Professional Documents
Culture Documents
ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΡΙΑ
Δημοσθένης Δώδος ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ
Μαρία Τσιμά
ΜΕΛΗ
Κατερίνα Αναστασίου ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΉ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΉ
Αντρέας Δημητριάδης ΔΙΕΥΘΎΝΤΡΙΑ
Στέφανος Χατζημιχαηλίδης Κωνσταντία Παπαποστόλου
Πρώτη παρουσίαση
Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2018
ΔΗΜΟΤΙΚΌ ΘΈΑΤΡΟ ΚΑΛΑΜΑΡΙΆΣ
«ΜΕΛΊΝΑ ΜΕΡΚΟΎΡΗ» Θεατρική περίοδος
ΣΕ ΣΥΝΕΡΓΑΣΊΑ ΜΕ ΤΟ ΔΗΜΟ ΚΑΛΑΜΑΡΙΑΣ 2018-2019
Νικολάι Γκόγκολ - Δανιήλ Χαρμς
Μετάφραση: Κ
ώστας Μιλτιάδης, Ιωάννης Ζαφειρόπουλος, Ροδούλα Παππά
Απευθύνεται στον κόσμο και τον πείθει ότι οι μύτες δεν άντε-
ξαν τη βρώμα και τις οσμές και απέδρασαν στη σελήνη. Η σελή-
νη από το βάρος θα πέσει στη γη και θα συντριβεί.
Όνειρο; Πραγματικότητα;
Φούλης Μπουντούρογλου
Νικολάι Γκόγκολ
Πατέρας του χρυσού αιώνα του ρωσικού πεζογραφικού ρεαλισμού, ο Νικολάι Βα-
σίλιεβιτς Γκόγκολ όρισε πρώτος το περίγραμμα του λογοτεχνικού τοπίου της πατρί-
δας του. Οι συγγραφείς του ύστερου 19ου αιώνα έγραψαν στη σκιά του θεματικού
και αισθητικού του οράματος· οι μοντερνιστές του 20ού αιώνα αναγνωρίζουν αμέρι-
στα την επίδρασή του. Η κριτική τον συνέκρινε με τον Θερβάντες, τον Λόρενς Στερν,
ακόμη και τον Τζέιμς Τζόυς, στον αριστοτεχνικό χειρισμό της γλώσσας, την ανάμειξη
γελοίου και υψηλού, την ιδιοφυή σύλληψη της πολιτισμικής ουσίας και της εθνικής
ιδιαιτερότητας της Ρωσίας. [...] Ενδεχομένως, εκκινώντας από τον κατακερματισμένο
εσωτερικό του κόσμο, ο Γκόγκολ κατόρθωσε να συλλάβει όσο κανένας σύγχρονός
του την αποσπασματικότητα της συνείδησης του 19ου αιώνα. Αρκεί να θυμηθούμε τη
συγκινητική φράση του Φιοντόρ Ντοστογιέφκσι: «Όλοι μας ξεπροβάλαμε κάτω από
το παλτό του Γκόγκολ».
Ο Νικολάι Γκόγκολ γεννήθηκε στις 20 Μαρτίου 1809, στη μικρή Ουκρανική πόλη του
Σοροσίνσκι. Ονειροπόλο και εσωστρεφές παιδί, τραυματισμένο βαθιά από τον θά-
νατο του μικρότερου αδελφού του, χαϊδεμένο από την οικογένεια, θα στερηθεί το
προστατευτικό περιβάλλον του σπιτιού του, όταν σε ηλικία 10 ετών θα εγγραφεί στο
Γυμνάσιο του Νεζίν. Τα σχολικά χρόνια δεν θα είναι εύκολα για τον νεαρό Νικολάι.
