You are on page 1of 103

ΟΤΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ

Ο Ν Ε ΙΡ Ο
Κ Α Λ Ο Κ Α ΙΡ ΙΝ Η Σ Ν Ϊ Χ Τ Α Σ

Μ ΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΕΡΡΙΚΟΣ ΜΠΕΛΙΕΣ

ΔΕΚΑΤΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΚΕΔΡΟΣ
ISBN 978-960-04-1739-5

Τίτλος πρωτοτύπου:
WILLIAM SHAKESPEARE, A MIDSUMMER NIGHT’S DREAM

© Ερρίχος Μ πελιες, 2 0 0 0
© ΕκΒόσεις Κέδρος, Α .Ε ., 2 0 0 0
www.kedros.gr
e-mail: booh@kedros.gr
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ TOT ΕΡΓΟΥ

Θησέας Δούκας της Αθήνας


Αιγέας Πατέρας της Ερμίας
Λύσανδρος
Ερωτευμένοι με την Ερμία
Δημήτρως
Φιλόστρατος Τελετάρχης του Θησέα
Πέτρος Σανίδας Ξυλουργός / Πρόλογος
Ροχάνης Μαραγκός / Λιοντάρι
Νίχόλαος Σαΐτας Υφαντής / Πύραμος
Φραγχίσκος Φοσούνης Επιδιορθωτής φυσερών / Θίιψη
Θωμάς Καζανάς Γανωματής / Τοίχος
Ροβέρτος Βελόνης Ράφτης / Φεγγάρι
Ιππολύτη Βασίλισσα των αμαζόνων, μνηστή του Θησέα
Ερμία Κόρη του Αιγέα, ερωτευμένη με τον Λύσανδρο
Ελένη Ερωτευμένη με τον Δημήτριο
Όμπερον Βασιλιάς των ξωτικών
Τιτάνια Βασίλισσα των ξωτικών
Πουχ (ή Ρόμπιν Συνάδελφος) Ακόλουθος του Όμπερον
ΜπιζεΧάνθης
Αραχνοΰφαντος
Πεταλουδίταας
Σιναπόσπορος

Νεράιδες, ακόλουθοι του Όμπερον και της Τιτάνιας.


Άρχοντες και ακόλουθοι του Θησέα και της Ιππολύτης.

Η ΣΚΗΝΗ: Στην Αθήνα και στο γειτονικό δάσος.


ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ

ΣΚΗΝΗ 1

Αθήνα. Το παλάτι του Θησέα.


(Μπαίνουν ο Θησέας, η Ιππολύτη, ο Φιλόστρατος χαι ακόλουθοί)

ΘΗΣΕΑΣ
Ωραία Ιππολύτη, φτάνει σε λίγο η ώρα του γάμου μας"
τέσσερις μέρες τυχερές μας απομένουν για νά φέρουμε
τη νέα σελήνη: όμως, πολύ αργά μου φαίνεται
πως λιγοστεύει η παλιά" αργοπορεί τον πόθο μου σαν μητριά,
σαν χήρα που αντέχει ακόμα και ξεκοκαλίζει
την περιουσία που ανήκει σε κληρονόμο νεαρό.
ΙΠΠΟΑΤΤΗ
Τέσσερις μέρες γρήγορα βυθίζονται στη νύχτα"
τέσσερις νύχτες γρήγορα με όνειρα σπρώχνουνε το χρόνο"
και μετά, η νεαρή σελήνη, σαν τόξο αργυρό στον ουρανό,
θα βλέπει από ψηλά τη νύχτα του υμεναίου μας.
ΘΗΣΕΑΣ
Πήγαινε, Φιλόστρατε,
I. 1

ξεσήκωσε τα νιάτα της Αθήνας για ξεφάντωμα'


ξύπνα το θρασύ κι ακμαίο πνεύμα του κεφιού'
η μελαγχολία να φύγει, να πάει στις κηδείες:
η χλομή παρουσία της μακριά απ’ τις γιορτές μας!
(Βγαίνει ο Φιλόστρατος)

Ιππολύτη μου, σε διεκδίκησα με το σπαθί μου


και, ξέρω, κέρδισα την αγάπη σου πληγώνοντάς σε'
όμως, το γάμο μας τον θέλω σ’ άλλο τόνο,
με τελετές επίσημες, γλέντια και πανηγύρια.
(Μπαίνουν ο Αιγέας, η Ερμία, ο Λύσανδρος και ο Δημήτριος)

ΑΙΓΕΑΣ
Έ τη πολλά, Θησέα, δούκα μας ξακουσμένε!

ΘΗΣΕΑΣ
Σ ’ ευχαριστώ, καλέ μου Αιγέα. Τ ι νέα;

ΑΙΓΕΑΣ
Γεμάτος πίκρα έρχομαι να παραπονεθώ μπροστά σου
για το παιδί μου, την ίδια μου την κόρη, την Ερμία.
Πλησίασε, Δημήτριε! Αυτός ο άνθρωπος, ευγενικέ μου άρχοντα,
έχει τη συγκατάθεσή μου'να την παντρευτεί.
Πλησίασε, Αύσανδρε! Κ ι αυτός ο άνθρωπος, χαρισματικέ μου δούκα,
έχει κλέψει με μάγια του παιδιού μου την καρδιά.
Ναι, εσύ, Λύσανδρε, της έστελνες ερωτικά στιχάκια,
μ’ εσένα το παιδί μου έδινε κι έπαιρνε δωράκια,
εσύ τραγούδησες στο φεγγαρόφωτο, κάτω απ’ το παράθυρό της
με δήθεν λιγωμένη τη φωνή φευτόλογα αγάτεης
και την ξεμυάλισες με μπούκλες από τα μαλλιά σου,
δαχτυλιδάκια, στολίδια, κόλπα, μπιχλιμπίδια, φευτοπράματα,
ανθοδέσμες, ζαχαρωτά, όλους τους τετραπέρατους μεσίτες
που σαγηνεύουνε την απειρία της νιότης'
με δολιότητα έκλεψες του παιδιού μου την καρδιά,
κι έκανες την υπακοή της, που πάντα μου οφείλει,
να γίνει επιμονή και πείσμα. Και, δούκα μου χαρισματικέ.

10
I. 1

σ’ το Χέω: εάν δεν συμφωνήσει εδώ, μπροστά


στην εξοχότητά σου, να παντρευτεί με τον Δημήτριο,
ζητάω να μου χορηγηθεί το αρχαίο προνόμιο των Αθηνών
ως κτήμα μου να τη διαθέσω όπου θέλω.
Αυτό σημαίνει πως, ή τη δίνω στον άρχοντα Δημήτριο,
ή τη σκοτώνω, όπως ρητά προβλέπει ο νόμος.

ΘΗΣΕΑΣ
Κι εσυ, Ερμία, τι λες; Άκουσέ με, ωραίο μου κορίτσι.
Για σέναν ο πατέρας σου είναι σαν θεός'
αυτός σε έπλασε, αυτός σου χάρισε τα κάλλη σου'
α, βέβαια, εσύ είσαι κάτΓσαν ομοίωμά του κέρινο,
δικό του κατασκεύασμα' και είναι στο χέρι του
ν’ αφήσει το άγαλμά του ανέπαφο, ή να το καταστρέφει.
Ο Δημήτριος είναι άξιο αρχοντόπουλο.

ΕΡΜΙΑ
Το ίδιο και ο Λύσανδρος.

ΘΗΣΕΑΣ
Είναι, δεν λέω: για τον εαυτό του.
Ό μω ς, αφού δεν έχει του πατέρα σου την έγκριση,
ο άλλος πρέπει να θεωρηθεί καλύτερος.

ΕΡΜΙΑ
Α χ, να έβλεπε ο πατέρας μου με τα δικά μου μάτια!

ΘΗΣΕΑΣ
Μάλλον, τα δικά σου μάτια να βλέπαν με την κρίση του.

ΕΡΜΙΑ
Παρακαλώ την εξοχότητά σας να με συγχωρήσει.
Δεν ξέρω πώς βρίσκω τη δύναμη και παίρνω τέτοιο θάρρος
ούτε και πόσο ταιριάζει στη σεμνότητά μου να υποστηρίζω
μπροστά σ’ όλο τον κόσμο τις απόψεις μου.
Ό μω ς, σας ικετεύω, εξοχότατε, πείτε μου,
τι είναι το χειρότερο που έχω να πάθω, αν αρνηθώ
να πάρω τον Δημήτριο για άντρα μου;

11
I. 1

ΘΗΣΕΑΣ
Ή να τιμωρηθείς με θάνατο, ή με όρκο ν’ απαρνηθείς
για πάντα κάθε συντροφιά αντρική. Γ ι’ αυτό, Ερμία μου,
ρώτησε πρώτα τους πόθους σου, και αποφάσισε
αν θα μπορέσεις — παρακούοντας τη γνώμη
του πατέρα σου — ν’ αντέξεις το ράσο της καλόγριας,
να μείνεις για πάντα κλεισμένη σε μοναστήρι σκοτεινό,
να περάσεις σαν ανέραστη καλόγρια όλη σου τη ζωή,
ψέλνοντας ύμνους άχαρους στην παγερή και άγονη σελήνη.
Τρισευλογημένοι όσοι δαμάζουνε τόσο πολύ τα πάθη τους,
κι αντέχουν τέτοια παρθενική εγκράτεια’ όμως,
πιο γήινη είναι η ευτυχία’ ενός τριαντάφυλλου
που του στραγγίξοιν το ροδόνερο και μένει τώρα μαραμένο,
από του αλλουνού, που σβήνει ανέγγιχτο μέσα στ’ αγκάθια,
μεγαλώνει, ζει και πεθαίνει σε παρθενική μακαριότητα.

ΕΡΜΙΑ
Ε , τότε, ας μεγαλώσω, ας ζήσω κι ας γεράσω, άρχοντά μου!
Την παρθενιά μου, όμως, δεν τη θυσιάζω σε άντρα
που θέλει με το ζόρι να με βάλει στο ζυγό,
αν και η καρδιά μου αρνιέται να υποταχτεί.
ΘΗΣΕΑΣ
Έ χεις το χρόνο να το ξανασκεφτεις. Και με τη νέα σελήνη,
τη μέρα που η αγαπημένη μου κι εγώ θα επισφραγίζουμε
τον αιώνιο δεσμό της ένωσής μας, εκείνη την ημέρα,
είτε θα πεθάνεις γιατί παρακόυσες τη θέληση του πατέρα,
είτε θα πάρεις τον Δημήτριο, που θέλει ο γονιός σου,
είτε στο βωμό της Άρτεμης δημόσια θα ορκιστείς
πως θ’ αφιερωθείς για πάντα στην αυστηρή, μοναχική ζωή.

ΔΗΜ ΗΤΡΙΟΣ
Σκέφου ήρεμα, Ερμία μου. Αλλά κι εσύ, Λύσανδρε, απόσυρε
τους ψευδοτίτλους σου απ’ το δικό μου νόμιμο δικαίωμα.

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Δημήτριε, αφού έχεις την αγάττη του πατέρα της, άσε μου

12
I. 1

εμένα την αγάπη της Ερμίας; και παντρέψου εκείνον!

ΑΙΓΕΑΣ
Και ειρωνείες, Λύσανδρε! Ε , ναι, λοιπόν, την έχει την αγάπη μου’
κι αυτό που μου ανήκει, η αγάπη μου του το χαρίζει:
στον Δημήτριο κάνω μεταβίβαση κάθε δικαιώματος
που έχω πάνω στη δίκιά μου κόρη.
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Άρχοντά μου, είμαι κι εγώ ισότιμης καταγωγής
κι ανάλογης περιουσίας" αλλά, η αγάπη μου είναι πιο μεγάλη"
της τύχης μου ο δρόμος διαγράφεται ανοιχτός, αν όχι
και καλύτερος απ’ του Δημήτριου" και, το κυριότερο,
αυτό που μετράει παραπάνω από κάθε έπαινο:
εγώ είμαι ο αγαπημένος της όμορφης Ερμίας.
Γιατί, λοιπόν, να μη διεκδικήσω αυτό που δικαιούμαι;
και το δηλώνω μπροστά του: Ο Δημήτριος έκανε έρωτα
με την Ελένη, την κόρη του Νέδρου, και της έκλεψε την καρδιά.
Κι εκείνη, η καημένη, τον λατρεύει σαν τρελή,
με πάθος ειδωλολάτρισσας τον αγαπάει,
αυτόν τον αφιλότιμο κι άστατο άντρα.
ΘΗΣΕΑΣ
Ομολογώ πως έχω ακούσει κι εγώ πολλά
και σκόπευα με τον Δημήτριο να μιλήσω για το θέμα,
όμως με πνίξανε κάτι προσωπικές μου υποθέσεις
και το ξέχασα. Δημήτριε, μαζί μου έλα" κι εσύ, Αιγέα"
έχω να πω κάτι ιδιαιτέρως και στους δυο σας.
Όσο για σένα, όμορφη Ερμία, κοίτα να χαλιναγωγήσεις
τους πόθους σου σύμφωνα με τη βούληση του πατέρα σου"
αλλιώς, ο νόμος της Αθήνας, που εμείς δεν έχουμε
τη δύναμη να τόνε κάνουμε λιγότερο σκληρό,
σου ορίζει ή θάνατο ή όρκο στην ασκητική ζωή.
Έ λ α , Ιππολύτη μου. Μα, τι έπαθες, αγάπη μου;
Δημήτριε κι Αιγέα, ελάτε. Θέλω τη βοήθειά σας
σε κάτι που έχει να κάνει με το δικό μου γάμο.

13
I. 1

αλλά πρέπει να μιλήσουμε και για υπόθεση


που εσάς τους δύο αφορά.

ΑΙΓΕΑΣ
Σ ’ ακολουθούμε και από καθήκον και από επιθυμία
να μάθουμε τι έχεις να μας πεις.
(Βγαίνουν όλοι εκτός από τον Λύσανδρο και την Ερμία)
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Τ ι έχεις, αγάπη μου; Γιατί χλόμιασες; Γιατί έτσι ξαφνικά
μαράθηκαν τα ρόδα στα μάγουλά σου;

ΕΡΜΙΑ
Ίσως διψάνε για νερό" αν και θα μπορούσανε
να ποτιστούνε από την καταιγίδα των ματιών μου,
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Α χ, τι με βρήκε! Απ’ όσα έχω διαβάσει,
ή έχω ακούσει σε παραμύθια και ιστορίες,
ποτέ η αληθινή αγάπη δεν κύλησε σαν ρέμα ήσυχο.
Ή θα υτιήρχε διαφορά καταγωγής.»

ΕΡΜΙΑ
Μη χειρότερα! Απ’ τα ψηλά να πέσεις στα χαμηλά!

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Είτε χάσμα μεγάλο ηλικίας...
ΕΡΜΙΑ
Απαίσιο! Να μπλέξουνε τα γερατειά με νιάτα!
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Ή απ’ τους συγγενείς θα εξαρτιότοιν η επιλογή.»
ΕΡΜΙΑ
Κόλαση! Ξένα μάτια να διαλέγουνε για σένα.

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Ή , άμα τύχαινε αγάπη ταιριασμένη, ορμούσε
και τη χάλαγε πόλεμος, θάνατος ή αρρώστια:

14
I. 1

σαν να ’ταν μιας στιγμής, πέρασμα σκιάς, όνειρο βραχύ,


αστραπή σε νύχτα πίσσα, ξέσπασμα πάθους ουρανού και γη?>
που πριν κανείς προλάβει να πει, «Στάσου!»
ανοίγει τα σαγόνια το σκοτάδι και την καταβροχθίζει.
Τόσο γρήγορα χάνονται πράγματα λαμπρά!
ΕΡΜΙΑ
Αφού, λοιπόν, παντού οι αληθινοί εραστές βρίσκουν εμπόδια,
θα πει ότι κάποια μοίρα τους το έχει ορίσει.
Γι’ αυτό, ας κάνει κι η δίκιά μας αγάπη υπομονή,
μιας και τα εμπόδια είναι κάτι συνηθισμένο:
του κακομοίρη του έρωτα σύντροφοι πάντα είναι οι στοχασμοί,
τα όνειρα, οι αναστεναγμοί, τα δάκρυα, οι ευχές.
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Σωστά τα σκέφτεσαι' γ ι’ αυτό, Ερμία, άκουσέ με:
έχω μια θεία, χήρα, αρχόντισσα και με μεγάλη περιουσία,
που δεν έχει παιδιά' μένει εφτά λεύγες
έξω από την Αθήνα και μ’ αγαπάει σαν μοναχογιό της.
Εκεί, Ερμία μου, μπορούμε να παντρευτούμε
γιατί δεν μας πιάνει ο σκληρός νόμος των Αθηνών.
Λοιπόν, αν μ’ αγαπάς, σκάσ’ το απ’ του πατέρα σου το σπίτι
αύριο βράδυ: θα σε περιμένω στο δάσος,
μια λεύγα έξω από την πόλη, εκεί όπου
κάποια Πρωτομαγιά σας είχα δει με την Ελένη
να γιορτάζετε τον ερχομό της άνοιξης.
ΕΡΜΙΑ
Λύσανδρέ μου, σ’ ορκίζομαι στο πιο γερό τόξο του Έ ρω τα,
στο πιο ξεχωριστό του βέλος με τη χρυσή αιχμή,
στων περιστεριών της Αφροδίτης την αγνότητα,
σε ό,τι ενώνει δυο ψυχές μ’ αγάπη και πληρότητα,
στη φωτιά που τη βασίλισσα της Καρχηδόνας έκαψε,
όταν ο άπιστος Τρωαδίτης μπήκε στο πλοίο και την εγκατέλειψε,
σ’ όλους τους όρκους που οι άντρες έχουν αθετήσει,
και είναι πιο πολλοί απ’ όσους οι γυναίκες έχουν ξεστομίσει,

15
I. 1

σου το υπόσχομαι: σ αυτό το μέρος που εσυ μου όρισες,


αύριο βράδυ Θα με δεις και θα μου πεις το Καλωσόρισες.
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Να την κρατήσεις την υπόσχεσή σου, αγάπη μου.
Κοίτα, έρχεται η Ελένη.
(Μπαίνει η Ελένη)

ε ρ μ ια

Καλώς την όμορφη! Ελένη μου, πώς από ’δώ;

ΕΛΕΝΗ
Όμορφη; Με είπες όμορφη; Πάρ’ τηνε πίσω αυτή τη λέξη!
Ο Δημήτριος αγαπάει .τη δίκιά σου ομορφιά.
Την ευτυχισμένη ομορφιά. Τα μάτια σου άστρα λαμπρά
να τον καθοδηγούνε, και της φωνής σου η μουσική
πιο αρμονική απ’ όσο το τραγούδι κορυδαλλού σ’ αυτί βοσκού,
όταν η φύση πρασινίζει και λουλουδιάζει η λευκαγκαθιά.
Η αρρώστια είναι κολλητική’ ω, ας ήτανε κι η ομορφιά,
να κόλλαγα από σένα χάρες, Ερμία, προτού φύγω.
Τ ’ αυτί μου θα κόλλαγε απ’ τη φωνή σου, το μάτι μου απ’ το μάτι σου,
κι η γλώσσα μου θα κόλλαγε απ’ τη γλυκιά μελωδία της δικιάς σου.
Τον κόσμο ολόκληρο να είχα δικό μου, εκτός απ’ τον Δημήτριο,
αυτό τον κόσμο θα σ’ τον χάριζα για να μου δώσεις τη μορφή σου.
Α χ, μάθε μου πώς τον κοιτάς’ μάθε μου με ποια τέχνη
καταφέρνεις να κυβερνάς τα αισθήμοιτά σου!

ΕΡΜΙΑ
Όσο του κάνω μούτρα, τόσο εκείνος με λατρεύει.
ΕΛΕΝΗ
Μακάρι το χαμόγελό μου να διδασκόταν από το κατσούφιασμά σου.
ΕΡΜΙΑ
Όσο εγώ τον βρίζω, τόσο εκείνος μου λέει ερωτόλογα.

ΕΛΕΝΗ
Μακάρι οι προσευχές μου να είχαν τέτοια δύναμη.

16
I. 1

ΕΡΜΙΑ
Όσο εγώ τον αντιπαθώ, τόσο εκείνος τρέχει πίσω μου.
ΕΛΕΝΗ
Όσο εγώ τον αγαπώ , τόσο εκείνο μ’ αντιπαθεί.
ΕΡΜΙΑ
Ελένη μου, δεν φταίω εγώ για τις ανοησίες του.
ΕΛΕΝΗ
Εσυ όχι, η ομορφιά σου ναι! Α χ, να γινόμουνα φταίχτης εγώ!
ΕΡΜΙΑ
Ηρέμησε, δεν θα με ξαναδεί! Τ ’ αποφασίσαμε,
ο Λύσανδρος κι εγώ, να φύγουμε από ’δώ.
Πριν τον γνωρίσω, η Αθήνα μου φαινότανε παράδεισος.
Ό μω ς τώρα, τι προτερήματα και χάρες του βρήκε
η αγάπη μου, που κάναν τον παράδεισό μου κόλαση!
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Ελένη, σ’ εσένα θ’ αποκαλύφουμε το σχέδιό μας.
Αύριο το βράδυ, την ώρα που η Φοίβη Θα βλέπει
το αργυρό της πρόσωπο στα ήσυχα νερά,
στολίζοντας τις λάμες των χορταριών με υγρά μαργαριτάρια,
την ώρα εκείνη, την ιδανική να κρύψει μυστικά εραστών,
αποφασίσαμε να φύγουμε κρυφά απ’ την Αθήνα.

ΕΡΜΙΑ
Κι εκεί, στο δάσος, όπου συχνά εσύ κι εγώ ξαπλώναμε
πάνω στα χλομά ηράνθεμα κι απ’ τις καρδιές μας
βγάζαμε η μια στην άλλη τα γλυκά μας μυστικά,
εκεί ο Λύσανδρός μου κι εγώ είπαμε να βρεθούμε.
Μακριά απ’ την Αθήνα θα στρέψουμε τα μάτια μας,
να κάνουμε καινούργιους φίλους κι άλλες συντροφιές.
Γεια σου, γλυκιά μου, φίλη των παιδικών μου χρόνων:
να προσεύχεσαι για μας. Και τύχη καλή
εύχομαι κάποτε να σου χαρίσει ο Δημήτριός σου.
Εσύ, Λύσανδρε, κοίταξε την υπόσχεσή σου μην την αθετήσεις:

17
I. 1

ως αύριο τα μεσάνυχτα νηστεύουν οι ματιές μας


απ’ την τροφή των εραστών που θέλουν οι καρδιές μας.

ΛΎΣΑΝΔΡΟΣ
Θα τον κρατήσω, Ερμία μου.
(Βγαίνει η Ερμία)
Ελένη, αντίο. Μακάρι ο Δημήτριος να θελήσει
όπως κι εσύ, λατρευτικά, να σ’ αγαπήσει.
(Βγαίνει ο ΛύσανΖρο,^

ΕΛΕΝΗ
Σ ’ άλλους η ευτυχία μεγάλη, και σ’ άλλους ούτε στάλα.
Όλη η Αθήνα με λέει το ίδιο όμορφη με την Ερμία.
Και τι μ’ αυτό; Ο Δημήτριος έχει άλλη γνώμη"
και δεν θέλει να ξέρει αυτό που όλοι ξέρουνε:
λάθος κάνει όταν λατρεύει τα μάτια της Ερμίας,
όπως κι εγώ όταν λατρεύω τις δικές του χάρες.
Σε πράγματα πρόστυχα, ταπεινά και χωρίς καμιάν αξία
ο έρωτας.δίνει ανάστημα κι αξιοπρέπεια. Ο έρωτας
δεν βλέπει με τα μάτια, βλέπει με το νου,
και νά γιατί τον φτερωτό θεό Έ ρωτα συχνά τον ζωγραφίζουν
με τα μάτια του δεμένα. Ο ίδιος ο Έρωτας
μυαλό δεν έχει να κρίνει και να συγκρίνει"
φτερά έχει, μάτια δεν έχει να δει πώς φαίνεται
η άστοχη βιασύνη του. Γι’ αυτό λένε πως ο Έρωτας
είναι μωρό: γιατί εύκολα ξεγελιέται όταν διαλέγει.
Και, όπως τ ’ αλητόπαιδα επάνω στο παιχνίδι, δίνουνε όρκους
ψεύτικους, έτσι και το αγόρι, ο Έ ρωτας, ψέματα λέει παντού.
Ορίστε: κι ο Δημήτριος, πριν τον θαμπώσουνε τα μάτια της Ερμίας,
χαλάζι μού έριχνε τους όρκους πως ήτανε δικός μου.
Αλλά όταν το χαλάζι αυτό έπεσε πάνω στην κάψα της Ερμίας,
έλιωσε, χαθήκαν οι καταιγισμοί των όρκων.
Πάω να του καταδώσω πως η όμορφη Ερμία θα το σκάσει.
Αυτός, σίγουρα αύριο το βράδυ θα την ακολουθήσει
μέσα στο δάσος. Γι’ αυτή μου την πληροφορία, το πολύ

18
I. 1

ενα ευχαριστώ να πάρω, ενα τίποτα για οσα έκανα.


Κι όμως, ίσως η πίκρα μου μ’ αυτό πλουτίζει:
να τόνε δω να φεύγει και πάλι πίσω να γυρίζει.
(Βγαίνει)

19
ΣΚΗΝΗ 2

Αθήνα. Το σπίτι του Σανίδα.


