You are on page 1of 58

ΕΥΡΙΠΙΔΗ

Μήδεια
Μτφ Μινως Βολανακης

Πρόλογος

Τροφός:
Που να μην έσωνε να ‘χε φανεί η Αργώ
ορθά φτερούγια τα κουπιά της
στ’ ακροθαλάσσι της Κολχίδας – να ‘ταν
συντρίμμια στις Πληγάδες της νυχτόχρωμες.
Που να μην έσωνε να πέσει το τσεκούρι
στα δασωτά φαράγγια του Πηλίου,
να πελεκήσει πεύκα για κουπιά
κάλιο στα χεριά που τα κουπιά τραβούσαν,
τα ηλιόχαρα χεριά των παλικαριών
που ‘ρθαν να κλέψουν την Χρυσόμαλλη προβιά
για τον Πελία. Που να μην είχε ποτέ
αντικρίσει η δέσποινα μου η Μήδεια,
τους πύργους της Ιωλκού- τα μάτια της
πληγές από το φως του ερωτά για έναν
Ιάσωνα. Που να μην έσωναν οι κόρες
του Πελία να σφάξουν τον πατέρα τους
να καταντήσει η δέσποινα μου πρόσφυγας
στην Κόρινθο, να βρει φωλιά σ’ αυτό το χώμα
μια Μήδεια νοικοκυρά, με τα παιδιά της,
πρόθυμη να γίνει αρεστή στους ντόπιους,
μια Μήδεια στα πάντα υποταγμένη
στη βουλή του άντρα της – θεία ευλογιά,
όσο γυναικά κι άντρας δεν διχογνωμούν.

Μα τώρα ο απάνω κόσμος γύρισεν εχθρός


κι ο έρωτας εκακοφόρμησε σ’ αρρώστια.

Εκείνος, ο αφέντης μου, λησμονώντας παιδιά


γυναίκα, σπίτι, με την κόρη του Κρέοντα
ιδρώνει σε βασιλικά κρεβάτια.

Κι’ η Μήδεια
ατιμασμένη, ανακραβγάζει τους όρκους
του ερωτά του, το χέρι το δεξί του, όταν
της έταξε να’ ναι μαζί στο γάμο, μαζί
στο θάνατο, κι αντιλαλούσαν οι
Θεοί – που να’ ρθουν μάρτυρες να δουν,
πως ανταμείβει την αγάπη της ο Έλληνας.
Άσιτη, παραδομένη, σύγκορμη
στον ακόλαστο καημό της, συγχέει
τη μέρα με τη νύχτα μες τα δάκρυα της,
που έτσι την ταπείνωσε ένας άντρας.
Κι ούτε τα μάτια υψώνει από τη γης, ούτε
το άχραντο της πρόσωπο διαφεντεύει
από το χώμα. Ακούει των φίλων τις φωνές
όπως κ’ η πέτρα ακούει, όπως
ο ασίγαστος κλυδωνισμός του πόντου.
[Ξάφνου τινάζει το χλωμό λαιμό της
και βογκάει για τον πατέρα της, τον τόπο της.
την ώρα που τους πρόδωσε για έναν άντρα,
που έτσι τιμάει τώρα το κορμί της.
Σήμερα της μαθαίνει η συμφορά,
πως τη ζωή της, τη μόνη, τη θνητή ζωή της,
την γδύθηκε στης Κολχίδας τ’ ακρογιάλι.]

Και τα παιδιά της – θα ‘λεγες τα εχτρέυεται.


Καμία ευφροσύνη σαν τα γνωρίζουνε
τα ματιά της. Τρέμω μην κάνει τίποτα
αναπάντεχο. Είν’ επικίνδυνη ψυχή.
Την ξέρω. Είναι από μέσα μελανή.
Όποιος την μάχεται, να μην προσμένει
γρήγορα στέφανο νίκης.
[………..]
Μα να τα παιδιά.
Γυρίζουν απ’ τα τρεχάματα τους. Αυτά
δεν νοιώθουν την οδύνη της μητέρας τους.
Το νιό κορμάκι δεν συγγενεύει με τον πόνο.

Παιδαγωγός:
Ε, συ γριά,
πανάρχαια σκλάβα της κυράς σου,
τι στάλθηκες έρημη στα πρόθυρα,
και μύρεσαι τις συμφορές του ριζικού σου;
Πώς το ‘παθε η Μήδεια και σ’ άφησε να βγεις;

Τροφός:
Γέρο, σου μπιστεύτικαν τους γιους του Ιάσωνα.
Θα ‘πρεπε να μάθεις πως ο καλός ο δούλος
γνοιάζεται για τις συμφορές του αφέντη του
κι ανοίγει την καρδιά στον πόνο του.
Τέτοιο βάρος σύνθλιψε την ψυχή μου εκεί μέσα
που βρήκα να κράξω της γυναίκας τον καημό
ν’ αντιβουήσει γης και ουρανός.

Παιδαγωγός:
Τι; Ακόμα δεν έπαψε τους βόγγους η ταλαίπωρη;

Τροφός:
Αχ σε ζηλεύω. Άκουσες μόνο την αρχή.

Παιδαγωγός:
Αχ, την ανόητη- αν επιτρέπεται
έτσι γι’ αφεντικό μου να μιλάω- α, και να ‘ξερε
τι χειρότερο την περιμένει ακόμα.

Τροφός:
Τ’ είναι; Τι α, και να ‘ξερε; Μη μασάς τα λόγια σου;

Παιδαγωγός:
Τίποτα. Φταίω ‘γω που άνοιξα το στόμα μου.

Τροφός:
Αν έχεις γένια σαν άντρας, μην μου κρύβεις τίποτα.
Μοιράζομαι μαζί σου τη σκλαβιά.
Έλα να μοιραστώ το μυστικό σου. Θα το κρατήσω.

Παιδαγωγός:
Πήρε
τα’ αυτί μου – [χωρίς να φαίνεται πως άκουγα-
κάτω στα μάρμαρα, στης Πειρήνης το άγιασμα,
εκεί που λιάζονται οι γερόντοι γύρο απ’ την πηγή,]
πως τα παιδιά τα διώχνει από την Κόρινθο
-μαζί και τη μητέρα τους- Ο Κρεοντας,
ο άρχοντας του τόπου. Αν τώρα την αλήθεια,
άκουσα, δεν ξέρω- μακάρι λάθος να κατάλαβα.

Τροφός:
Και θα ανεχτεί ο Ιάσωνας τα’ αγόρια του,
-όποια και να ‘ναι η διαφορά του με τη μάνα τους-
οι γιοί του, να πάθουν τέτοια συμφορά;

Παιδαγωγός:
Το καινούργιο διώχνει το παλιό.
Άλλαξε σπίτι εκείνος – μετακόμισε κι η αγάπη του.

Τροφός:
Αχ, τη Μήδεια σπαράζει κακό καινούργιο
προτού χορτάσει το παλιό, χαθήκαμε.

Παιδαγωγός:
Γι’ αυτό κι εγώ σου λέω – δεν ήρθε η ώρα
να μάθει εκείνη τίποτα- κράτα τη γλώσσα
και περπάτα ήσυχα.

Τροφός:
Παιδιά μου
τα’ ακούτε τι είδους είναι ο πατέρας σας;
Αχού – να μην καταραστώ – αφέντης μου είναι,
μα δείχτηκε απάνθρωπος για όσους τον αγάπησαν.

Παιδαγωγός:
Δεν λες πως δείχτηκε άνθρωπος; Πρώτη φορά
μαθαίνεις πως είναι ανθρώπινο ν’ αγαπάς
τη σάρκα σου πάνω απ’ τον πλησίον σου;
Όλοι το ίδιο, άλλοι με το δίκιο τους
κι οι πιο πολλοί από συμφέρον.
Άλλου η χαρά του τώρα, όχι στα μικρά παιδιά.

Τροφός:
Λεβέντες μου, να πάτε μέσα. Μα, γέρο
εσύ να τα φυλάς μακριά από τη μάννα τους.
Σαν Ταύρος άγριο το μάτι της. Θεριό
φωλιάζει στο μυαλό της – την ξέρω εγώ.
Δεν θ’ αλαφρώσει από την οργή αν δεν την στρέψει,
θύελλα να ξεσπάσει σ’ αλλουνού κεφάλι.
Μακάρι εχτρός μου να ‘ναι – κι όχι αγάπη μου.
Πάροδος

Μήδεια:
Ιώ,
δύστανος εγώ, μελέα τε πόνων,

Ιώ μοί μοι,
πως αν ολοιμαν;

Τροφός:
Αχ, όπως το ‘λεγα παιδιά μου.
Μονάχη της κεντρίζει την καρδιά της
μονάχη της την οργή δαυλίζει.
Γρήγορα μέσα. Στο δωμάτιο σας.
Μα φυλαχτείτε.
Να μη σας πάρει της μάνας σας το μάτι.
Μακριά από την ατίθαση ψυχή της κι είναι
θεριό που τρώει τα σπλάχνα της. Τρέξτε
Γρήγορα.
[Αχ, φάνηκε απ΄ την αρχή: τόσο βαρύ
το σύννεφο του καημού θα ξέσπαγε σε καταιγίδα.
Τι να προσμένεις από μια φύση
σ’ όλα μεγαλόδωρη
σαν την εδάγκασεν οχιά η αδικία.]

Μήδεια:
Ανάθεμα στο σπέρμα του. Α.
καταραμένα τέκνα, μάνας στυγερής,
κατάρα μαζί με τον πατέρα σας.
Σωρός να γκρεμιστεί το σπίτι.

Τροφός:
Αχ, μη, Αχού.
Γιατί να πέσει στα παιδιά σου
Αχού
του πατρός το αμάρτημα.
Τι σου ‘χουν φταίξει τα μικρά σου;
Αγόρια μου η καρδιά μου σφάζεται για σας.

Χορός:
Άκουσα φωνή. Ακουσα Κραυγή.
Κι ήταν η δυσμηρη γυναίκα απο την Κολχίδα.
- Ακόμα νάβρη τη γαλήνη;
-Μιλησε μου γυναίκα. Μιλησέ μου.
Απ’ όλα του σπιτιού μου τ’ ανοίγματα μπήκε
ο θρήνος της, κι’ αντιβογγησαν οι τοίχοι.
-Ήρθα, γρια, να της σταθώ.
-Να μη θαρείς πως χάρη τον πόνο της.
-Ήρθα σα φίλος του σπιτιού.

Τροφός:
Ποιανού σπιτιού; Αυτό πια πάει έκλεισε.
Ο άντρας αιχμάλωτος της κλήνης
μεσ’ το παλάτι, κι δέσποινα μου,
λιώνει στάλα με στάλα τη λιγοστή ζωή της
κι ούτε αγάπη ακούει, ούτε παρηγοριά.

Μήδεια:
Αιαί!!
Ρομφαία.
η ουράνια φλόγα να διαβεί την κεφαλή μου!
Να κατακλύσει ο θάνατος την άχρηστη ζωή μου.

Χορός:
Άκουσες Δία, άκουσες Γη, Ήλιε μου, ακούς;
Βόγγος αντίφωνο στο νυφικό τραγούδι!
-Τι το στερνό κρεβάτι λαχταράς;
-Θα ‘ρθη η στιγμή να συγγενέψεις με το χώμα,
γρήγορα θα ‘ρτει η αφεύγατη στιγμή.

-Μην τον καλείς που δεν μπορείς να διώξεις!

-Αν ο άντρας σου μ’ άλλη γυναίκα


ευφραίνεται- μην χαραμίζεις τη ζωή σου!
-Τον κρίνει ο Δίας!
Κοντά σε σένα έβαλε αντίδικο το Θεό!

-Μη Λιώνεις τη λαμπάδα της ζωής σου


για έναν άπιστο!

Μήδεια:
Ω Δια!
και Θέμιδα που τρέμουν κι οι Θεοί!
Βλέπετε εδώ! Δεμένη μ’ όρκο
αιώνια ν’ αγαπώ έναν κατάρατο!
Στάχτη να δω κι αυτόν και την καλή του
και το παλάτι τους- αυτοί πρώτοι μ’ αδίκησαν!
Πατέρα μου, πατρίδα μου- αχ, μας χωρίζει
θάλασσα, θάλασσα το αίμα του αδερφού μου.

Τροφός:
Τ’ ακούτε; Τ’ ακούτε όλα καθαρά;
Την Θέμιδα- καλεί τον Δία- που καρφώνουν
γραφή αιώνια τους όρκους των θνητών!
Α, δε γιατρεύεις τέτοια οδύνη με τα λόγια.
Τυφλός Θεός ο πόνος της- τη γιόμισε όλη!

Χορός:
Πως γίνεται να βγει στο φως;
-Να στρέξει ν’ ακούσει και τα δικά μου λόγια;
-Να ξαστοχήσει για μια στιγμή τον πόνο της
και την απόκοσμην οργή της, να βγεί,
να βγει από το ζάλισμα του νού
στον ήχο μιας ανθρώπινης φωνής.
-Εγώ δε φεύγω. Τέτοιαν ώρα κρίνεται
ο φίλος και μετράει η προθυμία του.
-Πήγαινε. Ν’ ακουμπήσει απάνω σου και να ‘ρθει.
-Πες της πως εδώ την καρτερούν δικοί της.
-Μα γρήγορα πριν βλάψει κανέναν μέσα,
και πια δεν κυβερνάει τον καημό.

Τροφός:
Θα το κάνω. Φοβάμαι πως δεν
θα καταφέρω τίποτα, μα πηγαίνω-
για το χατίρι σου που πήρες τόσον κόπο.
Μα, ξέρε το: Φυλάει τον πόνο της
από των γυναικών τα λόγια, όπως η λέαινα
φυλάει το νεογέννητο.

