You are on page 1of 23

Γιάννης Ρίτσος - Ρωμιοσύνη

(ἀπὸ τὰ Ποιήματα 1930-1960, B´, Κέδρος 1961)

I - II - III - IV - V - VI - VII

Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό,


αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα,
αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο,
αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο.

Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν τὴ σιωπή,


σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στὸ φῶς τὶς ὀρφανὲς ἐλιές του καὶ τ᾿ ἀμπέλια του,
σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό. Μονάχα φῶς.
Ὁ δρόμος χάνεται στὸ φῶς κι ὁ ἴσκιος τῆς μάντρας εἶναι σίδερο.
Μαρμάρωσαν τὰ δέντρα, τὰ ποτάμια κ᾿ οἱ φωνὲς μὲς στὸν ἀσβέστη τοῦ ἥλιου.
Ἡ ρίζα σκοντάφτει στὸ μάρμαρο. Τὰ σκονισμένα σκοίνα.
Τὸ μουλάρι κι ὁ βράχος. Λαχανιάζουν. Δὲν ὑπάρχει νερό.
Ὅλοι διψᾶνε. Χρόνια τώρα. Ὅλοι μασᾶνε μία μπουκιὰ οὐρανὸ πάνου ἀπ᾿ τὴν πίκρα
τους.
Τὰ μάτια τους εἶναι κόκκινα ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια,
μία βαθειὰ χαρακιὰ σφηνωμένη ἀνάμεσα στὰ φρύδια τους
σὰν ἕνα κυπαρίσσι ἀνάμεσα σὲ δυὸ βουνὰ τὸ λιόγερμα.

Τὸ χέρι τους εἶναι κολλημένο στὸ ντουφέκι


τὸ ντουφέκι εἶναι συνέχεια τοῦ χεριοῦ τους
τὸ χέρι τους εἶναι συνέχεια τῆς ψυχῆς τους -
ἔχουν στὰ χείλια τους ἀπάνου τὸ θυμὸ
κ᾿ ἔχουνε τὸν καημὸ βαθιὰ-βαθιὰ στὰ μάτια τους
σὰν ἕνα ἀστέρι σὲ μία γοῦβα ἁλάτι.

Ὅταν σφίγγουν τὸ χέρι, ὁ ἥλιος εἶναι βέβαιος γιὰ τὸν κόσμο


ὅταν χαμογελᾶνε, ἕνα μικρὸ χελιδόνι φεύγει μὲς ἀπ᾿ τ᾿ ἄγρια γένειά τους
ὅταν κοιμοῦνται, δώδεκα ἄστρα πέφτουν ἀπ᾿ τὶς ἄδειες τσέπες τους
ὅταν σκοτώνονται, ἡ ζωὴ τραβάει τὴν ἀνηφόρα μὲ σημαῖες καὶ μὲ ταμποῦρλα.

Τόσα χρόνια ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι διψᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται


πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα,
ἔφαγε ἡ κάψα τὰ χωράφια τους κ᾿ ἡ ἁρμύρα πότισε τὰ σπίτια τους
ὁ ἀγέρας ἔριξε τὶς πόρτες τους καὶ τὶς λίγες πασχαλιὲς τῆς πλατείας
ἀπὸ τὶς τρῦπες τοῦ πανωφοριοῦ τους μπαινοβγαίνει ὁ θάνατος
ἡ γλῶσσα τους εἶναι στυφὴ σὰν τὸ κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τὰ σκυλιά τους τυλιγμένα στὸν ἴσκιο τους
ἡ βροχὴ χτυπάει στὰ κόκκαλά τους.

Πάνου στὰ καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τὴ σβουνιὰ καὶ τὴ νύχτα


βιγλίζοντας τὸ μανιασμένο πέλαγο ὅπου βούλιαξε
τὸ σπασμένο κατάρτι τοῦ φεγγαριοῦ.

Τo ψωμὶ σώθηκε, τὰ βόλια σώθηκαν,


γεμίζουν τώρα τὰ κανόνια τους μόνο μὲ τὴν καρδιά τους.
Τόσα χρόνια πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα
ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται καὶ κανένας δὲν πέθανε -
πάνου στὰ καραούλια λάμπουνε τὰ μάτια τους,
μία μεγάλη σημαία, μία μεγάλη φωτιὰ κατακόκκινη
καὶ κάθε αὐγὴ χιλιάδες περιστέρια φεύγουν ἀπ᾿ τὰ χέρια τους
γιὰ τὶς τέσσερις πόρτες τοῦ ὁρίζοντα.

II

Κάθε ποὺ βραδιάζει μὲ τὸ θυμάρι τσουρουφλισμένο στὸν κόρφο τῆς πέτρας


εἶναι μία σταγόνα νερὸ ποὺ σκάβει ἀπὸ παλιὰ τὴ σιωπὴ ὡς τὸ μεδούλι
εἶναι μία καμπάνα κρεμασμένη στὸ γέρο-πλάτανο ποὺ φωνάζει τὰ χρόνια.

Σπίθες λαγοκοιμοῦνται στὴ χόβολη τῆς ἐρημιᾶς


κ᾿ οἱ στέγες συλλογιοῦνται τὸ μαλαματένιο χνούδι στὸ πάνω χείλι τοῦ Ἁλωνάρη
- κίτρινο χνούδι σὰν τὴ φούντα τοῦ καλαμποκιοῦ καπνισμένο ἀπ᾿ τὸν καημὸ τῆς
δύσης.

Ἡ Παναγία πλαγιάζει στὶς μυρτιὲς μὲ τὴ φαρδειά της φοῦστα λεκιασμένη ἀπ᾿ τὰ


σταφύλια.
Στὸ δρόμο κλαίει ἕνα παιδὶ καὶ τοῦ ἀποκρίνεται ἀπ᾿ τὸν κάμπο ἡ προβατίνα
ποὔχει χάσει τὰ παιδιά της.

Ἴσκιος στὴ βρύση. Παγωμένο τὸ βαρέλι.


Ἡ κόρη τοῦ πεταλωτῆ μὲ μουσκεμένα πόδια.
Ἀπάνου στὸ τραπέζι τὸ ψωμὶ κ᾿ ἡ ἐλιά,
μὲς στὴν κληματαριὰ ὁ λύχνος τοῦ ἀποσπερίτη
καὶ κεῖ ψηλά, γυρίζοντας στὴ σοῦβλα του, εὐωδάει ὁ γαλαξίας
καμένο ξύγκι, σκόρδο καὶ πιπέρι.

Ἅ, τί μπρισίμι ἀστέρι ἀκόμα θὰ χρειαστεῖ


γιὰ νὰ κεντήσουν οἱ πευκοβελόνες στὴν καψαλισμένη μάντρα τοῦ καλοκαιριοῦ «κι
αὐτὸ θὰ περάσει»
πόσο θὰ στίψει ἀκόμα ἡ μάνα τὴν καρδιὰ τῆς πάνου ἀπ᾿ τὰ ἑφτὰ σφαγμένα
παλληκάρια της
ὥσπου νὰ βρεῖ τὸ φῶς τὸ δρόμο του στὴν ἀνηφόρα τῆς ψυχῆς της.

Τοῦτο τὸ κόκκαλο ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴ γῆς


μετράει ὀργιὰ-ὀργιὰ τὴ γῆς καὶ τὶς κόρδες τοῦ λαγούτου
καὶ τὸ λαγοῦτο ἀποσπερὶς μὲ τὸ βιολὶ ὡς τὸ χάραμα
καημό-καημὸ τὸ λὲν στὰ δυοσμαρίνια καὶ στοὺς πεύκους
καὶ ντιντινίζουν στὰ καράβια τὰ σκοινιὰ σὰν κόρδες
κι ὁ ναύτης πίνει πικροθάλασσα στὴν κοῦπα τοῦ Ὀδυσσέα.

Ἅ, ποιὸς θὰ φράξει τότες τὴ μπασιὰ καὶ ποιὸ σπαθὶ θὰ κόψει τὸ κουράγιο


καὶ ποιὸ κλειδὶ θὰ σοῦ κλειδώσει τὴν καρδιὰ ποὺ μὲ τὰ δυὸ θυρόφυλλά της
διάπλατα
κοιτάει τοῦ Θεοῦ τ᾿ ἀστροπερίχυτα περβόλια;

Ὥρα μεγάλη σὰν τὰ Σαββατόβραδα τοῦ Μάη στὴ ναυτικὴ ταβέρνα


νύχτα μεγάλη σὰν ταψὶ στοῦ γανωτζῆ τὸν τοῖχο
μεγάλο τὸ τραγούδι σὰν ψωμὶ στοῦ σφουγγαρᾶ τὸ δεῖπνο.
Καὶ νὰ ποὺ ροβολάει τὰ τρόχαλα τὸ κρητικὸ φεγγάρι
γκάπ, γκάπ, μὲ εἴκοσι ἀράδες προκαδούρα στὰ στιβάλια του,
καὶ νάτοι αὐτοὶ ποὺ ἀνεβοκατεβαίνουνε τὴ σκάλα τοῦ Ἀναπλιοῦ
γεμίζοντας τὴν πίπα τους χοντροκομμένα φύλλα ἀπὸ σκοτάδι,
μὲ τὸ μουστάκι τους θυμάρι ρουμελιώτικο πασπαλισμένο ἀστέρι
καὶ μὲ τὸ δόντι τους πευκόρριζα στοῦ Αἰγαίου τὸ βράχο καὶ τὸ ἁλάτι.
Μπῆκαν στὰ σίδερα καὶ στὴ φωτιά, κουβέντιασαν μὲ τὰ λιθάρια,
κεράσανε ρακὶ τὸ θάνατο στὸ καύκαλο τοῦ παππουλῆ τους,
στ᾿ Ἁλώνια τὰ ἴδια ἀντάμωσαν τὸ Διγενῆ καὶ στρώθηκαν στὸ δεῖπνο
κόβοντας τὸν καημὸ στὰ δυὸ ἔτσι ποὺ κόβανε στὸ γόνατο τὸ κριθαρένιο τους
καρβέλι.

Ἔλα κυρὰ μὲ τ᾿ ἁρμυρὰ ματόκλαδα, μὲ φλωροκαπνισμένο χέρι


ἀπὸ τὴν ἔγνοια τοῦ φτωχοῦ κι ἀπ᾿ τὰ πολλὰ τὰ χρόνια -
ἡ ἀγάπη σὲ περμένει μὲς στὰ σκοῖνα,
μὲς στὴ σπηλιά του ὁ γλάρος σου κρεμάει τὸ μαῦρο κόνισμά σου
κι ὁ πικραμένος ἀχινιός σου ἀσπάζεται τὸ νύχι τοῦ ποδιοῦ σου.
Μέσα στὴ μαύρη ρῶγα τοῦ ἀμπελιοῦ κοχλάζει ὁ μοῦστος κατακόκκινος,
κοχλάζει τὸ ροδάμι στὸν καμένο πρῖνο,
στὸ χῶμα ἡ ρίζα τοῦ νεκροῦ ζητάει νερὸ γιὰ νὰ τινάξει ἐλάτι
κ᾿ ἡ μάνα κάτου ἀπ᾿ τὴ ρυτίδα της κρατάει γερὰ μαχαῖρι.
Ἔλα κυρὰ ποὺ τὰ χρυσὰ κλωσσᾶς αὐγὰ τοῦ κεραυνοῦ -
πότε μία μέρα θαλασσιὰ θὰ βγάλεις τὸ τσεμπέρι καὶ θὰ πάρεις πάλι τ᾿ ἅρματα
νὰ σὲ χτυπήσει κατακούτελα μαγιάτικο χαλάζι
νὰ σπάσει ρόιδι ὁ ἥλιος στὴν ἀλατζαδένια σου ποδιὰ
νὰ τὸν μοιράσεις μόνη σου σπυρί-σπυρὶ στὰ δώδεκα ὀρφανά σου,
νὰ λάμψει ὁλόγυρα ὁ γιαλὸς ὡς λάμπει ἡ κόψη τοῦ σπαθιοῦ καὶ τ᾿ Ἀπριλιοῦ τὸ
χιόνι
καὶ νάβγει στὰ χαλίκια ὁ κάβουρας γιὰ νὰ λιαστεῖ καὶ νὰ σταυρώσει τὶς δαγκάνες
του.

