Professional Documents
Culture Documents
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Η ΔΙΑΨΕΥΣΗ»
Ένα ελαφρύ αεράκι που μύριζε πεύκο χάϊδεψε το σβέρκο του. Είχε ξεχάσει πόσο
καιρό είχε να νοιώσει έτσι. Τι ευλογία! Άφησε τα χαρτιά που διάβαζε πάνω στο
πίσω. Να βγει; Να πάει πού; Το βλέμμα του καρφώθηκε στο ταβάνι του σαλονιού.
Μία μαύρη αράχνη με μακριά πόδια ξεχώριζε μέσα στο άσπρο φόντο. Ακίνητη σα
την προσοχή τους και αυτή να συνεχίσει τη ζωή της ευχαριστώντας το Θεό, το δικό
την πόρτα. «Φεύγω!» μουρμούρισε. Μόνο ο γνώριμος ήχος από το πιάνο του
η κατάσταση; Εκείνη στη γωνιά της, αυτός στη δική του. Ένοιωθε την ώρα της
φωτογραφία του χαμογελαστού αγοριού πάνω στο τραπεζάκι του διαδρόμου, έριξε
μία κενή ματιά, η πόρτα άνοιξε και το τελευταίο πράγμα που είδε η φωτογραφία λίγο
πριν κλείσει η πόρτα ήταν μία κίνηση του χεριού του σα να έδιωχνε κάποιο
πάει στο διάβολο και αυτή! Που βλέπει την καλημέρα; Δε ντρέπεται,στην ηλικία της,
να περνά την ώρα της κοιτάζοντας που πάει ο ένας και ο άλλος; Κατηφόρισε το δρόμο
που οδηγούσε στην πλατεία και σε λίγο έφθασε. Συνάντησε την ίδια, γνώριμη εικόνα,
όπως σε μία φωτογραφία που φυλακίζει μία στιγμή από το χρόνο. Παιδιά γελούσαν,
βλέμματα χαμήλωσαν μόλις τον είδαν, χαμήλωσε και ο τόνος της φωνής, σαν κάτι
της.
«Ενα πακέτο, κυρ Μιχάλη» μουρμούρισε. Που να πάει; Στο καφενείο; Να βλέπει τον
οίκτο στα πρόσωπά τους; Να τον χτυπάνε φιλικά στην πλάτη ρωτώντας τον «όλα
καλά»; Δεν είναι κατάσταση αυτή, κάτι πρέπει να κάνει, να φύγει, να πάει κάπου
μακριά, να ξεκινήσει πάλι. Και αυτή; Αν θέλει να ‘ρθει, ας έρθει. Αλλιώς, να μείνει
ηλικιωμένος.
«Τα ίδια, κυρ Μιχάλη. Ευχαριστώ!» απάντησε κοφτά παίρνοντας το πακέτο και
πλακώσει στις κλωτσιές, να τους χαλάσει το τραγούδι! Τάχυνε το βήμα του, για να
ξεφύγει από τον εχθρό που είχε πάρει την όψη μικρών παιδιών. Έστριψε στη γωνία,
ακούμπησε την πλάτη στον τοίχο. Δεν πάει άλλο! Θα της το πει, και ας κάνει ό,τι
Γύρισε στο σπίτι εξαντλημένος λες και είχε πάει στα χωράφια και δούλευε ολημερίς.
