You are on page 1of 17

ΕΥΑ

Βασίλειος Φ. Δρόλιας

2009-2010-2011
Τι βρίσκεται κρυμμένο στην λήθη του παρελθόντος; Πόσες χαμένες ιστορίες και αναμνήσεις
να κρύβονται σε έναν κόσμο χωρίς γυρισμό, μακριά από τον χώρο του σήμερα, μακριά από
την πραγματικό και ό,τι έχει αλήθεια συμβεί; Γιατί ό,τι ξεχνιέται και χάνεται από τους πίνακες
της Ιστορίας μπλέκεται σε έναν κόσμο μαζί με όλα όσα δεν συνέβησαν ποτέ αλλά και με όλα
όσα θα θέλαμε εμείς οι ψεύτες και οι συγγραφείς να έχουν συμβεί. Αν τα κενά των βιβλίων της
ιστορίας στηρίζουν όσα περιγράφονται με τρόπους διάφανους και αδιάφανους σαν κρυμμένες
μεταβλητές σε εξισώσεις πολλών αγνώστων, τότε όμοια όλα όσα δεν συνέβησαν ορίζουν
παράλληλες διαδρομές για όλα όσα είναι τόσο πιθανά όσο η διήγησή τους επιτρέπει. Μα ποτέ
να μην υποτιμήσετε τις υπόγειες συνδέσεις των κόσμων που αναπτύσσονται πίσω απ΄ τις
συνειδήσεις δικαίων και αδίκων.

Η ιστορία που θα ακολουθήσει είναι πραγματική. Ή, τουλάχιστον, πραγματική είναι η διήγησή


της όπως θα γίνει σε εσάς και όπως έγινε και σε μένα μια κρύα Δεκεμβριανή νύχτα. Δεν έχετε
τρόπο να μάθετε αν τα πράγματα είναι όπως σας τα γράφω, όπως και εγώ δεν έχω τρόπο να
μάθω αν τα πράγματα έγιναν όπως μου τα είπε, αν και εγώ τουλάχιστον έψαξα αρκετά στο
παρελθόν στα αρχεία και στα βιβλία για να ανακαλύψω έστω και κάτι που θα μπορούσε να
αντιφάσκει και να αναιρεί έστω και ένα από τα τμήματα που εκείνη μου περιέγραψε. Η ιστορία
είναι επιστήμη που υπόκειται κι αυτή στα ποπεριανά δόγματα της διάψευσης – ή έτσι θα
έπρεπε. Ολόκληροι τόμοι δεν φτάνουν για να αποδείξουν την πραγματικότητα μα ένα μονάχα
πενιχρό στοιχείο φτάνει για να αποδείξει την πλαστότητα. Μπορείτε μήπως εσείς να το βρείτε;

Εκείνο τον Δεκέμβριο έτυχε να κάνει πολύ κρύο. Σήμερα θυμάμαι ακόμη το φως κατω απ' τα
σύννεφα εκείνης της βραδιάς, θυμάμαι την ζέστη που ένιωσα σαν μπήκα στο μπαρ, θυμάμαι
το ξύλινο τραχύ τραπέζι και τα πρόσωπα των φίλων που μισομεθυσμένα - μισονηφάλια
ξεστόμιζαν τις συνηθισμένες φοιτητικές αντιγνωμίες – που σίγουρα επαναλαμβάνονται ίδιες σε
όλα τα φοιτητικά μπαρ όλου του πλανήτη.

Άρα δεν έχει καμία σημασία που βρίσκεται σήμερα το μπαρ. Δεν έχει σημασία ούτε στην
ιστορία, ούτε στην όποια σύνδεσή της με την πραγματικότητα. Δεν έχει σημασία ούτε που
βρισκόταν τότε ούτε που βρίσκεται σήμερα – στην πραγματικότητα ή την λήθη της.

Σημασία έχει πως εκείνο το βράδυ βρισκόταν εκεί, μπροστά στα βήματά μου, και πως η ζέστη
του αγκάλιασε το κορμί μου, τα ποτά του κόρεσαν την δίψα μου, και οι φίλοι στήριξαν την
μοναξιά μου. Τι άλλο θα χρειαζόταν άλλωστε;

Την είδα να κάθεται στην γωνία, στην παρέα μαζί μας, και να καπνίζει μεθυσμένη. Μου έκανε
εντύπωση η ηλικία της. Μεγαλύτερη από όλους μας κατά τουλάχιστον μια δεκαετία, κάπνιζε
στην γωνία των χειλιών στριφογυρίζοντας ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι πριν το ακουμπήσει
νωχελικά στο τραπέζι εμπρός της. Δεν την θυμάμαι να μιλάει με κάποιον συγκεκριμένα, μα
μονάχα άκουγε τους υπόλοιπους χωρίς εκφράσεις στο πρόσωπο και με έναν τρόπο που
μάλλον αγνοούσε την πραγματική υπόσταση της νύχτας και της παρέας για χάρη του
εσωτερικού της κόσμου και για χάρη του ποτού που έφευγε αργά αλλά σταθερά από το
ποτήρι της για τα μύχια της συνείδησής της.

Με μαύρα μακριά μαλλιά και ένα φαρδύ φόρεμα έμοιαζε περισσότερο με Deadhead παρά με
φοιτήτρια, και αρκετές φορές στην διάρκεια της βραδιάς σκέφτηκα πως κάπου πάνω στο
σώμα της ίσως έκρυβε το γνωστο τατουάζ με την νεκροκεφαλή και τον κεραυνό ή ένα
αυτόγραφο του Jerry Garcia μεταμορφωμένο σε τατουαζ, ίσως σε σημεία που θα σήμαιναν
μια κοντινή ερωτική σχέση μαζί του. Αργότερα, σαν την κράτησα γυμνή στα χέρια μου έψαξα
γι' αυτά τα τατουάζ χωρίς όμως κάποιο ίχνος τους να σκοτεινιάζει το κατάλευκο κορμί της.

