Professional Documents
Culture Documents
1
έργα για να συνθέσει ένα δικό του. Απαντώντας σ’αυτές τις
κατηγορίες, σε προλόγους των έργων του, ο Τερέντιος δήλωνε
κατηγορηματικά ότι σκοπός του δεν ήταν να αντιγράφει πιστά τα
Ελληνικά πρότυπα, αλλά να εμπνέεται από την εφευρετικότητα και την
ελεύθερη ροή του λόγου τους για να δημιουργήσει σύγχρονα έργα για
το Ρωμαϊκό κοινό.
Ξαφνικά γύρω στο 160 π.χ. ο εικοσιπεντάχρονος Τερέντιος
φεύγει για ένα ταξίδι στην Ελλάδα από το οποίο δεν ξαναγυρίζει.
Κανείς δεν ξέρει τι συνέβη. Άλλοι είπαν ότι χάθηκε στον γυρισμό μαζί
με μία καινούργια μετάφραση του Μενάνδρου. Άλλοι ότι πέθανε στην
Αρκαδία η στην Λευκάδα μετά από ασθένεια και κατάθλιψη, έχοντας
χάσει τα πράγματά του τα οποία ταξίδευαν με άλλο πλοίο μαζί με
καινούργια έργα, που είχε γράψει στην Ελλάδα. Άφησε πίσω του μία
κόρη, η οποία όταν ενηλικιώθηκε παντρεύτηκε έναν Ρωμαίο ιππότη και
αξιόλογη περιουσία με κήπους σε μια αριστοκρατική συνοικία της
Ρώμης, κοντά στο Πεδίο του Άρεος.
Τον περιγράφουν ως μέσου ύψους, λεπτοκαμωμένο και
μελαχρινό.
2
διδάσκονται μέχρι το τέλος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Αλλά και
μετά την εξάπλωση του Χριστιανισμού τα συγγράμματα του βρήκαν
καταφύγιο στα μοναστήρια της δύσης. Για παράδειγμα, τα μεγάλα
εκπαιδευτικά ιδρύματα της Αγγλίας, δίδασκαν τον Τερέντιο στους
μαθητές τους μέχρι τις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα όταν ο νέος
συντηρητισμός βρήκε τα θέματα των έργων ακατάλληλα για τα
εφηβικά μυαλά των παιδιών του. Αν και τα έργα του δεν παιζόταν
στην σκηνή, δεν έπαψαν να μελετώνται ως λογοτεχνήματα σε όλη την
Λατινίζουσα Ευρώπη.
Τον δέκατο αιώνα για παράδειγμα, μια καλλιεργημένη μοναχή της
Σαξονίας, η Hrotsvitha of Gandersheim, έγραψε μια σειρά θεατρικά
έργα θρησκευτικού χαρακτήρα, βασισμένα στα έργα του Τερέντιου, τα
οποία είχε μελετήσει ως πεζογραφήματα.
Με την Αναγέννηση ο Plautus, ο Τερέντιος, και ο Seneca
εξάσκησαν τεράστια επίδραση στο Ευρωπαϊκό θέατρο, όταν έργα τους
αναβιώσανε και ξανανέβηκαν στη σκηνή με σπόνσορες, μεταξύ άλλων,
τον πάπα Sixtus IV (1471-84), και τον Ludovico il Moro (1452 – 99)
άρχοντα του Μιλάνου. Ο Macchiavelli (1469 – 1527) και ο Ludovico
Ariosto (1474 – 1533) μετάφρασαν την «Άνδρια» και τον «Ευνούχο»
στα Ιταλικά. Στο Kunstmuseum της Βασιλείας, σώζονται ξυλογραφίες
του Alfred Durer, ενός εκ των κορυφαίων καλλιτεχνών της Γερμανικής
Αναγέννησης, ο οποίος το 1492, νέος ακόμα, εικονογράφησε τις
κωμωδίες του Τερέντιου. Από την εφεύρεση της τυπογραφίας
κι’έπειτα, κι΄αρχίζοντας από την Βενετία, όπου πρώτοτυπόθηκαν έργα
του Plautus και του Τερέντιου, η επιρροή τους στο
πρωτοεμφανιζόμενο Ευρωπαϊκό Θέατρο όλο και μεγαλώνει. Αλλά και
για αυτούς που τα ενδιαφέροντά τους ήταν πλατύτερα και πιο βαθιά
από την σπουδή της δραματικής τέχνης, όπως οι μεγάλοι ουμανιστές
της Αναγέννησης, ο Petrarch, o Politian και ο Boccaccio αναφέρονται
στον Τερέντιο.
