You are on page 1of 21

Θέσεις 1ου Συνεδρίου ΝΑΡ

Κεφάλαιο 1

Ο ΤΡΙΤΟΣ ΓΥΡΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ

1.1. Από τη νεοφιλελεύθερη αντεπανάσταση στη δεύτερη «εποχή της στασιμότητας»

Μετά τη βροχή, βγαίνουν τα σαλιγκάρια. Μετά τους κεραυνούς της Θάτσερ και του
Ρέιγκαν, τα γλυκερά νανουρίσματα του Κλίντον, του Μπλερ και του Ζοσπέν. Η Θεά - Αγορά,
στ’ όνομα της οποίας οι Ιεροεξεταστές της Νέας Τάξης ήταν έτοιμοι, μέχρι χτες, να ρίξουν
στο πυρ το εξώτερον κάθε αιρετικό, ξαναγίνεται κακόφημο δαιμόνιο. Η κοινωνική
ευαισθησία πουλιέται στα περίπτερα, μαζί με μπλουζάκια του Τσε και αφίσες των
Ζαπατίστας. Η «Μοντ Ντιπλοματίκ» στιγματίζει τον «οικουμενικό ολοκληρωτισμό» του
πολυεθνικού κεφαλαίου, οι «Νιου Γιορκ Τάϊμς» διεκτραγωδούν τη σκοτεινή πλευρά του
«τουρμποκαπιταλισμού» κι αυτός ο πρόεδρος του Φόρουμ του Νταβός ανησυχεί για τις
κοινωνικές εκρήξεις που εγκυμονεί η καλπάζουσα ανεργία. Ζητούνται επειγόντως
εναλλακτικές λύσεις στην αχαλίνωτη κοινωνική θηριωδία των τραπεζιτών, κι οι γαλλικοί οίκοι
πολιτικής μόδας προετοιμάζουν πυρετωδώς τα μοντελάκια της καινούργιας σεζόν. Είναι η
ώρα της Κεντροαριστεράς.
Από την αλλαγή κλίματος μέχρι την αλλαγή πολιτικής, η απόσταση είναι μεγάλη. Όσοι
αποκοιμήθηκαν με τις μελωδίες του σαξόφωνου του Κλίντον, βλέποντας όνειρα γλυκά για το
καινούργιο «Κράτους Πρόνοιας» που τάχα θα έφερναν
πίσω οι σαραντάρηδες, ξύπνησαν άσχημα για να δουν τον εφιάλτη του
νεοφιλελευθερισμού να συνεχίζει να ζει και να βασιλεύει. Η Θάτσερ στηρίζει σκανδαλωδώς
τον Μπλέρ, ο Μητσοτάκης έχει μόνο καλά λόγια για το Σημίτη, κι ο πολύς Ανιέλι της ΦΙΑΤ
ξεμπροστιάζει τον Ντ’ Αλέμα εκμυστηρευόμενος ότι «σήμερα, η Κεντροαριστερά είναι η
καλύτερη εγγύηση για την εφαρμογή της πολιτικής της...Δεξιάς»! Οι πρωταθλητές της
κοινωνικής ευαισθησίας σαρώνουν στο Κολωνάκι και στο Μπέβερλι Χιλς, στο
Χρηματιστήριο και στα ΜΜΕ. Είναι πια φανερό ότι η πολιτική επέλαση της
«Κεντροαριστεράς» δεν σηματοδοτεί μια αλλαγή ιστορικής σελίδας ανάλογη με το «Νιου
Ντηλ» του Ρούσβελτ ή τις ιδιωτικοποιήσεις της Θάτσερ. Οι «Κεντροαριστεροί» έρχονται να
διαχειριστούν, ίσως πιο μετρημένα, τα κοινωνικά κεκτημένα της Ρηγκανικής - Θατσερικής
αντεπανάστασης, τα οποία ούτε στο ελάχιστο δεν αποπειρώνται να θίξουν. Με δύο λόγια,
δεν έχουμε να κάνουμε με στροφή στρατηγικής, αλλά με αλλαγή διαχείρισης, με
εξορθολογισμό και βάθεμα της κυρίαρχης πολιτικής για τη σταθεροποίηση των
δομών και των σχέσεων του νέου σταδίου του καπιταλισμού.
Έστω κι έτσι, η αλλαγή αυτή σηματοδοτεί την εξάντληση των καυσίμων του
νεοφιλελευθερισμού. Σε παγκόσμιο επίπεδο, το πολυεθνικό κεφάλαιο προβληματίζεται,
σοβαρά πια, μήπως πρέπει να αλλάξει άλογο. Αν και δεν νοιώθει να απειλείται άμεσα από
τα παλιά φαντάσματα της κοινωνικής επανάστασης και του κομμουνισμού, η «μπελ επόκ»
των πρώτων μετά την κατάρρευση χρόνων είναι πια παρελθόν. Οι πιο διορατικοί
εκπρόσωποι του δυτικού κόσμου, χτυπάνε τα καμπανάκια του κινδύνου, επισημαίνοντας ότι
η οικονομική ανάπτυξη των τελευταίων χρόνων στηρίζεται όχι τόσο στα «πλεονεκτήματα»
απ’ τη συνεχιζόμενη άνοδο της παραγωγικότητας όσο στην απίστευτη συμπίεση του
κόστους εργασίας, κάτω κι από αυτό το ελάχιστο ιστορικό - φυσικό όριο της εργατικής
δύναμης και στον εξοστρακισμό της ζωντανής εργασίας κάτι που δεν μπορεί να συνεχίζεται
για πολύ χωρίς να παρασύρει σε δραματική πτώση το ίδιο το ποσοστό κέρδους. Ποιος θα
αγοράσει τα νέα κινητά τηλέφωνα όταν ο μισθωτός δεν μπορεί να πληρώσει ούτε το
λογαριασμό του...ακίνητου; Για πόσο καιρό θα είναι παραγωγικός ένας εργάτης που
δουλεύει χωρίς ασφάλιση, σε καθεστώς μερικής απασχόλησης, με το ένα μάτι πάντα
ανοιχτό μήπως βρει καλύτερη, στοιχειωδώς ανθρώπινη δουλειά;
Οι πειραματισμοί της «Κεντροαριστεράς», όσο κι αν δεν έχουν αποκρυσταλλωθεί σε
κάποια μακροπρόθεσμη στρατηγική, αντανακλούν την ολοένα πιεστικότερη ανάγκη του
παγκόσμιου συστήματος για μια συνολική τομή τόσο στο επίπεδο της οικονομικής -
κοινωνικής γραμμής, όσο και στο επίπεδο του πολιτικού συστήματος για τη συνέχιση και
την ένταση της ίδιας στρατηγικής. Μια τομή ανάλογου ή και μεγαλύτερου βάθους από τον
νεοφιλελευθερισμό της προηγούμενης δεκαετίας, που θα δώσει ευρωστία και δυναμισμό
στο νέο στάδιο ανάπτυξης του συστήματος σε αρκετό βάθος χρόνου. Απαραίτητο γι αυτό
είναι να συνδυάζει τρία στοιχεία: Πρώτον, να δώσει νέα ώθηση στην αύξηση του βαθμού
εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, που αποτελεί τη βάση όλου του συσσωρευμένου
πλούτου. Δεύτερον, να κάνει πιο ορθολογική και πιο ανθεκτική, μακροπρόθεσμα, τη μορφή
αυτής της εκμετάλλευσης, αντιμετωπίζοντας ορισμένα εκρηκτικά προβλήματα που απειλούν
να τινάξουν στον αέρα όλο το οικοδόμημα, με πρώτο την ανεργία. Και τρίτον, να
οικοδομήσει ένα νέο πλέγμα ενσωμάτωσης του σημερινού και κυρίως του αυριανού
ριζοσπαστισμού στρωμάτων του εργατικού πληθυσμού και της νεολαίας, λαμβανομένων
υπόψη των αντικειμενικών τάσεων όξυνσης των αντιθέσεων, που μετατρέπουν τις δυτικές
κοινωνίες σε ένα απέραντο κοινωνικό ναρκοπέδιο -τα προανακρούσματα του Λος Άντζελες
και του Γαλλικού Δεκέμβρη, έστω και σποραδικά και χωρίς πολιτική στόχευση, ασφαλώς
δεν μπορούν να υποτιμηθούν ατιμώρητα.
Για την ώρα, πάντως, όλες οι πολιτικές απαντήσεις, που προσφέρονται ως εναλλακτικές
λύσεις στο νεοφιλελευθερισμό και γενικότερα στον εντεινόμενο επιθετισμό του κεφαλαίου με
διάφορες μορφές, δεν αποτελούν τίποτα περισσότερο από συνταγές ανακύκλωσης των
απορριμμάτων της παραδοσιακής Αριστεράς:
• Η «Κεντροαριστερά» ανακυκλώνει τις κυβερνητικές - μεταρρυθμιστικές αυταπάτες της
παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας σ’ ένα έδαφος κοινωνικών και πολιτικών
συσχετισμών πολύ δυσμενέστερων από τις τρεις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες.
Προβάλλει ως «εφικτή αλλαγή» την επαναδιαπραγμάτευση της ήττας του εργατικού
κινήματος κι όχι την αντιστροφή της ιστορικής κίνησης σε όφελος της μισθωτής εργασίας,
το πιο «ανθρώπινο» μοίρασμα των κοινωνικών βαρών μεταξύ των εκμεταλλευομένων κι
όχι το μοίρασμα του τεράστιου κοινωνικού πλούτου που σφετερίζονται οι εκμεταλλευτές.
Η «Κεντροαριστερά» επιχειρεί να συμβάλλει στη διεύρυνση των κοινωνικών
συμμαχιών του κεφαλαίου για τη συνέχιση σε βαθύτερο ανώτερο πιο ορθολογικό
και πιο σταθερό επίπεδο όλων των επιθετικών χαρακτηριστικών του νέου σταδίου
του καπιταλισμού.
• Η λογική της παραδοσιακής «Αριστερής Συμμαχίας», της ενότητας των
παραδοσιακών αριστερών δυνάμεων με αποκλεισμό της «εκσυγχρονισμένης»
σοσιαλδημοκρατίας που προβάλλουν, με τη μια ή την άλλη μορφή, δυνάμεις της
επίσημης κομμουνιστικής Αριστεράς ή αριστερές διασπάσεις της σοσιαλδημοκρατίας,
μεταφράζεται σ΄ έναν άνευρο αμυντικό διεκδικητισμό. Σ’ ένα διεκδικητισμό αδύναμο να
εμπνεύσει και να συσπειρώσει, που ακούγεται σαν ξέπνοος, μακρινός αντίλαλος του
αριστερού ρεφορμισμού - αντιιμπεριαλισμού της δεκαετίας του ΄70. Στην πράξη, οι
δυνάμεις αυτές, όπως έδειξε η εμπειρία της «Επανίδρυσης» στην Ιταλία και του
Κομμουνιστικού Κόμματος στη Γαλλία, παρά τις ριζοσπαστικές διακηρύξεις τους (και τις
διαθέσεις μεγάλου μέρους της βάσης τους) δεν αποφεύγουν το δέλεαρ να διαβούν τελικά
τον Ρουβίκωνα και να στριμωχτούν στην αριστερή άκρη της «Κεντροαριστερής»
βεντάλιας, ανακυκλώνοντας όλη την ιστορικά χρεοκοπημένη λογική των «λαϊκών
μετώπων» και των αριστερών συνασπισμών - αυτή τη φορά όχι σαν τραγωδία, αλλά σαν
φάρσα.
• Η παραδοσιακή λογική «συσπείρωση γύρω από το επαναστατικό κόμμα και
συγκέντρωση δυνάμεων μέσω του μαζικού κινήματος για πιο καλές εποχές», που
ακολουθούν πολλά κόμματα και οργανώσεις κομμουνιστικής αναφοράς - στην Ελλάδα,
από το ΚΚΕ μέχρι την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά - το πολύ να οδηγήσει σε μια
πρακτική ποσοτικής αυτοσυντήρησης αλλά και συνεχιζόμενης ποιοτικής υποβάθμισης
των δυνάμεών τους, χωρίς όραμα, δυναμισμό και προοπτική. Είναι μια λογική που
διαιωνίζει την υποταγή των εργατικών αντιστάσεων και εκρήξεων στα συμφέροντα των
ενδιάμεσων και μικροαστικών στρωμάτων και τελικά της αστικής πολιτικής. Όποιος
πασχίζει να στριμώξει όλο το έπος και την ελεγεία αυτού του αιώνα των μεγάλων
επαναστάσεων και των μεγάλων καταρρεύσεων στα ράφια της βιβλιοθήκης του, πλάι σε
σκονισμένα βιβλία και κομματικά ντοκουμέντα, όποιος επιμένει να κάνει πανιά με
χιλιομπαλωμένες σημαίες της δεκαετίας του ΄20 και του ’30, σίγουρα δεν ετοιμάζεται για
μεγάλο ταξίδι.
• Υπάρχει ακόμα και η παραλλαγή της ενότητας και του αριστερού συνασπισμού
της «άκρας αριστεράς», των παραδοσιακών εξωκοινοβουλευτικών δυνάμεων.
Αυτή η παραλλαγή διαμορφώνεται συνήθως κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση των επίσημων
αριστερών μετώπων (λιγότερο ίσως εκφυλισμένων εποχών), χωρίς ουσιαστική τομή στο
περιεχόμενο και τις μορφές της πολιτικής, με ιδιαίτερη επιμονή στις συμφωνίες κορυφής
και στο μικρομεγαλισμό των «πολιτικών γραφείων», με παραγνώριση του πολιτικού
ρόλου των πρωτοπόρων δυνάμεων της ίδιας της εργατικής τάξης.
Στην πραγματικότητα και οι τέσσερις αυτές παραλλαγές των «αριστερών»
εναλλακτικών προτάσεων απέναντι στο νέο κοινωνικό πόλεμο και τη βαρβαρότητα
του κεφαλαίου αποτελούν, παρ’ όλες τις σημαντικές μέχρι και τεράστιες διαφορές
τους, συγκοινωνούντα δοχεία για την απρόσκοπτη «κυκλοφορία» της πολιτικής
συναίνεσης και της υπόκλισης των εργαζομένων απέναντι στην «παντοδυναμία» της
κυρίαρχης πολιτικής. Αν ο νεοσυντηρητισμός εκφράζει τα χαρακτηριστικά
ανάπτυξης του καπιταλισμού, το αίσθημα της αυξανόμενης υπεροχής του κεφαλαίου
στα πλαίσια του νέου καπιταλιστικού σταδίου, οι τέσσερις αυτές παραλλαγές των
«αριστερών» απαντήσεων αντανακλούν τελικά την όξυνση των στοιχείων της κρίσης
του καπιταλισμού, το αίσθημα της άμυνας και της ανασφάλειας του κεφαλαίου
απέναντι στο νέο κίνδυνο των κοινωνικών εκρήξεων.
Γι’ αυτό το λόγο η «Αριστερά» γίνεται πάλι της μόδας στις μέρες μας. Οι αστικές δυνάμεις
συγκρατώντας της ειρωνεία και την περιφρόνησή τους απέναντι στους εξημερωμένους
αντιπάλους τους συμβάλλουν κι’ αυτές από καιρό σε καιρό, με διάφορους τρόπους, στην
αποκατάσταση του καταποντισμένου κύρους τους απέναντι στους εργαζομένους. Απ’ την
ανάδειξη του Κ.Κ. Γαλλίας και της Επανίδρυσης σε κυβερνητικές δυνάμεις ως τη μονότονη
ανακύκλωση στην χώρα μας των γερασμένων παιδιών του Κύρκου και του Φλωράκη και
απ’ την αναγνώριση της «συνέπειας» του ΚΚΕ ως την εμπορευματοποίηση των αριστερών
αναζητήσεων και των ριζοσπαστικών συμβόλων, οι αστικές δυνάμεις δείχνουν μια νέα
«τρυφερότητα» απέναντι στα πάθη αλλά και το μέλλον της αριστεράς. Μ’ αυτό τον τρόπο
κολακεύουν την αριστερά που προσκύνησε ή ηττήθηκε, την αριστερά που εξακολουθεί και
παραμένει αυτάρεσκα ένας σάκος του Box ενόψει των νέων αποφασιστικών συγκρούσεων
ανάμεσα στις αντίπαλες τάξεις, στο νέο στάδιο ανάπτυξης και κρίσης του καπιταλισμού.
Μέσα σ΄ ένα τέτοιο πολιτικό σκηνικό, που αποπνέει από παντού τη βαριά μυρουδιά της
μακρόχρονης κλεισούρας, φυσικό είναι η εργαζόμενη πλειοψηφία να δραπετεύει,
αναζητώντας φρέσκο, καθαρό αέρα. Στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος τους οι μισθωτοί
αποστρέφονται τις ιστορικά διαμορφωμένες οργανώσεις που μιλούσαν στο όνομά τους, τα
παραδοσιακά ή μεταλλαγμένα αριστερά κόμματα και συνδικάτα. Ακόμα κι όταν στρέφονται
προς αυτά, στις εκλογές ή στην απεργία, το κάνουν με κρύα καρδιά, με παγερή
επιφυλακτικότητα ή και ανοιχτή εχθρότητα για τους γραφειοκράτες ηγέτες τους: Ούτε καν με
τη λογική του «λιγότερου κακού», που ακολουθούσαν μέχρι χτες, αλλά με την απλή, και
δίχως πολλές αυταπάτες σκέψη ότι απλώς θα τιμωρήσουν συμβολικά τους «άλλους» και θα
διασώσουν κάτι απ’ ότι προσωρινά μπορεί να διασωθεί, κρατώντας προστατευμένα για
καλύτερες εποχές τα πολύτιμα, λιγοστά αποθέματα της πραγματικής ελπίδας. Έτσι, η
σπειροειδής ιστορία των αστικών και μικροαστικών «εργατικών» κομμάτων, πλησιάζει στο
αναπόφευκτο τέλος της, κινούμενη σε ολοένα στενότερους εσωτερικούς κύκλους: Στην
αρχή, οι εργάτες είχαν αυτά τα κόμματα για να στρατεύονται, μετά για να
«εκπροσωπούνται» και, στα στερνά, για να τα ... ελεεινολογούν ξεφορτώνοντας πάνω τους
και τις ευθύνες για τη δική τους αδυναμία!
Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, οι δυτικές κοινωνίες, ελλείψει τόσο μιας φρέσκιας,
σαγηνευτικής προοπτικής των κυρίαρχων τάξεων, όσο και ενός ρωμαλέου
απελευθερωτικού οράματος των κυριαρχούμενων, βυθίζονται μέσα στην κινούμενη άμμο
μιας δυτικού τύπου «εποχής της στασιμότητας». Είναι αυτή η στυφή γεύση της έλλειψης
ιστορικού ορίζοντα που κρύβεται πίσω από την περίφημη «αγωνία του τέλους του αιώνα»
των γάλλων διανοούμενων και τις εσχατολογίες για το «τέλος της ιστορίας», το «τέλος της
πολιτικής», το «τέλος της επιστήμης» και πάει λέγοντας. Μόνο που ιστορικά, ο γνήσιος
καπιταλισμός της «άγριας Δύσης» έχει συνηθίσει να αναζητά την έξοδο από τη δική του
στασιμότητα όχι σε θλιβερούς παλιάτσους τύπου Γκορμπατσόφ, όχι σε ανερμάτιστες
ακροβασίες κάποιας ασπόνδυλης γραφειοκρατίας, αλλά σε σταθερά χέρια που μπορούν να
καθοδηγήσουν τη διαρκή αντεπανάσταση του κεφαλαίου, τους νέους γύρους προέλασής
της σε βάρος της εργασίας.
Όσο για τις εκμεταλλευόμενες τάξεις, στερημένες από τα ταριχευμένα είδωλα του
παρελθόντος, που κατέρρευσαν και από τις αυταπάτες του παρόντος, που φροντίζουν να
τις ποδοπατούν, με την κοινωνική τους αναλγησία, οι ίδιοι οι νικητές του Ψυχρού Πολέμου,
δεν έχουν πια να αντλούν αισιοδοξία παρά μόνο από το μέλλον. Όπως ο Οδυσσέας των
Ομηρικών μύθων, το «φάντασμα του κομμουνισμού», δεν μπορεί να επιστρέψει με τα παλιά
του ρούχα, με την παλιά του γλώσσα και την παλιά του πανοπλία. Η απελευθερωτική
προοπτική του 21ου αιώνα μπορεί να προκύψει μόνο μέσα από μια, στην κυριολεξία,
Επαναθεμελίωση του ίδιου του εργατικού κινήματος - της πολιτικής του, των οργανώσεών
του, της ιδεολογίας του, των μορφών του, του «πολιτισμού» του, κι όχι μόνο κάποιων
πρωτοποριών του, με ή χωρίς εισαγωγικά. Την αναγκαιότητα, την πολιτική πνοή, το σχήμα
και τη μορφή αυτής της επανάστασης μέσα στο συνολικό εργατικό κίνημα μπορούμε μόνο
να ψηλαφίσουμε σήμερα. Αλλά για ένα πράγμα είμαστε σίγουροι. Ότι στο «άρθρο πρώτο»
του αυριανού του Μανιφέστου, το νέο εργατικό κίνημα θα γράψει το πιο ακριβό δίδαγμα
από τις νίκες και τις ήττες του ενάμιση αιώνα από την Α’ Διεθνή του Μαρξ και του Ένγκελς:
Oτι η απελευθέρωση των εργαζομένων ή θα είναι έργο των ίδιων των εργαζομένων ή δεν
θάρθει καθόλου! Αν είναι να κερδηθεί με μια καινούργια ιστορική ελπίδα, η εργατική τάξη
πρέπει να ξέρει απ’ την αρχή ότι δεν προορίζεται απλά για πρώτη ύλη στις κουζίνες του
μέλλοντος. Κι αν είναι να ξεκινήσει μια καινούργια έφοδο αυτή τη φορά πρέπει να την
επιχειρήσει απ’ τον ουρανό των «ιδανικών» στην γη που βλασταίνουν οι αξίες των
«συμφερόντων». Πρέπει πρώτα να πατήσει γερά στο τραχύ έδαφος της πραγματικότητας,
των σύγχρονων κοινωνικών αντιθέσεων και της δυναμικής τους - γιατί η Επανάσταση, χτες,
σήμερα και αύριο, δεν είναι χιλιαστική πίστη, είναι ιστορική αναγκαιότητα.