(Μπαίνουν ο Σανίδας, ο Ροχάνης, ο Σαΐτας, ο Φυσούνης, ο Καζανάς χαι ο Βςλόνης)

ΣΑΝΙΔΑΣ
Παρούσα όλη η παρέα για την πρόβα;

Σ Α ΪΤΑ Σ
Καλά θα κάνεις να τους φωνάξεις γενικώς, δηλαδή έναν προς έναν, όπως
τους γράφει η κατανομή. ·

ΣΑΝΙΔΑΣ
Σ ’ αυτό τον κατάλογο έχουμε όλα τα ονόματα εκείνων που είναι ικανοί,
μέσα σ’ όλη την Αθήνα, να παίξουνε στην παράσταση που θα δώσουμε
μπροστά στο δούκα και στη δούκισσα τη νύχτα της ημέρας του γάμου
τους.
ΣΑ ΪΤΑ Σ
Πρώτα πρώτα, φίλε Πέτρο Σανίδα, πρέπει να πεις τι και περί τίνος είναι
το έργο' και μετά να διαβάσεις τα ονόματα των ηθοποιών' και μετά να
προχωρήσεις στις άλλες γενικές λεπτομέρειες. ·
ΣΑΝΙΔΑΣ
Μα την Παναγία, το έργο μας λέγεται ως εξής: “Η αξιοθρηνότατη
κωμωδία και ο φρικαλεότατος θάνατος του Πυράμου και της Θίσβεως” .

ΣΑ ΪΤΑ Σ
Έ ργο αριστουργηματικό στο είδος του, και, φυσικά, μέσα στο γέλιο και
στη χαρά. Λοιπόν, καλέ μου Πέτρο Σανίδα, διάβασε τους ηθοποιούς απ’
τον κατάλογό σου. Σύντροφοι μάστορες, ανοιχτέ λίγο πιο ανοιχτά.

20
I. 2

ΣΑΝΙΔΑΣ
Ε γώ θα λέω, κι εσείς θα απαντάτε. Νικόλαος Σαΐτας, υφαντής.

ΣΑΤΤΑΣ
Παρών. Πες μου ποιο ρόλο παίζω και προχώρα στο προκείμενο.

ΣΑΝΙΔΑΣ
Εσύ, Νικόλαε Σαΐτα, θα παίξεις τον Πύραμο.

ΣΑΤΤΑΣ
Και τι εστί Πύραμος; Εραστής τυραννικός ή τύραννος ερωτικός;
ΣΑΝΙΔΑΣ
Εραστής καθόλου τυραννικός. Αυτοκτονεί εντελώς και ευγενώς προς χάριν
της αγάπης του.
ΣΑΤΤΑΣ
Δάκρυ που έχει να πέσει στην παράσταση! Ό ταν θ’ αρχίσω να ερμηνεύω
την κατάσταση, αλίμονο στα μάτια των θεατών: καταρράχτες θα
κατεβάσουνε, η συγκίνηση θα τους τρέχει από παντού. Πάντως, εμένα
όνειρό μου είναι να παίξω τύραννο. Να σου κάνω εγώ τον Ηρακλή, που
να μην υπάρχει τελειωδέστερος, ή κατιτί που να μπαίνει ο ήρωας στη
σκηνή και να τα κάνει όλα καλοκαιρινά, τίποτα να μην αφήνει όρθιο και
ιστάμενο.
Βράχοι κυλάνε
άγριοι βροντάνε
τις πόρτες σπάνε
στις φυλακές.
Του Φοίβου αμάξι
λάμπει εντάξει
για να τρομάξει
μοίρες κακές.
Αυτά είναι νοήματα: όλο υφηλοφροσύνη! Τώρα φώναξε και τους άλλους
ηθοποιούς. Είδες φλέβα που έχω για Ηρακλής, φλέβα τυράννου. Ενώ ο
εραστής είναι κάτι πιο γλυκοπαθιάρικο.

ΣΑΝΙΔΑΣ
Φραγκίσκος Φυσούνης, επιδιόρθωσής φυσερών.

21
L 2

ΦΤΣΟΤΝΗΣ
Παρών, Πέτρο Σανίδα.

ΣΑΝΙΔΑΣ
Εσύ, Φυσούνη, κάνεις Θίσβη.

ΦΤΣΟΤΝΗΣ
Ποιος ειν’ ο Θίσβης;
ΣΑΝΙΔΑΣ
Είναι η κοπέλα που ο Πύραμος ποθεί αβυσσαλέως.
ΦΤΣΟΤΝΗΣ
Αποκλείεται! Γυναίκα εγώ! Με τέτοιο γένι! Θα ’μαι φρικαλέος.
ΣΑΝΙΔΑΣ
Δεν έχει καμία σημασία. Θα παίξεις το ρόλο με μάσκα, και θα κάνεις τη
φωνή σου'ψιλή, πολύ ψιλή.

ΣΑΤΤΑΣ
Άμα βάλω μάσκα, εγώ μπορώ να κάνω και τη Θίσβη. Θα μιλάω πολύ
φιλά, σαν τερατάκι. Θ α λέω;
«Π ΥΡΑΜ Ο Σ: Θίσβη, Θίσβη!
ΘΙΣΒΗ: Πύραμε μου, ερίημέ μου εραστή!
Π ΥΡΑΜ Ο Σ: Α χ , Θίσβη, αγαπημένη κι αρεστή».

ΣΑΝΙΔΑΣ
Ό χι, όχι! Αφού εσύ παίζεις τον Πύραμο. Κι εσύ, Φυσούνη, παίζεις
Θίσβη. Τέλος!
ΣΑΤΤΑΣ
Καλά, προχώρα.
ΣΑΝΙΔΑΣ
Ροβέρτος Βελόνης, ράφτης.

ΒΕΛΟΝΗΣ
Παρών, Πέτρο Σανίδα.

ΣΑΝΙΔΑΣ
Ροβέρτο Βελόνη, είσαι η μάνα της Θίσβης. Θωμάς Καζανάς, γανωματής.

22
I. 2

ΚΑΖΑΝΑΣ
Παρών, Πέτρο Σανίδα.

ΣΑΝΙΔΑΣ
Εσύ πατέρας του Πύραμου' εγώ πατέρας της Θίσβης' εσύ, Ροκάνη,
Λιοντάρι. Νομίζω, τελειώσαμε. Η διανομή είν’ έτοιμη — το στήσαμε
το έργο.
ΡΟΚΑΝΗΣ
Μ ήπως, κατά τύχη, σου βρίσκεται έτοιμο το κομμάτι του λιονταριού; Αν
σου βρίσκεται, δώσ’ το να μου βρίσκεται κι εμένα από τώρα, γιατί είμαι
λίγο απορρυθμισμένος με την αποστήθιση.
ΣΑΝΙΔΑΣ
Θα σχεδιάσεις το ρόλο σου με αυτοσχεδιασμό. Γιατί σε κείμενο δεν είσαι,
αλλά δεν είία ι και μουγκός; μουγκρίζεις.
ΣΑΤΤΑΣ
Εκτός από τα προγενέστερα, μπορώ να παίξω εγώ και το λιοντάρι; έχω
να βγάλω εγώ τέτοιο μούγκρισμα, που θα μου γκαρίζουν όλες οι καρδιές,
«Σταμάτα!» Θα μουγκρίζω τόσο καλά, όμως, που ο δούκας θα πει, «Άσ’
τόνε να μουγκρίσει πάλι και πάλι, για να χαθώ στου μουγκρητού του την
κραιπάλη!»

ΣΑΝΙΔΑΣ
Άμα το κάνεις με τόση αγριότητα, θα τρομάξεις τη δούκισσα και τις άλλες
κυρίες, πράμα που δεν είναι κοσμιότητα, κι εκείνες θα ουρλιάξουν, πράμα
που δεν είναι για τη δίκιά τους την ποιότητα, και μετά θα μας κρεμάσουν
όλους, πράμα που δεν είναι μακριά απ’ την πραγματικότητα.
ΦΤΣΟΤΝΑΣ
Θα μας κρεμάσουν όλους αύτανδρους.
ΣΑΤΤΑΣ
Παρακαλώ, φίλοι, απαιτώ παρέμβαση; αν τρομαχτούν οι κυρίες, και
χαθούν τα λογικά τους, η λογική τους θα τις βάλει να δώσουνε διαταγή
να μας κρεμάσουν. Αλλά, εγώ θα υποβαθμίσω τόσο τη φωνή μου, που να
μοιάζω με περιστεράκι, που περιμένει περιποίηση βυζάγματος; θα
βρυχηθώ σαν βρέφος αηδονιού.

23
I. 2

ΣΑΝΙΔΑΣ
Μόνο τον Πύραμο θ« παίξεις! Τέρμα! Γιατί ο Πύραμος είναι γλυκούλης,
ομορφούλης, να τον δεις καλοκαίρι είναι ο καλύτερος, ο αγαπητότερος,
ο ευγενικότερος, άρα, εαυ είσαι ο σωστότερος για Πύραμος.
ΣΑ ΪΤΑ Σ
Μ ’ έπεισες, τον καταλαμβάνω το ρόλο. Και με τι γενειάδα θα παίξω;
ΣΑΝΙΔΑΣ
Παίξε εσύ, και τα βρίσκουμε.
ΣΑ ΪΤΑ Σ
Θα παίξω με γενειάδα χρώματος αχυρένιου, το χρώμα που σου πάει, ή
με πορτοκαλί που σου ταιριάζει, μπορεί και με βυσσινί που δεν σου είναι
και παράταιρο, άντε, να μην πω και χρυσάφι σαν τα γαλλικά νομίσματα,
δηλαδή υποκατάστατο του υποκίτρινου..
ΣΑΝ1Δ.ΑΣ
Σε πολλά γαλλικά νομίσματα, οι κύριοι που έχουνε τις φάτσες τους εκεί
πάνω είναι σπανοί απ’ την αρρώστια, άρα δεν θα φορέσεις ούτε γένι.
Λοιπόν, μαστόροι, αυτοί είναι οι ρόλοι σας, πάρτε τους, και σας ικετεύω,
σας απαιτώ, σας αυθυποβάλλω να τους έχετε μάθει απέξω έως αύριο το
βράδυ. Μόλις βγει το φεγγάρι, θα έρθετε να με βρείτε στο δάσος του
άρχοντα, εδώ κοντά, έξω από την πόλη. Εκεί θα κάνουμε την πρόβα
μας; γιατί, αν συναντηθούμε στην πόλη, θα μας πάρουν από πίσω σαν τα·
σκυλιά διάφοροι, και θα καταρρεύσει το σχέδιό μας σ’ όλη την Αθήνα.
Ε γώ , στο μεταξύ, θα φροντίσω το φροντιστήριο: τα πράματα που θα μας
χρειαστουνε στην παράσταση. Το νου σας μη με στήσετε.
Σ Α ΪΤ Α Σ
Θ α είμαστε εκεί, και θα κάνουμε την πρόβα μας με εγκοσμιότητα και
θαρραλεότητα. Χρειάζεται μεγάλη υπερκόπωση για να πετυχουμε την
τελειότητα. Χαίρετε.
ΣΑΝΙΔΑΣ
Θα βρεθούμε στη βαλανιδιά του δούκα.
ΣΑ ΪΤΑ Σ
Είπαμε: κι ό,τι λέμε, δεν το ξαναλέμε, ούτε το ξελέμε.
(Βγαίνουν)

24
ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΑΞΗ

ΣΚΗΝΗ 1

Δάσος κοντά στην Αθήνα.


(Μπαίνουν ένα ξωτιχό από τη μια μεριά και ο Πουχ από την άλλη)

ΠΟΥΚ
Τ ι γίνεται, ξωτικό; Πού τρέχεις;
ΞΩΤΙΚΟ
Περνάω λόφους, περνάω λαγκάδια,
μέσα από θάμνους κι αγριοτριανταφυλλιές,
περνάω κάμπους ανοιχτούς και χτήματα περιφραγμένα,
μέσα από χείμαρρους και μέσα από φωτιές.
Τριγυρνάω εδώ κι εκεί, παντού γυρνάω,
πιο γρήγορα κι από τη σφαίρα του φεγγαριού.
Και υπηρετώ τη Βασίλισσα των Ξωτικών:
στρώνω δροσοσταλίδες να περάσει.
Πασχαλίτσες έχει για φρουρούς
με χρυσόσκονη ντυμένες,
με ρουμπίνια κι ευωδιές
κι άλλα δώρα που χαρίζουν οι νεράιδες.

25
II. 1

Τώρα πάω να βρω δροσοσταλίδες, να κρεμάσω


ένα μαργαροτάρι σε καθενός φρουρού τ’ αυτί'
γεια σου, διαβολάκο, πρέπει να φύγω:
η βασίλισσα και η ακολουθία της φτάνουν σε λίγο.
ΠΟΤΚ
Έ χει κι ο βασιλιάς μου γλέντι εδώ απόψε"
πρόσεξε μην τύχει κι η βασίλισσά σου βρεθεί μπροστά τού.
Ο Όμπερον μόλις τη βλέπει, αγριεύει και θυμώνει,
γιατί η Τιτάνια πήρε γι’ ακόλουθό της ένα πανέμορφο αγόρι,
που εκείνος είχε κλέψει από κάποιο βασίλειο της Ινδίας,
τον ωραιότερο ακόλουθο που είχε η βασίλισσα ποτέ!
Κι ο Όμπερον πάει να σκάσει απ’ τη ζήλια του,
γιατί το ήθελε δικό του το αγόρι, ακόλουθό του,
να τριγυρίζουνε μαζί στ’ άγρια δάση,
αλλά η Τιτάνια έχει τη δύναμη κοντά της να το κρατήσει:
το στεφανώνει με λουλούδια και το απολαμβάνει.
Κατάλαβες γιατί ποτέ πια δεν συναντιούνται ούτε στα λιβάδια,
ούτε στις πηγές, ούτε κάτω από το φως των αστεριών:
γιατί αντιμάχονται. Κι όλα τα ξωτικά, οι ακόλουθοί τους, λιώνουν
από το φόβο και στις κούπες των βαλανιδιών τρυπώνουν.

ΞΩΤΙΚΟ
Αν κρίνω απ’ το σουλούπι και την εμφάνισή σου,
αυτός είσαι: το διαολεμένο τελώνιο, το άταχτο,
αυτός που σε φωνάζουνε Πουκ, ή Ρόμπιν Συνάδελφε.
Εσύ δεν είσαι που τρομάζεις τις κοπέλες στα χωριά,
που κλέβεις τ’ αφρόγαλα, που γυρνάς με φόρα,
κι αφήνει μάταια την καημένη τη νοικοκυρά καρδάρα
μόνη να λαχανιάζει και να χτυπιέται;
Εσύ δεν είσαι που δεν αφήνει τη μπύρα να ψηθεί,
που λάθος δρόμο δείχνεις τις νύχτες στους διαβάτες
για να γελάσεις με το πάθημά τους; Όσοι σε ξέρουνε
και σε φωνάζουν διαβολάκι του Τζακιού, ή και γλυκούλη Πουκ,
κάνουνε τη δουλειά τους κι έχουνε τύχη καλή:
εσύ δεν είσαι;

26
II. 1

ΠΟΤΚ
Μπράβο, το βρήκες! Ε γώ είμαι που γυρνάω τις νύχτες
και κάνω χωρατά. Ε γώ είμαι που κάνω κόλπα έξυπνα
για να γελάει ο Όμπερον, όταν χλιμιντρίζω
σαν φοράδα γκαστρωμένη και μαυλίζω το βαρβάτο άλογο.
Κι άλλοτε πάλι πάω και χώνομαι σαν ψημένο μήλο
στην κούπα μιας γλωσσοκοπάνας που, όταν πάει να πιει,
στα χείλια της ορμάω κι αδειάζει όλη η μπύρα
στα ζαρωμένα της προγούλια. Η πιο γριά και πιο σοφή
αρχίζει να λέει το πιο θλιμμένο παραμύθι της,
κι εγώ πάω, τότε, και της κάνω το τρίποδο σκαμνί:
πάει να κάτσει, γλιστράω εγώ από τον πισινό της,
ανάσκελα αυτή, «Πάει η κωλάρα μου», φωνάζει
κι αμέσως τηνε πιάνει βήχας. Κι όλη η παρέα τότε
ξεσπάει, πιάνουνε τα πλευρά τους απ’ τα γέλια,
το κέφι ανάβει, φταρνίζονται κι ουρλιάζουν
«Αλήθεια λες!» και γίνεται χαμός.
Ω χ, φύγε, ξωτικό! Έ ρχεται ο Όμπερον!
ΞΩΤΙΚΟ
Ω χ, κι η βασίλισσά μου! Μακάρι να μπορούσα
να πω , «Φύγε, Όμπερον!»
(Μπαίνουν από τη μία μεριά ο Όμπερον, βασιλιάς των Ξωτικών, με την ακολουθία του,
κι από την άλλη η Τιτάνια, βασίλισσα των Ξωτικών, με τη δική της ακολουθία)

ΟΜΠΕΡΟΝ
Ό ,τι χειρότερο! Εσέναν έπρεπε να δω στο φεγγαρόφωτο,
αγέρωχη Τιτάνια!
ΤΙΤΑΝΙΑ
Ορίστε μας! Ο ζηλόφθονος Όμπερον! Ξωτικά, πάμε!
Όρκο έχω πάρει: μακριά απ’ το κρεβάτι του κι από τον ίδιο.
ΟΜΠΕΡΟΝ
Γιά μια στιγμή, βρομοθήλυκο! Ο κύριός σου δεν είμ’ εγώ;

27
II. 1

ΤΙΤΑΝΙΑ
Όσο εγώ είμαι η κυρία σου! Αμ, δεν σε ξέρω!
Ξεχνάω πως το ’σκασες απ’ τη νεραϊδοχώρα,
και πήρες τη μορφή του Κόριν, του βοσκού,
κι έπαιζες όλη την ημέρα στη φλογέρα ερωτικά τραγούδια
στη Φύλλιδα, τη βοσκοπούλα; Π ώς βρέθηκες εδώ;
Εσένα σε θυμάμαι στα φαράγγια της Ινδίας. Αλλά, ξέρω:
εκείνη η αντρογυναίκα, η αμαζόνα, με τις μπότες,
η Ιππολύτη σου, που τόσο θαύμαζες την τεχνική της
στους πολέμους, παντρολογιέται με τον Θησέα.
Κ ι εσύ έτρεξες να στοιχειώσεις το κρεβάτι τους
με όλες τις χαρές και κάθε ευημερία.
ΟΜΠΕΡΟΝ
Ντροπή σου, Τιτάνια, να μιλάς έτσι για τη φιλία μου
με την Ιππολύτη. Ξέρεις ότι ξέρω τα καμώματά σου
με τον Θησέα. Εσύ δεν τον άρπαξες μια νύχτα σκοτεινή
μέσα απ’ τα χέρια της Περιγένειας, που εκείνος είχε κλέψει;
Εσύ.δεν τον έκανες να παρατήσει την ωραία Αίγλη,
και την Αριάδνη και την Αντιόπη;

ΤΙΤΑΝΙΑ·
Αυτά είναι κατασκευάσματα της ζήλιας σου.
Εσύ κι εγώ ποτέ δεν ξανασμίξαμε από το καλοκαίρι εκείνο,
σε λόφο, σε κάμπο, σε δάσος ή σε ρυάκι με λυγαριές,
ή στην αμμουδιά της ακρογιαλιάς για να χορέψουμε
τους κυκλικούς χορούς μας στο σφύριγμα του ανέμου:
γιατί ερχόσουν και με τους καβγάδες σου μας χάλαγες το γλέντι.
Γ ι’ αυτό και οι άνεμοι, αφού μάταια μας καλούσαν,
σαν για εκδίκηση, βυζάξαν απ’ τη θάλασσα
ομίχλες βρομερές, που πέσαν πάνω στη στεριά
και φούσκωσαν τα ρεύματα όλων των ποταμών τόσο,
που ξεχειλίσανε οι όχθες τους και πλημμυρίσανε τον τόπο.
Μάταια έσερνε το βόδι το ζυγό του, ο ζευγολάτης
μάταια μοχθούσε, και το πράσινο καλαμπόκι
σάπιζε πριν η νιότη του προλάβει να βγάλει γένι.

28
II. 1

Έρημα μένουν τα μαντριά μες στον πνιγμένο κάμπο


και τα όρνια παχαίνουνε με άρρωστα ψοφίμια.
Λάσπη σκεπάζει τις αλάνες όπου παίζονταν αμάδες
και τα μονοπάτια, που φιδογυριζαν μες στα χωράφια
μείναν απάτητα και ττνίγηκαν απ’ τα χορτάρια.
Θυμούνται οι δύσμοιροι θνητοί άλλους χειμώνες και πονάνε:
μείναν οι νύχτες δίχως προσευχές και γλέντια.
Γ ι’ αυτό και η σελήνη, που κυβερνάει τα νερά,
ωχρή απ’ το θυμό της, γεμίζει τον αέρα με βροχή
κι αρρώστιες σκορπάει παντού. Και μέσα σ’ αυτό το χάος,
βλέπουμε ν’ αλλάζουνε κι οι εποχές: ασπρομάλλα παγωνιά
πάει και κάθεται στην αφράτη αγκαλιά του άλικου ρόδου
και του γερο-χειμώνα την κρουστιαλιασμένη κορόνα
στολίζει, σαν για χλευασμό, ευωδιαστό στεφάνι
από υπέροχα μπουμπούκια καλοκαιρινά.
Η άνοιξη, τό καλοκαίρι, το καρπερό φθινόπωρο
κι ο απειλητικός χειμώνας αλλάζουν μεταξύ, τους
τις συνηθισμένες τους στολές, κι ο κόσμος τα ’χει χάσει,
δεν ξέρει πια τι είναι τι. Απόγονοι της δικιάς μας φαγωμάρας,
της δικιάς μας διχόνοιας είναι όλες αυτές οι συμφορές.
Εμείς είμαστε οι γονιοί και η καταγωγή τους.

ΟΜΠΕΡΟΝ
Στο χέρι σου είναι: διόρθωσέ τα.
Γιατί η Τιτάνια πάει κόντρα στον Όμπερόν της;
Τ ι σου ζητάω; Εκείνο τ’ αγοράκι θέλω: δώσ’ το μου,
που το θέλω γ ι’ ακόλουθό μου!
ΤΙΤΑΝΙΑ
Αυτό βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου. Κι όλο το νεραϊδόκοσμο
να μου χαρίσεις, τ’ αγόρι δεν σ’ το δίνω. Η μάνα του
ήταν ακόλουθός μου στην Ινδία, και πολλές φορές τις νύχτες
κουτσομπολεύαμε στον αέρα που μύριζε έντονα μπαχάρΓ
και καθόμασταν στην κίτρινη αμμουδιά του Ποσειδώνα
να χαζέψουμε τους εμπόρους που μπαρκάραν με την πλημμυρίδα,
και γελούσαμε που βλέπαμε τα πανιά να πρήζονται,

29
II. 1

να φουσκώνουν γκαστρωμένα απ’ τον παιχνιδιάρη άνεμο.


Τότε κι εκείνη, κουνιστή και λυγιστή, ξεκίναγε
με τη μήτρα της πλούσια κιόλας απ’ αυτόν που είναι
σήμερα ο ακόλουθός μου — κι αρμένιζε όλη τη στεριά
δωράκια να μου φέρει" και γύρναγε, σαν τάχα
από ταξίδι, κουβαλώντας πλούσια πραμάτεια.
Ό μω ς, εκείνη ήτανε θνητή και πέθανε στη γέννα:
για χάρη της, λοιπόν, εγώ ανατρέφω το παιδί,
όπως, πάλι για χάρη της, ποτέ δεν θα τ’ αφήσω.
ΟΜΠΕΡΟΝ
Και πόσο λες να μείνεις εδώ, στο δάσος;

ΤΙΤΑΝΙΑ
Ίσως φύγω μετά τους γάμους του Θησέα.
Αν θέλεις φρόνιμα να μπεις στον κύκλο του χορού μας
και να παρακολουθήσεις τα παιχνίδια μας στο φεγγαρόφωτο,
έλα μαC^ μ«ς. Αν όχι, μείνε μακριά μου, όπως κι εγώ
θα φροντίσω να μη συχνάζω στα μέρη σου.
ΟΜΠΕΡΟΝ
Δώσε μου τ’ αγόρι κι έρχομαι μαζί σου.
ΤΙΤΑΝΙΑ
Ούτε για όλο σου το νεράϊδοβασίλειο. Ξωτικά, πάμε!
Αν μείνω άλλο, θα τσακωθούμε άσχημα, φοβάμαι.
(Βγαίνουν η Τιτάνια και η αχολουβία της)

ΟΜΠΕΡΟΝ
Φύγε, αφού το θες" αλλά προτού προφτάσεις να βγεις
απ’ αυτό το σύδεντρο, θα σε βασανίσω γ ι’ αυτή σου την προσβολή.
Καλέ μου Πουκ, έλα ’δώ. Θυμάσαι που κάποτε
είχα καθίσει σ’ ένα ακρωτήρι κι άκουγα μια γοργόνα;
Ήτανε καθισμένη σε ράχη δελφινιού και τραγουδούσε
με τόση γλύκα και μελωδικότητα, που η αγριεμένη θάλασσα
γαλήνεψε και κάποια αστέρια ξεφύγαν σαν τρελά
από τις τροχιές τους για ν’ ακούσουν το τραγούδι της.

30
ίΐ. 1

ποτκ
Ν αι, το θυμάμαι.

ΟΜΠΕΡΟΝ
Την ίδια εκείνη ώρα είδα — εσύ ήταν αδύνατον να δεις —
να φτερουγίζει ανάμεσα στην φυχρή σελήνη και στη γη
ο Έ ρωτας πάνοπλος' σημάδεψε κατά τη δύση
μια όμορφη Εστιάδα που καθότανε στο θρόνο της
κι έριξε τη σαΐτα του πόθου με δύναμη αρκετή
για να τρυπήσει εκατό χιλιάδες καρδιές.
Ό μω ς εγώ είδα την τεύρινη σαΐτα του νεαρού Έ ρωτα
να σβήνει καθώς περνούσε απ’ τις αγνές, υγρές ακτίνες
της Σελήνης' κι η μεγαλοπρεττής ιέρεια προσπέρασε
αμόλυντη, με στοχασμούς παρθενικούς. Βέβαια, εγώ
είδα πού έπεσε το βέλος του Έ ρωτα: έπεσε
εκεί κατά τη δύση, σ’ ένα ανθάκι κάτασπρο,
που τώρα είναι πορφυρό από το λάβωμα του έρωτα,
και τα κορίτσια τ’ ονομάζουν «Μάταιο έρωτα».
Εκείνο το λουλούδι θέλω να μου φέρεις: σου το ’χω δείξει κάποτε.
Μία σταγόνα απ’ το χυμό του αν πέσει σε κοιμισμένα βλέφαρα,
κάνει τον άντρα ή τη γυναίκα να ερωτευτεί τρελά
το πρώτο πλάσμα που θα δει άμα ξυπνήσει.
Εκείνο το βοτάνι θέλω να μου φέρεις. Και να ’σαι πίσω
προτού ο Λεβιάθαν προλάβει να κολυμπήσει μια λεύγα.
ΠΟΥΚ
Ζωνάρι μπορώ να βάλω γύρω από τη μέση της γης
μέσα σε σαράντα στιγμές.

