Professional Documents
Culture Documents
ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΑΘΟΣ
Το μικρό παιδί δεν χόρταινε να κοιτάζει τη θέα απ' το
γενέθλιο σπίτι. Στην εικόνα δέσποζε ο Λόφος της Σικελίας
που έμοιαζε με ανασκελωμένο κορμί γυναίκας. Τη νύχτα στο
κρεβάτι, το μικρό παιδί ψιθύριζε κάτι που του φαινόταν
μαγικό, μια νύχτα είπε τη λέξη Δαφτερά, και τότε η
Ανασκελωμένη άνοιξε τα πόδια της και άφησε το μικρό παιδί
να περάσει ανάμεσά της, να περιπλανηθεί στο μυθικό κόσμο,
τον κρυφό. Το μικρό παιδί, μεθυσμένο στη ρέμβη της ήβης,
ανακάλυψε πράγματα μυστήρια και θαυμαστά, αντικείμενα
σπάνια και ξεχασμένα, θρυλούμενα και ξακουστά, κουρδιστά
παιχνίδια που κινούνταν μαγικά, μάσκες, μολυβένια
στρατιωτάκια, γκαζές και γιάντες, χαρταετούς και κλεψύδρες,
περιεργάστηκε πλουμιστά λάβαρα καμωμένα με μετάξια,
λεπτοΰφαντα υφάσματα με περίτεχνα σχέδια, λαχτάρησε τα
πατίνια με τα φτερά που κάναν επιδέξιες πιρουέτες στον
αέρα, κατέβηκε στις κατακόμβες κι εκεί συνάντησε Αυτή Πακού
που του μίλησε με τη ζεστή φωνή της.
"Ό,τι θέλεις, εγώ είμαι εδώ, μπορείς να διαλέξεις..."
Αυτή Πακού του έδειξε ένα σκοτεινό και σκονισμένο
δωμάτιο όπου ήταν στοιβαγμένες, σε σκονισμένα ράφια, όλες
οι ιστορίες του κόσμου, ανάκατες, με μια ασάφεια και μια
υπέροχη γεύση. Τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε με την
παράξενη φωνή της σ' ένα συναρπαστικό ταξίδι. Και το μικρό
παιδί σάστισε βλέποντας το πανόραμα της νύχτας, μαγεύτηκε
με τον καταυγασμό της πόλης, τα φωτισμένα σπίτια, τους
μικρούς φοίνικες με τα μεγάλα στρογγυλά φύλλα, σκαλισμένα
σαν φιγούρες θεάτρου σκιών, τις λίμνες και τα σπίτια νησιά,
είδε κορίτσια μπροστά σε σκοτεινά παράθυρα που άπλωναν
πλυμένα εσώρουχα, κρυφάκουσε στεναγμούς, αγκομαχητά κι όλες
τις ιερές κραυγές του έρωτα, έπιασε με τα χέρια του τη
σκοτεινή ύλη πίσω από κρυφούς φράχτες και την
περιεργάστηκε, ακολούθησε την καταχνιά στους επαρχιακούς
χωματόδρομους, ανίχνευσε τη χαμένη στο μαυρομπλέ θάλασσα,
τα 'χασε βλέποντας την κυρά των αγριμιών με τα σημάδια στο
λαιμό κι άκουσε το τσακάλι να στριγκλίζει στο κεφάλι της,
έτρεξε κι έπαιξε στον κήπο των επιθυμιών, χόρεψε με τη
Μιντιλού που είχε πεθάνει και κάπνιζε Ζιτάν, έστησε τ' αυτί
του στο τρέμολο των τυμπάνων, ταράχτηκε με τα δάκρυα των
φίλων του, ξαφνιάστηκε με τη σκιά του που δεν είχε πια
κεφάλι, περιπλανήθηκε στον ονειρικό χρόνο, επισκέφτηκε την
ιερή χώρα και μύρισε τα λουλούδια της, θαύμασε το τέλος τ'
ουρανού που το αυλάκωναν αστροπελέκια, μέτρησε με τα
δάχτυλα το ένα έκτο της γης στο φεγγάρι, γύρω του
μαζεύτηκαν οι σκιές που ρούφαγαν τ' αστέρια και το μικρό
παιδί ακολούθησε τους οδηγούς του νέκταρος, μέχρι που
χάραξε και τότε παρακολούθησε τις τροπές του ήλιου,
χαϊδεύτηκε με το νότιο άνεμο, μαγεύτηκε με τον αντίλαλο της
φωνής του και διέσχισε μέσα από γλώσσες φωτιάς πυρπολημένα
τοπία, ώσπου, κάποτε, έφτασε εκεί που φτάνει το βλέμμα, στο
άπειρο, στο απέραντο της ύλης και του κόσμου...
Με την επίδραση της έκθεσης στο φως και το συνδυασμό φυσικών και χημικών
μεταβολών εμφανίζεται αργά η φωτογραφία και πάνω στη φωτοευαίσθητη επιφάνεια του
χαρτιού μετατρέπεται το αόρατο σε ορατό. Ψηλαφούσα σ' έναν κόσμο ερεθιστικό όπου
απ' την ανυπαρξία ξεπρόβαλλε το παρελθόν.
Πέρναγα ώρες κλεισμένος στο σκοτεινό δωμάτιο. Οι μαύρες κουρτίνες στα παράθυρα
δεν επέτρεπαν στο φως της μέρας να τρυπώνει μέσα. Είχα την κόκκινη λάμπα μόνιμα
αναμμένη. Το δωμάτιο μύριζε κλεισούρα και χημικά. Κυρίαρχος ο ήχος του τρεχούμενου
νερού. Έκανα εμφανίσεις φωτογραφιών για ώρες. Περιεργαζόμουνα τα αρνητικά με το
φακό κι όταν αποφάσιζα ποια φωτογραφία θα μεγεθύνω, πέρναγα το αρνητικό στο
μεγεθυντήρα, άναβα τη λάμπα κι άφηνα την εικόνα να προβληθεί πάνω στο λευκό χαρτί.
Μετρώντας ελέφαντες, φτερούγιζα με τα χέρια και τα δάχτυλα εμποδίζοντας το φως για
να απαλύνω τα κοντράστ κι ύστερα με τη λαβίδα βύθιζα το φωτογραφικό χαρτί στη
λεκάνη του εμφανιστή και το ανάδευα.
Μετά περνούσα το χαρτί διαδοχικά από το καθαρό νερό στη λεκάνη με τη στερέωση
κι έπειτα στο νεροχύτη, όπου το άφηνα να κολυμπάει και να στριφογυρίζει με τις άλλες
εμφανισμένες φωτογραφίες Μερικές φωτογραφίες που ξεχώριζα, για να μπορώ να τις
βλέπω, τις κόλλαγα πάνω στα λευκά πλακάκια του τοίχου. Όσο στράγγιζαν, οι άκριες
του χαρτιού δίπλωναν προς τα έξω κι όταν πια στέγνωναν εντελώς, ξεκόλλαγαν απ' τον
τοίχο κι έπεφταν στο πάτωμα κάνοντας τον ίδιο πάντα ήχο, φτερούγισμα με γδούπο.
Ξεχνιόμουνα κοιτάζοντάς τες.
Τα δάχτυλά μου χαϊδεύουνε και τρέχουνε πάνω στο φωτογραφικό χαρτί, γυρεύουνε
ξεχασμένες αισθήσεις κι ερωτικά αγγίγματα από παλιούς έρωτες που σκορπίσανε στους
τέσσερις ανέμους, έτσι όπως σκορπίζονται και χάνονται οι νυχιές πάνω στις χορδές του
σαντουριού, ενώ το μυαλό αγωνίζεται να ξαναθυμηθεί εκείνες τις μοναδικές στιγμές.
Στα πρόσωπα των φωτογραφημένων απεικονίζεται η ψυχή τους, χαμόγελο στο
τράβηγμα του στόματος στα πλάγια, παιχνίδισμα στο βλέμμα, σφίξιμο των
χαρακτηριστικών στο ξέσπασμα του γέλιου, βλέπω απορία στο συνοφρύωμα,
σκεπτικισμό, παρατηρώ τις ρυτίδες στο μέτωπο, ανιχνεύω τις παραμορφώσεις στο
πρόσωπο, τις αλλαγές έκφρασης, πώς διαγράφονται οι γραμμές στο δέρμα, ένταση στα
μάτια, συσπάσεις των βλεφάρων, πώς κυλάνε τα δάκρυα πάνω στα μάγουλα, πώς
αλλοιώνονται τα χαρακτηριστικά, σκιάσεις στο πρόσωπο, τα τεντωμένα νεύρα κάτω από
το δέρμα, ψηλαφίζω τον πόνο, αισθάνομαι την προσμονή, την αδημονία, τον
ενθουσιασμό, διακρίνω την απογοήτευση, τη θλίψη, τη ζήλια, την απόγνωση, την
εγκατάλειψη.
Μάζεψα τις φωτογραφίες και τις κολύμπησα ξανά στο τρεχούμενο νερό.
Η μαύρη κουρτίνα αναδεύεται από κάποιο μικρό ρεύμα του αέρα, μια ελάχιστη
γραμμή ηλιακού φωτός γλιστράει κάτω από το άνοιγμα της πόρτας, το βουητό μιας
μέλισσας που, ποιος ξέρει πώς, έχει τρυπώσει μέσα, το κελάηδισμα του κοτσυφιού έξω
από το παράθυρο. Μια υποψία παγωμένου αέρα χαϊδεύει το ζεσταμένο μου σώμα. Τα
ξύλα του πατώματος τρίζουνε, μικροί θόρυβοι από απειροελάχιστα ζωύφια που
ροκανίζουνε σε άλλη διάσταση. Σταγόνες νερού που στάζουνε από τις απλωμένες
φωτογραφίες και πλατσουρίζουνε σαν μακρινό μπουμπουνητό. Ο βόμβος του εντόμου
δυναμώνει μέχρι που χτυπάει με φόρα πάνω στο μεγάλο καθρέφτη με το οβάλ κλείσιμο
δυο περισπωμένων στο πάνω του μέρος.
Τράβηξα την κουρτίνα και κοίταξα έξω. Οι πολύ πλαγιαστές και συνάμα δυνατές στο
τέλος της μέρας ακτίνες του ήλιου φωτίζουνε από την πίσω πλευρά τα φύλλα της
αγριοκαστανιάς, που λουσμένα στο φως γίνονται πρασινοκίτρινα. Απαλό φύσημα του
αέρα, μια πνοή τρυπώνει στα κλαδάκια των δέντρων, διαπερνάει τα φυλλώματα και τα
κουνάει πέρα δώθε, σβήνουν οι πιο τελευταίες ακτίνες του ήλιου καθώς χάνεται πίσω
από το αντικρινό υπεραιωνόβιο κτίριο όπου αυτές τις μέρες έχουν στηθεί σκαλωσιές
μέχρι ψηλά στον πέμπτο όροφο και εργάτες σουλατσάρουν και το ανακαινίζουν. Ο
καρπός της κερασιάς, θηλυκό στολίδι, δένει σε τσαμπιά τ' άσπρα λουλούδια της, το
κοτσύφι, που τραμπαλίζεται εδώ και ώρα στα κλαράκια, κελαηδάει με τέσσερις
διαφορετικές φωνές που ξεκινούν από χαμηλά κι ανεβαίνουν, ανεβαίνουν ώσπου
καταλήγουν σ' ένα παραπονιάρικο κλείσιμο. Πότε πότε ακούγεται ένα σκληρό κρα-κρα
από κάποια περαστική κουρούνα που πετάει ψηλά, πάνω από τις σοφίτες του πέμπτου
ορόφου, ένα σχεδόν αδιόρατο τσιμπολόγημα φωνούλας από τα χελιδόνια που κουβαλάνε
χορτάρια και λάσπη για τις φωλιές τους, όλη η ακινησία ενός μαγιάτικου απογεύματος
στο Βερολίνο...
...ένα μαγευτικό σούρουπο...
...είν' όλ' αυτά τα πράγματα παλιά...
οι φωτογραφίες, οι αναμνήσεις και το απόγευμα.
Ένα πενταόροφο μελαγχολικό κτίριο. Στο πάνω μέρος δυο στρογγυλοί δίδυμοι τρούλοι,
ολόγυρα παράθυρα. Φουσκωμένοι σοβάδες, μαυρισμένο, πολυκαιρισμένο γαλαζωπό
χρώμα, σκαλισμένες ανάγλυφες υδρορροές που καταλήγουν στα κεφάλια δαιμονικών
μορφών προορισμένων να φυλάνε το σπίτι από τη βασκανία. Στο κέντρο του τρίτου
ορόφου δυο στρουμπουλές βαλκυρίες συγκρατούν με τα κεφάλια τους μια διακοσμητική
αψίδα. Στον ξεφλουδισμένο σοβά του ισογείου γραμμένο με κίτρινο χρώμα, Βιαστή σε
ψάχνουμε για να στα κόψουμε, δίπλα σχεδιασμένο ένα τεράστιο ανοιχτό ψαλίδι.
Ένα παλιό μαγαζί. Χοντρή σιδεριά στην πόρτα και πάνω στο τζάμι γραμμένο με
χρυσόμαυρα καλλιτεχνικά γράμματα: "Ντελικατέσεν". Η κεντρική πόρτα του κτιρίου
ξύλινη με στρογγυλό θαμπό τζάμι στη μέση. Στο πάτωμα της εισόδου μαυροκόκκινα
πλακάκια με το σχέδιο της αμπέλου στις άκριες, όπως συνηθίζεται στα παλιά σπίτια. Η
ξυλόγλυπτη κουπαστή της σκάλας τελειώνει στο κεφάλι ενός κόμπολντ, που είναι το
πνεύμα του σπιτιού. Η δίφυλλη πόρτα, σκεβρωμένη από την υγρασία και τη βροχή,
οδηγεί στην πίσω αυλή και στη δεύτερη σειρά κτιρίων. Αριστερά η μικρή αποθήκη
μισογκρεμισμένη, η πόρτα της ξεχαρβαλωμένη, τα δέντρα ξερά, εγκατάλειψη. Ολόγυρα
τα κτίρια της εσωτερικής πλευράς. Σ' αυτές τις πίσω αυλές των σπιτιών, στα χρόνια του
μεσοπολέμου, δίνανε τις παραστάσεις τους οι λαϊκοί θαυματοποιοί, οι ζογκλέρ, οι
ταχυδαχτυλουργοί, οι μουζικάντηδες, οι ξυλοποδαράδες. Ο Βοσκός με τις χήνες πέταγε
ψηλά στον αέρα τρία στεφάνια και κείνα πολλαπλασιάζονταν, γίνονταν δέκα, είκοσι,
πενήντα, κάνανε κύκλους τρελούς, ο κόσμος θαύμαζε από τα παράθυρα της αυλής και ο
πίθηκος με το ντενεκάκι μάζευε τα νομίσματα που κουδουνίζανε πάνω στο
πλακόστρωτο.
Η πίσω πλευρά του παλιού μαγαζιού. Ο κατασκότεινος διάδρομος με τις γδαρμένες
παλιές ταπετσαρίες στους τοίχους. Στα δεξιά οι ψηλές ξύλινες πόρτες με τα μπρούντζινα
χερούλια στέκουν μισάνοιχτες. Σκληρή αντήχηση στον αδειανό χώρο, τα ασπροκόκκινα
πλακάκια στο δάπεδο, η κουζίνα χωρίς έπιπλα φαντάζει μεγαλύτερη, τα αδειανά
ντουλάπια στον τοίχο, ο μεταλλικός νεροχύτης με τα οικεία στο χέρι βαθουλώματα, η
στόφα του γκαζιού, τα άδεια δωμάτια, οι μεγάλες βερολινέζικες τουβλόσομπες ντυμένες
με πορσελάνινα πλακάκια και ωραία διακοσμητικά, στους τοίχους μερικές σχισμένες
φωτογραφίες, το σπίτι μυρίζει ινδικό μοσχολίβανο, σκόνη σκεπάζει τα ξύλινα πατώματα,
η λέξη Ντελικατέσεν διαβάζεται ανάποδα στο τζάμι της πόρτας.
Στο δρόμο οι νυχτερινοί θόρυβοι. Από το μέσα δωμάτιο ακούγεται η ανάλαφρη
αναπνοή κοιμισμένου ανθρώπου, μυρωδιά από κλεισούρα και γεράματα, από άνθρωπο
που δεν βλέπει πια καλά να καθαρίσει, δεν αερίζει και ζει άπλυτος από ανημποριά και
αδιαφορία για τη ζωή του που ουσιαστικά έχει πια τελειώσει. Έντεκα ή ώρα, οδός
Γιαμπλόνσκι, το βαθυμπλέ σκοτάδι των χωρών του Βορρά, μακρινός ήχος από γυναικεία
τακούνια που χτυπάνε στο λιθόστρωτο δρόμο.
Πολυαγαπημένες γυναίκες της νύχτας, τα όνειρά σας, οι τρόμοι, οι πόθοι, τα πάθη, η
παρουσία σας, η απουσία σας, η καθημερινότητά σας, το μυστήριο που σας περιβάλλει μ'
όλη τη συνύπαρξη. Μια φωνή από μεθυσμένο άντρα, ΝΤΟΡΟΤΕΑ, ΝΤΟΡΟΤΕΑ!
Καμιά απάντηση από τα τακούνια, καμιά αλλαγή ρυθμού στο περπάτημα. Το βαρύ
βιαστικό βήμα από αντρικά παπούτσια, το γρήγορο και ρυθμικό τικ τακ των γυναικείων
τακουνιών, κάτι γυάλινο κι επικίνδυνο σπάει με φοβερό θόρυβο, ο ήχος γυναικείων
τακουνιών πλησιάζει. Μια πόρτα ανοιγοκλείνει κι αμέσως ακολουθούν κρότοι και
εκρήξεις...
Στον ουρανό φώτα πολύχρωμα πορεύονται και εκρήγνυνται, εκκωφαντικός πάταγος
από κροτίδες, πανδαιμόνιο από βεγγαλικά, κρότοι από βαρελότα, βροχή τα
πυροτεχνήματα, φωτοβολίδες εκσφενδονίζονται και καταυγάζουν τον ουρανό,
σκορπίζουν το σκοτάδι στα άστρα, η νύχτα γίνεται γιορτή, μέσα στην κοσμοχαλασιά
εμφανίζονται σκιές, τα δαιμόνια που διασχίζουν τον ουρανό περνάνε πάνω από τα σπίτια
και κυνηγιόνται στον αέρα. Άυλες φιγούρες στήνουνε χορό, ξωτικά, φαντάσματα,
μάγισσες και αγριογυναίκες πετάνε. Όλη η λυσσασμένη στρατιά κάνει την εμφάνισή της.
Οι σκιές μεταλλάζουνε, αποκτάνε χαρακτηριστικά ανθρώπινα, γίνονται πρόσωπα οικεία.
Η Μιντιλού είναι εκεί, στριφογυρίζει και κάνει πιρουέτες στον αέρα, ο Γιοργκ βαρύς
χοροπηδάει με πάθος, ο Ντίτμαρ κοιτάζει με μάτια γεμάτα παραισθήσεις, ο άγριος
κυνηγός Κάσπερ περνάει ταχύτατος μ' ένα σαρδόνιο χαμόγελο στα χείλη, αναγνωρίζω τα
μάτια της Κριστίνε, η Ντέμπλα Κάλι χορεύει σενγκουίγια και ζάμπρας και ξεδιπλώνει
σαν βεντάλια τις αμέτρητες πτυχές της φούστας της, η Φελίτσια ευάλωτη με απαλό
αφημένο βλέμμα, ο κουρέας κρατημένος από την ουρά του σκύλου του πηγαινοέρχεται
στον ουρανό. Τελευταία νύχτα του χρόνου, μορφές χαμένες μέσα στους δαιδάλους της
ζωής, κάποιες μικρές στιγμές σταματάνε μπρος μου κάτι να πούνε, τα χείλη τους
κουνιόνται άηχα, αγαπημένα πρόσωπα ξεπηδάνε από τα βάθη του μυαλού, με κοιτάζουνε
με το γνωστό τους τρόπο. Τα χαρακτηριστικά τους λειψά από το δυνατό της λήθης οξύ
που τα κατάφαγε. Όσο που φτάνει το νοητό βλέμμα, άνθρωποι που ζήσαμε μαζί,
σκαλισμένοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εντός μου. Ιστορίες και πρόσωπα που μοιάζαν
για πάντα λησμονημένα. Μνήμες ξεπηδάνε και μοιάζουν να ζούνε ξανά, συλλογιέμαι
πράγματα παλιά, νιώθω να εισβάλλω στο συνεχή χρόνο όπου όλα επαναλαμβάνονται
αέναα. Πλημμυρισμένος από κάποιες παρελθούσες γλυκειές κι ακαθόριστες αισθήσεις,
νιώθω μια τρυφερή νοσταλγία γι' αυτούς που τώρα οι μορφές τους διαχέονται σαν τα
νεροχρώματα που, μόλις ακουμπήσουν στο χαρτί, απλώνονται και το ένα χρώμα
γλιστράει μέσα στ' άλλο. Η περιπέτεια της ζωής, πλασμένη μ' ένα ζυμάρι από ζωντανούς
και πεθαμένους που υπάρχουν στη μνήμη μου και θ' αποχωρήσουν μαζί μου. Με
καλούνε να πάω κοντά τους, στις απαλές και μύχιες πτυχές της ομορφιάς τους.
Γινόμαστε ένα και ταξιδεύουμε μαζί στα πιο κρυφά μέρη αυτής της πόλης, στην άλλη
πλευρά του ορατού.
1...
Όλα χαραγμένα με λεπτομέρειες στο μυαλό μου. Είχα έρθει από πολύ μακριά για να
μείνω σ' αυτή την πόλη. Tσουρουφλιζόμουνα από νιάτα, πάθος κι αβεβαιότητα. Μεγάλες
προσδοκίες κι επίσημα όνειρα. Επιθυμία μου να γράψω βιβλία, ήθελα να γίνω
συγγραφέας.
Γονείς και φίλοι μακρινοί σαν όνειρο. Τα λεφτά μου μετρημένα. Νοίκιασα δωμάτιο με το
μήνα σ' ένα θλιβερό και βρώμικο ξενοδοχείο με κοινή τουαλέτα και ντους στον όροφο.
Τώρα είσαι μόνος στη ζωή και πρέπει να στρωθείς και να δουλέψεις, αν θέλεις να
γίνεις συγγραφέας, είπα στον εαυτό μου.
Τακτοποίησα την παλιά γραφομηχανή μου πάνω στο μικρό τραπέζι, τοποθέτησα
αριστερά τ' άγραφα χαρτιά και δεξιά τις σημειώσεις μου.
Οι σπουδές ούτε που μ' ενδιέφεραν. Γράφτηκα όμως στο πανεπιστήμιο για να μπορώ
να τρώω στη μένσα. Λίγο καιρό μετά ξεκίνησαν μεγάλες φοιτητικές κινητοποιήσεις που
συνεχίστηκαν με καταλήψεις.
Η ξενοδόχα μου η φράου Ρούντολφ, μια κοντόχοντρη μεσόκοπη Γερμανίδα, κάθε
φορά που έβγαινα, ρώταγε πονηρά: Θ' αργήσει ο κύριος να επιστρέψει; Και κοίταζε το
ρολόι της. Ήμουνα σίγουρος ότι νοίκιαζε το δωμάτιό μου, την ώρα που έλειπα, σε
πουτάνες.
Οι κάτοικοι, σ' αυτή τη μεριά της πόλης, στην πλειοψηφία τους ήταν μετανάστες.
Στενοί δρόμοι και σκοτεινά απειλητικά κτίρια, τούρκικα μαγαζιά, ιταλικά παγωτατζίδικα
με πολύχρωμα φωτάκια στις βιτρίνες, εβραίικα κρεοπωλεία που πουλάγανε στραγγιγμένο
από το αίμα κρέας, ελληνικά εργαστήρια γούνας. Μετά την κεντρική λεωφόρο, μεγάλα
πολυκαταστήματα και ακριβοί δρόμοι, κτίρια με αρχοντικές προσόψεις και μαγαζιά
πολυτελείας. Μια συνοικία που μπλέκονταν υφάδια οι πολιτισμοί των νότιων
μεταναστών καταμεσής στη βερολινέζικη ανωτερότητα. Σ' αυτούς τους δρόμους
σουλατσάριζα.
Τις νύχτες οι δρόμοι γίνονταν επικίνδυνοι. Η γειτονιά ήταν γεμάτη μπαρ και πουτάνες.
Τα σαββατοκύριακα, μπροστά στα φτηνά ξενοδοχεία με τις γυναίκες, οι άντρες κάναν
ουρά και περίμεναν υπομονετικά τη σειρά τους. Από τις ανοιχτές πόρτες των μπαρ με τις
χάντρινες κουρτίνες έβγαιναν σύννεφα καπνού και μουσική. Φωνές που τραγουδούσαν
τον έρωτα και τη μετανάστευση στις γλώσσες του νότου. Μέσα στα μπαρ όρθιοι Ιταλοί,
Τούρκοι, Γιουγκοσλάβοι εργάτες πίνανε μπίρες, συζητάγανε μεγαλόφωνα, συχνά η
βραδιά τέλειωνε με σαματά. Οι άντρες βγαίνανε στο δρόμο και τσακωνόντουσαν. Μια
νύχτα ένας Ισπανός και ένας Βορειοαφρικάνος μαχαιρωθήκανε. Κάθε φορά που ο
Ισπανός χτυπούσε με το μαχαίρι του έλεγε: "Σου γαμώ τον Αλλάχ" κι ο άλλος
απαντούσε: "Σου γαμώ το Χριστό" και τον κάρφωνε. Έτσι, συνεχιζόταν η πάλη για ώρα,
και ο κόσμος είχε κάνει κύκλο και παρακολουθούσε σιωπηλά. Μέχρι να φτάσει η
αστυνομία, κυλιόντουσαν στο δρόμο πλημμυρισμένοι στα αίματα και συνέχιζαν να
μαχαιρώνονται.
Καθόμουνα στη γραφομηχανή και κοίταζα τα πλήκτρα που όμως δεν μου
απαντούσαν...
Μια ιστορία, θέλω να γράψω μια ιστορία, μια υπαρξιακή αναζήτηση, ένα παθιασμένο
παραλήρημα. Ν' αρχίσω από το μεγάλο ερώτημα: Ποια είναι η ουσία των πραγμάτων, το
βαθύτερο νόημα; Ποια είναι η πρώτη ύλη απ' την οποία είμαι πλασμένος; Ποιες οι
βαθύτερες επιθυμίες μου, και τι θα' θελα επιτέλους να πραγματοποιήσω, να εκπληρώσω
στη ζωή μου;
Ζαλιζόμουνα από το σκοτεινό κενό που δεν μου έδινε απαντήσεις...
Γυρνούσα πίσω στο παρελθόν.
Το φορτίο της ψυχής, η κληρονομιά του αίματος, η γεωγραφία του ψυχισμού μου κι
όλ' αυτά που ενστερνίστηκα από την πιο μικρή ηλικία, οι εικόνες, οι νουθεσίες, τα
διδάγματα, τα διαβάσματα, το περιβάλλον, οι άνθρωποι που αποτυπώθηκαν ανεξίτηλα
στη μνήμη του μικρού παιδιού, οι φιλίες, τα ταξίδια κι όλα όσα ο εαυτός έχει
κληρονομήσει, όλα αυτά που συνθέτουν το υλικό κι είναι το υφάδι απ' το οποίο έχει
υφανθεί η ψυχή μου.
Λόγια, λόγια! Αχ, τα λόγια δεν αρκούσαν για να φτιαχτεί μια ιστορία. Τα ερωτήματα
θολά κι οι απαντήσεις κατακερματισμένες, αόριστες, άυλες, άπιαστες, μακρινές. Οι
σκέψεις μου διακόπτονταν από άλλες σκέψεις χωρίς συνέχεια, χωρίς ειρμό. Ποια είναι
άραγε τα όρια του μυαλού; Μέχρι πού φτάνει η τρεμουλιάρικη σκέψη που κολυμπάει και
κινείται σαν ηλεκτρισμός μέσα στα τοιχώματα του καύκαλου που εσωκλείει τον
εγκέφαλό μου, που γίνεται λέξεις και συναρμολογείται σε νόημα...
Ξεκίνησα να χτυπάω τα πλήκτρα της παλιάς γραφομηχανής με όλη μου τη δύναμη.
Κάθε που τέλειωνε μια αράδα χτυπούσε ένα δυνατό καμπανάκι και με ειδοποιούσε πως
έφτασα στην άκρη της σελίδας.
Ο ίσκιος της ζωής μου
ο μισός ακουμπισμένος στον απόγυρο
της γήινης διαφάνειας
με τα λεπτά του δάχτυλα
τα μακριά του χέρια
χρωματισμένος στον περίγυρο
από απαλές τρυφερότητες
απασχολήσεις
ζαλίσματα εξανθήσεων νεανικού φαλλού
συμπλήρωμα βιολογικής ανάπτυξης
και κατακρημνισμού
πλαισιωμένος από άσπρους στεναγμούς
ροδαλής σάρκας
σαρκάσματα ρυτιδωμένα
στις γωνιές ανθρώπινων στομάτων
και σε κουνήματα κυοφορικά
βλέπει τις σταγόνες του εγκεφάλου
να πέφτουν μία μία...
γκλαν, τέλος σελίδας.
Αδιέξοδοι στοχασμοί που δεν κατέληγαν πουθενά.
Μου έλειπε η εμπειρία κι αυτή ήταν εκεί έξω, στο δρόμο. Ήταν βράδυ γύρω στις επτά,
πήγα και στάθηκα στο παράθυρο και παρακολουθούσα την κίνηση. Τα μαγαζιά είχαν
κλείσει από τις έξι κι ο κόσμος που γέμιζε τον πεζόδρομο στη διάρκεια της μέρας είχε
μαζευτεί στα σπίτια του. Έπεφτε χιονόνερο κι οι φανοστάτες θάμπωναν από τις ψιχάλες.
Ακουγόταν η φασαρία που έκαναν τα συνεργεία των οδοκαθαριστών του δήμου,
άδειαζαν τα καλάθια των απορριμμάτων και σκούπιζαν τους σωρούς από τα τενεκεδάκια
μπίρας, τ' αδειασμένα χαρτόκουτα και τα καφάσια από τις ιταλικές ντομάτες.
Αντίκρυ και διαγώνια στο ξενοδοχείο, ένα ερεθιστικό μαγαζάκι του δρόμου, το
Λυχνάρι του Αλαντίν. Μπροστά περιμένανε ουρά μερικοί νεαροί να πάρουνε ντονέρ, ο
Τούρκος ιδιοκτήτης ξεγύριζε τον ψημένο γύρο με μια μεγάλη μαχαίρα, γέμιζε τα αχνιστά
ψωμιά με κρέας και σαλάτα, τα δίπλωνε στο χαρτί κι έριχνε τέλος από πάνω τζατζίκι.
Όνειρο.
Τρεις αλήτες κάθονταν καταγής στον πεζόδρομο, πάνω στις μουσκεμένες πλάκες. Οι
δυο κουβεντιάζανε σε μια ακατάληπτη γλώσσα, ο τρίτος πεσμένος στο πλάι ροχάλιζε.
Από το ανοιχτό του στόμα τρέχανε ξερατά. Τα καφεπράσινα απ' τη λίγδα ρούχα που
φοράγανε ήταν ποτισμένα από το χιονόνερο, μπροστά τους ένα χαρτονένιο κουτί, μέσα
λίγα πφένιχ, δίπλα ένας σκύλος ξαπλωμένος με σηκωμένο το πίσω ποδάρι του έγλειφε το
κοκκινισμένο τσουτσούνι του, στο λαιμό του δεμένο ένα κομμάτι σχοινί.
Αυτή την ώρα στα βερολινέζικα σπίτια είχε στρωθεί το γερμανικό δείπνο, στην
τηλεόραση τέλειωνε η παιδική ζώνη και άρχιζε το πρόγραμμα της βραδιάς κι εδώ έξω
κάθονταν οι τρελαμένοι των μεγαλουπόλεων, οι περιθώριοι που περνάνε τη ζωή τους
στον πεζόδρομο της Βίλμερσντορφερ και ζητάνε λεφτά απ' τους λίγους περαστικούς που
προσπερνάνε βιαστικά κρατώντας ομπρέλες και αποφεύγοντας να τους κοιτάξουν.
Απ' τη γωνία εμφανίστηκε ένας αλήτης που τον συναντούσα συχνά στον πεζόδρομο,
στο λαιμό του είχε μια βαθιά ουλή, σαν να προσπάθησε κάποτε να κόψει το λαρύγγι του,
κράταγε ένα μπουκάλι κρασί και ρούφαγε μεγάλες γουλιές, μαζί του ερχότανε και μια
γυναίκα. Βραχνή από τσιγάρα κι αλκοόλ φωνή, το κεφάλι του έτρεμε σαν να μη
μπορούσε να το κρατήσει ο λαιμός του, τα μάτια του μισόκλειστα. Το τσιγάρο
κολλημένο στο στόμα, οι στάχτες, από το αδιάκοπο κούνημα του κεφαλιού του,
τινάζονταν πάνω του. Έβριζε τους αστυνόμους που τον είχανε πιάσει και τον κρατήσανε
όλη τη μέρα μέσα. H γυναίκα τυλιγμένη σε βρωμισμένα ρούχα, το πρόσωπό της μπλάβο
από το κρύο. Καθίσανε μαζί με τους άλλους και τα πίνανε. Κάποια στιγμή απλώσανε ένα
τσουβάλι κι η γυναίκα σύρθηκε μέσα και ξάπλωσε. Ένας ένας οι άντρες τυλίγονταν μαζί
της στο σάκο και κυλιόντουσαν στον πεζόδρομο, γαμιόντουσαν. Οι περαστικοί
κοιτάζανε χωρίς να καταλαβαίνουν, οι αλήτες έστεκαν γύρω, πίνανε και χαχανίζανε.
Όταν τελειώσανε όλοι, ο άντρας με το σημάδι στο λαιμό έβγαλε απ' την τσέπη του
λεφτά, προχώρησε τρεκλίζοντας στο γειτονικό τούρκικο ίμπις και γύρισε με μπίρες. Η
γυναίκα άρχισε τα παρακάλια, ήθελε κι αυτή να πιει. Ο άντρας άδειαζε μόνος του τις
μπίρες, οι άλλοι κοιτάζανε. Η γυναίκα που κράταγε το αδειανό μπουκάλι στο χέρι της με
μια ξαφνική κίνηση το 'σπασε στη μπετονένια κόχη και με το αιχμηρό κομμάτι
απειλούσε τον άντρα. Ο άντρας ξεκαρδίστηκε και συνέχισε να πίνει μόνος του.
Τότε η γυναίκα σηκώθηκε και με το τσιγάρο κολλημένο στο στόμα προχώρησε στην
άκρη του πεζόδρομου, στη στάση του λεωφορείου, εκεί ζήτησε φωτιά από έναν άντρα
που περίμενε. Ο άντρας έβγαλε από την τσέπη του παλτού του έναν αναπτήρα. Πλησίασε
το πρόσωπό της στη φλόγα και άναψε, ρούφηξε μια βαθιά ρουφηξιά και κάτι του είπε. Η
ανάσα της έβγαινε παγωμένη μαζί με τον καπνό του τσιγάρου. Εκείνος κάτι φάνηκε να
τη ρωτάει και η γυναίκα του έδειξε τα δημόσια ουρητήρια κάτω από τη γέφυρα του
τρένου. Ο άντρας έκανε ένα μορφασμό, την έπιασε από το μπράτσο και προχώρησαν
προς τα εκεί.