Μικρόσωμος, με οστεώδες πρόσωπο και προτεταμένη μύτη (αυτή τη μύτη που τόσο
συχνά επανέρχεται στα γραπτά του), μέτριος μαθητής, είρων και περιπαικτικός προς
6
συμμαθητές και δασκάλους, θα κερδίσει τον χαρακτηρισμό «ο μυστήριος νάνος» και
θα αρχίσει να αποκτά φίλους μόνο μετά τον τέταρτο χρόνο του στο σχολείο, όταν θα
εκδηλώσει την αγάπη του για τη λογοτεχνία. Τα πρωτόλεια ποιήματά του δεν έτυ-
χαν ιδιαίτερα καλής υποδοχής και ο νεαρός Νικολάι τα κατέστρεψε χωρίς δεύτερη
σκέψη· όμως η γνωριμία του με τον Αλεξάντρ Πούσκιν το 1831 [...] άσκησε μεγάλη
επίδραση στον Γκόγκολ: τον έκανε να στραφεί στην πεζογραφία και τον παρότρυνε
να δημοσιεύσει τα πρώτα του αφηγήματα Βράδια σ’ ένα κτήμα κοντά στην Ντικάνκα
(1831-32). [...]
Ο νεαρός συγγραφέας έγινε γνωστός από τη μια μέρα στην άλλη. Η λογοτεχνία τον
τραβούσε επίμονα από το μανίκι κι έτσι, έχοντας ήδη παραιτηθεί δύο φορές από τις
θέσεις του στο Δημόσιο, εγκατέλειψε και την έδρα της μεσαιωνικής ιστορίας του Πα-
νεπιστημίου της Πετρούπολης, όπου είχε διοριστεί ως έκτακτος καθηγητής το 1834,
για να αφοσιωθεί στο γράψιμο. Από την εποχή εκείνη και ως τον θάνατό του, ο Γκό-
γκολ έγραψε ασταμάτητα: δοκίμια, κριτική τέχνης, διηγήματα και το μεγάλο του μυθι-
στόρημα, τις Νεκρές ψυχές. Ανάμεσα στο 1835 και το 1842 εκδόθηκαν τα πιο γνωστά
διηγήματά του, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγονται Το Παλτό, Η λεωφόρος Νιέφκσι,
Η Μύτη –ένα σαρκαστικό, υπερρεαλιστικό αφήγημα– Το ημερολόγιο ενός τρελού, Τά-
ρας Μπούλμπα, Ο καβγάς των δύο Ιβάν και Το Πορτρέτο –που διερευνούσε τη σχέση
τέχνης και θρησκείας, αποτυπώνοντας την ανησυχία του συγγραφέα για τις ηθικές
παραμέτρους της λογοτεχνίας του και τη βασανιστική σχέση του με τη θρησκεία, η
οποία και θα τον οδηγήσει στον θάνατο, στα 43 του χρόνια, μετά από μακροχρόνια
νηστεία, προκειμένου «να εξαγνιστεί» από την αμαρτία της γραφής. [...]
Ο θάνατος του Γκόγκολ, τον Φεβρουάριο του 1852, αποδόθηκε σε ασιτία. [...] Ο Νικο-
λάι Γκόγκολ ασχολήθηκε, επίσης, και με το θέατρο, υπογράφοντας δύο, κλασικές πια,
κωμωδίες, τον Επιθεωρητή (1835) και τα Παντρολογήματα (1842).
Κατερίνα Σχινά, «Πρόλογος», στο: Νικολάι Γκόγκολ, Το παλτό. Το ημερολόγιο ενός τρελού,
μτφ. Γιώργος Τσακνιάς, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2009, σσ. 9-12, 14-15.
