμαστε εκεί. Όποιον ρωτήσεις, θα σου πει. 

Σε κάνα μήνα ξεκίνησε ο Γιώργος με δυο φίλους του για την Περαία. Αυτοί πηγαίνανε συχνά και ξέρανε 
το δρόμο. 

Στην  Περαία  σκόρπια  πλιθόχτιστα  σπιτοκάλυβα.  Όξω  οι  νοικοκυρές  κάνουνε  τη  λάτρα  του  σπιτιού. 

Digitized by 10uk1s 
Παιδιά κυνηγούνται και παίζουν. Γέροι κι άρρωστοι κάθονται μπροστά στις πόρτες. 

Τράβηξαν  ίσα  στο  καφενείο  του  Σαρδέλα.  Ειδοποίησαν.  Σε  λίγο  ήρθε  ο  Νίκος.  Καταχάρηκε  που  τους 
είδε. 

—Το μεσημέρι μαζί θα φάμε, του λέει. Τρέχω να το πω στη μάνα μου. 

Κάμποσοι μαζεμένοι στον καφενέ, πιάσανε κουβέντα. 

—Α,  είστε  οι  Πόντιοι  απ'  την  Καλαμαριά.  Τυχεροί  εσείς.  Σας  στεγάσανε  σε  θαλάμους.  Δε  μένετε  και 
μακριά απ' το Ντεπό, άρχισε ο Αντώνης ο πατωματζής. 

—Εσείς όμως πήρατε κλήρο. 

—Ο  κλήρος  δε  φτάνει  ούτε  για  σκέτο  ψωμί.  Τον  δουλεύουνε  οι  γυναίκες  κι  οι  γεροντότεροι.  Εμείς 
μαστόροι, αναντάν μπαμπαντάν, μπορούσαμε να ρημαχτούμε εδώ; Αρπάξαμε τα εργαλεία και τρέξαμε 
για δουλειά στη Θεσσαλονίκη. Τώρα με την ανοικοδόμηση, δόξα να 'χει ο Θεός, βολευτήκαμε. 

—Ατέλειωτος ο δρόμος... Πόσες ώρες περπατάτε μες στις λάσπες; 

—Μη ρωτάς. Γι' αυτό  και μένουμε ολόκληρη τη βδομάδα μακριά απ' την οικογένειά μας. Η μόνη μας 
παρηγοριά είναι που γυρίζουμε τα Σάββατα με γεμάτο το ζεμπίλι και με λίγο χαρτζιλίκι στην τσέπη. 

Ο μπάρμπα Θανάσης, παλιός τεχνίτης μ' όνομα και φήμη, πήρε το λόγο. Η φωνή του ήτανε όλο καμάρι 
μα και παράπονο. 

—Μεις οι  Καλλιπολίτ'σ' ούλου  τουν κόσμου φκιάσαμι  σπίτια,  απαρτμάντα, κι  μαγαζιά, κι  για  μας δεν 


κάναμι μια καλύβα τσ' ανθρωπιάς. 

—Γιατί; ρωτά ο Γιώργος. Γιατί δε φτιάνετε και για τη φαμίλια σας σπίτια; 

—Να φκιάσουμι; Κι άμα έρτ' διαταγή κι πάμε στην Καλλίπολι, τι θα τα κάνουμ'; 

Ύστερα απ' το μεσημέρι παίρνει ο Γιώργος το δρόμο του γυρισμού. Τον συνοδεύει κι ο φίλος του. 

—Κάθε μέρα και πυκνώνουν τα σπίτια στην περιοχή. Όλοι πρόσφυγες. Εξηγεί ο Νίκος. Οι πιο πολλοί απ' 
την  Ανατολική  Θράκη.  Και  τα  ονόματα  το  λένε:  Νέα  Αρετσού,  Νέα  Κρήνη,  Δέρκων,  Κουρί,  Κατιρλί, 
Μπαχτσέ  Τσιφλίκ...  Αγία  Τριάς,  Μηχανιώνα.  Δεν  είναι,  που  μας  ρίξανε  τόσο  μακριά...  Δεν  είναι,  ο 
ατέλειωτος  δρόμος  μες  στις  λάσπες...  Δεν  είναι  η  φτώχεια...  Είναι  οι  αρρώστιες  που  όλο  και 
πληθαίνουν. Αυτές ξεκληρίζουν την προσφυγιά. 

Αυτό το ξέρει καλύτερα ο Γιώργος. Ολόκληρες οικογένειες ξολοθρέφτηκαν στην Καλαμαριά. Δεκατρείς 
ψυχές, η φαμίλια του Χατζηελευθεριάδη, μόνο το μωρό σώθηκε. Το στείλανε στο Ορφανοτροφείο στα 

Digitized by 10uk1s 
Γρεβενά.  Καμιά θέση  στου Παπάφη. Πρώτα μαζεμένους τους θάβανε και χωρίς παπά. Τώρα ο παπα ‐ 
Νικόλας συνοδεύει τους νεκρούς συχνά μόνος. Οι συγγενείς είναι άρρωστοι ή πεθαμένοι. 

Περνά ο καιρός, οι αρρώστιες δεν περνούν. 

—Και πώς να περάσει η ελονοσία, όταν συνέχεια ο Βαρδάρης σύννεφα κουβαλάει τα κουνούπια απ' τα 
έλη της Κουλακιάς; κάνανε απελπισμένοι όλοι. 

—Πώς, όταν το κινίνο είναι σκέτο αλεύρι; Πολλή προσφυγιά ξαπέστειλε ο Γαλόπουλος που ονομάστηκε 
και «εντιμότατος», κουνούσαν το κεφάλι πολλοί. 

Μαζί με την ελονοσία κι οι άλλες αρρώστιες. Η ισπανική γρίππη, ο δάγκειος, η φθίση. Όλες βάλθηκαν 
να ξεκάνουν την προσφυγιά. 

Τις πιο πολλές αρρώστιες τις πέρασε ο Γιώργος. Κάτι του άφησε η κάθε μια. Ευτυχώς που η δουλειά του 
τώρα δεν ήτανε βαριά και δύσκολη. Γι' αυτό και τα 'βγαλε πέρα. Απ' το 1925 πιάστηκε γραφιάς σε μια 
υπηρεσία κι εκεί έμεινε. Πάνε πια τα όνειρα για σπουδές. 

1928.  Έγινε  η  αποκατάσταση  των  προσφύγων  της  Καλαμαριάς.  Χτίστηκαν  πολυκατοικίες  απ'  τον 
Εποικισμό και μονοκατοικίες απ' την εταιρία «Τεύτων». Το κάθε διαμερισματάκι δύο κάμαρες, κουζίνα 
κι αποχωρητήριο. Μαζί με τους Καυκάσιους και τους Πόντιους, εγκαταστάθηκαν κι άλλοι πρόσφυγες. 

Digitized by 10uk1s 
ΤΟΥΜΠΑ

Στη βρύση

Χε ι μώ ν α ς  1 9 26 . 

Δεν  καλοτέλειωσε ο  συνοικισμός της Κάτω Τούμπας, και κουβαλήθηκαν οι  πρόσφυγες  στα  νεόκτιστα. 


Στάζει  ο  φρέσκος  ασβέστης  στα  ντουβάρια.  Νωπό  και  το  τσιμεντένιο  πάτωμα.  Κι  ούτε  στέγνωσε  η 
κανελιά μπογιά στις πόρτες, στα κανάτια. Και το κρύο πηρουνιάζει. 

«Δε λες, πώς κατάφεραν και πήρανε τα κλειδιά στα χέρια τους και βρέθηκαν τώρα στεγασμένοι... Μια 
τρύπα  θέλουν  οι  ξεριζωμένοι  να  χώσουν  το  κεφάλι  τους.  Μια  δικιά  τους  γωνιά.  Κι  όπου  λάχει.  Κι  ας 
είναι στην εξορία του Αδάμ. Κι ας είναι η συγκοινωνία μονάχα δυο σαραβαλιασμένα λεωφορεία, που 
ξεκινάνε  κάθε  μισή  ώρα  και  βάλε.  Κι  ας  δουλεύουν  όλοι  στο  «κέντρο»,  λέγανε  και  ξαναλέγανε  οι 
γυναίκες. 

Τα  σπίτια  δυο  λογιώ.  Τα  μισά  δυο  κάμαρες  χωρίς  χολ.  Τα  υπόλοιπα  ένα  στενό  διαδρομάκι  με  δυο 
καμαρούλες.  Σε  όλα  από  ένα  κουζινάκι  με  τζάκι  και  δυο  φουφούδες.  Τίποτ'  άλλο.  Δυο  πόρτες  στην 
κουζίνα. Η μια βγάζει σ' ένα μικρό τούρκικο αναγκαίο. Η άλλη στο πίσω μέρος. 

Ίδια τα σπίτια στο σουλούπι. Ακόμα και τη μέρα τα μπερδεύεις. Σίγουρος ότι βρίσκεσαι μπροστά στην 
πόρτα  σου,  βάζεις  το  κλειδί,  και  νάσου  ανοίγει  από  μέσα  ένα  ξαφνιασμένο  πρόσωπο.  «Συγγνώμην, 
έκανα λάθος στο σπίτι», λες και φεύγεις. 

Άσε  τη  νύχτα.  Αδύνατο  να  βρεις  μες  στο  σκοτάδι  που  κάθεσαι.  Κανένα  σημάδι.  Ούτε  δέντρο,  ούτε 
στύλος. Μονάχα λάκκοι στο χωματόδρομο και πέτρες σκορπισμένες, για να σκοντάφτεις κάθε τόσο. 

Καμιά εικοσαριά σπίτια, κοντά στο τέρμα της οδού Παπάφη, μπήκε ο Μάρτης κι ακόμα να τελειώσουν. 
Ούτε πόρτες, ούτε τζάμια στα παράθυρα. Κι ας μοιράστηκαν ολα τα σπίτια της Κάτω Τούμπας. 

Μόλις σκόλασαν οι εργάτες κι οι τεχνίτες, χίμηξαν μια φούχτα οικογένειες και τα κάνανε ζάπι. 

Ξαφνιάστηκαν,  τ'  άλλο  πρωί,  οι  μαστόροι  που  ήρθαν  να  δουλέψουν.  Πατάνε  τις  φωνές.  Αγριεύουν. 
Τίποτα.  Κουβαλήσανε  τη  χωροφυλακή.  «Μονάχα  πεθαμένους  θα  μας  βγάλετε.  Τι  δηλαδή,  κι  εδώ  τα 
μέσα θα περνούν; Κι εμείς δεν έχουμε τα ίδια δικαιώματα; Δεν είμαστε απ' τους πρώτους που κάναμε 
αίτηση;;» Ήρθανε οι εργολάβοι, η Στεγαστική Επιτροπή. Με το έτσι θέλω, μείνανε. 

Πολλοί σε κείνη τη γειτονιά ήταν απ' την Πάντιρμο, την Αρτάκη, το Μαρμαρά. Κάμποσοι Καραμανλήδες 
που μιλούσαν τούρκικα. Άλλοι απ' την Περίσταση, τη Ραιδεστό. 

Ούτε ηλεκτρικό, ούτε νερό στο συνοικισμό. Λιγοστές βρύσες σκόρπιες σε μεγάλες αποστάσεις. 

Digitized by 10uk1s 
Πολύ πατιρντί και μεγάλο ταβατούρι στη βρύση της οδού Μουταλάσκης. Πολλές οι οικογένειες. Λίγο το 
νερό. 

Απ'  τη  νύχτα  βάζανε  οι  γυναίκες  τους  κουβάδες,  τις  στάμνες,  τους  ντενεκέδες.  Η  σειρά  άρχιζε  απ'  το 
σπίτι της κυρά Βασιλικής και τέλειωνε στης Νταντίαινας. 

Πριν  έρθει  το  νερό  καρτερούσαν  οι  νοικοκυρές  στη  βρύση,  μην  τους  πάρουν  την  αράδα.  Πολλές 
κάθονταν  πάνω  σ'  έναν  γκαζοντενεκέ.  Η  μια  με  το  μωρό  στο  βυζί.  Η  άλλη  με  το  πλέξιμο.  Ετούτη  να 
καθαρίζει τα φασουλάκια, τον αρακά, τις μπάμιες. Κι όλες να πηγαινοέρχονται στο σπίτι, να ρίξουν μια 
ματιά στα παιδιά, στο φαΐ, στις δουλειές. 

Στη βρύση τα νέα και τα ντέρτια. Εκεί όλα τα μυστικά της γειτονιάς στη φόρα. Εκεί κι οι καβγάδες. 

Πρώτη στον καβγά η βρακού απ' την Αρτάκη. Ο φόβος κι ο τρόμος της γειτονιάς. Όταν ερχόταν, έκανε 
τέτοια φασαρία, που όλες προτιμούσαν να της δώσουν τη σειρά τους, παρά να πέσουν στο στόμα της. 
Ανάσαιναν, όταν βρισκόταν σε ξένη πλύση. Όμως και πάλι τα τσακώματα δε λείπανε. 

—Δε μου λες, δε σε φτάνει ένας ντενεκές και μια στάμνα; Όλο το νερό θες να κουβαλήσεις; 

—Αφού είναι η σειρά μου... 

—Κι όταν έρθει η δικιά μου η σειρά, πάει, κόπηκε η βρύση. 

—Και τι σου φταίω εγώ; Ας σηκωνόσουνα κι εσύ νύχτα. 

—Βρε, από το βράδυ έβαλα τις προάλλες τον κουβά μου και μου τον κλέψανε. 

Κι άρχιζε ο καβγάς. 

—Πώς βρέθηκε αυτός ο ντενεκές με το πράσινο χερούλι πριν απ' τον δικό μου, αφού ήτανε πιο πίσω; 
ξεφώνιζε μια άλλη. Αρπάζει τον ντενεκέ της και τον βάζει πιο μπροστά. Κι αρχίζει άλλος καβγάς. 

—Νισάφι,  κυρά  μου,  δε  φτάνει  που  κόβεται  η  βρύση  πριν  το  μεσημέρι,  δε  φτάνει  που  τρέχει  σαν 
κλωστή, από πάνω θες να γεμίσεις κι όλα σου τα τσομπλέκια... 

—Το ξέρεις ότι δυο μέρες δεν πρόκανα να πάρω σταγόνα νερό... Το ξέρεις ότι έτρεχα στον μπαχτσέ του 
Καλού, στο ρέμα, για να κουβαλήσω; Είμαστε και τόσες οι ψυχές. Έχουμε και μωρό... 

Σε  πολλά  σπιτικά  η  μια  οικογένεια  έγιναν  δυο.  Παντρεύονταν  συνέχεια  οι  προσφυγοπούλες.  Πες,  η 
αποζημίωση, πες η στέγη. Εύκολα βρίσκονται οι γαμπροί. Η κάθε μάνα έδωσε τη μια κάμαρα στην κόρη 
της. Λιγοστοί άντρες απ' τη Μικρασία. Αυτοί χάθηκαν στις σφαγές και στην αιχμαλωσία. 

Digitized by 10uk1s 
Η  Πανδώρα,  απ'  την  Περίσταση  της  Θράκης,  πήρε  Μακεδόνα.  Ηπειρώτη  η  Αντιόπη  απ'  το  Ικόνιο. 
Κρητικό  η  Κυριακή  απ'  τα  Σόκια.  Ρουμελιώτη  η  Μαριάνθη  απ'  τ'  Αλάτσατα.  Γρήγορα  άρχισαν  τα 
γεννοβολητά. Σε λίγα χρόνια γέμισαν οι δρόμοι παιδομάνι. Όλα τα ζευγάρια ταιριαστά, κι ας ήτανε από 
διαφορετικά  μέρη.  Μονάχα  ο  Μπαλαρέας  απ'  την  Πελοπόννησο,  που  πήρε  την  Ασημίνα  απ'  τη 
Ραιδεστό, μέρα νύχτα καβγάδες. Έδερνε ο Μπαλαρέας τη γυναίκα του, έδερνε την πεθερά του, έσπαε 
κάθε τόσο τα τζάμια. Τα 'βαζε με τις γειτόνισσες. «Το Χριστό σας. Την Παναγιά σας, τουρκομερίτισσες». 
Μονάχα τα παιδιά του δεν έδερνε. 

Οι  νιόπαντρες  ρίχτηκαν  με  τα  μούτρα  στο  στήσιμο  του  νέου  νοικοκυριού.  Αγοράσανε  επιπλάκια. 
Άρχισαν τα κεντήματα, τα πλεξίματα. Σήμερα κρέμασαν στόρια και κουρτινάκια στα παραθύρια. Αύριο 
σκέπασαν  το  τραπέζι  με  ένα  τραπεζομάντιλο  με  χρωματιστά  λουλούδια,  με  λογής  φρούτα.  Όλα 
κεντημένα  πισωβελονιά  με  μουλινέ.  Την  άλλη  στρώσανε  στο  κρεβάτι  μια  κουβέρτα  κάτασπρη  και 
κολλαριστή.  Τι  όμορφα  φάνταζαν  τα  μοτίφ,  το  κοφτό  και  ανεβατό  κέντημα,  το  ρισελιέ  πάνω  στην 
πορτοκαλιά φόδρα! Και δώσ' του μαξιλάρια και μαξιλαράκια στον καναπέ και στο ντιβάνι. Γέμισε και το 
ντουβάρι με κεντήματα. Βουρτσοθήκες, εφημεριδοθήκες. Από κανένα σπίτι δεν έλειψε η πετσετοθήκη 
με το κεντημένο «Καλημέρα» και το πεντακάθαρο πεσκίρι. Ούτε τα κορνιζαρισμένα κεντημένα κάδρα. 
Μερικές κατάφεραν και βάλανε και σανιδένιο πάτωμα. 

Τα  ηλικιωμένα  αντρόγυνα  βολεύτηκαν  όπως,  όπως.  Απλώσανε  το  χειμώνα  στο  τσιμεντένιο  πάτωμα 
ψάθες και τις σκεπάσανε με ό,τι βρισκόταν. Όσες είχαν έρθει απ' την Πόλη, τη Θράκη, την Προποντίδα, 
όλο  και  κάτι  φέρανε.  Κάνα  κιλίμι,  κάνα  χαλί,  κάνα  σκέπασμα.  Όσες  δεν  είχαν  τίποτα,  στρώσανε 
κουρελούδες.  Κουτσοπορεύτηκαν  κι  από  έπιπλα.  Ένα  τραπέζι,  λίγες  καρέκλες,  ένα  ξυλοκρέβατο  με 
στρίποδα και σανίδια. Ένας καναπές με κάσες. Ένα μπαούλο... 

Μαζί με το ντούστισμα του νοικοκυριού, ο νους των νοικοκυράδων να πρασινίσει η ξεραΐλα γύρω απ' το 
σπίτι. Φύτεψαν δεντράκια, κλήματα,  γιασεμιά. Το κακό  ήτανε ότι τίποτα δεν  μπορούσε  να  προκόψει. 
Δεν πρόφταινε να ξεμυτίσει το φύτρο και το τσιμπούσανε οι κότες της γειτονιάς. Μόλις κατάφερνε και 
ξεπεταγόταν  το  βλαστάρι  απ'  το  δεντράκι,  το  τρώγανε  οι  γάιδαροι.  Κι  αν  δυνάμωνε  το  δέντρο  και 
ξετίναζε  κλαδιά,  περνούσε  ένας  αραμπάς  και  το  'ριχνε  κάτω.  Άσε  τα  παιδιά  που  παίζανε.  Τίποτα  δεν 
αφήνανε όρθιο. 

Μερικές κατάφεραν και περιφράξανε γύρω ‐ γύρω το σπίτι. Ξαφνιάζονταν την άλλη μέρα οι γειτόνισσες. 

—Πότε έβαλες τα παλούκια; Πότε το συρματόπλεγμα; 

—Τη νύχτα. Ήρθαν δυο φίλοι και τα σκαρώσαμε όπως ‐ όπως. Που να βρεις λεφτά να βγάλεις άδεια; 

—Τυχερή που 'κανες και κηπάκο. 

Digitized by 10uk1s 
Με  τον  καιρό  πλήθαιναν  οι  μπαχτσέδες.  Γέμισε  η  Κάτω  Τούμπα  δέντρα,  κλήματα,  λογής  λουλούδια. 
Μονάχα το βάσανο του νερού. Μεγάλη τύχη αν ερχόταν τη νύχτα. Πρώτα παίρνανε είδηση οι κοντινές. 

—Κόνα Κατερίνα, τρέχει η βρύση. 

—Κυρά Ανετώ, ήρθε το νερό. 

—Μαλάμω, Μαλάμω, σήκω, νερό, νερό. 

Βγαίνανε μια μια και κουβαλούσαν με την ψυχή τους. Πότιζαν, πότιζαν. Γέμιζαν ό,τι είχαν και δεν είχαν. 

Σε  λίγα  χρόνια  αγνώριστη  η  Τούμπα.  Σωστή  ανθούπολη.  Απ'  το  συνοικισμό  Αθηνών  σ'  έπνιγαν  οι 
μυρωδιές:  Γιασεμί,  αγιόκλημα,  τριανταφυλλιές,  γαρούφαλλα.  Άσε  τι  γινόταν  την  άνοιξη  με  τα 
λουλουδιασμένα δέντρα... 

Το νερό ερχόταν απ' το Χορτιάτη. Τώρα που έγινε μπόλικο, λείψανε οι καβγάδες. Όμως πάλι στη βρύση 
οι νοικοκυρές κουβεντιάζανε τα νέα. Εκεί τα κουτσομπολιά. Εκεί τα πολιτικά. 

Σαν τρελή περίμενε κάθε μέρα να ξημερώσει η κυρά Βασιλική. Δεν ήξερε γράμματα και τα νέα της τα 
'φερνε ο άντρας της απ' το μαγαζί. Κι αυτή πρωί ‐ πρωί πώς και πώς να τα ξεφουρνίσει. Τ' αποψινό νέο 
την τάραξε. Όλη νύχτα στριφογυρίζει στο κρεβάτι. Ξημερώματα περιμένει στη βρύση. 

—Τα μάθατε, τα μάθατε; 

—Τι τρέχει; 

—Η Ελλάδα είναι χρεωμένη. Τίποτα δικό μας. 

—Τι θα πει αυτό; 

—Όλα όσα έχουμε είναι ξένα. 

—Δηλαδή; 

—Μου  'πε  ο  άντρας  μου  ότι  το  Δημόσιο  χρουστάει  διακόσιες  εκατομμύρια  χρυσές  δραχμές.  Ξέρεις 
πόσα είναι αυτά; 

—Πόσα; 

—Αμέτρητα. Μιλιούνια. 

—Και τι θα γίνει; 

Digitized by 10uk1s 
—Ξέρω 'γώ; Ό,τι έχουμε ανήκει στους ξένους. 

—Ξεριζωθήκαμε  απ'  τα  μέρη  μας.  Είδαμε  και  πάθαμε  να  πάρουμε  ένα  σπιτάκι.  Κι  αυτό  αξεπλήρωτο 
ακόμα. Με τι αίμα κάναμε κάνα νοικοκυριό... Και τώρα να τα χάσουμε όλα... Καταταράχτηκαν όλες. 

—Δηλαδή, θα μας τα πάρουν; ρωτάνε μερικές. 

—Φυσικά. Και πώς θα ξεπληρώσει η Ελλάδα το χρέος της; 

—Και τα έπιπλα; κάνει με αγωνία η νιόπαντρη η Φωτεινή που είχε αγοράσει με δόσεις ένα φορνιμέντο. 

—Και τα κεντήματα; Και τα ρούχα μας; 

—Αφού είναι χρεωμένη η Ελλάδα; 

Φαρμακώθηκαν  οι  γυναίκες.  Όλη  τη  μέρα  αυτή  τη  συζήτηση  στα  στίτια,  με  το  μπακάλη,  με  τους 
μανάβηδες. Το βράδυ τα κουβεντιάζανε με τους άντρες τους. Πολλοί δεν είχαν ιδέα. Άλλοι δε δώσανε 
σημασία.  Μερικοί  νοιάστηκαν.  «Λες  να  'χουν  δίκιο  οι  γυναίκες,  και  πάλι  φτου  απ'  την  αρχή;  Τώρα 
βρήκαμε κι εμείς να κάνουμε απεργία...». 

Κάμποσες  μέρες  ξέφυγαν  απ'  το  ρυθμό  τους  οι  νοικοκυρές.  Μεγάλη  η  αγωνία  τους  μη  χάσουν  τώρα 
αυτό που με αίμα αποκτήσανε. Ησυχάσανε, όταν είδαν ότι δεν κινδυνεύει το «έχει» τους. Πέσανε πάλι 
στο νοικοκυριό τους, στα παιδιά, τα κεντήματα, το μπαχτσεδάκι. Στις δικές τους και στις ξένες έγνοιες. 

—Δε μου λέτε, άρχισε μια μέρα η κουτσή η Μαργίτσα, γεμίζοντας τον τενεκέ της, την ξέρετε τη Στάσα τη 
Σμυρνιά που κάθεται πιο πάνω, στις παράγκες; 

—Πώς δεν την ξέρουμε... Για τη γυναίκα του πραματευτή δε μιλάς; 

—Γι' αύτη. 

—Τι τρέχει; 

—Την είδατε ποτέ σας χτενισμένη; Εγώ όσες φορές πήγα να ψωνίσω, δεν την είδα. Πάντα τα μαλλιά της 
τυλιγμένα με άσπρα κουρελάκια. 

—Αλήθεια, κι εγώ, κάνει η Αρτεμισία η χοντρή. Έτυχε να πάω πρωί, μεσημέρι, ακόμα και νύχτα. Πάντα 
το κεφάλι με τα κουρελάκια. 

—Και πότε χτενίζεται; 

—Πήγατε Σάββατο απόγεμα; Πήγατε Κυριακή, γιορτές; Πήγατε όταν βρίσκεται ο άντρας της στο σπίτι; 
διακόπτει η Καλλιόπη η αρβωνιασμένη. 

—Και τι σχέση έχει ο άντρας της; 

Digitized by 10uk1s 
—Εμ για κείνον τα κάνει όλα. Εγώ, που κάθε τόσο πηγαίνω να ψωνίσω ένα μουλινέ, μια κουβαρίστρα, 
ένα  καρούλι,  πολλές  φορές  έτυχε  να  τον  βρω  εκεί.  Τότε  να  δείτε  χτένισμα.  Λες  και  βγήκε  απ'  το 
κομμωτήριο του Νέστορα. Εκείνος να κάθεται στο τραπέζι με το ούζο και τα μεζεδάκια, και κείνη με τη 
λουλουδιαστή  την  πενιουάρ,  τα  κόκκινα  πασουμάκια  με  τις  ροζ  φούντες,  αφράτη  και  μοσχοβολιστή, 
όλο κάτι να κουβαλάει. Μόλις με δούνε, με καθίζουν στο τραπέζι. «Α, δεν έχει. Ένα ούζο θα το πιεις μαζί 
μας». Χωρίς να το καταλάβω, φεύγω χορτάτη. Και τι μεζεδάκια... Όλο νοστιμιά. Να γλείφεις τα δάχτυλά 
σου. Α, καμιά μας δε φτάνει τις Σμυρνιές. Ούτε στην πάστρα, ούτε στο νοικοκυριό. 

—Όποια  ώρα  κι  αν  πας  στο  σπίτι  της  αστράφτει.  Ντρέπεσαι  να  μπεις  μέσα.  Φλουρί  το  σανιδένιο 
πάτωμα.  Όλα  πεντακάθαρα.  Κι  όλα  κεντημένα.  Τα  τραπεζομάντιλο  στο  τραπέζι.  Οι  κουβέρτες  στο 
κρεβάτι. Τα κουρτινάκια στα παράθυρα. Κεντημένα και κολλαριστά, λέει η φιλινάδα της η Μάρω. 

—Είδατε  πώς  υποδέχεται  τον άντρα  της όταν γυρίζει απ' τα χωριά; συνεχίζει  η Καλλιόπη.  «Καλώς τον 


μπέη μου! Καλώς τον πασά μου! Έλα, έλα να δεις τι σου 'χω ετοιμάσει». Εκείνος, μόλις δέσει το γάιδαρό 
του στο πίσω μέρος της παράγκας, πλένεται, αλλάζει κι ίσια στο τραπέζι. 

—Και τι χάρη η πορπατησιά της... Τι νάζι το φέρσιμό της... 

—Ε, ό,τι και να πούμε, οι Σμυρνιές είναι σκερτσόζες, όμορφες, αεράτες. 

—Ας μην ήτανε κουνίστρες. 

—Κουνίστρες,  ξεκουνίστρες,  άμα  παντρευτούν,  είναι  οι  καλύτερες  σύζυγοι  και  μητέρες.  Δούλες  στην 
κουζίνα, κυράδες στο σπίτι κι αγαπητικές στο κρεβάτι. Τον λωλαίνουν τον άντρα τους. 

—Αν είχε Σμυρνιά ο Μπαλαρέας σίγουρα θα άλλαζε. 

—Άστον αυτόν. Αγύριστο κεφάλι. Χολή κι έχτρα έχει για όλους. Δε βλέπεις πώς μισεί τους πρόσφυγες; 
Ξαπέστειλε  την  πεθερά  του  στον  άλλο  κόσμο,  γρήγορα  θα  ξαποστείλει  και  τη  γυναίκα  του.  Πετσί  και 
κόκκαλο την κατάντησε. Να τη φυσήξεις θα πέσει. 

—Άκου τι σου λέω. Η Σμυρνιά θα τον έκανε αρνάκι. Εδώ μια βρακού χόρεψε η Γιωργίτσα η Σμυρνιά στο 
ταψί. 

Ήρθε ο λόγος στη  βρακού.  Η  βρακού  ήτανε  ο  τρόμος  του  συνοικισμού.  Όπως και να  της  μιλούσες  θα 
'βρισκες  τον  μπελά  σου.  Πάντρεψε  το  γιο  της  τον  Γιωργέλη,  που  δούλευε  χαμάλης  στο  τελωνείο,  με 
μιαν ανατολίτισσα. Πάνω στο χρόνο την πέθανε με τη γκρίνια της. Ο Γιωργέλης τσιμουδιά. Ό,τι έλεγε η 
μάνα του πάντα. Τον ξαναπάντρεψε με την πεντάρφανη τη Σμυρνιά, τη Γιωργίτσα. Η Γιωργίτσα  το  'χε 
ξεκόψει  απ'  την  πρώτη  μέρα  στον  άντρα  της.  «Μη  μου  μιλήσεις  για  τη  μάνα  σου,  γιατί  την  έχω 
καταλάβει απ' την αρχή που τη γνώρισα. Κι άμα δοκιμάσεις να την υποστηρίξεις, εγώ θα φύγω. Κι άντε 
να κοιμηθείς μ' αυτήν». Αποσβολώθηκε ο Γιωργέλης. Αγαπούσε και φοβόταν τη μάνα του. Όμως μέλι κι 
η  αγκαλιά  της  Γιωργίτσας.  Η  βρακού  πήγε  να  κάνει  τα  ίδια.  Τώρα  ο  Γιωργέλης  πια  με  το  μέρος  της 
γυναίκας  του.  Τα  'χασε  η  βρακού.  Πατάει  τις  φωνές.  Σηκώνει  τη  γειτονιά  στο  πόδι.  Δε  χάνει  καιρό  η 
Γιωργίτσα. Παίρνει τα πράματά της και φεύγει. Ξωπίσω κι ο άντρας της. Η βρακού το φυσούσε και δεν 
κρύωνε. Ώσπου αρρώστησε. Τρέχει και τους φέρνει πίσω. Τώρα ό,τι πει η νύφη, αυτό γίνεται. 

