Professional Documents
Culture Documents
Κεφάλαιο 2
Η εργατική πολιτική στη νέα εποχή βρίσκεται αναγκαστικά στις αρχικές φάσεις
διαμόρφωσης και συνειδητοποίησής της. Η εργατική πολιτική δεν προκύπτει σαν
αυθαίρετη επιλογή κάποιων πρωτοποριών ή σαν ηθικοπολιτικό αίτημα και σχέδιο για την
αποκατάσταση της χαμένης τιμής της αριστεράς. Στηρίζεται στην αντικειμενική διαδικασία
της ιστορικής εξέλιξης της πάλης των τάξεων και προβάλλει σαν δυνατότητα κατανόησης
των αντίθετων τάσεων αυτής της εξέλιξης απ’ τη σκοπιά των σύγχρονων εργατικών
συμφερόντων.
Η αναγκαία, επίμονη και μακροπρόθεσμη προσπάθεια που απαιτείται για την
επαναστατική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος καθορίζεται τόσο απ’ τους
αρνητικούς κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς που κληρονομήθηκαν, όσο και απ’ την
αντιφατική προοπτική του νέου σταδίου ανάπτυξης και κρίσης του καπιταλισμού. Τα
αποτελέσματα αυτής της προσπάθειας θα κριθούν, όπως πάντα, απ’ τις συνειδητές
παρεμβάσεις των ανθρώπων που έχουν συμφέρον να μετασχηματίσουν εκείνες τις
πλευρές της σύγχρονης πραγματικότητας που απαιτούν την «κατάργηση της υπάρχουσας
κατάστασης».
Το ζήτημα δεν είναι η ποσοτική χρονική διάσταση αλλά το βάθος, η έκταση και η
ποιότητα των δυνατοτήτων και των δυσκολιών για μια «αντίστροφη κίνηση» στους
κοινωνικούς και πολιτικούς μετασχηματισμούς υπέρ της εργαζόμενης πλειονότητας. Κι
αυτό που πρέπει, πρώτα απ’ όλα, ν’ αποφασίσει κανείς είναι με το ποια πλευρά θα
«πάει». Γιατί το «επαναστατικά δυνατό» υπάρχει και κρίνεται στο παρόν, είναι πάντα
σχετικό και σημαίνει το μέγιστο που μπορεί να πραγματοποιηθεί σε κάθε φάση, σε κάθε
εποχή, για την προώθηση της επαναστατικής κίνησης. Η επανάσταση «έχει» για όλες τις
εποχές γιατί είναι μια διαρκώς αναπτυσσόμενη διαδικασία, με μεγάλους ποιοτικούς
σταθμούς και χωρίς τέλος.
Μόνο πάνω στη βάση της επαναστατικής «επιλογής» μπορεί το σύγχρονο εργατικό
κίνημα να υπολογίζει, όσο γίνεται με νηφαλιότητα, τους συσχετισμούς και τη δυναμική των
αντίθετων τάσεων της κοινωνικής πραγματικότητας, την αληθινή κοινωνικοπολιτική
απόσταση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Κι αυτό το κρίσιμο ζήτημα του
υπολογισμού του συσχετισμού των δυνάμεων είναι πολύ «πεισματάρικο» και δεν ανέχεται
πλασματικές, εικονικές απαντήσεις είτε απ’ τη μια είτε απ’ την άλλη πλευρά. Άλλωστε, το
εργατικό κίνημα και οι εργαζόμενοι πλήρωσαν πανάκριβα την κυριαρχία, για πολλές
δεκαετίες, τέτοιου είδους πλασματικών απαντήσεων. Απ’ την αυταπάτη για το διαρκώς
επικείμενο τέλος του καπιταλισμού ως την «οικοδόμηση του σοσιαλισμού στο 1/3 της γης
και μέχρι τη μαζική ανάπτυξη των εργατικών και αριστερών κομμάτων και κινημάτων»,
είχαμε μια αριστερά που επιβεβαιωνόταν συνεχώς μπροστά στον καθρέφτη της ενώ η
εργαζόμενη πλειονότητα βούλιαζε, όλο και πιο βαθιά, στο τέλμα της εξάρτησης και της
υποταγής στο ζυγό του κεφαλαίου.
Όλο αυτό το διάστημα οι δείκτες και τα «νούμερα» της επίσημης αριστεράς και του
επίσημου εργατικού κινήματος ευημερούσαν ενώ οι άνθρωποι, οι εργάτες, οι ουσιαστικοί
συσχετισμοί της κοινωνικής χειραφέτησης εξαθλιώνονταν όλο και περισσότερο. Και όταν
αυτός ο εικονικός συσχετισμός γκρεμίστηκε με πάταγο, τότε οι ίδιες δυνάμεις της εργατικής
εξάρτησης απ’ το κεφάλαιο κήρυξαν το τέλος της επανάστασης, της πάλης των τάξεων,
της εργασίας κλπ. Είτε πάλι συνέχιζαν απτόητες να προσαρμόζουν την ιστορία και την
πραγματικότητα στο είδωλό τους, με μοναδικό στόχο να καπηλευτούν και να
ακρωτηριάσουν ξανά τις νέες τάσεις της εργατικής χειραφέτησης.
Το εργατικό κίνημα πρέπει να μάθει να υπολογίζει πάλι απ’ την αρχή το
συσχετισμό των δυνάμεων, όχι με βάση το πολιτικό μπόντι-μπίλντιγκ και το
μικρομεγαλισμό της επίσημης αριστεράς αλλά με βάση το πραγματικό εκτόπισμα
και τη δυναμική των εργατικών αντικαπιταλιστικών τάσεων της εποχής μας. Και όσο
είναι κωμικό λάθος να υπολογίζει κανείς τον πραγματικό συσχετισμό ανάμεσα στο
κεφάλαιο και την εργασία με βάση κυρίως το μερίδιο των αριστερών προϊόντων και
υποπροϊόντων στην πολιτική αγορά (π.χ., να θεωρεί κανείς ότι στη Ρωσία το 40% του
πληθυσμού παλεύει για το σοσιαλισμό), άλλο τόσο και μεγαλύτερο λάθος είναι να
στηρίζεται κανείς στους ίδιους δείκτες της πολιτικής βιομηχανίας προκειμένου να
εκμηδενίσει την πάλη των τάξεων και να υποβαθμίσει την προοπτική των αντιστάσεων και
των διεκδικήσεων απέναντι στο υπάρχον σύστημα. Η εργατική αριστερά είναι, πάνω
απ’ όλα, η αντικειμενική τάση χειραφέτησης και σύγκρουσης απέναντι στο
κεφάλαιο, που εκδηλώνεται ανισόμετρα αλλά και αναπότρεπτα σ’ όλες τις σφαίρες
της οικονομίας, της πολιτικής και των ιδεών, στο βαθμό που στρέφεται στην πράξη
(στο ένα ή το άλλο ζήτημα και ιδίως με μια δυναμική γενικότερης αντιπαράθεσης)
υπέρ της ουσιαστικής αλλαγής των σχέσεων εκμετάλλευσης και εξουσίας σε βάρος
της αστικής κυριαρχίας. Η εργατική αντικαπιταλιστική αριστερά είναι η αλληλεπίδραση
όλων των πολυποίκιλων, αυθόρμητών, ημισυνειδητών και συνειδητών εργατικών
σκιρτημάτων, διεκδικήσεων και ενεργειών που αμφισβητούν στην πράξη τις θεμελιακές
κατευθύνσεις και τους συσχετισμούς της αστικής κυριαρχίας. Και απ’ αυτή την άποψη, σε
κάθε ίχνος εργατικής αγανάκτησης και διαμαρτυρίας σε κάθε εκδήλωση αντίστασης και
κινητοποίησης, αυτή η τάση συνυπάρχει (αλλά και συγκρούεται) με την παράλληλη τάση
διαπραγμάτευσης των όρων και των ρυθμών υποταγής των εργαζομένων στις
κατευθύνσεις του κεφαλαίου. Πάνω σ’ αυτή τη βάση οι υπαρκτές εκφράσεις της
αντικαπιταλιστικής πάλης είναι και σήμερα πολύ πλατύτερες και βαθύτερες απ’ ό,τι δείχνει
η τελική έκβαση των ταξικών αναμετρήσεων. Ενώ, απ’ την άλλη πλευρά, είναι ποσοτικά
ασφαλώς πολύ πιο «στενές» απ’ τους επίσημους υπολογισμούς των απεργιακών και
πολιτικών ή «κοινοβουλευτικών» εξάρσεων του εργατικού κινήματος.
Ωστόσο, το βασικό πρόβλημα παραμένει. Οι αντικαπιταλιστικές ανεξαρτησιακές
δραστηριότητες των εργαζομένων και η αλληλεπίδρασή τους αποτελούν την πλατιά βάση
της επαναστατικής πράξης αλλά δεν μετασχηματίζονται αυτόματα σε επαναστατικό
κίνημα. Η αλληλεπίδραση των αντικαπιταλιστικών τάσεων κρίνεται τελικά, στη σχετικά
αυτοτελή σφαίρα της κοινωνικοπολιτικής δράσης, απ’ τη συνειδητή επιλογή όλων των
δυνάμεων της εργατικής τάξης που συγκρούονται με το κεφάλαιο και οδηγούνται
αντικειμενικά σ’ ένα πολιτικό πρακτικό δίλημμα: Συνολική πολιτική εξάρτησης απ’ τους
νόμους αναπαραγωγής του κεφαλαίου και του κράτους του ή συνολική πολιτική
επαναστατικής ανατροπής τους; Αστική ή εργατική πολιτική; Και απ’ αυτή την άποψη
πρέπει να εκτιμηθεί με νηφαλιότητα ότι τα πρώτα χαράματα ενός αισθητού
κοινωνικοπολιτικού ρεύματος εργατικής πολιτικής καλύπτονται ακόμα ασφυκτικά απ’ το
βαρύ ουρανό της παλιάς κατάστασης. Κι αυτό δεν είναι τρομερό, αν παρθεί μάλιστα
υπόψη ότι για δεκάδες χρόνια οι συσχετισμοί δεν ήταν πολύ καλύτεροι, από τη σκοπιά της
επαναστατικής προοπτικής. Η εργατική πολιτική ήταν πρακτικά εξόριστη και η ανάγκη για
μια αυτοτελή, σε περιεχόμενο και μορφή, επανεμφάνιση και ανάπτυξή της συντριβόταν
κυριολεκτικά ανάμεσα στις συμπληγάδες του συστήματος και της χρεοκοπημένης
αριστεράς.
Ισχυριζόμαστε ότι οι δυνάμεις και οι μορφές που εμφανίζονται στα πλαίσια του νέου
ιστορικού σταδίου του καπιταλισμού και οι οποίες απαιτούν την ανατροπή των κυρίαρχων
κοινωνικών σχέσεων έχουν μακροπρόθεσμα την αντικειμενική τάση να κινούνται ταχύτερα,
βαθύτερα και σε ανώτερο και πιο μόνιμο επίπεδο, σε σχέση με τις αντίθετες τάσεις
ανάπτυξης και στερέωσης της αστικής κυριαρχίας. Αυτή ακριβώς η νέα ποιοτική
αντιστροφή στη δυναμική των κοινωνικών αντιφάσεων διαμορφώνει και σήμερα το
λαχάνιασμα της καπιταλιστικής προέλασης, ένα κλίμα αμηχανίας και ανασφάλειας και την
τάση συνέχισης της διαρκούς αντεπανάστασης από τη μεριά του κεφαλαίου. Αυτή η
προοπτική, πάνω απ’ όλα, διαμορφώνει τις προϋποθέσεις και τις δυνατότητες ώστε το
κίνημα της αντικαπιταλιστικής χειραφέτησης να μπορεί να σημαδεύει με την παρουσία του
και την εξέλιξη της σημερινής μεταβατικής περιόδου και να επιδιώκει την μετατροπή του σε
ανεξάρτητο και ανερχόμενο ρεύμα προς μια ανώτερη φάση ανάπτυξης των ταξικών
αντιπαραθέσεων.
Τέτοιου είδους τάσεις ριζικής αντιστροφής στους συσχετισμούς και τη δυναμική των
κοινωνικών αντιφάσεων υπέρ των δυνάμεων ανατροπής των κυρίαρχων σχέσεων είχαν
εμφανιστεί, σε κατώτερο επίπεδο, σ’ όλες τις απότομες στροφές της ταξικής πάλης, στους
αδύνατους κρίκους του καπιταλιστικού συστήματος, στα πλαίσια των προηγούμενων
σταδίων του και ιδιαίτερα στο στάδιο του μονοπωλιακού ιμπεριαλισμού. Απ’ αυτές τις
στροφές ξεπήδησε η συγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος, η θεωρητική και πολιτική
νίκη του μαρξισμού, η Κομμούνα, η μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση και το επαναστατικό
ρεύμα της Γ’ Διεθνούς, μια σειρά αντιιμπεριαλιστικές αντικαπιταλιστικές επαναστάσεις που
σημάδεψαν τον αιώνα που φεύγει. Ωστόσο, για πρώτη φορά διαμορφώνονται,
μακροπρόθεσμα σε τέτοιο ανώτερο επίπεδο, οι προϋποθέσεις για ένα συνολικό και
διαρκώς αναπτυσσόμενο ιστορικό προβάδισμα της δυναμικής της ανατροπής και
της επαναστατικής αναμόρφωσης του συστήματος σε σχέση με τη δυναμική της
αναπαραγωγής και ενίσχυσής του. Αυτή η δυναμική των τάσεων ανατροπής για πρώτη
φορά παίρνει μακροπρόθεσμα έναν τέτοιο γενικευμένο και σχετικά μόνιμο χαρακτήρα.
Κατευθύνεται, από άποψη βάθους και ποιότητας, ως την πλήρη κατάργηση των σχέσεων
ιδιοκτησίας και του καταμερισμού της εργασίας. Αναφέρεται στον πυρήνα και στους πιο
δυναμικούς τομείς αναπαραγωγής του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος. Και τέλος
προβάλλει, σε πρώτη γραμμή, τη δημιουργική πλευρά που απαιτεί νέες μορφές
κομμουνιστικής απελευθέρωσης σε σχέση με την πλευρά που ανταποκρίνεται σε μια
πληβειακή κατεδάφιση των πιο ακραίων χαρακτηριστικών της ταξικής κοινωνίας. Στις νέες
συνθήκες ο πυρήνας του κομμουνισμού (η αυτοανάπτυξη της κάθε κοινωνικής
προσωπικότητας), που πηγάζει απ’ τις ανάγκες και δυνατότητες της σημερινής
πραγματικότητας, μπορεί να μετατρέπεται σε καθοριστικό μέτρο και οδηγό της
επαναστατικής κίνησης. Ο κομμουνισμός εμφανίζεται όχι μόνο σαν τάση και σαν
άρνηση της σημερινής κοινωνίας αλλά και σαν η βασική πλευρά από ιστορική
άποψη, με βάση την οποία προωθούνται, κρίνονται, συγκρούονται και
μετασχηματίζονται οι σημερινοί αγώνες και όλες οι κατώτερες φάσεις της
επαναστατικής διαδικασίας για την εργατική χειραφέτηση.
Οι επαναστατικές καταστάσεις που διαμορφώθηκαν μέχρι τώρα και οι επαναστάσεις
που ξέσπασαν στους αδύνατους κρίκους του καπιταλισμού συνδύαζαν, κατά κανόνα, τη
δυναμική της αντικαπιταλιστικής ανατροπής με επαναστατικές θύελλες που
κληρονομήθηκαν απ’ το κοινωνικό παρελθόν της ανθρωπότητας. Αυτό δεν σημαίνει ότι η
δυναμική της αντικαπιταλιστικής ανατροπής δεν επικαθόριζε τελικά την επαναστατική
κίνηση του 20ου αιώνα. Αλλά, απ’ την άλλη μεριά, αυτό υπογραμμίζει και τα όρια και τις
αντιφάσεις των επαναστατικών μετασχηματισμών που πραγματοποιήθηκαν ως προς την
οριστική ολοκληρωτική νίκη των σοσιαλιστικών - κομμουνιστικών σχέσεων.
