You are on page 1of 177

Άγιος Ψεύτης Ο

Κυψελιώτης

Γιώργης Φιλίππου
ΑΘΗΝΑ 2020
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 1
Το παρόν ψηφιακό βιβλίο διανέμεται ελεύθερα στο διαδίκτυο από τον δημιουργό του,
υπό την ακόλουθη άδεια Creative Commons:
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 2
ΆΓΙΟΣ ΨΕΥΤΗΣ Ο ΚΥΨΕΛΙΩΤΗΣ

του

Γιώργη Φιλίππου

Αφιερωμένο σε όσους ήταν εκεί, σε όσους το ονειρεύονται και σ’ εκείνους που δεν θα το πιστέψουν
ποτέ.

Δεν υπάρχει κανένας τρόπος να γράψεις την αλήθεια με το όνομά σου. Η ματαιοδοξία σου θα την
ξεδοντιάσει ή χειρότερα, θα την φτιασιδώσει. Η αλήθεια, το τελευταίο νόμισμα που κρατάω στο
πουγκί μου για να πληρώσω το βαρκάρη, είναι βρώμικη, άσχημη και μαύρη από το ξύλο. Θαρρώ
πως πια αφορά μονάχα ανθρώπους που δεν με γνώρισαν ποτέ. Όσους ξανοίγονται τώρα στους
ορθάνοιχτους, επικίνδυνους δρόμους και αναρωτιούνται αν έχει βρεθεί κι άλλος κόσμος στο
σταυροδρόμι με πλατύ χαμόγελο και άδειο πιστόλι. Όσους ξενυχτάνε, καπνίζουν και ονειρεύονται.
Γράφω στα κρυφά, στις ενδιάμεσες ώρες απ’ όλα τα υπόλοιπα. Είναι μια αγκαλιά ιστορίες που
έχουν ξεμείνει ορφανές. Ήρθε ο καιρός να ζευγαρώσουν και να κουρνιάσουν στις κυνηγημένες
σκέψεις σου. Θα ξεκινήσουμε φυσικά, από την αρχή, πίσω, στο τέλειο, ανέπαφο και δίχως
σημάδια δέρμα.

ΟΝΕΙΡΕΥΤΗΚΑ ΤΗ ΦΡΑΜΠΑΛΑ

Κάποια παιδάκια μεγαλώνουν θέλοντας να γίνουν γιατροί, κάποιοι άλλοι Ράμπο, όπως
στην τηλεόραση. Εγώ ήθελα να γίνω ο άντρας κάποιας. Έτσι, απλά και αστεία. Δεν ήθελα
να κάνω λεφτά, ούτε να μου βαράνε παλαμάκια. Ήθελα μια παραμυθένια ξανθιά σαν τη
Φραμπάλα του Αστερίξ, να μου χαμογελάει γλυκά και να σβήνω στην αγκαλιά της κάθε
βράδυ.

Έριξα δουλειά. Ξεψάχνιζα παραμύθια, μυθολογίες, όποια ιστορία αγάπης έπεφτε στα
μικρά μου χέρια. Ξεπατίκωνα τους τρόπους του πρωταγωνιστή. Αν ο πρίγκηπας ήταν
ψηλός, ατρόμητος και μακρυμάλλης, έτσι θα γινόμουν κι εγώ. Αντάξιος της Φραμπάλα.
Θυμάμαι μικρός έτρεμα τα σκυλιά. Νόμιζα πως οτιδήποτε μεγαλύτερο από κανίς, είχε
έρθει από τον Άδη, με μόνο σκοπό να με φάει ζωντανό. Και ένα καλοκαίρι ολόκληρο, το
πέρασα στο εξοχικό του παππού μου, παίζοντας με τα τσοπανόσκυλά του. Ο πρίγκηπας
δράκους και γίγαντες σκότωνε για το χέρι της αγάπης του. Δεν θα κόλλαγα σε δυο
κόπρους.

Εκεί λοιπόν. Στην αρχή κλαίγοντας και πανικόβλητος, άπλωνα το χέρι μου να τ ’αγγίξω.
Γελάγανε οι δικοί μου με τα καμώματα του πιτσιρίκου. Ποια σκυλιά και ποιο εξοχικό.
Εγώ κέρδιζα το χέρι της καλής μου.

ΚΥΡΙΑ ΜΑΓΔΑ

Ήμουν στα δεκαεφτά όταν έχασα την παρθενιά μου.


Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 3

Τρίτη Λυκείου και έχω γυρίσει από πενταήμερη –πανηγυρικά άκαπνος, παρά τους
εφηβικούς μου κομπασμούς. Ετοιμάζομαι για τις Ιερές Πανελλήνιες. Οι ορμόνες χτυπάνε
κόκκινο. Αληθινή αγάπη, ναι, μεγάλος έρωτας σίγουρα, άλλα ένα αβέβαιο ‘περίμενε’
στη μέση. Και αν συνέχιζα να τον παίζω με τους υπερ-εντατικούς μου ρυθμούς, σίγουρα
θα με έβρισκε κάποιο από τα φοβερά δεινά, που με τόση ηδονή περιέγραφε ο
παπάΣπύρος κάθε Κυριακή.

Κολλητός μου τότε ήταν ο θρυλικός Αντωνάκης, επονομαζόμενος και «Ο Γλίτσας». Αυτά
τα εφηβικά παρατσούκλια, όσο φαιδρά και να φαίνονται μόλις αφήνεις πίσω τα θρανία,
άλλο τόσο σπουδαία και σημαντικά είναι όσο βράζεις στο καζάνι. Αποκτούν μια σχεδόν
ταλισμανική ποιότητα και λειτουργούν σαν δείκτης status quo στον εφηβικό σου
μικρόκοσμο. Εμένα δεν με παίρνει να μιλάω, καθότι ανέκαθεν ήμουν ο Μούχλας…όνομα
ιδιαίτερα ταιριαστό στην άτολμη και καταπιεσμένη φύση που χαρακτήριζε τα μικράτα
μου.

Γλίτσα και μούχλα συχνάζουν στα ίδια υπόγεια όμως. Μαζί, γκρεμίζουν και τα πιο γερά
σπίτια. Με τον Αντωνάκη ήμασταν φίλοι από το Γυμνάσιο. Μας είχε ενώσει η αμοιβαία
αποτυχία μας σε κάποιο πρόχειρο διαγώνισμα Ιστορίας. Μας κρατούσε μαζί η
συνεχιζόμενη αποτυχία μας σε οτιδήποτε είχε σχέση με το άλλο φύλο. Αν και πηγαίναμε
σε διαφορετικά Λύκεια, παραμέναμε οι καλύτεροι φίλοι, καθώς το βασικό μας
ενδιαφέρον, και ταυτόχρονα το βασικό μας πρόβλημα, ήταν το ίδιο.

Ο Αντωνάκης είχε ένα θείο. Μύθος ο θείος. Γκόμενες, μπαρ, ντόλτσε βίτα. Όλα όσα
περιλάμβανε ο εφηβικός μας παράδεισος, βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη για το Θείο
Σταύρο. Ήταν άφοβος εκεί που εμείς χαμηλώναμε τα μάτια και τραυλίζαμε αξιοθρήνητα.
Είχε προσπαθήσει πολλές φορές να βάλει τον Αντωνάκη στο σωστό δρόμο, να τον
βοηθήσει να γκομενίσει με μια κοπέλα στην ηλικία του, αλλά τίποτα. Είμασταν σκληρές
περιπτώσεις. Αγριοπαρθένοι από τους λίγους. Είδε και αποείδε ο θείος, προσφέρθηκε να
το πάει το παιδί σε μια επαγγελματία, να πάρει το βάπτισμα του πυρός.
Ο Αντωνάκης, άλλο που δεν ήθελε. Μπορεί να μας δενόταν η γλώσσα φιόγκος όταν
επρόκειτο να προσεγγίσουμε μια φυσιολογική κοπέλα, αλλά το γερμανικό χάρντκορ
έπαιζε στο κεφάλι μας είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Με παίρνει τηλέφωνο
κατενθουσιασμένος.

«Μαλάκα, θα με πάει ο θείος να γαμήσω!»

«Σοβαρολογείς;»

«Ναι, ναι, απόψε κιόλας, ξέρει λέει ένα σπίτι! Θέλεις να έρθεις;»

Αυτό ήταν. Η ευκαιρία μου. Οι πύλες του αγνώστου είχαν ανοίξει μια χαραμάδα και ο
φύλακας είχε πάει για κατούρημα.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 4
Πάγωσα, τα έχασα και μουρμούρισα κάποια άχαρη δικαιολογία. Χέστης πραγματικός.
«…και δεν γίνεται απόψε. Να με πάρεις τηλέφωνο μαλάκα μετά, θέλω να μου τα πεις
όλα! Με κάθε λεπτομέρεια!»

«Ντάξει ρε φίλε, έγινε! Θα τα πούμε!»

«Και καλό βόλι!»

Γελάσαμε και το κλείσαμε. Εγώ καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα. Πώς ήταν δυνατόν;
Ο Αντωνάκης, που φοβόταν ακόμη περισσότερο από μένα, θα γαμούσε απόψε και ‘γω θα
έμενα κολλημένος μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή μου. Δεν γίνονταν αυτά τα
πράγματα.

Και όμως, όπως αποδείχτηκε, γίνονταν και παραγίνονταν. Το τηλέφωνο χτύπησε λίγες
ώρες αργότερα.

«Έλα ρε!»

«Αρχηγέ μου! Πες τα όλα!»

«Καλά μαλάκα, δεν παίρνεις πρέφα…γαμάτα ήταν. Πίπα, κώλος, μουνάκι…νιώθω πως
τ’ αρχίδια μου τώρα ζυγίζουν είκοσι πέντε κιλά το καθένα. Δεν καταλαβαίνω πως
περπατάω ακόμα!»

Γέλασε.
Γέλασα και ‘γω.

«Έλα πες μου! Πώς ήτανε αυτή; Ξανθιά, μελαχρινή; Θέλω να μου τα πεις όλα, αναλυτικά,
απ’ την πόρτα και μετά.»

Ήμουνα καλό σπασικλάκι. Έπρεπε να μελετήσω καλά τις σημειώσεις των προηγούμενων
πριν φύγω και ‘γω για τον πόλεμο.

«Κοίτα δεν ήταν τίποτα. Ένα διάδρομο μεγάλο έχει, στο τέλος μια πόρτα αμπαρωμένη.
Εννοείται πάτησε το κουδούνι ο θείος γιατί εγώ είχα χεστεί επάνω μου. Μας άνοιξε η
τσατσά. Πολύ περίεργη φάτσα ρε μαλάκα, δεν ξέρω που πάνε και κρύβονται τη μέρα
αυτές οι τύπισσες…αν δεν είχα το θείο εκεί πέρα, θα ‘χα κάνει μεταβολή και θα ‘χα φύγει
τρέχοντας.»

Άκουγα τον Αντωνάκη μαγεμένος. Όσο περισσότερο μιλούσε, τόσο περισσότερα έτεινα
ν’ αγκαλιάσω τους εμπειρικούς –αυτά παθαίνεις όταν οι πανελλήνιες ξεκινάνε με Αρχές
Φιλοσοφίας και το μόνο που σε νοιάζει είναι να γαμήσεις- και να σπεύσω να δοκιμάσω
πρώτο χέρι όλες αυτές τις θαυμάσιες και απαγορευμένες απολαύσεις.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 5
Μια εβδομάδα αργότερα, είχα εξασφαλίσει το πολυπόθητο τάλιρο –είχαμε και δραχμές
τότε, πλούτο, ανάπτυξη - διάβασα άλλη μια φορά το κεφάλαιο με τους εμπειρικούς και
πήρα τηλέφωνο τον Αντώνη.

«Έλα μαλάκα, έχω λεφτά. Πότε θα πάμε;»

Γέλασε.

«Έλα ρε μαλάκα, δίνουμε αύριο μάθημα, άραξε λίγο και θα πάμε την Παρασκευή!»

Μη φανώ και λυσσασμένος.

«Έγινε ρε! Θα μιλήσουμε τότε να συνεννοηθούμε!»

Νομίζω έγραψα καλά στην φιλοσοφία εκείνο το καλοκαίρι. Και όταν ήρθε η μεγάλη μέρα
ήμουν πανέτοιμος, εγώ και το κολλαριστό πεντοχίλιαρο στην τσέπη μου.

Δώσαμε ραντεβού στην κεντρική πλατεία του χωριού. Ήμουν απόλυτα τρομοκρατημένος
και ταυτόχρονα σε κάποιο είδος θρησκευτικής έκστασης. Κάπως έτσι πρέπει να ένιωθαν
στο εργαστήριο την ημέρα που τελειοποίησαν την πυρηνική σύντηξη. Ήθελα να γαμήσω
από τεσσάρων χρονών. Σε μισή ώρα το πολύ, τα άχραντα μυστήρια θα ήταν δικά μου.
Θα πραγματοποιούσα το μοναδικό μου όνειρο.

Προσπαθούσα να το παίξω άνετος. Ντρεπόμουν να ξέρω πως καθρεφτίζεται τόση


λαχτάρα στα μάτια μου. Ο Αντωνάκης χαλαρός. Μου έπιασε κουβέντα για το μάθημα
που δώσαμε και κατηφορίσαμε προς το λιμάνι σα να πηγαίναμε για καφεδάκι.

Δεν είχε καφετέριες όμως στον παράδρομο που στρίψαμε. Ένα άδειο πάρκινγκ μόνο, μ’
ένα σκεπασμένο πέρασμα στην άκρη του. Ξαφνικά ο Αντώνης σοβάρεψε. Ίσως τελικά
κώλωνε κι εκείνος.

«Από ‘δω.»

Διασχίσαμε το πάρκινγκ και ανακάλυψα πως η σκεπασμένη είσοδος οδηγούσε σε μια


βαριά, σιδερένια ανεμόσκαλα. Ο Αντώνης βάλθηκε να την ανεβαίνει και ‘γω τον
ακολούθησα. Σε κάθε μου βήμα, τα σκαλιά αντηχούσαν βαριά, αμετάκλητα. Σαν την
αγαπημένη λιτανεία αμαρτημάτων του παπά-Σπύρου.

Φτάσαμε στο πλατύσκαλο. Κι άλλη πόρτα. Βαριά και διπλή, με μια σχισμή στο ύψος των
ματιών. Το κουδούνι ήταν λίγο πιο δίπλα. Κάποιος –υπόθεσα η τσατσά- είχε σημειώσει
με ανεξίτηλο μαρκαδόρο δίπλα «ΠΙΕΣΤΕ ΔΥΝΑΤΑ».

Ο Αντωνάκης βράχος. Πιέζει δυνατά. Ίσα που προλαβαίνω να του σφυρίξω αγχωμένα
στ’ αυτί.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 6
«Μαλάκα εσύ να πας πρώτος! Θέλω λίγη ώρα να προσαρμοστώ.» Τα είχα κάνει επάνω
μου.

Τα κουκουλωμένα μάτια του τσάτσου εμφανίζονται στη σχισμή.

«Τι θέλετε παιδιά;»

«Για την κοπέλα ήρθαμε» απαντάει ο Αντωνάκης με μεγάλη φυσικότητα.

«Περάστε, θα ‘ρθει σε λίγο.»

Μπαίνοντας στον πλημμυρισμένο από κοκκινόμαυρο φως χώρο, αναρωτήθηκα προς


στιγμήν μήπως ο παπά-Σπύρος είχε κάποιο δίκιο στις γλαφυρές περιγραφές του για την
Κόλαση. Φτηνοί 80’s πίνακες μαλακού πορνό στόλιζαν τους τοίχους και από ένα
κρυμμένο ραδιάκι ξεχυνόταν ανέμελο ροκ εν ρολ. Δυο αχαμνοί έφηβοι κάθονταν ήδη σε
ψηλά σκαμπό. Προσπαθούσαν, χωρίς επιτυχία, να παραστήσουν πως δεν έτρεχε τίποτα.
Τότε ήταν ρομαντικά τα πράγματα στα μπορντέλα. Δεν είχε ούτε ‘περίεργους’ πελάτες,
ούτε στραβωμένες Ρουμάνες πιτσιρίκες στη βάρδια, να μην βλέπουν την ώρα να πάνε
στα μπουζούκια με τον εκλεκτό πυρφόρο αγαπούλη της εβδομάδας. Δυο-τρία σπίτια είχε
η πόλη, όπου καλοδιατηρημένες σαραντάρες αναλάμβαναν να μυήσουν εμάς, τα
ξαναμμένα πιτσιρίκια, στα Ελευσίνια του μουνιού. Αν ήσουν άνω των είκοσι πέντε,
έτρωγες πόρτα. Τα λύκεια συντηρούσαν τα κορίτσια.

Κάπως είχα αρχίσει να ηρεμώ και να συνηθίζω το χώρο. Είχε αρχίσει μάλιστα να μου
περνάει από το μυαλό η ιδέα να μείνω και να γαμήσω όπως είχα αρχικά σχεδιάσει και
όχι να φύγω τρέχοντας από το πρώτο ανοιχτό παράθυρο που θα ‘βρισκα. Ο Αντωνάκης
διασκέδαζε με την αγωνία μου. Πρέπει να του ‘χα πει ίσα με πέντε φορές να πάει εκείνος
πρώτος, η κάθε πρόφασή μου λίγο πιο γελοία από την προηγούμενη. Ετοιμαζόμουν ν’
ανοίξω το στόμα μου να πω την επόμενη μαλακία, όταν με διέκοψε η ναζιάρικη φωνή
του τσάτσου.

«Παιδιά, αυτή είναι η Μάγδα.»

Η Μάγδα ήταν ψηλή, γυμνασμένη, με ωραία βυζιά και κοντό πλατινέ μαλλί. Πρέπει να
‘ταν κάπου στα τριάντα οκτώ, τριάντα εννιά. Έτσι όπως έκανε μια μικρή, επί τόπου
στροφή, ντυμένη μονάχα το στρινγκ και τα πασούμια της, νόμιζα πως η καρδιά μου θα
σταματούσε. Αληθινά βυζιά. Σε απόσταση βολής. Ένιωθα σαν πιτσιρίκι σε αφύλαχτο
ζαχαροπλαστείο.

«Λοιπόν αγόρια, ποιος θα πάει πρώτος;»

Ο Αντωνάκης με το σίγουρο χαμόγελό του, έγνεψε στον τσάτσο. Καθώς χανόταν στον
μακρύ διάδρομο που οδηγούσε στα ενδότερα του μπορντέλου, γύρισε και μου έκλεισε το
μάτι. Γούσταρα και τρομοκρατήθηκα συνάμα. Πόσα να ‘χα ακόμα; Δέκα λεπτά
παρθενιάς; Και χώραγα άραγε να βγω από την σχάρα του εξαερισμού;
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 7

Κανά τέταρτο αργότερα, βγήκε ο Αντωνάκης, με χαμόγελο μεγιστάνα.

«Έλα τυχερέ, η σειρά σου!» με πείραξε. «Θα σε περιμένω.»

Μουδιασμένος, σαν σε όνειρο, σηκώθηκα. Τα πόδια μου λες και ήταν από βαμβάκι.
Ακολούθησα τον τσάτσο και μπήκα στο δωμάτιο που μου υπόδειξε.

Καθάρισα το λαιμό μου, προσπαθώντας να διασώσω λίγη, ελάχιστη αξιοπρέπεια.

«Ε, πόσο είναι;»

Ο τσάτσος με χτύπησε φιλικά στην πλάτη και χωρίς να πάρει το χέρι του, μου είπε με
γλοιώδη φωνή :

«Πέντε χιλιάδες αγόρι μου, αφού το ξέρεις.»

Το τάλιρο άλλαξε χέρια και σφράγισε το επικείμενο ξεπαρθένεμά μου.

«Γδύσου αγόρι μου, άσε τα ρούχα σου εκεί και θα ‘ρθει η κοπέλα σε δυο λεπτά.»

Το δωμάτιο ήταν κάτι ανάμεσα σε κρεβατοκάμαρα και τουαλέτα. Ένα ημίδιπλο σιδερένιο
κρεβάτι στη γωνία, μ’ ένα καθρέφτη στο πλάι και απ’ την άλλη μεριά, ένας νεροχύτης και
ένα καλάθι για σκουπίδια. Καπότες και χαρτιά. Ψιλοάδειο ήταν.

Ακόμα και ενώ γδυνόμουν, προσπαθούσα ν’ ανοίξω ένα παράθυρο στον τοίχο με τα
μάτια, να εξαϋλωθώ από εκεί μέσα. Ένιωθα τη Μεγάλη Στιγμή να έρχεται και έτρεμα.
Δεν υπήρχε βέβαια περίπτωση να ξαπλώσω στο κρεβάτι και να παριστάνω το Βαρβάτο.
Έκανα αμήχανος βόλτες στο δωμάτιο και πώς τα κατάφερα, βρέθηκα να στέκομαι πίσω
από την πόρτα, την στιγμή που η κοπέλα ήρθε στο δωμάτιο.

Κοίταξε το άδειο κρεβάτι και γουρλώσανε τα μάτια της. Αναρωτήθηκα προς στιγμήν αν
ήξερε ότι μπορείς ν’ ανοίξεις παράθυρα στον τοίχο με τα μάτια και να εξαφανιστείς, αν
το θες αρκετά.

Έκλεισε την πόρτα και με είδε. Της πρόσφερα το καλύτερο αμήχανο χαμόγελό μου. Με
γατίσια χάρη, πήγε στο κρεβάτι και άρχισε να βγάζει το στρινγκ της.

«Γεια σου αγόρι μου, είμαι η Μάγδα. Είσαι καλά;»

«Εεε…καλησπέρα…ναι, μια χαρά, δηλαδή επειδή είναι η πρώτη μου φορά, εεε…νιώθω
λίγο περίεργα, οπότε με το μαλακό, έ;»

Ακριβώς έτσι. Ασύντακτα. Ατσούμπαλα.


Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 8
Τρομοκρατημένα και ερεθισμένα.

Χαμογέλασε με μια απρόσμενη γλύκα.

«Φυσικά αγόρι μου. Αν δεν θέλεις, δεν κάνουμε και τίποτα, είναι εντάξει.»

Ναι καλά. Δεν υπήρχε περίπτωση. Ήτανε και λεφτά το πεντοχίλιαρο τότε, όχι μαλακίες.
Σ’ ένα προμήνυμα του θράσους που θα με έβαζε σε περισσούς μπελάδες όταν μεγάλωνα,
φωλιάστηκα δίπλα της. Χούφτωσα το στήθος της.

«Όχι, να κάνουμε, να κάνουμε!»

Γέλασε και μ’ έβαλε κάτω. Αληθινή γυναίκα στα χέρια μου. Τα άγια των αγίων. Ο σκοπός
μου στην ζωή. Δεν περιγράφεται γιατί τα λόγια το φτηναίνουν. Αν με πυροβολούσαν
τότε, θα ‘λεγα ευχαριστώ. Ήμουν αλλού.

Πρέπει να έχυσα στα πέντε δευτερόλεπτα εκείνη την πρώτη φορά. Μια ματιά έριξα στον
καθρέφτη και μόνο η θέα αυτού του μαυρισμένου, τέλειου θηλυκού κορμιού επάνω μου
και της πρόστυχης έκφρασης στα μάτια της, ήταν αρκετά.

Σε κάποιο παράλληλο σύμπαν, ασημένιες σάλπιγγες ηχούσαν και στεφόμουν


αυτοκράτορας.

Σ’ αυτό εδώ όμως, είχα γυρίσει στην αγκαλιά της παλιάς μου φιλενάδας, της Ντροπής.

«Εεεε…έχυσα…συγνώμη δηλαδή, δεν ήθελα τόσο…»

Να δω πως θα έγραφα Νέα με τέτοιο συντακτικό.

Μου γέλασε τρυφερά.

«Δεν πειράζει αγόρι μου. Έτσι είναι όλοι την πρώτη φορά. Ή που θα χύσουν αμέσως ή
που δεν θα τους σηκωθεί καθόλου. Εσύ καλά είσαι.»

Αναθάρρησα. Είχε ξαναφορέσει το στρινγκ της.

«Πόσο χρονών είσαι αγόρι μου;»

«Δεκαεφτά.»

«Και πας σχολείο ή δουλεύεις;»


«Σχολείο.»
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 9
Καταριόμουνα τον εαυτό μου που απαντούσα έτσι μονολεκτικά. Οι ήρωες στα έργα
έλεγαν τις καλύτερες ατάκες όταν ήταν στο κρεβάτι με γυναίκες και ‘γω έκανα σα
σπαστικό. Έπρεπε να οργανωθώ. Η Φραμπάλα μου δεν θα ‘πεφτε με «Δεκαεφτά.
Σχολείο.» Ούτε γι’ αστείο.

«Να ξανάρθεις όποτε θες αγόρι μου, είσαι και ωραίο παιδί. Δίνεις εξετάσεις τώρα, έ;»

«Ναι.»

«Καλή επιτυχία αγόρι μου.»

«Σ’ ευχαριστώ.»

Και μετά, εντελώς παρορμητικά :

«Είσαι και ‘συ πάρα πολύ όμορφη.» Το πίστευα. Ήταν η γυναίκα. Δεν υπήρχε άλλη. Δεν
υπήρχε μέτρο σύγκρισης. Ήταν η φύλακας άγγελος κάθε παρθενικής μου φαντασίωσης.

Πάλι αυτό το τρυφερό της γέλιο. Ομορφαίνανε τα μάτια της όταν γελούσε.

«Να ‘σαι καλά αγόρι μου. Στα νιάτα μου έπρεπε να μ’ έβλεπες.»

«Εμένα πάντως, μου φαίνεσαι κούκλα τώρα.»

Χαμογέλασε και με φίλησε στο μάγουλο.

«Να ξανάρθεις αγόρι μου.»

«Θα ξανάρθω.»

Η πόρτα έκλεισε πίσω της και κοίταξα το γυμνό παιδί στον καθρέφτη. Ένα βήμα πιο
κοντά στη Φραμπάλα.

Πήγα στη Μάγδα άλλες τρεις φορές εκείνο το καλοκαίρι. Ήταν πάντα τσαχπίνα, γλυκιά,
τρυφερή και κούκλα. Μέχρι και σήμερα, η συμπεριφορά της σ ‘εκείνα τα ημιφωτισμένα
καλοκαιρινά μας ραντεβού δίπλα στη θάλασσα, με τον ανεμιστήρα στο φουλ και τα
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 10

μαλλιά μου λυτά, παραμένει ο ορισμός της θηλυκότητας σε όλο το βρώμικο και αρχαίο
μεγαλείο της.

Χρόνια αργότερα την έψαξα και έμαθα πως είχε φύγει απ’ τη Λάρισα. Εύχομαι να ‘ναι
ευτυχισμένη όπου είναι. Με άντρα να την αγαπάει και αν είναι τυχερή, κανά πιτσιρίκι
να την αγαπάει περισσότερο.

ΓΟΥΕΝΤΙ

Ήταν το καλοκαίρι που τελείωσα το Λύκειο. Τρεις πανέμορφοι, μαγικοί μήνες δίχως τον
μπαμπούλα των Ιερών Εξετάσεων. Για πρώτη φορά στη ζωή μου, ήμουν αμολητός. Περίμενα Τα
Αποτελέσματα των Πανελληνίων, αυτό το πολυθρύλητο μικροαστικό τοτέμ, που κρατούσε
ακόμη γερά στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και ειδικά στην επαρχία. Όχι πως είχα καμιά
σκοτούρα να γενώ επιστήμονας μεγάλος και τρανός. Η δική μου η καρδιά δίψαγε την
Φραμπάλα. Δεν θα ‘λεγε όχι σε μερικές ενδιαφέρουσες στάσεις στην πορεία, αλλά θαρρώ πως η
Φραμπάλα ήταν ο μοναδικός στόχος στον οποίο πραγματικά πίστεψα ποτέ. Είχα δηλώσει
μονάχα σχολές στην Αθήνα. Η κοιμισμένη και ήσυχη επαρχία όπου μεγάλωσα, δεν θα μπορούσε
ποτέ να χωρέσει τα όνειρα και τη δίψα του άντρα που πάσχιζα να γίνω.

Όχι για μένα, για τη Φραμπάλα, να ξηγιόμαστε.

Δεν ξέρω αν έχεις ζήσει ποτέ έτσι. Για ένα όνειρο κι ένα σκοπό ζουρλό και παρδαλό. Όχι για
χρήμα, δόξα, συχαρίκια, κόσμο. Μόνο για μια κρυφή φωτιά που για σένα είναι αρχή, τέλος και
όλες οι βόλτες στη μέση. Οι γονείς μου, εκτός μαθητικού πλαισίου, δεν ήξεραν τί να με κάνουν.
Με άφηναν λοιπόν ήσυχο. Ο κολλητός μου ο Δημήτρης είχε τότε αγοράσει την πρώτη του
μηχανή. Ένα Γιαπωνέζικο καβουρντιστήρι για χώματα και λάσπες. Στυλ μηδέν, αλλά ιδανική
για να οργώνουμε τους λόφους και τα βουνά γύρω από τη μικρή μας πόλη. Κάναμε ατελείωτες
βόλτες εκείνο το καλοκαίρι. Είχε και ο Δημήτρης την ίδια βλάβη στον εγκέφαλο με μένα.
Ονειρευόταν το Μεγάλο Έρωτα, Εκείνη. Ξέραμε και οι δυο πως για να φτάσουμε εκεί, έπρεπε
να φύγουμε από τη Λάρισα.

Πρέπει να μετρήσαμε σχεδόν κάθε ηλιοβασίλεμα εκείνου του καλοκαιριού από την κορυφή του
βουνού. Κάναμε τις ατελείωτες, αγνές κουβέντες που μονάχα πανίβλακες ιδεαλιστές έφηβοι
μπορούν να κάνουν. Ονειρευόμασταν. Ζωγραφίζαμε κάθε μαβί ουρανό με το όμορφο τίποτα που
ζέσταινε τα όνειρά μας. Τα βράδια, δεν κοιμόμουν σχεδόν καθόλου. Ένιωθα περισσότερο
ζωντανός απ’ όσο είχα νιώσει ποτέ ως τότε στη σύντομη ζωή μου. Ο ύπνος ήταν για τους
άλλους. Για μετά.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 11

Εκείνα τα πέτρινα χρόνια του Διαδικτύου, πολύ πριν το μακελειό του κάθε Instagram, Facebook
και Twitter, o κυβερνοχώρος παρέμενε το φρούριο και το προνόμιο των απροσάρμοστων.
Άπειρα μικρά προγράμματα κυκλοφορούσαν (δεν τα ‘λεγαν ‘εφαρμογές’ ακόμη) με μόνο σκοπό,
να συνδέσουν όλα αυτά τα ανήσυχα νυχτοκάντηλα. Το ICQ ήταν το δικό μου. Μου άρεσε γιατί
ήταν τσαχπίνικο. Είχε μια χαζή μαργαρίτα για εικονίδιο και ανάλογα με την κατάσταση που
όριζες, η Μαργαρίτα έπαιρνε άλλη πόζα. Έβαζες εκεί δυο βασικές κουβέντες για τον εαυτό σου,
του έλεγες πως είσαι μέγιστο μπακούρι που ψάχνεται για Ξανθό Άγγελο και μπουμ, σε συνέδεε.
Γλυκιά, αφελής μαγεία.

Εκεί λοιπόν, γνώρισα τη Γουέντι.

Αμερικάνα. Ψηλή, ξανθιά, γαλανομάτα, δεκαοκτώ χρονών, όπως κι εγώ. Είχε τελειώσει μόλις το
σχολείο, τριγυρνούσε με το αμάξι στις ερημιές του δικού της χωριού και ονειρευόταν την ζωή
που ερχόταν. Στην αρχή κάναμε χαβαλέ. Είπαμε, είχα πετριά, αλλά ήμουν πλήρως λειτουργικός
και μια κάποια επαφή με την πραγματικότητα την διατηρούσα. Μας άρεσε όμως το πίτσι-πίτσι.
Κάθε μέρα βόλτες με τη μηχανή στο βουνό και τα βράδια με τη Γουέντι. Τί μουσική άκουγε
εκείνη, τί άκουγα εγώ, αν είχαμε ιδέα πού θα είμαστε το φθινόπωρο. Στην αρχή λίγο, δυο
κουβέντες εδώ κι εκεί. Μετά, μέσα από μια μυστήρια αλχημεία, το ‘λίγο’ άρχισε να απλώνεται.
Θαρρώ ήταν τα πρώτα μου ξενύχτια. Ανοιχτές μπαλκονόπορτες στο πατρικό, ευωδία από
νυχτολούλουδα και γιασεμιά στο δωμάτιο. Οι μικροί, καθησυχαστικοί ήχοι της Ελληνικής
επαρχίας, σε όλη την ρομαντική της δόξα. Και τσίκ-τσάκ τα πλήκτρα μέσα στη μαγεμένη νύχτα.
Είχαμε ένα πράγμα που μας ένωνε άμεσα με τη Γουέντι : Ήμασταν και οι δυο από μικρές πόλεις,
με κεφάλια γεμάτα μεγάλα όνειρα. Οι κουβέντες μας τραβάγανε μέσα στη νύχτα και το
βρίσκαμε όλο και πιο δύσκολο να πούμε ‘αντίο’.

Τω καιρώ εκείνω, αν ήθελες να ανταλλάξεις φωτογραφίες με το Διαδικτυακό σου αμόρε, ήταν


επιχείρηση ολάκερη. Το μέσο σπιτικό δεν είχε ούτε γι’ αστείο τον απαιτούμενο εξοπλισμό για
να ψηφιοποιήσεις μια φωτογραφία τυπωμένη σε χαρτί. Το έκανες λοιπόν, παλιομοδίτικα.
Ξεδιάλεγες την πιο ανθρώπινη φωτογραφία που σε είχε βγάλει η μάνα σου τον τελευταίο καιρό,
έγραφες και γράμμα με τον τέρμα καλικαντζούρικο γραφικό σου χαρακτήρα, τα έβαζες σε
φάκελο, έκαμες το σταυρό σου και τα έστελνες. Όταν τελικά έφτανε το γράμμα και ερχόταν στο
σπίτι απάντηση, ήταν ασύλληπτη μέρα γιορτής. Πλέον, από τις απάτητες βουνοκορφές της
μεσήλικης καταστροφής, μπορώ να καταλάβω και το γιατί. Όταν έχεις ασχοληθεί με τα χέρια
σου με κάτι, όταν έχεις κόψει, σαλιώσει, κλείσει, τρέξει, γίνεται αληθινό. Το ίδιο και με τις
φωτογραφίες. Το φίλμ, η κάμερα είναι ιεροτελεστίες και τεχνικές ολόκληρες. Η μουσική η
χαραγμένη σε βινύλιο. Σηκώνεσαι πάνω, βγάζεις το δίσκο, χαζεύεις τα εικαστικά, τον ακουμπάς
με προσοχή στο πικάπ, κατεβάζεις τη βελόνα και φυσικά κάθεσαι από πάνω για να τον γυρίσεις.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 12

Όλες αυτές οι μικρές φροντίδες, καλλιεργούν μια πολύ προσωπική σχέση ανάμεσα σε σένα και
τα αντικείμενα της ενασχόλησής σου. Κάνουν τα πάντα, πιο αληθινά. Πιο δύσκολα, μα ολόδικά
σου.

Προχώραγε λοιπόν το ρομάντζο με τη Γουέντι, υπόγεια, ύπουλα, λίγη μοιρασμένη παιδική


ηλικία τη φορά. Το βραδινό ξενύχτι μου ήταν πλέον δεδομένο και απολαυστικό. Τα γράμματα
με τις φωτογραφίες και τις μικρές χαζομάρες της καθημερινότητάς μας, έρχονταν σαν επιπλέον
σαντιγί στο γλυκό. Σε κάποια φάση θαρρώ είχαμε υποπέσει και στο μέγιστο των εφηβικών
ατοπημάτων : είχαμε ανταλλάξει κασέτες με μουσική, να έχουμε ο ένας το soundtrack του άλλου
στο δωμάτιο. Τα πράγματα σοβάρευαν.

Κάπου εκεί, ο πρακτικός άνθρωπος μέσα μου, ο Καπετάνιος που κυρίως θέλει να με κρατήσει
ζωντανό και θαυματουργικά σχεδόν το έχει καταφέρει μέχρι σήμερα, με έσπρωξε να της κάνω
μια πιο ουσιαστική κουβέντα. Παρά την αβάσταχτη γλύκα της επικοινωνίας μας,
αντιλαμβανόμουν πως μας χώριζαν κάποιες χιλιάδες χιλιόμετρα και ένας ωκεανός ολόκληρος.
Της είπα λοιπόν ένα βράδυ, πως αν και ήταν υπέροχο όλο αυτό το πράγμα που ζούσαμε, σε δυο
μήνες θα βρισκόμασταν και οι δυο σε άλλες πόλεις, με καινούριες παρέες, νέα ζωή. Δεν θα
γινόταν να συνεχίσουμε αυτή την ‘κλέφτικη’ επικοινωνία. Αν κάποια μέρα συναντιόμασταν, θα
‘μασταν όλες οι βροχές και οι κεραυνοί του κόσμου μαζί. Ως τότε όμως, θα ‘ταν σωστό να ζήσει
ο καθένας την ζωή του.

Η απάντησή της, ήταν αποστομωτική και ξεπερνούσε κάθε εφηβικά φαντασιόπληκτό μου
όνειρο.

‘Εγώ νόμιζα πως ήσουν διαφορετικός από τους άλλους. Ξέρω τί νιώθω και τί νιώθεις και σου
ορκίζομαι πως δεν θα με ακουμπήσει χέρι άντρα μέχρι να σμίξουμε.’

Τρελάθηκα. Τα έχασα. Εδώ που τα λέμε, δεν ήθελα και πολύ. Ονειρευόμουν την Φραμπάλα από
τόσο δα πιτσιρίκι και τώρα ζούσε στην τεράστια οθόνη του υπολογιστή μου. Και μου ορκιζόταν
αιώνια πίστη. Τσίμπησα ως εικοσάκιλη ψαρούκλα Αρκτικού Κύκλου. Πέσανε και τα ‘Σ’
Αγαπώ’ τα βαριά. Απερίγραπτα αστεία και αφελή όταν τα χαζεύεις απέξω, μα για τους
εμπλεκόμενους, δεν αποτελούν τίποτε λιγότερο από συμβόλαια αίματος. H υπέροχη τρέλα των
δυο. Κάπου τότε θαρρώ μάζεψα τα χαρτζιλίκι μου και της αγόρασα ένα ασημένιο δαχτυλίδι που
έκανε δέκα ολόκληρες χιλιάδες δραχμές. Ποσό ισοδύναμο με ένα ολοκαίνουριο παιχνίδι για τον
υπολογιστή και ως εκ τούτου, ζόρικο και υπολογίσιμο στον εφηβικό μου μικρόκοσμο. Τα
είχαμε. Συνέβαινε σχέση. Ήμουν ένα τεράστιο βήμα κοντύτερα στη Φραμπάλα.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 13

Ξεκινήσαμε να καταστρώνουμε το σχέδιο της ένωσής μας. Άλλο ένα κοινό που είχαμε. Δεν μας
φτάνανε τα όνειρα. Μας έκαιγε η πραγματικότητα. Τί μπορούσαμε να κάνουμε σήμερα για να
ζήσουμε όπως το θέλαμε. Φοιτητής θα ήμουν στην Αθήνα, σε ένα τριάρι δικό μας, αγορασμένο
από τον μυθικό παππού που μου έδωσε το όνομά του. Τουτέστιν, δεν θα επιβάρυνα τους δικούς
μου με έξοδα για νοίκι. Θα ήμουν και τριακόσια χιλιόμετρα μακριά τους. Μπορούσα λοιπόν
άνετα να σπιτώσω τη Γουέντι και να χαθούμε στο εφηβικό παραλήρημα του έρωτά μας
ανενόχλητοι. Η ίδια ξεκίνησε να δουλεύει σερβιτόρα στο Pizza Hut, για να μαζέψει αρκετά
χρήματα, προκειμένου να καλύψει τα αεροπορικά της. Θα ζούσαμε με έρωτα, μπαγιάτικα
κρουασάν και το σχετικά γενναιόδωρο ‘φοιτητικό επίδομα’ που θα μου έκοβαν οι δικοί μου
κάθε μήνα.

Δεν ξέρω αν το πρόσεξες, μα το λαμπρό μας σχέδιο έχει ήδη περισσότερα ‘Θα’ από ότι τρύπες.
Δένουμε ζώνες ασφαλείας, βεβαιωνόμαστε πως τα καθίσματά μας είναι στην εμπρόσθια θέση
και πάμε.

Το μαγικό καλοκαίρι του 2000 περνάει σε μια παραζάλη από γιασεμί και όνειρα. Το πρώτο σου
κρασί θα σε μεθύσει δυνατά. Δεν έχεις επιλογή. Βγαίνουν τα αποτελέσματα, έχω περάσει σε
κάποια φλου σχολή Πολιτικής Επιστήμης. Εγγύηση μελλοντικής ανεργίας και συγγραφικού
χρίσματος, βεβαίως βεβαίως, αλλά είναι νωρίς ακόμα. Μόνο ονειρευόμαστε, η καμπούρα μας
δεν έχει την παραμικρή χαρακιά από την ανελέητη βίτσα της Πραγματικότητας.

Μεταφέρω την αστεία μου οικοσκευή στο τριάρι της Κυψέλης. Ένα σακ βουαγιάζ με τρία
μπλουτζίν και μια στοίβα από ‘γουστόζικα’ μπλουζάκια. Μια δεύτερη στοίβα από μπλουζάκια
με λογότυπα συγκροτημάτων. Ο Ιερός Υπολογιστής, το Μαγικό Κουτί στο οποίο ζει η Γουέντι
τόσους μήνες τώρα. Το πρώτο μου βράδυ, το περνάω παγωμένος στο κρεβάτι, γεμάτος έξαψη
και τρόμο. Το διαμέρισμα είναι υπερυψωμένο ισόγειο και σχεδόν κάθε ήχος από το δρόμο, ηχεί
λες και έρχεται μέσα από το σπίτι. Είμαι βέβαιος πως θα μπουκάρουν ορδές αιμοδιψών
εγκληματιών, να με ματοκυλίσουν και να κλέψουν τον Ιερό μου Υπολογιστή. Από το γιασεμί
και τα αηδόνια, στο γκράφιτι, τα μπινελίκια σε άγνωστες γλώσσες και τα βρώμικα πεζοδρόμια.
Η καρδιά μου σκιρτά. Αυτή είναι η Μεγάλη Περιπέτεια που ονειρευόμουν από πιτσιρίκι. Είμαι
εδώ, στο βρώμικο στήθος της, ακριβώς πάνω από την καρδιά. Αν βγάλω τη νύχτα, ξεκινάω.

Ο πατέρας μου έμεινε μαζί μου τις δυο-τρεις πρώτες ημέρες, να με βοηθήσει να τακτοποιηθώ
και να πάρω ένα γραφειάκι. Το σπίτι ήταν παλιό, πολυκατοικία του ’60. Μύριζε κλεισούρα και
το νεότερο έπιπλο ή κουζινικό, είχε αγοραστεί κάποια στιγμή μέσα στην δεκαετία του ’70. Ήδη
σκεφτόμουν τί θα διώξω, τί θα πετάξω. Είχα περίπου τρεις μήνες προκειμένου να μεταμορφώσω
τα γέρικα κόκκαλα του Κυψελιώτικου τριαριού σε μια ερωτική φωλιά αντάξια της Φραμπάλα.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 14

Δεν είχα καν κρεβάτι. Το παλιό του παππού έτριζε ωσάν την κόλαση και έτσι κοιμόμουν σε ένα
καναπεδοντίβανο, φουλ κομπλέ με τρομακτική ταπετσαρία δεκαετίας του ’70.

Έξω από το σπίτι, τα πάντα ήταν καινούρια. Η Σχολή, οι συμφοιτητές, οι γειτονιές, τα


λεωφορεία, οι δρόμοι, τα πάντα. Όπως αμέτρητα επαρχιωτόπουλα πριν και μετά από εμένα,
προσπαθούσα να παλαντζάρω τα πάντα και να χαράξω τον δικό μου χάρτη αυτής της αστικής
ζούγκλας. Τα πάντα φυσικά γίνονταν με γνώμονα την άφιξη της Γουέντι. Είχα περάσει σε μια
παραδεισένια σχολή, όπου είχαμε περίπου εκατόν εβδομήντα κοπέλες και τριάντα τύπους. Αυτό
που οι παλαιοί ονομάζουν με σοφία ‘μουνολίβαδο’. Αφού έκανα τις πρώτες μου επαφές στη
σχολή, δεν χόρταινα να αφηγούμαι το παραμύθι του Μεγάλου Μου Έρωτα σε οποιαδήποτε
κοπέλα έβρισκα μπροστά μου. Ήμουν σαν την σαπουνόπερα της ημέρας. Κάθε μέρα δελτίο στο
αμφιθέατρο : τί γίνεται με τη Γουέντι, πότε έρχεται, να τη γνωρίσουμε και τα σχετικά.

Στα μέσα Οκτώβρη γίνανε δυο πράγματα. Η Γουέντι μου ανακοίνωσε πως είχε αρκετά χρήματα
προκειμένου να αγοράσει το άνευ επιστροφής εισιτήριό της για την Ελλάδα και πως...είχε
συμβεί κάτι που δεν ήξερε πως να μου το πει. Πως αισθανόταν φρικτά, άθλια. Άψητος, άβγαλτος
και μουρόχαυλος μέχρι δακρύων, πραγματικά δεν μπορούσα ούτε καν να υποψιαστώ την
πολυπαιγμένη και απόλυτα μπανάλ συνέχεια.

Ήμουν τόσο απορροφημένος στην σχεδόν θρησκευτική λατρεία της Γουέντι, τόσο χαμένος στην
εφηβική ρομαντζάδα που είχα πλάσει στο κεφάλι μου, που δεν μου είχε περάσει ούτε στιγμή από
το μυαλό μου πως εκείνη μπορεί να μην ένιωθε ακριβώς τα ίδια πράγματα. Περνούσε εξάλλου
τόσες ώρες μαζί μου κάθε βράδυ στο τσάτ. Μιλούσαμε στο τηλέφωνο μέρα παρά μέρα. Το
ακριβό, τρομακτικό ‘Διεθνές Τηλεφώνημα’, όταν ο ΟΤΕ αποτελούσε ακόμη μονοπώλιο στις
τηλεπικοινωνίες. Τα πάντα πήγαιναν καλά στο Βασίλειο.

Ένα τεράστιο λάθος που κάνεις ως άπειρος στις σχέσεις νεανίας, είναι πως ρωτάς τις κοπέλες τί
έχουν. Και όταν σου απαντάνε ‘τίποτε’, αντί να φύγεις για καλύβα στο βουνό, επιμένεις. Το
σχεσιακό ισοδύναμο του να φέρνεις το πιστόλι στον κρόταφο και να τραβάς τη σκανδάλη. Όταν
δεν έχεις την παραμικρή ιδέα όμως, το κρασί που σου δίνουν, το πίνεις και λες ευχαριστώ. Κι ας
είναι και μπουγαδόνερο χρωματιστό.

Σιγά σιγά, ψυχακοερώτηση στην ψυχακοερώτηση, μου το έσκασε το παραμύθι η Γουέντι. Να,
εκεί στο κολλέγιο ήταν ένας τύπος και κάνανε παρέα και πώς τα φέρνει η ζωή ρε γαμώτο,
συνέβησαν πέντε, δέκα, εικοσιπέντε πόντοι σεξ. Το μετάνιωσε αμέσως όμως. Και με αγαπούσε,
οπότε δεν γινόταν να μην μου το πει. Ήθελε να έχουμε ειλικρίνεια μεταξύ μας. Το ήξερε πως
ήταν άθλια και ανάξια του Αγνού, Παρθενικού μου Έρωτα και αν δεν ήθελα να της ξαναμιλήσω
ποτέ, θα το καταλάβαινε απόλυτα. Ήταν μαστόρισσα διάβολε.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 15

Ο μικρόκοσμός μου κατέρρευσε στη διάρκεια ενός φρικτού τηλεφωνήματος. Η Γουέντι έκλαιγε,
χτυπιόταν, ρουφούσε την Γαλλική μυτούλα της. Εγώ πνιγόμουν στα κύματα της αφελούς και
γλυκιάς μου εφηβείας. Από τη μια μεριά, σκεφτόμουν πως Το Κέρατο (ως μέγιστο κακό και
μπαμπούλας της ανίδεης ψυχοσύνθεσης μου) ήταν ένας εφιάλτης που συνέβαινε μόνο στους
Άλλους. Ποτέ στους εκλεκτούς παρθενομέταλ ήρωες της επαρχίας. Από την άλλη, είχα
επενδύσει τόσο πολύ συναισθηματικά, που πλέον ήμουν πρεζάκιας κανονικός. Μαζί της δεν
έκανα και χώρια δεν μπορούσα.

Όλη φυσικά η πλάκα, έγκειτο στο γεγονός πως η Γουέντι ήταν ένα απολύτως φυσιολογικό
κορίτσι του τόπου και της εποχής της. Πιτσιρίκα, όμορφη, με ευκαιρίες, χρήματα και δίχως
ευθύνες. Αν όντως περίμενε σαν την Ραπουνζέλ στον πύργο το νεαρό χωριατόπουλο
προκειμένου να ζήσει, κάτι θα πήγαινε αληθινά στραβά με την πάρτη της. Αν και τότε ήμουν
βέβαιος πως ήταν ένα άθλιο κατακάθι, μια τιποτένια κάργια, συνειδητοποίησα με τα χρόνια πως
ο μοναδικός που είχε πρόβλημα, ήμουν εγώ. Και ήταν τα πάντα φυσικά στο κεφάλι μου. Θα
φτάσουμε όμως και εκεί. Έχει ψωμί η ιστορία. Σαν τον πρεζάκια λοιπόν, δεν είχα άλλη επιλογή
παρά να την ‘συγχωρέσω’ και να τη δεχτώ. Ο τεράστιος εγωϊσμός και το σύνδρομο
οσιομάρτυρα που κατατρώει τους μεταλλάδες αγριοπαρθένους, είναι πραγματικά το κάτι άλλο.
Εμείς στο βάθρο, άψογοι κι άμεμπτοι και ο κόσμος όλος κακός κι μοχθηρός. Εύκολο αφήγημα.
Μασημένο κιόλας και δε χάνουμε ποτέ. Της είπα λοιπόν πως τίποτε πριν την πραγματική μας
συνάντηση δεν είχε σημασία. Η σχέση μας θα ξεκινούσε να μετρά από το Δεκέμβρη που θα
ερχόταν να ζήσουμε μαζί. Που μεταξύ μας, είναι και το φυσιολογικό. Αν ακούσετε ανθρώπους
να σας μιλάνε για σχέσεις εξ’ αποστάσεως, ξεκινήστε να τρέχετε. Υπήρχαν και θα υπάρχουν,
πάντα και για πάντα, μονάχα στο ανασφαλές κεφαλάκι ενός εκ των δυο πιτσουνιών.

Με την άφιξη της Γουέντι πλέον να έχει λάβει κανονική ημερομηνία, είχε φτάσει ο καιρός να
ανακοινώσω στους γέρους τους γονιούς μου πως θα σπιτωνόμουν. Ήξεραν πως ο γιόκας τους
σαλιάριζε ‘Στα Ίντερνετς’ από το καλοκαίρι, αλλά δεν φαντάζονταν ποτέ πως ο
φαντασιόπληκτος σπασίκλας τους θα τράβαγε μια ολόκληρη ζωντανή γυναίκα μέσα από εκείνη
την 15άρα οθόνη καθοδικού σωλήνα.

Οι πρώτες αντιδράσεις ήταν οι αναμενόμενες : ‘Θα την γκαστρώσεις’. ‘Θα καταστρέψεις τη ζωή
σου’. ‘Το παιδί μου θα δουλεύει οικοδομή για να θρέφει το μωρό του’. ‘Θα φέρουμε την
αστυνομία να την πετάξει έξω.’ Τέτοια γοητευτικά. Μονάχα ο παππούς μου ήταν στωικός.
‘Άστονα μωρέ, δεν ξέρει, σε ένα-δυο χρόνια το πολύ, θα ‘χουν τελειώσει όλα.’ Σοφός ο
παππούς. Έβαλα μπρος όλη μου την τέχνη και την εκκολαπτόμενη ρητορική δεινότητα. Τους
εξήγησα πως από μικρό παιδί ήθελα μονάχα ένα πράγμα, αυτό τον έρωτα. Πριν ακόμη είχε
όνομα, εγώ τον ήθελα. Πως ούτε τη ζωή μου θα κατέστρεφα, ούτε θα την γκάστρωνα, ούτε θα
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 16

αποτύγχανα τραγικά στην Ιερή Σχολή. Και πως στο κάτω-κάτω, αν δεν την άφηναν να μείνει
στο φοιτητόσπιτό μου, μπορούσαν να μας ψάξουν και τους δυο κάτω από καμιά γέφυρα. Δεν
θυμάμαι καν αν μπλόφαρα τότε ή το εννοούσα. Αστείο πιτσιρίκι θα ήμουν, να παράσταινα τον
κλοσάρ από τα δεκαοκτώ.

Με ‘κείνα και με τ ’άλλα, ενδεχομένως παρηγορημένοι από το χρησμό του παππού, οι δικοί μου
το δέχτηκαν, σέρνοντας τα πόδια και τρίζοντας τα δόντια τους. Πλέον μετρούσα ημέρες μονάχα.
Φρόντιζα να παρακολουθώ τα μαθήματα της σχολής, προκειμένου να μείνω συνεπής στην
δέσμευσή μου. Αναρωτιόμουν παράλληλα πώς διάβολο θα ξεπλήρωνα τον εξωφρενικό
λογαριασμό των πεντακοσίων χιλιάδων δραχμών που είχα καταφέρει να κάνω, τηλεφωνώντας
διαρκώς στην Αμερική και μιλώντας με τις ώρες. Τα νουάρ, ρημαγμένα και αφόρητα γοητευτικά
δρομάκια της Κυψέλης, μετουσιώνονταν σε όλα τα σκηνικά Νεο-Υορκέζικων κωμωδιών που
είχαν παραφουσκώσει το κεφαλάκι μου με Ρομαντζοπίτουρο, τόσα χρόνια πριν, στη γλυκιά
επαρχία.

Κάπως θα τα βόλευα. Το μόνο που είχε σημασία ήταν Εκείνη. Ο Έρωτας. Το Μεγάλο Έργο. Για
πάντα στο ηλιοβασίλεμα και ο κόσμος να καεί. Έφτασε ο Δεκέμβρης. Ένιωθα πως ζούσα μέσα
σε όνειρο. Λες και είχα κερδίσει όλα τα λαχεία του κόσμου μαζί. Δεκατέσσερις του μήνα
προσγειωνόταν η Γουέντι και το προηγούμενο βράδυ, φυσικά δεν μπορούσα να κλείσω μάτι. Ο
φίλος μου ο Δημήτρης, με το τον οποίο είχα την καλή τύχη να περάσω στην ίδια σχολή, είχε
στρατοπεδεύσει σπίτι μου. Θα με συνόδευε στο αεροδρόμιο. Για ψυχολογική υποστήριξη, από
περιέργεια καθαρή για το Άχραντο Μυστήριο του Μεγάλου Έρωτα, μήτε και εμείς ξέραμε. Η
μάνα μου είχε αλαφιάσει. ‘Και πού θα πας;’ ‘Καμιά χοντρή πενηντάρα θα έρθει’ ‘Θα σε
σκοτώσει στον ύπνο σου’. Τέτοιες ομορφιές. Κάθε κλισέ από Αμερικάνικο θρίλερ να παίζει σε
μόνιμο ρηπήτ. Ο Δημήτρης είχε τότε κινητό τηλέφωνο. Πολυτέλεια για πρωτοετή φοιτητή. Η
μάνα μου του είχε ζητήσει να την πάρει τηλέφωνο αμέσως μόλις εμφανιστεί η Γουέντι, να της
πει αν είναι φυσιολογική ή αν πρέπει να καλέσουν την αστυνομία αερολιμένα. Μείναμε
ξάγρυπνοι σχεδόν όλο το βράδυ, κάνοντας μια από εκείνες τις κουβέντες που είναι εφικτές
μονάχα μεταξύ ανθρώπων δίχως την παραμικρή εμπειρία. Όταν ξέρεις, δεν μιλάς, αντέχεις και
υπομένεις. Η παιδική ηλικία τελειώνει όταν αρχίζεις να μαθαίνεις.

Πήγαμε στο αεροδρόμιο το παλιό, το Ελληνικό. Κάναμε κανένα δίωρο περίπου με τα αστικά
λεωφορεία. Ούτε ΕΛ.ΒΕΛ. υπήρχε εκείνα τα όμορφα χρόνια, ούτε καν Ευρώ. Δραχμή, ΗΣΑΠ
και Ελληνικό. Ποιότητα. ‘Θα είμαι η ψηλή ξανθιά με την κιθάρα’ μου είχε πει η Γουέντι. Είχα
δει και φωτογραφίες, αλλά ποτέ βίντεο. Είχα μια πολύ φλου και στο περίπου ιδέα για το πως
έμοιαζε η άγγελός μου. Ακροβολιστήκαμε στις αφίξεις σαν παρτάλια κονκισταδόρες στις άκρες
του Ελντοράντο.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 17

Καλύπταμε μεταξύ μας όλες τις εξόδους. ‘Το νου σου για μια ψηλή ξανθιά με κιθάρα’. Μια
νόστιμη λεπτομέρεια της εποχής : τα πρώτα τρία μου χρόνια σαν φοιτητής, κυκλοφορούσα
χειμώνα-καλοκαίρι ντυμένος στα μαύρα δερμάτινα. Τζάκετ Perfetto και πέτσινο παντελόνι.
Μπότα μηχανόβιου. Προφανέστατα δεν ήξερα ούτε πώς να βάλω μοτοσυκλέτα μπροστά. Εδώ
που τα λέμε και στο ποδήλατο αγωνιζόμουν να κρατήσω την ισορροπία μου. Τα οδηγικά
προγνωστικά μου βρίσκονταν λίγο κάτω από το μηδέν. Σκέψου τώρα τί απίστευτα κωμικό
θέαμα πρέπει να παρουσίαζα : ένας ψηλόλιγνος γυαλαμπουκάτος πιτσιρικάς με μαλλί σαν της
μάνας του, φασκιωμένος στα πέτσινα, με μια ανθοδέσμη τριαντάφυλλα στην αγκαλιά. Έκφραση
μεσσιανικής προσμονής.

Κατά σατανική ειρωνεία, στην πτήση δεν ήταν ούτε μια, ούτε δυο, αλλά τρεις ξανθιές με
κιθάρες. Οι δυο πρώτες, κοντές, στρουμπουλές, άχαρες. Θολά μάτια. Όταν ξεμύτισε η πρώτη,
την κοίταζα με τρόμο στα γουρλωμένα μου μάτια. Όταν δεν με αναγνώρισε, ανάσανα,
χαλάρωσα. Όταν έσκασε η δεύτερη, ένιωσα τα γόνατά μου να λύνονται. Την παρακολούθησα
αγωνιωδώς. Ευτυχώς δεν με αναγνώρισε ούτε εκείνη. Χριστέ μου, κάνε η δική μου να...

Άνοιξαν άλλη μια φορά οι πόρτες. Τα πάντα συνέβησαν σε αργή κίνηση. Όπως στο γαμημένο το
σινεμά. Για πρώτη και τελευταία φορά στην ζωή μου. Η Γουέντι εμφανίστηκε. Ψηλή, ξανθιά,
γαλανομάτα, καμωμένη από όποιο χέρι έπλασε τους Θεούς. Τα μεταξένια της μαλλιά έπεφταν
στους ώμους της με χάρη διαφήμισης σαμπουάν. Τα κρινένια της δάχτυλα κράταγαν την βαριά
δερμάτινη θήκη της κιθάρας με όλο το gravitas που άρμοζε σε σταρ του σινεμά. Τα μάτια της
ήταν γαλανά σαν τον ουρανό και τα χείλια της τελείωναν αυτοκρατορίες. Έκανα δυο βήματα
μπροστά. Τα μάτια μας συναντήθηκαν. Άφησα τα τριαντάφυλλα να πέσουν και φιληθήκαμε. Το
πρώτο μου φιλί.

Ανατινάχτηκε το φως.

Δεν θυμάμαι πόση ώρα φιλιόμασταν, αλλά συνήλθα από τα χειροκροτήματα της αίθουσας.
Ανοιγόκλεινα τα μάτια μου σαν αγουροξυπνημένος, με το όνειρο ακόμα στην αγκαλιά μου.
Χαμόγελα, επευφημίες, περισσότερα παλαμάκια από τον κόσμο στην αίθουσα. Ο Δημήτρης με
μια έκφραση ευτυχισμένης δυσπιστίας στο πρόσωπο. Τους σύστησα και περπατούσα στον αέρα.
Ο Δημήτρης νομίζω πήρε τη μάνα μου τηλέφωνο. ‘Ναι ναι ήρθε, όχι είναι...νέα ναι και κούκλα.
Δεν, όχι, όλα καλά, θα σας πάρω μετά.’

Θυμάμαι πως παραλάβαμε την βαλίτσα της και μπήκαμε σε ένα ταξί. Σε ολόκληρη την διαδρομή
προς το τριάρι της Κυψέλης, ήμασταν ο ένας επάνω στον άλλο, στο πίσω κάθισμα. Ο ταρίφας
πρέπει να μας μίσησε θανάσιμα και του δίνω όλα τα δίκια του κόσμου. Φιλιόμασταν, αγγίζαμε ο
ένας το πρόσωπο του άλλου ‘Είσαι αληθινή, είσαι εδώ.’. ‘Είσαι πραγματικός, είμαι στην
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 18

Ελλάδα.’ Χαζογελάγαμε, ο αέρας ήταν νέκταρ, η ζωή το γλυκύτερο μεθύσι. Ένα μικρό
κινούμενο σουπερνόβα αγνού εφηβικού χαζοβιόλικου έρωτα. Έχω την αίσθηση πως και να μας
πυροβολούσες τότε, οι σφαίρες θα περνούσαν κατευθείαν μέσα από τα κορμιά μας και θα
μεταμορφώνονταν σε καραμέλες. Η μεταβατική ευφορία εκείνης της διαδρομής είναι κάτι που
δεν βίωσα ποτέ ξανά στην ζωή μου. Κάθε προσευχή, όνειρο και πόθος των πρώτων δεκαοκτώ
χρόνων της ζωής μου, είχε εκπληρωθεί, κυριολεκτικά με την μορφή ενός ξανθού αγγέλου που
κατέβηκε από τον ουρανό, μόνο για μένα.

ΠΕΦΤΑΣΤΕΡΙΑ

Με κάποιο μαγικό τρόπο φτάσαμε στην Κυψέλη. Πλήρωσα τον στραβωμένο ταξιτζή και
τρέξαμε σπίτι. Αφήσαμε τις βαλίτσες όπου βρήκαμε και πήγαμε στο δωμάτιό μου. Κάτι ανάμεσα
σε γραφείο, βιβλιοθήκη και...ντιβανοκάμαρα. Είχε και μπακουροροκ πόστερ με σπαθοφόρους
αγγέλους και Harleys στους τοίχους. Σταθήκαμε ο ένας απέναντι στον άλλον, φιληθήκαμε.
Κάναμε ένα βήμα πίσω και συνειδητοποιήσαμε πως θα κάναμε έρωτα. Δεν θα γαμιόμασταν, δεν
θα ήταν βρώμικο σεξ, θα κάναμε έρωτα λες και ήμασταν το τελευταίο αντρόγυνο στη Γη.

Τα πάντα ήρθαν τόσο φυσικά και όμορφα που τα θυμάμαι τυλιγμένα σε ένα ροζ σύννεφο. Το
στενό μου ντιβάνι όχι μας χώρεσε, μας κατάπιε. Το κορμί της ήταν υπέροχο, λευκό, νεανικό,
αψεγάδιαστο. Όμορφα, καλοσχηματισμένα στήθη με ρώγες στο ροζ του Παραδείσου. Ήμασταν
δεκαοκτώ ετών, δεν είχαμε την παραμικρή ιδέα για το μακελειό του κόσμου. Ήπιαμε βαθιά την
αθανασία ο ένας από το κορμί του άλλου. Όταν τελειώσαμε, αντιληφθήκαμε πως είχε γεμίσει το
ντιβάνι αίματα. Δεν ανησυχήσαμε. Τη ρώτησα αν είχε περίοδο. Μου είπε πως όχι, είχε τελειώσει
από μέρες. Τότε διάολε, τί φάση; ‘Μπορεί αυτή να ήταν η πραγματική μου παρθενιά’ μου είπε
και γελάσαμε και οι δυο. Εντός πλαισίου, ακουγόταν τόσο όμορφο και σωστό. Ειμαρμένο.
Μέρος του θρύλου.

Οι επόμενες δυο εβδομάδες ως την Πρωτοχρονιά πέρασαν σε μια αιθαλομίχλη άνευ


προηγουμένου. Πνιγόμασταν από έρωτα. Τα πάντα ήταν καινούρια. Το γκέτο της Κυψέλης ήταν
ο Κήπος της Εδέμ. Θυμάμαι πουλούσε ακόμη ένας τύπος φρούτα από ένα καροτσάκι σε μια
γωνία στην πλατεία Αμερικής. Για κάποιο λόγο, είχε σταφύλια μέσα στο καταχείμωνο. Αγόραζα
κάθε μέρα δυο-τρία κιλά. Ήταν το πρωϊνό μας, μαζί με παγωτό και καφέ.

Κάναμε έρωτα σαν τους πρωτόπλαστους. Το εφηβικό μου σύμπαν ανατιναζόταν σε πεντάλεπτη
βάση. Τα θραύσματα άνοιγαν πύλες σε παράλληλες διαστάσεις ομορφιάς, αρμονίας και
γαλήνης. Είχα βρει την Παράδεισό μου και είχα χαθεί στα γλυκύτατα βάθη της. Έπαιρνε
αντισυλληπτικά τότε η Γουέντι. Είπαμε. Το όνειρο στο ένα χέρι και η σύνεση στο άλλο. Ακόμα
και μεθυσμένος από όλη αυτή την ομορφιά, θυμόμουν πως υπήρχε κάτι μουντό και τρομακτικό
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 19

που ονομαζόταν ‘Αληθινός Κόσμος’. Αυτό που δεν συνειδητοποιούσα ακόμη, ήταν πως με
παραμόνευε από τότε. Ακόνιζε γελαστός το χασαπόμαχαιρό του, όσο ο Αδυσώπητος Χρόνος
έπλεκε τη γέρικη θηλιά του.

Τότε όμως, ήμουν πολύ μεγάλος, πολύ βλάκας και πολύ δυνατός για τα νύχια τους.

Τότε, ήμουν αθάνατος.

Για τις γιορτές κατεβήκαμε Λάρισα, να γνωρίσουν και οι δικοί μου την εκλεκτή της καρδιάς
μου. Αισθανόμουν μια απερίγραπτη δικαίωση, περπατώντας στους δρόμους που είχαν
φιλοξενήσει κάθε μπακουρο-εφηβικό μου όνειρο και κάθε ταπεινωτική Λυκειακή χυλόπιτα,
αγκαζέ με την Άγγελο, το Χρυσό Τρόπαιο του Παραδείσου. Κορδωμένος σαν γύφτικο σκεπάρνι,
περίφερα την εκνευριστικά υπερφίαλη εφηβική μου ανιδεότητα σαν ένας πραγματικός
Αρχιστράτηγος του Τίποτα. Όταν έπεφτα επάνω σε παλιούς συμμαθητές και γνωστούς, ένιωθα
εξαίσια περηφάνια να τους συστήνω Την Κοπέλα Μου. Εξωτική. Διαφορετική. Καλύτερη από
τις δικές τους. Ανεπίτρεπτα πάνω από τα κυβικά μου.

Είχα γελάσει πολύ με τον πατέρα του Δημήτρη. Είχαμε περάσει από το σπίτι τους για καφέ και
παρόλο που ο άνθρωπος ήταν ευγενέστατος, μόλις φύγαμε, ρώτησε επί λέξει το γιο του : ‘Καλά,
ο Γιωργάκης πώς έβγαλε τέτοια γκόμενα; Αυτή είναι κούκλα!’. Δεν νομίζω να είχε νιώσει ποτέ
γλυκύτερη δικαίωση κανένας σπασίκλας καριέρας. Είχα πραγματοποιήσει το αδύνατο, μέσα από
‘εκείνο το χαζοκούτι που θα μου κατέστρεφε τη ζωή’ όπως αρεσκόταν να με προγκάει η μάνα
μου.

Για την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, είχαμε μεγάλα σχέδια. Θα πηγαίναμε σε ένα κάστρο δίπλα
στη θάλασσα, κομπλέ με κουβέρτες και κρασί. Να χαζέψουμε τα αστέρια, να καλωσορίσουμε
τον 21ο αιώνα και να κάνουμε έρωτα σαν να μην υπάρχει αύριο. Τα κανονικά παιδιά κάνανε
ρεβεγιόν με τις οικογένειές τους και κλείνανε τραπέζια στα μαγκουροκγκλαμουράτα ακόμη
μπουζούκια του χωριού. Εμείς τυλίγαμε κουβέρτες και μπουκάλια κρασί και ψάχναμε πιο
λεωφορείο θα μας άφηνε κοντύτερα στο κάστρο.

Τη θυμάμαι εκείνη την βραδιά σαν όνειρο. Το λεωφορείο μας άφηνε πολύ κοντά στην
μπροστινή είσοδο του κάστρου. Έπρεπε να κάνουμε το γύρο, μέσα σε πηχτό σκοτάδι και αρκετό
κρύο, προκειμένου να σκαρφαλώσουμε από ένα μισογκρεμισμένο τμήμα του τείχους, στο πίσω
μέρος. Μαύρη θάλασσα στα αριστερά μας, παγωμένα χαλίκια να χρατσανίζουν κάτω από τις
μπότες μας και πηγαίνουμε σχεδόν ψαχουλευτά στο σκοτάδι. Βρήκαμε το σημείο και
τρυπώσαμε στο κάστρο. Είχε ένα απίστευτο καθαρό ουρανό, γεμάτο αστέρια. Χτυπούσαν οι
καρδιές μας από την αδρεναλίνη και την ταραχή. Κινητά τηλέφωνα δεν είχαμε, η νύχτα ήταν
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 20

μαύρη και η θάλασσα φουρτουνιασμένη. Σκεφτόμασταν πως αν στο κάστρο τριγυρνούσανε


τίποτε νυχτοπούλια πιο μοχθηρά από του λόγου μας, τον είχαμε πιει πανηγυρικά.

Στρώσαμε σε έναν υπερυψωμένο λοφίσκο. Το κρασί μας ζέστανε και μας έδωσε κουράγιο.
Πιάσαμε ο ένας το χέρι του άλλου. ‘Το πιστεύεις; Γυρίζει σε 2001, είναι ο 21ος αιώνας.’
Βλακωδώς ασήμαντο, μα τόσο ρομαντικό, υπό τις σωστές περιστάσεις. Με φίλησε. Την φίλησα.
Κάναμε έρωτα και κάπου στα μισά πήραμε χαμπάρι πως έβρεχε αστέρια. Χωρίς πλάκα.
Αλλάξαμε αιώνα, κάνοντας έρωτα υπό βροχή αστεριών, δίπλα στην θάλασσα. Σε κάστρο. Και
ζημιά από μικρός να μην έχεις, κάτι τέτοια σε κάνουν να πιστεύεις ύποπτα στην Μοίρα. Για
χαμένες παρθενομέταλ περιπτώσεις; Ίχουχου.

Γυρίσαμε λίγες ώρες αργότερα στο πατρικό μου, αναψοκοκκινισμένοι, χαμένοι στην γλυκιά
βεβαιότητα όλων των εφήβων εραστών. ‘Για πάντα;’ ‘Για πάντα.’ Κυλήσαν όμορφα και γλυκά
οι υπόλοιπες ημέρες. Μελομακάρονα, αγάπες, συμπληρωματικοί γύροι του θριάμβου στην μικρή
μας πόλη. Πήρα τη Γουέντι και βολτάραμε μαζί σε κάθε δρόμο και μονοπάτι που την
ονειρεύτηκα ποτέ. Δεν χόρταινα. Έπινα βαθιά από το αθάνατο νερό των παιδικών ονείρων.

Γυρίσαμε στην Αθήνα, στην Κυψελοφωλιά μας. Περάσαν δέκα ημέρες περίπου στη γλύκα και
το μέλι. Και μια βραδιά σαν όλες τις άλλες, χτύπησε η Παρθενοκαταστροφή : Η Γουέντι ήταν
μελαγχολική στο κρεβάτι. Είχε χάσει το γέλιο της. Την ρώτησα τί έχει και μου απάντησε
‘Τίποτα’. Δεν είχα μάθει απολύτως τίποτε από το παρελθόν. Επέμεινα. Τώρα στο δεύτερο
‘Τίποτα’ που θα εισπράξεις, Πιστέ Αναγνώστη, ξέρεις πως τα πράγματα είναι αληθινά ζόρικα
και η καλύβα στο βουνό ενδεχομένως δεν θα είναι αρκετή προκειμένου να σε καλύψει. Έσκασε
τρίτο ‘Τίποτα’. Ήμουν τόσο μαλάκας που επέμεινα.

Έβαλε τα κλάματα η αγάπη μου. Αναφιλητά και λυγμοί γοεροί. Ήταν απαρηγόρητη. Ένιωθα ένα
απροσδιόριστο σφίξιμο στην καρδιά. Ένα παγωμένο χέρι να μου συντρίβει τα σωθικά.
Υποψιαζόμουν διαισθητικά την συνέχεια, αλλά τίποτε στην παρθενικά γλυκιά μου ύπαρξη δεν
με είχε προετοιμάσει για τη συνέχεια :

‘Ε να...θυμάσαι τότε...πριν έρθω που σου είχα πει για εκείνο τον τύπο;’

‘Ν...ναι’ τραύλισα, παγώνοντας όλο και περισσότερο κάθε λεπτό

‘Ε τελικά δεν ήταν ένας.’

Ξεροκατάπια.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 21

‘Δηλαδή;’

‘Ε μπορεί να ήταν άλλοι δυο και ίσως άλλος ένας και σαγαπαωτοσοπολυκαιθελωναπεθανω....’

Και να κλάματα και να λυγμοί. Και πετάχτηκε πάνω. Και είχε έτοιμες πακεταρισμένες τις
βαλίτσες της. Ήταν μια μικρή ιδιοφυία η αγάπη μου. Φυσικό ταλέντο.

‘Όχι, είναι άδικο για σένα. Είσαι τόσο καλός και εγώ είμαι μια καριόλα, σε πλήγωσα, θα φύγω
τώρα.’

Κλάματα, κακό, φωνές μέσα στην βροχερή Κυψελιώτικη νύχτα.

Εγώ έκλαιγα τόσο δυνατά ενώ συντριβόταν κάθε εφηβικό μου όνειρο, που δεν μπορούσα να
ανασάνω. Μη συνειδητοποιώντας το προφανές, πως τίποτε από το παρελθόν δεν είχε την
παραμικρή σημασία, ένιωθα τερατωδώς προδομένος. Εγώ, η πιστή, όσια Ραπουνζέλ στον πύργο
και η παλιό-Γουέντι που είχε γαμηθεί με το Σύμπαν, μόνο και μόνο για να μου ραγίσει την
καρδιά. Ήμουν φυσικά τόσο εθισμένος στον άγγελό μου που δεν υπήρχε περίπτωση να την
αφήσω να φύγει. Μαζί της δεν έκανα και χώρια δεν μπορούσα. Έκλαιγα, την έβριζα, την
τράβαγα κοντά, πνιγόμουν. Πρέπει να χαλάσαμε ένα ρολό κωλόχαρτο διπλό για να σκουπίζουμε
τις μύτες μας εκείνο το βράδυ.

Αισθανόμουν τον κόσμο να έχει σπάσει στα δυο. Η Γουέντι ήθελε να φύγει. Αναγνώριζε το
τεράστιο τραύμα που είχε προκαλέσει στο μικρό της παρθένο αντράκι και πλάνταζε. Σοβαρά,
ψέματα, δεν είχε καμία σημασία. Ένα ανύπαρκτο ζήτημα με έσκιζε στα δυο. Φυσικά δεν είχα
άλλη επιλογή από το να τη ‘συγχωρήσω’. Μεγαλόθυμα και οσιακά. Χάιδεψα τον εγωϊσμό μου
με τα νέα ύψη αρετής που έπιανα στο κεφάλι μου. Εγώ την δεχόμουν πίσω, με την τεράστια
καρδιά μου. Τίποτε δεν είχε σημασία πριν την γνωριμία μας. Η ανασφάλειά μου βρυχιόταν.
Έκανε κάθε ερώτηση που δεν πρέπει να κάνεις ποτέ. Και πώς σε γάμαγε ο Νταγκ. Και πόση την
είχε. Και γάμαγε καλύτερα από εμένα. Κάθε τραγική μου ανασφάλεια κόχλαζε και ξεχυνόταν
στα υστερικά απομεινάρια του λογικού μου.

Δεν μπορούσα να δεχτώ πως η γυναίκα της ζωής μου ήταν τόσο έμπειρη και περπατημένη και
εγώ δεν ήμουν τίποτε άλλο από ένα αγνό χωριατόπαιδο, χιλιόμετρα μακριά από κάθε έννοια
ηρωισμού ή σπουδαιότητας. Η κουταλιά νερό στην οποία πνιγόμουν σαν ηλίθιος, μου φαινόταν
ο Ατλαντικός Ωκεανός ο ίδιος. Η θέρμη του έρωτά μας, η πρέζα του κορμιού της Γουέντι πάνω
στο δικό μου, αποδείχτηκαν φυσικά ισχυρότερα από κάθε λογικό ή παράλογο επιχείρημα. Θα
μέναμε μαζί, πάει και τελείωσε. Θα γαμιόμασταν μέχρι να ξεχάσουμε και οι δυο τα πάντα. Και
αυτό ακριβώς κάναμε. Και δούλεψε.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 22

Για κανένα μήνα περίπου.

Τελειώματα Φλεβάρη, βρέθηκα στο ίδιο έργο θεατής. Βραδινή μελαγχολία στο κρεβάτι. Κάτι
είχα αρχίσει να ψιλομαθαίνω. Μαλάκας ήμουν ακόμη, το ζήταγα το ‘Τίποτα’ μου, το τράβαγε ο
οργανισμός μου. Το παγερό χέρι στα σωθικά μου, είχε αρχίσει να γίνεται άβολα οικείο.

‘Όχι αγάπη μου, πες μου τί έχεις’

Αδιόρθωτος. Σκατοκόπανος. Εισέπραξα και δεύτερο ‘Τίποτα’ και συνέχισα ακάθεκτος αν και
τρομοκρατημένα βέβαιος για τη συνέχεια.

Μετά από τρία ψυχοβγαλτικά ‘Τίποτα’, η Γουέντι αναλύθηκε ξανά στα κλάματα και τους
λυγμούς. Όταν κάπως ανάσανε, ξεφούρνισε τη συνέχεια του δράματος :

‘Ε να...θυμάσαι το Γενάρη που σου είπα για εκείνους τους τύπους; Ε μπορεί να ήταν άλλοι δυο
και ίσως ένας τρίτος...και...και δεν θυμάμαι πολύ καλά. Θα φύγω, σε κάνω μόνο δυστυχισμένο.’

Έκλαψα πάλι, λιγότερο από την πρώτη φορά. Τα γνωστά. Βαλίτσες έτοιμες, δεν αξίζω τέτοιον
άνθρωπο όπως εσύ, πίτσι πίτσι επαγγελματικό. Έκλαψα περισσότερο. Ένιωθα εξουθενωμένος.
Της είπα πως δεν είχε πια σημασία τίποτε από το παρελθόν, αλλά την παρακάλεσα ότι είχε να
μου πει, να μου το πει εκείνη την βραδιά. Της είπα πως δεν με ενδιέφερε πια αν είχε πάρει όλες
τις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ παρτούζα, αρκεί να μου το έλεγε και να μη χρειαζόταν να
περάσω άλλη τέτοια διαβολοβραδιά.

