You are on page 1of 193

ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Ο συγγραφέας γεννήθηκε στην Αθήνα και απο μικρή ηλικία ασχολήθηκε με τις πολεμικές
τέχνες ενώ αργότερα ασχολήθηκε με θέματα γεωστρατηγικής και ιστορίας ενώ ιδιαίτερο
ενδιαφέρον ανέπτυξε στο τομέα των οπλικών συστημάτων και της κατασκοπίας.
Γνωρίζει την αμερικανική πραγματικότητα και πολιτική ζωή απο όπου αντλεί και την
έμπνευση του.
Κάνταχαρ, Αφγανιστάν,
Νοσοκομείο ΝΑΤΟ 2003,

Ο έλικας του ελικοπτέρου έσκιζε τη σιωπή που πλανιόταν στον αέρα. Ο γιατρός πλησίασε το
ελικόπτερο που προσγειωνόταν στη ταράτσα του νατοϊκού νοσοκομείου κρατώντας το χειρουργικό
σκουφάκι με το χέρι του. Οι στρατιώτες άνοιξαν γρήγορα τη πόρτα του αεροσκάφους και
μετακίνησαν το σώμα μιας γυναίκας πάνω στο φορείο που έσπευσαν να φέρουν νοσοκόμοι. Η
γυναίκα ήταν διασωληνωμένη και ανέπνεε χάρη σε ένα σάκο που πίεζε ο στρατιώτης.

- Σε τί κατάσταση βρίσκεται; Ρώτησε ο νοσοκομειακός γιατρός.


- Φαίνεται πως έχει δεχθεί σφαίρα κοντά στον ώμο στο κομμάτι που δε καλύπτει το αλεξίσφαιρο.
Όταν τη πήραμε είχε τις αισθήσεις της.
- Καταρρέει ο πνεύμονας, αν δε βιαστούμε θα τη χάσουμε. Έχουμε δέκα λεπτά να τη πάμε στο
χειρουργείο αν θέλουμε να έχουμε ελπίδες να ζήσει, φώναξε ο γιατρός που ήδη έτρεχε μακριά από
το ελικόπτερο.

Οι νοσοκόμοι είχαν ήδη κόψει με ψαλίδι τη ματωμένη στολή της υπολοχαγού και τη πέταξαν στο
πάτωμα. Στη στολή πάνω δε διακρίνονταν το παραμικρό. Ούτε βαθμός, ούτε ομάδα, ούτε σώμα.
Μονάχα μια αμερικανική σημαία. Η γυναίκα κείτονταν τώρα γυμνή και διασωληνωμένη στο παγερό
πάγκο του χειρουργείου. Οι γιατροί πάλευαν μανιασμένα να τη κρατήσουν στη ζωή
χρησιμοποιώντας τα φανταχτερά μα συνάμα τρομακτικά εργαλεία τους. Μια τόσο δα μικρή
τρυπούλα που είχε εισχωρήσει στο σώμα της, της απειλούσε το δεξί της πνεύμονα και βέβαια τη ζωή
της. Τί όμως την είχε φέρει σε αυτή τη θέση;
Κεφάλαιο 1

Λίγες ώρες νωρίτερα,

Η ζέστη ήταν αφόρητη. Ο αέρας έκανε τη σκόνη να ταλαντεύεται στον αέρα. Η υψηλή θερμοκρασία
δημιουργούσε τη ψευδαίσθηση μιας υγρής επιφάνειας στον ορίζοντα. Μια υγρή σταγόνα έπεσε στο
καφέ χώμα. Ένας ξαπλωμένος καμουφλαρισμένος ελεύθερος σκοπευτής σκούπισε με το γάντι του
το μέτωπο του και επέστρεψε το μάγουλο του στο πίσω μέρος του όπλου. Η προσοχή του δεν είχε
λεπτό ξεφύγει και μπορεί κανείς να πει πως πλέον το δώρο της όρασης το βίωνε μονάχα μέσα από
την ακριβέστατη διόπτρα του. Δίπλα του, βρίσκονταν ο παρατηρητής του και διασκορπισμένοι
μακριά, εξίσου καμουφλαρισμένοι άλλοι τέσσερις από την επίλεκτη ομάδα του.

- Βλέπεις τίποτα; Ρώτησε μια ανδρική φωνή στον ασύρματο.


- Αρνητικό, απάντησε ο ελεύθερος σκοπευτής ακουμπώντας το αφτί του.
- Αυτή η αποστολή διαρκεί υπερβολικά πολύ, σχολίασε ένας άλλος άνδρας που ήταν
διασκορπισμένος παραπέρα.
- Έχεις κάποιο ραντεβού; Αστειεύτηκε μια γυναικεία φωνή και ένα χαμόγελο διαγράφηκε στα
χείλη όλων.
- Ναι, και αν μείνουμε παραπάνω στον ήλιο θα λιώσω και δεν θα με αναγνωρίσει.
- Δεν έχεις ανάγκη εσύ, σχολίασε γελώντας σιωπηλά η γυναικεία φωνή.
- Αναρωτιέμαι, εσύ δεν έχεις πουθενά να πας; Σχολίασε ο άνδρας δίπλα στη γυναίκα.
- Έχω ένα γάμο αλλά τίποτα το ιδιαίτερο, είπε σατιρίζοντας τον επερχόμενο γάμο της.
- Ακόμα δε σε παντρεύτηκε και λέει πως δεν είσαι τίποτα το ιδιαίτερο, σχολίασε ο
παρατηρητής στον άνδρα που της έκανε την ερώτηση, τον Μάρκ.
- Έχουμε κίνηση, ανακοίνωσε ο ελεύθερος σκοπευτής και ξαφνικά όλη η ομάδα σοβάρεψε
απότομα.
- Ελήφθη, ανακοίνωσαν όλοι ξεχωριστά.

Ο ένας από τους στρατιώτες φωτογράφισε με μια τεράστια μηχανή ένα οίκημα που βρίσκοντας
αρκετά μακριά. Ο φακός της κάμερας, κατάφερε να εστιάσει στο πρόσωπο ενός μελαμψού άνδρα με
παραδοσιακή ισλαμική φορεσιά. Ο μουσάτος άνδρας, ήταν ένα υψηλόβαθμο μέλος των Ταλιμπάν
και η CIA, είχε αποδείξεις ότι διατηρούσε στενές σχέσεις με την τρομοκρατική οργάνωση Αλ
Κάιντα. Σκοπός της επιχείρησης ήταν να εισχωρήσει στο εχθρικό έδαφος σε αναγνωριστική
αποστολή.

- Έχω τραβήξει αρκετό υλικό, σχολίασε ο Μάρκ.


- Ωραία, υποχώρηση! Διέταξε η Χέλεν, η αρχηγός της επίλεκτης εκείνης μονάδας Δέλτα.
- Αρνητικό, σχολίασε ο ελεύθερος σκοπευτής. Όλοι πάγωσαν στη θέση τους.
- Βλέπω κάποιον γονατιστό με κουκούλα στο κεφάλι, ισχυρίστηκε ο ελεύθερος σκοπευτής.
Όλοι προσπάθησαν να κοιτάξουν από τις διόπτρες των δικών τους όπλων των KH417.
- Πρέπει να υποχωρήσουμε. Ό,τι και αν συμβαίνει εκεί κάτω δε μας αφορά, σχολίασε ο Μάρκ.
- Φοράει φόρμα παραλλαγής, απάντησε πιο δυνατά ο ελεύθερος σκοπευτής.
- Πόσοι στόχοι; Ρώτησε τελικά η Χέλεν.
- Δε ξέρω, εντοπίζω τουλάχιστον δέκα, απάντησε πιο ήρεμα ο παρατηρητής.
- Χέλεν, δική σου απόφαση.

Η Χέλεν, κοίταζε μέσα από τη διόπτρα του HK417 της.

- Δεν μπορούμε να δούμε τίποτα εμείς από εδώ. Εγώ και ο Μάρκ θα κατέβουμε το βουνό για
να έχουμε καλύτερη οπτική. Εσείς παρέχετε κάλυψη. Διέταξε η Χέλεν.
- Ελήφθη, αποκρίθηκαν όλοι.

Ο Μάρκ και η Χέλεν άρχισαν να κατηφορίζουν αθόρυβα το λόφο ένας - ένας βρίσκοντας κάλυψη σε
πέτρες και δέντρα καλύπτοντας ο ένας τον άλλο. Όταν έφτασαν σε πιο χαμηλό υψόμετρο
διασκορπίστηκαν αρκετά μέτρα μακριά ο ένας από το άλλο. Η Χέλεν μπρούμητα με τα πόδια αρκετά
ανοιχτά στο χώρο έβαλε το μάτι της στη διόπτρα, στηρίζοντας το όπλο της ανάμεσα σε κάτι βράχους
που της παρείχαν κάλυψη αλλά και κάλυμμά ώστε να μην προεξέχει η κάνη του όπλου.

- Σας έχω στο στόχο, τους πληροφόρησε ο ελεύθερος σκοπευτής.


- Δεν έχω καλή ορατότητα, ψιθύρισε ο Μάρκ.
- Ούτε εγώ, αγανάκτησε ελαφρώς η Χέλεν. Θα κατέβω λίγο πιο κάτω. Καλύψτε με.
- Χέλεν, έχω καλύτερη προσβασιμότητα από εδώ, τη πρόφτασε ο Μάρκ. Κάλυψε με από τη
θέση σου.
- Ελήφθη!
- Μάρκ βιάσου, ο στόχος κρατάει ματσέτα, σχολίασε ένας άλλος άνδρας της ομάδας.

Ο Μάρκ δεν απάντησε μονάχα όταν είχε φτάσει σε ένα χαμηλότερο υψόμετρο.

- Ελήφθη. Τους έχω στο στόχαστρο. Νατοϊκή στολή. Δεν έχω ορατότητα στη σημαία.
- Αιτούμαι να εμπλακώ. Ζήτησε την άδεια ο ελεύθερος σκοπευτής.
- Αρνητικό, απάντησε η Χέλεν.
- Υπολοχαγέ θα τον σφάξει, σχολίασαν και οι υπόλοιποι.
- Είμαστε μόνοι μας έξι άνθρωποι σε εχθρικό έδαφος χωρίς ενισχύσεις κοντά. Είναι
αυτοκτονία, σχολίασε η Χέλεν.
- Είναι δέκα στόχοι, σχολίασε και ο Μαρκ.
- Από ότι βλέπουμε. Πόσοι μέσα στη καλύβα; Πόσοι διασκορπισμένοι στα βουνά όπως εμείς;
Συνέχισε η Χέλεν.
- Είμαστε οι καλύτεροι έξι και είκοσι να είναι τους έχουμε, απάντησε ο παρατηρητής από
ψηλά στο βουνό.
- Αρνητικό. Είναι διαταγή. Υποχώρηση! Μάρκ σε καλύπτω, άρχισε να ανεβαίνεις.
- Έχω καθαρό στόχο Χέλεν. Επέμεινε ο Μαρκ. Είναι δικός μας και θα τον σφάξει. Δε θα
μπορέσω να ζήσω αν τον παρατήσω έτσι.
- Η αποστολή μας ήταν αναγνωριστική.
- Χέσε την αποστολή. Αν ήμουν εγώ; φώναξε ο Μάρκ.
- Τζάκ, μίλησε η Χέλεν στον ελεύθερο σκοπευτή της. Πυρ!

Ο ελεύθερος σκοπευτής πήρε μια μικρή ανάσα και πλησίασε το δάχτυλο του στη σκανδάλη. Η
σφαίρα του Μ110 SASS, έκοψε τον αέρα στα δύο. Πριν προλάβουν να ανοιγοκλείσουν τα βλέφαρα
τους, τα μέλη της ομάδας, η σφαίρα είχε βρει στόχο. Το κεφάλι του στόχου πήγε προς τα πίσω και το
αίμα πετάχτηκε όλο πάνω στον γονατισμένο στρατιώτη. Όλοι κοντά του, πήραν τα Καλάσνικοφ τους
και άρχισαν να πυροβολούν προς το βουνό.

- Πυρ κατά βούληση! Διέταξε η Χέλεν.


Ο ελεύθερος σκοπευτής προσπαθούσε να χτυπήσει από απόσταση όσους περισσότερους εχθρούς
μπορούσε. Οι άλλοι δύο, πέρα του παρατηρητή, είχαν αρχίσει να κατηφορίζουν ελαφρώς το λόφο
για να σμίξουν με τους άλλους δύο που πυροβολούσαν από πιο χαμηλά. Οι εχθροί όμως ήταν όπως
αποδείχτηκε πολύ περισσότεροι από δέκα ή ακόμα και είκοσι. Προτεραιότητα του ελεύθερου
σκοπευτή ήταν να χτυπήσει όποιον πλησίαζε στον αιχμάλωτο άνδρα κάτω.

- Τζακ, πόσοι είναι; Ρώτησε η Χέλεν φωνάζοντας.


- Τουλάχιστον σαράντα, απάντησε με ηρεμία ο ελεύθερος σκοπευτής που είχε εκπαιδευθεί να
ρυθμίζει ακόμα και τους χτύπους της καρδιάς του προκειμένου να πετύχει το τέλειο
χτύπημα.
- Σκατά! Απάντησε η Χέλεν. Ανοίξτε τον ασύρματο. Επικοινώνησε με τη JSOC1.

Ο παρατηρητής άνοιξε αμέσως το σάκο του και έβγαλε το μεγάλο επιχειρησιακό ασύρματο που ήταν
κλειστός εφόσον τηρούνταν σιγή ασυρμάτου.

- Ομάδα σκόρπιον 34, βάση λαμβάνεις;

Ο Μάρκ, άλλαζε το τρίτο γεμιστήρα του και άλλαζε ταυτοχρόνως θέση, κατεβαίνοντας πιο κάτω.

- Πρέπει να πλησιάσουμε τον όμηρο, φώναξε ο Μάρκ που είχε κρυφτεί πίσω από ένα δέντρο.
Με το που πήγε να βγει, οι σφαίρες ταξίδευσαν ξυστά από πλάι του.
- Μαρκ, σε καλύπτω εγώ τρέχε. Φώναξε η Χέλεν πυροβολώντας παρέχοντας κάλυψη στον
Μάρκ να αλλάξει θέση.
- Είχαμε επικοινωνία με τη βάση; Ρώτησε η Χέλεν που είχε και εκείνη καταφέρει να αλλάξει
θέση βολής.
- Αρνητικό, ακόμα προσπαθώ.

Τη στιγμή εκείνη ένας άνδρας που κατέβαινε το λόφο για να προσεγγίσει το Μάρκ και τη Χέλεν,
ούρλιαξε και έπεσε κάτω.
- Τραυματίας, φώναξε ο Τζακ, ο ελεύθερος σκοπευτής.
- Χτυπήθηκα στο χέρι. Είμαι εντάξει. Φώναξε ο τραυματίας.
- Μάρκ, πήγαινε κοντά του, σε καλύπτω εγώ, διέταξε η Χέλεν που είχε καλό οπτικό πεδίο.

Ο παρατηρητής συνέχισε να προσπαθεί να βρει κανάλι επικοινωνίας με τη βάση.


- Ομάδα Σκόρπιον καλεί βάση.
- Εδώ βάση, ποια είναι η κατάσταση σου;
- Βρισκόμαστε κάτω από εχθρικά πυρά. Έχουμε ένα τραυματία και έναν όμηρο στα 500 μέτρα
μακριά.
- Επανάλαβε για τον όμηρο, διέταξε η βάση.
- Υπάρχει στρατιώτης του ΝΑΤΟ όμηρος στα χέρια εχθρών, 500 μέτρα μακριά.
- Κατάσταση τραυματία;
- Σταθερή.

Την ώρα εκείνη φώναξε ο Μαρκ που είχε πέσει και εκείνος στο έδαφος, δίπλα στον τραυματισμένο
άνδρα.
- Μάρκ. Φώναξε η Χέλεν από κάτω. Ο Μαρκ όμως δεν απάντησε.
- Την έφαγε στο σβέρκο. Φώναξε ο άλλος άνδρας.
- Καλύψτε με! Φώναξε η Χέλεν που με μεγάλη ταχύτητα ανηφόρισε το λόφο για να βρεθεί
κοντά στους τραυματίες.

Στον λόφο επάνω ο ελεύθερος σκοπευτής, πυροβολούσε όσους περισσότερους μπορούσε


αγνοώντας τις σφαίρες που απειλητικά πλέον είχαν στραφεί εναντίον του και έσκαγαν στο χώμα
δίπλα του σηκώνοντας σκόνη.

- Βάση έχουμε δεύτερο τραυματία,


- Κατάσταση; Ο παρατηρητής κοίταξε προς τα κάτω και είδε την υπολοχαγό να πιέζει με
δύναμη το τραύμα στο λαιμό του Μαρκ, με το αίμα να αναβλύζει ωστόσο ακόμα και από το
χέρι της.
- Κρίσιμη! Απάντησε τελικά εκείνος.
- Η θέση σας;
- 34° 32' 38.0256'
- Θα στείλουμε ενισχύσεις αέρος.
- Ελήφθη.

Η Χέλεν πίεζε το λαιμό του Μάρκ διατηρώντας τη ψυχρή ψυχραιμία της.


- Όλα θα πάνε καλά, του μίλησε η Χέλεν.
- Υπολοχαγέ, της φώναξε ο άνδρας που πυροβολούσε δίπλα της με ένα χέρι. Πρέπει να
κινηθούμε ανεβαίνουν.
- Δε πρέπει να ανέβουν, μίλησε ο παρατηρητής. Θα έρθουν ενισχύσεις αέρος.
- Και ο όμηρος; Ρώτησε ο τραυματίας;
- Υποχωρήστε, φώναξε ο ελεύθερος σκοπευτής.
- Καλύψτε μας, θα προσπαθήσουμε να ανέβουμε με τον Μάρκ.

Οι άνδρες πάνω έριχναν με καταιγιστικό ρυθμό της σφαίρες τους. Η Χέλεν δέχτηκε ένα χτύπημα
στον ώμο εκεί που το αλεξίσφαιρο δεν κάλυπτε και λύγισε στο έδαφος.
- Χέλεν, φώναξε ο άλλος τραυματισμένος άνδρας.
- Είμαι εντάξει. Πάμε! Σηκώθηκε εκείνη προσπαθώντας να σηκώσει τον αναίσθητο πλέον
Μαρκ.
- RPG! Φώναξε ο Τζακ.

Η δύναμη της έκρηξης στα βράχια πέταξε μακριά την Χέλεν και τους υπόλοιπους. Άνοιξε τα μάτια
της και αντίκρισε τον ουρανό, σήκωσε το κεφάλι της και μετακίνησε το κράνος της. Όλα ήταν σαν
να βρίσκονταν σε αργή κίνηση. Τα αφτιά της βούιζαν και είχε δυσκολία στο να αναπνεύσει. Η στολή
της στη δεξιά πλευρά ήταν γεμάτη αίμα.

- Χέλεν. Φώναξαν οι υπόλοιποι.


- Εντάξει. Βρήκε το κουράγιο να απαντήσει εκείνη. Γύρισε γύρω της και είδε τον Μαρκ
αναίσθητο και τον άλλο στρατιώτη νεκρό με το πόδι του να βρίσκονταν μέτρα μακριά.
- Στρατιώτης νεκρός! Φώναξε εκείνη και αμέσως σηκώθηκε και σήκωσε το σώμα του Μαρκ
και άρχισε να ανηφορίζει με πολύ κόπο και πόνο το λόφο. Με μια κραυγή έφτασε στη
κορυφή και παράτησε το σώμα του Μαρκ. Αμέσως πετάχτηκε αίμα παντού γύρω τους, με
διάφορα κομμάτια από το κεφάλι του Τζακ που είχε πάει να σηκώσει το κεφάλι του να
βοηθήσει το Μάρκ. Πέθανε ακαριαία.
- Πες τους πως πρέπει να βιαστούν στον ασύρματο αλλιώς μας βλέπω στο ίντερνετ να μας
γδέρνουν ζωντανούς. Γρύλλισε η Χέλεν πιάνοντας από το πέτο τον παρατηρητή.
- Πού πας; Να φέρω το σώμα!
- Είναι νεκρός.
- Δεν αφήνουμε τους ανθρώπους μας πίσω! Φώναξε με μανία η Χέλεν.
- Σε καλύπτω εγώ είπε ο Έρικ, ο στρατιώτης που ήταν καλά οχυρωμένος πίσω από μια
γιγαντιαία πέτρα.

Η Χέλεν έφτασε στο διαμελισμένο πτώμα. Σήκωσε με το ένα χέρι της το διαμελισμένο πόδι. Το δεξί
της χέρι, δεν μπορούσε να κουνηθεί, ενώ ο πόνος ήταν αφόρητος. Επίσης οι ανάσες της γίνονταν
ολοένα και δυσκολότερες. Με μια τεράστια κραυγή κατάφερε να βάλει τον άτυχο άνδρα στον ώμο
της και άρχισε τη μαρτυρική άνοδο της στο βουνό. Κάποια σφαίρα καρφώθηκε στο ήδη νεκρό σώμα
που κουβαλούσε πάνω της. Η δύναμη όμως της σφαίρας ήταν αρκετή για να την κάνει να λυγίσει.
Εκείνη προσπάθησε να συρθεί αλλά το μόνο που κατάφερνε ήταν να σέρνει τα πόδια της και να
αφαιρεί πέτρες και χώμα από τα βράχια.

- Πιάσε το χέρι μου, της είπε ο στρατιώτης που μέχρι πρότινος τη κάλυπτε.
- Πιάσε το σώμα του, απάντησε η Χέλεν. Εκείνος υπάκουσε και πήρε το σώμα του και άρχισε
να ανεβαίνει το γκρεμό. Η Χέλεν, σήκωσε το όπλο της και έριξε δύο σφαίρες οι οποίες
βρήκαν στόχο στα 50 μέτρα μακριά της. Πάσχιζε να πάρει κάποια ανάσα. Επιστράτευσε κάθε
ελπίδα που είχε μέσα της και πέταξε μια χειροβομβίδα και ύστερα άλλη μία, καπνού αυτή τη
φορά. Έτσι, άρχισε να ανηφορίζει και εκείνη ξανά φτάνοντας στη κορυφή του λόφου.
- Έλα σε καλύπτω, φώναξε ο άνδρας που τη βοήθησε πριν που είχε σηκωθεί πιστεύοντας πως
η χειροβομβίδα καπνού του έδινε κάποια ασπίδα.
- Πέσε κάτω! Φώναξε η Χέλεν στο νεότερο και πιο άπειρο μέλος της ομάδας που πριν
προλάβει να υπακούσει έπεσε στο έδαφος με το αίμα να τρέχει παντού γύρω του.

Η Χέλεν έτρεξε πάνω του. Η πληγή του Έρικ ήταν τεράστια, ήταν στα γεννητικά όργανα, στη κάτω
κοιλιακή χώρα, με τα εντόσθια του να έχουν βγει έξω. Εκείνη τα έσπρωξε μέσα και έδεσε το τραύμα
με μία σακούλα που βρήκε στο σακίδιο του. Έβγαλε μια ένεση μορφίνης και του τη κάρφωσε στο
λαιμό.

- Όλα θα πάνε καλά του είπε, προσπαθώντας να σταματήσει την αιμορραγία


- Πονάω, της είπε.
- Ο πόνος μας θυμίζει πως είμαστε ακόμα ζωντανοί. Ο πόνος είναι καλός. Κρατάμε το πόνο!
Του φώναξε και εκείνη που τον είχε καβαλήσει σε μια προσπάθεια να ασκήσει ακόμα
μεγαλύτερη πίεση στο τραύμα και να περιορίσει την αιμορραγία.
- Χρειαζόμαστε ελικόπτερα εδώ! Φώναξε η Χέλεν
- Έρχονται, έχω επικοινωνήσει.

Δεν πέρασα δευτερόλεπτα, όταν η Χέλεν άκουσε τον ήχο από τα βλήματα αέρος εδάφους που
εκτόξευε το ελικόπτερο Απάτσι που συνόδευσε ένα άλλο ελικόπτερο που θα τους έπαιρνε από εκεί.
Οι AGM-114 Hellfire, αφάνισαν κυριολεκτικά τον εχθρό και έδωσαν χώρο στο δεύτερο ελικόπτερο
για να κατεβεί να πάρει τους τραυματίες. Οι πόρτες του ελικοπτέρου άνοιξαν και βγήκαν οι
στρατιωτικοί γιατροί από την ομάδα PJs της Πολεμικής Αεροπορίας. Η Χέλεν κατέβηκε από τον
νεαρό και μόρφασε από το πόνο όταν έπεσε με το δεξί της χέρι σε μια πέτρα. Ενώ έβηξε και από το
στόμα της βγήκε αίμα που έσταξε στη καφέ σκόνη.

- Υπολοχαγέ ελάτε, της είπε ο γιατρός.


- Πρώτα οι άλλοι! Πάρε την ομάδα μου από εδώ. Υπάρχει ένας όμηρος κάτω. Πρέπει να τον
πάρουμε.
- Έχουμε εντολές μόνο για την ομάδα σας όχι για τον όμηρο.
- Άκου, του είπε αφού τον έπιασε από το μπράτσο. Έχω χάσει όλη μου την ομάδα για αυτόν
εκεί. Δε είναι για το τίποτα.
- Δεν γίνεται! Φώναξε ο γιατρός. Είμαστε εδώ σε τόσο καυτό έδαφος που κανονικά δεν θα το
ρισκάραμε.

Η Χέλεν υπάκουσε και άρχισε να οπισθοχωρεί κρατώντας το όπλο με το ένα χέρι που ήταν
λειτουργικό. Τη στιγμή εκείνη ο παρατηρητής έπεσε σοβαρά τραυματισμένος στο έδαφος από
κάποια σφαίρα. Η Χέλεν μπήκε τελικά στο ελικόπτερο και άρχισε να βήχει πνιχτό κατακόκκινο αίμα,
ενώ σε λίγο έχασε εντελώς τις αισθήσεις της.
Η Χέλεν άνοιξε δειλά τα μάτια της και κοίταξε γύρω της. Η όραση της ήταν θολή και ο πόνος στο
χέρι της αφόρητος. Η πρώτη της κίνηση ήταν να γυρίσει και να κοιτάξει το χέρι της. Ο ήχος από το
καρδιογράφο επιταχύνθηκε. Εκείνη έβηξε ηχηρά και ένιωσε το στήθος της να πονάει ενώ το χέρι της
δε μπορούσε να κουνηθεί καθόλου. Πανικοβλήθηκε! Το βλέμμα της έπεσε σε μια αφίσα στον
απέναντι τοίχο. Ένα παιδάκι να κρατάει μια σημαία και έναν βετεράνο με ακρωτηριασμένο άκρο ενώ
με έντονα γράμματα διαγράφονταν η φράση « Σας ευχαριστούμε για την υπηρεσία σας». Το
τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν να μπαίνει στο ελικόπτερο. Πόσες ήταν τελικά οι απώλειες από
τη ομάδα της, πού βρίσκονταν; Εκείνη αμέσως με πολύ πόνο κατάφερε να ανασηκωθεί στο κρεβάτι.
Τίποτα στο δωμάτιο δε μαρτυρούσε πού βρίσκονταν. Με μια κίνηση έβγαλε τη πεταλούδα στο χέρι
της και το μετρητή οξυγόνου από το δάχτυλό της. Ο καρδιογράφος, εφόσον τον έβγαλε από το
στήθος της, αμέσως ούρλιαξε στη θέα μιας ευθείας γραμμής στην οθόνη. Εκείνη κατάφερε να
σηκωθεί. Ο βήχας βέβαια τη ενοχλούσε ιδιαίτερα. Κατάφερε να ανοίξει τη πόρτα και είδε τους
γιατρούς να τρέχουν προς το δωμάτιο της προφανώς από το συναγερμό που είχε σημάνει ο
καρδιογράφος.

- Τί κάνετε; Πρέπει να ξαπλώσετε! Φώναξε ο νοσοκόμος που πήγε να την ακουμπήσει από το
εσωτερικό της μασχάλης της. Εκείνη αμέσως με μια ακαριαία κίνηση, του γύρισε το χέρι και
το έφερε στη πλάτη του κολλώντας τον στο τοίχο.
- Πού είμαι; Ρώτησε εκείνη ενώ έβηξε ηχηρά.
- Με πονάτε!
- Σε ρώτησα κάτι. Απαίτησε να μάθει εκείνη λυγίζοντας το χέρι του ακόμα πιο πολύ!
- Υπολοχαγέ! Φώναξε μια ανδρική φωνή από πίσω της. Εκείνη, αμέσως άφησε το χέρι του
νοσοκόμου ο οποίος έσπευσε να το φέρει στο στήθος του με μια έκφραση πόνου.
- Δε πρέπει να σηκώνεστε, της είπε μια άλλη, γυναικεία φωνή της γιατρού με το στηθοσκόπιο
περασμένο σαν μετάλλιο στο στήθος της. Η Χέλεν χωρίς να αφήσει από το βλέμμα της τον
αυστηρό άνδρα που της φώναξε, άφησε τη γιατρό να την ακουμπήσει δείχνοντας της το
δρόμο προς το δωμάτιο της.

Η Χέλεν ξάπλωσε στο κρεβάτι με έντονο βήχα που της έκοψε την ανάσα. Η στρατιωτική γιατρός της
έβαλε πίσω την πεταλούδα στο χέρι και το μετρητή οξυγόνου στο δάχτυλο. Κάτω από την ιατρική
ρόμπα διακρίνονταν η στρατιωτική στολή και τα καφετιά άρβυλα.
- Πού είμαι; Ρώτησε η Χέλεν τελικά με ξερό στόμα.
- Στη Γερμανία. Στο στρατιωτικό νοσοκομείο Landstuhl Regional Medical Center, απάντησε
απόκοσμα ήρεμα η γιατρός κοιτώντας το ντοσιέ που κρέμονταν από το κρεβάτι και σημείωνε
κάτι με το στυλό που έβγαλε από τη τσέπη της.
- Οι υπόλοιποι πού είναι; Ρώτησε η Χέλεν. Η γιατρός έκλεισε τη μύτη του στυλό της και το
έβαλε στη τσέπη της ενώ έπαιρνε δύναμη να κοιτάξει τη Χέλεν στα μάτια!
- Δεν υπάρχουν υπόλοιποι. Μόνο εσείς είστε. Απάντησε τελικά η γιατρός.
- Εννοείς δεν είναι στη Γερμανία;
- Καλύτερα να ενημερωθείτε από τον αρμόδιο διοικητή σας.
- Πες μου. Μην φοβάσαι, δε θα επιτεθώ σε κανέναν άλλο νοσοκόμο.
- Από ότι γνωρίζω, μόνο εσείς επιβιώσατε! Λυπάμαι! Απάντησε η γιατρός ενώ την ακούμπησε
στον ώμο.
- Μάλιστα, μονολόγησε η Χέλεν εντελώς ψυχρά! Το χέρι μου; Τί έπαθε;
- Μία σφαίρα μπήκε από τον ώμο. Έπληξε καίρια το λοβό του δεξιού πνεύμονα , χτύπησε σε
οστό της σπονδυλικής στήλης και κατέληξε στην αριστερή ωμοπλάτη.
- Και; Τί κάνω τώρα; Πόσος καιρός μέχρι να βγω ξανά υπηρεσιακή; Ρώτησε η Χέλεν.

Εκείνη τη στιγμή χτύπησε η πόρτα και μπήκε μέσα ο αυστηρός άνδρας που της είχε φωνάξει πριν. Η
Χέλεν σταμάτησε απότομα να μιλάει στη γιατρό και στράφηκε στον ανώτατο αξιωματικό.

- Γιατρέ, μας αφήνετε για λίγο μόνους; Ρώτησε ο ταγματάρχης Έριξον με τόνο πιο πολύ
διαταγής παρά παράκλησης. Η γιατρός έγνεψε θετικά και έφυγε με γρήγορο διασκελισμό
από το δωμάτιο αφήνοντας τους μόνους τους.
- Αρχηγέ! Μονολόγησε η Χέλεν.
- Υπολοχαγέ! Πώς νιώθεις; Ρώτησε εκείνος ακουμπώντας το καπέλο του στο κομοδίνο δίπλα
στο κρεβάτι της.
- Ζαλίζομαι λιγάκι για να είμαι ειλικρινής.
- Είναι από τη μορφίνη.
- Πότε θα είμαι στην ενεργό δράση ξανά;
- Καταρχάς, πώς είσαι;
- Σας είπα, λιγάκι ζαλισμένη μονάχα.
- Χέλεν έχασες όλη την ομάδα σου. Μέσα σε αυτούς και τον αρραβωνιαστικό σου που θα
παντρευόσουν σε μια εβδομάδα από τώρα, απάντησε κοιτώντας τη ημερομηνία στο ακριβό
ρολόι του. Εκείνη τον κοιτούσε ανερμήνευτα ψυχρά και άργησε να απαντήσει.
- Όλοι μας γνωρίζουμε τους κινδύνους όταν βγαίνουμε για αποστολή, απάντησε εκείνη μετά
από μερική σιωπή.
- Θα χρειαστεί να σου πάρουμε κατάθεση, για το τί συμβαίνει. Μονολόγησε ο Έριξον τελικά.
- Φυσικά! Αφού πρώτα μου απαντήσει κάποιος πότε θα φτιάξει το ρημάδι το χέρι μου!
Φώναξε λιγάκι η Χέλεν.
- Υπολοχαγέ! Θα γίνουν φυσιοθεραπείες και θα δούμε από εκεί και πέρα πώς θα είσαι. Έτοιμη
για τη κατάθεση; Ρώτησε ο ταγματάρχης κάνοντας νόημα σε κάτι στρατιώτες που
βρίσκοντας έξω από το δωμάτιο για να μπουν μέσα.

Την όλη κατάσταση, από την αρχή που επιτέθηκε η Χέλεν στο νοσοκόμο μέχρι και τη στιγμή που
μπήκαν οι στρατιώτες στο δωμάτιο της Χέλεν, παρακολουθούσε από μακριά μια μελαμψή
Αμερικανίδα γυναίκα πακιστανικής ή ινδικής καταγωγής σίγουρα δεύτερης ή τρίτης γενιάς.
Κεφάλαιο 2

Λίγες μέρες αργότερα,

Ο ιδρώτας έρρεε άφθονα στο πρόσωπο της Χέλεν ενώ τα πράσινα μάτια της είχαν στενέψει
επικίνδυνα δημιουργώντας μια λεπτή γραμμή στο πρόσωπο της. Τα καστανόξανθα μαλλιά της, ήταν
μαζεμένα πάνω στο κεφάλι της με δύο - τρείς τούφες να ξεφεύγουν στο ιδρωμένο πρόσωπο της. Ο
γρήγορος χτύπος της καρδιάς της φαίνονταν στο μουσκεμένο λαιμό της.

- Λίγο ακόμα Χέλεν! Παρότρυνε η φυσιοθεραπεύτρια τη Χέλεν να μετακινήσει έστω και ένα
ακόμα χιλιοστό το χέρι της που είχε καρφωθεί επάνω στο κορμό της.
- Δε μπορώ άλλο, αγανάκτησε η Χέλεν.
- Λίγο ακόμα! Πάλεψε το λίγο ακόμα.
- Μη μου μιλάς εσύ για πόλεμο, αγρίεψε εκείνη.
- Προσπάθησε λίγο ακόμα. Ένα χιλιοστό! Παρακάλεσε η φυσιοθεραπεύτρια.
- Δώσε μου λίγο Fentanyl.
- Κούνησε ένα χιλιοστό το χέρι σου και θα ρωτήσω το γιατρό.
- Είσαι σαδίστρια, παραπονέθηκε η Χέλεν σα μωρό παιδί με τα μάτια της να τρέχουν άθελα
της δάκρυα από το πόνο καθώς προσπαθούσε.
- Αρκετά για σήμερα. Έσπευσε να βγάλει τη Χέλεν από το μαρτύριο της ένας άνδρας με
στρατιωτική στολή.

Η Χέλεν κατέρρευσε στο πάτωμα δίπλα της, προσπαθώντας να ηρεμήσει τους χτύπους της καρδιάς
της. Ο πόνος ήταν αφόρητος και η απογοήτευση της εμφανής.

- Υπολοχαγέ; Ρώτησε με μια χροιά θαυμασμού ο νεαρός άνδρας κοιτώντας την.


- Τί θες; Ρώτησε η Χέλεν σκουπίζοντας το μέτωπο της. Εκείνος τη κοιτούσε με θαυμασμό
αλλά η Χέλεν δεν είχε ιδέα ποιος ήταν.
- Ευχαριστούμε για τις υπηρεσίες σας. Εσείς και η ομάδα σας μου σώσατε την ζωή. Σχολίασε
ο νεαρός άνδρας. Η Χέλεν τον κοιτούσε προσπαθώντας να θυμηθεί κάτι, έστω το
παραμικρό.
- Λυπάμαι, δε ξέρω για τί μιλάς.
- Αφγανιστάν, 2001. Ήμουν ranger. Task force Sword.
- Ναι, ναι κάτι θυμήθηκα. Πώς είσαι; Ρώτησε η Χέλεν δήθεν με ενδιαφέρον.
- Χάρη σε εσάς υπολοχαγέ ζωντανός! Παντρεύομαι σε λίγους μήνες. Αυτή η φράση ήρθε σα
σπαθί και καρφώθηκε στη καρδιά της. Και εκείνη θα παντρευόταν αυτήν την εβδομάδα με το
Μάρκ.
- Συγχαρητήρια. Τί κάνεις εδώ;
- Μετάθεση.
- Ωραία, χάρηκα που σε είδα. Μονολόγησε τελικά η Χέλεν με τρόπο που έδειχνε πως η
κουβέντα τελείωσε.
- Σας ζητάει η Δρα Ανάντια, τους διέκοψε η φυσιοθεραπεύτρια.
- Ποια; Ρώτησε η υπολοχαγός.
- Ελάτε μαζί μου. Εκείνη τελικά ακολούθησε αφήνοντας τον νεαρό άνδρα πίσω της.

Η φυσιοθεραπεύτρια την οδήγησε έξω από μια λευκή πόρτα χωρίς κανένα διακριτικό πάνω της. Η
γυναίκα με την ιατρική μπλούζα χτύπησε τη πόρτα για λογαριασμό της Χέλεν.

- Παρακαλώ, ακούστηκε μια γυναικεία φωνή από μέσα και η φυσιοθεραπεύτρια άνοιξε τη
πόρτα. Η υπολοχαγός μπήκε δειλά μέσα. Στη θέα της στολής της γυναίκας στάθηκε
προσοχή.
- Ανάπαυση, καθίστε υπολοχαγέ. Διέταξε η κάπως μελαμψή γυναίκα που παρακολουθούσε τη
Χέλεν καιρό.
- Ταγματάρχη, υπάκουσε και κάθισε.
- Να σας προσφέρω νερό; Ρώτησε η Δρα Ανάντια παρατηρώντας τον ιδρώτα στο πρόσωπο της
Χέλεν.
- Όχι, δε χρειάζεται, απάντησε σιωπηλά η υπολοχαγός.
- Θα αναρωτιέσαι γιατί είσαι εδώ, μονολόγησε η άκρως γοητευτική μελαμψή γιατρός.
- Ταγματάρχη, έγνεψε καταφατικά και άκρως πειθαρχημένα η υπολοχαγός.
- Λέγε με Ανάντια πρότεινε η γιατρός. Η Χέλεν, έμεινε σιωπηλή να παρατηρεί ψυχρά την άλλη
γυναίκα.
- Με ξέρετε; Ρώτησε τελικά η υπολοχαγός.
- Για να δούμε! Απάντησε η Ανάντια ανοίγοντας ένα μεγάλο καφέ φάκελο σταυρώνοντας τα
πόδια της.
- Τί είδους γιατρός είστε;
- Ψυχίατρος! Απάντησε η ταγματάρχης χωρίς να πάρει τα μάτια της από το φάκελο. Η Χέλεν
σηκώθηκε από τη καρέκλα.
- Πού πάτε; Ρώτησε η Ανάντια.
- Δεν είμαι τρελή ούτε ψυχικά τραυματισμένη Ταγματάρχη. Είμαι στη πιο ελίτ ομάδα των
ειδικών δυνάμεων.
- Κάθισε. Διέταξε με αυστηρό τόνο η μελαμψή γυναίκα ενώ δεν χρειάστηκε καν να σηκωθεί
από το γραφείο.
- Πολύ καλά!
- Θες να μου μιλήσεις για την αποστολή πού αποδεκάτισε μια ολόκληρη ομάδα Δέλτα;
- Με όλο το σεβασμό, δε νομίζω πως έχετε την απαραίτητη διαβάθμιση ασφαλείας Δρα,
απάντησε ψυχρά η Χέλεν.
Η Δρα Ανάντια χαμογέλασε εμφανίζοντας τα κατάλευκα ίσια δόντια της και άνοιξε ξανά το καφέ
φάκελο που είχε μπροστά της.

- Είστε ορφανή μεγαλωμένη στη Νέα Υόρκη. Μεγαλώσατε σε ορφανοτροφείο στο


Μπρούκλιν. Είχατε ιδιαίτερη έφεση στα μαθήματα, ιδιαίτερα στη χημεία και στη βιολογία.
Καταφέρατε να μπείτε στο πανεπιστήμιο του MIT στα 15 με πλήρη υποτροφία. Σπουδάσατε
βιολογία και βιοχημεία. Αποφοιτήσατε στα 18 και καταταγήκατε αμέσως στο στρατό που
σας έγιναν συστάσεις για απειθαρχία. Υπηρετήσατε εκεί δύο χρόνια περνώντας επιτυχώς από
σχολεία των Rangers και των ειδικών δυνάμεων μέχρι που στρατολογηθήκατε τελικά από
την ομάδα Delta. Περάσατε επιτυχώς όλο το στάδιο εκπαίδευσης με ειδίκευση στον
ανορθόδοξο πόλεμο και στη μάχη σώμα με σώμα. Επίσης περάσατε 27 φορές στην ίδια μέρα
ξυλοδαρμό και τεχνικό πνιγμό στο τελευταίο στάδιο εκπαίδευσης SERE και δεν
ομολογήσατε πού ήταν κρυμμένη η ομάδα σας. Δεν το έχει καταφέρει κανείς αυτό.
- Τα λέει όλα αυτά ο στρατιωτικός μου φάκελος; Ειρωνεύτηκε η Χέλεν αφού η γιατρός
ολοκλήρωσε την ανάγνωση της και έκλεισε απότομα το φάκελο πετώντας τον στο γραφείο
μπροστά της.
- Όχι, αυτά τα λέει ο φάκελος που έχω εγώ.
- Τί θες να μάθεις; Ρώτησε τελικά η Χέλεν.
- Νιώθεις προδομένη από τη χώρα σου;
- Νιώθω θυμωμένη από τον εαυτό μου.
- Γιατί;
- Γιατί σκότωσα έξι ανθρώπους.
- Έχεις σκοτώσει παραπάνω από έξι άτομα στη καριέρα σου, ψέλλισε η Ανάντια.
- Αυτοί οι έξι ήταν αδέλφια μου, μίλησε σοβαρά η Χέλεν.
- Επί τούτου, αυτό ίσως να το θέλεις, είπε η Ανάντια πλησιάζοντας τη Χέλεν και βάζοντας της
στο χέρι κάτι.
- Πού το βρήκες αυτό; Ρώτησε σοκαρισμένη η υπολοχαγός ενώ η καρδιά της επιτάχυνε
σημαντικά. Ήταν το δαχτυλίδι που φορούσε ο Μαρκ. Το δαχτυλίδι με το οποίο θα
παντρεύονταν.
- Δεν υπάρχει τίποτα και κανείς που δεν μπορώ να βρω, Χέλεν.
- Προς τί η στολή; Ρώτησε τελικά η Χέλεν που κατάλαβε πως η γυναίκα αυτή άνηκε στο
στρατό όσο η Χέλεν σε ειρηνευτικό σώμα.
- Φαίνεται πώς ο πόλεμος που έχεις μάθει να πολεμάς, τελείωσε για σένα Χέλεν. Ανακοίνωσε
η μελαμψή γυναίκα που είχε κάτσει πλέον δίπλα στην υπολοχαγό.
- Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι για μια γυναίκα να μπει στις ειδικές δυνάμεις;
- Όχι πιο δύσκολο από ότι είναι για μια πακιστανικής καταγωγής γυναίκα με βρετανική
προφορά να αναρριχηθεί στις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες…
- Χέλεν, υπάρχουν και άλλοι τρόποι να υπηρετήσεις, είπε τελικά η άλλη γυναίκα.
- Έχω μάθει να πυροβολώ και να σκοτώνω σε δευτερόλεπτα σιωπηλά με τα γυμνά μου χέρια.
Δεν έχω μάθει να περπατώ στην Ουάσιγκτον σα να μου ανήκει ο κόσμος Δρα. Ευχαριστώ
αλλά όχι.
- Ποιος νομίζεις πλήρωσε την υποτροφία σου; Τις σπουδές σου;
- Αν όντως ισχύει αυτό που λες. Αν υποθέσουμε πώς σε πιστεύω, τότε γιατί με αφήσατε να
καταταγώ; Γιατί με αφήσατε να γίνω ανάπηρη;
- Δεν είσαι ανάπηρη!
- Δε μπορώ να σκουπιστώ μόνη μου. Δε μπορώ να πιάσω μια κούπα καφέ όχι να
πυροβολήσω, φώναξε αμυδρά η Χέλεν
- Κάνεις φυσιοθεραπείες, σχολίασε η γυναίκα που επέστρεψε στο γραφείο της.
- Γιατί με αφήσατε λοιπόν να καταταγώ;
- Δεν επεμβαίνουμε στη ζωή των ανθρώπων.
- Μου πληρώσατε το πανεπιστήμιο, αυτό το λες και επεμβατική κίνηση.
- Άκου, είναι επιλογή σου ό,τι και αν επιλέξεις. Δεν χρωστάς σε κανέναν τίποτα. Η επιλογή να
καταταγείς στο στρατό, να μάθεις πειθαρχία, όπλα, να πάρεις μια εκπαίδευση που ανώτερη
της δεν υπάρχει στις ειδικές δυνάμεις παγκοσμίως, ικανοποιούσε πλήρως την υπηρεσία.
Μέχρι τώρα…
- Που έμεινα ανάπηρη… συμπλήρωσε η Χέλεν.
- Που είσαι μεταξύ αλλαγής καριέρας θα έλεγα. Η Χέλεν αναστέναξε και γέλασε πνιχτά,
ειρωνικά σχεδόν.
- Δεν μπορείς να ζήσεις όπως οι άλλοι άνθρωποι Χέλεν. Δεν είμαστε συνηθισμένοι. Είμαστε
άνθρωποι της δράσης. Η διαφορά μεταξύ ανθρώπων σαν εμένα και ανθρώπων σαν εσένα,
στις ειδικές ομάδες στο στρατό που συνεργάζονται με τη CIA δηλαδή , είναι ότι εσείς έχετε
μάθει να εκτελείτε εντολές ενώ εγώ να τις δίνω.
- Τί θες από μένα; Σχολίασε τελικά η Χέλεν.
- Να σε στείλω στην Ελβετία, απάντησε σοβαρά η Ανάντια.
- Στην Ελβετία; Απόρησε η Χέλεν.
- Στη κλινική Σερενέο. Θα συνεχίσεις εκεί τη θεραπεία σου με άλλο όνομα, άλλο επίθετο,
άλλος άνθρωπος. Θα ανακτήσεις στο 100% τη κίνηση στο χέρι σου και ύστερα θα έρθεις
πίσω στην Ουάσιγκτον και θα δουλέψεις για εμένα. Πώς σου φαίνεται; Ρώτησε τελικά η
Ανάντια και το δωμάτιο βυθίστηκε στη σιωπή για λίγη ώρα.
Κεφάλαιο 3

Περίπου ένα χρόνο αργότερα,

Ξημέρωνε ένα ήσυχο πρωινό πάνω από την Ουάσιγκτον. Ο ήλιος είχε ανατείλει και ο ουρανός δεν
είχε ίχνος από σύννεφο. Όλα έδιναν ένα αίσθημα γαλήνης σε τούτο το χώρο αναπαύσεως στο
νεκροταφείο Άρλιγκτον. Το φως αντανακλούσε πάνω στα μαύρα κλασικά ray-ban γυαλιά της
όμορφης μελαχρινής γυναίκας που κοντοστέκονταν και κοιτούσε το κενό στην είσοδο του
νεκροταφείου. Πάνω στο γυαλί διαγράφονταν μια σημαία που από ψηλά επάνω της, απεγνωσμένα
χτυπιόταν στη δίνη της πρωινής αναζωογονητικής αύρας. Η Χέλεν πήρε μια βαθιά ανάσα και χτένισε
με τα χέρια της τα μαλλιά της. Πήρε με θάρρος την απόφαση να προχωρήσει μέσα στο τεράστιο
χώρο του Άρλιγκτον. Ένα μέρος που βρίσκονται θαμμένοι οι ήρωες πολέμου, πρώην δικαστές,
πολιτικοί και Πρόεδροι των Ηνωμένων Πολιτειών. Όσο βλέπει το μάτι κανενός βρίσκονται μικρές
άσπρες στήλες, τέλεια στοιχισμένες με στρατιωτική πειθαρχία, κάτω από τις οποίες βρίσκεται η
ραχοκοκαλιά της Αμερικής. Η Χέλεν προχώρησε με βήμα γοργό, σχεδόν επώδυνο και ξάφνου
σταμάτησε ανήμπορη σχεδόν μπροστά από μία πλάκα. Έσκυψε νωχελικά και κάρφωσε στο έδαφος
μια μικρή αμερικανική σημαία και έμεινε εκεί γονατισμένη. Σήκωσε το χέρι της και το ακούμπησε
κάτω από το μαύρο γυαλί της αποκεφαλίζοντας ένα δάκρυ ενώ ταυτόχρονα ρούφησε τη μύτη της
έντονα. Η Χέλεν έκατσε στο καταπράσινο γρασίδι αντικριστά από τον τάφο. Κοιτούσε πολύ ώρα την
άσπρη σκαλιστή πλάκα ενώ αναζήτησε κάτι που είχε κρεμάσει στο στήθος της μέσα από το
πουκάμισο της. Ξάφνου τράβηξε την αλυσίδα από το λαιμό της ώσπου το πολύτιμο αντικείμενο
ξέμεινε στη παλάμη της και εκείνη το περιεργάστηκε. Ήταν το δαχτυλίδι που κουβαλούσε ο Μαρκ
μαζί του. Ειρωνεία, βρίσκονταν εκεί το δαχτυλίδι με το οποίο θα επισφράγιζαν την κοινή ζωή τους,
μια ζωή που είχε προ πολλού αρχίσει πριν την απόφαση τους να παντρευτούν. Με την απόφαση τους
αυτή, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για την αποστολή που στέρησε τη ζωή των πιο στενών
ανθρώπων στη ζωή της.

- Άργησα άλλα επιτέλους σε επισκέφτηκα! Μονολόγησε με τρεμάμενη φωνή η Χέλεν


μιλώντας στο κενό απέναντι από το τάφο του αγαπημένου της Μαρκ.
- Μωρό μου συγγνώμη, εγώ φταίω για όλα! Είπε εκείνη ενώ είχε ακουμπήσει με το μέτωπο
της το τάφο. Η Χέλεν επέτρεψε στον εαυτό της να ξεσπάσει σε αναφιλητά για ελάχιστα
δευτερόλεπτα και ύστερα απομακρύνθηκε σκουπίζοντας τα δάκρυα της, όρθια πια. Έσκυψε
για τελευταία φορά και έσκαψε με τα χέρια της ένα μικρό κομμάτι από το γρασίδι και
τοποθέτησε με ευλάβεια το δαχτυλίδι επανατοποθετώντας το γρασίδι ακουμπώντας το
μαλακά. Κοίταξε για μια τελευταία φορά το τάφο. Φίλησε το χέρι της και ύστερα το
ακούμπησε στη πλάκα φιλώντας συμβολικά το νεκρό αδελφό, σύντροφο, φίλο και
προπαντός αγαπημένο της!

Μπήκε με αποφασιστικό βήμα στο μαύρο σεβρολέτ SUV αμάξι της και έβαλε τα χέρια της στο
τιμόνι κρατώντας το δυνατά. Θαρρείς πως αν είχε το τιμόνι κόκκαλα θα του τα είχε σπάσει! Πήρε
μια βαθιά ανάσα και γύρισε νευρικά στη μίζα τα κλειδιά. Η «αμερικανική δύναμη» του κινητήρα
γρύλισε θαρρείς και ξυπνούσε ένα θηρίο. Η Χέλεν αμόλησε το θηρίο στους δρόμους ταχείας
κυκλοφορίας. Η Χέλεν χτυπούσε τα δάχτυλα της στο τιμόνι νευρικά και άνοιξε το φλας στην έξοδο
Ι-66. Μετά από 47 περίπου λεπτά οδήγησης, η Χέλεν έφτασε στη κομητεία Λήσμπεργκ όπου
βρίσκονταν το πατρικό του Μαρκ. Το μαύρο θηριώδες SUV, σταμάτησε νωχελικά στην άκρη του
δρόμου. Το κλασικό αμερικανικό σπίτι καθρεπτίζονταν στα γυαλιά της γοητευτικής μελαχρινής. Με
μια βαθιά ανάσα, η καλογυμνασμένη γυναίκα ανέβηκε τις λιγοστές σκάλες και χτύπησε
αποφασιστικά μια-δυο φορές τη πόρτα. Η βασική πόρτα άνοιξε και έμεινε μόνο η σίτα να χωρίζει τις
δύο γυναίκες. Η μελαγχολική μεσήλικας έβαλε το χέρι της στο στόμα της για να προλάβει μια
κραυγή!

- Χέλεν! Φώναξε η καλοσυνάτη γυναίκα.


- Νταϊάν! Χαμογέλασε εγκάρδια η Χέλεν με μια φωνή που προς στιγμή έσπασε. Η κατάσταση
ήταν χρωματισμένη με έντονο συναισθηματισμό. Οι δύο γυναίκες έμειναν για κάποια
δευτερόλεπτα σιωπηλές να κοιτάζονται.
- Χέλεν, πέρνα μέσα! Φώναξε χαρούμενα η Νταϊάν, η μητέρα του Μάρκ. Στη θέα της Χέλεν, η
καλοστεκούμενη γυναίκα, παραλίγο πεθερά της, έτρεξε στην αγκαλιά της! Η Χέλεν καθώς
την έσφιξε δυνατά, έκλεισε τα μάτια της ερμητικά. Η αγκαλιά τελείωσε με την Νταϊάν να
περιεργάζεται την Χέλεν από τη κορυφή ως τα νύχια.
- Νταϊάν, συγγνώμη που δεν ήρθα νωρίτερα! Μουρμούρισε η Χέλεν ενώ οι δυο γυναίκες είχαν
ήδη κάτσει στο τραπέζι της κουζίνας.
- Μη το συζητάς. Μας ενημέρωσαν πώς ήσουν στο νοσοκομείο. Ήσουν πολύ σοβαρά και δεν
μπόρεσαν να σε μεταφέρουν στις Ηνωμένες Πολιτείες! Απάντησε μελαγχολικά η κατάξανθη
μελαγχολική γυναίκα ακουμπώντας τα γόνατα της Χέλεν η οποία ήπιε μια γουλιά από το
γαλλικό καφέ που της πρόσφερε προηγουμένως η Νταϊάν.
- Πώς είστε; Ρώτησε τελικά η Χέλεν.
- Πώς να είμαι; Βλέπεις Χέλεν έχουμε πολλά κοινά. Έχασα τον άνδρα μου πολύ νωρίς. Ακόμα
και αν δεν προλάβατε να παντρευτείτε θα είσαι πάντα κόρη μου.
- Νταϊάν… την διέκοψε η Χέλεν κρατώντας της το χέρι. Συγγνώμη, δεν κατάφερα να τον
φέρω πίσω! Εγώ έφταιγα. Μονολόγησε η Χέλεν ενώ η φωνή της λύγισε. Ξαφνικά, το χέρι
της καλοστεκούμενης γυναίκας απέναντί της γλίστρησε μακριά από το δικό της. Η Νταϊάν
σηκώθηκε και βημάτισε μακριά από τη μελαχρινή γυναίκα.
- Χέλεν, κόμπιασε η μητέρα του Μαρκ, δεν φταίει κανείς για το θάνατο του Μαρκ.
- Και όμως, ήταν δική μου ευθύνη. Έπρεπε να διατάξω υποχώρηση, είπε η Χέλεν με μία
ανάσα.
- Χέλεν! Φώναξε η Νταϊάν. Όταν καταταγήκατε στις ειδικές δυνάμεις, όλοι σας, ξέρατε τους
κινδύνους. Δεν φταις εσύ. Φταίνε αυτοί που τον πυροβόλησαν. Τέλος συζήτησης. Φώναξε
με μια ανάσα η Νταϊάν της οποίας τα χέρια έτρεμαν από την ένταση της στιγμής. Η Χέλεν,
έμεινε σιωπηλή να κοιτάει το έδαφος.
- Χέλεν, συνέχισε η Νταϊάν. Χρειάζομαι τη βοήθεια σου. Ομολόγησε η μελαγχολική γυναίκα.
Η Χέλεν αμέσως σήκωσε το κεφάλι της απορημένη.
- Ό,τι θες.
- Ο Τζος, θέλει να δώσω τη συναίνεση μου για να καταταγεί στο στρατό. Στα βήματα του
αδελφού του, εκμυστηρεύτηκε η Νταϊάν στη Χέλεν με δάκρυα που έτρεχαν από τα πράσινα
μάτια της.
- Δε μπορώ να χάσω και άλλο γιο Χέλεν!
- Από που προέκυψε να θέλει να πάει στο στρατό;
- Ένας στρατολόγος πήγε στο σχολείο και η συζήτηση ήρθε στο Μάρκ. Ότι πέθανε εν ώρα
υπηρεσίας και του έβαλε την ιδέα ότι θα ήταν συνετό να τιμήσει την μνήμη του φορώντας
και αυτός το εθνόσημο.
- Και θέλει να το κάνει αυτό στα 16 του χρόνια; Ρώτησε η Χέλεν σοκαρισμένη.
- Χέλεν, πρέπει να του μιλήσεις! Εμένα δεν με ακούει. Δε μπορώ να συναινέσω σε αυτό.
- Νταϊάν, μη συναινέσεις να πάει στο στρατό. Είναι 16 χρονών. Η θέση του είναι στο σχολείο.
- Σε παρακαλώ κόρη μου, μίλησε του. Για το Μαρκ! Παρακάλεσε η Νταϊάν την Χέλεν
φυλακίζοντας με τις παλάμες της το πρόσωπο της.
- Πού είναι; Ρώτησε η Χέλεν!
- Επάνω στο δωμάτιο του. Φοράει συνέχεια τα ακουστικά του και δεν ακούει τίποτα.
- Θα πάω να του μιλήσω είπε η Χέλεν ενώ σηκώθηκε από τη καρέκλα.

Η Χέλεν φορούσε ένα απλό πουκάμισο διπλωμένο στους αγκώνες και από επάνω ένα απλό μαύρο
δερμάτινο. Στο χέρι της ξεχώριζε ένα μεγάλο στρατιωτικού τύπου ρολόι και ένα μαύρο παντελόνι
στρατιωτικού τύπου. Η Χέλεν, ανέβηκε τις σκάλες που οδηγούσαν στο υπνοδωμάτιο των αγοριών,
του συγχωρεμένου Μαρκ και του Τζος, του αδελφού του. Χτύπησε τη πόρτα αλλά δεν πήρε
απάντησε και αποφάσισε να μπει. Το χέρι της καρφώθηκε στο πόμολο της πόρτας που γύρισε απαλά.
Η θέα του δωματίου της θύμισε τόσα πράγματα, της θύμισε το Μαρκ που τόσο αγαπούσε.

- Χέλεν! Φώναξε ενθουσιασμένος ο Τζος αγαλλιάζοντας την σφιχτά. Την κοίταξε με τόσο
σεβασμό και ζήλια. Ήταν στις ειδικές δυνάμεις, στους ελίτ των ελίτ. Είχε αυτό που τώρα
εκείνος ήλπιζε να γίνει.
- Τζος! Απάντησε και η Χέλεν εμφανώς αμήχανη.
- Πώς είσαι; Μάθαμε πώς ήσουν άσχημα, ρώτησε με ενδιαφέρον ο Τζος που έκατσε στο
κρεβάτι απέναντι της.
- Καλά. Το χέρι μου είναι πλέον σχεδόν όπως ήταν… οπότε καλά νομίζω. Μονολόγησε εκείνη
βγάζοντας μια βαθιά ανάσα. Πώς πας εσύ; Το σχολείο; Όλα καλά;
- Καλά! Σου έχω εκπληκτικά νέα! Φώναξε ο Τζος ενώ τινάχτηκε από το κρεβάτι και πήρε στα
χέρια του τη μπάλα αμερικανικού ποδοσφαίρου που τη πέταξε στη Χέλεν που την έπιασε
ακαριαία.
- Τί νέα; Ρώτησε εκείνη που κατάλαβε τί ακριβώς θα της έλεγε στην συνέχεια.
- Θα καταταγώ. Θα ξεκινήσω και στο τέλος θα προσπαθήσω να μπω στις ειδικές δυνάμεις. Να
γίνω όπως εσύ και ο Μαρκ, φώναξε ο πιτσιρικάς ενώ η Χέλεν τον κοιτούσε με
απροσδιόριστη ψυχρότητα!
- Πρώτα από όλα είσαι ανήλικος. Είσαι 16 χρονών.
- Θα πείσω τη μαμά να υπογράψει.
- Γιατί θες να την υποβάλεις σε όλο αυτό; Ρώτησε η Χέλεν κοιτώντας από το παράθυρο.
- Τί εννοείς; Ρώτησε ο Τζος που ήταν σίγουρος πως θα έβρισκε υποστήριξη από τη Χέλεν.
- Δεν θέλει να πάρει άλλη μια σημαία Τζος. Θέλει το παιδί της. Απάντησε η Χέλεν κοιτώντας
τον.
- Και εσύ; Εσύ θα έπρεπε να καταλάβεις. Μονολόγησε σοκαρισμένος και νευριασμένος ο
Τζος.
- Τζος, ο Μαρκ πέθανε. Δεν χρειάζεται να πεθάνεις και εσύ για τον τιμήσεις.
- Και εσύ τι ξέρεις; Ήταν ο δικός μου αδελφός. Ο δικός μου συγγενής. Φώναξε έξαλλα ο
μικρός στην Χέλεν που τον κοιτούσε χωρίς να ανοιγοκλείσει καν τα μάτια της.
- Θες να τον τιμήσεις; Απάντησε η Χέλεν παντελώς σκληρά και ήρεμα.
- Τελείωσε το σχολείο, πήγαινε στο κολλέγιο και συνέχισε με τη ζωή σου. Να στηρίξεις τη
μάνα σου που είναι κάτω σε άθλια κατάσταση. Του φώναξε ελαφρώς η Χέλεν υψώνοντας το
χέρι της δείχνοντας προς τα κάτω.
- Εσύ θα έπρεπε να είσαι νεκρή, φώναξε τελικά ο Τζος.

Η Χέλεν κοντοστάθηκε και έσφιξε τα δόντια της. Τον πλησίασε και το βλέμμα της έπεσε στη σημαία
που του είχαν δώσει από το φέρετρο του Μαρκ. Αμέσως με ένα γρήγορο διασκελισμό βρέθηκε
κοντά της και τη πήρε στα χέρια της παρά τις φωνές και τις βρισιές του Τζος να μη την αγγίζει. Ότι
δεν της άξιζε.

- Ίσως να έχεις δίκαιο. Να έπρεπε να είμαι εγώ στη θέση του Μαρκ. Απάντησε παγερά ήσυχα
η Χέλεν.
- Πρέπει όμως να έχεις και εσύ την ίδια κατάληξη; Τον ρώτησε σοβαρά.
- Δεν πεθαίνουν όλοι, το ξέρεις, απάντησε ο νεαρός που για κάποιο λόγο ηρέμησε.
- Στις ειδικές δυνάμεις είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε. Δεν μας νοιάζει. Εσένα; Τον ρώτησε
πλησιάζοντας τον σε απόσταση αναπνοής. Ο νεαρός δεν απάντησε, απλά στραβοκατάπιε.
- Θες να τον τιμήσεις; Έλα μαζί μου!

Η Χέλεν πήρε με μια κίνηση το χέρι του Τζος και τον έσυρε γρήγορα κάτω και άνοιξε την εξώπορτα.
Η μητέρα του κοιτούσε έντρομη τί κάνει η Χέλεν που είχε τη σημαία στο χέρι της. Οι τρεις τους
βρέθηκαν στο κήπο του σπιτιού. Η Χέλεν κοίταξε ψηλά στον άδειο ιστό σημαίας.

- Κρέμασε την! Φώναξε η Χέλεν στον Τζος.


- Αν θες να τον τιμήσεις πάρε τη νεκρική του σημαία και ανέμισε την. Αυτό θα κάναμε στις
ειδικές δυνάμεις. Θα τιμάγαμε τον αδελφό μας. Έλα. Κάνε το! Του φώναξε στρατιωτικά
δίνοντας στο νεαρό που με σεβασμό πήρε από τα χέρια της Χέλεν την τριγωνικά διπλωμένη
σημαία.

Η πανέμορφη σημαία τελικά υψώθηκε στον ουρανό και ανέμιζε νωχελικά. Η Χέλεν στρατιωτικά
χαιρέτησε τη σημαία και ύστερα κοίταξε τον μικρό Τζος.

- Τελείωσε το σχολείο. Πήγαινε στο κολλέγιο και κάνε κάτι που θα τιμήσει πραγματικά την
οικογένεια σου, μονολόγησε η Χέλεν στον Τζος ενώ κατευθύνθηκε με γρήγορο βήμα προς
το μαύρο SUV της.
Η Χέλεν χτύπησε τη πόρτα του μαύρου θηριώδους αυτοκινήτου της και έβγαλε μπρος τη μηχανή.
Οδήγησε δύο στενά πιο κάτω και έκανε στην άκρη. Τότε μόνο, άφησε το τρέμουλο στο χέρι της να
γίνει εμφανές και την ανάσα της να βγει πιο πνιχτά από ότι συνήθως! Δεν περίμενε να ακούσει
τέτοιες κουβέντες από τον Τζος. Κοίταξε τον ουρανό, έκλεισε τα μάτια της και είδε όλη τη μοιραία
σκηνή ξανά από την αρχή. Άνοιξε τα μάτια της και νόμιζε πώς είδε τα χέρια της ματωμένα. Ήξερε ότι
αυτό που βίωνε ήταν μια ψευδαίσθηση. Έκλεισε λοιπόν τα ματόκλαδα της, πιο δυνατά αυτή τη
φορά. Πήρε μια βαθιά ανάσα και όταν αντίκρισε ξανά το φως του ήλιου όλα ήταν ξανά κανονικά.
Γύρισε το κλειδί στη μίζα και κατευθύνθηκε προς την ευρύτερη περιοχή του Georgetown.
Κεφάλαιο 4

Το ίδιο βράδυ,

Το απαλό φως πού πήγαζε από το ευρύχωρο διαμέρισμα της Χέλεν ήταν εμφανές από το δρόμο. Ο
ήλιος είχε προ πολλού δύσει δίνοντας τα κλειδιά της αυτοκρατορίας του ουρανού στον αδελφό του
το φεγγάρι. Στον αέρα πλανιόταν ένας αναζωογονητικός άνεμος, κάτι που έκανε το περπάτημα πιο
εύκολο για τους ανθρώπους που πρόσχαρα έκαναν τη βόλτα τους. Το φως που έβγαινε από τα
προτεταμένα κλασικά παράθυρα του νεοκλασικού στυλ κατοικιών των ανατολικών πολιτειών,
δημιουργούσε μια πολύ ζεστή ατμόσφαιρα. Το διαμέρισμα της Χέλεν παρακολουθούσε ένα μαύρο
τζίπ. Ξάφνου η πόρτα του οδηγού άνοιξε και αποβιβάστηκε μια εντυπωσιακή μελαμψή γυναίκα που
φορούσε μια ανάλαφρή μπεζ καμπαρντίνα πάνω από το πανάκριβο φόρεμα της. Ο αέρας έπαιξε
λιγάκι με το πανωφόρι της αλλά εκείνη συγκρατημένη όπως πάντα έστρωσε το ύφασμα στο
καλλίγραμμο σώμα της. Οι γόβες της ανέβαιναν μία-μία τις σκάλες που οδηγούσαν στη άσπρη
κλασική πόρτα του διαμερίσματος της Χέλεν. Η εντυπωσιακή γυναίκα κατευθύνθηκε προς το
παράθυρο και κοίταξε μέσα και ύστερα χτύπησε ξανά τη πόρτα. Επιτέλους η λευκή κλασική πόρτα
άνοιξε. Η Χέλεν με μαζεμένα τα μαλλιά της πάνω, είχε μια πετσέτα πεταμένη στον ώμο της και
φορούσε μια φόρμα και ένα απλό γκρι μπλουζάκι.

- Ανάντια, χαμογέλασε η Χέλεν τυπικά παραμερίζοντας για να περάσει μέσα η γυναίκα.


- Χέλεν, χαμογέλασε εγκάρδια και η ψυχίατρος, βγάζοντας τη καμπαρντίνα της και
τοποθετώντας την στην άκρη του καναπέ.
- Πώς είσαι; Ρώτησε η Χέλεν, κάνοντας της νεύμα να νιώσει σα στο σπίτι της.
- Μια χαρά. Ωραίο σπίτι, σχολίασε η Ανάντια κοιτώντας τριγύρω περπατώντας από εδώ και
εκεί με τις γόβες τις να ακούγονται εκκωφαντικά πάνω στο κλασικό ξύλινο πάτωμα του
όμορφου σπιτιού.
- Ναι, το είχαμε αγοράσει με το Μάρκ. Θα ζούσαμε εδώ μετά το γάμο, σχολίασε η Χέλεν με
μια πικρία.
- Τί είναι αυτό; Ρώτησε η Ανάντια αντικρίζοντας μια μικρή άσπρη μπαλίτσα που τρίβονταν στα
πόδια της.
- Το βρήκα στο δρόμο. Μάλλον το εγκατέλειψε η μάνα του. Σκέφτηκα πώς έχουμε κοινά, μιας
και μεγάλωσα σε ορφανοτροφείο και έτσι το πήρα, σχολίασε η Χέλεν χύνοντας κόκκινο
κρασί σε δύο ποτήρια και ακουμπώντας τα στο τραπεζάκι στο σαλόνι, διώχνοντας το μικρό
γατάκι από τα πόδια της μελαμψής γυναίκας.
- Δε σε απασχολώ έτσι; αναρωτήθηκε η Ανάντια.
- Όχι, ετοιμαζόμουν να δω κάποια ταινία και να παραγγείλω κάτι να φάω, απάντησε η Χέλεν
ξαναγεμίζοντας το ποτήρι με το κρασί που είχε ήδη τελειώσει.
- Είσαι έτοιμη για αύριο; Ρώτησε η Ανάντια αγνοώντας ότι η Χέλεν ίσως να έπινε παραπάνω
από ότι έπρεπε.
- Για τη πρώτη μέρα στη δουλειά; Χαμογέλασε η Χέλεν ειρωνικά.
- Είναι φυσιολογικό να νιώθεις περίεργα που επέστρεψες, πήγε να την ψυχολογήσει η
Ανάντια.
- Δεν με ενδιαφέρει, είμαι εντάξει. Βιάστηκε να απαντήσει η Χέλεν καταπίνοντας το
κατακόκκινο υγρό.
- Έμαθα πήγες να δεις την οικογένεια του Μαρκ, έσπασε τη σιωπή η Ανάντια καρφώνοντας τη
Χέλεν με ένα ψυχρό βλέμμα.
- Με παρακολουθείς; Αστειεύθηκε η Χέλεν χαμογελώντας.
- Ανησυχώ για εσένα.
- Δε χρειάζεται Ανάντια. Είμαι εντάξει. Θα αρχίσω αύριο και τη δουλειά και θα είμαι ακόμα
καλύτερα, μονολόγησε ενώ ξάπλωσε ελαφρά τη πλάτη της στο καναπέ κοιτώντας της με
λιγάκι γυρτό κεφάλι.
- Σου έφερα την ταυτότητα σου, είπε τελικά η Ανάντια που είχε σηκωθεί και φορούσε το
όμορφο πανωφόρι της.
- Πρέπει να δείχνω την ταυτότητα; Απόρησε η Χέλεν πιάνοντας τη πλαστική κάρτα στα χέρια
της.
- Στην είσοδο, για να σε αφήσει η φρουρά να μπεις στο κτήριο. Επίσης είναι μαγνητική για να
ανοίγει τις πόρτες.
- Ευχαριστώ Ανάντια.
- Παρακαλώ! Χαμογέλασε η όμορφη γυναίκα που ήταν ήδη εκτός σπιτιού.
- Χέλεν, κοντοστάθηκε τελικά πριν κατέβει τις σκάλες και πρόλαβε την Χέλεν πριν κλείσει τη
πόρτα. Καλώς ήρθες στη CIA!
Η πόρτα έκλεισε αφήνοντας τη Χέλεν αντιμέτωπη με τη σιωπή της. Δε μπορούσε να σταματήσει να
σκέφτεται τί της είχε πει ο Τζος. Έπρεπε επειγόντως να αρχίσει να δουλεύει για να μπορέσει να
απασχολήσει το μυαλό της με κάτι άλλο. Η σιωπή αυτή την ξεκούφαινε, δε είχε μάθει στη ζωή της
να λειτουργεί σε τέτοιους ρυθμούς. Κατευθύνθηκε προς το στερεοφωνικό και έβαλε μουσική να
παίζει σε μια ικανοποιητική ένταση ώστε να σκεπάσει τις φωνές από το μυαλό της. Να σωπάσει τις
κραυγές της ομάδας της ενώ πέθαινε στην άθλια άμμο στο Αφγανιστάν σε μια σκηνή που έπαιζε και
ξανά έπαιζε μέσα στο μυαλό της. Η Χέλεν άφησε το ποτήρι με το κρασί και χόρεψε μέχρι να της
κοπεί η ανάσα. Χόρεψε μέχρι να εξαντληθεί και να χυθεί στο καναπέ. Η ώρα είχε περάσει και η
επόμενη μέρα που την περίμενε κάτι της έλεγε πώς θα απαιτούσε από αυτήν τον καλύτερο εαυτό της.
Ετοιμάστηκε να χωθεί κάτω από τη κουβέρτα και να διατάξει τον εαυτό της να κοιμηθεί. Τελευταία
όμως ο εαυτός της, δεν την υπάκουγε όπως παλιά. Τελικά κατάφερε να σφραγίσει τα βλέφαρα της
χαρίζοντας της έναν ύπνο που τόσο είχε ανάγκη.
Μέσα στον ύπνο της είχε ιδρώσει τόσο πολύ. Οι χτύποι της καρδιάς της φαίνονταν σα να
προσπαθούσαν να σκίσουν το δέρμα στον ιδρωμένο λαιμό της και να ελευθερωθούν. Εκείνη
ξαφνικά πετάχτηκε πάνω και έσπευσε να πάρει το όπλο που είχε κάτω από το διπλανό μαξιλάρι. Ο
ήχος που την ενόχλησε ήταν το μικρό γατάκι που προσπαθούσε να ανοίξει τη πόρτα. Εκείνη
κατέβασε αμέσως το όπλο και σκούπισε με τα δύο τις χέρια τον ιδρώτα από το μέτωπο της. Δεν
θυμόταν τί έβλεπε στον ύπνο της που να την αναστάτωσε έτσι. Κοίταξε το ηλεκτρονικό ξυπνητήρι
δίπλα της και προς έκπληξη της η ώρα είχε πάει πέντε το πρωί. Σηκώθηκε έβαλε τη φόρμα της και
βγήκε έξω στο πραγματικό κόσμο για ένα πρωινό τρέξιμο, ρουτίνα μεταξύ άλλων, στις ειδικές
δυνάμεις. Η Χέλεν αρέσκονταν στον να φέρνει το σώμα της και τον εαυτό της στα απόλυτα όρια
του. Έτσι, έτρεχε συνεχόμενα με όλη της της δύναμη και ταχύτητα μέχρι να μη μπορεί να συνεχίσει
και καρφώθηκε για να σταματήσει πάνω σε μία μπάρα που χώριζε το δρόμο και ένα πάρκο. Ο ήλιος
είχε αρχίσει να ανατέλλει και να εξουσιάζει τη πόλη που τόσο αδηφάγα ρούφαγε κάθε ίχνος φωτός
καθώς έσβηναν τα φώτα της πόλης δίνονταν τα σκήπτρα τους στον ήλιο. Άφησε τους πνεύμονες της
και τη καρδιά της να πάρουν μια ανάσα και συνέχισε το τρέξιμο της πάλι πίσω προς το σπίτι της.
Η Χέλεν πέταξε αμέσως τα κλειδιά στο τραπέζι και χώθηκε στο καυτό ντούζ, ο γαλλικός καφές
εκείνη τη στιγμή άρχισε να χύνεται μέσα στο διαφανές δοχείο στη προγραμματισμένη ώρα. Η Χέλεν
κοίταξε το γυμνό της σώμα στο καθρέφτη που σκούπισε με το χέρι της για να μπορέσει να
ξεθολώσει. Ένα υπέροχα γυμνασμένο σώμα μοντέλου, προϊόν επίπονης εκπαίδευσης. Το βλέμμα της
όμως καρφώθηκε στη τομή στον ώμο μέχρι το στήθος της. Την χάιδεψε με την άκρη των δαχτύλων
της και κατέβασε τα μάτια της, σα να ντρέπονταν για αυτό της το θέαμα. Αρωματίστηκε, βάφτηκε
και ντύθηκε σε ένα όμορφο κουστούμι. Κατέβηκε τις σκάλες και έχυσε με μιας το μαύρο ζουμί σε
μια κούπα ενθύμιο από το στρατό. Μια κούπα με σχήμα χειροβομβίδας. Χαμογέλασε καθώς το πήρε
στα χέρια της, θυμήθηκε πως ήταν αυτά τα γενέθλια της, που της το είχαν κάνει δώρο. Βρίσκονταν
με την ομάδα στο Αφγανιστάν σε μια αποστολή που κρατούσε περισσότερο από το αναμενόμενο και
η κούπα ήταν το μοναδικό δώρο που βρήκαν να της πάρουν. Η Χέλεν δεν άφησε τα συναισθήματα
να την επηρεάσουν. Χάιδεψε τη μικρή τριχωτή συμφορά της, πήρε τα κλειδιά από το τραπέζι και
κατευθύνθηκε προς το αμάξι της.

Η διαδρομή από τη περιοχή του Georgetown από όπου έμενε μέχρι τη Βιρτζίνια διαρκούσε περίπου
είκοσι λεπτά. Η Χέλεν οδηγούσε παράλληλα του ποταμού Πόταμακ. Η ώρα ήταν μόλις έξι και μισή
και οι δρόμοι είχαν αρχίσει δειλά-δειλά να προσελκύουν αυτοκίνητα. Όλοι κατευθύνονταν προς τις
δουλειές τους, λίγοι όμως από αυτούς είχαν την ευκαιρία να κάνουν πραγματικά τη διαφορά μέσα
από αυτές. Η Χέλεν σε λίγη ώρα θα είχε το προνόμιο και τη τιμή να υπηρετήσει στη πρώτη γραμμή
άμυνας της χώρας της.
Ύστερα από είκοσι λεπτά αθόρυβης οδήγησης η Χέλεν βγήκε στην έξοδο που έδειχνε πως
κατευθύνοντας στα κεντρικά της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Το αμάξι σταμάτησε στο
φυλάκιο που βρίσκονταν σχεδόν έξω από το πάρκινγκ υπαλλήλων της CIA. Η Χέλεν κατέβασε στο
μισό το παράθυρο της και έδωσε την ταυτότητα που της είχε δώσει το προηγούμενο βράδυ η
Ανάντια. Ο φρουρός που δεν την είχε ξαναδεί πήρε τη ταυτότητα και πήγε μέσα στο φυλάκιο για να
ρωτήσει αν όντως μπορούσε να περάσει. Οι υπόλοιποι άνδρες κοιτούσαν με ένα καθρέφτη κάτω από
το αμάξι της με γιγαντιαίους σκύλους να μυρίζουν το όχημα. Η Χέλεν κοιτούσε από τους καθρέφτες
την διαδικασία έως ότου ο φύλακας της έδωσε πίσω τη ταυτότητα και σήκωσε τη πάρα κάνοντας της
νεύμα να περάσει μέσα. Η Χέλεν πάρκαρε το αμάξι της κοντά στη κεντρική είσοδο, πήρε τη τσάντα
της και έδεσε την ταυτότητα πάνω στο σακάκι της και προχώρησε μέσα στην υπηρεσία. Εκεί την
περίμενε η Ανάντια που προφανώς είχε ειδοποιηθεί από τον φρουρό για την άφιξη της.

- Καλημέρα και καλώς ήρθες! Έγνεψε χαμογελαστή η Ανάντια.


- Καλημέρα, έγνεψε και η Χέλεν αφαιρώντας τα γυαλιά της.
- Θες ένα καφέ; Υπάρχουν Starbucks στα δεξιά σου, αστειεύτηκε η Ανάντια.
- Ναι, θα ήθελα, την έφερε προ εκπλήξεως η Χέλεν.
- Να σου γνωρίσω πρώτα τους συναδέλφους σου, έγνεψε η μελαχρινή γυναίκα.

Η Χέλεν περπάτησε ανάμεσα από το γιγαντιαίο θυρεό στο πάτωμα της υπηρεσίας και στάθηκε να
κοιτάζει τα αστέρια στα δεξιά της που ήταν σκαλισμένα στο τοίχο.

- Άνθρωποι που έκαναν την ύστατη θυσία, σχολίασε η Ανάντια που είδε την Χέλεν να
κοντοστέκεται.
- Ναι, γνωρίζω το συναίσθημα, σχολίασε η Χέλεν που συνέχισε να περπατά κατόπιν της
μελαχρινής όμορφης γυναίκας.

Οι ασημένιες βαριές πόρτες του ασανσέρ άνοιξαν και οι δύο γυναίκες μαζί με άλλους
κουστουμαρισμένους υπαλλήλους μπήκαν μέσα. Η μαγνητική κάρτα της Ανάντιας κουνήθηκε πάνω
στον αισθητήρα και το μεταλλικό κουτί άρχισε να καλπάζει τους ορόφους.
Οι πόρτες άνοιξαν και η Χέλεν ρουφούσε ό,τι πληροφορίες μπορούσε να πάρει απλά και μόνο με το
να σκανάρει το χώρο γύρω της. Το κούνημα στους γοφούς της μελαχρινής σκουρόχρωμης γυναίκας
ήταν μαγευτικό. Η Ανάντια έκανε πέρα σα να στάθηκε εκεί να παρουσιάσει τη Χέλεν. Το μόνο που
έλειπε ήταν οι προβολείς για να την αναδείξουν στη σκηνή. Μια κρυφή σκηνή που φυλούσε το
κόσμο και που χωρίς να το ξέρει ακόμα η Χέλεν προορίζονταν να κυριέψει!

- Καλώς όρισες στο Επιχειρησιακό Τομέα2. Εδώ ανήκεις επίσημα. Βασικά όμως όλοι εδώ
ανήκουν στον Τομέα Ειδικών Επιχειρήσεων, της ανακοίνωσε η Ανάντια. Γύρω της υπήρχαν
άνθρωποι που από τη κορμοστασιά τους και μόνο αναγνώριζε τη θητεία τους στις ειδικές
δυνάμεις. Άνθρωποι που αναγνώριζε από την αφρόκρεμα των καλών πανεπιστήμιων,
άνθρωποι ξεχασμένοι και έτοιμοι να θυσιαστούν αλλά και άνθρωποι έτοιμοι να θυσιάσουν.
- Γεια σε όλους, χαιρέτησε η Χέλεν τυπικά γυρνώντας το βλέμμα της σα ρωσική ρουλέτα σε
όλους στον όροφο που είχαν μαζευτεί για να τη γνωρίσουν.
- Καλώς όρισες. Φώναξαν όλοι. Έτοιμη να εξαφανιστείς; Τη ρώτησε ένας υπάλληλος με
κουστούμι και γραβάτα με μύες όμως που τσίτωναν το πουκάμισο του καθώς της έσφιγγε το
χέρι.
- Πάντα εξαφανισμένη ήμουν! Απάντησε η Χέλεν με χειραψία καταλαβαίνοντας πως από
εκείνη τη στιγμή δεν θα υπήρχε σε κανένα λογισμικό της χώρας. Από εκείνη τη στιγμή από
θνητή θα γίνονταν φάντασμα ταγμένη στην υπηρεσία της πατρίδας και προορισμένη στη
καλύτερη περίπτωση να γίνει ένα αστέρι σε ένα τοίχο. Άθελα της χαμογέλασε. Αυτό ήταν,
αυτός ήταν ο χώρος της. Βίαιος, έξυπνος, γρήγορος σε ρυθμούς, επικίνδυνος, αλλά
διαβολικά χρήσιμος και αναγκαίος, ταγμένος σε ένα ανώτερο σκοπό που τους ξεπερνούσε
όλους. Αυτοί οι λίγοι καταδικασμένοι να ζουν στις σκιές για να μπορούν οι πολλοί να
απολαύσουν τους φωτισμένους δρόμους. Καταδικασμένοι να ανέχονται τη κριτική όταν κάτι
πάει στραβά αλλά ποτέ το θαυμασμό για κάτι που πήγε κατ’ ευχή και ποτέ δε μαθεύτηκε.
Μια ειδική πάστα ανθρώπων, άξια θαυμασμού αλλά και φόβου, αλήθεια!
- Πριν σου δείξω το γραφείο σου, άσε με να σου συστήσω τον συντονιστή, ψιθύρισε η
Ανάντια κοντά στο αφτί της Χέλεν, η οποία είχε αρχίσει να νιώθει ήδη άνετα σε αυτόν τον
χώρο. Οι δύο γυναίκες κατευθύνθηκαν στο τέλος του διαδρόμου και είδαν ένα γραφείο
απομονωμένο από τα άλλα που βρίσκονταν όλα μαζί σε ένα κλασικό καφκικό πρότυπο. Η
Ανάντια χτύπησε τη πόρτα και δίχως να περιμένει απάντηση άνοιξε τη πόρτα. Ο όμορφος
άνδρας σταμάτησε να κοιτάει την οθόνη του υπολογιστή του και έστρεψε το βλέμμα του
αρχικά στην Ανάντια και ύστερα στην γοητευτική καστανή με καταπράσινα εκφραστικά
μάτια Χέλεν.
- Εσύ πρέπει να είσαι η υπεράνθρωπος της Ανάντια, σχολίασε ο τρόπον τινά διευθυντής του
συγκεκριμένου τμήματος.
- Να σας συστήσω, από εδώ η Χέλεν. Επιτέλους είναι μαζί μας! Χέλεν από εδώ ο Κρίστιαν.
Είναι από τα ανώτερα στελέχη της υπηρεσίας και επίσης έχει το προνόμιο να ενημερώνει το
Πρόεδρο, είπε σχεδόν με μια ανάσα η Ανάντια εμφανώς βιαστική να φύγει.
- Μπορείς να μας αφήσεις, ευχαριστούμε! Μονολόγησε ο Κρίστιαν απαλλάσσοντας την
Ανάντια από τη δύσκολη θέση.
- Και τώρα οι δύο μας, αστειεύτηκε ο γοητευτικός μεσήλικας άνδρας με υπέροχη ωστόσο
κορμοστασιά. Η Χέλεν στέκονταν με στρατιωτική πειθαρχία απέναντι του διατηρώντας το
ψυχρό βλέμμα της.
- Μιλάς; Την πείραξε ο προϊστάμενος της.
- Κύριε, απάντησε η Χέλεν στρατιωτικά.
- Δεν είμαστε στρατός εδώ, Χέλεν. Είμαι ο Κρίστιαν. Έτσι θα με φωνάζεις. Κάθισε, της είπε
τείνοντας της τη καρέκλα και χαμογελώντας διάπλατα ισιώνοντας τη λεπτή γραβάτα του. Η
Χέλεν μειδίασε και τράβηξε τη καρέκλα για να κάτσει.
- Τί ακριβώς θα κάνω εδώ; Ρώτησε η Χέλεν με αλλαγμένο εντελώς τόνο στη φωνή της.
- Ό,τι κάνουμε όλοι. Ό,τι αναγκαίο δηλαδή για τη προστασία αυτής της χώρας, απάντησε
ψυχρά ο Κρίστιαν ενώ ήταν σταυροπόδι και κοιτώντας την ευθεία, βαθιά μέσα στα μάτια.
- Θα χρειαστώ κάτι παραπάνω από αυτό για να δουλέψω, σχολίασε η γοητευτική γυναίκα.
- Χέλεν! Έκανε μια βαθιά εισαγωγή ο μεσήλικας άνδρας με τους άσπρους κροτάφους. Αρχικά,
ας μιλήσουμε για τα βασικά! Ο τομέας που βρίσκεσαι εδώ, δεν είναι τυχαίος. Δεν είναι
παντελώς μυστικός αλλά αυτό που κάνουμε είναι. Με λίγα λόγια, για να το θέσω ωμά
περιμένω από εσένα να μην υπάρχεις!
- Κατανοητό, έσπευσε να διακόψει η Χέλεν.
- Αν χρειαστεί να αναφερθεί το όνομα σου από ξένη κυβέρνηση, εμείς θα πούμε ότι δεν
υπάρχεις. Είναι κατανοητό αυτό; Δεν υπάρχουν ενισχύσεις, ούτε ελικόπτερα να έρθουν να σε
σώσουν από μια βρωμερή έρημο του Αφγανιστάν. Σχολίασε αναφερόμενος προφανώς στη
στιγμή που της άλλαξε τη ζωή.
- Κύριε, ξέρετε που υπηρετούσα προφανώς, ξέρετε τί έκανα, αλλά δε ξέρετε ποια είμαι.
- Χέλεν, έχασες την ομάδα σου και τον άνδρα σου, θέλω να απαντήσεις ειλικρινά, θα είσαι
βάρος σε αυτήν την ομάδα;
- Όχι, περισσότερο από έναν παρατημένο σύζυγο ή εραστή, σας διαβεβαιώ. Ήταν η ώρα της
Χέλεν να περάσει στην επίθεση τώρα. Το βλέμμα του προϊσταμένου της, ήταν πραγματικά
ανερμήνευτο. Κάτι μεταξύ σε νεύρα και ικανοποίηση.
- Εσείς με την Ανάντια. Πότε σας παράτησε; Ρώτησε η Χέλεν.
- Σου έχει μιλήσει για μένα;
- Όχι… Κύριε μπορεί για εσάς να είμαι ακόμα μια στρατιώτης των ειδικών δυνάμεων που έχω
μάθει να υπακούω εντολές και να τραβάω μια σκανδάλη. Είμαι πολύ παραπάνω από αυτό.
Είμαι επίσης ένας άνθρωπος που κατάφερε να μπει σε ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια
του κόσμου στα 15 μου! Η Χέλεν πήγε να φύγει από τη πόρτα ώσπου πρόσεξε την
αντανάκλαση από την έκφραση προσώπου του Κρίστιαν.
- Ο τρόπος που βιάστηκε να φύγει με βοήθησε να το καταλάβω, σχολίασε απαντώντας στην
απορία του άνδρα που ακόμα και αν δε την εξέφρασε ανοιχτά, εκείνη ήξερε πώς είχε από την
έκφραση στο πρόσωπο του. Έκλεισε τη πόρτα του γυάλινου γραφείου του αφήνοντας τον με
ένα μεγάλο χαμόγελο στα χείλη. Αυτή η γυναίκα είναι θάνατος. Ό,τι ακριβώς απαιτεί η θέση
σε αυτή την ομάδα.

Η Χέλεν αντίκρισε μπροστά της ένα γραφείο με ένα καφέ με συσκευασία Starbucks και ένα χαρτάκι
από επάνω που έλεγε «όπως σου είπα, υπάρχει καφετέρια στο ισόγειο. Καλή τύχη» Η Χέλεν
χαμογέλασε τσαλάκωσε το χαρτάκι και το πέταξε στο κάδο απορριμμάτων στο νέο της γραφείο.
Γύρω της όλοι δούλευαν, φάκελοι πηγαινοέρχονταν από ανθρώπινη μηχανή σε άλλη, και όλοι
δούλευαν σε καταιγιστικό ρυθμό. Δεν άργησε η στιγμή που ένας από αυτούς τους φακέλους
προσγειώθηκε στο γραφείο της.

- Ας δούμε πόσο έξυπνη είσαι, την προκάλεσε ο Κρίστιαν γυρνώντας της την πλάτη. Εκείνη
έμεινε εκεί να τον κοιτάει ψυχρά και αλύπητα.
- Θέλει ταλέντο να τον κάνεις να σηκωθεί από το γραφείο του και να φέρει τον εγωισμό του
εδώ έξω. Πρέπει να είσαι όντως το κάτι άλλο, σχολίασε μία μεγάλης ηλικίας γυναίκα από το
απέναντι γραφείο, πάνω από το τοίχο που χώριζε το ένα εργασιακό κλουβί από το άλλο. Η
Χέλεν χαμογέλασε ικανοποιημένα και άνοιξε τον φάκελο με τη σήμανση «Άκρως
απόρρητο». Η νέα της ζωή είχε μόλις ξεκινήσει, και κανείς δε θα μπορούσε να προβλέψει
πού θα την πάει, σε τί μονοπάτια θα περπατήσει και τί ρόλο θα διαδραμάτιζε για τη συνέχεια
ύπαρξης του status quo και τις σχέσεις μεταξύ Δύσης και Ανατολής όπως τις γνωρίζουμε
σήμερα!
Κεφάλαιο 5

Δέκα χρόνια αργότερα,


Λονδίνο, Αγγλία,

Σε όλο το πολυτελές διαμέρισμα αντηχούσαν έντονοι γδούποι. Γδούποι τέλεια συγχρονισμένοι με


τα ξεφυσήματα της Χέλεν. Το ένα χτύπημα μετά το άλλο στο κόκκινο βαρύ κρεμασμένο σάκο
πυγμαχίας. Με τα γυμνά της χέρια θέριζε το σάκο ζωγραφίζοντας το πρόσωπο του πιο μισητού
εχθρού της. Δεν άφηνε μέρα που να άφηνε τις ικανότητες που είχε αποκτήσει μετά από επίπονη
εκπαίδευση χρόνων στις ειδικές δυνάμεις να χαθούν. Άλλωστε, η ειδικότητα της, ήταν η μάχη σώμα
με σώμα και ο ανορθόδοξος πόλεμος. Η καθημερινή ρουτίνα της περιελάβανε έντονο τρέξιμο το
πρωί πριν πάει στη δουλειά της και πυγμαχικό σάκο όταν γυρνούσε. Εκείνο το πρωί όμως ο καιρός
της είχε χαλάσει τη ρουτίνα. Η βροχή ήταν καταιγιστική και ο αέρας ήταν δραματικά έντονος. Την
έντονη ενασχόληση της διέκοψε ο επίμονος χτύπος από το κινητό της τηλέφωνο. Πήρε μια βαθιά
ανάσα και πλησίασε το κινητό στο αφτί της.

- Ναι; Απάντησε το τηλέφωνο της, στηρίζοντας το κινητό στον ώμο παλεύοντας να βγάλει τα
μπαντάζ από τα χέρια της. Ο γνωστός φρικτός πόνος στον ώμο της άρχισε να κάνει ξανά την
εμφάνιση του. Η Χέλεν όμως είχε μάθει πολύ παλιότερα πώς ο πόνος είναι η αδυναμία που
βγαίνει από το σώμα. Ποτέ της δεν είχε επιτρέψει στον πόνο, το σωματικό ή
συναισθηματικό, να την εμποδίσει.
- Πρέπει να μιλήσουμε, ακούστηκε μια γνώριμη ανδρική φωνή με πολύ βαριά βρετανική
προφορά.
- Τα λέμε σε 90 λεπτά; Ρώτησε η Χέλεν κοιτώντας το ρολόι στον τοίχο πίσω από το πυγμαχικό
σάκο.
- Έγινε, απάντησε η ανδρική φωνή και γρήγορα έκλεισε το τηλέφωνο με τη γραμμή να
διατυμπανίζει το τέλος της συζήτησης με το χαρακτηριστικό βουητό.

Η Χέλεν ακούμπησε το κινητό στο πάγκο της κουζίνας κι κατευθύνθηκε μηχανικά στη κατάψυξη
του ψυγείου της. Αμέσως έβγαλε μια μπλε σκούρα σακούλα με πάγο, τη τύλιξε σε μια πετσέτα και
το ακούμπησε με μορφασμό πάνω στο χειρουργημένο ώμο της. Ένα χειρουργείο από μια άλλη ζωή,
με άλλο όνομα, άλλη ταυτότητα, τότε που ήταν ακόμα θνητή. Ένα χειρουργείο που ακόμα ήθελε να
γράψει την ιστορία της ανεξίτηλα πάνω στο σώμα της. Όταν επιτέλους το χέρι της μούδιασε έβαλε
πίσω το πάγο και χώθηκε κάτω από το ντούζ για να ετοιμαστεί για το ραντεβού που θα άλλαζε για
πάντα το ρου της ιστορίας.
Η Χέλεν ετοιμάστηκε. Όσο τα χρόνια περνούσαν και εκείνη ωρίμαζε γινόταν μια όλο και πιο
εντυπωσιακή γυναίκα. Καστανή με ξανθές φυσικές ανταύγειες, έντονα πράσινα γατίσια μάτια,
σαρκώδη χείλη και εκπληκτικό κορμί. Έβαλε τις τελευταίες πινελιές από το μακιγιάζ της, φόρεσε το
σακάκι της και έχωσε ένα μικρό όπλο ruger LCP μέσα στη τσάντα της. Ή όμορφη γυναίκα σήκωσε
το χέρι της και πήρε ένα ταξί που θα την πήγαινε στο προορισμό της.
Το βράδυ είχε απλώσει το σκοτάδι του σε όλη τη πόλη. Η βροχή είχε σταματήσει και είχε δώσει τη
θέση της στη κλασική ψιχάλα του λονδρέζικου καιρού. Η εντυπωσιακή Χέλεν είχε καθίσει στη
μπάρα και είχε παραγγείλει ένα κοκτέιλ με κύριο συστατικό το τζιν. Ένα αλκοολούχο ποτό που είχε
καταστρέψει μια ολόκληρη γενιά Άγγλων ευγενών. Η όμορφη μελαχρινή έπαιζε με τη φλούδα
λεμονιού στο ποτήρι της, τί απίστευτη αντίθεση έκανε το κόκκινο χρώμα των νυχιών της με το
έντονο κίτρινο του φρούτου. Η Χέλεν σαν αίλουρος τινάχτηκε και κοίταξε το ρολόι της. Είχε
αργήσει. Πριν προλάβει να αγανακτήσει, είδε έναν κομψότατο κουστουμαρισμένο γνώριμο άνδρα
να τη πλησιάζει σχεδόν σα κυνηγημένος. Έκατσε δίπλα της και πριν καν προλάβει να κάτσει στη
καρέκλα του μπαρ, παρήγγειλε ένα ποτό από το μπάρμαν. Έβγαλε την κλασική βρετανική μπεζ
καμπαρντίνα του και την ακούμπησε διακριτικά δίπλα του. Οι δύο τους κάθισαν σιωπηλοί για λίγο
δίπλα δίπλα παριστάνοντας τους αγνώστους, ώσπου διακριτικά ο ξανθός άνδρας της πέρασε
μπροστά της ένα χαρτάκι «Σε δέκα λεπτά στο πάρκο». Η Χέλεν ζήτησε λογαριασμό εφόσον είχε
έρθει πρώτη και έφυγε αφήνοντας το μεθυστικό της άρωμα πίσω. Μετά από λίγο την ακολούθησε
και ο άνδρας.

