You are on page 1of 17

ΤΗΣ ΚΟΚΚΩΝΑΣ ΤΟ ΣΠΙΤΙ

(Διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη προσαρμοσμένο στη


δημοτική από τον Σ. Μαραντό)

Δεν ήταν πιο περαστικός δρόμος σ’ όλο το


χωριό. Κι ήταν αδύνατο να μην περάσει κανείς
από κει, ανεβαίνοντας στην απάνω ενορία ή
κατεβαίνοντας στην κάτω. Ανηφορικό
καλντερίμι από κάτω, από της Σταματρίζαινας
το σπίτι ως απάνω, στην εκκλησιά της Παναγιάς
της Σαλονικιάς. Χίλια βήματα, κάθε βήμα κι
αγκούσα. Φούσκωνε, κοντανάσαινε κανένας ως ν’
ανεβεί, γλιστρούσε για να κατεβεί.

Μόλις πατούσες το καλντερίμι, αφήνοντας πίσω


το μαγαζί του Καψοσπύρου, το σπίτι του
Καφτάνη και το παλιόσπιτο του γερο-Παγούρη,
με την τοιχογυρισμένη αυλή, βρισκόσουν
απέναντι στο σπίτι του Χατζη-Παντελή, με τον
αυλόγυρο σύριζα στο βράχο. Κάτω , έχασκε
μονότονος, βαθύς γκρεμός, που προκαλούσε
ζαλάδα. Υπήρχαν εκεί μερικοί θάμνοι, που θα
’λεγες πως ήταν καλικάντζαροι , έτοιμοι να
ορμήσουν και να μπουν στο σπίτι από την
καμινάδα, μόλις έπεφτε η νύχτα, ή κακούργοι,
που έψαχναν μες στο σκοτάδι και σέρνονταν
στον γκρεμό. Το κύμα ακουγόταν υπόκωφο στην
άκρη του γκρεμού κι ο ακούραστος βοριάς , που
φυσούσε από προχτές, μαλακωμένος το βράδυ,
άπλωνε τις αποθαλασσιές του ως το νότιο αυτό
λιμανάκι- ο χιονόμαλλος παντοδύναμος
βασιλιάς του χειμώνα.

Απ’ τ’ άλλο μέρος του δρόμου, στ’ αριστερό χέρι


του διαβάτη, κολλητά στο σπίτι του γερο-
Παγούρη, αντίκρυ στο σπίτι του Χατζη-Παντελή,
ήταν ένα άλλο μισοχτισμένο σπίτι. Υψωνόταν με
τους τέσσερις τοίχους όρθιους μέχρι το πάτωμα,
με τις ξυλοδεσιές να χάσκουν ως τη σκεπή που
φανόταν ερειπωμένη, με γκρίζους
κατεστραμμένους τους τοίχους . Οι άνεμοι και οι
βροχές το ‘χαν κάνει ρημάδι, ένα χάλασμα. Τα
παιδιά που κατέβαιναν το μεσημέρι από το ένα
σχολείο και ανέβαιναν τ’ απόγεμα απ’ τ’ άλλο ,
για ν’ αφήσουν τα βιβλία στο σπίτι τους, να
κλέψουν ένα κομμάτι ψωμί απ’ το ερμάρι και να
πάνε να παίξουν ακράτητα στην ακρογιαλιά, του
έριχναν όσες πέτρες μπορούσαν. Ήταν η
εκδίκησή τους την ημέρα για όσον τρόμο τους
προκαλούσε την νύχτα, όταν τύχαινε να
περάσουν από κει.

Οι παπάδες , όταν γύριζαν την παραμονή των


Φώτων όλοι μαζί απ’ το σπίτι του Δημάρχου, με
τους σταυρούς και τα λιβανιστήρια τους
αγιάζοντας σπίτια, δρόμους και μαγαζιά και
διώχνοντας τους καλικάντζαρους, λησμονούσαν
να ρίξουν μια μικρή σταγόνα αγιασμό και στο
άτυχο, εγκαταλειμμένο σπίτι. Δεν το ’χε χαρεί
ούτε ο νοικοκύρης που το ’χτισε, ούτε αξιώθηκε
να το απολάψει η σπιτονοικοκυρά του. Ένα
τέτοιο σπίτι επόμενο ήταν να γίνει τόπος
φαντασμάτων, άσυλο ίσως των βρικολάκων και
ορμητήριο των καλικαντζάρων.