Μου ορκίστηκε μέσα σε κλάματα και αναφιλητά πως αυτά ήταν όλα, πως δεν θα με
ξαναπλήγωνε ποτέ. Εκείνο το χειμώνα θεραπεύτηκα οριστικά από την αρρώστια της ζήλιας.
Ήταν ένα από τα σπουδαιότερα δώρα που μου έκανε η Γουέντι. Όταν ως ανασφαλής επαρχιώτης
αγριοπαρθένος ακούς την Άγγελο που ονειρευόσουν από μωρό παιδί να σου περιγράφει πως την
πήραν ο Νταγκ με τον Τσαντ από κώλο και της άρεσε, αλλά Χριστέ μου πόσο σε αγαπά και δεν
κάνει μακριά σου, κάτι ραγίζει μέσα σου. Κλαις μέχρι να στερέψουν τα δάκρυα και σου είναι
πραγματικά αδύνατο να ζηλέψεις ή να πολυπάρεις στα σοβαρά το ‘κέρατο’ μετά. Καίγεσαι
ολόκληρος στην φωτιά του. Αν κατορθώσεις να βγεις από το πηγάδι, δεν σε αγγίζει πια. Σαν
εμβόλιο, αντισώματα. Καλύτερα να ξεφτιλιστείς όσο δεν πάει μικρός, παρά να τα πλερώνεις στα
γεράματα.

Το βάλαμε πίσω μας λοιπόν και τούτο το ‘κακό’. Η φλόγα του έρωτά μας και το φυσικό πάθος
που μας ένωνε, ήταν πανίσχυρο. Παράλληλα, έληγε η τρίμηνη τουριστική βίζα παραμονής της
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 23

Γουέντι στην Ελλάδα και έπρεπε να δούμε πώς θα την ανανεώναμε. Κεραμίδα από την νομαρχία
: έπρεπε η κοπέλα να φύγει και να μείνει εκτός Ελλάδος τρεις μήνες προτού επιστρέψει ξανά.
Αυτό ίσχυε (και θαρρώ ισχύει ακόμη) για πολίτες χωρών εκτός Σένγκεν στην ΕΕ. Τρεις μήνες
μέσα, τρεις μήνες έξω. Χάσαμε την Γη κάτω από τα πόδια μας. Τρεις μήνες χώρια μας φαινόταν
ασύλληπτο, σαν τρεις μήνες δίχως οξυγόνο. Βιώναμε ένα απόλυτο φυσικό εθισμό ο ένας στην
παρουσία του άλλου. Δεν υπήρχε λογική. Τη σύνεση την είχαμε αλυσοδέσει στο υπόγειο. Τρεις
μήνες χώρια, ήταν σαν να μας έλεγαν τρεις μήνες νεκροί.

Κλάψαμε, γαμηθήκαμε, πλαντάξαμε. Στο τέλος κάτσαμε κάτω και καταστρώσαμε σχέδιο. Η
Γουέντι θα έφευγε και θα δούλευε τους τρεις μήνες που ήταν μακριά, προκειμένου να μαζέψει
όσα χρήματα μπορούσε. Εγώ παράλληλα, θα έβρισκα ένα τρόπο, ώστε όταν ερχόταν ξανά το
καλοκαίρι στην Ελλάδα, να μην χρειαζόταν να φύγει ποτέ ξανά. Συμφιλιωθήκαμε με την ιδέα
αυτού του ‘μικρού, ανοιξιάτικου θανάτου’, αγοράσαμε ταιριαστά βεράκια και τις τελευταίες δυο
εβδομάδες μας, τις περάσαμε τριγυρίζοντας στην Πλάκα και το Λυκαβηττό. Υποσχέσεις,
κλάματα, φιλιά. Είχε ένα αβάσταχτο ρομάντζο η όλη φάση. Τα άσχημα και οδυνηρά του
χειμώνα γρήγορα ξεχνιόνταν κάτω από τη γλυκόπικρη θλίψη του επικείμενου αποχωρισμού.

Το τελευταίο μας βράδυ στην Αθήνα το περάσαμε αγκαλιά. Νιώθαμε πραγματικά λες και θα
σταματούσαμε να ανασαίνουμε όταν αποχωριζόμασταν. Είχαμε αγοράσει θυμάμαι ένα κουτί
γεμάτο πολύχρωμα κεριά και τα καίγαμε όλη νύχτα. Τα αφήναμε να λιώσουν εντελώς, μέχρι που
οι χρωματιστές παραφίνες είχαν σχηματίσει ένα απίστευτο γλυπτό επάνω στο καλό τραπεζάκι
της γιαγιάς. Αφήσαμε τα αποτυπώματα από τους αντίχειρές μας πλάι-πλάι και χαράξαμε
αποκάτω το ‘Σ ’Αγαπώ’ μας. Περισσότερα κλάματα, αγκαλιές, φιλιά για να τελειώσουν όλα τα
φιλιά. Σπαράζαμε. Όταν την άλλη μέρα την αποχαιρέτησα στην πύλη του αεροδρομίου, τρέχανε
τα μάτια μου ασταμάτητα. Σε όλη τη διαδρομή του αστικού λεωφορείου από το Ελληνικό ως την
Κυψέλη, τρέχανε. Έκλαιγα ανοιχτά. Ένα παρδαλό ψηλόλιγνο γυαλαμπουκάτο σπασικλάκι
μασκαρεμένο Άγγελος της Κολάσεως, να κλαίει ήσυχα, σιωπηλά, όλη την μεγάλη βόλτα του
γυρισμού. Ήταν και κομμένο το τηλέφωνο στο σπίτι, δεν είχα ιδέα πότε θα της ξαναμιλούσα.
Μπήκα στο άδειο διαμέρισμα και είδα την κούπα από τον πρωϊνό της καφέ. Την άρπαξα,
ρούφηξα την τελευταία γουλιά που είχε αφήσει ελπίζοντας να γευτώ τα χείλια της. Ξέσπασα σε
γοερά κλάματα. Έκανα να πλύνω την κούπα μια εβδομάδα. Άρχισα να τρώω μετά από δυο
ημέρες. Ο Δημήτρης ανησύχησε τόσο, που ήρθε και κατασκήνωσε σπίτι μου, να έχει το νου του.

Δεν μπορούσα να καταλάβω αν είχα ονειρευτεί το προηγούμενο τρίμηνο ή αν μου είχε συμβεί
πραγματικά. Αισθανόμουν λιγότερο από μισός, φάντασμα, ανύπαρκτος. Όταν μια εβδομάδα
αργότερα μου τηλεφώνησε η Γουέντι, ένιωσα ξανά ανάσα ζωής στο στήθος μου. Υπήρχε. Ήταν
αλήθεια. Το είχαμε ζήσει. Με αγαπούσε. Ήταν αληθινή. Ο έρωτας κερδίζει τα πάντα.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 24

Σιγά σιγά, άρχισα να συνέρχομαι. Ξαναβγήκα από το σπίτι, πήγαινα στη σχολή. Είχα να δώσω
ραπόρτο και στα κορίτσια του τμήματος, πού είχα εξαφανιστεί, πώς εξελισσόταν το
Παπακαλλιατικό μου ρομάντζο. Πότε θα ξαναερχόταν η Γουέντι. Τί θα έκανα για να την
κρατήσω στην Ελλάδα. Εξαιρετικές ερωτήσεις όλες και ανάθεμα κι αν είχα τις απαντήσεις. Το
μόνο σίγουρο ήταν πως έπρεπε να αρχίσω να βάζω χρήματα στην άκρη. Εκείνη την άνοιξη,
κλείστηκα στο σπίτι σαν θεόζουρλος κοσμοκαλόγερος. Έτρωγα ένα πιάτο μακαρόνια ή ρύζι με
πιπέρι την ημέρα και όλο το υπόλοιπο ‘επίδομά’ μου το έβαζα στην άκρη. Παράλληλα,
κατάφερα να αναλάβω κάποιες μεταφραστικές κουτσοδουλειές. Όλη μέρα στον υπολογιστή
ξανά, η Γουέντι στο ICQ (ίσως είχαμε περάσει και στο MSN Messenger τότε, λίγη σημασία έχει)
κλίκι κλάκα τα κουμπιά. Μηχανευόμουν.

Πήγα και στον ΟΤΕ με το νοητό καπέλο χαμινιού στα χέρια και κλάφτηκα σε έναν υπέρβαρο
αφισοκολλητή της ΠΑΣΟΚάρας, προκειμένου να μου κόψει σε δόσεις το επονείδιστο χρέος των
πεντακοσίων χιλιάδων δραχμών και να συνδεθεί ξανά η τηλεφωνική γραμμή στο σπίτι. Ένιωθα
μέγιστος νίντζα που είχα καταφέρει να κρύψω το συγκεκριμένο ρεζιλίκι από τους δικούς μου.
Ακόμη και με κομμένες τις εξερχόμενες κλήσεις, μπορούσα να δέχομαι εισερχόμενες κλήσεις
φυσιολογικότατα, διατηρώντας έτσι ακέραιη την ψευδαίσθηση πως Όλα Έβαιναν Καλώς στο
φοιτητόσπιτο της Κυψέλης.

Η Γουέντι έπιασε ξανά δουλειά στο Pizza Hut και έβαζε χρήματα στην άκρη. Είναι χαζό, αλλά
μέχρι και σήμερα, αφήνω πάντα υπέρ το δέον κιμπάρικα φιλοδωρήματα, σχεδόν οπουδήποτε και
αν πάω. Σκέφτομαι πως κάπου, κάποτε, ίσως δουλεύει η Γουέντι ενός άλλου αστροθαμπωμένου
και μουρόχαυλου πιτσιρικά. Και στα τρίσβαθα της καρδιάς μου, χαίρομαι να ξέρω πως τους
βοηθάω να σμίξουν μια ώρα αρχύτερα. Είπαμε, βλακώδες.

Περνούσαν οι μέρες, κυλούσαν οι εβδομάδες. Δεν μ’ ένοιαζε ούτε να πάω στα πάρτι που με
καλούσαν, ούτε να κοινωνικοποιηθώ, ούτε τίποτε. Με ένοιαζε μόνο να μη χρειαζόταν να
αποχωριστούμε ποτέ ξανά με την Άγγελό μου. Πλησίαζαν εκλογές, ήταν η άνοιξη που το
Σημιτικό ΠΑΣΟΚ χρειαζόταν απεγνωσμένα μια νίκη. Ξεκίνησαν να τρέχουν στην τηλεόραση τα
ανεκδιήγητα σποτ με τον ‘Χασσάν τον Ελαιοχρωματιστή’. Ουσιαστικά, η πεφωτισμένη ηγεσία
του ταλαίπωρου τόπου μας, διαφήμιζε πως ο οποιοσδήποτε μπορούσε να βγάλει πράσινη κάρτα,
αρκεί να τα ‘έβρισκε’ με τα εκατοντάδες καταδρομικά ΚΕΠ τα οποία είχαν αρχίσει να
ξεφυτρώνουν ωσάν τα μανιτάρια σε ολόκληρη την επικράτεια και ιδιαίτερα στο λεκανοπέδιο της
Αττικής.

Άρχισα να την ψάχνω. Απαγορευτικά τα κόστη. Πενήντα χιλιάρικα ο ένας χρόνος, εκατό οι δυο,
εκατόν πενήντα η πενταετία. Σκόντο σπέσιαλ. Μπορεί να θυμάμαι και λάθος τα ποσά, αλλά
ήταν ξεκάθαρα απαγορευτικά για τον ανύπαρκτο φοιτητικό προϋπολογισμό μου. Έπρεπε να βρω
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 25

άλλο τρόπο. Η ιδέα του γάμου, μου ήρθε ξημερώματα, ενώ καθόμουν ξαπλωμένος στη φλοκάτη
του σαλονιού μετά από γλυκό όσο και υπερκοστολογημένο Διατλαντικό τηλεφώνημα.

‘Γιατί δεν την παντρεύεσαι ρε; Δε χρειάζεται να το μάθει κανείς. Θα κλεφτείτε.’


‘...’

‘Δεν είναι κιόλας πως θα κάνετε παιδιά τώρα ή ότι ξέρεις, παντρεύεσαι-παντρεύεσαι όπως πήρε
ο πατέρας τη μάνα σου, δυο υπογραφές είναι και μετά μένει στη χώρα για πάντα.’
‘...’

Ακόμη και σήμερα, μου φαίνεται κομμάτι παράξενο το πώς η συγκεκριμένη ιδέα ήρθε
φτεροκοπώντας χαμηλά μέσα στη νύχτα. Δεν το είχα συζητήσει ούτε με τον Δημήτρη, ούτε με
τον αδερφό μου. Απλά ένα βράδυ έσκασε. Την επόμενη μέρα ήμουν στον υπολογιστή και το
τηλέφωνο, να μάθω τί δικαιολογητικά χρειάζονταν. Στους γονείς μου φυσικά, ούτε κουβέντα.
Ήταν ήδη ένας μικρός άθλος να διατηρώ την Pax Americana, φροντίζοντας το ακαδημαϊκό μου
μητρώο να είναι αψεγάδιαστο, δίχως να πατάω σχεδόν ποτέ στην Σχολή. Αν τους ξεφούρνιζα
και τα περί του πολιτικού μου γάμου στα δεκαεννιά, είχα την αποκλήρωση στο τσεπάκι.

Τα δικαιολογητικά ήταν εύκολο να τα μαζέψουμε. Τα κόστη για τα παράβολα, νορμάλ. Πρώτα


το είπα στην ίδια τη Γουέντι. Ενθουσιάστηκε. Ήταν και στην κουλτούρα της και στην καλύτερη
παράδοση των τραγουδιών του Springsteen ο γάμος από τα μικράτα. Αν ήταν και μυστικός,
είχαμε πρόσθετη, μπόνους γκλαμουριά στη φάση μας. Δεν πέρναγε ούτε κατά διάνοια από το
μυαλό μας πως υπήρχε το οποιοδήποτε ενδεχόμενο να χωρίσουμε. Μαζί πάντα και για πάντα.
Έρωτας μέχρι να καεί ο ήλιος.

Στον αδερφό μου και το Δημήτρη, το παρουσίασα λογικά και κλιμακωτά. Όπως ζούσαμε και
πριν, θα συνεχίζαμε. Ούτε παιδιά, ούτε τίποτε φοβερό. Μόνο ένα κομμάτι χαρτί που θα της
επέτρεπε να μένει στη χώρα. Θα έπρεπε φυσικά να είναι οι μάρτυρές μου και κουβέντα πουθενά
παραέξω. Δέχτηκαν με ενθουσιασμό. Κανένας από τους δυο δεν σκέφτηκε να μου αστράψει μια
σφαλιάρα και να με ρωτήσει αν έχω κουνήσει καλά το κεφάλι μου τελευταία. Τα αγριοπαρθένα
μυαλά τους, έβρισκαν ιδιαίτερα συναρπαστική την προοπτική της συνενοχής τους στην
αποκοτιά μου.

Πλέον, είχαμε σχέδιο. Ενημέρωσα την Γουέντι αναφορικά με τα έγγραφα που θα έπρεπε να
εξασφαλίσει από την Αμερική και ξεκίνησα να μαζεύω τα δικά μου. Μεταφράσεις και όνειρα
την ημέρα, μακαρόνια με πιπέρι και κέτσαπ για διάλειμμα και τα βράδια παραδομένα σε
ατελείωτες κουβέντες για το γλυκό τίποτα. Ήμουν ευτυχισμένος.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 26

Ήρθε το Πάσχα, πέρασε. Είχε πάρει να μοσχοβολάει όλος ο Κυψελόδρομος γιασεμί και
νυχτολούλουδο. Ο Δημήτρης πέρναγε αρκετά βράδια στο σπίτι. Παίζαμε παλιά φλιπεράκια στο
Μάμε (Μέημ το προφέρουν μονάχα οι άνιωθοι φλώροι), μασουλάγαμε Pizza Hut για να νιώθω
πιο κοντά στη Γουέντι και συζητάγαμε τις Μεγάλες Αγάπες μας. Ο Δημήτρης τα είχε πρόσφατα
φτιάξει με τη Άρτεμη, τον σχολικό του έρωτα και ήταν κατά κάποιο τρόπο συνοδοιπόρος μου σε
αυτή την απόλαυση της πρωτογενούς και μοναδικής μας φαντασίωσης. Ήταν πιστός στην ίδια
Εκκλησία με μένα. Το γεγονός μάλιστα πως η Άρτεμις, σε αντίθεση με το όνομά της, είχε έναν
ιδιαίτερα...Μεσογειακό σωματότυπο, με έκανε να νιώθω μια κάποια χαιρέκακη
χωριατοπερηφάνια που ‘η δική μου ήταν καλύτερη’. Γελούσε η Μοίρα από την άκρη του μπαρ,
έπλεκε το παλτό με τα δεινά, αλλά ήταν νωρίς ακόμη.

Είχαν περάσει δυο και βάλε από τους τρεις μήνες της ‘εξορίας’ της Γουέντι. Πλέον, το τραύμα
του αποχωρισμού είχε κλείσει και παρά την καθημερινή μας επικοινωνία, ένιωθα μια ονειρική
αιθαλομίχλη να τυλίγει το ρομάντζο μας. Δεν ήμουν σίγουρος αν το ονειρευόμουν ή αν είχαν
όλα πραγματικά συμβεί. Βρισκόμουν σε ένα γλυκό μεταίχμιο που αν εκείνη την στιγμή η
Γουέντι μου έλεγε πως δεν ήθελε να με ξαναδεί ποτέ στη ζωή της ή πως θα ερχόταν και ήθελε να
κάνουμε αμέσως παιδί, θα μου φαινόταν το ίδιο γλυκό. Μια αποχαύνωση απαλή και μελωμένη,
τέλεια παλαντζαρισμένη επάνω στην πλήρη αβεβαιότητα. Ήμουν έτοιμος να πιστέψω πως όλα
όσα είχα ζήσει το χειμώνα ήταν ένα όνειρο. Και η Γουέντι, λες και το μυρίστηκε, με πήρε
τηλέφωνο μέσα στα κλάματα.

Το γνώριμο πλέον παγωμένο χέρι σφίχτηκε γύρω από την καρδιά μου. Είχα δει το έργο
υπερβολικά πολλές φορές. Αντί για πανικό, μου έφερνε πια μια γαλήνια βεβαιότητα. Αν μου
έλεγε πάλι για το Σίντ, το Νταγκ και τον Τσαντ, ήμουν πανέτοιμος να της πω πως δεν υπήρχε
κανένας λόγος να κλαίει και να σπαράζει. Θα χωρίζαμε και αυτό θα ήταν όλο. Θα έμενε εκεί και
θα συνέχιζε την ζωή της κι εγώ την δική μου, δεν υπήρχε δα κάποιος λόγος να χτυπιόμαστε. Και
παρά τον έρωτα που φλόγιζε τα άμαθα σωθικά μου, το πίστευα. Είχα αρχίσει επιτέλους να
αντιλαμβάνομαι μια από τις βασικές πραγματικότητες του ενήλικου βίου.

‘…και και τότε με φίλησε κι εγώ τον χαστούκισα και του είπα πως έχω αγόρι και σηκώθηκα και
έφυγα τρέχοντας.’ κατέληξε μέσα σε λυγμούς η Γουέντι.

Κόκκαλο. Νέα παράμετρος. Μέχρι το κρίσιμο σημείο, το ποίημα ήταν το ίδιο. Δουλειά στην
Pizza Hut, παρέες, αγόρια, πάρτι. Μια απολύτως φυσιολογική εφηβεία με άλλα λόγια. Να
πηγαίνεις όπου θέλεις αγάπη μου, εγώ σε εμπιστεύομαι. Μεγάλο σοκ, εκεί που είχε ξεμείνει
μόνη της με τον Ντάγκαρο σε κάποιο πάρτι, ο Ντάγκαρος χώθηκε. Η Φραμπάλα μου όμως, η
Πριγκίπισσά μου, τον χαστούκισε και του μίλησε για το Γενναίο Βλάκα Πρίγκηπά της στην
Ελλάδα. Ο εγωϊσμός μου γουργούριζε και αναφουφούλιαζε ηδονικά.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 27

‘Αγάπη μου...γιατί κλαις; Έκανες πάρα πολύ καλά και σε αγαπάω πολύ!’

‘Α...αλήθεια; Εγώ νόμιζα πως θα θυμώσεις...’

‘Ρε αγάπη μου, σοβαρά τώρα, μετά από όσα περάσαμε το χειμώνα, μόνο περήφανος είμαι που
φέρθηκες έτσι όμορφα και σωστά. Τίποτε κακό δεν έκανες.’

‘...’

‘Έλα μην κλαις. Να ξέρεις, αυτά συμβαίνουν. Ωραία κοπέλα είσαι, αν πηγαίνεις σε πάρτι με
τύπους, προφανώς και θα στην καταπέφτουν. Αλλά χαίρομαι πάρα πολύ που αντέδρασες έτσι
και σ ’αγαπάω. Δεν βλέπω την ώρα να σε ξαναδώ.’

Ήμουν τόσο απερίγραπτα βλάκας, που το πίστευα. Αλήθεια, το πίστευα, Δεν μου περνούσε καν
από το μυαλό πως ίσως, τα πράγματα να μην είχαν γίνει ακριβώς όπως μου τα είχε περιγράψει η
Άγγελός μου. Το περιστατικό το έβγαλα πολύ γρήγορα από το μυαλό μου. Δεν είχε σημασία.
Μέσασε ο Ιούνης. Δεύτερη άφιξη της Γουέντι. Αυτή την φορά, κατόρθωσα να κοιμηθώ λίγες
ώρες το προηγούμενο βράδυ. Είχε μόλις τεθεί σε λειτουργία το Ελευθέριος Βενιζέλος και όπως
όλα τα έργα υποδομής στον βασανισμένο μας τόπο, αποτελούσε μεγάλο αξιοθέατο. Καινούριο,
αστραφτερό, λειτουργικό. Το μέλλον και η δόξα του 21ου αιώνα, μακριά από την χθαμαλά
παλαιική κληρονομιά του Ελληνικού. Τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του, δεχόταν πολλούς
επισκέπτες δίχως κανέναν απολύτως προορισμό. Όλοι ήθελαν λίγη από αυτή τη μαγεία του
καινούριου.

Κατάφερα να τα κάνω σκατά με το Εξπρές Λεωφορείο και κατέβηκα δυο χιλιόμετρα μακριά από
τις αφίξεις, στη στάση προσωπικού της Goldair. Αντί να περιμένω σαν άνθρωπος το επόμενο
λεωφορείο, αποφάσισα πως ‘ήταν κοντά και θα περπατούσα’. Λαμπρή ιδέα. Ο ήλιος είχε αρχίσει
να ανεβαίνει στον ουρανό και να σιγοψήνει την άσφαλτο και το δερμάτινο παντελόνι μου μαζί.
Στο κεφάλι μου ήμουν η επιτομή του φυσερού κούλ : ένας μακρυμάλλης Άγγελος της Κολάσεως
που βάδιζε την ροδοστρωμένη Λεωφόρο της Αγάπης, κόντρα στον ήλιο.

‘ΦΥΓΕ ΑΠΟ ΤΟ ΔΡΟΜΟ ΜΑΛΑΚΙΣΜΕΝΟ ΜΗ ΣΟΥ ΓΑΜΗΣΩ...’ συνοδεία παρατεταμένων


κορναρισμάτων. Βίαιη επαναφορά στην πραγματικότητα. Περπατούσα σαν τον μουρλό σε ένα
μέρος όπου κανείς πεζός δεν είχε θέση. Ο Μπαντέρας της δεκαετίας του ’90 θα ήταν τόσο μα
τόσο περήφανος για μένα. Σίγουρα.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 28

Κατέφθασα ιδρωμένος και λαχανιασμένος στις αφίξεις σαράντα περίπου λεπτά αργότερα. Είχα
φυσικά ώρες να περιμένω ακόμη, μα διόλου δεν με απασχολούσε. Ήμουν τόσο κοντά στο να
ανασάνω ξανά μυρωμένο αέρα από τα χείλη της αγάπης μου. Έκανα χάζι και άσκοπες βόλτες
στο Νέο και Λαμπρό μας Αεροδρόμιο. Μου φαινόταν οριακά ποιητικό που είχε χτιστεί ένα
ολάκερο σένιο αεροδρόμιο για την δεύτερη πράξη του Μεγάλου Μου Έρωτα. Ήμουν τόσο
μπετόστοκος. Πίστευα ακράδαντα πως ολάκερη η πλάση ήταν το σκηνικό για την ταινία στην
οποία πρωταγωνιστούσα. Στην ταινία που ήμουν προορισμένος να κερδίσω.

Ήρθε και χάθηκα στην αγκαλιά και τα φιλιά της. Είχαμε συμφωνήσει. Τις πρώτες δεκαπέντε
μέρες θα χαιρόμασταν τον έρωτά μας και κατόπιν θα ξεκινάγαμε τα τρεξίματα για τον μυστικό
μας γάμο. Στο Rockwave εκείνη την χρονιά έπαιζαν οι Savatage και οι Cradle of Filth,
αμφότεροι τεράστιες αγάπες μου εκείνη την περίοδο. Η Γουέντι ήταν του grunge, ως πιο ψημένο
κορίτσι, αλλά δεν την χάλαγαν διόλου οι Ευρω-ηρωϊσμοί που άκουγα. Είχε ανέβει και ο αδερφός
μου στην Αθήνα και ήταν φουλ καλοκαιρινή φιέστα η κατάσταση.

Περάσανε σαν αστραπή οι δυο πρώτες εβδομάδες. Ξεκίνησε μετά ο Γολγοθάς της
γραφειοκρατίας. Αν έχεις ξεμείνει καλοκαίρι στην Αθήνα να τρέχεις από ΚΕΠ σε πρεσβεία και
ξανά-μανά σε ΚΕΠ, με νιώθεις, Αφοσιωμένε Αναγνώστη. Μπορεί να ήταν ‘Το Καλοκαίρι του
Χασσάν’ όπου το παραπαίων ΠΑΣΟΚ μοίραζε πράσινες κάρτες σαν καραμελίτσες, αλλά είχαμε
άδειες τσέπες και μόνο μια νεφελώδη αντίληψη της έννοιας ‘δικηγόρος’. Οι ατέλειωτες ουρές
που αντιμετώπισα εκείνο το καλοκαίρι, αφενός μου έδωσαν πλήρη ανοσία απέναντι στον
Γραφειοκρατικό Εφιάλτη και αφετέρου μου δίδαξαν την τεράστια αρετή της γαϊδουρινής
υπομονής.

Ένα από τα τελευταία πράγματα που έπρεπε να τακτοποιήσουμε ήταν η δημοσίευση της
αγγελίας του γάμου μας σε μια ημερήσια εφημερίδα. Φυσικά έπρεπε να διαλέξουμε την
εφημερίδα εκείνη με την χαμηλότερη πιθανότητα να πέσει στην αντίληψη της ευρύτερης
οικογένειάς μου και του κύκλου της. Φιλοκυβερνητικές και δεξιές εφημερίδες ήταν προφανώς
εκτός συζήτησης. Ομάδα υψηλού κινδύνου. Με την ζέστη, τις ουρές, την πίεση του χρόνου και
την μπόχα του κέντρου να μας πιέζουν, σε κάποια φάση παραλίγο να βάλουμε απηυδισμένοι την
αγγελία μας στα ΝΕΑ που διάβαζαν ως και οι γιαγιάδες μου. Θυμάμαι ακόμα να τσακωνόμαστε
στον πεζόδρομο έξω από το γραφείο αγγελιών της εφημερίδας και να συμφωνούμε πως να πάει
να γαμηθεί, θα βάζαμε την αγγελία εκεί και τέρμα. Και το κάναμε. Και μόλις
συνειδητοποιήσαμε τί είχαμε κάνει και πως θα μπορούσαμε κάλλιστα να είχαμε δημοσιεύσει σε
μια μικροσκοπική φιλοαριστερή εφημερίδα της γειτονιάς, τρέξαμε σαν τους μουρλούς να
αποσύρουμε την αγγελία. Πρέπει να ήμασταν από τα πιο παράξενα ζευγάρια που
κυκλοφορούσαν αμολητά στο Λεκανοπέδιο εκείνο το καλοκαίρι. Δέκα εννέα ετών, δερματόδετα
και άγρια προσηλωμένα στην γραφειοκρατία της εκτός Σένγκεν παντρειάς.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 29

Καταφέραμε να τα μαζέψουμε όλα και να ορίσουμε την ημερομηνία του γάμου δέκα ημέρες
πριν την λήξη της άδειας παραμονής της Γουέντι. Η οικογένειά μου δεν είχε πάρει μυρωδιά
τίποτε από την τεράστια βλακεία μου. Μάρτυρες θα ήσαν ο αδερφός μου και ο Δημήτρης, ο
οποίος έφερε και την κοπέλα του την Άρτεμη μαζί. Από τη σχολή θα ερχόταν η Ηλέκτρα με το
αγόρι της τον Φώτη. Η Ηλέκτρα εκτός από πετίτ κουκλάκι, έδειχνε να μαστίζεται από την ίδια
βλακώδη προσήλωση στο Μεγάλο Έρωτα όπως ο Δημήτρης κι εγώ. Είχαμε μαζέψει ολάκερο
γκρουπάκι ομοιοπαθών.

Ο γάμος έγινε τέλη Αυγούστου, θαρρώ στις 29, στο Πνευματικό Κέντρο της Αθήνας. Μας
πάντρεψε η αντιδήμαρχος, η οποία πραγματικά έμοιαζε να μην πιστεύει στα μάτια της. Η
αίθουσα αναμονής των γάμων, δεν ήταν ιδιαίτερα χαρούμενο μέρος. Ζευγάρια με τεράστιες
διαφορές ηλικίας, γάμοι συμφέροντος, γάμοι ανάγκης. Χαμηλωμένα βλέμματα, αμηχανία. Εμείς
γελάγαμε ως τ ’αυτιά. Ο Δημήτρης και η Άρτεμις ήταν ντυμένοι εντελώς σπορ. Η Ηλέκτρα με το
Φώτη λίγο πιο κυριλέ. Εγώ φορούσα την δερμάτινη στολή μου, η Γουέντι είχε ντυθεί πιο
επίσημα. Για νυφικό, ούτε λόγος.

Όλοι κοιτάγανε την Γουέντι κατευθείαν στην κοιλιά. Η πλήρης απουσία του παραμικρού
φουσκώματος τους μπέρδευε. Δεν χορταίναμε να αφηγούμαστε Την Ιστορία Μας σε όλους. Η
αντιδήμαρχος είχε εντυπωσιαστεί. Ζήτησε από τον φωτογράφο του Πνευματικού Κέντρου να
την τραβήξει μια έξτρα φωτογραφία μαζί μας, την οποία έχω ακόμη κλειδαμπαρωμένη σε
κάποιο σεντούκι με θαύματα.

Η ίδια η τελετή συνέβη, είμαι σίγουρος ότι συνέβη, αλλά τη θυμάμαι μονάχα σαν στιγμές από
όνειρο. Καρέ από ένα φιλμ που είδες σε μια άλλη ζωή. Στεκόμασταν στο κέντρο της αίθουσας
τελετών. Αντικριστά μας ήσαν τρία μακρόστενα παράθυρα. Οι κουρτίνες ανέμιζαν στον μπάτη
του Αυγούστου. Ήταν σούρουπο, όλος ο ουρανός αυτά το αβάσταχτα νοσταλγικό μενεξεδί που
δεν έχω ανταμώσει πουθενά μακριά από την Ελλάδα. Τα λόγια της αντιδημάρχου έπεφταν
γλυκιά βροχή πάνω και γύρω μας. Ούτε τα μισά δεν ακούγαμε. Τα είχαμε καταφέρει. Είχαμε
κλεφτεί. Μαζί, πάντα και για πάντα. Το όνειρο ήταν δικό μας. Μόνο δικό μας. Ο φωτογράφος
έξω ήθελε πέντε χιλιάρικα για να μας δώσει τις φωτογραφίες. Εμείς δεν είχαμε ούτε τσίχλες
στην τσέπη. Δεν είχαμε καν σκεφτεί το ενδεχόμενο των φωτογραφιών. Η Άρτεμις μας τις έκανε
δώρο και μόνο χάρη σ ’εκείνη επιβιώνουν φωτογραφικά ντοκουμέντα τούτης της μετεφηβικής
αποκοτιάς.

Πήγαμε σπίτι. Θυμάμαι πως εκείνο το βράδυ η Γουέντι φόρεσε ένα ‘νυφικό’ μπέημπι-ντόλ.
Κάναμε έρωτα και την επόμενη μέρα ξεκινήσαμε να συνειδητοποιούμε πως τα είχαμε
καταφέρει. Πως πια δεν θα ζούσαμε στην κόψη του ξυραφιού με τον τρόμο του αποχωρισμού
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 30

στο προσκεφάλι μας. Καταχωρήσαμε το γάμο και πληρώσαμε την ‘τιμή ευκαιρίας’ της ετήσιας
πράσινης κάρτας. Η αθάνατη ΠΑΣΟΚάρα έπαιζε πρώτη εθνική δίχως αντίπαλο. Πλήρωνες και
δεν λάμβανες την ίδια την κάρτα ώστε να μετακινείσαι ελεύθερα εντός και εκτός της χώρας.
Αντίθετα, λάμβανες μια ‘βεβαίωση’ πως είχες υποβάλλει τα χαρτιά σου. Με την βεβαίωση
φυσικά, ήσουν αναγκασμένος να παραμένεις και να εργάζεσαι στην Ελλάδα. Πολύ αργότερα
αντιλήφθηκα το πολιτικά βδελυρό του ‘διακανονισμού’ αυτού. Το καλοκαίρι του ’01, ήξερα
μονάχα πως μπορούσα επιτέλους να απολαύσω τον έρωτά μου ως το τέλος των ημερών, το
γέρμα όλων των ήλιων.

Ο κίνδυνος είχε περάσει και ο ‘μήνας του μέλιτος’ είχε μόλις τελειώσει.

‘ΜΗ Μ’ΑΓΓΙΖΕΙΣ’

Είναι η στιγμή που τα φώτα ανάβουν, η σκόνη καταλαγιάζει. Παύεις να είσαι ο ήρωας του
λαμπρού φιλμ στο κέντρο του μικρού σου κύκλου και σε προφταίνει η Ζωή, με τις αλυσίδες και
τη βαριά, ματωμένη κάπα της. Όταν η ‘φάση σου’ παύει να είναι το αξιοθέατο και
αξιοθαύμαστο των γνωστών σου και καλείσαι να ζήσεις όπως όλος ο υπόλοιπος κόσμος, μια
μέρα και ένα καημό τη φορά.

Με το που διασφαλίστηκε η παραμονή της Γουέντι στην Ελλάδα, συνέβη το εξής φοβερά
αναμενόμενο : το σεξ κόπηκε μαχαίρι. Από τρεις φορές την ημέρα πήγαμε στη μια φορά το
τριήμερο και με ερωτηματικό. Τη μια είχε πονοκέφαλο, την άλλη, δεν είχε όρεξη. Αν και βίωνα
την απολύτως φυσική εξέλιξη κάθε σταθερής σχέσης η οποία ωριμάζει, μου φαινόταν απίστευτη
κεραμίδα. Δεν μπορούσα να το χωνέψω. Για εμένα, δεν είχε αλλάξει απολύτως τίποτε. Αντίθετα,
είχα εξασφαλίσει το μαγικό πασαπόρτι για την συνεχιζόμενη ύπαρξη του μαγικού εφηβικού μου
παραδείσου. Η Γουέντι προφανώς δεν το έβλεπε ακριβώς έτσι.

Είχαμε συμφωνήσει πως θα την βοηθούσα να μάθει Ελληνικά και να βρει δουλειά στην Αθήνα.
Φυσικά κάθε απόπειρα για ‘μάθημα Ελληνικών’ κατέληγε σε βόλτα στα μαγαζιά και όταν της
έκλεινα κάποια συνέντευξη για δουλειά, πάντοτε έβρισκε κάποιο πρόσχημα προκειμένου να το
ακυρώσει. Στα καπάκια, μου ξεκινούσε ομηρικούς καυγάδες ‘γιατί δεν την βοηθούσα να μάθει
την γλώσσα και την είχα κλεισμένη στο σπίτι.’

Πραγματικά δεν ήξερα πώς να αντιδράσω. Το εφηβικό μου όνειρο είχε μετατραπεί σε ειρωνικό
εφιάλτη. Κομμένο το σεξ, τέρμα η υψηλή ρομαντζάδα και καυγάδες γιατί άφησα το ποτήρι εδώ
κι όχι εκεί. Βαφτιζόμουν άγαρμπα στα βαθιά και μυστικά νερά των ενήλικων σχέσεων και
καθόλου δεν μου άρεσε. Καταλάβαινα καλά πως δεν είχα αλλάξει κάτι στην δική μου
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 31

συμπεριφορά και έτσουζε διπλά, όπως τσούζουν μονάχα οι άγραφοι, αρχαίοι νόμοι του
Σύμπαντος όταν πρωτοαυλακώνουν την παρθένα σου πλάτη.

Μέσα σε λίγους μήνες, το κάποτε χαρμόσυνο Κυψελόσπιτο είχε μετατραπεί σε ένα σκοτεινό
τύμβο παθητικής επιθετικότητας. Η κατάσταση γινόταν ακόμη χειρότερη καθώς είχε περάσει και
ο αδελφός μου στο Πανεπιστήμιο και είχε μετακομίσει μαζί μας. Αντί να είμαι δίπλα του,
χαρούμενος παραστάτης και συνοδοιπόρος στα πρώτα του βήματα στην ζούγκλα της Αθήνας,
ήμουν υπερβολικά απασχολημένος να τσακώνομαι με την γυναίκα μου. Γιατί άφησα το πιάτο
εδώ και όχι εκεί. Χαμένος σε μια μικρή εγωιστική κόλαση, μουδιασμένος από την κατάντια του
λαμπρού παιδικού μου ονείρου.

Ο αδερφός μου ήταν πραγματικά υπέροχος όλο αυτό το διάστημα. Από κάποια μισόλογά μου
είχε αντιληφθεί πως κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά στην όλη φάση και προσπαθούσε να
ελαφρύνει το κλίμα σε κάθε ευκαιρία. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την φορά που, ενώ ήμασταν
κλεισμένοι για τρεις σχεδόν ημέρες με τη Γουέντι στην κρεβατοκάμαρα, σε κάποιο κολασμένο
μαραθώνιο γκρίνιας και αδιέξοδων σχεσοκουβεντών, μας χτύπησε την πόρτα.

‘Ελάτε, σταματήστε να τσακώνεστε, έφτιαξα κουλουράκια, ελάτε να φάτε!’

Εντάξει, εκεί λιώσαμε και οι δυο. Ξεχάσαμε για λίγο την μικρή αυτοδημιούργητή μας κόλαση
και καθίσαμε όλοι μαζί στο σαλόνι να μασουλήσουμε κουλουράκια κανέλας. Ήταν
πεντανόστιμα. Ξέραμε και οι δυο πως η Εκεχειρία της Κανέλας δεν θα κρατούσε για πολύ. Ο
μικρός μας παράδεισος, γκρεμιζόταν μια ημέρα τη φορά. Στην πραγματικότητα, ήταν κάτι
απόλυτα λογικό. Δυο έφηβοι, δίχως κοινωνικό κύκλο και υποχρεώσεις, κλεισμένοι σε ένα σπίτι,
να κυνηγάνε ο ένας την ουρά του άλλου. Συνταγή για καταστροφή, ακριβώς όπως τα είχε
προβλέψει ο παππούς μου. Η ιδέα του χωρισμού φυσικά ήταν ανάθεμα για μένα. Ήμουν λοιπόν
ακριβώς εκεί που έπρεπε για να με βρει η Θεία Χάρη : με την πλάτη στον τοίχο.

Βράδυ Γενάρη, αρχές του 2002. Εδώ και τουλάχιστον ένα μήνα, θερμοπαρακαλώ τις όποιες
αρχέγονες δυνάμεις τυχόν ακούνε, να με λευτερώσουν από το βουλιαγμένο, ξινισμένο μου
όνειρο. Και συμβαίνει. Η Γουέντι ξεκινά να δυσανασχετεί και να ξεφυσάει στο κρεβάτι.
Σάλπιγγες αγγέλων ηχούν στ’ αυτιά μου. Το είχα ξαναδεί το έργο, αρκετές φορές πλέον, ώστε να
θεωρούμαι πραγματικός σινεφίλ. Τούτη την φορά όμως, μπορούσα να ξαναγράψω το σενάριο.
Αντί για το γνώριμο παγωμένο χέρι, μια άγρια χαρά άρχισε να πλημμυρίζει τα στήθια μου.

‘Τί έχεις αγάπη μου;’

‘Τίποτα.’
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 32

Λαβράκι, ευχαριστώ Παναγία μου.

‘Πώς τίποτα βρε αγάπη μου, αφού σε νιώθω, δεν είσαι καλά, πες μου, τί έχεις;’

‘Τίποτα.’

Αλληλούια.

‘Αφού αγάπη μου το ξέρεις, μπορείς να μου πεις τα πάντα. Έλα πες μου, τί έχεις;’

‘Τ...τίποτα.’

Συμφωνία ολάκερη άκουγα μέσα μου. Τρεις αρνήσεις. Σίγουρα θα ήταν καλό.

‘Αγάπη;’

‘Ε...θυμάσαι τότε που σε είχα πάρει κλαίγοντας την άνοιξη τηλέφωνο;’

‘Φυσικά και θυμάμαι αγάπη μου. Τότε που στην είχε πέσει εκείνος ο τύπος, τον είχες
χαστουκίσει και είχες φύγει. Τί το θυμήθηκες τώρα;’
‘Ε να...δεν έγιναν τα πράγματα ακριβώς όπως στα είπα.’

Πέφτω από τα σύννεφα λέμε.

‘Τί εννοείς;’

‘Ε να...δηλαδή...τον φίλησα και εγώ και μετά κάναμε σεξ, αλλά μόλις τελειώσαμε, το είχα
αμέσως μετανιώσει και ένιωθα απαίσια’.

Και ξεκινά τα κλάματα, εξασκημένο πια θέατρο, γνώριμος σκοπός. Ένιωθα μια γαλήνη βαθιά,
πανέμορφη. Ούτε τρόμο, ούτε ταπείνωση, μόνο χαρά. Μου είχε δώσει το κλειδί για τις αλυσίδες
μου στο χέρι. Την εύκολη λύση. Καμία ανάγκη να εξετάσουμε τί πραγματικά είχε πάει στραβά
στο μικρό μας όνειρο. Ίσως κιόλας το έκανε επίτηδες, ακριβώς γιατί αισθανόταν και η ίδια το
τέλμα στο οποίο είχαμε περιέλθει.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 33

Την αγκάλιασα, περίμενα να κοπάσουν οι λυγμοί της. Μισόλογα ‘Θα φύγω τώρα’, ‘Δεν σου
αξίζει αυτό’, ‘Τί κακό σου έκανα’, γνωστό και αγαπημένο ρεπερτόριο. Μόλις ηρέμησε κάπως
από τα κλάματα, την κοίταξα στα μάτια και της είπα ήρεμα :

‘Μην κλαις. Δεν είναι το τέλος του κόσμου. Το έχουμε περάσει πολλές φορές αυτό και σου είχα
πει την τελευταία φορά, δεν θα το ανεχόμουν ξανά. Θα χωρίσουμε.’

Πρωτόγονο ουρλιαχτό από τραγωδία του Αισχύλου. Ξανά-μανά αγκαλιά και κούτσου-κούτσου.

‘Μάτια μου μην κλαις. Ούτε στο δρόμο σε πετάω, ούτε τίποτε. Αλλά δεν πάει άλλο. Θα μείνεις
εδώ, θα σου βγάλω εισιτήρια και θα γυρίσεις στη μάνα σου. Δεν είναι δα το τέλος του κόσμου.’

Κλάματα, παρακάλια. Όχι εδώ θέλω να μείνω, να ζήσουμε μαζί. Ξαφνικά η λίμπιντο της έδειχνε
να έχει επανέλθει. Εκμεταλλεύτηκα την δόλια τακτική της στο έπακρο. Ήταν κουκλάρα και
είμαι άνθρωπος που αγαπά το βρώμικο και δυνατό γαμήσι βαθιά. Άσε που μου είχε λείψει.
Φυσικά η γνώμη μου δεν άλλαξε. Ο χωρισμός μας ήταν οριστικός. Η Γουέντι πέρασε στο
παρασύνθημα. Βρισιές, απειλές, λύσσα κακιά. Τα άκουγα όλα υπομονετικά. Ο Θεός ήταν
μεγάλος, με είχε λευτερώσει από τις αλυσίδες μου. Ήμουν σε καλά χέρια.

Το επόμενο πρωί πήγα στην αρμόδια υπηρεσία να ρωτήσω αν είχε εκδοθεί η πράσινη κάρτα της.
Υπήρχε και τηλέφωνο, αλλά το είχαν μονίμως κατεβασμένο. Μόνο κοροΐδα δεν ήταν εκεί στην
υπηρεσία. Ήμουν αναγκασμένος να σταθώ σε μια τεράστια ουρά, σε ένα παράδρομο της
Πειραιώς. Ώρες στο χλωμό πρωϊνό με τους ανώνυμους και καταραμένους, μόνο και μόνο
προκειμένου μια βαριεστημένη δημόσια υπάλληλος να με κοιτάξει αδιάφορα κατά το μεσημέρι
και να μου πετάξει ένα ξερό :
‘Όχι ακόμη, ελάτε να ρωτήσετε πάλι σε δυο εβδομάδες.’

‘Θα είναι δηλαδή έτοιμη σε δυο εβδομάδες;’

‘Δεν σας είπα αυτό νεαρέ, ελάτε σε δυο εβδομάδες μήπως και υπάρχει κάτι νεότερο’

‘Αλλά ξέρετε, υπάρχει ανάγκη να...’

‘Τους βλέπετε νεαρέ αυτούς πίσω σας; Εκεί να δείτε ανάγκη.’

Έφυγα με τα μούτρα κατεβασμένα και την ουρά στα σκέλια. Ο κρατικός μηχανισμός με είχε
συντρίψει. Σπίτι με περίμενε η Γουέντι. Μόλις έμαθε τα νέα, άστραψε το μούτρο της.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 34

‘To ήξερα! Και σίγουρα σε δυο εβδομάδες δεν θα είναι έτοιμη η κάρτα!’

‘Όπως και να ‘χει, θα πάω να ξαναρωτήσω. Στο ενδιάμεσο, παραμένουμε χωρισμένοι.’

Από την στιγμή που δεν τρελάθηκα το τρίμηνο που ακολούθησε -τόσο χρειάστηκε τελικά
προκειμένου να πάρουμε στα χέρια μας την πράσινη κάρτα της- ξέρω πως δεν θα τρελαθώ ποτέ.
Από το πρωί ως το βράδυ, η Γουέντι με μανούριαζε σκληρά. Γκρίνια, κλάματα, βρισιές, απειλές.
Όλη μέρα, κάθε μέρα. Τα βράδια παρακάλια και γλύκες. Στο ενδιάμεσο, τρία και τέσσερα
παθιασμένα, απελπισμένα γαμήσια, καθημερινά. Χρησιμοποιούσε το κορμί της σαν δέλεαρ, το
ήξερε και το ήξερα, μα ήμουν, από άγουρο πιτσιρίκι ακόμη, πιο δυνατός από την επιθυμία μου.

Ήταν μια κατάσταση ακραία δυσλειτουργική. Είσαι φυλακή με τον ξανθό Άγγελο που μια φορά
και ένα καιρό, υποσχόταν κάθε πιθανό happy ending που ονειρεύτηκες από πιτσιρίκι. Φουλ
κομπλέ με τρία γεύματα την ημέρα και σεξ στο ντους. Και το πλυντήριο. Μεγαλεία.

Τραβούσε λοιπόν η ζωή την ανηφόρα. Κάθε δυο εβδομάδες στηνόμουν στην φρικτή εκείνη ουρά
μεταξύ Πειραιώς και Μεταξουργείου, με την ελπίδα πως θα είχα το μαγικό χαρτί στα χέρια μου,
πως θα έπαιρνα το απολυτήριό μου από τον καθημερινό εφιάλτη της γκρίνιας και των ικεσιών.
Κάθε φορά γύριζα σπίτι με άδεια χέρια. Είχα αρχίζει να απελπίζομαι. Και επειδή η ζωή κατέχει
διαβολική αίσθηση του χιούμορ, μου έστειλε ένα όνειρο.

Στα όνειρα, δεν πιστεύω. Τουλάχιστον όχι όπως οι παλιοί. Ένα βράδυ λοιπόν του Απρίλη, έπεσα
χαράματα αποκαμωμένος μετά από την Βραδινή Κλάψα της Γουέντι. Και ονειρεύτηκα. Ήμουν
με τον αδερφό μου στο αυτοκίνητο του πατέρα μας. Εκείνος οδηγούσε και μας πήγαινε κάπου.
Στον άδειο δρόμο πίσω μας, ξαφνικά εμφανίζονται τέσσερις μοτοσυκλέτες. Τις καβαλάνε
φυσικά οι Manowar, το συγκρότημα-παρωδία-των-KISS που λάτρευα ως έφηβος.

Περικυκλώνουν το αυτοκίνητο και ο Joey DeMaio, αρχηγός του γκρουπ και ισόθεος στο κεφάλι
μου, μου κάνει νόημα να κατεβάσω το παράθυρο γιατί ήθελε να μου μιλήσει. Το κατεβάζω και
μου δίνει ένα διαβατήριο. Είναι της Γουέντι και στην φωτογραφία κάνει μια αποτρόπαιη
γκριμάτσα. Το πρόσωπό της είναι γεμάτο παραμορφωτικά piercings και οι υδατογραφίες του
διαβατηρίου έχουν αντικατασταθεί από φωτιές.

‘Να πας αύριο να πάρεις την κάρτα, είναι έτοιμη.’ μου λέει και προσπερνάνε.

Ξυπνάω με μια απόλυτα σιγουριά και βεβαιότητα πως πραγματικά, έξω από κάθε λογική, η
κάρτα είναι έτοιμη. Η Γουέντι πρέπει να ένιωσε την ταραχή μου γιατί ξύπνησε και εκείνη.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 35

‘Τί θες, γιατί σηκώθηκες τόσο νωρίς;’

‘Είναι έτοιμη η κάρτα σου, πάω να την πάρω.’

Λες και το αισθάνθηκε, έβαλε αμέσως δυνατές φωνές. Και πού θα πας και γιατί σήμερα και τί σ
’έπιασε και αύριο μέρα είναι. Τα ψυχικά μου αποθέματα ήταν κάτω από το κόκκινο. Συμφώνησα
πως δεν θα είχε καμία διαφορά αν πήγαινα την επόμενη μέρα. Έτσι και έκανα. Η πράσινη κάρτα
ήταν έτοιμη από την προηγούμενη. Γύρισα σπίτι με μια άγρια χαρά να φτεροκοπάει μέσα μου. Η
Γουέντι με περίμενε σκοτεινιασμένη. Ακούμπησα την κάρτα στο τραπέζι μπροστά της και της
είπα πως είχα ήδη αγοράσει τα εισιτήρια της επιστροφής της. Δεν είχε ούτε εκείνη πια το σθένος
να τσακωθεί άλλο. Καθίσαμε σιωπηλοί και αφήσαμε τους εαυτούς μας να συνειδητοποιήσουν
τον επικείμενο, πραγματικό πλέον χωρισμό μας.

Αν και πάνε πολλά χρόνια από τότε, θυμάμαι ακόμη την ανακούφιση, την τεράστια ανακούφιση
που ένιωθα. Είχαμε μια εβδομάδα περίπου ακόμη μέχρι την ημέρα της αναχώρησής της. Δεν
θυμάμαι σχεδόν τίποτε μέχρι το τελευταίο βράδυ. Η Γουέντι έκλαιγε και μου ζήτησε να της
κάνω έρωτα. Ήταν η πρώτη φορά που είπα ‘όχι’ σε γυναίκα. Την κοίταξα σοβαρά και της είπα
‘Αύριο φεύγεις, έχουμε χωρίσει.’ Το ένιωθα πραγματικά μέσα μου. Όλος ο έρωτας που ένιωθα
κάποτε για ‘κείνη, είχε εξατμιστεί. Όχι επειδή μου είχε πει ψέματα ή επειδή είχε πάρει όλους
τους Τσαντοντάγκηδες του κόσμου. Από το μακελειό όμως της καθημερινότητας, του μεγάλου
και φρικτού αυτού εξισορροπητή. Κάθε ζευγάρι έχει διαφορετικές ισορροπίες, αλλά πάντα, ένας
από τους δυο θα πει ‘όχι’ την πρώτη φορά ή θα είναι απότομος. Ίσως το προσέξει, ίσως
επανορθώσει. Θα έρθει όμως και δεύτερη και τρίτη φορά. Και όσο μελό και να ακούγεται, όταν
ραγίσει το γυαλί, δεν ξανακολλά.

Όταν αγαπάς, φροντίζεις τον ομορφότερο κήπο του κόσμου, με τα πιο ευαίσθητα λουλούδια. Η
πρώτη σου στραβοτιμονιά, τα σκοτώνει. Οι επόμενες σκοτώνουν εσένα, μια μέρα, ένα ‘δεν
πειράζει’ την φορά.

Αυτή τη φορά στο αεροδρόμιο δεν έκλαψα. Στο τελευταίο μας φιλί η Γουέντι μου έσφιξε τα
χέρια. Την κοίταξα στα μάτια και την φίλησα βαθιά. Αντίο αγάπη μου και καλή τύχη. Γύρισα
την πλάτη και με κάθε βήμα προς την έξοδο του αεροδρομίου, ένιωθα τόνους λάσπης, πόνου και
σκουριάς να σηκώνονται από πάνω μου. Όταν μπήκα στο λεωφορείο του γυρισμού ήμουν
ελαφρύς, σαν πούπουλο κοκκαλιάρη γλάρου. Σπίτι με τον αδερφό μου ανοίξαμε όλα τα
παράθυρα και βάλαμε μουσική δυνατά. Πετάξαμε ό,τι πετιόταν από τα πράγματα της Γουέντι
και κρατήσαμε στο πατάρι, σε ένα όμορφο σεντούκι, τα ιερά, εκείνα που θα χαζεύουν μια μέρα
τα εγγόνια μας και θα γελάνε με τους συναισθηματισμούς μας. Κατεβήκαμε επαρχία να κάνουμε
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 36

Ανάσταση με τους δικούς μας. Ήταν η πρώτη χρονιά που βίωσα τόσο έντονα το Μυστήριο.
Ένιωθα λες και εγώ ο ίδιος είχα αναγεννηθεί.

Η εφηβεία είχε τελειώσει. Με πήρε δυο φορές τηλέφωνο εκείνη την εβδομάδα η Γουέντι,
πνιγμένη στα κλάματα. Μου έλεγε πως δεν ήξερε πού βρισκόταν, ήθελε να γυρίσει, αισθανόταν
πως όλα ήταν λάθος. Ήμουν υπομονετικός μαζί της, αλλά απόμακρος. Της ξεκαθάρισα πως
είχαμε τελειώσει οριστικά. Ήμουν πια είκοσι χρονών. Και το ταξίδι μου, μόλις ξεκινούσε.

ΠΕΝΝΥ

Την Πέννυ την ήξερα από τη Λάρισα. Όχι τίποτε φοβερά κολλητιλίκια. Πηγαίναμε στο ίδιο
φροντιστήριο στα δεκαέξι-δεκαεπτά μας χρόνια και μου άρεσε που ήταν μαγκάκι. Κοντή και
στρουμπουλή με μικρά βυζάκια, εμφανισιακά δεν έγραφε στο ραντάρ μου. Είχε όμως φοβερά
έντονα πράσινα μάτια και απίστευτο γκομενοαέρα. Ήταν από τις κοπέλες που κάνουν
πραγματική τέχνη το στρίψιμο του τσιγάρου. Ο τρόπος με τον οποίο μίλαγε για τη ζωή και τις
περιπέτειές της, σε συνδυασμό με τον τρελό αέρα μοιραίας γυναίκας που είχε, την έκαναν να
ξεχωρίζει στο μικρό μας κύκλο. Ροκού ως το κόκκαλο και διαβασμένη, απολάμβανα πάντοτε τις
κουβέντες μας στα διαλείμματα μεταξύ Γεωμετρίας και Λατινικών. Αν υπήρχε κάποιο υπόγειο
ερωτικό ρεύμα μεταξύ μας, δεν το αντιλαμβανόμουν τότε.

Την συνάντησα ξανά τυχαία στην Αθήνα, το μεγάλο χωριό όλων μας, έξω από την ΑΣΟΕΕ,
στην οποία και σπούδαζε. Χαρήκαμε που ξανασμίξαμε έτσι αναπάντεχα. Ίσως ακριβώς επειδή
δεν είχαμε αναπτύξει ποτέ κάποια ιδιαίτερη σχέση, διατηρούσαμε ένα μυστήριο ο ένας για τον
άλλο. Και πραγματικά, τα βρίσκαμε φουλ στα σινεμά και τις μουσικές.

Όσο ήμουν με τη Γουέντι, συναντιόμασταν καμιά φορά όλοι μαζί με την Πέννυ. Της λέγαμε τα
δικά μας, μας έλεγε τα δικά της, ήταν μια ωραία ‘ζευγαροφιλία’ ας το πούμε. Είχα μαζί της αυτή
την άνεση που έχεις με μια γυναίκα που δεν βλέπεις ούτε ερωτικά, ούτε αρκετά συχνά ώστε να
έχει αναπτυχθεί κάποιος κώδικας επικοινωνίας ιδιαίτερος. Μια γοητευτική άγνωστη.
Βλεπόμασταν εκεί, μια φορά το εξάμηνο.

Την πρώτη φορά που βρεθήκαμε μόνοι μας, ήταν Μάης, λίγο πριν ή μετά τα γενέθλιά μου.
Είχαμε επιστρέψει και οι δυο στην Αθήνα από τη Λάρισα και όταν είχε ρωτήσει να μάθει τα νέα
‘μας’ της είχα πει πως δεν υπήρχε πια ‘μας’, είχα χωρίσει. Η Πέννυ ιντριγκαρίστηκε. Παρουσίαζα
πάντοτε μια τόσο τέλεια, ειδυλλιακή εικόνα της Υπερσχέσης μου με τη Γουέντι, που δεν χωρούσε
σε κανενός το μυαλό πως κάποτε μπορεί να χωρίζαμε.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 37

Όταν την κάλεσα στο σπίτι μου προκειμένου να πιούμε κρασάκι και να μιλήσουμε, πραγματικά
δεν είχα καμία υπόνοια αποπλάνησης. Δεν ήξερα καν πως να συμπεριφερθώ στα πλαίσια μιας
βραχύβιας ερωτικής περιπέτειας. Αυτό που οι Αμερικάνοι ονομάζουν ‘one night stand’. Παρά
την ιστορία μου με τη Γουέντι ή ίσως εξαιτίας της, διατηρούσα μια εφηβική σχεδόν αθωότητα
όσον αφορούσε στα ερωτικά.

Συναντηθήκαμε σε ωραίο κλίμα. Εγώ αισθανόμουν φρέσκος και αισιόδοξος μετά από την
αναπάντεχη ‘νεκρανάστασή’ μου. Η Πέννυ είχε μόλις χωρίσει από την τελευταία της περιπέτεια.
Τίποτε βαρύ. Πίναμε το γλυκό μας κρασί και μας συνέπαιρνε το άρωμα από το γιασεμί του
απέναντι, που μύρωνε όλο το δρόμο. Κάποια στιγμή την φίλησα. Με φίλησε και ‘κείνη. Η
βραδιά ήταν καυτή. Πρέπει να γαμηθήκαμε συνολικά τέσσερις φόρες. Ό,τι της έλειπε σε
εμφάνιση, το αναπλήρωνε σε πάθος και λύσσα για τον πούτσο. Πέσαμε για ύπνο αποκαμωμένοι
και υπέροχα ξεζουμισμένοι, κατά τα χαράματα.

Το επόμενο πρωί, ένιωθα μουδιασμένος. Δεν ήξερα πως να φερθώ. Δεν είχα την παραμικρή ιδέα
αναφορικά με την ευγενή τέχνη της ‘ξεπέτας’. Ήξερα μονάχα το παρθενικό ‘Σεξ Ίσον Γάμος,
Γκντούπ, Έρως’. Μου άρεσε η βραδιά που είχα περάσει με την Πέννυ, αλλά δεν ήθελα
πραγματικά να κάνουμε σχέση ή να γίνει το κορίτσι μου. Αντί να ελαφρύνω το κλίμα και να το
στρίψω δια του σούψουψου, έβαλα θυμάμαι κάτι κοψοφλεβιές των Πυξ Λαξ και κοίταζα
μελαγχολικά έξω από το παράθυρο. Ντιπ βλάκας. Άντι να κάνω καφεδάκια, να φέρω κρουασάν
και τυρόπιτες και να παίζω χαλαρούς Red Hot Chili Peppers μιλώντας περί ανέμων και υδάτων,
έριχνα λάδι στη φωτιά.

‘Και τώρα, τί;’ με ρώτησε η Πέννυ καρφώνοντάς με με τις πράσινες ματάρες της.

Δεν τόλμαγα να της πω πως εμφανισιακά δεν μου έκανε. Ούτε καν να δικαιολογηθώ πως ‘ήμουν
ακόμα μπερδεμένος’ μετά τον πρόσφατο χωρισμό μου. Κάτι αμήχανες βλακείες της έλεγα.
Βάραινα το κλίμα αχρείαστα. Η Πέννυ βούρκωσε, σηκώθηκε, ντύθηκε και έφυγε. Ένιωσα
απίστευτα άσχημα, λες και είχα διαπράξει κάποια φοβερή ύβρι. Ήμουν και εγώ μπετόστοκος
αγαπούλης, ήταν και καπάτσα η Πέννυ. Δεν ήθελε και πολύ να γίνει η φτιάξη. Με είδε ο
αδερφός μου να περιφέρομαι μουδιασμένος στο σαλόνι μου. Τί έγινε μου λέει, το και το.

‘Ε ρε βλάκα, πάρτης λουλούδια και τρέχα σπίτι της, θα της αρέσει πολύ!’

Παρθένος ήταν ακόμη, δεν είχε το κακό στο νου του. Απλά αθώος. Και εγώ βλάκας. Έτρεξα στο
ανθοπωλείο της γειτονιάς, αγόρασα ένα μεγάλο μπουκέτο τριαντάφυλλα και κίνησα για τις
εξωτικές γειτονιές της Φιλοθέης. Είχα πάει παλιότερα για φαγητό στης Πένυς και θυμόμουν το
σπίτι. Έμενα σε ένα μποέμικο δώμα, στην κορυφή μιας πολυκατοικίας που είχε χτίσει ο θείος
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 38

της. Πριγκίπισσα σε κάστρο ένα πράγμα. Με δέχτηκε με ένα τεράστιο χαμόγελο. Εννοείται πως
από εδώ και πέρα θα τα ‘είχαμε’. Και ο έρωτάς μας θα ήταν τόσο μεγάλος και λαμπρός, που θα
έσβηνε κάθε ανάμνηση της Γουέντι.

Ή τουλάχιστον, έτσι κάπως πήγαινε το αφήγημα που έχτιζε στο κεφάλι της η νέα μου ‘αγάπη’.
Όπως έμελλα να ανακαλύψω τους επόμενους μήνες, μαστιγωμένος από την δειλία και τον
παράλογο φόβο μου να μην στεναχωρήσω καμία γυναίκα, πάντοτε ζήλευε τις ιστορίες που
αφηγούμουν για την ζωή μου με την Γουέντι και είχε βάλει στόχο, μαζί, να ζήσουμε ακόμη
μεγαλύτερα και σπουδαιότερα. Να έχουμε μια αγάπη, αντάξια Μεξικάνικης σαπουνόπερας.

Την πρώτη φορά που είδε την Πέννυ ο πατέρας του Δημήτρη, έμαθα πως τον ρώτησε ‘Τί διάολο
έγινε, κόντυνε και χόντρυνε η Γουέντι;’ Μαχαίρια στην αυτάρεσκη καρδιά μου όλα αυτά.
Κυρίως επειδή ήξερα πως ήταν αλήθεια.

Μόνη σωτηρία; Η πραγματικά λυσσασμένη δίψα της Πένυς για γαμήσι. Θέρμη και λίμπιντο στα
όρια του παραλογισμού. Κάτι που εκτιμούσα τότε όπως και τώρα. Αγνή πορνογραφία και
ποτάμια ντοπαμίνης. Χτίζει σπίτια. Την πρώτη εβδομάδα που τα ‘φτιάξαμε’ μου δήλωσε πως
δυο πράγματα δεν έκανε ποτέ : δεν κατάπινε και δεν έδινε κώλο. Ως το Σάββατο, τα είχε σπάσει
και τα δυο. Παρά το γεγονός ότι δεν με τράβαγε φυσιογνωμικά, η καύλα και η λύσσα της
προκειμένου να σπάσουμε κάθε ρεκόρ στο κρεβάτι, με γοήτευαν.

Μαζί της έφτασα στο ανεπανάληπτο προσωπικό μου σεξουαλικό ρεκόρ : έντεκα χυσίματα μέσα
σε ένα εικοσιτετράωρο. Διαλύθηκα. Κοιμόμουν δυο μέρες περίπου σχεδόν συνεχόμενα
προκειμένου να αναρρώσω. Και μετά φυσικά, ακόμη περισσότερα γαμήσια. Η Πέννυ είχε
μεγάλο κοινωνικό κύκλο και αρεσκόταν πολύ στο να βγαίνουμε, να δείχνει το ‘γυαλιστερό’ της
αγόρι παντού. Πού και πού έπιανα ερευνητικά βλέμματα αγνώστων καρφωμένα επάνω μου : ‘Τί
διάολο κουσούρι έχει αυτός και είναι με τούτηνα;’ Ντρεπόμουν βαθύτατα. ‘Είμαι ένας δειλός,
ένας χέστης, δεν τολμάω να της πω την αλήθεια’ ήθελα να φωνάξω.

Έχοντας συνηθίσει μάλιστα να είμαι το αντικείμενο του φθόνου κάθε παρέας (‘Πώς διάολο είναι
με αυτή την κουκλάρα τούτος ο σπασίκλας;’) έπεφτα από τα σαλόνια στα αλώνια με το
χειρότερο τρόπο. Η Πέννυ φυσικά πρέπει κάπως να συναισθανόταν αυτή τη σύγκρουση μέσα
μου και κοιτούσε να με δέσει με κάθε τρόπο. Πηγαίναμε θυμάμαι σε σπίτια γνωστών, φοιτητικά
πάρτι και ιστορίες και το πρώτο πράγμα που έκανε, ήταν να με τραβήξει στο μπάνιο.

‘Θέλω πίπα’ μου έλεγε.


Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 39

Άφηνε το σημάδι της, κατούραγε την περιοχή της. Η καύλα και η δειλία μου με κράταγαν
σφιχτοδεμένο.
Συνολικά με την Πέννυ έκατσα λίγο λιγότερο από δυο χρόνια. Στο εξάμηνο επάνω, είχα τόσο
αηδιάσει με τον μικρό, αστείο, δειλό μου εαυτό που για πρώτη φορά στη ζωή μου, δεν
μπορούσα να λειτουργήσω σεξουαλικά. Πήγαινα να μπω μέσα της και έπεφτα αμέσως.
Αντιδρούσε το σώμα μου. Έσβηνε το μοτέρ. Η Πέννυ θορυβήθηκε. Έψαχνε να δει τί δεν πήγαινε
καλά. Εξακολουθούσα να μην τολμάω να της πω την αλήθεια. Κομψός τρόπος να πεις ‘Σε
βλέπω και μου πέφτει’ δεν υπάρχει, σε καμιά γλώσσα του κόσμου.

Τότε έκανα κάτι που μου άφησε ανεξίτηλο στίγμα. Αποφάσισα πως αφού δεν τολμούσα να της
πω την αλήθεια, θα έπρεπε να με εκπαιδεύσω να καυλώνω με το αντιαισθητικό της σώμα.
Ξεκίνησα λοιπόν να παρακολουθώ πορνό με στρουμπουλοχοντρούλες, όσο το δυνατόν πιο
κοντά στο σωματότυπο της Πένυς. Το γεγονός πως δεν είχε και βυζιά, με σκότωνε. Αλλά το
ένστικτο της επιβίωσής μου ήταν ακόμη πιο δυνατό. Έμαθα. Έγινα κτήνος. Με δίδαξα πως αν
επικεντρωνόμουν σε ένα καυλωτικό πράγμα επάνω στην άλλη, τα νύχια, ή το βάψιμο, το
βλέμμα, κάτι, οτιδήποτε, αρκεί να υπήρχε ένα καυλωτικό στοιχείο στο σύνολο, μπορούσα να
λειτουργήσω. Όλα αυτά φυσικά κρυφά από την Πέννυ. Για εκείνη, απλά ‘μου πέρασε το στρες’
και όλα επανήλθαν στο φυσιολογικό.

Οι σεξουαλικές μας περιπέτειες γίνονταν όλο και πιο πικάντικες. Ένα βράδυ, ήμασταν στο σπίτι
του Δημήτρη, η Άρτεμις έλειπε. Ξεκινήσαμε να χαμουρευόμαστε με την Πέννυ στο καθιστικό.
Χαμηλωμένα λίγο τα φώτα, αλλά έβλεπες κανονικά. Ο Δημήτρης έμεινε στο δωμάτιο. Υπήρχε
μια όμορφη λαγνεία, μια ευχάριστη αήθεια στον αέρα. Πήρα την Πέννυ, αργά, βρώμικα και
πορνογραφικά. Ρώταγα το Δημήτρη για σκηνοθετικές οδηγίες και εκείνος νωχελικά μου έλεγε
πώς να τη γαμήσω ενώ ταυτόχρονα έπαιζε διακριτικά τον πούτσο του. Μετά από κανένα
εντατικό σαραντάλεπτο, η Πέννυ κατέληξε με μια γενναία δόση σπέρματος στο λάγνο πρόσωπό
της. Κοιμηθήκαμε στου Δημήτρη και την άλλη μέρα όλα ήταν φυσιολογικά και όμορφα. Ούτε
αμηχανίες, ούτε ‘τι έγινε χθες’ και λοιπές μπουρζουά ασθένειες. Γνωρίζαμε από τότε θαρρώ,
πως μάλλον δε προοριζόμασταν για την ήσυχη ζωή.

Κανένα δίμηνο αργότερα, κάναμε και την πρώτη μας παρτούζα. Σαν φοιτητές, περνούσαμε πολύ
χρόνο με τον αδερφό μου και το Δημήτρη στο Κυψελόσπιτο. Παίζαμε μουσική, πίναμε μπύρες
και ημίγλυκο Apelia Black Label (η επιλογή του διακριτικού πρεζάκια, τότε και για πάντα) και η
ζωή κυλούσε. Όταν γίναμε ζευγάρι με την Πέννυ, προστέθηκε στην παρέα μας. Ως ‘μαγκάκι’
γούσταρε την αντροπαρέα, έπαιζε και μουσική και τραγουδούσε όμορφα. Δέναμε ωραία.

Ένα βράδυ λοιπόν, μας καρφώθηκε η ιδέα να οργανώσουμε ένα πάρτι. Πίναμε τη βότκα μας και
μασουλούσαμε ξηροκάρπια ενώ τηλεφωνούσαμε σε παιδιά από τη σχολή για να έρθουν στο
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 40

σπίτι. Πολλοί και πολλές ψήνονταν, αλλά τους το λέγαμε τελευταία στιγμή. Η βότκα έρρεε
άφθονη οπότε δεν μας πολυένοιαζε. Σε κάποια φάση, όπως ήμασταν όλοι καθισμένοι
ανακούρκουδα στη φλοκάτη, γύρω από το χαμηλό τραπεζάκι, η Πέννυ σκύβει και παίρνει τον
πούτσο του αδερφού μου στο στόμα της. Απλά συνέβη. Με το Δημήτρη χωθήκαμε οργανικά.
Ούτε συζήτηση, ούτε σχεδιασμός, ούτε τίποτα. Τέσσερα νεαρά παιδιά μόνο, που χαίρονταν τον
έρωτα και τα κορμιά τους. Όλη η σκηνή είχε μια ηδονιστική αγνότητα. Δεν ήταν κάτι πρόστυχο
ή βρώμικο, μόνο απόλαυση. Χύσαμε από τρεις φορές ο καθένας και την Πέννυ την άκουσε η
γειτονιά για πολλοστή φορά εκείνο το βράδυ. Την επόμενη μέρα, η ζωή συνεχίστηκε χαλαρά.
Δεν χρειαζόταν και ούτε το κάναμε ποτέ θέμα. Ζήλια προφανώς ήταν αδύνατο να υπάρξει από
μεριάς μου.

Με αντάλλαγμα το κορμί και τα ψυχικά μου αποθέματα, η Πέννυ μου έμαθε πάρα πολλά
πράγματα. Πώς να ντύνομαι (μου έβγαλε επιτέλους τη δερμάτινη στολή που είχε αρχίσει να
καταντά κακό ανέκδοτο χωρίς την αντίστοιχη μοτοσυκλέτα παρκαρισμένη απέξω), πώς να
γαμάω, με έβαλε να ξεκινήσω να μαθαίνω να παίζω μουσική. Με έκανε ουσιαστικά, άνθρωπο.
Μπορεί να ντρεπόμουν να την κυκλοφορήσω, αλλά έκανε μικρά θαύματα για την καλλιέργεια
και την ανάπτυξή μου. Ήταν ένα σχήμα που επρόκειτο να ανταμώσω ξανά πολύ αργότερα και
με πολύ πιο μοιραία αποτελέσματα.

Καθώς φτάναμε προς το τέλος των σπουδών μας, φύγαμε και οι δυο για Erasmus. Εκείνη στην
Ισπανία, εγώ στο Παρίσι. Ανάσανα πραγματικά που η καθημερινότητά μου ξέφυγε από τη
νόρμα του ‘αγαπητικού της βοσκοπούλας’. Μπορούσα να ξυπνάω και να κοιμάμαι μόνος, να
κυκλοφορώ στα βουλεβάρτα του Παρισιού δίχως ματιές οίκτου από άσχετους περαστικούς. Με
την Πέννυ μιλούσαμε στο τηλέφωνο μια φορά την εβδομάδα, από τα καρτοτηλέφωνα της εστίας.
Είχαμε και πρωτόγονα κινητά τότε, αλλά γενικά δεν τρελαινόμασταν κιόλας στην επικοινωνία.
Ήταν σίγουρη πως θα της ήμουν απολύτως πιστός και δεν αγχωνόταν ιδιαίτερα να με ‘δέσει’.
Και από το δικό μου μυαλό, δεν περνούσε η ιδέα να την κερατώσω ή να γνωρίσω κάποια άλλη
κοπέλα. Παρέμενα άβγαλτος.

Κάπου εδώ θαρρώ θα αποδειχθώ όμως αναξιόπιστος αφηγητής. Το καλοκαίρι αμέσως πριν το
Erasmus μας, είχα στείλει ένα email στην Γουέντι. Όχι επειδή την κρυφοποθούσα, αλλά ήμουν
στο πατρικό μου, γαλήνιος, δίχως ευθύνες ή σκοτούρες. Ήταν σούρουπο και ο αέρας είχε την
ίδια γλύκα όπως το καλοκαίρι που τέλειωσα το σχολείο. Ο ήλιος έπεφτε πίσω από τα γνώριμα
βουνά. Οι Blue Oyster Cult τραγουδούσαν το πανίσχυρο και αθάνατο ‘Don’t Fear The Reaper’
από το παλιό μου κασετόφωνο. Οι κουρτίνες χορεύανε στο αεράκι. Ένιωσα κάθε έχθρα ή χολή
για τη Γουέντι να έχει εξαφανιστεί από μέσα μου. Της έγραψα λοιπόν για να δω πού βρίσκεται.
Τί κάνει με τη ζωή της. Είχαμε αποτελέσει καθοριστικά κομμάτια ο ένας της ζωής του άλλου και
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 41

μου φαινόταν απίστευτο κρίμα να μην ξαναμιλήσουμε ποτέ, σαν μαλωμένοι έφηβοι. Μου είχε
απαντήσει μετά από λίγες ημέρες, σχετικά μαζεμένα, αλλά όχι και εντελώς ψυχρά.

Στο Παρίσι, η αλληλογραφία μας συνεχίστηκε. Έκανα μεγάλες μοναχικές βόλτες στα βήματα
των μποέμ ηρώων μου, κάπνιζα χαζεύοντας τα θολά ηλιοβασιλέματα και άκουγα πολλή
μουσική. Το σκηνικό για τη ρομαντζάδα ήταν στημένο. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα, ενώ είχα
κλείσει εισιτήρια για την Ισπανία, προκειμένου να κάνω γιορτές και Πρωτοχρονιά με την Πέννυ,
λαμβάνω μήνυμα της Γουέντι πως θα ερχόταν στο Παρίσι με την μάνα της. Συμπτωματικά, τις
ίδιες ημέρες θα με επισκεπτόταν και ο αδερφός μου. Προφανώς και θα συναντιόμασταν.
Είχε περάσει αρκετός καιρός προκειμένου κάθε έχθρα ή πίκρα του παρελθόντος να έχει
ξεχαστεί. Της είχα πει κιόλας πως πραγματικά δεν της κρατούσα την παραμικρή κακία για τα
ανύπαρκτα ‘κέρατα’ που κάποτε της πρόσαπτα με εκκλησιαστικό μένος. Ήταν το μόνο λογικό,
δυο πιτσιρίκια κλεισμένα σε ένα σπίτι από το πρωί ως το βράδυ δίχως κύκλο ή προοπτικές, να
αλληλοσπαραχτούν. Στην Πέννυ φυσικά, ούτε κουβέντα για όλα αυτά.

Η Γουέντι θα ερχόταν την ίδια εβδομάδα που θα έφευγα για την Ισπανία. Θα ‘χαμε τρεις ημέρες
μαζί. Ήξερε πως ήμουν σε σχέση, μα δεν της είχα πει για τα λαμπρά ταξιδιωτικά μου σχέδια.
Ήθελα να δω πώς θα πάει η φάση. Ο αδερφός μου κατέφτασε δυο-τρεις μέρες πριν την Γουέντι
στο Παρίσι. Κοιμόμασταν μαζί στο μικροσκοπικό δωματιάκι μου στην φοιτητική Εστία της
Ναντέρ. Ήμασταν δε τόσο άφραγκοι, που την βγάζαμε με κονσέρβες φασόλια από το
σούπερμάρκετ και μπαγιάτικη μπαγκέτα. Όταν μας έκοβε τρελή πείνα, ρουφούσαμε κύβους
ζάχαρης με το φτηνότερο αψέντι που μπορούσαμε να αγοράσουμε. Ζούσαμε το μποέμ όνειρο. H
Γουέντι έφτασε τα παγωμένα χαράματα μιας μέρας που σχεδόν έχω ξεχάσει. Είχαμε πάει σαν
τους τρελούς με τον αδερφό μου να την συναντήσουμε στο αεροδρόμιο. Πήραμε το μετρό.
Είχαμε μόνο ελαφρά παλτά και χοροπηδούσαμε επιτόπου ενώ περιμέναμε το τρένο, προκειμένου
να ζεσταθούμε.

Γνώρισα την...πεθερά μου για πρώτη φορά ενάμιση χρόνο μετά το χωρισμό μου. Όταν τα μάτια
μου κλείδωσαν με εκείνα της Γουέντι, το αίσθημα ήταν όμορφο. Ήταν ακόμη Εκείνη. Ο Ήλιος.
Η Άγγελος. Ο στίχος που ξεκινά κάθε ποίημα. Τις βοηθήσαμε να πάνε στο ξενοδοχείο τους, σε
ένα γκρίζο και αδιάφορο δυτικό προάστιο. Αφού τακτοποιήθηκαν στο δωμάτιο, η Γουέντι
κατέβηκε για να πάμε βόλτα με τον αδερφό μου. Δεν καλοθυμάμαι πια πού τριγυρίσαμε. Ήταν
όμορφα πάντως. Βολτάραμε, ήπιαμε κρασάκι σε μπιστρό, χαζέψαμε το ποτάμι και τα ξερά
φύλλα στα πεζοδρόμια.

Το βραδάκι ο αδερφός μου έφυγε για να γυρίσει στην Εστία. Εγώ έμεινα σε ένα καφέ, να μιλήσω
με τη Γουέντι. Είπαμε τα νέα μας, πως είχαν κυλήσει οι ζωές μας. Σχεδόν ένιωθα το ηλεκτρικό
ρεύμα μεταξύ μας. Παρέμεινα κύριος, την κατέβασα στο σταθμό του μετρό για να γυρίσει στο
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 42

ξενοδοχείο της. Καθίσαμε στο παγκάκι να περιμένουμε το τρένο. Κάτι της είπα. Κάτι μου είπε.
Τα χείλη μου βρήκαν τα δικά της. Ήμουν σπίτι.

Χάσαμε έντεκα τρένα.

