You are on page 1of 11

ΠΕΖΟΣ ΛΟΓΟΣ

ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ *

Αυτός είναι ο αδερφός μου γύρω στα τρία του. Άρα εγώ είμαι κοντά δέκα
στην φωτογραφία.
Σαν μαμά του.
Στέκομαι σχεδόν γονατιστή ,το ένα πόδι κάτω το άλλο έτοιμο να
σηκωθεί.
Το δεξί μου χέρι κρατά απαλά το μπράτσο του ενώ το αριστερό δείχνει
προς την φωτογραφική μηχανή.Κάτι του λέω. Το στόμα μου μοιάζει να
στρογγυλεύει προσπαθώντας να σχηματίσει μια λέξη .Μάλλον του λέω
να κοιτάξει προς την μεριά του φωτογράφου.
Ποιος μας έβγαλε εκείνη την μέρα φωτογραφία δεν θυμάμαι. Φοράω
ένα κοντό φορεματάκι και έχω τα μαλλιά κουρεμένα σαν αγόρι. Ο
αδερφός μου φοράει ένα παντελονάκι ριγέ σαν ναυτικό και μια μπλούζα
μονόχρωμη .Το ύφος του είναι μπερδεμένο και αμήχανο.
Τα μαλλιά του μακριά σαν κορίτσι. Εμένα και την αδερφή μου μας
κούρευαν τα μαλλιά κοντά για τις ψείρες στο σχολείο. Τον αδερφό μου
δεν τον κούρευαν ποτέ. Του πήγαιναν τα μακριά μαλλιά έλεγε ο πατέρας
μου. Ο πατέρας μου δεν ήταν ένας συνηθισμένος πατέρας.
Δεν είχε κάποιο συγκεκριμένο φίλο ,μόνο γνωστούς από την δουλειά
του. Δεν πίστευε σε τίποτα. Ήταν άθεος .Δεν είχε ψηφίσει ποτέ τα
τελευταία τριάντα χρόνια πριν πεθάνει .Δεν πίστευε στην δημοκρατία και
στις εκλογές. Ήταν διαφορετικός από τους άλλους ανθρώπους και αυτό
μας τρόμαζε .Τουλάχιστον όταν αρχίσαμε να το καταλαβαίνουμε .Μας
απαγόρευε να πηγαίνουμε στο κατηχητικό όταν ήταν τόσο της μόδας στο
Δημοτικό και εμείς νιώθαμε σαν να κάναμε μια τεράστια αμαρτία.
Δεν ρωτούσε τι ώρα γυρίσαμε στην εφηβεία μας .Ένα βράδυ που
μπήκαμε στις μύτες των ποδιών μας κατά τις 3 άκουσα να την μαμά μου
να του λέει:
Βλέπεις τι ώρα γυρνάνε ?δεν είναι σωστό, είναι μικρές.
Ποιος ξέρει τι είναι σωστό της είπε εκείνος.
Όχι ο πατέρας μου δεν ήταν Θεός και δεν τον είδα ποτέ έτσι. Δεν ήταν
τέλειος, το αντίθετο μάλιστα. Δούλευε συνεχώς και δεν ήξερε ούτε τι τάξη
πάμε. Όταν θύμωνε τον έπιανε μανία σχεδόν με όλα και φώναζε και μας
μιλούσε πολύ άσχημα. Κορόιδευε και ειρωνευόταν την μητέρα μου με το
παραμικρό. Την θεωρούσε κατώτερη του.
Ο πατέρας μου ήταν ένας πολύ μοναχικός άνθρωπος ,χωρίς φίλους.
Μεγαλώσαμε θεωρώντας ότι όλοι οι άνθρωποι ζουν έτσι.
Ένα βράδυ φώναζε στην μαμά μου τόσο δυνατά και σκληρά που δεν
άντεξα. Εφτιαξα την βαλίτσα και βγήκα έξω από την πόρτα για να
φύγω.Ήμουν γύρω στα δέκα ,όπως στην φωτογραφία. Με πρόλαβαν
στο ασανσέρ.
Ναι τώρα ξέρω. Είχε δουλέψει πολύ στην ζωή του. Είχε σπουδάσει ενώ
βρισκόταν στην Αυστραλία και δούλευε σε ένα εργοστάσιο μπύρας.
Φαντάζομαι κανένας άλλος Έλληνας ίσως δεν είχε κάνει το ίδιο την
δεκαετία του πενήντα. Ολοι είχαν πάει για να επιβιώσουν.Έκανε μεγάλο
αγώνα για να μην μας λείψει τίποτα .Τώρα ξέρω. Τότε όμως δεν ήξερα.
Με πλήγωνε που μιλούσε έτσι.
Που έβριζε .Που χαστούκισε την μαμά μου ένα βράδυ ενώ εμείς κάναμε
πως κοιμόμασταν.