—Δε σας τα 'λεγα; Πανάθεμά το. Γλυκό το κρεβάτι... 

Digitized by 10uk1s 
—Αλήθεια γιατί τη λένε βρακού, αφού φοράει φουστάνια; ρώτησε η Παρθένα η ανατολίτισα. 

—Όταν  ήρθε  απ'  την  Αρτάκη,  φορούσε  βράκες.  Επειδή  ξεχώριζε  απ'  τις  άλλες,  την  είπε  κάποια  η 
«βρακού». Της έμεινε. Είκοσι πήχες η βράκα της. Την άπλωνε στο σκοινί που ήταν δεμένο απ' την μια 
άκρη του δρόμου στην άλλη. Σταματούσαν οι σκουπιδιαρέοι, οι ζαρζαβατσήδες, οι καρβουνιάρηδες και 
φώναζαν  να  περάσουν.  Τρέχανε  οι  γυναίκες  απ'  τη  βρύση,  σήκωναν  το  κοντάρι,  ανοίγανε  δρόμο  για 
τους αραμπάδες και τα γαϊδούρια. Στο δεύτερο γάμο του γιου της με τη Σμυρνιά, πέταξε τις βράκες και 
φόρεσε φουστάνια. Μα το βρακού της έμεινε. Κανείς δεν ήξερε το όνομά της, Τριανταφυλλιώ. 

Παραμονή  Προφήτου  Ηλία.  Έρημη  η  βρύση  κι  ας  έτρεχε  όλη  νύχτα  το  νερό.  Η  μισή  Τούμπα  στο 
πανηγύρι της Καπουτζίδας. Πολλοί το 'χαν τάμα να ξενυχτίσουν στην εκκλησιά. Άλλοι, παρέες παρέες, 
γύριζαν νωρίς στα σπίτια τους. 

Περασμένα  μεσάνυχτα.  Τραγούδια,  γέλια,  φωνές  ακούονται  στη  μακρινή  απόσταση.  Ξαφνικά  ένας 
τρομαχτικός  κρότος,  λες  και  γκρεμιζόταν  κάτι.  Την  ίδια  στιγμή  σπαραχτικές  κραυγές,  κλάματα, 
ξεφωνητά, βόγκοι σκίσανε το σκοτάδι. Τινάχτηκαν όλοι στο πόδι. Κάτι το φοβερό  θα 'γινε. Κανείς δεν 
ήξερε. Γέμισαν οι πόρτες και τα σοκάκια κόσμο με τα νυχτικά και τις παντούφλες. Όλοι ρωτούσαν. Δε 
μάθανε τίποτα. 

Χαράματα όλες στη βρύση. 

—Ένας αραμπάς γκρεμίστηκε στο ρέμα. 

—Σκοτώθηκε κανένας; 

—Όλοι. Μονάχα ο αραμπατζής σώθηκε. Πρόφτασε και πήδησε. 

—Πάει η γυναίκα του, οι δυο κόρες του, ο γιος του. 

—Και πώς έγινε; 

—Όλοι  τους  ήτανε  στο  τσακίρ  κέφι.  Μες  στα  τραγούδια  και  τα  γέλια,  δεν  πρόσεξαν  στο  σκοτάδι  το 
ρέμα. 

—Θεέ μου, τι συμφορά που χτύπησε τον δυστυχισμένο... Δάκρυσαν όλες. 

—Χτυπήθηκε και το άλογο; ρώτησε η κόνα Βαγγελή η πεθερά της Σαβούλας. 

—Πάει, σκοτώθηκε κι αυτό. 

—Παναγιά μου... Και τι θα γίνει τώρα ο ανθρωπάκος; πάτησε τα κλάματα η Βαγγελή. 

—Κλαις, κυρά μου, για τ' άλογο; Δε λυπάσαι τη γυναίκα του, τα τρία του παιδιά; 

—Τ' άλογο είναι το ψωμί του. Πώς θα ζήσει τώρα; 

Digitized by 10uk1s 
—Και τι τη θέλει τη ζωή, αφού έχασε γυναίκα και παιδιά; 

—Γυναίκα και παιδιά ξανακάνει. Πώς να ξανακάνει άλογο; Που να βρει παράδες; 

—Σα δεν ντρέπεσαι λιγάκι... Την αποπήραν όλες. Τα λες αυτά, γιατί ούτε τη νύφη σου αγαπάς, ούτε τα 
εγγόνια σου. 

—Εγώ; 

—Ναι, εσύ. Τόσο της μαύρισες το μάτι που θέλησε να αυτοκτονήσει. 

—Ας  αυτοκτονούσε.  Ο  γιος  μου  να  'ναι  καλά.  Να,  να  νύφες,  κουνάει  ανοιγοκλείνοντας  και  τα  πέντε 
δάχτυλα. 

Θα την πρόγκιζαν, αν δεν πρόφταινε να φύγει χωρίς να πάρει νερό. 

—Τι άκαρδη γυναίκα; 

—Πεθερά δεν είναι; 

—Αν μπορούσε να την κομματιάσει τη νύφη όπως η Κάστρο τον Αθανασόπουλο, θα το 'κανε. 

—Η Κάστρο είναι εξαίρεση. Οι πεθερές αγαπούν τους γαμπρούς. Τις νύφες μισούνε. Ύστερα θυμήθηκαν 
τη Φούλα και το Μοσκιό και το τραγούδι για τον Αθανασόπουλο: 

Καημένε Αθανασόπουλε τι σου 'μελε να πάθεις.


Από κακούργα πεθερά τα νιάτα σου να χάσεις.

Τους διάκοψε η φωνή του Χάρη. Στη στιγμή πετάγονταν όλα τα παιδιά στις πόρτες, στους δρόμους, στη 
βρύση. Τραβούσαν τις μανάδες απ' τη φούστα, για να τους πάρουνε γλειφιτσούρια. Όλα τα παιδιά, από 
δυο χρονώ ίσαμε δέκα, και βάλε. Όσα δεν παίρνουνε, πατούσαν τα κλάματα. 

Κι άρχιζε ο Χάρης. 

Κλάψετε, παιδάκια, να πάρετε πετειναράκια.

Και  δώσ'  του  εκείνα  να  δυναμώσουν  το  κλάμα  και  να  τραβολογάνε  τις  μανάδες.  Πατάγανε  τούτες  τις 
φωνές. 

—Χρόνια  μας  παιδεύεις  με  τα  γλειφιτσούρια  σου.  Τι  είν'  αυτό  με  σένα,  κάθε  μέρα  εδώ...  Τράβα  κι 
αλλού... 

Και τραβούσε ο Χάρης σ' άλλες γειτονιές τραγουδώντας. 

Κλάψετε, παιδάκια. Να πάρετε πετειναράκια.

Digitized by 10uk1s 
Σχεδόν μαζί με τα σπίτια, χτίστηκε κι η εκκλησιά του Αγίου Θεράποντα. Όλες οι γριούλες τις Κυριακές 
και  τις  γιορτές  εκεί.  Και  πολλές  νιες.  Δουλειές,  ξεδουλειές  τα  καταφέρνανε  να  πάνε  έστω  και  για  να 
προσκυνήσουν. 

Πολύ συχνά ακουγόταν το αργό ρυθμικό νταγκ, νταγκ. 

—Ποιος  να  πέθανε;  Σταυροκοπιόνταν  όλες.  Σε  λίγο  μάθαιναν.  Οι  πιο  πολλές  πήγαιναν  με  λουλούδια 
στην εκκλησιά. Μερικές ακολουθούσαν και την κηδεία. 

Κάποτε βγήκε διαταγή να μη χτυπάνε οι καμπάνες στους θανάτους. Ούτε να μπαίνουν πια στις πόρτες 
μαύρες κουρτίνες. 

—Και πώς θα μαθαίνουμε ποιος πέθανε; Πώς, ποιο σπίτι έχει νεκρό; απορούσαν όλες. 

—Τι  πράματα  είναι  αυτά;  Ακούς  εκεί  με  το  ζόρι  πάνε  να  μας  φραγκέψουν,  σταυροκοπιόταν  η 
Νταντίαινα. 

Σιγά σιγά το συνήθισαν κι αυτό όπως και τόσα άλλα. 

Από  παντού  απλώνεται  η  Κάτω  Τούμπα.  Ο  συνοικισμός  Αθηνών  σχεδόν  ενώθηκε  με  το  «151»  που 
μένανε  οι  Εβραίοι.  Ο  συνοικισμός  Μουταλάσκης  έφθασε  ίσαμε  την  Οσία  Ξένη  στου  Χαριλάου,  που 
μένανε  οι  Ρώσοι  εμιγκρέδες.  Αράδα  κτίζανε  όσοι  πρόσφυγες  βρίσκανε  κάνα  οικοπεδάκι,  κι  είχαν  και 
καμιά πεντάρα. Άρχισαν πια ένας ένας να το παίρνουν απόφαση. Εδώ θα πιάσουν ρίζες. 

Digitized by 10uk1s 
Ο ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΜΑΗΣ

Πήρε τον ανήφορο. Ο κόσμος κατεβαίνει καταποδιαστά. Σκουντουφλά κάθε τόσο απάνω του. Με κόπο 
φτάνει στο Τσινάρι. Σταματά σ' ένα παλιό τουρκόσπιτο στην οδό Ακρίτα. Χτυπάει την ξώπορτα. 

—Απ'  τα  ξημερώματα,  βλέπω,  πήρες  τους  δρόμους,  άνοιξε  η  αδελφή  της  η  Μαγδαληνή.  Έλα  μέσα. 
Κάτσε. 

—Που να κάτσω; Δε με χωράει ο τόπος. 

—Να σου ετοιμάσω έναν καφέ. 

—Φαρμάκι ετοίμασέ μου. Όλη νύχτα δε φάνηκε ο Βαγγέλης. 

—Το ξέρω. Μου τα 'πε η κόρη μου. Εσένα τουλάχιστο είναι άντρας. Εγώ τι να πω; Τα μεσάνυχτα ήρθε 
σπίτι η Ευγένα. Τα χαράματα ξεπόρτισε. 

—Εσύ φταις. Δεκαπέντε χρονώ και δεν μπορείς να της τραβήξεις τα γκέμια; Βυζανιάρικο το 'φερες απ' 
τη Μικρασία. Χωρίς πατέρα το μεγάλωσες. Απ' το Εικοσιδυό σε τρώνε οι ξένες δουλειές. 

—Να τα πεις στην ίδια. Εμένα δε μ' ακούει. Πάω να της μιλήσω κι αμέσως μ' αποπαίρνει. Δοκιμάζω να 
τη συμβουλέψω, και να, μια γλώσσα. 

—Που ν' αντιμιλούσαμε εμείς στους γονιούς μας... 

—Άστα.  Πάν'  εκείνα  τα  χρόνια.  Σήμερα  ούτε  σεβασμός,  ούτε  λογαριάζουν  μεγαλύτερο.  Παναγιά  την 
έκανα  να  μην  πάρει  μέρος  στην  απεργία.  Τίποτα.  Την  προσκύνησα  να  μην  κατεβεί  στη  διαδήλωση. 
Χίμηξε  να  με  φάει.  «Βρε  παιδί  μου  δε  φτάνει  που  βρήκες  μια  δουλειά  και  βολεύτηκες  στο 
υφαντουργείο... Τρως το ψωμί του αφεντικού σου κι από πάνω σηκώνεις και κεφάλι;». Θεριό έγινε να 
με  φάει.  «Ποιο  ψωμί  του;  Εκείνος  ρουφάει  το  αίμα  μας.  Απ'  ένα  αργαλειό  τα  'κανε  δέκα.  Χώρια  η 
σπιταρόνα  στο  Ντεπό.  Χώρια  τα  μαγαζιά.  Κι  εμείς  στο  τουρκόσπιτο  στα  κατσάβραχα  και  με  νοίκι». 
Έλεγε,  έλεγε.  «Θα  σκάσεις  καμιά  φορά;»  της  άστραψα  μια  ανάποδη.  «Θα  την  κόψω  αυτή  τη 
γλωσσίτσα».  Δε  βαριέσαι.  Στου  κουφού  την  πόρτα  όσο  θέλεις  βρόντα.  Αξημέρωτα  χάθηκε.  Ήθελα  να 
μάθω ποιος τη δασκαλεύει. 

—Το χειρότερο με το γιο μου είναι, διακόπτει η αδελφή της, ότι δε δίνει σημασία στα λόγια μου. Ό,τι 
και να του πω, καμιά απάντηση. Ούτε συμβουλές, ούτε παρακαλετά, ούτε κλάματα πιάνουν. Λες κι όλα 
τα ξέρει εκείνος. 

Πέρασε το μεσημέρι, κι ακόμα λέγανε οι αδελφές τα παράπονά τους. 

Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα. Μπήκε η Ευγένα. Ξεμαλλιασμένη, μπαρουτιασμένη, σουρομαδημένη. 

—Παναγιά μου! μπήξανε κι οι δυο φωνή. Ξέχασαν παράπονα και κλάψες. 

Digitized by 10uk1s 
—Ε, τι πάθατε; Τι κοιτάτε έτσι; Έπρεπε να 'σασταν στη διαδήλωση να βλέπατε. 

—Δες τα μούτρα σου στον καθρέφτη. Δες τα χάλια σου. 

—Έξω ο κόσμος χαλνάει. Κι εσείς κάθεστε εδώ και τα λέτε του καλού καιρού. 

—Έπαθες τίποτα, Ευγένα μου; 

—Τίποτα. Άλλοι πάθανε. 

—Σκοτώθηκε κανένας; 

—Που  να  ξέρω;  Σωστός  πόλεμος  στην  Εγνατία  και  Βενιζέλου.  Μπροστά  στο  Καραβάν  Σαράι 
χωροφύλακες, αντλίες, στρατός, περίπολα. 

—Ευγένα μου, τι ακούω... 

—Μάλιστα.  Που  να  βλέπατε;  Χιλιάδες  κατέβαιναν  οι  καπνεργάτες.  Απ'  το  Βαρδάρη,  απ'  τον  Γκεντή 
Κουλέ,  την  Τούμπα,  την  Καλαμαριά.  Σμίγανε  μαζί  τους  οι  υφαντουργοί  κι  όλες  οι  συντεχνίες.  Με  μια 
φωνή ζητούσαν το δίκιο τους. Ξαφνικά ακούστηκαν πιστολιές. 

—Χριστός και Παναγιά, διακόπτουν οι δυο γυναίκες. 

—Τα  χάσαμε  στην  αρχή.  Γρήγορα  όμως  βρήκαμε  τον  εαυτό  μας.  Αλαφιασμένος  ο  κόσμος  έτρεξε  στις 
παρόδους,  χώθηκε  στα  μαγαζιά.  Πολλοί  κατεβάζανε  τα  ρολά.  Κλείνανε  τις  πόρτες.  Εμείς  εκεί. 
Ζητωκραυγάζαμε,  χειροκροτούσαμε,  φωνάζαμε.  «Ζήτω  η  απεργία».  «Κάτω  οι  εκμεταλλευτές». 
«Θάνατος στο φασισμό». 

—Θεέ μου, τι είν' αυτά που ακούω! 

—Θα παλαβώσω. Φεύγω να δω που βρίσκεται ο γιος μου. Σηκώθηκε η αδελφή. 

Χτυπημένος στο κεφάλι ο Βαγγέλης, δεν πρόφτασε να πέσει χάμω. Τον κράτησε απ' τη μέση η Μαρία. 
Τον  βοήθησε  και  φτάσανε  σιγά  σιγά  στο  Διοικητήριο.  Εκεί  στρίψανε  δεξιά.  Περπάτησαν  λίγο,  και 
χώθηκαν σ' ένα παραγκάκι κοντά στον Άι Δημήτρη. Κανείς μέσα. Τον ξάπλωσε η Μαρία στο κρεβάτι και 
βάλθηκε να τον περιποιείται. 

Πάνιασε η μάνα του μόλις τον είδε μες στα αίματα. 

—Σε χτυπήσανε παιδί μου, πάτησε τα κλάματα. 

—Δεν είναι τίποτα, λέει η Μαρία. Φέρε σπίρτο, οξυζενέ, ιώδιο. Ό,τι έχεις. 

Digitized by 10uk1s 
Του καθαρίσανε τα αίματα. Toυ δέσανε το κεφάλι. 

—Φεύγεις, Μαρία; κάνει με παράπονο ο Βαγγέλης. 

—Πάω να δω τι έγιναν οι άλλοι. Εσύ μη σηκωθείς. 

Μόλις έκλεισε την πόρτα η μάνα, τρέχει στο γιο της. 

—Γιατί κατέβηκες, παιδάκι μου, στην απεργία; Δε σου είπα να μην ανακατεύεσαι εσύ; Του χαϊδεύει το 
πρόσωπο. 

—Θέλουμε καλύτερο μεροκάματο, μάνα. 

—Είδα  κι  έπαθα  να  σε  μεγαλώσω  χωρίς  πατέρα.  Βοήθησε  ο  Θεός  και  γλίτωσες  απ'  τη  σφαγή  και  την 
αιχμαλωσία των Τούρκων... Τώρα τι θες; Γιατί δεν ησυχάζεις; 

—Γλίτωσα  απ'  τη  σφαγή;  και  την  αιχμαλωσία  των  Τούρκων,  και  τώρα  μας  θερίζει  η  σφαγή  κι  η 
αιχμαλωσία της πείνας. 

—Η Μαρία τα φταίει όλα. Αυτή σου πιπιλίζει το μυαλό. Πριν τη γνωρίσεις δεν είχες τέτοιες ιδέες. 

—Δε φταίει η Μαρία. Όλη η εργατιά παλεύει για μια μπουκιά ψωμί. Κι ούτε αυτή η μπουκιά ολόκληρη. 

—Μίλα έτσι. Γι' αυτό τα 'χουν όλοι με τους πρόσφυγες. 

—Κακό τους κάνανε, βλέπεις, οι πρόσφυγες. Βρήκαν τζάμπα χέρια και μιλάνε κιόλας. Δουλεύουν αυτοί 
για  να  πλουτίζουν  οι  άλλοι.  Ξέρεις  πόσες  χιλιάδες  βιομηχανίες  κι  επιχειρήσεις  άνοιξαν  από  τότε  που 
ήρθαν  οι  πρόσφυγες;  Κι  οι  ίδιοι  πεθαίνουν  απ'  την  πείνα,  την  ανέχεια,  τη  φθίση.  Από  φθίση  πέθανε 
πέρσι κι η αδελφή της Μαρίας. Πέθανε γιατί δεν είχανε ούτε φάρμακα, ούτε φαΐ. Να στα πει η ίδια. 

—Πολλά λέει η Μαρία. 

—Όλο με τη Μαρία τα 'χεις. 

—Δε θέλω να ανακατεύεσαι πουθενά. Τρέμω μη μου πάθεις τίποτα... 

— Δεν παθαίνω. Άντε να ησυχάσεις. 

Που να ησυχάσει; Ώρες στριφογυρίζει στο κρεβάτι της. Αχ, αυτή η Μαρία... Και πώς τη συμπάθησε όταν 
την πρωτόφερε στο σπίτι τους ο γιος της... «Η Μαρία είναι απ' τα μέρη μας, μάνα», της είπε, μόλις τη 
σύστησε. «Απ' τις Φώκιες. Δουλεύουμε μαζί στο καπνομάγαζο». 

Να ένα κορίτσι για το Βαγγέλη της. Όμορφο και σοβαρό. Σαν Παναγιά έδειχνε στα μαύρα. Μονάχα πολύ 

Digitized by 10uk1s 
χλωμή. Αγέλαστα τα χείλια. Τα μάτια καθρεφτίζουν τον πόνο της προσφυγιάς, της ορφάνιας, του χάρου. 
Την κράτησε να φάνε μαζί. Μετά το φαΐ, μπήκε η Μαρία στο κουζινάκι κι έπλυνε στα σβέλτα τα πιάτα. 
Τη Μαρία θα 'θελε για νύφη. 

Μήνες κουβαλάει στο παραγκάκι τους κι άλλους ο γιος της. Όλοι φίλοι της Μαρίας. Ο Κωνσταντής απ' 
τη Θράκη. Ο Αριστείδης απ' τον Πόντο. Ο Νίκος απ' την Καβάλα. Μαζεύονται εδώ και λένε, λένε. Καθώς 
αυτή πλέκει, κάτι μέσες άκρες αρπάνε τ' αυτιά της. Τελευταία, όλο για απεργίες μιλάνε. «Φούντωσε η 
απεργία σ' ολόκληρη την Ελλάδα». «Ξεσηκώθηκαν κι οι φτωχοί αγρότες». «Πολλά εργοστάσια κάνανε 
λοκ άουτ». Τι θα πει «λοκ άουτ»; Μοιάζει με λοκάντα. Όμως λοκάντα, δηλαδή μαγερειό, δεν κάνουν τα 
εργοστάσια.  Κάτι  άλλο  είναι.  Κάτι  κακό.  Καμιά  φορά  ρωτά:  «Τι  θα  πει  ο  τιμάριθμος  ανεβαίνει;»  «Ο 
τιμάριθμος ανεβαίνει», θα πει, ότι η ζωή ακριβαίνει κι ο φτωχός δεν μπορεί να χορτάσει ψωμί, γιατί το 
μεροκάματο  είναι  μικρό»,  της  εξηγούν.  Μια  φορά,  την  ώρα  που  άναψε  η  συζήτηση  για  τον  Κονδύλη, 
που  έφερε  το  βασιλιά,  πετάχτηκε  αυτή:  «Αν  ζούσε  ο  Βενιζέλος,  ούτε  βασιλιάς  θα  'ρχόταν,  ούτε 
φασαρίες θα 'χαμε». «Παράτα μας κι εσύ με το Βενιζέλο», την αποπήρε ο γιος της. «Ο Βενιζέλος είναι 
εκείνος που έκανε το Ιδιώνυμο». «Τι θα πει Ιδιώνυμο;» ρώτησε πάλι. «Ιδιώνυμο θα πει, ένας ιδιαίτερος 
νόμος,  για  να  γεμίζουν  οι  φυλακές  και  τα  ξερονήσια»  της  εξήγησε  ο  Αριστείδης.  Ό,τι  θένε  ας  λένε.  Ο 
Βενιζέλος  αγαπούσε  τους  πρόσφυγες.  Όμως  γιατί  να  κάνει  το  Ιδιώνυμο;  Ουφ,  τι  τη  νοιάζει.  «Τι  σε 
νοιάζει;» Την άρπαξε ο γιος της. «Δε βλέπεις ότι εμείς τα πληρώνουμε όλα;» «Φοβάμαι παιδί μου». «Τι 
να φοβηθεί ο φτωχός; Τι έχει να χάσει; Σκλάβος της δουλειάς, ζητάει να πληρώνεται ο κόπος του. Να 
μην  πεθαίνει  της  πείνας».  Τότε  μίλησε  ο  Νίκος:  «Ζητάς  ανθρωπινό  μεροκάματο,  και  σε  χτυπάνε.  Κι 
όμως εκατομμύρια πληρώνει στους ξένους το κράτος. Αυτοί μας καθίσανε πάλι το βασιλιά στο σβέρκο. 
Οι δικοί μας, είναι τσιράκια τους». «Και τι με νοιάζει εμένα;» «Πάλι τι σε νοιάζει; Κι όμως θα 'πρεπε να 
σε νοιάζει, μητέρα. Είδες, προχτές μας ειδοποιήσανε ότι θα χτίσουνε. Και που να πάμε;» 

Αλήθεια, που θα πάνε; Αυτό το παραγκάκι, που το στήσανε με το αίμα τους, τώρα πρέπει να πάρουνε 
τα  παλιοσάνιδα  και  να  φύγουνε.  Κι  οι  συνοικισμοί  γεμάτοι...  Και  τα  νοίκια  φωτιά...  Κι  η  δουλειά  στο 
καπνομάγαζο  μονάχα  τέσσερις  μήνες  τα  χρόνο...  Κι  η  ίδια  πότε  βρίσκει  μεροκάματο  στα  σπίτια,  πότε 
όχι... Που θα πάνε; αλέθει αδιάκοπα το μυαλό όλη τη νύχτα. 

Τα χαράματα ήρθαν η Μαρία κι ο Αριστείδης. 

—Ούτε  συγκοινωνία,  ούτε  τίποτα.  Κηρύχτηκε  εικοσιτετράωρη  πανεργατική  απεργία.  Η  Θεσσαλονίκη 


στρατοκρατείται. Από τώρα κατεβαίνουν οι απεργοί. Θα 'ρθεις; 

—Όχι, δε θα πάει πουθενά, πετάχτηκε η μάνα. 

—Θα 'ρθω, σηκώθηκε ο Βαγγέλης απ' το κρεβάτι. 

—Δε βλέπεις, παιδί μου, τα μούτρα σου γεμάτα μελανιές! Ακόμα δεμένο το κεφάλι σου. 

—Δεν είναι τίποτα, πέταξε τον κεφαλόδεσμο. 

—Μην το κάνεις, παιδί μου, κλαίει εκείνη. 

Digitized by 10uk1s 
—Θα πάω, μητέρα. 

Άδικα τον παρακαλεί. Απελπισμένη του λέει: 

—Τότε θα 'ρθω κι εγώ. Να 'μαι τουλάχιστο μαζί σου. 

—Έτσι, μπράβο, την αγκάλιασε και τη φιλούσε. 

Τους ετοίμασε καφέ. Ύστερα βγήκαν όλοι μαζί. Η μάνα κοντά στο Βαγγέλη. Τα 'χασε. Τι είναι αυτό που 
βλέπει; Χιλιάδες κόσμος κατεβαίνει προς το κέντρο. Όλοι μαζί σαν ένας άνθρωπος. Ποτάμια οι δρόμοι. 
Πλημμύρισαν τα πεζοδρόμια. Βροντοφωνάζουν όλοι το δίκιο τους. Παράξενα νιώθει η μάνα. Λαχτάρες 
πλημμυρίζουν τα στήθια της. Μούδιασε το κορμί απ' τη συγκίνηση. Συνεπαρμένη χειροκροτεί κι αυτή 
με τον κόσμο. Παρασύρεται μαζί του. Ξεκόβει απ' τους δικούς της. Χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε στη 
διασταύρωση  Βενιζέλου  —  Εγνατία.  Ομιλίες  απ'  τα  μπαλκόνια,  απ'  τα  κορότσια.  Ομιλίες,  που  'ναι 
βροντές κι αστροπελέκια. Κάτι γίνεται στην Πλατεία Κολόμβου. Κάτι στην οδό Συγγρού. Στην Μεγάλου 
Αλεξάνδρου.  Αγωνία  στα  πρόσωπα.  Φουσκώνουν  τα  κύματα  του  κόσμου.  Επιθέσεις,  συμπλοκές  που 
πυκνώνουν.  Σπαθιές,  υποκόπανοι  χτυπούν  τους  απεργούς.  Χάθηκε  ο  ήλιος.  Κατσούφιασε  ο  καιρός. 
Ψιλοβρέχει κιόλας, λες κι είναι δάκρυα που ρίχνει ο ουρανός. 

Άρχισε το πιστολίδι. 

Ανταριάστηκε η κοσμοπλημμύρα. Βόγκοι, κατάρες, κλάματα, φωνές. 

—Μας σκοτώνουν. 

Σφυρίζουν οι σφαίρες. Πέφτουν κορμιά. Οδοφράγματα, κυνηγητό, ξύλο, βρισιές. 

Που είναι ο γιος της; Ποιον να ρωτήσει; Που να ψάξει; 

—Βαγγέλη,  Βαγγέλη,  σβήνει  η  φωνή  στο  πανδαιμόνιο.  Βουίζουν  οι  σφαίρες.  Τρυπάνε  τους  τοίχους. 
Σπάνε τα τζάμια. Χτυπάνε κορμιά. 

—Αίσχος. 

—Κάτω ο Μεταξάς. 

—Θάνατος στους δολοφόνους. 

Μεγαλώνει το οργισμένο κύμα. 

—Βαγγέλη, Βαγγέλη, την παρασέρνει η παλίρροια του κόσμου. Που πάει; 

Πόσες ώρες πέρασαν; 

Digitized by 10uk1s 
Τέσσερα παλικάρια κρατάνε ψηλά μια πόρτα κι απάνω ο πρώτος σκοτωμένος. Επιτάφιος που ανοίγει το 
δρόμο. Ακολουθεί η λιτανεία των χιλιάδων. Το κλάμα ανεβαίνει τη Βενιζέλου. Στο Διοικητήριο γίνεται 
διαδήλωση που την καθηλώνει η άρνηση. Κι αρχίζουν οι καμπάνες. 

Νταγκ,  νταγκ...  Μια  μια,  κι  όλες  μαζί.  Νταγκ,  νταγκ,  σημαίνουν  οι  καμπάνες  το  πένθος  της 
Θεσσαλονίκης.  Καλούν  τον  κόσμο.  Κατεβαίνουν  οι  συνοικίες  κι  οι  συνοικισμοί.  Απόγεμα  κι  ακόμα 
κατεβαίνουν.  Κι  η  μάνα  παρασύρεται  μαζί  τους.  Φτάνουν  όλοι  στο  ματωμένο  τόπο.  Τον  ραίνουν  με 
λουλούδια. Γονατίζουν.  Ψέλνουν  το  πένθιμο εμβατήριο. Κόκκινα υψώνονται τα ματωμένα πουκάμισα 
των σκοτωμένων και των  λαβωμένων. Μαύρες σημαίες  ανεμίζουν το  πικρό μαντάτο. Νταγκ νταγκ. Τα 
μπαλκόνια  και  τα  παράθυρα  έγιναν  δάκρυ  και  συμπαράσταση.  Συναδέλφωση  ο  στρατός.  Οι  πλατείες 
συλλαλητήρια.  Οι  δρόμοι  διαδηλώσεις.  Διαδήλωση  η  Βενιζέλου,  η  Τσιμισκή,  η  Αγίας  Σοφίας.  Μια 
διαδήλωση σταμάτησε στον Άι Δημήτρη. Νταγκ, νταγκ, κλαίνε οι καμπάνες τα σκοτωμένα νιάτα. Κλαίει 
ο ουρανός. Κλαίει ο κόσμος. Κλαίει η μάνα. Ανάμεσα απ' τα δάκρυα είδε το παραγκάκι της. Χωρίς να το 
καταλάβει, βρέθηκε μέσα. Ξεμαλλιασμένη, ξεσκισμένη έπεσε στο κρεβάτι. Μέσ' στη θολούρα του νου, 
βλέπει τη μάνα του σκοτωμένου ν' αγκαλιάζει το γιο της. Ξαστέρωσε μονομιάς το μυαλό. 

