You are on page 1of 23

Γεννήθηκε το 2007 σ΄ ένα εργοστάσιο της Κίνας.

Ταξίδεψε χιλιάδες χιλιόμετρα με πλοία και φορτηγά


στριμωγμένη μέσα σ΄ ένα χάρτινο, σκληρό κουτί. Εδώ
και δύο χρόνια, τοποθετημένη ψηλά σε μια λευκή
μεταλλική δοκό, η κάμερα Χ54 παρακολουθούσε
ακούραστη τη ροή της ζωής στη διασταύρωση της
λεωφόρου Εγνατίας με την οδό Εθνικής Αμύνης.
Αυτοκίνητα κινούνταν ολημερίς κι ολονυχτίς προς όλες
τις κατευθύνσεις, έργα του μετρό διατάρασσαν την
ομαλή βοή της πόλης κι οι άνθρωποι, στιγμιαία
περαστικοί απ΄ το πεδίο λήψης της, μόλις που
διακρίνονταν μέσα σ΄ αυτό το τοπίο των μηχανών. Η
κάμερα Χ54 έχει πολλά να μας πει για την υλική της
ζωή κατά τη διάρκεια της διετούς παρουσίας της στη
Θεσσαλονίκη. Η αποκλειστική της συνέντευξη στο
περιοδικό «Techlife» και στον δημοσιογράφο
Μικρόφωνο Ρ32 είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική.

- Αγαπητή κυρία Κάμερα Χ54, είναι μεγάλη μας τιμή


να σας φιλοξενούμε στις σελίδες του «Techlife».

- Η τιμή είναι όλη δική μου αγαπητέ.

- Είστε ιδιαίτερα γνωστή στο αναγνωστικό μας κοινό,


πρώτα απ΄ όλα, λόγω της απόπειρας δολοφονίας που
έγινε στο πρόσωπο σας. Θα θέλατε να μας πείτε δυο
λόγια σχετικά με το τρομερό αυτό συμβάν;
- Μου προκαλεί υπερένταση η ανάμνηση και η
αναφορά στο περιστατικό αυτό, οπότε επιτρέψτε μου,
μισό λεπτό, να καθαρίσω τους φακούς μου.

- Παρακαλώ…

- Ήταν αρχές Δεκέμβρη του 2008, απογευματινές


ώρες, και παρακολουθούσα, όπως συνήθως, την
κίνηση των οχημάτων στο βρεγμένο οδόστρωμα. Κάτι
τέτοιες μέρες συμβαίνουν αρκετά ατυχήματα, οπότε
ήμουν απόλυτα συγκεντρωμένη στο καθήκον μου.
Ξαφνικά, πριν αρχίσει να σουρουπώνει όλο και
λιγότερα αυτοκίνητα περνούσαν από μπροστά μου
ενώ ταυτόχρονα έβλεπα ανθρώπους να διαβαίνουν
προς την ίδια κατεύθυνση, μέσα στο δρόμο.
Φαντάστηκα, με το υψηλό δυναμικό του
μικροεπεξεργαστή μου πως κάποιο μεγάλο ατύχημα
θα έγινε σε σημείο εκτός της ζώνης λήψης μου και το
πλήθος συνέρρεε προς βοήθεια των θυμάτων. Όμως
υπήρχε πολύ μεγάλος αριθμός ατόμων και δεν
έβλεπα ούτε ένα όχημα με αυτό το εκνευριστικό μπλε
φωτάκι στην οροφή, που φροντίζει να με τυφλώνει σε
τέτοιες περιπτώσεις

- Αναφέρεστε στο όχημα που με κουφαίνει με τη


σειρήνα του! Ναι, είναι πραγματικά ενοχλητικό.
Συνεχίστε παρακαλώ.

