You are on page 1of 6

Ο ΤΕΡΈΝΤΙΟΣ

Ο Publius Terentius Afer γεννήθηκε το 185 π.Χ. στην πόλη


Καρθαγένη, στη σημερινή Τυνησία. Σε πολύ μικρή ηλικία πωλήθηκε ως
δούλος στον γερουσιαστή Terentius Lucanus ο οποίος τον ανέθρεψε
και τον μόρφωσε. Όταν δε ενηλικιώθηκε του χάρισε και την ελευθερία
του. Μέσα σ’αυτό το εξαιρετικά προνομιούχο περιβάλλον ο Τερέντιος
απέκτησε στενές φιλίες με ανατέλλοντες αστέρες της Ρωμαϊκής
πολιτείας και κουλτούρας όπως ο Scipio Africanus και ο Gaius Laelius.
Είναι πράγματι αξιοθαύμαστο το πως ένας τόσο νέος ξένος, πρώην
σκλάβος, να έχει την δύναμη, τον χαρακτήρα και το ταλέντο για να
κερδίσει την υποστήριξη των κορυφαίων παραγωγών-ηθοποιών και να
γίνει, πριν καλά-καλά ξεκινήσει, επικίνδυνος αντίπαλος σε πολλούς
μεγάλους, αναγνωρισμένους θεατρικούς συγγραφείς, που όλοι τους
πάσχιζαν να φτάσουν σε φήμη και δόξα τον μεγάλο δημιουργό της
Νέας Κωμωδίας, τον Plautus. (Τitus Maccius Plautus, 254 BC – 184 BC)
Ο Τερέντιος ήταν μόλις 19 χρονών όταν δήλωσε συμμετοχή
στους Μεγαλενσιανούς αγώνες οι οποίοι γινόταν ετησίως τον Απρίλιο,
προς τιμή της θεάς Κυβέλης στην Ρώμη, με την πρώτη του κωμωδία
«Αndria». Ο υπεύθυνος αξιωματούχος για τους αγώνες, προφανώς
επειδή είχε να κάνει με έναν τόσο αδοκίμαστο συγγραφέα, τον έστειλε
στον τότε κορυφαίο δραματουργό Cecilius Statius, για να πάρει την
γνώμη του. Όταν ο Τερέντιος έφτασε στο σπίτι του δραματουργού
αυτός έδινε ένα επίσημο δείπνο. Ο Τερέντιος, ο οποίος δεν ήταν
κατάλληλα ντυμένος για την περίσταση, κάθισε σ’ένα σκαμνί δίπλα
στον οικοδεσπότη και άρχισε την ανάγνωση του έργου του. Αυτός
τόσο ενθουσιάστηκε, από τις πρώτες κι όλες γραμμές που τον κάλεσε
να συμμετάσχει στο δείπνο και ας φορούσε μόνο τα καθημερινά του.
Μετά το τέλος του δείπνου ο Τερέντιος διάβασε για όλους τους
παρευρισκόμενους, κερδίζοντας τον θαυμασμό τους και
εξασφαλίζοντας το ανέβασμα του έργου του στους αγώνες.
Ακολούθησαν πέντε ακόμη έργα μέσα σε τρία χρόνια. «Εαυτόν
Τιμωρούμενος» 163 π.Χ. «Ευνούχος» και «Φόρμιος» 161 π.Χ. «Πεθερά»
και «Αδελφοί» 160 π.Χ.
Τα επιτεύγματα αυτά από έναν τόσο νέο και μάλιστα αλλοδαπό φέρανε
και τις αναπόφευκτες αντιδράσεις, προερχόμενες κυρίως από
αντίζηλους κωμικούς συγγραφείς, με αβάσιμες κατηγορίες ότι ο
Τερέντιος είχε την βοήθεια του Laelius και Scipio στη συγγραφή των
έργων του. Φήμες τις οποίες ο ίδιος δεν προσπάθησε να αποτρέψει.
Φαίνεται ότι στη θέση του θεώρησε καλό να μην έλθει σε
αντιπαράθεση με τους διάσημους προστάτες του. Έτσι οι φήμες αυτές
συνεχίστηκαν και μετά τον πρώιμο θάνατό του. Δέχτηκε επίσης
κριτικές από επώνυμους κωμικούς συγγραφείς, οι οποίοι τον
κατηγόρησαν ότι δεν έμεινε πιστός στα πρότυπα της Νέας Ελληνικής
Κωμωδίας, και ιδιαίτερα τα έργα του Μένανδρου, αλλά τα μεταποίησε
και κάτι ακόμα χειρότερο, χρησιμοποίησε στοιχεία από διαφορετικά