Δεν θα την έλεγες όμορφη ακριβώς αλλά η γοητεία που σπίθιζε από τα μεθυσμένα – κατά
συρροή και κατ' εξακολούθηση όπως έμαθα μετά – μάτια της με τράβηξε κοντά της από την
πρώτη σχεδόν στιγμή. Δεν μιλήσαμε αμέσως, πέρασε αρκετή ώρα απ' την στιγμή που το
μεθύσι της μπλέχτηκε με το δικό μου για να εκλείψει την παρουσία όλων των υπολοίπων.
Πριν μιλήσουμε έμαθα πως την έλεγαν Εύα, και πριν μιλήσουμε έμαθα πως τα τελευταία 10
χρόνια γύριζε το πανεπιστήμιο δουλεύοντας για ένα διδακτορικό στο τμήμα της μουσικής, το
οποίο όμως δεν είχε τίποτε να κάνει με μουσική. Αντί για οτιδήποτε άλλο έγραφε ένα 'ποίημα'
– θα μπορούσα να το ονομάσω - το οποίο ήταν στημένο σαν ένα μουσικό κομμάτι, με λέξεις
που έρεαν στην γλώσσα με έναν μουσικό ρυθμό και θύμιζαν λίγο το Finnegans Wake. Εκείνη,
αργότερα, το ίδιο βράδυ, δε μου μίλησε για τον Joyce μα για τον Anthony Burgess που ήταν
ταυτόχρονα και γλωσσολόγος και μουσικός και που – σύμφωνα με εκείνη - κατείχε πολύ
καλύτερα από τον Joyce την τέχνη της ροής του ήχου. Αν δεν είχε γράψει ο Joyce το
Finnegans Wake ο Burgess θα το είχε κάνει με τον δικό του τρόπο και πολύ καλύτερα. Φυσικά
δεν το έκανε γιατί δεν ήταν στον χαρακτήρα του Burgess να δημιουργεί αντίγραφα.
Υποστήριζε η Ευα.

Είπαμε ο Δεκέμβρης ήταν κρύος;

Κι εκείνη βρέθηκε μπλεγμένη στην αναπνοή μου λίγο πριν να τελειώσει η νύχτα και να κλείσει
το μπαρ, ανακοινώνοντας μου πως θα κοιμηθεί μαζί μου γιατί είχα τέλεια προφορά, γιατί της
άρεσε πως έφευγαν τα φωνήεντα ανάμεσα από τα ολόισιά μου δόντια. Κι εγώ γέλασα και την
ακούμπησα με το γέλιο μου που αμήχανα σκέπαζε το γεγονός ότι εδώ και λίγο καιρό
προσπαθούσα να μείνω πιστός στην Σάρα που είχε απομείνει πίσω. Αλλά δυστυχώς η
απουσία της ήταν πολύ λιγότερο σημαντική από την μοναξιά και το κρύο εκείνης της νύχτας.

Ακουμπισμένος πάνω της δεν ένιωθα τίποτε άλλο από το γέλιο της και το αδυνατισμένο της
σώμα που θα ήταν το κέντρο της προσοχής μου για τις επόμενες δύο ώρες.

Αν η φωνή μου είχε χάσει την προφορά της εξαιτίας κάποιου κρυώματος.

Αν σκεφτόμουν την Σάρα λίγο παραπάνω απ' ότι εκείνο το απόγευμα.

Αν έκανε λίγο παραπάνω ζέστη έξω από εκείνο το μπαρ ή έστω μέσα στην καρδιά μου...

Ένας gentleman δεν θα πρέπει να μιλάει για τις κατακτήσεις του, για τις ερωτικές του
επιδόσεις, για τις γυναικείες στιγμές που έδωσε και πήρε, όμως στην συγκεκριμένη
περίπτωση δεν υπήρχε κάτι για το οποίο θα μπορούσα να ισχυριστώ πως υπερηφανεύομαι.
Η ερωτική σχέση ήταν μια τυχαία αφορμή για να μην μείνουμε, ούτε εκείνη ούτε εγώ, μόνοι
εκείνο το βράδυ. Και έτσι την γρήγορη, άβολη, άδοξη και ασήμαντη ερωτική μας συνεύρεση
ακολούθησε μια ολόκληρη νύχτα συζήτησης, για όλα και για τίποτε, με τα μάτια μας
εστιασμένα στο ταβάνι, την αναπνοή μας γεμάτη απ΄ τις αναθυμιάσεις του οινοπνεύματος και
τα γυμνά μας σώματα να ακουμπούν σε άβολα σημεία, χωρίς να σημαίνει η επαφή τους
τίποτε από το ένα στο άλλο.

Πότε ακριβώς ξεκίνησε να μου μιλά για εκείνη την συνάντηση δε θυμάμαι. Πρέπει να ήταν λίγο
μετά από την ώρα που της είπα πως είχα ξεκινήσει το διδακτορικό μου στην σύγχρονη ιστορία
και πως είχα περάσει τους πρώτους τρεις μήνες ψάχνοντας ένα θέμα το οποίο θα μου άρεσε
να δουλέψω για τα επόμενα τρία - τέσσερα χρόνια απ΄ την ζωή μου. Φυσικά τα πράγματα δεν
ήταν τόσο απλά. Είχα περάσει τους τρεις μήνες όχι ακριβώς ψάχνοντας, μα γυρνώντας
κάθιδρος και με ένα συνεχόμενο χανγκόβερ τις βιβλιοθήκες του πανεπιστημίου
αποτυχαίνοντας να συγκεντρωθώ πάνω σε οτιδήποτε που είχε κάποια σχέση με το παρόν ή
το μέλλον μου και με το μυαλό μου πίσω στο παλιό πανεπιστήμιο και σε εκείνη. Αλλά φυσικά
στην Εύα εκείνη την στιγμή δεν τόλμησα να πω κάτι τέτοιο. Έμεινα σοβαρός επιστήμονας με
μια ματαιοδοξία που σήμερα πια δεν πιστεύω πως άξιζε εκείνη η στιγμή.

Έτσι περίπου ξεκίνησε να μου μιλά για τον φίλο της τον Tyrone που ήταν συγγραφέας και που
για χρόνια ήταν φίλοι και σύντροφοι ψυχής, ο οποίος και είχε το περίεργο συνήθειο να μην
φωτογραφίζεται, να είναι κρυμμένος πίσω από ψευδώνυμα, και να μετακινείται από πόλη σε
πόλη σχεδόν σαν κυνηγημένος. Η Εύα πίστευε πως δεν ήθελε να μαθευτεί πως ήταν μισός
μαύρος μια που πίστευε πως δεν θα μπορούσε να έχει καμιά ελπίδα να κάνει καριέρα σαν
συγγραφέας, αλλά ίσως και να υπήρχαν πολλοί άλλοι λόγοι που η ίδια δεν είχε μάθει ποτέ
της. Κάποτε μοιράστηκαν απ' ότι μου είπε μια πόλη, ένα σπίτι, ένα κρεβάτι. Κάποτε τον
άκουγε να της μιλά για το βιβλίο του που μόλις είχε εκδοθεί – με ψευδώνυμο φυσικά - από
κοντά, για να της πει πως από όλα τα αυτοβιογραφικά κομμάτια που πέρασε μέσα στο βιβλίο
του άφησε απ' έξω μια συνάντηση που τριάντα χρόνια μετά την θυμόταν με κάθε της
λεπτομέρεια.