(Βγαίνει ο Πουχ)

ΟΜΠΕΡΟΝ
Μόλις μου φέρει το βοτάνι, θα παραφυλάξω την Τιτάνια,
και, όταν την πάρει ο ύπνος, θα στάξω το υγρό
στα μάτια της: και, ό,τι πρωτοδεί μόλις ξυπνήσει,
αν είναι λιοντάρι, αρκούδα, λύκος, ταύρος,
σκανταλιάρικη μαϊμού, πίθηκος σοβαροφανής.

31
ίρέξει πίσω ξετρελαμένη από έρωτα. Και προτού
τα μάγια πάρω απ’ τα μάτια της μ’ άλλο βοτάνι
που έχω, θα την καταφέρω να μου δώσει το αγόρι.
Μα, ποιοι έρχονται; Αφού είμαι αόρατος,
θα κάτσω να κρυφακούσω την κουβέντα τους.
(Μπαίνει ο Δημήτριος και πίσω του η Ελίνη)
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Δεν σ’ αγαπάω, μην έρχεσαι από πίσω μου συνέχεια!
Πού είν’ ο Λύσανδρος κι η όμορφη Ερμία;
Εκείνον θα τον σφάξω! Αυτή συνέχεια με σφάζει
με τον έρωτά της. Εσύ δεν μου ’πες ότι κλεφτήκανε
και ότι θα ’ρθουυε σ’ οιυτό το δάσος; Ορίστε, νά με
σαν το κούτσουρο ανάμεσα στα δέντρα, αφού δεν βρίσκω
την Ερμία μου. Εσύ δίνε του: μην έρχεσαι πίσω μου!
ΕΛΕΝΗ ,
Δεν φταίω που με τραβάς κοντά σου, σκληρόκαρδε μαγνήτη'
πάντως, σίδερο δεν τραβάς, γιατί η καρδιά μου είναι πιστή
σαν το ατσάλι. Χάσε, λοιπόν, εσύ τη δύναμη
που με τραβάει κουτά σου, για να μην έχω πια κι εγώ
δύναμη να σ’ ακολουθήσω..
ΔΗΜ ΗΤΡΙΟΣ
Θες να πεις ότι εγώ σε παραπλάνησα; Σου μίλησα ποτέ γλυκά;
Αντίθετα, δεν σου ’λεγα πάντοτε τη σκληρή αλήθεια,
ότι δεν θέλω ούτε και μπορώ να σ’ αγαττήσω;

ΕΛΕΝΗ
Αυτό με κάνει να σε θέλω πιο πολύ!
Σκυλάκι σου έχω γίνει' και, Δημήτριε, όσο με δέρνεις,
τόσο σου κουνάω την ουρά μου. Σκυλάκι σου να μ’ έχεις:
διώξε με, χτύπα με, μη με κοιτάς, άσε με να χαθώ,
αλλά δώσε μου την άδεια, σ’ εμένα την ανάξια, να τρέχω
από πίσω σου. Ποια θέση χειρότερη να ζητιανέψω
από την καρδιά σου, αν και για μένα θα ήτανε
πολύ τιμητική: σκυλάκι σου να είμαι, αυτό και μόνο!

32
II. 1

ΔΗΜ ΗΤΡΙΟΣ
Μη μ’ ερεθίζεις! Όσο σε βλέπω, σε μισώ!
Παθαίνω και μόνο που σε βλέπω!

ΕΛΕΝΗ
Κι εγώ παθαίνω όταν σε βλέπω.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Εκθέτεις την τιμή σου πάρα πολύ έτσι που φεύγεις
από την πόλη κι αφήνεις την τιμή σου στο έλεος κάποιου
που σου δηλώνει ότι δεν σε θέλει" που εμπιστεύεσαι
το θησαυρό της παρθενιάς σου στης νύχτας τα καμώματα
και στης ερημιάς τις κακές συμβουλές.
ΕΛΕΝΗ
Η τιμιότητά σου είν’ εγγύηση για μένα" άλλωστε,
δεν είναι νύχτα όταν βλέπω το πρόσωπό σου;
γ ι’ αυτό νομίζω πως δεν βρίσκομαι μέσα στη νύχτα.
Ούτε αυτό το δάσος είν’ έρημο από κόσμο,
αφού για μένα είσαι ο κόσμος όλος.
Πώς να πώ , λοιπόν, ότι είμαι μόνη, αφού όλος ο κόσμος
είν’ εδώ μπροστά μου και με κοιτάζει;
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Θ α σου το σκάσω! Θα κρυφτώ στο δάσος
και θα σ’ αφήσω στο έλεος των άγριων θηρίων.
ΕΛΕΝΗ
Το αγριότερο θηρίο δεν έχει τη δική σου την καρδιά.
Τρέχα όπου θέλεις, τώρα θ’ αλλάξει ο μύθος;
θα τρέχει μπροστά ο Απόλλωνας, κι η Δάφνη θα τον κυνηγάει.
Το περιστέρι κυνηγά τη Σ φ ίγγα, η ήμερη ελαφίνα
τρέχει πίσω από τον τίγρη: μάταιος κόπος να κυνηγάει
ο δειλός τον άξιο που φεύγει.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Δεν ακούω άλλο, φεύγω! Και πρόσεξε, αν μ ’ ακολουθήσεις,
πίστεψε με, στο δάσος μέσα κακό θα πάθεις από μένα.

33
II. 1

ΕΛΕΝΗ
Α χ, xat στο ναό, και στην πόλη, και στα χωράφια,
παντού κακό μου κάνεις. Ντροπή σου, Δημήτριε!
Οι αδικίες που μου κάνεις προσβάλλουν όλες τις γυναίκες:
εμείς δεν μπορούμε να διεκδικήσουμε τον έρωτα
όπως οι άντρες, γιατί εμείς περιμένουμε από σας
— το ξέρεις — να μας κυνηγάτε ερωτικά.
Το αντίθετο δεν γίνεται κανονικά.

(Βγαίνει ο Δημήτριος)

Θα σ’ ακολουθήσω κι ας γίνει κόλαση ο παράδεισός μου:


ας πεθάνω, αν είναι να με σκοτώσει ο λατρευτός μου.
'(Βγαίνει η Ελένη)

ΟΜΠΕΡΟΝ
Στο καλό, νύμφη' προτού βγει από το σύδεντρο,
αυτός θα σε παρακαλάει, κι εσύ θα τρέχεις να του ξεφύγεις.
(Μπαίνει ο Πουχ)

Καλώς τόνε. Ταξιδευτή μου, το ’φερες το λουλούδι;

ΠΟΤΚ
Ορίστε, νά το!

ΟΜΠΕΡΟΝ
Δώσ’ το μου, σε παρακαλώ! Ξέρω μια όχθη ποταμού,
όπου φυτρώνει άγριο θυμάρι κι ανθίζουν γιούλια
και λυγερές βιολέτες' το μέρος όλο το σκεπάζουνε σαν θόλος
αγιόκλημα πυκνό και μυρωμένες αγριοτριανταφυλλιές
μ’ άσπρα και ροζ λουλούδια. Εκεί, καμιά φορά, τη νύχτα
κοιμάται η Τιτάνια ξαπλωμένη στ’ άνθη, ενώ γύρω της
νεράιδες με τραγούδια και χορούς τη νανουρίζουν'
εκεί το φίδι αφήνει το σμαλτωμένο του πουκάμισο,
που φτάνει και περισσεύει να γίνει φόρεμα για μια νεράιδα.
Θα στάξω το χυμό του λουλουδιού στα μάτια της
για να στοιχειώσει ο νους της μ’ έρωτες αρρωστημένους.

34
II. 1

Πάρε λίγο κι εσύ και ψάξε μέσα στο δασάκι' ένα όμορφο
κορίτσι απ’ την Αθήνα είν’ εδώ και τρέχει πίσω από ένα νέο
να την περιφρονεί: στάξε λίγο στα μάτια του,
αλλά, προσοχή, βεβαιώσου πως όταν τα μάτια του ανοίξει,
θα δει εκείνηνε μπροστά του. Τον νέο θα τον αναγνωρίσεις
απ’ τ’ αθηναίικα ρούχα του. Αν όλα γίνουνε σωστά,
αυτός θα είν’ ο πιο ερωτοχτυπημένος.
Και έλα να με βρεις μόλις ο πρώτος κόκορας λαλήσει.

Π Ο ΪΚ
Μείνει ήσυχος, αφεντικό: ο υπηρέτης σου θα μεριμνήσει.

(Βγαίνουν χωριστά)

35
ΣΚΗΝΗ 2

Άλλο μέρος στο δάσος.


(Μπαίνουν η Τιτάνια και η αχολουθία της)

ΤΙΤΑΝΙΑ
Λοιπόν, ένα χορό και ένα νεραϊδοτραγούδι
και μετά, στο ένα τρίτο της στιγμής, δρόμο:
άλλοι τις κάμπιες να σκοτώσετε στα μπουμπούκια των ρόδων,
άλλοι να κυνηγήσετε τις νυχτερίδες γιατί θέλω
απ’ τις διαφανείς, δερμάτινες φτερούγες τους να φτιάξω
παλτουδάκια για τα μικρά μου ξωτικά,
κι άλλοι να διώξετε μακριά τη γκρινιάρα κουκουβάγια,
που όλο το βράδυ σκούζει και χαζεύει τις όμορφες νεράιδές μας.
Τώρα, τραγουδήστε μέχρι να με πάρει ο ύπνος' και μετά,
όσο εγώ θα ξεκουράζομαι, εσείς στις δουλειές σας!.

(Τα Ξωτικά τραγουδούν)

Α' ΞΩΤΙΚΟ
Μακριά της, δίγλωσσες οχιές
και σκαντζόχοιροι αγκαθωτοί,
μακριά της, σαλαμάνδρες μισητές
και τυφλοσκούληκες φριχτοί.
Στις φωλιές σας να λουφάξετε,
την Κυρά μη μας πειράξετε.
ΧΟΡΟΣ
Αηδόνι που ’χεις χάρισμα,
ξεκίνα το νανούρισμα:
νάνι-νάνι-νάνι-νάνι.

36
ίΐ. 2

το κακό να μη την πιάνει,


μάτι μη τηνε βασκάνει
την Κυρά μας, νάνι-νάνι,
τη γλυκιά μας, νάνι-να.
Β' ΞΩΤΙΚΟ
Μακριά της, υφάντρες αράχνες,
μακριά τους ιστούς σας από ’δώ,
μακριά της, σκαθάρια και κάμπιες,
σαλιγκάρι, κοντά της μη σε δω!

ΧΟΡΟΣ
Αηδόνι που ’χεις χάρισμα,
ξεκίνα το νανούρισμα:
νάνι-νάνι-νάνι-νάνι,
το κακό να μη την πιάνει,
μάτι μη τηνε βασκάνει
την Κυρά μας, νάνι-νάνι,
τη γλυκιά μας, νάνι-να.
(Η Τιτάνια αποκοιμιέται)

Γ' ΞΩΤΙΚΟ
Ό λά εντάξει' πάμε, εμπρός:
μόνον ένας για φρουρός.
(Βγαίνουνε τα Ξωτικά. Μπαίνει ο Όμπερον και στάζει το λουλούδι
στα βλέφαρα της Τιτάνιας.)

ΟΜΠΕΡΟΝ
Αυτό που θα δεις μόλις ξυπνήσεις
για μοναδικό σου έρωτα θα το νομίσεις,
και γ ι’ αυτό από πόθο θα τσακίσεις'
αγριόγατος ας είναι ή χοντρή αρκούδα,
λεοπάρδαλη, αγριογούρουνο με φοβερή μουσούδα,
όταν ξυπνήσεις και το δεις, θα το λατρέψεις,
τέρας και σίχαμα πως είναι δεν θα το μαντέψεις.
(Βγαίνει ο Όμπερον. Μπαίνουν ο Λύσανδρος και η Ερμια.)

37
II. 2

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Αγάπη μου, κουράστηκες τόσες ώρες που γυρίζουμε στο δάσος,
και, δεν σ’ το κρύβω, έχω χάσει το δρόμο!
Θέλεις να ξεκουραστείς λιγάκι, Ερμία μου, απόψε
και να περιμένουμε βοηθό και αρωγό μας την ημέρα;
ΕΡΜΙΑ
Έτσι να κάνουμε, Λύσανδρε' βρες κι εσύ κάπου πιο πέρα
να ξαπλώσεις, κι εγώ θα γείρω το κεφάλι σ’ αυτά τα χόρτα.
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Τ α χόρτα αυτά θα γίνουν μαξιλάρι για τους δυο μας:
μία καρδιά, ένα κρεβάτι,.δύο κορμιά, μία πίστη.
ΕΡΜΙΑ
Ό χι, καλέ μου Λύσανδρε' για χάρη μου, γλυκέ μου,
ξάπλωσε λίγο πιο πέρα, όχι τόσο κοντά μου.
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Μην παρεξηγείς την αθώα σκέψη μου, καλή μου.
Η αγάπη πρέπει να δίνει νόημα σωστό στα λόγια της αγάττης.
Θέλω να πω, οι καρδιές μας είναι τόσο δεμένες,
που θα μπορούσαν πια να γίνουν μία.
Τα κορμιά μας είναι δεμένα μ’ έναν όρκο, κοινό,
άρα είναι δύο τα κορμιά και μία η πίστη.
Γι’ αυτό, μη μου αρνιέσαι να γείρω δίπλα σου, Ερμία:
θα ξεκουραστώ, δεν θα εκμεταλλευτώ.
ΕΡΜΙΑ
Ωραία παίζει ο Λύσανδρός μου με τις λέξεις!
Ανάθεμα στους τρόπους και στην αρετή μου,
αν εννοούσα ότι ο Λύσανδρός μου θέλει να μ’ εκμεταλλευτεί.
Όμως, καλέ μου, από αγάπη και λεπτότητα,
γείρε λίγο πιο μακριά, όπως υπαγορεύει η σεμνότητα.
Όλοι το λένε, απόσταση πρέπει να υπάρχει
ανάμεσα στον τίμιο νέο και στην κοπέλα.
Πιο πέρα ξάπλωσε, λοιπόν, και καληνύχτα, γλυκέ μου'
μακάρι η αγάπη σου ποτέ να μην αλλάξει, θησαυρέ μου!

38
II. 2

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Αμήν, αμήν! Αυτή την ευχή κάνω κι εγώ: η ζωή μου
να τελειώσει πριν από την πίστη μου προς εσένα.
Ν ά, εδώ θα κοιμηθώ εγώ’ σου εύχομαι ο ύπνος
να σου χαρίσει όλη τη γαλήνη του.
ΕΡΜΙΑ
Απ’ την ευχή σου τη μισή ας κρατήσει:
σ εσενανε, τον δωρητή, να την ξαναχαρίσει.

(Κοιμούνται. Μπαίνει ο Πονχ.)

ΠΟΥΚ
Μες στο δάσος τριγυρίζω,
Αθηναίο δεν γνωρίζω,
στα ματόφυλλά του πάνω
δοκιμή ανθού να κάνω.
Νύχτα και σιγή. Μα, νά:
ρούχα πόλης και τρανα
Και μου το ’πε ο κύριός μου:
ό,τι θα βρεθεί εμπρός μου
το αντράκι που τη νέα
πρόσβαλε την Αθηναία.
Νά η κοπέλα κοιμισμένη,
μες στη βρόμα, η καημένη,
δεν τολμάει να ’ναι κοντά του,
την πετά η αναίδειά του.
Σ τα μάτια σου, άτιμε, σου στάζω,
και μάγια ανίκητα σου βάζω:
μόλις από τον ύπνο σου ξυπνήσεις,
βλέφαρο δεν θα ξανακλείσεις,
γιατί θα δεις με τη σειρά σου,
τον ύπνο να τον διώχνει ο έρωτάς σου.
Αυτά θα γίνουνε αμέσως μόλις φύγω,
κι εγώ στον Όμπερον θα ’μαι σε λίγο.

(Βγαίνει ο Πουχ. Μπαίνουν ο Δημήτριος και η Ελέιχη τρέχοντας.)

39
II. 2

ΕΛΕΝΗ
Σχάσου! Σχάσου, κι ας με σχοχώσεις, Δημήχριε μου!

ΔΗΜ ΗΤΡΙΟΣ
Σου χο ’χω πει: παράχα με και μη με κυνηγάς!

ΕΛΕΝΗ
Και XI,· Θα μ’ αφήσεις μέσα σχ’ άγρια σκοχάδια;
Μ η μου χο κάνεις αυτό!
ΔΗΜ ΗΤΡΙΟΣ
Βγάλ’ χα πέρα μόνη σου. Ε γώ φεύγω.
(Βγαίνει ο Δημήτριος)

ΕΛΕΝΗ
Ουφ! Μου κότεηκε η ανάσα μ’ αυτό χο τρελό κυνηγητό.
Κανένας δεν δείχνει έλεος στα παρακάλια μου.
Τυχερή είν’ η Ερμία, όπου και να βρίσκεται,
γιατί έχει τόσο θεϊκά, τόσο γοητευτικά μάτια.
Πώς γίναν τόσο λαμπερά χα μάτια της; Ό χι απ’ το αλάτι
των δακρύων, γιατί τα δικά μου ξεπλένονται με δάκρυα
πολύ πιο συχνά απ’ τα δικά της. Ό χι, όχι,
εγώ είμαι ασχημομούρα σαν αρκούδα,
γιατί, ως και τ’ αγρίμια, όταν με δούνε, φεύγουνε τρομαγμένα.
Δεν απορώ, λοιπόν, που ο Δημήτριος, μόλις με δει,
χο σκάει αμέσως σαν θηρίο φοβισμένο.
Ποιος μοχθηρός, ποιος απατηλός καθρέφτης μου
μ’ έβαλε να συγκρίνω τον εαυτό μου με την Ερμία,
που έχει μάτια σαν αστέρια; Μπα! Ποιος είν’ αυτός;
Ο Λύσανδρος ξαπλωμένος στο χώμα! Νεκρός, ή κοιμισμένος;
Δεν βλέπω αίμα, ούτε πληγή. Λύσανδρε,
αν είσαι ζωντανός, καλέ μου, ξύπνα!

ΛΎΣΑΝΔΡΟΣ
(Ξυπνώντας) Και μέσα στη φωτιά πέφτω για χάρη σου,
γλυκιά, διάφανη Ελένη! Η φύση έκανε το θαύμα της;
μέσα απ’ το στήθος σου, μπορώ και βλέπω την καρδιά σου.

40
II. 2

Πού είναι ο Δημήτριος; Ω, τι όνομα απαίσιο! Αυτό το όνομα


πρέπει να το σβήσω εγώ με το σπαθί μου!

ΕΛΕΝΗ
Μη μου λες τέτοια, Λύσανδρε! Μη μου λες τέτοια!
Τ ι πειράζει που αγαπάει την Ερμία σου; Κύριε, τι πειράζει;
Η Ερμία εσένα μόνον αγαπάει. Δεν σου φτάνει;

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Να μου φτάνει; Τ ι, η αγάπη της Ερμίας; Μ α, εγώ μετανιώνω
για όλες τις απαίσιες στιγμές που ξόδεψα μ α5 της.
Ό χ ι πια την Ερμία; τώρα την Ελένη αγαπώ.
Ποιος δεν δίνει κοράκι να πάρει περιστέρι;
Τ η θέληση του άντρα την κυβερνά η λογική’
και η λογική μού λέει ότι εσύ αξίζεις πιο πολύ
απ’ την Ερμία. Τ α πράγματα ωριμάζουνε στην ώρα τους’
κι εγώ, σαν νέος, ήμουν άγουρος για να ’χω λογική αρκετή’
όμως τώρα, που αρχίζω ν’ αγγίζω τη γνώση μ’ ωριμότητα,
η λογική στρατηλατεί τη θέλησή μου και με διατάζει
στα μάτια να σε δω, για να διαβάσω μέσα τους,
σ’ αυτό το υπέροχο βιβλίο αγάπης, ιστορίες ερωτικές.

ΕΛΕΝΗ
Γ εννήθηκα για να με κορο’ίδεύουν όλοι;
Τ ι σου ’χω φταίξει και με χλευάζεις τόσο;
Δεν μου φτάνει, νέε μου, δεν μου φτάνει που ποτέ,
ω, ναι, ποτέ, δεν αξιώθηκα ούτε θ’ αξιωθώ
να πάρω ένα γλυκό βλέμμα απ’ τον Δημήτριο;
Πρέπει να ’χω κι εσένα να με σαρκάζεις για τα χάλια μου;
Μ α την αλήθεια, μ’ αδικείς! Μα την αλήθεια, αυτό κάνεις
όταν μου πουλάς αγάπη με τρόπο τόσο προσβλητικό.
Σ ’ αφήνω τώρα’ όμως, πρέπει να ομολογήσω
πως σε περίμενα πιο κύριο, πιο ευγενικό.
Γιατί, αν ένας άντρας σε μια κοπέλα την πλάτη του γυρίζει,
πρέπει και άλλος να τη χλευάζει και να την εξευτελίζει;
(Βγαίνει)

41
II. 2

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Δεν είδε την Ερμία. Κοιμήσου εσύ εκεί, Ερμία'
και μακάρι να μην ξαναβρεθείς στο δρόμο μου.
Γιατί, όπως ο κορεσμός απ’ τα πολλά γλυκά
φέρνει απαίσια ανακατωσούρα στο στομάχι,
ή, όπως ο αιρετικός, όταν την πλάνη του ανακαλύπτει
και ξαναγυρνάει στην πίστη του, μισεί εκείνο
που τον πλάνεψε, έτσι κι εσύ, κορεσμέ κι αίρεσή μου,
απ’ όλους να ’σαι μισητή, μα πιο πολύ από μένα.
Καρδιά μου, με όσο πάθος κι αγάπη σ’ απομένει,
στείλε με ακόλουθο-προστάτη στη λατρευτή Ελένη.
(Βγαίνει)

ΕΡΜΙΑ
(Ξυπνώντας) Βοήθεια, Λύσανδρε, βοήθεια! Τρέχα!
Τράβα το φίδι που μου σέρνεται στο στήθος!
Α χ, τι έπαθα η καημένη! Τι όνειρο κι αυτό!
Λύσανδρε, κοίτα πώς τρέμω από το φόβο μου.
Είδα ότι ένα φίδι έπαιρνε κομμάτια απ’ την καρδιά μου,
κι εσύ καθόσουν χαμογελαστός και χάζευες τ’ απαίσιο θέαμα.
Λύσανδρε! Μα, τι, έφυγες; Λύσανδρε; Κύριέ μου!
Μα, δεν μ’ ακούει; Έφυγε; Ούτε φωνή, ούτε ακρόαση!
Α χ, πού είσαι; Αν μ’ ακούς, μίλα μου:
μα την αγάπη που σου έχω, λιποθυμάω από το φόβο.
Τίποτα. Πού έφυγες; Γ ιατί σε χάνω;
Θα ψάξω αμέσως να σε βρω, και ας πεθάνω.

(Βγαίνει)

42
ΤΡΙΤΗ ΠΡΑΞΗ

ΣΚΗΝΗ 1

Στο δάσος.
(Η Τιτάνια κοιμάται. Μπαίνουν ο Σανίδας, ο Ροχάνης, ο Σαΐτας,
ο Φιισούνης, ο Καζανάς και ο Βελόνης.)

ΣΑΤΤΑΣ ■
Είσαστε παρόντες όλοι οι παριστάμενοι;
ΣΑΝΙΔΑΣ
Στην ώρα μας’ κι αυτός ο χώρος είναι ό,τι πρέπει για την αναπαράσταση
της παράστασης. Αυτό εδώ το ξέφωτο με το γρασίδι είναι η σκηνή μας'
κι εκείνα τα πουρνάρια είναι τα καμαρίνια για τις παρασκηνιακές αλλαγές
μας· κι η πρόβα μας θα είναι σαν την κανονική παράσταση, που
κανονίσαμε να δώσουμε μπροστά στο δούκα.

ΣΑΤΤΑΣ
Πέτρο Σανίδα!

ΣΑΝΙΔΑΣ
Τ ι είναι πάλι, φίλε Σαΐτα;

43
III. 1

ΣΑΪΤΑΣ
Υπάρχουνε κάτι πράματα σ’ αυτή την κωμωδία του Πύραμου και της
Θίσβης, που δεν θα δώσουνε καθόλου αναψυχή σε κανέναν. Πρώτον,
ο Πύραμος πρέπει να βγάλει το σπαθί του και ν’ αυτοκτονήσει τον εαυτό
του' το οποίον οι κυρίες θα το απορρίφουν ψυχικώς. Τ ι έχεις να πεις γ ι’
αυτό;
ΚΑΖΑΝΑΣ
Μα την Παναγία, θα τ’ απορρίφουμε στ’ απορρίμματα.
ΒΕΛΟΝΗΣ
Ε γώ λέω να μην έχουμε καθόλου σκοτωμούς στην αρχή, και να τους
βάλουμε όλους στο τέλος.

