Professional Documents
Culture Documents
I - II - III - IV - V - VI - VII
II
III
Δῶ πέρα ἡ κάθε πόρτα ἔχει πελεκημένο ἕνα ὄνομα κάπου ἀπὸ τρεῖς χιλιάδες τόσα
χρόνια
κάθε λιθάρι ἔχει ζωγραφισμένον ἕναν ἅγιο μ᾿ ἄγρια μάτια καὶ μαλλιὰ σκοινένια
κάθε ἄντρας ἔχει στὸ ζερβί του χέρι χαραγμένη βελονιὰ τὴ βελονιὰ μία κόκκινη
γοργόνα
κάθε κοπέλα ἔχει μία φοῦχτα ἁλατισμένο φῶς κάτου ἀπ᾿ τὴ φοῦστα της
καὶ τὰ παιδιὰ ἔχουν πέντε-ἕξι σταυρουλάκια πίκρα πάνου στὴν καρδιά τους
σὰν τὰ χνάρια ἀπ᾿ τὸ βῆμα τῶν γλάρων στὴν ἀμμουδιὰ τὸ ἀπόγευμα.
IV
Τράβηξαν ὁλόισια στὴν αὐγὴ μὲ τὴν ἀκαταδεξιὰ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ πεινάει,
μέσα στ᾿ ἀσάλευτα μάτια τους εἶχε πήξει ἕνα ἄστρο
στὸν ὦμο τους κουβάλαγαν τὸ λαβωμένο καλοκαῖρι.
Ποιὸς θὰ σοῦ φέρει τώρα τὸ ζεστὸ καρβέλι μὲς στὴ νύχτα νὰ ταΐσεις τὰ ὄνειρα;
Ποιὸς θὰ σταθεῖ στὸν ἴσκιο τῆς ἐλιᾶς παρέα μὲ τὸ τζιτζίκι μὴ σωπάσει τὸ
τζιτζίκι,
τώρα ποὺ ἀσβέστης τοῦ μεσημεριοῦ βάφει τὴ μάντρα ὁλόγυρα τοῦ ὁρίζοντα
σβήνοντας τὰ μεγάλα ἀντρίκια ὀνόματά τους;
Τί θὰ γίνουν τώρα ὅταν θάρθει ἡ βροχὴ μὲς στὸ χῶμα μὲ τὰ σάπια πλατανόφυλλα
Ρίχνουνε ἁλάτι οἱ γριὲς μανάδες στὴ φωτιά, ρίχνουνε χῶμα στὰ μαλλιά τους
ξερρίζωσαν τ᾿ ἀμπέλια τῆς Μονοβασιᾶς μὴ καὶ γλυκάνει μαύρη ρώγα τῶν ἐχτρῶν
τὸ στόμα,
βάλαν σ᾿ ἕνα σακκούλι τῶν παππούδων τους τὰ κόκκαλα μαζὶ μὲ τὰ
μαχαιροπήρουνα
καὶ τριγυρνᾶνε ἔξω ἀπ᾿ τὰ τείχη τῆς πατρίδας τους ψάχνοντας τόπο νὰ
ριζώσουνε στὴ νύχτα.
Θάναι δύσκολο τώρα νὰ βροῦμε μία γλῶσσα πιὸ τῆς κερασιᾶς, λιγότερο δυνατή,
λιγότερο πέτρινη -
τὰ χέρια ἐκεῖνα ποὺ ἀπομεῖναν στὰ χωράφια ἢ ἀπάνου στὰ βουνὰ ἢ κάτου ἀπ᾿ τὴ
θάλασσα, δὲν ξεχνᾶνε -
θάναι δύσκολο νὰ ξεχάσουμε τὰ χέρια τους
θάναι δύσκολο τὰ χέρια πούβγαλαν κάλους στὴ σκανδάλη νὰ ρωτήσουν μία
μαργαρίτα
νὰ ποῦν εὐχαριστῶ πάνου στὸ γόνατό τους, πάνου στὸ βιβλίο ἢ μὲς στὸ μποῦστο
τῆς ἀστροφεγγιᾶς.