- Ελπίζω πραγματικά να έχεις κάτι σημαντικό να μου πεις, σχολίασε η Χέλεν όταν επιτέλους
εκείνος εμφανίστηκε στο πάρκο που είχαν δώσει ραντεβού.
- Χέλεν, πραγματικά έχουμε πρόβλημα, είπε με μια ανάσα ο βρετανός. Αν και εκπαιδευμένος
να μη δείχνει το άγχος και την ανησυχία του, η Χέλεν μπορούσε να τα διαβάσει καθαρά στα
μάτια του.
- Σε ακούω, έγνεψε η Χέλεν ενώ η ανάσα της σχημάτισε τον χαρακτηριστικό πνιχτό σύννεφο
στην ατμόσφαιρα.
- Κάποιος θέλει να δολοφονήσει τη βασιλική οικογένεια, ομολόγησε μετά από σιωπή
δευτερολέπτων. Η Χέλεν ξεφύσησέ ηχηρά.
- Δεν είναι ο τομέας μου…
- Είναι αν αυτοί που το σχεδιάζουν βρίσκονται σε αμερικανικό έδαφος, της αντιμίλησε ο
Βρετανός. Η Χέλεν τον κοίταξε ψυχρά βαθιά μέσα στα μάτια.
- Ακούω… τον παρότρυνε να μιλήσει ανοιχτά.
- Είχαμε κάτι απειλές για τη βασιλική οικογένεια, κάτι μη πρωτοφανές. Ωστόσο, πιάσαμε έναν
ύποπτο εδώ στο Λονδίνο που σύμφωνα με τους αναλυτές μας η προφορά του είναι Ιρανική.
- Και ποιο το πρόβλημα; Ρώτησε η Χέλεν.
- Ότι έχει αμερικανικό διαβατήριο, απάντησε τελικά ο Βρετανός.
- Ξέρεις πόσους Αμερικανούς υπηκόους έχουμε που να μιλάνε πραγματικά σπαστά αγγλικά;
- Άφησε με να τελειώσω… Όταν έψαξα περισσότερο βρήκα ότι αυτός ο τύπος είναι
φάντασμα. Όλος ο χαρακτήρας του είναι κατασκευαστός. Δεν υπάρχει πραγματικά αν ψάξεις
τέσσερα με πέντε χρόνια πίσω. Η Χέλεν τον κοιτούσε επίμονα.
- Ποιος άλλος το ξέρει αυτό; Τον ρώτησε τελικά η Χέλεν.
- Αυτό που σου είπα μόνο εσύ. Αύριο όμως θα τον παραδώσουμε σε εσάς.
- Αύριο;
- Ναι… απάντησε ο Βρετανός.
Οι δύο τους έμειναν λίγο εκεί να κοιτούν το κενό για λίγα λεπτά. Οι ανάσες τους σχημάτιζαν μία
θολή ατμόσφαιρα.

- Χέλεν, πραγματικά πρέπει να τον ανακρίνεις, σχεδόν τη παρακάλεσε ο Βρετανός.


- Θα το κανονίσω όταν τον πάρουμε εμείς.
- Όχι, δε καταλαβαίνεις. Αυτή η δουλειά είναι πολύ καλή για να την έχει κάνει ένα δίκτυο
Ιρανών. Τα πάντα είναι νόμιμα. Δε μπορεί κάποιος που κάνει τέτοια δουλειά να πιαστεί από
τυχαία τροχαία παράβαση, ούτε να υποκινεί μίσος σε τοπικό τζαμί τόσο ανοιχτά. Αυτοί
συνήθως είναι φαντάσματα. Αυτός είναι μαριονέτα.
- Μη προτρέχεις, δε ξέρουμε αν είναι Ιρανός, τον διέκοψε η Χέλεν.
- Όχι, εσύ μπορείς μόνο να τον σπάσεις. Είσαι θρύλος… την ικέτεψε σχεδόν.
- Πού το έχετε; Ρώτησε η Χέλεν.
- Δεν είναι επίσημα κρατούμενος αύριο θα σας παραδοθεί…
- Πού; Ρώτησε ξανά η Χέλεν.
- Θα σε πάω εκεί…
- Δε πάω εκεί. Το κύκλωμα παρακολούθησης θα σβήσει, και οι φρουροί θα πάνε βόλτα.
- Δεκτό. Πάμε; Την ρώτησε προτείνοντας ιπποτικά το χέρι του δείχνοντας της το δρόμο.

Ο δρόμος τους μέχρι τη μυστική φυλακή της MI6, ήταν σιωπηλός και σύντομος. Μια μυστική
φυλακή στο κέντρο του Λονδίνου. Η Χέλεν γέλασε διακριτικά. Ήταν διαβολεμένα έξυπνο. Ποιος θα
φαντάζονταν πώς θα υπήρχε μυστική φυλακή στο κεντρικότερο κομμάτι του Λονδίνου; Τα τακούνια
της Χέλεν αντηχούσαν στο πάτωμα. Αμέσως έλυσε το φουλάρι που είχε στο λαιμό της και το
φόρεσε στο κεφάλι της, τρόπον τινά σαν ισλαμικό μαντήλι.

- Τί κάνεις; Τη ρώτησε.
- Το καλό μπάτσο… του απάντησε ψυχρά εκείνη.
- Όλα είναι έτοιμα. Κανείς φρουρός, κανένα κύκλωμα παρακολούθησης.
- Κανείς δε θα μάθει, ούτε οι δικοί μου για αυτό.
- Δεν το είχα σκοπό Χέλεν, της απάντησε ψυχρά ο άνδρας που της άνοιξε τη πόρτα.

Το δωμάτιο ήταν σχετικά σκοτεινό και μύριζε φριχτά. Στη γωνία του τοίχου βρίσκονταν μαζεμένος
ένας μελαμψός άνδρας. Το δωμάτιο δεν είχε παράθυρα και ο φωτισμός προέρχονταν από λάμπες
φθορίου με τις μισές από αυτές να είναι σπασμένες ενώ το κρύο ήταν τσουχτερό. Η ατμόσφαιρα
λοιπόν, ήταν ιδιαίτερα βαριά, λες και βρισκόσουν σε προθάλαμο νεκροτομείου.
- Σαλάμ Αλέκουμ, χαιρέτησε στα αραβικά η όμορφη μελαχρινή. Ο μελαμψός άνδρας τη
κοίταξε ανερμήνευτα, γνωρίζοντας πώς ήταν απαραίτητο να απαντήσει στη συγκεκριμένη
ευχή.
- Αλέκουμ Σαλάμ, απάντησε τελικά ο μαζεμένος άνδρας με βλέμμα που δεν την κοιτούσε καν.
- Ξέρεις γιατί είσαι εδώ; Τον ρώτησε η Χέλεν στα φαρσί, γλώσσα που της την έμαθαν στη
CIA.
- Μπορώ να μιλήσω αγγλικά, της απάντησε εκείνος αποφεύγοντας να μιλήσει στη γλώσσα
που ομιλείτε στο Ιράν.
- Φυσικά και μπορείς, είσαι Αμερικανός Υπήκοος, σχολίασε η Χέλεν ενώ εκείνος την κοίταξε
βαθιά μέσα στα μάτια με ένα βλέμμα μεταξύ μίσους και απορίας.
- Οι Άγγλοι είναι πολύ ευγενικοί στη μεταχείριση των κρατούμενων. Αύριο όμως θα σε
πάρουν οι Αμερικάνοι. Θα σε βάλλουν σε μια μαύρη τρύπα και θα ξεχάσουν ότι υπάρχεις,
του φώναξε ελαφρώς η Χέλεν μιλώντας επίτηδες ξανά φαρσί.
- Δεν έχω κάνει τίποτα, της απάντησε ξανά στα αγγλικά.
- Πού ήσουν πέντε χρόνια πριν; Τον ρώτησε τελικά εκείνη επιμένοντας να μιλάει στην βαριά
γλώσσα.
- Εδώ στην Αγγλία.
- Περίεργο, δεν υπάρχεις σε κανένα αρχείο.
- Λάθος θα ήταν.
- Μπορεί να γίνει με το καλό και με το κακό τρόπο… το απείλησε η Χέλεν.
- Έχεις ένα βράδυ να μιλήσεις…
- Θα με δώσετε τους Αμερικάνους; Ρώτησε εκείνος…
- Ναι, εκτός αν μιλήσεις σε εμάς, απάντησε η Χέλεν παριστάνοντας την βρετανίδα πράκτορα.
- Τότε θα μιλήσω με τους Αμερικάνους! Φώναξε εκείνος στα φαρσί, αφήνοντας την έκπληκτη.
Εδώ όντως συνέβαινε κάτι περίεργο.

Η Χέλεν βγήκε από το δωμάτιο αντικρίζοντας τον Βρετανό πράκτορα που παρακολουθούσε από το
μόνιτορ. Τώρα και οι δύο ήξεραν ότι κάτι πολύ περίεργο διαδραματίζονταν. Η Χέλεν έβγαλε
απότομα το μαντήλι από το κεφάλι της.

- Γιατί ήθελες να έρθω εδώ αφού αύριο θα τον παραδώσετε σε εμάς; Ρώτησε η Χέλεν σε πολύ
σοβαρό τόνο.
- Χέλεν για να έγινε τόσο σοβαρή δουλειά με το διαβατήριο αυτός ο άνδρας έχει να κάνει με
κάποιο από τη κυβέρνηση σας…
- Ναι, και θα τον αναλάβουμε αύριο. Ποιος είναι ο πραγματικός λόγος που με θέλεις εδώ;
- Θέλω να αποδείξεις πώς δεν είναι Αμερικανός για να παγώσω τη μεταφορά του. Θέλουμε να
τον έχουμε υπό δική μας κράτηση.
- Είπες ότι η επίθεση οργανώνεται από δικό μας έδαφος προηγουμένως…
- Ναι, στη κατοχή του είχε πάνω του 60.000 δολάρια, την διέκοψε ο Βρετανός.
- Δεν λέει κάτι αυτό. Το δολάριο είναι το παγκόσμιο νόμισμα όσον αναφορά τις παράνομες
συναλλαγές.
- Σε συνδυασμό με το διαβατήριο όμως… Δε πιστεύω στις συμπτώσεις. Σε παρακαλώ πρέπει
να με πιστέψεις. Είσαι η μόνη που μπορώ να εμπιστευτώ. Το διαβατήριο αυτό είναι καθαρό
και αυτός είναι φάντασμα. Η Χέλεν πίεζε τα ιγμόρεια της και πήρε μια βαθιά ανάσα.
- Ποιος πράκτορας θα τον παραλάβει από εμάς;
- Κάποιος Κρίστοφερ Μάιλς.
- Τότε δεν έχεις λόγο να φοβάσαι για την ακεραιότητα του. Είναι καλός στη δουλειά του.
Προσπάθησε να τον αποθαρρύνει η Χέλεν.
- Πώς το ξέρεις; Σε αυτή την δουλειά δεν εμπιστευόμαστε κανέναν.
- Εμπιστεύομαι αυτόν…
- Πώς;
- Εγώ τον στρατολόγησα. Εγώ τον εκπαίδευσα και τον ξέρω, φώναξε νευριασμένη η Χέλεν.
Αντέδρασε επιτέλους στους αλλοπρόσαλλους ισχυρισμούς του Βρετανού πράκτορα.
- Ήρθα εδώ καθαρά από περιέργεια. Αυτός εκεί μέσα θα μεταφερθεί σε εμάς. Θα εξετάσω εγώ
η ίδια την ιστορία σου με το διαβατήριο αλλά έως εκεί. Δεν ανέχομαι τους υπαινιγμούς σου
για την υπηρεσία μου και τους συναδέλφους μου. Κατανοητό; Ρώτησε η Χέλεν ενώ
ετοιμάστηκε να φύγει.
- Χέλεν, κάνεις λάθος. Ο άνδρας αυτός δε μπορεί να είναι δικός σας…
- Καληνύχτα, ξεφύσηξε αγανακτισμένη και σίγουρη πώς η όποια συζήτηση δεν είχε νόημα.

Η Χέλεν μπήκε στο πρώτο ταξί που βρέθηκε μπροστά της. Ο προορισμός της, η αμερικανική
πρεσβεία. Άνοιξε τη τσάντα της και έψαξε μηχανικά το κινητό της. Έβαλε πάλι πίσω τη μπαταρία
του και το άναψε! Το βλέμμα της, συναντήθηκε με το βλέμμα του αδιάκριτου οδηγού που τη
κοιτούσε μέσα από το καθρέφτη, το οποίο όμως ο τελευταίος έσπευσε να απομακρύνει από το δικό
της. Η Χέλεν όσο γοητευτική και εντυπωσιακή ήταν είχε όμως και κάτι που ενέπνεε φόβο συνάμα.

- Κρις, έχουμε ένα πιθανό πρόβλημα. Μπορείς να έρθεις στο γραφείο; Μονολόγησε η Χέλεν
στο τηλέφωνο της κοιτώντας έξω από το παράθυρο. Το τηλεφώνημα ήταν σύντομο και η
Χέλεν έβαλε τη συσκευή πάλι πίσω στη τσάντα της, παρακαλώντας τον οδηγό να κάνει στην
άκρη πριν φτάσει στην Αμερικανική πρεσβεία. Του έδωσε τα ρήματα και βγήκε από το ταξί
χωρίς να περιμένει για τα ρέστα της.

Το βήμα της ήταν γρήγορο. Όντως, η προθυμία του άνδρα σε εκείνο το δωμάτιο να παραδοθεί στους
Αμερικανούς ήταν κάτι παραπάνω από περίεργη. Η Χέλεν πέρασε από την ασφάλεια της πρεσβείας
και χαιρέτησε τυπικά τους πεζοναύτες στην είσοδο του εντυπωσιακού κτηρίου. Ανεβαίνοντας με το
ασανσέρ τους ορόφους έφτασε σε έναν όροφο που με το που έμπαινες υπήρχε μια λευκή πόρτα που
έγραψε «εξουσιοδοτημένο προσωπικό μόνο». Η Χέλεν άνοιξε κοφτά τη λευκή πόρτα. Μέσα υπήρχε
ένας προθάλαμος που τον φυλούσε άλλος ένας πεζοναύτης. Η Χέλεν άφησε το κινητό της σε ένα
ντουλαπάκι, χαιρέτησε το φρουρό και άνοιξε άλλη μια πόρτα για να βρεθεί στο σταθμό της CIA στο
Λονδίνο. Η εντυπωσιακή γυναίκα ξεχύθηκε σαν σίφουνας ανάμεσα στα γραφεία των διάφορων
υπαλλήλων μέχρι που τελικά κατέληξε έξω από το γραφείο του σταθμάρχη.

- Αίθουσα συνεδριάσεων τώρα… Ανακοίνωσε η Χέλεν στρατιωτικά κοφτά στο σταθμάρχη και
τον Κρίστοφερ που του είχε τηλεφωνήσει ήδη από το ταξί.

Οι τρεις τους κατευθύνθηκαν σε με μια τεράστια αίθουσα η οποία σφράγιζε για την εξασφάλιση
μυστικότητας.

- Προς τί η βιασύνη; Ρώτησε τελικά ο προστατευόμενος της Χέλεν.


- Αύριο θα παραλάβουμε ένα τρομοκράτη από τους Άγγλους; Ρώτησε τελικά η Χέλεν.
- Ναι. Απάντησε λακωνικά ο μεσήλικας σταθμάρχης έπειτα από οπτική επαφή με τον Κρίς.
- Και εγώ γιατί δεν ενημερώθηκα; Απαίτησε να μάθει η Χέλεν που είχε εδραιωθεί πλέον μετά
από συνεχείς επιτυχίες στο σκιώδη αυτό κόσμο.
- Χέλεν είναι μια απλή μεταφορά. Δεν είναι άξια λόγου καν. Για αυτό δε σε ενημέρωσα. Πήγε
να την ηρεμήσει ο Κρις.
- Εσύ μη μιλάς. Εσύ θα έπρεπε να με έχεις ενημερώσει, τον σταμάτησε με απόκοσμα ήρεμο
τρόπο η μελαχρινή γυναίκα υψώνοντας το χέρι της.
- Χέλεν, η επιλογή να μην σε ενημερώσει ήταν δική μου. Δεν μπορώ να ενημερώνω όλο το
γραφείο για μια απλή μεταφορά.
- Δεν είμαι όλο το γραφείο. Είμαι ο λόγος που κάθεσαι σε αυτό το γραφείο. Απάντησε
λακωνικά η Χέλεν αναφερόμενη σε μια παλιότερη επιτυχία της που τον είχε αφήσει να
καρπωθεί εκείνος παρουσιάζοντας την ως ψήφο εμπιστοσύνης στο Λάνγκει όταν εσωτερικά
κυκλοφόρησε το όνομα του ως υποψήφιος για τη θέση του σταθμάρχη.
- Έχεις δίκαιο, κατέληξε τελικά ο ασπρομάλλης άνδρας απέναντι της. Αν το επιθυμείς μπορείς
να παραστείς αύριο στην παράδοση, ανακοίνωσε τελικά ο άνδρας και ξεσφράγισε τη πόρτα
προκειμένου να φύγει. Το παράδειγμα του πήγε να ακολουθήσει και η Χέλεν αλλά τη
σταμάτησε ο μικρότερος Κρις.

Η Χέλεν τον κοίταξε ανερμήνευτα στα μάτια. Ο Κρις απομάκρυνε το χέρι του από το πήχη της που
την είχε πιάσει για να τη σταματήσει να μη φύγει.

- Συγγνώμη που δε σε ενημέρωσα, απολογήθηκε σα κουτάβι ο νεαρός άνδρας.


- Εγώ σου έμαθα αυτή τη δουλειά Κρις. Κάνε μου τη χάρη και να με ενημερώνεις από εδώ και
πέρα, του απάντησε κουρασμένα η Χέλεν.
- Πώς το έμαθες; Τη ρώτησε τελικά ο πανέμορφος νεαρός. Η Χέλεν τον κοίταξε ελαφρώς
καχύποπτα αλλά αυτή η στάση της δε κράτησε για πολύ. Τον ήξερε, εκείνη τον
στρατολόγησε, εκείνη τον εκπαίδευσε.
- Με ενημέρωσε ένας φίλος που έχω στην MI6.
- Τί σου είπε; Ρώτησε εκείνος με εμφανή απορία.
- Κάτι δε πάει καλά με την ιστορία του. Ότι το διαβατήριο του φαίνεται να είναι αληθινό αλλά
ότι ο ίδιος ο άνθρωπος δε εμφανίζεται σε κανένα αρχείο αν ψάξεις πριν από τέσσερα-πέντε
χρόνια. Απάντησε τελικά η Χέλεν που έκατσε στη άνετη μαύρη δερμάτινη καρέκλα
συνεδριάσεων στο δωμάτιο των μυστικών, όπως της άρεσε να το αποκαλεί.
- Και δε πήγες να το διερευνήσεις;
- Όχι αφού αύριο θα τον έχουμε στη κατοχή μας… απάντησε η Χέλεν τελικά. Δεν της άρεσε
να μιλάει για τις πράξεις της. Της άρεσε να φέρνει αποτελέσματα και να παράγει απαντήσεις.
Προτού φτάσει κάπου απέφευγε να αναπτύσσει λεπτομέρειες στον οποιοδήποτε. Όσο και αν
εμπιστεύεται το άτομα απέναντι της και στη συγκεκριμένη περίπτωση θα μπορούσε να
εμπιστευθεί τη ζωή της σε αυτόν τον νεαρό.
- Τέλος πάντων, με χρειάζεσαι κάτι άλλο; Θα πάω να ξεκουραστώ αύριο μας περιμένει μια
γεμάτη μέρα, αποκρίθηκε ο νεαρός στη Χέλεν η οποία τον καληνύχτισε με ένα νεύμα. Στη
τελική και εκείνη περίμενε την επόμενη μέρα να ξημερώσει με μανία.
Η επόμενη μέρα ήρθε σαν άρμα από τον ουρανό και σκόρπισε φως στη γκρι πόλη του Λονδίνου. Η
Χέλεν είχε κοιμηθεί στο γραφείο από τη προηγούμενη μέρα. Ευτυχώς είχε πάντα φυλαγμένα ρούχα
στο γραφείο της για τέτοιες περιπτώσεις. Τα μάτια της ήταν σφραγισμένα και η ίδια παραδομένη σε
ένα ήσυχο ύπνο, χωρίς εφιάλτες εκείνη τη νύχτα. Την ήσυχη της κατάσταση διατάραξε με ένα
διακριτικό σκούντημά ένα γνώριμο πρόσωπο της, μια νεαρή αναλύτρια που έβλεπε τη Χέλεν ως
ίνδαλμα. Η ατμόσφαιρα μύριζε αχνιστό καφέ. Η όμορφη μελαχρινή πρώην στρατιωτικός άνοιξε τα
μάτια της. Σήκωσε τη πλάτη της και ανακάθισε στο καναπέ του γραφείου της. Η νεαρή ξανθιά
αναλύτρια της χαμογέλασε και της πρόσφερε ένα μεγάλο ποτήρι καυτό καφέ με το κλασικό
λογότυπο της πασίγνωστης εταιρίας από το Seattle.

- Καλημέρα, έγνεψε χαμογελαστή η Χέλεν και πήρε απρόθυμα το καφέ από το χέρι της
συναδέλφου της.
- Καλημέρα, απάντησε η ξανθιά αναλύτρια.
- Δεν έπρεπε να κάνεις το κόπο, χαμογέλασε η Χέλεν πίνοντας μια γουλιά από το καφέ της.
- Φαινόταν πως θα τον είχατε ανάγκη. Χρειάζεστε κάτι άλλο;
- Όχι, εσύ; Έγνεψε η Χέλεν.
- Όχι… έγνεψε η νεαρή απέναντι αφήνοντας χώρο και χρόνο στην Χέλεν να ετοιμαστεί για την
μεγάλη μέρα που θα ακολουθούσε.

Η Χέλεν καθόταν στο γραφείο και μετρούσε τις ώρες να περάσει να δύσει ο ήλιος για να ξεκινήσει η
επιχείρηση της παράδοσης του υπόπτου. Την σιωπή της διέκοψε η κινητικότητα που εντόπισε στο
γραφείο του σταθμάρχη ο οποίος της έκανε νεύμα ότι ξεκινούσαν. Η Χέλεν κοίταξε το ρολόι. Ήταν
ακόμα σχεδόν μέρα. Δε μπορούσαν να κάνουν αυτή τη δουλειά μέρα, ήταν τρομακτικά ασύνηθες.
Χωρίς όμως να το πολυσκεφτεί πήρε το δερμάτινο τζάκετ της και ακολούθησε τους άλλους δύο
άνδρες από το γραφείο.
Η διαδρομή μέσα στο θωρακισμένο τζιπ ήταν ατελείωτη. Είχαν περάσει σχεδόν δύο ώρες όταν
έφτασαν σε ένα περιθωριακό αεροδρόμιο αρκετά έξω από το Λονδίνο. Το μεγάλο βαρύ αμάξι
σταμάτησε έξω από ένα υπόστεγο κάτω από το οποίο φιλοξενούνταν ένα ιδιωτικό αεροσκάφος. Η
Χέλεν παραξενεύτηκε. Γιατί έπρεπε να μεταφερθεί επειγόντως στην Αμερική; Γιατί δεν θα είχε την
ευκαιρία να τον ανακρίνει; Ήδη εκεί βρίσκονταν άλλο ένα αμάξι. Όταν τα πόδια της Χέλεν και των
άλλων δύο πάτησαν έδαφος, τότε άνοιξαν και οι πόρτες του απέναντι αμαξιού. Δύο άνδρες με
ακουστικό στο αφτί τους άνοιξαν τη πόρτα του βαν. Από μέσα βγήκαν άλλοι δύο άνδρες που
κρατούσαν τον κρατούμενο. Ένας από αυτούς ήταν και ο γνωστός της Χέλεν. Οι Βρετανοί
πλησίασαν τους πιο χαλαρά ντυμένους συμμάχους τους από την άλλη πλευρά του ωκεανού.
Απογοητευμένα, ο βρετανός γνωστός της Χέλεν ξεκλείδωσε τις χειροπέδες του μελαμψού άνδρα και
τον έσπρωξε στους Αμερικάνους. Πάνω του έπεσε ο Κρις. Τον πήρε και τον οδήγησε στην είσοδο
του ιδιωτικού τζετ που τον περίμενε μια γυναίκα ντυμένη με κομψό ταγέρ. Η Χέλεν κοίταξε προς
στιγμήν το Βρετανό που συνάντησε το βλέμμα της. Η παράδοση έγινε και το ιδιωτικό τζετ άρχισε να
παίρνει τη θέση του στη κορυφή του διαδρόμου. Δεν πέρασε πολύ ώρα μέχρι που το ατσάλινο πουλί
υψώθηκε στον ζωγραφισμένο πορτοκαλί από τη δύση του ηλίου ορίζοντα.
- Γιατί έπρεπε να τον στείλουμε αμέσως; Ρώτησε τελικά η Χέλεν όταν όλοι είχαν μπει μέσα
στο τζιπ.
- Δεν ξέρω, απάντησε ειλικρινά ο σταθμάρχης. Και εγώ σήμερα το έμαθα. Εντολή από
Ουάσιγκτον.
Η Χέλεν πήρε την απάντηση της, η οποία την έκανε όμως ακόμα περισσότερο καχύποπτη. Το ταξίδι
πίσω στο Λονδίνο ήταν σιωπηλό και θανατηφόρα βαρετό. Το φεγγάρι είχε πλέον κυριεύσει τον
ουρανό και η μέρα είχε και επισήμως παρέλθει αφήνοντας τη Χέλεν με περισσότερες απορίες παρά
απαντήσεις.
Κεφάλαιο 6

Πίσω στο σπίτι της επικρατούσε εκκωφαντική ησυχία. Δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της
την ανάκριση της στον μελαμψό άνδρα. Δεν μπορούσε να καταλάβει εκείνη τη προθυμία του να τον
πάρουν οι Αμερικάνοι. Τα ερωτήματα αυτά την απασχολούσαν μέχρι που τελικά το αίσθημα της
κούρασης και του ύπνου ήρθαν προσωρινά να την απαλλάξουν από τις ενοχλητικές σκέψεις.
Ο ύπνος της ήταν ταραγμένος. Όλο το βράδυ έβλεπε το Μάρκ στον ύπνο της. Έβλεπε τη σκηνή που
της άλλαξε τη ζωή δέκα χρόνια πριν. Σήμερα όμως ακόμα και η ένταση της εφιαλτικής ανάμνησης
ήταν διαφορετική. Ήταν εκεί πιέζοντας τον λαιμό του να σταματήσει το αίμα. Ήταν εκεί όταν τον
είδε τη ζωή να φεύγει από το σώμα του. Ξαφνικά όμως εκείνος σηκώθηκε την έπιασε από το λαιμό
και της φώναξε να μην εμπιστεύεται κανέναν. Η Χέλεν πετάχτηκε από το κρεβάτι της και έπιασε
ασυναίσθητα το λαιμό της. Κοίταξε την ώρα. Είχε ξημερώσει. Η νέα μέρα άρχισε και η Χέλεν ακόμα
πνίγονταν από αμφιβολίες. Δεν άντεξε πήρε ένα χοντροκομμένο κινητό που είχε κρύψει κάτω από
ένα συρτάρι στο κομοδίνο της και τηλεφώνησε σε έναν άνθρωπο που είχε εξελιχθεί σε επιστήθιο
φίλο πλέον. Η Χέλεν πήρε με σκοπό να την ενημερώσει για τις ανησυχίες τις και να μπορέσει να
πάρει απαντήσεις.

- Ανάντια, καλημέρα. Είναι ασφαλής γραμμή; Ρώτησε η Χέλεν μπαίνοντας κατευθείαν στην
ουσία του θέματος.
- Ναι, πες μου, είπε μετά από κάποια δευτερόλεπτα η μελαμψή γυναίκα χιλιάδες χιλιόμετρα
μακριά.
- Θέλω να μου κάνεις μια χάρη. Μίλησε τελικά η Χέλεν.
- Ό,τι θες… απάντησε πρόθυμα η Ανάντια.
- Εχθές στείλαμε ένα πακέτο από Λονδίνο. Το πήρατε; Ρώτησε η Χέλεν.
- Δεν έχεις μάθει ακόμα τίποτα έτσι; Την ρώτησε έκπληκτη η Ανάντια.
- Να μάθω τί; Ρώτησε η Χέλεν χάνοντας ένα χτύπο.
- Αυτός είναι νεκρός. Καρδιακή προσβολή. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε να τον συνεφέρουμε
στον αέρα αλλά δεν ήταν εφικτό. Είναι εδώ. Θα γίνει τοξικολογική και βλέπουμε.
- Ανάντια…κάτι πολύ περίεργο συμβαίνει εδώ πέρα. Δε ξέρω τί, αλλά θα το μάθω!
Ανακοίνωσε η Χέλεν απότομα.
- Θες να σε ανακαλέσω; Να έρθεις στην Ουάσιγκτον να το δούμε από κοντά;
- Κάντο.

Ο καιρός ήταν μουντός και η μελαχρινή γυναίκα ήταν πλέον απολύτως σίγουρη πώς οι ισχυρισμοί
του Άγγλου ήταν αληθείς. Κάτι συνέβαινε. Για κάποιο λόγο η υπόθεση αυτή την έκανε να νιώθει
τρομερή ανασφάλεια. Κάτι πολύ σοβαρό κρύβονταν πίσω από όλο αυτό. Δεν μπορούσε να το
αφήσει στη τύχη. Έπρεπε να επιστρέψει πίσω στην Ουάσιγκτον. Έπρεπε η ίδια να πάρει τον έλεγχο
της υπόθεσης! Σηκώθηκε νωχελικά από το κρεβάτι και κατευθύνθηκε στη κουζίνα του ευρύχωρου
διαμερίσματος που παραχωρούσε η πρεσβεία. Ο αχνιστός καφές είχε αρχίσει να ρέει μέσα στο
γυάλινο δοχείο και η Χέλεν έσπευσε να ρίξει το περιεχόμενο του σε μια λιτή άσπρη κούπα. Είχε
σχετικά αρκετό καιρό να δει ξανά το Αφγανιστάν στον ύπνο της. Η αλήθεια όμως είναι ότι ο τρόπος
εκπαίδευσης της, της είχε αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στο χαρακτήρα της, στο σώμα της, στο μυαλό
της. Είχε την ευκαιρία να μπει στο πανεπιστήμιο στα 15 της και μέχρι τα 18 που τελείωσε, αμέσως
κατετάγη στο στρατό. Την εποχή που κατετάγη, οι γυναίκες δεν ήταν προορισμένες να εντάσσονται
στις ειδικές δυνάμεις και σε κάθε κρούση και προσπάθεια της να συμπεριληφθεί σε οτιδήποτε πιο
επιθετικό οι πόρτες έκλειναν πίσω της. Δεν σκέφτηκε ποτέ να τα παρατήσει και κατάφερε να μπει
αρχικά και να εκπαιδευτεί με τους rangers, μέχρι που τη στρατολόγησε η ομάδα Δέλτα. Η ομάδα
Δέλτα στρατολογεί μόνο εσωτερικά από το στρατό και θεωρείται ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει ο
αμερικανικός στρατιωτικός λέοντας. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα, στο μυαλό της έρχονταν οι
πρώτες στιγμές από την εκπαίδευση της. Η καχυποψία των ανδρών και η προσπάθεια της να γίνει
καλύτερη από αυτούς. Τελικά η Χέλεν είχε ιδιαίτερες ικανότητες. Η νοητική της ανωτερότητα και η
οξυδέρκεια της ήταν εμφανής σε όποιον την γνώριζε ενώ και οι σωματικές της δυνατότητες
βρίσκονταν σε εκπληκτικό επίπεδο. Τελικά, πέρασε ένα αρκετά επίπονο, ιδρωμένο και ματωμένο
διάστημα και η Χέλεν εκπαιδεύτηκε στη μάχη σώμα με σώμα και στον ανορθόδοξο πόλεμο. Έφτασε
σε ένα σημείο να θεωρείται από τους καλύτερους στην ομάδα της, ώσπου ανέλαβε τελικά τη δική
της. Εκεί, γνώρισε τους αδελφικούς της φίλους, ό,τι πιο κοντινό είχε σε οικογένεια, εκεί ερωτεύτηκε
και ομοίως εκεί έχασε ό,τι της χαρίστηκε απλόχερα από τη ζωή η οποία μέσα σε ένα λεπτό της τα
στέρησε ξανά. Τον ειρμό των αναμνήσεων της διέκοψε ένας διακριτικός ήχος που έκανε η καφετέρια
που τελείωσε τη δουλειά της. Η Χέλεν κοίταξε τη γκρίζα πόλη του Λονδίνου που λάτρεψε από τη
πρώτη στιγμή που το είδε. Λάτρεψε την αίσθηση κοσμοπολιτισμού που ενέπνεε, λάτρεψε την
αριστοκρατική φινέτσα και την χαρακτηριστική ευγένεια των Βρετανών. Ο ήχος από το ρολόι που
την ειδοποίησε για την αλλαγή της ώρας, την επανάφερε στη πραγματικότητα. Λογικά η Ανάντια θα
έχει αναλάβει να ειδοποιήσει τον σταθμάρχη για την ανάκληση της, τους λόγους της οποίας δεν θα
ανέφερε η Ανάντια, εκ φύσεως κρυψίνους και καχύποπτη με τους πάντες.

Η Χέλεν χαιρέτησε το πεζοναύτη που φυλούσε την αίθουσα που άφηναν οι υπάλληλοι του γραφείου
της CIA στο Λονδίνο τα κινητά και τις ηλεκτρικές συσκευές πριν εισέλθουν σε αυτό. Άνοιξε με χάρη
τη πόρτα και έμεινε για κάποια δευτερόλεπτα να παρατηρεί τους συνεργάτες της. Όλοι δούλευαν σε
γρήγορους ρυθμούς, με τα τηλέφωνα να χτυπούν κατά καιρούς και τα κουστουμαρισμένα γρανάζια
της κατασκοπίας να τρέχουν κοπιωδώς για να προλάβουν τις εξελίξεις προτού τους προλάβουν
αυτές. Η Χέλεν κάθισε στο γραφείο της και ουσιαστικά περίμενε μέχρι να την φωνάξει στο γραφείο
του το αφεντικό της. Ήταν περίεργο το πόσα πράγματα μπορούσε να παρατηρήσει που οι
περισσότεροι άνθρωποι δεν θα έδιναν σημασία καν. Με το που κάθισε στη καρέκλα της, ο Κρις, ο
πρώην μαθητευόμενος της την προσέγγισε με σκοτεινό βλέμμα.

- Χέλεν, ο τύπος που μας παρέδωσαν οι Άγγλοι, πέθανε.


- Πέθανε; Προσποιήθηκε την έκπληξη της η Χέλεν.
- Ναι… απάντησε σοκαρισμένος ο νεαρός άνδρας.
- Πότε το έμαθες; Ρώτησε επίτηδες η Χέλεν έχοντας σηκωθεί από τη καρέκλα της δήθεν
σοκαρισμένη.
- Μόλις τώρα, αποκρίθηκε ο νεαρός. Η Χέλεν όμως θυμήθηκε τη συζήτηση της με την
Ανάντια, της ρώτησε πώς και δεν έχει ειδοποιηθεί ακόμα. Άρα, λογικά ο Κρις θα έπρεπε να
το έχει μάθει πολύ νωρίτερα.
- Τί θα κάνουμε; Ρώτησε η Χέλεν τελικά.
- Δεν ξέρω, θα περιμένουμε να βρει η έκθεση του ιατροδικαστή στην Ουάσιγκτον. Μέχρι τότε
περιμένουμε.
- Σωστά… ψιθύρισε η Χέλεν.
- Αυτό ήθελα να σου πω, πάω να συνεχίσω τη δουλειά.
- Ναι, φυσικά, τον χαιρέτησε η Χέλεν με το μυαλό της να παίρνει τρομακτικές στροφές
προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσει τη πραγματικότητα που διαμορφώνονταν γύρω της.
Κατευθύνθηκε προς το παράθυρο. Πάντα τα παράθυρα ήταν μια διέξοδος από την
πραγματικότητα. Η όμορφη μελαχρινή δε πρόλαβε καν να κάτσει πίσω στο γραφείο της και
αμέσως μπήκε το αφεντικό της και έκλεισε τη πόρτα πίσω του.

- Χέλεν, πρέπει να σου μιλήσω. Έγνεψε ο σταθμάρχης Λονδίνου με σοβαρό βλέμμα που
απαιτούσε η περίσταση.
- Παρακαλώ, έγνεψε η Χέλεν δείχνοντας τη καρέκλα απέναντι στο γραφείο της.
- Δε ξέρω πώς θα το πάρεις. Πραγματικά δεν ήταν δική μου δουλειά.
- Τί θέλετε να μου πείτε; Ρώτησε η Χέλεν που προφανώς ήξερε τί επρόκειτο να της
ανακοινώσει.
- Σε ανακαλέσανε από την Ουάσιγκτον. Ανακοίνωσε εμφανώς στεναχωρημένος ο σταθμάρχης.
Η Χέλεν έγειρε απότομα τη πλάτη της στη δερμάτινη καρέκλα και ξεφύσηξε αφήνοντας
μερικά δευτερόλεπτα τη σιωπή να καταβροχθίσει τη σκόνη που αιωρούνταν στο γραφείο και
φαίνονταν ανάμεσα από τις ρωγμές φωτός που έμπαιναν μέσα στο γραφείο της από το
παράθυρο μιας όψεως.
- Γιατί; Ρώτησε τελικά η Χέλεν προσποιούμενη την έκπληκτη.
- Δεν έχω ιδέα, απάντησε ειλικρινά ο άνδρας απέναντι της.
- Μάλιστα, δεν έχω και πολλές επιλογές. Θα πακετάρω και θα φύγω με το πρώτο αεροπλάνο.
- Ήταν τιμή μου που υπηρέτησα μαζί σου, αποκρίθηκε ο σταθμάρχης δίνοντας το χέρι του ενώ
είχε ήδη σηκωθεί. Η Χέλεν ανταπέδωσε τη χειραψία, ενώ από μέσα της χαμογελούσε
θριαμβευτικά. Για άλλη μια φορά χρωστούσε πολλά στην Ανάντια.

Ο καιρός είχε αλλάξει απότομα, και τώρα έβρεχε καταρρακτωδώς στο μαγευτικό Λονδίνο. Η Χέλεν
είχε φτάσει στο αεροδρόμιο Χίθροου και περίμενε να περάσει η ώρα ώστε να ανοίξει η πύλη
αναχώρησης της. Έτσι, έκανε μια βόλτα στους χαοτικούς διαδρόμους του τερματικού και χάζευε τα
πολυάριθμα μαγαζιά που στεγάζονται στο χώρο του αεροδρομίου. Το βλέμμα της έπεσε πάνω σε μια
βιτρίνα με βιβλία που στο πάνω μέρος της είχε ένα μικρό καθρέφτη. Αμέσως, πήγε εκεί και
ξεφύλλισε όποια βιβλία της κέντριζαν το ενδιαφέρον, είχε άλλωστε μια αδυναμία στο διάβασμα. Το
βλέμμα της όμως αμέσως έπεσε σε έναν άνδρα που τη κοιτούσε από απόσταση ασφαλείας. Το
βλέμμα του παρά ήταν κεντραρισμένο σε αυτήν για να είναι τυχαίο. Σίγουρα αυτός ο άνδρας την
ακολουθούσε. Το ένστικτο της λειτούργησε αμέσως. Έκανε πως δεν τον είδε, προσποιήθηκε ότι
συνέχισε να κοιτάζει τα βιβλία και έριχνε κλεφτές ματιές στο καθρέφτη. Όταν είδε πως ο άνδρας δε
κοιτούσε, εκείνη ακαριαία έφυγε από το οπτικό του πεδίο και μέσα σε δευτερόλεπτα είχε βρεθεί στη
πλάτη του. Τον παρακολουθούσε τώρα εκείνη. Τον είδε να προσπαθεί να την εντοπίσει, μα μάταια, η
Χέλεν ήταν ιδιαίτερα ικανή και εμφανώς πιο έμπειρη από εκείνον. Η λογική της, της επέβαλε να
φύγει και να μην τον απειλήσει από πίσω του ζητώντας εξηγήσεις για το ποιος είναι. Οι κανονισμοί
της υπηρεσίας είναι σαφείς. Να αποφεύγονται οποιουδήποτε είδους συμβάντα σε διεθνής χώρους
και κυρίως δε τα αεροδρόμια. Το ένστικτο της όμως της έλεγε να τον προσεγγίσει. Πήγε να κάνει ένα
βήμα και στο μυαλό της ήρθε το Αφγανιστάν. Αν είχε ακολουθήσει τη λογική της, τους κανόνες και
τότε, η ομάδα της θα ήταν ίσως ακόμα ζωντανή. Αμέσως επομένως, πάγωσε κρύφτηκε πίσω από μία
κολώνα και περίμενε να φύγει ο άνδρας που μέχρι πρότινος την παρακολουθούσε.
Τελικά η ώρα πέρασε και η επιβίβαση είχε γίνει. Η Χέλεν κάθισε στο κάθισμα της και κοιτούσε έξω
από το παράθυρο. Στο μυαλό της ήρθε πόσο άβολο είναι το ταξίδι στα μεταγωγικά C-130 και
χαμογέλασε άθελα της. Βολεύτηκε στο δερμάτινο κάθισμα και περίμενε μέχρι το μεταλλικό πουλί
πετάξει ανάμεσα στα σύννεφα μεταξύ ουρανού και εδάφους. Οι ώρες περνούσαν, η Χέλεν έκλεισε
τελικά τα μάτια της και τα άνοιξε ξανά όταν το αεροπλάνο είχε προσγειωθεί στο αεροδρόμιο Νταλς,
στην Ουάσιγκτον. Οι αποσκευές της Χέλεν ήρθαν γρήγορα και κατευθύνθηκε στον έλεγχο
εισιτηρίων. Η όμορφη μελαχρινή υπέδειξε το διπλωματικό διαβατήριο της και κοίταξε τον υπάλληλο
στα μάτια. Εκείνος την καλωσόρισε σπίτι και της χαμογέλασε ευγενικά.
Βγαίνοντας από την έξοδο του αεροδρομίου έγνεψε σε ένα γνώριμο πρόσωπο που είχε βγει από την
πόρτα του οδηγού και της χαμογελούσε. Η Χέλεν έβαλε τις αποσκευές στο χώρο αποσκευών και τις
χειραποσκευές στο πίσω κάθισμα.

- Καλώς ήρθες, αγκάλιασε η Ανάντια τη Χέλεν


- Ευχαριστώ Ανάντια. Για όλα…
- Μη το ξαναπείς, απάντησε η Ανάντια βάζοντας μπροστά το πολυτελές μεγάλου κυβισμού
αμάξι της. Οι δυο τους έμειναν σιωπηλές για ένα μεγάλο διάστημα που διασχίζανε τον
περιφερειακό οδηγώντας προς το σπίτι της Χέλεν.
- Τί συνέβη στο Λονδίνο, ρώτησε τελικά η Ανάντια, έχοντας παρκάρει σχεδόν έξω από το
σπίτι της Χέλεν η οποία αφηγήθηκε με τη παραμικρή λεπτομέρεια τα συμβάντα των
προηγούμενων ημερών. Η μελαμψή γυναίκα φάνηκε εμφανώς προβληματισμένη.
- Οι Βρετανοί μας παρακάλεσαν να τους βοηθήσουμε. Φοβούνται πως ένας πυρήνας Ιρανών
εδώ ετοιμάζει χτύπημα κατά της βασιλικής οικογένειας. Το ανέθεσα σε εσένα… απάντησε η
Ανάντια.
- Τί αποτέλεσμα είχε η νεκροτομή;
- Καρδιακή προσβολή. Τίποτα το καχύποπτο, απάντησε η Ανάντια.
- Ιδιαίτερα βολικό, έτσι δεν είναι; Ρώτησε η Χέλεν ξεφυλλίζοντας την αναφορά.
- Είναι, αλλά μπορεί όντως να ισχύει. Στον οργανισμό του δε βρέθηκε τίποτα. Είναι συχνό
φαινόμενο αν το καλοσκεφτείς… Η Χέλεν έκλεισε με δύναμη το φάκελο ενώ είχε πάρει ήδη
διακριτικά τη φωτογραφία του αμφιβόλου καταγωγής άνδρα.
- Για την απειλή τώρα, έχουμε νοικιάσει ένα διαμέρισμα σχεδόν απέναντι από ένα τζαμί που το
FBI κατέδειξε ότι εκκολάπτει τρομοκράτες.
- Η ομάδα μου; Ρώτησε η Χέλεν.
- Δε θες να την επιλέξεις εσύ; Τη ρώτησε η Ανάντια.
- Όχι, θέλω τους πιο νέους στην υπηρεσία. Η Ανάντια την κοίταξε απορημένα.
- Δεν θέλω κανέναν που να έχει εμπλακεί στην υπηρεσία. Θέλω νέα, αμόλυντα,
κατασκοπευτικά εργαλεία, εξήγησε η Χέλεν καθώς έφευγε από το αμάξι με τις αποσκευές
στα χέρια της.

Τα κλειδιά της άνοιξαν τη πόρτα του όμορφου σπιτιού της. Ακούμπησε τις αποσκευές στο πάτωμα
και αμέσως άνοιξε τη πόρτα του κλουβιού μεταφοράς του μικρού χνουδωτού γάτου που
κουβαλούσε παντού από όταν τον βρήκε στο δρόμο. Τακτοποίησε τα πράγματα της, και χώθηκε στη
ντουζιέρα για ένα καυτό μπάνιο. Η Ανάντια φύλαγε πάντα τα νώτα της. Ήξερε πώς το ότι είχε
ξεπεράσει κάπως το θάνατο του Μαρκ και της ομάδας της, το χρωστούσε αποκλειστικά σε αυτή τη
γυναίκα. Έβαλε άνετα ρούχα και έκατσε στο καναπέ παρέα με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Πήρε στα
χέρια της τη φωτογραφία που είχε κλέψει από το φάκελο της νεκροτομής. Ήξερε ακριβώς τί να κάνει
με αυτό. Σήκωσε το τηλέφωνο της πληκτρολόγησε έναν αριθμό.

- Πρέπει να συναντηθούμε, ήταν το πρώτο πράγμα που είπε η Χέλεν στο τηλέφωνο.
- Πότε; Απάντησε μια γυναίκα με βαριά μεσανατολική προφορά.
- Αύριο, έσπευσε να απαντήσει η Χέλεν και έκλεισε το τηλέφωνο.

Ήξερε ακριβώς τί έπρεπε να κάνει. Ήξερε πώς κάτι σημαντικό κρύβονταν πίσω από αυτήν την
υπόθεση παρότι η λογική μάλλον θα συνηγορούσε στο αντίθετο. Κάτι όμως της έλεγε μέσα της πώς
κάτι δε πήγαινε καλά. Το βράδυ περνούσε και η όμορφη μελαχρινή πάσχιζε να κρατήσει τα μάτια της
ανοιχτά. Έχασε τελικά τη μάχη και παραδόθηκε στο παραδοσιακό φάρμακο όλων των
τραυματισμών, σωματικών και ψυχικών, τον ύπνο!

Το αριστοκρατικό σπίτι στο Georgetown ήταν σιωπηλό και σκοτεινό, η Χέλεν κοιμόταν ήρεμα πάντα
όμως με τη συνοδεία ενός όπλου κάτω από το αριστερό μαξιλάρι. Ο μόνος ήχος που έσπασε αυτήν
την εκκωφαντική σιγή ιχθύος, ήταν ο χαρακτηριστικός ήχος της καφετέριας γαλλικού καφέ που είναι
προγραμματισμένη να λειτουργήσει τη στιγμή που ο ήλιος θα έσκαγε στις πρώτες οροφές των
όμορφων κτηρίων, θα έσπαγε και θα φώτιζε με τα μεγάλα κομμάτια του όλη τη Νέα αυτή
ευλογημένη Γη. Το τετράγωνο μαύρο ηλεκτρονικό ξυπνητήρι που στέκονταν στο κομοδίνο δεξιά
από το κρεβάτι διατυμπάνιζε την έναρξη μιας νέας μέρας, ήταν πέντε το πρωί και η σαδιστική φωνή
του αντήχησε στη λιτή κρεβατοκάμαρα. Τα βλέφαρα, το σεντούκι του θησαυρού του ανθρώπινου
σώματος ξεσφράγισε και φανέρωσε δύο καταπράσινα νυσταγμένα μάτια που έλαμπαν. Οι κόρες των
ματιών της διεστάλησαν και στράφηκαν προς τη πηγή του θορύβου, ενώ το χέρι της πήγε μηχανικά
να εξασφαλίσει την ησυχία. Το γυμνασμένο σώμα της σηκώθηκε και κατέβηκε προς τη κουζίνα.
Εκεί, ξαφνικά ανέκτησε τη δυναμικότητα της ρουφώντας μια γουλιά από τον σκέτο μαύρο καφέ που
σέρβιρε στον εαυτό της. Ο πόνος στον ώμο της, ξανά της υπενθύμιζε τα λάθη της. Η Χέλεν έψαξε
στο ψυγείο της και βλαστήμησε όταν αντελήφθη πώς είχε ξεχάσει να βάλει πάγο στη κατάψυξη.
Έκλεισε το ψυγείο με δύναμη και πήρε απόφαση πώς για σήμερα ειδικά θα έπρεπε απλά να ξεχάσει
την ανθρώπινη θωριά της. Δεν είναι κάτι που δεν είχε κάνει παλιότερα όσο υπηρετούσε στις ειδικές
δυνάμεις. Κοίταξε το στρατιωτικό ρολόι που φορούσε στο χέρι της. Ήταν η ώρα. Έπρεπε να
ετοιμάσει το έδαφος. Έβγαλε τη μονόχρωμη φόρμα παραλλαγής που φορούσε και έβαλε ένα κολλάν
και ενδυμασία γυμναστικής. Θα πήγαινε για την πρωινή της γυμναστική με μια ειδοποιό διαφορά. Η
σημερινή γυμναστική θα ήταν κάλυμμά για μια συνάντηση που θα έπαιζε δραματικό ρόλο στο ρου
της ιστορίας. Η πόρτα στο κλασικό σπίτι έκλεισε και η Χέλεν ξεκίνησε την σημερινή της μέρα
δυναμικά.

Η Χέλεν είχε παρκάρει στο κέντρο της Ουάσιγκτον και σε λίγα λεπτά άρχισε να τρέχει. Τελικά
έφτασε στο National Mall. Ο ήλιος αντικατοπτρίζονταν στο νερό και στον ορίζοντα δέσποζε το
μνημείο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Γύρω της σε κοντινή απόσταση βρίσκονταν όλα τα
εικονικά κτήρια και μνημεία της χώρας. Μόνο δέος μπορούσε να νιώσει κάποιος σαν αντίκριζε το
άγαλμα του Λίνκολν, ή το Καπιτώλιο. Σε αρκετή ώρα, η Χέλεν σταμάτησε δήθεν να πιεί νερό και
κόλλησε διακριτικά ενώ δήθεν έκανε διατάσεις ένα φάκελο κάτω από ένα παγκάκι. Σε λίγη ώρα θα
το έβρισκε αυτός ακριβώς που προορίζονταν να τον πάρει. Η όμορφη μελαχρινή ήπιε λίγο ακόμα
νερό, άλλαξε τραγούδι στο κινητό της ενώ τοποθετούσε καλύτερα τα ακουστικά της και συνέχισε
σαν να μη τρέχει τίποτα το τρέξιμο της. Η ώρα περνούσε και ο κόσμος είχε αρχίσει να καταφτάνει
στο σημείο. Δρομείς, άνθρωποι που έρχονταν για περίπατο, μαμάδες με καρότσια, τουρίστες και ό,τι
άλλη κατηγορία μπορούσε κανείς να σκεφτεί. Μια ηλικιωμένη γυναίκα έκατσε στο παγκάκι κάτω
από το οποίο υπήρχε ο πολύτιμος φάκελος. Η ηλικιωμένη γυναίκα με τα καλοχτενισμένα μαλλιά και
τα μαύρα γυαλιά ηλίου έβγαλε από τη τσάντα της μια πρωινή εφημερίδα και άρχισε να διαβάζει τα
νέα όπως πολύ άλλοι άνθρωποι τριγύρω της. Με μια κίνηση όμως, κατά λάθος θα έλεγαν οι
περισσότεροι, έριξε τη τσάντα της στο έδαφος. Η ηλικιωμένη έσπευσε να τη μαζέψει και με μια
αστραπιαία κίνηση άρπαξε το μικρό φάκελο και τον έβαλε στη τσάντα της δίχως καν να τον ανοίξει.
Τώρα στέκονταν εκεί μέχρι να συναντήσει τη Χέλεν, η οποία δεν θα αργούσε για πολύ ώρα ακόμα.
Η ώρα είχε περάσει και η ηλικιωμένη κυρία είχε αρχίσει να εκνευρίζεται χωρίς όμως να το δείξει.
Γύρναγε μηχανικά τις σελίδες της εφημερίδας που κόντευε να φτάσει στο τέλος της. Η ψυχρή
ηλικιωμένη εντόπισε με το βλέμμα της την Χέλεν που καταϊδρωμένη έρχονταν με ένα τοστ και ένα
μπουκάλι νερό. Δήθεν τυχαία, διάλεξε να κάτσει στην άλλη άκρη από το μαρμάρινο παγκάκι με θέα
το μνημείο του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Η ιδρωμένη επίλεκτη κάθισε και ήπιε δύο γερές
γουλιές νερό, ενώ ύστερα έβγαλε από το χάρτινο περιτύλιγμα το τοστ της και άρχισε να το τρώει
σιγά-σιγά. Σε κανέναν δεν έκανε εντύπωση μια γυναίκα που κάθισε να ξαποστάσει και να φάει κάτι
μετά από την πρωινή της γυμναστική.

- Τί έχει στο φάκελο; Ρώτησε διακριτικά η Τζίλντα, η ηλικιωμένη κατάσκοπος της Μοσάντ,
μια γυναίκα που είχε συνεργαστεί μαζί με τη Χέλεν άψογα στο παρελθόν, σε μια αποστολή
στη Κύπρο.
- Εσύ θα μου πεις… Απάντησε η Χέλεν με μισογεμάτο στόμα που είχε κρυφτεί πίσω από το
χαρτί που τύλιγε το τοστ. Η Τζίλντα κοίταξε ανερμήνευτα τον ορίζοντα.
- Θέλω να μου πεις αν ξέρεις κάτι για τον άνδρα στη φωτογραφία, σχολίασε τελικά η Χέλεν,
ύστερα από δευτερόλεπτα σιωπής.
- Γιατί να το κάνω αυτό; Ρώτησε τελικά η Τζίλντα που κάλυψε το στόμα της με τη σελίδα της
εφημερίδας που γύρισε προκειμένου να μην αντιληφθεί κανείς από τη κίνηση των χειλιών
τους ότι μιλούσαν μεταξύ τους.
- Θα βρεις να ζητήσεις κάτι που να μπορώ να σου δώσω εγώ. Ξέρεις πώς πάνε αυτά! Κατάπιε
με μιας η Χέλεν.
- Θα δω τί θα κάνω… Απάντησε η Τζίλντα που τελειώνοντας την εφημερίδα ετοιμάστηκε να
φύγει.
- Περιττό να σου πω, πώς ό,τι είπαμε είναι καθαρά μεταξύ μας… Μονολόγησε η Χέλεν
κάνοντας πως τεντώνονταν.

Η Τζίλντα δεν σχολίασε τη τελευταία φράση της Χέλεν και άρχισε να απομακρύνεται από το οπτικό
της πεδίο. Η γοητευτική μελαχρινή έμεινε εκεί για αρκετή ώρα ακόμα να τελειώσει το φαγητό της.
Κοίταξε τον ουρανό και πήρε μια βαθιά ανάσα. Ήταν μια υπέροχη μέρα. Ο ουρανός δεν είχε ίχνος
σύννεφου και ο ήλιος θριάμβευε δίχως αντίπαλο στον ουρανό να τον επισκιάσει. Το βλέμμα της
πρώην στρατιωτικού αναζήτησε ένα ίχνος ευτυχίας στους ανθρώπους που περιφέρονταν αδιάφορα
γύρω της. Δεν είχαν ιδέα τί συνέβαινε γύρω τους. Άραγε, πώς θα ήταν η ζωή της αν είχε πάρει
διαφορετικές επιλογές; Την στιγμή διαλογισμού της χάλασε ο ήχος από το ρολόι της που την
ειδοποιούσε για την αλλαγή ώρας. Η Χέλεν σηκώθηκε πέταξε τα σκουπίδια στο κοντινότερο κάδο
και κατευθύνθηκε τρέχοντας διατηρώντας τη κάλυψη της προς το αμάξι της. Η μέρα θα
συνεχίζονταν με τη Χέλεν να πηγαίνει σπίτι της και ύστερα να γνωρίσει την νέα της ομάδα
ξεκινώντας να ηγείται στην υπόθεση που της είχε αναθέσει η Ανάντια.

Η Χέλεν είχε γυρίσει σπίτι της και είχε ήδη ετοιμαστεί για τη δουλειά. Η σημερινή μέρα όπως και οι
υπόλοιπες που θα ακολουθούσαν δε θα ήταν όμως όπως οι προηγούμενες κλασικές μέρες στο
γραφείο. Είχε ντυθεί χαλαρά, με ένα τζιν παντελόνι και ένα κλασικό μπλε πουκάμισο. Από πάνω
φόραγε ένα απλό σακάκι και φυσικά τα γυαλιά ηλίου της. Η όμορφη μελαχρινή μπήκε στο αμάξι της
και οδήγησε για λίγο ώρα μέχρι να φτάσει στο κέντρο της Ουάσιγκτον για δεύτερη φορά εκείνη τη
μέρα. Αφού πάρκαρε το αμάξι της, κατευθύνθηκε στη τοπική στάση του λεωφορείου και περίμενε
μαζί με τους υπόλοιπους ανθρώπους γύρω της. Το λεωφορείο δεν άργησε και η Χέλεν ξεκίνησε το
σχετικά αργό ταξίδι της προς τη κατεύθυνση του Άρλιγκτον. Ανά τακτές στάσεις, η Χέλεν έβγαινε
από το λεωφορείο και έπαιρνε διαφορετικό μέσο μετακίνησης κάθε φορά για να αποφύγει τυχόν
παρακολούθηση. Τελικά μετά από περίπου μιάμιση ώρα διαδρομή, η μελαχρινή γυναίκα έφτασε σε
μια μεσοαστική γειτονιά που εύκολα κανείς διέκρινε το μουσουλμανικό της στοιχείο. Προχώρησε
κάποια μέτρα και παρατηρούσε όσο μπορούσε τους ανθρώπους, τη γειτονιά, το χαμηλό βιοτικό
επίπεδο των κατοίκων της συγκεκριμένης περιοχής. Τελικά έφτασε έξω από ένα συγκρότημα
πολυκατοικιών και μπήκε μέσα. Στην είσοδο κάθονταν μια παρέα έγχρωμων εφήβων που κάπνιζαν
το τσιγάρο τους. Το βλέμμα τους ήταν απόλυτα ψυχρό απέναντι στη όμορφη μελαχρινή γυναίκα. Η
Χέλεν παρατήρησε με την άκρη του ματιού της το βλέμμα των παιδιών. Το τελευταίο πράγμα που
χρειάζονταν τώρα είναι να προκαλέσουν προσοχή. Την επόμενη φορά έπρεπε σίγουρα να φορέσει
μαντήλι. Για την ώρα απλά ήλπιζε να μην εναντιωθούν απέναντι της. Μπαίνοντας στο ελαφρώς
παρακμιακό κτήριο, η Χέλεν παρατήρησε τον ανελκυστήρα στα αριστερά της. Προτίμησε ωστόσο
να πάει με τις σκάλες στον πέμπτο όροφο προκειμένου να αποφύγει να καταδείξει στους έφηβους
κάτω σε ποιον όροφο κατευθύνονταν. Τελικά, η Χέλεν έφτασε στο διαμέρισμα με το σωστό αριθμό.
Πριν ανοίξει τη πόρτα, κοίταξε δεξιά και αριστερά και ύστερα με αστραπιαία κίνηση άνοιξε την
ανοιχτόχρωμη πόρτα.
Μέσα στο δωμάτιο επικράτησε σιωπή. Η έμπειρη πλέον, αξιωματικός πληροφοριών, έβγαλε το
σακάκι της και το κρέμασε πίσω σε μια καρέκλα. Παρατήρησε γύρω της το χώρο και το μάτι της
έπεσε σε έναν άσπρο πίνακα που ήταν κρεμασμένος στο τοίχο. Με τα χέρια στις τσέπες
κατευθύνθηκε νωχελικά προς τα εκεί, πήρε τον μαύρο μαρκαδόρο που υπήρχε δίπλα της και
σχεδίασε μια κομβική ημερομηνία «9/11».

- Για αυτό είμαστε εδώ! Μονολόγησε χαμηλόφωνα η Χέλεν γνωρίζοντας πώς οι άπειροι νέοι
και νέες πού είχε απέναντι της είχαν ανάγκη μια εισαγωγή πριν τη πρώτη τους πραγματική
επιχείρηση.
- Οι πραγματικές επιχειρήσεις δεν είναι σαν αυτές που κάνατε στη φάρμα! Εδώ αν κάνουμε
λάθος θα πεθάνουν άνθρωποι. Σχολίασε τελικά η Χέλεν, ενώ τα πρόσωπα των έξι ατόμων
που είχε απέναντι της, ένιωθε πως ρουφούσαν σα σφουγγάρι ό,τι τους έλεγε.

Η μυρωδιά του καφέ υπήρξε διάχυτη σε όλο το δωμάτιο. Η επικεφαλής της μικρής αυτής ομάδας
αφού πέταξε τον μαύρο μαρκαδόρο πάνω στο τραπέζι που υπήρχε μπροστά της, κατευθύνθηκε στο
πάγκο με το γαλλικό καφέ άρπαξε μια κούπα τη γέμισε και απόρησε αν ήταν αυτός που τη κρατούσε
ζωντανή.

- Τα ονόματα σας; Ρώτησε τελικά η Χέλεν, ενώ όλοι άρχισαν κυκλικά να λένε τα ονόματα
τους.
- Τέλεια, εγώ είμαι η Χέλεν. Ήταν προσωπική επιλογή μου να ζητήσω μια ομάδα με νέους
πράκτορες. Είστε νέοι, έξυπνοι και έχετε ακόμα όρεξη. Οπότε ας αρχίσουμε! Ποιος θα με
ενημερώσει για τη κατάσταση;
- Κυρία, ελπίζαμε να μας ενημερώνατε εσείς, απάντησε δειλά μια κοντή ασιατικής καταγωγής
κοπέλα, η Σαμ.
- Σαμ, σωστά; Ρώτησε η Χέλεν τυπικά, αφήνοντας τη κούπα της στο γραφείο, πάνω στο οποίο
υπήρχαν πολλοί υπολογιστές, φωτογραφικές μηχανές και διάφοροι φάκελοι.
- Μάλιστα κυρία, απάντησε πειθήνια η Σαμ.
- Είμαι η Χέλεν. Δεν είμαι καθόλου κυρία! Αυτό ισχύει για όλους. Ας αρχίσουμε! Απέναντι
μας βρίσκεται ένα τζαμί, όπως όλοι πιθανώς έχετε δει και ακούσει, είπε η Χέλεν
αναφερόμενη στη φωνή από ακούγονταν από τα μεγάφωνα στους μιναρέδες. Η βρετανικές
μυστικές υπηρεσίες υποπτεύονται πώς θα γίνει ένα χτύπημα στη βασιλική οικογένεια. Το
χτύπημα αυτό έχουν υποψίες πώς οργανώνεται εκεί! Έδειξε η Χέλεν κρατώντας τον
μαρκαδόρο, στη κατεύθυνση του μουσουλμανικού τεμένους.
- Ξέρουμε ποιος είναι ο στόχος μας; Ρώτησε ένας άλλος νεαρός από το δωμάτιο, που έδειχνε
λιγάκι πιο εξοικειωμένος με την αδρεναλίνη και την αίσθηση της αποστολής από ότι οι
υπόλοιποι.
- Αυτό είναι το άσχημο κομμάτι. Δεν έχουμε ιδέα ποιος. Καταλήξαμε σε αυτό το τζαμί μετά
από υπόδειξη του FBI. Αρχικά, επομένως θέλω να τραβήξετε φωτογραφίες από όποιον
μπαίνει σε αυτό το τζαμί και ύστερα θα συγκρίνουμε αυτές τις φωτογραφίες με τις
φωτογραφίες από τη λίστα υπόπτων για τρομοκρατία τόσο του FBI όσο και από τις δικές
μας λίστες.
- Φαίνεται σαν να μην έχουμε ιδέα τί κάνουμε! Σχολίασε κάπως δεικτικά ο ίδιος νεαρός. Η
Χέλεν κοίταξε το ταβάνι και έσφιξε τα δόντια της.
- Ήσουν στους πεζοναύτες έτσι; Ρώτησε τελικά η Χέλεν πλησιάζοντας τον χτυπώντας το
μαρκαδόρο στο τραπέζι.
- Μάλιστα, στους marSOC, απάντησε με αλαζονεία ο νεαρός θεωρώντας πώς η θητεία του στο
επίλεκτο σώμα που πρακτικά αποτελεί ξεχωριστό κομμάτι από τους κλασικούς πεζοναύτες
θα του έδινε κάποιο είδος λάμψης.
- Συγγνώμη, θα έπρεπε να εντυπωσιαστώ; Σχολίασε δεικτικά και σχεδόν κολλητά στο στόμα
του η Χέλεν ενώ εκείνος από συνήθεια ίσως στεκόταν απέναντι της σε στάση προσοχής.
- Συνήθως όσοι γνωρίζουν εντυπωσιάζονται.
- Όχι, εγώ! Σχολίασε η Χέλεν με ένα χαλαρό γέλιο. Εδώ, σε αυτό το κόσμο, τον κόσμο των
μυστικών υπηρεσιών, πολλές φορές βασιζόμαστε σε στοιχεία που υπάρχουν σε αυτούς τους
φακέλους για να κάνουμε τη δουλειά μας. Δεν βγάζουν πάντα νόημα, αλλά σήμερα με τα
μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι εύκολο να εντοπίσουμε τους φονταμενταλιστές και το
δίκτυο τους. Ένα τέτοιο δίκτυο οδήγησε εμάς εδώ.
- Από πόσα στις Ηνωμένες Πολιτείες; Ρώτησε ο ίδιος νεαρός πάλι.
- Είναι ιδιαίτερο. Αν προσέξεις καλύτερα το τζαμί αυτό απευθύνεται σε Σιίτες όχι Σουνίτες
στρατιώτη. Ξέρεις πόσες αναφορές για φονταμενταλισμό σε αντίστοιχα τζαμιά μας έδωσε το
FBI; Μία. Απέναντι σου. Για αυτό είσαι εδώ. Αν δεν έχετε άλλες απορίες τί θα λέγατε να
αρχίσουμε τη δουλειά μας; Ανέβασε λίγο τους τόνους η Χέλεν.

Μπορεί να φάνηκε απόλυτη, αλλά στη πραγματικότητα δεν διέφερε και πολύ από αυτόν το νεαρό.
Και εκείνη νόμιζε πώς από την υπηρεσία της στο στρατό και μόνο ήταν άξια θαυμασμού, πώς ήταν
κάτι σαν υπεράνθρωπος. Της χρειάστηκε μια ιδιαίτερη οδυνηρή φυσιοθεραπεία, ένας μισός
πνεύμονας και ένας σχετικά μόνιμος πόνος στον ώμο για να αντιληφθεί την θνητότητα της. Το ίδιο
πράγμα έπρεπε να αντιληφθεί και ο νεαρός συνεργάτης της. Θα το μάθαινε με το καιρό. Στο κόσμο
αυτό, κανείς δεν έμενε αλώβητος για πολύ.
Η μέρα συνεχίστηκε με τη Χέλεν να τραβάει φωτογραφίες με την πανάκριβη κάμερα της και με ένα
γιγαντιαίο άσπρο φακό. Οι φωτογραφίες προωθούνταν ασύρματα στους ανθεκτικούς Dell
υπολογιστές όπου η Σαμ, απομόνωνε το πρόσωπο και τα βιομετρικά, έβρισκε τη ταυτότητα του
εκάστοτε ατόμου και ο πρώην πεζοναύτης τα έγραφε στο μεγάλο άσπρο πίνακα. Μέχρι το τέλος της
ημέρας, είχαν συγκεντρωθεί είκοσι ονόματα και είχαν εκτυπωθεί αντίστοιχα τα στοιχεία και των
είκοσι αυτών ατόμων. Σε κάθε έναν από αυτούς θα γίνοντας έλεγχος ταξιδιών, με έμφαση τυχόν
επίσκεψη τους στην Αγγλία, έλεγχος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και θα ελέγχονταν τέλος και
για ταύτιση με το σύστημα υπόπτων του FBI. Ουσιαστικά, σε αυτό το στάδιο έρευνας, κανείς δεν
αποκλείονταν δικαιωματικά από τον έλεγχο. Ένας από αυτούς, ταίριαξε με τη λίστα δεδομένων του
FBI, και όντως δημοσίευσε προπαγανδιστικά βίντεο στο διαδίκτυο. Η Χέλεν θυμήθηκε τα λόγια του
γνωστού της στην MI5. Έψαχνε για κάποιον πραγματικά επικίνδυνο. Μια δουλειά τέτοιου
βεληνεκούς ήθελε κάποιον καθαρό.

- Έχει κανείς αμερικανική υπηκοότητα; Ρώτησε η Χέλεν. Η Σαμ, άρχισε να πατάει μανιασμένα
τα πλήκτρα στον υπολογιστή της.
- Όλοι, εκτός ενός που είναι με φοιτητική βίζα.
- Αμερικανοί από γέννηση;
- Ναι… Απάντησε η νεαρή κοπέλα. Η Χέλεν εμφανώς απογοητεύτηκε. Περίμενε έναν
αντίστοιχο συνδετικό κρίκο μεταξύ του Ιρανού με Αμερικανική υπηκοότητα και κάποιου
από τους ανθρώπους που ερευνούσε τώρα η Χέλεν.
- Εντάξει, έχει επισκεφτεί κάποιος από αυτούς το Λονδίνο;
- Ένας…απάντησε ένας νεαρός με γυαλιά μυωπίας που δεν είχε μιλήσει ξανά.
- Πριν πόσο καιρό;
- Πέντε χρόνια…
- Ωραία, βάλε ένα θετικό πρόσημο στο όνομα του στο πίνακα. Θα επιστρέψουμε σε αυτόν
ξανά.
Η δουλειά συνέχιζε έτσι με πυρετώδη ρυθμό. Η νύχτα είχε πλέον απλώσει το πέπλο της στον
ουρανό. Οι νεαροί είχαν αρχίσει να δυσανασχετούν, βρίσκονταν εκεί από το πρωί. Η Χέλεν τους
κοίταξε και χαμογέλασε.

- Φύγετε θα συνεχίσω εγώ εδώ!


- Σίγουρα; Ρώτησαν όλοι…
- Ναι! Απάντησε εκείνη και σε λίγα λεπτά η πόρτα έκλεισε πίσω της και έμεινε μόνη της να
παρατηρεί για τυχόν κινήσεις. Αν κάτι περίεργο συνέβαινε εκεί μέσα τότε οι συναντήσεις θα
γινόντουσαν βραδύ και όχι πρωί με τους διαφόρους να προσεύχονται.

Η νύχτα προχωρούσε και η Χέλεν άκουσε ένα θόρυβο στη πόρτα. Αμέσως, πήρε το όπλο της, και
κρύφτηκε δίπλα από τη πόρτα. Όλο το δωμάτιο ήταν παντελώς σκοτεινό με τη μόνη πηγή φωτός να
έρχεται από το παράθυρο με θέα το τζαμί. Η πόρτα άνοιξε και ένας άνδρας μπήκε μέσα που ακαριαία
ένιωσε το κρύο μέταλλο το πίσω μέρος του κρανίου του. Ο άνδρας αμέσως πήγε να γυρίσει και να
της πάρει το όπλο με γρήγορες κινήσεις πολεμικών τεχνών αλλά η Χέλεν πιο έμπειρη στη μάχη στο
σώμα με σώμα τον χτύπησε με το μεταλλικό σώμα του όπλου κατευθείαν στη καρωτίδα. Ο άνδρας
γονάτισε και έβηχε ηχηρά. Η Χέλεν έκλεισε τη πόρτα γρήγορα και προς έκπληξη της ήταν ο νεαρός
που τις έκανε τις πολλές ερωτήσεις το πρωί. Εκείνη αμέσως άφησε το όπλο της στο τραπέζι και
έσκυψε κοντά του να τον βοηθήσει που σφάδαζε στο πόνο ενώ πάσχιζε να πάρει ανάσα κρατώντας
και με τα δύο χέρια το λαιμό του.

- Τί θες εδώ; Τον ρώτησε εκείνη αφότου εκείνος είχε επιτέλους ηρεμήσει και είχε κάτσει σε
μια καρέκλα πίσω της, ενώ εκείνη συνέχισε να παρακολουθεί από το σκοτεινό παράθυρο το
απέναντι τζαμί.
- Δεν είναι σωστό να είναι εδώ κάποιος μόνος του… Απάντησε ειλικρινά εκείνος. Η Χέλεν
ξαφνιάστηκε, ανασήκωσε το φρύδι της και γύρισε να τον κοιτάξει για κάποια δευτερόλεπτα
χωρίς να του μιλήσει.
- Θα κάνω καφέ, να σου βάλω; Ρώτησε ευγενικά εκείνος. Η Χέλεν έγνεψε καταφατικά.
- Συγγνώμη, για το λαιμό… συνέχισε η Χέλεν κάνοντας μια κίνηση δείχνοντας το λαιμό του,
που είχε μελανιάσει στο σημείο της καρωτίδας ακριβώς.
- Εγώ πήγα να σου πάρω το όπλο, όλα εντάξει, έγνεψε και εκείνος καθώς έβαζε το καφέ μέσα
στο άσπρο φίλτρο της καφετιέρας. Δεν άργησε πολύ μέχρι που το άρωμα του καφέ
απλώθηκε στο δωμάτιο.
- Αν θες μπορείς να ξεκουραστείς. Μπορούμε να κάνουμε βάρδιες εναλλάξ, πρότεινε ο ψηλός,
καστανόξανθος νεαρός, ο Λουκ.
- Εντάξει, συμφώνησε η Χέλεν ενώ πήρε το άσπρο ποτήρι με το καφέ που της προσέφερε ο
συνάδελφος της. Έκατσε στο τραπέζι και ασυναίσθητα έπιασε τον ώμο της που σχεδόν είχε
παραλύσει από το πόνο. Το είχε παρακάνει με το σάκο πυγμαχίας. Έπρεπε να προσέξει τον
εαυτό της λιγάκι παραπάνω. Ο νεαρός πρόσεξε το μορφασμό της αλλά δεν είπε απολύτως
τίποτα. Μονάχα συνέχισε να κοιτάει από το παράθυρο σιωπηλά ενώ έσπαγε τη μονοτονία
πού και πού πίνοντας από τον καφέ του που άχνιζε. Τελικά, γύρισε να κοιτάξει τη Χέλεν
θέλοντας να τη ρωτήσει κάτι, αλλά τελευταία στιγμή σαν να κατάπιε τις λέξεις του και
γύρισε ξανά προς το παράθυρο.
- Τί; Τον προέτρεψε η Χέλεν να μιλήσει παρότι είχε σχεδόν γυρισμένη τη πλάτη της προς
αυτόν διαβάζοντας ένα φάκελο με τα πόδια της πάνω στο τραπέζι, σε στρατιωτικό στυλ.
Συνήθιζαν να κάθονται έτσι στο Αφγανιστάν με την ομάδα της.
- Σε ποια ομάδα στο στρατό ήσουν; Τη ρώτησε τελικά ο Λουκ.
- Τί σε κάνει να πιστεύεις πώς ήμουν στο στρατό; Απάντησε εκείνη χωρίς να σταματήσει να
διαβάζει και να κρατάει σημειώσεις πάνω στο φάκελο.
- Η λαβή σου… ήταν τόσο ακαριαία, θα μπορούσες να με έχεις σκοτώσει σε δευτερόλεπτα, δε
τα μαθαίνουν αυτά στη Φάρμα, απάντησε εκείνος πίνοντας μια γουλιά καφέ. Για την
ακρίβεια τα έχω δει μόνο στις ειδικές δυνάμεις, συνέχισε τελικά κοιτώντας την τελικά ευθεία
στα μάτια. Η Χέλεν έμεινα αμίλητη για μερικά δευτερόλεπτα μέχρι που έκλεισε το φάκελο
και κατέβασε τα πόδια της από το τραπέζι, κοιτώντας τον με τη σειρά της στα μάτια.
- Στη Delta, απάντησε τελικά εκείνη με μια πικρία για να αντικρίσει την έκπληξη και το
θαυμασμό του νεαρού απέναντι.
- Δεν ξέρω τί να πω. Πέρα του ότι είστε θρύλος στο στρατό. Είστε η ελίτ. Τιμή μου!
Μονολογούσε ο νεαρός, εμφανώς εντυπωσιασμένος. Η Χέλεν, είχε πια περάσει αυτό το
στάδιο που αναζητούσε το θαυμασμό στα μάτια των άλλων. Όταν ξεκίνησε τη καριέρα της,
επιζητούσε από τον εαυτό της περισσότερο και περισσότερο. Στην ομάδα δέλτα στη στολή
τους, δεν υπάρχει κανένα διακριτικό, ούτε βαθμός, ούτε ομάδα, τίποτε. Φάντασμα ήταν τότε,
και παραμένει ακόμα και τώρα.
- Αν ήξερα, δεν θα μιλούσα έτσι το πρωί, απολογήθηκε σχεδόν ο νεαρός.
- Σταμάτα, εδώ δεν είναι στρατός. Αγανάκτησε ελαφρώς η Χέλεν. Έχεις δικαίωμα να
αμφισβητείς, έτσι γίνεται η έρευνα. Δρούμε συλλογικά. Δεν ακολουθούμε πιστά εντολές.
Δεν ζούμε απλά τις εξελίξεις. Εμείς τις δημιουργούμε!

Η σιωπή απλώθηκε για λίγο στο δωμάτιο. Για αρκετή ώρα το μόνο που ακούγονταν ήταν ο ήχος από
ένα ρολόι τοίχου που υπήρχε δίπλα από τον άσπρο πίνακα. Στο διπλανό διαμέρισμα κάποιοι
καυγάδιζαν σε μια γλώσσα που θύμισε πολύ Φαρσί. Η Χέλεν προσπάθησε να καταλάβει, αλλά
σύντομα συνειδητοποίησε πώς το μόνο που ακούγονταν ήταν κραυγές από μια γυναίκα που
προφανώς κακοποιούνταν από τον άνδρα της.

- Μήπως πρέπει να κάνουμε κάτι για τους διπλανούς; Ρώτησε ο νεαρός. Η Χέλεν γύρισε και
τον κοίταξε ψυχρά.
- Όχι. Απάντησε μονολεκτικά.
- Τη χτυπάει… Αντιμίλησε εκείνος!
- Σου είπα όχι. Δεν είναι δουλειά μας! Ενώ τα λόγια της, της θύμισαν τόσο πολύ εκείνη τη
μέρα στο Αφγανιστάν και η καρδιά της προς στιγμήν έχασε ένα χτύπο. Ο νεαρός πήγε να
κουνηθεί προς τη πόρτα και η Χέλεν ακαριαία βρέθηκε να του κλείνει τη πόρτα.
- Τί πας να κάνεις;
- Δε μπορώ να ακούω γυναίκα να κακοποιείται… Η Χέλεν κατάλαβε πώς αυτή η αντίδραση
δεν ήταν φυσιολογική. Θα ήταν φυσιολογική μόνο από κάποιον που είχε βιώσει ο ίδιος
κακοποίηση στο σπίτι του.
- Αν φύγεις από αυτή τη πόρτα, θα τινάξεις στον αέρα όλη την επιχείρηση… Ο νεαρός,
ανέπνεε πολύ γρήγορα, σχεδόν στα πρόθυρα να αρχίσει να χτυπάει ο ίδιος τον εαυτό του στο
τοίχο. Τελικά, απομακρύνθηκε και πήγε να κάτσει πίσω στη καρέκλα ενώ η Χέλεν έλαβε τη
θέση της στο παράθυρο.
- Γιατί έφυγες από το στρατό; Τη ρώτησε μετά από λίγη ώρα. Η Χέλεν σφίχτηκε λίγο από την
ερώτηση. Δεν της ήταν ευχάριστο να μιλήσει σε κανέναν για αυτό. Δεν είχε μιλήσει σε
κανένα για αυτό πέρα από την Ανάντια, η οποία είχε εξελιχθεί στη καλύτερη της φίλη.
- Είχα ένα ατύχημα, απάντησε εκείνη καθαρίζοντας το λαιμό της.
- Τραυματίστηκες στον ώμο; Τη ρώτησε, ανακαλώντας στο μυαλό του πώς πριν λίγο έτριβε
τον ώμο της.
- Ναι, επιχείρηση που στράβωσε επειδή απέτυχα να εμείνω σε αυτό που έπρεπε να κάνω,
απάντησε ρίχνοντας του μια αιχμή για το προηγούμενο ξέσπασμα του.
- Αν θες πάρε μια συμβουλή από εμένα, πάντα να έχεις στο μυαλό σου την αποστολή. Κάνε
ό,τι ορίζεται από αυτήν. Και ό,τι ήταν αυτό το ξέσπασμα πριν, πρέπει να το ξεπεράσεις…
Του πρότεινε η Χέλεν κοιτώντας τον πραγματικά αληθινά εκείνη τη στιγμή. Ο Λουκ,
ανταπέδωσε το βλέμμα και κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.
- Θα ήθελες να βγούμε για ένα ποτό κάποια στιγμή; Της πρότεινε τελικά εκείνος. Η Χέλεν
χαμογέλασε. Είχε πολύ όμορφο χαμόγελο, κατάλευκα ίσια δόντια, πανέμορφο πρόσωπο,
υπέροχο σώμα, ήταν γενικά μια άκρως γοητευτική γυναίκα. Γύρισε τον κοίταξε και
αναστέναξε βαθιά.
- Δεν βγαίνω με συναδέλφους… Απάντησε τελικά.
- Είναι κάποιος κανόνας;
- Ναι, δικός μου κανόνας.

Η Χέλεν, δεν είχε ξεπεράσει ποτέ τον Μάρκ, στα όσα χρόνια είχε πεθάνει, είχε κάνει μόνο γνωριμίες
τις μιας βραδιάς, χωρίς να αφήσει καν κάποιο τηλέφωνο επικοινωνίας την επόμενη μέρα. Αυτό που
έκανε στην δουλειά της, ήταν ήδη επικίνδυνο, δεν είχε καμία αντοχή να ξαναπεράσει ό,τι πέρασε με
τον Μαρκ. Πέρα από αυτό, δεν είχε πραγματικά καμία όρεξη να δεσμευτεί με κανέναν. Της έφτανε
να ικανοποιεί τις σωματικές ανάγκες της και ως εκεί. Ο νεαρός απέναντι της χαμογέλασε και έμεινε
σιωπηλός για την υπόλοιπη ώρα μαζεμένος σε ένα κομμάτι του δωματίου.
Η Χέλεν κοίταξε το ρολόι τοίχου. Λίγες ώρες είχαν μείνει μέχρι να ξημερώσει. Το τζαμί ήταν όσο
έρημο, που ούτε κουνούπι δεν περνούσε από έξω. Τα νεύρα της Χέλεν είχαν πραγματικά αρχίσει να
σπάνε. Κοίταξε τον νεαρό που είχε αποκοιμηθεί στα τρία μέτρα μακριά της. Δεν ήταν άσχημος.
Χαμογέλασε. Ήταν ακόμα στην ηλικία που θεωρούσε τον εαυτό του άτρωτο. Ήταν γοητευτική αυτή
η ηλικία. Τη προσοχή της απέσπασε τελικά ο θόρυβος που προέρχονταν από το τζαμί. Ήταν θόρυβος
από τον μεταλλικό κάδο με τα καπάκια. Ένας άνδρας με παραδοσιακή φορεσιά έμπαινε μέσα στο
τζαμί. Αμέσως η Χέλεν πήρε τα στρατιωτικά κιάλια από δίπλα της και κοίταξε να δει ποιος είναι. Οι
ελπίδες της αμέσως αναζωπυρωθήκαν. Τί ήθελε τέτοια ώρα εκεί; Δεν άρχισε όμως να της λυθεί η
απορία. Σε λίγα λεπτά, ακούστηκαν το χαρακτηριστικό πρωινό κάλεσμα για τη πρωινή προσευχή. Ο
νεαρός πετάχτηκε από τον ύπνο του.

- Τι σκατά; Μονολόγησε τρίβοντας τα μάτια του.


- Αυτό ξαναπές το, απάντησε η Χέλεν που παράτησε με νεύρα τα κιάλια δίπλα της.
- Θες να κοιμηθείς; Τη ρώτησε ο νεαρός. Μπορώ να κοιτάω εγώ.
- Όχι, εντάξει είμαι. Ευχαριστώ, έγνεψε η Χέλεν που είχε πάει να βάλει λίγο ακόμα από τον
κρύο πλέον καφέ επιστρέφοντας σε λίγα δευτερόλεπτα πίσω στο πόστο της.
Αμέσως, στο μυαλό της, της ήρθαν τα πρωινά στο Αφγανιστάν. Έβγαιναν έξω με όλη την ομάδα
στο στρατόπεδο για το πρωινό διαγωνισμό τρεξίματος. Το βραδινό κρύο δεν έφευγε μέχρι να
ανατείλει ο ήλιος. Εκείνοι ξυπνούσαν πριν από αυτόν. Τελείωναν με το κάλεσμα για τη πρωινή
προσευχή. Συνήθως μετά τη πρωινή προσευχή άρχιζαν οι επιθέσεις στη βάση από τους Ταλιμπάν.
Θυμήθηκε τη γεύση της άμμου στο στόμα της. Τοποθέτησε ξανά τον εαυτό της με το στρατιωτικό
παντελόνι και τα καφετιά άρβυλα. Με το καφετί μπλουζάκι και τη ταυτότητα να κολλάει στο στέρνο
από τον ιδρώτα. Δεν άρχισε να επαναφέρει τον εαυτό της στην πραγματικότητα. Εισέπνευσε βαθιά
μέσα της όσο οξυγόνο άντεχε ο ένας ολόκληρος και ο άλλος μισός πνεύμονας που της είχαν
απομείνει και απέβαλε το περιττό αέρα αργά και νωχελικά σαν να ήταν η τελευταία νεκρική της
πνοή.
Η επόμενη μέρα είχε ξημερώσει και άρχισαν σταδιακά να έρχονται οι νεαροί συνάδελφοι της. Ξανά
από την αρχή η ίδια δουλειά. Ποιοι έμπαιναν στο τζαμί, πόσο κάθονταν, από που ήταν, πού είχαν
ταξιδεύσει τα τελευταία χρόνια, αν είχαν υπηκοότητα, πώς την πήραν, πόσα χρόνια βρίσκονταν στην
Αμερική, έλεγχος στα κοινωνικά δίκτυα, και γενικότερα ό,τι μπορούσαν να βρουν. Αρκετά πρόσωπα
πού είχαν συναντήσει στο τζαμί τη προηγούμενη μέρα, εμφανίστηκαν και τη σημερινή. Σήμερα,
είχαν να ερευνήσουν και νέα άτομα. Οι φάκελοι είχαν αρχίσει να μαζεύονται και η CIA, δεν είχε ιδέα
σε ποιον θα έπρεπε να εστιάσει. Η Χέλεν, πήρε την μεγάλη απόφαση να αφήσει στην άκρη από την
έρευνα όσους δεν είχαν ταξιδέψει ποτέ στην Αγγλία. Αυτό περιόρισε αρκετά τη λίστα σε πέντε
άτομα. Ίσως να ήταν μεγάλο ρίσκο αλλά σε αυτή τη δουλειά τα ρίσκα και το ένστικτο ήταν εγγενή
κομμάτια των επιλογών. Αρκετές φορές σε οδηγούν σε καλές αποφάσεις, άλλες φορές πάλι μπορεί
να σε οδηγήσουν και σε αρκετά άσχημα μονοπάτια.
Η Χέλεν, ένιωσε μια δόνηση στη δεξιά τσέπη του παντελονιού της. Ήταν το κινητό της. Ένας
αριθμός που δεν ήταν καταχωρημένος σε κάποια επαφή αλλά ήξερε ακριβώς ποιος ήταν.
Απομακρύνθηκε από τους υπόλοιπους και σήκωσε το τηλέφωνο. Η βαριά φωνή της Τζίλντα
ακούστηκε από την άλλη γραμμή «Αύριο»! Η γραμμή μετά βούιξε και η γοητευτική μελαχρινή
έβαλε το κινητό πάλι πίσω στη τσέπη της και κατευθύνθηκε πίσω στο δωμάτιο με τους νεαρούς
συναδέλφους της.
Η μέρα έφτασε στο τέλος της και η Χέλεν μαζί με τους υπόλοιπους, όρισαν βάρδιες για τη βραδινή
παρακολούθηση. Η Χέλεν και ο νεαρός Τζος απαλλάχθηκαν καθώς είχαν κάτσει τη προηγούμενη
νύχτα.
Μετά από αρκετή ώρα αλλάζοντας μέσα μεταφοράς για αποφυγή ενδεχόμενης παρακολούθησης, η
Χέλεν έφτασε αισίως στο αμάξι της και από εκεί σε λίγη ώρα βρίσκονταν στο σπίτι της. Έπαιξε με
το πυγμαχικό σάκο, έκανε βάρη και διάδρομο σε ένα ειδικό δωμάτιο γυμναστικής που είχε
διαμορφώσει στο σπίτι της. Ύστερα, έκανε ένα ζεστό μπάνιο και επιτέλους μπορούσε να χαλαρώσει.
Κατευθύνθηκε στη κουζίνα. Πήρε από τη κατάψυξη ένα κατεψυγμένο γεύμα και το πέταξε νωχελικά
στο φούρνο μικροκυμάτων. Μέχρι να ετοιμαστεί το φαγητό της, έριξε σε ένα ποτήρι λίγο ουίσκι. Το
ήπιε με μιας και γέμισε το ποτήρι ξανά και ξανά…
Το επόμενο πρωί είχε κάνει την εμφάνιση του αλλάζοντας χρώμα στον ουρανό. Τα μάτια της Χέλεν
άνοιγαν δειλά για να ξανακλείσουν μετά από μερικά δευτερόλεπτα. Οι κόρες των ματιών της
περιηγήθηκαν νωχελικά στο χώρο ώσπου η γοητευτική μελαχρινή πήρε την απόφαση να σηκωθεί.
Ανασηκώθηκε από το κρεβάτι και πρόσεξε πώς ήταν γυμνή. Γύρισε απότομα το κεφάλι της και είδε
τη καλογυμνασμένη πλάτη ενός νεαρού άνδρα. Έπιασε το κεφάλι της και τράβηξε τα μαλλιά της από
τη ρίζα ενώ έβρισε ψιθυριστά «Σκατά». Δεν είχε καμία μνήμη από το χθεσινό βράδυ. Μόνο δυο –
τρείς σκηνές της ήρθαν στο κεφάλι αχαλίνωτου και βίαιου πάθους. Έβαλε το σεντόνι στο στήθος της
και κοίταξε το πρόσωπο του που βρίσκονταν γυρισμένο από την άλλη πλευρά, «Σκατά» είπε πιο
δυνατά αυτή τη φορά. Τί είχε κάνει; Ήταν ο νεαρός συνάδελφος της από το κρησφύγετο απέναντι
από το τζαμί, ο Λουκ. Η Χέλεν δεν έχασε χρόνο, τον σκούντηξε για να ξυπνήσει. Εκείνος ξύπνησε
απότομα και με το που την αντίκρυσε ήταν εμφανές πώς το βλέμμα του μαλάκωσε. Του άρεσε. Η
Χέλεν απότομα του πέταξε τα ρούχα του πάνω στο κρεβάτι ενώ εκείνη είχε σκεπαστεί με το σεντόνι.

- Ντύσου και φύγε! Τον διέταξε.


- Όπα, όπα, καλημέρα πρώτα, της χαμογέλασε ο νεαρός άνδρας.
- Πώς βρέθηκες εδώ; Τον ρώτησε
- Δεν θυμάσαι; Τη ρώτησε για να αντικρύσει το αγανακτισμένο βλέμμα της.
- Μου έστειλες μήνυμα τη διεύθυνση σου και ήρθα. Ήσουν μεθυσμένη.
- Με είδες μεθυσμένη και παρόλα αυτά πήγες μαζί μου; Έγνεψε αγανακτισμένη.
- Πρώτα από όλα εσύ ήσουν η βίαιη εχθές και κατά δεύτερον μην ανησυχείς, ήμουν
προσεκτικός, της είπε δείχνοντας της στη γωνία τα προϊόντα της χθεσινής βραδιάς. Η Χέλεν
νεύριασε τόσο με την αλαζονεία του.
- Εξαφανίσου! Του απάντησε.
- Το εννοώ! Φώναξε. Εκείνος δεν έφερε άλλη αντίρρηση, έβαλε τα ρούχα του και έφυγε από
μπροστά της.

Η Χέλεν έσπευσε να μαζέψει και να πετάξει τα πειστήρια της χθεσινής βραδιάς από το δωμάτιο και
χώθηκε για αρκετή ώρα στο ντούζ αφού άλλαξε πρώτα τα σεντόνια. Βγήκε από το μπάνιο και με
μορφασμό από τον αφόρητο πόνο στον ώμο της άνοιξε το ντουλαπάκι πίσω από το καθρέπτη. Εκεί
βρίσκονταν ένα πορτοκαλί κουτί με το όνομα της πάνω και την ονομασία του φαρμάκου «Fentanyl».
Άνοιξε το καπάκι και πήρε ένα χάπι από τα πανίσχυρα οπιοειδή χωρίς να πιει καν νερό. Γενικά, η
Χέλεν απέφευγε τα παίρνει αυτά τα χάπια εκτός αν ο πόνος στον ώμο της γίνονταν πραγματικά
αφόρητος. Αμέσως ντύθηκε και ετοιμάστηκε να συναντηθεί με τη Τζίλντα. Με αυτά τα χάπια
ωστόσο, δεν θα διακινδύνευε να οδηγήσει και έτσι αποφάσισε να τηλεφωνήσει στην Ανάντια η
οποία εμφανίστηκε μετά από λίγη ώρα με την κατάλληλη ενδυμασία.

- Απορώ απλά τί σκατά έχεις στο κεφάλι σου… φώναξε η Ανάντια με τα βαριά
χαρακτηριστική βρετανική προφορά.
- Ανάντια…
- Τί; Καταλαβαίνεις ότι προσπαθείς να κάνεις μια επιχείρηση μονάχη σου;
- Ανάντια σε παρακαλώ. Χρειάζομαι τη βοήθεια σου. Η σκουρόχρωμη πανέμορφη γυναίκα
μαλάκωσε και έκατσε στο καναπέ παρατηρώντας τα δύο άδεια ποτήρια αλκοόλ.
- Κάποια πέρασε καλά εχθές, της έκλεισε το μάτι η Ανάντια.
- Ναι, και αν σου πω με ποιόν θα με βρίσεις ακόμα χειρότερα.
- Ξέρω με ποιόν… Απάντησε εκείνη ενώ μύρισε το είδος του αλκοόλ στο ποτήρι.
- Είναι ο μόνος εμφανίσιμος στην ομάδα σου, μη με κοιτάς…συνέχισε εκείνη
- Τέλος πάντων, έχω πάρει Fentanyl. Δε μπορώ να οδηγήσω. Πρέπει να συναντήσω ένα
σύνδεσμο και πρέπει να με πας μέχρι εκεί.
- Πήρες fentanyl με αλκοόλ; Συγγνώμη αλλά πάνω από όλα είμαι φίλη σου και σου λέω σαν
γιατρός πως αυτό ήταν πραγματικά επικίνδυνο.
- Δεν παίρνω χάπια. Σήμερα όμως δε μπορώ να κουνήσω το χέρι μου. Θα με βοηθήσεις;
- Εννοείται. Απάντησε τελικά η Ανάντια αφού αναστέναξε βαριά.

Οι δυο τους ντυμένες με φόρμες γυμναστικής πήγαν στο εμβληματικό κέντρο της Ουάσιγκτον νωρίς
το πρωί. Άρχισαν να τρέχουν γύρω γύρω από το χαρακτηριστικό Lincoln Memorial. Εκεί
αντανακλώνταν η αρχαιοελληνικού τύπου μορφή του πανέμορφου κτηρίου έξω από την οποία
επόπτευε το μεγαλειώδες άγαλμα του Lincoln. Η Χέλεν είχε συνηθίσει το τρέξιμο σε τόσο γρήγορο
ρυθμό, η Ανάντια από την άλλη της έκανε νεύμα να σταματήσει προσπαθώντας να ανακτήσει την
ανάσα της. Η μελαχρινή με τα ανοικτόχρωμα πράσινα μάτια χαμογέλασε στην φίλη και αφεντικό της
που είχε σκύψει προσπαθώντας να ανακτήσει τις δυνάμεις τις…

- Τώρα ξέρεις τί λένε για τις αντοχές των ειδικών δυνάμεων, την πείραξε η Χέλεν δίνοντας της
το χέρι της για να σηκωθεί.
- Ξέρω, χαμογέλασε η Ανάντια που αποφασιστικά συνέχισε να τρέχει με τα δεμένα σε κοτσίδα
μαλλιά της να ανεμίζουν πέρα δώθε καθώς απομακρύνονταν από το σημείο.

Σιγά σιγά η ώρα είχε προχωρήσει και η συνάντηση πλησίαζε. Η Χέλεν κοίταξε το ρολόι της και
έκανε νόημα στην Ανάντια να απομακρυνθεί. Ξαφνικά, και οι δυο τους σοβάρεψαν. Η Ανάντια
κράτησε ασφαλή απόσταση από την Χέλεν αγοράζοντας ένα καφέ δήθεν περιπλανώμενη στο
πολυσύχναστο σημείο. Η έμπειρη πρώην στρατιωτικός προχώρησε νωχελικά και κοντοστάθηκε
μέχρι να εντοπίσει τη Τζίλντα. Μόλις τα βλέμματα τους συναντήθηκαν, η ηλικιωμένη κυρία
σηκώθηκε από το μαρμάρινο παγκάκι και άλλαξε πορεία και κοντοστάθηκε πάνω στην γέφυρα
αντικριστά του μνημείου και του αγάλματος του Λίνκολν που δέσποζε σε ουσιαστική απόσταση
μακριά τους. Η Χέλεν δήθεν αδιάφορα την προσέγγισε και τυχαία διάλεξε να ξαποστάσει σε ένα
σημείο δίπλα στην ηλικιωμένη γυναίκα, ένα-δύο μέτρα πιο μακριά. Η ηλικιωμένη καλοστεκούμενη
κατάσκοπος της Μοσάντ με τα γυαλιά ηλίου να καλύπτουν σχεδόν όλο το πρόσωπο της φαίνονταν
ελαφρώς αναστατωμένη.

- Πού βρήκες αυτή τη φωτογραφία; Ρώτησε τελικά η Τζίλντα. Η Χέλεν χαμογέλασε.


- Τί ξέρεις για αυτόν; Ρώτησε τελικά η νεότερη γυναίκα.
- Σε ρωτάω, πού είναι αυτός ο άνδρας; Τελικά η Τζίλντα έβγαλε τα μαύρα γυαλιά και γύρισε
να κοιτάξει τη Χέλεν. Χαλούσε τη κάλυψη, τί συνέβαινε; Ποτέ ένας εκπαιδευμένος
υπάλληλος πληροφοριών σε μια συνάντηση δεν θα αντιδρούσε έτσι.

Πριν προλάβει να καταλάβει τίποτα κανείς, ένας σφυριχτός ήχος πέρασε δίπλα από το αφτί της
Χέλεν και την έκανε να ανατριχιάσει ολόκληρη. Ένας ιδιαίτερος αλλά γνώριμος ήχος για τη πρώην
στρατιωτικό των ελίτ του αμερικανικού στρατού. Ακαριαία γύρισε και κοίταξε τη Τζίλντα δίπλα της
που κοιτούσε το στήθος της. Η ηλικιωμένη γυναίκα κοίταζε τον ορίζοντα από τη κατεύθυνση της
σφαίρας. Ένας ακόμα ήχος ταξίδεψε και την γονάτισε. Η Χέλεν έπεσε ακαριαία πάνω της αλλά
μάταια. Οι σφαίρες είχαν χτυπήσει διάνα.