Δεν είχε αξιωθεί να τ’ απολάψει ούτε η


σπιτονοικοκυρά του . Ο καπετάν Γιαννάκος ο
Συρμαής, άντρας αισθηματικός και γενναίος,
μερακλής όσο κανένας άλλος από τους
συγχρόνους του, είχε αγαπήσει στο Σταυροδρόμι
της Πόλης την Κοκκώνα Αννίκα. Ήταν μια ωραία
κοπέλα, ψηλή, με χρυσόξανθα μαλλιά, με
κάτασπρο δέρμα, με λεπτό χαρακτήρα και με
βλέμμα που κάτι έλεγε στην καρδιά. Ο
πλοίαρχος αρραβωνιάστηκε στη βασιλεύουσα και
ήρθε με το καράβι του στην πατρίδα όπου
παράγγειλε να του χτίσουν σε κομψό και
ασυνήθιστο σχέδιο το ωραίο μικρό σπίτι. Για
πρώτη φορά γινόταν κάτι τέτοιο στο χωριό.
Σκόπευε με το πρώτο ταξίδι να φέρει έπιπλα από
τη Βενετιά για να το στολίσει, να το ομορφύνει,
να το κάνει άξιο της αβρής Κοκκώνας, που
σκεφτόταν να τη φέρει από την Πόλη.

Μα το σπίτι δεν έμελλε να τελειώσει κι η


Κοκκώνα δεν έμελλε να έρθει . Η Κοκκώνα,
οχτώ μήνες ύστερα απ’ τ’ αρραβωνιάσματα,
πέθαινε φθισική στο Σταυροδρόμι. Και το σπίτι
έμεινε ατέλειωτο, έρημο κι άχαρο, στ’
ανηφορικό καλντερίνι, κοντά στον γκρεμό, στο
βράχο. Και σαν αθέατη επιγραφή στο μέτωπο
του ετοιμόρροπου σπιτιού, σαν αόρατη, τραγική
ειρωνεία της τύχης του, έμενε το όνομα: της
Κοκκώνας το σπίτι.
Μνημούρια τού Φερίκιοϊ κι ολόρθα κυπαρίσσα
έχασα την αγάπη μου και λαχταρώ περίσσα...

Κείνο το βράδυ , την παραμονή των


Χριστουγέννων του 185..., δυο παιδιά
κατέβαιναν με ζωηρά βήματα το καλντερίμι και
τα πόδια τους, ασυνήθιστα στα πέδιλα που είχαν
ίσως φορέσει για τη γιορτή, έκαναν πολύ
θόρυβο πάνω στις πλάκες. Και τα δυο κρατούσαν
ελαφριά ραβδιά. Το ένα κρατούσε κι ένα φανάρι
στ’ άλλο χέρι. Ήταν η ώρα εφτά κι η νύχτα
κρύα, ξάστερη. Ο άνεμος φυσούσε δυνατά καθώς
κατέβαινε από τα χιονισμένα βουνά κάνοντας τα
σφιχτοκλεισμένα παράθυρα και τις
κλειδωμανταλωμένες πόρτες, να στενάζουν κάτω
απ’ την παγωμένη πνοή του. Τα δυο παιδιά
μάλωναν σα δυο γνήσιοι φίλοι.

-Εγώ είδα που σου ‘δωσε ένα εικοσιπενταράκι,


βρε Αγγελή, έλεγε το ένα.

-Όχι μα το θεριό, απαντούσε το άλλο. Μια


πεντάρα μου ’δωσε. Νάτηνε . Κι έδειχνε ανάμεσα
στα δάχτυλά του μια πεντάρα.

-Όχι , επέμενε το άλλο που κρατούσε το φανάρι.


Το είδα εγώ πως ήταν εικοσιπενταράκι. Δε με
γελάς.
-Όχι, σου λέω βρε Νάσο. Μια πεντάρα.

-Μ’ αφήνεις να σε ψάξω;

-Θα σου πέσει το φανάρι.

Ο Νάσος μεμιάς άφησε το φανάρι καταγής κι


ετοιμαζόταν να ψάξει τον Αγγελή. Αυτό ήταν
μια συμφωνία, γιατί κανένας δεν εμπιστευόταν
τον άλλον. Μόλις έβγαιναν από κάποιο σπίτι,
όπου είχαν τραγουδήσει τα Χριστούγεννα,
αμέσως μοίραζαν τα λεφτά τους πεντάρα με
πεντάρα. Και κανένας από τους δυο να μην είναι
κάσα ως το τέλος της επιχείρησης. Την
τελευταία, όμως , φορά ο Νάσος υποπτεύθηκε
τον Αγγελή.