Θὰ χρειαστεῖ καιρός. Καὶ πρέπει νὰ μιλήσουμε. Ὥσπου νὰ βροῦν τὸ ψωμὶ καὶ τὸ
δίκιο τους.
Ἀπάνω στὸ καμένο τους πορτόφυλλο οἱ φλέβες τοῦ δάσους - τρέχει τὸ αἷμα μὲς
στὶς φλέβες.
Καὶ νὰ τὸ βῆμα γνώριμο. Ποιὸς εἶναι;
Γνώριμο βῆμα μὲ τὶς πρόκες στὸν ἀνήφορο.
Τὸ σύρσιμο τῆς ρίζας μὲς στὴν πέτρα. Κάποιος ἔρχεται.
Τὸ σύνθημα, τὸ παρασύνθημα. Ἀδελφός. Καλησπέρα.
Θὰ βρεῖ λοιπὸν τὸ φῶς τὰ δέντρα του, θὰ βρεῖ μία μέρα καὶ τὸ δέντρο τὸν καρπό
του.
Τοῦ σκοτωμένου τὸ παγοῦρι ἔχει νερὸ καὶ φῶς ἀκόμα.
Καλησπέρα, ἀδερφέ μου. Τὸ ξέρεις. Καλησπέρα.
Στὴν ξύλινη παράγκα τῆς πουλάει μπαχαρικὰ καὶ ντεμισέδες ἡ γριὰ δύση.
Κανεὶς δὲν ἀγοράζει. Τράβηξαν ψηλά.
Δύσκολο πιὰ νὰ χαμηλώσουν.
Δύσκολο καὶ νὰ ποῦν τὸ μπόι τους.
Κ᾿ ἡ πέτρα ὅπου καθῆσαν κάτου ἀπ᾿ τὶς ἐλιὲς τὸ ἀπομεσήμερο ἀντικρὺ στὴ
θάλασσα
αὔριο θὰ γίνει ἀσβέστης στὸ καμίνι
μεθαύριο θ᾿ ἀσβεστώσουμε τὰ σπίτια μας καὶ τὸ πεζοῦλι τῆς Ἁγιὰ-Σωτῆρας
ἀντιμεθαύριο θὰ φυτέψουμε τὸ σπόρο ἐκεῖ ποὺ ἀποκοιμήθηκαν
κ᾿ ἕνα μπουμποῦκι τῆς ροδιᾶς θὰ σκάσει πρῶτο γέλιο τοῦ μωροῦ στὸν κόρφο τῆς
λιακάδας.
Κ᾿ ὕστερα πιὰ θὰ κάτσουμε στὴν πέτρα νὰ διαβάσουμε ὅλη τὴν καρδιά τους
σὰ νὰ διαβάζουμε πρώτη φορὰ τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου.
VI
Ἔτσι μὲ τὸν ἥλιο κατάστηθα στὸ πέλαγο ποὺ ἀσβεστώνει τὴν ἀντικρυνὴ πλαγιὰ
τῆς μέρας
λογαριάζεται διπλὰ καὶ τρίδιπλα τὸ μαντάλωμα καὶ τὸ βάσανο τῆς δίψας
λογαριάζεται ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ ἡ παλιὰ λαβωματιὰ
κ᾿ ἡ καρδιὰ ξεροψήνεται στὴν κάψα σὰν τὰ βατικιώτικα κρεμμύδια μπρὸς στὶς
πόρτες.