III

Δῶ πέρα ὁ οὐρανὸς δὲ λιγοστεύει οὔτε στιγμὴ τὸ λάδι τοῦ ματιοῦ μας


δῶ πέρα ὁ ἥλιος παίρνει πάνω του τὸ μισὸ βάρος τῆς πέτρας ποὺ σηκώνουμε
πάντα στὴ ράχη μας
σπᾶνε τὰ κεραμίδια δίχως ἂχ κάτου ἀπ᾿ τὸ γόνα τοῦ μεσημεριοῦ
οἱ ἄνθρωποι πᾶν μπροστὰ ἀπ᾿ τὸν ἴσκιο τους σὰν τὰ δελφίνια μπρὸς ἀπ᾿ τὰ
σκιαθίτικα καΐκια
ὕστερα ὁ ἴσκιος τους γίνεται ἕνας ἀϊτὸς ποὺ βάφει τὰ φτερά του στὸ λιόγερμα
καὶ πιὸ ὕστερα κουρνιάζει στὸ κεφάλι τους καὶ συλλογιέται τ᾿ ἄστρα
ὅταν αὐτοὶ πλαγιάζουνε στὸ λιακωτὸ μὲ τὴ μαύρη σταφίδα.

Δῶ πέρα ἡ κάθε πόρτα ἔχει πελεκημένο ἕνα ὄνομα κάπου ἀπὸ τρεῖς χιλιάδες τόσα
χρόνια
κάθε λιθάρι ἔχει ζωγραφισμένον ἕναν ἅγιο μ᾿ ἄγρια μάτια καὶ μαλλιὰ σκοινένια
κάθε ἄντρας ἔχει στὸ ζερβί του χέρι χαραγμένη βελονιὰ τὴ βελονιὰ μία κόκκινη
γοργόνα
κάθε κοπέλα ἔχει μία φοῦχτα ἁλατισμένο φῶς κάτου ἀπ᾿ τὴ φοῦστα της
καὶ τὰ παιδιὰ ἔχουν πέντε-ἕξι σταυρουλάκια πίκρα πάνου στὴν καρδιά τους
σὰν τὰ χνάρια ἀπ᾿ τὸ βῆμα τῶν γλάρων στὴν ἀμμουδιὰ τὸ ἀπόγευμα.

Δὲ χρειάζεται νὰ θυμηθεῖς. Τὸ ξέρουμε.


Ὅλα τὰ μονοπάτια βγάζουνε στὰ Ψηλαλώνια. O ἀγέρας εἶναι ἁψὺς κεῖ πάνου.

Ὅταν ξεφτάει ἀπόμακρα ἡ μινωικὴ τοιχογραφία τῆς δύσης


καὶ σβήνει ἡ πυρκαϊὰ στὸν ἀχερῶνα τῆς ἀκρογιαλιᾶς
ἀνηφορίζουν ὡς ἐδῶ οἱ γριὲς ἀπ᾿ τὰ σκαμμένα στὸ βράχο σκαλοπάτια
κάθουνται στὴ Μεγάλη Πέτρα γνέθοντας μὲ τὰ μάτια τὴ θάλασσα
κάθουνται καὶ μετρᾶν τ᾿ ἀστέρια ὡς νὰ μετρᾶνε τὰ προγονικὰ ἀσημένια τους
κουταλοπήρουνα
κι ἀργὰ κατηφορᾶνε νὰ ταΐσουνε τὰ ἐγγόνια τους μὲ τὸ μεσολογγίτικο μπαροῦτι.
Ναί, ἀλήθεια, ὁ Ἑλκόμενος ἔχει δυὸ χέρια τόσο λυπημένα μέσα στὴ θηλειά τους
ὅμως τὸ φρύδι του σαλεύει σὰν τὸ βράχο ποὺ ὅλο πάει νὰ ξεκολλήσει πάνου ἀπ᾿
τὸ πικρό του μάτι.
Ἀπὸ βαθιὰ ἀνεβαίνει αὐτὸ τὸ κῦμα ποὺ δὲν ξέρει παρακάλια
ἀπὸ ψηλὰ κυλάει αὐτὸς ὁ ἀγέρας μὲ ρετσίνι φλέβα καὶ πλεμόνι ἀλισφακιά.

Ἄχ, θὰ φυσήξει μία νὰ πάρει σβάρνα τὶς πορτοκαλιές της θύμησης


Ἄχ, θὰ φυσήξει δυὸ νὰ βγάλει σπίθα ἡ σιδερένια πέτρα σὰν καψοῦλι
Ἄχ, θὰ φυσήξει τρεῖς καὶ θὰ τρελλάνει τὰ ἐλατόδασα στὴ Λιάκουρα
θὰ δώσει μία μὲ τὴ γροθιά του νὰ τινάξει τὴν τυράγνια στὸν ἀγέρα
καὶ θὰ τραβήξει τῆς ἀρκούδας νύχτας τὸ χαλκὰ νὰ μᾶς χορέψει τσάμικο
καταμεσὶς στὴν τάπια
καὶ ντέφι τὸ φεγγάρι θὰ χτυπάει ποὺ νὰ γεμίσουν τὰ νησιώτικα μπαλκόνια
ἀγουροξυπνημένο παιδολόι καὶ σουλιώτισσες μανάδες.

Ἕνας μαντατοφόρος φτάνει ἀπ᾿ τὴ Μεγάλη Λαγκαδιὰ κάθε πρωινὸ


στὸ πρόσωπό του λάμπει ὁ ἱδρωμένος ἥλιος
κάτου ἀπὸ τὴ μασκάλη του κρατεῖ σφιχτὰ τὴ ρωμιοσύνη
ὅπως κρατάει ὁ ἐργάτης τὴν τραγιάσκα του μέσα στὴν ἐκκλησία.
Ἦρθε ἡ ὥρα, λέει. Νάμαστε ἕτοιμοι.
Κάθε ὥρα εἶναι ἡ δικιά μας ὥρα.

IV

Τράβηξαν ὁλόισια στὴν αὐγὴ μὲ τὴν ἀκαταδεξιὰ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ πεινάει,
μέσα στ᾿ ἀσάλευτα μάτια τους εἶχε πήξει ἕνα ἄστρο
στὸν ὦμο τους κουβάλαγαν τὸ λαβωμένο καλοκαῖρι.

Ἀπὸ δῶ πέρασε ὁ στρατὸς μὲ τὰ φλάμπουρα κατάσαρκα


μὲ τὸ πεῖσμα δαγκωμένο στὰ δόντια τους σὰν ἄγουρο γκόρτσι
μὲ τὸν ἄμμο τοῦ φεγγαριοῦ μὲς στὶς ἀρβύλες τους
καὶ μὲ τὴν καρβουνόσκονη τῆς νύχτας κολλημένη μέσα στὰ ρουθούνια καὶ στ᾿
αὐτιά τους.

Δέντρο τὸ δέντρο, πέτρα-πέτρα πέρασαν τὸν κόσμο,


μ᾿ ἀγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τὸν ὕπνο.
Φέρναν τὴ ζωὴ στὰ δυὸ στεγνά τους χέρια σὰν ποτάμι.

Σὲ κάθε βῆμα κέρδιζαν μία ὀργιὰ οὐρανὸ - γιὰ νὰ τὸν δώσουν.


Πάνου στὰ καραούλια πέτρωναν σὰν τὰ καψαλιασμένα δέντρα,
κι ὅταν χορεῦαν στὴν πλατεῖα,
μέσα στὰ σπίτια τρέμαν τὰ ταβάνια καὶ κουδούνιζαν τὰ γυαλικὰ στὰ ράφια.

Ἄ, τί τραγούδι τράνταξε τὰ κορφοβούνια -


ἀνάμεσα στὰ γόνατά τους κράταγαν τὸ σκουτέλι τοῦ φεγγαριοῦ καὶ δειπνοῦσαν,
καὶ σπάγαν τὸ ἂχ μέσα στὰ φυλλοκάρδια τους
σὰ νάσπαγαν μία ψείρα ἀνάμεσα στὰ δυὸ χοντρά τους νύχια.

Ποιὸς θὰ σοῦ φέρει τώρα τὸ ζεστὸ καρβέλι μὲς στὴ νύχτα νὰ ταΐσεις τὰ ὄνειρα;
Ποιὸς θὰ σταθεῖ στὸν ἴσκιο τῆς ἐλιᾶς παρέα μὲ τὸ τζιτζίκι μὴ σωπάσει τὸ
τζιτζίκι,
τώρα ποὺ ἀσβέστης τοῦ μεσημεριοῦ βάφει τὴ μάντρα ὁλόγυρα τοῦ ὁρίζοντα
σβήνοντας τὰ μεγάλα ἀντρίκια ὀνόματά τους;

Τὸ χῶμα τοῦτο ποὺ μοσκοβολοῦσε τὰ χαράματα


τὸ χῶμα ποὺ εἴτανε δικό τους καὶ δικό μας - αἷμα τους - πὼς μύριζε τὸ χῶμα -
καὶ τώρα πὼς κλειδώσανε τὴν πόρτα τους τ᾿ ἀμπέλια μας
πῶς λίγνεψε τὸ φῶς στὶς στέγες καὶ στὰ δέντρα
ποιὸς νὰ τὸ πεῖ πὼς βρίσκονται οἱ μισοὶ κάτου ἀπ᾿ τὸ χῶμα
κ᾿ οἱ ἄλλοι μισοὶ στὰ σίδερα;

Μὲ τόσα φύλλα νὰ σοῦ γνέφει ὁ ἥλιος καλημέρα


μὲ τόσα φλάμπουρα νὰ λάμπει ὁ οὐρανὸς
καὶ τοῦτοι μὲς στὰ σίδερα καὶ κεῖνοι μὲς στὸ χῶμα.

Σώπα, ὅπου νἄναι θὰ σημάνουν οἱ καμπάνες.


Αὐτὸ τὸ χῶμα εἶναι δικό τους καὶ δικό μας.
Κάτου ἀπ᾿ τὸ χῶμα, μὲς στὰ σταυρωμένα χέρια τους
κρατᾶνε τῆς καμπάνας τὸ σκοινὶ - περμένουνε τὴν ὥρα, δὲν κοιμοῦνται,
περμένουν νὰ σημάνουν τὴν ἀνάσταση. Τοῦτο τὸ χῶμα
εἶναι δικό τους καὶ δικό μας - δὲ μπορεῖ κανεὶς νὰ μᾶς τὸ πάρει.

Κάτσανε κάτου ἀπ᾿ τὶς ἐλιὲς τὸ ἀπομεσήμερο


κοσκινίζοντας τὸ σταχτὶ φῶς μὲ τὰ χοντρά τους δάχτυλα
βγάλανε τὶς μπαλάσκες τους καὶ λογαριᾶζαν πόσος μόχτος χώρεσε στὸ μονοπάτι
τῆς νύχτας
πόση πίκρα στὸν κόμπο τῆς ἀγριομολόχας
πόσο κουράγιο μὲς στὰ μάτια τοῦ ξυπόλυτου παιδιοῦ ποὺ κράταε τὴ σημαία.

Εἶχε ἀπομείνει πάρωρα στὸν κάμπο τὸ στερνὸ χελιδόνι


ζυγιαζόταν στὸν ἀέρα σὰ μία μαύρη λουρίδα στὸ μανίκι τοῦ φθινοπώρου.
Τίποτ᾿ ἄλλο δὲν ἔμενε. Μονάχα κάπνιζαν ἀκόμα τὰ καμένα σπίτια.
Οἱ ἄλλοι μας ἄφησαν ἀπὸ καιρὸ κάτου ἀπ᾿ τὶς πέτρες
μὲ τὸ σκισμένο τους πουκάμισο καὶ μὲ τὸν ὅρκο τους γραμμένο στὴν πεσμένη
πόρτα.
Δὲν ἔκλαψε κανείς. Δὲν εἴχαμε καιρό. Μόνο ποὺ ἡ σιγαλιὰ μεγάλωνε πολὺ
κ᾿ εἴταν τὸ φῶς συγυρισμένο κάτου στὸ γιαλὸ σὰν τὸ νοικοκυριὸ τῆς
σκοτωμένης.