[Αχ, άδικα παινάνε τους παλιούς


τάχα σοφοί και μας χαρίσαν μουσική.
Καλύτερ’ αναίσθητους να τους έλεγες κι αγροίκους.
Ταίριαξαν τους ήχους, τέρψη του βίου μας
στα δείπνα στις χαρές και στα συμπόσια.
Κανείς δε στάθηκε άξιος να ‘βρει θεραπεία
με ύμνους και πολύχορδες μολπές
στον απαίσιο πόνο μας. Ο πόνος γεννάει
το θάνατο, ο πόνος την κακοτυχία.
Και κλείνει σπίτια. Στη θλίψη η ανάγκη
για της μουσικής το βάλσαμο.
Τότε, ήχος ουράνιος η ανθρώπινη φωνή.]

Χορός:
{Ιαχές έχουν γίνει οι στεναγμοί της άμοιρης
και οξιές βοές οι κατάρες της γίναν
Κακό γάμο ο προδότης να έχει
Για τα άδικα πάθη της τον Δία φωνάζει
και την Θέμι των όρκων – που αυτή την επέρασε
στης μεγάλης Ελλάδας την απέναντι γη
Και με αλμυρό σαν τα δάκρια κλειδί
την κατάκλειστη άνοιξε θάλασσα Νύχτα.}
Πρώτο επεισόδιο.

Μήδεια:
Γυναίκες της Κορίνθου,
βγάζω τον πόνο μου στα πρόθυρα.
Μην με κατηγορείτε.
Το ξέρω,
απ’ την πολλήν αξιοπρέπεια, βγάζεις
κι όνομα, γι’ αλαζόνας κι ακοινώνητος.
Η δικαιοσύνη δε φωλιάζει στου καθενού
τα μάτια. Προτού γνωρίσετε ενός ξένου
την καρδιά, τον αποδιώχνετε
-κι ας μην σας έχει κάνει τίποτα-
μόνο και μόνο γιατί μοιάζει ξένος.
Πρέπει ο ξενομερίτης να κάνει το πρώτο
βήμα- μα πόσοι δεν τον κρατούν σ’ απόσταση
γιατί δεν μοιάζει με δικός τους;
Εμένα,
κακό αναπάντεχο σκότωσε την ψυχή μου
Αυτό που ήμουν -δεν υπάρχει. Θέλω
να πεθάνω. – Α, καλές μου, ξόδεψα
την ψυχή μου για να γνωρίσω έναν άντρα.
Τον γνώρισα. Ειν’ άτιμος. Κι ειν’ άντρας μου.

Απ’ όλα όσα αναπνέουν – και το ξέρουν,


το πιο πανάθλιο φυτό είν’ η γυναίκα.
Δίνει και προίκα ν’ αποκτήσει άντρα,
ο μόνος σκλάβος που πληρώνει να βάλει
αφέντη στο κορμί του. Κι αυτό είν’ η αρχή.
Πήρε καλόν αφέντη; Πήρε απάνθρωπο;
Πολύ αργά. Ο Χωρισμός δεν είναι λύση.
Πάντα καταδικάζουν τη γυναίκα- ανάξια
τον άνθρωπο της να κρατήσει. Σαν ξένη
στο νέο της σπίτι, νέους νόμους, νέα συνήθεια
πρέπει να μάθει, κι ακόμα να μαντέψει
- μια και παιδί στο πατρικό της δεν θα το ‘μαθε-
πώς να υπηρετεί με το κορμί της
αυτόν τον ξένο που κοιμάται δίπλα της.
Αν τα βγάλει πέρα, κι αν ο δυνάστης
τον ζυγόν ανέχεται, είναι τυχερή.
Αλλιώς- κάποτε θα ‘ρθει ο θάνατος.
Ο άντρας, κι αν σιχαθεί το σπίτι του,
έξω θα βρει παρηγοριά, τους φίλους
τους συντρόφους του, ενώ για κείνη
το μόνο φως, ο ήλιος του. Μας μακαρίζουν
κι από πάνω : ακίνδυνη ζωή περνάμε σπίτι
ενώ εκείνοι με το κοντάρι πολεμούν. Λάθος.
Τρεις φορές να δω το χάρο με τα μάτια μου
στη μάχη, παρά να ξεγεννήσω μια φορά.

Μα ακόμα κι αυτά που λέμε δεν βαραίνουν


το ίδιο εσάς κι εμένα. Εδώ ‘ν’ το σπίτι σας,
εδώ το γονικό σας , σ’ αυτόν τον ήλιο
έχετε δικαιώματα. Μοίρα σας μια ζωή εδώ,
για να χαρείτε τους δικούς σας. Ενώ εγώ,
άστεγη, παντέρημη, μόνο μου δικαίωμα
η καταφρόνια του άντρα μου, που με πήρε
καθώς καταχτητής το βάρβαρο στολίδι,
που του άρεσε, το κούρσεψε, το χόρτασε, και τώρα το πετάει!
Εγώ δίχως μητέρα, αδέρφι, ψυχή από τη φυλή μου
γι’ απαντοχή μου όταν χτυπήσει το κακό.
Γι’ αυτό μόνο από σας, γυναίκες της Κορίνθου
δύναμαι να ζητήσω μια βοήθεια. Αν-
αν έβρω διέξοδο- έβρω κάποιο τρόπο
ν’ αντιπληρώσω στον άντρα αυτόν τα επίχειρα
ένα ζητώ, σας ικετεύω, μη μιλήσετε.
Είναι η γυναίκα σκεύος φόβου. Άτολμη
στη μάχη, κι καρδιά της δε σκιρτά
γι’ ακονισμένα σίδερα. Μα όταν
την αδικήσουν στο κρεβάτι της- σ’ άντρα μυαλό
δε φεγγοβολάει τόσο λαμπρά- ο φόνος.

Χορός:
-Να το κάνεις.
-Δε θα μιλήσω. –Δε θα σε προδώσω.
-Το δίκιο σου είναι το πένθος σου.
-Να το πληρώσει ο άπιστος. Δικαιοσύνη.
-Μα έρχεται ο Κρέοντας, ο άρχοντας της χώρας.

Κρέοντας:
Εσένα τη σκυθρωπή, από την έχτρα
για τον άντρα σου,
Μήδεια, εσένα λέω:
Φύγε μακριά απ’ τη χώρα μου, πάρε μαζί
τα δύο παιδιά- σε ξορίζω.
Και μην αργείς γυναίκα. Εγώ ο ίδιος
σαν αθλοθέτης θα επιβλέψω την εκτέλεση.
Δεν θα γυρίσω στο παλάτι, πριν τα μάτια μου
σε δουν έξω απ’ τα σύνορα του κράτους.

Μήδεια:
Α, τώρα χάνομαι! Κόβουν το παλαμάρι
οι εχτροί μου, και λιμάνι πουθενά!
Μ’ ακόμα κι αν με τιμωρήσουν θα μιλήσω:
Γιατί με κατατρέχεις Κρέων; Χαρά τίνος;

Κρέοντας:
Γιατί φοβάμαι- μάταιο πίσω απ’ τις λέξεις
να κρυβόμαστε- φοβάμαι μήπως
στο παιδί μου κάνεις αγιάτρευτο κακό.
Πολλά συμβάλουνε στο φόβο μου: σοφή
γεννήθηκες, και σπουδασμένη στο κρυφό
κακό, κι άγρυπνη μελετάς τη νύχτα
σε κρεβάτι ορφανεμένο από άντρα.
Κι ακόμα έγινε λόγος γι’ απειλές- γαμπρό
και νύφη, πεθερό- κάτι θα κάνεις.
Λοιπόν προτού τα πάθω, εγώ φυλάγομαι!
Καλύτερα έχω σήμερα την έχτρα σου
παρά να συμπονέσω τώρα εγώ- κι αύριο
να αξίζω εγώ συμπόνια.

Μήδεια:
Αλίμονο μου, αλίμονο,
ακόμα μια φορά σκοτώνει η φήμη.
[Αχ, ο φρόνιμος πατέρας ποτέ να μην
πολυμορφώνει τα παιδιά του. Οι γνώσεις
φέρνουν μόνο ραθυμία μα και ζήλεια.
Γιατί ο αμόρφωτος την καινούργια ιδέα
την έχει πονηριά κι όχι σοφία.
Κι αν πάλι ο σπουδασμένος πάρει είδηση
πως κάτι παραπάνω ξέρεις- σ’ απεχθάνεται.
Αυτή κι εμένα η τύχη μου. Με είπαν έξυπνη
κέρδισα την καχυποψία και τον φθόνο.
Και τώρα εσύ ο παντοδύναμος, φοβάσαι
μήπως σε βλάψω με κάποιον τρόπο άγνωστο
κι αόρατο- κέρδισα και του βασιλιά
την αντιπάθεια, φαίνεται πως δεν θάμαι
τόσο έξυπνη]
Κρέων {γιατί με φοβάσαι;}
Παντρεύεις την κόρη σου όπως σε βολεί.
Δικαίωμα σου. Τον άντρα μου, ναι, τον μίσησα.
Κι αυτό ορθά το υπολόγισες.
Δεν παίρνεις τίποτε που το ζηλεύω πια.
Πάντρεψε τους! Άμποτε σε καλό να βγει.

Όμως άφησε κι εμένα απείραχτη να ζω


με τα παιδιά μου, σε τούτη τη γωνιά της.
Το βλέπεις- ακόμα κι αν μ’ αδίκησες,
μπροστά στον ισχυρότερο- σωπαίνω.

Κρέοντας:
Χάδι τα λόγια σου, γυναίκα, μα κάπου,
βαθειά στο νου μου, χορεύει ο φόβος.
Τώρα, ακόμα πιο λίγο σ’ εμπιστεύομαι.
Εύκολο να φυλαχτείς από οξύθυμο,
μα όχι από άντρα ή γυναίκα που κι οργισμένος
ξέρει να σωπαίνει.
Έξω απ’ τη χώρα μου
-κι αμέσως! Όχι πια λόγια και τεχνάσματα.
Όποιος τη συμφορά μου μελετά- δεν
τον σηκώνει η γη μου.

Μήδεια:
Μη Κρέων, μη
στα γόνατα προσπέφτω, όχι
- στο γάμο του παιδιού σου!

Κρέοντας:
άσκοπα λόγια. Έτσι δε κλονίζομαι.

Μήδεια:
Δεν έχεις χρέος ν’ ακούς τον ξένο πριν τον διώξεις;

Κρέοντας:
Να βάζω του σπιτιού μου το καλό πάνω από σένα
-να το χρέος μου.
Μήδεια:
Αχ, πατρική μου γη!
{Ξαφνικά τώρα, αυτή τη στιγμή η μνήμη μου σε πόνεσε}

Κρέοντας:
Ναι πάνω από όλα, το χώμα των πατέρων μου,
Εκτός από των παιδιών μου τη ζωή.

Μήδεια:
Έρωτα, έρωτα, χαρά και δήμιε των ανθρώπων!

Κρέοντας:
Ανάλογα φαντάζομαι με τη ζωή που κάνεις.

Μήδεια:
Θεέ αιώνιε, μην ξεχνάς τον άντρα που μ’ αδίκησε.

Κρέοντας:
Σύρε γυναίκα άχρηστη. Παρ’ και τον φόβο μου
μαζί σου!

Μήδεια:
Μου φτάνουνε τα βάσανα μου.
Δικός σου ο φόβος!

Κρέοντας:
Ήρθε η στιγμή να σ’ αναγκάσουν με τη βία.

Μήδεια:
Όχι Κρέων, - όχι αυτό σε ικετεύω!

Κρέοντας:
Βλέπω μου φέρνεις ταραχή στον όχλο.

Μήδεια:
Να φύγω –σε παρακαλώ γι’ αυτό- να φύγω.!

Κρέοντας:
Τότε, γιατί μ’ αργοπορείς και μου αντιστέκεται;

Μήδεια:
Μια μέρα, δός μου. Δώσε μου το σήμερα.
Να ετοιμαστώ για το ταξίδι, να φροντίσω
αυτά τα λίγα που μπορώ για τα παιδιά,
αφού ο πατέρας τους δεν νοιάζεται.
Σπλαχνίσου τα!
Πατέρας είσαι, ξέρεις τη στοργή τους.
Εγώ να φύγω. Καταραμένη ακόμα μια φορά.
Μα να γνωρίσουνε γυμνά τη συφορά,
σπαράζει ο νους μου.

Κρέοντας:
Γεννήθηκα
στην εξουσία μα δίχως αυταρχική καρδιά.
Πολύ συχνά η ευσπλαχνία με ζημίωσε.
Και τώρα το βλέπω πως θα κάνω σφάλμα.
Μα θα γίνει το αίτημα σου. – Όμως ξέρετο:
Αν αύριο το φέγγος του ήλιου γράψει
στα χώματα μου τη σκιά σου – θα πεθάνεις.
Ό,τι πω - έγινε.