VII
Εἶναι μία σιγαλιὰ ἀπὸ ἀχλάδια ποὺ μεγαλώνουνε στὰ σκέλια τοῦ καλοκαιριοῦ
μία νύστα ἀπὸ νερὸ ποὺ χαζεύει στὶς ρίζες τῆς χαρουπιᾶς -
ἡ ἄνοιξη ἔχει τρία ὀρφανὰ κοιμισμένα στὴν ποδιά της
ἕναν ἀϊτὸ μισοπεθαμένο στὰ μάτια της
καὶ κεῖ ψηλὰ πίσω ἀπὸ τὸ πευκόδασο
στεγνώνει τὸ ξωκκλήσι τοῦ Ἅη-Γιαννιοῦ τοῦ Νηστευτῆ
σὰν ἄσπρη κουτσουλιὰ τοῦ σπουργιτιοῦ σ᾿ ἕνα πλατὺ φύλλο μουριᾶς ποὺ τὴν
ξεραίνει ἡ κάψα.
Ὅταν μεθαύριο λυώσουνε τὰ ροῦχα τους καὶ μείνουνε γυμνοὶ ἀνάμεσα στὰ
στρατιωτικὰ κουμπιά τους
ἔτσι ποὺ μένουν τὰ κομμάτια τ᾿ οὐρανοῦ ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ καλοκαιριάτικα ἄστρα
τότε μπορεῖ νὰ βροῦμε τ᾿ ὄνομά τους καὶ μπορεῖ νὰ τὸ φωνάξουμε: ἀγαπῶ.
Τότε. Μὰ πάλι αὐτὰ τὰ πράγματα εἶναι λιγάκι σὰν πολὺ μακρινά.
Εἶναι λιγάκι σὰν πολὺ κοντινά, σὰν ὅταν πιάνεις στὸ σκοτάδι ἕνα χέρι καὶ λὲς
καλησπέρα
μὲ τὴν πικρὴ καλογνωμιὰ τοῦ ξενητεμένου ὅταν γυρνάει στὸ πατρικό του
καὶ δὲν τὸν γνωρίζουνε μήτε οἱ δικοί του, γιατὶ αὐτὸς ἔχει γνωρίσει τὸ θάνατο
κ᾿ ἔχει γνωρίσει τὴ ζωὴ πρὶν ἀπ᾿ τὴ ζωὴ καὶ πάνου ἀπὸ τὸ θάνατο
καὶ τοὺς γνωρίζει. Δὲν πικραίνεται. Αὔριο, λέει. Κ᾿ εἶναι σίγουρος
πῶς ὁ δρόμος ὁ πιὸ μακρινὸς εἶναι ὁ πιὸ κοντινὸς στὴν καρδιὰ τοῦ Θεοῦ.
Καὶ τὴν ὥρα ποὺ τὸ φεγγάρι τὸν φιλάει στὸ λαιμὸ μὲ κάποια στεναχώρια,
τινάζοντας τὴ στάχτη τοῦ τσιγάρου του ἀπ᾿ τὰ κάγκελα τοῦ μπαλκονιοῦ, μπορεῖ
νὰ κλάψει ἀπὸ τὴ σιγουριά του
μπορεῖ νὰ κλάψει ἀπὸ τὴ σιγουριὰ τῶν δέντρων καὶ τῶν ἄστρων καὶ τῶν
ἀδελφῶν.
Περίοδοι του έργου του:
Α. 1926-1936 . Προφανής είναι η επίδραση του Καρυωτάκη αρχικά και
ύστερα του Κ. Βάρναλη. Από το λυρισμό της προσωπικής ευαισθησίας προχωρεί
στην κοινωνική διαμαρτυρία και εξέγερση. Ενδεικτικό έργο: Επιτάφιος (1936),
γραμμένο στον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο του δημοτικού στίχου.
Β. 1937-1943 . Ο ποιητής πειραματίζεται και αναζητά νέους τρόπους
έκφρασης. Υιοθετεί τον ελεύθερο στίχο. Χαρακτηριστικά έργα: Εαρινή Συμφωνία
(1938), Το εμβατήριο του Ωκεανού (1940), Δοκιμασία (1943).