Παρασυρμένοι από τη λογομαχία τους ξέχασαν


πως είχαν φτάσει κιόλας στο στενό του
καλντεριμιού που έφερνε στην απάνω γειτονιά
και πως βρίσκονταν κάτω από της Κοκκώνας το
σπίτι, όπου έβγαιναν τα φαντάσματα. Εκεί είχαν
σταματήσει κι ο Νάσος άρχισε να ψάχνει τον
Αγγελή.

Ο Αγγελής, όσο έψαχνε ο άλλος τις τσέπες του


παντελονιού του , στεκόταν αδιάφορος. Όταν
όμως ανέβηκε το χέρι του κι άρχισε να ψάχνει
τον κόρφο του , έπιασε ο ίδιος το γιλέκο του
αριστερά προς τη μέση και το ’σφιγγε με όλη
του τη δύναμη εμποδίζοντας το χέρι του φίλου
του να φτάσει ως εκεί.

-Δε μ’ αφήνεις να σε ψάξω!

-Άφησέ με , δεν έχω τίποτα!

-Είσαι ψεύτης!

Ο Αγγελής σήκωσε απειλητικά το χέρι του.

-Είσαι ψεύτης και κλέφτης!

Ένα αδύνατο χαστούκι ακούστηκε και


ταυτόχρονα μια φωνή αντήχησε , από κάποιο
παράξενο μελανό πλάσμα , με μαλλιά
αναστατωμένα, με αλλόκοτα κουρέλια για ντύμα.

-Τι μαλώνετε, μωρέ;

Τα δυο παιδιά άφησαν μαζί μια πνιγμένη κραυγή


και δοκίμασαν να το βάλουν στα πόδια ,
αφήνοντας το φανάρι καταγής. Μα το παράξενο
αυτό πλάσμα, με το πόδι του αναποδογύρισε το
φανάρι που έσβησε αμέσως κι άρπαξε άγρια με τα
δυνατά του χέρια τα δυο παιδιά που έτρεμαν από
το φόβο τους.

-Ποιος είναι κάσα;


Οι δυο μικροί σπαρταρούσαν. Δοκίμασαν να
φύγουν.

- Μη φοβάστε δε σας τρώω. Δώστε μου τους


παράδες σας για να μη μαλώσετε και σκοτωθείτε.
Καλά που βρέθηκα εδώ και σας γλίτωσα.

Έψαξε τις τσέπες τους. Ύστερα τους τράβηξε


προς την πόρτα του ερειπωμένου σπιτιού , απ’
όπου φαίνεται πως είχε βγει αυτός ο περίεργος
άνθρωπος. Εκεί φυλάκισε τον Νάσο, πίσω από
την πόρτα, μπήκε μπροστά ο ίδιος κι έψαξε με
την ησυχία του τον Αγγελή. Βρήκε δεκαπέντε ή
είκοσι πεντάρες και δεκάρες στις τσέπες του.
Έπειτα έψαξε το Νάσο, βρήκε άλλα τόσα και στις
δικές του τσέπες. Στο τέλος έδιωξε τα δυο
παιδιά.

-Πηγαίνετε τώρα και μη φοβόσαστε. Άλλη φορά


να μη μαλώνετε.

Ο Γιάννης ο Παλούκας δεν είχε πώς να μεθύσει


και να γιορτάσει τα Χριστούγεννα κείνη τη
χρονιά. Τις πιο πολλές μέρες ήταν άνεργος. Οι
τεμπέλικες μικροδουλειές που έκανε πότε
κουβαλώντας νερό με τη στάμνα στα σπίτια, πότε
βοηθώντας τους περιβολάρηδες, τους αλωνιστές
και τους εργάτες των λιοτριβειών, πότε
δίνοντας ένα χέρι στους γρυπάρηδες για να
τραβήξουν τον μακρύ κι ατέλειωτο γρύπο πάνω
στην άμμο του γιαλού , δεν του είχαν δώσει και
πολλά πράματα κείνη τη χρονιά. Τι να κάνει;
Πώς να περάσει τέτοια χρονιάρα μέρα; Τι
σοφίστηκε;