1
έργα για να συνθέσει ένα δικό του. Απαντώντας σ’αυτές τις
κατηγορίες, σε προλόγους των έργων του, ο Τερέντιος δήλωνε
κατηγορηματικά ότι σκοπός του δεν ήταν να αντιγράφει πιστά τα
Ελληνικά πρότυπα, αλλά να εμπνέεται από την εφευρετικότητα και την
ελεύθερη ροή του λόγου τους για να δημιουργήσει σύγχρονα έργα για
το Ρωμαϊκό κοινό.
Ξαφνικά γύρω στο 160 π.χ. ο εικοσιπεντάχρονος Τερέντιος
φεύγει για ένα ταξίδι στην Ελλάδα από το οποίο δεν ξαναγυρίζει.
Κανείς δεν ξέρει τι συνέβη. Άλλοι είπαν ότι χάθηκε στον γυρισμό μαζί
με μία καινούργια μετάφραση του Μενάνδρου. Άλλοι ότι πέθανε στην
Αρκαδία η στην Λευκάδα μετά από ασθένεια και κατάθλιψη, έχοντας
χάσει τα πράγματά του τα οποία ταξίδευαν με άλλο πλοίο μαζί με
καινούργια έργα, που είχε γράψει στην Ελλάδα. Άφησε πίσω του μία
κόρη, η οποία όταν ενηλικιώθηκε παντρεύτηκε έναν Ρωμαίο ιππότη και
αξιόλογη περιουσία με κήπους σε μια αριστοκρατική συνοικία της
Ρώμης, κοντά στο Πεδίο του Άρεος.
Τον περιγράφουν ως μέσου ύψους, λεπτοκαμωμένο και
μελαχρινό.

Ο ΤΕΡΕΝΤΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

Ότι κι αν όφειλε στην Νέα Ελληνική Κωμωδία κι όσο αντιφατικές κι αν


είναι οι εντυπώσεις που προσκομίζει κανείς, από τα όσα γράφτηκαν
για αυτόν στην εποχή του, ο Τερέντιος δεν έχει πάψει να εκπλήττει
τους μετέπειτα θαυμαστές του, όπως και τους σύγχρονους του
Ρωμαίους, μ’αυτά τα έξι έργα που άφησε πίσω του. Αυτό που τον έκανε
να ξεχωρίζει ως θεατρικός συγγραφέας ήταν, πρώτ ‘απ ‘όλα, η
επινόηση της διπλής πλοκής. Στα έργα του, δύο φίλοι, δύο γονείς, δύο
αδέλφια, αναγκάζονται από τα γεγονότα να έλθουν σε αντιπαράθεση,
έτσι που ο χαρακτήρας του καθένα να δείξει μια άλλη διάσταση, ίσως
και τον πραγματικό του εαυτό, όταν αναγκάζεται να αντιμετωπίσει
απρόβλεπτες καταστάσεις. Λογοτεχνικά, δημιούργησε ένα καθαρά
Λατινικό στιλ, που μπορούσε να σταθεί απέναντι σ’τούς
νατουραλιστικούς ρυθμούς των Ελληνιστικών έργων. Λιγότερο
ρητορικό και πομπώδες, πιο απλό και καθαρό, με απ’ ότι είχε γραφτεί
μέχρι τότε στη Ρώμη. Τοποθέτησε την κωμωδία αποφασιστικά στα
πλαίσια του ρεαλισμού, ξεφορτώνοντας την από τις τότε εδραιωμένες
φορμαλιστικές συνήθειες, όπως οι κατατοπιστικοί πρόλογοι ή οι
θεϊκές παρεμβάσεις, πετυχαίνοντας έτσι την πιο άμεση συμμετοχή του
θεατή στο έργο. Ξέφυγε από τις τυποποιημένες καρικατούρες των
μικρών ρόλων δημιουργώντας πιο συμπαθητικούς και πιο
ολοκληρωμένους χαρακτήρες.
Ο Τερέντιος είναι ένας από τους λίγους αρχαίους θεατρικούς
συγγραφείς, του οποίου το έργο, αν και ισχνό, διασώζεται ολοκλήρου.
Αυτό οφείλεται στο ότι τα έργα του συνέχισαν να μελετώνται και να

