You are on page 1of 8

ΑΜ:500372 ΣΚΟΥΜΠΑΦΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΓΡ55

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΓΡΑΦΗΣ Ι ΕΞΑΜΗΝΙΑΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

«Η ΔΙΑΨΕΥΣΗ»

Ένα ελαφρύ αεράκι που μύριζε πεύκο χάϊδεψε το σβέρκο του. Είχε ξεχάσει πόσο

καιρό είχε να νοιώσει έτσι. Τι ευλογία! Άφησε τα χαρτιά που διάβαζε πάνω στο

τραπεζάκι, άναψε ένα τσιγάρο με τη βραδύτητα σαλιγκαριού και έγειρε προς τα

πίσω. Να βγει; Να πάει πού; Το βλέμμα του καρφώθηκε στο ταβάνι του σαλονιού.

Μία μαύρη αράχνη με μακριά πόδια ξεχώριζε μέσα στο άσπρο φόντο. Ακίνητη σα

νεκρή, θαρρείς και προσπαθούσε να αποφύγει το αδιάκριτο βλέμμα του, να περάσει

απαρατήρητη μέχρι τα μάτια του να κουραστούν να την κοιτούν, να στρέψουν άλλού

την προσοχή τους και αυτή να συνεχίσει τη ζωή της ευχαριστώντας το Θεό, το δικό

της Θεό, που της χάρισε μία παράταση ζωής.

Σηκώθηκε βαριεστημένα. Έσβησε το τσιγάρο, πήρε τα κλειδιά και κατευθύνθηκε προς

την πόρτα. «Φεύγω!» μουρμούρισε. Μόνο ο γνώριμος ήχος από το πιάνο του

απάντησε. Πάλι με αυτό το ρημαδιασμένο ασχολείται! Πόσο ακόμη θα τραβήξει αυτή

η κατάσταση; Εκείνη στη γωνιά της, αυτός στη δική του. Ένοιωθε την ώρα της

σύρραξης κοντά, πως η ψευδοανακωχή τους τέλειωνε. Κοντοστάθηκε στη

φωτογραφία του χαμογελαστού αγοριού πάνω στο τραπεζάκι του διαδρόμου, έριξε

μία κενή ματιά, η πόρτα άνοιξε και το τελευταίο πράγμα που είδε η φωτογραφία λίγο

πριν κλείσει η πόρτα ήταν μία κίνηση του χεριού του σα να έδιωχνε κάποιο

φάντασμα, μία αόρατη δυσάρεστη απειλή.


«Καλημέρα, κύριε Σήφη» φώναξε από την απέναντι αυλή η ηλικιωμένη γειτόνισα. Δε

πάει στο διάβολο και αυτή! Που βλέπει την καλημέρα; Δε ντρέπεται,στην ηλικία της,

να περνά την ώρα της κοιτάζοντας που πάει ο ένας και ο άλλος; Κατηφόρισε το δρόμο

που οδηγούσε στην πλατεία και σε λίγο έφθασε. Συνάντησε την ίδια, γνώριμη εικόνα,

όπως σε μία φωτογραφία που φυλακίζει μία στιγμή από το χρόνο. Παιδιά γελούσαν,

τραγουδούσαν, γέροι που συζητούσαν στα παγκάκια, μανάδες με καρότσια. Κάποια

βλέμματα χαμήλωσαν μόλις τον είδαν, χαμήλωσε και ο τόνος της φωνής, σαν κάτι

αναπάντεχο, περίεργο να μπήκε στην πλατεία αναστατώνοντας την καθημερινότητά

της.

«Ενα πακέτο, κυρ Μιχάλη» μουρμούρισε. Που να πάει; Στο καφενείο; Να βλέπει τον

οίκτο στα πρόσωπά τους; Να τον χτυπάνε φιλικά στην πλάτη ρωτώντας τον «όλα

καλά»; Δεν είναι κατάσταση αυτή, κάτι πρέπει να κάνει, να φύγει, να πάει κάπου

μακριά, να ξεκινήσει πάλι. Και αυτή; Αν θέλει να ‘ρθει, ας έρθει. Αλλιώς, να μείνει

εκεί, παρέα με τα δάκρυα, τις αναμνήσεις, το κωλοπιάνο της!