Τί θὰ γίνουν τώρα ὅταν θάρθει ἡ βροχὴ μὲς στὸ χῶμα μὲ τὰ σάπια πλατανόφυλλα

τί θὰ γίνουν ὅταν ὁ ἥλιος στεγνώσει στὸ χράμι τῆς συγνεφιᾶς σᾶ σπασμένος


κοριὸς στὸ χωριάτικο κρεββάτι
ὅταν σταθεῖ στὴν καμινάδα τοῦ ἀπόβραδου μπαλσαμωμένο τὸ λελέκι τοῦ χιονιοῦ;

Ρίχνουνε ἁλάτι οἱ γριὲς μανάδες στὴ φωτιά, ρίχνουνε χῶμα στὰ μαλλιά τους
ξερρίζωσαν τ᾿ ἀμπέλια τῆς Μονοβασιᾶς μὴ καὶ γλυκάνει μαύρη ρώγα τῶν ἐχτρῶν
τὸ στόμα,
βάλαν σ᾿ ἕνα σακκούλι τῶν παππούδων τους τὰ κόκκαλα μαζὶ μὲ τὰ
μαχαιροπήρουνα
καὶ τριγυρνᾶνε ἔξω ἀπ᾿ τὰ τείχη τῆς πατρίδας τους ψάχνοντας τόπο νὰ
ριζώσουνε στὴ νύχτα.

Θάναι δύσκολο τώρα νὰ βροῦμε μία γλῶσσα πιὸ τῆς κερασιᾶς, λιγότερο δυνατή,
λιγότερο πέτρινη -
τὰ χέρια ἐκεῖνα ποὺ ἀπομεῖναν στὰ χωράφια ἢ ἀπάνου στὰ βουνὰ ἢ κάτου ἀπ᾿ τὴ
θάλασσα, δὲν ξεχνᾶνε -
θάναι δύσκολο νὰ ξεχάσουμε τὰ χέρια τους
θάναι δύσκολο τὰ χέρια πούβγαλαν κάλους στὴ σκανδάλη νὰ ρωτήσουν μία
μαργαρίτα
νὰ ποῦν εὐχαριστῶ πάνου στὸ γόνατό τους, πάνου στὸ βιβλίο ἢ μὲς στὸ μποῦστο
τῆς ἀστροφεγγιᾶς.
Θὰ χρειαστεῖ καιρός. Καὶ πρέπει νὰ μιλήσουμε. Ὥσπου νὰ βροῦν τὸ ψωμὶ καὶ τὸ
δίκιο τους.

Δυὸ κουπιὰ καρφωμένα στὸν ἄμμο τὰ χαράματα μὲ τὴ φουρτοῦνα. Πούναι ἡ


βάρκα;
Ἕνα ἀλέτρι μπηγμένο στὸ χῶμα, κι ὁ ἀγέρας νὰ φυσάει. Καμένο τὸ χῶμα. Πούναι
ὁ ζευγολάτης;
Στάχτη ἡ ἐλιά, τ᾿ ἀμπέλι καὶ τὸ σπίτι.
Βραδιὰ σπαγγοραμμένη μὲ τ᾿ ἀστέρια της μὲς στὸ τσουράπι.
Δάφνη ξερὴ καὶ ρίγανη στὸ μεσοντούλαπο τοῦ τοίχου. Δὲν τ᾿ ἄγγιξε ἡ φωτιά.
Καπνισμένο τσουκάλι στὸ τζάκι - καὶ νὰ κοχλάζει μόνο τὸ νερὸ στὸ κλειδωμένο
σπίτι. Δὲν πρόφτασαν νὰ φᾶνε.

Ἀπάνω στὸ καμένο τους πορτόφυλλο οἱ φλέβες τοῦ δάσους - τρέχει τὸ αἷμα μὲς
στὶς φλέβες.
Καὶ νὰ τὸ βῆμα γνώριμο. Ποιὸς εἶναι;
Γνώριμο βῆμα μὲ τὶς πρόκες στὸν ἀνήφορο.
Τὸ σύρσιμο τῆς ρίζας μὲς στὴν πέτρα. Κάποιος ἔρχεται.
Τὸ σύνθημα, τὸ παρασύνθημα. Ἀδελφός. Καλησπέρα.
Θὰ βρεῖ λοιπὸν τὸ φῶς τὰ δέντρα του, θὰ βρεῖ μία μέρα καὶ τὸ δέντρο τὸν καρπό
του.
Τοῦ σκοτωμένου τὸ παγοῦρι ἔχει νερὸ καὶ φῶς ἀκόμα.
Καλησπέρα, ἀδερφέ μου. Τὸ ξέρεις. Καλησπέρα.

Στὴν ξύλινη παράγκα τῆς πουλάει μπαχαρικὰ καὶ ντεμισέδες ἡ γριὰ δύση.
Κανεὶς δὲν ἀγοράζει. Τράβηξαν ψηλά.
Δύσκολο πιὰ νὰ χαμηλώσουν.
Δύσκολο καὶ νὰ ποῦν τὸ μπόι τους.

Μέσα στ᾿ ἁλῶνι ὅπου δειπνῆσαν μία νυχτιὰ τὰ παλληκάρια


μένουνε τὰ λιοκούκουτσα καὶ τὸ αἷμα τὸ ξερό του φεγγαριοῦ
κι ὁ δεκαπεντασύλλαβος ἀπ᾿ τ᾿ ἅρματά τους.
Τὴν ἄλλη μέρα τὰ σπουργίτια φάγανε τὰ ψίχουλα τῆς κουραμάνας τους,
τὰ παιδιὰ φτιάξανε παιχνίδια μὲ τὰ σπίρτα τους ποὺ ἀνάψαν τὰ τσιγάρα τους καὶ
τ᾿ ἀγκάθια τῶν ἄστρων.

Κ᾿ ἡ πέτρα ὅπου καθῆσαν κάτου ἀπ᾿ τὶς ἐλιὲς τὸ ἀπομεσήμερο ἀντικρὺ στὴ
θάλασσα
αὔριο θὰ γίνει ἀσβέστης στὸ καμίνι
μεθαύριο θ᾿ ἀσβεστώσουμε τὰ σπίτια μας καὶ τὸ πεζοῦλι τῆς Ἁγιὰ-Σωτῆρας
ἀντιμεθαύριο θὰ φυτέψουμε τὸ σπόρο ἐκεῖ ποὺ ἀποκοιμήθηκαν
κ᾿ ἕνα μπουμποῦκι τῆς ροδιᾶς θὰ σκάσει πρῶτο γέλιο τοῦ μωροῦ στὸν κόρφο τῆς
λιακάδας.
Κ᾿ ὕστερα πιὰ θὰ κάτσουμε στὴν πέτρα νὰ διαβάσουμε ὅλη τὴν καρδιά τους
σὰ νὰ διαβάζουμε πρώτη φορὰ τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου.

VI

Ἔτσι μὲ τὸν ἥλιο κατάστηθα στὸ πέλαγο ποὺ ἀσβεστώνει τὴν ἀντικρυνὴ πλαγιὰ
τῆς μέρας
λογαριάζεται διπλὰ καὶ τρίδιπλα τὸ μαντάλωμα καὶ τὸ βάσανο τῆς δίψας
λογαριάζεται ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ ἡ παλιὰ λαβωματιὰ
κ᾿ ἡ καρδιὰ ξεροψήνεται στὴν κάψα σὰν τὰ βατικιώτικα κρεμμύδια μπρὸς στὶς
πόρτες.

Ὅσο πᾶνε τὰ χέρια τους μοιάζουνε πιότερο τὸ χῶμα


ὅσο πᾶνε τὰ μάτια τους μοιάζουνε πιότερο τὸν οὐρανό.
Ἀδείασε τὸ κιοῦπι μὲ τὸ λάδι. Λίγη μοῦργα στὸν πάτο. Κι ὁ ψόφιος ποντικός.
Ἀδείασε τὸ κουράγιο τῆς μάνας μαζὶ μὲ τὸ πήλινο κανάτι καὶ τὴ στέρνα.
Στυφίζουν τὰ οὖλα της ἐρμιᾶς ἀπ᾿ τὸ μπαροῦτι.

Ποῦ λάδι τώρα πιὰ γιὰ τὸ καντῆλι τῆς Ἁγιὰ-Βαρβάρας


ποῦ δυόσμος πιὰ νὰ λιβανίσει τὸ μαλαματένιο κόνισμα τοῦ δειλινοῦ
ποῦ μία μπουκιὰ ψωμὶ γιὰ τὴ βραδιά-ζητιάνα νὰ σοῦ παίξει τὴν ἀστρομαντινάδα
της στὴ λύρα.

Στὸ πάνου κάστρο τοῦ νησιοῦ στοιχειῶσαν οἱ φραγκοσυκιὲς καὶ τὰ σπερδούκλια.


Τὸ χῶμα ἀνασκαμμένο ἀπὸ τὸ κανονίδι καὶ τοὺς τάφους.
Τὸ γκρεμισμένο Διοικητήριο μπαλωμένο μὲ οὐρανό. Δὲν ἔχει πιὰ καθόλου τόπο
γιὰ ἄλλους νεκρούς. Δὲν ἔχει τόπο ἡ λύπη νὰ σταθεῖ νὰ πλέξει τὰ μαλλιά της.

Σπίτια καμένα ποὺ ἀγναντεύουν μὲ βγαλμένα μάτια τὸ μαρμαρωμένο πέλαγο


κ᾿ οἱ σφαῖρες σφηνωμένες στὰ τειχιὰ
σὰν τὰ μαχαίρια στὰ παΐδια τοῦ Ἅγιου ποὺ τὸν δέσανε στὸ κυπαρίσσι.

Ὅλη τὴ μέρα οἱ σκοτωμένοι λιάζονται ἀνάσκελα στὸν ἥλιο.


Καὶ μόνο σὰ βραδιάζει οἱ στρατιῶτες σέρνονται μὲ τὴν κοιλιὰ στὶς καπνισμένες
πέτρες
ψάχνουν μὲ τὰ ρουθούνια τὸν ἀγέρα ἔξω ἀπ᾿ τὸ θάνατο
ψάχνουνε τὰ παπούτσια τοῦ φεγγαριοῦ μασουλώντας ἕνα κομμάτι μεντζεσόλα
χτυπᾶν μὲ τὴ γροθιὰ τὸ βράχο μήπως τρέξει ὁ κόμπος τοῦ νεροῦ
μὰ ἀπ᾿ τὴν ἄλλη μεριὰ ὁ τοῖχος εἶναι κούφιος
καὶ ξανακοῦν τὸ χτύπημα μὲ τοὺς πολλοὺς γύρους ποὺ κάνει ἡ ὀβίδα πέφτοντας
στὴ θάλασσα
κι ἀκοῦν ἀκόμα μία φορὰ τὸ σκούξιμο τῶν λαβωμένων μπρὸς στὴν πύλη.
Ποῦ νὰ τραβήξεις; Σὲ φωνάζει ὁ ἀδερφός σου.

Χτισμένη ἡ νύχτα ὁλόγυρα ἀπ᾿ τοὺς ἴσκιους ξένων καραβιῶν.


Κλεισμένοι οἱ δρόμοι ἀπ᾿ τὰ ντουβάρια.
Μόνο γιὰ τὰ ψηλὰ εἶναι ἀκόμα δρόμος.
Κι αὐτοὶ μουντζώνουν τὰ καράβια καὶ δαγκώνουνε τὴ γλῶσσα τους
ν᾿ ἀκούσουνε τὸν πόνο τους ποὺ δὲν ἔγινε κόκκαλο.

Ἀπάνω στὰ μεντένια οἱ σκοτωμένοι καπετάνιοι ὀρθοὶ φρουροῦν τὸ κάστρο.


Κάτου ἀπ᾿ τὰ ροῦχα τους λυώνουν τὰ κρέατά τους. Ἐι, ἀδέρφι, δὲν ἀπόστασες;
Μπουμπούκιασε τὸ βόλι μέσα στὴν καρδιά σου
πέντε ζουμπούλια ξεμυτίσαν στὴ μασκάλη τοῦ ξερόβραχου,
ἀνάσα-ἀνάσα ἡ μοσκοβόλια λέει τὸ παραμύθι - δὲ θυμᾶσαι;
δοντιὰ-δοντιὰ ἡ λαβωματιά σου λέει τὴ ζωή,
τὸ χαμομῆλι φυτρωμένο μὲς στὴ λίγδα τοῦ νυχιοῦ σου στὸ μεγάλο δάχτυλο τοῦ
ποδαριοῦ
σοὺ λέει τὴν ὀμορφιὰ τοῦ κόσμου.

Πιάνεις τὸ χέρι. Εἶναι δικό σου. Νοτισμένο ἀπ᾿ τὴν ἁρμύρα.