7
Η Μύτη
Οι μύτες, η λήψη ταμπάκο και όλο το σύστημα του φτερνίσματος εμφανίζονται διαρ-
κώς στην εργογραφία του Γκόγκολ. Επιπλέον, η λογοτεχνία της εποχής ήταν γεμάτη
από ανέκδοτα και ιστορίες που είχαν να κάνουν με μύτες. Ο Γκόγκολ επηρεάστηκε
αρκετά από τον Laurence Sterne, του οποίου το μυθιστόρημα Η ζωή και οι απόψεις του
Τρίστραμ Σάντυ, κυρίου από σόι, δημοσιεύτηκε σε ρωσική μετάφραση κάπου ανάμεσα
στο 1804 και το 1807. Κάποια μέρη από τη Μύτη αποτελούν ξεκάθαρη αναφορά στο
παραμύθι του Slawkenbergius στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, με την ψευτο-σοβαρή
εργασία του πάνω στις μύτες. Το παρενθετικό, αυτοπαρωδικό στυλ, οι αόριστες «πα-
ρενθέσεις», όπου ο συγγραφέας εκμυστηρεύεται ότι και ο ίδιος έχει μπερδευτεί ως
προς το τι γίνεται στην ιστορία, όλα αυτά θυμίζουν πολύ έντονα τον Στερν. Ο χαρακτή-
ρας που δυστυχώς υποφέρει αυτή την τραγωδία είναι ο ταγματάρχης Κοβαλιόφ, ένας
περήφανος, φιλόδοξος γυναικάς, ο οποίος ξυπνάει ένα πρωί και ανακαλύπτει ότι η
μύτη του έχει εξαφανιστεί και έχει εμφανιστεί μέσα σε ένα ψωμάκι στο τραπέζι ενός
μπαρμπέρη. Με αυτό το συμβάν, ο ταγματάρχης Κοβαλιόφ, δεν χάνει μόνο τη μύτη
του, αλλά ταυτόχρονα χάνει όλο του το κύρος και δεν μπορεί να επισκεφθεί τις φιλε-
ναδίτσες του (εδώ ο συμβολισμός της σεξουαλικής στέρησης είναι εμφανής). Η σκη-
νή που ακολουθεί στον καθεδρικό ναό, η επίσκεψη στον αστυνομικό επιθεωρητή και
στα γραφεία της εφημερίδας, όλα αυτά τα περιστατικά δίνουν στον Γκόγκολ ένα ευρύ
πεδίο για καυστική σάτιρα. Στη συνέχεια, χωρίς καμία εξήγηση (η ουσία της ιστορίας
είναι ότι τίποτα δεν εξηγείται), η περιπλανώμενη μύτη επιστρέφει στον νόμιμο ιδιο-
κτήτη της. Ένδειξη της γελοιότητας της λογοκρισίας στην εποχή του Γκόγκολ είναι ότι
στην πρωτότυπη εκδοχή της ιστορίας, η επίσκεψη της μύτης στον Καθεδρικό ναό της
Παναγίας του Καζάν έγινε επίσκεψη σε εμπορική στοά εξαιτίας θρησκευτικών λόγων.
Σε γράμμα του στον δημοσιογράφο και ιστορικό Mikhail Pogodin, ο Γκόγκολ γράφει:
«Εάν οι γελοίοι λογοκριτές σας αρχίσουν να διαμαρτύρονται ότι μια μύτη δεν μπορεί
να επισκεφτεί τον Καθεδρικό ναό της Παναγίας του Καζάν, τότε αντ’ αυτού μπορεί να
τη βάλω να επισκεφτεί μια καθολική εκκλησία».
Ronald Wilks, «Εισαγωγή», στο: Nikolai Gogol, Diary of a madman, and other stories,
μτφ. Ronald Wilks, Harmondsworth Penguin Βooks, Λονδίνο 1972, σσ. 10-11.
Μετάφραση: Άννα Κάλβαρη
«Όταν ο Γκόγκολ, συχνά και από σκοπού, κοροϊδεύει του ήρωές του, το κάνει πάντα
χωρίς κακία και χωρίς μίσος· νιώθει τη μηδαμινότητά τους, μα δεν θυμώνει μαζί της·
μοιάζει μάλιστα να τη γλεντάει, το ίδιο όπως κι ο ενήλικος όταν βρίσκεται μπροστά
σε παιχνίδια παιδιών, που με την απλοϊκότητά τους του φαίνονται αστεία. Ωστόσο,
αυτό είναι χιούμορ, γιατί δεν χαρίζεται στη μηδαμινότητα, δεν κρύβει ούτε εξωραΐζει
τη διαστροφή της, γιατί, όταν μας γοητεύει με την αναπαράστασή της, ξυπνάει μέσα
μας ένα αίσθημα αποστροφής για αυτήν. Είναι ένα χιούμορ ήμερο, που ίσως για αυτό
πετυχαίνει γρηγορότερα τον σκοπό του. Κι αυτό ακριβώς –μπορώ με την ευκαιρία
να πω– αποτελεί την πραγματική ηθική σε τέτοια έργα τέχνης. Ο συγγραφέας δεν
καταφεύγει σε καμίας λογής αποφθέγματα ή ηθικά κηρύγματα, περιγράφει απλώς
τα πράγματα, ακριβώς όπως είναι, και δεν νοιάζεται τι λογής είναι. [...] Τα γεγονότα
μιλούν πιο δυνατά από τις λέξεις· η πιστή απόδοση μιας ηθικής ασκήμιας είναι ισχυρό-
τερη από όλες τις επιθέσεις ενάντιά της...». [...]