«Πώς πάει, μαστρο-Σήφη;» τον ρώτησε ο περιπτεράς, ένας συμπαθητικός

ηλικιωμένος.

«Τα ίδια, κυρ Μιχάλη. Ευχαριστώ!» απάντησε κοφτά παίρνοντας το πακέτο και

έστρεψε την πλάτη.

Ήταν η ένα μικρό μικρή καράβι Ελένη

Ήταν η ένα μικρό μικρή καράβι Ελένη

Που κάθεται ήταν και αταξίδευτο κλαίει


Ήχοι μπερδεμένοι από παιδικά τραγούδια έφτασαν στα αυτιά του. Τα μάτια

έκλεισαν, τα δόντια έσφιξαν, μαζί και οι γροθιές, μία βαθειά αναπνοή. Τα

κωλόπαιδα! Τώρα βρήκαν να πουν τα παλιοτραγούδια τους! Να’ρθει εκεί να τα

πλακώσει στις κλωτσιές, να τους χαλάσει το τραγούδι! Τάχυνε το βήμα του, για να

ξεφύγει από τον εχθρό που είχε πάρει την όψη μικρών παιδιών. Έστριψε στη γωνία,

ακούμπησε την πλάτη στον τοίχο. Δεν πάει άλλο! Θα της το πει, και ας κάνει ό,τι

θέλει. Δεν το αντέχει πιά!

Γύρισε στο σπίτι εξαντλημένος λες και είχε πάει στα χωράφια και δούλευε ολημερίς.

«Αγγελική; Που είσαι, μωρέ Αγγελική;» φώναξε. Πάλι δεν πήρε απάντηση. Ούτε και

από το πιάνο. Πέταξε τα τσιγάρα, τα κλειδιά πάνω στο τραπέζι του σαλονιού και

βυθίστηκε ξανά στην πολυθρόνα. Το βλέμμα έπεσε πάλι πάνω στο ταβάνι. Η αράχνη

πουθενά. Κοίτα να δεις! Μέχρι και αυτή έχει φύγει.

Τα χαρτιά ήταν στη θέση τους. Μόλις τα είδε, ένοιωσε μία αναγούλα, θαρρείς και μία

γροθιά τον είχε χτυπήσει στο στομάχι. Έπιασε ένα και άρχισε πάλι να διαβάζει

Αγαπημένη μου μητέρα,

Η κατάσταση πιά έχει ξεφύγει. Μετά το μεσημέρι περνώ έναν εφιάλτη. Ο Δημητρός

κι οι άλλοι με ενοχλούν, με πειράζουν. Ξέρεις τι είναι να παρακαλάς να είσαι αόρατος,

να μη σε δουν τα μάτια τους; Και μόλις φεύγουν έξω, να λες «Ευχαριστώ, Παναγία

μου! Ευχαριστώ που δε με πρόσεξαν. Ποιός ξέρει τι θα έκαναν, αν μ’έβλεπαν; Και

μέχρι το βράδυ που γυρίζουν ηρεμώ, βρίσκω χρόνο να διαβάσω λογοτεχνία, ξεκίνησα

Ελύτη, ξέρεις. Μου θύμισε τη Μαρίνα, τις βόλτες μας στα βράχια. Α, και πιάνο, μην

ανησυχείς. Τις παρτιτούρες, ξέρεις. Μη πεις τίποτα στον μπαμπά. Το ξέρω θα

θυμώσει, μαζί τους, μαζί μου. Και σε παρακαλώ!Μη πας στους γονείς των άλλων,
γιατί θα το μάθουν και τότε,ποιός ξέρει τι άλλο με περιμένει. Υπομονή,μανούλα,

υπομονή.Μόνο αυτό. Σε λίγο φτάνει καλοκαίρι, θα κλείσει η Σχολή, θα ησυχάσω.