1.2. Στη ζώνη του κοινωνικού λυκόφωτος

Ο 20ος αιώνας κλείνει με δύο δεκαετίες δραματικής επιδείνωσης των συσχετισμών σε


βάρος της μισθωτής εργασίας, σε παγκόσμια κλίμακα. Η πραγματικότητα αυτή δεν
αντανακλάται κυρίως στο γεωστρατηγικό επίπεδο, με τη συντριβή του λεγόμενου
«υπαρκτού σοσιαλισμού». Στην πραγματικότητα η συντριβή αυτή δεν εκφράζει την
ιστορική ήττα κάποιων «γραφειοκρατικοποιημένων εργατικών κρατών», αλλά την
αποσάθρωση αδύνατων κρίκων του παγκόσμιου εκμεταλλευτικού συστήματος,
άσχετα αν η τα καθεστώτα αυτά δεν ηττήθηκαν από τα αριστερά αλλά από τα δεξιά.
Η υποχώρηση του παγκόσμιου εργατικού κινήματος αποτυπώνεται πρώτα απ’ όλα στον
πυρήνα της σχέσης Κεφαλαίου - Εργασίας, δηλαδή στην εξέλιξη του βαθμού και των
μορφών εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, σε Δύση και Ανατολή.
Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους: Από το 1973 μέχρι το 1993, ο μέσος αμερικανός
εργαζόμενος είδε το μισθό του να πέφτει, σε πραγματικές τιμές, κατά 15%. Στις αρχές της
δεκαετίας του ’90, 3 στους 4 εργαζόμενους των ΗΠΑ δέχονταν να εργαστούν με
χαμηλότερο, σε απόλυτα νούμερα, μεροκάματο απ΄ αυτό που έπαιρναν δέκα χρόνια πριν,
δηλαδή όταν άρχιζε η θητεία του Ρέιγκαν. Κι όλα αυτά, σε χρόνια απίστευτης συσσώρευσης
πλούτου λόγω της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας. Η κοινωνική πόλωση σε
όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ κλιμακώνεται με ταχύτητες γεωμετρικής προόδου: Αν το 1960 η
αναλογία εισοδημάτων του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού προς εκείνα του
φτωχότερου 20% ήταν 30:1, το 1994 είχε κιόλας φτάσει το 78:1. Η ίδια τάση συνεχίζεται με
αμείωτους, αν όχι με επιταχυνόμενους ρυθμούς στα χρόνια του Κλίντον και της Ευρωπαϊκής
Κεντροαριστεράς: Το 1996, τα κέρδη των ιδιωτικών εταιρειών σημείωσαν το μεγαλύτερο
«μπουμ» των τελευταίων 28 χρόνων. Από το 1992 μέχρι το 1996, το μερίδιο του 1% των
πιο πλούσιων οικογενειών των ΗΠΑ στον εθνικό πλούτο ανέβηκε από το ήδη εξωφρενικό
30,2% στο 35,1%.
Σε μια χώρα όπου εκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε συνθήκες έσχατης φτώχειας, η
αλαζονεία των κυρίαρχων κύκλων είναι εξοργιστικά προκλητική. Στη διάρκεια της φετινής
χρονιάς, οι αποζημιώσεις τεσσάρων διευθυντικών στελεχών πολυεθνικών επιχειρήσεων
που απολύθηκαν σαν ... αποτυχημένοι, έφτασαν τα 145 εκατομμύρια δολάρια! Φυσικά,
ακόμα και τέτοια ποσά δεν είναι και πολύ μεγάλα για τους πολυεθνικούς κολοσσούς που
κυβερνούν τις τύχες εκατομμυρίων ανθρώπων, συγκεντρώνοντας, κάποτε, μεγαλύτερη
δύναμη από ολόκληρα κράτη. Πραγματικά, από τις 100 μεγαλύτερες οικονομίες του
πλανήτη, πάνω από τις μισές αντιπροσωπεύουν όχι κράτη αλλά εταιρείες. Οι 200 πρώτες
επιχειρήσεις στον πίνακα του περιοδικού FORTUNE συγκεντρώνουν το 25% της
παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας. Η Φορντ έχει μεγαλύτερο ετήσιο κύκλο εργασιών
από το εθνικό εισόδημα της Νότιας Αφρικής, η Τογιότα από της Νορβηγίας και η Τζένεραλ
Μότορς από της Δανίας.
Την ίδια ώρα, δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι των αναπτυγμένων χωρών ζουν στη ζώνη
του κοινωνικού λυκόφωτος. Στην Ευρώπη η ανεργία έχει πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις,
κυμαινόμενη στις περισσότερες χώρες σε επίπεδα πάνω από το 10%, ενώ στην Αμερική το
αντίτιμο για τη σχετικά χαμηλή ανεργία είναι η φτώχεια, οι προσωρινές δουλειές της
συμφοράς στα Μακντόναλντς και τα Κούριερ και η μόνιμη περιθωριοποίηση διευρυνόμενου
τμήματος του πληθυσμού. Σκηνές από τα βιβλία του Ντίκενς ζωντανεύουν στα κέντρα των
μεγαλουπόλεων και στις παρακμάζουσες αγροτικές περιοχές, όπου επιστρέφουν
ξεχασμένες από τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα αρρώστιες.
Η Ανατολική Ευρώπη και οι χώρες της πρώην ΕΣΣΔ κατρακυλάνε από τη γκρίζα
σιγουριά της υπαρκτής τους μιζέριας σε μια εξαθλίωση που θα μπορούσε να την διανοηθεί
κανείς μόνο σε συνθήκες ξένης κατοχής ή μεσαιωνικής επιδημίας πανούκλας. Από το 1988
μέχρι το 1996, ο μέσος όρος ζωής στη Ρωσία έπεσε κατά δέκα χρόνια - ένας αριθμός
απίστευτος για εποχή ειρήνης - και η πιο μορφωμένη και καταρτισμένη εργατική τάξη του
κόσμου αναζητά ένα κομμάτι ψωμί στα σύγχρονα σκλαβοπάζαρα της Δύσης. Ούτε στα πιο
τρελά τους όνειρα δεν ονειρεύονταν οι «λούμπεν» μικροκαπιταλιστές της Ψωροκώσταινας
ότι κάποια μέρα θα έριχναν τα μεροκάματα παίρνοντας στη δούλεψή τους εκείνους που
υποτίθεται ότι συγκροτούσαν την «κυρίαρχη τάξη» στην πάλαι ποτέ κραταιά υπερδύναμη!
Και όσο για τον τρίτο Κόσμο, ένα μεγάλο μέρος του βυθίζεται σε μια ζώνη
περιθωριοποίησης και εξόντωσης με 1 δις ανθρώπους στα έσχατα όρια της εξαθλίωσης και
ένα άλλο να χρησιμοποιείται σαν εφεδρεία για την πιο «βαριά εκμετάλλευση» που απαιτούν
οι νέοι συνδυασμοί υπεραξίας σε διεθνή κλίμακα, ενώ μόνο ένα μικρό μέρος του τείνει να
εντάσσεται στο υπόγειο του καταμερισμού που αναπτύσσει το διεθνές ιμπεριαλιστικό
πλέγμα.
Η γενική υποχώρηση αντανακλάται ανάγλυφα στην εικόνα των παραδοσιακών
συνδικάτων. Ο συνολικός αριθμός των συνδικαλισμένων εργατών στις ΗΠΑ φτάνει - δεν
φτάνει σήμερα το 50% του μάξιμουμ που σημειώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ΄70, ενώ
ακόμα χειρότερα είναι τα πράγματα σχετικά με τον ετήσιο αριθμό των απεργιών. Ανάλογη,
αν και πιο αργή, φθορά παρατηρείται στη δυτική Ευρώπη.