Όταν έφτασε μπροστά στην πόρτα, κοίταξε γύρω του να βεβαιωθεί ότι δεν τους
παρακολουθεί κανείς και άνοιξε, η γυναίκα πέταξε το τσιγάρο της και τον ακολούθησε.
Οι αλήτες παρακολουθούσαν. Ο άντρας με το σημάδι στο λαιμό σηκώθηκε κι έτρεξε
παραπατώντας στις δημόσιες τουαλέτες, στάθηκε μπροστά και βάραγε με τις γροθιές του
την πόρτα. Ούρλιαζε στη γυναίκα να βγει. Κάθε βράδυ τα ίδια. Διαλυμένα μυαλά,
παραμιλάνε με ασυνάρτητες και γεμάτες σάλιο κουβέντες, εντελώς αδιάφοροι,
παραιτημένοι από κάθε αίσθημα, κυνικοί ντεσπεράντος, πίνουνε για ν' αντέξουνε την
παγωνιά, ώσπου κάποια στιγμή τελείως μεθυσμένοι από το φτηνό κόκκινο κρασί, τη
φτηνή βότκα, τα κλαρ και τις μπίρες, αρχίζουν τις αγριάδες, τους τσακωμούς, τους
ακατάληπτους μονόλογους. Τέλος αποκοιμιόνται εκεί που κάθονται μες την παγωνιά, κι
αν έχουνε προλάβει να ψάξουνε για κανένα χαρτόκουτο, πριν πέσουνε αναίσθητοι απ' το
πιόμα, το ξεδιπλώνουνε και κοιμούνται. Μαζί τους γυρνάει ένας κοπρίτης σκύλος που
γλείφει συνέχεια τις πληγές του. Το τοπίο μπροστά τους, κάποιες δεκάρες που αφήνουν
βιαστικοί περαστικοί, σπασμένα μπουκάλια μπίρας, συχνά ματωμένα από τον καυγά που
έχει προηγηθεί για κάποια καρμίρικη μοιρασιά, οι ίδιες ακατάληπτες λέξεις που
φτερουγίζουν στον ύπνο τους και ποτέ κανείς δεν ξέρει αν θα βρεθούνε ξεπαγιασμένοι το
επόμενο πρωινό. Τελευταία, τις νύχτες, κάποιος μ' ένα σφυρί τσακίζει τα κεφάλια τους
την ώρα που κοιμούνται μεθυσμένοι στα πεζοδρόμια και στις εσοχές των μαγαζιών...
2...
Τ' απογεύματα πήγαινα στο Βίνερ καφέ και καθόμουνα στο βάθος. Απ' όλες τις γωνιές
ακουγόντουσαν φωναχτά οι παραγγελίες. Τα γκαρσόνια πηγαινοέρχονταν με σοβαρά
πρόσωπα και καλοχτενισμένα μαλλιά, μαύρο κουστούμι και μαύρα καλογυαλισμένα
παπούτσια. Τα μεγάλα φτερά του παλιού ανεμιστήρα της οροφής δούλευαν για να
διώξουν τους καπνούς των τσιγάρων, η μηχανή του καφέ άχνιζε, η παλιά ταμειακή
μηχανή κουδούνιζε, οι πολύχρωμες πλαστικές μάρκες βροντάγανε πάνω στο λευκό
μάρμαρο. Ο καφές χρύσιζε κάτω από τα πολύφωτα. Αν έβρισκα κανένα γνωστό, πίναμε
μαζί τον καφέ και κουβεντιάζαμε. Σαν ήμουνα μόνος, άπλωνα τα χαρτιά μου και
κράταγα σύντομες σημειώσεις, έστηνα αυτί στις κουβέντες, προσπαθούσα να διαβάσω
σκέψεις πίσω από βλέμματα. Τα βράδια, γυρίζοντας στο δωμάτιό μου, έψαχνα μέσα στα
πρόχειρα γραπτά μου τα πρόσωπα που είχα περιγράψει στο καφενείο και καρφίτσωνα
στους τοίχους του δωματίου τις σημειώσεις. Καθόμουνα στη γραφομηχανή και γέμιζα
κόλλες χαρτιού. Ιδέες που τις συνέδεα με εξαιρετικά περίπλοκους συνδυασμούς. Όταν
όμως καθόμουνα να διαβάσω αυτά που είχα γράψει, διαπίστωνα ότι μουτζούρωνα χαρτιά
με ασυναρτησίες και βιβλίο δεν έγραφα.
Στο καφενείο υπήρχαν γερμανικές εφημερίδες, γαλλικές, αγγλικές, ιταλικές, έπινα τον
καφέ μου και διάβαζα. Εδώ, από παράδοση, μαζεύονταν καλλιτέχνες, εξωτικές γυναίκες,
τύποι παράξενοι και εκκεντρικοί, χαρτοπαίχτες, ζιγκολό, άντρες με γενειάδες και πίπες.
Γύρω άκουγες όλες τις γλώσσες του κόσμου, ιταλικά, σπανιόλικα, ρώσικα, εγγλέζικα,
γιαπωνέζικα. Συγγραφείς και σκηνοθέτες καθισμένοι στις στρογγυλές βιεννέζικες
καρέκλες, σκυμμένοι πάνω σε χειρόγραφα, μουσικοί, διόρθωναν τις παρτιτούρες τους,
ζωγράφοι που σκιτσάριζαν.
Εκεί γνωρίστηκα μ' ένα νέο γλύπτη, τον Ντίτμαρ, και τα λέγαμε.
Μια μέρα εκεί που καθόμασταν οι δυο μας και συζητούσαμε, ήρθε η αδελφή του. Η
Μιντιλού. Ένα εύθραυστο πλάσμα με ηδονικά κόκκινα χείλη και κινήσεις ζαρκαδιού.
Στάθηκε δίπλα μας, κοίταξε γύρω με διάπλατα ανοιγμένα μάτια, ακούμπησε το βαρύ
σακίδιο, τράβηξε το κασκόλ που ήταν τυλιγμένο στο λαιμό της και άφησε να απλωθούνε
στους ώμους της κύματα κύματα τα μαλλιά της. Tο δέρμα της ανάδινε μια μυρωδιά
γερμανικού τριαντάφυλλου, το χρώμα του κρυστάλλινο, διαφανές. Χουχούλιασε τα
παγωμένα από το κρύο χέρια της, κάθισε και άνοιξε τον κατάλογο, έβγαλε ένα πακέτο
Ζιτάν κι άναψε τσιγάρο. Μου έριχνε λοξές ματιές, στο βλέμμα της καθρεφτίζονταν χίλια
παιχνιδίσματα.
"Μοιάζεις με Τουπαμάρος", μου είπε, "έτσι τους φαντάζομαι, με μακριά μαλλιά και
γένια".
"Πού ξέρεις, μπορεί και να' μαι..."
"Θα είσαι στο κίνημα των καταλήψεων", συμπέρανε.
"Όχι", είπα γω, "νοικιάζω ένα πολύ μικρό δωμάτιο κι αυτό μου αρκεί..."
"Συντηρητικός νότιος, λοιπόν;" με κοίταξε κοροϊδευτικά.
"Πι-θη-κά-κι", της είπα στα ελληνικά.
"Πιπί-κακά", παράφρασε εκείνη τη λέξη μου.
Ο Ντίτμαρ διάβαζε εφημερίδα, φαινότανε να βαριέται τα παιχνίδια της αδερφής του.
"Θα κάτσεις για λίγο ήσυχος να σου κάνω το πορτρέτο σου;" ρώτησε.
"Άμα θέλεις..."
Η Μιντιλού έβγαλε από το σακίδιό της ένα μπλοκ σχεδίου, το άνοιξε και με κοίταξε,
τέντωσε το χέρι της κρατώντας κάθετα το μολύβι, μέτρησε και άρχισε να σχεδιάζει.
Ένιωθα αμηχανία, κοίταξα γύρω, ήπια λίγο καφέ, εκείνη συνέχιζε να μετράει, να τραβάει
γραμμές και να σβήνει με γρήγορες κινήσεις. Σε λίγο τελείωσε και μου το έδειξε.
Η φάτσα μου είχε κάτι ονειρικό. Ο Ντίτμαρ το κοίταξε και είπε ότι είναι αισθαντικό,
έχει έκφραση.
"Στο χαρίζω", μου είπε.
"Έτσι σκορπάς τα σχέδιά σου;" τη ρώτησα.
"Μα δεν μου ανήκει", είπε.
"Πώς, αφού εσύ το έκανες..."
"Η ζωγραφική είναι δική μου, όχι το έργο".
Κάποια στιγμή ο Ντίτμαρ είπε ότι έχει μια δουλειά, χαιρέτησε κι έφυγε. Μείναμε οι
δυο μας.
Ρώτησε να μάθει με τι ασχολούμαι.
Της είπα ότι γράφω.
"Γράφεις... Δηλαδή συγγραφέας;"
"Όχι ακριβώς..."
"Έχεις γράψει κάνα βιβλίο;"
"Είναι μες τα σχέδιά μου..."
"Πώς εμπνέεσαι; Αυτό θέλω να τ' ακούσω".
"Από καθημερινές ιστορίες".
Πήρα από δίπλα μια εφημερίδα και της διάβασα: "Πριν από τέσσερις μέρες
συνελήφθη τοξικομανής και προφυλακίστηκε. Χθες στο κρατητήριο απεπειράθη να
αυτοκτονήσει κόβοντας τις φλέβες του στην κόχη του σιδερένιου κρεβατιού".
"Αυτή είναι η πρώτη ύλη", είπα.
Έψαξα γύρω, της έδειξα κάποιον θαμώνα.
"Αυτός εκεί, ας πούμε, ανταποκρίνεται στο περιστατικό. Πηγαίνω και κάθομαι στο
διπλανό τραπέζι και τον μαγνητοφωνώ κρυφά. Καταγράφω στο χαρτί τις κινήσεις του, τη
συμπεριφορά του, και όταν επιστρέφω στο δωμάτιό μου, διαβάζω τις σημειώσεις κι
ακούω στο μαγνητόφωνο να ξαναζωντανεύουν τα πρόσωπα και οι κουβέντες και τότε
ξεκινάω να πλάθω το κείμενο. Προσπαθώ να τα συνδέσω όλα αυτά με μια αρχή κι ένα
τέλος..."
"Μα, αυτό είναι οπτικοακουστικός ρεαλισμός", είπε κι έσκασε στα γέλια.
Μείναμε για λίγο σιωπηλοί κοιτάζοντας τους καφέδες μας.
"Θέλεις να παίξουμε ένα παιχνίδι;" της είπα.
"Τι παιχνίδι;"
"Θα λέω εγώ μια λέξη και θ' απαντάς εσύ με την πρώτη που σου' ρχεται στο μυαλό".
"Εντάξει", είπε.
"Καταναλώνεις;" ρώτησα.
"Αρνούμαι!" είπε εκείνη.
"Επιθυμία;"
"Επικοινωνία!"
"Εργασία;"
"Αλλοτρίωση!"
"Έλλειψη επιθυμίας;"
"Αποξένωση!"
"Ελευθερία;" συνέχισα.
"Αλληλεγγύη!"
"Έρωτας;"
"Αίσθημα ιδιοκτησίας!"
"Πατρίδα;"
"Λάθος δρόμος!"
"Θρησκεία;"
"Ψυχεδέλια!"
"Οικογένεια;"
"Ελεύθερος έρωτας!"
Βάλαμε τα γέλια ταυτόχρονα. Στα μάτια της έβλεπα τις αντανακλάσεις των δικών μου
πόθων...
Κουβεντιάσαμε λίγο για τις καταλήψεις και τις διαδηλώσεις. Τις τελευταίες μέρες,
μετά τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ, οι κινητοποιήσεις των φοιτητών ήταν
συνεχείς. Εφτά μέρες μετά από το φόνο στο Μέμφις που μας είχε αγγίξει όλους, η
αγανάκτηση δεν έλεγε να κοπάσει. Εκείνο τ' απόγευμα γινόταν μεγάλη διαδήλωση
διαμαρτυρίας για τη δολοφονία του και συμπαράστασης στο Βιετνάμ.
Συμφωνήσαμε να πάμε.
3...
Πήγαμε στην Κούνταμ και καθίσαμε σ' ένα καφενείο. Εδώ, λίγες μόλις εκατοντάδες
μέτρα πιο πέρα, συνεχιζότανε ο γνωστός ρυθμός της ζωής του κέντρου.
Μια χοντρή ξανθιά γκαρσόνα, που μουρμούριζε καθώς σέρβιρε, μας έφερε δυο
ποτήρια κρασί.
"Φοβερή βραδιά", είπε η Μιντιλού.
"Θα μου μείνει αξέχαστη", είπα γω.
"Τους είδες αυτούς που πλιατσικολογούσαν στις σπασμένες βιτρίνες;"
"Αυτοί δε βλέπουν πίσω απ' τη μύτη τους".
Με ρώτησε πώς βρέθηκα στο Βερολίνο.
Στην Ελλάδα έγινε Δικτατορία, δεν μπορούσα να ζήσω πια εκεί, πνιγόμουνα. Είπα όχι
σε μια ανούσια και μόνιμη δουλειά κι έφυγα.
`Ήθελα να ταξιδέψω, να γνωρίσω χώρες κι ανθρώπους, να κάνω εμπειρίες.
"Μίλησέ μου για σένα", της είπα.
"Τι θέλεις ν' ακούσεις;" Ήθελα να τα μάθω όλα, πώς ζούσε, ποια ήταν...
Είχε μεγαλώσει στη Βαυαρία, από μικρή είχε κλίση στη ζωγραφική, όταν τελείωσε το
λύκειο πήγε στην Ακαδημία. Τι άλλο ήθελα να μάθω;
Γιατί διάλεξε το Βερολίνο;
Είναι μια πόλη γοητευτική, μυθολογική, σκληρή, εδώ είχε την ευκαιρία να
περιπλανηθεί, να ζήσει τη μαγεία της μεγαλούπολης, ν' αναμετρήσει τις δυνάμεις της.
Είχε γεννηθεί σ' ένα χωριό, το σπίτι της είναι ένας παλιός νερόμυλος, χτισμένος πάνω σ'
ένα μικρό ποτάμι. Ο θόρυβος του τρεχούμενου νερού της λείπει, γύρω από το σπίτι
φύτρωναν λεύκες και σημύδες, σ' όλο το μήκος του ποταμιού μέχρι κάτω στη γέφυρα
λίγα αγροτόσπιτα, μακριά το ένα από τ' άλλο, το ρολόι της εκκλησίας χτυπάει τις ώρες
και τις μισές, το χιόνι το χειμώνα φτάνει το ένα μέτρο. Μαγεία. Γλίτωσε όμως από την
καταπίεση, τον καθημερινό έλεγχο, την υποκρισία της μικρής κοινωνίας.
Στη μεγάλη πόλη όταν απλώσεις τα χέρια σου θ' ακουμπήσεις πάνω σ' ένα άλλο
ανθρώπινο ον, ένα άλλο είδωλο του εαυτού σου που έχει επίσης μια φωνή, ένα μυαλό,
μια γλώσσα, τους ίδιους διαδρόμους σκέψης, που ζει με την πίστη ότι είναι κάτι
μοναδικό κι ανεπανάληπτο μόλο που γεννιέται με τον ίδιο τρόπο, ζει όπως κι οι
υπόλοιποι που προσπερνάνε βιαστικοί, φορτωμένοι με τσάντες, κουμπωμένοι σε χοντρά
παλτά, με κοκκινισμένα απ' το κρύο πρόσωπα, βλοσυροί, φευγαλέοι και πάνε στη
δουλειά ή γυρίζουν στο σπίτι, και τέλος πεθαίνει ακριβώς όπως και ο καθένας γύρω του.
Μια ζωή με συγκρουόμενες επιθυμίες, καταπιεσμένα ένστικτα, σχέσεις ανύπαρκτες,
σκοτεινή και χωρίς νόημα κι όμως, συνεχίζει να τρέχει βιαστικός για να πάει στις
δουλειές του ή να επιστρέψει στο σπίτι του.
Και όταν οι δρόμοι αδειάζουνε, η πόλη ερημώνει και απομένει μια αίσθηση κενού.
Όμως εκεί που μένει εκείνη δεν είναι έτσι, εκεί κυκλοφορεί ένας διαφορετικός κόσμος
που προσπαθεί να αρθρώσει μια άλλη έκφραση. Εκεί εξακολουθεί να υπάρχει η
επικοινωνία, η κυκλοφορία ιδεών, εκεί ζούνε άνθρωποι αλλιώτικοι που
προβληματίζονται, μαζεμένοι σε παρέες και προσπαθούν να επηρεάσουν τους άλλους
που πνίγονται στον εγωισμό και στην απομόνωσή τους, που δεν βρίσκουν καιρό για
σκέψεις, αλλά τρέχουν, τρέχουν, χωρίς τελικά να ξέρουν το γιατί, ακολουθώντας κάποιες
ράγες που έχουν στηθεί από άλλους.
Χωρίς ερωτήσεις και ερωτηματικά.
Η ξανθιά γκαρσόνα μας έφερε δυο νέα ποτήρια κρασί.
Ένας πελάτης νυσταγμένος έγειρε το κεφάλι του πάνω στο τραπέζι και η γκαρσόνα
περνώντας από δίπλα τον χτύπησε βάρβαρα με την πετσέτα στο κεφάλι. Ο άνθρωπος
πετάχτηκε αλαφιασμένος και κοίταξε γύρω του με απορία.
Από αυτή την πόλη γοητευτήκανε οι εξπρεσιονιστές. Την έχει περιγράψει
αποκαλυπτικά ο Μάιντνερ. Με σχέδια και πίνακες ο Ρίχτερ, ο Στάινχαρτ, ο Ντιξ. Στο
μεσοπόλεμο, ο Γκέοργκ Γκρος καθότανε εδώ γύρω στα καφενεία της Κούνταμ, κάπνιζε
τη μακριά του πίπα και παρακολουθούσε τους ανάπηρους ήρωες του Πρώτου Πολέμου,
έξω από τη τζαμαρία, να δείχνουν στους περαστικούς τα παράσημά τους και να
εκλιπαρούνε για ελεημοσύνη, παιδιά ξυπόλητα να τρέχουνε πίσω απ' τον τσιγγάνο με την
αρκούδα, να ξεφωνίζουνε, μύξες τρέχουνε στο πρόσωπο, το στόμα τους ορθάνοιχτο από
το θαυμασμό. Ο αρκουδιάρης με το ένα χέρι χτυπάει το ντέφι και με τ' άλλο κρατάει τη
βίτσα που διαγράφει κύκλους σφυρίζοντας, η αρκούδα βρυχάται και σηκώνει τα
μπροστινά πόδια για επίθεση.
Άμαξες και τραμ που τα σέρνουνε άλογα. Μουσικές από βιολιά και ακορντεόν, ζευγάρια
που αγκαλιάζονται και χορεύουν καταμεσής στο δρόμο, βιτρίνες ακριβών μαγαζιών
σπάνε, καθώς πέφτει το σκοτάδι της Νύχτας των Κρυστάλλων. Καλοντυμένες κυρίες με
γούνινους γιακάδες, μαύρα κομψά ρούχα, καπέλα βαθιά στα αυτιά και μια φράντζα στο
μέτωπο, γελάνε κρύβοντας το στόμα τους πίσω από δαντελένια άσπρα μαντηλάκια
κοιτάζοντας έξω από τη μεγάλη τζαμαρία το συγκεντρωμένο πλήθος που ρίχνει στην
πυρά τα βιβλία... Σ' αυτή την πόλη, σ' αυτούς εδώ τους δρόμους βρίσκεται η καταστροφή
αλλά και η αιτία της ύπαρξης.
Στο διπλανό τραπέζι κάθισε ένα ζευγάρι. Η γυναίκα, μια μαραμένη ομορφιά, ο άντρας
με τ' αγριεμένο μούτρο εργάτη του νότου.
Τη ρώτησα για τη ζωγραφική της.
Στις σχολές διδάσκεται ένας ακαδημαϊσμός. Δεν την ενδιέφεραν αυτά που λένε οι
καθηγητές για το αντικειμενικό. Εκείνη συναρπάζεται από την αίσθηση της στιγμής που
φεύγει, της φευγαλέας στιγμής. Προσπαθεί να συλλάβει το φως, θέλει η ζωγραφική της
να' ναι ατμοσφαιρική. Αναζητάει τη βαθύτερη αιτία, το άπιαστο υλικό, την ψυχή των
πραγμάτων. Οι πινελιές της είναι χάδια αόριστα. Τα χρώματα ζωντανά και κραυγαλέα.
Όταν μετά κάθεται και κοιτάζει το έργο, ανακαλύπτει πράγματα που δεν ανήκουν στη
σύνθεση του πίνακα αλλά στην εξομολόγηση, σκοτεινά και ανεξιχνίαστα.
Παραγγέλναμε κρασί του Ρήνου που το πίναμε γουλιά γουλιά. Δε θέλαμε να φύγουμε
από κει. Στο βάθος δε θέλαμε να χωρίσουμε. Της έπιασα το χέρι και κοιταχτήκαμε. Τα
μάτια της βαθυπράσινα με μαύρες γραμμές στην ίριδα, τα μαλλιά της κύματα
καφεκόκκινα πέφτανε μπροστά στο πρόσωπό της.
"Με κοιτάζεις σαν να είναι η τελευταία φορά που με βλέπεις", ψιθύρισε.
Το ανεκτίμητο αίσθημα της απειρίας, η επιβεβαίωση της ανταπόκρισης πλανιέται και
διαχέεται, αβεβαιότητα στα φευγαλέα βλέμματα, καμπανιστά γελάκια και ακκισμοί.
"Θέλεις να σε φιλήσω;" τη ρώτησα.
Το όχι της ήταν μια σαλιωμένη παχύρρευστη μακρόσυρτη κατάφαση.
Η γυναίκα που καθόταν δίπλα έχωνε το δάχτυλό της στο ποτήρι τη μπίρα και
ανακάτευε τον αφρό λέγοντας κάποιες ασυνάρτητες φράσεις. Ο άντρας την
παρακαλούσε να φύγουνε και να πάνε στο δωμάτιό του. Εκείνη ζήταγε να της αγοράσει
ένα μπουκάλι κορν, ενώ έγλειφε το γεμάτο αφρούς δάχτυλο και το έτριβε πάνω στο
βαμμένο στόμα της, το πρόσωπό της έγινε μια γκροτέσκα γκριμάτσα. Γύρισε προς το
μέρος μας και με ρώτησε από πού είμαι. Όταν της είπα Ελλάδα, σηκώθηκε από την
καρέκλα της προσπαθώντας να κάνει μια στροφή επί τόπου, φώναξε με στεντόρεια φωνή
"Συρτάκι ολέ", κι έπεσε με τα μούτρα πάνω στα ποτήρια της μπίρας, τ' αναποδογύρισε
και κατρακύλησε μαζί τους στο πάτωμα. Το πρόσωπό της γέμισε αίματα.
Ο άντρας σηκώθηκε τρεκλίζοντας, ήρθε και στάθηκε μπροστά μου και μου είπε στα
ελληνικά, "Παλιοπούστη", ενώ κάρφωνε το δάχτυλό του στο μέρος της καρδιάς μου.
Σηκωθήκαμε να φύγουμε. Βγαίνοντας συναντήσαμε τη χοντρή γκαρσόνα, ερχότανε με
φόρα από το βάθος κι έβριζε "Κανάκεν".
5...
Βγήκαμε στη νύχτα και περπατήσαμε, αφήσαμε πίσω μας τα φώτα της Κούνταμ και
χωρίς να το καταλάβουμε φτάσαμε στο πάρκο, πίσω από το Ζωολογικό κήπο.
Περπατήσαμε δίπλα στα βρωμισμένα νερά των καναλιών και στους νυχτερινούς ήχους,
σταματήσαμε στην ατσάλινη γέφυρα ν' ακούσουμε τα κρωξίματα των πουλιών της
νύχτας και κοιταχτήκαμε στο λιγοστό φως των φαναριών του γκαζιού.
Ένα φορτηγάκι της αστυνομίας πέρασε αργά δίπλα μας.
Μας τύλιξε η θολούρα της υγρασίας, άπλωσα το χέρι και της χάιδεψα τα μαλλιά, το
χέρι μου γλίστρησε στην πλάτη της, το λυγερό κορμί τεντώθηκε προς τα πίσω, αφημένη,
χαλαρωμένη, η προσφορά του σώματος που περίμενε το άγγιγμα, τα μάτια της
μισοκλείσανε, το μυαλό μου θόλωσε, έσβησε μέσα στο βούρκωμα της προσμονής, η
ηδυπάθεια ανεβοκατεβάζει τα μικρά στήθια, βαθιές ανάσες, βαριές εκπνοές, η αμηχανία,
η βραδύτητα, η αδεξιότητα στις κινήσεις μας, η άγνοια της επόμενης κίνησης, το
ψιθυριστό ερωτόλογο, το τρέμουλο μπροστά στο ανοιχτό λουλούδι, μακριές οι στιγμές
πριν το αγκάλιασμα, οι μακρινοί θόρυβοι της πόλης, ζαλάδα από το πλησίασμα του
ιδρωμένου πόθου, οσμές από μουσκεμένα απόκρυφα, τελετουργική η στιγμή του
αγκαλιάσματος έμοιαζε με λιποθυμία. Εκείνη η στιγμή του πρώτου αγγίγματος,
πλημμύρα οι αισθήσεις, φουρτούνα, κεραυνοί και μπόρες, τα κεφάλια στεφανωμένα με
ρόδα και μυρτιές, τα πόδια λυγάνε, η αδημονία κάνει την καρδιά να βροντήξει,
μπλεγμένα τα καρδιοχτύπια, τα μάτια μισόκλειστα λάμψανε στο λίγο φως, τα ρουθούνια
ξεφυσάνε με δυσκολία, τα χέρια ιδρωμένα γλιστράνε... ο ενθουσιασμός, η ταραχή, η
άμετρη συγκίνηση στην αμοιβαιότητα, στην ανταπόκριση των μύχιων πόθων, το
σφιχτοκράτημα του χεριού μέσα στην υγραμένη παλάμη, το ανοιγοκλείσιμο των
βλεφάρων, η έκσταση, λαχτάρα για κάτι που λίγο πριν ήταν αφηρημένο και χαμένο στο
ημίφως και σιγά σιγά εμφανίζεται, η ζάλη της χαυνωτικής μέθης του έρωτα συνεπαίρνει
το νου και το μυαλό φουσκώνει άγρια σαν πλημμυρίδα που γιγαντώνεται, κύματα
αμπώτιδας πηγαινοέρχονται υποδόρια κι αφήνουν πίσω τους τρεμάμενα τα μέλη,
δάχτυλα που ασπρίζουν στις κλειδώσεις από το σφίξιμο, διασταλμένες οι κόρες των
ματιών, ρουθούνια με πτερύγια τεντωμένα απ' το βαθύ ξεφύσημα καυτού αέρα που όμως
δεν ανακουφίζει, στις φλέβες εξακοντίζεται το αίμα με πίεση, ένα παρατεταμένο
τρέμουλο στα πόδια, μυρμήγκιασμα στη ραχοκοκαλιά, αναστάτωση στο νευρικό πλέγμα,
εσώτερα υγρά φουρτουνιάζουν στις εκκρίσεις τους σαν παλιρροϊκό κύμα, το σώμα
αισθάνεται, στο μυαλό εικόνες, γεύσεις, μυρωδιές, ανατριχίλες, η επιθυμία, ο πόθος, η
διέγερση, ο συνεπαρμός, ο συγκλονισμός μόλις τα χείλη ακραγγίζονται, ενώνονται,
γλυκιά και χλιαρή γεύση σάλιου, οι ανήσυχες διεισδύσεις και εξερευνήσεις της γλώσσας
στις κοιλότητες του στόματος. Τα χείλη της μυρίζουν σαν τα πιο όμορφα όνειρα, τα πιο
ωραία χρώματα, τις πιο εξαίρετες γεύσεις...
Το αυτοκίνητο της αστυνομίας επέστρεψε και σταμάτησε κοντά μας. Από μέσα
ακούστηκε μια άγρια φωνή: Αλτ!
Αστυνομικοί των δυνάμεων ασφαλείας κατεβήκανε και μας κυκλώσανε.
"Πού ήσασταν;" Θέλανε να διαπιστώσουνε αν συμμετείχαμε στα επεισόδια.
"Τα χέρια σας μπροστά, τις παλάμες απ' την ανάστροφη".
Δείξαμε τα χέρια μας.
Υστερικά απαιτήσανε να εξαφανιστούμε.
Γυρίσαμε να φύγουμε, τότε μου επιτεθήκανε από πίσω, με ρίξανε κάτω κι άρχισαν να
με κλωτσάνε με λύσσα. Η Μιντιλού έπεσε πάνω μου και προσπάθησε να με προφυλάξει
από τα χτυπήματα. Οι αστυνομικοί μπήκανε στο αυτοκίνητό τους και φύγανε.
Σηκώθηκα. Πόναγα στη σπονδυλική στήλη και κράταγα τη μύτη μου που έτρεχε
αίματα. Ένιωσα την πρωινή υγρασία να με περονιάζει.
"Θα πάμε στο σπίτι μου να σε περιποιηθώ", είπε κι ένιωσα τον πόνο να γλυκαίνει.
Περπατήσαμε, το αίμα στέγνωσε στα ρουθούνια μου. Ένιωθα τσακισμένος. Στο πρώτο
φως της μέρας φάνηκε το σπίτι της, ήταν ένα πενταόροφο γαλάζιο κτίριο με πολλά
παράθυρα στους στρογγυλούς τρούλους, σκαλισμένες ανάγλυφες υδρορροές, στο κέντρο
του τρίτου ορόφου δυό γιγάντιες φιγούρες γυναικών συγκρατούσαν στα κεφάλια τους
μια διακοσμητική αψίδα.
Ένα όμορφο κτίριο.
Στο ισόγειο υπήρχε ένα παλιό μαγαζί. Στην πόρτα χοντρή σιδεριά και πάνω στο τζάμι
γραμμένο με χρυσόμαυρα καλλιτεχνικά γράμματα, Ντελικατέσεν.
"Εδώ μένω", είπε κι έδειξε το μαγαζί, "μπροστά η είσοδος μένει πάντα κλειστή,
χρησιμοποιούμε την πίσω πόρτα της αυλής".
Περάσαμε τη βαριά ξύλινη εξώπορτα με το στρογγυλό γαλακτερό τζάμι και
προχωρήσαμε στην πίσω αυλή.
Καθώς ξεκλείδωνε μου έκανε νόημα να μην κάνω θόρυβο.
"Κοιμούνται όλοι", ψιθύρισε.
Ένας μακρύς διάδρομος, στα δεξιά πόρτες στη σειρά, άνοιξε την πρώτη και μπήκαμε.
Άναψε όλα τα κεριά που υπήρχαν στο δωμάτιο, έβαλε μουσική στο ραδιόφωνο και βγήκε
να φέρει ζεστό νερό. Σωριάστηκα σ' έναν καναπέ. Κοίταξα γύρω, το δωμάτιο ήταν
γεμάτο ζωγραφιές, πίνακες, σχέδια, καβαλέτα, χρώματα, ένα ωραίο ανατολίτικο
κρεβάτι, μια πρασινωπή πορσελάνινη σόμπα που έφτανε μέχρι το ταβάνι. Μύριζε
όμορφα, ινδικό μοσχολίβανο, χρώματα και νέφτι, στο τζάμι φαινόταν ανάποδα η
επιγραφή του παλιού μαγαζιού. Ντελικατέσεν. Σηκώθηκα και κοίταξα έναν πίνακα
στερεωμένο στο καβαλέτο.
Ένα κορίτσι με ένα μαύρο σκυλάκι που περπατούσε σ' έναν έρημο δρόμο. Το έργο
κολυμπούσε στα μπλε, το πρόσωπο του κοριτσιού φωτιζόταν σαν βυζαντινή αγιογραφία.
Η Μιντιλού γύρισε με μια λεκάνη χλιαρό νερό και άρχισε να μου καθαρίζει τα αίματα
στο πρόσωπο.
"Είναι ονειρικός αυτός ο πίνακας", της είπα.
Το Κορίτσι με το σκυλάκι... Το είχε δει πρώτα σαν εικόνα τις στιγμές εκείνες που
προηγούνται του ύπνου, παραδομένη σε άγνωστες δυνάμεις, σαν όνειρο, σ' έναν ερημικό
δρόμο με φανάρια και το κορίτσι με το σκυλάκι να βγαίνει από το μπλε χρώμα σαν
φάντασμα της νύχτας. Υπήρχε μια έμπνευση σ' αυτό το έργο, ίσως γιατί δεν είχε
παρεμβληθεί καμιά συστηματική σκέψη.
Τη ρώτησα αν μένει μόνη σ' αυτό το μεγάλο σπίτι.
Όταν το είχανε νοικιάσει, ήταν ένα παλιό μαγαζί και δουλέψανε δύο ολόκληρους
μήνες για να το κάνουνε σπίτι, εκείνη, ο Ντίτμαρ, η Κριστίνε και η Φελίτσια.
Μου καθάρισε τα αίματα στο πρόσωπο, μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί και βγήκε από το
δωμάτιο.
Κάποια στιγμή άνοιξε η πόρτα κι εμφανίστηκε πάλι.
Τα μαλλιά της πέφτουνε στους ώμους της, τα πόδια της γυμνά, οι κινήσεις της
αόρατες, το δεξί της χέρι στο πλαίσιο της πόρτας μ' ένα μπουκάλι κρασί, το αριστερό στο
ύψος του στήθους, τα δυο δάχτυλα -αντίχειρας και δείχτης σχηματίζουν ένα όμικρον σαν
δαχτυλική χορευτική κίνηση της Κεϋλάνης, γύρω στο σώμα της, σαν σύννεφο που την
τυλίγει, ένα μακρύ γκριζογάλαζο αραχνοΰφαντο φόρεμα ανοιχτό στο στήθος, με λιγοστά
σχέδια μαύρων γραμμών. Το δέρμα της λάμπει στο ημίφως, στιλπνό, μεταξένιο, τα χείλη
της μισάνοιχτα, τα μάτια της βλέπουνε μόνο τα μάτια μου, βλέμμα τίγρης που ζυγιάζει
και μαζεμένη αναμετριέται προτού τεντώσει το κορμί στο απόγειο του μεγάλου
πηδήματος. Το αριστερό χέρι της τώρα ψάχνει το μηρό της με κυκλικές κινήσεις. Η
φλόγα των κεριών τρεμοπαίζει από κάποιο φύσημα, τα μάτια της σπινθηρίζουνε κόκκινο
χρώμα. Φέρνει το ένα πόδι της μπροστά από το άλλο και τα σταυρώνει. Τεντώνεται στις
άκριες των ποδιών και απλώνει σαν τόξο το δεξί της χέρι που φεύγει από το πλαίσιο της
πόρτας και το ανεβάζει πάνω από το κεφάλι της αργά, κι ύστερα το κατεβάζει και κρύβει
τα μάτια της. Σ' αυτή τη στάση, πότε πατώντας στις μύτες των ποδιών της και πότε
χαλαρώνοντας και πατώντας σ' ολόκληρο το πέλμα ανεβοκατεβάζει το κορμί της μερικές
φορές σαν φίδι, ακούγεται η ανάσα της βαριά, τέλος κάνει ένα μικρό πήδημα,
στριφογυρίζει γύρω από το σώμα της, βάζει τα γέλια και χάνοντας την ισορροπία της
πέφτει στην άκρη στο στρώμα. Το σώμα της το νιώθω υγρό, μυρίζω τον ιδρώτα της,
πνιγμένη στα γέλια γυρίζει και με κοιτάζει με ένταση, στρέφει στα κεριά και τα φυσάει.