Για πρώτη φορά, σε τέτοια έκταση, διαμορφώνονται μακροπρόθεσμα οι
προϋποθέσεις για μια ιστορική περίοδο όπου θα επικρατεί μια γενικευμένη,
παρατεταμένη, όσο και αντιφατική-παλινδρομική επαναστατική κατάσταση, που θα
μετατρέπει σε αδύνατους τους ισχυρούς κρίκους του διεθνούς καπιταλιστικού-
ιμπεριαλιστικού πλέγματος και θα συγκλονίζει τα βασικά πεδία των ταξικών
σχέσεων παραγωγής. Η επανάσταση στη νέα εποχή θα είναι περισσότερο μια
κοινωνική περιπέτεια διαρκείας και λιγότερο ένα πολιτικό-στρατιωτικό
μονόπρακτο. Ο περίφημος ακήρυκτος «Τρίτος Παγκόσμιος πόλεμος» θα είναι, πριν απ’
όλα, ένας γενικευμένος κοινωνικός εμφύλιος πόλεμος που μπορεί και πρέπει να σημάνει
και το οριστικό τέλος όλων των πολέμων. Πάνω σ’ αυτή τη γενικότερη δυναμική της
σύγχρονης εποχής, η νέα κατάσταση που ωριμάζει σημαίνει τη μετάβαση από το ανώτερο
μέχρι τώρα επίπεδο κοινωνικοοικονομικής και πολιτικής εξάρτησης των εργαζομένων απ’
το κεφάλαιο σ’ ένα νέο στάδιο που θα προσδιορίζεται απ’ την αυτοτελή δράση των τάσεων
της εργατικής χειραφέτησης. Σημαίνει τη μετάβαση απ’ την φθίνουσα περίοδο της
«αγοραπωλησίας» της εργατικής δύναμης και των εργατικών αγώνων σε μια περίοδο που
θα σημαδεύεται από μεγάλες, πρωτόγνωρες και παρατεταμένες κινητοποιήσεις, γύρω απ’
την ουσία και τον πυρήνα της εκμετάλλευσης. Πρόκειται για την προοπτική μιας ιστορικής
αντιστροφής, για ένα ιστορικό κοντράστ χωρίς προηγούμενο, που θα σημαδεύεται απ’ τα
επιτακτικά αιτήματα της αντικαπιταλιστικής επανάστασης και της κομμουνιστικής
απελευθέρωσης, απ’ την πάλη για τις ελευθερίες που απαιτεί ο σύγχρονος κοινωνικός
πολιτισμός. Αυτή η γενικότερη μακροπρόθεσμη δυναμική της νέας κατάστασης που
ωριμάζει αποτελεί βασική πλευρά και για ένα νηφάλιο υπολογισμό του σημερινού
συσχετισμού των δυνάμεων και τον καθορισμό των στόχων που βάζουν μπροστά τους τα
επαναστατικά εγχειρήματα της εποχής μας.
Χωρίς απογείωση στην πολιτική ονειροπόληση αλλά και χωρίς υπόκλιση στην πολιτική
στατιστική οι εργατικές αριστερές δυνάμεις πρέπει να διαχωριστούν απ’ την αναπόφευκτη
κοινωνική τάση που βλέπει σαν αιώνια τη σημερινή πραγματικότητα και αγνοεί την
αντιφατική δυναμική της. Ακριβώς τις αντίθετες επαναστατικές τάσεις της πραγματικότητας
η εργατική αριστερά πρέπει να επιχειρεί να εκφράζει στην ιστορική προοπτική τους. Αυτές
πρέπει να κυριαρχούν τουλάχιστον στις δικές της γραμμές. Αυτές πρέπει η ίδια να
αναδεικνύει, να μετασχηματίζει και να υπερασπίζεται και στις πιο δύσκολες στιγμές. Αυτές
πρέπει να προβάλλει, όχι ρομαντικά και φαντασιακά, αλλά ρεαλιστικά, επίμονα και ίσως
μεροληπτικά όχι για να τις απομονώνει αλλά ίσα-ίσα για να τις συνενώνει προωθητικά-
ηγεμονικά με τις τάσεις ενσωμάτωσης των εργαζομένων. Ουσιαστικά, το κύριο στοιχείο
της νέας κατάστασης, από αντικειμενική και υποκειμενική άποψη, απ’ τη σκοπιά των
εργατικών συμφερόντων, είναι η τάση για επαναθεμελίωση και μαζική αυτοτελή εμφάνιση
της εργατικής πολιτικής. Είναι η ανάγκη για κατάλυση της ασφυκτικής ηγεμονίας της
εργατικής ενσωμάτωσης μέσα στους εργαζόμενους, και η μ΄ αυτό τον τρόπο ολόπλευρη
προπαρασκευή της εργατικής πολιτικής για να μπορεί και μακροπρόθεσμα να διεκδικεί την
ηγεμονία μέσα στο εργατικό κίνημα και στο σύνολο της κοινωνίας.
Αυτό είναι ένα άμεσο χειροπιαστό πολιτικό καθήκον ιστορικής σημασίας για τις
ευρύτερες πρωτοπόρες δυνάμεις των ίδιων των εργαζομένων και της νεολαίας του καιρού
μας. Το καθήκον αυτό δεν εξαρτάται βέβαια μόνο απ’ τις αντιφάσεις, τις δυσκολίες, τα
πισωγυρίσματα ή τις επαναστατικές απαντήσεις αυτών των πρωτοποριών. Και πολύ
περισσότερο δεν εξαρτάται απ’ τα ατομικά πολιτικά χρονοδιαγράμματα των ξεχωριστών
αγωνιστών. Αλλά, απ’ την άλλη μεριά, είναι ένα καθήκον που η πορεία του δεν πρόκειται
να κριθεί γενικά και αόριστα «απ’ την εργατική τάξη» ή την «ταξική πάλη», απ’ τις
«νεώτερες γενιές» ή την «ιστορία». Γιατί πρώτα απ’ όλα αποτελεί ένα πολιτικό, πρακτικό,
«οργανωτικό» δίλημμα των υπαρκτών αντιφατικών δυνάμεων που μέχρι τώρα ανιχνεύουν,
προωθούν, δοκιμάζουν την εργατική πολιτική και «έχουν συμφέρον» απ’ τη δυναμική της
νέας κατάστασης.
Η άμεση στρατηγική ηγεμονία της βασικής πλευράς των αστικών συμφερόντων μέσα
στις κυρίαρχες σχέσεις και η δυνατότητα για έμμεση ηγεμονία της μέσα στην εργατική τάξη
έχει σαν αντικειμενική ιστορική κοινωνική βάση την ανάδειξη της αστικής τάξης σε
άρχουσα τάξη. Η κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και του νόμου της
αξίας διαμορφώνει τις συνθήκες για την αστική ηγεμονία απέναντι στη δευτερεύουσα
πλευρά των εργατικών συμφερόντων και δίνει στην εργατική τάση ενσωμάτωσης ένα
ιστορικό κοινωνικό πολιτικό προβάδισμα απέναντι στην εργατική χειραφέτηση γύρω από
το ζήτημα της ηγεμονίας μέσα στη εργατική τάξη. Παράλληλα, η αστική κυριαρχία -
εξουσία αντιστρατεύεται μέχρι τέλους τη στρατηγική ηγεμονία της επαναστατικής πλευράς
μέσα στην εργατική τάξη και τις ενδεχόμενες συμμαχίες της. Ωστόσο, αυτή η αστική
κυριαρχία δεν εξασφαλίζει οπωσδήποτε και νομοτελειακά την πλήρη αστική ηγεμονία και
ειδικά την ηγεμονία της τάσης εργατικής ενσωμάτωσης μέσα στους εργαζόμενους. Αυτή η
ηγεμονία εξαρτάται απ’ τη γενικότερη ανάπτυξη των αντιθέσεων του καπιταλισμού, στα
διάφορα στάδιά του και σε κάθε συγκεκριμένη φάση ή ζήτημα. Αλλά ιδιαίτερα εξαρτάται
απ’ την «υποκειμενική» συνειδητή δράση των διαφορετικών τάξεων και ειδικά των
αντίθετων τάσεων μέσα στην εργατική τάξη.
Η ύπαρξη και η ανάπτυξη των ασυμφιλίωτων ταξικών αντιθέσεων διαμορφώνει
την αντικειμενική βάση και δυνατότητα για να εμφανιστεί και στα πλαίσια της
αστικής κυριαρχίας - εξουσίας ένα «κενό ηγεμονίας» μέσα στην εργατική τάξη
καθώς και μια εναλλαγή διαφορετικών συσχετισμών ανάμεσα στις αντίθετες
πλευρές των εργατικών συμφερόντων, ανάλογα με την υποκειμενική τους
παρέμβαση. Πάνω σ’ αυτή τη βάση, η γενικότερη εξέλιξη της πάλης των τάξεων και των
ταξικών συσχετισμών μπορεί να οδηγήσει σε άνοδο του επαναστατικού αγώνα και σ’ ένα
αντίστροφο κοινωνικό - πολιτικό προβάδισμα της εργατικής χειραφέτησης γύρω απ΄ την
ηγεμονία μέσα στην εργατική τάξη. Αυτή η εναλλαγή στους συσχετισμούς και στο πολιτικό
προβάδισμα μέσα στην εργατική τάξη, συνδέεται με την καθημερινή δράση της
αντικαπιταλιστικής πλευράς και εκφράζεται με τις απότομες στροφές της εργατικής
πάλης, με τις ιστορικές καμπές των εργατικών και πολιτικών αγώνων και απ΄ αυτή την
άποψη δεν έχει σχέση με μια ευθύγραμμη, «νοικοκυρίστικη» πορεία ενίσχυσης των
«συνεπών» δυνάμεων που πλασάρει η επίσημη αριστερά.
Η κατάλυση της ηγεμονίας της τάσης ενσωμάτωσης μέσα στην εργατική τάξη και η
αντίστοιχη αυτοτελής, σε περιεχόμενο και μορφή, ανάπτυξη του επαναστατικού ρεύματος
της εργατικής πολιτικής αποτελεί μια πρώτη ποιοτική τομή μέσα στα πλαίσια της αστικής
κυριαρχίας σε βάρος του κεφαλαίου. Αποτελεί προϋπόθεση για τη διεκδίκηση της
επαναστατικής ηγεμονίας και γενικότερα της αντικαπιταλιστικής ανατροπής.
Ωστόσο, όταν η καταπιεζόμενη τάξη δρα σε συνθήκες αδιατάρακτης ταξικής
κυριαρχίας - εξουσίας και ηγεμονίας του αντιπάλου της, όπως στη σημερινή
περίοδο, είναι ανάγκη, πρώτα απ’ όλα, να διεκδικεί, μέσα απ’ την πάλη απέναντι
στο κεφάλαιο, την «κατάλυση» της ηγεμονίας της τάσης ενσωμάτωσης απέναντι
στη βασική πλευρά των συμφερόντων της. Μόνο στο βαθμό που καταλύεται αυτή η
ηγεμονία, μόνο στο βαθμό που δημιουργείται «κενό ηγεμονίας» μέσα στην εργατική τάξη,
στο βαθμό δηλαδή που αναπτύσσεται μια αυτοτελής, σε περιεχόμενο και μορφή, άμεση
δράση της εργατικής χειραφέτησης, μπορεί να αφαιρείται στη συνέχεια το ιστορικό
κοινωνικό προβάδισμα απ’ την τάση ενσωμάτωσης, να διεκδικείται η αντικαπιταλιστική
ηγεμονία μέσα στην τάξη, να αμφισβητείται ή κοινωνική συμμαχία των εργατών με το
κεφάλαιο και να διαμορφώνονται προϋποθέσεις και πρώτα στοιχεία ηγεμονίας της
καταπιεζόμενης τάξης απέναντι σε δευτερότερες πλευρές και μερίδες των κυρίαρχων
τάξεων (μικρομεσαία στρώματα). Το ανώτατο όριο αυτής της διαδικασίας, σε συνθήκες
αστικής κυριαρχίας - εξουσίας, είναι να αναπτυχθεί σε τέτοιο επίπεδο το προβάδισμα της
τάσης χειραφέτησης μέσα στην εργατική τάξη ώστε να δημιουργεί έδαφος για
επαναστατικά γεγονότα. Να «μεταφέρει» την «κρίση ηγεμονίας» μέσα στις γραμμές της
αστικής τάξης και τελικά να διαμορφώνει μια επαναστατική κατάσταση, μια κατάσταση
«δυαδικής» εξουσίας με τον έναν ή τον άλλο τρόπο (μικρότερης ή μεγαλύτερης διάρκειας)
που θα βάζει στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της προλεταριακής εξουσίας, της
στρατηγικής εργατικής ηγεμονίας και της πλήρους ανατροπής της αστικής κυριαρχίας.
Η διαμόρφωση μιας επαναστατικής κατάστασης προϋποθέτει ένα ορισμένο ανώτερο
ιστορικό κοινωνικό πολιτικό προβάδισμα της εργατικής χειραφέτησης, αλλά δεν σημαίνει
ότι η στρατηγική εργατική ηγεμονία έχει κιόλας κατακτηθεί και πολύ περισσότερο ότι έχει
σταθεροποιηθεί. Ακόμα και το ιστορικό κοινωνικό πολιτικό προβάδισμα της εργατικής
χειραφέτησης μέσα στην εργατική τάξη μπορεί, στη διάρκεια της επαναστατικής
κατάστασης, να αμφισβητηθεί και να αντιστραφεί, με βάση τις απότομες καμπές της
ταξικής πάλης, εφόσον η αστική τάξη διαθέτει ακόμα κρατική εξουσία και ιδιαίτερα διατηρεί
την απόλυτη κυριαρχία στις κοινωνικές σχέσεις. Η μετατροπή της επαναστατικής
κατάστασης σε επανάσταση, ιδίως στο νέο στάδιο ανάπτυξης και κρίσης του
καπιταλισμού, θα περάσει αναγκαστικά από μια γενικευμένη (κοινωνική, πολιτική,
οικονομική, πολιτιστική, διεθνική) βαθύτερη και πιο οξυμένη από κάθε άλλη φορά
σύγκρουση της αντιφατικής και παλινδρομικής διαδικασίας της δυαδικής εξουσίας,
μέσα απ’ την οποία η μισθωτή εργασία μπορεί και πρέπει να συγκροτείται σε
ηγεμονική δύναμη, μέσα στην τάξη και την κοινωνία. Ιδιαίτερα σ’ αυτή την περίοδο, η
πάλη για την εξουσία και τη νέα ταξική κυριαρχία καθώς και η πάλη για την ηγεμονία μέσα
στην εργατική τάξη και στις κοινωνικές συμμαχίες της αποτελούν αλληλοσυνδεόμενες
διαφορετικές πλευρές του ενιαίου επαναστατικού αγώνα.
Με την επανάσταση ή μάλλον με την έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας, με το
τσάκισμα της παλιάς αστικής κρατικής μηχανής, το ζήτημα της στρατηγικής ηγεμονίας της
εργατικής χειραφέτησης, το ζήτημα της εξουσίας και το καθοριστικό ζήτημα της κυριαρχίας
των νέων κοινωνικών σχέσεων αρχίζουν να λύνονται με νέο ποιοτικά ανώτερο τρόπο. Η
επανάσταση δεν είναι ένας ατμοκίνητος συρμός με διαδοχικές στάσεις: πρώτα ηγεμονία -
μετά εξουσία - μετά κοινωνική κυριαρχία. Ούτε όμως είναι ένα είδος αστραπής που την
εξαπολύει μια αποφασισμένη πρωτοπορία, ισοπεδώνοντας την πάλη των τάξεων μαζί και
τις διαφορετικές πλευρές και τα αναγκαία άλματα μέσα στον επαναστατικό αγώνα. Και γι’
αυτό δεν αναπτύσσεται με βάση το σχήμα: πρώτα εξουσία - κυριαρχία, μετά ηγεμονία. Η
επανάσταση προωθεί, κρίνει και λύνει και τα τρία ζητήματα στην αμοιβαία διαλεκτική τους
αλληλεπίδραση, με βάση τον καθοριστικό ρόλο των ίδιων των εργαζομένων και της πάλης
τους. Και μέσα σ’ αυτή την αλληλεπίδραση, ενώ η κοινωνικοπολιτική ηγεμονία και (σ’ ένα
άλλο επίπεδο) η εξουσία έχουν την προτεραιότητα, είναι οι κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις,
η αντεπίδρασή τους στην οικονομία, η συνολική ταξική κυριαρχία, που παίζουν τελικά τον
καθοριστικό ρόλο.
Το τσάκισμα της παλιάς κρατικής μηχανής και η έναρξη της επαναστατικής μετάβασης
στο προλεταριακό κράτος και στην κυριαρχία των νέων κοινωνικών σχέσεων έχουν στη
βάση τους αλλά και συνεπάγονται ένα ποιοτικό άλμα ως προς την εργατική χειραφέτηση
και την κατάκτηση της ηγεμονίας της μέσα στην εργατική τάξη καθώς και μέσα στις
κοινωνικές συμμαχίες της με τα καταπιεζόμενα ημιπρολεταριακά στρώματα και τις
αντικαπιταλιστικές (δευτερότερες κατά κανόνα) πλευρές ή μερίδες των μεσαίων
στρωμάτων. Στις νέες επαναστατικές συνθήκες η ηγεμονία της τάσης χειραφέτησης μέσα
στην εργατική τάξη εκφράζεται με τη συσπείρωση της εργατικής τάξης αλλά και ορισμένων
τμημάτων των μεσαίων στρωμάτων (με άλλο τρόπο) γύρω απ’ τη βασική επαναστατική
πλευρά των συμφερόντων της εργατικής τάξης. Η συσπείρωση αυτή εξασφαλίζεται με τη
δυνατότητα άμεσης και πιο ολοκληρωμένης ικανοποίησης των αντικαπιταλιστικών αλλά
και των αιτημάτων της «αγοραίας» πλευράς των εργαζομένων γύρω απ’ την αξία της
εργατικής δύναμης καθώς και των συγκεκριμένων αντικαπιταλιστικών αιτημάτων των
μεσαίων στρωμάτων, μέσα απ’ τις κατακτήσεις της επαναστατικής διαδικασίας στο κράτος,
την οικονομία και τις κοινωνικές σχέσεις. Αυτές οι κατακτήσεις σημαίνουν γενικότερα μια
ποιοτική ριζική αλλαγή των συσχετισμών σε βάρος του κεφαλαίου και υπέρ της εργασίας.