‘SI TU M’ APPRIVOISES…’

Οι επόμενες τρεις ημέρες είναι πια ένα θολό μοντάζ στο κεφάλι μου. Σίγουρα πήγαμε στην εστία
μου με τη Γουέντι την επόμενη μέρα. Έστειλα τον αδερφό μου για ένα πολύ μεγάλο, ζεστό
ντους. Κάναμε έρωτα χωρίς καμία προφύλαξη. Δεν την ρώτησα αν έπαιρνε ακόμη
αντισυλληπτικά. Φορούσε υπέροχες μαύρες ζαρτιέρες και ήταν η Θεά. Η Γυναίκα, το Θηλυκό σε
όλο το αρχαίο και πανέμορφο μεγαλείο του. Σκηνές μονάχα θυμάμαι πια από εκείνη την
μεταφυσική στιγμή που γίναμε ξανά ένα, χαμένοι στο Παρίσι. Τελείωσα μέσα της, η απόλυτη
συγκατάθεση, κατάφαση, ήταν η ψυχή μου. Δεν θυμάμαι πόσες ακόμη φορές κάναμε έρωτα
εκείνο το τριήμερο. Θυμάμαι πως ένα από τα βράδια την βγάλαμε έξω μαζί με τη μάνα της,
πήγαμε σε κάποιο μπαράκι στη Λατινική Συνοικία και περάσαμε υπέροχα. Νομίζω η μητέρα
της, η Ρόντα, συμπάθησε κι εμένα και τον αδερφό μου.

Τις πήγαμε και στο Λούβρο, όπου ο αδερφός μου έβγαλε γούστα, εξηγώντας τους
υπεραναλυτικά κάθε πίνακα, πτέρυγα ή άγαλμα της κλασσικής αρχαιότητας. Η ικανότητά του να
τρώει το ψωμί από το στόμα των επαγγελματιών ξεναγών, παραμένει θρυλική και αξιοθαύμαστη
μέχρι και σήμερα. Το επικείμενο φευγιό μου το ξεφούρνισα στη Γουέντι την τελευταία μας
βραδιά μαζί. Με έβρισε. ‘Έκανα τόσο δρόμο για σένα και εσύ φεύγεις...για να πας στην κοπέλα
σου με την οποία δεν είσαι καν ερωτευμένος;!’. Δίκιο είχε. Ήμουν ένας άθλιος δειλός.

Και σαν δειλός με κατεβασμένα τα μούτρα αποχαιρέτησα τη Γουέντι στην αποβάθρα του Γκαρ
Ντυ Νόρντ, του κεντρικού σιδηροδρομικού σταθμού του Παρισιού. Δαγκωνόταν, προσπαθούσε
να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι έγκυος. Δεν ήξερα τί να της πω.
Είχα αγοράσει μια κάρτα από το Μικρό Πρίγκηπα (φαντάζομαι πουλάνε ακόμη τρελά στα
Παρισινά τουριστικά), την σκηνή με την αλεπού, που του λέει ‘Αν με εξημερώσεις, θα γίνω φίλη
σου και θα είμαι δική σου για πάντα...’. Ή αυτή η εκείνη με το φίδι, που τον σκοτώνει και του
λέει πως αυτή είναι η φύση του, δεν υπάρχει κακία στην πράξη. Ειλικρινά δεν θυμάμαι πια. Κάτι
σπαραξικάρδιο είχα γράψει στην κάρτα. Η τελευταία μου ανάμνηση από την Γουέντι, είναι να
με κοιτάζει πικραμένη από την άκρη της αποβάθρας, σφίγγοντας στα χέρια της την κάρτα.
Ανέβηκα στο τρένο και έφυγα για Γερμανία και κατόπιν Ισπανία. Έσφιξα υποκριτικά και
ξεψυχισμένα στην αγκαλιά μου την Πέννυ.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 43

Γνώρισα όλους τους καινούριους φίλους και συμφοιτητές της. Σκεφτόμουν μονάχα αν ήταν
έγκυος η Γουέντι και τί χρώμα μάτια θα είχε το παιδί μας. Τρελαινόμουν. Ένα βράδυ θυμάμαι
ξύπνησα στο νοικιασμένο δώμα της Πένυς και δεν μπορούσα να ανασάνω. Ανησύχησε μα δεν
υποπτεύθηκε. Οι μέρες πέρασαν, άλλαξε η χρονιά. Είχαμε πια 2004. Γύρισα στο Παρίσι. Η
Γουέντι, μετά από περισσότερο από ένα μήνα απάντησε ψυχρά και απότομα στα άπειρα
μηνύματά μου : ‘Μην ανησυχείς, δεν είμαι γκαστρωμένη.’

Ανακουφίστηκα και συνάμα ένιωσα ακόμη πιο ξεφτίλας. Πιο ανύπαρκτος. Δειλός,
παγιδευμένος, μικρός. Την είχα ‘γλιτώσει’. Η Πέννυ παράτεινε το Erasmus της, περνούσε
όμορφα. Εγώ γύρισα στην Ελλάδα το Φλεβάρη, εκείνη θα επέστρεφε τον Απρίλη. Γύρισε και ο
Δημήτρης από το δικό του Erasmus και φυσικά οφείλαμε να γιορτάσουμε, με ένα τεράστιο
Κυψελοπάρτυ.

Όπερ και εγένετο. Φωνάξαμε ένα τσούρμο συμφοιτήτριες και συμφοιτητές, η Ηλέκτρα μας
προμήθευσε με κάτι εκπληκτικές μπόμπες βιοτεχνίας, τις οποίες μέχρι και σήμερα δεν έχουμε
πραγματικά ιδέα σε τί ληγμένο στοκ ανακάλυψε και η βραδιά ήταν πανηγυρική. Τα χαράματα
είχαμε καταλήξει όλοι σε διαφορετικά στάδια αποσύνθεσης, αριστερά-δεξιά σε καναπέδες και
πολυθρόνες. Κατά τρόπο σχεδόν μαγικό, ήμουν στον καναπέ αγκαλιά με την Ηλέκτρα. Ήμασταν
υπερβολικά μεθυσμένοι προκειμένου να κάνουμε το οτιδήποτε, αλλά θυμάμαι να συνειδητοποιώ
πόσο γλυκιά μπορούσε να είναι η φοιτητική ζωή. Αν μονάχα είχα το θάρρος να πω στην Πέννυ,
αυτό που μου έτρωγε τα σωθικά, σχεδόν δυο χρόνια τώρα.

ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ

Το Καρναβάλι του χωριού έπεσε δέκα με δώδεκα ημέρες πριν την επιστροφή της Πένυς από την
Ισπανία. Προσπαθούσα να σκεφτώ ποιος ήταν ο καλύτερος τρόπος να πω στην Πέννυ τα
μαντάτα. Κάθε δειλή δικαιολογία που σκαρφιζόμουν, ακουγόταν χειρότερη από την
προηγούμενη. Ο αδερφός μου εκείνη την χρονιά νομίζω την είχε κοπανήσει στο εξωτερικό,
κυνηγούσε κάποια γκομενοδουλειά ποιοτική. Με είχε ρωτήσει αν θα είχα κανένα πρόβλημα να
φιλοξενήσω και να ‘έχω το νου μου’ στη Βέρα, μια φίλη του από τη σχολή. Δεν την ήξερα
καθόλου. Ο αδερφός μου μου είχε πει πως είχε τις δικές τις παρέες, οπότε δεν θα χρειαζόταν να
την πηγαίνω σε πολύβουα κλαμπ και μπαρ, που τότε απεχθανόμουν ιδιαίτερα, ταγμένος
επαρχιώτης χεβιμεταλάς γαρ.

Θα ερχόταν η Βέρα, θα της είχα ένα κρεβάτι να κοιμηθεί και στη χειρότερη, να την συναντούσα
λίγο έξω από το κέντρο για να την φέρω στο πατρικό μας, που ήταν σε λίγο πιο εξοχική
τοποθεσία. Κανένας κόπος. Εμένα με έτρωγε ο χωρισμός με την Πέννυ. Στο τηλέφωνο που
μιλούσαμε, ήμουν ο ιδανικός αγαπούλης. Καμία ρήξη. Αυτά τα πράγματα ήθελαν τόλμη και
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 44

αρετή. Η Βέρα βγήκε για κλάμπινγκ με το που έφτασε στην πόλη. Εγώ ήμουν στο σπίτι, χάζευα
τσόντες στο λάπτοπ του αδερφού μου, φαντασιωνόμουν όμορφες γυναίκες, ψηλές, αδύνατες,
λάγνες, γεμάτες υποσχέσεις. Σκεφτόμουν μετά την Πέννυ και την δειλία μου και απελπιζόμουν
από την αρχή. Λίγο πριν τις δυο τα χαράματα, με πήρε τηλέφωνο η Βέρα, πως ήταν στην
γειτονιά και αν μπορούσα να τη φέρω σπίτι. Έβαλα τις μπότες μου και ξεπόρτισα.

Ήταν περίεργη τύπισσα η Βέρα. Ψηλή, αδύνατη και κολασμένα γυμνασμένη. Φουλ six-pack
κοιλιακοί και τέτοια αφύσικα πράγματα. Ανύπαρκτα βυζιά, πάντα μεγάλο μείον για τη λάγνα
μου ψυχή. Φάτσα κωμικής ηθοποιού επιθεώρησης. Κώλος απίστευτος. Δεν έγραψε στο
σεξοραντάρ μου. Ήμουν ευγενικός και ευχάριστος. Τη ρώτησα αν πέρασε ωραία, αν ήταν το
πρώτο της Καρναβάλι στη Λάρισα. Να εδώ η τάδε εκκλησία, εκεί οι λεμονιές, τί όμορφα που
είμαστε εδώ, λα-ντι-ντα.

Σπίτι θα κοιμόμασταν στο ίδιο δωμάτιο, εγώ στο παιδικό μου κρεβάτι-ντουλάπα και η Βέρα σε
εκείνο του αδερφού μου. Συνεχίσαμε την κουβέντα μας, φιλικά και ξενέρωτα. Την ρώτησα για
το δικό της χωριό και τις παραδόσεις του. Πέρναγε η ώρα και λέγαμε τις ιστορίες μας. Στον
αέρα δεν υπήρχε τίποτε το σεξουαλικό, καμία ένταση. Μετά από καμιά ώρα, λέμε εντάξει, πήγε
αργά, να πέσουμε για ύπνο. Σκύβω να τη φιλήσω για καληνύχτα στο μάγουλο και μου γυρίζει τα
χείλια.

Οκέι.

Την φιλάω κι εγώ και ξεκινάμε να φασωνόμαστε αργά, εφηβικά σχεδόν και μάλλον
απολαυστικά. Δεν πολυξέρω τί να σκεφτώ. Η Βέρα δεν είναι ο τύπος μου, δεν έχω καμία λάγνη
ή πορνική σκέψη για δαύτην. Με φίλησε όμως. Και έχει κορμί θάνατο. Από την άλλη,
εξακολουθώ να μην έχω την παραμικρή ιδέα για το πώς να κουμαντάρω μια ευκαιριακή σχέση,
ένα one night stand. Φιλιόμαστε κανένα μισάωρο, χωρίς να τολμάω να προχωρήσω και να
ξεκουμπώσω το σουτιέν της ή να τη γδύσω. Ούτε εκείνη κάνει κάποια κίνηση να αρπάξει τον
πούτσο μου ή να κλιμακώσει την κατάσταση. Περνάει μια ώρα σε μια πραγματικά εφηβική
αμηχανία. Αν και ένα χρόνο μεγαλύτερή μου, προφανώς περίμενε από εμένα να κάνω τα ζόρικα
βήματα. Από εμένα που δεν τολμούσα να πω δυο χρόνια στην Πέννυ πως δεν ήμουν
ερωτευμένος μαζί της.

Με τα πολλά, πήγαμε ο καθένας στο κρεβάτι του. Χαμογελούσαμε ικανοποιημένα πως είχαμε
κάνει σκανταλιά. Την επόμενη μέρα, όλα φυσιολογικά, σαν να μην έτρεχε τίποτε.
Παρακολουθούσα εντατικό σεμινάριο στην υψηλή τέχνη της ξεπέτας, δίχως να το
συνειδητοποιώ. Η Βέρα έφυγε κατά το μεσημέρι για να βρει τις φίλες της. Σκεφτόμουν πως είχε
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 45

σίγουρα ξενερώσει με την χθεσινοβραδινή μου ατολμία. Πως είχα χάσει οριστικά την ευκαιρία
μου μαζί της.

Το βράδυ με προσκάλεσε να βγω σε κάποιο μαγαζί με τις φίλες της. Έβαλα μπροστά την
καγκουροχλιμιντζουρογοητεία μου, αλλά δεν έδειχνε να ανταποκρίνεται στο παραμικρό. Ήταν
κοινωνική και ευγενική, αλλά απόμακρη. Ένιωσα ίσως μια μικρή ανακούφιση, που δεν θα
χρειαζόταν να φανώ γενναίος και να βγάλω (ή στην περίπτωσή μας, βάλω) το φίδι στην τρύπα.
Το βράδυ στο σπίτι, το γνωστό θεατράκι : βούρτσισμα δοντιών, κλείσιμο φώτων, φιλάκι για
καληνύχτα, χείλια.

Όπα.

Ήξερα πως αυτή ήταν η ευκαιρία μου. Ήταν εξάλλου η τελευταία νύχτα που θα έμενε η Βέρα
στην πόλη. Την φίλησα βαθιά και αποφασιστικά ενώ παράλληλα άνοιξα το σουτιέν της και
χάιδεψα τα μικρά, σκληρά σαν λεμονάκια στήθη της. Λίγο μεγαλύτερα απ’ όσο τα περίμενα,
αλλά δεν με συνάρπασαν. Ανέκαθεν ήμουν βυζολάγνος. Αν και εκτιμώ ένα στητό, πέτρινο
κώλο, πάντοτε σκεφτόμουν πως το χαρακτηριστικό της γυναίκας, είναι τα βυζιά. Εκεί είναι που
ζει η θηλυκότητα. Ένα φοβερό κώλο μπορεί να τον έχει και ένας άντρας εξάλλου. Στα βυζιά
γίνεται η φτιάξη. Η Βέρα δεχόταν τα χάδια μου, αλλά δεν έκανε κάποια κίνηση να αγγίξει τον
πούτσο μου. Επιστράτευσα όλη την σεξοκαταδρομική μου εκπαίδευση από την Πέννυ.
Συγκεντρώθηκα στο απίστευτα γυμνασμένο, μαυρισμένο και σφιχτό κορμί της. Καύλωσα με την
ιδέα που είχα στο μυαλό μου. Κατέβασα το κιλοτάκι της, έβαλα προφυλακτικό και μπήκα μέσα
της.
Ελάχιστα θυμάμαι την συνεύρεση αυτή. Κυρίως είχε τον αέρα της διεκπεραίωσης. Πως εκείνη
ήθελε μια ‘ασφαλή’ περιπέτεια ώστε να μπορεί να πει στις φίλες της πως ‘πήγε στο καρναβάλι
και γαμήθηκε’ και να τη ζηλέψουν και εγώ...να πω στον εαυτό μου πρώτα και κύρια, πως δεν
είχα υποπέσει στο ασυγχώρητο αμάρτημα του να αρνηθώ μια οποιαδήποτε γυναίκα. Μου
φαινόταν ασύλληπτο τότε, έγκλημα και ύβρις μέγιστη, να μου προσφέρει τον εαυτό της μια
γυναίκα και εγώ να αρνηθώ. Έτσι τρελά και δίχως την παραμικρή λογική. Έπρεπε να είμαι το
Πέος του Θεού, ο πάντα διαθέσιμος άντρας-υπερφαντασίωση για κάθε γυναίκα.

Αφού τελειώσαμε, φιληθήκαμε και κοιμήθηκε ο καθένας χωριστά. Ήταν μια πετυχημένη
συναλλαγή, ο καθένας είχε πάρει αυτό που χρειαζόταν. Την επόμενη μέρα η Βέρα έφυγε για την
Αθήνα και συμφωνήσαμε να ‘τα πούμε’. Κώδικας αρχαίος για το ‘ποτέ ξανά’. Έμεινα στη
Λάρισα λίγες ημέρες ακόμη. Επέστρεψε ο αδερφός μου και βγήκαμε όλοι μαζί με το Δημήτρη,
να περπατήσουμε στους έρημους, μετα-καρναβαλικούς δρόμους. Θυμάμαι πως είδα ένα μωβ
πουπουλένιο μποά πεταμένο στην άκρη ενός δρόμου, ίδιο με εκείνο που φορούσε γύρω από το
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 46

λαιμό της η Βέρα το προηγούμενο βράδυ. Σκέφτηκα, για πολλοστή φορά μέσα σε λίγες ημέρες,
πόσο γλυκιά και όμορφη μπορούσε να είναι η ζωή.

Έτσι να επιπλέω απλά από γιορτή σε γιορτή. Από πάρτι σε πάρτι. Δίχως σχέσεις, ντροπές και
δυσάρεστες συζητήσεις. Η Αιώνια Λιακάδα του Καθαρού Μυαλού. Ένας μικρός Διόνυσος, που
ζει από λουλούδι σε λουλούδι και υπάρχει μόνο για να ανάβει την μυστική φωτιά κάθε φιέστας.
Η θέα του τσαλαπατημένου μποά με έκανε να αποφασίσω. Η Πέννυ θα ερχόταν πίσω την
επόμενη. Θα της ζητούσα να χωρίσουμε. Δεν μπορούσα να φανταστώ άλλο την ζωή μου δεμένη
μαζί της.

Έτσι και έκανα, με το χειρότερο φυσικά, δυνατό τρόπο.

Είχαμε βγει μεγάλη παρέα, για απογευματινό καφέ. Εγώ, η Πέννυ, εκστατική που με ξανάβλεπε,
ο αδερφός της με την αρραβωνιαστικιά του, ο δικός μου αδερφός σόλο και ο Δημήτρης με την
Άρτεμη. Ήμουν σαν την Μεγάλη Παρασκευή. Η Πέννυ, σε μια εξαίσια αντιστροφή της φάσης
με τη Γουέντι, με ρωτούσε τί είχα, γιατί ήμουν έτσι. Απαντούσα ‘τίποτα’. Επέμενε. Η ειρωνεία
ήταν υπέροχη, ακόμη και αν δεν την αντιλαμβανόμουν εκείνη τη στιγμή. Με πίεσε. Οι λέξεις
έπεσαν από το στόμα μου σαν μέσα σε όνειρο. Έβγαιναν σαν χείμαρρος. Ήταν πια, θέμα
ψυχικής επιβίωσης. Δεν μπορούσα να προσποιηθώ άλλο.

‘Δεν είμαι ερωτευμένος μαζί σου, πνίγομαι. Θέλω να χωρίσουμε. Τίποτα δεν κάνεις στραβά,
αλλά δεν αντέχω τη σκέψη πως θα περάσω ολόκληρη την ζωή μου μαζί σου.’

Τέτοια και άλλα πολλά. Κανένας έλεγχος, οι κουβέντες έρχονταν κατευθείαν από την ψυχή μου.
Ένα τεράστιο όχι, μια επαναστατημένη κραυγή. Η Πέννυ έβαλε τα κλάματα. Ο αδερφός της, αν
και πιτσιρικάς, με κοιτούσε σαν να ήθελε να με σκοτώσει. Τον ντρεπόμουν. Αυτόν και την
γλυκιά του αρραβωνιαστικιά, τη σιγουριά που είχαν στον απλό τους έρωτα. Ο αδερφός μου με
το Δημήτρη μου ψιθύρισαν πως καλό θα ήταν να σηκωθούμε να φύγουμε. Έτσι και κάναμε. Η
Πέννυ έτρεξε πίσω μου. Την αγκάλιασα, τη φίλησα, έκλαιγα κι εγώ. Ένιωθα την έντασή της.
Ένιωθα συνάμα και πελώρια ανακούφιση που είχα γκρεμίσει το φράγμα του τρόμου και της
ντροπής που ορθωνόταν γιγάντιο μέσα μου για δυο ολόκληρα χρόνια. Ήμουν αμετακίνητος.
Τώρα που είχα βγάλει από μέσα μου τα λόγια που σάπιζαν, δεν υπήρχε γυρισμός. Την αγαπούσα
πολύ, μα δεν ήμουν ερωτευμένος μαζί της. Δεν γινόταν τίποτε. Δεν μπορούσα να ζω άλλο μέσα
στα ψέματα. Η Πέννυ έφυγε, κλαίγοντας σιωπηλά στην αγκαλιά του αδερφού της, ο οποίος με
κοίταζε σαν να ήθελε να με πνίξει.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 47

Μόλις απομακρυνθήκαμε λίγο από την πλατεία του χωρισμού, αγκάλιασα τους φίλους μου.
Ένιωθα ελαφρύς. Ελαφρύς σαν βόμβα νετρονίου. Χαρούμενος. Λεύτερος. Γελούσα από την
χαρά μου. Από εδώ και μπρος, η ζωή θα ήταν καρναβάλια και Βέρες.

ΑΝΟΙΞΗ

Γύρισα στην Αθήνα νιώθοντας σαν μελλοθάνατος που σώθηκε από την αγχόνη την τελευταία
στιγμή. Ελαφρύς, υπέροχα, απίστευτα ελαφρύς. Ξυπνούσα μόνος και κοιμόμουν μόνος. Δεν
χρειαζόταν να λέω ‘σ ’αγαπώ’ που δεν εννοούσα, ούτε να κάνω σεξ τρεις φορές την ημέρα με
μια γυναίκα που δεν με ερέθιζε. Δεν χρειαζόταν να φοβάμαι. Ήμουν επιτέλους, βασιλιάς του
εαυτού μου.

Προσπάθησα ανεπιτυχώς να κορτάρω τη Βέρα. Μου ξεκαθάρισε πολύ σύντομα πως περάσαμε
ένα όμορφο Καρναβάλι και δεν υπήρχε κάποιος λόγος να ασχημύνουμε ή να δυσκολέψουμε τα
πράγματα. Συμφώνησα. Δεν είχα δα και καμία μεγάλη κάψα να εξερευνήσω περισσότερο το
κορμί της. Δεν θα με χάλαγε, αλλά είπαμε, δεν είχε βυζιά.

Σκεφτόμουν από που θα έβρισκα την επόμενη δόση μου. Την επόμενη περιπέτεια. Ήμουν για
πρώτη φορά στα φοιτητικά μου χρόνια, ελεύθερος να εξερευνήσω τις προοπτικές της Αθήνας.
Ήμουν στο τέταρτο και (πολύ θεωρητικά) τελευταίο έτος των σπουδών μου, αλλά οι
προηγούμενες περιπέτειές μου με είχαν αποκόψει σχεδόν ολοκληρωτικά από τις συμφοιτήτριές
μου και τον κύκλο τους. Μόνο με την Ηλέκτρα και δυο-τρεις ακόμη κράταγα μια στοιχειώδη
επαφή.

Εκείνα τα πέτρινα ακόμη χρόνια του Διαδικτύου (δεν είχαμε ούτε καν MySpace ακόμη), οι
αγαπημένοι μου Manowar είχαν την ευφυέστατη ιδέα να αφιερώσουν ένα κομμάτι της
ιστοσελίδας τους στους οπαδούς. Έστελνες την φωτογραφία και το email σου και τα
αναρτούσαν στον τοίχο με τους ‘Αληθινούς Μαχητές του Μέταλ’. Ένας μετά βίας
κεκαλυμμένος τοίχος για προσωπικές αγγελίες, με άλλα λόγια. Διατηρούσα αλληλογραφία με
αρκετές κοπέλες ανά τον κόσμο, μα καμία από την Ελλάδα. Ώσπου μια μέρα, από το πουθενά,
μου έγραψε η Μάχη.
Ελληνίδα, από τη Ρόδο, τρελή οπαδός των Manowar. Με χιούμορ και χαρακτήρα ωραία. Λίγες
φωτογραφίες και τέρμα στα φίλτρα και την επεξεργασία. Υποπτευόμουν βαρύ φορτίο, αλλά
χαιρόμουν απλώς να αλληλογραφούμε, δεν θεωρούσα πως θα εξελισσόταν σε οτιδήποτε
περισσότερο η κατάσταση.

Μια μέρα, μου έγραψε πως θα ερχόταν στην Αθήνα για μια συναυλία και θα έμενε σε ένα φιλικό
σπίτι. Αν ήθελα, θα είχε το πρωϊνό της ελεύθερο στον Πειραιά, οπότε μπορούσα να τη
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 48

συναντήσω εκεί και να πάμε για καφεδάκι. Δεν είχα τίποτε να χάσω και δέχτηκα.
Συναντηθήκαμε στον ηλεκτρικό, στον Πειραιά, όταν ο σταθμός ήταν ακόμη ένα φωτεινό,
όμορφο κτίριο, που χαιρόσουν να το χαζεύεις. Τα προγνωστικά μου είχαν επαληθευτεί. Ήταν
χοντρούλα, με μια άγρια ομορφιά στο πρόσωπο. Έντονα βαμμένη και στιλιζαρισμένη, κάτι που
ανέκαθεν ήταν μεγάλο συν για τα πορνο-ένστικτά μου. Υποπτευόμουν δυνατές βυζάρες, αλλά με
το ντύσιμό της δεν μπορούσα να είμαι σίγουρος. Καθίσαμε για καφέ και ‘επισημοποιήσαμε’ την
γνωριμία μας, στον αληθινό κόσμο.

Δεν σκεφτόμουν κάτι σεξουαλικό, καθώς η Μάχη δεν ήταν ακριβώς αυτό που είχα στο νου μου
ως σεξουαλικό πρότυπο. Περαιτέρω, έβγαζε μια εφηβική σχεδόν αθωότητα, δεν είχε κάτι
γυναικείο ή πουτανίστικο για να με τραβήξει. Απ’ όσο θυμάμαι, ήταν και αρραβωνιασμένη με
έναν στρατιωτικό στη Ρόδο, οπότε η κατάσταση ήταν ελεγχόμενη.

Περάσαμε περίπου την μισή ημέρα μαζί, προτού φύγει για να βρει τους φίλους της. Στο τρένο
του γυρισμού, ανέλυα την κατάσταση. Δεν ήταν άσχημη η εμπειρία αυτής της ‘ντόπιας’,
ανύπαρκτου δράματος, διαδικτυακής γνωριμία. Βγήκα από το σπίτι, γνώρισα μια κοπέλα, ίσως
βγαίναμε και μαζί με την παρέα της κάποιο από τα επόμενα βράδια. Ευχάριστα και χαλαρά.

Νομίζω βγήκαμε σε δυο-τρία υπερ-γραφικά ροκάδικα εκείνες τις ημέρες, μέχρι να φιληθούμε.
Και πάλι, όχι ακριβώς γιατί το ήθελα, αλλά γιατί αισθάνθηκα πως το περίμενε από εμένα.
Ήμασταν με μεγάλη παρέα, σε κάποιο ιστορικό κλαμπ, στο Περιστέρι. Πίναμε, χορεύαμε, η ζωή
ήταν μια ευχάριστη θολούρα. Σε κάποια στιγμή μέσα στη βραδιά, θυμάμαι να καθόμαστε
πλάιπλάι σε ένα καναπέ. Ούτε κατάλαβα πως και γιατί φιληθήκαμε. Ήταν σύντομο, αλλά
υποσχόμενο.

‘Γιατί το έκανες αυτό;’ με ρώτησε.

‘Το ένιωσα’ της απάντησα και δεν έλεγα ψέματα.

Εκείνο το βράδυ ήρθε να κοιμηθεί σπίτι μου. Πήγα να της στρώσω τον καναπέ μιας και δεν
έπιανα τίποτε σεξουαλικά βάιμπς μεταξύ μας και διαπίστωσα πως είχε ήδη τρυπώσει στο
κρεβάτι μου.

‘Ωπ, τί έχουμε εδώ; Σου έστρωσα στον καναπέ’


Έκανε την κοιμισμένη. Σκέφτηκα κι εγώ, δεν τρέχει δα και τίποτε. Γδύθηκα, έμεινα με το
μποξεράκι μόνο και χώθηκα στο κρεβάτι. Στην αρχή έκανε ακόμη την κοιμισμένη. Μετά από
δυο λεπτά γύρισε και τα χείλη της αναζήτησαν τα δικά μου. Μου άρεσε η θέρμη και οι καμπύλες
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 49

του κορμιού της επάνω μου. Την φίλησα παθιασμένα και έψαξα με τα χέρια τα στήθη της. Τα
ένιωσα μεγάλα και στητά, κάτω από το ψιλό μπλουζάκι που φορούσε.

‘Είμαι αρραβωνιασμένη’ μου λέει ‘δεν θα γαμηθούμε.’

‘Τότε τί διάολο κάνουμε εδώ’ σκέφτηκα και συνέχισα να τη φιλάω. Άρχισε να χαϊδεύει τον
πούτσο μου πάνω από το μποξεράκι μου. Είχαμε σαφή βελτίωση από την παθητική Βέρα. Δεν
άργησα να έχω μια πολύ δυνατή στύση.

‘Θέλω να δω τις βυζάρες σου’ της είπα πρόστυχα και σήκωσα το μπλουζάκι της. Ξεκούμπωσα
το σουτιέν της και δυο απίστευτα μαστάρια με τύφλωσαν. Μεγάλα, γεμάτα, νεανικά και στητά,
με πλούσιες σκουρόχρωμες ρώγες. Ήταν τα μεγαλύτερα που είχα δει ως τότε στην ζωή μου.
Έπεσα με τα μούτρα και άρχισα να πιπιλάω τις ρώγες της και να τα χουφτώνω σαν να μην
υπήρχε αύριο. Η Μάχη κατέβασε το μποξεράκι μου και μου έπαιζε τον πούτσο ιδιαίτερα
επιδέξια. Φίλαγα πότε τα χείλη και πότε τα βυζιά της. Είχα καυλώσει απίστευτα. Δεν είχε
ξεντυθεί πλήρως από το κλαμπ και φορούσε ακόμη τα δαντελένια γαντάκια της με τα κομμένα
δάχτυλα. Ήθελα σαν τρελός να της ζητήσω να τον πάρει στο στόμα, αλλά κώλωνα. Όταν ένιωσα
να φτάνω κοντά, της είπα πως ήθελα να χύσω τις βυζάρες της.

Μου χαμογέλασε, την καβάλησα, κέντραρε τον πούτσο μου και είχαμε ένα πανηγυρικό χύσιμο
στα απίστευτα βυζιά της. Πρέπει να με άκουσε όλη η γειτονιά, όπως μούγκριζα από ηδονή.
Αφού πασάλειψα καλά καλά τις βυζάρες της και κάπως συνήλθα, κατέβηκα για να τη γλείψω.
Το δέχτηκε με χαρά και έδειχνε να το απολαμβάνει. Νομίζω μου είχε πει πως δεν έχυνε, αλλά με
άφησε να την γλείφω αρκετή ώρα, μουγκρίζοντας από ικανοποίηση. Κοιμηθήκαμε μαζί.

Την επόμενη μέρα, τον πήρε η ίδια η στόμα, χωρίς να ζητήσω τίποτε. Τον πήρε βαθύτερα από
οποιαδήποτε από τις προηγούμενες γυναίκες μου, κάτι που σε συνδυασμό με τα απίστευτα
λαχταριστά της βυζιά, μου έκανε τρελή εντύπωση. Με ερέθισε απίστευτα. Ένιωθα συνάμα
ντροπή που μια χοντρή τύπισσα με καύλωνε τόσο. Είχα ένα πολύ βαθύ σύμπλεγμα, ίσως λόγω
της ‘κινηματογραφικής’ πρώτης εμπειρίας με την Γουέντι, πως ο σωματότυπος της Μάχης είναι
απωθητικός, πως δεν θα έπρεπε να με καυλώνει καθόλου. Ανακάλυπτα όμως, πως η μεγαλύτερη
και πραγματική καύλα, ήταν η διάθεσή της να με ευχαριστήσει. Το λάγνο της πρόσωπα σε
συνδυασμό με τα τέλεια βυζιά της, στην υπηρεσία του Πασά Πούτσου μου. Ήμουν στον
Παράδεισο. Στράγγιξα μια γενναία ποσότητα σπέρματος στο αχόρταγο στόμα της, κάτι που
επαναλάβαμε αρκετές φορές τις λίγες ημέρες που πέρασε στο σπίτι μου. Με άφηνε να την
γλείφω, χωρίς να χύνει, αλλά ποτέ να την γαμήσω.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 50

Έδειχνε απόλυτα ικανοποιημένη να μου προσφέρει τις υπηρεσίες της και εγώ δεν είχα κανένα
πρόβλημα να τις δέχομαι. Με κολάκευε που ένα τόσο ταλαντούχο θηλυκό έδειχνε να ζει και να
ανασαίνει για την απόλαυσή μου. Μαζί με την ντροπή αυτής της λανθάνουσας χονδρολαγνείας
μου, ερχόταν και η ικανοποίηση του να αισθάνομαι απόλυτος κυρίαρχός της. Έδειχνε να το
χαίρεται και η ίδια.

Έφυγε για τη Ρόδο λίγες ημέρες αργότερα και μου είπε πως μπορούσα να την επισκεφτώ όποτε
ήθελα στο νησί. Θα έμενα στο σπίτι της, μαζί με τον ήπιο και χαμηλών τόνων αρραβωνιαστικό
της, ο οποίος δεν υποπτευόταν τίποτε. Την αποχαιρέτησα στον Πειραιά. Δεν ήξερα αν θα
ξαναβρισκόμασταν και δεν με απασχολούσε ιδιαίτερα. Ήταν ένα υπέροχο, ηδονικό
παραλίγοδεκαήμερο που περάσαμε μαζί. Μου αρκούσε.

ΛΟΥΛΟΥ

H άνοιξη του 2004 μας βρήκε να ξεκινάμε ένα συναρπαστικό κοινωνικοσεξουαλικό πείραμα με
τον αδερφό μου και το Δημήτρη, ο οποίος είχε στο μεταξύ χωρίσει την Άρτεμη, γοητευμένος
εξίσου από την προοπτική μιας όμορφης, απλής ζωής, γεμάτης εφήμερες ερωτικές περιπέτειες.
Είχαμε αποτινάξει επιτέλους το στίγμα των μεταλλάδων σπασίκλων που μας ακολουθούσε από
το σχολείο και είχαμε συνειδητοποιήσει πως ήμασταν εμφανίσιμα παιδιά, από καλά σπίτια, με
ένα σκασμό προοπτικές. Κοντολογίς, ακαταμάχητοι. Παίζαμε όλοι μουσική, είχαμε πετάξει τα
πέτσινα και ντυνόμασταν κάθε σαιζόν σύμφωνα με τις επιταγές της μόδας. Ξεκινήσαμε να
παρακολουθούμε κουτσομπολίστικα προγράμματα στην τηλεόραση και να αποκτάμε
‘ρεπερτόριο καμακιού’. Στόχος μας ήταν να μπορούμε να αποπλανήσουμε οποιαδήποτε κοπέλα
τυχόν συναντούσαμε, ανεξαρτήτως της ‘κοινωνικής φυλής’ στην οποία ανήκε. Η ιδέα πως μετά
από μια ολόκληρη ζωή στον πάγκο, μπορούσαμε ακολουθώντας κάποια μυστική συνταγή να
γίνουμε άρχοντες των σεξουαλικών μας περιπετειών, μας ξετρέλαινε.

Φυσικός μας κυνηγότοπος, ήταν βέβαια τα πάρτι, στα οποία είχαμε ως τελειόφοιτοι ακόμη
απεριόριστη πρόσβαση. Σε ένα τέτοιο πάρτι, ακριβώς στην απέναντι πολυκατοικία από την δικιά
μας, γνώρισα λοιπόν την Λουλού.

Επρόκειτο για άλλη μια σατανική σύμπτωση. Όσο ήμουν για Erasmus στο Παρίσι, είχα γνωρίσει
μια μικροκαμωμένη ξανθούλα Ελληνίδα, την Τζέσικα. Είχε φοβερά πράσινα μάτια, ήταν
διαβασμένη και απίστευτα παθιάρα. Όντας βλακωδώς προσκολλημένος στις φοβίες μου γύρω
από την Πέννυ, δεν είχα κάνει κάποια κίνηση αν και είχα περάσει αρκετά βράδια στο δωμάτιό
της στην πανεπιστημιακή εστία. Μου άρεσε πολύ που γνώριζε περισσότερα από εμένα για τη
λογοτεχνία, τη μουσική και τον κινηματογράφο. Αισθανόμουν πως θα μπορούσα να μάθω
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 51

αρκετά πράγματα από εκείνη, πέρα από τα προφανή σεξουαλικά οφέλη. Είχε βέβαια αγόρι στο
Erasmus, οπότε μου φαινόταν απρόσιτη.

Η έκπληξή μας όταν ανταμώσαμε στον Κυψελόδρομο ήταν απίστευτη. Ανοίξανε δέκα σπιθαμές
τα μάτια μας.
‘Τζέσικα;’

‘Γιώργη;’

Και μαζί, σαν σαχλή Αμερικάνικη κωμωδία : ‘Τί κάνεις εσύ εδώ;’

‘Εδώ μένω’

‘Τί εννοείς εδώ μένεις; Πώς και δεν σ ’έχω δει ποτέ;’

Αν και δύσκολο να το πιστέψουμε, μέναμε ακριβώς σε αντικριστές πολυκατοικίες. Γελάσαμε με


την ψυχή μας. Η Τζέσικα με προσκάλεσε για καφέ στο σπίτι που μοιραζόταν με την μεγαλύτερη
αδερφή της, την Λουλού. Τα κορίτσια είχαν και ένα κατοικίδιο Ιγκουάνα, τον Κέρτ. Όχι από τον
Κομπέην, αλλά το Βόνεγκατ. Είπαμε, κουλτούρα. H Λουλού ήταν ευγενική, αλλά σχετικά
απόμακρη. Προσωπικά, παρέμενα χάπατο. Μου άρεσε η Τζέσικα, αλλά την ένιωθα μακριά μου,
πως δεν θα είχε κάποιο ενδιαφέρον για εμένα. Ακόμα και όταν με προσκαλούσε να δούμε
Μπέργκμαν αργά το βράδυ σπίτι της και να κοιμηθώ εκεί, δεν έπαιρνα μπροστά. Ίσως ακριβώς
γιατί ήταν τόσο όμορφη και γλυκιά, μου έβγαζε ένα έντονο συναίσθημα πως αν έκανα κάτι μαζί
της, θα έπρεπε να είναι σοβαρό. Και σε εκείνη την φάση, μόνο για σοβαρά δεν ήμουν.

Ένα βράδυ του Μάη λοιπόν, τα κορίτσια έκαναν πάρτι. Ίσως ήταν και γενεθλίων. Χαμός από
φοιτητόκοσμο. Ο Δημήτρης δεν είχε έρθει, τα είχε φτιάξει πρόσφατα με μια Ουκρανέζα, η οποία
τον είχε βάλει στο βρακί της κανονικά και με το νόμο. Καθόταν σπίτι και ξεροστάλιαζε στο
τηλέφωνο ενώ εμείς βιώναμε την Μεγάλη Σεξοπεριπέτεια. Το πάρτι κύλαγε όμορφα. Χαβαλές,
ποτό, μουσική, χορός. Κάποια στιγμή προς τα χαράματα (το θεωρούσαμε μεγάλη αμαρτία να
μην φύγουμε τελευταίοι από οποιοδήποτε πάρτι) θυμάμαι να χορεύω με τη Λουλού. Δεν ξέρω
καν πώς έγινε. Και μετά φιλιόμαστε. Και φιλιόμαστε περισσότερο. Δεν ξέρω αν η Τζέσικα
χαλάστηκε ή με μίσησε. Δεν έδειξε κάτι. Πήγαμε στην κρεβατοκάμαρα της Λουλούς και
συνεχίσαμε να φιλιόμαστε. Ήταν στο ίδιο καλούπι με τη Τζέσικα, κοντούλα, αδύνατη, με
σχετικά μεγάλα για το σώμα της και στητά βυζάκια. Λευκή, υπέροχη επιδερμίδα και ένα
προσωπάκι να το πιείς στο ποτήρι. Είχε μια ήρεμη, παθιάρικη γλύκα. Σαν παστάκι
κρέμαφράουλα που το τρως και γλείφεις τα δάχτυλά σου. Ήταν εκείνη είκοσι-εφτά νομίζω και
εγώ είκοσι δυο, οπότε είχα και την πρόσθετη καύλα πως ‘πήγαινα με μεγαλύτερη’, κάτι που
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 52

ακόμη θεωρείτο παράσημο για την ηλικία μου. Όταν την έγδυσα, διαπίστωσα πως δεν
ξυριζόταν. Είχε έναν υπέροχο καστανό θάμνο πάνω από το λεπτό της μουνάκι. Ήταν ο πρώτος
au naturel θάμνος που έβλεπα και με ερέθισε πολύ. Την έγλειψα καλά-καλά και αφού την έκανα
να τελειώσει, της ζήτησα να με πάρει στο στόμα. Είχα αρχίσει να μαθαίνω. Τον έπαιρνε βαθιά
και γλυκά, σαν να τον έχωνα σε παστάκι φράουλα. Απόλαυση. Πήρα το μουνάκι της αργά,
βαθιά και απολαυστικά. Λιώσαμε στο κρεβάτι.

Ξυπνήσαμε κάποια στιγμή το απόγευμα και ήπιαμε καφεδάκι όλοι μαζί στο σαλόνι. Η Τζέσικα
μας χαμογελούσε πονηρά.

‘Ξυπνήσανε τα πουλάκια μου;’

Χαζογελάγαμε και εμείς, όλη η φάση πέρασε στο πολύ χαλαρό και το ντούκου.

Εκείνος ο Μάης κύλησε με μια γλύκα φραουλίσια. Η Λουλού δούλευε στο Χόντο και εγώ
παρίστανα τον επί πτυχίω φοιτητή. Κάθε βράδυ το περνούσαμε μαζί, πότε σπίτι μου και πότε
σπίτι της. Μαγείρευα καμιά φορά εγώ ή εκείνη. Μου είχε πει πως τα είχε παλιότερα με ένα τύπο,
αλλά είχαν χωρίσει. Δεν είχαμε ονοματίσει τί έτρεχε μεταξύ μας. Δεν χρειαζόταν κιόλας.
Θυμάμαι το μικρό, σφιχτό της κορμάκι ολόγυμνο τις ανοιξιάτικες νύχτες, να καβαλά
σπαρταρώντας το δικό μου. Χαρίζαμε μια γλυκιά, άνετη ηδονή ο ένας στον άλλο, δίχως
δράματα, δίχως μεγάλες αφηγήσεις. Ήταν ό,τι ακριβώς χρειαζόμασταν.

Ένα πρωί η Λουλού δεν απάντησε στο μήνυμά μου για τη βραδινή μας συνάντηση. Ούτε
σήκωσε το τηλέφωνο. Κατάλαβα. Γράφτηκα στο γυμναστήριο εκείνο το καλοκαίρι, οι μοναδικοί
τρεις μήνες της ζωής μου που πάτησα σε γυμναστήριο. Χτυπιόμουν στα μηχανήματα και ένιωθα
την απόρριψη να καίει τα αθάνατα μάγουλά μου. Διάολε, ήμουν νέος, ωραίος, την γαμούσα
καλά, τί στον πούτσο έγινε και εξαφανίστηκε. Τελευταία φορά που ειδωθήκαμε, μέσα στο μέλι
ήμασταν. Είχαν βγάλει άλμπουμ οι Cure εκείνο το καλοκαίρι. Το άκουγα ψυχωτικά, τρεις μήνες,
στο repeat. Και έσπρωχνα σίδερα. Και για άλλη μια φορά, έτρωγα ένα πιάτο ρύζι ή μακαρόνια
την ημέρα. Καταλάβαινα, αλλά στράβωνα. Δεν μπορούσα να το πάρω βέβαια και πολύ βαριά,
καθώς ολόκληρη η ιστορία είχε κρατήσει ένα μήνα. Αλλά στράβωνα. Ήταν εγωϊσμός νομίζω
περισσότερο απ’ όλα.

Ευτυχώς ήταν καλοκαιράκι. Θυμήθηκα την Μάχη και την ανοιχτή της πρόσκληση για την Ρόδο.
Την πήρα τηλέφωνο και την ρώτησα αν ίσχυε ακόμη.

Πες μου μόνο με ποιο καράβι έρχεσαι!’


Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 53

Δεν ήθελα πολύ, έκλεισα θέση στο πρώτο διαθέσιμο καράβι και κατέβηκα για μια εβδομάδα
Ρόδο. Ο αρραβωνιάρης της, ένα καλό μα βραδύστροφο παιδί, με καλοδέχτηκε στο σπίτι τους.
Δεν ένιωθα την παραμικρή τύψη. Είχε υπηρεσία για μια εβδομάδα σχεδόν σερί. Με το που
έκλεινε η πόρτα πίσω του το πρωί, η Μάχη είχε ήδη πάρει θέση ανάμεσα στα πόδια μου.
Επέμενε πως δεν ήθελε να τη γαμήσω, μιας και αυτό θα το θεωρούσε κέρατο και είχε κάνει
προσωπική της αποστολή να μου προσφέρει το καλύτερο στοματικό σεξ του κόσμου. Ήμουν
στον ένατο ουρανό. Έμεινα στο νησί για μια περίπου εβδομάδα και πρέπει να έχυνα τέσσερις με
πέντε φορές κάθε μέρα στο στόμα, στο πρόσωπο ή τα βυζιά της Μάχης. Με έβγαζε έξω για
φαγητό για να παίρνω δυνάμεις και μετά ξανά στο σπίτι, τσιμπουκοθεραπεία. Προς το τέλος της
εβδομάδας αναρωτιόμουν πως ήταν δυνατό να μην έχει πάρει χαμπάρι ο Βαγγέλης, ο
αρραβωνιαστικός της. Ίσως και να το ήξερε, αλλά να μην τον ένοιαζε. Ίσως η Μάχη να ήταν η
δική του Πέννυ και να παρακαλούσε ενδόμυχα να την πάρω και να τον γλιτώσω από μια ζωή
μαζί της.

Τον συμπάθησα το Βαγγέλη. Του έδινα και συμβουλές πως να την κρατήσει ευτυχισμένη κοντά
του. Γύρισα στην Αθήνα και τους ξαναείδα στο γάμο τους, ο οποίος έγινε με κάθε τιμή και δόξα,
ένα χρόνο περίπου αργότερα. Παραδόξως, ανέλπιστα και όμορφα, είναι ακόμη μαζί. Η Μάχη
μετανιώνει για την μικρή μας περιπέτεια, αλλά εξακολουθεί να με συμπαθεί. Για ποιο ακριβώς
λόγο, δεν θα καταλάβω ποτέ, αλλά για ό,τι αξίζει, θαρρώ τη συμπαθώ κι εγώ.

Λίγο πριν το Δεκαπενταύγουστο έκλεισα διακοπές στην Ανάφη μαζί με μια μακρινή παρέα από
την σχολή του αδερφού μου. Θα πηγαίναμε για κάμπινγκ σε νησί και ο στόχος μου ήταν ένας
και μοναδικός : να φορτώσω σένιο, μαυρισμένο μαναράκι. Να σβήσω από το μυαλό μου την
απόρριψη της Λουλούς, τόσο ολοκληρωτικά, που θα ήταν σα να μην είχε συμβεί ποτέ. Ήμουν
στ’ αλήθεια τόσο ελαφρόμυαλος βλάκας.

ΑΝΑΦΗ VICE

Πήγαμε στην Ανάφη μια ωραία παρέα. Ήταν και η Βέρα μαζί μας. Μεταξύ μας δεν υπήρχε
πλέον τίποτε, μόνο μια αυξημένη οικειότητα ας το πούμε. Γνωριστήκαμε με αρκετό κόσμο στο
κάμπινγκ, κάναμε τα μπάνια μας, ήπιαμε μπύρες, ρακές και ουζάκια. Λιώσαμε. Νυχτερινά
μπάνια, πρωϊνά μπάνια. Όλο το πανηγυράκι του Σάμερ-ιν-Γκρις. Ζήσαμε το όνειρο. Αν και
έβαλα τα δυνατά μου να την πέσω στη ‘Βασίλισσα’ του κάμπινγκ, πήρα τα αρχίδια μου, καθώς
είχε μια ολάκερη μάντρα αυλικών στα πόδια της και φυσικά ήξερε πολύ καλά πως αν δινόταν σε
έναν από αυτούς, θα έχανε όλα τα καλοκαιρινά της ‘εξτραδάκια’. Πολύτιμα μαθήματα που
κατέγραφα στο playbook Νεαρού Γύπα μου. Υπήρχε μια φουλ δεκτική χίπισσα μεγαλοκοπέλα,
αλλά μύριζε θάνατο υπερβολικά πολύ για τα γούστα μου.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 54

Την Λητώ την γνώρισα την τελευταία μέρα στο νησί. Περιμέναμε όλοι μαζί το πλοίο στην ίδια
καφετέρια. Κάτι τσαχπινιές έλεγα σε εκείνη και τη φίλη της. Τις κατάφερα να παίξουμε τάβλι
μαζί. Δεν περίμενα πως θα είχα καμία ελπίδα μαζί της. Ψηλή, με ξανθιές κατσαρές μπούκλες,
πανέμορφο πρόσωπο και σώμα αθλήτριας. Εξαίσιο μαύρισμα. Τατού ιδεογράμματα πάνω από
τον απίστευτα καλοσχηματισμένο κώλο της. Κλαμπογκόμενα γυαλιστερή, που για κάποιο
περίεργο λόγο είχε βρεθεί εκτός Μυκόνου. Την έψηνα στο μπίρι μπίρι για έξι-επτά ώρες, όσο
τελοσπάντων κράτησε το ταξίδι ως την Αθήνα. Σε κάποια φάση, έγειρε στην αγκαλιά μου και
αποκοιμήθηκε. Το πήρα ως ιδιαίτερα θετικό σημάδι. Νομίζω της διηγήθηκα την ιστορία με τη
Γουέντι. Δεν καλοθυμάμαι πια. Με κοιτούσε πολύ περίεργα πάντως, σαν να ήμουν βλαμμένο
ολκής.

Στην Αθήνα, μου είπε πως την φιλοξενούσε προσωρινά η αδερφή της, πού αλλού, στον
Μαγεμένο Λόφο της Κυψέλης.

‘Έλα ρε, Κυψέλη μένω κι εγώ, θα σε πάω, είναι μπέρδεμα τα λεωφορεία!’

Ήρθε μαζί μου. Ήταν νωρίς το πρωί και ήμασταν εξαντλημένοι και οι δυο. Το τελευταίο τρόλεϊ
μας άφησε στην Πλατεία Κυψέλης, στο πάνω μέρος. Τη ρώτησα πόσο καιρό θα μείνει στην
Αθήνα. Μου είπε πέντε μέρες. Της ζήτησα το τηλέφωνό της, σκεφτόμουν πως θα ήταν καλή ιδέα
να βγούμε για ένα ποτό όσο θα είναι πάνω. Χαμογελώντας, μου το έδωσε. Φιληθήκαμε στα
χείλια. Σύντομο, μα όχι φιλικό. Έφυγα χαμογελαστός για το Κυψελόσπιτο.

Τις επόμενες ημέρες την κατάφερα για ραντεβού. Δεν ήθελε τίποτε φανταιζί και έτσι
κατηφορίσαμε στην Φωκίωνος Νέγρη. Ήμουν απερίγραπτα χλιμίτζουρας και πέφτουλας, καθώς
έβλεπα το σκηνικό σαν παιχνίδι. Υποσυνείδητα, δεν μπορούσα να πιστέψω πως κοπέλα στα
κυβικά της έβγαινε μαζί μου. Η Λητώ στράβωσε και χρειάστηκε να επιστρατεύσω το λαμπρό
προσωπείο του καλού, πληγωμένου παιδιού που έκανε θραύση στις κοπέλες της σχολής. Το
κόλπο έπιασε. Αντί να εισπράξω το κοκτέιλ της στα μούτρα, καταλήξαμε να
χαλαροφασωνόμαστε στο πατάρι μιας όμορφης καφετέριας που δεν υπάρχει πια.

Χωρίσαμε με μια φλου υπόσχεση να τα ‘ξαναπούμε’. Αν και ακόμη νωρίς και μικρός, είχα
αρχίσει να αντιλαμβάνομαι τον βασικό τούτο γκομενοκώδικα-κόφτη. Συνέχισα να πολιορκώ τη
Λητώ ολόκληρη εκείνη την εβδομάδα. Κυρίως για το σπορ της φάσης. Ίσως βαριόταν μόνη της,
αλλά δέχτηκε να βγει μαζί μου το Σαββατόβραδο. Δεν πίστευα την καλή μου τύχη. Δώσαμε
ραντεβού κατά τις οκτώ το βράδυ στην Πλατεία Κυψέλης. Κατέβηκα κορδωμένος και
γυπογαμβρός σωστός. Περάσανε δέκα λεπτά, δεκαπέντε, είκοσι. Άφαντη η Λητώ. Άρχισε να με
κόβει κρύος ιδρώτας. Στο μισάωρο επάνω, της έστειλα μήνυμα.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 55

‘Δεν είναι εντάξει αυτό. Αν δεν ήθελες να βγούμε, μπορούσες να μου το πεις απευθείας. Δεν θα
πάθαινα τίποτα.’

Με παίρνει τηλέφωνο, τα ‘χει χαμένα.

‘Πας καλά παιδί μου;’

‘Λητώ με δουλεύεις, είμαι εδώ στημένος και σε περιμένω μισή ώρα’

‘Μα...εννιά έχουμε το ραντεβού!’

Προς στιγμήν παγώνω. Στάνταρ το είχαμε οκτώ, είχα επενδύσει σ ’αυτό το ραντεβού και δεν
υπήρχε περίπτωση να είχα κάνει λάθος την ώρα.

‘Οχτώ είχαμε πει...’

‘Πω πω σόρι, θα μπερδεύτηκα εγώ...έλα, ετοιμάζομαι τώρα, θα σε δω σε λίγο!’


Ήταν τέτοια γυναικάρα που προφανέστατα και το έκανα αβαβά το όλο ζήτημα. Εμφανίστηκε
στις εννιά και ήταν μια καλοκαιρινή θεά. Είχε αλειφτεί με ένα λαδάκι φοβερό, που έκανε το
μαυρισμένο της κορμί να φαντάζει σαν το πιο λαχταριστό παγωτό σοκολάτας του κόσμου. Δεν
σκέφτηκα ούτε δευτερόλεπτο πως τέτοιο άγγελο δεν τον βάζεις στο βρώμικο τρόλεϊ. Η
ισοπεδωτική μου αυτοπεποίθηση ήταν στο τιμόνι. Κατεβήκαμε στου Ψυρρή, τότε που ήταν
ακόμα μοδάτη πιάτσα.

Πρέπει να γυρίσαμε τρία ή τέσσερα διαφορετικά μαγαζιά. Ποτά, χοροί και μια ύποπτη απουσία
φασώματος. Άρχιζα να ανησυχώ. Έπαιζα σωστά, μα η Λητώ ξεγλιστρούσε διαρκώς. Γύρω στις
δυο, ήμασταν στο Soul και είχαμε ξεπατωθεί στο χορό. Κοιτιόμαστε και αποφασίζουμε να πάμε
για βρώμικο στα Everest, να στανιάρουμε. Έχω πλέον συμφιλιωθεί με την ιδέα της αποτυχίας
μου. Δεν της κρατάω κακία και μου φαίνεται τελικά και νορμάλ η κατάσταση. Γυναίκες σαν την
Λητώ δεν πηδιόντουσαν με τύπους σαν και μένα. Παίρνουμε τα βρώμικά μας και μου λέει :
‘Έλα πάμε Κυψέλη και τα τρώμε στο παγκάκι’.

ΟΚ, μέσα.

Φτάνουμε Κυψέλη. Έχω χαλαρώσει πολύ και έχω αποδεχτεί πως δεν πρόκειται να γαμήσω.
Παίζει να της μιλάω και σαν φυσιολογικός άνθρωπος.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 56

‘Έλα, έχει παγκάκι εδώ’ της λέω, προσηλωμένος στην ιδέα του σάντουιτς
Φρανκφούρτηςπατάτες μου.

‘Δεν πάμε σπίτι μου καλύτερα;’

Ανατροπή. Γαμώ.

‘Αμέ.’

Έμενε στο δεύτερο όροφο, σε ένα δρομάκι ελάχιστα πάνω από την πλατεία. Αφήσαμε τα
σάντουιτς στην κουζίνα και φιληθήκαμε. Ήταν ξημερώματα, τέλη Αυγούστου. Θυμάμαι την
μπαλκονόπορτα ανοιχτή και τη γαλάζια κουρτίνα να ανεμίζει στο αεράκι. Το τέλειο γυμνό κορμί
της Λητώς να υψώνεται πάνω από το δικό μου. Σχεδόν ορκίζομαι πως μπορούσα να ακούσω
σαξόφωνο να παίζει από κάπου. Παραμένει το κινηματογραφικότερο σεξ που έχω κάνει στην
ζωή μου. Σαν ερωτική σκηνή από επεισόδιο του Miami Vice, που είδα στα κρυφά.

Ήταν θερμή ερωμένη. Με ξάφνιασε ευχάριστα. Ξύπνησα λίγες ώρες αργότερα, πάλι
καυλωμένος. Δεν είχαμε άλλα προφυλακτικά στο σπίτι.

‘Κάτσε, πετάγομαι σπίτι να φέρω κι έρχομαι’ της λέω.


‘Πάρε τα κλειδιά μου’.

Πηγαίνω πετώντας σπίτι. Ο αδερφός μου γύριζε παραπατώντας από κάποια μπαρότσαρκα εκείνη
την ώρα.

‘Τί κάνεις ρε μαλάκα;’

‘Τίποτα, για καπότες ήρθα και φεύγω. Μπορεί να γυρίσω για μεσημέρι’.

Έχωσα τρεις-τέσσερις στην τσέπη μου και έτρεξα πίσω στη Λητώ.

Με περίμενε. Ήταν βρώμικο και σωστό. Κοιμηθήκαμε δυο-τρεις ώρες ακόμη και σηκωθήκαμε.
Έκανε ωραίο φραπέ. Το κλίμα ήταν χαλαρό, θριαμβευτικό, γεμάτο γλυκιά ντοπαμίνη.
Κουβεντιάσαμε γλυκά τίποτα. Της είπα πως οργανώναμε ένα πάρτι το επόμενο βράδυ. Θα
χαιρόμουν πολύ να έρθει για ποτό.

‘Ναι, θα μου άρεσε πολύ! Θα κατέβω μαζί σου κάτω, θέλω να πάρω εφημερίδα.’
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 57

Έβαλε ένα μωβ φορεματάκι με λουλούδια. Σταματούσε λίγο κάτω από τον απίστευτο κώλο της.
Μπέημπι ντολ το έλεγες, παρά φορεματάκι. Δεν θυμάμαι ποια εφημερίδα αγόρασε. Θυμάμαι
πόσο όμορφη ήταν η σιλουέτα της, μια Θεά των Κυμάτων, μπροστά από το ταπεινό
Κυψελοπερίπτερο. Ήμουν μαγεμένος.

Της χαμογέλασα.

‘Θα τα πούμε αύριο!’

‘Αύριο!’

Το ‘αύριο’ είναι μια φοβερή λέξη για να πεις ‘ποτέ’.

Η Λητώ φυσικά και δεν ήρθε στο πάρτι. Συνέχισα να την πολιορκώ διακριτικά με μηνύματα και
άρχισα να διαμορφώνω κάποιου είδους δόλιο σχέδιο αποπλάνησης. Ήμουν σχεδόν βέβαιος πως
είχε επιστρέψει στο αγόρι της, χαρούμενη με την ‘καλοκαιρινή της περιπέτεια’. Ήταν όμως
υπερβολικά όμορφη για να μην το προσπαθήσω. Με τη Λητώ, μπορούσα να με φανταστώ. Μια
ένδοξη επιστροφή στο κέντρο του φθόνου και της προσοχής των φίλων μου, μετά το φιάσκο με
την Πέννυ.

Την είδα τελικά κανένα χρόνο αργότερα, εντελώς συμπτωματικά, στο Τηνιακό. Ήταν υπέρ το
δέον διαχυτική μαζί μου και κατάλαβα πως με χρησιμοποιούσε για να πικάρει τον γκλαμουράτο
πιτσιρικά που καθόταν πλάι της. Φασωθήκαμε άγρια σε κοινή θέα και αποχαιρέτησα την Ανάφη
και το μικρό καλοκαιρινό μου όνειρο, στην αρμύρα των χειλιών της.

ΠΡΟΒΕΣ

To Φθινόπωρο μας βρήκε σε μεγάλες φόρμες με τον αδερφό μου και τον Χρήστο, παιδικό μας
φίλο, ο οποίος είχε αντικαταστήσει τον απόμαχο Δημήτρη στη ένδοξο Τριουμβιράτε μας.
Εργαζόμασταν ακάματα, προκειμένου να τελειοποιήσουμε τις περσόνες κουφιοκέφαλων
χαμαιλεόντων, οι οποίες θα μας επέτρεπαν να αποπλανήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερες
γυναίκες. Ο Χρήστος είχε μόλις μετακομίσει στην Αθήνα από τη Λάρισα και ανακάλυπτε
ηδονικά τις χαρές της μεγαλούπολης. Ο Δημήτρης είχε χαθεί σε κάποια Ουκρανική επαρχία,
αποκηρύσσοντάς μας ως ‘βλάκες που κυνηγούσαν πόντους και δεν καταλάβαιναν από μεγάλους
έρωτες’. Ακόμη τον δουλεύουμε για την Λιποταξία του ’04.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 58

Με την μουσική, ο αδερφός μου κι εγώ ασχολούμασταν εντελώς επιδερμικά. Δεν μας έκαιγε
καμία ανάγκη καλλιτεχνικής έκφρασης. Είχαμε διαπιστώσει όμως, πως ήταν πολύ εύκολο να
χτυπήσεις δυνατά μωράκια αν γρατζουνούσες μια κιθάρα. Φυσικά η κιθάρα ήταν δύσκολη,
απαιτούσε χρόνια αφοσίωσης και πειθαρχίας προκειμένου να φτάσεις σε ένα ικανοποιητικό
επίπεδο. Έτσι, τεμπέλης και φυγόπονος, διάλεξα το ηλεκτρικό μπάσο σαν όργανο. Τέσσερις
χορδές, ντουπ-ντουπ-ντουπ-ντουπ, μάθαινες και χιμπατζή να το παίζει. Ήμουν τραγικά
άρρυθμος και φάλτσος ακόμα και σε αυτό. Έδειχνα όμως, φοβερά κούλ κρατώντας το. Και αυτό
μόνο είχε σημασία. Ο αδερφός μου δεν είχε υπομονή ούτε για τα στοιχειώδη, οπότε παρίστανε
τον τραγουδιστή.

Από μικρός την έβρισκε να στιλιζάρεται τρελά, οπότε με την γκόθ ροκ σκηνή στα ψιλοπάνω της
τότε, είχε πάσο ελευθέρας. Ξυρισμένο το μαλλί στο πλάι και μοϊκάνα αλογίσια επάνω,
τρυπημένες μύτες-ρώγες-αυτιά και ντύσιμο καθαιρεμένου Καθολικού ιερέα στο Burning Man,
πριν τα πάρει πρέφα ο άπλυτος όχλος. Ήταν ψηλός, γυμνασμένος και εμφανίσιμος, οπότε
προφανώς δεν είχε καμία σημασία το γεγονός πως τραγουδούσε σαν ετοιμοθάνατος γάτος σε
νεκροταφείο. Το ζητούμενο ήταν να σκάει σε πρόβες και να γνωρίζει γκοθομαναράκια προς
κατανάλωση του αδηφάγου μας Τριουμβιράτε. Κάπως έτσι γνώρισε την Άννα.

Η Άννα ήταν από το Καζακστάν, κόρη μεταναστών και είχε εμφάνιση μοντέλου. Ψηλή,
αδύνατη, μαύρο ολόισιο μαλλί και μια αγαλμάτινη ομορφιά στο πρόσωπο. Στα δεκαοκτώ της,
παρίστανε την τραγουδίστρια και συνθέτρια. Την καυλάντιζε ο μέγιστος Σάκαρος, ένας
πατημένος τριανταπεντάρης, ιδιοκτήτης σουβλατζίδικου από τη γειτονιά. Τότε τα τριανταπέντε
μας φαίνονταν οι απάτητες βουνοκορφές της μέσης ηλικίας.

Ένα βράδυ που πίναμε τις μπύρες μας στο Κυψελόσπιτο, ο αδερφός μου μου λέει πως γνώρισε
δυο γκόμενες σε μια πρόβα σήμερα, είναι εδώ από τη γειτονιά και αν θέλω να βγούμε όλοι μαζί.
Δεν ήθελε καν ρώτημα.

Κατεβήκαμε στο συνοικιακό ροκόμπαρο όπου στέκιαζαν οι κοπέλες. Η Άννα είχε φέρει μαζί την
φίλη της τη Σόνια. Ελληνίδα η Σόνια, στην ηλικία μου. Ψηλή, αδύνατη, κοκκινομάλλα, με
αισθησιακό πρόσωπο. Καθόλου βυζιά γαμώτο, αλλά το υπόλοιπο πακέτο έβγαζε φωτιές. Το
σχέδιο ήταν ο αδερφός μου να ψήσει την Άννα και ‘γω να τσιμπήσω τη Σόνια. Η Άννα γρήγορα
έδειξε πως μάτια θα είχε μονάχα για κάποιον με μεγαλύτερο σουβλατζίδικο από τον Σάκαρο. Ο
αδερφός μου με σκούντηξε κάτω από το τραπέζι. Τζίφος. Η Σόνια όμως, ήταν άλλη ιστορία.
Ψηνόταν κανονικά και με το νόμο. Δεν θυμάμαι αν χρειάστηκε καν να βγούμε ραντεβού ή αν τα
πρώτα φιλιά πέσανε το ίδιο βράδυ.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 59

Γλυκό κορίτσι, ίσως υπερβολικά τίμιο και αθώο για το μονοπάτι που άρχιζα να παίρνω. Αν και
είχε υπέροχο κορμί και πολύ όμορφο πρόσωπο, είχε ένα θανάσιμο ελάττωμα : αρνείτο
πεισματικά να κάνει ή να δεχτεί στοματικό σεξ. Στην αρχή νόμιζα πως μου έκανε πλάκα. Την
πείραζα και πήγαινα με τα νερά της. Ήμουν σίγουρος πως επρόκειτο για κάποια δοκιμασία.
Μετά από κανένα διβδόμαδο παθιασμένου μετεφηβικού σεξ, θυμάμαι την ρώτησα ειλικρινά :

‘Ρε Σόνια σοβαρά τώρα, δεν έχεις πάρει πίπα ποτέ, σε κανένα;’

‘Όχι...’

‘Και πως καθόντουσαν ρε μωρό μου μαζί σου οι άντρες;’

‘Δεν καθόντουσαν πολύ...’

‘Μμμμ...ξέρεις, αυτά τα δυο μπορεί να έχουν και σχέση μεταξύ τους.’

‘Δε με νοιάζει, δεν το θέλω καθόλου’

‘Οκέι ρε μανάρι, πάσο.’

Ως λάτρης του ποιοτικού μπουλκουμέ, ήξερα πως η Σόνια δεν ήταν η γυναίκα για μένα.
Χωρίσαμε αναίμακτα και ανώδυνα δυο-τρεις εβδομάδες αργότερα. Είχα αρχίσει να ακυρώνω το
ένα ραντεβού μας πίσω από το άλλο, οπότε πήρε γρήγορα γραμμή τί συνέβαινε. Για το
γαργαλιστικό της υπόθεσης, θα γράψω εδώ πως είχαμε μια σύντομη επανένωση με τη Σόνια
μετά από αρκετά χρόνια, όπου διασκέδασα πάρα πολύ με την ανακάλυψη πως εξακολουθούσε
να μην κάνει πίπες. Την κατάφερα βέβαια να με αφήσει να τη γλείψω, περισσότερο από
ακαδημαϊκό πείσμα, για να της δείξω πως ο στοματικός έρωτας μπορούσε να είναι και κάτι
απολαυστικό. Είχε πλούσια και παχιά μουνόχειλα, σε αντίθεση με το λεπτό της κορμάκι. Έδειξε
να της αρέσει, αλλά με σταμάτησε γρήγορα. Κάτσαμε δεν κάτσαμε καμιά βδομάδα μαζί.
Αργότερα έμαθα πως είχε παντρευτεί ένα ποδολάγνο, οπότε λύσανε θαρρώ και οι δυο το
πρόβλημά τους δημιουργικά. Βίον ανθόσπαρτον.

WE ARE THE CHAMPIONS

Την Μαργαρίτα την έφερε στην παρέα ο αδερφός μου. Δεν θυμάμαι αν ήταν συμφοιτήτριά του ή
αν είχαν γνωριστεί σε κάποιο πάρτι. Ψηλή και περίεργα χυμώδης. Λίγο άγαρμπα, λίγο
αισθησιακά. Περίεργη φάτσα, δεν την έλεγες ωραία. Κοινωνική πολύ και χαλαρή όμως. Ήταν
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 60

ένα βράδυ στο Κυψελόσπιτο. Είχε γυρίσει και ο Δημήτρης ζωντανός από την Ουκρανική
τούνδρα. Πίναμε όλοι μαζί τη βότκα που είχε φέρει από τα παραλίγο πεθερικά του και
συζητούσαμε σε ποιο μαγαζί να πάμε. Καταλήξαμε φυσικά σε άλλη μια ποιοτική μπαρότσαρκα
στα Εξάρχεια. Δυο σφηνάκια εδώ, μια μπόμπα εκεί, η παρακμιακή ανώγα του L.A. μας βόλεψε
μια χαρά.

Ο Δημήτρης μας άφησε και γυρίσαμε με τη Μαργαρίτα και τον αδερφό μου σπίτι. Είχαμε
ψωνίσει χορταράκι από το Μπένι το Γωνία. Είχαμε και ένα μπουκάλι βότκα ακόμη στο σπίτι. Το
κλίμα το έλεγες χαλαρό και φιλικό. Δεν υπήρχε σχέδιο ή πρόθεση. Είχαμε μια ψηφιακή κάμερα
από τις πρώτες και χαζοπαίζαμε στο σπίτι. Μαργαρίτα πες μας αυτό, πες μας το άλλο.
Μαργαρίτα δείξε μας τα βυζιά σου, πρέπει να είναι όμορφα. Η Μαργαρίτα, σωστό κορίτσι,
σήκωσε την μπλούζα της και μας αποκάλυψε δυο σταρένια, πλούσια στήθη. Εκεί καταλάβαμε
πως θα γινόταν δουλειά σωστή.

Πλησιάσαμε ένας από κάθε πλευρά, σαν θαρραλέα σκυλιά του πολέμου. Η Μαργαρίτα μας
φιλούσε εναλλάξ ενώ τη βοηθούσαμε να απαλλαγεί από το σουτιέν και το σαλβάρι της. Είχε
όμορφο κορμί, απίστευτα θηλυκό. Σταρένιο, χυτό, φτιαγμένο για ηδονή. Την παίρναμε εναλλάξ
από το στόμα και το μουνάκι, με μικρά διαλείμματα για βότκα και καμιά τζούρα από του Θεού
το χόρτο. Είχαμε αφήσει και την κάμερα να γράφει. Για δεύτερη φορά βρισκόμαστε να κάνουμε
παρτούζα, δίχως να έχουμε σχεδιάσει το παραμικρό. Ήταν τα σωστά άτομα, τη σωστή στιγμή,
στο σωστό μέρος. Απολαυστικά, όμορφα και εντελώς απενοχοποιημένα. Ήταν έντονα
οργασμική η Μαργαρίτα και χαιρόμασταν να την κάνουμε να σπαρταράει δίχως τέλος.

Θυμάμαι μετά την τρίτη μας φορά να έχουμε πέσει ο ένας επάνω στον άλλο σε ένα Βακχικό
σύμπλεγμα κορμιών και το ‘We Are The Champions’ των Queen να παίζει στον υπολογιστή.
‘Λες και το τραγουδάει για μας’ είπε γελώντας η Μαργαρίτα.

Είχε δίκιο.

ΜΕΡΜΗΓΚΑΚΙ

Όταν ήμουν στο Λύκειο, οι γονείς μου προσπαθούσαν απεγνωσμένα να μεγιστοποιήσουν τις
πιθανότητές μου για πρόσληψη στο Ιερό Δημόσιο. Είχαν προσλάβει λοιπόν μια σειρά
καθηγητών για να μου κάνουν ιδιαίτερα μαθήματα, παράλληλα φυσικά με το Σεπτό
Φροντιστήριο, το οποίο γέμιζε ούτως ή άλλως τα απογεύματά μου. Αυτή η βαθιά
δυσλειτουργική προσήλωση στην παραπαιδεία, ήταν ενδημικό κακό της μέσης αστικής τάξης
στην Ελλάδα κατά την δεκαετία του ’90. H παράλογη πίστη πως η επιτυχία στις Πανελλήνιες
ισοδυναμούσε με επαγγελματική καταξίωση και εξασφάλιση για την υπόλοιπη ζωή σου.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 61

Συνήθως είχα μια ευχάριστα τυπική σχέση με τους τούτορές μου. Οι θετικάριοι γρήγορα
αντιλαμβάνονταν πως κατέβαζα ρολά όταν εμφανίζονταν νούμερα επάνω στο χαρτί, οπότε
φρόντιζαν να περνάω τη βάση, τσέπωναν το μεροκάματο και τράβαγαν προς τα δικά τους
βάσανα. Αυτό δεν ίσχυε για το φοβερό και τρομερό Μερμήγκι. Μια κοντόχοντρη φιλόλογος, με
αρκετές αποκρουστικές κρεατοελιές, χρόνιο πρόβλημα δυσοσμίας και προσωπικές συνήθειες
βγαλμένες από διήγημα του Ρόαλντ Ντάλ.

Κάθε μάθημα μαζί της, μου προκαλούσε απόγνωση. Βρώμαγε, έφτυνε όταν μιλούσε, έβριζε και
δεν με άφηνε σε χλωρό κλαρί. Ήταν ο ορισμός της ‘κακής καθηγήτριας’ όπως ακριβώς έχει
γελοιοποιηθεί σε χιλιάδες φιλμ, κόμικ και λοιπά τοτέμ της ποπ κουλτούρας. Το Μερμήγκι (το
παρατσούκλι προέκυπτε από το αποκρουστικό της πρόσωπο με τις κρεατοελιές, που θύμιζαν
κεραίες μέρμηγκα τον Αύγουστο) είχε μια κόρη. Μικρότερη από εμάς κατά τέσσερα-πέντε
χρόνια, τουτέστιν μωρό, νιάνιαρο. Εμείς οι αγριοπαρθένοι θεματοφύλακες του δεκαεπτάχρονου
μέταλ, μόνο με συνομήλικες πριγκηπέσσες δεχόμασταν να συναναστραφούμε.

Το Μερμηγκάκι φυσικά έβλεπε εμένα και τον αδερφό μου ως ‘σοβαρούς, μεγάλους και ώριμους’
μέταλ πρίγκηπες. Όποτε μας τραβούσαν οι δικοί μας στο Μερμηγκόσπιτο για τίποτε φαγιά, η
μικρή χαιρόταν να συζητάει μαζί μας τις μπάντες που ανακάλυπτε, τα μαθήματα κιθάρας που
έκανε, όλη την χαρά της αρχόμενης εφηβείας της. Ήταν συμπαθητική. Φωτοτυπία του
Μερμηγκιού μείον τριάντα πέντε χρόνια, αλλά συμπαθητική. Σκεφτόμασταν με τον αδερφό μου
πως θα τράβαγε ζόρι όταν μεγάλωνε και θα συνειδητοποιούσε την πραγματική της θέση στην
Αδυσώπητη Κρεαταγορά.

Είχαμε ανταλλάξει διευθύνσεις email (ήταν κάτι κούλ και συναρπαστικό για τους νέους τότε)
και μέσα στα χρόνια, κρατάγαμε μια χαλαρή επαφή. Ο ναρκισσισμός μου δεν με άφηνε να μην
αδράξω ευκαιρία για επικοινωνία με γυναίκα, άσχετα από το αν με ενδιέφερε η όχι. Το
Μερμηγκάκι είχε πέσει στην παγίδα του ‘μεγαλύτερου-παντρεμένου’ γκόμενου. Κάποιο
απεγνωσμένο χλιμίντζουρα είχε βρει, ο οποίος την κρυφοσυναντούσε σε αλάνες και πυλωτές και
την έβαζε να τον τσιμπουκώνει. Με το που έχυνε, γινότανε μπουχός. Η μικρή έτρωγε αβέρτα το
παραμύθι του. Ήταν δυστυχισμένος, ήθελε να χωρίσει με τη γυναίκα του αλλά έμενε για τα
παιδιά. Σύντομα όμως, θα έλεγε στην Μαρία τα πάντα και θα ήταν ελεύθεροι να ζήσουν τον
έρωτά τους.

Της έλεγα πως δεν θα έβρισκε χαΐρι με δαύτον, να κοιτάξει να βρει κάποιο παιδί στην ηλικία της
να βγάλει γούστα. Έριχνα και μια λάιτ εκδοχή των δικών μου γκομενικών. Είχαμε γενικά μια
επαφή, αλλά δεν ανοιγόμουν πολύ, κυρίως γιατί δεν με ενδιέφερε τόσο. Το Μερμηγκάκι όμως,
φρόντιζε να κρατιέται πάντοτε αρκετά κοντά μου.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 62

Ήταν χειμώνας θυμάμαι, γιορτές λογικά γιατί ήμουν στη Λάρισα. Ζούσε και η γιαγιά ακόμη και
ήταν στο σπίτι. Οι δικοί μου είχαν πάει επίσκεψη σε φίλους. Σπάνια περίσταση. Άραζα, έβλεπα
DVD’s, χάζευα στον υπολογιστή και έτρωγα μελομακάρονα. Η ζωή ήταν ωραία. 2004 και η
Ελλάδα φλεγόταν στον πυρετό των Ολυμπιακών Αγώνων και των Μεγάλων Έργων. Το
Μερμηγκάκι ξεκίνησε να μου στέλνει μηνύματα. Ο Διάβολος σε σβερκώνει πάντα όταν
τεμπελιάζεις.

‘...ναι, έχω κατέβει για διακοπές στου Φιλιππαίους.’

‘Να κανονίσουμε να πάμε για ποτό!’

‘Εντάξει θα το δούμε, ξέρεις, σπίτι αράζω τώρα, δεν το πολυκουνάω.’

‘Μμμμ...σπίτι...μόνος σου;’

‘Είναι και η γιαγιά στο δίπλα δωμάτιο και βλέπει Λάμψη!’

‘Αν θέλεις παρέα πάντως, να ξέρεις ό,τι γλείφω πάρα πολύ καλά. Έχω μάθει.’

Όπα. Χεπ χεπ χεπ. Τί έχουμε εδώ, το μικρό ξεθάρρεψε. Αλλά όχι. Είχε κληρονομήσει εξάλλου
τις κρεατοελιές της μάνας της στο πρόσωπο. Ακόμα δεν την έλεγες χοντρή, αλλά έρεπε
ξεκάθαρα προς το τσουπωτούλα,. Τα βυζιά της πρέπει να ήταν μεγαλούτσικα, αλλά πραγματικά
δεν τα είχα σκεφτεί ως τότε. Το χειρότερο όλων βέβαια, ήταν πως ήταν παρθένα. Δεν είχε νιώσει
πούτσο μέσα της. Προσωπικά είχα την αρχή να μην ξεπαρθενιάσω καμία κοπέλα.
Συναισθανόμουν ένα βαρύ ηθικό χρέος πάνω από το ξεπαρθένιασμα. Πως αν το έκανα, στην
ουσία ‘υιοθετούσα’ μια κοπέλα, αναλάμβανα μια μαθήτρια με την ευρύτερη έννοια του όρου.
Εγώ ήθελα απλώς να γλεντήσω με πρόθυμα, έκφυλα μωράκια. Καμία διάθεση για σοβαρότητες,
σχέσεις και ευθύνες. Ήμουν ο Πρίγκηπας των Τεμπέληδων της Εύφορης Κοιλάδας και
περήφανος γι’ αυτό.

‘Δεν έχω αμφιβολία Μις, αλλά ξέρετε τον κανόνα μου για τις παρθένες.’

Τα ήθελε και εμένα ο κώλος μου.

‘Δεν είναι ανάγκη να με γαμήσεις, θα σε γλείψω και θα νιώσεις μοναδική ηδονή.’

Έτσι ακριβώς. Ρετρό και καυλωτικά. Άρχισα να το σκέφτομαι σοβαρά.


Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 63

Έξω δεν θα την έβγαζα. Γκομενιλίκι δεν θα έπαιζε. Δεν θα το μάθαινε κανείς. Διάβολε, δεν είχα
κάτι καλύτερο να κάνω και δεν είχα χύσει ακόμη εκείνη την ημέρα.

‘Θυμάσαι πώς να έρθεις στο σπίτι;’

‘Ναι’

‘Σε περιμένω να μου δείξεις τότε.’