1.3. Αντίστροφη μέτρηση

Ποτέ και πουθενά, όμως, η μαυρίλα δεν είναι απόλυτη, ισοπεδωτική. Κάθε δράση
δημιουργεί κάποιου είδους αντίδραση, έστω κι αν στην κοινωνία δεν χωράνε φυσικοί
αυτοματισμοί. Αν και δεν μπορούμε παρά να παραδεχτούμε ότι η τάση της εξάρτησης
από το Κεφάλαιο ενισχύθηκε σοβαρά, στις γραμμές της μισθωτής εργασίας, στη
διάρκεια των «πέτρινων χρόνων» του νεοφιλελευθερισμού, είναι ήδη ορατές, αν και
σαφέστατα μειοψηφικές, φανερά ανώριμες και κατά κανόνα αντιφατικές, κάποιες
αντίρροπες, πρωτοποριακές τάσεις εργατικής χειραφέτησης και ανασύνταξης. Στο
επίπεδο του μαζικού κινήματος, οι απεργίες είναι μεν πιο σπάνιες, αλλά όταν, επιτέλους,
ξεσπάνε, έχουν πολύ πιο έντονα εκείνα τα χαρακτηριστικά που δικαιώνουν το λενινιστικό
χαρακτηρισμό κάθε σοβαρής απεργίας ως «μινιατούρα της Επανάστασης»: Πιο
μακρόχρονες, πιο αδιάλλακτες, πιο «άγριες», με πιο έντονες τάσεις πολιτικοποίησης, με
μορφές «κοινωνικού εκβιασμού» του Κράτους και «μαζικής λαϊκής τρομοκρατίας» σε βάρος
των κυρίαρχων τάξεων. Στο επίπεδο της θεωρητικής σκέψης και της πολιτικής οργάνωσης,
προβάλλουν, έστω δειλά και αβέβαια, κάποιες πρώτες ελπιδοφόρες τάσεις
επανατοποθέτησης της ιστορικής προοπτικής του κομμουνισμού σε επαναστατικές βάσεις,
μέσα από μια οδυνηρή αλλά αναπότρεπτη πορεία χειραφέτησης από όλη την «αρχαία
σκουριά» της αστικής και μικροαστικής πολιτικής.
Ασφαλώς, η μέχρι σήμερα συγκομιδή αυτών των προσπαθειών δεν μπορεί να
υπερτιμηθεί. Το εργατικό κίνημα της εποχής μας βρίσκεται σε μια φάση ωρίμανσης που
από πολλές απόψεις θυμίζει σε άλλο επίπεδο την εικόνα των πρώτων σοσιαλιστικών
ομίλων στις αρχές του αιώνα, μετά από την κατά κράτος κυριαρχία του δεξιού ρεφορμισμού
μέσα στην ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία και πριν από την ίδρυση των επαναστατικών,
λενινιστικών κομμάτων. Ο,τι καταχτήθηκε ιστορικά, πρέπει τώρα να ξανακατακτηθεί, όχι
από μηδενική βάση, αλλά στο φως της πλούσιας εμπειρίας που αποκτήθηκε από τα
συγκλονιστικά πετάγματα και τις οδυνηρές ήττες της Επανάστασης στη διάρκεια αυτού του
ανεπανάληπτου αιώνα. Όσοι περιμένουν να βρουν πατημένα χνάρια, θα
απογοητευτούν γρήγορα. Όσοι δεν είναι έτοιμοι να πέσουν και να ξανασηκωθούν, να
χάσουν το δρόμο τους και να τον ξαναβρούν, να αγγίξουν όχι μία και δύο αλλά δέκα
κι εκατό φορές τον πάτο της έσχατης αμφιβολίας για τα σχέδιά τους, για τις ιδέες
τους, για τους συντρόφους τους, και για τους ίδιους τους εαυτούς τους, να
αναμετρηθούν με τα χίλια δυο πρόσωπα της απόγνωσης και να ξανανέβουν στον
αφρό, είναι καλύτερα να περιμένουν την κοινωνική αλλαγή από τον Αι Βασίλη ή,
πράγμα που δεν διαφέρει και πολύ, από κάποια αψεγάδιαστη, δικαιωμένη
«πρωτοπορία». Εμείς, δεν έχουμε να προσφέρουμε παρά την άχαρη γοητεία της
καινούργιας προσπάθειας, την ιστορική βεβαιότητα για το σκοπό, την πάλη για τον
ποιοτικό εμπλουτισμό του μαζί με την αδιάκοπη κριτική για τα μέσα, τη στράτευση
σε μια υπόθεση που χρειάζεται μαχητές, αλλά θέλει να καταργήσει τους στρατιώτες.
Τι περιεχόμενο μπορεί να έχει όμως στην πράξη, σήμερα, τώρα, η προσπάθεια για την
επαναθεμελίωση του επαναστατικού εργατικού κινήματος; Μια μερίδα αγωνιστών,
απογοητευμένη από τις παλιές αρρώστιες της ηχηρής βυζαντινολογίας, της ναρκισσιστικής
ομφαλοσκόπησης και των αλλεπάλληλων διασπάσεων στο χώρο της «άλλης» Αριστεράς,
διαλέγει το δρόμο του κοινωνικού ακτιβισμού στα μαζικά κινήματα. Αυτό τον δρόμο τον
συνδυάζουν, μερικές φορές αναπόφευκτα, με τη συγκρότηση ποικίλων
αλληλοαποκλειόμενων προσωπικών ή συλλογικών «κομμάτων ατομικής ιδιοκτησίας». Οι
σύντροφοι αυτοί ακολουθούν το δρόμο τους με εντιμότητα, συχνά με αυταπάρνηση και
επινοητικότητα που σπανίζουν στην εποχή μας, αλλά σπάνια ξεφεύγουν παρά τις αντίθετες
προθέσεις τους από το στενό ορίζοντα του κλάδου ή του επιμέρους, κατακερματισμένου
κινήματος, σε μια εποχή που η ριζοσπαστική μερίδα του πληθυσμού ζητάει, πάνω απ΄ όλα
και πριν απ΄ όλα συνολικές τομές, στρατηγικές απαντήσεις, προτάσεις ζωής. Μια άλλη
μερίδα αριστερών, κάτω από το βάρος των δυσμενέστατων συσχετισμών στο πεδίο της
οικονομικής πάλης και της «κεντρικής πολιτικής» (ό,τι νόημα κι αν δώσει κανείς στον όρο)
καταλήγουν να θεωρούν ως μόνο πεδίο ανάπτυξης πραγματικά χρήσιμης, σε βάθος
χρόνου, δραστηριότητας τη σφαίρα των ιδεών και των επεξεργασιών. Ανεξάρτητα από τις
καινοτόμες ιδέες που ορισμένοι θιασώτες αυτού του δρόμου, μπορεί να φέρνουν στο
αριστερό κίνημα, μια τέτοια στάση, σαν συλλογική επιλογή, δεν αφήνει χώρο, στην
καλύτερη περίπτωση, παρά για κάποιους κύκλους θεωρητικών (που συνοδεύονται κατά
κανόνα από πολιτικές πρακτικές «ατομικής χρήσης») αποκομμένων από τον σφυγμό της
«υπαρκτής» εργατικής τάξης και των «υπαρκτών» σκιρτημάτων της προς την κοινωνική και
πολιτική χειραφέτηση.
Χωράει «τρίτος δρόμος» ανάμεσα στις δύο αυτές επιλογές; Απαντάμε ναι, αν και ξέρουμε
ότι δεν έχουμε πετύχει, μέχρι τώρα, και πολλά πράγματα για να το αποδείξουμε. Στις
πλάτες μας κουβαλάμε όλοι μια βαριά κληρονομιά, όχι μόνο από τη θητεία μας στο
αριστερό κίνημα, αλλά και από δέκα χιλιετίες εκμεταλλευτικών κοινωνιών. Μια παράδοση
που θέλει το κοινωνικά καινούργιο να διχοτομείται, κάθε φορά, ανάμεσα στην «αισιοδοξία
της βούλησης» και την «απαισιοδοξία της γνώσης». Μια παράδοση που ήθελε και την
κομμουνιστική οικογένεια μοιρασμένη ανάμεσα στον κόσμο των «εργατών χωρίς θεωρία»
και στον κόσμο των «θεωρητικών χωρίς εργάτες», δύο κόσμους που, σαν τα αποξενωμένα
ζευγάρια της εποχής μας, κατοικούν μαζί αλλά ζουν χώρια. Αν και πολλά πράγματα από το
«παλιό» κίνημα αξίζει και πρέπει να διασωθούν στο καινούργιο, αυτή η παράδοση σίγουρα
δεν είναι διατηρητέα.
Η προτεραιότητα που θέτει μπροστά μας όχι η προσωπική μας διάθεση αλλά η
ιστορική στιγμή, είναι η συμβολή μας σ’ ένα νέο εργατικό διαφωτισμό, απαραίτητη
προϋπόθεση για να βγούμε από αυτό τον σκοτεινό Μεσαίωνα της ηλεκτρονικής
εποχής, σ’ ένα καινούργιο «Αιώνα των Φώτων» της επαναστατικής δράσης. Αλλά το
καθοριστικό, και σήμερα και πάντα, είναι η πραγματική κίνηση των πραγματικών
τάξεων. Αυτή είναι που γεννά σε πρωτόλεια, ανεπεξέργαστη μορφή, έπειτα δοκιμάζει
ψηλαφιστά και τέλος κρίνει αμετάκλητα ποιες ιδέες, θεωρίες και προτάσεις αξίζουν
έστω και μια αράδα στον απολογισμό μιας γενιάς και ποιες θα γίνουν τροφή για
τρωκτικά των βιβλιοθηκών του μέλλοντος. Επομένως, ο νέος εργατικός «Διαφωτισμός»
δεν μπορεί να γεννηθεί από κάποιους καινούργιους «εγκυκλοπαιδιστές», κλεισμένους σε
γυάλινους πύργους επαναστατικής αγρανάπαυσης και ενδοσκόπησης. Μπορούν να τον
δημιουργήσουν βήμα - βήμα, και χέρι - χέρι, σκεπτόμενοι μαχητές και μαχόμενοι
διανοούμενοι της εργατικής τάξης, σε μια δυναμική ενότητα θεωρίας, πράξης και ηθικής,
έτοιμοι κάθε στιγμή να γκρεμίσουν ό,τι χτίστηκε στραβά και να μαζέψουν από τα σκουπίδια
τους θησαυρούς που πετάχτηκαν επιπόλαια. Μόνο ένα κίνημα με ιστορικό ορίζοντα την
απελευθέρωση όλης της κοινωνίας μπορεί να παντρέψει την αισιοδοξία μιας ώριμης
θέλησης που δεν είναι τυχοδιωκτισμός, με την απελευθερωτική δύναμη μιας ρωμαλέας
γνώσης που δεν είναι απολογητική του υπάρχοντος κόσμου.

1.4. Η διπλή «φύση» της εργατικής τάξης

Το βασικό ερώτημα παραμένει: Πώς μπορεί να εξηγηθεί η κραυγαλέα αναντιστοιχία


ανάμεσα στην ταχύτατη όξυνση των αντικειμενικών κοινωνικών αντιθέσεων και την
κραυγαλέα υστέρηση του επαναστατικού παράγοντα σε όλα τα επίπεδα, από τη
καθημερινή, οικονομική εργατική πάλη, μέχρι την πολιτική δράση και τη θεωρητική
διαμόρφωση των αριστερών οργανώσεων;
Mεγάλη μερίδα της Αριστεράς, ακόμα και άνθρωποι με ριζοσπαστικές, αντικαπιταλιστικές
αναφορές, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το σύγχρονο προλεταριάτο απλούστατα δεν
είναι πια επαναστατική δύναμη. Το πολύ - πολύ να το αναγνωρίσουν σαν δύναμη κρούσης
σε αμυντικούς αντικαπιταλιστικούς αγώνες, όχι όμως και σαν φορέα νέων κοινωνικών
σχέσεων και απελευθερωτικού πολιτισμού. Η αναπόφευκτη λογική συνέπεια αυτής της
θεώρησης, παρότι σπάνια ομολογείται, είναι η απόλυτη ιστορική μοιρολατρία Πραγματικά,
αν κάποιος δεν αναγνωρίζει επαναστατικές δυνατότητες στη σύγχρονη εργατική τάξη, που
αποτελεί πια τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού, θα χρειαστεί απίστευτη υπομονή για
να αναζητήσει το νέο υποκείμενο της κοινωνικής αλλαγής κάπου αλλού, σε μια εποχή που
τα μεσαία στρώματα είτε συρρικνώνονται και, σε μεγάλη έκταση, προλεταριοποιούνται, είτε
αποκτούν νέα πιο οργανική και πλατειά σύνδεση με το κεφάλαιο κι όπου η διανόηση έχει
την τάση να εντάσσεται, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, στις σχέσεις μισθωτής εργασίας.
Ελάχιστα πειστικές, όμως, ακούγονται και οι απαντήσεις μιας σειράς δυνάμεων που
προέρχονται από το παραδοσιακό κομμουνιστικό κίνημα και εξακολουθούν να μιλάνε στο
όνομα της εργατικής τάξης. Ορισμένοι αποδίδουν την υποχώρηση του εργατικού κινήματος
πρώτα απ’ όλα στην αρνητική επίδραση από την κατάρρευση των ανατολικών χωρών. Δεν
υπάρχει αμφιβολία ότι η κατάρρευση επιδείνωσε σημαντικά τους διεθνείς συσχετισμούς,
αφαιρώντας ένα αντίβαρο της Δύσης από την παγκόσμια αρένα, προσφέροντας ένα
ονειρώδη και μαζικότατο βιομηχανικό εφεδρικό στρατό στους νικητές του Ψυχρού Πολέμου,
και αποθαρρύνοντας ιδεολογικά μεγάλη μερίδα προοδευτικών ανθρώπων. Αλλά ούτε οι
γεωστρατηγικοί παράγοντες - ακόμα κι όταν είναι τέτοιας βαρύτητας όσο η κατάρρευση μιας
«Αυτοκρατορίας» - ούτε οι ιδεολογικές, ψυχολογικές επιδράσεις στη συνείδηση των
ανθρώπων μπορούν να προταχθούν απέναντι στους εσωτερικούς, υλικούς όρους της
ταξικής πάλης, όπως αυτοί διαμορφώνονται στις καπιταλιστικές χώρες της Δύσης.
Άλλες τάσεις του παραδοσιακού κομμουνισμού απολυτοποιούν το ρόλο των ηγεσιών,
χρεώνοντας όλη την ιστορική ευθύνη σε πολιτικά ανίκανες ή ιδεολογικά διαβρωμένες
ηγεσίες, όταν δεν προσχωρούν στην καθαρά αστυνομική εκδοχή των «ιμπεριαλιστικών
συνωμοσιών» και της «εκ των έσω υπονόμευσης» του αριστερού κινήματος. Μια τέτοια
αντίληψη της ιστορίας δεν είναι μόνο πολιτικά παιδαριώδης αλλά και εξόφθαλμα
ιδεαλιστική, καθώς καταντά να υποτιμά σε εξευτελιστικό βαθμό το ρόλο των λαϊκών μαζών,
αφήνοντας χώρο μόνο για τις όποιες ηγεσίες, πρωτοπορίες και μηχανισμούς. Λες και η
ανθρώπινη Ιστορία δεν είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων, αλλά μεσαιωνικό ιπποτικό
έπος ή κατασκοπευτικό μυθιστόρημα τσέπης.
Με κοντά πόδια είναι και η αναζήτηση των ριζών της κακοδαιμονίας στην «εργατική
αριστοκρατία», ένα λεπτό, έτσι κι αλλιώς προνομιούχο στρώμα της μισθωτής εργασίας, και
την «εργατική γραφειοκρατία», δηλαδή τα κορυφαία τμήματα των ενσωματωμένων στο
σύστημα εξ επαγγέλματος εργατοπατέρων, που υποτίθεται ότι «μολύνουν» με τη
μικροαστική ιδεολογία ένα κατ’ αρχήν επαναστατικό προλεταριάτο. Πέρα από το γεγονός ότι
ο ρόλος αυτών των στρωμάτων έχει παραποιηθεί από την ορθόδοξη μαρξιστική παράδοση,
είναι φανερό ότι η νεοφιλελεύθερη επέλαση των δύο τελευταίων δεκαετιών, μέσα σε όλες
της τις αρνητικές συνέπειες, είχε ως ευεργετικό, μακροπρόθεσμα, υποπροϊόν τη
συρρίκνωση και των δύο αυτών παρασιτικών εργατικών στρωμάτων - μήπως αυτό ακριβώς
δεν εκφράζει το σάρωμα των «συντεχνιακών» προνομίων ορισμένων κατηγοριών
εργαζομένων και η αποδυνάμωση των επίσημων συνδικάτων;
Η ρίζα του προβλήματος δεν μπορεί να αναζητηθεί, κατά τη γνώμη μας, σε κάποια
μικρά τμήματα της μισθωτής εργασίας αλλά στον ίδιο τον κορμό της. Σε αντίθεση με
τη ρομαντική εξιδανίκευση του προλεταριάτου ως «περιούσιας επαναστατικής
τάξης» - κατ’ αναλογία προς τον «περιούσιο λαό» της Εβραϊκής μυθολογίας - η
διαμόρφωση της εργατικής τάξης στον καπιταλισμό είναι βαθιά αντιφατική. Το
γεγονός αυτό απορρέει από τη διπλή, αντιφατική σχέση Κεφαλαίου - Εργασίας, μια
σχέση ασυμφιλίωτης αντίθεσης αλλά και αμοιβαίας εξάρτησης. Τα μόνιμα,
μακροπρόθεσμα συμφέροντα του εργάτη τον ωθούν στη χειραφέτηση και στην εξέγερση
εναντίον του συνόλου της τάξης των καπιταλιστών, αλλά οι άμεσες, βραχυπρόθεσμες
ανάγκες της επιβίωσης τον καθηλώνουν στην εξάρτηση από το αφεντικό «του», από την
πορεία της επιχείρησής «του» και της εθνικής οικονομίας «του». Ο ιστορικός του εχθρός
είναι το Κεφάλαιο, όχι μόνο σαν φυσικό πρόσωπο ή σαν μεμονωμένη επιχείρηση αλλά
πρώτα απ’ όλα σαν σχέση εξουσίας. Ωστόσο, ο άμεσος, ο πιο κοντινός του αντίπαλος, έτσι
όπως εμφανίζεται στη «συνηθισμένη» καθημερινή ζωή, είναι ο «Αλβανός της διπλανής
πόρτας», που απειλεί να του φάει τη δουλειά, ο άνεργος που είναι πρόθυμος να δουλέψει
με τα μισά λεφτά χωρίς ασφάλιση, ο νέος εργάτης του διπλανού πάγκου, που δουλεύει πιο
εντατικά απ’ αυτόν ανεβάζοντας τη νόρμα. Μόνο στις κορυφαίες (από άποψη ποιότητας των
εργατικών αιτημάτων) στιγμές των απεργιακών και πολιτικών αγώνων το προλεταριάτο
προβάλλει σαν τάξη με την κυρίως έννοια του όρου, όχι δηλαδή απλά σαν υποζύγιο της
εκμετάλλευσης αλλά σαν δημιουργός της Ιστορίας.
Στις ίδιες τις ρίζες της κοινωνικής συγκρότησης της εργατικής τάξης συνυπάρχουν
και συγκρούονται οι τάσεις εξάρτησής της απ’ το κεφάλαιο και οι τάσεις
χειραφέτησής της απ’ αυτό. Η διπλή «φύση» της εργατικής τάξης εκφράζει την
ενότητα και την διαπάλη ανάμεσα στην διεκδίκηση της «εμπορευματικής» αξίας και
την «διεκδίκηση» της υπεραξίας, του αναγκαίου και του πρόσθετου χρόνου
εργασίας.
Επομένως, η εργατική τάξη αναπτύσσεται σε αντίθεση αλλά και εξάρτηση από τον
ιστορικό της αντίπαλο. Οι σημερινές δυσκολίες οφείλονται πρώτα απ’ όλα στο γεγονός ότι ο
αντίπαλος αυτός, το παγκόσμιο σύστημα του Κεφαλαίου, έχει περάσει, στη διάρκεια των
τελευταίων δύο-τριών δεκαετιών, σε μια νέα ιστορική εποχή, που τροποποιεί δραματικά το
«τερέν» των ταξικών αναμετρήσεων - ενώ το εργατικό κίνημα δεν έχει καταφέρει ακόμα να
ξεκινήσει μια αντίστοιχου βάθους και ποιότητας αναδόμηση. Η εξέλιξη αυτή «στενεύει», από
μια άποψη, το πεδίο ανάπτυξης του εργατικού κινήματος, προσδίδοντάς του όμως,
μακροπρόθεσμα, πιο εκρηκτικό χαρακτήρα.
1.5. Ο τρίτος γύρος του κοινωνικού πολέμου