- Μην πεθάνεις, της ψιθύριζε η Χέλεν ενώ ασκούσε πίεση στη πληγή.
- Χέλεν, στην εσωτερική μου τσέπη, ψιθύρισε η Τζίλντα καθώς από το στόμα της είχε αρχίσει
να αναβλύζει πνιχτό κόκκινο αίμα.
- Ποιος είναι; Ρώτησε η Χέλεν αλλά μάταια, τα μάτια της Τζίλντα αμέσως άλλαξαν και πήραν
την απόκοσμη μορφή του θανάτου. Ο κόσμος είχε ήδη αρχίζει να ουρλιάζει ενώ ήδη από
μακριά ηχούσαν σειρήνες που προσέγγιζαν το σημείο. Η Χέλεν ήξερε πώς έπρεπε να φύγει.
Πήρε έναν ελαφρώς ματωμένο φάκελο και τον έβαλε στη τσέπη της.
- Φύγε, τρέξε μακριά από εδώ, ψιθύρισε η Ανάντια στη Χέλεν που είχε πέσει πάνω στο νεκρό
σώμα της Τζίλντα δήθεν για να βοηθήσει.
- Τί θα κάνεις;
- Είμαι γιατρός, προσπαθώ να τη σώσω. Εσύ πρέπει να φύγεις. Δεν ήσουν ποτέ εδώ. Θα
κανονίσω εγώ τις κάμερες ασφαλείας μετά. Φύγε! Φώναξε τελικά η Ανάντια ενώ τα
περιπολικά και το ασθενοφόρο ήδη φαίνονταν από το δρόμο, ενώ ένοπλοι αστυνομικοί
έφταναν στο σημείο.

Η Χέλεν ήταν γεμάτη αίματα. Έπρεπε να κρυφτεί. Αμέσως είδε στο σημείο ένα παρατημένο φούτερ.
Προφανώς κάποιος το ξέχασε στο πανικό του. Αμέσως το πήρε και το φόρεσε προσπαθώντας να
καλύψει κάπως τον μεγάλο κόκκινο λεκέ που είχε σχηματιστεί το μπλε σκούρο φούτερ που
φορούσε ενώ έβαλε και τα γυαλιά ηλίου που πήρε τρέχοντας δίπλα από το σώμα της Τζίλντα. Έφυγε
χωρίς να τρέχει και να κοιτάει πίσω στο σημείο. Από δίπλα της περνούσαν αστυνομικοί οπλισμένοι
σαν αστακοί και οι τραυματιοφορείς με το φορείο ελπίζοντας πως θα έβρισκαν το άτυχο θύμα ακόμα
ζωντανό. Η Χέλεν σαν να βρίσκονταν σε παράλληλο σύμπαν συνέχισε το δρόμο της πετώντας το
κινητό της διακριτικά σε ένα κάδο λίγα στενά μακριά από το σημείο της δολοφονίας ενώ σύντομα
βρίσκονταν στις υπόγειες διαβάσεις του μετρό.
Η Χέλεν άλλαξε πολλά τρένα και εφάρμοσε όλες τις τεχνικές αντιπαρακολούθησης που ήξερε. Στο
τέλος έφτασε σε ένα παρακμιακό ξενοδοχείο που μονάχα ιερόδουλες φιλοξενούσε και το επέλεξε
διότι ήταν πεπεισμένη πώς οι κάμερες δεν λειτουργούσαν διότι εκτός από απαρχαιωμένες είχαν και
λάθος σκόπευση. Ήταν εμφανές σε αυτήν πώς απλά υπήρχαν για να αποτρέψουν κάποιον
περιστασιακό έφηβο κλέφτη από το να προσεγγίσει τη κεντρική είσοδο. Μπήκε μέσα και έβγαλε ένα
χαρτονόμισμα των εκατό δολαρίων και το κοπάνισε στο πάγκο.

- Ταυτότητα; Ρώτησε η νεαρή υπέρβαρη γυναίκα στη ρεσεψιόν που μασούσε ηχηρά τη τσίχλα
της και έβλεπε γνωστή τηλεοπτική σειρά στη μικρή οθόνη δίπλα από το γραφείο της.
- Δεν έχω ταυτότητα. Απάντησε η Χέλεν ενώ δήθεν έψαχνε τις τσέπες και το πορτοφόλι της. Η
νεαρή ρεσεψιονίστ, φανερά ενοχλημένη που τη διέκοπτε κάποιος από τη σειρά της ξεφύσηξε
ηχηρά.
- Δεν γίνεται να σου δώσω δωμάτιο χωρίς κάποιο αποδεικτικό στοιχείο. Η Χέλεν νευριασμένα
άφησε άλλο ένα χαρτονόμισμα ίδιας αξίας στο πάγκο. Η νεαρή με τα χοντρά δάχτυλα της
έτεινε να το πάρει.
- Αν κανείς με ψάξει, δεν με είδες, γρύλισε η Χέλεν.
- Δεν θέλω μπλεξίματα με νταβατζίδες εδώ μέσα, την απείλησε η νεαρή. Η Χέλεν χαμογέλασε.
Ήταν αστείο που την πέρασε για ιερόδουλη.
- Θα σου δώσω άλλο ένα τέτοιο, αν μου φέρεις ρούχα και μια μαύρη βαφή μαλλιών, είπε η
Χέλεν δείχνοντας το χαρτονόμισμα.
- Δωμάτιο 62, απάντησε η νεαρή και της πέταξε αδιάφορα ένα κλειδί με έναν αριθμό 62.

Η Χέλεν πήρε ατάραχα το κλειδί και βγήκε στον εξωτερικό χώρο που βρίσκονταν οι πόρτες των
δωματίων. Από κάτω φαίνονταν όλα τα αμάξια που ήταν παρκαρισμένα. Εκεί εντόπισε πολλές
ιερόδουλες που εκπορνεύονταν για να αγοράσουν στη συνέχεια κρυσταλλική μεθαμφεταμίνη. Δίχως
να την ενοχλεί το θέαμα άνοιξε γρήγορα τη πόρτα του δωματίου, μπήκε μέσα έκλεισε το σύρτη στην
πόρτα και αμέσως έσυρε τις κουρτίνες να καλύπτουν τα τζάμια. Αφαίρεσε το φούτερ και τα
ματωμένα τις ρούχα, ενώ έπλυνε το πρόσωπο της και τα χέρια της με άφθονο κρύο νερό από τη
βρύση. Άκουσε τη πόρτα και αμέσως πήρε θέση κοιτώντας από την άκρη της κουρτίνας ποιος ήταν.
Προς ανακούφιση της, ήταν η νεαρή από τη ρεσεψιόν, τις έδωσε κάποια καθαρά ρούχα και η Χέλεν
της έδωσε πίσω όπως της είχε υποσχεθεί άλλο ένα χαρτονόμισμα των εκατό δολαρίων. Πλέον ήταν
εμφανές πώς κάποιος παρακολουθούσε τη Χέλεν. Ήταν πάντα, ένα βήμα πιο μπροστά. Αλλά αν
αυτό όντως ίσχυε, θα είχαν σκοτώσει τη Τζίλντα, πριν τη συναντήσει. Κάτι άλλο συνέβαινε. Η Χέλεν
άνοιξε ένα μπουκαλάκι νερό και το ήπιε όλο με μιας. Έψαξε το αρχικό της φούτερ και πήρε στα
χέρια της τον άσπρο, ελαφρώς ματωμένο φάκελο. Τον άνοιξε και από μέσα έβγαλε μερικές
φωτογραφίες. Τα μάτια τις στένεψαν και αδηφάγα γύρναγε τη μία φωτογραφία μετά την άλλη ώσπου
τις είδες όλες.

- Χριστέ μου, πού έχω μπλέξει; Ψιθύρισε εκείνη στον εαυτό της.

Δεν μπορούσε να πιστέψει τί έβλεπε. Δεν μπορούσε να καταλάβει και να συνδέσει τα κομμάτια του
πάζλ. Άρχισε να ξανακοιτάζει τις φωτογραφίες. Ο άνδρας που ανέκρινε στο Λονδίνο δεν ήταν
Ιρανός. Ήταν πράκτορας της Μοσάντ! Οι φωτογραφίες έδειχναν αρχικά έναν άνδρα με Ισραηλινή
στρατιωτική στολή. Ύστερα, ο ίδιος φαίνονταν με μεγαλωμένο μούσι και ισλαμική κελεμπία.
Προφανώς αυτός ο άνδρας ήταν κατάσκοπος της Μοσάντ και αν κανείς έκρινε από τα φαρσί του,
σίγουρα είχε ταξιδέψει και είχε μείνει καιρό στο Ιράν, πιθανώς για λογαριασμό της Ισραηλινής
μυστικής υπηρεσίας. Αν ωστόσο, αυτός ο άνδρας ήταν εν ενεργεία πράκτορας, ειδικά η Ανάντια θα
το γνώριζε. Επίσης, η δολοφονία της Τζίλντα μαρτυρούσε τη σημασία που είχε σε όποιον βρίσκεται
πίσω από αυτόν να παραμείνει η ταυτότητα αυτού του άνδρα κρυφή. Είχαν δράσει όμως χωρίς να
λαμβάνουν υπόψιν πώς η Τζίλντα ακόμα και μεταθάνατον κρατούσε το κλειδί για όλη αυτήν την
υπόθεση. Το βλέμμα της Χέλεν άλλαξε όταν παρατήρησε κάποιο γνώριμο πρόσωπο σε μια από τις
φωτογραφίες. Ήταν ένας μελαμψός άνδρας με μεγάλη γενειάδα. Η Χέλεν ήταν πεπεισμένη πώς είχε
δει τον ίδιο άνδρα, χωρίς γενειάδα και με ελαφρώς πιο κοντό κούρεμα στο τζαμί που
παρακολουθούσε. Η όμορφη γυναίκα χαμογέλασε, αυτός ο άνδρας δεν είχε συμπεριληφθεί καν στη
λίστα της. Προφανώς δεν υπήρχε αρχείο ταξιδιών εκτός Αμερικής, κάτι που αποδεικνύεται
λανθασμένο από τις φωτογραφίες, επίσης σίγουρα δεν ήταν σε λίστα υπόπτων για τρομοκρατία ούτε
στις λίστες του FBI ούτε της CIA. Πετούσε πραγματικά κάτω από τα ραντάρ. Ήταν επαγγελματίας.
Έπρεπε να μάθει παραπάνω για αυτόν. Έβαψε και έκοψε κοντά τα μαλλιά της, άλλαξε ρούχα και
έβαλε τα τεράστια γυαλιά ηλίου της Τζίλντα. Τα ματωμένα ρούχα, αφού τα έπλυνε με χλωρίνη, τα
έβαλε σε μια μαύρη σακούλα και τα πέταξε σε ένα κάδο δύο στενά παρακάτω από το ξενοδοχείο.
Πλέον, ήταν παντελώς αλλαγμένη. Μη αναγνωρίσιμη. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα κοιτούσε
πίσω από τον ώμο της και έμπαινε σε διάφορα καταστήματα που δεν προκαλούσε τη προσοχή
προκειμένου να σιγουρευτεί πώς δεν την ακολουθεί κανείς. Τελευταία, μπήκε σε ένα
πολυκατάστημά ρούχων, αγόρασε, άλλα διαφορετικά ρούχα, μέχρι και διαφορετικά παπούτσια. Τα
πλήρωσε και πήγε αμέσως στα δοκιμαστήρια και άλλαξε παρατώντας τα ρούχα που φορούσε στο
πάτωμα του δοκιμαστηρίου. Κοιτώντας τον εαυτό της στο καθρέφτη έβαλε προσεκτικά τα κοντά
πλέον μαλλιά της κάτω από έναν φαρδύ σκούφο που κάλυπτε πάνω από τα μισό της αφτί, το
μοναδικό βιομετρικό στοιχείο του ατόμου που είναι μοναδικό σε κάθε άνθρωπο και ικανό να
προδώσει ακόμα και τον πιο τέλεια καμουφλαρισμένο κατάσκοπο. Παντελώς απαλλαγμένη από τον
προ δεκαπεντάλεπτου εαυτό της, βγήκε ξανά το δρόμο. Πλέον όμως, ήξερε ακριβώς τί, πού και σε
ποιον να γίνει σκιά. Το παιχνίδι τώρα ξεκινούσε!
Κεφάλαιο 7
Η πόρτα ενός παλιού αλλά ανακαινισμένου σπιτιού που είχε στη κατοχή της η Χέλεν, έκλεισε μετά
από αρκετή ώρα κυνηγητού μεταξύ φαντασμάτων. Η Χέλεν, άφησε τον εαυτό της να τσουλήσει και
να κάτσει για λίγη ώρα στο πάτωμα με τη πλάτη στη πόρτα αφήνοντας την ανάσα της να βγαίνει
ακανόνιστα. Το σημερινό ήταν μια ένεση αδρεναλίνης πού είχε καιρό να νιώσει. Τα χέρια της
έτρεμαν ελαφρώς από την ένταση. Ακόμα δε μπορούσε να βάλει τα πράγματα σε μια σειρά μέσα στο
κεφάλι της. Η όμορφη γυναίκα, με τα μαύρα πλέον κοντά μαλλιά, έτρεξε προς τη κουζίνα και έβαλε
ένα ποτήρι νερό. Το ήπιε με μιας, και ακόμα ένα στη συνέχεια. Το νερό έτρεξε από τα πλαϊνά της
κούπας μουσκεύοντας το πέτο της. Το νερό στο πρόσωπο της σκούπισε με το ανάποδο της παλάμης
της και κάθισε στις ψηλές καρέκλες που είχε έξω από το ψηλό μοντέρνο πάγκο που ξεχώριζε το
σαλόνι με τη κουζίνα. Η Χέλεν δεν ήξερε καν πόση ώρα πέρασε που κάθονταν εκεί. Το φως έξω είχε
δύσει αλλά τα φώτα στο εσωτερικό του σπιτιού παρέμειναν κλειστά. Ένας χτύπος από ένα κινητό
ακούστηκε στο σπίτι. Για κάτι τέτοιες ακραίες περιπτώσεις η Χέλεν είχε κρύψει σε διάφορα σημεία
ανώνυμα κινητά, τον αριθμό των οποίων ήξερε μονάχα η Ανάντια. Η Χέλεν σηκώθηκε και πήρε το
κινητό που βρίσκονταν κάτω από το νεροχύτη. Η οθόνη του κινητού φώτισε «Ανα», το
υποκοριστικό της Ανάντια.

- Όλα εντάξει; Ρώτησε η Χέλεν που σήκωσε το κινητό αστραπιαία.


- Όλα εντάξει. Πρέπει να μιλήσουμε. Μονολόγησε η Ανάντια.
- Πού είσαι;
- Στη «πρεσβεία», απάντησε η Ανάντια αναφερόμενη στο μπαρ της ταράτσας γνωστού
ξενοδοχείου στην Ουάσιγκτον που συχνά συναντιόντουσαν για να χαλαρώσουν οι δύο
στενές φίλες.
Η Χέλεν έβγαλε τη μπαταρία του παλιού κινητού ενώ έκοψε και την κάρτα σιμ. Έπειτα άλλαξε πολύ
γρήγορα ρούχα και βγήκε από το σπίτι προσεκτικά. Ήθελε να πάρει ταξί αλλά σκόπιμα αγνόησε
αρκετά που πέρασαν από μπροστά της για να αποφύγει τη ακραία περίπτωση κάποιος να είχε
υποκλέψει τη κλήση της και σκόπιμα να παρίστανε το ταξί για να την παραπλανήσει. Τελικά, η
Χέλεν έκανε νόημα σε ένα διερχόμενο ταξί να σταματήσει. Άνοιξε τη πόρτα και κοίταξε αριστερά
και δεξιά της πριν μπει. Η διαδρομή παράλληλα στο ποταμό Πόταμακ διήρκησε για ένα μικρό
διάστημα μέχρι που το αμάξι μπήκε στο πανέμορφο κέντρο της Ουάσιγκτον.
Η Χέλεν ανέβηκε στη ταράτσα του ξενοδοχείου και το βλέμμα της έψαξε την Ανάντια την οποία
εντόπισε να κάθεται μόνη της σε ένα τραπεζάκι από το οποίο είχε εκπληκτική θέα. Η γοητευτική
κοντοκουρεμένη πλέον γυναίκα, ήρθε σα τυφώνας και έκατσε δίπλα στην πανέμορφη σκουρόχρωμη
γυναίκα που μαγνήτιζε τα βλέμματα. Οι δυο γυναίκες έκατσαν για ένα διάστημα αμίλητες, η μία
απέναντι στην άλλη. Η Ανάντια δίχως να ρωτήσει έβαλε κρασί στα δύο ποτήρια κρασιού που ήταν
πάνω στο τραπέζι.

- Τί το τόσο σημαντικό ρώτησες σε μια κατάσκοπο της Μοσάντ, αρκετό για να τη


δολοφονήσουν μέρα μεσημέρι σε κατοικημένη περιοχή από τουλάχιστον εκατό μέτρα
μακριά; Ρώτησε τρομακτικά ήρεμα η Ανάντια που έγειρε το μπουκάλι κρασί με τέτοιο τρόπο
ώστε να μη στάξει καμία σταγόνα από το περιεχόμενο του στο τραπέζι. Η Χέλεν παρέμεινε
σιωπηλή κοιτώντας την στα μάτια παντελώς ανέκφραστη. Ένα βλέμμα χωρίς ίχνος ψυχής
που είχε αποκτήσει στη τελευταία φάση της εκπαίδευσης της στην ομάδα Delta.
- Καταλαβαίνεις ότι μπαίνουμε σε βαθιά νερά; Ξέρεις πόσο λίγα άτομα είναι ικανά να
εκτελέσουν ένα τέτοιο χτύπημα επιτυχημένα από τέτοια απόσταση; Ρώτησε για ακόμα μια
φορά η Ανάντια.
- Δεν σε κάνει να αναρωτιέσαι; Μουρμούρισε η Χέλεν καταπίνοντας μια γουλιά από το κρασί
της.
- Έχει να κάνει με το τζαμί; Με τους Άγγλους; Η Χέλεν στην ερώτηση αυτή, χαμογέλασε και
κοίταξε μακριά στον ορίζοντα. Κοιτούσε την ομορφιά αυτής της πόλης και στοχάζονταν την
ανθρώπινη άσχημα που φιλοξενούσε.
- Ξέρεις τί δε κολλάει στο μυαλό μου; Απόρησε η Χέλεν που έφερε το σώμα της πιο κοντά
στης Ανάντιας.
- Ο μόνος άνθρωπος που ήξερε για τη συνάντηση, ήμουν εγώ και εσύ. Πώς το έμαθε ο
σκοπευτής; Αν ήξερε για τη Τζίλντα, θα την σκότωνε διαφορετικά. Ο μόνος τρόπος θα ήταν
να παρακολουθούσε εμένα ή εσένα…
- Γιατί να παρακολουθούν εμένα; Ρώτησε η Ανάντια. Το βλέμμα της Χέλεν καρφώθηκε σε
αυτό της φίλης της απέναντι. Στο μυαλό της ήρθε αμέσως η σκηνή στο Λονδίνο. Τον άνδρα
που την παρακολουθούσε στο αεροδρόμιο. Το βλέμμα της άλλαξε προσπαθώντας να ενώσει
τα κομμάτια του παζλ στο κεφάλι της.
- Χέλεν;
- Στο Χίθροου, ένας άνδρας με παρακολουθούσε… Μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της η
Χέλεν. Η Ανάντια σοκαρίστηκε και κοίταξε έκπληκτη τη γυναίκα απέναντι της.
- Γιατί δε μου το είπες;
- Γιατί του ξέφυγα, απάντησε η Χέλεν.
- Προφανώς όχι για πολύ, αντιμίλησε ελάχιστα πιο έντονα η Ανάντια.
- Κάτι δε πάει καλά Ανάντια. Κάποιος είναι χωμένος για τα καλά σε αυτήν την υπόθεση.
- Υποπτεύεσαι κανένα;
- Όχι, απάντησε τελικά η Χέλεν.
- Δεν έβγαλες άκρη με τους Εβραίους;
- Έβγαλα. Το βλέμμα της Ανάντιας από το πάτωμα σηκώθηκε και ακαριαία αναζήτησε αυτό
της Χέλεν.
- Ο άνδρας στο αεροπλάνο, δεν πέθανε από φυσικά αίτια, απάντησε ψυχρά η Χέλεν.
- Μα η νεκροψία δεν άφηνε περιθώριο αμφιβολίας.
- Δεν μπορεί να πέθανε έτσι τυχαία.
- Γιατί;
- Γιατί ο άνδρας που πέθανε, ήταν πράκτορας της Μοσάντ.
- Τί; Ρώτησε έκπληκτη η Ανάντια.
- Η Τζίλντα μου έδωσε πριν πεθάνει κάτι φωτογραφίες. Σε αυτές αυτός ο άνδρας
εμφανίζονταν με ισραηλινή στολή, σε άλλες με παραδοσιακή ισλαμική κελεμπία. Με την
προφορά του στα φαρσί έδειχνε πώς είχε μείνει καιρό στο Ιράν. Όλα κολλάνε.
- Εκτός του προφανούς. Τώρα ήταν σειρά της Χέλεν να κοιτάξει έκπληκτη.
- Γιατί ένας πράκτορας της Μοσάντ να θέλει να πλήξει ένα βρετανικό στόχο;
- Αυτό δε το ξέρω, τα λεφτά όμως πάντοτε ήταν αρκετά για να προδώσει κανείς! Αναστέναξε
βαθιά η Χέλεν.
Η υπόλοιπη νύχτα κύλησε σχετικά ήρεμα με τις δύο φίλες να κάθονται σιωπηλά και να πίνουν το
υπόλοιπο ποτό τους στη ταράτσα του όμορφου ξενοδοχείου με θέα την μαγευτική πόλη της
Ουάσιγκτον τα φώτα της οποίας τρεμόπαιζαν στα πόδια τους.

Η επόμενη μέρα είχε κάνει την εμφάνιση της και βρήκε τη Χέλεν στο παλιό διαμέρισμα που είχε στη
κατοχή της μυστικά από όλους για τέτοιες περιστάσεις. Η μυρωδιά του καφέ είχε απλωθεί στο χώρο.
Ήταν ένα μουντό και σχετικά κρύο πρωινό. Για τη Χέλεν όμως, ήταν μοναδικό. Ήξερε σε ποιόν θα
έστρεφε τη προσοχή της. Η γυμνασμένη γυναίκα στέκονταν και κοιτούσε το δρόμο έξω από το
μικρό παράθυρο της με μια κούπα αχνιστή καφέ στο χέρι. Δε πέρασαν πολλά λεπτά όταν ο γλυκός
ήχος μιας αδύναμης σταγόνας βροχής εδώ και εκεί στο τζάμι, έγινε ο ηχηρός ήχος ενός δυνατού
σμήνους από σταγόνες με δύναμη να παραλύσουν ένα πλήθος ανθρώπων στους δρόμους. Μια
γενναία γουλιά από το καυτό καφέ, τόνωσε τη Χέλεν που ίσιωσε τη πλάτη της αποφασισμένη να
αδράξει τη μέρα. Ήταν σίγουρη πώς κάτι σοβαρό συνέβαινε, ήταν σίγουρη πλέον για τους
ισχυρισμούς του Βρετανού ομόλογου της. Δεν ήξερε όμως από που να αρχίσει, δεν ήξερε ποιόν να
κατηγορήσει και το σημαντικότερο, δεν ήξερε ποιον να εμπιστευτεί. Είχε αρχίσει να νιώθει μόνη σε
αυτόν τον κόσμο σκιών και φαντασμάτων.
Η βροχή κόπασε και η Χέλεν πήρε τα κλειδιά ενός παλαιού αμαξιού που ήταν παρκαρισμένο σε μια
μάντρα απέναντι. Η Χέλεν πήρε τα κλειδιά του σπιτιού και κατέβηκε στο ισόγειο. Ανέβασε τη
κουκούλα στο κεφάλι της και έτρεξε έως απέναντι που βρίσκονταν η μάντρα. Κανείς δεν στέκονταν
με τη βροχή να πέφτει τόσο έντονα από το γκρι ουρανό. Στη θέα ενός αμαξιού καλυμμένου με μια
γκρι κουκούλα χαμογέλασε. Με μια κίνηση έβγαλε τη κουκούλα και άνοιξε το πορτ παγκάζ. Εκεί
πέταξε τη κουκούλα που μέχρι πρότινος κάλυπτε το αμάξι και πήρε ένα μαύρο σακίδιο πλάτης. Η
πόρτα του παλαιού αυτοκινήτου έκλεισε. Η Χέλεν έτριψε τα χέρια της. Το κρύο είχε αρχίσει να
γίνεται έντονο. Κοίταξε από τα παράθυρα γύρω της και όταν διαπίστωσε ότι κανείς δεν βρίσκονταν
κοντά, άνοιξε το μαύρο σακίδιο. Μέσα βρίσκονταν αρκετές δεσμίδες με χαρτονομίσματα,
διαβατήρια πολλών χωρών, δύο όπλα με πολλές σφαίρες καθώς και αρκετά ανώνυμα κινητά. Η
όμορφη γυναίκα χαμογέλασε, έβαλε τα πάντα πίσω στο σακίδιο και έβαλε το κλειδί στη μίζα. Το
αμάξι πήρε μπροστά, και κινήθηκε γοργά κατευθυνόμενο προς το δρόμο.
Η κίνηση ωστόσο, ήταν τόσο μεγάλη. Η βροχή είχε εν το μεταξύ αρχίσει να σφυροκοπά ανθρώπους
και αυτοκίνητα. Οι υαλοκαθαριστήρες έδιναν τη δική τους μαινόμενη μάχη, πέρα δώθε απωθώντας
τα αλλεπάλληλα πυρά του ουρανού. Η Χέλεν, μέχρι να ανάψει το φανάρι μπροστά της, άλλαξε
σταθμό και άνοιξε την ένταση. «Αυξημένα μέτρα ασφαλείας για τις επόμενες εβδομάδες στη πόλη
του Λονδίνου εν όψη της τελετής εγκαινίων του νέου πολεμικού μουσείου που θα φιλοξενήσει την
πολιτική εξουσία ενώ σε αυτήν θα παραβρεθούν και μέλη της βασιλικής οικογένειας». Οι
λεπτομέρειες δεν αφορούσαν τη Χέλεν η οποία απλά είδε ακόμα ένα παράθυρο ευκαιρίας για τους
επίδοξους τρομοκράτες να εκπληρώσουν το σατανικό τους σχέδιο. Ο χρόνος κυλούσε βασανιστικά
γρήγορα και τα χρονικά περιθώρια στένευαν σατανικά αργά.
Μετά από σχετικά αρκετή ώρα, η Χέλεν κατάφερε να φτάσει κοντά στο κρησφύγετο. Δεν ήθελε να
πλησιάσει. Σίγουρα κάποιος ήξερε πολλά. Σίγουρα το παρακολουθούσαν για να ανακαλύψουν τη
Χέλεν. Άνοιξε το σακίδιο και ενεργοποίησε ένα κινητό. Πληκτρολόγησε έναν αριθμό. Έναν αριθμό
που χτύπησε στο κωδικοποιημένο τηλέφωνο του Λουκ.
- Μαζέψτε τα πάντα και φύγετε! Είπε η Χέλεν και έκλεισε ο τηλέφωνο πετώντας τη μπαταρία
και τη σιμ έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου.

Η Χέλεν παρακολουθούσε το κτήριο από μακριά. Σε λίγη ώρα είδε σταδιακά τους συνεργάτες τις να
φεύγουν προς διαφορετικές κατευθύνσεις ο καθένας. Σιγά σιγά, άναψε τα φώτα του αμαξιού. Ο
Λουκ το παρατήρησε και πήγε σταδιακά μέχρι εκεί. Στη θέα της Χέλεν, ο Λούκ μπήκε μέσα. Η
Χέλεν δεν είχε άλλη επιλογή από το να τον εμπιστευτεί.

- Πρέπει να βρούμε ένα διαφορετικό μέρος. Είπε η Χέλεν αφού μπήκαν μέσα οι συνεργάτες
της. Όλοι είχαν έρθει από διαφορετικές κατευθύνσεις. Έτσι ακόμα και αν κάποιος τους
παρακολουθούσε, δεν θα μπορούσε να τους ακολουθήσει όλους ταυτόχρονα. Το αμάξι ήδη
κινούνταν.
- Πάμε σε ένα σπίτι που έχω εγώ, σχολίασε η Σαμ.
- Δε μπορούμε να το ρισκάρουμε. Αν το ξέρει η υπηρεσία, τότε μπορεί να το ξέρουν και άλλοι.
- Δεν το ξέρει κανείς, σχολίασε η Σαμ.
- Πώς είσαι τόσο σίγουρη;
- Επειδή, πρακτικά δεν ανήκει σε εμένα. Το αγόρασα με πλαστά χαρτιά, μια άλλη εποχή, για
μια άλλη ζωή. Η Χέλεν κοιτούσε τη Σαμ από το καθρέφτη του αυτοκινήτου. Έγνεψε
καταφατικά και το αμάξι εφαρμόζοντας προληπτικά αρκετές τεχνικές αντιπαρακολούθησης,
έφτασε τελικά στο προορισμό του.

Η Χέλεν μπήκε μέσα στο σπίτι τινάζοντας το αδιάβροχο αντιανεμικό μπουφάν της. Κοίταξε
διερευνητικά το μέρος. Ήταν σκοτεινό και κρύο. Οι νεαροί συνάδελφοι της, τότε γύρισαν για ένα
λεπτό να τη κοιτάξουν έκπληκτοι από την τόσο ξαφνική αλλαγή στα μαλλιά της.

- Τί νεότερο είχαμε; Ζήτησε τελικά να μάθει η Χέλεν.


- Έχουμε συμπεριλάβει στη λίστα υπόπτων δέκα νέα ονόματα, απάντησε η νεαρή αναλύτρια
και ειδική στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, η Σαμ. Η Χέλεν κοίταξε τυπικά τους
φακέλους, γνωρίζοντας ήδη σε ποιον έπρεπε να στρέψει το ενδιαφέρον της.
- Θέλω να δω ξανά όλους τους φακέλους, αποκρίθηκε τελικά η Χέλεν. Οι νεαροί αναλυτές την
κοιτούσαν παράξενα. Ακόμα δεν ήξεραν τον πραγματικό κόσμο της κατασκοπείας. Τα
πισωγυρίσματα, τα απρόοπτα και την αναγκαιότητα να γυρίζεις σε παλιά στοιχεία για να
μπορείς να καταλάβεις καλύτερα τα καινούργια νέα που προκύπτουν.
- Αμέσως, προσφέρθηκε ο Λουκ ο οποίος της έδωσε στα χέρια τους αρκετούς φακέλους με τη
Χέλεν να αποφεύγει οποιαδήποτε οπτική επαφή μαζί του.

Η Χέλεν απομόνωσε τις λοιπές ομιλίες γύρω της, τραβώντας μια καρέκλα από το τραπέζι και
γυρνώντας τη πλάτη της στους υπόλοιπους. Ήθελε χρόνο και χώρο να σκεφτεί και το κατέστησε
σαφές και στους υπόλοιπους που γρήγορα την άφησαν στην γωνία μόνη να σκεφτεί. Η Χέλεν
χαϊδεύοντας το μέτωπο της με τα δάχτυλα της, συνοφρυωμένη γυρνούσε αδηφάγα τη μία σελίδα
μετά την άλλη στους φακέλους που είχε μπροστά της. Είχε απελπιστεί, πού ήταν η φωτογραφία και
ο φάκελος του άνδρα που είχε δει στη φωτογραφία μαζί με εκείνον τον κατάσκοπο της Μοσάντ; Τα
μάτια της φωτίστηκαν και οι ελπίδες της αναπτερώθηκαν όταν άνοιξε ένα φάκελο που ήταν πριν από
τρείς-τέσσερις άλλους φακέλους πριν το τέλος. «Αυτός είναι»! Είπε από μέσα της. Άρχισε να
διαβάσει προσεκτικά αλλά γρήγορα το περιεχόμενο του φακέλου. Το μυαλό της έπαιρνε τρομακτικές
στροφές. Διάβασε ξανά και ξανά τις λιγοστές σελίδες που περιέχονταν και τελικά γύρισε να
αντικρίσει τους υπόλοιπους που δούλευαν πυρετωδώς.

- Αυτός είναι! Είπε με θρίαμβο σε πιο δυνατό τόνο. Όλοι γύρισαν και την κοίταξαν με απορία.
- Αυτός; Ρώτησαν οι αναλυτές που είχαν μαζευτεί γύρω από το τραπέζι στη μέση του οποίου
δέσποζε ο περιζήτητος φάκελος.
- Ναι, μονολόγησε πιο ρεαλιστικά η Χέλεν.
- Δεν είναι σε καμία λίστα υπόπτων. Δεν έχει καν βγει από τη χώρα, σχολίασε η νεαρή
ασιατικής καταγωγής αναλύτρια.
- Αυτό τον κάνει ακόμα πιο τέλειο, σχολίασε η Χέλεν.
- Την ακούσατε, ας πιάσουμε δουλειά. Ανακοίνωσε ο Λουκ. Η Χέλεν τελικά τον κοίταξε
φονικά.
- Εσύ και εγώ, εκεί μέσα τώρα! Διέταξε η Χέλεν δείχνοντας ένα απομονωμένο δωματιάκι.

Οι δυο τους μπήκαν στο δωμάτιο και η όμορφη μελαχρινή έκλεισε ηχηρά τη πόρτα.

- Αυτό που κάνεις, θα το σταματήσεις τώρα! Διέταξε η Χέλεν με έντονο ύφος.


- Τί κάνω; Ρώτησε εκείνος απορημένος.
- Να συμφωνείς μαζί μου σε κάτι που υπό άλλες συνθήκες θα εναντιωνόσουν.
- Νομίζω παραλογίζεσαι. Σε υποστήριξα εκεί έξω, απάντησε εκείνος συνοφρυωμένος σε ένα
τόνο παραπάνω.
- Αυτό είναι το θέμα. Δεν το χρειαζόμουν. Στα λόγια αυτά, ο νεαρός άνδρας χαμογέλασε και
έγλυψε νευριασμένα το άκρος των χειλιών του ξύνοντας με τον αντίχειρα του την άκρη των
ματιών του.
- Θα μπορέσεις να κάνεις σωστά τη δουλειά σου μετά από αυτό που έγινε μεταξύ μας; Ρώτησε
τελικά σε ποιο ήρεμο τόνο η Χέλεν.
- Εσύ είσαι αυτή που παραλογίζεται, όχι εγώ. Με την άδεια σας! Μονολόγησε ο Λουκ που
έφυγε από μπροστά της για να πάει πίσω στο πόστο του.

Η Χέλεν έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα μόνη σε εκείνο το σκοτεινό δωμάτιο. Το μόνο που
ακούγονταν ήταν τα χτυπήματα από τις στάλες τις βροχής στο κλειστό με στόρια παράθυρο του
απομονωμένου δωματίου. Πήρε μια βαθιά ανάσα και επέστρεψε και εκείνη με τη σειρά της στο
διπλανό δωμάτιο.

- Λοιπόν, θέλω να επικεντρωθούμε σε αυτό εδώ τον άνδρα. Ανακοίνωσε η Χέλεν που χτύπησε
τη φωτογραφία του άνδρα πάνω στο βαρύ τραπέζι της κουζίνας που κάθονταν όλοι έχοντας
σηκώσει τα μανίκια του πουκαμίσου της.
- Θέλω ότι μπορείτε να βρείτε. Περάστε το πρόσωπο του από το μηχάνημα αναγνώρισης
προσώπων. Θέλω να μου βρείτε αν είναι σε κοινωνικά δίκτυα. Θέλω να μάθουμε την
καθημερινότητα του, πού μένει, τί δουλειά κάνει μα κυρίως θέλω να μάθω ποιον συναντάει,
πού τον συναντάει, για πόση ώρα μιλάνε. Θέλω να βρω τί λένε στα email, υποκλέψτε
τηλέφωνα και λοιπές επικοινωνίες. Με λίγα λόγια θέλω να μάθω τα πάντα! Κατανοητό;
- Μάλιστα! Απάντησαν όλοι.
- Χέλεν; Ρώτησε ένας νεαρός που κοιτούσε έξω από το παράθυρο.
- Αυτό σημαίνει πώς σταματάμε να παρακολουθούμε το τζαμί και αρχίζουμε να
παρακολουθούμε μονάχα αυτόν έτσι;
- Ναι! Δεν έχουμε άλλη επιλογή. Απάντησε η Χέλεν μετά από σιωπή δευτερολέπτων.

Η μέρα κυλούσε με τους πράκτορες να κοιτάζουν την οθόνη ενός υπολογιστή. Η Χέλεν και αυτή
χωμένη στην οθόνη του δικούς της υπολογιστή, έτρωγε παράλληλα κάτι κράκερ που βρήκε στα
συρτάρια της κουζίνας. Περίμενε να τελειώσει η ανάλυση βιομετρικών στο πρόγραμμα που έτρεχε
μέχρι που της ήρθε μια σημαντική ιδέα. Ο άνδρας που έψαχνε, τυπικά στα χαρτιά δεν εμφανίζονταν
να έχει ταξιδέψει εκτός χώρας. Στις φωτογραφίες που είδε όμως, αυτό δεν ήταν αληθές. Επομένως
έπρεπε επειγόντως να στείλει στον Βρετανό ομόλογο της, τη φωτογραφία για να ψάξει τυχόν
συνδέσεις και στην Αγγλία. Είχε ήδη αποδειχθεί μια στη Μέση Ανατολή, γιατί όχι και στην Ευρώπη;
Η Χέλεν στη σκέψη αυτή, πήρε ένα από τα πολλά κινητά από το σάκο της και πληκτρολόγησε έναν
ξένο αριθμό. Έβαλε το ακουστικό στο αφτί της και περίμενε αρκετή ώρα.

- Είχες δίκαιο, είπε μόνο η Χέλεν και η σιωπή απλώθηκε στη γραμμή.
- Τελείωσε; Ρώτησε ένας άνδρας με βαριά βρετανική προφορά από την άλλη γραμμή, χιλιάδες
χιλιόμετρα μακριά. Η Χέλεν γέλασε άθελα της.
- Απέχει πολύ ακόμα αυτό… Επικρατούσε ησυχία αλλά η Χέλεν μπορούσε να διαισθανθεί την
αγανάκτηση του άνδρα που βρίσκονταν τόσο μακριά της
- Έμαθα, έχετε εγκαίνια σε λίγο καιρό, είπε τελικά η Χέλεν.
- Ναι, η φωνή του άνδρα ξαφνικά έγινε πιο έντονη, σαν να ξύπνησε από λήθαργο.
- Θα έρθει ένας γνωστός, θέλω να τον βρεις, να βρεις αν θα έρθει και να τον προσέξεις. Δεν
ξέρω αν έχει ξαναέρθει στην Αγγλία, ή στην Ευρώπη βασικά. Η Χέλεν προσπαθούσε
κωδικοποιημένα να δώσει στο Βρετανό ομόλογο της να καταλάβει τί ήθελε από αυτόν.
Προφανώς, ο άνδρας στην άλλη γραμμή, εξίσου έμπειρος με τη Χέλεν, κατάλαβε αμέσως τί
έπρεπε να κάνει.
- Φυσικά, στείλε μου το τηλέφωνο επικοινωνίας του και θα τον περιμένω.
- Τέλεια! Γέλασε η Χέλεν.

Η Χέλεν έκλεισε το τηλέφωνο επαναλαμβάνοντας τη συνήθη διαδικασία και κατευθύνθηκε ξανά στο
δωμάτιο που βρίσκονταν όλοι. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Ο καιρός έξω είχε κοπάσει. Όλοι δούλευαν
πυρετωδώς για να συγκεντρώσουν όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούσαν. Ήδη, στη διάρκεια
μερικών ωρών, στο δωμάτιο αυτό είχαν αρχίσει να συσσωρεύονται ένας τεράστιος όγκος και
δεδομένα πληροφοριών, γνώσεων για ένα άτομο που ακόμα και ο κοντινότερος φίλος ή συγγενής
κάποιου δεν θα ήξερε σε τέτοιο βάθος.
- Σαμ, θέλω να κωδικοποιήσεις αυτή τη φωτογραφία. Να την κρύψεις πίσω από ένα μήνυμα ή
πίσω από μια φωτογραφία. Μπορείς να το κάνεις αυτό; Ρώτησε η Χέλεν έχοντας ήδη πάει
πάνω από το κεφάλι της Σαμ που δούλευε.
- Ναι… ποια φωτογραφία θέλετε να έχουμε σαν κέλυφος;
- Αυτή, απάντησε η Χέλεν γυρνώντας τον υπολογιστή της και δείχνοντας της μια φωτογραφία
του καινούργιου κτηρίου του νέου πολεμικού μουσείου που θα άνοιγε σε λίγο καιρό στο
Λονδίνο. Με αυτό το τρόπο θα επικοινωνούσε με το Βρετανό σύνδεσμο της.
- Εντάξει, θα πάρει λίγο ώρα. Μονολόγησε η ασιατικής καταγωγής πρώην χάκερ που
στρατολογήθηκε στο πανεπιστήμιο χάρη στις ξεχωριστές ικανότητες της.
- Όταν τελειώσεις θα την ανεβάσεις σε αυτό το σαιτ. Είναι ένα παιχνίδι στρατηγικής. Φτιάχνεις
βάσεις και στρατό.
- Το ξέρω το παιχνίδι, απάντησε τελικά η Ασιάτισσα.
- Παίζω και εγώ σε αυτό, μονολόγησε για να απαντήσει στα απορημένα βλέμματα όλων
σχετικά με το από που ήξερε αυτό το παιχνίδι. Η Χέλεν χαμογέλασε και άνοιξε ένα κουτί
αναψυκτικό και το άφησε δίπλα στη Σαμ.
- Θα πρέπει να στείλω και το σχετικό κλειδί για την αποκρυπτογράφηση κάπου.
- Αυτό θα το στείλεις σε κάποιον στο σκοτεινό διαδίκτυο. Αυτή είναι η διεύθυνση που θα
χρειαστείς. Το βλέμμα της Σαμ φωτίστηκε. Είχε καιρό να κάνει κάτι απαιτητικό στο τομέα
της.

Οι ώρες περνούσαν και η μέρα έφτασε στο τέλος της. Ο ουρανός είχε πλέον καθαρίσει. Η νύχτα
ήταν τόσο ξάστερη και η Χέλεν ένιωθε τόσο κουρασμένη. Νωχελικά, κατευθύνθηκε προς ένα
δωμάτιο στο σκοτεινό σπίτι. Έκλεισε τη πόρτα πίσω της και κάθισε στο κρεβάτι. Ξαφνικά της ήρθαν
αναλαμπές από το βράδυ που πέρασε με τον Λουκ.

Η Χέλεν δε φοβόταν τη σωματική επαφή, δεν έτρεφε αυταπάτες, ήξερε τις ανάγκες του ανθρώπινου
σώματος. Τον κοίταξε μέσα στα μάτια, δεν απομακρύνθηκε από κοντά του.

- Άκου, είμαι μεθυσμένη. Ό,τι γίνει θα το ξεχάσουμε, δουλεύουμε μαζί, κατανοητό; Τον είχε
ρωτήσει εκείνη την νύχτα.
- Αυτό είναι το θέμα; Ότι δουλεύουμε μαζί; Την είχε ρωτήσει εκείνος.
- Όχι, το θέμα είναι ότι δεν θέλω να έχω σχέση με κανένα.
- Γιατί; Έτσι σας μάθανε στη Delta; Ειρωνεύτηκε ο νεαρός.
- Στη Delta με μάθανε να σκοτώνω… Απάντησε η Χέλεν πλησιάζοντας το στόμα του ακόμα
πιο πολύ στο δικό της. Μέχρι που τελικά απομακρύνθηκε εκείνη απότομα.
- Μέχρι που τελικά πέθανα και εγώ! Απάντησε τελικά εκείνη ανοίγοντας τελικά τη πόρτα του
σπιτιού, δείχνοντας καθαρά τη θέληση της να μείνει μόνη.

Ο Λουκ πλησίασε τη Χέλεν αρκετά. Η Χέλεν δε φοβήθηκε. Είχε μάθει να σκοτώνει με τα χέρια της.
Ίσα ίσα που θα απογοητεύονταν αν δεν διεκδικούσε να μπει στο σπίτι. Ο νεαρός την προσέγγισε
βίαια διεκδικώντας τα χείλη της. Η Χέλεν έφερνε πάντα τον εαυτό της σε ακραίες καταστάσεις. Ήταν
εθισμένη στην αδρεναλίνη. Τον χτύπησε με δύναμη με ένα δυνατό χαστούκι μόνο και μόνο για τον
τραβήξει από το πέτο και να τον φέρει κοντά της φιλώντας τον πιο κτητικά.
Άφησε τη τσάντα της να πέσει δυνατά στο έδαφος. Ο ήχος από το μέταλλο του όπλου που
κουβαλούσε αντήχησε σε όλο το δωμάτιο. Γρήγορα απαλλάχθηκε από τα περιττά ρούχα του άνδρα
που είχε απέναντι της. Έμεινε εκεί να ψηλαφίζει το στήθος του. Στο καναπέ οι δυο τους με τη Χέλεν
να είναι ο αρχηγός της παθιασμένης αυτής σκηνής, απαλλάχτηκε από το πουκάμισο της. Ο Λουκ
φίλησε το λαιμό της που τον είχε γείρει προς τα δεξιά. Τότε είδε τη τομή που εκτείνονταν από τον
ώμο έως το στήθος της. Δεν την είχε παρατηρήσει το προηγούμενο βράδυ. Αμέσως πήγε να
κατευθύνει τα δάχτυλα του, να αγγίξουν αυτή τη τομή. Αμέσως η Χέλεν με μια ακαριαία κίνηση
αιχμαλωτίσει το χέρι του και το κατέβασε από το σημείο εκείνο, χωρίς να σταματήσει αυτό που
έκανε. Ο Λουκ προσπάθησε να απεγκλωβίσει το χέρι του, αλλά όσο προσπαθούσε τόσο του
γυρνούσε το χέρι με τον γυμνασμένο άνδρα να συνοφρυώνεται από τον πόνο .

- Μη… τον προειδοποίησε η Χέλεν κοιτώντας τον βαθιά μέσα στα ανοιχτά του μάτια…
Πρώτη φορά τον κοιτούσε έτσι μια γυναίκα, τόσο βίαια, τόσο κτητικά. Σαν ένα απλό
αντικείμενο εκτόνωσης. Σαν ένας ανθρώπινος σάκος του μποξ.
- Θες να πάμε πάνω; Τη ρώτησε εκείνος ιπποτικά.
- Όχι… μονολόγησε πνιχτά και εγωιστικά η Χέλεν κοιτώντας τον ενώ και οι δύο ήταν
απαλλαγμένοι από τα ρούχα τους.
- Είναι πολύ μακριά… γέλασε εκείνη δαγκώνοντας το χείλος του…

Το βράδυ συνέχισε να απλώνει το μανδύα του στη πόλη. Με τα σπίτια και τους δρόμους να είναι οι
μοναδικές πηγές φωτός σε μια πόλη που κοιμόταν. Πάντα όμως, κάπου, κάποιος επαγρυπνά για
κάτι. Πάντα κάποιος εποφθαλμιά και συλλογίζεται σιωπηλά καταστρώνοντας το σατανικό σχέδιο
του. Δεν υπολογίζει όμως ποτέ, πώς πάντα θα έχει μια καυτή ανάσα στη πλάτη του να τον
καταδιώκει σε απόσταση πια αναπνοής!

Τα μάτια της Χέλεν άνοιξαν διάπλατα και αντίκρισαν μονάχα σκοτάδι, ενώ θυμόταν τί είχε γίνει με
το Λουκ στο σπίτι της πριν από όλα αυτά, την πήρε ο ύπνος. Καμία πηγή φωτός δεν υπήρχε στο
δωμάτιο. Ψηλαφιστά, βρήκε το κινητό της που ήταν κάπου πεταμένο στο μικροσκοπικό κρεβάτι.
Πάτησε ένα κουμπί και η οθόνη φωτίστηκε προσφέροντας λιγάκι φως. Άνοιξε τη πόρτα του
δωματίου που έτριξε και κατέβηκε σιγά σιγά τις σκάλες. Σχεδόν χαμογέλασε στο θέαμα. Είδε τους
συναδέλφους τις να έχουν αποκοιμηθεί εκτός από έναν. Τη Σαμ. Ο ένας είχε αποκοιμηθεί με το
κεφάλι πάνω στο τραπέζι, ο Λουκ, είχε αποκοιμηθεί σε μια καρέκλα όρθιος, άλλος είχε αποκοιμηθεί
στο πάτωμα. Το βλέμμα της Σαμ κατευθύνθηκε προς τις σκάλες που κατέβαινε η Χέλεν.

- Είχες νέα; Ψιθύρισε η Χέλεν κουνώντας το κεφάλι της προς τον υπολογιστή.
- Όλα έγιναν όπως τα ήθελες. Φαντάζομαι δε περιμένουμε απάντηση; Ρώτησε η Σαμ. Η Χέλεν
χαμογέλασε και έκλεισε το καπάκι του υπολογιστή.
- Πρέπει να ξεκουραστείς, πρότεινε στην Ασιάτισσα χάκερ.
- Ξεκουράστηκα το βράδυ, έκανε βάρδια ο Λουκ. Στο άκουσμα του ονόματος του η Χέλεν
ένιωσε ελάχιστα αμήχανα ενώ έτριβε τον ώμο της που είχε αρχίσει να την ενοχλεί.
- Πονάει; Ρώτησε η Σαμ.
- Ποιο;
- Το χέρι σου… Αφγανιστάν, Ιράκ;
- Άλλη εποχή, διαφορετικός εαυτός, απάντησε η Χέλεν τυπικά χωρίς να αφήνει περιθώρια για
συζήτηση πάνω σε αυτό το ζήτημα.
- Τί είναι αυτό το μέρος; Ρώτησε τελικά η Χέλεν.
- Κάποτε ήταν το μέρος που είχα τους υπολογιστές μου.
- Μου είπες πως δεν το ξέρει κανείς, έγνεψε ψιθυριστά η Χέλεν που είχε κάτσει πάνω στο
τραπέζι δίπλα στον υπολογιστή.
- Ηρέμησε αφεντικό, κανείς δε το ξέρει. Είχα μια άλλη ζωή και εγώ. Όσο ήμουν στο
πανεπιστήμιο διακινούσα ουσίες μέσω του σκοτεινού διαδικτύου για να βγάλω λεφτά.
Ομολόγησε η Σαμ μετά από δευτερόλεπτα.
- Τί ουσίες;
- Οπιοειδή κυρίως… Οξυκοδώνη, fentanyl κλπ.
- Το ξέρει η υπηρεσία;
- Φυσικά… Ξέρεις πώς μπορούν να μάθουν τα πάντα. Όχι όμως αυτό το μέρος…

Την συζήτηση τους διέκοψε ένας ήχος που βγήκε από τον υπολογιστή. Υπήρχε μια ταύτιση με τα
δεδομένα που είχε εισάγει η Σαμ σχετικά με τον άνδρα της φωτογραφίας. Οι δύο γυναίκες έχωσαν
το κεφάλι τους στην οθόνη του υπολογιστή. Η Χέλεν τράβηξε μια καρέκλα και την έστησε δίπλα
στη Σαμ που πληκτρολογούσε διάφορα στον υπολογιστή. Ο θόρυβος από τη καρέκλα ξύπνησε τους
υπόλοιπους, που νωχελικά έτριβαν τα μάτια τους.
- Τί έγινε; Ψέλλισε ο Λουκ που είχε πλησιάσει και αυτός την οθόνη του υπολογιστή
σκύβοντας πάνω από τη Χέλεν.
- Είχαμε ταύτιση, σχολίασε παντελώς επαγγελματικά η Χέλεν.
- Το πραγματικό του όνομα δεν είναι Γιουσούφ Χαλίντ. Γεννήθηκε Χριστιανός και άλλαξε το
όνομα του στη πορεία. Ανακοίνωσε τελικά η Σαμ τεντώνοντας πίσω στη καρέκλα τη πλάτη
της.
- Γιατί έκανε τόση ώρα να βρεθεί αυτό; Ρώτησε η Χέλεν.
- Έχει αλλάξει το όνομα του, έχει αλλάξει διεύθυνση, έκοψε τις επαφές με την οικογένεια του,
είχε εξαφανιστεί.
- Για μα στιγμή, έγνεψε η Σαμ συνοφρυωμένη πατώντας με μανία κάτι πλήκτρα…
- Αυτό εδώ είναι πιστοποιητικό θανάτου! Μονολόγησε η Χέλεν.
- Αφεντικό, αυτός ο άνδρας που παρακολουθούμε είναι νεκρός…
- Τότε, όλοι μας είδαμε φάντασμα να μπαίνει στο τζαμί.
- Ποιοι είναι οι συγγενείς του; Ρώτησε τελικά ο Λουκ.
- Ο πατέρας του πέθανε σε ατύχημα ενώ υπηρετούσε στο ναυτικό. Η μητέρα του ζει στη
Φιλαδέλφεια.
- Αδέλφια;
- Όχι, από ότι φαίνεται εδώ…
- Πότε στράφηκε στον Ισλαμισμό;
- Το όνομα του άλλαξε δύο χρόνια πριν πεθάνει…
- Θέλω να βρείτε ό,τι περισσότερο μπορείτε για αυτά τα δύο χρόνια. Επίσης θέλω να βρείτε
πού είναι τώρα. Περάστε τα βιομετρικά του στο σύστημα. Θέλω να τον έχουμε βρει το
συντομότερο δυνατόν. Είμαι σαφής;
- Μάλιστα. Έγνεψαν όλοι με στρατιωτική πειθαρχία στη Χέλεν που είχε σηκωθεί και βημάτιζε
νευρικά στο σαλόνι.

Η Χέλεν δούλευε στον υπολογιστή σκάβοντας στο παρελθόν του υπόπτου. Η Χέλεν έψαχνε, να βρει
αν κάποιος από τοπικά τζαμιά είχαν ταξιδέψει προς το Πακιστάν ή το Αφγανιστάν. Ουσιαστικά
όμως, οι έρευνες αυτές με χρονική απόκλιση τέτοια, καθιστούσε εξαιρετικά σπάνιο το ενδεχόμενο να
βρεθεί κάποια σημαντική πληροφορία. Μια ενεργή συνωμοσία, θα διέγραφε τα ίχνη της. Δεν θα
έμενε στάσιμη στο τί έγινε δύο χρόνια πριν. Τη Χέλεν πλησίασε ο Λουκ με μια κούπα αχνιστό καφέ.
Η γοητευτική γυναίκα γύρισε και τον κοίταξε με απορία.

- Θα τον χρειαστείς, όπως όλοι μας άλλωστε. Έγνεψε ο Λουκ δείχνοντας της πώς όλοι
δούλευαν πυρετωδώς.
- Ευχαριστώ, απάντησε ψιθυριστά η Χέλεν πιάνοντας τη καυτή κούπα με τον καφέ με τα δύο
χέρια της και πίνοντας θαρραλέα μια μεγάλη γουλιά. Ο Λούκ χαμογέλασε και
απομακρύνθηκε ήρεμα από κοντά της, καταρρέοντας σχεδόν σε μια καρέκλα με έναν
υπολογιστή.

Δεν πέρασαν πολλά λεπτά από τότε, μέχρι που ο υπολογιστής ακούστηκε ξανά. Η Σαμ έπεσε σα
γύπας πάνω στον υπολογιστή βγάζοντας τα ακουστικά που είχε στα αυτιά της ακούγοντας σιωπηλά
μουσική.
- Τον βρήκαμε! Ανακοίνωσε θριαμβευτικά ο Λουκ στη Χέλεν που τότε μονάχα σηκώθηκε από
τη καρέκλα της με τρόπο τόσο απότομο που κάποιος θα έλεγε πώς είχε ελατήριο.
- Τον εντόπισε μια κάμερα κυκλοφορίας… ενημέρωσε η Σαμ.
- Πού; Ρώτησε με σχετική αγωνία η Χέλεν. Η Σαμ όμως δίστασε να απαντήσει.
- Σαμ;
- Στη Νέα Υόρκη… Απάντησε τελικά η χαμηλών τόνων κοπέλα.
- Στη Νέα Υόρκη;
- Μάλιστα!

Ησυχία απλώθηκε στο δωμάτιο με τη Χέλεν να βηματίζει πάνω κάτω στο δωμάτιο. Όλοι περίμεναν
εναγωνίως την διαταγή της, την απόφαση της.

- Παιδιά… Φαίνεται πώς θα πάμε Νέα Υόρκη! Ανακοίνωσε τελικά η Χέλεν με μια υποψία
γέλιου στο πρόσωπο της.
- Όλοι χαμογέλασαν και μερικοί έβγαλαν μια γηπεδική κραυγή σαν να πανηγύριζαν. Η Σαμ
κοίταξε περίεργα τη Χέλεν που τη πλησίασε στο αφτί.
- Πάμε σε μάχη Σαμ! Για αυτό χαιρόμαστε! Γιατί ακόμα και αν πέσουμε, δε πέσαμε αμαχητί!
Χαμογέλασε η Χέλεν στη Σαμ προσπαθώντας να της εμφυσήσει λιγάκι τη νοοτροπία των
ειδικών δυνάμεων.
Κεφάλαιο 8

Το επόμενο πρωί βρήκε την ομάδα της Χέλεν στην φαντασμαγορική πόλη της Νέας Υόρκης. Μια
πόλη που για τόσα χρόνια αγκάλιαζε εκατοντάδες ανθρώπους, τους φτωχούς, τους κουρασμένους,
τους κατατρεγμένους. Η πόλη υποδοχής και εκπλήρωσης του αμερικανικού ονείρου. Μια πόλη που
δεν κοιμάται ποτέ.
Η Χέλεν παντελώς αλλαγμένη, με ένα στρατιωτικού τύπου, γυναικείο μαύρο παντελόνι που ήταν
τόσο όμορφο πάνω της και τα κλασικά ray ban γυαλιά της στεκόταν σε μια καφετέρια περιμένοντας
να πάρει το καφέ της. Είχε πάρει ήδη το ποτήρι και έβαζε ένα πράσινο καλαμάκι όταν είδε κίνηση
από την απέναντι εξώπορτα της πολυκατοικίας. Ο άνδρας που ψάχνανε. Τον είχε εντοπίσει μια
κάμερα κυκλοφορίας να βγαίνει από το συγκεκριμένο κτήριο και να τον ξανά στο ίδιο μέρος, τον
παρακολουθούσαν ήδη δύο μέρες. Η Χέλεν πήρε το καφέ της και βγήκε από τη διάσημη καφετέρια
παρακολουθώντας τον υποδειγματικά, έχοντας κρύψει με έναν σκούφο τα αυτιά της. Ανέπνεε μέσα
από το μπουφάν της, δήθεν για να προστατευτεί από το τσουχτερό κρύο, ενώ στη πραγματικότητα
ήθελε να κρύψει τα βιομετρικά στοιχεία του προσώπου της και ειδικά του τριγώνου της μύτης με το
στόμα. Έχοντας παρακολουθήσει τον άνδρα για αρκετή ώρα ξαφνικά έστριψε δεξιά στον δρόμο που
βρήκε μπροστά της έχοντας παραδώσει τα ηνία της παρακολούθησης σε άλλο πράκτορα. Μια
επιτυχημένη παρακολούθηση χρειάζεται περίπου δέκα με δεκαπέντε άτομα. Η ομάδα της Χέλεν δεν
είχε αυτή τη πολυτέλεια. Έπρεπε να κάνουν τα μέγιστα με μόλις έξι άτομα.
Η όμορφη μελαχρινή βρήκε την ευκαιρία να περπατήσει στη πόλη που γεννήθηκε, ξεφεύγοντας για
λίγο από τους υπόλοιπους. Κοίταζε γύρω της και περπατούσε νωχελικά. Βρέθηκε τελικά να φτάσει
στη γέφυρα του Μπρούκλιν. Έκατσε εκεί, και κοίταζε για λίγο όλη τη πόλη να απλώνεται στα πόδια
της. Της είχε λείψει αυτό το μέρος. Από αυτό το μέρος είχε ανάμεικτα συναισθήματα. Ήταν μια
πόλη στην οποία γνώρισε και έζησε στο σύστημα των ορφανοτροφείου και του συστήματος
αναδοχής παιδιών. Πέρασε από πολλά σπίτια και είχε αποκομίσει αρκετά άσχημες εμπειρίες. Παρόλα
αυτά, αγαπούσε αυτή τη πόλη, αγαπούσε τη ζωή της Νέας Υόρκης. Όση πίκρα της είχε προσφέρει η
ζωή πάντα έβρισκε καταφύγιο στους πολύβουους δρόμους της πόλης που δε κοιμάται ποτέ! Πάντα
της άρεσε η ανωνυμία που της προσέφερε, πάντα της άρεσε αυτή η αδιαφορία στο δρόμο. Ο καθένας
κοιτάει τη δουλειά του, κανείς δε σου οφείλει και δεν οφείλεις τίποτα και σε κανέναν.
Ο ψυχρός αέρας σφυροκοπούσε το πρόσωπο της. Εκείνη κοιτούσε για αρκετή ώρα το κενό.
Ξαφνικά, πήρε από τη τσέπη της ένα κλειστό κινητό και πληκτρολόγησε τον αριθμό του
κρυπτογραφημένου τηλεφώνου της Ανάντια. Το τηλέφωνο χτυπούσε για αρκετή ώρα και η Χέλεν
πήγε να το κλείσει ώσπου τελικά η άλλη γραμμή αναστήθηκε και σταμάτησε το μουντό ρεπερτόριο
της.

- Άνα… Χαμογέλασε η Χέλεν.


- Καλώς την, απάντησε από την άλλη γραμμή η Ανάντια.
- Πώς τα πάτε εκεί; Ρώτησε η ίδια μετά από δευτερόλεπτα.
- Όλα καλά. Ευχαριστούμε για το σπίτι και το βανάκι, μονολόγησε η Χέλεν γυρνώντας και
στηρίζοντας τη πλάτη της στα κάγκελα της γέφυρας.
- Να είσαι καλά. Μόνο μια χάρη. Μη μου ρημάξετε το πατρικό μου σπίτι, αστειεύτηκε η
Ανάντια που κάθισε βαθιά πίσω στη καρέκλα του γραφείου της στην Ουάσιγκτον.
- Πώς είναι το φρούριο; Ρώτησε η Χέλεν αναφερομένη κοροϊδευτικά στο σπίτι της.
- Εντάξει είναι, όπως και ο γάτος σου, απάντησε σοβαρά η Ανάντια ενώ υπέγραφε κάτι
έγγραφα με το πανάκριβο στυλό της.
- Σχετικά με αυτό, σου χρωστάω χάρη, σχολίασε σοβαρά η Χέλεν.
- Ναι, και έναν καναπέ γιατί έχει καταστρέψει τα πάντα στο σπίτι μου.
- Δεν μου φτάνει ο μισθός για να αγοράσω καναπέ του γούστου σου, αστειεύτηκε η Χέλεν.
- Πούλα τη γάτα τότε.
- Θα τα πούμε Άνα…
- Τα λέμε! Απάντησε και η Ανάντια που έκλεισε το τηλέφωνο.

Η Χέλεν έβγαλε τη μπαταρία και τη σιμ, και άφησε διακριτικά το κινητό να γλιστρήσει από το χέρι
της μπροστά της, στο ποταμό East River. Έχωσε για ακόμα μια φορά το πρόσωπο της στο
εσωτερικό του μπουφάν της και ξεκίνησε το δρόμο της επιστροφής. Σε λίγη ώρα βρέθηκε στο
δρόμο που είχε καταλήξει από τη παρακολούθηση αφού εφάρμοσε αρχικά αρκετές τεχνικές
αντιπαρακολούθησης. Τελικά, κατέληξε έξω από τη πόρτα ενός λευκού βαν, κοίταξε αριστερά και
δεξιά και απότομα άνοιξε τη πλαϊνή πόρτα και μπήκε μέσα.

- Πώς πάει; Ρώτησε η Χέλεν.


- Είναι μέσα σε ένα μαγαζί και τρώει, απάντησε η Σαμ δίνοντας στη Χέλεν ένα χάμπουργκερ.
- Τόση ώρα; Απόρησε η Χέλεν που έφαγε μια μπουκιά από το φαγητό της.
- Όχι, πήγε και στο ανθοπωλείο… Έγνεψε η Σαμ δίνοντας της στα χέρια κάτι πρόχειρες
φωτογραφίες που είχαν τραβηχτεί.
- Πάλι; Τα μάτια της Χέλεν έλαμψαν!
- Ναι…
- Θέλω να βρείτε τα πάντα για αυτό το ανθοπωλείο.
- Το φαντάστηκα ότι θα το ήθελες και έκανα ένα πρώτο έλεγχο, μονολόγησε η Σαμ ψάχνοντας
ανάμεσα σε ένα σωρό με πράγματα για ένα φάκελο. Όταν επιτέλους τον βρήκε, έβγαλε μια
κραυγή χαράς και τον παρέδωσε στη Χέλεν που βιαστικά σκούπισε το χέρι της σε μια
χαρτοπετσέτα για να πάρει το φάκελο.

Η Χέλεν διάβαζε το φάκελο και γύρναγε τις σελίδες νευρικά. Για μια στιγμή τα μάτια της έγιναν μια
πνιχτή γραμμή και στο πρόσωπο της σχηματίστηκε ένας μορφασμός πόνου. Προς στιγμήν
σταμάτησε να διαβάζει και έτριψε ελαφρώς τον ώμο της. Η Σαμ, έστρεψε διακριτικά το βλέμμα της
αλλού. Είχε καταλάβει πώς το αφεντικό της ήταν τόσο εγωιστικό και περήφανο για να παραδεχθεί
πώς κάποιες φορές υποφέρει. Η Χέλεν εκτίμησε την λεπτή αυτή κίνηση της νεαρής συναδέλφου της.

- Αγόρασε τίποτα από το ανθοπωλείο;


- Τίποτα, μπήκε μέσα έκατσε για λίγη ώρα και έφυγε.
- Τί ξέρουμε για τον ιδιοκτήτη;
- Συνεπής στις υποχρεώσεις του, χωρίς προβλήματα με τις αρχές.
- Λοιποί υπάλληλοι;
- Οικογενειακή επιχείρηση. Δεν δουλεύουν υπάλληλοι εκεί.
- Υπάρχει καμία εμφανής σχέση μεταξύ του ιδιοκτήτη και του στόχου; Ρώτησε η Χέλεν. Η
ασιατικής καταγωγής νεαρή απέναντι της προς στιγμήν δίστασε και απομάκρυνε το βλέμμα
της μακριά από το ψυχρό βλέμμα που την κοιτούσε απέναντι της.
- Σαμ; Ρώτησε ξανά η Χέλεν.
- Όχι, από ότι ξέρω.
- Δεν μου αρκεί αυτό που ξέρεις… Ψάξε το καλύτερα, απαίτησε η Χέλεν δίνοντας πίσω τον
φάκελο.
- Μάλιστα, απάντησε με χαμηλωμένο βλέμμα εκείνη.

Η Χέλεν άνοιξε τη πόρτα του βαν και βγήκε στο δρόμο. Στήριξε το σώμα της πάνω στο βαν από τη
πλευρά του πεζοδρομίου. Τέντωσε λίγο το κεφάλι της και προσπαθούσε να σκεφτεί τί σύνδεση θα
μπορούσε να έχει ένας νομοταγής ανθοπώλης και ένα τρομοκρατικό δίκτυο. Έπρεπε να το μάθει. Η
Χέλεν έμεινε εκεί για λίγη ώρα και αφουγκράζονταν το κόσμο που περνούσε γρήγορα και αδιάφορα
από μπροστά της. Ο καθένας κοιτούσε τη δουλειά του και κανείς δεν έδινε σημασία στους
υπόλοιπους γύρω του. Έτσι ακριβώς θυμόταν η Χέλεν τη Νέα Υόρκη, ένα χωνευτήρι που έπαιρνε
κάθε λογής άνθρωπο, κάθε φυλής και εθνικότητας και διαμόρφωνε γοργά μια κοινή συνείδηση σε
όλους που διαμορφώνει το αμερικανικό έθνος. Το αμερικανικό όνειρο, η αγάπη για τη δημοκρατία
με όλες τις ατέλειες που μπορεί κατά καιρούς να εμφανίζονται.
Η κάθε ανάσα της Χέλεν σχημάτιζε ένα σύννεφο στην ατμόσφαιρα μπροστά της μαρτυρώντας την
ύπαρξη της. Δεν κοιτούσε κανένα, είχε καρφώσει το βλέμμα της σε μια καλυμμένη τρύπα στο δρόμο
που ανέβλυζε καπνό, ένα χαρακτηριστικό της πόλης που μπορούσες να παρατηρήσεις σε όλους τους
δρόμους της. Η όμορφη κατάσκοπος κοιτούσε χωρίς να σκέφτεται τίποτα, είχε καταφέρει έστω και
για δευτερόλεπτα να αδειάσει το μυαλό της και απλά να αναπνέει χωρίς να συλλογίζεται και
βασανίζεται από ουδεμία σκέψη. Ξαφνικά αυτή τη σκηνή χάλασε η Σαμ που την σκούντηξε αφού
άνοιξε ελαφρώς την άσπρη συρόμενη πόρτα του φορτηγού. Η Χέλεν σαν να ξύπνησε από λήθαργο
μπήκε μηχανικά μέσα στο αμάξι για να ενημερωθεί πως ο στόχος είχε επανέλθει στο σπίτι του. Η
Χέλεν έγνεψε καταφατικά και έδωσε την εντολή να παρακολουθείται συνεχώς το σπίτι του, εντολή η
οποία διαβιβάστηκε από τη Σαμ σε όλους τους υπόλοιπους στην ομάδα μέσω των ακουστικών που
φορούσαν όλοι. Η Σαμ δε πρόλαβε να μιλήσει, η Χέλεν είχε ήδη εγκαταλείψει το βαν. Περπάτησε
για αρκετή ώρα μέχρι να κοντοσταθεί έξω από ένα βαρετό συγκρότημα πολυκατοικιών. Έξω από
αυτό ένας εργαζόμενος ηλικιωμένος άνδρας με ένα άσπρο βρώμικο σκύλο για συντροφιά του που
ξεδιάλυνε τα σκουπίδια. Η Χέλεν τον πλησίασε και για λίγο δε μίλησε. Ο άνδρας γύρισε και αρχικά
κοίταξε μονάχα τα παπούτσια της, ύστερα κατεύθυνε το βλέμμα του στο πρόσωπο της. Για ένα
λεπτό κοιτούσε τη Χέλεν ανερμήνευτα, ύστερα όμως ένα ζεστό χαμόγελο σχηματίστηκε στο
πρόσωπο του, χαμόγελο που ανταπέδωσε η Χέλεν έχοντας σκύψει και χαϊδεύοντας τον στο μέτωπο.

- Μεγάλωσες, της είπε τελικά ο άνδρας.


- Και εσύ! Απάντησε συνεσταλμένα η Χέλεν.
- Μεγάλωσες σωστά!
- Είχα ανθρώπους να με προσέχουν, σχολίασε η Χέλεν πικρόχολα καθώς είχε κάτσει στο
δρόμο δίπλα του.
- Αν δεν ήταν αυτοί δεν θα είχες γίνει αυτή που είσαι, απάντησε μετά από σιωπή μερικών
λεπτών ο γέρος που συμπίεζε μια κούτα και την έβαλε στο καρότσι που είχε δίπλα του.
- Ήταν η χειρότερη ανάδοχη οικογένεια που είχα ποτέ. Ευτυχώς που βρέθηκε εσύ στο δρόμο
μου! Η Χέλεν κοίταξε αληθινά αυτόν τον άνθρωπο και του χάιδεψε τα μαλλιά. Είχε σηκωθεί
πια έτοιμη να φύγει.
- Είσαι εδώ με τη δουλειά σου;
- Ναι!
- Να προσέχεις Χέλεν! Να θυμάσαι πάντα τί σου μάθαινα. Όταν ερχόσουν με αίματα από το
ανάδοχο σπίτι και κοιμόσουν μαζί μου στο δρόμο. Μην εμπιστεύεσαι κανέναν!

Η Χέλεν κοντοστάθηκε. Δεν εμπιστεύονταν κανέναν. Άφησε ένα χαρτονόμισμα των εκατό δολαρίων
στα χέρια του μεγάλου άνδρα ο οποίος αν και αρχικά προσπάθησε να τα αρνηθεί τελικά έκλεισε τη
παλάμη του και έγνεψε μονάχα ένα ευχαριστώ. Ένα ευχαριστώ που δεν δέχτηκε η Χέλεν.
Χρωστούσε σε αυτόν τον άστεγο πολλά περισσότερα! Στη θύμηση της ήρθαν σκηνές που πίστευε
πώς είχε ξεχάσει. Θυμήθηκε το ξύλο από τους θετούς γονείς της στο τελευταίο ανάδοχο σπίτι που
βρέθηκε. Το ξύλο ήταν συχνό ώσπου μια νύχτα με άσχημο καιρό με ματωμένο πρόσωπο έφυγε από
την σκάλα κινδύνου έξω από το παράθυρο της και έτρεξε όσο πιο πολύ μπορούσε. Είχε μαζευτεί
κάπου ώσπου να περάσει η βροχή όταν ένας άνδρας την πλησίασε και της έδωσε ένα ύφασμα να
ρίξει στον ώμο της. Αυτή ήταν η αρχή μιας σχέσης προστασίας. Ένας άστεγος της έδινε
περισσότερη αγάπη και προσοχή από ότι το σύστημα. Στα μάτια του ανθρώπου αυτού έβλεπε ακόμα
αγάπη και καλοσύνη ακόμα και αν είχαν περάσει τόσα χρόνια.
Η νύχτα είχε πέσει και πάνω στο τραπέζι στο σπίτι είχαν μαζευτεί κάμποσα κουτιά από έτοιμο
φαγητό και κουτάκια από αναψυκτικά και μπύρες. Η Χέλεν είχε φέρει πολλά κουτιά με πίτσα. Τη
καλύτερη της Νέας Υόρκης. Τουλάχιστον έτσι θυμόταν. Σε λίγη ώρα μέσα στο δωμάτιο υπήρχαν
κενά κουτιά πίτσας, μερικά κουτάκια μπύρας, και αρκετά μπουκάλια αναψυκτικών. Η Χέλεν
σηκώθηκε και άρχισε να συμμαζεύει το χώρο, όταν τελικά κοντοστάθηκε.

- Πρέπει να βρούμε ένα τρόπο να δούμε τί υπάρχει μέσα στο διαμέρισμα του Γιουσούφ,
σχολίασε μετά από κάποια λεπτά ησυχίας ο Λουκ.
- Πρώτα πρέπει να μάθουμε τί τρέχει με το ανθοπωλείο, μονολόγησε η Σαμ.
- Συμφωνώ, ανακοίνωσε η Χέλεν, συνεχίζοντας να πετάει τελικά τα αχρείαστα σκουπίδια.
- Έχω μια ιδέα, έγνεψε ένας άλλος νεαρός από την ομάδα ενώ έπαιρνε ένα ακόμα κομμάτι
πίτσας. Όλοι τον κοιτούσαν με αγωνία για το τί θα πει.
- Θα παρουσιαστούμε σαν μπάτσοι. Θα πούμε πώς έγινε μία ένοπλη ληστεία μερικά μαγαζιά
πιο κάτω και ερευνούμε τις κάμερες ασφαλείας. Θα πούμε πως παρατηρήσαμε έναν μελαμψό
να περιφέρεται στη γειτονιά και να μπαίνει συχνά στο μαγαζί. Θα πούμε πως φοβόμαστε
μήπως ετοιμάζεται για ληστεία στο μαγαζί του.
- Αν είχε κάποια σχέση μαζί του, θα την ανακοινώσει, συμπλήρωσε η Σαμ ενώ ο άνδρας που
είχε την ιδέα χαμογέλασε γνέφοντας καταφατικά. Όλοι στράφηκαν ύστερα στην Χέλεν που
είχε κατευθυνθεί στο παράθυρο. Ήταν εμφανές πώς είχε κάποιους ενδοιασμούς. Ωστόσο, το
χρονικό περιθώριο για τα εγκαίνια στο Λονδίνο στένευε. Έπρεπε να δράσουν.
- Ας το κάνουμε! Ανακοίνωσε η Χέλεν ενώ όλοι σήκωσαν τα μπουκάλια τους, ο Λούκ
σηκώθηκε και της πρόσφερε ένα. Η Χέλεν πλησίασε το τραπέζι και ενώθηκε με τους
υπόλοιπους.
Το υπόλοιπο βράδυ πέρασε με βάρδιες να εναλλάσσονται στην επιχείρηση παρακολούθησης. Η
Χέλεν είχε αναλάβει κάποιες ώρες νωρίς το χάραμα. Βρίσκονταν σε ένα συνοικιακό μπαρ και
κοιτούσε το παράθυρο επάνω. Πήγε στο μπαρ πήρε ένα ποτήρι ουίσκι για κάλυμμα και είχε βγει έξω
δήθεν για τσιγάρο για να έχει καλύτερη οπτική με το διαμέρισμα. Το κρύο ήταν τόσο που οι λευκές
κρυστάλλινες μπαλίτσες από τον ουρανό δεν θα αργούσαν για πολύ ακόμα να πέσουν και να
χρωματίσουν τη γκρίζα μεγαλούπολη με ένα ομοιόμορφο λευκό χρώμα.
Η Χέλεν κάθονταν εκεί και για μια στιγμή της ήρθαν αναμνήσεις στο μυαλό που ούρλιαζαν μέσα
στο κεφάλι της. Θυμήθηκε το αληθινό γέλιο της όταν βρίσκονταν με την ομάδα της και με το Μαρκ.
Χαμογέλασε μόνη της. Ήταν περίπου τέτοια εποχή που όλοι μαζί οι κομάντος της τραγικής εκείνης
ομάδας Delta, έπιναν όλοι μαζί μπύρες και γελούσαν ο ένας με τα αστεία του άλλου. Ήταν η Χέλεν
δίπλα στο Μαρκ που τη φιλούσε πού και που στο στόμα όταν εκείνη γελούσε ηχηρά. Τον ειρμό των
σκέψεων της, διέκοψε ένας άνδρας που τη πλησίασε. Η συζήτηση είχε αρχίσει. Η έμπειρη
υπάλληλος πληροφοριών ήξερε πώς ήταν τέλεια κάλυψη να μιλάει με κάποιον σε ένα μπαρ παρά να
είναι εκεί μόνη της. Οι δυο τους μίλαγαν για αρκετή ώρα με τη προσοχή της Χέλεν ωστόσο να είναι
το διαμέρισμα απέναντι της. Η Χέλεν συστήθηκε ως Μάρθα και έχτισε μια ζωή γεμάτη με ψέματα
για να διηγηθεί. Ήταν τόσο διαβολεμένα καλή στη δουλειά της. Τα ψέματα της ήταν ικανά να
ξεγελούν το πολύγραφο της υπηρεσίας εννέα στις δέκα φορές. Μπορούσε να ελέγχει τους σφυγμούς
της καρδιάς της. Αυτή η ανώτατη ευφυία σε συνδυασμό με το ψυχρό και ανέκφραστο βλέμμα της
που είχε μάθει στην εκπαίδευση σύλληψης και απόδρασης στις ειδικές δυνάμεις την έκανα να
ξεχωρίσει στη συνέχεια ως πράκτορας.

- Τελείωσε και το ποτό σου, να σου φέρω άλλο ένα; Η Χέλεν δεν απάντησε ακόμα, είχε
περάσει πολλές εμπειρίες στη ζωή της. Δεν συνήθιζε να τις φέρνουν ποτά. Εύκολα κάποιος
έριχνε κάτι στο ποτό για να σε απαγάγει. Η ίδια είχε χρησιμοποιήσει αυτό το κόλπο όταν
παρίστανε την ιερόδουλη για να προσεγγίσει έναν άνδρα για τους σκοπούς μιας παλιάς
αποστολής.
- Όχι, ευχαριστώ είμαι εντάξει.
- Σίγουρα; Έχει τελειώσει το ποτό σου.
- Ναι, έχω ήδη πιεί αρκετά, χαμογέλασε η Χέλεν ενώ η συζήτηση συνέχισε από το σημείο εκεί.

Δεν πέρασε πολύ ώρα και το βλέμμα της Χέλεν έπιασε τον Λουκ που έρχονταν για να πιάσει βάρδια.
Ωραία ιδέα να φλερτάρει με κάποιον για κάλυψη, πώς θα έφευγε τώρα; Η Χέλεν έμεινε εκεί μέχρι
που σιγουρεύτηκε πως ο Λουκ είχε πάρει θέση και είχε εξασφαλίσει κάλυψη. Τότε, η Χέλεν άρχισε
να καληνυχτίζει τον άνδρα που ήταν έκδηλα απρόθυμος να την αφήσει να φύγει κρατώντας από το
χέρι. Πόσο έμπαινε στο πειρασμό να του γυρίσει το χέρι. Η Χέλεν μισούσε να την ακουμπάνε και να
την πιέζουνε να μείνει σε ένα χώρο που δεν ήθελε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και απελευθέρωσε το χέρι
της. Έδωσε ένα ψεύτικο τηλέφωνο και πήρε το δρόμο της επιστροφής στο σπίτι.

Εκείνη η βραδιά είχε έρθει στο τέλος της. Η αυριανή μέρα κουβαλούσε όλες τις ελπίδες της ομάδας
της Χέλεν ώστε να βρεθεί ένας σύνδεσμος μεταξύ του στόχου και του ανθοπώλη. Η Χέλεν έκανε
ένα μπάνιο και ξάπλωσε στο καναπέ δίπλα στη Σαμ. Έγειρε εκεί και ακούμπησε τα πόδια της στο
τραπεζάκι απέναντι της, προσπαθούσε να πείσει το μυαλό της να μη γυρίσει πίσω στις αναμνήσεις
του παρελθόντος. Δεν άργησε η ώρα που τα μάτια της έγιναν βαριά και έκλεισαν.
Το επόμενο πρωί προβλέπονταν έντονο και γεμάτο αδρεναλίνη.
Κεφάλαιο 9

Ήταν ένα όμορφο μα κρύο μεσοβδόμαδο πρωινό. Οι πρώτες δειλές άσπρες μπάλες έπεφταν πού και
πού από τον ουρανό. Οι άνθρωποι έτρεχαν στους δρόμους βρίζοντας και απαξιώντας για τις
ξαφνικές νιφάδες χιονιού. Κλασική περίπτωση καθημερινής στη Νέα Υόρκη με το θόρυβο και τους
γρήγορους ρυθμούς ζωής να δίνουν το παλμό στην άγρυπνη πόλη.
Η Χέλεν και ο Λουκ περπατούσαν με γρήγορο ρυθμό. Μια γυναίκα με γρήγορο βηματισμό και
ενδυμασία εργασίας γραφείου έπεσε με δύναμη πάνω στο Λουκ, ενώ μιλούσε στο τηλέφωνο ενώ
στη συνέχεια γύρισε το βλέμμα της βρίζοντας και βγαίνοντας από πάνω. Ο Λουκ στράφηκε στη
Χέλεν απορημένος.

- Στη Νέα Υόρκη οι άνθρωποι βρίζουν, θα το συνηθίσεις, σχολίασε εκείνη.


- Είμαι από τη Καλιφόρνια…
- Έτσι εξηγείται… γέλασε η Χέλεν, σατιρίζοντας την φούσκα και τους χαλαρούς ρυθμούς
ζωής στο Δυτικό Ημισφαίριο της χώρας, πράγματα τα οποία οι Νεοϋορκέζοι χλεύαζαν μέχρι
τελικής πτώσεως.

Οι δυο τους είχαν φτάσει έξω από το ανθοπωλείο. Πριν μπούνε μέσα επικοινώνησαν με τη Σαμ. Ο
Λουκ έπιασε το αφτί του σε προσπάθεια να ακούσει τί έλεγε η Σαμ η οποία βρίσκονταν με τον
υπολογιστή της και μεγάλα ακουστικά μουσικής στη καφετέρια απέναντι από το σπίτι του στόχου
επιτηρώντας τα πάντα από εκεί. Η Χέλεν αμέσως του κατέβασε το χέρι από το αφτί του. Εκείνος
κατάλαβε το λάθος του και προσπάθησε να καλύψει την απερισκεψία του. Όταν πιστοποιήθηκε πως
ο στόχος βρίσκονταν ακόμα σπίτι του ο Λουκ έγνεψε στη Χέλεν καταφατικά δίνοντας το πράσινο
φως στην επιχείρηση.
Τα δύο μέλη της ομάδας άνοιξαν τη πόρτα του ανθοπωλείου και μπήκαν γενναία μέσα. Είχαν ντυθεί
αντίστοιχα ώστε να μοιάζουν πραγματικά αστυνομικοί. Πάνω τους είχαν ταυτότητες της αστυνομίας
που τους είχε προμηθεύσει η Σαμ, καθώς και διάφορες φωτογραφίες ανθρώπων με φάκελο που τους
έδωσε η Σαμ αφού χάκαρε τη βάση δεδομένων του τοπικού αστυνομικού τμήματος. Το κουδουνάκι
πίσω από τη πόρτα ήχησε και στο ταμείο του μικροσκοπικού μαγαζιού εμφανίστηκε χαμογελαστός
ένας άνδρας με μέσο ύψος.

- Καλημέρα. Τί θα μπορούσε να κάνω για εσάς; Ρώτησε χαμογελαστός και έτοιμος να


εξυπηρετήσει, ένας κλασικός Αμερικάνος, που αν τον έβλεπε κανείς, σίγουρα δεν θα τον
θεωρούσε ύποπτο για τρομοκρατία.
- Καλημέρα, NYPD, ανακοίνωσαν οι δύο πράκτορες δείχνοντας τα ψεύτικα σήματα τους.
- Τί μπορώ να κάνω για εσάς;
- Ερευνούμε μια ένοπλη ληστεία ένα τετράγωνο πιο κάτω. Σε έρευνα που κάναμε στις κάμερες
ασφαλείας καταλήξαμε πως οι ληστές περνούσαν τακτικά έξω από το μαγαζί που επρόκειτο
να ληστέψουν. Απομονώσαμε κάποιους άνδρες που εμφανίστηκαν αρκετές φορές στις
κάμερες ασφαλείας έξω από το μαγαζί που δέχτηκε τη ληστεία.
- Τί έχει να κάνει με εμένα αυτό; Ρώτησε με απορία ο ιδιοκτήτης του μικρού μαγαζιού το
βλέμμα του οποίου είχε απότομα σοβαρέψει.
- Οι ίδιοι άνδρες περνούν έξω από τα μαγαζιά της γειτονιάς σας. Σκοπεύουμε να μιλήσουμε με
όλα τα μαγαζιά εδώ να μας πουν αν γνωρίζουν κάποιους από αυτούς, απάντησε με
σοβαρότητα η Χέλεν.
- Έχουμε κάποιες φωτογραφίες αν θέλετε να σας δείξουμε… Συμπλήρωσε ο Λουκ.
- Φυσικά!

Η Χέλεν έβγαλε από ένα φάκελο που είχε στα χέρια της πέντε φωτογραφίες. Στο τέλος επίτηδες
είχαν αφήσει το στόχο. Αυτό γιατί ήξεραν πως οι δύο άνδρες πρέπει να γνωρίζονται μεταξύ τους. Ο
ιδιοκτήτης κοίταζε με προσοχή τις φωτογραφίες και τις έδινε πίσω. Στο τέλος, ήρθε η ώρα να
κοιτάξει τη τελευταία φωτογραφία.

- Αυτόν τον γνωρίζω, αλλά κάνετε λάθος. Δεν είναι ληστής! Απάντησε γουρλώνοντας τα
μάτια του ο ιδιοκτήτης.
- Από που γνωρίζεσθε; Ρώτησε η Χέλεν.
- Είναι ο αδελφός μου!

Η Χέλεν κοιτάχτηκε ακαριαία με τον Λουκ. Αυτό ήταν αδύνατο στο φάκελο του δεν βρέθηκε κάτι
τέτοιο.

- Δεν μοιάζετε καθόλου, σχολίασε η Χέλεν ακουμπώντας το φάκελο στο στήθος της. Ο
άνδρας που σας δείξαμε είναι μελαμψός… σχολίασε με κάποια δυσκολία η Χέλεν.
- Έχουμε άλλο πατέρα… απάντησε ελαφρώς ενοχλημένος ο υπάλληλος. Δεν έπρεπε να φανεί
πως τους ένοιαζε μονάχα αυτός ο άνδρας. Για αυτό το λόγο ο Λουκ, άλλαξε συζήτηση.
- Έχετε παρατηρήσει κάποιον από τους άλλους άνδρες τριγύρω;
- Όχι… Αλλά μπορείτε να κοιτάξετε στις κάμερες ασφαλείας του μαγαζιού.
- Φυσικά, αυτό θα ήταν τέλειο. Πραγματικά αυτό ήταν σαν δώρο για την ομάδα. Θα μπορούσε
να δει τις συναντήσεις μεταξύ των δυο ανδρών.

Ενώ οι δύο άνδρες ήταν μέσα στην αίθουσα με το σύστημα παρακολούθησης, το τηλέφωνο του
Λουκ χτύπησε και ζήτησε την άδεια και των δυο για το σηκώσει ενώ απομακρύνθηκε δύο-τρία
βήματα μακριά τους. Στη πραγματικότητα, είχε απλά ακούσει τη Σαμ να μιλάει στο ακουστικό του,
αλλά εκείνος προσποιήθηκε πως χτύπησε το κινητό του και το έβαλε στο αφτί του προκειμένου να
μπορέσει να μιλήσει χωρίς να κινήσει υποψίες. Τελικά, ενημερώθηκε από τη Σαμ πως ο στόχος είχε
βγει από το σπίτι του. Η Χέλεν συνέχιζε να κάνει τυπικές ερωτήσεις σχετικά με την κάλυψη που
παρείχαν οι κάμερες αγνοώντας τη συζήτηση που είχε ο Λουκ με τη Σαμ.

- Χέλεν, πρέπει να φύγουμε. Επείγον στο τμήμα, ψιθύρισε ο Λουκ στο αφτί της.
- Μας συγχωρείται, πρέπει να φύγουμε. Σας ευχαριστούμε για τα πλάνα και για το χρόνο σας.
Αν έχετε οποιαδήποτε ανάμνηση τηλεφωνήστε μας σε αυτό το νούμερο, προσφέρθηκε η
Χέλεν δίνοντας του μια ψεύτικη αστυνομική κάρτα με τα στοιχεία της.
- Θα το κάνω, απάντησε πρόθυμα και χαμογελαστά ο ιδιοκτήτης.
Με το που βγήκαν από το μαγαζί, ο Λουκ, άνοιξε ένα καινούργιο κινητό και τηλεφώνησε στη Σαμ
για να δώσει το πράσινο φως για μια άλλη καίρια αποστολή που θα εκπονούσε μια άλλη ομάδα
κατόπιν της σύμφωνης γνώμης της Χέλεν.
Η Χέλεν και ο Λουκ, έφτασαν τελικά στο άσπρο βανάκι που ήταν παρκαρισμένο μισό τετράγωνο
μακριά από το σπίτι του στόχου.

- Πώς πάμε; Ρώτησε η Χέλεν που μπήκε μέσα στο βαν.


- Καλά, οι δικοί μας μόλις μπήκαν στο σπίτι.
- Ο στόχος; Ρώτησε η Χέλεν.
- Ο στόχος; Επανέλαβε την ερώτηση η Σαμ στο ακουστικό του πράκτορα που ακολουθούσε
τον Γιουσούφ.
- Τον βλέπω. Όλα εντάξει, απάντησε εκείνος.
- Εντάξει ο στόχος αφεντικό.
- Τέλεια. Οι δικοί μας πώς πάνε;
- Έχουν βάλει ήδη κάμερα. Ακριβώς όπως τα συζητήσαμε. Βγάλανε τις βίδες από τις πρίζες
και βάλανε κάμερες που μοιάζουν ακριβώς με τις προηγούμενες βίδες στη θέση τους.
- Δουλεύουν;
- Οι δύο που μπήκαν ναι. Ήχος και εικόνα.
- Ο στόχος γυρνάει πίσω με κατεύθυνση προς τη φωλιά… Ακούστηκε μια φωνή μέσα στο βαν
- Πρέπει να φύγετε από το σπίτι, ανακοίνωσε η Σαμ με απόκοσμα ήρεμη φωνή στους άνδρες
μέσα στο σπίτι.
- Δεν έχουμε τελειώσει… Θέλουμε ακόμα δέκα λεπτά.
- Δεν έχετε δέκα λεπτά. Εγκαταλείψτε την αποστολή.
- Καθυστερήστε τον κάπως… Δώσε μας δέκα λεπτά!

Η Χέλεν πήρε το καφέ της Σαμ από δίπλα της και βγήκε αμέσως έξω από το βαν. Περπάτησε με
έντονο βήμα με σκοπό να συναντήσει τον στόχο. Ανακουφίστηκε λιγάκι όταν τον είδε στο οπτικό
της πεδίο. Έκανε πως μιλάει στο κινητό και έπεσε πάνω του ακριβώς όπως είχε πέσει η γυναίκα
πάνω στο Λουκ νωρίτερα το πρωί. Αντίθετα, με τη γυναίκα στο δρόμο όμως, η Χέλεν έκλεισε το
τηλέφωνο και δήθεν με ντροπή σταμάτησε μπροστά στον άνδρα. Με μια κίνηση ο καφές είχε χυθεί
πάνω στη μπλούζα και το παλτό του στόχου. Η επικίνδυνη γυναίκα μεταμορφώθηκε σε μια
ανυπεράσπιστη καθημερινή γυναίκα με τύψεις που κατέστρεψε το παλτό ενός αγνώστου στο δρόμο.
Από τη τσάντα της έβγαλε ότι χαρτομάντηλα είχε δίνοντας τα στον άνδρα που νευριασμένα τα πήρε
βρίζοντας την. Στο οπτικό πεδίο της Χέλεν είχε φανεί και η ομάδα που παρακολουθούσε τον στόχο
οι οποίοι προσπαθούσαν με ιδιαίτερα διακριτικά νοήματα με τα δάχτυλα των χεριών της να της
δείξουν πόσο ακόμα έπρεπε να τον καθυστερήσει. Ο στόχος είχε πάει να φύγει και η Χέλεν δήθεν
από τύψεις τον σταμάτησε προτείνοντας του να πάνε σε ένα καθαριστήριο εκεί δίπλα. Ό Γιουσούφ
όμως της φώναξε τόσο που οι περίοικοι γύρισαν να κοιτάξουν τί συνέβαινε. Τα περιθώρια στένεψαν
και η Χέλεν δεν είχε άλλη επιλογή από τον αφήσει να φύγει. Όλη η ομάδα έβλεπε το περιστατικό. Το
μόνο που εύχονταν η Χέλεν ήταν να έχει προλάβει να βγει από το σπίτι του νεαρού άνδρα η ομάδα
εγκατάστασης του οπτικοακουστικού υλικού παρακολούθησης. Η Χέλεν πήρε μια βαθιά ανάσα,
σκέπασε το πρόσωπο της με το μπουφάν της και περπάτησε από διαφορετικό δρόμο αυτή τη φορά
πίσω προς το βανάκι. Δεν θα μπορούσε να τον έχει καθυστερήσει παραπάνω χωρίς να προκαλέσει
υποψίες στο στόχο. Σε λίγα λεπτά η πόρτα το λευκού αμαξιού έκλεισε πίσω από τη Χέλεν που μόλις
μπήκε μέσα έτριψε τα χέρια της μεταξύ τους για να ζεσταθούν.

- Τελείωσαν; Ρώτησε η Χέλεν.


- Ναι… Ευτυχώς! Στο παρά πέντε.
- Συγγνώμη για το καφέ! Αστειεύτηκε η Χέλεν.
- Μόλις κάηκες δεν μπορείς να λάβεις μέρος σε παρακολούθηση, της φώναξε ο Λουκ.
- Το γνωρίζω! Απάντησε ήρεμα η έμπειρη γυναίκα με μια νότα επικριτικότητας.
- Χάρη σε εμένα όμως, έχουμε κάμερες στο σπίτι… Οπότε με προτιμώ καμένη παρά τυφλή ή
κουφή, ψέλλισε η έμπειρη πράκτορας αναφερόμενη στην έλλειψη καμερών και μικροφώνων
αντίστοιχα!

Η υπόλοιπη μέρα κύλησε χωρίς εντάσεις και ταραχές. Όλοι μαζεύτηκαν στο σπίτι και για ακόμα μια
βραδιά γευμάτισαν με πίτσα, μπύρες και αναψυκτικά. Πλέον όμως είχαν μάτια και αφτιά μέσα στη
φωλιά του διαβόλου! Μέσα στο διαμέρισμα της Ανάντια είχε στηθεί ένα ολόκληρο κέντρο
επιχειρήσεων. Παντού υπήρχαν υπολογιστές και άσπρα χαρτιά Α4 που χρησιμοποιούσαν αν ήθελαν
να κρατήσουν κάποια γρήγορη σημείωση. Μέσα στο σπίτι υπήρχε καταστροφέας εγγράφων,
αντικείμενο χρήσιμο σε μια τέτοια αποστολή. Βέβαια, τα ευαίσθητα υλικά δεν ήταν αρκετό να
κοπούν αλλά και να καούν. Ευτυχώς, οι συνεργάτες της Χέλεν, παρότι νέοι στην υπηρεσία, ήξεραν
ακριβώς πώς και τί έπρεπε να κάνουν. Η ομάδα δούλευε σαν μια καλοκουρδισμένη μηχανή.
Η Χέλεν βημάτιζε νευρικά στο σαλόνι. Έβαζε τα δάχτυλα κοντά στο στόμα της και βάδιζε πάνω
κάτω θαρρείς και ήταν θηρίο σε κλουβί. Οι υπόλοιποι βρίσκονταν να κοιτούν την οθόνη ενός
υπολογιστή αιχμάλωτοι της οθόνης του.

- Δεν έχει μιλήσει με κανέναν στο τηλέφωνο; Απόρησε ξανά η Χέλεν.


- Όχι, μονάχα προσεύχεται, τρώει, κοιμάται και όταν βγαίνει από το σπίτι πάει είτε για φαΐ είτε
στο μαγαζί…
- Αυτό είναι τότε. Κάτι συμβαίνει με το μαγαζί.
- Έχετε τα στοιχεία του μαγαζιού; Ρώτησε τελικά νευριασμένη η Χέλεν.

Ένας φάκελος παραδόθηκε στα χέρια της Χέλεν από έναν νεαρό με γυαλιά που σηκώθηκε από μια
καρέκλα στο τραπέζι. Η όμορφη κατάσκοπος πήρε το φάκελο στα χέρια της και τον ξεφύλλισε πριν
τον πετάξει με δύναμη στο πάτωμα.

- Σκατά! Τί σας ζήτησα εγώ; Φώναξε τελικά η Χέλεν.


- Στοιχεία για το μαγαζί, απάντησε συνεσταλμένα ο νεαρός με τα γυαλιά.
- Και μου έδωσες έγγραφα που αφορούν το αν πληρώνει τη φορολογία; Τί με νοιάζει; Τί με
περάσατε; Εφορία είμαι;

Όλοι έμειναν σιωπηλοί να ακούν υπομονετικά τις παρατηρήσεις της Χέλεν. Ήταν κατανοητή η οργή
και το άγχος της. Οι μέρες περνούσαν χωρίς κάποιο απτό αποτέλεσμα. Αυτό θα εξωθούσε στα άκρα
τον οποιαδήποτε, ακόμα και μια έμπειρη υπάλληλο πληροφοριών όπως η Χέλεν.

- Θέλω συναλλαγές. Θέλω να δω παραγγελίες και κάποια κατάσταση για τυχόν παραλαβές και
εξαγωγές ή εισαγωγές. Θέλω να σκάψετε στις συναλλαγές με τον έξω κόσμο όχι τον κρατικό
μηχανισμό! Μονολόγησε η Χέλεν σε ήρεμο τρόπο.
Η Χέλεν αντιλήφθηκε πώς οι συνάδελφοι της ήταν μεν στην ίδια ομάδα αλλά ήταν νέοι στη δουλειά.
Τους είχε χώσει κατευθείαν στα βαθιά. Έπρεπε να τους διδάξει όχι να τους φωνάξει.
Τελικά, μάζεψε το φάκελο που η ίδια είχε πετάξει στο πάτωμα προ ολίγου και το έδωσε με ήρεμο
τρόπο πίσω στο νεαρό που της τον έδωσε.

- Συναλλαγές! Πάνω και κάτω από το τραπέζι. Καταστάσεις καταθέσεων από και προς ξένες
χώρες. Όχι αλλά στοιχεία που ένας τυπικός υπάλληλος της εφορίας θα έβρισκε. Κατάλαβες;
Ρώτησε μαλακά η Χέλεν προσπαθώντας να διδάξει τον νεαρό απέναντι της.