Ήταν 1941, Σεπτέμβριος και ο Tyrone, λέει, σπούδαζε για τελευταία χρονιά στο Harvard.
Όμως – σαν και μένα σκεφτόμουν με αυτάρεσκη ενοχή – πέρασε τα προηγούμενα χρόνια του
στα πάρτι του πανεπιστημίου και λιγότερο στις αίθουσες διδασκαλίας. Εκείνο το μεσημέρι του
Σεπτέμβρη μόλις είχε ξυπνήσει και μπήκε στο κοντινότερο μπαρ με σκοπό να τιμωρήσει το
χανγκόβερ του με το ίδιο νόμισμα, για να βρει να κάθεται κει – ποιος λες; - ο γιος του
πρεσβευτή. Τόσα χρόνια μαζί, συμφοιτητές στο Harvard, και παρόλα τα πάρτι που έκαναν και
οι δύο, εκείνη ήταν η πρώτη και μόνη φορά που βρέθηκαν ο ένας τόσο κοντά στον άλλον.

Ο Tyrone τον θαύμαζε τον Τζον, τον γιο του πρεσβευτή. Το Harvard δεν ήταν πανεπιστήμιο μα
κέντρο επαφών και συνδέσεων και η επαφή του με τον Τζον εκείνο το μεσημέρι ήταν για τον
Tyrone ο λόγος που η μητέρα του είχε φροντίσει για την παρουσία του στο πανεπιστήμιο
αυτό. Δεν ήταν μονάχα η αύρα του χρήματος που εξέπεμπε. Ο Τζον ήταν πίσω απ΄ το
γυμνασμένο και ηλιοκαμένο σώμα του ένας διανοούμενος, ένας άνθρωπος που μπορεί το
προηγούμενο βράδυ να έπινε μέχρι τις τέσσερις το πρωί, μα την επόμενη μέρα μπορούσες να
τον δεις να κρατά ένα βιβλίο με ποιήματα του Ρόμπερτ Φρoστ και να συλλαβίζει στον αέρα
στροφές ολόκληρες από μνήμης. Ναι, ο γιος του πρεσβευτή θα μπορούσε να τα κάνει όλα, θα
μπορούσε να τα έχει όλα, και βρισκόταν εκεί μπροστά στον Tyrone εκείνο το μεσημέρι με ένα
γλυκό χαμόγελο και μια ζεστή καλημέρα που ήχησε στ' αυτιά του Tyrone τόσο φιλική που
ένιωσε τον Τζον ακριβώς όπως τον ένιωθαν όλοι οι υπόλοιποι συμφοιτητές του. Σαν φίλο.

Η Εύα για άλλη μια φορά εκείνη την βραδιά έβγαλε από το πλάι του κρεβατιού ένα τσιγάρο και
ξεκίνησε να καπνίζει καθώς μου μιλούσε. Κοιτούσε περισσότερο τον καπνό παρά εμένα και η
διήγησή της είχε το περίεργο να μοιάζει σαν να την έπλαθε εκείνη την στιγμή για χάρη μου,
αλλά αντιλαμβανόμουν πως στ' αλήθεια δεν είχε τον λόγο να κάνει κάτι τέτοιο. Οι
λεπτομέρειες που ξεκίνησε να ψιθυρίζει ήταν πολύ περισσότερες από όσες θα μπορούσε να
κρατήσει το μυαλό μου και όλα τα λόγια της ήταν σαν μια συνεχόμενη και μοναδική πρόταση
χωρίς αρχή και χωρίς τέλος. Ότι εδώ σας σημειώνω είναι μια αποδελτιωμένη ανάμνηση όλων
όσων εκείνο το βράδυ μου διηγήθηκε, γνωρίζοντας πολύ καλά πως δεν θα καταφέρω ούτε για
μια στιγμή να μπορέσω να μιμηθώ την δικιά της ανάπτυξη.

Ο Tyrone λοιπόν κάθισε πλάι στον Τζον και ξεκίνησε να του λέει, χωρίς καν να τον ρωτήσει
εκείνος, για το τι του συνέβη το προηγούμενο βράδυ - ένα γεγονός που περιλαμβάνει μια
βρώμικη χέστρα, μια μικρή φυσαρμόνικα που βρισκόταν κάποια στιγμή στην τσέπη του
Tyrone, πολύ αλκοόλ και πολύ υπομονή. Ο Tyrone κράτησε μεν την αναπνοή του αρκετά
αλλά εκείνο το κοκκινομάλικο αγρίμι ο Μάλκολμ που τριγύριζε στην γειτονιά τους ήταν
επικίνδυνος αν είχες τα νώτα σου στραμμένα! Και μες στον βρωμερό απόπατο ο Tyrone
σκεφτόταν πως ο μόνος άνθρωπος που θα μπορούσε να ανασύρει την φυσαρμόνικά του
ανάμεσα απ' τα πετρωμένα σκατά που την περιτριγύριζαν θα ήταν εκείνος, ο Τζον. Και ο Τζον
αφού έμεινε λίγο σοβαρός γιατί δεν περίμενε να ακούσει κάτι τέτοιο, άρχισε να γελάει δυνατά
με την ιρλανδική προφορά του που σκέπαζε ακόμα και το γέλιο του, και ο Tyrone έβγαλε απ΄
την τσέπη χρήματα για να κεράσει τον φίλο του, τον γιο του πρεσβευτή που θα έφευγε
σύντομα για την Ευρώπη - και μετά για την Νότια Αμερική - για να συναντήσει τον πατέρα
του .

Σήμερα, τώρα, σκέφτομαι πως δεν με ενδιέφερε τότε η ιστορία της. Πως μου μιλούσε σε μια
φάση που έμοιαζε με λήθαργο και εγώ την άκουγα σε μια προσπάθεια να ξεχάσω πως μόλις
είχα κάνει έρωτα μαζί της και πως μόλις πριν λίγο είχα απατήσει μαζί της την Σάρα,
γνωρίζοντας όμως πως δεν ήμουν ο πρώτος που διέλυσε την υπερατλαντική αυτή σχέση.
Όμως την άκουγα με μια προσήλωση που θυμάμαι ακόμη και γι' αυτόν τον λόγο αναγκάζομαι
σήμερα – δεκαπέντε χρόνια αργότερα – να γράψω για εκείνο το βράδυ. Γιατί τελικά, αν και
εκείνη σκόπευε να είναι το κέντρο για την δικιά μου διατριβή αυτή η ιστορία, δεν βρήκα τίποτε
άλλο, πουθενά αλλού που θα μπορούσε να την τεκμηριώσει.