Μια άλλη μέρα είπε πως δεν αντέχει άλλο.Είχε κουραστεί.Ήθελε να είναι
καθισμένος σε μια καρέκλα στο μπαλκόνι και να μην κάνει τίποτα.Τρια
εγκεφαλικά σε μια μέρα, το. τρίτο μέσα στο νοσοκομείο
πραγματοποίησαν την ευχή του.Δέκα χρόνια στην πολυθρόνα .Μια μέρα
τον προλάβαμε καθώς σκαρφάλωνε τα κάγκελα.Δεν ήθελε να ενοχλεί
πια.
Η φωτογραφία είναι από την ταράτσα μιας πενταόροφης πολυκατοικίας
κάπου στα Πατήσια. Τέλη δεκαετίας του '70.Θυμάμαι ακόμη την
μυρωδιά από το τσιμέντο που ζεσταινόταν όλη μέρα. Ανεβαίναμε να
κάνουμε ποδήλατο.Ένας ενήλικος μας πρόσεχε συνήθως.Καμμιά φορά
είμασταν και μόνοι μας.Εγώ ως μεγαλύτερη είχα συνήθως την
ευθύνη.Περιστέρια πετούσαν και κάθονταν για λίγο σε εκείνη την
ταράτσα.Οι πρώτες κεραίες τηλεόρασης σε κάποια μπαλκόνια .Η
Αθήνα .Το κέντρο.Η λεωφόρος Αχαρνών κάπου δίπλα.Η αδερφή μου με
το θλιμμένο βλέμμα της και τα γυαλιά αστιγματισμού να κάθεται
αποκομμένη και να παρατηρεί. Με το άσπρο ,κάτασπρο δέρμα της σαν
μια μικρή πριγκίπισσα. Δεν είχε ποτέ καλή διάθεση και όλο γκρίνιαζε με
κάτι.Νομίζω είχε δίκιο. Την είχα υπερκαλύψει με το τεράστιο εγώ μου
.Δεν το έκανα επίτηδες. Απλώς ήμουν έτσι.
Δεν ήξερα τι μου συνέβαινε. Είχα μια απίστευτη ενέργεια και δεν
μπορούσα να σταματήσω.
Στην εφηβεία όλα άλλαξαν. Έγινα αντιδραστική ,αργή και καταθλιπτική
σχεδόν.
Με τον Κωστή και τον Τάκη παίζαμε μονόπολη στο σπίτι τους το πρωί
όταν δεν είχαμε διάβασμα.
Η μαμά του ήταν ελληνίδα εξ αιγύπτου και είχε μια εντελώς διαφορετική
κουλτούρα.Μίλαγε δυο γλώσσες και ήταν ιδιαίτερα ευγενική.Το σπίτι
τους μύριζε πάντα γυαλισμένο ξύλινο παρκέ και καθαριότητα.Από την
κουζίνα ερχόταν μυρωδιά σπιτικού φαγητού.Εμείς παίζαμε στο τεράστιο
μπαλκόνι για να μην λερώνουμε.Ήταν η πρώτη φορά θυμάμαι που ένας
μεγάλος μου ζήτησε συγνώμη. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ.Ήταν πολύ
περίεργο για μένα.Είχε εκνευριστεί με τα παιδιά της και φώναζε και μου
ζήτησε συγνώμη για την αναστάτωση! άλλα ήθη, άλλη παιδεία .Ο
μπαμπάς τους ήταν νομίζω διευθυντής σε ένα κατάστημα τράπεζας.Είχε
πάθει εγκεφαλικό. Δεν τολμώ να ρωτήσω την μαμά μου αν ζει
ακόμη.Θέλω να αφήσω τις μνήμες όπως ήταν.Απείραχτες και ήσύχες.
Ιδια εποχή περίπου ,άλλη φωτογραφία .Με την αδερφή μου.Στο
μπαλκόνι.Καλοκαίρι με σορτσάκια.Εγώ ποζάρω γελαστή.Αυτή πάλι
μουτρωμένη κοιτάει σκεφτική προς τον φακό.Ήταν σαν να γνώριζε από
τότε πόσο δύσκολη θα έρχονταν η ζωή για εκείνη.
Με σοκάρει η αγνότητα και η αθωότητα στο χαμογελό μου. Καταντάει
σχεδόν ηληθιότητα. Δεν μπορώ να βλέπω αυτές τις
φωτογραφίες.Νιώθω σαν να βλέπω τον Φόρεστ Γκαμπ σε παιδική
ηλικία.Δεν υπάρχει καμμιά σκιά ,καμμιά δεύτερη σκέψη στο βλεμμα
,τίποτα.Δεν ξέρω αν ήμουν ευτυχισμένη .Δεν θυμάμαι να
ήμουν.Φοβόμουν τόσα πράγματα.Το σχολείο,μην πεθάνει η μαμά
μου,την αδερφή μου που συνεχώς μαλώναμε,τα πνεύματα, τους
πεθαμένους.Τίποτα δεν αποτυπώθηκε στην φωτογραφία,παρά μόνο ένα