Γ. 1944-1955. Στο έργο της περιόδου αυτής κυριαρχεί η σκληρή δοκιμασία
της Κατοχής, της Αντίστασης, του εμφυλίου πολέμου και της εξορίας. Ο ποιητής
συνδυάζει ποικίλους εκφραστικούς τρόπους: Δημοτικό τραγούδι, συμβολισμό,
υπερρεαλιστικά στοιχεία. Σημαντικότερα έργα: Ρωμιοσύνη ( 1945-1947, εκδ.
1954) και Η Κυρά των Αμπελιών.
Δ. 1956-1966. Η περίοδος εγγράφεται ως εποχή ποιητικής ωριμότητας.
Σύνθετες ποιητικές μορφές: Η Σονάτα του Σεληνόφωτος (1956), ο Αποχαιρετισμός
(1957). Οι Μαρτυρίες (1963 α΄, 1966 β΄), είναι σύντομα ποιήματα, όπου ο ποιητής
διαλέγεται με τον μικρόκοσμο των πραγμάτων.
Ε. 1967-1976. Στη φάση αυτή ο ποιητής επιστρέφει αρχικά σε θέματα και
τεχνικές παλαιότερων κύκλων: Δεκαοχτώ Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας
(1973), Ύμνος και Θρήνος για την Κύπρο (1975). Η Τέταρτη Διάσταση (1956-1975)
θεωρείται έργο υψηλών συλλήψεων και ευρηματικών τρόπων. Τα περισσότερα
ποιήματα αυτής της συλλογής ενέχουν τη δομή θεατρικού έργου-μονολόγου με
πρόσωπα του αρχαίου μύθου που σχολιάζουν σύγχρονα βιώματα. Π. χ. Ορέστης
(1962-1966), Ισμήνη (1971), Η επιστροφή της Ιφιγένειας (1971-72) με κυρίαρχο
στοιχείο τους θεατρικούς μονολόγους με πρόσωπα του αρχαίου μύθου που
σχολιάζουν σύγχρονα βιώματα. Το 1972 με την Γκραγκάντα) επιχειρεί μιαν
ανανέωση του ποιητικού του λόγου.
Τα τελευταία του έργα, σαν ένας συναρπαστικός απόλογος, εκφράζουν
έντονες υπαρξιακές και ερωτικές αναζητήσεις: Γίγνεσθαι (1977). Προέκταση της
ποίησής του η πεζή εννεαλογία Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων (1983-1986) (1)
αρχή σελίδας
Ρωμιοσύνη
1. Εισαγωγή
Η Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου γραμμένη στο διάστημα 1945-47, μια
ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο της ελληνικής Ιστορίας (όταν, μετά τα Δεκεμβριανά
του’44 και τη συμφωνία της Βάρκιζας το Φεβρουάριο του 1945, ο αγώνας των
αριστερών αντιστασιακών οργανώσεων του ΕΑΜ φαίνεται χαμένος και η πολιτική
αντιπαράθεση οδηγεί στη δεύτερη και αιματηρότερη περίοδο του Εμφυλίου
Πολέμου), αποτελεί έναν ύμνο στο πνεύμα αντίστασης του ελληνικού λαού, που,
κατά τον ποιητή, συνιστά τη διαχρονική ουσία του ελληνικού τόπου και των
ανθρώπων του (2) «Ο Ρίτσος με τη Ρωμιοσύνη (και με την Κυρά των Αμπελιών)
ανταποκρίνεται πολύ καθαρά σε μια κοινωνική εντολή, βαθιά ουσιαστική και
επιτακτική, που γεννιόταν από τα κατάβαθα του λαού. Και τι μπορεί να αξιώσει ο
λαός από έναν ποιητή αυτές τις κρίσιμες ώρες; Να του ξαναδώσει τη μνήμη του που