Χωρίς τις συγκεκριμένες κατακτήσεις της επανάστασης η ικανοποίηση αυτών των
αιτημάτων και επόμενα το άλμα στην επαναστατική ηγεμονία απλά δεν θα μπορούσε να
πραγματοποιηθεί. Ωστόσο, με την έναρξη της επανάστασης, αυτή η ηγεμονία της
επαναστατικής τάσης μέσα στην τάξη και πολύ περισσότερο στις κοινωνικές συμμαχίες
έχει ακόμα ένα τακτικό και ως ένα σημείο παροδικό χαρακτήρα, στο βαθμό που δεν έχει
λυθεί το καθοριστικό ζήτημα γύρω απ’ το «ποιος» κυριαρχεί ουσιαστικά στον πυρήνα των
κοινωνικοοικονομικών σχέσεων. Αυτή η ηγεμονία και η έναρξη της επαναστατικής
διαδικασίας δεν καταργεί αυτόματα την εργατική τάση ενσωμάτωσης (για όσο καιρό ισχύει
ο νόμος της αξίας) και πολύ περισσότερο δεν καταργεί την «καπιταλιστική» (βασική από
μακροπρόθεσμη άποψη) πλευρά των μεσαίων στρωμάτων. Αλλά, ωστόσο σημαίνει ένα
«συναινετικό», με κάποιο τρόπο, περιορισμό των «ιδιαίτερων» διεκδικήσεων και
συμφερόντων αυτών των τάσεων, μέσα στα κοινά αποδεκτά όρια που μπαίνουν απ’ την
τακτική ηγεμονία της επαναστατικής τάσης και την επαναστατική εξουσία.
Ωστόσο, η επαναστατική εργατική ηγεμονία μέσα στην εργατική τάξη και πολύ
περισσότερο απέναντι στα μεσαία στρώματα και από μια άλλη πλευρά απέναντι
στο κράτος και την πολιτική εξουσία δεν μπορεί να εξασφαλιστεί και να
σταθεροποιηθεί μακροπρόθεσμα και στρατηγικά χωρίς ένα ακόμα πιο καθοριστικό
άλμα μέσα στην ίδια την επανάσταση. Για όσο διάστημα δεν θα έχει λυθεί το
καθοριστικό ζήτημα της κυριαρχίας των νέων κοινωνικών σχέσεων σοσιαλισμού -
κομμουνισμού προσανατολισμού ιδιοκτησίας απέναντι στις καπιταλιστικές και
εμπορευματοχρηματικές σχέσεις, για όσο διάστημα η εργατική τάξη δεν θα’ χει αναδειχθεί
σε κυρίαρχη τάξη, με την πλήρη έννοια, η επαναστατική ηγεμονία μέσα στην τάξη και (μ’
άλλο τρόπο) μέσα στις κοινωνικές της συμμαχίες και στο κράτος δεν θα’ χει στρατηγικό
χαρακτήρα. Θα μπορεί να καταλυθεί, να ανατραπεί ακόμα και να χάσει το ιστορικό
κοινωνικό πολιτικό της προβάδισμα. Αυτό θα σημαίνει, ανάλογα με τους συσχετισμούς και
τις καμπές της ταξικής πάλης, εκφυλισμό και πιθανή ήττα της επανάστασης, παλινόρθωση
τελικά του παλιού συστήματος. Εφόσον η επανάσταση αναπτυχθεί ποιοτικά, ως το
επίπεδο της εργατικής κοινωνικοπολιτικής κυριαρχίας με την πλήρη έννοια, τότε
πραγματοποιείται και σ’ ένα βαθμό σταθεροποιείται και η στρατηγική ηγεμονία της
εργατικής επαναστατικής πλευράς μέσα στην τάξη και μέσα στο κράτος καθώς και η
τακτική ηγεμονία της απέναντι στην αντικαπιταλιστική πλευρά των μεταμορφωμένων σε
κάθε περίπτωση μεσαίων στρωμάτων. Ωστόσο και τότε η αντίθεση μέσα στην εργατική
τάξη δεν καταργείται οριστικά καθώς δεν καταργείται, πολύ περισσότερο, η βασική
αντίθεση της κυρίαρχης επαναστατικής πλευράς «σοσιαλιστικού προσανατολισμού»
απέναντι στην κυριαρχούμενη πλέον και μετασχηματισμένη καπιταλιστική πλευρά των
κοινωνικών σχέσεων και απέναντι στη δυνατότητα της αναγέννησης και εκ νέου
ανάπτυξής τους. Εφόσον ο νόμος της αξίας εξακολουθεί να ισχύει και εφόσον
διατηρούνται τροποποιημένες ταξικές καπιταλιστικές σχέσεις δεν έχει ακόμα καταργηθεί η
δυνατότητα αντιστροφής της επαναστατικής διαδικασίας, των ταξικών συσχετισμών, της
ταξικής ηγεμονίας μέσα στην τάξη και την κοινωνία και τελικά η δυνατότητα της
καπιταλιστικής παλινόρθωσης. Από ’κει και πέρα, η καθαυτό μεταβατική περίοδος προς
την οριστική νίκη του σοσιαλισμού - κομμουνισμού, μέχρι να καταργηθούν οι τάξεις (μαζί
και οι δυο αντίθετες πλευρές της εργατικής τάξης), ο κοινωνικός καταμερισμός, οι
εμπορευματοχρηματικές συναλλαγές, ο νόμος της αξίας, η ταξική πλευρά του κράτους και
της πολιτικής, ο εθνικός κατακερματισμός κλπ., σημαίνει ένα ανώτερο επίπεδο ανάπτυξης
της ταξικής πάλης. Σημαίνει, παράλληλα κι ένα βαθύτερο ποιοτικό μετασχηματισμό της
ηγεμονίας των ελεύθερων παραγωγών απέναντι σ’ εκείνες τις πλευρές και τις τάσεις των
εργαζομένων και των μη προλεταριακών στρωμάτων που συνδέονται με την αντίσταση και
την τάση αναγέννησης των καπιταλιστικών εκμεταλλευτικών σχέσεων. Μόνο με την
πλήρη και οριστική νίκη των σοσιαλιστικών - κομμουνιστικών σχέσεων κάθε
καταπιεστική ταξική πλευρά της ηγεμονίας θα μπει στο χρονοντούλαπο της
ιστορίας, μαζί με τις τάξεις, το κράτος και τη διακυβέρνηση των ανθρώπων.
Σ’ όλη αυτή τη διαδικασία της αλληλεπίδρασης και του μετασχηματισμού στις σχέσεις
ηγεμονίας - εξουσίας - κυριαρχίας, το ζήτημα της δράσης και της συνειδητής επιλογής της
ίδιας της εργατικής τάξης και μ’ αυτό τον τρόπο, το ζήτημα της «πλειοψηφίας» της
αποτελεί θεμελιακό ζήτημα. Αυτό συνδέεται με την ίδια τη δυνατότητα, το περιεχόμενο και
τις μορφές συνέχισης και ανάπτυξης της επανάστασης καθώς και με το ρόλο της
«δημοκρατίας» και των πολιτικών ελευθεριών στους κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Η
επανάσταση είναι «πλειοψηφική», «δημοκρατική» απ’ τη «φύση» της, τα μέσα της
και τους σκοπούς της. Η «πλειοψηφία» είναι η κυκλοφορία του αίματος της
επανάστασης. Χωρίς αυτή δεν μπορεί να γεννηθεί, να επιβιώσει και πολύ
περισσότερο να νικήσει. Ωστόσο το ζήτημα της «πλειοψηφίας», όπως και της
«δημοκρατίας» είναι ένα ποιοτικό ζήτημα της πάλης των τάξεων και παίρνει διαφορετικό
ταξικό περιεχόμενο και μορφή ανάλογα με τα ιδιαίτερα ταξικά συμφέροντα και τους
ταξικούς ανταγωνισμούς. Σε τελευταία ανάλυση μπορεί να πει κανείς ότι υπάρχει ο δρόμος
της αστικής πολιτικής και ο δρόμος της εργατικής πολιτικής για την πλειοψηφία, τη
μειοψηφία και τη δημοκρατία. Κι αυτοί οι δυο δρόμοι βρίσκονται σε ενότητα αλλά και
αντίθεση μεταξύ τους. Τελικά, η κυριαρχία της «αντιπροσωπευτικής», «αποξενωτικής»
μορφής στην πολιτική, στη δημοκρατία και στην πλειοψηφία - μειοψηφία αποτελεί τρόπο
με τον οποίο εκφράζεται, οργανώνεται και ενισχύεται η αστική ηγεμονία - εξουσία μέσα
στις ιδιοκτήτριες τάξεις και μέσα στις κοινωνικές συμμαχίες τους. Αποτελεί ιδιαίτερα τρόπο
οργάνωσης και ενίσχυσης της ηγεμονίας της τάσης ενσωμάτωσης απέναντι στην τάση της
χειραφέτησης των εργαζομένων. Ενώ αντίθετα, η κυριαρχία της «άμεσα συμμετοχικής
αγωνιστικής» μορφής στην πολιτική, στη δημοκρατία και στην πλειοψηφία - μειοψηφία
αποτελεί ειδικό τρόπο με τον οποίο εκφράζεται, οργανώνεται και ενισχύεται η ηγεμονία της
εργατικής χειραφέτησης μέσα στην εργατική τάξη, στις κοινωνικές συμμαχίες της και
γενικότερα μέσα στην κοινωνία. Αποτελεί το μοναδικό δρόμο επικράτησης της εργατικής
κυριαρχίας, μέχρι την πλήρη κατάργηση κάθε κυριαρχίας. Η εργατική ηγεμονία και η
εργατική επανάσταση δεν αρκεί και δεν μπορεί μόνο να είναι «πλειοψηφικές». Για
να υπάρξουν και να νικήσουν πρέπει να είναι «πλειοψηφικές» με εργατικό και
επαναστατικό τρόπο.
Στις ρίζες του κοινωνικού πολιτικού διαχωρισμού των δύο αντίθετων τάσεων μέσα στην
εργατική τάξη εντοπίζεται και ο διαχωρισμός στη μορφή της πολιτικής τους. Εκεί που η μια
πλευρά κυρίως αναθέτει, αντιπροσωπεύεται, ψηφίζει, κυβερνιέται ή «κυβερνάει» και τελικά
ενσωματώνεται, η άλλη κυρίως συμμετέχει, αγωνίζεται, ελέγχει και πάνω απ’ όλα
επαναστατεί ως την κατάργηση κάθε διάκρισης ανάμεσα σε κυβερνώντες και
κυβερνώμενους. Η εργατική πολιτική εκπροσωπεί την ιστορική ποιοτική πλειοψηφία και
υπεροχή των αντικαπιταλιστικών συμφερόντων της τάξης συνολικά απέναντι στην ιστορική
μειοψηφία της ενσωμάτωσής της στις καπιταλιστικές σχέσεις.
Η ταξική πάλη στο πεδίο της παραγωγής, για μια άλλη αναλογία ανάμεσα στον
αναγκαίο και τον πρόσθετο χρόνο εργασίας και στο πεδίο της διανομής, για την αύξηση
των πραγματικών μισθών πάνω απ’ την αύξηση της παραγωγικότητας, αποτελεί τη βασική
πλευρά του εργατικού αγώνα. Γιατί, στο βαθμό που αυτή η πλευρά προωθείται,
«εξασφαλίζεται» και το «αντικειμενικό όριο» και η επιτυχία της πάλης για τον καθορισμό
των μισθών που να προσεγγίζουν την αξία της εργατικής δύναμης. Ενώ, αντίθετα, αν ο
εργατικός αγώνας περιορίζεται ασφυκτικά στα πλαίσια της εμπορευματικής αξίας,
υπερισχύει, κατά κανόνα, η μόνιμη τάση του κεφαλαίου να υποβαθμίζει τον αναγκαίο
χρόνο και τους μισθούς, κάτω απ’ το ζωτικό ιστορικό όριο και την πραγματική αξία της
εργατικής δύναμης. Υπερισχύει η δυνατότητα του κεφαλαίου να προωθεί το διαρκή
«σφετερισμό» της εργασιακής αξίας, εκμεταλλευόμενο τις κρίσεις, το σχετικό
υπερπληθυσμό, τις «ρωγμές» του συνδικαλιστικού κινήματος και τους γενικότερους
μοχλούς της κυριαρχίας - ηγεμονίας του. Κι έτσι η τάση ενσωμάτωσης δεν μπορεί να
εξασφαλίζει, κατά κανόνα, ούτε την πλευρά της «πραγματοποίησης» της αξίας της
εργατικής δύναμης ούτε, πολύ περισσότερο, την τάση για αύξηση του ιστορικού ορίου της
αξίας με βάση την αύξηση της παραγωγικότητας, την τάση δηλαδή για μείωση της
υπεραξίας. Η πάλη για την «αξία» όχι μόνο καθηλώνει τον εργατικό αγώνα σ’ ένα ρόλο
γενικότερης αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος αλλά δεν εγγυάται ούτε καν
«τον εαυτό της» και τον εσωτερικό σκοπό της. Ενώ η πάλη για αναλογικό μισθό εργασίας,
για μια ριζικά διαφορετική αναλογία μεταξύ μισθού και κέρδους, μεταξύ του αναγκαίου και
του πρόσθετου χρόνου εργασίας μετασχηματίζει τον ταξικό αγώνα σε αγώνα για την
κατάργηση της μισθωτής δουλείας και ταυτόχρονα είναι η μόνη δυνατότητα και για
μισθολογικές κατακτήσεις στα όρια της αξίας της εργατικής δύναμης.
Από ιστορική άποψη, οι μεγαλύτερες κατακτήσεις και στο ζήτημα της αύξησης
των μισθών και του καθορισμού της αξίας της εργατικής δύναμης δεν
πραγματοποιήθηκαν παρά μόνο σε φάσεις αυτοτέλειας του επαναστατικού
ρεύματος, σε φάσεις κατάλυσης της ηγεμονίας της ενσωμάτωσης και προώθησης
γενικότερων αιτημάτων αναδιανομής του πλούτου και ανατροπής της αστικής
κυριαρχίας. Αυτή είναι η αιτία της «στρατηγικής υπεροχής» μακροπρόθεσμα της τάσης
χειραφέτησης απέναντι στην τάση ενσωμάτωσης των εργαζομένων. Η μακροπρόθεσμη
προοπτική για ποιοτικό πέρασμα της πλειονότητας των εργαζομένων απ’ την
ενσωμάτωση στη χειραφέτηση καθορίζεται απ’ αυτή τη στρατηγική υπεροχή. Και
στηρίζεται στο γεγονός ότι, ενώ το πραγματικό αντικειμενικό ζωτικό ιστορικό όριο της αξίας
και των αναγκών της εργατικής δύναμης τείνει να κινείται ανάλογα με την αύξηση του
επιπέδου της παραγωγικότητας και του κοινωνικού πλούτου, το «πλασματικό» ζωτικό
ιστορικό όριο των αναγκών που καθορίζει η καπιταλιστική παραγωγή και το επίπεδο των
μισθών καθηλώνονται πάντα κάτω απ’ την αύξηση της μέσης παραγωγικότητας. Το
πέρασμα της μιας τάσης στην άλλη πραγματοποιείται μέσα από μια διαδικασία
σύγκρουσης (ενότητας και αντίθεσης), μέσα από ποιοτικούς μετασχηματισμούς και συνεχή
πάλη για την ηγεμονία μέσα στο γενικότερο αγώνα κατά του κεφαλαίου.