Χορός:
{Σε λυπάμαι γυναίκα. Αλλοίμονο. Αλλοίμονο.
Δυστυχισμένη, πόσο υποφέρεις. Προς τα πού να στραφείς.
ποιόν να βρεις. ποιο σπίτι να σε δεχτεί
Ποια γη – να ακουμπήσεις τα βάσανα σου.
Σε θάλασσα ταραγμένη σε έριξε ο Θεός
Μήδεια θα πνιγείς,}

Μήδεια:
Από παντού χτυπάει το κακό- ποιος
αντιλέγει- μα όχι κι αυτό το τελευταίο-
μη γελιέσαι- αυτό όχι. Θα βρουν ακόμα
κάτι εμπόδια οι νιόπαντροι, κάτι αγώνες,
κι αυτόνα τον βασιλικό ρουφιάνο
κάποιοι μικροί καημοί τον περιμένουν!
Νομίζεις θα τον καλόπιανα ποτέ- παρά
για το δικό μου κέρδος; - Την ανάγκη μου;
Πως θα μιλούσα εγώ σ’ αυτόν; πως θα τον
άγγιζα;
Λειψός ο βασιλιάς σας!
στο χέρι του ήταν να χαλάσει κάθε μου
τέχνασμα- ξεριζώνοντας με! Μια μέρα,
μου ‘δωσε μια μέρα, γυναίκες!- φτάνει
για μια βασιλική ταφή, και για δύο
νιόγαμπρους.
Μύρια τα μονοπάτια
του θανάτου, αγαπημένες μου, δεν ξέρω
ποιο να πρωτοπάρω!
Φωτιά στο νυφικό τους δώμα- ή
τα σιωπηλό μαχαίρι στα χορτάτα τους
συκώτια εκεί που θ’ αναπαύονται
στης νύχτας το παλάτι,, βήματα σκιερά-
περίμενε, εδώ ναι! Αν με πιάσουν
με σκοπό μου ξεθηκάρωτο στο χέρι
πεθαίνω- κι ο τελευταίος απόηχος
της ζωής στ’ αυτιά μου- θάν’ το γέλιο τους.
Όχι.
Καλύτερα μην ξεστρατίσεις
από τον ίσιο δρόμο, Μήδεια,
από τη γνώση που κυλάει στο αίμα σου,
με το φαρμάκι ν’ αγοράσεις τη ζωή τους.

Ωραία. Πες πέθαναν.

Ποια γη θα με δεχτεί;
ποια πολιτεία; Ποιος ξένος το σώμα του
θα κάνει πολεμίστρα να σώσει
το δικό μου κορμί;
Κανένας.
[Θα περιμένω λίγο ακόμα. Αν, ανέλπιστο
κάστρο απάτητο στον ορίζοντα φανεί,
το κάνω- με δόλο, με σιωπή, το κάνω!
Αν πάλι, δίχως διέξοδο με κυκλώσει το κακό
προτού πεθάνω, σφάζω και παίρνω πίσω
το αίμα μου. Έτσι απερίσκεπτα,
ανοίγει της λεβεντιάς ο δρόμος!]
Μα τ’ ορκίζομαι
στη Δέσποινα τη Μεγαλόχαρη της νύχτας
που πάνω απ’ όλους τους θεούς κράζω
Υπέρμαχο και συνένοχο μου, την σκοτεινή
Εκάτη που εδρεύει βαθειά στην πυροστιά μου
στο μύχιο σπλάχνο του σπιτιού ποτέ ξανά
το γέλιο τους δε μου ματώνει την καρδιά.
Α! πικρός λυγμός ο γάμος τους, πικρό
το προξενιό τους, κι ώρα που εμένα εξόρισαν!
Μήδεια εμπρός. Ζήσε τη στιγμή.
Όλη σου τη γνώση. Κάθε τέχνασμα.
Προχώρα. Καλώς να φτάσεις στο κακό.
Τώρα για την ψυχή σου μάχεσαι.

Ο πόνος μου χειροπιαστός. Δεν γεννήθηκα


από το αίμα του Ήλιου, εγώ,
με το βασιλικό του φως στις φλέβες μου,
για να γενώ περίγελο στου Σίσσυφου τα εγγόνια
στο γάμο του ίδιου του άντρα μου! Μήδεια,
την επιστήμη την κατέχεις. Και παν’ απ’ όλα
γεννήθηκες γυναίκα. Μας λένε
άχρηστες στο καλό. Τότε ας φανούμε
του κακού οι πάνσοφοι τεχνίτες!
Πρώτο στάσιμο

Χορός:
Ανάποδα στραφείτε ποταμοί,
τα ιερά νερά ν’ ανηφορίσουν την πηγή τους.
Δίκιο και τάξη πια αντιστρέφονται!
Άναντρος τώρα των σερνικών ο δόλος
και των θεών την πίστη καταλύει.
Ένδοξος τώρα της ζωής μου ο σκοπός!
Για με Διθύραμβος, για μένα ο Αίνος
Τώρα τιμή στων γυναικών το γένος.

Όχι πια λάγνος κακοκέλαδος αυλός,


πλάγιος ήχος της απιστίας η κατηγορία!
πεθαίνουν τα πανάρχαια παραμύθια!
Τραγούδι εγώ, και παρατράγουδα στ’ αγόρια!
Αιπόλων, ήλιε των ήχων, ήλιε αρσενικέ,
δεν έδωσες στα χέρια μου τη λύρα!
θα ‘χε αντηχήσει από γυναικεία στόματα
στριγκός ψαλμός για των αντρών τα κατορθώματα!
Γι’ άντρες, γυναίκες, ότι κρύβει ο καιρός,
όλα στο φως! Κι όποιος βγει χαμένος!
Τώρα τιμή στων γυναικών το γένος!

{Εσύ, ώ εσύ. Από την αγκαλιά του πατέρα βγαλμένη


Προβαίνεις από τις δίδυμες πέτρες από έρωτα φωτισμένη
Να κατοικήσεις έρχεσαι σ’ αυτή την γη την ξένη
- σου πήραν τον άνδρα και σε διώχνουν να φύγεις
Άτιμο άθλιο τέλος της ζωή σου τα λίγης.

Η χάρης των όρκων εδιαβηκε εσβήστηκε


-δεν έχεις πια το σπίτι του πατερά για να σε περιμένει
Αβοήθητη ψυχή σου κι οξύς πόνος τη βαθαίνει
Στην κλίνη σου γυναίκα ισχυρότερη πλαγιάζει
Τα σπίτια σου άλλος έρωτας κραταιός εξουσιάζει.}
Δεύτερο Επεισόδιο

Ιάσων:
Το βλέπω ακόμα μια φορά, σε τι
αδιέξοδο φέρνει η ασύδοτη οργή.
Άσυλο βρήκες εδώ πέρα, πατρίδα, σπίτι,
-έφτανε να δεχτής δίχως αμάχη
την θέληση των δυνατών. Ποτέ εσύ.
Τώρα τα ματάκι λόγια σου σε διώχνουν.
Καμιά αντίρρηση από μένα. Μην πάψεις
ποτέ να καταγγείλεις τον Ιάσωνα
για κάθε απίθανο κακό. Μα ύστερα απ’ όσα
ξεστόμισες για τους άρχοντες τους τόπου,
κέρδος να θεωρείς την εξορία.
Είχες εμένα πάντα ν’ απαλύνω
των βασιλιάδων την οργή. Βλέπεις,
εγώ ήθελα να μείνεις. Μα εσύ
μωρολογείς ακαταλόγιστα ενάντια
σε κάθε εξουσία. Πήγαινε τώρα.
Όμως
και την ύστατη στιγμή, δεν απαρνιέμαι
τους δικούς μου. Για σένα ήρθα εδώ γυναίκα,
να φροντίσω τις ανάγκες σου, - και των παιδιών –
μη στερηθείτε στο ταξίδι τα’ απαραίτητα.
Η προσφυγιά φέρνει πολλά. Κι εγώ τα ξέρω.
Όσο κι αν βάλθηκες εσύ να με μισείς,
εγώ δεν φτάνω να θελήσω το κακό σου.

Μήδεια:
Άναντρε!
Α, να μπορούσα με τη λέξη
να ‘φτυνα και τη γεύση σου απ’ το στόμα.
Ήρθες, ο εχθρός μου, ήρθες σαν παλικάρι
να μ’ αντικρίσεις καταπρόσωπο; Εδώ ‘ν’
το πρόσωπο που αγάπησες και χτύπησες
αντίκρισε το!
Αυτό δεν είναι θάρρος,
δεν ειν’ αντρισμός- το πιο βαρύ σακάτεμα
σε βρήκε μέσα σου, πέθανε η ντροπή.

Καλώς μας ήρθες. Τα λόγια θα μου φέρουν


ανακούφιση-αν σου πληγώσουνε το νου.
Και πρώτ’ απ’ όλα:
Σ’ έσωσα. Εγώ!
και κάθε ναύτης στην Αργώ το ξέρει.
Ήρθες εξιλαστήριος, να ζέψεις
τους φλογόπνοους ταύρους, να σπείρεις
το άσπαρτο χωράφι όπου θα φύτρωνε
ο θάνατος. Κι άγρυπνος καρτερούσε
ο άγιος όφις, κουλουριαστός τριγύρω
απ’ το χρυσόμαλλο το δέρας, σύσπειρα
δράκου λέπια, κρίκοι άσπαστοι-
Εγώ τον σκότωσα – κι άνοιξε ο κόσμος.
Και σου ξανάδωσα τον ήλιο!
Πρόδωσα
τον πατέρα μου τον τόπο μου για σένα,
να σ’ ακολουθήσω στην Ιωλκό. Πρόθυμη; Ναι.
Φρόνιμη, όχι. Εκεί καραδοκούσε
ο Βασιλιάς Πελίας. Εγώ τον έβγαλα
απ’ τη μέση και με τον πιο απαίσιο θάνατο:
απ’ τα χέρια των παιδιών του.
Και πήρα τον φόβο από πάνω σου.

Τι να προσμένω απ’ έναν άθλιο που τόσα


τράβηξε από μένα; Παντρεύεται άλλη.

Και σου ‘χω δώσει δυο παιδιά. Αν σ’ άφηνα άκληρο


εγώ θα σ’ έσπρωχνα σ’ αλληνής κρεβάτι.

Πέθανε κάθε πίστη; - Αχ, οι όρκοι σου!


Πες μου να μάθω: Θαρρείς οι Θεοί που τότε
καλούσες μάρτυρες, δε μας ορίζουν πια;
Πέθανε ο γάμος; Μ’ άλλο θεσμό γεννοβολάνε
πια οι θνητοί;
Εγώ ένα βλέπω:
Ορκίστηκες. Και πάτησες τον όρκο. Και το ξέρεις.
Παράθεμα το χέρι το δεξί μου που το άδραχνες,
τα γόνατα που αγκάλιαζες – και μόλεψες!
Η αλλοτινή ,μου ελπίδα με σκοτώνει. Η ελπίδα…

-Ας είναι. Έλα σα φίλο κάτι να σε ρωτήσω


-όχι που καρτερώ να δω καλό από σένα-
αλλά έτσι, να ξεγυμνώσω τη ντροπή σου.
Ιάσωνα, Ιάσωνα μου – που να πάω;;

Στη χώρα μου; Στο γέρο που για σένα


πρόδωσα; Στο πατρικό σου στην Ιωλκό;
Του σφαγμένου Πελία οι θυγατέρες
θα μ’ αγκαλιάσουν με τα δυο τους χέρια
-και μαχαιριά;
Γιατί εδώ έχω φτάσει: Μόνη!
για σένα αποξενώθηκα απ’ το αίμα μου.
Κι εκείνους που είχα συμφέρον να μη βλάψω,
για σένα τους αρμάτωσα εναντίον μου.

Βέβαια,
κέρδισα ανταμοιβή που την εζήλεψε η Ελλάδα:
εγώ ήμουν η ερωμένη του αργοναύτη,
η πόρνη του ήρωα, που πάντα λεβέντης
παλικαρίσια πατάει τον όρκο του,
- πρώην ερωμένη του άλλοτε ήρωα-
που έρημη τώρα, αποδιωγμένη, με τα παιδιά του
στο λαιμό της φεύγει και του αφήνει
γαμήλιο δώρο τη ντροπή, να βλέπει
τους γιους του πρόσφυγες, ψωμοζήτες,
μαζί με τη γυναίκα που ξόδεψε μια ζωή
να τονε σώζει!
Ω, Δια,
τον κίβδηλο χρυσό
ξεχώρισες μ’ ολοφάνερο σημάδι
από τον γνήσιο, γιατί στα σερνικά
δεν σφράγισες την φθαρτή τους σάρκα
να ξεχωρίζουνε τον άναντρο από τον άντρα;

Χορός:
Πικρή οργή, αγιάτρευτη οργή
όταν οπού αγαπά μισεί.

Ιάσων:
Βλέπω, προσμένετε να δείξω ευστροφία
στα λόγια, και σαν άξιος θαλασσόλυκος
να μαζέψω τα πανιά, προτού πνιγώ
από το γλωσσοβόρβορο που ξέρασε
μια βάρβαρη και στόμαργη ρουφήχτρα!

Ψηλά μας πύργωσες της χάρες που μας έκανες


γυναίκα. Άκου λοιπόν: Απ’ όλες
τις δυνάμεις, ορατές κι αόρατες που απάντησα
στο πέλαγος, μια λογαριάζω για σωτήρα μου:
Την Αφροδίτη, του πόθου σου θεά.
Έχεις ταχύτατο μυαλό, δεν είν’ ανάγκη
να περιγράψω το γιατί πως ο Έρωτας
της σάρκας, το βέλος το αφέυγατο του Έρωτα,
σε κέντησε να σώσεις το κορμί μου-
θα ‘ταν αχάριστο να μπω σε λεπτομέρειες.
Όποιος και να ‘ν’ ο λόγος, μου ‘κανες καλό,
ας τα’ αφήσουμε έτσι.
Όμως απ’ αυτή
τη σωτηρία κέρδισες πιότερα απ’ το κόστος.
Να στα θυμίσω: Πρώτα απ’ όλα, πατάς
το χώμα της Ελλάδος, κι όχι λάσπη βάρβαρη.
Κι έμαθες τι σημαίνει Δικαιοσύνη, εδώ
που εξουσιάζει ο νόμος κι όχι ο ισχυρότερος.
και δεύτερο σε δεχτήκαν οι Έλληνες,
και μάλιστα απόκτησες κι όνομα για σοφία,
εκεί που βούλιαζες ανώνυμη στην πέρα
άκρη του πουθενά, στης λησμονιάς τον τάφο.
[Τι να το κάνω το κριμένο το χρυσάφι,
ή τη φωνή του Ορφέα όταν κανείς
δεν την ακούει να δοξαστώ;]

Αυτά τα λίγα για το ποιος έδωσε, ποιος πήρε!