Οι φλόγες τρεμουλιάζουνε, τα δυο από τα τρία κεριά σβήνουνε, από πάνω τους ανεβαίνει
μια λαδερή τρεμουλιαστή γραμμή καπνού, η μουσική μακρινή στο ραδιόφωνο.
Ήπιαμε κι οι δυο κρασί από το μπουκάλι, το ίνδαλμά μου έσφυζε από νιάτα κι ερωτική
ορμή, όταν αγκαλιαστήκαμε... αργά, σαν το σιγανό και ανεπαίσθητο νυχτερινό ταξίδι της
σελήνης, μια μυστικιστική έκσταση, το άφημα, ο μετεωρισμός, η χαλάρωση του μυαλού
στην κυριαρχία του σώματος, ένα φωτεινό σημάδι τελετουργίας μυστηριακά κυκλικό,
ελαφρύ ρίγος από το απαλό αεράκι που περνάει στιγμιαία και αναστατώνει για μικρές
στιγμές τις σελίδες του ανοιχτού βιβλίου, τα λεπτά φυλλαράκια της μιμόζας που
τρίβονται ηδονικά το ένα μέσα στ' άλλο, η μυρωδιά του σώματος που μένει ολόγυμνο,
προσωπική και αποκλειστική, μόλις το πλησιάζει η τρικυμία της ερωτικής κάψας,
νυχτερινό καταύγασμα φώτων της πόλης στο σκοτεινό ορίζοντα των πολυκατοικιών, στο
ημίφως τα μάτια αναζητούν κάθε τρέμουλο στην ανοιχτή χαίτη των ποδιών, στο τρίχωμα
της ήβης, το παραλήρημα στη ζεστή εικόνα των χειλιών και του στόματος της γυναικείας
χοάνης, η ρέμβη της ήβης, τα μαλακωμένα γραμμωτά κύματα σάρκας που χωρίζουνε το
αιδοίο από τη φουσκωμένη τρύπα του κώλου, το απαλό χνούδιασμα, το παχύρρευστο
ασπριδερό υγρό που ξεμυτάει στην κάτω άκρη του ροδισμένου ανοίγματος, η ευωδία της
προσμονής που τυλίγει σαν σύννεφο την παραμικρή καμπύλη στο δέρμα των μηρών, το
ρίγισμα στην ευαίσθητη σάρκα από τη μέσα μεριά, το σφίξιμο των ποδιών για κάποιες
στιγμές, το φούσκωμα του λόφου, το θυσανωτό αγρίεμα στις τρίχες, φουντωτοί μικροί
βόστρυχοι, αναμαλλιασμένες κυματιστές τριχούλες, το δέρμα ολόγυρα απαλό, ανήλιαγο,
στίγματα ροδαλότητας στη λευκότητα, εύθραυστη διαφάνεια σάρκας, κοκκινωπές
τριχούλες, ίχνη απ' τα νερά του ατλαζιού, το άνοιγμα της μεταξένιας σάρκας λάμπει στην
αποκλειστική κολλώδη υγρασία του, οι ελάχιστοι γλιτσεροί ήχοι είναι το κάλεσμα...
νοτισμένο από εσωτερικές εκκρίσεις στα πρώτα φιλιά λιώνει κι ανοίγεται στα πρώτα
χάδια, μιλάει με ήχους υγρούς που γλιστράνε μέχρι τα πυρακτωμένα χείλη και κυλάνε
έξω, τυλίγονται στο τρίχωμα, ακουμπάνε σαν χάντρες πρωινής δροσιάς στο χνούδι
ολόγυρα και λάμπουνε, μοσχοβολάνε ηδυπάθεια κι ερωτικό γήτεμα, το πάθος καταυγάζει
στιγμιαία τον νυχτερινό ουρανό, σαν καθρέφτισμα πάνω σε ραγισμένο τζάμι που' ναι
φορτωμένο με σκόνη απ' την πολυκαιρία, κι είναι ο απόηχος από τη σειρήνα του παλιού
επιβατικού πλοίου που ακούγεται βραχνή κι απελπισμένη...
Το δάχτυλο υγραμένο από το αιδοίο, στιλπνό και μυρωδάτο, οδηγείται στο στόμα που
τρυγάει, το δεύτερο δάχτυλο εμβαπτισμένο στην τρυπίτσα του κώλου, το στόμα
απολαμβάνει το θηλυκό ερεθισμό στη σύνθεση των πιο κρυφών, των πιο μύχιων, των πιο
εσώτερων υγρών... οι ανάσες ενώνονται, τα χέρια μπλέκονται και γαντζώνονται, τα νύχια
καρφώνονται στο κρέας, τα μάτια αγριεύουνε, κάτω απ' το πρόσωπο εμφανίζεται ένα
άλλο, άγνωστο πρόσωπο. Τα μικρά ανοίγματα των σύννεφων αφήνουν μπερδεμένες τις
αχτίνες του φεγγαριού να καρφώνονται σαν αιχμές πάνω στη θάλασσα, σκόρπιες
κηλίδες, στα χείλη αρμύρα χαυνωτική, το φτερούγισμα της γλώσσας πάνω στο πέος, το
απαλό πετάρισμά της στις πτυχές του αιδοίου...
Αμοιβαία έλξη τη στιγμή της ενσωμάτωσης, το αρσενικό εισβάλλει στο θηλυκό, το
ένα κορμί εισχωρεί στο άλλο, η στιγμή της ένωσης αποκαλυπτική, δρόμοι απόκρυφοι
φωτίζονται, μουσκεμένοι σπαράσσουνε, σπαράζονται και μετουσιώνονται, δυνάμεις
κρυμμένες ελευθερώνονται, το ένα σώμα λιώνει μέσα στ' άλλο, πίσω από κλεισμένα
παντζούρια, μέσα στο ψηλοτάβανο δωμάτιο, πάνω στα ανακατεμένα στρωσίδια,
απόμακρο και θαμπό το βουητό της πόλης. Η λαγνεία της παλινδρόμησης των γοφών, το
βίαιο μεσαέξω, στην αρχή αργά κι ύστερα γρήγορα, πιο γρήγορα, το αισθησιακό
στριφογύρισμα της λεκάνης, αργό, περιστροφικό, ώσπου κάποια στιγμή τα δύο κορμιά
δοσμένα στην έξαψη αφήνονται στην παραφορά, στα ηδονικά βογκητά, στις κραυγούλες
του έρωτα... με φωνή πνιγμένη, ένας ψίθυρος από την επιθυμία... ζητάει ν' αγαπηθεί
ακόμη πιο πολύ, περίσσια ηδονή στο ολοκαύτωμα του σώματος, σπάνια έχει το κορμί
την ευκαιρία να ματώσει, να τελειώσει, να φτάσει στα άκρα και τέλος στη φθορά, στην
ολοκληρωτική ερωτική παραζάλη που δεν γνωρίζει όρια...
6...
Όταν ξύπνησα το επόμενο πρωινό, εκείνη ήταν κιόλας ξύπνια. Είχε ξεδιπλώσει χαρτί
του μέτρου, το είχε πινεζώσει στον τοίχο και δούλευε. Την παρακολούθησα πόσο σβέλτα
σχεδίαζε με το μολύβι φιγούρες σε φυσικό μέγεθος. Μόλις αντιλήφθηκε ότι ήμουν
ξύπνιος, έφερε από το τραπέζι ένα πιάτο που είχε ετοιμάσει με φρέσκα ψωμάκια
παπαρούνας, βούτυρο, μαρμελάδα και αχνιστό καφέ. Κάθισε δίπλα μου και με φίλησε.
"Φοβάμαι πως θα με κακομάθεις", της είπα.
"H γυναίκα πρέπει να δίνεται, ν' αγαπάει και να μη ζητάει τίποτα,", είπε εκείνη
παιχνιδιάρικα και με χάιδεψε στα μαλλιά.
Έτριψα τα μάτια μου, ένιωθα ότι μόλις είχα γεννηθεί, κι ήμουν βαθιά ερωτευμένος.
Έξω είχε λιακάδα. Ήπια αργά τον καφέ μου και τη χάζευα. Τη ρώτησα τι θα κάνει.
Μου πρότεινε να πάμε μαζί στην Ακαδημία. Φύγαμε μετά από λίγο.
Στο προαύλιο της Ακαδημίας των Τεχνών ακούγονταν τραγούδια διαμαρτυρίας για
τον πόλεμο στο Βιετνάμ, Βόλφ Μπίρμαν, Τότεν Χόζεν, Ούντο Λίντμπεργκ. Φοιτητές
ξενυχτισμένοι, μαζεμένοι σε ομάδες, συζητούσαν για την προηγούμενη νύχτα και για
τρόπους άμυνας στις επικείμενες συγκρούσεις με την αστυνομία. Στη λιακάδα, πάνω στο
γρασίδι, ξαπλώνανε κάθε λογής άνθρωποι και ζώα, αγκαλιαζόντουσαν, φιλιόντουσαν,
παίζανε μουσική. Στους διαδρόμους των κτιρίων ζωγραφίζανε τις τζαμαρίες, γράφανε
συνθήματα στους τοίχους, ενώ μέσα στα αμφιθέατρα γίνονταν συζητήσεις για
αυτοοργάνωση, απολογισμός επιτροπών αγώνα, προτάσεις για κλιμάκωση των
καταλήψεων. Μπήκαμε σε μια αίθουσα που προβάλλονταν ταινίες τραβηγμένες από
ομάδες Αμερικανών φοιτητών για την εξέγερση των Μαύρων Πανθήρων στις πόλεις.
Όταν τελείωσε η προβολή και βγήκαμε, κόντευε μεσημέρι. Καθίσαμε στο γρασίδι μαζί
με τους άλλους, αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε. Ζούσα ένα όνειρο που υπήρχε από
πάντα μέσα μου.
Της είπα, "τι θα 'λεγες να μέναμε μαζί;" Ενθουσιάστηκε και μου πρότεινε να μείνω
μαζί της στο μεγάλο σπίτι. Το ήθελα όσο τίποτε άλλο στον κόσμο, όμως κάτι με φόβιζε.
"Δε θέλεις", τη ρώτησα, "να πιάσουμε ένα δωμάτιο κάπου αλλού;" "Μα, στο σπίτι είναι
οι άνθρωποι που αγαπάω, ο Ντίτμαρ, η Κριστίνε, η Φελίτσια, θα δεις, θα σου αρέσει,
είμαστε πολύ κοντά ο ένας στον άλλο".
Πήγαμε μαζί στο ξενοδοχείο μου, με περίμενε κάτω κι εγώ ανέβηκα στο δωμάτιό μου.
Σε λίγα λεπτά είχα μαζέψει τα λίγα πράγματά μου, βιβλία, σημειώσεις, χαρτιά, γέμισα
μια τσάντα, πήρα τη γραφομηχανή στο χέρι και κατέβηκα τρέχοντας τα σκαλιά.
Η φράου Ρούντολφ βγήκε απ' το θυρωρείο και πρόλαβε να μου φωνάξει:
"Είσαι κι εσύ ένα χαμένο κορμί απ' αυτά που καίνε την πόλη..."
Έτσι φαίνεται ότι πάτσιζε τις μέρες που της χρώσταγα.
7...
Μια μικρή λάμψη στο στερέωμα, μια μικρή ευθεία γραμμή απ' εδώ _________ μέχρι
εκεί. Τι γεύση έχουν άραγε τα συναισθήματα;
Εκπέμπουν στ' αλήθεια χρώματα; Τα κλαδιά τεντώνονται, απλώνονται κι αγκαλιάζουν το
ένα το άλλο, φιλίες ξεκινούν, γίνονται το ερέθισμα για πράξεις κοινές, ζούσα και
ανάπνεα μαζί με ανθρώπους που μ’ αγαπούσαν, που με καταλάβαιναν, οι άλλοι γίνονταν
προέκταση του εαυτού μου κι εγώ δική τους συνέχεια, η μοίρα μας έμοιαζε κοινή και οι
σχέσεις μας μπλέκονταν, περιπλέκονταν και οι ρίζες χώνονταν όλο και πιο βαθιά και
ρούφαγαν εμπειρίες, γνώση και το δέντρο της ζωής γινόταν δυνατό.
Τα απογεύματα μαζευόμασταν στην κουζίνα. Mαγείρευε πότε ο ένας, πότε ο άλλος.
Πρωτόγνωρη εμπειρία. Ένιωθα ενθουσιασμένος από την ατμόσφαιρα του σπιτιού, κάτι
σπουδαίο γινότανε εδώ, έτσι κοινά που ζούσαμε και μοιραζόμαστε τις μέρες μας. Χωρίς
αισθήματα ιδιοκτησίας και ανταγωνισμούς. Τα βράδια πηγαίναμε στο δωμάτιο του
Ντίτμαρ. Καθόμασταν ή ξαπλώναμε πάνω στο γιαπωνέζικο τατάμι που κάλυπτε όλο το
πάτωμα. Μπροστά μας η μεγάλη βερολινέζικη σόμπα δέσποζε σαν όγκος και σαν πηγή
ζεστασιάς, πίναμε λευκό κρασί του Ρήνου, κόκκινο στιφό ουγγαρέζικο, ροζέ ισπανικό
που γέμιζε το στόμα με Μεσόγειο, τραγανίζαμε ξερούς καρπούς και κουβεντιάζαμε.
Ένα βράδυ μπαίνοντας είδα τη Φελίτσια να κλαίει με λυγμούς.
Η Κριστίνε από πάνω της προσπαθούσε να την καθησυχάσει.
"Τι έχεις; Τι σου συμβαίνει, σαπερλότ;" της έλεγε.
Το μεσημέρι που περίμενε στη στάση του λεωφορείου έξω από την Κεντρική Σκηνή,
ένας νεαρός αυτοπυρπολήθηκε. Ξαφνικά, τον είδε να στέκεται στο πεζοδρόμιο με τα
χέρια τεντωμένα ψηλά και να γίνεται παρανάλωμα. Όσοι τρέξανε κοντά, δεν μπορέσανε
να κάνουνε τίποτα. Είχε λαμπαδιάσει ολόκληρος. Στα πόδια του είχε ένα μικρό πλακάτ
με λίγες φράσεις διαμαρτυρίας για τη βαρβαρότητα του πολέμου και τις σφαγές των
αθώων...
"Αυτές τις μέρες", στέναξε ο Ντίτμαρ, "η επίσκεψη του Σάχη στο Βερολίνο έχει
ξεσηκώσει πλήθος διαμαρτυρίες".
"Μα είναι φοβερές οι αγριότητες που κάνει στην Περσία", είπε η Κριστίνε.
"Το γλύπτη που εκθέτει τον εαυτό του μπροστά στη Γκεντέχνισκιρχε τον είδατε;"
ρώτησε ο Ντίτμαρ. "Κάθεται κάτω και με σύριγγες τραβάει το αίμα από τις φλέβες του
και το αδειάζει στο πεζοδρόμιο, με τον τρόπο αυτό διαμαρτύρεται για το αίμα που
χύνεται άσκοπα στον πόλεμο του Βιετνάμ. Τον μαζεύουν και τον πηγαίνουνε στο
νοσοκομείο για μετάγγιση αλλά μόλις βγει πηγαίνει πάλι στην πλατεία και κάνει ξανά το
ίδιο..."
"Μα, έχει νόημα αυτή η μανία αυτοκαταστροφής;" ρώτησε η Φελίτσια.
"Οι άνθρωποι χρειάζονται το πάθος, όπως χρειάζονται την τέχνη και τη θρησκεία",
είπε ο Ντίτμαρ. "Κι αυτά είναι εκδηλώσεις τέχνης και θρησκευτικού φανατισμού. Ο
καλλιτέχνης όμως πρέπει να σκοτώσει τη θρησκεία μέσα του για να απαλλαγεί από τις
προκαταλήψεις. Τότε μόνο θα βαδίσει ελεύθερος. Αυτό κάνει τον καλλιτέχνη μεγάλο, ο
συνδυασμός πνεύματος και πάθους..."
"Ο Αρτώ προσπάθησε να ερεθίσει, σαπερλότ, να προβοκάρει το κοινωνικό ασυνείδητο
με το θέατρο της Βίας και της Σκληρότητας. Ήθελε να οδηγήσει το κοινό σε μια ομαδική
τελετουργική κάθαρση", είπε η Κριστίνε. "Και ο Αουγκόστο Μπόαλ σκηνοθετηθεί
παραστάσεις δημόσια. Κανείς από τον κόσμο δεν γνωρίζει ότι πρόκειται για
προσχεδιασμένη παράσταση, μόνον οι ηθοποιοί το ξέρουν".
"Σαν τα θέατρα του δρόμου", είπε η Φελίτσια.
"Δε μου λες, το θέαμα που παρουσιάζει στους δρόμους του Μονάχου ο Όττο Μίλλερ
και η παρέα του που κρεμιόνται σε ξύλινους σταυρούς και κάνουν παραβολικά έρωτα με
σφαγμένα ζώα, ενώ ρίχνουνε με κουβάδες το αίμα πάνω στους ηθοποιούς την ώρα της
παράστασης, είναι τέχνη;" απόρησε ο Ντίτμαρ.
"Εγώ δεν κρίνω αν είναι καλή ή κακή τέχνη, μπορεί να' ναι πειραματισμός που θα
οδηγήσει κάπου αλλού, δεν το ξέρω. Αυτό θα το κρίνει το κοινό, σαπερλότ. Είναι όμως
πολιτική αγκιτάτσια και σκέψου τη σαν τέτοια. Γιατί, αν μέσα σε λίγη ώρα καταφέρει να
επηρεάσει έναν άνθρωπο για ολόκληρη, ας πούμε, τη ζωή του, τότε έχει πετύχει το
σκοπό της."
"Σίγουρα το έργο κρίνεται από το κοινό. Από τη στιγμή που το έργο παρουσιαστεί δεν
ανήκει πια στο δημιουργό", είπε η Μιντιλού, "όμως κι αυτό που συμβαίνει σήμερα, η
ζωγραφική να πουλιέται στις γκαλερί, όπως τα τρόφιμα στα σουπερμάρκετ... Πού είναι
το πάθος και πού είναι η δημιουργία; Δεν μπορεί η τέχνη να γίνεται προϊόν μαζικής
παραγωγής, όπως κάνει η ποπ αρτ. Αυτό είναι αμερικάνικη βαρβαρότητα".
"Σαν τις βαρβαρότητες που κάνουν στο Βιετνάμ", είπα γω.
"Αυτή είναι η ιστορία της Αμερικής, είπε ο Ντίτμαρ. Αν κοιτούσαν οι Αμερικανοί
πίσω, στο παρελθόν τους, θα έβλεπαν όλα εκείνα τα αποβράσματα, τους προγόνους τους,
που ξεκίνησαν από το βράχο του Πλύμουθ να φτάνουν μετά από αφάνταστες
ταλαιπωρίες στο Νέο Κόσμο. Και τι κατάφεραν εκεί; Να καταστρέψουν ένα σπουδαίο
πολιτισμό που προϋπήρχε και να εξοντώσουν έναν ολόκληρο λαό".
"Και τι φτιάξανε στη θέση του;" είπα γω, "τη βιομηχανία, έναν άθλιο πολιτισμό που
σκοτώνει καθημερινά και εξαφανίζει τον άνθρωπο".
"Μόνο από τους νέους μπορεί να προέλθει κάτι καλύτερο", είπε η Μιντιλού. "Αν
γνωρίζαμε τη δύναμή μας, θα μπορούσαμε ν' αλλάξουμε τον κόσμο".
"Μπορεί όμως να συμβεί και το αντίθετο", σάρκασε ο Ντίτμαρ.
"Απ' τα μικρά παιδιά, μάλιστα, απ' αυτά πρέπει να μάθουμε", είπε η Φελίτσια. "Είδατε
ποτέ να συνδέουν την ευτυχία τους με τα χρήματα; Τα αγνοούν και αγνοούν την αξία
τους. Δώσε σ' ένα μικρό παιδί ένα εκατομμύριο, το πιο πιθανό είναι να το κάνει σαΐτες
και να τις πετάει από ψηλά στο δρόμο..."
"Σίγουρα πρέπει να ξαναβρούμε την παιδικότητά μας", είπε η Κριστίνε. "Η ανάγκη
των παιδιών για ελευθερία, πειραματισμό, αυθορμητισμό και ομαδικότητα γέννησαν το
Ελεύθερο Θέατρο, όμως εγώ πρέπει σιγά σιγά να πηγαίνω γιατί σε μια ώρα έχω
παράσταση..."
Ο Ντίτμαρ της έδωσε γελώντας ένα φιλί και είπε:
"Κάτω απ' το λιθόστρωτο δρόμο είναι οι παραλίες, έγραψαν στο γαλλικό Μάη. Κάτω
από τις πέτρες του δρόμου κρύβονται τα όνειρά μας κι εγώ μια μέρα θα φτιάξω ένα
γλυπτό στον πιο κεντρικό δρόμο, όπου θα παραμερίζουν οι κυβόλιθοι και θα φυτρώνουν
τα όνειρα ολονών μας".
9...
Βερολινέζικο απόγευμα, τα νερά της μπόρας που πέρασε γλιστράνε σαν πιτσιλιές
λαδιού στα τζάμια του παραθύρου, ένα κοτσύφι κάθεται στα τελευταία φυλλώματα της
κερασιάς και επαναλαμβάνει το μονότονο σφύριγμά του στις πιο τελευταίες εκλάμψεις
του ηλιοβασιλέματος.
Σπαρακτικά ταξίδια του μυαλού μέσα στην ψυχή. Το ψάξιμο του υλικού που
σμιλεύονται οι ψυχές μέσα στους αδιέξοδους δρόμους των ινδικών Μαντάλα και στους
ελληνικούς λαβύρινθους. Τη μια στιγμή εμφανίζεται λίγο φως για να χαθεί αμέσως μετά
σαν τρεμουλιάρικη ψευδαίσθηση. Τα κλαδιά τεντώνονται και αγκαλιάζουν το ένα τ'
άλλο, φιλίες ξεκινούν, γίνονται το ερέθισμα για πράξεις κοινές, ζω και αναπνέω μαζί με
τους άλλους που τους αγαπώ, που με αγαπάνε, που με καταλαβαίνουν, γίνονται η
προέκταση του ίδιου μου του εαυτού κι εγώ δική τους συνέχεια, η μοίρα μας μοιάζει
κοινή και οι σχέσεις μας μπλέκονται, περιπλέκονται και γίνονται βάτα αδιαπέραστα.
Κουβέντες, συζητήσεις, αρμονία, ασυμφωνία, συγκρούσεις που καταλήγουν σε καυγάδες
κι οι ρίζες χώνονται όλο και πιο βαθιά και ρουφάνε εμπειρίες, γνώση και όλο και
δυναμώνει το δέντρο. Η ζωή στο σπίτι με τους άλλους, ο έρωτας, με κάνουν να νιώθω ότι
υπάρχω, μοναδική μαγεία που με ξαλαφρώνει και με κάνει να αισθάνομαι φτερό
αφημένο στις τυχαίες ριπές του αέρα, ερωτευμένος...
Το σκοτάδι πυκνώνει, οι σκέψεις μου κουλουριάζονται. Η απουσία της, οι ώρες της
αναμονής με τσακίζουνε. Να ήταν εδώ, να κουκουλωθώ μαζί της κάτω από το πάπλωμα
και να μείνουμε εκεί αγκαλιασμένοι με κλειστά τα μάτια και κρατημένη την αναπνοή. Το
πάθος με κατάκαιγε και το πάθος δεν συζητιέται αλλά βιώνεται και είναι κολασμένο. Την
αγαπώ και με αγαπάει, αν όμως τη χάσω; Πώς θα πολεμήσω τους πόθους της καρδιάς
μου...
Όταν γύρισε στο σπίτι της επιτέθηκα.
"`Άργησες πολύ να γυρίσεις".
Στο άνοιγμα της μπλούζας της έβλεπα το στήθος της ιδρωμένο, έσφιξα νευρικά τα
δάχτυλα στην κλειστή παλάμη, τα νύχια μου χώθηκαν στο κρέας.
"Είμαι ή δεν είμαι ελεύθερος άνθρωπος;" μου είπε.
Πήγα κοντά της και την αγκάλιασα.
Οι πιο υψηλές ποιοτικά στιγμές, μια πλημμυρίδα συναισθημάτων, εσωτερικών
συγκρούσεων, αγάπης, ηδονής, γενναιοδωρίας, δόσιμο ολοκληρωτικό, ο έρωτας
παθιασμένος νιώθω ν' αναβλύζει χωρίς περιορισμούς, παντοδύναμος, ανεξέλεγκτος,
ζωικός από βαθιά μέσα μου, από μεριές του εαυτού μου άγνωστες, απροσπέλαστες, να
κυριεύει το νου και τις πράξεις μου, φτάνει στον παροξυσμό, ο ένας θέλει να μπει και να
φωλιάσει μέσα στον άλλο, να γίνει ένα μαζί του, να ενσωματωθεί και να μην ξαναβγεί, οι
στιγμές έχουν κάτι μοναδικό, οι δαγκωματιές στο λαιμό, οι σφυριχτές ανάσες, τα
θολωμένα μάτια, τα χέρια που γρατζουνάνε, οι πατούσες που αυλακώνονται από
ηδονικές μαχαιριές, το μυαλό που κομματιάζεται σε θρύμματα αισθήσεων και τα
οπτικοακουστικά κύματα που σαρώνουνε σαν μεγάλο τραβηχτό κύμα του ωκεανού,
διαπερνάνε και δονούν τα ανεξέλεγκτα κέντρα του εγκεφάλου δίνοντας κομπιαστά
εντολές στο κορμί που σπαρταράει σεληνιασμένο και καρφωμένο μέσα σ' ένα άλλο
ανθρώπινο κορμί, εικόνα αρχέγονη που επαναλαμβάνεται χιλιάδες χρόνια τώρα...
"Το βλέπω, το νιώθω, στις μέρες μας κάτι νέο γεννιέται. Τα ίδια αισθήματα που έχω
για σένα, νιώθω και για τους άλλους μέσα στο σπίτι, με μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση.
Έτσι μου' ρχεται να τους αγκαλιάσω όλους", της είπα.
"Μα, γι' αυτό η συμβίωση είναι πράξη σπουδαία", είπε εκείνη, "ανατρέπει τον
κατεστημένο τρόπο ζωής, δημιουργεί φιλίες, έρωτα, αλληλεγγύη, τρυφερότητα".
"Από τέτοια καθημερινά πράγματα θα' πρεπε ν' αρχίζει η επανάσταση".
"Άμα είσαι ανοιχτός, τότε κι οι άλλοι δεν κλείνονται στο καβούκι τους. Αν ζούμε σε
κοινόβια, πολλοί μαζί, τότε η οικογένεια μπορεί να γίνει μια μεγάλη ομάδα που όλο και
θα μεγαλώνει".
"Ωραία, έτσι θα κάνουμε συνεχώς καινούριες σχέσεις", είπα πειραχτικά.
"Γιατί όχι;" είπε εκείνη. "Είναι μέσα στη φύση μας η επιθυμία, η έλξη, οι άνθρωποι
δεν ανήκουν εδώ ή εκεί. Έτσι ανακαλύπτουμε ξανά την απωθημένη σεξουαλικότητά
μας".
"Και το ζευγάρι;"
"Η μοναξιά του ζευγαριού είναι τραγωδία, έχεις δει πώς καταλήγουν; Με τα χρόνια ο
ένας μοιάζει στον άλλο".
"Μα είναι ευτυχία η ταύτιση. Να γίνεται ο ένας προέκταση του άλλου, να νιώθει ο
ένας τον άλλο, αυτό δεν είναι η μεγαλύτερη επικοινωνία;"
"Όμως έτσι η σχέση λιμνάζει..."
"Πολύ εξιδανικευμένα μου φαίνονται όλ' αυτά!" της είπα.
"Τα ιδανικά και ιδεώδη δεν αναζητούμε κι εμείς;"
Ξαπλωμένος δίπλα της χαιρόμουνα τη γλύκα του έρωτα, τη ζεστασιά της. Στην
τηλεόραση περνούσαν εικόνες χωρίς ήχο, χιλιάδες φέρετρα σκοτωμένων στρατιωτών
που έφταναν στις Ηνωμένες Πολιτείες με μεταγωγικά αεροπλάνα από την Ασία, εικόνες
με νέους Αμερικανούς που αρνούνταν ομαδικά να καταταγούν στο στρατό, αρνούνταν να
πολεμήσουν στο Βιετνάμ, τα γκέτο των μαύρων στις φλόγες, σκηνές πολέμου, τυφλής
βίας στις συγκρούσεις διαδηλωτών με την αστυνομία, η εξέγερση στις φυλακές Άττικα,
οι συγκρούσεις των γιαπωνέζων Σικακορέ με την αστυνομία, των φοιτητών που
συμπαραστέκονταν στους αγρότες έξω από το Τόκιο, στον αγώνα τους να μην
απαλλοτριωθούν τα χωράφια τους για την κατασκευή του διεθνούς αεροδρομίου.
Την παρακολουθούσα στο γαλάζιο φως της τηλεόρασης. Το βαθύ της βλέμμα με την
ανασηκωμένη χάρη στις άκριες έκανε τα μάτια της αινιγματικά. Έτσι που καθόταν πάνω
στο μπλε της νύχτας κάλυμμα με τη μαβιά μπορντούρα και τα σκούρα μπλε μαξιλάρια,
με τα καφεκόκκινα μαλλιά να πέφτουνε στη λευκή της πλάτη, έμοιαζε με τη γυναίκα
στον πίνακα του Χιροσίγκε Υδατόπτωση στο σεληνόφως. Διάβαζε ένα βιβλίο του Γκαίτε,
Θεωρία των Χρωμάτων. Κάποια στιγμή άναψε τσιγάρο και τεντώθηκε πάνω στα
μαξιλάρια, έκλεισε τα μάτια της κι απολάμβανε τον καπνό.
"Αν ποτέ πας με άλλον, θα μου το πεις;" Δεν μπορούσα να ανεχτώ κάποιον άλλο στη
ζωή της.
Γέλασε: "Εξαρτάται..."
"Θέλω να ανήκεις μόνο σε μένα". Ξέσπασα.
"Δεν νιώθω ιδιοκτησία κανενός!"
"Μιλάω για σχέσεις μοναδικότητας..."
"Που καταλήγουν όμως σε αποκλειστικότητες κι αρρώστιες..."
Αγκαλιασμένοι, ενωμένοι, φιλιόμασταν. Κάναμε σχέδια για ένα μεγάλο ταξίδι που δεν
θα τελείωνε ποτέ, εκείνη έλεγε ότι θ' ακολουθήσουμε τη διαδρομή που είχαν κάνει οι
ζωγράφοι Πάουλ Κλέε, Αουγκούστ Μακέ και Βάλτερ Χόλτζχαουζεν στην υπέροχη
ύπαιθρο της Τυνησίας, ήταν το όνειρό της.
"Έχω ένα πρόβλημα", της είπα. "Κάθομαι κάτω με τις ώρες και δεν μπορώ να γράψω.
Δεν μου βγαίνει. Ξεκινάω να διηγηθώ μια ιστορία και στη διαδρομή χάνομαι, στο μυαλό
μου μπλέκονται χίλια δυο πράγματα, ένα κουβάρι που δεν μπορώ να βρω ούτε μέση,
ούτε αρχή, ούτε τέλος. Πρέπει να αιτιολογώ το καθετί κι έτσι δημιουργώ περίπλοκες
καταστάσεις, στίβω το μυαλό μου και συνδέω τα γεγονότα με πολύπλοκους
συλλογισμούς, έχω πρόβλημα με τους διαλόγους, οι συγκρούσεις των προσώπων δε
βγαίνουνε φυσικές..."
"Πρέπει να δώσεις στο έργο σου όλη τη δύναμή σου..."
"Μα, είναι σαν να έχω μια τρύπα στο μυαλό..."
"Πρώτα απ' όλα μην ψάχνεις αλλού τη φιλοσοφία. Φιλοσοφία είναι τα ίδια σου τα
αισθήματα, άφησε κατά μέρος το λόγιο εαυτό σου, καθώς και όλες τις σοφίες που έχεις
διαβάσει, για να ριχτείς στο χαρτί και να περιγράψεις με πάθος τη ζωή. Δώσε στο
γράψιμο όλο το μεδούλι των κοκάλων σου, γίνε παρανάλωμα πάνω στη δημιουργία".
Εύκολα ειπωμένο, δύσκολα καμωμένο...
Η Μιντιλού σηκώθηκε και πήγε στο καβαλέτο της. Ανακάτεψε τα χρώματα κι έπιασε
το πινέλο. Όρθια, μισόγυμνη, ζωγράφιζε με τις ώρες, αποξεχνιότανε. Εγώ ξαπλωμένος με
τη γλύκα της, την παρακολουθούσα.
Ήθελα να μπω στο μυαλό της, να το διερευνήσω, να το ψηλαφίσω, να ψάξω τα
εσώτερά της, να μπω στις σκέψεις της, να τρυπώσω στα πιο μύχια και απόκρυφα, να δω
πώς νιώθει και πώς αντιλαμβάνεται το φυσικό κόσμο, να αισθανθώ το πάθος της, την
ανάσα και την ανάγκη της για έρωτα, για συντροφικότητα, να δω μέσα από τα μάτια της
πώς βλέπει εμένα...
Και μ' αυτή της την εικόνα χάθηκα στο ταξίδι του ύπνου.
"Τι ζωγράφιζες", τη ρώτησα νυσταγμένα, όταν ήρθε και ξάπλωσε δίπλα μου.
"Έφτιαξα τη Λορελάι που κάθεται στα ψηλά βράχια, πάνω από το ποτάμι του Ρήνου
και τραγουδάει για να αποπλανήσει τους περαστικούς..."
10...
Βρήκαμε τον Ντίτμαρ να κάθεται στην κουζίνα και να πίνει τον καφέ του.
Βάλαμε κι εμείς καφέ από τη μεγάλη καφετιέρα και καθίσαμε.
"Κάθε φορά που θα πάρω τηλέφωνο τους γονείς μας τα ίδια και τα ίδια, παράπονα και
γκρίνια", είπε ο Ντίτμαρ εκνευρισμένος.
"Γι' αυτό κι εγώ δεν τους παίρνω ποτέ", γέλασε η Μιντιλού.
"Η μάνα μας τσακώθηκε πάλι με τον πατέρα. Ο λόγος; Της έβριζε τους παπάδες".
"Γιατί τους βρίζει;" ρώτησα.
"Γιατί στην εξομολόγηση της λένε ότι δεν πρέπει να κάνει έρωτα περισσότερο από μια
φορά στις δεκαπέντε μέρες. Κι εκείνη το κρατάει".