προσπάθησαν να του εξευτελίσουν, να υμνήσει τη γη που προσπάθησαν να του
αποσπάσουν. Η απόκριση ήρθε εκρηκτική μέσα από αυτά τα ποιήματα που
αποκαθιστούν την αιωνιότητα του Ελληνισμού, όπου χωνεύονται οι αρχαίες
τελετουργίες με τους βυζαντινούς θρύλους και τα ανδραγαθήματα των κλεφτών και
των ανταρτών . Η ατμόσφαιρα είναι φορτισμένη, τη διαπερνάει η σκοτεινή ελπίδα
των ντεσπεράντος που περιμένουν κολλημένοι πάνω στα ντουφέκια τους. Ένας
φλογερός ανιμισμός διαποτίζει κάθε στίχο, ξυπνάει το ένα μετά το άλλο τα τοπία της
Ελλάδας, τα ρίχνει και αυτά στον αγώνα, ορθώνει τα νησιά, τον άνεμο, τη θάλασσα,
αναμοχλεύει σε μια γενική αντάρα τους ανθρώπους, τα ζώα, τα στοιχεία ακόμα και
τους νεκρούς που αγρυπνούν, όπως άλλοτε οι φρουροί του Βυζαντίου στα σύνορα
της αυτοκρατορίας» (3).
αρχή σελίδας
3. Ενότητα Ι
1. Εισαγωγή
Σ’ αυτή την ποιητική ενότητα, σε 45 στίχους, διαπλέκονται τα περιγραφικά
και αφηγηματικά στοιχεία ώστε να αναδυθεί το αντιστασιακό πνεύμα όχι μόνο
από την ψυχή των ανθρώπων, των ενοίκων αυτού του μαρτυρικού τόπου που
αγρυπνούν με το όπλο στο χέρι, αλλά και από τη φύση που δεν συμβιβάζεται με
τους ξένους κατακτητές. Ασυμβίβαστοι, ανυπότακτοι άνθρωποι., ανυπότακτη
φύση, ελεύθερη στην πρωτογενή ιερότητά της, παρά τη διαρκή πολιορκία της,
συνθέτουν και μαρτυρούν «μια ηρωική πατρίδα, το μικρόκοσμο μιας ηρωικής
οικουμένης».
Η πρώτη ενότητα είναι το ποιητικό εγκόλπιο της ιστορικής πορείας του
Ελληνισμού, των ανθρώπων και του τοπίου που ανακυκλώνει την ιστορική μνήμη
και τον υπαρξιακό δεσμό των Ελλήνων με τη γη, με το χώμα της πρωταρχικής μας
οικείωσης. Άνθρωποι και φύση μυθοποιούνται και αποθεώνονται, συνυπάρχουν
σε μια αέναη διαλεκτική επικοινωνία.
2. Η ενότητα Ι διακρίνεται σε δύο επί μέρους ενότητες. Στην πρώτη ενότητα
ζωγραφίζεται η φύση, στη δεύτερη ιστορείται ο άνθρωπος.
Χαρακτηρίζεται από την επανάληψη, την παραλλαγή και τις αντιστοιχίες στη
συντακτική και νοηματική δομή του:
αυτά τα δέντρα – αυτά τα πρόσωπα )
αυτές οι πέτρες – αυτές οι καρδιές ) δε βολεύονται
Η επανάληψη της δεικτικής αντωνυμίας «αυτά» από τον 1ο στον 3ο στίχο και
«αυτές» από το 2ο στον 4ο στίχο, προσδίδει έμφαση στα υποκείμενα του
ρήματος, που είναι το ίδιο στους τέσσερις στίχους και ιδιαίτερα δραστικό στην
αποφατική διατύπωσή του: δε βολεύονται.
Έτσι τα υποκείμενα είναι στους δύο πρώτους στίχους υλικά στοιχεία του
τοπίου, ενώ στους δύο τελευταίους, συνεκδοχικά, χαρακτηριστικά των ανθρώπων
που το κατοικούν.