Ο μαρξισμός απέδειξε (όσο κι αν αυτό ξεχάστηκε από το κίνημα του νόμιμου
μαρξισμού) ότι για τη σχέση εξουσίας ανάμεσα στον κεφαλαιοκράτη και τον εργάτη το
καθοριστικό δεν είναι η πραγματική αύξηση των μισθών αλλά η αναλογία μεταξύ μισθού και
κέρδους, «η μέτρηση της απόστασης και από τις δυο πλευρές» που «γίνεται η πραγματική,
η αποφασιστική στιγμή της οικονομικής ζωής». Έτσι η δυνατότητα αμφισβήτησης της
συνολικής κυριαρχίας του κεφαλαίου, απ’ τη μεριά της βασικής πλευράς των εργατικών
συμφερόντων, στηρίζεται στην τάση της να προβάλλει μέσα στις συνθήκες της σημερινής
κοινωνίας τη ριζική αλλαγή στους συσχετισμούς των κοινωνικών σχέσεων, την άρνηση
του νόμου της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Μ’ αυτό τον τρόπο, μέσα στα σπλάχνα
της σημερινής κοινωνίας, γεννιούνται εμβρυακές μορφές κοινωνικών σχέσεων -
τάσεων που τείνουν να σπάσουν το καπιταλιστικό περίβλημα. Αυτές καθορίζουν
τελικά την επαναστατική κίνηση της εργατικής τάξης και προωθούν τον
«κομμουνισμό» όχι σα μακρινό όραμα αλλά σαν την άμεση άρνηση της
υπάρχουσας κατάστασης. Αυτή η αντικαπιταλιστική τάση των εργατών και στην
πρωτολειακή μορφή της έρχεται σε σύγκρουση με τους νόμους της κυριαρχίας του
κεφαλαίου και της καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Θεωρητικά και πρακτικά, η αύξηση των πραγματικών μισθών πάνω απ’ την αύξηση της
παραγωγικότητας, οι αλλαγές στην αναλογία ανάμεσα στον αναγκαίο και πρόσθετο χρόνο
εργασίας είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν στον ένα ή τον άλλο κρίκο της ταξικής
πάλης ή σε μια συγκεκριμένη φάση ή συγκυρία κι αυτό θα σημάνει την πτώση του
ποσοστού κέρδους και του ποσοστού υπεραξίας. Αυτή η πτώση όμως θα θέσει
αναγκαστικά σε άμεση λειτουργία τους κοινωνικούς και πολιτικούς μηχανισμούς
αναπροσαρμογής της καπιταλιστικής κοινωνίας. Θα ενταθεί η αντισταθμιστική αύξηση των
τιμών, ο πληθωρισμός, η μείωση των επενδύσεων, η αντικατάσταση των εργατών από
νέες τεχνολογίες, η αύξηση του εφεδρικού στρατού, η χρησιμοποίηση της κοινωνικής
πολιτικής βίας του κεφαλαίου. Μια διαρκής σταθερή και αναπτυσσόμενη διαδικασία
μείωσης του ποσοστού εκμετάλλευσης θα απαιτούσε ριζική ανακατανομή των
εισοδημάτων και αναπροσανατολισμό στη χρησιμοποίηση των διαθέσιμων μέσων και
στην κατεύθυνση της παραγωγής. Όλα αυτά μακροπρόθεσμα έρχονται σε σύγκρουση και
αποκλείονται απ’ την ουσία της κοινωνικοπολιτικής ταξικής κυριαρχίας του κεφαλαίου
μέσα στην παραγωγή και απ’ το νόμο της καπιταλιστικής συσσώρευσης που μέσα από
αντιφάσεις επιβάλλει τελικά μια πορεία αυξανόμενης σχετικής εξαθλίωσης της εργατικής
τάξης. Η επικράτηση τελικά του νόμου της καπιταλιστικής συσσώρευσης πάνω στις
αντικαπιταλιστικές κοινωνικοπολιτικές διεκδικήσεις των εργατών αποτελεί την αντικειμενική
βάση που προωθεί το ιστορικό κοινωνικοπολιτικό προβάδισμα της τάσης ενσωμάτωσης
γύρω απ΄ την ηγεμονία μέσα στην εργατική τάξη και εμφανίζει σαν «ουτοπικό»,
απραγματοποίητο και αναποτελεσματικό τον επαναστατικό αγώνα των εργατών. Απ’ την
άλλη όμως πλευρά οι εργάτες που κινούνται σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, εξαιτίας
ακριβώς αυτών των φραγμών της αστικής κυριαρχίας, κατανοούν την ανάγκη για
γενίκευση του πολιτικού αγώνα, για αλλαγή της σχέσης εξουσίας και κατ’ επέκταση της
σχέσης ιδιοκτησίας, για συνολική ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος. Έτσι
γεννιέται πρώτα απ’ όλα στα άμεσα πεδία των ταξικών σχέσεων παραγωγής η
εργατική πολιτική σα γενικός επαναστατικός αντικαπιταλιστικός αγώνας κι αυτή η
πλευρά αναδεικνύεται στην πιο σημαντική αναγκαία αυτοτελή δραστηριότητα του
εργατικού κινήματος που αντεπιδρά με τη σειρά της αποφασιστικά πάνω στην
οικονομική κοινωνική πάλη. Γενικότερα ο οικονομικοκοινωνικός αγώνας και των δύο
τάσεων της εργατικής τάξης, σ’ ένα ορισμένο επίπεδο της ανάπτυξής του, τείνει στη
βαθύτερη σύνδεσή του με το συνολικό πολιτικό αγώνα.
Το αστικό κράτος ενοποιεί το μέσο επίπεδο εκμετάλλευσης των εργατών και
διαμορφώνει έτσι τη βάση ενοποίησης των οικονομικών με τους πολιτικούς αγώνες τους.
Απ’ την άλλη μεριά, η κοινωνική οικονομική εξάρτηση των εργατών περικλείει, ευθύς
εξαρχής, πολιτικές σχέσεις υποταγής στο κεφάλαιο μέσα στην ίδια τη διαδικασία της
παραγωγής που αποτελούν το θεμέλιο της πολιτικής κρατικής καπιταλιστικής κυριαρχίας
και απαιτούν άμεσα την πολιτική διάσταση του κοινωνικού αγώνα. Η τάση «πολιτικής
ολοκλήρωσης» απ’ την πλευρά της εργατικής ενσωμάτωσης εκφράζεται με τις διάφορες
παραλλαγές της αστικής ή μικροαστικής πολιτικής που διεξάγεται από εργάτες. Ενώ απ’
την πλευρά της αντικαπιταλιστικής χειραφέτησης «μετατρέπεται» (όχι βέβαια με
αυθόρμητο και αυτόματο τρόπο) σε συνολική «εργατική πολιτική» για την επαναστατική
ανατροπή της υπάρχουσας κατάστασης. Η σχετική αυτοτέλεια και η προτεραιότητα της
πολιτικής δράσης απέναντι στον οικονομικοκοινωνικό αγώνα είναι αναγκαία και για τις δύο
τάσεις της εργατικής τάξης, μόνο που αναπτύσσεται με ποιοτικά διαφορετικό περιεχόμενο
και μορφή και σε ανταγωνιστική κατεύθυνση. Στην πρώτη περίπτωση η πολιτική που
διεξάγεται από εργάτες στα πλαίσια του συστήματος ακολουθεί την κατεύθυνση
αυτονόμησης του κράτους και της αστικής πολιτικής απ’ το βαθύτερο οικονομικοκοινωνικό
πυρήνα της εκμετάλλευσης. Συγκαλύπτει αυτή την εκμετάλλευση, και τον πολιτικό
χαρακτήρα, ενισχύει τη μυστικοποίηση και την αλλοτρίωση της πολιτικής. Στόχο έχει να
«διαιωνίσει» τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, που αποτελεί τη βάση του σχετικού
διαχωρισμού της πολιτικής. Επιδιώκει τη μόνιμη διάσταση της πολιτικής σφαίρας απ’ το
κοινωνικοοικονομικό πεδίο, απ’ όπου αναφύονται και επανέρχονται ενισχυμένες απ’ την
κρατική παρέμβαση και οι πολιτικές σχέσεις εξουσίας. Επιδιώκει έτσι να παραμείνει άθικτη
τελικά η κοινωνική κυριαρχία του κεφαλαίου και να επιβληθεί ο αυτόματος οικονομικός
καταναγκασμός. Και απ’ την άλλη μεριά, επιχειρεί μ’ αυτό τον τρόπο ν’ απορροφά τα
αιτήματα χειραφέτησης, από μια θεσμική φαντασιακή «οραματική» κοινοβουλευτική μορφή
για να μη μετατρέπονται σε υλικό κίνημα αλλαγής της συγκεκριμένης σχέσης εξουσίας και
ιδιοκτησίας μέσα στα πεδία της παραγωγής. Πάνω σ’ αυτή τη βάση, προωθεί την
κυριαρχία της αντιπροσωπευτικής, της συμβολικής μορφής της πολιτικής, μακριά απ’ τα
πεδία των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής και των «υλικών» μορφών αλλαγής της
πραγματικότητας. Αντίθετα, στην περίπτωση της εργατικής χειραφέτησης η σχετική
αυτονόμηση της πολιτικής δράσης έχει στόχο να επανενώσει σε ανώτερο επίπεδο την
πολιτική με το καθοριστικό πεδίο των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων ιδιοκτησίας και
εξουσίας και σε περιεχόμενο και σε μορφή. Επιδιώκει να καταργήσει το διαχωρισμό της
πολιτικής απ’ την «οικονομία», στα πλαίσια του γενικότερου στόχου για την κατάργηση του
κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας. Η εργατική πολιτική αυτονομείται για να
επιστρέψει με ανώτερη ποιότητα στη σφαίρα του κοινωνικού πολιτικού αγώνα για
τα «συμφέροντα» για να γενικεύσει και να μετασχηματίσει τις πρωτόλειες τάσεις -
σχέσεις ανατροπής του νόμου της αξίας και της υπεραξίας σ’ ένα σύστημα
δημοκρατίας και εξουσίας των άμεσων παραγωγών. Πάνω σ’ αυτή τη βάση προωθεί
την κυριαρχία της συμμετοχικής - αγωνιστικής μορφής της πολιτικής, με πυρήνα την
παραγωγική άμεση δημοκρατική συγκρότησή της.
Το ρεύμα της εργατικής χειραφέτησης και η τάση του να αυτονομείται απ’ την
αστική «εργατική» πολιτική δεν μπορεί να καταργηθεί απ’ το γεγονός ότι έρχεται σε
αντίθεση με τους νόμους της κυριαρχίας του κεφαλαίου και ειδικά με το νόμο της
σχετικής εξαθλίωσης της εργατικής τάξης. Αντίθετα, και ιδιαίτερα στις συνθήκες του
νέου σταδίου του καπιταλισμού, αυτό το ρεύμα μπορεί να προβάλει πιο αποτελεσματικά
τα στρατηγικά στοιχεία της κοινωνικοπολιτικής υπεροχής του απέναντι στο ρεύμα της
ενσωμάτωσης. Στις σημερινές συνθήκες της κοινωνικής επίθεσης του κεφαλαίου, η
«ουτοπικότητα», η αναποτελεσματικότητα και η κρίση της «αγοραίας» πλευράς του
εργατικού αγώνα, στις σημερινές συνθήκες της κοινωνικής επίθεσης του κεφαλαίου,
αναδεικνύουν τον κοινωνικοπολιτικό αντικαπιταλιστικό αγώνα σαν το μοναδικό δρόμο για
τη στοιχειώδη εξασφάλιση παραχωρήσεων γύρω απ’ την αξία και την τιμή της εργατικής
δύναμης. Ο εργατικός αντικαπιταλιστικός αγώνας έχει την τάση να διευρύνεται και να
επεκτείνεται στην πλευρά της εργατικής ενσωμάτωσης, γιατί στις σημερινές συνθήκες η
στοιχειώδης πάλη γύρω απ’ τη μόνιμη σχεδόν συμπίεση του αναγκαίου χρόνου εργασίας
ανάγεται, πιο άμεσα, σε πάλη για τον πρόσθετο χρόνο, για μείωση του ποσοστού
υπεραξίας και εκμετάλλευσης που έχει επιβληθεί. Το περιεχόμενο των αιτημάτων του
αντικαπιταλιστικού αγώνα είναι πιο «ρεαλιστικό» γιατί σπάει τα πλαίσια των σημερινών
όρων της «αγοράς εργασίας», που διαμορφώνουν την τιμή της εργατικής δύναμης πολύ
πιο κάτω απ’ την πραγματική αξία της και μεταφέρει την πάλη στα πεδία της παραγωγής,
όπου μπορεί να διεκδικεί «βελτιωμένες» αναλογίες στο χρόνο εργασίας με βάση το ρόλο
της εργατικής τάξης της εποχής μας. Ιδιαίτερα φαίνεται σα μοναδική «εναλλακτική»
διέξοδος σήμερα η μορφή του αντικαπιταλιστικού κοινωνικού και πολιτικού αγώνα γιατί
αμφισβητεί «υλικά» πραγματικά τις πολιτικές σχέσεις βίας και εξουσίας του κεφαλαίου, στα
πεδία της παραγωγής και στην κρατική σφαίρα, που ενισχύουν όλο και πιο άμεσα τον
«αυτοματισμό» του οικονομικού καταναγκασμού. Η εργατική πολιτική αρνείται το «αστικό
δίκαιο» και προβάλλει μορφές βίας «εργατικού δικαίου», τις μόνες που μπορούν να
μετατοπίσουν «υλικά» πραγματικά τα σύνορα των κοινωνικών σχέσεων. Όλα αυτά δε
σημαίνουν φυσικά ότι συνολικά ο εργατικός αγώνας δεν γίνεται σήμερα αφάνταστα πιο
δύσκολος, με βάση τους συντριπτικούς συσχετισμούς υπέρ του κεφαλαίου.
Η αντικειμενική ενίσχυση της υπεροχής της εργατικής χειραφέτησης δεν μπορεί εύκολα
να μετατραπεί από τάση και δυνατότητα σε πραγματικότητα και να καταλύσει αυτόματα τη
σημερινή ασφυκτική ηγεμονία της ενσωμάτωσης μέσα στην εργατική τάξη. Αντίθετα, όλα
αυτά υπογραμμίζουν την αναγκαιότητα για «υποκειμενική» διεκδίκηση της
κοινωνικοπολιτικής ανεξαρτησίας της εργατικής πολιτικής, σε περιεχόμενο και μορφή, σαν
το αποφασιστικό και μοναδικό μέσο αμφισβήτησης αυτής της ηγεμονίας και υπεράσπισης
των στοιχειωδών εργατικών δικαιωμάτων. Οι δυσκολίες του συνολικού εργατικού αγώνα
έχουν στη βάση τους όχι μόνο τον αντιφατικό χαρακτήρα της εργατικής τάξης γενικά αλλά
και τις ιδιαίτερες αντιφάσεις της αντικαπιταλιστικής πάλης για την μείωση του ποσοστού
υπεραξίας και την εργατική χειραφέτηση. Η πάλη αυτή, στις συνθήκες της αστικής
κυριαρχίας, διαχωρίζεται ανάμεσα στην αναπόφευκτη, καθαυτό οικονομική «ηγεμονία» της
αξιακής μορφής απέναντι στην πρωτόλεια αντικαπιταλιστική αμφισβήτησή της απ’ τη μια
και στη δυνατότητα κατάλυσης αυτής της ηγεμονίας, στο γενικότερο κοινωνικό - πολιτικό
πεδίο απ’ την άλλη. Χαρακτηρίζεται απ’ τον αποφασιστικό ρόλο και την προτεραιότητα της
πολιτικής και «ιδεολογικής» μορφής, που ωστόσο τελικά παραμένει η «δευτερεύουσα»
πλευρά της ταξικής πάλης, σε σχέση με την καθοριστική πλευρά των καθαυτό οικονομικών
και κοινωνικών σχέσεων. Αυτό προβάλλει την «αστάθεια» και τον παλινδρομικό
χαρακτήρα της ανεξαρτησίας και της «ηγεμονικής» προοπτικής του αντικαπιταλιστικού
ρεύματος. Το αντικαπιταλιστικό ρεύμα χαρακτηρίζεται έτσι γενικότερα απ’ την
αντίθεση ανάμεσα στο ρεαλισμό του και την «ουτοπικότητά» του, ανάμεσα στην
αμεσότητα και τη «διάρκειά» του, ανάμεσα στην υλιστική ταξικότητα της
επαναστατικής του συνείδησης και στη μυστικοποίηση και ιδεαλιστική
παραμόρφωση αυτής της συνείδησης. Μ’ όλα αυτά ο αντικαπιταλιστικός αγώνας
σημαδεύεται τελικά απ’ την ταλάντευσή του ανάμεσα σε μια ανεξαρτησία «στα χαρτιά» και
στην πραγματική ανεξαρτησία του μέσα στις κοινωνικές οικονομικές σχέσεις και την ταξική
πάλη. Η βασική μορφή υποταγής του είναι η ενσωμάτωση με «σεχταρισμό», η
ενσωμάτωση με «αγριάδα», όπου το καθοριστικό στοιχείο είναι η ενσωμάτωση. Έτσι, το
κενό ως προς την ταξική συνειδητοποίηση του αυτοτελούς ρόλου του, καλύπτεται από
έναν καλπάζοντα πληθωρισμό εξιδανικευμένων, “σεχταριστικών” κομματικών φρουρίων
που δικαιολογούν και κολακεύουν την υποταγή του. Οι δυσκολίες για ουσιαστική ηγεμονία
του απέναντι στην τάση ενσωμάτωσης και αντίστροφα, η ασύνειδη μίμηση των μεθόδων
ηγεμόνευσής του απ΄ αυτήν οδηγούν συχνά στην καρικατούρα μιας απεγνωσμένης
διαπάλης για κομματική ή "προσωπική" «φαντασιακή» ηγεμονία. Ενώ αντίθετα, απ’ την
άλλη μεριά, η βασική μορφή ανάπτυξης του αντικαπιταλιστικού αγώνα είναι ο μαζικός
ενωτικός και «υλικός» διαχωρισμός του μετώπου της εργατικής πολιτικής απ’ την τάση της
εργατικής εξάρτησης με καθοριστικό στοιχείο το διαχωρισμό και την ανεξαρτησία.