2
διδάσκονται μέχρι το τέλος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Αλλά και
μετά την εξάπλωση του Χριστιανισμού τα συγγράμματα του βρήκαν
καταφύγιο στα μοναστήρια της δύσης. Για παράδειγμα, τα μεγάλα
εκπαιδευτικά ιδρύματα της Αγγλίας, δίδασκαν τον Τερέντιο στους
μαθητές τους μέχρι τις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα όταν ο νέος
συντηρητισμός βρήκε τα θέματα των έργων ακατάλληλα για τα
εφηβικά μυαλά των παιδιών του. Αν και τα έργα του δεν παιζόταν
στην σκηνή, δεν έπαψαν να μελετώνται ως λογοτεχνήματα σε όλη την
Λατινίζουσα Ευρώπη.
Τον δέκατο αιώνα για παράδειγμα, μια καλλιεργημένη μοναχή της
Σαξονίας, η Hrotsvitha of Gandersheim, έγραψε μια σειρά θεατρικά
έργα θρησκευτικού χαρακτήρα, βασισμένα στα έργα του Τερέντιου, τα
οποία είχε μελετήσει ως πεζογραφήματα.
Με την Αναγέννηση ο Plautus, ο Τερέντιος, και ο Seneca
εξάσκησαν τεράστια επίδραση στο Ευρωπαϊκό θέατρο, όταν έργα τους
αναβιώσανε και ξανανέβηκαν στη σκηνή με σπόνσορες, μεταξύ άλλων,
τον πάπα Sixtus IV (1471-84), και τον Ludovico il Moro (1452 – 99)
άρχοντα του Μιλάνου. Ο Macchiavelli (1469 – 1527) και ο Ludovico
Ariosto (1474 – 1533) μετάφρασαν την «Άνδρια» και τον «Ευνούχο»
στα Ιταλικά. Στο Kunstmuseum της Βασιλείας, σώζονται ξυλογραφίες
του Alfred Durer, ενός εκ των κορυφαίων καλλιτεχνών της Γερμανικής
Αναγέννησης, ο οποίος το 1492, νέος ακόμα, εικονογράφησε τις
κωμωδίες του Τερέντιου. Από την εφεύρεση της τυπογραφίας
κι’έπειτα, κι΄αρχίζοντας από την Βενετία, όπου πρώτοτυπόθηκαν έργα
του Plautus και του Τερέντιου, η επιρροή τους στο
πρωτοεμφανιζόμενο Ευρωπαϊκό Θέατρο όλο και μεγαλώνει. Αλλά και
για αυτούς που τα ενδιαφέροντά τους ήταν πλατύτερα και πιο βαθιά
από την σπουδή της δραματικής τέχνης, όπως οι μεγάλοι ουμανιστές
της Αναγέννησης, ο Petrarch, o Politian και ο Boccaccio αναφέρονται
στον Τερέντιο.
Είναι στην Γαλλία του 17ου αιώνα, οπού ο Τερέντιος θα βρει τους
μεγαλύτερους Θαυμαστές του στα πρόσωπα του Diderot, Sainte-Beuve
και παν ‘απ’ όλους, του Moliere. Ο Montaigne (1533-92) στο διάσημο
σύγγραμμα του περί βιβλίων, γράφει για τον Τερέντιο «Όσον αφορά
τον Τερέντιο, ο οποίος προσωποποιεί την γοητεία και την ευγένεια της
Λατινικής γλώσσας, με αφήνει κατάπληκτο ο τρόπος με τον οποίο
περιγράφει τις πλοκές της σκέψης και απεικονίζει καταστάσεις οι
οποίες παραμένουν αυθεντικές μέχρι σήμερα. Το 1930, ο μεγάλος
Αμερικανός δραματουργός Thornton Wilder δημοσιεύει «The Woman of
Andros» ως πεζογράφημα.
Τίποτα δεν εκφράζει τον Τερέντιο Καλλιτέρο από το περίφημο
απόσπασμα;
«Homo sum: human nil a me alienuum puto.”
(Είμαι άνθρωπος: τίποτα το ανθρώπινο δεν με εκπλήττει .)