Η αναλογία είναι προφανής ανάμεσα στα δέντρα και τα πρόσωπα, τις πέτρες
και τις καρδιές και εξαίρεται ακόμα περισσότερο με τους επιρρηματικούς
προσδιορισμούς που συνοδεύουν κάθε φορά το ρήμα και επίσης αντιστοιχούν
μεταξύ τους :
δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό- παρά μόνο στον ήλιο,
δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα - παρά μόνο στο δίκιο
Έτσι ο λίγος ουρανός παραπέμπει στην ξένη κατάκτηση, τον ξένο δυνάστη
και τη στέρηση της ελευθερίας (ξένα βήματα) και ο ήλιος συνάπτεται με το δίκαιο
(σύμφωνα με την ορθόδοξη υμνογραφία, ήλιος της δικαιοσύνης) (4). Ο τόπος δεν
αντέχει την ανελευθερία και οι άνθρωποι εξανίστανται, δεν μπορούν να
συμφιλιωθούν με το βιασμό της δικαιοσύνης, (και το αντίθετο όπως δείχνουν οι
λεκτικές αντιστοιχίες). Τοπίο και άνθρωποι ζουν με τους ίδιους όρους ύπαρξης: τα
δέντρα χρειάζονται άπλετο ουρανό, τα πρόσωπα ήλιο, οι πέτρες χρειάζονται
ελευθερία, οι καρδιές δικαιοσύνη.
Σ’ αυτό το ποιητικό προοίμιο ο Ρίτσος αναδεικνύει ποιητικά την ομοιότητα,
την ταυτότητα του ήθους των ανθρώπων και του Ελληνικού τοπίου, που
συμμετέχει στην ιστορική αυτογνωσία του΄Ελληνα, έχει πάνω του χαραγμένη την
ιστορία της Ρωμιοσύνης.
στ. 5-9
Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στο κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Μονάχα φως.
Ο δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο
στ.10-16
Μαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κι οι φωνές
μες στον ασβέστη του ήλιου.
Η ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Τα σκονισμένα
σκοίνα.
Το μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει
νερό.
Όλοι διψάνε. Χρόνια τώρα. ΄Ολοι μασάνε μια μπου-
κιά ουρανό (8) πάνου απ’ την πίκρα τους.
Ο στίχος 10 επιβεβαιώνει την αιώνια δύναμη αυτού του ήλιου που
«μαρμαρώνει», που ακινητεί το τοπίο, διατηρώντας εσαεί τα δέντρα, τα ποτάμια
και τις φωνές που αναδύονται από την υποσύνειδη φυλετική μήτρα κι από τα
έγκατα της γης που φυλάσσει ζηλότυπα την ομορφιά στα σπλάχνα της. Διαρκές
στοιχείο αυτού του τόπου, συντηρεί και συνενώνει τα οργανικά συστατικά του: όχι
μόνο τα φυσικά αλλά και τα χαρακτηριστικά του πολιτισμού του: η ρίζα
σκοντάφτει στο μάρμαρο, στα ελληνικά αγάλματα, που είναι φορείς του
ελληνικού πνεύματος, έτσι εικονίζεται ποιητικά η σύζευξη του τοπίου με την
ελληνική παράδοση.
Η ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο, το μουλάρι, ο βράχος κι ο άνθρωπος-όλοι
λαχανιάζουν, όλοι διψάνε, όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό πάνου απ’ την πίκρα
τους. Διαχρονική ουσία αυτού του πολιτισμού είναι η ένδεια, η στέρηση, η πίκρα
αλλά και η διεκδίκηση του ουρανού, η ανάταση, η ελπίδα, η αγρύπνια. Με τη
φράση μια μπουκιά ουρανό πάνου απ` την πίκρα τους αποδίδεται ποιητικά η θεϊκή
αντίληψη και παραμυθία που ο απλός άνθρωπος επικαλείται, καθώς ψιθυρίζει
θυμόσοφα στη δεινή δοκιμασία του, έχει ο Θεός.