Δικιά σου ἡ θάλασσα. Σὰν ξερριζώνεις τρίχα ἀπ᾿ τὸ κεφάλι τῆς σιωπῆς
στάζει πικρὸ τὸ γάλα τῆς συκιᾶς. Ὅπου καὶ νᾶσαι ὁ οὐρανὸς σὲ βλέπει.
Στρίβει στὰ δάχτυλά του ὁ ἀποσπερίτης τὴν ψυχή σου σὰν τσιγάρο
ἔτσι νὰ τὴ φουμάρεις τὴν ψυχή σου ἀνάσκελα
βρέχοντας τὸ ζερβί σου χέρι μὲς στὴν ξαστεριὰ
καὶ στὸ δεξί σου κολλημένο τὸ ντουφέκι-ἀρραβωνιαστικιά σου
νὰ θυμηθεῖς πὼς ὁ οὐρανὸς ποτέ του δὲ σὲ ξέχασε
ὅταν θὰ βγάζεις ἀπ᾿ τὴ μέσα τσέπη τὸ παλιό του γράμμα
καὶ ξεδιπλώνοντας μὲ δάχτυλα καμένα τὸ φεγγάρι θὰ διαβάζεις λεβεντιὰ καὶ
δόξα.
Ὕστερα θ᾿ ἀνεβεῖς στὸ ψηλὸ καραοῦλι τοῦ νησιοῦ σου
καὶ βάζοντας καψοῦλι τὸ ἄστρο θὰ τραβήξεις μία στὸν ἀέρα
πάνου ἀπὸ τὰ τειχιὰ καὶ τὰ κατάρτια
πάνου ἀπὸ τὰ βουνὰ ποὺ σκύβουν σὰ φαντάροι πληγωμένοι
ἔτσι μόνο καὶ μόνο νὰ χουγιάξεις τὰ στοιχειὰ καὶ νὰ τρυπώσουν στὴν κουβέρτα
τοῦ ἴσκιου -
θὰ ρίξεις μίαν ἴσα στὸν κόρφο τ᾿ οὐρανοῦ νὰ βρεῖς τὸ γαλανὸ σημάδι
σάμπως νὰ βρίσκεις πάνου ἀπ᾿ τὸ πουκάμισο τὴ ρώγα τῆς γυναίκας ποὺ αὔριο θὰ
βυζαίνει τὸ παιδί σου
σάμπως νὰ βρίσκεις ὕστερ᾿ ἀπὸ χρόνια τὸ χεροῦλι τῆς ἐξώπορτας τοῦ πατρικοῦ
σπιτιοῦ σου.

VII

Τὸ σπίτι, ὁ δρόμος, ἡ φραγκοσυκιά, τὰ φλούδια τοῦ ἥλιου στὴν αὐλὴ ποὺ τὰ


τσιμπολογᾶν οἱ κόττες.
Τὰ ξέρουμε, μᾶς ξέρουνε. Δῶ χάμου ἀνάμεσα στὰ βάτα
ἔχει ἡ δεντρογαλιὰ παρατημένο τὸ κίτρινο πουκάμισό της.
Δῶ χάμου εἶναι ἡ καλύβα τοῦ μερμηγκιοῦ κι ὁ πύργος τῆς σφήγκας μὲ τὶς πολλὲς
πολεμίστρες,
στὴν ἴδια ἐλιὰ τὸ τσόφλι τοῦ περσινοῦ τζίτζικα κ᾿ ἡ φωνὴ τοῦ φετεινοῦ τζίτζικα,
στὰ σκοῖνα ὁ ἴσκιος σου ποὺ σὲ παίρνει ἀπὸ πίσω σὰ σκυλὶ ἀμίλητο, πολὺ
βασανισμένο,
πιστὸ σκυλὶ - τὰ μεσημέρια κάθεται δίπλα στὸ χωματένιον ὕπνο σου μυρίζοντας
τὶς πικροδάφνες
τὰ βράδια κουλουριάζεται στὰ πόδια σου κοιτάζοντας ἕνα ἄστρο.

Εἶναι μία σιγαλιὰ ἀπὸ ἀχλάδια ποὺ μεγαλώνουνε στὰ σκέλια τοῦ καλοκαιριοῦ
μία νύστα ἀπὸ νερὸ ποὺ χαζεύει στὶς ρίζες τῆς χαρουπιᾶς -
ἡ ἄνοιξη ἔχει τρία ὀρφανὰ κοιμισμένα στὴν ποδιά της
ἕναν ἀϊτὸ μισοπεθαμένο στὰ μάτια της
καὶ κεῖ ψηλὰ πίσω ἀπὸ τὸ πευκόδασο
στεγνώνει τὸ ξωκκλήσι τοῦ Ἅη-Γιαννιοῦ τοῦ Νηστευτῆ
σὰν ἄσπρη κουτσουλιὰ τοῦ σπουργιτιοῦ σ᾿ ἕνα πλατὺ φύλλο μουριᾶς ποὺ τὴν
ξεραίνει ἡ κάψα.

Ἐτοῦτος ὁ τσοπάνος τυλιγμένος τὴν προβιά του


ἔχει σὲ κάθε τρίχα τοῦ κορμιοῦ ἕνα στεγνὸ ποτάμι
ἔχει ἕνα δάσος βελανιδιὲς σὲ κάθε τρῦπα τῆς φλογέρας του
καὶ τὸ ραβδί του ἔχει τοὺς ἴδιους ρόζους μὲ τὸ κουπὶ ποὺ πρωτοχτύπησε τὸ
γαλάζιο του Ἑλλήσποντου.

Δὲ χρειάζεται νὰ θυμηθεῖς. Ἡ φλέβα τοῦ πλάτανου


ἔχει τὸ αἷμα σου. Καὶ τὸ σπερδοῦκλι τοῦ νησιοῦ κ᾿ ἡ κάπαρη.
Τὸ ἀμίλητο πηγάδι ἀνεβάζει στὸ καταμεσήμερο
μία στρογγυλὴ φωνὴ ἀπὸ μαῦρο γυαλὶ κι ἀπὸ ἄσπρο ἄνεμο
στρογγυλὴ σὰν τὰ παλιὰ πιθάρια - ἡ ἴδια πανάρχαιη φωνή.
Κάθε νύχτα τὸ φεγγάρι ἀναποδογυρίζει τοὺς σκοτωμένους
ψάχνει τὰ πρόσωπά τους μὲ παγωμένα δάχτυλα νὰ βρεῖ τὸ γιό του
ἀπ᾿ τὴν κοψιὰ τοῦ σαγονιοῦ κι ἀπ᾿ τὰ πέτρινα φρύδια,
ψάχνει τὶς τσέπες τους. Πάντα κάτι θὰ βρεῖ. Κάτι βρίσκουμε.
Ἕνα κλειδί, ἕνα γράμμα, ἕνα ρολόι σταματημένο στὶς ἑφτά. Κουρντίζουμε πάλι τὸ
ρολόι. Περπατᾶνε οἱ ὧρες.

Ὅταν μεθαύριο λυώσουνε τὰ ροῦχα τους καὶ μείνουνε γυμνοὶ ἀνάμεσα στὰ
στρατιωτικὰ κουμπιά τους
ἔτσι ποὺ μένουν τὰ κομμάτια τ᾿ οὐρανοῦ ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ καλοκαιριάτικα ἄστρα
τότε μπορεῖ νὰ βροῦμε τ᾿ ὄνομά τους καὶ μπορεῖ νὰ τὸ φωνάξουμε: ἀγαπῶ.
Τότε. Μὰ πάλι αὐτὰ τὰ πράγματα εἶναι λιγάκι σὰν πολὺ μακρινά.
Εἶναι λιγάκι σὰν πολὺ κοντινά, σὰν ὅταν πιάνεις στὸ σκοτάδι ἕνα χέρι καὶ λὲς
καλησπέρα
μὲ τὴν πικρὴ καλογνωμιὰ τοῦ ξενητεμένου ὅταν γυρνάει στὸ πατρικό του
καὶ δὲν τὸν γνωρίζουνε μήτε οἱ δικοί του, γιατὶ αὐτὸς ἔχει γνωρίσει τὸ θάνατο
κ᾿ ἔχει γνωρίσει τὴ ζωὴ πρὶν ἀπ᾿ τὴ ζωὴ καὶ πάνου ἀπὸ τὸ θάνατο
καὶ τοὺς γνωρίζει. Δὲν πικραίνεται. Αὔριο, λέει. Κ᾿ εἶναι σίγουρος
πῶς ὁ δρόμος ὁ πιὸ μακρινὸς εἶναι ὁ πιὸ κοντινὸς στὴν καρδιὰ τοῦ Θεοῦ.
Καὶ τὴν ὥρα ποὺ τὸ φεγγάρι τὸν φιλάει στὸ λαιμὸ μὲ κάποια στεναχώρια,
τινάζοντας τὴ στάχτη τοῦ τσιγάρου του ἀπ᾿ τὰ κάγκελα τοῦ μπαλκονιοῦ, μπορεῖ
νὰ κλάψει ἀπὸ τὴ σιγουριά του
μπορεῖ νὰ κλάψει ἀπὸ τὴ σιγουριὰ τῶν δέντρων καὶ τῶν ἄστρων καὶ τῶν
ἀδελφῶν.
Περίοδοι του έργου του:
Α. 1926-1936 . Προφανής είναι η επίδραση του Καρυωτάκη αρχικά και
ύστερα του Κ. Βάρναλη. Από το λυρισμό της προσωπικής ευαισθησίας προχωρεί
στην κοινωνική διαμαρτυρία και εξέγερση. Ενδεικτικό έργο: Επιτάφιος (1936),
γραμμένο στον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο του δημοτικού στίχου.
Β. 1937-1943 . Ο ποιητής πειραματίζεται και αναζητά νέους τρόπους
έκφρασης. Υιοθετεί τον ελεύθερο στίχο. Χαρακτηριστικά έργα: Εαρινή Συμφωνία
(1938), Το εμβατήριο του Ωκεανού (1940), Δοκιμασία (1943).
Γ. 1944-1955. Στο έργο της περιόδου αυτής κυριαρχεί η σκληρή δοκιμασία
της Κατοχής, της Αντίστασης, του εμφυλίου πολέμου και της εξορίας. Ο ποιητής
συνδυάζει ποικίλους εκφραστικούς τρόπους: Δημοτικό τραγούδι, συμβολισμό,
υπερρεαλιστικά στοιχεία. Σημαντικότερα έργα: Ρωμιοσύνη ( 1945-1947, εκδ.
1954) και Η Κυρά των Αμπελιών.
Δ. 1956-1966. Η περίοδος εγγράφεται ως εποχή ποιητικής ωριμότητας.
Σύνθετες ποιητικές μορφές: Η Σονάτα του Σεληνόφωτος (1956), ο Αποχαιρετισμός
(1957). Οι Μαρτυρίες (1963 α΄, 1966 β΄), είναι σύντομα ποιήματα, όπου ο ποιητής
διαλέγεται με τον μικρόκοσμο των πραγμάτων.
Ε. 1967-1976. Στη φάση αυτή ο ποιητής επιστρέφει αρχικά σε θέματα και
τεχνικές παλαιότερων κύκλων: Δεκαοχτώ Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας
(1973), Ύμνος και Θρήνος για την Κύπρο (1975). Η Τέταρτη Διάσταση (1956-1975)
θεωρείται έργο υψηλών συλλήψεων και ευρηματικών τρόπων. Τα περισσότερα
ποιήματα αυτής της συλλογής ενέχουν τη δομή θεατρικού έργου-μονολόγου με
πρόσωπα του αρχαίου μύθου που σχολιάζουν σύγχρονα βιώματα. Π. χ. Ορέστης
(1962-1966), Ισμήνη (1971), Η επιστροφή της Ιφιγένειας (1971-72) με κυρίαρχο
στοιχείο τους θεατρικούς μονολόγους με πρόσωπα του αρχαίου μύθου που
σχολιάζουν σύγχρονα βιώματα. Το 1972 με την Γκραγκάντα) επιχειρεί μιαν
ανανέωση του ποιητικού του λόγου.
Τα τελευταία του έργα, σαν ένας συναρπαστικός απόλογος, εκφράζουν
έντονες υπαρξιακές και ερωτικές αναζητήσεις: Γίγνεσθαι (1977). Προέκταση της
ποίησής του η πεζή εννεαλογία Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων (1983-1986) (1)
αρχή σελίδας