Τότε, συνέχισε, μπήκε στο μπαρ ο τρίτος της παρέας που θα περνούσε μαζί τους την
υπόλοιπη μέρα. Άγνωστος για τους άλλους δύο, ντυμένος υπερβολικά βαριά για Σεπτέμβριο
και με ένα καπέλο που φάνηκε και στους δύο – κανείς από τους δυο τους δεν φορούσε
καπέλο – υπερβολικά μικρό για το κεφάλι του, πλησίασε το μπαρ και ζήτησε κάτι να πιει με
μια έντονα ξενική προφορά, αλλά με ένα ύφος που δεν θα μπορούσες να το πεις φοβισμένο.
Εκείνος ο ξένος ήταν σαν στο σπίτι του, και παρόλο το διστακτικό του βήμα σαν μπήκε στο
μπαρ, με την πρώτη γεύση του ποτού έβγαλε με άνετο τρόπο το καπέλο του για να
αποκαλύψει ένα κεφάλι με λιγοστά μαλλιά και χαμογέλασε στους άλλους δυο θαμώνες του
μπαρ με έναν ευχάριστο και φιλικά γνώριμο τρόπο.

Πρώτος του μίλησε ο Τζον, αλλά και ο Tyrone ήταν σύντομα τμήμα της παρέας που
δημιουργήθηκε αυτόματα. Τρεις άνθρωποι που έμοιαζαν τόσο διαφορετικοί, αλλά που τελικά
είχαν τόσα κοινά να μοιραστούν και που – σύμφωνα με την Εύα – θα τα μοιραζόταν συνέχεια
για τα επόμενα χρόνια. Ο Τζον σαν έμαθε πως ο ξένος ήταν Έλληνας ξεκίνησε να τον ρωτάει
για την κατάσταση στην Ελλάδα. Ο πόλεμος ήταν παρών εκεί τους προηγούμενους δέκα
μήνες και ο Τζον ήθελε να ακούσει από πρώτο χέρι για τον πόλεμο που ως εκείνη την στιγμή
γνώριζε μόνο από τις εφημερίδες και μόνο απ' τις απόψεις του πατέρα του που σε γράμματα
και τηλεγραφήματα από το Λονδίνο του μιλούσε για το ηθικό των Βρετανών και την εξέλιξη
που θα είχαν εκεί τα πράγματα. Πριν προλάβει ο Αντρέας – γιατί αυτό ήταν το όνομα του
Έλληνα που βρέθηκε εκεί, ένα όνομα το οποίο αργότερα θα ήταν αρκετό για να τον κάνει
γνωστό σε κάθε Έλληνα – να απαντήσει και να μιλήσει παραπάνω για την Γερμανο-Ιταλική
κατοχή στην χώρα του, ο Τζον ξεκίνησε να του αναλύει την κατάσταση σε όλη την Ευρώπη με
έναν τρόπο που έκανε εντύπωση στον Αντρέα τόσο για την γνώση του όσο και για την
διεισδυτικότητά του. Ο Αντρέας άκουσε τον Τζον σαν να επρόκειτο για έναν αυτόπτη μάρτυρα
των μαχών μα και των διπλωματικών επεισοδίων που όριζαν όλη την κατάσταση και την
καταστροφή που κυριαρχούσε στην Ευρώπη.
Ο Tyrone, έξω λίγο απ' την συζήτηση πρόσεχε και τους δυο τους καθώς αντάλλασαν απόψεις
και ενώ δεν μιλούσε, η προσοχή του ήταν απόλυτα στραμμένη επάνω τους. Άλλωστε λίγο
αργότερα ό,τι άκουσε εκείνη την μέρα θα του φαινόταν χρήσιμο μια που μοιράζοντας την
γνώση του με έναν αξιωματικό του αμερικανικού στρατού, μετά το Περλ Χάρμπορ θα
κατάφερνε να έχει σαν αποτέλεσμα μια βυσματική τοποθέτηση στον χώρο της
αντικατασκοπείας στα γραφεία του ACHTUNG στο Λονδίνο – αν και κάποιοι ίσως να έλεγαν
πως τελικά ίσως να ήταν καλύτερα για τον Tyrone τελικά να βρισκόταν σε μια πιο μάχιμη ή
εμπόλεμη θέση.

Η Εύα δε μου εξήγησε τι εννοούσε. Ο Tyrone ακούστηκε σαν μια περίεργη φιγούρα που
μπλέχτηκε σ' αυτή τη συνάντηση τυχαία, αλλά όλα ήταν τόσο τυχαία στην συνάντηση αυτή
που δεν είχε σημασία τελικά τι ήταν λιγότερο ή περισσότερο τυχαίο. Ήθελα να την σταματήσω
να μιλάει, να την ρωτήσω περισσότερα για εκείνον, όμως η ροή της περιγραφής της ήταν
τέτοια που δεν άξιζε την όποια διακοπή. Ακόμη κι όταν έκανε μια παύση για να ρουφήξει
άπληστα τον καπνό από το τσιγάρο της, οι ήχοι της κίνησής της ακούγονταν σαν ένα οργανικό
τμήμα της διήγησής της, σαν να ήταν το τσιγάρο που κάπνιζε ο Tyrone, ο Αντρέας ή ο Τζον
και που το έβλεπα να ανάβει παροδικά στον δικό μου προσωπικό χρόνο μέσα σε εκείνο το
θλιβερό δωμάτιο. Λίγο λίγο κέρδιζε την προσοχή μου, όλο και περισσότερο. Λίγο λίγο και η
μεθυσμένη μαστουρωμένη μοναξιά της μεταφερόταν σε εκείνον τον Σεπτέμβριο για να
αναλύσει την μία πίσω από την άλλη τις λεπτομέρειες από το παρελθόν, που φαινόταν να
ανήκουν περισσότερο σε εκείνη παρά στον Tyrone, τον Αντρέα ή τον Τζον. Όποιοι και αν ήταν
αυτοί...