Έμψυχα και άψυχα μοιράζονται την ίδια εμπειρία, την ίδια μνήμη, την ίδια
θέληση κι αυτό ο ποιητής το απεικάζει αποδίδοντας στα πρόσωπα τα
χαρακτηριστικά του τοπίου:
Μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά στο λιόγερμα.
στ. 35-37
Πάνω στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη
σβουνιά (13) και τη νύκτα.
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.
στ. 38-45
Το ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν
τώρα γεμίζουν τα κανόνια τους μόνο με την καρ-
διά τους.
Οι στίχοι αυτοί δείχνουν την έσχατη ένδειά τους στην οποία φτάνουν,
ώστε να πολεμούν μόνο με την καρδιά τους, με το αείζωο πάθος της ψυχής τους.
Ο αγώνας έχει φθάσει στα όριά του. Αυτοί που στέκονται ολόρθοι στο καραούλι ή
στα μπεντένια σκοτωμένοι καπετάνιοι που φρουρούν το κάστρο τα έχουν χάσει
όλα και τη ζωή τους και τα νιάτα τους. ΄Όμως ενώ τα χρόνια περνούν και όλοι
πεινάνε και όλοι σκοτώνονται, η ένδεια, η οδύνη, η στέρηση, ο θάνατος
αναιρούνται, σ` ένα μεταφυσικό, μυθικό επίπεδο ο ήλιος πεθαίνει πάνω απ` τη
νιότη τους, καταλύουν το θάνατο και ζουν αιώνια.
Πάνω στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους – η ψυχή τους είναι φωτεινός
διάττων , σήμα πορείας μέσα στο ζόφο του κόσμου. Μια μεγάλη σημαία, μια
μεγάλη κατακόκκινη φωτιά – η επανάσταση και μαζί η ελπίδα της αγάπης και της
ειρήνης – χιλιάδες περιστέρια – βεβαιώνονται κάθε αυγή, σ`αυτή την πανέμορφη
γη και την πανάρχαια φυλή που την ενοικεί, τη Ρωμιοσύνη σ` όλα τα σημεία του
ορίζοντα. Πέρα και πάνω από το συντελούμενο δράμα, τα πάθη της ιστορίας οι
αγωνιστές, άγγελοι πρωτοστάτες της εθνικής και παγκόσμιας ελευθερίας
κρατάνε της καμπάνας το σκοινί –
προσμένουν να σημάνουν την Ανάσταση.
Ρωμιοσύνη ΙV
αρχή σελίδας
αρχή σελίδας
5. Αναφορά στην ποιητική του Γιάννη Ρίτσου
Στη Ρωμιοσύνη του Ρίτσου ανιχνεύουμε τις βασικές συνιστώσες της
ποιητικής του τέχνης.
Κέντρο αυτής της χειμαρρώδους ποίησης είναι ο απλός άνθρωπος, τα
καθημερινά βιώματα και τα συναισθήματά του, οι υπαρξιακοί προβληματισμοί
του, ο έρωτας της ελευθερίας ,το πάθος της δικαιοσύνης. Αυτό είναι το κύριο
αίτημα, η πεμπτουσία της ποιητικής σύνθεσης.
Η κοινωνική συνείδηση και η στράτευση στον αγώνα για έναν
καλύτερο κόσμο σύμφωνα με την πολιτική του φιλοσοφία, το σοσιαλιστικό του
όραμα, διαπνέει και την έμπνευση και τη θεματική του ποιήματος: Μια μεγάλη
κατακόκκινη φωτιά-χιλιάδες περιστέρια.