Στο πρώτο στάδιο του καπιταλισμού (χοντρικά, από την εμφάνιση της ατμομηχανής
μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο), η νεαρή, ακόμα, αστική τάξη συνέχιζε σ’ ένα βαθμό να
πολεμά κάτω από τη σημαία της Ελευθερίας «θεούς, αρχόντους, βασιλιάδες», πασχίζοντας
να εδραιώσει την εξουσία της σε βάρος της φεουδαρχίας και στον πολιτικό τομέα. Σ’ αυτές
τις συνθήκες, πρόβαλε σε πρώτο πλάνο ο ανταγωνισμός των κυρίαρχων τάξεων, της
επαναστατικής Γαλλίας και της αντιδραστικής Ιεράς Συμμαχίας, της φιλελεύθερης
βιομηχανικής αστικής τάξης του Ρήνου - που δεν δίσταζε να αναθέσει στον Μαρξ το
δημοσιογραφικό της όργανο - και της στρατοκρατικής Πρωσίας. Έτσι, το νεαρό εργατικό
κίνημα της Α΄ Διεθνούς είχε τη δυνατότητα να εκμεταλλεύεται τις αντιθέσεις μεταξύ των
κυρίαρχων τάξεων και να αναπτύσσεται σαν ακραία αριστερή πτέρυγα του «ευρύτερου»
κινήματος της αστικής Δημοκρατίας.
Στο δεύτερο στάδιο του καπιταλισμού, που έχει επικρατήσει να χαρακτηρίζεται ως
μονοπωλιακό «ιμπεριαλιστικό» (μπορούμε να θεωρήσουμε ότι καλύπτει την περίοδο από
τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι την κρίση των πετρελαίων, στις αρχές της δεκαετίας του
΄70), εμφανίζονται σε πρώτο πλάνο οι ενδοαστικές αντιθέσεις ως προς τους τρόπους
κοινωνικής διαχείρισης και τις μορφές πολιτικής διακυβέρνησης για την ενσωμάτωση των
εργαζομένων καθώς και οι αντιθέσεις μεταξύ κρατών που μάχονται για την παγκόσμια
κυριαρχία ή για την καλυτέρευση της θέσης τους στο παγκόσμιο σύστημα. Οι αντιθέσεις
αυτές παίρνουν πιο οξυμένο χαρακτήρα και συμπυκνώνονται στην αντιπαράθεση φασισμού
- «Συμμάχων», που αποκορυφώνεται στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και εκφράζονται
μεταπολεμικά και στον Ψυχρό Πόλεμο Ανατολής - Δύσης και στην αντιπαράθεση των
πρώην αποικιών με τις ιμπεριαλιστικές χώρες. Συνολικά, κι αυτή την περίοδο, αν και με
άλλο τρόπο, η βασική αντίθεση μεταξύ εκμεταλλευτών και εκμεταλλευόμενων επικαλύπτεται
από τον ανταγωνισμό στο εσωτερικό των εκμεταλλευτριών τάξεων. Το γεγονός αυτό, από
τη μια μεριά προσέφερε στο εργατικό κίνημα ευρύτατα περιθώρια ελιγμών και πρόσκαιρων
συμμαχιών (μην ξεχνάμε ότι ο Λένιν έφτασε με γερμανική άμαξα στην επαναστατημένη
Πετρούπολη μεσούντος του ρωσογερμανικού πολέμου), από την άλλη μεριά όμως
δημιουργούσε τον κίνδυνο να «καταπιούν» τα «πλατειά», «αντιφασιστικά»,
«αντιιμπεριαλιστικά», «εθνικά» «φιλειρηνικά» κ.ά. συνθήματα την προοπτική της κοινωνικής
αλλαγής. Αν οι δυνατότητες ήταν πιο καθοριστικές από τους κινδύνους ή το ανάποδο, είναι
κάτι που το μάθαμε με πολύ ακριβά δίδακτρα...
Τα πράγματα αλλάζουν άρδην στο σημερινό, τρίτο στάδιο του παγκόσμιου καπιταλισμού,
που έχει τις ρίζες του στην κρίση υπερσυσσώρευσης και στην κρίση των πετρελαίων,
επιταχύνεται με την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού, στις αρχές της δεκαετίας του ΄ 70, και
ξεκινά την καθαυτό πορεία του μετά την κατάρρευση στα τέλη της δεκαετίας του ΄80. Η
περίοδος αυτή είναι η εποχή του «ολοκληρωτικού καπιταλισμού», των πολυκλαδικών -
πολυεθνικών μονοπωλίων και των υπερεθνικών ολοκληρώσεων, του διαρκούς κοινωνικού
πολέμου σε βάρος της μισθωτής εργασίας και της απόλυτης κυριαρχίας των καπιταλιστικών
σχέσεων σε πλάτος (σε όλα, σχεδόν, τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη) και σε βάθος (σε όλες
τις σφαίρες της οικονομικής ζωής). Σ’ αυτές τις συνθήκες, προβάλλει για πρώτη φορά
σε πρώτο πλάνο όχι ο ανταγωνισμός στο εσωτερικό των κυρίαρχων τάξεων και των
κρατών τους, αλλά η βασική αντίθεση Κεφαλαίου - Εργασίας, κι αυτό όχι μόνο σε
κάποιες «έκτακτες» περιστάσεις επαναστατικής έξαρσης, αλλά και στην «ήρεμη»
καθημερινή βαρβαρότητα. Το κοινωνικό πρόβλημα, που έτσι κι αλλιώς βρίσκεται
στον πυρήνα όλων των προβλημάτων, σπάει το αστικό περίβλημα των «ευρύτερων
δημοκρατικών ή εθνικών» προβλημάτων και εισβάλλει βίαιο, γυμνό στην πρώτη
θέση της ιστορικής εξέλιξης. Αυτό είναι αποτέλεσμα της ίδιας της αντικειμενικής
αντιφατικής ανάπτυξης και κρίσης των καπιταλιστικών σχέσεων, αποτέλεσμα της πάλης
των τάξεων, αποτέλεσμα της ωρίμανσης των τάσεων που απαιτούν τη διάλυση του
καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Απ’ αυτή την άποψη τα πράγματα «δυσκολεύουν»
ακόμα περισσότερο αλλά από μια άλλη πλευρά μακροπρόθεσμα μπορεί «να
καλυτερεύσουν». Στις νέες συνθήκες αντί η εργατική χειραφέτηση να τείνει περισσότερο να
«ενσωματώνεται» απ’ τους ενδοαστικούς ανταγωνισμούς οι οξυνόμενοι ενδοαστικοί
ανταγωνισμοί μπορεί περισσότερο από κάθε άλλη φορά να «ενσωματώνονται» απ’ τον
αγώνα για την εργατική χειραφέτηση.
Σ΄ αυτό το καινούργιο τοπίο, το εργατικό κίνημα περισσότερο από κάθε άλλη φορά δεν
μπορεί να υπολογίζει σε συμμαχίες με κάποιο «πιο προοδευτικό», ή «πιο πατριωτικό»
τμήμα της αστικής τάξης - εκτός αν θέλει να γελοιοποιηθεί επιλέγοντας την πιο «καθαρή»
αστική τάξη, όπως έκανε ο ενιαίος Συνασπισμός στην «κάθαρση» του ΄89 ή το
μεταλλαγμένο Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα στην «επιχείρηση καθαρά χέρια». Ούτε οι
αντιθέσεις ΗΠΑ - Ευρώπης - Ιαπωνίας, ούτε οι ανταγωνισμοί μεταξύ πολυεθνικού και
εθνικού κεφαλαίου, ούτε οι συγκρούσεις των περιφερειακών αστικών τάξεων του «Τρίτου
Κόσμου» αφήνουν χώρο για τίποτα άλλο από τη σύνθλιψη των εργατικών συμφερόντων.
Με δύο λόγια, το σύγχρονο εργατικό κίνημα δεν μπορεί να υπολογίζει στην προστατευτική
ομπρέλα του όποιου «ευρύτερου», δηλαδή αστικού, προοδευτικού ρεύματος. Είναι
υποχρεωμένο περισσότερο από κάθε άλλη φορά να στηριχτεί, θέλει - δεν θέλει,
αποκλειστικά στα δικά του πόδια, και να παλέψει για τη δική του ιστορική προοπτική,
διεκδικώντας την ηγεμονία στο ευρύτερο κοινωνικό κίνημα των καταπιεζόμενων. Έτσι, οι
ίδιες δυνάμεις που συμπιέζουν το σύγχρονο εργατικό κίνημα σε μια κατάσταση ιδιόμορφης
«παρανομίας», είναι που το φορτίζουν, όπως συμβαίνει με τα συμπιεσμένα ελατήρια, με
τεράστια αποθέματα επαναστατικής ενέργειας, φέρνοντάς το σε μετωπική αντιπαράθεση,
χωρίς μεσολαβητές και ενδιάμεσα στάδια, με τον κόσμο του Κεφαλαίου.
Οι διαπιστώσεις αυτές δεν σημαίνουν ότι δεν υπάρχουν ευρύτερα δημοκρατικά, εθνικά ή
οικουμενικά προβλήματα στη σύγχρονη εποχή - όπως ο νέος κρατικός αυταρχισμός, ο
ρατσισμός και ο νεοφασισμός, η διεθνής και εθνική ζώνη περιθωριοποίησης του τρίτου και
Τέταρτου Κόσμου, η δικτατορία της ενημέρωσης, η καταπίεση εθνικών και κοινωνικών
μειονοτήτων, το εκρηκτικό οικολογικό πρόβλημα κλπ. Σημαίνουν όμως ότι αυτά τα
δημοκρατικά προβλήματα όχι μόνο δεν μπορούν να λυθούν αλλά ούτε να
αμβλυνθούν και να αντιμετωπιστούν με αστικοδημοκρατικό ή ρεφορμιστικό τρόπο
αλλά μόνο με εργατική επαναστατική μορφή. Δεν είναι δυνατό να παλέψεις (σήμερα
περισσότερο από κάθε άλλη φορά) εναντίον της PAX AMERICANA στη Μέση Ανατολή αν
δεν παλεύεις ενάντια στον Αραφάτ και τον Χουσεϊν, όπως δεν είναι δυνατό να παλεύεις για
το οικολογικό πρόβλημα αν δεν παλεύεις ενάντια στις «Πράσινες επιχειρήσεις» τύπου
Greenpeace. Με άλλα λόγια, τα «πλατύτερα, δημοκρατικά προβλήματα» δεν απαιτούν και
«πλατύτερα, διαταξικά κινήματα», αλλά φορτίζουν με νέα, πιο πλούσια περιεχόμενα την
εργατική πάλη, δίνοντάς της καινούργιες διαστάσεις, βάθος και ωριμότητα, και
υπογραμμίζοντας από διάφορους δρόμους ότι το πιο επείγον, το πιο εκρηκτικό και το πιο
οικουμενικό δημοκρατικό πρόβλημα της εποχής μας είναι το κοινωνικό ζήτημα.

