You are on page 1of 4

Κώστας Ουράνης

Της αγάπης
Νά 'ξερες πώς λαχτάριζα τον ερχομό σου, Αγάπη
που ίσαμε τα σήμερα δε σ' έχω νοιώσει ακόμα,
μα που ένστικτα το είναι μου σ' αναζητούσεν, όπως
τη γόνιμη άξαφνη βροχή το στεγνωμένο χώμα!
Πόσες φορές αλλοίμονο! δε γιόρτασα, θαρρώντας
πως επι τέλους έφτασες, Εσύ που είχες αργήσει:
Σα μυγδαλιά, που ηλιόλουστες ημέρες του χειμώνα
την ξεγελάνε, βιαζονταν κι εμέ η ψυχή ν' ανθήσει.
Μα δεν ερχόσουνα ποτές και, μέρα με τη μέρα,
τ' άνθια σωριάζονταν στη γης από τον κρύο αγέρα
κι είναι η ψυχή μου πιο γυμνή παρά προτού ν 'ανθίσει'
Και σήμερα, που η Νιότη μου γέρνει αργά στη δύση,
του ερχομού σου σβήνεται κι η τελευταία ελπίδα:
-Φοβάμαι πως επέρασες, Αγάπη και δεν σ'είδα!...

Το Κορίτσι των δεκατριών χρονών


Σβέλτη, γοργή και γλιστερή σα φίδι, όλη την ώρα
που να την πιάσω τέντωνα τα χέρια , ξεγλιστρούσε
και, πάντα προκαλώντας με κι όλο ξεφεύγοντάς μου,
ευτυχισμένη, - ολόκαρδα και ειρωνικά εγελούσε.
Μ' απάνω στο κυνηγητό κι απάνω στο παιγνίδι,
κάθε που σμίγαν τα κορμιά και κόλλαγαν στην πάλη,
εκείνη πια δεν γέλαγεν αθώα σαν κα πρώτα
κι εμένα ως κύμα ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι.
Και, μια στιγμή, που άρπαξα τη μέση της και μ' άγρια
επιθυμία την κράτησα μέσα στη αγκαλιά μου,
σκλαβώνοντας τα πόδια της μέσα στα γονατά μου,
Την είδα που αφέθηκε γλυκά στο σφιξιμό μου,
ενώ τα μάτια εγλάρωναν και τρέμανε τα χείλη:
κι ένοιωσα ότι μέσα της εξύπνησε το θήλυ.

Ερωτικό
Δεν μπορώ να ξέρω, δεν μπορώ να πω
αν θα σ'αγαπώ
ίσαμε να φτάσω στη στερνή την ώρα
όπως, κι όσο, τώρα'
Ούτ' ο ερωτάς μου που σα ρόδο ανθεί,
αν θα μαραθεί
πάλι σαν το ρόδο που το καίει το θέρο,
δεν μπορώ να ξέρω.
Ο,τι ξέρω είναι πως, απ' την ημέρα
που 'γινες δική μου
άνοιξαν κλεισμένες πύλες -και το θαύμα
μπήκε στη ξωή μου'
Ολα αλλάξαν όψη απ' το φως που εντός μου
σκορπισε η χαρά,
σαν στα βαλτοτόπια που τα πλυμμυρίζουν
ζωντανά νερά.
Εχω πια ξεχάσει όσα νοσταλγούσα
κι ό,τι είχα ποθήσει:
Τώρα με φτερώνει μια καινούρια νιότη
που δεν είχα ζήσει.
Τη ζωή τη βλέπω σάμπως μεσ' από να
μαγικό γυαλί
κι απ' ό,τι ζητούσα μού δωσ' η αγάπη
τόσο πιο πολύ,
πού να λέω αν όπως ήρθε μιαν ημέρα
φύγει πάλι πίσω
κι απομείνω μόνος, κι όπως ήμουν πρώτα,
-κάλλιο να μην ζήσω .

Θα πεθάνω ένα πένθιμο


Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μεσ' στην κρύα μου κάμαρα, όπως έζησα μόνος'
στη στερνή αγωνία μου τη βροχή θε ν' ακούω
και τον κούφιο τον θόρυβο που ανεβάζει ο δρόμος
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μέσα σ'επιπλα ξένα και σε σκόρπια βιβλία,
θα με βρουν στο κρεββάτι μου. θε ναρθεί ο αστυνόμος
θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε ιστορία.
Απ' τους φίλους που παίζαμε πότε-πότε χαρτιά
θα ρωτήσει κανένας τους έτσι απλά: "-Τον Ουράνη
μην τον είδε κανείς; Εχει μέρες που χάθηκε!..."
Θ' απαντήσει άλλος παίζοντας: "-Μ' αυτός έχει πεθάνει".
Μια στιγμή θα κιτάξουνε ο καθένας τον άλλον,
θα κουνήσουν περίλυπα και σιγά το κεφάλι,
θε να που: Τ' ειν' ο άνθρωπος!... Χτες ακόμα ζούσε!"
Και βουβά το παιγνίδι τους θ' αρχινήσουνε πάλι.
Κάποιος θάναι συνάδελφος στα "ψιλά" που θα γράψει
πως "προώρως απέθανεν ο Ουράνης στην ξένη,
νέος γνωστός εις τους κύκλους μας, πούχε κάποτ' εκδώσει
συλλογήν με ποιήματα πολλά υποσχομένην".
Κι αυτός θάναι ο στερνός της ζωής μου επιτάφιος.
Θα με κλάψουνε βέβαια μόνο οι γέροι γονιοί μου
και θα κάνουν μνημόσυνο με περίσιους παπάδες
όπου θάναι όλοι οι φίλοι μου κι ίσως-ίσως οι οχτροί μου.
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
σε μια κάμαρα ξένη στο πολύβοο Παρίσι,
και μια Κίττυ θαρώντας πως την ξέχασα γι' άλλην
θα μου γράψει ένα γράμμα -και νεκρό θα με βρίσει.