δευτερόλεπτο ψεύτικης ευτυχίας στο μικρό μπαλκόνι.
Στα δεκατρία ,σε μια εθνική εορτή στο σχολείο ,άκουσα το ‘Ασμα Ηρωικό
και Πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας".Έβαλα τα
κλάμματα.Δεν είχα ακούσει μέχρι τότε κάτι τόσο όμορφο.Και να
φανταστεί κανείς ότι δεν είναι και το καλύτερο ποίημα του Ελύτη.Αυτό
ήταν.
Βρήκα καταφύγιο στην ποίηση όπως λένε.Διάβαζα ,έγραφα δικά μου,
επιτέλους είχα βρει κάτι να μου αρέσει τόσο πολύ.Η μαμά μου ήταν
μάλλον περήφανη για αυτό και μου έπαιρνε ότι κι αν ζητούσα.Εξαιτία της
έχω μια καταπληκτική έκδοση των εκδόσεων Ικαρος των Ποιημάτων του
Σεφέρη.Δεν ξέρω αν οφελήθηκα κάτι από αυτό.Είναι μια σκέψη που
περνά πολλές φορές από το μυαλό μου.Ποιο είναι το όφελος κι αν
υπάρχει κάτι.Το έκανα γιατί μου άρεσε και αυτό ίσως αρκεί. Ίσως να με
βοήθησε και λίγο να καταλαβαίνω κάπως παραπάνω τους ανθρώπους
γύρω μου.Ίσως όχι.
Είναι μια εύκολη λύση για εμάς τους ‘’μεγάλους'' να τα ρίχνουμε πάντα
στους γονείς μας.
Αλλά δεν είμαστε πια παιδιά και μπορούμε να σκεφτούμε και να
αλλάξουμε πολλά από αυτά που δεν μας αρέσουν επάνω μας. Έχουμε
και εμείς ευθύνη γιατί αφηνόμαστε σε αυτό το παραμύθι.
Πάντα φταίνε οι άλλοι. Οι γονείς ,οι φίλοι ,οι εραστές που δεν μας
κατάλαβαν.
Η αδερφή μου συνεχίζει ακόμη και σήμερα να λέει ότι η μαμά μου την
αγαπούσε λιγότερο.
Δεν ξέρω αν αυτό είναι αλήθεια. Μπορεί.Μα τι σημασία έχει πιά? δεν
μπορείς εξάλλου να επιβάλλεις να σε αγαπήσουν. Ξέρω ότι οι
ψυχαναλυτές θα διαφωνούσαν και θα αντιπαράθεταν ένα σωρό θεωρίες
και αποδείξεις για το πόσο σημαντική είναι η παιδική ηλικία και η
διαμόρφωση της προσωπικότητας στην ηλικία αυτή.Δεν αμφιβάλλω.Και
μετά τι ?στα δέκα ?στα είκοσι?στα πενήντα?παραιτήσε?δεν είναι μια
αέναη προσπάθεια να ξεπεράσουμε τον εαυτό μας η κάθε μας μέρα?δεν
μαθαίνουμε από το κακό μας εγώ? ή η κόλαση είναι τόσο γοητευτική
που μας παρασύρει συνειδητά να την ακολουθήσουμε?Και πάλι τι ?δεν
φταίμε ποτέ εμείς για τις αποφάσεις που πήραμε ή δεν πήραμε ?
Ξέρω τι θα πείτε .Οι γονείς μας είχαν υποχρέωση να μας αγαπούν το
ίδιο, να μας κάνουν ώριμους και ισορροπημένους ανθρώπους, να μας
δώσουν τις καλύτερες συμβουλές για την ζωή.
Δεν ξέρω αλλά εγώ δεν είχα κανένα σούπερ ήρωα για πατέρα ,ούτε η
μητέρα μου ήταν η Γλυκατζή Αρβελέρ. Μα ήξερε πότε να μιλά ,πότε να
σωπαίνει και πότε να κάνει ότι δεν καταλαβαίνει. Δεν υπάρχουν
συνταγές .
Τρίτη φωτογραφία .Άλλο μπαλκόνι.Καλοκαίρι.Πίσω η θάλασσα.Ένα
πιάτο σταφύλια στο τραπέζι. Η κόρη μου.Τα μακριά της μαλλιά φαίνονται
απαλά. Το βλέμμα της τρυφερό. Δεν έχει αλλάξει τίποτα.
* “Πως έγινε και με θυμήθηκαν; Έμενα κανένας ποτέ δε με θυμάται.
Κανένας
ποτέ δε με πρόσεξε. Παράπονο δεν έχω. Καλά μου είταν όλα,
κ' ίσως καλύτερα έτσι.
Ξέρετε, στο πέρασμα του χρόνου,
τα πάντα, όσο πικρά ή και τρομερά, μας φαίνονται σαν
απαραίτητα,
σαν χρήσιμα κι όμορφα μάλιστα.”
Γ.Ρίτσος.