Ρωμιοσύνη

1. Εισαγωγή
Η Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου γραμμένη στο διάστημα 1945-47, μια
ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο της ελληνικής Ιστορίας (όταν, μετά τα Δεκεμβριανά
του’44 και τη συμφωνία της Βάρκιζας το Φεβρουάριο του 1945, ο αγώνας των
αριστερών αντιστασιακών οργανώσεων του ΕΑΜ φαίνεται χαμένος και η πολιτική
αντιπαράθεση οδηγεί στη δεύτερη και αιματηρότερη περίοδο του Εμφυλίου
Πολέμου), αποτελεί έναν ύμνο στο πνεύμα αντίστασης του ελληνικού λαού, που,
κατά τον ποιητή, συνιστά τη διαχρονική ουσία του ελληνικού τόπου και των
ανθρώπων του (2) «Ο Ρίτσος με τη Ρωμιοσύνη (και με την Κυρά των Αμπελιών)
ανταποκρίνεται πολύ καθαρά σε μια κοινωνική εντολή, βαθιά ουσιαστική και
επιτακτική, που γεννιόταν από τα κατάβαθα του λαού. Και τι μπορεί να αξιώσει ο
λαός από έναν ποιητή αυτές τις κρίσιμες ώρες; Να του ξαναδώσει τη μνήμη του που
προσπάθησαν να του εξευτελίσουν, να υμνήσει τη γη που προσπάθησαν να του
αποσπάσουν. Η απόκριση ήρθε εκρηκτική μέσα από αυτά τα ποιήματα που
αποκαθιστούν την αιωνιότητα του Ελληνισμού, όπου χωνεύονται οι αρχαίες
τελετουργίες με τους βυζαντινούς θρύλους και τα ανδραγαθήματα των κλεφτών και
των ανταρτών . Η ατμόσφαιρα είναι φορτισμένη, τη διαπερνάει η σκοτεινή ελπίδα
των ντεσπεράντος που περιμένουν κολλημένοι πάνω στα ντουφέκια τους. Ένας
φλογερός ανιμισμός διαποτίζει κάθε στίχο, ξυπνάει το ένα μετά το άλλο τα τοπία της
Ελλάδας, τα ρίχνει και αυτά στον αγώνα, ορθώνει τα νησιά, τον άνεμο, τη θάλασσα,
αναμοχλεύει σε μια γενική αντάρα τους ανθρώπους, τα ζώα, τα στοιχεία ακόμα και
τους νεκρούς που αγρυπνούν, όπως άλλοτε οι φρουροί του Βυζαντίου στα σύνορα
της αυτοκρατορίας» (3).

αρχή σελίδας

2. Δομή της Ρωμιοσύνης


Το ποίημα αποτελείται από επτά ενότητες:
Η ενότητα Ι (που περιλαμβάνεται στο σχολικό βιβλίο), αναδεικνύει την
αντιστοιχία , τη συνάρτηση του ήθους τοπίου και ανθρώπων και την εμμονή της
αντίστασής τους. Ο χώρος και οι άνθρωποι πολιορκούνται από στεριά και
θάλασσα, αλλά η πολιορκία αυτή αναιρείται από ένα θαύμα που εξακοντίζεται
στον ορίζοντα.
Η ενότητα ΙΙ αποδίδει εικόνες της Ρωμιοσύνης στην καθημερινότητά τους
αλλά και στη διαχρονική τους σύνθεση. Εδώ το τοπίο καταυγάζετε από την
αρχετυπική παρουσία της γυναίκας, την Παναγία με τ’ αργυρά ματόκλαδα, που
συνυπάρχει πολύ ανθρώπινα με την κόρη του πεταλωτή αλλά και την ορφική
μητέρα, τη Λήδα, που κλωσά τ’ αυγά του κεραυνού, τη Νιόβη , με τα επτά
σφαγμένα παλικάρια της, τη Σολωμική ελευθερία, που θα πάρει πάλι τ’ άρματα και
την Περσεφόνη που μοιράζει σπορά και γονιμότητα. Όλες αυτές οι γυναικείες
μορφές συγκλίνουν στη μορφή της μητέρας Ελλάδας.
Η ενότητα ΙΙΙ τονίζει ιδιαίτερα τη διαχρονικότητα της ρωμαίικης ζωής και
τη διαρκή αγωνιστική ετοιμότητά της. Εδώ η ιστορία υφαίνεται μ’ ένα όνομα από
τρεις χιλιάδες χρόνια μ’ έναν άγιο, με μια κόκκινη γοργόνα, αλλά και με την
μυθική παρουσία του Προμηθέα σ’ ένα ανακυκλούμενο αιώνιο γίγνεσθαι.
Η ενότητα ΙV περιγράφει την αγωνιστική πορεία, δέντρο το δέντρο, πέτρα
την πέτρα, πέρασαν τον κόσμο, και την άδοξη κατάληξή της, και τούτοι μεσ’ τα
σίδερα και κείνοι μεσ’ το χώμα, αλλά και την πεποίθηση για την τελική
απολύτρωση.
Η ενότητα V σκιαγραφεί το αίσθημα της καταστροφής και της ερήμωσης
του μαρτυρικού τόπου αλλά και την προσδοκία της παλιννόστησης της ζωής.
Τότε, θα διαβάσουμε όλη την καρδιά τους (των μαρτύρων της ελευθερίας) σαν να
διαβάζουμε από την αρχή την ιστορία του κόσμου.
Η ενότητα VI αποδίδει παραστατικότερα την εφιαλτική πραγματικότητα του
εμφύλιου σπαραγμού και του θανάτου αλλά και την επιμονή στη συνέχιση της
ζωής και του αγώνα. Μόνο για τα ψηλά είναι ακόμα δρόμος.
Τέλος η VII ενότητα προβάλλει και πάλι την ταυτότητα του τόπου και των
ανθρώπων, που μέσα από τη γνώση του θανάτου προχωρούν με περισσότερη
σιγουριά προς τη ζωή και την αγάπη, πέρα από τους διαχωρισμούς του πολέμου.
Δεν πικραίνεται. Αύριο, λέει. Κ’ είναι σίγουρος πως
ο δρόμος ο πιο μακρινός είναι ο πιο κοντινός στην καρδιά του Θεού.
αρχή σελίδας

3. Ενότητα Ι
1. Εισαγωγή
Σ’ αυτή την ποιητική ενότητα, σε 45 στίχους, διαπλέκονται τα περιγραφικά
και αφηγηματικά στοιχεία ώστε να αναδυθεί το αντιστασιακό πνεύμα όχι μόνο
από την ψυχή των ανθρώπων, των ενοίκων αυτού του μαρτυρικού τόπου που
αγρυπνούν με το όπλο στο χέρι, αλλά και από τη φύση που δεν συμβιβάζεται με
τους ξένους κατακτητές. Ασυμβίβαστοι, ανυπότακτοι άνθρωποι., ανυπότακτη
φύση, ελεύθερη στην πρωτογενή ιερότητά της, παρά τη διαρκή πολιορκία της,
συνθέτουν και μαρτυρούν «μια ηρωική πατρίδα, το μικρόκοσμο μιας ηρωικής
οικουμένης».
Η πρώτη ενότητα είναι το ποιητικό εγκόλπιο της ιστορικής πορείας του
Ελληνισμού, των ανθρώπων και του τοπίου που ανακυκλώνει την ιστορική μνήμη
και τον υπαρξιακό δεσμό των Ελλήνων με τη γη, με το χώμα της πρωταρχικής μας
οικείωσης. Άνθρωποι και φύση μυθοποιούνται και αποθεώνονται, συνυπάρχουν
σε μια αέναη διαλεκτική επικοινωνία.
2. Η ενότητα Ι διακρίνεται σε δύο επί μέρους ενότητες. Στην πρώτη ενότητα
ζωγραφίζεται η φύση, στη δεύτερη ιστορείται ο άνθρωπος.

Πρώτη επί μέρους ενότητα (στ. 1-16)


στ. 1-4
Τα συστατικά του τοπίου και οι προεκτάσεις του στα πρόσωπα,
προανάκρουσμα και συμπύκνωση της ποιητικής σύνθεσης και της συγκεκριμένης
ενότητας, αποτελεί το πρώτο τετράστιχο:
Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

Χαρακτηρίζεται από την επανάληψη, την παραλλαγή και τις αντιστοιχίες στη
συντακτική και νοηματική δομή του:
αυτά τα δέντρα – αυτά τα πρόσωπα )
αυτές οι πέτρες – αυτές οι καρδιές ) δε βολεύονται
Η επανάληψη της δεικτικής αντωνυμίας «αυτά» από τον 1ο στον 3ο στίχο και
«αυτές» από το 2ο στον 4ο στίχο, προσδίδει έμφαση στα υποκείμενα του
ρήματος, που είναι το ίδιο στους τέσσερις στίχους και ιδιαίτερα δραστικό στην
αποφατική διατύπωσή του: δε βολεύονται.
Έτσι τα υποκείμενα είναι στους δύο πρώτους στίχους υλικά στοιχεία του
τοπίου, ενώ στους δύο τελευταίους, συνεκδοχικά, χαρακτηριστικά των ανθρώπων
που το κατοικούν.
Η αναλογία είναι προφανής ανάμεσα στα δέντρα και τα πρόσωπα, τις πέτρες
και τις καρδιές και εξαίρεται ακόμα περισσότερο με τους επιρρηματικούς
προσδιορισμούς που συνοδεύουν κάθε φορά το ρήμα και επίσης αντιστοιχούν
μεταξύ τους :
δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό- παρά μόνο στον ήλιο,
δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα - παρά μόνο στο δίκιο

Έτσι ο λίγος ουρανός παραπέμπει στην ξένη κατάκτηση, τον ξένο δυνάστη
και τη στέρηση της ελευθερίας (ξένα βήματα) και ο ήλιος συνάπτεται με το δίκαιο
(σύμφωνα με την ορθόδοξη υμνογραφία, ήλιος της δικαιοσύνης) (4). Ο τόπος δεν
αντέχει την ανελευθερία και οι άνθρωποι εξανίστανται, δεν μπορούν να
συμφιλιωθούν με το βιασμό της δικαιοσύνης, (και το αντίθετο όπως δείχνουν οι
λεκτικές αντιστοιχίες). Τοπίο και άνθρωποι ζουν με τους ίδιους όρους ύπαρξης: τα
δέντρα χρειάζονται άπλετο ουρανό, τα πρόσωπα ήλιο, οι πέτρες χρειάζονται
ελευθερία, οι καρδιές δικαιοσύνη.
Σ’ αυτό το ποιητικό προοίμιο ο Ρίτσος αναδεικνύει ποιητικά την ομοιότητα,
την ταυτότητα του ήθους των ανθρώπων και του Ελληνικού τοπίου, που
συμμετέχει στην ιστορική αυτογνωσία του΄Ελληνα, έχει πάνω του χαραγμένη την
ιστορία της Ρωμιοσύνης.
στ. 5-9
Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στο κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Μονάχα φως.
Ο δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο

Στους στίχους αυτούς ο ποιητής επικεντρώνει την περιγραφή του τοπίου σ’


έναν κυρίαρχο άξονα, που αναδείχθηκε ήδη από τους προηγούμενους στίχους, το
φως (ήλιος-δίκιο), ο ήλιος, είναι στοιχείο καθοριστικό και δίνει τα χαρακτηριστικά
του εξωτερικά και εσωτερικά –ηθικά. Σ’ αυτό το τοπίο κυριαρχεί το φως που
χαρακτηρίζεται ανελέητο τόσο με τον προσδιορισμό «σκληρό σαν τη σιωπή», που
αφορά το τοπίο, όσο και με την εικόνα των πυρωμένων λιθαριών, και των
ορφανών ελιών «που σφίγγει». Το φως, ο ήλιος, κυρίαρχο στοιχείο της ελληνικής
φύσης, μέσα από την ελληνική λογοτεχνία, από την εποχή του Ομήρου, ανάγεται
σε σύμβολο Ελευθερίας και διανόησης.
Το τοπίο είναι σκληρό σαν τη «σιωπή». Το επίθετο «σκληρό» έχει σχέση με
την ύλη και την αφή, συνδυάζεται με τον ήχο και την απουσία του, τη σιωπή. Το
ρήμα «σφίγγει» επανέρχεται τρεις φορές, για να τονίσει τα αρρενωπά και θηλυκά
στοιχεία του τόπου και την τρίτη φορά για να δηλώσει την ηθική στάση και την
αντοχή» (5).
Έτσι σα μάνα σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια-παλικάρια,
την πρώτη φορά, (6) τη δεύτερη τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του (η
ορφάνια υποδηλοί την έλλειψη ουρανού και ελευθερίας) και την τρίτη φορά
σφίγγει τα δόντια για να εκφράσει την οργή, το πείσμα και την απόφαση της
αντίστασης.
Η έλλειψη του νερού ισοσταθμίζεται από τη δαψίλεια , την
«κωδωνοκρουσία» του φωτός. Το τοπίο καταυγάζεται από το φως, φυσικό και
μεταφυσικό, η απουσία του νερού υπαινίσσεται τη δίψα κυριολεκτική και ψυχική.
Ο δρόμος που χάνεται στο φως ίσως συμβολίζει την πορεία του Ελληνισμού στις
κορυφαίες στιγμές της ιστορίας του, ενώ αντίθετα, ο ίσκιος της μάντρας είναι
σίδερο, πιθανόν να υπονοεί τις εκτελέσεις της συγκεκριμένης εποχής της Κατοχής
και του Εμφυλίου. Η μάντρα μας οδηγεί συνειρμικά στον τοίχο, όπου έστηναν οι
Γερμανοί τους αγωνιστές και τους εκτελούσαν. Η μάντρα ίσως να είναι το
σκοπευτήριο της Καισαριανής. (7)