Τι  ήτανε  αυτό  που  έζησε  σήμερα;  Έχει  δίκιο  η  Μαρία.  Έχει  δίκιο  η  Ευγένα.  Έχει  δίκιο  ο  γιος  της,  ο 
Αριστείδης, ο Κωνσταντής, ο Νίκος... 

Όταν ήρθαν το βράδυ ο Βαγγέλης κι η Μαρία, η μάνα βολόδερνε σ' ανταριασμένο πέλαγος. Θεριεμένα 
κύματα οι σκέψεις, πάλευαν στο μυαλό και τίναζαν ψηλά την ψυχή. 

—Μάνα. 

—Παιδί μου, παιδί μου, τον πνίγει στα φιλιά. 

—Που ήσουνα; Ώρες σε ψάχναμε... 

Εκεί που έπρεπε να είναι. Χαϊδεύει τη Μαρία. 

—Είσαι χλωμή. Είσαι αδύνατη. Έχεις ανάγκη από φροντίδα. Να 'ρθεις να μείνεις μαζί μας. Εγώ θα 'μαι 
μάνα σου πια. 

Το ίδιο φως λαμπύρισε στα δακρυσμένα μάτια και των τριών. 

Είπανε, είπανε. 

—Είδες τι δύναμη έχει ο λαός, μάνα; Παντού στη Θεσσαλονίκη βασιλεύει η τάξη. Αχ, και να άλλαζε η 
ζωή... Να φέξει και για τους φτωχούς... Είσαι κουρασμένη, μάνα. Άντε να ησυχάσεις. 

—Εγώ κουρασμένη; Εγώ να ησυχάσω; 

—Μπράβο. Έτσι σε θέλω. Αύριο στις δέκα είναι η κηδεία, θα 'ρθεις; 

Και βέβαια θα 'ρθει. Κοιτάει τη Μαρία. Πετσί και κόκαλο. Που τη βρίσκει τόση δύναμη; 

Digitized by 10uk1s 
—Θα κρατώ απ' το χέρι σφιχτά‐σφιχτά τη Μαρία. 

Στις τέσσερις Αυγούστου του 1936, μαζί με την κηδεία της Λευτεριάς, κηδέψανε και τη Μαρία. 

Digitized by 10uk1s 
ΣΤΟΝ ΚΑΦΕΝΕ

Καφενέ  τον  λέγανε,  κι  ας  ήτανε  πιο  πολύ  καπηλειό.  Ο  μπάρμπα  Θαλής,  πρόσφυγας  απ'  την  Ανατολή, 
πρόφτασε απ' τους πρώτους κι έστησε ένα παραγκάκι στη Δημητρίου του Πολιορκητού, κατεβαίνοντας 
αριστερά προς την Αγίου Δημητρίου. Σε λίγες μέρες έτοιμο το καπηλειό. Στη μέση οι πάγκοι και γύρω‐
γύρω οι καρέκλες. Πίσω τα βαρέλια με τις κάνουλες χαμηλά προς τα κάτω. 

Γρήγορα  πήρε  να  γεμίζει.  Σχεδόν  όλοι  πρόσφυγες.  Τακτικοί  πελάτες  οι  ηλικιωμένοι.  Κάμποσοι 
μεσόκοποι και λιγοστοί νέοι άνεργοι. 

Δεν έλειπε ο μπάρμπα Γιώργος που 'χασε δυο γιους στην αιχμαλωσία. Έφτασε στη Θεσσαλονίκη με τη 
γυναίκα του που γκαβώθηκε απ' το κλάμα. Δεν έλειπε ο κυρ Αναστάσης, που του εξοντώσανε ολόκληρη 
την οικογένεια. Τώρα ακούμπησε κοντά στις ανιψιές του. Κι ο Μίμης, ούτε δεκαοχτώ χρονώ, πιο πολύ 
άνεργος,  ηφαίστειο,  έτοιμο  να  εκραγεί.  Συχνά  τα  βράδια  έρχονταν  κι  ο  Χατζηνάσος  με  τον  καθηγητή. 
Πολλοί ντόπιοι μαζεύονται τελευταία. 

Ο  μπάρμπα  Θαλής,  με  γκρίζα  μαλλιά  κι  άσπρο  μουστάκι,  ένας  καλοσυνάτος  πενηντάρης,  χωρατατζής 
και  κεφάτος,  πάντα  πρόθυμος  να  περιποιηθεί  τους  πελάτες.  Ό,τι  θένε:  Κρασί,  τσίπουρο,  μεζεδάκι, 
καφέδες. 

Καθημερινό στέκι ο καφενές. Κουβαλιούνταν εκεί να πιουν το κατοσταράκι. Να ξεχάσουν τα ντέρτια. Να 
παίξουν  καμιά  πρέφα.  Να  'κούσουν  κάνα  νέο.  Να  λύσουν  τ'  άλυτα  προβλήματα.  Καυτό  θέμα,  το 
προσφυγικό ζήτημα κι οι επικαιρότητες, οι δεμένες με την πολιτική. 

Εκείνη τη μέρα, στις τριάντα του Δεκέμβρη του 1923, ανάρπαστες οι εφημερίδες. Συγκλονιστικό το νέο. 
Έπεσε ο Σουλτάνος. Έγινε δημοκρατία η Τουρκία. 

—Βρε, βρε! Κι οι Μεμέτηδες να ξυπνήσουν! Κι εμείς ακόμα να θέλουμε βασιλιά, έλεγε μ' αγανάκτηση ο 
Μίμης. 

—Ήτανε φυσικό, πήρε το λόγο ο καθηγητής. Με τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο πέσανε οι μεγαλύτερες 
δυναστείες της γης. Οι Ρωμανώφ, οι Χόεντζόλερν, οι Αψβούργοι. Όλοι ηττημένοι. Σειρά είχε η Τουρκία. 
Σ' έναν άλλο πόλεμο, θα πέσουν κι οι υπόλοιπες. 

—Αμήν. 

Αλίμονο αν γίνει κι άλλος τέτοιος πόλεμος... 

—Και ποιος κυβερνά τώρα την Τουρκία; ρώτησε ο κυρ Αναστάσης. 

—Πρόεδρος είναι ο Κεμάλ και πρωθυπουργός ο Ισμέτ Ινονού. 

—Μη  μιλάτε  για  τον  Κεμάλ.  Αυτός  είναι  ο  Αντίχριστος  που  αναφέρει  η  Αποκάλυψη,  φούντωσε  ο 
Θανάσης. Φούντωσαν κι οι πρόσφυγες. 

Digitized by 10uk1s 
—Αυτός μας ξερίζωσε. 

—Οι σύμμαχοι μας ξερίζωσαν, συνεχίζει ο καθηγητής. Δηλαδή τα συμφέροντά τους. Αντί να εκτελέσουν 
πέρσι  τους  έξι  στο  Γουδί,  έπρεπε  να  κόβανε  τις  σχέσεις  με  τους  πραγματικά  υπεύθυνους.  Να 
απαλλαγούμε  μια  για  πάντα  απ'  τους  «σύμμαχους».  Μόνο  τότε  θα  μπορέσει  να  σηκώσει  κεφάλι  η 
Ελλάδα. 

—Βρε, τι μας νοιάζει εμάς για τους σύμμαχους; Ο σκοπός είναι να γυρίσουμε στον τόπο μας. 

—Τώρα  στον  τόπο  μας;  Τώρα  που  υπογράφτηκε  στη  Λωζάνη  Συνθήκη  Ειρήνης  με  τους  Τούρκους; 
Πετάχτηκε πάλι ο Μίμης. 

—Δηλαδή; 

—Τώρα  περιορίζονται  τα  σύνορά  μας  στον  Έβρο...  Μάλιστα  έγινε  η  σύμβαση  για  την  ανταλλαγή  των 
πληθυσμών, επεμβαίνει πάλι ο καθηγητής. 

—Τι ανταλλαγή; Εμείς αφήσαμε στις πατρίδες μας αμέτρητη περιουσία. Κοντά τριακόσια εκατομμύρια 
τούρκικες χρυσές λίρες, γράφουν οι εφημερίδες. 

—Μονάχα λίρες; μπαίνει στη μέση ο μπάρμπα Γιώργος. Με τι θα πληρωθούνε οι σκοτωμένοι; Με τι οι 
εξαφανισθέντες; 

—Βρε πληρώνεται ποτέ η γης που γεννηθήκαμε; παίρνει το λόγο ο κυρ Αναστάσης, η γης που αφήσαμε 
τα κόκαλα των δικών μας; 

Δεν μπορούσε να το χωρέσει ο νους των προσφύγων ότι δεν θα ξαναγυρίζανε. 

Κι  όμως  έγινε  η  ανταλλαγή.  Φεύγανε  οι  Τούρκοι.  Κουβαλούσανε  ό,τι  θέλανε.  Πουλούσανε  ό,τι 
μπορούσανε. Παίρνανε τα λεφτά και τα έπιπλα μαζί τους. Μόνο τ' ακίνητα αφήσανε. 

Χολιασμένοι όλοι πάλι απόψε στον καφενέ. 

—Δίκαιη  ανταλλαγή  είναι  αυτή;  Οι  δικοί  μας  πάνω  από  δυο  εκατομμύρια.  Εκατοντάδες  χιλιάδες  οι 
σφαγμένοι  κι  οι  εξαφανισθέντες.  Κοντά  ένα  εκατομμύριο  τριακόσιες  ψυχές  φθάσανε  εδώ.  Πόσες 
χιλιάδες μετράνε τούτοι; Πες, κυρ καθηγητή. 

—Ούτε τριακόσιες πενήντα πέντε χιλιάδες. 

—Και είναι τίμιο αυτό; 

—Είμαστε,  βλέπεις  οι  νικημένοι.  Πάλι  καλά  τα  κατάφερε  ο  Βενιζέλος  και  δεν  πληρώσαμε  άλλα 
τζερεμέδια. 

—Που  πάει  η  Ελλάδα  των  πέντε  θαλασσών  και  των  δύο  ηπείρων,  που  ονειρεύτηκε  ο  Λευτέρης,  που 

Digitized by 10uk1s 
ονειρευτήκαμε όλοι μας; κάνει με πόνο ο Θανάσης. 

—Βρε, αφήστε αυτά τα όνειρα. Από μέσα από τα χέρια μας χάσαμε την Ανατολική Θράκη, αναστέναξε ο 
Περικλής απ' τις Σαράντα Εκκλησιές. 

—Γιατί δε λες και τα δυτικά παράλια της Μικρασίας, την Πόλη; 

—Ας όψονται οι σύμμαχοι. 

Δόθηκε κι η αποζημίωση. 

—Πες, κατάλαβες τίποτα; ρωτούσε ο ένας τον άλλον στον καφενέ. 

—Τι  να  καταλάβουμε;  Είκοσι  δυο  στα  εκατό  μετρητά,  τ'  άλλα  ομολογίες.  Εφτακόσιες  δραχμές  η 
ομολογία. Κι όχι στο χέρι. Τι να πρωτοκάνεις μ' αυτά; Τι να πρωτοκοιτάξεις; Μπορείς να βάλεις μπροστά 
καμιά δουλίτσα; 

—Άσε,  που  ξεσηκωθήκανε  τώρα  κι  οι  γαμπροί  και  ζητάνε  προίκα  απ'  τα  κορίτσια  μας.  Το  λέει  και  το 
τραγούδι: 

Αν δεν σου δώσ' η μάνα σου σαράντα ομολογίες


και δεκαπέντε μετρητές και πάλι είναι λίγες.

—Αφήσαμε βιος και βιος κι ούτε ένα σπιτάκι δεν μπορέσαμε να πάρουμε. 

—Πώς να πάρουμε; Με τι παράδες; 

—Εσύ, μπάρμπα Νικολή, άκουσα ότι αγόρασες ανταλλάξιμο, ρώτησε ο Γιώργος. 

—Μπα, μπα... Γι' αυτό δε μας έρχεσαι τελευταία... 

—Και πώς τα κατάφερες; 

—Τι  να  καταφέρω;  Μαζευτήκαμε  τρεις  συγγενείς  και  σουμάραμε  όλοι  μαζί.  Αφού  κινήσαμε  γη  και 
ουρανό, τέλος μας δώσανε ένα σαράβαλο στου διαόλου τη μάνα. 

—Δεν  καταλαβαίνω  τι  θα  πει  σουμάρατε  τρεις  μαζί;  Και  ποιανού  είναι  η  γης,  ποιανού  τα  κεραμίδια; 
Δηλαδή ποιος είναι νοικοκύρης; 

—«Εξ αδιαιρέτου» τα λένε αυτά. 

—Και που το πήρατε; 

—Ψηλά στο Γκεντή Κουλέ. Ακροβάτης πρέπει να 'σαι για να μη γλιστρήσεις. 

Digitized by 10uk1s 
—Εμένα όλα τα σπίτια να μου τα χαρίσουν, δεν το κουνώ απ' το παραγκάκι μου. Ξέρω, αργά η γρήγορα, 
θα γυρίσουμε στην πατρίδα. 

—Βρε, μας πουλήσανε. Το καταλάβατε; Ξεγράψτε πια την πατρίδα, πετιόταν όρθιος ο Μίμης. 

—Ανάθεμα στο Παλάτι. 

—Καλά ζητούσε ο Πάγκαλος απ' τον Πλαστήρα και το Γονατά να μεταφερθεί ο βασιλιάς απ' την Ιταλία 
και  να  περάσει  από  στρατοδικείο.  Να  συλληφθούν  ο  στρατηγός  Μεταξάς,  ο  Δούσμανης  κι  η  παρέα 
τους. 

—Μην έχετε εμπιστοσύνη στον Πάγκαλο. Σκοπός του είναι να ανατρέψει τον Πλαστήρα και τον Γονατά 
και ν' αναλάβει ο ίδιος. 

—Ας κοπιάσει. 

Κι  ήρθε  ο  Πάγκαλος  με  τη  δικτατορία  του.  Το  πέρασμά  του  στην  ιστορία,  δέθηκε  με  το  μάκρος  της 
φούστας της γυναίκας. Μικρομέγαλοι τραγουδούσαν τότε στην Ελλάδα: 

Μ' αρέσουνε του Πάγκαλου τα γούστα


που σας μάκρυνε τη φούστα...

—Νάτα μας, σήκωσε το κεφάλι απ' την εφημερίδα ο καθηγητής. 

—Τι τρέχει; ρώτησαν όλοι μαζί. 

—Βάλανε τρεις μήνες φυλακή μια γυναίκα επειδή, παρ' όλη τη διαταγή του Πάγκαλου, βγήκε στο δρόμο 
με φουστάνι πάνω απ' τα γόνατα. 

—Ποια είναι; 

—Εδώ έχει τη φωτογραφία της. 

—Πω, πω κόμματος... 

—Έχει αλά γκαρσόν μαλλιά. Οι ώμοι της όξω. Κατίνα Καρύδα τη λένε. 

—Άλλη αξία δεν έδειξε ο Πάγκαλος, παρά να στήσει στους δρόμους την αστυνομία και να μετράει το 
μάκρος  της  φούστας  των  γυναικών.  Μονάχα  τριάντα  πόντους  πάνω  απ'  τη  γη.  Σα  δε  ντρεπούμαστε... 
άναψε πάλι ο Μίμης. 

—Αυτές να ντραπούνε. Οι ξετσίπωτες. Όλα τα δείξανε πια, ξεσπάθωσαν οι ηλικιωμένοι. 

—Και τι αξία έχει σήμερα η γυναίκα; Ξεσκέπασε τα μπράτσα, τις γάμπες. Τα 'βγαλε όλα στη φόρα, λένε 
όλοι μαζί. 

—Δηλαδή η αξία είναι να τα 'χει κρυμμένα; γελούσε ειρωνικά ο Μίμης. 

Digitized by 10uk1s 
—Δε λες για το νυφοπάζαρο, τ' αραντεβού; 

—Εμ και τ' άλλο; Να βάφουνε τα χείλια, τα μάγουλα, τα μάτια; Το κυριότερο, να κόψουνε τα μαλλιά; Τι 
χάρη μπορεί να 'χει η γυναίκα με κουρεμένο κεφάλι; Το στόλισμά της είναι τα μαλλιά της. 

—Γιατί  δε  λέτε  τίποτα  και  για  τους  άντρες  που  ξουρίζουν  το  μουστάκι;  κάνει  ο  μπάρμπα  Θαλής, 
στρίβοντας το μουστάκι του. 

—Και πώς θα φανεί κανείς, χωρίς μουστάκι, ότι είναι άντρας; 

—Και με το μουστάκι θα φανεί; αρπαζόταν πάλι ο Μίμης. 

—Με τι; Σαν κι εσένα που το 'κοψες σύρριζα; Στην ηλικία σου, βρε, εμείς καμαρώναμε για το μουστάκι 
μας. Το στρίβαμε και το ξαναστρίβαμε άμα βλέπαμε κορίτσι. 

—Αχ, που 'ναι κείνα τα χρόνια... αναστέναξε ο μπάρμπα Αποστόλης ο Σμυρνιός. 

—Τι  να  πεις...  συμπλήρωνε  ένας  ντόπιος  γέρος.  Τώρα  που  έγινε  η  θάλασσα  γιαούρτι  μας  λείπουν  τα 
κουτάλια. Άντε στην υγειά σας. 

—Στην υγειά σου. 

—Όλα είναι απόρροια των αναγκών της ζωής, εξηγούσε ο καθηγητής. Η γυναίκα τώρα εργάζεται διπλά. 
Και μέσα στο σπίτι κι έξω απ' το σπίτι. Δεν έχει καιρό να χτενίζει κάθε πρωί με τις ώρες τα μαλλιά. Ούτε 
μπορεί να τρέχει βιαστικά στη δουλειά της ή ν' ανεβαίνει στο τραμ και να μπερδεύονται τα φουστάνια 
στα πόδια της. 

Όταν μιλούσε ο καθηγητής, σταματούσαν όλοι. Μόνο αυτόν άκουαν. 

Το καφενείο έδειχνε το σφυγμό της ζωής της εποχής. Εκεί τα νέα, οι πληροφορίες, οι διαδόσεις. 

Πανηγύρι για τη νίκη του Βενιζέλου το 1928. Τραγουδούσαν, χορεύανε, κερνούσε ο ένας τον άλλο. 

Όλοι σκεφτικοί, όταν διάβαζαν, για την παγκόσμια  κρίση του 1929, τις απεργίες. Πένθος όταν έγινε ο 
σεισμός  της  Χαλκιδικής.  Σκοτώθηκε  στην  Αρναία  ο  Αβραάμ  απ'  τα  Άδανα,  που  σύχναζε  άλλοτε  στον 
καφενέ. Είχε πάρει κλήρο κι είχε φύγει με την οικογένειά του. 

Με τους σεισμούς, οι πιο πολλοί σκορπίστηκαν. Άλλοι κοιμόνταν στις πλατείες, στο Λευκό Πύργο, άλλοι 
στους  συνοικισμούς.  Τεράστιοι  οι  τίτλοι  στην  πρώτη  σελίδα  στις  εφημερίδες,  για  τις  καταστροφές. 
Φωτογραφίες απ' τους νεκρούς και τα ισοπεδωμένα χωριά. Γέμισαν τα νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης 
τραυματίες. 

Digitized by 10uk1s 
Μπαρούτι μοναχό, μπήκε μια μέρα ο Μίμης στον καφενέ. 

—Αίσχος, αίσχος. 

—Τι τρέχει; 

—Διαβάσατε τι γράφει ο Νίκος Κρανιωτάκης στην εφημερίδα του: «Ο Τύπος»; 

—Όχι. 

—Γράφει ότι «Πρέπει να επιβληθεί στους πρόσφυγες να φορέσουν κίτρινα περιβραχιόνια, για να τους 
γνωρίζουν οι Έλληνες και να τους αποφεύγουν». 

Τινάχτηκαν όλοι στο πόδι. 

—Ποιος, είν' αυτός; 

—Ένας δημοσιογράφος. Φανατισμένος αντιβενιζελικός, είχε συλληφθεί το 1922 απ' τον Πλαστήρα μαζί 
με τους άλλους και τον απομονώσανε στις φυλακές Αβέρωφ. 

—Μα αυτός είναι άπατρις, ανθέλληνας... 

—Δεν  ξέρει  ότι  εμείς  έχουμε  τον  αρχαιότερο  πολιτισμό;  Βρε  ευλογία  ήταν  οι  πρόσφυγες  για  την 
Ελλάδα... 

—Έτσι  είπε  κι  ο  Μόργκεντάου,  αυτός  ο  φιλέλληνας  διπλωμάτης,  που  ήτανε  ο  πρώτος  πρόεδρος  της 
Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων, λέει ένας, άλλοτε υπάλληλος του Εποικισμού. 

—Μονάχα ο Μόργκεντάου; Τα ίδια είπε κι ο Βενιζέλος. 

—Κι  όμως  στην  Παλιά  Ελλάδα,  και  στην  Αθήνα  ακόμα,  σαν  μπαμπούλα  δείχνουνε  τον  πρόσφυγα. 
Πολλοί, «πρόσφιγγες» τους λένε. «Θα σε φάει ο πρόσφιγγας», φοβερίζουν τα παιδιά τους. 

—Εμείς τους ανοίξαμε τα μάτια. Εμείς φέραμε εδώ τον πολιτισμό μας, τα ωραία μας έθιμα, τις τέχνες 
μας, την προκοπή μας. 

—Εσείς, οι Μακεδόνες, κυρ Αναστάση, έχετε κατανόηση, κάνει ο Χατζηνάσος. 

—Εμείς,  όταν  ήρθατε  το  Εικοσιδύο,  ξέραμε  τι  θα  πει  τούρκικη  σκλαβιά.  Ακριβώς  δέκα  χρόνια  είχανε 
περάσει απ' την απελευθέρωσή μας. Έτσι ο λαός της Θεσσαλονίκης σας είδε με συμπόνοια. 

—Στην  Παλιά  Ελλάδα  ο  κόσμος  δεν  έχει  ιδέα  από  τούρκικο  ζυγό.  Πριν  εκατό  χρόνια  είχε  γίνει  η 
επανάσταση του Εικοσιένα. Σας αντιμετωπίσανε σαν ξένους. Ξένους που ήρθατε να τους αρπάξετε τη 
δουλειά! Να μοιραστείτε το φτωχό έχει τους, παίρνει το λόγο ένας Πελοποννήσιος, που είχε παντρευτεί 
Μικρασιάτισσα. 

—Να  με  θυμάστε,  μια  μέρα  οι  πρόσφυγες  θα  πάρουν  τα  σκήπτρα  στα  χέρια  τους.  Έξυπνη  ράτσα, 

Digitized by 10uk1s 
εργατική, προυδευτική, λέει ο Χατζηνάσος. 

—Και σάμπως λίγα κάνανε ίσαμε τώρα; 

—Μην  ξεχνάτε,  λέει  ο  Πελοποννήσιος,  ότι  αρκετά  σας  βοήθησε  το  κράτος.  Έγιναν  αγροτικές 
εγκαταστάσεις, έγιναν αστικές. Σας έδωσε δάνεια, αποξήρανε έλη. 

—Πέντε  έδωσε  το  κράτος,  πεντακόσια  πήρε,  απαντάει  απότομα  ο  Μίμης.  Μονάχα  τους  φόρους  που 
πληρώνουν οι πρόσφυγες φτάνουν. Χώρια η δουλειά τους. Δουλειά σκλάβου. 

—Χάρη  στους  πρόσφυγες  σταμάτησε  η  φεουδαρχία,  εξηγεί  ο  καθηγητής.  Σ'  αυτούς  οφείλεται  η 
απαλλοτρίωση της γης. Απ' το Φλεβάρη του 1923 ίσαμε το 1927 απελευθέρωσε ο Πλαστήρας δεκαοχτώ 
εκατομμύρια στρέμματα και τα μοίρασε στους πρόσφυγες και στους ακτήμονες. Δέκα χρόνια πάλευε ο 
Βενιζέλος να το επιτύχει αυτό. Που να τον αφήσει η αντίδραση... Από τότε που ήρθαν οι πρόσφυγες, η 
γεωργική παραγωγή τετραπλασιάστηκε. Ό,τι θες βρίσκεις πια στην Ελλάδα: Καπνά, βαμβάκι, σταφίδα, 
κανάβι,  φρουτόδεντρα,  λαχανικά.  Χώρια  οι  μουριές.  Έτσι  αναπτύχθηκε  η  μεταξουργία. 
Πολλαπλασιάστηκαν  οι  βιοτεχνίες.  Πρώτοι  οι  πρόσφυγες  κάνανε  εργοστάσια.  Πρώτοι  ταπητουργεία. 
Άσε τα κλωστικά, τα υφαντά, τα εμαγέ, την ξυλεία... Και που είσαι ακόμα. Κι όλα με ίδρωτα κι αίμα. 

—Μην πει κανείς ότι οι πρόσφυγες ήτανε βάρος, γιατί θα τον ξεσκίσω, φούντωσε ο Μίμης. 

—Έλα μην αποπαίρνεσαι, τον κερνούσε ο καφετζής ο Θαλής. 

—Πες,  τι  καλά  δεν  έχουν;  Τίμιοι,  δουλευτάδες,  αγνοί  πατριώτες.  Μετερίζια  της  Δημοκρατίας  και  της 
Ειρήνης  είναι  οι  συνοικισμοί  κι  οι  προσφυγικές  εγκαταστάσεις.  Το  ξερίζωμά  μας  έγινε  αιτία  και  πήρε 
πόδι το Παλάτι. 

—Ακριβό το τίμημα, κάνουν όλοι. 

—Θυμάμαι, λέει ο Χατζηνάσος τι πανηγύρι είχαμε τότε στις Εικοσιπέντε Μαρτίου το 1924. Διπλή γιορτή. 
Γιορτή για την επέτειο της απελευθέρωσης. Γιορτή για τη νίκη της Δημοκρατίας. Ολόκληρη η προσφυγιά 
γιόρταζε  το  θάνατο  της  δυναστείας.  Κλαίγαμε,  γελούσαμε.  Αλαλάζαμε  από  ευτυχία.  Δοξολογίες  στις 
εκκλησιές. Παρελάσεις στους δρόμους. Ξεχάσαμε τους χίλιους καημούς της προσφυγιάς. Πατέρας της 
φυλής ήτανε ο Βενιζέλος. Πατέρας της Δημοκρατίας ο Παπαναστασίου. 

—Δόξα να 'χει ο Θεός, γλιτώσαμε μια για πάντα απ' τους Γκλύκσμπουργκ. 

—Μη λες μεγάλο λόγο. Μη, μας τους ξαναφέρουν. 

—Κουνηθείτε απ' τη θέση σας. Πώς μπορεί; 

Κι  όμως  τους  φέρανε.  Τα  δεινά  ήρθανε  καταποδιαστά.  Ύστερα  απ'  την  αποτυχία  του  κινήματος  του 
Μάρτη  του  1935,  άρχισαν  οι  συλλήψεις.  Έπηξαν  οι  φυλακές.  Ψηφίστηκε  ο  νόμος  για  την  άρση  της 
μονιμότητας  των  δημοσίων  υπαλλήλων.  Καθαιρούνται  ο  ένας  ύστερα  απ'  τον  άλλο  οι  στρατιωτικοί. 
Καταδικάζεται  σε  θάνατο  ο  ίλαρχος  Βολάνης  απ'  την  Κρήτη.  Κανένας  δεν  πιστεύει  ότι  θα  τον 

Digitized by 10uk1s 
εκτελέσουν..  Κι  όμως  ένα  μαύρο  σύννεφο  πλάκωσε  την  καρδιά  της  Θεσσαλονίκης.  Ο  κόσμος 
ανταριασμένος τρέχει εδώ, τρέχει εκεί. Ζητά πληροφορίες, περιμένει χάρη. Η νύχτα έρχεται φορτωμένη 
αγωνία. Η αγωνία γίνεται προσευχή. «Θεέ μου, σώσε το λεβέντη». Άγρυπνη η πολιτεία, ελπίζει. Πολύς 
κόσμος απ' τα χαράματα στο Επταπύργιο. 

Πάει  ο  Βολάνης,  εκτελέστηκε.  Δε  δέχτηκε  να  του  δέσουν  τα  μάτια.  Πριν  τον  χτυπήσουν  οι  σφαίρες, 
ζητωκραύγασε για τη νίκη της Δημοκρατίας. 

Εκείνη  τη  μέρα,  μουγκοί  κι  απολιθωμένοι  όλοι  στον  καφενέ.  Βουβό  κλάμα  στους  δρόμους  στα 
πρόσωπα, στις ψυχές. Κι αυτό ήτανε η αρχή. 

Ο Μεταξάς κι ο Κονδύλης δημιουργούν νέα παραστρατιωτική οργάνωση. Μέσ' σε κύμα τρομοκρατίας 
και εκβιασμών γίνονται εκλογές τον Ιούνη. Κέρδισε το Λαϊκό κόμμα με τον Τσαλδάρη. Τον Οκτώβρη του 
1935 οι Άγγλοι με τσιράκι τον Κονδύλη αναγκάζουν τον Τσαλδάρη να παραιτηθεί. Γίνεται πραξικόπημα. 
Ενάμισης μήνας δικτατορία. Το νόθο δημοψήφισμα φέρνει με εκατόν πέντε στα εκατό, το Νοέμβρη του 
1935, το βασιλιά Γεώργιο. 

Πνιγηρή και ασφυκτική η ατμόσφαιρα εκείνα τα Χριστούγεννα στον καφενέ. 

—Τα είδατε; Δε σας τα 'λεγα; πέταξε το λόγο, μπαρουτιασμένος ο Μίμης. 

—Σουτ! 

Κι ήρθε το 1936. Κι αφρίζουν οι θάνατοι των δημοκρατικών αρχηγών. Το Γενάρη πεθαίνει ο Κονδύλης. 
Το  Μάρτη  ο  Βενιζέλος  στο  Παρίσι.  Τον  Απρίλη  ο  υπηρεσιακός  πρωθυπουργός  Δεμερτζής.  Ο  βασιλιάς 
βάζει  στη  θέση  του  Δεμερτζή  το  Μεταξά.  Το  Μάη  ο  Τσαλδάρης.  Κι  όλοι  απ'  την  ίδια  αρρώστια:  το 
κυκλοφοριακό. Συγκοπή ή εγκεφαλικό επεισόδιο. Έτσι, ανενόχλητα ο Μεταξάς με το παλάτι, κάνουν τη 
δικτατορία της Τετάρτης Αυγούστου. 

Μούδιασε η Ελλάδα. Καζάνι που βράζει οι πρόσφυγες. Όλοι συλλογισμένοι στον καφενέ, δεν μπορούν 
να  πουν  φωναχτά  τον  πόνο  τους.  Γέμισαν  οι  φυλακές  και  τα  ξερονήσια.  Ύποπτοι  τύποι  κυκλοφορούν 
παντού. 