Η ιστορία της Εύας, εκείνες τις πρώτες πρωινές ώρες του Δεκεμβρίου, υποτίθεται πως
εκτυλίσσονταν για την δικιά μου ανάγκη, όμως καταλάβαινα πως ταυτόχρονα καλυπτόταν και
η δική της ανάγκη να διηγηθεί, εκείνη την συγκεκριμένη ιστορία. Αλλά ακόμη και σήμερα
πιστεύω πως αν δεν υπήρχε εκείνη η δική μου αναζήτηση στο διδακτορικό μου, θα βρισκόταν
κάποια άλλη αιτία - ή ίσως κάποια άλλη ιστορία - να πάρει την θέση της, να αποτελέσει
κέντρο για την σωτηρία της για εκείνο το βράδυ ή και για κάποιο από τα υπόλοιπα.

Έμαθα μετά, πως ύστερα από τα δέκα χρόνια που πέρασε η Εύα στο πανεπιστήμιο, και ενώ
τα τελευταία πέντε ήταν σε φάση συγγραφής του διδακτορικού της, δεν είχε καταφέρει να
γράψει ούτε μια κουβέντα, μια πρόταση, έναν στίχο ή μια λέξη προς αυτό. Η Εύα ήταν η
απόλυτη συγγραφέας, ένας άνθρωπος που έχει τόσα πολλά να πει και να διηγηθεί, μα που
μόνο και μόνο η ιδέα του γραψίματος πίστευε πως τα καταστρέφει, πως τα τροποποιεί από
την ουσία τους και το αρχικό τους νόημα που κρύβεται στο επίπεδο του ήχου και της φωνής,
που οργανώνεται στον προφορικό λόγο και που διαλύεται στον γραπτό. Γι αυτό και το
διαδακτορικό της άνηκε στον χώρο της μουσικής και όχι της φιλολογίας ή της λογοτεχνίας. Και
προφανώς η διήγηση ήταν το μόνο που την ενδιέφερε και όχι η καταγραφή. Κι έτσι
εξηγούνταν και η απουσία οποιουδήποτε είδους ηχογραφημένης μουσικής μέσα στο σπίτι της
– που μου έκανε εντύπωση σαν την παρατήρησα (πως στ' αλήθεια όμως παρατηρείς μια
απουσία;).

Αν σήμερα μάθαινε πως πέρασα εκείνο το βράδυ που μοιραστήκαμε μαζί πάνω στο χαρτί με
αυτά τα αρχαιο-μεσογειακά σύμβολα μάλλον θα γέλαγε. Σήμερα θα είναι εξήντα χρονών και
ακόμα θα έχει την ίδια παιδική έκφραση πίσω απ΄ το τσιγάρο και το ποτό της όπως τότε. Ναι,
είμαι σίγουρος θα πάρει τον ίδιο μορφασμό το πρόσωπό της σαν το μάθει όπως και τότε και
απλώς θα μου έλεγε πως τα χάλασα όλα, πως δεν κατάλαβα τίποτε. Αλλά θα μου έλεγε πως
μπορεί και γω να κοντεύω τα πενήντα πια αλλά πως δε μεγάλωσα καθόλου, πως είμαι το ίδιο
αφελής όπως και τότε· και η αλήθεια είναι πως δεν θα είχε άδικο. Αχ Εύα, Εύα. Που να
βρίσκεσαι αλήθεια και σε ποιους να διηγείσαι σήμερα, μεθυσμένη και αλκοολική, τις ιστορίες
σου με την μελωδική ένρινη φωνή σου. Ας σε έχουνε καλά οι θεοί της μουσικής και των
κραυγών όλου του πλανήτη, κι ας μείνουν αυτές οι λίγες λέξεις η μόνη εγγραφή της
ανάμνησης όλων όσων ξεστόμισε απ' τα λεπτά της χείλια μεθυσμένη ή νηφάλια, αληθινή ή και
ψεύτικη. Αν κάποιοι άνθρωποι δεν μπορούν να κρατήσουν τον εαυτό τους μακριά από την
λήθη, ίσως να είναι καθήκον των υπολοίπων να τους στηρίξουν στους ώμους τους για την
συνέχεια. Κι αν και η Εύα γνώρισε πολλούς μικρούς, αθώους και αφελείς εραστές στα εξήντα
της χρόνια ξέρω πως τελικά μονάχα εγώ θα γράψω κάτι από εκείνη – παρόλο που η ιστορία
υποτίθεται δεν είναι δική της μα του φίλου της του Tyrone όπως τουλάχιστον ισχυρίστηκε.

Πίσω στην ιστορία της, στο τρίτο ή το τέταρτο τσιγάρο της, κάποια φοιτήτρια σταμάτησε λίγο
έξω από το μπαρ κοιτώντας με συγκεντρωμένο βλέμμα το απέναντι πεζοδρόμιο και η φιγούρα
της ήταν αρκετή για να τραβήξει το βλέμμα και των τριών τους. Η συζήτηση σταμάτησε, τα
πρόσωπα όλων φωτίστηκαν απ΄ την ιδέα και μόνο του γυναικείου κορμιού που πέρασε απ' το
μυαλό τους, κι όταν κατάλαβαν πως και οι τρεις είχαν την ίδια σκέψη χαμογέλασαν
συνωμοτικά ο ένας στον άλλο με μια αμυδρή αίσθηση κατανόησης και συμπάθειας.
Ανακάλυψαν στα λίγα δευτερόλεπτα που η μικρή έμεινε μπροστά στο παράθυρο του μπαρ
πως είχαν ένα ένοχο κοινό στοιχείο που δε θα μοιράζονταν εύκολα με άλλους και που το
ανακάλυψαν λίγο μετά από την πρώτη τους - ουσιαστικά - συνάντηση. O Tyrone ίσως με το
πιο ένοχο βλέμμα από τους άλλους δύο ακολούθησε την κίνηση της γυναίκας στις
λεπτομέρειές της και την έπαιξε ξανά και ξανά στο μυαλό του τις επόμενες νύχτες πίσω από
το ντελίριο όλων των χημικών (και όχι τόσο χημικών) ουσιών που πέρασαν το φράγμα
αίματος του εγκεφάλου του. Για μέρες είχε ξεχάσει οτιδήποτε που αφορούσε την συνάντηση
τους, όμως δεν είχε ξεχάσει τίποτε που να αφορούσε την γρήγορη εμφάνιση και εξαφάνιση
αυτής της γυναίκας.