Η παρουσία της γιαγιάς στο διπλανό δωμάτιο, προσέθετε μια γλυκιά καλτίλα στην όλη
κατάσταση. Εγώ 22 χρονών, ένας μικρός ακόμη μαυρισμένος ημίθεος ροκάς, ανώμαλα
καυλωμένος για την επικείμενη πίπα του Μερμηγκακίου. Σκεφτόμουν μάλιστα πως η ίδια η
πράξη μπορούσε να θεωρηθεί και ως αντίποινα προς το Μερμήγκι, για όλες τις ώρες
μαρτυρικών ιδιαίτερων μαθημάτων που είχα υποστεί στο Λύκειο.

Το κουδούνι χτύπησε μετά από είκοσι λεπτά. Είναι μικρή η Λάρισα. Καλοδέχτηκα το
Μερμηγκάκι. Είχε βαφτεί πρόχειρα και του είχε ξεφύγει λίγο κραγιόν στα μπροστινά δόντια.
Υποψία φαβορίτας χρωμάτιζε τρομακτικά τα μάγουλά της. Ένιωθα μια ταραχή, μια ανώμαλη
καύλα να ξυπνάει μέσα μου και κάθε γκροτέσκα λεπτομέρεια, την ερέθιζε περισσότερο. Η
απίστευτη προθυμία της να με ικανοποιήσει, ήταν το μεγαλύτερο αφροδισιακό. Η γιαγιά ήταν
κολλημένη στην τηλεόραση, σε μακρινό δωμάτιο. Δεν άκουσε τίποτε.

Οδήγησα το Μερμηγκάκι στο παιδικό μου δωμάτιο, τον τόπο όπου με είχε βασανίσει για τόσες
ώρες η μάνα της. Έφτιαξα πράσινο τσάι και έφερα δυο κούπες. Κλείδωσα την πόρτα.
Σκεφτόμουν πως έπρεπε να μην κάνουμε πολλή φασαρία. Ήπιαμε δυο γουλιές. Κοιταχτήκαμε.

‘Για έλα εδώ μικρή να δω πώς μεγάλωσες’.

Την τραβάω κοντά μου και την φιλάω στα χείλια. Με φιλάει παθιασμένα, αχόρταγα,
λυσσασμένα. Μου άρεσε πολύ. Αυτή η ανάγκη, η τρέλα του διψασμένου για έρωτα κορμιού,
μίλαγε απευθείας στη λάγνα μου καρδιά. Φιλιόμαστε λίγη ώρα και νιώθω ήδη τον πούτσο μου
να σκληραίνει.

‘Φιλάς πολύ ωραία βλέπω. Για να δω τώρα και τα βυζιά σου.’

Της βγάζω την μπλούζα και της ανοίγω το σουτιέν. Δυο μεγάλα, στητά και απίστευτα αφράτα
βυζιά μου απλώνονται στο πιάτο. Σαν γνήσιος βυζολάγνος ξεκινάω αμέσως να τα περιποιούμαι
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 64

με την γλώσσα και τα χέρια. Το Μερμηγκάκι είχε μισοκλείσει τα μάτια του και είχε γείρει πίσω
το κεφάλι, απολαμβάνοντας τις φροντίδες μου. Την οδήγησα στο κρεβάτι. Ήταν το στενό, μονό
που κοιμόταν ο αδερφός μου όταν ζούσαμε ακόμη στο πατρικό. Την ξάπλωσα κάτω και με λίγη
προσπάθεια της έβγαλα το τζιν και το στρινγκάκι. Πάντα με σκλάβωναν οι κοπέλες που παρά το
μεγάλο τους κώλο, έκαναν τον κόπο να βρουν και να φορέσουν στρινγκ στο σωστό μέγεθος.
Σεβόμουν την πορνικότητα που σηματοδοτούσε αυτή τους η φροντίδα. Τη λύσσα. Ίση με τη
δική μου.
Το παρθένο της μουνάκι, φρεσκοξυρισμένο, ήδη κολύμπαγε στα ζουμάκια. Έχωσα τη μούρη
μου μέσα και ήπια από το αθάνατο νερό της βαθιά. Σαν ανοιξιάτικο νέκταρ ήταν. Εξαίσιο.
Ήμουν ο πρώτος τύπος που την έγλειφε και της ξέφυγε ένα μουγκρητό ηδονής. Οι ορμόνες της
ήταν ασυγκράτητες. Της έκλεισα το στόμα με το χέρι και συνέχισα να τη γλείφω. Τελείωσε μέσα
σε τρία λεπτά με δυνατούς σπασμούς, έχοντας κάνει μούσκεμα το σαγόνι μου, το σεντόνι, τα
δάχτυλά μου.

Άνοιξε τα μάτια ηδονικά. Αναστέναζε και βαριανάσαινε.

‘Έχεις πολύ ωραίο μουνάκι, πρέπει να χύνει κάθε μέρα’ της είπα, γλείφοντας τα μουσκεμένα
δάχτυλά μου. ‘Εντολή του γιατρού’.

‘Σειρά μου τώρα!’ μου λέει και ξεκουμπώνει το τζιν μου. Χαϊδεύει τον καυλωμένο μου πούτσο
πάνω από το μποξεράκι μου και χουφτώνει εξασκημένα τα αρχίδια μου.

‘Τί έχεις εδώ;’

‘Για κατέβασέ το να δεις. Για σένα είναι.’

Ελευθερώνει τον πούτσο μου και προσέχει αμέσως τη σταγονίτσα προσπερματικό υγρό που
γεμίζει την άκρη του.

‘Μμμμ, το αγαπημένο μου!’ λέει και την γλείφει αργά, να τη γευτεί.

‘Μπράβο καύλα μου, βλέπω είσαι νοικοκυρά σωστή’.

‘Πού να δεις ακόμα...’

Ξεκίνησε μια πίπα πραγματικά μαστόρικη. Έγλειψε γύρω γύρω το πουτσοκέφαλο, μετά κάτω
όλο τον κορμό, μέχρι τ’αρχίδια. Ο παντρεμένος την είχε δασκαλέψει καλά. Συναγωνιζόταν
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 65

άνετα τη Μάχη για δεξιοτεχνία στο τσιμπούκι. Κρατιόμουν όσο περισσότερο μπορούσα για να
απολαμβάνω την περιποίησή της. Της ζήτησα να με ρουφάει αργά και όταν ένιωθα να πλησιάζω
πολύ κοντά στο χύσιμο, την έκοβα και την έβαζα να μου ρουφά τα αρχίδια. Ήθελα να κρατήσει
όσο περισσότερο γινόταν η απόλαυση αυτή. Παράλληλα χούφτωνα τις βυζάρες της. Όταν δεν
μπορούσα να κρατηθώ άλλο, την ρώτησα αν ήταν εντάξει να τελειώσω στο πρόσωπό της.

‘Δεν θέλεις καλύτερα να μου τα δώσεις στο στόμα;’

Ήθελα να δω το σπέρμα μου επάνω της. Έχει μια αρχαία δύναμη για τον άντρα, η εικόνα της
χυμένης ερωμένης. Είναι στην ουσία, η απόλυτη κατάφαση, το τελικό ‘ναι’ σε όλα. Η απόλυτη
αποδοχή της αρρενωπής κυριαρχίας επάνω στο φύλο της. Δίνει μια ικανοποίηση εντελώς
πρωτόγονη και ξεχωριστή.

‘Στις βυζάρες σου τότε. Θέλω να δω το σπέρμα μου επάνω σου, με καυλώνει πολύ’.

Το Μερμηγκάκι υπάκουα πίεσε μεταξύ τους τις βυζάρες της και με προσκάλεσε να τις γαμήσω.
Με τη γλωσσίτσα της έγλειφε το πουτσοκέφαλό μου όταν έφτανε στο στόμα της. Δεν
χρειάστηκα πολύ. Έφερα ένα μαξιλάρι στο πρόσωπό μου για να πνίξω το θριαμβευτικό μου
ουρλιαχτό. Ευτυχώς η γιαγιά δεν χτύπησε την πόρτα. Έχυνα αρκετή ώρα μουγκρίζοντας.
Έτρεμα ολόκληρος. Κοίταξα το Μερμηγκάκι. Είχα πασαλείψει για τα καλά τα όμορφα βυζιά
της. Έλαμπε από ικανοποίηση που μου είχε προσφέρει τέτοια ηδονή. Χρειάστηκα τέσσερα
μωρομάντηλα για να καθαρίσω τα βυζιά της. Μετά τα έγλειψα πάλι για ισορροπία. Απίστευτο
χύσιμο γαμώτο. Την φίλησα πάλι. Με κοίταγε με προσμονή :

‘Δεν θέλεις να γαμήσεις τώρα και το μουνάκι μου;’

‘Τα ‘χουμε πει μανάρι μου. Παρθένα δεν θα σε πάρω. Είναι θέμα αρχής.’

Είναι φανταστικό να συζητάς θέματα αρχής ξετσούτσουνος και ακόμη καυλωμένος σαν άλογο.

‘Ναι, αλλά θα είναι πολύ ωραία...’

‘Είμαι σίγουρος ότι θα είναι, αλλά δεν θα είμαι εγώ ο πρώτος άντρας που θα το κάνει κούκλα
μου. Πραγματικά. Είναι το ένα πράγμα που έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου πως δεν θα κάνω.’
Ήταν αρκετά ψαρωμένη ώστε να μην το συνεχίσει.

‘Να σε βγάλω μια φωτογραφία;’


Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 66

‘Λίγο περίεργο ρε μωρό, αλλά ΟΚ’

Προφανώς ήθελε να δείξει στις φίλες της την κατάκτηση. Δεν με χάλαγε. Είχα αρχίσει όμως,
τώρα που έφυγαν τα χοντρά, να συνειδητοποιώ πως θα έπρεπε να την ξεφορτωθώ στα γρήγορα.
Δεν με ενέπνεε για κάτι παραπάνω. Η σκιά φαβορίτας είχε γίνει θαμνάκι και το πασαλειμμένο
κραγιόν είχε πάψει να μου φαίνεται ερεθιστικό. Φοβερό πόση διαφορά μπορεί να σου κάνει ένα
γερό στράγγισμα.

Η γιαγιά μου έδωσε το πρόσχημα. Είχε ξυπνήσει και τριγυρνούσε.

‘Μωρό πρέπει να κάνω τσάι στη γιαγιά, καλύτερα να φύγεις.’

‘Εντάξει, να ξαναβρεθούμε όμως’

‘Αμέ, θα σε πάρω τηλέφωνο!’

Μάστορας είχα αρχίσει να γίνομαι ο πούστης. Διατηρήσαμε την σχετικά ζεστή μας επαφή για
χρόνια, νομίζω ανταλλάξαμε και κάποιες καραπρόστυχες φωτογραφίες αρκετά χρόνια αργότερα.
Δεν ξαναβρεθήκαμε.

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΠΙΑΝΟΥ

Την Μέγκυ την ήξερα από οκτώ-εννιά χρονών πιτσιρικάς. Φίλη της μάνας μου, περνούσε
αρκετά απογεύματα στο σπίτι μας. Ξανθιά, γαλανομάτα, με πανέμορφο πρόσωπο και
λαχταριστά στήθη, γεμάτη με άγρια σεξουαλικότητα. Θεά πραγματική. Τα δώδεκα χρόνια
διαφοράς ηλικίας που είχαμε βέβαια, καθιστούσαν κάθε λαμπρό μου σχέδιο αποπλάνησης,
θνησιγενές. Ήταν μια γυναικάρα που τριγύριζε γαργαλιστικά την ήδη αφυπνισμένη
σεξουαλικότητά μου. Ακριβώς το είδος θηλυκού που ευελπιστούσα να έχω στο κρεβάτι μου
όταν θα μεγάλωνα και θα με έπαιρναν επιτέλους στα σοβαρά τούτα τα εξωτικά πλάσματα.

Όσο πήγαινα σχολείο, μπαινόβγαιναν αρκετά τέτοια θηλυκά-αντικείμενα φαντασιώσεων στο


πατρικό μου. Νομίζω αντιδρούσα όπως κάθε φυσιολογικός έφηβος. Τον έπαιζα λυσσαλέα,
φαντασιωνόμενος πως με αποπλανούσαν. Στην πραγματικότητα, μόλις και κατάφερνα να
τραυλίσω κάποιο χαιρετισμό προς το μέρος τους, πριν κοκκινήσουν τα μάγουλά μου από ντροπή
και καρφώσω το βλέμμα μου πάλι στο πάτωμα.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 67

Τώρα όμως έχουμε 2004. Είμαι 22 αθάνατων ετών και ένα τέρας χλιμιντζουρεϊκης
αυτοπεποίθησης. Το φθινόπωρο εκείνο, βρέθηκα καλεσμένος σε ένα γάμο. Εκεί ήταν και η
Μέγκυ, τριανταπεντάρα πλέον και αυτό που οι ερευνητές της Οξφόρδης ονομάζουν ενίοτε
‘Καυλομιλφάρα από την Κόλαση’. Είχε επιστρέψει πρόσφατα στην Ελλάδα από την Γαλλία, με
ένα διαζύγιο και μπόλικα ζόρια στην πλάτη. Όχι μόνο είχε διατηρήσει την ομορφιά και την
τσαχπινιά της, αλλά έβγαζε μια νεανική φρεσκάδα που την έκανε απερίγραπτα προσιτή.

Έβαλα μπροστά τα μεγάλα μέσα. Με γοήτευε και με καύλωνε η ιδέα να αποπλανήσω και να
πάρω αυτή τη γυναίκα που είχα φαντασιωθεί τόσα χρόνια από τον πάγκο. Ανταποκρινόταν. Δεν
ήταν ιδέα μου. Έμαθα πως ζούσε κι εκείνη στην Αθήνα. Ανταλλάξαμε τηλέφωνα και
συμφωνήσαμε να βρεθούμε, να πάμε σε καμιά συναυλία μαζί. Η Μέγκυ ήταν δασκάλα πιάνου
και είχε πραγματικά απίστευτη μουσική παιδεία. Ήταν όλο το πακετάκι. Κούκλα, καυλιάρα,
καλλιεργημένη. Σαν μια πιο πορνογραφική εκδοχή της Στρέιζαντ ένα πράγμα.

Στην Αθήνα βγήκαμε θυμάμαι στο Ηρώδειο. Είχε soul βραδιά, κάποια εκπληκτική
τραγουδίστρια με την ορχήστρα της. Το χαρήκαμε με την ψυχή μας. Όταν τελείωσε,
περπατούσαμε στην Ηρώδου Αττικού και ψιλοκουβεντιάζαμε. Ενδιάμεση κατάσταση. Έπαιζε
φλέρτ, αλλά δεν μου έδινε τα ισχυρά σημάδια που ήθελα. Πήραμε ταξί να πάμε σπίτι. Εγώ
κατέβηκα Κυψέλη κι εκείνη συνέχισε για Βόρεια. Πλήρωσα το ταξί και τη χαιρέτησα με ένα
φιλί στα χείλη. Σύντομο, μα γεμάτο κακές προθέσεις. Με φίλησε κι εκείνη. Με κοίταξε με ένα
απορημένο χαμόγελο.

‘Θα τηλεφωνηθούμε!’

‘Φιλιά!’

Γύρισα στο Κυψελόσπιτο πετώντας. Είχα μόλις φιλήσει την παλιά φίλη της μάνας μου. Και δεν
με είχε χαστουκίσει. Τα προγνωστικά ήταν λαμπρά.

Κλείσαμε ραντεβού στο σπίτι της μέσα στην εβδομάδα, ‘να φτιάξουμε πίτσα και να δούμε
ταινία’. Είχαμε ουσιαστικά, γίνει. Πήρα δυο μπουκάλια κρασί και ξεκίνησα το ταξίδι μου για τα
Βόρεια Προάστια. Δεν το γνώριζα ακόμη, αλλά επρόκειτο για γειτονιά που σύντομα θα γνώριζα
ενδεχομένως καλύτερα απ’ όσο επιθυμούσα.

Το σπίτι της Μέγκυς ήταν μια τέλεια, κουκλίστικη μεζονέτα. Άψογα διακοσμημένο, μποέμ,
θηλυκό, μαζεμένο, σαν σκηνικό από φιλμ. Μοσχοβόλαγε κάθε γωνιά. Η ίδια άστραφτε, ξεχείλιζε
από σεξουαλικότητα. Βάλαμε κρασί και ξεκινήσαμε να φτιάχνουμε πίτσα. Όχι μόνο καυλιάρα,
αλλά και χρυσοχέρα. Ζούσα την φαντασίωση γαμώτο. Ο χορός του φλέρτ μας ήταν διακριτικός,
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 68

μελετημένος και όλο και δυνάμωνε. Στα μισά της ταινίας, αρχίσαμε να φασωνόμαστε κανονικά
και με το νόμο. Ήταν απίστευτα θερμή και σε συνδυασμό με το παρουσιαστικό της, ένιωθα ότι
πρωταγωνιστούσα σε ονειρεμένη εφηβική τσόντα. Τα βυζιά της ήταν πλουσιότερα και
ομορφότερα από ότι φανταζόμουν. Το μουνάκι της, υγρό και έτοιμο για μεγάλες περιπέτειες.
Πέσαμε στο κρεβάτι και θυμάμαι τα στιγμιότυπα σαν χαμένες σκηνές από όνειρο. Αν και δεν
υπήρχε θέμα ειδυλλίου στη μέση, η φάση αποτελούσε την ιδανική φαντασίωση. Έρωτας και
ηδονή, απαλό, μοσχομυριστό γυναικείο δέρμα. Μια βραδιά στον Παράδεισο. Κάθε μου χύσιμο
στο υπέροχο κορμί της Μέγκυς, δικαίωση για τα εφηβικά μου όνειρα.

Την άλλη μέρα, πήραμε πρωϊνό, ρίξαμε ένα ακόμη ηρωικό γαμήσι για να ξεκινήσουμε σωστά
και πήρα το λεωφορείο για την φωλιά μου.

Χαμογελούσα σαν λύκος μετά από επιτυχημένη επιδρομή σε κοτέτσι. Ένιωθα απίστευτη
υπερηφάνεια για το κατόρθωμά μου. Δεν έβλεπα την ώρα να το πω στον αδερφό μου και το
Δημήτρη. Θα γινόμουν ο πρώτος από την παρέα μας που θα είχε πάρει ‘μεγάλη’ και δη γυναίκα
που να κατατάσσεται στην ιερή κατηγορία των ΜΙΛΦ. Θα έσκαγαν από τη ζήλια τους. Αργά μα
σταθερά, ανέβαινα ξανά το βουνό της αυτοεκτίμησής μου.

Με την Μέγκυ βρισκόμασταν τακτικά εκείνο το φθινόπωρο. Δεν κάναμε ποτέ κάποια κουβέντα
αναφορικά με το ‘τι είχαμε’, αλλά χαιρόμουν να την κυκλοφορώ και απολάμβανα να την γαμάω.
Στο κρεβάτι ήταν φωτιά και δεν γνώριζε την σημασία του ‘Όχι’ και του ‘Μην’. Το γεγονός ότι
ήταν εκπληκτική συζητήτρια, ανέβαζε τις μετοχές της σημαντικά. Αν ήταν στην ηλικία μου ή
πέντε χρόνια μεγαλύτερη, νομίζω θα την είχα ερωτευτεί, θα είχα προχωρήσει σε μεγάλες
δηλώσεις έρωτα. Η δωδεκαετία όμως, ήταν βαριά. Το ερπετό, ο γεννημένος επιζώντας στο πίσω
μέρος του μυαλού μου, μου σφύριζε πως μαζί της, ήταν μάλλον χλωμό να κάνω οικογένεια. Και
αυτό, με φρέναρε και με πάγωνε. Η ίδια η Μέγκυ, έδειχνε να μην τα σκέφτεται καν όλα αυτά.
Απολάμβανε την κάθε ημέρα μας με όλη της την ψυχή. Είναι ακαταμάχητες οι γυναίκες που το
κάνουν αυτό. Ήταν εύκολο να είμαι μαζί της. Κάθε μέρα και στιγμή υπήρχε για την απόλαυσή
μας, δίχως μελλοντικές σκιές ή μεγάλα ερωτήματα.

Δίπλα από τη Μέγκυ έμενε η φίλη της, η Σίσυ. Συνομήλικη και επίσης τεκνατζού και η Σίσυ.
Μόνο η δική της τύχη ήταν χειρότερη, το ‘τεκνό’ της ήταν τροφαντό και φαλακρό. Διάβαζε και
αθλητικές εφημερίδες. Υποπτεύομαι πως η Μέγκυ απολάμβανε ενδόμυχα τη ζήλια της Σίσυ για
το ‘γυαλιστερό’ δικό της ψαράκι. Να πω την αλήθεια, δεν με πολυένοιαζε. Εγώ ήθελα κυρίως να
χύνω σαν γάιδαρος την άνοιξη. Και η Μέγκυ ήταν η καλύτερη δυνατή βοηθός γι’ αυτή την
αποστολή μου.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 69

ΗΛΕΚΤΡΑ ΣΦΗΝΑΚΙ

Ήταν Νοέμβρης. Τα μαγαζιά είχαν μόλις στολίσει. Έβγαζα τα μάτια μου κανονικά και με το
νόμο με τη Μέγκυ. Παράλληλα, προσπαθούσα κουτσά-στραβά να περάσω τα μαθήματα που
χρωστούσα και να τελειώσω επιτέλους την Ιερή Σχολή. Τα φοιτητικά πάρτι συνεχίζονταν με
εντατικούς ρυθμούς και έβλεπα την Ηλέκτρα αρκετά συχνά. Είχαμε βγει και σε δυο-τρεις παρέες
σε μπουάτ, εκτός πάρτι. Κάτι έπαιζε. Το πορνόσκυλο μέσα μου το μυριζόταν.

Ένα πρωϊνό, ρώτησα την Ηλέκτρα αν ήθελε να έρθει για καφέ στο σπίτι μου. Έτσι, ψιλοχύμα,
αλλά είχαμε την οικειότητα μεταξύ μας. Δέχτηκε με χαρά. Δώσαμε ραντεβού έξω από μια
Millennium Bank (υπήρχαν ακόμη τότε, πριν τις εξαγοράσει η Πειραιώς) κοντά στο
Κυψελόσπιτο. Πήγα να πάρω προφυλακτικά σφυρίζοντας χαρούμενα. Συνάντησα την Ηλέκτρα
λίγο μετά. Φορούσε ένα εφαρμοστό τιραντάκι και μια κοντή φούστα. Ήταν πουτσομεζεδάκι
απίστευτο. Κοντούλα, φοβερά αδύνατη, με απίστευτα πόδια. Δυστυχώς, χωρίς βυζιά, αλλά είχε
έκφυλο προσωπάκι και φοβερό κώλο, οπότε σκεφτόμουν πως σίγουρα θα έκανα δουλειά.

Θυμάμαι περνούσε μια πιτσιρικοπαρέα όταν συναντηθήκαμε με την Ηλέκτρα και γελάγανε
πονηρά. Πρέπει να κάναμε μπαμ τί είχαμε στο μυαλό μας. Την έφερα σπίτι και δεν μπήκα καν
στον κόπο να βάλω καφέ να γίνεται. Ξεκινήσαμε αμέσως το φάσωμα. Αν και αποκτούσα ολοένα
και μεγαλύτερη οικειότητα με την υψηλή τέχνη της ξεπέτας, ακόμη δεν είχα εξελιχθεί πλήρως
στο χυδαίο, κυριαρχικό κτήνος που έμελλα να γίνω. Ήμουν ακόμη, σχετικά γλυκούλης. Δεν
τολμούσα να της ζητήσω να με πάρει στο στόμα με το καλημέρα και αργούσα να καυλώσω. Η
Ηλέκτρα κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά και πήρε πρωτοβουλία.

Έκανε καλή αλλά νευρική πίπα. Αρκούσε για να καυλώσω αν και η αμηχανία που νιώθαμε και
οι δυο, χάλαγε την φάση. Μου άρεσε που είχα τέτοιο σερί όμορφων γυναικών. Περισσότερο
νομίζω φτιαχνόμουν να το σκέφτομαι σαν κάποιου είδους επίτευγμα, παρά με την ίδια την
πράξη ή την Ηλέκτρα. Της άρεσε να της διηγούμαι τις ιστορίες από τα σεξουαλικά μου
κατορθώματα και τώρα αισθανόμουν πως την απογοήτευα. Αφού πέτυχα μια ικανοποιητική
στύση, την γύρισα στα τέσσερα, σκεπτόμενος πως θα με έφτιαχνε το απίστευτο κωλαράκι της.

Έτσι κι έτσι. Είμαι γεννημένος βυζολάγνος. Ακόμα και ένα φοβερό κωλαράκι, δεν μπορεί να με
συγκινήσει πέρα από ένα σημείο. Η επίδοσή μου με απογοήτευσε και ένιωθα πως και η Ηλέκτρα
είχε ξενερώσει. Έχυσα με προσπάθεια το όμορφο κωλαράκι της, αλλά δεν ήταν η εμπειρία που
περιμέναμε. Αγκαλιαστήκαμε και χαζοκουβεντιάζαμε γλυκά τίποτα. Διάβολε, τέτοια ωραία
γκόμενα, γιατί δεν με καύλωνε; Σκεφτόμουν πως κάτι δεν πήγαινε καλά με την πάρτη μου.
Ζητούσα κάτι που δεν το ‘χε η Ηλέκτρα. Και πώς ήταν δυνατόν μια γυαλιστερή γκόμενα να μην
έχει όλες τις απαντήσεις;
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 70

Αποχωριστήκαμε φιλικά μα ξέραμε και οι δυο πως θα περπατούσε το σεξ μεταξύ μας.
Χαλιόμουν λίγο, γιατί ήξερα πως τεχνικά θα έπρεπε να μου αρέσει. Δεν μπορούσα να καταλάβω
τί με ξενέρωνε. Χρόνια αργότερα, κατάλαβα. Αλλά θα φτάσουμε κι εκεί. Με την Ηλέκτρα
βρεθήκαμε άλλη μια φορά, αρκετούς μήνες αργότερα. Επιβεβαίωση της έλλειψης χημείας
μεταξύ μας. Αν και θεωρητικά έπρεπε να γίνει χαμός, το γαμήσι ήταν ξανά, απογοητευτικό.
Ένιωθα ένα παράπονο, αντιλαμβανόμουν πως η Ηλέκτρα με έβλεπε καθαρά σαν ‘περιπέτεια’
και όχι σαν σοβαρό υποψήφιο σύντροφο και εραστή. Λες και αντιλαμβανόταν πως κάπου στην
ανάγκη μου για επιβεβαίωση, ήμουν βαθύτατα και αμετάκλητα ‘χαλασμένος’. Παράλληλα, είχε
επανεμφανιστεί και η Λουλού, η οποία μου πουλούσε τρελίτσα ‘Πού χαθήκαμε βρε όμορφε’ και
ζητούσε περισσότερα γαμήσια. Φυσικά ενέδωσα, αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά, το έκανα με μισή
καρδιά. Αισθανόμουν πως πιανόμουν χοντρά κοροΐδο και από τις δυο.

Μπορεί ο πούτσος μου να ήταν διαρκώς έτοιμος για δράση, μα γνώριζα πως καμιά απ’ όλες
αυτές τις περιπέτειες δεν είχε νόημα, αν δεν με οδηγούσε τελικά στη Φραμπάλα μου. Ο δρόμος
ήταν μακρύς και δύσκολος. Και το γεγονός ότι κατευθυνόμουν ολοταχώς προς τις Συμπληγάδες
της Νεφέλης, δεν βοηθούσε καθόλου.

ΝΕΦΕΛΗ

Στα πλαίσια της βραχύβιας ερωτικής μας επανασύνδεσης, η Λουλού με είχε προσκαλέσει σε ένα
ακόμη από τα περίφημα πάρτι της. Μου είχε τονίσει μάλιστα, χωρίς καν να ρωτήσω, πως αν μου
γυάλιζε οποιαδήποτε κοπέλα, είχα το ελεύθερο να κάνω παιχνίδι. Σαν αδύναμη σφαλιάρα στην
απορημένη φάτσα μου έπεσε η δήλωση. Ο εγωϊσμός μου έτσουζε θαρρώ, περισσότερο απ’
οτιδήποτε άλλο. Ετοιμάστηκα δίχως πολλή όρεξη. Σκεφτόμουν πως θα πήγαινα, η Λουλού θα
μου τριβόταν ίσα για τα προσχήματα και για να ανεβάσει τις μετοχές της και πως θα έφευγα
άκαπνος.

Το μεγαλύτερο μέρος της βραδιάς, κύλησε όπως το είχα φανταστεί. Λίγη χαλαρή
κοινωνικοποίηση. Οι περισσότεροι συμφοιτητές και γνωστοί ήταν στην τελευταία τους
εξεταστική. Κουβέντιαζαν το επικείμενο στρατιωτικό οι άντρες και συνεντεύξεις για δουλειές οι
γυναίκες. Εμένα όλα αυτά μου φαίνονταν εξωγήινα. Χρωστούσα καμιά τριανταριά μαθήματα με
τα οποία είχα χάσει κάθε επαφή και δεν μου καιγόταν καρφάκι. Ο εφηβικός μου εγωϊσμός,
καλοθρεμμένος από την πλούσια δίαιτα ξανθών βυζιών που επιμελώς τον προμήθευα,
γουργούριζε ευτυχισμένος. Είχα ένα αμυδρό πλάνο που οδηγούσε στον Μεγάλο Έρωτα, Εκδοχή
Δευτέρα, αλλά μετά από αυτό, τίποτε.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 71

Γυρνούσα λοιπόν από γιορτή σε γιορτή, ψάχνοντας το επόμενο πρόθυμο θύμα μου, στο δρόμο
για την Αληθινή Αγάπη. Και όπως συμβαίνει πάντοτε όταν ζητάς πραγματικά κάτι, το βρήκα.

Η Νεφέλη είχε στήσει την αυλή της στην κουζίνα της Λουλούς. Ετοίμαζε με εξασκημένα χέρια
το ένα αψέντι πίσω από το άλλο, ενώ γαλουχούσε το μαγεμένο της κοινό με ιστορίες από την
Ευρώπη, το Erasmus, τους Κυβιστές και τον υπαρξισμό. Κοντοστάθηκα. Σαν γυναίκα, δεν είχε
κάτι το ‘γυαλιστερό’, να σε τραβήξει με την πρώτη ματιά. Ένα κανονικό σώμα, κοντά κόκκινα
μαλλιά a la garcon και μια γλυκιά φατσούλα, που με λίγη φαντασία μπορούσες να δεις ως
έκφυλη. Μιλούσε όμως για πράγματα, που καμιά γυναίκα δεν είχα ακούσει να μιλά ως τότε.

‘Ωπ ωπ, αψεντάκι βλέπω;’

‘Ειδικότης μας!’

‘Ε αν είναι έτσι δεσποινίς, θα σας ήμουν υπόχρεος να μου φτιάξετε κι εμένα ένα’

‘Πωπω, τί κύριος! Γνωρίζετε για το αψέντι;’

‘Κάτι ψιλά’

‘Τότε θα τα βρούμε μια χαρά. Νεφέλη!’

Μου χαμογέλασε χωρίς να μου δώσει το χέρι.

‘Γιώργης. Ήμουν Εράσμους στο Παρίσι, οπότε το έχω πρόσφατο.’

Πιάσαμε ένα μπίρι-μπίρι για τις ομορφιές τις Παρισινές. Δεν ένιωθα να παίζει κάτι μεταξύ μας,
αλλά υπήρχε κοινό σημείο επαφής. Την ευχαρίστησα για το αψέντι και γύρισα στο σαλόνι.
Έρχεται η ώρα η σωστή για ‘τα μπλουζ’, τους αργούς χορούς του πάρτι, που σχημάτιζαν και τα
ζευγάρια της βραδιάς.

Χόρεψα φυσικά πρώτα την Λουλού, η οποία μη έχοντας βρει κάποιο πιο γυαλιστερό ‘γαμπρό’
για να κοζάρει, χαιρόταν να με επιδεικνύει ως λάφυρο στις συναδέλφους της. Ενώ χορεύαμε,
πρόσεξα πως η Νεφέλη καθόταν μόνη σε μια γωνία. Σκέφτηκα πως ήταν αμαρτία, τέτοια
ενδιαφέρουσα κοπέλα να μην την χορεύει κανείς. Της ζήτησα τον επόμενο. Στην αρχή σάστισε,
μετά αρνήθηκε. Επιστράτευσα όλη μου την τσαχπινιά :
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 72

‘Ένας χορός για να σε ευχαριστήσω για το ωραίο αψέντι που έκανες, δεν είναι τίποτα!

‘ΟΚ’. Μαγκωμένα.

Έπαιζε το Nothing Compares 2 U του Prince, στην αθάνατη διασκευή της Sinead O’ Connor.
Χορεύαμε αργά, με τα μέτωπά μας ενωμένα. Ένα μικρό σαλόνι, γέμιζε από οκτώ ζευγάρια που
στροβιλίζονταν αργά, μέσα στα νυχτερινά φωτάκια. Τη φίλησα. Ξαφνιάστηκε αλλά
ανταπόδωσε. Με κοίταξε στα μάτια.

‘Έχω αγόρι.’

‘Το ξέρω. Τόσο ωραία κοπέλα, προφανώς και έχεις αγόρι’

‘Ναι και δεν...’

Την ξαναφίλησα. Με φίλησε κι εκείνη. Βαθιά και ηλεκτρικά.

Τελειώσαμε το χορό μας. Η Λουλού με κοιτούσε δολοφονικά από την άλλη άκρη του σαλονιού.
Η Νεφέλη εξαφανίστηκε στο διπλανό δωμάτιο με το κινητό της. Το πάρτι είχε μόλις αποκτήσει
ενδιαφέρον. Φρεσκάρισα το ποτό μου και γύρισα λιγάκι σε παρέες γνωστών και φίλων,
παριστάνοντας τον χαμένο δευτεροξάδερφο του Κάρι Γκράντ. Ξεγλίστρησα διακριτικά και
βρήκα τη Νεφέλη.

Ήταν σκυμμένη πάνω από το κινητό της με το μέτωπο ζαρωμένο.

‘Τραβήγματα;’

‘Ναι και τα κάνεις χειρότερα, με ξέρουν εδώ’

‘Τότε να μου δώσεις το τηλέφωνό σου και να πάμε κάπου που δεν σε ξέρουν’

‘Έχεις θράσος, έτσι;’

‘Τίποτα δεν θα ‘κανα χωρίς αυτό. Το τηλέφωνό σου;’

Μου το έδωσε. Σε μια επίδειξη συνεχόμενου θράσους, της έκανα επιτόπου αναπάντητη,
προκειμένου να έχει και το δικό μου αριθμό.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 73

‘Θα φύγω τώρα δυο εβδομάδες για το χωριό. Θα τα πούμε αν είναι, μετά τις γιορτές.’

‘Αμέ. Θα το ήθελα πολύ.’

Κάναμε παρέα τότε με το Στέργιο, ένα ομορφόπαιδο από τη γειτονιά, ο οποίος μέχρι πρόσφατα
κανόνιζε την Νίνα, μια φίλη των κοριτσιών. Είχαν χωρίσει, οπότε στο πάρτι βρήκε αφορμή να
κάνει κατάσταση με τη Δήμητρα. Πήγαμε ξημερώματα να φάμε βρώμικο και να πιούμε μια
τελευταία μπύρα, να μοιραστούμε τις ιστορίες των κατορθωμάτων μας. Εκείνες τις ημέρες,
σχεδόν σημαντικότερη από την ίδια την κατάκτηση, ήταν η εξιστόρηση του άθλου στην παρέα.
Λες και η ίδια η πράξη ήταν ανύπαρκτη, μέχρι να επικυρωθεί από την υπόλοιπη αγέλη.

Γιορτές περάσαμε οικογενειακά στη Λάρισα. Είχαμε αναπτύξει μια ολόκληρη μέθοδο με τον
αδερφό μου, όπου Χριστούγεννα-Πάσχα, στέλναμε ευχές σε κάθε κοπέλα με την οποία είχαμε
μοιραστεί μια σεξουαλική περιπέτεια. Ανάλογα με τις απαντήσεις τους, βλέπαμε αν μας έπαιρνε
να χωθούμε και να τις διατηρήσουμε στο ‘χαρέμι’ μας. Ήμασταν τόσο κολοσσιαία βλάκες, που
πιστεύαμε ακράδαντα πως κάλλιστα μπορούσαμε να διατηρούμε ερωτικές και κοινωνικές
επαφές, με κάθε πρόθυμη κοπέλα του παρελθόντος μας. Για πάντα. Εύκολα πράγματα. Η
Νεφέλη θυμάμαι δεν μου απάντησε καν στις ευχές-δόλωμα. Με τη γλύκα του πάρτι να έχει πια
ξεθωριάσει από τη μνήμη μου, σκεφτόμουν πως μάλλον είχα χάσει την ευκαιρία μου.

Λίγες ημέρες μετά την επιστροφή μας στην Αθήνα, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η Νεφέλη.
Ήθελε να μου ευχηθεί θερμά και να με ρωτήσει αν ήθελα να βρεθούμε στο Moresko, ένα
ανατολίτικου τύπου κλαμπ, που τότε ήταν εξαιρετικά της μόδας. Είχε ναργιλέδες, χορεύτριες της
κοιλιάς, ακόμη και μια ‘μάντισσα’ που έναντι αντιτίμου, σου έριχνε τα ταρώ. Σκοτεινό, λάγνο
και σπηλαιώδες, έμοιαζε ο ιδανικός τόπος για το πρώτο μας ραντεβού.

Ετοιμάστηκα με ενθουσιασμό και πήγα να ανταμώσω τη Μοίρα.

Η Νεφέλη με περίμενε στην άκρη του μπαρ, με ύφος πολλά υποσχόμενο. Με χαιρέτησε με ένα
ενθουσιώδες φιλί στα χείλη. Οι προηγούμενοι δισταγμοί της έμοιαζαν να έχουν εξαφανιστεί.
Χώθηκα φουλαριστός. Η συζήτηση ήταν ηλεκτρική. Έξυπνη, ετοιμόλογη, γνώριζε πολύ
περισσότερα για τον κινηματογράφο, την λογοτεχνία και την μουσική από εμένα, το μόλις
αναμορφωμένο γκοθομεταλάκι. Ήταν η πρώτη γυναίκα που συναντούσα μετά την Πέννυ, την
οποία χαιρόμουν να ακούω να μιλάει. Και σε αντίθεση με την Πέννυ, η Νεφέλη ήταν λίαν
κυκλοφορίσιμη.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 74

Κάποια στιγμή, μεταξύ Μπουκόφσκι και Μαντρουγκάντα, με ρώτησε αν θέλω να δω το στρινγκ


της. Σαν πεινασμένο σκυλί του έρωτα, δεν υπήρχε περίπτωση να πω όχι. Γύρισε και τούρλωσε
τον κώλο της προς το μέρος μου. Στο μισοσκόταδο του μαγαζιού, δεν μας έβλεπε κανείς.
Τράβηξα χαλαρά το λινό της παντελόνι προς τα κάτω και με τα δυο χέρια. Χάραξε ένα όμορφο
και απίστευτα λεπτό ροζ στρινγκάκι. Χαστούκισα επιδοκιμαστικά τον όμορφο κώλο της.
Φιληθήκαμε. Χουφτωθήκαμε άγρια.

Το ραντεβού ήταν πανηγυρικό, απολαυστικό και τραβηγμένο όσο έπρεπε. Γνωρίζαμε και
τηρούσαμε και οι δυο τον Ιερό Κανόνα των Τριών Ραντεβού. Φιλί στο πρώτο, φάσωμα στο
δεύτερο, γαμήσι στο τρίτο. Είχαμε και οι δυο αγάπη και σεβασμό για την τέχνη της
αποπλάνησης.

Στο τέλος της βραδιάς, αποχαιρετιστήκαμε με την γλύκα των φρέσκων εραστών.

Το επόμενο ραντεβού μας το δώσαμε αργότερα την ίδια εβδομάδα, στο θρυλικό μπαρ-κιβωτό,
Au Revoir. Πρόκειται για ένα μαγαζί-πύλη στο χωροχρονικό συνεχές. Την στιγμή που
διαβαίνεις το κατώφλι του, βρίσκεσαι πίσω σε μια εποχή όπου οι άντρες ήταν άντρες και οι
γυναίκες, γυναίκες. Παλιομοδίτικο, απόλυτο στη σιγουριά του για τη θέση των πραγμάτων στον
κόσμο. Η Σαρκωμένη Ιδέα του Μπαρ. H Νεφέλη ήρθε κατευθείαν από ένα θεατρικό εργαστήρι
που παρακολουθούσε στην Βικτώρια. Είχε μαζί και το μπλοκ σχεδίου της. Ζωγράφιζε μανιτάρια
και μαστουρωμένα ξωτικά με μεγάλα βυζιά. Τα βρήκα ιδιαίτερα γοητευτικά.

Το άγριο φάσωμα μας, γρήγορα μας έστειλε στο σπίτι μου. Πέσαμε στο κρεβάτι σαν τ’ αγρίμια.
Φιλιόμασταν, δαγκώναμε, γδέρναμε με τα νύχια, τα κορμιά μας ήταν πλασμένα το ένα για το
άλλο. Η Νεφέλη ήταν πραγματικό θηλυκό. Θερμή, χυμώδης, δίχως κόμπλεξ ή ταμπού.
Γαμιόμασταν σαν τα σκυλιά, φωνάζαμε, μας άκουγε η γειτονιά. Ήμασταν στον παράδεισο. Η
νύχτα κύλησε σε μια έκσταση ηδονής, ποίησης και φιλοσοφίας. Κυριολεκτικά. Είχαμε ένα
μπουκάλι Ursus πλάι μας. Μετά από κάθε χύσιμο, πίναμε γενναία και συζητούσαμε. Για το
Παρίσι, τους φιλοσόφους, τους μεγάλους ζωγράφους, τις μπάντες που μας ενέπνεαν. Αληθινές
κουβέντες. Γυμνώναμε ο ένας την ψυχή του στον άλλο. Δεκάρα τσακιστή δεν έδινα που είχε
αγόρι. Είχα μια θεά στο κρεβάτι μου και είχα να μάθω τόσο πολλά.

Το επόμενο δίμηνο πέρασε σε μια παραζάλη έρωτα και αλκοόλ. Η Νεφέλη ήξερε τα καλύτερα
μπαρ, κουτούκια και αφτεράδικα της πόλης. Κάθε βράδυ πίναμε και συζητούσαμε σε
διαφορετικό μαγαζί. Λες και είχαμε ζωντανέψει τα τέλη του 19ου αιώνα στη Μοντμάρτρη,
μονάχα για πάρτη μας. Η επανάσταση, σε μια γλώσσα αποκλειστικά για δυο. Τις νύχτες δεν
κοιμόμασταν. Ένα μπουκάλι βότκα και γαμήσι μέχρι το πρωί. Πήγαινα θυμάμαι κατευθείαν στη
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 75

σχολή, μοσχοβολώντας μουνί και αιθανόλη. Πέρασα είκοσι μαθήματα σε μια εξεταστική.
Σχεδόν όλα μου τα χρωστούμενα.

Φλεγόμουν από την μυστική φλόγα του έρωτα, ήμουν αθάνατος, ασταμάτητος. Δεν μπορούσα
φυσικά να το εξομολογηθώ αυτό στη Νεφέλη. Ήταν σπαθί, ξεκάθαρη. Δεν υπήρχε λόγος να
ασχημαίνουμε το πάθος μας με μικροαστικές έννοιες ιδιοκτησίας. Μέχρι που ένα όμορφο
μεσημέρι, όταν είχαμε βγει για φαλάφελ και φιλοσοφία, μου έσκασε το παραμύθι. Θα έπρεπε να
είχα υποψιαστεί κάτι, αλλά έπλεα σε ωκεανούς ντοπαμίνης. Η λογική σκέψη βρισκόταν σε
διαφορετικό ηλιακό σύστημα από μένα.

Δεν μπορούσε πια να λέει ψέματα στον εαυτό της. Ήταν ερωτευμένη μαζί μου. Το είχε
ανακοινώσει και στο Θανασάκη. Δεν την ένοιαζε πόσα χρήματα είχε. Ούτε αν οι οικογένειές
τους γνωρίζονταν απ’ όταν ήταν μωρά. Η Νεφέλη ήθελε μονάχα εμένα. Για πάντα και για πάντα.
Οι αρχάγγελοι έπαιζαν μια κρυφή συμφωνία, αποκλειστικά για μας. Το μικρό πατάρι του
φαλαφελάδικου είχε ξαφνικά μεταμορφωθεί στο φλεγόμενο κέντρο της Παραδείσου.

Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Της είπα πως ήμουν ερωτευμένος μαζί της από την πρώτη
εβδομάδα που περάσαμε μαζί. Έπεφταν όλα τα φράγματα. Μου είχε κάνει το μεγαλύτερο δώρο
απ’ όλα. Για δεύτερη φορά στη ζωή μου, ένιωθα λες και είχα κερδίσει το Τζόκερ. Μεγαλύτερος
θησαυρός και από την Γουέντι. Τότε ήμουν μικρός, άμαθος. Το κρασί που μου σέρβιρε, δεν είχα
άλλη επιλογή παρά να το πιώ. Την Νεφέλη όμως, την διάλεξα. Έτσι βαυκαλιζόμουν. Δεν είχε
σημασία που συχνά πυκνά εμφανιζόταν με χαρακιές στα μπούτια ή τα βυζιά. Αν μου είχε δείξει
πως η καθημερινή δίαιτα ναρκωτικών της θα έκανε τον Χάντερ Τόμσον περήφανο. Το μόνο που
είχε σημασία, ήταν η λύσσα με την οποία ρούφαγε το ερωτοχτυπημένο μου καυλί. Η λάμψη στα
μάτια της όταν μιλούσε για έρωτα και μουσική. Η Νεφέλη ήταν αληθινή. Και πλέον,
μπορούσαμε να ονειρευτούμε ένα μέλλον μαζί. Μεταπτυχιακά στο Παρίσι, ένα μικρό στούντιο
στη Λατινική Συνοικία. Θα ζούσαμε με έρωτα και μπαγιάτικα κρουασάν.

Δυο ημέρες μετά και χωρίς καμία προειδοποίηση, η Νεφέλη απλά εξαφανίστηκε. Κλειστό
τηλέφωνο, καμία επαφή. Ο παλιός μου γνώριμος, το Τεράστιο Παγωμένο Χέρι, ήρθε να
συνθλίψει τα σωθικά μου. Καταλάβαινα ενστικτωδώς τί είχε συμβεί. Ήμουν απαρηγόρητος. Δεν
μπορούσα να καταλάβω. Από την στιγμή που δεν της είχα ζητήσει τίποτε, γιατί μου είχε πει από
το πουθενά πως ήταν ερωτευμένη; Γιατί με είχε προσκαλέσει στο πατρικό της και με είχε
γνωρίσει στην αδελφή της; Αντικειμενικά και με ψυχρή λογική, θα μπορούσε κάλλιστα να
συνεχίσει να με συναντά χωρίς καμία από αυτές τις επιφάσεις ‘σοβαρότητας’. Επέμενα να
αγνοώ ένα από τα βασικά συστατικά της γυναικείας ψυχοσύνθεσης. Και υπόφερα γι’ αυτό.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 76

Τριγυρνούσα στοιχειωμένος στο Κυψελόσπιτο. Δεν με χώραγε ο τόπος. Περάσανε δυο μέρες.
Έπινα βότκα μόνος μου, άκουγα Μαντρουγκάντα και έλιωνα πάνω από το τηλέφωνο. Ήμουν
ερωτευμένος και συντριμμένος. Το πολυπόθητο μήνυμα ήρθε μετά από τρεις ημέρες :

‘Δεν είμαι καλά. Πήγα στο εξοχικό μου να σκεφτώ. Σ ’αγαπάω, μη μ ’εγκαταλείψεις.’

Τρελάθηκα.

Απάντησα κάποιο ρομαντικό σεντονάκι. Μετά από δέκα περίπου ημέρες η Νεφέλη
επανεμφανίστηκε. Ήταν διαφορετική. Πιο μαζεμένη, επιφυλακτική. Είχε αλλάξει και στο
γαμήσι. Όσες φορές προσπάθησα να της κουβεντιάσω τί είχε συμβεί, μου απαντούσε με
μισόλογα. Μονάχα πως ‘δεν έφταιγα εγώ’ θυμάμαι να μου λέει. Την ήθελα ακόμη απεγνωσμένα.
Οι χαρακιές και τα σημάδια από σβησμένα τσιγάρα στο κορμί της πολλαπλασιάστηκαν. Μου
έλεγε πως τα έκανε η ίδια. Δεν μ ’ενδιέφερε. Δεν ανησυχούσα καν. Όσο ζούσε και ήταν στο
κρεβάτι μου, αρκούσε.

Την άνοιξη άρχισε να ακυρώνει ραντεβού μας. Στην αρχή με πιστευτές δικαιολογίες, αργότερα
με όλο και πιο φλου. Τελευταία στιγμή. Ένα βράδυ θυμάμαι είχε έρθει σπίτι και είχαμε ένα
μπουκάλι δυνατό αψέντι. Για κάποιο λόγο, βρεθήκαμε σε τρίο με τον αδερφό μου. Ήμουν
υπερβολικά μεθυσμένος και θλιμμένος για να την γαμήσω. Την πήρε ο αδερφός μου μια φορά με
το ζόρι και εγώ ξερνοβολούσα στην τουαλέτα την μισή περίπου βραδιά. Θαμπές τζαμογραφίες
από κακό όνειρο. Τα πάντα ήταν λάθος. Ένιωθα πως είχα χάσει την Νεφέλη μου οριστικά. Και
πως τίποτε απ’ όλα όσα έκανα δεν θα την έφερνε πίσω σε εμένα. Η ίδια διατείνετο πως ήταν
ερωτευμένη μαζί μου. Χαιρόταν να καταστρώνει μεγάλα σχέδια πάνω στο θαμπό από τη σκόνη
καθρεφτάκι της.

Στα μέσα του Μάρτη, το μικρό κουλτουρομποέμ θεατράκι μας έλαβε και επίσημα τέλος. Είχα
πάει για καφέ στης Λουλούς. Διαολιζόταν που τραβιόμουν με την Νεφέλη και δεν έχανε
ευκαιρία να μου μιλά για το αγόρι της και το εφήμερο της σχέσης μας. Εγώ πλέον δεν ήξερα τί
να πιστέψω. Από τη μια, η Νεφέλη ορκιζόταν πως μόνο εγώ, όλα εγώ. Από την άλλη, τα
ένστικτα επιβίωσης δια μέσου του Κυρίου Παγωμένο Χέρι χτυπάγανε κόκκινο. Όταν γύρισα
σπίτι, με περίμενε ο αδερφός μου με ένα μεγάλο κουτί σοκολατάκια. Τα σοκολατάκια ήταν
συνθηματικό μεταξύ μας, για αληθινά κακά νέα. Όταν είχαμε να μεταβιβάσουμε σκατένια
γκομενικά χαμπέρια ο ένας στον άλλο (τις σπάνιες φορές που κάτι τέτοιο συνέβαινε στην αυλή
μας), ξεκινούσαμε πάντα με ρομαντικά σοκολατάκια.

‘Ποια είδα εγώ σήμερα έξω από το Metropolis;’


Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 77

‘Ποια μωρέ; Τη Μέγκυ; Και σε πρηζε για μένα;’

Είναι αλήθεια πως η Μέγκυ με μανούριαζε αγρίως όταν εξαφανίστηκα για χάρη της Νεφέλης.
Την είχα μια μικρή έγνοια.

‘Όχι, όχι τη Μέγκυ.’

‘Την Ηλέκτρα; Λέγε ρε’

‘Φίλε, τη Νεφέλη είδα. Και δεν ήταν μόνη.’

Μπήκα επιτέλους στο νόημα.

Ο αδερφός μου έκανε την πρωινή του βόλτα με την Ναυσικά, μια φίλη της Νεφέλης με την
οποία είχανε ένα σύντομο και αδιέξοδο κόρτε. Έξω λοιπόν από το Metropolis, έπεσαν επάνω
στη Νεφέλη και το Θανασάκη. To ζεύγος φιλιόταν παθιασμένα. Γιατί όχι άλλωστε; Ήσαν
αρραβωνιασμένοι και τώρα που τελείωσε το στρατιωτικό του ο Θανασάκης, θα παντρεύονταν.
Νωρίτερα το ίδιο πρωί, η Νεφέλη είχε ακυρώσει το ραντεβού μας γιατί θα είχε ‘θεατρική ομάδα
στη Βικτώρια.’

Άφρισα. Σκοτείνιασε η όψη μου. Όπως καθόμουν πλάι στο τηλέφωνο, άρχισα να καλώ τη
Νεφέλη. Επί δυο ώρες. Ψυχωτικά. Μου το έκλεινε κάθε φορά. Μέτρησα εκατόν ενενήντα οκτώ
αναπάντητες κλήσεις. Το πήρα απόφαση πως δεν θα μου έκανε την χάρη έστω να αναγνωρίσει
τυπικά την συμπεριφορά της. Της έγραψα ένα πικρόχολο, ηττημένο μήνυμα :

‘Ελπίζω να σε γαμάει καλά ο λουκουμάς, γιατί εμένα δεν πρόκειται να με ξαναδείς.’

Η απάντηση ήρθε με καθυστέρηση τετράωρου :

‘Δεν είναι έτσι τα πράγματα, θα μιλήσουμε.’

Έπεσα στα πατώματα. Έφαγα τα σίδερα. Ένιωθα τεράστια την προδοσία και ακόμη μεγαλύτερη
την αδικία. Μου φαινόταν εξωφρενικό το να μου έχει κάνει ερωτική εξομολόγηση δίχως να
χρειάζεται. Σαν να ήθελε να με κοροϊδέψει, να με εξευτελίσει. Αν και περάσαμε μόλις τρεις
μήνες με τη Νεφέλη, την είχα ερωτευτεί βαθιά. Η πρώτη φορά που ένιωθα ερωτευμένος μετά
την Γουέντι. Πήρα το χωρισμό βαριά. Συνέχισα να πίνω. Μόνος. Και ξεκίνησα, συνειδητά
πλέον, να αναζητώ γυναίκες ‘χαλασμένες’ σαν την Νεφέλη.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 78

Με είχε σαγηνεύσει ο τρόπος της, η καλλιέργειά της, τα στέκια της. Αυτή η μποέμ Αθήνα που
μου είχε δείξει. Σκεφτόμουν πως μια τέτοια γυναίκα κρατούσε τα κλειδιά της ευτυχίας μου. Δεν
με ένοιαζε αν έπινε ή φτιαχνόταν. Μου αρκούσε να γαμιέται σαν σκύλα και να μιλά με το ίδιο
πάθος για τους προ-Ραφαηλίτες και το Ματίς. Γύρισα για λίγο στη Μέγκυ, γλείφοντας τις πληγές
μου. Κατά τα φαινόμενα, με είχε ερωτευτεί. Δεν μπορούσα να καταλάβω το γιατί. Της μιλούσα
ανοιχτά για τις ερωτικές μου περιπέτειες με άλλες γυναίκες. Εκείνη με φρόντιζε με στοργή και
ανώμαλη καύλα μητέρας και ερωμένης μαζί. Δεν ήμουν σε θέση να αξιολογήσω το παραμικρό
σωστά.

Θυμάμαι εκείνη την εβδομάδα, οι περισσότεροι συμφοιτητές μου γιόρταζαν την αποφοίτησή
τους στον ιστορικό Κάβουρα, στα Εξάρχεια. Ήθελα οπωσδήποτε να βγω από το σπίτι, να
ξεχάσω τη Νεφέλη. Πήγα μισότρελος από λύπη στο μαγαζί. Δεν θυμάμαι πόσα λίτρα από το
φτηνό κρασί τους ήπια. Γύρισα στην Κυψέλη χαράματα, παραπατώντας κατά μήκος της
Πατησίων. Έβριζα μεγαλόφωνα τη Νεφέλη σε όλη τη διαδρομή. Σαν γραφικός μεθύστακας από
τοιχογραφία εξοχικής ταβέρνας.

Αν και περάσαμε μόλις τρεις μήνες μαζί και δεν την ξαναείδα ποτέ, έκανα γύρω στα δυο χρόνια
να ξεπεράσω τη Νεφέλη. Ο τρόπος που συνδύαζε την αυτοκαταστροφή με την υψηλή
καλλιέργεια και την αχαλίνωτη σεξουαλικότητα, με σημάδεψαν βαθιά. Λες και προσανατόλισαν
την συναισθηματική μου πυξίδα στον επόμενο στόχο της. Θα έσκαβα στα μπαρ. Τις μπουάτ. Τα
κουτούκια. Όποια γυναίκα ήταν η πιο ασυγκράτητη, όποια στροβιλιζόταν πιο κοντά στην
άβυσσο, ήταν για μένα.

Η αρχή έγινε με την Φοίβη.

ΤΑΞΙ, ΧΑΡΑΜΑΤΑ

Την Φοίβη την γνώρισα τύφλα στο μεθύσι. Γυρνούσαμε με ταξί με την Ηλέκτρα από κάποια
μετα-φοιτητική βραδιά. Φασωνόμασταν και είχα ήδη γλιστρήσει δυο δάχτυλα στο υγρό και
πρόθυμο μουνάκι της. Ο ταρίφας έπαιρνε μάτι από τον καθρέφτη. Μπορεί να είχε ναυαγήσει το
πλάνο για μακράς διάρκειας σεξουαλικούς ηρωισμούς με την Ηλέκτρα, αλλά μας ένωνε μια
εξαίσια πορνική φαυλότητα. Φτάσαμε Άνω Πατήσια που έμενε και την αφήσαμε. Με φίλησε
στο στόμα και έγλειψα τα δάχτυλά μου, να μου μείνει η γεύση από το μουνάκι της. Συνεχίσαμε
προς Κυψέλη.

Στην άκρη του δρόμου μας έκανε σήμα να σταματήσουμε μια ψηλή μαυρομάλλα, ντυμένη για
μπουζούκια. Μάλλον θα γύριζε.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 79

‘Να την πάρουμε;’ μου λέει ο οδηγός

‘Ψυχή δεν έχει το κορίτσι; Να την πάρουμε!’ υπερθεματίζω μεθυσμένος

Η Φοίβη μπήκε στο πίσω κάθισμα, δίπλα μου. Νταρντάνα, προκλητικά βαμμένη, με βυζάρες να
ξεχειλίζουν από το ντεκολτέ της και κοντή φούστα.

‘Καλησπέρα δεσποινίς, καλωσήρθατε στο ταξί μας!’

Γέλασε ευχαριστημένη.

‘Μου φαίνεται καλά περνάτε εδώ!’

‘Είμεθα μεθυσμένα αγόρια, έχουμε πάσο ελευθέρας, να ξέρετε.’

‘Θαυμάσια. Γιατί εμένα μου αρέσουν τα μεθυσμένα αγόρια, να ξέρετε!’

‘Αν σας αρέσουν, να ξέρετε πως γνωρίζω ένα, αλλά θα πρέπει να μου δώσετε το τηλέφωνό σας
για να κανονίσω ραντεβού’

O ταξιτζής είχε γουρλώσει τα μάτια του στον καθρέφτη.

Ανταλλάξαμε τηλέφωνα με τη Φοίβη. Έκλεισα το μάτι στον ταρίφα. Πήγα σπίτι και έλιωσα στον
ύπνο.

Βγήκαμε δυο ραντεβού στα λημέρια της Φοίβης τις επόμενες ημέρες. Ναργιλετζίδικα.
Μεταφοιτητική κατάσταση, χαμένη στο χρόνο. Μου φαινόταν λαϊκό κορίτσι, αγάπαγε το ποτό.
Νταρντανοσυμπαθητική. Τρίτο ραντεβού δώσαμε στο σπίτι της, ένα μαζεμένο δώμα κάπου στο
Αιγάλεω. Θυμάμαι ακόμη που άνοιξε το ψυγείο της και είχε περισσότερα μπουκάλια τσίπουρο
παρά φαγητό μέσα. Βάλαμε να δούμε το φοβερό ‘Σινεμά ο Παράδεισος’ για τα προσχήματα και
ξεκινήσαμε τα τσίπουρα.

Θυμάμαι πως κάναμε σεξ, αμυδρά. Ήμασταν και οι δυο σχεδόν λιπόθυμοι. Είχε μεγάλα και
αφράτα βυζιά που πολύ μου άρεσαν. Δεν ένιωσα να υπάρχει κάποιο μεγάλο πάθος μεταξύ μας,
αλλά ήμουν ανοικτός τύπος. Ανανεώσαμε το ραντεβού μας λίγες ημέρες μετά. Ήθελα να την
τεστάρω σε πιο νηφάλιες συνθήκες.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 80

Μου ζήτησε να έρθω και πάλι στο σπίτι της. Εκεί μου γνώρισε τον Αντώνη, έναν σκυλά-DJ o
οποίος ήταν απασχολημένος να κολλάει τεράστιους μπάφους και την Ρέα, μια κουκλάρα
πλατινοσκυλέ λουλουδού, η οποία έκανε την καρδιά μου να σκιρτήσει. Η Φοίβη μου είπε πως θα
‘αράζαμε λίγο σπίτι’ και μετά θα πηγαίναμε σε ένα φιλικό μαγαζί για να πιούμε. Μέσα.

Ακούγαμε τα σκυλορεμίξ του Αντώνη και δοκιμάζαμε την ποιότητα των παπάδων του. Όχι κι
άσχημα. Αισθανόμουν σαν εξωγήινος, παρείσακτος κομπάρσος σε λάθος τηλεοπτική σειρά.
Διασκέδαζα.

Πήγαμε σε κάποια μπουζούκια τέταρτης κατηγορίας, χαμένα στην Καστέλα. Το μαγαζί είχε
μέσα θυμάμαι ένα μεγάλο πανό του Ολυμπιακού και τρεις μπαρμπάδες με σουλούπι
νταλικέρηδων, βιδωμένους σε σκαμπό. Δεχτήκανε τα κορίτσια με ζητωκραυγές.

Αν και το αλκοόλ έρεε άφθονο, έκανα κράτει γιατί ήθελα να γαμήσω καλά τη Φοίβη. Το
θεωρούσα κακούς τρόπους να είμαι οφ και ντεφορμέ στα πρώτα μας ραντεβού. Έλλειψη
σεβασμού στην παρτενέρ. Έπαιρνα αλήθεια στα σοβαρά την τέχνη της αποπλάνησης. Η Φοίβη
και η Ρέα πίνανε σαν να μην υπήρχε αύριο. Σπίτι της γυρίσαμε χαράματα. Εγώ ήμουν μάχιμος
σαν πορνόσκυλο-καταδρομέας. Ξεκίνησα να την χαϊδεύω.

‘Μια στιγμή μωρό μου να πάω τουαλέτα’

Φεύγει σφαίρα για την τουαλέτα και μετά από ένα λεπτό την ακούω να ξερνάει βίαια.

Πλησιάζω το μπάνιο.

‘Μωρό θες βοήθεια;’

‘Όχι εντάξει, καλά είμαι, αλλά πρέπει να ξεράσω’

Περισσότεροι ρομαντικοί ήχοι αναρρόφησης. Βγαίνει τρέχοντας από το μπάνιο και πέφτει
μπρούμυτα στο κρεβάτι. Σε λιγότερο από λεπτό, ροχαλίζει δυνατά. Έχω μείνει σύξυλος. Σαν
χαζογκόμενα από κακό ανέκδοτο. Λες και με έβγαλε ο γκόμενος έξω, τυφλιάστηκε στα ουίσκια,
γύρισε σπίτι, ξέρασε και κοιμήθηκε, ενώ εγώ ήμουν ακόμα με τις γόβες. Με πιάσανε νευρικά
γέλια. Καθόμουν ο μαλάκας και μέτραγα τα ποτά μου για να γαμήσω καλά τη Φοίβη και αυτή
δεν έδινε δεκάρα τσακιστή για τη φάση. Κοίταξα την ώρα. Τρεις τα χαράματα. Δεν είχε τρένο
μέχρι τις έξι. Γδύθηκα και γλίστρησα στο κρεβάτι πλάι της. Έβαλα τα χέρια στον αυχένα μου
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 81

και σκεφτόμουν πως διάολο βρέθηκα εκεί. Ήξερα πως δεν θα επέστρεφα. Οι ώρες πέρασαν
σχετικά γρήγορα. Με το που άρχισε να χαράζει, τη σκούντησα.

‘Μωρό φεύγω, πρέπει να πάω στη γραμματεία της Σχολής’.

‘Έλα ρε μωρό, πού θα πας, μείνε εδώ να πιούμε καφέ και να γνωρίσεις και τη φίλη μου τη
Γουρούνα που δουλεύει στο Γρηγόρη.’

Νομίζω ‘Η Γουρούνα που Δουλεύει στο Γρηγόρη’ με έπεισε. Έβαλα φτερά στα πόδια μου και
έφυγα μακριά από εκείνο το τσιπουρόσπιτο. Έκανε μια απόπειρα να βρεθούμε η Φοίβη
αργότερα, αλλά με μισή καρδιά. Ξέραμε και οι δυο θαρρώ πως ήμασταν από διαφορετικούς
κόσμους. Γύρισα στη φωλιά μου. Εκείνες τις ημέρες είχα να επιβλέψω μαστόρους, ανακαινίζαμε
το μπάνιο μας. Φυσικά χρειαζόμουν ένα μέρος για να πλένομαι όσο θα κρατούσαν οι εργασίες.

Και κάπως έτσι φτάνουμε στην μαθήτριά μου, την Κατρίν.

ΚΑΤΡΙΝΑ-ΚΑΤΡΙΝΑΚΙ

Την Κατρίν την ήξερα από τη Λάρισα. Πέντε χρόνια μικρότερη από εμένα, είχαμε διασταυρωθεί
σε κάποιες εναλλακτικές ροκ παρέες, που ήταν πολύ της μοδός εκείνη την εποχή. Όλη η έκρηξη
της brit-pop στην Ελλάδα, εκδηλώθηκε και έπιασε κορυφή μεταξύ ’00 και ’06. Θέλοντας και
μη, αν ήσουν έστω και στοιχειωδώς φασέος, κάπου παρίστανες το μουζικάντη. Η Κατρίν ήταν
περίεργο κορίτσι. Από καλό σπίτι, καλλιεργημένη, έξυπνη, με άγαρμπο σωματότυπο, πολύ
όμορφο πρόσωπο και με σοβαρό πρόβλημα ερωτικής προσαρμογής. Κατά δική της ομολογία
είχε τεχνικά μονάχα ξεπαρθενιαστεί, έχοντας μια μοναδική και μάλλον αποτυχημένη
σεξουαλική εμπειρία στο ενεργητικό της. Σπούδαζε και εκείνη στην Αθήνα και είχε προσφερθεί
γενναιόδωρα να με φιλοξενήσει όσο θα κρατούσε η ανακαίνιση του βεσέ μου.

Ήταν ο καλύτερος δυνατός τύπος αγοροκόριτσου, με καυστικό χιούμορ, ευρύ πεδίο


ενδιαφερόντων και μια καπατσοσύνη πολύ ελκυστική. Ταυτόχρονα, είχε ανύπαρκτη θηλυκότητα
ή σεξουαλικότητα. Το συνειδητοποιούσε και την πείραζε πολύ. Μου ζήτησε λοιπόν, να την
εκπαιδεύσω. Να την βοηθήσω να εκπληρώσει το δυναμικό της ως γυναίκα, προκειμένου να
φτάσει στο σημείο να μπορεί να εξουσιάσει πλήρως όποιον άντρα έβαζε στο στόχαστρό της.

Ήταν μια υπέροχη πρόκληση για εμένα και ταυτόχρονα μέγιστο χάδι στον υπερτροφικό μου
εγωϊσμό. Εγώ, ο μικρός Δον Γιώργης της Αποπλάνησης, θα αναλάμβανα μια μαθήτρια,
προκειμένου να την διαμορφώσω στο τέλειο νυμφίδιο. Θα είχα την ευκαιρία να σμιλέψω μια
τέλεια κουλτουροπόρνη, ακριβώς στις προδιαγραφές μου.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 82

Έπιασα δουλειά με μεγάλο ενθουσιασμό. Πήγα την Κατρίν πρώτα στο κομμωτήριο. Το
αφρόντιστο καστανό ‘μαλλί να βρίσκεται’, μετατράπηκε σε εξαίσιο κοντό πλατινέ, πουτανίστικο
και υπέροχο. Το βάψιμο έντονο και ενισχυμένο με το σωστό Monroe piercing. Ψωνίσαμε ρούχα.
Αποκαλυπτικά και γεμάτα υποσχέσεις. Παράλληλα της έκανα εντατικά σεμινάρια αποπλάνησης.
Πώς να είναι φλου, να λέει ψέματα στους πάντες και να μην παίζει ποτέ με λιγότερους από τρεις
άντρες. Της εξήγησα πως αν είχε κάθε φορά μόνο ένα φλέρτ, αυτό θα την απασχολούσε
αποκλειστικά και νομοτελειακά θα έκανε λάθη. Με δυο υποψήφιους εραστές, θα μπορούσε
κάλλιστα να πηγαίνει από τον ένα στον άλλο, όποτε της κάπνιζε και κάθε της τσαλίμι θα
ανέβαζε μονάχα τις μετοχές της. Τώρα εισάγοντας και ένα τρίτο εραστή στο μιξ, θα τον έβλεπε
τόσο λίγο, που πάντοτε θα διατηρείτο ένα φοβερό μυστήριο μεταξύ τους. Δοκιμασμένη τακτική.
Η Κατρίν είδε άμεσα αποτελέσματα στα φλέρτ της. Έπρεπε φυσικά να είναι έτοιμη και για το
κρεβάτι που θα έφερναν οι επιτυχημένες αποπλανήσεις.

Εκεί πραγματικά μεράκλωσα. Ξεκίνησα με υπομονή και επιμέλεια να της μαθαίνω πως να αντλεί
απόλαυση από το κορμί της και ταυτόχρονα να ικανοποιεί τον άντρα. Σαν υπομονετικός
προπονητής, την ξεκίνησα από τα φιλιά και το δυνατό φάσωμα, μέχρι το λαρυγγωτό τσιμπούκι
και το γαμήσι σε κάθε στάση που έχει εφευρεθεί ποτέ.

Οι συνεδρίες μας ήταν απολαυστικές και συνάμα επιμορφωτικές. Σταματούσαμε, με ρωτούσε,


της εξηγούσα, πειραματιζόμασταν. Περάσαμε ένα έξοχο καλοκαίρι μαζί, το οποίο κορυφώθηκε
στις διακοπές μας, σε ένα όμορφο κάμπινγκ έξω από τη Μεσσήνη. Αν με ερωτευόταν, φρόντιζε
να το κρύβει επιμελώς. Πάντοτε μου συζητούσε τους άντρες που είχε στο μάτι. Στόχος μας ήταν
να βρει ένα φραγκάτο βλάκα, να τον χώσει στον βρακί της και να κάνει ζωή χαρισάμενη. Εγώ
πάλι της έλεγα τα δικά μου γκομενικά. Συνέχιζα φυσικά να βλέπω τη Μέγκυ, ήταν σταθερή
παρουσία στην ερωτική μου δίαιτα και μου προσέφερε το ιδανικό διάλειμμα από το ρόλο του
δασκάλου, τις σπάνιες φορές που ένιωθα να με κουράζει.

Ο Σεπτέμβρης με βρήκε να μελετάω για την τελευταία μου εξεταστική. Η Κατρίν ήταν πια
έτοιμη. Είχε μάθει να ντύνεται, να φέρεται και να γαμιέται. Δεν υπήρχε άντρας που θα μπορούσε
να της αντισταθεί. Ήξερα πως η δουλειά μου μαζί της είχε τελειώσει. Ξεκίνησα να αραιώνω τις
συναντήσεις μας. Την πείραζε, αλλά ήταν περήφανη, δεν μου γκρίνιαζε.

Είχε καταφθάσει η μαγεία του MySpace, τούτου του πρωτόγονου και πανίσχυρου
τηλεγαμιστηριού. Με τον αδερφό μου και τον Χρήστο, είχαμε σπεύσει να το αγκαλιάσουμε. Ο
Δημήτρης, παλιός συνοδοιπόρος μας στην αμαρτία, από τα Ουκρανικά του μπλεξίματα και μετά,
είχε χάσει το ενδιαφέρον του για τα δυνατά γαμήσια. Ψαχνόταν να νοικοκυρευτεί.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 83

Νομοτελειακά λοιπόν, είχε αρχίσει να απομακρύνεται από τις ασταμάτητες πορνοπεριπέτειές


μας. Το κενό που άφησε στην Τριανδρία μας (ενίοτε γνωστή και ως Τριουμβιράτε, προς μεγάλη
τέρψη του Λατινοτραφή αδελφού μου) αναπλήρωσε με περίσσιο ζήλο ο Χρήστος.

Ομορφόπαιδο και πραγματικά χαρισματικός μουσικός, βρισκόταν στο σωστό μέρος, την σωστή
ώρα, προκειμένου να ρουφήξει βαθιά και άπληστα το βρώμικο μαστάρι της μαγεμένης μας
πόλης. Όταν βγαίναμε και οι τρεις μαζί, ντυμένοι σωστά, κάναμε ζημιές. Μεγάλες ζημιές.
Διατηρούσαμε όλοι συνεχώς εξελισσόμενα προφίλ-μουνοπαγίδες στο MySpace. Πλασάραμε
τους εαυτούς μας με τρόπο επαίσχυντο. Και έπιανε.

Η ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΒΥΖΑΡΕΣ

Η Μισέλ συνδύαζε δυο ιδιότητες που είχα πελώρια ανάγκη εκείνη την εποχή : ήταν ψυχολόγος
και είχε τεράστια φυσικά βυζιά σε ψηλό και λεπτό σκαρί. Γυναίκα-καρτούν με άλλα λόγια.
Όνειρο. Και τρία-τέσσερα χρόνια μικρότερη από εμένα. Καυλολούκουμο που λέμε στην
Λάρισα. Ήταν η πρώτη γυναίκα που έβγαλα από το MySpace. Μετά το σεμιναριακό θεατράκι
μας των τριών ραντεβού, καταλήξαμε στο κρεβάτι. Ήταν φωτιά. Απίστευτες βυζάρες, θερμότατο
ταπεραμέντο και πολυοργασμική. Στα μεγάλα της συν, το γεγονός πως είχε ένα τεράστιο
τατουάζ πάνω από το μουνί και τα ίδια της τα μουνόχειλα ήταν τρυπημένα με εντυπωσιακά
piercings. Τρές εξοτίκ για τους γαλλομαθείς. Με θυμάμαι να διαβάζω για τις εξετάσεις τη μέρα
και τα βράδια να τα περνάω στης Μισέλ. Πίναμε κρασί και γαμιόμαστε σαν τα σκυλιά. Στο
κρεβάτι, στο μπαλκόνι μέσα στα άγρια χαράματα, δεν χόρταινα το σφιχτό μουνάκι και τα
λαχταριστά της βυζιά. Μετά από δυο εβδομάδες σκεφτόμουν πως ίσως εδώ είχαμε κάποιες
προοπτικές για σχέση. Ήταν αρκετά μικρή μεν, αλλά στρόφαρε και το κρεβάτι ήταν
παραδεισένιο. Ενώ λοιπόν συλλογιόμουν να σοβαρέψω τα πράγματα μαζί της, διαπίστωσα το
εξής σοκαριστικό : πήγαινα στο σπίτι της και αντί να ορμήσει στο καυλί μου, με χαιρετούσε
βαριεστημένα και με ρωτούσε αν ήθελα να παραγγείλουμε πίτσα. Την πρώτη φορά θορυβήθηκα,
το έπαιξα τρελίτσα και αγαπούλης και με τα πολλά, συνέβη σεξ αργότερα μέσα στη βραδιά. Το
πρώτο πάθος όμως, είχε ξεθυμάνει. Το σκηνικό συνεχίστηκε για δυο-τρία συνεχόμενα ραντεβού.

Αποφάσισα να αντιμετωπίσω το ζήτημα κατά μέτωπο. Σπάνια στιγμή θάρρους.

Καθόταν η Μισέλ στον υπολογιστή και εγώ διάβαζα βιβλίο στον καναπέ. Όχι στον τρίτο χρόνο
σχέσης, στην τρίτη εβδομάδα. Κλείνω το βιβλίο και στρέφομαι προς το μέρος της :

‘Ρε μανάρι, να σε ρωτήσω.’

‘Μμμμ...’
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 84

‘Τί ρόλο βαράω ακριβώς εγώ εδώ κουκλί μου;’

‘Τί εννοείς;’

‘Λέω, εμείς τώρα, είμαστε μαζί, έχουμε γκομενιλίκι’

‘Ναι’

‘Και σου φαίνεται πολύ νορμάλ εσύ να χαζεύεις στο PC και εγώ να διαβάζω βιβλίο σαν να
είμαστε αδερφάκια;’

‘Ε αφού δε μου βγαίνει τώρα να κάνουμε κάτι...’

‘Το νιώθω. Εγώ όμως, θέλω να σε γαμάω. Πολύ και συνέχεια. Οπότε αν δεν σου βγαίνει, πάω
και ‘γω σπίτι, μπορώ να διαβάσω το βιβλίο μου κι εκεί.’

Η Μισέλ ξύλιασε. Έφυγα με ένα αίσθημα μικρού θριάμβου.

Συναντηθήκαμε δυο τρεις φορές ακόμη. Η Μισέλ στην αρχή με πλάκωσε στα τσιμπούκια
προκειμένου να αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον μου. Ανταπόδωσα με ζήλο και θυμάμαι πως τα
piercings στα μουνόχειλα της πάντα έκαναν τα ούλα μου να ματώνουν, όταν πίεζε τη μουνάρα
της στο πρόσωπό μου μέσα στην έκστασή της. Με έφτιαxνε πολύ αυτό. Η γεύση από αίμα και
μέταλλο στο στόμα μου, μαζί με τους χυμούς της Μισέλ. Ο τρόπος που πίεζε το κεφάλι μου
ανάμεσα στα πόδια της.

Δεν κράτησε πολύ αυτή η ομορφιά όμως. Η κυκλοθυμία της και η ανύπαρκτη υπομονή μου
έβαλαν γρήγορα τέλος στο μικρό, φθινοπωρινό μας ρομάντζο. Νομίζω δεν πολυστενοχωρέθηκε
κανείς από τους δυο μας.

ΜΑΣΑΖ, ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ, ΑΛΟΓΑ & ΨΕΜΑΤΑ

Την Τζωρτζίνα τη γνώρισα εντελώς από σπόντα. Είχα βγει για φαγητό με τη Ρίτα. Στη Ρίτα είχα
κανονίσει καβαντζωτικό Εράσμους και ήθελε να μου κάνει το τραπέζι για να με ευχαριστήσει.
Με διασκέδαζε η ιδέα να βγω με μια κοπέλα για την οποία δεν είχα καμία σεξουαλική πρόθεση.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 85

Κυρίως για να δω πως θα ήταν. Στην παρέα μας ήταν δυο ακόμη κορίτσια : η θηριώδης Δώρα,
έξω καρδιά, ταμίας στον ιππόδρομο και η Τζωρτζίνα, ένα σιωπηλό κορίτσι με μοντελέ κορμί και
περίεργη φατσούλα. Θελκτική, αλλά περίεργη.

Θυμάμαι εκείνη την βραδιά ήμουν κοινωνικός και ευχάριστος. Η Δώρα μας έκανε και
γελούσαμε με τις φοβερές ιστορίες της από αλογομούρηδες. Η Ρίτα ευχαριστιόταν που η
κοινωνική της βραδιά πήγαινε καλά και σίγουρα ένιωθε ανακούφιση που δεν είχα αποπειραθεί
να της χωθώ. Γι’ αυτό εξάλλου είχε προσκαλέσει και τις φίλες της. Είχα αρχίσει να αναπτύσσω
μια φήμη ακόλαστου εκείνα τα χρόνια, την οποία φυσικά ενθάρρυνα.

Είχαμε γυρίσει δυο-τρία μπαρ και είχαμε καταλήξει για πρόχειρα tapas. H Ρίτα συζητούσε
περισσότερο με τη Δώρα. Η Τζωρτζίνα είχε μείνει προσηλωμένη στο κινητό της για το
μεγαλύτερο μέρος της βραδιάς. Είχαμε ανταλλάξει λίγες κουβέντες. Ευχάριστες, αλλά τίποτε
ιδιαίτερο. Καθόμασταν αντικριστά σε ένα μικρό τραπεζάκι, με τις άλλες δυο κοπέλες δίπλα μας.
Σε κάποια φάση αντιλαμβάνομαι πως πέφτει το σκουλαρίκι της Τζωρτζίνας. Φορούσε μεγάλα
ασημένια σκουλαρίκια, περιγράμματα καρδιών. Χωρίς να πω τίποτε, σκύβω παράλληλα με
εκείνη και με μια διόλου υπολογισμένη Τζεημσμποντική μανούβρα, πιάνω το σκουλαρίκι και
της το προσφέρω με το γοητευτικότερο χαμόγελό μου.