—Βρε, Μίμη, ξαφνιάστηκε ο Θαλής, όταν ύστερα από πολύν καιρό τον είδε στον καφενέ του. Τι έγινες; 
Σε χάσαμε. Που βρισκόσουνα; 

—Που  αλλού;  Πρώτα  στο  νοσοκομείο.  Είχα  τραυματιστεί  τότε  στο  φονικό  του  Μάη.  Ύστερα  έκανα 
θεραπεία στο σπίτι. Ακόμα κουτσαίνω. Κάνα χρόνο έμεινα στην Έδεσσα, κοντά σ' ένα συγγενή μου και 
τον βοηθούσα στο μαγαζί του. 

—Έπιασες δουλειά; 

—Που δουλειά; 

Digitized by 10uk1s 
Τώρα που ήρθε το Μετάξι
το ψωμί πάει δεκάξι
και το λάδι θα πετάξει.

Ο καφετζής έκανε πως δεν άκουσε. Τράβηξε κατά τον πάγκο του. 

—Να με θυμάσαι, αυτός θα φάει το κεφάλι του, κάνει ένας πελάτης στ' αυτί του άλλου. 

Δεν ξαναφάνηκε ο Μίμης. Μάθανε ότι τον στείλανε εξορία. 

Ο Θανάσης με τον καθηγητή τράβηξαν για την Ήπειρο. Ο ένας είχε δικαστήριο για τα κληρονομικά. Ο 
άλλος να κονέψει πια στον τόπο του. 

Το 1940, με τους πρώτους βομβαρδισμούς, ερημώθηκε σχεδόν ο καφενές. Οι νέοι πήγανε στο στρατό. 
Οι γέροι είχανε πεθάνει. Οι μεσόκοποι κλειστήκανε στα σπίτια τους και κλαίγανε τη μοίρα τους, ώσπου 
στην κατοχή, μαζί με τα νιάτα οργανώθηκαν οι πιο πολλοί στην Εθνική Αντίσταση. 

Digitized by 10uk1s 
ΙΦΙΑΝΑΣΣΑ

Από που είναι η Ιφιάνασσα; 

Η  Ιφιάνασσα  είναι  απ'  την  Ήπειρο.  Εκεί  γεννήθηκε  ο  πατέρας  της  ο  Θανάσης.  Είναι  απ'  τη  Μάνη,  απ' 
όπου είναι ο παππούλης  της ο Βασίλης. Είναι απ' την Πόλη, απ' όπου κατάγεται ο προσπάππος της  ο 
Καρατζάς.  Είναι  απ'  τη  Θεσσαλονίκη.  Εκεί  μεγάλωσε.  Όμως  πριν  απ'  όλα,  η  Ιφιάνασσα  είναι 
Μικρασιάτισσα. Στη Μαινεμένη γεννήθηκε η ίδια.  Στη Σμύρνη  η  μητέρα της  η Ελένη. Στη  Μαγνησία  η 
νενέ της η Αναστασία. Στο Χαρόσκιοϊ η προγιαγιά της η Μαρία. Όλες οι προγόνισσές της, όπως κι όλες 
οι συμπατριώτισσές της, στη Μικρασία γεννήθηκαν. Καμιά τους δεν το  κούνησε απ' εκεί. Έρχονταν οι 
άντρες  απ'  την  Ελλάδα,  κυνηγημένοι  απ'  τους  Τούρκους,  απ'  τη  μοίρα  και  παντρεύονταν  ντόπιες. 
Πρόκοβαν και ρίζωναν στη Μικρασία. 

Η Ιφιάνασσα είναι Μικρασιάτισσα. Εννιά μήνες, στην κοιλιά της μάνας της, Μικρασία ρούφαε απ' τον 
αφαλό.  Όταν  γεννήθηκε,  Μικρασία  βύζαξε.  Στα  πολύ  μικράτα  της,  Μικρασία  ανάσαινε.  Κι  όταν 
ξεριζώθηκαν, η Μικρασία ρίζωσε μέσα της και μέσα της ζει. 

Τι είναι η Ιφιάνασσα; 

Η  Ιφιάνασσα  είναι  μια  αχόρταγη,  μια  αχάριστη,  μια  αλυσοδεμένη  αντάρτισσα.  Αδηφάγο  το  μυαλό, 
λιμασμένη  η  ψυχή,  θένε  όλα  να  τα  γευτούν  και  με  τίποτα  δε  χορταίνουν.  Μια  δίψα  αξεδίψαστη  τη 
φλογίζει και μια πείνα χωρίς κορεσμό τη βασανίζει. 

Αχάριστη από γεννησιμιού της. Δε θα πει: «Δόξα σοι ο Θεός», κι αν της έλθουν όλα ευνοϊκά. Πάντα θα 
αντιβοά  στ'  αυτιά  της  το  κλάμα  της  γης.  Τα  βογκητά  των  πονεμένων.  Οι  οιμωγές  των  σκλάβων.  Τα 
παράπονα των δυστυχισμένων πλασμάτων του Θεού. 

Η Ιφιάνασσα είναι οργασμός, περιέργεια, παραλήρημα, ενδιαφέροντα. Είναι φαντασία. Μια φαντασία 
που γκρεμίζει και χτίζει. Που σκοτώνει και δίνει ζωή. Που χαλνά και διορθώνει. 

Η  Ιφιάνασσα  ονειροπολεί  και  ταξιδεύει  πάντα.  Κι  όταν  δουλεύει,  κι  όταν  ησυχάζει,  κι  όταν  βρίσκεται 
μαζί  με  κόσμο,  κι  όταν  πάει  να  κοιμηθεί.  Ώσπου  να  την  πάρει  ο  ύπνος,  εξακοντίζεται  στο  διάστημα. 
Δρασκελάει  τ'  αστέρια.  Σεργιανάει  στ'  άπειρο.  Αλήτισσα  η  ψυχή  της  αμολιέται  στα  αλλοπαρμένα 
ταξίδια της. 

Κάποτε δεν το κουνά απ' τη γη. Σταματά, οσμίζεται, αυτιάζεται, ανιχνεύει. Κάνει παρέα με τα θύματα. 
Μοιράζεται  τις  συμφορές  τους,  τον  πόνο  τους.  Γίνεται  Νέμεσις.  Τιμωρεί  τους  άρπαγες.  Ελευθερώνει 
τους σκλάβους. Τους όποιους σκλάβους. 

Πόσους σκότωσε η Ιφιάνασσα; Στις ώρες της αγρύπνιας της, εξοντώνει τους δυνάστες. Τους δεσμώτες 
της  Λευτεριάς.  Τους  εκμεταλλευτές  του  ανθρώπινου  μόχθου.  Τους  πλαστογράφους  της  αλήθειας. 
Τυραννοκτόνα, κι ας μην πείραξε μερμήγκι. Αιμοβόρα, κι ας μην μπορεί να δει αίμα. Ξέρει ότι θα 'ρθει η 
μέρα που θ' απαλλαγεί η ανθρωπότητα απ' το συμφέρον και την εκμετάλλευση. Τότε θα σταματήσει η 
ζούγκλα. 

Digitized by 10uk1s 
Άλλοτε γκρεμίζει σπίτια, ανοίγει δρόμους και πλατείες. Ισοπεδώνει πόλεις. Σπέρνει και φυτεύει τη γη. 
Χτίζει χαρούμενες φωλιές για τον άνθρωπο. Κάνει τη ζωή πανηγύρι του πράσινου και του γαλάζιου. Ένα 
πανηγύρι,  που  το  καλημερίζει  ο  ήλιος,  το  χαιρετούν  τ'  αστέρια,  του  χαμογελάει  το  φεγγάρι  και  του 
γνέφει χαρούμενα ο αγέρας. 

Όταν  η Ιφιάνασσα αρχίζει την  αυτοανίχνευση και την  αυτοεξερεύνηση, τότε  φεύγει  ο ύπνος. Τούτη  η 


διαδρομή στα ενδότατα, δεν έχει τέλος. Χάνεται σε δαιδαλώδεις διακλαδώσεις ή σταματά σ' αδιέξοδα. 
Συχνά,  στη  νυχτιάτικια  αταραξία,  ακούει,  στα  τρίσβαθα  του  είναι  της,  υπόκωφους  τριγμούς.  Είναι 
φωνές  που  δεν  ξεστομίθηκαν.  Λαχτάρες  που  πνίγηκαν.  Όνειρα  που  δεν  πραγματοποιήθηκαν.  Ορμές 
που πιέστηκαν. Ολολύζουν τα απωθημένα. Φουσκώνουν  τα μυστικά  ρεύματα του πολυκύμαντου εγώ 
της.  Ο  ρόχθος  της  υποχθόνιας  ροής  ολοένα  και  δυναμώνει.  Αγκομαχά  ψυχή  και  κορμί.  Κι  αν  έρθει  ο 
ύπνος,  τότε,  στ'  αξεδιάλυτα  σύμβολα  του  εφιάλτη  ή  του  όνειρου,  πασκίζει  να  βρει  την  αιτία  της 
δυνάστευσης. 

Σχέδια, ιδέες, συστήματα καταστρώνει μερόνυχτα για την ευτυχία του άνθρωπου. Κι όμως η Ιφιάνασσα 
δεν  είναι  γεννημένη  για  ηγέτης.  Φταίει  ο  χαρακτήρας  της.  Μπορεί  κι  οι  συνθήκες  της  ζωής  της.  Την 
Ιφιάνασσα  την  άρπαξε  η  προσφυγιά  στα  πολύ  τρυφερά  χρόνια  και  βάλθηκε  να  τη  συντρίψει.  Η  κάθε 
προσπάθεια  του  προσφυγόπουλου  σκοντάφτει  στην  άρνηση.  Απανωτά  τραυματίζεται  η  ευαισθησία 
της. Το φιλότιμό της, γίνεται πηγή εκμετάλλευσης. Δεν είναι γεννημένη για ηγέτης. Πάντα κάποιος τη 
διαφέντευε.  «Δε  θα  μεγαλώσω;»  σκεφτόταν  όταν  ήταν  μικρή.  «Τότε  όλα  θ'  αλλάξουν».  Κι  όταν 
μεγάλωσε το ίδιο. Άλλοι ρύθμιζαν τη ζωή της, σύμφωνα με το συμφέρον τους. Δεν είναι γεννημένη για 
ηγέτης. Ο ηγέτης έχει πυγμή και τη δείχνει. Για να προχωρήσει θα ισοπεδώσει. Θα πατήσει. Έτοιμη να 
θυσιαστεί για τον άλλο η Ιφιάνασσα. Δεν μπορεί να διατάξει, ούτε να υποδουλώσει. Υποδουλώνεται η 
ίδια από αγάπη, από συμπάθεια, από συμπόνια, από φιλαλληλία. 

Η  Ιφιάνασσα συγχωρεί.  Δεν  ξέρει  αν  αυτό είναι δύναμη  ή αδυναμία, όπως ισχυρίζονται αυτοί που δε 


συγχωρούν  τίποτα.  Άλλο,  αν  στον  εαυτό  τους  τα  συγχωρούν  όλα.  Η  Ιφιάνασσα  συγχωρεί,  όμως  δεν 
ξεχνά. Ένας όποιος ερεθισμός, κι η μνήμη σταματάει σε ουλές της ψυχής. Μαζοχιστικά τις ξύνει. Τίποτα 
δε θεράπευσε ο χρόνος. Κακοφορμισμένες οι παλιές πληγές πυορροούν, δηλητηριάζοντας την ψυχή. 

Η  Ιφιάνασσα  πιστεύει  στον  άνθρωπο.  Οι  συχνές  απογοητεύσεις  δεν  την  αποκαρδιώνουν.  Είναι  φορές 
που  νόμισε  ότι  βρήκε  την  αδελφή  ψυχή.  Συναπαντήθηκε  στο  ίδιο  ποτάμι,  που  πηγάζει  απ'  τις  ίδιες 
νερομάνες,  και  τραβάει  τον  ίδιο  δρόμο.  Πίστευε  ότι  δε  λάθεψε.  Το  πετραδάκι  που  γυάλιζε,  σίγουρα 
ήτανε  πολύτιμο.  Τα  χρώματα  που  σφάνταζαν,  αληθινά.  Ο  θαυμασμός  έγινε  εκτίμηση,  αγάπη, 
προσφορά.  Όταν  ήρθε  η  στενή  επαφή,  δεν  έγινε  η  μυστική  επικοινωνία.  Δεν  έγινε  το  ζευγάρωμα.  Η 
συχνή  επαφή  ξεσκέπασε  μια  ψυχή  δειλή,  μια  καρδιά  άχυμη,  ένα  μυαλό  που  μετράει  και  υπολογίζει. 
Άλλοτε  πάλι,  αντί  για  καρπό  οπώδη  και  λουλούδια  εύοσμα  που  περίμενε,  βρήκε  χοντρόπετσες  και 
παχιά φλούδια. Ένα γουφιασμένο πράμα. Αγκαθερά τσουνιά και κουκούτσια πικρά, φαρμάκι. 

Κι  όταν,  σε  στιγμές  ιερές  της  εξομολόγησης,  δοκίμαζε  να  ξεγυμνωθεί,  πιστεύοντας  ότι  βρίσκεται 
«ενώπιος  ενωπίω»,  ξεσκεπαζόταν  η  άλλη  ψυχή.  Πανικόβλητη  απ'  την  οδυνηρή  διαπίστωση,  άρχιζε  το 
κλάμα. «Λοιπόν, όλα κίβδηλα... Και το ωραίο Πιστεύω; Μονάχα λόγια;» 

Digitized by 10uk1s 
Η  Ιφιάνασσα  δεν  είναι  φυσιογνωμομνήμων.  Απαρατήρητα  τα  πρόσωπα  στις  λεπτομέρειες,  χωρίς 
σταθερά  περιγράμματα,  γρήγορα  σβήνουν.  Δε  σβήνει  όμως  η  φυσιογνωμία  της  ψυχής  τους.  Μια 
δύναμη  μέσα  της  την  καταγράφει  στην  κάθε  αδιόρατη  έκφραση,  στον  πιο  ανεπαίσθητο  μορφασμό, 
στην όποια αντίδραση. Συχνά κάνει ερωτήσεις, φαινομενικά άτοπες, κάποτε παράλογες. Στην απόκριση 
του άλλου, αυτή βυθομετρά και βγάζει συμπεράσματα. 

Η  Ιφιάνασσα  μάχεται  για  την  ειρήνη,  όμως  μέσα  της  μαίνεται  ο  πόλεμος.  Στα  έγκατα  του  είναι  της, 
θεριά  μουγκρίζουν.  Σεισμοί  τριζοβολούν.  Μανιάζουν  οι  άνεμοι.  Δε  γνώρισε  γαλήνη  ψυχής.  Πάντα  για 
κάτι θα πολεμάει. Πολεμάει για τη λευτεριά. Αγωνίζεται για το δίκιο. Μάχεται για την ισότητα. Ισότητα 
στην ανομοιομορφία, τη διαφορά, την ποικιλία. Για όλους τους λαούς τ' αγαθά της γης. Όχι αποπαίδια, 
δούλοι και πάροικοι. 

Κι  η  συνείδηση;  Τι  είναι  η  συνείδηση;  Είναι  έμφυτη  ενέργεια  που  προτρέπει  ή  απαγορεύει;  Δύναμη 
προγενέστερη;  Αυτόνομη  καταβολή;  Όχι,  όχι.  Δε  γεννιόμαστε  με  τη  συνείδηση.  Η  συνείδηση  είναι 
επίκτηση.  Τη  δημιουργεί  το  περιβάλλον,  οι  συνθήκες  της  ζωής.  Είναι  αποτέλεσμα  πλαισιώματος, 
εμπειριών, διδασκαλίας. Αν ο κανίβαλος δε φάει άνθρωπο, θα τον τύπτει η συνείδηση. Έτσι συνήθισε 
να  βλέπει.  Έτσι  κάνει  κι  ο  ίδιος.  Ξέρει  η  Ιφιάνασσα.  Όταν  προσφυγόπουλο  γύριζε  απ'  το  σκολειό  κι 
έπεφτε με τα μούτρα στη μελέτη, χωρίς να έχει μάτια κι αυτιά για τίποτα άλλο, έτρεχε η μαμά κι έμπηγε 
τις  φωνές.  «Μελάνιασε  το  μωρό  απ'  το  κλάμα.  Δεν  ακούς;  Δεν  μπορείς  να  το  κουνήσεις  λίγο  να 
μερώσει;»  Το  μωρό  ήτανε  η  μικρή  αδελφούλα,  που  γεννήθηκε  στη  Θεσσαλονίκη.  Κι  όταν,  πάλι 
αφοσιωμένη στα μαθήματα, ξέχναε να πάει στον μπακάλη, άρχιζαν όλοι μαζί. «Γιατί δεν πήρες ζάχαρη; 
Τι  θα  κάνουμε  τώρα  που  κλείσανε  τα  μαγαζιά;»  «Αυτό  πια  είναι  αναισθησία,  ασυνειδησία»,  έλεγε  ο 
πατέρας. Από τότε, όταν είχε βιβλίο στο χέρι, την έτυπτε η συνείδηση. Υπήρχαν βέβαια και βιβλία που 
δεν επιτρεπόταν να τα διαβάσει. Αυτό το 'μαθε, σαν μια μέρα είδε την αδελφή της απορροφημένη στο 
διάβασμα.  Κάνει  να  δει.  «Δεν  είναι  για  σένα»,  έκλεισε  εκείνη  γρήγορα  τα  βιβλίο.  Όταν  έλειπε  απ'  το 
σπίτι  η  αδελφή,  το  βρήκε  η  Ιφιάνασσα  κάτω  απ'  το  στρώμα.  Ήτανε  η  «Κασσιανή».  Πρώτη  φορά  της 
βλέπει τέτοιο βιβλίο. Ρουφάει τα λόγια. Καταπίνει τις σελίδες. Ταράχτηκε η παιδική, αμεριμνησιά. Από 
ποια πηγή ξεχύθηκε τέτοια γλύκα; Ένας άγνωστος κόσμος μέσα της, τίναξε λουλούδια. Χίλιες καμπάνες 
σήμαναν πανηγύρι. Ολόκληρο το κορμί έγινε λαχτάρες και πρωτόγνωρο ξεσήκωμα. Άπονα το χέρι της 
αδελφής της, της το άρπαξε. «Δεν σου 'πα, δεν είναι για σένα; Είσαι μικρή για τέτοια βιβλία». 

Που να φανταζόταν τότε η Ιφιάνασσα, ότι σε λίγους μήνες θα αρβωνιαζόταν. 

Ήτανε  Κυριακή  απόγεμα.  Ένας  άντρας  που  καθόταν  πιο  πάνω  απ'  το  Διοικητήριο,  και  που  ερχόταν 
συχνά  στο  σπίτι  τους,  περίμενε  τη  μητέρα.  Η  κουβέντα  με  τον  πατέρα  για  τη  Μικρασία.  Ήτανε 
στρατιώτης  στη  Μαινεμένη,  και  μιλούσε  για  τις  ομορφιές  και  για  τον  πλούτο  της.  Εντύπωση  του  είχε 
κάνει  το  αμπέλι  τους.  Δεν  τους  γνώριζε  τότε.  Ούτε  ήξερε  ότι  ήτανε  δικό  τους.  Περνώντας  απ'  έξω  το 
θαύμαζε.  Άκουε  από  μέσα  παιδικές  φωνές,  γέλια,  τραγούδια.  «Εδώ  είναι  πραγματικός  Παράδεισος», 
σκεφτόταν.  «Ευτυχισμένοι  όσοι  ζουν  μέσα».  Ένα  χρόνο  έμεινε  στη  Μαινεμένη.  Ακόμα  θυμάται  μια 
όμορφη  κοπέλα  που  καθόταν  στο  παράθυρο.  Μήνες  την  παρακολουθούσε.  Δεν  τόλμησε  να  πάει  στο 
σπίτι της, αν και για τους Έλληνες στρατιώτες οι πόρτες των Μικρασιατών ήταν ολάνοιχτες. Η κοπέλα δε 
βγήκε απ' το νου του. Μόλις γνώρισε τη Χατζηνάσαινα, κι έμαθε ότι ήτανε γειτόνισσες, την παρακάλεσε 

Digitized by 10uk1s 
να πάει να τη ζητήσει σε γάμο. «Μπράβο, να πάω», λέει εκείνη. «Τώρα που είναι πρόσφυγες, και δεν 
έχουν στον ήλιο μοίρα, δε θα πουν όχι». Έτσι, η μητέρα έλειπε εκείνη την Κυριακή στο προξενιό. Κάποια 
στιγμή φωνάξανε τον πατέρα. Τα παιδιά παίζανε στο τζαμί. Η Ιφιάνασσα μελετούσε. Τότε την πρόσεξε ο 
άντρας κι άρχισε τις ερωτήσεις. Τι τάξη πηγαίνει. Αν της αρέσει το σκολειό. Τι όνειρα έχει. Τρόμαξε απ' 
τις  απαντήσεις.  «Μα  εσύ  θες  να  τα  μάθεις  όλα».  «Όσο  ζω,  θέλω  να  σπουδάζω.  Δε  μ'  αρέσει  να  γίνω 
γιατρός,  γιατί  φοβάμαι  τα  αίματα.  Ούτε  δικηγόρος,  θα  είμαι  υποχρεωμένη  να  λέω  ψέματα  ή  να 
υποστηρίζω το άδικο». 

Όταν γύρισε η μητέρα, η συζήτηση για τα γράμματα είχε ανάψει. «Είπαν ότι θα ρωτήσουν για σας. Την 
άλλη  βδομάδα  θα  έχετε  απάντηση»,  τους  διακόπτει.  «Αφήστε.  Μετάνιωσα.  Δε  θα  παντρευτώ,  θα 
περιμένω  να  μεγαλώσει  ένα  κοριτσάκι».  Κοιτάει  στα  μάτια  την  Ιφιάνασσα.  «Καλά  και  τι  να  πω;»  Τα 
'χασε η μητέρα. «Βρήτε μια δικαιολογία. Να σας ζήσει η κόρη σας. Συζητάει σα μεγάλος άνθρωπος. Κάτι 
τέτοια  παιδιά  πρέπει  να  σπουδάζουν».  «Δυστυχώς  δε  μας  επιτρέπουν  τα  οικονομικά.  Πέντε  παιδιά 
στέλνω στο σκολειό. Θα σταματήσω την Ιφιάνασσα απ' το Κολέγιο. Ας πάει στο Γυμνάσιο». «Όχι, μην το 
κάνετε αυτό», παρακαλεί εκείνος. «Και το Γυμνάσιο σκολειό είναι», απαντά η μητέρα. «Μα θα χάσει τη 
σειρά  της.  Αφήστε,  θα  φροντίσω  εγώ».  Η  Ιφιάνασσα  ξεχείλισε  από  ευγνωμοσύνη.  Όταν  έφευγε,  της 
έσφιξε το χέρι. Θα της το 'σπαε. Πόνεσε πολύ. Όμως πρωτόγνωρη γλύκα ήταν εκείνος ο πόνος. 

Απ'  εκείνη  την  Κυριακή,  πήγαινε  συχνά.  Έβρισκε  αφορμή  πότε  το  σκολειό,  πότε  να  συζητήσει  με  τον 
πατέρα  θρησκευτικά.  Πάντα  όταν  έφευγε,  της  έσφιγγε  το  χέρι  με  δύναμη.  Μια  μέρα,  που  ήτανε 
μονάχοι, της είπε ότι την αγαπά. Το διαισθανόταν. Όμως, αναστατώθηκε. «Θα συνεχίσεις τις σπουδές 
σου», της λέει, για να την βγάλει απ' τη δύσκολη θέση. «Εγώ θα αναλάβω. Θα πας και στην Ευρώπη. Θα 
περιμένω να μεγαλώσεις». Ύστερα μίλησε για τις δουλειές του. Για τον αδελφό του που είναι πλούσιος 
στην  Αμερική  και  τον  περιμένει  να  ανοίξουν  επιχειρήσεις.  Θα  βοηθήσει  με  κάθε  τρόπο  και  την 
οικογένειά της. 

«Σε  στενοχωρεί  που  είμαι  μεγάλος;»  Δεν  απάντησε  η  Ιφιάνασσα.  Όμως  μέσα  της,  που  αυτός  είχε 
σχεδόν δυόμισι φορές τα χρόνια της, της φάνηκε γέρος. 

Όλη νύχτα βολόδερνε ο πρωτοξύπνητος έρωτας με την ηλικία του, τις σπουδές της, την οικογένεια της. 

Μια βδομάδα δε φάνηκε. Η ανάγκη να τον δει, έγινε λαχτάρα, αγωνία. Όχι. Δεν τη νοιάζει η ηλικία του. 
Όχι. Ας έλθει. Θεέ μου, ας έλθει. Είναι όμορφος, υψηλός, μορφωμένος. Ας είναι μεγάλος. 

Όταν τη ζήτησε απ' τη μητέρα σε γάμο, εκείνη έπεσε απ' τα σύννεφα. «Έχω μεγαλύτερη κόρη. Κι αυτή 
είναι  ακόμα  πολύ  μικρή  για  παντρειά.  Η  Ιφιάνασσα  είναι  μωρό.  Έχει  τις  σπουδές  της».  «Εγώ  θα  την 
σπουδάσω. Σας είπα, θα περιμένω να μεγαλώσει». Έταξε, υποσχέθηκε. Η μητέρα το κουβέντιασε με τον 
πατέρα. Το σκέφτηκαν και είπανε το «Ναι». 

Αντί να γίνει ο γάμος σε έξι χρόνια, που είχανε συμφωνήσει, έγινε σε έξι μήνες. Ο γαμπρός βιαζόταν. 
Δεν ξέρεις τι γίνεται σε τόσα χρόνια... Έτσι η Ιφιάνασσα σταμάτησε το σχολειό και βρέθηκε παντρεμένη 
στα δεκατέσσερά της χρόνια. Όμως όλα‐όλα ήρθανε αλλιώς. Πάνε οι σπουδές. Πάει η παιδική ζωή. Οι 
τρυφεροί  ώμοι  φορτώθηκαν  τις  ευθύνες  της  νοικοκυράς.  Το  κοριτσάκι  έπρεπε  να  δουλεύει  και  να 
σκέφτεται σα μεγάλη γυναίκα. Έφυγε απ' τα αδελφάκια της. Ο κόσμος της καινούργιας ζωής ανήκε σε 

Digitized by 10uk1s 
άλλη γενιά μ' άλλα έθιμα. 

Και το πάθος για τα γράμματα; Τώρα είναι παντρεμένη. Πρώτα το σπίτι. Δεν ξέρει να πιάνει βελόνι. Δεν 
μπορεί να πλύνει ένα πιάτο. Να βράσει ένα αυγό. Απορούν οι μεγάλοι του σπιτικού του άντρα της πώς 
εξακολουθεί να πηγαίνει στο Ωδείο. 

Έκλεισε τα βιβλία η Ιφιάνασσα κι αφοσιώθηκε στις δουλειές του σπιτιού. Το ποτάμι μέσα της, ορμητικό, 
ακράτητο, χίμηξε στο λαβύρινθο του νοικοκυριού. Σε λίγο έγινε παράδειγμα στο κέντημα, στο ράψιμο, 
το πλέξιμο. Πρώτη στα γλυκίσματα, στα φαγητά. Καμιά δεν την έφθανε στην πάστρα, στην οικονομία. 
Εντάξει το σπίτι και στις πιο παραμικρές λεπτομέρειες. 

Και  το  πάθος  για  το  βιβλίο;  Σβησμένο  ηφαίστειο.  Τριζοβολούσε  που  και  που.  Όμως  ποιος  του  'δινε 
σημασία. Ύστερα ήρθε το παιδί. Και του δόθηκε πια ολόκληρη. Το παιδί ήτανε ο ίδιος ο εαυτός της. Μ' 
αυτό θα ξαναρχίσει τη δικιά της ζωή. Και τούτη τη ζωή θα τη ρυθμίσει η ίδια. Ό,τι ονειρεύτηκε για τον 
εαυτό της, θα πραγματοποιηθεί σ' αυτό. Τεσσάρω χρονώ το 'μαθε να διαβάζει. Πέντε το άρχισε βιολί. 
Και  συνέχεια  ξένες  γλώσσες,  μπαλέτο,  απαγγελία,  ζωγραφική.  Στα  σύντομα  ξεκουράσματα  του  'λεγε 
παραμύθια.  Σε  κάτι  τέτοιες  ώρες  ξύπνησε  το  πάθος.  Ένα  λαχτάρισμα  την  τίναξε.  Σκίρτησε  η  ψυχή. 
Λαμπάδιασαν οι λαχτάρες. Θα συνεχίσει τις σπουδές που άφησε στη μέση. Την έπιασε πανικός. Πώς; 
Που καιρός; Ποια στιγμή της μέρας είναι ελεύθερη για μελέτη; Να παραμελήσει το σπίτι; Αυτό δε θα το 
επέτρεπε η συνείδησή της. Και το παιδί; Το παιδί που σε θέλει όλη μέρα πάνω απ' το κεφάλι του; 

Βρήκε τη λύση.  Η νύχτα. Ναι, η νύχτα θα σώσει την κατάσταση. Κι άρχισε να σηκώνεται  πολλές ώρες 


πριν ξημερώσει. Και ρίχτηκε στη μελέτη. Την ώρα που οι άλλοι κοιμόνταν, αυτή διάβαζε. Έγινε δασκάλα 
και  μαθήτρια  μαζί.  Μελετούσε,  μελετούσε.  Έδινε  εξετάσεις,  φοιτούσε  λίγο  κι  έπαιρνε  διπλώματα  και 
βραβεία. Για να  τα προφταίνει όλα, και να  μην την  τύπτει η  συνείδηση,  έκανε δυο και τρεις δουλειές 
μαζί.  Μαγείρευε,  σιδέρωνε  και  πλάι  το  βιβλίο.  Έραβε,  καρίκωνε  κι  έκανε  μάθημα  στο  παιδί.  Κι  όταν 
αναγκάστηκε να εργάζεται και εξωσπιτικά, πάλι τα κατάφερε. Όμως κατάργησε σχεδόν τον ύπνο. Όρθια 
κατάπινε το φαΐ. Κι ήρθε η υπερκόπωση, με τις φοβερές συνέπειες. Δεν τη νοιάζει. Χαλάλι το σακάτεμα 
της  υγείας.  Χαλάλι  το  σκότωμα  του  κορμιού.  Χαλάλι  το  ρήμαγμα  της  νιότης.  Χαλάλι  το  αδιάκοπο 
λαχάνιασμα.. Μονάχα οι εφιάλτες, το πνίξιμο, το άσθμα, δε σταματούν να τη δυναστεύουν. Ύστερα, με 
το  βιολί  δεν  τα  πήγαινε  καλά.  Το  βιολί  είναι  ανελέητο,  αδυσώπητο,  απόλυτο.  Σε  θέλει  αλευθέρωτο 
σκλάβο. 