"Μου φαίνεται απίστευτο..." είπα.
"Και όμως", είπε ο Ντίτμαρ, "στη Βαυαρία, η θρησκεία και οι προλήψεις είναι βαθιά
ριζωμένες, ακόμη και σήμερα βλέπεις πεντάλφες σε πόρτες σπιτιών".
"Για ποιο λόγο;" ρώτησα.
"Επειδή φοβούνται τους Αποπάνω και τους Αποκάτω", γέλασε ο Ντίτμαρ, "τους
δαίμονες που τρυπώνουνε στα σπίτια νύχτα και ξελογιάζουν γυναίκες και άντρες".
"Πες και το άλλο, μέσα στις εκκλησίες υπάρχει ένα άγαλμα, σε φυσικό μέγεθος, ενός
μαύρου υπηρέτη που κρατάει το δίσκο για τις προσφορές", είπε η Μιντιλού.
Ο τόπος που γεννήθηκαν είναι όλο λιβάδια, εκτάσεις επίπεδες και μόνο οι τρούλοι των
εκκλησιών εξέχουν σαν μανιτάρια.
"Θέλετε να καπνίσουμε λίγο λάδι που μου δώσανε;" ρώτησε ο Ντίτμαρ.
"Αμέ", είπε η Μιντιλού.
Ο Ντίτμαρ έβγαλε ένα τσιγάρο και τ' ακούμπησε πάνω στο τραπέζι, από ένα κουτάκι
έβγαλε ένα μικρό σβώλο που τον κράτησε πάνω απ' το τσιγάρο και τον έκαψε μ' ένα
αναμμένο σπίρτο. Το συμπυκνωμένο χασίς έλιωσε σαν κερί κι έσταξε πάνω στο τσιγάρο.
Το άναψε και τράβηξε, μετά το έδωσε σε μένα.
"Δεν έχω ξανακαπνίσει", είπα.
"Είναι σαν το χασίσι, μόνο πιο δυνατό", είπε.
Τράβηξα μια ρουφηξιά, μια παχιά λαδερή γεύση μ' έπνιξε στο λαρύγγι.
"Στη μπιραρία του χωριού μαζεύονταν όλοι οι παλιοί πολεμιστές που πιστέψανε βαθιά
στο ναζισμό, μιλάγανε για την προέλαση, για τις μάχες, για το ανατολικό μέτωπο.
Τσακώνονταν για τα λάθη που έγιναν στην πολιορκία του Στάλινγκραντ".
`Έδωσα το τσιγάρο στη Μιντιλού που τράβηξε βαθιά, έβγαλε μια παχιά τουλίπα
καπνού και το πρόσφερε στον Ντίτμαρ.
"Παρακολούθησα τον επερχόμενο θάνατο στα πρόσωπά τους, χρόνο το χρόνο η φθορά
και ο αποτελειωμός της φύσης, πώς αλλοιώνεται και καταστρέφεται το δέρμα, ο
εγκέφαλος, πώς διαστρέφονται και ξεφτίζουν οι σκέψεις, πώς ισοπεδώνεται η ερωτική
ορμή κι εξαφανίζεται το σφρίγος, οι επιθυμίες, σβήνει το βλέμμα, αφήνει τους
ανθρώπους αδιάφορους για το τι συμβαίνει γύρω τους και τους βυθίζει σε μια αίσθηση
deja vue. Κάθονταν όλη μέρα εκεί, καπνίζανε τις μακριές πορσελάνινες πίπες τους και
βρίζανε τους μετανάστες, γιατί λένε, δεν τους αρέσει η δουλειά, είναι τεμπέληδες κι όλο
αραδιάζουν παιδιά", από τα γένια του Ντίτμαρ βγαίνανε πυκνοί καπνοί "...και μιλάνε με
αηδία και αποστροφή για τον έρωτα, την πρωταρχική ανάγκη του ανθρώπου, επειδή γι'
αυτούς είναι ο απαγορευμένος καρπός της ιουδαϊκής μυθολογίας".
"Είναι μια κλειστή κοινωνία, βαθύτατα συντηρητική και ρατσιστική", είπε η Μιντιλού.
Μπήκε η Κριστίνε στην κουζίνα, κάθισε κι έβαλε καφέ.
"Θυμάσαι", γύρισε και της είπε ο Ντίτμαρ, "τότε που πήγαμε στο Βέλγιο; Όταν
βλέπανε ότι το αυτοκίνητο είχε γερμανικές πινακίδες μας πετούσαν πέτρες, μάλιστα
πέτρες, για τα εγκλήματα που έχουν κάνει οι συμμορίες αυτών των γερόντων ναζί".
"Τι δουλειά έχουμε εμείς με τα εγκλήματά τους ή μήπως ο ναζισμός είναι κληρονομιά
αίματος;" είπε η Κριστίνε.
"Και όμως αυτοί οι παλιόγεροι προσπαθήσανε να μας γαλουχήσουν με διάφορες
μπούρδες για την ανωτερότητα της γερμανικής φυλής.
Γιατί νομίζεις, έχουν στήσει το άγαλμα του μαύρου υπηρέτη στις εκκλησίες; Και
παπαγαλίζουν ότι οι άλλοι είναι τεμπέληδες και μόνο οι Γερμανοί δουλεύουν. Στο όνομα
της καθαρότητας και της ανωτερότητας της άριας φυλής, γινόταν η φυσική επιλογή μέσα
στα στρατόπεδα εξόντωσης μ' όλους αυτούς τους πρωτόγονους φόνους. Αυτός είναι ο
πολιτισμός τους".
Ο Ντίτμαρ μου έδωσε τη γόπα του τσιγάρου.
"Έχουν περάσει πια αυτές οι εποχές, σαπερλότ", είπε η Κριστίνε. "Δεν μπορεί η γενιά
μας να κουβαλάει το βάρος της δικής τους πανούκλας, σαν τους Μαστιγωτές του
μεσαίωνα που γυρνούσαν από τόπο σε τόπο και αυτομαστιγώνονταν για να καθάρουν τις
αμαρτίες των άλλων".
"Ευτυχώς που πέρασαν. Γιατί εγώ θέλω να βγω στο Μεγάλο Κόσμο και να τον
κοιτάξω κατάματα χωρίς συμπλέγματα ενοχής από το φορτίο του μίσους και του
θανάτου που έσπειρε στον πόλεμο αυτή η σκατοπαρέα".
Τράβηξα την τελευταία τζούρα κι έσβησα το τσιγάρο. Το κεφάλι μου φούντωσε, οι
πατούσες μου λιώνανε, ένιωσα τα πόδια μου να μεγαλώνουν. Μπήκα στην κουβέντα.
"Εμένα με πνίγει ο θυμός γιατί κάθε φορά που περπατάω στο δρόμο, οι ηλικιωμένοι
γύρω με κοιτάνε παράξενα. Καμιά φορά, έτσι όπως περιμένω στην ουρά, γυρνάει κάποια
γριά να με ρωτήσει κάτι και μόλις με βλέπει της κόβεται η ανάσα. Σαν να βλέπει μπρος
της τον πιο βαθύ της εφιάλτη..."
Βάλανε όλοι τα γέλια.
"Ίσως τους τρομάζουν τα μαύρα μαλλιά και τα γένια σου", είπε η Κριστίνε.
"Έτσι σέρνεται ο καθημερινός φασισμός", είπε ο Ντίτμαρ, "γι' αυτό ασφυκτιώ σ' αυτό
το καθημερινό τοπίο της μεγάλης πόλης, δες τα ανέκφραστα πρόσωπα των ανθρώπων
στο δρόμο, στον υπόγειο, στον υπέργειο, πειθαρχημένοι, σαν κουρδιστά παιχνιδάκια,
κάνουν τις ίδιες πανομοιότυπες κινήσεις, οι κουβέντες τους τετριμμένες, η ζωή τους
επίπεδη, οι έρωτές τους αδιάφοροι, τα αισθήματα τόσο προσγειωμένα, έλλειψη κάθε
πάθους".
"Καμιά αντίσταση σ' αυτή τη στείρα ζωή που όλα τα κάνει να μοιάζουν ανούσια, τόσο
νερόβραστα, τόσο λίγα, τόσο νευρωτικά. Και μόνο τις νύχτες της άνοιξης, όταν ανθίζουν
οι φλαμουριές, τους βλέπεις να μεθάνε από ευεξία και ερωτική διάθεση, και αμέσως
τρέχουνε να κρυφτούν πίσω από πόρτες, επειδή η γερμανική ψυχή τους έχει ταραχτεί.
Νιώθουνε τη συγκίνηση και φοβούνται..."
"Μα, είμαστε λαός ορθολογικός, σαπερλότ", είπε σαρκαστικά η Κριστίνε.
"Λοιπόν, εγώ σκοπεύω να φύγω σύντομα για το μεγάλο ταξίδι, δεν μπορώ να
περιμένω πότε θα τελειώσεις εσύ με το θέατρο..."
Το μεγάλο ταξίδι ήταν το όνειρο του Ντίτμαρ.
"Να πας, σαπερλότ, το ξέρεις πόσο θέλω να έρθω μαζί σου, τώρα όμως που
ανεβάζουμε καινούργιο έργο δε γίνεται".
"Θα περιπλανηθώ στον άγνωστο κόσμο και ταυτόχρονα θα προσπαθήσω να
ανιχνεύσω εντός μου. Και όταν βρεθώ σε οριακές καταστάσεις, θα είμαι
προετοιμασμένος να ζήσω με όλες μου τις αισθήσεις. Θέλω ν' αγαπήσω τις χώρες που θα
πάω και τους ανθρώπους, να έχω ανοιχτή την ψυχή και το πνεύμα μου, να κολυμπήσω σε
νερά άγνωστα για να καταλάβω ποιος είμαι και ποιοι είναι οι άλλοι. Να δω πώς ζούνε οι
απλοί άνθρωποι, οι ταπεινοί, πώς ερωτεύονται. Να μελετήσω την τέχνη της γλυπτικής
κοντά σε λαούς πανάρχαιους, να δω τις δημιουργίες τους, τον τρόπο που εκφράζονται, το
πάθος τους. Να χαϊδέψω με τα ίδια μου τα χέρια τα έργα τους και να συγκινηθώ, γιατί η
τέχνη είναι συγκίνηση, η βίαιη συγκίνηση..."
Η Κριστίνε σηκώθηκε όρθια.
"Γι' αυτό κι εγώ θέλω να πάω στις αρχαίες χώρες, σαπερλότ!"
Την ώρα που μίλαγε χόρευε γύρω από τον Ντίτμαρ. "Γιατί εκεί οι άνθρωποι μιλάνε με το
σώμα τους κι εγώ θέλω να δω τους χορούς τους, πώς εκφράζονται με το σώμα τους, να
ακούσω τις διάφορες γλώσσες, τις φωνές, τους τόνους, όλ' αυτά έχουν φοβερό
ενδιαφέρον για μένα. Στο θέατρο, για να κυριαρχήσεις στα εκφραστικά σου μέσα πρέπει
πρώτα να γνωρίσεις καλά το κορμί σου", είπε με νόημα η Κριστίνε κι έσκυψε, φίλησε
τον Ντίτμαρ και τον τράβηξε μαζί της έξω από την κουζίνα...
11...
Μείναμε μόνοι μας. Όση ώρα οι άλλοι μιλάγανε, εγώ είχα βγει από το σώμα μου και
παρακολουθούσα τη συζήτηση καθισμένος στο ράφι της κουζίνας. Η Μιντιλού μου
έπιασε το χέρι και με χάιδεψε. Της διηγήθηκα την εμπειρία της εξωσωμάτωσης που
έζησα. Εκείνη έβαλε τα γέλια και είπε:
"Αύριο, μεθαύριο, με τον καιρό, το νιώθω, θα γράψεις το δυνατό κείμενο, τώρα
χαράζεις μόνο την αρχή". Με φίλησε τρυφερά.
"Αλλού είναι το πρόβλημά μου", είπα γω. "Όταν φεύγεις τα πρωινά, νιώθω σαν να
φεύγει μαζί σου ένα κομμάτι δικό μου, το πιο ουσιαστικό, το μυαλό μένει εδώ, όμως η
ψυχή μου απουσιάζει και επιστρέφει μόνο όταν εσύ γυρνάς στο σπίτι..."
Γέλασε. "Τότε να βρεις να κάνεις κάτι έξω από το σπίτι, έτσι δε θα με σκέφτεσαι
συνέχεια".
Ένιωσα το σώμα μου να μεταλλάζει και να σμικρύνεται, το κεφάλι μου γέμισε
παχύρρευστες εικόνες που ήταν αισθήσεις ογκομετρικές με ηχοχρώματα και πεταλούδες
που γυρόφερναν μηνύματα στις διάφορες απολήξεις του αισθητηρίου νευρώνα και οι
πατούσες μου μεγάλωναν συνεχώς και ύπουλα. Εκείνη φόραγε ένα λουλουδάτο
φουστάνι που με ερέθιζε. Κάποιος από τους δυο μας είπε σε μια στιγμή να πάμε βόλτα.
Μπορεί και να μην ειπώθηκε τίποτα, μπορεί μόνο να το σκέφτηκε ο ένας και ο άλλος να
άκουσε τη σκέψη μέσα στο μυαλό του. Σηκωθήκαμε και βγήκαμε στο δρόμο. Όλα
γίνονταν τελείως αυτονόητα, σκεφτόμουνα κάτι κι εκείνη μου απάνταγε με μια άλλη
σκέψη, κι έμοιαζαν όλα μ' εκείνο το μεταφυσικό και ανεξήγητο υλικό της σύμπτωσης απ'
το οποίο είμαστε ζυμωμένοι και πλασμένοι, όλοι μας, Δυτικοί και Ανατολίτες... Σαν ένα
ταξίδι. Πιασμένοι χέρι χέρι περπατήσαμε στου δρόμου την ανηφόρα, λίγο παραπέρα
στρίψαμε αριστερά και βρεθήκαμε στην αρχή ενός πάρκου που ποτέ πριν δεν είχαμε πάει
με τη Μιντιλού...
Σταματήσαμε κάτω από τη γέφυρα του Λάντβερκαναλ με τα μεγάλα αγκαθωτά
σίδερα. Μια πινακίδα έγραφε ότι σ' αυτά τα καφετιά νερά πετάξανε τη Ρόζα
Λούξεμπουργκ σκοτωμένη, μπροστά μας η κομμένη στα δυο ατσάλινη μπάλα που
δείχνει 200 μέτρα βόρεια, στη Νόιε Ζέε, το σημείο που ένα στρατιωτικό απόσπασμα
εκτέλεσε και πέταξε στο κανάλι τον Καρλ Λίμπκνεχτ, οι κραυγές των φυλακισμένων
ζώων από το ζωολογικό κήπο ακούγονταν λυπητερές στ' αυτιά μας, στο ξημέρωμα
κάποιες πάπιες φτερούγιζαν χαμηλά πάνω από τα βρωμισμένα νερά, το αρσενικό με τον
πράσινο λαιμό πέταξε από ψηλά προς το καφετί θηλυκό που κολυμπούσε και το
κυνήγησε αγριεμένο από μια ερωτική παραφορά που όμοια με κυρίευε και μένα κάθε
φορά που έβλεπα την αρχή του στήθους της, καθώς έσκυβε με το λουλουδάτο φόρεμά
της πάνω απ' τα νερά. Τα μαλλιά της πέφτανε στο πρόσωπο, της χάιδευα το κεφάλι, την
έσφιγγα στην αγκαλιά μου, μούσκευε τα μάγουλά μου με τα δάκρυά της, της σκούπιζα
τα μάτια με τα δάχτυλα, τα έγλειφα, της φίλαγα τα μουσκεμένα ματοτσίνουρα και
αγκαλιασμένοι συνεχίζαμε να περπατάμε κατά μήκος του καναλιού. Διασχίσαμε το
πάρκο, κάτω από ένα φεγγάρι που έσταζε φως πάνω σε σκοτεινά δέντρα, πατούσαμε
πάνω σε μια βελούδινη χλόη, χωρίς καθόλου ήχους, έξω από το μονότονο σφύριγμα του
γκιώνη που επαναλαμβανότανε σαν χρονόμετρο της νύχτας. Χωρίς καθόλου να
σταματήσουμε ή να κοντοσταθούμε -κάτι αόρατο και περίεργο που μας τριγύριζε και μας
περιέβαλλε, μας οδηγούσε. Φτάσαμε μπροστά σ' ένα μικρό λευκό κτίριο, από τα
στρογγυλεμένα του παράθυρα ξεμύτιζε λιγοστό φως. Ανεβήκαμε τα σκαλιά και βρήκαμε
την πόρτα ξεκλείδωτη. Μπήκαμε μέσα, υπήρχε κάτι κατανυκτικό στην ατμόσφαιρα, ίσως
ήταν το ημίφως από το λιγοστό φως των καντηλιών, που μίλαγε στην καρδιά και στις
φουρτούνες της ψυχής, κι ήταν πραγματική γαλήνη. Με την ίδια βεβαιότητα για ό,τι
κάναμε, σαν να ακολουθούσαμε μια εσωτερική προσταγή, κάτι που ερχόταν από πολύ
βαθιά μέσα μας, προχωρήσαμε στο διάδρομο που χώριζε τα στασίδια στα δυο και
φτάσαμε στο βωμό της Αγίας Τράπεζας. Εκεί, η Μιντιλού γύρισε και με κοίταξε, έσκυψε
το κεφάλι της, κύρτωσε το κορμί της, τεντώθηκε και πιάστηκε γερά στην άκρη του
βωμού. Ανασήκωσα τη λουλουδάτη φούστα πίσω της, άνοιξα το παντελόνι μου και
κόλλησα πάνω της. `Αχραντο, υπέροχο, αψεγάδιαστο, αμόλυντο, ατέρμονο, θείο,
ευλογημένο, περιχυμένο από τα πλέον εσώτερα μυστήρια υγρά, μουντό, εγωιστικό,
αναψοκοκκινισμένο, οργασμιακό, θορυβώδες, γλιτσερό, υγρό, τριανταφυλλένιο,
συντεφένιο, λατρευτικό, πεοφάγο. Κινιόμουνα με φοβερή δύναμη, ένιωθα το σώμα μου
μέρος μιας φοβερής μηχανής. Εκείνη ούρλιαζε και γέλαγε με αναφιλητά. Κι ήταν
θεσπέσια. Εγώ με τις ωθήσεις μου, εκείνη με τις παλινδρομήσεις και τα στριφογυρίσματα
του κορμιού της. Οι κραυγές μας συναντήθηκαν με άλλες πολλές αντηχούμενες κραυγές,
κι οι σκιές των καντηλιών ζωντάνεψαν πάνω στους τοίχους και σκαρφάλωσαν ψηλά στο
θόλο, όπου ένα πελώριο μάτι μας παρακολουθούσε συγκινημένο. Ο χρόνος μέτραγε με
τα σφυρίγματα του νυχτοπουλιού του πάρκου κι εμείς βυθιζόμασταν όλο και πιο βαθιά
στην παραζάλη μιας ηδονικής κι άγριας τρυφεράδας με στεναγμούς που βγαίνανε σαν
φουσκάλες από τα σωθικά μας, οι ξαναμμένες μας αισθήσεις κράταγαν τη μουσική
υπόκρουση στα αγκαλιάσματά μας, η Μιντιλού γύριζε πότε πότε το κεφάλι της στο πλάι
σαν λαχταρισμένη γκαζέλα και κρατιόμασταν από τις αγριεμένες και φλογισμένες
γλώσσες μας με δόντια που δάγκωναν και χείλια που έγλειφαν ολόκληρο το πρόσωπο κι
ανάσες που ρούφαγαν την ψυχή του άλλου κι όλα γίνονταν υποβλητικά και αιώνια.
Κάποτε, γιατί δεν υπήρχε πια το πότε, ένιωσα τις πελώριες πατούσες μου να ανοίγουν
και να εισδύει μέσα μου και να με τυλίγει η πιο αριστουργηματική αίσθηση γλύκας κι
έτσι φτάσαμε στο υπέρτατο τέλος, απλά, ζαχαρένια, σοροπάτα, μείναμε ο ένας μέσα
στον άλλο, αφεθήκαμε να χαλαρώσουμε και ξαναβρεθήκαμε στο συμβατικό χωροχρόνο.
Έσκυψα στο βωμό και έπιασα στα χέρια ένα μαύρο πανόδετο βιβλίο, το άνοιξα κι
έσκισα μερικές σελίδες που τις έδωσα στη Μιντιλού για να σκουπίσει τα υγρά μας που
τρέχανε από την μισάνοιχτη χοάνη που με είχε σφίξει σαν παλαβιάρα μέγγενη. Την ώρα
που της έδινα τις σελίδες διάβασα τον τίτλο. Αποκάλυψη του Ιωάννη.
Βγήκαμε από τη μικρή εκκλησία γαλήνιοι και προχωρήσαμε στην ησυχία της νύχτας
αμίλητοι μέχρι που φύγαμε από το πάρκο και φτάσαμε στα φώτα του μεγάλου δρόμου.
"Δες την ασχήμια", είπε η Μιντιλού, "τίποτα για να σκαλώσει το μάτι, πουθενά δε
χτυπάει ξαφνιασμένη η καρδιά. Αχ, να φύγουμε, να ξεφύγουμε απ' αυτή τη ζωή, απ'αυτή
την πεζή καθημερινότητα, την αδιάφορη, που δεν έχει χρώμα, δεν έχει ομορφιά. Θέλω να
συναντήσω τη διαφορετικότητα, σε άλλους ήχους, οξείς και γρήγορους, σε εικόνες που
θα κατακλύζονται από το πράσινο κι όπου το κόκκινο θα κυλάει και θα στάζει από ψηλά,
μακριά από τις γκρίζες μέρες που νερουλιάζουν τα αισθήματα και βάφουνε γκρι τις
επιθυμίες, σκοτώνουν τους πόθους κι αντανακλάνε τη γκριζάδα τους στους αόρατους
συνανθρώπους ολόγυρα".
"Σκέφτηκα να βρω μια δουλειά", της είπα. "Θα μαζέψω λεφτά και θα κάνουμε μαζί
ένα μεγάλο ταξίδι στην Ελλάδα..."
12...
Την άλλη κιόλας μέρα πήγα στο γραφείο εργασίας. Βρήκα μια δουλειά για λίγες
μέρες. Κομπάρσος σε μια γαλλική ταινία. Η Συμμορία του Μπονό. Τα γυρίσματα
γίνονταν στην άλλη άκρη της πόλης, δίπλα στο Τείχος. Στο Χάμπουργκερ Μπάνοφ, έναν
εγκαταλειμμένο από τους βομβαρδισμούς σταθμό τρένων. Εκεί είχανε στηθεί τα σκηνικά
για τις ανάγκες της ταινίας.
Μου είπανε ότι για τρεις μέρες θα έπαιζα μαζί με μερικούς άλλους το μυστικό
αστυνομικό. Ντυμένος με κουστούμι του μεσοπολέμου θα παρακολουθούσα κρυφά μια
ομάδα τρομοκρατών.
Όταν το είπα το βράδυ στο σπίτι, οι άλλοι σκάσανε στα γέλια. Στο δωμάτιο τη νύχτα η
Μιντιλού μου είπε:
"Είμαι μια μικρή κι ανυπεράσπιστη διαδηλώτρια κι εσύ είσαι ένας κτηνώδης κι
αιμοβόρος μπάτσος..."
Θύμωσα, την έπιασα και την έριξα στο κρεβάτι.
Γέλασε πονηρά: "Μη μου κάνεις κακό, κυρ αστυνόμε..."
Οι επόμενες μέρες κύλησαν πιο ομαλά. Παρίστανα τον περαστικό στις σκηνές
πλήθους. Σ' αυτά τα γυρίσματα γνωρίστηκα με το Γιοργκ. Ταιριάξαμε από την πρώτη
ματιά και χωρίς πολλές κουβέντες. Είχε κάτι στα μούτρα του που χαραζότανε στη μνήμη.
Ένα παιχνίδισμα στα ανασηκωμένα ζυγωματικά του και μια υγρασία στα μάτια που
κοίταζαν από πολύ βαθιά. Η κατατομή του προσώπου οικεία σε ανθρώπους με τευτονική
καταγωγή, αλλά γενικά δεν έμοιαζε με Γερμανό. Γεροδεμένος, πατούσε βαριά κι όλο
έστριβε αργά γύρω από τον εαυτό του σαν να έψαχνε κάτι.
Στα διαλείμματα των γυρισμάτων μας μοίραζαν ζεστό καφέ και σάντουιτς, ανάβαμε
τσιγάρο με το Γιοργκ και τα λέγαμε. Άκουσα με χαρά ότι έγραφε ένα βιβλίο. Και μας
συνέδεσε περισσότερο η κοινή επιθυμία του γραψίματος.
Είχε επιστρέψει από την Τουρκία λίγο καιρό πριν. Είχε ζήσει για ένα ολόκληρο χρόνο
στην Κωνσταντινούπολη. Σ' ένα μικρό δωματιάκι στην ταράτσα ενός λαϊκού ξενοδοχείου
στο Τοπ Χανέ.
Πέρναγε τις μέρες στο δωμάτιό του, μπροστά του απλωνότανε όλη η πόλη. Μαζί του είχε
πάρει μόνο μια φορητή γραφομηχανή, ένα κασετόφωνο και κασέτες για ν' ακούει
μουσική. Διάβαζε ό,τι βιβλίο του 'πεφτε στα χέρια κι έγραφε στη γραφομηχανή, γέμιζε
χαρτιά με κείμενα, αγωνιούσε και περίμενε τη μέρα που θα τελείωνε το πρώτο του
βιβλίο. Άκουγε τη βοή της πόλης, τη φωνή του μουεζίνη, έπιανε κουβέντα με τα
περιστέρια που φωλιάζανε εκεί ψηλά και τα βράδια κατέβαινε στα στέκια ν' αγοράσει
πρέζα από τους λεβαντίνους εμπόρους. Τον πρώτο καιρό που βρέθηκε στην πόλη, έκανε
παρέα μ' όλον αυτό τον αλλοπρόσαλλο συρφετό των δυτικοευρωπαίων που πήγαιναν
ανατολικά έχοντας κατά νου ν' ανακαλύψουνε το κλειδί του παραδείσου. Πρεζόνια που
ξεμένανε από χρήματα, τριγυρνούσαν χαμένα, ξενηστικωμένα, έτοιμα να πουλήσουνε
τον κώλο τους στον πρώτο Οθωμανό που θα τους έδινε τη δόση τους. Κατάλαβε ότι η
διακίνηση γινόταν μέσα από ένα ολόκληρο σκυλολόι χαφιέδων κι απόφευγε τα καφενεία
και τους τεκέδες που συχνάζανε οι δυτικοευρωπαίοι. Κάποια στιγμή τον πιάσανε γιατί η
παραμονή του είχε λήξει πολύ καιρό πριν και τον απελάσανε. Για να πληρώσει το
εισιτήριο επιστροφής αναγκάστηκε να πουλήσει τη γραφομηχανή και το κασετόφωνο.
Διηγιότανε αργά, οι κουβέντες του προσεκτικές, ζυγιασμένες, συχνά στα χείλη του
σχεδιαζότανε ένα πλατύ χαμόγελο.
Τα γυρίσματα της ταινίας συνεχίστηκαν σ' ένα παλιό διώροφο σπίτι όπου, μετά από
κυνηγητό με την αστυνομία, καταφεύγει και κρύβεται η Συμμορία του Μπονό. Στην
τελευταία σκηνή του έργου η αστυνομία κυκλώνει το σπίτι, νύχτα, και το πρωινό
αιφνιδιάζει το Μπονό με τους τρομοκράτες και δίνεται σκληρή μάχη. Πολύς κόσμος στα
γυρίσματα. Είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει. Ο βοηθός σκηνοθέτη ξεχώρισε μερικούς από μας
και μας πήγε στο βεστιάριο να ντυθούμε. Φορέσαμε με το Γιοργκ στολές ζουάβων
στρατιωτών, με κόκκινο γιλέκο και βράκες μαύρες. Τα γυρίσματα άρχισαν μόλις
νύχτωσε. Το σπίτι βρισκόταν δίπλα σε μια αερογέφυρα που περνάγανε τα τρένα. Εμάς
τους κομπάρσους μας πήγανε με λεωφορείο στον κοντινότερο σταθμό του τρένου και
μπήκαμε σε μια παλιά ατμομηχανή που ξεκίνησε αργά κατά τη μεριά του σπιτιού.
Καθόμασταν στ' ανοιχτά βαγόνια, κρυμμένοι για να μη φαινόμαστε από τους
τρομοκράτες, οπλισμένοι με μακρύκαννες καραμπίνες και πιστόλια. Ο συρμός
σταμάτησε αντίκρυ και πάνω από το σπίτι, από τη βροχή είχαμε μουσκέψει μέχρι το
κόκαλο, μείναμε εκεί και περιμέναμε τουρτουρίζοντας το σινιάλο από το βοηθό
σκηνοθέτη. Στο πρώτο χάραμα ο υποτιθέμενος αρχηγός της αστυνομίας κάλεσε με
τηλεβόα τον Μπονό να παραδοθεί. Πιστολιές απάντησαν μέσα από το σπίτι. Και τότε
δόθηκε διαταγή για πυρ ομαδόν. Οι τρομοκράτες πεθαίνανε σαν τα κουνούπια.
Πυροβολούσαμε από τα ανοιχτά βαγόνια, κάποιοι από μας, σύμφωνα με τις οδηγίες που
μας είχαν δοθεί, κάναμε ότι σκοτωνόμαστε. Νεκρός έπεσε πρώτος ο Γιοργκ κι ύστερα
εγώ. Στη στέγη του σπιτιού έμεινε μόνος ζωντανός ο Μπονό κι έτρεχε στα κεραμίδια,
ώσπου κάποια στιγμή έφαγε μια σφαίρα κι έπεσε θεαματικά στο δρόμο. Όταν ο
σκηνοθέτης είπε: Cut, τα πτώματα ζωντανέψανε κι αρχίσανε τα γέλια κι οι χαρές. Με τη
σκηνή του φινάλε είχαν τελειώσει και τα γυρίσματα της ταινίας. Αλλάξαμε τα βρεγμένα
ρούχα των ζουάβων με τα τζην, πληρωθήκαμε και φύγαμε με το Γιοργκ. Πήγαμε σε μια
κνάιπε και παραγγείλαμε καφέδες.
"Είσαι ακόμη στην εξάρτηση;" τον ρώτησα.
Έβγαλε τα γυαλιά του και τα σκούπισε.
"Όχι, έχω καθαρίσει. Όταν επέστρεψα από την Τουρκία αποφάσισα να βάλω τέλος.
Βασανίστηκα πολύ στην αρχή. Πόνοι, ταβόρ, αϋπνίες. Δοκίμασα ν' αποτοξινωθώ με
απομορφίνη, δεν τα κατάφερα και τελικά αποτοξίνωση έκανα με ιβογκαΐνη που μου
έφερε ένας φίλος πιλότος από την Αφρική. Τώρα έχω ηρεμήσει. Πήγα να καταστρέψω το
σώμα και το μυαλό μου".
Μου 'δειξε τα μπράτσα του, βαθιές ουλές από μολυσμένες σύριγγες.
"Νιώθω ξανά τα κύτταρα στο σώμα μου ν' αρθρώνουνε την αρχέγονη γλώσσα τους.
Αισθάνομαι χαλαρωμένος και συνάμα σε εγρήγορση, αισθάνομαι ωραία, αν ξέρεις να
κουβεντιάζεις με το σώμα σου σημαίνει ότι ξέρεις και να το αγαπάς".
"Τι έχεις σκοπό να κάνεις από δω και πέρα;" τον ρώτησα.
"Έχω πέσει με τα μούτρα στο γράψιμο, γράφω ένα βιβλίο για την Τουρκία". Ήθελε
μέσα απ' την ψυχή του να τελειώσει αυτό το βιβλίο, δεν μπορούσε όμως να
συγκεντρωθεί για να γράψει στο σπίτι που έμενε τους τελευταίους μήνες. Μόλις γύρισε
πήρε μέρος στις επιτροπές για τις καταλήψεις των άδειων σπιτιών. Καταλαμβάνανε
παλιά τετραώροφα και πενταόροφα μίτσκαζερνεν. Ο Γιοργκ είχε πάρει ένα δωμάτιο στο
Εξηνταενιά. Όμως, κάθε μέρα, νέα πρόσωπα μπαινοβγαίνουνε στο σπίτι, άνθρωποι
χαμένοι στα ναρκωτικά, στην αγαμία, στην αφραγκία. Λίγοι από τους ανθρώπους αυτούς
γνωρίζουνε τι πάει να πει ελευθερία κι αλληλεγγύη, ώστε να νιώσουν ευθύνη απέναντι
στους άλλους, είπε, οι πιο πολλοί απ' αυτούς κολυμπάνε στον εγωισμό τους. Πόσες
φορές δε βρήκε το δωμάτιό του γεμάτο, το κρεβάτι του κατειλημμένο από ανθρώπους
που ούτε καν τους είχε ξαναδεί.
Όλα αυτά που οργανώνονται, κομμούνες και κοινόβια, συζητήσεις για την κοινωνία
της κατανάλωσης, η ανακάλυψη των ναρκωτικών και του ψυχεδελικού τρόπου ζωής σαν
άρνηση υποταγής στο σύστημα, ο ελεύθερος έρωτας, η αναζήτηση του Θεού στις
ανατολικές θρησκείες, τα ταξίδια στην Ινδία, στο Νεπάλ, μου φαίνονται γελοία. Τους
ακούς όλη μέρα να κουβεντιάζουνε για μετενσαρκώσεις, για μετεμψυχώσεις, για κάρμα.
Είναι ψώνια, τη νύχτα πετάγονται στον ύπνο τους από οράματα που τάχατες είδαν.
Όλες αυτές οι αποκρυφιστικές αναζητήσεις κρύβουνε, μου φαίνεται, μια μανία για
εξουσία, για την ανακάλυψη νέας ταυτότητας, γιατί σιχαίνονται τους γονείς τους και δε
θέλουνε να ταυτίζονται μαζί τους. Βυθίζονται σ' ένα περίεργο θρησκευτικό παραλήρημα.
Ακούς διαρκώς κουβέντες για έλλειψη επικοινωνίας, αλλοτρίωση στην παραγωγή,
αλλοτρίωση στην κατανάλωση, για την αποξένωση στις μεγαλουπόλεις και όλοι
υποστηρίζουν φανατικά ότι έχουν απαλλαγεί από κάθε αίσθημα ιδιοκτησίας. Μην
τολμήσεις όμως να τους πειράξεις τα πράγματά τους ή τη γκόμενα. Είναι έτοιμοι να σε
σκοτώσουν. Θεωρητικές κενώσεις. Άνθρωποι στεγνοί, εσωστρεφείς, χωρίς φαντασία,
εγκεφαλικοί, γεμάτοι ενοχές και μ' ένα αίσθημα ανωτερότητας απέναντι στους άλλους".