Βέβαια, ο εκνευρισμός της ήταν αναμενόμενος. Με παραλείψεις και ερασιτεχνισμούς χάθηκε


πολύτιμος χρόνος που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί κάνοντας κάποια σύνδεση των γεγονότων και
των προσώπων που συνδέονται με άμεσο ή έμμεσο τρόπο σε αυτό το πολύπλοκο κατασκοπευτικό
παζλ. Η δουλειά της δεν ήταν εύκολη, τα γεγονότα και τα άτομα δεν συνδέονται πάντα με πασιφανή
τρόπο. Συχνά, οι επαφές και οι συνδέσεις διαδραματίζονται σε ένα στενό σκοτεινό δρόμο που συχνά
περνά απαρατήρητος. Τα άτομα που εμπλέκονται και σχεδιάζουν τρομοκρατικές επιθέσεις,
προσπαθούν με όλα τα μέσα και τις δυνατότητες που διαθέτουν να βρεθούν κάτω από τα ραντάρ.
Δεν είναι πάντα ερασιτέχνες! Η δουλειά των μυστικών υπηρεσιών είναι δύσκολη και οι πράκτορες
βρίσκονται συχνά να διακινδυνεύουν να περάσουν τη λεπτή γραμμή ανάμεσα σε νομιμότητα και
παρανομία, ανάμεσα στην ηθική και στην ανηθικότητα, ανάμεσα στον έλεγχο και την ασφάλεια στην
κατάχρηση εξουσίας.
Η Χέλεν, κατευθύνθηκε στη κουζίνα. Πήρε ένα ποτήρι και το γέμισε με νερό και το ήπιε μονορούφι.
Ο ιδρώτας στο λαιμό της διαφαίνονταν και γυάλιζε έντονα παρότι το κρύο που είχε έξω. Η ανησυχία
και το άγχος της σε συνδυασμό με τον πόνο στον ώμο της της δημιουργούσαν τρομερή υπερένταση
και νεύρα. Τελικά, η έμπειρη κατάσκοπος κατάφερε να κάτσει σε μια καρέκλα μόνη της,
προσπαθώντας να ηρεμήσει τα πόδια της που χτυπιόντουσαν στο πάτωμα θαρρείς και είχαν δική
τους θέληση. Τελικά, η Χέλεν κατάφερε να ηρεμήσει και να έρθει στα φυσιολογικά της. Δεν θα
επέτρεπε σε κανέναν να θέσει σε κίνδυνο αθώες ζωές. Δεν θα ήταν αυτή η αιτία να χαθούν άλλες
ζωές. Όχι μετά τον θάνατο της ομάδας της στο Αφγανιστάν!
Έκλεισε για κάποια λεπτά τα βλέφαρα της και για ακόμα μια φορά μεταφέρθηκε στο αμμώδες
περιβάλλον του Αφγανιστάν. Θυμήθηκε τον ιδρώτα στο μέτωπο της, στο σώμα της που ήταν
αλλαγμένο πια από την τόσο επίπονη εκπαίδευση. Θυμόταν πόσο ασφυκτικά ένιωθε με το βάρος του
εξοπλισμού και της βαριάς στολής. Ήταν στην ομάδα Δέλτα. Έκανε αυτό που κανείς άλλος δε
μπορούσε. Ήταν εκπαιδευμένη να ξεπερνά τα όρια της. Έπρεπε να είναι σιωπηλή, να μην προκαλεί
την προσοχή εκεί που δεν έπρεπε και όταν έπρεπε τελικά να πάρει την απόφαση να πιέσει τη
σκανδάλη, δεν θα έκανε λάθος. Θα έβρισκε με μια σφαίρα στόχο. Παλιότερα, θα έλεγε κανείς πως
μεταξύ στρατών υπήρχε άγραφος νόμος οι στρατιώτες να σημαδεύουν το στήθος προκειμένου να
μπορέσει η οικογένεια να αναγνωρίσει και να τιμήσει το νεκρό της. Οι εποχές αυτές είχαν αλλάξει. Ο
πόλεμος είχε μεταφερθεί σε άλλα μέρη και οι εχθροί είχαν μεταμορφωθεί σε πολίτες. Πλέον κανείς
δεν ήταν με στολή. Δεν ήξερες ποιος χαιρετάει το στρατιωτικό κομβόι και ποιος κάνει νεύμα για την
έναρξη μιας ενέδρας. Ο εχθρός παραμονεύει στις μικρές πόρτες στα άθλιά σπίτια στη μέση του
πουθενά. Δεν υπάρχει κανένας κανόνας. Μονάχα η δειλία να κρύβεις έναν εκρηκτικό μηχανισμό
κάτω από τα φαρδιά ρούχα ενός παιδιού ή μιας γυναίκας. Πλέον η σφαίρα είχε μονάχα έναν και
μοναδικό προορισμό, το κεφάλι!
Η Χέλεν άνοιξε τα πράσινα μάτια της και βρέθηκε ξανά στο παρόν. Πήρε μια βαθιά ανάσα και
σκούπισε τον ιδρώτα στο λαιμό της. Πήρε λιγάκι νερό από τη βρύση που την άφησε να τρέχει για
μερικά δευτερόλεπτα και το πέταξε στο πρόσωπο της. Θαρρείς πώς κάθε φορά που το νερό έπεφτε
στο πρόσωπο της, η ίδια βαπτίζονταν ξανά. Έπαιρνε μια βαθιά ανάσα και άνοιγε τα μάτια της.
Ξαφνικά το βλέμμα της γύρισε πάνω από τον αριστερό της ώμο. Ήταν ο Λουκ που τη κοιτούσε από
τη πόρτα. Εκείνη, δεν έκανε καμία κίνηση να αλλάξει αυτό που έκανε. Πήρε λίγο χαρτί κουζίνας και
σκούπισε το βρεγμένο πρόσωπο της πετώντας τα χαρτιά στα σκουπίδια. Επιδεικτικά περπάτησε
μπροστά από τον Λουκ και επανήλθε στο σαλόνι.
Είχε περάσει αρκετή ώρα που η Χέλεν κοιτούσε την οθόνη του υπολογιστή μεταφράζοντας αραβικά
που άκουγε μέσα από το παγιδευμένο σπίτι του στόχου. Δίπλα στο γραφείο της υπήρχαν δύο κούπες
καφέ και κουτιά με συμβατικά παυσίπονα. Παυσίπονα που δεν ωφελούσαν καθόλου. Παρόλα αυτά,
το να πάρει τα πανίσχυρα δικά της χάπια ήταν κάτι εκτός συζήτησης. Αυτά τα οπιοειδή τις
προκαλούσαν αρκετές αντενδείξεις. Δεν θα ρίσκαρε τη συγκέντρωση της για να αναπαυθεί λιγάκι
από το πόνο.

- Χέλεν, της ψιθύρισε ο συνάδελφος που προηγουμένως είχε επιπλήξει.


- Μμμ, έγνεψε η Χέλεν σημειώνοντας κάτι στο σημειωματάριο της.
- Αυτά είναι για το ανθοπωλείο. Η Χέλεν γύρισε και τον κοίταξε έντονα μέσα στα μάτια.
Τελικά πήρε το φάκελο μέσα από τα χέρια του και τον άνοιξε με τον νεαρό να στέκεται
θαρραλέα μπροστά της. Οι σελίδες γυρνούσαν η μία μετά την άλλη και η Χέλεν φάνηκε να
βρίσκει γνήσιο ενδιαφέρον σε αυτά που διάβαζε ενώ τα μάτια της έλαμψαν.
- Έχει κάνει αρκετές εξαγωγές, αποφάνθηκε η Χέλεν.
- Και αρκετές εισαγωγές, συμπλήρωσε ο νεαρός.
- Ναι, από την Ολλανδία, είναι λογικό για ανθοπωλείο. Αυτό που δεν μου κολλάει είναι οι
εξαγωγές. Είναι ένα σχετικά μικρό μαγαζάκι. Το κυριότερο από όλα. Η χώρα των εξαγωγών.
Η Χέλεν του έδειξε με το χέρι της την πόλη. Λονδίνο. Επιτέλους ένα στοιχείο που δεν
οδηγούσε σε αδιέξοδο. Ο φάκελος έκλεισε απότομα στα χέρια της όμορφης γυναίκας μετά
από μερικά λεπτά σκέψης.
- Αυτό ακριβώς εννοώ όταν λέω καλή δουλειά! Χαμογέλασε η Χέλεν χτυπώντας με το φάκελο
ήρεμα τον ώμο του νεαρού συναδέλφου της.
- Βρες μου ό,τι μπορείς για τον εισαγωγέα.

Η Χέλεν χαμογέλασε αληθινά. Επιτέλους ένα στοιχείο. Δεν υπήρχε πλέον αμφιβολία ότι με κάποιο
τρόπο το ανθοπωλείο διαδραμάτιζε κάποιο καίριο ρόλο στην οργάνωση του τρομοκρατικού
χτυπήματος. Ενδεχομένως, έτσι να χρηματοδοτούνται ο πυρήνας τρομοκρατών στην Ευρώπη. Ήταν
πολύ καλά νέα. Μετά από τόσα αδιέξοδα ένα αληθινό στοιχείο. Πλέον ήξεραν το ποιοι κρύβοντας
πίσω, ήξεραν το πού θα χτυπήσουν. Δεν ήξεραν όμως το βασικότερο. Το πώς!
Ο ενδεδειγμένος τρόπος δράσης ήταν να περιμένουν να μαζέψουν αρκετά στοιχεία πριν προβούν σε
οποιαδήποτε σύλληψη. Πρέπει να μάθουν περισσότερα για το δίκτυο τρομοκρατών που βρίσκεται
εκτός συνόρων. Πρέπει να εξαρθρώσουν τον τρομοκρατικό πυρήνα συλλήβδην. Διαφορετικά, τα
αποτελέσματα θα είναι ολέθρια. Ένα χτύπημα νωρίτερα από ότι προορίζονταν, με χιλιάδες νεκρούς
και ασύλληπτα μέλη να καρπώνονται ακόμα περισσότερους πόρους για να οργανώσουν ένα ακόμα
πιο φονικό χτύπημα που θα ακολουθεί την επιτυχία του πρώτου. Ο απόλυτος εφιάλτης για τις
υπηρεσίες ασφαλείας και πληροφοριών. Η υπομονή είναι κάτι που πρέπει να καλλιεργείται πολύ σε
αυτούς τους κλάδους. Υπομονή, μεθοδικότητα και προσοχή! Πλέον οι τρομοκράτες είχαν μια καυτή
ανάσα στον ώμο τους. Την ανάσα μιας γυναίκας που δεν είχε μάθει να χάνει και που ήταν
διατεθειμένη να ρισκάρει τα πάντα για αυτό. Εκτός από την καριέρα της ήταν έτοιμη να θυσιάσει
ακόμα και τη ζωή της!

Οι μέρες περνούσαν και η ομάδα της Χέλεν όλο και πλησίαζε στο δικό της στόχο. Μάζευε σταδιακά
στοιχεία για να τεκμηριωθεί εάν χρειαστεί ενώπιον του Κογκρέσου η σύνδεση του στόχου με τον
τρομοκρατικό πυρήνα. Τα στοιχεία αυτά περιλάμβαναν τις μεταφορές χρημάτων από και προς
μαγαζιών στο Λονδίνο. Οι εξαγωγές γίνονταν προς ένα πολύ μικρό ανθοπωλείο αρκετά έξω από το
κέντρο του Λονδίνου. Ωστόσο, τα στοιχεία που ήρθαν από το σύνδεσμο της Χέλεν στην MI5
έδειξαν πώς τα οικονομικά στοιχεία του συγκεκριμένου μαγαζιού δεν αρκούσαν από μόνα τους για
την αποπληρωμή του απαιτούμενου ποσού στις παραγγελίες. Παρόλα αυτά, όλες οι παραγγελίες
αποπληρώθηκαν στην ώρα τους κάτι που από κίνησε το ενδιαφέρον της Χέλεν.
Από την άλλη αυτό από μόνο του δεν θα μπορούσε να σταθεί ως στοιχείο για τη σύλληψη του
ιδιοκτήτη. Ο ιδιοκτήτης ως επιχειρηματίας εισήγαγε λουλούδια από τρίτες χώρες και στην πορεία
μεταπουλούσε το προϊόν σε αυτό το μικρό μαγαζάκι στην Αγγλία. Γιατί όμως, ήταν ανάγκη να
εμπλακεί ο Αμερικάνος επιχειρήματος ως μεσάζων; Αυτό από τη πλευρά των μυστικών υπηρεσιών
ήταν ένα ακόμα κάλυμμα, ένας τρόπος να ξεπλυθεί το χρήμα. Από τη πλευρά του νόμου όμως αυτό
είναι απλά η ελεύθερη αγορά. Το να βγάζεις κέρδος δεν έχει τίποτα το μεμπτό. Η ομάδα της Χέλεν
επομένως έπρεπε απεγνωσμένα να βρει κάποια στοιχεία που πραγματικά δεν θα μπορούσαν να
αμφισβητηθούν από κανένα. Ο χρόνος όμως δεν ήταν με το μέρος τους. Τα εγκαίνια του νέου
πολεμικού μουσείου στο Λονδίνο πλησίαζαν. Το ίδιος και το τρομοκρατικό χτύπημα. Έπρεπε να
βιαστούν!
Κεφάλαιο 10

Η μέρα είχε περάσει και η Χέλεν βρήκε την ευκαιρία αργά το βράδυ να καταρρεύσει στο καναπέ.
Καθώς έπεφτε στο καναπέ αισθάνθηκε το κοντρόλ της τηλεόρασης να πιέζει τη πλάτη της. Η
τηλεόραση άνοιξε και ένα ντοκιμαντέρ έπαιζε στη τηλεόραση. Για ένα δευτερόλεπτο η Χέλεν
κόλλησε το πρόσωπο της στην οθόνη. Τα μάτια της στένεψαν περίεργα και η ανάσα της έγινε πιο
γρήγορη. Πώς δεν το είχε κατάλαβε νωρίτερα; Αμέσως έτρεξε γρήγορα και πέταξε από το τραπέζι
μια στοίβα με χαρτιά. Έπεσε στο πάτωμα και άρχισε με μανία να πετάει το ένα χαρτί μετά το άλλο.

- Χέλεν όλα εντάξει; Ρώτησε η Σαμ.


- Βρες μου γρήγορα τα χαρτιά με τις εισαγωγές και τις εξαγωγές λουλουδιών… Φώναξε η
Χέλεν.
- Κάπου εδώ ήταν, σχολίασε η Σαμ που και εκείνη άρχισε να ψάχνει στον ίδιο ρυθμό τις
παραγγελίες, ενώ δεν άργησαν να έρθουν και άλλοι δύο συνάδελφοι να δουν τί συμβαίνει.
- Θα βοηθήσετε ή θα κάθεστε; Φώναξε η Χέλεν. Τελικά μετά από μερική ώρα που όλοι
έψαχναν σε στοίβες χαρτιών ένας φώναξε πως το βρήκε. Η Χέλεν αμέσως πήρε από τα χέρια
το χαρτί και το διάβασε με τα μάτια της να έχουν γίνει μια γραμμή. Αμέσως, χαμήλωσε τα
χέρια της και έκατσε με τη πλάτη στο κοντινότερο τοίχο. Όλοι την κοιτούσαν περίεργα, ενώ
σε λίγα δευτερόλεπτα η Χέλεν άρχισε να γελάει δυνατά.
- Βρήκα πώς θα επιτεθούν… μονολόγησε η Χέλεν γελώντας δυνατά, σχεδόν υστερικά. Όλοι
κοιτάχθηκαν μεταξύ τους με απορία. Πώς γίνεται σε ένα βράδυ να βρήκε κάτι που εδώ και
τόσο καιρό όλοι δεν είχαν καταφέρει;
- Θα μας διαφωτίσεις; Ρώτησε η Σαμ.
- Διάβασε μόνη σου! Χαμογέλασε με περηφάνια η Χέλεν που της πέταξε το φάκελο.
- Τί είδες; Φυτά μεταφέρει… Ανθοπωλείο είναι.
- Δες τις παραγγελίες. Όλες σε αθώα φυτά. Κάθε παραγγελία ωστόσο περιέχει μέσα και ένα
φυτό που λέγεται μιγκέ.
- Το αγαπημένο φυτό των βασιλικών γάμων; Συνέχισε με έκπληξη εκείνη όταν κανείς δεν
καταλάβαινε το σκεπτικό της.
- Το μιγκέ είναι από τα πιο φονικά φυτά που υπάρχουν. Το ωραίο είναι ότι υπάρχει σχεδόν
παντού, είναι γνωστό από τη Βίβλο. Είναι πανάκριβο και μαντέψτε τί θα προσφέρουν στη
βασίλισσα όταν εμφανιστεί στα εγκαίνια.
- Μιγκέ; Ρώτησε η Σαμ με την Χέλεν να αποκρίνεται θετικά χαμογελαστή.
- Άμα είναι τόσο τοξικό γιατί δεν έχουν πεθάνει και στις τελετές γάμων;
- Πρέπει να το επεξεργαστείς. Αν το κάνεις όμως, είναι άκρως φονικό. Προκαλεί τους
σφυγμούς της καρδιάς να πέσουν και σε σκοτώνει. Επίσης προκαλεί εμετό, σπασμούς και
τόσα άλλα. Πώς δε το σκέφτηκα νωρίτερα; Απόρησε η Χέλεν.
- Πού τα ξέρεις αυτά; Ρώτησε ένας νεαρός.
- Έχω σπουδάσει βιοχημεία, χαμογέλασε η Χέλεν προς έκπληξη όλων!

Επιτέλους, αυτό μπορούσε να αποτελέσει ένα στοιχείο τόσο καταληκτικό που θα μπορούσαν να
συλλάβουν όσους ήθελαν. Έπρεπε να ενημερώσει το σύνδεσμο της στην MI5. Έπρεπε να
προλάβουν ένα τέτοιο χτύπημα στην βασιλική οικογένεια. Ένα τέτοιο χτύπημα θα έδινε τέτοια νίκη
στους τρομοκράτες και θα οδηγούσε τις μυστικές υπηρεσίες σε ένα μεσαίωνα. Επίσης ένα
τρομοκρατικό χτύπημα στην καρδιά της μοναρχίας, σχεδόν σίγουρα θα προκαλούσε την
στρατιωτική απάντηση του Ηνωμένου Βασιλείου. Το διακύβευμα ήταν τόσο υψηλό, που ο κόσμος
όπως τον ξέρουμε θα άλλαζε αν η Χέλεν δεν έπαιρνε τις σωστές αποφάσεις την στιγμή που έπρεπε.

- Μισό λεπτό, αυτό το φυτό δεν είναι παράνομο έτσι; Ρώτησε ο άνδρας με τα γυαλιά.
- Όχι, απάντησε η Χέλεν που με μανία έψαχνε παλαιές παραγγελίες.
- Δεν μπορούμε να τους συλλάβουμε για κάτι τέτοιο.
- Αν υπολογίζω καλά, αν έπαιρναν από λίγο σε κάθε παραγγελία, εδώ και ένα χρόνο, τότε θα
έχουν συγκεντρώσει αρκετό για να σκοτώσουν ολόκληρο στρατό, σχολίασε ήρεμα η Χέλεν.
- Δεν το ξέρεις αυτό.
- Δυο κοτσανάκια να καταναλωθούν μονάχα, είναι ικανά να σκοτώσουν έναν άνθρωπο,
φώναξε η Χέλεν.
- Δεν ευσταθεί σε οποιαδήποτε δίκη αυτό, απάντησε στον ίδιο τόνο ο άνδρας.
- Ξέρεις τί; Έχεις δίκιο. Μείνετε εδώ και συνεχίστε να παρακολουθείτε… Διέταξε η Χέλεν που
μετά από λίγα λεπτά βγήκε με ένα μικρό σακίδιο πλάτης έξω από το σπίτι.
- Πού πας; Ρώτησε η Σαμ.
- Πουθενά. Θα κάτσετε εδώ και θα κάνετε αυτό ακριβώς που είπα.
- Χέλεν…
- Δεν είναι παράκληση Σαμ. Είναι διαταγή! Είπε η Χέλεν και πήγε να κατέβει από τις σκάλες
αλλά κοντοστάθηκε για ένα λεπτό πριν συνεχίσει το δρόμο της.

Η πόρτα πίσω της έκλεισε. Η Χέλεν είχε βγει έξω. Το κρύο ήταν τσουχτερό και το χιόνι είχε καλύψει
μεγάλη επιφάνεια του δρόμου και των πεζοδρομιών. Ανέβασε τη κουκούλα της ώστε να καλύψει
όλο το κεφάλι της και τύλιξε ένα μαύρο κασκόλ γύρω από το πρόσωπο της. Στα χέρια της φορούσε
γάντια. Το βήμα της ήταν γρήγορο και κατευθύνονταν σε άγνωστη κατεύθυνση.

Ο πάγος είχε συσσωρευτεί μετά από το καθάρισμα στο πεζοδρόμιο σε μια άκρη του δρόμου. Τα
αυτοκίνητα, νωχελικά τσουλούσαν στο πασπαλισμένο με το αλάτι δρόμο. Το κρύο τρυπούσε τα
πνευμόνια της Χέλεν που είχε χωθεί σε μια γωνία και περίμενε σαν λέαινα το θύμα της. Σε λίγη ώρα
την προσέγγισε ένας μαύρος άνδρας, παλιός γνώριμος της Χέλεν από μια άλλη ζωή πριν από το
στρατό ή το πανεπιστήμιο. Ο παρακμιακός άνδρας με τα φαρδιά ρούχα και τις χρυσές αλυσίδες στο
λαιμό του είχε παρκάρει ένα φορτηγό στο δρόμο δίπλα της. Οι δυο τους χαιρετήθηκαν τυπικά και η
Χέλεν του έδωσε διακριτικά χρήματα κατά τη διάρκεια της χειραψίας.

- Μπορείς να με φτιάξεις; Ρώτησε με προφορά χαμηλής τάξης σε Νεοϋορκέζικη αργκό η


Χέλεν, κατάλοιπα του συστήματος των πολλών ανάδοχων οικογενειών που άλλαξε.
- Φυσικά, αδελφή μου, απάντησε ο μαύρος άνδρας κάνοντας μια χειραψία συμμορίας.

Η Χέλεν μπήκε μέσα στο μαύρο βαν του οποίου οι ρόδες στρίγκλισαν στο παγωμένο δρόμο και
εξαφανίστηκε δευτερόλεπτα μετά! Αρκετή ώρα μετά, οι δύο τους βρέθηκαν σε ένα απόμακρο μέρος
κάτω από μια γέφυρα. Στην αντίθετη πλευρά που βρίσκονταν η Χέλεν και ο μαύρος άνδρας
βρίσκονταν ένα άλλο βαν με ανοιγμένο το πίσω μέρος στο οποίο βρίσκονταν κάθε λογής όπλα. Η
Χέλεν κατέβηκε νωχελικά από το βαν και αφουγκράστηκε το χώρο. Αμέσως τα μάτια της έψαξαν για
τυχόν ένοπλους άνδρες κοντά της, έψαξε για τυχόν απειλές και ύστερα πλησίασε και κοίταξε βαθιά
στα μάτια τον δεύτερο άνδρα ισπανικής καταγωγής που στέκονταν με τα χέρια πλεγμένα μεταξύ
τους και την κοιτούσε. Η όμορφη μελαχρινή παρατήρησε την αρχή του τατουάζ που διακρίνονταν
από τη μπλούζα του. Παρά το κρύο, ο άνδρας απέναντι της φορούσε μια απλή μακρυμάνικη
μπλούζα με ανοιχτό γιακά.

- Στο Αλκατράζ των νεαρών ήσουν; Ρώτησε η Χέλεν ενώ δοκίμαζε στο χέρι της διάφορα
όπλα, αναφερόμενη στην υψίστης ασφαλείας φυλακή Florence στο Κολοράντο. Μία από τις
πιο σκληρές φυλακές του κόσμου. Ο άνδρας απέναντι της δεν της απάντησε καν, μονάχα την
κοίταξε με ένα διαφορετικό βλέμμα, πιο διαπεραστικό αυτή τη φορά. Η Χέλεν χαμογέλασε
και έπιασε ένα άλλο όπλο στο χέρι της και πριν προλάβει να κλείσει καν το μάτι του το όπλο
βρέθηκε στο λαιμό του αναγκάζοντας τον ισπανόφωνο άνδρα να φέρει τα χέρια του μπροστά
του. Η έμπειρη καταδρομέας προφανώς είχε καταλάβει διαισθητικά πώς ο άνδρας έκανε
κίνηση για κάποιο όπλο στο πίσω μέρος της ζώνης του, δε είχε σκοπό να τον πειράξει, ήθελε
απλά να του δείξει πως αν ήθελε μπορούσε να τον σκοτώσει. Ήθελε να του κάνει αντιληπτό
το γεγονός πως αν την πίεζε όμως δε θα δίσταζε να τον σκοτώσει με το ίδιο του το όπλο,
τόσο απλά, τόσο γρήγορα, τόσο αθόρυβα!

- Θέλει να έχεις ειδική εκπαίδευση για αυτό! Μονολόγησε τελικά ο ισπανόφωνος άνδρας
γνέφοντας προς το όπλο που είχε ξεχωρίσει η Χέλεν και είχε τοποθετήσει ξεχωριστά από τα
άλλα που είχε διαλέξει προηγουμένως. Η Χέλεν δεν απάντησε μονάχα έλυσε και έδεσε ξανά
το όπλο σε δευτερόλεπτα, τραβώντας τη σκανδάλη του άδειου πλέον όπλου μπροστά στο
πρόσωπο του γνωστού της, ενώ μετά έριξε ένα φονικό βλέμμα στον άλλο, τον άγνωστο
πρώην κατάδικο που τόλμησε να την αμφισβητήσει.
- Το θέλω, μαζί με αυτή τη συγκεκριμένη διόπτρα απαίτησε η Χέλεν.
- Η διόπτρα πάει δέκα χήνες, απαίτησε ο μαύρος άνδρας, που εννοούσε πως το παζάρι της
τιμής θα ξεκινούσε από δέκα χιλιάδες δολάρια.
- Σύμφωνοι! Μονολόγησε η Χέλεν. Θα πάρω και το βανάκι σου μαζί με αυτά τα λεφτά,
γέλασε η Χέλεν που εννοούσε κάθε λέξη!

Η Χέλεν λίγη ώρα αργότερα, ενώ οδηγούσε το μαύρο βαν πρόσεξε στο καθρέφτη της ένα
συγκεκριμένο αμάξι που ήταν μαζί της για μεγάλο μέρος της διαδρομής. Εκείνη μονάχα χαμογέλασε
και πήρε μια βαθιά ανάσα. Σε λίγη ώρα έφτασε στο προορισμό της και πάρκαρε σε ένα στενό σχεδόν
απέναντι από το σπίτι του στόχου. Η ίδια περπάτησε στο σκοτεινό σοκάκι με ένα τεράστιο σάκο
στον ώμο της που έκρυβε μέσα το όπλο. Κοίταξε αριστερά και δεξιά, για τώρα δεν υπήρχε κάποια
απειλή. Έσκυψε και έβγαλε από τη τσέπη της ένα μικρό εργαλείο σαν μικρό κατσαβίδι, και ένα άλλο
μικροσκοπικό σύρμα και με ευκολία παραβίασε μια βρώμικη παλιά σιδερένια πόρτα δίπλα από
κάδους σκουπιδιών. Μόλις μπήκε μέσα και έκλεισε τη πόρτα πίσω της, κοίταξε γύρω της. Είδε το
σκοτεινό και βρώμικο χώρο και εντόπισε σκάλες που οδηγούσαν στην οροφή. Η Χέλεν ανέβασε το
σάκο μέχρι τη κορυφή αφού άνοιξε χωρίς κόπο τη πόρτα που οδηγούσε στη ταράτσα. Παράτησε το
σάκο, και έκανε ένα γύρω στην ταράτσα. Δεν πέρασαν μερικά λεπτά όταν έφερε το σάκο δίπλα της.
Εκείνη ξάπλωσε εκεί και άνοιξε το σάκο με το λυμένο όπλο. Αφού το συναρμολόγησε, το έστησε με
τέτοιο τρόπο που κοιτούσε κατευθείαν στο τζάμι του στόχου. Η κάνη του όπλου δεν έβγαινε από τη
ταράτσα για να μην τη παρατηρήσει κανείς ενώ το σώμα της είχε πάρει τη κλασική θέση βολής.
Εκείνη ξαπλωμένη με τα πόδια ανοιχτά και το μάτι της να κοιτάει μια διαφορετική πραγματικότητα
μέσα από τη διόπτρα. Η εκπαιδευμένη κομάντο άρχισε να ελέγχει την αναπνοή της. Τα πάντα μέσα
στη διόπτρα φαίνονταν με αλλαγμένα χρώματα. Η διόπτρα ήταν θερμική για να μπορέσει η Χέλεν να
αναγνωρίσει πιο εύκολα το στόχο της. Έμεινε εκεί για αρκετή ώρα με τις ωτοασπίδες στα αφτιά της
μέχρι που ένιωσε μια δόνηση στο παντελόνι της. Ήταν το κρυπτογραφημένο τηλέφωνο της.
Σκέφτηκε να μη το σηκώσει αλλά η επιμονή του τελικά την ανάγκασε να βγάλει τη μια ωτοασπίδα
χωρίς να χάσει επαφή με την διόπτρα.

- Ναι, μονολόγησε η Χέλεν.


- Τί κάνεις; Την ρώτησε σε αυστηρό τόνο η Ανάντια.
- Δουλεύω, απάντησε σε απόκοσμα ήρεμο χρόνο η Χέλεν.
- Σταμάτα ό,τι κάνεις. Δεν έχεις έγκριση.
- Δεν την χρειάζομαι!
- Αν θες να έχεις δουλειά, να μην πω την ελευθερία σου, τότε τη θες!
- Ανα, δώσε μου εσύ έγκριση. Αρκεί!
- Δε γίνεται Χέλεν, απάντησε η Ανάντια που κλείδωσε τη πόρτα του μεγάλου γραφείου της
στην Ουάσιγκτον και βημάτισε νευρικά προς τη καρέκλα της.
- Θα σου πω τα πάντα ό,τι θέλω να κάνω, μόνο αν ορκιστείς να με βοηθήσεις, απείλησε η
Χέλεν.
- Ξεκίνα! Ακούστηκε μια ξεψυχισμένη φωνή από την άλλη γραμμή.

Η συνομιλία συνεχίστηκε για αρκετή ώρα μέχρι που το τηλέφωνο τελικά κατέληξε πίσω στη θέση
του, στη τσέπη της Χέλεν. Για λίγη ώρα ακόμα η Χέλεν παραμόνευε τη τέλεια στιγμή για να
χτυπήσει το θύμα της που ανυποψίαστο κινούνταν ανέμελα μέσα στο μικρό διαμέρισμα του.
Ήταν αναπόφευκτο να μην γυρίσει πίσω στο χρόνο, στο Αφγανιστάν. Στη δραματική εκείνη μέρα
που άλλαξε τη ζωή της. Έκλεισε τα βλέφαρα της και όταν τα άνοιξε ξανά, η ταράτσα είχε μετατραπεί
σε ένα απύθμενο ωκεανό με άμμο. Ήταν ξανά εκεί, σε εκείνο το απαίσιο μέρος που της στοίχισε τη
ζωή της, τους φίλους της, την οικογένεια της. Ξαφνικά, ήταν σαν να τη χτύπησε ένας κεραυνός
λύπης, που διαπέρασε όλο το κορμί της και έκανε κάρβουνο όλα τα εσωτερικά της όργανα. Η καρδιά
της επιτάχυνε τους χτύπους της και η ανάσα της έβγαινε πιο πνιχτά δημιουργώντας ένα σύννεφο
πνιχτού καπνού που έπρεπε πάση θυσία να αποφύγει προκειμένου να μην χαλάσει τη κάλυψη της.
Με μεγάλο κόπο έκλεισε και ξαναέκλεισε δυνατά τα μάτια της στη προσπάθεια της να επαναφέρει
τον εαυτό της στη κρύα πραγματικότητα του παρόντος. Τελικά, η Χέλεν επανήλθε στο παρόν. Ξανά
από την αρχή προσπάθησε να ηρεμήσει την ανάσα της και να ελέγξει το σώμα της. Πήρε μια βαθιά
ανάσα, μέτρησε τα δευτερόλεπτα και νωχελικά κατηύθυνε το δάχτυλο της στην σκανδάλη. Ήρεμα,
πράα με μια ανεπαίσθητη κίνηση το δάχτυλο της λύγισε και πίεσε τη σκανδάλη που τραβήχτηκε
πίσω σα το καλογυμνασμένο σώμα μιας πανέμορφης καλλονής. Το σώμα της, τα βλέφαρα της, η
ανάσα της. Όλες οι φυσιολογικές αντιδράσεις που θα είχε ένα σώμα, απείχαν από το σώμα της
άκρως εκπαιδευμένης πολεμικής μηχανής. Απομάκρυνε το βλέμμα της από τη διόπτρα μονάχα όταν
σιγουρεύτηκε πως ο στόχος της κείτονταν στο έδαφος. Μονάχα τότε, σηκώθηκε ελαφρώς,
αποσυναρμολόγησε το όπλο και κατέβηκε γρήγορα από το κτήριο. Σε λίγα δευτερόλεπτα είχε μπει
μέσα στο βαν και είχε παρκάρει έξω ακριβώς από το διαμέρισμα του στόχου με τέτοια γωνία ώστε
να εμποδίζει τις κάμερες των πρακτόρων εκείνης της βάρδιας να έχουν οπτική επαφή με τη πόρτα
του στόχου. Σε λίγα δευτερόλεπτα η Χέλεν κατάφερε να ανοίξει την εξώπορτα και δευτερόλεπτα
ύστερα ανέβαινε προσεκτικά τις σκάλες. Πριν μπει στο διαμέρισμα του στόχου έβαλε μια μάσκα του
σκι για να καλύπτει το πρόσωπο της. Εντελώς τυπικά, για να μην είναι τόσο εμφανές στην ομάδα
της ότι την παράκαμψε παντελώς. Η αλήθεια είναι ότι όλη η ομάδα ήξερε το πείσμα και το πάθος της
Χέλεν που κανείς δεν θα είχε αμφιβολία για το ποιος ή μάλλον ποια ήταν ο δράστης. Η Χέλεν μπήκε
στο διαμέρισμα και είδε τον στόχο να κείτεται ακούνητος στο πάτωμα. Αμέσως του έβγαλε από το
λαιμό το βελάκι με το αναισθητικό που του είχε ρίξει προηγουμένως και έδεσε τα χέρια και τα πόδια
του, τον έβαλε μέσα στο σάκο που προηγουμένως είχε το όπλο και αφού τον κατέβασε με κόπο τον
έχωσε στο πίσω μέρος του βαν, ενώ δεν άργησε να εντοπίσει το ίδιο αμάξι που είχε εντοπίσει
νωρίτερα.
Κεφάλαιο 11

Η Χέλεν οδηγούσε για αρκετή ώρα ώσπου σταμάτησε στην άκρη ενός σπιτιού που βρίσκονταν λίγο
έξω από τη Νέα Υόρκη. Πριν παρκάρει στο σημείο βεβαιώθηκε πώς είχε χάσει το αμάξι που τη
παρακολουθούσε. Πίστευε πώς ουρά της είχε γίνει ο άνδρας από το αεροδρόμιο. Του είχε ξεφύγει
αλλά θα την έβρισκε. Η όμορφη μελαχρινή, βγήκε από το αμάξι και φύσηξε ανάμεσα στα χέρια της.
Αμέσως έβαλε τα γάντια της, και αφού κοίταξε γύρω της, άνοιξε τη πόρτα του φορτηγού. Πήρε με
τα χέρια της το σάκο που μέσα του βρίσκονταν αναίσθητος ο τρομοκράτης. Η εκπαιδευμένη σε
τέτοιες περιπτώσεις κομάντο, ανέβηκε με κόπο τις σκάλες και ακούμπησε μαλακά το σάκο δίπλα της
μέχρι να ανοίξει τη σίτα και ύστερα τη πόρτα της μονοκατοικίας. Αυτή ήταν ένα εγκαταλελειμμένο
ασφαλές σπίτι της CIA.
Μόλις μπήκε μέσα μαζί με το στόχο η Χέλεν, άνοιξε το σάκο και έδεσε με σύρμα τα άκρα του
στόχου σε μια καρέκλα. Ύστερα, άνοιξε τη σόμπα και ακούμπησε στο τραπέζι απέναντι από το οποίο
βρίσκονταν δεμένος ο στόχος, μερικά περίστροφα όπλα. Για αρκετή ώρα η Χέλεν περίμενε να
ανοίξει τα μάτια του ο μελαμψός άνδρας ενώ δίπλα της πηδούσαν χαρωπά οι σπίθες τις φωτιάς που
έγλυφαν αδηφάγα το ξύλο που της έδινε ζωή! Οι δύο τους βρίσκονταν στο ειδικά διαμορφωμένο
ξύλινο υπόγειο. Η Χέλεν κοίταξε το ρολόι της, δεν είχε ώρα να περιμένει την ωραία κοιμωμένη να
ξυπνήσει. Θα του έδινε λίγα λεπτά ακόμα, διαφορετικά θα τον ξύπναγε αυτή με τη βία. Δεν ήταν η
πρώτη της φορά σε ανάκριση, είχε διεκπεραιώσει πολλές, τόσο στο στρατό όσο και στην Υπηρεσία.
Ο τρόπος με τον οποίο θα φέρονταν σε κάποιον, εξαρτιόταν από το τρόπο που φέρεται ο
κρατούμενος. Αν ήταν συνεργάσιμος, η νύχτα θα κυλούσε ομαλά για εκείνον, διαφορετικά η νύχτα
του, προβλέπονταν μακρά, μια νύχτα που θα μπορούσε να παρομοιαστεί με τον άθλο μιας
καχεκτικής σκιάς άνδρα που προσπαθεί να σπρώξει το ολοστρόγγυλο φεγγάρι ψηλά στον ουρανό
ενώ εκείνος βρίσκεται χαμηλά στο πάτο ενός λόφου.

Η Χέλεν είχε ένα τρομερό πονοκέφαλο. Καθόταν εκεί, δίπλα από τη σόμπα με τις ανιαρές φλόγες να
ισορροπούν δίπλα της. Στο δεξί της πόδι είχε στερεώσει ένα γερό ασημένιο όπλο με το χέρι της να
το κρατάει. Το άλλο της χέρι πίεζε τα ιγμόρεια της ενώ τα μάτια της ήταν ερμητικά κλειστά. Αυτός ο
πονοκέφαλος την χτυπούσε κατευθείαν στα νεύρα. Ένιωθε πώς όλο της το σώμα επηρεάζονταν,
κάποια στιγμή πραγματικά πίστεψε πως η καρδιά της θα βγει από τα μηνίγγια. Ήταν ό,τι χειρότερο
είχε νιώσει τα τελευταία χρόνια. Μόρφασε όλο της το πρόσωπο. Άνοιξε τα μάτια της και χτύπησε με
τρομακτική δύναμη το αριστερό της χέρι πάνω στο πόδι της. Πάντα όταν πονούσε γινόταν βίαια και
ανυπόμονη, κοίταξε τον κοιμισμένο άνδρα απέναντι της και έβρισε δυνατά. Είχε βαρεθεί να παίζει με
τους κανόνες. Δεν θα επέτρεπε να χαθούν άλλες ζωές ενώ αυτή περίμενε να μαζευτούν νομικά
στοιχεία.

Ο Γιουσούφ άνοιξε δειλά-δειλά τα μάτια του. Μόλις αντίκρυσε το ξένο περιβάλλον άρχισε να
χτυπιέται σαν φυλακισμένο αγρίμι στη καρέκλα του αλλά μάταια. Άρχισε να φωνάζει στα αγγλικά,
στα φαρσί, σε ό,τι γλώσσα ήξερε. Η Χέλεν όμως απέναντι του, τον κοιτούσε ανέκφραστα. Ο
Γιουσούφ μόλις την αντίκρυσε ψέλλισε κάτι σαν «εσύ» και ύστερα άρχισε να την βρίζει. Η Χέλεν
δεν πτοήθηκε. Είχε συνηθίσει τόσο τη θέση που βρίσκονταν τώρα αυτή, όσο και τη θέση εκείνου
στη καρέκλα. Στη τελευταία φάση της εκπαίδευσης της ως Δέλτα, είχε περάσει το στάδιο που έπρεπε
να αντέξει σε συνθήκες αιχμαλωσίας. Ακόμα μπορούσε να νιώσει τα αλλεπάλληλα χτυπήματα που
δέχτηκε. Ένα είναι το σίγουρο, δεν θα ξεχάσει ποτέ… Όσα χρόνια και αν περάσουν, ό,τι επάγγελμα
και αν κάνει, ποτέ δε θα ξεχάσει την εκπαίδευση της. Αυτό το ψυχρό ματωμένο βλέμμα που
κοιτούσε τον χειριστή της, το βλέμμα που της είχαν μάθει. Με αυτό το ίδιο ψυχρό, άψυχο θα έλεγε
κανείς, βλέμμα περιφρονούσε τον δεμένο άνδρα. Ένα ήταν σίγουρο, οι φωνές του, χειροτέρευαν τον
ήδη φρικτό πονοκέφαλο της.
Ο Γιουσούφ, όταν είδε πως οι βρισιές και οι απειλές δεν είχαν αποτέλεσμα δοκίμασε να κλάψει. Η
Χέλεν σήκωσε το βλέμμα της από το πάτωμα που είχε στραφεί τρίβοντας τα μάτια της για να τον
κοιτάξει αυτή τη φορά. Ο στόχος, άρχισε να την παρακαλεί, να κλαίει και να σφαδάζει. Ίσως πίστεψε
πως επειδή ήταν γυναίκα που τον φρουρούσε θα μπορούσε να την χειραγωγήσει. Η Χέλεν γέλασε,
ακόμα μια φορά που την θεώρησε αδύναμη κάποιος αποκλειστικά λόγω του φύλου της. Έγειρε το
σώμα της προς το μέρος του και τον πλησίασε αρκετά! Έστριψε λιγάκι το κεφάλι της προς τα δεξιά
κοιτώντας τον. Εκείνος θεώρησε πώς κάτι πέτυχε και για μια στιγμή σταμάτησε το θέατρο του.

- Σκάσε! Μονολόγησε η Χέλεν.

Προφανώς η απάντηση της Χέλεν δεν ήταν αυτή που περίμενε ο ύποπτος ο οποίος αμέσως μετά την
εκφώνηση της απάντησης της όμορφης κατασκόπου, την έφτυσε κατακούτελα. Η Χέλεν σκούπισε
το πρόσωπο της από τα σάλια. Ακόμα μια στιγμή που θυμήθηκε την εκπαίδευση της. Αν κάνεις το
λάθος και σκουπιστείς όταν παλεύεις με κάποιον ή λογομαχείς με κάποιον επικίνδυνο είναι πολύ
πιθανό να σε φτύσει για να σε αποπροσανατολίσει με ολέθριο συνήθως αποτέλεσμα. Αυτό όμως δεν
θα συνέβαινε τώρα, καθώς ο ύποπτος ήταν δεμένος σε μια καρέκλα. Η Χέλεν έμπηξε το πάνω χείλος
της με το κάτω. Πλέον δεν υπήρχαν χείλη στο πρόσωπο της μια λεπτή εσοχή υπήρχε. Έσπρωξε πίσω
τη πλάτη της και πριν προλάβει να την ξαναβρίσει ή να ξαναφωνάξει ο στόχος, του έφερε το πίσω
μέρος του όπλου στο κεφάλι με τέτοιο τρόπο που τον άφησε προσωρινά αναίσθητο. Επιτέλους λίγη
ησυχία απλώθηκε στο ειδικά διαμορφωμένο υπόγειο. Τότε μόνο, έβγαλε ένα μαντήλι από τη τσέπη
της και σκούπισε όλο της το πρόσωπο.
Στο δωμάτιο το μόνο που ακούγονταν ήταν η φωτιά που έσπαγε το πλέον αδύναμο ξύλο που
υπέκυπτε στη μανία της. Εκείνη έμεινε εκεί να κοιτάει τη σόμπα. Πάντα της άρεσε το θέαμα αυτό.
Της θύμισε τη πραγματικότητα. Ο αδύναμος χαμαιλέοντας που ξεκινά αδύναμος και δυναμώνει με
το χρόνο, όπως ακριβώς η φωτιά, και στο τέλος γονατίζει, τυλίγει και υποτάσσει τον σκληρό, τον
δυνατό, τον σίγουρο και ριζωμένο εχθρό του, που χωρίς αυτόν όμως χάνεται και σταματά να
υπάρχει!
Ίσως αυτό να ήθελε και για τον εαυτό της. Χαμογέλασε, ναι θα ήταν καλή επιλογή για αυτήν η
αποτέφρωση του σώματος της όταν πεθάνει. Ούτως η άλλως δεν είχε κανέναν για να παραλάβει μια
σημαία και είχε χάσει κάθε πίστη στο Θεό που την έφερε στη ζωή για να τη πετάξει από εδώ και από
εκεί με ανθρώπους που αδιαφορούσαν και την χτυπούσαν. Της έδωσε μονάχα μια πληθώρα
ικανοτήτων, κυριότερη από όλες, η ανώτατη ευφυία της που χρησιμοποίησε για να γίνει από θύμα,
θύτης όπως και πολλοί άλλοι που φόρεσαν ως σύμβολο στο δεξί τους μπράτσο μια σημαία και
καρφίτσωσαν ως παράσημο μια κόκκινη πληγή αριστερά, στο στήθος τους!
Η νύχτα είχε απλώσει το μανδύα της σε όλες την Ανατολική Ακτή. Η εντυπωσιακή μελαμψή γυναίκα
με το ακριβό κολλητό γκρι φόρεμα σηκώθηκε από το γιγαντιαίο γραφείο της και με βήμα τόσο
θελκτικό και γυναικείο κατευθύνθηκε στο αλεξίσφαιρό τζάμι μίας όψεως του γραφείου της. Η
Ανάντια είχε βρεθεί σε αδιέξοδο. Ένα κομμάτι που χαρακτηρίζει τον σωστό ηγέτη, τον σωστό
αρχηγό είναι η πίστη και η εμπιστοσύνη σε αυτούς που επιλέγει. Εμπιστευόταν την Χέλεν, ήταν η
πιο έξυπνη γυναίκα που είχε γνωρίσει στη ζωή της. Ήταν αφοσιωμένη και πλέον είχε πάρει το
θάνατο πολύ προσωπικά για να τον αφήσει να πλησιάσει με το δρεπάνι του, τους αθώους
ανθρώπους. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε ακόμα πιο βαθιά στον σκούρο ορίζοντα που
φαίνονταν τόσο υπέροχα από το γραφείο της στον 7ο όροφο των Κεντρικών της CIA. Όλος ο
κόσμος απλώνονταν στα πόδια της. Διάφορες σκέψεις περνούσαν από το κεφάλι της, εκεί στην
απόλυτη σιωπή του γραφείου της που η μόνη πηγή θορύβου ήταν ένα αναλογικό ρολόι που είχε
κρεμασμένο στο τοίχο. Τον στοχασμό της χάλασε όταν άνοιξε η πόρτα του γραφείου της, ήταν η
γραμματέας της.

- Θέλετε να σας φέρω τίποτα;

Η Ανάντια γύρισε και κοίταξε το ρολόι της. Ήταν περασμένες δέκα το βράδυ πλέον. Χαμογέλασε
και αποκρίθηκε αρνητικά στην γραμματέα της.

- Μπορείς να φύγεις! Δεν θα σε χρειαστώ άλλο για σήμερα, πρόλαβε να πει στην μεσήλικη
γραμματέα της πριν κλείσει τη πόρτα της ενώ η ίδια η Ανάντια είχε πάρει τη θέση της ξανά
πίσω στο παράθυρο.

Τα κεντρικά της CIA δεν είναι ποτέ έρημα. Πάντα υπάρχει κάποια κρίση σε κάποιο μέρος του
κόσμου που πρέπει να αναλυθεί. Πάντα υπάρχουν κρίσεις που μπορούν να αποτραπούν και κρίσεις
που δεν κατέστη αυτό δυνατόν. Σε κάθε περίπτωση δουλειά των μυστικών υπηρεσιών είναι να
αναλύσουν κατά πόσο αυτές οι επερχόμενες ή απερχόμενες κρίσεις αποτελούν κίνδυνο για τα
συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών και αντιστοίχως να αποτραπούν ή να μετριαστούν οι
συνέπειες αυτών. Στον όροφο αυτό, όμως με τα ανώτατα στελέχη της υπηρεσίας για σήμερα ήταν
μόνη της η Ανάντια. Το γραφείο της ήταν τεράστιο, είχε εκτός από το μεγάλο γραφείο της,
τηλεόραση, σαλόνι και ένα σχετικά μικρό γραφείο συνεδριάσεων. Η όμορφη γυναίκα κατευθύνθηκε
λακωνικά δίπλα από το γραφείο συνεδριάσεων και πήρε ένα γυάλινο ποτήρι ουίσκι κατευθυνόμενη
προς το γραφείο της. Δεν άργησε να καταρρεύσει σχεδόν στη καρέκλα της αφήνοντας το ποτήρι
άδειο μπροστά της. Σε λίγο άνοιξε το συρτάρι δίπλα της και πήρε ένα ακριβό, σπάνιο μπουκάλι
ουίσκι, το άνοιξε και έριξε λίγο από το χρυσαφί υγρό πίσω στο ποτήρι.
Κάθισε εκεί για λίγη ώρα κοιτώντας μονάχα τους δείκτες με τα δευτερόλεπτα που μηχανικά
κινούνταν κυκλικά και αιχμάλωτα μέσα στο κρεμασμένο ρολόι τοίχου απέναντι της. Η Ανάντια
τελικά σήκωσε απότομα τη πλάτη της και άρχισε να πληκτρολογεί με μανία στον υπολογιστή της το
έγγραφο που από μόνη της, αναλαμβάνοντας κάθε ευθύνη, ενέκρινε όλες τις πράξεις της Χέλεν
βαφτίζοντας τις «επιχείρηση κεραυνός». Στην ιδέα αυτού του τίτλου η μελαμψή καλλονή
κοντοστάθηκε και σταμάτησε να πληκτρολογεί με τα κατακόκκινα νύχια της. Ένας μικρός κεραυνός
ήταν κομμάτι του σήματος της ομάδας Δέλτα.
Μόλις τελείωσε τη συγγραφή του σχετικού εγγράφου, εκείνη έμεινε εκεί για αρκετή ώρα να το
κοιτάζει. Ήπιε μια γουλιά από το ποτό της και ύστερα ακόμη μία μέχρι που τελείωσε το ποτήρι.
Χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά, γέμισε άλλη μια φορά το ποτήρι, έκλεισε το πανάκριβο
μπουκάλι και το έβαλε πάλι πίσω στο συρτάρι της. Γύρισε ανάποδα την καρέκλα της και κοίταξε
από το παράθυρο πίσω της ακόμα καθισμένη με το ποτήρι στο χέρι της, όλη την έκταση γης που
απλωνόταν στα πόδια της, γύρω από τα σχετικά απομακρυσμένα κεντρικά της κεντρικής υπηρεσίας
πληροφοριών.
Η ώρα περνούσε και η Ανάντια γύρισε ξανά για να αντικρίσει την οθόνη του υπολογιστή και πάτησε
το κουμπί της εκτύπωσης. Το άσπρο παχύ χαρτί μπήκε αγνό στον εκτυπωτή που το γέμισε αρχικά
γράμματα, ύστερα λέξεις και στο τέλος ολοκληρωμένες προτάσεις. Η Ανάντια πήρε στα χέρια της το
τελικό έγγραφό και το τοποθέτησε μπροστά της στο γραφείο. Για ακόμα μια φορά το κοίταξε και
βαριαναστέναξε. Τελικά πήρε το πανάκριβο στυλό της και υπέγραψε το έγγραφο κάτω από το όνομα
της με τον τίτλο της διευθύντρια μυστικών αποστολών. Με το έγγραφο αυτό, ουσιαστικά
αναγνώριζε και ενέκρινε με δική της ευθύνη την επιχείρηση για λογαριασμό της Χέλεν. Εκείνη τη
στιγμή, αυτή η υπογραφή ήταν η ψήφος εμπιστοσύνης της στη Χέλεν. Αυτό ήταν, έκλεισε το
φάκελο και τον αποθήκευσε σε ένα χρηματοκιβώτιο που είχε στο γραφείο της. Έβαλε το παλτό της,
πήρε την τσάντα της και ετοιμάστηκε να φύγει.
Τα τακούνια από τις γόβες τις ηχούσαν στους άδειους διαδρόμους της υπηρεσίας. Η ώρα ήταν
περασμένες δώδεκα. Για ένα λεπτό η όμορφη γυναίκα κοντοστάθηκε και κοίταξε έξω από ένα
τεράστιο παράθυρο τον φωταγωγημένο κήπο της υπηρεσίας. Ήταν υπέροχος. Για μα στιγμή ένιωσε
λύπηση. Ένιωσε μόνη! Είχε καταφέρει κάτι που για πολλούς θα φάνταζε ακατόρθωτο, ακόμα και για
την ίδια. Μια γυναίκα, πακιστανικής καταγωγής να ηγείται ολόκληρου τομέα στην αμερικανική
υπηρεσία πληροφοριών. Χαμογέλασε μόνη της. Με τί τίμημα; Το σκεπτικό της διέκοψε το
προσωπικό της τηλέφωνο που χτυπούσε μέσα από τη τσάντα της.

- Ναι; Ρώτησε η Ανάντια με γλυκιά φωνή.


- Μαμά; Πότε θα γυρίσεις σπίτι; Ακούστηκε μια γλυκιά παιδιάστικη φωνή από την άλλη
γραμμή.
- Η μανούλα έπρεπε να δουλέψει μωρό μου! Είναι εκεί η Μαργαρίτα; Ρώτησε αναφερόμενη
στη νταντά του.
- Ναι…
- Δώσε μου την.
- Μάλιστα;
- Γιατί δεν τον έχεις βάλλει για ύπνο;
- Δεν κοιμάται μέχρι να σας δει…
- Ναι, ήμουν στο υπουργείο, είμαι στο δρόμο τώρα. Σε παρακαλώ κοίμισε τον! Αποκρίθηκε η
Ανάντια με άκρως ευγενικό τρόπο κλείνοντας μετά από λίγη ώρα το τηλέφωνο.

Κάποιος την είχε ρωτήσει πώς μπορεί να κοιμάται το βράδυ γνωρίζοντας τόσα πράγματα για τόσους
πολλούς ανθρώπους. Πώς μπορούσε να κοιτάει το παιδί της στα μάτια; Πραγματικά, πίστεψε πως
αυτό που μόλις υπέγραψε θα την εξιλέωνε για πολλά πράγματα που είχε κάνει η ίδια.
Σε λίγα λεπτά η ίδια είχε ανοίξει το συναγερμό του πολυτελούς γερμανικού τσιπ αυτοκινήτου της
και ετοιμάστηκε να μπει μέσα. Άφησε τη τσάντα της στο δεξιό κάθισμα και ετοιμάστηκε να βάλει τα
κλειδιά στη μίζα. Πριν προλάβει να κάνει το οτιδήποτε, ένιωσε ένα φρικτό σφίξιμο στο λαιμό της.
Όλο της το σώμα κόλλησε στο κάθισμα. Πνίγονταν. Προσπάθησε να βάλλει τα χέρια στο λαιμό της
και αντίκρισε μια χορδή. Αυτό ήταν, είχε δευτερόλεπτα να αντιδράσει πριν πεθάνει. Αμέσως
προσπάθησε να τσουλήσει ελάχιστα προς τα κάτω, η όραση της όμως είχε αρχίσει να θολώνει. Μετά
από μερικά μανιασμένα δευτερόλεπτα κατάφερε να φτάσει με το αριστερό της χέρι ένα όπλο που
είχε κρυμμένο στη πόρτα του οδηγού. Πήγε να το πιάσει αλλά της γλίστρησε. Πριν χάσει τις
αισθήσεις της στα μάτια της είδε το παιδί της, αμέσως πήρε μια τελευταία ανάσα και κατάφερε να
ρίξει το κάθισμα πίσω και κάπως κατόρθωσε να πιάσει το όπλο στα χέρια της. Το γύρισε πάνω από
τον ώμο της και έριξε. Αυτό ήταν ένιωσε αμέσως τη πίεση να μαλακώνει, έριξε ξανά και ξανά.
Τζάμια έσπασαν και έπεσαν παντού πάνω της. Είδε τον άνδρα να φεύγει τρέχοντας μακριά της,
βγήκε από το αμάξι βήχοντας συνεχίζοντας να ρίχνει. Δεν άργησαν να έρθει η ασφάλεια και να
ρωτήσει τί έγινε.

- Από εκεί! Φώναξε η Ανάντια βήχοντας!


- Πώς στο διάολο μπήκε κάποιος εδώ μέσα; Έβρισε ο φρουρός που την βοηθούσε να
συνέλθει!
- Τρέχε και άσε με!

Η Ανάντια, έμεινε εκεί να βήχει και να κοιτάει το χέρι της που είχε γεμίσει αίμα. Ήταν τόσο τυχερή
που επέζησε. Αμέσως στο μυαλό της, ήρθε το παιδί της.

- Το παιδί… μονολόγησε, ενώ αμέσως πήρε το τηλέφωνο στο χέρι της και τηλεφώνησε στο
σπίτι της. Κανείς δεν απάντησε! Αυτό ήταν έχασε ένα χτύπο. Μπήκε με ταχύτητα στο όχημα
της και έβαλε μπροστά. Οι ρόδες του αμαξιού στρίγγλισαν με την Ανάντια να προσπαθεί
ξανά και ξανά να επικοινωνήσει με το σπίτι της.
- Σκατά! Φώναζε μέσα στο αμάξι με το χέρι της να κοπανάει με δύναμη το τιμόνι.
- Σκατά!
Ένα ήταν σίγουρο, όποιος παρακολουθούσε την Χέλεν, τώρα είχε στοχοποιήσει και την Ανάντια.
Αυτή η συνωμοσία είχε πάρει τεράστιες διαστάσεις. Πλέον ήταν προσωπικό τόσο για τη Χέλεν όσο
και την Ανάντια!

Το μαύρο πολυτελέστατο τσιπ έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα αναβοσβήνοντας τα φώτα στα άλλα
αυτοκίνητα προσπερνώντας τα. Η όμορφη γυναίκα αγανακτούσε με κάθε φανάρι που τολμούσε να
χρωματιστεί κόκκινο ενώ στη συνέχεια παραβίαζε το φωτεινό σηματοδότη κάνοντας τους
υπόλοιπους οδηγούς να αγανακτούν και να ηχούν μανιασμένα την κόρνα, το κέρας του δρόμου. Στη
σκέψη και μόνο ότι το παιδί της θα μπορούσε να είναι σε κίνδυνο, η Ανάντια τρελαίνονταν. Δεν είχε
κάνει πολλές υποχωρήσεις στη ζωή της, η ιδέα όμως ότι η ζωή του μονάκριβου παιδιού της θα
μπορούσε να απειλείται, αρκούσε για να θυσιάσει το κόσμο της όλο με μιας, πριν καν προλάβει να
ανοιγοκλείσει κανείς τα μάτια του.
Ο λαιμός της αιμορραγούσε εξωτερικά, ενώ η ίδια δεν είχε σταματήσει να βήχει. Μέχρι και τα μάτια
της είχαν ερεθιστεί από την προσπάθεια της να αναπνεύσει νωρίτερα αναβλύζοντας την αλμύρα του
σώματος. Ακόμα και ψυχολογικά ήταν ράκος, παραλίγο να πεθάνει, ακόμα χειρότερα να σκοτωθεί,
να δολοφονηθεί. Ήταν σίγουρο πώς κάποιος φάνηκε ανυπόμονος και ήθελε να τη βγάλει από τη
μέση. Τα φανάρια στην όμορφη κεντρική λεωφόρο της Ουάσιγκτον στο βάθος της οποίας
διακρίνονταν στα αριστερά το Καπιτώλιο, της έκαναν πλάκα. Σαν κάποιος να είχε συνεννοηθεί μαζί
τους να κοκκινήσουν το τόπο. Επιδεικτικά αγνοώντας τα, συνέχισε το ράλι της, πλησιάζοντας το
πολυτελές σπίτι της.
Πλησιάζοντας την πολυτελή βίλα, η Ανάντια πάρκαρε βιαστικά το αμάξι απέναντι από το σπίτι και
ενστικτωδώς κοίταξε από το θρυμματισμένο παράθυρο αν υπήρχε φως. Υπήρχε! Αμέσως πήρε το
όπλο της, που το είχε χρησιμοποιήσει μόλις προ ολίγου, έβγαλε το γεμιστήρα, βεβαιώθηκε πως είχε
μέσα τουλάχιστον δέκα σφαίρες ακόμα, και εν συνεχεία τάισε το μηχανικό θαύμα του πολέμου.
Πήρε το βαρύ κατάμαυρο όπλο, το όπλισε και το έβαλε στη βαθιά τσέπη του παλτού της βγαίνοντας
από το αμάξι της.
Ο άνεμος σφυρηλατούσε το δέρμα της Ανάντια. Νιφάδες χιονιού βρήκαν καταφύγιο στο καυτό αίμα
που έβγαινε από το λαιμό της, πάνω στο οποίο διαλύονταν και εξαφανίζονταν. Η ελκυστική
πανέμορφη γυναίκα, μεταμορφώθηκε σε ένα πολεμικό τέρας που όμοιο του δεν είχε γνωρίσει
κανείς, τέρας που αναζητούσε μανιασμένα εκδίκηση, αίμα για αίμα! Η Ανάντια άνοιξε τη λευκή
κλασική πόρτα απότομα και μπήκε με στρατιωτική έφοδο προτάσσοντας το όπλο στον αέρα τη
στιγμή που πάτησε τις γόβες της στο κλασικό ξύλινο πάτωμα του σπιτιού της. Η ματωμένη
κατάσκοπος κατέβασε απότομα το όπλο της όταν άκουσε τη φωνή του γιού της να τη φωνάζει και να
τρέχει προς αυτήν κατεβαίνοντας από τη σκάλα που οδηγούσε στις κρεβατοκάμαρες. Το όπλο
ασφαλίστηκε ακαριαία και βρήκε καταφύγιο στη τσέπη της, όπως ακριβώς βρίσκει καταφύγιο μια
τρομαγμένη αρκούδα σε μια σκοτεινή σπηλιά.

- Μανούλα, φώναξε παιδικά και χαρούμενα η λεπτή φωνή του γιού της. Ενός αγοριού μόλις
δέκα χρονών. Ένα αγοράκι με καστανά μάτια και ανοιχτόχρωμα μαλλιά με τόσο όμορφα
χαρακτηριστικά προσώπου. Το αγόρι έπεσε μανιασμένα πάνω στη μάνα του, σαν δελφίνι που
ξεχύνεται στο πέλαγος μετά από μήνες αιχμαλωσίας. Σαν κύμα που σκάει στα βράχια με όλη
την ορμή της νιότης του. Η Ανάντια έσκυψε λυγίζοντας το γόνατα της που ακούμπησαν στο
έδαφος. Τον αγκάλιασε και από την αφόρητη πίεση που είχε εκείνη τη στιγμή τον έσφιξε
τόσο δυνατά ενώ άφησε ένα αθόρυβο λυγμό να ταρακουνήσει το σώμα της.
- Μαμά, γιατί έχεις αίματα; Ρώτησε το αγόρι που τρομαγμένο τραβήχτηκε λίγο από κοντά της.
Η Ανάντια αμέσως προσπάθησε να κρύψει το λαιμό της.
- Η μανούλα είχε ένα ατύχημα. Όλα εντάξει τώρα. Πού είναι η Μαργαρίτα; Ρώτησε η Ανάντια
που κοίταξε τη κορυφή της σκάλας στην οποία εντόπισε και την μικρής ηλικίας νταντά.
- Είστε καλά; Ρώτησε αμέσως η νεαρή κοπέλα που κατέβηκε σα σίφουνας από τη ξύλινη
σκάλα σαν αντίκρυσε το αίμα το λαιμό του αφεντικού της.
- Όλα εντάξει! Μονολόγησε η Ανάντια κρύβοντας το λαιμό της.
- Ήρθε κανείς από το σπίτι; Ρώτησε αμέσως η μελαμψή γυναίκα που δεν είχε σταματήσει να
αγκαλιάζει και να φυλάει το γιο της, ο οποίος είχε κουρνιάσει πάνω της.
- Όχι, γιατί είναι όλα εντάξει; Αναρωτήθηκε η νταντά.
- Ούτε στο σχολείο;
- Όχι…
- Άκου, θέλω να πάρεις το μικρό και να πάτε εκεί ακριβώς που θα σας πω.
- Μαμά, όχι μη φύγεις.
- Σςς, μωρό μου, άσε τους μεγάλους να συνεννοηθούν, ησύχασε το γιο της η Ανάντια που τον
χάιδεψε στο κεφάλι καθώς εκείνος είχε κουρνιάσει στο στήθος της.
- Θα πάτε και οι δυο σας, στη διεύθυνση που θα σου γράψω. Μόλις φτάσετε εκεί, θα
κλειδώσεις και δεν θα ανοίξεις εκτός και αν είμαι εγώ ή αν σου τηλεφωνήσω.
- Κάτι κακό συμβαίνει… μονολόγησε η Μαργαρίτα ενώ είχε αρχίσει να παθαίνει κρίση
πανικού.
- Για αυτό έχετε αίμα, συνέχισε η νεαρή κοπέλα.
- Άκου με, την ταρακούνησε η Ανάντια που είχε σηκωθεί από το καναπέ.
- Δεν συμβαίνει τίποτα. Απλά είχα ένα καβγαδάκι με τον πρώην άνδρα μου! Είπε ψέματα η
Ανάντια που προφανώς δε μπορούσε και δεν ήθελε να πει το πώς έχει η αληθινή κατάσταση.
- Ορίστε η διεύθυνση και αρκετά χρήματα για ό,τι χρειαστείς! Εγώ θα χρειαστεί να πάω κάπου
για μερικές μέρες. Για δουλειά!
- Μαμά…
- Μαργαρίτα είσαι εντάξει; Αγνόησε για λίγο το μικρό γιο της Ανάντια στραμμένη προς την
νεαρή νταντά.
- Ναι… Μονολόγησε εκείνη παίρνοντας τα χρήματα και το χαρτάκι με τη διεύθυνση.
- Μωρό μου, άκου με. Η μανούλα θα πάει στη δουλειά για λίγο. Θα επιστρέψω μόλις τα
καταφέρω.
- Μαμά… έκανε να κλάψει ο μικρός αλλά η Ανάντια τον αγκάλιασε κατευθείαν.
- Δεν θα το καταλάβεις καν, θα πάρεις μαζί το γάτο της θείας Χέλεν για να παίζεις μαζί του.
Θα το ήθελες αυτό;
- Δε θα πειράξει τη θεία να πάρω το γάτο της;
- Όχι, αγάπη μου! Θα χαρεί που είναι μαζί σου. Είμαστε εντάξει; Ρώτησε η Ανάντια έχοντας
φυλακίσει τα μικρά του χέρια μέσα στα δικά της.
- Ναι, αλλά υποσχέσου ότι θα έρθεις γρήγορα! Απάντησε το μικρό ανδράκι αγκαλιάζοντας με
περίσσεια αγάπης και στοργής τη υψηλά ιστάμενη μητέρα του που ενέκρινε όλες τις κρυφές
επιχειρήσεις της CIA ανά την υφήλιο.

Η Ανάντια μάζεψε τα πράγματα του μικρού της γιου σε μια βαλίτσα και τα έβαλε στο πίσω μέρος
ενός ταξί μαζί με εκείνα της Μαργαρίτας, της νταντάς καθώς και τα πράγματα της άσπρης
μπελαλίδικης γάτας της Χέλεν. Σωστός δαίμονας με αγγελικό πρόσωπο, ακριβώς όπως και το
αφεντικό του. Η Ανάντια χαιρέτησε το ταξί που απομακρύνονταν και αμέσως μπήκε μέσα στο σπίτι.
Έτρεξε προς το δωμάτιο της και άνοιξε το συρτάρι-καθρέφτη. Πήγε να πάρει το μπενταντίν και κάτι
παυσίπονα χάπια. Στη προσπάθεια της να πιάσει μια γάζα, έριξε κάτω όλα τα κουτάκια με τα
φάρμακα. Κοίταξε τον εαυτό της στο καθρέφτη και με τις άκρες των δαχτύλων της χάιδεψε τη
κατακόκκινη πληγή της που και στην αφή ακόμα ήταν ευαίσθητο. Σα γιατρός που ήταν,
περιποιήθηκε το τραύμα της και το κάλυψε με μια γάζα. Άλλαξε ρούχα και έβαλε μια απλή ζιβάγκο
μπλούζα με ένα απλό σκούρο τζιν παντελόνι. Αντί για γόβες διάλεξε απλά παπούτσια, που δε θα τη
δυσκόλευαν σε ενδεχόμενη πάλη.
Μόλις, η πανέμορφη μελαμψή γυναίκα, που μονάχα δέος και έλξη προκαλούσε, κατευθύνθηκε σε
μια μεγάλη βιβλιοθήκη που είχε μέσα στο υπνοδωμάτιο της. Πριν σταματήσει μπροστά από τη
βιβλιοθήκη, άνοιξε μια πόρτα που οδηγούσε σε ένα βεστιάριο με πολλά ρούχα και παπούτσια.
Έσκυψε και πήρε στα χέρια της ένα μαύρο σακβουαγιάζ. Με αυτό βγήκε θριαμβευτικά από εκεί και
κατευθύνθηκε χωρίς να σταματήσει αυτή τη φορά, μπροστά από τη μεγαλειώδη βιβλιοθήκη με
ιατρικά και ιστορικά βιβλία. Από εκεί πέταξε με δύναμη στο πάτωμα πέντε έξι βιβλία στο πάτωμα
ενώ από πίσω εμφανίστηκε ένα χρηματοκιβώτιο. Αφού έβαλε το συνδυασμό μαζί με το αποτύπωμα
της, η χοντρή μικρή πόρτα του θωρακισμένου κιβωτίου άνοιξε αποκαλύπτοντας ένα πλούτο από
διαβατήρια, δεκάδες χαρτονομίσματα διαφόρων χωρών καθώς επίσης και όπλα με αρκετούς
γεμιστήρες. Αμέσως, πήρε αδηφάγα μερικές δεσμίδες με αμερικανικά χαρτονομίσματα και το όπλο
με αρκετούς γεμιστήρες. Τα πέταξε μέσα στο σάκο μαζί με μερικές αλλαξιές από γάζες και φάρμακα
για τη πληγή στο λαιμό της που έτρεξε να πάρει από το φαρμακείο πίσω από το καθρέφτη στο
μπάνιο της. Το φερμουάρ που έκλεισε ηχηρά το μεγάλο σάκο, ακούστηκε σε όλο το δωμάτιο
σφραγίζοντας στα σίγουρα μια εποχή και εγκαινιάζοντας μια καινούργια.
Η Ανάντια, πήρε το σάκο και με γρήγορο βήμα κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Για μια στιγμή, με το
χέρι στο πόμολο της πόρτας κοιτάχτηκε στο καθρέφτη αριστερά από την εξώπορτα. Πήρε μια βαθιά
ανάσα και έσφιξε δυνατά τη γνάθο της, κάνοντας τα δόντια της να πονέσουν. Άφησε το πόμολο και
έφερε τα χέρια της σε μια ευθεία στο στήθος της. Για μια στιγμή, το τρέμουλο έκανε την εμφάνιση
του. Πήρε αδιάφορες ανάσες και θύμισε στον εαυτό της ποια είναι και τί κάνει. Ξεφύσηξε
αποφασισμένη και άνοιξε δυνατά τη πόρτα. Βγήκε από το μέγαρο της με γρήγορο και αποφασιστικό
βήμα.

Το κρύο την ξύπνησε για τα καλά με το που βγήκε έξω από το σπίτι και μπήκε μέσα στο πάλαι ποτέ
αψεγάδιαστο αμάξι της. Άναψε τη μηχανή του βρυχώμενου γερμανικού τετράτροχου θηρίου που
προκαλούσε ηδονή σε κάθε φίλο της τετρακίνησης, τα φώτα άνοιξαν αναδεικνύοντας τον άδειο
δρόμο με τις ρόδες του πολυτελούς αμαξιού να στριγκλίζουν και να γυρνάνε το αμάξωμα στην
αντίθετη κατεύθυνση, προορισμός της; Βόρεια από εκεί που βρίσκονταν τώρα!
Τί είχε συμβεί νωρίτερα το βράδυ; Κάποιος προσπάθησε να τη σκοτώσει. Γιατί; Τί ήταν αυτό που
μπορούσε να οδηγήσει κάποιον στη δολοφονία της; Ποιος ήταν τόσο ηλίθιος να διατάξει τη
δολοφονία ενός ανώτατου στελέχους της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών; Πώς κατάφερε
κάποιος να βάλει τον εκτελεστή μέσα σε ένα από τα πιο καλά φρουρούμενα μέρη στην Αμερική;
Πώς κατάφερε κάποιος να εισβάλει και σχεδόν να καταφέρει να φέρει εις πέρας μια εκτέλεση μέσα
στο άντρο των κατασκόπων;

- Χριστέ μου, μονολόγησε μέσα στο αμάξι της η Ανάντια την ώρα που οδηγούσε, χτυπώντας
το τιμόνι.

Ίσως η Χέλεν να είχε δίκαιο. Η υπόθεση αυτή, να μην είναι μια εμμονή που κόλλησε η φίλη της,
αλλά μια φρικτή πραγματικότητα που καλούνταν τώρα να αγκαλιάσει και η Ανάντια. Όλα σιγά-σιγά
έπαιρναν την τελική ευθεία. Διαφορετικά, κανείς δεν θα δέχονταν το ρίσκο για να πραγματοποιήσει
τέτοιες ενέργειες, όπως την παραλίγο δολοφονία της. Σίγουρα, κάτι συνέβαινε. Η έμπειρη
αξιωματικός υπηρεσιών, ήταν σχεδόν σίγουρη πώς όντως κάποιος από τη δική τους πλευρά του
τοίχου, εμπλέκονταν σε όλο αυτό. Το ερώτημα είναι ποιος και γιατί; Αυτό το ερώτημα μονάχα ένας
άνθρωπος στο κόσμο μπορούσε να το απαντήσει. Ένας άνθρωπος είχε τέτοια ακεραιότητα
χαρακτήρα, τέτοιο πείσμα, τέτοια εμμονή και τόσο αφοσίωση για να μπορέσει να τα βγάλει πέρα.
Αυτό το άτομο, βρίσκονταν μερικές ώρες μακριά από την Ανάντια. Πόσο χαρούμενη ήταν που είχε
προλάβει να υπογράψει την πράξη αναγνώρισης όλης της επιχείρησης της Χέλεν. Όλα ήταν πλέον
στα ικανά χέρια της πρώην καταδρομέως, το ένστικτο της οποίας παρέμενε αμβλυμμένο και φονικό
παρά τα χρόνια που είχαν μεσολαβήσει μεταξύ των σκονισμένων λόφων της Μέσης Ανατολής και
των συμμετρικών δρόμων της όμορφης και πολεοδομικά άρτιας Ουάσιγκτον, της καρδιάς τους
αμερικανικού έθνους. Μόνη της όμως δεν μπορούσε να τα βάλει με όλη τη σαπίλα της
ανθρωπότητας. Δεν πειράζει! Η Χέλεν θα είχε όση βοήθεια χρειάζονταν για να εκτελέσει το χρέος
της απέναντι στη πατρίδα, αλλά και απέναντι στους ανυποψίαστους ανθρώπους που κατοικούσαν
στη Δύση γενικότερα. Η απειλή μπορεί να βρίσκονταν στη μητέρα Ευρώπη αλλά το κεφάλι του
φιδιού ήταν στην Νέα Ήπειρο, κεφάλι που έπρεπε πάση θυσία να κοπεί πριν δαγκώσει και απλώσει
το δηλητήριο του σε όλη την υφήλιο!

Το διάφανο περιεχόμενο ενός μεγάλου κουβά έγινε ένα με τον σκουρόχρωμο αιχμάλωτο της Χέλεν
που βρίσκονταν αναίσθητος και δεμένος σε μια καρέκλα. Ο ύποπτος αμέσως συνήλθε με το νερό να
έχει μουσκέψει όλο του το σώμα και να στάζει από τα μαύρα πυκνά του μαλλιά και γένια. Άψυχες
μικρές σταγόνες νερό έκαναν μαραθώνιο στο δεμένο σώμα του και κατέληγαν τελικά να
συνθλίβονται σε χιλιάδες μικροσκοπικά κομματάκια στο πάτωμα.

- Πάμε ξανά! Μονολόγησε η Χέλεν πετώντας το κουβά στο τοίχο από πίσω του και
πλησιάζοντας τον στηρίζοντας τα χέρια της δίπλα στα δικά του.
- Άντε γαμήσου! Φώναξε στο πρόσωπο της, νευριασμένος ο κρατούμενος της όμορφης
κομάντο. Η Χέλεν γύρισε τη πλάτη της στον αναιδή άνδρα, μονάχα για ένα δευτερόλεπτο.
Ύστερα, γύρισε το σώμα της ξανά και με τη φορά και τη δύναμη της περιστροφής χτύπησε
με ανοιχτή τη παλάμη της, όλη τη δεξιά πλευρά του προσώπου του. Η δύναμη του
χτυπήματος ήταν αρκετή για να ρίξει τη καρέκλα μαζί με τον άνδρα στο πάτωμα.
- Μπορώ να το κάνω όλη νύχτα και όλη μέρα. Ξέρεις τί είναι το πιο ωραίο; Μονολόγησε η
Χέλεν ενώ έβγαλε από το παντελόνι της μια ζώνη και την τύλιξε στο χέρι της αντί για
μπαντάζ.
- Δε κουράζομαι ποτέ! Ψιθύρισε αυτή τη φορά στο αφτί του, αφού είχε σηκώσει την καρέκλα
ξανά σε όρθια θέση.
- Μόλις λυθώ, θα σε σκοτώσω! Απείλησε ουρλιάζοντας ο Γιουσούφ. Φώναζε τόσο πολύ που
φάνηκαν τα κιτρινισμένα δόντια του και σάλια έβγαιναν από το βρωμερό στόμα του. Οι
φλέβες στο λαιμό του φαίνονταν. Το αίμα περνούσε μανιασμένα ανάμεσα στις διεσταλμένες
φλέβες του. Όλο του το σώμα βρίσκονταν σε σοκ. Η Χέλεν ήξερε να ξεχωρίζει τα αδύναμα
σώματα. Τα αδύναμα μυαλά.
- Εντάξει, όπως θες! Χαμογέλασε η Χέλεν που έριξε στο μάτι του με κλειστή τη γροθιά της
αυτή τη φορά που ήταν καλυμμένη με το σκληρό κομμάτι από τη ζώνη της. Το καυτό
αναβλύζον αίμα έκανε την εμφάνιση του στο γεμάτο από νερό πρόσωπο του, ενώ δεν άργησε
να σχηματιστεί ένα ρυάκι από αίμα που έτρεχαν δίπλα από το μάτι του μέχρι κάτω, το
πάτωμα όπου η βαρύτητα τραβούσε τις γεμάτες αίμα σταγόνες, αναμεμιγμένες με ιδρώτα και
νερό.
- Ποιοι είναι πίσω από το χτύπημα στο Λονδίνο; Ρώτησε η Χέλεν τελικά σφίγγοντας το ζωνάρι
στο χέρι της.
- Ποιο χτύπημα; Δε ξέρω τίποτα για κανένα χτύπημα! Ψέλλισε ο άνδρας που τώρα άλλαξε
τακτική και από άγριο αγριογούρουνο έγινε ένα δειλό ελάφι. Η Χέλεν κούνησε
συγκαταβατικά το κεφάλι της και χαμογέλασε αποκαλύπτοντας τα υπέροχα κατάλευκα και
ίσια δόντια της. Αυτή τη φορά έριξε δύο χτυπήματα το πρώτο στη μύτη που έγειρε το κεφάλι
προς τα πίσω και άλλο ένα στη καρωτίδα που της σερβίρονταν στο πιάτο. Ο μελαμψός
άνδρας έβηχε σε τέτοιο βαθμό, που δάκρυα ανάβλυζαν από τα μάτια του που γυάλιζαν. Η
μύτη του είχε σπάσει και αλλάξει σχήμα. Το πρόσωπο του πρήστηκε και ήταν σχεδόν
αγνώριστος. Η πρώην καταδρομέας είχε καταφέρει με τρία μονάχα χτυπήματα, άψογα
εκτελεσμένα, να φέρει τον άνδρα απέναντι της, σε τέτοια κατάσταση που άλλοι θα
χρειάζονταν ώρες ξυλοδαρμού για να το πετύχουν.
- Όλοι σπάνε αδελφέ. Είναι θέμα ψυχολογίας. Πόσο θα αντέξεις; Σου φαίνομαι πραγματικά να
κουράζομαι; Ξέρεις πόσες φορές το έχω κάνει; Του φώναξε μέσα στο πρόσωπο η Χέλεν που
είχε αρχίζει απλά να ταρακουνάει βίαια το κεφάλι του, χωρίς να τον χτυπάει. Αν είχε χρόνο,
θα δοκίμαζε πρώτα άλλα βασανιστήρια. Στέρηση ύπνου, απομόνωση σε τρομακτικά στενά
κουτιά, τοποθέτηση ακουστικών με τρομερά ενοχλητικούς ήχους στη διαπασών.
Βασανιστήρια που δεν απαιτούσαν να αγγίξεις τον κρατούμενο και παρόλα αυτά
εξαντλούσαν ψυχολογικά σε τέτοιο σημείο που έσπαγαν τον οποιονδήποτε προτού χυθεί
στάλα αίματος και ιδρώτα.
- Δε ξέρω τίποτα! Μονολόγησε κλαίγοντας ο άνδρας απέναντι από τη Χέλεν.
- Εντάξει σε πιστεύω, απάντησε η Χέλεν που πήρε ένα σκοινί και έδεσε ακόμα καλύτερα τα
πόδια του κρατούμενου. Με μια κλωτσιά έριξε κάτω τη καρέκλα και συνέχισε να δένει. Μία
στροφή ακριβώς πάνω από τα γόνατα και μία ακριβώς κάτω. Ύστερα, σηκώθηκε και κοίταξε
τον άνδρα από ψηλά.
- Ποιοι θα εκτελέσουν το χτύπημα; Ρώτησε με τόνο που κανείς θα καταλάβαινε πως δεν είχε
χρόνο για χάσιμο.
- Δε ξέρω τίποτα για κανένα χτύπημα!

Η Χέλεν, πήρε ένα αρκετά μεγάλο σφυρί και σημάδεψε ακριβώς το εξωτερικό κομμάτι του γονάτου.
Το σημείο που υπάρχει ο μηνίσκος, ο σύνδεσμος, όλα τα βασικά κομμάτια του γονάτου.

- Ποιοι θα εκτελέσουν το χτύπημα; Ρώτησε ξανά η Χέλεν κοιτώντας τον κατάματα ενώ
κρατούσε ένα μεγάλο σφυρί στο δεξί της χέρι.
- Δε ξέρω για τί…

Ένα φρικτό ουρλιαχτό ακούστηκε σε όλο το δωμάτιο πριν προλάβει να ολοκληρωθεί η


προηγούμενη πρόταση του. Η Χέλεν είχε συνθλίψει, είχε καταστρέψει με ένα χτύπημα όλο το δεξί
γόνατο του, το οποίο είχε αλλάξει πλέον σχήμα. Η γυναίκα άφησε το σφυρί κάτω, και έκατσε δίπλα
του ενώ έβαλε το χέρι της στο στόμα του, καλύπτοντας τις κραυγές του.

- Ποιος θα εκτελέσει το χτύπημα; Ρώτησε η Χέλεν ακουμπώντας το σακατεμένο γόνατο


κάνοντας τον άνδρα να ουρλιάζει ακόμα περισσότερο, με δάκρυα να βγαίνουν και να
τρέχουν σαν καταρράκτες από τα νωπά του μάτια. Ο άνδρας δεν απάντησε και η Χέλεν αυτή
τη φορά έφερε το σφυρί δίπλα από τον αστράγαλο του. Το σφυρί ανέβηκε ψηλά στον
ουρανό και έπεσε ξανά πάνω στη μαλακή σάρκα και το σκληρό κόκκαλο, αλλάζοντας τη
κανονική φορά που είχε το πόδι του τρομοκράτη. Για ακόμα μια φορά ακούστηκαν
ουρλιαχτά. Πλέον όλο το δεξί πόδι του τρομοκράτη ήταν παντελώς κατεστραμμένο και η
Χέλεν απλά ρούφηξε τη μύτη της.
- Ποιος θα …
- Θα σου πω! Απλά σταμάτησε το! Μονολόγησε με λυγμούς ο άνδρας που κείτονταν στο
έδαφος και σφάδαζε.

Η Χέλεν σήκωσε τη καρέκλα και τον έλυσε με το που άκουσε τη λέξη κλειδί. Πήρε ένα άδειο ποτήρι
και το γέμισε νερό. Το έδωσε αποφασιστικά στον ματωμένο άνδρα, ο οποίος το πήρε και το ήπιε με
μια ανάσα.
- Μπορώ να έχω άλλο ένα; Ρώτησε με μάτια που γυάλιζαν. Η Χέλεν τον κοίταξε για λίγη ώρα
και πήρε πίσω το ποτήρι. Γύρισε για ένα λεπτό τη πλάτη της για να βάλει νερό
- Θα σου πρότεινα να μην δοκιμάσεις να σηκωθείς… τον προειδοποίησε χωρίς να τον
κοιτάξει. Ξαφνικά, ακούστηκε ακόμα μια κραυγή και ο άνδρας είχε σωριαστεί στο έδαφος.
Είχε προσπαθήσει να σηκωθεί για να χτυπήσει από πίσω την πρώην κατάσκοπο. Η Χέλεν
προφανώς ήξερε πως ο πόνος από αυτά που είχε κάνει θα ήταν τόσο αφόρητος, που
πραγματικά το πόδι δεν υπήρχε περίπτωση να συγκρατήσει το βάρος του εύσωμου άνδρα,
πόσο μάλλον να περπατήσει. Ο άνδρας σταμάτησε για κάποια δευτερόλεπτα τον οδυρμό
του, ενώ η Χέλεν τον βοήθησε να καθίσει σε μια καρέκλα απέναντι της, στην ίδια καρέκλα
στην οποία τον ανέκρινε προηγουμένως. Οι δυο τους κάθισαν αντικριστά ο ένας από τον
άλλο με την αποτελεσματική όπως πάντα πρώην καταδρομέα να περιμένει τον άνδρα να
μιλήσει.
- Υπάρχει ένα ανθοπωλείο… Ψέλλισε ο μελαμψός άνδρας που στένευε που και που τα μάτια
του από τον πόνο.
- Τί κάνετε με τα λουλούδια; Ρώτησε η Χέλεν τελικά.
- Δε ξέρω τη διαδικασία, μονάχα ότι είναι σε ενέσιμη μορφή.
- Με ποιον δουλεύεις;
- Δεν ξέρω ποιοι έχουν αναλάβει τα ηνία στο Λονδίνο τώρα. Ήξερα κάποιον από παλιά αλλά
τον συνέλαβαν… Τα μάτια της Χέλεν στένεψαν. Κάτι της θύμιζε όλο αυτό.
- Από το Ισραήλ; Ρώτησε ξανά η Χέλεν με τον άνδρα απλά να γνέφει καταφατικά
αγκαλιάζοντας με την παλάμη του το γόνατο του.
- Από το Ιράν. Δε κάνω δουλειές με Εβραίους.
- Αυτός ήταν η κεφαλή από ό,τι γνωρίζω… Συνέχισε τελικά μαλακωμένος.
- Αυτός πέθανε…
- Τον σκοτώσατε! Μονολόγησε υψώνοντας το τόνο της φωνής του. Η αλήθεια είναι πως η
αιτία θανάτου που είχε αναγραφεί στην ιατροδικαστική έκθεση της υπηρεσίας, δεν την
έπειθε. Η γρήγορη απομάκρυνση του υπόπτου από την Αγγλία, το ξαφνικό ανεύρυσμα ή
καρδιακή προσβολή, ούτε καν θυμόταν τί ακριβώς η Χέλεν.
- Δεν έχεις ιδέα έτσι; Τη ρώτησε χαμογελαστός ο άνδρας.
- Ελπίζεις να ξέρω κάτι εγώ… συνέχισε αυτάρεσκα εκείνος. Η Χέλεν τον κοίταξε
ανερμήνευτα, ένα βλέμμα της ήταν αρκετό για να αγκαλιάσει και το άλλο του γόνατο.
- Πώς θα γίνει η επίθεση;
- Θα προσπαθήσουν να ρίξουν το υγρό μέσα στο ποτό της βασιλικής οικογένειας…
Ομολόγησε τελικά ο άνδρας, ενώ ένα δάκρυ απελπισίας βγήκε από το πρησμένο μάτι του.
Είχε προδώσει τα πιστεύω του. Όσο σατανικά και αν είναι, για αυτόν ήταν ένα κομμάτι του
εαυτού του.
- Ποιος κρύβεται πίσω από όλα αυτά; Ρώτησε τελικά η Χέλεν.

Πριν προλάβει να απαντήσει ο άνδρας, η πόρτα του υπογείου άνοιξε με δύναμη και μέσα
εμφανίστηκε πρώτα η κάνη ενός όπλου. Η Χέλεν ακαριαία έπεσε στο έδαφος και έψαξε το δικό της
όπλο. Δίπλα στο πρόσωπο της στο πάτωμα εμφανίστηκε σε μερικά δευτερόλεπτα ένα γνώριμο
πρόσωπο. Το πρόσωπο του Γιουσούφ με μια τρύπα ανάμεσα στα μάτια από την οποία έτρεχε ένα
μικρό ρυάκι από κόκκινο αίμα.
Η άκρως εκπαιδευμένη πρώην μέλος της Δέλτα, σύρθηκε και προσπάθησε να αποκτήσει οπτική
επαφή με τον άνδρα που την καταδίωκε, ήταν ο ίδιος που την παρακολουθούσε. Πούπουλα από έναν
καναπέ πετάχτηκαν στον αέρα και κατέληξαν να τυλίγονται στις φλόγες τις σόμπας. Οι σφαίρες
είχαν διαπεράσει έναν καναπέ κάνοντας το τοπίο να φαίνεται χιονισμένο. Η Χέλεν μέτρησε τις
σφαίρες, ο σφυρικτός ήχος των οποίων της ήταν τόσο απόκοσμα οικείος. Υπολόγισε πόσες σφαίρες
είχαν πέσει και όταν κατάλαβε πώς είχε φύγει και η τελευταία τότε σηκώθηκε σαν Λάζαρος από το
πάτωμα και άρχισε να ρίχνει τις δικές τις φονικές βολίδες. Ο άνδρας, όπως και η Χέλεν αναζήτησαν
καταφύγιο στους πλησιέστερους τοίχους. Η Χέλεν προκειμένου να ξεγελάσει τον άνδρα απέναντι
της, άλλαξε γεμιστήρα νωρίτερα, πριν τελειώσουν οι σφαίρες τις. Ο άνδρας υπολόγιζε όπως και
αυτήν προηγουμένως το πόσες σφαίρες του έριχνε η Χέλεν πριν βγει να την αντιμετωπίσει. Αυτό το
κόλπο εξασφάλισε στην ικανή πράκτορα λίγο χρόνο, αλλά της στέρησε δύο συμμάχους, δύο
σφαίρες που αρκούν να τη σώσουν άμα συναντήσουν και διαπεράσουν τη σωστή σάρκα. Σε κάθε
σφαίρα, σε κάθε πυρά κάλυψης, οι δυο αντίπαλοι μονομάχοι, άλλαζαν τις θέσεις τους. Με κάθε
σφαίρα, οι δυο τους έρχονταν πιο κοντά. Δεν θα αργούσε η στιγμή που οι σφαίρες και των δυο θα
τελείωναν. Τότε, πλέον μονάχα το αρχαιότερο όπλο όλων, θα αποδεικνύονταν και πάλι το ικανότερο,
το φονικότερο, το αποτελεσματικότερο. Τα χέρια… Σε αυτό το είδος πολέμου, η Χέλεν είχε το
πλεονέκτημα. Είχε ειδικευτεί στη μάχη σώμα με σώμα. Το θέμα ήταν, αν το σώμα της, αν ο ώμος
της θα τη πρόδιδε. Αν ο Θεός στον οποίο είχε χάσει τη πίστη, της έδινε δύναμη, ή αν και Εκείνος είχε
χάσει την πίστη Του απέναντί της.
Σε αυτή τη μάχη ζωής, κανείς δεν θα είχε ξεκάθαρο πλεονέκτημα. Δυο αιμοσταγείς αντίπαλοι, ο ένας
ζητάει το αίμα του άλλου για να βάψει θριαμβευτικά το πρόσωπο του και να ανακηρυχθεί ο βασιλιάς
του πολέμου. Η επιβίωση θα ήταν το μοναδικό έπαθλο που θα διεκδικούσε ο νικητής. Από την
αρένα αυτή, θα έβγαινε μονάχα ένας, ποιος θα ήταν αυτός;

Ξαφνικά τα φώτα έσβησαν και τα πάντα βυθίστηκαν στο σκοτάδι. Η μόνη πηγή φωτός ήταν η σόμπα
που έκαιγε στωικά αδιαφορώντας για το τί συνέβαινε παραδίπλα της. Η Χέλεν ξαφνιάστηκε και
κοίταξε γρήγορα τριγύρω της. Αυτό δυσκόλευε τη κατάσταση. Πώς θα σημάδευε κάποιον που δεν
έβλεπε; Εκείνη τη στιγμή κατάλαβε πώς ίσως να αντάμωνε επιτέλους με το Μαρκ. Ίσως να ήταν οι
τελευταίες ώρες της στη γη. Χαμογέλασε. Δεν φοβόταν το θάνατο από πόλεμο, πιο πολύ φοβόταν
τον φρικτό επώδυνο πόνο της ηρεμίας. Θα πέθαινε, όλοι θα πεθάνουν, εκείνη όμως θα επέλεγε το
σκοπό της ύπαρξης της και ως συνέπεια το τρόπο θανάτου της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και πήρε το
όπλο στα χέρια της. Με το αριστερό χέρι, πάνω στο οποίο στήριξε το περίστροφο της, είχε ένα
μαχαίρι. Εν γνώσει της, έκανε κάτι που κανονικά δεν έπρεπε να κάνει. Πάντα κρατάς μονάχα το
όπλο στο χέρι σου, τίποτε άλλο. Έτσι είχε εκπαιδευτεί, έτσι είχε μάθει να δουλεύει. Ωστόσο, οι
καταστάσεις μεταβάλλονται και έτσι είχε εκπαιδευτεί να κάνει και εκείνη, να προσαρμόζεται σε νέες
καταστάσεις.
Ο άνδρας που τη κυνηγούσε σίγουρα είχε έρθει προετοιμασμένος. Ήξερε ποια ήταν, ήξερε τί
μπορούσε να κάνει. Ήξερε την ειδίκευση της. Αυτό σήμαινε πως θα απέφευγε όσο το δυνατόν
περισσότερο, τη μάχη σώμα με σώμα. Σίγουρα, είχε περισσότερα πυρομαχικά από εκείνη και
σίγουρα φορούσε αλεξίσφαιρο γιλέκο. Για κάποιο παράξενο λόγο, η Χέλεν ένιωσε πιο ζωντανή από
ποτέ. Σήκωσε το βλέμμα της, και κοίταξε τη πόρτα η οποία βρίσκονταν στη κορυφή μιας σκάλας. Η
πόρτα ήταν κλειστή. Ο αντίπαλος, ετοιμάζονταν να δράσει όπως και εκείνη. Για μια στιγμή το
βλέμμα της έπεσε σε μια σκιά. Το μυαλό της, της έπαιζε παιχνίδια. Σαν να είδε το Μαρκ. Σαν να είδε
την ομάδα της, έτοιμοι πάντα, με τη στολή τους να πεθάνουν ο ένας για τον άλλο.
Υπό κανονικές συνθήκες, θα έκλεινε τα μάτια της δυνατά για να επαναφέρει τον εαυτό της στη
πραγματικότητα. Εκείνη τη στιγμή όμως δεν ήθελε. Ήθελε να μοιραστεί αυτή τη κατάσταση μαζί
τους, ακόμα και αν αυτό ήταν μια ψευδαίσθηση. Με μια κίνηση ξεφορτώθηκε το σακάκι που
φορούσε, και έμεινε με μια απλή μακρυμάνικη μπλούζα. Έκανε τόσο ζέστη εκεί μέσα, είχε ιδρώσει.
Οι χτύποι της καρδιάς της είχαν πειθαρχήσει, το μυαλό της έκανε συνδέσεις που μονάχα ένας
εγκέφαλος που κινδυνεύει κάνει.
Ο αντίπαλος, δεν έκανε καμία κίνηση να πυροβολήσει προς το μέρος της. Έπαιζε το παιχνίδι της
υπομονής. Περίμενε να εκνευριστεί εκείνη, να κάνει κάποια σπασμωδική κίνηση όπως να
κατευθυνθεί προς τη πόρτα. Εκεί θα την περίμενε εκείνος, έτοιμος σαν κυνηγός που έχει στήσει
παγίδα στο θήραμα του. Όχι, δε θα του έκανε τη χάρη.
Έριξε μια σφαίρα που διαπέρασε τη άσπρη πόρτα. Μια στρογγυλή τρύπα έκανε την εμφάνιση της,
ενώ σε μερικά δευτερόλεπτα πολλές άλλες από την άλλη κατεύθυνση τρύπησαν τη πόρτα
απειλώντας τη Χέλεν για να καρφωθούν στη συνέχεια στο τοίχο. Δεν είχε συνηθίσει να βρίσκεται εξ
’απροόπτου. Είχε εκπαιδευτεί όμως για κάθε κατάσταση. Είχε διαλέξει αυτή τη ζωή και ήξερε πώς
μια μέρα θα τη σκότωνε. Αυτή η μέρα όμως δεν θα ήταν σήμερα. Σηκώθηκε και με αστραπιαία
κίνηση βρέθηκε στον απέναντι τοίχο, λίγο πιο κοντά στην άσπρη πόρτα, σχεδόν από κάτω της. Το
όπλο της, ήταν προτεταμένο προς τα πάνω, στη κορυφή της σκάλας που βρίσκονταν η πόρτα.
Κάποια στιγμή θα άνοιγε. Τότε με μια μονάχα σφαίρα, δεν χρειάζονταν περισσότερες, θα έβρισκε
στόχο.
Στο μυαλό της έπαιζε ξανά και ξανά η συνομιλία που είχε με τον νεκρό πλέον τρομοκράτη.

- Τον σκοτώσατε, της είχε πει.