Ο Αντρέας ξαναγύρισε απρόθυμα την συζήτηση στο δεύτερο αγαπημένο τους θέμα, τον
πόλεμο, ρωτώντας τον Τζον για το τι πίστευε πως θα έκανε η Αμερική. Ο Τζον ήταν σίγουρος
πως σύντομα θα έμπαινε και η Αμερική στον πόλεμο όμως δεν μπορούσε να φανταστεί ποια
θα ήταν η αιτία ή η αφορμή. Ο πατέρας του ήλπιζε πως δεν θα χρειαζόταν να φτάσουν τα
πράγματα εκεί και τον τελευταίο χρόνο στα γράμματά του προς αυτόν του εκμυστηρευόταν
πόσο θα προτιμούσε να βρισκόταν μια συμβιβαστική λύση ανάμεσα σε όλους, στον Χίτλερ,
τον βασιλιά, και τον Ρούζβελτ, αλλά ο Τζον πίστευε πως δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση και ο
χρόνος που περνούσε θα οδηγούσε τον Χίτλερ σε σίγουρη ήττα. Ο Αντρέας τότε
νευριασμένος ξεκίνησε να του φωνάζει σχεδόν για την αδυναμία και την καθυστέρηση της
Αγγλίας και της Αμερικής να αντιμετωπίσουν τον Χίτλερ που οδηγούσε σιγά σιγά χώρες όπως
την Ελλάδα σε μια διάλυση απ' την οποία δεν θα μπορούσαν να επανέλθουν γρήγορα. Κι η
Αγγλία και η Αμερική κοιμόταν και ή μάλλον έκαναν ότι κοιμόταν την στιγμή που
προσπαθούσαν να κάνουν μυστικές συμφωνίες με τον Χίτλερ που θα μοίραζαν την Ευρώπη
και τον κόσμο. Όμως ο Αντρέας πίστευε πως η αντίσταση που ήδη είχε ξεκινήσει στην Ελλάδα
και σε τμήματα της Γαλλίας δεν θα τους άφηνε να κοιμηθούνε ήσυχοι.

Ο Τζον τον καθησύχασε. Η Αμερική δεν κοιμόταν και σύντομα θα ήταν στο πλευρό της
Ελλάδας στον πόλεμο, ενώ η Αγγλία υποτίθεται πως άργησε όμως αυτή η ψευτοκαθυστέρηση
δεν θα απέβαινε αρνητική για κανέναν. Αν η Αγγλία έμπαινε σε ένοπλη σύρραξη με τον Χίτλερ
ένα ή δυο χρόνια πιο πριν, τότε που κανείς από τους δυο δεν ήταν έτοιμος, η κατάσταση θα
ήταν τόσο χειρότερη για εκείνη, που θα ήταν αναγκασμένη να υποχωρήσει και ίσως και να
παραδοθεί στον Χίτλερ με ακόμα χειρότερα από τα σημερινά αποτελέσματα.
Ο Tyrone θυμόταν πως όλη αυτή η ανάλυση του Τζον του είχε φανεί εξαιρετικά περίεργη.
Μπορεί να μην ήξερε και πολλά από τον πόλεμο, την Ευρώπη ή τον Χίτλερ, όμως ήξερε πως
εκείνη την στιγμή η Γερμανία είχε κατακτήσει ολόκληρη την Ευρώπη και προέλαυνε χωρίς
προβλήματα μέσα στην Σοβιετική Ένωση και την Βόρεια Αφρική και όλα έδειχναν πως δεν
υπήρχε τίποτε που θα μπορούσε να την σταματήσει. Κι όμως ο γιος του πρεσβευτή, ασκεπής
και μισομεθυσμένος – σίγουρα πιο μεθυσμένος από εκείνον – πίστευε πως τα πράγματα θα
μπορούσαν να είναι και χειρότερα – όμως σκέφτηκε τι θα μπορούσε να είναι χειρότερο από
την ολική καταστροφή που βίωνε μια χώρα σαν την Ελλάδα εκείνη την στιγμή; - και η έκβαση
του πολέμου πιο καταστροφική παρόλο που όλοι έλεγαν το αντίθετο. Ίσως να ήταν εκείνη η
στιγμή που όλα φάνηκαν βάσιμα στον Tyrone, που κατάλαβε γιατί όλοι είχαν αυτή την άποψη
για τον Τζον, γιατί τον αντιμετώπιζαν σαν ημίθεο, γιατί ξεχώριζε απ' όλους τους υπόλοιπους.
Απλώς γιατί είχε την συγκέντρωση σκέψης και την νηφαλιότητα να υπολογίζει όλα όσα οι
άλλοι δεν υπολόγιζαν, να κοιτάει ένα βήμα παρακάτω απ' τους υπόλοιπους, να μην
υπεραπλουστεύει τίποτε για χάρη μιας απλής εξήγησης. Ο γιος του πρεσβευτή είχε την
δυνατότητα να σκέφτεται διαφορετικά, να λύνει τα προβλήματα διαφορετικά, χωρίς να φοβάται
ο ίδιος αυτή τη διαφορετικότητα. Κι αυτή η διαφορά βρισκόταν στα πιο απλά ζητήματα, όπως
στο ότι αρνιόταν να φορέσει καπέλο, όσο και στα πιο περίπλοκα. Αυτό κερδίζεις αν είσαι ο
γιος του πρεσβευτή, σκέφτηκε ο Tyrone, και αδερφός – πιθανώς – ενός απ' τους επόμενους
προέδρους των ΗΠΑ. Αυτό κερδίζεις αν κι ο ίδιος είσαι φίλος του γιου του πρεσβευτή γιατί –
δε μπορεί – η αύρα αυτής της διαφοράς απ' τους υπόλοιπους ίσως και ν' άφηνε ένα ίχνος
επάνω σου, μια γρήγορη πινελιά σημασίας που να έμενε ανεξίτηλα πάνω στη ζωή σου και να
έκανε και σένα όπως και τους άλλους που σε αντίκρυζαν διαφορετικό.

Ο Αντρέας όμως αδειάζοντας άλλο ένα ποτό και στο τέλειωμα της φράσης του Τζον έκανε μια
χειρονομία που φάνηκε τόσο περίεργη στον Tyrone ακουμπώντας και τα δυο χέρια πάνω στο
χέρι του Τζον με την σύνθετη έκφραση της εμπιστοσύνης που διαπέρασε την παρέα απ' το
ένα άγγιγμα στο άλλο. Ο Αντρέας με μια κίνηση, με μια χειρονομία είχε την δυνατότητα να
αλλάξει το μυαλό και τις απόψεις των ανθρώπων που ήταν πλάι του, πράγμα που ο Τζον θα
ζήλευε και εκείνο το μεσημέρι μα και στην συνέχεια. Ο Αντρέας κατάλαβε την σκέψη του Τζον,
και ήθελε με εκείνη την κίνηση να δείξει την άρνησή του για την προηγούμενη σκέψη του και
την πίστη του σε μια συνέχεια όπως την είχε διηγηθεί ο Τζον, για έναν κόσμο όπου οι ΗΠΑ
μπαίνουν σύντομα στον πόλεμο και βοηθούν τους Ευρωπαίους για να γλιτώσουν απ' την
Γερμανία – λίγο όπως και είχε γίνει τριάντα χρόνια πριν.