Πώς άρχισε βιολί η Ιφιάνασσα; 

Μαθήτρια, άκουσε στις επιδείξεις του κολεγίου να παίζει μια τελειόφοιτη το κονσέρτο του Μέντελσον. 
Η γλώσσα της μουσικής, την διαπέρασε, την καθήλωσε. Δεν μπόρεσε ν' απαλλαγεί απ' τα μάγια. Ρώτησε 
τη  βιολίστρια.  Ήτανε  η  πρώτη  γυναίκα  που  πήρε  αργότερα  δίπλωμα  βιολιού  απ'  το  Ωδείο 
Θεσσαλονίκης.  «Πόσα  χρόνια  θες  για  να  μάθεις  βιολί;»  «Αν  μελετάς  πολύ,  δέκα  χρόνια».  Αιώνας 
φάνηκε  αυτό  στο  μικρό  κοριτσάκι.  «Τόσο  δύσκολο  είναι;»  «Το  πιο  δύσκολο  όργανο.  Για  τούτο 
ονομάζεται και βασιλιάς των οργάνων». 

Μες  στη  δίνη  της  προσφυγιάς, δεν τολμούσε η Ιφιάνασσα να  σκεφτεί  για μουσική.  Όμως όταν το  'πε 


στον αρβωνιαστικό της, εκείνος της έφερε απ' το σπίτι του ένα βιολί. «Τ' όνειρό μου, της λέει, ήτανε να 
μάθω βιολί. Ύστερα να σπουδάσουν οι αδελφές μου μουσική. Κανείς μας δεν έμαθε. Πάρτο να μάθεις 
εσύ». Η Ιφιάνασσα δεν έγινε μουσικός. Έγινε η κόρη της. 

Digitized by 10uk1s 
 

Μαθήτρια  του  Ωδείου  η  ίδια,  αγόρασε  για  το  κοριτσάκι  της  ένα  βιολί  ‐  παιχνίδι.  Γλέντι  ήτανε  για  το 
παιδάκι  να  πασκίζει  να  βγάλει  ήχους.  Αργότερα  παράγγειλε  στη  Βιέννη  ένα  βιολάκι  ενός  τετάρτου. 
Άρχισε να το διδάσκει συστηματικά. Μόνο που το όργανο ήταν μεγάλο για το πεντάχρονο παιδί. 

Κοντά χρόνος, κι ο καθηγητής της δεν πίστευε στ' αυτιά του. «Μα αυτό είναι θαύμα! Ούτε φάλτσο, ούτε 
να  σταματήσει  πουθενά.  Και  τι  ρυθμός.  Τι  ήχος.  Ακόμα  και  βιβράτο  προσπαθούν  να  κάνουν  τα 
δαχτυλάκια!»  Κι  όταν  τ'  άκουσε  αργότερα  ο  διευθυντής,  τα  'χασε.  «Στη  ζωή  του  Ωδείου  δεν 
παρουσιάστηκε τέτοιο ταλέντο», κάνει με θαυμασμό. Έτσι η κόρη της πήρε το ανηφορικό και δύσβατο 
μονοπάτι της μουσικής. 

Δώδεκα  χρονώ  δοκίμασε  να  γράψει  η  Ιφιάνασσα.  Άρχισε  με  μυθιστόρημα.  Ηρωίδα  μια  μικρούλα  με 
πολλά  όνειρα  που  θέλει  να  γνωρίσει  όλον  τον  κόσμο.  Νόμιζε  ότι  μόνο  με  την  καθαρεύουσα  γράφει 
κανείς  καλά.  Όμως  δεν  τη  βολεύει  η  γλώσσα.  Δεν  μπορεί  να  τα  πει  όπως  τα  νοιώθει.  Οι  σελίδες  που 
γράφονται γρήγορα σκίζονται. 

Με το γάμο, σταμάτησαν όλα. 

Μια  μέρα,  όταν  τέλειωσε  το  μάθημα  αρμονίας  στο  Ωδείο,  βλέπει  απάνω  στο  πιάνο  το  περιοδικό: 
«Νεοελληνικά  Γράμματα»,  που  μόλις  είχε  κυκλοφορήσει.  Αυτό  ήτανε  σταθμός  στη  ζωή  της.  Μόλις  το 
ξεφύλλισε,  τρέχει  αμέσως  και  το  αγοράζει.  Το  καταβρόχθισε  με  τη  βουλιμία  αδηφάγου  όρνιου.  Κάθε 
φορά  με  αγωνία  καρτερούσε  το  νέο  τεύχος.  Στις  σελίδες  του  γνώρισε  τον  κόσμο  του  πνεύματος  που 
πάντα θαύμαζε. Τον κόσμο με το ιερό μένος που αναλίσκεται στη μελέτη, και γίνεται ψυχικό ξεσήκωμα, 
και  νοητική  λειτουργία,  και  πνευματικός  οργασμός,  και  τέλος  δημιουργική  έκφραση.  Όχι,  σαν  τους 
ανθρώπους  της  αγοράς  —τους  ξέρει  από  κοντά—  που  σκοπός  τους  είναι  το  σώρευμα  του  υλικού 
πλούτου.  Γαντζωμένοι  στα  επίγεια,  περνά  η  ζωή  τους  χωρίς  οραματισμούς,  χωρίς  εξάρσεις,  χωρίς 
ανατάσεις. Πεθαίνουν χωρίς να γευθούν τις χαρές της πνευματικής ομορφιάς, χωρίς να γνωρίσουν την 
ψυχική μεταρσίωση, να νοιώσουν το εκστασιακό παραλήρημα,. 

Τα  «Νεοελληνικά  Γράμματα»  της  ανοίξανε  το  δρόμο  για  τη  Δημοτική.  Έγινε  παθιασμένη  οπαδός  της. 
Πέφτει με τα μούτρα στη γλωσσολογία. Αγοράζει βιβλία. Διαβάζει, διαβάζει. Κι αρχίζει να γράφει. 

Κάποτε διάβασε τις «Ομιλίες της γυμνής ψυχής» του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου. «Νάτο, ό,τι σκέφτηκα, ό,τι 
μ' άγγισε, ό,τι με συγκλόνισε, εδώ είναι γραμμένο. Τι να γράψω πια εγώ;» Δοκίμασε να μεταφράσει ένα 
βιβλίο απ' τα Γερμανικά. Η επιτυχία την έκανε να συνεχίσει. Ύστερα ήρθανε οι τακτικές συνεργασίες με 
το  Ραδιοφωνικό  Σταθμό.  Η  δημοσιογραφία,  η  Βιέννη.  Πολύ  υλικό  του  μυαλού  σπαταλήθηκε.  Δεν 
έδωσαν τη λύτρωση. Πώς να σωπάσουν μέσα της τόσες φωνές; Κι οι φουρτούνες πώς να γαληνέψουν; 
Θα  κρεπάρουν  στα  κατάβαθά  της  τα  ηφαίστεια.  Θα  την  γκρεμίσουν  οι  σεισμοί.  Και  ξανάρχισε  να 
γράφει. Σφηνωμένη στις συμπληγάδες της βιοπάλης πασκίζει να βρει κάποιο διάμεσο χρόνου. Πνιγμένη 
στην ασφυκτική ατμόσφαιρα του νοικοκυριού, αγκομαχά για κάποια χαραμάδα πνευματικής ανάσας. 

Digitized by 10uk1s 
 

Τίποτα στη ζωή της Ιφιάνασσας δεν έγινε στην ώρα του. Όλα άκαιρα, πρόωρα ή καθυστερημένα. Στην 
ηλικία που θα 'πρεπε να 'ναι μαθήτρια, ήτανε μητέρα. Κι όταν θα μπορούσε να 'ναι μητέρα, ξανάγινε 
μαθήτρια. Στα χρόνια που άλλοι απολαβαίνουν πια το μόχθο τους, αυτή ξαναρίχτηκε πάλι απ' την αρχή 
στη βιοπάλη. 

Η  χαρά  της  ζυμωμένη  με  πίκρα.  Όμως  στον  πόνο  της  η  οδύνη  ακέρια.  Η  ζωή  της  αγώνας,  αγωνία, 
λαχτάρες, όνειρα κι απανωτά χτυπήματα. Μητριά της στάθηκε η ζωή. Μητριά κι η ίδια στον εαυτό της. 
Δεν  του  αναγνωρίζει,  παρά  μόνο  υποχρεώσεις,  καθήκοντα,  ηθικές  επιταγές  και  κανένα  δικαίωμα.  Γι' 
αυτό κι η αδιάκοπη πάλη μέσα της. Μια ψυχή ανήσυχη, μια καρδιά ζεστή μάχονται μ' ένα μυαλό που 
κρίνει,  ελέγχει,  και  που  αναγκάζεται  να  υποταχτεί.  Κι  αυτή  η  υποταγή  γίνεται  στο  τέλος  μετανιωμός, 
αγανάκτηση, παράπονο. Κι αρχίζουν μέσα της οι γκρίνιες. Γιατί δεν ακούστηκε η λογική; Γιατί η καρδιά 
να 'χει τον τελευταίο λόγο; Κι όμως πάντα θα επαναλαμβάνονται τα ίδια σφάλματα. 

Είναι  κομπλεξικιά  η  Ιφιάνασσα;  Αν  κόμπλεξ  είναι  τα  πλέγματα  που  δημιουργήθηκαν  από  αρνητικές 
καταστάσεις,  αν  είναι  οι  συνέπειες  απ'  τις  ανεπούλωτες  πληγές  μιας  παιδικής  ψυχής,  τότε  είναι. 
Υποφέρει για ό,τι της έλειψε. Παραπονιέται για ό,τι λαχτάρησε να ζήσει, και δεν το 'ζησε. Τη δυναστεύει 
η αυτεπίγνωση. Τη βασανίζουν τα κενά. Ακόμα κι ο αυθορμητισμός της ή η τυχόν επιθετική διάθεση ή η 
έλλειψη ψυχραιμίας,  είναι δείγματα κόμπλεξ. Όλα όλα είναι άμυνα. Άμυνα μιας πανικόβλητης ψυχής 
που γνώρισε το δαρμό, την καταπίεση, την παραγνώριση. 

Η  Ιφιάνασσα  είναι  πληγωμένη  ευαισθησία.  Μαστιγωμένος  ενθουσιασμός  και  φτερά  που  όλο  της  τα 
σπάνε κι όλο ξαναφυτρώνουν. Πώς κατάφερε μέσ' σ' αυτή την αδικοπραγία να διατηρήσει ατσαλάκωτη 
την  αξιοπρέπειά  της;  Να  μείνει  αλώβητο  το  ήθος  της;  Να  γίνει  παράδειγμα  για  τη  συνέπειά  της,  την 
αφιλοκέρδειά  της;  Μπορεί  τα  απανωτά  χτυπήματα  να  την  ατσάλωναν.  Να  δημιούργησαν  μέσα  της 
αυτές τις αντινομίες που σμίγουν σε μια αρμονική σύνθεση και δίνουν την πολλαπλή έννοια του «Εγώ» 
της. 

Πριν  απ'  όλα  η  Ιφιάνασσα  είναι  συναίσθημα.  Εγκαρδιότητα,  λαχτάρες,  ονειροπόλημα,  πλημμύρες, 
φωτιές  κι  ατέλειωτοι  κρυφοί  καημοί.  Έχει  ρίζες  που  χώνονται  βαθειά  στη  γη,  και  φτερούγες  που 
ανεβαίνουν  στα  ουράνια.  Οι  κεραίες  της  καταγράφουν  τον  κάθε  σπασμό  της  ζωής,  την  κάθε  αδικία. 
Σταματούν στο σκλάβο. 

Κι η γυναίκα; Αυτή η σκλάβα του σκλάβου; 

Η  γυναίκα,  τούτη  η  πλάστρα  και  γεννήτρα  της  ζωής,  που  χιλιάδες  χρόνια  δυναστεύεται  από  Θεούς  κι 
ανθρώπους,  μόνο  με  το  ξύπνημά  της  θ'  αλλάξει  τη  ζούγκλα.  Και  το  ξύπνημά  της  θα  'ρθει  με  τη 
μόρφωση.  Τότε  θα  μπορέσει  να  αποτιμήσει  την  αξία  της  και  θα  επιβάλει  πια  τη  γνώμη  της.  Τότε  θα 
προστατέψει  το  σπλάχνο  της  απ'  τους  έμπορους  του  θανάτου.  Θα  σταματήσει  τους  πόλεμους,  τις 
σφαγές, τους ξεριζωμούς, τις προσφυγιές. 

Digitized by 10uk1s 
1977

Πενήντα πέντε χρόνια... 

Ο  Γιώργος,  η  Κατίνα,  η  Ιφιάνασσα,  παιδιά  ούτε  δέκα  χρονώ  το  1922.  Ο  αδελφός  ο  Ανέστης,  τεσσάρω 
τότε, λυκειάρχης τώρα, τα λένε, στο σπίτι της Ιφιάνασσας, στην Αθήνα. 

Δεκατέσσερις του Σεπτέμβρη, του Σταυρού. Σαν και σήμερα φτάσανε προσφυγάκια και τα τέσσερα στη 
Θεσσαλονίκη. Η κουβέντα απ' τα σημερινά στα τοτινά. 

—Πώς περάσανε τόσα χρόνια; 

—Και τι δεν τραβήξαμε! 

—Που είναι οι ξεριζωμένοι; 

Λένε, λένε... 

Η σκέψη της Ιφιάνασσας κάνει σάλτα στα περασμένα. 

Πριν κηρυχτεί ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, οι γέροι κι οι γριές είχαν κιόλας πεθάνει. Πέθαναν με 
τον καημό της προσφυγιάς και την ελπίδα του γυρισμού. Πολλά παιδιά ξεπαστρεύτηκαν απ' την πείνα, 
τις  κακουχίες,  τις  αρρώστιες.  Νιάτα  και  νιάτα  έφαγε  ο  πόλεμος  κι  η  κατοχή.  Φούντωσαν  πάλι  η 
ελονοσία  κι  η  φθίση.  Από  φθίση  πέθανε  τότε  η  αδελφή,  η  πεντάμορφη  Σοφούλα  με  τον  χρυσό 
καταρράκτη  των  μαλλιών  και  την  ελληνική  κατανομή.  Ένα  γκρίζο  χειμωνιάτικο  απόγεμα  έσβησε  το 
μπιρμπιλωτό  γαλάζιο  φως  των  ματιών  της.  Από  φθίση  πάει  κι  ο  πρώτος  αδελφός  ο  Κλήτος.  Κι  ο 
Λευτεράκης, που μωρουδάκι γλίτωσε  απ' την ευλογιά το καλοκαίρι του  1921 στο Ουσάκ, πέθανε από 
αβιταμίνωση. Πάει ξαφνικά κι ο αδελφός ο Κώστας, ο παιδικός φίλος του Γιώργου. Κι ο πατέρας, που 
αποκλείστηκε  με  τον  πόλεμο  στην  Ήπειρο,  πέθανε  μακριά  απ'  την  οικογένειά  του,  στα  χώματα  που 
γεννήθηκε. 

Τα  τελευταία  χρόνια  αφήνουν  γεια  στη  ζωή  οι  τότε  τριαντάρηδες  και  σαραντάρηδες.  Σχεδόν  όλοι  απ' 
την  ίδια  αρρώστια.  Χάνουν  σιγά  σιγά  τη  μνήμη.  Ξεχνούν  την  προσφυγιά,  τους  θάνατους,  την 
αιχμαλωσία,  τις  αρρώστιες.  Μέσα  τους  ξύπνησε  η  πατρίδα.  Η  πατρίδα  με  τα  καλά  και  τ'  αγαθά. 
Ξανάγιναν  παιδιά.  Η  κυρά  Κατίνα  απολησμόνησε  το  ξεκλήρισμα  της  γενιάς  της.  Τους  ζωντανούς 
τριγύρω της. Ξέθαψε τους πεθαμένους και κουβέντιαζε μαζί τους. 

—Δε μου λες, Γιώργο, δε γνώριζε η μαμά σου κανένα απ' τα παιδιά της; 

—Κανένα. Ίσαμε τα τελευταία της ο νους της στους γονείς της, στ' αδέλφια της, στη Μαγνησία. 

Κι η μητέρα της Ιφιάνασσας, η Ελένη, που πέθανε ανήμερα Χριστούγεννα του 1975, το ίδιο. Τρία χρόνια 
λες  και  ζούσε  στη  Μικρασία.  Βέβαια  διάβαζε  χωρίς  γυαλιά.  Οξύτατη  η  ακοή.  Τραγουδούσε  ακόμα  μ' 

Digitized by 10uk1s 
εκείνη  την  ωραία  φωνή  επιτυχίες  της  νιότης  της.  Ίσαμε  κι  αγγλικά  άσματα  της  Αμερικάνικης  Σχολής, 
όπου σπούδαζε. «Μαμά;» «Ποια είσαι;» Περιεργάζεται το πρόσωπο που τη ρωτά. «Είμαι η κόρη σου, η 
Ιφιάνασσα». Με κόπο μαζεύει τις δυνάμεις να ξεκαθαρίσει κάτι στο μπερδεμένο χάος του μυαλού. Ώρα 
πασκίζει να θυμηθεί. Κοιτάει το πρόσωπο. Το μελετάει. «Δε θυμάμαι», κάνει απελπισμένη. «Θυμάσαι 
τον  αδελφό  σου  το  Δημητρό;»  Εκτυφλωτικός  προβολέας  φώτισε  την  αυγή  της  ζωής  της.  «Πώς  να  τον 
ξεχάσω;»  Κι  αρχίζει  να  μιλάει  για  τη  Σμύρνη  που  γεννήθηκε.  Τη  Μαγνησία  που  μεγάλωσε.  Τη 
Μαινεμένη που παντρεύτηκε. Μιλάει ώρα για τα παιδικά της χρόνια. Τους ληστές που έγιναν αιτία να 
σαλέψουν  τα  λογικά  του  πατέρα  της.  Τη  νενέ  της  τη  Μαρία  αμπλά  που  ήτανε  καυγατζού  και  σφιχτή. 
Όμως άξια, δουλευταρού και τίμια. Τον αδελφό της το Δημητρό, που χάθηκε στα Αμελέ Ταμπουρού. Η 
μνήμη φτάνει δε φτάνει ίσαμε τη φωτιά της Σμύρνης. Ύστερα σκοτάδι αξεδιάλυτο. 

Η  θεία  Ευαγγελία,  η  δημαρχιακή  μαία  στο  Σιδηρόκαστρο,  με  ταμπέλα  στην  πόρτα  του  διώροφου 
ιδιόκτητου σπιτιού της, που έγινε δυο φορές πρόσφυγια, η θεία Ευαγγελία, που σπούδασε το μικρό της 
παιδί, το Λευτέρη, γεωπόνο και το μεγάλωσε σα βασιλόπουλο, θυμάται. Θυμάται το γιο της που χάθηκε 
την  ώρα  της  φυγής.  Πενήντα  χρόνια  έψαχνε  να  τον  βρει.  Δε  σταμάτησε  ο  Ερυθρός  Σταυρός  κι  οι 
ραδιοφωνικοί σταθμοί να αναζητούν το δεκάχρονο Κυριάκο Κεχαγιά, που εξαφανίστηκε στη φωτιά της 
Σμύρνης. Άσε πια που όποιον γνωστό κι άγνωστο συναντούσε, για το παιδί της ρωτούσε. Πέθανε με τ' 
όνομα του Κυριάκου στο στόμα. 

Πάει  κι  η  Χρύσα,  η  πρώτη  γυναίκα  χτίστης  στην  Ελλάδα.  Στον  Πόντο  σφάξανε  τον  άντρα  της.  Άρπαξε 
αυτή το βυζανιάρικο και νάτην στην Αθήνα. Ρίχτηκε στη δουλειά. Άφηνε το μωρό της στις γειτόνισσες. 
Ύστερα ξέπεσε σ' ένα γιαπί. Στην αρχή κουβαλούσε τούβλα και λάσπη στον ώμο. Αργότερα έκανε μόνη 
της  χαρμάνι.  Είδανε  την  αξία  της  και  την  κράτησαν.  Σιγά  σιγά  άρχισε  να  χτίζει.  Την  προτιμούσαν. 
Δούλευε σαν άντρας και πληρωνόταν τα μισά. Με τα γιαπιά έκανε την κόρη της δασκάλα. Πριν πεθάνει, 
κι ακόμα πριν χάσει τα λογικά της, καμάρωσε τον εγγονό της τον Αντώνη, δικηγόρο. 

Η Σοφία, η φιλινάδα της Ιφιάνασσας απ' την Αθήνα, είναι φανατισμένη Μικρασιάτισσα. Ο πατέρας της, 
ο Κόκος Τενεκίδης, ξαδέλφια με τη μαμά του Γιώργου Σεφέρη, ζει  εδώ. Το  μυαλό  εκεί.  «Σοφία, αφού 
γεννήθηκες και μεγάλωσες στην Αθήνα, πώς ξέρεις τόσες λεπτομέρειες για κείνα τα μέρη;» «Όλη μέρα 
η μητέρα για τη Μικρασία μιλούσε. Πιο πολύ ο πατέρας». Κι αρχίζει να ιστορεί τον ξεριζωμό, λες κι ήταν 
κι ίδια εκεί. 

Εκείνον τον Αύγουστο βρισκότανε στα Βουρλά ο πατέρας. Ήτανε η εποχή της φούριας. Οι δουλειές όλες 
στη  μέση.  Τα  σταφύλια  απλωμένα  στο  σεργί.  Το  πιο  πολύ  μαξούλι  αμάζωτο.  Έπρεπε  να  επιβλέπει. 
Ξαφνικά  άρχισε  η  οπισθοχώρηση  του  στρατού.  Το  φευγιό  του  κόσμου.  Τρέχει  στη  Σμύρνη.  Χάος. 
Χιλιάδες  κόσμος  στους  δρόμους.  Διπλοκλειδώνει  το  χρυσοχοείο  του  και  γυρίζει  πίσω.  Όπου  φύγει‐
φύγει οι Βουρλιώτες. Εκείνος ξένοιαστος. Τον αρπάζει ο κουνιάδος του που ήτανε στρατιώτης. «Ακόμα 
εδώ; Τι περιμένετε; Έρχονται οι Τούρκοι. Ξέφυγα απ' τους άλλους, για να φορέσω πολιτικά και να σας 
ειδοποιήσω.  Μπρος,  πάμε  γρήγορα».  «Εγώ  δεν  το  κουνώ  απ'  τον  τόπο  που  γεννήθηκα».  «Βρε,  αμάν, 
βρε,  ζαμάν»,  παρακαλεί  κι  η  γυναίκα  του.  Σαν  είδε  ότι  άδειασαν  σχεδόν  τα  Βουρλά,  παίρνει  την 
οικογένειά του, και νάτον στη Χιο. Όχι πιο μακριά. Όπου να 'ναι θα γυρίσουν. 

Digitized by 10uk1s 
Όταν άρχισε να απελπίζεται, ήρθε στην Αθήνα. Στην Αθήνα έχασε τα νερά του. Και  σαν  τέλειωσαν τα 
λεφτά  που  'χε  μαζί  του,  χτύπαε  το  κεφάλι  του.  «Βρε,  τι  έκανα.  Αντί  να  αρπάξω  κάνα  σακούλι  με 
χρυσαφικά,  διπλοκλείδωσα  το  κουγιουμτζίδικο».  Αρνήθηκε  κάθε  εγκατάσταση.  Ούτε  αποζημίωση 
ήθελε  να  πάρει.  «Τι  αποζημίωση;  Κοιτάτε  εδώ»,  κι  αράδιασε  τα  κοτσάνια  του,  τα  συμβόλαια,  που  τα 
φύλαε  σαν  κόνισμα.  Τους  τα  μετάφραζε  απ'  τα  Τούρκικα.  «Πήτε  μου,  πώς  και  με  πόσα  θα  μ' 
αποζημιώσουν για τα σπίτια, τα μαγαζιά; Για το κουγιουμτζίδικό μου στη Σμύρνη; Πόσα για τα χτήματα 
στα  Βουρλά;»  Ακουαν  οι  ντόπιοι,  βλέπανε  τα  συμβόλαια  και  δεν  πίστευαν  τα  μάτια  τους.  «Τόση 
περιουσία, τόση περιουσία! Και να δουλεύει για το μεροκάματο». Τους εξηγούσε ότι το παράνομά του 
Τενεκίδης,  είναι  απ'  τον  παππού,  που  τον  βγάλανε  Τενεκέ,  γιατί  μέτρησε  τις  λίρες  που  έδωσε  προίκα 
στις  κόρες  του  με  τους  τενεκέδες.  Είχε  το  βερχανέ  «Τενεκίδη»  με  τα  εβδομήντα  μαγαζιά  στο 
Φραγκομαχαλά. Να, που μας καταντήσανε οι σύμμαχοι». 

Πέθανε το 1938 από μαρασμό, αφήνοντας ορφανή τη Σοφία. Δεν πρόφτασε να γνωρίσει τον εγγονό του 
τον  Κυριάκο,  που  εφέτος  τελείωσε  το  Γερμανικό  Γυμνάσιο  κι  ετοιμάζεται  για  τα  Πανεπιστήμιο. 
«Κυριάκο,  ξέρεις  τίποτα  για  τη  Σμύρνη,  για  τα  Βουρλά;»  ρωτάει  η  Ιφιάνασσα  το  αγόρι.  «Αμέ,  είναι  η 
πατρίδα των παππούδων μου», κι αρχίζει το παιδί να ιστορεί τα ανιστόρητα. Ό,τι άκουσε απ' τη μητέρα 
του και τη γιαγιά. 

Σαράντα  οκτώ  χρόνια  περίμενε  η  Αργυρώ  να  μπει  σε  σπίτι  της  προκοπής.  Σαράντα  οκτώ  χρόνια 
κεντούσε  κι  έπλεκε,  για  να  το  στολίσει.  Κάθε  τόσο  τρεξίματα,  παρακάλια,  αιτήσεις.  Δεν  είχε  τα  μέσα. 
Βαρέθηκε πια. Το 1924, τότε που παντρεύτηκε με το Γιώργο στην Αθήνα, δώσανε λίγα χιλιάρικα αέρα 
σε μια γριά που θα 'φευγε στην κόρη της σε χωριό, κι εγκατασταθήκανε στο συνοικισμό Κουντουριώτη, 
κοντά  στους  Αμπελόκηπους. Ο συνοικισμός γύρω στα τετρακόσια σπιτάκια. Οι  πιο πολλοί πρόσφυγες 
απ' τα Κούλα και το Ουσάκ. Λιγοστοί απ' τη Σμύρνη και το Κορδελιό. Μονάχα η οικογένεια Καβούκα απ' 
τη Μαινεμένη. Εγκατασταθήκανε εκεί και καμιά εικοσιπενταριά οικογένειες αναπήρων. 

Τα  σπιτάκια,  με  άσπρα  τρυπητά  τούβλα,  όλα  ίδια  στην  κόψη.  Κατέβαινες  δυο  τρία  σκαλάκια  σε  μια 
ασουβάντιστη κάμαρα. Κάτω χώμα κι ο αγέρας να μπαινοβγαίνει απ' τις τρύπες. Ούτε φως, ούτε νερό. 
Τα πρώτα χρόνια ένα αυτοκίνητο κουβαλούσε και μοίραζε νερό με το δράμι. Αργότερα κάνανε βρύσες. 
Φτάνανε  δε  φτάνανε  για  ολόκληρο  το  συνοικισμό.  Οι δρόμοι  στενωποί.  Σωστές  σούδες.  Βούλιαζες  το 
χειμώνα στις λάσπες και το καλοκαίρι στο χώμα. Στο δρόμο μαγειρεύανε. Στο δρόμο πλένανε. Στα κοινά 
αποχωρητήρια, πιο πέρα, μάλωναν ποιος θα πρωτοπιάσει σειρά. 

Όσες  αποφάσισαν  να  χτίσουν  στα  μουλωχτά  ένα  κουζινάκι,  έναν  αναγκαίο,  ερχόταν  το  πρωί  η 
αστυνομία, και τα γκρέμιζε. Χρόνια γινόταν αυτό. Κάποτε λασκάρανε τα πράματα, κι άρχισαν ενας‐ενας 
να στήνει το κουζινάκι του και το αναγκαίο. 

Πρώτη  δουλειά  της  Αργυρώς  και  του  Γιώργου,  να  βουλώσουν  τις  τρύπες  με  λάσπη.  Ύστερα 
ασβεστώσανε  το  σπιτάκι  και  φέρανε  την  καινούργια  κρεβατοκάμαρα.  Χωρούσε  δε  χωρούσε.  «Δε 
βαριέσαι,  προσωρινή  είναι  η  εγκατάσταση».  Έτσι  δεν  τους  είπανε;  Το  «προσωρινό»  βάσταξε  κοντά 
πενήντα χρόνια. Η Αργυρώ κι ο Γιώργος δε βαρέθηκαν να περιμένουν. Κάθε μέρα ελπίζανε ότι θα τους 
πηγαίνανε πια σε πολυκατοικίες, σε δικά τους διαμερίσματα, όπως τους λέγανε. Δεν προλάβανε. Τους 
πρόλαβε  ο  χάρος.  Πέθανε  η  Αργυρώ  το  1967.  Πήγε  στη  μόνιμή  της  εγκατάσταση.  Σε  λίγο  την 
ακολούθησε κι ο Γιώργος. 

Digitized by 10uk1s 
Με το γάμο της, έφυγε απ' το συνοικισμό Κουντουριώτη η Σοφία Καβούκα. Έκανε και το γιο της γιατρό. 
Απόρησε η Ιφιάνασσα. «Πώς έτσι; Όλες οι συμπατριώτισσες τα παιδιά τους γιατρούς τα σπουδάζουν. 
Γιατί;»  «Η  άμιλλα»,  κάνει  η  Σοφία.  «Εκείνη  το  γιο  της  γιατρό,  κι  εγώ  το  δικό  μου.  Έτσι,  πάνω  από 
εβδομήντα γιατρούς έβγαλε η Μαινεμένη, χώρια οι φοιτητές της Ιατρικής σήμερα. Πολλοί κι απ' τη Νέα 
Μαινεμένη της Θεσσαλονίκης». 

Θυμάται  η  Ιφιάνασσα  την  Παναγιώτα  που  ερχόταν  απ'  τη  Νέα  Μαινεμένη  κι  έλεγε  τον  πόνο  τους. 
Αρμύρα  το  υπέδαφος,  αρμύρα  κι  ο  ίδρωτας  που  το  ποτίζανε.  Χίλιους  τρόπους  δοκιμάσανε  να 
προκόψουν.  Τέλος,  τα  καταφέρανε.  Πρώτος  σκοπός  η  εκκλησιά  τους.  Κανείς  δεν  τους  βοηθούσε. 
Ανασκουμπώθηκαν  οι  ίδιοι.  Με  δικά  τους  έξοδα  και  προσωπική  εργασία,  ρίχτηκαν  όλοι  στη  δουλειά. 
Πριν  αρχίσουν,  πήγε  η  κόρη  του  δάσκαλου  Μαυρίδη,  η  Κορνηλία,  στη  Μικρασία,  στην  πατρίδα  των 
γονιών της. Έφερε χώμα απ' την κατεδαφισμένη εκεί Άγια Παρασκευή. Το βάλανε εδώ στα θεμέλια κι 
υψώθηκε η νέα εκκλησιά. 