ΣΑΪΤΑΣ
Αποκλείεται! Αλλά έχω μια ιδέα, που θα τα εξομαλύνει όλα για να
έρθουν ομαλά στους θεατές. Θα μου γράψετε έναν πρόλογο, και θα βγω
εγώ σαν Πρόλογος και θα εξηγήσω ότι τα σπαθιά μας δεν είναι σπαθένια,
άρα δεν θα τους κάνουνε κακό, και ότι ο Πύραμος δεν αυτοκτονεί τον
εαυτό του εντελώς, και για να τους πείσω παραπάνω, θα τους βεβαιώσω
πλήρως ότι εγώ ο Πύραμος, δεν είμαι στ’ αλήθεια ο Πύραμος, γιατί στ’
αλήθεια είμαι ο Σαΐτας ο υφαντής. Κι έτσι όλοι θα ξεφοβηθούνε.
ΣΑΝΙΔΑΣ . .
Ωραία! Να τον γράφουμε τον πρόλογο. Και να τον κάνουμε με μέτρο.
ΣΑ ΪΤΑ Σ
Εδώ σας πιάσαν οι οικονομίες; Χωρίς μέτρο! Κι όσο βγει! Όσο πιο πολύ,
τόσο πιο ξεφοβημένοι οι θεατές.
ΚΑΖΑΝΑΣ
Οι κυρίες δεν θα φοβούνται άμα βλέπουν το λιοντάρι;
ΒΕΛΟΝΗΣ
Αυτό το φοβάμαι, όπως σε βλέπω και με βλέπεις.
ΣΑΪΤΑΣ
Σύντροφοι μάστορες, σκεφτείτε τι θα παθαίνατε εσείς άμα βλέπατε — μη
χειρότερα, Θεέ μου — ένα λιοντάρι να τριγυρνάει φοβερό και τρομερό

44
Ill, 1

ανάμεσα στις κυρίες. Γιατί το λιοντάρι είναι το φοβερότερο ττεηνό, και


πρέπει να προσέξουμε πώς θα γίνουμε επιδειξίες του λιονταριού.

ΚΑΖΑΝΑΣ
Να γράψουμε κι άλλον έναν πρόλογο, για να τους εξηγήσουμε ότι το
λιοντάρι δεν είναι λιοντάρι.
ΣΑΪΤΑΣ
Ό χ ι. Ε γώ λέω να πούμε τ’ όνομά του, και να βάλουμε να βγαίνει η μισή
του μούρη μέσα απ’ το λαιμό του λιονταριού. Και να μιλάει
αυτοπροσώπως από ’κεί μέσα, γιατί άμα μιλάει μέσα από το λαιμό του
λιονταριού, μιλάει πιο αποτελεσματικώς: να λέει, «Κυρίες», ή «Ωραίες
μου κυρίες, εύχομαι να πιάσει η ικεσία μου», ή, «Ικετεύω να πιάσει η
ευχή μου να μη φοβηθείτε, ούτε να ταραχτείτε, ούτε ν’ ανησυχήσετε,
γιατί εγώ είμαι σαν κι εσάς. Κ αι, αν νομίζετε πως ήρθα για να κάνω το
λιοντάρι γιατί είμαι λιοντάρι, μακάρι ο Θεός τη ζωή να μου πάρει. Ό χ ι,
δεν υπάρχω σαν λιοντάρι! Η ύπαρξή μου είναι ανθρώπινη, και όπως όλων
των άλλων ανθρώπων». Και τότε το λιοντάρι θα δηλώσει τ’ όνομά του
και θα δηλωθεί ότι πρόκειται για τον Ροκάνη, τον μαραγκό.
ΣΑΝΙΔΑΣ ■
Ν αι, αυτό πρέπει να γίνει. Αλλά έχουμε κι άλλα δύο πολύ
προβληματικά. Το πρώτο είναι: να φέρουμε τη σελήνη μέσα στην
κρεβατοκάμαρα, γιατί, όπως ξέρεις, ο Πύραμος κι η Θίσβη συναντιούνται
κάτω από το φως του σεληνόφωτος.
ΚΑΖΑΝΑΣ
Και θα ’χει φεγγάρι τη νύχτα που θα δώσουμε παράσταση;
ΣΑΪΤΑΣ
Έ να ημερολόγιο! Ημερολόγιο ποιος έχει πάνω του; Βρείτε το φεγγάρι!
Πότε έχουμε φεγγάρι;
ΣΑΝΙΔΑΣ
Έ χουμε. Εκείνη τη νύχτα έχουμε.
ΣΑΪΤΑΣ
Ωραία. Θ ’ αφήσουμε ανοιχτό το ένα παντζούρι της αίθουσας, όπου θα
δίνουμε την παράσταση. Και το φεγγάρι θα φεγγίζει απ’ το παντζούρι.

45
ΠΙ. 1

ΣΑΝΙΔΑΣ
N at, σωστά. Αλλά, εγώ λέω το άλλο: να μπει κάποιος μέσα στη σκηνή
πίσω από ένα θάμνο, και να κρατάει φανάρι, και να εξηγήσει ότι
μεταμφιέστηκε για να παίξει το φεγγάρι. Αυτό το πρόβλημα λύνεται.
Το άλλο τώρα: πρέπει να βρούμε αίθουσαν για την αναπαράσταση, που να
έχει τοίχο ανάμεσά της, εκτός από τους τοίχους που θα έχει τριγύρω της.
Γιατί ο Πύραμος κι η Θίσβη, όπως επιμένει ο μύθος της ιστορίας μας,
μιλάνε μέσα από μια χαραμάδα τοίχου.

ΚΑΖΑΝΑΣ
Και πώς θα τον βάλουμε τον τοίχο μέσα στη μέση της αίθουσας; Εσύ τι
λες. Σαΐτα;

ΣΑΪΤΑΣ
Θα έχουμε κάποιον που θα είναι μεταμφιεσμένος εκπρόσωπος του τοίχου,
δηλαδή, θα τον έχουμε πασαλείφει με γύψο ή με σοβά, ή κάτι
τελοσπάντων που να δείχνει τοίχο. Και θα κράτάει ανοιχτά τα δάχτυλά
του, νά, έτσι! Που θα κάνουνε χαραμάδα, για να ψιθυρίζουνε σιγά ο
Πύραμος κι η Θίσβη.
ΣΑΝΙΔΑΣ
Άμα γίνει κι αυτό, όλα θα είναι εντελώς τέλεια. Ελάτε, καθίστε κάτω,
άσχετοι: πρέπει ν’ αρχίσουμε την πρόβα. Πύραμε, εσύ θα είσαι ο
εναρκτήριος· άμα τελειώσεις, θα πας να κρυφτείς πίσω από κείνο το
πουρνάρι’ το ίδιο θα κάνει όποιος τελειώνει την τελευταία λέξη του.

(Μπαίνει ο Πονχ)

Π Ο ΪΚ
Ποιοι χοντράνθρωποι είν’ αυτοί με τα χωριάτικα ρούχα,
που κορδώνονται εδώ, δίπλα στο λίκνο της βασίλισσας των Ξωτικών;
Μα, τι; Έργο θεατρικό ετοιμάζουν; Θα κάτσω θεατής,
ή, αν προκόψει, θα μπω ηθοποιός κι εγώ.
ΣΑΝΙΔΑΣ
Πύραμε, μιλάς! Θίσβη, εδώ μπροστά!
ΣΑΪΤΑΣ
Θίσβη, των λονλουδιών η κακοσμία...

46
111. 1

ΣΑΝΙΔΑΣ
Εϋοσμία! Εοοσμία!
ΣΑΪΤΑΣ
Ευοσμία,
μπρος στην ανάσα σου δεν πιάνει μία.
Μα, τι βλέπω; Μια φωνή! Στάσου λιγάκι εδώ.
Θα φύγω, κι όταν θα ξανάρθω, θα σε ξαναδώ.
(Βγαίνει)

Π Ο ΪΚ
Πρώτη φορά βλέπω τέτοιον άσχετο Πύραμο!

(Βγαίνει)

ΦΥΣΟΥΝΑΣ
Ε γώ μιλάω τώρα;
ΣΑΝΙΔΑΣ
Ν αι, διάολε, εσύ! Δεν κατάλαβες; Πάει να δει μια φωνή που άκουσε, και
θα ξανάρθει.
ΦΥΣΟΥΝΑΣ
Ακτινοβόλε Πύραμε, κάτασπρο μου κρινάκι,
πώς έτσι εκοκκίνησες; Για σύνελθε λιγάκι.
Ω νεανία ζωηρέ, είναι γνωστόν ευρέως,
πως σ’ αγαπώ πάρα πολύ, κι ας είσαι και Εβραίος.
Τι δεν σιμώνεις, άνθρωπε, τι φεύγεις; Είναι κρίμα!
Καλά, θα έρθω να σε βρω στης Λιγδερής το χτήμα.
ΣΑΝΙΔΑΣ
Στης Λυγερής το χτήμα, χριστιανέ μου! Και δεν πρέπει να το πεις όλο
αυτό ακόμα. Τ α δύο τελευταία θα τα πεις άμα ξαναγυρίσει ο Πύραμος και
ξαναθέλει να ξαναφύγει. Τώρα τον τέλειωσες το ρόλο σου, τι θα πεις
μετά;
ΦΥΣΟΥΝΑΣ
Καλά, σταματάω στο “και Εβραίος” .

47
III. 1

(Μπαίνουν ο Σαΐτας φορώντας κεφάλι γαϊΒάρου και πίσω του ο Πουχ)

ΣΑ ΪΤΑ Σ
Ωραίος ΰμαι, Θίσβη μου, μα είμαι και δικός σου...
ΣΑΝΙΔΑΣ
Τ ι τέρας ειν’ αυτό! Μη χειρότερα! Στοιχειώσαμε! Δρόμο, σύντροφοι
μαστόροι! Δρόμο!
(Βγαίνουν όλοι εκτός από τον Σαΐτα και τον Πουχ)

Π Ο ΪΚ
Στο κυνήγι θα σας παίρνω, θα σας φέρνω άνω κάτω,
στα πουρνάρια και στους βάλτους, στα φαράγγια θα σας ρίχνω,
κυνηγόσκυλο θα είμαι ή και άλογο βαρβάτο,
ή ακέφαλη αρκούδα: ως και σαν φωτιά θα δείχνω.
Θα γρυλίζω, θα μουγκρίζω, θ’ αλυχτάω, θα ουρλιάζω,
κι όταν βρίσκομαι μπροστά σας, πάντα εγώ θα σας τρομάζω.
(Βγαίνει)

Σ Α ΪΤΑ Σ
Γιατί φύγανε; Τι γαϊδούρια που είναι! Πλάκα χάνουνε, για να με
τρομάξουνε.

(Ξαναμπαίνει ο Καζανάς)

ΚΑΖΑΝΑΣ
Μ α, τι έπαθες. Σαΐτα; Εσύ άλλαξες! Τ ι βλέπω!
Σ Α ΪΤΑ Σ
Τ ι βλέπεις, βρε γαϊδούρι; Μούρη σαν τη δίκιά σου βλέπεις.
(Βγαίνει ο Καζανάς. Ξαναμπαίνει ο Σανίδας.)

ΣΑΝΙΔΑΣ
Μη χειρότερα. Σαΐτα μου, μη χειρότερα! Βρε συ, εσύ μεταμορφώθηκες!
(Βγαίνει)

Σ Α ΪΤΑ Σ
Ξέρω τι γαϊδούρια είναι. Θέλουνε να με τρομάξουνε, σαν να ’μουνα

48
III. 1

γαϊδούρι. Αλλά εγώ δεν θα το κουνήσω από ’δώ, ό,τι και να κάνουνε.
Θα πηγαινοέρχομαι εδώ, πάνω-κάτω, για ν’ ακροαστούν ότι δεν φοβάμαι
καθόλου.
(Τραγουδάει)
Το μαυροπούλι είναι μαύρο
κι η μύτη του πορτοκαλιά.
Της κίσσας την ουρά πού θα ’βρω,
του τρυποφράχτη τη λαλιά;
ΤΙΤΑΝΙΑ
(Ξυπνώντας) Ποιος άγγελος με ξύπνησε από το λουλουδένιο μου ύπνο;

ΣΑΪΤΑΣ
(Τραγουδάει)
Κορυδαλλός και σπουργιτάκι,
μαζί και κούκος εκλεκτός,
αρχίζουνε το τραγουδάκι
όλοι μαζί κι όλοι εκτός.
Σωστά, αφού είναι πουλιά, ό,τι θέλουνε κάνουνε, πάντα το πουλί κάνει
ό,τι θέλει, κι άμα κάνει Κούκου τόσο το καλύτερο.
ΤΙΤΑΝΙΑ
Σ ε παροικαλώ, ωραίε θνητέ, τραγούδα π ά λ ι
το αυτί μου ερωτεύτηκε το τραγούδι σου’
αλλά και το μάτι μου μαγεύτηκε από την ομορφιά σου'
κι οι αρετές σου, που με την πρώτη ματιά βλέπω,
με κάνουνε να ορκιστώ έρωτα παντοτινό.
ΣΑΪΤΑΣ
Μ ’ όλο το θάρρος, κυρία μου, μήπως θα έπρεπε να προσθέσετε λίγη
λογική στο μυαλό σας; Αν και, στις μέρες μας, λογική κι έρωτας δεν
συνευρίσκονται και πολύ μεταξύ τους. Ίσω ς γιατί κάτι γείτονές τους, όλοι
της συμφοράς, δεν επιτρέπουνε να προσεγγιστούν αυτή κι αυτός.
Προφανώς, όπως θα καταλάβατε, σας επεξήγησα τι εννοώ.

ΤΙΤΑΝΙΑ
Είσαι τοσο σοφος οσο και ομορφος

49
III. 1

ΣΑΤΤΑΣ
Δεν θέλω υπερβολές! Αν ήμουν αρκετά σοφός, θα κατάφερνα να βγω απ’
αυτό το κωλόδασος, άρα θα μπορούσα να αυτοεξυπηρετηθώ.
ΤΙΤΑΝΙΑ
Αχ, όχι! Γιατί θέλεις να φύγεις απ’ αυτό το δάσος;
Εδώ θα μείνεις, θες δεν θες, γιατί έχεις να κάνεις
μ’ εμένα, που είμαι πνεύμα πρώτης κατηγορίας:
εμένα με υπηρετούν όλα τα όντα του καλοκαιριού.
Και, αφού σ’ αγάπησα, θά ’ρθεις μαζί μου!
Θα σου δώσω ξωτικά να σε υπηρετούν,
πετράδια να σου φέρνουν από τα βάθη της θάλασσας,
και να σου τραγουδάνε, να σε νανουρίζουν
σε κρεβάτι λουλουδένιο. Και θα καθαρίσω από πάνω σου
κάθε χοντροκοπιά ανθρώπινη, να γίνεις ξωτικό αιθέριο.
Έτσι εγώ σε θέλω, κι έτσι θα σε δω .,
Μπιζελάνθη, Αραχνοΰφαντε, Πεταλουδίτσα, Σιναπόσπορε: όλοι-εδώ!

(Μπαίνουν τέσσερα Ξωτικά)

Α' ΞΩΤΙΚΟ
Παρών.
Β' ΞΩΤΙΚΟ
Παρομοίως.
Γ' ΞΩΤΙΚΟ
Πάραυτα.
Δ' ΞΩΤΙΚΟ
Παρεμπιπτόντως, κι εγώ.

ΟΑΑ
Τι προστάζεις, βασίλισσά μας;

ΤΙΤΑΝΙΑ
Πρόθυμα κι ευγενικά να υπηρετείτε αυτό τον κύριο"
όπου πηγαίνει, να χορεύετε ως προπομποί του,
μπροστά του να σας βλέπει όπου ελαφροπατάεΓ

50
III. 1

βερίκοκα να του μαζεύετε, βατόμουρα και φραγκοστάφυλα,


πράσινα σύκα και ζουμερά ροδάκινα'
κλέφτε κερήθρα απ’ την εργατική μέλισσα'
από του γρύλου τα κερωμένα ποδαράκια φτιάξτε κεριά,
κι ανάφτε τα με τα φλογισμένα μάτια
της πυγολαμπίδας, να έχει ο καλός μου φως
όταν κοιμάται κι όταν ξυπνάει' μαδήστε πεταλούδες
χρωματιστές να τον σκεπάζετε, να διώχνετε τις αχτίδες
του φεγγαριού από τα κοιμισμένα μάτια του.
Σκύφτε τα κεφάλια τώρα, ξωτικά, και προσκυνήστε τον!

Α' ΞΩΤΙΚΟ
Χαίρε, θνητέ!
Β' ΞΩΤΙΚΟ
Χαίρε!

Γ' ΞΩΤΙΚΟ ’
Χαίρε!

Δ' ΞΩΤΙΚΟ
Χαίρε!
ΣΑ'ΓΤΑΣ
Εκ βαθέων καρδίας ευχαριστώ τις εκλαμπρότητές σας. Μήπως θα
μπορούσα να ικετεύσω και τα ονόματά σας;
Α' ΞΩΤΙΚΟ
Αραχνοΰφαντος.
ΣΑΤΤΑΣ
Θα επιθυμούσα στενότερη γνωριμία, κύριε Αραχνοΰφαντε: αν κόψω το
δάχτυλό μου, θα λάβω το θάρρος να σε εκλάβω για γιατρικό. Και το δικό
σου όνομα, εντιμότατε;
Β' ΞΩΤΙΚΟ
Μπιζελάνθης.
ΣΑΤΤΑΣ
Θα παρακαλούσα να με συστήσεις κάποτε στη μητέρα σου, την κυρία

51
III. 1

Φλούδα, και στον πατέρα σου, τον κύριο Μπιζέλη. Και μ’ εσένα θα
επιθυμούσα στενότερη γνωριμία, κύριε Μπιζελάνθη μου. Το δικό σου
τ’ όνομα, παρακαλώ;

Β' ΞΩΤΙΚΟ
Σιναπόσπορος.
ΣΑ ΪΤΑ Σ
Καλέ μου κύριε Σιναπόσπορε, ξέρω τι βάσανα έχεις περάσει: ξέρω ότι
εκείνο το θρασύδειλο, τεράστιο μοσχαρίσιο βόδι έχαφε με τη μουστάρδα
πολλούς συγγενείς σου. Σου δίνω το λόγο μου, πολλοί από το σόι σου
έχουνε κάνει τα μάτια μου να κλάψουν. Και μ’ εσένα θα επιθυμούσα
στενότερη γνωριμία, κύριε Σιναπόσπορέ μου.
ΤΙΤΑΝΙΑ
Ελάτε, πάρτε τον κι'οδηγήστε τον στο θάλαμό μου.
Σαν να μου φαίνεται υγρό το βλέμμα της σελήνης,
κι όταν εκείνη κλαίει, δακρύζει κάθε λουλουδάκι,
θρηνώντας για μια παρθενιά που χάνεται.
Και, δέστε τη γλώσσα του καλού μου: βουβό να μου τον φέρετε!
(Βγαίνουν)

52
ΣΚΗΝΗ 2

Άλλο μέρος στο δάσος.


(Μπαίνει ο Όμπερον)

ΟΜΠΕΡΟΝ
Είμαι περίεργος αν ξύπνησε η Τιτάνια"
και τι να είδε όταν πρωτάνοιξε τα μάτια
και τώρα το ’χει ερωτευτεί παράφορα;

(Μπαίνει ο Πουχ)
Α, νά, έρχεται ο υπηρέτης μου. Τ ι νέα, τρελό τελώνιο;
Έ γινε καμιά παλαβομάρα απόψε εδώ, στο στοιχειωμένο δάσος;

ΠΟΥΚ
Η αφεντικινα μου ερωτεύτηκε ένα τέρας.
Κοντά στη μυστική και ιερή της κρύπτη, . .
κι ενώ αυτή κοιμότανε βαθιά,
μαζεύτηκε μια παρέα σαλτιμπάγκοι, άξεστοι μαστόροι,
μεροκαματιάρηδες στα εργαστήρια της Αθηνάς,
κι αρχίσανε να κάνουν πρόβα σ’ ένα έργο
που θα παρουσιάσουνε — λέει — στους γάμους του κραταιού Θησέα.
Ο πιο ηλίθιος και χοντρόπετσος απ’ όλο το σινάφι,
που έκανε τον Πύραμο στο έργο, άμα τελείωσε το ρόλο του,
πήγε και χώθηκε πίσω από ένα θάμνο"
τότε εγώ βρίσκω την ευκαιρία, τον πλησιάζω
και του κολλάω στο κεφάλι μια γάιδουροκεφαλή.
Στο μεταξύ, η Θίσβη του στο έργο περίμενε απάντηση:
οπότε, αρχίζει ο ρόλος που έγραψα εγώ.
Τον αντικρίζουνε, κι όπως οι αγριόχηνες που βλέπουνε

53
III. 2

τον χυνηγο να τις παραμονεύει, ή όπως σμήνος κοραχια


χοχχινόσχουφα πετάγονται με την πρώτη τουφεκιά
και κρώζοντας σκορπάνε σαν τρελά στον ουρανό,
έτσι και οι μαστόροι, μόλις τον αντικρίζουνε,
σκορπάν εδώ κι εκεί, μακριά από τον σύντροφό τους.
Και όταν πίσω τους αχούν τα βήματά μου, γίνεται χαμός:
πέφτει ο ένας πάνω στον άλλο και κουτρουβαλάνε,
και κάποιος φωνάζει «Χριστέ μου, μας σκοτώνουνε!»
Και κάποιος άλλος ζητάει βοήθεια από τους Αθηναίους.
Από το φόβο τους, χάσανε και το λίγο τους μυαλό,
κι αρχίσαν να νομίζουν τ’ άχυρα για στοιχειά’
γιατί, στη φούρια τους απάνω, πέφτοινε στα πουρνάρια
και πιανόντουσαν στ’ αγκάθια τα κουρέλια τους,
οπότε, άλλοι μείναν χωρίς μανίκια, άλλοι χωρίς καπέλα:
από τον τρομαγμένο παίρνεις εύκολα ό,τι θέλεις.
Αφού, λοιπόν, τους σκόρπισα, τρελούς από το φόβο,
έμεινε πίσω μόνον ο κούκλος Πύραμος, φορώντας
τη γάΐδουροκεφαλή. Κι εκείνη τη στιγμή, άκου τύχη,
ξυτινάει η Τιτάνια, κι όσο είν’ ακόμα στο χουζούρι,
τα μάτια ανοίγει κι ερωτεύεται γαϊδούρι.

ΟΜΠΕΡΟΝ
Και παραγγελία να το ’χα, δεν θα πετύχαινε έτσι.
Αλλά, πες μου, έσταξες και στα μάτια του Αθηναίου
το φίλτρο της αγάπης, όπως σε είχα διατάξει;
ΠΟΤΚ
Τέλειωσε κι αυτό: τον βρήκα να κοιμάται
κοντά σ’ εκείνο το κορίτσι απ’ την Αθήνα.
Κανονικά, μόλις ξυτενήσει, αυτήν θα δει.
(Μπαίνουν ο Λιψ,ήτριος και η Ερμία)

ΟΜΠΕΡΟΝ
Κρύψου: αυτός είναι. Ο Αθηναίος!

54
in . 2

ΠΟΤΚ
Kt αυτή είν’ αυτή. Αλλά, αυτός, δεν είν’ αυτός που μάγεψα.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Μα, γιατί διώχνεις έτσι αυτόν που σε λατρεύει;
Έ τσι ν’ αποπαίρνεις τους χειρότερους εχθρούς σου!

ΕΡΜΙΑ
Σ ’ αποπαίρνω, έτσι λες! Έπρεπε και χειρότερα να σου φερθώ,
γιατί, φοβάμαι, έχω σοβαρή αιτία και να σε βρίζω.
Αν δολοφόνησες στον ύπνο του τον Αύσανδρο,
μιας κι έχεις βουτηχτεί πια στο αίμα,
χώσου ολόκληρος και σκότωσε κι εμένα!
Ούτε ο ήλιος δεν στάθηκε τόσο πιστός στη μέρα,
όσο αυτός σ’ εμένα. Θα το σκεφτότανε ποτέ
να φύγει στα κρυφά απ’ την Ερμία του; Πιο εύκολα
: θα πίστευα πως άνοιξε στη γη μια τρύπα πέρα ως πέρα
και πως η Σελήνη πέρασε στους αντίποδες για να ταράξει
τον αδελφό της τον Ή λιο, που έλαμπε το μεσημέρι!
Άλλη λύση δεν βλέπω, εσύ τον σκότωσες!
Γι’ αυτό είναι τέτοια η όψη σου: χλομή κι απαίσια.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Η όψη μου είναι τέτοια, γιατί δεν είμαι ο φονιάς,
αλλά ο σκοτωμένος: εσύ, φόνισσα, έχεις τρυπήσει
πέρα ως πέρα την καρδιά μου με τη φριχτή σκληρότητά σου.
Κι όμως, φόνισσα, η δίκιά σου όψη φεγγοβολάει αιθέρια
σαν τη μακρινή Αφροδίτη, που λάμπει στον ουρανό.
ΕΡΜΙΑ
Τ ι σχέση έχουν όλα ετούτα με τον Αύσανδρό μου;
Πού είναι; Α χ, Δημήτριέ μου, δώσε μού τον πίσω!
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Καλύτερα να δώσω στα σκυλιά μου το κουφάρι του!

ΕΡΜΙΑ
Μακριά μου, τέρας! Φύγε από ’δώ, κοπρίτη!

55
HI. 2

Με κάνεις να ξεπερνάω τα όριά μου ως κοπέλα.


Ώστε, τον σκότωσες, ε; Άνθρωπο να μη σε ξαναπουνε πια.
Α χ, για μία μόνο φορά πες μου την αλήθεια, πες τηνε
για χάρη μου: θα τολμούσες να τον κοιτάξεις κατάματα,
αν ήταν ξύπνιος; Τον σκότωσες στον ύπνο του, ε;
Τ ι παλικαριά! Μόνο σκουλήκι, μονάδα φίδι θα το ’κάνε αυτό.
Και φίδι το ’κάνε: γιατί με πιο φαρμακερή, διχαλωτή γλώσσα
απ’ τη δίκιά σου, ερπετό, φίδι δεν δάγκωσε ποτέ!