1.6. Το αργυρούν παραπέτασμα

Στο διάσημο έργο του «1984», ο Τζορτζ Όργουελ σκιαγραφεί μια εφιαλτική ολοκληρωτική
κοινωνία, που χρησιμοποιεί υπερσύγχρονη τεχνολογία για να ελέγχει και την παραμικρή
δραστηριότητα, συμπεριφορά, επιθυμία, ακόμα και την ίδια τη σκέψη των υπηκόων της.
Η απαισιόδοξη προφητεία του Όργουελ, που γράφτηκε στο απόγειο της δύναμης του
Σταλινισμού, δεν επαληθεύτηκε. Αντίθετα, το τέλος του αιώνα βρίσκει τον κοινοβουλευτισμό
να κυριαρχεί στις ισχυρότερες χώρες του πλανήτη και να αποτελεί το πρότυπο που
καθοδηγεί την πολιτική εξέλιξη των περισσότερων από τις υπόλοιπες,
συμπεριλαμβανομένων και των ανατολικών. Ποτέ, στους δύο αιώνες από τη Γαλλική
Επανάσταση, δεν ήταν πιο εδραιωμένοι, σε παγκόσμια κλίμακα, οι θεσμοί της αστικής,
αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Κι όμως, μια νέου τύπου δικτατορία της σκέψης ρίχνει τη βαριά σκιά της στις σύγχρονες
κοινωνίες. Μια ανομολόγητη απολυταρχία, που κηρύσσει «εκτός νόμου» όχι τις πολιτικές
ελευθερίες αλλά τα κοινωνικά δικαιώματα, όχι τα αριστερά βιβλία, αλλά τις λαϊκές
διεκδικήσεις. Τα εκλογικά μας βιβλιάρια ζητάνε αχόρταγα νέες σελίδες, αλλά είναι τόσο
δύσκολο να ακούσεις από τα επίσημα ΜΜΕ μια φωνή υπέρ των αγροτών που κλείνουν
τους δρόμους, ή των καθηγητών που απεργούν, όσο σχεδόν θα ήταν κάτω από το ζυγό
κάποιων δικτατορίσκων με στολή και όχι με μικρόφωνο. Η καπιταλιστικά περιορισμένη
και μεταλλαγμένη παγκοσμιοποίηση της οικονομίας αναγορεύεται σε νέα θρησκεία,
η λιτότητα σε οικονομικό Σύνταγμα, ενώ οι αγωνίες και οι ελπίδες εκατοντάδων
εκατομμυρίων ανθρώπων, θυμάτων αυτής της ανθρωποβόρας «ανάπτυξης»,
βρίσκονται μαντρωμένες πίσω από ένα αόρατο, αλλά αδιαπέραστο «Αργυρούν
Παραπέτασμα». Ένας νέος ολοκληρωτισμός, που δεν παρελαύνει πομπώδης πάνω
σε ερπύστριες, αλλά μας περικυκλώνει σαν δηλητηριασμένη ατμόσφαιρα στο
καθημερινό μαγγανοπήγαδο της επιβίωσης, αυτός ο νέος «μοριακός»
ολοκληρωτισμός της οικονομικής φρίκης, να πιο είναι το πραγματικό δημοκρατικό
πρόβλημα της εποχής μας!
Η αλήθεια είναι ότι η «ροπή προς την πολιτική αντίδραση», προς τη μια ή την άλλη
μορφή ολοκληρωτισμού, την οποία αναγνωρίζει ο Λένιν για τον ιμπεριαλισμό της εποχής
του, είναι σύμφυτη με τον ίδιο τον καπιταλισμό, μόνο που σε κάθε ιστορική του φάση
εκφράζεται με διαφορετικό τρόπο.
Στον καπιταλισμό γενικά, το Κεφάλαιο επιβάλλεται πάνω στην εργασία όχι τόσο με την
εξωοικονομική, πολιτική βία, δηλαδή με την κρατική καταστολή που νομιμοποιείται μέσω
των κομμάτων και της καθολικής ψηφοφορίας, όσο σε τελευταία ανάλυση κυρίως με τον
πρωτογενή οικονομικό καταναγκασμό των σχέσεων εκμετάλλευσης. Η πολιτική
αυτονομείται σχετικά απ’ την οικονομία και οι νόμοι της τελευταίας αποτελούν την κύρια
μορφή της «αυτόματης» αναπαραγωγής του συστήματος. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το
πρώτο στάδιο του καπιταλισμού. Είναι μια εποχή άγριας εκμετάλλευσης της εργατικής
δύναμης, που όχι απλώς παράγει υπεραξία για τους καπιταλιστές, αλλά αμείβεται συχνά και
πολύ κάτω από την ίδια την αξία της. Στο πρώτο στάδιο η μεγάλη βιομηχανία καθιερώνει
την κυριαρχία της σχετικής υπεραξίας αλλά διατηρεί σε υψηλά επίπεδα μορφές απόλυτης
υπεραξίας και σφετερισμού των αναγκαίων ορίων επιβίωσης των εργατών. Την περίοδο
αυτή, η οποία περιγράφεται με τα πιο γλαφυρά χρώματα από τον Ενγκελς στην
«Κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία», ο εργάτης βρίσκεται ακόμα σε κατάσταση
κυνηγημένου ζώου που αγωνίζεται για την στοιχειώδη επιβίωση, δουλεύοντας συχνά 10, 12
ή και 14 ώρες τη μέρα. Έτσι, το βασικό δημοκρατικό πρόβλημα στην ημερήσια διάταξη είναι
το κοινωνικό ζήτημα με κυρίαρχη αιχμή την προστασία της εργατικής δύναμης από την
χωρίς όρια καταλήστευση και της τελευταίας ζωτικής της ικμάδας, ένα αίτημα που
εκφράζεται πριν απ’ όλα στην πάλη για περιορισμό του εργάσιμου χρόνου.
Το επόμενο (ιμπεριαλιστικό) στάδιο του καπιταλισμού, είναι η κατεξοχήν «εποχή
της πολιτικής». Με την ανάπτυξη των μονοπωλίων και τη σύμφυσή τους με το κράτος, με
την κοινωνικοποίηση της παραγωγής η οικονομία, σύμφωνα με την έκφραση του Λένιν
γίνεται «εποικοδόμημα». Αυτό απ’ τη μια ωριμάζει τους όρους για αντικαπιταλιστικούς
κοινωνικούς μετασχηματισμούς μέσα απ’ την πολιτική επανάσταση της εργατικής
τάξης και την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας αλλά απ’ την άλλη μεριά δημιουργεί
αυταπάτες για τις αυτόνομες δυνατότητες της πολιτικής κρατικής σφαίρας απέναντι
στο καθοριστικό πεδίο των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων. Σπρωγμένοι από την
πίεση του ταξικού τους αντιπάλου, αλλά και λόγω του ανταγωνισμού τους με τα άλλα
καπιταλιστικά κράτη, που συχνά φτάνουν στην πολεμική σύρραξη, οι αστοί κάθε χώρας
αναθέτουν ολοένα και περισσότερο τη διαχείριση των γενικών τους υποθέσεων στους
πολιτικούς τους υπαλλήλους, γιγαντώνοντας την κρατική γραφειοκρατία και το κομματικό
κράτος. Στην αστική τροχιά αυτονόμησης του κρατικού και κομματικού συστήματος και της
πολιτικής παρασύρουν και το προλεταριάτο, που βλέπει τη δυνατότητα να βελτιώσει
ουσιαστικά τη θέση του μέσω των μαζικών εργατικών κομμάτων και των γενικών εκλογών.
Η επιδίωξη αυτή είναι ρεαλιστική, στο έδαφος των νέων δεδομένων της καπιταλιστικής
οικονομίας. Χωρίς να αποσύρεται από το προσκήνιο περιορίζεται το ειδικό βάρος της
απόλυτης υπεραξίας (δηλαδή, η προσπάθεια για παράταση της εργάσιμης ημέρας, για
εντατικοποίηση της δουλειάς, για καθήλωση των αμοιβών κλπ), το κέντρο βάρους
μετατοπίζεται ακόμα πιο αποφασιστικά στη σχετική υπεραξία, δηλαδή στην αύξηση της
παραγωγικότητας της εργασίας μέσω της εντατικής αξιοποίησης της τεχνολογίας, της
ορθολογικότερης οργάνωσης της παραγωγής κ.ά. Η εργατική δύναμη τείνει να πουλιέται
στην αξία της, πράγμα που δεν είναι ασυμβίβαστο με το γεγονός ότι ο βαθμός
εκμετάλλευσης ανεβαίνει αλματωδώς: απλούστατα, η παραγωγικότητα της εργασίας
μεγαλώνει πολύ πιο γρήγορα από τα μεροκάματα. Το «κοινωνικό κράτος» ή «κράτος
πρόνοιας» είναι το θεσμικό επιστέγασμα αυτής της τάσης, ιδιαίτερα στη φάση στερέωσης
του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού μετά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και τη συντριβή του
φασισμού.
Αυτήν ακριβώς την περίοδο γενικεύεται το εκλογικό δικαίωμα, κατά κανόνα όχι με
πρωτοβουλία των κυρίαρχων αλλά κάτω από την πίεση των κυριαρχούμενων (στην
Ελλάδα, όπως είναι γνωστό, οι γυναίκες ψήφισαν πρώτη φορά στις εκλογές που οργάνωσε
το ΕΑΜ στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής). Τα μαζικά εργατικά κόμματα, σοσιαλιστικά
και κομμουνιστικά, σημειώνουν σοβαρές εκλογικές επιτυχίες, κάποτε μάλιστα
αναλαμβάνουν και κυβερνητικές ευθύνες. Στις συνθήκες αυτές, η πολιτική διαπάλη, που
μέχρι τότε ήταν σχετικά αποφασιστική πλευρά του καθοριστικού πεδίου των
κοινωνικών συγκρούσεων, αυτονομείται «υπερβολικά» από τις σχέσεις ιδιοκτησίας,
αποκτώντας μια αυτοτέλεια χωρίς προηγούμενο στα χρονικά των εκμεταλλευτικών
κοινωνιών. Αυτή η τάση παρασύρει και το εξαρτημένο εργατικό κίνημα. Ο
«πολιτικισμός», η δράση των εργατικών εκπροσώπων υποκαθιστά σε μεγάλο βαθμό
την πολιτική πάλη των μαζών, σαν αποτέλεσμα της υπόκλισής του στις αστικές
μορφές αυτονόμησης της πολιτικής.
Στο νέο τοπίο, η εργατική τάξη τείνει να αιχμαλωτισθεί από τα ίδια τα όπλα που
κατασκεύασε για να πολεμήσει το Κεφάλαιο, δηλαδή από το δίκτυο των πολιτικών και
μαζικών της οργανώσεων, οι οποίες εξελίσσονται σε βασικούς μοχλούς ενσωμάτωσης.
«Ρεφόρμ - Χλωροφόρμ» (οι μεταρρυθμίσεις είναι χλωροφόρμιο) έγραψαν, όχι χωρίς κάποια
δόση αλήθειας, οι εξεγερμένοι εργάτες και φοιτητές το Μάη του ΄68. Το κυρίαρχο
«δημοκρατικό» πρόβλημα που τίθεται σ’ όλη αυτή την ιστορική περίοδο είναι ο σφετερισμός
ο εκφυλισμός η «αποκοινωνικοποίηση» της πολιτικής και των πολιτικών ελευθεριών από
την αστική τάξη, που άλλωστε δεν το έχει σε τίποτα να βγάλει κάτω από το τραπέζι το
πιστόλι του φασισμού όταν το επικίνδυνο παιχνίδι της πολιτικής ξεφεύγει από τον έλεγχό
της, όπως έδειξε δεκάδες φορές ο αιώνας που φεύγει.
Την ίδια περίοδο απέναντι στο ζήτημα του εκδημοκρατισμού της πολιτικής, που
συνδέεται αλλά και μ’ ένα τρόπο επικαλύπτει την οικονομικοκοινωνική αντίθεση, μπορούν
να δοθούν δύο διαφορετικές απαντήσεις που βρίσκονται σε ενότητα και αντίθεση μεταξύ
τους: Απ’ τη μια είναι η μεταλλαγμένη αστικοδημοκρατική απάντηση (όχι με την παλιά
επαναστατική έννοια αλλά με την συναινετική ρεφορμιστική φιλομονοπωλιακή έννοια) και
απ’ την άλλη η προλεταριακή.
Τα εργατικά κόμματα και κινήματα της εποχής δεν έλυσαν το ζήτημα του
εκδημοκρατισμού της πολιτικής με προλεταριακό τρόπο αλλά μετατράπηκαν σε ουρά της
μεταλλαγμένης αστικοδημοκρατικής απάντησης. Δεν πρόβαλαν τη λύση του δημοκρατικού
ζητήματος είτε «επαναστατικά μεταρρυθμιστικά», σε περιόδους σχετικής σταθερότητας του
συστήματος, με τον ταξικό διαχωρισμό του περιεχομένου και των μεθόδων της εργατικής
πολιτικής και ιδιαίτερα με το διαχωρισμό της σχέσης της απέναντι στο καθοριστικό ζήτημα
της αλλαγής των κοινωνικών δομών, είτε «επαναστατικά - επαναστατικά», σε περιόδους
κρίσεων, με την επιδίωξη του ριζικού μετασχηματισμού του κράτους και των κοινωνικών
σχέσεων από μέρους των επαναστατικών οργάνων της εργατικής πολιτικής. Περιορίστηκαν
στη ρηχή γραμμική πλειοδοσία για το βάθεμα του αστικού δημοκρατισμού και στην επιδίωξη
των κοινοβουλευτικών συσχετισμών και πάνω απ’ όλα εγκλωβίστηκαν στην αστική μορφή
της αυτονόμησης των κομμάτων και της πολιτικής απ’ την κοινωνική πολιτική πλευρά της