Μίλαγε για τους συμπατριώτες του τους Γερμανούς με αποστροφή. Ήταν
εξαγριωμένος με τους επιτηδευμένους και κίβδηλους στοχαστές του συρμού που
κυκλοφορούσαν τριγύρω με διάφορες καινοτόμες ιδέες που αποστήθιζαν από τα
διαβάσματά τους κι έκαναν τους πολύξερους, έβγαζαν λογύδρια στις γκόμενες
αντιγραμμένα απ' τα δυσνόητα βιβλία που είχανε διαβάσει, μίλαγαν ακατάπαυστα για να
τις ρίξουνε κι αγωνίζονταν να παρουσιάσουν έναν εαυτό διανοούμενο που μιλάει
βαρύγδουπα και βαθυστόχαστα, με μοναδικό σκοπό να εξουσιάσουν τους άλλους με το
λόγο.
"Εκεί μέσα που μένω μου κάνουν τη ζωή δύσκολη, δε βρίσκω ησυχία για να γράψω..."
Από τότε που ταξίδεψε στην Τουρκία αισθανόταν ανατολίτης, προτιμούσε τη ζωή με
τους Τούρκους που διατηρούνε ένα αληθινό πάθος για τη ζωή και μια αμεσότητα, μια
ειλικρίνεια. Δε φοβούνται να εκφράσουνε τα αισθήματά τους.
Στο σπίτι μας ήταν το πατάρι άδειο.
"Δεν έρχεσαι να μείνεις στο σπίτι μας", του είπα, "υπάρχει στο πατάρι ένα δωμάτιο
άδειο, είναι σκέτο αχούρι αλλά θα σε βοηθήσω να το συμμαζέψεις..."
Έτσι, ήρθε ο Γιοργκ να μείνει μαζί μας.
Μια από τις επόμενες μέρες πήγαμε στο σπίτι των γονιών του για να κουβαλήσουμε
λίγα έπιπλα. Το Βέστεντ ήταν ένα μεσοαστικό προάστιο με παρατημένη όψη,
ακούρευτες πρασιές στους κήπους, σκουπίδια στις αυλές, σοβάδες φουσκωμένους απ'
την υγρασία στους τοίχους και πάνω στα ντουβάρια των παλιών μονοκατοικιών
γραμμένες οι ιστορίες των ενοίκων τους.
"Από εδώ ξεγλίστρησα στα δεκαοχτώ μου", μου είπε.
Οι άλλοι χαρήκανε για το νέο συγκάτοικο. Τον βοηθήσαμε όλοι να τακτοποιήσει το
δωμάτιο, το καθαρίσαμε, το βάψαμε, έγινε τέλειο. Όταν ο Γιοργκ βαριότανε με το
γράψιμο κατέβαινε, μου χτύπαγε και καθόμασταν στην κουζίνα. Ακούγαμε μουσική απ'
το φορητό ραδιόφωνο, πίναμε μπίρες και κουβεντιάζαμε.
Φόραγε πάντα τα ίδια ρούχα, στο λαιμό ένα κόκκινο φουλάρι κι ένα απλό μαύρο
βελούδινο μπουφάν με μια κονκάρδα καρφιτσωμένη στ' αριστερό του πέτο που έγραφε,
Ελευθερία στον Μπόμπυ Σήλ. Με τους μεγάλους διασκελισμούς του έμοιαζε με ήρωα
κόμικ του Σέλτον, έναν από τους φρικ μπράδερς. Γέλαγε και τρανταζόταν ολόκληρος κι
ένιωθες την ντομπροσύνη του, σ' ερέθιζε ν' αφεθείς στα κύματα του γέλιου του που
οδηγούσαν κατευθείαν στην ευφροσύνη της ψυχής.
Ήταν ευαίσθητος, ερωτευόταν εύκολα, όμως δεν τολμούσε να το ομολογήσει και
υπέφερε μυστικά για κάποιο ανολοκλήρωτο έρωτα.
Γενικά, όπως όλοι οι Γερμανοί, ανοιγότανε και μίλαγε για τον εαυτό του όταν ήτανε
πιωμένος.
Είχα δει την επιθυμία στα βλέμματα που του 'ριχνε η Φελίτσια, και του το 'πα.
"Αν είναι να γίνει, θα γίνει", μου είπε...
Είχαμε κατακτήσει μια επικοινωνία πιότερο εσωτερική που εκφραζότανε με λίγες
κουβέντες, χαμόγελα, γκριμάτσες, έναν ολόκληρο κώδικα επικοινωνίας που
δημιουργήσαμε με τον καιρό. Κάθε μέρα που περνούσε ερχόμασταν όλο και πιο κοντά.
Ο Ντίτμαρ είχε ετοιμαστεί για το ταξίδι και μια από κείνες τις μέρες έφυγε.
Ο Γιοργκ τελείωσε το γράψιμο του βιβλίου του και έστειλε τα χειρόγραφα σ' ένα νέο
εκδότη στο Μόναχο που του απάντησε θετικά και τώρα περίμενε πότε θα εκδοθεί. Το
βιβλίο αναφερότανε στις μέρες της Κωνσταντινούπολης, όπου έζησε χαμένος στη μέθη
της ηρωίνης. Η γραφή του είχε αμεσότητα και δύναμη, στοιχεία που έδειχναν το ταλέντο
του. Σταμάτησε προσωρινά το γράψιμο, πότε πότε έγραφε κάνα ποίημα περιμένοντας να
δει το κείμενό του τυπωμένο. Εγώ είχα σταματήσει από καιρό, με τη δικαιολογία ότι
αυτά που ζω είναι σημαντικότερα από το να κάθομαι στη γραφομηχανή και να τα γράφω.
Ένιωθα τη χαρά της δημιουργίας, όταν της καθάριζα τα πινέλα, στόλιζα το δωμάτιο και
μαγείρευα για τους άλλους. Κι έκανα έρωτα με όλο μου το πάθος. Άλλωστε παρ’ όλες τις
προσπάθειες δεν είχα καταφέρει να γράψω μια ιστορία της προκοπής και τ' άφηνα για το
μέλλον.
Τ' απογεύματα, όταν η Μιντιλού γύριζε στο σπίτι, καθόμασταν στην κουζίνα κι
ετοιμάζαμε το φαγητό. Πίναμε όλοι μαζί μπίρες και ο Γιοργκ μας διάβαζε ποιήματα που'
χε χτυπήσει αποβραδίς στη γραφομηχανή. Μαγείρευε πότε ο ένας, πότε ο άλλος,
πεινασμένοι οι υπόλοιποι κοιτάζαμε όλο ενδιαφέρον την κατσαρόλα με τη σάλτσα να
κοχλάζει, τις φουσκάλες να σκάνε και τις κόκκινες πιτσιλιές να πετάγονται και να
κυλάνε στ' άσπρα πλακάκια του τοίχου.
"Τι σημαίνει το γράψιμο για σένα;" ρώτησε μια μέρα η Φελίτσια το Γιοργκ που έπινε
τη μπίρα του απ' το μπουκάλι.
"Μακάρι να 'ξερα... Ίσως είναι μια ανάγκη να περιγράψω καταστάσεις".
"Κι αυτά που γράφεις, τα επινοείς;"
"Α, όχι, αναζητώ εμπειρίες", της είπε και την κοίταξε με νόημα, "πιστεύω στη
βιωματική λογοτεχνία, δεν μ' ενδιαφέρει να επινοώ διάφορες εγκεφαλικές κουράδες και
να τις βάζω με καλλιέπεια στο χαρτί".
Άδειασε το μπουκάλι και άνοιξε καινούριο.
"Γράφω κι επιμένω, κάποια στιγμή θα βγει κάτι καλό. Αφήνομαι στο ένστικτο να με
οδηγήσει".
"Ο συγγραφέας χρειάζεται τόλμη. Όπως τόλμησε ο Κουρτ Τουχόλσκι να περιγράψει
την εποχή που εκκολαπτότανε το αυγό του φιδιού και μετά τόλμησε την αυτοκτονία.
Χρειάζεται τόλμη για να μιλήσεις για το αποτρόπαιο πρόσωπο της πόλης όπως το έκανε
ο Άλφρεντ Ντέμπλιν. Και ο Χανς Φαλλάντα τόλμησε, όταν περιέγραψε την
καθημερινότητα στη διάρκεια του τρίτου Ράιχ".
"Δεν αρκεί μόνο η τόλμη για να γραφτεί ένα βιβλίο, σίγουρα χρειάζονται κι άλλα
πράγματα", επέμεινε η Φελίτσια.
"Είναι μια διαδικασία μαγική το γράψιμο" είπε ο Γιοργκ.
Σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο της κουζίνας, με το δάχτυλο έγραψε στον ατμό:
"Πίσω απ' τους τοίχους τα όνειρά μας".
Τα υγρά γράμματα έγιναν αυλακιές και τρέξανε στο λερωμένο τζάμι, μακριά πίσω από
τα σπίτια φαίνονταν ν' ανάβουν φωτιές, ακούγονταν κρότοι.
"Γίνονται φασαρίες στο κέντρο", είπε.
Η Φελίτσια σηκώθηκε και στάθηκε δίπλα του κοιτάζοντας έξω τον πυρωμένο ουρανό.
Το ταξίδι μας... Την άλλη μέρα θα πήγαινα πάλι στο γραφείο εργασίας, υποσχέθηκα
στον εαυτό μου...
13...
Στο γραφείο εργασίας μου δώσανε τρεις διευθύνσεις για προσωρινή δουλειά. Διάλεξα
την πιο κοντινή στο κέντρο. Μια εταιρεία επενδύσεων, θυγατρική μιας γερμανικής
τράπεζας. Παρουσιάστηκα, με βάλανε και κάθισα σ' ένα δρύινο γραφείο, μπροστά μου
απλωνόταν μια μεγάλη αίθουσα με πενήντα χαμηλωμένα κεφάλια συναδέλφων που δεν
έμαθα ποτέ τι ακριβώς κάνανε. Απέναντί μου καθόταν μια ευγενέστατη εξηντάχρονη
γυναίκα, η φράου Μπούχλερ που ανέλαβε να με καθοδηγήσει στα καθήκοντά μου και να
μου εξηγήσει τι ακριβώς έπρεπε να κάνω. Δεν ήταν και τίποτα το σπουδαίο, δουλειά
αρχειοθέτησης κάναμε οι δυο μας, έπρεπε να ψάχνω τους φακέλους των καταθετών και
να βάζω τις αποδείξεις των καταθέσεών τους στα εισερχόμενα και στα εξερχόμενα τις
αποδείξεις των αναλήψεων. Δουλειά για ηλίθιους.
Διάβαζα: Ο κύριος Εκατοδεκάρας κατέθεσε το ποσόν των εξακοσίων δεκαοκτώ
μάρκων που αντιστοιχεί στο ύψος της δόσεως του μηνός Μαΐου, στο συνολικό ποσό
τριανταέξι χιλιάδων μάρκων καταθέσεως όψεως... και διασκέδαζα με το όνομα του
κυρίου Εκατοδεκάρα. Μετά τον κύριο Εκατοδεκάρα ακολουθούσε ο κύριος
Μονοπεντάρας, ο κύριος Χιλιοπένταρος, ο κύριος Τριπένταρος, ο κύριος
Φτωχοπένταρος, ο κύριος Αιματορουφήχτρας και μετά ο κύριος Ενανερό, ο κύριος
Εκατονερά.
Έβαλα τα γέλια.
"Μα, τι στο καλό, έχετε πάθει;" Η φράου Μπούχλερ ήθελε να μάθει γιατί γελάω.
"Δεν είχα ποτέ φανταστεί κάτι τόσο αστείο".
"Πού βλέπετε το αστείο;"
"Έχετε ξαναδεί τέτοια ονόματα;" Της έδειξα μερικές αποδείξεις. Ο κύριος
Πενταροτοκογλύφος, ο κύριος Βρωμόνερος...
"Αχ, τα ονόματα λέτε; Εσείς βέβαια είστε ξένος και δεν το ξέρετε, αυτοί με τα αστεία
ονόματα είναι συνήθως εβραίοι. Τον περασμένο αιώνα, επί Βίσμαρκ, υποχρεώθηκαν
όσοι είχαν ξένα ονόματα να τα κάνουν γερμανικά".
"Και είναι ονόματα αυτά;"
"Τότε οι υπάλληλοι που τους εγγράφανε στα δημοτολόγια έπαιρναν χρήματα κι
ανάλογα με το ποσό, έδιναν και το όνομα. Αυτοί που έχετε εκεί, ήταν είτε φτωχοί, είτε
τσιγκούνηδες. Να, κοιτάχτε εδώ για παράδειγμα, Βασιλιάς, Χρυσός, αυτοί θα πλήρωσαν
χρυσάφι για να πάρουν τέτοια ονόματα."
Άρχισα να μπαίνω στο νόημα.
"Να, δέστε αυτόν εδώ, Μουχλοδεκάρας, έτσι λέγανε το δήμιο του Μούνστερ. Για μας
τους Γερμανούς κι η δεκάρα έχει την αξία της, γι' αυτό λέμε, πριν να δώσεις μια δεκάρα,
στριφογύρισέ τη τρεις φορές στο χέρι ή όποιος τη δεκάρα δεν τιμά, αυτός δεν κάνει για
λεφτά..."
Κι έτσι ήσυχα περνάγαμε τη μέρα μας με τη φράου Μπούχλερ.
Αυτή η ήρεμη και γλυκιά γυναίκα που καθόταν απέναντί μου, μου διηγήθηκε κάποια
μέρα μια ιστορία του πολέμου που συνέβη στη βόρεια Πολωνία, στο Ντάντσικ, περιοχή
ακανθώδη που τη διεκδικούσαν σαν πρωσικό έδαφος από παλιά οι Γερμανοί. Εκεί είχε
γεννηθεί και μεγάλωσε η φράου Μπούχλερ. Τον καιρό που ξέσπασε ο πόλεμος ήταν
είκοσι χρονών. Όλοι οι γερμανικής καταγωγής κάτοικοι παίρνανε κουπόνια και τρώγανε
στα συσσίτια. Ήταν ο δύσκολος χειμώνας του 1943 με τις μεγάλες κακουχίες, τις
στερήσεις, τους συχνούς βομβαρδισμούς και τους ψιθύρους για ήττες σε όλα τα μέτωπα.
Καθημερινά, λοιπόν, περίμενε η φράου Μπούχλερ στην ουρά, στο εστιατόριο της
γειτονιάς της που φαινότανε να έχει την καλύτερη τροφοδοσία. Ο μάγειρας μαγείρευε
συχνά γκουλάς, ήταν η σπεσιαλιτέ του. Κάποια μέρα, μια γειτόνισσα έστειλε
καθυστερημένα στο συσσίτιο το γιο της, που βρήκε το εστιατόριο κλειστό. Το παιδί πήγε
από την πίσω πόρτα για να παρακαλέσει το μάγειρα να του δώσει τις μερίδες. Η γυναίκα
περίμενε, η ώρα περνούσε και το παιδί δεν ερχόταν. Πήγε στο εστιατόριο, βρήκε την
πίσω πόρτα, μπήκε, φώναξε, κανείς, προχώρησε πιο μέσα στο μαγειρείο και τότε είδε το
παιδί της. Ήταν σφαγμένο και κρεμασμένο σ' ένα τσιγκέλι για να στραγγίζει το αίμα.
Τους συλλάβανε όλους στο εστιατόριο, ήταν μια οικογένεια που είχε σφάξει άγνωστο
αριθμό ανθρώπων. Η προπαγάνδα είπε ότι οι εστιάτορες ήταν εβραίοι, η Γκεστάπο τους
εξαφάνισε και η κυρία Μπούχλερ ήταν, ακόμη και σήμερα, απόλυτα πεπεισμένη ότι
επρόκειτο για εβραϊκή συνομωσία.
Η συμπαθέστατη αυτή γυναίκα που καθόταν αντίκρυ μου είχε τραφεί για μήνες, για
χρόνια ίσως με ανθρώπινο κρέας...
"Σε κάποια αποσπάσματα από τα πρακτικά της Δίκης της Νυρεμβέργης διάβασα
πρόσφατα τη συνταγή που χρησιμοποιούσε μια επιχείρηση στο Ντάντσικ για να
κατασκευάζει σαπούνι. Έγραφε: Δώδεκα λίτρα ανθρώπινο λίπος, που προέρχεται από τα
στρατόπεδα εξόντωσης, δέκα τέταρτα νερό και ένα λίτρο καυστική σόδα".
"Α, μα πιστεύετε σ' αυτές τις προπαγάνδες;" αγρίευε η φράου Μπούχλερ...
14...
Ήρθε μια κάρτα με το ταχυδρομείο και ένα γράμμα. Το γράμμα ήταν για την Κριστίνε
και η κάρτα για όλους μας.
Αγαπημένοι μου,
Απόδρασα από την Ευρώπη που στην αρχή
εμφανιζόταν μπροστά μου σαν εφιάλτης.
Στους τόπους που πέρναγα
αναγνώριζα κακέκτυπα αντίγραφα
ευρωπαϊκής κακογουστιάς κι έπαιρνα δρόμο.
Έφτασα πολύ μακριά για να δραπετεύσω.
Προσοχή!
Αυτό τον καιρό είναι διάχυτη μια αίσθηση ελευθερίας,
αλλά τα περάσματα είναι γεμάτα κινδύνους.
Ήρθα για λίγες μέρες στα Ιμαλάια
και κοντεύω ολόκληρο μήνα,
σ' ένα χωριό γεμάτο νερά,
κοντά στην αληθινή ζωή.
Θέλω να βγω εξαγνισμένος μέσα απ' όλα αυτά...
Αγάπη, Ντίτμαρ.
Τη νύχτα, στον ύπνο μου, πετάχτηκα από δυνατές κραυγές. Ερχόντουσαν από το
δωμάτιο της Κριστίνε. Δεν ξύπνησα τη Μιντιλού, σηκώθηκα και πήγα στο διπλανό
δωμάτιο. Άναψα το φως και είδα την Κριστίνε μουσκεμένη στον ιδρώτα να σφαδάζει
στον ύπνο της. Κραυγές ασυνάρτητες και βογκητά έβγαιναν απ' το στόμα της. Έσκυψα
πάνω της και την κούνησα απαλά για να ξυπνήσει.
Άνοιξε τα μάτια, στην αρχή δεν έδειξε να με αναγνωρίζει.
Της έφερα ένα ποτήρι νερό. Το πήρε με χέρι που έτρεμε και το άδειασε μονομιάς.
Όταν συνήλθε, ανακάθισε στο κρεβάτι. Τα καστανόξανθα μαλλιά της γλιστράγανε
αχτένιστα στους εύθραυστους ώμους, μικροσκοπική, ο χρόνος τα σβήνει όλα, σφιγμένα
από πόνο τα χείλη, δαγκωμένα, ματωμένα, στα μάτια της η απόγνωση. Είχε δει ένα
όνειρο που την είχε τρομάξει. Κράταγε, λέει, στο χέρι της μια φωτογραφία, σαπερλότ!
απ' αυτές που γράφεις λίγες λέξεις από πίσω και τις στέλνεις ταχυδρομικά, η Κριστίνε
μίλαγε κι η φωνή της ήταν σιγανή, ανεπαίσθητη, τα χέρια της ανήσυχα μπλέκονταν,
ξεμπλέκονταν στο στρίφωμα του νυχτικού, στα μαλλιά της, στις άκριες της κουβέρτας...
Κοιτούσε τη φωτογραφία που έδειχνε ένα παράξενο μέρος, νύχτα, φεγγαρόφως, γύρω
σκοτεινές ανεπαίσθητες παρουσίες, σκιές, δέντρα, εικόνα άηχη, ψηλά στο σκοτεινό
ουρανό καταυγασμός φώτων μιας άγνωστης πόλης, στο σταυροδρόμι δεξιά ο δρόμος
ανηφόριζε και ήταν κλειστός από ένα κεφάλι με ένα χαώδες στόμα που άρχισε να μιλάει
με μια φωνή επίπεδη σαν να 'βγαινε από τα έγκατα σπηλιάς, στην ίδια συχνότητα, ένα
ανακάτωμα από φθόγγους, ένα μπουκωμένο μουρμουρητό φράσεων, χωρίς τελείες και
κόμματα, ένα συνεχές βουητό έβγαινε από το μισάνοιχτο στόμα, ο ήχος δυνάμωσε κι
έμοιαζε με ακατάληπτο κάλεσμα, ενώ τα μάτια χάνονταν στις σκιάσεις, οι ίριδες
σμικρυμένες, ακτινωτές, συγκεντρωμένες, το υπόλοιπο πρόσωπο ανέκφραστο, ακίνητο,
κάποιο σύννεφο έκρυψε για λίγες στιγμές το φεγγάρι, το φως χάθηκε, σιγά σιγά το
σκοτάδι υποχώρησε, τα χαρακτηριστικά του προσώπου αλλοιώθηκαν, χάθηκε το δέρμα
κι απόμεινε μόνο το καύκαλο, μια νεκροκεφαλή που μεγάλωνε και στη θέση των ματιών
εμφανίστηκαν δυο σκοτεινές τρύπες, το κρανίο ήταν τεράστιο, πλησίασε στο πρόσωπό
της τη φωτογραφία και κοίταξε μέσα στα πηγάδια των ματιών, στο εσωτερικό είδε
σκουροπράσινα ανώμαλα τοιχώματα, υγρά, σαπισμένα, βαθιά κάτω ένας βάλτος, μια
σκούρα μάζα σιχαμερής υγρασίας, στα αριστερά του πάτου ένα κοριτσάκι προσπαθούσε
να σκαρφαλώσει, στα πόδια της κουλουριάζονταν και γλιστράγανε τρία φίδια, όταν το
κοριτσάκι έφτασε στην τρύπα του ματιού αναγνώρισε την κόρη της, την Αννέτα, τα φίδια
τράβαγαν το κοριτσάκι στον πάτο του κρανίου, εκείνο κουτρουβάλησε μέσα στο
σκοτεινό έλος του πάτου, στα λασπόνερα, η Κριστίνε άναψε ένα σπίρτο και έβαλε φωτιά
στη φωτογραφία, την κοίταζε να καίγεται κι είδε το κοριτσάκι να προσπαθεί να σωθεί
από τις φλόγες, την έπιασε ένας φρικτός πανικός, πέταξε τη φωτογραφία κάτω και την
πατούσε για να σβήσει τη φωτιά, όμως έτσι έλιωνε το ίδιο της το παιδί, σαπερλότ...
Την αγκάλιασα και τη χάιδεψα.
Την είχαν πλημμυρίσει ενοχές. Μετά το χωρισμό της είχε δεχτεί τους όρους του άντρα
της να μην ξαναδεί τη μικρή και όταν την είδε τις προάλλες τυχαία στο δρόμο, μετά από
τέσσερα χρόνια, ταράχτηκε φοβερά και κρύφτηκε στην πρώτη γωνία...
Έκλαιγε με αναφιλητά, έκλαιγε για την κόρη που δεν θα ξανάβλεπε, για τη χαμένη
εφηβεία της, για τον Ντίτμαρ που ήταν τόσο μακριά, σαπερλότ.
Πόναγα που την έβλεπα να πονάει, της χάιδεψα το πρόσωπο για να της σβήσω τα
δάκρυα που τρέχανε. Με παρακάλεσε να σβήσω το φως γιατί την πείραζε στα μάτια, στο
δωμάτιο έμπαινε το φως του δρόμου.
Είχε ζήσει την ανέχεια στο σπίτι των γονιών της, καυγάδες, αδιέξοδες λογομαχίες, το
μίσος, το σπίτι γέμιζε στριγκλιές και υστερίες και μετά βδομάδες χωρίς ν'
ανταλλάσσουνε κουβέντα μεταξύ τους.
Δυο πρόωρα γερασμένοι άνθρωποι, με μούτρα πάντα στενόχωρα, στρυφνοί, λιγομίλητοι,
ποτέ δεν πήγανε σ' ένα γλέντι να γελάσουνε, να πιούνε, να λυθούνε, να χορέψουνε, όλο
τρεχαλητά και βιάση. Τελείωσε το σχολείο και γράφτηκε στη σχολή θεάτρου. Στα
δεκαεννιά της παντρεύτηκε κάποιον που δεν ήθελε, έναν άντρα πενήντα πέντε χρονών,
πετυχημένο έμπορο, κι οι γονείς της ενθουσιάστηκαν. Μείνανε στο σπίτι του στην εξοχή,
της αγόρασε
αυτοκίνητο, δεν ήξερε τι να κάνει τις μέρες της, καθημερινά πήγαινε μια μεγάλη βόλτα
στα μαγαζιά, υπήρχε ένα τυπικό σ' αυτές τις βόλτες, τα μαγαζιά είχαν γίνει χώροι
λατρείας, σαπερλότ, στο τμήμα με τα καλλυντικά μελετούσε τις ενέργειες κάθε κρέμας
προσώπου νύχτας ή μέρας, σώματος, αποτρίχωσης ποδιών, δοκίμαζε κραγιόν, δοκίμαζε
φορέματα, αγόραζε ερεθιστικά εσώρουχα κι ό,τι της χτύπαγε στο μάτι, γέμισε το σπίτι με
άχρηστα πράγματα, φόραγε τα ρούχα της μια φορά και μετά τα πέταγε σ' ένα δωμάτιο.
Της πήρε καιρό να καταλάβει.
Το πρόσωπό της, όσο μιλούσε, κρυβόταν στο σκοτάδι, γύρω το μισοσκότεινο δωμάτιο
και λίγες λουρίδες φως, η φωνή της κουδούνιζε ραγισμένη σαν τσακισμένο κρυστάλλινο
ποτήρι, στο χέρι της μαγικά εμφανίζονταν αναμμένα τσιγάρα, ο καπνός τους λικνιζόταν
και ανέβαινε σαν νάγια κόμπρα και διαλυόταν σαν γάζα στο δωμάτιο.
Οι μέρες της πέρναγαν αδιάφορα, κάποια στιγμή έμεινε έγκυος, σκέφτηκε πως όταν θα
ερχόταν το παιδί θ' άλλαζε και η ζωή της, γεννήθηκε η Αννέτα κι εκείνη την
παρακολουθούσε να μεγαλώνει για να συνεχίσει τον κύκλο, ο άντρας της έλειπε όλη
μέρα, τον έβλεπε μόνο τα βράδια. Όταν γύριζε σπίτι, έτρωγε και κοίταζε τηλεόραση,
μετά ξαπλώνανε, έβαζε μια τσόντα στο βίντεο και τη γαμούσε χωρίς ποτέ να ρωτάει αν
εκείνη θέλει, αν ικανοποιείται. Μόλις έχυνε, αποκοιμιότανε με την ψωλή του ακόμη
μέσα στο μουνί της, στον ύπνο του ροχάλιζε φοβερά. Με την Αννέτα η σχέση της ήταν
τυπική, τα πρωινά την άφηνε στο βρεφικό σταθμό, τη φρόντιζε, όμως δεν ένιωσε ποτέ τη
μητρική αγάπη. Στο σπίτι τους έρχονταν σπάνια φίλοι του άντρα της, βαρετοί και
άχρωμοι, σαπερλότ. Κάποια μέρα γνώρισε τον
Ντίτμαρ που ήταν γεμάτος ιδέες, σπούδαζε ακόμη στην Ακαδημία. Είχε τότε μια μηχανή
και ήταν πολύ νόστιμος. Εκείνη είχε κάνει την αρχή, δεν θα το έκανε ποτέ ο Ντίτμαρ, δεν
θα άρχιζε ποτέ εκείνος, περάσανε μια νύχτα μαζί στη συναυλία των Πινκ Φλόιντ, που
έγινε στο πάρκο μπροστά στο Τείχος, με μια κουβέρτα, τελείως ρομαντικά, είχανε κρασί
μαζί, κι εκεί, στον κήπο των Επιθυμιών, ερωτευτήκανε, στην αρχή ήθελε μόνο να κάνει
έρωτα μαζί του, όμως εκείνες τις στιγμές που περάσανε μαζί, αισθάνθηκε κάτι πολύ
ιδιαίτερο. Την πλημμύρισε ένα πάθος που δεν το είχε ξανανιώσει.
Του είπε να ξαναβρεθούνε σύντομα, κι αυτό του άρεσε. Είχαν καταλάβει ο ένας τον
άλλο.
Τη βραδιά των Χριστουγέννων είχανε καλέσει στο σπίτι γονείς, συγγενείς και στενούς
φίλους. Ετοίμασε το τραπέζι στην εντέλεια, σημειωμένη η θέση του καθενός με πλακέτα
ασημένια και δώρα για όλους. Όταν αποφάγανε, πήγανε όλοι τους και σταθήκανε κάτω
απ' το χριστουγεννιάτικο δέντρο, ανοίξανε τις σαμπάνιες, τραγουδήσανε και δακρύσανε.
Αποβλακωμένες γέρικες φάτσες. Εκείνη σκεφτότανε όλη την ώρα ότι η ουσία της ζωής
παρέμενε αθέατη, σίγουρα δεν βρισκόταν σ' αυτά τα μηδαμινά γεγονότα, ήταν γεμάτη
αμφιβολίες, απέτυχε στο γάμο, είχε αποτύχει σαν μητέρα, όμως ήταν ερωτευμένη. Πήγε
στο δωμάτιό της, μάζεψε λίγα πράγματα κι έφυγε χωρίς να πει κουβέντα σε κανένα.
Αυτό ήταν όλο, σαπερλότ. Τον άντρα της, την κόρη της, τους γονείς της δεν τους
ξαναείδε. Εκείνες τις ώρες χρειαζότανε κάποιον να μιλήσει, κάποιον που θα τη βοηθούσε
να ξεπεράσει αυτή την κατάσταση γι' αυτό πήγε στον Ντίτμαρ. Ο Ντίτμαρ της είπε μόνο:
"Κοιμήσου εδώ". Δεν κάνανε έρωτα εκείνη τη νύχτα. Κι έτσι έμεινε μαζί του.
Είχε πια ηρεμήσει, όση ώρα μιλούσε κράταγε σφιχτά το χέρι μου στο χέρι της και
κοίταζε κατευθείαν μπροστά της σαν να περιέγραφε μια ιστορία που συνέβαινε στο
δωμάτιο.
Ο Ντίτμαρ είχε λίγα χρήματα, μόνο για να περνάει, έτσι εκείνη έψαξε και βρήκε
δουλειά σ' ένα νεανικό καμπαρέ. Είχε ωραία φωνή, την ακούσανε και την προσλάβανε,
έλεγε τραγούδια του μεσοπολέμου που είχε τραγουδήσει η Μάρλεν Ντήτριχ,
σιγοτραγούδησε:
"Υπάρχει στον αέρα κάτι το κουτό,
υπάρχει στον αέρα κάτι το ερωτικό,
υπάρχει στον αέρα κάτι το νευρωτικό".
Μαζί με τον Ντίτμαρ έζησε μια άλλη ζωή. Τα πρωινά πηγαίνανε βόλτες και τα βράδια
την έπαιρνε από τη δουλειά και ξαπλώνανε στους κήπους και φιλιόντουσαν μες τη
βροχή. Μαζί του είχε τον πρώτο της οργασμό, για πρώτη φορά ένας άντρας ήθελε την
ηδονή της, για πρώτη φορά ολοκληρώθηκε στον έρωτα κι ήταν υπέροχα. Γνώρισε σιγά
σιγά το σώμα της και το ετοίμαζε για την έκφραση.
Το χέρι της υψωμένο, τα δάχτυλα χωμένα στα μαλλιά, πίσω από την ομίχλη η
λαγνεία, δυο λίμνες από ξεβαμμένα δάκρυα μπερδεύονται στα μάγουλα, στα μάτια της
οράματα, μια γυαλάδα στις κόρες, πληγωμένα τα χείλη της, θυμωμένα. Είχε γείρει πάνω
μου, το στόμα της καυτό ακούμπησε στο πρόσωπό μου, ψιθύρισε: "Ξέρεις, οτιδήποτε
πόθησα, το πλήρωσα με την ψυχή μου..."
Την έσφιξα πάνω μου, ανταποκρίθηκε με θέρμη και κάναμε έρωτα. Ήταν απόλυτη,
δόθηκε και με πήρε ολόκληρο μέσα της, τα νύχια της χωθήκανε βαθιά στο κρέας μου,
στέναζε και φίλαγε το δαχτυλίδι που φορούσε στο μεσαίο δάκτυλο, γίναμε ένα και δεν
υπήρχε τίποτα άλλο στον κόσμο έξω από το ανδρογύναιο σύμπλεγμά μας...
16...
Κυκλοφόρησε το βιβλίο του Γιοργκ και μας έκανε γιορτή στο πατάρι. Έλαμπε από
χαρά. Εκείνη τη νύχτα χιόνισε για τα καλά. Από ένα μικρό σπάσιμο στο τζάμι του
παραθύρου έμπαιναν μικρές νερουλιασμένες νιφάδες χιονιού που γίνονταν σταγόνες
νερού πάνω στο κοφτό κέντημα της κουρτίνας και στάζανε στο περβάζι και πάνω στο
χαλί. Ήμασταν πολλοί στο δωμάτιο, βολευτήκαμε στις λίγες καρέκλες, στο ντιβάνι
ακόμα και στο πάτωμα. Πίναμε κόκκινο ουγγαρέζικο κρασί, πότε πότε βάζαμε
καινούργια κάρβουνα στη σόμπα, τα πρόσωπά μας είχαν κοκκινίσει απ' τη ζέστη. Από το
ραδιόφωνο ακουγόταν μια συναυλία με οκαρίνες. Ήταν κι ο Γιούργκεν μαζί μας, φίλος
του Γιοργκ, που δούλευε πιλότος και πέταγε συνέχεια στη βόρεια Αφρική και μας
ξελόγιαζε με ιστορίες για πολύχρωμα μπουρδέλα, έρωτες με μυστηριώδεις γυναίκες,
σιωπηλούς βερβερίνους που πίνανε τσάι μέντας και καπνίζανε κιφ σε ναργιλέδες που
γουργουρίζανε, παράξενους νουβικούς δρόμους, ασπρισμένους τοίχους σπιτιών και
πρωινά κάτω από τις βρωμισμένες τέντες καφενείων όπου κάθονταν οι έμποροι και
σκότωναν την ώρα τους παριστάνοντας τους ευρωπαίους.
Μας διηγήθηκε το τελευταίο του ταξίδι όπου γνώρισε ένα κορίτσι με πρόσωπο
ινδιάνας, κάνανε βόλτα στην προκυμαία της Κορνίς και μετά την πήρε μαζί στην πανσιόν
που μένει συνήθως, όταν διανυκτερεύει εκεί, έκανε αφόρητη ζέστη, κόλλαγε ολόκληρος,
η μυρωδιά του ιδρώτα της τον είχε χαυνώσει, κοίταζε το κορίτσι που αναδευόταν πάνω
στο χαλί της προσευχής, οι γρίλιες στα παράθυρα ήταν κλειστές και το φως έπεφτε πάνω
της γραμμωτά, το άρωμα του κορμιού της μια πρόκληση, στα μισάνοιχτα χείλη της
έβλεπε όλη την Ανατολή, στο δωμάτιο έμπαινε τσίκνα από ψητό αρνίσιο κρέας και ο
ήχος από τα τύμπανα των Δερβίσηδων, τα μάτια της αστράφτανε στο ημίφως,
γδυθήκανε, και κείνος έβλεπε στον καθρέφτη τα γυμνά κορμιά τους να συναντιόνται,
φιληθήκανε, τα χείλη της ήταν ξερά σαν την έρημο, τα στήθια της δυο λουλούδια, της
χάιδεψε την πλάτη και το δέρμα της ρίγησε, η θάλασσα έξω χτυπούσε με δύναμη στα
βράχια, ο φοίνικας μπροστά από το παράθυρο θρόιζε στην πρώτη ριπή του ανέμου, το
σκοτάδι τους τύλιξε, το κορίτσι τελείωσε ένα μακρινό ταξίδι στην αγκαλιά του κι εκείνος
μέθυσε καθώς έβλεπε την κοιλιά της να ταράζεται από τον οργασμό της...