στ.10-16
Μαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κι οι φωνές
μες στον ασβέστη του ήλιου.
Η ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Τα σκονισμένα
σκοίνα.
Το μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει
νερό.
Όλοι διψάνε. Χρόνια τώρα. ΄Ολοι μασάνε μια μπου-
κιά ουρανό (8) πάνου απ’ την πίκρα τους.
Ο στίχος 10 επιβεβαιώνει την αιώνια δύναμη αυτού του ήλιου που
«μαρμαρώνει», που ακινητεί το τοπίο, διατηρώντας εσαεί τα δέντρα, τα ποτάμια
και τις φωνές που αναδύονται από την υποσύνειδη φυλετική μήτρα κι από τα
έγκατα της γης που φυλάσσει ζηλότυπα την ομορφιά στα σπλάχνα της. Διαρκές
στοιχείο αυτού του τόπου, συντηρεί και συνενώνει τα οργανικά συστατικά του: όχι
μόνο τα φυσικά αλλά και τα χαρακτηριστικά του πολιτισμού του: η ρίζα
σκοντάφτει στο μάρμαρο, στα ελληνικά αγάλματα, που είναι φορείς του
ελληνικού πνεύματος, έτσι εικονίζεται ποιητικά η σύζευξη του τοπίου με την
ελληνική παράδοση.
Η ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο, το μουλάρι, ο βράχος κι ο άνθρωπος-όλοι
λαχανιάζουν, όλοι διψάνε, όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό πάνου απ’ την πίκρα
τους. Διαχρονική ουσία αυτού του πολιτισμού είναι η ένδεια, η στέρηση, η πίκρα
αλλά και η διεκδίκηση του ουρανού, η ανάταση, η ελπίδα, η αγρύπνια. Με τη
φράση μια μπουκιά ουρανό πάνου απ` την πίκρα τους αποδίδεται ποιητικά η θεϊκή
αντίληψη και παραμυθία που ο απλός άνθρωπος επικαλείται, καθώς ψιθυρίζει
θυμόσοφα στη δεινή δοκιμασία του, έχει ο Θεός.
Έμψυχα και άψυχα μοιράζονται την ίδια εμπειρία, την ίδια μνήμη, την ίδια
θέληση κι αυτό ο ποιητής το απεικάζει αποδίδοντας στα πρόσωπα τα
χαρακτηριστικά του τοπίου:
Μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά στο λιόγερμα.

Τα πρόσωπα των ηρώων αποτυπώνουν με τη βαθιά χαρακιά τη ρυτίδα του


διαλογισμού ανάμεσα στα φρύδια τους, αυτή τη βαθύτατη εγρήγορση του
πνεύματος, όπως οι μορφές των αγίων στις βυζαντινές αγιογραφίες.
Στους τελευταίους στίχους της α ενότητας συμπυκνώνει ο ποιητής όλη την
προηγούμενη αναζήτηση της ταυτότητας τόπου και ανθρώπων για να περάσει από
το στ.17 στην ανάδειξη του ήθους των προσώπων.
Δεύτερη επί μέρους ενότητα (στ. 18-45)
στ. 17-22

Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι,


το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους,
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους-
Έχουν στα χείλια τους απάνω το θυμό
Κ’έχουνε τον καημό βαθιά-βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι. (9)

Οι στίχοι 17-22 αποτελούν έναν ύμνο στο αγωνιστικό φρόνημα των


ανθρώπων που προασπίζονται αυτόν τον τόπο, ανακαλώντας στη μνήμη το
πνεύμα των κλέφτικων τραγουδιών (και υποδορίως παραπέμπουν στα βυζαντινά
ακριτικά τραγούδια και στην πανάρχαια ηρωική εποποιία, τα Ομηρικά έπη) αλλά
και τους στίχους των Ελεύθερων Πολιορκημένων, του Σολωμού:
(δεν τους βαραίνει ο πόλεμος αλλά’γινε πνοή τους.
τα σπλάχνα τους κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν) .
Έτσι και πάλι το υλικό στοιχείο, το ντουφέκι, έγινε μέλος του σώματος,
προέκταση του χεριού τους και έκφραση του πνεύματός τους, συνέχεια της ψυχής
τους, Η άρρηκτη σύνδεση φρονήματος (ψυχής) και πράξης (χέρι) που προβάλλεται
στους στ. 17-19 συνοδεύεται από δύο κυρίαρχα συναισθήματα: θυμό στα χείλια
και το λόγο τους και τον καημό, που απηχούν τη στάση που εξέφραζαν τα ρήματα
της προηγούμενης ενότητας: σφίγγουν τα δόντια, δε βολεύονται.
Ο καημός της Ρωμιοσύνης που λάμπει βαθιά στα μάτια, τα κοκκινισμένα από
την αγρύπνια σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι, γίνεται το στοιχείο του ήθους
τους που τους ηρωοποιεί και τους μεταμορφώνει σε εξιδανικευμένες μυθικές
μορφές, που ενσαρκώνουν το αρχέτυπο του ήρωα-μάρτυρα, βιγλάτορα της
ελευθερίας.
στ. 23-26
Όταν σφίγγουν το χέρι ο ήλιος είναι βέβαιος
για τον κόσμο,
Όταν χαμογελάνε ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες
Απ’ τ’ άγρια γένια τους.
όταν κοιμούνται δώδεκα άστρα πέφτουν απ’ τις
άδειες τσέπες τους
Όταν σκοτώνονται η ζωή τραβάει την ανηφόρα με
σημαίες και με ταμπούρλα.

Ο ύμνος τους απογειώνεται στους στίχους 23-26.


«Έφιπποι στίχοι» ζωγραφίζουν εκρηκτικές εικόνες, καίριες στιγμές,
στάδια της ζωής των αγωνιστών που εκφράζουν την ψυχική μεγαλοσύνη τους.
Όταν σφίγγουν το χέρι : εκδήλωση βαθιάς και ειλικρινούς φιλίας,
ανθρώπινης ζεστασιάς και αλληλεγγύης και τότε εξασφαλίζεται η σωστή πορεία
του κόσμου, η δικαιοσύνη, η αλήθεια, ο ευαγγελισμός της ιστορίας. Το χαμόγελό
τους εξακοντίζει τρυφερότητα και εκπέμπει μήνυμα ελπίδας μέσα απ` την
αγριάδα της γενειάδας τους, το μικρό χελιδόνι (10) αγγελιαφόρος μιας αιώνιας
άνοιξης. Ο ύπνος τους πραγματοποιεί όλα τα μαγικά και πολύχρωμα οράματα των
ιδαλγών, ενοράσεις, ευχές που καθορίζουν τα ανθρώπινα πεπρωμένα (οι δώδεκα
αστερισμοί) παρά τη φαινομενική τους ένδεια.(άδειες τσέπες). Οι 12 αστερισμοί
αινίσσονται το φαινόμενο των πεφταστεριών. Η πτώση ενός άστρου ίσως είναι μια
θεοσημία, ένα μήνυμα ελπίδας (άστρο της Βηθλεέμ) . Εδώ ο υπερρεαλισμός
συναντά στο στίχο αυτό το οξύμωρο δώδεκα άστρα πέφτουν από τις άδειες τσέπες
τους.
Ο μαρτυρικός τους θάνατος τροφοδοτεί, λιπαίνει τη ζωή –λευτεριάς
λίπασμα οι πρώτοι νεκροί- με σύμβολα και συνθήματα αγώνα, η θυσία, το αίμα
των ηρώων γίνεται δρόμος για τη ζωή και την ευδαιμονία των άλλων. (11) Η ιδέα
αυτή μας παραπέμπει στη δημοτική παράδοση του γιοφυριού της Άρτας. Η ζωή
πορεύεται τον ανάντη δρόμο της εξέλιξης προς τις ακρώρειες της αρετής, ενώ
σημαίες και φλάμπουρα αναπετάννυνται στον αέρα, νικητήριοι παιάνες
ανακρούονται στην ιερή μνήμη τους και το σύμπαν περιβάλλεται εορταστικά
ιμάτια.
στ. 27-34
Τόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι σκο-
τώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα·
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κ` η αρμύρα πό-
τισε τα σπίτια τους,
ο αγέρας έρριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πα-
σχαλιές της πλατείας,
από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαί-
νει ο θάνατος,
η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο·
πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους·
η βροχή χτυπάει τα κόκκαλά τους.
Στη συνέχεια η ποιητική γραφή γίνεται ρεαλιστική και δραματική,
εστιάζεται σε εικόνες ερήμωσης, έσχατης δοκιμασίας και θανάτου, που θυμίζουν
την περίοδο της Κατοχής, αλλά ανακαλούν και τη διαρκή πολιορκία της
Ρωμιοσύνης από ποικίλους εχθρούς στην αρχαιότητα, στο Βυζάντιο, τη νεότερη
εποχή, με την έμφαση που δίνεται στην πρόταξη του χρονικού προσδιορισμού
τόσα χρόνια και με την επανάληψη του όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι
σκοτώνονται. Η χρήση σ` όλο το ποίημα του γ΄ πληθυντικού προσώπου και η
εμφατική χρήση του επιθέτου όλοι καθώς και του ενεστωτικού χρόνου των
ρημάτων τονίζει τη συλλογικότητα του αγώνα, και της εγρήγορσης τόσο στη
συγχρονική όσο και στη διαχρονική του διάσταση. Η εγρήγορση, η αγρύπνια είναι
ριζωμένη στην ψυχοσύνθεση του ελληνικού λαού, γραμμένη στα γονίδιά του.
Υπέρτατο παράδειγμα και τεκμήριο οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι του Σολωμού,
όπου οι μάρτυρες αγωνίζονται, όχι μόνο να νικήσουν τον εχθρό αλλά κυρίως να
υπερβούν και να υποτάξουν τον πειρασμό του έρωτα και της ζωής.
Τη λιτότητα της περιγραφής στους στ. 27-30 ακολουθεί η μεταφορική
απόδοση της ίδιας ένδειας, της καταστροφής και του θανάτου με τον αγέρα που
έριξε πόρτες και πασχαλιές, την αρμύρα που πότισε τα σπίτια τους, τα σπίτια που
πλημμύρισαν απ` τη φουρτουνιασμένη θάλασσα.
Η αναφορά στο στίχο 33 στα σκυλιά τους που πέθαναν τυλιγμένα στον
ίσκιο τους, ίσως είναι απήχηση της Οδύσσειας και του πιστού σκυλιού του
Οδυσσέα, ΄Αργου, που χρόνια περίμενε τον κύριό του για να πεθάνει μόλις τον
αναγνώρισε, μνεία στη διάρκεια της αναμονής μιας λύτρωσης-δικαίωσης ή και
απλώς της επιστροφής των αγωνιστών.
Οι στίχοι αυτοί υποδηλούν, εξάλλου, την τραχιά ζωή των ανταρτών, στις
κρημνώδεις οροσειρές της Ελλάδας που μας ανάγουν στο δημοτικό τραγούδι για
τη ζωή των κλεφτών. (12) Ο στίχος: από τις τρύπες του πανωφοριού τους
μπαινοβγαίνει ο θάνατος, μαρτυρεί την καθημερινή εμβίωση του θανάτου, τις
φυλακίσεις, τα βασανιστήρια, τις εξορίες, τις εκτελέσεις, όλες τις εγκληματικές
μεθόδους που εφεύρε η μισανθρωπία, τις οποίες και ο ίδιος ο ποιητής υπέστη στην
πολυτάραχη ζωή του. Στην IV ενότητα της Ρωμιοσύνης αναφέρει:

και τούτοι μες στα σίδερα και κείνοι μες στο


χώμα
Κι αλλού:
Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν.