Ένα είναι βέβαιο: πως ο Γκόγκολ πέρασε δέκα χρόνια της ζωής του αφιερωμένα στην
τέχνη του, δέκα χρόνια αφιερωμένα στην «ψυχή» του – και στο τέλος, η δεύτερη κα-
ταβρόχθισε την πρώτη.
Μάριος Πλωρίτης, Ο Γκόγκολ και η κοινωνική σάτιρα, σειρά διαλέξεων περιόδου 1963-1964,
Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, Θεσσαλονίκη 1964, σσ. 19-20, 46.
Από το 1925 συμμετείχε ενεργά στη λογοτεχνική ζωή της Πετρούπολης, έπαιρνε
μέρος σε ποιητικές βραδιές και επινόησε το ψευδώνυμο «Τσαρμς» από την αγ-
γλική λέξη charm (γοητεία), το οποίο στη συνέχεια μετέτρεψε σε «Χαρμς». Την
ίδια χρονιά γνωρίστηκε με τον ποιητή Τουφάνοφ, ιδρυτή της υπέρλογης ποίησης
(zaum), μιας ποίησης που επιχειρούσε την απελευθέρωση της λέξης από τη ρίζα,
την ετυμολογία και το νόημα και είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία καθαρά φω-
νητικών κειμένων. Ο Δανιήλ Χαρμς επηρεάστηκε πολύ από τον Τουφάνοφ στα
πρώτα χρόνια της δημιουργίας του και αφιερώθηκε στη συγγραφή υπέρλογης
ποίησης, την οποία όμως από την αρχή προσάρμοσε στο δικό του προσωπικό
ύφος και τη μετέτρεψε από «υπέρλογη» σε «παράλογη», επιχειρώντας να δώσει
ερεθίσματα για πολλαπλές ερμηνείες με τη δημιουργία αίσθησης παραξενίσμα-
τος στον αναγνώστη. Αυτή η γραφή της πρόκλησης παράξενων εντυπώσεων τού
δίνει τον τίτλο του πατέρα του θεάτρου του παραλόγου, το οποίο εμφανίσθηκε
στην Ευρώπη αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό του.
Στις ποιητικές βραδιές της Ένωσης Ποιητών Πετρούπολης το 1925 και το 1926,
στην ομάδα «zaum» του Τουφάνοφ εμφανιζόταν μαζί με τον Δανιήλ Χαρμς και
ένας άλλος νέος ποιητής, ο Αλεξάντρ Βεντένσκι. Το φθινόπωρο του 1926, ύστερα
από σειρά διαφωνιών με τον Τουφάνοφ, ο Χαρμς και ο Βεντένσκι αποκήρυξαν
την «υπέρλογη ποίηση». [...] Ίδρυσαν την ομάδα «Ράντιξ» (που μετονομάστηκε σε
«Αριστερή Πτέρυγα» και σε «Ακαδημία Αριστερών Κλασικών» έως ότου λάβει
την τελική ονομασία «ΟΜΠΕΡΙΟΥ»).
Τα πιο δημιουργικά χρόνια του Δανιήλ Χαρμς είναι αυτά από το 1930 έως την
έναρξη του πολέμου και την οριστική σύλληψη του το 1941. Σε αυτά τα χρόνια
έγραψε μεταξύ άλλων τα σημαντικότερα έργα του όπως τη σειρά μικρών διηγη-
μάτων Περιστατικά, τη νουβέλα Η Γριά και το θεατρικό έργο Ελισαβέττα Μπαμ. [...]
Στις 23 Αυγούστου το 1941, στα δύσκολα χρόνια της πολιορκίας του Λένινγκραντ,
συνελήφθη για τελευταία φορά από τις μυστικές υπηρεσίες και πέθανε, σύμφω-
να με την επίσημη ανακοίνωση, στις 2 Φεβρουαρίου 1942, στο νοσοκομείο των
φυλακών, όπου είχε χαρακτηριστεί ψυχασθενής. Το αρχείο του όμως διασώθηκε
από τη γυναίκα του Μαρίνα Μάλιτς και τον φίλο του, φιλόσοφο Γιάκοβ Ντρούσκιν.