Είναι στην Γαλλία του 17ου αιώνα, οπού ο Τερέντιος θα βρει τους
μεγαλύτερους Θαυμαστές του στα πρόσωπα του Diderot, Sainte-Beuve
και παν ‘απ’ όλους, του Moliere. Ο Montaigne (1533-92) στο διάσημο
σύγγραμμα του περί βιβλίων, γράφει για τον Τερέντιο «Όσον αφορά
τον Τερέντιο, ο οποίος προσωποποιεί την γοητεία και την ευγένεια της
Λατινικής γλώσσας, με αφήνει κατάπληκτο ο τρόπος με τον οποίο
περιγράφει τις πλοκές της σκέψης και απεικονίζει καταστάσεις οι
οποίες παραμένουν αυθεντικές μέχρι σήμερα. Το 1930, ο μεγάλος
Αμερικανός δραματουργός Thornton Wilder δημοσιεύει «The Woman of
Andros» ως πεζογράφημα.
Τίποτα δεν εκφράζει τον Τερέντιο Καλλιτέρο από το περίφημο
απόσπασμα;
«Homo sum: human nil a me alienuum puto.”
(Είμαι άνθρωπος: τίποτα το ανθρώπινο δεν με εκπλήττει .)
3
Ο ΜΈΝΑΝΔΡΟΣ – Η ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΉ ΚΩΜΟΔΊΑ
ΚΑΙ ΤΟ ΡΩΜΑΪΚΟ ΘΈΑΤΡΟ
4
ρεαλισμός στην διάπλαση των χαρακτήρων, με βάση πάντοτε
ανθρωπιστικά κίνητρα, μπορούσε να μεταφερθεί στην Ρωμαϊκή σκηνή
χωρίς πολλές αλλαγές.
Απ’ όλα τ’ αστέρια της Νέας Ελληνικής Κωμωδίας το πιο λαμπρό
ήταν αυτό του Μένανδρου. Εξαιρετικά μορφωμένος, παιδικός φίλος με
τον Επίκουρο, μαθητής του Θεοφράστου, και αργότερα γνώριμος του
Ζήνωνα, ιδρυτή των Στωικών, ο Μένανδρος έζησε μια ήρεμη και
προνομιούχα ζωή αφιερωμένη στα γράμματα. Μέσα σε τριάντα χρόνια
έγραψε πάνω από εκατό κωμωδίες. Την πρώτη του «Εαυτόν
Τιμωρούμενος» την έγραψε όταν ήταν είκοσι χρονών. Μέχρι την αρχή
του εικοστού αιώνα. Μέχρι την αρχή του εικοστού αιώνα τα μόνα
δείγματα τις γραφής του προερχόταν μονό από μικρά αποσπάσματα
των έργων του. Από 1905 μέχρι σίμερα, αρχαιολόγοι ανακάλυψαν στην
Αίγυπτο πάπυρους, οι οποίοι είχαν χρησιμοποιηθεί ως περιτυλίγματα
σε μούμιες, από πέντε κωμωδίες του. Τρεις απ’αυτές «Οι
Επιτρέποντες,» «Η Σάμια,» και «Η Παρακειμόμενη» περιείχαν
ολόκληρες σκηνές, ενώ από τους «Επιτρέποντες» είχαν διασωθεί τα
δύο τρίτα, περίπου, το έργου. Έτσι, για πρώτη φορά, όχι μόνο η γραφή
αλλά και η πλοκή των έργων του έγινε γνωστή. Από τα νέα ευρήματα,
από τα Ρωμαϊκά αντίγραφα και από μαρτυρίες για τον Μένανδρο και
το έργο του, μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι οι περίσσοτερες, αν όχι
όλες οι κωμωδίες του, βασίζονταν στον έρωτα ενός νέου για μια νέα,
με όλες τις παρεξηγήσεις, αναποδιές, αντιζηλίες, προκαταλήψεις,
ξεροκεφαλιές και εμπόδια, τα οποία πρέπει να αντιμετωπίσει το
ζευγάρι των ερωτευμένων πριν έλθει το ευχάριστο τέλος. Πάνω
σ΄άυτόν τον απλό, ή και απλοϊκό σκελετό, η Νέα Ελληνική Κωμωδία με
τον Μένανδρο ως τον χαρακτηριστικό εκπρόσωπό της, εξελίχθηκε σε
ένα πολύ δημοφιλές είδος κοινωνικού δράματος με προορισμό όχι μόνο
την ψυχαγωγία των θεατών αλλά και την προβολή και ανάλυση των
πολύπλοκων προβλημάτων της καθημερινής ζωής. Ανθρώπινες
αδυναμίες αντιμέτωπες με ανθρώπινες δυνατότητες. Αυτό εξηγεί και
τους λόγους που ο Μένανδρος και η Νέα Ελληνική κωμωδία
γενικότερα, αγαπήθηκαν απ’ όλον τον Ελληνιστικό κόσμο και
υιοθετήθηκαν οπό τους Ρωμαίους, απ’ όπου και ξαπλώθηκαν σ’ όλη την
Δύση, όπου και έπαιξαν πρωταρχικό ρόλο στην δημιουργία του
Ιταλικού, Ισπανικού, Γαλλικού και Αγγλικού Θεάτρου. Η επιρροή της
Νέας Ελληνικής Κωμωδίας στο χώρο του θεάματος συνεχίζεται, με το
Ευρωπαϊκό θέατρο να ξαπλώνεται και στις πέντε ηπείρους και τα
θεάματα να γίνονται πιο προσιτά σ΄όλο και μεγαλύτερο κοινό σε όλο
και μεγαλύτερα αστικά κέντρα, εκεί όπου όλα τα ανθρώπινα
συναισθήματα αρχίσαν να βγαίνουν στο προσκήνιο διεκδικώντας
ισοτιμία μεταξύ τους. Εκεί όπου ο ανθρωπισμός της Νέας Ελληνικής
Κωμωδίας βρήκε και πάλι νέους πιστούς και υιοθετήθηκε απ’ όλα
σχεδόν να πνευματικά πολιτικά και συχνά αλληλοσπαρασσόμενα
στρατόπεδα τα τελευταία διακόσια χρόνια.