δεν έπρεπε να κάνεις την αρχή.
Τώρα,
για το βασιλικό μου γάμο που μου πετάς
σαν κατηγόρια, θα σου αποδείξω
πως φανερώνει σύνεση, οξυδέρκεια,
κι απέραντη στοργή για σε και τα παιδιά μας
-σιώπα κι άκουγε!
Ζήτησα καταφύγιο
εδώ στην Κόρινθο, σέρνοντας όλες τις συμφορές
της εξορίας. Τι καλό πρόσμενα να δω.
Τι ονειρεύεται ο απόβλητος: Να πάρει
του βασιλιά την κόρη;- Δικιά μου είναι!
Κι όχι γιατί – η σκέψη που σε σφάζει-
βαρέθηκα τον ερωτά σου, ή με χτύπησε
πόθος βαρύς για το νέο κορίτσι. Όχι!
Κι ούτε να καμαρώνω για πολύτεκνος.
Έχω δυο γιούς. τους αγαπώ. Μου φτάνουν .
Μα έχω ανάγκη μια πατρίδα, μια στέγη
πάνω απ’ τα κεφάλια μας- και να ξεφύγω πια
την ένδεια. Τι γρήγορα που αδειάζει
από φίλους μις πολιτεία, όταν περνάει
ο άπορος Αργοναύτης.
Ν’ αναστήσω
τα παιδιά μου, θέλω, αντάξια στο αίμα τους,
γι’ αδέλφια να τους σπείρω βασιλιάδες,
και να ενώσω τα δυο μου σπίτια σε μια ευτυχία.
Θέλω το άδικο; Ούτε κι εσύ θα το ‘λεγες ποτέ,
αν δεν σε δάγκωνε της σάρκας το σαράκι.
Τόσο κατάντησε τα θηλυκά να λογαριάζουνε
τον ‘έρωτα, που αν το κρεβάτι τους καλά
αρμενίζει- το σύμπαν σωστά πορεύεται.
Μ’ αν τύχη κι η χαρά της νύχτας αρρωστήσει,
τα δώρα της ημέρας τα ‘χουν δηλητήριο.
Θα ‘πρεπε κάποτε οι θνητοί να βρούνε
κάποιο άλλο τρόπο ν’ αποχτούν παιδιά.
Να λείψει των γυναικών το γένος σύρριζα!
Θα ‘λειπε το βαρύτερο κακό απ’ τον κόσμο!

Χορός:
Ιάσωνα,
λαμπρά τα ταίριαξες τα λόγια.
Μα εγώ, γυναίκα από την Κόρινθο, σου λέω
-κι ας μην το περιμένεις από μένα-
Αδίκησες γυναίκα. Είσαι άδικος.

Μήδεια:
Φαίνεται, σκέφτομαι αλλιώτικα απ’ τους άλλους.
Για μένα ο άδικος άντρας που ξέρει και λέει
το σωστό, θα ‘πρεπε διπλά να τιμωρείται.
Αλλιώς το κρίμα θα ‘ταν λεύτερο. Μόνη ποινή
η ισόβια ευγλωττία.

Όμως
τόσο άξιος, κανένας δε γεννήθηκε.
Αν ήρθες λοιπόν, να μας θαμπώσεις, ξέχασε το.
Ένας μου λόγος σε σκοτώνει: γιατί
-αν ήταν τόσο άγιος ο σκοπός σου- γιατί
δε ζήτησες ν’ αποδεχτώ το γάμο σου;
Γιατί κρυφά απ’ το σπίτι σου γαμπρίζεις.
Ιάσων:
Να το δεχτείς;
Όταν ακόμα μπορούσες να εμποδίσεις; Εσύ;
π’ ούτε τώρα δεν κυβερνάς τη μαύρη σου χολή.

Μήδεια:
Τίποτα απ’ όλα αυτά. Μόνο
τα χρόνια. Το ‘χες ντροπή σου
να γεράσεις δίπλα σε βάρβαρη γυναίκα.

Ιάσων:
Άκουσε με μια για πάντα: δεν κατάκτησα βασιλικό
κρεβάτι για γυναικός αγάπη- χώνεψ’ το καλά!
Για σένα το ‘κανα, για μένα, για τ’ αγόρια μας.
Μ’ αδέρφια βασιλικά να τους στηρίζω.

Μήδεια:
Να μου λείπει τέτοια απάνθρωπη ευτυχία!
Δεν θέλω πλούτη που ματώνουν το μυαλό.

Ιάσων:
Άλλαξε ευχή. Δείξε κάποια φρόνηση.
Μη διώχνεις τύχη που τη θαρρείς κακοτυχία.
Και μη γυρνάς την ευτυχία σ’ αμάχη.

Μήδεια:
Ύβριζε, ύβριζε ατιμώρητα. Έχεις αράξει
σε λιμάνι. Εγώ ‘μια τώρα ο πρόσφυγας!

Ιάσων:
Το θέλησες. Μη ρίχνεις τ’ άδικο στους άλλους.

Μήδεια:
Εγώ σε πρόδωσα; Παίρνω γυναίκα και σ’ αφήνω;

Ιάσων:
Κατάρες έριξες σε βασιλιά κεφάλι!

Μήδεια:
Εγώ είμαι το Ιάσωνα η Κατάρα. Πάντα
δικιά σου. Κι αν πέσω- σε σένα και στο σπίτι σου.
Ιάσων:
Δεν θα το αμφισβητήσω περισσότερο.
Αν για ταξίδι έχεις την ανάγκη μου,
-χρήματα για σένα για τα παιδία,
ζήτησε τα.
Έτοιμος είμαι να δώσω γενναιόδωρα.
Και μήνυμα στους φίλους μου θα στείλω παντού
να σε δεχτούν καλά. Αν αρνήσεις,
θα ‘ναι καθαρή παραφροσύνη.
Βάλε την οργή σου στο θηκάρι κι ωφελήσου.

Μήδεια:
Ούτε τους φίλους σου εμπιστεύομαι, ούτε
χαρίσματα δέχομαι από σένα. Του πονηρού
τα δώρα ποτέ δεν είναι δωρεάν.

Ιάσων:
Τότε, καλώ θεούς και δαίμονες
για μάρτυρες. Ήρθα να υπηρετήσω τα παιδιά.
Κι εσένα. Μα έχασες του καλού τη γεύση.
Ο αλαζόνας περιφρονεί κάθε αγαθό
και γι’ αγαθοεργία το αποδιώχνει.
Πήγαινε, πλούσια σε πόνο.

Μήδεια:
Φύγε!
Αχνίζει ο πόθος για το νιό κορμί της,
όσο χρονίζεις μακριά από το παλάτι!
Παντρέψου την! Αν οι θεοί ακούν καλά,
μ’ αυτό το γάμο χάνεις δυο γυναίκες.
Δεύτερο Στάσιμο

Χορός:
Έρωτας, έρωτας βαριά
όταν αγγίζει την καρδιά,
λαβώνει κάθε αρετή,
και την τιμή σκοτώνει.
Μα όταν ανάλαφρα περνά
πνοή ειρηνοφόρα,
κανείς θεός, καμιά θεά
δεν φέρνει τέτοια δώρα.

Κυρά του Ερωτά μου, μη


με σημαδεύεις, μη
εκεί που νοιώθω,
του έρωτα το φτερωτό
το βέλος, σου το ζητώ
με την απάνθρωπη αιχμή
βαμμένο πόθο.

Δώσ’ μου τη σύνεση θεά,


ήρεμη, απόλεμη στοργή,
δώσε μου δώρο λιγοστό,
ότι ήρεμο και ότι γνωστό
τον άντρα που ‘χω,
-όχι όσον έρωτα ποθώ
μα όσο αντέχω.

{Πατρίδα μου και σπίτια μου- α, του αδερφού μου μύρο


της ξενιτιάς την πικρή ζωή ποτέ να μην την ζήσω
Καλλίτερα στον θάνατο στον θάνατο να γείρω
παρά να φύγω μακριά να μη γυρίσω πίσω

Το ξέρω καλά μη μου το λες σε είδα


δεν έχεις πόλη ούτε πατρίδα
-δεν έχεις φίλο να σε γιάνει
στη δυστυχία σου να σκύψει με φροντίδα

Κι αν η κατάρα πιάνει-
τέτοιο κακό πάθει
όποιος στο πλάι μου με αγάπη δεν εστάθη}
Τρίτο Επεισόδιο

Αιγέας:
Μήδεια, χαίρε! Χαμογέλασε.
Κανείς δε θα ‘βρισκε
πιο όμορφο χαιρετισμό για φίλο.

Μήδεια:
Χαίρε.
-Είσαι ο Αιγέας ο βασιλιάς των Αθηνών!
Καλώς μας ήρθες, γιέ του σοφού Πανδίωνα.
Μα πως σ’ αυτά τα χώματα;

Αιγέας:
Γυρίζω απ’ το πανάρχαιο μαντείο του Φοίβου.

Μήδεια.
Το κέντρο της γης – που τραγουδάει το μέλλον;
Γιατί πήγες;

Αιγέας:
Να μάθω το σπέρμα μου καρπό θα δέσει;

Μήδεια:
Για το θεό, περνάς τη ζωή χωρίς παιδιά;

Αιγέας:
Μα το θεό ή μα το δαίμονα, άκληρος είμαι.
Ναι περνάει η ζωή.

Μήδεια.
Κι έχεις γυναίκα; Ή μήπως ζεις μακριά τους;

Αιγέας:
Μήδεια κι εγώ δε γλύτωσα του γάμου το ζυγό.

Μήδεια:
Και τι απάντηση έδωσε η Φωνή;

Αιγέας:
Λόγια σοφά.
Πολύ σοφά γι’ απλού θνητού την κατανόηση.
Μήδεια.
Ταιριάζει μήπως να τ’ ακούσουμε κι εμείς;

Αιγέας:
Ταιριάζει. Τη γλώσσα ξέρεις των ιερών.

Μήδεια:
Τότε – αν ταιριάζει, κι αν το θέλεις-

Αιγέας:
Είπε η φωνή: «το κρεμαστό πόδι του ασκού,
το κρεμαστό πόδι που προβαίνει,
να μην το λύσεις- »
Μήδεια.
Ως ότου κάνεις κάτι – ή κάπου φτάσεις;

Αιγέας:
Προτού ξαναβρεθώ στην πατρική μου γη.

Μήδεια:
Τότε γιατί πλανιέσαι έξω απ’ το δρόμο σου;

Αιγέας:
Έχεις ακούσει για τον άρχοντα Πιτθέα;
Το γιό του Πέλοπα;

Μήδεια.
Και της Τροιζήνας βασιλιά.
Έχω ακουστά πως είναι ευσεβέστατος.

Αιγέας:
Σ’ αυτόν πηγαίνω με το μήνυμα του Θεού.

Μήδεια:
Σοφό τον λένε – και κάτι ξέρει από χρησμούς.

Αιγέας:
Κι είναι απ’ όλους τους συμμάχους μου ο πιο φίλος.

Μήδεια.
Πήγαινε βασιλιά των Αθηνών, και χαμογέλα.
Ότι ποθείς να τ’ αποκτήσεις. Χαίρε.
Αιγέας:
Χαίρε μου λες, μα εσύ δεν χαίρεσαι.
Γιατί τα μάτια σου αλλάζουν – τι είναι;

Μήδεια:
Γιατί έχω άντρα, Αιγέα, κι είναι άναντρος.

Αιγέας:
Τι θες να πεις; Ονόμασε καθαρά τον πόνο σου.

Μήδεια.
Μ’ αδικεί ο Ιάσωνας. Κι είδε από μένα κάθε καλό.

Αιγέας:
Ξάστερα, τι σου έκανε; Μίλα με κάθε ακρίβεια.

Μήδεια:
Άλλη γυναίκα παίρνει – πάνω απ’ το κεφάλι μου.

Αιγέας:
Θα ‘ταν ντροπή να κάνει τέτοιο πράγμα.

Μήδεια.
Θα ‘ταν ντροπή μα το ‘κάνε. Ήμουν αγάπη,
είμαι σκλάβα.

Αιγέας:
Άλλη ερωτεύτηκε;
Ή μήπως τον κούρασε η ζωή μαζί σου;

Μήδεια:
Πρόδωσε τους δικούς του από μέγα πόθο -

Αιγέας:
Αν το σιχάθηκες, αστών να φύγει.

Μήδεια.
-τον μέγα πόθο να συγγενέψει με παλάτι.

Αιγέας:
Με παλάτι; Του δίνει γυναίκα βασιλιάς;
Τέλειωσε εκείνο που άρχισες!
Μήδεια:
Ο Κρέοντας, του τόπου ο Δυνάστης.

Αιγέας:
τώρα καταλαβαίνω την οδύνη σου.

Μήδεια.
Χάθηκα. Και κάτι ακόμα: μ’ εξορίζουν.

Αιγέας:
Ποιος; Μιλάς γι’ άλλη καινούργια συμφορά;

Μήδεια:
Ο Κρέοντας με διώχνει από την Κόρινθο.

Αιγέας:
Και το επιτρέπει αυτό ο Ιάσωνας;
Τέτοιο κατόρθωμα δε θα το πω ηρωικό.

Μήδεια.
Δεν το εγκρίνει με τα λόγια, μα δεν θα κλαψει.
Ο Ιάσωνας θα κάνει υπομονή.
Αιγέα-
σ’ εξορκίζω- μα τ’ αντρίκια σου τα γένια,
-αγγίζω τα γόνατα σου σαν ικέτης,
λυπήσουμε, λυπήσου μια κατατρεγμένη,
στον άνεμο της προσφυγιάς. Δέξου με
στη χώρα σου, στο σπίτι σου – πάρε με κοντά σου.
Δεν ξέρεις τι σώζεις γλυτώνοντας εμένα.
Ο ερωτάς σου θα παιδογονίσει.
Κι όταν πεθάνεις, τρισόλβιος γέροντας,
τα μάτια σου θα βλέπουν τα παιδιά σου.
Κάτι γνωρίζω εγώ από βότανα.