- Που λέτε, ο κόσμος άρχισε να φοράει μαύρες


κουκούλες, μαύρα κράνη, μαύρα κασκόλ γύρω από το
πρόσωπο… Μια γηραιά τηλεοπτική κάμερα που
πέρασε, μακρινή μου θεία, ανέφερε πως θα είναι πάλι
κάποια διαμαρτυρία των ιερέων και των
θεοσεβούμενων. Εγώ, πάλι, υπέθεσα πως θα είναι
κάποια κηδεία. Έψαχνα για εκείνο το μακρύ,
γυαλιστερό, μαύρο όχημα με το ξυλόγλυπτο κουτί στο
πίσω μέρος και το σταυρό στην οροφή, αλλά εις
μάτην. Ο κόσμος δεν συνόδευε κάποιο νεκρό, καθώς
κανείς δεν έκλαιγε, μήτε κρυφογελούσε μουλωχτά. Τα
πρόσωπα όλων ήταν αγριεμένα, οργισμένα, μοχθηρά,
σαν λύκου έτοιμου να χιμήξει στο παγιδευμένο του
θήραμα. Τα μάτια τους γυάλιζαν επικίνδυνα, τόσο που
ούτε στο πρόσωπο του πιο στυγνού εγκληματία δεν
θα περίμενα να δω. Και να πω, κύριε μου, ότι
έμοιαζαν με κακούργους, όχι, θα ήταν ένα κραυγαλέο
ψέμα. Ήταν συνηθισμένοι άνθρωποι, έως και
παιδάκια που διέσχιζαν γοργά το πεδίο λήψης μου,
από τη μια πλευρά ως την άλλη. Οι περισσότεροι
ήταν πιασμένοι έτσι ώστε να σχηματίζουν άθραυστες
αλυσίδες με τα κορμιά τους. Ένιωθα το βήμα τους να
δονεί το προσωπικό μου σύμπαν και η εικόνα που
έστελνα στο χειριστή μου μάλλον τρεμόπαιζε. «Ας
γλιτώσω απ΄ τους συνεχείς σεισμούς και θα πάρω
άλλη φορά βραβείο βιντεολήψης», έλεγα μέσα μου.
Κανείς τους δεν κοιτούσε αριστερά ή δεξιά. Έως τη
στιγμή που τρεις κοπέλες, μαυροντυμένες και
κουκουλωμένες, αλλά με λιτά τα μαλλιά τους, άρχισαν
να χτυπούν τη βιτρίνα του εντυπωσιακού κόκκινου
καταστήματος κινητής τηλεφωνίας, απέναντι μου. Σε
ελάχιστα δευτερόλεπτα οι τζαμαρίες έγιναν θρύψαλα
και διάφοροι άλλοι σκοτεινοί απρόσωποι διαβάτες
στράφηκαν προς το καταστρεφόμενο κατάστημα με τ’
αγγλικά γράμματα στις πινακίδες. Μέσα σ’ αυτό
κατοικούσαν πολλές συγγενείς μου, μικρότερες από
μένα. Τόσο δα μικροσκοπικές κάμερες μπολιασμένες
σε συσκευές τηλεφώνου. Δεν τις λυπήθηκαν όμως.
Πέταξαν στο εσωτερικό του καταστήματος μπουκάλια
φωτιάς και σχεδόν όλο μου το σοι παραδόθηκε στις
επαναστατικές φλόγες. Ελάχιστες μόνο γλίτωσαν με
σοβαρά εγκαύματα. Ακόμη λιγότερες διασώθηκαν την
τελευταία, κυριολεκτικά, στιγμή από κάποιους
κρανοφόρους που συνδύασαν το τερπνό μετά του
ωφελίμου. Αυτό που έβλεπα ήταν μια σύγχρονη
γενοκτονία. Τότε, λοιπόν, άρχισα ν’ ανησυχώ για την
δική μου μεταλλική ακεραιότητα και έβαλα όλες μου
τις δυνάμεις ώστε να κρυφτώ κάπου, να κοιτάξω προς
τον ουρανό, ίσως. Δυστυχώς, ο χειριστής μου είχε
διαφορετική άποψη. Με κρατούσε συνεχώς
στραμμένη προς τον κόσμο και, μάλιστα, με πίεζε
ώστε να ζουμάρω πιο κοντά, ακόμη πιο κοντά στα
πρόσωπα που αποτελούσαν το εξαγριωμένο πλήθος.
Ευτυχώς, δεν με είχε αντιληφθεί κάποιος, βλέπετε
ήμουν πολύ ψηλά στην κολώνα μου και κανείς τους,
απ’ ότι φαίνεται δεν είχε τη διάθεση να μετρήσει τ’
άστρα, στρεφόμενος προς την οροφή του κόσμου.
Άλλωστε, με τον πυκνό καπνό που είχε πνίξει τα
πάντα, δεν θα κατόρθωνε δα να δει και πολλά. Είχα,