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Ξοδεύεις την οργή σου σε λάθος πάθος:
ένοχο δεν θα με βρεις εμένα για το χαμό του Λύσανδρου.
Γιατί, απ’ όσο ξέρω, ο Λύσανδρος δεν πέθανε.

ΕΡΜΙΑ
Σε ικετεύω, πες μου πως είναι καλά.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Κι αν σου το πω, τι αντάλλαγμα θα πάρω;
ΕΡΜΙΑ
Θα σου κάνω τη μεγάλη χάρη να μη με ξαναδείς ποτέ.
Έ τσι κι αλλιώς, φεύγω γιατί μου είσαι μισητός:
δεν θα με ξαναδείς, είτε νεκρός, είτε ζωντανός είναι αυτός.

(Βγαίνει)

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Δεν ωφελεί να τρέξω πίσω της, έτσι που είν’ αγριεμένη'
ας μείνω εδώ λιγάκι. Της θλίψης το βαρύ φορτίο
γίνεται βαρύτερο, άμα το χρέος του ο ύτενος δεν πληρώνει:
αν και, όπως βλέπω, κάτι σαν να θέλει τώρα να ξοφλήσει,
αν ξαποστάσω εδώ, την προσφορά του περιμένοντας.
(Ξαπλώνει χι αποκοιμιέται)

ΟΜΠΕΡΟΝ
Τ ι έκανες! Ό λα λάθος τα έκανες! Πήγες κι έσταξες
το ερωτοβότανο σ’ αυτόν που αληθινά αγαπούσε!

56
III. 2

Αν και μπορεί να το ’κάνες επίτηδες: για ν’ αποδείξεις


πως η πιστή καρδιά, πάλι αληθινά θ’ αγαπήσει,
ενώ η φεύτρα ποτέ της δεν θα βγει αληθινή.
ποτκ
Δηλαδή, όπως ορίζει η μοίρα, ο ένας κρατάει την πίστη του,
κι εκατομμύρια την πουλάνε, πατώντας τον έναν όρκο τους
μετά τον άλλο.
ΟΜΠΕΡΟΝ
Πιο γρήγορα κι από τον άνεμο γύρνα όλο το δάσος
και ψάξε να βρεις την Ελένη, την κοπέλα απ’ την Αθήνα,
εκείνη την ονειροπαρμένη, την κατάχλομη,
που έχει μαραθεί από τους αναστεναγμούς. Βρες κόλπο
εδώ να μου τη φέρεις: εγώ θα έχω κάνει μάγια
στον Δημήτριο κι αυτήν θα πρωτοδεί.
ΠΟΥΚ
Φεύγω αμέσως, κοίτα πώς πετάω,
πιο γρήγορα κι από Τατάρου βέλος πάω.
(Βγαίνει)

ΟΜΠΕΡΟΝ
Λουλουδάκι άλικο βαμμένο,
απ’ του Έ ρωτα το βέλος χτυπημένο,
στάλαξε πόθο στη ματιά του,
να καλοϊδεί την κοπελιά του
σαν Αφροδίτη, άστρο τρανό,
που ξενυχτά στον ουρανό.
Δίπλα σου αν είναι όταν ξυπνήσεις,
γιατρειά να της ζητήσεις.
ΠΟΥΚ
Αρχηγέ των ξωτικών, ετοιμάσου:
σε λίγο η Ελένη θα ’ν’ μπροστά σου
κι από πίσω της — τι πάθος! —
τρέχει ο νέος που έκανα λάθος.

57
III. 2

Να δεις, τρελή παράσταση θα δώσουνε αυτοί.


Θεέ μου, τι ανόητοι που είναι οι θνητοί!
ΟΜΠΕΡΟΝ
Κρύψου! Από το θόρυβο που κάνουνε,
σίγουρα θα ξυπνήσει ο Δημήτριος.
ΠΟΤΚ
Δυο που την ίδιαν αγαπάνε!
Χαμός θα γίνει, πλάκα θα ’ναι!
Αυτά είναι που πιο πολύ μ’ αρέσουν:
ανάποδα όλα τα σωστά να πέσουν!

(Κρύβονται. Μπαίνουν ο Λύσανδρος και η Ελένη.)

ΛΪΣΑΝ ΛΡΟ Σ
Γιατί νομίζεις ότι σε κοροϊδεύω που σου λέω
πόσο σ’ αγαπώ; Δάκρυα δεν φέρνει η κοροϊδία,
ούτε ο χλευασμός. Κοίτα: όταν σ’ ορκίζομαι, κλαίω.
Και οι όρκοι που με δάκρυα γεννιούνται, είν’ αληθινοί!
Πώς όλα αυτά που νιώθω κοροϊδία τα λες εσύ,
όταν με δάκρυα τα σφραγίζω για να δεις πως είναι αληθινά;
ΕΛΕΝΗ
Η πονηριά σου όσο πάει γίνεται και μεγαλύτερη.
Όταν οι υποσχέσεις σκοτώνουν την αλήθεια,
είναι σαν διάολος να νικάει στη μάχη το Καλό.
Αυτούς τους όρκους τους έχεις δώσει στην Ερμία!
Στη ζυγαριά βάλε όρκο με όρκο: ίδιοι είνοκ.
Τους όρκους σου σ’ εκείνη και σ’ εμέναν, άμα τους ζυγίσεις,
θα δεις πως είν’ πανάλαφροι, σαν παραμύθια.
ΛΎΣΑΝΔΡΟΣ
Δεν είχα κρίση όταν ορκιζόμουν στην Ερμία.
ΕΛΕΝΗ
Νομίζω, ούτε και τώρα που την παρατάς.

58
III. 2

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Εκείνη την αγαπάει κι ο Δημήτριος, που εσέναν
ούτε θέλει να σε δει.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
(Ευπνώντας) Ω Ελένη, θεά, νύμφη, τέλεια, θεϊκή!
Με τι μπορώ, αγαπημένη, να συγκρίνω τα μάτια σου:
το κρύσταλλο δείχνει θαμπό μπροστά τους!
Ω, πόσο ώριμα τα χείλη σου, σαν κεράσια που φιλιούνται!
Σκέτος πειρασμός! Το παρθένο χιόνι στην κορυφή
του όρους Ταύρος, που κρύσταλλο γίνεται απ’ την πνοή
ανατολίτη ανέμου, μαύρο κοράκι φαίνεται
μόλις εσύ σηκώσεις τ’ αλαβάστρινό σου χέρι.
Ω, άσε με να προσκυνήσω το χεράκι σου,
αυτή την πριγκίπισσα του αγνότερου λευκού,
αυτή την τέλεια σφραγίδα της ευδαιμονίας.
ΕΛΕΝΗ
Κακοηθέστατοι! Διαόλοι! Έ χετε βαλθεί κι οι δύο
να παίξετε μαζί μου για να γελάσετε!
Τρόπους αν είχατε, κι αν είσασταν πολιτισμένοι,
δεν θα με προσβάλλατε τόσο πολύ.
Το ξέρω, μέ μισείτε! Δεν σας έφτανε αυτό;
Γ ιατί ενώσατε και την κακία σας για να με κοροϊδεύετε;
Αν είσαστε άντρες, όπως δείχνετε, δεν θα ’πρεπε
έτσι να φερνόσαστε σε μιαν αδύναμη γυναίκα: να ορκιζόσαστε,
να λέτε λόγια αγάπης, να παινεύετε τα κάλλη μου,
ενώ είμαι βέβαιη πως με μισείτε απ’ τα βάθη της καρδιάς σας!
Ανταγωνιστές είσαστε κι οι δύο για την αγάπη της Ερμίας:
και τώρα πάλι ανταγωνιστές, ποιος θα με ρεζιλέψει παραπάνω.
Μεγάλο κατόρθωμα! Σκέτο αντριλίκι: να χλευάζετε
μια κακομοίρα και να την κάνετε να κλαίει!
Ποτέ άνθρωποι από καλή οικογένεια δεν θα προσβάλλοιν έτσι
μια κοπέλα: να την τυραννάνε, να της βγάζουν την ψυχή,
μόνο και μόνο για να κάνουνε το κέφι τους.

59
in. 2

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Είσαι άσπλαχνος, Δημήτριε. Σταμχχτα πια!
Εσύ αγαπάς την Ερμία, και ξέρεις ότι το ξέρω.
Σου δηλώνω, λοιπόν, καλοπροαίρετα και μ’ όλη μου την καρδιά,
πως σου παραχωρώ όλο μου το μερίδιο στην αγάπη της Ερμίας.
Χάρισέ μου κι εσύ το δικό σου στην καρδιά της Ελένης,
που την αγαπώ και θα τη λατρεύω μέχρι να πεθάνω.
ΕΛΕΝΗ
Ποτέ στα χρονικά χλευαστές δεν φλυάρησαν τόσο!
ΔΗΜ ΗΤΡΙΟΣ
Λύσανδρε, χάρισμά σου η Ερμία: δεν τη θέλω πια!
Και να την αγάπησα κάποτε, πάει τελείωσε: δεν την αγαπάω.
Σαν περαστικός, σαν περιηγητής έμεινε λίγο κοντά της
η καρδιά μου. Ό μως τώρα ξαναγυρίζει στην Ελένη,
στην πατρίδα, εκεί όπου θέλει να μείνει παντοτινά.
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Τ έματα σου λέει, Ελένη!

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Μην υποτιμάς την πίστη, επειδή ποτέ σου δεν τη γνώρισες:
αυτό μπορεί να το πληρώσεις ακριβά.
Νά, κοίτα, έρχεται η αγάπη σου. Εκείνη είν’ η καλή σου!
(Μπαίνει η Ερμία)

ΕΡΜΙΑ
Νύχτα σκοτεινή, που από το μάτι παίρνεις την ικανότητά του,
αλλά χαρίζεις δύναμη στ’ αυτί ν’ ακούει καλύτερα!
Γι’ αυτό που χάνει η όρασή μας, διπλά αποζημιώνεται η ακοή.
Δεν σε βρήκανε τα μάτια μου, Λύσανδρε:
τ ’ αυτιά μου — και τα ευγνωμονώ — με φέρανε κοντά σου.
Μα, πες μου, γιατί τόσο άκαρδα μ’ άφησες κι έφυγες;

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Φεύγει μακριά όποιος μαγνητίζεται από τον έρωτα!

60
111. 2

ΕΡΜΙΑ
Ποιος έρωτας μπορεί από δίπλα μου να πάρει
τον Λύσανδρό μου;
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Του Λύσανδρου ο έρωτας, που τον αντάριασε: η όμορφη Ελένη,
που η χρυσή της λάμψη σβήνει το φλογερό φέγγος των άστρων.
Τ ι τρέχεις από πίσω μου; Μ α, δεν καταλαβαίνεις
ότι το μίσος που σου έχω μ’ έκανε να σ’ αφήσω;
ΕΡΜΙΑ
Δεν το πιστεύω αυτό που λες! Αποκλείεται!
ΕΛΕΝΗ
Ορίστε, είναι κι αυτή μέσα στο κόλπο!
Τώρα καταλαβαίνω: ενώθηκαν κι οι τρεις τους
για να μου παίξουν αυτό το αισχρό παιχνίδι!
Κακιά Ερμία, αχάριστο κορίτσι! Μαζί τους συνωμότησες
για να με σύρετε σ’ αυτό τον άδικο εξευτελισμό!
Ό λα τα ξέχασες, λοιπόν: τις σκέψεις που μοιραζόμαστε,
τους όρκους ότι θα μείνουμε αγαπημένες σαν αδελφές,
τις ώρες που έχουμε μαζί περάσει, όταν κατσαδιάζαμε
το χρόνο που έτρεχε γοργά και μας χώριζε;
Ό λα τα ξέχασες, λοιπόν; Τη φιλία που είχαμε απ’ το σχολείο,
την παιδική μας αθωότητα; Εμείς, Ερμία,
σαν δύο δημιουργικοί θεοί, παίρναμε τις βελόνες μας
και φτιάχναμε μαζί το ίδιο λουλουδάκι,
στο ίδιο κέντημα, στο ίδιο μαξιλάρι, κι οι δυο μας
τιτιβίζοντας το ίδιο τραγούδι και στον ίδιο τόνο,
σαν να ’τανε τα χέρια, οι πλευρές μας, οι φωνές μας
και τα μυαλά μας ενωμένα σ’ ένα! Έ τσι μεγαλώσαμε μαζί,
σαν τα διπλά κεράσια, που δείχνουν χωριστά, αν κι είναι
στο χωρισμό τους ενωμένα: δυο ωραίοι καρποί, μεγαλωμένοι
στον ίδιο κλώνο. Δείχνανε δύο τα κορμιά μας,
αλλά η καρδιά μας ήταν μία’ δύο κορμιά, σαν δύο θυρεοί,
που, ωστόσο, φαινόταν πως ανήκανε στο ίδιο οικόσημο.
Και τώρα κουρελιάζεις την παλιά μας την αγάπη

61
III. 2

χαι συμμαχείς με άντρες για να κοροϊδέψετε τη φίλη σου,


την κακομοίρα; Δεν είναι στάση φίλης αυτή,
δεν είναι στάση νέας κοπέλας. Όλες οι γυναίκες
θα σ’ επιτιμήσουν, όπως τώρα εγώ, γ ι’ αυτό που κάνεις.
Αν και, προς το παρόν, μόνον εμένανε πληγώνεις.

ΕΡΜΙΑ
Μένω κατάπληκτη από τα παθιασμένα λόγια σου!
Δεν σε κοροϊδεύω: εσύ με κοροϊδεύεις, φαίνεται!
ΕΛΕΝΗ
Εσύ δεν έβαλες για κοροϊδία τον Λύσανδρο
να τρέχει πίσω μου και να υμνεί τα μάτια και το πρόσωπό μου;
Κι εσύ δεν έκανες τον άλλο σου αγαπητικό, τον Δημήτριο
— που μέχρι πριν λίγο μ’ έδιωχνε με τις κλοτσιές —
να μ’ ονομάζει θεά, νύμφη, θείο και σπάνιο πλάσμα,
ασύγκριτη κι ουράνια; Γιατί τα λέει αυτά σε κάποια
που μισεί; Και πώς γίνεται ο Λύσανδρος ν’ αρνιέται
τον έρωτά σου, που του γέμιζε όλη την ψυχή,
και να μου πουλάει εμένα —. τι εμπαιγμός! — συναίσθημα;
Ή εσύ τον έβαλες, ή έχει, τουλάχιστον, τη συγκατάθεσή σου.
Γ ιατί; Αφού τις χάρες σου εγώ δεν έχω, δεν τρέχουν
από πίσω μου οι άντρες — βλέπεις, δεν είμαι τόσο τυχερή!
Αντίθετα, η καημένη, αγαπώ και δεν μου δίνουν σημασία.
Θα έπρεπε να με λυπάσαι, όχι να με σαρκάζεις.
ΕΡΜΙΑ
Δεν καταλαβαίνω τι είν’ όλα αυτά που λες.
ΕΛΕΝΗ
Καταλαβαίνεις και πολύ καλά. Μπροστά μου παίρνεις
ύφος θλιμμένο, αλλά μόλις την πλάτη μου γυρίσω,
αρχίζεις τις γκριμάτσες και τα νοήματα στους άλλους:
δεν πειράζει, συνεχίστε το αστείο, αφού τόσο σας αρέσει!
Πετυχημένο το παιχνίδι σας, πρέπει να μείνει στα χρονικά!
Όμως, αν είχατε μέσα σας λίγη συμπόνια, λίγο έλεος,
ή, τουλάχιστον τρόπους καλούς, δεν θα με περιπαίζατε έτσι.

62
m. 2

Σας χαιρετώ' ίσως, κατά ένα μέρος, φταίω κι εγώ.


Μόνη γιατρειά μου τώρα είναι η φυγή. Ή ο θάνατος!

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Περίμενε, καλή μου Ελένη: κάτσε να σου εξηγήσω.
Αγάπη μου, ζωή μου, ψυχή μου, όμορφη Ελένη!

ΕΛΕΝΗ
Έξοχα!

ΕΡΜΙΑ
Γλυκέ μου, μη την κοροϊδεύεις έτσι κατάμουτρα.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Αν δεν μπορείς εσύ να τον σταματήσεις με τα παρακάλια,
πες μου και Θα τον αναγκάσω με τη βία εγώ να πάφει.
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ ,
Η δίκιά σου βία δεν αξίζει περισσότερο από τα παρακάλια.
Οι απειλές σου δεν έχουν δύναμη μεγαλύτερη
από τις άχρωμες ικεσίες της. Ελένη, σ’ αγαπώ!
Σου ορκίζομαι στη ζωή μου πως σ’ αγαπώ αληθινά!
Ορκίζομαι σ’ αυτό που είμαι πρόθυμος να χάσω
για να βγάλω ψεύτη αυτόν που λέει πως δεν σ’ αγαπώ .
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Κι εγώ σου λέω ότι σ’ αγαπώ περισσότερο απ’ όσο μπορεί
αυτός να σ’ αγαπήσει.
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Έ τσι λες; Αυτό, πάμε πιο πέρα να μου το αποδείξεις.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Εμπρός! Έ λα!

ΕΡΜΙΑ
Λύσανδρε, τι πας να κάνεις!

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Παράτα με, αράπω!

63
III. 2

ΔΗΜ ΗΤΡΙΟΣ
A, όχι κι έτσι, κύριε: κάνεις πως δεν σ’ αφήνει αυτή να φύγεις,
λες ότι θα ’ρθεις, κι ακόμα εδώ είσαι!
Δειλός είσαι, φουκαρά! Αν τολμάς, έλα!
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
(Παλεύει με την Ερμία) Πρόσεχε τα νύχια σου, παλιόγατα!
Άσε με κάτω, κολλιτσίδα! Παλιόπραμα, άσε με,
γιατί θα σου δώσω μια και θα σε πετάςω μακριά σαν φίδι!
ΕΡΜΙΑ
Π ώς έγινες τόσο σκληρός; Π ώς τέτοια αλλαγή, αγάπη μου;

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Αγάπη μου; Άντε παράτα με, γύφτισσα. Παράτα με, είπα!
Μακριά μου, φρικαλέο, εμετικό, μισητό καθάρσιο!
Μακριά μου, είπα!

ΕΡΜΙΑ
Πες μου πως είν’ αστεία αυτά που λες.
ΕΛΕΝΗ
Ναι, ηρέμησε. Κι εσείς οι δύο, φτάνει! Ηρεμήστε!
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Δημήτριε, ο λόγος που δώσαμε ισχύει.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Καλύτερα να μου το δώσεις γραμμένο σε συμβόλαιο:
γιατί βλέπω ότι συμβολικά είναι και τα δεομά
που σε κρατάνε. Πάντως, το λόγο σου δεν τον πιστεύω.

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Μα, τι πρέπει να κάνω για να μ’ αφήσει; Να τη χτυπήσω,
να τη δείρω, να τη σκοτώσω; Τη μισώ, εντάξει,
αλλά δεν θέλω και να τη σακατέψω!
ΕΡΜΙΑ
Μου έχεις κάνει το μέγιστο κακό μ’ αυτό που λες: πως με μισείς.
Με μισείς; Από πού κι ως πού; Τ ι άλλαξε, αγάπη μου;

64
III. 2

Δεν είμαι η Ερμία σου; Δεν είσαι ο Λύσανδρός μου;


Όμορφη είμαι όπως και πριν. Απόψε το βράδυ
μ’ αγαπούσες: το ίδιο βράδυ είν’ ακόμα, κι όμως
μ’ έχεις αφήσει. Γιατί με παράτησες; Μα το Θεό,
δεν ξέρω τι να πω. Αλήθεια λες;
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Στη ζωή μου σ’ ορκίζομαι πως λέω αλήθεια.
Και δεν θέλω να σε ξαναδώ στα μάτια μου.
Γι’ αυτό, μην ελπίζεις σε τίποτα, μη ρωτάς τίποτα,
μην αμφιβάλλεις για τίποτα: σίγουρη να είσαι
— γιατί αυτή είν’ η αλήθεια, και δεν σ’ το λέω αστεία —
πως εσένα σε μισώ, και αγαπώ την Ελένη.
ΕΡΜΙΑ
Αχ, εσύ φταις για όλα, αγύρτισσα, λουλούδι απατηλό,
αγάπης κλέφτρα! Αμ, δεν τα βλέπω: νυχτιάτικα ήρθες
κι έκλεψες την καρδιά του αγαπημένου μου!
ΕΛΕΝΗ
Ωραία τα λες, μα την πίστη μου! Μ α δεν έχεις
καμιά σεμνότητα, κορίτσι είσαι, δεν ντρέπεσαι;
Ούτε ίχνος ντροπής δεν έχεις; Θες ν’ αναγκάσεις
τη γλυκιά μου γλώσσα να σου πει λόγια σκληρά;
Άει να χαθείς! Ντροπή σου, υποκρίτρια! Μαριονέτα!
ΕΡΜΙΑ
Μαριονέτα άψυχη εγώ; Αυτό ήτανε, λοιπόν, το σχέδιό της!
Τώρα καταλαβαίνω πού το τιήγαινε: τους έβαλε
να συγκρίνουνε το ύψος των δυονών μας! Κι αυτή
τεντώθηκε όσο μπορούσε, και με την κορμοστασιά της,
με το ψηλό κορμί της και το μπόι της,
κατάφερε στα μάτια του να βγει θριαμβεύτρια.
Και νομίζεις ότι ψήλωσες τόσο πολύ στην εκτίμησή του,
επειδή εγώ είμαι τόσο μικρόσωμη και κοντή;
Πόσο κοντή είμαι; Μίλα, ξυλόκοτα μπογιατισμένη, λέγε:
πόσο κοντή είμαι; Είμαι αρκετά ψηλή για να φτάνουνε
τα νύχια μου στα ματια σου

65
in . 2

ΕΛΕΝΗ
Σας παρακαλώ, κύριοι, παρ’ όλο που γελάτε μαζί μου,
μη την αφήσετε να με πειράξει, Κακιά δεν ήμουνα ποτέ,
ούτε και ξέρω από καβγάδες γυναικείους. Εγώ είμαι απλώς
ένα δειλό, καλό κορίτσι. Μη την αφήσετε να με χτυττήσει!
Μη νομίσετε πως επειδή είναι πιο κοντή από μένα
μπορώ μαζί της να τα βάλω.
ΕΡΜΙΑ
«Πιο κοντή!» Ακούσατε; Το ξαναείπε!

ΕΛΕΝΗ
Καλή μου Ερμία, μην είσαι τόσο κακιά μαζί μου.
Εγώ πάντοτε σ’ αγαπούσα, Ερμία, πάντα κρατούσα
τα μυστικά σου και δεν σε πρόδωσα ποτέ’
μόνον από αγάπη στον Δημήτριο του αποκάλυψα
ότι ο Λύσανδρος κι εσύ θα το σκάγατε για το δάσος.
G Δημήτριος ακολούθησε εσένα" εγώ, από αγάπη, ακολούθησα
τον Δημήτριο, που από τότε μου χακοψέρεται, χαι μάλιστα
μ’ απείλησε ότι θα με χτυπήσει, θα μιε διώξει
με τις κλοτσιές, ως κι ότι θα με σκοτώσει!
Όμως, τώρα αφήστε με ήσυχα να γυρίσω στην Αθήνα,
εκεί την τρέλα μου να κρύψω: πίσω σας δεν θα έρθω πια.
Αφήστε με να φύγω! Βλέπετε πόσο άκακη' είμαι
και πόσο απλοϊκή.

ΕΡΜΙΑ
Ε, και γιατί δεν φεύγεις; Ποιος σε κρατάει;
ΕΛΕΝΗ
Μια τρελή καρδιά, που αφήνω πίσω εδώ.
ΕΡΜΙΑ
Ποιος; Ο Λύσανδρος;
ΕΛΕΝΗ
Ό χι. Ο Δημήτριος.

66
III. 2

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Μη φοβάσαι, Ελένη: η Ερμία δεν θα σου κάνει ποτέ κακό.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Φυσικά, κύριε, δεν θα κάνει κακό. Και δεν έχει ανάγκη
να της παίρνεις εσύ το μέρος.
ΕΛΕΝΗ
Α χ, όταν θυμώνει, γίνεται βίαιη και στρίγγλα.
Απ’ το σχολείο τέτοια στριμμένη ήτανε" και είναι άγρια
— μη τη βλέπετε έτσι κοντούλα!
ΕΡΜΙΑ
Ορίστε: κοντούλα! Ό λο για το μπόι μου μιλάς!
Πώς το δεχόσαστε να με κοροϊδεύει έτσι; Θα της ορμήσω!

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Φύγε από ’δώ, νάνε, μηδαμινή σταλιά ανθρώπου,
φακή, βαλανιδάκι!
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Μη σκοτώνεσαι τόσο να της πάρεις το μέρος,
γιατί καταλαβαίνουμε το σκοπό σου. Άσε την ήσυχη:
μην ασχοληθείς με την Ελένη πια, ούτε το μέρος της να πάρεις!
Γιατί, αν δείξεις έστω κι ελάχιστο αίσθημα γ ι’ αυτήν,
θα το πληρώσεις ακριβά.

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Ν ά, η Ελένη μ’ άφησε τα χέρια! Πάμε πιο πέρα τώρα,
αν τολμάς! πάμε να δούμε ποιος έχει δικαίωμα
στην καρδιά της, εσύ ή εγώ. Έ λα πίσω μου!
ΔΗΜ ΗΤΡΙΟΣ
Να έρθω πίσω σου; Ε γώ ; Δίπλα σου, έστω!
(Βγαίνουν ο Λύσανδρος και ο Δημήτριος)

ΕΡΜΙΑ
Εσύ, παλιοθήλυκο, φταις για όλη αυτή τη φασαρία.
Α, όχι, δεν θα φύγεις! Πού πας!