Περαστικές
Γυναίκες που σας είδα σ' ένα τραίνο
τη στιγμή που κινούσε γι άλλα μέρη'
γυναίκες που σας είδα σ' άλλου χέρι
με γέλιο να περνάτε ευτυχισμένο'
γυναίκες, σε μπαλκόνια να κοιτάτε
στο κενό μ' ένα βλέμμα ξεχασμένο,
ή από ένα πλοίο σαλπαρισμένο
μ'ένα μαντήλι αργά να χαιρετάτε:
να ξέρατε με πόση νοσταλγία,
στα δειλινά τα βροχερά και κρύα,
σας ξαναφέρνω στην αναμνησή μου,
γυναίκες, που περάσατε μιαν ώρα
απ ' τη ζωή μου μέσα -και που τώρα
κρατάτε μου στα ξένα την ψυχή μου!

Η Αγάπη
Α! τι ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα,
αν είναι νάρθει θε ναρθεί, δίχως να νοιώσεις από πού,
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβημένα
θε να σου κλείσει απαλά με τ' άσπρα χέρια της τα δυο
τα ματια που κουράστηκαν τους δρομους να κυττάνε'
κι όταν, γελώντας, να της πεις θα σε ρωτήσει: "ποια είμαι εγώ;"
απ' της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποια 'ναι.
Δεν ωφελεί να καρτεράς! Αν είναι νάρθει, θε ναρθει'
κλειστά όλα νάναι, αντίκρυ σου να στέκεται θα δεις ορθή
κι ανοίγοντας τα χέρια της πρώτη θα σ' αγκαλιάσει.
Αλλιώς, κι αν είναι όλοφωτο το σπίτι για να την δεχτείς
κι έτσι ως την δεις τρέξεις σ' αυτήν κι ομπρός στα πόδια της συρθείς,
αν είναι νάρθει θε ναρθει, αλλιώς θα προσπεράσει.
__________________
Πάψετε πια.......

Πάψετε πια να εκπέμπετε το σήμα του κινδύνου,


Τους γόους της υστερικής σειρήνας σταματήστε
Κι αφήστε το πηδάλιο στης τρικυμίας τα χέρια
Το πιο φρικτό ναυάγιο θα ήταν να σωθούμε!
Τι; Πάλι να γυρίσουμε στην βαρετή Ιθάκη,
Στις μίζερες τις εγνοιες μας και τις φτηνές χαρές μας
Και στην πιστή την σύντροφο, που σαν ιστόν αράχνης
Ύφαινε την αγάπη της γύρω από την ζωή μας;
Πάλι να ξέρουμε από πριν το αύριο τι θα ΄ναι
Και να μη νιώθουμε καμιά λαχτάρα ν΄ανατείλει
Πάλι σαν τους ανήλιαστους καρπούς που μαραζώνουν
Και πέφτουν σάπιοι καταγής να μοιάζουν τα όνειρά μας;
Η τόλμη αφού μας έλλειψε (και θα μας λείπει πάντα!)
Να βγούμε, μόνοι, απ’ τη στενή και τη στρωτή μας κοίτη
Κι ελεύθεροι, σαν άνθρωποι στη χαραυγή του κόσμου,
Τους άγνωστους να πάρουμε και τους μεγάλους δρόμους,
Μ’ ανάλαφρη περπατησιά σαν του πουλιού στο χώμα
Και την ψυχή μας ριγηλή σα φυλλωσιά στην αύρα,
Τουλάχιστο ας μη χάσουμε την ευκαιρία τώρα
Το παίγνιο να γίνουμε των άγριων των κυμάτων.
Κι όπου το φέρει! Ως πλόκαμοι μπορούν να μας τραβήξουν
Τα κύματα της θάλασσας τα σκοτεινά τα βύθη,
Μα και μπορούν, στη φόρα τους, να μας σηκώσουν τόσο
Ψηλά - που με το μέτωπο ν’ αγγιξουμε τ’ αστέρια!......

ΕΙΝΑΙ ΚΑΠΟΙΑ ΝΗΣΙΑ….


Είναι κάποια νησιά που σαν πλοία
Μες στα πέλαγα, λεν, ταξιδεύουν:
Όσοι τα ‘δανε, μάταια πλέον
Να τα δούνε ξανά τα γυρεύουν.
Είναι κάποια νησιά που ακόμα
Πόδι ανθρώπου δεν έχει πατήσει:
-Πως τα βρήκες, ψυχή μου, και πήγες
Και από τότες δεν έχεις γυρίσει :
Ο χρήστης L B  _ δεν είναι συνδεδεμένος R


    
U    ,   W 
 
R  W 


You might also like