3
Ο ΜΈΝΑΝΔΡΟΣ – Η ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΉ ΚΩΜΟΔΊΑ
ΚΑΙ ΤΟ ΡΩΜΑΪΚΟ ΘΈΑΤΡΟ

Όταν μιλάμε για Ρωμαϊκό Θέατρο κατά την δημοκρατική


περίοδο (250 – 30 π.Χ.) πρέπει να νοούμε ότι όλα τα έργα πού παιζόταν
ήταν ή απ’ ευθείας μεταφράσεις Ελληνικών ή διασκευές τους, και στην
συντριπτική τους πλειοψηφία προερχόντουσαν από έργα της Νέας
Ελληνικής Κωμωδίας με κορυφαίο αντιπρόσωπο της τον Μένανδρο
(342 – 291 π.Χ.) Από τις έξη κωμωδίες του Τερέντιου οι τέσσερις
βασίζονται σε έργα του Μένανδρου και φέρνουν και τους ίδιους
τίτλους στα Λατινικά – «Andria», «Heauton Τimoroumenos»,
«Εunuch» και «Adelphi.» Τα άλλα του δύο έργα, «Phormio» και
«Hecyra», είναι διασκευές έργων του Απολλοδώρου της Καρύστου.
Η Νέα Ελληνική Κωμωδία χρονολογείται από το 343 μέχρι το
292 π.Χ. και η προέλευσή της είναι καθαρά Αθηναϊκή, αλλά από μια
Αθήνα κατά πολύ διαφορετική απ’ αυτήν της κλασικής εποχής. Η
Αθήνα είχε μεταβληθεί από μια πανίσχυρη ανεξάρτητη δημοκρατία με
αποικίες σ’όλη τη Μεσόγειο, σε μια επαρχιακή πόλη της Μακεδονικής
δυναστείας χωρίς καμιά πολιτική ισχύ.
Μόνο σ’ένα πράγμα συνεχίζει να ξεχωρίζει. Η Αθήνα θα παραμείνει
μέχρι το τέλος της αρχαιότητας το κέντρο των γραμμάτων και των
τεχνών, της επιστήμης, της φιλοσοφίας, της ποίησης, και της
ρητορικής. Μετά από τον τραγικά αύτοκαταστρεπτικό
Πελλοπονησιακό Πόλεμο, πολλοί ήταν αυτοί που προτιμούσαν, η
έμαθαν να προτιμούν, μια ειρηνική ζωή έστω και υπό την επίβλεψη
των Μακεδόνων. Μια ζωή αφιερωμένη στην γνώση και κυρίως στην
διδασκαλία της γνώσης. Η Αθήνα γέμισε σχολές. Η ζωή στην πόλη
έγινε άνετη, κοινή ακόμη και χλιδάτη. Οι άνθρωποι άρχισαν να
ασχολούνται ο ένας με τον άλλον. Οι χαρές και οι λύπες, οι συνήθειες
και οι ιδιοσυνκρασίες των πολιτών της βγήκαν στο προσκήνιο. Κοινά
πράγματα, αντί για μεγάλες ιδέες, άρχισαν να απασχολούν την κοινή
γνώμη. Όπως ήταν φυσικό οι τάσεις αυτές επηρέασαν και τους
θεατρικούς συγγραφείς, οι οποίο από ‘δω και ‘μπρός, άρχισαν να
ασχολούνται αποκλειστικά με την καθημερινή ζωή, δίνοντας ιδιαίτερη
προσοχή στην διάπλαση ιδιόμορφων χαρακτήρων: εταίρες, σκλάβοι,
υπηρέτες, στρατιώτες, αργόσχολοι, κόλακες, επαρχιώτες, μάγειροι,
δούλες και παραμάνες και όλοι αυτοί που πλαισίωναν την ζωή των
εύπορων μεσοαστών. Το ότι αυτού του είδους την κωμωδία
υιοθέτησαν οι Ρωμαίοι εξηγείται εύκολα. Οι Ρωμαίοι είχαν ήδη βρει τα
πρόσωπα της τραγωδίας στα Ελληνικά αριστουργήματα του πέμπτου
π.Χ. αιώνα, αλλά οι κωμωδίες της κλασικής εποχής, ιδίως του
Αριστοφάνη, δεν προσφερόταν εύκολα για μίμηση όταν αναφέρονταν
σε κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα άγνωστα σ’αυτούς. Σε αντίθεση, η
Νέα Ελληνική κωμωδία βρισκόταν στην ακμή της απήχησής της από
το Ελληνιστικό κοινό, όταν οι Ρωμαίοι άρχισαν να γράφουν έργα στα
Λατινικά. Οι υποθέσεις της ήταν γενικού ενδιαφέροντος και ο