Η συγκρότηση των ανεξάρτητων οργάνων της εργατικής πολιτικής, σ’ όλα τα
πεδία της πάλης για τα συμφέροντα, την πολιτική και τις ιδέες, αποτελεί την
πραγματική προϋπόθεση για την ηγεμονία της επαναστατικής πλευράς μέσα στο
εργατικό κίνημα. Ταυτόχρονα η συγκρότηση των ανεξάρτητων οργάνων της εργατικής
πολιτικής αποτελεί τη βάση, τον ουσιαστικό δείκτη για το χαρακτήρα και το ρόλο των
επαναστατικών ιδεών κομμάτων και πρωτοποριών που δρουν μέσα στην εργατική τάξη.
Τα επαναστατικά κόμματα και οι επαναστατικές ιδέες και πρωτοπορίες δεν μπορούν να
υπάρχουν έξω και ανεξάρτητα απ’ την ανάπτυξη του ρεύματος και της «οργάνωσης» της
εργατικής χειραφέτησης που συγκροτούνται, πρώτα απ’ όλα, στα άμεσα πεδία των
ταξικών σχέσεων παραγωγής. Και η έλλειψη ή αντίστροφα η ανάπτυξη ενός τέτοιου
ρεύματος και μιας τέτοιας οργάνωσης δείχνει αντίστοιχα την έλλειψη ή την ανάπτυξη του
επαναστατικού χαρακτήρα των ιδεών, των αρχών και της πολιτικής αυτών των
πρωτοποριών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η σημερινή κατάσταση και σχέση
ανάμεσα στα συνδικάτα και τα «επαναστατικά» κόμματα. Τα συνδικάτα αποτελούν
«συνεταιρισμούς» των πωλητών της εργατικής δύναμης και αυτή η πλευρά τους
ηγεμονεύει ασφυκτικά πάνω στην αντίθετη τάση για συνεταιρισμό των άμεσων
παραγωγών σαν «δημιουργών του πλούτου». Μ’ αυτό το χαρακτήρα τα σημερινά
συνδικάτα (η δομή τους, οι αρχές τους, η πολιτική τους) αποτελούν μορφές
ηγεμονίας της ενσωμάτωσης απέναντι στην τάση χειραφέτησης της εργασίας,
μορφές οργάνωσης της αστικής ηγεμονίας γενικότερα, μέσα στην εργατική τάξη. Η
αποδοχή στην ουσία αυτού του χαρακτήρα των συνδικάτων απ’ όλες σχεδόν της
«επαναστατικές πρωτοπορίες», η άρνηση των τελευταίων να συμβάλλουν στην
ανεξάρτητη συγκρότηση των συνδέσμων των εργατών σαν «δημιουργών του πλούτου»,
σε διάκριση αλλά και σε νέα ενότητα με τα σημερινά συνδικάτα, αποδεικνύει την
αλληλεπίδραση που υπάρχει ανάμεσα στην έλλειψη των οργάνων της εργατικής πάλης για
τα «συμφέροντα» και την έλλειψη των επαναστατικών ιδεών, κομμάτων και πρωτοποριών.
Και φυσικά το πρόβλημα δεν είναι αν έρχεται πρώτο το κόμμα ή τα όργανα του μετώπου
της εργατικής πολιτικής. Γιατί αυτά τα καθήκοντα αποτελούν δύο σχετικά ξεχωριστές,
αλληλοκαθοριζόμενες πλευρές του ενιαίου αγώνα για τη συγκρότηση του επαναστατικού
υποκειμένου της εργατικής τάξης συνολικά. Το πρόβλημα δεν είναι αν θα ηγεμονεύουν οι
επαναστατικές ιδέες πάνω στην επαναστατική πρακτική ή, πολύ περισσότερο, αν θα
ηγεμονεύουν τα επαναστατικά κόμματα πάνω στα ευρύτερα όργανα της εργατικής πάλης
ή το αντίστροφο. Γιατί το πραγματικό ζήτημα της ηγεμονίας της αντικαπιταλιστικής
τάσης των εργατικών συμφερόντων παίζεται - κρίνεται σε αλληλεπίδραση τόσο
στην πρακτική όσο και στη θεωρία και μέσα στις ευρύτερες αγωνιστικές
συσπειρώσεις της τάξης και μέσα σε κάθε είδους πρωτοπορία, με καθοριστική
τελικά πλευρά τη στάση, την επιλογή και τη δράση των ίδιων των εργατών, μέσα
στα πεδία των σχέσεων παραγωγής και στην πρακτική πάλη τους. Γιατί αυτός ο
παράγοντας είναι που διαμορφώνει πρακτικά το συνολικό ρεύμα της εργατικής
χειραφέτησης και που, σε τελευταία ανάλυση γεννά, αναπτύσσει διαπαιδαγωγεί (και
διαπαιδαγωγείται), δοκιμάζει και τελικά κρίνει και «ηγεμονεύει» τις όποιες πρωτοπορίες.
Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας απ’ τη μια πλευρά μειώνει την αξία όλων
των εμπορευμάτων και έτσι ιδιαίτερα ρίχνει την αξία της εργατικής δύναμης και μεγαλώνει
την υπεραξία, την εκμετάλλευση και την εξάρτηση των εργαζομένων. Ενώ, απ’ την άλλη
πλευρά, αυξάνει αντικειμενικά το ιστορικό όριο της αξίας της εργατικής δύναμης,
δημιουργεί νέες ανάγκες, πρόσθετο πλούτο, νέες διεκδικήσεις, νέες δυνατότητες για την
ανάπτυξη της αντικαπιταλιστικής πάλης. Αυτή η αντίθεση ανάμεσα στη διασφάλιση του
αναγκαίου χρόνου και στη διεκδίκηση του κλεμμένου πρόσθετου χρόνου, αποτελεί, σε
τελευταία ανάλυση, τη βάση για τη γενικότερη αντίθεση ανάμεσα στη λεγόμενη τακτική και
τη στρατηγική μέσα στο εργατικό κίνημα.
Αντίστροφα και για την αστική τάξη το ζήτημα της στρατηγικής είναι η απόσπαση του
μέγιστου ποσοστού υπεραξίας και κέρδους σε σχέση με το λεγόμενο κόστος εργασίας,
που αποτελεί την επιφανειακή «τακτική» πλευρά αυτής της στρατηγικής. Οι αντιθέσεις
μέσα στην αστική τάξη ανάμεσα στο ατομικό και συλλογικό καπιταλιστή, ανάμεσα στις
παλιές και τις νέες δυνάμεις και σχέσεις του κεφαλαίου, ανάμεσα στα ανταγωνιζόμενα
κεφάλαια, ανάμεσα στα έθνη, ανάμεσα στο παλιό και το νέο στάδιο του καπιταλισμού δεν
είναι, σε τελευταία ανάλυση, παρά τακτικές μορφές «κοινωνικοποίησης», μορφές
εμφάνισης και εξυπηρέτησης αυτής της στρατηγικής του μέγιστου ποσοστού υπεραξίας και
εκμετάλλευσης σε βάρος της εργατικής τάξης συνολικά. Έτσι αντίστροφα και για το
εργατικό κίνημα η στρατηγική της διεκδίκησης του χαμένου χρόνου και του κλεμμένου
πλούτου συγκρούεται αλλά και βρίσκεται σε ενότητα με την «τακτική της πάλης για
αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης».
Αυτή η ενότητα-αντίθεση τακτικής - στρατηγικής υπάρχει πάντα στο παρόν,
εκδηλώνεται υλικά στην πραγματικότητα των προβλημάτων, και των σχέσεων, διαπερνά
με διαφορετικό τρόπο όλες τις μορφές της πάλης για τα συμφέροντα, την πολιτική και τις
ιδέες και λειτουργεί συγκεκριμένα σε κάθε κατάσταση, σε κάθε φάση, σε κάθε ζήτημα. Η
σχέση τακτικής - στρατηγικής δεν εκφράζεται γραμμικά και μεταφυσικά, σαν αντίθεση
ανάμεσα στο άμεσο και το μακροπρόθεσμο, το πρακτικό υλικό και το «ιδεολογικό», το
οικονομικό και το «πολιτικό», το συγκεκριμένο και το γενικό, το σημερινό και το αυριανό
καθήκον ή τις σημερινές δυνατότητες και τα οράματα του μέλλοντος. Αλλά αποτελεί δύο
αντίθετες, αλληλοαποκλειόμενες και αλληλοσυμπληρούμενες πλευρές της εργατικής
πάλης, μέσα στην «υλικότητα» των πραγματικών συγκεκριμένων «ειδικών» συνθηκών του
σήμερα. Οι ταξικοί συσχετισμοί, το επίπεδο ανάπτυξης των αντιθέσεων, η οξύτητα των
προβλημάτων, η ωριμότητα της επαναστατικής δράσης των εργαζομένων αλλάζουν από
στάδιο σε στάδιο, από εποχή σε εποχή, από ιστορική φάση σε ιστορική φάση.
Εξελίσσονται ανάλογα με τις πολλαπλές συγκυρίες και τις ιδιομορφίες του κάθε
ξεχωριστού κινήματος, της κάθε χώρας. Επόμενα αλλάζουν τα συνθήματα, τα
προγράμματα, οι «ιεραρχήσεις» των αιτημάτων, οι μορφές πάλης, η «τέχνη» του πολιτικού
αγώνα, η γλώσσα του και η πράξη του. Αλλάζουν, δηλαδή, οι μορφές και οι συσχετισμοί
ανάμεσα στην τακτική και στη στρατηγική του εργατικού κινήματος. Αλλά η ουσία της
σχέσης παραμένει η ίδια, σα σχέση ενότητας και ανταγωνισμού ανάμεσα στη
«μεταρρύθμιση» και την επανάσταση, σχέση που εκδηλώνεται, συμπυκνώνεται και
κρίνεται στο παρόν, στην πρακτική και στις συγκεκριμένες συνθήκες, με καθοριστικό
κριτήριο την πάλη για την ηγεμονία της μιας ή της άλλης πλευράς.
Το περιεχόμενο των αιτημάτων ενός γενικού προγράμματος της εργατικής πολιτικής, σε
κάθε εποχή και ιδιαίτερα στην εποχή μας, δεν μπορεί παρά να προβάλλει, μέσα απ’ τις
ποικίλες ιδιομορφίες της κάθε φάσης, την ουσία αυτής της σχέσης. Δεν μπορεί παρά να
προωθεί την τάση και την ανάγκη στρατηγικής ηγεμονίας της βασικής πλευράς των
εργατικών συμφερόντων απέναντι στην «τακτική» πλευρά τους. Αντίστοιχα, τα αναγκαία,
ιδιαίτερα, επιμέρους προγράμματα πάλης, οι άμεσες «διεκδικήσεις», οι μεταβατικές
επιδιώξεις, οι «κρίσιμοι» στόχοι, τα βασικά «σημεία αιχμής», οι «κρίκοι» των γενικότερων
κοινωνικοπολιτικών αιτημάτων μπορεί και πρέπει να αλλάζουν, να μετασχηματίζονται, να
παίρνουν τις πιο ποικίλες μορφές. Ωστόσο, θα πρέπει στον πυρήνα τους να
συγκεκριμενοποιούν και να συμπυκνώνουν, σε κάθε φάση, σε κάθε στιγμή, σε κάθε
ζήτημα, τα στοιχεία ενότητας και τα στοιχεία του ανταγωνισμού ανάμεσα στην τακτική και
τη στρατηγική, απ’ τη σκοπιά της κατάλυσης της ηγεμονίας της τακτικής, απ’ τη σκοπιά της
πρακτικής κι όχι φαντασιακής ηγεμονίας της εργατικής χειραφέτησης. Αν το εργατικό
κίνημα περιορίζεται σε μια γενικόλογη «στρατηγική του μαυσωλείου» και των κομματικών
ντοκουμέντων, ενώ στην πρακτική του και τα προγράμματά του, σε κάθε συγκεκριμένη
φάση, σε κάθε σκίρτημα αγώνα υιοθετεί και λιβανίζει ή απλά υπερθεματίζει απ’ τα
αριστερά την τακτική πλευρά της εργατικής πάλης, αν μεταθέτει διαρκώς τα «σπουδαία»
για το αύριο, για τις «καλύτερες στιγμές» ή για τις κομματικές συνδιασκέψεις τότε δεν
προωθεί την «τέχνη» της επαναστατικής πολιτικής αλλά την «τέχνη» της ενσωμάτωσης.
Αντίστοιχα, αν η «εργατική πολιτική» παγιδεύεται σε αυτή τη μεγάλη παράδοση της
«αριστερής ή υπεραριστερής» πλειοδοσίας υπέρ της τακτικής πλευράς, αν αρκείται σε μια
νεκρή στρατηγική γλώσσα ή σ’ ένα αόριστο «αξιακό λόγο» τότε απλά δεν πρόκειται
καθόλου ή δεν πρόκειται ακόμα για «εργατική πολιτική». Αν πάλι η εργατική πολιτική, στ’
όνομα της αυτοτέλειας της στρατηγικής πλευράς των εργατικών συμφερόντων,
παραγνωρίζει την πλευρά της «τακτικής» γύρω απ’ την αξία της εργατικής δύναμης και στ’
όνομα του διαχωρισμού υποτιμά την ενότητα μαζί της τότε θα «τριγυρίζει» στο κενό σα
ρόδα στον αέρα. Δεν θα μπορεί, σε καμιά περίπτωση, να καταλύει πρακτικά την ηγεμονία
της ενσωμάτωσης και να διεκδικεί το προβάδισμα της εργατικής χειραφέτησης μέσα στο
εργατικό κίνημα. Και ξανά αντίστροφα, αν με το πρόσχημα ότι πρέπει να υπολογίζεται η
τακτική πλευρά και να προωθείται η ενότητα μαζί της ακρωτηριάζεται η αυτοτελής
προβολή της στρατηγικής πλευράς και ο σαφής διαχωρισμός της τότε, για άλλη μια φορά,
θα πρόκειται για διαιώνιση της ενσωμάτωσης.
Σε κάθε φάση του εργατικού αγώνα, σε κάθε ζήτημα, σε γενικότερο ή σε ειδικό
επίπεδο υπάρχει πάντα, σε περιεχόμενο και σε μορφή, ένα κρίσιμο όριο μια «καυτή
ζώνη» αλληλοσύνδεσης και σύγκρουσης των αντίθετων ρευμάτων της εργατικής
πάλης. Η τέχνη της επαναστατικής πολιτικής είναι να εντοπίζει κάθε φορά το
συγκεκριμένο όριο του διαχωρισμού και το όριο της ενότητας απ’ τη σκοπιά της
ηγεμονίας της πάλης για τον κλεμμένο πλούτο και για τα γενικότερα συμφέροντα
της τάξης. Παράλληλα την εργατική πολιτική τη διαπερνούν και οι ιδιαίτερες αντιφάσεις
της αντικαπιταλιστικής πάλης. Οι αντιφάσεις αυτές δίνουν τη δυνατότητα στην εργατική
ενσωμάτωση να αντιστρέφει προς όφελός της τα κρίσιμα «όρια επαφής» ανάμεσα στις
δύο τάσεις του εργατικού κινήματος, μέχρις ότου καταλυθεί οριστικά η αστική κυριαρχία. Η
κύρια εσωτερική αντίφαση της εργατικής πολιτικής βρίσκεται στο γεγονός ότι η πλατιά
οικονομική κοινωνική βάση της, η πάλη για την υπεραξία μπορεί μεν να διαχωρίζεται, να
αποσπά κατακτήσεις και να τροφοδοτεί συνεχώς την ιδιαίτερη κοινωνικοπολιτική
«αυτοτέλεια» του επαναστατικού ρεύματος αλλά, τελικά, δεν έχει τη δυνατότητα να
«ολοκληρώνεται» ποιοτικά και να μετατρέπεται σε οικονομική κοινωνική σχέση
παραγωγής, χωρίς την επαναστατική ανατροπή της αστικής κυριαρχίας. Αυτή η αντίφαση
απ’ τη μια υπογραμμίζει τους περιορισμούς του αντικαπιταλιστικού οικονομικού
κοινωνικού αγώνα και απ’ την άλλη αναδεικνύει την προτεραιότητα, τον αποφασιστικό
χαρακτήρα και την ιδιαίτερη δυνατότητα της κοινωνικοπολιτικής πλευράς της εργατικής
χειραφέτησης. Έτσι γενικότερα η αντίφαση αυτή απ’ τη μια μεριά καθορίζει τη
σχετικότητα και τον εύθραυστο χαρακτήρα της αυτοτέλειας και της ηγεμονίας του
επαναστατικού ρεύματος μέσα στην τάξη σε συνθήκες καπιταλιστικής κυριαρχίας
ενώ κυρίως, απ’ την άλλη μεριά, αποτελεί τη βάση που κάνει από σήμερα αναγκαίο
επιτακτικό και αναπόφευκτο τον «διαρκή», το «μόνιμο» και συνεχώς
«αναπτυσσόμενο» χαρακτήρα της επανάστασης και του επαναστατικού αγώνα.