Της Κοκκώνας το σπίτι , που το φοβόνταν τα


παιδιά του χωριού και που οι παπάδες δεν το
άγιαζαν, όταν κατέβαιναν από την απάνω
γειτονιά με τους σταυρούς , ήταν κατάλληλο
καταφύγιο για να κρυφτεί κανείς . ο Παλούκας
θα ’κανε τον καλλικάντζαρο, όπως το καλούσαν
οι μέρες. Από κει θα περνούσαν όλα τα παιδιά
της κάτω ενορίας , δηλαδή τα δύο τρίτα των
παιδιών του χωριού, γυρίζοντας από την απάνω
ενορία, όταν θα ’χαν αρκετά χρήματα στις
τσέπες τους.

Ο Παλούκας δε σκέφτηκε τίποτα. Πήρε ένα παλιό


τηγάνι, μουντζούρωσε όλο το πρόσωπό του –
έφερνε δυο μήνες νωρίτερα τις απόκριες – και
ντύθηκε κάτι παλιοκούρελα, που κάπου τα
βρήκε. Μόλις νύχτωσε, ήρθε στο ερειπωμένο
σπίτι και, ξεκαρφώνοντας χωρίς θόρυβο τις
παλιές σανίδες που σχημάτιζαν σταυρωτές
κάποιον πρόχειρο φραγμό, χώθηκε μέσα. Μια
ώρα αργότερα κατέβαινε το καλντερίμι η πρώτη
παρέα των παιδιών που τραγουδούσαν τα
κάλαντα, ο Νάσος και ο Αγγελής. Είδαμε πώς
ήρθαν βολικά τα πράγματα και πώς μπόρεσε ο
Παλούκας να περάσει και για ειρηνευτής στα
παιδιά που μάλωναν.

Όταν ο Νάσος και ο Αγγελής το ’βαλαν στα


πόδια κι ένιωθαν το χώμα να φεύγει, κατέβηκαν
κι άλλα κι άλλα παιδιά. Ο Παλούκας άκουγε από
μακριά τον κρότο των βημάτων τους , τις
εύθυμες φωνές τους και ψιθύριζε:

- Μας έρχεται κι άλλη ζυγιά.

Η τελευταία ζυγιά που κατέβηκε ήταν ο


Στάμος κι ο Αργύρης , δυο φρόνιμα παιδιά.
Αυτοί δε μάλωναν, αλλά έκαναν σχέδια
φωναχτά τι να τα κάνουν τα λεφτά εκείνα που
μάζευαν εκείνη τη βραδιά.

- Να φτιάσουμε ένα σκεπαρνάκι.

- Να κόψουμε μια λεύκα.

- Να πάρουμε φλαμούρι, να κάνουμε ένα


καράβι.

- Να βγάλουμε απ’ το πεύκο του Αλμπάνη την


καρίνα και τα στραβόξυλα.
- Εσύ θα είσαι μαραγκός και γω
πρωτομάστορας.

- Βρε καλώς τους μαστόρους , ακούστηκε


ξαφνικά μια φωνή.

Ο Παλούκας είχε κάνει την εξόρμησή του


για Τρίτη ή τέταρτη φορά απ’ την κρυψώνα
του.

Ο Στάμος κι ο Αργύρης άφησαν μια


πνιγμένη φωνή κάναν να φύγουν. Μα ο
Παλούκας εφάρμοσε τη μέθοδό του και τους
λήστεψε.

- Είναι άλλη ζυγιά; ρώτησε μετά.

Τα παιδιά τον κοίταξαν μ’ ακίνητα μάτια ,


απολιθωμένα από το φόβο. Μα ο Στάμος,
που ήταν δώδεκα χρονώ και ξύπνιος,
κατάλαβε στο μεταξύ πως δεν ήταν
φάντασμα. Ο φόβος του μετριάστηκε και
έδωσε θάρρος στον Αργύρη.

- Είναι κι άλλη ζυγιά; ξανάπε ο παράδοξος


αυτός άνθρωπος.

Εκείνοι δεν κατάλαβαν τι έλεγε.

- Τι ζυγιά; μπόρεσε ν’ αρθρώσει ο Στάμος.


- Είναι άλλα παιδιά να κατεβούν απ’ τον
πάνω μαχαλά;

- Δεν ξέρω, είπε ο Στάμος.