----------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ανδρονίκη μου, μια όμορφη δουλίτσα, ικανοποιητική με στοιχεία που αξιοποιούν το
δυναμισμό ενός διηγήματος! Πιο συγκεκριμένα:

 Αρκετά συνειρμική γραφή που δίνει ένα θετικό και αρκετά έντονο αποτέλεσμα στην
προσπάθεια ενός εσωτερικού μονολόγου
 Θα ήθελα να έβλεπα ένα σκηνικό- πλαίσιο δράσης, όπου θα μπορούσε να ενταχθεί αυτή η
πλοκή και να φαίνεται πιο φυσιολογικός ο μονόλογος μπροστά στην περιδιάβαση των
φωτογραφικών στιγμών
 Τεχνική shown : θα ήθελα να έβλεπα την τεχνική σε μεγαλύτερο βαθμό, ώστε να
αποτυπώνονταν τα συναισθήματα εκφραστικά
 Λειτουργικές περιγραφές που δημιουργούν κίνητρο για σκέψεις και συναισθήματα
 Ψυχογράφημα προσώπων και χαρακτήρων
 Διαπλέκονται τα αφηγηματικά χρονικά επίπεδα σε ικανοποιητικό βαθμό
 Αφηγηματικές τεχνικές πλαγίου λόγου/ αποστροφή στο β πρόσωπο ως ένα alter ego/
αποστροφή στον αναγνώστη κίνητρο για σκέψεις/ προσπάθεια μοντερνιστικής γραφής

ΠΟΙΤΗΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ

Β/Παρωδία σε στίχους του Σεφέρη (Πες της το με ένα γιουκαλίλι)

Πες της το ,πες της το με τρόπο ,


Για να χαρεί και η μαμά στου,
Που σε μεγάλωσε με κόπο,
Πως δεν την θέλει η καρδιά σου.