Στη Ρωσία ο Δανιήλ Χαρμς άρχισε να επανεκδίδεται μόνο στα τέλη του 1980. Το
1997 κυκλοφόρησαν στην Πετρούπολη τα Άπαντά του σε τρεις τόμους.
Μαρία Τσαντσάνογλου, Για τη ζωή και το έργο του Δανιήλ Χαρμς στο:
πρόγραμμα παράστασης, Δανιήλ Χαρμς, Η γριά, Κρατικό Θέατρο
Βορείου Ελλάδος, Θεσσαλονίκη 2000, σσ. 6-9.
16
Ο Δανιήλ Χαρμς και η σχέση του με την τέχνη
[Ο Γιάκοφ Ντρούσκιν σημειώνει] «Ο Χαρμς στα τέλη του 1930 έλεγε ότι πάντοτε το
σημαντικότερο για εκείνον ήταν όχι η τέχνη αλλά η ζωή: να ζει τη ζωή του σαν να
κάνει τέχνη. Αυτό είναι αισθητισμός: η ‘ζωή σαν έργο τέχνης’ για τον Χαρμς δεν ήταν
ζήτημα αισθητικής τάξης αλλά, καθώς λένε σήμερα υπαρξιακό. [...]
Και πάλι: η ζωή υπερβαίνει τα όρια που τη χωρίζουν από την τέχνη, το ίδιο και η τέχνη
ως προς τη ζωή. Ίσως έτσι εξηγούνται και οι φήμες που κυκλοφορούν για τον Χαρμς:
ότι ζούσε πίνοντας μόνο γάλα, ότι είχε κατασκευάσει μια παράξενη μηχανή και ούτω
καθεξής. Στην πραγματικότητα ήταν ο ίδιος εκείνος ο θαυματοποιός που δεν είχε κά-
νει ούτε ένα θαύμα, καθώς του αρκούσε να ξέρει ότι, αν ήθελε, μπορούσε».
Το 2005 διοργανώθηκε στην Αγία Πετρούπολη φεστιβάλ για τον εορτασμό των εκατό
χρόνων από τη γέννηση του Χαρμς και τοποθετήθηκε τιμητική πλακέτα στην είσοδο
του κτιρίου όπου κατοικούσε, στην οδό Μαγιακόφσκι 11. Με την πάροδο του χρόνου
και τον πολλαπλασιασμό των εκδόσεων των έργων του, ο Δανιήλ Χαρμς εξελίσσεται
σε έναν πολύ αγαπητό συγγραφέα στο εσωτερικό της Ρωσίας και διεθνώς σε «καλτ»
λογοτεχνική μορφή, διεκδικώντας συγχρόνως μια θέση μεταξύ των σπουδαίων δημι-
ουργών της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
17
Επιστολή στην Κλαύδια Βασίλιεβνα
Άρχισα όμως να βάζω τον κόσμο σε τάξη. Και τότε εμφανίστηκε η Τέχνη.
Μόνο τότε έμαθα την πραγματική διαφορά μεταξύ του ήλιου και της χτένας,
συγχρόνως όμως έμαθα ότι είναι ένα και το αυτό.
Δεν διαβάζω ποτέ εφημερίδα. Είναι ένας κόσμος επινοημένος, όχι δημιουρ-
γημένος. Είναι μόνο αξιολύπητα τυπογραφικά στοιχεία στριμωγμένα το ένα
πλάι στ’ άλλο πάνω σε τραχύ, κακής ποιότητας χαρτί.
Χρειάζεται άραγε ο άνθρωπος τίποτε άλλο εκτός από τη ζωή και την τέχνη;
Πιστεύω πως όχι: δεν χρειάζεται τίποτε άλλο, από αυτά τα δύο προκύπτει
καθετί αληθινό.