Τα μάτια μας συναντιούνται. Χαμογελάμε και την φιλάω. Δεν ξέρω τί διάολο σκεφτόμουν,
μάλλον τίποτα. Ανταποδίδει θερμά και αρπαζόμαστε στο τραπεζάκι. Δώρα και Ρίτα έχουν μείνει
να μας κοιτάνε με το στόμα ανοιχτό. Πότε, πώς, από πού και ως πού; Μου άρεσε που δεν
μιλούσε πολύ η Τζωρτζίνα. Είχε πολύ πυκνά σγουρά μαύρα μαλλιά και φορούσε έντονο άρωμα.
Φιλούσε υπέροχα.

Πριν τελειώσει η βραδιά, ανταλλάξαμε τηλέφωνα και συμφωνήσαμε να βρεθούμε ξανά. Η Ρίτα
είχε ψιλομουδιάσει αλλά μου φάνηκε ικανοποιημένη από την εξέλιξη. Με την Τζωρτζίνα
φυσικά, τηρήσαμε επίσης τον κανόνα των Τριών Ραντεβού.

Πνευματικά, ήμασταν η μέρα με τη νύχτα. Η Τζωρτζίνα δούλευε λουλουδού σε γνωστό


σκυλάδικο. Το όνομα του Προυστ την έκανε να γελάει. Από την μια σκεφτόμουν πως δεν
μπορούσε να έχει μέλλον μια σχέση με μια γυναίκα τόσο διαφορετική, από την άλλη,
απολάμβανα το γεγονός πως προερχόμασταν από άλλους κόσμους. Το γεγονός ότι γαμιόταν
υπέροχα, σίγουρα έβαζε το λιθαράκι του σε αυτό. Ψηλή, λεπτοκαμωμένη, με συμμετρικά στήθη
και ατελείωτα αλαβάστρινα πόδια, ήταν πολύ εντυπωσιακή στο κρεβάτι.

Αγάπαγε το κρασί και περνάγαμε τα βράδια μας ανταλλάζοντας ιστορίες. Βρήκα εδώ έναν
απόηχο από τις βραδιές μου με τη Νεφέλη. Μερακλίδικα γαμήσια, ποτό και ιστορίες. Η συνταγή
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 86

μου για τον παράδεισο. Της έλεγα για τα ταξίδια που είχα κάνει και μου έλεγε για διάφορες
περίεργες δουλειές που είχε βρεθεί να κάνει, μέσα από τις γνωριμίες της στην νύχτα. Ένα
φεγγάρι είχε διατελέσει μασατζού σε κάποιο ελαιοτριβείο, μα δεν άντεχε τους παππούδες.
Προτιμούσε ένα νεανικό, σφιχτό κορμί επάνω της.

Ήταν μαγκάκι η Τζωρτζίνα, μου άρεσε. Ήθελε να πάμε στα μπουζούκια μαζί. Χρειαζόταν
συμβιβασμός. Είπαμε να πάμε Κότσιρα-Πυροβολάκη που ήταν κάπου στη μέση. Και εκείνη θα
γούσταρε και εγώ δεν θα έκοβα φλέβα. Στο τέλος της βραδιάς, έκλεψε το μισογεμάτο μπουκάλι
κρασί της διπλανής παρέας. Το έβαλε κάτω από το μακρύ παλτό της και μου το έδειξε στο ταξί
του γυρισμού. Στην καρδιά μου έμπαινε το Τζωρτζινάκι.

Είχε μια απλότητα και ένα ερωτισμό που βρίσκεις μόνο στα πραγματικά λαϊκά κορίτσια. Ήμουν
όμως σνομπ μαλάκας. Όσο απολάμβανα τα γαμήσια μαζί της, τόσο σκεφτόμουν πως δεν
μπορούσαν παρά να έχουν ημερομηνία λήξης. Συνέχισα να βλέπω τη Μέγκυ, η οποία έδειχνε να
αποδέχεται πλήρως την πολυγαμική μου φύση και να παραμονεύω τα ψηφιακά ράφια του
MySpace. Ήμουν καπετάνιος του Πουτσοκάραβού μου και έπλεα σε ένα ωκεανό ντοπαμίνης.
Ήμουν αθάνατος. Και περισσότερο βλάκας από ποτέ.

ΒΙΟΛΕΤΑ

Η Βιολέτα εμφανίστηκε στο ψηφιακό ‘ράφι’ του MySpace κατά την περίοδο της
ΚαμακοΩριμότητας του ιστοτόπου. Η πλειοψηφία της ροκο-σπασικλοκοινότητας είχαμε ήδη
γαμηθεί αναμεταξύ μας σε πληθώρα ευφάνταστων συνδυασμών και οι νέες αξιόλογες αφίξεις,
σπάνιζαν πραγματικά. Προφανώς και με το που εμφανίστηκε το προφίλ της Βιολέτας, ορμήσαμε
χλιμιντζουρεϊκα όλοι επάνω να προλάβουμε το μέλι. Αν και κατόρθωσα γρήγορα να αποσπάσω
το τηλέφωνό της και κατέβαλλα φιλότιμη προσπάθεια να την ψήσω, δεν τσίμπησε. Η κακή μου
φήμη προηγείτο και είχε τόσους ‘άκαφτους’ γαμπρούς στα πόδια της να δοκιμάσει.

Είχα όμως ένα πλεονέκτημα απέναντι σε όλους αυτούς τους άξιους υποψήφιους εραστές : ήμουν
ένας πάντοτε διαθέσιμος αργόσχολος. Καραδοκούσα στο θρυλικό MSN Messenger μέρα-νύχτα.
Το μαγαζί μου δεν έκλεινε ποτέ. Αν και είχα ξεγράψει το γκομένισμα μαζί της, η Βιολέτα συχνά
πυκνά εμφανιζόταν και μου κλαιγόταν για τον τάδε ή το δείνα γκόμενο. Της εξηγούσα
υπομονετικά πως όσο έμπλεκε με τέτοιους ‘σοβαρούς’ τύπους, θα είχε τραβήγματα. Διασκέδαζα
να της λέω πως το δικό μου μαγαζί ήταν απλό, είχε ένα διακόπτη on/off και τέρμα.
Κάποιο βράδυ που ο αδερφός μου έλειπε στην Τενερίφη, η Βιολέτα ξεθάρρεψε στο Μέσεντζερ.

Έστελνε σμήνη από θλιμμένες φατσούλες και μου έλεγε πως ‘δεν ήταν καλά.’
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 87

Της έγραφα πως δεν έτρεχε τίποτε, μπορούσε να πιεί ένα κρασάκι και θα της πέρναγε. Ειλικρινά
δεν με ένοιαζε και είχα αφήσει το εσωτερικό μου καφράκι ελεύθερο. Ήταν μεσάνυχτα και άραζα
άλουστος με μπύρα. Δεν είχα καμιά όρεξη, όσο κούκλα και να έδειχνε η Βιολέτα στις
φωτογραφίες της.

‘Θέλω μαζί να το πιούμε το κρασί.’

‘Καλά ρε μανάρι μου, θα κανονίσουμε από βδομάδα να σε κυκλοφορήσω, όπου γουστάρεις, να


ζουλέψουνε όλες.’

‘Εγώ θέλω τώρα, απόψε.’

‘Ρε μανάρι μου ζουρλάθηκες; Είναι περασμένα μεσάνυχτα.’

‘Όχι, εγώ θέλω.’

Χουμ χουμ. Συμπαντική πάσα. Στάνταρ μπλόφαρε. Ήταν όμως δυνατό μωρό. Δεν θα με
συγχωρούσα αν δεν το προσπαθούσα έστω.

Την παίρνω τηλέφωνο.

Ακούγεται ευχάριστα σαστισμένη.

‘Λοιπόν μανάρι, πες διεύθυνση, έρχομαι τώρα. Θα φέρω και κρασί και μπύρες.’

Μου είπε. Κάπου στα Σεπόλια.

‘Και σοκολάτα θέλω να μου φέρεις, Μπρέηκ λευκή!’

‘Έγινε, σε καμιά ώρα είμαι εκεί!’

Δεν το πίστευα. Έκανα καταδρομικό λούσιμο και ντους με παγωμένο νερό μέσα στην άγρια
νύχτα. Έβαλα το σκισμένο τζιν του πορνοστάρ και τις παλιές μου μπότες. Ένα ψιλό δερμάτινο
τζάκετ.

Προμηθεύτηκα τα απαραίτητα από το εικοσιτετράωρο περίπτερο στην ηρωϊκή πλατεία Κυψέλης


και χώθηκα σε ένα ταξί.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 88

‘Σεπόλια πάμε, τάδε οδός και νούμερο.’

‘Έγινε.’

Στο δρόμο της πηγαίναμε ψαχτά, είχε λίγες πολυκατοικίες. Κάναμε και πλάκα με τον ταρίφα.

‘Κάπου εδώ πρέπει να είναι γαμώτο, δεν έχω ξανακατεβεί σε αυτά τα λημέρια.’
‘Γκομενοδουλειά;’

‘Κάτι τέτοιο ρε παιδί μου...κάτσε να δούμε τώρα, βλέπεις κανένα οκτάρι;’

Με τα πολλά το βρήκαμε. Ο σύντροφος ταρίφας μου ευχήθηκε καλό βόλι και χάθηκε στη νύxτα.

Βρήκα το επώνυμό της στα κουδούνια και χτύπησα. Μου άνοιξε. Φορούσε μια μαύρη
εφαρμοστή μπλούζα με τη στάμπα ‘My Boyfriend Is Out of Town’. Σαν τσόντα. Χωρίς πλάκα.
Ήταν ακόμη πιο όμορφη από τις φωτογραφίες της. Κάλυψα την αμηχανία μου με το παλιότερο
κόλπο : όσο άβολα ένιωθα, άλλο τόσο χαλαρός και ‘αυτά τα κάνω κάθε μέρα’ το έπαιξα. Τη
φίλησα σταυρωτά, ύποπτα κοντά στα χείλη και της πρόσφερα τα δώρα μου : λευκή Mπρέηκ και
περιπτερίσιες Χάινεκεν.

Έπεσα στον καναπέ, έβαλα τα πόδια μου αλήτικα επάνω στο τραπεζάκι της και άνοιξα την
πολλοστή μπύρα της βραδιάς.

‘Ωραίο σπίτι έχεις!’

Πράγματι, για φοιτητόσπιτο, ήταν σκέτη χλιδή. Παρατηρούσα ζευγαροφωτογραφίες απλωμένες


παντού. Ο αγαπητικός της ήταν κάποιος κατά φαντασία επιφανής μουζικάντης της Αθηναϊκής
νύχτας. Γελούσαν και τα μουστάκια μου. Έκατσε δίπλα μου στον καναπέ και συζητάγαμε
διάφορα έτσι χαλαρά και αδιάφορα. Ήταν γυναικάρα. Ψηλή, καστανόξανθη, με όμορφα πράσινα
μάτια και ζυγωματικά μοντέλου. Ένα χυμώδες κορμί για διαφήμιση. Δούλευε μπαργούμαν τα
βράδια σε ένα από τα μεγάλα ροκάδικα της πόλης. Φαντασίωση εκατοντάδων. Δεν πίστευα την
καλή μου τύχη. Φιληθήκαμε. Υγρά και παθιασμένα. Κατέβηκα σαν εξασκημένο αρπακτικό για
να τη γλείψω. Το δέχτηκε με ενθουσιασμό και μετά από λίγα λεπτά σπαρταρούσε με τα χείλη
μου κολλημένα στα τρυφερά της μουνόχειλα. Ανταπέδωσε γενναιόδωρα και η πρώτη μας φορά
ήταν στον καναπέ της, με τον Αγαπητικό να μας παρακολουθεί στραβωμένος από την
κορνιζούλα του. Λαχανιάζαμε αγκαλιασμένοι.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 89

‘Ρεεεε...ούτε το επώνυμό σου δεν ξέρω!’ μου είπε γελώντας

‘Δεν είναι καλύτερα έτσι;’ της γύρισα, κλείνοντας το μάτι.

Ήπιαμε δεύτερες μπύρες και μεταφερθήκαμε στην κρεβατοκάμαρα. Φτιαχνόμουν απίστευτα με


το τέλειο γυμνό της κορμί, τα χυτά, γεμάτα της στήθη. Δεν περίμενα ότι τέτοια γυναικάρα θα
έκανε τέτοια παθιασμένη πίπα. Το χάρηκα όσο δεν πήγαινε. Την δεύτερη φορά, αφού την
γάμησα καλά, της ζήτησα να τελειώσω στο στόμα της, κάτι που δέχτηκε με χαρά. Έγειρε στο
στήθος μου και με ρώτησε αν ήθελα να δω κάποιες φωτογραφίες που είχε βγάλει πρόσφατα με
μια φίλη της.
Φυσικά και ήθελα.

Η φίλη της ήταν μια ξανθιά κουκλάρα, στα κυβικά της. Το σετ φωτογραφιών που μου έδειχνε η
Βιολέτα, απεικόνιζε τα κορίτσια να περιποιούνται εξαιρετικά η μια την άλλη. Νομίζω
παρακολουθούσε τις αντιδράσεις μου. Το έπαιζα κούλ, βοηθούσαν τα δυο απανωτά χυσίματα.
Με ρώτησε αν ήθελα να κρατήσω κάποια φωτογραφία. Σαν να ρωτάς χορτάτο άνθρωπο αν θέλει
να φάει άλλες δυο μπριζόλες.

‘Αργότερα ίσως, τώρα είμαι κομμάτια’

Κοιμηθήκαμε.

Το επόμενο πρωί με ξύπνησε με ένα περιποιημένο τσιμπούκι. Ήμουν στον παράδεισο, στάνταρ.
Το τσιμπούκι έγινε μερακλίδικο πρωϊνό γαμήσι. Η θέρμη της με εντυπωσίαζε. Εδώ είχαμε υλικό
για κάτι σπουδαίο. Σηκωθήκαμε και η Βιολέτα έδειχνε να βρίσκεται σε ξαφνική σύγχυση, λες
και συνειδητοποιούσε μόλις τί είχε συμβεί το προηγούμενο βράδυ. Προσφέρθηκα να μας κάνω
καφέ παιχνιδιάρικα και με έκοψε :

‘Δεν πίνω καφέ το πρωί, αν θες να κάνεις για σένα, έχω Ελληνικό στο ψηλό ντουλάπι’

Μυστήρια πράγματα. Έκανα καφεδάκι και το ήπια στο πόδι, ενώ η Βιολέτα ετοιμαζόταν
αμήχανα για να κατέβει στη σχολή της. Είχε πέσει μια σιωπή ανάμεσά μας, που ερχόταν σε
άμεση αντίθεση με τα όσα είχαμε μοιραστεί μέχρι λίγες στιγμές πριν. Δεν το έκανα θέμα, είχα
αγκιστρώσει δυνατό ψαράκι και ήθελα να δω πού θα πάει.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 90

Είχε μια τσαχπίνικη βέσπα η Βιολέτα. Με πέταξε μέχρι το κέντρο, ήμουν στο δρόμο της. Όταν
κατέβηκα, με φίλησε πεταχτά, κοιτώντας ένοχα τριγύρω. Μπήκα στο νόημα. Αλλά δεν
παραιτήθηκα.

Την είδα άλλες δυο φορές. Μου ζήτησε να περάσω από το μαγαζί που δούλευε. Το θεώρησα
καλό σημάδι. Ήθελε να γνωριστούμε καλύτερα. Έσκασα μύτη περασμένα μεσάνυχτα στο μπαρ.
Ήταν διαχυτικότατη μαζί μου για τα δέκα περίπου πρώτα λεπτά. Αναθάρρησα. Κάπου εκεί
εμφανίστηκε ο Νεαρός Αγαπούλης Μπετόβεν της. Με το που είδε να έχω τα χείλη μου
κολλημένα στο αυτί της καλής του, έβγαλε αφρούς. Πέρασαν το υπόλοιπο της βραδιάς
πιτσουνοκαυγαδίζοντας στην άκρη της μπάρας. Ένιωθα απερίγραπτα μαλάκας. Με είχε
χρησιμοποιήσει τέλεια και στεγνά. Και θα μπορούσε να μου το έχει πει από την αρχή. Πολύ
ψηνόμουν για τέτοιες ίντριγκες και βρωμιές. Αλλά όχι, έπρεπε το θέατρό μας να είναι αφόρητα
μπανάλ. Ήπια δυο ουίσκια, έπαιξα τον άχαρο ρόλο μου με όση αξιοπρέπεια διέθετα και έφυγα.

Το επόμενο τηλεφώνημα της Βιολέτας, πραγματικά δεν το περίμενα. Μου ζήτησε να έρθω ξανά
από το μαγαζί. Δέχτηκα με δισταγμό. Ήταν τέτοιος κόμματος και ήδη είχα κάνει την αρχή. Δεν
θα την άφηνα να μου ξεγλιστρήσει τόσο εύκολα. Αυτή τη φορά, είχε προετοιμαστεί καλύτερα.
Είχε προσκαλέσει μια φίλη της προκειμένου να με απασχολήσει αφού κατέφθανε ο
ΑγαπούληςΣκοτεινούλης. Η φίλη ήταν μαχαιριά στη λάγνα μου ψυχή. Αδύνατη, άβυζη,
μαυρομάλλα. Δίχως ίχνος πουτανιάς. Ένα καλό κορίτσι, επιφορτισμένο με το άχαρο έργο να
κρατά τον ‘αντίζηλο’ απασχολημένο, όσο η Βιολέτα τα ξανάβρισκε με τον Σπασικλοαγαπούλη.

Ήπια δυο ποτά, τα είπα ευχάριστα και ηττημένα με τη φίλη και έφυγα. Μόλις το πήρε χαμπάρι η
Βιολέτα, άρχισε να με βομβαρδίζει με μηνύματα.

‘Καλά, γιατί έφυγες τόσο γρήγορα;’

‘Ρε μανάρι, με δουλεύεις; Με τράβηξες στο μαγαζί για να ζηλέψει ο αγαπούλης. Δικαίωμά σου,
αλλά εγώ ήρθα για σένα, όχι να κάνω το έπιπλο.’

‘Όχι ρε καμία σχέση, εγώ θέλω να σε δω.’

‘Θες να έρθεις από το σπίτι όταν σχολάσεις;’

‘Σχολάω αργά, μετά τις 4.’

‘Δεν πειράζει, δεν κοιμάμαι. Έλα τότε.’


Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 91

‘Θα ‘ρθω.’

Και έτσι απλά και όμορφα...η Βιολέτα με ήθελε ξανά; Δεν μπορούσα να το πιστέψω.
Σενιαρίστηκα πάντως, άναψα και τα κεριά μου και περίμενα. Τέσσερις παρά σκάει μήνυμα :

‘Θα ’ρθω με τη φίλη μου τη Σήλια, σε πειράζει;’

‘Καθόλου. Έχω αρκετό αψέντι για όλους μας!’

Τα κορίτσια πράγματι ήρθαν λίγο μετά τις τέσσερις. Η Σήλια ήταν η ξανθιά κουκλάρα από τις
φωτογραφίες. Προς στιγμήν σάστισα. Αν έπαιρνα τρίο αυτές τις δυο θεές, μπορούσα να πεθάνω
επιτόπου ευτυχισμένος. Συστηθήκαμε με τη Σήλια και τις οδήγησα στο καθιστικό. Έβαλα ποτά
για όλους.

Η Βιολέτα απόφυγε να με φιλήσει και έδειχνε απίστευτα μαγκωμένη. Η Σήλια την κοιτούσε σαν
να ήταν τρελή. Όλα τα βάιμπς ήταν λάθος. Προφανέστατα το έπαιζα χαλαρός Άρχων της
Γιορτής και ψιλοκουβέντιαζα περί ανέμων και υδάτων. Αν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να
τις γαμήσω μαζί, ήμουν αποφασισμένος να πέσω χαμηλά για να το κάνω. Οι κοπέλες δεν πρέπει
να έμειναν σπίτι μου ούτε τέταρτο. Ήπιαν σφηνάκια σχεδόν τα αψέντια τους και προφασίστηκαν
κάποια φλου δέσμευση. Στις πέντε παρά τα χαράματα. Έφυγαν. Μουτζώθηκα που μου επέτρεψα
να ελπίσω, έστω και για λίγο.

ΠΕΝΥ ΔΥΟ

Μια από τις διασκεδαστικότερες παρενέργειες της έκλυτης ζωής, είναι πως αρχίζεις να συναντάς
παρόμοιους τύπους γυναικών. Αν όχι τόσο φυσιογνωμικά, κυρίως ως προς τον ιδιαίτερο
‘γκομενικό’ χαρακτήρα τους. Η πρώτη μου τέτοια εμπειρία ήταν με την ‘Πέννυ Δυο’.
Σταμπαρισμένη και κορταρισμένη από το αθάνατο MySpace, υποπτευόμουν αρκετά
παραπανίσια κιλά. Είχε όμως πολύ όμορφο και λάγνο πρόσωπο και τα έλεγε νόστιμα. Ταίριαζε
άψογα λοιπόν στην πορνοδίαιτά μου.

Η Πενυδύο ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτική απέναντι στις διαχύσεις μου. Είχε αρκετές επαφές στην
ροκ κοινότητα και η κακή μου φήμη σίγουρα είχε φτάσει στα αυτιά της. Ήταν τρομερό το πόσο
γρήγορα σε δαιμονοποιούσαν οι ροκ αντικομφορμίστριες πριγκηπέσσες, όταν αρνείσο να τους
δώσεις με το ‘καλημέρα’ όσα ονειρευόταν η γιαγιά τους. Ήμουν επίμονος γάιδαρος όμως. Την
μάρκαρα στενά. Και ήμουν πολύ πάνω από τα κυβικά της προκειμένου να αρνηθεί.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 92

Αφού είχε απορρίψει τις αρχικές μου προτάσεις για μια κατ’ ιδίαν συνάντηση, είχα αραιώσει τις
επαφές μου. Με γαργάλαγε η προοπτική της, αλλά όχι αρκετά ώστε να κάνω την υπέρβαση.

Διαισθανόμενη ίσως πως έχανα το ενδιαφέρον μου, με προσκάλεσε να βγω μαζί με την παρέα
της, σε κάποια μικρή μπουάτ στο Λυκαβηττό. Τραγουδούσε κάποια γνωστή τους, με τα μπούτια
παρά με το λαρύγγι. Κιθάρα έπαιζε ένας λίαν ευχάριστος συναγωνιστής, στο μεροκάματο του
μουνιού.

Η παρέα της, χέβι μέταλ πρίγκηπες ως το μεδούλι, με κοιτούσαν με μεγάλη καχυποψία. Το


φαύλο αρπακτικό ήρθε να φάει τη μικρή τους Πενυδύο. Πού έβρισκα το θράσος. Ήμουν
ανοιχτός, έξω καρδιά και διαχυτικός με τους πάντες. Σεμνός και μαζεμένος με την Πενυδύο,
παραμένοντας φυσικά, ανοιχτός. Η βραδιά κύλησε όμορφα, οριακά ξενέρωτα σε σχέση με τα
στάνταρ μου. Οι Πενοφύλακες πρέπει να θορυβήθηκαν. Πού ήταν ο γλοιώδης χλιμίντζουρας που
περίμεναν; Στην θέση του είχε έρθει ένας οριακά συμπαθητικός τύπος. Ανεπίτρεπτο.

Επρόκειτο για ένα ταλέντο που καλλιεργούσα από τότε. Σαν χαμαιλέοντας, άλλαζα τον τρόπο
και την συμπεριφορά μου ανάλογα με το περιβάλλον. Απολάμβανα να ανατρέπω τις όποιες
προσδοκίες είχε η ομήγυρη για τον χαρακτήρα ή την συμπεριφορά μου. Και διάβολε, τις
περισσότερες φορές ήταν τόσο εύκολο.

Η Πενυδύο, ενθαρρυμένη από την κόσμια συμπεριφορά μου και έχοντας λάβει το πράσινο φως
από την Μπακούρικη Τράπεζα των Ηρώων, υποχώρησε και βγήκε μαζί μου. Η φτιάξη
δρομολογήθηκε. Είχε πράγματι αρκετά παραπανίσια κιλά, αλλά το λάγνο της πρόσωπο σε
συνδυασμό με τα μακριά μαύρα της μαλλιά και την απίστευτη θηλυκότητα που εξέπεμπε, με
ερέθιζαν πολύ. Ήθελα να τη γαμήσω. Τα βυζιά της μου φαίνονταν μεγάλα, αλλά ήθελα να
εξακριβώσω πόσο ακριβώς. Τα ντροπιαστικά βλέμματα οίκτου από αγνώστους έκαιγαν τα
μάγουλά μου όταν την κυκλοφορούσα.

Εκεί νομίζω ήταν που την έχρισα ‘Πέννυ Δυο’ στο μυαλό μου. Διαπίστωνα με έντονο τρόπο πως
το σχήμα που είχα συναντήσει με την Πέννυ, επαναλαμβανόταν. Μια γυναίκα με παραπανίσια
κιλά και υπέρμετρη σεξουαλικότητα, η οποία με ντρόπιαζε κοινωνικά και εγωιστικά, αλλά παρ’
ολ ’αυτά με ερέθιζε απερίγραπτα. Μέσα μου γινόταν πάλη. Ο καυλωμένος γάιδαρος υπερίσχυσε,
όπως κάθε φορά.

Ήρθε σπίτι μου στο τρίτο ραντεβού. Αρκετά μαγκωμένη. Δεν με εμπιστευόταν. Μπήκε στην
κρεβατοκάμαρα και έψαξε αρκετή ώρα για κρυφές κάμερες. Δεν υπήρχε καμιά. Θαρρώ
αδυνατούσε να πιστέψει πως ένα ‘γυαλιστερό’ γκοθομεταλλοτεκνάκι πρώτης γραμμής (πάντοτε
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 93

μιλώντας για τον Αθηναϊκό μικρόκοσμο του MySpace) έδειχνε τέτοιο ενδιαφέρον για εκείνη. Τα
βάθη της λανθάνουσας χονδρολαγνείας μου ήταν δυσερμήνευτα.

Ικανοποιημένη από τον έλεγχό της, γύρισε προς το μέρος μου, έτοιμη να μου δοθεί. Την φίλησα
βαθιά, καθησυχάζοντάς την πως καθόλου δεν με είχε πειράξει η δυσπιστία της. Ήθελα να ξέρει
πως δεν είχα κανένα δόλο, ενδιαφερόμουν μονάχα για εκείνη σαν γυναίκα. Κατά διαστροφική
σύμπτωση, ήταν η αλήθεια. Έβγαλα την μπλούζα της και αποκάλυψα ένα ιδιαίτερα σέξι και
ασύλληπτα μεγάλο σουτιέν. Το άνοιξα και η καρδιά μου σταμάτησε.

Τα βυζιά της ήσαν τα Μαστάρια της Θεάς. Μου φάνηκε πως αιωρήθηκαν μια στιγμή, φωτισμένα
από υπερκόσμιο φως, προτού έρθουν στην φυσιολογική τους θέση. Τεράστια, μπαλονάτα, με
πλούσιες σκουρόχρωμες θηλές. Έπεσα επάνω τους με λαχτάρα κατάδικου απέναντι στο
τελευταίο του γεύμα. Έγλειφα, χούφτωνα, δάγκανα, πνιγόμουν μέσα τους. Βυζοπαράδεισος.
Τορπίλες. Ονείρο. Ήξερε καλά πως ήταν το δυνατό της σημείο και γουργούριζε από
ικανοποίηση που με έβλεπε έτσι ολοκληρωτικά παραδομένο στην δύναμή τους.

Την ξάπλωσα στο κρεβάτι και έβγαλα τα υπόλοιπα ρούχα της. Το πάχος της ήταν
συσσωρευμένο στον κώλο, την κοιλιά και τα μπούτια της. Οι απίστευτες βυζάρες της όμως,
εξαφάνιζαν τα πάντα. Το δε γεγονός πως φορούσε ένα έκφυλο δαντελένιο στρινγκάκι με
άνοιγμα, με ερέθισε ακόμη περισσότερο. Τράβηξα τις δαντελίτσες του προσεκτικά και φίλησα
το μοσχομυριστό της μουνάκι. Ήταν μούσκεμα. Η γεύση υπέροχη. Ένιωθα τον πούτσο μου να
έχει γίνει ήδη πέτρα. Την έγλειψα αχόρταγα και μανιασμένα. Μου έλεγε διαρκώς βρωμόλογα
και έσπρωχνε το κεφάλι μου. Νομίζω δεν είχα ξαναχαρεί ποτέ ως τότε γλειφομούνι τόσο πολύ.
Έχυσε ουρλιάζοντας. Το στρινγκάκι της ήταν μούσκεμα, το ίδιο και το σαγόνι μου. Κράτησε το
πρόσωπό μου πιεσμένο στη μουνάρα της για ώρα, τρέμοντας από ηδονή. Εκστατικά, κυνηγούσα
κάθε σταγόνα από το νέκταρ της με την γλώσσα μου.

‘Σειρά μου τώρα!’

Με ξάπλωσε στο κρεβάτι και ελευθέρωσε τον πούτσο μου. Αισθανόμουν έτοιμος να εκραγώ.

‘Πήγαινε αργά’ της λέω, ‘με έχεις τρελάνει και νιώθω ότι θα χύσω αμέσως’

‘Να χύσεις τότε και να το χαρείς. Θα με γαμήσεις μετά.’

Με πήρε στο στόμα κοιτώντας με τα πρόστυχα μάτια της. Η θέα του λάγνου, μπουκωμένου της
προσώπου και των απίστευτων βυζιών της ήταν αρκετά για να κάνουν οποιονδήποτε άντρα να
χύσει σαν να μην υπήρχε αύριο. Με τιτάνια προσπάθεια κρατήθηκα λίγα λεπτά, προκειμένου να
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 94

απολαύσω την πίπα της. Η Πέννυ Δυο ήξερε να προσφέρει απολαυστικό Ισπανικό με τις
βυζάρες της, ενώ ταυτόχρονα εξαφάνιζε το κεφάλι του πούτσου στο στόμα της. Όταν ένιωσε τις
πρώτες συσπάσεις του πούτσου μου, τον εξαφάνισε στο πρόθυμο λαρύγγι της. Ένιωσα πως
έχυσα όπως δεν είχα ξαναχύσει ως τότε. Μούγκριζα, δάγκωνα τα μαξιλάρια, χτυπούσα τον
τοίχο. Η Πέννυ Δυο με κρατούσε στο στόμα της και χάιδευε τα αρχίδια μου με τα μακριά της
νύχια όσο στράγγιζα. Δεν ξέρω κι εγώ πόση ώρα ένιωσα πως κράτησε εκείνος ο πρώτος
οργασμός.

‘Πωπωπώ, τί έχυσες μωρό μου...’ μου χαμογέλασε όλο καμάρι για τη δουλειά της.

Την άρπαξα και την πλάκωσα στα φιλιά. Μου είχε χαρίσει μόλις ασύλληπτη ηδονή.

‘Θα ‘χουμε πολλή δουλειά απόψε εμείς.’

‘Τσιγαράκι πρώτα!’

Άναψε τσιγάρο και ανοίξαμε μπύρες. Πιάσαμε την κουβέντα. Ήταν έξυπνη και καλλιεργημένη.
Απολάμβανα την συζήτησή μας. Υποσυνείδητα ίσως, ζητούσα να αναπαράγω το μοντέλο της
Νεφέλης : άγρια γαμήσια, ποτό, τσιγάρα και ιστορίες. Μου φαινόταν πραγματική η ιδανική
έκφραση του έρωτα. Δεν πέρασε ούτε μισή ώρα και ένιωσα τον πούτσο μου να σκληραίνει. Οι
βυζάρες της ήταν εξωπραγματικές. Την πρώτη μας βραδιά τη γάμησα τέσσερις φορές. Η
δεύτερη με την τρίτη συνεχόμενα, ο πούτσος μου απλώς δεν έπεφτε. Το βλέμμα, η λαγνεία και η
ηφαιστιογενής σεξουαλικότητά της με είχαν στείλει αδιάβαστο.

Συνέχισα να βρίσκομαι με την Πέννυ Δυο μέχρι που μπήκα φαντάρος, κανένα χρόνο περίπου
αργότερα. Απόφευγα όσο μπορούσα να την βγάζω έξω. Ακόμη ένιωθα τύψεις και ενοχές
απέναντι στον εαυτό μου που καύλωνα τόσο με μια γυναίκα χοντρή, που δεν μπορούσα να την
αποδεχτώ κοινωνικά. Ήταν ένα τέλειο παράδοξο. Δεν χόρταινα να την γαμάω και συνάμα, όταν
βγαίναμε έξω και ένιωθα τα ερωτηματικά βλέμματα των όμορφων γυναικών να πέφτουν επάνω
μου (‘Αυτός τί κουσούρι έχει και είναι με τη χοντρή;’) ήθελα να ανοίξει η Γη και να με καταπιεί.

Η Πέννυ Δυο έπαιξε έξυπνα. Δεν ζήτησε κάτι παραπάνω από την βραδινή μας έκσταση. Έβλεπα
στα μάτια της πως το ήθελε, μα ήξερε να μην το ζητήσει. Ποτέ δεν συζητήσαμε τί έτρεχε μεταξύ
μας. Θαρρώ ξέραμε και οι δυο. Μετά το στρατιωτικό μου συνατιόμασταν σπάνια. Τα γαμήσια
μας ήταν ηλεκτρικά. Η ηδονή που ήξερε να προσφέρει με τα βυζιά και το στόμα της, δεν είχαν
ταίρι. Την τελευταία φορά που την είδα, ήρθε καταδρομικά σπίτι μου, περασμένα μεσάνυχτα.
Ήταν πριν σε ραντεβού με υποψήφιο γαμπρό. Δεν ήθελε να του κάτσει από νωρίς, για να μην
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 95

χαλάσει το γλυκό. Η αχόρταγη μουνάρα της όμως, είχε πάρει φωτιά. Ήξερε πού να έρθει για να
την ξεδιψάσει.

Της έδωσα αυτό που χρειαζόταν. Ελπίζω να είναι κάπου χαρούμενοι μαζί.

ΟΛΑ ΣΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ

Έχουμε φτάσει αισίως στην άνοιξη του ’06. Τον Αύγουστο μπαίνω φαντάρος. Κούρεμα,
μπινελίκια και γκόμενες ούτε με καλαμάκι. Όπως κάθε σωστός ναρκισσόφλωρος, έτρεμα την
ιδέα του κουρέματος της πλούσιας και θεσπέσιας χαίτης μου. Έπαιρνα πότε τη Μέγκυ και πότε
την Πενυδύο και τα υπερφυσικά τους μαστάρια γλυκαίναν την πορνομανή μου ψυχή.
Εξακολουθούσα να παραμονεύω στο Myspace και το Messenger. Είχα εξάλλου την ιδανική
δικαιολογία. Έμπαινα φαντάρος σε δυο μήνες. Δεν ήμουν ούτε για σταθερά, ούτε για σοβαρά.
Όπως και πριν δηλαδή.

Η Σάντρα μου την έπεσε η ίδια. Από το γνωστό ψηφιακό μαγαζί. Γεγονός σπάνιο μα όχι
ανήκουστο, τώρα που είχα αναρριχηθεί πια στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας του ντόπιου
MySpace, είχα τα τυχερά μου. Ήταν Αμερικάνα, σπούδαζε στο Κολέγιο της Νέας Υόρκης,
κοντά στο Σύνταγμα. Το ψηστήρι μας κυμάνθηκε στα αναμενόμενα. Της άρεσαν τα ποτά και τα
ξενύχτια. Μου άρεσαν οι κοπέλες που ήξεραν να διασκεδάζουν. Αν είχα εκείνο το σπέσιαλ
πράσινο ευωδιαστό πιοτό; Μα φυσικά. Το ραντεβού κλείστηκε λίγα βράδια αργότερα, στην
αγαπημένη και καλοδουλεμένη πλέον, πιάτσα του Ψυρρή.

Συμπτωματικά, στο σπίτι φιλοξενούσα εκείνο το βράδυ ένα αντρόγυνο με το νεογέννητο παιδί
τους. Φίλους των γονιών μου. Δεν περίμενα να επιστρέψω διπλός από το πρώτο ραντεβού, οπότε
τους είχα αφήσει το ελεύθερο στο σπίτι.

Η Σάντρα ήταν πιο όμορφη από τις φωτογραφίες της. Κοντούλα, κοκκινομάλλα, αδύνατη και με
σχετικά μεγαλούτσικα βυζιά. Πονηρόφατσα. Φορούσε κι έναν όμορφο, πουτανίστικο κορσέ που
τόνιζε το στήθος της. Είχε έρθει για δουλειά το κορίτσι. Ήπιαμε τα ποτά μας, χαριεντιστήκαμε.
Έπεσε το πρώτο φιλί. Πρόσεξα ένα μεγάλο σημάδι τομής πάνω από το στήθος της. Όχι
πλαστικής, ζόρικο.

‘Αυτό πρέπει να έχει δυνατή ιστορία από πίσω’


‘Ναι, αλλά δεν θα στην πω, θα με βγάλεις ψεύτρα.’

‘Δοκίμασέ με.’
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 96

‘Εντάξει. Με είχε δαγκώσει καρχαρίς στη Φλόριντα. Μόλις και με σώσανε.’

‘Τί λες ρε...τζετ-σκι ή κολύμπι;’

‘Τζετ-σκι. Δεν υπήρχε προειδοποίηση εκείνη τη μέρα, πρέπει να ήρθε χαράματα’

‘Έχεις γλιτώσει δηλαδή κυριολεκτικά μέσα από τα σαγόνια, έτσι;’

‘Το λες κι έτσι’

Φασωνόμασταν όμορφα κατά τη διάρκεια της βραδιάς. Τα χαράματα, όταν κλείσαμε και το
τελευταίο μαγαζί, με ρωτάει αν έχω σπίτι το καλό το πράσινο. Για κάποιο λόγο, το μυαλό μου
είχε κολλήσει στο αψέντι και της λέω ναι. Έρχεται μαζί μου δίχως δεύτερη σκέψη. Παραπατάμε
ως την κρεβατοκάμαρά μου και κλείνουμε την συρόμενη πόρτα, προσπαθώντας να μην
ξυπνήσουμε την φαμέλια στο διπλανό δωμάτιο.

Συνεχίζουμε να φασωνόμαστε και ανοίγω τον κορσέ της.

‘Έλα να στρίψουμε’

‘Να...στρίψουμε;’ αργούσα χαρακτηριστικά να μπω στο νόημα.

Μετά από λίγα δευτερόλεπτα αμηχανίας, ξεκαρδιζόμαστε και οι δυο στα γέλια. Η Σάντρα
έψαχνε επαφή για χόρτο. Εγώ ήμουν παραδοσιακός αψεντόφλωρος ακόμη. Πρέπει να είχα
ξηγηθεί όμως μάλλον ευχάριστη παρέα, καθώς βάλαμε σφηνάκια και τα κατεβάσαμε
χαμογελώντας. Οι Red Hot Chili Peppers είχαν μόλις κυκλοφορήσει το Stadium Arcadium και
το άκουγα σε διαρκή επανάληψη. Έστω και χαμηλωμένο για να μην ενοχλώ το δίπλα δωμάτιο.

Κάναμε γουστόζικο σεξ. Χαλαρό και ηδονικό, το ιδανικό σβήσιμο της βραδιάς. Κοιμηθήκαμε
δυο-τρεις ωρίτσες, γαμηθήκαμε ξανά με το που ανοίξαμε τα μάτια και έκανα καφέ ενώ η Σάντρα
ετοιμαζόταν για να φύγει. Οι φιλοξενούμενοί μου με κοίταζαν με μισό μάτι. Θορυβώδης,
ασέβαστος τεντιμπόης που δεν τηρούσε ούτε τα προσχήματα. Και κοκκινομάλλα Αμερικάνα με
γαμησοσημάδια παντού, στο μπάνιο. Μια μικρή καρτ ποστάλ από την Παράδεισο.

ΜΑΡΜΕΛΑΔΑ ΒΑΤΟΜΟΥΡΟ
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 97

Τη Ζέτα τη γνώρισα στο αποχαιρετιστήριο φανταροτραπέζι μου. Είχα μαζέψει τον εκτεταμένο
κύκλο της λυκοπαρέας μας, τους αφοσιωμένους Μύστες της Αποπλάνησης, για ένα πανηγυρικό
τσιμπούσι στην φυσική μας έδρα, κάποιο ταβερνάκι στου Ψυρρή. Ο Νώντας, παλλικάρι από την
Κρήτη και σκληρός θεριακλής του μουνιού, ήταν ιδιαίτερα συγκινημένος. Αν και είχαμε
γνωριστεί σχετικά πρόσφατα, μας είχε ενώσει η απόλυτη αφοσίωσή μας στο κυνήγι της ηδονής.
Η αγάπη μας για την καθαρή τέχνη της αποπλάνησης. Θα έχανε τον συνοδοιπόρο του, πάνω στο
καλοκαίρι, την ανοιχτή μας σαιζόν.

Ο Νώντας είχε προσκαλέσει λοιπόν τη Ζέτα στην παρέα, ένα πετίτ μαγκάκι απίστευτο.
Μαυρισμένη, ετοιμόλογη, με στητό κωλαράκι και πεταχτά, όμορφα βυζιά, απέπνεε
αυτοπεποίθηση και γοητεία με κάθε της λέξη. Ο ορισμός της καπάτσας, περπατημένης
γκόμενας. Τα βρήκαμε αμέσως.

‘Είναι κρίμα πραγματικό να ξέρετε που μπαίνω φαντάρος τώρα, θα ήθελα πραγματικά να σας
γνωρίσω καλύτερα’ της έλεγα, με το θανατηφόρο Μαλακοχαμόγελο στα χείλια μου.

‘Να ξέρετε, εγώ με τους φαντάρους διατηρώ πολύ καλές σχέσεις’

‘Αλήθεια; Πείτε μου κι άλλα!’

‘Σχέση πάθους μπορείτε να πείτε...διακριτικοί κιόλας, ιδανικά άλλοθι.’

‘Είσθε μου φαίνεται, του κλάδου μας’

‘Βρίσκετε;’

Φιληθήκαμε. Ήταν συνενοχικό, βρώμικο και ηλεκτρικό. Ανταλλάξαμε τηλέφωνα. Είχα καλό
προαίσθημα.

Το πρώτο μας ραντεβού το δώσαμε το Σαββατοκύριακο που γύρισα με άδεια από το κέντρο στην
Κόρινθο. Είχα φορέσει ένα χακί μποξεράκι-παραλλαγή ακριβώς για τούτη τη συνάντηση. Δεν
είχαμε χρόνο για περιττά κόρτε. Η Ζέτα ήταν γεννημένη για γαμήσι. Κοντούλα και αδύνατη,
ήταν ένα κανονικό δυναμό στο κρεβάτι. Έκανε τα πάντα και μόλις τελειώναμε, ανάβαμε
τσιγάρο, κοιτιόμασταν και γελάγαμε. Καταλαβαινόμασταν. Είχε μια πολύ ψύχραιμη και
χρηστική αντίληψη για τα γαμήσια και τις σχέσεις, που ταίριαζε με την δική μου.

Έγινε, κατά ένα αθώα διεστραμμένο τρόπο, η φανταροσχέση μου. Ανταλλάσσαμε μηνύματα
καθημερινά, μιλούσαμε όταν ήμουν εξοδούχος και περνούσαμε τις άδειές μου μαζί. Τριγυρίζαμε
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 98

σε μπαρ και ταβερνάκια και μου γνώριζε διάφορους φοβερούς τύπους από το οικοσύστημά της.
Τον χρόνο που πέρασα με τη Ζέτα, δοκίμασα μερικά από τα πιο ευφάνταστα ναρκωτικά της
πιάτσας και γνώρισα ασύλληπτες μορφές της νύχτας, όπως τον Βραδύποδα και τον Ντουπ. Όλα
αυτά σε ένα κλίμα όμορφης και αγνής συνενοχής. Σαν να είχαμε ένα μεγάλο καλαμπούρι σε
βάρος κάθε σοβαροφανή βλάκα εκεί έξω.

Δεν χρειαζόταν ούτε να προσδιορίσουμε, ούτε να οριοθετήσουμε αυτό που είχαμε μεταξύ μας.
Όσο πλησίαζε η ημερομηνία της απόλυσής μου, μας έπιανε μια τρυφερή μελαγχολία. Ξέραμε
πως και οι δικοί μας δρόμοι, σύντομα θα χώριζαν. Στην τελευταία μου άδεια, τη μεγάλη,
θυμάμαι πήγαμε βόλτα στο Ζάππειο. Θα έμπαινε στο χειρουργείο σύντομα, δεν μου είπε για
ποιο λόγο και δε ρώτησα. Τραβήξαμε φωτογραφίες. Σαν χαζοερωτευμένο ζευγαράκι. Νομίζω
μαζί μου, η Ζέτα έπαιρνε μια γεύση από την απλή ζωή. Μια σχέση τσαχπίνικη και ανεπιτήδευτη.
Χωρίς νταραβέρια, πληρωμές ή σπασμένα γόνατα. Εγώ γευόμουν τον κίνδυνο στα χείλη της.
Ανταλλάσσαμε καρτ ποστάλ από τις αντίθετές μας όχθες και χαιρόμασταν.

Την επισκέφτηκα και στο νοσοκομείο αργότερα. Κάναμε βόλτα, εμείς και ο καθετήρας της.
Περισσότερο αίμα εκεί απ’ όσο έπρεπε. Χαμογέλαγε παλικαρίσια και μου έλεγε ότι είχε τα
διαόλια της που δεν την αφήναν να καπνίσει.

Τη γλίτωσε, παντρεύτηκε, έκανε παιδί. Χαμογελάει και παίρνει φωτιά το δωμάτιο. Ακόμη.
Εγγενής συνάφεια και μαρμελάδα βατόμουρο. Έχει ακόμη τα νεκροτάμπελά μου από το στρατό.

ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΜΟΥ ΚΟΥΛΤΟΥΡΟΦΟΒΙΑ

Το στρατιωτικό μου είχε σχεδόν τελειώσει και μαζί του χάνονταν και οι τελευταίοι ευωδιαστοί
υδρατμοί της Ζέτας. Είχα κατορθώσει με τα πολλά να πάρω και το πτυχίο μου και φλέρταρα
λίγο άνευρα με την προοπτική μεταπτυχιακών στο Άμστερνταμ. Μια ακόμη δικαιολογία για να
συνεχίσω την φιέστα δίχως τέλος. Καμία ακαδημαϊκή ή επαγγελματική φιλοδοξία δεν είχα
αποκτήσει όλα αυτά τα χρόνια. Μου αρκούσε να κυνηγώ το φάντασμα της Νεφέλης, σε ολοένα
και πιο ‘χαλασμένες’ αγκαλιές.

Η Μπρίντα ήταν Ελληνογερμανίδα της διασποράς. Είχε καταλήξει στην Αθήνα, αφού απέτυχε
να κάνει καριέρα ως διατροφολόγος στη Φρανκφούρτη. Έκανε παρέα με την Δηιάνειρα, με την
οποία ο αδερφός μου διατηρούσε μια θυελλώδη ερωτική σχέση εκείνο τον καιρό.

Η Μπρίντα ήταν δυνατό κομμάτι. Μέτριο μπόι, σφιχτό, λεπτό και ηδονικό σκαρί, λάγνο
πρόσωπο με σχιστά μάτια και δυο όμορφα, ολοστρόγγυλα βυζιά. Δεν μιλούσε καλά τα Ελληνικά
και δεν έλεγε πολλά, μα έδειχνε να απολαμβάνει τις χαχόλικες συζητήσεις που κάναμε οι
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 99

υπόλοιποι τρεις. Είχαμε ένα μπουκάλι τεκίλα στο τραπέζι μας και τα πρώτα ρούχα άρχισαν να
βγαίνουν στα πέμπτα σφηνάκια. Είχαμε πλέον αποκτήσει αρκετή εμπειρία με τον αδερφό μου,
προκειμένου να αντιλαμβανόμαστε διαισθητικά σχεδόν, τα βάιμπς μιας επικείμενης παρτούζας.

Αν και η Δηιάνειρα ήταν δεκτική στις περιποιήσεις μας, η Μπρίντα έδειχνε μάλλον σοκαρισμένη
από το εν εξελίξει σκηνικό. Την φίλησα στο λαιμό, δάγκωσα το λοβό του αυτιού της και της
ψιθύρισα πως όλα ήταν εντάξει. Με φίλησε. Βαθιά και με λαχτάρα. Συνεχίσαμε να
χαμουρευόμαστε, αλλά έκοβε κάθε απόπειρα να ενωθούμε με τον αδερφό μου και τη Δηιάνειρα.
Το διασκέδαζα, αλλά κάπου είχα αρχίσει να ξενερώνω.

Η Δηιάνειρα είχε ξεκινήσει ένα βαθύ, υγρό τσιμπούκι στον αδερφό μου δίπλα και ζήτησα από
την Μπρίντα να τον πάρει στον στόμα.

‘Όχι, όχι δεν μπορώ, έχω αγόρι!’ μου είπε

Γέλασα μέσα μου.

‘Ναι ρε μανάρι μου, αλλά κάτι πρέπει να κάνουμε εδώ, κοίτα πόσο με έχεις καυλώσει!’ της είπα,
επιστρατεύοντας την καλύτερη μάρκα ψεύτικης ειλικρίνειάς μου. Έβαλα το χέρι της στον
πούτσο μου, ο οποίος είχε πράγματι καυλώσει αρκετά.

‘Θέλεις να μου γαμήσεις τα βυζιά;’

Αυτά τα Ελληνικά τα ήξερε η αγάπη μου.

‘Προτιμάω το μουνάκι σου καλύτερα.’

‘Όχι, αυτό θα είναι κέρατο, δε γίνεται. Βυζιά θέλω να δώσω.’

Το σκέφτηκα λίγο. Δεν μου έκανε καρδιά να χαλάσω την παρέα. Είχα ξενερώσει αρκετά, αλλά
μπορούσα να λειτουργήσω.

Ξάπλωσα τη Μπρίντα στον οντά μας και ελευθέρωσα τα όμορφα βυζιά της. Δεν ήταν πολύ
μεγάλα, αλλά ήσαν ιδανικά για το σωματότυπο της. Έλαβα θέση από πάνω της και της ζήτησα
να τα πιέσει μεταξύ τους. Γάμαγα τα βυζιά της χαϊδεύοντας ταυτόχρονα το υγρό της μουνάκι.
Ήλπιζα να πάρει μπροστά, αλλά μάταια.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 100

Βρήκα ρυθμό και κρατήθηκα ώστε να τελειώσω μαζί με τον αδερφό μου και τη Δηιάνειρα.
Φιλοδώρησα τη Μπρίντα με μια γενναία ποσότητα σπέρματος στα πρόθυμα βυζιά της και την
ευχαρίστησα. Τη ρώτησα παιχνιδιάρικα αν μπορούσα να κρατήσω το σουτιέν της για ενθύμιο.
‘Ναι, αλλά θέλω να μου δώσεις κάτι δικό σου.’

Είχα ένα καουμπόικο καπέλο που μου είχαν χαρίσει σε κάποια προηγούμενα γενέθλια ο
Δημήτρης και ο αδερφός μου. Δεν το φορούσα ποτέ, ήταν για γούστο.

‘Μμμμ...έχω ένα καπέλο που το αγαπώ πολύ’

‘Αυτό θέλω!’

‘Για τις βυζάρες σου μανάρι μου, ό,τι θες!’

Ισπανικό από Ελληνογερμανίδα και ένα σουτιέν για το σεντούκι με τα θαύματα. Κόστος; Ένα
καπέλο γενεθλίων. Δεν το λες και άσχημα.

ΤΟ ΛΥΧΝΑΡΙ ΤΗΣ ΛΙΤΣΑΣ

Ίσως διαισθανόμενοι την επικείμενη εισβολή κάθε λογής χαχόλου στον όμορφο και ως τότε
σχεδόν ιδιωτικό τηλεγαμησόκοσμό μας, είχαμε υπερεντατικοποιήσει τις πεσιματικές μας. Το
MySpace βρισκόταν στην τελευταία του διετία και το Facebook ανέτειλε. Πολύ σύντομα, τα
διαδικτυακά πεσίματα θα έχαναν για πάντα την καλτ και underground ομορφιά τους και θα
θεωρούνταν αποδεκτή κοινωνική συμπεριφορά.

Η Λίτσα ήταν αρχετυπικό ροκ πουτσομεζεδάκι. Κοντούλα, αδύνατη, περιποιημένο κόκκινο


μακρύ μαλλί και το κυριότερο, μια φλογερή δίψα να αποδείξει το σεξουαλικό της δυναμικό. Ό,τι
έπρεπε λοιπόν για δυο ετοιμοπόλεμα αρπακτικά σαν και του λόγου μας. Αν και πλέον μου
φαίνεται αδιανόητο το θράσος μας, την προσκαλέσαμε στο Κυψελόσπιτο, να ‘πιούμε μπύρες και
να τα πούμε’. Δέχτηκε. Ούτε τα προσχήματα δεν τηρούσαμε πλέον.

Στις δεύτερες μπύρες θαρρώ η Λίτσα είχε βγάλει το σουτιέν της και μας έδειχνε με περηφάνια
πως μπορούσε να χωρέσει και τους δυο χοντρούς πούτσους μας στο στόμα της. Μας έκανε πολύ
καλή εντύπωση η προθυμία της να μας ικανοποιήσει. Την πήραμε για περίπου τρεις ώρες την
πρώτη φορά. Δουλέψαμε το στόμα και το μουνάκι της και παρά το γεγονός ότι δεν είχε βυζιά, η
ενέργεια που έβγαζε στο κρεβάτι, μας σκλάβωνε.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 101

Στην καρδιά μας τη βάλαμε τη Λίτσα. Ήταν σαν ένας μικρός σέξι καλικάντζαρος, που
μπορούσες να κάνεις ό,τι ήθελες. Tην πορνό-υιοθετήσαμε. Βγαίναμε και οι τρεις μαζί σε όλα τα
ροκ μαγαζιά της πόλης και απολαμβάναμε το φθόνο στα μάτια των ‘Ιπποτών’, όταν μας έβλεπαν
να επιδεικνύουμε την ακόλαστη αήθειά μας, με αριστοκρατική σχεδόν νωχέλεια.

Κάποιες βραδιές, απολαμβάναμε τις περιποιήσεις της Λίτσας και σόλο. Ο αδερφός μου, με
ιδιαίτερη αδυναμία στις κλασσικές αρχαιότητες, είχε ενθουσιαστεί όταν έμαθε πως η Λίτσα είχε
μια άκρη η οποία μπορούσε να τον προμηθεύσει με κομμάτια από ανασκαφές. Δεν έχασε
ευκαιρία. Θυμάμαι ακόμη τη χαρά του όταν η Λίτσα του έφερε ένα λυχνάρι από το δεν-ξέρωκαι-
γω-πόσο-προ-Χριστού. Πλήρωνε γενναία το κάθε κομμάτι και στη συνέχεια απολάμβανε το
σφριγηλό κορμάκι της.

Εγώ πάλι δεν σκοτιζόμουν τόσο για τον πολιτισμό. Μου αρκούσε να μαθαίνω στη Λίτσα πώς να
παίρνει τον πούτσο μου όλο και πιο βαθιά στο στοματάκι της.
Τούτο το όμορφο σκηνικό κράτησε περίπου δυο μήνες. Όσο ακριβώς δηλαδή χρειάστηκε ο
Νώντας για να φέρει στην παρέα μας την Αριστέα.

‘ΕΔΩ ΞΥΠΝΑΜΕ ΑΡΓΑ, ΜΑΝΑΡΙ ΜΟΥ’

Οι αναμνήσεις μου από τους μήνες μετά το φανταρικό είναι χαμένες σε μια αιθαλομίχλη Apelia
Black Label (η επιλογή του διακριτικού πρεζάκια) και χειμαρρωδών οργασμών.
Συγκεντρώνοντας την μια απόρριψη πίσω από την άλλη σε κάθε μου συνέντευξη για δουλειά,
υποχωρούσα όλο και περισσότερο στο φυσικό μου καταφύγιο : την αποπλάνηση. Ο έξω κόσμος
μου βροντοφώναζε ‘είσαι άχρηστος, δεν κάνεις για τίποτα’ και οι κοπέλες ουρλιάζανε να τις
γαμήσω κι άλλο.

Η επιλογή, ειδικά για ένα φυγόπονο ηδονιστή σαν και του λόγου μου, ήταν προφανής.

Ο Νώντας ζούσε στην Κρήτη. Δύσκολο να βγάλεις γούστα στην επαρχία. Μάζευε λοιπόν χαρτί
κατά τη διάρκεια της σαιζόν και ερχόταν το χειμώνα να τα κάψει στην Αθήνα. Είχαμε
αναμεταξύ μας μια τέλεια συνενοχή. Κατεβαίναμε στα ροκάδικα με μαύρο πουκάμισο και
γεμάτη τσέπη. Ήταν μεγάλη υπόθεση να έχεις μπουκάλι στο τραπέζι και να μη δείχνεις κεφτές
τότε. Ερχόντουσαν τα κοριτσόπουλα από μόνα τους σχεδόν.

Η Αριστέα είχε κορμί φαρμάκι : ψηλόλιγνη και με ένα όμορφο τορνευτό κωλαράκι, που
συμπληρωνόταν άψογα από τα φινετσάτα στήθη της. Ό,τι έχανε στο πρόσωπο, το αναπλήρωνε
με την ανεξάντλητη όρεξή της για πούτσο και ποτό. Είχε κοφτερή αίσθηση του χιούμορ και
μπορούσε να συζητήσει μαζί μας τα πάντα, παρά τα χρόνια που μας χώριζαν. Την πρώτη φορά
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 102

που ήρθε σπίτι, δεν θυμάμαι καν πόσοι ήμασταν στην παρτούζα. Έγινε ένας όμορφος χαμός.
Θυμάμαι πως το κορμί της ήταν πολύ μαλακό, το δέρμα της ζυμαρένιο και για κάποιο λόγο,
φοβερά αισθησιακό. Νιώθαμε πως μπορούσαμε να την κάνουμε ό,τι θέλαμε στο κρεβάτι. Το
απολάμβανε και το έδειχνε. Κοιμόταν πότε στο δικό μου κρεβάτι μαζί μου και πότε στου
αδερφού μου. Καμιά φορά και όλοι μαζί.

Τα απομεσήμερα (γιατί το πρωϊνό το είχαμε ξεχάσει, τότε πηγαίναμε για ύπνο) κυλούσαν σε
γλυκιά ραστώνη. Πίναμε ice coffee, λέγαμε ιστορίες, τριγυρνούσαμε στην πόλη. Μόνη μας
έννοια, η επόμενη μπύρα και το επόμενο γαμήσι. Η επόμενη γλυκιά έκρηξη του τίποτα, που θα
επιβεβαίωνε πως υπήρχαμε. Οι συνεντεύξεις πάντα αδιέξοδες. Οι πύλες του Αληθινού Κόσμου,
ερμητικά κλειστές. Τί σημασία έχει όμως αυτό, όταν μπορείς να χύσεις δυνατά ένα
εικοσιδιάχρονο μουνάκι και να συνεχίσεις να απολαμβάνεις το μπουγαδόκρασό σου;

ΤΡΕΛΟΒΑΣΟΥΛΑ

Είχαμε αρχίσει να χάνουμε άσχημα τη μπάλα με το Τριουμβιράτε. Οι συνεχόμενες παρτούζες, οι


απανωτές μας επιτυχίες με τα εύκαιρα και πάντα διαθέσιμα ροκ κορίτσια, μας έσπρωχναν όλο
και πιο βαθιά στο βάλτο της αυτομυθολογίας μας. Πιστεύαμε ακράδαντα πως καμιά γυναίκα δεν
μπορούσε πια να μας αντισταθεί. Είχαμε εκπαιδεύσει τα πορνοένστικτά μας με τρόπο τέτοιο,
ώστε άμεσα αναγνωρίζαμε και αποπλανούσαμε τα διαθέσιμα θηλυκά, σε μια οποιαδήποτε
κοινωνική κατάσταση. Για δουλειές πραγματικές, ούτε λόγος. Οποιαδήποτε σχετική συζήτηση
ήταν ταμπού, αδιακρισία.

Σε κάθε κοπέλα σχεδόν, αφηγούμασταν μια διαφορετική ιστορία αναφορικά με την


επαγγελματική μας κατάσταση. Το είχαμε κάνει παιχνίδι. Την μια εβδομάδα βοηθοί σε
διαφημιστικό γραφείο, την άλλη security, πάντοτε αγαπημένο το ‘μεταφραστές’. Το σημαντικό
ήταν να μην μπορούσε να τσεκαριστεί το άλλοθι μας. Έτσι κι αλλιώς, από την στιγμή που
πληρώναμε τα ποτά, λίγο ενδιαφέρον είχαν οι κοπέλες για την προέλευση του παρά μας. Νέοι
και γυαλιστεροί, πώς ήταν δυνατόν να λέμε ψέματα; Δρέπαμε τους καρπούς μιας γενιάς
γυναικών παραμυθιασμένης από τα αβάσταχτα σαχλά επεισόδια του Sex & The City. Και το
γουστάραμε πολύ.

Την βραδιά που γνώρισα την Τρελοβασούλα, ο αδερφός μου με το Χρήστο είχαν οργανώσει
δυνατή παρτούζα. Είχαν προσκαλέσει τρεις κοπέλες εκείνο το βράδυ στο Κυψελόσπιτο : Την
Μυρτώ που ο αδερφός μου είχε διαμορφώσει από παρθένα πιτσιρικά σε υποτακτική και πειθήνια
ερωμένη, την Γιώτα, η οποία έκανε παρέα την Μυρτώ και της είχε εκμυστηρευτεί την
φαντασίωσή της να συμμετέχει σε μια παρτούζα και την Κατερίνα, την οποία δεν είχαμε
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 103

χαρτογραφήσει ακόμη. Η Βασούλα ήρθε μαζί τους σαν έξτρα δωράκι, σεταρισμένο θαρρείς από
τον Συμπαντικό Σκηνοθέτη, για την απόλαυσή μου και μόνο.

O αδερφός μου την ήξερε από τη Σχολή και μου είχε πει πως είχε καλή φήμη, γνώριζε από
ποιοτικό μπουλκουμέ. Μετά τα πρώτα ποτά, ο Χρήστος με τον αδερφό μου, την Μυρτώ και τη
Γιώτα, αποσύρθηκαν στην μια κρεβατοκάμαρα και έπιασαν δουλειά. Εγώ έμεινα στο σαλόνι με
την Κατερίνα και τη Βασούλα. Σκόπευα να τις ζεστάνω λίγο και κατόπιν να προσέλθουμε και
εμείς στο παρεάκι του μέσα δωματίου. Η Κατερίνα, αν και έδειχνε τσαχπίνα και είχε έρθει
βαμμένη, φτιαγμένη και με τα λαχταριστά λουκουμόβυζά της πεταμένα έξω, κόμπλαρε αισθητά
όταν ακούστηκε η πρώτη κωλοσφαλιάρα από το μέσα δωμάτιο.

Ο Χρήστος μούγκρισε ηδονικά ‘Όλον πάρτο στο στόμα σου, καλά, δεν θέλω μισές δουλειές’

Χαμογέλασα πονηρά στη κορίτσια. Η Κατερίνα έτρεξε στη κουζίνα και πήρε τηλέφωνο τον
αγαπητικό της. Πλησίασα τη Βασούλα. Μου έκανε εντύπωση πόσο μεγάλα ήταν τα βυζιά της.
Σε συνδυασμό με το ψηλό και αδύνατο σκαρί της, την καθιστούσαν γυναίκα-καρτούν.
Κουβέντιαζα περί ανέμων και υδάτων και ακούμπησα διακριτικά το χέρι μου στο μπούτι της.
Δεν έκανε κίνηση να το διώξει. Η Κατερίνα ήταν ακόμη στην κουζίνα. Κοίταξα την Βασούλα
στα μάτια. Της χαμογέλασα. Φιληθήκαμε. Αρχίσαμε να χουφτωνόμαστε. Τα βογκητά του
κουαρτέτου στο διπλανό δωμάτιο, μας έδιναν το ελεύθερο. Την παίρνω από το χέρι και της λέω
να πάμε στα παιδιά.

Τσίναγε. Ντρεπόταν. Της λέω πως δεν είναι τίποτα, να θα τους πάρουμε μόνο λίγο μάτι από την
πόρτα. Με ακολουθεί διστακτικά στο μικρό χολ. Κοιτάζουμε μέσα από την γερμένη πόρτα. Ο
Χρήστος περιποιείται τη μουνάρα της Γιώτας στα τέσσερα και ο αδερφός μου γαμάει αργά και
βαθιά το στοματάκι της Μυρτώς. Το χέρι μου γλιστράει ασυναίσθητα στον κώλο της Βασούλας.

‘Καλά φαίνεται να περνάνε μανάρι μου’

‘Ναι, ναι...’

‘Θες να πάμε μέσα να γίνουμε περισσότεροι;’

‘Όχι ντρέπομαι, δε μπορώ, θέλω να το σκεφτώ, δεν το έχω ξανακάνει.’

Έκανα μαλακία που δεν το ζόρισα περισσότερο, καθώς ήταν έτοιμη να πέσει. Ήμουν όμως
γαμώτο, παθολογικά αγαπούλης.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 104

Πήγαμε στο δωμάτιό μου και ελευθέρωσα τα πλούσια βυζιά της από το φόρεμα. Ξεκίνησα να
περιποιούμαι τις μεγάλες, σκουρόχρωμες και καλοσχηματισμένες ρώγες της. Ο πούτσος μου
ασφυκτιούσε μέσα στο μποξεράκι. Η Βασούλα αποδείχτηκε πράγματι ιδιαίτερα ταλαντούχα στο
γαμήσι. Το πρόσωπο κοριτσιού-της-διπλανής-πόρτας της σε συνδυασμό με τα πορνογραφικά της
βυζιά, με έφτιαχναν απίστευτα. Κάναμε ένα ωραίο γαμήσι και της ζήτησα να τελειώσω στα
κανόνια πολυτελείας της. Δέχτηκε με χαρά και περηφάνια.

Το ηδονικό κουαρτέτο των παιδιών, επίσης ήρθε σύντομα στην κορύφωσή του με ουρλιαχτά που
αντήχησαν σε ολόκληρο τον Κυψελόδρομο. Μαζευτήκανε ξανά όλοι στο σαλόνι και συνεχίσαμε
να πίνουμε. Χαζογελάγαμε ζαβλακωμένοι όλοι εκτός από την Κατερίνα, που με κάποιο
πρόσχημα είχε φύγει ενόσω ήμασταν απασχολημένοι με τις φίλες της. Ήξερε πως είχε χάσει την
ευκαιρία της, όχι να γαμηθεί, αλλά να ‘φανεί’ στα μάτια των υπόλοιπων κοριτσιών.

Με την Βασούλα γίναμε ζευγαράκι για τρεις περίπου εβδομάδες. Γαμιόταν δυνατά, με μια εσάνς
απελπισίας που στην αρχή ήταν ανώμαλα θελκτική, μα σύντομα έγινε κουραστική. Έκανε ό,τι
της ζητούσα. Ζαρτιέρες, διχτυωτά καλσόν, πανηγυρικά χυσίματα στο προσωπάκι της. Δυνατό
κρεβάτι. Όταν ερχόταν όμως στη συζήτηση, επιδείκνυε μια ανησυχητικά εφηβική ψυχοσύνθεση.
Δεν διέθετε ούτε το ελάχιστο από την δήθεν κουλτουρογοητεία της Νεφέλης, που τόσο
απεγνωσμένα αναζητούσα.

Ο χωρισμός μας συνοδεύτηκε από κάποιες μικρό-υστερίες της Βασούλας. Τις ξεπέρασε και
εμένα μαζί, σχετικά εύκολα.

ΚΕΝΤΡΟ ΒΑΡΟΥΣ
Το απόλυτο ναδίρ της ‘χαμένης’ μετα-φανταρικής μου περιόδου, ήλθε με την Καίτη. Επρόκειτο
για μια γυναίκα τόσο χοντρή, που απόρησα και αηδίασα και εγώ ο ίδιος με τον εαυτό μου. Σαν
να με τέσταρα, απέναντι στα απώτατα όρια των αντοχών μου. To τραύμα της συνεύρεσής μας,
ήταν τέτοιο που με ώθησε να καταβάλλω σοβαρή προσπάθεια να γίνω ξανά άνθρωπος, να
εντοπίσω κάποια κοπέλα με την οποία θα μπορούσα να χτίσω κάτι ουσιώδες. H γνωριμία είχε
γίνει φυσικά μέσω MySpace. Μου την έπεφτε όπως δεν μου την έχει ξαναπέσει γυναίκα στο
ίντερνετ. Ότι με ήθελε, πόσο ωραία θα περνάγαμε, τι κούκλος που ήμουνα, φουλ ψηστήρι. Όπως
τα λιγούρια στην τελευταία άχαρη αδυνατούλα δηλαδή. Μεγάλη μαστούρα ο εγωισμός. Δεν πάει
να στον χαϊδεύει τέρας, πάλι χαίρεσαι.

H όψη και τα πολλά παραπανίσια κιλά της σε συνδυασμό με την σταθερή μου δίαιτα από
πρόθυμα ροκ λουμάκια, με είχαν κρατήσει ασφαλή. Η τυφλή σεξομανία μου όμως, οργίαζε. Και
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 105

ένα βράδυ δίχως τίποτε καλύτερο να κάνω, διέπραξα ένα μεγάλο σφάλμα. Σήκωσα το τηλέφωνο
και σχημάτισα τον αριθμό της.

Η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής είναι τόσο γλυκιά, σέξι και ναζιάρα, που μπορούσε να
προέρχεται μονάχα από τεράστια βάθη σάρκας. Από όγκο. Δυσβάσταχτο όγκο. Κιλά λίπους. Της
μιλάω όπως θ ’άρμοζε σε Σκάρλετ και πάνω. Ξεφτιλίζω κάθε έννοια των λέξεων «Ομορφιά»,
«Μανάρι», «Σέξι» και «Γατί.”.Το μόνο είδους γατιού που θα μπορούσε να ναι η Καίτη, είναι
τίγρη Βεγγάλης ενώ τη χωνεύει ο μεγαλύτερος βόας της περιοχής.

Είχα καταγράψει (ίσως το ‘εξορκίσει’ είναι πιο ταιριαστό) τη μοναδική μου συνεύρεση με την
Καίτη, σε ένα παλαιότερο διήγημα, το ‘Λούζερ’, που είχε δημοσιευτεί σε κάποιο από τα
τελευταία τεύχη του Playboy που κυκλοφόρησαν εκείνη τη χρονιά. Μπήκα στον πειρασμό να το
παραθέσω αυτούσιο, αλλά, όχι. Αν διάβασες ως εδώ, Αφοσιωμένε Αναγνώστη, αξίζεις κάτι
ξεχωριστό. Ένα remix.

Της έκλεισα ραντεβού στην πλατεία Κυψέλης, στο πάνω μέρος, εκεί που κάνουν πιάτσα τα ταξί.
Προφάσεις για έξοδο και λοιπές αηδίες φυσικά δεν υπήρχαν. Ήμασταν και οι δυο έτοιμοι για
μπίζνες. Χοντρές μπίζνες.

Στη πρώτη θωριά της Καίτης λιποψύχησα. Είχε πολύ έντονα βαμμένα κόκκινα μαλλιά. Το
κολασμένο κόκκινο. Εγώ είμαι άνθρωπος του ξανθού αλλά εκτιμάω πολύ την υπερβολή. Είχε
και μπόλικα τατού, χοντροκομμένα και κακότεχνα, απλωμένα στις αχανείς εκτάσεις του κορμιού
της. Δεν μπορούσα να το κάνω. Όχι. Δεν ήταν δυνατό. Τα πόδια μου θέλανε να κάνουν επιτόπου
μεταβολή και να τρέξουν πίσω στο σπίτι, στην κρυψώνα μου που ο δράκος τούτος δε γνώριζε
και δεν υπήρχε περίπτωση να βρει στα στενά της Κυψέλης.

Συνέχισα να περπατάω. Χαμογέλασα κιόλας.

Ήταν μιάμιση φορά περισσότερη από τη χειρότερη, πιο απαισιόδοξη εκτίμησή μου. Ελάχιστα
βαμμένη, φόραγε ένα ξεβαμμένο τζιν και ένα μπλουζάκι από τους Ολυμπιακούς. Το μπλουζάκι
έγραφε «ΑΣΚΗΣΗ» με μεγάλα γράμματα. Δαγκώθηκα να μη μου φύγει κανά τρελό χάχανο.
Πλέον ήμουν σίγουρος. Η ζωή μου ήταν κάποια σατανική, παρηκμασμένη εκδοχή του Τρούμαν
Σόου. Σε στιγμές μεγάλου πανικού, αναλαμβάνει πλήρως το ένστικτο της αυτοσυντήρησής μου.
Συμπεριφέρομαι σαν τον πιο άνετο μάγκα του σύμπαντος.

Πλησίασα την Καίτη, της έδωσα το χέρι και τη φίλησα σταυρωτά, δείχνοντας υποψία
ενθουσιασμού. Κομπλιμέντο για την εμφάνισή της δεν είχε, δεν έφτανε τόσο μακριά η
διαστροφή μου. Δεν χώραγε κομπλιμέντο στην Καίτη. Η ίδια καλά καλά δε χώραγε στον αέρα
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 106

γύρω της. Άφησα το στόμα μου στον αυτόματο να πιάσει ψιλοκουβεντούλα ενώ την οδηγούσα
προς το σπίτι.

‘Δεν είναι δυνατόν, δεν θα τη γαμήσεις, δε γίνεται, είναι υπερβολικά χοντρή.’ σκεφτόμουν
συνέχεια.

Πάσχιζα να βρω ένα πράγμα πάνω της να μ ’αρέσει, να μου αλλάξει γνώμη. Είχα φωνάξει τη
μπάντα και τώρα θα την έδιωχνα έτσι, χωρίς να παίξει; Δε γίνονται αυτά τα πράγματα.

Όχι λοιπόν. Θα έκανα τη διαφορά. Θα γλίτωνα απ ’τον εαυτό μου. Θα πίναμε το κρασί μας με
την Καίτη και δεν θα την ακουμπούσα καν. Θα επιδείκνυα αξιοζήλευτο αυτοσεβασμό και
εγκράτεια, θα της ξηγιόμουν πατρικά, δεν ξέρω τι σκατά θα έκανα, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση
να δω τι κρυβόταν κάτω από το μπλουζάκι «ΑΣΚΗΣΗ». Αναθάρρησα και ένιωσα σχεδόν
όμορφα καθώς γύριζα το κλειδί στην πόρτα. Στους εφιάλτες μου, ακούω ακόμα τα βαθιά
βογγητά της Καίτης.

Άνοιξα το πρώτο μπουκάλι κρασί και μας έβαλα δυο ποτήρια. Και που το θυμάμαι ακόμη
ανατριχιάζω. Έδειχνα η προσωποποίηση της χαράς και της κοινωνικότητας. Κάθισα δίπλα στην
Καίτη και έκανα κάποια χαριτωμένη πρόποση.

Έβαζα τα δυνατά μου να κάνω ψιλή κουβέντα ενώ έστυβα το μυαλό μου να δω πως θα τη
σκαπουλάριζα. Πήγαινε κάτω και το κρασί. Καλό ήταν. Δυνατό. Όσο περισσότερο μιλούσα,
τόσο λιγότερο άκουγε η Καίτη. Με κάρφωνε μόνο συνέχεια μ’ ένα διαπεραστικό βλέμμα που
φαινόταν να ρωτάει «Τι θα γίνει ρε μάστορα, θα μας γαμήσεις ή τσάμπα ήρθαμε;».

Ξέμενα από περιθώρια. Είχα αδειάσει ήδη το τρίτο ποτήρι και ή που θα την έδιωχνα ή θα
πηγαίναμε στα ενδότερα για να συνεχίσουμε το τσίρκο μας.

«Αυτό είναι.» σκέφτηκα. Θα σηκωθώ, θα της πω ότι τα πράγματα ήρθανε λίγο αλλιώς απ ’ότι τα
περίμενα, ότι δε νιώθω άνετα, ό,τι παπαριά μου κατέβαινε εκείνη την ώρα εν πάσει περιπτώσει,
θα την πάω σ ’ένα ταξί και τέλος. Θα ’μαι ελεύθερος.
Έσκυψα και τη φίλησα. Φίλαγε ωραία. Λαίμαργα και διακριτικά συνάμα. Το γεγονός αυτό
υπογράμμιζε περαιτέρω τη διαστροφή του πράγματος. Φασωνόμασταν έτσι κανένα πεντάλεπτο.
Δεν το πίστευα ακόμη ότι θα συνέχιζα. Μερικά πράγματα, αν δεν τα δεις, δεν πάει ο νους σου.
Στο Ναγκασάκι υπάρχουν ακόμα οι σιλουέτες των νεκρών εντυπωμένες σε τοίχους. Δεν το
φαντάζεσαι όμως. Δε γίνεται να το φανταστείς στην Κυψέλη, ενώ πίνεις καφεδάκι και συζητάς
για τον ΑΣΕΠ και ό,τι άλλη μαλακία έχεις αποφασίσει πως θα σ ’απασχολήσει για το μήνα.
Χρειάζεται να πας στο νησί και να δεις.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 107

Ζωντανή απόδειξη, το πασπαρτού της τρέλας.

Καθώς τα χέρια, τα γενναία χέρια μου άρχιζαν να χώνονται κάτω από το μπλουζάκι της
(«ΑΣΚΗΣΗ») σκεφτόμουν πως απόψε θα έφτανα ένα βήμα πιο κοντά στο χείλος του γκρεμού.
Είχε ωραία βυζιά. Σε καμία περίπτωση δεν ήταν ανάλογα του υπόλοιπου όγκου και αυτό ήταν
μια στεναχώρια, αλλά κάνανε τη δουλειά τους. Είχε μικρές ρώγες, ένα απαλό ροζ χρώμα σχεδόν
εφηβικό που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το υπόλοιπο, ανατριχιαστικά πληθωρικό
παρουσιαστικό της. Πλέον το ήξερα. Δεν μπορούσα ούτε σε μένα καλά καλά να πω ψέματα. Θα
τη γαμούσα και θα λεγα και ένα τραγούδι. Άρια κατά προτίμηση, να τιμήσω και τον όγκο της.

Την έβαλα κάτω λες και δεν έτρεχε τίποτε. Ένιωθα σαν ψαράς πάνω στη μεγαλύτερη πλατφόρμα
άντλησης πετρελαίου της Βαλτικής. Τα χέρια μου ήταν πολύ μικρά για να καλύψουν αυτό τον
όγκο. Όσο κατηφόριζαν στο κορμί της, τόσο περισσότερο τρομοκρατούμουν. Που τελείωνε η
γαμημένη η κοιλιά και που διάολο άρχιζε το μουνί της;

Μ ’αγαπάω όμως. Είμαι επαγγελματίας, ζόρικος. Κατάφερα να το βρω. Κάτω από


ανατριχιαστικές δίπλες, έλαμπε φρεσκοξυρισμένο σαν μυστήριο όστρακο, στα βάθη του
ωκεανού.

Δεν ξέρω γιατί ένιωθα την ηθική υποχρέωση να το γλείψω. Ήμουν δέσμιος ενός
ψυχαναγκασμού ικανού να μπερδέψει και τον πιο έμπειρο αναλυτή. Η Καίτη ήταν στον
παράδεισο. Βαριανάσαινε και της ξεφεύγανε μικρά επιφωνήματα ηδονής. Κατά πάσα
πιθανότητα συντελούταν κάποιο άχραντο μυστήριο στην ερωτική της ζωή ενώ η δικιά μου απλά
χτυπιόταν με ζουρλομανδύα στους μαλακούς τοίχους του κελιού της.

Έχυσε μ ’ένα ανατριχιαστικό μουγκρητό. Ήξερα ακριβώς πώς θα ένιωσε ο Ηρακλής όταν
γονάτιζε τον Ερυμάνθειο κάπρο. Σιγά σιγά άρχισα να τη φιλάω προς τα πάνω μέχρι που
ξαναβρέθηκα ασφαλής στην πλατφόρμα μου. Χαμογελώντας λάγνα, πήρε τον πούτσο μου στο
στόμα της και άρχισε να δουλεύει μεθοδικά, να με καυλώσει καλά. Ήθελα να χύσω εκείνη την
ώρα μόνο και μόνο για να γλιτώσω το μαρτύριο του γαμησιού μαζί της.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 108

Ο ψυχαναγκασμός μου όμως, ήταν πιο δυνατός. Έπρεπε να αποδείξω σε κάθε γυναίκα πως
ήμουν ο Γαμιάς του Παραμυθιού. Γιατί έτσι. Κρατήθηκα λοιπόν, τράβηξα τον πούτσο μου από
το στόμα της και έβαλα προφυλακτικό.