Η ίδια ήταν εκεί στη παράδοση του δήθεν Ιρανού τρομοκράτη. Ποιος θα μπορούσε να τον σκοτώσει;
Ξαφνικά, για μια στιγμή πάγωσε, στο μυαλό της ήρθε ένας συγκεκριμένος άνθρωπος. Τα χέρια της
κατέβηκαν, η ίδια σοκαρίστηκε. Με μιας, όλα ήταν πιο εύκολα να τα εξηγήσει. Πώς δε το είχε
καταλάβει νωρίτερα;
Θα μπορούσε κάποιος βέβαια, να τον είχε σκοτώσει μέσα στο αεροπλάνο. Η Χέλεν όμως, ήταν
σίγουρη πως δεν έγινε έτσι. Έπρεπε να βγει από εκείνο το δωμάτιο. Έπρεπε να δει ποιος υπέγραψε
την ιατροδικαστική έκθεση του νεκρού τρομοκράτη. Έπρεπε να δει ποιος κάλυψε τη δολοφονία του
υπόπτου. Ήταν πεπεισμένη, πώς ο θάνατος αυτού του άνδρα, εκτός από αναγκαίος για αυτούς που
βρίσκονται πίσω από αυτή τη συνωμοσία, ήταν και μια πρόβα του φονικού εργαλείου του
τρομοκρατικού χτυπήματος.
Ίσως πέθαινε εκείνο το βράδυ, αυτά που έμαθε όμως πρέπει να τα μάθουν και άλλοι. Αμέσως, με
γρήγορες κινήσεις, σε μια προσωρινή σιγή πυρός, άρπαξε ένα καρτοκινητό, το άνοιξε και
πληκτρολόγησε έναν αριθμό. Η γραμμή, χτυπούσε ξανά και ξανά μα κανείς δεν σήκωσε το
τηλέφωνο. Η Χέλεν έβρισε ψιθυριστά και έβαλε το κινητό στη τσέπη της. Προφανώς και δεν
φοβόταν μην την εντοπίσει κανείς. Πόσο χειρότερα θα μπορούσε να γίνει η κατάσταση από ότι ήδη
ήταν; Δυστυχώς για τη κατάσκοπο όμως, η κατάσταση και μπορούσε να γίνει χειρότερα και θα
γινόταν, ήταν ζήτημα χρόνου.
Η φωτιά από τη σόμπα, ήταν η μοναδική πηγή φωτός που είχε η Χέλεν μέσα στο μικρό δωμάτιο.
Από τις τρύπες στη πόρτα, δεν φαίνονταν απολύτως τίποτα παρά μόνο το απόλυτο μαύρο. Σίγουρα,
ο άνδρας που τη καταδίωκε είχε γυαλιά νυχτερινής όρασης. Το χέρι της Χέλεν άρπαξε ξανά το
κινητό της και πληκτρολόγησε τον ίδιο αριθμό, το στερέωσε στον ώμο με το αφτί της, και συνέχισε
να σημαδεύει τη πόρτα, ενώ στη συνέχεια έριξε μια σφαίρα προς τη κατεύθυνση της πόρτας.

- Ανα, ξέρω τί έγινε…. Μονολόγησε η Χέλεν στο κινητό.


- Πού είσαι;
- Άκου σε με… ψιθύρισε η Χέλεν ενώ εκείνη τη στιγμή έρχονταν καταιγισμός από σφαίρες
από έξω από τη πόρτα. Προφανώς κάποιος είχε ακούσει πως προσπαθούσε να επικοινωνήσει
με κάποιον.
- Τί συμβαίνει; Φώναξε η Ανάντια, που πάτησε το γκάζι στο αμάξι της ακόμα περισσότερο
κάνοντας το θηριώδες αμάξι να βρυχηθεί.

Η Χέλεν είχε πετάξει κάτω το κινητό ενώ και η ίδια ανταπέδιδα τα πυρά. Για μια στιγμή νόμιζε πώς
κάποιον πέτυχε πίσω από τη κατεστραμμένη σχεδόν πόρτα. Για ένα λεπτό, χάρηκε, πίστεψε πώς
πέτυχε το στόχο της. Αυτή η χαρά όμως δεν θα διαρκούσε για πολύ.
Η κατεστραμμένη πόρτα, εκτοξεύτηκε και κατρακύλησε τις σκάλες. Η Χέλεν άλλαξε θέση και
αναζήτησε κάλυψη. Αυτό δεν ήταν για καλό. Όποιος και αν ήταν αυτός, ετοιμάζονταν να κάνει
έφοδο, στο μικρό υπόγειο.
Ένας γεμιστήρας έπεσε από το όπλο της Χέλεν και ένας άλλος τον αντικατέστησε. Ο τελευταίος που
είχε πάνω της. Έπρεπε πάση θυσία να τον κάνει να μετρήσει. Ένας μεταλλικός ήχος ακούστηκε. Το
βλέμμα της εντόπισε μια μικρή χειροβομβίδα λάμψης να κατεβαίνει παιχνιδιάρικα τις σκάλες.
Αμέσως, έστρεψε το βλέμμα της αλλού. Έκλεισε ερμητικά τα μάτια της και κατέβασε το κεφάλι της
κάτω, κοντά στα πόδια της, για να ελαχιστοποιήσει όσο μπορούσε τις συνέπειες της χειροβομβίδας
κρότου-λάμψης πάνω της.
Ένα τεράστιο κύμα φωτός ξεχύθηκε στο δωμάτιο, για να συνεχιστεί από ένα κύμα από σφαίρες που
πετούσαν πάνω από το κεφάλι της. Η Χέλεν ήταν καλά, έπεσε στον ώμο της και έριξε από πλάγια
θέση στο στόχο, ο οποίος γρήγορα αναζήτησε και εκείνος καταφύγιο. Ακόμα δεν είχε διαβεί τη
πόρτα.
Για ένα λεπτό ο ώμος της Χέλεν, πήγε να την εγκαταλείψει, ο πόνος διήρκεσε μονάχα μερικά
δευτερόλεπτα και ύστερα εξαφανίστηκε σαν να μην ήταν ποτέ εκεί! Άνοιξε τα μάτια της, η ομάδα της
ήταν ξανά εκεί, φώναζαν αλλά δεν μπορούσε να τους ακούσει. Από τη σκάλα ακούστηκε άλλος ένας
μεταλλικός ήχος, άλλη μια διαβολεμένη χειροβομβίδα. Η Χέλεν, επανέλαβε τη διαδικασία, έκλεισε
τα μάτια, κουλουριάστηκε και έκλεισε τα αφτιά της όσο πιο δυνατά μπορούσε με τα χέρια της.
Αυτή τη φορά, όταν άνοιξε τα μάτια της, όλα βούιζαν, αναρωτήθηκε αν για αυτό δε μπορούσε να
ακούσει τα φαντάσματα των φίλων της. Αναρωτήθηκε, αν θα απογίνει και αυτή ένα φάντασμα για
αυτούς που αγαπά, αν θα γίνει μια κατάρα για αυτούς που δεν θα καταφέρει να σώσει. Άργησε
λιγάκι, αλλά ανταπέδωσε μια-δυο σφαίρες. Ήταν τόσο σκληρή, δεν θα πήγαινε χωρίς μάχη.

- Θα σε σκοτώσω, διάολε! Φώναξε γελώντας δυνατά η Χέλεν.

Όποιος και αν ήταν απέναντι της, σίγουρα είχε σοκαριστεί. Σίγουρα, δεν είχε συναντήσει κανένα να
καλωσορίζει το θάνατο με χαμόγελο. Δεν είχε συναντήσει κανένα να περιμένει το θάνατο με
προσμονή. Δεν είχε συναντήσει κανέναν να μη φοβάται. Μονάχα αυτό το διαφορετικό είδος
ανθρώπων, που έχουν μάθει πως ο θάνατος είναι μονάχα η αρχή. Αυτοί ήταν οι άνθρωποι που είχαν
μάθει να μη φοβούνται το σκοτάδι, είχαν εκπαιδευτεί να είναι αυτοί που το κατακτούν! Μια φορά σε
μια επιχείρηση η Χέλεν είχε δει μέσα σε ένα στρατιωτικό κατάλυμα μια αφίσα με το σήμα των
πεζοναυτών.

«Ο διάολος ψιθύρισε πως δεν είσαι αρκετά δυνατός να αντέξεις τη καταιγίδα και εσύ ψιθύρισες στο
αφτί του πως εσύ ο ίδιος είσαι η καταιγίδα»

Σηκώθηκε και έριξε με μιας, μερικές σφαίρες κάνοντας παράτολμα βήματα προς τη πόρτα. Για μια
στιγμή πίστεψε πραγματικά πως ο θάνατος της ήταν κοντά. Θυμήθηκε την αφίσα, γύρισε κοίταξε τα
φαντάσματα του παρελθόντος και μονολόγησε μονάχα ένα όχι. Δεν θα πέθαινε.
Μια λάμψη, ένα δευτερόλεπτο και πετάχτηκε πολύ μακριά. Στον απέναντι τοίχο. Το σώμα της
πονούσε, τα πάντα γύρω βούιζαν, η όραση της ήταν θολή. Ακριβώς ότι είχε νιώσει μετά την έκρηξη
στη τραγική ημέρα στο Αφγανιστάν που της στοίχισε την ζωή που είχε ονειρευτεί. Ανοιγόκλεισε τα
μάτια της, στο δωμάτιο είχε πλέον αρπάξει φωτιά. Το κεφάλι της, έπεσε πίσω στο πάτωμα. Τα
βλέφαρα της, έκλειναν άθελα της. Κούνησε τα άκρα της. Υπέροχα νέα, ήταν ακόμα ετοιμοπόλεμη.
Ό,τι δε σε σκοτώνει, δεν σε βγάζει και από τη μάχη. Προσπάθησε να ανασηκωθεί, και αμέσως
άρχισε να βήχει. Ένας πνιχτός μαύρος αέρας είχε σηκωθεί και τυλίξει το δωμάτιο.
- Ο μπάσταρδος, ανατίναξε τη σόμπα, σκέφτηκε.

Δεν πέρασαν δευτερόλεπτα, που το είδε να έρχεται προς το μέρος της. Είχε κατεβάσει το όπλο. Τη
ήθελε ζωντανή. Δε θα του έκανε τη χάρη. Με το που τη πλησίασε, χρησιμοποίησε το πόδι της και
τον χτύπησε ακριβώς κάτω από το γόνατο. Αυτός φώναξε και έπεσε στο πάτωμα. Ιδανικά, αν ήταν
όρθια, θα μπορούσε να τον ακινητοποιήσει, να του σπάσει το πόδι, αλλά τώρα από ξαπλωμένη θέση,
με σίγουρη διάσειση το καλύτερο που μπορούσε να είχε πετύχει ήταν να τον ρίξει προσωρινά κάτω.
Η Χέλεν κατάφερε με έντονο βήχα να σηκωθεί, αλλά το βήμα της ήταν ασταθές. Τα πάντα γύρω της
γύριζαν. Ο άνδρας απέναντι της ήταν κάτω, το όπλο είχε φύγει από τα χέρια του. Η Χέλεν έκανε μια
βουτιά και κλώτσησε το όπλο μακριά, για να δεχτεί το δυνατό χτύπημα στο πρόσωπο από ένα ξύλο
που είχε βρεθεί εκεί. Έπεσε στο πάτωμα. Όλα ήταν θολά, δεν άκουγε παρά μονάχα ένα έντονο
βουητό και ανακατεύονταν.
Παρόλα αυτά, ακούμπησε το πήχη της στο πάτωμα, σήκωσε τη μέση και κατάφερε να ρίξει μια
δυνατή κλωτσιά στο κινητικό νεύρο, κοντά στο γοφό του αντιπάλου της, και ύστερα άλλη μια στα
πλευρά. Ο άνδρας απέναντι της, είχε αρχίσει και εκείνος να βήχει. Η Χέλεν προσπάθησε να του
απωθήσει με μια κλωτσιά στο στήθος την οποία κατάφερε να αποφύγει για να τη χτυπήσει στο
στέρνο. Η άκρως εκπαιδευμένη γυναίκα είχε κλείσει καλά το κεφάλι της για να αποφύγει κάποιο
τραύμα στο κεφάλι ενώ όταν βρήκε ευκαιρία, κατάφερε να τον χτυπήσει δυνατά στο σαγόνι.
Ο άνδρας έφτυσε αίμα. Η Χέλεν δε μπορούσε να αναπνεύσει. Αφού τον είχε αφήσει γονατιστό στο
έδαφος, έτρεξε προς την έξοδο αλλά ο άνδρας κατάφερε να την πιάσει από το πόδι και να την φέρει
πίσω. Η Χέλεν χωρίς να γυρίσει, με το άλλο, το ελεύθερο πόδι της, έριξε μια πισινή κλωτσιά στον
άνδρα, ακριβώς στο πρόσωπο του. Αυτό το χτύπημα έστειλε τον αντίπαλο της, αρκετά μέτρα πίσω
με τη Χέλεν να έχει φτάσει τις σκάλες. Ούτε όμως εκείνος ήταν διατεθειμένος να την αφήσει να
φύγει.
Την κυνήγησε και την έπιασε στο σκοτεινό δωμάτιο, μακριά από το καπνό της φωτιάς. Το μόνο φως
ήταν το φεγγαρόφωτος που τόσο γενναιόδωρα τους έδινε, ο αδελφός του ήλιου από τον έναστρο
ουρανό. Οι δύο τους, είχαν φτάσει στη κουζίνα. Ο άνδρας πήρε ένα μαχαίρι που υπήρχε πάνω στο
τοίχο και πήγε να μαχαιρώσει. Η Χέλεν κατάφερε να το αποφύγει παρά τη ζάλη της, ενώ στη
συνέχεια, τον αφόπλισε ρίχνοντας τον κάτω. Έπεσε με το γόνατό της και όλη της δύναμη πάνω στο
κομμάτι που ενώνει το χέρι με τον ώμο, κοντά στη μασχάλη του. Ακούστηκε ένα χαρακτηριστικό
κράτς και ύστερα μια φωνή.
Ένιωσε μια ανακούφιση, του είχε κάνει μεγάλη ζημιά στο χέρι. Κανείς δε μπορεί να παλέψει μονάχα
με ένα. Αυτή η χαρά δε διήρκησε πολύ καθώς με το που πήγε να σηκωθεί, το σώμα της τη πρόδωσε
και έπεσε κάτω αναίσθητη. Όλα γύριζαν. Είχε χτυπήσει, είχε διάσειση… Τώρα, η ζωή της
βρίσκονταν στα χέρια του μοχθηρού αντιπάλου της, που άδικα θα εμφανίζονταν σα νικητής σε μια
μάχη που έχασε αλλά απ’ την οποία εντελώς τυχαία βγήκε λαβωμένος αλλά όχι νεκρός!
Η πραγματική νικήτρια της μάχης ήταν τώρα πεσμένη κάτω. Η όραση της, ήταν θολή, τα πάντα
γυρνούσαν. Είχε ναυτία ενώ στα αφτιά της ηχούσε ξανά αυτό το τόσο ενοχλητικό βουητό. Η
αναπνοή της έβγαινε με θόρυβο από το στέρνο της ενώ τα βλέφαρα της, έδιναν τη δική τους μάχη
για να διατηρηθούν κλειστά παρά την άρνηση της, για να σφραγίσουν βυθίζοντας την σε ένα βαθύ
λήθαργο. Η Χέλεν προσπάθησε παρά τη θολούρα της να ψηλαφίσει το χώρο γύρω της, προσπάθησε
να σηκώσει το κεφάλι της αλλά ένας φρικτός πονοκέφαλος την έριξε πάλι πίσω στο πάτωμα. Με το
χέρι της ακούμπησε τη μύτη της που είχε αρχίσει να τρέχει αίμα.
Ο αντίπαλος της, είχε σηκωθεί με ένα λειτουργικό χέρι λιγότερο μιας και το δεξί του χέρι είχε
κρεμάσει και με κόπο το κουβαλούσε. Με μένος, την πλησίασε χωρίς βιασύνη, απολάμβανε τη θέση
που τον είχε φέρει η τύχη. Η Χέλεν δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα χαρακτηριστικά του, όλα ήταν
θολά, τα βλέφαρα της έκλεινα για δευτερόλεπτα και άνοιγαν ξανά, με τον άνδρα να έχει πλησιάσει
ακόμα πιο πολύ. Η αναίσθητη καταδρομέας, κατάφερε να αναγνωρίσει πλήρως τον άνδρα όταν
αυτός αυτάρεσκα βρέθηκε να έχει πλησιάσει πολύ στο κεφάλι της. Ήταν σίγουρα ο άνδρας από το
αεροδρόμιο στο Λονδίνου. Η κατάσταση μόλις χειροτέρεψε τραγικά!

Τα βλέφαρα της Χέλεν ήταν τόσο βαριά που τελικά έκλεισαν για να ανοίξουν μερικά δευτερόλεπτα
μετά όταν ένιωσε ότι το σώμα της σηκώνονταν ψηλά. Όντως, δεν ήταν παραίσθηση, ο αντίπαλος
της, την είχε σηκώσει στα χέρια και στη συνέχεια τη πέταξε μέσα σε ένα σάκο. Το απόλυτο σκοτάδι,
κυρίεψε τις αισθήσεις της. Δεν ήξερε πια, αν ήταν τα βλέφαρα της κλειστά ή αν ήταν το ότι έκλεισε
το φερμουάρ του σάκου παγιδεύοντας την εκεί.
Τα υπόλοιπα δευτερόλεπτα ένιωσε ότι κουνιόταν ενώ ένας κρύος αέρας που την τύλιξε, την ξύπνησε
για τα καλά. Το επόμενο που ένιωσε ήταν να πετιέται σαν ένα άψυχο σώμα, σε μια σκληρή επιφάνεια
ενώ στη συνέχεια ακούστηκε ένας γνώριμος ήχος. Βρίσκονταν στο χώρο αποσκευών ενός
αυτοκινήτου. Ο ήχος από τη μηχανή που άναψε, ταρακούνησε το κορμί της, ο πονοκέφαλος είχε
περάσει. Δεν ήταν σίγουρη ωστόσο, αν η όραση της είχε επιστρέψει. Το μόνο που έβλεπε ήταν το
μαύρο περιεχόμενο του σάκου. Ψηλαφιστά, άρχισε να αναζητά το φερμουάρ του σάκου. Τελικά, το
εντόπισε, κάτω χαμηλά, στα πόδια της. Ο χώρος, ήταν τόσο μικροσκοπικός που δεν βοηθούσε τη
Χέλεν να ελιχθεί ώστε να μπορέσει να ανοίξει εύκολα το σάκο.
Τελικά, η Χέλεν κατάφερε να ανοίξει το σάκο. Το φερμουάρ, άνοιξε θαρρείς από μόνο του, ενώ μέσα
από ένα μαύρο σάκο, φάνηκε μια γυναικεία μορφή. Ακριβώς όπως και σε μια γέννα που ξαφνικά
εμφανίζεται το κεφάλι μιας καινούργιας ύπαρξης. Τα μαλλιά της Χέλεν, ήταν μπερδεμένα και
αναστατωμένα να μπλέκονται στα μάτια και στο στόμα της, ενώ η όραση της είχε ευτυχώς επανέλθει
στα φυσιολογικά της.
Μετά από αρκετές προσπάθειες η Χέλεν κατάφερε τελικά να ξεφορτωθεί αυτόν τον γελοίο σάκο.
Τώρα ήταν η ώρα να αναλάβει τα ηνία η εκπαίδευση της. Άρχισε να μετράει δευτερόλεπτα, να
υπολογίζει τη ταχύτητα, να μετράει πόσες στροφές κάνει το αμάξι, σε ποια κατεύθυνση, αριστερά ή
δεξιά, και να αρχίζει να μετράει τα δευτερόλεπτα από την αρχή. Δεν ήξερε που πήγαινε, δεν έβλεπε,
έτσι όμως θα μπορούσε να υπολογίσει που λογικά θα βρίσκονταν σε σχέση με το προηγούμενο
γνωστό σημείο αναφοράς της.
Η ώρα περνούσε και η Χέλεν είχε αρχίσει να εξαντλείται. Δεν ήταν η πρώτη διάσειση που είχε πάθει.
Ήξερε τα συμπτώματα. Ήξερε, πως το σώμα της, θα μπορούσε να την προδώσει ξανά. Αυτό, την
άγχωνε πιο πολύ από όλα. Να μην μπορεί να ελέγξει τον ίδιο της τον εαυτό. Το ίδιο της το κορμί.
Το αμάξι ελάττωσε ταχύτητα, ώσπου τελικά σταμάτησε. Η μηχανή έσβησε και σε λίγα δευτερόλεπτα
ακούστηκε το άνοιγμα και κλείσιμο του οδηγού. Οι σφυγμοί της Χέλεν αυξήθηκαν. Πήρε θέση για
να χτυπήσει με το πόδι της, τον αντίπαλο της όταν ανοίξει η πόρτα του χώρου αποσκευών.
Μπορούσε να ακούει τα βήματα του άνδρα. Αργούσε να ανοίξει τη πόρτα, γιατί; Άκουσε τον
χαρακτηριστικό ήχο ενός μεταλλικού αναπτήρα.

- Θα με κάψει ζωντανή, σκέφτηκε. Για ένα λεπτό σχεδόν πανικοβλήθηκε! Δεν είχε νόημα, αν
ήθελε να τη σκοτώσει, θα τη σκότωνε πίσω στο σπίτι, θα προκαλούσε λιγότερες ερωτήσεις
και λιγότερη προσοχή. Αυτό ήταν ηρέμησε! Για ακόμα μια φορά η λογική της, μπόρεσε να
την τιθασεύσει.

Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, που φάνηκε σαν αιώνας, έφτασε στη μύτη της η χαρακτηριστική
μυρωδιά τσιγάρου. Προφανώς, πριν ανοίξει το πορτ παγκάζ, το παραλίγο θύμα που έγινε από τύχη
θύτης, έμοιαζε να απολάμβανε ένα τσιγάρο. Δε θυμόταν πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε κάνει
εκείνη ένα τσιγάρο. Πιθανώς, από το πανεπιστήμιο. Δηλαδή από τα 15 της έτη. Ύστερα, κατετάγη
στο στρατό και ο τρόπος ζωής της άλλαξε. Οι καταχρήσεις, δεν θα μπορούσαν να συμβαδίζουν με το
τρόπο ζωής που η ίδια είχε διαλέξει για τον εαυτό της.
Η ίδια δεν ήθελε να εξαρτάται από τίποτα και από κανένα. Ήθελε τον απόλυτο έλεγχο του σώματος,
του εαυτού της. Να που κατέληξε. Από μια κερδισμένη μάχη, από μια σωματική προδοσία, να είναι
τώρα εγκλωβισμένη σε ένα χώρο μικρότερο και από εκείνο που θα παρείχε ένα αξιοπρεπές φέρετρο.
Πόσο ειρωνικό, αλήθεια! Χαμογέλασε… Οι σφυγμοί της, έπεσαν, οι κόρες των ματιών της είχαν
προσαρμοστεί στο ελάχιστο φως. Αυτό ήταν, η Χέλεν άκουσε ξανά βήματα. Ο άνδρας, έρχονταν
προς το μέρος της. Αμέσως πήρε θέση μάχης από το έδαφος. Όσο καλύτερα μπορούσε δεδομένων
των χωρικών συνθηκών.
Ένα εκτυφλωτικό φως έπεσε στα μάτια της. Την τύφλωσε, δεν ήξερε που να χτυπήσει. Αμέσως
ένιωσε να την τραβάει κάποιος έξω. Πριν το καταλάβει είχε πέσει στο πάτωμα. Ένα σκληρό,
τσιμεντένιο πάτωμα. Ο αντίπαλος της, έπραξε έξυπνα. Υπέθεσε πως θα είχε συνέλθει. Ήξερε πως
είχε προσαρμοστεί σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού και πήρε δραστικά μέτρα για να το αλλάξει.
Πριν προλάβει να ανοίξει ξανά τα μάτια της, της ήρθε ένα χτύπημα στο κεφάλι που την άφησε
προσωρινά αναίσθητη. Όταν θα ξυπνούσε, όλα θα ήταν πολύ χειρότερα! Για ποια πλευρά όμως;

Τα μάτια της Χέλεν άνοιξαν νωχελικά για να αντικρίσουν μια βίαιη πραγματικότητα. Βρίσκονταν σε
κάποιο εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο. Δεν υπήρχε ψυχή γύρω. Ούτε καν ο άνδρας που είχε παλέψει.
Το κεφάλι της πονούσε και στο πάτωμα είχε μικρές σταγόνες αίμα που έτρεχαν από το κούτελο της.
Η όμορφη πρασινομάτα, προσπάθησε να πιάσει το κεφάλι της μα μάταια. Τότε συνειδητοποίησε ότι
ήταν δεμένη. Το κεφάλι της είχε γύρει μπροστά, έτσι εξηγούνταν και οι σταγόνες αίμα που είχαν
στάξει στο τσιμεντένιο βιομηχανικό πάτωμα. Οι κόρες τις στένεψαν, οι σφυγμοί της αυξήθηκαν.
Το βλέμμα της αναζητούσε μανιωδώς μια έξοδο διαφυγής, ένα τρόπο να απελευθερωθεί από τα
δεσμά της. Δεν έβρισκε τίποτα. Προσπάθησε να κοιτάξει το είδος των δεσμών της. Διαφορετικά θα
μπορούσε να κοπεί ένας σπάγκος, διαφορετικά ένα πλαστικό. Με ιδιαίτερο κόπο, κατάφερε να
γυρίσει κάπως το σώμα της και να δει πως ήταν δεμένη με τα χέρια πίσω από τη πλάτη με πλαστικό
υλικό. Αυτά ήταν άσχημα νέα, θα δυσκολεύονταν αρκετά για να απελευθερωθεί.
Αρχικά, προσπάθησε με όλη της τη δύναμη να σπάσει τα δεσμά της. Το γεγονός ότι ήταν δεμένα στη
πλάτη της όμως, μείωνε τη δύναμη που θα μπορούσε να βάλει. Οι προσπάθειες της, δεν απέδωσαν
καρπούς, αλλά δεν απελπίστηκε. Είχε εκπαιδευτεί, είχε κάνει άπειρες ασκήσεις SERE. Είχε δώσει
έμφαση στον ανορθόδοξο πόλεμο. Ήξερε να επιβιώνει, ήξερε να σκοτώνει! Κοντά της υπήρχε ένας
τοίχος. Έπρεπε απλά να πάει κοντά του. Θα έπρεπε ίσως να προκαλέσει τον εχθρό της να την
χτυπήσει, να προκαλέσει τη πτώση της ώστε να προσεγγίσει τον τοίχο.
Η Χέλεν άρχισε να βήχει. Την είχε ενοχλήσει αρκετά ο καπνός. Για ένα λεπτό βρέθηκε ξαφνικά πίσω
στο χρόνο. Σε ένα αντίστοιχο δωμάτιο, με τη χαρακτηριστική κοντομάνικη μπεζ μπλούζα και το
μπεζ στρατιωτικό παντελόνι δεμένη σε μια αντίστοιχη καρέκλα με αυτή που ήταν τώρα. Θυμήθηκε
το καπνό του τσιγάρου που εξέπνεε πάνω της ο εκπαιδευτής της. Θυμάται, το ξύλο που δέχτηκε,
πίσω από τη κλειστή πόρτα της μικρής ξύλινης καλύβας στο δήθεν τροπικό κλίμα, θυμάται το ξύλο
μπροστά στην ομάδα της.
Ξανά, επέστρεψε στη πραγματικότητα. Το βλέμμα της χτένισε όλο το περιβάλλον γύρω της. Από το
μισογκρεμισμένο ταβάνι, μέχρι το φως του φεγγαριού που έμπαινε από ένα παράθυρο ψηλά στον
απέναντι τοίχο. Πήρε μια βαθιά ανάσα και έκλεισε τα μάτια της. Είχε κρύο και η ανάσα της έβγαζε
υδρατμούς στην ατμόσφαιρα. Στη προσπάθεια της να πάρει μια βαθιά ανάσα έβηξε ακόμα πιο
ηχηρά!

- Καλά ξυπνητούρια, άκουσε μια φωνή που έρχονταν από πίσω της. Τα βαριά βήματα του
άνδρα που έρχονταν νωχελικά από πίσω της, ακούγονταν σε όλο το χώρο. Η Χέλεν πήρε μια
έκφραση αηδίας. Τελικά, ο άνδρας εμφανίστηκε μπροστά της με δεμένο χέρι που έφτανε
μέχρι τον αγκώνα. Το πρόσωπο του είχε αλλάξει σχεδόν χρώμα από τις μελανιές και τις
αμυχές που είχε σε όλο του το πρόσωπο. Η Χέλεν αυτάρεσκα χαμογέλασε.
- Πώς είναι το χέρι σου; Ψιθύρισε η Χέλεν χαμογελώντας. Ο άνδρας πλησίασε το πρόσωπο
του στο δικό της και κοίταξε με τα ανοιχτόχρωμα μάτια του βαθιά μέσα στα δικά της. Είχε
ένα σκοτεινιασμένο βλέμμα, όχι λιγότερο εχθρικό από εκείνο της Χέλεν. Τον κοιτούσε,
ψυχρά, άψυχα, άφοβα! Θαρρείς και ήταν εκείνος δεμένος στη καρέκλα και όχι αυτή. Ο
άνδρας τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε απέναντι της, απλά να τη κοιτάει. Έπρεπε να τον
προκαλέσει!
- Πώς νιώθεις που είσαι ζωντανός; Αν δεν είχα λιποθυμήσει, τώρα θα ήσουν ένα άχρηστο
αποτεφρωμένο κούτσουρο…
- Ξέρεις, εσύ είσαι δεμένη τώρα! Απάντησε εκείνος που κοιτούσε το κινητό του.
- Συγγνώμη, θα έπρεπε να φοβάμαι; Έσκασε στα γέλια η Χέλεν. Ο άνδρας απέναντι της,
έσφιξε τα δόντια του και κοίταξε ψηλά στον ουρανό.
- Ξέρεις, σε λυπάμαι! Παραμένεις άχρηστος. Πρέπει να αλλάξεις επάγγελμα. Σε νίκησα στο
αεροδρόμιο στο Λονδίνο, παραλίγο να σε σκοτώσω τώρα… Απορώ ποιος γελοίος συνεχίζει
να σε πληρώνει… Αυτό ήταν, σηκώθηκε και με γρήγορο διασκελισμό με το λειτουργικό του
χέρι την χτύπησε κατευθείαν στο πρόσωπο. Η καρέκλα έπεσε προς τα πίσω και η Χέλεν
βρέθηκε επιτέλους στο τοίχο. Έκανε την πονεμένη και έμεινε σιωπηλή.
- Τώρα ξέρεις τη θέση σου, μονολόγησε ο άνδρας που έκατσε πίσω στη δική του καρέκλα.
Η Χέλεν χαμογέλασε. Τα λευκά της δόντια είχαν καλυφθεί από τα μαλλιά της που είχαν απλωθεί και
καλύψει όλο το πρόσωπο της. Άρχισε να τρίβει τα χέρια της στο τοίχο, σιωπηλά, ήρεμα… Ήθελε
απλά να τρίψει λίγο το πλαστικό για να μπορέσει ύστερα με έναν τρόπο που είχε προπονήσει στην
εκπαίδευση της να λύσει αυτού του είδους τα δεσμά. Η ώρα περνούσε και το κρύο γίνονταν σχεδόν
αφόρητο. Το σώμα της, είχε αρχίσει να τρέμει και τα χέρια της να πονούν. Το αίμα είχε κοκκαλώσει
στο πρόσωπο της. Μπορούσε ωστόσο να γευτεί τη γεύση σιδήρου στο στόμα της. Δεν άντεξε, είχε
μαζευτεί πολύ αίμα στο στόμα της. Πήρε μια ανάσα και έφτυσε το κόκκινο υγρό δίπλα της.

- Τί κάνεις; Ρώτησε εριστικά ο άνδρας απέναντι της. Πίστεψε πως τη τιθάσεψε. Πίστευε πως
μια μπουνιά ήταν αρκετή για να βγάλει εκτός μάχης ένα μέλος της ομάδας Δέλτα.
- Να είσαι χαρούμενος που δεν σε έφτυσα κατά πρόσωπο… Απάντησε με αυθάδεια η Χέλεν.
Η ίδια η αυθάδεια της, της δημιουργούσε πρόβλημα και στο στρατό. Σε καταστάσεις
ομηρίας, προσπαθείς να επιβιώσεις, δε προκαλείς αλλιώς θα σκοτωθείς!
- Τί είπες; Γρύλλισε ο άνδρας που έρχονταν προς το μέρος της απειλητικά! Η Χέλεν
σταμάτησε να τρίβει τα χέρια της στο τοίχο.
Τη βίαιη πορεία του προς τη Χέλεν διέκοψε ο ήχος από ένα κινητό. Ο ήχος έρχονταν από την
εσωτερική τσέπη του μπουφάν του άνδρα. Ο άνδρας κοντοστάθηκε μπροστά στην δεμένη γυναίκα
και κοίταξε την οθόνη του κινητού του. Ο άνδρας γύρισε τη πλάτη του και κατευθύνθηκε αρκετά
μακριά από την πεσμένη γυναίκα.
Τα χέρια της Χέλεν συνέχισαν να τρίβονται στον τοίχο με το βλέμμα της καρφωμένο στον άνδρα
μακριά της. Προφανώς μιλούσε με το αφεντικό του, καθώς συνεχώς κοιτούσε προς τη κατεύθυνση
της. Η συνομιλία συνεχίζονταν και η Χέλεν έτριβε με μανία τους καρπούς της πάνω στον άθλιο
τοίχο. Τα χέρια της είχαν ματώσει στο σημείο των καρπών και ο ώμος της είχε αρχίσει να την
ενοχλεί αφόρητα. Ήξερε πως τα χρονικά περιθώρια που είχε ήταν περιορισμένο. Σίγουρα, κάποια
στιγμή, ο άνδρας απέναντι της, θα έπαιρνε εντολή να την εκτελέσει. Όχι, δε θα το επέτρεπε! Θα τον
σκότωνε! Πριν τον σκοτώσει όμως, θα μάθαινε για ποιον δουλεύει!
Ο άνδρας απέναντι της, έφυγε για κάποια λεπτά αφήνοντας την Χέλεν μόνη της, παρέα με την
αδρεναλίνη της. Η ψύχραιμη κομάντο, επιστράτευσε όλη την εκπαίδευση της, όλη την μάχιμη
εμπειρία της και συνέχισε να κάνει τη δουλειά της. Ήρεμα, ήρεμα κατάφερε να νιώσει τα δεσμά της
να χαλαρώνουν, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει πως η απελευθέρωση της ήταν δεδομένη. Ακόμα
έπρεπε να βάλει τη σωστή τεχνική, να βάλει όλη της τη δύναμη για να σπάσει τα δεσμά της. Η
δύναμη της, δεν ήταν η ίδια όμως. Είχε δεμένα τα χέρια στη πλάτη της και αυτό της στερούσε
σημαντική κίνηση καθώς ο ώμος της ανατομικά και μόνο δεν μπορούσε να συστραφεί επαρκώς.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε ξανά το φεγγαρόφωτος. Ίσως να ήταν η τελευταία νύχτα που θα
το αντίκρουσε στη ζωή της. Σκέφτηκε πόσα πρωινά θα έχανε, σκέφτηκε πόσα δειλινά και πόσα
βράδια θα της έλειπαν. Έκλεισε τα μάτια της και είδε το Μαρκ, είδε όλη την ομάδα να έχουν ανάψει
φωτιές στη παραλία, να πίνουν μπύρες και να γελάνε. Έτσι ήταν η ζωή της πριν το ατύχημα. Ένιωσε
ότι κάποιος ρουφούσε τον αέρα από τα πνευμόνια της, ένιωσε ότι κάτι της πίεζε το στήθος. Για μια
στιγμή στο μυαλό της ήρθε μια αποστολή της ομάδας στην Αφρική. Μόλις είχε συμβεί η 11η
Σεπτεμβρίου. Ξημέρωνε ένα τόσο όμορφο πρωινό… Ήταν χάραμα, στην αυγή του ήλιου, όλη η
ομάδα μαζεύτηκε για την αναφορά. Η ομάδα είχε τελειώσει την αποστολή της και θα γυρνούσε πίσω
στην πατρίδα. Η Χέλεν χαμογέλασε, σηκώθηκε και στάθηκε προσοχή μπροστά στο διοικητή της,
ζήτησε την άδεια να μην επιστρέψει πίσω. «Έχουμε πόλεμο» είχε πει! Όλοι με μιας την
ακολούθησαν. Σηκώθηκαν όρθιοι και φώναξαν στρατιωτικά.
Στην θύμηση του περαστικού χαμογέλασε. Πριν το θάνατο λένε περνάει όλη η ζωή μπροστά από τα
μάτια σου. Η Χέλεν μονάχα την ομάδα έβλεπε. Η δουλειά, η υπηρεσία της είχε χαρίσει μια ζωή, μια
οικογένεια που ποτέ δεν είχε για να της τη στερήσει κάποια χρόνια αργότερα, ακριβώς μια ανάσα
πριν παντρευτεί! Σε όλες της τις αναμνήσεις, πολεμάει. Σε καμία δε τρέχει, επιλέγει να προτάξει τα
στήθη της παρά να γυρίσει τη πλάτη της. Αυτό θα έκανε και τώρα. Δε θα γυρνούσε τη πλάτη, δεν θα
έτρεχε. Θα πολεμούσε, θα πέθαινε; Ίσως… Αλλά τουλάχιστον η πληγή θα είναι στο στήθος και όχι
στη πλάτη!
Αμέσως ήρθε στα λογικά της, σα να της έδωσε δύναμη ο θεός του ολέθρου. Ξεκίνησε να προσπαθεί
να λυθεί. Στο στρατό, είχε εκπαιδευτεί για αντίστοιχα σενάρια σε περίπτωση που αυτή και η ομάδα
της συλληφθεί σε εχθρικό έδαφος. Από εκεί που είχε μια γροθιά το χέρι της, τώρα άνοιξε τα
δάχτυλα της όσο περισσότερο γίνεται. Αμέσως ένιωσε την επιφάνεια των λευκών πλαστικών
δεσμών της να τσιτώνονται. Ύστερα, πήρε μια πολύ βαθιά ανάσα και με όλη της τη δύναμη το ένα
χέρι τραβήχτηκε σε αντίθετη κατεύθυνση το ένα με το άλλο αφού ταυτόχρονα είχε σηκώσει και τους
αγκώνες της σε οριζόντια θέση.
Η πρώτη προσπάθεια απέτυχε αλλά ένιωσε πως το πλαστικό είχε φθαρεί αρκετά. Δοκίμασε ακόμα
μια φορά. Μάταιη και αυτή. Άρχισε να αναπνέει ακανόνιστα, στα αφτιά της ήχησε ο έγχρωμος,
σωματώδης εκπαιδευτής της που κάπνιζε συνεχώς πούρα, «Χέλεν, παράτα τα, δεν είναι αυτά για
γυναίκες», «Όχι, κύριε...» απαντούσε συνέχεια εκείνη. Σιγά σιγά απέδειξε την αξία της, σε κάθε ένα
μεμονωμένα και τότε ο εκπαιδευτής της έλεγε αυτό που έλεγε στους πάντες «Αγκάλιασε το σκοτάδι,
γίνε το σκοτάδι, πλέον σου ανήκει»!
Αμέσως οι σφυγμοί της έπεσαν. Προσπάθησε να ηρεμήσει, κοίταξε το παράθυρο ακόμα μια φορά
και προσπάθησε ακόμα μια φορά να απελευθερωθεί από τα πλαστικά δεσμά της. Ξαφνικά
ακούστηκε ένας χαρακτηριστικός ήχος, το πλαστικό είχε σπάσει. Τα είχε καταφέρει, το κόλπο είχε
μάθει στις ειδικές δυνάμεις είχε πετύχει. Έφερε τα χέρια της μπροστά και έτριψε τους καρπούς της
που είχαν ματώσει και πρηστεί. Έβρισε σιωπηλά ενώ στη συνέχεια απελευθέρωσε και τα πόδια της.
Ανακάθισε με τέτοιο τρόπο ώστε να μην καταλάβει ο δεσμώτης της, ότι έχει καταφέρει και λυθεί.
Έβαλε τα χέρια της, δήθεν στη πλάτη της και έμεινε εκεί να κοιτάζει το παράθυρο, έδειχνε τόσο
απόκοσμα ήρεμη. Τώρα ήταν στο δικό της κόσμο, στη μάχη σώμα με σώμα. Στην ειδικότητα της,
όχι δε θα προσπαθούσε να το σκάσει. Αυτός ο άνδρας σίγουρα ήξερε ποιος κρύβονταν πίσω από
όλα αυτά. Έπρεπε να τον κάνει να μιλήσει…
Δεν πέρασαν πολλά λεπτά και ο άνδρας με το δεμένο χέρι ήρθε μεταφέροντας ένα μεγάλο πλαστικό
μουσαμά που τον έστρωσε στο πάτωμα. Η Χέλεν χαμογέλασε, ένιωσε ανακούφιση είχε καταφέρει
να λυθεί κυριολεκτικά στο παρά πέντε.

- Αν είχα θα σου πετούσα ένα κόκκαλο… Φώναξε η Χέλεν. Ο άνδρας που έστρωνε το
μουσαμά γύρισε νευριασμένα να τη κοιτάξει.
- Μη μιλάς…
- Σου έδωσε και τέτοια εντολή το αφεντικό σου; Εκτός από το να με σκοτώσεις προφανώς…
ειρωνεύτηκε η Χέλεν γνέφοντας προς τον πεσμένο μουσαμά.
- Πού ξέρεις εσύ από εντολές μωρή; Φώναξε εκείνος.
- Κάποτε, ήμουν στο στρατό! Ήμουν στις δυνάμεις Δέλτα. Είμασταν σε μια αποστολή στην
Αφρική, είχε τόσο ζέστη, τόσο υγρασία, και ο εξοπλισμός ήταν βαρύς. Είχαμε εντολή να
σκοτώσουμε σιωπηλά κάτι αντάρτες. Ξέρεις πώς το έκανα; Ρώτησε η Χέλεν ενώ είδε στα
μάτια του τον τρόμο να τον κυριεύει παρότι εκείνος νόμιζε πώς ήταν δεμένη. Χωρίς να της
απαντήσει έκανε να γυρίσει στο μουσαμά.
- Πέρασα τη λεπίδα του μαχαιριού μου από το λαιμό του ενώ του έκλεισα το στόμα για να μην
ακούσει κανείς την προσπάθεια του να αναπνεύσει καθώς το αίμα πετάγονταν από το λαιμό
του… Ξέρεις τί έκανα μετά; Ρώτησε ξανά η Χέλεν ενώ ο άνδρας πλέον δε τη κοιτούσε αλλά
ήταν εμφανές ότι είχε σταματήσει ό,τι έκανε για την ακούσει.
- Σκούπισα το μαχαίρι στο παντελόνι μου και το έβαλα πάλι πίσω στη θέση του, δίπλα σχεδόν
στο παπούτσι μου… Δεν θα ξεχάσω αυτό τον ήχο που βγάζουν οι τρομοκράτες όταν
πεθαίνουν. Έχω σκοτώσει τόσα καθίκια… Όλοι βγάζουν τον ίδιο ήχο. Έναν ήχο σαν ένα
βρωμερό ζώο που σφάζεται.
- Θα σκάσεις επιτέλους; Φώναξε εκείνος που είχε υψώσει ένα όπλο και έρχονταν προς το
μέρος της. Εκείνη τον κοίταξε ψυχρά, σταμάτησε να μιλάει… Ήξερε όμως ότι τα λόγια της
αντηχούσαν ήδη μέσα στο κεφάλι του. Ήθελε να τον βλέπει να φοβάται. Ήξερε τί μπορούσε
να κάνει. Του είχε καταστρέψει το χέρι, ενώ βίωνε έντονα τα συμπτώματα μιας διάσεισης,
ενώ ήταν αποπροσανατολισμένη και τραυματισμένη.

Το χιόνι είχε αρχίσει να πέφτει πυκνά και το κρύο είχε αρχίσει να περονιάζει την Χέλεν που είχε
μείνει μονάχα με ένα μακρυμάνικο μπλουζάκι. Ο άνδρας πλησίασε πλέον την γονατισμένη γυναίκα
που τον κοιτούσε όπως ένα λιοντάρι κοιτάει το θύμα του. Η κάνη ενός όπλου υψώθηκε στο μέτωπο
της, εκείνη άρχισε να γελάει… Ο άνδρας με προτεταμένο το όπλο ένιωσε σίγουρα πανικό να
κατακλύζει το πνεύμα του. Δεν είχε συναντήσει κανέναν που μπροστά στο θέαμα του χάρου, να
γελάει, να μη φοβάται.

- Γιατί γελάς; Ρώτησε τελικά από περιέργεια εκείνος.

Η Χέλεν έτσι γονατιστή όπως ήταν με ταυτόχρονες ακαριαίες κινήσεις έστριψε το κορμί της
αριστερά για να φύγει από τη φορά ενδεχόμενης σφαίρας, έπιασε την κάνη και σήκωσε ψηλά μακριά
της το όπλο, στην συνέχεια έπιασε με το δεύτερο χέρι της το όπλο από το πίσω μέρος. Το όπλο έριξε
μια σφαίρα αλλά δεν μπορούσε να ρίξει δεύτερη επειδή με το χέρι της πίεζε τη κάνη του όπλου. Με
δύναμη σηκώθηκε και με το δεξί της γόνατο χτύπησε με όλη της δύναμη τα γεννητικά όργανα του
άνδρα ο οποίος αμέσως λύγισε. Η Χέλεν δε σταμάτησε, συνέχισε να ρίχνει έντονες γονατιές στο
πρόσωπο του, στο στομάχι του παντού. Πλέον ήταν σε θέση να τον αφοπλίσει, με μια γρήγορη
κίνηση πήρε το όπλο και με το πίσω μέρος του, τον χτύπησε στο λαιμό, ακριβώς κάτω από το αφτί.
Ο μεγαλόσωμος άνδρας έπεσε σαν αδύναμη μαριονέτα στο έδαφος ενώ η Χέλεν με το όπλο στο χέρι
της, είχε οπλίσει και απομακρυνθεί από τον άνδρα έτοιμη σε στάση βολής να τον σημαδεύει από
μακριά.
Ο άνδρας που είχε αρχίσει να φτύνει αίμα στο βιομηχανικό τσιμέντο, κοίταξε τη Χέλεν στα μάτια.
- Τράβα τη σκανδάλη. Κάνε το! Τί περιμένεις; Φώναξε τόσο δυνατά ο πρώην δεσμώτης της.
Οι φλέβες του είχαν πεταχτεί έξω από το πρόσωπο του. Τα μάτια του είχαν κοκκινήσει και
μπορούσε κανείς να διακρίνει τους σφυγμούς του να πάλλονται πάνω στο δέρμα του, δίπλα
στη καρωτίδα του.
- Βιάζεσαι! Μονολόγησε η Χέλεν.
- Δεν πρόκειται να σου πω τίποτα! Γέλασε με τη σειρά του χαιρέκακα το πεσμένο ανδρείκελο.
- Ναι, θα το κάνεις! Απάντησε η Χέλεν ενώ για ένα λεπτό κατέβασε το όπλο.
- Γιατί; Ρώτησε ειρωνικά ο άνδρας που θεώρησε τη κίνηση της αυτή, σημάδι αδυναμίας.
Χωρίς να καθυστερήσει, σχεδόν μηχανικά σήκωσε το όπλο και χωρίς καν να πάρει χρόνο για
να σημαδεύσει έριξε. Ο άνδρας έπιασε το γόνατο του και αγκάλιασε με όλη τη δύναμη του
το άκρο του.
- Γιατί αν δε το κάνεις, θα πυροβολήσω και το άλλο γόνατο σου… Απάντησε η Χέλεν
σφίγγοντας τα δόντια της, ενώ κατέβασε για ακόμα μια φορά το όπλο. Μπορούσε να
καταλάβει ότι ο γεμιστήρας ήταν γεμισμένος, μόνο και μόνο από το βάρος του όπλου. Τόσο
εκπαιδευμένη ήταν, δεν θα ξεχνούσε ποτέ τη αίσθηση ενός γεμάτου όπλου, έτοιμου να
αφαιρέσει ζωές.
- Στο διάολο… σχεδόν ψέλλισε ο άνδρας με δάκρυα στα μάτια. Το αίμα είχε αρχίσει να
σχηματίζει ένα ρυάκι δίπλα του. Η Χέλεν σήκωσε το όπλο και χωρίς δεύτερη κουβέντα
πυροβόλησε και το άλλο γόνατο. Οι κραυγές του άνδρα ακούστηκαν σε όλο το
εγκαταλελειμμένο κτήριο.

Οι φωνές ηχούσαν σε όλο το κτήριο και γύριζαν πίσω, σαν να ήταν φαντάσματα. Οι φθόγγοι
αντηχούσαν από τοίχο σε τοίχο για να καταλήξουν πάλι πίσω, σαν στοιχειά που αναζητούν
ελευθερία. Η Χέλεν έσυρε μια καρέκλα και την τοποθέτησε απέναντι από τον άνδρα που συνεχώς
έχανε αίμα. Με άκρως θηλυκό περπάτημα πέρασε από μπροστά του και έκατσε στη καρέκλα
απέναντι του να τον κοιτάει. Έβγαλε τον γεμιστήρα για να σιγουρευτεί για το πόσες σφαίρες είχε
ενώ στη συνέχεια με αποφασιστικότητα, έσυρε το γεμιστήρα πάλι μέσα στο όπλο. Όπλισε και
ακούμπησε το αγαπημένο της αξεσουάρ στο μηρό της, με τη κάνη να κοιτάει τον πεσμένο άνδρα.
Ο άνδρας κοιτούσε τη Χέλεν έντρομος. Ήξερε πως δεν είχε ενδοιασμό να τον αφήσει να πεθάνει από
αφαίμαξη εκεί. Το κινητό του άνδρα χτύπησε. Τα μάτια της Χέλεν σκοτείνιασαν.
- Σήκωσε το, βάλε το στην ανοικτή ακρόαση και πες πώς με σκότωσες! Γρύλλισε η Χέλεν που
τον σημάδευσε στα γεννητικά όργανα. Ο άνδρας σήκωσε το κινητό και απάντησε με γεμάτη,
βαριά φωνή.
- Ναι…
- Τελείωσε; Ρώτησε η άγνωστη φωνή στο τηλέφωνο.
- Ναι! Απάντησε ο πεσμένος άνδρας και έκλεισε το τηλέφωνο το οποίο παρέδωσε στη Χέλεν
που είχε ανοίξει τη παλάμη της απαιτώντας το. Ο πεσμένος άνδρας έκλεισε το κινητό και το
παρέδωσε στη συνέχεια στην Χέλεν.

Αμέσως, σα να τη τσίμπησε σφίγγα σηκώθηκε από τη καρέκλα της. Κάτι σε αυτή τη φωνή! Κάτι της
θύμιζε! Κάτι οικείο, κάτι έντονα οικείο!

- Θα με αφήσεις να φύγω; Ρώτησε ο άνδρας ικετευτικά.


- Όχι, απάντησε η Χέλεν ενώ με μιας γύρισε και εκτέλεσε τον άνδρα με μια σφαίρα στο
κεφάλι.
- Απλά δε θα σε αφήσω να υποφέρεις! Συνέχισε εκείνη που πήρε το δικό της κινητό στο χέρι
της και πληκτρολόγησε τον αριθμό του συνδέσμου της στην Αγγλία που είχε
απομνημονεύσει. Δεν είχε ώρα για προφυλάξεις τώρα! Έπρεπε να ειδοποιήσει!

Στο μυαλό της είχε αρχίσει να σχηματοποιείται η κατάσταση. Όμως αυτή η φωνή την είχε
μπερδέψει! Κάτι της θύμιζε, κάτι πολύ κοντινό της! Έψαξε τα κλειδιά του αυτοκινήτου, μέσα στο
μπουφάν του νεκρού πλέον θηρίου, που είχε παρατημένο παραπέρα. Αφού τα βρήκε, κατευθύνθηκε
προς την έξοδο. Πάτησε, το κουμπάκι του συναγερμού και νωχελικά σύρθηκε προς τα εκεί!
Το κλειδί γύρισε στη μίζα και το πρώτο πράγμα που έκανε η Χέλεν ήταν να βάλει τη θέρμανση.
Έτριβε μανιασμένα τα χέρια της, ενώ πού και πού, έβγαζε μια καυτή ανάσα πάνω τους για να τα
ζεστάνει. Σαν να έκανε τεχνική αναπνοή στα χέρια της, που από το κρύο είχαν ξυλιάσει και
αρνούνταν να συνεργαστούν έχοντας απωλέσει προσωρινά την πλαστικότητα που έχουν γενικά.
Μόλις η Χέλεν κατάφερε να ζεσταθεί, έβαλε μπρος και κατευθύνθηκε προς την Ουάσιγκτον ενώ
στην οθόνη του κινητού της σχηματίστηκε το τηλέφωνο της Ανάντια.

Το βράδυ είχε προ πολλού κυριέψει τον ουρανό. Η Χέλεν οδηγούσε όσο πιο γρήγορα μπορούσε
στην εθνική οδό. Ήθελε να φτάσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα στην Ουάσιγκτον. Ο δρόμος τέτοια
ώρα ήταν σχετικά άδειος με εξαίρεση κάποιες νταλίκες και κάποια λιγοστά επιβατικά αμάξια. Ο
πονοκέφαλος στο κεφάλι της, είχε αρχίσει να εμφανίζεται ξανά. Δεν υπήρχε καιρός για χάσιμο, δεν
θα σταματούσε να οδηγεί παρά μόνο μέχρι να φτάσει στην Περιφέρεια της Κολούμπια. Ήξερε πως
δεν απείχε πια πολύ ώρα. Μονάχα μία ώρα χώριζε τη Χέλεν από το στόχο της.
Ήξερε που έπρεπε να απευθυνθεί. Ήξερε από ποιον να ζητήσει ευθύνες. Η Χέλεν στη σκέψη της
προδοσίας που υπέστη κούνησε το κεφάλι της απογοητευμένη. Πόσο βρωμερό είδος είναι το
ανθρώπινο; Πώς μπορεί κανείς να προδώσει έναν άνθρωπο τόσο απλά; Πόσο εύκολο είναι για
μερικούς να αποδομήσουν τόσο την έννοια της αφοσίωσης, της πίστης, της φιλίας; Πώς δεν είχε
καταλάβει από την αρχή πώς περιτριγυρίζονταν από τον ίδιο τον εχθρό της; Αυτό θα άλλαζε σήμερα!
Η Χέλεν πήρε μια ανάσα και πάτησε το γκάζι όσο περισσότερο μπορούσε, το παλιό αμάξι που την
είχε μεταφέρει όμως αγωνίζονταν να μην διαλυθεί σε κομμάτια και σκορπίσει στο δρόμο.
Τα πράγματα είχαν ήδη αρχίσει να δρομολογούνται. Τίποτα, δεν θα έμενε κρυφό για πολύ ακόμα. Η
Χέλεν άνοιξε με δύναμη το ραδιόφωνο στο αμάξι. Έπεσε πάνω σε ένα παλιό τζαζ τραγούδι. Η
δύναμη της φωνής του τραγουδιστή ήταν τόσο συγκλονιστική, σα να περιέγραφε τον αγώνα της.
Σαν να τραγουδούσε μονάχα για αυτήν. Η όμορφη γυναίκα χαμογέλασε σαν ακούστηκαν οι στίχοι
«αγάπα με ή πέθανε». Πόσο έντονα περιέγραψε την πραγματικότητα της, γεμάτη με θάνατο και μια
αίσθηση καθήκοντος που στο μυαλό της μπορούσε να δικαιολογήσει τα πάντα. Φυσικά και αν είχε
επιλογή, πολλές φορές θα διάλεγε να μην λάβει μέρος σε διάφορες αποστολές που η ίδια θεωρούσε
άσκοπες, περιττές, πολιτικές! Είχε όμως ακόμα και σε εκείνες τη δύναμη να ξεχωρίσει πότε πρέπει
και πότε δεν πρέπει να πατήσεις τη σκανδάλη. Σε εφόδους σε κτήρια, ήξερε και μπορούσε να λάβει
την απόφαση να εκτοξεύσει τα φονικά πυρά της, ή να ξεπεράσει το άτομο που ήταν απέναντι της. Αν
έκανε λάθος, οι συνέπειες θα βάρυναν αυτήν και μια ομάδα ακόμα λίγων ατόμων. Αν έκανε λάθος σε
αυτήν τη περίπτωση όμως, οι επιπτώσεις θα βαρύνουν πολλούς ανθρώπους, θα αλλάξουν το ρου της
ιστορίας. Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ των ρόλων που είχε στο στρατό και αυτού τώρα στη
Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών. Τότε εκτελούσε εντολές, τώρα τις δίνει! Τώρα, το βάρος των
αποφάσεων είναι πολύ μεγαλύτερο και η αποτυχία δεν μπορεί να αποτελέσει ποτέ πια επιλογή!
Το τραγούδι στο ραδιόφωνο είχε τελειώσει αλλά οι στίχοι έμειναν μέσα στο μυαλό της Χέλεν
συντροφεύοντας τις σκέψεις της. Η ώρα περνούσε και σιγά σιγά η άμαξα της εποχής μας, μπήκε
στην Ουάσιγκτον. Η Χέλεν αντί να κατευθυνθεί προς το κέντρο της πόλης, αντίθετα οδήγησε προς
τα προάστια για να σταματήσει μετά από λίγη ώρα έξω από μια όμορφη πολυκατοικία. Κοίταξε από
το παράθυρο, χωρίς να ανοίξει τη πόρτα επάνω και είδε σκοτάδι. Αμέσως, χωρίς να χρονοτριβήσει
άνοιξε τη πόρτα, πήρε ένα φακό και ένα κατσαβίδι που βρήκε στο διπλανό κάθισμα και
κατευθύνθηκε προς την είσοδο του κτηρίου. Η πανέξυπνη κατάσκοπος, έκανε πως μιλούσε στο
κινητό της, μέχρι να εμφανιστεί κάποιος κάτοικος από το κτήριο για να ανοίξει τη πόρτα. Το κρύο
ήταν τσουχτερό και η Χέλεν είχε ξεμείνει με το μακρυμάνικο μπλουζάκι. Ευτυχώς, δεν άργησε να
φανεί μια γυναίκα, που άνοιξε τη πόρτα για να μπει. Η Χέλεν έδειξε αδιάφορη, παριστάνοντας πώς
μιλούσε στο τηλέφωνο. Ελάχιστα εκατοστά, πριν κλείσει η πόρτα, έβαλε το πόδι της και σταμάτησε
τη πορεία της. Όταν βεβαιώθηκε πως η γυναίκα, είχε ήδη εξαφανιστεί, τότε μόνο η Χέλεν έκανε τη
κίνηση για να μπει μέσα.
Κοίταξε γύρω της, ενώ κατευθύνθηκε προς της ταχυδρομικές θυρίδες και συγκριμένα εκείνη με τον
αριθμό 53. Κανένα γράμμα! Σημαίνει πως ο κάτοικος του συγκεκριμένου διαμερίσματος είχε ήδη
μαζέψει την αλληλογραφία του. Χαμογέλασε και άρχισε να ανεβαίνει δύο-δύο τις σκάλες ώσπου
τελικά έφτασε έξω από το διαμέρισμα 53. Προσεκτικά, προσέγγισε τη πόρτα και έβαλε το αφτί της
πάνω της προσπαθώντας να ακούσει αν υπήρχε κάποιος μέσα. Κανένας θόρυβος. Κοίταξε γύρω της
και όταν βεβαιώθηκε πως δεν υπήρχε κανείς, τότε έβγαλε το κατσαβίδι μαζί με ένα άλλο συρματάκι
και με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις άνοιξε τη πόρτα.
Η Χέλεν σηκώθηκε νωχελικά και μπήκε μέσα στο διαμέρισμα σα να της ανήκει. Μέσα υπήρχε
μονάχα το απόλυτο σκοτάδι. Άνοιξε το φακό της και έψαξε τριγύρω. Κοίταξε σε συρτάρια, στο
γραφείο, παντού! Τελικά, κάθισε αναπαυτικά σε έναν καναπέ δίπλα στο παράθυρο που κοιτούσε
κατευθείαν στη πόρτα του διαμερίσματος. Όποιον και αν περίμενε η Χέλεν, σίγουρα δεν θα
χαίρονταν όταν την έβλεπε.
Η ώρα περνούσε βασανιστικά αργά για τη Χέλεν. Τί και αν έκανε λάθος; Πήρε μια βαθιά ανάσα και
έκλεισε τα μάτια της, εμπιστεύονταν την κρίση της. Ήξερε πως είχε δίκιο. Έπρεπε όμως να το
αποδείξει. Την σκέψη της διέκοψε ο ήχος από κλειδιά. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και η καρδιά
της κέρδισε κάποιους επιπλέον χτύπους. Η αδρεναλίνη της είχε εκτοξευτεί και το σώμα της είχε
προετοιμαστεί για κάθε ενδεχόμενο!
Η πόρτα άνοιξε και η Χέλεν ξεχώρισε μέσα στο σκοτάδι τη γνώριμη σκοτεινή φιγούρα η οποία
έσπευσε να ανοίξει μηχανικά το διακόπτη με το φως που βρίσκονταν δίπλα από τη πόρτα. Η
έκπληξη στα μάτια της γνώριμης φυσιογνωμίας ήταν εμφανής. Αντίκρυσε τη Χέλεν που κάθονταν
σταυροπόδι, με τόσο θηλυκό τρόπο που θα κόλαζε και Άγιο και ήταν σαν να είδε φάντασμα. Η
μορφή μιας εντυπωσιακής γυναίκας που δεν είχε αντιληφθεί την ομορφιά της και δεν την
επεδείκνυε.
- Ξαφνιάστηκες που με βλέπεις; Ρώτησε η Χέλεν παγερά καρφώνοντας με το βλέμμα της την
απέναντι μορφή.
- Ναι, τί κάνεις εδώ βραδιάτικα; Προσπάθησε να απαντήσει με πρόσχαρο τρόπο, πέφτοντας
ακόμα πιο πολύ στην υπόληψη της Χέλεν!
- Ήρθα να μιλήσουμε… απάντησε η Χέλεν χωρίς να κατεβάσει τα πόδια της.
- Για τί πράγμα;
- Νομίζω ξέρεις καλά! Η Χέλεν τώρα με αυτή της την απάντηση κατέβασε τα πόδια της και
έσυρε το σώμα της προς τα μπροστά με μάτια που πετούσαν φωτιές.
- Πώς ήξερες πως γύρισα από Λονδίνο; Ρώτησε ο επι πολλά χρόνια προστατευόμενος της. Ο
άνθρωπος που είχε στρατολογήσει και υπηρετούσε μαζί του όσο ήταν στην Αγγλία!
- Το μάντεψα… Ο δολοφόνος γυρνάει πάντα στο τόπο του εγκλήματος, σχολίασε με χολή
εκείνη.
- Να σου βάλω ποτό; Ρώτησε εκείνος, ο μαθητευόμενος της, ο άνθρωπος που θεωρούσε τόσο
καιρό φίλο. Πώς είχε δεχτεί να δουλέψει στη CIA; Πόσο έξω μπορεί να είχε πέσει η Χέλεν
όταν τον είχε στρατολογήσει αμέσως μετά το Λύκειο;
- Μη νοιάζεσαι, σερβιρίστηκα μόνη μου! Πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση της ο άνδρας
είχε πάρει από το συρτάρι κάτω από το μπαρ ένα όπλο και την απειλούσε… Η Χέλεν τον
κοίταξε με ψυχρό βλέμμα, χωρίς να σηκωθεί από τη καρέκλα…
- Ήξερα πως ο ηλίθιος δεν θα μπορούσε να τελειώσει τη δουλειά… Σχολίασε εκείνος
ψιθυριστά!
- Γιατί; Γιατί πρόδωσες έτσι τη χώρα σου; Ρώτησε η Χέλεν γαλήνια, σχεδόν γλυκά!
- Δε το καταλαβαίνεις! Έτσι μονάχα θα σώσω τη χώρα…
- Πώς εξαπολύοντας μια επίθεση και ρίχνοντας το στους Ιρανούς;
- Όχι, σκοτώνοντας τη βασιλική οικογένεια και ρίχνοντας το στους Ιρανούς, θα έχουμε όχι
μόνο τη συγκατάθεση των βρετανών να επιτεθούμε στο Ιράν αλλά θα μας παρακαλούν να
συνδράμουμε στην πολεμική τους βοήθεια από πάνω, φυσικά με τις ευλογίες του Ισραήλ.
- Θα κάνεις χάρη στην Αμερική ή στον Ισραηλινό πράκτορα που σκότωσες; Ρώτησε η Χέλεν.
Κατάλαβε την εμπλοκή του συναδέλφου της από όταν ο Γιουσούφ είπε πως «τον
σκοτώσατε». Ο μόνος που ήρθε σε επαφή μαζί του ήταν εκείνος. Είχε πέσει πάνω του όταν
έγινε η παράδοση του υπόπτου από την MI5.
- Λυπάμαι πολύ που θα πεθάνει έτσι ένα τόσο τρομερό μυαλό Χέλεν. Ήταν τιμή που σε
γνώρισα, είπε ο άνδρας που πάτησε τη σκανδάλη.

Στα μάτια του νέου επικράτησε πανικός. Τί είχε μόλις συμβεί; Τί είχε κάνει η γυναίκα απέναντι του;
Όντως, πόσο σπουδαίο μυαλό ήταν. Βρίσκονταν εκεί, καθιστή, αμίλητη στον καναπέ απέναντι του,
να την καλύπτει το μισό της πρόσωπο το σκοτάδι. Στο μυαλό του ήρθε η δική του εκπαίδευση, η
ίδια την είχε αναλάβει. Τον είχε μάθει να παλεύει, να χρησιμοποιεί όπλα, τον είχε στείλει με μια
ομάδα του στρατού στη Μέση Ανατολή για να πάρει πολεμική εμπειρία. Τον είχε διδάξει τόσα
πολλά. Τον είχε επισκεφτεί στη φάρμα όταν περνούσε την εκπαίδευση του, τον είχε βοηθήσει. Πώς
μπόρεσε και της το έκανε αυτό; Στο μυαλό του δεν είχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να τραβήξει τη
σκανδάλη. Η Χέλεν κάθονταν εκεί, κολλημένη στον καναπέ να τον κοιτάει μέσα στα μάτια.
Η σκανδάλη είχε τραβηχτεί αλλά το όπλο δεν έριξε καμία σφαίρα… Ο έντρομος άνδρας τράβηξε
ξανά τη σκανδάλη αλλά ακούστηκε πάλι το ίδιο άσφαιρο κλικ. Η Χέλεν χαμογέλασε από το καναπέ.

- Έχεις ξεχάσει πώς είναι το βάρος ενός γεμάτου όπλου; Τον ρώτησε εκείνη που συνέχισε να
επιδεικνύει τα κατάλευκα, ίσια δόντια της.
- Πώς το κατάλαβες; Ρώτησε εκείνος βλέποντας την Χέλεν να έρχεται προς το μέρος του.
- Από τη φωνή σου! Άλλωστε αναρωτιέσαι πώς πέθανε το σκυλί σου; Ρώτησε αναφερόμενη
στον άνδρα που είχε προσπαθήσει να τη σκοτώσει.
- Αργά και βασανιστικά. Περίμενε εκεί, έβλεπε τον εαυτό του να ξαιματώνει! Συνέχισε εκείνη.
- Μη φοβάσαι. Δεν θα σε σκοτώσω έτσι εσένα. Θα σε αφήσω να σαπίσεις στη φυλακή. Θα
πεθάνεις με το στίγμα του προδότη! Του άθλιου! Τελείωσε εκείνη τη φράση της.
Εκείνος όμως με μια δυνατή κίνηση την χτύπησε με το γόνατο του στη κοιλιά. Η Χέλεν στιγμιαία
λύγισε και εκείνος βρήκε την ευκαιρία να πάρει ένα γυάλινο δοχείου με λουλούδια που υπήρχε
δίπλα στη πόρτα. Πέταξε τα άνθη στο πάτωμα και πήγε να φέρει το δοχείο στο ήδη χτυπημένο
κεφάλι της Χέλεν η οποία το αντιλήφθηκε και πριν προλάβει να τελειώσει το χτύπημα του, ήρθε
κοντά του, εγκλώβισε το χέρι του ενώ ταυτόχρονα τον χτύπησε με τη παλάμη του άλλου χεριού της
στη μύτη του, η οποία μάτωσε από τη δύναμη της. Η Χέλεν με μια λαβή της, τον πέταξε κάτω και
τον κλώτσησε στο πρόσωπο. Ο πεσμένος άνδρας εκμεταλλεύτηκε τη κακή στάση σώματος της
Χέλεν και με μια κλωτσιά την έριξε δυνατά στο πάτωμα και προσπάθησε να βρεθεί από πάνω της για
να τη χτυπήσει. Πριν προλάβει να έρθει κοντά της, ενώ ήταν πεσμένη κάτω, τον χτύπησε από το
έδαφος χρησιμοποιώντας το πόδι της για να τον απωθήσει. Η Χέλεν προσποιήθηκε πως θα τον
χτυπούσε στο γόνατο του αποπροσανατολίζοντας τον, ενώ τελικά χρησιμοποίησε το άλλο της πόδι
για να τον ρίξει στο έδαφος. Με ταχύτητα ύαινας χύμηξε πάνω του και προσπάθησε να τον χτυπήσει
στο πρόσωπο. Τον είχε διδάξει καλά, έκλεισε το κεφάλι του με τα χέρια του και σηκώνοντας τη
λεκάνη του, την πέταξε κάτω σκαρφαλώνοντας πάνω της καταφέρνοντας να της ρίξει μια μπουνιά
στο πρόσωπο, ακριβώς πάνω από το φρύδι το οποίο σχεδόν αμέσως αιμορράγησε.
Ο πονοκέφαλος της Χέλεν, αμέσως μετά το χτύπημα έκανε αισθητή την παρουσία του. Είχε υποστεί
διάσειση και παρόλα αυτά είχε συνεχίσει να παλεύει. Δε θα τα παρατούσε τώρα. Ζαλισμένη από το
χτύπημα, κατάφερε να φέρει τα χέρια της στη σωστή θέση για να πετύχει ένα χτύπημα στο αφτί του
ενώ με τα πόδια της τον χτυπούσε στο πίσω μέρος του ποδιού του, ακριβώς κάτω από τους γοφούς.
Στη συνέχεια, φυλάκισε το δεξί του χέρι και με μια κίνηση έφερε το πόδι της στο σημείο του
γονάτου του σπρώχνοντας τον άνδρα από πάνω της. Με το χέρι του φυλακισμένο στο δικό της, η
Χέλεν έκανε μια στροφή και βρέθηκε να το έχει ανάμεσα στα πόδια της που πίεζαν κεφάλι του.
Τη στιγμή εκείνη με μια κίνηση του, κατάφερε να της πετάξει στο πρόσωπο τα λουλούδια που είχε
ρίξει στο έδαφος. Αυτό ήταν ικανό να την αποπροσανατολιστεί και να απεγκλωβιστεί. Αμέσως
σηκώθηκε και πήγε να τρέξει προς την έξοδο, από την οποία τώρα μπήκε με προτεταμένο όπλο η
Ανάντια. Με γρήγορες κινήσεις ωστόσο, ο άνδρας κατάφερε να αφοπλίσει την Ανάντια η οποία με
λύσσα προσπάθησε να αμυνθεί. Τελικά ακούστηκε ένας κρότος, μια σφαίρα. Ο άνδρας άρχισε να
τρέχει με την Ανάντια να πιάνει τη κοιλιά της. Η Χέλεν έτρεξε πάνω της και άσκησε πίεση στη
πληγή.
- Στη τσέπη μου είναι το κινητό, πες στον Λουκ να αρχίσει τη παρακολούθηση. Η Χέλεν
υπάκουσε και αφού έδωσε την εντολή έσκυψε πάνω από την Ανάντια.
- Ευχαριστώ που ήρθες, χαμογέλασε η Χέλεν. Είχε συνεννοηθεί πως θα άφηνε τον πρώην
προστατευόμενο να αποκτήσει ένα πλεονέκτημα στη μάχη μεταξύ τους ώστε να μπορέσει να
μπει η Ανάντια, να πανικοβληθεί και να τρέξει μακριά. Πάνω στο πανικό του σίγουρα θα
συναντιόνταν με τον αρχηγό του. Έτσι, θα η Χέλεν θα μπορούσε να ξεσκεπάσει όλο το
κύκλωμα. Ήδη στην Αγγλία η MI5 ήταν ενήμερη από πριν και θα έπιαναν τους υπόπτους
πριν το χτύπημα.
- Ευχαριστώ που με εμπιστεύτηκες! Απάντησε η Ανάντια που είχε ανακαθίσει στο πάτωμα.
- Μη τολμήσεις να μου πεθάνεις… ψέλλισε η Χέλεν.
- Μην ανησυχείς, δεν υπάρχουν καίρια όργανα εκεί που με πέτυχε…
- Λυπάμαι Ανάντια, ο πυροβολισμός δεν ήταν μέσα στο πρόγραμμα.
- Ναι… ψέλλισε η Ανάντια χαμογελώντας.
- Πρέπει να σε πάω στο νοσοκομείο. Έλα στηρίξου πάνω μου!

Οι δυο τους, κατέβηκαν με κόπο τις σκάλες και η Χέλεν έβαλε την τραυματισμένη φίλη της στο
αμάξι που είχε πάρει από τον νεκρό δεσμώτη. Η διαδρομή μέχρι το νοσοκομείο ήταν κοντινή μα η
Ανάντια είχε αρχίσει να πονάει πραγματικά.

- Χέλεν… Ψέλλισε η Ανάντια.


- Αν δε τα καταφέρω, θέλω να προσέξεις το παιδί μου! Μονολόγησε εκείνη της οποίας τα
χέρια είχαν γεμίσει καυτό, κατακόκκινο αίμα.
- Είπες πως δεν υπάρχει τίποτα σημαντικό εκεί που σε πέτυχε η σφαίρα, είπε νευριασμένα η
Χέλεν που απομάκρυνε το βλέμμα της από το δρόμο για να το στρέψει στα δεξιά της, στην
φίλη της που αργοπέθαινε.
- Είπα ψέματα, χαμογέλασε η Ανάντια ενώ το πρόσωπο της σκοτείνιασε από το πόνο.
- Μη τολμήσεις να με εγκαταλείψεις! Φώναξε η Χέλεν που πάτησε το γκάζι προκαλώντας ένα
ντελίριο στους άλλους οδηγούς τους οποίους προσπερνούσε σαν σταματημένους.
- Η διεύθυνση τους είναι γραμμένη στη τσέπη μου…
- Σταμάτα! Σκάσε! Φώναξε η Χέλεν που είχε ήδη φρενάρει έξω από την είσοδο των
επειγόντων.

Η Χέλεν βγήκε από το αμάξι σαν δρομέας και επέστρεψε με έναν άνδρα που κουβαλούσε ένα
φορείο και μια στρατιά γιατρών που αμέσως την έβαλαν στο φορείο και την έφεραν μέσα στο
νοσοκομείο. Μπροστά στη Χέλεν τη διασωλήνωσαν. Στο καρδιογράφο σχηματίστηκε μια ευθεία
γραμμή. Οι γιατροί πάλευαν μανιασμένα να την επαναφέρουν και η Χέλεν έμεινε εκεί να παρατηρεί
ακίνητη, αμίλητη τη σκηνή. Τα ρούχα της είχαν γεμίσει με τα αίματα της φίλης της. Σταυροκατάπιε,
η καρδιά της θα έβγαινε από το στήθος της, ανέπνεε βαθιά και γρήγορα. Δεν θα άντεχε να χάσει
άλλο ένα κομμάτι του εαυτού της. Έπρεπε να μείνει στη ζωή, τα αφτιά της βούιζαν, δε μπορούσε να
ακούσει μια νοσοκόμα που της μιλούσε και προσπαθούσε να την απομακρύνει. Μονάχα μετά από
λίγη ώρα, άρχισε να ακούει ξανά. Η νοσοκόμα όντως της ζητούσε να βγει έξω.
Ξαφνικά, άκουσε τους γιατρούς να λένε πως έχει σφυγμό αλλά είναι πολύ αδύναμος. Έπρεπε να την
βάλουν χειρουργείο αμέσως. Η Χέλεν σα μαγνητισμένη ακολουθούσε το φορείο μέχρι που ένας
άλλος νοσοκόμος τη σταμάτησε.

- Μέχρι εδώ για εσάς. Θα πάει στο χειρουργείο. Είναι σε καλά χέρια. Περιμένετε στην αίθουσα
αναμονής και θα σας ενημερώσουμε.

Η λευκή βαριά πόρτα που άνοιγε μονάχα με μαγνητική κάρτα, έκλεισε αφήνοντας την μόνη απέξω.
Ο πονοκέφαλος ήρθε τόσο έντονα ξαφνικά που την γονάτισε στο έδαφος. Έπεσε κάτω και έπιανε το
κρανίο της τόσο δυνατά, το επόμενο που κατάλαβε ήταν να έχει πέσει εντελώς κάτω και να έχει
κλείσει τα μάτια της. Αυτό ήταν, μαύρο!
Μια μαύρη κουρτίνα σκέπασε τα μάτια της, μια μαύρη αυλαία στο θέατρο του παραλόγου. Τί της
συνέβαινε; Το μόνο που άκουσε πριν λιποθυμήσει εντελώς ήταν μια νοσοκόμα να ζητά βοήθεια,
κατάλαβε πως κάποιος της άνοιξε τα βλέφαρα. Μια έντονη αλλά θολή πηγή φωτός εμφανίστηκε
μπροστά της, προφανώς από κάποιο μικρό ιατρικό φακό. Το επόμενο πράγμα που ένιωσε ήταν τον
εαυτό της να χάνεται, να βυθίζεται χωρίς να έχει κάποιον έλεγχο σε αυτό. Τα μάτια της έκλεισαν και
εκείνη χάθηκε!
Η Χέλεν άνοιξε δειλά τα μάτια της, βρίσκονταν σε ένα μικρό δωμάτιο. Φορούσε τα ίδια τα ρούχα
της και είχε μια πεταλούδα στο χέρι της.

- Όχι πάλι τα ίδια! Ψέλλισε ενθυμούμενη την ίδια στιγμή που είχε βιώσει στο παρελθόν,
μακριά από τη πατρίδα.
Δίπλα της, βρίσκονταν μια νοσοκόμα που την κοιτούσε χαμογελαστή! Η Χέλεν που εστίασε το
βλέμμα της στη πρόσχαρη κοπέλα χαμογέλασε πίσω.
- Έχετε υποστεί διάσειση! Μην ανησυχείτε, είστε εντάξει.
- Ευχαριστώ! Η φίλη μου; Ρώτησε η Χέλεν που είχε ήδη σηκωθεί από το κρεβάτι.
- Στο χειρουργείο. Μπορώ να ζητήσω κάποια ενημέρωση αν θέλετε.
- Ναι… Ευχαρίστησε η Χέλεν.
- Μπορώ να φύγω έτσι, να πάω στο διάδρομο; Ρώτησε τελικά η όμορφη γυναίκα.
- Ναι, ήσασταν αφυδατωμένη και σας βάλαμε λίγα υγρά. Μπορείτε να πάτε στο διάδρομο.

Η Χέλεν περπατούσε σα ζόμπι και ουσιαστικά κατέρρευσε ξανά στη πλησιέστερη καρέκλα στην
αίθουσα αναμονής. Δεν ήξερε πόση ώρα περίμενε εκεί μέχρι που είδε μια στρατιά ιδρωμένων
γιατρών να τη πλησιάζει.

- Η φίλη σας τα κατάφερε! Θα μείνει στην εντατική για κάποιες μέρες. Μπορείτε να περιμένετε
θα την ανεβάσουμε σε δωμάτιο.
- Ευχαριστώ, ψέλλισε η Χέλεν που είχε χάσει το κόσμο κάτω από τα πόδια της.

Με το άκουσμα το καλών νέων, η Χέλεν αναστήθηκε. Έβγαλε από τη τσέπη της ένα κινητό και
κάλεσε τη Σαμ. Είχε συνεννοηθεί με την Ανάντια πολύ πριν το περιστατικό που απείλησε τη ζωή της,
να φέρει την ομάδα πίσω στην Ουάσιγκτον και να οργανωθεί μια ομάδα παρακολούθησης του νέου
πλέον στόχου. Δεν έδινε δεκάρα για το αν ήταν κωδικοποιημένο το κινητό. Της ζήτησε να έρθει στο
νοσοκομείο, να φέρει μια μπλούζα καθώς και την ιατροδικαστική έκθεση για το θάνατο του
Ισραηλινού στο αεροπλάνο της CIA.
Η Χέλεν ανέβηκε στον σκοτεινό διάδρομο που χωρίζονταν με ένα γυαλί από το δωμάτιο της
εντατικής που θα μεταφέρονταν η Ανάντια. Μέτρησε σπιθαμή-σπιθαμή τα μέτρα του διαδρόμου
περπατώντας τον πάνω κάτω. Προς ανακούφιση της, είδε τελικά τις πόρτες του ασανσέρ να
ανοίγουν. Από μέσα βγήκε ένα φορείο με επιβάτη την αγαπημένη της φίλη. Δεν πέρασαν πολλά
λεπτά, μέχρι που την μετέφεραν σε ένα άλλο κρεβάτι και επιτέλους τις άφησαν μόνες με μοναδικό
εμπόδιο μεταξύ τους έναν γυάλινο τοίχο. Η Ανάντια, έδειχνε να κοιμόταν και ήταν συνδεδεμένη με
διάφορα μηχανήματα. Η Χέλεν σκέφτηκε πως κάπως αντίστοιχα θα ήταν και εκείνη όταν είχε
τραυματιστεί. Σκέφτηκε πόσο τυχερή είχε σταθεί, πόσο τυχερή είχε σταθεί η Ανάντια.
Πριν προλάβει να σκεφτεί περισσότερα, το κεφάλι της έγειρε στις καρέκλες έξω από την Μονάδα
Εντατικής Θεραπείας. Τον ύπνο της χάλασε, μερική ώρα αργότερα η Σαμ. Η Χέλεν με μισόκλειστα
μάτια την κοίταξε ενώ ακαριαία κοίταξε ύστερα την Ανάντια της οποία την καρδιά έβλεπε να χτυπάει
ρυθμικά μέσω του καρδιογράφου δίπλα της. Η Σαμ έδωσε στη Χέλεν τον καφέ φάκελο η οποία τον
πήρε τόσο γρήγορα και τον άνοιξε πηδώντας τις περιττές σελίδες. Πήγε κατευθείαν στην τελευταία
σελίδα. Γύριζε τις σελίδες ξανά και ξανά. Που είχε πάει η υπογραφή του υπεύθυνου και του
ιατροδικαστή; Κάποιος είχε πάρει τη τελευταία σελίδα. Ποιος μπορούσε να έχει πρόσβαση;
Η Χέλεν έμεινε εκεί για αρκετή ώρα να συλλογίζεται. Προσπαθούσε να καταλάβει ποιος θα
μπορούσε να κρύβεται πίσω από όλα αυτά. Πλέον όλα εξαρτιόνταν από το Λουκ που θα
παρακολουθούσε τον πρώην προστατευόμενο της Χέλεν! Έπρεπε να μάθει με ποιον θα συναντιόταν.
Είχε κατέρρευσε όλο του το σχέδιο. Σίγουρα θα αποζητούσε να συναντηθεί με τον αρχηγό του.
Έπρεπε να σκηνοθετηθεί όλη αυτή η ανικανότητα της Χέλεν και της Ανάντια να τον συλλάβουν
ώστε να θεωρήσει εκείνος πως ξέφυγε. Μονάχα τότε, θα γινόταν απρόσεκτος και ο Λουκ θα
μπορούσε να τον ακολουθήσει χωρίς πρόβλημα. Στη πορεία βέβαια, κάτι πήγε στραβά. Η Χέλεν
γύρισε και κοίταξε την Ανάντια. Ήξερε πως για ακόμα μια φορά εκείνη ήταν υπεύθυνη για αυτήν την
κατάσταση. Ήταν τυχερή που και αυτή τη φορά δε κόστισε τη ζωή ενός αγαπημένου της προσώπου.
Γύρισε και κοίταξε αλλού, προσπάθησε να μη σκέφτεται τίποτα για μερικά λεπτά, ώστε να
καθαρίσει το κεφάλι της. Να μπορέσει να δει τα πράγματα καθαρά.
Τα μαρτυρικά δευτερόλεπτα έγιναν λεπτά, τα λεπτά έγιναν ώρες και οι ώρες, μέρες. Η Χέλεν πιστή
στρατιώτης να φυλάει τη φίλη της που βρίσκονταν πίσω από ένα τζάμι. Οι μέρες είχαν περάσει και η
Χέλεν δεν είχε φύγει από το νοσοκομείο. Οι νοσοκόμες όταν κατάλαβαν πως δεν υπήρχε περίπτωση
να φύγει, της είπαν πως θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει μια τουαλέτα του προσωπικού για να
μπορέσει να κάνει μπάνιο. Η Χέλεν ήταν πλέον ένα φάντασμα του εαυτού της, δεν είχε σταματήσει
λεπτό να κατηγορεί τον εαυτό της για τη κατάσταση της Ανάντια. Όσο την έβλεπε, πίσω από τζάμι,
ξαπλωμένη, αναίσθητη, αβοήθητη, τόσο περισσότερο θυμό ένιωθε. Θυμό για τη προδοσία, θυμό
όμως και για τον εαυτό της που επέτρεψε να τραυματιστεί κάποιος δικός της άνθρωπος. Ξανά και
ξανά τα ίδια λάθη. Με αυτές τις σκέψεις, η Χέλεν προχώρησε μηχανικά μέχρι που έφτασε στο
κυλικείο του νοσοκομείου. Η ουρά ήταν μεγάλη, η Χέλεν μηχανικά ακολουθούσε το γοργό βήμα
του πλήθους. Προσπάθησε να κουνήσει το λαιμό της προς όλες τις κατευθύνσεις μήπως και
ξεπιαστεί, μα μάταιος κόπος.
Τελικά η Χέλεν έφτασε στο ταμείο και σα χαμένη παρήγγειλε ένα σκέτο καφέ. Δεν ήθελε να φάει
τίποτα. Το στομάχι της είχε γίνει ένας κόμπος. Τόσες μέρες το μόνο που είχε βάλει στο στόμα της,
ήταν καφές, νερό και αναψυκτικά με ηλεκτρολύτες για να μην πέσει κάτω από την εξάντληση. Με
τον πολύτιμο καφέ στο χέρι της, προχώρησε ξανά πίσω προς την εντατική. Αυτή τη φορά η Χέλεν
κάλεσε το ασανσέρ. Δεν είχε κουράγιο να ανέβει με τις σκάλες. Μπήκε μέσα και παρέα με άλλους
ανθρώπους, άλλοι από αυτούς γιατροί, άλλοι επισκέπτες και πάτησε το κουμπί που θα την μετέφερε
στον αντίστοιχο όροφο. Όλοι εγκλωβισμένοι στο μικρό ατσάλινο κουμπί, ήταν γεμάτοι όρεξη για
ζωή μα η Χέλεν ήταν τόσο κουρασμένη. Ό,τι ψίθυρο και αν άκουγε, ήταν σαν να τρυπούσε τα αφτιά
της. Έπιασε δυνατά τα ιγμόρεια της και από εκεί έτριψε με μανία τα μάτια της κάτω από τα οποία
είχαν σχηματιστεί έντονοι μαύροι κύκλοι. Επιτέλους οι πόρτες άνοιξαν και πρώτη από όλους
ξεχύθηκε έξω η Χέλεν. Φτάνοντας ζαβλακωμένη έξω από το τζάμι που χώριζε αυτήν από την
Ανάντια αντίκρυσε ένα κενό δωμάτιο. Αμέσως, έψαξε γύρω της για κάποιον. Στη θέα μιας
νοσηλεύτριας η Χέλεν σαν να ήταν γεμάτη ενέργεια, έτρεξε πίσω της και με μια φωνή τη σταμάτησε.

- Που πήγε η κυρία που ήταν σε αυτό το δωμάτιο στην εντατική; Ρώτησε η Χέλεν εμφανώς
αγχωμένη. Λίγο η κούραση, λίγο το άγχος, λίγο οι τύψεις την έκαναν να αντιδρά
περισσότερο υπερβολικά από ό,τι συνήθως.
- Τη μεταφέρανε σε κανονικό θάλαμο.
- Πού; Ρώτησε η Χέλεν. Η νοσηλεύτρια που προφανώς είχε κάπου να πάει, φάνηκε
ενοχλημένη αλλά η έκφραση της Χέλεν δεν της άφησε περιθώρια. Παράτησε αυτό που έκανε
και κατευθύνθηκε στο γραφειάκι σαν γραμματεία που υπήρχε στον όροφο. Η Χέλεν
περίμενε υπομονετικά και όταν πήρε την απάντηση της, πέταξε σαν αετός. Δεν υπολόγισε
κούραση, εξάντληση, τίποτα! Ανέβηκε με τις σκάλες τρέχοντας, πέντε ορόφους ώσπου
έφτασε τελικά έξω από τη πόρτα του δωματίου που είχε μεταφερθεί η Ανάντια. Η όμορφη
γυναίκα πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοιξε τη πόρτα. Η όμορφη μελαμψή γυναίκα ήταν ήδη
ξαπλωμένη στο απλό κρεβάτι. Έδειχνε να κοιμάται, χωρίς όμως τα μηχανήματα που είχε
στην εντατική. Μέσα στο δωμάτιο, υπήρχε ένας νοσοκόμος που μετρούσε την πίεση της.
- Πότε θα ξυπνήσει; Ρώτησε με ανακούφιση η Χέλεν.
- Δεν γνωρίζω. Σύντομα… απάντησε χαμογελαστός ο άνδρας.

Η Χέλεν επιτέλους μπόρεσε να μείνει απολύτως μόνη με την Ανάντια. Όταν έκλεισε η πόρτα πίσω
τους, μπόρεσε να την πλησιάσει, να της πιάσει το χέρι και να της χαϊδέψει τα μαλλιά. Ήταν δική της
η ευθύνη που βρίσκονταν εκεί. Επιτέλους όμως είχε ξεφύγει το κίνδυνο. Ήταν ζήτημα χρόνου να
ξυπνήσει. Η Χέλεν έμεινε εκεί, δίπλα της μέχρι που τα μάτια της έγιναν βαριά. Έγειρε το κεφάλι της,
δίπλα στα χέρια της φίλης της και τελικά αποκοιμήθηκε!

- Γη καλεί Χέλεν, ακούστηκε μια απόκοσμη βραχνιασμένη φωνή. Η Χέλεν γύρισε και κοίταξε
την Ανάντια που είχε ανοίξει τα μάτια της.
- Δε θα στο συγχωρήσω ποτέ! Ψέλλισε η Χέλεν που κρατούσε το χέρι της.
- Που δεν πέθανα; Αστειεύτηκε η ταλαιπωρημένη γυναίκα… Οι δυο τους χαμογέλασαν και
έμειναν για λίγο έτσι.
- Εγώ έφταιγα…
- Σταμάτα, ήταν καλό σχέδιο. Πόσες μέρες είμαι εδώ; Ύψωσε λίγο τη φωνή της η Ανάντια.
- Επτά μέρες, απάντησε ψιθυριστά η Χέλεν. Η Ανάντια κούνησε το κεφάλι της σιωπηλή και
κοίταξε γύρω της το χώρο.
- Είχες νέα από το Λουκ; Ρώτησε αμέσως μετά η πανέμορφη ακόμα και μετά από το
χειρουργείο γυναίκα.
- Όχι… απάντησε σιωπηλά η Χέλεν.
- Οπότε περιμένουμε… σχολίασε η Ανάντια που έκλεισε ξανά τα μάτια της.

Η νύχτα γλιστρούσε διαβολεμένα αργά. Το φως του ήλιου πολύ νωχελικά είχαν βαλθεί να ξεβάψουν
το σκούρο χρώμα της νύχτας, χρωματίζοντας τον ουρανό με τα δικά τους χαρούμενα και
παιχνιδιάρικα χρώματα. Οι διάδρομοι του νοσοκομείου δεν είχαν κίνηση παρά μονάχα μερικούς
γιατρούς και νοσηλευτικό προσωπικό να περπατούν άλλοτε μεταφέροντας τους καφέδες τους στους
πάγκους, είτε διαβάζοντας διαγράμματα και ελέγχοντας ασθενείς.
Η Χέλεν στέκονταν μπροστά από ένα αυτόματο πωλητή και κοπανούσε το πεισματάρικο μηχάνημα
που της είχε κλέψει δύο δολάρια! Σκέφτηκε πως σε αυτή τη χώρα είχαν αρχίσει να χαλάνε και τα
αυτόματα μηχανήματα. Έμεινε εκεί για ένα δύο λεπτά να κοπανάει τη πλάτη του μεταλλικού
μηχανήματος μέχρι που τελικά το μεγάλο μπουκάλι αναψυκτικό έπεσε στην ειδική σχάρα στο κάτω
μέρος. Θριαμβευτικά η Χέλεν, άνοιξε τη πορτούλα και πήρε εκδικητικά το ποτό της λες και το
άψυχο μηχάνημα είχε να χωρίσει κάτι με εκείνη! Ένας ηλικιωμένος στην αίθουσα αναμονής που
παρατηρούσε όλη τη σκηνή, της χαμογέλασε. Η όμορφη κομάντο, χαμογέλασε πίσω κα έγνεψε ένα
γεια στον άνθρωπο που προφανώς περίμενε νέα για κάποια επέμβαση συγγενή του.
Η ταλαιπωρημένη γυναίκα, με καθαρά ρούχα πλέον, ανέβηκε από τις σκάλες και κατευθύνθηκε προς
το δωμάτιο της φίλης της πίνοντας δύο γερές γουλιές από το καφέ υγρό της συσκευασίας. Άνοιξε τη
πόρτα και είδε μέσα μια γνώριμη μορφή να μιλάει με την Ανάντια.

- Τί θες εσύ εδώ; Απόρησε η Χέλεν.


- Αλλάξαμε βάρδιες και ήρθα να δω πώς είναι, απάντησε ο Λουκ.
- Πολύ νοιάζεσαι για κάποιον που μόλις τη γνώρισες! Απάντησε καχύποπτα η πρώην κομάντο.
- Χέλεν! Φώναξε όσο μπορούσε η Ανάντια. Σαν μικρό παιδάκι η Χέλεν σταμάτησε και
υπάκουσε τη φίλη και ανώτερο της.
- Είχαμε κάποιο νέο από τον προδότη; Ρώτησε τελικά η Χέλεν μετά από μερική ώρα.
- Όχι, έχει λουφάξει σε ένα ξενοδοχείο. Παρακολουθούμε το δωμάτιο, και την έξοδο. Είναι
όλα υπό έλεγχο, απάντησε ο Λουκ που έτρωγε το κόκκινο ζελέ της Ανάντιας.
- Μπορείς να μη τρως το φαΐ της; Μονολόγησε κάπως ενοχλημένα η Χέλεν.
- Άστον, δεν θα έτρωγα αυτήν την αηδία έτσι και αλλιώς, ψέλλισε η εντυπωσιακή γυναίκα που
ένιωθε σα να έπρεπε να συνετίσει δεκάχρονα παιδιά.

Η Χέλεν πήγαινε πάνω κάτω στο δωμάτιο της Ανάντια, η οποία ήταν απόκοσμα ήρεμη. Ίσως να
έφταιγε ότι ήταν εξαντλημένη, ίσως να ήταν επειδή είχε πίστη στην Χέλεν και στην ομάδα της, ίσως
επειδή απλά είχε πίστη στο Θεό ότι όλα θα πάνε καλά. Σε κάθε περίπτωση, κάθονταν ήρεμη στο
κρεβάτι της, μονάχα κοιτούσε τη Χέλεν με νόημα.
Ο Λουκ κατάλαβε πως οι δυο τους ήθελαν να μείνουν μόνοι και σαν κύριος που ήταν, αποφάσισε να
χαιρετήσει και να αποχωρίσει από το δωμάτιο με πρόφαση ότι έπρεπε να προετοιμαστεί για την
επόμενη βάρδια του.
- Λουκ, φώναξε η Ανάντια.
- Συλλάβετε τον στόχο. Αν ήταν να συναντηθεί με κάποιον θα είχε συναντηθεί μέχρι τώρα.
Δεν υπάρχει λόγος να ρισκάρουμε παραπάνω! Διέταξε η Ανάντια. Ο άνδρας απέναντι της
αμέσως κοίταξε για επιβεβαίωση τη Χέλεν η οποία έγνεψε καταφατικά.
- Μάλιστα! Απάντησε στρατιωτικά εκείνος για να φύγει σιωπηλά από το δωμάτιο.

Πλέον στο δωμάτιο είχαν απομείνει μονάχα οι δυο γυναίκες ενώ για αρκετή ώρα επικράτησε σιωπή.
Μόνο ο ηλεκτρικός ήχος των μηχανημάτων που ήταν συνδεδεμένα ακούγονταν, ενώ έξω είχε πλέον
βασιλεύσει ο ήλιος ενώ ο ουρανός είχε χρωματιστεί με ένα μουντό γκρι χρώμα.

- Χέλεν; Μονολόγησε η Ανάντια που είχε ανακαθίσει στο νοσοκομειακό κρεβάτι!


- Μμμ; Έγνεψε η Χέλεν που κοιτούσε έξω από το παράθυρο με τις σκέψεις να έχουν
πλημυρίσει το μυαλό της και τις ευθύνες να κοντεύουν να την πνίξουν.
- Μέσα στη τσέπη μου είχα μια διεύθυνση. Εκεί είναι το παιδί. Θέλω να βεβαιωθείς πως είναι
όλα εντάξει.

Η Χέλεν γύρισε και κοίταξε την Ανάντια παραξενευμένη. Δεν είχε ιδέα για την επίθεση που είχε
δεχθεί. Μπορούσες να διακρίνεις την ανησυχία στα μάτια της, στη στάση του σώματος της…

- Γιατί είναι αλλού το παιδί;


- Χέλεν… προσπάθησε να μην απαντήσει η Ανάντια που ήξερε πως η φίλη της θα γίνονταν
έξαλλη που δε της το είχε πει νωρίτερα.
- Μου επιτέθηκε κάποιος και έπρεπε να τον στείλω αλλού μαζί με τη νταντά.
- Γιατί δε μου το είπες; Φώναξε η Χέλεν που είχε σηκωθεί έξαλλη από το κρεβάτι και πήγαινε
πάνω κάτω στο δωμάτιο.
- Γιατί όταν μιλήσαμε έπεφταν πυροβολισμοί… νευρίασε η Ανάντια για να ηρεμήσει μετά από
μερικά δευτερόλεπτα.
- Μπορείς να πας σε παρακαλώ; Ρώτησε σε ήρεμο τόνο τελικά.

Η Χέλεν δεν απάντησε, μονάχα πήρε τη τσάντα της και έφυγε χτυπώντας τη πόρτα πίσω της
αφήνοντας την λαβωμένη φίλη της να την κοιτάει από το θολό τζάμι. Οι άσπρες νιφάδες είχαν
καλύψει τα πάντα γύρω. Το κρύο διαπερνούσε τα κορμιά των ανθρώπων και τους έκανε να
αγκαλιάζουν το σώμα τους σα να ήταν ο εραστής τους.
Η όμορφη πρώην στρατιωτικός μπήκε μέσα στο αμάξι και χτύπησε τη πόρτα με δύναμη. Είχε
περάσει αρκετά βράδια κόλασης. Ίσως είχε εγκαταλείψει την μοναδική ευκαιρία που θα είχε να
συλλάβει τον πρώην συνάδελφο της. Έβαλε το κλειδί στη μίζα και άνοιξε την μηχανή του
αυτοκινήτου.
Δεν άργησε πολύ για να βγει στο περιφερειακό δρόμο και να πάρει τη κατεύθυνση που βρίσκονταν ο
γιος της καλύτερης της φίλης. Δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει ποιος θα ήταν τόσο χαζός να τα
βάλει με τη Διευθύντρια μυστικών αποστολών της CIA. Ίσως να ήταν ο ίδιος άνδρας που είχε
προσπαθήσει να σκοτώσει και την ίδια επιτυγχάνοντας το ακριβώς ανάποδο αποτέλεσμα, να πεθάνει
ο ίδιος.
Η κίνηση στους δρόμους ήταν ιδιαίτερα ενοχλητική. Υπήρχαν παντού καθυστερήσεις λόγω
χιονόπτωσης. Δεν είχε χρόνο για καθυστερήσεις. Πήγαινε εκεί μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει το
αίσθημα ανασφάλειας της φίλης της. Αν εκείνη είχε θεωρήσει πως σε εκείνο το σπίτι ήταν ασφαλής ο
γιος της, δεν έβλεπε το λόγο γιατί αυτό θα άλλαζε τώρα. Το δάχτυλο της κουνιόταν νευρικά
χτυπώντας τον λευγέ ταχυτήτων ενώ το άλλο της χέρι χτυπούσε τιμωρητικά το τιμόνι. Η Χέλεν
κοίταξε το ρολόι στη κονσόλα του αυτοκινήτου και άνοιξε το ραδιόφωνο. Για αρκετή ώρα άκουγε
την μουσική που συντρόφευε το βαρετό ταξίδι της, ώσπου κάτι που άκουσε κέντρισε την περιέργεια
της και ανέβασε την ένταση του ραδιοφώνου.