Έτσι μέσα στο ίδιο το αντικαπιταλιστικό και επαναστατικό ρεύμα λειτουργεί μια
εσωτερική αντίφαση ανάμεσα στη «στασιμότητα» και τη «μονιμότητα» του επαναστατικού
αγώνα και της επανάστασης, ανάμεσα στο «καλά ως εδώ» και στο «όλο και πιο μακριά»
που χαρακτηρίζει συνολικά τη μεγαλειώδη αλλά γεμάτη εμπόδια πορεία της εργατικής
πάλης μέχρι την πλήρη κυριαρχία των σοσιαλιστικών κομμουνιστικών σχέσεων. Αυτή η
αντίφαση έχει τις ρίζες της στην κυριαρχία ή και την απλή διατήρηση των καπιταλιστικών
σχέσεων και εξαρτάται απ’ την εξέλιξη των γενικότερων συσχετισμών και ειδικά απ’ το
ρόλο που παίζει το ρεύμα της εργατικής ενσωμάτωσης μέσα στην εργατική τάξη. Ιδιαίτερα
η πλευρά της στασιμότητας του αντικαπιταλιστικού και επαναστατικού αγώνα αποτελεί την
κρίσιμη ζώνη όπου διασταυρώνονται τα ακραία αντίθετα όρια και κορυφώνεται η διαπάλη
ανάμεσα στις δύο ιστορικές τάσεις του εργατικού κινήματος.
Σε κάθε ζήτημα, σε κάθε φάση, υπάρχει πάντα σε περιεχόμενο αιτημάτων και σε
μορφή εκείνος ο στόχος που αντιπροσωπεύει τη συγκεκριμένη ηγεμονία της
στρατηγικής πάνω στην τακτική της βασικής πλευράς πάνω στη δευτερεύουσα
πλευρά των εργατικών συμφερόντων. Και όσο κι αν υπάρχει πάντα μεγάλη
απόσταση ανάμεσα στο να αντιπροσωπεύει ένας στόχος αυτή την ηγεμονία μέχρι
να την πραγματοποιεί η στοιχειώδης, έστω, πρακτική στήριξή του είναι η αναγκαία
αρχή για μια ουσιαστική αντιστροφή της κατάστασης σε βάρος του κεφαλαίου, για
μια αντιστροφή στη σημερινή, αντικειμενικά αστική σχέση τακτικής - στρατηγικής
του εργατικού κινήματος. Η τέχνη του συνδυασμού της στρατηγικής με την τακτική
του εργατικού κινήματος τελικά συνίσταται στη διεκδίκηση και κατάκτηση της
«συγκεκριμένης στρατηγικής ηγεμονίας», της ηγεμονίας της βασικής πλευράς των
εργατικών συμφερόντων, σε κάθε ζήτημα μικρό ή μεγάλο, σε κάθε φάση, σε κάθε
χώρο.
Στην πραγματικότητα μόνο αυτή η "συγκεκριμένη στρατηγική ηγεμονία", της
βασικής πλευράς πάνω στην τακτική πλευρά μπορεί να αποτελέσει το θεμέλιο για
μια επαναστατική σύνδεση γενικότερα της τακτικής με τη στρατηγική της
κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Απ΄ αυτή τη σκοπιά το αντικαπιταλιστικό ρεύμα
της εργατικής τάξης είναι το μόνο που διαθέτει τακτική, απ΄ τη σκοπιά συνολικά
των εργατικών συμφερόντων. Η τακτική της εργατικής πολιτικής είναι ο
επαναστατικός αγώνας σε κάθε ζήτημα, σε κάθε φάση, και η στρατηγική του είναι η
επανάσταση μέχρι το τέλος. Οι εσωτερικές αντιθέσεις ανάμεσα στη στρατηγική και
την τακτική του επαναστατικού αγώνα αλληλοεπηρεάζονται με τις γενικότερες
(άλλης ποιότητας) αντιθέσεις της τακτικής και της στρατηγικής μέσα στο συνολικό
εργατικό κίνημα. Τελικά οι σχέσεις τακτικής-στρατηγικής του επαναστατικού
ρεύματος εκφράζουν την αντίθεση ανάμεσα στον μερικό και τον συνολικό
επαναστατικό αγώνα, και πάνω απ΄ όλα την αντίθεση ανάμεσα στη “στάσιμη” και
τη μόνιμη επανάσταση. Επόμενα, η τέχνη της ενότητας της τακτικής με τη
στρατηγική απ΄ τη σκοπιά των ιστορικών συμφερόντων της εργατικής τάξης
συνίσταται πρώτα απ΄ όλα στο να προωθούνται πρακτικά εκείνοι οι άμεσοι στόχοι
σε περιεχόμενο και μορφή που να αντιπροσωπεύουν σε κάθε ζήτημα, σε κάθε
φάση, τη συγκεκριμένη ηγεμονία της στρατηγικής πλευράς απέναντι στην τακτική
πλευρά. Και παράλληλα συνίσταται στο να συνδέεται το επαναστατικά μερικό με το
επαναστατικά καθολικό, το αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο μιας μεταβατικής φάσης
με το συνολικό αλλά πάντα συγκεκριμένο περιεχόμενο της μόνιμης, της διαρκούς
επανάστασης.
Η ηρωική, όσο και δραματική, διαδρομή του εργατικού κινήματος σημαδεύεται απ’ τη
διπλή φύση της εργατικής τάξης, απ’ το διπλό χαρακτήρα του αγώνα της, που εξαρτάται
στο βάθος απ’ την ενότητα και το διαχωρισμό ανάμεσα στο φυσικό και το ιστορικό όριο της
αξίας της εργατικής δύναμης ή μάλλον ακριβέστερα ανάμεσα στο κατώτερο πλασματικό
και στο ανώτερο «δυναμικό» ζωτικό όριο αυτής της αξίας. Με βάση όλα αυτά, διχάζονται,
συνδέονται, παλινδρομούν, συγκρούονται και μετασχηματίζονται οι διαθέσεις, τα αιτήματα,
τα προγράμματα, οι συνειδήσεις, η κοινωνική ιστορία, ο πολιτισμός και τελικά οι μεγάλες
συλλογικές και ατομικές περιπέτειες των εργαζομένων.
Το «ιστορικό» πολιτικό πρόγραμμα και το «Κοινό Μανιφέστο» της εργατικής
τάξης του αιώνα μας αποτελεί τελικά μια διελκυνστίδα ανάμεσα στην αγωνία για
επιβίωση και τη δίψα για ζωή. Την απώθηση απέναντι στις «συμφορές» - και την
επιθυμία χωρίς όρια. Τις πλασματικές - και τις πραγματικές ανάγκες. Τον ασκητισμό
- και την απόλαυση. Τον πουριτανισμό - και το ριζοσπαστισμό. Το γλείψιμο - και
την περηφάνια. Το φόβο - και την τόλμη. Τη δουλεία της υποταγής - και την
ελευθερία της χειραφέτησης. Και η πολιτική πρακτική της εργατικής τάξης διχάζεται
ανάλογα ανάμεσα στην άμυνα - και την επίθεση. Την αντίσταση - και την ανατροπή.
Τη μεταρρύθμιση - και τον επαναστατικό αγώνα.- Την τακτική και τη στρατηγική -
Την αστική - και την εργατική πολιτική. Το «παλιό» - και το «καινούργιο». Τη
στάσιμη - και τη μόνιμη επανάσταση.
Το περιεχόμενο και η μορφή της εργατικής πολιτικής κρίνεται από το κατά πόσο
μπορεί στην πράξη, σε κάθε φάση, σε κάθε ζήτημα, στο «άμεσο και το μακροπρόθεσμο»,
στο ειδικό και το γενικό επίπεδο να λύνει το γόρδιο δεσμό αυτών των «διλημμάτων», μέσα
στις ζωντανές δυνάμεις που τα εκφράζουν, έτσι ώστε να προωθεί το διαχωρισμό, την
ενότητα και την ηγεμονία απ’ τη σκοπιά της βασικής πλευράς των εργατικών
συμφερόντων. Έτσι ώστε να μπορεί να γράφεται θεωρητικά και πρακτικά, απ’ τις ίδιες τις
δυνάμεις της εργατικής τάξης, το επαναστατικό μανιφέστο της εποχής μας. Έτσι ώστε να
μπορεί να διαμορφώνεται ένα πρόγραμμα της εργατικής πολιτικής και της απελευθέρωσης
της κοινωνίας που θα σφραγίζεται απ’ τη δίψα για ζωή και την επιθυμία χωρίς όρια, απ’ την
τόλμη του καινούργιου και την περηφάνια της χειραφέτησης, απ’ το ριζοσπαστισμό του
επαναστατικού αγώνα και τη «στρατηγική» της μόνιμης επανάστασης. Η εργατική πολιτική
και το ΜΕΤΩΠΟ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ αποτελούν το "βασικό συνολικό ιστορικό
διεθνικό κοινωνικοπολιτικό επαναστατικό υποκείμενο" που συγκροτείται και κρίνεται στο
παρόν, απ’ τις ίδιες τις πρωτοπόρες δυνάμεις των εργαζομένων σε αλληλεπίδραση με το
σύνολο της τάξης. Έχει σαν βάση του τις κληρονομημένες συνθήκες απ’ τους αγώνες της
εργατικής χειραφέτησης και αναπτύσσεται ποιοτικά μέχρι την πλήρη κυριαρχία μιας νέας
κομμουνιστικής κοινωνικής πραγματικότητας. Το μέτωπο της εργατικής πολιτικής, απ’ τη
μια πλευρά, τείνει να εκφράζει και να συσπειρώνει κάθε δράση και σκίρτημα εργατικής
χειραφέτησης, σ’ όλα τα πεδία της πάλης για τα συμφέροντα, την πολιτική και τις ιδέες και
απ’ την άλλη τείνει να προωθεί την ηγεμονία της βασικής πλευράς των εργατικών
συμφερόντων μέσα στους διεκδικητικούς "μεταρρυθμιστικούς" αγώνες της εργατικής τάξης
έως το επίπεδο της ανατροπής της αστικής κυριαρχίας και της μόνιμης επανάστασης, ως
την αυτοκατάργηση της εργατικής τάξης και όλων των τάξεων, μαζί και κάθε κυριαρχίας,
καταπίεσης και εκμετάλλευσης. Το ΜΕΤΩΠΟ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ έχει σαν
θεμελιακό και καθοριστικό, από άποψη σημασίας, πεδίο προέλευσης, στήριξης,
δράσης και ανάπτυξής του την αντικαπιταλιστική πτέρυγα, την αντικειμενική τάση
χειραφέτησης των εργατικών αγώνων και ιδιαίτερα το σχετικά αυτοτελές «πολιτικό
μέτωπο των οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων της εργατικής τάξης» που
εκφράζεται από το στόχο για ένα ΝΕΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ. Παράλληλα, απ’ την άλλη
μεριά, το ΜΕΤΩΠΟ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ στηρίζεται και αναπτύσσεται πάνω στη
βάση της αναγκαίας συγκρότησης των ιδεών της επανάστασης και του κομμουνισμού και
πάνω στη συμβολή των αντίστοιχων ιδιαίτερων ιδεολογικοοργανωτικών εργατικών
επαναστατικών και κομμουνιστικών πρωτοποριών, συσπειρώσεων και κομμάτων που
προσπαθούν να τις εκφράσουν πρακτικά και πολιτικά μέσα στο εργατικό κίνημα.
Η συγκρότηση και ανάπτυξη τέτοιου είδους πρωτοποριών, όπως και όλων των
πρωτοποριών, σε κάθε πεδίο του εργατικού αγώνα αποτελεί μια αντικειμενική, αναγκαία
και σχετικά αυτόνομη διαδικασία που τροφοδοτείται απ’ την ιστορική πορεία της τάσης της
εργατικής αντικαπιταλιστικής χειραφέτησης και αντεπιδρά αποφασιστικά πάνω της.
Αποτελεί μορφή ανάπτυξης και έκφρασης του καθοριστικού ρόλου της αναπτυσσόμενης
επαναστατικής πράξης και συνείδησης και σκέψης των ίδιων των δυνάμεων των
εργαζομένων, του καθοριστικού επαναστατικού ρόλου της εργατικής τάξης συνολικά. Είναι
αναγκαία μορφή και πλευρά συγκρότησης της θεωρίας και της πρακτικής του "Μετώπου
της εργατικής πολιτικής". Ωστόσο δεν ταυτίζεται μαζί του και δεν μπορεί να το
υποκαταστήσει. Είναι μια πλευρά του που έχει την προτεραιότητα στη διαδικασία
συγκρότησης και εξέλιξής του στην "επεξεργασία της συνείδησής του", αλλά τελικά είναι
μια πλευρά που ανήκει ποιοτικά σε ποιο χαμηλό επίπεδο σε σχέση με το συνολικό
επαναστατικό τμήμα της τάξης και πολύ περισσότερο σε σχέση με τη «συνολικά
επαναστατημένη τάξη», που παίζουν και τον καθοριστικό ρόλο ως προς την ηγεμονία της
επανάστασης μέσα στην κοινωνία. Γιατί το επαναστατικό τμήμα της τάξης συνολικά είναι
που συγκροτεί το Μέτωπο της εργατικής πολιτικής και τελικά αυτό που γεννά, εκφράζει,
κρίνει, ελέγχει, αποφασίζει και μετασχηματίζει σε ανώτερο επίπεδο και σε πρακτική υλική
πολιτική δύναμη την αποφασιστική αντεπίδραση και συμβολή των κομμουνιστικών και
επαναστατικών προτάσεων και ιδεών οργανώσεων και κομμάτων.
Το ΜΕΤΩΠΟ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ και τα όργανα της εργατικής πολιτικής είναι
που, σε τελευταία ανάλυση, έχουν αντικειμενικά και πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να
διατηρούν την καθοριστική δύναμη και «εξουσία» για να «αποφασίζουν» (με βάση τη
δοκιμασία της επαναστατικής πράξης και την πείρα των αγώνων της τάξης) ως προς την
ορθότητα αλλά και την ανάπτυξη και το μετασχηματισμό αυτών των ιδεών και το ρόλο των
αντίστοιχων συσπειρώσεων, οργανώσεων και κομμάτων. Έτσι τελικά το ΜΕΤΩΠΟ ΤΗΣ
ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ και τα αντίστοιχα όργανα της εργατικής πολιτικής συνδέουν και
αναπτύσσουν παραπέρα, σε ανώτερο επίπεδο, κάθε ξεχωριστό κίνημα, κάθε ενότητα
αντικαπιταλιστικής δράσης γύρω απ’ τα διαφορετικά κοινωνικά δημοκρατικά και διεθνικά
πολιτικά προβλήματα και μέτωπα της ταξικής πάλης, με πυρήνα το ΜΕΤΩΠΟ για τα
συμφέροντα και το ΝΕΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ. Και κυρίως συνενώνουν όλες τις πλευρές
του οικονομικού κοινωνικού πολιτικού και ιδεολογικού αγώνα και τις εντάσσουν διαλεκτικά
Στο πεδίο της συνολικής επαναστατικής πολιτικής πράξης και σκέψης των ίδιων των
εργαζομένων, στο πεδίο της κοινωνικοπολιτικής σφαίρας για την επανάσταση που είναι και
το αποφασιστικό πεδίο στις συνθήκες της καπιταλιστικής κυριαρχίας.