Αιγέας:
Γυναίκα, έχω κάθε λόγο πρόθυμα
να σου προσφέρω τη χάρη αυτή. Πρώτα
γιατί οι Θεοί μας βλέπουν. Έπειτα
γιατί μίλησες για τέκνα και για ελπίδα.
Πάνω σε τούτη την ελπίδα έπαιξα
τη ζωή μου- και μέχρι σήμερα την έχασα.
Άκου λοιπόν, ποια είν’ η θέση μου:
Αν το χώμα μου πατούσες-
δικαίωμα μου
η προστασία σου: Τόσο μπορώ να υποσχεθώ.
Όμως σ’ αυτή τη χώρα δεν θα πράξω τίποτα.
Κι ούτε δύναμαι να σε πάρω από εδώ.
Αλλ’ έφτασες στα σύνορα μου, κέρδισες άσυλο,
και σε κανέναν δεν θα επιτρέψω να σε βλάψει.
Βρες τρόπο να ξεφύγεις από δω, μονάχη σου.
Εγώ ειμ’ εδώ φιλοξενούμενος.
Δεν δίνω πρόσχημα για έχθρα στο λαό μου.

Μήδεια:
Αυτό μου φτάνει. Κι αν είχα και κάποιο
εχέγγυο- τα πάντα θα ήταν δεξιά.

Αιγέας:
Δεν σ’ έπεισα; Ακόμα κάτι σε παιδεύει;

Μήδεια.
Σου έχω κάθε εμπιστοσύνη. Μα οι κυνηγοί μου
βασιλιάδες, στη Θεσσαλία το παλάτι
του Πελία, εδώ του Κρέοντα. Δεμένος μ’ όρκο
δεν θ’ αφήσεις να με σύρουν απ’ το χώμα σου.
Μα δίχως τη μαρτυρία κάποιου Θεού
στον κόσμο αυτόν η δύναμη είναι δύναμη
και το χρυσάφι λάμπει. Έχει κι ο πόλεμος
γυρίσματα, κι αντάλλαγμα για την ειρήνη
θα ‘μαι εγώ.
Δίχως Θεό εγώ ‘μαι ανύπαρκτη.

Αιγέας:
Γυναίκα, αποδείξεις πολλή περίσκεψη.
Αν το ‘χεις ανάγκη αληθινά – δεν σου τ’ αρνιέμαι.
Είναι και για μένα κάποια ασφάλεια.
Ο άγιος όρκος είναι κι ιερή δικαιολογία.
Κάλεσε τους θεούς σου. Είμ’ έτοιμος.

Μήδεια:
Ορκίσου πρώτα
στης γης το χώμα και στον Ήλιο πατέρα
του πατέρα μου- κ’ ύστερα κάλεσε
κι όλο το γένος των δικών σου των θεών.
Αιγέας:
Τι να κάνω; ή να μην κάνω; Ονόμασε το.

Μήδεια.
Ποτέ απ’ τη γη σου να μη με διώξεις,
ποτέ κανείς εχτρός να μη με πάρει
με συγκατάθεση δική σου από το χώμα σου
όσο θα μένεις ζωντανός.

Αιγέας:
Ορκίζομαι στο άγιο
χώμα, ορκίζομαι στη λάμψη του ήλιου,
και σ’ όλους τους αθάνατους, πίστη
σ’ αυτό που μου ζητάς.

Μήδεια:
Αρκεί.
Κι αν παραβείς τον όρκο – τι θα πάθεις;

Αιγέας:
Ότι παθαίνουν των θεών οι εχθροί.

Μήδεια.
Πήγαινε τότε βασιλιά. και χαμογέλα.
Γρήγορα εγώ στην πόρτα σου θα φτάσω.
Θα κάνω πρώτα αυτό που πρόκειται να κάνω
γι’ αυτό που θέλω να μου τύχει εδώ.

Χορός:
Με το καλό στη χώρα σου, άρχοντα,
κι ο Ερμής μαζί και συνοδίτης σου.
Ένα θεό συνοδοιπόρο αξίζεις.
Κι ότι ποθείς και ότι ελπίζεις
εκεί να βρεις.
Έδωσες σήμερα
γενναίο δώρο από γενναία καρδιά.

Μήδεια:
Ω! Δια, και Θεία Δίκη, και Ηλίου Φως!
Εδώ και τώρα αρχίζει νικητήριος ύμνος,
εδώ και τώρα κάνω το πρώτο βήμα,
ελπίδα γεννάω για εκδίκηση.
Ο άντρας αυτός στην πιο μεγάλη μου αγωνιά
λιμάνι μου άνοιξε γι’ αραξοβόλι τέλειο:
το Αστή – την Ακρόπολη της Αθήνας.
Τώρα πια πρέπει να ονομάσω την πιο κρυφή μου
θέληση. Καμιά χαρά στα λόγια μου. Ετοιμάσου.

Θα στείλω να φωνάξουν τον Ιάσωνα


να ‘ρθει μπροστά μου – πρόσωπο με πρόσωπο.
Τόσο απλά τα λόγια μου. Καλά πως έκανε
γάμο βασιλικό – κι εμάς, βασιλικά
μας πρόδωσε- κι η προδοσία του νόμιμη
και κέρδος. Μα τα παιδιά να τα κρατήσει.
Εδώ, όχι πως θέλω εγώ να δω
τ’ αγόρια μου σκλάβους σ’ αυτό το χώμα
που σιχαίνονται τα πόδια μου- μα ο δόλος
το θέλει, καλές μου , ο δόλος, κι εκεινής
ο θάνατος!
Στέλνω τα παιδιά στη νύφη,
να δεηθούν να μην τα διώξουνε – με δώρα
στα χεράκια τους- πέπλο αραχνοΰφαντο,
χρυσό στεφάνι, που αν τα φορέσει εκείνη
κοντά στη ζέστα του κορμιού, πάγκακο
τέλος θα ‘βρει, κι εκείνη κι όποιος την αγγίξει.
Με τέτοιο βάλσαμο τα ‘χω εγώ ευλογήσει.
Εδώ η καρδιά μου σταματά κι ουρλιάζει.
Εδώ – σκοτώνω τα παιδιά. Ναι. τα παιδιά μου.
Κανένας σωτήρας δε γεννήθηκε γι’ αυτά.
Κι όταν το σπίτι του Ιάσωνα κλείσω για πάντα,
παίρνω το κρίμα μου αγκαλιά, κι αφήνω
το χώμα που θα ρουφήσει το αίμα τους,
το αίμα μου- κι αφήνω πίσω ανόσιο
μόλυσμα την πράξη μου – να μην γελάσουν πια,
να μην μπορέσουν να γελάσουν ποτέ πια.

Εμπρός. Ποιο κέρδος από τούτη τη ζωή;


Μήτε πατρίδα, μήτε σπίτι, μήτε άλλος δρόμος
έξω απ’ το κακό. Τ’ αλλά τ’ αποχαιρέτησα
στο πατρικό μου τ’ ακρογιάλι , σκλάβα
στα λόγια ενός πολιτισμένου, ενός Έλληνα,
που τώρα στα χέρια μου τον παραδίδουν οι θεοί,
να πάρω πίσω το αίμα μου.
Τη σάρκα
που του χάρισα την παίρνω πίσω. Εδώ και τώρα.
Τα τεκνά του δε θα τα ξανά δει. Κι ούτε
θα σπείρει φύτρο στο νιόνυμφο χωράφι του
- αν το φαρμάκι έχει κάποιαν αρετή.

Με πέρασες για δαμασμένη; Για αδύνατη;


Ήμερο φίδι του σπιτιού; Αλλιώς με λένε.
Αγάπη στην αγάπη, θέληση στο μίσος,
αυτό αξίζει. Αυτό απομένει
από μια ανθρώπινη ζωή: Η δόξα………

Χορός:
Δεν έπρεπε να μου το πεις.
Για το καλό σου,
για οποίο νόμο γνωρίζει η ανθρώπινη ψυχή,
-να μην το κάνεις.

Μήδεια:
Η ανθρώπινη ψυχή,
δεν ξέρει νόμο. Κι ούτε κι εγώ άλλη διέξοδο.
Σε συγχωρώ γι’ αυτό που είπες. Δεν πονάς.

Χορός:
Θα σφάξεις το ίδιο σου το σπλάχνο;

Μήδεια:
Το σπλάχνο του. Ο μόνος δρόμος στην καρδιά του.

Χορός:
Κι η καρδιά η δική σου; Κόλαση για πάντα!

Μήδεια:
Για πάντα. Στο μεταξύ, τα λόγια ειν’ περιττά.
Πήγαινε φέρε μου τον Ιάσωνα.
Σαν έχω ανάγκη
πίστη απόλυτη, γυρνώ σε σένα. Τίποτα
μην μου πεις. Ότι άκουσες. Ότι μαντεύεις.
Αν την δέσποινα σου αγαπάς. Αν γεννήθηκες
γυναίκα.
Τρίτο Στάσιμο

Χορός:
{Τέκνα των Μακαρίων Θεών
και γένος παλιό του Ερεχθέα ευτυχισμένο
Από την απόρθητη αυτή γη των ένδοξων σοφών
Ελευθέρα εσείς γεύεσθε καρπό ευλογημένο

Λαμπροί εκατεβήκατε από τον ουρανό


στον τόπο αυτόν που οι εννιά μούσες από την Πιερία
με άγαμη γέννα εγέννησαν την όμορφη αρμονία
κι απ’ το ξανθό κεφάλι της αστράψε φως χρυσό

Εκεί όπου η Κύπριδα τρυφερά τις αύρες παίρνει


απ’ το ποτάμι Κηφισό και σ’ όλη την γη τις σπέρνει

και ανεμίζει η χαίτη της με ρόδα μυρισμένη


πλοκάμια άγριων λουλουδιών ολόκληρη ντυμένη
Κι έρωτας ο ενάρετος πλάι στην Σοφία γέρνει.}

-Ιερός ποταμός
άχραντος πόλις- μα
εσένα το μόλυσμα
θα σε δεχθούν;
Ποια χωρά ‘ν’ άσυλο
για τους παιδοκτόνους;
Ποιο ρέμα αμόλυντο
από το αίμα
μικρού παιδιού;
Τρυφερό το δέρμα,
του λαιμού το δέρμα,
-θυμήσου το λαιμό
τα έρμα τα μάτια
που σβήνουν- μη
στα γόνατα πέφτω,
παρακαλώ.
-Βαστάει καρδιά σου;
-Βαστάει το χέρι σου;
-Κόβει γλυκά στοργικά,
το μαχαίρι σου;
-Γυναικά θα κλάψουν!
στο πρώτο χτύπημα
στο δεύτερο χτύπημα
θα ρωτήσουν γιατί.
-Θα ‘χεις το θάρρος
να δεις κατάμονη
να σηκώσεις το βάρος
να σκουπίσεις τα αίματα
το αιώνιο βάρος,
να φορέσεις μόνη σού
το σχήμα της φόνισσας
πηγή αδάκρυτη
στην διπλή πληγή,
να βάψεις τα χέρια σου
στο χρώμα του ποτέ;
Τέταρτο Επεισόδιο

Ιάσωνας:
Με κάλεσες να ‘ρθώ. Εδώ είμαι.
Άλλο
δεν καρτερώ από κατάρες- αλλά να μην
σου τις στερήσω. Θέλεις να ζητήσεις τίποτα;

Μήδεια:
Ναι. Συγνώμη.
Συγχώρεσε με. Ιάσωνα.
Συχώρα τ’ άκριτα μου λόγια.
Μαζί σηκώσαμε το βάρος μιας αγάπης.
Σήκωσε λίγο κι έναν πρόσκαιρο θυμό.
Ιάσωνα, βρήκα καιρό. Σκέφτηκα. Λογικεύτηκα,
και την παραφροσύνη μου αποπήρα:

Είμαι τρελή; Γιατί μανιάζω


«όταν εκείνος λογαριάζει ψύχραιμα,
«Τα βάζω με τους παντοδύναμους του τόπου,
«Τα βάζω με τον άντρα μου- την ώρα
«που πασχίζει όλους να μας γλιτώσει
«με γάμο βασιλικό. Εκείνος τ’ αγόρια μου
«μπάζει σε παλάτι- κι εγώ τυφλώνομαι;
«Γιατί υποφέρω μια και οι θεοί τα φεραν δεξιά;
«Δεν έχω δυο παιδιά; δεν είμαι πρόσφυγας;
«Δεν έχω πικρή ανάγκη από φίλους;
Άκριτη
«παράκαιρη οργή. Γυναικεία . Χρέος να βάλω
«το κορμί μου πια στην άκρη, χρέος μου
«να του σταθώ, να βοηθήσω να κερδίσει
«την εύνοια της γυναίκας του, - κι αν πρέπει
«να τη νυφοστολίσω με τα ίδια μου τα χέρια!

Αλλά είμαστε- αυτό που είμαστε.


Για να μην πω τίποτα χειρότερο- γυναίκες.

Αλλά κι εσύ
που πήρες φρόνιμη απόφαση- σε παινώ-
μη συνερίζεσαι τα θηλυκά στην ακρισία τους,
μην ξεπληρώνεις μωρολογίες με θωριές,
σου ζητώ χάρη.
Τ’ ομολογώ:
τυφλώθηκα πριν και μίλησα. Τώρα βλέπω.