- Συνελήφθησαν τρομοκράτες ακριβώς πριν επιχειρήσουν να χτυπήσουν τη βασιλική


οικογένεια στο σημερινό γκαλά για τα εγκαίνια του πολεμικού μουσείου στο Λονδίνο,
λεπτομέρειες θα ανακοινωθούν αργότερα από τις αρχές.
Στο άκουσμα των νέων η Χέλεν χαμογέλασε διάπλατα ενώ έβγαλε μια κραυγή χαράς μέσα στο
αμάξι. Αυτό σίγουρα θα εξωθούσε τους ιθύνοντες σε νευρικές κινήσεις. Σίγουρα θα έκαναν κάποιο
λάθος. Σίγουρα θα τους έπιαναν. Σίγουρα θα τιμωρούνταν!
Οι καθαριστήρες θαρρείς πως πανηγύριζαν και εκείνοι έδιναν τη δική τους μάχη με τις λευκές μικρές
κρυστάλλινες παγωμένες μπάλες που είχαν σκεπάσει τα πάντα γύρω τους. Αν δεν ήταν η επιμονή της
Χέλεν, ίσως τώρα το διπλωματικό τοπίο να είχε αλλάξει. Ίσως, να ξεκινούσε μια σκούρα περίοδος
πολέμου.
Το μικρό αμάξι που αγκομαχούσε να ανέβει κάτι μικρές ανηφόρες ενοχλούσε τη Χέλεν που είχε
συνηθίσει να οδηγεί ένα τεράστιο μαύρο τζιπ μεγάλου κυβισμού το οποίο της άρεσε να φέρνει στα
όρια του. Σε λίγα λεπτά, η πιστή φίλη της Ανάντιας είχε φτάσει και προχωρούσε σε έναν ιδιωτικό
δρόμο που είχε ακόμα ένα στρώμα από απάτητο χιόνι. Σε μερικά λεπτά, η Χέλεν κατάφερε να
εντοπίσει ένα μικρό αλλά πανέμορφο γραφικό σπιτάκι. Αυτό πρέπει να ήταν το σπίτι που εννοούσε η
Ανάντια.
Η πόρτα του αμαξιού άνοιξε και η Χέλεν βούλιαξε στο χιόνι. Το κρύο ήταν έντονο και κάθε ανάσα
της δημιουργούσε ένα σύννεφο από υδρατμούς. Καιρό είχε να νιώσει τόσο κρύο… Βέβαια, συνήθως
θα βρίσκονταν μέσα σε ένα θερμαινόμενο κτήριο και όχι σαν ανεμικό φύλλο να παρασέρνεται από
μέρος σε μέρος, όπου φυσάει ο άνεμος. Τα πόδια της έπρεπε να σηκώνονται ψηλά για να
καταφέρουν να κάνουν ακόμα ένα βήμα μέχρι που τελικά κατάφερε να φτάσει στην εξώπορτα του
γραφικού σπιτιού, που πιο πολύ καμπίνα σε δάσος θύμιζε! Η Χέλεν χτύπησε τη πόρτα αρκετές
φορές μα δεν απάντησε κανείς. Παραξενεύτηκε και πήγε να κοιτάξει από το παράθυρο αριστερά της
πόρτας τί συνέβαινε μέσα. Καθάρισε το χιόνι με το αριστερό της χέρι και προσπάθησε να κοιτάξει
μέσα χρησιμοποιώντας τα χέρια της σαν κιάλια. Τίποτα, κανείς δεν φαίνονταν να είναι μέσα.
Αδύνατον. Εκεί ήταν, ενδεχομένως να κρύβονταν. Η Χέλεν νευριασμένη πήγε στη πόρτα και
χτύπησε πιο δυνατά για αρκετές φορές ακόμα. Είχε αρχίσει να ανησυχεί, μήπως είχε συμβεί κάτι και
η Ανάντια είχε δίκιο που ανησυχούσε; Πήγε πίσω στο αμάξι και μπήκε μέσα χωρίς να κλείσει τη
πόρτα. Άνοιξε το συρτάρι του συνοδηγού και πήρε από μέσα το όπλο που είχε σκοτώσει
προηγουμένως τον αντίπαλο της. Κοίταξε για ακόμα μια φορά το γεμιστήρα και ύστερα όπλισε το
όπλο. Ύστερα, πήρε το κατσαβίδι και το συρματάκι που είχε χρησιμοποιήσει για να ανοίξει και τη
πόρτα του πρώην προστατευόμενου της στην Ουάσιγκτον.
Με γρήγορα βήματα είχε φτάσει και πάλι τη πόρτα της καμπίνας και έσκυψε για να μπορέσει να
δουλέψει στη κλειδαριά πιο εύκολα. Το κρύο είχε κάνει τα χέρια της να ξυλιάσουν με αποτέλεσμα οι
κινήσεις στα δάχτυλα της να γίνονται λιγότερο λεπτές. Αυτό δυσκόλευε το έργο της, ενώ η
αγανάκτηση της είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπο της. Τελικά μετά από λίγα λεπτά κατάφερε να
ανοίξει τη πόρτα και να μπει προσεκτικά μέσα στο σπίτι.
Αφού μπήκε μέσα και έκλεισε τη πόρτα, υπήρχε σκοτάδι αλλά ζέστη. Αυτό σήμαινε πως κάποιος
ήταν εκεί προηγουμένως. Κρατούσε το όπλο στο χέρι της, χωρίς να έχει το δάχτυλο στη σκανδάλη
αλλά τεντωμένο ακριβώς από πάνω της. Περπατούσε δραματικά αργά σιγουρεύοντας πως κοιτούσε
τα πάντα και δε θα πατούσε κάτι που θα τη πρόδιδε. Όταν έφτασε στη κουζίνα παρατήρησε
σπασμένα γυαλιά και όλες τις οι αισθήσεις κινητοποιήθηκαν. Το βλέμμα της έπεσε στο διάδρομο
που οδηγούσε σε κάτι επιμέρους δωμάτια. Περπάτησε προσεκτικά και ήρεμα με στρατιωτική
πειθαρχία. Αυτές τις οι άκρως συντονισμένες κινήσεις, της θύμισαν όταν έκανε έφοδο σε σπίτια στο
Αφγανιστάν με την ομάδα της φορώντας τον βαρύ εξοπλισμό και την στολή της, με μεγάλα
αυτόματα όπλα. Τώρα ήταν με ένα απλό περίστροφο, με απλά πολιτικά ρούχα που δεν είχαν ούτε
μια σημαία να νομιμοποιεί τις πράξεις της, ούτε ένα αλεξίσφαιρο εξασφαλίζοντας τη ζωή της. Ήταν
μόνη της, ολομόναχη, απόκληρη, βρώμικη σε ένα μυστικό κόσμο που έχει τους δικούς του κανόνες
και τα δικά του όρια.
Η Χέλεν πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοιξε σιωπηλά την πρώτη πόρτα που βρέθηκε μπροστά της.
Μπήκε μέσα στο δωμάτιο και έλεγξε πολύ προσεκτικά τα πάντα. Πριν προλάβει να ανοίξει τη
ντουλάπα, άκουσε ένα μικρό θόρυβο πίσω της. Ακαριαία γύρισε το όπλο σε αυτή τη κατεύθυνση για
να αντικρύσει τη μικρή άσπρη γάτα της η οποία είχε έρθει να τριφτεί στα πόδια της από τη χαρά της
που είδε ξανά το αφεντικό του. Η Χέλεν έσκυψε λιγάκι ίσα ίσα να τη χαϊδέψει με το ένα χέρι της,
προκειμένου να σταματήσει να νιαουρίζει.
Μόλις κατάφερε και έκλεισε τη πόρτα μέσα μαζί με τη γάτα της, προχώρησε στα άλλα δωμάτια και
έκανε το ίδιο έλεγχο σε όλα. Της είχε μείνει ακόμα ένα. Το πιο απομακρυσμένο στο σπίτι. Αν ο γιος
της Ανάντια μαζί με τη νταντά του ήταν στο σπίτι και κρύβονταν, τότε δεν έμενε κανένα μέρος στο
σπίτι που να μην είχε ελέγξει η Χέλεν εκτός από εκείνο.
Η Θεά του πολέμου, πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοιξε τη πόρτα του δωματίου. Μπήκε μέσα με
προτεταμένο το όπλο ελέγχοντας το χώρο. Ενώ ήταν στο δωμάτιο παρατήρησε φως από μια άλλη
πόρτα που ήταν κλειστή μέσα στο δωμάτιο. Ήταν προφανώς το μπάνιο του κύριου υπνοδωματίου.
Χέλεν σκέφτηκε πως το παιδί θα βρίσκονταν εκεί και πήρε το απόλυτο ρίσκο να κρύψει το όπλο στη
τσέπη της και να μπει μέσα παντελώς άοπλη, γυμνή, τρωτή όσο ποτέ! Έβαλε το χέρι της στο πόμολο
και το γύρισε, η πόρτα νωχελικά άνοιξε με μια δέσμη φωτός να τρέχει στο πάτωμα και να γεμίζει
σιγά σιγά τους τοίχους του υπνοδωματίου. Προς ανακούφιση της μέσα βρίσκονταν αγκαλιασμένη η
νταντά με τον μικρό όμορφο μπόμπιρα!

- Θεία Χέλεν! Φώναξε ο μικρός και έτρεξε στην αγκαλιά της. Η Χέλεν γονάτισε και πήρε στην
αγκαλιά της το μικρό μπελά της, όπως τον έλεγε. Ανακούφιση σχηματίστηκε και στη νταντά
που είχε προφανώς πανικοβληθεί στην ιδέα ότι κάποιος μπήκε στο σπίτι.
- Τί κάνετε κλεισμένοι εδώ μέσα; Ρώτησε η Χέλεν με τόσο γλυκιά φωνή που ούτε η ίδια δεν
ήξερε ότι μπορούσε να βγάλει.
- Φοβηθήκαμε μήπως μπήκε μέσα κάποιος κακός κλέφτης… Απάντησε με παιδική χροιά το
αγόρι.
- Ελάτε, βγείτε από εδώ μέσα, διέταξε σχεδόν η Χέλεν με τον μικρό να έχει γαντζωθεί σχεδόν
στην αγκαλιά της.

Πλέον οι τρεις τους, βρίσκονταν στην κουζίνα με τη Χέλεν να απολαμβάνει μια μεγάλη κούπα με
καυτό καφέ που άχνιζε. Κοιτούσε τη νεαρή κοπέλα ιδιαίτερα έντονα, προσπαθώντας να
αποκωδικοποιήσει τί ήταν αυτό που την ενοχλούσε πάνω της. Αποφάσισε να στρέψει το βλέμμα της
αλλού. Ίσως ήταν παρανοϊκή, την τελευταία περίοδο έβλεπε παντού αόρατους και ορατούς εχθρούς
αλλά και παλιούς νεκρούς φίλους…

- Γιατί κρυφτήκατε στο μπάνιο; Ρώτησε η Χέλεν τη κοπέλα όταν ο μικρός είχε πάει να
αναζητήσει τη γάτα της για να παίξει.
- Μόλις άκουσα αμάξι κρύφτηκα. Με είχε προειδοποιήσει η κυρία Ανάντια, απάντησε η
κοπέλα βάζοντας στη Χέλεν λίγο ακόμα καφέ. Η Χέλεν χαμογέλασε ευχαριστώντας για το
καφέ ενώ στη συνέχεια ήπιε μια γενναία γουλιά από το περιεχόμενο της πράσινης κούπας.

Την συζήτηση τους χάλασε η γάτα που είχε φέρει ο μικρός. Η Χέλεν πήρε το άσπρο κατοικίδιο της
στην αγκαλιά της και το χάιδεψε ενώ στη συνέχεια το έδωσε πίσω στον πιτσιρικά ο οποίος
χαρούμενα πήρε τη γάτα πίσω και πήγε να παίξει μαζί της λίγα μέτρα μακριά. Η Χέλεν γύρισε και
συνέχισε να καρφώνει με το βλέμμα της, την γυναίκα που κοιτούσε χαμογελαστή το παιδί που
έπαιζε.
- Πόσο καιρό δουλεύεις με την Ανάντια; Ρώτησε τελικά η Χέλεν ενώ έπινε το αχνιστό καφέ
της. Η γυναίκα σταμάτησε να κοιτάει το μικρό και έστρεψε το βλέμμα της στην όμορφη
καστανή γυναίκα με τα καταπράσινα μάτια.
- Αρκετό, να σας φέρω κάτι για το κεφάλι σας; Ρώτησε η γυναίκα που κοιτούσε τις μελανιές
και το ξεραμένο αίμα στο πρόσωπο της Χέλεν, ενώ ύστερα το βλέμμα της έπεσε πάνω στις
πρησμένες και κατακόκκινες φάλαγγες των χεριών της, αποτέλεσμα των πολλών μπουνιών
που είχε ρίξει αυτές τις μέρες. Η Χέλεν παρατήρησε τα χέρια της, είχαν καιρό να πρηστούν
έτσι τα χέρια της. Χαμογέλασε και έγνεψε καταφατικά για να δεχθεί μετά από μερικά λεπτά
μερικά παγάκια τυλιγμένα σε μια πετσέτα.
- Είσαι καλά;
- Γιατί να μην είμαι; Απόρησε η νταντά.
- Δε ξέρω, αναγκάστηκες να κρυφτείς μέσα στο μπάνιο. Τί σε έκανε να φοβηθείς; Συνήθως οι
άνθρωποι δεν πανικοβάλλονται έτσι.
- Συγγνώμη, με κατηγορείς για κάτι; Ύψωσε ενοχλημένα το τόνο της φωνής της. Η νεαρή
κοπέλα σηκώθηκε από τη καρέκλα της, φάνηκε αναστατωμένη. Η Χέλεν χαμογέλασε, για
κάποιο λόγο κάτι δεν της πήγαινε καλά.
- Όχι, απλά ρώτησα αν είσαι καλά. Δε καταλαβαίνω γιατί το πήρες έτσι. Απάντησε παγερά
ήρεμα και η Χέλεν που έβαζε πάγο πάνω στα δάχτυλα της.
- Φοβήθηκα αλλά έκανα αυτό που έπρεπε. Απάντησε έχοντας πλησιάσει τη Χέλεν σε
απόσταση αναπνοής με γουρλωμένα μάτια. Από την κοντινή αυτή απόσταση η έμπειρη
κομάντο, αξιολόγησε τις εκφράσεις της νεαρής κοπέλας. Προσπάθησε να αξιολογήσει τις
αντιδράσεις της, τις απαντήσεις της, τις κινήσεις της. Οι άνθρωποι όταν προσβάλλονται ή
όταν θυμώνουν βγάζουν τον πραγματικό τους εαυτό. Η Χέλεν έγνεψε καταφατικά με ένα
μικρό χαμόγελο στο χτυπημένο πρόσωπο της.
- Πώς μπήκατε μέσα στο σπίτι; Ρώτησε τελικά μετά από μερική ώρα η κοπέλα που έπλενε τα
χέρια της στο νεροχύτη όση ώρα η Χέλεν έπινε το καφέ της η οποία παραδόξως δεν περίμενε
να της κάνει αυτήν την ερώτηση.
- Χτυπούσα και δεν απαντούσε κανείς. Μπήκα από το παράθυρο, είπε ψέματα εκείνη.
- Είναι κλειδωμένα τα παράθυρα… Ψέλλισε εκείνη με σταυρωμένα χέρια ενώ έκανε να πάρει
το μαχαίρι δίπλα της. Η Χέλεν είδε τη κίνηση της κοπέλας και σηκώθηκε από τη καρέκλα
πλησιάζοντας την.
- Δε θα στο συνιστούσα.
- Ποια είσαι; Ρώτησε εμφανώς τρομαγμένη η κοπέλα.
- Ηρέμησε, είμαι φίλη της Ανάντιας.
- Δεν μου είπε πως θα έρχονταν κανείς, μονολόγησε με ένα δάκρυ να βγαίνει από το μάτι της.
Ό,τι υποψία μπορεί να είχε η Χέλεν, τώρα έβλεπε καθαρά πως η κοπέλα αυτή
πανικοβάλλονταν πιο γρήγορα και από ένα τρίχρονο παιδί.
- Η Ανάντια είχε ένα τροχαίο ατύχημα και είναι στο νοσοκομείο. Αν θες μπορείς να την πάρεις
τηλέφωνο, απάντησε η Χέλεν πηγαίνοντας να κάτσει ξανά στη θέση της με το γιο της
Ανάντιας που έπαιζε με το άσπρο τετράποδο κατοικίδιο, δείχνοντας πως δεν είχε τίποτα να
φοβηθεί!
Η νεαρή κοπέλα καλούσε στο τηλέφωνο, ενώ με την άκρη τους ματιού της παρακολουθούσε τη
Χέλεν που έπαιζε με το παιδί. Όλο το σώμα της νταντάς κουνιόταν πέρα δώθε με το ένα χέρι να έχει
αγκαλιάσει προστατευτικά το κορμί της. Φοβόταν, αυτό ήταν εμφανές. Η αίσθηση της Χέλεν
ωστόσο, ακόμα της έλεγε πως κάτι περίεργο είχε συμβεί.

- Άλεξ, απευθύνθηκε η Χέλεν στο παιδί της Ανάντιας…


- Πού είναι η μαμά μου Χέλεν; Ρώτησε εκείνο.
- Θα σε πάω, αλλά πρώτα θα παίξουμε ένα παιχνίδι, εντάξει; Προέτρεψε το παιδί με τη γλυκιά
της φωνή η Χέλεν ενώ το στομάχι της είχε αρχίσει να την ενοχλεί.
- Θα πας, και θα βάλεις αυτό το πραγματάκι μέσα, στα παπούτσια της φίλης μας. Θα παίξουμε!
Αλλά εκείνη δε πρέπει να το μάθει ποτέ! Εντάξει; Ρώτησε συνωμοτικά η Χέλεν η οποία είχε
αφαιρέσει από το κινητό της, ένα μικρό τσιπάκι εντοπισμού που είχε εγκαταστήσει για
τέτοιες περιπτώσεις στο κινητό της, σε περίπτωση που ήθελε να παρακολουθήσει κάποιον. Ο
μικρός ήρθε γρήγορα πίσω με ένα πονηρό χαμόγελο στο πρόσωπο του.
- Εντάξει; Ρώτησε η Χέλεν. Το έκρυψες καλά;
- Ναι! Θα πάμε στη μαμά τώρα; Ρώτησε ανυπόμονα το αγοράκι.
- Ναι! Θα πάμε! Απάντησε ενώ είχε τον είχε πάρει αγκαλιά η Χέλεν.

Η νεαρή νταντά είχε κατεβάσει το ακουστικό της και πέταξε το κινητό της στο πάγκο. Η Χέλεν για
μια στιγμή ένιωσε φρικτούς πόνους στο κορμί της και αίσθημα καψίματος στα άκρα της. Ακόμα το
κεφάλι της, της έπαιζε παιχνίδια μετά από τη διάσειση που είχε πάθει, ένιωθε έντονη αίσθηση ζάλης
και αποπροσανατολισμού. Όταν με το καλό τελείωνε όλη η υπόθεση, πρέπει να πάρει μια καλή
άδεια, ίσως να πήγαινε σε κάποιο εξωτικό προορισμό για να κάνει καταδύσεις που τόσο αγαπούσε!
Πάντα, ήθελε να πάει σε κάποιο τροπικό νησί με φοίνικες, απέραντη αμμουδιά και κρυστάλλινα
νερά. Ήθελε να κάθεται στην αμμουδιά με τις ώρες, να διαβάζει ένα καλό βιβλίο και να πίνει κοκτέιλ
στη παραλία. Μετά το θάνατο του Μαρκ ωστόσο, η Χέλεν δεν είχε πάει ποτέ διακοπές κάπου
διαφορετικά. Είχε ριχτεί με μανία στη δουλειά και αμελούσε να κάνει οτιδήποτε διασκεδαστικό για
τον εαυτό της.
Η πρώην κομάντο πήγε να σηκωθεί από το πάτωμα που είχε καθίσει με το Άλεξ, αλλά η έντονη
ζάλη, συνοδευόμενη με αναγούλα, φρικτούς πόνους στο στομάχι της καθώς επίσης και το αίσθημα
καψίματος την έκαναν να καταρρεύσει σχεδόν στο καναπέ. Πόσο σιχαίνονταν το αίσθημα της
αναγούλας. Θα προτιμούσε να περάσει όλη την σκληρή εκπαίδευση, όλες τις σκληρές δοκιμασίες
των ειδικών δυνάμεων, παρά να νιώσει το άσχημο συναίσθημα του εμετού! Η Χέλεν έμεινε λιγάκι
εκεί στον καναπέ, προσποιούμενη ότι ήταν όλα εντάξει. Στη πραγματικότητα όμως κάτι πήγαινε
δραματικά στραβά. Τα πάντα γύρω της γυρνούσαν, ανακατεύονταν, ένιωθε το κεφάλι της βαρύ ενώ
τα μάτια της ήθελαν να κλείσουν. Τί είχε συμβεί; Πριν από μερικά λεπτά όλα ήταν εντάξει!

- Ο καφές, ψέλλισε η Χέλεν που γύρισε το βλέμμα της, στο πάγκο της κουζίνας που
βρίσκονταν η νταντά που την κοιτούσε χωρίς να κάνει τίποτα. Της είχε ρίξει κάτι μέσα στο
καφέ.

Η Χέλεν πριν προλάβει να πει τίποτα, έκλεισε τα μάτια της και βυθίστηκε σε έναν άλλο μαύρο,
σκοτεινό κόσμο. Το ταξίδι στον Άδη, διαρκούσε πολλούς μήνες, το ταξίδι της Χέλεν σε αυτόν τον
σκοτεινό κόσμο όμως διήρκησε πολύ λιγότερο. Το σώμα της έμεινε εκεί, τα μάτια της είχαν κλείσει.
Έδειχνε σα να κοιμάται. Η νταντά μόλις αντίκρυσε τη Χέλεν έτσι, βιάστηκε και έβαλε το παλτό της,
τα παπούτσια της και ετοίμασε το παιδί για να το πάρει να φύγουν.

- Τί έπαθε η θεία; Ρώτησε ο μικρός πιτσιρικάς.


- Κοιμάται! Πάμε μην την ενοχλούμε! Απάντησε βιαστικά εκείνη που είχε σκύψει στα γόνατα
για να του βάλει το μπουφάν του.

Η πόρτα της μικρής καλύβας ακούστηκε ηχηρά όταν έκλεισε ενώ στη συνέχεια ακολούθησε ο ήχος
από τη μηχανή αυτοκινήτου που είχε έρθει η Χέλεν. Ο ήχος ολοένα και απομακρύνονταν αφήνοντας
τη Χέλεν να αργοπεθαίνει με το δηλητήριο που έτρεχε μέσα της. Οι δείκτες του ρολογιού χτυπούσαν
και ο μόνος θόρυβος που αντηχούσε στο σπίτι, ήταν ο δικός τους. Ο χορός δύο εραστών, του δείκτη
της ώρας και εκείνου των λεπτών, που καταραμένα από τη μάγισσα του χρόνου, είναι πλέον μονάχα
γραφτό να συναντιόνται δύο φορές τη μέρα για μονάχα πέντε λεπτά!
Κεφάλαιο 12

Λίγο νωρίτερα στο νοσοκομείο

Η Ανάντια είχε ανακαθίσει στο άβολο νοσοκομειακό κρεβάτι. Κάποιος της είχε φέρει ένα βιβλίο να
διαβάσει. Εκείνη με εκείνο το απαράμιλλο στιλ της, ενέπνεε σεβασμό ακόμα και με τα φρικτά
νοσοκομειακά ρούχα. Ήταν τόσο όμορφη που μέχρι και οι γιατροί της, περνούσαν πιο συχνά από το
δωμάτιο της για να ελέγξουν την πορεία του τραυματισμού της. Εκείνη όμως έδειχνε να είναι ένας
αδιαπέραστος τοίχος, ένας βράχος σε μια ακτή που συνεχώς τορπιλίζεται από λυσσαλέα κύματα και
παρόλα αυτά μένει αμετακίνητος φρουρός του περιβάλλοντος του. Ή ώρα περνούσε και δεν είχε νέα
από τη Χέλεν. Δεν ανησυχούσε ωστόσο, είχε στείλει τη πιο πιστή φίλη της, αλλά και την πιο ικανή
και φονική στρατιώτη που κάποτε είχε να αναδείξει η ομάδα Δέλτα.
Την ησυχία της διατάραξε ο γυμνασμένος Λουκ που μπήκε με τόσο θόρυβο μέσα στο μονόκλινο
θάλαμο της Ανάντια, την οποία και διέκοψε από τη μελέτη της.

- Που είναι η Χέλεν; Ρώτησε εκείνος λαχανιασμένος.


- Ηρέμησε! Την έχω στείλει εγώ κάπου, μονολόγησε απόκοσμα ήρεμα εκείνη που στράφηκε
ξανά στο βιβλίο της. Ο Λουκ πλησίασε με ένα γρήγορο διασκελισμό και κατέβασε το βιβλίο
από τα μάτια της Ανάντια.
- Πάρε τη τηλέφωνο… Διέταξε σχεδόν ο Λουκ που της έδωσε ένα κινητό μη δίνοντας της
ουσιαστικά κανένα περιθώριο για να μη κάνει αυτό που της έλεγε. Η Ανάντια κοίταξε τον
νεαρό άνδρα, ψυχρά, προσπαθούσε να καταλάβει τί λάθος συνέβαινε με όσους
συνεργάζονταν με τη Χέλεν. Αναρωτιόταν αν τους δίδασκε πρώτα την αγένεια. Αναστέναξε
και πήρε απότομα το τηλέφωνο από τα χέρια του πληκτρολογώντας τον αριθμό του κινητού
της Χέλεν.
- Δεν απαντάει… Αποφανθεί τελικά η Ανάντια, δίνοντας το κινητό πίσω στον νεαρό άνδρα.
Εκείνος το πήρε και άρχισε να ξανακαλεί ξανά και ξανά στο ίδιο κινητό.
- Μπορείς να μου πεις, τί έγινε και ψάχνεις τη Χέλεν τόσο πολύ; Ρώτησε η Ανάντια που
ειλικρινά απεχθάνονταν το πανικό και τις καταστάσεις που οι άλλοι τρέχουν αλλόφρονες για
να σώσουν.
- Βρήκαμε με ποιόν συναντήθηκε αυτός που με βάλατε να ακολουθήσω.
- Και; Ρώτησε η Ανάντια που τώρα ήταν σειρά της να χάσει ένα χτύπο από τους σφυγμούς της.
Ο άνδρας, αρχικά δίστασε να της δώσει τις φωτογραφίες που είχε σε εσωτερική τσέπη στο
μπουφάν του. Η Ανάντια ήδη είχε ανοίξει τη παλάμη της απαιτώντας να τις δει.
- Η Χέλεν είπε για τα μάτια της μόνο… Ψέλλισε ο Λουκ.
- Τα μάτια της, μάτια μου… Διέταξε η μελαμψή αλλά αυστηρή γυναίκα, κουνώντας το χέρι
της έντονα απαιτώντας τις φωτογραφίες.

Ο Λουκ παρέδωσε τις φωτογραφίες στην Ανάντια. Τα χέρια της, άνοιξαν νευρικά τον άσπρο φάκελο
στο εσωτερικό του οποίου βρίσκονταν οι φωτογραφίες. Πριν ανοίξει το φάκελο, πήρε μια βαθιά
ανάσα. Αυτός που θα έβλεπε μέσα, θα ήταν κάποιος που πιθανώς να ήξερε. Κάποιος συνάδελφος
της, κάποιος ανώτερος υπάλληλος της Υπηρεσίας Πληροφοριών. Αυτός ο κάποιος, είχε διατάξει το
θάνατο της. Μόλις, έπιασε τις φωτογραφίες στα χέρια της, η πραγματικότητα χάθηκε από γύρω της.
Τα αφτιά της βούιζαν, ενώ ο καρδιογράφος είχε τρελαθεί. Οι σφυγμοί της χόρευαν σε ξέφρενους
ρυθμούς. Έβαλε το χέρι στο στόμα της. Είχε προετοιμαστεί να δει κάποιον γνωστό, ίσως ακόμα και
κάποιον που θεωρούσε φίλο. Σε καμία περίπτωση δεν είχε προετοιμαστεί όμως για τη
πραγματικότητα που αντιμετώπιζε.

- Πάρε τη Χέλεν τηλέφωνο, διέταξε με σπασμένη φωνή η Ανάντια.


- Είσαι εντάξει;
- Κάνε αυτό που είπα! Φώναξε τελικά η Ανάντια, της οποίας οι σφυγμοί ακόμα δεν είχαν
ηρεμήσει.
- Δεν απαντάει… Μονολόγησε ο νεαρός μετά από μια βασανιστική αναμονή μερικών
δευτερολέπτων. Η Ανάντια προσπάθησε να σηκωθεί βγάζοντας τη πεταλούδα από το χέρι
της, όπως και τον μετρητή οξυγόνου. Σε λίγα λεπτά είχαν μπει στο δωμάτιο νοσοκόμοι
προσπαθώντας να την βάλουν πίσω στο κρεβάτι. Μέσα σε αυτούς που προσπαθούσαν ήταν
και ο Λουκ. Κανείς ποτέ, δεν είχε δει την Ανάντια σε τέτοια κατάσταση. Ήταν αλλόφρων,
ήταν σε μια κατάσταση άγνωστη και για την ίδια, σε κατάσταση πανικού!
- Πρέπει να πας να βρεις τη Χέλεν, διέταξε τελικά η Ανάντια που ήταν ξανά στο κρεβάτι της.
- Τί είδες εκεί μέσα;
- Κάνε αυτό που σου λέω πήγαινε εκεί που θα σου πω, μονολόγησε εκείνη, που έγνεψε σε μια
νοσοκόμα να της δώσει ένα στυλό.
- Θα πας σε αυτή τη διεύθυνση, παρακάλεσε σχεδόν η όμορφη γυναίκα που έγραφε με το
αριστερό της χέρι τη διεύθυνση της καμπίνας πάνω στη παλάμη του Λουκ.
- Τί είναι εκεί;
- Το παιδί μου! Το σοκ στην έκφραση του Λουκ, ήταν εμφανές. Δεν θα φαντάζονταν ποτέ πως
η Ανάντια ήταν ο τύπος του οικογενειάρχη.
- Όποιον δεις, και δεν είναι παιδί ή η Χέλεν πυροβόλησε τον! Διέταξε εκείνη που μερικά
δευτερόλεπτα μετά έμεινε μόνη στους τέσσερις τοίχους.

Η αγωνία της είχε κορυφωθεί. Δεν περίμενε ποτέ πως ο προδότης, ο άνθρωπος που βρίσκονταν πίσω
από όλα αυτά ήταν κάποιος που κάποτε εκείνη θεωρούσε σημαντικό! Δεν θα μπορούσε ποτέ, να
φανταστεί, ούτε στους πιο φρικαλέους εφιάλτες της, πώς θα μπορούσε να είναι ικανός για κάτι
τέτοιο. Ένα δάκρυ κύλησε στο πρόσωπο της, ένα πρόσωπο που δεν είχε δεχθεί ποτέ κάποιο
σωματικό υγρό συναισθηματικής αλμύρας. Μια γυναίκα τόσο δυνατή, τόσο αδίστακτη όπου έπρεπε.
Ήταν η Διευθύντρια Μυστικών Αποστολών και ήταν κάποτε παντρεμένη με έναν προδότη!
Παραλίγο να δολοφονηθεί από έναν δολοφόνο απεσταλμένο του πρώην άνδρα της. Δεν μπορούσε
να ηρεμήσει, είχε μοιραστεί το σώμα της, το σπίτι της, το κρεβάτι της με έναν δολοφόνο. Ευτυχώς
τον είχε χωρίσει χρόνια πριν όταν έμεινε έγκυος από έναν άλλο άνδρα. Το γεγονός όμως ότι κάποτε
μοιράστηκαν μια ζωή δεν άλλαζε. Ένιωθε προδομένη, ένιωθε βρώμικη, ένιωθε ανίκανη, χαζή,
εξαπατημένη, σχεδόν νεκρή!
Η Ανάντια πήρε πάλι το κινητό στα χέρια της και πληκτρολόγησε τον αριθμό της Χέλεν. Έπρεπε να
την ειδοποιήσει. Έπρεπε να πάρει το παιδί και να φύγει. Η νταντά ήταν κάποια που της είχε συστήσει
αυτός, την είχε ελέγξει και ήταν καθαρή αλλά και πάλι. Πώς μπορούσε να εμπιστευτεί ότι προέχεται
από αυτόν; Στο τηλέφωνο δεν απαντούσε κανείς. Σίγουρα κάτι κακό είχε συμβεί!
Ο Λουκ κόλλησε το πόδι του στο γκάζι, πλέον δεν διαφαίνονταν τοπίο από τα παράθυρα του
αυτοκινήτου, μονάχα ένα θολό τοπίο. Η αδρεναλίνη είχε ξεχυθεί στο αίμα του, κάνοντας τον πιο
απερίσκεπτο από ότι συνήθως ήταν. Ξαφνικά αναγκάστηκε να ελαττώσει ταχύτητα, μπροστά του
υπήρχαν αρκετά αυτοκίνητα, τα οποία και προσπάθησε να προσπεράσει ταράζοντας τους στη κόρνα
και τις χειρονομίες μέσα από το σκελετό του τετράτροχης μηχανής.
Με το ένα χέρι στο τιμόνι και το άλλο στο κινητό προσπαθούσε να καλέσει τη Χέλεν στο κινητό. Η
προσοχή του ήταν μία στο δρόμο, μια στην οθόνη του κινητού του. Όταν κατάφερε να καλέσει
τελικά τον αριθμό, έβαλε το κινητό στο αφτί του, συνεχίζοντας να οδηγεί με τη μεγάλη του
ταχύτητα. Μάταια, δεν απαντούσε! Ο Λουκ με νεύρα πέταξε το κινητό δίπλα του με δύναμη. Έβαλε
το χέρι του στο στόμα του και πάτησε γκάζι. Το σώμα του κόλλησε πίσω στη καρέκλα, ήξερε πώς
δεν έπρεπε να οδηγεί έτσι σε χιονισμένο δρόμο, αλλά ίσως η ζωή ενός συναδέλφου να κινδύνευε, ή
ακόμα χειρότερα να κινδύνευε η ζωή ενός αθώου, μικρού παιδιού!
Χωρίς να το θέλει, στο μυαλό του ήρθε η Χέλεν. Οι ερωτικές σκηνές που είχαν περάσει μεταξύ τους.
Θυμήθηκε το κορμί της, το γέλιο της, το απίστευτο σώμα της, το θυμό που έβγαζε στους πάντες και
στα πάντα, οι ικανότητες της, το μυαλό της που θα εντυπωσίαζε τον καθέναν. Δεν είχε καταλάβει
μέχρι εκείνη τη στιγμή πως του άρεσε. Δεν περνούσε ιδιαίτερο χρόνο να αναλύει τα συναισθήματα
του. Είχε πείσει τον εαυτό του πως δεν έχει καν συναισθήματα, μονάχα ορμές και ανάγκες. Ίσως
αυτό ήταν που τον κέντρισε στη Χέλεν. Είχε την ίδια νοοτροπία, δεν έψαχνε τον έρωτα, έψαχνε μια
εκτόνωση. Αυτό που αγνοούσε ήταν πως η Χέλεν είχε συναισθήματα απλά προορίζονταν μονάχα για
ένα μοναδικό άτομο που πλέον δεν ήταν στη ζωή της και δεν θα υπήρξε ποτέ ξανά! Τον συγκλόνιζε
πως μπορούσε να σκοτώσει τον καθένα σιωπηλά σε δευτερόλεπτα και παρόλα αυτά είχε τόσο
έντονα το αίσθημα της ευθύνης απέναντι στα πάντα, απέναντι σε όλους! Ίσως αυτό να ήταν που είχε
κερδίσει και την Ανάντια τότε για να τη προσεγγίσει. Την παρακολουθούσε καιρό, όταν ήταν στο
στρατό, όταν ήταν εκτός βάσης, στη προσωπική της ζωή. Ήθελε να μάθει τα πάντα για αυτήν και
όσο περισσότερο πλησίαζε τόσο περισσότερο εντυπωσιάζονταν. Είχε εντυπωσιαστεί με το μυαλό
της, πόσο απίστευτα ευφυής ήταν και πόσο έτοιμη να θυσιαστεί για κάτι που εκείνη πίστευε πως
ήταν πάνω από εκείνη. Για μια σημαία, για μερικούς ανθρώπους που αγαπούσε, για ένα ιδανικό, για
ένα συναίσθημα, είτε αυτό λέγεται αγάπη, είτε λέγεται αφοσίωση σε κάποιον ή σε κάτι!
Ο Λουκ είχε πλησιάσει πολύ τη περιοχή στην οποία βρίσκονταν η καμπίνα! Το αμάξι επιβράδυνε
στη προσπάθεια του να διαβάσει τις πινακίδες εξόδου. Το χιόνι έπεφτε πνιχτό και περιόριζε την
ορατότητα του. Οι υαλοκαθαριστήρες πετούσαν όσο χιόνι είχε προλάβει να μαζευτεί στο τζάμι, και
τα έντονα φώτα του αυτοκινήτου έδειχναν το δρόμο που είχε αρχίσει ξανά να μαζεύει χιόνι. Έπρεπε
να βιαστεί, ήταν ζήτημα χρόνου να κλείσουν τον δρόμο. Πήρε τη δεξιά λωρίδα και βγήκε σε μια
έξοδο που του φάνηκε πως ήταν η σωστή. Οι ρόδες του αυτοκινήτου, στρίγγλισαν μόλις βγήκαν από
το καθαρισμένο οδόστρωμα στο ντυμένο στα λευκά δρόμο που θα συνέχιζε για λίγα ακόμα
χιλιόμετρα.
Το αμάξι σταμάτησε σε ένα αρκετά μεγάλο χώρο στα δεξιά του δρόμου. Ο αγχωμένος άνδρας,
έψαξε το κινητό που είχε πέσει κάτω από το μπροστινό κάθισμα, του συνοδηγού! Το πήρε στα χέρια
του και κάλεσε ξανά την Χέλεν. Δεν απαντούσε κανείς! Κάτι είχε συμβεί. Δεν έπρεπε να ανησυχεί,
αυτή η γυναίκα ήταν ένας άκρως εκπαιδευμένος στρατιώτης. Ένας τέλεια εκπαιδευμένος
εκτελεστής! Όχι, δεν έπρεπε να ανησυχεί. Η λογική του έλεγε πως ήταν καλά. Κάτι όμως μέσα του,
δεν τον άφηνε να ηρεμήσει. Ο όμορφος νεαρός άνδρας, παράτησε το τηλέφωνο δίπλα του και
συνέχισε το δρόμο του για μερικά ακόμα χιλιόμετρα μέχρι που μια πινακίδα επιβεβαίωσε πως ήταν
στο σωστό δρόμο. Με μια ανακούφιση που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του, πάτησε λίγο παραπάνω
το γκάζι τώρα που ήταν σίγουρος ότι βάδιζε στη σωστή κατεύθυνση. Μπορεί ο Λουκ να μη το
ήξερε, αλλά κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε μπορούσε να αποβεί ολέθριο για τη Χέλεν που
κειτόταν στο έδαφος σχεδόν νεκρή, πραγματικά νεκρή!
Ο Λουκ άνοιξε το ραδιόφωνο να συντροφεύσει το μοναχικό ταξίδι του, να καλύψει τις φωνές στο
μυαλό του και να καθησυχάσει το φόβο του. Αντίθετα με τη Χέλεν και την ιδιαίτερη εκπαίδευση της,
ο Λουκ δεν είχε μάθει να μπορεί να ηρεμήσει το σώμα του κατά το δοκούν. Έβρισκε τον εαυτό του
να δυσκολεύεται να ελέγξει τα ένστικτα του, τα άγεται και να φέρεται άλλοτε από το θυμό και
άλλοτε από το φόβο που συχνά μασκάρευε πίσω από ένα προσωπείο αλαζονείας.
Ο μοναδικός επιβάτης του αυτοκινήτου αυτού, δυνάμωσε την ένταση. Όλες οι πτήσεις πάνω από τα
περισσότερα αεροδρόμια της Ανατολικής Ακτής θα έκλεινα λόγω κακού καιρού. Έπρεπε να βιαστεί.
Δεν θα ρίσκαρε να κλείσουν και οι δρόμοι. Αριστερά και δεξιά του υπήρχαν μονάχα πανάκριβα,
υπερπολυτελή εξοχικά που έδιναν ζωή στο τοπίο και εξέπνεαν στην ατμόσφαιρα το καπνό από το
τζάκι που φιλοξενούσαν στο πολυτελές εσωτερικό τους.
Δεν πέρασε πολύ ώρα, μέχρι που ο Λουκ έστριψε και μπήκε μέσα στο ιδιωτικό δρομάκι που
οδηγούσε στη καμπίνα που του είχε πει η Ανάντια ότι είχε στείλει τη Χέλεν. Προσεγγίζοντας το
οίκημα ο Λούκ πρόσεξε τα ίχνη από τα παλιά ελαστικά αυτοκινήτου που ήταν αποτυπωμένα πάνω
στο λευκό χιόνι. Η πόρτα του μεγάλου τσιπ που οδηγούσε ο Λουκ άνοιξε και εκείνος βγήκε έξω,
νωχελικά, προσεκτικά. Κοίταξε γύρω του μα δεν είδε κανένα αμάξι. Ίσως η Χελεν να μην ήταν καν
στο σπίτι. Έπρεπε όμως να ελέγξει. Ανέβηκε λοιπόν πάνω στην υπερυψωμένη βεράντα και κοίταξε
μέσα από το παράθυρο. Όλα ήταν σκοτεινά. Δεν φαίνονταν κανείς μέσα. Στάθηκε πίσω από τη
πόρτα και χτύπησε δυνατά τη πόρτα. Χτύπησε ξανά και ξανά χωρίς να λάβει τη παραμικρή
απάντηση. Αυτή η ησυχία δε του άρεσε. Πήγε ξανά στο τζάμι και πήρε στα χέρια του το τηλέφωνο
για να καλέσει τη Χέλεν. Το τηλέφωνο χτυπούσε συνέχεια, αλλά κανείς δεν απαντούσε. Ο Λουκ όλη
αυτήν την ώρα κοιτούσε μέσα από το παράθυρο, μήπως και εντοπίσει κάποιον. Μήπως ακούσει κάτι
μα μάταια. Το μέρος αυτό ήταν έρημο. Ο γεροδεμένος άνδρας μπήκε ξανά στο αμάξι του και έβαλε
μπρος. Το αμάξι οπισθοχωρούσε για να σταματήσει ένα μέτρο πιο κάτω.
Ο καπνός από τη μηχανή φαίνονταν με τη βοήθεια των δυνατών φώτων από το τσιπ, σαν μια
όμορφη κουρτίνα. Τα φώτα του αμαξιού έπεσαν κατευθείαν πάνω στη πόρτα της καμπίνας. Ο Λουκ,
θυμήθηκε τα λόγια της Ανάντιας «πυροβόλησε όποιον βρεις». Τί και αν κάτι υπήρχε μέσα στο σπίτι;
Δε θα συγχωρούσε τον εαυτό του αν έφευγε τώρα και κάτι είχε όντως συμβεί. Η Χέλεν δεν
απαντούσε στο τηλέφωνο… Έπρεπε να πάρει μια απόφαση. Κοίταξε έξω από το παράθυρο και το
βλέμμα του έπεσε πάνω στη καμινάδα που ακόμα έβγαζε καπνό. Κάποιος ήταν μέσα στο σπίτι, ή αν
δεν ήταν είχε φύγει πολύ βιαστικά. Δίχως να χάσει χρόνο, πήρε ένα όπλο που είχε στο κάτω από το
κάθισμα του, του έβαλε σιγαστήρα και βγήκε από το αμάξι, έτρεξε προς το σπίτι τόσο βιαστικά που
άφησε τη πόρτα του αυτοκινήτου ανοιχτή.
Αυτή τη φορά κουνήθηκε με στρατιωτική πειθαρχία. Κολλούσε το σώμα του σε κάθε σκληρή
επιφάνεια έβρισκε και τελικά με μιας πυροβόλησε τη κλειδαριά της πόρτας για να την ανοίξει με το
πόδι του στη συνέχεια. Μπήκε μέσα και κινήθηκε στο χώρο, όπως ακριβώς μετακινείται και ένας
στρατιώτης για να καθαρίσει ένα εχθρικό σπίτι. Όλα γύρω του ήταν σκοτεινά, αλλά το σπίτι είχε
μέσα μια θαλπωρή. Ήταν ζεστό ενώ στην ατμόσφαιρα, μύριζε φρέσκος καφές. Κοίταξε τα έπιπλα,
όλα ήταν στη θέση τους. Τίποτα δεν έδειχνε πως είχε προηγηθεί μάχη.
Ο Λουκ συνέχισε να προχωρά όλο και πιο βαθιά στο σπίτι ώσπου έφτασε στη κουζίνα. Μόλις
έστρεψε το βλέμμα του, δεν άργησε να εντοπίσει τη Χέλεν που ήταν πεσμένη πλέον στο πάτωμα.
Αμέσως έτρεξε πάνω της, αφήνοντας το όπλο στο πάτωμα μακριά της. Έπεσε πάνω της και το
πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να δει αν είχε σφυγμό. Δεν ήταν εύκολο να καταλάβει. Αν είχε ακόμα
σφυγμό, τότε ήταν τόσο αδύναμος που δεν μπορούσε να τον νιώσει. Έπιασε το δέρμα της, ήταν
ζεστό. Ήταν ζωντανή, αλλά σίγουρα δεν ήταν καλά! Άνοιξε τα βλέφαρα της για να δει τα μάτια της,
είχαν γυρίσει πάνω. Ο Λουκ βρίσκονταν σε κατάσταση πανικού, χωρίς να ξέρει τί ακριβώς έπρεπε
να κάνει άρχισε να της κάνει μαλάξεις. Της άνοιξε το στόμα, της έκλεισε τη μύτη και της φύσηξε
αέρα μέσα στο στόμα της, το οποίο παρατήρησε ότι ακόμα μύριζε καφέ! Τότε, κατάλαβε τί έγινε.
Έψαξε το σώμα της για κάποιο τραύμα. Ήταν μια χαρά. Αυτό ήταν, την είχαν δηλητηριάσει.
Αμέσως πήγε στη κουζίνα τρέχοντας, άρπαξε ένα ποτήρι νερό και μέσα άδειασε ένα ολόκληρο
βαζάκι αλάτι. Ύστερα πήγε στη Χέλεν, τη σήκωσε, της άνοιξε το στόμα και έβαλε το δάχτυλο του
μέσα στο στόμα της πιέζοντας της να κάνει εμετό. Το έκανε αρκετές φορές μέχρι που όντως, το
στομάχι της έκανε μια σύσπαση και έβγαλε από μέσα της ένα καφέ υγρό, προφανώς το καφέ! Η
Χέλεν πήρε μια βαθιά ανάσα. Σαν να αναστήθηκε. Μόλις άνοιξε τα μάτια της, αντίκρυσε το Λουκ.
Δεν κατάλαβε τί της έλεγε. Δε μπορούσε να μιλήσει, να ακούσει, να δει. Όλες της οι αισθήσεις ήταν
τόσο ανεμικές. Ο Λουκ, της άνοιξε το στόμα ακόμα μια φορά και της έβαλε μέσα το αλατόνερο.
- Πιες το, της φώναξε.
Η Χέλεν υπάκουσε πάνω στη θέληση της περισσότερο για εκδίκηση, παρά για ζωή. Ήπιε το νερό και
μερικά δευτερόλεπτα μετά έκανε ξανά εμετό. Ύστερα έπεσε σαν βαρύ, άψυχο κούτσουρο στην
αγκαλιά του Λουκ που είχε ιδρώσει παντού. Στάλες ιδρώτα έπεφταν πάνω στο χλομό πρόσωπο της
Χέλεν που είχε αρχίσει να γίνεται ολοένα και πιο κρύο. Τα χείλη της είχαν πάρει ένα μοβ
χρωματισμό, που μόνο σε νεκρούς συναντούσες.

- Καίγομαι, νιώθω να καίγονται τα άκρα μου, ψέλλισε η Χέλεν και βυθίστηκε ξανά σε
λήθαργο.
Αμέσως, έντρομος ο Λουκ έψαξε το κινητό του. Το είχε στη τσέπη του, με χέρια που έτρεμαν, το
πήρε στα χέρια του και πληκτρολόγησε τον αριθμό της Ανάντιας η οποία βρίσκονταν σε κατάσταση
πανικού και αρνιόταν οποιοδήποτε φάρμακο που θα την ηρεμούσε.

- Σήκωσε το… φώναξε ο Λουκ όταν το κινητό μόλις είχε προλάβει να καλέσει.
- Πες μου ότι τους βρήκες… Απάντησε η Ανάντια με σπασμένη φωνή από το τρόμο που
βίωνε.
- Ανάντια, η Χέλεν…
- Τί έπαθε; Ρώτησε η Ανάντια ενώ η φωνή της σκοτείνιασε. Το πρόσωπο της είχε χλομιάσει και
ένιωθε το σώμα της, να την εγκαταλείπει. Είχε αρχίσει να νιώθει μια σκοτοδίνη να πλησιάζει
και να την διεκδικεί.
- Μάλλον τη δηλητηρίασαν. Μύρισα το στόμα της και μυρίζει καφέ. Δεν έχει άλλο τραύμα
αλλά είναι αναίσθητη. Δεν μπορώ να πιάσω σφυγμό τί να κάνω; Φώναζε ο Λουκ από την
άλλη γραμμή που είχε βάλει σε ανοικτή ακρόαση το κινητό ακουμπώντας το κάτω, δίπλα
της.
- Το παιδί που είναι; Ρωτησε έντρομη η Ανάντια.
- Δεν ξέρω. Τί να κάνω με τη Χέλεν; Φώναξε ο Λουκ, που όλο του το σώμα έτρεμε. Η
Ανάντια είχε ανακαθίσει στο κρεβάτι έβγαλε τη πεταλούδα και ό,τι άλλο είχε πάνω της. Πήγε
στη πόρτα και την κλείδωσε αφήνοντας τους νοσηλευτές να κοπανούν τη πόρτα από έξω.
Έβαλε το κινητό σε ανοικτή ακρόαση και άρχισε να βάζει τα ρούχα της.
- Πώς μυρίζει το στόμα της; Ρώτησε τελικά η Ανάντια. Ο Λουκ παραξενέυτηκε και από την
άλλη γραμμή φώναξε,
- Καφέ σου είπα.
- Άκουσε με αν θες να ζήσει! Άνοιξε το στόμα της και μύρισε καλά! Τί μυρίζει;
- Την έβαλα να κάνει εμετό, ψέλλιζε εκείνος
- Δε ξέρω γαμώτο. Φώναξε τελικά ο Λουκ.
- Μου είπε μόνο ότι νιώθει να καίγεται, ότι καίγονται τα άκρα της, συνέχισε ο Λουκ. Η
Ανάντια περίμενε εκεί μερικά δευτερόλεπτα με παρέα τους χτύπους έξω από τη πόρτα του
νοσοκομείου. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα ωστόσο η Ανάντια σηκώθηκε απότομα από το
έδαφος και πήρε το τηλέφωνο στο χέρι της.
- Σκατά! Φώναξε η Ανάντια.
- Γιατί;
- Έχει δηλητηριαστεί με θάλλιο, μονολόγησε η Ανάντια επιστρατεύοντας όλες τις γνώσεις που
είχε από την ιατρική. Έμεινε εκεί να πηγαίνει πάνω κάτω, με τη καρδιά της να κάνει
μαραθώνιο, λες και θα έβγαινε έξω από το στήθος της.
- Τί υπάρχει μέσα στο σπίτι; Μονολογούσε η Ανάντια που προσπαθούσε να σκεφτεί ένα
αντίδοτο που θα υπήρχε μέσα στο σπίτι. Πάντα είχε ένα βαλιτσάκι με ατροπίνη, αλλά σε
αυτή τη περίπτωση, η ουσία αυτή δεν θα βοηθούσε τη Χέλεν.
- Πήγαινε στο μπάνιο και βρες αν υπάρχει ακόμα ένα κουτί που έχει κάτι μαύρες ταμπλέτες
ενεργού άνθρακα, φώναξε τελικά η Ανάντια που με αγωνία περίμενε την απάντηση του
νεαρού.

Ο Λουκ, με ταχύτητα άγριου αιλουροειδούς, βρήκε το μπάνιο άνοιξε το καθρέφτη και έψαχνε ένα-
ένα τα φάρμακα. Κάθε άχρηστο πλαστικό κουτάκι, το πετούσε στο πάτωμα μέχρι που έμεινε με το
σχετικό κουτάκι. Φώναξε δυνατά όσες βρισιές ήξερε και με μιας έδωσε μια μπουνιά στο καθρέπτη ο
οποίος θρυμματίστηκε σε χίλια κομμάτια. Κοίταξε τον εαυτό του στο καθρέπτη. Δεν φαίνονταν το
είδωλο του, μονάχα, χίλια έγχρωμα κομμάτια από ένα μωσαϊκό προσώπου. Ο Λουκ απογοητευμένος
πήγε πάλι τρέχοντας πίσω, στη Χέλεν σήκωσε το τηλέφωνο από το πάτωμα με μάτια που είχαν γίνει
κατακόκκινα. Ήταν σίγουρος πως η Χέλεν πέθανε. Η Ανάντια έκλεισε τα μάτια της. Ένα δάκρυ
κύλησε στο πρόσωπο της. Η φίλη της, το παιδί της. Σε μια μέρα όλα είχαν χαθεί!

- Ναι! Απάντησε εκείνος.

Στην απάντηση του Λουκ, η Ανάντια αναστήθηκε. Σηκώθηκε πάνω και χαμογέλασε. Σκούπισε τα
δάκρυα της και έπνιξε τη σπασμένη φωνή της.
- Δώσε της όσα μπορείς, κανονικά είναι για προβλήματα στο στομάχι, αλλά θα κάνουν
δουλειά αφού λόγω της πορώδους δομής απορούν βλαβερές ουσίες από το πεπτικό
σύστημα. Απαίτησε η Ανάντια ψυχρά!
- Εντάξει, περίμενε…

Ο Λουκ προσπάθησε να βάλει στο στόμα της αναίσθητης Χέλεν όσες περισσότερες μαύρες
ταμπλέτες μπορούσε. Τελικά κατάφερε να την κάνει να τις καταπιεί. Σχεδόν εξαντλημένος έπεσε
πίσω με πλάτη του τον καναπέ.

- Της ήπιε; Φώναξε η Ανάντια


- Ναι... ψέλλισε εκείνος.
- Το έκανα, τώρα; Συνέχισε να ρωτάει ο Λουκ
- Πήγαινε στο δωμάτιο που είναι στη τελευταία πόρτα. Ψάξε κάτω από το στρώμα. Θα βρεις
ένα κουτί με κάτι χάπια. Το κουτί γράφει «Radiogardase»…

Ο νεαρός άνδρας σηκώθηκε και έτρεξε προς τη τελευταία πόρτα. Την άνοιξε και μπήκε μέσα. Με μια
κίνηση σήκωσε το στρώμα και το πέταξε. Έψαξε λίγο και βρήκε το μπουκαλάκι. Το πήρε
θριαμβευτικά και πήγε πίσω στο τηλέφωνο που το είχε αφήσει δίπλα στη Χέλεν. Η Ανάντια γέλασε
και σκούπισε τα δάκρυα στο πρόσωπο της. Είχε κάτσει πίσω από τη πόρτα την οποία προσπαθούσαν
να ανοίξουν το προσωπικό του νοσοκομείου, ντυμένη με τα πολιτικά της ρούχα. Δίσταζε, αν είχε
κάνει λάθος; Αν δεν ήταν θάλλιο; Τα συμπτώματα ταίριαζαν. Η Χέλεν είχε πει πως ένιωθε κάψιμο
στα άκρα της. Έπρεπε να ρισκάρει.

- Πάρε δύο χάπια και δώσε της τα! Είπε τελικά η Ανάντια αφού πήρε μια μεγάλη βαθιά ανάσα
που έκανε τη πληγή της να πονέσει.
- Αν δεν είναι δηλητηρίαση από θάλλιο; Ρώτησε τελικά ο Λουκ.
- Τότε μόλις τη σκότωσα! Αποκρίθηκε η Ανάντια που το βλέμμα της απότομα σκοτείνιασε.

Τα λεπτά περνούσαν μαρτυρικά. Ο Λουκ είχε ήδη βάλει τη Χέλεν μέσα στο αμάξι και έτρεχε να
προλάβει να τη μεταφέρει σε κάποιο νοσοκομείο. Παρέβλεψε όρια ταχύτητας, κανόνες οδικής
κυκλοφορίας, παρέβλεψε τις άσχημες καιρικές συνθήκες. Θα έκανε τα πάντα για να τη πάει ζωντανή
σε κάποιο νοσοκομείο. Η Χέλεν είχε ιδρώσει. Ο ιδρώτας της είχε πάρει ένα χαρακτηριστικό μπλε
χρώμα. Η Ανάντια τον είχε προειδοποιήσει πως θα συνέβαινε αυτό. Ήταν αποτέλεσμα του χαπιού
που της έδωσε που είναι από τα μοναδικό αντίδοτα για δηλητηρίαση από θάλλιο, τη μητέρα όλων
των δηλητηρίων. Η Χέλεν κατάφερε και άνοιξε ασθενικά τα μάτια της, όχι για πολύ ώρα. Το μόνο
που είδε ήταν μια θολή πραγματικότητα. Μπορούσε να αναπνεύσει λίγο καλύτερα. Ακόμα όμως
ένιωθε έτοιμη να πεθάνει. Ήταν έτοιμη να πεθάνει. Ήταν ήδη νεκρή. Σαν Λάζαρος αναστήθηκε,
κρατήθηκε μανιασμένα από τα βράχια της ζωής και δεν επέτρεψε στα ορμητικά κύματα να τη
παρασύρουν στον τελευταίο ποταμό του Άδη, εκείνο της Λήθης. Όση ώρα ήταν αναίσθητη, όσα
χρόνια ζούσε μετά το θάνατο της ομάδας της είχε περάσει από τον Αχέρωντα, τον ποταμό της
θλίψης, τον Κώκυτο, το ποταμό του θρήνου, τον Φλέγεθω, το ποταμό με τις φλόγες. Σήμερα, είχε
καταλήξει να παλεύει με τα μανιασμένα νερά του Στύξου, του ποταμού του μίσους. Η εκδίκηση την
έφερε πίσω. Η εκδίκηση που είχε βαλθεί να πάρει από αυτόν που παραλίγο να τη σκοτώσει!

- Χέλεν! Φώναξε ο Λουκ που την είδε να ανοίγει τα μάτια της. Της έπιασε το χέρι της, είχε
αρχίσει να επανέρχεται στη σωστή θερμοκρασία.
- Χέλεν, μη φύγεις! Συνέχισε εκείνος. Η Χέλεν άνοιξε ξανά τα μάτια της, για λίγο περισσότερη
ώρα αυτή τη φορά!

Ο Λουκ, πήρε αμέσως την Ανάντια στο τηλέφωνο που ήδη είχε υπογράψει την υπεύθυνη δήλωση ότι
ήθελε να φύγει από το νοσοκομείο παρά τις αντίθετες συμβουλές των θεραπόντων γιατρών της. Το
παιδί της αγνοούνταν, δεν είχε θέση στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Θέση της, ήταν να ψάξει να βρει
τον Άλεξ και να σκοτώσει όποιον είχε τολμήσει να τον πάρει μακριά της. Να σκοτώσει όποιον είχε
πάει να σκοτώσει τη Χέλεν. Στην είδηση ότι η Χέλεν είχε δείξει κάποια σημάδια βελτίωσης, ύψωσε
το κεφάλι της στον ουρανό και έκλεισε σφιχτά τα μάτια της. Ευχαρίστησε σιωπηλά τον Θεό της,
πήρε τη τσάντα της και κατευθύνθηκε προς την έξοδο του νοσοκομείου. Ήταν άοπλη, ήταν ανίδεη.
Δεν ήξερε που να αναζητήσει το γιο της, πού να αναζητήσει το πρώην άνδρα της και πρώην αφεντικό
της Χέλεν. Τον πρώην διευθυντή της, όταν πρωτοπήγε στην Υπηρεσία, τον Κρίστιαν!
Δεν ήξερε πια ήταν η κατάλληλη τιμωρία για έναν άνθρωπο σαν αυτό. Να τον σκοτώσει ή να τον
βάλει σε ένα κελί που να μην αντικρύσει το φως του ήλιου για το υπόλοιπο της ζωής του; Πήρε μια
βαθιά ανάσα. Οι αυτόματες πόρτες του νοσοκομείου άνοιξαν και ξεχύθηκε πάνω της η κρύα αύρα
από την ατμόσφαιρα. Τα μαλλιά της ανακατεύτηκαν και γέμισαν άσπρες νιφάδες χιονιού. Το μαύρο
παλτό της, είχε αρχίσει να γεμίζει και να χρωματίζεται λευκό. Αμέσως, σήκωσε το χέρι της και
μπήκε σε ένα ταξί που σταμάτησε μπροστά της. Μπήκε μέσα απότομα και έκλεισε τη πόρτα δίπλα
της. Η πληγή της, πόνεσε με την απότομη αυτή της κίνηση, αλλά δεν είχε χρόνο ή διάθεση να
ασχοληθεί με τίποτα άλλο πέρα από την αναζήτηση του Άλεξ. Μονάχα αυτό την ένοιαζε, το παιδί
της!

- Κάνε Θεέ μου να είναι ζωντανός! Προσευχήθηκε σιωπηλά με εκείνη τη βαριά βρετανική
προφορά της!

Η Χέλεν σίγουρα θα μπορούσε να την βοηθήσει! Έπρεπε πάση θυσία να γίνει καλά! Δεν ήξερε πως
θα ζούσε με το βάρος ότι την έστειλε στο θάνατο της. Δεν ήξερε πως θα ζούσε χωρίς το γιο της,
χωρίς τη κολλητή της φίλη. Μια γυναίκα που ξεκίνησε να την παρακολουθεί γιατί ήθελε να τη
στρατολογήσει και εξελίχτηκε τελικά σε μία τόσο έμπιστη φίλη. Την θεωρούσε οικογένεια της, ο
μικρός την θεωρούσε θεία του. Δεν μπορούσε να καταλογίσει στη Χέλεν ότι έκανε κάποιο λάθος και
έχασε το παιδί. Έστειλε τη πιο ικανή πράκτορα που είχε και παραλίγο να τη χάσει.
Η διαδρομή ήταν πληκτική και η Ανάντια ήταν ανήσυχη. Έφτασε έξω από το σπίτι της στην
Ουάσιγκτον. Ένα εντυπωσιακό νεοκλασικό πολυώροφο σπίτι σε μια γειτονιά που προσέδιδε κύρος.
Από μακριά η γειτονιά αυτή ακτινοβολούσε, επιτυχία, πλούτο, κύρος και εξουσία. Η Ανάντια βγήκε
από το ταξί και έκλεισε τη πόρτα πίσω της. Ο άνεμος έπαιζε με το βαρύ μαύρο παλτό της. Εκείνη
κοίταξε το σπίτι από τον απέναντι δρόμο. Έπρεπε να μπει μέσα, να πάρει ό,τι χρειάζονταν για να
ξαμοληθεί στο κυνήγι του παιδιού της. Θα μπορούσε να συγχωρήσει σχεδόν τη δική της απόπειρα
δολοφονίας, σε καμία περίπτωση όμως την απαγωγή του παιδιού της.
Η πανέμορφη μα λαβωμένη γυναίκα, μπήκε μέσα στο σπίτι με περίσσεια θάρρους. Έβγαλε τα
παπούτσια της και ανέβηκε ήρεμα τις σκάλες που οδηγούσαν στα υπνοδωμάτια. Μπήκε στη
τουαλέτα, και χώθηκε κάτω από το καυτό νερό, έμεινε εκεί για λίγο μέχρι που αποφασισμένη βγήκε
έτοιμη να τα βάλει με Θεούς και δαίμονες. Βγαίνοντας, ντύθηκε όσο πιο απλά μπορούσε με τα πιο
άνετα ρούχα που είχε. Έψαξε ανάμεσα στα ρούχα της, κάτω από καναπέδες και κρυψώνες και βρήκε
όσα όπλα και γεμιστήρες είχε. Πήρε μαζί της σιγαστήρες και ένα καλό επιχειρησιακό μαχαίρι
στρατού, που της είχε κάνει δώρο η Χέλεν όταν γύρισε πίσω από την Ελβετία. Έβαλε όλα τα
σύνεργα σε μια γυναικεία τσάντα και προχώρησε με γενναιότητα προς την έξοδο. Όταν αυτή η πόρτα
έκλεινε, τότε ένα λουτρό αίματος θα ξεκινούσε, ένα μανιασμένο κυνήγι κατασκόπων που ακόνιζαν
τα όπλα τους για μάχη, βγαλμένη από άλλες εποχές που διαδραματίζονταν αυτή τη φορά όχι σε
Σοβιετικές χώρες αλλά στην ίδια την πρωτεύουσα των Ηνωμένων Πολιτειών!

Το μεγάλο τζιπ που οδηγούσε ο Λουκ, σταμάτησε απότομα έξω από τη μεγάλη είσοδο των
επειγόντων περιστατικών του πλησιέστερου νοσοκομείου. Δίχως να χάσει χρόνο, βγήκε από το
αμάξι και πήγε να πάρει στα χέρια τη σχεδόν αναίσθητη Χέλεν. Προχώρησε με την γεροδεμένη
γυναίκα στην αγκαλιά του μέσα στο νοσοκομείο, που τον σταμάτησαν δύο γιατροί που αμέσως
μόλις τους είδαν έφεραν ένα φορείο. Ο Λουκ την άφησε πάνω στο στενό φορείο για να πέσει πάνω
της μια στρατιά γιατρών. Αμέσως, πήγαν να τη διασωληνώσουν περνώντας ένα μεγάλο σωλήνα
μέσα από το στόμα της, συνδέοντας τον στη συνέχεια με μια πλαστική φούσκα μέσα από την οποία
της έδιναν τον αέρα που χρειάζονταν.

- Κύριε… Φώναξε για πολλαπλή φορά μια ξανθιά γιατρός στον Λουκ που παρακολουθούσε
μηχανικά τη μάχη της Χέλεν με το θάνατο. Τελικά, ο χαμένος άνδρας γύρισε και κοίταξε την
γιατρό.
- Τί συνέβη;
- Μάλλον δηλητηριάστηκε… Την έβαλα να κάνει εμετό και ύστερα της έδωσα να πιει
κάψουλες ενεργού άνθρακα και ένα χάπι από ένα σκεύασμα που λέγεται Radiogardase,
ψέλλισε ο χαμένος νεαρός, μετά από μερικά δευτερόλεπτα που έκανε για να θυμηθεί την
ονομασία του σκευάσματος.
- Prussian Blue; Ρώτησε ένας άλλος γιατρός αναφερόμενος στην ονομασία που είχε ο
συγκεκριμένο φάρμακο στην καθομιλουμένη, λόγω του πολύ έντονου χαρακτηριστικού
μπλε χρώματος που χρωμάτιζε μέχρι και τον ιδρώτα.
- Ναι… μάλλον έχει πιει θάλλιο. Θα γίνει καλά; Ρώτησε με μια ανάσα. Οι γιατροί τον
κοιτούσαν σχεδόν εντυπωσιασμένοι με τις ενέργειες του.
- Δε ξέρω, απάντησε ψυχρά ο μεγάλος σε ηλικία γιατρός που σήκωσε τις μεταλλικές μπάρες
αριστερά και δεξιά στο φορείο.
- Πρέπει να βγείτε έξω! Μονολόγησε μια νοσοκόμα που έσπρωξε τον Λουκ έξω από το
δωμάτιο που βρίσκονταν οι γιατροί κλείνοντας τη λευκή πόρτα μπροστά του.
Οι ώρες περνούσαν μαρτυρικά. Ο Λουκ είχε κάτσει στο σαλονάκι με τα πόδια του να αδυνατούν να
μείνουν ακίνητα. Τα χέρια του ανακάτευαν τα μαλλιά του και τραβούσαν το δέρμα του προσώπου
του προς τα κάτω. Την κατάσταση πανικού που βίωνε, διέκοψε μια δόνηση από την δεξιά τσέπη του
τζιν του. Ήταν το κινητό του που χτυπούσε. Με μια απότομη κίνηση πήγε να βγάλει τη συσκευή μα
του γλίστρησε από τα χέρια του. Γεμάτος από αδρεναλίνη, ακαριαία έσκυψε και μάζεψε το κινητό
για να το σηκώσει πριν σταματήσει να χτυπάει. Πριν προλάβει να μιλήσει ωστόσο, τον σκούντηξε η
ίδια ξανθιά γυναίκα που είχε παραλάβει τη Χέλεν. Χωρίς δεύτερη κουβέντα, έκλεισε το τηλέφωνο
και το έβαλε πίσω στη τσέπη του.

- Η κυρία που φέρατε, ήταν πολύ τυχερή. Της σώσατε τη ζωή. Συνήθως αν κάποιος
δηλητηριαστεί από θάλλιο, αυτό διαπιστώνεται μόνο σε νεκροτομή. Ο Λουκ, κοιτούσε σαν
χαμένος, δεν ήξερε τί άκουγε, δεν ήξερε τί ήθελε να του πει η συμπαθητική, κοντούλα
γιατρός.
- Αν μας την έφερνε ασθενοφόρο, δεν θα ξέραμε τί είχε. Τα συμπτώματα μπορεί να μας
μπερδέψουν και το θάλλιο είναι ένα δηλητήριο που μπορεί να σε σκοτώσει σχεδόν ακαριαία.
Πώς καταλάβατε ότι είχε δηλητηριαστεί από θάλλιο; Ρώτησε με γνήσια απορία η γυναίκα. Ο
Λουκ που είχε συνέλθει λιγάκι, ξερόβηξε βάζοντας ξανά σε λειτουργία την αλαζονική
πανοπλία του.
- Πριν καταρρεύσει μου είπε ότι ένιωθε να καίγονται τα άκρα της... Η νεαρή γιατρός
χαμογέλασε εκστασιασμένη.
- Καλή δουλειά γιατρέ, του απάντησε προφανώς επειδή νόμιζε πως αυτές τις γνώσεις μπορεί
να της έχει ένας εξαιρετικά έμπειρος γιατρός.

Ο Λουκ δεν απάντησε μονάχα την σταμάτησε για να του δείξει σε ποιο δωμάτιο θα μπορούσε να δει
τη Χέλεν. Πειθήνια ακολούθησε τη γυναίκα με τη λευκή ποδιά που τον οδήγησε σε ένα δωμάτιο με
πάρα πολλά μηχανήματα. Η Χέλεν φαίνονταν σαν να κοιμάται, με ένα τεράστιο μηχάνημα να
αναπνέει για αυτήν, με έναν τεράστιο ορό κιτρινωπού χρώματος να τρέχει στο αίμα της. Ο ρυθμικός
χτύπος της καρδιάς της, ηχούσε μέσω του μηχανήματος δίπλα της σε όλο το δωμάτιο. Πώς
μπορούσε να πέσει σε τέτοια παγίδα; Ο Λουκ, είχε μείνει να κοιτάει το σχεδόν αγνώριστο σώμα που
ήταν καλυμμένο με καλώδια. Ο ηλικιωμένος γιατρός που είχε συναντήσει κάτω στα επείγοντα τον
ακούμπησε στη πλάτη.

- Πότε θα ξυπνήσει; Ρώτησε ο Λουκ τον γιατρό που κοιτούσε ένα διάγραμμα που είχε την
άκρη του κρεβατιού της.
- Είναι πολύ δυνατή, θα συνέλθει, απάντησε γυρνώντας τις σελίδες με μια σωρεία εξετάσεων.
- Σε λίγο θα τη ξυπνήσουμε. Θα έχει το οξυγόνο για αρκετό καιρό, θα αναπνέει όμως μόνη
της. Οι ακτινογραφίες δείξανε πως η γυναίκα σας έχει έναν μισό πνεύμονα, οπότε ίσως να
της πάρει λίγο καιρό να είναι πάλι όπως παλιά.
- Δεν είναι γυναίκα μου, σχολίασε ο Λουκ.
- Συγγνώμη, λάθος μου. Η γνωστή σας πολύ τυχερή που τη βρήκατε… Κάντε κουράγιο, το
πρώτο 24ωρο είναι κρίσιμο. Αν βγάλει τη νύχτα, τότε θα δοκιμάσουμε να την ξυπνήσουμε
αύριο, ανακοίνωσε ο ηλικιωμένος γιατρός ακουμπώντας τον ώμο του Λουκ που βιάζονταν
να ξυπνήσει για να μπορέσει να πάρει ό,τι πληροφορία είχε η Χέλεν.
Η πόρτα έκλεισε και οι δυο τους μείνανε μόνοι τους μέσα στο φωτεινό αλλά απόκοσμα ήρεμο
δωμάτιο. Ο Λουκ αναζήτησε το κοντινότερο παράθυρο και περπάτησε ως εκεί με τα χέρια στις
τσέπες του παντελονιού του. Αναζήτησε το κινητό που είχε στη τσέπη του και ύστερα, πήρε τον
αριθμό που το είχε καλέσει αργότερα. Ήταν η Ανάντια που ζητούσε να μάθει πώς ήταν η Χέλεν.
Εκείνη τη στιγμή που μιλούσε με το αφεντικό όλων τους στο τηλέφωνο, μέσα στο δωμάτιο μπήκε
μια νοσοκόμα με μια σακούλα, ήταν τα προσωπικά πράγματα της Χέλεν. Ο Λουκ χαμογέλασε
ευγενικά και συνέχισε να μιλάει με την όμορφη αλλά ταλαιπωρημένη φωνή στο τηλέφωνο, δίνοντας
της αναφορά για ό,τι είχε πει ο γιατρός. Το τηλέφωνο έκλεισε και ο Λουκ έμεινε εκεί, μόνος του να
κοιτάει μια από το παράθυρο και μια τη Χέλεν που έβγαζε ένα σφυριχτό ήχο. Ήταν από το μηχάνημα
που ανέπνεε αντί για εκείνη. Ακόμα δε μπορούσε να καταλάβει πως η τόσο έμπειρη κομάντο έπεσε
θύμα τέτοιας παγίδας. Έπρεπε να ξυπνήσει σύντομα, διαφορετικά ο Άλεξ κινδύνευε.
Οι ώρες περνούσαν και το βράδυ σιγά-σιγά έκανε την εμφάνιση του, αρχικά σταδιακά με τον
ουρανό να μετατρέπεται από μουντός σε σκούρος ενώ η νύχτα τελικά σκέπασε όλο τον ορίζοντα με
το πηχτό χιόνι να εξακολουθεί να πέφτει ασταμάτητα. Ο νεαρός συνάδελφος της Χέλεν, είχε περάσει
όλη τη μέρα σε ένα καναπέ δίπλα στο παράθυρο να κοιτάει από μακριά το αφεντικό του. Τελικά,
αποφάσισε να σηκωθεί τεντώνοντας το κορμί του και οδηγώντας τα πόδια του σε έναν αυτόματο
πωλητή φαγητών και ποτών.
Ο διάδρομος του νοσοκομείου ήταν τόσο πολύβουος, ονόματα ακούγονταν από τα μεγάφωνα,
γιατροί και νοσηλευτικό προσωπικό έτρεχαν πέρα δώθε ενώ ανεμικά κάποιοι συναγερμοί από
διάφορα δωμάτια ηχούσαν δυνατά. Από το δωμάτιο της Χέλεν περνούσαν τακτικά γιατροί που
μετρούσαν τις ζωτικές της ενδείξεις με τον Λουκ να παραφυλά σαν ακούραστο γεράκι τη κάθε τους
κίνηση. Η νύχτα περνούσε και όσο έρχονταν οι βραδινές ώρες, τόσο ησύχαζε ο διάδρομος και η
κινητικότητα στους διαδρόμους. Ο όμορφος νεαρός ένιωσε ακόμα πιο μόνος χωρίς τις φωνές και
τον πανικό του διαδρόμου που σκέπαζαν κάπως τις σκέψεις και την ανησυχία του.
Τελικά, το βλέμμα του έπεσε πάνω στα προσωπικά αντικείμενα της Χέλεν που είχαν συγκεντρωθεί
όλα σε μια σακούλα. Νωχελικά, ο γεροδεμένος άνδρας προχώρησε προς τα εκεί ξεσφραγίζοντας την
πλαστική σακούλα. Έβγαλε όλα τα αντικείμενα και τα έχυσε στο τραπεζάκι μπροστά του.
Χαμογέλασε, μέσα υπήρχαν σχεδόν τα πάντα. Κολόνια, στυλό, ένας καθρέφτης, κλειδιά, σοκολάτα,
ένας ελβετικός σουγιάς και διάφορα περιττά που βρίσκει κανείς στις γυναικείες τσάντες. Μεταξύ
άλλων υπήρχαν και δύο κινητά. Τί τα ήθελε δύο κινητά; Ο Λουκ στένεψε τα μάτια του, αγνόησε όλα
τα υπόλοιπα που υπήρχαν μπροστά του και σήκωσε τα δυο κινητά. Το ένα ήταν ένα κανονικό κινητό
που στην οθόνη του υπήρξαν οι αμέτρητες αναπάντητες κλήσεις που της είχαν γίνει εκείνη τη μέρα.
Το άλλο κινητό, έδειχνε να ήταν κλειστό. Ο Λουκ, το περιεργάστηκε και ξαφνικά η οθόνη άναψε.
Απαιτούνταν συνθηματικό, ο Λουκ χαμογέλασε με την πονηριά και την προνοητικότητα της Χέλεν.
Μπορεί να τους είχε αφήσει κάποιο στοιχείο. Αμέσως, ο νεαρός, πήρε στο χέρι του το δικό του
κινητό και κάλεσε την Ανάντια. Έπρεπε να έρθει αμέσως από εκεί.

Οι ώρες περνούσαν και η πανέμορφη μελαμψή γυναίκα ακόμα δεν είχε φανεί στο νοσοκομείο. Ο
Λουκ είχε μείνει βιδωμένος στη καρέκλα να κοιτάει το μυστηριώδες κινητό. Για μια στιγμή μια
υπέροχη μυρωδιά γέμισε όλο το δωμάτιο. Ενστικτωδώς γύρισε και κοίταξε προς την πόρτα.
Επιτέλους είχε φτάσει το γενικότερο αφεντικό όλων τους. Η όμορφη γυναίκα, πήγε σιωπηλά προς τη
Χέλεν και κοίταξε τον φάκελο που είχε κρεμασμένο στα πόδια της. Ακριβώς όπως τον κοιτούσαν
όλοι οι γιατροί, γυρνούσε τις σελίδες τη μία μετά από την άλλη και ύστερα κρέμασε τον φάκελο στο
ίδιο μέρος.

- Να έχεις το νου σου, όταν ξυπνάει σε νοσοκομεία, τείνει να γίνεται βίαια, αστειεύτηκε η
Ανάντια που θυμήθηκε την αντίδραση της φίλης της όταν είχε ξυπνήσει στο στρατιωτικό
νοσοκομείο στη Γερμανία. Ο Λουκ κοιτούσε κάθε βήμα της Ανάντια και κρατιόταν από κάθε
συλλαβή έβγαινε από το στόμα της.
- Οι γιατροί είπαν ότι της έσωσες τη ζωή, σχολίασε ο Λουκ που απλώθηκε στη καρέκλα
απέναντι της.
- Ναι, το Χάρβαρντ με δίδαξε καλά, σχολίασε χωρίς να τον κοιτάει η Ανάντια, που ήταν
στραμμένη στη Χέλεν. Ο Λουκ προσπάθησε να μην τη ενοχλήσει, ήταν σε μια κατάσταση
που δεν ήξερε αν έπρεπε να πενθήσει για το παιδί της, για τη φίλη της ή και για τους δυο
μαζί.
- Γιατί είχες αυτό το φάρμακο κρυμμένο; Ρώτησε ο Λουκ τελικά.
- Με τη δουλειά μου κάνω οι δηλητηριάσεις είναι πολύ συχνές. Ειδικά από περίεργες ουσίες.
Το θάλλιο χρησιμοποιείται πολύ για δολοφονίες, είναι άγευστο, άχρωμο, άοσμο και άκρως
τοξικό. Το χρησιμοποιούσαν οι Ρώσσοι παλιότερα. Και εμείς φυσικά… Πρέπει να μπορώ να
σωθώ αν χρειαστεί… Μονολόγησε η Ανάντια που είχε πιάσει το χέρι της Χέλεν.
- Πού είναι η συσκευή; Ρώτησε τελικά η Ανάντια, που γύρισε σαν να μην συνέβαινε τίποτα και
έκατσε δίπλα στο Λουκ. Ο νεαρός παρέδωσε στα χέρια της, το μαύρο κινητό. Η οθόνη του
άναψε και η Ανάντια έμεινε να συλλογίζεται τί θα μπορούσε να έχει βάλει για κωδικό.

Σίγουρα η Χέλεν θα ήθελε να βοηθήσει τους συναδέλφους της να λύσουν την υπόθεση ακόμα και
αν συνέβαινε κάτι στην ίδια. Αυτός ήταν ο λόγος που είχε κλειδώσει τη συσκευή. Η συσκευή αυτή
ήταν γνώριμη στην Ανάντια, ήταν μια συσκευή που είχε αναπτύξει το τμήμα ηλεκτρονικών
υπολογιστών της CIA. Δεν θα μπορούσε να το σπάσει υπολογιστής και σε περίπτωση που
εισάγονταν λάθος κωδικός για περισσότερο από πέντε φορές, η συσκευή θα έσβηνε ό,τι δεδομένο
υπήρχε μέσα. Η όμορφη γυναίκα άφησε το κινητό αργά πάνω στο τραπέζι και σηκώθηκε για να πάει
στο παράθυρο. Προσπαθούσε να σκεφτεί τί θα μπορούσε να είχε βάλει η Χέλεν σαν κωδικό. Έπρεπε
να είναι κάτι που θα το ήξερε και εκείνη. Δεν έβγαινε νόημα αλλιώς.

- Θα είναι κάτι που το ξέρουμε έτσι; Ρώτησε τελικά ο Λουκ.


- Εγώ σίγουρα, εσύ δε ξέρω, απάντησε ψυχρά η Ανάντια.
- Τα γενέθλια της; Ρώτησε ξανά ο άνδρας.
- Δεν θα χρησιμοποιούσε ποτέ κάτι τέτοιο, σχολίασε η Ανάντια που είχε λύγισε τη μέση της,
γέρνοντας προς τα μπροστά. Στο μυαλό της ήρθε μια ιδέα. Τα γενέθλια του Μαρκ ίσως;
Αμέσως, με γρήγορο βήμα έφτασε πίσω στο τραπέζι και πήρε το κινητό μαζί της. Ο άνδρας την
ακολούθησε ξανά το παράθυρο. Πληκτρολόγησε την ημερομηνία γέννησης του Μαρκ. Το μήνυμα
«Λανθασμένος Κωδικός, σας μένουν τέσσερις προσπάθειες» εμφανίστηκε στην οθόνη του κινητού.
Η Ανάντια, έβαλε την ημερομηνία του ατυχήματος που της άλλαξε τη ζωή. Ίδιο μήνυμα εμφανίστηκε
στην οθόνη της συσκευής. Οι προσπάθειες που είχαν λιγόστευαν και ο κίνδυνος να χαθεί ότι
στοιχείο μπορούσε να τους οδηγήσει στον Άλεξ εξανεμίζονταν προσπάθεια-προσπάθεια.
- Βάλε την ημερομηνία γέννησης της, ύψωσε τη φωνή του ο Λουκ. Η Ανάντια τον κοίταξε
έντονα αλλά τελικά υπάκουσε. Ακόμα ένα λάθος.
- Τώρα μας μένουν ακόμα δύο προσπάθειες, συλλογίστηκε η Ανάντια.
Πήγε κοντά στη Χέλεν. Τί ήθελε να της πει; Μονάχα αυτή εμπιστεύονταν. Άρα ο κωδικός που θα
ξεκλείδωνε το τηλέφωνο, θα ήταν κάτι που μονάχα εκείνη θα ήξερε. Κανείς άλλος, κανείς από την
ομάδα, κανείς πέρα από την Ανάντια. Η ψυχρή μελαμψή γυναίκα χάιδεψε τη Χέλεν στο κεφάλι και
τότε της ήρθε μια ακόμα ιδέα. Πήρε το κινητό και έβαλε την ημερομηνία γέννησης της. Η οθόνη
χρωματίστηκε μπλε και η συσκευή άνοιξε. Η Ανάντια χαμογέλασε και δάκρυα βγήκαν από το
πρόσωπο της. Ο Λουκ, σηκώθηκε σαν να τον πέταξε ελατήριο και στάθηκε δίπλα στις δυο γυναίκες.

- Τί το ξεκλείδωσε; Ρώτησε πραγματικά με απορία ο όμορφος άνδρας. Η Ανάντια σκούπισε τα


δάκρυα της, και ρούφηξε τη μύτη της.
- Τα γενέθλια μου! Απάντησε φανερά συγκινημένη εκείνη. Αυτή η γυναίκα. Ένας πραγματικός
μπελάς, της είχε φερθεί καλύτερα από ότι ο πρώην άνδρας της.
Ο Λουκ κοιτούσε το κινητό με μανία. Η συσκευή ήταν στα χέρια της Ανάντια η οποία πάτησε ένα
κουμπί και ξεκίνησε μια διαδικασία εντοπισμού. Η Ανάντια γέλασε δυνατά και αγκάλιασε το Λουκ ο
οποίος δεν κατάλαβε γιατί πανηγύριζαν.

- Έβαλε τσιπ εντοπισμού. Μας λέει που είναι το παιδί! Φώναξε η Ανάντια. Ο Λουκ
χαμογέλασε, πήρε το παλτό του και ετοιμάστηκε να φύγει.
- Πού πας; Τον σταμάτησε η Ανάντια.
- Μαζί σου.
- Όχι, το πρωί θα την αποσυνδέσουν. Όταν ξυπνήσει ας δει ένα γνώριμο πρόσωπο θα της
κάνει καλό, ψέλλισε η Ανάντια.
- Τί θα κάνεις μόνη σου; Την ρώτησε αφού της έδωσε τα κλειδιά του μεγάλου τζιπ του.
- Θα βρω αυτόν που πήρε το παιδί και θα τον εκτελέσω! Απάντησε ψυχρά κλείνοντας τη
πόρτα πίσω της αφήνοντας τον άνδρα μόνο του με τη Χέλεν.

Η Ανάντια αναζήτησε ποιο αμάξι ήταν του Λουκ ανάμεσα σε ένα πλήθος μεγάλων αυτοκινήτων.
Πάτησε το κουμπί του συναγερμού και επιτέλους εντόπισε το μαύρο αμάξι στο οποίο μπήκε μέσα,
άναψε τη μηχανή και πάτησε απότομα το γκάζι. Οι ρόδες στρίγγλισαν πετώντας χιόνι παντού γύρω
τους. Τελικά, το αμάξι κουνήθηκε και βγήκε από το πάρκινγκ του νοσοκομείου. Η Ανάντια στήριξε
το κινητό πάνω στο ταμπλό και ακολουθούσε οδηγίες για να προσεγγίσει το στίγμα από το πομπό.
Δίπλα της, μέσα στη τσάντα της βρίσκονταν ένα όπλο Sig Sauer P320. Ένα εξαιρετικό όπλο που
χρησιμοποιείται κατά κόρον στις ειδικές δυνάμεις. Το μαύρο φονικό εργαλείο, εξοπλισμένο με ένα
μακρύ σιγαστήρα καθόταν περιμένοντας ευλαβικά την εκδίκηση του.
Η Ανάντια είχε βγει πλέον στην περιφερειακή οδό η οποία ήταν ανοιχτή. Ο δρόμος είχε καθαριστεί
πρόσφατα και έτσι κατάφερε να πατήσει το γκάζι, κολλώντας το σώμα της στο κάθισμα. Ο θυμός
είχε πάρει τη θέση της λογικής στο κεφάλι της. Δεν ήταν η μορφωμένη επιτυχημένη γιατρός, που
πάντα είχε ως οδηγό τη σύνεση. Τώρα ήταν μια εκπαιδευμένη πράκτορας που μπορούσε να κάνει
πράξη την εκπαίδευση που της είχε προσφέρει η Υπηρεσία. Τώρα δεν ήταν μια απλή γυναίκα. Τώρα
ήταν μια ορκισμένη δολοφόνος που αναζητούσε εκδίκηση και θα σημάδευε αποκλειστικά για το
κεφάλι. Καμία σωτηρία, καμία ελπίδα, μονάχα λύτρωση!
Το μεγάλου κυβισμού αμάξι έτρεχε σαν ντοπαρισμένο άλογο αφήνοντας πίσω του άλλα αμάξια που
κόρναραν τρομαγμένα από την ιλιγγιώδη ταχύτητα. Η Ανάντια είχε καταλάβει την αριστερή λωρίδα
ταχείας κυκλοφορίας, ανοίγοντας τα φώτα σε όποιον της στέκονταν εμπόδιο. Ήταν θέμα χρόνου να
καταφέρει να προλάβει το κόκκινο στίγμα της οθόνης που κινούνταν αργά συγκριτικά με εκείνη.

Πίσω στο νοσοκομείο, οι γιατροί είχαν περάσει ακόμα μια φορά για να ελέγξει τη Χέλεν. Γύρισε και
κοίταξε τον Λουκ που είχε σηκωθεί και σταυρώσει τα χέρια του στο στήθος του.

- Θα την αποσυνδέσουμε τώρα. Θα ξυπνήσει σε λίγο. Μπορεί να είναι αποπροσανατολισμένη.


Δώστε της χρόνο και θα συνέλθει.
- Ευχαριστούμε γιατρέ, απάντησε με στρατιωτική πειθαρχία ο Λουκ. Ο γιατρός χαμογέλασε.
- Ήμουν στρατιωτικός γιατρός. Έκανα τρεις θητείες στο Αφγανιστάν. Έχω δει τραυματισμούς
να στοιχίζουν τους πνεύμονες των ανθρώπων όπως στη δική της περίπτωση. Έχω δει άκρα
να ακρωτηριάζονται, εντόσθια να βρίσκονται σε μέρη που δεν προορίζονται. Ποτέ μου δεν
έχω δει όμως κάποιον να παλεύει πιο πολύ για να ζήσει από αυτήν εδώ. Είναι τρομερή
στρατιώτης. Θα γίνει καλά! Χαμογέλασε ξανά ο νεότερος γιατρός που συνόδευε τον πιο
ηλικιωμένο. Ο Λουκ γέλασε αληθινά και κούνησε νευρικά το κεφάλι του. Ήταν η πρώτη
φορά που κάποιος ήταν σίγουρος πως θα ανάρρωνε. Όλα πήγαιναν καλά. Έμενε μόνο να
ξεσκεπάσουν τον μεγαλύτερο προδότη στην ιστορία της αμερικανικής Κεντρικής Υπηρεσίας
Πληροφοριών.

Οι ώρες περνούσαν και η Χέλεν ήδη ανέπνεε μόνη της. Είχε αρχίσει να ξυπνάει από το τεχνικό
κόμμα στο οποίο την είχαν υποβάλει. Πλέον είχε μονάχα μια μάσκα οξυγόνου που θα τη βοηθούσε
να αναπνεύσει. Σταδιακά άνοιγε τα μάτια της για να τα ξανακλείσει. Αυτό συνεχίζονταν για ώρες. Οι
γιατροί περνούσαν ξανά και ξανά να κοιτάξουν αν ήταν καλά. Τελικά, η Χέλεν άνοιξε τα μάτια της
και άρχισε να κοιτάζει αριστερά και δεξιά της. Απέναντι της είδε το Λουκ να κάθεται. Δεν είχε
παρατηρήσει ακόμα πως ήταν ξύπνια. Προσπάθησε να κουνήσει τα χέρια της αλλά ένιωθε τόσο
απόκοσμα κουρασμένη. Ήθελε να βγάλει αυτό το πράγμα από τη μύτη της. Την ενοχλούσε. Ο Λούκ
που είδε τις προσπάθειες της, φώναξε αμέσως κάποιο γιατρό χωρίς να βγει από το δωμάτιο. Από την
κορυφή της πόρτας, αμέσως έτρεξε κοντά της κρατώντας το χέρι της.
Δεν πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα όταν ήρθε μια άλλη μελαχρινή γιατρός και κοίταζε τα μάτια της
για να της κάνει αργότερα μερικές ερωτήσεις για να καταλάβει αν υπήρχε βλάβη στον εγκέφαλο από
την έλλειψη οξυγόνου. Όταν η εξέταση τελείωσε η γιατρός χαμογέλασε.

- Καλώς ήρθες πίσω, της είπε χαμογελώντας αφήνοντας το δωμάτιο.

Η Χέλεν κατάφερε τελικά να φτάσει τη μάσκα και να τη βγάλει από το στόμα και τη μύτη της.
Αντίκρυσε το Λουκ που με χαμόγελο την κοιτούσε στα μάτια. Η Χέλεν προσπάθησε να μιλήσει
αλλά αμέσως την έπιασε βήχας. Το στόμα της ήταν ξερό από την διασωλήνωση και της προκαλούσε
βήχα. Εκείνη αμέσως δέχτηκε το ποτήρι με το νερό που της προσέφερε ο συνάδελφος της από το
οποίο κατάφερε να πιεί μερικές μικρές γουλιές.
- Το κινητό μου… Ψέλλισε με κόπο η Χέλεν με αλλοιωμένη ακόμα φωνή.
- Το ξέρω, το έχει η Ανάντια, απάντησε ο Λουκ που προσπαθούσε να την ηρεμήσει.
- Η νταντά… μονολόγησε η Χέλεν πριν της βάλει μια νοσοκόμα πίσω τη μάσκα οξυγόνου.
- Θέλει ξεκούραση, μάλωσε διακριτικά τον νεαρό άνδρα που κάθονταν δίπλα στη Χέλεν που
είχε πλέον για τα καλά συνέλθει.

Η Χέλεν περίμενε σα μωρό παιδί να φύγει η νοσοκόμα από το δωμάτιο για να βγάλει ξανά τη μάσκα
από το πρόσωπο της.

- Σε ευχαριστώ, ψέλλισε μονάχα κοιτώντας τον συνάδελφο της βαθιά στα μάτια.
Ο Λουκ ανταπέδωσε το βαθύ βλέμμα και πλησίασε το κρεβάτι της, έσκυψε κοντά της και τη φίλησε
μαλακά στο στόμα. Προς έκπληξη του, εκείνη δεν αντιστάθηκε, ανταπέδωσε το φιλί του
ακουμπώντας τον στο πρόσωπο με το χέρι της που ήταν γεμάτο ορούς. Όταν αυτό τελείωσε, εκείνη
χαμογέλασε και μόνη της έβαλε τη μάσκα πίσω στο πρόσωπο της κλείνοντας τα μάτια της. Ο νεαρός
κατάσκοπος χαμογέλασε και έγλυψε τα χείλη του. Πήρε το τηλέφωνο στα χείλη του και κοίταξε την
οθόνη, η ώρα είχε περάσει, είχαν αλλάξει βάρδιες και ο θόρυβος στο διάδρομο είχε αρχίσει για
ακόμα μια φορά. Ήταν οι πρώτες εργάσιμες πρωινές ώρες μιας νέας εβδομάδας. Μιας εβδομάδας
που θα γνώριζε περισσότερη δράση από ότι είχε γνωρίσει η Ουάσιγκτον τα τελευταία χρόνια
μαζεμένα.

Κάπου βόρεια από το νοσοκομείο, η Ανάντια είχε πλησιάσει πολύ το κόκκινο στίγμα. Όταν
παρατήρησε ένα γνώριμο όχημα, ελάττωσε ταχύτητα και άρχισε να το παρακολουθεί. Προσπαθούσε
να μην πλησιάσει το αμάξι πάρα πολύ, ενώ πάντα έμενε πίσω από ένα-δυο αμάξια που της παρείχαν
κάλυψη. Έπρεπε να σιγουρευτεί πως μέσα στο αμάξι αυτό ήταν ο Άλεξ. Προσπέρασε λοιπόν τα
αμάξια που βρίσκονταν μπροστά της και πήγε δίπλα σχεδόν από το κλεμμένο αμάξι. Προς
ανακούφιση της είδε τον Άλεξ να κοιμάται στο πίσω κάθισμα. Μπροστά είδε την νταντά να οδηγεί.
Η νεαρή κοπέλα για μια στιγμή γύρισε και αντίκρυσε την Ανάντια στο διπλανό όχημα.
- Σκατά, ψέλλισε η Ανάντια.

Το αμάξι άρχισε να επιταχύνει πάρα πολύ. Την είχε καταλάβει, τώρα έπρεπε να επιστρατεύσει ό,τι
θυμόταν από την εκπαίδευση της στην καταδίωξη. Δεν θυμόταν ποτέ τον εαυτό της να έχει βρεθεί σε
αντίστοιχη κατάσταση. Να τρέχει, να καταδιώκει, να πυροβολεί, να σκοτώνει! Οι σφυγμοί της
Ανάντια ανέβηκαν. Είχε αρχίσει να κάνει επικίνδυνους ελιγμούς στη προσπάθεια της να αποφύγει
διάφορα οχήματα που έμπαιναν στο δρόμο τους.
Κόρνες ακούγονταν από παντού. Το αμάξι στο οποίο επενέβαινε ο Άλεξ, έστριψε τόσο απότομα που
παραλίγο να ντεραπάρει. Πήρε τη πρώτη έξοδο και κατέληξε σε ένα άλλο σύμπλεγμα της
περιφερειακής οδού. Η Ανάντια, κοίταξε τους καθρέφτες της, και αμέσως έστρεψε απότομα το
τιμόνι της προς τα δεξιά. Αμέσως, από πίσω της πολλά αμάξια πάτησαν απότομα το φρένο που
γλίστρησαν στο χιόνι με αποτέλεσμα να προκληθεί καραμπόλα πίσω της. Δεν την ένοιαζε, εκείνη
είχε ήδη περάσει από την έξοδο και συνέχισε να καταδιώκει το αμάξι.
Η νεαρή γυναίκα, η νταντά, κοιτούσε από το καθρέπτη της, την επίμονη Ανάντια και το μαύρο
τερατώδες αμάξι που τη καταδίωκε. Ο μικρός Άλεξ είχε αρχίσει να κλαίει με λυγμούς από το φόβο
του.
- Σκάσε! Φώναξε η κοπέλα στο μικρό παιδί που τότε άρχισε να κλαίει ακόμα περισσότερο,
ακόμα πιο δυνατά.

Το μικρό αμάξι που οδηγούσε, δεν ήταν κατάλληλο για επικίνδυνους ελιγμούς. Παρόλα αυτά, η
νεαρή γυναίκα το χειρίζονταν άψογα. Σίγουρα ήταν επαγγελματίας. Η Ανάντια πλησίασε το αμάξι
και βρέθηκε παράλληλα δίπλα της από τα αριστερά της. Η νταντά κατέβασε το παράθυρο και
στήριξε το όπλο που είχε πάρει από την καμπαρντίνα της Χέλεν στο πλαστικό και πυροβόλησε όπως
μπορούσε. Η Ανάντια μόλις άκουσε τις σφαίρες να βρίσκουν στόχο στο μεταλλικό αμάξωμα,
έστριψε το τιμόνι ενστικτωδώς προς τα δεξιά, το αμάξι που ήταν πολύ γρήγορο στρίγγλισε και
χτύπησε το μικρό αμάξι της νταντάς που λίγο έλειψε να τρακάρει με ένα στύλο σε μια έξοδο. Η
μικρή δολοφόνος, κατάφερε να διατηρήσει το αμάξι στην ευθεία με πολύ κόπο. Η Ανάντια για
ακόμα μια φορά, έστριψε το τιμόνι προς το αντίπαλο αμάξι το οποίο όμως πάτησε αμέσως φρένο
αφήνοντας την Ανάντια έκθετη να πηγαίνει ανεξέλεγκτα προς τα δεξιά ενώ αυτό βρέθηκε τώρα στην
αριστερή πλευρά του αμαξιού. Η νταντά κατέβασε και το δεξί παράθυρο πυροβολώντας. Αυτή τη
φορά οι σφαίρες έσπασαν το παράθυρο του οδηγού. Τα θρυμματισμένα γυαλιά έπεσαν πάνω στα
πόδια της Ανάντιας που προσπάθησε να καλύψει λιγάκι τα μάτια της.
Η όμορφη γυναίκα αμέσως ένιωσε το αμάξι της να γλιστράει από το χιόνι. Ενστικτωδώς θα έλεγε
κανείς πως θα έστρεφε το τιμόνι της στην αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που ένιωθε να γλιστράει.
Θυμήθηκε όμως την εκπαίδευση της, άφησε το γκάζι και έστριψε το τιμόνι προς την κατεύθυνση
που την τραβούσε ο πάγος. Σε λίγα δευτερόλεπτα ένιωσε το αμάξι να επανέρχεται και τότε πάτησε
απότομα γκάζι για να προλάβει το μικρού κυβισμού αμάξι που καταδίωκε και είχε βγει από τη
περιφερειακή. Πλέον κινούνταν σε έναν απλό συνοικιακό δρόμο.
Το γιγαντιαίο τζιπ, έφτασε και χτύπησε από πίσω το μικρό αμάξι της νταντάς, το οποίο άρχισε να
γυρνάει ελαφρώς προς τα δεξιά. Τότε με μια κίνηση, η Ανάντια κούνησε το τζιπ ελαφρώς προς τα
αριστερά χτυπώντας το μικρό αμάξι ακριβώς στη πίσω ρόδα. Αυτό ήταν, το αμάξι άρχισε να παίρνει
ανεξέλεγκτες στροφές και κατέληξε να καρφώνεται στο τέλος του δρόμου πάνω σε ένα στύλο που
αμέσως άνοιξε και γέμισε το αυτοκίνητο νερά.
Η Ανάντια πάρκαρε το αμάξι ακριβώς από πίσω και βγήκε έξω παρέα με το μεγάλο όπλο της. Άνοιξε
τη πίσω πόρτα και έβγαλε τη ζώνη από τον μικρό. Ο μικρός γιος της καρφώθηκε στην αγκαλιά της.
Η Ανάντια τον έβαλε μέσα στο μεγάλο αμάξι και τον χάιδεψέ.