Πες της το με ένα τραγουδάκι ,


στριγγλίζει κι η νοικοκυρά σου.
Δυο νοίκια απλήρωτα να τρέχουν.
Έλα λοιπόν στα συγκαλά σου.

Λόγια πολλά ,μεγάλα λόγια .


“Δεν θα σε αφήσω εγώ ποτέ μου"
Λόγια που γίναν πανωφόρια ,
όλα είναι ζόρια,όλα είναι ζόρια.

Της είπα να με ξεπεράσει,


πρέπει να ανέβει σε άλλο level
Για να μπορέσει να με φτάσει,
ανάγκη είναι να ΄μαι μόνος.

Α/Ποιήματα
Einmal ist Keinmal
Με ένα ισχό φεγγάρι επιστρέψαμε .
Αλλιώς προσμέναμε τούτη την επιστροφή .
Η γυναίκα μπροστά μου κρατούσε ένα παιδί.
Ρωτούσε πως λένε αυτόν τον τόπο.
Αλικαρνασσός ,απάντησε .
Κάποτε το έλεγαν Αλικαρνασσό.
Αλλιώς προσμέναμε τούτη την επιστροφή.
Θα ήταν πρωί ,θα είχε περισσότερο φως.
Φωνές και αντίλαλοι από την προκυμαία
σκεπασμένες με ξένους ήχους .
Αρχαίες συντάξεις χαμένες στην λήθη.
Αδιάφορες πινακίδες,ferries to Kos.
Αρχαία Πύλη τούτη η πολιτεία ,
λησμονημένη μέσα στο οφθαλμοφανές ιδίωμα
των τόπων και των σταθμών
Που ξέρουμε ότι δεν θα ξαναβρούμε.
Και έπρεπε και οι φωνές μας να μιλήσουν διαφορετικά ,
Να βρουν καινούργιες λέξεις που θα ταιριάξουν με το νέο ύφος ,
Σαν ξίφη οι λέξεις να μπουν πίσω στα παλιά θηκάρια
Και οι αναμνήσεις να ξηλωθούν όλες.
Ανάγκη να αλλάξουν όλα για να επιστρέψουμε .
Η αέναη επιστροφή,einmal ist keinmal.
Πιάσαμε το πρωί λιμάνι.Αρχαία Φώκαια.
Μικρό καράβι ,τουριστικό ,καφές άνοστος και ένα κουλούρι.
Merhaba,merhaba.Μάτια και βλέμματα ελληνικά μα άλλη γλώσσα.
Το αιγαίο δίπλα μας.
Ο Δαίδαλος που "απέθανεν ελεύθερος”. * *
Τα νησιά .Τα φτερά του κομμάτια πεταγμένα στο πέλαγος ,
παράλληλη πατρίδα,ένας καθρέπτης .
Και έπειτα είναι και το Κας στον νότο,πριν την Αττάλεια .
Μαργαριτάρι που το έριξες στην θάλασσα.
Μια αρχαία πόλη δίπλα στην παραλία ,κρυμμένη στα πεύκα.
Παράλληλη πατρίδα,ένας καθρέπτης.

Λέξεις

Αν θέλεις μπορείς να με αγαπήσεις ξανά.


Σαν μια αυτόματη γραφή να συνεχίσει όλο αυτό με άλλο τρόπο.
Πιο νωχελικό.
Αν θέλεις μπορούμε να τα ζήσουμε όλα πάλι με άλλες λέξεις.
Θέλω να πω ,οι λέξεις έχουν σημασία .
Πρόσεχε τις λέξεις.
Όπως τρυπώνουν μέρα μεσημέρι που πας να ξαπλώσεις
Και χώνονται κρυφά κάτω από τα σκεπάσματα,
τα τακτοποιημένα σου σκεπάσματα ,σαν γάτες.
Ή σαν συνήθεια.
Οι λέξεις δεν έχουν Θεό ,δεν πιστεύουν κάπου, δεν έχουν έλεος.
Και κυρίως πρόσεχε τα κρυφά νοήματα που στέλνουν από τα
δήθεν αθώα από τα στόματα των παιδιών
που κρατάνε μια φέτα καρπούζι στην παραλία
ή από το ραδιόφωνο που άφησε ανοιχτό
εκείνος που ψάρευε στην παραλία:
Μα εκείνη λέει πως πονεί ,
Μα δεν μπορεί τον πόνο.
Λέει πως σηκώνεται πρωί
Για να κερδίζει χρόνο.