Καμία από τις προηγούμενες εμπειρίες μου δεν θα μπορούσε να με προετοιμάσει γι’ αυτό που
ακολούθησε. Γαμούσα το άπειρο. Ήταν φάτσα, βυζιά και κρέας. Και γω το λιγνό, πεινασμένο
σκυλί του Θεού είχα καβαλήσει όλο αυτό τον όγκο και όσο απίστευτο κι αν φαινόταν, τον
κουμαντάριζα. Με αηδίαζα ως τα τρίσβαθα της ψυχής μου. Έχυσα σχεδόν αμέσως, νιώθοντας
μια ικανοποίηση ολότελα διαφορετική από κείνη που σχετίζει ο περισσότερος κόσμος μ ’έναν
οργασμό. Είχα γλιτώσει. Είχα αποδείξει πως ήμουν ο Ατρόμητος Γαμιάς υπερήρωας που πάντα
ήθελα να γίνω. Εκείνος που κρατάει το καλύτερο δωμάτιο στο ψυχιατρείο.

«Έχυσες κιόλας;»

Δεν το πίστευα. Είχε αξιώσεις.

«Ε μανάρι μου, με καύλωσες πολύ πριν, δεν τον είχα παίξει και σήμερα....στο πρόγραμμα είναι
αυτά. Κάτσε να δεις τι σου ‘χω για μετά.»

Ήμουν πέρα από οποιαδήποτε έννοια λύτρωσης ή αξιοπρέπειας.

Θα μπορούσα να χα σταματήσει εκεί. Να πίναμε λίγο κρασί ακόμη και να την έδιωχνα με
κάποια όμορφη πρόφαση. Αλλά όχι.

Όταν ξαναγάμησα την Καίτη μισή ώρα μετά, φρόντισα να το θυμάται καλά. Δεν είναι ότι
έβγαλα τον καλύτερο μου εαυτό, αλλά όργωσα αξιοπρεπώς το τεράστιο κορμί της. Ούρλιαξα
όταν τελείωσα και ήταν όλος ο πρωτόγονος θρίαμβος του άντρα των σπηλαίων που πατάει τη
νεκρή αρκούδα στο χώμα, λουσμένος αίμα, ιδρώτα και λάσπη. Δεν τον νοιάζει που είναι
σκισμένο όλο το κορμί του και ίσως μη γυρίσει ποτέ στη γυναίκα και τα παιδιά του. Έχει σώσει
το χωριό. Έχει πιεί απ ’το αίμα του Κτήνους. Για μια στιγμή μονάχα, είναι αθάνατος.

Κάπου εκεί με εγκατέλειψαν οι δυνάμεις μου. Έστειλα μήνυμα στην Τρελοβασούλα να με πάρει
τηλέφωνο και να με προσκαλέσει σε κάποιο ανύπαρκτο πάρτι. Τελειώσαμε το μπουκάλι με την
Καίτη και τη συνόδεψα ως την πλατεία Κυψέλης να πάρει ταξί. Ένιωθα σαν κράτος την ώρα που
αποχωρούν τα τανκς του εισβολέα. Ελεύθερος. Χαρούμενος. Ελαφρύς.

Ζωντανός.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 109

Εκείνη την περίοδο, έβλεπα ακόμη την Τρελοβασούλα. Την πήρα τηλέφωνο να ‘ρθει από το
σπίτι. Δεν την άφησα να πει λέξη όταν μπήκε μέσα. Την κόλλησα στο τοίχο και πήρα το λεπτό,
τέλειο κορμί της με τα πανέμορφα βυζιά βίαια, δυνατά, γεμάτος ευγνωμοσύνη.
Όταν έχυνα, δάγκωσα το λαιμό της για να μην ουρλιάξω.

Λίγες ημέρες αργότερα, γνώρισα το θηλυκό μου είδωλο στον καθρέφτη, την μοιραία Τζένη
Τζίνι.

ΤΖΕΝΗ ΤΖΙΝΙ

Με τον βαριατρικό εφιάλτη της Καίτης, έπιασα τον γκομενικό μου ‘πάτο’. Ήταν το σημείο που
ήξερα πως αν συνέχιζα απλώς να επιπλέω ανάμεσα στους τοξικούς υδρατμούς του MySpace,
μόνο χειρότερα θα γίνονταν τα πράγματα. Επαγγελματικά εξακολουθούσα να είμαι ανύπαρκτος
και πλέον είχα αποκοπεί και από το φοιτητικό/ακαδημαϊκό ιστό ολότελα. Η Τζένη εμφανίστηκε
σαν εξωτικό νησί στον ορίζοντά ναυαγού μου. Πάντοτε στο αγαπημένο μας τηλεγαμηστήρι.

Ελάχιστα μεγαλύτερη από εμένα, καλλιεργημένη, rock and roll και με κορμί πειρασμό. Έδειχνε
υπερβολικά καλή για να είναι αληθινή. Τεμπέλιαζα στο πατρικό μου στην Λάρισα και
ανταλλάζαμε νωχελικά μηνύματα. Μου άρεσε που ήταν διαβασμένη και κατείχε από σωστή
μουσική. Μου θύμιζε την Νεφέλη, χωρίς τα χάπια και τις χαρακιές. Άσε που οι φωτογραφίες της
έδειχναν ένα μαυρισμένο κορμί κόλαση, με εξαίσια, σοκολατένια μαστάρια να κάνουν σταδιακά
κατάληψη στο καλοκαιρινό φαντασιακό μου.

Από τα μηνύματα περάσαμε στο τηλέφωνο. Τα ‘λεγε νόστιμα. Συμφωνήσαμε να βρεθούμε μόλις
θα επέστρεφα στην Αθήνα. Στο πρώτο μας ραντεβού ήρθε με ένα απίστευτο μεταξωτό φόρεμα,
ιδανικό περιτύλιγμα για το βελούδινο κορμί της. Έβγαζε χαρτζιλίκι ως φωτομοντέλο και
κοιτάζοντάς την, δεν ήταν δύσκολο να καταλάβω το πώς και το γιατί. Το κορμί της ήταν λες και
το είχε ζωγραφίσει ο Μανάρα σε μια από τις πιο εμπνευσμένες του στιγμές. Το γκομενικό της
εκτόπισμα ήταν ικανό να κλονίσει ακόμη και την τερατώδη μου αυτοπεποίθηση. Νομίζω ως
τότε, δεν είχα κυκλοφορήσει στο δρόμο γυναίκα τόσο ‘γυαλιστερή’.

Επαρχιώτισσα και η ίδια, από την Πάτρα, ήταν από χρόνια εγκατεστημένη στην Αθήνα. Είχε μια
τσαχπινιά και μια αίσθηση του χιούμορ που δεν περίμενες από γυναίκα με τον απίστευτο κώλο
της. Φρεσκοχωρισμένη από συγκατοίκηση με ‘Μεγάλο Έρωτα’. Ιδανική λεία για τα εξασκημένα
νύχια μου. Στο πρώτο μας ραντεβού ήμουν αρκετά χλιμίντζουρας, μα κατόρθωσα να
προχωρήσω σε ένα φάσωμα γλυκό σαν καλοκαιρινό ρούμι. Η υφή του κορμιού της, ήταν
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 110

βελούδο. Όπως φαντάζεσαι πως θα είναι οι γκόμενες του Τζέημς Μποντ στο σινεμά και ποτέ δεν
νιώθεις.

Τηρήσαμε Κανόνα Τριών Ραντεβού. Στο Κυψελόσπιτο ήρθαμε τύφλα, χαράματα.

‘Θα κοιμηθούμε μαζί, αλλά δεν θα γαμηθούμε’ μου είπε σοβαρά. ‘Θέλω να το θυμάμαι’.

Ήμουν τόσο μεθυσμένος που δεν έφερα αντίρρηση. Ξύπνησα νωρίς το πρωί, με το απαλό,
μαυρισμένο της κορμί πιεσμένο πάνω στο δικό μου. Φορούσε ένα μαύρο στρινγκ που τόνιζε
ακόμη περισσότερο τον υπερκόσμια τορνευτό της κώλο και ένα μπέημπυ ντολ που αποκάλυπτε
τις γενναιόδωρες βυζάρες της. Άρχισα να την φιλάω στο λαιμό. Είχα ήδη, γαϊδουρινές καύλες.
Γύρισε και βρήκε τα χείλη μου. Κατέβασα το στρινγκ της και γλίστρησα μέσα της. Υγρό μετάξι.
Τα βυζιά της ήταν μεγάλα, σφιχτά, ολοστρόγγυλα. Σε μια στιγμή απόλυτης καθαρότητας,
αντιλήφθηκα πως γαμούσα την ομορφότερη γυναίκα που είχα πάρει ως τότε. Η σκέψη και μόνο,
με γαργάλαγε εξαίσια. Η Τζένη μοσχοβόλαγε. Λες και το είχε σκάσει από το Εργαστήρι του
Θεού, πριν της εγκαταστήσουν την Αντι-Γιωργική κλειδωνιά. Περάσαμε ολόκληρη την ημέρα
στο κρεβάτι, χαμένοι σε μια χρυσαφένια έκσταση. Διακριτικό άρωμα μενεξέ από τον
Κυψελόδρομο. Νομίζω παραγγείλαμε γουρουνο-ντελίβερι για κολατσιό και μείναμε κλεισμένοι
μέσα κανένα τετραήμερο.

Η Τζένη ήταν έντονα οργασμική και απολάμβανε το γλειφομούνι μου με την ψυχή της. Έχυνε
κάθε φορά στο άπληστο στόμα και πηγούνι μου με έντονους σπασμούς, ουρλιάζοντας, ξανά και
ξανά ‘Χύνωωω...’ Με τρέλαινε. Όχι μόνο είχα τέτοια γυναικάρα στο κρεβάτι, αλλά
αποδεικνυόμουν αντάξιός της. Επιβεβαίωνε πανηγυρικά αυτό που διαισθητικά ήξερα από πάντα
και πέθαινα να δείξω σε μια γυναίκα σαν εκείνη. Χυσίματα, ντηλίβερι και ποταμοί αλκοόλ. Στο
ενδιάμεσο, ιστορίες. Η φόρμουλα της Νεφέλης, είχε βρει εδώ θαρρούσα την φυσική της
συνέχεια. Η ιδιαίτερη μαστοριά της Τζένης στην πίπα, αυτόν τον νευραλγικό παράγοντα
δεσίματος με την πορνική μου καρδιά, έδειχνε να επισφραγίζει την ομορφιά της φάσης.

Περάσαμε το καλοκαίρι μαζί, σε ένα όμορφο γαμησοκουλτουροσυννεφάκι. Η Τζένη ήταν η


αρχετυπική γυναίκα-φαντασίωση, το τέλειο πινάπ. Ακόμη και όταν ξέφτισε η αρχική
γκλαμουρογυαλάδα των ιστοριών της και άρχισε να αποκαλύπτεται μια φορτική και
δυσβάσταχτη δηθενιά, η δύναμη του κορμιού της ήταν αρκετή για να εξαφανίζει όλες μου τις
αμφιβολίες. Ακόμη και ο κώλος της, ήταν τόσο όμορφος, που ήταν από τις ελάχιστες γυναίκες
που απολάμβανα και επιδίωκα να παίρνω στα τέσσερα. Σφιχτός σαν πέτρα, μαυρισμένος, δίχως
ίχνος κυτταρίτιδας, σχήμα ‘καρδιάς’, που λέμε στο επάγγελμα.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 111

Η άσβεστη δίψα της για τον μονίμως ετοιμοπόλεμο πούτσο μου, ήταν ένα από τα μεγαλύτερα
προσόντα της. Αυτό και το γεγονός πως ήταν μια ιδιαίτερα λαμπερή παρουσία στο μπράτσο μου.
Μετά από χρόνια, είχα επιτέλους ξανά γυναίκα-κράχτη δίπλα μου. Και το χαιρόμουν σαν
πρεζάκιας που ανακάλυψε ξένη καβάτζα. Όταν άρχιζε να με κουράζει η περιαυτολογία και η
φλυαρία της, της έκλεινα το στόμα με είκοσι πόντους παλλόμενης, νευρώδους τρέλας.

Ήξερα όμως πως πέρα από τον όποιο ενθουσιασμό μου, δεν ήμουν ερωτευμένος μαζί της.
Συνέχιζα να βλέπω μουλωχτά την Μέγκυ και την Τρελοβασούλα. Είχα έξι γιγάντια ζουμερά
βυζιά στις διαταγές μου. Πασάς στα Γιάννενα. Η Τζένη έπαιζε κι εκείνη υποπτευόμουν,
εξαφανιζόταν κάτι διήμερα εδώ κι εκεί, αλλά δεν έδινα σημασία. Ήταν λογικό να διατηρεί
κάποιους παράπλευρους σπόνσορες, μιας και η δική μου άδεια τσέπη, μόλις και επαρκούσε για
τα προφυλακτικά, το κρασί και τα σουβλάκια μας.
Όταν της ζήτησα να χωρίσουμε, γιατί ‘δεν έβλεπα να πολυτραβάει η φάση μας’, εξερράγη. Μου
πάτησε ένα γερό βρίσιμο και έφυγε από το σπίτι μου. Το επόμενο βράδυ, με πήρε τηλέφωνο για
να μου ανακοινώσει πως ήταν έγκυος. Μου ήταν αδύνατον να την πάρω στα σοβαρά. Δεν είχα
χύσει ποτέ μέσα της χωρίς προφύλαξη και γνώριζα πως είχε εραστές παράλληλα με εμένα.
Προσπάθησα να της κάνω μια σοβαρή κουβέντα σχετικά με την εγκυμοσύνη, την βεβαιότητά
της και να κάνουμε ένα πλάνο. Απόφυγε κάθε συζήτηση και ανάμεσα σε υστερικά αναφιλητά με
ρωτούσε γιατί χωρίσαμε και αν είχα άλλη γυναίκα. Αν είχα την παραμικρή υπόνοια πως μου
έλεγε αλήθεια ή πως υπήρχε όντως ενδεχόμενο εγκυμοσύνης, θα αντιμετώπιζα το θέμα με πολύ
μεγαλύτερη σοβαρότητα. Όπως είχαν τα πράγματα, προσπαθούσα να την καλμάρω και να
αποσπάσω κάποιες λογικές κουβέντες. Μάταια. Την άλλη μέρα με πήρε κλαίγοντας τηλέφωνο,
για να μου πει πως είχε κάνει έκτρωση το προηγούμενο βράδυ. Είχε μάλιστα κοστίσει δυο
χιλιάδες ευρώ. Δεν ήθελε ούτε σέντ. Ήθελε να τα ξαναβρούμε. Να μάθει γιατί την κορόιδεψα
και τη χώρισα. Εκεί διαλύθηκε κάθε ανησυχία μου αναφορικά με την πιθανή μου πατρότητα.
Ήταν πραγματικά εντελώς αδύνατο να πάρω στα σοβαρά αυτή τη μυστηριώδη ‘άμωμο
σύλληψη’ και την πανάκριβη έκτρωση-εξπρές, στην οποία δεν είχα φυσικά κανένα λόγο και είχε
συμπέσει τόσο βολικά με την ανακοίνωση του χωρισμού μας.

Ήμουν πολύ ψυχρός με τη Τζένη, καθώς διαισθανόμουν πως αν επέτρεπα στην τρέλα της να
ξεχυθεί στην καθημερινότητά μου, η ζημιά θα ήταν μεγάλη και ζόρικη. Το βράδυ είχα κανονίσει
να πάω στης Μέγκυς, να φροντίσω την καψωμένη μουνάρα της. Φορούσα το πουκάμισό μου
όταν ξεκίνησε να χτυπά μανιασμένα το κουδούνι. Ήταν η Τζένη. Βαμμένη, φτιαγμένη, με μια
αγκαλιά χαρτιά.

Μπήκε στο σαλόνι μου φουριόζα.


Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 112

‘Δε με πιστεύεις ρε; Να τα χαρτιά ρε, να ο φάκελός μου όλος’

Δεν είχα ιδέα τί διάολο ‘ιατρικό ντοσιέ’ είχε πετάξει πάνω στο τραπέζι μου. Σαν
κουλουριασμένο φίδι το κοίταζα. Την είχα ικανή για τα πάντα εκείνη την στιγμή. Να έχει κλέψει
χαρτιά φίλη της, να έχει βάλει εραστή γιατρό να πλαστογραφήσει εξετάσεις, οτιδήποτε. Έκλαιγε
γοερά και με ρωτούσε διαρκώς γιατί χωρίσαμε. Την πήρα αγκαλιά να την παρηγορήσω. Ένιωσα
τον πούτσο μου να σκληραίνει και τρόμαξα. Η σεξουαλική της δύναμη, ακόμα και σε αυτή την
ώρα της τρέλας και της οδύνης, ήταν ασύλληπτη. Ξεκίνησε να με φιλάει και να κατεβάζει τα
χέρια της με τα περιποιημένα νύχια προς το φερμουάρ μου. Ήξερα πως αν την άφηνα να με
πάρει στο στόμα, μαζί με το σπέρμα θα ρουφούσε και τις όποιες αντιστάσεις μου. Απομάκρυνα
το χέρι της με βαριά καρδιά.

‘Τζένη όχι. Έχουμε χωρίσει. Δεν μπορούμε να βλεπόμαστε πλέον.’

‘Το ξέρω.’

Περισσότερα κλάματα. Την πήρα αγκαλιά. Έκανα νόημα με τα μάτια στον αδερφό μου να
ειδοποιήσει ένα γνωστό μας από τη γειτονιά, τον Βασίλη, να είναι σε ετοιμότητα. Είχα ένα
προαίσθημα και ήθελα να το εξακριβώσω. Η Τζένη έκλαψε κανένα εικοσάλεπτο ακόμη. Το πήρε
απόφαση πως δεν θα γινόταν τίποτε μεταξύ μας. Πήρε τα χαρτιά της που δεν είχα αγγίξει και
σηκώθηκε να φύγει. Ο Βασίλης είχε λάβει τις οδηγίες του από τον αδερφό μου με SMS.

‘Θα σε πάω εγώ στην πλατεία να πάρεις ταξί’ της είπα.

Με κοίταξε για μια στιγμή απορημένα.

‘Εντάξει.’

Περπατούσε σαν βαριά άρρωστη ή μελλοθάνατη. Εγώ παρέμενα σιωπηλός και την άφηνα να
στηρίζεται επάνω μου. Διακόσια μέτρα πριν την πλατεία, ανασηκώνει τους ώμους της.

‘Καλύτερα να μην έρθεις πιο πέρα’

‘Είσαι σίγουρη; Δεν φτάσαμε ακόμα στην πλατεία και δε φαίνεσαι καλά’

‘Ναι ναι, μια χαρά θα είμαι’


Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 113

‘ΟΚ. Λυπάμαι πολύ για όλο αυτό.’ Το έπαιζα εκ του ασφαλούς.

Έφυγε περπατώντας θλιμμένα. Έκανα πως γύριζα σπίτι. Μόλις βγήκα από το οπτικό της πεδίο,
έκανα μεταβολή και κρύφτηκα πίσω από ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο. Ο Βασίλης είχε ήδη
λάβει θέση στην πλατεία και την παρακολουθούσε. Έφτασα στην πλατεία μόλις εξαφανιζόταν
με το αμάξι κάποιου άγνωστου νεαρού άνδρα. Χαμογέλασα πικρόχολα.

Συνάντησα το Βασίλη στο περίπτερο. Αγοράσαμε τσιγάρα. Ποζεράδικα Λάκι Στράικ.

Όπως τα είπες. Φινετσάτη και κορδωμένη βγήκε στην πλατεία, μπήκε στο αμάξι που περίμενε
παρκαρισμένο, τον φίλησε στο στόμα και φύγανε.’

Δεν ένιωσα κάποια ικανοποίηση ιδιαίτερη για όλη αυτή την ασχήμια. Η ιστορία μου με την
Τζένη, μόλις ξεκινούσε. Η καύλα, η μανία που μοιραζόμασταν για δυνατά, δίχως αύριο
χυσίματα, έμελλαν να μας ξανασμίξουν, πολύ συντομότερα απ’ όσο μπορούσαμε να
φανταστούμε. Κι ας είχε διαπράξει μόλις ένα τόσο μεγάλο φάουλ. Για περισσότερα από δέκα
χρόνια, αποτελούσαμε την καβάτζα, το άλλοθι, την σίγουρη χυσοπρέζα ο ένας για τον άλλο.
Ένας δεσμός ιδιαίτερος, ανίερος, ψυχοφθόρος και αξεδιάλυτος. Σαρκωμένη Ζου, η Δεσποινίς
Τζένη Τζίνι μου.

ΞΕΜΠΑΡΚΟΣ

Ήμουν πια είκοσι-έξι ή είκοσι επτά χρονών. Η φοιτητική μου ιδιότητα είχε λήξει οριστικά. Οι
τελευταίες υποψίες για μεταπτυχιακό διαλύονταν και αυτές. Οι συνεντεύξεις στις οποίες πήγαινα
με μισή καρδιά, δεν οδηγούσαν πουθενά. Θα σας ειδοποιήσουμε. Δεν το κυνήγαγα πραγματικά.
Δεν με συγκινούσε στο ελάχιστο η προοπτική μιας σταθερής δουλειάς στο δημόσιο ή μια
τράπεζα, όπως ονειρεύονταν οι Φιλιππαίοι. Το μόνο που με ενδιέφερε, ήταν να συντηρώ το
οργασμικό μου σερί με όμορφες γυναίκες. Πίστευα ακόμη ακράδαντα πως θα με οδηγούσε σε
κάποιο μεγάλο φινάλε, στην ονειρεμένη μου Φραμπάλα. Σαν γνήσιος πρεζάκιας, ήμουν βέβαιος
πως το επόμενο φιξάκι, θα ήταν το καλύτερο. Τριγυρνούσα αλαφιασμένος στους δρόμους και τις
πιάτσες. Το είχα νιώσει δυο φορές. Την πρώτη με τη Γουέντι, ήμουν παιδί άμαθο. Τη δεύτερη με
τη Νεφέλη, ήμουν άτυχος. Κάπου κρυβόταν η τρίτη και τυχερή μου. Ακόμη γυάλιζα. Ακόμη
μπορούσα να μπαίνω με αέρα Τζέημς Μποντ στο Μεγάλο Καζίνο του Μουνιού, να αλλάζω τους
πόνους μου σε μάρκες. Να κατεβάζω αγέρωχος τη βότκα μαρτίνι μου και να διαλέγω τον
επόμενο στόχο. Τον τελευταίο.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 114

ΑΘΗΝΑ-ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ-ΟΛΥΜΠΟΣ

Η Μαργαρίτα ήταν αρκετά μεγαλύτερη από εμένα. Είχε ματάρες, φοβερές μαύρες κορακίσιες
μπούκλες και δυο απίστευτα βυζιά. Τσαχπίνα, ευφυής, καλλιεργημένη, δούλευε χρόνια σε ένα
μαγέρικο στη Θεσσαλονίκη. Όταν ξεκινήσαμε το διαδικτυακό μας φλέρτ, προφανώς περνούσε
κάποια προσωπική κρίση. Λίγες πληροφορίες για την ίδια, μεγάλο ενδιαφέρον για το πάντα
διαθέσιμο, αργόσχολο τεκνοπιπίνι. Θα ερχόταν σύντομα στην Αθήνα. Κλείσαμε εύκολα
ραντεβού. Την έφερε κάποιος υποψήφιος εραστής με την μηχανή. Για μένα είχε δουλέψει το
παιδί. Κρατήθηκα να μην του αφήσω πουρμπουάρ. Μου άρεσε όπως την είδα. Ψηλή και
αδύνατη, με μεγάλα, γενναιόδωρα βυζιά. Είχε όμορφο πρόσωπο και τα έλεγε πραγματικά πολύ
νόστιμα. Μαλβινικής σχολής. Πήγαμε σε ένα κοντινό ροκόμπαρο και ξεκινήσαμε την
ιεροτελεστία των ουισκιών. Λίγα λεπτά αργότερα, φιλιόμαστε παθιασμένα στον καναπέ και τα
δάχτυλα μου γλιστρούσαν στο εντυπωσιακά υγρό μουνί της.

Τα ραντεβού πλέον τα έτρεχα σαν γραμμές παραγωγής. Συγκεκριμένη μέθοδος και εγγυημένα
αποτελέσματα. Το ίδιο βράδυ, βρεθήκαμε σπίτι μου. Έμαθα πως το είχε σκάσει από τον άντρα
της, έναν κατά τα λεγόμενά της, δυσάρεστο σαράφη. Είχε στείλει κάποια ‘παιδιά’ να τη φέρουν
πίσω και την έπαιρνε δεκάδες τηλέφωνα κάθε ημέρα. Το γλίτωνα δεν το γλίτωνα το άγριο
βρωμόξυλο.

Η Μαργαρίτα σοφά κρατούσε το τηλέφωνό της κλειστό όταν βρισκόμασταν. Αφοσιώθηκε στο
γαμήσι μας. Ήταν μερακλού με τον πούτσο. Το χαρήκαμε και οι δυο. Έφυγε χαράματα για το
φιλικό σπίτι που την έκρυβε. Συνεχίσαμε να βλεπόμαστε ολόκληρη την εβδομάδα που ήταν στην
Αθήνα. Κάποια δύσκολα βράδια, κοιμόταν σε εμένα, στα απροσπέλαστα στενά της Κυψέλης.
Προσπαθούσε να βρει δικηγόρο και προστασία για να ζητήσει διαζύγιο. Δεν τα κατάφερε με την
πρώτη. Γύρισε στη Θεσσαλονίκη, μα όχι στο σαράφη. Λίγους μήνες αργότερα, απέδρασε. Έπιασε
ένα μικρό διαμέρισμα στου Γκύζη. Διατηρήσαμε τις καλές μας σχέσεις και μια στο τόσο
χαιρόμασταν ο ένας το κορμί του άλλου. Της έδωσα καταφύγιο όταν το ζητούσε και μου έδωσε
ένα ζεστό και πρόθυμο κορμί για τις δαιμονισμένες καύλες μου. Ήταν καλή τράμπα. Έμεινε μόνη
με τα χρόνια, την τρέλανε η πίκρα της. Μα τη θυμάμαι πάντα χαμογελαστή, γεμάτη βυζιά και
γλυκό λικέρ νυχτολούλουδο.

ΓΑΜΑ ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ, ΣΤΕΙΛΕ ΜΟΥ Τ’ ΑΓΚΑΘΙΑ

Είμαι πια, οριακός. Κάτι παράξενο μου συμβαίνει. Για πρώτη φορά στην πορνοκαριέρα μου, έχω
ξεκινήσει να με βρίσκω γελοίο. Ακούγοντας τις ίδιες λέξεις να πέφτουν ξανά και ξανά από τα
χείλια μου πάνω σε κάθε πρόθυμο και διαθέσιμο ντεκολτέ και βιώνοντας την επιτυχία τους,
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 115

νιώθω πιο ψεύτικος, πιο άδειος από ποτέ. Σαν ηθοποιός σε παράσταση που έχει φαλίρει από
χρόνια και όμως συνεχίζει. Ένα άτομο να είχα στην πλατεία, έπαιζα.

Τη Σοφία δεν την βρήκα, με βρήκε. Δέκα χρόνια μεγαλύτερη, κορμί-θάνατος, ταξιδεμένη.
Κοντά κόκκινα μαλλιά και τατουάζ στον καρπό, σαν την Νεφέλη. Fleur-de-lis, το έμβλημα του
Βασιλικού Οίκου των Βουρβόνων, αντί για τον ιστό της πρέζας που κοσμούσε τον καρπό της
Νεφέλης. Ευφυής, με καυστικό χιούμορ και ένοχο παρελθόν ως μέγιστο σπασικλάκι. Για
αλλαγή, με πέτυχε στην τότε-ανύπαρκτη-σχεδόν-στην-Ελλάδα, πλατφόρμα του OK Cupid.

Τα αρχαία χρόνια του ’07-’08, το OK Cupid ήταν περισσότερο μια χαβαλεδιάρικη κοινότητα, με
ευφάνταστα και ιδιαίτερα χιουμοριστικά τεστ προσωπικότητας. Χαζολογούσες και
‘συνδεόσουν’ με γυναίκες που είχαν αντίστοιχα αποτελέσματα. Καθώς Ελληνίδες δεν υπήρχαν
εκεί ούτε για δείγμα, συμπλήρωνα τα τεστ του για να περνάω την ώρα μου. Με παρέμβαση του
θείου μου, είχα ξεκινήσει μια εποχιακή δουλειά, στην αποθήκη μιας βιοτεχνίας. Δυο μήνες το
χρόνο και χαρτζιλίκι. Τίποτε φοβερό. Νομίζω η κρυφή ελπίδα των γονιών μου ήταν πως θα
‘έπαιρνα επιτέλους μπροστά’ όπως αρέσκονταν να λένε.

Σιγά μην. Τα φουσκωτά μαστάρια παρέμεναν το μοναδικό μου ενδιαφέρον στη ζωή. Η δουλειά
όμως, μου έδινε ένα φοβερό άλλοθι, τόσο για να εξαφανίζομαι, όσο και για να κάνω
ανενόχλητος τις διαδικτυακές γκομενοδουλειές μου. Έβλεπα σε ένα χαλαρό πλαίσιο την Μέγκυ,
την Αριστέα, τη Λίτσα και είχαμε και κάποιες γκεστ εμφανίσεις της Τζένης και της Πενυδύο.
Ποτέ διαθέσιμος πραγματικά για καμιά. Ίσως ούτε καν διαθέσιμος και για μένα τον ίδιο. Η
συνεχιζόμενη αποτυχία μου στα εργασιακά, με βύθιζε κάθε μέρα όλο και βαθύτερα στην
κατάθλιψη. Η Σοφία, με ένα μακιαβελικό συνδυασμό οξυδερκούς εγκεφαλικού φλέρτ και
χυδαίας σεξουαλικής πρόκλησης, αποτελούσε μια γαργαλιστική προοπτική, ένα ευχάριστο
διάλειμμα από την αδιέξοδη πραγματικότητά μου. Με διαβεβαίωνα πως το μόνο που
χρειαζόμουν, ήταν μια μεγάλη, αληθινή αγάπη. Έτοιμος πια. Έχοντας ψηθεί στις φλόγες της
Γουέντι και της Νεφέλης, θα ήξερα ακριβώς τί να κάνω.
Η Σοφία φαινόταν γυναίκα ώριμη, βυζαρού, καπάτσα, ευκατάστατη και με φαινομενικά
ατελείωτη δίψα για ανώμαλο γαμήσι. Ακουγόταν υπερβολικά καλή για να ήταν αληθινή.
Αλληλογραφούσαμε όσο ήταν στην Γκόα, σε κάποιο Άσραμ. Σύντομα θα γυρνούσε στην Αθήνα
για λίγο και συμφωνήσαμε να βρεθούμε. Ερέθιζε την φαντασία μου το γεγονός πως η Σοφία
μιλούσε και συμπεριφερόταν σαν μια αληθινή πολίτης του κόσμου. Άλλαζε χώρες με τις εποχές,
δεν συζητούσε ποτέ για χυδαία πράγματα όπως το μεροκάματο ή το βιοπορισμό. Ήταν μια
πραγματική Γαλλίδα αριστοκράτισσα άλλης εποχής. Μια υπερπολυτελής εκδοχή της Νεφέλης.
Το Άγιο Δισκοπότηρο. Γούσταρα να τα φουσκώνω τα πράγματα, από μικρός.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 116

Δεν θυμάμαι πια πολύ καλά το πρώτο μας ραντεβού. Νομίζω ήταν κοντά στα γενέθλιά μου, αν
όχι τα ξημερώματα της ίδιας της μέρας. Η Σοφία ήταν μια αποκάλυψη. Ήταν η πρώτη γυναίκα
που συναντούσα, η οποία είχε, σε απόλυτες τιμές και αξίες, κάνει περισσότερα από εμένα, σε
κάθε τομέα που με ενδιέφερε. Είχε ταξιδέψει σε περισσότερες χώρες, αλλάξει περισσότερους
εραστές από φορέματα, μιλούσε πέντε γλώσσες και ήταν ένας κόμματος από την κόλαση.
Φούσκωνα σαν το παγώνι να την κυκλοφορώ έξω. Ψηλή, αδύνατη, με μεγάλα βυζιά και πολύ
έντονο βλέμμα, περπατούσε με αέρα γυναικάρας. Ήταν.

Ένιωθα απίστευτα τυχερός. Αυτή η εξαίσια πορνο-νεραϊδα, με διδακτορικό στην τέχνη της
αποπλάνησης, είχε συγκεντρώσει όλη την προσοχή και την φροντίδα της επάνω μου. Γρήγορα
μου μίλησε για το ιδιαίτερο βίτσιο της, τον κόσμο του σαδομαζοχισμού. Δεν είχα ασχοληθεί
ποτέ με το συγκεκριμένο σπορ, πέρα από τις ‘λάιτ’ εκδοχές του. Χειροπέδες, τίποτε μπάτσες στο
κωλαράκι, προβλεπόμενα βρωμόλογα. Ορθόδοξα πράγματα. Δεν τα θεωρούσα τίποτε ιδιαίτερο.
Η Σοφία προσπάθησε από την αρχή να με βάλει στην φιλοσοφία του κόσμου της. Εγώ γελούσα.
Της έλεγα πως αυτά τα περί υποτακτικών, αφεντών και τρέχα γύρευε τί, ήταν για
μικροτσούτσουνους γλειψομποτάκηδες που δεν μπορούσαν να γαμήσουν σαν άνθρωποι. Αν
τώρα επέμενε να την τραμπουκίζω στο κρεβάτι, δεν είχα κανένα πρόβλημα. Το αντίθετο δεν
έπαιζε, καθώς από τους σύντομους πειραματισμούς μου με το ρόλο του υποτακτικού στο σεξ,
είχα διαπιστώσει πως σίγουρα δεν ήταν κάτι για εμένα.

Γρήγορα η συγκεκριμένη φάση έγινε κάτι σαν παιχνίδι, εσωτερικό αστείο μεταξύ μας. Είχε
πολλούς υποτακτικούς, οι οποίοι τη σοφάρανε, της ψώνιζαν για το σπίτι και συναγωνίζονταν
μεταξύ τους ποιος θα ήταν ο χειρότερος σκουληκιάρης για πάρτη της. Γελούσαμε με την
κατάντια τους και φλερτάραμε σε ένα απόλυτα ‘νορμάλ’ πλαίσιο αντρόγυνου. Ίσως της άρεσε
που όχι μόνο ήμουν ξένος ως προς τον ιδιαίτερο σεξουαλικό της ‘κόσμο’, αλλά τον
αντιμετώπιζα και με μια ‘χωριάτικη’ σχεδόν ειρωνεία.

Η πρώτη μας βραδιά μαζί ήταν μια ηλεκτρική έκρηξη οργασμικής αστερόσκονης. Δίμετρη και
με ελαστικότητα χορεύτριας, δεν χόρταινε τον πούτσο μου. Τον ζητούσε συνέχεια στο στόμα, το
μουνί και τον κώλο της και έχυνε με τρομερή συχνότητα και ένταση. Ένα πραγματικό
πορνοδυναμό. Ήμουν στον Παράδεισο. Απίστευτη συνομιλήτρια, πολύ περισσότερο
καλλιεργημένη από εμένα και με ορέξεις πορνοστάρ. Γυναίκα όνειρο. Στεκόταν πλάι μου σε μια
λογοτεχνική βραδιά και ζήλευαν όλοι, γαμιόμασταν και η γειτονιά ήθελε να μας σκοτώσει.

Είχα λύσει το γρίφο. Τα είχα καταφέρει. Είχα βρει το Απόλυτο Θηλυκό. Κουλτουριάρα,
μητρομανής, ώριμη και ανεξάρτητη, δίχως μπουρζουά έγνοιες για οικογένεια και παιδιά. Το
μποέμ ιδανικό, η γυναίκα μύθος. Το πρώτο μας καλοκαίρι, πήγαμε για διακοπές στο εξοχικό της
στη Σαντορίνη. Στο καράβι είχε τόσες καύλες, που μου είχε ζητήσει να παίζω το μουνί της ενώ
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 117

καθόμασταν στα αεροπορικά καθίσματα και οι συνεπιβάτες μας έδειχναν να έχουν αποκοιμηθεί.
Έχυνε με σπασμούς, δαγκώνοντας το χέρι της για να πνίξει τα ουρλιαχτά. Ένας καμπούρης,
χολερικός καμαρότος μας είχε πάρει χαμπάρι και έκανε τάχα βόλτες γύρω μας, για να παίρνει
μάτι. Η Σοφία μου είπε πως την έφτιαχνε ακόμη περισσότερο να ξέρει πως καυλώνει τον κόσμο
τριγύρω. Και όσο πιο άσχημοι και δίχως ελπίδα ήταν οι άντρες που καύλωνε, τόσο περισσότερο
φτιαχνόταν.

Το σπίτι της ήταν ένα παλιό νησιώτικο αρχοντικό, ιδιαίτερα καλόγουστο. Ρίξαμε την
απαραίτητη φασίνα και εγκατασταθήκαμε σε μια ευρύχωρη σάλα του ισογείου. Είχαμε φέρει τις
κιθάρες μας και οι δυο. Η Σοφία, πέρα από τα άλλα προτερήματά της, έπαιζε και τραγουδούσε
σαν αηδόνι. Είπαμε, έκανε τα πάντα. Οι μέρες μας στο νησί κύλησαν σαν κουπλέ από το Άσμα
Ασμάτων. Μπάνια, πεζοπορίες, ατελείωτες βόλτες με το λευκό της βανάκι σε χωματόδρομους
και περισσότερα, πιο δυνατά γαμήσια απ’ όσα είχα κάνει ποτέ ως τότε στη ζωή μου. Είχαμε
μάλιστα διαμορφώσει ένα χώρο στο πίσω μέρος του βαν, με φουσκωτά στρώματα, λιπαντικό,
καπότες και πετσέτες, προκειμένου να έχουμε χώρο για γαμήσι ανά πάσα στιγμή. Η όρεξή της
ήταν πραγματικά, εξωπραγματική.

Ζούσαμε κυριολεκτικά για την κάθε στιγμή, δίχως καμία συζήτηση για το μέλλον, δουλειά ή την
ίδια τη σχέση μας. Ήταν απόλαυση. Ένιωθα πως για πρώτα φορά στην ζωή μου, περνούσα
‘μήνα του μέλιτος’. Φουλ κομπλέ με γλυκό Σαντορινιό κρασί και ζουμερά σταφύλια.
Αισθανόμουν πως ήταν η γυναίκα μου. Την ερωτευόμουν. Οι διακοπές τελείωσαν και γυρίσαμε
στην Αθήνα. Εκεί, ράγισε το τέλειο αστρογυάλι μας.

Ενώ εγώ έβρισκα εύκολα το ρυθμό της πόλης και της Κυψελοζωής, η Σοφία έδειχνε να
ασφυκτιά. Με ρωτούσε επίμονα που θα πάμε μετά. Σε ποιο χωριό, νησί ή χώρα. Δεν την ένοιαζε.
Αρκεί να μην ήμασταν εκεί. Της φαινόταν δυσβάσταχτο να μένει στην πόλη για περισσότερο
από δέκα ημέρες τη φορά. Ήταν γεννημένη νομάδα. Στην αρχή αστειευόμουν. Πολύ γρήγορα
όμως διαπίστωσα πως είχε πέσει σε κατάθλιψη. Το σεξ κόπηκε μαχαίρι. Ξεκίνησαν οι καυγάδες
για ανύπαρκτες αφορμές και βρέθηκα να ξαναζώ το άσχημο θέατρο της Γουέντι.

Είχα σαστίσει. Αυτή η ώριμη, ταξιδεμένη καπάτσα γυναίκα κατέρρεε μπροστά μου επειδή...δεν
είχαμε σχέδια για το πού θα στήσουμε το τσαντήρι μας τις επόμενες δέκα ημέρες; Ήταν
δυνατόν; Αποπειράθηκα να της κάνω μια σοβαρή κουβέντα για το θέμα. Της είπα πως ήμουν
ερωτευμένος μαζί της, πως ήθελα να χτίσουμε μια ζωή μαζί. Να ψάξω για μια δουλειά, να
αρχίσουμε να βάζουμε ρίζες. Πανικοβλήθηκε. Έφυγε νύχτα από το σπίτι, με ελάχιστα λόγια.
Έκλεισε τα κινητά της.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 118

Για τρίτη φορά στη ζωή μου, βρέθηκα απαρηγόρητος. Κοιτούσα τις φωτογραφίες από το μήνα
του μέλιτος μας και ένιωθα την καρδιά μου να συντρίβεται. Μετά το ζωντανό τραγούδι που
είχαμε ζήσει, μου φαινόταν αδιανόητο να έχουμε τελειώσει τόσο άδοξα. Την θεραπεία την
ήξερα. Δεν την ήθελα, μα την ήξερα. Με ένα τεράστιο γαμώτο στο λαιμό, κατέβηκα ως του
Γκύζη να βρω τη Μαργαρίτα.

Ήταν Αύγουστος και έφτασα μούσκεμα στον ιδρώτα. Είχα περπατήσει για να καθαρίσω λίγο το
μυαλό μου. Με καλοδέχτηκε.

‘Καλώς τον μουσάτο τον ιδρωμένο...για έλα μέσα να σε δροσίσω.’

Πλύθηκα, μας έβαλε Apelia Black Label και πήγαμε στο κρεβάτι. Το κορμί της ήταν γλυκόπικρο
βάλσαμο για την ερωτευμένη μου ψυχή. Ήξερα πως για να διώξω τη Σοφία από μέσα μου,
έπρεπε να πάω με τόσες γυναίκες, ώστε να την ξεχάσει κάθε κύτταρό μου. Όσο δύσκολο και να
φαίνεται, είναι η μοναδική θεραπεία. Το επόμενο πρωί, ήμουν ακόμη πιο μελαγχολικός. Στην
Μαργαρίτα δεν έδειξα τίποτε, αλλά η απουσία και η σιωπή της Σοφίας, αντηχούσαν την
εξαφάνιση της Νεφέλης. Μου φαινόταν αδιανόητο να την έχω πατήσει δεύτερη φορά με τον ίδιο
τρόπο, ειδικά μετά απ’ όσα ζήσαμε στο νησί.

Παίζανε στο κεφάλι μου ασταμάτητα στιγμιότυπα από τις διακοπές μας. Το παραδεισένιο μικρό
θερινό σινεμά που βρήκαμε. Δεν είχε σημασία η χαζή Αμερικάνικη ταινία που έδειχνε. Είχαμε
κάτσει πλάι-πλάι, μυρίζαμε το αγιόκλημα και τσιμπολογάγαμε την φρεσκοφουρνισμένη πίτσα
που σέρβιρε το κατάστημα. Τα πόδια μας από τα πολλά καθημερινά χυσίματα, δεν τα νιώθαμε
καν. Η βραδιά που ανεβήκαμε στο εκκλησάκι στην κορυφή του νησιού και κατεβάσαμε το
γενικό, βυθίζοντας για λίγο την κορυφή στο σκοτάδι. Φύγαμε τρέχοντας και χαχανίζοντας σαν
σκανταλιάρικα παιδιά.

Τα βράδια μας στο εξοχικό της, σπιτικό φαγητό και κιθάρες, οι φωνές μας ενωμένες σε
τραγούδι. Και όλα είχαν τελειώσει γιατί...δεν ήθελα να ζήσουμε σαν περιοδεύοντας θίασος στο
άγνωστο; Αδυνατούσα τόσο να το καταλάβω όσο και να το χωνέψω. Πέρασα μια-δυο εβδομάδες
έτσι μουδιασμένος. Ένα βράδυ χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η Σοφία.

‘Γύρισα, είμαι καλύτερα τώρα.’


‘...’

‘Σκεφτόμουν πολύ αυτό που μου είπες και νομίζω....ξέρω, πως είμαι και εγώ ερωτευμένη μαζί
σου’
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 119

Όχι ρε πούστη μου, αρκετό δούλεμα, το τσίρκο είχε τραβήξει πολύ. Με έτρωγε όμως. Την είχα
δαγκώσει γερά μαζί της.

‘Περίεργα το δείχνεις μανάρι...’

‘Αρκετά, θέλω να μιλήσουμε. Αύριο, μπορείς;’

‘Μπορώ’

Δώσαμε ραντεβού στο Θησείο, να πάμε για φαγητό και να μιλήσουμε.

Πήγα με τον ηλεκτρικό και την είδα που με περίμενε στην αποβάθρα. Είχε βάψει το μαλλί της
πλατινέ. Ήταν μια καύλα μεγατόνων. Και ο έρωτάς μου, ο τρίτος ο καλός.

Κατέβηκα από το βαγόνι, περίμενα να διαλυθεί το βαβουριάρικο πλήθος. Πήγα προς το μέρος
της. Κοιταχτήκαμε.

Έπεσε ένα από εκείνα τα κινηματογραφικά φιλιά, που τα μετράς σε χαμένα τρένα. Θυμήθηκα
πάλι τη Γουέντι. Δεν ήξερα πού βρισκόμουν, τί χρονιά είχαμε και πώς με λέγανε. Ήξερα μόνο,
πως είχα τη Σοφία μου, αυτή τη ζεστή, καυλιάρα γυναικάρα στην αγκαλιά μου, να μου ορκίζεται
αιώνιο έρωτα. Είχε ένα μικρό διαμέρισμα στους Αμπελοκήπους. Πήγαμε με το βανάκι της στο
ΙΚΕΑ να σπιτοψωνίσουμε. Ένιωθα ευτυχισμένος. Είχα πάρει ένα από τα μολυβάκια που δίνει το
κατάστημα και το είχα βάλει πίσω από το αυτί μου. Έπαιρνα μέτρα και σημείωνα διαστάσεις.

Ονειρευόμουν τη ζωή μας με τη Σοφία. Δυο μποέμ ερωτευμένα κουνελάκια, μαζί ως το τέλος
κάθε ηλιοβασιλέματος. Εκείνο το φθινόπωρο μας βγήκε η Παναγία. Κουβαλήσαμε τα πάντα,
βάψαμε το σπίτι, το κάναμε μια σωστή φωλίτσα. Φαντασιωνόμουν ήδη τα καυτά χειμωνιάτικά
μας βράδια, όταν η Σοφία εξερράγη.

‘Πνίγομαι. Πάμε να φύγουμε.’

‘Μωρό;’

‘Δεν μπορώ, δεν αντέχω.’ Άνοιξε ένα ντουλάπι παραγεμισμένο με μπουκαλάκια από χάπια.
Γαμώτο.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 120

Κατάπιε μια χούφτα που με έκανε να γουρλώσω τα μάτια.

‘Ρε Σοφάκι, έλα ‘δω.’

‘Νγγγγγκόχι, μην μ ’αγγίζεις’ τσίριξε και χτύπησε το πόδι κάτω, σαν πεισματάρικο παιδί.

Αν και είχα ενδείξεις στο παρελθόν, αναγκαζόμουν να έρθω αντιμέτωπος με την πιθανότητα το
μωρό μου να είχε σημαντικότερο προβλήματα από αυτά που νόμιζα.

Η ίδια γυναίκα που με παρακαλούσε να τη γαμάω στο δρόμο, πάνω σε βρώμικους


σκουπιδοτενεκέδες και με παρακαλούσε να την ταπεινώνω δημόσια και ειδικά μπροστά σε
άλλους άντρες, πνιγόταν μέσα στην φωλιά που με τόσο κόπο είχαμε χρυσοστρώσει. Έπρεπε να
το είχα φανταστεί.

Ήμουν όμως, ερωτευμένος μαζί της.

‘Ωραία, πάμε, τώρα.’


‘...’

‘Να φύγουμε δε θες; Πάμε. Θα αγοράσουμε ρούχα όταν τα χρειαστούμε, δε με νοιάζει τίποτα,
θέλω να είμαι μαζί σου.’

ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ

Τους επόμενους δυο μήνες, οργώναμε την Ελλάδα με το βαν της. Κατασκηνώναμε έξω, μέναμε
σε παλιούς της γκόμενους, σε ανώμαλους, παρτουζιέρηδες, βαθύπλουτους και φυγάδες.
Ακούγεται γελοιωδώς μυθιστορηματικό, αλλά συνέβη. Ήταν. Βρεθήκαμε να χαζεύουμε βροχές
αστεριών από τον Όλυμπο και να μοιραζόμαστε τσιγαριλίκια σε μαγεμένες ακροθαλασσιές.
Θυμάμαι τη μουσική, την ατελείωτη, όμορφη μουσική να ενώνει τα μικρά κομμάτια της τρελής
φυγής μας στους χαμένους, κρυφούς δρόμους της Ελλάδας.

Η μάνα μου ανησυχούσε. Με έπαιρνε τηλέφωνο όποτε είχα σήμα. Τί έκανα; Πού βρισκόμουν; Τί
θα έκανα για δουλειά; Προσπαθούσα ακόμη να δίνω σχετικά αληθοφανείς απαντήσεις. Είχα
κάνει την τάδε αίτηση, περίμενα τις δείνα απαντήσεις. Όλα ψέματα. Γαμούσα τη Σοφία, την
ένιωθα να σπαρταρά επάνω στον πούτσο μου και ήταν όλη μου η ζωή. Κανένα κατάλυμα δεν
την χωρούσε. Από περιπέτεια σε περιπέτεια και χαμένη διαδρομή σε χαμένη διαδρομή,
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 121

καταλάβαινα πως το ζόρι που τράβαγε η Σοφία, δεν θα έσβηνε ακόμα κι αν φέρναμε πέντε
βόλτες όλα τα χιλιόμετρα της Γης.

Με τρόμο έβλεπα μια νέα ρουτίνα να αναδύεται : όσο ταξιδεύαμε, η Σοφία μεταμορφωνόταν σε
αυτό το ακτινοβόλο πανέμορφο, αλλόκοσμο ξωτικό. Ακούγαμε μουσική, απολαμβάναμε να
σχολιάζουμε κάθε τραγούδι. Την ιστορία και την μυθολογία του. Κάναμε μεγάλες συζητήσεις
για ιστορία, τέχνη, πολιτική. Ήταν υπέροχη. Μπορούσε να μιλά με τις ώρες για τα πάντα. Και
δεν χόρταινα να την ακούω. Σε αντίθεση με τους αυτάρεσκους, εφηβικούς μονολόγους της
Τζένης, κάθε φορά που άνοιγε η Σοφία το στόμα της, ένιωθα πως μάθαινα κάτι. Και το σεξ, όσο
ήμασταν στο δρόμο, ήταν ανώμαλο και απίστευτο. Η Σοφία μπορεί να έβλεπε κάποιο μαντρί ή
μισογκρεμισμένο σπίτι στην άκρη του δρόμου και με τραβούσε εκεί. Άρπαζε πεινασμένα τον
πούτσο μου στο στόμα της και δεν σταματούσε να ρουφά μέχρι να με στραγγίξει εντελώς.

Ήταν ένα συνεχόμενο, συνειδητό ψυχοσεξουαλικό όνειρο. Δεν υπήρχε μέλλον ή σχέδιο.
Κουλτούρα και σεξ, μέχρι να σβήσει κάθε ήλιος. Για την Σοφία που ήταν εισοδηματίας, ήταν ο
μοναδικός τρόπος να ζήσει, να ισορροπήσει. Εγώ ένιωθα την ντροπή να με βαραίνει όσο
περνούσε ο καιρός. Είχα αρχίσει να μεγαλώνω επικίνδυνα για να παριστάνω ‘το τεκνό’ και ‘το
πιπίνι’ για μεγαλύτερες γυναίκες. Ακόμη χειρότερα, η Σοφία πλήρωνε σχεδόν για τα πάντα. Οι
δικές μου μικρές συνεισφορές στο ταμείο μας, προέρχονταν από το χαρτζιλίκι που μου έδιναν
ακόμη οι γέροι οι γονιοί μου. Ήταν μια ντροπή ολότελα διαφορετική από εκείνη που ένιωθα
όταν κυκλοφορούσα την Πέννυ. Ίσως είμαι αφόρητα συντηρητικός, αλλά δεν μπορώ να
διανοηθώ την αντρική ταυτότητα χωρίς οικονομική ανεξαρτησία. Όχι πλούτο, αλλά
ανεξαρτησία. Από τη Σοφία έπρεπε να ζητάω χρήματα για το καθετί. Όσο ανώμαλα και άγρια
και να τη γαμούσα μετά, το γεγονός παρέμενε. Εκείνη ήταν το αφεντικό.

Κάθε φορά που πήγαινα να κάνω κουβέντα για δουλειά, με έκοβε. Μου έλεγε πως εκείνη θα μας
φρόντιζε για πάντα. Δεν ήταν ανάγκη να σκοτιστώ. Σκοτιζόμουν όμως. Πολύ.

Ένα βράδυ της είπα πως ήθελα να γυρίσω στην Αθήνα. Πως αισθανόμουν ταπεινωμένος να την
ακολουθώ παντού σαν πρόθυμος και αιώνια άφραγκος τεκνογαμιάς. Η Σοφία ήταν έξυπνη, το
συναισθανόταν και η ίδια πως δεν ήταν σωστό, πως όλη η κατάσταση ήταν ζορισμένη και εκτός
ισορροπίας.

Γυρίσαμε και πραγματικά προσπάθησε πολύ να προσαρμοστεί στην απλή, καθημερινή ρουτίνα
μας. Κάτι τέτοιο, ήταν φυσικό αδύνατο.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 122

ΕΝΑ ΔΕΝΤΡΟ ΠΟΥ ΚΑΗΚΕ

Πλησιάζανε Χριστούγεννα. Με τη Σοφία ζούσαμε στο Μαγικό Σχεσοψυχιατρείο στον Ουρανό.


Τη μια μέρα τρελά γαμήσια και αγάπες, την άλλη κλάματα, κρίσεις πανικού και η Σοφία να
φεύγει τρέχοντας μέσα στην άγρια νύχτα. Ήταν μια νοσηρή κατάσταση, βαθιά δυσλειτουργική.
Λες και είχαμε στρώσει ένα απέραντο ναρκοπέδιο ανάμεσά μας και ποτέ δεν ήξερες ποια λέξη ή
χειρονομία θα τίναζε τα πάντα στον αέρα. Αρχές Δεκέμβρη είχε φύγει πάλι για κάποιο
εργαστήρι Γιόγκα, τρέχα γύρευε που. Δεν με ένοιαζε καν. Μου έλειπε, πόναγε, αλλά ταυτόχρονα
ήξερα πως όλη αυτή η κατάσταση δεν ήταν δυνατό να έχει αίσιο τέλος.

Όπως με τη Γουέντι και τις απανωτές αποκαλύψεις των παλιών εραστών, κάθε κρίση της Σοφίας
ήταν περισσότερο καταθλιπτική παρά συντριπτική. Ένιωθα πως χτυπούσα με μανία το κεφάλι
μου σε ένα σχεσο-τοίχο, που δεν θα υποχωρούσε ποτέ.
Την βραδιά που ο Κορκονέας δολοφόνησε το Γρηγορόπουλο, πίναμε με το Χρήστο στο σπίτι
του στα Εξάρχεια. Τον είχε εγκαταλείψει πριν λίγες μέρες η Πόπη, για χάρη ενός παχύσαρκου
αλουμινά. Ο Χρήστος το είχε πάρει βαριά. Εκείνη την περίοδο βρισκόταν στην κορυφή της
Αθηναϊκής νύχτας. Είχε μοντέλα και βίζιτες να τον παρακαλάνε για ραντεβού και είχε σοφά
επιλέξει την προσγειωμένη Πόπη. Το όνειρο, όπως όλα τα όνειρα, κράτησε λίγο. Παίζαμε
ακριβές κιθάρες και πίναμε το φτηνότερο ουίσκι της κάβας. Είχαμε κλειστή τη μπαλκονόπορτα
και δεν είχαμε ιδέα τί γινόταν στο δρόμο. Κάτι φωνές ακούγαμε, αλλά ήταν Εξάρχεια,
Σαββατόβραδο. Πάντα είχε φωνές. Είπαμε καληνύχτα παραπατώντας γύρω στις δυο τα
χαράματα. Βγήκα έξω και με χτύπησε η τσίκνα στα μούτρα. Δακρυγόνα, καμένο πλαστικό,
φλόγες.

‘Ωραία, γαμώ, ξεκίνησε η Συντέλεια!’ σκέφτηκα. Μου άρεσε, το έβρισκα ταιριαστό. Η Σοφία
μου μακριά, ο Χρήστος στα τάρταρα και ο δρόμος καιγόταν. Όλα στη θέση τους. Κατηφόρισα
προς την Πατησίων σαν σε φλεγόμενο όνειρο. Διμοιρίες ΜΑΤ ούρλιαζαν διάφορα, κόσμος
έτρεχε, δεν καταλάβαινα τίποτε. Ήμουν τύφλα. Μου έλειπε η Σοφία. Την πήρα τηλέφωνο να της
πω πως κάτι χοντρό είχε γίνει μάλλον. Το είχε κλειστό. Σκέφτηκα πως θα την γαμούσε κανένας
ανώμαλος, χοντρός παππούς, εις το όνομα της Συμπαντικής Αδελφοσύνης.

Έφτασα αλώβητος στην Πατησίων. Είχαν στηθεί οδοφράγματα. Φλεγόμενοι κάδοι. Δεν έβλεπες
ούτε δυο μέτρα μπροστά από τους καπνούς. Περπατούσα κατά μήκος του δρόμου, ίσως μου
έτρεχαν και τα σάλια. Ήμουν τύφλα και ψυχορραγούσα χαλασμένο έρωτα για τη Σοφία. Στα
διακόσια μέτρα μπροστά είχαν μπλόκο κουκουλοφόροι με καδρόνια. Βγήκε μπροστά ένας και
μου έκανε νόημα να μην πλησιάσω. Άνοιξα τα χέρια μου διάπλατα, σε αγκαλιά, παράδοση. Ο
σύντροφος έκανε δυο βήματα μπροστά ακόμη και σήκωσε το καδρόνι. Τί να του εξηγούσα
τώρα.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 123

Έβαλα τα χέρια στον αυχένα, σύμβολο της στρατιωτικής παράδοσης. Ξεκίνησα να πέφτω στα
γόνατα περιμένοντας το μοιραίο χτύπημα. Ένιωσα δυνατά χέρια να με αρπάζουν από πίσω και
να με σηκώνουν.

‘Εν μεδυσμένος, αφκέτε τον’

Κυπριακά. Φοιτητές.

‘Εδώ, έλα μαζί’ με τράβηξαν σε ένα παράδρομο πίσω από την ΑΣΟΕΕ. Δεν καταλάβαινα καν τί
γινόταν. Παραδόξως, κανείς δεν μου είχε ανοίξει το κεφάλι. Ανέβηκα το λόφο της Κυψέλης
κάνοντας ζιγκ ζαγκ και οχταράκια. Πήρα δυο φορές ακόμη τηλέφωνο τη Σοφία. Πάντα κλειστό.
Έφτασα σπίτι και κατέρρευσα με τα ρούχα στο κρεβάτι.

Την άλλη μέρα διάβασα στο Διαδίκτυο τί είχε συμβεί. Είδα τις δεκάδες αναπάντητες κλήσεις
από τη μάνα μου. Η Αθήνα είχε πάρει φωτιά. Το γιασεμί του Κυψελόδρομου είχε θαφτεί κάτω
από στάχτες και δακρυγόνο. Ωραία. Η Συντέλεια πράγματι ερχόταν. Τηλεφωνηθήκαμε με το
Χρήστο. Είχε μάθει κι εκείνος τα χθεσινοβραδινά κατόπιν εορτής. Δεν μπορούσαμε να το
πιστέψουμε. Ένας μπάτσος είχε δολοφονήσει ένα πιτσιρικά δεκαπέντε χρονών. Η πόλη είχε
εξεγερθεί. Το χειρότερο; Το μόνο που μπορούσαμε να σκεφτούμε ήταν οι καψούρες μας. Στα
Εξάρχεια την πρώτη εβδομάδα, δεν μπορούσες να ανασάνεις σχεδόν καθόλου στα ψηλά
διαμερίσματα. Ο Χρήστος μου είπε πως θα προσπαθούσε να φτάσει στο σπίτι μου.

Αγόρασα μελομακάρονα και ουίσκι όσο ήταν ακόμη ανοιχτό το σούπερ-μάρκετ. Κατέβασα και
τα Χριστουγεννιάτικα από το πατάρι. Ο Χρήστος τα κατάφερε. Στολίσαμε μαζί το δέντρο,
ανασαίνοντας κάπνα και χημικά από το δρόμο. Χαμογελούσαμε μακάβρια και οι δυο. Ήταν λες
και το έξω αντανακλούσε τέλεια το μέσα. Τρώγαμε μελομακάρονα με κενό βλέμμα και
ξεπλέναμε το γλυκό σιρόπι με φτηνό ουίσκι. Τίτσερς ή Βατ. Δεν λέγαμε πολλά. Δεν χρειαζόταν.
Ο αλουμινάς και ο γέρος πρωτοστατούσαν στους εφιάλτες μας. Πλούσιοι, σταθεροί. Καλύτεροι
από εμάς. Μελομακάρονο. Σφηνάκι. Μια γαμημένη κηδεία.

Ο Χρήστος έμεινε τρία ή τέσσερα βράδια σπίτι μου. Αρκετά ώστε να ηρεμήσουν κάπως τα
πράγματα και να μπορέσει να γυρίσει σπίτι. Πρέπει να φάγαμε πέντε κουτιά μελομακάρονα και
να ήπιαμε άλλα τόσα μπουκάλια από το ουίσκι-βερνίκι παπουτσιών μας. Είχαμε ανάγκη ο ένας
την παρουσία του άλλου. Νιώθαμε λιγότερο μόνοι. H Πόπη μάθαμε αργότερα πως είχε ήδη
αρραβωνιαστεί τον αλουμινά. Η δική μου τύχη δεν ήταν τόσο καλή. H Σοφία επανεμφανίστηκε
λίγο πριν τα Χριστούγεννα.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 124

ΕΡΩΤΙΚΟΙ ΣΚΙΕΡ

Ήταν η νιοστή φορά που η Σοφία ‘τα είχε βρει με τον εαυτό της’. Σαν αληθινός πρεζάκιας, δεν
είχα άλλη επιλογή παρά να την πιστεύω ξανά και ξανά. Τώρα θα ήμασταν καλά. Αυτή η φορά
ήταν η τυχερή, η ευλογημένη, η γραφτή μας. Έπρεπε βέβαια να φύγουμε άμεσα από την Αθήνα.
Φυσικά. Είχε κλείσει μάλιστα ένα ωραίο σαλέ στα Καλάβρυτα. Εκεί θα περνούσαμε ένα
ονειρεμένο τριήμερο. Με άδειες τσέπες και κουρασμένη καρδιά, ακολούθησα. H καλή της
διάθεση εξατμίστηκε με το που μπήκαμε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Κλουβί. Τέσσερις
τοίχοι, εφιάλτης. Άρχισε να κλαίει. Δεν κατάφερα να την ηρεμήσω. Έπιασε να ουρλιάζει και να
σπάει το δωμάτιο. Έκατσα σε μια γωνία και χαμήλωσα το κεφάλι στα μπράτσα μου. Τα είχα
κάνει σκατά. Η Σοφία συνέχιζε να σπάει. Ήμουν είκοσι έξι χρονών, δίχως δουλειά, δίχως
φράγκο στην τσέπη και ήμουν ερωτευμένος με μια σχιζοφρενή μεγαλοκοπέλα. Σε λίγο που θα
ερχόταν ο μαιτρ του ξενοδοχείου να μας ρωτήσει τί συνέβη και ποιος θα πληρώσει τις ζημιές, θα
έπρεπε να τον κοιτάξω στα μάτια και να του πω κάτι ελάχιστα πιστευτό.

Το ‘Βοήθεια’ δεν προβλεπόταν.

Με τα πολλά ηρέμησα τη Σοφία και την πήγα έξω να φάμε. Σιγόκλαιγε διαρκώς και τα
σιχτιρισμένα γκαρσόνια του μαγαζιού με κοιτούσαν σαν να είχα σκοτώσει άνθρωπο. Αλήτης,
έκανα το κορίτσι να κλαίει. Τί να τους έλεγα; Είναι τρελή για δέσιμο; Εγώ θέλω να την
παντρευτώ κι αυτή θέλω μόνο να την παίρνω από κώλο κόντρα σε σκουπιδοτενεκέδες; Δεν
υπήρχε σωστή επιλογή.

Μετά από εκείνο το πρώτο κολασμένο βράδυ, έπαθα διάρροια. Θα κάνανε βουντού τα
γκαρσόνια στο φαΐ μου. Οι επόμενες δυο ημέρες μας κύλησαν μεταξύ τουαλέτας και κρεβατιού.
Ονειρεμένα πράγματα, ρομάντζο καθαρό. Γυρίσαμε στην Αθήνα, για Χριστούγεννα. Ανακωχή
για λίγες ημέρες. Κατέβηκα στη Λάρισα για Πρωτοχρονιά. Oι γνωστές ευχές από τους
απεγνωσμένους Φιλιππαίους: Καλή πρόοδο, με μια καλή κοπέλα, μια καλή δουλειά. Αχά.
Ήμουν τόσο κοντά που το ένιωθα.

Η αρχή του ’09 έφερε και τον πρώτο ‘σοβαρό’ μας χωρισμό με τη Σοφία. Δεν θυμάμαι καν για
ποιο λόγο τσακωθήκαμε. Η καθημερινότητά μας είχε γίνει αφόρητη. Μεταξύ των κρίσεων
πανικού και της υστερίας και της δικής μου απόλυτης ανασφάλειας αναφορικά με το εργασιακό
μου, τα βρίσκαμε μονάχα στο κρεβάτι. Γαμιόμασταν σαν τα τελευταία, πανέμορφα κι
απεγνωσμένα σκυλιά του Θεού. Δεν ήταν αρκετό. Με κλάματα, αγκαλιές και τεράστια
ανακούφιση, της είπα πως δε γινόταν να συνεχίσουμε, δεν ήταν ζωή αυτό το πράγμα που είχαμε.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 125

Έφυγε για κάποιο χορηγό, κάποιο χοντρό παππού με λυμένο το οικονομικό. Κάποιον καλύτερο
από εμένα.

ΝΤΟΜΠΕΡΜΑΝ/ΛΟΥΖΕΡ

Κλείστηκα σπίτι και περίμενα το θάνατο. Έπινα μισό μπουκάλι φτηνό Τίτσερς κάθε μέρα και
έγραφα σαν δαιμονισμένη μαϊμού. Ήμουν απαρηγόρητος. Το καλοκαίρι του ’08, στην άκρη της
θάλασσας, μεθυσμένος από έρωτα και γλυκό Σαντορινιό κρασί, είχα ζητήσει από τη Σοφία να με
παντρευτεί. Της είχα πλέξει ένα δαχτυλίδι από πευκοβελόνες. Είχε δεχτεί. Ήμουν στον
Παράδεισο. Εκείνη η Σοφία της Ακροθαλασσιάς μου έλειπε τόσο πολύ που πονούσε.

Προσπάθησα να γράψω για εμάς σε μια σπαρακτικά εφηβική νουβέλα που βάφτισα
‘Ντόμπερμαν’. Δεν βγήκα σχεδόν καθόλου από το σπίτι εκείνο το χειμώνα. Μόνο πονούσα.
Έγραφα και έπινα. To ‘Ντόμπερμαν’ ήταν μια ασυνάρτητη ψυχορραγία, μια εξομολόγηση δίχως
πυξίδα ή πλάνο. Ορθώς απορρίφθηκε από κάθε εκδοτικό οίκο στον οποίο το έστειλα.
Βρισκόμουν σε ελεύθερη πτώση. Ούτε δουλειά, ούτε έρωτας, ούτε τίποτα. Μόνο γλυκοί
υδρατμοί από ένα καλοκαίρι που εξαφανιζόταν στα παγωμένα δακρυγόνα του Γενάρη. Έπινα,
έγραφα, κοιμόμουν πολύ. Καμιά φορά, ονειρευόμουν.

ΧΡΥΣΑΦΕΝΙΑ

Το καλοκαίρι που η Σοφία είχε εξαφανιστεί, με είχε πάρει τηλέφωνο ο Δημήτρης.

‘Ρε, έρχεται η Σάντυ Αθήνα’

‘Τί μου το λες μωρέ βλαμμένε;’

Τη Σάντυ την είχαμε γνωρίσει πριν από επτά χρόνια περίπου, στη Νότια Γαλλία. Μια ξανθιά,
τσαχπίνα Νεοζηλανδέζα. Έκανε παρέα με την Αλίσα, μια Ιταλιδούλα με την οποία είχε μια
σύντομη περιπέτεια ο Δημήτρης, πριν χρόνια.

‘Έλα ρε, θυμάσαι τη Σάντυ; Τη φίλη της Αλίσα;’

‘Αυτό ήταν πριν εκατό χρόνια μωρέ’

‘Ε ναι, δεν ξέρω, με πήρε τηλέφωνο πως θα είναι στην Ελλάδα δυο βράδια και αν μπορώ να τη
φιλοξενήσω.’
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 126

‘Ε και γιατί δεν τη φιλοξενείς;’

‘Της είπα μωρέ μαλάκα πως θα τη φιλοξενήσω αλλά τώρα πρέπει να κατέβω Λάρισα και έλεγα
μήπως ήθελες εσύ να τη σπιτώσεις Κυψέλη’

Ήταν βράδυ, είχα ανοίξει καινούριο Απέλια. Δεν είχα να χάσω τίποτα.

‘Καλά, αλλά κοίτα, δεν θα ξεβολευτώ. Δώστης οδηγίες για να έρθει στην πλατεία και πέστης να
με πάρει από εκεί τηλέφωνο. Θα τη φέρω σπίτι, θα της δείξω το μπάνιο και θα της δώσω
κλειδιά. Δεν έχω όρεξη να κάνω τον ξεναγό.’

Ο Δημήτρης ικανοποιήθηκε. Εμένα δεν μου έκανε καμία αίσθηση. Θυμόμουν μόνο αμυδρά τη
Σάντυ και δεν είχε γράψει ποτέ στο πορνοραντάρ μου. Ίσως θα ‘ταν καλύτερα αν είχα παρέα στο
σπίτι. Θα σκεφτόμουν και τη Σοφία λιγότερο.

Με πήρε τηλέφωνο από την πλατεία. Κατέβηκα να τη φέρω σπίτι όπως ήμουν, με ένα μαύρο
φανελάκι και μια φαρδιά πανταλόνα. Πόντοι Δον Ζουάν, υπό το μηδέν.

Η Σάντυ ήταν λες και δεν είχε περάσει μέρα από πάνω της. Κοντούλα, αδύνατη, με
καστανόξανθα σπαστά μαλλιά και πρασινοκγρίζα μάτια. Κανονικομικρά βυζάκια. Γελαστή και
όμορφη, καλοσυνάτη. Το ‘βλεπες στα μάτια της. Πήρα τις βαλίτσες της και ξεκινήσαμε για το
σπίτι.

Ήταν πραγματικά ευχάριστη έκπληξη. Ούτε αμηχανία, ούτε τίποτα. Πιάσαμε την ψιλή κουβέντα
για όλους τους γνωστούς μας από τη Γαλλία. Ποιος παντρεύτηκε, ποια έκανε παιδιά, τί δουλειά
έπιασε ο ένας, σε τί ταξίδι χάθηκε ο άλλος. Τα μικρά πράγματα σε συνδέουν περισσότερο από
τα μεγάλα καμιά φορά. Σπίτι έβγαλα ένα δεύτερο ποτήρι για τη Σάντυ.

Ήταν κοντά μεσάνυχτα και απολαμβάναμε την κουβέντα μας υπερβολικά πολύ για να πάμε για
ύπνο.

‘Να σου πω...πεινάς καθόλου;’

‘Θα τσίμπαγα’

‘Ωραία, ξέρω ένα φοβερό μαγαζί. Θα δεις και Άθενς Μπάι Νάιτ, ποιος τη χάρη σου!’
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 127

Γέλασε. Είχε όμορφο γέλιο. Φώτιζε τα μάτια της ακόμη περισσότερο.

Πήραμε ταξί και πήγαμε στο Θησείο, στον παλιό Στάβλο. Αγαπημένο γκομενολημέρι. Είχε
βαθιούς καναπέδες στον πεζόδρομο, φτιάχνανε ωραίες και όσο-πρέπει-δήθεν πιατέλες με
μεζεκλίκια (φίνγκερ φούντς για τους μυημένους) και δυνατά Μάι-Τάι. Δεν είχα καμία πρόθεση
να αποπλανήσω τη Σάντυ. Ήταν όμως καλή παρέα, ήταν καλοκαίρι και το νυχτολούλουδο στον
αέρα ξεγέλαγε κάθε καημό. Το πρώτο μας φιλί ήρθε στο δεύτερο κοκτέιλ. Μιλάγαμε, γέλαγε. Τα
μάτια της σπινθηροβολούσαν καλοσύνη. Δεν είχε ίχνος από την υπερβολή ή την πόζα της
Σοφίας.

Ήταν θηλυκή, απαλή, θερμή, δοτική. Δεν προσπαθούσε να αποδείξει τίποτε. Αν και δεν
φορούσε μέικ-απ, είχε ένα έντονο περίγραμμα από eyeliner στα μάτια της. Καλοσύνη και
eyeliner. Γαμώτο.

Περάσαμε δυο βράδια με τη Σάντυ. Σχεδόν θέλω να γράψω πως κάναμε έρωτα. Δεν ήταν απλό
γαμήσι. Ήμασταν και οι δυο, απόλυτα παρόντες στην στιγμή. Δεν είχε χρειαστεί να πω κανένα
από τα χιλιοπαιγμένα μου ψέματα. Είχα την καλή τύχη να συναντήσω μια γλυκιά φάτσα από το
παρελθόν. Ήταν Αύγουστος, η πόλη σχεδόν άδεια. Η καρδιά μου ραγισμένη από τη Σοφία. Και
η Σάντυ, με ένα χάδι κι ένα φιλί, με έστησε ξανά στα πόδια μου.

ΛΙΚΕΡ ΜΑΛΤΕΖΕ

Είχα βρει τη ρουτίνα μου για τον χειμώνα του ’09 : ξεκινούσα το φτηνό κρασί κατά τις δυο το
μεσημέρι, μαζί με το φαγητό. Δεν σταματούσα μέχρι να πέσει ο ήλιος. Τότε ξεκινούσα το
ουίσκι. Έβλεπα ταινίες όλη μέρα, έψαχνα τη Σοφία κι εμένα, τις ανύπαρκτες απαντήσεις. Όταν
τα έργα ήταν καλά, έκλαιγα σαν μικρό παιδί. Ήταν λες και η καρδιά μου ήταν ανοιχτή, δίχως
άμυνα. Ήξερα μόνο πως η Σοφία ήταν τα πάντα και ήταν μακριά. Πως ο γέρος είχε κερδίσει.
Πλάνταζα.
Με τη Βαλεντίνα φλερτάραμε στο Ίντερνετ έξι-εφτά χρόνια. Πιτσιρίκα από την Πάτρα. Καλό
σκαρί, περίεργη φατσούλα. Είχε μια ροκ αφέλεια, πολύ αναζωογονητική. Τα τελευταία δυο
χρόνια την είχαν προσλάβει στη Μάλτα, σε ένα καζίνο. Κατέβαινε στην Ελλάδα μόνο για
γιορτές. Για πρώτη φορά στην επικοινωνία μας, έτυχε να είμαστε και οι δυο ελεύθεροι. Θα
ερχόταν στην Αθήνα για λίγες ημέρες. Την φιλοξενούσε κάποιο γνωστό ζευγάρι. Της πρότεινα
να βρεθούμε. Αστειευτήκαμε πως θα ήμασταν ο ένας το Βαλεντινοραντεβού του άλλου. Την
προηγούμενη της συνάντησής μας, ξεκίνησε να μου στέλνει μαι σειρά φωτογραφιών από τα
κατορθώματά της με το ζευγάρι που την φιλοξενούσε. Η Βαλεντίνα, σαν άλλη ηρωϊδα του
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 128

Μανάρα, παρά την φαινομενική αφέλειά της, ήταν απόλυτα εξοικειωμένη με τον κόσμο της
ανταλλαγής συντρόφων. Μπορούσε να συζητά τις τελευταίες νομοθετικές διατάξεις περί
τυχερών παιγνίων στην Ευρώπη και ταυτόχρονα να απολαμβάνει δυο σκληρούς πούτσους μέσα
της. Η αντίθεση αυτή, με καύλωνε και με σαγήνευε. Ήθελα να την εξερευνήσω.

Στο ραντεβού μας ήρθε φορώντας ένα μακρύ παλτό. Για δώρο μου έφερε ένα γλυκό Μαλτέζικο
λικέρ. Φιληθήκαμε στο σπίτι. Τα χείλη μας έμειναν κολλημένα και ξεκίνησα να ξεκουμπώνω το
παλτό της. Από κάτω φορούσε ένα ολόσωμο κόκκινο δικτυωτό. Τα βυζιά της σχεδόν έλαμπαν
στο ημίφως. Θυμάμαι πόσο απολαυστική ήταν η πίπα της. Φορούσε πολλά και ακριβά
δαχτυλίδια και άλλες τόσες αλυσίδες στον λαιμό. Έμπλεκε τον πούτσο μου ανάμεσά τους, τον
έφτυνε και τον εξαφάνιζε στο πρόθυμο στοματάκι της. Χάζευα το περιποιημένο της μανικιούρ
και τα μπριγιάν στους καρπούς της. Τόσο ‘ακριβό’ πακέτο, δεν είχα ποτέ πριν στο κρεβάτι μου.
Την γάμησα δυνατά, καλά και βαθιά. Το χαρήκαμε με την ψυχή μας. Μια ακόμη αγκαλιά που με
απομάκρυνε από την άβυσσο της Σοφίας. Δεν μιλήσαμε πολύ. Κατεβάσαμε το Μαλτέζικο λικέρ
της και συνεχίσαμε να γαμιόμαστε και να χύνουμε μέχρι που δε νιώθαμε τα πόδια μας. Έφυγε
αργά το βράδυ, καθώς είχε υποσχεθεί στο ζευγάρι πως θα γύριζε στο σπίτι για να τους διηγηθεί
το γαμήσι μας. Κατόπιν θα πήγαιναν όλοι μαζί στο Νιρβάνα. Απορούσα με τις αντοχές της
μικρής.

Αποχωριστήκαμε σε όμορφο κλίμα. Όπως και με τη Σάντυ, δεν είχε χρειαστεί να πω τις
συνηθισμένες μου μαλακίες. Μου άρεσε. Άρχιζα να αισθάνομαι άντρας. Όχι φιόγκος,
πεφτοχλιμίντζουρας αποτυχημένος, αλλά άντρας. Έβαλα ένα ποτό ακόμη και μου είπα ψέματα.
Καμιά Σοφία.

ΓΙΑ ΝΕΕΣ ΗΤΤΕΣ, ΓΙΑ ΝΕΕΣ ΣΥΝΤΡΙΒΕΣ

Ένιωθα πως απομακρυνόμουν όλο και περισσότερο από κάθε έννοια συμβατικής, φυσιολογικής
ζωής. Πέρα από τους διάττοντες αστέρες της Σάντυ και της Βαλεντίνας, έπνιγα την καψούρα
μου στα αβυσσαλέα ντεκολτέ της Τζένη Τζίνι και της Πενυδύο. Είχα σταματήσει να σκέφτομαι
λογικά. Ήξερα μόνο πως αν έχυνα τρεις-τέσσερις φορές την ημέρα, ζαβλακωνόμουν τόσο, που
δεν πονούσε τίποτε σχεδόν.

Η Σοφία επανεμφανίστηκε το Μάρτη. Είχε γυρίσει από την τελευταία Ευρωπαϊκή της ‘τουρνέ’,
βέβαιη πως αυτή τη φορά, ήταν έτοιμη για την υπέροχη σχέση μας. Διατηρούσα τις αμφιβολίες
μου, αλλά ήμουν υπερβολικά ερωτευμένος προκειμένου να αντισταθώ. Κάθε ένστικτό μου
φώναζε πως χόρευα στο χείλος του γκρεμού. Δεν μ ’ένοιαζε. Η Σοφία ήταν Εκείνη. Η Εκλεκτή.
Το Θεομάναρό μου. Και θα το τράβαγα ως το τέλος.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 129

Η επανένωσή μας έγινε στα πλαίσια της ‘καρναβαλικής βραδιάς’ μεγάλου φετιχιστικού κλαμπ.
Η Σοφία ήταν μια από τις προγραμματισμένες ατραξιόν της βραδιάς. Έδεσε σαν λουκάνικο έναν
Ρωσοπόντιο πιτσιρικά και του βίτσιζε τα κωλομέρια. Ανώμαλοι γέροι χάιδευαν τις παχύσαρκες
συνοδούς τους, ερεθισμένοι από το θέαμα. Την είχα πεθυμήσει την αγάπη μου.