Στάθηκαν και οι δύο, ο Αντρέας και ο Tyrone πιασμένοι ο καθένας απ' το μπράτσο του Τζον
και στο δευτερόλεπτο που κράτησε αυτή η θέση ήταν σαν να αποτελούσαν μέσα στο ημίφως
του απογευματινού μπαρ το γεφύρωμα μιας αναγεννησιακής εικόνας του Ρέμπραντ στον
εικοστό αιώνα και τις ζωές των τριών αυτών ανθρώπων. Αυτή ήταν η αρχή μιας μεγάλης
φιλίας που θα κρατούσε για πολλά χρόνια και θα συνοδευόταν από πολλές γυναίκες και
ακόμη περισσότερα ποτήρια οινοπνεύματος. Ο πόλεμος θα ξεκινούσε σύντομα – ναι ο Τζον
όπως πάντα είχε δίκαιο – και για την Αμερική κι ο Tyrone θα έμπλεκε σε έναν περίεργο κόσμο
ίντριγκας στην κατεστραμμένη Ευρώπη, απ' τον οποίο θα τον γλίτωνε τελικά ο Τζον
γυρίζοντας τον – με ψεύτικο όνομα και στοιχεία – πίσω στην Αμερική – αφού έμεινε για κάποια
χρόνια στην Αγγλία. Ο Αντρέας θα έμενε στο Χάρβαρντ για να τελειώσει τις σπουδές του στα
οικονομικά και κατόπιν – και πάλι χάρη στον Τζον – θα καταταγόταν στο αμερικανικό ναυτικό
χωρίς όμως να γνωρίσει εμπόλεμη δράση. Ο Τζον θα γινόταν σε έναν χρόνο από τότε ήρωας
του αμερικανικού ναυτικού όταν οι γιαπωνέζοι τυχαία βύθισαν το σκάφος του. Ο πόλεμος – με
τον έναν ή τον άλλο τρόπο – θα άφηνε και στους τρεις τους σημάδια που δεν θα μπορούσαν
να αγνοήσουν.

Χρόνια αργότερα, μετά τον πόλεμο, οι μυστικές συναντήσεις τους – μυστικές γιατί θα ήταν
τόσο περίεργο να συναντιέται ένας γερουσιαστής με τον γιο ενός Έλληνα πολιτικού και ενός
στρατιώτη των μυστικών υπηρεσιών, για να πάρουν μέρος σε βραδιές απόλυτης κραιπάλης,
αλλά και σοβαρής νηφάλιας συζήτησης που τέλειωνε συνήθως τις πρωινές ώρες και στα
πρόθυρα της αναισθησίας – θα συνεχίζονται για χρόνια με όλο και πιο μεγάλη συχνότητα,
ακόμη και τις εποχές που και οι τρεις τους ήταν γεμάτοι με υποχρεώσεις και αξιώματα. Ο
Αντρέας ισχυρίζονταν ο Tyrone έμαθε στον Τζον μαρξιστική οικονομία, ο Τζον ισχυρίστηκε η
Εύα πως έμαθε στον Αντρέα πως η πολιτική δεν ήταν μόνο η οικονομία, ο Tyrone έμαθε και
στους δύο πως η εικόνα τους ήταν πιο σημαντική από τα πιστεύω τους – πράγμα που θα
χρησιμοποίησαν και οι δύο αργότερα στην πολιτική τους καριέρα.

Η ουσία και για τους τρεις κλεινόταν στην απλή επικοινωνία που είχαν μεταξύ τους, στην
ανταλλαγή απόψεων για τα κοινά μα και τα όχι-τόσο-κοινά πράγματα και στην φιλία που
εξελισσόταν συνέχεια και πιο στενή για τα υπόλοιπα είκοσι δύο χρόνια, για να διαλυθεί τόσο
ξαφνικά όταν δολοφονήθηκε ο Τζον. Ο Αντρέας – είχε πια επιστρέψει μόνιμα στην Ελλάδα και
είχε αρκετό καιρό να δει τους φίλους του – αποφάσισε συντετριμμένος να ακολουθήσει
πολιτική καριέρα, ενώ ο Tyrone θα εξαφανιστεί από προσώπου γης για άλλη μια φορά,
προσπαθώντας να γίνει συγγραφέας.

Έτσι σε ένα βιβλίο του θα μιλήσει με κρυπτικό τρόπο για τους τρεις τους, βάζοντας τους σαν
απόντα τμήμα του εξωφύλλου ενός δίσκου από ένα μυστήριο αγγλικό γκρουπ της δεκαετίας
του εξήντα. Οι τρεις τους θα αποτελούν για πάντα ένα κενό. Μια ανυπαρξία χωρίς ίχνη που
μόνο η ψεύτικη αναπαράστασή τους στο πλαίσιο μιας ιστορίας ή ενός πίνακα θα μπορούσε
να κρατηθεί. Κι ο Tyrone ήξερε πως δε θα μπορούσε ποτέ να μιλήσει διαφορετικά για τους
τρεις τους παρά μόνο σαν αυτή την απουσία, που εξέφραζε άλλωστε και ο ίδιος με την δικιά
του εμμονή στην εξαφάνιση – που στηριζόταν σ' αυτόν τον τρόμο που γνώρισε στα χρόνια του
πολέμου και που συνεχίστηκε αρκετά χρόνια αργότερα. Ο Tyrone πίστευε πως κάποιοι είχαν
μάθει για τις συναντήσεις τους και ήταν εναντίον τους. Εναντίον του Τζον, εκείνου, του Αντρέα,
και παρόλο που δεν ξανασυνάντησε από τότε ποτέ τον Αντρέα, σύμφωνα με την Εύα, του
έστελνε κάθε μήνα σχεδόν κι από έναν γράμμα που τον προειδοποιούσε για διάφορους
κινδύνους.