Την ώρα που μίλαγε ο Γιούργκεν κοίταζα τις νιφάδες του χιονιού που περνάγανε
στριφογυρίζοντας μέσα από το σπασμένο τζάμι και πέφτανε στο πάτωμα.
Στο πρόσωπό του και στη θέρμη της κουβέντας του, έβλεπα τον έρωτά του για τη
βόρεια Αφρική, το ζεστό ήλιο, τις κρύες νύχτες της ερήμου, τα παιχνιδίσματα στα μάτια
των γυναικών. Γιατί εκεί μπορούσε να μένει γυμνός και να γεύεται με όλες του τις
αισθήσεις το πραγματικό του "είναι". Απελευθερωνόταν η αληθινή του ύπαρξη, η ψυχή
του, η ζεστασιά της ερήμου ήταν το κουκούλι, η μήτρα που χρειαζόταν για να γεννηθεί
ξανά και να ζήσει αληθινά.
Όμορφες περιγραφές, όμορφα λόγια. Το χιόνι έξω είχε σκεπάσει το δρόμο. Φύγανε
όλοι, έφυγε κι ο Γιούργκεν, γιατί είχε το πρωί ταξίδι.
Μείναμε οι τρεις μας.
Ο Γιοργκ συνεπαρμένος απ' τις διηγήσεις του φίλου του φώναξε όλο πάθος.
"Μια μέρα, που δε θ' αργήσει να ’ρθει, θα πάω στη Φεζ να συναντήσω τον Πωλ
Μπόουλς. Μαζί θα κάνουμε αυτό το ταξίδι", γύρισε και μου είπε.
Κουβεντιάζαμε και φανταζόμασταν τους εαυτούς μας γυμνούς απ' τη μέση και πάνω
στην αφρικανική ζέστη, κάτω από τον εκτυφλωτικό ήλιο του Μαρακές, στην Ταγγέρη,
στη Βεγγάζη, δυο ηλιοψημένοι άντρες, θα καθόμασταν στο καφέ Ντε Παρί, στη γωνία
του μπουλβάρ Παστέρ, εκεί που είναι το στέκι των πλούσιων ευρωπαίων πούστηδων και
θα κοιτάζαμε με απέχθεια τις ορδές των τουριστών να περνάνε από μπροστά μας... Και
κάποια στιγμή θα πηγαίναμε στη Φεζ να συναντήσουμε τον Μπόουλς, θα μιλούσαμε
μαζί του για λογοτεχνία, θα του δείχναμε τα γραφτά μας, θ' ακούγαμε τη γνώμη του για
την αξία μας. Το συγγραφέα που θαυμάζαμε και αγαπούσαμε.
Έξω είχε ξεσπάσει καταιγίδα. Άστραφτε και μπουμπούνιζε.
"Θα διασχίσουμε όλη τη βόρεια Αφρική και θα καταλήξουμε στην Άνω Αίγυπτο, μετά
θα πάμε στα κιμπούτζ στο Ισραήλ, που με περιμένει η Σάρα", συνέχισε ο Γιοργκ.
"Ποια είναι η Σάρα;" τον ρώτησε η Μιντιλού.
"Η Σάρα είναι ο έρωτας", είπε ο Γιοργκ.
"Θα πάρουμε το πλοίο και θα διασχίσουμε το Αιγαίο, θα περάσουμε απ' όλα τα
ελληνικά νησιά", είπα γω...
"Θα συνεχίσουμε βόρεια, να πάρουμε τον υπερσιβηρικό για να διασχίσουμε τη
Σοβιετική Ένωση, τη Μογγολία, όλη την Κίνα μέχρι τον Eιρηνικό ωκεανό", είπε ο
Γιοργκ...
Μπουμ... Έπεσε κοντά ένα μεγάλο αστροπελέκι.
"Και μετά", συμπλήρωσα εγώ, "θα βρούμε μπάρκο σε φορτηγό καράβι για να
περάσουμε στα ιαπωνικά νησιά, θα πάμε στην Οζάκα και στη Γιοκοχάμα που με
περιμένουν γυναίκες, θα μείνουμε κάμποσο καιρό και ύστερα θα ξαναμπαρκάρουμε για
τις Φιλιππίνες, θα πάμε στο Νταβάο που με περιμένει η Μαργαρίτα με τα μακριά μέχρι
τους αστραγάλους μαλλιά της..."
`Οση ώρα μιλάγαμε, η Μιντιλού καθόταν κουρνιασμένη στα πόδια μου με κλειστά τα
μάτια της γουργουρίζοντας σαν εικόνα ονείρου.
Δεύτερο αστροπελέκι, πιο κοντινό.
"Φοβάμαι", είπε η Μιντιλού, "τρέμω τους κεραυνούς, από παιδί".
"Και μετά θα πάμε στη Βόρνεο, φώναξε ξαναμμένος ο Γιοργκ, στη Τζακάρτα, στη
Σουμάτρα, στην Πολυνησία, στη Νέα Ζηλανδία, στην Αυστραλία και θα κάνουμε παρέα
με τους Αβορίγινες, στα νησιά του Πάσχα, στα τροπικά δάση της Βραζιλίας, θα μείνουμε
κοντά στους ιθαγενείς που τους εξοντώνουν για να τους συμπαρασταθούμε, και μετά θα
κατηφορίσουμε στ' άνυδρα νότια της Χιλής..."
Αυτή τη φορά ο κεραυνός φάνηκε να πέφτει πάνω στο σπίτι.
Την είδα ανήσυχη και φοβισμένη, την αγκάλιασα κι έβαλα το χέρι μου μέσα στο
μπλουζάκι της, έτριψα για ώρα τις ρώγες στο στήθος της μέχρι που η μουσική στο
ραδιόφωνο χάθηκε και το κονσέρτο έγινε μακρινά παράσιτα και λέξεις μπερδεμένες σε
άγνωστες γλώσσες από σταθμούς που εξέπεμπαν στα βραχέα.
Ο Γιοργκ είχε ξαπλώσει εξαντλημένος δίπλα μας κι έγερνε το κεφάλι του πίσω με ένα
σβησμένο τσιγάρο στο στόμα.
Σηκώθηκα, έκλεισα το ραδιόφωνο, έσκυψα κοντά της και την ξέντυσα. Αρχίσαμε να
τη χαϊδεύουμε κι οι δυο μας και να της ψιθυρίζουμε στ' αυτί λόγια καθησυχαστικά, δεν
ήταν μόνη της, δεν έπρεπε να την τρομάζει η καταιγίδα.
"Θέλω να κάνουμε έρωτα", είπε η Μιντιλού καθαρά.
Ήταν αυτονόητο.
"Είμαστε μαζί σου, θα μοιραστούμε τη νύχτα".
Τη φιλούσαμε και τη χαϊδεύαμε απαλά σ' όλο της το κορμί.
Είχε ηρεμήσει και περίμενε σιωπηλή, έξω από κάποιους μικρούς ήχους που έβγαιναν
σαν αναφιλητό από το λαρύγγι της, τη χαμηλή της ανάσα και το ρίγος που διαπερνούσε
σε κύματα τη σάρκα της και τη δική μας.
Απ' τον τοίχο μας κοίταζε βλοσυρά μια αφίσα που έγραφε, Ελευθερία στους Μαύρους
Πάνθηρες...
Άπλωσα το χέρι και της χάιδεψα τα πόδια ψηλά, το πέρασα κάτω από τη φαρδιά
μακριά φούστα με τα λουλούδια, κάτω από τις δίπλες του υφάσματος και τις σούρες,
ακούμπησα τη μαλακιά σάρκα στη μέσα μεριά στα μπούτια, εκείνη με κοίταζε
χαμογελώντας ναι, ψηλαφιστά πέρασα το χέρι μου κάτω από το σφιχτό λάστιχο στα
τριχωτά μονοπάτια, στα ζεστά και φουσκωμένα χείλη. Της έβγαλα την κυλότα κι εκείνη
με βοήθησε νωθρά, ο χρόνος είχε μια υπέροχη γλυκιά γεύση στο στόμα, την έσπρωξα
μαλακά να ξαπλώσει πάνω στο Γιοργκ και της γύμνωσα το στήθος, εκείνη μας χάιδευε
και τους δυο, ο Γιοργκ τη φίλαγε, έτριψα απαλά όλη την περιοχή με τα μαλακωμένα
δάχτυλά μου για ώρα. Εκείνη άφηνε μικρά γελάκια, τα βλέφαρά της αργοκλείνανε, στην
άκρη του στόματός της μαζευότανε σάλιο και το σώμα της τεντωνότανε αργά προς τα
πίσω με μια αβεβαιότητα σαν να ισορροπούσε σε μεγάλο ύψος. Ο Γιοργκ ψιθύριζε κάτι
ακαταλαβίστικο, νιφάδες χιονιού πέρναγαν πάλι από το σπασμένο τζάμι και λιώνανε
δίπλα μας στο πάτωμα, όλα λιώνανε, ενώνονταν και γίνονταν ένα μπερδεμένο,
αξεδιάλυτο πράγμα μέσα στη νύχτα που φάνταζε μαγικό και αιώνιο...
Την πήρα στην αγκαλιά μου, ανέβηκα πάνω της και μπήκα μέσα της, ο Γιοργκ
γλίστρησε πίσω της, και κει στο πάτωμα κάναμε έρωτα, οι λυγμοί της αναστατώνανε τις
φλόγες στη σόμπα που πετάγονταν αγριεμένες και φωτίζανε ολόκληρο το δωμάτιο,
έκαιγε ολόκληρη, η επαφή των κορμιών μας με ζεμάτισε, κουνήθηκα, εκείνη
κλαυθμήριζε κι έτρεμε ολόκληρη, χέρια άπειρα έτριβαν τα βυζιά μιας άλλης γυναίκας, το
μουνί της, την κλειτορίδα, τη μέσα μεριά των ποδιών στο πιο μαλακό μεταξένιο κομμάτι
τους, πίσω της ο Γιοργκ στέναζε, οι αγκώνες μας, τα γόνατά μας, γδαρμένα, σκισμένα
φλογίζονταν από μικρούς οξείς πόνους, στιγμές του πιο ανείπωτου πάθους, χαμένοι στο
ταξίδι της μετενσάρκωσης του ενός μες τον άλλο, στιγμές των πιο ακραίων ακροβατικών
αισθήσεων, τυλιγμένοι σε σύννεφα, δεμένοι με γάζες σαν μούμιες, μιμούμενοι
επιθανάτια τινάγματα, εκσπερματώνοντας τις ψυχές μας ο ένας στον άλλο που
αγγίζονταν με δάχτυλα αόρατα και αγκαλιές, αλλοπαρμένοι και χαμένοι σε λαβύρινθους
ηδονής και μαντάλες έκστασης... Κι οι τρεις μας κουνιόμασταν κι αγκομαχούσαμε
αγκαλιασμένοι, ιδρώναμε και ψιθυρίζαμε ο ένας στον άλλο τα ίδια γλυκαμένα
ερωτόλογα για ώρες, μέχρι που το πρωινό φως μας χώρισε, μας έκανε να καταλάβουμε
ότι δεν είμαστε μια μάζα κορμιών αλλά τρεις άνθρωποι με διαφορετική μοίρα και δρόμο
κι αυτό μας αγρίεψε κι ακούστηκαν φωνές βραχνές που μιλάγανε για κούραση και ύπνο.
Αλαφιασμένοι ακόμη από την πρωτόγνωρη γλύκα, από το κόρωμα του έρωτα,
ξαπλώσαμε κι οι τρεις στο κρεβάτι. Άνοιξα τα μάτια μου στο ξημέρωμα και τα
ξανάκλεισα, κανένας ήχος ούτε από δεξιά ούτε απ' αριστερά μου δεν έδειχνε ότι δυο
άνθρωποι ανάσαιναν στο χάραμα μαζί μου. Ήταν η κορύφωση της φιλίας και του έρωτα
που τα όριά τους δύσκολα ανιχνεύονται. Κι έτσι κάποια στιγμή μας πήρε ο ύπνος και μας
ταξίδεψε...
17...
Τα τελευταία βράδια η Κριστίνε επέστρεφε στο σπίτι παρέα με κάποιον άντρα, τους
ακούγαμε να κουβεντιάζουν μέχρι αργά. Κάποια νύχτα ξυπνήσαμε από φασαρία που
γινόταν στο δωμάτιό της. Δυνατές φωνές, σπάσιμο αντικειμένων, χαμός. Την άλλη μέρα
τη ρωτήσαμε να μάθουμε ποιος ήταν αυτός που ερχότανε τα βράδια μαζί της. Μας είπε
ότι είναι ένας παλιός της φίλος, ο Κάσπερ. Αισθανότανε τόση μοναξιά τον τελευταίο
καιρό κι έτσι είπε στον Κάσπερ να έρθει μαζί της σπίτι. Του ζήτησε να έρθει, όχι
ακριβώς για να κοιμηθούνε μαζί, αλλά για να κουβεντιάσουνε, του εξήγησε ότι τον
ήθελε μόνο για παρέα, για να 'ναι κάποιος μαζί της τη νύχτα, κι ο Κάσπερ ήρθε, όμως
κάποια στιγμή έγινε φορτικός, επέμενε να γαμηθούνε, εκείνη αρνήθηκε και τότε εκείνος
άναψε ένα σπίρτο κι έβαλε φωτιά στο πάπλωμα, έσκισε το ύφασμα και σκόρπισε τα
πούπουλα σ' όλο το δωμάτιο.
Ο Κάσπερ είχε μια άλλη εκδοχή για κείνη τη βραδιά.
"E, βέβαια, μου αρέσει, δεν μπορώ να πω, είναι εντυπωσιακός. Έρχεται στο θέατρο
κάθε βράδυ μετά την παράσταση με λουλούδια, φοράει κάτι τεράστια παντελόνια, είναι
τόσο αστείος".
Έτσι μπήκε στη ζωή μας ο Κάσπερ, με το κοροϊδευτικό χαμόγελο και την ειρωνεία
στα φρύδια. Κατάξανθος, με λεπτά χαρακτηριστικά και χείλη προκλητικά, πεταχτά,
έτοιμα να δώσουνε φιλιά ή να φτύσουνε βρισιές, μάτια αεικίνητα που όταν σε κοιτάζανε
σχημάτιζες την εντύπωση ότι σε μετράνε. Τον είχε υιοθετήσει ένας γνωστός στο
μεσοπόλεμο καμπαρετίστας του Βερολίνου που εξ αιτίας μιας αρρώστιας είχε παρατήσει
τη δουλειά του εδώ και χρόνια. Ο θετός του πατέρας δεν του 'κρυψε ποτέ ότι ο Κάσπερ
ήταν γόνος των τυχαίων αρίων ζευγαριών. Οι γονείς του ήταν εθελοντές που ζούσανε σε
μικτούς κοιτώνες και αγωνίζονταν να δημιουργήσουν γνήσιους άριους απογόνους, δεν
γνωρίζονταν μεταξύ τους, επιλέγονταν από επιστήμονες του τρίτου Ράιχ και
βρισκόντουσαν μόνο για τη γενεσιουργό πράξη ως ύψιστη εθνική αποστολή. Γι' αυτά τα
παιδιά πατέρας ήταν ο Φύρερ και μητέρα τους η Γερμανία.
Ήταν το πρώτο πράγμα που ανέφερε ο Κάσπερ, όταν γνωριστήκαμε, προφανώς είχε
σοβαρό πρόβλημα και έλλειψη ταυτότητας.
Αργότερα, η Κριστίνε επέστρεφε μόνη τα βράδια απ' το θέατρο. Ο Κάσπερ ερχότανε
ξημερώματα στο σπίτι μεθυσμένος και άρχιζαν τους καβγάδες. Οι νύχτες περνάγανε με
φωνές και τσακωμούς. Η Κριστίνε ήταν εξοργισμένη μαζί του που γύρναγε τέτοια ώρα.
Δεν μπορούσε να μένει μόνη με τα φαντάσματα της νύχτας σκόρπια γύρω της στο
δωμάτιο.
Τις μέρες ο Κάσπερ δούλευε με πετσί, σύρμα, χάντρες και κερί κι έφτιαχνε διάφορα
χαριτωμένα σκατολοΐδια. Τ' απογεύματα πήγαινε στο Λίμπφραουενβεκ, εκεί που
πούλαγαν κι άλλοι πλανόδιοι, έστρωνε καταγής την πραμάτεια του και πούλαγε.
Μου είχε πει μερικά πράγματα για τη ζωή του. Στην εφηβεία του τον είχανε
πρωτοσυλλάβει για κλοπές και από τότε μπαινόβγαινε στη φυλακή. Τον τελευταίο χρόνο
άρχισε αλληλογραφία με μια ομάδα φοιτητών που είχανε την άποψη ότι δε φταίει ο
φυλακισμένος που εγκλημάτησε αλλά η κοινωνία που τον ανάγκασε. Θέλανε να
βοηθήσουνε τους νέους ανθρώπους που βρίσκονταν στη φυλακή, γιατί πιστεύανε ότι
αυτοί οι "επαναστάτες χωρίς αιτία" αντιμάχονται το σύστημα, μόνο που τους λείπει η
θεωρητική γνώση για να γίνουν πολύτιμοι σύμμαχοι στην υπόθεση της επανάστασης.
Τα διηγιόταν αυτά ο Κάσπερ και κάγχαζε.
"Όταν βγήκα απ' τη στενή έμεινα στα κατειλημμένα σπίτια με τους
πολιτικοποιημένους φίλους μου. Το συμβούλιο μου παραχώρησε ένα δωμάτιο, στην
αρχή μου στάθηκε πολύ ο Ρολφ με τη γυναίκα του, την Ίνγκε, με φροντίσανε μου
δώσανε και λίγα λεφτά. Όμως η Ίνγκε ήθελε να κάνει έρωτα μαζί μου και κείνος θύμωνε.
Κάποια μέρα που μας έπιασε στο κρεβάτι μαζί, ο Ρολφ χτύπησε τη γυναίκα του, ε, αυτό
ήτανε, μ' έπιασε αμόκ και τα 'σπασα όλα μέσα στο σπίτι. Κάνανε συμβούλιο και με
καλέσανε ν' απολογηθώ. Λέγανε διάφορες μαλακίες, ότι είμαι βίαιος και επιθετικός και
ίσως πρέπει να κάνω ευνουχισμό, εγώ τους είπα "μικροαστούς", τους άφησα να συζητάνε
και σηκώθηκα κι έφυγα. Ευτυχώς τότε βρέθηκε η Κριστίνε και μου είπε να έρθω να
μείνω μαζί σας".
18...
Τ' απογεύματα μαζευόμασταν στο σπίτι. Η Μιντιλού γυρνούσε εκείνη την ώρα απ' την
Ακαδημία κι εγώ από τη δουλειά. Ο Γιοργκ κάτι μαγείρευε και τρώγαμε όλοι μαζί. Την
Κριστίνε και τον Κάσπερ τους βλέπαμε αραιά και πού, τρώγανε έξω, μόνο η Φελίτσια
καθότανε πότε πότε μαζί μας αλλά είχε πολύ μελέτη και κλεινότανε γρήγορα στο
δωμάτιό της για να διαβάσει. Εκείνα τα χειμωνιάτικα βράδια καθόμασταν δίπλα στη
σόμπα και προσπαθούσαμε να ζεσταθούμε. Πίναμε κρασί, βλέπαμε τηλεόραση, τα
λέγαμε.
Ο Γιοργκ μια μέρα μας διάβασε ένα σενάριο που είχε γράψει. Η υπόθεση:
Μερικοί νέοι άνθρωποι που ζούνε μαζί στο ίδιο σπίτι, μια ομάδα ανθρώπων του
περιθωρίου που κινούνται στα όρια της αμφισβήτησης και της παρανομίας, οι προθέσεις
τους είναι ειλικρινείς, ξεκινάνε να κάνουνε μια ταινία που θα προβάλλεται τις
μεταμεσονύκτιες ώρες, μια ταινία καλτ για το δικό της κοινό. Ένας όμως από την ομάδα
είναι πρεζάκι και χωρίς να το ξέρουνε οι υπόλοιποι εμπορεύεται ηρωίνη. Το βαποράκι
εμπλέκει και τους υπόλοιπους στις συναλλαγές του. `Ενα κιλό καθαρής ηρωίνης αλλάζει
χέρια κι εξαφανίζεται. Τότε εμφανίζονται οι επαγγελματίες φονιάδες για να
ξεκαθαρίσουν το τοπίο. Εκτελούν το πρεζάκι την ίδια ώρα που τον περιμένει η φίλη του
για να φύγουνε μακριά. Ο σκηνοθέτης και οι τεχνικοί της ταινίας αποκαλύπτονται, είναι
μυστικοί αστυνομικοί και συλλαμβάνουν όλους τους ηθοποιούς στο τέλος...
Σενάριο για μια ταινία που δεν κινδύνευε να γυριστεί ποτέ. Το κείμενο ήταν γεμάτο
εικόνες, δράση και πλοκή, χωρίς χρονικό ειρμό και κλασική αφήγηση.
Με τέτοιες ιστορίες αδειάζαμε κανά δυο μποτίλιες κρασί κάθε βράδυ.
"Πολλά από τα κατορθώματα του ανθρώπου οφείλονται στα πνευματικά μεθύσια",
είπε κάποτε ο Γιοργκ.
"Πρώτα απ' όλα το μεγαλείο του έρωτα", είπα γω, "επίσης στη μέθη χρωστάμε το
φούντωμα του πάθους".
"Έτσι και λείψει το κρασί η ζωή δε θα 'χει ουσία", συμπλήρωσε ο Γιοργκ.
Η Μιντιλού γέλασε. "Γίνεται όμως κι επικίνδυνη..." Τραγουδούσαμε:
"Κορίτσι βάλε μας κρασί,
απ' το μπουκάλι που κρατάς εσύ,
τα μάτια σου φλογίζονται,
κι εμείς με το μυαλό πετάμε,
και τραγουδάμε:
ευοί ευάν, ευοί ευάν!"
Κυλιόμασταν στο πάτωμα, γελάγαμε, φιλιόμασταν, αγκαλιαζόμασταν, κάναμε
έρωτα...
`Ενα βράδυ ξενύχτησα κι έγραψα ένα κείμενο. Κάτι μέσα μου είχε ελευθερωθεί, με
κατάκαιε πάλι το πάθος για γράψιμο, χτυπούσα με μανία τα πλήκτρα της παλιάς
γραφομηχανής.
Υπάρχει ένας κυματισμός του χρόνου ανάμεσα στα πελάγη του ονείρου και στις
ακρογιαλιές της πραγματικότητας. Βιώνω το φαινόμενο αυτό που δημιουργείται στις
ζώνες του μισόφωτος, στο σημείο που συναντιόνται οι δύο κυματισμοί, εκεί όπου το
έξαρμα του ενός κύματος συναντάει το κοίλωμα του άλλου, στο σημείο που το φως
γίνεται σκοτάδι, η τρικυμία νηνεμία, ο ήχος χάνεται, ο έρωτας γίνεται απόρριψη, η φιλία
ανταγωνισμός, η αμοιβαιότητα μίσος. Εισδύοντας στα μυαλά και στις σκέψεις των
άλλων, από Γιοργκ μεταβάλλομαι σε Μιντιλού και μεταμορφώνομαι ξανά στο δικό μου
σώμα, έχοντας διαπιστώσει ότι είμαστε τρεις διαφορετικοί άνθρωποι, βιώνουμε τρεις
διαφορετικές εκδοχές της ίδιας σχέσης. Κι αυτό με πληγώνει. Με την πάροδο του χρόνου
ανακαλύπτω ότι οι απόψεις μας δεν συμπίπτουν, απέχουμε στη θεώρηση και στη
σύλληψη καταστάσεων, στον τρόπο που αναπτύσσουμε τη σκέψη και τον
προβληματισμό μας, στην ενατένιση του κόσμου. Και κάποια μέρα τρελαίνομαι και
ξεριζώνω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια, γιατί δεν αντέχω άλλο να βιώνω την
τριπλή αλήθεια, με τόσο διαφορετικές οπτικές, για την ίδια σχέση φιλίας και έρωτα.
Ένα κειμενάκι, καλό ή κακό. Επιτέλους μπορούσα πάλι να γράφω.
Όταν τελείωσα και πήγα να ξαπλώσω, η Μιντιλού κοιμόταν στην αγκαλιά του Γιοργκ.
Με το Γιοργκ αρχίσαμε να γράφουμε καθημερινά και μέσα απ' το γράψιμο λέγαμε
αυτό που εννοούσαμε. Σιγά σιγά η γραφή μας γινόταν πιο αφαιρετική και με τον καιρό
τα κείμενα εμπλουτίζονταν με συναισθήματα και σκέψεις, γίνονταν όλο και πιο
περίπλοκα. Πειραματιζόμασταν με γρηγορογραμμένες πρόζες, αυτόματη γραφή, ερωτικά
παραληρήματα, ποιήματα κι ό,τι άλλο μας κατέβαινε στο κεφάλι. Μετά καθόμασταν,
πίναμε το κρασί μας και διαβάζαμε ο ένας στον άλλο. Η Μιντιλού ζωγράφιζε και
παρακολουθούσε, πότε πότε χειροκροτούσε ενθουσιασμένη.
Μια μέρα ξεκινήσαμε να γράψουμε ένα συλλογικό μυθιστόρημα, έτσι, χωρίς κορμό
και σχέδιο, όπου ο καθένας συμπλήρωνε μερικές αράδες και μετά έπαιρνε ο άλλος το
χειρόγραφο και συνέχιζε την ιστορία με το προσωπικό του στυλ και η ιστορία μπλεκόταν
με διαρκείς ανατροπές. Κράτησε μέρες αυτό το παιχνίδι. Γράψαμε αρκετές σελίδες,
σελίδες συνειρμών που τις ονομάσαμε, "το Χειρόγραφο των Συμπτώσεων". Όταν
αποφασίσαμε ότι τελείωσε, κάτσαμε και το διαβάσαμε στη Μιντιλού και ξεραθήκαμε
στα γέλια. Τρομερές καταστάσεις, απίθανα μπλεξίματα.
Ήτανε μέρες οργασμιακού ενθουσιασμού και δημιουργικής φιληδονίας. Ωραίες μέρες.
Μεθούσα από ευτυχία, ήθελα να γίνω παρανάλωμα για να δοθώ στους άλλους που
αγαπούσα, να μοιραστώ μαζί τους αυτά που αισθανόμουν, τη χαρά στον έρωτα, τη χαρά
στη φιλία, τη χαρά στην επικοινωνία.
19...
Το Σάββατο βγήκαμε όλοι μαζί. Περπατούσαμε στο δρόμο ανέμελοι, λίγο ζαλισμένοι
από την άνοιξη λίγο από τη μπίρα και δεν ξέραμε πόσο μικρή ήταν η απόσταση για το
τέλος αυτής της φιλίας.
Αυτή η υπέροχη φιλία θα ξεφούσκωνε εκείνη τη νύχτα τόσο ταπεινά. Μας είχε
καλέσει ο Έλληνας κουρέας για να μας κάνει το τραπέζι σε μια κνάιπε στη γειτονιά.
Παράγγειλε εκείνος. Φέρανε μισόλιτρα ποτήρια μπίρας και σναπς κι από ένα πελώριο
σβάινσαξε στον καθένα, ένα τεράστιο χοιρινό μπούτι καλοψημένο με πατάτες βρασμένες
και τηγανισμένες με κρεμμύδι. Τα μάτια του Γιοργκ είχαν υγρανθεί από τη μπίρα, τη
ζέστη και τη συγκινητική θέα του πιάτου. Ένιωθα την ευτυχία του. Η Μιντιλού ήταν
καθισμένη ανάμεσά μας, η παρέα, τα γέλια, η βουή μέσα στο μαγαζί σαν παφλασμός, ο
έρωτάς μας, η αγάπη για τους άλλους, μπλέκονταν, λιώνανε και γίνονταν ένα.
Ο Έλληνας άρχισε μια κουβέντα για τα παλιά χρόνια στην πατρίδα, αισθανόταν βαθιά
νοσταλγία και ήθελε να μιλήσει. Τον άκουγα μόνο εγώ, οι άλλοι από κάποια στιγμή
βαρέθηκαν ν' ακούνε ελληνικά που δεν καταλάβαιναν και κουβεντιάζανε μεταξύ τους.
Άκουγα τον Έλληνα, όμως χωρίς να το θέλω άκουγα και το Γιοργκ. Κι εκείνο το
βράδυ, ζήλεψα αφόρητα. Ζήλεψα τη Μιντιλού και το Γιοργκ. Ένιωσα να αρρωσταίνω
σιγά σιγά από το οινόπνευμα και το πάθος της ζήλιας.
Κατάλαβα ότι μέσα στο Γιοργκ είχε ξυπνήσει άγριο το ένστικτο το ερωτικό κι ήθελε
να κοιμηθεί απόψε με τη Μιντιλού, της το έδειχνε με όλους τους τρόπους.
Άκουγα αμίλητος κι έβραζα μέσα μου. Δεν ακούμπησα το φαγητό μου. Η Μιντιλού
έλαμπε, ήταν ευτυχισμένη και γέλαγε κάθε τόσο, όταν ο Γιοργκ έσκυβε και της ψιθύριζε
στο αυτί.
Κάποια στιγμή, σηκώθηκα και της είπα να γυρίσουμε σπίτι, την είδα να δυσανασχετεί,
σηκώθηκε όμως. Αφήσαμε εκεί το Γιοργκ και τον Έλληνα να πίνουνε ένα καινούργιο
γύρο, καληνυχτίσαμε και φύγαμε.
Ένιωθα γελοιοποιημένος, ένιωθα ταπεινωμένος, ένιωθα βλάκας και ηλίθιος. Κάθε
άσχημο συναίσθημα κόχλαζε μέσα στην οργή μου. Ήμουνα έτοιμος να εκραγώ και μόλις
γυρίσαμε σπίτι της έβαλα τις φωνές.
Εκείνη πήγε και ξάπλωσε, ξάπλωσα κι εγώ δίπλα της. Δεν ξέρω αν κοιμήθηκε, εγώ
έμεινα με ανοιχτά τα μάτια στο σκοτάδι, με τα άσχημα αισθήματα που με πλημμύριζαν,
που δεν μπορούσα να αγνοήσω και που με κυριεύσανε.
Είχε περάσει καμιά ώρα, όταν άκουσα την εξώπορτα ν' ανοίγει και τα βήματα του
Γιοργκ στο διάδρομο. Χτύπησε την πόρτα μας. Γεμάτος οργή, σηκώθηκα και γυμνός
όπως ήμουν πήγα και άνοιξα. Μπροστά μου έστεκε ο Γιοργκ, με τα μάτια μισόκλειστα
απ' το μεθύσι με κοίταζε. Έκανα μεταβολή και πήγα γρήγορα στο κρεβάτι, άρπαξα βίαια
τη Μιντιλού, όπως ήταν κοιμισμένη, τη σήκωσα στα χέρια, την πήγα στην ανοιχτή πόρτα
που περίμενε ο Γιοργκ κι εκεί την πέταξα πάνω του κι έκλεισα με δύναμη την πόρτα.
Ξάπλωσα στο κρεβάτι πάλι. Είπα να κουκουλωθώ να μην ακούω. Έσφιξα τα μάτια,
μπροστά μου η τελευταία εικόνα στην πόρτα. Ανασηκώθηκα, άναψα το φως και τέντωσα
τ' αυτιά μου. Βήματα στο διάδρομο, μια πόρτα άνοιξε κι έκλεισε, αόριστες ομιλίες και
μετά από λίγο άκουσα στις σκάλες του παταριού τα βήματά τους. Ξεχώρισα τα βαριά
βήματα του Γιοργκ, τα ελαφρά πατήματα της Μιντιλού, πέρασε λίγη ώρα μέχρι να
ανοίξει η πόρτα κι ύστερα τα βήματά τους στο ταβάνι, στο μικρό
δωμάτιο πάνω ακριβώς από μένα, οι πατημασιές τους δίπλα στο κρεβάτι και μετά τίποτα.
Έστησα αυτί. Τίποτα. Κράτησα την αναπνοή μου μέχρι που ένιωσα πόνο στο στήθος,
πάλι τίποτα. Κάποια σταγόνα που κρεμότανε στη βρύση της κουζίνας έπεσε μέσα σ' ένα
άπλυτο πιάτο κι ακούστηκε σαν καμπάνα στα τσιτωμένα αυτιά μου. Ξεχώρισα το αμυδρό
γύρισμα του λεπτοδείκτη στο ξυπνητήρι, η ανάσα μου, κάποιος θόρυβος μακρινός πίσω
από τα διπλά τζάμια στο δρόμο, από πάνω τίποτα. Προσπάθησα να χαλαρώσω και
διαπίστωσα ότι το κορμί μου ήτανε τεντωμένο σαν κούτσουρο πάνω στο διπλό στρώμα.
Κούνησα τα χέρια και τα πόδια μου που ήταν παγωμένα, κρυσταλλωμένα, όμως οι μύες
δεν χαλαρώνανε, ανεξάρτητοι από το τι πρόσταζε το μυαλό μου, παραμένανε τεντωμένοι
και πετρωμένοι. Σηκώθηκα και βγήκα από το δωμάτιο, περιπλανήθηκα στο διάδρομο,
στο μπάνιο, στην κουζίνα, άνοιξα το ψυγείο, κοίταξα τις πατάτες
και τα κρεμμύδια στο αποθηκάκι, βγήκα απ' την τουαλέτα κι άρχισα να ανεβαίνω τα
ξύλινα σκαλοπάτια για το πατάρι. Στα μισά σταμάτησα και ξαναγύρισα γρήγορα στο
κρεβάτι, με όλη μου τη δύναμη τις γροθιές μου, τα δόντια μου και τα καπάκια των
ματιών μου και τότε το άκουσα, ένα ανεπαίσθητο ρυθμικό τρίξιμο που πέρναγε το ταβάνι
ακριβώς πάνω από μένα και κατέβαινε σαν αλεξίπτωτο και σκέπαζε όλο το δωμάτιο.
Δάγκωσα με λύσσα τα χείλη μου, τώρα πια ήμουνα σίγουρος ότι είχανε αρχίσει να
κάνουνε έρωτα. Άλλη μια σταγόνα έπεσε από την κακοσφιγμένη βρύση στην κουζίνα,
μέσα στο νερό που είχε μαζευτεί σ' ένα φλιτζάνι κι ο ήχος του νερού καμπάνισε γι' άλλη
μια φορά μέσα στο κρανίο μου.
Το τρίξιμο στο ταβάνι χάθηκε, για μια στιγμή έγινε υποψία, την άλλη στιγμή άκουγα
όλους μαζί τους τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα να τρίζουνε. Με το χέρι μου αναζήτησα
το πέος μου, το έπιασα στα τυφλά, το έσφιξα με λύσσα κι οργή κι άρχισα ν' αυνανίζομαι.