5
Η ΡΏΜΑΪΚΗ ΣΚΗΝΉ ΕΠΙ ΤΕΡΕΝΤΙΟΥ
Όπως στο Ελληνικό δράμα, έτσι και τα έργα του Τερέντιου ήταν
γραμμένα για να παιχτούν σε υπαίθρια θέατρα, τα οποία δεν πρέπει να
συγχέουμε με τα μεγαλειώδη Ρωμαϊκά αμφιθέατρα, που άρχισαν να
χτίζονται πάνω από έναν αιώνα αργότερα με το ξεκίνημα της
αυτοκρατορικής Ρώμης.
Τα θέατρα της εποχής του Τερέντιου είχαν ξύλινη σκήνή, χωρίς
αυλαία, με ύψος γύρω στο ενάμισι μέτρο από το έδαφος και με αρκετό
βάθος και πλάτος. Στο πίσω μέρος της σκηνής, αντικρίζοντας τους
θεατές, με τρεις πόρτες που άνοιγαν προς την σκηνή ήταν τα
παρασκήνια, το μόνο οίκημα με οροφή. Αριστερά και δεξιά υπήρχαν
δυο περάσματα χωρίς πόρτες. Η σκηνή για τους Έλληνες και Ρωμαίους
θεατές ήταν πάντοτε ένας εξωτερικός χώρος: ένας δρόμος, μία αυλή,
μία πλατεία. Το τι συνέβαινε πίσω από της τρεις πόρτες και τις δύο
εισόδους το μαθαίναμε από τις αφηγήσεις των ηθοποιών. Όλα τα έργα
άρχιζαν με την σκηνή άδεια και χωρίς σκηνικά. Το μόνο ενιαίο
κατασκεύασμα επί σκηνής ήταν ο βωμός. Οι τρεις πίσω πόρτες
μπορούσαν να δείχνουν ένα, δύο η και τρία διαφορετικά σπίτια η
άλλους χώρους. Συνήθως οι είσοδοι δεξιά και αριστερά της σκηνής
έδειχναν δρόμους: ένας να οδηγεί προς την αγορά και ο άλλος προς
στο λιμάνι. Ο σημερινός νατουραλισμός έλειπε από το Ρωμαϊκό
θέατρο, όπως και από το Ελληνικό. Οι ηθοποιοί, πάντοτε άνδρες και
πάντοτε μασκοφόροι, έβγαιναν στην σκηνή και συνήθως προχωρούσαν
μπροστά προς τους θεατές για χάρη των οποίων απήγγειλαν καθαρά
και δυνατά τα λόγια τους συνοδεύοντας τα με χειρονομίες και
κινήσεις, με τις φωνές να υψώνονται και να πέφτουν ρυθμικά
συνοδευόμενες από την μουσική του αυλού. Οι επιλογές για τις
κατάλληλες μάσκες γινόταν σε γενικές γραμμές και δεν
απασχολούσαν ιδιαίτερα τους δραματουργούς αλλά ούτε και τους
ηθοποιούς. Δεν γινόταν δηλαδή κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια να
ταιριάζει ο ηθοποιός την κάθε μάσκα με τα διαδραματιζόμενα επί
σκηνής. Οι εκφράσεις ήταν τυποποιημένες και γενικευμένες. Τραγικές,
κωμικές και μερικές ουδέτερες, συνήθως για να απεικονίζουν νέους
και νέες. Όλη η τέχνη του ηθοποιού βασιζόταν στην φωνή, στις
κινήσεις και στις χειρονομίες. Η ευθύνη για την παραγωγή και
σκηνοθεσία των έργων ήταν δουλειά του ηθοποιού-διευθυντή-
σκηνοθέτη και όχι του συγγραφέα.