Παιδία μου, αγόρια μου, ελάτε. Ελάτε εδώ


έξω απ’ το σπίτι. Εδώ κοντά μου.
Γύρισε
ο πατέρας σας, χαιρετήστε τον. Δεχτείτε τον.
Ξεχάστε τις πικρές τις μέρες, όπως
κι μάνα σας. Αγάπη. Ομόνοια.
Πάρτε το χέρι το δεξί του. Έτσι. Όλοι-
για μια στιγμή- μαζί-
Αλίμονο μου
ποιον κρυφό πόνο κοιλοπονάει ο ουρανός;
Να ζήσετε, παιδιά μου, να ζήσετε ν’ ανοίγετε
έτσι τα χεράκια σας- ως πότε;

Χορός:
Δάκρυ χλωρό και στα δικά μου ματιά.
Εδώ να σταματήσει το κακό.

Ιάσων:
Για όλα αυτά,
έχω έπαινο. Μα και για τα’ άλλα δε σε μέμφομαι.
Είναι στη φύση των γυναικών να παραφέρονται
όταν ο άντρας που θεωρούνε άντρας τους
σ’ άλλην αγάπη προχωρήσει. Τώρα όμως
την καρδιά μου στον καλύτερο οδήγησες
-έστω κι αργά- και διάλεξες σωστά.
Φέρεσαι πάντως σαν γνωστική γυναίκα.

Αγόρια μου, δε σας αφήνει ανυπεράσπιστα


ο πατέρας, με τη βοήθεια κάποιου
θεού, κι από μακριά θα παραστέκεται.

[Μια μέρα στην Κόρινθο θα πατήσετε ξανά,


πρώτοι δίπλα στ’ αδέρφια σας. Να ζήσετε,
θεριά να δέσουν τα κορμιά σας! Για όλα τ’ αλλά
δουλεύει ο πατέρας σας και δίπλα μου
ο αγωνιστής θεός- ως να σας δω μια μέρα
να πατάτε τα κεφαλιά των εχθρών μου.]

Αλλού γυρίζεις το χλωμό σου πρόσωπο;


Τι τρέχει; Έχεις αντίρρηση γι’ αυτά που είπα;
Μήδεια :
Καμιά. Συλλογιέμαι τα παιδιά.

Ιάσων:
Κάνε καρδιά θα τα φροντίζω πάντα.

Μήδεια :
Έχω καρδιά. δε δυσπιστώ στα λόγια σου.
Όμως γεννήθηκα γυναίκα. Τα δάκρυα είναι
θηλυκά.

Ιάσων:
Ναι – μα γιατί κλαις για τα παιδιά μου;

Μήδεια :
Γιατί τα γέννησα. Είπες θα τους δεις μεγάλους.
Με πήρε ο πόνος αν κάποτε θα τ’ αξιωθώ
κι εγώ.
Μου θύμησες γιατί σε κάλεσα:
Βεβαία συγνώμη να ζητήσω – μα να ζητήσω
ακριβώς αυτό: Εμένα, του τόπου οι δυνάστες
μ’ αποδιώχνουν. Καλύτερα ίσως – τώρα καθαρά-
το βλέπω. Παρά να ‘μαι το αιώνιο εμπόδιο
ανάμεσα σε σένα και στους άρχοντες
-αφού για εχτρό με λογαριάζουν στο παλάτι-
σήμερα κιόλας να πάρω των ματιών μου.
Μα τα παιδιά; Αγόρια είναι. Πρέπει
να τα’ ανασταίνει το χέρι του πατέρα τους.
Ικέτεψε το βασιλιά να μην τα διώξει.

Ιάσων:
Ναι – μα δεν ξέρω αν θα τον πείσω. Να δοκιμάσω.

Μήδεια :
Διάταξε τη γυναίκα σου. Να προσπέσει εκείνη.

Ιάσων:
Εκείνη θαρρώ την καταφέρνω – μάλιστα.

Μήδεια :
Αν ειν’ κι αυτή γυναίκα σαν τις άλλες.
Θα βοηθήσω όπως μπορώ. Με τα λόγια που έχω.
Δώρα μου θα τις πάνε τα παιδιά,
που ξεπερνάνε ότι ωραιότερο
φέγγει στα θνητά μας μάτια – ανάερο πέπλο,
στεφάνι χρυσό σαν το κλωνάρι του ήλιου-
[γρήγορα κάποιος! Να τρέξει να τα φέρει.

Α, νύφη την στεφανώνω με τα χέρια μου.


Όλα θα τα ‘χει εκείνη. Νέα, βασιλοπούλα,
άντρα λεβέντη- δόξα στο κρεβάτι της,
και τώρα τα στολίδια του φωτός – αθάνατη
κληρονομιά του ίδιου του ήλιου, σε μας,
τα θνήσκοντα παιδιά του. ]
Αγόρια μου
θα μπείτε στο πλουσιότερο παλάτι.
Θα γονατίσετε στη νέα γυναίκα του πατέρα σας
- την αρχόντισσα μας. Παρακαλέστε την
να μην σας διώξουνε ποτέ απ’ το παλάτι.
Δώστε τα δώρα αυτά.
-μα να τα πάρει με τα ίδια της τα χέρια,
-να μην τ’ αγγίξει άλλος κανείς! Γρήγορα
γυρίστε. Φέρτε μου γι’ αντίχαρη το μήνυμα
που δίνω τη ζωή μου για ν’ ακούσω.

Ιάσων:
Όχι!
Περίμενε. Γιατί από το υστέρημα σου;
Θαρρείς έχουν ανάγκη στο παλάτι από χρυσό;
Από σένα περιμένουμε στολίδια;
θα της μιλήσω.
Αν δεν την πείσουνε τα λόγια μου
θα τη λυγίσουν τα δικά σου δώρα;

Μήδεια :
Άφησε με.
Θα ‘δινα την ψυχή μου για να μείνουν εδώ
για πάντα – θα λογαριάσω τα στολίδια;
Άκου – τα δώρα λένε πείθουν και θεούς.
Έχουνε βάρος βέβαια τα λόγια σου – μα
μέταλλο το χρυσάφι και – βαραίνει.
Τέταρτο Στάσιμο

Χορός:
Τώρα πια δεν απόμεινε ελπίδα,
τα παιδιά προχωρούν στη σφαγή.
Βαδίζουν – και κάθε τους βήμα
αιμάτινο αχνάρι στη γη.
Σήμερα με το ολόχρυσο στέφανο
η νύφη στρέφεται,
σήμερα με τα ίδια της τα χέρια
γύρο στα ολόφωτα μαλλιά
φορεί το θάνατο.

Η χάρη της αυγής – χαραυγής


η φευγαλέα χαρά της αυγής,
κέντημα στο ανάερο μαγνάδι.
Βράχος του χάρου, θηλεία της σιωπής
το πέπλο του Άδη.
Σήμερα το γαμήλιο σάβανο
η νύφη ντύνεται στη χαρά της προσχωρεί
σήμερα με τον κάτω κόσμο
στα μαλλιά της κόσμημα.

Και συ μελλόνυμφε άνυμφε,


των βασιλιάδων ο γαμπρός
άστρο λαμπρό και προπομπός
τη νέα γυναίκα, τα παιδιά σου,
χορεύοντας τους οδηγείς
στον όλεθρο κάτω απ’ τη γης.

Κι ο έσχατος θρήνος, για σένα


στοργική φόνισσα,
άκληρη φύτρα,
η ζωοδόχος πηγή
του αιμάτου,
δυο φορές μήτρα
διπλού θανάτου.

Κι όλα για τίποτα


για μιαν αγάπη.
Γιατί ένας άντρας
χορτάτος κείτεται
και μια γυναίκα
ξαγρυπνά.
Πέμπτο Επεισόδιο

Παιδαγωγός:
Δέσποινα δεν τα εξόρισαν τα παιδιά!
Με τι λαχτάρα η νιόνυφη πήρε τα δώρα σου
στα χέρια! Σ’ αυτή τη γη τ’ αγόρια σου
θα βρούνε πάντα ειρήνη.
[Τι τρέχει;
Τέτοια αγαλλίαση και συ ταράζεσαι;
Χλομιάζεις και γυρνάς άλλου το πρόσωπο;
Δε χαίρεσαι με τα μαντάτα που σου φέρνω;]

Μήδεια:
Αιαι.

Παιδαγωγός:
Άλλην υποδοχή θα ταίριαζε στα λόγια μου!

Μήδεια:
Αιαι, ξανά και πάντα!

Παιδαγωγός:
Σε πρόσβαλα
χωρίς να θέλω, κι άδικα περιμένω συχαρίκια;

Μήδεια:
Είπες εκείνο που ήταν να ειπωθεί . Δε φταις.

Παιδαγωγός:
Τότε τι σκοτεινιάζεις και δακρύζεις. Κλαις;

Μήδεια:
Η ανάγκη, γέρο. Α, συνωμότησεν η πιο
φριχτή μου σκέψη με τους πανάγαθους θεούς.

Παιδαγωγός:
Κάνε καρδιά. Μια μέρα αυτά τα’ αγόρια
θα στείλουν να σε φέρουν πίσω.

Μήδεια:
Μα σήμερα κιόλας θα τα στείλω εγώ άλλου.
Παιδαγωγός:
Δεν είσαι η πρώτη μάνα που χωρίζεται
τα τέκνα της. Αν ειν’ ο άνθρωπος να ζήσει,
δεν πρέπει να παίρνει
βαριά τη συμφορά.

Μήδεια:
Θα ζήσω.
Πήγαινε μέσα. ετοίμασε
τα’ αγόρια κι απόψε όπως κάθε βράδυ.

Παιδία μου , αγόρια μου, για σας βρέθηκε


πόλη βρέθηκε σπίτι. Αφήνοντας απ’ έξω
εμέ την άκληρη, εδώ θα κατοικήσετε
για πάντα. Δίχως τη μάνα.
Κι εγώ
πλάνητας πάλι σ’ άγνωρα χώματα, φεύγω,
πριν δω καλό από σας, πριν καμαρώσω
τα ηλιόχαρα μου παλικαριά, πριν
σ’ ανθισμένο γάμο την ανθισμένη κλίνη σας
στολίσω με τα χέρια μου, κι υψώσουν
τη λαμπάδα της χαράς σας. Αλίμονο,
η έπαρση μου! Γι’ άλλο σας βύζαξα εγώ,
γι’ άλλο μοχθούσα, κάπως αλλιώς,
για κάτι άλλο μάτωσα στον κόπο. Α,
της γέννας το μαρτύριο βγήκε άκαρπο.
Η ελπίδα μου η αμαρτωλή ήταν οι γιοί μου,
οι δυο μου γιοί. Θα με γηροκομούσαν
κι όταν θα ‘φτανε η ώρα για το χώμα,
θα ‘γερνα ήρεμη στη θεόρατη σκιά σας
ν’ αναπαυτώ. Οι δυο σας – το υποσχεθήκατε –
των δυο μου γιων τα χέρι τα ζεστά
θα μ’ έθαβαν, να με ζηλέψουν οι μανάδες.

Μα τώρα τίποτ’ απ’ αυτά. Μακριά σας


άσκοπος μόχθος η ζωή, μόχθος και άλγος.

Τα μάτια σας θα λησμονήσουνε το πρόσωπο μου,


για κάποιο άλλο σχήμα, σ’ άλλον κόσμο. Αλλού.

Αχ, αλίμονο μου, γιατί δε μ’ αφήνουν


απ’ τα μάτια τους – γιατί γελάν
τ’ ολόστερνο το γέλιο; Αχ,
Τι να κάνω;

Γυναίκες,
λιγόστεψε η καρδιά μου
σαν είδα τη χαρά στα πονηρά ματάκια.
δεν έχω τη δύναμη .Πάει στο καλό
η απόφαση μου.
Για να πληγώσω τον πατερά
δυο φορές μόνη μου να μαχαιρώσω
την ψυχή μου; Όχι, όχι εγώ Παύει
η απόφαση.

Τι έχω πάθει; Γελούν


οι κακούργοι κι εγώ ουτ’ αντιστέκομαι;
Μου λείπει η τόλμη. Αυτή ‘ναι η ζωή μου.
Να τη ζήσω. Τα λόγια, αφήνω τα λόγια
τα γλυκά να μαλακώνουν τα κοκάλα μου.
Παιδιά πηγαίνετε μέσα . Όποιος
το ‘χει κακό να δει θυσία – ας κοιτάξει άλλου.
Το χέρι μου δε σάπισε ακόμα.

Αλλά όχι με θυμό – μη μου το κάνει τέτοιο άδικο


το μίσος – Ταλαίπωρη απ’ άλλον
να κινδύνευαν – θα τα ‘σωζες. Ακόμα
και μακριά, ακόμα κι εδώ, η ζωή τους
είν’ η ευτυχία σου.
Εδώ. Μα τους φονιάδες
τους θεούς του Άδη, δεν αφήνω τ’ αγόρια μου
να τα πομπέψουν οι εχθροί τους.

Έτσι κι αλλιώς θα γίνει. Πολύ αργείς.


Ο στέφανος έσφιξε κιόλας της νύφης
το κεφάλι- τυλίχτηκε κιόλας στο πέπλο της
το σάβανο της- το ξέρω έγινε!
Αν πρέπει λοιπόν τον δρόμο τον ερημικό
να πάρω, κι αυτά να στείλω στην αβάδιστην
οδό θέλω να τ’ αποχαιρετήσω.
Ελάτε στη μάνα. Δώστε το δεξί χεράκι.

Ω, χέρι τρυφερό μου θαύμα, στόμα


απίστευτο, άγιος ο γύρος του προσώπου,
παιδιά μου, στο καλό! Το μόνο καλό
που μας απόμεινε. Τον πάνω κόσμο
μας τον έκλεψε ο πατέρας σας.
Αχ αχ, τ’ ορμητικό κορμί, δέρμα
αβάσταχτα απαλό, γλυκύτατη αναπνοή
του παραδείσου – φύγετε, φύγετε μέσα!
Αν λίγο ακόμα τα κοιτάξω – θα με νικήσει
το κακό.
Ξέρω καλά πως λέγεται
αυτό που θα τολμήσω. Μα το πάθος
μιλάει πιο καθαρά από την περίσκεψη,
το πάθος, άγγελος κάθε συμφοράς.