- Θέλω να πέσεις κάτω και να μη κοιτάς εντάξει; Του είπε. Ο μικρός έγνεψε καταφατικά και η
Ανάντια έκλεισε αποφασιστικά με δύναμη τη πόρτα.

Αποφασιστικά με το όπλο μέσα από το παλτό της προσέγγισε το αμάξι. Είδε τη νταντά να είναι
παγιδευμένη. Είχε παντού αίματα στο πρόσωπο της. Η νεαρή γυναίκα είδε την Ανάντια να έρχεται
από το καθρέφτη και έβγαλε το όπλο όπως μπορούσε από το σπασμένο παράθυρο. Η Ανάντια ήταν
πιο γρήγορη. Με το χέρι της κοπάνησε το καρπό της. Αμέσως το όπλο της νταντάς έπεσε στο υγρό
πάτωμα. Η Ανάντια άνοιξε τη πόρτα του οδηγού και είδε τη ματωμένη νεαρή γυναίκα στην οποία
είχε εμπιστευτεί το παιδί της. Την κοιτούσε όπως θα κοιτούσε ένα μίασμα.

- Σε παρακαλώ! Τόλμησε να ψελλίσει η νταντά. Η Ανάντια προσπαθούσε ακόμα και τελευταία


στιγμή να βρει ένα λόγο να μη σκοτώσει τη κοπέλα. Προσπαθούσε να ακούσει τη λογική
της. Γύρισε τη πλάτη της στο αμάξι σε περίπτωση που ο μικρός κοιτούσε. Η Ανάντια
πλησίασε και πήρε τυπικά το σφυγμό της, ήταν αναιμικός...Αιμορραγούσε, το αίμα είχε
αρχίσει να βγαίνει από το στόμα της, από τα αφτιά της. Δυσκολεύονταν να πάρει ανάσα.
Φαίνονταν πως υπέφερε, το σώμα της σπασμωδικά κουνιόταν πασχίζοντας να απομακρύνει
το αίμα που είχε μαζευτεί στο στόμα και στους πνεύμονες της, πνίγοντας την... Όταν
σιγουρεύτηκε πως η νεαρή ήταν νεκρή επέστρεψε στο μεγάλο αμάξι. Έβαλε μπρος και έφυγε
μακριά, πολύ μακριά αφήνοντας μια ετοιμοθάνατη να πεθάνει, επίτηδες. Σαν να την
εκτέλεσε, την σκότωσε αφήνοντας την χωρίς να την βοηθήσει. Την άφησε να πνιγεί από το
αίμα της, να πεθάνει από αιμορραγία. Μόνη, φοβισμένη και αβοήθητη.

Το αμάξι με οδηγό την Ανάντια εξαφανίζονταν λίγο λίγο από τον ορίζοντα. Η νεαρή γυναίκα, είχε
μείνει εκεί να πνίγεται από το αίμα της και να υποφέρει από το πόνο. Εκείνη τη στιγμή, χτύπησε το
κινητό της που είχε πέσει στα πόδια της θέσης του συνοδηγού. Εκείνη ανήμπορη να κουνηθεί, το
άφησε εκεί, να χτυπάει μέχρι που σταμάτησε. Κάποιες σειρήνες ακούγονταν από μακριά. Είχε
ειδοποιήσει μάλλον κάποιο για τους καπνούς που είχαν αρχίσει να βγαίνουν από το καπό του
αυτοκινήτου. Οι σειρήνες ολοένα και πλησίαζαν αλλά ήταν πλέον αργά.
Την θέση του καπνού είχαν πάρει οι φλόγες. Η νεαρή κοπέλα από μέσα ούρλιαζε με ό,τι δύναμη της
είχε απομείνει αλλά μάταια. Μια έκρηξη τίναξε το αμάξι στον αέρα. Πόσο περίεργο και αντιφατικό
θέαμα. Φωτιές να υψώνονται ενώ από πάνω να πέφτουν λευκές νιφάδες χιονιού που αντιστέκονταν
και τελικά υπέκυπταν από τη θέρμη και την δύναμη της φωτιάς. Το ασθενοφόρο με τη πυροσβεστική
έφτασαν αλλά το μόνο που αντίκρισαν ήταν ένα πτώμα και ένα διαλυμένο, σχεδόν καμένο αμάξι!
Κεφάλαιο 13

Το χιόνι είχε σκεπάσει τα πάντα, όλα ήταν τόσο γαλήνια. Το μόνο που μπορούσες να δεις ήταν ένα
άσπρο τοπίο, κοιτούσες τον ουρανό και έβλεπες μονάχα άσπρες νιφάδες να υπερίπτανται στον αέρα
και να καταλήγουν μετά από λίγο, νωχελικά στο πάτωμα. Στο δωμάτιο της Χέλεν επικρατούσε
ησυχία, μονάχα ο Λουκ βρίσκονταν εκεί που έπλεε σε πελάγη ευτυχίας θεωρώντας πως το φιλί της
Χέλεν σηματοδοτούσε μια σχέση, μια αρχή. Η όμορφη κομάντο ξύπνησε και φαίνονταν αρκετά
καλύτερα. Οι γιατροί περνούσαν ταχτικά και ελέγχαν τη πίεση της, τους σφυγμούς της ενώ πλέον
της είχαν αφαιρέσει και το μηχάνημα οξυγόνου. Το χρώμα στο πρόσωπο της είχε επανέλθει, όλοι
ήταν πλέον σίγουροι πως θα τα κατάφερνε. Ο μοναδικός θόρυβος στο δωμάτιο, ήταν ο χτύπος από
ένα ρολόι τοίχου και οι σελίδες από ένα περιοδικό που χάζευε ο Λουκ δίπλα στη Χέλεν η οποία είχε
ανοίξει τα μάτια της και επιτηρούσε τα πάντα γύρω της.

- Ακόμα εδώ είσαι εσύ; Χαμογέλασε η Χέλεν κοιτώντας το Λουκ που αμέσως πέταξε το
περιοδικό στα πόδια της και ήρθε κοντά της. Εκείνος της χαμογέλασε όσο πιο γλυκά
μπορούσε.
- Τί μου έδωσε; Ρώτησε πιο σοβαρά εκείνη ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα.
- Θάλλιο, απάντησε εκείνος που πλησίασε στο στόμα της.
- Και πώς με πρόλαβες;
- Σου έδωσα κάτι χάπια ενεργού άνθρακα και ένα φάρμακο που μου έδωσε η Ανάντια και
έκανε τον ιδρώτα σου μπλε. Η Χέλεν χαμογέλασε, ήξερε τί της έδωσε. Ήταν βιοχημικός,
ήξερε ίσως ακόμα καλύτερα και από την Ανάντια το τί πρέπει να κάνεις για να σώσεις
κάποιον όταν έχει πάρει κάποια χημική ουσίες.
- Ευχαριστώ… Μου σώσατε τη ζωή, η Ανάντια και εσύ! Χαμογέλασε η Χέλεν. Τόσο καιρό
πίστευε πως είχε συμφιλιωθεί με την ιδέα του θανάτου αλλά όταν πλησίασε τόσο πολύ
κατάλαβε πόσο πολύ τον φοβόταν!

Ο Λουκ έσκυψε και φίλησε τη Χέλεν ακόμα μια φορά με εκείνη να αντιδρά σα να είναι καινούργιος
άνθρωπος. Αντί να βγάλει το σκληρό προσωπείο της, να τον απωθήσει, να τον αποτρέψει, εκείνη
δέχτηκε το φιλί του ανταποδίδοντας το με ένα αμυδρό χαμόγελο σχηματισμένο στα χείλη της. Η
πόρτα του δωματίου άνοιξε και ο Λουκ απομακρύνθηκε απότομα από την ξαπλωμένη γυναίκα.
Μέσα μπήκε δειλά-δειλά ένα μικρό παιδί μαζί με την Ανάντια η οποία δεν έδειξε να εκπλήσσεται
από το θέαμα. Το βλέμμα της Χέλεν μαλάκωσε απότομα, με το που αντίκρυσε το μικρό Άλεξ, η
καρδιά της έχασε ένα χτύπο. Πόσο ανακουφισμένη ένιωσε. Ευτυχώς που ήταν καλά, ευτυχώς η
Ανάντια κατάφερε να διορθώσει το λάθος της.

- Λουκ να σου συστήσω το γιο μου, Άλεξ αυτός είναι ένας συνάδελφος της μαμάς σου,
ψιθύρισε η Ανάντια αφού έσκυψε στο αφτί του γιού της που είχε στην αγκαλιά της.
- Χάρηκα, έτεινε το χέρι του ο Λουκ. Ο μικρός δεν έδειχνε να εμπιστεύεται τον άνδρα
απέναντι του. Τα μάτια του ήταν κόκκινα από το κλάμα, είχε φοβηθεί πάρα πολύ.
- Θεία Χέλεν, φώναξε μόνο ο μικρός που έτρεξε και σκαρφάλωσε πάνω της. Η Χέλεν
ανακάθισε στο κρεβάτι και τον πήρε αγκαλιά. Πόσο ανακουφισμένη ήταν, πόσο ανάγκη είχε
να δει ότι ήταν καλά. Αφού η αγκαλιά τελείωσε, φυλάκισε το κεφάλι του με τα χέρια της, και
τον φίλησε στοργικά.
- Συγγνώμη που άφησα τον Κάσπερ στο σπίτι, αποκρίθηκε λυπημένο το παιδάκι
αναφερόμενος στο γάτο της.
- Δε πειράζει, χαμογέλασε η Χέλεν με την υποψία από ένα δάκρυ στο μάτι της.
- Άλεξ, πήγαινε στο καναπέ να παίξεις για να μιλήσω λίγο μόνη με τη θεία σου, σχεδόν
διέταξε η Ανάντια το γιο της.

Οι δυο τους έμειναν εκεί για μερική ώρα περιμένοντας να δουν πως ο Λουκ μαζί με τον Άλεξ ήταν
σε ασφαλή απόσταση από αυτές ώστε να μπορέσουν να μιλήσουν. Η Ανάντια έπιασε το χέρι της
Χέλεν που άρχισε να απολογείται ξανά και ξανά που της ξέφυγε η νταντά μαζί με το παιδί. Η
όμορφη μελαμψή γυναίκα με ψυχρό βλέμμα σταμάτησε τη Χέλεν, ήξερε πώς δεν θα μπορούσε να
κάνει τίποτα διαφορετικό. Το αντίθετο, η επιμονή και η καχυποψία της Χέλεν ήταν που την
οδήγησαν τελικά στο γιο της. Χωρίς τη συσκευή εντοπισμού, η καταραμένη πρώην υπάλληλος της
θα είχε πάρει το παιδί της.

- Ξέρουμε με ποιον συναντήθηκε ο δικός σου… είπε τελικά η Ανάντια.


- Τί; Νόμιζα τον συλλάβαμε, σχολίασε η Χέλεν.
- Πριν τον συλλάβουμε… Με τον Κρίστιαν, απάντησε τελικά το αφεντικό της λαβωμένης
κομάντο. Η Χέλεν δεν απάντησε για πολλά δευτερόλεπτα.
- Το πρώην διευθυντή μου; Ρώτησε τελικά η Χέλεν, γνωρίζοντας ωστόσο εκ των προτέρων
την επικείμενη καταφατική απάντηση της φίλης της. Το βλέμμα της σκοτείνιασε, πώς είχε
συμβεί κάτι τέτοιο; Πώς κατάφερε ένας προδότης να αναρριχηθεί τόσο πολύ στην υπηρεσία;
- Τώρα βγάζει νόημα γιατί ήθελε να βλάψει το παιδί, μονολόγησε η Χέλεν.
- Ναι, για αυτόν δεν είναι τίποτα. Δεν είναι καν δικό του, ψέλλισε η Ανάντια ενώ η κάθε της
συλλαβή έσταζε πίκρα και χολή.
- Αυτός έβαλε να με σκοτώσει, αυτός έβαλε να σκοτώσουν και εσένα Χέλεν… Γιατί να το
κάνει αυτό;
- Το κάνει γιατί αποσκοπεί να γίνει πόλεμος με το Ιράν, αποκρίθηκε η Χέλεν ενώ ακόμα
σκεφτόταν. Η Ανάντια την κοίταξε περίεργα, σα να μη καταλάβαινε.
- Αν η βασιλική οικογένεια όντως πέθαινε και την ευθύνη του χτυπήματος την αναλάμβανε
κάποιος Ιρανικός πυρήνας, οι Βρετανοί θα χτυπούσαν σκληρά το Ιράν και εμείς θα στους
στηρίζαμε. Ο άνδρας σου, ο πρώην άνδρας σου τέλος πάντων έχει επιρροή στο Πρόεδρο ο
οποίος σίγουρα θα έδινε εντολή για αντίποινα.
- Θα έπρεπε να δώσει άδεια το Κογκρέσο, απάντησε λογικά η Ανάντια. Η Χέλεν γέλασε
δυνατά.
- Λες και αυτό θα είναι δύσκολο… απάντησε νωχελικά η όμορφη πρώην Δέλτα.

Οι δυο τους έκατσαν έτσι εκεί με την Ανάντια στα πόδια της Χέλεν, για αρκετή ώρα. Ψιθύριζαν,
συνωμοτούσαν. Η μία ενημέρωνε την άλλη για το τί είχε συμβεί, το τί ήξερε και έτσι σιγά σιγά το
πάζλ ολοκληρώνονταν. Το βλέμμα του Λουκ έπεσε πάνω σε αυτό της Χέλεν που του χαμογέλασε
ενώ μιλούσε. Η Ανάντια είχε καταλάβει τα πάντα, είχε καταλάβει πως αυτή θα ήταν η εξέλιξη μεταξύ
τους από τη πρώτη φορά που αυτοί οι δυο κοιμήθηκαν μαζί. Σταμάτησε την συζήτηση που είχε
ξεφύγει πια και σηκώθηκε να φύγει από την αίθουσα με πρόσχημα ότι ήθελε ένα καφέ. Ο μικρός
Άλεξ ένιωθε τόσο ασφάλεια κοντά στη θεία του που δεν ήθελε να φύγει από κοντά της. Η Χέλεν
έγνεψε καταφατικά στη φίλη της που άφησε μόνους τους, τον αντιδραστικό νεαρό με την
ανυπόφορη πρώην κομάντο.

- Θεία; Ρώτησε ο Άλεξ που είχε έρθει να αγκαλιάσει τη σχεδόν καθισμένη πλέον Χέλεν που
είχε κρύψει κάτω από τη κουβέρτα το χέρι με τους ορούς της για να μη τρομάζει ο μικρός.
- Θα γίνεις καλά; Συνέχισε να ρωτάει με παιδική αφέλεια ο γιος της καλύτερης της φίλης.
- Τί εννοείς; Είμαι ήδη καλά! Γέλασε η Χέλεν.

Τη στιγμή εκείνη μπήκε μέσα ένας γιατρός και απαίτησε από όλους να φύγουν για να εξετάσουν τη
Χέλεν. Ο Λουκ πήρε από το χέρι τον Άλεξ που δέχτηκε να βγει μετά από εντολή της Χέλεν η οποία
στη συνέχεια έμεινε μόνη της με το γιατρό που πήγε να της αλλάξει τον ορό. Η έμπειρη κομάντο δεν
θα έκανε ξανά το ίδιο λάθος. Θα ήταν πολύ προσεκτική με τον οποιοδήποτε. Πήρε δήθεν το
περιοδικό που ήταν στα πόδια της για να διαβάσει ενώ στη πραγματικότητα παρατηρούσε το γιατρό
που δεν είχε ξαναδεί. Διακριτικά καθώς αυτός κρεμούσε τον ορό, η Χέλεν παρατήρησε το πόσο
έντονους μυς είχε, ύστερα παρατήρησε κάτι περίεργα τατουάζ με ένα δελφίνι πάνω στο χέρι του.
Είδε πως στο δεξί του δείκτη, το δάχτυλο είχε ένα μικρό κάλο από τη στάση του χεριού όταν για
πολύ καιρό είναι πάνω στη σκανδάλη. Η Χέλεν πήρε μια βαθιά ανάσα, έβγαλε διακριτικά τη
πεταλούδα από το καρπό της και τύλιξε το καλώδιο του ορού στα χέρια της. Περίμενε υπομονετικά
μέχρι ο πιθανόν πληρωμένος άνδρας για τη σκοτώσει θα πλησίαζε για να συνδέσει ότι είχε αυτός ο
ορός με την κεντρική γραμμή της. Η Χέλεν δήθεν ξεφύλλιζε το περιοδικό, χαμογελώντας του όταν
τα βλέμματα τους συνέπεφταν. Τελικά, ο γεροδεμένος άνδρας πήγε να σηκώσει τη κουβέρτα για να
συνδέσει το καινούργιο ασκό με το διάφανο υγρό. Προς έκπληξη του ο καρπός της Χέλεν ήταν
άδειος. Την κοίταξε με έκπληξη για να εισπράξει μια γρήγορη μπουνιά στο λαιμό κάτω από το
περιοδικό. Ο άνδρας πισωπάτησε με τη Χέλεν να έχει σηκωθεί και να τυλίγει το καλώδιο του ορού
γύρω από το λαιμό του προσπαθώντας να τον πνίξει. Ο άνδρας προσπάθησε να αντιδράσει,
προσπάθησε να γυρίσει για να την ρίξει αλλά δεν ήταν σαν εκείνη, εκπαιδευμένη στη μάχη σώμα με
σώμα. Με αρκετό κόπο και επιστρατεύοντας όλη την πειθαρχία που είχε, ό,τι μπορούσε να της φανεί
χρήσιμο από την εκπαίδευση και την εμπειρία της είχε τελικά καταφέρει να βρει κόντρα το πόδι της
με τη πλάτη του προκειμένου να μπορέσει να τον πνίξει στα σίγουρα. Ο άνδρας πάνω στην τραγική
κατάσταση που βίωνε, έριξε κάτω τον δίσκο. Ένας δυνατός ήχος ακούστηκε σε όλο το δωμάτιο.
Τον ήχο άκουσαν ο Λουκ και η Ανάντια που είχε επιστρέψει με ένα καυτό καφέ στο χέρι. Οι δυο
τους κοιτάχτηκαν. Η Ανάντια πήρε κοντά της τον Άλεξ κάνοντας νόημα στο Λουκ να μπει μέσα.
Απότομα, ο νεαρός μπήκε μέσα κλείνοντας πίσω του τη πόρτα. Είδε τη Χέλεν να πνίγει τον
τρομακτικά μυώδη άνδρα ντυμένο νοσοκόμο και απότομα έβγαλε το όπλο από το εσωτερικό του
μπουφάν του. Ο άνδρας είχε ήδη αρχίσει να χάνει τις αισθήσεις του, και η Χέλεν τον άφησε ακριβώς
πριν λιποθυμήσει. Ήξερε να υπολογίζει ακριβώς τα πόσα δευτερόλεπτα είχε πριν ξεκάνει κάποιον.
Ο άνδρας μαζεύτηκε σε μια γωνιά του δωματίου και άρχισε να πιάνει το λαιμό του και να βήχει. Ο
Λουκ κατέβασε σταδιακά το όπλο και πήγε κοντά στον πεσμένο άνδρα. Η όμορφη κομάντο είχε
σηκωθεί από το κρεβάτι της και άρχισε να σκουντάει το σχεδόν λιπόθυμο άνδρα.
- Γιατί είσαι εδώ; Ρώτησε άγρια η Χέλεν έχοντας κάνει νεύμα στο Λουκ να βγει από το
δωμάτιο. Ο όμορφος νεαρός αρνήθηκε εξαγριώνοντας τη Χέλεν που τελικά ύψωσε τη φωνή
της διατάζοντας τον αυτή τη φορά να την αφήσει μόνη.
- Θα σου έδινα μόνο ένα τηλέφωνο και θα έφευγα, απάντησε ο άνδρας όταν τελικά βρήκε την
ανάσα του.
- Αυτό που πήγες να μου βάλεις τί είναι; Φώναξε εκείνη.
- Κανονικός ορός ενυδάτωσης. Τίποτα άλλο… Στο ορκίζομαι! Φώναξε σχεδόν ο άνδρας που
είχε μια τεράστια μελανιά στο λαιμό του. Η Χέλεν τον κοιτούσε για αρκετά δευτερόλεπτα
βαθιά μέσα στα μάτια. Έγνεψε καταφατικά, πήρε το τηλέφωνο που έπρεπε να της παραδώσει
και τον άφησε να φύγει ανοίγοντας η ίδια τη πόρτα.
- Αφήστε τον να φύγει, διέταξε η Χέλεν στους δυο αφοσιωμένους φρουρούς της οι οποίοι
ήταν έτοιμη να χιμήξουν σα λιοντάρια να κατασπαράξουν και να εξουδετερώσουν την
απειλή.

Η Χέλεν μπήκε μέσα στο δωμάτιο μαζί με τους υπόλοιπους. Ο μικρός ευτυχώς δεν είχε καταλάβει
τίποτα, είχε ήδη τρομάξει προηγουμένως. Έπρεπε να τον κρατήσουν ασφαλή, σωματικά και
ψυχολογικά. Η Χέλεν έβαλε διαφορετικά ρούχα, αυτά που της είχε φέρει πιθανώς η Σαμ κάποια
στιγμή που θα ήταν αναίσθητη. Έκατσε στο καναπέ δίπλα από το κρεβάτι της και πίεσε για να
καλέσει τον μοναδικό αριθμό που υπήρχε αποθηκευμένος στο τηλέφωνο. Η αναμονή ήταν μεγάλη
με το χαρακτηριστικό ήχο να ακούγεται ξανά και ξανά και ξανά ώσπου τελικά μια γνώριμη φωνή της
απάντησε.

- Γεια σου Χέλεν. Η όμορφη κομάντο που είχε πάει στο παράθυρο γούρλωσε τα μάτια της και
πριν προλάβει να απαντήσει, την πρόλαβε η ανδρική φωνή στο τηλέφωνο.
- Μην πεις τίποτα στην Ανάντια που είναι πίσω σου. Θα σου κάνω μια πρόταση. Αν θες να την
ακούσεις απλά πες «ναι». Η Χέλεν δεν ήξερε τί να πει, δεν ήξερε τί να κάνει. Τί ήθελε από
εκείνη ο Κρίστιαν; Τα καταπράσινα μάτια της έκαναν μαραθώνιο στο λευκό τοπίο που είχε
καλύψει τα πάντα.
- Θα τα πούμε στον άλλο κόσμο, απάντησε εκείνη που ναι μεν ήθελε να ακούσει τί είχε να της
πει, από την άλλη όμως δεν εμπιστεύονταν τίποτα από αυτό που θα έβγαινε από το στόμα
του.
- Καλώς, δες σε παρακαλώ την εικόνα στο κινητό σου. Να ξέρεις ότι θα μπορούσες να τον
έχεις πίσω. Αρκεί να φερθείς έξυπνα και να μη πεις τίποτα στην Ανάντια.

Η Χέλεν δε κατάλαβε τί εννοούσε και πριν προλάβει να απαντήσει, η άλλη γραμμή είχε κλείσει το
τηλέφωνο. Η Ανάντια είχε καταλάβει ποιος τηλεφώνησε και είχε προσεγγίσει τη Χέλεν που ήταν
μπροστά στο παράθυρο. Πριν έρθει πιο κοντά της, η Χέλεν άνοιξε το μήνυμα που της είχε έρθει.
Αμέσως χλόμιασε, πάγωσε. Ζαλίστηκε και έπεσε κάτω. Η φίλη της πήγε να την σηκώσει, όπως και ο
Λουκ.
- Μην με πλησιάσετε! Φώναξε υστερικά η Χέλεν.

Η Ανάντια τρόμαξε, δεν την είχε ξαναδεί ποτέ έτσι. Προσπάθησε να έρθει κοντά της αλλά εκείνη
αντιστέκονταν σθεναρά. Η Ανάντια έκανε νόημα στο νεαρό συνάδελφο της να βγάλει το παιδί έξω
όσο προσπαθούσε να συνεφέρει τη Χέλεν. Ο νεαρός υπάκουσε με τον μικρό Άλεξ να έχει μείνει και
να κοιτάει αποσβολωμένος με υγρά από δάκρυα μάτια. Η Χέλεν ξέσπασε σε ένα υστερικό κλάμα
που με όμοιο του, δεν είχε έρθει αντιμέτωπη ποτέ ξανά τόσο η πρώην κομάντο όσο και η
πεπειραμένη ψυχίατρος. Η μελαμψή γιατρός ήξερε πως η Χέλεν περνούσε μια φάση υστερίας αυτή
τη στιγμή, έπρεπε να την αφήσει να ξεθυμάνει. Σαν φίλη της ωστόσο, δεν άντεχε να βλέπει τη Χέλεν
να κλαίει υστερικά, με λυγμούς ριγμένη στο πάτωμα. Χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά και παρά
τις βίαιες αντιδράσεις και τις φωνές της Χέλεν, ήρθε κοντά της αγκαλιάζοντας την.
Οι δυο εντυπωσιακές γυναίκες, είχαν πέσει και οι δύο στο έδαφος με την Ανάντια να χαϊδεύει τη
Χέλεν που έκλαιγε στο στήθος της. Η πρώτη κατάφερε να αποσπάσει το τηλέφωνο από τα χέρια της
φίλης της και να το ανοίξει. Με τη θέα του μηνύματος και η ίδια χλόμιασε. Πάγωσε, και ύστερα
ένιωσε ένα κύμα φωτιάς να διαπερνά το σώμα της. Δεν ήταν δυνατόν, δεν θα μπορούσε να είναι
αληθινή αυτή η φωτογραφία. Αυτό το καθίκι, αυτός ο προδότης ακόμα μια φορά έλεγε ψέματα. Δεν
υπήρχε καμία άλλη εξήγηση πέρα από αυτήν. Η Χέλεν που είχε αρχίσει να συνέρχεται κοιτούσε
αποξενωμένα την Ανάντια σαν να γνώριζε για τη φωτογραφία. Μια φωτογραφία που έδειχνε το
νεκρό αρραβωνιαστικό της Χέλεν να κρατάει μια εφημερίδα με σημερινή ημερομηνία σώος και
αβλαβής σε κάποιο σκοτεινό λαγούμι, ξεχασμένος από το Θεό και ξεγραμμένος από τη ζωή.

- Χέλεν σου ορκίζομαι δεν ξέρω τίποτα για αυτό! Φώναζε η Ανάντια που και εκείνη ήταν όσο
σοκαρισμένη ήταν και η Χέλεν.
- Το εύχομαι! Γρύλλισε η Χέλεν με ένα βλέμμα τόσο ψυχρό, τόσο φονικό για να πέσει στο
καναπέ σχεδόν μεσόκοπη.

Η Χέλεν πήγε πίσω στο χρόνο, θυμήθηκε που τον μετέφερε σε άσχημη κατάσταση στη κορυφή του
λόφου όταν δέχονταν επίθεση από τους ταλιμπάν. Ήταν άσχημα αλλά όχι νεκρός. Ύστερα, δεν τον
ξαναείδε. Τους πήραν τα ελικόπτερα και εκείνη ξύπνησε σε ένα νοσοκομείο στη Γερμανία, εκεί την
ενημέρωσαν ότι είχαν πεθάνει όλοι. Την είχε ενημερώσει ο διοικητής της. Αν όντως ο Μαρκ ήταν
ζωντανός, αν όντως κάποιος τον είχε πάρει και σε αυτό είχε ανάμειξη είτε η CIA, είτε μονάχα ο
Κρίστιαν, τότε σίγουρα θα ήταν μπλεγμένος και ο διοικητής της. Η Χέλεν σηκώθηκε από το καναπέ
σαν αίλουρος, βρήκε ένα χαρτί και σημείωσε το ονοματεπώνυμο του διοικητή της, και το έδωσε
διστακτικά στην Ανάντια. Για ακόμη μια φορά επέλεξε να την εμπιστευτεί, επέλεξε να μην δεχθεί
εκβιασμό από κανένα. Από τη στιγμή που έκλεισε το τηλέφωνο, όπως και αν αντέδρασε ήξερε τί
ακριβώς ήθελε να κάνει. Να βρει αυτόν τον αλήτη που της στέρησε τη ζωή της και να τον
καταστρέψει. Να τον σκοτώσει; Όχι, για αυτούς τους ανθρώπους ο θάνατος είναι πολύ εύκολος,
είναι σωτήριος. Τους λυτρώνεις από αυτά που θα ακολουθήσουν. Όχι, επέλεξε να τη βοηθήσει η
Ανάντια γιατί ήθελε όχι εκδίκηση αλλά δικαιοσύνη. Ήθελε για μια φορά στη ζωή της, να μην
πατούσε τη σκανδάλη αλλά να ανέβαινε στο ειδώλιο. Να μην έθαβε κάποιον στο χώμα, αλλά τον
έχωνε σε ένα μικροσκοπικό κελί για να πεθάνει εκεί χωρίς να δει ποτέ ξανά το φως του ήλιου ή του
φεγγαριού. Να πεθάνει μόνος, με το μυαλό του να ανατρέχει πίσω στη πάλαι ποτέ εξουσία και θέση
που είχε και τώρα έχει χαθεί για πάντα!
Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε, ο ίδιος αριθμός που είχε καλέσει πριν. Η Χέλεν κάρφωσε το βλέμμα της
στην οθόνη του κινητού, αρνούνταν να το σηκώσει. Δεν ήταν έτοιμη να μάθει περισσότερα, δεν
ήταν σε θέση να διαχειριστεί την ανάσταση του ανθρώπου που αγάπησε όσο τίποτα στο κόσμο. Είχε
μάθει να ζει με την παρουσία του και τώρα με την απουσία του. Είχε μόλις αποφασίσει να
προσπαθήσει να δώσει μια ευκαιρία σε έναν άλλο άνδρα που δεν ήταν ο Μαρκ για να την κάνει
χαρούμενη. Ποτέ κανείς δεν ήταν εκείνος και όμως είχε μάθει να ζει χωρίς αυτόν. Είχε δομήσει τη
ζωή της, είχε φτιάξει μια νέα ζωή. Φοβόταν. Αυτή ήταν η σωστή λέξη. Φοβόταν πως ούτε εκείνη,
ούτε αυτός ήταν πλέον οι ίδιοι άνθρωποι. Δεν ήταν η ίδια. Είχε γίνει πιο σκληρή από ό,τι ήταν. Ο
θάνατος την έκανε αδίστακτη, εκδικητική, απαιτητική, απότομη και δύστροπη. Δεν ήταν έτοιμη για
το Μαρκ.
Τελικά σήκωσε απότομα το τηλέφωνο και το έβαλε στο αφτί της. Η φωνή ήταν διαφορετική, δεν
ήταν του άνδρα πριν. Ήταν ενός άλλου, που έκανε τη καρδιά της να χάσει αρκετούς χτύπους. Έβαλε
το χέρι στο στόμα της και προσπάθησε να συγκρατήσει τον εαυτό της, να μην κλάψει να μην
λυγίσει. Η φωνή αυτή ήταν του Μαρκ, νόμιζε πως την είχε ξεχάσει αλλά να που την αναγνώρισε και
θα την αναγνώριζε ανάμεσα σε χιλιάδες.

- Μαρκ; Ψέλλισε η Χέλεν. Δεν περίμενε πως θα έλεγε ποτέ αυτό το όνομα. Είχε ιδρώσει, η
καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά, τόσο γρήγορα που ήταν λες και είχε φέρει τον εαυτό της
στα όρια του. Λες και είχε βγει από μάχη. Τα χέρια της έτρεμαν, όπως και τα πόδια της που
δε τη κρατούσαν. Έπρεπε να κάτσει κάπου.
- Το πάρτι τελείωσε γλυκιά μου. Βρες ένα τρόπο να με φυγαδεύσεις και θα πάρεις πίσω τον
έρωτα της ζωής σου. Η φωνή άλλαξε, ήταν εκείνη του Κρίστιαν αυτή τη φορά. Η Χέλεν
σηκώθηκε από τη καρέκλα και η φωνή της άλλαξε τόνο, άλλαξε μουσική οκτάβα. Τα μάτια
της στένεψαν επικίνδυνα, οι φλέβες τις πετάχτηκαν και οι σφυγμοί της φαίνονταν από το
λαιμό και το καρπό της.
- Θα σε βρω… Μούγκρισε εκείνη.
- Χέλεν δεν έχω χρόνο, ούτε και εσύ έχεις! Βρες ένα τρόπο να με φυγαδεύσεις χωρίς να το
μάθει κανείς και θα σμίξεις ξανά με τον άνδρα που σε σημάδευσε. Τικ τακ!

Το τηλέφωνο έκλεισε αλλά η Χέλεν δεν κατέβασε το ακουστικό από το αφτί της. Κοίταξε την
Ανάντια και της έκανε νεύμα να φύγει. Έπρεπε να μάθει, τί συνέβαινε. Ποιοι μπορεί να είχαν
συμφέρον να απαγάγουν ένα ήρωα πολέμου; Η μπάλα τώρα ήταν στο γήπεδο της Ανάντια. Θα
έπρεπε να χρησιμοποιήσει τις γνωριμίες της, να μάθει τί συνέβαινε. Η πόρτα έκλεισε και άφησε την
Χέλεν μόνη της, μονάχα για λίγο. Ύστερα μπήκε μέσα ο Λουκ. Ό,τι ερωτικό έβλεπε πάνω του πριν,
ό,τι ευκαιρία μπορεί να είχε δώσει στον εαυτό της και σε αυτόν τον άνδρα να είναι μαζί, τώρα δεν
υπήρχε. Τώρα στο μυαλό της, υπήρχε μονάχα ένας. Μονάχα οι στιγμές που πέρασε με εκείνον. Η
στιγμή που τον γνώρισε στην βασική εκπαίδευση στο στρατό, πριν τους προσεγγίσει η ομάδα
Δέλτα. Τις στιγμές έπειτα, όταν δέθηκαν ακόμα πιο πολύ στις ειδικές δυνάμεις. Τον αρραβώνα της,
τον θάνατο του. Θυμήθηκε την επίσκεψη της στο σπίτι του. Η Χέλεν έπιασε το κεφάλι της και
έτριψε τα μάτια της. Είχε κρεμάσει μαζί με τον αδελφό του την νεκρική του σημαία. Η σημαία που
τύλιγε το φέρετρο του ανέμιζε στο κήπο του πατρικού του Μαρκ. Υπήρχε τάφος, υπήρχε φέρετρο,
πώς γίνεται να ήταν όλα ψέματα; Το μυαλό της δε το χωρούσε. Ένιωθε πως θα τρελαίνονταν.
Ένιωθε πώς ό,τι και αν συνέβαινε την υπερέβαινε. Δεν θα διανοούνταν ποτέ πως ο Μαρκ θα
ξαναγυρνούσε κοντά της. Δεν ήξερε αν ήτα απλά θυμωμένη, χαρούμενη ή και τα δύο.

- Χέλεν, ψέλλισε ο νεαρός άνδρας πίσω της. Εκείνη έκλεισε τα μάτια της, δεν ήξερε πως θα
τον αντικρύσει, τί να του πει; Πώς θα του το πει;
- Χέλεν, αν όντως ο άνδρας σου ζει, σου υπόσχομαι ότι θα στον φέρω πίσω! Ανακοίνωσε ο
άνδρας από πίσω της. Εκείνη παραξενευμένη γύρισε και τον κοίταξε. Το εννοούσε.
Πραγματικά την είχε ερωτευτεί. Ήταν έτοιμος να παραδοθεί για να τις φέρει πίσω έναν
άλλον άνδρα; Χαμογέλασε. Μπορεί να μην συμβεί τίποτα παραπάνω μεταξύ τους από εδώ
και πέρα, μπορεί να χάθηκε ό,τι ελπίδα υπήρχε για αυτόν αλλά τον εκτίμησε. Μπορεί να μην
μοιραστεί τη ζωή της μαζί του αλλά σίγουρα είχε κερδίσει τη φιλία και την ευγνωμοσύνη
της. Τον πλησίασε τον αγκάλιασε αδελφικά και του ψέλλισε μονάχα ένα ευχαριστώ!
Κεφάλαιο 14

Δυο ημέρες αργότερα

Η ατμόσφαιρα είχε βαρύνει. Το γκρι ημίφως της ημέρας, έδωσε τη θέση του στο σκοτάδι της νύχτας
και τα τεχνητά φώτα των δρόμων. Το χιόνι έπεφτε με έντονο ρυθμό και σκέπαζε το καθαρό δρόμο
που μόλις είχε καθαριστεί και πασπαλιστεί με αλάτι. Την κρύα νύχτα απολάμβανε στο ζεστό
συνοικιακό μαγαζί η Ανάντια με μια άσπρη κούπα αχνιστού καφέ στα χέρια της. Είχε βγάλει το
παλτό της και το είχε ακουμπήσει πάνω τη τσάντα που ήταν δίπλα της. Προσπαθούσε και η ίδια να
καταλάβει τί είχε συμβεί. Δεν είχε ιδέα για το τί συνέβαινε. Είχε αναλάβει τη Χέλεν, την
ψυχοθεραπεία της μετά το θάνατο της ομάδας της, ήξερε πόσο δύσκολη ήταν αυτή η κατάσταση για
εκείνη. Εξίσου δύσκολη ήταν και για την ίδια. Έπρεπε να αποδείξει την αθωότητα της στη φίλη της.
Έπρεπε να βάλει ένα τέλος σε αυτή τη κατάσταση. Τη σκέψη της διέκοψε μια σερβιτόρα ντυμένη με
τη στολή του μαγαζιού που της γέμισε ακόμα μια φορά τη κούπα με φρέσκο καυτό καφέ που
μοσχοβολούσε. Η μυρωδιά του καφέ δημιουργούσε ένα ζεστό κλίμα που την έκανε να νιώθει
ελαφρώς πιο άνετα.
Το καμπανάκι της πόρτας ήχησε και το βλέμμα της μελαμψής κατασκόπου συναντήθηκε με εκείνο
ενός ισπανόφωνου άνδρα που άρχισε να την πλησιάζει ενώ στο τέλος έκατσε απέναντι της. Η
Ανάντια του χαμογέλασε και κάθισε απέναντι του σιωπηλά μέχρι που η σερβιτόρα ήρθε και πήρε τη
παραγγελία του για ένα πιάτο ζεστό φαΐ και μια κούπα ζεστό καφέ. Το φαγητό του άνδρα δεν άρχισε
να έρθει και μέχρι εκείνη τη στιγμή κανένας από τους δυο δεν είχε απευθυνθεί στον άλλο.

- Σε τί οφείλω την τιμή; Ρώτησε τελικά ο ισπανόφωνος άνδρας που είδε προς έκπληξη του την
Ανάντια να κάθεται στο αγαπημένο του στέκι ενώ με το χέρι του έβαζε πολύ αλάτι στο
φαγητό του.
- Σε τί μπορεί να χρησιμεύσει ένας νεκρός στρατιώτης για έναν προδότη; Ψέλλισε η Ανάντια
τελικά μετά από μερικά δευτερόλεπτα. Ο άνδρας απέναντι της, σταμάτησε να τρώει και τη
κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια δίχως να απαντήσει.
- Ποιος ρωτάει; Η διευθύντρια μυστικών αποστολών ή η γυναίκα που πέρασα τον πιο όμορφο
μήνα της ζωή μου στο Παναμά;
- Καμία από τις δυο, απάντησε ψυχρά η Ανάντια δείχνοντας πώς δεν είχε ούτε όρεξη αλλά
ούτε και χρόνο για να παίξει. Ο άνδρας απέναντι της σκούπισε το στόμα του και έκατσε
αναπαυτικά στο κόκκινο δερμάτινο καναπέ του μαγαζιού.
- Χοσέ… Μην με κάνεις να σου θυμίσω τα αυτονόητα! Ψιθύρισε η Ανάντια που προσπαθούσε
να αποσπάσει ό,τι πληροφορία υπήρχε χωρίς να χρειαστεί να απειλήσει τον άνδρα απέναντι
της που ακόμα δίσταζε να ανοίξει το στόμα του.
- Υπάρχει ένα πρόγραμμα. Αρχικά, άρχισε σαν μια προσπάθεια για να θεραπευτεί η
μετατραυματική διαταραχή των στρατιωτών, ψέλλισε ο μελαχρινός άνδρας διστάζοντας να
συνεχίσει παραπάνω ξύνοντας τη μύτη του.
- Ύστερα όμως κατέληξε να είναι ένα κέντρο που κάνουν πειράματα πάνω στον ανθρώπινο
εγκέφαλο. Πώς να δημιουργήσουν τον τέλειο στρατιώτη, χωρίς αναστολές, χωρίς
αισθήματα, χωρίς δισταγμό, απάντησε ο Χοσέ που έκανε στην σερβιτόρα νόημα να γεμίσει
ξανά το καφέ του. Η Ανάντια περίμενε τη κούπα να γεμίσει ξανά προτού ρωτήσει μερικά
πράγματα παραπάνω.
- Ποιος το χρηματοδοτεί, εμείς; Ρώτησε η Ανάντια αναφερόμενη στη CIA. Ο άνδρας έγνεψε
αρνητικά.
- Ιδιωτική στρατιωτική εταιρία, απάντησε πίνοντας μια γερή γουλιά καφέ ο Χοσέ. Η Ανάντια
αναζήτησε τη τσάντα της και έβγαλε δυο φωτογραφίες και τις έσπρωξε γυρισμένες ανάποδα
στον άνδρα που καθόταν απέναντι της. Ο μελαχρινός άνδρας διστακτικός τις πήρε μπροστά
του και κοίταξε για τυχόν αδιάκριτα βλέμματα προτού τις γυρίσει για τις κοιτάξει και τις
σπρώξει πίσω στην Ανάντια που τις έβαλε ξανά στη τσάντα της.
- Δε ξέρω για αυτόν, απάντησε αφού είδε τη φωτογραφία του Κρίστιαν,
- Ο στρατιωτικός όμως στη φωτογραφία ακούγεται πως «πουλάει» τους στρατιώτες του,
απάντησε τελικά εκείνος.
- Σε ποια εταιρία; Ρώτησε τελικά η Ανάντια.
- Dolphins Defense Systems, αποκρίθηκε με απροθυμία ο άνδρας.

Η Ανάντια σηκώθηκε από το τραπέζι και άφησε ένα χαρτονόμισμα μεγάλης αξίας στο τραπέζι.
Κοίταξε τον άνδρα απέναντι της και του χαμογέλασε.

- Τα φιλιά μου στο καρτέλ Χοσέ. Μην χαθείς ίσως σε χρειαστώ για κάτι στο μέλλον! Του
ψιθύρισε η Ανάντια που είχε ήδη σηκωθεί και κατευθύνονταν προς τη πόρτα.

Το καμπανάκι της πόρτας ακούστηκε και η Ανάντια βγήκε από το ζεστό μαγαζί. Πόσο κρύα βραδιά
ήταν. Έβαλε τα χέρια της μέσα στο παλτό της και προσπάθησε να περπατήσει όσο πιο γρήγορα
γίνονταν. Όταν έφτασε έξω από ένα ίντερνετ καφέ μπήκε μέσα και έκατσε στον πιο απομακρυσμένο
υπολογιστή. Στον παγκόσμιο ιστό έβαλε το όνομα της εταιρίας που είχε ακούσει από τον
πληροφοριοδότη της μέσα από τα καρτέλ που είχε όμως πρόσβαση και γνώση για ό,τι παράνομο
συνέβαινε στη χώρα. Ήταν το δεξί χέρι του αρχηγού του μεξικάνικου καρτέλ, και ο άνθρωπος που
τηλεφωνείς όταν θέλεις να εξαφανίσεις κάποιον ή να εξαφανιστείς εσύ. Η Ανάντια τον είχε
στρατολογήσει χρόνια πριν στον Παναμά και από τότε της ανήκε και εκείνος, το ήξερε. Με το
παραμικρό λάθος βήμα του θα ήταν νεκρός.
Η μαύρη ιστοσελίδα άνοιξε και φάνηκε ένα σήμα με ένα δελφίνι. Ακριβώς το ίδιο που είχε δει σε
τατουάζ η Χέλεν πάνω στον δήθεν νοσοκόμο. Η Ανάντια έβγαλε με το κινητό της φωτογραφία την
οθόνη και προχώρησε το ποντίκι παρακάτω. Η εταιρία αυτή αναλάμβανε προστασία στρατιωτικών
βάσεων και εγκαταστάσεων σε όλο τον πλανήτη. Η αμερικανική κυβέρνηση, είχε συνάψει ένα
συμβόλαιο για να φυλάει αμερικανικές βάσεις στο Ιράκ. Πρόσφερε προσωπικό για ασφάλεια
εγκαταστάσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες και διαφήμιζε την επιχειρησιακή ετοιμότητα των ανδρών
της, η πλειονότητα των οποίων ήταν εκπαιδευμένοι στις ειδικές δυνάμεις!
Η μελαμψή γυναίκα, νόμιζε πως χτύπησε φλέβα χρυσού. Πήρε αμέσως τη τσάντα της και βγήκε από
το ίντερνετ καφέ. Έπρεπε να μάθει περισσότερα για αυτήν την εταιρία. Όχι μόνο τί υπάρχει στο
διαδίκτυο αλλά κυρίως αυτά που δεν υπάρχουν. Έπρεπε να μιλήσει επειγόντως στη Χέλεν η οποία
είχε πάρει εξιτήριο πριν από δυο περίπου μέρες και είχε επιστρέψει στο σπίτι της.
Η Ανάντια μπήκε σε ένα νοικιασμένο εξίσου μεγάλο και πολυτελές με το δικό της αμάξι και
ξεκίνησε με προορισμό το σπίτι της. Η διαδρομή ήταν σχετικά σύντομη. Το μαύρο τζιπ πάρκαρε στο
πάρκινγκ έξω από το μεγάλο οίκημα. Από τα παράθυρα φαίνονταν φώτα.
Έπρεπε να επικοινωνήσει με τη Χέλεν που δεν είχε λόγο να φοβάται και είχε επιστρέψει και εκείνη
στο σπίτι της. Ο Κρίστιαν την χρειάζονταν για να εξαφανιστεί. Αυτό σήμαινε βέβαια πως η Ανάντια
δε μπορούσε να πλησιάσει καθόλου το σπίτι της φίλης της. Αντ’ αυτού, την πήρε τηλέφωνο στο
κωδικοποιημένο τηλέφωνο της και της ζήτησε να ρωτήσει από τη Σαμ να βρει ό,τι πληροφορίες
μπορούσε για την εταιρία. Η Χέλεν είχε αναγνωρίσει το σήμα από το μπράτσο του νοσοκόμου και
κατέστρωνε σιγά σιγά μαζί με την Ανάντια ένα σχέδιο με το οποίο θα έπιαναν τελικά τον Κρίστιαν.
Δε θα ήταν εύκολο. Έπρεπε να βρουν όμως ένα τρόπο να τον παγιδεύσουν!

Οι ημέρες περνούσαν και η Χέλεν είχε ήδη σκεφτεί ένα σχέδιο που θα μπορούσε με τις κατάλληλες
γνωριμίες της φίλης της να γίνει εφικτό και πιστευτό από τον Κρίστιαν ο οποίος δεν είχε
επικοινωνήσει μαζί της εδώ και ημέρες. Η όμορφη κομάντο είχε αρχίσει να ανησυχεί. Ίσως να είχε
καταλάβει πως η Ανάντια ήξερε τα πάντα. Από την άλλη όμως, αυτό ήταν αδύνατο. Δεν θα
μπορούσε να το ξέρει. Οι μόνοι που το ήξεραν ήταν ο Λουκ, η Ανάντια και η Χέλεν. Κανείς από
αυτούς δεν ήταν τσιράκι του Κρίστιαν και σίγουρα κανείς από αυτούς δε ήταν προδότης.
Η Ανάντια είχε μιλήσει με τον Χοσέ. Αυτός θα κανόνιζε να υπάρξει ένα αεροπλάνο με ένα μονάχα
πιλότο που θα μετέφερε τον Κρίστιαν στο Μεξικό. Αυτό που δεν γνώριζε ο Κρίστιαν ήταν ότι στο
Μεξικό θα υπήρχε μια ομάδα με έμπιστους πράκτορες του FBI που θα τον συλλάβουν ταυτόχρονα
με τον πρώην διοικητή της Χέλεν. Το σχέδιο είχε πέσει στο τραπέζι, οι λεπτομέρειες έπρεπε όμως να
τελειοποιηθούν. Σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να τους καταλάβει.
Ο επίμονος ήχος του τηλεφώνου διέλυσε τη σιωπή στο σπίτι της Χέλεν. Το τηλέφωνο δονούνταν
πάνω στο ξύλινο τραπέζι μπροστά στη Χέλεν. Δίπλα στο τηλέφωνο υπήρχε το όπλο της και ένα
μπουκάλι με αλκοόλ. Η Χέλεν σηκώθηκε και πήρε το τηλέφωνο στα χέρια της και στη συνέχεια το
έβαλε στο αφτί της.

- Πότε μπορείς να με βγάλεις από τη χώρα; Ακούστηκε μια βραχνή φωνή. Η Χέλεν έπρεπε να
κερδίσει χρόνο. Η Σαμ είχε ειδοποιηθεί και θα χρειάζονταν μερικές ώρες να βρει στοιχεία για
την ιδιωτική εταιρία ασφαλείας. Το αεροπλάνο ήταν κανονισμένο και η Χέλεν είχε
ενημερώσει έναν έμπιστο πράκτορα στο FBI που όταν χρειάζονταν θα συντόνιζε την
επιχείρηση για να πιάσει τον Κρίστιαν στο Μεξικό, κανείς από την ομάδα στο FBI ωστόσο,
δεν ήξερε ποιόν θα πήγαιναν να πιάσουν, ούτε καν ο γνωστός της Χέλεν.
- Σε 24-48 ώρες… απάντησε ψυχρά η Χέλεν.
- Δεν έχεις ενημερώσει κανέναν… Ούτε την Ανάντια φαντάζομαι!
- Πώς είναι ο Μαρκ;
- Επιβιώνει. Η Ανάντια συναντήθηκε με μία πηγή της από το καρτέλ. Δεν φαντάζομαι να έχει
να κάνει με το τρόπο διαφυγής μου, αφού εσύ δεν της έχεις πει τίποτα… σχολίασε ο
Κρίστιαν που προφανώς γκρέμισε με μια συλλαβή του, όλο τους το σχέδιο. Τώρα η Χέλεν
βρέθηκε χωρίς κάποιο σχέδιο με το πολύ 48 ώρες να βρει ένα, και να το εφαρμόσει τέλεια.
- Θα φύγεις από τη χώρα σε 48 ώρες. Θα πάρω πίσω τον άνδρα μου και εσύ θα είσαι μακριά
από εδώ. Κρίστιαν το καλό που σου θέλω να λες αλήθεια, διαφορετικά θα σε σκοτώσω!
Απάντησε τρομακτικά η Χέλεν που έκλεισε το τηλέφωνο απότομα.

Η Χέλεν ήταν έντονα προβληματισμένη. Προφανώς η πηγή της Ανάντιας στο καρτέλ ήταν πηγή του
Κρίστιαν και έτσι όλο το σχέδιο πήγε χαμένο. Έπρεπε να βρει τρόπο να οργανώσει τη τέλεια παγίδα
και είχε μόλις 48 ώρες. Ίσως έπρεπε να στρέψει τις προσπάθειες της στο να εντοπίσει το Μάρκ. Αν
τον εντόπιζε δε θα υπήρχε νόημα να στήσει παγίδα στο πρώην αφεντικό της ο οποίος είχε ήδη
αποκηρυχθεί από τη CIA.
Το χρυσαφί υγρό έπεσε μέσα στο ποτήρι και ύστερα χάθηκε μέσα στο στόμα της κομάντο η οποία
έκλεισε τα μάτια της καθώς το οινόπνευμα ταξίδευε και έκαιγε τα σωθικά της. Πήρε το
κρυπτογραφημένο τηλέφωνο και έστειλε στην Ανάντια πως το σχέδιο ακυρώθηκε. Τους είχε
καταλάβει. Ύστερα πέταξε το κινητό στο καναπέ. Δίπλα της υπήρχε το άσπρο γατί της που τόσο
ατάραχα κάθονταν αδιαφορώντας το τί συνέβαινε γύρω του. Τί ωραία θα ήταν να ήταν και εκείνη
έτσι. Να μην την ένοιαζε τίποτα, κανείς, σκέφτηκε εκείνη!
Τη σιωπή της έκοψε μετά από αρκετή ώρα το κουδούνι της πόρτας. Δεν περίμενε κανέναν και έτσι
παραξενεύτηκε. Πήρε το όπλο και το έβαλε πίσω στη μέση της και άνοιξε πολύ ήρεμα τη πόρτα
καλύπτοντας το μισό σώμα της. Ήταν ένας άνδρας που έκανε ντελίβερι.

- Η πίτσα σας; Ρώτησε ο χαμογελαστός νεαρός.


- Δεν παρήγγειλα πίτσα, απάντησε η Χέλεν.
- Είστε σίγουρη; Αυτή δεν είναι η διεύθυνση σας; Ρώτησε ο νεαρός που της έδειξε ένα χαρτί
με γραμμένη τη διεύθυνση της. Η Χέλεν αναγνώρισε το γραφικό χαρακτήρα, ήταν της Σαμ.
Η όμορφη γυναίκα χαμογέλασε και πήρε τη πίτσα στα χέρια της.

Η πόρτα έκλεισε και η Χέλεν πήγε στο παράθυρο να σιγουρευτεί πως ο άνδρας αυτός ήταν όντως
ένας απλός οδηγός. Ο νεαρός μπήκε μέσα στο αμάξι με την επωνυμία της αλυσίδας με τις πίτσες και
έφυγε μετά από μερικά δευτερόλεπτα. Η Χέλεν δεν έχασε χρόνο πήγε στη κουζίνα και άνοιξε το
κουτί. Μέσα υπήρχε μια τεράστια πίτσα και στη κορυφή του κουτού ένα μικρό στικάκι που ήταν
τυλιγμένο και κολλημένο με ένα χαρτί. Σίγουρα της το είχε στείλει η Σαμ.

Ο υπολογιστής της Χέλεν είχε ανοίξει και αμέσως χωρίς να χάσει χρόνο τοποθέτησε το μικρό στικ
στη θύρα του λεπτού υπολογιστή της. Απαιτούνταν κωδικός. Η Χέλεν κάθισε και σκέφτηκε
τρώγοντας το δεύτερο μεγάλο κομμάτι πίτσας της. Μετά από σκέψη, σκούπισε τα χέρια της και
πληκτρολόγησε το όνομα της εταιρίας που την είχε βάλει να ψάξει. Προς έκπληξη της μπροστά της
άνοιξαν διάφορα αρχεία. Η Χέλεν έχωσε τα μάτια της μέσα στην οθόνη του υπολογιστή και άρχισε
να διαβάζει μανιωδώς μέχρι που την πήρε η μέρα.
Κεφάλαιο 15

Οι φωτεινές μικρές ακτίνες φωτός ξεχύθηκαν σε όλο το δωμάτιο. Το τραπέζι είχε γεμίσει με
χαρτούρα και το χάρτινο κουτί πίτσας που ήταν ανοιχτό. Η Χέλεν δεν είχε σταματήσει να σκέφτεται,
να διαβάζει και να σημειώνει πάνω σε λευκά χαρτιά. Το ένα μετά το άλλο τσαλακώνονταν και
πετιόνταν σαν να ήταν μπάλα του μπάσκετ σε ένα κουβά που είχε βάλει απέναντι της. Όλο το βράδυ
βρίσκονταν είτε στον υπολογιστή είτε να περπατάει πάνω κάτω στο μεγάλο σαλόνι ελπίζοντας να
βρει κάποια λύση για το πρόβλημα του Κρίστιαν. Η αλήθεια ήταν ότι είχε καταφέρει να σκεφτεί
κάτι. Κάτι που απαιτούσε τη βοήθεια της Ανάντιας, κάτι που από μόνο του ήταν αρκετά ριψοκίνδυνο
αλλά όπως το έβλεπε η Χέλεν, ήταν το μοναδικό που θα μπορούσε να αποδώσει καρπούς δεδομένης
της κατάστασης. Από τα έγγραφα της Σαμ, είχε καταφέρει να βρει κάποιες αποδείξεις για την
εμπλοκή του πρώην διοικητή της σε αυτό το σκάνδαλο με την ιδιωτική εταιρία. Όλα τα έγγραφα θα
προωθούνταν στο FBI ώστε να προχωρήσει η σύλληψη και αυτού του ανθρωπόμορφου τέρατος που
τόσα χρόνια δήθεν υπηρετούσε και τιμούσε τη στολή του. Ένας ακόμη προδότης που χαιρετά μια
σημαία για την οποία στη πραγματικότητα δεν έδινε μια.
Η Χέλεν πήγε στη κουζίνα και πέταξε με μιας όλα τα σκουπίδια πάνω από το τραπέζι, το σκούπισε
νωχελικά και ύστερα στράφηκε στη καφετέρια, τη σωτηρία της από τη κούραση. Το κρύο πλέον
καφέ υγρό χύθηκε στη καθαρή άσπρη κούπα. Η όμορφη γυναίκα πήρε μια βαθιά ανάσα και ήπιε με
μια δύο γουλιές όλο το περιεχόμενο της κούπας. Ύστερα, πήρε το χοντροκομμένο κωδικοποιημένο
κινητό της και τηλεφώνησε στην Ανάντια. Έπρεπε να της εξηγήσει τί ακριβώς ήθελε από εκείνη.
Έπρεπε να της πει τί ακριβώς έπρεπε να κάνει εκείνη. Μονάχα σιωπή ακούγονταν ανάμεσα στις δυο
ασφαλείς γραμμές. Η έμπειρη κατάσκοπος και έμπιστη φίλη της Χέλεν δεν ακούγονταν καθόλου
σίγουρη για το σχέδιο της ικανότατης πρώην κομάντο.

- Ας το κάνουμε! Ξεφώνισε η Ανάντια για μια στιγμή ύστερα από ένα βαθύ αναστεναγμό.
- Το συντομότερο δυνατό… διέταξε σχεδόν η Χέλεν κλείνοντας το τηλέφωνο και πετώντας τη
συσκευή στο τραπέζι.

Στο σπίτι της απλώθηκε μια νεκρική σιωπή που την ξεκούφαινε. Από τη στιγμή που έμαθε για το
Μαρκ το μυαλό της ήταν τόσο μπερδεμένο. Συνέχεια σκεφτόταν τη τραγική στιγμή της τελευταία
της αποστολής. Θυμόταν τις πρώτες στιγμές της στο νοσοκομείο. Θυμόταν τη θλίψη της, θυμόταν
το θυμό της και όλη της τη προσπάθεια να διαχειριστεί το χαμό του άνδρα της. Κοίταξε το σπίτι.
Ακόμα και αυτό το σπίτι το είχαν αγοράσει μαζί και είχε μάθει να ζει σε εκείνο ξέροντας πως ο
Μαρκ απουσίαζε. Δεν μπορούσε να διαχειριστεί το γεγονός πως ο Μαρκ θα μπορούσε να ζει. Δεν θα
μπορούσε να διαχειριστεί το γεγονός ότι τον άφησε μόνο του κάπου, αγνοώντας την ύπαρξη του.
Η Χέλεν έκλεισε τα μάτια της, πήρε το χοντροκομμένο τηλέφωνο και το όπλο της και κατευθύνθηκε
προς τον επάνω όροφο του σπιτιού της. Γέμισε την μπανιέρα με νερό και ύστερα έβαλε παντού μέσα
παγάκια. Έπρεπε να καταπολεμήσει το πόνο από τον ώμο της και να μπορέσει να παραμείνει ξύπνια.
Έπρεπε να τονώσει το μυαλό της και αυτός ο τρόπος ήταν ο τρόπος που το έκαναν και στις ειδικές
δυνάμεις. Μερικές φορές για να κερδίσεις τη θέση σου στο μέλλον, πρέπει να είσαι ικανός να
γυρίσεις στο παρελθόν. Αυτό θα έκανε και η Χέλεν. Η γυμνασμένη γυναίκα απαλλάχθηκε γρήγορα
από τα ρούχα της και έμεινε παντελώς γυμνή. Στο καθρέφτη φάνηκε η μεγάλη τομή στο στήθος της.
Μετά από τόσα χρόνια και ακόμα δεν είχε συνηθίσει το θέαμα. Πήρε στα χέρια της το όπλο και το
όπλισε αφήνοντας το δίπλα της, στη μπανιέρα. Με ένα αποφασιστικό βήμα χώθηκε μέσα στη
μπανιέρα βουτώντας το σώμα της κάτω από το παγωμένο νερό. Εκεί έμεινε για αρκετά δευτερόλεπτα
μέχρι που πρώτα αναδύθηκε το κεφάλι της. Παντού γύρω της επέπλεαν παγάκια. Η ανάσα της
έβγαινε κοφτά και γρήγορα. Δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος να συγκεντρωθεί ένας άνθρωπος από
αυτόν. Το έκανε πάντα πριν και μετά από κάθε αποστολή της όταν ήταν στη ομάδα Δέλτα. Από
εκείνη τη μέρα όμως, δεν το είχε κάνει ποτέ ξανά. Δεν ένιωσε την ανάγκη να συγκεντρωθεί για κάτι
τόσο πολύ.

Η Χέλεν βγήκε από τη μπανιέρα και τύλιξε τη γύμνια της με μια κατάλευκη πετσέτα σώματος. Οι
χτύποι της καρδιάς της ακόμα δεν είχαν ηρεμήσει αλλά το σώμα της είχε απότομα προετοιμαστεί να
αντέξει τα πάντα. Το μυαλό της είχε αρχίσει να κάνει συνδέσεις που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα
έκανε. Με ένα τόσο απλό κόλπο είχε καταφέρει να θέσει όλο της τον οργανισμό σε συνθήκες
επιβίωσης. Το μυαλό της λειτουργούσε πιο γρήγορα, οι μύες τις θα τεντώνονταν περισσότερο ενώ η
αντίληψη της θα οξύνονταν. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την πολύ ιδιαίτερη εκπαίδευση της, την
υπομονή της και την τρομακτικά υψηλή ευφυία της, δημιουργούσαν τον τέλειο δολοφόνο. Τη
γύμνια αυτή, γρήγορα κάλυψε μια στολή που βγήκε από ένα καλά κρυμμένο μπαούλο. Στο στήθος
της σφηνώθηκε ένα αλεξίσφαιρο και τα πόδια της και ο κορμός της ντύθηκαν με μια στολή
παραλλαγής για περιβάλλον πόλης. Τα πόδια της υποδέχθηκαν τις στρατιωτικού τύπου μπότες και
στη μέση και στα πόδια της σφηνώθηκαν τέλεια ακονισμένοι σουγιάδες που είχε φυλαγμένους σε
ένα κουτί που φυλούσε όλα όσα μαρτυρούσαν τη παλιά ζωή της. Η Χέλεν άφησε δίπλα της στο
καναπέ, ένα κέβλαρ κράνος και μια μάσκα που θα κάλυπτε όλα τα χαρακτηριστικά του προσώπου
της. Έδεσε περίτεχνα τα μαλλιά της ώστε το φύλο της να μην γίνονταν αντιληπτό και έκατσε έτσι
έτοιμη στο καναπέ περιμένοντας ένα τηλέφωνο από την Ανάντια. Κοιτούσε το κενό, έπαιρνε βαθιές
ανάσες που τις κρατούσε μέσα της για αρκετή ώρα και τις άφηνε να βγουν νωχελικά, νωθρά σαν να
ήταν οι τελευταία της πνοή. Δεν φοβόταν, ήξερε πως με εντολή της Ανάντια μαζί με αυτήν, είχαν
ετοιμαστεί και άλλοι. Τουλάχιστον οκτώ ακόμα έμπιστα άτομα είχαν φορέσει στρατιωτικές στολές
και περίμεναν ένα τηλεφώνημα. Όταν αυτό γίνονταν θα πήγαιναν να πάρουν τη Χέλεν που θα
ηγούντο της ομάδας αυτής και θα εξαπέλυαν μια εντοπισμένη δολοφονική επίθεση για να πάρουν
πίσω το Μαρκ. Η CIA επίσημα δεν είχε γνώση αυτού, διαφορετικά θα καταπατούνταν το Σύνταγμα.
Η Ανάντια όμως είχε προσωπικά ζητήσει από άλλα οκτώ άκρως επίλεκτα άτομα να συντροφεύσουν
τη Χέλεν σε αυτό το ταξίδι λύτρωσης της. Σε ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο μήπως και καταφέρει να
αποτρέψει ένα θάνατο που την άφησε συναισθηματικά ανάπηρη. Όλοι τους γνώριζαν τη Χέλεν, όλοι
τους την εκτιμούσαν, ο ένας την είχε κιόλας ερωτευθεί. Όλοι πίστευαν σε αυτήν και ένιωθαν πως
μονάχα αυτή θα μπορούσε να ηγηθεί. Ένα από τα καλύτερα μέλη της ομάδας Δέλτα, θα επέστρεφε
με αυτή τη στολή, χωρίς ίχνος χαρακτηριστικών πάνω της, για να κάνει αυτό που ήξερε καλύτερα
από τον οποιοδήποτε. Να σκοτώσει!

Ο νεαρός ισπανόφωνος άνδρας κάπνιζε έξω από ένα απομονωμένο σφαγείο. Μέσα σε αυτό το
κτήριο εκτός από κρεμασμένα νεκρά ζώα που ετοιμάζονταν να πουληθούν, υπήρχαν όμως και
χιλιάδες αν όχι εκατομμύρια σε δολάρια, όλα τους, λεφτά από ναρκωτικά. Από μακριά, στο τέλος
ενός στενού, την βλαβερή συνήθεια του ισπανόφωνου άνδρα παρακολουθούσε η Ανάντια. Πρέπει να
περίμενε εκεί ώρες. Τελικά, ο άνδρας μπήκε στο ακριβό τσιπ του και ξεκίνησε να οδηγεί μακριά. Η
Ανάντια, νωχελικά και προσεκτικά ξεχύθηκε σα λαγωνικό να τον παρακολουθεί. Όταν ο άνδρας
σταμάτησε επιτέλους να πάρει ένα καφέ, η Ανάντια βγήκε έξω με ένα όπλο καλά χωμένο στη τσέπη
της. Με το χέρι της στη σκανδάλη της μπήκε και αυτή στο μεγάλο μαγαζί με το χαρακτηριστικό
πράσινο λογότυπο. Η ουρά ήταν μεγάλη και κόλλησε τη τσέπη της πάνω ακριβώς στο δερμάτινο
μπουφάν του Χοσέ ο οποίος χαμογέλασε.

- Βγες έξω… ψέλλισε η γοητευτική γυναίκα. Ο Χοσέ ήξερε πως δεν αστειεύονταν. Η Ανάντια
στις αποφάσεις της ήταν αδίστακτη. Δεν θα δίσταζε να τον εκτελέσει εκεί.

Ο Χοσέ, το δεξί χέρι του Καρτέλ δεν αντιστάθηκε και βγήκε μαζί της. Η Ανάντια του άνοιξε τη θέση
του συνοδηγού και πριν εκείνος προλάβει να καταλάβει το οτιδήποτε τον είχε αφήσει αναίσθητο.
Τον είχε χτυπήσει με ένα μεγάλο τέιζερ.
Η Ανάντια έκλεισε τη πόρτα και κοίταξε αριστερά και δεξιά γύρω της. Ύστερα, μπήκε στη θέση στο
οδηγού και ξεκίνησε να οδηγεί. Το ταξίδι ήταν σιωπηλό ενώ του έριχνε κλεφτές ματιές μήπως και
είχε αρχίσει να συνέρχεται. Προς ευχαρίστηση της, έφτασε τελικά στο προορισμό της και με τη
βοήθεια του Λουκ που βγήκε από τη πόρτα του σπιτιού, έξω από το οποίο πάρκαρε η Ανάντια,
μετέφερε τον μεγαλόσωμο άνδρα στο εσωτερικό της μονοκατοικίας. Οι δυο τους με κόπο
μετέφεραν και έδεσαν τον Χοσέ σε μια καρέκλα και τον περίμεναν μέχρι να ξυπνήσει.
Ο Λουκ πρόσφερε στην Ανάντια ένα καυτό φλιτζάνι καφέ και στη συνέχεια με μια κίνηση
χαστούκισε το Χοσέ για να ξυπνήσει. Τα κατάμαυρα μάτια του μαφιόζου άνοιξαν και αντίκρισε τη
γνώριμη φυσιογνωμία της Ανάντια και ακόμα μια που δεν του ήταν γνώριμη, αυτής του Λουκ.

- Τί συμβαίνει; Ρώτησε εκείνος με τα χείλη του που είχαν στεγνώσει.


- Σου είχα πει, αν με προδώσεις το τέλος σου είναι προδιαγεγραμμένο Χοσέ, ψέλλισε η
Ανάντια που κάθονταν άκρως ερωτικά με σταυροπόδι απολαμβάνοντας το καυτό καφέ της.
- Δε ξέρω για τί πράγμα μιλάς… ψέλλισε εκείνος. Η Ανάντια έκανε νόημα στο Λουκ που με
μια κίνηση του έχωσε μία μπουνιά στο στομάχι. Ο Χοσέ, άρχισε να βήχει μανιωδώς και να
φτύνει στο πάτωμα.
- Πάμε ξανά! Φώναξε η Ανάντια.
- Από πότε συνεργαζόσουν με τον Κρίστιαν; Συνέχισε εκείνη.
- Δε ξέρω… Η μπουνιά προσγειώθηκε στο στομάχι του, πριν ολοκληρωθεί η φράση του.
- Πολύ καλά. Θα σε παραδώσω επομένως στο FBI ως συνεργό του καρτέλ και όσο επιβιώσεις.
- Δεν θα το κάνεις αυτό. Θα με σκοτώσουν πριν δικαστώ! Φώναξε σαν αδικημένος ο Χοσέ.
- Κοίτα με στα μάτια. Πιστεύεις ότι δε θα το έκανα; Απάντησε ψυχρά η πανέμορφη γυναίκα
που έσκυψε κοντά του.

Για ένα λεπτό απλώθηκε σιωπή σε όλο το δωμάτιο. Ο Χοσέ είχε σφίξει τόσο πολύ τα δόντια του που
πλέον ακούστηκε ο θόρυβος του τριγμού της μιας γνάθου με την άλλη.

- Θα περιμένω για πολύ ακόμα; Ρώτησε η Ανάντια που είχε βγάλει το κινητό της πραγματικά
έτοιμη να καλέσει τους Ομοσπονδιακούς για να τον συλλάβουν.
- Σταμάτα. Θα κάνω ό,τι πεις! Ικέτευσε σχεδόν ο Χοσέ.
Η διευθύντρια μυστικών αποστολών, έκρυψε το χαμόγελο θριάμβου της και δε το μοιράστηκε με το
Λουκ που στέκονταν όρθιος με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά του, σαν δήμιος ακριβώς πίσω από
τον καθισμένο Χοσέ.

- Δε χρειάζεται να κάνεις πολλά Χοσέ! Ψέλλισε η Ανάντια.

Πήρε ένα κομμάτι χαρτί και έβγαλε από τη τσάντα της μια πανάκριβη πένα και το πάσαρε στον
ισπανόφωνο που στέκονταν πλέον μπροστά της. Ο Χοσέ δεν έχασε χρόνο δήθεν μην
καταλαβαίνοντας τί ζητούνταν από εκείνον. Πήρε την ακριβή πένα της Ανάντια και άρχισε να γράφει
στο χαρτί. Γράμματα, που έγιναν λέξεις, που τελικά σχημάτισαν μια διεύθυνση. Η εκπαιδευμένη
πράκτορας πήρε το κινητό στο χέρι της και έδωσε την διεύθυνση στην ομάδα που θα ηγούνταν η
Χέλεν.
Η ομάδα έπρεπε να πετύχει κάτι πολύ δύσκολο. Έπρεπε να φέρει σε πέρας δύο επικίνδυνες
αποστολές. Να συλλάβει τον Κρίστιαν και ύστερα να συνεχίσει με μια ακόμα αποστολή. Την πιο
επικίνδυνη. Να βρει και να πάρει πίσω το Μάρκ όπου και αν εκείνος βρίσκονταν.

Το πολυπόθητο τηλέφωνο χτύπησε και η Χέλεν το σήκωσε με ανυπομονησία. Βγήκε γρήγορα από
το σπίτι της και όρμησε μέσα σε ένα μαύρο θηριώδες θωρακισμένο τζιπ. Από πίσω ακολουθούσε
ακόμα ένα ίδιο. Η Χέλεν αναγνώρισε στο εσωτερικό του αρκετές γνώριμες φυσιογνωμίες. Ο μαύρος
άνδρας δίπλα της, της έδωσε χαμογελαστός μια ενδοεπικοινωνία. Ένα χαρακτηριστικό ακουστικό
που μπήκε στο αφτί της μέσω του οποίου μπορούσε να ακούσει και να επικοινωνήσει με όλη την
ομάδα.

- Σας ευχαριστώ! Ψέλλισε η Χέλεν που αμέσως είδε όλους τους άνδρες δίπλα της να της
χαμογελούν πλατιά.
- Χούα, ακούστηκε μια στρατιωτική ιαχή στο ακουστικό της. Η Χέλεν έκλεισε τα μάτια της
και περίμενε να ακούσει τη χαρακτηριστική ανακοίνωση όταν θα βρίσκονταν τρία λεπτά πριν
το στόχο.

Οι άνδρες το αμάξι της έδωσαν ένα μεγάλο πολεμικό όπλο. Η Χέλεν το πήρε στα χέρια της σχεδόν
ευλαβικά και το μυαλό της αυτόματα ταξίδευσε τόσα χρόνια πίσω. Το αμάξι αυτό δεν ήταν πλέον
αμάξι, αλλά ένα θωρακισμένο στρατιωτικό όχημα στις σκονισμένες ερημιές του Αφγανιστάν, ένα
πολεμικό ελικόπτερο να κάνει ελιγμούς πάνω από εχθρικό έδαφος στην Αφρική. Βρέθηκε σε τόσα
μέρη ταυτόχρονα. Είχε ξεχάσει την έξαψη αυτή. Ήταν ξανά Δέλτα. Έλεγξε το όπλο της και το έβαλε
με τη κάνη κάτω στα πόδια της, όπως όλοι. Έγειρε πίσω και περίμενε από τον οδηγό να τους
ενημερώσει.

- Σε τρία, ακούστηκε μια ανδρική φωνή.


Όλοι τους, σαν καλοκουρδισμένη μηχανή βάλανε τις μαύρες μάσκες τους και ύστερα τα κράνη από
πάνω. Τα μαύρα αμάξια σταματήσανε έξω από την είσοδο μιας πολυκατοικίας και σε δευτερόλεπτα
ξεχύθηκαν οι μισοί στην μπροστινή είσοδο και οι άλλοι μισοί στην πίσω. Η επικοινωνία ήταν μεστή
και κωδικοποιημένη μεταξύ των μελών της ομάδας. Όλοι, ήρεμα ανέβηκαν από τις σκάλες και
τελικά και οι δύο ομάδες συναντήθηκαν έξω από μια πόρτα. Η Χέλεν έκανε νόημα και ο άνδρας
απέναντι της κλώτσησε τη πόρτα που άνοιξε. Αμέσως όλοι ξεχύθηκαν στο δωμάτιο και έψαξαν τον
Κρίστιαν. Η ομάδα της Χέλεν προχώρησε προς το μπάνιο και είδαν τον άνδρα να προσπαθεί να το
σκάσει από ένα μικρό παραθυράκι που υπήρχε. Μάταια. Η Χέλεν του φώναξε και εκείνος γύρισε
πίσω με ένα όπλο να σημαδεύσει την ομάδα. Η Χέλεν τρομερά έμπειρη, πιο έμπειρη και
εκπαιδευμένη από όλους στην ομάδα εκείνη, σημάδευσε και του έριξε στον ώμο. Αμέσως το όπλο
του έπεσε κάτω και ο Κρίστιαν έπεσε σφαδάζοντας στο έδαφος. Άλλοι δύο από την ομάδα έσπευσαν
να ακινητοποιήσουν το στόχο. Όταν τελικά της έκαναν νόημα η Χέλεν ανακοίνωσε πώς είχαν
εξασφαλίσει το στόχο.
Δίχως να περιμένουν για τίποτα, οι εκπαιδευμένοι στρατιώτες πήραν σχεδόν σηκωτό τον Κρίστιαν
τον έψαξαν και τον έβαλαν σε ένα μεγάλο σάκο. Τρέχοντας κατέβηκαν τις σκάλες και σε λιγότερο
από τέσσερα λεπτά είχαν φύγει από το κτήριο, είχαν μπει στο αμάξι και είχαν αρχίσει να
απομακρύνονται. Η Χέλεν έβγαλε το κράνος και τη μάσκα και αμέσως πήρε τηλέφωνο την Ανάντια.

- Τον έχουμε, ανακοίνωσε με στρατιωτική πειθαρχία η Χέλεν.

Το τηλέφωνο έκλεισε και μέσα στο αμάξι υπήρξε απόλυτη σιωπή. Κανείς δεν πανηγύρισε για μια
επιτυχημένη δουλειά. Όλοι τους ήταν επαγγελματίες, πρώην ειδικές δυνάμεις. Όλοι τους εκτός από
τη Χέλεν συνέχισαν να κάνουν στρατιωτικές επιχειρήσεις, αυτή τη φορά για χάρη της CIA. Το αμάξι
τσουλούσε στον τέλεια σκουπισμένο δρόμο από το χιόνι. Προσπερνούσε τα ελάχιστα αμάξια στο
δρόμο με συνοδεία το ακόμα ένα θηριώδες αμάξι να ακολουθεί πίσω. Ήταν πραγματικά τρομακτικό
θέαμα. Θα πίστευε κανείς πως θα ήταν ομοσπονδιακά οχήματα. Αυτό φυσικά απείχε πολύ από τη
πραγματικότητα.

Δεν πέρασε αρκετή ώρα μέχρι που τα αμάξια σταμάτησαν έξω από το σπίτι που βρίσκονταν η
Ανάντια. Τα αμάξια μπήκαν σε ένα υπόστεγο που τους παρείχε κάλυψη από το δρόμο. Οι άνδρες
ένας-ένας μπήκαν από τη πίσω πόρτα του σπιτιού με τη Χέλεν τελευταία μαζί με άλλον ένα να
κουβαλάνε το σάκο που είχαν τον Κρίστιαν μέσα.
Πόσο υπέροχη ζέστη υπήρχε στο εσωτερικό του σπιτιού. Δεν είχαν βγει για ένα λεπτό από το αμάξι
και το κρύο είχε προλάβει να τους τρυπήσει τη σάρκα. Όλοι τους μπήκαν μέσα, είχαν βγάλει τις
μάσκες και τα κράνη. Η Χέλεν παράτησε απότομα το σάκο κάτω μέσα από τον οποίο ακούγονταν
βογγητά.
Η Ανάντια κοίταξε τη Χέλεν στα μάτια. Αναγνώρισε το ίδιο βλέμμα που είχε στα μάτια της η
κομάντο στο νοσοκομείο στη Γερμανία όταν την είχε πρώτα γνωρίσει. Ένα βλέμμα που είχε
απωλέσει η Χέλεν. Το βλέμμα του πολεμιστή. Το σκληρό εκείνο προσωπείο που βρίσκεται στη
κορυφή μιας τρομακτικής πάνοπλης στολής που προσφέρει ένα αίσθημα αθανασίας. Κοιτούσε
θαρρείς και ήταν άτρωτη.
Προσεκτικά δυο άνδρες άνοιξαν το φερμουάρ και έβγαλαν τον αιμόφυρτο άνδρα από το σάκο. Είχαν
ήδη στρώσει ένα μουσαμά και τον ακούμπησαν εκεί πέρα. Έπεσαν πάνω του και σε λίγα λεπτά του
είχαν δέσει το χέρι για να μη τρέχει αίμα. Η Ανάντια πήγε και ακούμπησε τη καρέκλα πάνω στην
οποία πριν κάθονταν ο Χοσέ. Την έπιασε καλά και την έσυρε μέχρι εκεί. Την έβαλε πάνω στο
μουσαμά και έκανε νόημα στους άνδρες της να τον βάλλουν εκεί. Κάθισε εκεί απέναντι του.
Απέναντι στον πρώην άνδρα της και τον κοιτούσε τόσο επίμονα, τόσο ψυχρά, βαθιά μέσα στα μάτια
του. Θαρρείς και έβλεπε τη μαύρη του ψυχή με αυτό της το διαπεραστικό της βλέμμα. Ένα άψυχο
παντελώς βλέμμα.
Η Χέλεν έκανε νόημα σε όλους να τους αφήσουν μόνους. Όλοι πειθήνια την ακολούθησαν
αφήνοντας την εντυπωσιακή γυναίκα μόνη της να ακονίζει τα νύχια της για να χυμήξει σε αυτόν που
πήγε να τη σκοτώσει, τόσο αυτήν όσο και το παιδί της. Αυτό το τελευταίο ήταν που δεν μπορούσε
να συγχωρήσει.
Ο μοναδικός ήχος μέσα στο δωμάτιο ήταν από τις σταγόνες με το αίμα που έσταζε κάτω και έκανε
ένα χαρακτηριστικό ενοχλητικό ήχο σαν συναντούσε τον μουσαμά και θρυμματίζονταν σε χιλιάδες
άλλες μικρές σταγόνες με αίμα.

- Δε θα πεις τίποτα; Την ρώτησε τελικά ο άνδρας.


- Που είναι ο Μάρκ; Ρώτησε απόκοσμα ήρεμα η Ανάντια.
- Γιατί να σου πω; Ό,τι και να μου κάνεις δε θα μιλήσω. Είμαι εκπαιδευμένος να μη μιλήσω,
καταλαβαίνεις; Απάντησε εξίσου ήρεμα και ψυχρά ο Κρίστιαν.
- Νομίζεις θα σε βασανίσω; Γέλασε η Ανάντια.

Ο Κρίστιαν κοιτούσε πραγματικά παραξενευμένος. Το μόνο που περίμενε ήταν να βασανιστεί. Ίσως
να το φοβόταν λιγάκι. Φοβόταν να μείνει σε ένα δωμάτιο μόνος του με τη Χέλεν ή την Ανάντια.

- Θα σου προτείνω κάτι. Με το άκουσμα αυτών των λέξεων, ο Κρίστιαν έβαλε τα γέλια.

Η Ανάντα όμως άνοιξε τη τσάντα της και έβγαλε ένα νέο διαβατήριο, νέα ταυτότητα, τα πάντα. Ό,τι
θα ήθελε κανείς για να αλλάξει ζωή.

- Θα σου αλλάξω όνομα, ταυτότητα, ζωή. Θα δικαστείς δήθεν για ναρκωτικά. Θα φας το πολύ
είκοσι χρόνια.
- Με αντάλλαγμα το Μαρκ;
- Ναι, απλά να μας πεις που βρίσκεται. Σε ποιο κτήριο από όλα αυτά. Ανακοίνωσε η Ανάντια
δείχνοντας του μια κάτοψη του κεντρικού κτηρίου της εταιρίας. Ο Κρίστιαν την κοίταξε
ειρωνικά.
- Αν αρνηθώ;
- Τότε, θα καταδικαστείς για εσχάτη προδοσία και θα πας κατευθείαν στην ηλεκτρική καρέκλα
για εκτέλεση. Όλη σου η οικογένεια, η αδελφή σου, όλοι θα ντροπιαστούν. Η Ανάντια
έκατσε ξανά απέναντι του και περίμενε την απάντηση του, η οποία άργησε απελπιστικά να
έρθει.

Τα λεπτά περνούσαν και όλοι τους γίνονταν ανυπόμονοι. Τελικά ο Κρίστιαν ύψωσε το χέρι του και
έδειξε ένα κτήριο πάνω στο σχέδιο. Το κτήριο αμέσως βάφτηκε κόκκινο από το αίμα που είχε στο
χέρι του. Η Ανάντια σηκώθηκε και τον κοίταξε με παγωμένο ύφος.

- Είσαι σίγουρος; Ρώτησε.


Ο Κρίστιαν έγνεψε καταφατικά. Η Χέλεν αμέσως εμφανίστηκε μπροστά του. Δεν έκανε βήμα να τον
πλησιάσει. Λες και μεταμορφώθηκε με το που φόρεσε ξανά αυτή τη στολή. Ήταν πειθαρχημένη,
συγκρατημένη και άκρως φονική. Η Ανάντια της παρέδωσε το σχέδιο. Η Χέλεν το κοίταξε και
πλησίασε απειλητικά τον αιμόφυρτο άνδρα στη καρέκλα. Έσκυψε και του ψιθύρισε στο αυτί.

- Τώρα θα δεις τί γλυκιά που είναι η ζωή. Ένας σακάτης στη φυλακή… Ο Κρίστιαν
χαμογέλασε απλά και κοίταξε υποτιμητικά τη Χέλεν η οποία χαμογελούσε χαιρέκακα ενώ
πισωπατούσε για να φύγει τελικά και να πάει να ετοιμαστεί μαζί με την υπόλοιπη ομάδα.

Η Ανάντια πήρε το ακουστικό της και πληκτρολόγησε τον αριθμό ενός φίλου της στο FBI. Του
έδωσε τη διεύθυνση του σπιτιού που θα έβρισκε το δεξί χέρι του αρχηγού του Καρτέλ και έναν
αιχμάλωτο του, έμπορο ναρκωτικών. Τον Χοσέ τον είχαν αφήσει αναίσθητο με μια αναισθητική
ένεση και τον έβαλαν δήθεν να κοιμάται στο καναπέ, με άδεια μπουκάλια τεκίλας δίπλα του. Η
όμορφη πρώην γυναίκα του Κρίστιαν, τον κοίταξε για μια τελευταία φορά. Του χαμογέλασε
σατανικά και του ευχήθηκε ολόψυχα να καεί στο διάολο!

Το σπίτι είχε αδειάσει από τους άνδρες της Ανάντιας η οποία περίμενε από απόσταση να δει μια ουρά
από αμάξια, ομοσπονδιακά αμάξια, ασθενοφόρα και SWAT να έρχονται με ταχύτητα και να
κυκλώνουν το σπίτι. Αμέσως, άνδρες της δίωξης ναρκωτικών και της ομοσπονδιακής αστυνομίας
μπήκαν μέσα στο σπίτι. Η Ανάντια χαμογέλασε διάπλατα. Δεν άρχισε να γίνει σήμα στο ασθενοφόρο
να έρθει να πάρει τον Κρίστιαν με φορείο έξω. Ενώ ύστερα, δεν άργησε να βγει με χειροπέδες έξω
και ο Χοσέ ο οποίος δεν ήξερε τί είχε συμβεί. Φώναζε, ωρυόταν και σίγουρα απειλούσε την Ανάντια
της οποίας ούτε το πραγματικό όνομα δεν ήξερε.
Όλα έβαιναν καλώς. Το πιο επικίνδυνο κομμάτι του σχεδίου όμως ακόμα δεν είχε πραγματοποιηθεί.
Η Ανάντια δεν είχε αμφιβολία για την εκπαίδευση και τις ικανότητες της Χέλεν και της υπόλοιπης
ομάδας. Θα έμπαιναν όμως σε ένα μέρος που φυλάσσονταν ένα μεγάλο μυστικό που αν μαθευόταν
πολλοί θα έμπαιναν φυλακή. Αυτό σήμαινε πως αυτοί στην ιδιωτική εταιρία είχαν πολλά να χάσουν
και η ασφάλεια δε θα δίσταζε να σκοτώσει όποιον μπορούσε να τους απειλήσει. Άνδρες και αυτοί με
προέλευση τις ειδικές δυνάμεις. Ποιος θα επιβίωνε; Η ωμή αποφασιστικότητα και το ψυχικό σθένος
σε συνδυασμό την διαβολική ευφυίας ή μήπως η ρώμη και η αριθμητική υπεροχή; Όλα θα τελείωναν
μόλις έπεφτε το βράδυ!

Οι ώρες περνούσαν και το σκούρο χρώμα επικράτησε στον ουρανό. Η ομάδα με αρχηγό τη Χέλεν
είχε βρει κατάλυμα σε ένα από τα μυστικά σπίτια της CIA κατόπιν εντολής της Ανάντια. Τα μάτια
όλων είχαν στυλωθεί πάνω σε ένα πίνακα με καρφιτσωμένα τα σχέδια και οι φωτογραφίες των
εγκαταστάσεων. Έπρεπε να δράσουν εκείνο το βράδυ. Δεν είχαν χρόνο να περιμένουν. Ο Κρίστιαν
ίσως ειδοποιούσε κάποιον για να φυγαδεύσει τον Μάρκ.
Η Χέλεν με ένα κόκκινο λέιζερ, έδειχνε από που θα παραβιάζονταν οι εγκαταστάσεις. Συνέχεια, ξανά
και ξανά επαναλάμβαναν όλοι το σχέδιο. Ο ένας ήξερε τί έπρεπε να κάνει ο άλλος σε περίπτωση που
κάποιος τραυματιστεί και δεν μπορεί να συνεχίσει. Έτσι, όλοι θα μπορούσαν να συνεχίσουν την
αποστολή ανεξαρτήτως των ιδιαίτερων ρόλων που είχε ο καθένας στην ομάδα. Η ώρα πέρασε και η
Χέλεν στάθηκε μπροστά σε όλους προσοχή. Τους κοίταξε τόσο βαθιά στα μάτια, σαν να
επικοινωνούσε με τη ψυχή του καθενός.

- Σας ευχαριστώ για αυτό που κάνετε! Είπε ξανά η Χέλεν. Πιο συγκινημένη αυτή τη φορά.
- Πάμε να ετοιμαστούμε παιδιά, απάντησε ο Λουκ για να ελαφρύνει την συναισθηματικά
φορτισμένη σκηνή.

Με την προτροπή του Λουκ, όλοι πήγαν και φορέσαν τις κατάμαυρες επιχειρησιακές στολές.
Μαύρες γυαλισμένες μπότες, μαύρο παντελόνι με γαντζωμένες θήκες που μετέφεραν όπλα και
μαχαίρια, μαύρο αλεξίσφαιρο και από πάνω μαύρη μπλούζα και μαύρο στρατιωτικό χιτώνιο. Τα
πρόσωπα όλων βάφτηκαν με προσοχή μαύρα. Μονάχα το άσπρο κομμάτι από τα μάτια χαλούσε τη
σκούρα ομοιομορφία. Από πάνω μπήκε μια μεγάλη μαύρη κουκούλα του σκι και πάνω από αυτήν θα
έμπαινε το μαύρο κέβλαρ κράνος ενώ στα γόνατα και στους αγκώνες τους υπήρχε ένα κομμάτι
πλαστικού που προστάτευε τα άκρα τους. Όταν τελείωσαν, όλοι φαίνονταν κάτι παραπάνω από
απλοί άνθρωποι. Πλέον ήταν οι άγγελοι του θανάτου. Μαύροι, αόρατοι και φονικοί. Τίποτα πάνω
τους δεν φανέρωνε ποιος ήταν ποιος. Δεν υπήρχε φύλο, δεν υπήρχαν ονόματα. Υπήρχαν μονάχα
αριθμοί, με τη Χέλεν να είναι πάντα το νούμερο ένα.
Η Χέλεν στάθηκε στο καθρέφτη. Είχε χρόνια να νιώσει έτσι, να νιώσει άτρωτη. Να νιώσει Θεός σε
ένα κόσμο θνητών. Στο καναπέ δίπλα της υπήρχε το όπλο της. Έτοιμο να σκοτώσει όποιον βρεθεί
στη μέση. Είχε μεγαλώσει με την αίσθηση του πάνω στο χέρι της, είχε μεγαλώσει με τον ήχο του
στα αφτιά της, με την αίσθηση του τρόμου και του αίματος στα μάτια της. Κρίμα που είχε κλείσει τη
καριέρα της με τη μυρωδιά και την άθλια γεύση του θανάτου. Τώρα ήταν η ευκαιρία της να πάρει
ένα κομμάτι της ζωής της πίσω. Κοίταξε τον εαυτό της στο καθρέπτη και έκλεισε τα μάτια της
γέρνοντας το κεφάλι της προς τα πίσω. Στα αφτιά της ηχούσε μια εσωτερική μουσική, μια λυρική
μουσική πανδαισία του Vivaldi. Το αγαπημένο της μουσικό κομμάτι, ικανό να την ηρεμήσει για την
ενδεχόμενη νίκη αλλά και για τον ενδεχόμενο θάνατο. Η Χέλεν ετοιμάστηκε για την μεγαλύτερη
αποστολή της ζωής της.

- Χέλεν όλα καλά; Ρώτησε μια ανδρική φωνή από πίσω της. Ένα πρώην μέλος των SEAL που
τώρα ήταν υπάλληλος της CIA. Η Χέλεν χαμογέλασε καθώς τον κοιτούσε από το καθρέπτη.
- Σε όλη μου τη ζωή στη Δέλτα οδηγούσα την ομάδα μου σε αποστολές που οι άλλοι μας
υποδείκνυαν την αξία τους. Αποστολές άκρως μυστικές, απίστευτα δύσκολες και
επικίνδυνες. Αποστολές που ρίσκαρα τη ζωή μου δίχως να ξέρω για ποιον και για τί. Πρώτη
φορά ρισκάρω τη ζωή μου και γνωρίζω πλήρως το λόγο. Ο άνδρας πίσω της φάνηκε να
καταλαβαίνει απολύτως τί εννοούσε. Πάντα υπάρχει αυτός που παίρνει την απόφαση και
αυτοί που την εκτελούν. Αυτοί που έχουν μάθει να τραβάνε τη σκανδάλη.
Η Χέλεν πήρε το όπλο της και το γεμάτο με γεμιστήρες, πρώτες βοήθειες και λοιπά πολεμοφόδια
σακίδιο πλάτης της. Το ακούμπησε στο πάτωμα μαζί με τα υπόλοιπα. Μπροστά της υπήρχε
παραταγμένη μια γραμμή με μαύρους στρατιώτες που δεν διακρίνονταν τίποτα από το πρόσωπο
τους. Ούτε στα χέρια τους δεν διακρίνονταν το δέρμα τους, το έκρυβαν δύο μαύρα στρατιωτικά
γάντια. Η Χέλεν πέρασε από κάθε έναν και κοίταξε αν υπήρχαν όλα όσα εκείνη θεωρούσε
απαραίτητα. Για μια τέτοια αποστολή, έπρεπε ο καθένας να πάρει όσους περισσότερους γεμιστήρες
μπορούσε, στο σακίδιο δεν υπήρχε επομένως χώρος για οτιδήποτε περιττό.

- Έλεγχος ασυρμάτου, ψέλλισε η Χέλεν και όλοι απάντησαν θετικά.

Όλα ήταν έτοιμα. Η επιχείρηση ξεκινούσε! Άραγε θα ήταν μια επιχείρηση αυτοκτονίας ή μια
επιχείρηση διάσωσης; Οι πιθανότητες έδειχναν το πρώτο. Κανείς όμως δεν κάθισε να
διαπραγματευτεί. Όλοι ήταν μαθημένοι να ζουν με το κίνδυνο, να ζουν με το ρίσκο. Οι περισσότεροι
ήταν εθισμένοι στο κίνδυνο και στην αδρεναλίνη, μεταξύ των οποίων και η Χέλεν.
Μέσα στο αμάξι όλοι ήταν θανατηφόρα σιωπηλοί. Το μόνο που ακούγονταν ήταν ο έλεγχος των
όπλων. Ο χαρακτηριστικός ήχος που κάνει το όπλο όταν δέχεται στο σώμα του, το γεμιστήρα και
όταν έπειτα οπλίζει και δηλώνει έτοιμο και αυτό να σταματήσει με όποιο κόστος ό,τι σημαδεύσει το
ικανό χέρι που το κρατά.
Η Χέλεν ήταν απίστευτα εκπαιδευμένη. Για να καταφέρει να γίνει μέλος της Δέλτα, είχε περάσει
αρκετά διαφορετικά σχολεία των ειδικών δυνάμεων, ένα εκ των οποίων των Rangers. Ύστερα,
πέρασε από μια εξουθενωτική πραγματικά εκπαίδευση, από την οποία η συντριπτική πλειονότητα
των ήδη μελών των ειδικών δυνάμεων αποτύγχανε να φέρει εις πέρας. Είχε μάθει να βασανίζεται και
να μην μιλάει, είχε μάθει να βασανίζει, είχε μάθει να ελέγχει τους χτύπους της καρδιάς της. Είχε
ειδικευτεί στον ανορθόδοξο πόλεμο και είχε λάβει μέρος σε δεκάδες αποστολές. Αυτή η αποστολή
όμως για πρώτη φορά, έκανε τα χέρια και τα πόδια της να τρέμουν. Προσπάθησε με ό,τι τεχνική
ήξερε να ηρεμήσει τη καρδιά της, που ήθελε να βγει από το στήθος της, αλλά μάταια. Είχε άγχος,
ήξερε πως δεν ήταν μια απλή αποστολή. Δεν την ένοιαζε αν θα πέθαινε. Αυτό ποτέ δεν ήταν το
ζήτημα. Δεν ήξερε όμως πως θα διαχειριστεί τη νίκη της. Δεν ήξερε τί θα έκανε αν όντως κατάφερνε
να πάρει στα χέρια της το Μαρκ. Ίσως η επιτυχία να ήταν αυτό που την τρόμαζε παρά η αποτυχία και
οι συνέπειες της.
Το στόμα της Χέλεν είχε στεγνώσει. Ανά μερικά δευτερόλεπτα προσπαθούσε να καταπιεί τα σάλια
της που από το άγχος της είχαν εξαφανιστεί και αυτά. Ο άνδρας δίπλα της, της έδωσε ένα
μπουκαλάκι νερό που είχε μέσα στο τζιπ. Η Χέλεν το πήρε χωρίς να πει τίποτα. Τα ντυμένα με τα
μαύρα στρατιωτικά γάντια χέρια της, έπιασαν το μπουκάλι και το άνοιξαν. Το στόμα της ήθελε να
πιεί όσο περισσότερο νερό μπορούσε. Η εκπαίδευση της όμως υπερίσχυσε της ψυχολογικής
ανάγκης. Ήπιε μετρημένες δύο γουλιές. Αρκούσαν! Η Χέλεν έδωσε πίσω το μπουκάλι νερό. Όλοι
ήπιαν μετρημένα νερό και ύστερα έβαλαν τα μαύρα αλεξίσφαιρα κράνη τους. Η ώρα μηδέν
πλησίαζε. Όλοι το ήξεραν. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Στο τέλος της βραδιάς δε ήταν σίγουρο πως
θα ξαναβλέπονταν με μερικούς από αυτούς.

- Σε τρία, ακούστηκε μια φωνή από τη μπροστινή θέση.