Η Εύα σαν τέλειωσε με άφησε να χωνέψω όλα όσα μου είχε πει. Για μια τυχαία προπολέμική
συνάντηση τριών προσώπων που θα γινόταν φίλοι και που θα συναντιόταν πολλές φορές στα
επόμενα χρόνια για να συζητήσουν για τον κόσμο και να γλεντήσουν μεθυσμένοι. Θα ήταν
αστεία ιστορία αν ο ένας απ' τους τρεις δεν γινόταν πρόεδρος των ΗΠΑ και ο άλλος
πρωθυπουργός – πολλά χρόνια αργότερα – της Ελλάδας, αλλά η αλήθεια είναι πως ακόμη
και έτσι δυσκολευόμουν να δω γιατί όλο αυτό ήταν τελικά τόσο σημαντικό και θα έπρεπε εγώ
να ενθουσιαστώ κάνοντάς το τμήμα του διδακτορικού μου. Όμως βλέποντας την προσμονή
στα μάτια της έκανα την πιο ψεύτικη – και όσο πιο αληθινή μπορούσα – έκφραση
ενθουσιασμού που η νύστα μου κατάφερε να αντέξει και την άφησα να καπνίσει το τελευταίο
της τσιγάρο πριν σβήσει τα φώτα και μου γυρίσει την γυμνή της πλάτη για το υπόλοιπο της
νύχτας.

Όμως η περιέργειά μου το επόμενο πρωί – και μερικά πρωινά αργότερα – με έκανε να
ανακατέψω δεκάδες βιβλία για να ψάξω έστω ένα ίχνος από την αλήθεια εκείνης της
συνάντησης που μου ανέφερε η Εύα, χωρίς να μπορέσω όπως και είπα να ανακαλύψω
τίποτε. Ο μύθος της συνάντησης εκείνης – ή και των κατοπινών – θα μπορούσε να είναι
πραγματικός όμως υποψιαζόμουν πως δε θα μπορούσε να μάθει κανείς με σιγουριά την
αλήθεια – και τι σημασία θα είχε άλλωστε; Ο ένας μόνο μάρτυρας που απέμενε, ο Tyrone
κρυβόταν μέσα στα βιβλία του, στα οποία έμπλεκε την πραγματικότητα με την ιστορία με
τέτοιο τρόπο που δεν θα μπορούσες ποτέ να τον εμπιστευτείς για κάτι τέτοιο, και η ίδια η
Ευα...

Ξαναείδα την Εύα αρκετές φορές από τότε, ξανά-έκανα αρκετές φορές – πετυχημένα ή όχι –
έρωτα μαζί της, ξανα-ήπια αρκετά ποτήρια ουίσκι πλάι της, αλλά δεν μιλήσαμε άλλη φορά γι'
αυτή τη συνάντηση ή για οτιδήποτε που είχε σχέση με το διδακτορικό μου όπως κάναμε
εκείνο το πρώτο βράδυ. Δυο μήνες μετά εγκατέλειψα την ιδέα να τελειώσω – ή να αρχίσω καν
– ένα διδακτορικό άφησα την Εύα στην άχλη του αλκοολισμού της και γύρισα πίσω στην
αγκαλιά της Σάρας που θα με κρατούσε για άλλους έξι μήνες πριν την οριστική της έξωση
προς το πρόσωπό μου. Δεν τέλειωσα ποτέ ένα διαδακτορικό, δεν ασχολήθηκα ποτέ ξανά με
την Ιστορία, αλλά απλώς έμεινα με την απορία για το πως θα μπορούσαμε να στηρίξουμε μια
ολόκληρη επιστήμη πάνω σε γεγονότα και καταστάσεις που δε θα μπορούσαμε να μάθουμε
ποτέ και που μπορεί να είναι υπεύθυνες για μια σειρά από γεγονότα που αντικρίζουμε σαν
τμήμα του παρελθόντος μας τα οποία και συνδέουμε με ντετερμινιστικό τρόπο με άλλα,
εντελώς τυχάια, γεγονότα. Η διήγηση της Εύας, μπορεί να ήταν εντελώς ψεύτικη, αποτέλεσμα
του αλκοολισμού της, αποτέλεσμα των ψεμάτων που της αράδιασε ο Tyrone – αν ήταν αυτό
το όνομά του και αν τον είχε πραγματικά γνωρίσει – αλλά ήταν ικανή να σπείρει την αμφιβολία
και την άρνηση σε όλα σχεδόν όσα πίστευα ως τότε. Δεν την ξέχασα ποτέ αλλά δεν έμαθα
ποτέ αν η Εύα μου είχε πει αλήθεια ή ψέμματα, μα όλο αυτό δεν είχε καμιά σημασία τελικά.
Δεν είχε τότε και δεν έχει και σήμερα που σημειώνω με αυτά τα σύμβολα ένα ψέμα(;) μια
αλήθεια(;) ή μια σειρά από μπλεγμένες σκέψεις για το δικό μου το παρελθόν και για το
παρελθόν του Τζον, του Αντρέα, του Tyrone, της Εύας. Χάραξα την ζωή μου σε ένα άλλο
παράλληλο Σύμπαν, μακριά από αυτό το παρελθόν, μακριά από τα ξεχασμένα του
υπολείμματα, μακριά από την Σάρα και την Εύα. Μακριά από τις χειμωνιάτικες κρύες νύχτες
του Δεκεμβρίου που ποτέ δεν ξαναγνώρισα και που πια δε σημαίνουν τίποτε για το παρόν και
την ζωή μου.
Τελική Σημείωση
Προσπάθησα αρκετές φορές μες στα τελευταία 2 χρόνια να γράψω ή να τελειώσω αυτήν την
ιστορία για την κοινή παρουσία των τριών αυτών προσώπων όμως πάντα κάτι δε μου ταίριαζε
και γι' αυτό κατέληγαν όλες οι προσπάθειες σβησμένες ή ημιτελείς. To περίεργο state of mind
συνεχούς αναζήτησης τα τελευταία 2 χρόνια κάνει ακόμη κι αυτήν την εκδοχή να είναι ένα
work in progress...

Το κείμενο διανέμεται με Creative Commons License

http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/

Άλλα κείμενα μου σε Creative Commons Lincense

Είμαστε Επτά - http://www.facebook.com/weareseven

Pierre Menard; Author of the Principia - http://www.sporadikos-logos.orf/menard.pdf


Άλλα Κείμενα

Μια διαφορετική Ιστορία Πολιτικού Μυστηρίου, από τις εκδόσεις Τοπος

http://www.tyxaia-eisodos.gr

You might also like