Το ΜΕΤΩΠΟ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ σήμερα, στο βαθμό που συγκροτείται
στην πράξη έτσι ώστε να εκφράζεται με αυτοτέλεια και να διεκδικεί μια αισθητή
αντικειμενικά παρέμβαση σ΄ όλα τα πεδία της ταξικής πάλης, αποτελεί την
αναγκαία μορφή, την ουσιαστική έκφραση και το βασικό κριτήριο για την κατάλυση
της ηγεμονίας της τάσης ενσωμάτωσης μέσα στην εργατική τάξη. Το ΜΕΤΩΠΟ ΤΗΣ
ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ συγκροτείται σ’ όλα τα επίπεδα, με βάση μια αλληλεπίδραση
ανάμεσα σε ορισμένες αναγκαίες πλευρές του που εκφράζουν τη διαλεκτική σύνδεση του
περιεχομένου και της μορφής του. Οι πλευρές αυτές είναι: Α) Το περιεχόμενο των
αιτημάτων. Β) Οι μορφές πάλης που αναπτύσσει. Γ) Η γενικότερη κατεύθυνση και
διαδικασία που προωθεί για την οργάνωση της εργατικής χειραφέτησης, της εργατικής
τάξης συνολικά και για την συγκρότηση των οργάνων της εργατικής πολιτικής. Δ) Τα
αντικειμενικά όρια, η «κρίσιμη ζώνη» διαχωρισμού και ενότητας που προβάλλει ανάμεσα
στην τάση χειραφέτησης και την τάση ενσωμάτωσης των εργαζομένων απ’ τη σκοπιά της
ηγεμονίας της βασικής πλευράς των εργατικών συμφερόντων, σε κάθε ζήτημα, στο γενικό
επίπεδο και σε κάθε φάση. Ε) Η επιδίωξη για συγκεκριμένες, έστω και προσωρινές,
κοινωνικές πολιτικές κατακτήσεις ή η προσέγγιση σε τέτοιες κατακτήσεις με βάση τη λογική
της "συγκεκριμένης στρατηγικής ηγεμονίας" της αντικαπιταλιστικής πλευράς. Στ) Η
συγκρότηση ενός διακριτού εργατικού πολιτισμού της χειραφέτησης στις πολιτικές και
θεωρητικές ιδέες και προτάσεις, στην αγωνιστική πρακτική, στις κοινωνικές σχέσεις, στην
τέχνη, στο «δίκαιο», στις «αξίες». Ζ) Η πολιτική κοινωνική πολιτιστική και οργανωτική
ιδιαίτερη σύνθεση της εθνικής με τη διεθνική πλευρά του. Και οι επτά αυτές πλευρές
συνδέονται με τέτοιο τρόπο που, εφόσον ακυρώνεται ή υπονομεύεται μια απ’
αυτές, κινδυνεύει να καταρρεύσει η συνολική συνένωση μορφής περιεχομένου και
η ίδια η αυτοτελής πρακτική συγκρότηση, εμφάνιση, «ύπαρξη», της τάσης
εργατικής χειραφέτησης και του επαναστατικού αγώνα.
Επομένως στο περιεχόμενο και την κατεύθυνση των αιτημάτων της εργατικής
χειραφέτησης, το βασικό ζήτημα είναι να λύνονται δύο καθοριστικές κατηγορίες
προβλημάτων. Κι’ αυτές έχουν να κάνουν πρώτον με την προβολή και την ηγεμονία της
συγκεκριμένης βασικής πλευράς των εργατικών συμφερόντων, με παράλληλη
αναμόρφωση της ενωτικής σχέσης απέναντι στην ενσωματωμένη δευτερεύουσα πλευρά
τους. Και δεύτερον, έχουν να κάνουν με τη σύνδεση του σημερινού με τον συνολικό
αντικαπιταλιστικό αγώνα και γενικότερα με τη μονιμότητα και τον διαρκώς αναπτυσσόμενο
χαρακτήρα του επαναστατικού αγώνα. Αυτό ο χαρακτήρας καθορίζει και επιβάλλει πλάι σε
κάθε συγκεκριμένο αίτημα ρήξης να προβάλλεται η «συνέχειά» του. Όχι σα ζύμωση και
προπαγάνδα για το μακρινό μέλλον και την ηθική πολιτική «διαπαιδαγώγηση» και
εκπαίδευση των μαζών αλλά κυρίως σαν πρακτικό πολιτικό «μέτρο ασφάλειας» ή και σαν
πρακτικό μέσο ουσιαστικής κατάκτησης, επέκτασης και κατοχύρωσης της όποιας ρήξης
απέναντι στην αναπόφευκτη προσπάθεια ακύρωσής της απ’ τους γενικότερους νόμους της
καπιταλιστικής κυριαρχίας. Το εργατικό κίνημα δεν μπορεί, π.χ., να ζητά μείωση των
κερδών του εργοδότη και αντίστοιχα αύξηση των αποδοχών χωρίς να προβάλλει σαν
μέτρο ασφαλείας αλλά και κυρίως σαν μέσο κατάκτησης αυτού του στόχου την
απαγόρευση των απολύσεων, την ανατροπή της εισοδηματικής πολιτικής, τον εργατικό
έλεγχο κ.λπ. Δεν μπορεί να ζητά την άμεση ανατροπή του νόμου Αρσένη και ταυτόχρονα
να μην προβάλλει εκείνες τις γενικότερες ρήξεις και αλλαγές στην παιδεία που θα
προωθούν στη ζωή και θα κατοχυρώνουν αυτή την ανατροπή, θα κάνουν σχετικά δύσκολη
την επαναφορά των αντιδραστικών μέτρων με άλλη μορφή. Το εργατικό κίνημα και η
αντικαπιταλιστική αριστερά δεν μπορεί τελικά να καλεί τους εργάτες να παλεύουν για
μείωση του κλεμμένου χρόνου, για επιστημονική παιδεία για όλους, για την ανατροπή της
αντιδραστικής πολιτικής στα ζητήματα των ελευθεριών που απαιτεί η εποχή μας, για την
απόκρουση της ιμπεριαλιστικής ηγεμονίας, για την παραίτηση της ολιγαρχίας από τις
επιθετικές και πολεμικές επιδιώξεις της, για μια νέου τύπου σύνδεση εθνικού-διεθνικού σε
βάρος του κεφαλαίου κ.λπ., και να μην προτείνει παράλληλα, σαν συνολικό στόχο, την
επαναστατική ανατροπή της αστικής κυριαρχίας. Δεν μπορεί να προβάλλεται μια τέτοια
ριζική αλλαγή στο συνολικό συσχετισμό ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία και να μην
προβάλλεται παράλληλα, σαν μέσο κατάκτησης, σαν μέσο κατοχύρωσης και ουσιαστικής
επιβίωσης αυτής της αλλαγής η αντικαπιταλιστική επανάσταση σ΄ όλες τις σχέσεις και
μέχρι το τέλος. Στην πραγματικότητα, δεν μπορεί να προτείνει κανείς το περιεχόμενο
και τη μορφή του επαναστατικού αγώνα σε οποιοδήποτε συγκεκριμένο ζήτημα
χωρίς να αντιμετωπίζει ταυτόχρονα την ανάγκη αυτή η πρόταση να προχωράει
πραγματικά στη ζωή, να αποκτά ρεαλισμό, να κατοχυρώνεται απέναντι στον
αναπόφευκτο ρεβανσισμό του κεφαλαίου. Κι αυτό πετυχαίνεται μόνο με τη σύνδεση
του μερικού με τον συνολικό επαναστατικό στόχο, του μερικού επαναστατικού
αγώνα με τη μόνιμη επανάσταση.
Όλες οι αριστερές δυνάμεις ισχυρίζονται ότι οι μάζες πρέπει να μαθαίνουν με την πείρα
τους και τη θεωρία. Αλλά πιο συχνά εννοούν διαφορετικά πράγματα. Στην ουσία η
επαναστατική θεωρία πρέπει να ανταποκρίνεται στην αντικειμενική θεωρία της πράξης. Κι
αν κανείς πάρει υπόψη του αυτό τον παράγοντα, δεν μπορεί στο όνομα της επαναστατικής
τέχνης να κρύβει απ΄ τους εργάτες αυτό που ξέρουν ήδη από την ιστορική και καθημερινή
τους πείρα γύρω απ΄ τη θεωρία της πράξης. Δεν μπορεί το αντικαπιταλιστικό ρεύμα να
προτείνει στους εργάτες μόνο ή κυρίως “αντίσταση” για να “τσιμπήσουν” και να
καταλάβουν με την πείρα τους την ανάγκη της συνολικής ανατροπής. ΄Η να τους προτείνει
παραπέρα την ανατροπή για να “τσιμπήσουν” ακόμα πιο πολύ και να καταλάβουν την
ανάγκη της επανάστασης και του κομμουνισμού. Δεν μπορεί κανείς να καλεί τους εργάτες
σε πρακτικό αγώνα για να σπάσει, π.χ., η γενική εισοδηματική πολιτική, να ανατραπεί ο
προϋπολογισμός κ.λπ., και να τους “κρύβει” αυτό που ξέρουν πολύ καλά, ότι δηλ. κάτι
τέτοιο σημαίνει μια παρατεταμένη και σκληρή πάλη επαναστατικού τύπου και μια συνολική
ρήξη με την κυρίαρχη πολιτική. Δεν μπορεί, πολύ περισσότερο, να τους καλεί σε μια τέτοια
ρήξη και να τους κρύβει ότι αυτή συνδέεται αναπόφευκτα με γενικότερες συγκρούσεις,
απαιτεί επαναστατικά γεγονότα, και βάζει ουσιαστικά το δίλημμα ως προς τη δυνατότητα
και την αναγκαιότητα της επαναστατικής ανατροπής.
Στη ζωή και την πολιτική δεν υπάρχει κενό. Υπάρχει πάντα μια υλική διαλεκτική
σχέση ανάμεσα σ΄ αυτό που επικρατεί και σ΄ αυτό που τείνει να το αντικαταστήσει.
Το ίδιο συμβαίνει ανάμεσα στην αντίσταση, τη ρήξη και την επανάσταση. Και σ΄
αυτή τη σχέση εκείνο που παίζει τον καθοριστικό ρόλο είναι πάντα αυτό που
έρχεται και δεν είναι αυτό που φεύγει. Γιατί μόνο αυτό που έρχεται στη ζωή
ανατρέπει πραγματικά, υλικά, αυτό που φεύγει. Αυτή η αναγκαιότητα επιβάλλει το
μόνιμο χαρακτήρα του επαναστατικού αγώνα και το βασικό ρόλο που παίζει εκείνο
που προτείνει το εργατικό κίνημα σε σχέση μ΄ εκείνο που θέλει να καταλύσει.
Επιβάλλει την κυριαρχία του επόμενου βήματος και της επόμενης μέρας απέναντι
σ΄ αυτό που σήμερα ανατρέπεται. Οι εργαζόμενοι λοιπόν ξέρουν με την ιστορική και
καθημερινή τους πείρα ότι κάθε ρήξη με την εργοδοσία και το κράτος στην οποία τους
προσκαλεί κυρίως η ίδια η εσωτερική αντικαπιταλιστική πλευρά της ύπαρξής τους, πέρα
από τον αγώνα και το ρίσκο που απαιτεί, πάνω απ΄ όλα για να πραγματοποιηθεί έχει
ανάγκη από τη “συνέχειά” της. Κι αυτή τη συνέχεια και τις συνέπειές της όσοι δεν την
τρέμουν ή δεν τη θεωρούν όνειρο καλοκαιρινής νύχτας θέλουν να τη διαμορφώσουν, να τη
γνωρίσουν, να την επιβάλουν οι ίδιοι. Και η επαναστατική θεωρία και πολιτική πρέπει να
τους βοηθά να τη γνωρίσουν και κυρίως να τη διαμορφώσουν και να την επιβάλουν όσο το
δυνατόν καλύτερα και ταχύτερα. Και γι΄ αυτό το επαναστατικό πρόγραμμα της εργατικής
τάξης πρέπει να λέει την αλήθεια στους εργάτες, κυρίως μέσα στους αγώνες τους και όχι
στην εποχή της πολιτικής αγρανάπαυσης.-
Σήμερα όχι μόνο τα αιτήματα για ουσιαστική βελτίωση της θέσης των εργαζομένων,
αλλά και τα αιτήματα για “τιμιότερη” αγοραπωλησία της εργατικής τους δύναμης για να μην
επιβαρυνθεί αβάσταχτα η επιβίωσή τους έχουν να αντιμετωπίσουν δυνάμεις πανίσχυρες
που κυριαρχούν απόλυτα και σαρώνουν τα πάντα στην αντίθετη κατεύθυνση. Γι΄ αυτό
περισσότερο από κάθε άλλη φορά όλα τα προβλήματα της κοινωνικής ζωής δεν
λύνονται παρά μόνο με το δύσκολο και σκληρό τρόπο του επαναστατικού αγώνα.
Και οι όποιες κατακτήσεις του επαναστατικού αγώνα για να πραγματοποιηθούν και
να κατοχυρωθούν απαιτούν μια πορεία επαναστατικής συνέχειας, τη συνολική
επαναστατική ανατροπή. Κι αυτή η επαναστατική συνέχεια και ανατροπή
αντικειμενικά, περισσότερο από κάθε άλλη φορά δεν μπορεί παρά να έχει
κομμουνιστικό περιεχόμενο. ΄Ετσι το πρόγραμμα της επαναστατικής εργατικής
πολιτικής πρέπει να έχει στις σημαίες του το τρίπτυχο που ανταποκρίνεται στην
αναγκαιότητα της ζωής.
• Επανάσταση μέχρι το τέλος
• Ανατροπή της κυρίαρχης πολιτικής σε κάθε ζήτημα σ΄ όλα τα μέτωπα
• Αντίσταση και επιβίωση με τον επαναστατικό αγώνα.
Κι αυτό το τρίπτυχο πρέπει να διαπερνά το πρόγραμμα της εργατικής πολιτικής όχι
στις συζητήσεις και τις διενέξεις των παλιών και νέων παλαιμάχων, αλλά να γίνεται ένα
πρόγραμμα παρέμβασης στην πολιτική ζωή, στη συγκεκριμένη εποχή, στη συγκεκριμένη
πρακτική του εργατικού αγώνα.
Η λογική ενός τέτοιου προγράμματος ανταποκρίνεται στον αντικειμενικό χαρακτήρα των
προβλημάτων, στη λύση του βασικού πυρήνα τους. Προβάλλει τις αντικειμενικές
απαντήσεις που έχουν γεννηθεί σαν δυνατότητα στα σπλάχνα της σημερινής κοινωνίας και
απαιτούν να διαλυθούν οι σημερινές κυρίαρχες σχέσεις. ΄Έχει ανάγκη τελικά απ΄ το
κομμουνιστικό περιεχόμενο στην κατεύθυνση των αιτημάτων και στη μορφή της μόνιμης
επανάστασης. Γι΄ αυτό, όπως και να το ονομάσει κανείς, δεν μπορεί παρά να είναι ένα
πρόγραμμα για την αντικαπιταλιστική επανάσταση και την κομμουνιστική απελευθέρωση.
Γιατί μόνο μ΄ αυτό τον τρόπο μπορεί ν΄ ανταποκρίνεται στον καθοριστικό αλλά και τον
άμεσο ρόλο που παίζει αυτό που έρχεται σε σχέση μ΄ αυτό που φεύγει.
Το εργατικό πρόγραμμα για την αντικαπιταλιστική επανάσταση - κομμουνιστική
απελευθέρωση ανταποκρίνεται στη σύνδεση της τακτικής με τη στρατηγική, στα πλαίσια
του ενιαίου εργατικού αγώνα κι εκφράζει την αλληλεπίδραση του μερικού και του
συνολικού επαναστατικού στόχου.
Το πρόγραμμα για την αντικαπιταλιστική επανάσταση- κομμουνιστική
απελευθέρωση καθορίζει την ενότητα της μόνιμης επαναστατικής διαδικασίας απ΄ τη
σκοπιά της βασικής της πλευράς που είναι η ο οριστική νίκη του σοσιαλισμού-
κομμουνισμού. Αντιμετωπίζει τα διλήμματα και τις αντιθέσεις γύρω από τους “στόχους
δράσης” και τους “στόχους ζύμωσης”. Γύρω από τη σύνδεση του σήμερα με το αύριο, του
“άμεσου” με το “μακροπρόθεσμο” με βάση την αντίληψη του κομμουνισμού σαν
αναπτυσσόμενη κίνηση που αρνείται το σήμερα και την υπάρχουσα κατάσταση.
Το πρόγραμμα για την αντικαπιταλιστική επανάσταση - κομμουνιστική
απελευθέρωση απαντά στο ζήτημα της αλλαγής των συσχετισμών, που μπαίνει συχνά
σαν το βασικό πρόβλημα (ή και το άλλοθι) για τις αδυναμίες του αντικαπιταλιστικού
ρεύματος. Στηρίζεται στην αντίληψη ότι στη σχέση ανάμεσα στους σημερινούς αρνητικούς
συσχετισμούς και τις δυσκολίες της αντικαπιταλιστικής πάλης δεν μπορεί να παίζεται το
παιχνίδι με την κότα και το αβγό. Το καθοριστικό σ΄ αυτή τη σχέση δεν είναι ότι οι
συσχετισμοί εμποδίζουν και αλλοιώνουν τον επαναστατικό αγώνα, αλλά ότι ο
επαναστατικός αγώνας είναι αυτός που ανατρέπει τους συσχετισμούς. ΄Ετσι το
πρόγραμμα για την αντικαπιταλιστική επανάσταση - κομμουνιστική απελευθέρωση
προωθεί την πρακτική αλλαγή των συσχετισμών ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία,
σε κάθε ζήτημα, σε κάθε φάση, στα μικρά και τα μεγάλα, στα καθημερινά και τα ιστορικά.