Θαρρώ το παλέψαμε πολύ εκείνη την άνοιξη. Η Σοφία αγωνιζόταν να τιθασεύσει τις τάσεις
φυγής της, με ελάχιστη επιτυχία. Γαμιόμασταν με όλη την απόγνωση που άρμοζε στις ιδιαίτερες
περιστάσεις μας. Όταν δεν βογκάγαμε σαν τα μοσχάρια, τσακωνόμασταν. Για τα πάντα. Το
ένδοξο Κυψελόσπιτο θύμιζε περισσότερο θάλαμο ψυχιατρείου παρά ονειρεμένο μπουρδέλο
πολυτελείας. Κατά διαβολική σύμπτωση, εκείνο το τελευταίο τρίμηνο με την Σοφία, άρχισα να
χάνω τα μαλλιά μου. Στο ντους έφευγαν ολόκληρες τούφες από την φιλήδονη χαίτη μου. Ένιωθα
το σκάλπ μου να μουδιάζει στα ξαφνικά. Στην απόγνωσή μου για τον αργό θάνατο του έρωτα με
τη Σοφία, ήρθε να προστεθεί ο ναρκισσοφλώρικος πανικός. Θα καράφλιαζα. Θα ήμουν μόνος,
μπάκουρος και καραφλός. Πώς θα μπορούσα ποτέ να γαμήσω καραφλός; Ξεκίνησα να επενδύω
το χαρτζιλίκι που ακόμη μου έδιναν οι Φιλιππαίοι, σε λογιών λογιών μαντζούνια, φιδόλαδα και
μαγικά Γούλβεριν σκευάσματα. Περνούσα ώρες μπροστά στον καθρέφτη, προσπαθώντας να
διακρίνω αν φύτρωνε καμιά νέα τριχούλα στο ταλαίπωρο σκάλπ μου. Άρχισα να τρέμω τα
έντονα φώτα και τους καθρέφτες, καθώς πλέον το βλέμμα μου καρφωνόταν απευθείας στο
αεροδρόμιο που άνοιγε στο κάποτε λιονταρίσιο κεφάλι μου.

Άδεια τσέπη, άδεια κουρούπα. Γιατί δε θες να φύγουμε, να πάμε στη Γκόα. Μη μ ‘αγγίζεις,
σιχαίνομαι. Τί γίνεται γιε, καμιά δουλειά βρήκες; Οι σφαλιάρες έρχονταν από παντού.
Αισθανόμουν μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά όχι από τον ιδανικό, αλλά έστω έναν
αξιοπρεπή εαυτό μου.

Η χαριστική βολή με τη Σοφία ήρθε στα πλαίσια της Erotica. Ετήσια εμπορική έκθεση της
Ελληνικής ‘βιομηχανίας για ενηλίκους’. Στριπτητζάδικα, στούντιο πορνό, sex shops. Ένα
μεγάλο νταβαντζοπανηγύρι. Οι κοπέλες στις σκηνές άπιαστες θεές, βασίλισσες του πάγου.
Θλιβεροί, μοναχικοί πυρφόροι, βιντεοσκοπούσαν αχόρταγα κάθε πόρο του δέρματος των
κοριτσιών. Αν ένα μέρος είναι το φυσικό αντίθετο της καύλας, είναι οι πορνοεκθέσεις. Η
λαγνεία, η αποπλάνηση, η πηγαία ηδονή, γεννιούνται μέσα στο αυθόρμητο της περιπέτειας. Τις
μικρές στιγμές που γεμίζεις φως. Όταν τα πάντα κυκλοφορούν με τιμούλα στην ραφή του
στρινγκ, είναι ήδη νεκρά.

Το Σοφάκι μου έκανε σόου στον ‘κλειστό’ BDSM χώρο. Επέμενε να την γαμήσω στο dark
room, μπροστά σε όλους. Η καρδιά μου ήταν χίλια κομμάτια. Έπινα από το πρωί. Δεν μεθούσα,
μόνο βάραινα περισσότερο. Χάζευα τους γραμμωμένους κοιλιακούς και το αραιωμένο μου
μαλλί στον καθρέφτη.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 130

‘Ιδού, ο Γέρων Πλεημπόη έρχεται’. Πιο θλιβερός, πεθαίνεις. Πιο χαζοκαψούρης με τη Σοφία, σε
δένουν. Εκείνη ήταν στον έβδομο ουρανό. Τριγύριζε με την ολόσωμη PVC στολή της στην
έκθεση και έφερνε με το μαστίγιο θλιβερούς ‘σκλάβους’ στην BDSM σκηνή. Εκεί αναλάμβαναν
να τους ξαφρίσουν κανονικά οι φίλοι της, υψηλοί μύστες και θησαυροφύλακες του χώρου. Ήταν
η γυναίκα που είχα ερωτευτεί περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλη στη ζωή μου. Και ήταν ένα
πρόβλημα τυλιγμένο σε τσαλακωμένες σελίδες φτηνού πορνοπεριοδικού.

Στο dark room, με είκοσι σχεδόν παραμορφωμένους ανώμαλους τριγύρω μας, ήταν αδύνατο να
μου σηκωθεί. Η Σοφία τριβόταν επάνω μου και εγώ πάσχιζα να καταπιώ ένα λυγμό που
ανέβαινε διαρκώς στο λαιμό μου. Οι βαριές, καυτές ανάσες των χοντρών αυνανιστών, γέμιζαν
το χώρο. Έκλεβαν το τελευταίο μου οξυγόνο.

‘Θα έρθω εγώ από πάνω, θα φαίνεται σα να με γαμάς’ μου ψιθύρισε η Σοφία στο αυτί. Έπαιξα
το θέατρό μου όσο καλύτερα γινόταν. Σε κάποια φάση μας πλησίασε ένα από τα
κακοσχηματισμένα τέρατα του κοινού. Είχε τον ξεκαύλωτο πούτσο του στο χέρι του.

‘Μπορώ να μπω στο παιχνίδι σας;’

Άστραψαν τα μάτια μου.

‘Όχι.’

Η Σοφία με αερογαμούσε. Απολάμβανε να ξέρει πως δεκαπέντε ανώμαλοι τον έπαιζαν για πάρτη
της. Ένιωθα χειρότερα από σκατά. Με γαμούσα. Προσποιηθήκαμε ένα ταυτόχρονο οργασμό.
Ήθελα να ανοίξει η Γη και να με καταπιεί. Υποκλιθήκαμε στο κοινό μας και φύγαμε για το
καμάρινι, να ντυθούμε. Η Σοφία δεν αναρωτήθηκε καν γιατί δεν είχα καυλώσει. Έλαμπε από
χαρά. Ήθελα να φύγω τρέχοντας από εκεί μέσα, αλλά έμεινα. Σπίτι μας γύρισε χαράματα
κάποιος πιτσιρικάς που είχε αμάξι. Μας ρώτησε αν θέλαμε να πάμε από το σπίτι του, έλειπαν οι
γονείς του και είχαν γεμάτη κάβα. Ψηνόταν άσχημα για παρτούζα.

Αρνήθηκα ευγενικά.

Ο έρωτάς μου σφάδαζε τα τελευταία του μέσα μου, η αντρική μου αξιοπρέπεια πέθαινε στο
σταυρό. Ήθελα να παραστήσω πως είχα ακόμη κάποιο, ελάχιστο έλεγχο στη σχέση μας. Πως
ήμουν ο άντρας. Τουλάχιστον κατάφερα να διώξω τον κολλιτσίδα πιτσιρικά από κοντά μας. Την
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 131

επόμενη μέρα, η Σοφία συμπεριφερόταν σαν να μην είχε αλλάξει τίποτε. Μια μέρα γαμήσια,
δέκα μέρες κλάμα και γκρίνια. Να φύγουμε, να πάμε αλλού, μακριά. Πνιγόταν.

Χάζευα το κρανίο μου που ξεπρόβαλλε χλωμό και αρρωστιάρικο κάτω από την κάποτε
περήφανη και λιονταρίσια χαίτη μου. Ένιωθα πως ήμουν λίγες ανάσες πριν το τέλος. Ανίκανος
για εργασία, αποτυχημένος αγριμοδαμαστής. Αρχιστράτηγος του Τίποτα.

Ενέδωσα στις πιέσεις της Σοφίας ‘να φύγουμε, να φύγουμε μακριά’. Έκλεισα δυο εισιτήρια για
το Παρίσι. Ξενοδοχείο και τριήμερο πάσο για τη Ντίσνεϋλαντ. Τίναξα την μικρή μου μπάνκα
στον αέρα. Όσα ψευτοχρήματα είχα μαζέψει από τα εποχιακά μου μεροκάματα στην αποθήκη. Η
Σοφία χάρηκε για λίγο. Σύντομα σκοτείνιασε. Γύρισε στο γνώριμο διπολικό της μοτίβο.
Μανιακές εξάρσεις και βαθιές καταθλίψεις. Χάπια με τη χούφτα. Κάποια βράδια ερχόταν σπίτι
και μύριζε κολόνια παππουδίστικη. Δεν ξέρω αν μ’ ένοιαζε καν. Την ήθελα, μα ήταν σαν να
αγαπούσα ένα ζεστό βαρέλι πυρηνικά απόβλητα. Πλησίαζα και έλιωνε το πετσί από τα κόκκαλά
μου.

Ένα βράδυ, πνιγόμουν. Η Σοφία έκλαιγε σε μια πολυθρόνα. Θυμόμουν τις καλές μέρες, που
μεθοδικά είχαμε φροντίσει να γαμηθούμε σε κάθε καρέκλα και πολυθρόνα του σπιτιού.
Εγκαίνια, το είχαμε βαφτίσει. Τα ηρωικά μας γαμήσια φάνταζαν χαμένα στο πολύ μακρινό
παρελθόν εκείνο το βράδυ.

‘Ρε Σοφία...είναι ζωή αυτή; Είναι ωραία κατάσταση τώρα αυτή;’

Σιγόκλαιγε.

‘Ρε Σοφάκι, μίλα μου. Δεν πέθανε κανένας. Νέοι είμαστε, υγιείς. Έχουμε σπίτι και δυο χαρτιά
στην τσέπη.’

Έκλαιγε πιο δυνατά.

‘Κοίτα, δεν μπορώ. Σ ’αγαπάω, είσαι η ζωή μου, αλλά αυτό το πράγμα κάθε μέρα με σκοτώνει.
Δεν μπορείς ούτε δυο ώρες να κάτσεις μαζί μου χωρίς να διαλυθείς. Πώς θα πάμε ταξίδι;’

‘Στο ταξίδι είναι αλλιώς, το ξέρεις.’

‘Ναι ρε μωρό και όταν τελειώσει το ταξίδι, τότε τί;’


‘...’
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 132

‘Όταν τελειώσει το ταξίδι, πάλι ψυχιατρείο, έτσι;’

‘Δεν...’

‘Δεν το θέλω, δεν είναι ζωή αυτή. Σ ‘αγαπάω αλλά έτσι όπως είμαστε, δεν μπορώ να πάω στο
Παρίσι μαζί σου. Ούτε στο Παρίσι, ούτε πουθενά.’

Περισσότερα κλάματα. Σιγανά. Το περίμενε.

‘Και τί θα γίνει;’

‘Δε με νοιάζει. Αν θες, πήγαινε μόνη σου. Αλλά αν είναι να είμαστε ποτέ μαζί, όλες αυτές οι
μαλακίες πρέπει να τελειώσουν.’

Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε. Ήμασταν πολύ εξουθενωμένοι για να κλάψουμε άλλο. Είχαμε


περάσει ένα τρίμηνο, να τσακίζουμε μεθοδικά ο ένας τον άλλο, κάθε μέρα. Δεν ήταν πια έρωτας,
αλλά μαρτύριο. Είχε τελειώσει και το κρατάγαμε ενωμένο μονάχα με το μουλαρίσιο πείσμα μας.
Η Σοφία έφυγε για το Παρίσι. Εγώ έμεινα στην Κυψέλη με όλα τα δάκρυά μου στεγνωμένα.
Στράφηκα στην γνωστή μου θεραπεία : ξινό ουίσκι και τα πρόθυμα τσιμπουκόχειλα της Τζένης
Τζίνι. Πάντα κοντά, άγγελος θανάτου και σκιά παντοτινή μου.

ΑΕΡΗΔΕΣ

Μέσα Ιούλη-αρχές Αυγούστου. Είχαμε ξεμείνει στην Αθήνα. Ο Χρήστος, η Τζένη Τζίνι κι εγώ.
H Τζένη έριξε την ιδέα. Είχε μια φίλη που νοίκιαζε δωμάτια στην Σέριφο. Της είχε υποσχεθεί
δωρεάν διαμονή για την ίδια και τη φίλη της τη Μελίνα και ‘καλή έκπτωση’ για όποια παρέα
έφερνε. Μεταξύ μας, δεν είχαμε φράγκα ούτε για ζήτω. Η Αθήνα όμως, ήταν καμίνι. Έπρεπε να
φύγουμε, έστω και για λίγο. Στήσαμε το πλάνο στα γρήγορα. Θα πηγαίναμε οι τέσσερίς μας. Η
Τζένη με τη Μελίνα, ο Χρήστος κι εγώ. Ο Χρήστος είχε χρήματα στην άκρη από τη μουσική. Η
Μελίνα δούλευε, ήταν κυριλέ. Η Τζένη κι εγώ ήμασταν άφραγκοι. Γαμώ τα μαθηματικά.

Στο καράβι, αρχίσαμε να νιώθουμε όλοι λίγο πιο όμορφα. Ήμασταν ζωντανοί, ελεύθεροι. Το
πλοίο είχε σαλπάρει και μας πήγαινε στο ανέμελο νησί. Είχαμε επιβιώσει άλλης μιας
γκομενοσαιζόν στην Κόλαση. Και αυτό ήταν ένας φοβερός λόγος για να γιορτάσουμε. Η Τζένη
παρέμενε σταθερά απάλευτη, μα τα ζουμερά μαστάρια και οι πορνοσταρικές της επιδόσεις στο
κρεβάτι, δεν μου άφηναν περιθώρια άρνησης. Ένιωθα πως διαλυόμουν. Ο ‘Μεγάλος Έρωτας’
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 133

με τη Σοφία, είχε αποτύχει πανηγυρικά. Έχανα τα μαλλιά μου. Πλησίαζα επικίνδυνα τα τριάντα
και δεν είχα την παραμικρή ιδέα αν θα έβρισκα ποτέ δουλειά.

Αισθανόμουν αποτυχημένος και άχρηστος. Μόνο μου κεφάλαιο, ο μεγάλος και χοντρός μου
πούτσος, ο οποίος αισθανόταν βασιλιάς του κόσμου. Γιατί όχι άλλωστε. Ήταν το μοναδικό
κομμάτι μου που έτρωγε τακτικά, εκλεκτούς πορνομεζέδες που οι κοινωνικά ενταγμένοι
συνομήλικοί μου, μονάχα ονειρεύονταν. Η συνεχιζόμενη επιτυχία μου σε μια συγκεκριμένη
κατηγορία γυναικών, με νάρκωνε γλυκά και επικίνδυνα.
Η Σέριφος ήταν ένα μικρό φιάσκο. To ‘εκπτωτικό δωμάτιο’ που αναγκαστήκαμε ταπεινωμένοι
και άφραγκοι να μοιραστούμε με το Χρήστο, ήταν μια ντουλάπα πολυτελείας στο υπόγειο της
πανσιόν. Δίχως υπερβολή, μετά βίας χωρούσε το στενό ράντζο που μας πλασάρανε για κρεβάτι.
Έπρεπε αναγκαστικά να κοιμόμαστε πλάτη με πλάτη και να μην κουνάμε καθόλου το βράδυ.
Διαφορετικά, θα είχαμε κονταρομαχίες κάθε πρωί. H Μελίνα με τη Τζένη είχαν ελάχιστη
καλύτερη τύχη από εμάς. Μοιράζονταν το δωμάτιο της Πενθεσίλειας, της μεγαλοκοπέλας φίλης
τους. Η Πενθεσίλεια επέμενε να κυκλοφορεί με πλήρη γοτθική περιβολή. Στο νησί. Μέσα στην
καρδιά του καλοκαιριού. Ως και οι κοπέλες την στραβοκοιτούσαν.

Την εβδομάδα της διαμονής μας, φυσάγανε κάτι μελτέμια ζόρικα. Οι παραλίες του νησιού ήταν
σχεδόν έρημες. Σε πείσμα του αέρα, εμείς ορμάγαμε γενναία. Είχαμε έρθει για καλοκαιρινές
διακοπές γαμώτο και θα κάναμε διακοπές. Με αέρα και χαλάζι. Ο Χρήστος κουβάλαγε ακόμη το
μαχαίρι της Πόπης στην καρδιά. Άραζε σε μια γειτονική καφετέρια και διάβαζε την ιστορία του
αλουμινίου στην Ευρώπη, μισότρελος και έτοιμος να δαγκάσει. Η Τζένη με τη Μελίνα, λιάζανε
τις ζουμερές του βυζάρες στη βαριά συννεφιά.

Εγώ παρίστανα τον αδιάφορο πλάι τους, ενώ ήδη οργάνωνα το πανηγυρικό χύσιμο των
μασταριών τους στο πορνοτσακισμένο μου κεφάλι. Η σκέψη μου ήταν με τη Σοφία.
Προσπαθούσα να την σκέφτομαι όσο λιγότερο γινόταν. Κάποιες μέρες, τα κατάφερνα λίγο
καλύτερα από τις υπόλοιπες. Είχαμε νοικιάσει ένα αμαξάκι και τριγυρίζαμε στα χωριά και τις
παραλίες. Η Τζένη είχε φέρει ένα CD Bauhaus μαζί και ακούγαμε σε διαρκή επανάληψη το Bela
Lugosi’s Dead. Undead, undead, undead, νεκροζώντανος, σαν κι εμάς. Αδερφός ο Μπέλα.

Τα στριμόκωλα καταλύματά μας δεν μας άφηναν ούτε περιθώρια για γαμήσια. Μετράγαμε τα
χρήματα για να πάρουμε κανένα σουβλάκι και στην παραλία μαζεύαμε πέτρες για να μη μας
πάρει ο αέρας. Ένα όνειρο. Μια από τις τελευταίες μας βραδιές βγήκαμε για κλάμπινγκ. Πίναμε
τα σφηνάκια από τα βαθιά ντεκολτέ των κοριτσιών, κρατώντας τους λυγμούς μας δυο ανάσες
μακριά. Τα πεινασμένα καγκούρια του μαγαζιού μας κοιτούσαν με φθόνο θανάτου. Ο χρόνος
ήταν ρευστός, χαλασμένος σαν τις καρδιές μας.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 134

‘Δεν ήμαστε ήρωες μαλάκες, ήμαστε τρελοί και αποτυχημένοι. Άντρες δίχως αγάπη.’

Υγειά μας. Χάχανα και στριγγλιές μαϊμούδων από καινούρια κόλαση.

Δυο κυριλλοχλιμίντζουρες πλησίασαν τις κοπέλες και τις ρώτησαν αν ήθελαν να έρθουν στο
σκάφος τους. Τα κορίτσια μυρίστηκαν μέλι και συνεννοήθηκαν μαζί μας. Αν δεν είχαν γυρίσει
ως τις τρεις τα χαράματα, να ερχόμασταν να τις σώσουμε. Ανακουφιστήκαμε που θα τις
φορτώνονταν άλλοι για λίγο. Πήγαμε σε ένα γειτονικό μπαρ. Βάλαμε στο μάτι δυο όμορφες,
νορμάλ ξανθιές. Ο Χρήστος τους συστήθηκε ως διευθυντής ηχοληψίας του ΑΝΤ1 και εγώ σαν
δάσκαλος τένις από το Κλαμπ Εκάλη. Προφανώς δεν πίστεψαν λέξη. Γυαλίζαμε όμως αρκετά
ακόμη, προκειμένου να διασκεδάσουν μαζί μας.
Ήμασταν πια τύφλα. Σε κάποια στιγμή θυμάμαι τη Μελίνα να έρχεται στο μαγαζί. Ήθελε να
φύγουμε, είχαν ξενερώσει με τους τύπους. Τις είχαν κεράσει κακής ποιότητας Βουλγάρικη κόκα
και προσπαθούσαν απεγνωσμένα να γαμήσουν. Προφανώς δεν ήταν δικό μας πρόβλημα, αλλά
αμαρτία να αφήσουμε τα κορίτσια σόλο. Ψάχνοντας για το αμάξι, περάσαμε έξω από ένα
ταβερνάκι, κλειστό από ώρες. Είχαν θυμάμαι ένα πλαστικό ομοίωμα σεφ απ’ έξω. Δίχως
δεύτερη σκέψη, το πήραμε αγκαλιά. Θα ήταν ο φίλος μας. Ήμασταν αποφασισμένοι να φέρουμε
τον Κύριο Μάγειρο στο δωμάτιό μας.

Κάτσαμε στο πάρκινγκ κανένα σαραντάλεπτο, συζητώντας φιλοσοφία και αρχιτεκτονική με τον
Κύριο Μάγειρα. Μόνο η Μελίνα είχε δίπλωμα οδήγησης και έπρεπε να ξενερώσει αρκετά
προκειμένου να είναι σε θέση να οδηγήσει. Πώς φτάσαμε στην πανσιόν εκείνο το βράδυ, ένα
μικρό θαύμα. Βγάλαμε τα παπούτσια και νυχοπατήσαμε ως το δωμάτιο. Ο Χρήστος πήρε τη
Μελίνα μέσα. Αισθανόμουν πως γαμιόντουσαν περισσότερο από υποχρέωση στους Θεούς της
Καλοκαιρινής Καλοπέρασης παρά από κάποια αμοιβαία καύλα. Η Τζένη με πήρε στο στόμα,
βαθιά και απολαυστικά, έξω στο διάδρομο. Ο κίνδυνος πως θα μας έπιαναν στα πράσα, καύλωνε
και τους δυο μας. Έχυσα μουγκρίζοντας στο πρόθυμο λαρύγγι της και σχεδόν λιποθύμησα. Τα
πνιγμένα βογκητά από το δωμάτιο μας ενημέρωσαν πως ο Χρήστος είχε καταθέσει το σπέρμα
του στις καλοφτιαγμένες βυζάρες της Μελίνας.

Ανοίξαμε την πόρτα και χώσαμε τα κεφάλια μας μέσα :

‘Τσα! Να έρθουμε κι εμείς στην παρέα σας;’

Μας έπιασε νευρικό γέλιο. Με το ζόρι χωράγαμε τέσσερις νοματαίοι στο ντουλαποδωμάτιο
εκείνο.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 135

Αν και το κόνσεπτ της παρτούζας μας τριγύριζε, κάτι δεν κόλλαγε. Ξάπλωσα τη Τζένη στο
κρεβάτι και ξεκίνησα να γλείφω το καλοξυρισμένο της μουνάκι. Η Μελίνα με το Χρήστο μας
έπαιρναν μάτι. Δεν γινόταν δουλειά. Η Τζένη δεν το ‘χε να χύσει. Τράβαγε κι εκείνη το ζόρι της.
Φιληθήκαμε και στείλαμε τα κορίτσια στο δωμάτιό τους. Πέσαμε αποκαμωμένοι για ύπνο.

Δεν βλέπαμε την ώρα να φύγουμε από κείνη την πανσιόν-Καθαρτήρι. Να γυρίσουμε στις
κρυψώνες μας στην Αθήνα. Να ντρεπόμαστε για την ύπαρξή μας, στην αξιοπρέπεια της
μοναξιάς. Υδρατμοί μονάχα απόμεναν από τις ψυχές μας.

ΙΘΑΚΗ-ΜΙΑ ΧΟΥΦΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΑΚΟΜΗ

Στην Αθήνα η ζωή βρήκε γρήγορα το ρυθμό της. Το μαρτυρικό ρυθμό του τίποτε. Μετρούσα
πόσες τρίχες έχανα κάθε μέρα και ψαχούλευα τις μαξιλάρες του καναπέ για ψιλά, να αγοράσω
τίποτε φτηνά μπισκότα. Ο Δημήτρης ήρθε να με βγάλει από το τέλμα μου. Εδώ και χρόνια ζούσε
και δούλευε στην Ευρώπη. Είχε τελειώσει το Μάστερ του και είχε ριχτεί με πάθος στην
αναζήτηση του έρωτα στο Ανατολικό Μπλοκ. Κανένα από τα ερωτικά σχέδιά του δεν φτούρησε,
αλλά το επίπεδο των Ουκρανικών του του επέτρεψε να βρει δουλειά σε μια εταιρεία που
ειδικευόταν στις ψυκτικές εγκαταστάσεις.

Δεν τον ενδιέφερε και πολύ η δουλειά, μα είχε σταθερό μεροκάματο. Ήταν ενήλικος. Ήρθε από
το σπίτι παρέα με τη Σάντυ, η οποία είχε μάλλον συμπαθήσει την Ελλάδα. Μας πρότεινε να
κατέβουμε στο εξοχικό των γονιών του, στην Ιθάκη. Δεν είχα επάνω μου ούτε πενήντα ευρώ.
Με το ζόρι δηλαδή τα εισιτήρια για το καράβι. Ο Δημήτρης μου είπε πως θα τα βρίσκαμε. Με τη
Σάντυ, τα είχαμε ήδη βρει, πριν καν ξεκινήσουμε. Θυμάμαι πόσο παθιασμένα κάναμε έρωτα.
Ήταν λες και μια πανέμορφη ηλιαχτίδα καβάλαγε τον πούτσο μου. Χανόμασταν και οι δυο. Η
ζεστασιά, η γλύκα της, ήταν κάτι εξωτικό για μένα. Γαλαξίες μακριά από τη σαρκοφάγο,
πρεζάκικη ηδονή που έβρισκα στην αγκαλιά της Τζένης ή τα ανώμαλα παιχνίδια της Σοφίας.

Μας θυμάμαι να περπατάμε στην εξοχή της Ιθάκης. Της έλεγα την ιστορία του Οδυσσέα, της
Πηνελόπης και των μνηστήρων. Δεν είχα ιδέα πως θυμόμουν τόσες λεπτομέρειες. Βρήκαμε μια
αγριαχλαδιά κοντά σ’ένα γκρεμό. Κόψαμε και φάγαμε αχλάδια. Μέλι καθαρό. Ένιωσα εκείνη τη
στιγμή λες και ο χρόνος είχε χάσει κάθε σημασία. Πως ζούσαμε στα χρόνια του Ομήρου, ότι θα
αντικρίζαμε τον Οδυσσέα να ανηφορίζει από το γιαλό.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 136

Η Σάντυ γέλαγε το καθάριο, όμορφο γέλιο της. Ο χυμός του αχλαδιού είχε τρέξει στην αρχή του
ντεκολτέ της. Η πληγή της Σοφίας ήταν πολύ βαθιά για να σκεφτώ τον έρωτα, μα το χέρι της
Σάντυ στο δικό μου, ήταν όλη η επιβεβαίωση που χρειαζόμουν.

H δική μου Ιθάκη, είναι στιγμές. Ένα αυθαίρετο μπαρ στη μέση μιας βουνοπλαγιάς. H Σάντυ να
χορεύει στη μπάρα και ο κακοσούσουμος μπάρμαν να μας κάνει ένα απίστευτο σκόντο, καθώς
‘όλοι αυτοί που βλέπετε, κάνανε μεγάλη ζημιά για πάρτη της κοπέλας’. Τα μεγάλα δείπνα που
μαγειρεύαμε και τρώγαμε στο μπαλκόνι, χαζεύοντας το απέραντο Ιόνιο. Τα απογεύματα που
γεμίζαμε τη δεξαμενή του σπιτιού ενώ η Σάντυ έκανε φασίνα στο σπίτι. Ένα πρωϊνό που
ξύπνησα με καύλες τρελές και της ζήτησα να με τελειώσει με το στόμα. Αφού κατάπιε πρόθυμα
όλο το πρωϊνό μου σπέρμα, έφυγε χαμογελαστή να ετοιμάσει πρωϊνό. Όταν γύρισε λίγο
αργότερα για να δει αν είχα ξυπνήσει, ήμουν πάλι καυλωμένος. Της εξήγησα γελώντας πως
χρειαζόμουν και δεύτερη πίπα για να ηρεμήσω. Με ικανοποίησε λάμποντας από περηφάνια.
Μετά απολαύσαμε το πρωϊνό μας.

Τέτοιο διαμάντι ήταν η Σάντυ. Γυρίσαμε στην Αθήνα με το ΚΤΕΛ από το λιμάνι. Ακούγαμε Red
Hot Chili Peppers στο MP3 της και σκίτσαρα στο χέρι της καρδούλες. Έγραφα πόσο την
αγαπούσα.

Μια εβδομάδα αργότερα, είχα στο κρεβάτι μου την Στέλλα. Μικρά βυζιά, όμορφος κώλος,
ατελείωτα πόδια. Χωρίς λόγο. Γιατί μπορούσα. Όταν είπα στο τηλέφωνο στη Σάντυ πως δεν
ήταν σωστό να με παίρνει ενώ ήταν η Στέλλα στο σπίτι, με έβρισε. Ήμουν τόσο μαλάκας, που
σχεδόν δεν κατάλαβα γιατί.

ΣΤΕΛΛΑ

Ήμουν πια, επικίνδυνος. Η σφαίρα της Σοφίας μπορεί να μην είχε διαλύσει την καρδιά μου, είχε
όμως αφήσει μια τρύπα που ούρλιαζε σαν λύκος πεινασμένος. Που δεν γέμιζε με τίποτε. Σε
κάποια παρέα γνώρισα τη Στέλλα. Στην ηλικία μου, σοβαρή. Δίχως βυζιά. Τσαχπίνα, με κώλο
για σεμινάριο. Την αποπλάνησα γιατί μπορούσα. Δεν σκεφτόμουν καθόλου πια αν ήθελα ή όχι.
Αισθανόμουν ζωντανός μονάχα όταν γαμούσα. Όταν ένιωθα πρόθυμη θηλυκή σάρκα στα χέρια
μου. Σαν αληθινός πρεζάκιας, έλεγα οτιδήποτε χρειαζόταν προκειμένου να πάρω τη δόση μου.
Δεν ένιωθα πως έκανα κάτι στραβό ή λάθος. Μονάχα επιβίωνα.

Μόνο στο κρεβάτι ήμουν ζωντανός.


Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 137

Η Στέλλα άρχισε να με βλέπει πιο σοβαρά. Έφερνε στο σπίτι ταπεράκια με φαγητό της μαμάς.
Βγαίναμε τακτικά ραντεβού. Με γνώρισε στις παιδικές της φίλες. Μου είπε πως με είχε
ερωτευτεί. Της είπα πως δεν ένιωθα το ίδιο, αλλά απολάμβανα την συντροφιά της. Έφυγε
φαρμακωμένη βράδυ από το σπίτι. Η ραγισμένη καρδιά της Κυψέλης, ανέτειλε κάθε βράδυ. Οι
κόκκινοι τοίχοι της ερωτοσπηλιάς μου, διψούσαν για αίμα, όνειρα κι ελπίδες.

Η Σοφία ήταν μακριά, στην Αμερική. Γαμιόταν σε κάποιο χίπικο κοινόβιο και πόσταρε τις
περιπέτειές της στο Facebook. Κρυφοκοίταγα και πλάνταζα. Οι μέρες και οι νύχτες είχαν χάσει
το νόημά τους. Πριν το καταλάβω, πήγαινα για ύπνο επτά ή οκτώ το πρωί. Ξυπνούσα κατά τις
επτά το βράδυ και έκανα καφέ. Δεν είχε σημασία άλλωστε. Μόνο οι νυχτοπεταλούδες με
ενδιέφεραν πια.

ΤΟ ΜΗΛΟ

Επιπλέω. Είμαι ελαφρύς. Ελαφρύς σαν εφηβική σαχλαμάρα. Έχω αποτύχει. Ο Μεγάλος Έρωτας
πέταξε μακριά μου. Από άνεργος χρίστηκα επίσημα άεργος, σταμάτησα να προσπαθώ. Άφησα
πίσω μου κάθε προσποίηση. Το μόνο που με ενδιέφερε, ήταν να γεμίσω την τρύπα που άφησε
στην καρδιά μου η Σοφία. Την ίδια τρύπα που ήξερα πως δεν θα γέμιζε ποτέ. Στις αρχές του ’10,
πέρα από τη σταθερή δίαιτα της Τζένης και της Πενυσδύο, γνώρισα τρεις γυναίκες. Την
Ασπασία, τη Νίκη και την Ήρα.

Η Ασπασία ήταν καλλιτεχνική φύση. Κοντούλα, πονηρόφατσα. Σγουρό μαύρο μαλλί και
λαχταριστά, στητά βυζιά που ήταν στην πραγματικότητα αρκετά μεγαλύτερα απ’ όσο
υπονοούσαν τα σεμνά της ντυσίματα. Έντονο βάψιμο. Γνωριστήκαμε στο πάρτι γενεθλίων ενός
παλιού συμφοιτητή. Ήμουν ο χειρότερος δυνατός εαυτός μου.
Χλιμιντζουροκαγκουροπέφτουλας δίχως αύριο. Βρεθήκαμε να στρίβουμε του Θεού το χόρτο
στο μπαλκόνι. Το πρώτο φιλί ήρθε αβίαστα. Χαμουρευτήκαμε με μια εξαίσια συνενοχή.
Ανταλλάξαμε τηλέφωνα για να κανονίσουμε ραντεβού.

Πήγαμε φυσικά, στο Au Revoir. Η Ασπασία έδειχνε απόμακρη, σα να μετάνιωνε κιόλας το


λάθος της να βγει μαζί μου. Έβαλα τα δυνατά μου να φανώ ειλικρινής. Συναισθηματικός.
Αληθινός άνθρωπος. Τα χρόνια εξάσκησης, απέδωσαν. Ήμουν αρκετά πειστικός στο ενδιαφέρον
μου για κείνη, προκειμένου να βρεθούμε στο κρεβάτι. Το μόνο που ζητούσα, ήταν η πρέζα μου.
Ένα ζευγάρι μεγάλα βυζιά για να ξεχάσω τί άχρηστος ήμουν. Η Ασπασία ήταν ιδιαίτερα
προικισμένη. Ταλέντο στην πίπα. Χαιρόταν το γαμήσι και με διασκέδαζε που το έπαιζε
ρεμπετομαγκάκι.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 138

Νομίζω ήταν η πρώτη γυναίκα στο κρεβάτι μου που ρεύτηκε ηχηρά μετά το σεξ. Αν με
ενδιέφερε, θα είχα ξενερώσει απίστευτα. Έβαλα όμως τα γέλια. Εδώ που φτάσαμε, γιατί όχι;

‘Καλά ρε, την παλεύεις; Έτσι, γκραοοουβρεκεκουάξ;’

‘Ναι, γιατί, φυσικό είναι.’

‘Σοβαρά τώρα, πας με γκόμενο και ρεύεσαι μετά την πρώτη φορά;’

‘Ναι’

‘Και σου βγαίνει σε καλό γενικά;’

Γελάσαμε και οι δυο. Το όλο σκηνικό ήταν σουρεάλ.

Είχε ένα υπέροχα αξύριστο μουνί-φετίχ. Σε συνδυασμό με τα ζουμερά της μαστάρια, έβγαζε κάτι
πολύ πρωτόγονο στο γαμήσι. Στο μετά, έκανε την αδιάφορη. Με συνέλαβα να είμαι ειλικρινής
μαζί της. Όχι από ευαισθησία ή υπευθυνότητα, απλώς δεν μ’ ένοιαζε. Είχα κουραστεί να παίζω
κάθε μέρα θέατρο για την πρέζα μου. Σιγά σιγά, αφηνόμουν.

Παράλληλα με την Ασπασία είχα αρχίσει να φλερτάρω με την Ήρα. Δούλευε νυχτερινή βάρδια
σε μια βιοτεχνία. Ένα βράδυ, βρέθηκε να έχει ένα απρόσμενο ρεπό. Είχα την Ασπασία ήδη στο
σπίτι. Η Ήρα με ρώτησε αν ψηνόμουν να βρεθούμε για ποτάκι στο κέντρο. Μου φάνηκε ιδανική
ευκαιρία για να πιστολιάσω την Ασπασία.

‘Μανάρι, πρέπει να πάω σε μια δουλειά.’ Έτσι, τρελά, περασμένα μεσάνυχτα.

‘Αλήθεια;’

‘Ναι.’

‘Καλά, θέλω να με κλειδώσεις μέσα.’

‘Έλα μου;!’

‘Να φύγεις και να ξέρω πως θα είμαι κλειδωμένη σπίτι σου, πως δεν μπορώ να φύγω, με
φτιάχνει.’
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 139

‘Εγώ χατίρια δεν χαλάω.’

Πράγματι, την κλείδωσα μέσα. Πήγαμε σε ένα παρακμιακό μπαράκι στο κέντρο με την Ήρα.
Έπαιζε σκονισμένα σουξέ της δεκαετίας του ’80. Πρέπει να μου έριχνε καμιά δεκαριά χρόνια.
Το κορμί της ήταν θάνατος, για να αντισταθμίζει το πρόσωπο, το οποίο ήταν καμωμένο για
συγκεκριμένες ώρες και σκιές. Δεν μ ‘ένοιαζε. Σκεφτόμουν πώς θα έδειχνε στημένη στα
τέσσερα. Περάσαμε όμορφα εκείνο το πρώτο βράδυ. Φασωθήκαμε άγρια. Στο δρόμο του
γυρισμού, παραπατούσαμε ως την πιάτσα των ταξί. Φιλιόμασταν στο δρόμο. Σε κάποια φάση, με
δάγκωσε άγρια. Μάτωσε το χείλος μου. Της άστραψα μια σφαλιάρα στη μέση του δρόμου,
καθαρά από ένστικτο. Με χαστούκισε με τη διπλάσια δύναμη. Σκάσαμε στα γέλια. Φιληθήκαμε
ξανά. Κάτι είχαμε εδώ.

Γύρισα σπίτι βρομοκοπώντας ουίσκι και το άρωμα της Ήρας. Η Ασπασία σάλεψε στο κρεβάτι
και τούρλωσε την κωλάρα της. Δίχως να το σκεφτώ, τον έβγαλα έξω και άρχισα να τρίβομαι στα
πλούσια μουνόχειλα και την κωλοτρυπίδα της. Μόλις υγράνθηκε αρκετά το πουτσοκέφαλό μου,
άρχισα να γλιστράω σιγά σιγά στον κώλο της.

‘Μμμμηηη...τί κάνεις εκεί;’ μου είπε ναζιάρικα.

‘Στον βάζω στον κώλο, καριόλα.’ μούγκρισα με απόλυτη σοβαρότητα.

Η Ασπασία ήδη είχε ξεκινήσει να παίζει το μουνάκι της.

‘Μωρέ, ξέρεις, νομίζω έχω ένα κονδύλωμα...’

‘Όλοι έχουμε, καύλα.’

‘Εγώ έλεγα πως αχ...θα θυμώσεις.’

‘Δεν με ξέρεις καλά, αλλά θα με μάθεις.’

Πήρα για αρκετή ώρα τον πρόθυμο κώλο της. Έχυσα δυνατά, τραβώντας τα μαλλιά και
δαγκώνοντας τον ώμο της. Έπεσα επάνω της σαν ξοδεμένο αγρίμι.

Την άλλη μέρα, με κοιτούσε διαφορετικά.


Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 140

‘Συγνώμη, χθες βράδυ ήρθες σπίτι μεθυσμένος και μου έσκισες τον κώλο;’

‘Σου άρεσε κιόλας.’

‘Ναι.’

‘Θες να το κάνω πιο συχνά;’

‘Ναι.’

‘Οκέι.’

Συνεχίσαμε να βγαίνουμε και να γαμιόμαστε. Όταν η Ασπασία ανακάλυψε πως μπορούσα να


χύνω κατά βούληση, από το ένα λεπτό ως τη μια ώρα, καταγοητεύτηκε. Μου ζήταγε να τη χύνω
πότε στο λεπτό και πότε αφού είχα οργώσει για τα καλά τη μουνάρα της. Ήταν όμορφα. Αυτά τα
Ολυμπιακών προδιαγραφών γαμήσια, ηρεμούσαν την ψυχή μου. Αισθανόμουν άντρας, δυνατός.

Παράλληλα, είχα ξεκινήσει να συναντάω και την Ήρα. Ήταν ψηλή, απίστευτα χλωμή, με μακριά
κόκκινα μαλλιά. Είχε μικρά, στητά βυζιά που ταίριαζαν άψογα με το μοντελέ κώλο της. Στο
κρεβάτι δεν ήξερε τί σήμαινε ‘όχι’. Δεν μου ζητούσε τίποτε. Μιλούσε λίγο. Δεν μανούριαζε.
Μεγάλα προσόντα και τα τρία.

Εκείνες τις μέρες, γνώρισα και τη Νίκη, σε μια από τις τελευταίες μεγάλες πορνοπαρέες του
Νώντα. Ήμασταν μαζεμένοι όλοι σε κάποιο χαμένο μπαφόσπιτο. Το νοίκιαζε ένας πιτσιρικάς
εικοσάρης. Συγκατοικούσε με μια αλαφροΐσκιωτη τριαντάρα, που είχε μόλις γεννήσει. Το είχε
σκάσει από τον άντρα της στην Κρήτη. Είχαμε στο τραπέζι κοκαΐνη και ουίσκι και το μωρό στην
κούνια, ένα τοίχο δίπλα. Ανατριχιάζω και μόνο που το θυμάμαι. Πίναμε μέχρι που δεν βλέπαμε
σχεδόν μπροστά μας.

Θυμάμαι το Νώντα να σκύβει στο αυτί μου και να ψιθυρίζει :

‘Πήγαινε ρε, σε θέλει’

Είχα αντιληφθεί αμυδρά πως η Νίκη είχε φύγει για το κουζινάκι. Αυτό που δεν είχα αντιληφθεί,
ήταν οποιοδήποτε είδος φλέρτ μεταξύ μας όλη την βραδιά.

‘Τί λες ρε; Λίγο μιλήσαμε’


Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 141

‘Ε και τί θες, να παντρευτείτε; Σε θέλει λέμε.’

Πήγα τρεκλίζοντας ως το κουζινάκι. Η Νίκη με περίμενε στημένη στα τέσσερα. Το προσωπάκι


δεν θα κέρδιζε ποτέ βραβείο, αλλά το δεκαοκτάχρονο απαλό μουνάκι της με έκανε να θέλω να
ουρλιάξω.

‘Θα με βοηθήσεις λίγο όμως καύλα μου, γιατί έχω πιεί πολύ’ της είπα, νιώθοντας ήδη φαύλος.

Άρπαξε τον πούτσο μου στο στόμα της και με ρούφηξε δυνατά και νευρικά μέχρι να καυλώσω
αρκετά ώστε να μπορώ να τη γαμήσω. Δεν με ενθουσίαζε πολύ. Ένιωθα όμως, υποχρεωμένος.
Μπήκα μέσα της ακάποτος, κάτι αδιανόητο για τις νηφάλιες στιγμές μου. Την κακογάμησα
μεθυσμένος. Τελείωσα στη γυμνασμένη κοιλίτσα της, βογκώντας σαν μοσχάρι. Με κοίταζε με
μισό μάτι. Δεν είχε άδικο. Ήταν από τα πολύ χάλια γαμήσια μου και δεν ένιωθα διόλου
υπερήφανος για το κατόρθωμά μου. Η Νίκη βάλθηκε να παρασταίνει την κοιμισμένη μετά από
λίγο.

Ντύθηκα κι έφυγα. Πήρα τηλέφωνο την Ήρα. Γύριζε σπίτι από τη βιοτεχνία. Της είπα πως
ήμουν στον δρόμο, αν ψηνόταν να βρεθούμε. Μου άρεσε το σπίτι της, ήταν βαμμένο όλο ένα
ήρεμο, βαθύ γαλάζιο. Με ηρεμούσε. Συναντηθήκαμε στον Ηλεκτρικό στα Πευκάκια και
περπατήσαμε ως το σπίτι. Δεν με ρώτησε τίποτα. Στο κρεβάτι δίπλα της, ο πούτσος μου ήταν
πέτρα. Δεν καταλάβαινα γιατί. Δεν είχε θεωρητικά τα στοιχεία εκείνα που με καύλωναν
περισσότερο. Την γάμησα βαθιά και δυνατά. Σωστά, όπως δεν είχα γαμήσει τη Νίκη. Χύσαμε
ουρλιάζοντας και πέσαμε για ύπνο με το χάραμα. Σαν τους βρικόλακες.

Η ΝΥΧΤΑ ΠΕΦΤΕΙ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

H Ήρα ήταν ο βράχος, η στεριά στην οποία με είχαν ξεβράσει τα κύματα της ανερμάτιστης ζωής
μου. Δεν ζητούσε τίποτε. Έδειχνε να με δέχεται ακριβώς όπως ήμουν. Η μεγάλη διαφορά
ηλικίας μας απέκλειε κάθε ενδεχόμενο γάμου, παιδιών και σχετικής μουρμούρας. Δεν ζήλευε.
Δεν γκρίνιαζε. Ήταν διαβασμένη και είχε ιδιαίτερα καλλιεργημένο γούστο στη μουσική. Ήταν
επίσης η πρώτη ανοιχτά πολιτικοποιημένη γυναίκα με την οποία συνδεόμουν. Κορμί φαρμάκι.
Πρόσωπο αυστηρά μεταμεσονύκτιο.

Με λίγα λόγια, παράξενο χαρμάνι. Ντρεπόμουν όπως με την Πέννυ. Δεν ήταν χοντρή, αλλά το
πρόσωπό της έκανε τους αμύητους να λιγοψυχούν. Παρηγοριόμουν με την ιδέα πως δεν θα
κρατούσε και πολύ η φάση. Ένα-δυο μήνες και θα χωρίζαμε.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 142

Η Ήρα δεν έδινε αφορμές. Δούλευε νύχτα. Με άφηνε στην ησυχία μου. Συναντιόμασταν μια-δυο
φορές την εβδομάδα και γαμιόταν δυνατά. Δεν με ρωτούσε ποτέ τί έκανα, αν έβλεπα άλλες
γυναίκες. Εγώ από τη μεριά μου, καμία όρεξη δεν είχα πια για μανούρες και συγκρούσεις. Είχα
εγκαταλείψει την ζωή μου την ίδια στον αυτόματο πιλότο. Από γαμήσι σε γαμήσι, να παίρνω τη
δόση μου και όπου με βγάλει.

Τα πρώτα δυο χρόνια με την Ήρα, δεν κατάλαβα πότε πέρασαν. Εκτός από τις βραδιές που
συναντιόμασταν, ζούσα σχεδόν σαν εργένης. Εξακολουθούσα να βλέπω τη Τζένη και την Πέννυ
Δυο. Ο Νώντας ανέβαινε συχνά πυκνά στην Αθήνα και μου παρείχε το ιδανικό άλλοθι για να
γνωρίζω καινούριες και πάντα πρόθυμες κοπέλες. Ζούσα δυο ξεχωριστές ζωές. Μια
‘αγαπησιάρικη’ όταν βρισκόμουν με την Ήρα, όπου διοχέτευα όλη την απεγνωσμένη μου
στοργή και ανάγκη για συντροφικότητα και εκείνη του λυσσασμένου πορνόσκυλου. Με το που
έφευγε για τη φάμπρικα η Ήρα, δεν έχανα χρόνο. Ήμουν στο τηλέφωνο και κανόνιζα το επόμενο
γαμήσι μου. Ήμουν πραγματικά, άρρωστος.

Εκείνη λοιπόν την πρώτη διετία, ο Νώντας μου γνώρισε δυο κοπέλες. Τράβαγε κάποια ζόρια στο
νησί και προσπαθούσε να μετακομίσει στην Αθήνα. Τον φιλοξενούσα τακτικά στον δοξασμένο
καναπέ του Κυψελόσπιτου. Ερχόταν κάθε φορά γεμάτος πλάνα για συνεντεύξεις και επιτυχίες.
Καταλήγαμε πιωμένοι με ρακές και περιστοιχισμένοι από γκοθοροκοπιπινάκια που μόλις είχαν
τελειώσει το Λύκειο. Ήμασταν οι βασιλιάδες της μικρής και αξιοθρήνητης αυλής μας. Ποιος τις
γαμούσε τις δουλειές. Τη σοβαρότητα. Τους ‘πρωινούς’ ανθρώπους. Εμείς το πρωί πηγαίναμε
για ύπνο. Ναι Ήρα μανάρι μου, να ‘ρθεις αγάπη μου. Πού θες να σε πάω κούκλα μου. Ό,τι θέλει
το μωρό.

ΜΠΑΚΛΑΒΑΔΑΚΙ

Τη Μίνα θαρρώ ο Νώντας την προόριζε για πάρτη του. Την είχε προσκαλέσει στο Κυψελόσπιτο
ένα βράδυ, μετά από μακροχρόνιο Διαδικτυακό ψηστήρι. Μου γυάλισε. Κοντό πλατινέ μαλλί,
αισθησιακά και πλούσια τσιμπουκόχειλα, όμορφο χαμόγελο. Γοητευτική και φινετσάτη.
Φοιτήτρια ζαχαροπλαστικής, αλλά το ταλέντο και η αγάπη της, ήταν το τραγούδι. Είχε λαμπερή
παρουσία. Δεν ήξερα πόσο καλές πάστες έφτιαχνε, αλλά σκεφτόμουν διαρκώς τί αίσθηση θα
είχαν τα χείλη της επάνω στον τραγίσιο πούτσο μου.

Έπαιζα το γνωστό μου θέατρο. Τσίμπαγε. Ο Νώντας κάποια στιγμή πήγε στην τουαλέτα.
Πλησίασα τη Μίνα χαμογελώντας συνωμοτικά. Την φίλησα. Έγειρε ολάκερη στο φιλί μου. Τα
χείλη της, ήταν απαλά και αισθησιακά όπως τα είχα φανταστεί. Συνεχίσαμε να φιλιόμαστε. Είχα
αρχίσει να καυλώνω. Την πήρα από το χέρι και την τράβηξα στην κρεβατοκάμαρά μου.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 143

Χωριζόταν από το σαλόνι με μια παλιομοδίτικη συρόμενη πόρτα. Το τζάμι ήταν θολό και δεν
έβλεπες μέσα, αλλά ακούγονταν τα πάντα.

‘Νώντα πήρα τη Μίνα για μια κουβέντα σοβαρή, μην έρθεις από ‘δω για λίγο!’ φώναξα.

Ο Νώντας δεν ακούστηκε ενοχλημένος.

‘ΟΚ παιδιά μου, κάντε δουλειά σας!’

Πήγε στο μέσα δωμάτιο με το τσίπουρο και την αθλητική εφημερίδα του.

Η Μίνα γαμιόταν απολαυστικά. Είχε κάνει την περασμένη χρονιά επέμβαση για να μειώσει το
βάρος της και ήταν γεμάτη σημάδια από τα ράμματα.

‘Σαν τη Νεκρή Νύφη!’ μου αστειεύτηκε.

Η καύλα στο πρόσωπό της όταν ρουφούσε τον χοντρό μου πούτσο, έφτανε και περίσσευε.
Έλαμπε στο κρεβάτι. Γαμήσι δυνατό, υψηλών οκτανίων. Την πήγα χαράματα να πάρει ταξί από
την πλατεία. Ανταλλάξαμε τηλέφωνα. Την φίλησα βαθιά. Ανταπέδωσε με πάθος. Έσυρα τα
ηδονικά εξοντωμένα βήματά μου προς το Κυψελόσπιτο, σχηματίζοντας τον αριθμό της Ήρας.
Έλα μανάρι, σχόλασες; Σε κουράσανε απόψε; Να κοιμηθείς αγάπη μου, ναι. Να ξεκουραστείς,
θα τα πούμε αύριο εμείς. Στα καπάκια, SMS στη Μίνα. Πέρασα υπέροχα απόψε. Θα κοιμηθώ με
το μεγαλύτερο χαμόγελο του κόσμου και φταις εσύ. Ενθουσιώδης απάντηση. Γύρισα το κλειδί
στην πόρτα. Ο Νώντας είχε κάνει φραπέδες και περίμενε.

‘Ξέρνα τα όλα!’

Χαμογέλασα αυτάρεσκα. Ήμουν βασιλιάς.

Την Μίνα συνέχισα να την βλέπω για κανένα δίμηνο ακόμη. Με προσκάλεσε σπίτι της, μου
μαγείρεψε, με περιποιήθηκε αρχοντικά. Ένιωθα πως ήθελε κάτι παραπάνω. Ήταν διακριτική,
δεν με ρωτούσε ποτέ ευθέως αν είχα κάτι άλλο στη ζωή μου. Είχαμε κοινές παρέες όμως και
έμαθε. Δεν πτοήθηκε. Ήταν όμως πραγματικά σχεδόν αδύνατο να συνεχίσω να τη βλέπω
παράλληλα με την Ήρα. Ήδη γλίτωνα το ξύλο οριακά. Τα ζύγιασα στο μυαλό μου. Η Μίνα είχε
ένα πανέμορφο έκφυλο πρόσωπο, ήταν πιτσιρίκα και έδειχνε να έχει λαμπρό μέλλον μπροστά
της. Το κορμί της όμως, απείχε πάρα πολύ από το φιδίσιο πρότυπο της Ήρας. Τα χρόνια μου στη
σκλαβιά του τροφαντού μουνιού της Πένυς μου είχαν αφήσει βαθύ τραύμα. Διάλεξα συνειδητά
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 144

την Ήρα. Η Μίνα σκοτείνιασε, αλλά το χειρίστηκε όμορφα. Χωρίσαμε γλυκόπικρα, σαν ζευγάρι
σε Γαλλικό φίλμ.

Πήγα την Ήρα ταξίδι εκείνα τα Χριστούγεννα. Το πρώτο από τα πολλά μας.

Ο ΣΚΟΥΠΙΔΟΤΕΝΕΚΕΣ

Ο Νώντας είχε καταλήξει αρμένικη βίζιτα. Εμφανιζόταν ‘για ένα σαββατοκύριακο’ και άραζε
στον Κυψελοκαναπέ για κανένα γερό μήνα. Ήταν όμως κύριος. Πλήρωνε τη διαμονή του με
πρόστυχα και πάντα πρόθυμα μωράκια. Η Νάνσυ εμφανίστηκε σε κοινή παρέα στο Θησείο.
Λιγομίλητη, πιτσιρίκα, πλατινέ ξανθό μαλλί έκφυλο, όπως ακριβώς μου άρεσε. Δεν της την
έπεσα καν συνειδητά, αλλά από το δεύτερο ποτό είχαμε βρεθεί ο ένας κολλημένος επάνω στον
άλλο, να φιλιόμαστε σαν να μην υπήρχε αύριο. Την έφερα σπίτι και χάρηκα το σφιχτό κορμί και
το υγρό, φοιτητικό μουνάκι της. Ένιωθα την δίψα της να με ικανοποιήσει και καύλωνα σαν το
Διάβολο τον ίδιο.

Αυτό ήταν για μένα το Αθάνατο Νερό : η τέλεια θηλυκή πορνικότητα. Η δίψα μιας γυναίκας όχι
για τάξη, οικογένεια και συνέχεια της ζωής, αλλά για το αυτοκαταστροφικό, αιματοβαμμένο
πορνογράφημα που έπαιζε νυχθημερόν στο κεφάλι μου. Σε αυτό το πανέμορφο, στοιχειωμένο
ηλιοβασίλεμα της λαγνείας, ήθελα να σβήσω. Καμιά άλλη επιδίωξη δεν μου φαινόταν να έχει
αξία.

Ανταλλάξαμε τηλέφωνα και με τη Νάνσυ. Πίστευα ακόμη ακράδαντα στην καλλιέργεια ενός
διαρκούς χαρεμιού. Αν μια γυναίκα ήταν πρόθυμη να με ικανοποιήσει, δεν υπήρχε κάποιος
λόγος να χαλάσω την επαφή ή την επικοινωνία μας. Αναλόγως κινδύνου και μανούρας από την
κατά περιόδους σχέση μου, πορευόμουν. Τη Νάνσυ την είδα νομίζω συνολικά τέσσερις φορές,
απλωμένες στη διάρκεια του ’11.

Μετά τη δεύτερη εκρηκτική συνεδρία μας, διέκρινα την ανάγκη της Μίνας στα μάτια της.
Απολάμβανα το έκφυλο, ανασφαλές γαμήσι της, αλλά ήταν μικρή. Ανέμελη. Δεν μπορούσε να
σταθεί σε μια κουβέντα όπως η Ήρα και είχε τα τέσσερα-πέντε παραπανίσια κιλά της ηδονής.
Δεν ήταν, με απλά λόγια, άλογο κούρσας. Για δεύτερη φορά, επέλεξα συνειδητά την Ήρα.

Η Νάνσυ το πήρε στραβά. Πολύ στραβά. Ξεκίνησε να με απειλεί στις διαδικτυακές κουβέντες
μας. Αν δεν την αναλάμβανα ως παράνομη σχέση μου και δεν της αφιέρωνα το μισό ελεύθερο
χρόνο μου, θα έλεγε τα πάντα στην Ήρα. Ήμουν μάλιστα τόσο απρόσεκτος και ανοικτός
αναφορικά με τις γκομενοδουλειές μου τότε, που όχι μόνο είχα ανταλλάξει ένα σκασμό
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 145

πορνογραφικών φωτογραφιών με την Νάνσυ, αλλά είχα κάνει μεγάλες συζητήσεις μαζί της,
όπου της εξηγούσα το ‘δράμα’ της σχέσης μου με την Ήρα. Λόγια αληθινά όσο και άσχημα.
Κουβέντες που αν καταγραφούν οπουδήποτε, έρχονται να σε στοιχειώσουν.

Ο εκβιασμός οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια μονάχα στην Κόλαση. Είπα στη Νάνσυ να πάει να
γαμηθεί και να κάνει ό,τι θέλει. Την μπλόκαρα και την διέγραψα από παντού. Ταυτόχρονα,
επιδόθηκα σε μια άνευ προηγουμένου επιχείρηση διαγραφής των ψηφιακών μου αποτυπωμάτων
από το μουρντάρικο υπόκοσμο του Διαδικτύου. Ήμουν σχεδόν δυο χρόνια με την Ήρα τότε.
Έκανα μια τέλεια διπλή ζωή. Τα νυχτοκάματά της μου έδιναν σχεδόν απεριόριστο χρόνο να
συνεχίζω τις εργένικες βρομοδουλειές μου. Την υποδεχόμουν τα πρωϊνά με χαμόγελο και
πέφταμε για ύπνο μαζί. Βρικόλακες αληθινοί.

Τα Σαββατοκύριακα τα φοβόμουν. Ήμασταν στο σπίτι συνέχεια και οι διαδικτυακές κρούσεις


από τα φλέρτ και τις ερωμένες μου, έπεφταν βροχή. Ήμουν δε τόσο βλάκας, που διατηρούσα
όσο περισσότερα μέτωπα μπορούσα ανοικτά. Τζένη Τζίνι, Πενυδύο, Νάνσυ, Μίνα και πάντα στη
γύρα για φρέσκο, πρόθυμο κρέας. Η Ήρα ήταν διακριτική αλλά ξύπνια. Μου φαινόταν αδύνατο
να μην με έχει πάρει χαμπάρι. Από την άλλη, στεκόμουν άψογα ακόμη ως γυαλιστερό ροκ
‘τεκνό’. Οι αζευγάρωτες και άχαρες φίλες της, την φθονούσαν. Καμάρωνε. Το πλήρωνε
κάνοντας τα στραβά μάτια στις αδιακρισίες μου. Η Νάνσυ όμως, είχε βαλθεί να μας τινάξει στον
αέρα. Και σχεδόν το πέτυχε.

Ένα βράδυ, η Ήρα με ρώτησε αναστατωμένη αν είχα τίποτε να της πω. Το έπαιξα τρελίτσα,
ανέμελος και άθλιος. Με ρώτησε ξανά. Το αρνήθηκα δεύτερη φορά. Με ρώτησε συγκεκριμένα
για τη Νάνσυ. Σαν καλός πετεινός, το αρνήθηκα και τρίτη. Η Ήρα δεν έδωσε συνέχεια. Με
έζωσαν τα φίδια. Πέρασε μια ήρεμη εβδομάδα. Άρχισα να πιστεύω πως την είχα γλιτώσει.
Θυμάμαι ακόμη το βράδυ που άραζα στο σπίτι και χτύπησε το τηλέφωνο. Η Ήρα είχε σπάσει.
Έκλαιγε με λυγμούς στο τηλέφωνο. Ήξερε τα πάντα. Η Νάνσυ της είχε στείλει ολόκληρη την
ιστορία των μηνυμάτων και των ραντεβού μας. Όχι μόνο στην ίδια, αλλά σε κάθε κοινό μας
γνωστό και γνωστή, ακόμη και σε κάτι ξεχασμένους τύπους και τύπισσες που είχαμε να δούμε
χρόνια. Το ρεζιλίκι ήταν ολοκληρωτικό. Το χειρότερο όλων; Η Ήρα, αντί να με βρίσει ή να
στείλει τον αδερφό της να με τσακίσει στο ξύλο, έκλαιγε απαρηγόρητη. Μου έλεγε πως με
αγαπούσε. Με ρωτούσε πώς μπόρεσα να της κάνω τέτοιο κακό. Γιατί την μισούσα τόσο. Μέσα
στον ερασιτεχνικό μου πανικό, δεν ήξερα τί να κάνω. Δεν μπορούσα να αναγνωρίσω βασικά
σημάδια συναισθηματικού εκβιασμού και τρομοκρατίας. Η υπέροχη αρχή της καθόδου μου στην
αλληλεξαρτώμενη σχεσοκόλαση, είχε μόλις γίνει. Δεν ξέρω τί με έσπρωξε να ζητήσω συγνώμη
από την Ήρα. Να ποδοπατήσω τον τεράστιο εγωϊσμό που με έφερε ως εκεί. Ξεκίνησα να της
λέω τί άθλιος σκουληκιάρης ήμουν. Τί ανύπαρκτος και ανάξιος γκαυλογαϊδαρος. Η Ήρα μόνο
έκλαιγε γοερά. Δεν θα άφηνα την πουτάνα τη Νάνσυ να κερδίσει. Θα έκανα ό,τι χρειαζόταν, θα
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 146

έμπηγα το μαχαίρι όσο βαθιά έπρεπε στη δική μου αθάνατη σάρκα, προκειμένου να της δείξω
πως το κατινοσχέδιο της ήταν του κώλου. Σε αυτό το παιχνίδι, κερδίζω μόνο εγώ, καριόλα.

Είπα στην Ήρα πως θα πήγαινα σπίτι της να μιλήσουμε. Δεν ήθελα να πάρω τον Ηλεκτρικό.
Περπάτησα χαράματα όλο το δρόμο ως τα Πευκάκια. Σκεφτόμουν τί θα της έλεγα, πώς θα της
το έλεγα. Δεν μου προέκυψε ούτε στιγμή πως τούτη εδώ ήταν η υπέροχη ευκαιρία μου για να
ξεμπλέξω μαζί της. Ήμουν υπό. Ένοχος. Φταίχτης. Είχα αφήσει την Ήρα να κρεμάσει την
μυλόπετρα του ‘δολοφόνου συναισθημάτων’ γύρω από το λαιμό μου. Σκεφτόμουν πώς θα
μπορούσα να εξιλεωθώ στα μάτια της, γνωρίζοντας από πριν πως κάθε προσπάθεια θα ήταν
καταδικασμένη σε αποτυχία. Περπατώντας ως το ήσυχο σαν θάλαμο τρελοκομείου σπίτι της,
κατάστρωσα το σχέδιό μου. Νέα αρχή. Είχαμε περάσει ως τότε δυο χρόνια μαζί. Ήμουν ένας
υποδειγματικός και γυαλιστερός γκόμενος που της προσέφερε απλόχερα στιγμές ηδονής, χαράς
και περηφάνιας. Είχε δυστυχώς μάθει πράγματα που δεν έπρεπε. Πράγματα ελάχιστα και μικρά
σε σχέση με τον χρόνο και τους ψυχικούς και υλικούς πόρους που της αφιέρωνα. Όπως κάθε
συναισθηματικά ανώριμος άνθρωπος που έρχεται αντιμέτωπος με το μαχαίρι της απόρριψης
(γιατί έτσι, η φρικτή και τελική απάντηση σε κάθε εφηβικό και αφελές ‘γιατί’) είχε σπεύσει να
ανέβει στον Τροχό της Οσιομάρτυρος. Και την είχα αφήσει ο μαλάκας. Μόνο μια λύση υπήρχε.

Της είπα να διαγράψει τα δυο χρόνια που περάσαμε μαζί ως τότε, να ξεχάσει τα πάντα, ως
αισχρά και γελοία ψέματα. Φυσικά, δεν ήταν, ποτέ δεν είναι ,αλλά της Οσιομάρτυρος Ήρας της
φάνηκε λογικό. Από εδώ και εμπρός θα ανήκα αποκλειστικά σε ‘κείνη. Για πάντα και για πάντα.
Παρέλειψα φυσικά να της πω ότι το επιτίμιο που έβαλα στον εαυτό μου, ήταν δυο χρόνια. Δυο
σκάρτα χρόνια πέρασε μαζί μου; Τώρα λοιπόν θα την πήγαινα δυο χρόνια στον Παράδεισο.
Μετά, ήμουν ελεύθερος. Κανένα αμόρε δεν μου είχε φερθεί τόσο ‘ξηγημένα ως τότε. Στο δικό
μου ηθικό κώδικα, ήμουν σωστός. Έσπασα δυο; Θα πλήρωνα δυο. Έπρεπε φυσικά να
δολοφονήσω ό,τι απόμενε από την γκομενοπερσόνα μου. Να βάλω φωτιά στα δίχτυα μου στα
μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Να μάθω να προσέχω. Να ζω σαν παντρεμένος πενηντάρης με
παιδιά και ανήσυχο καυλί. Όλα τούτα, πριν κλείσω τα τριάντα μου χρόνια. Περάσαμε μέρες στο
κρεβάτι της Ήρας, κλαίγοντας απαρηγόρητοι. Εκείνη για τον εφηβικό της έρωτα που χάθηκε και
εγώ για το ζόρι που θα τράβαγα να παριστάνω το γαμπρό της ευτυχίας για τα επόμενα δυο
χρόνια. Είχα φταίξει όμως, την είχα εκθέσει. Και έπρεπε να πληρώσω.

Μια εβδομάδα αργότερα, ήμουν στο χωριό με τη Τζένη Τζίνι. Είχα πει στην Ήρα πως έπρεπε να
βοηθήσω τον ξάδερφό μου στο λιομάζωμα. Είχα δώσει ρητές οδηγίες στη Τζένη : θα έρθει με
μια βαλίτσα γεμάτη κομπιναιζόν, ζαρτιέρες και πουτανίστικα ψηλοτάκουνα. Το τζάκι δεν θα
έσβηνε καθόλου μια εβδομάδα και ο πούτσος μου θα έβγαινε από μέσα της μόνο όταν θα
πήγαινα για κατούρημα. Γαμιόμασταν σαν τα σκυλιά. Το βλέμμα της και μόνο αρκούσε για να
γίνει ο πούτσος μου πέτρα. Η πίπα της ήταν για σεμινάριο. Δυο φορές την μέρα, πεταγόμουν στο
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 147

χωράφι για να τηλεφωνήσω στην Ήρα και να της πω πόσο την αγαπούσα. Η Τζένη κανόνιζε τα
επόμενα γκομενιλίκια της στην Αθήνα. Ήμασταν μια πανέμορφη στιγμή.

Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ/ΣΠΑΣΜΕΝΕΣ ΨΥΧΕΣ

Οι μήνες έγιναν ένας χρόνος, μετά δυο. Ήμουν πλέον ένας έμπειρος καταδρομέας του
παράνομου έρωτα. Κάθε υποψήφια ερωμένη περνούσε από ψιλό κόσκινο και συνήθως
αναγκαζόμουν να την απορρίψω. Η Τζένη Τζίνι και η Πέννυ Δύο με κρατούσαν στα λογικά μου
με τα πλούσια τσιμπουκόχειλα και τις αχόρταγες μουνάρες τους. Γαμούσα τακτικά και την Ήρα,
παριστάναμε πως όλα ήταν καλά. Μετά το πρώτο εξάμηνο της ‘επανένωσής’ μας, η Ήρα
ανέπτυξε ένα φρικτό δερματικό, το οποίο σκέπασε το πρόσωπό της με κόκκινες πετάλες. Πήγε
σε δυο-τρεις γιατρούς οι οποίοι μη μπορώντας να διαγνώσουν κάτι βιολογικό, απέδωσαν το
εξάνθημα σε ψυχολογικά αίτια. Ένα απόγευμα, κοιτώντας με την καινούρια, φρικτή της όψη, η
Ήρα μου είπε ξεκάθαρα :

‘Εσύ φταις γι’ αυτό, εσύ φταις που είμαι έτσι. Από τη στενοχώρια μου που με κεράτωσες το
έπαθα.’

Τίποτε στην ως τότε ανέμελη και χίπικη ζωή μου δεν με είχε προετοιμάσει για ένα τέτοιο
επίπεδο συναισθηματικής βίας ή κακοποίησης. Η Ήρα είχε μπήξει για τα καλά τα νύχια της στην
καλόβολη ψυχή μου. Έβλεπε πως περνούσε το σεναριάκι της Οσιομάρτυρος και το
εκμεταλλευόταν όσο μπορούσε. Είχα λοιπόν πλάι μου μια γυναίκα με όμορφο κορμί και φρικτή
όψη, για την οποία ήμουν μάλιστα, αποκλειστικά υπεύθυνος. Ήμουν αναγκασμένος να την
ακολουθώ παντού, ως θλιβερό τρόπαιο του μουλαρίσιου πείσματός της και της εγγενούς δειλίας
μου. Με τσάκιζε. Η Ήρα αισθανόταν τα πάντα. Δεν ήθελε όμως να με αφήσει να φύγω μακριά
της. Προτιμούσε αυτό τον αργό, καθημερινό θάνατο των ψυχών μας.

‘Εσύ με έκανες έτσι, εσύ, κοίτα πώς με κατάντησες!’

Λούφαζα, έτρεμα. Έτρεχα στις όμορφες και καυλιάρες ερωμένες μου σαν κυνηγημένος. Αργά το
βράδυ, όταν η Ήρα δούλευε. Να πάρω μια πρέζα φυσιολογικής ζωής. Στράβωναν αλλά με
δέχονταν. Είχαν και ‘κείνες τα δικά τους. Οι μόνες φορές που ανασαίναμε κάπως με την Ήρα,
ήταν όταν πηγαίναμε ταξίδι στο εξωτερικό. Εκεί, δεν μας γνώριζε κανείς. Ήμασταν απλώς ένα
παράξενο ζευγαράκι ανάμεσα στα άλλα. Καμία ιστορία, καμία υποχρέωση. Όσο περνούσε ο
καιρός, συνειδητοποιούσα πως περισσότερο ενοχλούσε την Ήρα το γεγονός πως όλος ο κύκλος
της γνώριζε πως την είχα κερατώσει με μια νεότερη και ομορφότερη γυναίκα (τί πιο φυσικό
άλλωστε), η οποία μάλιστα με είχε καψουρευτεί τόσο, ώστε να κάνει ό,τι περνούσε από το
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 148

καλομανικιουραρισμένο χέρι της προκειμένου να με κερδίσει. Κατά μια διεστραμμένη έννοια,


ήταν απίστευτα κολακευτικό.

Όταν πέρασε η διετία, φυσικά δεν είχα τα κότσια να χωρίσω την Ήρα. Ναρκωμένος από το
φτηνό ουίσκι του συνοικιακού σούπερ-μάρκετ και τα συγκλονιστικά τσιμπούκια της Τζένης,
επέπλεα, χαμένος στους βρώμικους δρόμους της Κυψέλης. Η Ήρα, όσο σιγούρευε την
κατάκτηση, έδειχνε να παίρνει τα πάνω της. Σιγά σιγά, πήρε να υποχωρεί και το φρικτό
εξάνθημα από τη μούρη της. Φούντωνε φυσικά πάντοτε γρήγορα έτσι και της έφερνα την
παραμικρή αντίρρηση. Η κόκκινη, σπυριάρα μάσκα της, ήταν το προσωπείο του τρόμου που
συνέτριβε την θέλησή μου για ζωή.

Ενοχές, τύψεις και μια αίσθηση ατελείωτης αδικίας, με συντρόφευαν κάθε μέρα. Η Νάνσυ έβαλε
αρκετές φίλες της να προσπαθήσουν να με ψαρέψουν εκείνα τα χρόνια, με υποσχέσεις
πικάντικων ραντεβού και γυμνών φωτογραφιών. Με γαργαλούσαν απίστευτα, μα αναγκαζόμουν
να τις μπλοκάρω αυτοστιγμεί, αντιλαμβανόμενος πως δεν ήσαν τίποτε άλλο από άσπλαχνα
παιχνίδια εις βάρος μου. Την κόλαση της ‘Εβδομάδας Μεταμέλειας’ με την Ήρα, δεν θα την
ξαναπερνούσα. Και η πουτάνα η Νάνσυ, θα έχανε οριστικά στο παιχνίδι της.

ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ, ΦΤΗΝΟ ΟΥΙΣΚΙ, ΟΙ ΘΛΙΨΕΙΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ

Ίσως η πιο ωφέλιμη παρενέργεια της δειλής μου υποδούλωσης κάτω από την ξεχαρβαλωμένη
μπότα της Ήρας, ήταν το γεγονός πως με ανάγκασα να πιάσω δουλειά. Ως φιλήδονος
τεμπέλαρος, απεχθανόμουν την ιδέα και μόνο της δουλειάς. Σκεφτόμουν πως όσο μπορούσα να
απομυζώ τους γέρους γονιούς μου προκειμένου να παριστάνω το Δον Ζουάν της πεντάρας στα
μπαράκια του κέντρου, ήμουν ο καλύτερος του χωριού. Με την Ήρα όμως, ασφυκτιούσα.
Πνιγόμουν. Κάθε λεπτό μαζί της στο σπίτι, ήταν και ένα ‘Κατηγορώ’. Μια ατελείωτη λιτανεία
από σιωπηλές κατηγορίες που δεν μπορούσα ούτε να αρνηθώ, ούτε να αντικρούσω. Έψαξα
λοιπόν και βρήκα την πρώτη μου κανονική δουλειά. Τηλεπλασιέ ασφαλειών. Ένα επαίσχυντο
μεροκάματο. Σε μια βρώμικη πολυκατοικία στον Άγιο Παντελεήμονα, με ένα απαρχαιωμένο
υπολογιστή, καλούσα τυχαία εξακόσιους ανθρώπους σε κάθε βάρδια. Στατιστικά άκουγα
πεντακόσιες ενενήντα εννέα Παναγίες και ένας, βρισκόταν στην κατάλληλη φάση αδυναμίας ή
ανάγκης, προκειμένου να αγοράσει. Το αφεντικό μου, ένα κοντό, κίτρινο και φαλακρό
ανθρωπάκι, παρακολουθούσε με πάθος Γιαπωνέζικα κινούμενα σχέδια και κάθε πέντε λεπτά
φώναζε σε εμένα και τους υπόλοιπους αποτυχημένους ‘Πάμε παιδιά, να ανεβαίνουμε, να βλέπω
νεύρο, δεν βγαίνω με το μισθό, θέλω το μπόνους!’

Ακόμα και αυτό το μετα-μοντέρνο Καθαρτήρι, ήταν μια όαση στην καθημερινότητά μου. Έξι
ώρες μακριά από την Ήρα και τα αιώνια βουρκωμένα μάτια της. Μακριά από την ντροπή μου.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 149

Μακριά από τον τσιμεντόλιθο της δειλίας μου. Σε εκείνο το κάτεργο δουλεύαμε λογής λογής
χαμένα κορμιά. Μια τσιγγάνα που είχε βαρεθεί τις βάρδιες στα μπουρδελάκια της Φυλής. Ένας
πρώην εργολάβος που χρωστούσε στη μισή Ευρώπη και κρυβόταν κάτω από τα φουστάνια της
χοντρής, άσχημης, μα πλούσιας γυναίκας του. Μια πιτσιρίκα φοιτήτρια που ήθελε χαρτζιλίκι για
να κάνει τατού. Κάτι παραλίγο έφηβοι αναρχικοί που θέλανε να βγάλουνε το χορταράκι τους το
βδομαδιάτικο. Ο μέσος ‘υπάλληλος’ εκείνης της γαλέρας, άντεχε περίπου δυο εβδομάδες.
Έμεινα στις Ασφάλειες έξι ολόκληρους μήνες, κερδίζοντας μάλιστα και μπόνους πωλήσεων
διπλό και τριπλό κάθε μήνα. Σκίτσαρα ανθρωπάκια να αυτοκτονούν με διάφορους
ευφάνταστους τρόπους στο σημειωματάριό μου και το στόμα μου, στον αυτόματο πιλότο,
ξερνοβολούσε ψέματα αδιάκοπα. Όπως είχα μάθει τόσα χρόνια με τις γκόμενες. Εξασκημένο
τσακάλι.

Στον τελευταίο μου μήνα στη δουλειά, μας ήρθε για μεροκάματο ένα απίστευτο ξέκωλο, η κόρη
του περιπτερά από όπου το κίτρινο ανθρωπάκι που περνιόταν για αφεντικό μας, αγόραζε τα
Davidoff του και παράσταινε τον κοσμοπολίτη. Η πιτσιρίκα ήταν χάρμα οφθαλμών.
Μικροκαμωμένη, πεταχτό κωλαράκι, μεγαλούτσικα για το σώμα της και κοινωνικά βυζιά και
έντονο βάψιμο. Ξανθό πουτανέ μαλλί. Μεγάλα μάτια και θεόχαζη φωνή. Ένιωσα όλους τους
δαίμονες μέσα μου να σκιρτάνε. Ήμουν ο ‘παλιός’ της επιχείρησης και έτσι το Κίτρινο
Ανθρωπάκι μου ανάθεσε την εκπαίδευση της μικρής. Την πλεύρισα σαν σαπιοκάραβο και
άρχισα το γνωστό μου παραμύθι. Χαϊδευόταν. Τριβόταν. Το είχα. Μετά από κανένα διβδόμαδο
στο γλοιώδες μου ψηστήρι, έκανα κίνηση.

‘Σάσα, μετά τη δουλειά, ψήνεις να αράξουμε για ουισκάκι στο μπαρ δίπλα; Κάνει καλό στη
ψυχή!’

‘Αμέ!’

Έλαμψαν τα ματάκια της γεμάτα πουτσολαχτάρα.


Γίναμε. Το είχα. Μπορεί να ήμουν ένας δειλός σταθεροσχεσίτης τηλεπλασιέ κακομοίρης, αλλά
μπορούσα ακόμη να ρίχνω όμορφα και χαζά μουνάκια. Πρόσθετο μπόνους; Κανένα διαδικτυακό
ίχνος. Κανένα επίμονο τηλεφώνημα. Στο σχόλασμα σκόπιμα έμεινα τελευταίος. Η Σάσα δίπλα
μου. Σχεδόν δεν το πίστευα. Όταν έφυγαν και οι τελευταίοι, την κοιτάζω συνωμοτικά.

‘Φύγαμε;’

‘Εε...τί εννοείς;’
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 150

Κάτι άρχισα να ψυλλιάζομαι εκεί, αλλά δεν μπορούσα να διανοηθώ το μέγεθος της αυταπάτης
μου.

‘Στο μπαράκι δίπλα, ουισκάρα!’

‘Ωχ σόρι...σοβαρά το έλεγες επάνω;’

Αν είχε πάρει λοστό να μου τσακίσει τα γόνατα, λιγότερο θα πόναγε. Στο χαζό και έκφυλο
προσωπάκι της, έβλεπα ζωγραφισμένη καθαρή απορία. Η προοπτική των δυο μας ως εραστών,
όχι απλά δεν υφίστατο στο μυαλό της, αλλά σίγουρα θα της φαινόταν αποκρουστική.

Γέλασα εξασκημένα. Γέρος αλιγάτορας.

‘Έτσι, τσέκαρα τα αντανακλαστικά σου! Έλα, έφυγα, με περιμένουν. Τα λέμε αύριο!’

‘Μπάιιιι!’

Περπάτησα ως την πλατεία Κυψέλης, το καταφύγιο και τη φυλακή μου, με τα μάγουλα να καίνε
από απογοήτευση και ντροπή. Πώς είχα τολμήσει ο τσόγλανος να πιστέψω πως έτσι, απλά και
όμορφα θα μου δινόταν ένα λαχταριστό μουνάκι στο πιάτο; Η Ήρα, σαν σάβανο που ρουφούσε
κάθε χαρά και ζωή, ήταν σφιχτοτυλιγμένη γύρω μου. Η Τζένη, με το ένα χέρι έπινε Ζάναξ
λιωμένα σε χλιαρή μπύρα και με το άλλο χάιδευε τον αιώνια καυλωμένο πούτσο μου. Η τσέπη
μου ήταν πιο άδεια και από το ταμείο του κράτους. Πώς τόλμησα ο τσόγλανος να θέλω να τον
χώσω σε ζωντανό κρέας;

Μπήκα στην τελευταία κάβα που είχε απομείνει ανοιχτή. Χαιρετηθήκαμε εγκάρδια με τον
χοντρό ιδιοκτήτη. Τον ρώτησα ποιο ήταν το φτηνότερο ουίσκι του. Μου υπόδειξε ένα
ξεχασμένο μπουκάλι Famous Grouse. Είχε επάνω ακόμα ένα παχύ στρώμα σκόνης από την
αποθήκη.