Χορός:
Άτεκνη , καλύτερα άτεκνη.
Απόρησα και βασάνισα συχνά το νου μου,
και λεπτολόγησα σε μέγα αγώνα,
αν θα ‘πρεπε μια γυναίκα να ερευνά.
Καμιά φορά περνάει κι απ’ τη δική μας
τη ζωή μια μούσα. Κάποια Θεά
τη νύχτα κάτι ψιθυρίζει για σοφία.
Όχι σε όλες μας. Λίγες γυναίκες
-αρία και που θα βρεις καμιά-
προτού πεθάνουν, μισοβλέπουν κάτι.
Κι έτσι σου λέω: Άτεκνη.
Στείρα καλύτερα. Άτεκνη.
Όσοι ποτέ τους δεν απόχτησαν παιδιά,
όσοι τελειώνουν ολότελα απ’ τη στοργή τους
αδοκίμαστοι, είναι πιο τυχεροί απ’ τους γονιούς.
Γλυτώνουν μόχθο και κάματο ψυχής
αν θα ‘βγει γλυκό ή απαίσιο το βάρος
στην αγκάλη τους. Καλύτερα άτεκνος.
Για τις μανάδες ανάερος κελαϊδισμός
παιδιών μες στην αυλή
και στην καρδιά τους αγωνία.
Πρώτ’ ο γονιός μοχθεί να τ’ αναστήσει.
Και κάποιο βιός να τους αφήσει στη ζωή τους.
Μ’ αν η ζωή τους θα ‘ναι αισχρή
ή το καμάρι των ανθρώπων δεν το ξέρουν.
Τα μάτια τους θα γίνουν χώμα πριν το δουν.
Άτεκνος, καλύτερα άτεκνος. Στείρα.
Κι ο έσχατος φόβος: Πες τα παιδιά μεγάλωσαν,
το αίμα τους τίμιο και λάμπει
η δόξα της ζωής μες στο κορμί τους.
Κάποιος θεός γυρνάει στον ύπνο του
κι ο Χάρος σηκώνει ολόσωμο το γιό σου,
σκιά στον Άδη.
Γιατί λοιπόν να ευχαριστώ το Θεό για τα παιδιά;
Χρονιά ο μόχθος για μια άδεια αγκάλη;
Γιατί; Για την αγάπη που ‘δωσα;
Αγάπη. Σημάδι μελλούμενης πληγής,
Στόχος να το ματώσει με το τόξο του
όποιος Θεός κι όποτε του βολεί;
Άτεκνη. Στείρα. Καλύτερα άτεκνη.

Μήδεια:
[Γυναίκες, αρρώστησα να προσμένω τη στιγμή
καραδοκώντας από κει που θα ‘ρθει.
Μα τώρα να βλέπω έναν άνθρωπο του Ιάσωνα,
να τρέχει κατά ‘δω. Στέκει. Βαρυαναστένει.
Τον πνιγεί το μήνυμα του κακού.]

Άγγελος:
Το ‘πραξες, Μήδεια! Ενάντια σε κάθε νόμο
το ‘πραξες το απαίσιο το έργο σου. Τώρα φύγε!
Φύγε! Πάρε βάρκα σ’ αντίπερα γιαλό,
πάρε σκονισμένο αμάξι. Μα φύγε!

Μήδεια:
Και για ποιο λόγο, τώρα πια;

Άγγελος:
Πέθανε η νύφη! Μαζί κι ο Κρέοντας,
ο άρχοντας! Κι όλ’ απ’ το δηλητήριο σου!

Μήδεια:
Τα πιο ουράνια λόγια ξέρεις να λες.
Από σήμερα σ’ έχω φίλο κι ευεργέτη μου.
Άγγελος:
Είσαι καλά;
Μήπως τρελάθηκες, γυναίκα;
Βάζεις φωτιά στα βασιλικά τ’ ανάκτορα
κι αργοπορείς; Και χαίρεσαι τη ζέστα;

Μήδεια:
Θα ‘χα κι εγώ κάτι να πω στα λόγια σου.
Μα θα ‘ρθει η ώρα, φίλε. Τώρα μη βιάζεσαι.
Πως πέθαναν; Πες τα μου όλα. Με λόγια.
Διπλό καλό θα κάνείς αν πεις γι’ απαίσιο θάνατο.

Άγγελος:
Α, τι χαρά πήραμε σαν είδαμε τ’ αγόρια
να μπαίνουν στο παλάτι με τον Ιάσωνα!
Εμείς του πατέρα τους οι άνθρωποι, όλοι
που νοιώθαμε συμπόνια για τα πάθη σου,
ψυχοπονούσαμε τα δυο τ’ αθώα. Κι έτσι
όταν ο ψίθυρος διαδόθηκε πως οι γονιοί τους
έκαναν ομόνοια, τρέξαμε, κι άλλος
φιλούσε τα χέρια των παιδιών, άλλος
τα φωτεινά τους κεφαλάκια. Κι εγώ
απ’ της λαχταράς το περίσσευμα, δεν τ’ άφησα
απ’ τα μάτια μου, ως μέσα στο γυναικονύτη.
Κι έτσι είδα.
Η νέα κυρά μας, που τώρα
έπρεπε να προσκυνάμε αντί για σένα,
δεν είχε στην αρχή μάτια παρά μόνο
για τον Ιάσωνα. Μα όταν πήρε είδηση
τ’ αγόρια, γύρισε το λευκό της πρόσωπο
και σκέπασε το φως της, πεπραγμένη βαθειά
που τα παιδιά σου μπήκαν στο νυμφώνα.
Μα η αντρίκια του η φωνή γλύκανε
το πείσμα της: « Κάνει να δέχεσαι εχθρικά
«το αίμα μου; Παιδιά μου είναι.
«Μη δείχνεσαι άδικα κακία. Καλωσόρισε τα.
«Πρέπει για το χατίρι μου. Κοίταξε
«σου ‘φεραν και δώρα. Κι ακόμα πρέπει
για την αγάπη τη δική μου, να καταφέρεις
να μην τα διώξει ο πατέρας σου.»

Εκείνη στράφηκε – κι είδε τα δώρα.


Και πια καθόλου δεν κρατήθηκε. Όλα
τα δέχτηκε - και γρήγορα. Ακόμα
δε βγήκαν απ’ την πόρτα, άντρας και παιδιά,
το πέπλο το αραχνοΰφαντο την έζωνε όλη.
Σαν έστεψε και τα μαλλιά της με το διάδημα,
στέκεται εμπρός σ’ αστραφτερό καθρέφτη,
και δένοντας πλεξούδες το χρυσάφι,
χαμογελά στο άψυχο είδωλο που αντιγελά
απ’ το μέταλλο. Πετιέται ολόρθη,
κι ανάλαφρα περιδιαβένει τα δωμάτια,
πασίχαρη με τα χαρίσματα σου,
συχνά στρέφοντας πάνω στον ώμο της
να δει να πέφτει το υφαντό στις φτέρνες,
ολόλευκες γυμνές της φτέρνες.
Τότε, ήρθε ο φόβος.
Αλλάζει χρώμα, και με σπασμένα γόνατα
πίσω κορμίζει, τρέμοντας μ’ όλα της τα μέλη,
και μόλις προφταίνει να πέσει σ’ ένα θρονί
πριν σωριαστεί. [Μια γριά
σκλάβα , θαρρώντας πως βρήκε τη νύφη
η επιφοίτηση κάποιου θεού – μπορεί του Πάνα –
άρχισε να ψέλνει τον ιερό αλαλαγμό –
μα ο ψαλμός γύρισε ούρλιασμα.]Λαμπρός αφρός
έσκασε στο άλαλο στόμα της κοπέλας,
τα μάτια στραφήκαν σάμπως να δουν μες στο κρανίο
και νέκρωσε το δέρμα από το αίμα.
Κάποιος ορμάει για του βασιλιά τα δώματα
άλλος έκραξε πίσω το γαμπρό να σώσει
τη νύφη του, κι η στέγη αντιβουήζει
του πανικού πυκνά ποδοπατήματα.

Μα δεν θα πρόφτανε ένας δρομέας να κάμψει


του σταδίου τη σφεντόνα, όταν απαίσιος
βόγγος γοερός απ’ την αναίσθητη μας θύμισε
διπλό κακό: Πονούσε η έρημη – και το ‘ξέρε.
Τα μάτια διάπλατα, ορθώνεται τρεκλίζοντας.
Μα ο πύρινος κύκλος που ‘ταν δεμένος στα μαλλιά
ξερνούσε θαυμάσια παμφάγα φλόγα,
και το υφαντό που τα παιδιά της είχαν δώσει
σπάραζε φεγγοβόλο τη διάφανη της σάρκα.
Ουρλιάζοντας πετιέται σύφλογη όλη
απ’ το θρονί, τινάζοντας το κεφάλι της
εδώ κι εκεί να διώξει τον εχθρό της.
Μα το χρυσάφι ήταν ένα με το δέρμα της
κι όσο πιο ξέφρενα σφάδαζε ο λαιμός-
πιο τρίσχαρο θέριευε το φως σαρκοβόρο.

Σαν ένοιωσε πως το κακό την νίκησε,


ξαπλώθηκε. Δε θα τη γνώριζε κανείς.
Μπορεί ο γονιός της. Δεν ξεχώριζαν πια
οι κόγχες όπου ήταν άλλοτε τα μάτια
και το φρυγμένο της μυαλό ίδρωνε αίμα.
Η σάρκα της λάσπης πηχτή στάλαζε
απ’ τα φανερωμένα κοκάλα – καθώς
στο πεύκο δακρύζει το ρετσίνι, και πια
δεν έγραφε ο γύρος του προσώπου της –
και μόνο εκείνη η ανθρακωμένη τρύπα
ακόμα σφύριζε βραχνά σαν στόμα.
Κι εμείς στεκόμασταν και βλέπαμε. Κανείς
δεν άγγιζε. Η τύχη της μάθημα για μας.

Μα ο πατέρας της – α, μπήκε αναπάντεχα


ο ταλαίπωρος, χωρίς να ξέρει το κακό.
Ορμάει στη νεκρή, παίρνει αγκαλιά το αποκαΐδι
κι ουρλιάζει κραυγή αιώνια: «Παιδί μου,
«κόρη μου, ποιος φθονερός θεός σε πήρε πρώτη
«κι εμέ αφήνει, μ’ αφήνει μνημούρι αδειανό,
«μόνος να τριγυρνώ στον κόσμο; Αχού,
να πέθαινα, καλύτερα να πέθαινα μαζί σου!»
Όταν εχόρτασε το θρήνο, δοκίμασε
να στυλωθεί στα γόνατα. Μα το νυφιάτικο
το πέπλο, όπως κισσός της δάφνης τον κορμό,
τον τύλιξε αξεδιάλυτα. Κι άρχισε
ένας απαίσιος αγώνας: Πάσχιζε ο γερός
να ορθώσει το λιπόσαρκο κορμί του,
μα εκείνη τον τραβούσε όλο στη γης.
Κι όταν ο δόλιος ζόριζε με βία, η σάρκα του
όχι το μαγνάδι σκιζόταν από τα κόκαλά του.
Ωσότου απόστα. Κατάλαβε.
Δόθηκε όλος στο φαρμάκι, κι έφτυσε
μ’ ένα βόγγο την ψυχή του.
Τώρα,
σύσμιχτη θράκα και σάρκα, πατέρας
και κόρη αγκαλιασμένοι. Αισχροί κι αξιολύπητοι.
Όσο για σένα λέξη δε θα πω. Ξέρεις.
Γρήγορα θα σ’ εύρη ο αντίχτυπος. Φύγε!
Το ‘ξερα πάντα: η ζωή του ανθρώπου είναι
ένας ίσκιος. Το λέω δίχως να τρέμω.
Μα όσοι θαρρούν πως είναι σοφοί, και πως
με λόγια περίτεχνα θα εξαγοράσουνε
τη μοίρα, το ίδιο χρέος θα πληρώσουν
- μόνο ακριβότερα. Μην πεις ποτέ ένα θνητό
ευτυχισμένο. Θνητός θα πει – κάτι που πεθαίνει.
Κι αν χρυσό τον περιχύσουν οι θεοί – ίσως
πεθάνει πιο τυχερός απ’ τους γειτόνους του.

Θα πεθάνει επίχρυσος. Όχι ευτυχισμένος.


Χορός:
[Φαίνεται σήμερα ο δίκαιος ουρανός
δεινά μοιράζει στον Ιάσωνα.
Βασιλίκια κόρη, έρημο παιδί
θρηνώ τη μοίρα σου.
Σ’ άντρα το χέρι ζεστό έδωσες το χέρι σου
κι αρραβωνιάστηκες τον Άδη]

Μήδεια:
Γυναίκες, πάει, αποφασιστικέ. Ένα
μου απόμεινε: να σκοτώσω και να φύγω.
Γιατί να αργήσω, δίκιο το μαχαίρι
σ’ άστοργο χέρι που θα σφάξει άπονα.
Έτσι κι αλλιώς, πεθαίνουν. Αφού λοιπόν,
το θέλει η ανάγκη, εμείς που δώσαμε ζωή,
θα πάρουμε. Εμπρός καρδιά μου,
αρματώσου. Μια ώρα αρχήτερα
κλείσε τον κύκλο της ανάγκης. Πιστό μου
χέρι, πάρε το μαχαίρι σου. Πορεύσου.
Πόρτα στον πόνο η φρίκη αυτή. Να τη διαβείς.
Και προ πάντως μη βιάζεσαι.
Μη βάζει ο νου σου πως κάποτε
τ’ αγάπησες, κάποτε τα γέννησες.
Για μια μικρή μια σύντομην ημέρα,
ξέχασε δυο μικρά – κορμάκια. Θα ‘χεις
μια ολόκληρη ζωή να τα θρηνείς.
Και να σκοτώσεις - ότι σκοτώνεις, πάντα
θ’ αγαπάς.
Φόρεσε τα δάκρυα και προχώρα.
Πέμπτο Στάσιμο

Χορός:
Ιώ γη, Ιώ φως!
κοιτάτε αχτίδες, βέλη του ήλιου,
δέστε εδώ δέστε την μανιασμένη μάνα,
πριν με το αίμα της βαφτεί
δέστε το αυτοκτόνο της χέρι
Ήλιε μου,
σπέρμα χρυσό φέγγεις στις φλέβες
των παιδίων, αίμα Θεού,
θα χύσει ανθρώπινο μαχαίρι!
Δέστε την, δέστε αχτίδες, δέστε την
θηλεία το φως και δέστε της το χέρι!
Φως διογέννητο!
Φώτισε το τρισκόταδο το αίμα,
στο απόκρυφο σπλάχνο του σπιτιού,
διώξ’ τη μανία που η μάνα
γέρνει, κι ορθώνεται Ερινύα!