ταξικής πάλης. Προώθησαν έτσι τον πολιτικό και οικονομικό εξαγνισμό του αστικού
κράτους, αναγορεύοντάς το σε βασικό μοχλό του πολιτικού και οικονομικού
εκδημοκρατισμού ενώ παράλληλα μετέτρεψαν το εργατικό κίνημα σε υποβαθμισμένο
«προκοινοβουλευτικό» μηχανισμό πίεσης.
Μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις μη ανεπτυγμένων χωρών που το δημοκρατικό ζήτημα
συνδεόταν στενά με επαναστατικές αστικοδημοκρατικές απαιτήσεις, ορισμένα κινήματα της
εποχής κατάφεραν, μέχρι ενός ορισμένου σημείου, να προωθήσουν επαναστατικές λύσεις.
Αλλά κι αυτά δεν ξέφευγαν απ’ τη γενικότερη παθογένεια «της εργατικής πολιτικής με
αστικό τρόπο», πράγμα που είχε αποφασιστικής σημασίας αρνητικές επιπτώσεις στους
μετέπειτα συσχετισμούς της επαναστατικής μεταβατικής περιόδου.
Ο σημερινός «τρίτος γύρος» του διεθνούς καπιταλισμού σημαδεύεται από ένα
είδος «επιστροφής» των κυρίαρχων κύκλων στον άμεσο, χωρίς μεσολαβητές,
οικονομικό κοινωνικό καταναγκασμό και τη συρρίκνωση ή έστω τον περιορισμό της
πολιτικής σφαίρας. Τα πιο προωθημένα πειράματα τύπου Μπερλουσκόνι, αλλά και η
γενικευμένη υποχώρηση-αποϊδεολογικοποίηση των πολιτικών αντιπαραθέσεων μέσα σε
ένα κλίμα ψυχρής τεχνοκρατικής συναίνεσης σ΄ όλες τις δυτικές χώρες, είναι ασφαλείς
ενδείξεις για τη γενική κατεύθυνση των πραγμάτων.
Οι νέες ηγετικές δυνάμεις του κεφαλαίου πρωτοστατούν αντικειμενικά στην αστική
εκστρατεία περιορισμού της δευτερότερης πλευράς της πολιτικής που είναι η
εκπροσώπηση πανκοινωνικών συμφερόντων και ισορροπιών. Με την έξαρση του
ανταγωνισμού, την ιδιωτικοποίηση και βιομηχανοποίηση των βασικών πλευρών του
κράτους προνοίας αλλά και των πιο βασικών τομέων των ιδεολογικών πολιτιστικών
πολιτικών εκπαιδευτικών ακόμα και κατασταλτικών μηχανισμών, το «εποικοδόμημα»
μετατρέπεται με νέο τρόπο σε «οικονομία». Το «εποικοδόμημα» ξαναγυρνά στη βάση των
οικονομικών κοινωνικών σχέσεων για να αντλήσει νέες δυνάμεις υπέρ της συνολικής
ταξικής κυριαρχίας του κεφαλαίου.
Η αστική πολιτική τείνει, όλο και περισσότερο, να μετατρέπεται σε βιομηχανία του
θεάματος. Κι ενώ αυτό της δίνει πλατύτερες δυνατότητες απ’ την άλλη απομυστικοποιεί τις
βαθύτερες σχέσεις της. Διαμορφώνονται πια ώριμες συνθήκες μέσα στις οποίες το
εργατικό κίνημα μπορεί να έρθει σε ρήξη με τον «πολιτικισμό» και το
«θεωρητικισμό» του παρελθόντος, όπως αντίστοιχα (τηρουμένων των αναλογιών)
ήρθε σε ρήξη με τον «οικονομισμό» του στις αρχές του αιώνα.
Δύο είναι οι αντικειμενικοί παράγοντες που ευθύνονται γι αυτή την στροφή. Ο πρώτος
είναι η κρίση της απόσπασης σχετικής υπεραξίας, που αντανακλάται στην αυξημένη
νευρικότητα της παγκόσμιας οικονομίας από το πετρελαϊκό κραχ του 1972 και μετά. Στη νέα
εποχή των ισχνών αγελάδων (εννοείται, ισχνών όχι για τους μεγαλοκαπιταλιστές αλλά για
τα μέσα ποσοστά κέρδους των επιχειρήσεων), το παγκόσμιο σύστημα αναγκάζεται να
καταφύγει σε νέους συνδυασμούς απόσπασης υπεραξίας που συνθέτουν τις πιο
προωθημένες, ραφιναρισμένες και ανώτερες μορφές σχετικής υπεραξίας και
εκμετάλλευσης, με μια «επιστροφή» σε νεοβάρβαρες μεθόδους απόλυτης υπεραξίας. Το
κοινωνικό κράτος κατεδαφίζεται και η εργατική δύναμη πουλιέται πολύ κάτω από την αξία
της. Έναν αιώνα μετά το Σικάγο, το 8ωρο αποτελεί άπιαστο όνειρο για ένα μεγάλο, διαρκώς
διευρυνόμενο κομμάτι των εργαζομένων που αναγκάζονται να δουλεύουν σε δύο ή και σε
τρεις δουλειές, ενώ την ίδια ώρα εκατομμύρια άνθρωποι συνθλίβονται από την ανεργία.
Αυτό σημαίνει ότι το κεφάλαιο σφετερίζεται ξανά όχι μόνο τον πρόσθετο αλλά και
μέρος του αναγκαίου χρόνου εργασίας - δηλαδή, του χρόνου που χρειάζεται κατά
μέσο όρο ο εργαζόμενος για να εξασφαλίσει την απλή επιβίωσή του, με βάση το
ιστορικά διαμορφωμένο επίπεδο των αναγκών του. Όλα αυτά ροκανίζουν τα κλαδιά
του ίδιου του αστικού πολιτικού συστήματος.
Ο δεύτερος παράγοντας βρίσκεται στην επανάσταση που πραγματοποιείται με
αντιφατικό καπιταλιστικό τρόπο στις παραγωγικές δυνάμεις και ιδιαίτερα στην επίδραση της
Πληροφορικής, που επιταχύνει σε ιλιγγιώδη ρυθμό την κυκλοφορία του Κεφαλαίου, δίνοντας
στον ανταγωνισμό μεταξύ των καπιταλιστών τα χαρακτηριστικά της μόνιμης, υστερικής
υπερέντασης. Μια πρόσφατη ένδειξη για το πόσο αστρονομικά κεφάλαια «παίζονται» κάθε
μέρα, κάθε ώρα, από τους υπερεθνικούς κολοσσούς, έδωσε η πρόσφατη νικηφόρα απεργία
των 180.000 οδηγών της αμερικανικής UPS, που μέσα σε δύο εβδομάδες απεργίας είχε
ζημιές 600 εκατομμυρίων δολαρίων - και που να σκεφτεί κανείς τι θα σήμαινε μια ανάλογη
απεργία στη ΜΙCROSOFT του Γκέϊτς!
Στο νέο τοπίο της «άγριας Δύσης», η παραδοσιακή μορφή της πολιτικής είναι ένα
περιττό βάρος για το σύστημα. Η κρίση της σχετικής υπεραξίας φέρνει αναπόφευκτα
και μια κρίση ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης, ενώ η τρομακτική επιτάχυνση του
ανταγωνισμού δημιουργεί μια ακατανίκητη ροπή για ένα «κοινωνικό φασισμό» νέου
τύπου, για σταθερούς, μακροπρόθεσμους κανόνες παιχνιδιού, για «κατάργηση», με
ένα τρόπο της πολιτικής, των παθών και των αβεβαιοτήτων της. Η «συναίνεση» δεν
είναι μόνο ένα ιδεολόγημα των γκρίζων αχυράνθρωπων που μας κυβερνάνε, είναι και μια
ζωτική ανάγκη του συστήματος. Και αν δεν υπήρχαν το Μάαστριχ και η Ολυμπιάδα, κάποια
άλλα άλλοθι για την επιβολή μιας συναινετικής ταφόπλακας πάνω στα κοινωνικά
δικαιώματα θα εφεύρισκαν. Έτσι, το παγκόσμιο σύστημα ξαναγυρίζει σε ανώτερο επίπεδο
στον πιο άμεσο και βαθύτερο κοινωνικό οικονομικό καταναγκασμό, στην τρομοκρατία της
ανεργίας και της περιθωριοποίησης, εξοστρακίζοντας τους πολιτικούς του υπαλλήλους σε
ρόλους διαχειριστών μίας χρήσεως. Το ολιγαρχικό όραμα του Πλάτωνα για μια Πολιτεία
όπου θα νομοθετούν και θα εξουσιάζουν οι «άριστοι» βρίσκει την πραγμάτωσή του, μόνο
που στο ρόλο των «αρίστων», αντί των φιλοσόφων, των μαθηματικών και των ποιητών,
φιγουράρουν οι τραπεζίτες, οι βαρόνοι των ΜEDIA και οι μηχανικοί της εκμετάλλευσης.
Να λοιπόν που, κατά μια σατανική ειρωνεία της μοίρας, η περίφημη τελική «κατάργηση
του Κράτους και της πολιτικής», που επαγγέλθηκε πρώτος ο μαρξισμός, τείνει να
προωθείται με εξαμβλωματικό τρόπο όχι από τον σοσιαλισμό ή τον αναρχισμό, αλλά από
τον...πολυεθνικό καπιταλισμό! Αλλά ουδέν κακόν αμιγές καλού. Η απαλλοτρίωση της
πολιτικής από τα δεξιά, από τους τεχνοκράτες του Κεφαλαίου, ωθεί το εργατικό
κίνημα, το θέλει δεν το θέλει, στην εκ νέου «κοινωνικοποίηση»,στον ουσιαστικό
προλεταριακό «εκδημοκρατισμό» της πολιτικής, στην επαναφορά της στο «φυσικό»
πεδίο της εργατικής πάλης, τις σχέσεις ιδιοκτησίας και εκμετάλλευσης.
Αν όμως η πλευρά της αστικής πολιτικής που σχετίζεται με τις κοινωνικές ανάγκες και την
κοινωνική ενσωμάτωση των λαϊκών τάξεων συρρικνώνεται με κινηματογραφικές ταχύτητες,
η άλλη, η κυρίαρχη σκοτεινή της πλευρά, εκείνη που έχει να κάνει με τους μηχανισμούς
καταστολής και ιδεολογικής ενσωμάτωσης και τρομοκρατίας σε εθνική και διεθνή κλίμακα,
όχι μόνο δεν ατροφεί αλλά γιγαντώνεται. Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις θυμίζουν συχνά
Οργουελιανά κάτεργα, και η κοινωνία της ηλεκτρονικής επιτήρησης οικοδομείται μέρα με τη
μέρα. Ελλείψει «εξωτερικής απειλής», οι υπερεθνικοί ιμπεριαλιστικοί μηχανισμοί τύπου
ΝΑΤΟ, ΔΕΕ, ΣΕΓΚΕΝ κ.ά., προβάλλουν απροσχημάτιστα πια σαν όργανα πλανητικής
τρομοκρατίας σε βάρος του «εσωτερικού εχθρού», δηλαδή της μισθωτής εργασίας, αλλά και
των εκατοντάδων εκατομμυρίων καταραμένων του Τρίτου Κόσμου, που αναμένεται να
πλημμυρίσουν, όταν φτάσουν στα έσχατα όρια της απόγνωσης, την «πολιτισμένη» Δύση.
Ήδη, το κυνήγι των Αλβανών είναι πιο ανεμπόδιστο από το κυνήγι του αγριογούρουνου. Οι
φυλακές, με τις ολοένα και πιο συχνές εξεγέρσεις τους, ασφυκτιούν, φιλοξενώντας όχι μόνο
το παραδοσιακό λούμπεν προλεταριάτο αλλά και ένα διευρυνόμενο τμήμα από τον
παραγωγικό κορμό της εργατικής τάξης που σπρώχνεται σε ακραίες καταστάσεις ανέχειας
και αδιέξοδου. Τις πολιτικές διώξεις του παρελθόντος αντικαθιστά η δρακόντεια νομοθεσία
του οικονομικού εγκλήματος, που δημιουργεί ένα ασφυκτικό πλέγμα γύρω από κάθε
μισθωτό, ικανό να τον συντρίψει ανά πάσα στιγμή. Μεθοδικά, υπολογισμένα, ο καθένας
οδηγείται στο να βιώνει την εξουθενωτική αίσθηση ότι είναι διαρκώς παράνομος,
ανυπεράσπιστος, στο έλεος του κάθε Ράμπο της Εφορίας, που μπορεί να τον χώσει στη
φυλακή επειδή καθυστέρησε μια βδομάδα τον ΦΠΑ, ή του όποιου τροχονόμου που μπορεί
να του πάρει τη μηχανή επειδή δεν φοράει κράνος, ή του δείνα «αξιολογητή», που μπορεί
να τον πετάξει από το σχολείο στο δρόμο, επειδή δεν του αρέσουν αυτά που λέει στους
μαθητές.
Μόνο που το μαχαίρι έχει δύο κόψεις. Το αντίτιμο που πληρώνει η αστική τάξη για τον
κοινωνικό της ολοκληρωτισμό, είναι να ζει κι η ίδια μέσα στον τρόμο και την ανασφάλεια, 24
ώρες το εικοσιτετράωρο, σαν καταχτητής σε εχθρική χώρα. Τα σπίτια των αστών, στα
Βόρεια Προάστια, έχουν κιόλας γίνει φρούρια υψηλής τεχνολογίας, χρυσά «Αλκατράζ» για
εθελοντές κρατούμενους. Μεγαλοδημοσιογράφοι των καναλιών δεν τολμάνε να πάνε από
τον ένα όροφο στον από κάτω χωρίς «μπόντιγκαρντ», ενώ στη Μόσχα κι ένα περίπτερο
ακόμα για να σταθεί, χρειάζεται δύο σεκιουριτάδες. Οι χώροι εργασίας αρχίζουν να θυμίζουν
πολεμικά μέτωπα. Το 1992, σημειώθηκαν 110.000 πράξεις βίας σε εργοστάσια και
επιχειρήσεις των ΗΠΑ, όπου 750 άτομα δολοφονήθηκαν από πυροβολισμούς. Την
πενταετία 1989 - 1994 οι δολοφονίες αφεντικών τριπλασιάστηκαν, για να γίνουν η ταχύτερα
ανερχόμενη κατηγορία του κοινού εγκλήματος. Που να τόξερε ο Μαρξ ότι θα επαληθευόταν
τόσο κυριολεκτικά όταν έγραφε ότι «η αστική τάξη παράγει πρώτα απ΄ όλα τους
νεκροθάφτες της»!