67
III. 2

ΕΛΕΝΗ
Δεν σου ’χω χαμιά εμπιστοσύνη, και δεν μένω
ούτε στιγμή μαζί σου, γιατί όλο καβγάδες θέλεις.
Σ τα χέρια είσαι πιο γρήγορη να με χτυπήσεις,
αλλά τα πόδια μου είναι μακρύτερα:
να τα προλάβεις μην προσπαθήσεις.
(Βγαίνει η Ελένη]

ΕΡΜΙΑ
Γιατί αυτά όλα να συμβαίνουνε σ’ εμένα;
Δεν ξέρω τι να πω τα ’χω χαμένα!

(Βγαίνει η Ελένη. Μπαίνουν ο Όμπερον και ο Πουχ.)

ΟΜΠΕΡΟΝ
Κι όλα αυτά απ’ τη δίκιά σου επιπολαιότητα!
Το ένα λάθος πάνω στ’ άλλο! Εκτός κι αν όλα ετούτα
είναι κατεργαριές σου, που τις οργάνωσες επίτηδες.

ΠΟΥΚ
Πίστεφέ με, βασιλιά των 'Ισκιων, λάθος έκανα.
Εσύ δεν μου είπες ότι θ’ αναγνώριζα τον νέο
από τ’ αθηναίικα ρούχα του; Άρα, εγώ , τέλεια
έκανα τη δουλειά μου: πήγα κι έσταξα ερωτικό βοτάνι
στα μάτια κάποιου Αθηναίου. Και χαίρομαι πολύ
που έτσι ήρθαν τα πράματα να τσακωθούν αυτοί:
αναγαλλιάζει η καρδιά μου από μια σύμπτωση απλή.
ΟΜΠΕΡΟΝ
Ν αι, αλλά βλέπεις; Οι δυο ερωτευμένοι ψάχνουν μέρος
για να μονομαχήσουν. Τρέχα, Ρόμπιν μου, συννέφιασε τη νύχτα'
τον έναστρο ουρανό κάλυψε αμέσως με πούσι βαρύ
μαύρο σαν τον Αχέροντα' και κάνε άλλο δρόμο να πάρει
ο κάθε πεισματάρης αντεραστής, έτσι που ποτέ
να μη συναντηθούνε μεταξύ τους. Άλλοτε να παίρνεις
τη φωνή του Αύσανδρου και να ερεθίζεις τον Δημήτριο
με άσχημες βρισιές' κι άλλοτε πάλι να μιλάς

68
III. 2

προσβλητικά κι απότομα σαν τον Δημήτριο. Και έτσι


χώρια κράτησέ τους ωσότου ο ύπνος, ο μιμητής του Θανάτου,
κατέβει με τα μολυβένια του ποδάρια και τα βαριά φτερά του
τα βλέφαρά τους να σκεπάσει. Μετά αμέσως θα πρέπει
να στάξεις στου Αύσανδρου τα μάτια απ’ το βοτάνι αυτό,
γιατί ο χυμός του έχει τη δύναμη να διώχνει κάθε πλάνη:
έτσι, ο νέος θα ξαναβλέπει σωστά όπως πριν.
Όταν ο Αύσανδρος και ο Δημήτριος ξυπνήσουν, θα τους φανεί
όραμα απατηλό και όνειρο αυτή η γελοία ιστορία.
Αδελφωμένοι οι αντεραστές αμέσως στην Αθήνα θα γυρίσουν
και τη φιλία τους θα σπάσει μοναχά ο θάνατος.
Όσο εσύ θα κάνεις αυτά που είπα, εγώ Θα πάω
στη βασίλισσά μου να της ζητήσω το αγόρι απ’ την Ινδία’
και τα μάγια πρέπει απ’ τα μάτια της να λύσω:
δεν είναι σωστό να βλέπει το τέρας για Θεό.
Κι όταν όλα σωστά θα έχουν γίνει,
θα βασιλέψει σίγουρα και πάλι ειρήνη.

ΠΟΥΚ
Άρχοντά μου και βασιλιά των Ξωτικών, αυτά όλα
πρέπει να γίνουνε αμέσως τώρα, γιατί οι δράκοι
που οδηγούν το άρμα της νύχτας σκίζουνε γρήγορα τα σύννεφα
και ήδη φάνηκε τ’ αστέρι της αυγής, ο προπομπός της μέρας:
όσο πλησιάζει, της νύχτας τα φαντάσματα, που τριγυρίζουν
εδώ κι εκεί, τρέχουν κοπάδια προς τα κοιμητήρια
κι όλα τα κολασμένα τυνεύματα, που έχουνε για τάφους
σταυροδρόμια και πηγές, χώθηκαν κιόλας
στα σκουληκιασμένα τους κρεβάτια, γιατί φοβούνται
μήπως και δει η μέρα τις ντροπές τους και αυτοεξορίζονται:
γιατί το φως πρέπει να μένει μακριά τους
κι η νύχτα με το μαύρο φρύδι να ’ναι μόνη συντροφιά τους.

ΟΜΠΕΡΟΝ
Μ α, εμείς είμαστε άλλα τινεύματα, όχι τέτοια:
εγώ παίζω συχνά με το φως του άστρου της αυγής
και σαν τον δασονόμο τριγυρνάω στα δάση

69
III. 2

ωσότου ot πορφυρές πύλες της ανατολής ανοίξουν


να δεχτούν τον Ποσειδώνα με πρόσχαρες, λαμπρές ίΟίτίνες
και βάψουν χρυσοκίτρινα τα πράσινα, αλμυρά νερά του.
Τελοσπάντων' εσύ βιάσου, η δουλειά μας να τελειώσει
προτού να ξημερώσει.
(Βγαίνει ο Όμπερον)

ποτκ
Άνω κάτω, άνω κάτω,
θα τους φέρω άνω κάτω'
όλοι εμένα με φοβούνται’ ’
κάν’ τους, ψυχή μου, να χτυπιούνται!
Νά, έρχεται ένας.
(Μπαίνει ο Λύσανδροί)

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Πού είσαι, ψωροφαντασμένε; Δημήτριε! Πού είσαι;

ΠΟΥΚ
Εδώ, αλήτη! Με το σπαθί μου έτοιμο. Εσύ, πού είσαι;
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Εδώ είμαι! Έρχομαι.
ΠΟΤΚ
'Ε)λα πίσω μου! Εδώ πιο κάτω έχει ένα πλάτωμα.
(Βγαίνει ο Λύσανδρος. Μπαίνει ο Δημήτριος.)

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Λύσανδρε, για μίλα! Το σκας, δειλέ! Το ’βαλές στα πόδια;
Μίλα! Σε ποιο θάμνο χώθηκες;
ΠΟΤΚ
Εσύ είσαι δειλός! Που καυχιέσαι στον αέρα,
εσύ, που τα βάζεις με τους θάμνους! Πού είσαι;
Έίλα, δειλέ! Έ λα, αγοράκι μου! θα τις φας με τη βέργα:
είναι ντροπή να τραβήξω σπαθί για σένα.

70
III. 2

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
A, μπα! Εκεί είσαι;
ΠΟΥΚ
Μ’ ακους; Έ λα παρακάτω! Εδώ δεν είναι μέρος για παλικαριές.
(Βγαίνουν ο Πονκ και ο Δημήτριοζ. Μπαίνει ο Λύσανδρος.)
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Πάει μπροστά μου κι όλο με φοβερίζει, αλλά,
όταν φτάνω εκεί όπου ακούω τη φωνή του, το ’χει σκάσει.
Ο αλήτης, τρέχει πιο γρήγορα από μένα:
πάω να τον προφτάσω, αλλ’ αυτός φεύγει πιο γρήγορα.
Νά με τώρα, βρέθηκα σε σκοτεινή πλαγιά!
Εδώ θα μείνω να ξεκουραστώ. Πρόβαλλε, μέρα ευγενική!

(Ξαπλώνει)

Γιατί, μόλις το πρώτο γκρίζο φως σου λάμψει στην ανατολή,


τον Δημήτριο θα βρω και θα πληρώσει άσχημα την προσβολή.
(Κοιμάται. Μπαίνουν ο Πουχ χαι ο Λτιμήτριος)
ΠΟΤΚ
Χ α, χα, χα! Δειλέ! Δεν έρχεσαι, ε;
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Αν τολμάς, περίμενέ με! Γιατί βλέπω ότι συνέχεια
τρέχεις μπροστά μου κι αλλάζεις θέση: αν τολμάς,
στάσου να μ’ αντικρίσεις κατάματα! Πού είσαι τώρα;
ΠΟΤΚ
Εδώ! Έ λα!
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Α, με κοροϊδεύεις! Θα το πληρώσεις ακριβά,
άμα σε πιάσω με το φως της ημέρας. Τώρα, φύγε!
Η κούραση μ’ αναγκάζει να μετρήσω με το κορμί μου
αυτό το κρύο στρώμα. Όταν φτάσει η μέρα,
περίμενέ με κι έρχομαι.
(Ξαπλώνει και κοιμάται. Μπαίνει η Ελένη.)

71
III. 2

ΕΛΕΝΗ
Ω τεμπέλα νύχτα, αργόσυρτη, απαίσια νύχτα,
συμμάζεψε τις ώρες σου! Ανατολή, φέξε παρηγοριά,
να βρω στο φως της μέρας το δρόμο για την Αθήνα,
μακριά από κείνους που απεχθάνονται τη συντροφιά μου.
Κι εσύ, ύπνε, που ξεκουράζεις τα λυττημένα μάτια,
πάρε με για λίγο μακριά από τον εαυτό μου,
κι απάλλαξέ με από καθετί δικό μου.
(Ξαπλώνει και κοιμάται)

ΠΟΥΚ
Μόνον τρεις: η μια ξεφεύγει
για να γίνουν δυο τα ζεύγη,
να κι η άλλη: θυμωμένη,
μα, κυρίως, λυπημένη.
0 Έρωτας με σκανταλιές
βασανίζει κοπελιές.

(Μπαίνει η Ερμία)
ΕΡΜΙΑ
Πέθανα απ’ την κούραση κι απ’ την απελπισία!
Μούσκεμα μ’ έκανε η δροσιά, βρομίστηκα στα χώματα,
σκίστηκα στα πουρνάρια, δεν αντέχω να σέρνομαι άλλο,
δεν μπορώ να πάω ούτε βήμα παραπέρα!
Τ α πόδια μου αρνιούνται να υπακούσουνε στους πόθους μου.
Εδώ θα μείνω να ξεκουραστώ, η μέρα δεν θ’ αργήσει:
ουρανοί, τον Αύσανδρο βοηθήστε, αν αύριο μονομαχήσει!
(Ξαπλώνει και κοιμάται)
Π Ο ΪΚ
Στο χώμα κοιμήσου,
στον ύπνο αφήσου,
σταγόνα βοτάνι
το μάτι θα γειάνει
του γλυκού εραστή.
(Στάζει το βοτάνι στα μάτια του AuaavSpou)

72
III. 2

Όταν ξυπνήσεις,
θ’ αναζητήσεις
την πρώην καλή σου:
είναι δική σου,
και πάντα πιστή.
Κι όπως λέει η παροιμία,
κάθε άντρας έχει μια:
θα τη δεις όταν ξυπνήσεις,
και ξανά θα την ποθήσεις.
Κι όπως λέει ο λαός,
κάθε κόρη κι ένας νιος:
τίποτα δεν πάει χαμένο,
το ’χει ο Θεός γραμμένο.
Κάποια στιγμή βρίσκει καθένας μας το σύντροφό του,
κι έτσι ο κόσμος συνεχίζει να γυρνάει με το ρυθμό του.
(Βγαίνει. Οι υπόλοιποι μένουν κοιμισμένοι.)

73
ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΡΑΞΗ

ΣΚΗΝΗ 1

Το ίδιο μέρος.
(Μπαίνουν η Τιτάνια, ο Σαΐτας και ακολουθία από ξωτικά,
ενώ ο Όμπερον μπαίνει αόρατος και παρακολουθεί από το βάθος)

ΤΙΤΑΝΙΑ
Έ λα , ξάπλωσε εδώ, στο λουλουδένιο στρώμα,
να σου χαϊδέψω τα μαγουλάκια, να σου στολίσω
με ρόδα μυρωμένα το στιλπνό, απαλό σου κεφαλάκι
και να φιλήσω τις πανέμορφες αυτάρες σου,
χαρά της ψυχής μου!
ΣΑΪΤΑΣ
Πού είναι ο Μπιζελάνθης;

ΜΠΙΖΕΑΑΝΘΗΣ
Παρών.

ΣΑΪΤΑΣ
Ξυσε μου το κεφάλι, Μπιζελάνθη! Που είναι ο μεσιέ Αραχνοΰφαντος;

75
IV. 1

ΑΡΑΧ ΝΟ ΐΦ Α ΝΤΟ Σ
Παρών.
ΣΑ ΪΤΑ Σ
Μεσιέ Αραχνοΰφαντε, καλέ μου μεσιέ, οπλίσου με τα όπλα σου και τρέχα
να μου βρεις μια κοκκινοπόδαρη μέλισσα που κάθεται στην κορφή του
γαϊδουράγκαθου! Κι όταν τη βρεις, να μου τη δολοφονήσεις εκ μέρους
μου, και να μου φέρεις τη σακούλα της που έχει το μέλι. Μη δυσφορήσεις
πολύ με το έργο που σου παραθέτω, μεσιέ, γιατί, καλέ μου μεσιέ, τότε
θα σου σπάσει η σοικούλα, και δεν μου είναι καθόλου αρεστό να λουστείς
εσύ με τη δίκιά μου τη σακούλα, σινιόρ. Πού είναι ο μεσιέ Σιναπόσπορος;

ΣΙΝΑΠΟΣΠΟΡΟΣ
Παρών.

Σ Α ΪΤΑ Σ
Θα τελέσω μαζί σου χειραψία, μεσιέ Σιναπόσπορε. Επομένως, πάφε να
σκύβεις το κεφάλι, καλέ μου μεσιέ: δεν μ’ αρέσουν οι υποκλυσμοί.
ΣΙΝΑΠΟΣΠΟΡΟΣ
Ακούω επιθυμίες σας.
ΣΑΪΤΑΣ
Τίποτα ιδιαίτερο, μεσιέ.μου. Μόνο να βοηθήσεις τον ευγενέστατο
Μπιζελάνθη στο ξύσιμό μου. Αναρωτιέμαι, μήπως θα έπρεπε να
επισκεφθώ τον προσωπικό μου κουρέα, μεσιέ, διότι φρονώ πως είμαι
παραξένως τριχωτός περί την κεφαλή μου. Κι επειδή όλος μου είμαι τόσο
τρυφερός, αν και όλοι με νομίζουνε σκληρό σαν γαϊδούρι, εγώ, όποτε οι
τρίχες μου με τρώνε, αισθάνομαι τη βαθύτατη υποχρέωση προς τον εαυτό
μου να ξύνομαι.
ΤΙΤΑΝΙΑ
Μήπως θες ν’ ακούσεις λίγη μουσική, αγαπούλα μου;
ΣΑΪΤΑΣ
Εκ φυσικής κατασκευής, τ’ αυτιά μου αποκτήσανε την τάση ν’ ακούνε
μουσική σε βαθμό υπερτάσεως. Ό ,τι είναι ντάμπα-ντούμπα, μ’ αρέσει.

76
rv. 1

ΤΙΤΑΝΙΑ
Πες μου, γλυκούλη μου, τι θες να φας;
ΣΑ ΪΤΑ Σ
Α, θα επιθυμούσα ό,τι έχει σχέση με φαΐ. Θα μπορούσα να μασουλήσω
δημητριακά. Και, πιθανώς, θα προτιμούσα ό,τι έχει σχέση με χορταρικά.
Ιδιαιτέρως χόρτο ξερό και αχυρώδη διάφορα, αυτά που είναι γλυκύτατα
των γλυκυτέρων.
ΤΙΤΑΝΙΑ
Έ χ ω ένα ξωτικό σαΐνι: θα το στείλω να σου φέρει
φρέσκα καρυδάκια απ’ το κελάρι του σκίουρου.

ΣΑΪΤΑΣ
Θα προτιμούσα μια δυο χουφτίτσες ξερά μπιζέλια. Έ να, όμως, σε
παρακαλώ: μην επιτρέψεις σε κανέναν από τους κατωτέρους σου
υποτακτικούς να μ’ ενοχλήσει. Αποφάσισα να εκτεθώ σε ύπνο.
ΤΙΤΑΝΙΑ
Κοιμήσου, και θα σε νανουρίσω εγώ στην αγκαλιά μου.
Δρόμο εσείς, ξωτικά: σκορπίστε στους πέντε ανέμους.
(Βγαίνουν τα ξωτικά)

Ό πω ς η αγράμπελη αγκαλιάζει το αγιόκλημα,


όπως ο θηλυκός κισσός τυλίγει τα δαχτυλάκια του
γύρω από τη φτελιά, έτσι θα κάνω κι εγώ.
Α χ, πόσο σ’ αγαπώ! Α χ, πόσο σε λατρεύω!

(Κοιμούνται. Μπαίνει ο Πουκ. Ο Όμπερον προχωρά μπροστά.)

ΟΜΠΕΡΟΝ
Καλώς ήρθες, Πουκ μου: βλέπεις τι γλυκερό θέαμα!
Αρχίζω να λυπάμαι για την κατάντια της.
Πριν λίγο τη συνάντησα, εδώ μέσα στο δάσος,
δωράκια να μαζεύει γ ι’ αυτό τον σιχαμένο, τον ηλίθιο,
και την αγρίεψα και στήσαμε καβγά.
Γιατί αμέσως έφτιαξε κορόνα από φρέσκα λουλούδια,
ευωδιαστά, και του τα φόρεσε στην τριχωτή χοντροκεφάλα του!

77
IV. 1

Σκέφου, ως κι η δροσιά που κάθεται καμιά φορά


επάνω στα μπουμπούκια σαν μεγάλο μαργαριτάρι
της Ανατολής, τώρα στεκότανε πάνω στα όμορφα ματάκια
των λουλουδιών, σαν δάκρυα που κλαίγαν για τον ξεπεσμό τους.
Και, όταν πια χόρτασα να τη σαρκάζω κι εκείνη
με ήπιες λέξεις εκλιπαρούσε την ανοχή μου,
τότε ακριβώς της ζήτησα πάλι τ’ αγόρι!
Που αμέσως μου το παραχώρησε, και, μάλιστα,
έστειλε ένα ξωτικό να μου το φέρει στη σπηλιά μου,
στη νεραϊδοχώρα. Επομένως, αφού απόκτησα τ’ αγόρι,
μπορώ να διώξω απ’ τα μάτια της τ’ απαίσια μάγια.
Κι εσύ, καλέ μου Πουχ, βγάλε τη μεταμφίεση
απ’ το κεφάλι αυτουνού του Αθηναίου αγροίκου,
που, με το χαλά, μαζί μ’ όλους τους άλλους θα ξυτινήσει;
αυτοί, όλοι μαζί, θα πάνε πίσω στην Αθήνα
και τίποτα δεν θα θυμούνται απ’ όσα γίνανε απόψε:
θα νομίζουνε πως ήταν κάτι σαν άγρια έξαρση ονείρου.
Όμως, πρώτα, πρέπει να λύσω τα μάγια στη βασίλισσα.
(Αγγίζει τα βλέφαρα της Τιτάνιας)

Όπως ήσουν να γίνεις,


XI όπως έβλεπες να δεις.
Το μπουμπούκι που η Άρτεμη έχει ευλογήσει,
μπορεί του Έρωτα το άνθος να νικήσει.
Τώρα ξύπνα. Τιτάνιά μου, γλυκιά μου βασίλισσα.

(Η Τιτάνια ξυπνάει και σηκώνεται)

ΤΙΤΑΝΙΑ
Όμπερόν μου, τι όνειρο κι αυτό!
Ήμουνα, λέει ερωτευμένη μ’ ένα γάιδαρο!
ΟΜΠΕΡΟΝ
Νά τος: εκεί πέρα κοιμάται ο αγαπημένος σου.
ΤΙΤΑΝΙΑ
Και πώς έγινε αυτό; Α χ, σιχαίνομαι και που τον βλέπω!

78
IV. 1

ΟΜΠΕΡΟΝ
Σ ώ πα. Πουκ, βγάλ’ του τη γαϊδουροκεφαλή. Τιτάνια,
πες στη μουσική να παίξει! Και σβήσε όλες τις αισθήσεις
αυτωνων των πέντε με ύπνο βαρύ, σαν ύπνο του θανάτου!
ΤΙΤΑΝΙΑ
Μουσική! Μουσική για ύπνο μαγικό!
(Παίζει μουσική)

ΠΟΤΚ
Εσύ: όταν ξυπνήσεις, να έχεις πάλι το δικό σου,
το πανηλίθιο κεφάλι.

ΟΜΠΕΡΟΝ
Να συνεχίσει η μουσική! Έ λ α , βασίλισσά μου,
δώσ’ μου το χέρι να χορέψουμε: σεισμός θα γίνει
εδώ όπου κοιμούνται αυτοί οι πέντε.
Είδες; Νά μαστέ πάλι καλοί κι αγαπημένοι!
Κι αύριο τα μεσάνυχτα θα χορέψουμε με κάθε επισημότητα
μετά την τελετή του γάμου του Θησέα και στο ζευγάρι
θα ευχηθούμε κάθε χαρά κι ευημερία. Μαζί τους
θα παντρευτούν και τ’ άλλα ζεύγη: οι πιστοί ερωτευμένοι,
που εύχομαι να έχουνε κι αυτοί ζωή ευτυχισμένη.
ΤΙΤΑΝΙΑ
Νεραϊδοβασιλιά μου, για το δικό σου το καλό,
άκου: δεν ακούς τον πρωινό κορυδαλλό;

ΟΜΠΕΡΟΝ
Εμείς, βασίλισσά μου, αυτή την ήσυχη ώρα
θα φύγουμε πετώντας με τους ίσκιους της νύχτας’
ένα ταξίδι γύρω από τη γη λιγότερο σ’ εμάς θα πάρει
απ’ όσο κάνει το περιπλανώμενο φεγγάρι.
ΤΙΤΑΝΙΑ
Έ λ α , κύριέ μου, κι όσο θα πετάμε,
θα μου εξηγήσεις πώς γίναν όλα αυτά απόψε:
πώς βρέθηκα δεν έχω καταλάβει ακόμα

79
IV. 1

να κοιμάμαι παρέα με θνητούς στο χώμα.


(Βγαίνουν. Οι '^σερις εραστές και ο εξακολουθούν να κοιμούνται.
Μπαίνουν ο Θησέας, η Ιτζπολύτη, ο Λιγέας και αχόΧουθοι)

ΘΗΣΕΑΣ
Έ νας από σας να πάει να φωνάξει τον δασάρχη.
Οι τελετές μας για τον ερχομό του καλοκαιριού τελείωσαν'
και τώρα που πλησιάζει η εμπροσθοφυλακή της μέρας,
θέλω η αγάπη μου ν’ ακούσει τα γλυκόλαλα γαβγίσματα
των λαγωνικών μου. Αφήστε τα ελεύθερα στη δυτική κοιλάδα!
Λύστε τα! Και, είπα: κάποιος να μου φωνάξει τον δασάρχη!
(Βγαίνει ένας ακόλουθος)

Εμείς, βασίλισσά μου, θα πάμε στην κορφή του λόφου


ν’ απολαύσουμε την πολύφωνη αρμονία των λαγωνικών
που γαβγίζουν και της ηχώς που τους απαντάει.

ΙΠ Π Ο Λ ΪΤΗ
Κάποτε βρέθηκα με τον Κάδμο και τον Ηρακλή
σ’ ένα δάσος, στην Κρήτη, όπου κυνηγούσαν μιαν αρκούδα
με λαγωνικά από τη Σπάρτη: ποτέ δεν έχω ξανακούσει
τέτοιον αρμονικό ορυμαγδό. Γιατί λόγγοι, ουρανοί, πηγές,
ο τόπος όλος ήτανε σαν μια ομαδική, διαδοχική κραυγή.
Ποτέ δεν έχω ακούσει τέτοιαν αρμονική ασυμφωνία,
τέτοιο γλυκό καταιγισμό θορύβων.
ΘΗΣΕΑΣ
Και τα δικά μου λαγωνικά ειν’ από ράτσα σπαρτιάτικη,
με μάγουλα πεσμένα, κανελί όλο τους το κορμί,
γέρνουνε κάτω το κεφάλι, μυρίζουνε συνέχεια,
τ ’ αυτιά τους σκουπίζουν απ’ το χώμα την πρωινή δροσιά,
τα πίσω πόδια είναι στραβοκάνικα, κι έχουνε στο λαιμό τους
προγουλάκι, σαν να βλέπεις ταύρους θεσσαλικούς. Γρήγορα πολύ
δεν είναι στο κυνήγι, αλλά έχουν όλα φωνή ανοιχτή,
που ξέρουν να τη συνταιριάζουν με τις άλλες: σαν τις καμπάνες.
Γάβγισμα τόσο μελωδικό ποτέ άλλοτε δεν έσμιξε

80
IV. 1

με του κυνηγού την αγριοφωνάρα και του βούκινου τον ήχο,


ούτε στην Κρήτη, ούτε στη Σπάρτη, ούτε στη Θεσσαλία.
Θ ’ ακούσεις και θα κρίνεις. Μ α, μια στιγμή;
ποιες νύμφες είν’ αυτές;
ΑΙΓΕΑΣ
Άρχοντά μου, αυτή εδώ είναι η κόρη μου, η Ερμία:
και κοιμάται! Κι αυτός εδώ ο Λύσανδρος, κι αυτός ο Δημήτριος,
κι αυτή η Ελένη, η κόρη του γερο-Νεδρου.
Ανεξήγητο πώς βρέθηκαν εδώ όλοι μαζί!
ΘΗΣΕΑΣ
Θα σηκωθήκανε πολύ πρωί να πάρουν μέρος
στην τελετή των λουλουδιών και όταν μάθανε το σχέδιό μας,
ήρθαν κι αυτοί εδώ για να τιμήσουν τη γιορτή μας.
Ό μως, πες μου, Αιγέα: μέχρι σήμερα δεν είχε διορία
η Ερμία να σου απαντήσει τι αποφάσισε;

ΑΙΓΕΑΣ
Ναι, κύριέ μου.