Η παλιά γενιά πιστεύει ότι είναι εκείνη της πατρίδας, η θαυματουργή Άγια Παρασκευή που μπορούσε 
να γιάνει όλες τις αρρώστιες των ματιών και να βοηθήσει σε κάθε ανάγκη τον πιστό. 

—Θυμάσαι,  Ιφιάνασσα,  διακόπτει  τις  σκέψεις  της  ο  Γιώργος,  τότε  τον  πρώτο  χρόνο  με  τους 
κουδουνάτους; 

—Και να θέλω να τους ξεχάσω, δεν μπορώ. Εκείνη την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, έκανε φοβερό 
κρύο.  Εγώ  ήμουνα  με  πυρετό  στο  κρεβάτι.  Όταν  άκουγα,  τη  φασαρία  του  δρόμου,  σηκώθηκα  και 
στάθηκα στην πόρτα. Έρχεται ο πατέρας. Μου αστράφτει μια. «Τρέχα να πλαγιάσεις». Ύστερα αρχίζει: 
«Μασκαράδες μας έκανε η προσφυγιά κι ακόμα να βάλουμε γνώση». «Μα παιδιά είναι», κοίταε να τον 
μερώσει η μητέρα. «Με κάτι τέτοια ξεγελούν τον εαυτό τους και ξεχνάνε την κατάντια τους». 

—Α, εμείς τους γλεντήσαμε εκείνους τους κουδουνάτους. Ο Παρασκευάς, ο μανάβης, έβαλε στο κεφάλι 
του γαϊδάρου του ένα ψάθινο καπέλο. Έριξε πάνω στη ράχη του ένα στρατιωτικό μανδύα και κρέμασε 
στην  ουρά  του  μια  κουδούνα.  Εμείς,  τα  παιδιά,  με  μουτζουρωμένα  τα  μούτρα,  άλλο  να  φοράει  το 
σακκάκι  του  ανάποδα,  άλλο  κάνα  γυναικείο  φουστάνι,  τρέχαμε  πίσω  απ'  το  γάιδαρο.  Πότε  τον 
τσινούσαμε,  πότε  του  τραβούσαμε  την  ουρά.  Δος  του  η  κουδούνα  να  κτυπάει,  κι  ο  Παρασκευας  να 
βρίζειε. Φωνές, φασαρία, ραβαΐσι.  Πανζουρλισμός  στην  οδό Κασσάνδρου.  Ένας άντρας  κρατούσε ένα 
σερβιτσάλο  και  φώναζε.  «Εδώ  ο  μεγάλος  γιατρός.  Τον  κώλο  του  να  τρως».  Άλλος  ντυμένος  χότζας, 
άλλος  χαχάμης.  Κάποιος  μασκαρεμένος  χαμαμτζού,  μας  φοβέριζε.  «Λουτρός,  ουχτρός».  Ένας  με 
γυναικεία ρούχα καμωνόταν την έγκυο και κρατώντας την τουρλωμένη κοιλιά, τσίριζε και φώναζε, τάχα 
απ'  τους  πόνους.  Κι  ο  κόσμος  να  μας  ραίνει  με  πεταλάκια,  όπως  λέγαμε  τότε  τα  κομφετί,  και 
σερπαντίνες. Την άλλη μέρα, Καθαρή Δευτέρα, πήραμε με τον Κώστα τα τσέρκια μας και τα αμολήσαμε 
στα καμένα. 

—Εγώ θυμάμαι, λέει ο Ανέστης, τότε που γκρεμίζανε το Συντριβάνι. Ήσουνα κι εσύ, Γιώργο. Πόση λύπη 
είχα κείνη τη μέρα. Τι κυνηγητό κάναμε, γύρω γύρω, όταν σκολνούσα με τους συμμαθητές μου απ' το 
Γυμνάσιο... 

—Θαρρώ πως το ξηλώσανε λίγο μετά τις αιματηρές απεργίες του 1936. 

—Για  το  σιντριβάνι  διάβασα  κάπου,  λέει  η  Ιφιάνασσα,  ότι  κτίστηκε  επί  Σουλτάν  Χαμίτ.  Μάλιστα  στα 
εγκαίνια, το γέμισε ο Δήμος Θεσσαλονίκης με σερμπέτι. Τις πρώτες τρεις μέρες, αντί για νερό, ερχόταν 
ο κόσμος με τα κύπελλα κι έπινε σερμπέτι. 

Digitized by 10uk1s 
—Ολοζώντανο μου μένει στη μνήμη το γκρέμισμα του μιναρέ στο Καραβάν Σαράι, κάνει ο Ανέστης. 

—Πάλι ήμασταν μαζί. Θαρρώ κι ο Κώστας. Είχε σταματήσει η συγκοινωνία στην Εγνατία. Ο κόσμος από 
κάτω  παρακολουθούσε  τον  Παρασκευαΐδη,  που  πάσκιζε  να  ξηλώσει  το  μισοφέγγαρο.  Σωστός 
ακροβάτης,  σκαρφαλωμένος  στην  κορφή,  «γκαπ  γκούπ»  χτυπούσε  με  τα  εργαλεία.  Σε  κάθε  χτύπημα 
τρανταζόταν  ο  μιναρές.  Τρέμανε  μην  πέσει.  Όταν  κατέβηκε  με  το  μισοφέγγαρο  στο  χέρι.  όλοι  τον 
χειροκροτήσανε. 

—Πάει κι ο Παρασκευαΐδης. Πέθανε πέρσι στα ενενήντα του χρόνια. 

—Μας  άφησε  γεια  κι  ο  φίλος  του  ο  Γιώργος  απ'  την  Καλαμαριά.  Η  λαχτάρα  της  ζωής  του  ήταν  να 
σπουδάσει. 

—Δε σπούδασε ο ίδιος, σπούδασε το γιο του. 

—Σκέφτομαι,  λέει  η  Ιφιάνασσα,  την  οικογένεια  Χατζηελευθεριάδη,  που  εξολοθρεύτηκε  τότε  απ'  τις 
αρρώστιες  στην  Καλαμαριά.  Μόνο το  νήπιο, στο ορφανοτροφείο στα Γρεβενά, σώθηκε. Ο Ελευθέριος 
Ελευθεριάδης,  άλλοτε  βουλευτής  του  Πλαστήρα  και  σήμερα  συνταξιούχος  καθηγητής,  μένει  έμαθα 
στην Κατερίνη. 

—Θυμάστε τ' αδέλφια, πλάι κολληττά στο σπίτι σας, που ζυμώνανε και πουλούσανε μπισκοτάκια; 

—Πώς δεν τα θυμούμαστε, κάνει ο Ανέστης. Μοσχοβολούσε ολόκληρη η γειτονιά. 

—Ντάλωνε η μύτη στο τζαμί. 

—Ποιος  να  το  περίμενε  ότι  αυτά  τ'  αδέλφια,  που  πάλευαν  για  το  μεροκάματο,  θα  'χουν  σήμερα  τη 
μεγαλύτερη βιομηχανία μπισκότων στην Ελλάδα... 

—Μπορούσε  κανείς  να  φανταστεί,  λέει  η  Ιφιάνασσα,  ότι  ο  μπάρμπα  Γιάννης  ο  παπλωματάς  με  τα 
παιδιά του, που τίναζε βαμβάκι κι έραβε παπλώματα, ότι θα 'κανε τη μεγαλύτερη κλινοποιία της χώρας 
μας;  Εμ,  εκείνη  η  κρεβατίνα  που  σταματούσα  κάθε  φορά  που  σχολνούσα  απ'  το  σκολειό...  Ώρα 
παρατηρούσα πώς κομποδένανε και ύφαιναν το χαλί. Σήμερα κι αυτό απ' τα πρώτα εργοστάσια χαλιών 
στην Ελλάδα. 

—Ο  Κωνσταντίνος  απ'  την  Προύσα,  απ'  το  1922,  λέει  ο  Γιώργος,  ίδρυσε  στη  Θεσσαλονίκη  εμπορική 
επιχείρηση. Σε δέκα χρόνια στήνει το πρώτο εργοστάσιο στη Μακεδονία. Σήμερα σειρά τα εργοστάσια 
εφάμιλλα των ευρωπαϊκών. 

Ύστερα μίλησε η Ιφιάνασσα για τον Ευθύμη με τους γιους του που αρχίσανε με μια πλεκτομηχανή στην 
Αθήνα και ντύσανε την Ελλάδα με πλεκτά. Για το Νίκο, που πέθανε πρόπερσι. Ξεκίνησε με τ' αδέλφια 
του  πουλώντας  μαντίλια  και  κάλτσες  στο  δρόμο.  Ύστερα  άνοιξαν  ένα  μαγαζάκι  στον  Πειραιά.  Τώρα 
γέμισαν την Αθήνα με τεράστια καταστήματα μόδας. 

—Για  ποιον  να  πρωτομιλήσεις,  λέει  ο  Ανέστης.  Σήμερα  ένα  μεγάλο  ποσοστό  στο  εμπόριο,  τις 
βιομηχανίες, τα γράμματα κρατούν στα χέρια τους οι ξεριζωμένοι. 

Digitized by 10uk1s 
—Κι  όλοι  πρωτάρχισαν  απ'  το  τίποτα.  Παντού  άρνηση  και  παραγνώριση.  Κλειστές  οι  πόρτες,  κάνει  ο 
Γιώργος. 

—Μαύρα και τα δικά μας παιδικά χρόνια. 

—Γι' αυτό μας έπιασε το πείσμα, συμπληρώνει η Ιφιάνασσα. Ό,τι καλό δε ζήσαμε εμείς, θέλαμε να το 
ζήσουν  τα  παιδιά  μας.  Ό,τι  δε  χαρήκαμε,  να  το  χαρούν  στο  πολλαπλάσιο.  Ό,τι  ονειρευτήκαμε,  να  το 
απολαύσουν αυτά. 

—Θυμάμαι τις λαχτάρες για την κόρη σου, διακόπτει ο Γιώργος. Όλα μαζί να τα μάθει από μικρό. Και 
τούτο  και  τ'  άλλο.  Συζητούσαμε  τότε  για  το  κουράγιο  και  την  επιμονή  σου.  Οκτώ  χρονώ,  κι  ο  τύπος 
ασχολήθηκε  με  το  «Παιδί  θαύμα»...  Ύστερα  κι  εσύ  μαζί  του  στην  Ευρώπη.  Δίπλωμα  στο  δίπλωμα. 
Βραβείο στο βραβείο. Οι μεγαλύτεροι κριτικοί της Βιέννης γράφανε τα πιο εγκωμιαστικά λόγια για το 
βιολί της. 

—Κι  οι  γιοι  σου,  ο  Δημήτρης  κι  ο  Ανδρέας,  σήμερα,  τον  διακόπτει  η  Ιφιάνασσα,  στην  Ευρώπη, 
Πολυτεχνεία, Ωδεία, ξένες γλώσσες, ντοκτορά, παντού να διακρίνονται. 

—Πώς  σπουδάσαμε  εμείς!  Να  δουλεύουμε  και  να  προφταίνουμε  και  το  σχολειό.  Ούτε  καθηγητές 
ιδιαίτεροι, ούτε τίποτα. 

—Τι καθηγητές; λέει ο Ανέστης. Ούτε βιβλία είχαμε. Και με το πρώτο μπήκαμε στο πανεπιστήμιο. 

—Θυμάμαι,  λέει  η  Κατίνα,  που  ο  άντρας  της  σάπιζε  στις  εξορίες,  κι  αυτή  δουλεύοντας  σπούδασε  την 
κόρη της φυσικομαθηματικό, τα μαθητικά μου χρόνια στη Θεσσαλονίκη στην οδό Τσαμαδού, πάνω απ' 
το  Διοικητήριο.  Μια  αυλή  ντουσεμές  κι  έξι  παράγκες  απ'  τις  δυο  μεριές,  χωρισμένες  με  σανίδες  σε 
καμαράκια.  Κολλητά  πλάι  μας  έμενε  ένας  λατερνατζής.  Στη  θέση,  που  είχαμε  ένα  τραπεζάκι  που 
μελετούσα, στην ίδια θέση απ' την άλλη μεριά, ήτανε η λατέρνα του. Σχεδόν πάντα, όταν άρχιζα εγώ τη 
μελέτη,  άρχιζε  κι  αυτός  τη  λατέρνα.  Άσε  τους  καυγάδες  στην  αυλή  με  τη  μοναδική  βρύση  που  μόλις 
έσταζε. Άσε την ουρά στ' αποχωρητήρια. Κι όμως εκεί τέλειωσα το Γυμνάσιο. 

—Έτσι  και  χειρότερα  σπουδάσαμε,  όσοι  τα  καταφέραμε.  Πάλι  καλά  εμείς.  Τι  να  πεις  για  τ'  άλλα 
προσφυγόπουλα;  Για  τις  δεκάδες  χιλιάδες  που  μείνανε  αγράμματα...  Για  τα  παιδιά  της  αγροτιάς  που 
είν' αναλφάβητα... 

Ύστερα μιλήσανε για την ευλογία της προσφυγικής αγροτιάς, που μεταμόρφωσε τη γη σε παράδεισο. 
Για την πολυκαλλιέργεια που εφαρμόσανε, που ξεκουράζει το χώμα κι αποδίνει διπλά. Για τ' αμέτρητα 
επιτεύγματα σε κάθε τομέα. 

Πήρε  δρόμο  πάλι  η  σκέψη  της  Ιφιάνασσας.  Σταματά  στο  1928,  τότε  που  επισκέφτηκε  το  Κίτρος  της 
Κατερίνης. 

Καμιά πενηνταριά πλιθόχτιστα χαμόσπιτα. Πήγε στο σπίτι του μπάρμπα Μήτρου και της Ελισάβως. Μια 

Digitized by 10uk1s 
κάμαρα  μπροστά  για  τους  ανθρώπους. Ένα  ντάμι πίσω για τα  ζωντανά. Άγνωστη η  κουζίνα. Όλα  έξω. 
Αντί για αποχωρηπτήριο, το αλάνι. Η κάμαρα κάτω αλειμμένη με σβουνιά. Απάνω μαυρισμένα δοκάρια. 
Που ταβάνι... Ένα τζάκι που μαγειρεύανε το χειμώνα και ζεσταίνονταν μαζί. Στον έναν τοίχο το σεντούκι. 
Στον άλλο ένα τραπεζάκι και δυο καρέκλες. Στην άκρη ο γιούκος με τα σκεπάσματα και τα στρωσίδια. 
Αυτά για την οκταμελή οικογένεια. 

Ούτε ίχνος πρασινάδας στην αυλή. «Γιατί, ρωτά η Ιφιάνασσα τον μπάρμπα Μήτρο, δε φυτεύετε κανένα 
δεντράκι, κανένα κλήμα, κανένα λουλουδάκι;» «Και που να βρούμε το νερό;» «Δεν έχει νερό το χωριό;» 
«Όχι. Κατεβαίνουμε στο ρέμα και κουβαλάμε με το γουμάρι. Εκεί πλένουν κι οι γυναίκες μας τα ρούχα». 
«Μπορείτε  να  τα  ποτίζετε  με  τ'  αποπλύματα  απ'  τα  πιάτα,  απ'  τα  χέρια  σας  τα  ξεβγάλματα  απ'  τα 
ρούχα» λέει η Ιφιάνασσα. «Δε βαριέσαι», κάνει εκείνος αδιάφορα. 

Ο  μπάρμπα  Μήτρος,  όπως  κι  όλοι  οι  Κιτριώτες,  ήτανε  κολλήγοι.  Με  τον  ερχομό  των  προσφύγων 
απελευθερωθήκανε.  Απελευθερωθήκανε,  όμως  η  νοοτροπία  του  κολλήγου  συνεχίζεται.  «Πες  μου, 
μπάρμπα Μήτρο, ποιος ήταν δω τσιφλικάς;» πάλι θέλει να μάθει η Ιφιάνασσα. «Ο Νικολάκης ο Μπίτσος 
και  τ'  αδέλφια  του.  Όλοι  τους  ζούσανε  στην  Αγγλία.  Μονάχα  ο  Νικολάκης,  το  μεγάλο  αφεντικό, 
ερχότανε  τα  καλοκαίρια.  Έμενε  στο  κονάκι.  Σ'  εκείνο  το  μεγάλο  πέτρινο  δίπατο  σπίτι,  μες  στις 
μυγδαλιές, πλάι στ' αμπέλια. Το βλέπεις;» «Το βλέπω», κάνει η Ιφιάνασσα. «Τα τσιφλίκια του αρχίζανε 
απ'  το  Κίτρος,  πιάνανε  όλα  γύρω  τα  χωριά  και  φτάνανε  στον  Άι  Γιάννη  και  την  Κατερίνη.  Εμείς 
δουλεύαμε στα χτήματά του. Στ' αμπέλια, τα μποστάνια, τα χωράφια». «Και το μαξούλι;» «Το 'παιρνε ο 
τσιφλικάς».  «Και  πώς  ζούσατε;»  «Μας  έδινε  για  τα  κόπια  μας  τόσο,  όσο  να  μην  πεθάνουμε  απ'  την 
πείνα».  «Παντού  όπου  πήγα,  σήμερα,  μπάρμπα  Μήτρο,  όλο  αγκάθια,  παλιούρια  και  θάμνο,  είδα. 
Γιατί;» «Αυτά είναι βοσκοτόπια». «Και τα πρόβατα του τσιφλικά ήτανε;» «Όλα. Τίποτα δικό μας. Ούτε 
σπίτι,  ούτε  γης.  Το  τρανό  αφεντικό  γύριζε  με  τις  μπότες  και  το  καμουτσίκι  στο  χέρι.  Τα  χωριά  τον 
τρέμανε. Οι Τούρκοι μπέηδες τον σέβονταν και τον φοβόνταν γιατί ήτανε Άγγλος υπήκοος. Είχε ιδιωτική 
χωροφυλακή, τους γκέγκηδες, που φύλαγαν τ' αμπέλια και τις μακρινές περιοχές. Αλίμονο αν βρίσκανε 
κάνα ξένο ζωντανό να βόσκει στα χτήματα του Νικολάκη. Μικρός ήμουνα, όταν πέρασε  απ' το Κίτρος 
ένας βλάχος. Επειδή ξέφυγαν μερικά πρόβατά του στα χωράφια του Μπίτσου, κοντά στις Αλεπότρυπες, 
τον σκότωσαν τον άνθρωπο, χωρίς να δώσουν λογαριασμό σε κανένα. Αλίμονο, σ' όποιον τολμούσε να 
σηκώσει  κεφάλι.  Αλίμονο,  σ'  όποιον  αρνιόταν  να  πληρώσει,  επειδή  δεν  είχε.  Αλίμονο,  αν  έκλεβε 
κάποιος κάνα καρπούζι. Τον άρπαγαν οι γκέκηδες, τον σπάγανε στο ξύλο και τον πετάγανε στα υπόγεια 
του  κονακιού,  συχνά,  ώσπου  να  πεθάνει  απ'  τις  πληγές  ή  απ'  την  πείνα.  Τρέμαμε  κάθε  φορά  που 
ερχόταν τ' αφεντικό απ' την Αγγλία».  «Γιατί, μπάρμπα Μήτρο;» «Έβαζε χέρι και στα όμορφα κορίτσια 
μας. Κανείς δεν μπορούσε να του κάνει τίποτα. Παντού και μ' όλους είχε τα μέσα. Σκέψου, όταν το 1922 
ήρθανε οι Πόντιοι πρόσφυγες, τους έδιωξε αμέσως. Ποιος τολμούσε να βγάλει τσιμουδιά... Όταν είδε κι 
απόειδε ότι δε θα γλίτωνε όλα του τα τσιφλίκια, τότε πούλησε ένα μέρος σε μας. Στους επιστάτες του 
έδωσε 500 στρέμματα». «Πότε ήρθαν εδώ οι πρόσφυγες;» ξαναρώτησε η Ιφιάνασσα. «Το 1925. Κάπου 
εκατόν είκοσι οικογένειες απ' την Μπάνα και καμιά ογδονταριά απ' το Καβακλή της Βουλγαρίας. Αυτοί 
φέρανε και παραδάκι. Η Μπάνα πιο πάνω, το Καβακλή πιο κάτω κι εμείς στη μέση. «Και πώς άφησε ο 
Μπίτσος;» «Τι να κάνει; Μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τόση προσφυγιά; Εδώ ταράχτηκε η γης. Γέμισε 
γύρω  καινούργια χωριά και  χωριουδάκια.  Μακρύγιαλος, Σφενδάμη, Κορυνός, οι δυο  Άι  Γιάννηδες  και 
βάλε. Παραγέμισαν η Σεβαστή κι ο Κούκκος». «Και τι κλήρο τους δώσανε;» «Από δέκα στρέμματα στο 
άτομο και προσφυγικό δάνειο». «Τίποτα δεν είναι μπροστά στα δικά σας». «Αυτό έλειπε. Να δώσουν 
και  σ'  αυτούς  ίδιο  κλήρο...  Ήρθανε  τ'  άγρια  να  διώξουν  τα  ήμερα».  «Κι  όμως  αυτοί  έγιναν  αιτία  να 
πάρετε κι εσείς κλήρο. Δεν τους χωνεύετε, μπάρμπα Μήτρο». «Τι να τους χωνέψουμε. Ετούτοι έχουνε 
τα δικά τους εθίματα. Δεν ταιριάζουν με τα χνώτα μας». «Δηλαδή;» «Να, το κυριότερο. Στη Μπάνα η 
μέρα της μαμής». «Τι θα πει αυτό;» «Μια μέρα το χρόνο οι γυναίκες ζούνε σαν άντρες. Μ' επικεφαλής 
τη μαμή, πάνε στα καφενεία,  μεθούν, γλεντούν.  Χορεύουν  στην πλατεία. Λένε  βρωμόλογα.  Οι  άντρες 

Digitized by 10uk1s 
μένουν κρυμμένοι στα σπίτια τους. Που να τολμήσουν να βγουν όξω. Ίσαμε τα μεσάνυχτα βαστάει το 
πανηγύρι. Ύστερα βγαίνουν κι οι άντρες και γλεντάνε όλοι μαζί. Ντροπής πράματα. Και δεν είναι μονάχα 
αυτά...» «Τι άλλο;» «Δεν τα παρατάς τώρα...» 

Δεν  ξανάδε  η  Ιφιάνασσα  τον  μπάρμπα  Μήτρο.  Με  τους  πρώτους  βομβαρδισμούς  του  1940  απ'  τους 
Ιταλούς, άρχισε η Θεσσαλονίκη να αδειάζει. Οι πολυκατοικίες μετατρέψανε τα υπόγεια σε καταφύγια. 
Στοιβάζανε σακιά με άμμο στα ανοίγματα και στα θεμέλια, για να τα προφυλάξουν κάπως. 

Φλεβάρη του 1941 βρέθηκε η Ιφιάνασσα με την οικογένειά της στο Κίτρος. Ενάμιση χρόνο έμεινε στο 
Καβακλή.  Ο  μπάρμπα  Μήτρος  είχε  πεθάνει.  Το  Κίτρος  όπως  ήτανε  το  1928.  Οι  ίδιες  χαμοκέλες.  Η 
Μπάνα και το Καβακλή αγνώριστα. Διώροφα σπίτια. Πολλά μισοτελειωμένα, εξ αιτίας του πόλεμου. Στο 
ισόγειο οι αποθήκες για τα γεννήματα, το καμαράκι για τον αργαλειό, το καθημερινό με το τζάκι κι η 
κουζίνα.  Απάνω  οι  κάμαρες  για  ύπνο,  απάνω  να  δέχονται  και  τα  μουσαφιριά.  Έξω  τα  ντάμια  για  τα 
ζωντανά.  Η  γη  πράσινος  παράδεισος.  Αυτάρκεια  σ'  όλα.  Μόνο  το  λάδι  λείπει.  Όμως  μπόλικο  τα 
σαμόλαδο  και  το  φρέσκο  βούτυρο.  Ούτε  απιθαμή  γης  ακαλλιέργητη.  Καπνά,  βαμβάκι,  στάρι,  βρώμη, 
κριθάρι. Όλα τα κηπευτικά. Σχεδόν όλα τα φρουτόδεντρα. Άσε τ' αμπέλια, τα μποστάνια, τα γελάδια, τα 
πρόβατα,  τα  γουρούνια,  οι  κότες.  Σε  Γη  Επαγγελίας  μεταμορφώθηκε  η  ξεροκαμπιά.  Ξύπνησαν  κι  οι 
Κιτριώτες. Ρίχτηκαν με τα μούτρα οι νέοι στη δουλειά. Αρχίσανε κι οι γάμοι. Σμίξανε οι ντόπιοι με τους 
Καβακλιώτες και τους Μπανιώτες. Ενωθήκανε κι οι δύο συνοικισμοί με το Κίτρος. 

—Πάλι αλλού ο νους σου, Ιφιάνασσα. 

—Που αλλού, παρά στις επιτεύξεις των προσφύγων; Ζωντάνεψε στο μυαλό μου το Κίτρος. Τι θαύματα 
κάνανε οι αγρότες μας! 

—Μόνο οι αγρότες μας; Όλοι οι ξεριζωμένοι. Η ζωή της προσφυγιάς ήτανε αδιάκοπη πάλη. Πάλη με τη 
φτώχεια,  τις  αρρώστιες,  την  ανέχεια.  Από  παντού  χτυπήματα.  Πέφταν,  σηκώνονταν.  Ξανάπεφταν  και 
πάλι όρθιοι. Πέθαιναν, πέθαιναν κι όλο πλήθαιναν. Το φύτρο γερό. Έπιασε στο καινούργιο χώμα. Τίναξε 
βλαστάρια, βάθυναν οι ρίζες. Ευλογία ο καρπός. 

Ύστερα σώπασαν. 

Η Ιφιάνασσα ακόμα σκέφτεται τους ξεριζωμένους.  Σκέφτεται το  αίμα που δώσανε  στην  Ελλάδα. Αίμα 


φρέσκο,  καθάριο,  αψύ,  άκρατο.  Αίμα  που  αναβρύζει  απ'  τις  πανάρχαιες  ελληνικές  πληγές.  Αίμα  που 
έσμιξε με το αίμα των ντόπιων. Αδύνατο πια να το ξεχωρίσεις. 

Digitized by 10uk1s 
ΣΜΥΡΝΗ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Το 1972 επισκέφτηκα τη Σμύρνη. Η ομοιότητα της γενέτειράς μου με τη δεύτερή μου πατρίδα, τη
Θεσσαλονίκη, στάθηκε αφορμή να γραφτεί το κεφάλαιο: «Σμύρνη-Θεσσαλονίκη». Ξεκίνησε με
σκοπό ομιλίας. Τελικά, αναπλασμένη, ενσωματώθηκε στην «Ξεριζωμένη Γενιά».

Μελετώντας  τη  ζωή  της  Σμύρνης  και  της  Θεσσαλονίκης  η  Ιφιάνασσα,  σκέφτεται  πόσα  κοινά  σημεία 
υπάρχουν  στις  δυο  πολιτείες.  Τι  πολλές  συγγένειες...  Τι  αναλογίες  και  τι  ομοιομορφίες  στη  ζωή,  στην 
ιστορία, στη φύση. Ελάχιστες οι διαφορές. 

Παραθαλάσσιες  κι  οι  δυο.  Η  Σμύρνη  στο  μυχό  του  Ερμαϊκού  κόλπου.  Η  Θεσσαλονίκη  στο  μυχό  του 
Θερμαϊκού. Αμφιθεατρικά χτισμένες, δεσπόζουν, η μια στις τελευταίες λοφοσειρές του  Χορτιάτη, που 
κατηφορίζουν  στην  παραλία,  η  άλλη  στα  χαμηλότερα  παρακλάδια  του  Σίπυλου,  στο  λόφο  Πάγο,  που 
κατεβαίνουν στο «Και». 

Ψηλά, στα στενοσόκακα, και στις δυο πολιτείες, σκαρφαλώνουν οι Τουρκομαχαλάδες. Στον Κουλέ Καφέ 
και  στον  Γκεντή  Κουλέ  της  Θεσσαλονίκης  τα  τουρκόσπιτα.  Κάτω  η  νέα  πολιτεία  με  τις  εκκλησίες,  το 
Καραβάν ‐  Σεράι,  την Καμάρα,  το Μπεζεστένι, το  Βαρδάρη, την  αγορά,  τη Στοά Μοδιάνο. Μπροστά  η 
προκυμαία,  που  αρχίζει  απ'  το  λιμάνι  και  σταματάει  στο  Λευκό  Πύργο.  Πέρα  ανατολικά  το  τμήμα 
εξοχών με τ' αρχοντόσπιτα. 

Στη  Σμύρνη,  στον  Κατηφέ  Καλέ,  τα  χαμόσπιτα  της  Τουρκιάς.  Κάτω  οι  ελληνικές  συνοικίες.  Ο 
φραγκομαχαλάς,  το  τσαρσί,  οι  Μεγάλες  Ταβέρνες,  οι  βερχανάδες,  τα  καταστήματα,  εφάμιλλα  των 
μεγαλύτερων της Ευρώπης. Τα ανυπέρβλητο «Και» με τα παλατάκια. Ολόγυρα τα παραλιακά προάστια, 
που συναγωνίζονται σε χάρες, κάλλη, πλούτη κι ομορφιές. Η Καραντίνα, το Καρατάσι, το Γκιόστεπε, το 
Κοκάργιαλι, που στα σκολειά τα δίδασκαν με τα ελληνικά τους ονόματα: Καλλιθέα, Μελαντία, Ενόπη, 
Μυρακτή. Χώρια τα μεσόγεια χωριά κι οι κωμοπόλεις. Χώρια ο Μπουτζάς, ο Κουκλουτζάς, η Άγια Αννα, 
το  Σεβντήκιοϊ,  ο  Προφήτης  Ηλίας  και  τόσα  άλλα.  Ποιο  να  πρωτοαναφέρεις.  Και  για  ποιο  να 
πρωτομιλήσεις... Κι αντίκρυ δεξιά η παραλιακή παιχνιδιάρικη γιρλάντα του Κορδελιού. 

Σπουδαιότατα  λιμάνια  κι  οι  δυο  πολιτείες.  Θέσεις  κλειδιά.  Προνομιούχες  γεωγραφικές  περιοχές, 
βοήθησαν  ν'  αναπτυχθούν  κι  η  Σμύρνη  κι  η  Θεσσαλονίκη,  απ'  την  εποχή  της  ίδρυσής  τους,  σε  πόλεις 
σύμβολα.  Σε  κέντρα  με  διεθνή  αξία.  Γι'  αυτό  κι  οι  συχνές  επιδρομές,  οι  εισβολές,  οι  επιθέσεις,  οι 
λεηλασίες. Γι' αυτό και τα πολλά σκαμπανεβάσματα στην ιστορία της πολυκύμαντης ζωής τους. 