- Σε τρία, επανέλαβε η Χέλεν στον ασύρματο.
Όλοι πήραν βαθιές ανάσες. Το αμάξι θα τους άφηνε λίγο έξω από τα κτήρια. Όλοι έδεσαν τα
λουράκια από το κράνος και φόρεσαν τις διόπτρες νυχτερινής όρασης. Έξω δεν υπήρχε φως. Ήταν
μια νύχτα που το φεγγάρι ήταν χαμένο, δεν υπήρχε κανένα αστέρι. Θαρρείς πως και ο ουρανός
συμμαχούσε μαζί τους. Οι ένοπλοι ήξεραν πως δεν θα χρειάζονταν να μείνουν εκτός κτηρίου, δεν θα
χρειάζονταν επομένως καν να φορέσουν άσπρες στολές για να καμουφλαριστούν στο χιόνι.
Αμέσως βγήκαν όλοι οι μαυροφορεμένοι άνδρες εκτός από τους άνδρες του πρώτου αυτοκινήτου
που συνέχισε σα να μη συμβαίνει τίποτα, για να στρίψει σε ένα παράδρομο στη πορεία. Από τα
σχέδια, η Σαμ είχε βρει πως στο κτήριο είχε προβλεφθεί μια υπόγεια διέλευση που θα οδηγούσε από
το εσωτερικό του κτηρίου έξω. Έπειτα η εταιρία το θεώρησε ως επιπλέον ρίσκο και έχτισε ένα τοίχο
σε κάποιο σημείο, πριν η υπόγεια διέλευση καταλήξει στο υπόγειο του κολοσσιαίου κτηρίου.
Η Χέλεν έσκυψε και με τα χέρια της έσκαψε στο χιόνι μέχρι να βρεθεί η μικρή καταπακτή. Ήταν
κλειδωμένη με ένα μικρό λουκέτο. Αμέσως ένας άνδρας από την ομάδα ήρθε με ένα κόφτη και
γρήγορα απάλλαξε τη μικρή πόρτα από την παρουσία του. Όλοι, ένας-ένας έμπαινα σαν
τυφλοπόντικες μέσα στη καταπακτή. Αμέσως πρόταξαν τα όπλα. Δεν υπήρχαν φρουροί σε εκείνο το
σημείο λόγω του τοίχου που είχε δημιουργηθεί υπόγεια.
Από το σημείο εκείνο και μετά όλοι συνεννοούνταν μονάχα με νοήματα. Θα έπρεπε να είναι όσο το
δυνατόν πιο αθόρυβοι. Φυσικά, όλοι αντιλαμβάνονταν πως σε κάποιο σημείο, η παρουσία τους θα
γίνονταν αισθητή και τότε τα πράγματα θα έπαιρναν πολύ διαφορετική τροπή. Στόχος της ομάδας,
ήταν να καθυστερήσουν όσο πιο πολύ γίνεται το αναπόφευκτο και όχι να το αποφύγουν.
Σε αυτό το σημείο έπρεπε να ρίξουν αυτόν τον τοίχο. Ο ειδικός της ομάδας σε αυτό, πρώην μέλος
Δέλτα όπως και η Χέλεν, τοποθέτησε με ευλάβεια εκρηκτικά στο τοίχο. Το υλικό που έμοιαζε με
πλαστελίνη κόλλησε στο τοίχο. Δεν πήρε παραπάνω από πέντε λεπτά μέχρι που ο τοίχος
αντιτάχθηκε. Ο συναγερμός σήμανε και οι άνδρες της πρώτης ομάδας, με αρχηγό τη Χέλεν έτρεξαν
και βρήκαν κάλυμμα. Όλοι οι άνδρες της ασφάλειας του κτηρίου θα έρχονταν να τους βρουν. Αυτό
θα έδινε την ευκαιρία στην άλλη ομάδα, να μπει στο άλλο κτήριο χωρίς να αντιμετωπίσει σοβαρή
αντίσταση. Ουσιαστικά η ομάδα της Χέλεν χωρίστηκε σε μικρές επιμέρους τρεις ομάδες. Μια που
θα έμπαινε στο κύριο κτήριο που θα φυλάσσονταν ο Μαρκ, μία ομάδα δόλωμα που θα
παραδίνονταν δήθεν μετά από απειλές των φρουρών της εταιρίας, και τους άλλους που θα θέριζαν
τους αμέριμνους φρουρούς της εταιρίας. Η ώρα μηδέν είχε ξεκινήσει! Πώς θα τελείωνε;
Αρκετά χιλιόμετρα μακριά η Ανάντια κάθονταν στον πολυτελή καναπέ του σπιτιού της. Στην
αγκαλιά της βρίσκονταν κοιμισμένος ο γιος της που δεν την άφηνε από τα μάτια του μετά από όσα
είχαν μεσολαβήσει. Απέναντι της, η τεράστια λεπτή τηλεόραση έπαιζε με ελάχιστο θόρυβο μια
ταινία την οποία έκανε δήθεν πως παρακολουθούσε. Στη πραγματικότητα ήταν τόσο νευρική. Είχε
στείλει τους καλύτερους παραστρατιωτικούς υπαλλήλους της CIA μαζί με την καλύτερη κατάσκοπο
της και πρώην κομάντο σε μια άκρως επικίνδυνη αποστολή. Αν κάτι δεν πήγαινε ακριβώς όπως
έπρεπε, θα έχανε όχι μόνο τη δουλειά της, όχι μόνο την ομάδα της αλλά και τη καλύτερη της φίλη.
Δε θα το συγχωρούσε στον εαυτό της, όπως δε θα συγχωρούσε στον εαυτό της να μην εγκρίνει και
την επιχείρηση. Ήταν η διευθύντρια μυστικών αποστολών. Είχε τα μέσα και την εξουσία να
εξουσιοδοτήσει την ομάδα να δράσει. Αν όλα πήγαιναν καλά, θα μπορούσε να δικαιολογήσει την
απόφαση της στους ανωτέρους της, αν όμως κάτι πήγαινε λάθος θα έπρεπε να λογοδοτήσει σε
αντίστοιχη επιτροπή του Κογκρέσου. Θα καταστρέφονταν όχι μόνο η καριέρα της αλλά πιθανώς και
η ζωή της.
Αριστερά της σε ένα μικρό τραπεζάκι υπήρχε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Η Ανάντια τεντώθηκε όσο
μπορούσε χωρίς να ξυπνήσει το γιο της για να μπορέσει να αιχμαλωτίσει με το χέρι της το
μισογεμισμένο γυάλινο ποτήρι. Την προσοχή της κέντρισε η έκτακτη είδηση στη τηλεόραση και
αμέσως δυνάμωσε τον ήχο. Είχε ανακοινωθεί πως είχαν συλλάβει το δεξί χέρι του καρτέλ και τον
βοηθό του, στην δική της πλευρά των συνόρων, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο εκπρόσωπος του FBI
και εκείνος της Δίωξης Ναρκωτικών, ο ένας επαινούσε τον άλλο ανακοινώνοντας πως ο Μεξικανός
άνδρας δε θα δικαστεί στη χώρα του αλλά στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Ανάντια χαμογέλασε με μια
πικρία στο βλέμμα της. Το τηλέφωνο του σπιτιού της χτύπησε. Μπορούσε να μιλήσει ελεύθερα με
όποιον ήθελε. Η γραμμής ήταν ασφαλής στο σπίτι της όπως και σε όλα τα σπίτια των υπόλοιπων
στελεχών της CIA. Η καρδιά της έχασε ένα χτύπο. Κοίταξε το ρολόι στο τοίχο. Η επιχείρηση ήταν
σε εξέλιξη, αποκλείεται να είχε τελειώσει. Ξερόβηξε, σηκώθηκε όσο πιο μαλακά μπορούσε από το
καναπέ και πήγε στη μεγάλη κουζίνα, πίσω από το αρκετά ευρύχωρο πάγκο που χώριζε τη κουζίνα
με το γιγαντιαίο σαλόνι και απάντησε στο τηλέφωνο.

- Είδες ειδήσεις; Αποκρίθηκε μια βαριά ανδρική φωνή στο τηλέφωνο.


- Μόλις… αναστέναξε βαθιά η Ανάντια στηρίζοντας τη πλάτη της στο πάγκο.
- Πώς μπορείς να εξηγήσεις αυτό που συναίνει; Συνέχισε η ανδρική φωνή στο τηλέφωνο.
- Όλα είναι υπό έλεγχο… Απάντησε σε σοβαρό τόνο η Ανάντια στον διευθυντή της CIA.
- Πραγματικά το ελπίζω Ανάντια. Διαφορετικά η υπηρεσία θα έρθει σε πολύ δύσκολη θέση.
- Μην ανησυχείτε όλα θα τελειώσουν σύντομα. Αποκρίθηκε σε πιο αυστηρό τόνο η Ανάντια
που δεν είχε δώσει ποτέ κάποιο έναυσμα για να αμφισβητηθεί η αποτελεσματικότητα της.
- Ανάντια, ψέλλισε ο άνδρας στην άλλη γραμμή και για μερικά δευτερόλεπτα το τηλεφώνημα
βυθίστηκε στη σιωπή.
- Κλείσε την υπόθεση και βάλε τη στο αρχείο!
- Μάλιστα κύριε!
- Και πρόσεχε γιατί αυτή η εντολή δεν έρχεται από εμένα, αλλά από τον ίδιο τον Πρόεδρο!

Η Ανάντια έκλεισε το τηλέφωνο του σπιτιού της και βυθίστηκε ακόμα πιο βαθιά στις σκέψεις της. Η
ευθύνη της αποστολής της Χέλεν βάρυνε ακόμα περισσότερο τώρα. Δεν την έπαιρνε να χάσει μια
ολόκληρη ομάδα. Η Ανάντια γύρισε και κοίταξε το παιδί της που κοιμόταν σκεπασμένο με μια μπεζ
κουβέρτα. Η φωτιά που έκαιγε στο τζάκι απέναντι της υπέτασσε τα ξύλα και τα βύθιζε με μένος
βαθιά μέσα στη κόλαση της. Η απίστευτα όμορφη γυναίκα έτριψε με τα χέρια της το πρόσωπο της.
Τώρα πια, δε μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο πέρα από το να εύχεται να τα καταφέρει η Χέλεν.
Η Ανάντια, αγχωμένη όπως ήταν, δεν έχασε χρόνο. Πήρε το τηλέφωνο και τηλεφώνησε στον
Δικαστή Τζόνσον. Αυτός είχε αναλάβει την υπόθεση του Κρίστιαν και του Χοσέ. Έπρεπε να
καθαρίσει το χαμό που είχε δημιουργηθεί. Προχώρησε σιωπηλά προς το μεγάλο γραφείο της και
έκλεισε πραγματικά σιγά τη πόρτα πίσω της όσο περίμενε να σηκώσει κάποιος το τηλέφωνο.

- Οικία Δικαστή Τζόνσον, ακούστηκε μια γυναικεία φωνή, προφανώς του προσωπικού.
- Μπορώ να μιλήσω με το Δικαστή; Ρώτησε ευγενικά η Ανάντια με τόνο περισσότερο
απαίτησης ωστόσο, παρά παράκλησης. Η υπομονετική γυναίκα περίμενε για μερικά
δευτερόλεπτα μέχρι που τελικά ακούστηκε μια ανδρική φωνή από την άλλη γραμμή.
- Δικαστά Τζόνσον. Συγγνώμη για το ακατάλληλο της ώρας. Είμαι η Ανάντια, μονολόγησε
εκείνη χρησιμοποιώντας την θέση και το όνομα της, καθώς ο δικαστής είχε εξουσιοδότηση
να γνωρίζει τέτοια δεδομένα. Αν κάποιος έψαχνε ωστόσο παραπάνω δεν θα έβρισκε τίποτα
για εκείνη. Ήταν ένα φάντασμα. Δεν υπήρξε ποτέ!
- Αλίμονο, για εσάς τα πάντα! Απάντησε ευγενικά ο Δικαστής που και εκείνος ως άνδρας
θαύμαζε την ομορφιά και το στιλ της.
- Τί θα μπορούσα να κάνω για εσάς; Συνέχισε εκείνος.
- Σχετικά με την υπόθεση με τους συλληφθέντες του καρτέλ, ψέλλισε εκείνη.
- Ναι…
- Οι ανώτεροι μου θα θέλανε να εκτίσουν τις ποινές τους. Θα πρέπει να μείνουν ζωντανοί. Στις
περισσότερες φυλακές ωστόσο το καρτέλ έχει άκρες και αυτό δε θα καταστεί εφικτό,
ψέλλισε η Ανάντια.
- Καταλαβαίνω, έχετε κάποιο σωφρονιστικό κατάστημα στο νου σας που είναι πιο ασφαλές;
- Ναι, για την ακρίβεια έχουμε. Τη φυλακή Florence.
- Colorado;
- Ναι, είναι από τις λίγες στον απόλυτο έλεγχο του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Θα θέλαμε να
μετακινηθούν εκεί.
- Φυσικά. Θα κάνω ό,τι μπορώ.
- Το εκτιμώ. Ίσως μπορέσουμε να βρεθούμε και από κοντά μέσα στην εβδομάδα για ένα τσάι.
Να σας εκφράσω τις ευχαριστίες μου εκ μέρους του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
- Όποτε θέλετε! Καλή σας νύχτα, αποκρίθηκε ο δικαστής που σίγουρα από το τρόπο που
απάντησε φαίνονταν πως χαμογελούσε μόνος του.

Η Ανάντια έκλεισε το τηλέφωνο και αμέσως μετά έκατσε στον Dell κωδικοποιημένο υπολογιστή
της. Δεν άργησε να μπει στο μαύρο διαδίκτυο και να αφήσει μήνυμα στον άνθρωπο που
χρησιμοποιούσε για αυτές τις δουλειές. Η Ανάντια τον είχε τεστάρει. Είχε φροντίσει να μάθει τα
πάντα για αυτόν χωρίς εκείνος να ξέρει για ποιόν αναλάμβανε να πραγματοποιήσει τα χτυπήματα
του. Μέσα σε λίγα λεπτά οι δύο άνδρες που μαζί τους είχε μοιραστεί όχι μόνο μερικές νύχτες στο
κρεβάτι της αλλά διατηρούσε και επαγγελματικές σχέσεις μαζί τους, είχαν ένα μεγάλο στόχο στο
κεφάλι τους. Ο υπολογιστής έκλεισε και η Ανάντια τον έκλεισε μέσα στο προσωπικό της
χρηματοκιβώτιο στο γραφείο της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοιξε τη πόρτα για να πάει πίσω στο
παιδί της. Με τη ζωή που έκανε έπρεπε να αλλάζει ρόλους συνεχώς, από κατάσκοπος σε μητέρα, από
μητέρα σε γυναίκα και από γυναίκα σε εκτελεστή. Αυτό την εξουθένωνε, αλλά δε μπορούσε να
φανταστεί τον εαυτό της έξω από αυτό το σκοτεινό παιχνίδι. Είχε στρατολογηθεί στο πανεπιστήμιο
από ένα καθηγητή της και από τότε είχε πέσει με τα μούτρα στις λάσπες αυτού το κόσμου. Δε θα το
άλλαζε με τίποτε όμως. Ποτέ δεν ήταν ο λόγος τα χρήματα. Κατάγονταν από μια εξαιρετικά πλούσια
οικογένεια. Δεν θα μπορούσε ωστόσο ποτέ να αφήσει αυτήν την αδρεναλίνη, το φόβο, τη δύναμη
την εξουσία!
Η Ανάντια έπιασε το στήθος της. Την είχε τρομάξει ο γιος της που είχε σταθεί έξω από τη πόρτα του
γραφείου της. Κατάλαβε πως τον είχε ξυπνήσει, δεν την είδε και είχε τρομάξει. Τον πήρε αγκαλιά και
τον πήγε πάλι στο καναπέ να κάτσουν μαζί. Τον χάιδευε στο κεφάλι μέχρι που αποκοιμήθηκε. Η ίδια
όμως περνούσε μια εφιαλτική νύχτα. Δεν ήξερε τί συνέβαινε εκείνη τη στιγμή στα κεντρικά κτήρια
της ιδιωτικής στρατιωτικής εταιρίας. Είχε πίστη σε αυτούς που είχε στείλει εκεί, Ήξερε πως ήταν
όλοι εκπαιδευμένοι να σκοτώνουν. Όλοι είχαν εκπαιδευτεί να μην πεθαίνουν, αλλά για κάποιο λόγο
όμως είχε ένα πολύ άσχημο συναίσθημα. Η καρδιά της θα έβγαινε από το στήθος της ενώ τα
μηνίγγια στο κεφάλι της πονούσαν φρικτά. Ο χτύπος της καρδιάς φαίνονταν να σφυροκοπάει το
κρανίο της. Έπρεπε να επιβιώσει ακόμα μια ημέρα. Έπρεπε η σημερινή νύχτα να ήταν μια καλή
νύχτα για εκείνη και την ομάδα της. Ο ιδρώτας είχε καλύψει το λαιμό της ενώ η ανάσα της είχε γίνει
πιο πνιχτή και γρήγορη. Η άγνοια τη σκότωνε αργά και βασανιστικά.
Η Ανάντια σαν υπνωτισμένη απλά μηχανικά χάιδευε τα μαλλιά του παιδιού της και κοίταζε την
τηλεόραση χωρίς να βλέπει την ταινία. Απλά κάθονταν βυθισμένη σε ένα βούρκο άγχους και
απραξίας. Καρτερικά περίμενε είτε την χαριστική βολή της, είτε την επαγγελματική της εξασφάλιση.
Οι ώρες δε περνούσαν μέχρι που τελικά χτύπησε το τηλέφωνο της, αργά το χάραμα. Η Ανάντια το
σήκωσε αμέσως και άκουσε τη φωνή ενός άνδρα από την ομάδα. Αμέσως σταμάτησε ο κόσμος
γύρω της. Δεν ήταν όλοι νεκροί. Ίσως και να τη γλύτωσε.

- Πρέπει να πας στο νοσοκομείο.


- Απώλειες; Ψιθύρισε η Ανάντια με ατάραχη φωνή.
- Μερικές… Απάντησε με μια φωνή ο άνδρας από την άλλη γραμμή.

Για μια στιγμή ακούστηκε ένας δυνατός ήχος και το τηλέφωνο έκλεισε απότομα. Αυτό ήταν!
Κάποιοι ήταν νεκροί. Η Ανάντια δεν είχε ιδέα ποιοι. Δεν είχε ιδέα αν διασώθηκε ο Μαρκ και αν ναι,
ποιο ήταν το τίμημα; Ίσως το τίμημα για να σωθεί ο Μαρκ, ήταν ο θάνατος της Χέλεν, διαφορετικά
θα ενημέρωνε η ίδια την Ανάντια. Τί είχε συμβεί; Κόντευε να τρελαθεί. Προσπάθησε να ξανακαλέσει
τον ίδιο αριθμό, μα μάταια. Το κινητό ήταν κλειστό. Έπρεπε με κάποιο τρόπο να βρει πόσες και
ποιες απώλειες είχαν.
Κεφάλαιο 16

Αρκετές ώρες νωρίτερα,

Ο θόρυβος από την παραβίαση του τοίχου σήμανε συναγερμό με αποτέλεσμα πολλοί φρουροί να
κατευθύνονται με άγριες διαθέσεις στο σημείο που η Χέλεν και οι μισοί από την ομάδα είχαν
τοποθετηθεί ως δόλωμα. Η μισή ομάδα είχε χωριστεί σε δυο μικρότερες ομάδες. Οι μισοί δήθεν θα
παραδίνονταν και οι υπόλοιποι μισοί θα θέριζαν όλους τους φρουρούς μαζί όταν τους δίνονταν η
ευκαιρία.
Δεν είχαν περάσει περισσότερα από είκοσι δευτερόλεπτα όταν πάνοπλοι φρουροί είχαν καταφτάσει
στην υπόγεια σήραγγα. Όλα έβαιναν σύμφωνα με το σχέδιο. Η άλλη μισή ομάδα περίμενε έξω από
το κτήριο μέχρι να τους δώσει το άσπρο φως η Χέλεν και η ομάδα δόλωμα που βρίσκονταν ήδη
εντός της εταιρίας. Η Χέλεν άκουσε τα βαριά βήματα από τις στρατιωτικές αρβύλες των φρουρών
που έτρεχαν προς το μέρος τους. Ξαφνικά φακοί και προτεταμένα στρατιωτικού τύπου όπλα
στράφηκαν εναντίων αυτής και του Λουκ που παρίσταναν πως παραδίνονταν. Οι υπόλοιποι είχαν
κρυφτεί καλά και περίμεναν το σήμα για να ανοίξουν πυρ κατά των φρουρών προκαλώντας τους
καίρια ζημιά.
Η Χέλεν και ο Λουκ άφησαν κατόπιν εντολών τα όπλα κάτω και σήκωσαν τα χέρια ψηλά. Ένας
γεροδεμένος άνδρας πλησίασε πρώτα στο Λουκ και του έβγαλε τη μάσκα. Ύστερα προχώρησε προς
τη Χέλεν της οποίας τα μάτια είχαν στενέψει περίεργα. Κάτι δε πήγαινε καλά. Ο άνδρας απότομα της
έβγαλε τη κουκούλα και αμέσως έκανε δύο-τρία βήματα πίσω εμφανώς σοκαρισμένος από το θέαμα.
Φάνηκε να γνωρίζει τη Χέλεν. Αμέσως το βλέμμα της Χέλεν σκοτείνιασε. Η Χέλεν γονατισμένη στο
πάτωμα χαμογέλασε.

- Τί κάνεις εσύ εδώ; Απόρησε ο γεροδεμένος άνδρας της ασφάλειας του κτηρίου.
- Εσύ τί κάνεις εδώ; Απόρησε η Χέλεν απευθυνόμενη σε έναν πρώην συνάδελφο της και
μέλος των Δέλτα.

Ο άνδρας απέναντι της φάνηκε πως είχε έρθει σε δύσκολη θέση. Οι κάμποσοι φρουροί από πίσω δεν
είχαν σταματήσει να τους σημαδεύουν και να τους τυφλώνουν με τους φακούς τους.

- Χέλεν, συγγνώμη που ήρθαν έτσι τα πράγματα, ψέλλισε ο άνδρας απέναντι της. Η
δολοφονική πρώην κομάντο χαμογέλασε και ψέλλισε ένα «Τώρα».
Μετά το παράγγελμα της Χέλεν ξαφνικά όλα τα φώτα έσβησαν. Η Σαμ που βρίσκονταν σε ένα
βανάκι κοντά στο κτήριο είχε καταφέρει να χακάρει το κτήριο και να κόψει χειροκίνητα το ρεύμα. Το
κτήριο βυθίστηκε στο απόλυτο σκοτάδι, ακόμα και οι γεννήτριες δε λειτουργούσαν. Τότε βρήκε την
ευκαιρία η Χέλεν να σηκωθεί και να αρπάξει τον γεροδεμένο πρώην συνάδελφο της και να τον
τραβήξει κάτω όσο οι υπόλοιποι από την ομάδα της που φορούσαν γυαλιά νυχτερινής όρασης
πυροβολούσαν και σκότωναν τους υπόλοιπους φρουρούς. Σε μερικά δευτερόλεπτα οι πυροβολισμοί
είχαν σταματήσει.
Η Χέλεν πήρε ένα φακό και τον έστρεψε στον γνωστό της που βρίσκονταν στο έδαφος με βογγητά
από το χτύπημα που του είχε κάνει η πρώην Δέλτα. Τα μάτια του μισόκλειστα από το έντονο φως
του φακού προσπαθούσαν να εστιάσουν στη Χέλεν.
- Ξέρεις γιατί είμαι εδώ; Ψιθύρισε με λύσσα η όμορφη γυναίκα με τη στρατιωτική στολή. Ο
άνδρας στο έδαφος δεν απάντησε. Η Χέλεν τον έπιασε δυνατά από το λαιμό και το πίεσε
μέχρι που άρχισε να βήχει.
- Χέλεν πρέπει να φύγουμε! Της φώναξε ένας από την ομάδα.
- Απάντησε μου γαμώτο, γρύλλισε η Χέλεν.
- Δε θα καταφέρεις να τον βγάλεις ποτέ από εδώ, ψέλλισε σχεδόν μετανιωμένος ο άνδρας.

Στο άκουσμα αυτών των λέξεων η Χέλεν πήρε με ακαριαίες κινήσεις το στρατιωτικό σουγιά από τη
τσέπη της και πριν προλάβει να καταλάβει ο οποιοσδήποτε τί επρόκειτο να κάνει, του είχε κόψει τη
καρωτίδα. Το αίμα πετάχτηκε βίαια παντού στον ουρανό και ο άνδρας προσπάθησε μανιασμένα να
πιάσει το λαιμό του και με τα δύο του χέρια. Το δυνατό κορμί του έπεσε πίσω του με το αίμα να μην
σταματάει και να αναβλύζει ανάμεσα από τα δάχτυλα του. Η Χέλεν έμεινε εκεί να τον κοιτάει, έμεινε
εκεί να περιμένει να δει τη ζωή να φεύγει από τα μάτια του καθώς σκούπιζε το πατωμένο μέταλλο
στο παντελόνι της πριν το ξαναβάλει στη θέση του.
Η Χέλεν έβαλε πάλι τη μάσκα στο πρόσωπο της και ύστερα κατέβασε τα γυαλιά νυχτερινής όρασης
που κρέμονταν πάνω στο κέβλαρ κράνος. Πήρε το όπλο της και με κινήσεις με τα χέρια της άρχισε
να καθοδηγεί την ομάδα. Με προσεκτικά βήματα πήρε τον ασύρματο από ένα άψυχο κορμί και τον
πέταξε στο Λουκ που άρχισε να ζητάει ενισχύσεις στο ανατολικό κομμάτι της εταιρίας οδηγώντας
τους φρουρούς στην αντίθεση κατεύθυνση με αυτή που θα πήγαιναν εκείνοι. Όταν έλαβαν θετική
απάντηση, πέταξαν τον ασύρματο και άρχισαν να μετακινούνται προς την αίθουσα που θα
κρατούνταν ο Μαρκ. Η Χέλεν έπιασε το αφτί της και πάτησε ένα κουμπί στο ακουστικό της.

- Μπράβο 2, είστε έτοιμοι.


- Ελήφθη Μπράβο 1, ακούστηκε μια φωνή στο ακουστικό της.

Η Χέλεν σχεδόν ανακουφισμένη έκανε σήμα προς όλους να την ακολουθήσουν. Τα πάντα ήταν
χρωματισμένα πράσινα στα μάτια των μελών της ομάδας. Κινούνταν στο χώρο προσεκτικά με
στρατιωτική πειθαρχία. Για τους περισσότερους από αυτούς, ο χώρος αυτός δεν είχε τίποτα
διαφορετικό από ένα κτήριο στην έρημο του Αφγανιστάν που έπρεπε να καθαριστεί από τους
στόχους που τους πυροβολούσαν. Μονάχα στα μάτια της Χέλεν το κτήριο αυτό δεν είχε καμία άλλη
σημασία. Δεν της έφερε στο μυαλό καμία άλλη ανάμνηση. Ήταν τόσο συγκεντρωμένη, τόσο
εκπαιδευμένη που εκείνη τη στιγμή το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν να πυροβολήσει ό,τι
κινούνταν γύρω της και δεν έφερε το χαρακτηριστικό λέιζερ που ήταν εμφανές μονάχα από τα
γυαλιά της ομάδας και με το οποίο είχαν εξοπλίσει τα όπλα τους για να εξασφαλίσουν ότι κανείς δεν
θα τραυματίζονταν από φιλικά πυρά!
Αυτή ήταν η ζωή της. Είχε σπουδάσει σε ένα εξαιρετικό πανεπιστήμιο, είχε ένα εξαιρετικό μυαλό
που σπάνια συναντά κανείς, αλλά εκείνη είχε μάθει να ζει έτσι. Είχε μάθει να ρισκάρει τη ζωή της για
να σώσει τους άλλους. Ίσως το γεγονός ότι ποτέ δεν είχε οικογένεια την έκανε να αγαπήσει τόσο τις
ειδικές δυνάμεις. Η αίσθηση της οικογένειας και της αφοσίωσης μέσα στην ομάδα. Η αυτοθυσία για
τους άλλους και η αίσθηση ότι ανήκεις κάπου. Όλα αυτά τα στερήθηκε εκείνη τη μέρα στο
Αφγανιστάν και σε μια νύχτα, σε εκείνο το κτήριο βρίσκονταν η μοναδική της ελπίδα να περισώσει
ότι της είχε απομείνει!
Η ομάδα προχώρησε ακόμα πιο βαθιά στο κτήριο χωρίς να έρθει αντιμέτωπη με κάποια αντίσταση.
Όλοι στην ομάδα είχαν ανακουφιστεί λιγάκι που είχαν πλησιάσει την άλλη ομάδα που είχε αναλάβει
να προσεγγίσει το κτήριο που βρίσκονταν ο Μαρκ από άλλη κατεύθυνση. Αυτή η ανακούφιση τους
όμως δε κράτησε για πολύ. Ξαφνικά ένας έντονος κρότος και μια λάμψη γονάτισαν όλη την ομάδα.
Όλοι έπεσαν κάτω και προσπάθησαν να αναζητήσουν κάλυψη στις σφαίρες που είχαν ήδη αρχίσει να
πετούν από πάνω τους σαν βροχή από θανατηφόρα μεταλικά αστέρια. Στο αφτί της Χέλεν και των
άλλων ακούγονταν η άλλη ομάδα που τους ρωτούσε αν όλα ήταν καλά. Ο Λουκ, έτρεξε και
κατέληξε να ακουμπά τη πλάτη του στο τοίχο έχοντας υψώσει το όπλο του στον ουρανό για να
αλλάξει γεμιστήρα. Τότε παρατήρησε μια κόκκινη πληγή στη γάμπα του. Ενστικτωδώς έπιασε το
πόδι του μα δε πονούσε. Προς ανακούφιση του, το αίμα δεν ήταν δικό του. Αυτό σήμαινε όμως πως
ήταν κάποιου άλλου από την ομάδα.

- Μπράβο 2, είμαστε ανατολικά σας και αντιμετωπίζουμε πυρά που έρχονται από την πύλη Δ,
στα Βόρεια, φώναξε ο Λουκ πιάνοντας το κουμπί στο ακουστικό στο αφτί του ενώ ύστερα
φώναξε γύρω του αν όλοι ήταν καλά.
- Χτυπήθηκα! Φώναξε ένας άνδρας πιάνοντας το πόδι του απέναντι του. Αμέσως η Χέλεν
έβγαλε τη ζώνη της και του έδεσε γερά το πόδι προσπαθώντας να σταματήσει την
αιμορραγία.
- Είσαι εντάξει; Μπορείς να συνεχίσεις; Φώναξε η Χέλεν
- Χούα! Φώναξε ο άνδρας με τη κλασική στρατιωτική ιαχή και η Χέλεν του έδωσε πίσω το
όπλο του που είχε παραπέσει δίπλα του χτυπώντας τον φιλικά στη πλάτη καθώς εκείνος
άλλαζε γεμιστήρα.

Η έμπειρη κομάντο έκατσε για μια στιγμή και παρατήρησε πως όλες οι σφαίρες κατευθύνονταν με
τρομακτική ακρίβεια πάνω τους. Μάλλον μπορούσαν να εντοπίσουν τα λέιζερ και έτσι έβρισκαν που
ακριβώς κρύβονταν.

- Μπράβο 1, προς όλους κλείστε τώρα τα λέιζερ!


- Ελήφθη! Απάντησαν όλοι.

Τότε ο Λουκ έκανε νόημα με τη Χέλεν και γρήγορα αντάλλαξαν θέσεις με τη Χέλεν να βρίσκει
καταφύγιο πίσω από ένα γραφείο. Η εκπαιδευμένη κομάντο είχε κρυφτεί από κάτω και τότε είδε
κάποιες μπότες να έρχονται προς το μέρος της. Ξάπλωσε ακαριαία, πυροβόλησε τα πόδια του άνδρα
για να ακούσει τις κραυγές του. Ο άνδρας έπεσε κάτω και όπως έπεφτε άρχισε να πυροβολεί προς τα
πάνω. Με το που προσγειώθηκε στο έδαφος και η Χέλεν είδε το κεφάλι του, του έριξε με μια βολή,
μια σφαίρα στο κεφάλι του, το οποίο από τη δύναμη της σφαίρας σχεδόν ανατινάχθηκε με αίμα και
κομμάτια από τον εγκέφαλο του να πετάγονται παντού γύρω.
Η Χέλεν κοίταξε τον άνδρα δίπλα της, πρώην μέλος της στη Δέλτα και του έκανε νόημα να
πυροβολήσει μπροστά. Αμέσως μόλις σηκώθηκε από το γραφείο κατάφερε εντοπίσει ακόμα δύο
άνδρες να έρχονται προς το μέρος της, οι οποίοι αμέσως πυροβόλησαν. Ο άνδρας δίπλα της όμως
πρόλαβε να πυροβολήσει και να σκοτώσει και τους δύο αντίπαλους φρουρούς. Η Χέλεν έκανε
νόημα με τα χέρια της σε όλη την ομάδα να την ακολουθήσει. Με λυγισμένα γόνατα και ελέγχοντας
τα νώτα τους, προχώρησαν για αρκετά μέτρα ακόμα. Με μια ακαριαία κίνηση η Χέλεν στράφηκε
προς τα αριστερά της και πυροβόλησε κατευθείαν στο κεφάλι έναν φρουρό που πήγε να τους
αιφνιδιάσει. Στην εκπαίδευση της, είχε μάθει να αφουγκράζεται το χώρο γύρω της. Είχε μάθει να
κοιτάει, να ακούει και να αισθάνεται το κίνδυνο. Σε αυτή τη περίπτωση, δεν είχε δει ούτε είχε
ακούσει κάτι απλά ένιωσε τον κίνδυνο να πλησιάζει, γύρισε και η εκπαίδευση της μίλησε στο σώμα
της. Ακαριαία σημάδευσε ανάμεσα στα μάτια, πυροβόλησε μια μόνο φορά και βρήκε στόχο.
Γρήγορα και φονικά! Χωρίς να κοιτάξει δεύτερη φορά το νεκρό σώμα που είχε πέσει κάτω
αφήνοντας ένα τεράστιο λεκέ στο τοίχο από αίμα και κομμάτια από το κρανίο του προχώρησε
μπροστά.
Ξαφνικά η Χέλεν που οδηγούσε την ομάδα, ύψωσε τη γροθιά της και όλοι ξαφνικά πάγωσαν. Έδειξε
με τα δύο δάχτυλα της τα μάτια της και ύστερα μια πόρτα τα αριστερά της. Ο Λουκ και ο άνδρας
που είχε τραυματιστεί έτρεξαν αριστερά και δεξιά από τη πόρτα. Δίχως να περάσει ώρα, ο Λουκ
έσπασε τη πόρτα και μπήκε μέσα ρίχνοντας μια χειροβομβίδα κρότου λάμψης, μόλις ένα κύμα
κρότου εξαπολύθηκε στο δωμάτιο αμέσως μπήκε μέσα όλη η ομάδα καθαρίζοντας όποιον
βρίσκονταν στο έδαφος και είχε στο χέρι του όπλο. Ο Λουκ έκανε νόημα πως το δωμάτιο ήταν
καθαρό και όλοι μαζί ξανά κινήθηκαν προς τη κατεύθυνση της υπόλοιπης ομάδας.
- Μπράβο 2, πλησιάζουμε από ανατολικά σας. Θα είμαστε εκεί σε 20 δεύτερα. Μη ρίξετε!
Ψιθύρισε η Χέλεν χωρίς να πάρει απάντηση.
- Μπράβο 2; Επανέλαβε η Χέλεν.

Όταν η ομάδα 2, δεν απάντησε όλοι κοιτάχθηκαν μεταξύ τους. Μπορεί να μην μπορούσε ο ένας να
κοιτάζει την έκφραση στο βλέμμα του άλλου, όλοι όμως είχαν φορέσει ένα προσωπείο άγχους και
ανησυχίας. Ξαφνικά, μόλις η ομάδα της Χέλεν έφτασε στο μέρος που βρίσκονταν η Μπράβο 2,
αντίκρυσαν τους δικούς τους νεκρούς. Η Χέλεν έλεγξε το σφυγμό όλων για να κάνει κουνήσει
αρνητικά το κεφάλι της προς τους άλλους. Είχαν μείνει πλέον πέντε άτομα. Πριν προλάβει να κάνει
το οτιδήποτε άλλο, ξαφνικά τους ήρθε ένας καταιγισμός από σφαίρες. Η Χέλεν είδε μερικούς
ένστολους να είναι πίσω από άοπλους ανθρώπους με αλυσίδες. Οι άνδρες που τους πήραν από το
δωμάτιο έτρεχαν και έριχναν κατά ριπάς από πίσω τους για να εμποδίσουν την ομάδα να τους
ακολουθήσει.

- Προσοχή στα πυρά σας. Ο στόχος είναι μπροστά μαζί με ένοπλους, ψέλλισε ο Λουκ.

Η ομάδα προσπαθούσε να ακολουθήσει τους στόχους από όσο το δυνατόν κοντύτερα. Ξαφνικά
όλοι, βρέθηκαν σε ανοιχτό χώρο. Οι φρουροί έβαλαν τους φυλακισμένους σε ένα μαύρο τσιπ και
ύστερα μπήκαν και εκείνοι μέσα αφού πυροβόλησαν μια-δύο φορές ακόμα. Μονάχα όταν οι όμηροι
μπήκαν μέσα στο αμάξι, η ομάδα της Χέλεν άνοιξε πυρ. Μάταια, το αμάξι είχε θωράκιση. Η Χέλεν
πήγε να απελπιστεί, αλλά οι ελπίδες της αναζωπυρώθηκαν όταν είδε τα δικά τους τζιπ να έρχονται
κοντά τους. Προφανώς είχαν ακούσει τα πάντα στον ασύρματο. Η Σαμ βρήκε που βρίσκονται από τα
σχέδια του κτηρίου και κατάλαβε που έπρεπε να πάει για να τους συναντήσει. Η Χέλεν μπήκε
γρήγορα στη θέση του συνοδηγού άνοιξε το παράθυρο και βγήκε η μισή έξω αρχίζοντας να
πυροβολεί ασκόπως βέβαια, το προπορευόμενο μαύρο θωρακισμένο αμάξι.
Το δεύτερο τζιπ της ομάδας με τον οδηγό, τη Σαμ και ένα μέλος της ομάδα εφόδου ήταν καθοδόν. Ο
αγχωμένος άνδρας στο δεύτερο τζιπ, αφαίρεσε τη μάσκα του και κάλεσε τον αριθμό της Ανάντια για
να την ενημερώσει. Πριν προλάβει ωστόσο να ολοκληρώσει την αναφορά του, τον χτύπησε ένα
τεράστιο αμάξι και τους αναποδογύρισε. Το κινητό έφυγε από τα χέρια του και έσπασε. Η μπαταρία
βγήκε από τη συσκευή και όλα γύρω τους βούιζαν ενώ το πρόσωπο του οδηγού ήταν γεμάτο αίματα.
Ο άνδρας από την Μπράβο 1 προσπάθησε να πάρει το όπλο του αλλά το χέρι του είχε σπάσει και δεν
ήταν δυνατό να κουνηθεί. Από το αναποδογυρισμένο αμάξι η Σαμ είδε με θολή όραση έναν άνδρα
να ανοίγει τη πόρτα του αμαξιού που τους χτύπησε. Περπατούσε και έκανε μεγάλη τρύπα στο χιόνι
με τα άρβυλα του, πλησιάζοντας απειλητικά το αμάξι τους. Ο άνδρας πρώτα έβγαλε έξω τον
αιμόφυρτο οδηγό, τον άνδρα από την Μπράβο 1 και ύστερα πήγε να τραβήξει τη Σαμ. Με περίσσεια
δύναμης και αποφασιστικότητας, η Σαμ κατάφερε να φτάσει το περίστροφο της και όταν είδε τον
κατάξανθο άνδρα με τη στολή της εταιρίας και με ένα όπλο με σιγαστήρα στο χέρι του, έβγαλε το
δικό της όπλο και τον πυροβόλησε στο λαιμό. Η Σαμ από την απειρία της άδειασε όλο το γεμιστήρα
πάνω του. Ο ήχος του γερού αυστριακού όπλου ακούστηκε τόσο δυνατά στο βραδινό κοιμισμένο
τοπίο. Τα πουλιά από τα δέντρα σηκώθηκαν και πέταξαν από τα χιονισμένα δέντρα και η Σαμ
σύρθηκε έξω από το αμάξι. Αμέσως πήγε παραπατώντας στους συναδέλφους της και αφού τους
βοήθησε να μεταφερθούν στο αμάξι που μέχρι πρότινος ανήκε στον παραλίγο εκτελεστή τους, έβαλε
ταχύτητα και γρήγορα με ρόδες που στρίγγλισαν στο χιόνι έφυγαν μακριά από το σημείο. Για
αρκετή ώρα η Σαμ ακολουθούσε τα χνάρια από τα ελαστικά από το μπροστινό τζιπ μέχρι που τελικά
αντίκρισε μακριά στον ορίζοντα το τζιπ με την υπόλοιπη ομάδα. Η μεγάλη ιπποδύναμη του αμαξιού
κόλλησε τη Σαμ πίσω στο κάθισμα. Με αυτή τη κίνηση η Σαμ ένιωσε ένα πόνο κάτω δεξιά στα
πλευρά της. Κοίταξε και τότε για πρώτη φορά είδε ένα τεράστιο ματωμένο κομμάτι γυαλί από το
αμάξι που είχε ανατραπεί να είναι βαθιά καρφωμένο μέσα στο πρώτο τεταρτημόριο της κοιλιάς της.
Η Σαμ δεν μπορούσε να κάνει τίποτα τώρα. Ήξερε πως σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να το βγάλει
από μέσα της το ξένο σώμα, όσο και αν πονούσε. Ήξερε ότι ίσως αυτό το κομμάτι γυαλί να
σταματούσε μια ακατάσχετη αιμορραγία και να την κρατούσε στη ζωή το ίδιο το υλικό που τη
σκότωνε αργά και νωχελικά.
Η Χέλεν μπήκε μέσα στο αμάξι και άλλαξε το γεμιστήρα της. Στο πάτωμα κάτω υπήρχαν πολλοί
άδειοι κάλυκες που μαρτυρούσαν τη αγωνιώδη καταδίωξη.

- Προσπάθησε να τους βγεις από δεξιά, φώναξε η Χέλεν στον οδηγό που με δύναμη έστρεψε
το τιμόνι δεξιά κάνοντας τις ρόδες να στριγγλίζουν. Ξαφνικά το αμάξι της ομάδας είχε
βρεθεί στα δεξιά του μεγάλου τζιπ που καταδίωκε.

Τότε ο οδηγός βρήκε ευκαιρία και τράκαρε το αμάξι στο πίσω τροχό. Το καταδιωκόμενο όχημα
έγειρε προς τα δεξιά αλλά ο οδηγός του κατάφερε να το φέρει ξανά σε μια ευθεία ενώ στην συνέχεια
πάτησε φρένο για να βρεθεί στα μετόπισθεν του τζιπ της ομάδας. Την ευκαιρία να προσεγγίσει βρήκε
τότε η Σαμ που βρέθηκε δίπλα στο αμάξι που καταδίωκαν. Η Σαμ άνοιξε ελάχιστα το παράθυρο
μήπως και τους ξεγελάσει. Ήξερε πως το αμάξι αυτό ανήκε σε έναν από εκείνους. Σίγουρα θα
εμπιστεύονταν ένα αμάξι που και εκείνο καταδίωκε το αμάξι με την ομάδα. Όντως, το αμάξι στα
αριστερά της Σαμ άνοιξε το παράθυρο εντελώς και τότε η Σαμ βρήκε την ευκαιρία να κατεβάσει
εντελώς το παράθυρο και να ρίξει σχεδόν εξ επαφής στο συνοδηγό ενώ με μανία συνέχισε να
πυροβολεί χωρίς να σημαδεύει. Τελικά η κάνη του όπλου της Σαμ έμεινε μπροστά υποδεικνύοντας
πως είχε ξεμείνει από σφαίρες. Για καλή της τύχη όμως το αμάξι δίπλα της είχε χάσει τον έλεγχο και
άρχισε να κατευθύνεται προς τα δέντρα καταλήγοντας πάνω σε ένα κορμό. Αμέσως η Σαμ
σταμάτησε το αμάξι και άνοιξε τη πόρτα. Όπλισε ξανά το όπλο της και με πολύ κόπο και πόνο
άνοιξε τη πόρτα του τζιπ που οδηγούσε για να πέσει τελικά στο χιόνι κάτω, μετά από προσπάθεια να
κατέβει από το αμάξι. Η πληγή της είχε αρχίσει να ματώνει ακόμα πιο πολύ ενώ η Σαμ άρχισε να
νιώθει ζαλισμένη ανήμπορη να σηκωθεί ξανά.
Το αμάξι μπροστά σταμάτησε απότομα με τη Χέλεν να βγαίνει πρώτη από αυτό και με το όπλο στο
χέρι της προτεταμένο προς το αμάξι που έπεσε στα δέντρα. Αμέσως μόλις αντίκρισε τη Σαμ, η
Χέλεν έστειλε άνδρες στο αμάξι των στόχων και εκείνη έτρεξε κοντά της.

- Τί αμάξι είναι αυτό; Ρώτησε χαμογελαστή η Χέλεν πιέζοντας το τραύμα και προσπαθώντας
να δώσει κουράγιο στη Σαμ.
- Ενός που τόλμησε να μας επιτεθεί, χαμογέλασε και η Σαμ.

Η Χέλεν πήρε από το παλτό της Σαμ ένα τηλέφωνο και πληκτρολόγησε τον αριθμό της Ανάντια η
οποία το σήκωσε έντρομη.

- Ανα, στείλει ασθενοφόρο στο ιδιωτικό δρομάκι έξω από το κτήριο της εταιρίας. Θα μας
βρείτε.
- Είστε καλά;
- Κάνε γρήγορα! Απάντησε ψυχρά η Χέλεν την οποία φώναζαν οι άλλοι που είχαν τρέξει στο
άλλο αμάξι.
- Πήγαινε, καλά είμαι, ψέλλισε η Σαμ στη Χέλεν η οποία απρόθυμα απομακρύνθηκε και
τρέχοντας έφτασε στο τρακαρισμένο αμάξι στο τέλος του δρόμου.

Τα μάτια της στένεψαν επικίνδυνα. Η καρδιά της είχε βγει από το στήθος της. Δεν πίστευε στα μάτια
της. Γύρισε και κοίταξε τον ουρανό αφήνοντας δύο ορφανά δάκρυα να τρέξουν από τα μάτια της για
να τα ρουφήξει η μάσκα που κάλυπτε όλο το πρόσωπο της. Αμέσως, έτρεξε στο πρόσωπο που θα
αναγνώριζε όσο κανένα σε όλο το κόσμο. Έτρεξε και χάιδεψε το τόσο όμορφο αρρενωπό πρόσωπο
που είχε απέναντι της ενώ στη συνέχεια του έβγαλε τις χειροπέδες. Το ίδιο έκαναν και οι άλλοι από
την ομάδα στους άλλους άνδρες, όλοι σε όμοια κατάσταση με τον Μαρκ. Η Χέλεν έβγαλε την
κουκούλα της και χαμογέλασε εγκάρδια στο Μαρκ ο οποίος μόλις απελευθερώθηκε πήγε να της
ορμήσει. Οι άνδρες από την ομάδα πήγαν να τον τραβήξουν πίσω αλλά η Χέλεν φώναξε να μην
κάνουν τίποτα.

- Μαρκ, εγώ είμαι. Η Χέλεν, ψέλλισε η Χέλεν που απλά αμύνονταν στα χτυπήματα που
προσπαθούσε να της προκαλέσει ο Μαρκ.
- Ποια είσαι; Τί θέλετε από εμάς; Φώναξε ο Μαρκ. Τελικά η Χέλεν κουράστηκε αυτό το
παιχνίδι και με μια κίνηση κατάφερε να τον χτυπήσει στο πρόσωπο για τον απωθήσει.

Ο Μαρκ έπεσε κάτω και την κοίταξε με μίσος.

- Μαρκ, σε παρακαλώ, μην με αναγκάσεις να κάνω κάτι που δε θέλω, ψέλλισε η Χέλεν με δύο
δάκρυα να αποχωρίζονται το πρόσωπο της και να γίνονται ένα με το χιόνι. Ο Μαρκ
σηκώθηκε και κατάφερε να την χτυπήσει στο πρόσωπο ανοίγοντας της το στόμα. Η Χέλεν
σκούπισε το χρωματισμένο με κόκκινο αίμα στόμα της και θέλοντας να τελειώσει αυτό το
θέατρο του παραλόγου με μια λαβή τον ακινητοποίησε βάζοντας του πίσω τις χειροπέδες για
να έρθει σε λίγα λεπτά η βοήθεια που είχε στείλει η Ανάντια. Ειδικές μονάδες της CIA
ειδικές για αυτή τη δουλειά. Για να διασφαλίσουν ότι κανείς δεν θα μάθαινε ότι εκεί δόθηκε
μάχη. Αυτή η ομάδα ήταν ειδική στο να καθαρίζει τέτοιες καταστάσεις και να ρίχνει ένα
πέπλο και να κρύβει ότι έπρεπε να μείνει κρυφό.

Γρήγορα οι τραυματίες απομακρύνθηκαν από το σημείο ενώ η Χέλεν και οι υπόλοιποι ανέβηκαν στο
ειδικό βαν της Υπηρεσίας, αφήνοντας το αμάξι εκεί για να το κανονίσουν οι άνδρες της αρμόδιας
Υπηρεσίας. Το μόνο πράγμα που έβλεπε η Χέλεν σε όλη τη διαδρομή ήταν το μίσος στο πρόσωπο
του Μαρκ. Τα σώματα όλων κουνιόνταν μέσα στο αμάξι. Οι μισοί φυλακισμένοι είχα ήδη
αποκοιμηθεί αλλά ο Μαρκ κάρφωνε τη Χέλεν με το βλέμμα του.

- Τί έχει; Ρώτησε ο Λουκ που δεν είχε αφαιρέσει για λόγους ασφάλειας τη μάσκα από το
πρόσωπο του, όπως και κανείς άλλος.
- Δε ξέρω… αποκρίθηκε με θλίψη αλλά συνάμα παγερά ψυχρό βλέμμα η Χέλεν που έβλεπε
και τη δεύτερη της ευκαιρία για ευτυχία να γκρεμίζεται πιο βίαια, πιο απότομα και πιο άδικα
αυτή τη φορά!

Το μεγάλο βαν μπήκε σε ένα τεράστιο κτήριο που ανήκε στο στρατιωτικό νοσοκομείο. Αμέσως
μόλις άνοιξαν οι πόρτες έγιναν ηρεμιστικές ενέσεις στους φυλακισμένους και τους πήραν με φορεία
μέσα για εξετάσεις. Τότε μονάχα όλοι έβγαλαν τις μάσκες τους. Τί είχε συμβεί;

- Τί τους έκανες Θεέ μού; Ψιθύρισε η Χέλεν καθώς έβλεπε το Μαρκ δεμένο σα ζώο σε ένα
φορείο να μπαίνει από τη πίσω πόρτα του στρατιωτικού νοσοκομείου.
Κεφάλαιο 17

Οι ώρες είχαν περάσει βασανιστικά με τη Χέλεν να περιμένει στις καρέκλες του στρατιωτικού
νοσοκομείου. Η στάση του σώματος της μαρτυρούσε την ανησυχία της, είχε λυγίσει τη πλάτη της με
χέρια που στηρίζονταν στα πόδια της. Στήριζε το κεφάλι της ενώ τα πόδια της κουνιόντουσαν
νευρικά. Η Ανάντια είχε έρθει προηγουμένως όσο πιο γρήγορα μπορούσε φέρνοντας ρούχα στη φίλη
της για να μπορέσει να μπει στο νοσοκομείο χωρίς να προκαλέσει τα βλέμματα με την τρομακτική
μαύρη ματωμένη στολή.
Τα βήματα της Ανάντια ακούστηκαν χαρακτηριστικά στον άδειο διάδρομο καθώς προσέγγιζαν την
Χέλεν μεταφέροντας δύο ποτήρια με αχνιστό καφέ. Η καθισμένη γυναίκα γύρισε και την κοίταξε για
μια στιγμή για να στρέψει το βλέμμα της ξανά στο έδαφος δευτερόλεπτα αργότερα. Η πανέμορφη
διευθύντρια μυστικών αποστολών κάθισε δίπλα στη Χέλεν ανοίγοντας το πώμα από το ποτήρι με το
καφέ και πίνοντας μια γενναία γουλιά κάνοντας ένα μορφασμό από το υψηλή θερμοκρασία του
υγρού που μπήκε στο στόμα της και την έκαψε.

- Πώς είναι η Σαμ; Ρώτησε η Χέλεν με αγωνία.


- Θα γίνει καλά, το ίδιο και ο Τζακ, μονολόγησε η Ανάντια αναφερόμενη στον άνδρα που είχε
τραυματιστεί στο πόδι.
- Ο Ρόμαν; Ρώτησε ξανά η Χέλεν θέλοντας να μάθει και για τον οδηγό που έσωσε η Σαμ.
- Στο χειρουργείο, αλλά λένε ότι είναι εντάξει, απάντησε ψιθυριστά η Ανάντια και ύστερα και
οι δυο τους βυθίστηκαν στη σιωπή για αρκετή ώρα.

Διάφοροι γιατροί με στρατιωτική στολή περνούσαν από μπροστά τους αγνοώντας την παρουσία
τους εκεί ενώ διάφορα ονόματα ανακοινώνονταν από τα μεγάφωνα. Αυτό το μέρος της θύμιζε τόσο
τη Γερμανία. Της θύμιζε το πόνο της, την απελπισία της, την αμηχανία της και το θυμό της. Θυμόταν
το αίσθημα της ανυπαρξίας που την είχε τυλίξει τότε, έτοιμο να την καταπιεί. Συνέχιζε να νιώθει έτσι
ακόμα και εκείνη τη στιγμή. Το μόνο που έκανε ήταν να κοιτάει ξανά και ξανά μια το ρολόι της και
μια την Ανάντια δίπλα της.

- Έμπλεξες; Ψιθύρισε τελικά η Χέλεν μετά από ώρα.


- Καταφέρατε και πήρατε τους ομήρους και αυτό μας οδήγησε μαζί με τα αρχεία της Σαμ στη
σύλληψη τους πρώην διοικητή σου. Θα έλεγα πως θα είμαι εντάξει, αναστέναξε η Ανάντια
ανακουφισμένη.
- Εσύ πώς είσαι; Ρώτησε η Ανάντια αγκαλιάζοντας τη φίλη της και κοιτώντας τη πληγή στο
στόμα της.
- Δε ξέρω, αλήθεια δε ξέρω, ψέλλισε η Χέλεν ξαπλώνοντας στο κάθισμα πίσω και πίνοντας
και αυτή με τη σειρά της τον σχεδόν κρύο πλέον καφέ!

Μερικές ώρες αργότερα η Χέλεν σηκώθηκε σα να τη τσίμπισε μύγα και κατέβηκε στην είσοδο του
νοσοκομείου με το κινητό στο χέρι. Είχε μια απόφαση να πάρει. Έπρεπε να τηλεφωνήσει στην
οικογένεια του Μαρκ ή όχι; Αν ο Μαρκ δεν συνέλθει τότε ποιο το νόημα να τους ενημερώσει ότι το
σώμα του γιού τους αναπνέει αλλά το πνεύμα του, οι αναμνήσεις του και ό,τι τον έκανε τον
άνθρωπο τους, είχε προ πολύ πεθάνει; Από το λήθαργο της την έβγαλε η Ανάντια που δεν την άφηνε
σε χλωρό κλαρί. Την ακούμπησε στοργικά στον ώμο και της χαμογέλασε. Η Χέλεν χωρίς να μιλήσει
καν, πήρε την απάντηση της από το βλέμμα της Ανάντια. Τόσα χρόνια μαζί φίλες, η Χέλεν ήξερε τί
ήθελε να της πει η Ανάντια χωρίς να χρειαστεί καν να ανοίξει το στόμα της.
Η νεαρή γυναίκα με τα καταπράσινα μάτια πήρε στο χέρι της το κινητό και με μια κίνηση
πληκτρολόγησε τον αριθμό της Νταϊάν, της μητέρας του Μαρκ. Η Ανάντια αποφάσισε να δώσει
χώρο στη Χέλεν και κατευθύνθηκε μακριά της, αλλά σε απόσταση που παρακολουθούσε τη
αγαπημένη της φίλη. Το τηλεφώνημα της Χέλεν δεν ήταν σύντομο αλλά ήταν σίγουρα
συναισθηματικά φορτισμένο. Το πρόσωπο της Χέλεν είχε ποτιστεί από δάκρυα. Θαρρείς και αν είχε
χώμα στο δέρμα της, θα είχε δημιουργηθεί μια ολόκληρη Εδέμ από την υγρασία στο πρόσωπο της.
Η κατάσταση της Χέλεν σίγουρα δεν ήταν εύκολη. Μετά από το τραγικό συμβάν στο Αφγανιστάν
είχε τραυματιστεί ψυχικά κατηγορώντας τον εαυτό της για ό,τι έγινε ευχόμενη να είχε πεθάνει και
εκείνη μαζί με την ομάδα της. Τώρα ξαφνικά, μόλις που είχε αρχίσει να συνηθίζει την απώλεια του
Μαρκ και δίνοντας μια ευκαιρία στον εαυτό της να αρχίσει να ζει με κάποιον άλλο άνδρα, τότε
έμαθε ότι ο έρωτας της ζωής της ήταν ακόμα ζωντανός. Έκανε τα πάντα για τον πάρει πίσω. Αγνόησε
το σωματικό τραυματισμό της, αγνόησε το ψυχικό τραυματισμό της, θυσίασε τις ζωές συναδέλφων
της για να πάρει πίσω τον δικό της βράχο για να ανακαλύψει ύστερα πως αυτός ο άνθρωπος δεν
υπάρχει πια και ότι το μόνο που είχε απομείνει ήταν ένα σώμα που θύμιζε αυτόν που κάποτε της
έκανε έρωτα και λύγιζε, έναν άνθρωπο που είχε μάθει να κοιτάει και να χαμογελά. Αυτός ο
άνθρωπος δεν ήταν εκείνος. Ήταν ένας εκπαιδευμένος δολοφόνος που είχε μάθει μονάχα να
σκοτώνει.
Στην είσοδο του νοσοκομείου φάνηκε και ο Λουκ με ένα μπουκέτο λουλούδια και με μια μικρή
πληγή στο φρύδι του. Με το που είδε τη Χέλεν να κλαίει, κοντοστάθηκε πήγε να κάνει μια μεταβολή
και να φύγει εφόσον δεν τον είχε δει αλλά δεν το κατάφερε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και μπήκε μέσα
στο μεγάλο στρατιωτικό νοσοκομείο. Η Χέλεν αισθάνθηκε τον κρύο αέρα που μπήκε από τις
αυτόματες πόρτες και το βλέμμα της συναντήθηκε με εκείνο του Λουκ ο οποίος έμεινε εκεί να
περιμένει να τελειώσει το τηλεφώνημα της. Η Ανάντια από απόσταση τον είδε και του έκανε νόημα
να πλησιάσει.

- Πώς είναι; Ρώτησε ο Λουκ.


- Ποιος; Η Χέλεν, ο Μαρκ, η Σαμ, ποιος; Αποκρίθηκε ψυχρά η αντικειμενικά σαγηνευτική
γυναίκα. Ο Λουκ απλά την κοίταξε χωρίς να μιλήσει. Η Ανάντια χαμογέλασε.
- Έχει μετατραυματικό στρες, δεν ξέρουμε τί του έδιναν εκεί. Οι ειδικοί θεωρούν πως αν
ξυπνήσει και δει ένα γνώριμο πρόσωπο ίσως να θυμηθεί. Αλλά θέλει χρόνο και ειδική
φαρμακευτική αγωγή καθώς και ψυχιατρική παρακολούθηση.
- Τη Χέλεν δε τη θυμήθηκε.
- Ναι, αλλά ήταν συνθήκες έντονου στρες. Έπεφταν πυροβολισμοί. Μην ξεχνάς πως τόσο η
Χέλεν όσο και ο Μαρκ πέρασαν μια εξαιρετικά βίαιη κατάσταση.
- Πώς ξέρουμε ότι δε ζει κανείς άλλος;
- Η Χέλεν είδε τις σφαίρες να τρυπούν τα κρανία τους. Δεν υπάρχει κανείς άλλος ζωντανός
Λουκ, αποκρίθηκε με πικρία και με μια υποψία αναστεναγμού η Ανάντια ακουμπώντας
τυπικά το μπράτσο του Λουκ και φεύγοντας μακριά από όλους.

Ίσως ο Λουκ να περίμενε ή ακόμα και να εύχονταν ο Μαρκ να μη θυμηθεί ποτέ ποια ήταν η Χέλεν.
Ίσως πίστευε βαθιά μέσα του ότι αυτό θα του έδινε ακόμα μια ευκαιρία να την κάνει δική του. Στη
πραγματικότητα όμως, όλοι γνώριζαν πως δεν υπήρχε περίπτωση η Χέλεν να παρατήσει ξανά αυτόν
τον άνθρωπο, ακόμα και αν εκείνος κατέληγε να τη μισεί, να μην τη θυμάται, εκείνη θα ήταν πάντα
εκεί από απόσταση.
Ο Λουκ κοίταξε τα λουλούδια που κρατούσε στα χέρια του. Είχε σκοπό να τα δώσει στη Χέλεν
αλλά για κάποιο λόγο το βλέμμα της Ανάντια τον αποθάρρυνε. Ήταν σαν να του έλεγε να μείνει
μακριά από τη Χέλεν τώρα που ήταν συναισθηματικά ευάλωτη. Για αυτό ήταν συνέχεια από κοντά
της. Είχε δει πόσο βίαιη μπορούσε να γίνει σε τέτοιες περιστάσεις. Την είχε δει να κάνει καταχρήσεις
αλκοόλ και οπιούχων για να αντιμετωπίσει τον αφόρητο πόνο στον ώμο της σε συνδυασμό με τον
ανύποπτο συναισθηματικό της κενό. Για ένα διάστημα δεν ήταν μονάχα αφεντικό της, ήταν και
γιατρός της. Μαζί ξεπέρασαν το χαμό της ομάδας της, μαζί είχαν μάθει να αντιμετωπίζουν τη νέα
πραγματικότητα για να έρθει αυτή η στιγμή που η Χέλεν έπρεπε να δείξει αν πραγματικά είχε
θωρακιστεί σωστά. Ήταν η στιγμή της αλήθειας. Πώς θα αντιμετώπιζε όχι μόνο το φάντασμα του
παρελθόντος αλλά και τους δαίμονες του;

- Λουκ, ευχαριστώ για όλα, ψέλλισε η Χέλεν που είχε αιφνιδιάσει τον ψηλό άνδρα που είχε
στρέψει το βλέμμα του αλλού.
- Ελπίζω όλα να πάνε καλά… απάντησε εκείνος. Η Χέλεν τον κοίταξε ερευνητικά μέσα στα
μάτια και χαμογέλασε.
- Λουκ αυτό που είχα με το Μαρκ… δίστασε η Χέλεν διαλέγοντας προσεκτικά τα λόγια της.
- Αυτό που είχα με το Μαρκ δε έχει όμοιο του. Με ολοκλήρωνε σαν άνθρωπο, όχι μόνο σαν
γυναίκα. Ήταν αυτός που φυλούσε τα νώτα μου στην ομάδα και με έκανε να θέλω να
προσέξω εγώ εκείνον εκτός υπηρεσίας. Δεν ήταν έρωτας, δεν ήταν αγάπη, ήταν κάτι πιο
δυνατό από αυτό. Ήταν κάτι το εμμονικό. Ήταν η απόλυτη λατρεία. Καταλαβαίνεις γιατί δε
θα μπορούσα να τον εγκαταλείψω; Ό,τι και αν γίνει; Αποκρίθηκε η Χέλεν που προφανώς
είχε καταλάβει την ύπαρξη των λουλουδιών που προορίζονταν για αυτήν αλλά και τους
απώτερους σκοπούς του και την ψυχολογία του. Ήταν δύσκολο να ερωτευθείς κάποιον που
ποτέ δε θα σε κοιτάξει με τον ίδιο τρόπο.
- Ναι, ψέλλισε ο Λουκ με δήθεν σκληρή φωνή.
- Φαντάζομαι τα λουλούδια είναι για τη Σαμ, χαμογέλασε η Χέλεν πατρονάροντας τον.
- Ναι… απάντησε σαν υπνωτισμένος εκείνος.
- Δώσε τα στην νοσοκόμα, θα βρει κάπου να τα βάλει στο δωμάτιο της, τον προέτρεψε η
Χέλεν για να απομακρυνθεί από αυτόν όταν χτύπησε το τηλέφωνο της.

Ο Λουκ έμεινε εκεί να την κοιτάει σαν μαγνητισμένος. Είχε τόσο όμορφο σώμα, τόσο όμορφα και
έντονα χαρακτηριστικά προσώπου, μα αυτό που την έκανε ακαταμάχητη ήταν το εκπληκτικό μυαλό
της. Ο νεαρός άνδρας ξεροκατάπιε και ύστερα με το χέρι στη τσέπη, έκανε μεταβολή και πήγε να δει
πως είναι οι συνάδελφοι του αφήνοντας τη Χέλεν να μιλάει στο τηλέφωνο, διαχειριζόμενη τη
κατάσταση με το δικό της τρόπο.

Οι ώρες περνούσαν και η Χέλεν στέκονταν μια καθιστή και μια όρθια με στήριγμα το τοίχο
περιμένοντας καρτερικά για κάποια ενημέρωση από τους γιατρούς. Στην πληκτική αναμονή τους
έδωσε τέρμα μια γνώριμη φωνή που έκανε την Χέλεν να σηκωθεί σαν αιλουροειδές. Ήταν η μητέρα
του Μαρκ που έτρεχε σα τρελή στους διαδρόμους, με κατακόκκινα μάτια φωνάζοντας, αναζητώντας
τον γιο της. Στην θέα της Χέλεν έπεσε στην αγκαλιά της η οποία αφού προσέφερε θέση σε εκείνη
και στον γιο της, προσπάθησε να τους εξηγήσει τί είχε συμβεί. Αθόρυβη και αόρατη όπως πάντα η
Ανάντια είχε εξαφανιστεί από ώρα. Ούτε η Χέλεν που την αναζήτησε με το βλέμμα της δεν κατάφερε
να την εντοπίσει και ας ήξερε πως βρίσκονταν κάπου εκεί, τρομακτικά κοντά τους.
Η Νταϊάν συνέχισε να κλαίει και να χαϊδεύει το πρόσωπο της Χέλεν, εμμένοντας στο σημείο που
είχε ματώσει το χείλος της δημιουργώντας τοπικά μια μικρή μελανιά. Αυτή η κοπέλα της είχε φέρει
πίσω το γιο της. Ακόμα και αν ήταν ένας ξένος για εκείνη ήταν το παιδί της και δε θα σταματούσε να
ελπίζει ότι θα την αναγνώριζε μέχρι να μπει μέσα και να τον δει. Ο Μαρκ, όπως και οι υπόλοιποι που
διασώθηκαν είχαν λάβει ήδη ψυχιατρική βοήθεια που θα τον βοηθούσαν να ανακαλέσει πράγματα
στη μνήμη του, ενώ του παρέχονταν φαρμακευτική αγωγή για την καταπολέμηση του στρες και της
κατάθλιψης.
Η μεγάλη πόρτα που είχε μια ταμπέλα «απαγορεύεται η είσοδος» άνοιξε και από μέσα βγήκε ένας
άνδρας με στολή χωρίς την χαρακτηριστική ιατρική ρόμπα και κατευθύνθηκε προς την Χέλεν.

- Θέλετε να προσπαθήσουμε να πάμε να τον δούμε; Ρώτησε με ένα χαμόγελο ο γιατρός. Η


μητέρα του Μαρκ σκούπισε τα δάκρυα χαράς όπως και ο αδελφός του. Η Χέλεν χαμογέλασε
και σηκώθηκε πρώτη από το κάθισμα της για να νιώσει το χέρι της Ανάντιας να την τραβάει
πίσω, γνέφοντας της αρνητικά. Η Χέλεν πήρε μια απορημένη έκφραση, δεν ήθελε να την
αποκλείσουν από αυτό.
- Χέλεν, είναι νωρίς να μπεις εσύ μέσα… Δώσε λίγο χρόνο ακόμα, ψέλλισε η Ανάντια στη
Χέλεν που έβλεπε την οικογένεια του να την κοιτάζει και να μπαίνει μέσα αμίλητη αλλά
χαμογελαστή.

Η Χέλεν έκατσε αμίλητη στη καρέκλα. Κατέρρευσε, ένα ψυχικό ράκος που δεν μπορούσε να
χωνέψει τί είχε συμβεί. Ήθελε τόσο πολύ να τον δει, να τον αγγίξει, να τον φιλήσει! Με μιας
σηκώθηκε και έβαλε το παλτό της. Η Ανάντια σηκώθηκε και της έκλεισε το δρόμο μπροστά της για
να την αφήσει μετά από μερικά δευτερόλεπτα να φύγει από μπροστά της σφίγγοντας δυνατά τα
δόντια της.
Κεφάλαιο 18

Μια άσπρη μαλακή κουβέρτα είχε καλύψει και χρωματίσει όλο το νεκροταφείο του Άρλιγκτον. Η
Χέλεν με δακρυσμένα δάκρυα έτρεξε ανάμεσα στις στοιχισμένες πλάκες που μόλις εξείχαν από το
χιόνι. Μετά από μερική ώρα έφτασε και γονάτισε σκάβοντας με μανία το χιόνι μέχρι που
εμφανίστηκε το όνομα του Μαρκ στη πλάκα. Με μαλακές κινήσεις το σκούπισε και άφησε τον
εαυτό της ελεύθερο να ξεσπάσει σε δάκρυα. Δεν ήξερε τί έπρεπε να νιώσει. Δεν ήξερε τί ένιωθε.
Πάντως δεν ήταν ανακούφιση ή χαρά! Με αναφιλητά κοίταξε το γρασίδι και θυμήθηκε τη βέρα του
γάμου τους. Έσκαψε με μανία στο παγωμένο χώμα μέχρι που τελικά πήρε στα χέρια της πίσω το
λευκόχρυσο κρίκο της ζωής της. Έκλεισε θριαμβευτικά τη γροθιά της και την έβαλε στο στήθος της.
Δεν μπορούσε να δεχθεί ότι ήταν ζωντανός. Ποιος ήταν θαμμένος εκεί; Σε ποιόν τύλιξαν μια σημαία;
Ποια μητέρα αγνοεί το γιο της, ποιος σύντροφος έμεινε με ένα ερωτηματικό; Τα δάκρυα της είχαν
παγώσει πάνω στο πρόσωπο της, σχηματίζοντας μια ελαφριά θολούρα στο πρόσωπο της. Με μιας
σκούπισε το πρόσωπο της και σηκώθηκε. Τα ρούχα της είχαν βραχεί από το χιόνι ενώ το σώμα της
είχε αρχίσει να παγώνει και να πονάει. Κοίταξε το τάφο για ακόμα μια φορά και τρέχοντας σχεδόν
μπήκε ξανά στο αμάξι, άναψε τη θέρμανση και έμεινε εκεί για λίγη ώρα προσπαθώντας να ζεστάνει
τα χέρια της. Άφησε τη βέρα στο ταμπλό του αμαξιού και έμεινε εκεί για αρκετή ώρα κοιτώντας την.
Τί θα έκανε αν ο Μαρκ δεν την θυμόταν; Δεν μπορούσε να προσποιηθεί. Δεν μπορούσε να τον
ξανακερδίσει, δεν είχε τα ψυχικά αποθέματα για να το κάνει. Έπιασε με δύναμη τα μαλλιά της και τα
τράβηξε πίσω τρίβοντας το πρόσωπο και το κεφάλι της. Δεν ήξερε τί να κάνει. Ήταν σε μια
κατάσταση που πραγματικά δεν θα φαντάζονταν ότι θα μπορούσε να βρεθεί. Το μόνο που
σκέφτονταν ήταν το ατύχημα. Το μόνο που μπορούσε να θυμηθεί μετά από το ατύχημα ήταν μονάχα
ο δικός της πόνος, η δική της απελπισία και ο δικός της αγώνας να ανακάμψει και μόλις πήγε να
αρχίσει τη ζωή της ξανά, να δοκιμάσει να ανοιχθεί σε έναν άνδρα που πραγματικά της άρεσε, ήρθε
το παρελθόν να την γκρεμίσει ξανά. Αγαπούσε το Μαρκ όσο τίποτα αλλά εκείνη τη στιγμή το μόνο
που ένιωθε ήταν οργή και μισούσε τόσο τον εαυτό της για αυτό! Πώς μπορούσε να νιώθει οργή για
έναν άνθρωπο του οποίου ο χαμός την είχε πονέσει τόσο πολύ; Δεν αναγνώριζε τον εαυτό της.
Ένιωθε βρώμικη και αχάριστη. Η Χέλεν άναψε τη μηχανή του αυτοκινήτου και έγλυψε πεισματικά
τα χείλη της, έβαλε ταχύτητα και έφυγε από εκεί απογοητευμένη.
Η μέρα είχε περάσει, το ίδιο και η νύχτα και είχε ξεκλειδωθεί ένα καινούργιο εικοσιτετράωρο στη
γη. Στην είσοδο του νοσοκομείου αντίκρυσε τη μητέρα του Μαρκ να κλαίει. Η Χέλεν έκλεισε τα
μάτια της και υπέθεσε κατευθείαν τα χειρότερα. Χωρίς καν να ρωτήσει έτρεξε σχεδόν και
κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο του Μαρκ έξω από το οποίο βρίσκονταν άνδρες που κάθονταν
δήθεν αδιάφορα φρουρώντας ωστόσο τη πόρτα. Μόλις είδαν τη Χέλεν να έρχεται με άγριες
διαθέσεις προς τη πόρτα αμέσως σηκώθηκαν για να κάτσουν ξανά μετά από νόημα της Ανάντιας που
κάθονταν σταυροπόδι αρκετά από πέρα διαβάζοντας τις πρωινές εφημερίδες. Πόσο καλά ήξερε τη
Χέλεν. Ήξερε πως ό,τι και αν έκαναν αυτοί οι δύο, η Χέλεν τελικά θα έμπαινε μέσα, με το καλό ή το
άγριο. Στη σκέψη αυτή η Ανάντια χαμογέλασε, όσο και αν το φοβόταν η Χέλεν, δεν είχε αλλάξει
καθόλου. Ήταν ίδια με τότε που τη γνώρισε, πεισματάρα, σωστός μπελάς. Αλλά αθεράπευτα πιστή
στα ιδανικά της και στους ανθρώπους που θεωρούσε οικογένεια.
Η πόρτα στο δωμάτιο του Μαρκ άνοιξε απότομα. Μέσα βρίσκονταν ξαπλωμένος ένας όμορφος
άνδρας ντυμένος με μια απλή φόρμα και μπλούζα αντί για ρούχα του νοσοκομείου και έπαιζε με
κάτι χαρτιά πάνω στο τραπεζάκι που είχε φέρει μπροστά του. Στην όψη του και μόνο η οργή που
είχε μέσα της η Χέλεν άλλαξε σχήμα και χρώμα, και από το κίτρινο χρώμα της οργής που την έπνιγε
και την ενοχλούσε στο λαιμό μετατράπηκε στο απόλυτο κόκκινο που χρωμάτισε όλο το σώμα της
κατευνάζοντας την. Έτρεξε απειλητικά μπροστά του και του άνοιξε το χέρι βάζοντας του τη βέρα
στο χέρι.

- Με μισείς και προσπάθησες να μου επιτεθείς. Δε με θυμάσαι. Δεν θυμάσαι τίποτα από ό,τι
πέρασες στη ζωή σου. Αυτό ήμουν για εσένα. Αυτό ήσουν για μένα, του φώναξε επιθετικά
και έκανε μεταβολή να φύγει έχοντας ήδη ανοίξει τη πόρτα.
- Είσαι ένας πραγματικός μπελάς… ψέλλισε ο άνδρας πίσω της μετά από μερικά
δευτερόλεπτα. Η Χέλεν ένιωσε την ανάσα της να μην βγαίνει από το στήθος της. Ένιωσε σαν
να την είχαν χτυπήσει στο στομάχι. Ανακατεύτηκε και συνάμα ένιωσε σαν να μην πατάει στο
έδαφος. Γύρισε πίσω και τον κοίταξε, κλείνοντας τη πόρτα ξανά. Ο άνδρας την κοιτούσε με
ένα ανερμήνευτο βλέμμα, σίγουρα όμως όχι εχθρικό.
- Θυμάσαι; Τον ρώτησε εκείνη με τρεμάμενη φωνή.
- Θυμάμαι! Χαμογέλασε εκείνος.

Η Χέλεν έτρεξε πάνω του πέφτοντας πάνω του και φιλώντας τον κτητικά στο στόμα. Ο Μαρκ
ανταπέδωσε το φιλί της τόσο παθιασμένα.

- Δηλαδή ήταν προσωρινή αυτή η αμνησία; Ρώτησε η Χέλεν που σταμάτησε απότομα να τον
φιλάει.
- Δεν είχα αμνησία, απάντησε ο Μαρκ σοβαρά με τη Χέλεν να χαμογελάει και να τον κοιτάει
περίεργα.
- Είχα ψυχογενή αμνησία. Μετατραυματικό στρες και καταστολή αναμνήσεων, είπε ο γιατρός,
απάντησε ο Μαρκ φυλακίζοντας με τα χέρια του το κεφάλι της και φέρνοντας την κτητικά
κοντά του.
- Ποιος σου έφερε ρούχα; Απόρησε η Χέλεν.
- Ο φίλος σου ο Λουκ, χαμογέλασε εκείνος ενώ η Χέλεν έστρεψε το βλέμμα της αλλού.
- Χέλεν, ηρέμησε! Εγώ ήμουν νεκρός, όχι εσύ! Της χαμογέλασε εκείνος που αντιλήφθηκε την
περίεργη σχέση που είχαν αυτοί οι δύο. Ο Μαρκ αγαπούσε τόσο τη γυναίκα απέναντι του και
έκρυψε το αίσθημα της ζήλιας του για να την κάνει να νιώσει άνετα. Δεν άντεχε να την
βλέπει να λιώνει από τύψεις. Ήδη ήξερε πως ένιωθε φρικτά που δεν είχε καταφέρει να τον
σώσει νωρίτερα.
- Πώς έμαθες πού ήμουν; Ρώτησε μετά από λίγο εκείνος.
- Μεγάλη ιστορία, απάντησε η Χέλεν σκοτεινιάζοντας απότομα. Ο Μαρκ την έκανε να τον
κοιτάξει και την κοίταξε με εκείνα τα τόσο έντονα γαλανά μάτια του.
- Έχω χρόνο! Απάντησε εκείνος αποφασισμένος να μάθει τα πάντα!

Οι μέρες είχαν περάσει και ο Μαρκ γίνονταν όλο και καλύτερα. Η Χέλεν διανυκτέρευε στο δωμάτιο
του το βράδυ ενώ το αίσθημα οργής γρήγορα εξαφανίζονταν από μέσα της. Ήταν ήδη μεσημέρι, η
τηλεόραση έπαιζε και ο Μαρκ έβλεπε αμερικανικό ποδόσφαιρο με τη Χέλεν όταν χτύπησε η πόρτα.
Η πόρτα άνοιξε και ήταν η οικογένεια του Μαρκ. Η Χέλεν σηκώθηκε και πήγε να φύγει.
- Μείνε, εσύ μου τον έφερες πίσω, ψέλλισε η Νταϊάν απίστευτα γλυκά και ήρεμα.
- Δεν τον έφερα μόνο εγώ. Τον φέραμε μαζί πολλοί που ήταν έτοιμοι να θυσιαστούν για το γιο
σας και κυρίως μια γυναίκα που ρίσκαρε τη ζωή της για να δώσει την έγκριση για αυτή την
επιχείρηση… Χωρίς αυτήν δεν θα μπορούσα να σχηματίσω την ομάδα και την επιχείρηση!
Είπε με μια ανάσα η Χέλεν, συγκινημένη και ευγνώμων για όλους όσους τη βοήθησαν. Για
αυτούς που ζούσαν και για όσους είχαν πεθάνει εκείνη τη νύχτα.
- Μπορώ να τη γνωρίσω; Ρώτησε η Νταιάν αλλά η Χέλεν δίστασε.
- Συγγνώμη, καταλαβαίνω ότι στη νέα σου δουλειά δεν μπορείς να μιλάς για αυτά… ψέλλισε
η Νταιάν κάπως απογοητευμένη.
- Ανάντια, φώναξε η Χέλεν αφού άνοιξε τη πόρτα για να φωνάξει την Ανάντια που κάθονταν
παρέα με το γιο της που δεν είχε που αλλού να τον αφήσει, έξω από το δωμάτιο.

Η Ανάντια μπήκε μέσα στο δωμάτιο και χαμογέλασε ευγενικά προς όλους για να καρφώσει με το
βλέμμα της το Μαρκ. Επιτέλους μπορούσε να βάλει ένα όνομα δίπλα στο όνομα. Η Χέλεν δεν
μιλούσε πολύ για αυτόν αλλά στα πλαίσια της ψυχοθεραπείας της, είχε αναγκαστεί να μιλήσει για το
πώς ένιωθε για εκείνον. Μπορούσε μονάχα κοιτώντας τους μαζί να καταλάβει πόσο ευτυχισμένη
ήταν η φίλη της.

- Σε ευχαριστώ! Την αγκάλιασε απότομα η μητέρα του Μαρκ και ύστερα ο αδελφός του.
- Για ποιο πράγμα; Ρώτησε εκείνη που είχε ξαφνιαστεί από αυτήν την ξαφνική έκφραση
ευγνωμοσύνης.
- Μας έφερες πίσω τον γιο μου! Απάντησε με δάκρυα στα μάτια η Νταϊάν. Η Χέλεν την
κοίταξε με χαμόγελο και σαν απάντηση γύρισε και κοίταξε το Μαρκ με ένα γεμάτο
χαμόγελο.
- Άλεξ, από εδώ ο άνδρας της θείας Χέλεν.
- Είναι παντρεμένη η θεία Χέλεν; Όλοι γέλασαν στο δωμάτιο και η ατμόσφαιρα είχε γίνει πολύ
ζεστή. Ξαφνικά το έκτακτο δελτίο ειδήσεων διέκοψε τον αγώνα του αμερικανικού
ποδοσφαίρου και έκανε τους πάντες να στρέψουν τη προσοχή τους στη κρεμασμένη
τηλεόραση απέναντι από το κρεβάτι του Μαρκ.
- Δολοφονήθηκαν δύο σημαντικά μέλη του Καρτέλ στις φυλακές υψίστης ασφαλείας στο
Κολοράντο, στο άκουσμα της είδησης αυτής, η Χέλεν αμέσως κοίταξε την Ανάντια αφού
κατάλαβε πως αυτή η δολοφονία είχε διαταχθεί από εκείνη.

«Ο Φερντάντο Χοσέ, υψηλόβαθμο μέλος του καρτέλ βρέθηκε κρεμασμένος στο κελί του ενώ ο
Άντονι Σουάν, μαχαιρώθηκε μέχρι θανάτου από άλλο τρόφιμο που σκοτώθηκε από τους φρουρούς
στη προσπάθεια τους να τον ακινητοποιήσουν. Επίσης σήμερα το FBI εισέβαλε στο σπίτι πρώην
διοικητή ομάδας Δέλτα και τον συνέβαλε με βαριές κατηγορίες στις οποίες θα αναφερθεί ο
εκπρόσωπος τύπου σε μετέπειτα χρόνο».
Η Χέλεν έκλεισε τη τηλεόραση και πήγε να κάτσει κοντά στο Μαρκ που στο άκουσμα του ονόματος
του πρώην διοικητή τους και στο βίντεο από τη σύλληψη του, άρχισε να αναπνέει ακανόνιστα. Η
όμορφη γυναίκα, τον χάιδεψε ψιθυρίζοντας του ότι όλα είχαν τελειώσει. Εκείνη το είχε τελειώσει και
για τους δυο τους…
Κεφάλαιο 19

Ένα χρόνο αργότερα,

Ο ήλιος έκαιγε το πρόσωπο της Χέλεν μέσα από το αμάξι που έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα στον
αυτοκινητόδρομο. Το μεγάλο τζιπ της Χέλεν είχε ξεχυθεί και έτρεχε σαν άλογο σε μια έρημη
παραλία. Στο πρόσωπο της φορούσε τα αγαπημένα της γυαλιά και ένιωθε επιτέλους ελεύθερη. Ο
καλοκαιρινός καιρός την έκανε να νιώθει ακόμα πιο ανάλαφρη και ήρεμη. Επιτέλους είχε αφήσει τα
πάντα πίσω της, είχε παραιτηθεί από τις μυστικές υπηρεσίες, είχε αφήσει πίσω της τη ζωή του
στρατού και είχε ανοίξει ένα μαγαζί με θαλάσσια σπορ μαζί με τον άνδρα της πλέον, Μαρκ. Όλα στη
ζωή της πήγαιναν τόσα καλά. Δεν είχε άγχος για τίποτα, κολυμπούσε κάθε μέρα στα μαγευτικά νερά
και δούλευε σε ένα μαγαζί που το μόνο που έβλεπε ήταν χαμόγελα. Κανείς δεν ήθελε να τη
σκοτώσει και εκείνη δεν είχε λόγο να σκοτώσει κανέναν πια.
Το μαύρο μεγάλο τζιπ της Χέλεν έκοψε ταχύτητα καθώς έμπαινε στην μαγευτική πόλη του Άγιου
Αυγουστίνου στη Φλόριντα. Τα κλασικά σπίτια ήταν στοιχισμένα το ένα με το άλλο ενώ τα
μεσαιωνικού τύπου μνημεία έκαναν τη πόλη να θυμίζει βγαλμένη από παραμύθι. Η Χέλεν οδήγησε
για μερικά λεπτά και έφτασε επιτέλους στο σπίτι στο οποίο είχε πλέον καταφύγει με το Μάρκ. Ένα
υπέροχο διώροφο κλασικό σπίτι με μια μεγάλη αμερικανική σημαία να ανεμίζει στο κήπο του
σπιτιού. Έξω από το σπίτι υπήρχε η χαρακτηριστική κλειστή βεράντα με την κουνιστή καρέκλα και
το τραπέζι. Η Χέλεν και ο Μαρκ, μαζί πλέον, νικητές από τη μάχη με τον ίδιο το θάνατο, κάθονταν
εκεί το βράδυ αγκαλιά μακριά από τα πάντα και τους πάντες. Μονάχα ο ένας για τον άλλο.
Το μεγάλο μαύρο αμάξι πάρκαρε έξω από το γραφικό σπίτι. Η Χέλεν άνοιξε το πορτπαγκάζ και
έβγαλε δύο καφέ χάρτινες σακούλες με τα καθημερινά ψώνια της. Έξω από το σπίτι της παρατήρησε
ακόμα ένα μαύρο αμάξι και αμέσως χαμογέλασε. Αναγνώρισε το ακριβό γερμανικό αμάξι μαζί με τις
πινακίδες από την Ουάσιγκτον. Η Χέλεν άνοιξε τη σίτα και έπειτα άνοιξε με τα κλειδιά της τη πόρτα.
Μπήκε στο σπίτι και κατευθύνθηκε προς τη κουζίνα πάνω στο πάγκο της οποίας άφησε με προσοχή
τα ψώνια της πετώντας στη συνέχεια τα κλειδιά του αυτοκινήτου στο ξύλινο τραπέζι.
Με ένα τόσο ζεστό χαμόγελο φώναξε, μα δεν ήταν κανείς εκεί. Αμέσως η καρδιά της σφίχτηκε, δεν
της άρεσε αυτή η σιωπή. Το μόνο που είδε ήταν η ανοιχτή πόρτα της πίσω βεράντας που οδηγούσε
σε μια μεγάλη παραλία. Η όμορφη γυναίκα πλησίασε με προσοχή και βγήκε έξω γρήγορα για να
αντικρίσει το Μαρκ με την Ανάντια και το γιο της να κάθονται στη παραλία.
Η Ανάντια εντόπισε την Χέλεν από μακριά και σηκώθηκε χαμογελαστή. Η Χέλεν έτρεξε σχεδόν
στην αγκαλιά της φίλης της, ανακουφισμένη με την πορεία της ζωής της. Ο Μάρκ σηκώθηκε και
εκείνος καλωσορίζοντας τη γυναίκα του με ένα ζεστό φιλί στα χείλη.
Οι τρεις τους κάθισαν για μερική ώρα στη παραλία αμίλητοι βλέποντας τον Άλεξ να τρέχει και να
παίζει με το σκύλο τους στην παραλία πετώντας του ένα ξύλο στη θάλασσα και τον σκύλο να το
φέρνει πίσω, έτοιμος να τρέξει ξανά μέσα. Η Χέλεν ήπιε μια γουλιά καφέ από τη κούπα που της είχε
φέρει ο Μαρκ που κάθονταν δίπλα της χωρίς να μπορεί να ξεκολλήσει το βλέμμα του από εκείνην.
Με μια του κίνηση ωστόσο, σηκώθηκε και βρέθηκε δίπλα στον Άλεξ για να παίξει μαζί του
αφήνοντας τις δυο γυναίκες να μείνουν μόνες τους. Είχαν τόσα πολλά να πούνε. Είχαν μεσολαβήσει
τόσα πολλά! Η Χέλεν απλά κοιτούσε το Μαρκ και χαμογελούσε τόσο αληθινά.

- Το είπες και το έκανες τελικά, ψέλλισε η Ανάντια.


- Ποιο; Απάντησε η Χέλεν που γύρισε να κοιτάξει την φίλη της που φαίνονταν τόσο
εντυπωσιακά όμορφη έτσι καθισμένη στη παραλία με τα καθημερινά ανάλαφρα ρούχα της
και τα γυαλιά ηλίου της.
- Τα παράτησες όλα και ήρθες εδώ! Έγνεψε η Ανάντια δείχνοντας γύρω της. Η Χέλεν γέλασε
και πήρε μια βαθιά ανάσα ελευθερίας που έκανε την φίλη της να γελάσει εκείνη με τη σειρά
της. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα όμως η Χέλεν σοβάρεψε.
- Δεν είναι ότι δεν μου λείπει η δράση… Είναι ότι δεν τη χρειάζομαι πια, ψέλλισε η Χέλεν ενώ
άφησε το βλέμμα της να χαθεί μέσα στη θάλασσα που απλώνονταν τόσο γενναιόδωρα
μπροστά της. Η Ανάντια έγνεψε καταφατικά και στράφηκε να κοιτάξει το Άλεξ.
- Εσύ; Ρώτησε η Χέλεν.
- Εγώ τί;
- Με τη δουλειά;
- Όπως τα ξέρεις, με το καλό θα ορκιστώ υποδιευθύντρια, χαμογέλασε η Ανάντια.
- Ναι, το ξέρω! Γέλασε η Χέλεν και αγκάλιασε θερμά τη φίλη της.
- Έχω και ένα άλλο νέο, ψιθύρισε η Ανάντια κάνοντας τη Χέλεν να λιώσει από περιέργεια.
- Νομίζω ότι αρχίζει να μου αρέσει κάποιος.
- Νομίζεις; Γέλασε δυνατά η Χέλεν.
- Ποιός; Συνέχισε ενώ σοβάρεψε ελαφρώς μονάχα εκείνη.
- Ο Λουκ!
- Ο Λουκ; Πάγωσε η Χέλεν που δε περίμενε αυτήν την απάντηση.
- Ναι, άρχισε πολύ αθώα. Είναι καλός με τον Άλεξ, τον κράτησε λιγάκι όταν έπρεπε να είμαι
στο νοσοκομείο και νομίζω ότι του αρέσω και εγώ. Σε ενοχλεί; Ρώτησε σα πληγωμένο
κουτάβι η Ανάντια.
- Όχι, θέλω να είσαι ευτυχισμένη. Με ό,τι περάσαμε αξίζει σε όλους να είμαστε ευτυχισμένοι,
χαμογέλασε αληθινά η Χέλεν.
- Πού είναι η γάτα; Ρώτησε έκπληκτη η Ανάντια που έβλεπε ένα καινούργιο σκύλο αλλά
πουθενά τη μπελαλίδικη γάτα που της είχε καταστρέψει σχεδόν όλα τα έπιπλα.
- Μέσα, δε βγαίνει έξω, γέλασε δυνατά η Χέλεν για να μείνουν ύστερα αγκαλιασμένες στη
παραλία.

Δυο γυναίκες που η μία γνώρισε την άλλη σε διαφορετικές συνθήκες. Σε μια άλλη ήπειρο, σε μια
άλλη εποχή και κανείς δε θα περίμενε ότι η μία θα αποδεικνύονταν τόσο σημαντική για την άλλη.
Πόσο περίεργα παιχνίδια παίζει η μοίρα και τί περίεργα μονοπάτια ακολουθεί η ζωή. Χάνεται σε
αδιέξοδα θλίψης και ξέφωτα ελπίδας, κάνει μεταβολή και τελικά φτάνει πάντα, μα πάντα, αργά ή
γρήγορα στο προορισμό της. Είναι πολύ άτυχος ο άνθρωπος που χάνεται και δεν καταλήγει ποτέ
σπίτι του! Για τη Χέλεν σπίτι της ήταν αυτός ο άνδρας. Σπίτι της ήταν η ανάγκη της να έχει για
κάποιον, για κάτι να παλέψει. Όταν έχασε όλη της την ομάδα, έχασε το σκοπό της. Έχασε την
οικογένεια της και δε σταμάτησε ποτέ να κατηγορεί τον εαυτό της. Προσπάθησε να πορευτεί σε αυτή
τη ζωή, μόνη ψάχνοντας εκ νέου κάτι άξιο για να πολεμήσει για αυτό, κάτι αρκετά σημαντικό για να
το πολεμήσει. Τελικά, κατάφερε να βρει ξανά το δρόμο της και ένιωθε τόσο ευλογημένη για αυτό.

- Θα πας στη δίκη του διοικητή; Ρώτησε τελικά η Ανάντια.


- Δε ξέρω… Ο ψυχίατρος του Μαρκ θεωρεί πως πρέπει να πάμε, ψέλλισε η Χέλεν αφού
ξερίζωσε ένα ξερόχορτο που είχε φυτρώσει μοναχό του στην πεντακάθαρη άμμο για να το
πετάξει μακριά, εκεί από όπου ο Μαρκ την κοιτούσε και την χαιρετούσε χαμογελαστός.
- Λέγεται ότι θα γίνει κεκλεισμένων των θυρών τελικά, ανακοίνωσε η Ανάντια.
- Ανάντια ορκίσου μου, ότι οι πάντες σε αυτή τη χώρα θα μάθουν τί έκανε σε αυτούς τους
ανθρώπους αυτό το τέρας, αγρίεψε η Χέλεν.
- Χέλεν, όλοι μιλάνε για αυτό. Στις ειδήσεις, στις εφημερίδες. Όλοι το ξέρουν, προσπάθησε να
την ηρεμήσει η Ανάντια.
- Θέλω να δουν όλοι τη δίκη, στις τηλεοράσεις. Παντού!
- Θα προσπαθήσω να το κάνω, ανακοίνωσε τελικά η Ανάντια μετά από μερικά δευτερόλεπτα
σιωπής.

Το βράδυ είχε σκεπάσει το γραφικό μέρος και η Ανάντια μαζί με το γιο της είχαν φύγει προ πολλού.
Η Χέλεν κάθονταν εκεί με το Μαρκ, είχαν ανάψει μια μικρή φωτιά στην άμμο και αγκαλιασμένοι
παρακολουθούσαν το βάπτισμα του φεγγαριού στη θάλασσα. Δίπλα τους υπήρχε ένα μικρό
κασετόφωνο με τραγούδια άλλης εποχής και άλλου κόσμου που συντρόφευε το ταξίδι τους σε ένα
φανταστικό χώρο, πέρα της πραγματικότητας που δε χωρούσε κανέναν άλλο πέρα από αυτούς τους
δύο.
Τελικά, ο Μαρκ σήκωσε απότομα τη Χέλεν και την έκανε να χορέψει μαζί του πάνω στις νότες από
ένα παλιό ιταλικό τραγούδι που πλανιόντουσαν στον αέρα. Τα γυμνά τους πόδια σήκωναν άμμο την
οποία ρουφούσε η φωτιά. Τα γαργαλιστικά γέλια της Χέλεν αντηχούσαν στη μεγάλη παραλία και
πνίγονταν στην άκρη της θάλασσας που ξεπλένονταν η ενοχή της κάνοντας την άμμο υγρή από τα
δάκρυα της θάλασσας, τα κύματα.
Πρώτη φορά που η σκόνη και η άμμος δεν της θύμιζαν το Αφγανιστάν. Πρώτη φορά ήξερε που
ακριβώς βρίσκονταν και δε θα το άλλαζε με τίποτα άλλο. Είχε φτάσει εκεί που ήθελε να φτάσει. Σε
μια πραγματικότητα, χωρίς αίμα και θάνατο, χωρίς στολή και αποστολή, σε μια πραγματικότητα
παντελώς θνητή χωρίς ήρωες και θανάσιμους εχθρούς. Η φωτιά είχε σβήσει στην άμμο και οι δυο
ήρωες πολέμου είχαν φυγαδευτεί μέσα στην δική τους βάση.
Οι δυο τους, ανήμποροι να σταματήσουν ο ένας τον άλλο βρέθηκαν στο ξύλινο πάτωμα
παραδομένοι από το πάθος που τους στέρησε η ζωή για τόσα ολόκληρα χρόνια. Τα δύο τους γυμνά,
τέλεια γυμνασμένα κορμιά φαίνονταν μακριά από τη παραλία να γλιστρούν το ένα πάνω στο άλλο
μονάχα υπό το φως του γκρίζου φεγγαριού σαν να ήταν κάποια ασπρόμαυρη φωτογραφία. Η νύχτα
πέρασε έτσι, πνιγμένη από τα αναφιλητά μιας ζωής που αναστήθηκε από τους νεκρούς για να ζήσει
ακόμα μια φορά το δώρο της θνητότητας. Το τέλος τη νύχτας, και το μισοφαγωμένο φεγγάρι
υποδέχθηκε ο αδελφός του, ο ήλιος που αναδύονταν κατακόκκινος από τη θάλασσα στάζοντας φως
και αλμύρα σε όλο τον ειδυλλιακό αυτό τόπο. Την μαγεία αυτή απολαύανε η Χέλεν με το Μαρκ που
έτρεχαν με όλη τους τη δύναμη στην υγρή άμμο. Η ζωή τους είχε αλλάξει, αλλά οι συνήθειες των
ειδικών δυνάμεων θα τους συντρόφευαν σε όλη τους τη ζωή. Η φύση τους ήταν πολεμική και τα
ένστικτα τους θα παρέμεναν για πάντα δολοφονικά. Ο τόπος όμως εκείνος τους τιθάσευε, τους
μάγευε, τους έκανε να θέλουν να μείνουν απλοί άνθρωποι για πάντα. Είχαν καταφέρει να ξεφύγουν
από το σκοτεινό κόσμο του πολέμου που τους καταδίωκε όπου και αν πήγαιναν. Είχαν καταφέρει να
θωρακιστούν σε ένα μέρος που ο άνεμος του πολέμου και η σκιά από το κόσμο της παλιότερης ζωής
τους δεν μπορούσε να τους προσεγγίσει. Ποτέ ξανά και για κανέναν λόγο, μέχρι να τους χωρίσει ο
θάνατος!

ΤΕΛΟΣ
1Joint Special Operation Command. Ομάδα μέλος των ομάδων ειδικών επιχειρήσεων των Αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων (USSOCOM ). Μέλη
της ομάδας αυτής αποτελούν: 1) Delta force, 2) Seal team 6 γνωστή και ως DEVGRU, 3) 75 Rangers Regiment, 4) 24 airforce special task
squadron, 5) Intelligence support Activity, 6) Joint Communication Unit.

2Department of Operations. Ίσως το πιο νευραλγικής σημασίας τμήμα στη CIA. Στο κομμάτι αυτό ανήκει και το Special Activities Division. Μέρος
αυτού είναι και το παραστρατιωτικό τμήμα της CIA καθώς και αυτό τον «κατασκόπων» με αποστολή την προστασία της πατρίδας, τη
στρατολόγηση αλλοδαπών και την δράση εντός Ηνωμένων Πολιτειών.

You might also like