1.7. Η κατάργηση του καπιταλισμού από τον ... καπιταλισμό!

Ευτυχώς, δεν τους παράγει μόνο με μια τόσο «ρεαλιστική», αλλά και με μια πιο
δημιουργική έννοια. Είναι η ίδια η ανάπτυξη του καπιταλισμού, μ’ όλη της την κοινωνική
βαρβαρότητα, που δημιουργεί τις πρώτες ύλες για την ελεύθερη κοινωνία των καλύτερων
ονείρων μας. Ο σοσιαλισμός δεν αναπτύσσεται από το μηδέν, όπως η Αθηνά από το κεφάλι
του Δία. Ό,τι στον κομμουνισμό είναι αναγκαίο, εμφανίζεται ήδη σαν τάση, έστω
διαστρεβλωμένη, ευνουχισμένη ή εξαμβλωματικά μεταλλαγμένη, στην ώριμη καπιταλιστική
κοινωνία. Κι αντίστροφα: Η τελική αποτυχία ως προς την πορεία προς το σοσιαλισμό -
κομμουνισμό των πρώτων σοσιαλιστικών πειραμάτων, από την Κομούνα ως τον
Οκτώβρη μέχρι το Βιετνάμ και την Κίνα (παρά την τεράστια ιστορική τους αξία), δεν
μπορεί, σε τελευταία ανάλυση, να χρεωθεί στα αναμφισβήτητα λάθη των
επαναστατικών πρωτοποριών, αλλά στην ελλιπή ωρίμανση των υλικών,
αντικειμενικών και επόμενα τελικά και των υποκειμενικών προϋποθέσεων της ίδιας
της εργατικής τάξης, του επαναστατικού υποκειμένου για τον κομμουνισμό. Άλλο
ζήτημα αν οι πρωτοπορίες αυτές και τα εργατικά κινήματα ασφαλώς μπορούσαν, με
διαφορετικές επιλογές, να κληροδοτήσουν καλύτερους συσχετισμούς στις επόμενες
γενιές. Μπορούσαν να διατηρήσουν, έστω με τεράστιες δυσκολίες την παγκόσμια
επαναστατική διαδικασία μετά το άλμα του Οκτώβρη. Μπορούσαν να επιταχύνουν
τους μετασχηματισμούς και τις τάσεις που σπάνε το καπιταλιστικό περίβλημα,
ενόψει και των επερχομένων ανώτερων σταδίων ανάπτυξης των αντιφάσεων του
συστήματος και της επαναστατικής δυναμικής της εργατικής τάξης.
Αυτό που πάνω απ’ όλα χαρακτηρίζει την αντικειμενική εξέλιξη του σύγχρονου
καπιταλισμού είναι η αντιφατική επαναστατική διαδικασία στην ανάπτυξη των παραγωγικών
δυνάμεων. Η επανάσταση αυτή έχει τη σημασία που είχε η εμφάνιση της ατμομηχανής για
το πρώτο στάδιο του καπιταλισμού, και ο εξηλεκτρισμός για το δεύτερο. Όταν
αναφερόμαστε στην επανάσταση στα παραγωγικά μέσα και στην παραγωγική
δύναμη της εργασίας δεν εννοούμε την απλή εμπορική ή παραγωγική εκμετάλλευση
των όποιων τεχνολογικών επιτευγμάτων, αλλά την ακατανίκητη τάση «πυρηνικής
σύντηξης» της επίσημης - και ιδίως της Πληροφορικής, των τηλεπικοινωνιών, των
νέων υλικών, και της βιοτεχνολογίας - με την καπιταλιστική οικονομία. Μια τάση που
αναγκάζει την αστική τάξη να ανατρέπει διαρκώς τις ίδιες τις συνθήκες της καπιταλιστικής
παραγωγής, και της όλης κοινωνικής ζωής, καθώς οι «νέες δυνάμεις» που
απελευθερώνονται από την ανάπτυξη του συστήματος, σαν τα δαιμόνια του μαθητευόμενου
μάγου στο γνωστό παραμύθι, ασφυκτιούν μέσα στο στενό περίβλημα των εκμεταλλευτικών
σχέσεων. Ο καπιταλισμός της εποχής μας φέρνει στην επιφάνεια, περισσότερο από κάθε
άλλη φορά, νέες δυνατότητες αλλά και κοινωνικές σχέσεις που εκφράζουν με στρεβλό
τρόπο την τάση διάλυσης των σχέσεων της ατομικής ιδιοκτησίας και του συνολικού
εκμεταλλευτικού τρόπου παραγωγής. Αυτή η «πυρηνική σύντηξη» της επιστήμης με την
παραγωγή επιταχύνει τρομακτικά την κυκλοφορία του Κεφαλαίου, δίνει τεράστια ώθηση στη
συσσώρευσή του και απαιτεί δαπανηρότατες επενδύσεις στα πεδία της έρευνας και
προώθησης των προϊόντων.
• Όλοι αυτοί οι παράγοντες αυξάνουν επικίνδυνα το επιχειρηματικό ρίσκο και απαιτούν
συνειδητό κοινωνικό σχεδιασμό ώστε να εξασφαλίζεται η αντιστοιχία των παραγόμενων
εμπορευμάτων με τις κοινωνικές ανάγκες, πράγμα κατά βάση αδύνατο σε συνθήκες
«ελεύθερης αγοράς». Το ίδιο το θεμέλιο της αγοράς, δηλαδή η παραγωγή εμπορευμάτων,
υπονομεύεται καίρια από την νέα σχέση επιστήμης - παραγωγής, και ειδικά από την
Πληροφορική, που «απαιτεί» σαν τάση να παράγονται όχι ανταλλακτικές αξίες αλλά αξίες
χρήσης. Η τεράστιας κλίμακας κλοπή των προϊόντων «σόφτγουερ», που έχει
αποδιαρθρώσει τις αγορές και τους προϋπολογισμούς κολοσσών της Πληροφορικής,
πυροδοτώντας ακήρυκτους οικονομικούς πολέμους μεταξύ Αμερικής - Ευρώπης - Κίνας -
Ιαπωνίας, είναι μια χαρακτηριστική έκφραση αυτής της οξυνόμενης αντίφασης. Η επιστήμη
τείνει να γίνεται η δεσπόζουσα πλευρά στην παραγωγική διαδικασία μετατρέποντας την
εργασία σε δευτερότερο παράγοντα. Κι είναι ενδεικτικό ότι το άϋλο προϊόν της επιστήμης
και της γνώσης που καθοδηγεί την παραγωγή, το «πρόγραμμα παραγωγής» εμφανίζει
άμεσα και έντονα στοιχεία κρίσης του εμπορευματικού του χαρακτήρα και της υποταγής του
στο νόμο της αξίας.
• Στο μεταξύ, οι ακαταμάχητες δυνάμεις της ολοκλήρωσης και της παγκοσμιοποίησης
των οικονομιών, ανεξάρτητα αν παίρνουν τις ειδεχθείς μορφές του Μάαστριχτ, του Διεθνούς
Νομισματικού Ταμείου και των πολυεθνικών εταιρειών, εκφράζουν την κοινωνική τάση
αναγκαιότητα για κατάργηση των συνόρων και παγκόσμια συνεργασία, μια ανάγκη που
προσκρούει στην ύπαρξη ανταγωνιζομένων μέχρι θανάτου εθνικών κρατών, περιφερειακών
ολοκληρώσεων και ιμπεριαλιστικών κέντρων. Αυτά αποτελούν ιστορικά διαμορφωμένες
αναγκαίες μορφές έκφρασης της ανισόμετρης ανάπτυξης και του κοινωνικού
πολιτικού και εδαφικού διαχωρητισμού που επιβάλλουν οι ταξικές κοινωνίες και
ιδιαίτερα ο καπιταλισμός, σαν αποτέλεσμα του «καθυστερημένου» επιπέδου των
παραγωγικών δυνάμεων - παραγωγικών σχέσεων.
Ο καπιταλισμός σαν ανώτερο σύστημα της ταξικής εκμετάλλευσης και του ανταγωνισμού
προωθεί σε πιο ψηλό επίπεδο όλες τις εκφράσεις διάσπασης των κοινωνικών σχέσεων ενώ
απ’ την άλλη μεριά γεννά τις αντίθετες τάσεις. Σήμερα φαίνεται καθαρά ότι ο
καπιταλισμός, παρ’ όλη την πολυθρύλητη διεθνοποίηση, είναι ένα σύστημα που
εμποδίζει, που αδυνατεί να επιτύχει την παγκοσμιοποίηση και ότι αντιστρατεύεται τη
διεθνική ανάγκη που προκύπτει απ’ τη νέου τύπου σύνδεση του «πολιτισμού» με
την παραγωγή.
• Ακόμα και η μαζική ανεργία, και η ελαστική απασχόληση το πιο ολέθριο κοινωνικό
χαρακτηριστικό του νέου σταδίου του καπιταλισμού, δεν παύει να αντανακλά την ιστορική
τάση για αποφασιστική μείωση του χρόνου εργασίας και, τελικά, για κατάργηση της ίδιας
της αναγκαστικής εργασίας σαν βασικής κοινωνικής δραστηριότητας, σε μια κοινωνία
ελεύθερων, δημιουργικά δραστήριων ανθρώπων με «δούλους» τις μηχανές.
• Όσο για το πολιτικό εποικοδόμημα, η τάση «κατάργησης» της πολιτικής και των
ιδεολογιών σε όφελος του τεχνοκρατικού πραγματισμού εκφράζει, με αντιδραστικό βέβαια
τρόπο, την ανάγκη αντικατάστασης της πολιτικής, ως σχέσης εξουσίας πάνω σε
ανθρώπους, από την επιστημονικά και ηθικά θεμελιωμένη διαχείριση πραγμάτων (πόρων,
φυσικών αποθεμάτων κλπ.) στα πλαίσια μιας αυτοδιαχειριζόμενης κοινωνίας. Με δύο λόγια,
η σύγχρονη εκμεταλλευτική κοινωνία δικαιώνει την προφητική διατύπωση του Ένγκελς,
προς τα τέλη του προηγούμενου αιώνα, για την αντικειμενική τάση «κατάργησης του
καπιταλισμού μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού».
• Αλλά η πιο επαναστατική λειτουργία αυτής της αντιφατικής αφορά το ίδιο το υποκείμενο
της κοινωνικής αλλαγής, την εργατική τάξη, τα νέα χαρακτηριστικά της αλλοτρίωσής της.
Πολλά έχουν γραφτεί, από εκπροσώπους του κατεστημένου ή του μικροαστικού
σοσιαλισμού, για την υποτιθέμενη υπονόμευση των επαναστατικών δυνατοτήτων της
εργατικής τάξης από τις νέες παραγωγικές συνθήκες και τη νέα σχέση διανοητικής -
χειρονακτικής εργασίας. Μια μερίδα διανοητών θεωρεί ότι ο νέος κυρίαρχος κοινωνικός
διαχωρισμός δεν είναι κάθετος αλλά οριζόντιος, όχι δηλαδή ανάμεσα σε εκμεταλλευτές και
εκμεταλλευόμενους αλλά ανάμεσα στο «παλιό» και στο «καινούργιο», στους κατόχους της
γνώσης (κατ’ άλλους: τους «αναλυτές των συμβόλων») και στους μη κατόχους, στον
μοντέρνο, αναπτυσσόμενο κόσμο της υψηλής τεχνολογίας, και στα υπολείμματα της
παρακμάζουσας βιομηχανικής κοινωνίας. Η αριστερή παραλλαγή αυτής της σχολής σκέψης
απολυτοποιεί τις διαφορές στο εσωτερικό της εργατικής τάξης και αναζητά την κοινωνική
πρωτοπορία στη «νέα» εργατική τάξη της υψηλής τεχνολογίας, μόρφωσης και ειδίκευσης,
θεωρώντας την «παλιά» εργατική τάξη, στην καλύτερη περίπτωση, ικανή μόνο για μάχες
οπισθοφυλακών και αδιέξοδες, τυφλές εξεγέρσεις. Άλλοι στραβώνουν τη βέργα από την
ανάποδη, θεωρώντας φύσει και θέσει ενσωματωμένο τον βιομηχανικό κορμό της εργατικής
τάξης, και ιδιαίτερα τα πιο μορφωμένα και καλύτερα αμειβόμενα τμήματά της, διακρίνοντας,
στην καλύτερη των περιπτώσεων, κάποιες θολές ελπίδες κοινωνικής αφύπνισης μόνο στην
«κοινωνία του 1/3», στους άνεργους, στους νεόπτωχους, στην «άγρια νεολαία» του
TRAINSPOTTING και του «Μίσους», γενικότερα στον κοινωνικό «βυθό». Κοινός
παρονομαστής των δύο απόψεων είναι η ουσιαστική αμφισβήτηση της εργατικής τάξης σαν
τέτοιας, με αναπόδραστη συνέπεια την άρνηση της ιστορικής της προοπτικής.
Όσο κι αν οι απόψεις αυτές αντανακλούν στρεβλά ορισμένες πλευρές της σύγχρονης
πραγματικότητας, η κυρίαρχη κατεύθυνση της κοινωνικής εξέλιξης είναι, πιστεύουμε,
εντελώς διαφορετική. Οι νέες τεχνολογίες, και πρώτα απ’ όλα η Πληροφορική, οι αλλαγές
στην αντιφατική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων
εκφράζουν όχι μόνο μια επιστημονική και τεχνολογική επανάσταση, αλλά κυρίως την τάση
για μια βαθιά πολιτιστική επανάσταση στη μισθωτή εργασία. Ο υπολογιστής είναι το
πρώτο, μετά τον τροχό, «καθολικό» εργαλείο για τους παραγωγούς του πλούτου, ένα
εργαλείο που προορίζεται όχι μόνο για την άλφα ή τη βήτα δουλειά, για το τάδε ή το
δείνα επάγγελμα, αλλά, δυνητικά τουλάχιστον, για το σύνολο της υλικής παραγωγής,
ανάγοντας σε απλούστατες, κυριολεκτικά παιδαριώδεις, διαδικασίες καθήκοντα που
μέχρι χτες απαιτούσαν μεγάλη ειδίκευση και δεξιοτεχνία. Το ίδιο ισχύει για τα δίκτυα
των πληροφοριών, που κάνουν προσιτούς, και πάλι δυνητικά, όλους τους θησαυρούς του
κόσμου όχι για κάποιους προνομιακούς «αναλυτές συμβόλων» αλλά για το σύνολο του
εγγράμματου εργαζόμενου πληθυσμού, και γκρεμίζουν τους γεωγραφικούς περιορισμούς,
γιγαντώνοντας τις ήδη ασύλληπτες δυνατότητες της Πληροφορικής.
Αυτή η τάση για «πολιτιστική επανάσταση» στη μισθωτή εργασία θέτει για πρώτη
φορά επί τάπητος, όχι ως μεγαλοφυή ουτοπία κάποιων διανοούμενων, αλλά ως
χειροπιαστή δυνατότητα της εποχής μας, το πιο βαθύ ιστορικό αίτημα των
εκμεταλλευόμενων τάξεων από τη γέννηση του ανθρώπινου πολιτισμού: Το αίτημα
για κατάργηση του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, που ακρωτηριάζει την
ανθρώπινη ύπαρξη χωρίζοντας τον κόσμο σε χειρώνακτες και διανοούμενους,
διευθυντές και εκτελεστές, ιδιοκτήτες και ακτήμονες. Οι νέες τάσεις που προελαύνουν
στο σημερινό στάδιο του καπιταλισμού τείνουν να ανατρέπουν την παλιά, αποβλακωτική
«ειδίκευση της βίδας», απαιτώντας εργαζόμενους με ευρύτερη μόρφωση και πρωτοβουλία.
Ταυτόχρονα απομυθοποιούν, για πρώτη φορά τόσο καταλυτικά και σε τέτοια μαζική
κλίμακα, την πνευματική ηγεσία και το διευθυντικό προσωπικό, τους επιστάτες και τους
μάνατζερ, τελικά την ίδια την αστική τάξη, αφαιρώντας τους το πέπλο των «πολύπλοκων»
διοικητικών καθηκόντων με το οποίο κάλυπταν για αιώνες το κρυμμένο μυστικό της
εκμετάλλευσης, για να τους αφήσει γυμνούς, έτσι όπως τους γέννησε η κοινωνική τους
μήτρα: Σαν άχρηστα, βλαβερά παράσιτα που σφετερίζονται τον μόχθο και τις δεξιότητες
άλλων. Επιτέλους, ο εργαζόμενος για πρώτη φορά χειρίζεται τα ίδια εργαλεία - και μάλιστα
κατά κανόνα τα χειρίζεται πολύ καλύτερα - με τα αφεντικά του.
• Η διευθυντική λειτουργία σε όλα τα επίπεδα, από το επίπεδο της επιχείρησης
μέχρι το επίπεδο της εθνικής κυβέρνησης, και ακόμα πιο μακριά της Κομισιόν, χάνει
κάθε μυστικιστικό «αξιοκρατικό» άλλοθι, κάθε επίφαση «τεχνικής» αναγκαιότητας,
και προβάλλει όπως ακριβώς είναι: σαν σχέση σφετερισμού αυτής της αντιφατικής
επανάστασης στην παραγωγική δύναμη της αλλοτριωμένης εργασίας και
καταπίεσης.
Στις παραμονές της Οκτωβριανής επανάστασης ο Λένιν, στις καλύτερες από τις
καλύτερες στιγμές του σαν θεωρητικός του μαρξισμού, υποστήριζε τη δυνατότητα βαθμιαίας
κατάργησης του κράτους μετά τη νίκη της προλεταριακής επανάστασης λέγοντας ότι ο
ιμπεριαλισμός έχει κάνει τόσο απλή την οργάνωση της παραγωγής και των κοινωνικών
υποθέσεων, που ακόμα και μια καθαρίστρια θα μπορούσε να ασκεί χωρίς ιδιαίτερο κόπο τα
καθήκοντα της κρατικής διαχείρισης. Η ρωμαλέα του αισιοδοξία δεν επαληθεύτηκε: η
ρωσίδα «καθαρίστρια» είδε να αναβιώνει, μετά από μια σύντομη άνοιξη των Σοβιέτ, ο
σφετερισμός των δικαιωμάτων της από νέους «ειδικούς», «διευθυντές», αξιωματούχους και
κυβερνήτες. Αλλά ό,τι ήταν ανώριμο για την «καθαρίστρια» του 1917, είναι πέρα για πέρα
ώριμο για την γραμματέα, για τον προγραμματιστή ή για τον εργαζόμενο στο κέντρο
ελέγχου της ΔΕΗ του 1997. Με άλλα λόγια, για πρώτη φορά η εργατική τάξη προβάλλει στο
προσκήνιο, πιο ώριμη, όχι μόνο σαν δύναμη καταστροφής της παλιάς καπιταλιστικής
κοινωνίας, αλλά και σαν φορέας της γενικευμένης κοινωνικής αυτοδιαχείρισης. Και στον
ιστορικό ορίζοντα της Επανάστασης μπαίνει η ουσιαστική απαλλοτρίωση της
ατομικής ιδιοκτησίας μέσω της υπέρβασης, του βαθύτερου θεμέλιου της
εκμετάλλευσης, του ίδιου του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, σε εθνική και
διεθνή κλίμακα.
Φορέας αυτής της κοινωνικής κίνησης, και αποφασιστικής προτεραιότητας πεδίο δράσης
της επαναστατικής Αριστεράς, είναι πρώτα απ΄ όλα το νέο προλεταριάτο των σύγχρονων
συνδυασμών πνευματικής - χειρονακτικής εργασίας, το προλεταριάτο των επιχειρήσεων και
υπηρεσιών αιχμής αυτού του νέου «βιομηχανικού - επιστημονικού - τεχνολογικού
συμπλέγματος» της εποχής μας. Όχι το μορφωτικό του επίπεδο, αλλά η ίδια η θέση του στη
σύγχρονη παραγωγική διαδικασία, είναι που του δίνουν μια ιδιαίτερη στρατηγική σημασία,
ανάλογη με εκείνη που είχαν οι εργάτες της κλωστοϋφαντουργίας στην εποχή του Μαρξ και
οι χαλυβουργοί στην εποχή του Λένιν. Αλλά τον πρωτοπόρο επαναστατικό του ρόλο
αυτό το τμήμα δεν μπορεί να τον παίξει ανεξάρτητα και πολύ περισσότερο σε
αντιπαράθεση με το υπόλοιπο προλεταριάτο, παρά μόνο σαν μοχλός ενότητας και
ανοδικής κίνησης του συνόλου της τάξης, από την οποία δεν έχει άλλωστε
ανεξάρτητα αλλά ταυτόσημα συμφέροντα. Σε αντίθεση με τις διαδεδομένες θεωρίες των
«2/3» και του «υποπρολεταριάτου», η απειλή της περιθωριοποίησης δεν απειλεί μόνο την
«παλιά» εργατική τάξη των προβληματικών βιομηχανικών κλάδων, αλλά το σύνολο του
εργατικού πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένων κι αυτών που δουλεύουν στους πιο
προχωρημένους κλάδους τεχνολογικής καινοτομίας. Και αντίστοιχα οι μεταβολές στη
σχέση πνευματικής - χειρωνακτικής εργασίας με βάση τις νέες παραγωγικές
συνθήκες δεν μετασχηματίζουν μόνο το πνευματικά εργαζόμενο τμήμα της εργατικής
τάξης αλλά επηρεάζουν βαθιά και τον χαρακτήρα της χειρωνακτικής μερίδας του. Η
συνολική εργασία γίνεται πιο σύνθετη κι ο νέος κοινωνικός καταμερισμός και
διαχωρητισμός αναπτύσσεται πάνω σε ανώτερη βάση.
Στο πέρασμα του 20ου αιώνα η ανθρωπότητα γνώρισε «φωτεινές» επαναστάσεις όπου
ηγήθηκαν τολμηρές μειοψηφίες που εκπροσωπούσαν την αναπτυσσόμενη επαναστατική
τάση της τάξης, προωθώντας και υπερβαίνοντας συχνά τα όρια της εποχής τους, με
κορυφαία την Οκτωβριανή, και «πληβειακές», «παλλαϊκές» επαναστάσεις με τη σφραγίδα
της ιστορικής καθυστέρησης, σαν την ισλαμική επανάσταση του Ιράν ή τις εθνικιστικές
επαναστάσεις σε μια σειρά χώρες του τρίτου κόσμου. Σε μικρότερη κλίμακα, ο ιστορικός
αυτός «διχασμός» αναπαράγεται άπειρες φορές, στην καθημερινή κοινωνική διαπάλη
ακόμα και των πιο αναπτυγμένων χωρών: Από τη μια οι «άγριες απεργίες» χωρίς πολιτικό
στόχο και οι πορείες του «ενός εκατομμυρίου μαύρων» υπό τον αντιδραστικό ισλαμιστή
Λούις Φάραχαν, από την άλλη οι απομονωμένες πρωτοπορίες της σοσιαλιστικής θεωρίας
και του πολιτικού ακτιβισμού.
Αλλά το χτες ήταν χτες και το σήμερα είναι σήμερα. Αυτό που ξεχωρίζει την εποχή μας
από όλες τις προηγούμενες, είναι η μοναδική συνάντηση της καπιταλιστικής κρίσης (κρίσης
της απόσπασης σχετικής υπεραξίας) με την νέα σχέση της επιστήμης με την παραγωγή. Η
συνάντηση του ταξικού μίσους με την πρωτοπόρα γνώση, η σύνθεσή τους σε μια νέα
επαναστατική δημιουργικότητα που θα συνδυάζει την πιο τολμηρή φαντασία με τον πιο
νηφάλιο ρεαλισμό. Όλα γύρω μας «συνωμοτούν» για ένα ιστορικό ραντεβού της μάζας με
την σκέψη, του «πληβειακού» και του «συνειδητού», σε μια Επανάσταση που θα κάνει όλες
τις προηγούμενες να μοιάζουν με αδέξιες πρόβες.