Αυτή τη φορά ο Παλούκας είχε ξεχάσει να


σβήσει το φανάρι, γιατί πίστευε πως δεν τον
αναγνώριζαν τα παιδιά. Ο Στάμος, όμως, τον
κοίταζε τόσο καλά που «γύριζε μες στο νου
του» πως κάποιος ήταν και που δεν ήθελε
πολύ για να τον αναγνωρίσει.

- Πέστε μου αν είναι κι άλλη ζυγιά,


εξακολούθησε να ρωτάει ο Παλούκας.

- Δεν ξέρουμε, ξανάπε ο Στάμος.

Στο τέλος ο Παλούκας άφησε τα παιδιά


ελεύθερα.

Πέρασαν δέκα λεπτά της ώρας και γενναίο


πετροβόλημα άρχισε να δέρνει τη σκεπή, τις
ξυλοδεσιές και τα δοκάρια του έρημου
σπιτιού. Πολλές πέτρες περνώντας μέσα από
τα ασανίδωτα δοκάρια κι άλλες ανάμεσα απ’
την πόρτα, έπεφταν στο χώμα του ισογείου
μ’ έναν υπόκωφο γδούπο.

Ένας στρατός από παιδιά είχε κάνει


εξόρμηση από το προαύλιο της εκκλησίας
των Τριών Ιεραρχών, τριακόσια ή
τετρακόσια βήματα πιο πέρα. Κι έκαναν
φοβερή έφοδο στο άσυλο του καλικάντζαρου.

Τα πρώτα παιδιά που ληστεύτηκαν , ο Νάσος


κι ο Αγγελής , αφού έφτασαν με κομμένη
την ανάσα στη μικρή πλατεία που βρισκόταν
μπροστά στην εκκλησία , μη έχοντας πια για
τι πράμα να μαλώσουν , φιλιωθήκανε. Και
κουβεντιάζοντας φιλικά καταλήξανε σ’ ένα
συμπέρασμα : αφού δεν τους πήρε τη φωνή
και το μυαλό παρά μονάχα τα λεφτά, αυτό το
παράξενο πλάσμα δεν ήταν ούτε φάντασμα
ούτε βρικόλακας. Αφού δε δοκίμασε να τους
φάει, θα πει πως δεν ήταν ούτε
καλικάντζαρος. Τότε τι ήταν; Θα ’ταν
άνθρωπος χωρίς άλλο.

Η δεύτερη ζυγιά των παιδιών έφτασε ύστερα


από λίγο, μετά η τρίτη και η τέταρτη. Κι
όλοι δεν άργησαν να συνεννοηθούν αφού το
πάθημά τους ήταν κοινό. Τέλος, ο Στάμος,
που ήρθε τελευταίος με τον Αργύρη,
πρότεινε, κι όλοι το δέχτηκαν, να κάνουν
ταχτική νυχτερινή έφοδο στο σπίτι.
Ο Παλούκας εκείνη τη στιγμή δίσταζε. Είχε
αποφασίσει πια να αποτραβηχτεί, αφού
κέρδισε αρκετά, όσα θα του έφταναν για να
μεθύσει την ημέρα των Χριστουγέννων,
μέχρι την ημέρα των Επιλοχείων και του
Αγίου Στεφάνου ακόμα. Καθώς ήταν έτοιμος
να φύγει και πάλι μετάνιωνε, του ήρθε το
πρώτο πυκνό χαλάζι από τις πέτρες.

- Να μια ζυγιά, φώναξε εκδικητικά ο Στάμος.

- Να κι άλλη ζυγιά, αλάλαξαν τα παιδιά.

Πέντε δευτερόλεπτα πιο πριν αν αποφάσιζε ο


Παλούκας να φύγει, θα ήταν εκτός βολής.
Τώρα, όμως, ήταν αργά.

Αποφάσισε ν’ αρπάξει μια σανίδα και,


χρησιμοποιώντας την σα σπαθί και σαν
ασπίδα, να κάνει έξοδο διασχίζοντας τον
εχθρό. Μα δεύτερο, ραγδαιότερο χαλάζι από
πέτρες τον έκανε να πισωγυρίσει με δυο
πληγές στο πόδι και στο χέρι.

- Να κι άλλη ζυγιά, φώναξε ανυποχώρητα ο


Στάμος.