ΘΗΣΕΑΣ
Πήγαινε και πες στους κυνηγούς να τους ξυπνήσουν
με τα βούκινα.
(Ηχούν βούκινα και φωνές από μέσα. Οι ν£οι ξυπνάνε και σηκώνονται.)

Καλημέρα, φίλοι! Πέρασε η γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου;


εσείς, πιτσουνάκια μου, ακόμα τώρα ζευγαρώνετε;
ΑΤΣΑΝΔΡΟΣ
Συγγνώμη, κύριέ μου.
(Γονατίζουν και οι τέσσερις)

ΘΗΣΕΑΣ
Παρακαλώ, σηκωθείτε. Απ’ όσο ξέρω, εσείς οι δύο
είσαστε αντεραστές κι εχθροί. Π ώς συμβαίνει
στον κόσμο αυτή η πρωτοφανής ομόνοια:
πώς το μίσος έδιωξε τόσο μακριά τη ζήλια

81
IV. 1

κι έφτασε άφοβα να κοιμάται με το μίσος δίπλα δίπλα;


ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Κύριέ μου, θα σας απαντήσω ζαλισμένος, γιατί ακόμα
μισοκοιμάμαι. Πάντως, σας ορκίζομαι, δεν ξέρω,
και, αλήθεια, δεν μπορώ να εξηγήσω πώς βρέθηκα εδώ.
Όμως, όσο το σκέφτομαι, και σας μιλάω ειλικρινά,
μου φαίνεται ότι θυμάμαι το εξής: ήρθα εδώ με την Ερμία!
Σκοπός μας ήτανε να φύγουμε μακριά,
να μη μας πιάνει ο νόμος της Αθήνας...
ΑΙΓΕΑΣ
Αρκετά, αρκετά, άρχοντά μου’ άκουσες αρκετά.
Επικαλούμαι το νόμο; ο νόμος να πέσει στο κεφάλι του!
Θέλανε να το σκάσουνε μαζί! Δημήτριε, θέλανε
να μας ξεγελάσουν και τους δύο: εσένα να σου κλέψουν
τη γυναίκα, κι εμένα να μου στερήσουν το δικαίωμα
όπου θέλω να τη δώσω, το δικαίωμα που της επέβαλλε
γυναίκα σου να γίνει.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Άρχοντά μου, η όμορφη Ελένη μου αποκάλυψε
πως θα το σκάγανε για να κρυφτούν στο δάσος,
κι εγώ σαν παλαβός έτρεξα πίσω τους'
κι η όμορφη Ελένη, πάλι από έρωτα, ακολούθησε εμένα.
Όμως, άρχοντά μου, δεν ξέρω ποια δύναμη — γιατί, σίγουρα,
κάποια δύναμη με ώθησε — έκανε την αγάπη μου
για την Ερμία να λιώσει σαν το χιόνι: τώρα
σαν ανάμνηση απομένει από κάποιο παιχνιδάκι
που αγαπούσα όταν ήμουνα παιδί.
Και όλη μου η πίστη, όλος ο πόθος της καρδιάς μου,
ο σκοπός και η χαρά των ματιών μου είναι μόνον η Ελένη.
Σ ’ αυτή, κύριέ μου, είχα δώσει λόγο προτού γνωρίσω την Ερμία'
και, σαν άρρωστος, σιχαινόμουν εκείνο το φαΐ,
όμως τώρα, σαν να ξαναβρήκα την υγειά μου,
επανέρχομαι στις φυσικές μου προτιμήσεις:

82
IV. 1

την Ελένη θέλω, αυτήν αγαπώ, αυτήν λαχταράω,


και σ’ αυτή θα μείνω πιστός για πάντα!

ΘΗΣΕΑΣ
Ωραίοι εραστές, θαυμάσια σας ζευγάρωσε η τύχη'
τις λεπτομέρειες θα τις ακούσουμε αργότερα.
Αιγέα, το αίτημά σου το απορρίπτω, γιατί σε λίγο,
μαζί μας, στο ναό, τα δυο αυτά ζευγάρια
θα ενωθούν για πάντα με το δεσμό του γάμου.
Κι αφού η μέρα έχει πλέον προχωρήσει, αναβάλλεται
και το κυνήγι. Ελάτε όλοι, γυρνάμε στην Αθήνα!
Τρία ζευγάρια παντρευόμαστε μαζί: θα γίνει γιορτή μεγάλη.
Έ λα, Ιππολύτη.
(Βγαίνουν ο Θησέα;, η Ιππολύτη, ο Α ιγέα; και η ακολουθία τους)

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Ό λα αυτά μου φαίνονται μπερδεμένα και θολά,
σαν μακρινά βουνά που μοιάζουνε με σύννεφα.

ΕΡΜΙΑ
Ε γώ νιώθω σαν να βλέπω χωριστά με κάθε μάτι,
, κι όλα μου φαίνονται διπλά.
ΕΑΕΝΗ
Κι εγώ το ίδιο: γιατί βρήκα τον Δημήτριο,
ένα αληθινό διαμάντι, που μια λέω δικό μου είναι
και μια όχι.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Είσαστε σίγουροι πως έχουμε ξυπνήσει; Λες να είμαστε
ακόμα κοιμισμένοι και να ονειρευόμαστε;
Ή ταν εδώ ο δούκας και είπε να τον ακολουθήσουμε;

ΕΡΜΙΑ
Σίγουρα' ήτανε κι ο πατέρας μου μαζί.
ΕΑΕΝΗ
Κι η Ιππολύτη.

83
IV. 1

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Και μας είπε ότι μαζί του θα πάμε στο ναό.
Άρα, έχουμε ξυπνήσει" ας ακολουθήσουμε τον δούκα
και τους άλλους, και στο δρόμο θα διηγηθεί ο καθένας μας
τα όσα ονειρεύτηκε.

(Βγαίνουν οι τέσσερις. Ξυπνάει ο Σαΐτας.)

ΣΑΪΤΑΣ
Όταν έρθει η σειρά μου να πω την ατάκα μου, επικαλεσθείτε με και θα
βγω αμέσως. Η επόμενη ατάκα μου είναι όταν θα μου πει η Θίσβη,
«Πανέμορφέ μου Πύραμε». (Χασμουριέται) Ααααχ! Πέτρο Σανίδα!
Φραγκίσκο Φυσούνη! Θωμά Καζανά! Ροβέρτο Βελόνη! Έ λα, Χριστέ και
Παναγιά! Το σκάσανε και μ’ αφήσανε στην εγκατάλειψη του ύπνου μου!
Είδα ένα θαυμασιότατο όνειρο. Ονειρεύτηκα κάτι που ούτε στ’ όνειρό του
δεν τ’ ονειρεύεται άνθρωπος. Γάιδαρος θα είναι όποιος προσπαθήσει να το
επεξηγήσει. Μου φάνηκε πως ήμουνα — και -κανένας δεν μπορεί να
περιγράφει τι ήμουνα. Αυτό το αυτό που ήμουνα, είχε — θα είναι ηλίθιος
όποιος νομίζει πως προμαντεύει τι νόμιζα πως είχε αυτό το αυτό που
ήμουνα. Μάτι ανθρώπου δεν άκουσε, αυτί ανθρώπου δεν είδε, χέρι
ανθρώπου δεν γεύτηκε, γλώσσα ανθρώπου δεν άγγιξε, καρδιά ανθρώπου
δεν οσφρίστηκε ποτέ τι όνειρο ήταν αυτό που είδα. Θα βάλω τον Πέτρο
Σανίδα να γράφει μια μπαλάντα γ ι’, αυτό το όνειρο" που θα την επιγράφει,
“Το όνειρο του Σ αΐτα”, γιατί γρήγορα σαν σαΐτα μου έφυγε. Κι εγώ θα
το τραγουδάω στο τελευταίο φινάλε του έργου, μπροστά στον δούκα.
Ενδεχομένως, και για να μη χάσει τη χάρη του, θα το υποκριθώ
τραγουδώντας το την ώρα που ξεψυχάει η Θίσβη.

(Βγαίνει)

84
ΣΚΗΝΗ 2

Αθήνα. Το σπίτι του Σανίδα.


(Μπαίνουν ο Σανίδας, ο Φυσούνης, ο Καζανάς και ο Βελόνης)

ΣΑΝΙΔΑΣ
Στείλατε κάποιον να δει στο σπίτι του Σαΐτα; Δεν γύρισε ακόμα;

ΒΕΛΟΝΗΣ
Ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Αναμφιβόλως, κάτι έγινε στο δάσος: ή τον
πήρε ο ύπνος, ή τον ξαναπήρανε τα ξωτικά.

ΦΥΣΟΥΝΗΣ
Αν δεν έρθει, πάει το έργο. Δεν τραβάει χωρίς αυτόν, έτσι δεν είναι;
ΣΑΝΙΔΑΣ
Ναι, δεν γίνεται: δεν υπάρχει άλλος άνθρωπος σ’ ολόκληρη την Αθήνα
που να διακριθεί ως υποκριτής του Πύραμου.
ΦΥΣΟΥΝΗΣ
Φυσικά. Έ χ ει το πιο χειροποίητο μυαλό ανάμεσα σ’ όλους τους
μαστόρους της Αθήνας.

ΣΑΝΙΔΑΣ
Και το πιο λεπτοδουλεμένο κορμί: είναι ο πιο εκδιδόμενος με γλυκιά
φωνή.

ΦΥΣΟΥΝΗΣ
Θες να πεις, “Ενδεδειγμένος” . “Εκδιδομένος” , θου Κύριε φυλακήν τω
στόματί μου, είναι άλλο πράμα.
(Μπαίνει ο Ροχάνης)

85
IV. 2

ΡΟΚΑΝΗΣ
Μ<χστόροι! Ο δούκας έρχεται απ’ το ναό, και μαζί του είναι δυο τρεις
άρχοντες με τις ανάλογες αρχόντισσες, που παντρευτήκανε, λέει, μαζί με
τον δούκα. Αν είχαμε τώρα έτοιμη την παράστασή μας, θα κάναμε την
τύχη μας.

ΦΪΣΟΤΝΗ Σ
Γλυκούλης, βέβαια, ο Σαΐτας, αλλά πολύ βλάκας. Έχασε ισοβίως έξι
πένες, που θα έβγαζε μέσα σε μια ώρα. Λίγες του πέφταν έξι πένες για
ένα ρόλο; Και σίγουρα ο δούκας θα τους τις έδινε, άμα τον έβλεπε
Πύραμο: πάω στοίχημα το κεφάλι μου. Και θα τις άξιζε: για να παίξεις
Πύραμο, ή παίρνεις έξι πένες, ή τον κάνεις προσφορά δωρεάν.
. (Μπαίνει ο Σαΐτχς)

ΣΑΤΤΑΣ
Εδώ είναι οι φίλοι μου; Εδώ είν’ οι δικοί μου;
ΣΑΝΙΔΑΣ
Ο Σαΐτας! Ω λαμπρή μέρα! Ω εκλαμπρότατη ώρα!

ΣΑΝΙΔΑΣ
Μαστόροι, έχω να σας διηγηθώ πράματα .και θάματα. Ερωτήσεις δεν
επιτρέπω, γιατί αμέσως θα τις αποτρέπω. Και θα σας πω μόνον όσα ξέρω
ότι κατάλαβε η αντίληψή μου.

ΣΑΝΙΔΑΣ
Να σ’ ακούσουμε, Σαΐτα μου.
ΣΑΤΤΑΣ
Τώρα, ούτε κουβέντα! Το μόνο που θέλω να ξέρετε είναι ότι ο δούκας
αποπεράτωσε το δείπνο του. Πάρτε τα κοστούμια σας, βάλτε γερά
κορδόνια στα γένια σας, καινούργιες κορδέλες στα σκαρπίνια σας, και
πάμε! Θα συναντηθούμε όλοι επιτοπίως: έξω από το παλάτι. Και καθένας
να θυμάται το ρόλο του καλά, γιατί, να μην τα πολυλογώ, το έργο μας
εγκρίθηκε εντελώς ομόφωνα. Λοιπόν, η Θίσβη να μην ξεχάσει να βάλει
καθαρή σωβρακοφανέλα' και το Λιοντάρι να μην κόψει τα νύχια του, για
να υπερτονίζει ότι είναι πατούσες λιονταριού. Και, προσφιλείς μου
ηθοποιοί; ν’ αποφύγετε να φάτε σκόρδα και κρεμμύδια, για να μην

86
IV. 2

αποφερουν αποφορα τα χνότα σας και γιατί η ανασα σας πρεπει να είναι
δροσερή. Και, ο διάολος να με πάρει, αν δεν πούνε όλοι, «Ορίστε, τι
δροσιστική κωμωδία»! Τέρμα τα λόγια: δρόμο, φύγαμε!

(Βγάινονν)

87
ΠΕΜΠΤΗ ΠΡΑΞΗ

ΣΚΗΝΗ 1

Αθήνα. Το παλάτι του Θησέα.


(Μπαίνουν ο Θησέας, η Ιππολύτη, ο Φιλόστρατος και ακόλουθοι)

ΙΠΠΟΛΤΤΗ
Περίεργα μας τα λεν οι νεαροί, Θησέα μου.

ΘΗΣΕΑΣ
Πολύ περίεργα και καθόλου αληθινά. Ποτέ μου δεν πίστεψα
τέτοιες αλλόκοτες ιστορίες, ούτε παραμύθια για ξωτικά.
Οι ερωτευμένοι και οι τρελοί έχουνε το νου τους
ξαναμμένο, γ ι’ αυτό και πλάθουν φαντασίες
που η ψυχρή λογική δεν καταλαβαίνει. Ο τρελός,
ο ερωτευμένος και ο ποιητής είναι γεμάτοι φαντασία.
Ο τρελός βλέπει περισσότερους διαβόλους απ’ όσους διαθέτει
η απέραντη κόλαση' ο ερωτευμένος, τρελός κι αυτός,
τη γύφτισσά του τη λέει Ωραία Ελένη'
το μάτι του ποιητή, γεμάτο παραφροσύνη,
κοιτάει από τη γη στον ουρανό, κι από τον ουρανό στη γη;

89
V, 1

και, όπως η φαντασία σχηματοποιεί και δίνει υπόσταση


σε πράγματα άγνωστα, έτσι κι η πένα του ποιητή
μορφοποιεί το άγνωστο τίποτα και του χαρίζει τόπο καταγωγής
και όνομα. Τέτοια παιχνίδια μπορεί να παίξει
η ζωηρή φαντασία που, άμα νιώσει χαρά μεγάλη,
θα πλάσει αμέσως κι εκείνον που την έφερε.
Ό πως, τη νύχτα, λίγος φόβος φτάνει
το θάμνο αρκούδα να τον κάνει.
ΙΠΠΟΛΤΤΗ
Όμως, αυτά τα πράγματα που γίναν χτες το βράδυ,
και, όπως όλοι υποστηρίζουν, οι αλλαγές που γίναν
στις καρδιές τους μαρτυρούν ότι δεν είναι
πλάσματα της φαντασίας τους, γιατί παίρνουν υπόσταση
μεγάλη, όσο και να δείχνουν αλλόκοτα και θαυμαστά.

(Μπαίνουν ο Λύσανδρος, ο Δημήτρίος, η Ερμία και η Ελένη)

ΘΗΣΕΑΣ
Νά: έρχονται τα ερωτευμένα μας ζευγάρια εύθυμα
και χαρούμενα. Χαρείτε, χαρείτε, φίλοι μου καλοί!
Η καρδιά σας συνέχεια να τρέφεται με ευθυμία
και μέρες γεμάτες αγάπη.
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Αυτά που μας ευχόσαστε, κι εσάς να συνοδεύουν
σε κάθε βήμα, στο τραπέζι και στο κρεβάτι σας.
ΘΗΣΕΑΣ
Ελάτε τώρα να δούμε τι μασκαράτες και χοροί
θα συνοδέψουν τις τρεις ώρες που μας απομένουν
μέχρι να πάμε στα κρεβάτια μας. Να έρθει ο τελετάρχης,
ο υπεύθυνος για τη διασκέδασή μας! Τ ι πρόγραμμα έχει;
Δεν υπάρχει κάποιο έργο που να μαλακώσει την αγωνία
και το βασανιστήριο του χρόνου; Να έρθει ο Φιλόστρατος!
(Μπαίνει ο Φιλόστρατος)

90
V. 1

ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΣ
Στις διαταγές σας, κραταιέ Θησέα.

ΘΗΣΕΑΣ
Τ ι διασκέδαση έχει το πρόγραμμα απόψε;
Τ ι μασκαράτα; Τ ι μουσική; Με τι ευχάριστο
θα ξεγελάσουμε τον αργόσυρτο χρόνο;
ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΣ
Εδώ είναι ένας κατάλογος μ’ αυτά που έχουμ’ ετοιμάσει:
η υψηλότητά σας θ’ αποφασίσει τι θέλει να δει.

ΘΗΣΕΑΣ
(Διαβάζει)«Η μάχη μετά των Κενταύρων. Μουσική απαγγελία
υπό Αθηναίου ευνούχου, τη συνοδεία άρπας.»
Αποκλείεται! Αυτό το έχω απαγγείλει στην αγαπημένη μου
ως κι εγώ για να τιμήσω τον συγγενή μου, τον Ηρακλή.
«Τα όργια των μαινομένων Βακχίδων, αίτινες, αλλόφρονες
φονεύουν τον Θράκα κιθαρωδό.» Παμπάλαιο!
Αυτό μου το είχαν παίξει όταν γύρισα νικητής από τη Θήβα.
«Αι εννέα Μούσαι, θρηνούσαι διά τον θάνατον
της Μαθήσεως, ήτις απεβίωσεν διατελούσα εν πενία.»
Αυτό είναι-σάτιρα καυστική κι επικριτική,
τελείως ακατάλληλη για γαμήλια τελετή.
«Μακροσκελής επιτομή ερωτικής ιστορίας, ήτοι:
του νεαρού Πυράμου μετά της Θίσβεώς του, περιέχουσα
στοιχεία τραγικά και άκρως κωμικά ταυτόχρονα.»
Τραγικά και κωμικά ταυτόχρονα; Μακροσκελής επιτομή;
Είναι σαν να λέμε, «Καυτός πάγος», ή «Χιόνι αγνώστου χρώματος».
Ταιριάζουνε τ’ αταίριαστα;
ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΣ
Είναι ένα έργο, άρχοντά μου, όλο κι όλο δέκα λέξεις μήκος,
που είναι η πιο επιτομή έργου που ξέρω"
αλλά κι αυτές οι δέκα λέξεις το κάνουνε τόσο μακρύ,
που φαίνεται μακροσκελές' γιατί, σ’ αυτό ειδικά το έργο,
κάθε λέξη είναι λάθος και κάθε ηθοποιός είναι λάθος.

91
V. 1

Αλλά είναι και τραγικό έργο, ευγενικέ μου κύριε"


γιατί ο Πυραμος αυτοκτονεί. Πρόβα όταν είδα,
ομολογώ ότι τα δάκρυα στα μάτια μου τρέχαν ποτάμια"
αλλά τέτοια ιλαρά ποτάμια και τέτοιο γάργαρο γέλιο
δεν έχω ξανανιώσει.

ΘΗΣΕΑΣ
Ποιοι είν’ αυτοί που παίζουν;
ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΣ
Εργάτες μεροκαματιάρηδες, που εδώ δουλεύουν, στην Αθήνα,
όμως το μυαλό τους δεν έχει ποτέ ξαναδουλέφει"
και τώρα στίφαν όλοι μαζί την άμαθή τους μνήμη
να βγάλουν ένα έργο για να -το παίξουνε στους γάμους σας.
ΘΗΣΕΑΣ
Αυτό θα δούμε.

ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΣ
Ό χ ι, άρχοντά μου, δεν είν’ έργο για σας.
Το έχω δει, όπως σας είπα, πολλές φορές στις πρόβες
και είναι ένα τίποτα, ένα μηδενικό. Εκτός αν θέλετε
να διασκεδάσετε με την προσπάθειά τους και να δείτε
το μόχθο που έχουν κάνει για να σας ευχαριστήσουν.
ΘΗΣΕΑΣ
Είπα, αυτό το έργο θα δω! Γιατί δεν μπορεί
να ’ναι για πέταμα κάτι που σου το κάνουν προσφορά
η απλότητα κι η αφοσίωση. Πήγαινε φέρ’ τους!
Κυρίες, στις θέσεις σας, παρακαλώ.

(Βγαίνει ο Φάόστρατοζ)

ΙΠΠΟΛΥΤΗ
Δεν μ’ αρέσει να βλέπω φουκαράδες να εξευτελίζονται,
ούτε την αφοσίωση να γελοιοποιείται.
ΘΗΣΕΑΣ
Γλυκιά μου, αυτά δεν θα τα δεις, σου το υπόσχομαι.

92
V. 1

ΙΠΠΟΛΤΤΗ
Μα ο Φιλόστρατος το είπε: δεν αξίζουν τίποτα.
ΘΗΣΕΑΣ
Εμείς που είμαστε ανώτεροι πρέπει γ ι’ αυτό το τίποτα
να τους ευχαριστήσουμε. Θα διασκεδάσουμε καταλαβαίνοντας
τα λάθη τους και δικαιολογώντας τους γ ι’ αυτά.
Και ό,τι η καημένη η αφοσίωσή τους καλά δεν καταφέρνει,
η δική μας ευγενική προαίρεση θα το δεχτεί
γ ι’ αυτό που είναι, όχι για την αξία που θα έπρεπε να έχει.
Όπου κι αν έτυχε να πάω , τρανοί σοφοί ερχόντουσαν
καλά προετοιμασμένοι να με καλωσορίσουν
και πολλές φορές τους έχω δει να τρέμουνε και να χλομιάζουν,
να κομπιάζουνε στη μέση των προτάσεων,
από το φόβο τους να ξεροκαταπίνουνε, και τέλος
να σταματάνε άφωνοι χωρίς να τελειώσουνε.
το καλωσόρισμά τους. Θέλω να με πιστέψεις, καλή μου,
ως και σ’ εκείνη τους τη σιωπή εγώ είχα καταλάβει
το καλωσόρισμά τους' έτσι και στη σεμνότητα
της δειλής αφοσίωσης μπορώ να εισπράξω όσα
και από την τρεχάτη γλώσσα, που διαθέτει
την τόλμη και τη θρασύτητα της ευγλωττίας.
Γ ι’ αυτό η αγάπη και η άφωνη απλότητα
μιλάνε στην καρδιά μου πιο πολύ: γιατί έχουνε σεμνότητα.
(Μπαίνει ο Φιλόστρατος)

ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΣ
Με την άδεια της εξοχότητάς σας, ο Πρόλογος είν’ έτοιμος.

ΘΗΣΕΑΣ
Να έρθει.
(Σαλπίσματα. Μπαίνει ο Σανίδαρ υαν Πρόλογος.)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Εάν σας ενοχλήσουμε, μη μας παρεξηγήσετε.
Πως θέλαμε να ενοχλήσουμε ποτέ σας μη νομίσετε:

93
V. 1

δεν ήταν πρόθεσή μας. Εμείς θελήσαμε να δείξουμε


την τέχνη μας και όχι να σας καταπλήξουμε.
Δεν ήρθαμε εδώ για ικανοποίησή σας,
και σκοπός μας δεν είναι, φυσικά, η ευχαρίστησή σας.
Το ξέρουμε ότι που ήρθατε θα το μετανοήσετε,
κυρίως μόλις τους ηθοποιούς μας αντικρίσετε.
Και σε λίγο που θ’ αρχίσουνε την ιστορία να διηγούνται,
θα μάθετε όσα ξέρετε και όσα προηγούνται.

ΘΗΣΕΑΣ
Αυτός πήρε φόρα και λέει.
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Καβάλησε τον πρόλογό του λες και είναι άγριο πουλάρι, και τώρα πού να
σταματήσει. Συμπέρασμα, άρχοντά μου; δεν φτάνει να μιλάς, πρέπει να
ξέρεις και τι λες.

ΙΠΠΟΛΥΤΗ
Έπαιξε τον πρόλογο όπως ένα παιδάκι την καραμούζα του: βγήκε ήχος,
αλλά ακυβέρνητος.

ΘΗΣΕΑΣ
Τα λόγια του ήτανε σαν μπερδεμένη αλυσίδα; γεροί όλοι οι κρίκοι, μα .
ανάκατοι. Τώρα τι θα γίνει;
(Σαλπίσματα. Μπαίνουν ο Πύριχμος (Σαΐτας), η θίαβη (Φυσούνης), ο Τοίχος (Καζανάς),
το Φεγγάρι (Βελόνης) και το Λιοντάρι (Ροχάνης) )

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Κυρίες μας και κύριοι, μπορεί και ν’ απορείτε
τι είν’ αυτό που βλέπετε και τι άλλο θα δείτε.
Γ ι’ αυτό, παρακαλώ την απορία σας να συνεχίσει
ωσότου το ίδιο το έργο να σας τα ξεκαθαρίσει.
Αυτός είναι ο Πόραμος, αν θέλετε να μάθετε.
Κ ι αυτή η Θίσβη, η καλλονή: κοιτάξτε τη, θα πάθετε.
Αυτός εδώ που με ασβέστη και λάσπη είναι πασαλειμμένος
είναι ο Τοίχος, που τους δύο εραστές χωρίζει, ο καταραμένος.
Από μια τρύπα τόση δα του Τοίχου οι δυο καημένοι.

94
V. 1

αν κάτι ψιθυρίσουνε, θα είναι κι ευχαριστημένοι.