στ. 35-37
Πάνω στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη
σβουνιά (13) και τη νύκτα.
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.

Στη διάρκεια της πολιορκίας αντιπαρατίθεται η δική τους έμμονη


αντίσταση, η αγρύπνια πάνω στα καραούλια,(14) στις κορυφογραμμές της
ιστορίας. Σκληροτράχηλοι, σαν τους ακρίτες και τους απελάτες των βυζαντινών
συνόρων, πένητες με τα φθαρμένα πανωφόρια τους, σαν τους ασκητές, μένουν
εκεί πιστοί στο όνειρο τους , στο κοσμοείδωλο του μέλλοντος, δεμένοι ερωτικά
με τη φύση αυτού του τόπου. Πάνω στα καραούλια πέτρωναν σαν τα
καψαλισμένα δέντρα, πετρωμένοι στους βράχους καπνίζουν την πίκρα και τη
στέρηση μέσα στη νύχτα, αγναντεύοντας το μανιασμένο πέλαγο που τους πολεμά ,
τους πολιορκεί αενάως. (15)
Το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού (16) μια πανέμορφη φουτουριστική
θαλασσογραφία – ανακυκλοί βυθισμένα, λοξά ιστία με κρεμασμένες λάμπες
ονείρου, τραγικά ναυάγια, κατάρτια σπασμένα που κυματίζουνε στο φως του
φεγγαριού ή μνήμες από θαλασσινούς αγώνες, ναυμαχίες ένδοξες ή ήττες
ολέθριες από την ιστορία και το θρύλο ή τέλος ζωγραφικούς πίνακες με λιμένας
πρωτοϊδωμένους.

στ. 38-45
Το ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν
τώρα γεμίζουν τα κανόνια τους μόνο με την καρ-
διά τους.

Τόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θα-


λασσα,
όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν
πέθανε –
πάνω στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκ-
κινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ`
τα χέρια τους
για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα

Οι στίχοι αυτοί δείχνουν την έσχατη ένδειά τους στην οποία φτάνουν,
ώστε να πολεμούν μόνο με την καρδιά τους, με το αείζωο πάθος της ψυχής τους.
Ο αγώνας έχει φθάσει στα όριά του. Αυτοί που στέκονται ολόρθοι στο καραούλι ή
στα μπεντένια σκοτωμένοι καπετάνιοι που φρουρούν το κάστρο τα έχουν χάσει
όλα και τη ζωή τους και τα νιάτα τους. ΄Όμως ενώ τα χρόνια περνούν και όλοι
πεινάνε και όλοι σκοτώνονται, η ένδεια, η οδύνη, η στέρηση, ο θάνατος
αναιρούνται, σ` ένα μεταφυσικό, μυθικό επίπεδο ο ήλιος πεθαίνει πάνω απ` τη
νιότη τους, καταλύουν το θάνατο και ζουν αιώνια.
Πάνω στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους – η ψυχή τους είναι φωτεινός
διάττων , σήμα πορείας μέσα στο ζόφο του κόσμου. Μια μεγάλη σημαία, μια
μεγάλη κατακόκκινη φωτιά – η επανάσταση και μαζί η ελπίδα της αγάπης και της
ειρήνης – χιλιάδες περιστέρια – βεβαιώνονται κάθε αυγή, σ`αυτή την πανέμορφη
γη και την πανάρχαια φυλή που την ενοικεί, τη Ρωμιοσύνη σ` όλα τα σημεία του
ορίζοντα. Πέρα και πάνω από το συντελούμενο δράμα, τα πάθη της ιστορίας οι
αγωνιστές, άγγελοι πρωτοστάτες της εθνικής και παγκόσμιας ελευθερίας
κρατάνε της καμπάνας το σκοινί –
προσμένουν να σημάνουν την Ανάσταση.
Ρωμιοσύνη ΙV
αρχή σελίδας

4. Γενική θεώρηση του έργου


Η Ρωμιοσύνη εκφράζει τον προβληματισμό του Ρίτσου σ’ ένα ζήτημα
κομβικό της νεοελληνικής ποίησης, που φαίνεται ν’απασχόλησε όλους τους
μεγάλους εκπροσώπους της, Καβάφη, Παλαμά, Σικελιανό, Σεφέρη, Ελύτη. Είναι
το ζήτημα της νεοελληνικής ταυτότητας που διερευνάται σε σχέση πάντα με το
μακραίωνο ιστορικό παρελθόν σε αναζήτηση μιας πολιτισμικής-εθνικής-
φυλετικής συνέχειας και ενότητας. (17)
Ο Ρίτσος δίνει τη δική του απάντηση, όχι αναζητώντας σύμβολα στο
παρελθόν που να νοηματοδοτούν το παρόν. αλλά ακολουθώντας τη λαϊκή
φυλετική μνήμη που ενέχει μέσα της τη συνείδηση του Ρωμιού, όπως
διαμορφώθηκε στο ώριμο Βυζάντιο και στην Τουρκοκρατία κι εκφράστηκε στο
δημοτικό τραγούδι, ακριτικό και κλέφτικο. Γι’ αυτό και υιοθετεί τη λέξη
«Ρωμιοσύνη» για το νεοελληνικό του έπος και όχι την έννοια του Ελληνισμού.
Γιατί η Ρωμιοσύνη εκφράζει τη λαϊκή συνείδηση του Ελληνισμού-την τάξη των
«ταπεινών και καταφρονεμένων», αιωνίως προδομένων και καταπιεσμένων αλλά
και αντιστεκόμενων Ελλήνων. Και όχι την τάξη των νικητών και των κυρίαρχων
που μέσα από τον αγώνα των άλλων εδραιώνουν την εξουσία τους, επιβάλλοντας
στην κοινή συνείδηση ένα δυτικότροπο, λόγιο και «εκλεκτικό» Ελληνισμό που
επικαλείται κυρίως το κλασικό κλέος των αρχαίων προγόνων.
Η Ρωμιοσύνη του Ρίτσου εκφράζει μιαν ενιαία συνείδηση του τόπου και του
χρόνου που κουβαλά ο Ρωμιός ως ήθος και ιστορικό τρόπο ζωής. Είναι αυτή η
στενή σχέση με τη γη που αναδεικνύεται στους πρώτους στίχους, όπου στοιχεία
του τοπίου ταυτίζονται στη στάση ζωής που επιλέγουν με τα πρόσωπα που
κατοικούν αυτή τη γη –«δε βολεύονται» τα δέντρα – τα πρόσωπα
οι πέτρες - οι καρδιές
Η ίδια η συνείδηση του Ρωμιού έχει τη δομή του ελληνικού τοπίου:
μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα
είναι ζυμωμένη με τα ουσιαστικά στοιχεία αυτού του τόπου:
το μουστάκι τους θυμάρι ρουμελιώτικο πασπαλισμένο αστέρι.
το δόντι τους πευκόρριζα στου Αιγαίου το βράχο και το αλάτι.
Ο ίδιος ο ελληνικός τόπος εμπεριέχει τη συνέχεια του ιστορικού
παρελθόντος μετατρέποντας την ιστορία σε άμεση, ζωντανή πραγματικότητα,
εγκιβωτίζοντας το χρόνο στο χώρο, δημιουργώντας έναν αιώνιο «ενθαδικό
χρόνο», όπως τον ονομάζει ο Κ. Μιχαηλίδης. (18)

Δω πέρα η κάθε πόρτα έχει πελεκημένο ένα όνομα,


κάπου από τρεις χιλιάδες τόσα χρόνια,
κάθε λιθάρι έχει ζωγραφισμένον έναν άγιο μ` άγρια
μάτια και μαλλιά σκοινένια
Έτσι το ήθος του τόπου εξασφαλίζει το ήθος των προσώπων που το
ενοικούν. Μέσα σ’ αυτό το χωρόχρονο κινούνται αέναα ο Οδυσσέας, ο
Αλέξανδρος, ο Διγενής, οι κλέφτες της Τουρκοκρατίας, οι Σουλιώτισσες μανάδες,
οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι του Μεσολογγιού μέσα στις μορφές του ναύτη που
πίνει πικροθάλασσα στην κούπα του Οδυσσέα, κι « έχει στο ζερβί του χέρι
χαραγμένη βελονιά τη βελονιά μια κόκκινη γοργόνα, του γανωτζή, του σφουγγαρά,
αυτών που ανεβοκατεβαίνουνε τη σκάλα του Αναπλιού, και στ’ Αλώνια τα ίδια
αντάμωσαν τον Διγενή. Οι γριές, όταν ξεφτάει απόμακρα η μινωϊκή τοιχογραφία
(…) αργά κατηφοράνε να ταγίσουνε τα εγγόνια τους με το μεσολογγίτικο
μπαρούτι.
Νεκροί και ζωντανοί συνυπάρχουν μέσα σ’ αυτό το χώμα το δικό τους και
δικό μας, όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε, προσμένουνε την
ώρα , δεν κοιμούνται , δεν πεθαίνουν.
Σ’ αυτή την αιώνια συγχρονία της Ρωμιοσύνης πράγματα και γεγονότα,
πρόσωπα και τοπία συγχωνεύονται σε μια νέα αρμονία, έναν απολυτρωμένο,
τελειωμένο κόσμο, όπου ο άνθρωπος μπορεί να επιστρέψει και να φωνάξει
«αγαπάω» «γιατί αυτός έχει γνωρίσει το θάνατο κι έχει γνωρίσει τη ζωή πριν απ’
τη ζωή και πάνω από το θάνατο».
Η Ρωμιοσύνη, λοιπόν, πέρα από το σύμβολό της αιώνιας αγρύπνιας και
αντίστασης του ελληνικού λαού στις κάθε λογής επιθέσεις και στο βιασμό της
ταυτότητάς του , προβάλλει και ως πρότυπο συμφιλίωσης του ανθρώπου με τον
εαυτό του μέσα από την εμμονή του στην προάσπιση του δεσμού με τη γη και με
την ελευθερία του. Αυτόν τον αρμονικό κόσμο ευαγγελίζεται στο τέλος του
ποιήματος ο Ρίτσος μέσα από το κομμάτιασμα, τον ανταγωνισμό και το θάνατο
που βλέπει στον ίδιον αυτό κόσμο.

αρχή σελίδας
5. Αναφορά στην ποιητική του Γιάννη Ρίτσου
Στη Ρωμιοσύνη του Ρίτσου ανιχνεύουμε τις βασικές συνιστώσες της
ποιητικής του τέχνης.
Κέντρο αυτής της χειμαρρώδους ποίησης είναι ο απλός άνθρωπος, τα
καθημερινά βιώματα και τα συναισθήματά του, οι υπαρξιακοί προβληματισμοί
του, ο έρωτας της ελευθερίας ,το πάθος της δικαιοσύνης. Αυτό είναι το κύριο
αίτημα, η πεμπτουσία της ποιητικής σύνθεσης.
Η κοινωνική συνείδηση και η στράτευση στον αγώνα για έναν
καλύτερο κόσμο σύμφωνα με την πολιτική του φιλοσοφία, το σοσιαλιστικό του
όραμα, διαπνέει και την έμπνευση και τη θεματική του ποιήματος: Μια μεγάλη
κατακόκκινη φωτιά-χιλιάδες περιστέρια.
Η ενιαία αντίληψη του χρόνου- παρόν, παρελθόν και μέλλον-
συνυπάρχουν σε μια διαρκή επικαιρότητα. ΄Έτσι ερμηνεύεται η συγχρονική
παρουσία των αγωνιστών όλων των εποχών στο έργο: Οι αγωνιστές της
Αντίστασης ενσαρκώνουν το ηρωικό πνεύμα των ομηρικών ημιθέων, των
Ακριτών, των αρματολών και κλεφτών, των αγωνιστών του 21.
Πλούσια λυρική πνοή η οποία αναμιγνύει και συνδέει αρμονικά
στοιχεία απ` όλη την ποιητική παράδοση και τα οποία είναι εμφανή τόσο στη
θεματική όσο και στην εικονοποιία της σύνθεσης. Moτίβα του συμβολισμού και
του υπερρεαλισμού μετουσιώνεται σε ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους, οικείους
από το δημοτικό τραγούδι.
Ο λόγος του ενέχει τους διάσπαρτους ρυθμούς της ρωμέικης γλώσσας,
μια γλώσσα όπου όλα τα αντικείμενα δεν άλλαξαν ιδιοκτήτη εδώ και χιλιάδες
χρόνια. Λόγος δεμένος με τη συλλογική μνήμη που συναρτά την ειδωλολατρική
μυθολογία με τις πρωταρχικές ρίζες στους Βυζαντινούς τελετουργικούς ψαλμούς.
(19)
Όλα αυτά τα στοιχεία λειτουργούν θαυμαστά στη Ρωμιοσύνη
Π.χ.. εικόνες εκπλήσσουσας λυρικής τόλμης:
Μαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια και οι φωνές
μες` στον ασβέστη του ήλιου
όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό πάνου από την πίκρα τους
όταν κοιμούνται δώδεκα άστρα πέφτουν απ` τις
άδειες τσέπες τους