όμως, και δύο αδερφές στην εικόνα μου. Η πρώτη
ζούσε για λίγους μήνες σ’ ένα κατάστημα που, όπως
συνήθιζε να λέει, πουλούσε χρήματα. Ήταν πάντα
γεμάτο, οπότε φαντάζομαι πως οι δουλειές πήγαιναν
καλά. Περίεργο, βέβαια, γιατί δεν είδα χαρούμενο
άνθρωπο να διασχίζει την αυτόματη πόρτα του.
Κατσουφιασμένες φάτσες στην είσοδο, χαμηλωμένα
βλέμματα στην έξοδο. Είχε μια μεγάλη πινακίδα που
έγραφε «Τράπεζα- Χρήμα Χωρίς Ιδρώτα». Θυμάμαι
καλά τον τρόπο με τον οποίο έπεσε η πινακίδα από τη
θέση της. Είχαν κρεμαστεί πάνω της αρκετοί
πιτσιρικάδες και μαζί μ’ αυτήν ξήλωσαν ένα μεγάλο
κομμάτι από σοβά. Δεν γνωρίζω το λόγο, αλλά όπως
μεγάλος ήταν ο αριθμός των πελατών της τράπεζας
καθημερινά, έτσι τεράστιος ήταν ο όγκος του πλήθους
που ξεσπούσε την οργή του πάνω της. Αν μου
επιτρέπεται μια υπόθεση, θα πρέπει να ήταν όλοι
αυτοί οι λυπημένοι εργάτες και πελάτες της που την
εκδικούνταν χαμογελαστοί για τις ώρες, μέρες, μήνες
γέλιου που τους στέρησε. Σίγουρα θα έλειπε απ’ το
περιστατικό, όμως, ο καραφλός, χοντρός κύριος με τα
καλοραμμένα κοστούμια που τρώει κάθε πρωί τα
κρουασάν του σ’ ένα πελώριο γραφείο στο βάθος της
τράπεζας. Αντιθέτως, ένας λεπτοκαμωμένος, σχετικά
κοντός άντρας που βρισκόταν εκείνη τη στιγμή πάνω
από την τραυματισμένη αδερφή μου, μου θύμισε πολύ
έντονα τον καθαριστή της τζαμαρίας, που πριν λίγο
είχε γίνει κι αυτή θρύψαλα. Δεν θα μπορούσα ποτέ να
φανταστώ πως αυτός ο νέος, 18- 19 ετών, που κάθε
πρωί περιποιούνταν με εξαιρετική αφοσίωση την
εμφάνιση της τράπεζας θα δολοφονούσε τόσο
βάναυσα την αδελφή μου, που τον συντρόφευε
καθημερινά στην εργασία του. Τραβούσε τις αρτηρίες
της λυσσασμένος, κομμάτιαζε τους φακούς της,
σκόρπισε τα μικροσωθικά της στ’ οδόστρωμα . Το
θέαμα ήταν τόσο σοκαριστικό που αδυνατώ να το
περιγράψω με περαιτέρω λεπτομέρειες. Ένας άλλος,
βασάνιζε με μια βαριοπούλα ένα μηχάνημα που πάνω
του έγραφε «ΑΤΜ». Το θανάτωσε, έπειτα από
διαδοχικά, ισχυρά χτυπήματα στον εγκέφαλο του κι
αυτό έπνευσε τα λοίσθια ξεφυσώντας αμέτρητα
χαρτονομίσματα μπροστά στο έκπληκτο πλήθος.
Αφού η τράπεζα είχε καταστραφεί ολοσχερώς, πολλοί
εξεγερθέντες βάλθηκαν να κρεμάσουν ένα γιγάντιο
πανό μπροστά από τα συντρίμμια. Αφού τα
κατάφεραν, διάβασα τα γραφόμενα: «ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ
ΜΑΓΑΖΙ ΣΟΥ, ΑΥΡΙΟ ΕΣΥ». Το μόνο που ήλπισα ήταν
να μην απευθύνονται σ’ εμένα… Η έτερη αδελφή μου,
η τελευταία εναπομείνασα της οικογενείας στην εικόνα
μου, κατοικούσε, χρόνια τώρα, στο εσωτερικό ενός
καταστήματος εκκλησιαστικών ειδών. Η εικόνα της,
απ’ ότι έχω ακούσει ήταν πάντα σκοτεινή, βλέπετε το
μαύρο είναι το επίσημο χρώμα της ανθρώπινης
Εκκλησίας. Ήταν μαθημένη στη ραθυμία και στη
ρουτίνα της καθημερινότητας ενός τέτοιου
καταστήματος, οπότε ενθουσιάστηκε με την
ανεξέλεγκτη δράση που εκτυλισσόταν μπροστά στο