Και  τα  δυο  λιμάνια  κινδύνεψαν  απ'  τις  προσχώσεις  των  ποταμών.  Του  Έρμου  η  Σμύρνη,  του  Αξιού  η 
Θεσσαλονίκη. Η μετατόπιση της κοίτης τους δεξιότερα, έσωσε τις δυο πόλεις. 

Πρωτεύουσα της Ιωνίας η μια. Πρωτεύουσα της Μακεδονίας η άλλη. 

Πάντα ήταν η Σμύρνη η Δυτική Πύλη του Αιγαίου, με ενδοχώρα την Ασία, την Περσία, τη Βαγδάτη. Με 
δρόμους  που  τη  συνδέουν  μ'  ολόκληρη  την  Ανατολή.  Από  παντού,  το  εσωτερικό,  κουβαλιούνται  οι 
πραμάτιες και τ' αγαθά στο λιμάνι, το πιο σημαντικό της Μικρασίας, που έκανε τη Σμύρνη πιο πλούσια 

Digitized by 10uk1s 
κι απ' την Πόλη. 

Η  Θεσσαλονίκη,  η  Νότια  Πύλη  του  Αιγαίου  μ'  ενδοχώρα  τα  Βαλκάνια,  την  ανατολική  και  κεντρική 
Ευρώπη.  Απ'  το  λιμάνι  της  μπαινοβγαίνουν  τα  εμπορεύματα  στα  τέσσερα  σημεία  του  ορίζοντα. 
Τρίστρατο, οι δρόμοι της, τη συνδέουν μ' ολόκληρη την Ελλάδα, την Τουρκία και την Ευρώπη. 

Ελληνιστικές κι οι δυο, κι ας ξεκινά η ιστορία τους απ' τα προελληνικά χρόνια. Απ' τους επίγονους του 
Μεγαλέξαντρου χτίστηκαν κι οι δυο κι ας είναι πανάρχαια η καταγωγή τους. 

Κι η Σμύρνη κι η Θεσσαλονίκη ονόματα γυναικών έχουνε. 

Οι  Αιολείς  διώξανε  τους  Κάρες  και  τους  Λέλεγες  κι  εγκατασταθήκανε  στη  Σμύρνη.  Τον  όγδοο  αιώνα, 
πριν απ' το Χριστό, την καταλάβανε οι Ίωνες. Από τότε έμεινε Ιωνική. 

Η πανάρχαια Σμύρνη, η πρώτη, λένε, ιδρύθηκε απ' την αμαζόνα Σμύρνα. Να 'ναι τάχα αλήθεια; 

Ξαμολήθηκε πάλι η φαντασία της Ιφιάνασσας στ' αχαλίνωτα τρεχάματά της. Αλλοπαρμένη δρασκελάει 
το χρόνο. Σταματάει στις  εποχές. Ξεσκάβει  το  παρελθόν. Τρακάρει με  την ιστορία. Κουβεντιάζει με τη 
μυθολογία.  Παραδομένη  στα  οιστρήλατα  ταξίδια  της,  οραματίζεται,  οπτασιάζεται,  παραληρεί.  Στα 
πλασματικά της ανταμώματα ανασταίνει νεκρούς, ζωντανεύει τ' άψυχα. Είδωλα, σύμβολα, ινδάλματα, 
όλα προσωποποιημένα, της μιλάνε για τη ζωή τους. 

Κάποτε ανταμώνει την Αμαζόνα. Απανωτές οι απορίες της. «Πες μου, Σμύρνα, εσύ ίδρυσες τη Σμύρνη;» 
«Και  βέβαια  εγώ.  Θέλει  και  ρώτημα;  Γι  αυτό  και  ξεκίνησα  απ'  τα  μέρη  της  Αμισού,  την  πατρίδα  μου, 
όπου  ζουν  οι  αντρειωμένες  γυναίκες,  που  νικούν  τους  αρσενικούς».  «Και  γιατί  διάλεξες  τούτο  τον 
τόπο;» θέλει να  μάθει η  Ιφιάνασσα.  «Μα το κλίμα, το καλύτερο της  γης. Ο ολόλαμπρος κι ολόγλυκος 
ήλιος.  Η  πεντακάθαρη  ατμόσφαιρα.  Οι  φυσικές  ομορφιές.  Η  έξοχη  τοποθεσία.  Τα  χίλια  χαρίσματα». 
«Άλλοι θένε να πουν, ότι ο Τάνταλος, ο γιος του Δία, είναι ιδρυτής της. Άλλοι πάλι ότι είναι ο Θησέας». 
«Τίποτα μην ακούς. Εγώ την ίδρυσα. Δε βλέπεις το ναό τον αφιερωμένο σε μένα; Να, και τα νομίσματα. 
Κοίτα.  Εδώ  είναι  χαραγμένη  η  μορφή  μου  με  τις  λέξεις:  ΣΜΥΡΝΑΙΩΝ  ΠΡΩΤΗ  ΑΣΙΑΣ.  Και  στ'  άλλο: 
ΣΜΥΡΝΑ  ΠΡΩΤΗ  ΚΑΛΛΕΙ  ΚΑΙ  ΜΕΓΕΘΗ.  Ύστερα  το  μαρτυράει  κι  ο  ναός  που  χτίστηocε  για  τιμή  μου. 
Ακόμα αμφιβάλλεις;» «Όχι, όχι, λέει η Ιφιάνασσα, και νάτην βρέθηκε στη Θέρμη. 

«Τι ψάχνεις; ρωτά το χώμα. Ποια Θέρμη θες να βρεις; Ούτε πετραδάκι άφησε ο Κάσσανδρος. Βλέπεις 
τίποτα όρθιο; Όλα έγιναν στάχτη κι αποκαΐδια. Κουβάλησε και τα συντρίμμια κι έχτισε την άλλη πόλη, 
εκεί  στο  μυχό».  «Πότε  έγιναν  όλ'  αυτά;»  ξαφνιάστηκε  η  Ιφιάνασσα.  «Τι  να  πρωτοπώ  κι  από  που  να 
πρωταρχίσω;  Ξέρεις,  τούτος  ο  τόπος  εδώ  άκμασε  στα  Μυκηναϊκά  χρόνια.  Αλία  ήταν  το  πρώτο  όνομά 
μου.  Ύστερα  Θέρμη  με  είπανε.  Γεννάρχης  μου  ο  Μίγδονας,  γιος  του  Θεού  Άρη  και  της  νύμφης 
Καλλιόπης. Εδώ ο Ξέρξης στρατοπέδεψε με τις μυριάδες του στρατού του, για να χτυπήσει την Ελλάδα. 
Εκτίμησε την  ανεπανάληπτη στρατιωτική  μου  θέση. Το σπουδαιότατο λιμάνι. Και τ' άφθονα νερά του 
Αξιού,  που  πότιζαν  ανθρώπους  και  ζώα.  Όμως  ακριβά  το  πλήρωσαν  οι  Μίγδονες.  Εκτός  του  ότι  τους 
χαντάκωσε  οικονομικά  ο  Ξέρξης,  τους  κατηγόρησαν  κι  οι  Έλληνες  για  συνεργάτες  των  έχθρών.  Για 
τιμωρία  τους  χτυπούν.  Εξήντα  ένα  χρόνια  κράτησε  η  ελληνική  κατοχή.  Φεύγεις;»  «Ναι,  πάω  στη 
Θέρμη».  «Ποια  Θέρμη  λες  πάλι;  Ούτε  τ'  όνομα,  που  πήρε  από  μας  δεν  κράτησε»,  μουρμουρίζουν  οι 
Θερμές πηγές. «Έμεινε όμως στον κόλπο. Θερμαϊκό τον λένε». 

Digitized by 10uk1s 
Κοντά  δέκα  χιλιόμετρα  βορειότερα  περπάτησε  η  Ιφιάνασσα.  Μια  καινούργια  πολιτεία  χτίζεται  στο 
λιμάνι. Σωστός οικοδομικός οργασμός. Ρωτάει η Ιφιάνασσα την αδελφή του Μεγαλέξαντρου. «Πες μου, 
Θεσσαλονίκη, γιατί ο Κάσσανδρος εξαφάνισε απ' το πρόσωπο της γης τη Θέρμη; Και γιατί σε τούτη τη 
νέα  πολιτεία  έδωσε  τ'  όνομά  σου;»  «Δεν  ξέρεις;  Ύστερα  απ'  το  θάνατο  του  αδελφού  μου,  άρχισε  ο 
πόλεμος  της  διαδοχής.  Μες  στους  φαγωμούς  και  τα  τσακώματα  των  επίγονων,  που  διεκδικούσαν  το 
θρόνο, και το πείσμα της Ολυμπιάδας να κρατήσει το σκήπτρο, χτυπάει ο Κάσσανδρος. Αντιστέκεται η 
Ολυμπιάδα.  Καταφέρνει  και  ξεπαστρεύει,  με  ομαδικές  σφαγές,  τους  οπαδούς  του  Κάσσανδρου. 
Ξαναχτυπάει αυτός με σύμμαχους απ' την Κάτω Ελλάδα. Ύστερα απ' τη νίκη του, καταδικάζεται η μάνα 
του  αδελφού  μου  σε  θάνατο  με  λιθοβολισμό.  Μαζί  με  την  εκτέλεσή  της,  γκρεμίζει  ο  Κάσσανδρος  και 
κατακαίει τη Θέρμη. Τότε πέφτει σε δυσμένεια. Για να εξευμενίσει το λαό παντρεύεται εμένα, τη νόθα 
κόρη του Φίλιππου, και χτίζει τούτη την πόλη που της έδωσε τ' όνομά μου». 

Όταν έφτασε η Ιφιάνασσα στη Σμύρνη, ανέβηκε ψηλά στο λόφο Πάγο. Κάθισε σ' ένα βράχο. Ανασαίνει 
αγέρα  διάφανο.  Ολάνοιχτα  τα  μάτια  της  στην  αιθρία  και  στο  καθάριο  φως.  Μπροστά  της  η  γαλάζια 
διαύγεια  της  θάλασσας.  Πλάι  ο  ποταμός  Μέλης.  Ασταμάτητη,  δονούμενη  υδάτινη  ροή  στραυταλίζει 
ασήμι. Στις εκβολές του γεννήθηκε ο Όμηρος. «Εδώ συνήθιζε να κάθεται ο Μέγας Αλέξανδρος», μιλάει 
ο  βράχος.  «Πικραμένος  κοίταε  ο  βασιλιάς  τ'  ερείπια  απ'  τους  σεισμούς.  Εντύπωση  του  είχε  κάνει  η 
σημαντική θέση της πολιτείας. Η σπουδαιότητα του λιμανιού. Το ήπιο κλίμα. Ο ίδιος ήθελε να γίνει ο 
ιδρυτής της νέας Σμύρνης. Μάντευε ότι θα 'ναι μια πόλη αιώνια. Κι ετοιμάζει τα σχέδια. Ο θάνατός του 
σταμάτησε  το  έργο.  Το  συνέχισε  ο  Αντίγονος  ο  Μονόφθαλμος.  Το  αποτελείωσε  ο  Λυσίμαχος.  Βλέπεις 
πάνω  στον  Πάγο  την  Ακρόπολη  και  γύρω  τα  τείχη  που  κατεβαίνουν  στη  θάλασσα;  "Λυσιμάχεια"  τα 
λένε». 

Σηκώθηκε  η  Ιφιάνασσα.  Σεργιανάει  στη  Σμύρνη.  Επισκέπτεται  τα  έργα  τέχνης.  Τ'  αξιόλογα  κτίσματα. 
Όλα  τα  σημαντικά  μνημεία.  Σταματάει  στο  Ομήρειο  Ηρώο,  που  στήθηκε  για  τιμή  του  μεγαλύτερου 
ποιητή.  Μπαίνει  στο  θέατρο,  στο  Ωδείο,  στο  Στάδιο.  Πάει  στις  βιβλιοθήκες.  Θαυμάζει  το  ναό  του 
Σωτήρα Δία. Επισκέπτεται το ναό της Αφροδίτης, του Απόλλωνα, της Δήμητρας, της Κυβέλης. Τρέχει έξω 
απ'  τα  τείχη,  στο  ναό  του  Κλήδονα,  όπου  το  Μαντείο.  Ρωτάει  για  τη  μοίρα  της.  Τραβάει  στο  λιμάνι. 
Μεγάλη  η  κίνηση.  Κόσμος  φορτώνει  και  ξεφορτώνει  τις  πραμάτιες.  Καΐκια  πηγαινοέρχονται.  Σύμβολο 
πλούτου, ομορφιάς και ζωής ονομάστηκε τούτο το λιμάνι. Σωστά το είπανε: «Ο ομφαλός της Σμύρνης». 

Τα ελληνιστικά χρόνια τα πέρασε στην Ιωνία η Ιφιάνασσα. Επισκέπτεται τις μεγάλες πολιτείες. Όλες τις 
σφραγίζει  ο  πολιτισμός,  η άνθιση.  Όλες βρίσκονται  σε στάδιο ακμής και  μεγάλης ευημερίας. Όλες  θα 
μείνουν για κάτι το ξεχωριστό στην ιστορία. 

Όταν έφτασαν οι Ρωμαίοι, η Ιφιάνασσα βρισκόταν ακόμα εκεί. Έκθαμβοι έμειναν όλοι απ' τις φυσικές 
καλλονές τούτης της πολιτείας. Εκτιμώντας την απαράμιλλη θέση της, δε θένε να υστερήσουν σε έργα. 
Κι αρχίζουν τα ρωμαϊκά κτίσματα. Ξεχωρίζουν οι ναοί του Τιβέριου και της Ρώμης. Του Αδριανού, της 
Λίβιας, της Ίσιδας. Το Ιερό της Εστίας. Λαξεύουν θέατρο σε βράχο για είκοσι χιλιάδες θεατές. 

Κι  έρχονται  πάλι  οι  σεισμοί  και  καταστρέφουν  πάλι  τη  Σμύρνη.  Αμέσως  αρχίζει  την  ανοικοδόμηση  ο 
Μάρκος  Αυρήλιος.  Τώρα  νέα  ιδρύματα  λαμπρύνουν  τη  ρωμαϊκή  Σμύρνη.  Ο  ίδιος  θεσπίζει  αγώνες, 
γυμνάσια, διοργανώνει γιορτές, πανηγυρικές εκδηλώσεις, επίσημες παρελάσεις. 

Digitized by 10uk1s 
Συχνά πηγαίνει η Ιφιάνασσα στην Τήμνο, την πόλη που γεννήθηκε. Δεν είναι μακριά. Λίγο πιο πάνω απ' 
τον Ερμαϊκό κόλπο. Στην αριστερή όχθη του Έρμου ποταμού. Η Τήμνος, πριν γίνει Ιωνική, ήτανε μια απ' 
τις  δώδεκα  αιολικές  πολιτείες.  Κάθε  φορά  επισκέπτεται  το  περίφημό  της  νομισματοκοπείο. 
Παρακολουθεί  πώς  γίνονται  τα  νομίσματα.  Άλλοτε  θαυμάζει  τ'  αξιοθέατα.  Θυμάται  το  δάσκαλο  της 
ρητορικής,  Ερμαγόρα,  που  τόσες  φορές  είχε  ακούσει  τις  αγορεύσεις  του.  Ώρες  ατέλειωτες  στέκεται 
μπροστά  στο  άγαλμα  της  Αφροδίτης.  Κάθε  τόσο  λούζεται  στα  νερά  του  Έρμου.  Η  ορμητικότητά  του 
μοιάζει  με  την  ορμητικότητα  της  ψυχής  της.  Μαίνεται  γύρω  η  βλάστηση.  Μαίνονται  μέσα  της  οι 
λαχτάρες. 

Καιρός να πάει πια στη Ρωμαϊκή Θεσσαλονίκη. Πολλά νέα μαθαίνει για την πόλη του Κάσσανδρου. Εκεί 
ρωτά τον  Καικίλιο Μέτελλο:  «Είναι αλήθεια ότι η Θεσσαλονίκη  έγινε πρωτεύουσα;» «Βέβαια. Απορώ, 
πώς οι Μακεδόνες βασιλιάδες δεν κατάλαβαν τίποτα απ' την αξία και τη σπουδαιότητα της τοποθεσίας 
της.  Εμείς,  οι  Ρωμαίοι,  αμέσως  εκτιμήσαμε  τη  ζωτική  σημασία  του  λιμανιού.  Τη  σημαντική  θέση  της 
Θεσσαλονίκης.  Πρώτος  ο  Αιμίλιος  Παύλος  την  έκανε  πρωτεύουσα  σε  μια  απ'  τις  τετραρχίες.  Εγώ 
ολόκληρης της Μακεδονίας. Βλέπεις τα έργα γύρω; Είναι δημόσια κτίρια. Ιδιωτικά παλάτια. Μερόνυχτα 
καινούργια σχέδια εκπονούνται. Δυο χρόνια είναι που άρχισε η Εγνατία οδός. Ξεκινά απ' το Δυρράχιο, 
περνά απ' τη Θεσσαλονίκη, διασχίζει τη Μακεδονία, τη Θράκη και φθάνει στην Ασία». 

Περιδιαβάζει η Ιφιάνασσα τη ρωμαϊκή Θεσσαλονίκη. Τι κτίσματα! Τι έργα τέχνης! Τι κέντρα! Σημαντικές 
προσωπικότητες την επισκέπτονται κάθε τόσο. Εδώ έμεινε εφτά μήνες εξόριστος ο Κικέρων, καθώς κι ο 
Πομπήιος.  Ο  Αντώνιος  κι  ο  Οκτάβιος  την  ονόμασαν  «Πόλη  ελεύθερη».  Ως  ρωμαϊκή  επαρχία 
απαλλάσσεται  από  κάθε  φόρο.  Αργότερα  γίνεται  μητρόπολη  του  Ιλλυρικού  κράτους.  Η  φήμη  της  έχει 
απλωθεί  σ'  ολόκληρη  την  επικράτεια.  Μαγνήτης  τα  πλούτη  της  για  τους  τυχοδιώκτες.  Υπόσχεση  το 
λιμάνι της στους κερδοσκόπους. Επικίνδυνα στοιχεία μαζεύονται από παντού. Συναγελάζονται με τους 
ντόπιους. Επηρεάζουν τους νέους. Κι αρχίζει η παρέκκλιση. Η αποχαλίνωση στα ήθη. Οι ακολασίες. Ζωή 
της  Θεσσαλονίκης  τώρα  το  φαγοπότι,  το  τσίρκο.  Οι  σαρκικές  απολαύσεις  γίνονται  δημόσια  και  χωρίς 
φραγμό. Εννιά μέρες το χρόνο, άντρες και γυναίκες, αφηνιάζουν στα Όργια των Καβείρων. 

Στη  Σμύρνη  βρίσκει  η  Ιφιάνασσα  τη  γαλήνη.  Πάει  στον  Κυριακό  ναό.  Τον  πρώτο  χριστιανικό.  Ύστερα 
πηγαίνει  στα  λουτρά  της  Αρτέμιδος.  Λιγερές  Ιάδες  κάνουν  μπάνιο.  Πολλές  παιχνιδίζουν  με  τα  νερά. 
Παιχνιδίζουν κι οι ηλιαχτίδες με τις σταλαγματιές που κυλούν απ' τα νεανικά κορμιά. Ίωνες και Ρωμαίοι 
παρακολουθούν κρυμμένοι στην πυκνή υδρόβια βλάστηση. Η γη μυρίζει άνοιξη. Ζαλίζουν τ' αρώματα κι 
οι  οσμές  των  λουλουδιών.  Ζαλίζει  η  ποικιλία  των  χρωμάτων.  Δροσερή  αύρα  χαϊδεύει  την  πολιτεία. 
Χαίρεται  η  Ιφιάνασσα  την  ευωδία  και  το  γελαστό  ήλιο.  Ευτυχισμένη  πάει  στην  Αποστολική  Εκκλησία. 
Εκεί  μαθαίνει  ότι  ο  Απόστολος  Παύλος  βρίσκεται  στη  Θεσσαλονίκη. Απορεί πώς  πέρασαν  κιόλας  τρία 
χρόνια που ζει στην Ιωνία. Καιρός να φύγει. 

Μόλις  φθάνει  στη  Θεσσαλονίκη,  τρέχει  στη  συναγωγή,  όπου  ο  Απόστολος  διδάσκει  τη  νέα  θρησκεία. 
Λιγοστοί  Εβραίοι  παρακολουθούν  το  κήρυγμα.  Πολλοί  είναι  οι  Έλληνες  ειδωλολάτρες.  Πιο  πολλές  οι 
Ελληνίδες. Τρία Σάββατα συνέχεια ακούει τα κηρύγματα του Παύλου η Ιφιάνασσα. Τα λόγια του είναι 
αγάπη, πίστη, ελπίδα. Βάλσαμο κι ευφροσύνη της ψυχής. 

Digitized by 10uk1s 
Στη  Θεσσαλονίκη  ο  Απόστολος  των  Εθνών  ίδρυσε  την  πρώτη  χριστιανική  εκκλησία,  που  αποτελείται 
κυρίως από Ελληνίδες γυναίκες. Απ' τη Θεσσαλονίκη άνοιξε ο Παύλος το δρόμο του χριστιανισμού για 
τη Δύση. 

Τρεις  είναι  οι  χριστιανικοί  σταθμοί  στη  Θεσσαλονίκη,  Ο  πρώτος  η  επίσκεψη  του  Παύλου  στην 
πρωτεύουσα της Μακεδονίας. Ο δεύτερος, ο Άι Δημήτρης. Είναι η εποχή που οι διωγμοί ενάντια στους 
χριστιανούς πήραν τεράστιες διαστάσεις. Ο Δημήτριος, γιατρός με μεγάλη φήμη και πίστη χριστιανική, 
συλλαμβάνεται,  επί  Καίσαρος  Διοκλητιανού,  απ'  το  Μαξιμιλιανό  και  Γαλέριο.  Η  άρνησή  του  ν' 
αποκηρύξει το χριστιανισμό, είχε συνέπεια τα φοβερά μαρτύρια και τη θανάτωσή του με λόγχη μέσα σ' 
ένα σκοτεινό υπόγειο. Οι οπαδοί του έχτισαν πάνω απ' τον τάφο του μια μικρή εκκλησούλα. Εκεί στο 
ίδιο μέρος χτίστηκε αργότερα η περίφημη βασιλική. 

Ο Άι Δημήτρης μένει ολοζώντανος στη συνείδηση των πιστών. Σύμβολο της αντίστασης, δίνει το παρόν 
σε κάθε δύσκολη στιγμή. Πάντα όρθιος στις επάλξεις, χτυπά τον όποιο εχθρό της Θεσσαλονίκης. Είναι ο 
προστάτης της, ο μυροβλήτης, ο Πολιούχος της. 

Τρίτος χριστιανικός σταθμός είναι οι αδελφοί Κύριλλος και Μεθόδιος. Διαδίδουν το χριστιανισμό στους 
σλαβικούς λαούς. Δημιουργούν αλφάβητο βασισμένο στο ελληνικό και διδάσκουν γραφή κι ανάγνωση. 
Τρέχουν  τα  δυο  αδέλφια  σ'  Ανατολή  και  Δύση  και  προσηλυτίζουν  στο  χριστιανισμό  Πέρσες,  Άραβες, 
Τούρκους, Εβραίους. 

Τώρα  που  το  κήρυγμα  της  αγάπης,  της  ισότητας,  της  αδελφοσύνης  απλώνεται  στη  γη,  πίστευε  η 
Ιφιάνασσα, ότι θα σταματούσαν τα δεινά της ανθρωπότητας. Όμως η μια σφαγή διαδέχεται την άλλη. 
Το  αίμα  δε  σταματάει.  Σλάβοι,  Σαρακηνοί,  Νορμανδοί  συναγωνίζονται  στους  σκοτωμούς  και  τις 
καταστροφές.  Εκατό  χιδιάδες  σφάξανε,  μπορεί  και  διπλούς  οι  Σαρακηνοί.  Ό,τι  απόμεινε,  το 
αποτελείωσαν οι Νορμανδοί. Κι ήρθε η κατάρα των Σταυροφόρων που γνώρισε ολόκληρη η Ελλάδα. 

Τα  ίδια  και  στη  Σμύρνη.  Το  πιο  μεγάλο  κακό  το  'παθε  απ'  τους  σεισμούς.  Ψάχνει  στα  ερείπια  η 
Ιφιάνασσα. Περιπλανιέται στη Σμύρνη που ανοικοδόμησε ο Μάρκος Αυρήλιος. Πάει στη γενέτειρά της. 
«Που είναι η Τήμνος» Δεν τη βρίσκει πουθενά. «Με ισοπέδωσαν οι σεισμοί επί Τιβερίου. Με πνίξανε οι 
πλημμύρες  κι  οι  προσχώσεις  του  Έρμου.  Μαίνεται  κάθε  τόσο  το  ποτάμι.  Μονάχα  μια  μαινόμενη 
πολιτεία θα μπορούσε να ζήσει δω. Πάει, όλοι με εγκαταλείψανε», κλαίει η πατρίδα της. 

Με  βαριά  καρδιά  φτάνει  στην  πρωτεύουσα  της  Μακεδονίας.  Είναι  ο  δέκατος  τέταρτος  αιώνας.  Η 
Θεσσαλονίκη πάντα σταυροδρόμι, όπου συναντιούνται όλες οι φυλές. Όλα  τ' αγαθά απ' το λιμάνι της 
θα  περάσουν.  Η  ευημερία  μεγάλη.  Όμως  λίγοι  την  απολαβαίνουν.  Οξύτατες  οι  αντιθέσεις.  Πλούτος 
αφάνταστος  και  φτώχεια  δεινότατη.  Ανεργία,  αδικία,  ανισότητα.  Διακόσιες  χιλιάδες  πληθυσμό  έχει  η 
Θεσσαλονίκη.  Το  κακό  όλο  και  μεγαλώνει.  Ξεσηκώνεται  ο  λαός.  Μαζί  του  και  τα  φιλελεύθερα 
πνεύματα.  Αγωνιούν οι  νοικοκύρηδες, οι  προσηλωμένοι στην παράδοση. Χωρίστηκε  ο κόσμος  σε δυο 
παρατάξεις.  Ο  Γρηγόριος  ο  Παλαμάς,  με  μεγάλη  θρησκευτική  μόρφωση,  μα  με  συντηρητικές  αρχές, 
ηγείται  στην  Αίρεση  των  Ησυχαστών.  Ο  Βαρλαάμ  με  φιλελεύθερες  ιδέες  και  λάτρης  του  αρχαίου 
ελληνικού  πνεύματος,  έρχεται  σ'  αντίθεση  με  τον  Παλαμά.  Παίρνει  το  μέρος  των  αδικημένων,  των 

Digitized by 10uk1s 
δυστυχισμένων και τάσσεται με τους Ζηλωτές. Επαναστατούν οι άνεργοι, οι ακτήμονες, οι πεινασμένοι. 
Κι αρχίζει η δήμευση των περιουσιών, οι συλλήψεις των αρχόντων, οι σφαγές. Η Θεσσαλονίκη χωρίζεται 
σε δυο αντίμαχα στρατόπεδα. Ο Ιωάννης ο Καντακουζηνός, για να χτυπήσει τους Ζηλωτές, δε διστάζει 
να ζητήσει βοήθεια απ' τους Σέρβους. Η Θεσσαλονίκη τους αποκρούει. Επικρατούν οι Ζηλωτές. 

Κι αρχίζει μια σοσιαλιστική κοινωνία, που κράτησε εφτά χρόνια. Να πραγματοποιήθηκε πια το κήρυγμα 
του  Χριστού  για  ισότητα;  Θα  έλθει  άραγε  η  αγάπη  κι  η  αδελφοσύνη  στους  λαούς,  όπως  την 
οραματίστηκε ο Γιος του Θεού; αναρωτιέται η Ιφιάνασσα. Όμως όλα γκρεμίστηκαν. Ο Καντακουζηνός, 
προκειμένου  να  διαλύσει  αυτή  τη  σοσιαλιστική  δημοκρατία,  συμμαχεί  με  τους  Τούρκους.  Πήρανε 
θάρρος και φόρα τούτοι και χτυπάνε τη Θράκη και τη Μακεδονία. Για να αποφευχθεί η υποδούλωση 
της  Θεσσαλονίκης,  στο  μουσουλμανικό  συρφετό,  την  πουλάνε  στους  Βενετούς  για  πενήντα  χιλιάδες 
δουκάτα. Οχτώ χρόνια την κυβέρνησαν αυτοί. 

Ο γαμπρός του Καντακουζηνού, ο Μουράτ, κάνει το 1430 δεύτερη επίθεση. Η προστατευόμενη του Άι 
Δημήτρη  πολεμά  σύσσωμη.  Ένας  χριστιανός,  εκατό  Τούρκοι.  Τέσσερις  μέρες  βάσταξε  η  άμυνα. 
Φοβερός σεισμός δημιουργεί πανικό. Μέσ' στο πανδαιμόνιο, χιμούν οι Τούρκοι. Στις 20 του Μάρτη του 
1430  πέφτει  η  Θεσσαλονίκη.  Πριν  έξι  χρόνια,  το  1424  είχε  πέσει  η  Σμύρνη,  αφού  πρώτα  την  είχε 
ρημάξει ο Ταμερλάνος. Δίχως τα δυο αντιστύλιά της, έπεσε κι η πρωτεύουσα του Βυζαντίου, στις είκοσι 
εννιά του Μάη το 1453. Ύστερα πια τίποτα όρθιο. Χωρίς έλεος οι σφαγές, οι καταστροφές, οι βιασμοί, οι 
εξανδραποδισμοί. 

Στη σκλαβωμένη Θεσσαλονίκη δε σταματά ν' ακτινοβολεί το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα. Κι όπως η λάμψη 
του  καταύγαζε  τον  Μεσαιωνικό  Βυζαντινισμό,  χτυπώντας  τον  τυπολατρικό  καλογερισμό  της  Πόλης, 
συνεχίζει κρυφά και φανερά να φωτίζει το δρόμο της ελευθερίας και της αλήθειας. 