Ο Επιθεωρητής
Πρώτη παράσταση: 1 Ιανουαρίου 1964
Θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών
Θεατρική περίοδος 1963-1964
The Nose
The Nose was published in 1836, in Pushkin’s Contemporary, after being turned down by the Moscow
Observer as “dirty and trivial”. Few stories have met with such a variety of interpretations as to its
“real” meaning. Some critics have approached it from the biographical point of view and seen it
either as an expression of Gogol’s fear of sexual relations (with the cutting of the nose as a clear
case of a castration complex) or as a reflection of a morbid sensitivity on the author’s part about
his own curiously elongated nose. Others have seen it as a wild, trivial fantasy, of no interest either
for literary critic or psychoanalyst. Others regard it as a savage satire on St Petersburg and it’s
stupid, pompous, vain and self-seeking civil service officials and its vast, hierarchical bureaucracy.
However it may be interpreted, The Nose is a masterpiece of narrative comic art, with dream and
reality intermingling to such an extent that it is hard to tell where the two divide.
Noses, snuff-taking and all the apparatus of sneezing appear constantly in Gogol’s work. In
addition, the literature of the time was full of jokes and stories about noses. Gogol was much
influenced by Sterne, whose Tristram Shandy was published in a Russian translation in 1804-7; and
some parts of The Nose distinctly recall Slawkenbergius’s tale in that novel, with its mock-serious
dissertation on noses. The digressive self-parodying style, the nebulous “asides” where the author
confesses that he himself is mystified as to what is going on, are all strongly reminiscent of Sterne.
The unfortunate character who suffers this disaster is a Major Kovalyov, a smug, ambitious ladies’
man who wakes up one morning to find his nose has disappeared. It turns up inside a roll at a
barber’s breakfast table. In losing his nose, he is not only deprived of all status, but cannot visit
his lady friends (here the symbolism of a sexual deprivation is obvious). The ensuing scene in the
Cathedral, the visit to the Police Inspector, the newspaper office – all of these incidents give Gogol
full scope for biting satire. The, without any explanation at all (the essence of this story is that
nothing is explained) the vagrant nose returns to its rightful owner.
As an indication of the idiocy of the censorship in Gogol’s day, in the original version of the story
the nose’s visit to the Kazan Cathedral was objected to on religious grounds, and Gogol had to
make the nose visit a shopping arcade instead.
Ronald Wilks, «Introduction», in: Nikolai Gogol, Diary of a madman, and other stories,
translated by Ronald Wilks, Harmondsworth Penguin books, 1972, p. 10-11.
Κάθε Κυριακή υπάρχει
Αποψη έχεις.
Αποδείξεις έχεις;
unwind
revive
prosper
Επισκεφθείτε μας
και στην Αθήνα,
Αγ. Ασωμάτων 17
και Μελιδόνη 1, Θησείο
hammam.gr
T +30 210 323 10 73
E info@hammam.gr
µαζί στα µεγάλα µαζί στη βελτίωση µαζί στην «επιστροφή»
και τα µικρότερα έργα: της ποιότητας του οφέλους στην κοινωνία:
πόσιµου νερού και
≈ επέκταση της Εγκατάστασης ≈ πρόσληψη 150 ατόµων µετά
Επεξεργασίας Νερού του περιβάλλοντος: από 14 χρόνια
Θεσσαλονίκης ≈ διαπίστευση των Χηµείων ≈ εφαρµογή διευρυµένου
≈ ολοκλήρωση των Ύδρευσης και Αποχέτευσης κοινωνικού τιµολογίου και
αποχετευτικών έργων στις κατά ISO17025:2005 πολλαπλοί διακανονισµοί
χαµηλές περιοχές της ∆υτικής ≈ παρακολούθηση της ≈ ενίσχυση ανέργων,
Θεσσαλονίκης ποιότητας του θαλάσσιου προσφυγικών δοµών και,
≈ τηλεδιαχείριση (SCADA) του περιβάλλοντος του πρόσφατα, των πυρόπληκτων
συνόλου του υδροδοτικού Θερµαϊκού της Αττικής
συστήµατος ≈ καθαρισµός του ρέµατος του ≈ εκπτώσεις στα τιµολόγια σε
≈ πιλοτική εφαρµογή «έξυπνων» ∆ενδροποτάµου έκτακτες περιστάσεις
υδροµέτρων σε επιλεγµένα (παγετός, παρατεταµένες
σηµεία του Πολεοδοµικού διακοπές)
Συγκροτήµατος