Η θαλασσογραφία:

Βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε


Το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού
ίσως απεικάζει την επανάσταση των λέξεων του Μαγιακόφσκι. (20)
Επαληθεύεται και σ` αυτήν την επικολυρική σύνθεση αυτό που έχει
λεχθεί για την ποίηση του Ρίτσου (ότι είναι) «Ποίηση ευφορίας ψυχικής,
ανθρωποκεντρική, εκφρασμένη με πλησμονή σε μήκος διαδρομής από την
καθημερινότητα στην αιωνιότητα, σ` ένα Γαλαξία εικόνων, λέξεων, εννοιών,
άναρχη, ατελεύτητη, όπως το ποιητικό ιδεώδες και η δημιουργία του σύμπαντος».
(21)
αρχή σελίδας

6. Επιλογικά

Η Ρωμιοσύνη, η ποιητική σύνθεση του Γιάννη Ρίτσου, συναιρεί και


αναδεικνύει τους πρωτοταγείς πυρήνες του Ελληνισμού, την ελληνική μυθολογία,
την ιστορία στην πανάρχαιη διάστασή της, τη μεσαιωνική της εκδοχή, τη
βυζαντινή αγιογραφία, το νεοελληνικό πολιτισμό, τον αγώνα του 21, τη λαϊκή
παράδοση, το δημοτικό τραγούδι και προπαντός το μύθο και την εποποιία της
Αντίστασης. Όλα αυτά συνειρμικά συνυφαίνονται και μετουσιώνονται ποιητικά με
μια εκρηκτική εικονοπλασία, σε μια πολυφωνική συμφωνία, όπου μικρόκοσμος
και μακρόκοσμος συγκλίνουν δραματικά για ν’ αποκαλύψουν σε μια οντολογική
διάσταση τους ανθρώπους και τη φυσική τοπιογραφία: τα δέντρα, τις πέτρες, τον
ήλιο, τον ουρανό που διασώζονται διαχρονικά στη θνητή τους αθανασία και
αναιρούν τη συντελούμενη τραγωδία, σημαίνοντας το θαύμα.

αρχή σελίδας

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. α) Χρύσα Προκοπάκη, Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου, έκδ. Κέδρος, Αθήνα 2000, σ
σ. 11-23.
β) Νεοελληνική Λογοτεχνία Γ΄ Ενιαίου Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης, (βιβλίο
του Καθηγητή), έκδ. ΟΕΔΒ, Σ Σ.106-114.
2. H Ρωμιοσύνη μαζί με τα Τρία Χορικά και την Κυρά
των Αμπελιών, που συνιστούν επίσης σπουδές στο ίδιο θέμα και
που επεξεργάζεται ο ποιητής την ίδια εποχή, αποτέλεσαν τη
συλλογή με το χαρακτηριστικό τίτλο Αγρύπνια , η οποία
εκδόθηκε το 1954. Σημειωτέον ότι οι προσωνυμίες της Κυράς
των Αμπελιών : κυρά τρανή, κυρά ασίκισσα, κυρά θαλασσινή και
στεριανή με τα λουλουδιασμένα μάγουλα, κυρά μελαχροινή που η
αντηλιά σου χρύσωσε τα χέρια σαν της Παναγιάς το κόνισμα, είναι
τρυφερές προσφωνήσεις σε μια γυναικεία παρουσία που
ενσαρκώνει το ιδεατό αρχέτυπο της Ελλάδας-Ρωμιοσύνης.
3 Ζεράρ Πιερά, Γιάννης Ρίτσος, η μακρά πορεία ενός ποιητή, Κέδρος,
Αθήνα 1978, σ.58-59
4 Οδυσσέα Ελύτη, «Ωδή στ΄(Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ) από το Άξιον
εστί
5 Ανθούλα Δανιήλ, Προσεγγίσεις ποιημάτων Λυκείου, Εκδοτικές τομές,
Αθήνα 1995, σ. 34
6 Παράβαλε
Άξιον εστί το κάμα που κλωσσάει
Στο γιοφύρι αποκάτω τα ωραία κοτρώνια
Επίσης

α. Μόνο πένθος αχ παντού και το φως ανελέητο


Άξιον εστί, Ο. Ελύτη
β. Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε πηγάδια, δεν έχουμε πηγές
μονάχα λίγες στέρνες άδειες κι αυτές, που ηχούν και που
τις προσκυνάμε.
Μυθιστόρημα Γ.Σεφέρη
γ. και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως αλλά λίγο το νερό για
να το`χεις θεό
και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του.
Άξιον εστί Ο. Ελύτη
7. Κώστας Τοπούζης, «Ρωμιοσύνη», Κείμενα σύγχρονης ποίησης, τόμος Β
για το Λύκειο, Gutenberg, Aθήνα, 2000, σ.151.
8. Παράβαλε Το ψωμί, Μ. Σαχτούρη
Ένα τεράστιο καρβέλι, μια πελώρια φραντζόλα ζεστό
ψωμί, είχε πέσει στο δρόμο από τον ουρανό·
ένα παιδί με πράσινο κοντό βρακάκι και με μαχαίρι
έκοβε και μοίραζε στον κόσμο γύρω.
όμως και μια μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγελος, κι αυτή
μ` ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε
κομμάτια γνήσιο ουρανό
κι όλοι τώρα τρέχαν σ` αυτή, λίγοι πηγαίναν στο ψωμί,
όλοι τρέχανε στον μικρό άγγελο που μοίραζε ουρανό!
Ας μην το κρύβουμε
Διψάμε για ουρανό
9. στ. 22 σε μια γούβα αλάτι: η εικόνα από τα παραθαλάσσια βράχια,
όπου με την εξάτμιση του νερού συγκεντρώνεται αλάτι στα κοιλώματα.
10. στ.24 ένα μικρό χελιδόνι: παράβαλε
κάθε λέξη κι από ‘να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος
Οδυσσέα Ελύτη, Άξιον εστί (Γένεση, τρίτος ύμνος)
11. Πάνω στον τάφο σου είμαστε. ΄Εχουμε πατρίδα
Πάνω στον τάφο σου σχεδιάζουμε τους κήπους και
τις πολιτείες μας.
Ν. Βρεττάκου, Ελεγείο στον τάφο
ενός Μικρού αγωνιστή.
12. Παράβαλε το δημοτικό τραγούδι
ΤΗΣ ΚΛΕΦΤΟΥΡΙΑΣ ΤΑ ΒΑΣΑΝΑ
Παιδιά, σα θέτε λεβεντιά και κλέφτες να γενήτε,
ν`εμένα να ρωτήσετε να σας ομολογήσω
της κλεφτουριάς τα βάσανα και των κλεφτών τα ντέρτια.
Μαύρη ζωή που κάνομεν εμείς οι μαύροι κλέφτες!
Ποτέ μας δεν αλλάζομε και δεν ασπροφοράμε,
ολημερίς στον πόλεμο, τη νύκτα καραούλι.
Δώδεκα χρόνους έκανα στους κλέφτες καπετάνιος
Ζεστό ψωμί δεν έφαγα, δεν πλάγιασα σε στρώμα,
Τον ύπνο δεν εχόρτασα, του ύπνου τη γλυκάδα.

Το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου


στρώμα
Και το καριοφυλάκι μου σαν κόρη αγκαλιασμένο.
(Συλλογή Πολίτη)
13. στ. 35 καπνίζουν τη σβουνιά: οι στεγνές σβουνιές (περιττώματα μεγάλων
ζώων) σε πολλά μέρη της Ελλάδας, όπου δεν υπάρχουν ξύλα, χρησιμοποιούνται
ως καύσιμη ύλη. Ο ποιητής επεκτείνει εδώ τη χρήση τους για να δηλώσει τη
στέρηση.
14. καραούλια = φρουρά, βάρδια, σκοπιά, βίγλα, τουρκ. karavul-i
βιγλίζω = εποπτεύω ως σκοπός, φρουρώ, ενεδρεύω
βιγλάτορας = φρουρός, παρατηρητής, <λατ. vigilator < vigilia = φυλακή ,
σκοπιά
15. Οι απηχήσεις των Ελεύθερων Πολιορκημένων κι εδώ ισχυρές
Η δύναμή σου πέλαγος, η θέλησή μου βράχος

Πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι


16. Ο Τάκης Καρβέλης, Νεότερη Ποίηση σελ.133, δίνει την εξής ερμηνεία: «
η εικόνα αυτή ασφαλώς εκφράζει μια τραυματική εμπειρία του ποιητή και
υποδηλώνει τη συντριβή του οράματός του. Εξακολουθούν δηλαδή και πολεμούν
έχοντας μπροστά τους κατατσακισμένο το όραμά τους».
17. Κώστας Τοπούζης, ό. π. σ. 139-140
18. Κ. Μιχαηλίδης, «Μύθος και θρησκευτικότητα. Η τελετουργία του
φυσικού στη Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου», Νέα Εστία (αφιέρωμα στο Γιάννη
Ρίτσο), Χριστούγεννα 1991, σ. 63.
19. William Y Spanos, «Το ύφος ως ιστορική μνήμη στη Ρωμιοσύνη του
Γιάννη Ρίτσου», Γιάννης Ρίτσος Μελέτες για το έργο του, Διογένης, Αθήνα 1975,
σ.91.
20. Ο Μαγιακόφσκι ανήκει στην ομάδα των Ρώσων φουτουριστών. Η
ποίησή του είναι εικονοκλαστική, ενέχει χαρακτήρα επιθετικό και προκλητικό στη
μορφή και στο περιεχόμενο. Εισάγει παράτολμες καινοτομίες στην τεχνική του
στίχου και στη χρήση των λέξεων υπερβαίνει τη νόρμα της λογοτεχνικής
γλώσσας. Ο Γιάννης Ρίτσος μετέφρασε ποιήματα του Μαγιακόφσκι και τα
εξέδωκε το 1947, την περίοδο που έγραφε τη Ρωμιοσύνη.
21. Γ. Κότσιρα, «Η ποίηση που με την πλησμονή της αναζητεί το κέντρο
της», περιοδ. Νέα Εστία, σ.38

αρχή σελίδας

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Aνθούλα Δανιήλ , Προσεγγίσεις ποιημάτων Λυκείου,


εκδοτικές τομές, Αθήνα 1995, σ.341-351
2. Βιβλίο του Καθηγητή, 2 Ποίηση, Οργανισμός
Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, Αθήνα, σ. 180-184.
3. Ιωάννη Κοντόπουλου, Γιάννη Ρίτσου , Ρωμιοσύνη,
περ. Νέα Παιδεία, τ. 38 σελ. 106-112
4. Κώστα Μιχαηλίδη, «Μύθος και Θρησκευτικότητα,
Η τελετουργία του Φυσικού στη Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου»,
αφιέρωμα στο Γιάννη Ρίτσο, Νέα Εστία, Αθήνα, Χριστούγεννα
1991, σ. 60-64.
5. Ζεράρ Πιερά, Γιάννης Ρίτσος, Η μακρά πορεία ενός
ποιητή, Κέδρος, Αθήνα, 1978, σ. 58-59.
6. William Y. Spanos, «To ύφος ως ιστορική μνήμη
στη Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου», Γιάννης Ρίτσος, Μελέτες για
το έργο του, Διογένης, Αθήνα, 1975, σσ 77-102
7. Κώστας Τοπούζης, «Ρωμιοσύνη», Κείμενα
σύγχρονης ποίησης, τόμος Β, για το Λύκειο, Gutenberg, Αθήνα
2000, σ. 133-156.

Κίκα Ολυμπίου και Καίτη Χρίστη

Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας:

You might also like