Το  1492  πάνω  από  πενήντα  χιλιάδες  Εβραίοι  απ'  την  Ισπανία,  διωγμένοι  απ'  τον  Φερδινάνδο  και  την 
Ισαβέλλα, στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας βρίσκουν καταφύγιο. Κι όχι μονάχα αυτοί. Κι όσοι Εβραίοι 
διώχθηκαν  απ'  τις  πατρίδες  τους,  την  Αγγλία,  τη  Γερμανία,  τη  Γαλλία,  την  Ιταλία,  τη  Θεσσαλονίκη 
έκαναν πατρίδα. Ο Υσκ θα ονομάσει τη Θεσσαλονίκη «Μάνα του Ισραήλ» και «Δεύτερα Ιεροσόλυμα». 
Με  το  επιχειρηματικό  τους  μυαλό  γρήγορα  παίρνουν  στα  χέρια  τους  το  εμπόριο.  Ο  πλούτος  τους 
συμβάλλει  στην  πολιτιστική  ανάπτυξη  της  Θεσσαλονίκης.  Απ'  το  1512  κιόλας  ιδρύουν  το  πρώτο 
τυπογραφείο.  Εκδίδουν  το  Ταλμούδ  και  συνέχεια  άλλα  βιβλία.  Κι  ύστερα  από  τεσσεράμισι  αιώνων 
ευημερία στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας, ήρθε το 1943 η Χιτλερική λαίλαπα να τους ξεριζώσει. Από 
καιρό ζούσαν τον εφιάλτη του τέλους των ομόθρησκών τους στα κρεματόρια. Κι όταν ο Μαρξ Μέρτεν 
τους έδιωξε απ' το κέντρο, και τους περιόρισε στα γκέτο, απ' την Έκθεση και πέρα, και τους ανάγκασε 
να φορέσουν τα κίτρινα πάνινα αστέρια στο στήθος, για να ξεχωρίζουν, μάντεψαν πια τι τους περίμενε. 
Οι  λιγοστοί  που  κατάφεραν  και  ξέφυγαν  στα  βουνά,  στους  αντάρτες,  σώθηκαν.  Οι  άλλοι,  ίσως  πάνω 
από εξήντα χιλιάδες, τράβηξαν ίσια στο χαμό. 

Ήτανε μια ανοιξιάτικη μέρα. Η Ιφιάνασσα μπροστά στο παλιό Ωδείο Θεσσαλονίκης βλέπει να περνά μια 
πένθιμη λιτανεία.  Νέοι  φορτωμένοι με μπόγους και μπογαλάκια. Γυναίκες  με μωρά. Γέροι, άρρωστοι, 
παιδιά στα κάρα. Ένα παρδαλοντυμένο ανθρωπομάνι. Η «έξοδος των Εβραίων» θύμισε στην Ιφιάνασσα 
τον ξεριζωμό της Σμύρνης. Εκείνοι τότε φεύγανε απ' τη φωτιά και τις σφαγές, για την ελευθερία και τη 
ζωή. Ετούτοι τώρα τραβούσαν ίσια στο θάνατο. 

Digitized by 10uk1s 
Στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια η Σμύρνη κι η Θεσσαλονίκη κρατούνε τα σκήπτρα. 

Στο διάστημα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας η λάμψη της Βασιλεύουσας δεν επισκιάζει τις δυο πόλεις. 
Και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας έχουν τη δεύτερη θέση. Παρ' όλες τις αλλεπάλληλες επιδρομές και 
τα διαγουμίσματα, δεν έχασαν την αίγλη τους. 

Οι συχνότατοι σεισμοί στη Σμύρνη, κάθε τόσο και την ισοπεδώνουν. Τρεις φορές τη χτύπησε η φοβερή 
χολέρα. Πάνω από εκατό χιλιάδες τα θύματα. Κι όμως τα ονόματά τους ελκτική δύναμη. Ολόπρωτα τα 
λιμάνια  τους.  Είναι  οι  μόνες  πολιτείες,  που  πάνω  από  δυο  χιλιάδες  χρόνια  έχουν  συνεχή  ζωή.  Ο 
πληθυσμός τους ποτέ δεν έπεσε κάτω από εκατό χιλιάδες κατοίκους. Συχνά ξεπερνά τις διακόσιες. Είναι 
οι πρώτες κοσμοπολίτισσες στη γη. 

Όλοι οι μεγάλοι άντρες εξυμνούν τις ομορφιές τους. Ατέλειωτα τα κοσμητικά επίθετα κι οι τίτλοι τιμής. 
«Νύφη του Θερμαϊκού» η μια, «Νύφη του Ερμαίου» η άλλη. «Η Αθήνα του Βορρά» η Θεσσαλονίκη. «Το 
Παρίσι της Ανατολής» η Σμύρνη. «Οφθαλμός της Ανατολής», γράφει ο Στράβων. «Καλλίστη οπόσαι υφ' 
ηλίω  εισί»,  θεωρεί  την  πρωτεύουσα  της  Ιωνίας  ο  Φιλόστρατος.  «Η  Ευρώπη  έχει  λίγες  πόλεις 
ευρωπαϊκότερες απ' τη Σμύρνη», γράφει ο Λαμαρτίνος. Και τη «Νύφη του Βορρά», που αγναντεύει την 
κατοικία των θεών, «Μητρόπολη της Φιλοσοφίας», την αποκαλεί ο Αντίπατρος. 

Στο διάστημα της Τουρκοκρατίας συνεχίζονται οι δοκιμασίες. Πληθαίνουν τα μέσα που επινοεί ο εχθρός 
για  την  εξόντωση  των  χριστιανών.  Απ'  το  1727,  εννιά  ολόκληρα  χρόνια,  δε  χορταίνει  ο  λήσταρχος 
Τούρκος Σαριμπεόγλου, να σφάζει χριστιανούς, να πλιατσικολογεί, να βιάζει Ελληνοπούλες. Σκοτώθηκε, 
όταν ήταν έτοιμος να χτυπήσει την ίδια την καρδιά της Σμύρνης. 

Το  1770,  ύστερα  απ'  την  καταστροφή  του  τούρκικου  Στόλου  απ'  τους  Ρώσους  και  τους  Έλληνες 
νησιώτες,  όλο  το  μίσος  των  Μωαμεθανών  ξεσπά  στη  Σμύρνη.  Ένα  ολόκληρο  μήνα  σφάζουν,  καίνε, 
λεηλατούν, ατιμάζουν. Πριν ανασάνει η πολύπαθη πολιτεία, αρχίζει το 1797 το φοβερό ρεμπελιό των 
Γενίτσαρων.  Είναι  μια  ακόρεστη  αδηφαγία  για  χριστιανικό  αίμα.  Ατέλειωτες  ώρες  θανατώνουν, 
ατιμάζουν,  εξοντώνουν.  Δυο  μέρες  καίεται  η  Σμύρνη.  Καίεται  η  Ευρωπαϊκή  Συνοικία,  τα  μαγαζιά,  τα 
προξενεία.  Σα  λαμπάδα  άναψε  ένα  νοσοκομείο  μαζί  με  τους  άρρωστους.  Σα  λαμπάδα  κι  ένα  σκολειό 
κάηκε με τους μαθητές. 

Λύσσαξε  η  Τουρκιά,  όταν  το  1821  ξέσπασε  η  Επανάσταση,  στην  Ελλάδα.  Πληροφορίες,  ότι  η  Σμύρνη 
βοήθησε,  στέλνοντας όπλα στο Νικηταρά τον Τουρκοφάγο,  ξεσηκώνουν  το Μουσουλμανικό συρφετό. 
Ίσαμε το 1824 συνεχίστηκαν οι σφαγές. 

Δεν  μπορούσαν  να  λείψουν  απ'  τη  Φιλική  Εταιρία  οι  δυο  πολιτείες.  Στη  Θεσσαλονίκη  ιδρύεται  η 
«Μακεδονική Λεγεώνα».  Στη Σμύρνη έρχεται τον Απρίλη του 1818 ο Τσακάλωφ και ιδρύει τη «Φιλική 
Εταιρία»  της  Σμύρνης.  Πιστός  φύλακας  των  εγγράφων  της  Εταιρίας,  η  πρώτη  και  μοναδική  γυναίκα 
μέλος  της.  Η  Κυριακή,  σύζυγος  του  γιατρού  Μιχαήλ  Ναύτη.  Παρ'  όλους  τους  κίνδυνους,  γρήγορα 
πυκνώνουν οι οργανώσεις των Σμυρνιών, αλλά και πολλών πόλεων της Ανατολής. Η «Ιωνική Φάλαγγα» 

Digitized by 10uk1s 
πολεμά κάτω απ' τις διαταγές του Νικηταρά. Παίρνει μέρος στο Άστρος της Κυνουρίας, στην Τριπολιτσά, 
στη  Χίο.  Ογδόντα  πέντε  Σμυρνιοί  μάχονταν  στην  Αράχοβα,  όπου  πάνω  από  τρεις  χιλιάδες  Τούρκοι 
σκοτώνονται.  Πολλοί  Μικρασιάτες  πολεμούν  με  τις  μονάδες  του  Μακρυγιάννη,  του  Ολύμπιου,  του 
Υψηλάντη.  Ο  Ήρωας  των  Ψαρών  που  ανατίναξε  το  Κάστρο,  σκοτώνοντας  εκατοντάδες  Τούρκους, 
Αϊβαλιώτης ήτανε. 

Εκτός απ' τη «Φιλική Εταιρία», συστήθηκε, το Μάη του 1823, στο Κίσνοβο, η «Νέα Εταιρία Ελλήνων». 
Σκοπός η απελευθέρωση όλων των υπόδουλων απ' την τούρκικη σκλαβιά. Αρχηγοί της, ο Δ. Σχινάς απ' 
τη  Θεσσαλονίκη,  ο  Σαχίνης κι  ο Δημήτρης  Χότζογλου απ'  τη Σμύρνη. Με  προδοσία συλλαμβάνονται  ο 
Σαχίνης κι ο Χότζογλου. Πεθαίνουν από κακουχίες στις φυλακές. 

Και  το  λάβαρο  της  Επανάστασης  Σμυρνιοπούλες  το  κέντησαν.  Το  κέντησαν  με  τα  όνειρά  τους  για  την 
απελευθέρωση  πάνω  σε  μετάξι  της  Προύσας,  με  μπρισίμια,  χρυσάφι,  ασήμι  και  μαργαριτάρια.  Το 
δώρισαν, τον δέκατο έκτο αιώνα, στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας. 

Όταν  το  1821  η  ελπίδα  της  Θεσσαλονίκης  έγινε  πίστη  και  συνείδηση  ότι  θα  αποτίναζε  τον  τούρκικο 
ζυγό,  έρχεται  ο  μουτελεσίμης  Γιαυσούφ  και  την  πνίγει  στο  αίμα.  Χιλιάδες  οι  σκοτωμένοι.  Πολλοί 
παλουκωμένοι  στις  πλατείες.  Οι  επάλξεις  του  Επταπύργιου  γεμάτες  με  κομμένα  κεφάλια.  Μέρες 
αιωρούνται οι κρεμασμένοι στις Πύλες της Καλαμαριάς και του Βαρδαρίου. Αμέτρητοι οι μελλοθάνατοι, 
οι  μαντρωμένοι στις εκκλησιές. Έτσι,  η Σμύρνη κι η  Θεσσαλονίκη δεν  αξιώθηκαν να  απελευθερωθούν 
τότε με τη μητέρα Ελλάδα. 

Κι ήρθε η ποθητή μέρα του Άι Δημήτρη το 1912. Η Θεσσαλονίκη ξαναγίνεται ελληνικιά. Πρώτη σκέψη, 
ύστερα απ' την επούλωση των πληγών, η ίδρυση πανεπιστημίου στη συμπρωτεύουσα. Το 1913 έγιναν 
οι  σχετικές  εισηγήσεις  απ'  τον  Κωνσταντίνο  Καραθεοδωρή  και  το  Γεώργιο  Στρέιτ.  Ήρθε  ο  Πρώτος 
Παγκόσμιος Πόλεμος, κι ανάτρεψε τα πάντα. 

Με  την  απελευθέρωση  της  Σμύρνης,  το  1919,  όραμα  του  Βενιζέλου  ήταν  να  ιδρυθεί  το  δεύτερο 
πανεπιστήμιο  στη  Σμύρνη,  την  άλλοτε  κοιτίδα  της  φιλοσοφίας.  Όλα  οργανώθηκαν  απ'  τον 
Καραθεοδωρή και τον νεαρό τότε Ιωακείμογλου. Επισκευάστηκε το τούρκικο κτίριο στο Μπαρή Μπαλίκ. 
Υψώθηκε κι  η  Ελληνική  σημαία.  Έτοιμο  να λειτουργήσει.  Ένα  πανεπιστήμιο  για όλους τους λαούς  της 
Ανατολής. Η διδασκαλία και σ' ανατολικές γλώσσες. Το σταμάτησε η συμφορά. 

Τώρα,  οι  πιο  πολλοί  ξεριζωμένοι  στη  Θεσσαλονίκη  και  τη  Μακεδονία  βρήκανε  καταφύγιο.  Αισθητή  η 
έλλειψη δεύτερου πανεπιστήμιου. Το 1925 με εισήγηση του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, ψηφίστηκε ο 
Νόμος της ίδρυσής του. Το 1926 άρχισε να λειτουργεί στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας. 

Το  1926 ιδρύθηκε κι  η Έκθεση της Θεσσαλονίκης.  Η έκθεση αυτή δεν είναι νέα.  Έχει τις  ρίζες της στα 


Δημήτρια,  που  ξεκινούν  απ'  το  Μεσαίωνα.  Ήτανε  η  πιο  μεγάλη  εμποροπανήγυρη  πάνω  στη  γη.  Στα 

Digitized by 10uk1s 
Δημήτρια μαζεύονταν εκθέτες κι επισκέπτες απ' όλον τον κόσμο. Ήταν στημένη έξω απ' τα τείχη, κοντά 
στον  Αξιό.  Η  καλύτερη  τοποθεσία.  Απέραντος  ο  κάμπος.  Χιλιάδες  σκηνές  γεμάτες  με  πλούσιες 
πραμάτιες.  Απ'  την  Ευρώπη,  την  Ανατολή,  την  Περσία,  την  Αίγυπτο,  τη  Συρία.  Χώρια  οι  πάγκοι  και  τα 
παγκάκια  φορτωμένα  με  λογής  εμπορεύματα.  Χώρια  οι  πρόχειρες  εγκαταστάσεις  με  τα  ντόπια 
προϊόντα. Μ' όλα τα καλά κι αγαθά της γης. 

Το 1927 λειτούργησε ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Τσιγγιρίδη. Ήταν ο πρώτος σ' ολόκληρη την Ελλάδα. 

Η  Θεσσαλονίκη  δεν  είναι  μονάχα  η  πρωτεύουσα  της  Μακεδονίας,  η  φτωχομάνα,  η  αγκαλιά  της 
προσφυγιάς, είναι και το προοδευτικό πνεύμα που, πάντα στις δύσκολες στιγμές, δίνει το παρόν. 

Στη  Θεσσαλονίκη  οι  Μακεδονικοί  Αγώνες,  η  Τριανδρία,  η  «Εθνική  Άμυνα»,  η  «Μεραρχία  των 
Εθελοντών», οι απεργίες της εργατιάς για καλύτερο μεροκάματο, τα δημοκρατικά κινήματα. Δεν είναι 
παράξενο γιατί τόσες δολοφονίες δημοκρατικών εδώ. 

Παρ'  όλες  τις  ομοιότητες  και  τα  συγγενικά  γνωρίσματα  στις  δυο  πολιτείες,  η  Σμύρνη  είναι  Ιωνική.  Η 
Θεσσαλονίκη Βυζαντινή. Διάχυτος ο Βυζαντινισμός της παντού. Μιάμιση χιλιάδα χρόνια τη σφραγίζει με 
εφτά βούλες. Ακόμα και στα ρωμαϊκά έργα. Ο Μέγας Θεοδόσιος μεταμόρφωσε τη ροτόντα, ένα μέρος 
απ'  το  παλάτι  του  Γαλέριου,  σε  χριστιανική  εκκλησία,  τον  Άγιο  Γεώργιο.  Ξεχνάς  ότι  η  Καμάρα,  που  ο 
ίδιος ο Γαλέριος έστησε για να γιορτάσει τη νίκη του ενάντια στους Πέρσες, είναι ρωμαϊκή. Ξεχνάς ότι ο 
Λευκός  Πύργος  χτίστηκε  απ'  τους  Ενετούς.  Ξεχνάς  ότι  οι  Τούρκοι  φυλακίζανε  εκεί  τους  αποστάτες 
γενίτσαρους.  Ο  Λευκός  Πύργος  είναι  ο  παλμός  της  καρδιάς  της  Θεσσαλονίκης.  Είναι  το  έμβλημά  της 
είναι ο σφυγμός της ζωής της. 

Συχνά πηγαίνει η Ιφιάνασσα στη Μονή Βλατάδων. Κάθεται στα σκαλάκια. Αχόρταγο το μάτι θέλει να τ' 
αγκαλιάσει  όλα  μονομιάς.  Μια  μπροστέλα  η  πολιτεία  κεντημένη  με  εκκλησιές  και  μπορντούρα  την 
γκριζογάλαζη δαντέλα της θάλασσας. Ίσως πουθενά αλλού να μην υπάρχουν τόσο πολλές εκκλησίες και 
σε τόσο μεγάλη ποικιλία. Κοντεύει να τελειώσει κι ο Άι Δημήτρης. Απ' το 1928 άρχισε η ανοικοδόμησή 
του.  Θυμάται  που  παιδούλα,  άφηνε  τις  φιλινάδες  της,  κι  έψαχνε  στα  ερείπια  να  βρει  τον  τάφο  του 
Άγιου. Δεν έχανε ευκαιρία να μην επισκεφτεί τις εκκλησιές. Συχνά στέκεται εκστατική μπροστά σε τούτη 
την  τέχνη.  Τοιχογραφίες  μωσαϊκά,  τέμπλα,  κόγχες,  άμβωνες,  εικόνες...  Οι  βυζαντινές  εικόνες  με  τον 
εσωτερικό κόσμο στραμμένο στα Θεία. Το  βλέμμα οραματίζεται μια  μεταβίωση απαλλαγμένη απ' την 
ανθρώπινη ματαιοδοξία. Στις πνευματοποιημένες μορφές καθρεφτίζεται μια ζωή μετακόσμια. 

Άλλοτε περπατάει σύρριζα στα κάστρα. Βλέπει τις γυναίκες της Θεσσαλονίκης όρθιες στις επάλξεις να 
πολεμούν  εφτά  μέρες  συνέχεια  τους  Σαρακηνούς.  Κάνει  το  γύρο  της  ακρόπολης.  Σταματάει  στις 
καστρόπορτες.  Κουβεντιάζει  με  σκιές  που  ξαναζωντανεύουν.  Πάει  στις  φυλακές  του  Επταπυργίου. 
Πολύς βόγκος. Πολλοί θάνατοι... Ακόμα αντιβουίζουν γύρω οι τελευταίοι τουφεκισμοί. Ακόμα σπαράζει 
η μνήμη στις άδικες πολιτικές εκτελέσεις. 

Κατεβαίνει  στο  Ιπποδρόμιο.  Στέκεται  στην  οδό  Κωνσταντίνου  του  Παλαιολόγου.  Με  πόσο  αδελφικό 
αίμα  ποτίστηκε  τούτο  το  χώμα...  Εφτά  χιλιάδες  έσφαξε  ο  Θεοδόσιος  μέσα  σε  λίγες  ώρες  στον 
Ιππόδρομο. 

Digitized by 10uk1s 
Κάποια  σούρουπα  αγναντεύει  τη  Θεσσαλονίκη  απ'  τη  βεράντα  του  πατρικού  σπιτιού.  Ολόκληρη  η 
πολιτεία  τυλιγμένη  στο  θρύλο.  Σχεδόν  πάντα  αποξεχνιέται  η  Ιφιάνασσα.  Ακούει  απόηχους  απ'  τους 
μύθους,  κραυγές  απ'  το  παρελθόν,  βόγκους  μιας  πολύπλαγκτης  ζωής.  Πλανιέται  η  μνήμη  χωρίς 
μπούσουλα.  Παίρνει  ανάστροφα  το  ρου  της  ιστορίας.  Ολοζώντανη  η  πόλη  του  Κάσσανδρου,  η 
προστατευόμενη του Άι Δημήτρη, η πρωτεύουσα της Μακεδονίας, η Νύφη του Θερμαϊκού. Κάποτε μια 
φωνή, ένα κορνάρισμα τη συνεφέρνει. Μπροστά της προβάλλει η πραγματικότητα. Σκοντάφτει το μάτι 
στις πολυκατοικίες. Με πόνο κοιτάζει το εξάμβλωμα, που υψώθηκε προκλητικά και κόβει απότομα τη 
Βενιζέλου. Ύστερα αποτραβιέται η Δραγούμη διακριτικά και συνεχίζει τον ανηφορικό της δρόμο. 

Η φωτιά του 1917, που ισοπέδωσε τη Θεσσαλονίκη, θα μπορούσε να βοηθήσει να γίνει μια απ' τις πιο 
όμορφες  πόλεις  του  κόσμου.  Όλα  τα  συνδυάζει.  Φυσικές  ομορφιές,  ανεπανάληπτη  τοποθεσία, 
πανοραμική θέα, αγκάλιασμα ξηράς και θάλασσας. 

Όχι πολυκατοικίες πάνω απ' τον Άι Δημήτρη. Μόνο σπίτια χαρούμενα που ανεβαίνουν κλιμακωτά. Κι οι 
βεράντες  τους  φορτωμένες  λουλούδια,  να  'ναι  χαμόγελο  και  καλωσόρισμα.  Όλοι  οι  δρόμοι  απ'  τη 
θάλασσα, να αντικρίζουν εκκλησιές και ιστορικά μνημεία, αυτά που σφραγίζουν τη μεγάλη κληρονομιά. 
Που ν' αφήσουν όμως τα συμφέροντα; 

Η Θεσσαλονίκη είναι Βυζαντινή. Ακόμα κι η ατμόσφαιρά της το λέει. Το νιώθεις ιδιαίτερα τις μέρες της 
συννεφιάς.  Μυστηριακό  θαμπό  φως  διαχέεται  στην  πολιτεία.  Μέσ'  στη  γκριζωπή  ημιδιαφάνεια, 
λειτουργικό θυμιάτισμα σκορπίζεται στην πλάση. 

Συχνά,  τα  βράδια,  όταν  η  υγρασία  μουσκεύει  τον  αγέρα  ή  προμηνύεται  ψιλοβρόχι,  πηγαίνει  η 
Ιφιάνασσα  στην  παραλία.  Εκεί  μεταφέρεται  σε  χρόνια  μακρινά.  Ζει  τις  μεγάλες  στιγμές  της 
Θεσσαλονίκης.  Συνεπαρμένη  κοιτάει  τα  λαμπιόνια  του  δρόμου,  που  το  αχτιδωτό  τους  φέγκρισμα 
τρεμίζει στο αμετακίνητο μισοσκόταδο. 

Η  Σμύρνη  έμεινε  Ιωνική.  Το  μαρτυρούν  οι  ανοιξιάτικοι  χειμώνες  και  τα  καλοκαιρινά  φθινόπωρα.  Το 
μαρτυρά ο ανέφελος ουρανός, η διαφάνεια της ατμόσφαιρας, η ξαστεριά, η ηλιοφάνεια. Είναι Ιωνική. 
Το ξέρουν κι οι Τούρκοι. «Γιουνάνιδες» (Ίωνες) αποκαλούν τους Σμυρνιούς και «Γκιαούρ Ισμίρ» την ίδια. 
Δηλαδή,  Σμύρνη  των  άπιστων,  των  χριστιανών.  Παντού  μιλάνε  Ελληνικά.  Στο  τσαρσί,  στο  δρόμο,  στα 
μαγαζιά. Ούτε οι Τούρκοι, ούτε οι Ευρωπαίοι κουβεντιάζουν στη γλώσσα τους. Όλες οι δουλειές είναι 
στα χέρια των Ρωμιών. Μόνο στο λιμάνι προηγούνται οι Ευρωπαίοι. Πουθενά, σε καμιά σπουδαία θέση 
οι  Τούρκοι,  κι  ας  είναι  ο  Βαλής  Τούρκος,  ο  δήμαρχος  Τούρκος,  κι  η  αστυνομία  τούρκικη.  Δεν  είναι 
Βυζαντινή  η  Σμύρνη,  μολονότι  θεωρείται,  ύστερα  απ'  την  Βασιλεύουσα,  δεύτερη  πόλη.  «Διά  τε  την 
ευγενίαν  και  της  ευσεβείας  της  την  δόξα».  Αυτοκέφαλη  η  Μητρόπολή  της.  Έχει  έξι  Επισκοπές.  Η 
αρχαιότερή  της  εκκλησιά  χτίστηκε  τον  πέμπτο  αιώνα  στ'  όνομα  του  Επίσκοπου  Πολύκαρπου,  που 
μαρτύρησε  εκεί.  Δεν  είναι  Βυζαντινή,  κι  ας  ανακαίνισε  την  πόλη  ο  Ιωάννης  ο  Βατάτσης,  κι  ας  είναι 
καμάρι της η Άγια Φωτεινή με το ωραιότατο και πανύψηλο καμπαναριό. Παρ' όλη τη χριστιανικότητα 
των κατοίκων, οι εκκλησιές της Σμύρνης δεν είναι πολλές. 

Στο διάστημα της Τουρκοκρατίας, εκτός από εξαιρέσεις, τα μόνα κτίσματα είναι χαμάμ, χάνια, τεκέδες, 
μπεζεστένια,  παζάρια,  μιναρέδες,  τζαμιά.  Τα  πιο  πολλά,  άλλοτε  χριστιανικές  εκκλησίες.  Εκείνα  τα 
μαύρα χρόνια, όταν Ελλάδα και Βαλκάνια δοκιμάζουν τους μεθοδευμένους εξοντωτικούς σφαγιασμούς, 

Digitized by 10uk1s 
οι δυο κοσμοπολίτισσες, παρ' όλες τις απανωτές επιδρομές, κατάφεραν όχι μόνο να επιβιώσουν, αλλά 
και να προαχθούν οικονομικά, κοινωνικά, πνευματικά. Απ' το δέκατο έβδομο αιώνα αρχίζει η παιδεία. 
Λειτουργεί  επίσημα  το  δέκατο  όγδοο  και  φουντώνει  το  δέκατο  ένατο.  Το  πρώτο  Διδασκαλείο  στη 
Θεσσαλονίκη  ιδρύθηκε  το  1687.  Η  Σχολή  Θηλέων  το  1758.  Με  την  ίδρυση  του  πρώτου  ελληνικού 
τυπογραφείου,  αρχίζει  η  έκδοση  ελληνικών  βιβλίων,  εφημερίδων,  περιοδικών.  Το  1860  ιδρύονται  τα 
«Σπιτάλια».  Το  1895  το  «Παπάφειο  Ορφανοτροφείο».  Παράλληλα  πολλά  ιδιωτικά  σχολεία.  Γυμνάσια, 
Λύκεια, Εμπορικές Σχολές, χώρια τα ξενόγλωσσα εκπαιδευτήρια. 

Το  1723 ιδρύθηκε το  «Γραικικό Νοσοκομείο» στη Σμύρνη, που είναι το αρχαιότερο θεραπευτήριο της 


Ανατολής. Το 1747 το πρώτο τυπογραφείο. Από τότε αρχίζουν οι εκδόσεις βιβλίων. Το 1830 εκδίδεται η 
«Αμάλθεια»,  που  συνέχισε  την  έκδοσή  της  ίσαμε  το  1922.  Η  μεταφύτεψή  της  στην  Ελλάδα  βάσταξε 
μονάχα  ένα  χρόνο.  Παράλληλα  κυκλοφορούν  εφημερίδες,  περιοδικά.  Το  1707  ιδρύθηκε  το  «Παλαιόν 
Σχολείον» που αργότερα,  ονομάστηκε  Ευαγγελική  Σχολή. Απ' το  1743, αφού μεταρρυθμίστηκε, μπήκε 
κάτω απ' την προστασία της αγγλικής σημαίας, για να μην ενοχλείται απ' τους Τούρκους. Το 1922 είχε 
1770 μαθητές. Παράλληλα με την Ευαγγελική Σχολή, πολλά ξενόγλωσσα και ελληνικά σχολειά, δημόσια 
και ιδιωτικά, συντελούσαν στην ανάπτυξη της πνευματικής και πολιτιστικής ζωής της Σμύρνης. 

Το  1922,  λένε,  λειτουργούσαν  στην  Ιωνία  240  εκπαιδευτήρια  με  σαράντα  χιλιάδες  μαθητές,  ενώ  τα 
τούρκικα μόλις φτάσανε τα ενενήντα οχτώ με έξι χιλιάδες τριακόσιους μαθητές. 

Απαραίτητη η μουσική εκπαίδευση στις εύπορες τάξεις της Σμύρνης. Μαζί με τους δάσκαλους για ξένες 
γλώσσες  κι  ο  δάσκαλος  της  μουσικής.  Λένε  ότι,  όταν  ο  Όθωνας  έφερε  στην  Αθήνα  το  πιάνο  του, 
ξαφνιάστηκαν  οι  Αθηναίοι.  Ήτανε  το  πρώτο  που  βλέπανε.  Την  ίδια  εποχή  η  Σμύρνη  είχε  πάνω  από 
πεντακόσια πιάνα. 

Το 1914, μέσ' στις φλόγες του Πρώτου Παγκόσμιου πόλεμου, ιδρύθηκε το «Ωδείο Θεσσαλονίκης». Είναι 
το πρώτο και μοναδικό κρατικό ωδείο σ' ολόκληρη την Ελλάδα. 

Το 1912, τ' Άι Δημήτρη, απελευθερώθηκε η Θεσσαλονίκη. Σε εφτά χρόνια, στις δύο του Μάη το 1919, η 
Λευτεριά κυμάτιζε στις αμέτρητες γαλανόλευκες σημαίες της Σμύρνης. 

Το  1917  κάηκε  η  Θεσσαλονίκη.  Το  1922,  σε  πέντε  χρόνια,  κάηκε  η  Σμύρνη.  Τη  φωτιά  της  Σμύρνης  τη 
συνόδευαν οι σφαγές, η αιχμαλωσία, οι βιασμοί, οι συλήσεις, το ξερίζωμα. 

Η  Θεσσαλονίκη  ανοικοδομήθηκε.  Η  προκυμαία  της  δυόμισι  φορές  ξεπέρασε  σε  μάκρος  το  «Και»  της 
Σμύρνης. Η «Νυφούλα του Βορρά» είναι η συμπρωτεύουσα. Η μόνη πια δεύτερη πολιτεία στην Ελλάδα, 
αφού η δίδυμη αδελφή της, η Σμύρνη, ξεριζώθηκε. 

Ωστόσο στο αίμα της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας και της Ελλάδας ολόκληρης, κυλάει το αίμα της 
ξεριζωμένης  Σμύρνης,  της  ξεριζωμένης  Πόλης,  της  ξεριζωμένης  Μικρασίας,  του  ξεριζωμένου  Πόντου, 
της  ξεριζωμένης  Θράκης.  Το  αίμα,  που  θέριεψε  στους  κόλπους  της  δεύτερης  πατρίδας  κι  έθρεψε  και 
θέριεψε και την ίδια την Ελλάδα. 

Digitized by 10uk1s 

You might also like