Σε φιλώ

Βαγγέλης

Άφησε τα χαρτιά. Κοίταξε πάλι το ταβάνι. Τόσο επίμονα που ξαφνικά άρχισε η εικόνα

να σβήνει και τη θέση της να παίρνει μία άλλη εικόνα, ένα άλλο γνώριμο ταβάνι. Του

Κακουργιοδικείου. Φώτα, φωνές, κλεφτές ματιές, φάκελοι που ανοίγουν, τελευταίες

συνεννοήσεις με τους δικηγόρους. Οι δικαστές μπαίνουν στην αίθουσα. «Να

σηκωθούν οι κατηγορούμενοι! Κύριε εισαγγελέα, έχετε το λόγο». Στην οθόνη του νου

του προβλήθηκαν ξανά οι ίδιες εικόνες, οι ίδιοι ήχοι. «Οι νεαροί κατηγορούμενοι

επεδίδοντο, κύριοι δικασταί, κύριοι ένορκοι, σε βασανιστήρια εις βάρος του

αυτόχειρα. Βασανιστήρια που εξευτέλιζαν κάθε έννοια ανθρώπινης αξιοπρέπειας,

κάθε ίχνος προσωπικότητας, με μοναδικό τους σκοπό να διασκεδάσουν, «για

πλάκα», όπως ισχυρίστηκαν στην κατάθεσή τους. Υποχρέωναν τον αυτόχειρα, αφού

τον έκλειναν μέσα στον φωριαμό και έρριπταν κέρματα, δίκην ηλεκτροφώνου, να

άδει παιδικά τραγούδια που όλοι έχετε ακούσει και αν ο αυτόχειρ αρνιόταν,

ελάκτιζαν τον φωριαμό, για να τεθεί σε λειτουργία ξανά, διότι, όπως πάλι

ισχυρίζονται στην κατάθεσή τους, είχε χαλάσει».

Η εσωτερική ταινία σταμάτησε να προβάλλεται. Και το ταβάνι πήρε πάλι τη γνώριμη

μορφή του. Τόσα όνειρα! Σχέδια, ελπίδες, όλα πάνε. Γιατί; Γιατί να του το κάνει αυτό;

Πώς μπόρεσε; Όλα στράφι! Κυνήγια, όπλα, χωράφια, γλέντια με άφθονη ρακή, πάντα

μαζί, ένας πατέρας με το γιό. Μόνο για αυτόν, για το δικό του το καλό.Τί έφταιξε; Τί

έκανε στραβά; Και τώρα; Πώς να συνεχίσει;


ΠΟΙΗΣΗ

Μουσούλιε, μνεία μικρή στο βίο ενός αγίου,του Φιλάρετου,

γαιοκτήμονος ευσεβούς και ελεήμονος· του ελέους του αξιώθηκες

εσύ, ένας αγρότης ταπεινός, φτωχός, στα μέρη της Παφλαγονίας·

Εσύ,δεν φόραγες, όπως εκείνος, ο γιός της Κλεοπάτρας,

Ούτε ζώνη από σαπφείρους και αμεθύστους, μα

Ούτε στο στήθος ανθοδέσμη από υακίνθους.

Τα ρούχα θα ήταν βρώμικα, κουρελιασμένα

και χιλιομπαλωμένα.

Και για το δύσμοιρο άλογό σου κανείς δε θα θρηνήσει·

κανένας Δίας, κανένας Αυτομέδων. Μόνο εσύ·

συνοδοιπόροι στη ζωή· Πληρώνοντας τόκο μεγάλο

στη διψασμένη για αίμα και ιδρώτα γη για τον επιούσιον.

Πόσες φορές τα κουρασμένα βλέφαρά σας δεν θα είδαν

το κατακόκκινο,το τελευταίο φως του ήλιου,

να γλυστρά σε ερήμους αφιλόξενες και άγρια βουνά. Πολεμώντας

τους άπιστους της Άγαρ απογόνους. Για μία χούφτα γης.

Για σένα δεν υπάρχουν ημέρες απολαύσεως σε θέατρα μεγάλα,


κήπους ευωδιαστούς, Γυμνάσια ανοιχτά·

H φτώχεια σου χαμογελά μέσα από χαραμάδες, μέσα από

σαπισμένες τάβλες, σταλαγματιές που μπαίνουν απ’τη στέγη.

Οι μέρες σου αγέλαστες, σκληρές όπως οι πέτρες.

Κανένας δεν θα νοιώσει την υφή σου σε κάποια προσωπίδα,

ούτε σε κάποιο νόμισμα με χαραγμένη επάνω τη μορφή.