4
ρεαλισμός στην διάπλαση των χαρακτήρων, με βάση πάντοτε
ανθρωπιστικά κίνητρα, μπορούσε να μεταφερθεί στην Ρωμαϊκή σκηνή
χωρίς πολλές αλλαγές.
Απ’ όλα τ’ αστέρια της Νέας Ελληνικής Κωμωδίας το πιο λαμπρό
ήταν αυτό του Μένανδρου. Εξαιρετικά μορφωμένος, παιδικός φίλος με
τον Επίκουρο, μαθητής του Θεοφράστου, και αργότερα γνώριμος του
Ζήνωνα, ιδρυτή των Στωικών, ο Μένανδρος έζησε μια ήρεμη και
προνομιούχα ζωή αφιερωμένη στα γράμματα. Μέσα σε τριάντα χρόνια
έγραψε πάνω από εκατό κωμωδίες. Την πρώτη του «Εαυτόν
Τιμωρούμενος» την έγραψε όταν ήταν είκοσι χρονών. Μέχρι την αρχή
του εικοστού αιώνα. Μέχρι την αρχή του εικοστού αιώνα τα μόνα
δείγματα τις γραφής του προερχόταν μονό από μικρά αποσπάσματα
των έργων του. Από 1905 μέχρι σίμερα, αρχαιολόγοι ανακάλυψαν στην
Αίγυπτο πάπυρους, οι οποίοι είχαν χρησιμοποιηθεί ως περιτυλίγματα
σε μούμιες, από πέντε κωμωδίες του. Τρεις απ’αυτές «Οι
Επιτρέποντες,» «Η Σάμια,» και «Η Παρακειμόμενη» περιείχαν
ολόκληρες σκηνές, ενώ από τους «Επιτρέποντες» είχαν διασωθεί τα
δύο τρίτα, περίπου, το έργου. Έτσι, για πρώτη φορά, όχι μόνο η γραφή
αλλά και η πλοκή των έργων του έγινε γνωστή. Από τα νέα ευρήματα,
από τα Ρωμαϊκά αντίγραφα και από μαρτυρίες για τον Μένανδρο και
το έργο του, μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι οι περίσσοτερες, αν όχι
όλες οι κωμωδίες του, βασίζονταν στον έρωτα ενός νέου για μια νέα,
με όλες τις παρεξηγήσεις, αναποδιές, αντιζηλίες, προκαταλήψεις,
ξεροκεφαλιές και εμπόδια, τα οποία πρέπει να αντιμετωπίσει το
ζευγάρι των ερωτευμένων πριν έλθει το ευχάριστο τέλος. Πάνω
σ΄άυτόν τον απλό, ή και απλοϊκό σκελετό, η Νέα Ελληνική Κωμωδία με
τον Μένανδρο ως τον χαρακτηριστικό εκπρόσωπό της, εξελίχθηκε σε
ένα πολύ δημοφιλές είδος κοινωνικού δράματος με προορισμό όχι μόνο
την ψυχαγωγία των θεατών αλλά και την προβολή και ανάλυση των
πολύπλοκων προβλημάτων της καθημερινής ζωής. Ανθρώπινες
αδυναμίες αντιμέτωπες με ανθρώπινες δυνατότητες. Αυτό εξηγεί και
τους λόγους που ο Μένανδρος και η Νέα Ελληνική κωμωδία
γενικότερα, αγαπήθηκαν απ’ όλον τον Ελληνιστικό κόσμο και
υιοθετήθηκαν οπό τους Ρωμαίους, απ’ όπου και ξαπλώθηκαν σ’ όλη την
Δύση, όπου και έπαιξαν πρωταρχικό ρόλο στην δημιουργία του
Ιταλικού, Ισπανικού, Γαλλικού και Αγγλικού Θεάτρου. Η επιρροή της
Νέας Ελληνικής Κωμωδίας στο χώρο του θεάματος συνεχίζεται, με το
Ευρωπαϊκό θέατρο να ξαπλώνεται και στις πέντε ηπείρους και τα
θεάματα να γίνονται πιο προσιτά σ΄όλο και μεγαλύτερο κοινό σε όλο
και μεγαλύτερα αστικά κέντρα, εκεί όπου όλα τα ανθρώπινα
συναισθήματα αρχίσαν να βγαίνουν στο προσκήνιο διεκδικώντας
ισοτιμία μεταξύ τους. Εκεί όπου ο ανθρωπισμός της Νέας Ελληνικής
Κωμωδίας βρήκε και πάλι νέους πιστούς και υιοθετήθηκε απ’ όλα
σχεδόν να πνευματικά πολιτικά και συχνά αλληλοσπαρασσόμενα
στρατόπεδα τα τελευταία διακόσια χρόνια.