1.8. Η κρίση του αστικού πολιτικού συστήματος

Παρά την ωρίμανση των αντικειμενικών τάσεων που προωθούν την κίνηση του
κομμουνισμού, η πολιτική ζωή των αναπτυγμένων βιομηχανικά κοινωνιών εμφανίζει, εδώ
και δύο δεκαετίες, ηρεμία νεκροταφείου: Ψηφίζω - ψηφίζεις - ψηφίζουμε ... αποφασίζουν! Το
διαμορφωμένο, μεταπολεμικά, δικομματικό σύστημα, που με την μία ή την άλλη παραλλαγή
σφραγίζει την πολιτική ζωή του Δυτικού κόσμου, εμφανίζεται, σε πρώτη ματιά, εξαιρετικά
ανθεκτικό στις κοινωνικές πιέσεις της νέας εποχής. Στην Ελλάδα, οι ανεμοστρόβιλοι του
Πολυτεχνείου και της μεταπολίτευσης - αντίλαλος των παγκόσμιων τεκτονικών τρανταγμών
της δεκαετίας του ΄60 με ορόσημο τον Μάη του ΄68 - εκφυλίστηκαν γρήγορα σε παροδικά
μπουρίνια, για να δώσουν τη θέση τους στον πολιτικό βάλτο. «Μαύρο πρόβατο» των
ΕΟΚικών και ΝΑΤΟικών εταίρων της μέχρι χτες, με την ενοχλητική παράδοση του
«πεζοδρομίου» και των μαζικών κομμάτων, της αντιιμπεριαλιστικής ρητορικής και του
«λαϊκισμού», η Ελλάδα του Σημίτη φιγουράρει ήδη σαν ο καλύτερος μαθητής του
Ευρωπαϊκού «εκσυγχρονισμού». Η πολυθρύλητη «δεύτερη μεταπολίτευση» έγινε τελικά
πολύ πιο εύκολα απ’ ότι θα περίμεναν και οι ίδιοι οι αρχιτέκτονές της, και οι «χαρισματικοί
αρχηγοί» έδωσαν εκόντες - άκοντες τη σκυτάλη στις δοτές μετριότητες.
Κάτω όμως από την επιφανειακή ηρεμία, τα υπόγεια ρεύματα της κρίσης διαβρώνουν,
αθόρυβα αλλά μεθοδικά, το γερασμένο πολιτικό οικοδόμημα. Από τα τέλη της δεκαετίας του
΄60 - αρχές της δεκαετίας του ΄70, το μεταπολεμικό πολιτικό μοντέλο των δυτικών χωρών
μπαίνει σε μια διαδικασία φθοράς και αμφισβήτησης, καθώς το παγκόσμιο σύστημα μπαίνει
σε ένα «μακρύ κύμα» κρίσης, που μεταφράζεται, στο πολιτικό επίπεδο, αφενός μεν ως
κρίση οικονομικής διαχείρισης, αφετέρου δε σαν κρίση κοινωνικής ενσωμάτωσης. Οι
ολιγαρχίες της Δύσης χρειάζονταν επειγόντως τη δική τους «περεστρόικα», που φυσικά δεν
είχε τίποτα το κοινό με την αβάσταχτη αυτοχειριαστική ελαφρότητα των ανατολικών τους
αντιπάλων.
Ο πρώτος γύρος αυτού του εγχειρήματος πραγματοποιείται κάτω από τις σημαίες και
τους νικηφόρους παιάνες του Ρηγκανισμού - Θατσερισμού. Σε αυτή τη φάση κυριαρχούν οι
«καταστροφικές» πλευρές της νεοφιλελεύθερης αντιμεταρρύθμισης, δηλαδή η κατεδάφιση
του σοσιαλδημοκρατικής έμπνευσης «κοινωνικού κράτους». Η ιδιωτικοποίηση είναι το ιερό
Ταλμούδ για τους νεοφώτιστους της καινούργιας πίστης. Το κληροδοτημένο μοντέλο
κοινωνικών συμμαχιών, που είχε οικοδομηθεί με άξονα τον κρατικό τομέα της οικονομίας
και τα πολιτικά κόμματα, δίνει τη θέση του στις άμεσες, χωρίς πολιτικούς «μεσίτες»,
συμμαχίες του Κεφαλαίου. Ωστόσο η «περεστρόικα» της Δύσης παραμένει ατελής, σ΄ αυτό
το στάδιο, καθώς η αστική τάξη κηρύσσει τον πόλεμο κατά του κράτους και της πολιτικής
γιγαντώνοντας το ... κράτος και την πολιτική: Η «σιδηρά κυρία» Θάτσερ χρειάζεται μια
επιθετική ιδεολογία, ένα ισχυρό, μαχόμενο συντηρητικό κόμμα, έναν υπερτροφικό
μηχανισμό καταστολής, ακόμα και ένα κλίμα εθνικιστικής υστερίας και έναν πόλεμο στα
Φόκλαντ για να προωθήσει τον κοινωνικό της οδοστρωτήρα στο σκληροτράχηλο έδαφος
των μεταπολεμικών εργατικών κατακτήσεων. Οι παρενέργειες είναι αναπόφευκτες: To
Εργατικό Κόμμα γνωρίζει μια απ’ τις πιο αριστερές στροφές της μεταπολεμικής ιστορίας του
και οι απεργίες - με ορόσημο την ηρωική απεργία των ανθρακωρύχων - δημιουργούν
ατμόσφαιρα μείζονος πολιτικής κρίσης με παγκόσμιο αντίκτυπο. Η τελική νίκη του
Θατσερισμού, στρατηγικής σημασίας δίχως αμφιβολία, είναι αν όχι Πύρρεια τουλάχιστον
ημιτελής, αφήνοντας πίσω της μεγάλα ερωτηματικά για την μακροπρόθεσμη αντοχή αυτού
του πολιτικού μοντέλου.
Από τα τέλη της δεκαετίας του ΄80 - αρχές της δεκαετίας του ΄90, το παγκόσμιο σύστημα
μπαίνει στον «δεύτερο γύρο» της πολιτικής του μεταμόρφωσης. Ένα κύμα σκανδαλολογίας
πνίγει όλες σχεδόν τις αναπτυγμένες χώρες στρεφόμενο εναντίον όχι μόνο των «ισχυρών
πολιτικών προσωπικοτήτων» της προηγούμενης περιόδου, από τον Μιτεράν και τον
Αντρεότι μέχρι τον Παπανδρέου και τον Μητσοτάκη, αλλά και του ίδιου του παλιού
κομματικού συστήματος, με πιο προχωρημένη, «καθαρή» μορφή την «επιχείρηση καθαρά
χέρια» στην Ιταλία, που πήρε χαρακτήρα ενδοαστικού «εμφύλιου», με χιλιάδες πολιτικούς
και ανώτερους κρατικούς παράγοντες να γεμίζουν τις ιταλικές φυλακές!
Σ΄ αυτή τη φάση, που φυσικά δεν θα ήταν δυνατή χωρίς το «κοινωνικό κεκτημένο» του
Ρηγκανισμού - Θατσερισμού, στόχος είναι όχι απλά η αλλαγή πολιτικής, αλλά η
υποβάθμιση συνολικά της πολιτικής και ιδεολογικής διαπάλης, στο πνεύμα του
μεταμοντέρνου τεχνοκρατικού «ολοκληρωτισμού» που έχει ανάγκη το σύστημα. Το βάρος
πέφτει τώρα όχι στα «καταστροφικά» αλλά στα «δημιουργικά» καθήκοντα της
νεοφιλελεύθερης αντεπανάστασης, με βασικό ζητούμενο τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού
μοντέλου που θα αντικαταστήσει αξιόπιστα και μακροπρόθεσμα το ετοιμόρροπο
δικομματικό σκηνικό. Την τάση αυτή εκφράζουν, με διάφορους τρόπους, τα ποικίλα
πειράματα που έρχονται κατά καιρούς, μετά φανών και λαμπάδων, στο προσκήνιο της
διεθνούς επικαιρότητας, όπως το «κόμμα-εταιρεία» του Μπερλουσκόνι, το «τρίτο κόμμα»
του Ρος Περό στις ΗΠΑ, το «κόμμα-κίνημα» των Πράσινων, τα κατατεμαχισμένα «κόμματα
ενδιαφερόντων» (κυνηγών, αυτοκινήτου, ακόμα και ... μπύρας!) στην Ελβετία και πάει
λέγοντας. Κάτω από το ίδιο πρίσμα πρέπει να δούμε και τις πιο σοβαρές απόπειρες
κατατεμαχισμού των παραδοσιακών κομμάτων, αλλά και την επικίνδυνη ερωτοτροπία με
τον ρατσισμό, τον εθνικισμό, τον τοπικισμό, ακόμα και τον φασισμό. Ωστόσο όλα αυτά τα
πειράματα έχουν τη σφραγίδα του σπασμωδικού και του προσωρινού, σε ένα φόντο
διαρκούς αβεβαιότητας και ανεπάρκειας. Οι κυρίαρχοι κύκλοι προς το παρόν
βολεύονται με τον αστερισμό της Κεντροαριστεράς, με τα κακέκτυπα των αριστερών
«κοινών προγραμμάτων», με τα κουρέλια του κυβερνητισμού και του κινηματικού
κοινοβουλευτισμού της αριστεράς μαζί με τα καθιερωμένα λίφτινγκ στα ήδη
εξαντλημένα πολιτικά και κομματικά τους σχήματα. Ενώ απ’ την άλλη πλευρά
επαγρυπνούν και προβληματίζονται για την μορφή, το περιεχόμενο και τις μεθόδους
επιβολής ενός νέου σαρωτικού αντιδραστικού πολιτικού πλαισίου που θα
ανταποκρίνεται στη βαρβαρότητα με «αναισθητικό και ευαισθησία» της σύγχρονης
εποχής. Η κρίση πολιτικής ενσωμάτωσης της εργαζόμενης πλειοψηφίας γίνεται η Αχίλλεια
φτέρνα των κατεψυγμένων διαχειριστών μιας χρήσεως, φέρνοντας διαρκώς με μεγαλύτερη
ένταση στο προσκήνιο την ανάγκη μιας θεαματικής τομής, που όμως παραμένει πολύ θολή
στα κεφάλια των διανοητών του συστήματος.
Αυτή την ανάγκη - αδυναμία εκφράζει, στην Ελλάδα, η επίμονη και μονότονη επανάληψη,
από το 1985 και μετά, των ηχηρών εκκλήσεων για μια «νέα μεταπολίτευση», «επανίδρυση»,
«συνταγματική μεταρρύθμιση» και πάει λέγοντας. Η ελληνική ιδιομορφία έγκειται στο
γεγονός ότι, λόγω της «ιστορικής καθυστέρησης» του πολιτικού εποικοδομήματος, οι
κυρίαρχοι κύκλοι έπρεπε να συνδυάσουν τα καθήκοντα του «πρώτου γύρου», του
Ρηγκανισμού - Θατσερισμού, με τον «δεύτερο γύρο» του τεχνοκρατικού ολοκληρωτισμού.
Αυτή η ιδιομορφία δημιούργησε την γκροτέσκα εικόνα να κηρύσσεται ο «εκσυγχρονισμός»
και οι «νέες ιδέες» από τις γερασμένες, ανακυκλωμένες φιγούρες της Αποστασίας και του
Ανένδοτου, προτού ωριμάσουν οι προϋποθέσεις για την παράδοση της σκυτάλης στη «νέα
γενιά» των ... εξηντάρηδων!
Η σημερινή εικόνα του παντοδύναμου Σημίτη που, Ολυμπιάδας βοηθούσης και Κολ
θέλοντος, θα κυβερνά αδιατάρακτα μέχρι το ... 2008 και βάλε, είναι σε βαθμό γελοιότητας
αφελής. Στην πραγματικότητα η αστική τάξη, όσο κι αν από τη σκοπιά της οικονομικής
διαχείρισης βολεύεται μια χαρά από τη σημερινή ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, καθόλου δεν έχει
παραιτηθεί από τα σχέδια ξαναμοιράσματος όλης της πολιτικής τράπουλας και δημιουργίας
μιας καινούργιας πολιτικής «βεντάλιας», σε συνέχεια, με πιο σοβαρό και συστηματικό
τρόπο, των πειραμάτων Σαμαρά και Τσοβόλα. Ήδη, τα δύο μεγάλα κόμματα εμφανίζονται
πολιτικά, ιδεολογικά, ακόμα και πολιτιστικά διχασμένα ανάμεσα σε «ευρωεκσυγχρονιστές»
και εθνικολαϊκούς, ενώ η ανυποληψία του εκσυγχρονιστικού «αριστερισμού» του ΣΥΝ και η
άγονη, αρτηριοσκληρωτική γραμμή της μικροαστικής εκπροσώπησης και του «κομματικού
πατριωτισμού» του ΚΚΕ αφήνουν επικίνδυνα κενά στην αριστερή άκρη του πολιτικού
«συνεχούς». Και όλα αυτά, σε μια χώρα που συνδυάζει τους κραδασμούς της
«μητρόπολης» και της «περιφέρειας», τον κοινωνικό πόλεμο με τις εκρηκτικές περιπλοκές
των εξωτερικών της σχέσεων, δίπλα σε ορισμένες από τις πιο ανήσυχες περιοχές του
πλανήτη.
Οι διαγραφές και οι κραδασμοί στη Νέα Δημοκρατία, οι καθαιρέσεις και οι ομαδοποιήσεις
στο ΠΑΣΟΚ, οι αντιπαραθέσεις μέσα στον ΣΥΝ και το ΚΚΕ γύρω από την κεντροαριστερή ή
την αντιιμπεριαλιστική αριστερή συμπαράταξη αντίστοιχα, αποκαλύπτουν τις διεργασίες, τις
αντιθέσεις και τις δυσκολίες γύρω από την πάση θυσία στήριξη του κλονιζόμενου σημιτικού
εκσυγχρονισμού απ΄ τη μια μεριά, και από την άλλη γύρω από την ομαλή αναδιάρθρωση
του πολιτικού και κομματικού συστήματος. Το γεγονός, άλλωστε, ότι ο «ακμαιότατος»
Μητσοτάκης αποτελεί την αιχμή του δόρατος για την ανανέωση και την αναδιάταξη του
πολιτικού συστήματος δείχνει το μέτρο των δυσκολιών και των κρισιακών φαινομένων που
αντιμετωπίζει η κυρίαρχη πολιτική στρατηγική.
Οι φιλολογικοί εκπρόσωποι της αστικής πολιτικής προωθούν μια ακατάσχετη υμνολογία
γύρω απ’ το θαύμα του Σημιτισμού προκειμένου να ξορκίσουν τα φαντάσματα του
κοινωνικού προβλήματος, να συσπειρώσουν και να πειθαρχήσουν όλες τις αστικές τάσεις
σε μια ενιαία στρατηγική. Ωστόσο, ούτε η πολυδιαφημισμένη πολιτική ρέντα και η
νεοανακαλυφθείσα «αποφασιστικότητα» και χαρισματικότητα του εκλεκτού τους, ούτε η
πειθήνια σύμπλευση της αντιπολίτευσης, ούτε ο νέος οργασμός της Ολυμπιακής Ιδέας,
μπορούν να εξασφαλίσουν την αδιατάρακτη μακροημέρευση του εκσυγχρονιστικού
«ευαγγελισμού».
Τα μεγάλα ξεσπάσματα των κοινωνικών αντιστάσεων και αγώνων των καθηγητών,
αγροτών, εργαζομένων, νεολαίας, του ’97, μπορεί να φαίνεται ότι κάμφθηκαν προσωρινά
αλλά έχουν αφήσει πολλούς ανοιχτούς λογαριασμούς σκέψης και δράσης. Οι, χωρίς
προηγούμενο, αντιδραστικές τομές που επιχειρούνται στα πεδία της εκπαίδευσης και της
παραγωγής και οι διαρκείς ανάγκες του συστήματος για επαναλαμβανόμενα κύματα
κοινωνικού πολέμου συσσωρεύουν νέο εκρηκτικό υλικό πάνω σ’ ένα απρόβλεπτο απόθεμα
λαϊκής αγανάκτησης.
Η αστική στρατηγική, που δεν απογειώθηκε με τη Μεγάλη Ευρώπη, το Μακεδονικό
Έπος και τον «ιερό πόλεμο» απέναντι στην τουρκική απειλή, δεν πρόκειται
ασφαλώς να εκτιναχθεί με το τρίπτυχο Μάαστριχτ - Λωζάνη - Μαδρίτη. Αντίστοιχα η
αβάσταχτη ελαφρότητα της Ολυμπιακής εκστρατείας αποτελεί δείγμα κρίσης της
αστικής στρατηγικής και θα ’χει την τύχη που έχουν όλες οι ανάλογες «δόξες» της
τηλεοπτικής βιομηχανίας. Το κοινωνικό πρόβλημα δεν μπορεί να παρακαμφθεί και
να εξοβελιστεί για μακρόχρονο διάστημα από τις πολιτικές σαπουνόπερες του
εκσυγχρονισμού. Όσοι απ’ το στρατόπεδο των κυρίαρχων κύκλων πιστεύουν ότι σ’ ένα
τέτοιο φόντο η πολιτική ζωή του τόπου, της Ευρώπης, του κόσμου θα συνεχίσει για πολύ
ακόμα να θυμίζει νυσταλέα «παράσταση για ένα ρόλο» θα ’χουν την τύχη των
ελαφρόμυαλων μικροαστών του Μαγιακόφσκι, που έκαναν σαββατιάτικο πικνίκ πάνω σε
πυριτιδαποθήκη.
Η ανάγκη της επαναθεμελίωσης της εργατικής πολιτικής μπορεί να φαντάζει χλωμή έως
ουτοπική, με βάση τις μέχρι τώρα ατελέσφορες και αδύναμες διεθνείς και εθνικές
προσπάθειες. Αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί, όλο και περισσότερο, μονόδρομο για τη
στοιχειώδη υπεράσπιση της ζωής, της αξιοπρέπειας, της περηφάνιας και του μέλλοντος
των εργαζομένων. Είναι το κλειδί των μεγάλων ελευθεριών που απαιτεί η εποχή μας. Και
ταυτόχρονα είναι το μόνο που μπορεί να γίνει σήμερα για να δικαιωθούν τόσοι αγώνες του
παρελθόντος, το μόνο που μπορεί να κάνει ν’ ακουστεί στο παρόν, η μουσική του
κομμουνισμού.

You might also like