Ένα κομμάτι πεθαμένο κρέας στο χέρι μου, στ' αυτιά μου ένα ανεπαίσθητο κριτσκρατς
από το ταβάνι, η σταγόνα του νερού που κρεμιότανε στην άκρη της βρύσης κι έπεφτε,
δεν άντεχα άλλο, σηκώθηκα και πήγα στο διακόπτη. Άναψα το φως. Όλα στη γνωστή
τους θέση, σκέφτηκα να βάλω μουσική, πήρα ένα βιβλίο στο χέρι να διαβάσω, δεν
καταλάβαινα τίποτα, άναψα ένα τσιγάρο.
Την άλλη μέρα παρουσιάστηκα σαν φάντασμα από την αϋπνία στην κουζίνα. Ήταν
καθισμένοι οι δυο τους και πίνανε καφέ. Κάθισα αμίλητος με τον καφέ μου στο τραπέζι.
Εκείνος σηκώθηκε κι άρχισε να κόβει βόλτες, εκείνη καθόταν αμίλητη. Κάποια στιγμή ο
Γιοργκ έσκυψε πάνω μου και μου είπε:
"Θέλεις να μάθεις τι έγινε; Θέλεις να τ' ακούσεις πραγματικά; Μπορεί να σε πονέσει
αλλά θα ηρεμήσεις αργότερα, όταν πέσει ο μύθος, όταν φωτιστεί το σκοτάδι και δεις ότι
αυτά που συνέβησαν ενόσω εσύ ήσουν κάτω ξαπλωμένος μόνος, όσα συνέβησαν μεταξύ
μας, είναι αυτά που συμβαίνουν ανάμεσα σ' έναν άντρα και μια γυναίκα που θα
κοιμηθούνε στο ίδιο κρεβάτι, ιστορίες τόσο παλιές όσο παλιός είναι κι ο κόσμος...
Εσύ άνοιξες την πόρτα και πέταξες τη Μιντιλού έξω γυμνή, εγώ έμεινα άναυδος,
εκείνη καλά καλά δεν είχε ξυπνήσει, όλα αυτά γίνανε μες τον ύπνο της, ερήμην της,
βρέθηκε πεσμένη κάτω μπροστά μου. Κι έσκυψα να την προστατέψω από το κρύο, την
αγκάλιασα και της είπα να ανεβούμε πάνω στο πατάρι. Τη ρώτησα αν θέλει να πιει μαζί
μου μια μπίρα, ξάπλωσα στο κρεβάτι και άνοιξα ένα μπουκάλι και της το έδωσα. Εκείνη
ακόμη χασμουριότανε κι έτριβε τα μάτια της για να ξυπνήσει. Με ρώτησε τι είχε συμβεί,
της είπα ότι μια περίπου ώρα, αφού γυρίσατε, χτύπησα δυο τρεις φορές και όταν άνοιξε η
πόρτα εμφανίστηκες εσύ που έτρεμες και πριν προλάβω να σου πω τι θέλω, μου είπες
περίμενε, πήγες μέσα και τη σήκωσες δια της βίας από το κρεβάτι, άνοιξες την πόρτα και
μου φώναξες:
"Αυτήν θέλεις, πάρτη!" κι έκλεισες την πόρτα..."
Κοίταξα τη Μιντιλού που καθόταν μπροστά στον καφέ της σιωπηλή. Ο Γιοργκ είχε
αγριέψει, η φωνή του μπάσα, το μουστάκι του κουνιότανε πάνω από το στόμα του όσο
μιλούσε. Το αναψοκοκκινισμένο χρώμα στο πρόσωπό του με εξόργιζε.
Έβαλα τις φωνές κι έκλεισα με τα δυο χέρια τ' αυτιά μου.
"Δε θέλω ν' ακούω! Κι ούτε θέλω να μάθω! "
Όρμησε πάνω μου και με χτύπησε με τα δυο του χέρια.
"Ναι ρε, έκανα έρωτα μαζί της, τη γάμησα, το ήθελε κι εκείνη όσο κι εγώ!"
Συνέχισε να με βαράει κι εγώ ανταπέδιδα τα χτυπήματα στα τυφλά.
"Σ' έβαλε να τις σφίξεις τα βυζιά", του φώναξα, "να τις γλείψεις τις ρώγες, μαλάκα;"
Συνεχίσαμε να χτυπιόμαστε, γκρεμιστήκαμε κάτω, ματώσαμε και σερνόμασταν πάνω
στα πλακάκια, ενώ συνεχίζαμε να βαράμε ο ένας τον άλλο.
Κάποια στιγμή μπαφιάσαμε και σταματήσαμε, εκείνη δεν είχε κουνηθεί από την
καρέκλα της. Σηκωθήκαμε και καθίσαμε στο τραπέζι λαχανιασμένοι. Χωρίς να πει
κουβέντα η Μιντιλού, σηκώθηκε και πήγε στο δωμάτιο. Ο Γιοργκ άνοιξε μια μπίρα,
γέμισε δυο ποτήρια και έσπρωξε το ένα μπροστά μου. Αδειάσαμε αργά τη μπίρα μας και
με τα αίματα ακόμη στα μούτρα βγήκαμε έξω στο δρόμο, Κυριακή πρωί, και πήγαμε στη
γωνιακή μπυραρία Τσουρ Τράουμπε. Όταν μπήκαμε μέσα και μας είδανε οι πρωινοί
πελάτες γουρλώσανε τα μάτια, εμείς είπαμε ότι τους κερνάμε όλους ένα γύρο. Και
πήγαμε να κάτσουμε παρέα με το φίλο μας τον Έλληνα που φαινόταν να τα έχει χάσει.
Όταν γυρίσαμε στο σπίτι, πρώτα πλύθηκα από τα αίματα και μετά πήγα στο δωμάτιό
μας. Τη βρήκα να ζωγραφίζει. Κάθισα σε μια μεριά και την κοίταζα. Δε μιλήσαμε για
ώρα. Κάποια στιγμή τη ρώτησα αν έχει κάτι αλλάξει ανάμεσά μας.
"Όχι", απάντησε.
"Δηλαδή είναι όλα όπως και πριν;"
Γύρισε και με κοίταξε, "Ναι, όλα είναι όπως και πριν".
"Μερικές φορές κάτι με πιάνει που δεν μπορώ να το ελέγξω", είπα γω...
"Απλώς, ν' αποδεχτείς τη σχέση μου με το Γιοργκ..."
Εκείνη μιλούσε κι εγώ έβλεπα ένα βαθυσκότεινο δρόμο μπροστά μου.
"Από παιδί μ' ενθουσίαζε η ιδέα να κάνω ένα μεγάλο ταξίδι, έτσι ξαφνικά χωρίς
προετοιμασία, τελείως παρορμητικά, να βρίσκομαι τυχαία τη μια μέρα εδώ και την άλλη
εκεί, ακολουθώντας τη διάθεση της στιγμής, όπως λέει κι ο Γιοργκ".
"Τι είναι αυτό πάλι;"
"Κανονίσαμε να φύγουμε αύριο μαζί, θα κάνουμε ένα ταξίδι..."
Ένιωσα προδομένος.
"...πολιτείες, χώρες, μέρη διάφορα..." σταμάτησε να ζωγραφίζει και συνέχισε,
"...άνθρωποι γνήσιοι και καταστάσεις απρόσμενες, γεμάτες κινδύνους, να συναντάς
συνέχεια νέους ανθρώπους. Στους δρόμους της ύπαρξης, που λέει ο Γιοργκ".
"Και το δικό μας το ταξίδι;" τη ρώτησα.
"Θα πάμε αργότερα, όταν γυρίσω".
Φύγανε την άλλη μέρα.
21...
Συνέχισα να πηγαίνω κάθε πρωί στο γραφείο, έκανα τη δουλειά μου αμίλητος, η κυρία
Μπούχλερ με κοίταζε παραξενεμένη, αλλά δεν έλεγε τίποτα. Εδώ και καιρό μου 'χε
πρηστεί το δόντι μετά από μια απονεύρωση, πήγα ξανά στον οδοντίατρο κι εκείνος μου
έκανε μια τομή στο ούλο για να φύγει το πύον. Η πληγή δεν έλεγε να κλείσει και το πύον
συνέχιζε να τρέχει, ένιωθα το στόμα μου να σαπίζει. Οδοντίατρο δεν ήθελα να ξαναδώ.
Πυορροούσα με μια μαζοχιστική διάθεση. Γυρνούσα στο σπίτι, δεν είχα καμιά όρεξη να
καθίσω στην κουζίνα, έτρωγα κάτι στα πεταχτά και κλεινόμουνα στο δωμάτιό μου.
Μονάχος, βημάτιζα πάνω κάτω και συλλογιζόμουν. Αμέτρητες ώρες προσμονής για
κάποια κουβέντα απ' το αγαπημένο πρόσωπο.
Πότε πότε ερχόταν με το ταχυδρομείο μια κάρτα:
Διασχίσαμε τη Γαλλία και την Ισπανία με αυτοκίνητο. Κάνουμε ωτοστόπ, για να μας
φτάσουνε τα λεφτά. Με το Γιοργκ μιλάμε συχνά για σένα, είσαι το καθημερινό μας θέμα.
Στη Μάλαγα πήραμε το πλοίο και περάσαμε στο Μαρόκο, υπέροχη διαδρομή. `Έκανα
σκίτσα στο Γιβραλτάρ. Δίνω τις εξετάσεις μου στη ζωή, βάζω σε δοκιμασία τον εαυτό
μου, νομίζω ότι ωριμάζω. Σίγουρα το καταστάλαγμα πείρας βοηθάει να δεις πιο άμεσα
και καθαρά. Αύριο θα πάμε στην Καζαμπλάνκα και μετά στη Φεζ. Μυθικά μέρη... Ο
Γιοργκ σου στέλνει την αγάπη του. Σ' αγαπώ και μου λείπεις πολύ. Fini, Basta, Adios.
Έμενα κλεισμένος στο δωμάτιο κι έβγαινα σπάνια για τ' απαραίτητα, καθισμένος ή
ξαπλωμένος στο κρεβάτι άνοιγα την τηλεόραση με τις ώρες για να ξεχαστώ και κοίταζα
μπροστά μου στο τίποτα. Το σώμα μου με πονούσε από την έλλειψή της, ένιωθα λειψός,
στριφογύριζα στο κρεβάτι, τις ξάγρυπνες νύχτες, το κορμί μου πόναγε χωρίς έρωτα,
ένιωθα τα αποτελέσματα της ζήλιας, της θλίψης, της εγκατάλειψης να με βαραίνουν. Μ'
έπαιρνε ο ύπνος για λίγο και πεταγόμουνα αλαφιασμένος, δίπλα μου το στρώμα άδειο,
εκείνη έλειπε.
Άκουγα τους άλλους που περπατάγανε στο σπίτι, άκουγα πότε έρχονταν και πότε
έφευγαν. Απόφευγα να συναντηθώ μαζί τους. Δεν είχα διάθεση να δω κανέναν. Από τα
παράθυρα ακούγονταν φωνές μικρών παιδιών που τρεχαλίζανε και παίζανε στην αυλή
του σχολείου που ήταν απέναντι στο σπίτι. Τα απογεύματα ησυχία. Μόνο η μηχανή
κάποιου αυτοκινήτου, κάποιο μακρινό κορνάρισμα.
Έτσι πέρασαν μέρες πολλές.
Μια Κυριακή ξύπνησα από ομιλίες στην κουζίνα. Μου φάνηκε σαν να 'κουσα τη φωνή
του Ντίτμαρ. Σηκώθηκα και πήγα να δω. Από την πόρτα έβγαινε έντονη μυρωδιά
καμένου μοσχολίβανου. Σταμάτησα στο κατώφλι και κοίταξα μέσα, η Φελίτσια
καθότανε σε μια καρέκλα και δίπλα της η Κριστίνε. Κι οι δυό τους φοράγανε πολύχρωμα
ινδικά φορέματα.
Στη μέση της κουζίνας όρθιο είδα τον Ντίτμαρ. Φορούσε ένα φαρδύ παντελόνι, ήταν
γυμνός απ' τη μέση και πάνω και ξυπόλητος, το πρόσωπό του φωτίστηκε όταν με είδε,
αγκαλιαστήκαμε. Είχε φτάσει εκείνο το πρωινό. Χάρηκα πολύ που τον είδα.
Είχε φέρει για όλους ρούχα πολύχρωμα κεντητά. Για μένα είχε φέρει ένα κεντημένο
γιλέκο απ' το Αφγανιστάν.
"Κάτσε ν' ακούσεις", μου είπε, "τους εξηγώ μιαν άσκηση".
Τα μαλλιά του είχαν μακρύνει πολύ και πέφτανε πάνω στους ώμους.
"Προσέξτε, θα σας δείξω έναν από τους τρόπους που οδηγεί στην αυτογνωσία. Για να
μάθεις τον εαυτό σου καλύτερα και ν' απελευθερώσεις τη δημιουργικότητα που
βρίσκεται μέσα σου, έτσι ελευθερώνεις το πνεύμα και το σώμα..."
Ο Ντίτμαρ κάθισε σταυροπόδι στο πάτωμα, οι κοπέλες κάθισαν δίπλα του.
"Όλοι οι δημιουργοί διευρύνουν τη συνείδησή τους με τη ντάρμα. Κάθεσαι κατάχαμα,
κλείνεις τα μάτια και φαντάζεσαι ότι κάπου ψηλά υπάρχει ένας νοητός ήλιος που λάμπει,
λάμπει εκτυφλωτικά. Οι λαμπερές του ακτίνες κατεβαίνουνε σιγά, έρχονται και
φωτίζουνε το πάνω μέρος του κεφαλιού σου".
Μπήκε ο Κάσπερ, χωρίς να μιλήσει, στην κουζίνα. Οι τρεις τους στο πάτωμα κάνανε
τις ίδιες κινήσεις.
"Αν αφεθείς, η ζεστασιά θα σε πλημμυρίσει ολόκληρο και θα φτάσει μέχρι την
τελευταία γωνιά του σώματός σου, στα πιο απομακρυσμένα άκρα, θα τη νιώσεις, θα την
αισθανθείς παντού, ακόμη και έξω από το σώμα σου, να σε τυλίγει σαν κουκούλι".
"Είναι υποβολή", είπε ο Κάσπερ.
Ο Ντίτμαρ δε σάλεψε.
"Όλα αυτά όμως αργά, χωρίς βιασύνες και όταν τελειώσεις, άφησε το φως, τη
ζωοδότρα ενέργεια να φύγει και να χαθεί, άνοιξε τα μάτια και σκέψου πώς
αισθάνθηκες..."
Η Φελίτσια σηκώθηκε, άνοιξε την πορτούλα στη μεγάλη βερολινέζικη σόμπα που
κάλυπτε σχεδόν τη μια πλευρά του χώρου κι έριξε δύο μπρικέτες, η κουζίνα ήταν ζεστή.
"Ήταν μια υπέροχη εμπειρία", είπε.
"Εγώ δεν ένιωσα τίποτα", είπε η Κριστίνε.
"Θα σου δείξω ένα καλό κόλπο που έμαθα στη φυλακή από κάποιον που είχε ζήσει
στις Ινδίες", είπε ο Κάσπερ.
Πήγε στο δωμάτιο και γύρισε μετά από λίγο με τρεις μακριές βελόνες στο πρόσωπο,
τις δύο τις είχε μπήξει σταυρωτά στα μάγουλα πέρα πέρα και την τρίτη στη γλώσσα.
Η Κριστίνε έμπηξε μια στριγκλιά, όταν τον είδε.
Στάθηκε μπροστά στον Ντίτμαρ και του είπε.
"Βλέπεις πουθενά αίμα να τρέχει;" είπε, "σου το 'πα, υποβολή είναι όλα..."
22...
Το πρωί με ξύπνησε μια μουσική στο ράδιο από έναν ασυντόνιστο σταθμό, η
φυσαρμόνικα και η μεθυσμένη φωνή του Ντύλαν ...It's All Over Now, Baby Blue... Το
κρύο ήτανε τρομερό, μόλις έβγαλα το χέρι έξω από το πάπλωμα, πάγωσε. Η ανάσα μου
ζωντάνευε μπροστά στο μούτρο μου.
Τα ροχαλητά του Ντίτμαρ στην άλλη πλευρά του δωματίου είχαν δυναμώσει. Έξω στο
δρόμο οι φωνές των ρόκερς που βάζανε τις μηχανές να δουλέψουνε μπροστά στα
παράθυρά μας. Ένιωθα το πρόσωπό μου παγωμένο, έβλεπα την ανάσα μου και δεν είχα
καμιά διάθεση να σηκωθώ. Μέσα απ' το θόρυβο των μηχανών ξεχώρισα το επίμονο
ροχαλητό απ' την πλευρά που κοιμότανε ο Ντίτμαρ. Κοίταξα προς το μέρος του.
Ντυμένος ακουμπούσε με την πλάτη στον τοίχο και ροχάλιζε, το κεφάλι του γερτό στο
δεξιό ώμο, το στόμα μισάνοιχτο, η γλώσσα κρεμόταν έξω, πάνω στο πουκάμισο είχανε
τρέξει ξερατά. Σηκώθηκα και πήγα ανήσυχος κοντά του. Το πρόσωπό του μπλάβο, γύρω
από τα μάτια του μαύροι κύκλοι, πάνω στην
κουβέρτα σωληνάρια χάπια αδειασμένα. Κατάλαβα αμέσως ότι ο Ντίτμαρ πέθαινε, δεν
είπα τίποτα στο σπίτι, έτρεξα έξω να πάρω τηλέφωνο τις Πρώτες Βοήθειες.
Έμεινα ώρες στο νοσοκομείο, στην αρχή τον πήγανε για πλύση στομάχου κι αργότερα
τον βάλανε στο θάλαμο της εντατικής, εγώ στάθηκα απέξω και από το μικρό τζάμι τον
παρακολουθούσα που κοιμότανε βαθιά.
Βράδυ πια έφυγα από το νοσοκομείο και κατέληξα στην κνάιπε Τσουρ Τράουμπε.
Κάθισα με τον Έλληνα και τα 'πιαμε.
Του είπα τι συνέβη με το φίλο μου. "Πεθαίνουν όλοι οι ποιητές, ο λόγος κι η πράξη
στη ζωή μένουν χωρίς ερμηνεία, χωρίς προφητείες, χωρίς φαντασία, χάνονται όλοι οι
πλάνητες τούτου του κόσμου", κατέληξα δακρυσμένος.
"Οτιδήποτε φεύγει από τη ζωή", είπε κείνος, "ξαναγεννιέται και πάλι στις περιδινήσεις
κάποιου κύκλου, γιατί τίποτα δεν είναι απολύτως νέο. Όπως το έντομο εμφανίζεται να
πεθαίνει και ξαναζεί στη μετάλλαξή του στο κουκούλι, από προνύμφη σε κάμπια, σε
νύμφη κι έπειτα σε πεταλούδα".
"Υπάρχει μια αρμονία πάνω απ' όλα, ο νεαρός φίλος σου θα γίνει καλά και θα
συνεχίσει πιο δυνατός τη ζωή του. Έτσι είναι, όλοι μας γεννιόμαστε με σώμα και μυαλό,
αισθήματα, όνειρα και φαντασία, δες, ο σκύλος μου, όταν του μιλάω, μου απαντάει,
αφουγκράζομαι τις απαντήσεις του στα ρουθουνίσματά του, τον χαϊδεύω και τον
αισθάνομαι σαν κομμάτι της ζωής μου κι αυτός αφήνεται, ανασκελώνεται, μου
παραδίνεται, με κοιτάζει στα μάτια και συζητάμε. Ο Πυθαγόρας, ο Άγιος Φραγκίσκος
της Ασσίζης μίλαγαν με τα ζώα ακριβώς όπως και με τους ανθρώπους..."
Του είπα ότι σκοπεύω να πάω ταξίδι στην πατρίδα, εκείνος συγκινήθηκε. Η χούντα
του είχε πάρει το διαβατήριο και δεν μπορούσε να ταξιδέψει στην Ελλάδα. Θα τον
πιάνανε αμέσως...
Στο σπίτι, μίλησα στην Κριστίνε και της εξήγησα τι είχε γίνει. Ήθελε να πάει να τον
δει, όμως δίσταζε. Της είπα ότι θα ρωτούσα τον ίδιο και θα της έλεγα. Όταν μετά από
λίγες μέρες ο Ντίτμαρ συνήλθε, ζήτησε να του φέρω λίγα πράγματα από το σπίτι κι αφού
στάθηκε στα πόδια του, τον συνόδεψα στο σταθμό και πήρε το τρένο για το Μόναχο...
24...
Ο Κάσπερ έγινε δημοφιλής κάνοντας το νούμερο με τις βελόνες στην πλατεία της
Γκεντέχνισκιρχε. Στεκόταν στα σκαλιά της εκκλησίας και αφού πρώτα
αυτοσυγκεντρωνόταν μέχρι να σταματήσουν οι περίεργοι, με αργές κινήσεις έμπηγε την
πρώτη βελόνα, δεκαπέντε πόντους μακριά, στο αριστερό του μάγουλο και την έβγαζε
από την άλλη πλευρά, μετά έμπηγε την δεύτερη βελόνα στο δεξιό μάγουλο,
παραμένοντας σ' όλη τη διάρκεια ακίνητος και εκτελώντας το νούμερό του με πολύ
προσεκτικές κινήσεις. Τέλος με τις βελόνες στο πρόσωπο γύριζε το δίσκο και μάζευε
χρήματα απ' τον κόσμο που τον παρακολουθούσε.
Άρχισε να κουβαλάει μαζί του φίλους από τη φυλακή και διάφορους λούμπεν που
γνώριζε στην πλατεία, άστεγους αλήτες που περνάγανε από την πόλη σαν αποδημητικά
πουλιά. Γυρνάγανε στο σπίτι ξημερώματα κάνοντας φοβερή φασαρία. Πίνανε μπίρες και
παίρνανε χάπια. Κοιμόντουσαν όλοι στο δωμάτιο της Κριστίνε σε στρώματα που 'χανε
βάλει κατάχαμα. Στο ψυγείο πλέον δεν υπήρχε τίποτα φαγώσιμο και κανείς δεν
εμπιστευόταν ν' αφήσει κάτι εκεί. Η Φελίτσια έφυγε απ' το σπίτι και κοιμότανε αλλού.
Κάποια νύχτα η Κριστίνε ξέσπασε. Όχι, δεν ήθελε να συνεχίσουνε αυτή τη σχέση. Του
είπε να τα μαζέψει και να φύγει, τον έδιωξε.
Πέρασαν μέρες. Μέρα τη μέρα έβλεπα τη Μιντιλού να συνέρχεται. Βρήκε πάλι το κέφι
της, το γέλιο της. Τη ρώτησα αν ήταν έτοιμη για το ταξίδι μας. Ναι, το ήθελε πολύ.
Αποφασίσαμε να φύγουμε σύντομα. Έδειχνε τη χαρά της κι εγώ πια δεν κρατιόμουνα.
Την άλλη μέρα αποχαιρέτησα τη φράου Μπούχλερ στο γραφείο. Το ίδιο βράδυ
ξυπνήσαμε από φωνές και βίαια χτυπήματα στην πόρτα του δρόμου. Ήταν ο Κάσπερ που
είχε γυρίσει μεθυσμένος και φώναζε στην Κριστίνε να του ανοίξει για να μπει. Από τη
τζαμαρία φαίνονταν μόνο το κεφάλι και τα πόδια του που κλώτσαγαν με μανία την
ξύλινη πόρτα. Η Κριστίνε άνοιξε το παράθυρο και του φώναξε να
φύγει, αυτός πήγε στο αντικρινό πεζοδρόμιο για να μπορούμε να τον βλέπουμε καλύτερα
και ούρλιαξε.
"Σε μισώ κι ήρθα να στο φωνάξω, σας μισώ όλους σας, βγείτε στα παράθυρά σας να
δείτε τι θα κάνω, αφού δε μ' αφήνετε να μπω, βλέπετε τη γάτα;" σήκωσε στον αέρα μια
γάτα που την κρατούσε από το σβέρκο, η γάτα σπαρταρούσε, στο άλλο χέρι κράταγε ένα
μαχαίρι:
"Αν δεν μ' αφήσεις να μπω θα της κόψω το κεφάλι."
Η Κριστίνε δε μίλησε, κανείς δε μίλησε. Ο Κάσπερ με μια μόνη κίνηση έκοψε το
κεφάλι της γάτας, το πέταξε στην πόρτα του δρόμου και χάθηκε μέσα στη νύχτα.
Ο Γιοργκ δεν είχε δώσει σημεία ζωής μέχρι που φύγαμε. Γράψαμε ένα σημείωμα και
το αφήσαμε στην πόρτα του παταριού.
"Σήμερα φεύγουμε για Ελλάδα. Σε σκεφτόμαστε. Δεν ξέρουμε τι απέγινες, μήπως σ'
έχουνε απαγάγει τίποτα έκφυλες Γαλλίδες; Στρώσου και γράψε! Θα μας δεις μια μέρα να
γυρίζουμε στο σπίτι. Σ' αγαπάμε κι οι δυο!"
26...
Η αίσθηση της χώρας. Η θάλασσα είναι το θηλυκό, ο ήλιος το αρσενικό. Ένιωθα τόσο
ένυλη την αγάπη μου για το γενέθλιο τόπο.
Η γειτονιά μου αγνώριστη, οι παιδικοί φίλοι χαμένοι στο εξωτερικό, σε ένα σπιτάκι με
αυλή και περικοκλάδες οι γονείς μου περιμένουν υπομονετικά.
Είχαμε την τύχη ν' ακούσουμε τον Τσιτσάνη και τη Μπέλλου να τραγουδάνε ιστορίες
του τόπου.
Ταξιδέψαμε σε ασφαλτόδρομους, θαυμάσαμε πόλεις που λιώνανε στην κουφόβραση
της επικείμενης μπόρας, συναντήσαμε στ' Αναφιώτικα ανθρώπους που τα βράδια
συνομιλούσαν με αρχαίους φιλοσόφους, μπήκαμε σε προσφυγικές παράγκες που
κάθονταν γυναίκες κι άντρες χαμένοι στους καπνούς τσιγάρων και συζητούσανε τα
μελλούμενα μπροστά σε αναποδογυρισμένα φλιτζάνια του καφέ, νιώσαμε την ανησυχία
του σούρουπου, αφουγκραστήκαμε το θρόισμα του αέρα που ζωντανεύει τα απλωμένα
ρούχα.
Πήρα τη Μιντιλού μαζί μου ψηλά στους αέρινους δρόμους, εκεί που ματώσανε τα
παιδικά γόνατα απ' τα πεσίματα κι ακούστηκαν τα πρώτα εφηβικά κλαψουρίσματα,
είδαμε μαζί κοπάδια πουλιών να περνάνε αργά και να χάνονται στην άκρη του φωτερού
μπλε της νύχτας, καθισμένοι καταγής μυρίσαμε το βρεγμένο γρασίδι με τη μοναδική
μυρωδιά, την ανασκαλεμένη κόκκινη γη, ταράξαμε τα λίγα στάσιμα νερά,
αφουγκραστήκαμε το πετάρισμα άγριων πουλιών, το κρώξιμο βατράχων, είδαμε τις
αφρίλες απ' το ξενέρισμα της προπέλας του φορτηγού πλοίου που θαλασσόδερνε στη
φουρτούνα, ξημέρωμα ακούσαμε τα μεθυσμένα γέλια των τελευταίων θαμώνων στα
μπαρ της παραλίας, οσφριστήκαμε το θαμπό άρωμα από μαραμένα τριαντάφυλλα,
περάσαμε κάτω από ρωμαϊκές καμάρες στην πάνω Πόλη και βγήκαμε στις αλάνες που
τρέχαν και κυνηγιόνταν τα προσφυγόπουλα, βαδίσαμε στους λιθόστρωτους δρόμους
όπου απλώνεται η κάπνα των ναργιλέδων με ανακατεμένη μυρωδιά φούντας και
λιβανιού που καπνίζουνε Έλληνες, Τούρκοι και Πομάκοι ίδια κι απαράλλαχτα αιώνες
τώρα, διασταυρωθήκαμε στα στενά δρομάκια του μεσαιωνικού κάστρου με το Σταύρο,
τον ήρωα του Παναΐτ Ιστράτι, κοιμηθήκαμε στο παλιό πανδοχείο, εκεί που του είχανε
κλέψει τα τελευταία του λεφτά, προτού γίνει άφαντος. Περιπλανηθήκαμε σε
στενοσόκακα που μας έβγαλαν μπροστά στα χαλάσματα αρχαίων ναών, οι ζωφόροι
σκοτεινά περιγράμματα, πυρπολημένα ανθέμια. Σταθήκαμε μπροστά στο σύμπλεγμα της
Αφροδίτης, του Πάνα και του Έρωτα, περπατήσαμε πάνω σε φαγωμένες βοτσαλωτές
αυλές, αγκαλιασμένοι περάσαμε την οδό της γονιμότητας με τις κοσμικές ψωλές που
σημαδεύουν τον ουρανό, ακούσαμε αντίλαλους και βογκητά από τις αρχαίες δεξαμενές,
σταματήσαμε σ' ένα πηγάδι και κοιτάξαμε μέσα στο νερό την αντανάκλαση των
προσώπων μας, κολυμπήσαμε στην ιερή Λίμνη ο απαλός νότιος άνεμος χάιδεψε τα
κορμιά μας σαν μακρινή αυγουστιάτικη πυρκαγιά.
Επισκεφτήκαμε μια μεσαιωνική πολιτεία, κρυμμένη από το πέλαγος, αόρατη για τα
πλοία που περνάνε ανοιχτά, σταθήκαμε στη θολωτή πύλη, μοναδική είσοδο της πόλης,
την πορτάρα, φτιαγμένη με χοντρά ακατέργαστα δοκάρια φερμένα από την Οδησσό,
χαϊδέψαμε πάνω στη χοντρή λαμαρινένια επένδυση τα μεγάλα σκουριασμένα
πετσικαρισμένα καρφιά που μοιάζαν με φολίδες προϊστορικού ζώου, ψηλαφίσαμε πάνω
στα πορτόφυλλα τα ίχνη από βαθιές τσεκουριές επιδρομέων και βαθουλώματα από
κριούς, ο αέρας στα στενά δρομάκια χλιαρός, το καλντερίμι ασήμιζε στο φως του
φεγγαριού, στην πλατεία της παλιάς πόλης παρατημένα σκηνικά κάποιας
κινηματογραφικής ταινίας, τα τελάρα των ψεύτικων τοίχων χάσκανε σκισμένα και
κουνιόνταν ελαφρά στο φύσημα του αέρα, κάτω από τα τείχη του κάστρου τα μεγάλα
καφετιά βράχια που πάνω τους σκάγανε τα κύματα της θάλασσας. Ξαπλώσαμε στα
εξωτερικά τείχη και χαϊδευτήκαμε τρυφερά. Το χάραμα ήρθε με τα πρώτα ρίγη απ' την
πρωινή δροσιά, ένα καΐκι μ' ανοιχτά τα πανιά του μπήκε στον κρυμμένο κόλπο, ρόδισε,
πιο πέρα στην πλαγιά του βουνού φωτίστηκε το αμφιθεατρικό χωριό, τα κοκόρια
τέντωσαν τα λαρύγγια τους και χαιρετήσανε τη διαχρονικότητα, περπατήσαμε στην αχλή
του πρωινού, δίπλα στο φλοίσβισμα των κυμάτων, ανακαλύψαμε τη σπηλιά της
θάλασσας που κατοικήθηκε από τους πρώτους τρωγλοδύτες κι όταν μπήκαμε μέσα
ακούσαμε το βρυχηθμό του πρωτανθρώπου.
Διασχίσαμε τα χωριά που λατρεύουνε το Διόνυσο και περπατάνε στην πυρά, στις
παραλίες ανακαλύψαμε ξεραμένα πηγάδια που δίνανε νερό στους αρχαιότερους
εποικιστές, είδαμε τάφους στα προαύλια μικρών εκκλησιών με σκηνώματα που δεν είχαν
λιώσει κι είχαν βρυκολακιάσει, αγκαλιαστήκαμε σφιχτά ανακουφισμένοι πρόσκαιρα, το
φως του ήλιου εμφανιζόταν εκτυφλωτικό και αμέσως χανόταν στις σκιές, ξαπλώσαμε σε
αγροτικά ξέφωτα, αναρριχηθήκαμε σε μονοπάτια δύσβατα, σε απόκρημνα στοιχειωμένα
βουνά, σε περάσματα ξεχασμένα, όπου ολόγυρα ήταν μόνο βράχια, από ψηλά
ακούγονταν κρωγμοί γερακιών και κάτω έχασκε το απροσμέτρητο χάος με υποθετικές
πεδιάδες χαμένες στην πρωινή ομίχλη, κοιμηθήκαμε στην κορφή του βουνού.
Νύχτα, μακριά ένας σκύλος αλυχτάει, σκίουροι τινάζουν τσόφλια καρυδιών από τα
δέντρα, κουκουβάγιες βγάζουν κραυγές θανάσιμες, τρελαμένα γέλια από νυχτοπούλια
τελειώνουν μέσα σε τσιρίδες τρόμου, το αγιάζι σφίγγει και πονάει, όλα τα νυχτόβια
ουρλιάζουνε, μες τις κραυγές τους ξεψυχάει η νύχτα, οι τελευταίες λέξεις σβήνουν.
Σχεδίαζε με τις ώρες. Δεν έμενε όμως ευχαριστημένη από τα σχέδια που έκανε και τα
έσκιζε.
"Γιατί τα σκίζεις;" τη ρώτησα.
"Γιατί όλα σβήνουνε, υπερφωτίζονται και χάνονται κάτω απ' αυτόν τον εκτυφλωτικό
ήλιο", είπε.
"Εμένα ο ήλιος με ζωντανεύει, νιώθω να με πλημμυρίζει και πάλι το πάθος για τη
ζωή", είπα.
"Μα, για ποια ζωή μιλάς; Όταν ζωγραφίζεις στον ηλιόλουστο τούτο τόπο, είναι σαν να
παραπατάς στα σκοτεινά..."
"Κι όμως απ' τη στιγμή που φτάσαμε, νιώθω σαν να έχει λυθεί ένας κόμπος μέσα μου,
αισθάνομαι ανάταση ψυχής, βρίσκομαι σε έκσταση..."
"Μα εδώ είναι ο θάνατος της ψυχής. Οι άνθρωποι που συναντάμε καθημερινά είναι
όλοι τους φοβισμένοι, υποταγμένοι, χαμαιλέοντες. Κοιτάζουν τον εαυτούλη τους και
μιλάνε συνέχεια για δουλειές και για χρήματα".
"Δεν είναι όλοι έτσι, υπάρχουν τόσοι άλλοι που σκέφτονται, που αντιδρούν..."
"Και πού είναι η αντίδρασή τους; Σ' εμάς υπάρχει αναβρασμός, στις Πολιτείες το ίδιο,
παντού οι νέοι άνθρωποι αμφισβητούν καθετί το παλιό..."
"Αυτά που γίνονται εκεί είναι πράγματα που γίνανε, γίνονται και θα γίνονται",
κατέληξα.
"Ο κόσμος ξεσηκώνεται, διεκδικεί, αγωνίζεται να σταματήσει ο πόλεμος, να
απελευθερωθεί ο άνθρωπος, να μην υπάρχουν ανισότητες στον πλανήτη, να μην υπάρχει
ρατσισμός, να μην εξαργυρώσουμε την ψυχή μας, τέλος τέλος, στον ευδαιμονισμό".