Η ενιαία αντίληψη του χρόνου- παρόν, παρελθόν και μέλλον-
συνυπάρχουν σε μια διαρκή επικαιρότητα. ΄Έτσι ερμηνεύεται η συγχρονική
παρουσία των αγωνιστών όλων των εποχών στο έργο: Οι αγωνιστές της
Αντίστασης ενσαρκώνουν το ηρωικό πνεύμα των ομηρικών ημιθέων, των
Ακριτών, των αρματολών και κλεφτών, των αγωνιστών του 21.
Πλούσια λυρική πνοή η οποία αναμιγνύει και συνδέει αρμονικά
στοιχεία απ` όλη την ποιητική παράδοση και τα οποία είναι εμφανή τόσο στη
θεματική όσο και στην εικονοποιία της σύνθεσης. Moτίβα του συμβολισμού και
του υπερρεαλισμού μετουσιώνεται σε ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους, οικείους
από το δημοτικό τραγούδι.
Ο λόγος του ενέχει τους διάσπαρτους ρυθμούς της ρωμέικης γλώσσας,
μια γλώσσα όπου όλα τα αντικείμενα δεν άλλαξαν ιδιοκτήτη εδώ και χιλιάδες
χρόνια. Λόγος δεμένος με τη συλλογική μνήμη που συναρτά την ειδωλολατρική
μυθολογία με τις πρωταρχικές ρίζες στους Βυζαντινούς τελετουργικούς ψαλμούς.
(19)
Όλα αυτά τα στοιχεία λειτουργούν θαυμαστά στη Ρωμιοσύνη
Π.χ.. εικόνες εκπλήσσουσας λυρικής τόλμης:
Μαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια και οι φωνές
μες` στον ασβέστη του ήλιου
όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό πάνου από την πίκρα τους
όταν κοιμούνται δώδεκα άστρα πέφτουν απ` τις
άδειες τσέπες τους
Η θαλασσογραφία:
6. Επιλογικά
αρχή σελίδας
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. α) Χρύσα Προκοπάκη, Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου, έκδ. Κέδρος, Αθήνα 2000, σ
σ. 11-23.
β) Νεοελληνική Λογοτεχνία Γ΄ Ενιαίου Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης, (βιβλίο
του Καθηγητή), έκδ. ΟΕΔΒ, Σ Σ.106-114.
2. H Ρωμιοσύνη μαζί με τα Τρία Χορικά και την Κυρά
των Αμπελιών, που συνιστούν επίσης σπουδές στο ίδιο θέμα και
που επεξεργάζεται ο ποιητής την ίδια εποχή, αποτέλεσαν τη
συλλογή με το χαρακτηριστικό τίτλο Αγρύπνια , η οποία
εκδόθηκε το 1954. Σημειωτέον ότι οι προσωνυμίες της Κυράς
των Αμπελιών : κυρά τρανή, κυρά ασίκισσα, κυρά θαλασσινή και
στεριανή με τα λουλουδιασμένα μάγουλα, κυρά μελαχροινή που η
αντηλιά σου χρύσωσε τα χέρια σαν της Παναγιάς το κόνισμα, είναι
τρυφερές προσφωνήσεις σε μια γυναικεία παρουσία που
ενσαρκώνει το ιδεατό αρχέτυπο της Ελλάδας-Ρωμιοσύνης.
3 Ζεράρ Πιερά, Γιάννης Ρίτσος, η μακρά πορεία ενός ποιητή, Κέδρος,
Αθήνα 1978, σ.58-59
4 Οδυσσέα Ελύτη, «Ωδή στ΄(Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ) από το Άξιον
εστί
5 Ανθούλα Δανιήλ, Προσεγγίσεις ποιημάτων Λυκείου, Εκδοτικές τομές,
Αθήνα 1995, σ. 34
6 Παράβαλε
Άξιον εστί το κάμα που κλωσσάει
Στο γιοφύρι αποκάτω τα ωραία κοτρώνια
Επίσης
αρχή σελίδας
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