Μόνο κάθε πραγματικό βήμα του επαναστατικού αγώνα μπορεί ν΄ αποσπά κατακτήσεις
και ν΄ αμφισβητεί το συσχετισμό που επιβάλλουν οι κυρίαρχες σχέσεις. Ωστόσο, μόνο η
αντικαπιταλιστική επανάσταση, η συνολική ανατροπή της αστικής κυριαρχίας μπορεί να
κατοχυρώσει πρακτικά στη ζωή μια πρώτη ποιοτική συνολική μεταβολή των γενικών
συσχετισμών υπέρ της εργασίας σ΄ όλα τα κοινωνικά μέτωπα. Και τελικά, μόνο η
κομμουνιστική απελευθέρωση μπορεί να λύσει οριστικά αυτό το ζήτημα καταργώντας
παράλληλα κάθε κοινωνική “διάκριση”, κάθε κοινωνική “μέτρηση” ανάμεσα στους
ανθρώπους.
Το πρόγραμμα της εργατικής πολιτικής για την αντικαπιταλιστική επανάσταση -
κομμουνιστική απελευθέρωση συνδέει στα πλαίσια του επαναστατικού αγώνα τις
βασικές ανάγκες και πλευρές του “συνολικού” ανθρώπου, όπως αυτές εξελίχτηκαν
ιστορικά. Προβάλλει μια νέα σχέση ανάμεσα στον κοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό
αγώνα απ΄ τη σκοπιά της βασικής πλευράς των κοινωνικών εργατικών συμφερόντων και
μ΄ αυτό τον τρόπο απ΄ τη σκοπιά της καταπιεσμένης πλευράς της κάθε κοινωνικής
προσωπικότητας. Το πρόγραμμα της εργατικής πολιτικής για την αντικαπιταλιστική
επανάσταση - κομμουνιστική απελευθέρωση είναι κυρίως ένα πρόγραμμα κοινωνικής
πρακτικής. Είναι ένα πρόγραμμα ιδιαίτερα των μορφών πάλης της εργατικής πολιτικής
που ανταποκρίνονται στα χαρακτηριστικά της αντιδραστικής εκστρατείας του κεφαλαίου,
στην ανάγκη για “πόλεμο απέναντι στον πόλεμο των καταπιεστών”.
Το πρόγραμμα για την αντικαπιταλιστική επανάσταση - κομμουνιστική
απελευθέρωση επιδιώκει τη συγκρότηση νέου τύπου “οργάνων” της εργατικής πολιτικής
και γενικά της εργατικής τάξης σ΄ όλα τα πεδία της πάλης για τα συμφέροντα, τις ιδέες και
την πολιτική. Επιδιώκει μια νέα μορφή οργάνωσης των εργαζομένων που να εκπροσωπεί
στο σήμερα την τάση για πλήρη εξουσία και αυτοδιοίκηση των παραγωγών, τη
συμμετοχική αγωνιστική εργατική μορφή της πολιτικής. Προωθεί μια οργάνωση που θα
διαχωρίζεται από την ειρηνική συνύπαρξη με τα όργανα της αστικής πολιτικής και της
εργατικής ενσωμάτωσης και θα επιβάλλει στο σήμερα το έμβρυο μιας δυαδικής εξουσίας.
Έχει εδώ και μισό αιώνα ωριμάσει η ανάγκη για υπέρβαση της σημερινής αστικής,
τελικά, δομής της οργάνωσης της εργατικής τάξης και όχι απλά για μια αριστερή
μετατόπιση στα πλαίσιά της ή χειρότερα στις κορυφές της. Οι νέες συνθήκες του ταξικού
πολέμου δε χωράνε στο σχήμα συνδικάτο - μαζικές οργανώσεις "σφραγίδα" -
κοινοβουλευτικό πεζοδρόμιο - κόμμα. Μέχρι και ο Κάουτσκι πριν 80 χρόνια, μετά την
Οχτωβριανή Επανάσταση, έφτανε να παραδέχεται ότι η μορφή των σοβιέτ, και στις
καπιταλιστικές χώρες, τείνει και πρέπει να ξεπεράσει τα παλιά όργανα του εργατικού
αγώνα. Καταλαβαίνει κανείς πόσο πολύ περισσότερο αυτό ισχύει στην εποχή μας καθώς
και για ποιους λόγους αυτή η τάση καταχωνιάστηκε και ξεφτιλίστηκε απ΄ το εκφυλισμένο
αριστερό κίνημα. Σήμερα υπάρχει επιτακτική ανάγκη για νέου τύπου εργατική,
μαζική, μετωπική οργάνωση που θα στηρίζεται πρώτα απ΄ όλα και θα αναφέρεται
στα πεδία των σχέσεων παραγωγής. Θα συνενώνει τις πολιτικές, συνδικαλιστικές
συσπειρώσεις του νέου εργατικού κινήματος, τις πολύμορφες πρωτοβουλίες, συνδέσμους,
ενώσεις, ομάδες των “ελεύθερων εργατών” για τα δικαιώματά τους. Θα συνδέεται με τις
αντικαπιταλιστικές πολιτικές συσπειρώσεις και μέτωπα για τα μεγάλα πολιτικά ζητήματα
της εποχής μας. Θα συγκροτείται σ΄ όλα τα πεδία της παραγωγής και της αναπαραγωγής,
στα μέτωπα της θεωρίας, της αναζήτησης, της αυτομόρφωσης, της εναλλακτικής
ενημέρωσης, της επιστήμης, της τέχνης, της ελεύθερης δημιουργίας απ΄ τη σκοπιά της
εργατικής χειραφέτησης. Θα διαμορφώνει όργανα οικονομικής, πολιτικής και διεθνικής
αλληλεγγύης ανάμεσα στους εργαζόμενους, ιδιαίτερα γι΄ αυτούς που δέχονται τα
καταιγιστικά πυρά απ΄ το βαρύ πυροβολικό του κοινωνικού πολέμου. Αυτό το μέτωπο
της εργατικής πολιτικής θα συνδέεται και θα λειτουργεί κυρίως με διαδικασίες
άμεσης δημοκρατίας. Θα συγκροτεί αντιπροσωπευτικά σώματα στο πολιτικό
επίπεδο, εργαζόμενα, μαχόμενα, εργατικά “κοινοβούλια” και ομάδες έργου με
αιρετούς, ανακλητούς, ελεγχόμενους και εναλλασσόμενους εκπροσώπους. Θα
συνδέεται με τις αγωνιστικές δραστηριότητες της τάξης και θα αναγνωρίζει τον
καθοριστικό ρόλο του συνόλου των εργαζομένων. Θα προωθεί, θα δοκιμάζει, θα
ελέγχει, θα ενισχύει και τελικά θ΄ αποφασίζει για το ρόλο των κομμουνιστικών
πρωτοποριών και κυρίως για το πρόγραμμα, τις μορφές και τους στόχους της εργατικής
πολιτικής.
Το πρόγραμμα για την αντικαπιταλιστική επανάσταση - κομμουνιστική απελευθέρωση
προβάλλει το διαχωρισμό, την ενότητα και τη διεκδίκηση της ηγεμονίας απέναντι στην
τάση ενσωμάτωσης των εργαζομένων. Σημαίνει γενική αναδιάταξη,
επαναδιαπαιδαγώγηση της τάξης απ΄ τα πρωτοπόρα τμήματά της και των πρωτοποριών
από την τάξη. Επιδιώκει ένα μαζικό, κοινωνικό και πολιτιστικό προσανατολισμό στις
σημερινές συνθήκες, στη συνείδηση, στους συσχετισμούς και στους τρόπους ζωής της
εργατικής τάξης απ΄ τη σκοπιά της ανατρεπτικής πλευράς των συμφερόντων της. Είναι
πρόγραμμα πρωτοποριακό και λαϊκό, δημιουργικό και πληβειακό, αντιφατικό και ενωτικό,
απ΄ τη σκοπιά της νίκης της επανάστασης μέχρι το τέλος.
Η αντικαπιταλιστική επανάσταση - κομμουνιστική απελευθέρωση είναι ιδιαίτερα
ένα πρόγραμμα οργάνωσης και προώθησης αγωνιστικών γεγονότων, σχεδιασμού και
πρακτικής ανάπτυξης άμεσων κοινωνικών και πολιτικών αναμετρήσεων. Προκαλεί και
εμπνέει μικρές ή μεγαλύτερες αψιμαχίες και μάχες με στόχο να αποσπά κατακτήσεις και
νίκες με βάση τη λογική της αντικαπιταλιστικής χειραφέτησης. Δεν είναι ένα πρόγραμμα
αφηρημένης ζύμωσης. Προβάλλει το διαχωρισμό τόσο από τη λογική της γραφειοκρατικής
“αποτελεσματικότητας” όσο και από τον ελιτισμό της κινηματικής επαναστατικής
γυμναστικής. Και πάνω απ΄ όλα αντιμετωπίζει σοβαρά τους αγωνιστικούς στόχους του
χωρίς να φοβάται τις τίμιες ήττες, αναζητώντας το πνεύμα της νίκης μέσα στην εργατική
τάξη. Ιδιαίτερα, είναι ένα πρόγραμμα που έρχεται αντιμέτωπο με τις επετειακές και
πανηγυρικές πρακτικές που καλούν κάθε χρόνο τον ίδιο περίπου μήνα τους εργάτες να
ανατρέψουν την κυρίαρχη (π.χ., εισοδηματική) πολιτική με ελαφρά τη καρδία και στο γάμο
του Καραγκιόζη. Με εκείνες τις πρακτικές που δεν υπολογίζουν ότι τέτοιοι στόχοι απαιτούν
ένα μαζικό, ενωτικό, μακροπρόθεσμο “πολεμικό” σχεδόν σχεδιασμό απ΄ τα ίδια τα όργανα
της εργατικής πολιτικής και τα μαχόμενα τμήματα των εργατών. Αλλιώς καταλήγουν, όπως
συμβαίνει κατά κανόνα, να ξεφτιλίζουν μέσα στην εργατική τάξη τους στόχους, τις ιδέες, τις
μορφές, μαζί και τις δυνάμεις της επανάστασης.
Η αντικαπιταλιστική επανάσταση - κομμουνιστική απελευθέρωση είναι ένα
πρόγραμμα ενός νέου εργατικού πολιτισμού. Ενός πολιτισμού κριτικού, ριζοσπαστικού,
που βρίσκεται σε συνεχή και δυναμική διαμόρφωση. Οι νέες συνθήκες και δυνατότητες της
ταξικής πάλης στηρίζουν την προοπτική για έναν ανώτερο από άλλες εποχές σχετικό
διαχωρισμό της εργατικής αντίληψης όχι μόνο γύρω απ΄ τη θεωρία της επανάστασης,
αλλά και γύρω απ΄ τις γενικότερες ιδέες, τη λειτουργία και την ουσία της επιστήμης, την
τέχνη, το δίκαιο, τις αξίες, τη γενικότερη κοινωνική, οικογενειακή κι ερωτική ζωή απ΄ τη
σκοπιά της αυτοανάπτυξης της κάθε κοινωνικής προσωπικότητας. Στο νέο στάδιο του
καπιταλισμού η απογείωση της αντίθεσης ανάμεσα στην ανταλλακτική αξία και στην αξία
χρήσης της εργασίας, ανάμεσα στις πλασματικές και τις υπαρκτές ανάγκες του ανθρώπου
οι τάσεις ανατροπής στη σχέση πνευματικής-χειρωνακτικής εργασίας δημιουργούν τις
προϋποθέσεις για διαμόρφωση της θεωρίας “απ΄ τα μέσα”, απ΄ τους ίδιους τους εργάτες.
Για ένα βαθύτερο διαχωρισμό μιας εργατικής ποιότητας ζωής απ΄ τη σημερινή άθλια,
εξευτελιστική όσο και αντιφατική πραγματικότητα των κυρίαρχων ιδεών, γνώσεων και
αξιών.
Η αντικαπιταλιστική επανάσταση - κομμουνιστική απελευθέρωση είναι ένα
πρόγραμμα νέου τύπου ως προς τη σύνδεση του εθνικού με τον διεθνικό χαρακτήρα του
εργατικού αγώνα. Αυτή η ανάγκη στηρίζεται στις νέες εξελίξεις και αντιφάσεις του διεθνούς
καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού πλέγματος. Στις νέες λειτουργίες του διεθνούς νόμου της
αξίας και στην ηρωική όσο και δραματική εμπειρία από τις διεθνιστικές απόπειρες του
παρελθόντος. Στο νέο στάδιο της εποχής μας ο επαναστατικός αγώνας θα συνεχίζει με
νέους τρόπους να αναπτύσσεται και να ξεσπάει ανισόμετρα στο πρωταρχικό πεδίο των
εθνικών σχηματισμών. Θα καθορίζεται όμως όλο και πιο αποφασιστικά απ΄ τα διεθνή
επαναστατικά ρεύματα. Γιατί πολύ περισσότερο σήμερα η οριστική νίκη των
σοσιαλιστικών-κομμουνιστικών σχέσεων προϋποθέτει και συνεπάγεται εθελοντική
υπέρβαση και συγχώνευση των εθνών.
Η αντικαπιταλιστική επανάσταση - κομμουνιστική απελευθέρωση είναι συνολικά
το πρόγραμμα για την κοινωνική, πολιτική, πολιτιστική και διεθνική επανάσταση της
εποχής μας. Ένα πρόγραμμα που συνδέει όλες αυτές τις πλευρές σε ανώτερο επίπεδο με
βάση τις συνθήκες και τις δυνατότητες του σήμερα. Είναι ένα πρόγραμμα που επιδιώκει να
καλύψει το χάσμα ανάμεσα στον ρεαλισμό και την ουτοπικότητα του επαναστατικού
αγώνα. Ανάμεσα στο παρόν και το “μέλλον που διαρκεί πολύ.” Ανάμεσα στο μεγαλείο των
οραμάτων και την ανθρώπινη διάσταση της επαναστατικής πράξης. Ανάμεσα στο ηρωικό,
ρομαντικό πνεύμα όσων εξακολουθούν και ονειρεύονται και στα όνειρα όσων επιμένουν
να νικάνε. Είναι πάνω απ΄ όλα το πρόγραμμα που δεν μπορεί ποτέ να τελειώσει, ένα
πρόγραμμα πολύ παλιό που πρέπει να γράφεται πάντα απ΄ την αρχή και που διατηρεί
λευκές τις πιο ωραίες σελίδες του.
Η ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Στο Β΄ Μέρος του Σχεδίου Θέσεων του ΝΑΡ για την κριτική της σύγχρονης
καπιταλιστικής κοινωνίας, υπάρχει ένα πλαίσιο επιδιώξεων και στόχων της Εργατικής
Πολιτικής που περιέχει σαν βασική πλευρά του το περιεχόμενο και την αναγκαιότητα της
κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Οι σχέσεις της κομμουνιστικής προοπτικής επιχειρείται
να αντιμετωπιστούν όχι σαν οραματικό ευχολόγιο αλλά σαν βασικό κριτήριο και μέτρο των
αντικαπιταλιστικών διεκδικήσεων της εργατικής πάλης της εποχής μας για τη συνολική
ανατροπή της αστικής κυριαρχίας.
Οι "τάσεις της κομμουνιστικής κοινωνίας" μέσα στην καρδιά του πιο άκαρδου κόσμου
επιχειρείται να συνδεθούν με τα αιτήματα της άμεσης επαναστατικής ανατροπής, του
καθημερινού επαναστατικού αγώνα και των εργατικών αντιστάσεων, με τα βασικά
αιτήματα του ΜΕΤΩΠΟΥ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ στα βασικά πεδία της κοινωνικής
ζωής.
• Στα ζητήματα της απελευθέρωσης του χρόνου εργασίας και της κοινωνικής θέσης
των εργαζομένων.
• Στα ζητήματα της αλλαγής των παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων
εκμετάλλευσης.
• Στα ζητήματα της απαλλαγής των παραγωγικών δυνάμεων από τα δεσμά της
αλλοτριωμένης εργασίας και της καπιταλιστικής ηγεμονίας.
• Στα ζητήματα της υπέρβασης του αντιδραστικού καταμερισμού της εργασίας και της
διαιώνισης των διακρίσεων στην παραγωγή, στη γνώση και στις δημόσιες υποθέσεις.
• Στα ζητήματα των σχέσεων της κοινωνίας με τη φύση.
Οι στόχοι του ΜΕΤΩΠΟΥ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ για την Αντικαπιταλιστική
Επανάσταση - Κομμουνιστική Απελευθέρωση στο πεδίο της πολιτικής και του κράτους,
στο πεδίο των σχέσεων κόμματος - μετωπικών οργάνων της Εργατικής Πολιτικής, και
πρωτοπορίας - τάξης καθορίζονται από την ίδια κατεύθυνση και συμπυκνώνουν τη λογική
της σε όλες τις φάσεις και τις καμπές της επαναστατικής διαδικασίας.