"Εδώ, βλέπεις παντού τα χνάρια πολιτισμών που διαγράψανε κύκλους ακμής και
παρακμής πολλές φορές. Γιατί ο τόπος αυτός υπάρχει πάνω από χρονικούς
προσδιορισμούς, υπενθυμίζει το εφήμερο της ανθρώπινης παρουσίας, δεσπόζει και
κυριαρχεί πάνω στους κατοίκους του".
"Μα εδώ οι κάτοικοι που λες καταστρέφουνε τις παραλίες για να χτίσουνε ξενοδοχεία
για τους τουρίστες. Αυτή είναι η αντίδρασή τους στο σκοταδισμό, στη Δικτατορία; Όπου
κι αν πήγαμε, στα καφενεία, στις αγορές, στα λεωφορεία, παντού χαφιέδες, στρατιωτική
αστυνομία, ηλίθιοι και χυδαίοι στρατιωτικοί που παρακολουθούνε κορδωμένοι.
Εφημερίδες που γράφουνε με καρμπόν, το ραδιόφωνο μεταδίδει πανομοιότυπες ειδήσεις,
η τηλεόραση είναι στρατιωτικό κανάλι. Εσύ ο ίδιος είπες ότι οι φίλοι σου οι
παιδικοί έχουνε φύγει στο εξωτερικό γιατί εδώ δεν μπορούσανε να ζήσουνε..."
Είχα αφαιρεθεί κοιτάζοντας μια μάχη πάνω στο χώμα, μεγάλα μαύρα μυρμήγκια με
σηκωμένο κώλο, λεπτά γρήγορα ποδαράκια και ανήσυχες κεραίες επιτίθονταν σε κάτι
μικρά κόκκινα μυρμήγκια με δυνατές δαγκάνες. Τα μαύρα είχαν δαγκωμένα μερικά
ξανθά και δεν τ' αφήνανε. Γύρω μαύρα και ξανθά κουφάρια πετσοκομμένα. Πίσω, απ'
την τρύπα της φωλιάς έβγαιναν συνέχεια κόκκινα μυρμήγκια. Τα μαύρα είχαν κάνει
επίθεση στη μυρμηγκοφωλιά των άλλων και τώρα έχαναν τη μάχη και διαλύονταν
άτακτα, αφήνοντας πίσω τους αιχμάλωτους που εκτελούνταν από τους κόκκινους
πολεμιστές με τις δυνατές δαγκάνες.
Διαρκώς, αυτό το αλληλοσυγκρουόμενο κι αντιφατικό παιχνίδι. Σηκωθήκαμε και
περπατήσαμε.
"Έχεις σκεφτεί να παντρευτείς, να κάνεις παιδιά, οικογένεια;" τη ρώτησα.
"Εμένα άλλα ποθεί η ψυχή μου", είπε εκείνη γελώντας...
"Δηλαδή;"
"Θέλω πρώτα να μάθω ποια είμαι και πού πηγαίνω..."
"Είσαι ένα μέρος του όλου και το όλο βαδίζει στα γνωστά προκαθορισμένα μονοπάτια,
είπα. Δε σκέφτεσαι, λοιπόν, να γεράσεις με κάποιον μαζί;"
"Τόσο μακρινά όλ' αυτά, το βρίσκω ανυπόφορο να με ρωτάς".
"Σε τρομάζει το μέλλον;"
"Μερικές φορές ναι, άλλες όχι, είναι τόσο θολό σαν να μην υπάρχει..."
"Αφού υπάρχει παρελθόν και παρόν, θα υπάρξει και μέλλον", είπα γω.
"Μιλάμε σαν να 'μαστε ξένοι", κατέληξε...
Είμαι γέννημα της γης και της έναστρης νύχτας. `Ενα μέρος του όλου και το όλο είναι
μέρος δικό μου. Η ζωή είναι πολύτιμη, αγωνίζομαι να μην ξεχαστώ. Τα αόρατα νήματα
μας κατευθύνουν σε μοναδική τροχιά. Περπατήσαμε πάνω σε αρχαία ερείπια. Ένιωθα
αδημονία, μια αίσθηση προσδοκίας για κάποιες στιγμές που παρομοίαζαν σ' εκείνη την
πρώτη φορά, στο πρώτο μας αγκάλιασμα. Σταθήκαμε και θαυμάσαμε ένα μωσαϊκό. Η
δημιουργία είναι η ανάγκη του ανθρώπου ν' αφήνει πίσω του ίχνη. Έξι δελφίνια
φτιαγμένα με βότσαλα χορεύανε στα κύματα της θάλασσας.
"Είναι τόσο όμορφα", είπε η Μιντιλού.
"Έλα να ξαπλώσουμε εδώ", της είπα.
Πάνω στις σκληρές πέτρες της αυλής του πλούσιου εμπόρου της αρχαιότητας,
γευτήκαμε τον έρωτα.
"Με πόνεσε η πλάτη μου", είπε η Μιντιλού, όταν σηκωθήκαμε.
"Είναι ωραίος και σκληρός ο ελληνισμός", είπα γω.
"Και πολύ ερωτικός, αν κρίνω από τους φαύνους, τους σάτυρους, τις μαινάδες και
τους θεούς που μεταμορφώνονταν κι αποπλανούσαν αδιάκριτα γυναίκες και άντρες..."
Τη ρώτησα πώς αισθανόταν όταν έκανε έρωτα με το Γιοργκ...
Γέλασε. "Γιατί ρωτάς;"
"Έτσι, θέλω να μάθω..."
"Με ρωτάς σαν προσκολλημένος μονογαμικός..."
"Είμαι αφοσιωμένος..."
"Είναι κουραστικό και ψυχοφθόρο ν' αφοσιώνεσαι..."
"Πότε κάνατε το πιο ωραίο σας γαμήσι;"
Γέλασε. "Το πιο όμορφο... δεν ξέρω πια... αυτό που θυμάμαι είναι ότι στο Μαρόκο
ήταν πολύ ωραία... ίσως ήταν τόσο ωραία επειδή καπνίζαμε κιφ, ίσως επειδή είχαμε
βρεθεί μόνοι μας..."
Ξέσπασα: "Είσαστε μεγάλοι ψεύτες, εσύ, ο Γιοργκ, ο Ντίτμαρ, η Κριστίνε... πιπιλάτε
κουβέντες για σεξουαλική ελευθερία, για ανατροπή κατεστημένων ιδεών, για το θάνατο
της οικογένειας. Και λέτε ψέματα. Στην πραγματικότητα σας ενδιαφέρει μόνο πώς θα
έχετε περισσότερους γκόμενους. Τα άλλα για κοινωνία χωρίς ταμπού, για ανοιχτή
κοινωνία, για ανεκτική κοινωνία, για το τέλος της μονογαμίας είναι κουραφέξαλα κι
απόδειξη ότι ο Ντίτμαρ, στην πρώτη δυσκολία, έφαγε τα μούτρα του..."
"Γιατί, τι έγινε με τον Ντίτμαρ;" σάστισε.
Τα μάσησα: "Να, δηλαδή, όταν έλειπες στο Μαρόκο, ο Ντίτμαρ γύρισε..."
"Και δεν μου είπες τίποτα;"
"Συνέβησαν πολλά..."
"Θέλω να τα μάθω όλα αμέσως", μου είπε.
Κάτι είχε ξεψυχήσει εκεί κάτω στο ταξίδι. Η επιθυμία είχε σβήσει, ακριβώς όπως
τόσες και τόσες άλλες επιθυμίες που γρήγορα μας κυριεύουν κι άλλο τόσο γρήγορα
ξεθυμαίνουν και βυθίζονται στη λήθη.
Κάθε μέρα που περνούσε ένιωθα τη Μιντιλού να γίνεται όλο και πιο απόμακρη.
Βρήκαμε το Γιοργκ στο σπίτι. Είχε γυρίσει και συνέχιζε την ίδια ζωή. Τις νύχτες
δούλευε πάλι νυχτοφύλακας και τ' απογεύματα πήγαινε στο Τσουρ Τράουμπε. Η
Φελίτσια είχε επιστρέψει στο σπίτι και η Κριστίνε ήταν μόνη και συνέχιζε να δουλεύει
στο θέατρο.
Όλα αυτά τα πράγματα, που μου φαινόντουσαν μακρινά στο ταξίδι μας, ήρθανε τώρα
και ξανακολλήσανε στην παλιά τους θέση.
Η Μιντιλού μοίραζε τη ζωή της ανάμεσα στο πατάρι και στο δωμάτιό μας. Δεν
υπήρχαν εκρήξεις ζήλιας πια. Όμως, το ένιωθα, υπήρχε μέσα της μια πίκρα ανεξιχνίαστη.
Δεν μίλαγε πολύ, σταμάτησε να πηγαίνει και στην Ακαδημία. Σπάνια πια ζωγράφιζε. Τ'
απογεύματα που πηγαίναμε με το Γιοργκ στο Τσουρ Τράουμπε, εκείνη επέμενε να μένει
στο σπίτι. Δεν είχε κέφι για τίποτα. Κάποτε έλαβε ένα γράμμα από τον Ντίτμαρ αλλά δεν
είπε κουβέντα για το τι της έγραφε.
Ένα πρωινό που πίναμε τον καφέ μας στην κουζίνα, μας είπε ότι είχε αποφασίσει να
κάνει μόνη της ένα ταξίδι.
Θέλει να μείνει μόνη της, το έχει ανάγκη, σκέφτηκα. Δεν είπαμε τίποτα.
Έφυγε μια από κείνες τις μέρες για να πάει κάπου νότια, μαζί της πήρε μόνο ένα
σακίδιο και μια μικρή σκηνή.
Πέρασαν μέρες αφότου η Μιντιλού έφυγε. Δεν είχε γράψει καθόλου. Ένα μεσημέρι
πήγαμε με το Γιοργκ στο Τσουρ Τράουμπε. Κάτσαμε με τις μπίρες μας και λέγαμε
διάφορα. Του είχαν κάνει μια καλή πρόταση, να γράφει τακτικά σ' ένα μηνιαίο
περιοδικό, το Τρανσατλάντικ, κι έψαχνε κάποια ιστορία. Κάποια στιγμή του είπα ότι
αυτό που μου λείπει πιο πολύ σ' αυτή την πόλη, είναι η συγκίνηση.
"Συγκίνηση! Θέλεις να νιώσεις συγκίνηση. Πάμε κάπου μαζί και θα τη νιώσεις", είπε
ο Γιοργκ μυστηριωδώς.
Ελαφρά μεθυσμένοι, βγήκαμε από τη μπιραρία. Ο Γιοργκ σταμάτησε ένα ταξί,
μπήκαμε και πήγαμε στην άλλη άκρη της πόλης. Κατεβήκαμε, προχωρήσαμε δίπλα στο
κανάλι και περάσαμε την πέτρινη γέφυρα με τους γοτθικούς αετούς, όπου οι Τούρκοι
μετανάστες παζαρεύουνε τα αυτοκίνητά τους. Στο τέλος της γέφυρας ένα τσούρμο
γερασμένοι αλήτες με μπουκάλια μπίρας στα χέρια, τσακώνονταν και βριζόντουσαν σε
βαριά βερολινέζικα. Στο βάθος το Σλέσισες Τορ, ο ήλιος χανόταν στα κομματιασμένα
σύννεφα, αναλαμπές πορφυρές μπερδεμένες με μυρωδιές ψημένου ντονέρ από την
καντίνα της γωνίας, φτάσαμε στην οδό Σαλβαντόρ. Δίπλα στο εστιατόριο Λα Λούνα
υπήρχε ένα παλιό κτίριο. Μπήκαμε μέσα. Ο διάδρομος κατασκότεινος με γδαρμένους
τοίχους και κακοφτιαγμένες ζωγραφιές πάνω στην ξεβαμμένη μπεζ λαδομπογιά. Τα
ξύλινα σκαλοπάτια βουλιάζανε σε κάθε μας βήμα. Ανέβηκε πρώτος ο Γιοργκ που
κρατιότανε από το κιγκλίδωμα και πατούσε βαριά στα σκαλοπάτια. Η σκάλα στενή,
βρωμισμένη, μικρά παράθυρα με μεταλλική σχάρα, γυναικείες φωνές που τσακώνονταν,
τραγούδια φάντος, μωρά που στριγκλίζανε, τηλεόραση που έπαιζε δυνατά. Βγήκαμε
στην ταράτσα της παλιάς πολυκατοικίας, κοίταξα κάτω, μυρωδιά από σαρδέλες που
τηγανίζονταν, το βουητό της πόλης, οι σκιές στα στενά δρομάκια σαν πίνακας του Ντε
Κίρικο, ψηλά στη μικρή ταράτσα η αντηλιά θαμπώνει, κεραίες τηλεόρασης, χοντρές
γυναίκες με ρόμπες και μπιγκουτί στα μαλλιά απλώνουνε μπουγάδες, ντουβάρια
μισογκρεμισμένα, οι ταράτσες όλο μικρά δωματιάκια, τα ρούχα κουνιούνται στον απαλό
αέρα, κοριτσίστικες τσιρίδες από το διπλανό σχολείο...
Στην ταράτσα ένα τραπέζι με καρέκλες, ένα σπιτάκι με μια κίτρινη πόρτα κι ένα όνομα
πρόχειρα γραμμένο σε χαρτί και πιασμένο με πινέζες: Ντέμπλα Κάλι, Μάντισσα.
Ο Γιοργκ χτύπησε. Ελαφρά βήματα ακούστηκαν πίσω από το σκεβρωμένο ξύλο της
πόρτας. Στο άνοιγμα φάνηκε το μελαχρινό πρόσωπο μιας κοπέλας. Όταν είδε το Γιοργκ
χαμογέλασε. Έκανε στο πλάι και περάσαμε. Φορούσε φαρδιά φούστα με πουά και
εφαρμοστό άσπρο πουκάμισο.
"Καλώς το Γιοργκ!" είπε και φιληθήκανε. Εμείς σφίξαμε τα χέρια, η ανάσα της μύριζε
κανέλα. Το χωλ κατέληγε σ' ένα δωμάτιο, μπόγοι με ρούχα και ισπανικές εφημερίδες
παντού, στο άνοιγμα της κουζίνας κρεμόταν μια κουρτίνα από χάντρες. Στη μέση του
δωματίου ένα στρογγυλό τραπέζι και επάνω του μια παράξενη συσκευή, στο πάτωμα
γύρω μαξιλάρια, σ' ένα δίσκο μισοαδειασμένα ποτήρια κρασιού, μερικοί μικροί κάκτοι,
μια παλιά ραπτομηχανή ποδός, από ένα κασετόφωνο ακουγόταν ένα παλιό τραγούδι της
Αρχεντινίτας που έπαιζε καστανιέτες όλο ρυθμό, το σπίτι μύριζε λιβάνι, η φωλιά ενός
κοριτσιού του νότου.
"Καθίστε", είπε η Ντέμπλα Κάλι και τα μάτια της μας αγκάλιαζαν αεικίνητα.
Έφυγε και πήγε πίσω από το άνοιγμα με τις χάντρες. Εμείς καθίσαμε στα μαξιλάρια.
Οι χάντρες χτυπάγανε μεταξύ τους μ' έναν όμορφο γυάλινο ήχο. Την είδα στον καθρέφτη
να ετοιμάζει κάτι στην κουζίνα. Κοίταξα τη συσκευή πάνω στο χαμηλό τραπέζι, μια
περίεργη κατασκευή που δεν έμοιαζε με τίποτα γνωστό. `Ενα παλιό όμορφο αντικείμενο
φτιαγμένο με πολύ μεράκι από πέτρα, χαλκό και ξύλο.
"Την ξέρεις καιρό;" ρώτησα το Γιοργκ.
"Είναι φίλη μου", είπε αόριστα.
Η κοπέλα γύρισε κρατώντας ένα δίσκο με φλιτζάνια κι ένα χάλκινο τσαγερό, τ'
ακούμπησε στο τραπέζι κι έχυσε από ψηλά το τσάι που άχνιζε...
"Τι μυρωδάτο τσάι είναι αυτό;" τη ρώτησα.
"Είναι διάφορα βότανα από την Ισπανία", είπε η Ντέμπλα Κάλι, "πολύ παλιά
συνταγή..."
Κάθισε δίπλα μας στα μαξιλάρια.
Ήπια μια γουλιά τσάι, ήταν μεθυστικό.
Εκείνη έβγαλε ένα πακέτο Κυριαζί, σάλιωσε το τσιγάρο και τ' άναψε, φύσηξε τον
καπνό και μας γέλασε.
"Ποιος καλός άνεμος σας έφερε μέχρι εδώ;" ρώτησε το Γιοργκ.
Τα μάτια της κατάμαυρα κοίταζαν μια τον ένα, μια τον άλλο με ένταση. `Ενα
παιχνιδιάρικο χαμόγελο είχε ξεμείνει στην άκρη των χειλιών της. Είχε κάτι πολύ
ερωτικό.
"Περνούσαμε με το φίλο μου", είπε ο Γιοργκ, "και είπα ν' ανέβουμε να σου πούμε ένα
γεια".
"Καλά κάνατε, χαίρομαι πραγματικά", είπε εκείνη.
"Όμως θέλουμε να μας πεις και τι βλέπεις", της είπε ο Γιοργκ.
Έτσι λοιπόν, ήμασταν εκεί για να μας πει το μέλλον.
Ήπιε το τσάι της με μια κίνηση κι έσκυψε πάνω στο ξύλινο όργανο. Η βάση, που είχε
τριγωνικό σχήμα, ήταν φτιαγμένη από μαύρη πέτρα, σε κάθε γωνιά της υπήρχε η
απεικόνιση μιας αρχαίας θεάς. Στο κέντρο της πέτρας στηριγμένος σε μια βάση ένας
χάλκινος δίσκος και γύρω του ήταν χαραγμένα τα εικοσιτέσσερα γράμματα του
ελληνικού αλφαβήτου. Πού έχει φτιαχτεί αυτό το πράγμα; τη ρώτησα.
"Ο Δίσκος που Μιλάει", είπε με στόμφο, "είναι φτιαγμένος πολύ πριν γεννηθούν όλοι
οι προφήτες του Θεού".
Εξήγησε ότι οι παραστάσεις στη βάση του δίσκου είναι σύμβολα που ανακαλούνε το
παρελθόν και δείχνουνε το μέλλον. Αυτός που πρόκειται να ρωτήσει, κρατάει πάνω από
το δίσκο ένα χρυσό δαχτυλίδι κρεμασμένο από μια κλωστή κι αφού του δώσει μια
στροφή για να γυρίσει, περιμένει να ακινητοποιηθεί. Στο σημείο που δείχνει το δαχτυλίδι
όταν σταματήσει εκείνη διαβάζει τα σύμβολα.
"Θέλω να μάθω τι γίνεται με τη ζωή μου!" είπα αποφασισμένος.
Έστριψα μερικές φορές το δαχτυλίδι. Εκείνη έγραφε πάνω σε ένα χαρτί διάφορα
σύμβολα.
Τέλος, μου είπε να καθίσω και με κοίταξε έντονα, με έτρωγε με τα μάτια της, ένιωσα
το βλέμμα της να με καίει, το μυαλό της να μου ανακατεύει το μυαλό, κάποτε έσκυψε
στις σημειώσεις της και μίλησε με χαμηλή φωνή.
"Έχεις παραδοθεί σε βαθιά λύπη, υπάρχει μια γυναίκα που φλέγεται, γυρνάς από
μεγάλο ταξίδι, πέρασες βουνά, πεδιάδες, θάλασσες, μπήκες στο νερό και βγήκες κι
έπεσες στη φωτιά, τώρα συνάντησες τον πόνο. La vida es dolores. Βλέπω μπροστά
καπνό και βοή, χαρτιά που ταξιδεύουν στον αέρα, θα περπατήσετε μαζί στις σκιές και
στη σιωπή και θα κατεβείτε στα τάρταρα, τα μεσάνυχτα που θα μεσουρανήσει η
σελήνη..."
Είχα μουδιάσει. Σαν να είχα ξαναζήσει αυτές τις στιγμές, μου φάνηκε ότι είχα
ξανακούσει τα ίδια λόγια, απ' το ίδιο πρόσωπο, με την ίδια φωνή.
"Εμένα δε θα μου πεις το μέλλον μου;" τη ρώτησε ο Γιοργκ.
Γύρισε και τον κοίταξε.
"Εσένα στο 'χω ξαναπεί, δεν έχεις καθόλου Μέλλον, μόνο Παρόν", είπε. Την είδα που
μου χαμογελούσε μέσα στον καθρέφτη.
Ο Γιοργκ θύμωσε.
"Έχεις μια τεχνική για να σερβίρεις με ωραία σάλτσα τα πιο κοινότυπα πράγματα".
"Εννοείς αυτά που μόλις είπε σ' εμένα;" ρώτησα γω.
"Ναι, κι αυτά σάλτσα ήτανε. Τα μελλούμενα, κυρά μου, τα γνωρίζουν μόνο οι θεοί,
εμείς ξέρουμε μόνο το παρελθόν".
Η Ντέμπλα έγινε κατακόκκινη από την οργή.
"Σταμάτα να λες κουταμάρες", του είπε.
"Ένας καλός μάντης είναι συνδυασμός μάγου, νοσοκόμου, έμπορου ναρκωτικών και
κοινωνικού λειτουργού, γιατί το Μέλλον ο κοσμάκης το καταναλώνει σαν ένα ακόμη
είδος ναρκωτικού. Γίνεσαι πρεζάκι και θέλεις να πάρεις τη δόση σου..."
"Άμα είναι έτσι, να μην ξανάρθεις σ' αυτό το σπίτι", είπε εκείνη αγριεμένη.
"Έρχομαι να σε δω επειδή σ' αγαπάω", είπε ο Γιοργκ.
Έσκυψε, την αγκάλιασε, της έδωσε ένα φιλί κι έτσι ηρέμησαν τα πνεύματα.
Εκείνο το απόγευμα μείναμε στο σπίτι της Ντέμπλα Κάλι, φάγαμε έξω στο ταρατσάκι
και μετά μπήκαμε μέσα και ξαπλώσαμε στα μαξιλάρια. Έφτιαξε σανγκρία για μας κι
εκείνη έπινε μαντζανίγια που την προτιμούσε. Κάθισε απέναντί μου, κάθε τόσο βύθιζε το
βλέμμα της στα μάτια μου. Ο Γιοργκ της ζήτησε να μας χορέψει.
Σηκώθηκε και έβαλε μουσική. Κοίταξε και τους δυο μας με ένταση, τέντωσε το κορμί
της και έπιασε τις άκρες της πελώριας φούστας που δίπλωνε δεκάδες φορές, τα στήθη
πετάγονταν ψηλά, τα χέρια σηκώνονταν με χάρη, το κεφάλι όρθιο, το κορμί τρεμούλιαζε
και προσφερόταν, τα μάτια της καίγανε, χτυπούσε τα πόδια και χόρευε σενγκουιρίλιας
και ρούμπα φλαμένκα. Τα χαρακτηριστικά στο πρόσωπό της αλλάζανε, φωτίζονταν από
τη μουσική, ιδρώτας έτρεχε στο λαιμό, στα στήθια, το στόμα μισάνοιχτο, οι βαριές της
ανάσες, τα χέρια μπλέκονταν πάνω από το κεφάλι, ολόκληρο το κορμί της τεντωνόταν
και σπαρταρούσε από πάθος.
Η Ντέμπλα Κάλι, η τσιγγάνα με το ιταλικό και το ανδαλουσιάνικο αίμα στις φλέβες
της, πέταξε τα παπούτσια και ξυπόλητη χόρεψε, μόνο για μας, παλιά ζάμπρας. Κι όταν
τραγούδησε με κοίταζε στα μάτια, γλίστραγε μέσα μου και μου τσαλάκωνε τα σωθικά,
με χάιδευε και κάναμε έρωτα χωρίς ν' αγγιζόμαστε. Αυτές τις στιγμές, τ' ορκίζομαι,
κάποτε, κάπου, τις είχα ξαναζήσει, η φωνή της σαν να ερχότανε μέσα από τα όνειρά μου.
Ο έρωτας με συνεπήρε. Ήπιαμε πολύ και υγραμένοι απ' τη σανγκρία φιληθήκαμε και
πετάξαμε τα ρούχα μας σ' όλες τις μεριές του δωματίου κι η Ντέμπλα Κάλι βρέθηκε
μέσα στην αγκαλιά μας. Το δωμάτιο γέμισε από τις κραυγές, τα αναφιλητά, τα βογκητά,
τους στεναγμούς της, τα δόντια της σφιγμένα τρίζανε και χτυπάγανε, το κεφάλι της
σειότανε και μοίραζε τις στάλες του ιδρώτα της πάνω μας, τα μάτια της γύρισαν
ανάστροφα, έβλεπα μόνο το άσπρο των βολβών, κυλιότανε στο πάτωμα, μπρούμυτα κι
ανάσκελα, καθόταν γερά πάνω μας, μια πάνω στο Γιοργκ, μια πάνω στους μηρούς μου
και κάλπαζε, στριφογύριζε και μπαινόβγαινε σαν σεληνιασμένη, έτριβε τα στήθια της, τα
έστυβε, έσκυβε και μας φίλαγε και ξανάρχιζε...
Όταν βγήκαμε στο δρόμο είχε πια βραδιάσει, η νέον επιγραφή στο εστιατόριο Λα
Λούνα αναβόσβηνε. Ο Γιοργκ κοντοστάθηκε σκουπίζοντας τα γυαλιά του και μου είπε:
"Έτσι μου' ρχεται να σταματήσω όλους αυτούς που περνάνε και να τους φωνάξω στα
μούτρα: "Ε, σεις άνθρωποι, δεν έχετε ιδέα τι σας ξημερώνει αύριο! Εγώ όμως; Εγώ ξέρω
και ξέρω πολύ καλά τι θα μου ξημερώσει! Και σε τρία τέρμινα θα πάω πάλι στην όμορφη
μάντισσα για να μου ξαναδιπλώσει μια δόση μέλλον!"
Ήμουν πεισμένος πια ότι υπήρχε συγκίνηση σ' αυτή την πόλη.
"Απόψε την κάνω κοπάνα, δεν πάω στη δουλειά", είπε ο Γιοργκ. "Θα κάτσω να γράψω
την ιστορία, Son cosas de la vida, να τη στείλω για δημοσίευση στο περιοδικό".
Η μέρα είχε μεγαλώσει, Μάης μήνας, νύχτωνε πια στις οχτώ. Πήραμε ταξί και
γυρίσαμε στο σπίτι. Μυρωδιές από τις ανθισμένες φιλύρες πλανιόντουσαν στους
δρόμους. Είναι όμορφα την άνοιξη στο Βερολίνο. Το χειμώνα, μέχρι να σηκωθείς, να
πιεις τον καφέ σου και να βγεις έξω να κάνεις κάτι, έχει νυχτώσει πάλι. Εκεί, γύρω στις
τρεις, σκοτεινιάζει. Αχ, αυτές οι χωρίς φως ατέλειωτες μέρες του χειμώνα. Το ταξί
έστριψε στη Λάιμπνιτσστρασσε. Στο βάθος της Κούνταμ ο ήλιος έδυε πίσω από το έργο
του Βολφ Φοστέλ, ένα αυτοκίνητο καρφωμένο μέσα στο μπετόν, και το έβαφε πορφυρό,
κοίταξα ψηλά το γαλαζόμαυρο ουρανό και το φεγγάρι που
μεσουρανούσε. Παράξενα πράγματα.
28...
Της χτύπησα την πόρτα, άνοιξε, το δωμάτιο ήταν σκοτεινό, είχε κλείσει τα στόρια στα
παράθυρα, ζωγράφιζε και άκουγε τα Τραγούδια για Νεκρά Παιδιά του Γκούσταφ Μάλερ.
"Τι κάνεις στο σκοτάδι;" τη μάλωσα.
"Ζωγραφίζω πρόσωπα αγαπημένα που έχουνε χαθεί, ζωγραφίζω τις στιγμές που έζησα
μαζί τους, τις μοναδικές στιγμές. Αποτυπώνω φιλίες κι έρωτες που σβήσανε. Μόλις
τελειώνω τον πίνακα οι ψυχές τους επιστρέφουνε κι ο πίνακας ζωντανεύει. Να, δες τους
πώς με κοιτάζουν, είναι έτοιμοι να μιλήσουνε, να με ακούσουνε".
Η ζωγραφική της ήταν ένας εφιάλτης, τα πρόσωπα και τα σώματα παραμορφωμένα,
ένας κόσμος φρικιαστικός που παράπαιε μέσα σ' ένα μαύρο φόντο.
"Πήγες στον ψυχίατρο;" τη ρώτησα.
"Πήγα και στον ψυχίατρο και στον ψυχολόγο. Κανείς τους δεν μπόρεσε να εξηγήσει
πώς μπορώ να βουτάω μέσα στο μυαλό του συνομιλητή μου όταν αποκτήσω μαζί του
καλή επικοινωνία... αυτοί πιστεύουν πως αν σου δώσουν χάπια βγάζεις λέπια στο σώμα
κι άμα σου βάλουν παράσιτα στο κεφάλι, τότε σου κάνουν καλό, ενώ στην
πραγματικότητα καταστρέφουν την εσωτερική επαφή. Μου είπαν βέβαια ότι η λέξη
μελαγχολία δηλώνει την παρουσία μαύρης χολής στο αίμα. Και σαν αποτέλεσμα φέρνει
τη βαρυθυμία, την αυτομόνωση και την παραφροσύνη".
Είδα διάφορα βιβλία ανοιγμένα πάνω στο κρεβάτι.
"Οι ανωμαλίες στην περιοχή του βρεγματικού λοβού μεταβάλλουν την ερμηνεία των
νευρικών ερεθισμάτων, απορυθμίζουν τη λειτουργία των αισθητηρίων οργάνων κι
απομένει χωρίς υλικό για επεξεργασία το κέντρο των συναισθημάτων. Οι ανωμαλίες
στην περιοχή του μετωπιαίου λοβού σχετίζονται με τα αισθήματα αποδιοργάνωσης της
αφηρημένης σκέψης", διάβασα.
"Ο ψυχίατρος υποστηρίζει ότι δεν έχω ικανοποιητικά αναπτυγμένη την ικανότητα
σύνδεσης των περιστάσεων με τα συναισθήματα. Προσπάθησε να μου υποβάλει την ιδέα
πως είμαι αμαρτωλή επειδή σας αγάπησα. Ταλαιπωρήθηκα και κουράστηκα από τις
επισκέψεις στους γιατρούς, χάθηκα στη διαδρομή, όλα είναι συγκεχυμένα στο μυαλό
μου... Κατέβασα τα στόρια και κυκλοφορώ στο σκοτάδι, κλείστηκα στον εαυτό μου και
ταξιδεύω στην πραγματικότητα της νύχτας. Ξέρεις, ο Γκόγια πέρασε μια παρόμοια
κατάσταση που του επέφερε προσωρινή παράλυση, τύφλωση, παραλήρημα και τελικά
τον άφησε κουφό μέχρι το τέλος της ζωής του. Έχω ακριβώς τα ίδια συμπτώματα".
Ήμουνα σίγουρος ότι δεν είχε βγει καθόλου από το σπίτι.
Άπλωσα το χέρι και τη χάιδεψα στην πλάτη. Γύρισε και με κοίταξε θλιμμένα, μπορεί
και να μην ήταν αλήθεια, είναι κάποιες στιγμές που θέλουμε πολύ να 'ναι έτσι τα
πράγματα και βλέπουμε στους άλλους αυτό που εμείς θα θέλαμε να δούμε.
"Όλοι προσπαθούν να μοιάζουν μ' ό,τι δεν είναι", είπε σαν ν' άκουσε τη σκέψη μου,
"αλληλοαπατώνται και κανείς δε γνωρίζει τον άλλο. Σε τελευταία ανάλυση ο καθένας
είναι μόνος του".
Δεν είπε τίποτα άλλο κι ούτε χρειαζότανε. Σκέφτηκα ότι καταλαβαινόμασταν έτσι,
μόνο με το αίσθημα της μοναξιάς που μας πλημμύριζε, μιας μοναξιάς που την έβλεπα με
πανικό να έρχεται. Είχε φτάσει η ώρα της μεγάλης κρίσης, όμως η τόλμη και η απόφαση
έλειπαν, μπλέκονταν τα αισθήματα, το μυαλό παραλυμένο, την ένιωσα που γύρναγε
μέσα της γύρω γύρω παγιδευμένη.
Ζήταγε να αποφύγει την απόφαση...
30...
Τα μάτια τους, τα πρόσωπά τους, η πόλη και τ' άρωμά τους ξεθωριάζουν.
Καταλαγιάζουν και κρύβονται οι αισθήσεις. Κι είν' όλ' αυτά πράγματα πολύ παλιά. Το
σκοτάδι, οι φωτογραφίες, οι αναμνήσεις. Συνειδητοποίησα τον ήχο του τρεχούμενου
νερού. Η μαύρη κουρτίνα αναδεύτηκε από κάποιο μικρό ρεύμα αέρα που πέρασε κάτω
από το άνοιγμα της πόρτας. Το σκοτεινό δωμάτιο μυρίζει κλεισούρα και χημικά.
Τράβηξα την κουρτίνα και άνοιξα το παράθυρο. Το φως του ήλιου πλημμύρισε το
δωμάτιο. Ο μεγεθυντήρας, τα αρνητικά, οι λαβίδες, η λεκάνη του εμφανιστή, η
στερέωση. Στο νεροχύτη στριφογυρίζουν στο νερό εμφανισμένες φωτογραφίες. Έχωσα
το χέρι μου και τράβηξα κάποιες έξω. Κοίταξα τα πρόσωπα που άρχισαν να τσακίζουνε,
να ρυτιδιάζουνε, κηλίδες παρουσιάστηκαν, τα μάγουλα παραμορφώθηκαν, χαλάρωσε η
σάρκα, η φωτοευαίσθητη επιφάνεια ήρθε σ' επαφή με τον αέρα και τα χημικά
αλλοιώθηκαν, τα χαρακτηριστικά υγροποιήθηκαν και τρέξανε πάνω στο χαρτί, οι τρίχες
κόλλησαν πάνω στο κρανίο, ξεχειλώσανε τ' αυτιά, τα στόματα τσαλακώθηκαν,
γυμνώθηκαν τα δόντια από τα ούλα, το δέρμα στο λαιμό ξεράθηκε, χάθηκε το βλέμμα, το
χαρτί απόμεινε λευκό.
Αμυδρά θυμούμαι πια τη μορφή τους, μα στις σκέψεις μου πάντα τους μελετάω, σαν
οπτασίες και σαν οράματα. Φτιαγμένους με τα πιο αισθαντικά υλικά του ονείρου. Γιατί
το παρελθόν είναι το σμίλεμα της ψυχής, κι όταν η ψυχή γυμνώνεται από τις σκιές που
τα κάνουν όλα δυσδιάκριτα, αποκαλύπτεται ο πυρήνας της ύπαρξης και η προσωπική
αλήθεια του καθενός μας κι εκεί, στα έγκατα, υπάρχουν επιθυμίες απόκρυφες, τα παιδικά
παιχνίδια, οι ανεμελιές, πόθοι καρδιάς, τ' ανεκπλήρωτα όνειρα κι οι στερημένοι έρωτες.
Και ο νους μου τους στεφανώνει με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά.
ΤΕΛΟΣ