5
Η ΡΏΜΑΪΚΗ ΣΚΗΝΉ ΕΠΙ ΤΕΡΕΝΤΙΟΥ

Όπως στο Ελληνικό δράμα, έτσι και τα έργα του Τερέντιου ήταν
γραμμένα για να παιχτούν σε υπαίθρια θέατρα, τα οποία δεν πρέπει να
συγχέουμε με τα μεγαλειώδη Ρωμαϊκά αμφιθέατρα, που άρχισαν να
χτίζονται πάνω από έναν αιώνα αργότερα με το ξεκίνημα της
αυτοκρατορικής Ρώμης.
Τα θέατρα της εποχής του Τερέντιου είχαν ξύλινη σκήνή, χωρίς
αυλαία, με ύψος γύρω στο ενάμισι μέτρο από το έδαφος και με αρκετό
βάθος και πλάτος. Στο πίσω μέρος της σκηνής, αντικρίζοντας τους
θεατές, με τρεις πόρτες που άνοιγαν προς την σκηνή ήταν τα
παρασκήνια, το μόνο οίκημα με οροφή. Αριστερά και δεξιά υπήρχαν
δυο περάσματα χωρίς πόρτες. Η σκηνή για τους Έλληνες και Ρωμαίους
θεατές ήταν πάντοτε ένας εξωτερικός χώρος: ένας δρόμος, μία αυλή,
μία πλατεία. Το τι συνέβαινε πίσω από της τρεις πόρτες και τις δύο
εισόδους το μαθαίναμε από τις αφηγήσεις των ηθοποιών. Όλα τα έργα
άρχιζαν με την σκηνή άδεια και χωρίς σκηνικά. Το μόνο ενιαίο
κατασκεύασμα επί σκηνής ήταν ο βωμός. Οι τρεις πίσω πόρτες
μπορούσαν να δείχνουν ένα, δύο η και τρία διαφορετικά σπίτια η
άλλους χώρους. Συνήθως οι είσοδοι δεξιά και αριστερά της σκηνής
έδειχναν δρόμους: ένας να οδηγεί προς την αγορά και ο άλλος προς
στο λιμάνι. Ο σημερινός νατουραλισμός έλειπε από το Ρωμαϊκό
θέατρο, όπως και από το Ελληνικό. Οι ηθοποιοί, πάντοτε άνδρες και
πάντοτε μασκοφόροι, έβγαιναν στην σκηνή και συνήθως προχωρούσαν
μπροστά προς τους θεατές για χάρη των οποίων απήγγειλαν καθαρά
και δυνατά τα λόγια τους συνοδεύοντας τα με χειρονομίες και
κινήσεις, με τις φωνές να υψώνονται και να πέφτουν ρυθμικά
συνοδευόμενες από την μουσική του αυλού. Οι επιλογές για τις
κατάλληλες μάσκες γινόταν σε γενικές γραμμές και δεν
απασχολούσαν ιδιαίτερα τους δραματουργούς αλλά ούτε και τους
ηθοποιούς. Δεν γινόταν δηλαδή κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια να
ταιριάζει ο ηθοποιός την κάθε μάσκα με τα διαδραματιζόμενα επί
σκηνής. Οι εκφράσεις ήταν τυποποιημένες και γενικευμένες. Τραγικές,
κωμικές και μερικές ουδέτερες, συνήθως για να απεικονίζουν νέους
και νέες. Όλη η τέχνη του ηθοποιού βασιζόταν στην φωνή, στις
κινήσεις και στις χειρονομίες. Η ευθύνη για την παραγωγή και
σκηνοθεσία των έργων ήταν δουλειά του ηθοποιού-διευθυντή-
σκηνοθέτη και όχι του συγγραφέα.

You might also like