«Αγγελική; Που είσαι, μωρέ Αγγελική;» φώναξε. Πάλι δεν πήρε απάντηση. Ούτε και
από το πιάνο. Πέταξε τα τσιγάρα, τα κλειδιά πάνω στο τραπέζι του σαλονιού και
βυθίστηκε ξανά στην πολυθρόνα. Το βλέμμα έπεσε πάλι πάνω στο ταβάνι. Η αράχνη
Τα χαρτιά ήταν στη θέση τους. Μόλις τα είδε, ένοιωσε μία αναγούλα, θαρρείς και μία
γροθιά τον είχε χτυπήσει στο στομάχι. Έπιασε ένα και άρχισε πάλι να διαβάζει
Η κατάσταση πιά έχει ξεφύγει. Μετά το μεσημέρι περνώ έναν εφιάλτη. Ο Δημητρός
να μη σε δουν τα μάτια τους; Και μόλις φεύγουν έξω, να λες «Ευχαριστώ, Παναγία
μέχρι το βράδυ που γυρίζουν ηρεμώ, βρίσκω χρόνο να διαβάσω λογοτεχνία, ξεκίνησα
Ελύτη, ξέρεις. Μου θύμισε τη Μαρίνα, τις βόλτες μας στα βράχια. Α, και πιάνο, μην
θυμώσει, μαζί τους, μαζί μου. Και σε παρακαλώ!Μη πας στους γονείς των άλλων,
γιατί θα το μάθουν και τότε,ποιός ξέρει τι άλλο με περιμένει. Υπομονή,μανούλα,
Σε φιλώ
Βαγγέλης
Άφησε τα χαρτιά. Κοίταξε πάλι το ταβάνι. Τόσο επίμονα που ξαφνικά άρχισε η εικόνα
να σβήνει και τη θέση της να παίρνει μία άλλη εικόνα, ένα άλλο γνώριμο ταβάνι. Του
σηκωθούν οι κατηγορούμενοι! Κύριε εισαγγελέα, έχετε το λόγο». Στην οθόνη του νου
του προβλήθηκαν ξανά οι ίδιες εικόνες, οι ίδιοι ήχοι. «Οι νεαροί κατηγορούμενοι
πλάκα», όπως ισχυρίστηκαν στην κατάθεσή τους. Υποχρέωναν τον αυτόχειρα, αφού
τον έκλειναν μέσα στον φωριαμό και έρριπταν κέρματα, δίκην ηλεκτροφώνου, να
άδει παιδικά τραγούδια που όλοι έχετε ακούσει και αν ο αυτόχειρ αρνιόταν,
ελάκτιζαν τον φωριαμό, για να τεθεί σε λειτουργία ξανά, διότι, όπως πάλι
μορφή του. Τόσα όνειρα! Σχέδια, ελπίδες, όλα πάνε. Γιατί; Γιατί να του το κάνει αυτό;
Πώς μπόρεσε; Όλα στράφι! Κυνήγια, όπλα, χωράφια, γλέντια με άφθονη ρακή, πάντα
μαζί, ένας πατέρας με το γιό. Μόνο για αυτόν, για το δικό του το καλό.Τί έφταιξε; Τί
και χιλιομπαλωμένα.
μπορεί και το δικό σου φως να γίνει ορατό στα μάτια των ανθρώπων.
ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
Η μορφή που επέλεξα είναι ένας φτωχός αγρότης που ονομαζόταν Μουσούλιος και
έζησε γύρω στο τέλος του 8ου αιώνα μ.Χ. Αναφέρεται στο έργο «Βίος Αγίου
Φιλαρέτου» του Νικήτα Χωνιάτη που γράφτηκε στις αρχές του 9ου αιώνα. Αφορμή για
την επιλογή του συγκεκριμένου ανθρώπου υπήρξαν ορισμένα ιστορικά ποιήματα του
και ο «Βασιλιάς της Ασίνης» του Σεφέρη. Σκοπός μου ήταν αφενός ένας διάλογος με
μορφές που ενέπνευσαν τους Καβάφη και Σεφέρη είναι μεν περιθωριακές ιστορικά,
αλλά ανήκουν στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Το ποίημα χωρίζεται σε δύο μέρη
και αναπτύσσεται επαγωγικά. Στο Α’μέρος έχουμε την αντιπαραβολή ανάμεσα στη
μορφή του Μουσούλιου και στις παραδειγματικές μορφές των άλλων ποιητών, μία
ανθρώπου, ενώ στο Β’μέρος δηλώνεται το γενικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο
αποκαθιστά την αδικία αναδεικνύοντας ελάσσονες μορφές που δεν ανήκουν στην
ανώτερη κοινωνική τάξη, αλλά και η ποίηση που δίνει πνοή σε μία νέα
ΠΗΓΕΣ