Για σένα η ομορφιά μήτε ονειρώδης μήτε και συμπαθητική·

Μόνο μία όψη χλωμή, μάτια βουβά , βαθειές ρυτίδες· το σώμα

κυρτωμένο, σαν ένα δέντρο που ο άνεμος το δέρνει.

Μέλος και συ θα ήσουνα εκείνης της λαμπρής παράταξης

των στρατιωτών· ένας κομπάρσος σε υπερπαραγωγή πολυτελείας,

αλλαζονίας· προπάντων όμως ματαιοδοξίας.

Πιστεύοντας και συ πως όλα τούτα είναι κούφια· μα τι να κάνεις;

Υπομονή, κρατώντας της πίστης σου το πυροφάνι

συνέχεια αναμμένο προσμένοντας σε μία καλύτερη ζωή.

Μουσούλιε, στην Ιστορία μία μνεία, αχνό αστέρι μέσα

Σε γαλαξία Σείριων ηρώων, βασιλέων· και ο ποιητής; αστρονόμος.

Το ποίημα; τηλεσκόπιο στην κορυφή ενός βουνού, για να

μπορεί και το δικό σου φως να γίνει ορατό στα μάτια των ανθρώπων.

Φως απαλό, αχνό,διάχυτο, δυνατό ή εκτυφλωτικό· τελικά,


το φως έχει πολλές ποιότητες. Και εξαρτάται απ’τον μεσάζοντα

που κοσκινίζει το τι βλέπουμε. Αυτό είναι το κλειδί.

Και η ποίηση, Μουσούλιε, κοσκινίζει, σουρώνει ακόμη και

το φως· ακόμη και το πιό ισχνό, το πιό ασθενικό. Και ο προβολέας

της φωτίζει στη σκηνή μορφές σαν τη δική σου

φυσώντας τους πνοή ζωής ως άλλος Δημιουργός.

ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

Η μορφή που επέλεξα είναι ένας φτωχός αγρότης που ονομαζόταν Μουσούλιος και

έζησε γύρω στο τέλος του 8ου αιώνα μ.Χ. Αναφέρεται στο έργο «Βίος Αγίου

Φιλαρέτου» του Νικήτα Χωνιάτη που γράφτηκε στις αρχές του 9ου αιώνα. Αφορμή για

την επιλογή του συγκεκριμένου ανθρώπου υπήρξαν ορισμένα ιστορικά ποιήματα του

Καβάφη ( όπως τα «Καισαρίων», «Αλεξανδρινοί Βασιλείς» και «Οροφέρνης»), καθώς

και ο «Βασιλιάς της Ασίνης» του Σεφέρη. Σκοπός μου ήταν αφενός ένας διάλογος με

τα προαναφερόμενα ποιήματα, αφετέρου η άσκηση μίας μορφής κριτικής, αφού οι

μορφές που ενέπνευσαν τους Καβάφη και Σεφέρη είναι μεν περιθωριακές ιστορικά,

αλλά ανήκουν στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Το ποίημα χωρίζεται σε δύο μέρη

και αναπτύσσεται επαγωγικά. Στο Α’μέρος έχουμε την αντιπαραβολή ανάμεσα στη

μορφή του Μουσούλιου και στις παραδειγματικές μορφές των άλλων ποιητών, μία

σύγκριση μέσα από την οποία πλάθεται η προσωπικότητα ενός ολοκληρωμένου

ανθρώπου, ενώ στο Β’μέρος δηλώνεται το γενικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο

εντάσσεται το συγκεκριμένο ποίημα, ο ρόλος της ποίησης. Η ποίηση ως τέχνη που

αποκαθιστά την αδικία αναδεικνύοντας ελάσσονες μορφές που δεν ανήκουν στην
ανώτερη κοινωνική τάξη, αλλά και η ποίηση που δίνει πνοή σε μία νέα

πραγματικότητα,ως άλλη «Δημιουργός».

ΠΗΓΕΣ

Τα ποιήματα «Αλεξανδρινοί Βασιλείς», «Οροφέρνης», «Καισαρίων», «Η διορία του

Νέρωνος» , «Τα άλογα του Αχιλλέως» από το Αρχείο Καβάφη ( http://www.kavafis.gr/)

που προσπελάστηκαν στις 24/6/2017

«Ο Βασιλιάς της Ασίνης», Ημερολόγιο Καταστρώματος Β’

You might also like