- του κακού οι ωδίνες -του πόντου τα νερά


-μάταια κι η στοργή - τη νύχτα που διάβηκες
- του κάκού, του κάκου ο πόνος - του πόντου τα νερά
-του κάκου οι ωδίνες -τις Συμπληγάδες,
-Στα νεκροκότα σου λαγόνια -τα δυο της νύχτας τα παγώνια

Βαρύ το ίδιο σου το αίμα,


πήζει στο χώμα, βραχνό μεσ’ στο μυαλό
τραγούδι πήζω, προσκαλώ
βόλι κακό απ’ του Θεού το χέρι.

ΙΩ ΙΑ

-Ακούς; Ακούς φωνή;


Τα παιδιά φωνάζουν βοήθεια.
Μοίρα βαρεία, δόλια γυναίκα!

Α, ΙΟΟΟ ΙΑΑΑ
-Πώς να ξεφύγω από τη μάνα μου;
-δεν ξέρω αδέρφι μου. Δεν Ξέρω.

-Να μπω στο σπίτι; Να μπω μέσα;


-Εγώ θαρρώ πρέπει να σώσω τα παιδιά!

-Οι – ο.α ο-α ι.

-Βοήθεια μην αργείτε. Τώρα. Τώρα


Το βλέπω το μαχαίρι. Το Είδα. Το Είδα.

Αχ, άγονη πέτρα, άγονο μέταλλο


η καρδιά.
Ζωή που φύτρωσε στο σπλάχνο σου
να πράξεις.

Αυτοκτονία.

{Μονάχα μια γυναίκα ξέρω φόνισσα των παιδιών της


Την Ιώ, που οι θεοί την τρέλαναν
όταν η γυναίκα του Δια την έδιωξε από το σπίτι
-και τότε αυτή, αγκαλιά μα τα παιδιά της
- από βράχο γκρεμίσθηκε και χάθηκε στον πόντο
-δεν υπάρχει χειρότερη δυστυχία. Α βασανισμένο κρεβάτι
τις γυναίκας πόσα κακά γεννάς. Με τι πόνο σωπαίνεις}
ΕΞΟΔΟΣ

Ιάσωνας:
Γυναίκες,
τόση ώρα που δεν φύγατε από δω θα είδατε.
Που έχει πάει; Κλείστηκε μέσα;
Ή πήρε τα μάτια της και χάθηκε
ύστερα από το έγκλημα της στο παλάτι;
Να σύρει να θαφτεί στης γης τα σπλάχνα,
ν’ απλώσει φτερά σαν το πουλί και να χαθεί
στ’ άπατα βάθη τ’ ουρανού, προτού τη βρουν
τα επίχειρα της πράξης της. Θαρρεί
σκοτώνει βασιλιά και θα γλυτώσει
απ’ το ανθρωποκυνήγι ατιμώρητη;
Μα δε με νοιάζει πια τόσο για εκείνην
όσο για τα παιδιά μου. Εκείνους που έβλαψε,
να τους πληρώσει η ίδια. Εγώ ‘ρθα να σώσω
τα παιδιά μην όλη η φυλή του Κρέοντα
σπαράζει τ’ αθώα για κακούργημα
της μάνας τους.
Χορός:
Φύγε κακόμοιρε. Φύγε γρήγορα.
Δεν ξέρεις σε ποιο κακό έχεις φθάσει.
Δεν ξέρεις τι λόγια έφτασες να πεις.

Ιάσωνας:
Τι τρέχει;
Μήπως βάλθηκε κι εμένα να ξεκάνει;

Χορός;
Τα παιδιά πέθαναν. Από της μάνας το χέρι

Ιάσωνας:
Μη μιλάς γυναίκα, γιατί θες το θάνατο μου;

Χορός:
Ιάσωνα , να τα θυμάσαι όπως ζούσαν

Ιάσωνας
Πού το ‘κανε; Μέσα στο σπίτι; Τα συρ’ έξω;

Χορός:
Αν μπεις μέσα θα πατήσεις το αίμα τους.
Ιάσωνας:
Χαλάστε τα κλείθρα, τις αμπάρες! Γρήγορα!
Γκρεμίστε τους αρμούς! Να δω το διπλό κακό.
Εκείνους που έχασα. Κι αυτήν που θα χαλάσω.

Μήδεια:
Γιατί μοχλούς και σιδερά; Να δεις αυτήν
που έφυγε; Κάτι που έχει πεθάνει;
άδικος ο μόχθος σου. Αν θες να μου μιλήσεις,
λέγε. Πάντα κοντά σου.
Άλλα το χέρι σου ποτέ δεν θα μ’ αγγίξεις.
Ο Ήλιος , του πατέρα μου ο πατέρας, ο Ήλιος,
άρμα μας δίνει άρμα προμαχώνα
να μας φυλάγει από τα χέρια των εχθρών.

Ιάσωνας:
Α, μίσος,
σίχαμα των θεών και των ανθρώπων,
απαίσια αποφορά της φύσης – αχ,
αρρώστια μου! – που άντεξες να ματώσεις
τα τρυφερά σπλάχνα των παιδιών σου-
Α, Ξόντοσες τον κλήρο μου, τη γόνη μου,
κι ακόμα τολμάς τον ήλιο ν’ αντικρίζεις
και τη γη; Τα Μάτια σου μολύνουνε την πλάση!
Ανάθεμα!
[Τώρα σε βλέπω! Τυφλός σε γνώρισα.
Στα αόμματα τα ογρά σκοτάδια σε πρωτάγγιξα
όταν από τη βάρβαρη σου λάσπη σ’ έσυρα
στου τόπου μου το φως – σε σπίτι Ελληνικό,
-εσένα! Μίασμα, που ξέκοψες με μια τσεκουριά
από τη γη σου, από τον πατέρα σου, σαν έσφαξες
τ’ αδέρφι σου, για να πατήσεις την Αργώ μου
το θεόμορφο μου το καράβι
απαίσια αρχή για τ’ αποτρόπαιο ταξίδι μας!
Και τώρα την κατάρα για το αίμα μου έχυσες
ρίχνουν οι Θεοί στο δικό μου το κεφάλι!
Κι εσύ αφού γυναίκα έγινες και γέννησες
τώρα τη φύτρα σφάζεις, θυσία
στο χτηνόδες έρεβος όπου τ’ απόχτησες!
Καμία γυναίκα απ’ την Ελλάδα δε θα το ‘κανε.
Μα εγώ ο τυφλός σε διάλεξα και στεφανώθηκα
με τον εχθρό μου – ολέθρια λέαινα,
φύση αγριότερη από τη Χάρυβδη και Σκύλα!]
Ναι ούτε η ντροπή ούτε τα λόγια πια σ’ αγγίζουν.
Έφτασες πέρα απ’ των ανθρώπων τη φωνή
η ύβρης σου ψηλότερη απ’ τον κόσμο!
Χάσου, κακούργα, θεριό ανθροπώβορο,
τάφε σαπρέ και νεκρογόνε, χάσου!
Άσε με να ξορκίζω τον πικρό μου το δαίμονα
με δάκρυα.
Α, σήμερα παντρεύτηκα
τ’ αποκαΐδια και τη στάχτη! Σήμερα
γέννησα δυο αιματόβρεχτα κουφάρια.
Στερεύει το αίμα μου! ‘Ότι κρατούσα ζωντανό
Πεθαίνει!

Μήδεια:
Πολλά μπορούσα ν’ απαντήσω, μα ο Δίας
ο αιώνιος γνωρίζει τέλεια – τι σου έδωσα
τι μου έκανες. Λέγε με λέαινα,
λέγε με Χάρυβδη αιμοβόρα, είμαι
που καίω την καρδιά σου.

Ιάσωνας:
Και τη δικιά σου την καρδιά. Πικρά θα κλάψεις.

Μήδεια:
Δροσιά τα δάκρυα – φτάνει να μη γελάσεις πια.

Ιάσωνας:
Παιδιά μου, σας έσπειρα σε μήτρα κακή

Μήδεια:
Παιδιά μου,
η αρρώστια σας ήταν το αίμα του πατέρα σας.

Ιάσωνας:
Τα σκότωσε το χέρι μου;

Μήδεια:
Η προδοσία σου
κι ο γάμος σου ο χρήσιμος.
Ιάσωνας:
Σφάγιο στον ακόλαστο πόθο, τα παιδιά σου;

Μήδεια:
Ο πόθος αυτός τους έδωσε ζωή.

Ιάσωνας:
Σκότωσες γιατί ήταν άδειο το κρεβάτι σου;

Μήδεια:
Λίγο το λες αυτό για μια γυναίκα;

Ιάσωνας:
Ναι, για μια φρόνιμη γυναίκα.
Μα η δική σου αγάπη ήταν άρρωστη.

Μήδεια:
Πέθανε ο σπόρος σου- αυτό σε σφάζει.

Ιάσωνας:
Ζουν τα παιδιά- αιώνια κατάρα στο κεφάλι σου.
Μήδεια:
Οι αθάνατοι Θεοί γνωρίζουν
ποιος έφερε το θάνατο στο σπίτι.

Ιάσωνας:
Αν γνωρίζουν το στυγερό σου το μυαλό.

Μήδεια:
Καλή ‘ναι η έχθρα σου.
Μα με κουράζει η ανθρώπινη φωνή σου.

Ιάσωνας:
Κι εγώ κουράστηκα. Ευκολότερα να χωρίσουμε.

Μήδεια:
Πως εύκολο; Τι να κάνω;
Αυτόν τον χωρισμό ζητώ κι εγώ.

Ιάσωνας:
Δος μου τ’ αγόρια μου. Να τα θρηνήσω.
Να τα θάψω.
Μήδεια:
Ποτέ.
Ακόμα και την ταφή τους απ’ τα χέρι μου.
[Στο χώρο της Θεάς του Γάμου, στο τέμενος
της Ήρας της Ακραίας, στ’ απάτητο ακρωτήρι
όπου κανείς εχθρός τον τάφο δεν θα βεβηλώσει,
θα κοιμηθούν. Σ’ αυτήν εδώ τη γη του Σίσυφου,
ορίζω άγια γιορτή και τελετήν εξαγνισμού
γι’ αυτό το ανόσιο αίμα. Κι εγώ στην Αττική
συγκάτοικος με τον Αιγέα, θα περιμένω
ν’ ακούσω το θάνατο σου, έρημο όπως ταιριάζει,
όταν συντρίμμι απ’ το ναυάγιο της Αργός θα πέσει
να κάμει συντρίμμια το κρανίο σου,
πικρή συντέλεια στο γάμο σου.

Ιάσωνας:
Το αίμα τους
να σηκωθεί Ερυνία, και Θεά δίκη να σε βρει.

Μήδεια:
Περνάει στους θεούς η ευχή του ξένοπλάνου
και του επίορκου;

Ιάσωνας:
Αλίμονο σου παιδοκτόνα στυγερή!

Μήδεια:
Πήγαινε τώρα να θάψεις τη γυναίκα σου.

Ιάσωνας:
Πηγαίνω δίχως τ’ άμοιρα παιδιά μου.

Μήδεια:
Κλαις από τώρα. Πήγαινε πρώτα να γεράσεις.

Ιάσωνας:
Αγαπημένα μου!

Μήδεια:
Η μάνα τους τ’ αγάπησε. Εσύ όχι.

Ιάσωνας:
Κι από αγάπη έσφαξες τη σάρκα σου;
Μήδεια:
Είχε πια σμίξει τη δική σου.

Ιάσωνας:
Αχ, τα τρυφερά τα στόματα – ο έρημος
μια φόρα να τα φιλήσω.

Μήδεια:
Να τα φιλούσες χτες, όταν τα εξόριζες.

Ιάσωνας:
Δώς μου για τελευταία φορά, δώς μου –
ν’ αγγίξω το γλυκό τους δέρμα.

Μήδεια:
Μάταια λόγια. Δεν ακούγεται η φωνή σου.

Ιάσωνας:
Ω, Δια,
εσύ τουλάχιστον ακούς;
Όσο μου μένει η εσχάτη πνοή, μάρτυρες κράζω
θεούς και δαίμονες, πως μ’ αποδιώχνει
η απαίσια λέαινα, η παιδοχτόνα,
και με στερεί κι απ’ την ταφή ακόμα!
Που να μην έσωνα ποτέ να τα είχα σπείρει
για να τους γίνει η μήτρα τάφος.

Χορός:
Ο Δίας στον Όλυμπο κρατάει πολλά,
κι ανέλπιστα οι θεοί μοιράζουν.
Εκείνο που προσδοκάς δεν συντελείτε.
Για τ’ απροσδόκητο ξέρει ο Θεός τον τρόπο.
Αυτό συνέβηκε και σήμερα. Εδώ.

You might also like