- Να κι άλλη ζυγιά, φώναξαν και τ’ άλλα


παιδιά.
Ο Παλούκας κόλλησε στην πιο βαθιά γωνία
του σπιτιού, με την πλάτη στον τοίχο.
Ζάρωσε κάτω από ένα δοκάρι του πατώματος,
βαλμένο σύριζα στις πέτρες του τοίχου,
αλλά κι εκεί ένα λιθάρι λόξεψε και τον
χτύπησε, όχι πολύ δυνατά, στον ώμο.

- Βρε, από σπόντα! μουρμούρισε γελώντας


χωρίς να θέλει ο Παλούκας.

Ευτυχώς γι’ αυτόν, οι εχθροί δεν


αποφάσισαν να’ ρθουν ως την πόρτα του
ισογείου. Κάποιος φόβος υπήρχε ακόμα στο
βάθος του παιδιάστικου θράσους.

Τέλος, επειδή η μάχη παρατεινόταν, ο


Παλούκας , ύστερα από φρόνιμη σκέψη,
αποφάσισε να αναρριχηθεί στον τοίχο.
Ήξερε πού υπήρχαν τρύπες από δοκάρια και
ξυλοδεσιές και πατούσε από τρύπα σε τρύπα.
Γρήγορα ανέβηκε στο πάτωμα, αθέατος από
τον εχθρό, πίσω από κάποιον ψευτότοιχο
ξύλινον. Ύστερα πήδησε από τ’ άλλο μέρος ,
στην αυλή του γερο-Παγούρη. Ήτανε ίσαμε
δυο μπόγια ψηλά, όχι περισσότερο. Γιατί το
χώμα της αυλής ήταν ψηλότερο τρεις
τέσσερις πιθαμές από μέσα.
Ο Παλούκας έπεσε βαρύς . Χτύπησε στο
γόνατο. Σκόνταψε, σηκώθηκε, έψαξε το
κορμί του. Βεβαιώθηκε πως δεν είχε σπάσει
κανένα κόκκαλο και το ’βαλε στα πόδια.
Έτρεχε προς το άλλο μέρος του αυλόγυρου,
όπου ήξερε πως το περιβόλι κλεινόταν μ’
έναν απλό φράχτη και συγκοινωνούσε με την
αυλή ενός συγγενικού σπιτιού.

Ο γδούπος του κορμιού του καθώς έπεσε


ακούστηκε πέρα από τον τοίχο της αυλής. Ο
Στέφος φώναξε «μπρος» και δοκιμάζοντας το
μάνταλο της πόρτας της αυλής είδε πως
ήταν ανοιχτή. Όρμησε πρώτος και τ’ άλλα
παιδιά τον ακολούθησαν.

Καθώς έπεσε ο Παλούκας ακούστηκε κι


άλλος κρότος, κρότος μεταλλικός. Του
είχαν πέσει τα λεφτά από την τσέπη του.
Εκείνος δεν γύρισε πίσω να τα μαζέψει.

Ο Αγγελής, ένα απ’ τα παιδιά, άκουσε πολύ


ζωηρά τον μεταλλικό κρότο, κατάλαβε το
μέρος όπου είχαν πέσει τα χρήματα και
σκύβοντας και ψηλαφητά άρχισε να τα
μαζεύει με τη χούφτα. Τ’ άλλα παιδιά
έτρεχαν πίσω απ’ τον Παλούκα που έφευγε
ρίχνοντάς του πέτρες και φωνάζοντας:

- Να κι άλλη ζυγιά! Να κι άλλη ζυγιά!

Ακούστηκε ο θόρυβος από κάποιο παράθυρο


που άνοιγε, από το σπίτι του γερο-Παγούρη.
Άκουσε την παράξενη έφοδο που γινόταν
νυχτιάτικα στον αυλόγυρό του και
γέρνοντας στο παράθυρο ρωτούσε
έκπληκτος:

- Τι είναι; Τι τρέχει; Ποιος είναι; Ποιοι


είστε; Ε! δεν ακούτε;

Ενώ ο Αγγελής είχε μαζέψει πια όλα τα


χρήματα, όσα βρήκε, κι έφευγε κατά την
πόρτα, τα’ άλλα παιδιά κυνηγούσαν πέρα απ’
τον φράχτη στον βρόντο τον Παλούκα, που
είχε γίνει στο μεταξύ άφαντος. Και του
φώναζαν:

- Να κι άλλη ζυγιά! Να κι άλλη ζυγιά!

ΤΕΛΟΣ

You might also like