Τεκμηρίωση επιλογών
Η επιλογή του ποιήματος για την παρωδία
(πες της το με ένα γιουκαλίλι) που έχει γραφτεί από τον ποιητή
για να μελοποιηθεί ,συνεπώς η επιλογή ενός ποιήματος -
τραγούδι έγινε μάλλον αυθόρμητα και παρορμητικά
λόγω της ρυθμικότητας και του μέτρου που
νομίζω προσφέρονται περισσότερο για συνειρμούς .
Με γοητεύει η δήθεν ελαφρότητα του ποιήματος που ξεκινά με μια
ερωτική εξομολόγηση και καταλήγει με τον λυρικό
σχολιασμό στο πρώτο τετράστιχο στην διαπίστωση :
“Πως να το πω ,που τώρα θεέ μου εγώ συνήθισα
μονάχος “.
Προσγειώνει κατευθείαν τον αναγνώστη από ένα
ερωτικό τραγούδι σε μια ψυχρή διαπίστωση.
Προσπάθησα να κάνω μια παρωδία που να στηρίζεται περισσότεροστο
σήμερα και να προσλαμβάνει στοιχεία της καθημερινότητας μας αλλά να
μην ξεφεύγει από το γενικό πλαίσιο του ποιήματος .
Η προσπάθεια ήταν να σατιρίσω όχι τόσο το ύφος του ποιητή όσο την
σύγχρονη δυναμική των σχέσεων κάτω από τις γενικότερες
κοινωνικές ,οικονομικές συνθήκες.Γνωρίζω ότι είναι πολύ δύσκολο το
είδος της παρωδίας ,ειδικά όταν αφορά σε ποιήμα ενός μεγάλου ποιητή
όπως ο Γ.Σεφέρης και για αυτό προσπάθησα να το κρατήσω σε λιτές
εκφράσεις και να μην ξεφύγω πολύ σε υπερβολές.

Σχετικά με τα υπόλοιπα ποιήματα :


Στο πρώτο ποίημα (einmal ist keinmal) γνωρίζοντας ότι ο Σεφέρης
αισθανόταν ο ίδιος πάντα ένας πρόσφυγας γεγονός που αναφέρει και ο
ίδιος σε αλληλογραφία του αλλά και από την υπαινικτική θεματολογία
πολλών ποιημάτων του προσπάθησα να αποδώσω κάτι παρόμοιο. Την
επιστροφή στα μικρασιατικά παράλια από την οπτική των ανθρώπων
που βιώνουν την ιστορική σύνδεση. Η μνήμη μέσα από τα βιώματα
συγγενικών προσώπων αλλά και η ιστορική μνήμη μέσα από το
σύγχρονο τουριστικό τοπίο .
Το ποιήμα Λέξεις είναι μια επιλογή που θεωρώ ότι άπτεται στην οπτική
του ποιητή και στο ύφος του.
Το τελευταίο τετράστιχο του ποιήματος είναι μια προσπάθεια να
ενσωματωθεί ένας ιαμβικός ρυθμός σε ελεύθερο κείμενο με αφορμή ένα
τραγουδάκι που ακούγεται από κάποιο ραδιόφωνο.

**Αυτή (και ο μύθος κρύπτει


νουν αληθείας) επτέρωσε
τον Ίκαρον· και αν έπεσεν
ο πτερωθείς κ' επνίγη
θαλασσωμένος· 10

γ΄.
Αφ' υψηλά όμως έπεσε,
και απέθανεν ελεύθερος. ―
Αν γένης σφάγιον άτιμον
ενός τυράννου, νόμιζε
φρικτόν τον τάφον. 15

You might also like