Αυτός εδώ με την αφάνα, το σκυλί και το φανάρι,
δεν είναι άλλος, όπως καταλάβατε, απ’ το Φεγγάρι.
Στο φως του Φεγγαριού οι δύο εραστές μας, που δεν ντρέπονται,
δίνουνε ραντεβού στον τάφο του Νίνου, κι εκεί βλέπονται.
Κι αυτό το τρομερό θεριό, που λέγεται Λιοντάρι,
τη Θίσβη που ήρθε πιο νωρίς ορμάει για να πάρει.
Κι αυτή τρέχει αλλόφρονη στη νύχτα, αλλοπαρμένη,
μόνη της, και περίτρομη, αλλά και φοβισμένη.
Καθώς στα πόδια το ’βάλε, την κάπα της πετάει,
ο Λέων κοντοστέκεται, τη βλέπει να το σκάει,
και πάει κι αρπάζει το πανί, τα δόντια του εκεί χώνει,
και το ωραίο χρώμα του μ’ αίματα το λερώνει.
Τώρα φτάνει ο Πύραμος, παιδί ωραίο και χαριτωμένο,
και το ύφασμα της Θίσβης του βλέπει μαχαιρωμένο.
Αμέσως το μαχαίρι του το απαίσιο τραβάει,
και θαρρετά στο στήθος του γκαπ-γκουπ το κοπανάει.
Κι η Θίσβη που καθότανε στον ίσκιο μιας μουριάς,
το ίδιο μαχαίρι έχωσε στο μέρος της καρδιάς,
και, πάει, χάθηκε κι αυτή. Για όσα απομένουν
το Λιοντάρι, το Φ εγγάρι, ο Τοίχος και οι Εραστές σας περιμένουν
για να σας πουν αργά αργά, μα και με υστερία
το έργο πώς το φτιάξαμε με τόση μαεστρία.
(Βγαίνουν όλοι οι ηθοποιοί εκτός από τον Τοίχο)

ΘΗΣΕΑΣ
Θέλω να δω αν θα μιλάει το λιοντάρι.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Σίγουρα, άρχοντά μουι εδώ και γαϊδούρια μιλάνε.
ΤΟΙΧΟΣ
Σ ’ αυτό το έργο, κύριοι, μου έλαχε να τύχω ,
εγώ, ο Καζανάς ονόματι, να παριστάνω Τοίχο.
Αυτός ο Τοίχος, βέβαια, το κυριότερο δεν είπα,
έχει ρωγμή, χαραματιά, με δύο λόγια τρύπα.

95
V. 1

απ’ όπου ο Πυραμος και η Θίσβη, οι δύο εραστές,


κρυφομιλάν συνέχεια με φωνές ψιθυριστές.
Ιδού σοβάς, ιδού πηλός, ασβέστης μα και πέτρα,
για Τοίχο να με δείχνουνε με τα σωστά τα μέτρα.
Και εις την τρύπα μου αυτή, αριστερά και δεξιά,
στέκονται οι δύο Εραστές και ανταλλάσσουν μυστικά.
ΘΗΣΕΑΣ
Έ χετε δει ποτέ σας ασβέστη να μιλάει καλύτερα;

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Είναι ο εξυπνότερος μεσάζων μετά τρύπας που έχω ακούσει.

ΘΗΣΕΑΣ
Σσσσς! Ο Πυραμος πάει κοντά στον Τοίχο.

(Μπαίνει ο Πυραμος)

ΠΥΡΑΜΟΣ
Ω νύχτα σκυθρωπή, ω νύχτα μαύρη πέρα ως πέρα,
που πάντοτε μας έρχεσαι όταν δεν είναι μέρα!
Ω νύχτα, νύχτα, νύχτα, αλί, αλί και τρισαλί;
φοβάμαι πως να έρθει ξέχασε η Θίσβη μου η καλή!
Κι εσύ, ω Τοίχε, Τοίχε μου γλυκέ, που αποτελείς
μεσοτοιχία του σπιτιού μου με το σπίτι της καλής,
δείξε μου την τρυπούλα σου μία ματιά να ρίξω,
(Ο Τοίχος ανοίγει τα δάχτυλά του σαν χαραμάδα)

και μόλις δω, και πάραυτα, ευγνωμοσύνη θα σου δείξω.


Ό μω ς, τι βλέπω, ω θεοί: η Θίσβη απουσιάζει!
Τοίχε κακέ, η μοίρα σου μαράζι να μοιράζει
σε κάθε πέτρα και σοβά που εσύ διαφεντεύεις,
γιατί τολμάς στα μάτια μου μπροστά να κοροϊδεύεις.
ΘΗΣΕΑΣ
Αφού ο τοίχος είναι ομιλητικός, πρέπει κι αυτός ν’ απαντήσει με κατάρες.

ΠΥΡΑΜΟΣ
Αποκλείεται, κύριε, αντιθέτως, δεν πρέπει. Η ατάκα, «Γιατί, και λοιπά,

96
V. 1

να κοροϊδεύεις», είναι για τη Θίσβη, κι εγώ πρέπει να τα βλέπω όλα από


την τρύπα του τοίχου. Θα δείτε ότι έχω δίκιο; νά τη, έρχεται.

(Μπαίνει η θίσβη)

ΘΙΣΒΗ
Ω Τ οίχε, που συχνότατα ακούς τα θρηνητά μου,
τον Πύραμο, τον όμορφο, πώς τον κρατάς μακριά μου!
Συχνά τ’ άλικα χείλια μου τις πέτρες σου φίλησαν,
όταν με λάσπη και πηλό το χωρισμό μας χτίσαν.
ΠΥΡΑΜΟΣ
Βλέπω φωνή, και πάω αμέσως προς την τρύπα,
μήπως και δω τη Θίσβη, που περιμένω όπως είπα.
Θίσβη!

ΘΙΣΒΗ
Έ ρωτά μου, είσαι η αγάπη μου η πρωτοφανής!

ΠΥΡΑΜΟΣ
Λέγε ό,τι θες, αρκεί που είδα ότι ήρθες να φανείς.
Να μην ξεχνάς πως είμαι ερωτευμένος σαν τον Παπάρη.
ΘΙΣΒΗ
Κι εγώ σαν την ωραία Αντιγόνη, που ήρθε από την Τροία για να πάρει.
ΠΥΡΑΜΟΣ
Ούτε ο Οδυσσέας στάθηκε τόσο πιστός στην Κλυταιμνήστρα,
όσο εγώ σ’ εσένα.

ΘΙΣΒΗ
Ούτε η Μήδεια σεβάστηκε τόσο πιστά τα μνήστρα,
όσο εγώ σ’ εσένα.

ΠΥΡΑΜΟΣ
Α χ, φίλα με στην τρύπα αυτού του Τοίχου.
ΘΙΣΒΗ
Φ ιλάω την τρύπα και παίρνω ήχο του δικού μου ήχου.

97
V. 1

ΠΥΡΑΜΟΣ
'Είλα αμέσως στο μνήμα του Νίνου; η προθεσμία είναι μικρή.
ΘΙΣΒΗ
Αμέσως θα έρθω: ζωντανή ή και νεκρή.
(Βγαίνουν ο Πύρχμος και η Θίσβη)

ΤΟΙΧΟΣ
Τελείωσε ο ρόλος μου κι απ’ τη σκηνή θ’ αποχωρήσω.
Και, άμα φύγω, ουδέποτε σαν Τοίχος να γυρίσω.

(Βγαίνει)

ΘΗΣΕΑΣ
Να δείτε, που τώρα θα μπει τρ Φεγγάρι ανάμεσα στους δύο γείτονες.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Δεν γίνεται αλλιώς^ κύριέ μου, γιατί οι τοίχοι έχουν πολύ πρόθυμα
αυτιά..
ΙΠΠΟΛΥΤΗ
Είναι το πιο ανόητο έργο που έχω δει.
ΘΗΣΕΑΣ
Ο ι καλύτεροι ρόλοι σ’ αυτό το έργο είναι σκιές ρόλων' και οι χειρότεροι
δεν είναι τόσο κακοί, άμα τους ωραΐζει η φαντασία.

ΙΠΠΟΛΥΤΗ
Η δίκιά σου φαντασία — η δίκιά τους αδύνατον!
ΘΗΣΕΑΣ
Αν δεν τους φανταστούμε χειρότερους απ’ όσο εκείνοι τον εαυτό τους,
μπορεί να μας φανούνε κι εξαιρετικοί. Νά, έρχονται δύο μεγαλοπρεπή
κτήνη: ένας άνθρωπος κι ένα λιοντάρι.
(Μπαίνουν το Λιοντάρι και το Φιγγάρι)

ΛΙΟΝΤΑΡΙ
Εσείς, κυρίες μου, που οι εύθραυστες καρδούλες σας φοβούνται
όποτε ως και απεχθέστατα ποντίκια στο πάτωμα κινούνται.

98
V. 1

μπορεί, ενδεχομένως, και να νιώσετε τρόμο και σπαραγμό


όταν ακούσετε του Λιονταριού το μέγα μουγκρητό.
Τότε θα ξέρετε ότι εγώ, ο μαραγκός Ροκάνης,
λιοντάρι είμαι φοβερό: μην πέσετε θύματα πλάνης.
Ε γώ , ο Ροκάνης, ήρθα να σας κάνω το Λιοντάρι,
κι αν δεν πετύχω, τη ζωή μου μακάρι ο Θεός να πάρει.

ΘΗΣΕΑΣ
Πολύ ευγενικό ζώο, κι ευσυνείδητο.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Είναι το πιο ζώο που έχω ποτέ μου δει να παίζει το ζώο.

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Το συγκεκριμένο λιοντάρι έχει ανδρεία αλεπούς.

ΘΗΣΕΑΣ
Και μυαλό χήνας.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Διαφωνώ, κύριέ μου' γιατί το θάρρος του δεν είναι σε θέση να σηκώσει το
βάρος της ανδρείας του, όπως η αλεπού σηκώνει τη χήνα.

ΘΗΣΕΑΣ
Αλλά και το μυαλό του δεν σηκώνει την ανδρεία του, όπως η χήνα δεν
είναι σε θέση να σηκώσει το βάρος της αλεπούς. Τέλος πάντων, δικό του
πρόβλημα εάν είναι αλεπού ή χήνα: τώρα ακούμε το Φεγγάρι.

ΦΕΓΓΑΡΙ
Το πρώτο που σας δείχνω είναι ένα φανάρι
μ’ (ακτίνες στο κεφάλι του, γιατί είναι το Φεγγάρι.
ΔΗΜ ΗΤΡΙΟΣ
Κέρατα θα έπρεπε να έχει στο κεφάλι του.
ΘΗΣΕΑΣ
Είναι ατελής ο ρόλος, και το Φεγγάρι είναι μισοφέγγαρο: έχει τα κέρατα
στη εοιοτεινή πλευρά του.

99
V. 1

ΦΕΓΓΑΡΙ
Ετούτο το φανάρι μ’ ακτίνες στο κεφάλι σας παρουσιάζω;
εγώ είμαι το Φεγγάρι, γιατί με φεγγάρι μοιάζω.
ΘΗΣΕΑΣ
Νά το μεγαλύτερο λάθος έως τώρα! Αφού λέει ότι είναι το φεγγάρι, για
να μοιάζει με φεγγάρι έπρεπε να μπει μέσα στο φανάρι.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Δεν τολμάει να μπει μέσα στο φανάρι: απ’ το κερί που είναι μέσα, φωτιά
θα πάρει.
ΙΠΠΟΛΥΤΗ
Δεν μ’ αρέσει καθόλου αυτό το φεγγάρι: στη χάση του να ήτανε μακάρι,
και σε λίγο από ’δώ δρόμο να πάρει.
ΘΗΣΕΑΣ
Έ τσι κι αλλιώς, λιγοστό είναι το φως του, και σε λίγο θα φύγει. Όμως,
εμείς, από ευγένεια, πρέπει ν’ αντέξουμε ως το τέλος.

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Συνέχισε, Φεγγάρι.

ΦΕΓΓΑΡΙ
Σας λέω πως χρατάω το φανάρι,
γιατί εγώ είμαι το Φεγγάρι.
Κι αυτό που βλέπετε στο χέρι μου δεν είναι μήλο,
γιατί εγώ στο χέρι μου κρατάω λουρί από σκύλο.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Αυτά όλα θα έπρεπε να είναι μέσα στο φανάρι, γιατί θα έπρεπε να είναι
πάνω στο φεγγάρι. Σσσσς! Έ ρχεται η Θίσβη.
(Μπαίνει η θίσβη)

ΘΙΣΒΗ
Και που βρήκα τον τάφο του Νίνου, τι σημασία έχει;
Ε γώ εδώ είμαι, κι ο αγαπημένος μου απέχει.

100
V. 1

ΛΙΟΝΤΑΡΙ
Γκρρρ! Γκρρρ!

(Η Θίσβη βγαίνει τρέχοντας)

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Μπράβο, Λιοντάρι! Καλό μουγκρητό!
ΘΗΣΕΑΣ
Μπράβο, Θίσβη! Καλό τρεχαλητό!
ΙΠ Π Ο Λ ΪΤΗ
Μπράβο, Φεγγάρι! Λάμπεις με όλη σου τη χάρη!

(Το Λιοντάρι ξεσκίζει την κάπα της Θίσβης. Βγαίνει.)

ΘΗΣΕΑΣ
Λιοντάρι, ένα μπράβο σου ανήκει.
Της ξέσκισες την κάπα, όπως ο γάτος το ποντίκι.
(Μπαίνει ο Πύραμος)

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Και τώρα μπαίνει ο Πύραμος.

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Και το Λιοντάρι παίρνει δρόμο.

ΠΥΡΑΜΟΣ
Φεγγάρι, Φεγγαράκι μου, με τις γλυκές αχτίδες:
σ’ ευχαριστώ, Φεγγάρι μου, που έσκυψες και μ’ είδες.
Λάμπουνε οι αχτίδες σου, χρυσίζουνε ωραία,
κι έτσι θα απολαύσω εγώ της Θίσβης μου τη θέα.
Ό μως, ω φρίκη! Ιππότη, στάσου,
κακόμοιρε, κοίτα μπροστά σου:
τι θέαμα απαίσιο φωτίζουν
οι αχτίδες και τα μάτια μου αντικρίζουν!
Πώς γίνεται αυτό;
Ω θέαμα φριχτό!
Η κάπα σου, αγαπημένη.

101
V. 1

μ’ αίματα είναι λερωμένη;


Ερινύες, πλησιάεττε,
μοίρες κακές, κοπιάστε,
κόψτε το νήμα της ζωής μου,
σπάστε το θόλο της ψυχής μου,
τσακίστε, ρίξτε και χτυπήστε,
χαλάστε, λιώστε και γκρεμίστε!
ΘΗΣΕΑΣ
Πολύ πάθος έβαλε, σαν να ’χάσε κάτι πιο πολύτιμο από τη σύντροφό του:
σαν να ’χάσε το πουγκί του.
ΙΠ ΠΟΛΪΤΗ
Εγώ , μα το Θεό, τον λυπάμαι τον άνθρωπο.
ΠΤΡΑΜΟΣ
Ω Φύση, εσύ που τα λιοντάρια έπλασες, να ’σαι καταραμένη,
γιατί λιοντάρι απαίσιο μου ’φαγε την αγαπημένη:
που είναι — όχι, ήταν! — η ομορφότερη στην πλάση,
και καμιά δεν έχει έτσι αγαπήσει, κοιτάξει και χαμογελάσει.
Βγείτε δάκρυα, της θλίψης μου προσθήκη,
κι εσύ, σπαθί μου, βγες από τη θήκη.
Κι άκου, σπαθί μου, αν έχεις ήθος,
τρύπα τον Πύραμο στο στήθος,
αριστερά, όχι δεξιά,
να κομματιάσεις την καρδιά.
Πεθαίνω, ο δυστυχισμένος,
από τον εαυτό μου μαχαιρωμένος!

(Μαχαιρώνεται)

Τώρα που εντελώς πεθαίνω,


πολύ ψηλά ανεβαίνω,
η ψυχή μου στον ουρανό πηγαίνει,
και η γλώσσα μου πεθαίνει,
ενώ το Φεγγάρι προβαίνει.

(Βγαίνει το Φεγγάρι)

102
V. 1

Τώρα πεθαίνω. Πέθανα. Έ χ ω πεθάνει!

(Πεθαίνει)

ΔΗΜ ΗΤΡΙΟΣ
Θάνατος σε φάσεις λεκτικές.

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Όσες φορές και να το πει ο άνθρωπος, μια φορά πεθαίνει.
ΘΗΣΕΑΣ
Κι αν βρεθεί γιατρός να τον εξετάσει, μπορεί να διαγνώσει πως πεθανε
γαϊδούρι.
ΙΠΠΟΛΤΤΗ
Γιατί έφυγε το Φεγγάρι προτού γυρίσει η Θίσβη; Πώς θα δει τον
αγαπημένο της στο σκοτάδι;

(Μπαίνει η Θίσβη)

ΘΗΣΕΑΣ
Θα τον δει, έχει αστροφεγγιά. Ν ά, έρχεται. Άντε, ρίξε κάνα κλάμα να
τελειώνουμε.
ΙΠΠΟΛΤΤΗ
Ελπίζω να μην το παρακάνει. Για τέτοιον Πύραμο,. δεν χρειάζεται και
πολλή ώρα κλάμα.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Αν βάλεις σε μια ζυγαριά να τους μετρήσεις και τους δύο, άχυρο να
προσθέσεις στο ένα τάσι, θα δείξει ποιος είναι ο καλύτερος. Ο Πύραμος
μη χειρότερα! Η Θίσβη — έλεος!

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ
Τον κοιτάζει με μάτια λιγωμένα.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Κι αρχίζει το θρήνο της. Ακούστε!
ΘΙΣΒΗ
Αγάπη μου, κοιμήθηκες;

103
V. 1

Περιστέρι μου, δολοφονήθηκες;


Α χ, Πυραμε, κάνε μια κίνηση,
μίλα, δώσε μου απάντηση:
νεκρός είσαι και πεθαμένος;
Σε τάφο θα γείρεις σκεπασμένος;
Το χώμα θα καλύψει τα ματάκια σου,
τ’ άλικα χείλη, τη μύτη και τα μαγουλάκια σου,
πάει, θα χαθούν. Εραστές, να μην ξεχάσω:
είχε μάτια πράσινα σοιν πράσο.
Σ ’ εμένα ελάτε τώρα εσείς,
οι Μοίρες και οι Τρεις,
με χέρια ωχρά σαν γάλα
— χέρια μικρά, όχι μεγάλα —
που πρέπει στο αίμα του να βάφετε,
αφού εσείς θελήσατε να κόψετε
το νήμα της ζωής του, που ήτανε μεταξωτό,
μ’ ένα ψαλίδι: αυτό που κάνατε δεν ήτανε σωστό.
Γλώσσα μου, κρατήσου,
σπαθί πιστό, τραβήξου
απ’ το θηκάρι
και στο στήθος μου καλά να μπεις μακάρι.
(Μαχαιρώνεται)

Φίλοι, σας αποχαιρετώ:


της Θίσβεως το τέλος ήτανε αυτό.
Αντίο, αντίο, αντίο!
(Πεθαίνει)

ΘΗΣΕΑΣ
Μείνανε μόνο το Φεγγάρι και το Αιοντάρι για να θάψουνε τους νεκρούς.
ΔΗΜ ΗΤΡΙΟΣ
Κι ο Τοίχος.
ΣΑ ΪΤΑ Σ
(Σηκώνεται) Ό χ ι, βεβαίως. Γκρεμίστηκε ο τοίχος που χώριζε

104
V. 1

τις οικογένειες τους. Τώρα τι έχετε ευαρέστηση; Να δείτε τον επίλογο, ή


ν’ ακούσετε ένα χωριάτικο χορό, που θα χορέψουν δύο του θιάσου μας;

ΘΗΣΕΑΣ
Ό χ ι επίλογο, σε ικετεύω. Το έργο σας δεν χρειάζεται εξηγήσεις: πάει,
πεθάνανε, κι αυτό μας φτάνει. Βέβαια, εάν αυτός που έγραψε το έργο
έπαιζε και τον Πύραμο και στο τέλος κρεμιόταν από την καλτσοδέτα τηζ
Θίσβης, θα ήτανε πρώτης τάξεως τραγωδία. Αλλά και τώρα σκέτη
τραγωδία είναι, όπως πολύ καλά μας αποδείξατε. Το χωριάτικο χορό
καλύτερα, κι αφήστε κατά μέρος τον επίλογο.
(Χορεύουν)

Η σιδερένια γλώσσα της καμπάνας φώναξε μεσάνυχτα.


Ζευγάρια, στα κρεβάτια σας! Σε λίγο βγαίνουνε τα ξωτικά.
Το παρακάναμε απόψε, και ποιος σηκώνεται πρωί αύριο!
Αν και χοντροκοπιά το έργο, κατάφερε να ξεγελάσει
τ’ οκνό βήμα της νύχτας. Φίλοι μου, στα κρεβάτια σας.
Για δυο βδομάδες θα κρατήσουν οι γιορτές:
κάθε βραδιά με πανηγύρια και χαρές.

(Βγαίνουν όλοι. Μπαίνει ο Πουχ.)

ΠΟΤΚ
Τώρα βρυχιέται το πεινασμένο λεοντάρι,
κι ο λύκος αλυχτάει στο φεγγάρι.
Ο κουρασμένος ζευγολάτης ροχαλίζει,
στο τζάκι η θράκα ψιθυρίζει,
η κουκουβάγια τα ουρλιαχτά της αρχινάει
και κάνει κάποιον κακομοίρη που πονάει
να σκέφτεται τον τάφο του από τώρα.
Σκότος βαθύ και έφτασε η ώρα
που χάσκουνε ορθάνοιχτα τα μνήματα
κι αρχίζουν οι ψυχές τα νυχτοπερπατήματα
στα μονοπάτια, μέσα στα κοιμητήρια.
Κι εμείς, τα ξωτικά, τώρα γινόμαστε δραστήρια,
γύρω από το άρμα της τρίμορφης Εκάτης τρέχουμε,
γιατί, όπως όλοι ξέρουνε, τον ήλιο αποφεύγουμε.

105
V. 1

ακολουθούμε το σκοτάδι σαν υπνωτισμένοι,


γιατί σ’ αυτό νιώθουμε ήσυχοι κι ευτυχισμένοι.
Τίποτα δεν πρέπει αυτό το άγιο σπίτι να ταράξει:
φύλακα μ’ έχουν στείλει, μήπως κάποιος το πειράξει.
Θα μεριμνήσω. Σκούπα έχω, θα φρόντίσω
να μην τους ενοχλεί ούτε η σκόνη από την πόρτα πίσω.

(Μπαίνουν ο Όμπερον, η Τιτάνια και η αχολουθία τους κρατώντας κεριά)

ΟΜΠΕΡΟΝ
Η φλόγα που τρεμοπαίζει
φως απαλό στο σπίτι να χαρίζει"
κάθε ξωτικό και κάθε νεράιδα εδώ νά ’ρθει,
χαρωπά σαν πουλάκι που ξεπετιέται από θάμνο,
κι όλοι μαζί, με πρώτο εμένα, θα τραγουδήσουμε
και θα χορέψουμε.
ΤΙΤΑΝΙΑ
Πρώτα βεβαιωθείτε ότι ξέρετε τα λόγια.
Και προσοχή: κάθε λέξη να πατάει στη σωστή νότα.
Πιασμένοι όλοι χέρι χέρι, και με νεράΐδίσια χάρη
θα τραγουδήσουμε και θα ευλογήσουμε αυτόν τον τόπο.
(Ο Όμπερον πρώτος και πίσω του όλα τα ζωτικά τραγουδουν και χορεύουν)

ΟΜΠΕΡΟΝ
Από τώρα και μέχρι να ξημερώσει,
είσαστε ελεύθεροι να τριγυρνάτε μέσα στο παλάτι.
Η Τιτάνια κι εγώ θα πάμε στην παστάδα του δούκα
να δώσουμε την ευλογία μας στο νιόπαντρο ζευγάρι
και να ευχηθούμε τύχη και καλούς απογόνους.
Νά τι θα ευχηθούμε και στα τρία ζευγάρια:
να ζήσουνε αγαπημένα κι ευτυχισμένα,
και οι απόγονοί τους ανέγγιχτοι να μείνουνε
απ’ τα σημάδια που δίνει καμιά φορά η Φύση:
λαγόχειλο, βλαντί, ελιά ή όποιο άλλο σημάδι,
μακριά απ’ τα παιδιά τους. Και τώρα, νά,
ελάτε: πάρτε δροσιά μαζεμένη απ’ τους αγρούς

106
V. 1

να ραντίσουμε και να ευλογήσουμε όλα τα δωμάτια


του παλατιού, και να ευχηθούμε ειρήνη
στους ενοίκους και μακροημέρευση στον ιδιοκτήτη του.
Δρόμο τώρα, μην αργείτε!
Το χάραμα να ’ρθετε να με βρείτε.
(Βγαίνουν όλοι εκτός από τον Πουχ)

ΠΟΤΚ
Εάν εμείς, τα ξωτικά, έχουμε κάποιον σας πειράξει,
ακούστε αυτό που θα σας πω κι όλα θα είν’ εντάξει:
πείτε στον εαυτό σας πως για λίγο κοιμηθήκατε
και πως στον ύπνο σας ό,τι συνέβη ονειρευτήκατε.
Κι αυτό το ασήμαντο όνειρο, αν το ξανασκεφτείτε,
να δείτε πως θα πάψετε να μας κατηγορείτε'
και, αν μας συγχωρήσετε, εμείς θα διορθωθούμε,
γιατί τις υποδείξεις σας ευλαβικά ακούμε.
Ο Πουκ, που είναι έντιμος, το λόγο του σας δίνει
πως, αν το ακροατήριο καθόλου δεν μας κατακρίνει
με σφυρίγματα, εμείς θα βελτιωθούμε: Θα, το δείτε.
Αλλιώς, δίνω δικαίωμα ψεύτη τον Πουκ να πείτε!
.Και τώρα, καληνύχτα σας.
Αν είστε φίλοι, χειροκροτήστε να μας δώσετε χαρά,
κι ο Πουκ θα τα ’χει όλα διορθώσει ως την επόμενη φορά.

(Βγαίνει)

ΤΕΛΟΣ

107

You might also like