‘Εδώ, θα κάνουμε τη μεγάλη ζωή τώρα!’

Πλήρωσα και έφυγα γελαστός με το φάρμακό μου. Σπίτι είδα πως είχα βγάλει και ένα καινούριο
κονδύλωμα. Θα έπρεπε να φροντίσω να το κάψω. Η Ήρα δεν μου το είχε κάνει ποτέ θέμα, αλλά
πρόσεχα. Κράταγα μια ελπίδα πως ίσως κατόρθωνα να γνωρίσω επιτέλους κάποια νέα ερωμένη
και δεν ήθελα η πρώτη της κουβέντα για τον πούτσο μου να είναι:
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 151

‘Τί έχεις εκεί;’

Ήπια το μισό μπουκάλι και μου υποσχέθηκα πως δεν θα άφηνα πια καμία χλωμή αυταπάτη να
με βασανίσει. Μεγάλωνα. Τα μαλλιά μου τα μπροστινά είχαν αρχίσει να αραιώνουν επικίνδυνα.
Σχημάτιζα και κοιλίτσα. Η Ήρα φρόντιζε να με ταΐζει εκλεκτό φαγητό διαρκώς. Γιατί όχι
άλλωστε. Ήμουν το ευνουχισμένο ροκ τεκνό στην κάλπικη αλυσίδα της. Σαν καθυστερημένο
παιδί που δεν γνωρίζει την δύναμή του, ακολουθούσα πειθήνια τις σκληρές της διαταγές.

Έφυγα από τις ασφάλειες δυο εβδομάδες αργότερα.

ΤΑΞΙΔΙΑΡΑ ΨΥΧΗ

Με την προϋπηρεσία μου στην Κίτρινη Γαλέρα, μπόρεσα να πιάσω δουλειά σε ένα ‘αξιοπρεπές’
για τα δεδομένα της χρεωκοπημένης Ελλάδας, τηλεφωνικό κέντρο. Ασφάλιση, σταθερός μισθός
και δη ζηλευτός για τα δεδομένα της εποχής. Κυλιόμενες βάρδιες. Ακόμη περισσότερες ώρες
μακριά από την Ήρα. Βρισκόμαστε πια στο 2013. Έχω πάρει απόφαση πως ποτέ δεν θα βρω
τ’αρχίδια να την χωρίσω. Πως θα αιμορραγώ τα όνειρά μου, ένα θλιβερό ροκ ποτό την φορά,
στο ξεφτισμένο λουρί της. Η συνειδητοποίηση αυτή, φέρνει μαζί της και ένα περίεργο αίσθημα
ελευθερίας. Όταν είσαι στον πάτο, δεν έχεις και πολλά να χάσεις. Μη έχοντας γκομενομέτωπα
να διατηρήσω, αφιερώνω όλες μου τις δυνάμεις στον επαγγελματικό τομέα. Ξεκινάω να γράφω
και για δυο περιοδικά ποικίλης ύλης, βγάζοντας λίγο ακόμη χαρτζιλίκι και διευρύνοντας τον
κύκλο μου. Νυχούδες, μαλλούδες και εσωτερικές διακοσμήτριες. Ένας μικρός παράδεισος
βλακείας και τσιμπουκοδεινότητας τόσο γαργαλιστικά κοντά μου.

Η Μαργκώ είναι ενδιαφέρουσα περίπτωση. Μικροκαμωμένη, με κοντό κόκκινο μαλλί σαν της
Νεφέλης. Πολλά τατού. Ταξιδεμένη. Απογοητευμένη και σε μακροχρόνια σχέση. Γνωριζόμαστε
σε κάποιο ‘συμπόσιο εργασίας’ του περιοδικού. Οι απογοητεύσεις μας ταιριάζουν. Μια
εβδομάδα αργότερα, συναντιόμαστε κρυφά στο ομορφότερο μπαρ της Αθήνας, το θρυλικό Au
Revoir. Είναι τσαχπίνα και διαβασμένη. Τα χείλη μας γρήγορα συναντιόνται. Έχει έρθει έντονα
βαμμένη και το εκτιμάω πολύ αυτό. Καταλήγουμε στο σπίτι μου, όπου ανακαλύπτω πως παρά
το φυζίκ νεράιδάς της, έχει μεγάλα και ετοιμοπόλεμα βυζιά. Χαρμόσυνη νύχτα. Το μουνάκι της
μοσχοβολάει γιασεμί και το γαμήσι της είναι παθιάρικο και δυνατό. Για πρώτη φορά από την
καταραμένη μου Ημέρα Παράδοσης, νιώθω ζωντανός. Αληθινά ζωντανός. Είμαι στο κρεβάτι με
νέα κατάκτηση και δη αξιόλογη. Είναι ένας θρίαμβος ολόδικός μου.

Την επόμενη μέρα, η Μαργκώ μου λέει πως πέρασε πολύ όμορφα, μα όλα αυτά ήταν ένα λάθος,
πως πρέπει να αφοσιωθεί στο αγόρι της. Τί είχαμε τί χάσαμε. Περιμένω. Δυο εβδομάδες
αργότερα, είναι και πάλι στο κρεβάτι μου. Ρουφά τα αρχίδια μου με απίστευτη μαστοριά. Στα
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 152

διαλείμματα, συζητάμε τις φαλιρισμένες σχέσεις μας, πόσο δειλοί είμαστε που δεν τις χαλάμε. Ο
ένας στα μάτια του άλλου, μισούμε τους εαυτούς μας λίγο λιγότερο. Γαμιόμαστε ξανά. Περνάμε
το μισό ’14 σώζοντας ο ένας τα λογικά του άλλου.

Η Μαργκώ θέλει όμως περισσότερα. Αν και απολαμβάνω την συντροφιά της, δεν είναι η
γυναίκα που θα με αναστήσει από το Γαλάζιο Θάνατο της Ήρας. Το τελευταίο μας ραντεβού
είναι γλυκόπικρο. Της χαρίζω μια πυξίδα για να την πάει σπίτι, μου δίνει ένα μικρό ασημένιο
υποβρύχιο, να το φορέσω για φυλαχτό. Οι μυστικοί κώδικες των εραστών, τα τελευταία
κομμάτια φωτός στην βρώμικη άσφαλτο των δειλών.

Επιστρέφω στην μικροαστική απελπισία της Ήρας, ανακουφισμένος σχεδόν που τον έβρεξα έτσι
αναίμακτα και επαγγελματικά. Βάζω ποτό και χαίρομαι που αδυνάτισα, σαν ασκητής στην
έρημο.

ΤΟ ΨΥΧΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟ ΓΟΥΡΟΥΝΙ, GAULOISES KOKKINA, Η ΜΟΙΡΑ ΤΟΥ


ΔΕΙΛΟΥ

Όλο και πιο βαθιά στην παραίτηση, βλέπω με τρόμο τις χρονιές να περνούν και τη ζωή μου να
έχει σταματήσει. Το τηλεφωνικό κέντρο και τα περιοδικά. Το αστείο μου mini bar με τα ακριβά
ουίσκια. Καταδρομικά γαμήσια και ένοχοι οργασμοί ανάβουν σαν φωτοβολίδες μέσα στο μακρύ
σκοτάδι της καλύτερής μου ηλικίας. Οι κυνόδοντες της Ήρας, βαθιά μπηγμένοι στο λαιμό μου
ρουφάνε τις τελευταίες σταγόνες της ανυπόταχτης ψυχής μου. Κλείνουν τις πληγές με τα δάκρυα
της Οσιομάρτυρος.

Το Γουρούνι δουλεύει μαζί μου, σε διαφορετικό τμήμα. Έχει πανέμορφο, έκφυλο πρόσωπο, με
τεράστια μάτια και λαχταριστά τσιμπουκόχειλα. Στα νιάτα της ήταν σκυλο-ΔΑΠίτισσα,
Μυκονιάτισσα σημαιοφόρος. Ζούσε ακόμη στην Ελλάδα του Συντρόφου Πετράν. Η ανέμελη
κουφιοκεφαλιά της και το γεγονός πως δεν είχε ανοίξει ένα βιβλίο στη ζωή της, με ερέθιζαν
απίστευτα. Ήταν γεννημένη καγκουρογκόμενα. Φλερτάραμε μήνες. Ερχόταν τάχα μου να με
ρωτήσει διάφορα. Πρώτα στα όρθια, μετά σκύβοντας επάνω μου με τα κουμπιά του πουκάμισού
της ανοιχτά και τις βυζάρες της να χύνονται στο πληκτρολόγιό μου και τέλος, στην αγκαλιά μου.

Είχα μάθει πλέον να είμαι ιδιαίτερα προσεκτικός. Περνούσα το σύντομο διάλειμμά μου σε μια
έρημη αλάνα, καπνίζοντας κόκκινα Gauloises, τα αγαπημένα τσιγάρα της Τζένης, που είχα πια
κουραστεί να με περιμένει και είχε σπιτωθεί με ένα γέρο υδραυλικό, κονομημένο. Διπλασίασε
τη δόση της στο Ζάναξ και συνταξιοδότησε το φλεγόμενο μουνί της. Έπινα τη σκούρα μου Fix
και συλλογιόμουν τις σπουδαίες πουτάνες που περάσανε από το κρεβάτι μου. Όσο περισσότερο
με βύθιζα στο μπουντρούμι της Ήρας, τόσο περισσότερο ξεμάκραινα από κάθε όνειρο χωρισμού
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 153

και λύτρωσης. Είχα μπει τόσο βαθιά στο λαγούμι, που πίστευα πως δεν υπήρχε πια σωτηρία για
εμένα. Πολλές φορές ονειρευόμουν πως η Ήρα αργοπέθαινε από κάποια ανίατη ασθένεια και
έτσι, ήσυχα, δειλά και αναίμακτα, έπαιρνα πίσω την ζωή μου. Είχα τελειώσει.

Το Γουρούνι δεν το εξέτασα όσο προσεκτικά έπαιρνε, γιατί η βλακεία της με καύλωνε
περισσότερο απ’ όσο έπρεπε. Απαράβατος κανόνας μου για κάθε νέα ερωμένη μετά την Ημέρα
Παράδοσης, ήταν να βρίσκεται σε ταλαιπωρημένη σταθερή σχέση με κανένα ορίζοντα
χωρισμού, σαν και του λόγου μου. Να έχει να χάσει όσα κι εγώ ή περισσότερα από τυχόν
μανούρες. Το Γουρούνι άφηνε υπονοούμενα για μια ‘σχέση που την ταλαιπωρούσε’. Με έψηνε.
Ένα μεσημέρι στη δουλειά που είχε έρθει να χαζολογήσει και να μου δείξει το πλούσιο ντεκολτέ
της, χώθηκα.

‘Θα κατέβω στην αλάνα για μπύρα. Θες να έρθεις μαζί;’

‘Αμέ, πάμε!’

Το γεγονός πως ήταν τόσο γαμημένα εύκολο, θα έπρεπε να με είχε προειδοποιήσει.

Μας κέρασα μπύρες από το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς και τραβήξαμε για την αγαπημένη μου
ερημιά. Καθίσαμε πλάι πλάι σε ένα ξεχασμένο παγκάκι.

‘Υγείες!’

Τσουγκρίσαμε. Με κοιτούσε με τα λαμπερά μάτια της γεμάτα προσμονή.

‘Εδώ έρχεσαι και το σκας λοιπόν στα διαλείμματα;’

‘Αμέ. Ησυχία έχει, ίσκιο έχει και από ανθρώπους τίποτε. Μια μικρή όαση!»

Γέλασε και συνέχισε να με κοιτάει.

Έσκυψα και την φίλησα. Ανταπόδωσε σχεδόν διστακτικά. Συνέχισα να την φιλάω και
ξεθάρρεψε.

‘Εεεε...τί κάνεις εκεί;’

‘Τί τί κάνω; Σε φιλάω. Και σ ’αρέσει, παρεμπιπτόντως.’


Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 154

‘Μμμμ’

Συνεχίσαμε να φασωνόμαστε στο παγκάκι, οι μπύρες ξεχασμένες δίπλα μας. Περάσαμε όλο το
διάλειμμα στην εξαίσια παραζάλη των παράνομων εραστών. Κανονίσαμε να γυρίσει εκείνη
πέντε λεπτά πριν από μένα. Ξανάβαλε προσεκτικά το κραγιόν της. Δώσαμε ραντεβού μετά την
δουλειά σε ένα απόμερο πάρκινγκ, δυο δρόμους από την αλάνα. Ήμουν μάστορας πλέον στις
δικαιολογίες για την Ήρα. Ένας φέρελπις νέος σαν εμένα εξάλλου, τραβούσε συχνά-πυκνά τις
υπερωρίες του. Έτσι της εξασφάλιζα και τα όμορφα ταξίδια που πηγαίναμε, στις λαμπερές
πολιτείες της Ευρώπης.

Το τρυφερό μου ΔΑΠιτογουρουνάκι είχε ένα από εκείνα τα κουκλίστικα Smartάκια. Δεν
χώραγες καλά καλά να τεντώσεις τα πόδια σου μέσα του. Όχι πως με απασχολούσε. Θα την
έπαιρνα στο υπέρδιπλο κρεβάτι της Κυψελοσπηλιάς μου. Το πάρκινγκ θα ήταν το ζέσταμα. Κάτι
χαμίνια κολλούσαν μπάφο και μας παρακολουθούσαν γελώντας πονηρά, καμιά πενηνταριά
μέτρα πιο κάτω. Η Φαίη έβαζε το κραγιόν της και με κοίταγε με την προκλητική της
τσιμπουκόφατσα.

‘Γεια’

‘Γεια σου και σένα’

Φιλί. Φάσωμα. Χύθηκαν τα χέρια μου στο ζουμερό της κορμί. Βελούδινο δέρμα, μοσχοβολούσε
παντού. Σφιχτά βυζιά, όχι όσο μεγάλα θα τα ‘θελα, μα πρόθυμα να πηδήσουν στις διψασμένες
για βρωμιά φούχτες μου. Σαν γαμησοβρικόλακας στο τέλος του κόσμου, παραδόθηκα στην
αιθαλομίχλη μας. Η στύση μου ασφυκτιούσε μέσα στο τζιν. Πήρα το χέρι της και το ακούμπησα
στον καυλωμένο μου πούτσο.

‘Βλέπεις τί έκανες;’

‘Πωπωώω...συγνώμη’ έκανε όλο νάζι, χαϊδεύοντάς τον αργά και βασανιστικά, από κάτω μέχρι
πάνω.

‘Πρέπει να με βοηθήσεις τώρα καύλα μου, πώς θα βγω έξω; Θα με κοιτάζει ο κόσμος!’

‘Για να δούμε...’
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 155

Άνοιξε επιδέξια τα κουμπιά του παντελονιού μου και ελευθέρωσε το πρησμένο μου καυλί.
Ξεκίνησε να τον παίζει αργά και βασανιστικά και χαμογέλασε ευχαριστημένη όταν η πρώτη
σταγόνα προσπερματικού υγρού άφησε ένα μακρύ ασημένιο κορδόνι στην παλάμη της. Δεν είχα
αποφασίσει ακόμη αν ήθελα το πρώτο μου χύσιμο μαζί της να είναι στο αμάξι ή σπίτι μου. Με
γαργαλούσε λίγο η προοπτική του βρώμικου γαμησιού στο κονσερβοκούτι της, αλλά ήξερα πως
η ψυχραιμία ήταν η ενδεδειγμένη λύση.

Χούφτωσα τις βυζάρες της και συνέχισα να την φιλάω.

‘Αρκετά. Το πρώτο χύσιμο θέλω να είναι στη μουνάρα σου, όχι στο χέρι.’

Έλαμψε από χαρά το μωρό μου. Ενέκρινε.

Φασωθήκαμε λίγο ακόμη και ανάψαμε τσιγάρο να ηρεμήσουμε.

Της εξήγησα τον τρόπο που θα επικοινωνούσαμε. Ούτε τηλέφωνο, ούτε Facebook, ούτε τίποτε
ανιχνεύσιμο από την Ήρα. Είπαμε, είχα γίνει καταδρομέας. Δέχτηκε δίχως παράπονα και
γκρίνιες. Καλό σημάδι.

Λίγες ημέρες αργότερα, χτυπούσε το κουδούνι μου. Περασμένες δέκα, την υποδέχτηκα με
αναμμένα κεριά και αρωματικό λιβάνι. Πάντοτε φρόντιζα να έχω έντονα αρώματα στο σπίτι,
προκειμένου να μπερδεύω τα ρουθούνια της Ήρας που αδιάκοπα αναζητούσαν ίχνη από
γυναικεία αρώματα. Στιγμή δεν την είχε ξεγελάσει η δήθεν μεταμέλειά μου. Η νέα μου
διακριτικότητα όμως, έμοιαζε να της αρκεί. Ισχυροποιούσε και το φετίχ οσιομάρτυρος που τόσο
απολάμβανε. Όλα ήταν εντάξει, αρκεί να μην το γνώριζε ο περίγυρος. Σωστό ζευγάρι της
χρονιάς.

Η Φαίη έκανε αληθινά απολαυστικό γαμήσι. Το πορνοενστικτό μου πλέον λειτουργούσε με


σχεδόν υπερφυσική ακρίβεια. Ήξερα καλά ποιες γυναίκες θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στις
ακόρεστες ορέξεις μου, τις διάλεγα και τις έφερνα στο κρεβάτι μου με σχεδόν θρησκευτικό
ζήλο. Είχε τα επτά παραπανίσια κιλάκια της ηδονής, την ανασφάλεια των οποίων ξεχρέωνε με
το απολαυστικό, λαρυγγωτό τσιμπούκι και τα τεράστια, λάγνα μάτια της. Ήταν πολυοργασμική
και εύκολη στο χύσιμο, με μεγάλη λαχτάρα και αγάπη για τον πούτσο. Οι πρώτες μας
συνευρέσεις ήταν μίνι-μαραθώνιοι αγνής καύλας και ηδονής.

Το γλυκό χάλασε στο τέταρτο περίπου ραντεβού. Ξεκίνησε να μου ζητά περισσότερο χρόνο και
έγινε προφανές το γεγονός πως δεν υπήρχε κανείς άλλος γκόμενος στη ζωή της. Ακόμη
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 156

χειρότερα, την είχα μέσα στα πόδια μου κάθε μέρα. Καμάρωνε σαν γύφτικό σκεπάρνι που είχε
ρίξει το πουλάν του γραφείου. Άρχισε να μου ζητά να κάνουμε διάλειμμα μαζί, να τρώμε από
ταπεράκια, σαν τα άπειρα ζευγαράκια μικροαστών καριέρας που μας πλαισίωναν καθημερινά.

Ήθελε προσεκτικό χειρισμό. Το χουνέρι με την Νάνσυ δεν θα το επαναλάμβανα στα γεράματα.
Έπρεπε να συνεχίσω να την γαμάω και να παριστάνω πως όλα ήταν όμορφα, ενόσω
μηχανευόμουν πώς θα την ξεφορτωθώ. Θα έπρεπε δε, να το οργανώσω με τέτοιο τρόπο, ώστε να
θεωρήσει πως η ίδια με είχε εγκαταλείψει, προκειμένου να αισθάνεται υπό και να μην έχει
διάθεση για μανούρες. Τα γαμήσια μας, από ένοχες απολαύσεις, μετατράπηκαν σε ένα είδος
δεύτερου συζυγικού καθήκοντος. Από εκεί που είχα μια βαλτωμένη σχέση, βρέθηκα ξαφνικά με
δυο. Την παρτίδα έσωζε το απίστευτα έκφυλο πρόσωπό της, το οποίο δεν χόρταινα να γαμάω.
Όσο περισσότερο την απεχθανόμουν, τόσο καλύτερα την γαμούσα.

Έξοδος κινδύνου, πουθενά.

Πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος με τη Φαίη σαν παράλληλη ψυχαναγκαστική σχέση. Έπιασε και
σπίτι μόνη της, καθώς δεν ήθελε πια να έρχεται στο ‘μαγαρισμένο’ από την Ήρα δικό μου σπίτι.
Με βόλευε το συγκεκριμένο, καθώς, εξουθενωμένος από την διπλή μου ζωή, ήμουν σίγουρος
πως όλο και κάποιο σεντόνι θα ξέχναγα να αλλάξω και θα με τσάκωνε η Ήρα. Ποιος ξέρει, ίσως
αυτοκτονούσε με πλαστικό μαχαίρι πικνίκ μπροστά μου, αργά και οδυνηρά, μόνο και μόνο για
να με κάνει να αισθανθώ ακόμη χειρότερα.

Η δυσαρέσκεια του Γουρουνιού όλο και μεγάλωνε, καθώς διαπίστωνε πως δεν υπήρχε
περίπτωση να αφήσω την αγάπη μου, τη λατρεία, τη γυναικούλα μου την καλή. Σχόλαγα από τη
νυχτερινή βάρδια γύρω στις οκτώ, πήγαινα στης Ήρας για φαγητό και για να δηλώσω τέλεια και
ολοκληρωτική υποταγή και κατά τις ενιάμιση κατηφόριζα για τη Γλυφάδα που έμενε το
Γουρούνι. Αφού γαμούσα δυνατά την παχουλή της μουνάρα και έπινα μισό μπουκάλι κρασί
προκειμένου να ισιώσω, γύριζα σπίτι κατά τα μεσάνυχτα. Έβαζα ουίσκι για παρηγοριά και
έγραφα τα άρθρα μου για κανένα δίωρο περίπου. Τρεις τα χαράματα έπεφτα για ύπνο και
σηκωνόμουν επτά. Έζησα έτσι, σαν τσακισμένο πορνό-αγρίμι, περίπου ενάμιση χρόνο. Έλεγα
ψέματα όπως ανάσαινα. Κόντευα να σπάσω. Κάτι βράδια που γύριζα από τη Γλυφάδα, ως
καινοφανής προστάτης Άγιος των απανταχού Uberάδων και ταξιτζήδων του Λεκανοπεδίου,
αισθανόμουν έναν απροσδιόριστο πανικό να με τσακίζει, να παραλύει τα μέλη μου. Μια
ακαθόριστη, τεράστια και αμετάκλητη καταστροφή ένιωθα να έρχεται κατά πάνω μου. Δεν είχα
ιδέα πώς να τη σταματήσω. Βυθιζόμουν και είχα πλήρη συναίσθηση. Έπρεπε να βρω ένα
γαμημένο τρόπο να γλιτώσω.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 157

Οι Θεοί με λυπήθηκαν λίγο μετά το καλοκαίρι. Ήρθαν στη δουλειά νεοσύλλεκτοι, ψαράκια.
Ένας από δαύτους είχε γυαλίσει στη Φαίη. Πιτσιρικάς εκείνος, το έχωνε και στις πρίζες.
Οργάνωσα με διαβολική ακρίβεια τις συναντήσεις και τις επαφές τους και φρόντισα να
απουσιάζω βολικά και να ‘στεναχωρώ’ το Γουρούνι όσο ακριβώς έπρεπε. Δεν άργησε να μου
ανακοινώσει, με βαρυσήμαντο ύφος τεθλιμμένης παρουσιάστριας ιδιωτικού καναλιού, πως είχε
κουραστεί να με περιμένει. Πως αυτό που ζήσαμε ήταν όμορφο, μα εκείνη είχε σχέδια για το
μέλλον της. Πως δεν μπορούσαμε να βλεπόμαστε άλλο.

Της είπα πως καταλάβαινα. Πως θα ήμουν πάντα εκεί αν ήθελε να μιλήσει. Πως ήταν
πραγματική μαγική η χρονιά που ζήσαμε. Κλείσαμε το τηλέφωνο και άρχισα να χορεύω
επιτόπου. Ήμουν ελεύθερος, ζωντανός, Χριστέ μου, ζωντανός.

ΣΟΝΑΤΑ ΓΙΑ ΑΠΟΤΣΙΓΑΡΑ/ΠΟΡΝΟΠΕΛΑΤΗΣ

Κολυμπούσα πλέον ελάχιστα εκατοστά από τη μούργα. Τον πάτο του βαρελιού. Η ανακούφιση
που ένιωθα έχοντας γλιτώσει τα ξεφτιλίκια του Γουρουνιού, ήταν τεράστια. Για κανένα μήνα
περίπου, δεν γάμησα άλλη γυναίκα εκτός από την Ήρα. Ήταν εξάλλου το μαρτύριο που γνώριζα.
Το είχα σχεδόν συνηθίσει. Απολάμβανα τα ήσυχα βράδια και το σιωπηλό μου τηλέφωνο. Έβαζα
και χρήματα στην ακρή, καθώς δεν χρειαζόταν να σπαταλάω πια μια περιουσία για
μεταμεσονύκτιες κούρσες. Η δειλία μου είχε γίνει ουρανοξύστης κανονικός. Θα πέθαινα σαν
αρρωστιάρικο σκυλί στο πλευρό της Ήρας, μη βρίσκοντας ποτέ το θάρρος να την χωρίσω.
Ξεφτιλισμένος και θλιβερός.

Στο δεύτερο μήνα επάνω και καθώς είχα ηρεμήσει πια από τον τρόμο της παράλληλης σχέσης,
άρχισα να μηχανεύομαι τρόπους για να συνεχίσω τα ακόλαστα γαμήσια που χρειαζόμουν. Στη
δουλειά δεν υπήρχε καμιά αξιόλογη και το κυριότερο, ασφαλής, προοπτική. Τα περιοδικά είχαν
κλείσει και είχαν πάρει μαζί τους το συννεφάκι με τις εξαίσια λαϊκές νυχομαλλούδες. Εγώ όμως,
είχα ανάγκη την πρέζα μου. Η απάντηση, βρισκόταν στο παρελθόν μου.

Μια φορά κι ένα καιρό, χτύπησα το κουδούνι της κυρά-Μάγδας γεμάτος τρόμο και ασυγκράτητο
ενθουσιασμό απέναντι στο Άχραντο Μυστήριο Του Μουνιού. Στην καλοκαιρινή ραστώνη της
επαρχίας. Με μάτια λαμπερά και όλους τους δρόμους ανοιχτούς. Τώρα η ανάγκη, η νοσηρή
ανάγκη για κτηνώδη επιβεβαίωση, θα με έσερνε σχεδόν σε κάθε μπουρδέλο της βρώμικης και
τσακισμένης Αθήνας. Μεσήλικα, δειλό, καυλωμένο και ξεφτιλισμένο. Δεν μπορούσα παρά να
χαμογελάω με την ειρωνεία του πράγματος.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 158

Η λύση ήταν μπροστά μου, όλα αυτά τα χρόνια. Οι πουτάνες δεν θα με έπαιρναν τηλέφωνο σε
άβολες ώρες. Δεν θα μου ζητούσαν να χωρίσω την Ήρα ούτε θα επέμεναν να τρώμε μαζί από
ταπεράκι του ΙΚΕΑ. Θα τσέπωναν μόνο τα παράβολα της ηδονής και θα ανέχονταν για λίγο το
θλιβερό σόου του παραπαίοντος ανδρισμού μου. Οι καλές ίσως παρίσταναν πως το διασκέδαζαν
κιόλας. Πάνω απ’ όλα όμως, θα ήταν εχέμυθες. Αόρατες. Ήταν το τέλειο έγκλημα. Θα
μπορούσα επιτέλους να γαμάω όποια γυναίκα ήθελα, όποτε το ήθελα, δίχως το παραμικρό
ρίσκο.

Ρίχτηκα με θέρμη στη δεύτερη αυτή περίοδο της πορνοκαριέρας μου. Ήταν σαν ρουλέτα.
Κάποιες φορές τα κορίτσια ήταν ορεξάτα, καυλιάρικα και σχεδόν ένιωθα πως όλα ήταν σωστά
και όμορφα στην μακριά μου νύχτα. Άλλες φορές, βρισκόμουν γυμνός με πανέμορφα αγάλματα.
Με κοιτούσαν γεμάτα περιφρόνηση και μόλις και μετά βίας κατόρθωνα να τα γαμήσω,
συναισθανόμενος πλήρως το βάρος της δειλίας μου. Πάντα εκ του ασφαλούς. Στις αρχικές
επισκέψεις μου ένιωθα σχεδόν τον τρόμο της πρώτης μου φοράς. Σιγά-σιγά, αποκτηνώθηκα
περισσότερο, άρχισα να διασκεδάζω με τους πιθανούς συνδυασμούς, την απίστευτη ποικιλία
διαθέσιμης γυναικείας σάρκας.

Έλεγα ξανά και ξανά στον εαυτό μου πως αυτό ήταν. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Ο βάλτος της
μικροαστικής μου σχέσης και οι ληγμένες φωτοβολίδες της Διδύμου. Προσπαθούσα να μου
πουλήσω μια κοσμοθεωρία σαγηνευτική όσο ένα φτηνό τσόχινο σακάκι. Το ουίσκι βοηθούσε να
την πιστεύω, λίγο λιγότερο κάθε βράδυ.

Θυμάμαι στιγμές από το Χαμένο ’15 και το μισό ’16. Να γυρίζω από το Τελετουργικό του
Φαγητού της Ήρας, ευτυχισμένος που μπορούσα να αράξω σπίτι, να βάλω ποτό και να
προσποιηθώ πως ήμουν ακόμη ζωντανός. Να περπατάω στους βρώμικους παράδρομους της
Φυλής, με τις ξεχαρβαλωμένες μπότες μου να κρατάνε το ρυθμό της ντροπής. Gauloises
κόκκινα, νεκρό τηλέφωνο, o Dylan στα ακουστικά να με ρωτάει πώς νιώθω. Δέκα λέξεις που
σάπιζαν μέσα μου και δε θέλαν να βγουν.

Πάτο έπιασα στο αλουμινένιο κοντέινερ της κυρίας Αλιόνας, αρχές του ’16.

Η Αλιόνα ήταν ευρύτερα γνωστή στους πορνοκύκλους της πρωτεύουσας ως ‘Βασίλισσα της
Πίπας’. Οι κριτικές που γράφονταν για τις ικανότητες της στο τσιμπούκι, είχαν εξάψει το
αχαλίνωτο φαντασιακό μου. Ως χομπίστας και μεγάλος εραστής του μπουλκουμέ, δεν μπορούσα
να μη δοκιμάσω. Ντύθηκα πρόχειρα, άφησα το πορτοφόλι μου σπίτι. Είχα μόνο ένα εικοσάρικο
στην κωλότσεπη, προσεκτικά διπλωμένο. Κατηφόρισα στο κέντρο, νιώθοντας ένα
απροσδιόριστο σφίξιμο στο στομάχι. Ακόμα και με τη ‘σίγουρη’ λύση των μπουρδέλων, είχα
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 159

αρχίσει να πιστεύω πως θα πεταγόταν από κάποια γωνία η Ήρα με τη φρικτή της όψη, να με
ελέγξει σαν βραχνή προφήτισσα από χαμένο Ευαγγέλιο.

Δεν ήξερα καλά την περιοχή και βρέθηκα να κάνω κύκλους σαν ηλίθιος. Πήρε το μάτι μου ένα
βρώμικο πάρκινγκ. Ο φύλακας ήταν ένας χοντρός μεσήλικας με λαδωμένο μαλλί. Έτρωγε
λαίμαργα ένα σάντουιτς από τα Everest και διάβαζε αθλητική εφημερίδα. Ήταν ο άνθρωπός μου.

‘Συγνώμη φίλε, για να κατέβω Διδύμου από πού πάω;’

‘Εδώ δεξιά θα κάνεις και αριστερά κάτω μετά στον πεζόδρομο, θα δεις τα φώτα!’

‘Ευχαριστώ!’

Δίπλα ήμουν. Μακρύς πεζόδρομος, με τις γωνίες να βρομοκοπάνε κάτουρο. Κόκκινα και λευκά
φώτα έλαμπαν αμείλικτα και κοροϊδευτικά από τις πόρτες των μαγεμένων σπιτιών. Εντόπισα το
18Α.Τρία ασβεστωμένα σκαλιά και ένα προκάτ αλουμινένιο κοντέινερ πάνω σε τσιμεντόλιθους.
Το Βασίλειο της Πίπας. Η τσατσά έμοιαζε με μια καθαρίστρια από το γυμνάσιο που πήγαινα
στην Λάρισα, τέσσερις χιλιάδες χρόνια πριν. Με κοίταξε ερωτηματικά.

‘Δουλεύει η Αλιόνα;’

‘Ναι’

‘Ωραία, θα περάσω’.

Αποφασισμένος. Σκληρός. Έδωσα το εικοσάρικο στην τσατσά.

‘Ντωμάτιο ντύο.’

Μπήκα στο ντωμάτιο ντύο. Αν μπορείς να λογίσεις ντωμάτιο ένα χώρισμα κοντέινερ. Μια μωβ
λάμπα βύθιζε τα πάντα σε ένα σουρεάλ νεκροφώς. Τόνιζε την μαύρη αυτοκόλλητη νεραΐδα στον
τοίχο, τον εκλεπτυσμένο διάκοσμο του χώρου. Ένα ημίδιπλο κρεβάτι, μια καρέκλα για τα ρούχα
και ο απαραίτητος νεροχύτης με τον σκουπιδοτενεκέ. Τηλεόραση καθοδικού σωλήνα, της
δεκαετίας του ’80, έπαιζε ένα πορνό της δεκαετίας του ’70. Θάμνοι-αφάνες και κόκκος από τη
Σαχάρα. Γδύθηκα και άραξα στο κρεβάτι.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 160

Ο τοίχος με το διπλανό δωμάτιο ήταν σχεδόν χάρτινος και άκουγα τον συναγωνιστή από το
Ντωμάτιο Ένα να χαστουκίζει τα κωλομέρια της Αλιόνας. Λίγη ώρα μετά, έχυσε βογκώντας σαν
μοσχάρι. Στο μεταξύ είχαν μπει κάτι πιτσιρικάδες στο σαλονάκι. Φώναζαν και γελούσαν.
Ζούσαν την περιπέτεια. Ένιωθα λες και είχα αρχίσει να αιωρούμαι πάνω από το κρεβάτι. Να
επιπλέω στο μαβί νεκροφώς, ένα βρώμικο κουφάρι ξεχασμένου βασιλιά. Η Αλιόνα μπινελίκωνε
την τσατσά στα Ρωσικά. Η τσατσά την έβριζε πιο δυνατά. Πρέπει να έφυγε κάποιο ιπτάμενο
παπούτσι. Οι πιτσιρικάδες λυθήκανε στα γέλια. Εδώ ήμουν. Αλιγάτορας στον πηχτό βούρκο.
Αισθανόμουν ταυτόχρονα εξωγήινος και τέλειος ιθαγενής. Εκείνη την ώρα, ήμουν σχεδόν
ανύπαρκτος. Η Ευτυχία φτεροκοπούσε στο δωμάτιο.

Πρέπει να περίμενα κανένα εικοσάλεπτο σε αυτό το ιδιότυπο Καθαρτήρι. Σε κάποια φάση, λίγο
πριν γλυκοκοιμηθώ, άνοιξε η πόρτα και μπήκε στο χώρισμα η Βασίλισσα η ίδια. Πατημένη
πενηντάρα, με την πιο έκφυλη τσιμπουκόφατσα που είχα δει στη ζωή μου. Πυρηνικά σιλικονάτα
μαστάρια πορνοστάρ και ένα μπέημπι-ντόλ πειρασμός. Μου θύμισε μια συνταξιούχο εκδοχή της
Τζένης Τζίνι. Ο πούτσος μου έγινε πέτρα. Ήξερα πως αυτό που θα ακολουθούσε, θα ήταν
σχεδόν θρησκευτική εμπειρία.

Η κυρία Αλιόνα δεν με απογοήτευσε. Χάιδεψε, έπαιξε, ρούφηξε και έφτυσε τον πούτσο μου με
όλη την συσσωρευμένη μαεστρία δέκα χιλιάδων χρόνων αμαρτίας. Οι συναγωνιστές είχαν δίκιο.
Είχα φτάσει επιτέλους στους Άγιους Τόπους του Τσιμπουκιού. Η Βασίλισσα με στράγγιξε στο
έμπειρο λαρύγγι της και τα ουρλιαχτά μου πρέπει να ακούστηκαν τέσσερις δρόμους τριγύρω. Οι
πιτσιρικάδες χαχάνισαν ξανά. Ηλίθια. Ευτυχισμένα.

Κάτι είπαμε τσαχπίνικο και συνωμοτικό με την κυρία Αλιόνα. Ντύθηκα και έφυγα
παραπατώντας από το τσαρδί της. Άναψα τσιγάρο. Gauloise κόκκινο.

‘Που ‘σαι ρε Τζένη να με δεις τώρα’ σκέφτηκα και χαμογέλασα.

Η Τζένη ήταν φυσικά, πολύ μακριά.

Εγώ πάλι, δεν ήμουν πουθενά.

ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΓΚΡΕΜΟΥ, ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΜΟΥ ΓΙΝΑΝ ΦΩΣ

Κάπως έτσι, ελαφρύς σαν πούπουλο κοκκαλιάρη γλάρου και χρόνια πεθαμένος, έφτασα στα
μισά του 2016. Παραιτημένος από κάθε λύτρωση ή σχέδιο απόδρασης, είχα σχεδόν πάψει να
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 161

φαντασιώνομαι ακόμη και τον αργό και ανώδυνο θάνατο της Ήρας. Μαζί της θα έμενα για
πάντα, ένα ευνουχισμένο πρώην ροκοτεκνό. Συνοδός και άψογος παραστάτης, χορηγός
όμορφων ταξιδιών με μάτια μονάχα για το αριστούργημα της απιστίας μου, την φρικτή της όψη.
Νικημένος και τέλεια ξεφτιλισμένος.

Λες και το συναισθανόταν η Ήρα, με το πέρασμα των χρόνων, χαλάρωνε, άνθιζε. Μια σκοτεινή
δεύτερη νιότη, ποτισμένη με το αίμα της λευτεριάς μου. Ήμουν πια, υπερβολικά αδύναμος για
να την σταματήσω. Στα μέσα της χρονιάς, πήρα την δεύτερη προαγωγή μου στο τηλεφωνικό
κέντρο. Ήμουν ένα υποδειγματικό κουτσό σκυλί. Ο τέλειος κλητήρας. Οι εργασιακές
ταπεινώσεις, ωχριούσαν μπροστά στην καθημερινή μου συντριβή στα πόδια του φρικτού
ειδώλου της Ήρας. Το χοντρό μου πετσί λοιπόν, εξασφάλιζε την επαγγελματική μου άνοδο. Η
ειρωνεία ήταν τέλεια μέσα στη λογική της.

Η Φραμπάλα εμφανίστηκε την άνοιξη. Ήμασταν στη μετεκπαίδευση μαζί. Πρόσεξα πως έμοιαζε
πολύ με τη Γουέντι. Δέκα χρόνια μικρότερη, ξανθιά, γαλανομάτα, με απίστευτες βυζάρες. Είχε
μια φυσική αρχοντιά και σεμνότητα που μπλόκαραν εντελώς το πορνοραντάρ μου. Την
κατέγραψα, μα θεώρησα πως δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει κάτι μεταξύ μας.

Συγκεντρώθηκα στις δυο εκφυλόφατσες που είχαμε στην τάξη. Ήθελα να τεστάρω αν με
έπαιρνε να τις φέρω δίχως ρίσκο στο κρεβάτι μου. Αν και τα παροπλισμένα Σοβιετικά τανκς της
Διδύμου με κρατούσαν τεχνητά στη ζωή, διψούσα ακόμη για αληθινές κατακτήσεις. Δεν έλεγα
να μάθω.

Η μια, Νεο Ζηλανδή χίπισσα, ήταν δυστυχώς ελεύθερη και έδειχνε έντονα σημάδια τρέλας.
Απορρίφθηκε από τα αποδυτήρια, παρά τον όμορφό της κώλο. Η δεύτερη, παντρεμένη με δυο
παιδιά και στα μαχαίρια με τον άντρα της, ψαχνόταν υπερβολικά πολύ για έξοδο κινδύνου. Δεν
το ρίσκαρα. Τί είχα και τί έχασα. Έβγαλα από το μυαλό μου την ιδέα μιας νέας ερωμένης από
την δουλειά, σχεδόν ανακουφισμένος. Το τραύμα του Γουρουνιού ήταν ακόμη πρόσφατο.
Καλύτερα γυμνός σε βρώμικο κοντέινερ και το τηλέφωνο σιωπηλό.

Συναντούσα τη Φραμπάλα διαρκώς στο τρόλεϊ του γυρισμού. Εκείνο που με πήγαινε στο
Γαλάζιο Σπίτι της Ήρας για την καθημερινή μου δήλωση υποτέλειας. Υπήρχε κάτι στον αέρα
μεταξύ μας. Εγώ την κοιτούσα σαν ξελιγωμένος γύπας. Φαύλος και τρελός. Εκείνη, με κράταγε
σε μια ηλεκτρική απόσταση. Ούτε πολύ κοντά, ούτε μακριά. Με προκαλούσε διαρκώς με τα
μάτια. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν με σιχαινόταν, αν τη διασκέδαζα ή αν με γούσταρε.
Θυμάμαι να νιώθω ζωντανός σ ’εκείνα τα τρόλεϊ. Πάντα κάποια γελοία δικαιολογία της έλεγα
όταν κατέβαινα στην γειτονιά της Ήρας. Δεν ήθελα να παραδεχτώ σε τέτοια όμορφη γκόμενα
την κατάντια μου. Πούλαγα μυστίκ. Η περίεργή μου φάτσα και το ιδιαίτερο ντύσιμο, σε
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 162

συνδυασμό με την θέση ισχύος και αυθεντίας που είχα στο τηλε-κάτεργο, άπλωναν όσο καπνό
χρειαζόμουν, προκειμένου να κρύψω την άσχημη πραγματικότητα.

Ένα μεσημέρι, πρότεινα στην Φραμπάλα να έρθει μαζί μου για φαγητό. Προς μεγάλη μου
έκπληξη, δέχτηκε. Μας κέρασα τις απαραίτητες μπύρες και την πήγα στην έρημη πυλωτή όπου
κρυβόμουν στα διαλείμματα σαν να ήταν το φυσικότερο πράγμα στον κόσμο.

‘Καλά...δεν θα φάμε;’ με ρώτησε

‘Φυσικά! Στην υγειά μας!’ της έκλεισα το μάτι και τσούγκρισα την μπύρα της.

Γέλασε. Διασκέδαζε πραγματικά μαζί μου.

Χώθηκα για φιλί σαν εξασκημένο αρπακτικό.

Με κοίταξε με τις γαλάζιες ματάρες της.

‘Καλά, είσαι σοβαρός;’

Όχι περιφρονητικά ή κοροϊδευτικά. Παιχνιδιάρικα.

‘Σοβαρότατος.’

‘Μμμμ, όχι. Αγκαλίτσα άμα θες.’

Τί διάολο. Την αγκάλιασα και την φίλησα στο λαιμό. Μοσχοβολούσε. Γουργούρισε
ευχαριστημένη. Της έδωσα δυο τρία ακόμη φιλιά στο λαιμό και προσπάθησα ξανά για τα χείλια
της.

‘Όχι, όχι!’ μου είπε γελώντας.

Την κοίταξα απορημένος, αλλά είχα αρχίσει να το διασκεδάζω κι εγώ.

‘Τί φάση;’ γέλασα και ήπια δυο γουλιές μπύρα ακόμα.

Με κοίταγε με τα ζαφειρένια μάτια της να πετάνε σπίθες.


Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 163

‘Δεν θα φιληθούμε εδώ.’

‘Αχά.’

Η φάση είχε μόλις διαφοροποιηθεί πολύ ευχάριστα από τις όποιες προσδοκίες μου. Γυρίσαμε
στην τάξη. Τα κοριτσόπουλα στο Γρηγόρη της γωνίας πιάσανε το πίτσι-πίτσι. Πού ήμασταν και
τί κάναμε και χιχιχί, με αυτόν, έχει κονδυλώματα, πάει στις πουτάνες, χοχό, είναι σοβαρή, τί
πράγματα είναι αυτά. Διαψεύσαμε τα πάντα με ικανοποιημένα χαμόγελα. Είχαμε πάει λίγο πιο
κάτω να συζητήσουμε κάτι. Σαν ώριμοι ενήλικοι. Στο τρόλεϊ του γυρισμού, τη συνάντησα και
πάλι. Με κοίταζε. Την κοίταζα. Η κόρη μας, ήταν στον αέρα από τότε.

H αστεία μας ‘εκπαίδευση’ στο τηλεφωνικό κέντρο, τελείωσε περίπου δυο εβδομάδες μετά. Ο
καθηγητής μας, ένας λιλιπούτειος μα τσαχπίνης Χιλιανός, γνώριζε καλά πόσο φαιδρά ήσαν όλα
αυτά τα τυπικά. Κατεβήκαμε για φαγητό σε μια γειτονική ψησταριά. Είχαν δυνατό χύμα
τσίπουρο και είχαμε και εμείς την δική μας προμήθεια, για κάθε ενδεχόμενο. Βρεθήκαμε να
καθόμαστε δίπλα-δίπλα με τη Φραμπάλα. Κοιταζόμασταν. Κάποια στιγμή έπιασε το χέρι μου
κάτω από το τραπέζι. Ίσως εγώ έπιασα το δικό της. Ζαλίστηκα. Το τσίπουρο θα ‘ταν. Καμιάς
γυναίκας μάτια δεν μπορούσαν πια να με κάνουν να νιώσω έτσι. Η αγάπη, είναι ένα ψέμα.
‘Εσείς θα κάνατε τρομερό ζευγάρι’ πετάχτηκε ο Χιλιανός.

Γελάσαμε. Όχι αμήχανα.

Η Ήρα φυσικά με περίμενε σπίτι, με το Ιερό Φαγητό. Στις έξι τελείωνα, έξι και μισή το
αργότερο έπρεπε να διάβαινα την πόρτα της, ειδάλλως το φρικτό της εξάνθημα θα φούντωνε, τα
μάτια της θα γέμιζαν δάκρυα, το τεράστιο και αγιάτρευτο ‘Κατηγορώ’ της θα γέμιζε την κάμαρα
και θα έδιωχνε τον ελάχιστον αέρα που απόμενε.

‘Πρέπει να φύγω. Θα με πας ως το τρόλεϊ;’

Η Φραμπάλα δέχτηκε. Της έπιασα το χέρι. Ήθελα να την φιλήσω σαν τρελός. Ένιωθα λες και
κολυμπούσα σε ζεστό αέρα. Σαν το πρώτο καλοκαίρι με τη Γουέντι. Προσπαθούσα να διώξω
αυτές τις σκέψεις από το μυαλό μου. Με περίμενε μόνο ο επιτάφιος θρήνος της Ήρας. Γύρισα να
φιλήσω τον ξανθό δίμετρο άγγελο πλάι μου.

‘Όχι εδώ, μας βλέπουν.’ Τσαχπίνικο χαμόγελο. Ανείπωτη ομορφιά. Έκανε τη δύσκολη με
υπερφυσική επιτυχία. Γούσταρα τη ζωή μου. Κάθε φορά που χώριζαν οι δρόμοι μας και για
πρώτη φορά στην εξαετή μου σκλαβιά, έπιανα τον εαυτό μου να αναπολεί την συντροφιά της.Να
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 164

δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στις φτηνές του αλυσίδες. Πάλευα να με πείσω πως όλα τούτα
συνέβαιναν μόνο στο κεφάλι μου.

Ήρθε το δύσκολο καλοκαίρι, πέρασε. Συνηθίσαμε την καινούρια δουλειά. Πότε


απομακρυνόμασταν και πότε, θαρρείς ολότελα τυχαία, βρισκόμασταν σχεδόν κολλημένοι ο ένας
επάνω στον άλλο. Θυμάμαι ένα απόγευμα, έπιασε μια καλοκαιρινή μπόρα που έλεγες ήθελε να
πνίξει όλη τη βρωμιά της πόλης. Πήρα ταξί για να τρέξω στην Δακρυσμένη μου Δεσμοφύλακα.
Η Φραμπάλα σταμάτησε το ίδιο ταξί, εκατό μέτρα πιο κάτω. Κοιταχτήκαμε με γουρλωμένα
μάτια. Πώς ήταν δυνατόν; Στο ίδιο ταξί, μέσα στην καταιγίδα; Αυτές οι μαλακίες γίνονται μόνο
στο σινεμά. Έσφιξε το χέρι μου στο δικό της. Τα μαλλιά της ήταν χρυσαφένιος καταρράκτης
κόντρα στο ταλαιπωρημένο κάθισμα. Η βροχή χτυπούσε στην οροφή, λίγο πιο αδύναμα από την
καρδιά μου. Έσκυψα και τη φίλησα. Τελευταία στιγμή γύρισε μάγουλο. Μου χάρισε το
ηλεκτρικό της χαμόγελο. Ήξερε καλά τί έκανε. Δεν μπορούσα να μιλήσω σχεδόν καθόλου. Η
προοπτική της Ήρας, μου φαινόταν φρικτή σαν το θάνατο.

Ήμουν όμως ακόμη, ένας ξεφτίλας δειλός. Κατέβηκα στο γνωστό σημείο. Άφησα περισσότερα
χρήματα στον ταρίφα και του είπα να πάει την κοπέλα σπίτι της. Παραπατώντας έσυρα τα
βήματά μου ως της Ήρας. Έδειχνε πιο χαρούμενη από ποτέ με την τέλεια, δουλοπρεπή μου
υποταγή. Σχεδίαζε το επόμενο ταξίδι μας.

ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ, ΤΟ ΦΟΡΕΜΑ ΜΕ ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ, ΣΤΑΓΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ

Ήρθε το Φθινόπωρο. Είχα επιβιώσει έναν ακόμη Κολασμένο Αύγουστο ως Τρόπαιο της Ήρας.
Επέστρεψα στην ρουτίνα μου ανακουφισμένος. Πουτάνες, ζύγισμα και απόρριψη υποψήφιων
ερωμένων από τη δουλειά και φτηνό ουίσκι. Η ζωή εν τάφω.

Η Φραμπάλα έβρισκε διαρκώς αφορμές προκειμένου να με συμβουλεύεται τάχα στη δουλειά. Οι


προϊστάμενοί μας στραβοκοίταζαν, δίχως να μπορούν να βάλουν χέρι. Συζητούσαμε εξάλλου το
καλό του ταμείου της γαλέρας. Μια μέρα η Φραμπάλα ήρθε φορώντας ένα απίστευτο
εφαρμοστό φόρεμα. Πλεκτή δαντέλα, λευκό. Οι βυζάρες της ξεχείλιζαν και τα πόδια της ήταν
μακρύτερα από τον Αμαζόνιο. Τα μάτια της, έριχναν αυτοκρατορία. Την ρώτησα αν ήθελε να
έρθει μαζί μου για φαγητό στο διάλειμμα. Τούτη την φορά, ήταν υποψιασμένη. Μας έφερα στην
αλάνα μου. Την τράβηξα κοντά. Ένιωσα το σφιχτό της κορμί επάνω μου. Την φίλησα βαθιά, με
μια κτηνώδη δίψα που είχα ξεχάσει. Ο πούτσος μου έγινε κάγκελο. Στο πρώτο φιλί. Δεν το
πίστευα. Με φίλησε κι εκείνη αχόρταγα. Δεν ήξερα πού πατούσα. Δώσαμε ραντεβού σε ένα
απόμερο μπαράκι της Κυψέλης, για το επόμενο βράδυ.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 165

Ήρθε φορώντας ένα υπέροχο λευκό φόρεμα, με ζωγραφιστά λουλούδια αυτή τη φορά. Δεν
ντυνόταν προκλητικά, μα ήξερε ακριβώς τί να φορέσει ώστε να τονίσει την υπερχειλίζουσα
θηλυκότητά της. Ήμασταν υπόδειγμα παράνομου ζευγαριού. Γωνιακό τραπέζι, χαμηλές φωνές,
γέλια κι άγριο φάσωμα κάθε πέντε λεπτά. Αν ήταν να είναι η εργασιακή μου ξεπέτα για τη
σαιζόν, είχε ξεκινήσει με τις λαμπρότερες προοπτικές. Την ρωτούσα για τη ζωή της. Τί είχε
σπουδάσει, πού δούλευε πριν, αν είχε αδέρφια. Δεν ήθελα να της πω τα δικά μου. Ντρεπόμουν.
Το ραντεβού πέρασε σε μια ροζ αιθαλομίχλη που με άφησε εξαίσια λιγωμένο. Νομίζω πήγα
πετώντας ως το σπίτι.

Το δεύτερο ραντεβού το δώσαμε στον Κόμη, το θρυλικό μπαρ του Γαλατσίου και δεύτερο
ομορφότερο στην Αθήνα, μετά την Κιβωτό του Au Revoir. Ήρθε με μουσταρδί φόρεμα αυτή τη
φορά. Σου ακούγεται μουντό, αλλά δεν έχεις δει ποτέ την Φραμπάλα μου να το φοράει. Πίναμε
τον αέρα και τη νύχτα ο ένας από τα χείλη του άλλου. Ήμασταν αποφασισμένοι να τηρήσουμε
τον Κανόνα των Τριών Ραντεβού. Γύρω στη μιάμιση το βράδυ, διαπιστώσαμε πως μας έκοβαν
οι φακοί επαφής μας. Ήταν αργά, είχε κάπνα το μαγαζί. Είχα στο σπίτι σταγόνες. Θα
πεταγόμασταν να φρεσκαριστούμε και μετά θα την πήγαινα να πάρει ταξί. Δουλεύαμε την
επόμενη.

Γύρισα το κλειδί στην πόρτα του Κυψελόσπιτου. Γελούσαμε.

‘Λοιπόν, ήρθαμε για σταγόνες. Πάω να φέρω τις σταγόνες.’

Παραδόξως, φρεσκαριστήκαμε. Τις είχαμε ανάγκη. Μετά πέσαμε ο ένας επάνω στον άλλο. Μας
άκουσε όλη η γειτονιά. Ίσως και η διπλανή. Ήμουν ξανά, δεκαοκτώ χρονών και όλοι οι δρόμοι
μου, ήσαν φως.

ΟΙ ΘΕΟΙ ΠΕΡΠΑΤΑΝΕ ΣΤΟ ΠΑΓΚΡΑΤΙ

Το επόμενο δίμηνο, ήταν η πρώτη φορά στην ζωή μου που συναισθάνθηκα το πανίσχυρο,
ανελέητο χέρι του Θεού να με αρπάζει από το σβέρκο σαν γατί.

‘Μαλάκα, με ικετεύεις τόσα χρόνια για σωτηρία, έτσι; Εδώ είναι, την κοιτάζεις στα μάτια κάθε
βράδυ.’

Ίσως είχε επιτέλους αποτρελαθεί, μα έτσι το αντιλαμβανόμουν.


Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 166

Μετά την δουλειά έτρεχα να προσκυνήσω στο Θυσιαστήριο του Μαρτυρίου. Ταξί για το σπίτι,
ένα ουίσκι στο πόδι και προετοιμασία για της Φραμπάλας. Τα μεσάνυχτα διάβαινα το κατώφλι
του κουκλίστικου, όμορφα διακοσμημένου, πεντακάθαρου και μοντέρνου διαμερίσματός της.
Ήταν όλα όσα ονειρευόμουν κάτι απομεσήμερα Κυριακής που λαγοκοιμόμουν για να ξεχαστώ,
μεθυσμένος με φτηνό κρασί και το σφιχτό μουνί της Ήρας.

Η Φραμπάλα ήταν ηφαίστειο. Με περίμενε με το ποτήρι τη βότκα στο χέρι και κομμένα φρούτα
σε πιατέλα. Βαμμένη και ντυμένη στην πένα. Εξαφάνιζε τον πούτσο μου στο πρόθυμο
στοματάκι της και με κοίταζε με τα απίστευτα μάτια της. Ήταν Η Γυναίκα, η Φαντασίωση, το
Τελικό Θηλυκό. Δεν γκρίνιαζε. Ούτε ζητούσε τίποτε. Είχαμε πάρει σβάρνα όλο το Παγκράτι στα
ραντεβού μας. Κορδωνόμουν σαν γύφτικό σκεπάρνι όταν την κυκλοφορούσα και χάζευε ο
κόσμος. Είχα εδώ ένα τέλειο ρομάντζο, βγαλμένο από τις πιο δυστυχισμένες ονειροπολήσεις
μου. Μια Νέα Γουέντι, μια Καινή Διαθήκη, ολόδική μου.

Της είχα πει σχεδόν όλη την αλήθεια για τον ζυγό της Ήρας. Είχα παραλείψει την λεπτομέρεια
με το εξάνθημα, αλλά της είχα πει πως χρησιμοποιούσε ένα σοβαρό θέμα υγείας προκειμένου να
εξασφαλίζει την υποταγή μου. Μετά από κάθε μας ραντεβού, μου φαινόταν όλο και πιο δύσκολο
να εγκαταλείψω την Φραμπάλα. Το πάθος μου για ‘κείνη, για το όμορφο, φτερωτό, λεύτερο
μέλλον που υποσχόταν κάθε άγγιγμά της, ήταν για πρώτη φορά, ισχυρό σαν τη ζωή. Κάναμε
έρωτα και ένιωθα την ψυχή να γυρίζει στο κορμί μου πριν εκτοξευτεί και πάλι στη
στρατόσφαιρα. Ήξερα πως είχε έρθει ο καιρός να γκρεμίσω τους μουχλιασμένους τοίχους της
Ήρας. Όχι από μίσος για κείνη, μα από αγάπη για μένα. Για τον άντρα που είχα ονειρευτεί πως
μια μέρα θα γινόμουν και είχα κοντέψει να χάσω στις κατουρημένες γωνιές της Διδύμου.

Ήταν η ψυχή μου στο τραπέζι. Δεν χωρούσαν ομορφιές, ούτε ποίηση.

Τα βράδια έφευγα από της Φραμπάλας σαν τον κλέφτη, περασμένες δυο. Έτρεμα μήπως και
ερχόταν να μου κάνει καμία από τις ‘εκπλήξεις’ που συνήθιζε η Ήρα. Έπρεπε να είμαι πάντοτε
στο σπίτι μεταξύ δυόμιση και οκτώ το πρωί. Υπόδειγμα κρατουμένου. Η Φραμπάλα
στενοχωριόταν. Το ‘βλεπα στα μάτια της. Μου ζήταγε βουβά να μείνω. Να περάσω τη νύχτα
μαζί της. Πάντοτε αρνούμουν. Ο τρόμος μου για την κλαίουσα οργή της Ήρας ζυγιαζόταν με
την δίψα μου για τη χρυσαφένια ζωή που με καλούσε από τα πλούσια στήθη της Φραμπάλα.

Πέρασαν έτσι δυο μήνες. Ήξερα τί έπρεπε να κάνω. Η Φραμπάλα δεν θα με περίμενε για πάντα.
Όταν την εγκατέλειπα δειλά και ενοχικά στο τέλος κάθε ραντεβού μας για να τρέξω στην Ήρα,
ένιωθα πως πρόδιδα όχι τις γυναίκες, μα τον εαυτό μου. Κοιμόμουν ελαφρά, σαν αγρίμι. Ένα
πρωί Σαββάτου η Ήρα με ρωτούσε βουρκωμένη γιατί της μιλούσα Αγγλικά στον ύπνο μου. Της
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 167

ξεφούρνισα ένα παραμύθι πως είχα συνηθίσει από τη δουλειά. Δεν προσποιήθηκε καν ότι με
πίστευε. Το άφησε να αιωρείται ανάμεσά μας, όπως κάθε τί, από την Ημέρα Παράδοσης και
μετά. Τα βράδια η Φραμπάλα με κοίταζε όλο και πιο έντονα. Δυο φορές την είδα να σκουπίζει
δάκρυα με την άκρη της παλάμης της. Τα ψέματα είχαν τελειώσει. Έπρεπε να διαλέξω. Έπρεπε
να βρω τα αρχίδια να κοιτάξω την Ήρα στα μάτια και να της πω αυτό που έκρυβα και έτρεμα
σχεδόν επτά χρόνια : την αλήθεια.

ΣΑΜΠΑΝΙΑ & ΜΑΥΡΗ ΣΟΚΟΛΑΤΑ, Η ΣΚΟΤΕΙΝΟΤΕΡΗ ΝΙΚΗ

Τέλη Νοέμβρη, η συγκυρία με την Ήρα δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερη. Είχε μόλις
απολυθεί από την δουλειά της στη φάμπρικα. Πλησίαζαν γιορτές. Πλάνταζα να κάθομαι στο
κουζινάκι της, παριστάνοντας πως όλα ήσαν όμορφα. Βγαίναμε με τις παροπλισμένες ροκ φίλες
της, κάποιες από τις οποίες ήταν πιο κοντά στα πενήντα από τα σαράντα. Ήμουν μόλις τριάντα
πέντε και είχα μια νέα γυναίκα, ζωντανή, να με αγαπά, έξι χιλιόμετρα δυτικά από το Ηραίο.

Έπινα το φτηνό μου ουίσκι και άφηνα το στόμα μου να ξερνοβολά χαριτωμένα ανέκδοτα
σκονισμένου δισκοπώλη, ετών εξήντα πέντε. Κάθε ραντεβού με την ¨Ήρα και τις φίλες της μου
έφερνε ίλιγγο. Ένιωθα το Θάνατο να φτερουγίζει χαιρέκακα γύρω μου. Να ψιθυρίζει ‘Έλα τώρα,
δεν μπορείς να τη στενοχωρήσεις πάλι, κάτσε εδώ, καλά είναι, θα πάτε πάλι ταξίδι σε δυο μήνες.
Έτσι, θα ξεκινήσει νέα σαιζόν Twin Peaks σε λίγο, τόσα έργα, τόσες σειρές, θα περάσει η ζωή.
Σε δυο χρόνια ούτε που θα την θυμάσαι την Φραμπάλα. Μείνε εδώ.’

Έστειλα το Θάνατο να πάει να γαμηθεί.

Ήταν βράδυ Νοέμβρη όταν σήκωσα κεφάλι. Ίσως δεκαέξι του μήνα.

Στο γυρισμό από τη δουλειά προς το Σκιερό Κουζινάκι, σταμάτησα στο σούπερ μάρκετ.
Αγόρασα σαμπάνια και μαύρη σοκολάτα, τα αγαπημένα της Ήρας και συμπτωματικά, το
‘μενού’ που είχαμε απολαύσει όταν περάσαμε το πρώτο μας βράδυ μαζί. Νομίζω την σαμπάνια
την ήθελα πιο πολύ γιατί γιόρταζα το θρίαμβο επί της δειλίας μου. Μιας δειλίας που με είχε
φέρει στο χαμηλότερο σημείο της ζωής μου. Που ακόμη και ενώ πλήρωνα για το συμβολικό και
δηλητηριασμένο τούτο πεσκέσι, δεν ήξερα αν θα κατόρθωνα να νικήσω.

Διάβηκα το κατώφλι της Ήρας. Ο μαύρος, σχεδόν φαλακρός γάτος της, νιαούρισε απειλητικά
προς το μέρος μου. Δεν με είχε χωνέψει ποτέ όλα αυτά τα χρόνια. Ο γάτος ήξερε το ίδιο πράγμα
με την Ήρα. Δεν την είχα ποτέ ερωτευτεί. Και είχα μείνει μαζί της από πείσμα, φόβο και ντροπή.
Και έπρεπε να μείνω εκεί, σκλάβος της ντροπής ,για την υπόλοιπη ζωή μου, αλλιώς ήμουν
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 168

δολοφόνος, άκαρδος, κτήνος. Δεν μου έδινε καμιά αφορμή. Πώς τολμούσα να μην είμαι
ερωτευμένος μαζί της;

Κάθισα στο τραπέζι της κουζίνας και ξεκίνησα την δυσκολότερη κουβέντα της ζωής μου. Ακόμη
και τώρα, γράφοντας τούτες τις αράδες από την Ολύμπια κορυφή μιας καινούριας ζωής, νιώθω
ένα σφίξιμο στο στομάχι όταν θυμάμαι τη νύχτα της Σκοτεινότερης Νίκης. Της είπα σχεδόν τα
πάντα. Πως δεν είχε κάνει τίποτε λάθος. Απλά δεν ήμουν ερωτευμένος μαζί της. Ήμουν
ερωτευμένος με άλλη γυναίκα. Δεν είχα πάει γυρεύοντας. Απλά συνέβη.

Η αντίδραση της Ήρας ήταν η χειρότερη ψυχολογική βία που είχα υποστεί στη ζωή μου. Στην
αρχή δεν δεχόταν με τίποτε αυτό που της έλεγα. Μου εξηγούσε ψύχραιμα πως σε ένα χωρισμό
δεν αποφασίζει ένας από τους δυο πότε τελειώνει η σχέση, αλλά γίνεται ένας ώριμος διάλογος
όπου οι δυο εραστές προσπαθούν να έρθουν σε κάποιο συμβιβασμό. Έτσι, νόμιζα πως θα
καθάριζα με ένα ‘δεν είμαι ερωτευμένος’; Και τί είναι δηλαδή ο έρωτας; Είχαμε ζωή μαζί. Και
πώς θα την άφηνα τώρα που ήταν άνεργη; Δεν την ενδιέφερε να τη στηρίξω οικονομικά. Ήθελε
το αίμα μου. Την ζωή μου την ίδια. Ίσως χρειαζόμουν κάποιο χρόνο να σκεφτώ. Της είπα πως
σκεφτόμουν για μήνες. Πως ήταν φορές που σκεφτόμουν πως η αυτοκτονία θα ήταν ευκολότερη
από το να την κοιτάξω στα μάτια και να της πω την αλήθεια εκείνης της βραδιάς.

Ξέσπασε σε λυγμούς. Το κορμί της σκλήρυνε, κοκκάλωσε λες και είχε παγώσει όλο το αίμα
μέσα του. Έπεσε επάνω μου σαν λάμια.

‘Εδώ, εδώ έμπηξες το μαχαίρι, τώρα θέλω να νιώσεις το αίμα να κυλάει επάνω σου, δολοφόνε.
Δεν θα με ξεφορτωθείς εύκολα’ σφύριξε στο αυτί μου. Την κρατούσα. Έκλαιγα. Έτρεμα.
Ένιωθα την μεγαλύτερη ανακούφιση που είχα νιώσει ποτέ στην ζωή μου.

‘Γιατί με σκότωσες, Γιώργη, γιατί; Τί σου έφταιξα; Τί κακό σου έκανα;’

Κλάματα. Αναφιλητά. Ο γάτος κατούρησε χαιρέκακα στο σαλόνι. Η μάνα της έπαιρνε τηλέφωνο
σαν τρελή, συναισθανόμενη πως ‘κάτι δεν πήγαινε καλά.’

Το χλωμό φως στην κάμαρα μου φαινόταν πως είχε σκοτεινιάσει κι’ άλλο. ‘Έφεγγε μόνο στο
φουντωμένο εξάνθημα, τη γαμψή μύτη, τα χοντρά δάκρυα. Την πίστευα. Ένιωθα δολοφόνος. Η
λογική δεν είχε πια σημασία. Δεν είχαμε παιδιά μαζί. Δεν ήμασταν παντρεμένοι. Δεν είχαμε
κανένα μαγαζί. Ένας έρωτας που τελείωνε ήμασταν, όπως τόσα εκατομμύρια άλλοι. Ήμουν
δολοφόνος. Η Ήρα μου ζήτησε χρόνο, να την βοηθήσω να χωνέψει αυτό το πλήγμα.
Συμφώνησα. Την λυπόμουν. Έδειχνε παντελώς ανίκανη να επεξεργαστεί την νέα αυτή
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 169

πραγματικότητα. Προσφέρθηκα να την φέρω σε επαφή με ένα γνωστό μου που έψαχνε για
έμπειρη εργάτρια. Το οικονομικό δεν θα την απασχολούσε καθόλου. Μου φώναξε πως δεν την
ενδιέφεραν τα χρήματα, την ενδιέφερε να μάθει γιατί την σκότωσα. Εκείνο το βράδυ δεν
κοιμηθήκαμε σχεδόν καθόλου. Το πρώτο από τα πολλά. Με κράτησε στην κρεβατοκάμαρά της
και μου ζήτησε να την κοιτάζω να κλαίει. Να καμαρώσω το φονικό μου. Βγήκα έξω μόνο για
πέντε λεπτά. Πήρα τηλέφωνο την Φραμπάλα.

‘Το έκανα. Τη χώρισα. Γίνεται της πουτάνας. Θα σε πάρω τηλέφωνο όταν μπορέσω.’

‘Σ ’ευχαριστώ.’

Ανάσανα. Η φωνή της αγαπημένης μου, μου έδωσε κουράγιο. Γύρισα στη νεκροκάμαρα. Η
νύχτα μου φάνηκε πως κράτησε για πάντα. Άυπνος και γεμάτος ευγνωμοσύνη για το κάτεργο
στο τηλεφωνικό κέντρο, πήγα στο γραφείο. Μακριά από την Ήρα, ένιωθα να δυναμώνω κάθε
στιγμή και περισσότερο. Ένιωθα τη χαμένη ζωή να ξεχύνεται και να γεμίζει τα μέλη μου με
δύναμη.

Λίγο αργότερα, έβαλα την Ήρα στη νέα δουλειά, με την ελπίδα πως το περιβάλλον θα την
βοηθούσε να δεχτεί και το τέλος της σχέσης μας. Ξεκίνησα να αραιώνω τις επαφές μας. Την
έβλεπα κάθε μια εβδομάδα, μετά κάθε δυο. Το πρώτο Σαββατοκύριακο μετά την Σκοτεινότερη
Νίκη ήταν το δυσκολότερο. Το περάσαμε αγκαλιασμένοι, με όλα τα παντζούρια κατεβασμένα,
κλαίγοντας γοερά και ακούγοντας Τρίτο πρόγραμμα στο ραδιόφωνο. Η Ήρα μουρμούριζε
διαρκώς ‘Γιατί με σκότωσες, γιατί γιατί, είχαμε τόσο μέλλον μαζί, γιατί μου το έκανες αυτό’.
Εγώ επαναλάμβανα ξανά και ξανά ‘Δεν πέθανε κανένας. Δεν θέλω να σε σκοτώσω, αλλά μου
ζητάς να πεθάνω εγώ. Μου ζητάς να διαλέξω. Διαλέγω εμένα.’

‘Δολοφόνε, γιατί.’

Είχε χαθεί κάθε λογική. Κάθε ψυχραιμία. Οι απόπειρές μου να την επαναφέρω στην
πραγματικότητα δεν είχαν το παραμικρό αποτέλεσμα. Θολά μάτια, κλάματα, ουρλιαχτά, το
εξάνθημά της ένα φλεγόμενο ‘ΚΑΤΗΓΟΡΩ’ γραμμένο σε σαραντάποντη στοιχειοθεσία.
Δολοφόνος, τέρας, βλάσφημος. Ο χειρότερος άντρας που έζησε ποτέ.

Η Φραμπάλα ήταν ο Φάρος μου εκείνο το κολασμένο διάστημα. Ο ήλιος που κυβερνούσε την
ψυχή μου. Με τα χείλια της, μιλούσαν όλοι οι Θεοί.

‘Να είσαι γενναίος και δυνατός , πιστεύω σε σένα. Αυτή είναι η ζωή μας.’
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 170

Πολεμούσα για μας και για σένα, Λενάκι.

ΦΡΑΜΠΑΛΑ

Tελευταία φορά είδα την Ήρα το Μάρτη του ’17. Πλέον είχα αραιώσει τις συναντήσεις μας όσο
περισσότερα μπορούσα. Η Ήρα ζούσε για αυτές και κάθε φορά έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι
της προκειμένου να με σαγηνεύσει. Η ματαιότητα του εγχειρήματός της ήταν σπαραξικάρδια.
Στο τελευταίο μας ραντεβού, θυμάμαι να καθόμαστε πλάι πλάι σε ένα βρώμικο μπαρ, με ένα
μπουκάλι κρασί ανοιχτό.

Η Ήρα είχε καταλάβει πως με είχε χάσει οριστικά. Με ρωτούσε μανιασμένα, λυσσασμένα, με
πόσες την είχα κερατώσει. Πώς τις λέγανε και πώς έμοιαζαν και πού έμεναν. Της εξηγούσα πως
δεν είχε κανένα νόημα να βασανίζει τον εαυτό της με αυτές τις ερωτήσεις. Το μόνο που είχε
σημασία ήταν πως δεν ήμουν ερωτευμένος μαζί της. Ήθελα, διψούσα την λευτεριά μου. Την
είχα ανάγκη, σαν οξυγόνο. Δεν μου είχε φταίξει σε τίποτε και το τελευταίο πράγμα που ήθελα,
ήταν να την πληγώσω. Μα δεν μπορούσα να διαπράξω πνευματική αυτοκτονία για χάρη της.

Στο δρόμο του γυρισμού, με ικέτευε να πάω σπίτι μαζί της, να μην την αφήσω.

‘Ήρα μου δεν γίνεται αυτό αγάπη μου, το ξέρεις. Πρέπει να γυρίσω σπίτι μου και εσύ στο δικό
σου.’

‘Δεν έχω πια σπίτι, το ρήμαξες εσύ, ψεύτη.’

‘Φυσικά και έχεις σπίτι Ήρα, δυο δρόμους από εδώ είναι’

‘Νεκρό, νεκρό είναι, έφυγες εσύ’

‘Ήρα, δεν μπορώ να έρθω σπίτι σου, εντάξει; Αγαπάω άλλη και αν έρθω σπίτι σου, την
προδίδω.’

Άστραψαν τα μάτια της από λύσσα. Πετάχτηκε επάνω σαν φίδι και μου άστραψε μια σφαλιάρα
δυνατή, μου κατέβασε τα μούτρα. Μου φάνηκε πως κάθε αργόσχολος στο Σύνταγμα γύρισε να
μας κοιτάξει.

‘Τελειώσαμε’ της είπα με τα μάτια μου να πετάνε σπίθες και το κεφάλι μου να κουδουνίζει.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 171

Περπάτησα σχεδόν όλο το δρόμο ως την Κυψέλη. Έβαλα ποτό. Περίμενα από στιγμή σε στιγμή
να αρχίσει να μου χτυπάει το κουδούνι και να σηκώνει την γειτονιά στο πόδι. Έσπρωξα μια
ξεχαρβαλωμένη παππουτσοθήκη που είχα στο χολ, να μπλοκάρω την εξώπορτα. Έσφιξα στο
χέρι μου ένα παλιό σκουπόξυλο. Ήμουν έτοιμος για όλα. Πήρα τηλέφωνο τη Φραμπάλα.

‘Τελείωσε μωρό, ο εφιάλτης τελείωσε, δεν θα την ξαναδώ.’

Κλαίγαμε και οι δυο στο τηλέφωνο.

‘Να ηρεμήσεις και να έρθεις να με βρεις’

‘Όσο πιο σύντομα μπορέσω.’

Δεν κοιμήθηκα εκείνο το βράδυ, φύλαγα σκοπιά για την επίθεση της Ήρας. Οι Θεοί με
λυπήθηκαν. Δεν ήρθε ποτέ. Έφυγα για δουλειά τα χαράματα, ευγνώμων για τον ούγκανο
σεκιουριτά στην πόρτα.

Ξεκίνησα να περνάω τα σαββατοκύριακα στης Φραμπάλας. Απόφευγα επιμελώς το σπίτι και τα


στέκια μου, κάθε μέρος που μπορεί να ερχόταν να με παραμονέψει η Ήρα, σαν μοχθηρό,
εκδικητικό σκυλί. Η Φραμπάλα ήταν η ηλιαχτίδα μου. Όμορφη, αγνή, γεμάτη μέλλον και
υποσχέσεις. Δεν ήθελα να την αγγίξει ούτε μια γωνιά από το πηχτό σκοτάδι της προηγούμενης
ζωής μου.

Πέρασα την υπόλοιπη χρονιά σαν επιζώντας βομβαρδισμού. Δεν πίστευα την ελευθερία της νέας
μου ζωής. Όχι πια ψέματα. Ούτε τρία τηλέφωνα. Ούτε δικαιολογίες για τα πάντα. Λες κα είχα
αναληφθεί στους ουρανούς, ακόμη ζωντανός.
Η Φραμπάλα παραιτήθηκε από το τηλεφωνικό κέντρο και έπιασε δουλειά σε ένα ξενοδοχείο στη
Σαρωνίδα. Τα Σαββατόβραδα είχε ρεπό. Κατεβαίναμε στη θάλασσα μαζί. Βγάζαμε τα
παπούτσια μας και περπατούσαμε στην παραλία. Απολαμβάναμε τα ζεστά, ψιλά χαλίκια κάτω
από τα πόδια μας. Στην άκρη της πλαζ είχε ένα μικρό ταβερνάκι, τη ‘Γαλήνη’. Το όνομα της
ταβέρνας ήταν γραμμένο με νέον κόκκινα γράμματα. Σαν σκηνικό από χαμένο φιλμ του
Βούλγαρη. Έκαναν τρομερές γαρίδες και ψητές γόπες. Παραγγέλναμε λευκό αρωματικό κρασί
και θαλασσινά και καθόμασταν με τις ώρες εκεί, δίπλα στη θάλασσα. Κοντά στα μεσάνυχτα, ο
ουρανός γέμιζε πυροτεχνήματα. Δεν ξέραμε γιατί. Μας άρεσε να σκεφτόμαστε πως ήταν για
εμάς.
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 172

Εκεί, δίπλα στην θάλασσα, χαζεύοντας την φωτιά στον ουρανό, ήμουν δικός της. Γεννημένος
ξανά, ορκισμένος στην ομορφιά της. Η αγάπη μας, ήταν προσευχή.

ΘΑ ‘ΡΘΕΙ Ο ΚΑΙΡΟΣ ΠΟΥ ΘΑ ΣΠΑΣΩ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Από την Ελλάδα φύγαμε τον επόμενο χρόνο. Ήξερα πως ήθελα την Φραμπάλα γυναίκα μου και
τα παιδιά μου να μεγαλώσουν δίχως να γνωρίσουν ποτέ σκοτάδι ή φόβο. Στην πανέμορφη και
θανάσιμα πληγωμένη χώρα μας, αυτό ήταν πια αδύνατο. Έκανα τα κουμάντα μου και
βρεθήκαμε στον Καναδά. Στην κορυφή του κόσμου. Αν ακούγεται απλό, δεν ήταν. Κρατάω την
ιστορία καβάτζα, σε περίπτωση που χαζέψω στα εξήντα και θέλω να γράψω δεύτερο βιβλίο.

Είσαι στην κούνια τώρα Λενάκι και ονειρεύεσαι τ ’αγγελούδια που σε φέρανε εδώ. Σε κοιτάζω
και χαμογελάω. Όλοι οι δρόμοι, μ’ έφεραν σε σένα.

Θα ‘ρθει ο καιρός που θα σπάσω την πόρτα

Και η καρδιά μου στο φως θα χιμήξει

Θα φύγω μακριά

Θα πετάξω ψηλά

Θα πετάω σ ’ασύλληπτα ύψη

Και τότε πια δε μπορεί

Αυτή η φτηνή

Αυτή η χλωμή

Η τιποτένια μου θλίψη

Θα μείνει ορφανή

Θα γυρνάει σαν τρελή


Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 173

Θα ζητάει να με βρει

Και δε θα με βρίσκει

Και ούτε πρόκειται ελπίζω ποτέ να μου λείψει

Και δεν πρόκειται ελπίζω ποτέ να μου λείψει.


Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 174
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 175

Chapter Name

This template is formatted for submission of your manuscript to a book publisher. Styles

have been created to keep the font and spacing formatting properly applied to your text. Pages

have one-inch margins on all sides, and the text is double-spaced an in the Times New Roman

font, which is a fixed-space font. Paragraphs are indented five spaces, or one-half inch, from the

left and are left-justified.

You should submit your manuscript with an approximate word count in the upper right-hand

corner of the title page (rounded to the nearest one hundred words). You can use Microsoft

Word’s convenient word count feature to get this number by choosing Word Count from the
Άγιος Ψεύτης Ο Κυψελιώτης / 176

Proofing section of the Review menu.

Each chapter should begin on a new page. Keep in mind while writing your manuscript that

you should follow each sentence with two spaces. Also, spell out numbers as words, do not

hyphenate words that do not ordinarily contain a hyphen, and use underlining instead of italics.

These are editors’ preferences which make reading your manuscript easier.

Starting on page two, your last name, the title, and the page number appear in the header

section. Your last name and the title update automatically in the header when you type them in

on the title page.

You might also like