φακό της, έξω από τη βιτρίνα με τις αραδιασμένες
άγιες εικόνες, τα θυμιατήρια και τα καντήλια. Βέβαια,
σε καμία περίπτωση δεν ανέμενε μια βεβήλωση των
ιερών αναπαραστάσεων του Θεού τους, των
θεόπνευστων αγιογραφιών και των αγιασμάτων από
διάφορες ιερές πηγές. Ήταν σίγουρη πως η
επανάσταση θα παρέμενε έξω από τον δικό της
χώρο, τον οποίο ακόμη και δικτατορίες προστάτευσαν
με σθένος. Και όμως… Ένας μεγαλόσωμος άντρας,
με γκρίζα μαλλιά και προσεγμένη γενειάδα έσπασε τη
γυάλινη περιβολή του καταστήματος
χρησιμοποιώντας ένα μακρύ, ξυλόγλυπτο κοντάρι.
Μου κίνησε το ενδιαφέρον η παράσταση που στόλιζε
το ξύλινο αυτό έργο τέχνης. Στο πάνω μέρος του
κομματιού αυτού της καρυδιάς, στη λαβή του
κονταριού, φαινόταν μια πεταλούδα με ανθρώπινη,
όμως, μορφή. Καθισμένη σ’ ένα θρόνο που είχε κι
αυτός φτερά. Από κάτω άνθρωποι κάθε είδους, ιερείς,
φιλόσοφοι, επιστήμονες κι εργάτες ύψωναν τα χέρια
τους προσπαθώντας να την φτάσουν. Αφού η
τζαμαρία μεταμορφώθηκε σε μικρά γυάλινα
κομματάκια, ο άντρας έλουσε με βενζίνη τα υλικά της
πίστης και η πεινασμένη φλόγα άρχισε να κατατρώει
τα πάντα στο διάβα της. Έβλεπα την αδελφή μου να
καίγεται και να γελά, ενώ το πλαστικό της κάλυμμα
έλιωνε αργά, να μοιάζει για πρώτη φορά ευτυχισμένη
και να φωνάζει «Ναι! Αυτοί πράγματι πιστεύουν!» Δεν
κατάλαβα ποτέ τι εννοούσε η μακαρίτισσα, αν και
προσπάθησα να το συνδέσω με το χαρακτηρισμό που
έδινε στους πελάτες του, πυρπολημένου πλέον,
μαγαζιού. Τους αποκαλούσε «Άπιστους Θρήσκους».
Ενώ η θλίψη για τον χαμό της με κυρίευε, μια έντονη
αύξηση της θερμοκρασίας γύρω μου άρχισε να
επηρεάζει την ποιότητα της βίντεο λήψης. Αυτό που
με άγχωσε ιδιαίτερα δεν ήταν το θάμπωμα της
εικόνας, αλλά το πού βρίσκεται η πηγή της
θερμότητας, την οποία ένιωθα πολύ κοντά μου. Δεν
μπορούσα να δω αν κάποιος με είχε βάλει στόχο από
τη βάση στήριξης μου, έβλεπα όμως αρκετά
μπουκάλια φωτιάς να περνούν ξηστά από τους
υπερευαίσθητους αισθητήρες μου. Προσευχόμουν , μ’
όλη μου τη δύναμη, όταν ένιωσα την κολώνα, στην
οποία ήμουν σκαρφαλωμένη, να ταλαντώνεται. Πέρα-
δώθε, όλο και πιο έντονα. Όλοι κοιτούσαν προς το
μέρος μου, έσφιγγαν τις γροθιές τους κι έδειχναν τα
δόντια τους σαν βρικόλακες αναγεννημένοι, που
διψούν για αίμα και κοινό. Μα τι τους είχα κάνει;
Ακόμη κι αν κάποιος ισχυριστεί πως κατέγραφα το
πρόσωπο του, θα του απαντήσω πως δεν το έκανα
εγώ, αλλά ο χειριστής μου. Ας τα έβαζαν μαζί του
λοιπόν. Ενώ εγώ πνιγόμουν στο ίδιο μου το δίκιο,
ένιωθα κάποιον να με πλησιάζει, αφού η δοκός μου
ταλαντωνόταν όλο και πιο έντονα. Τον είδα να με
κοιτά, μάτια με φακό απείχαν ελάχιστα εκατοστά. Τον
κοιτούσα αθώα και φοβισμένα, με κάρφωνε μ’ ένα
βλέμμα γεμάτο μίσος. Μας αποκαλούνε άψυχα υλικά,
μα απ’ τη διαολεμένη την ψυχή τους, κάλλιο η νεκρά η
ύλη. Ήταν ένας μεσήλικας άνδρας. Φαίνεται πως είχε
το σεβασμό του πλήθους από κάτω, καθώς αφού
έστρεψε το βλέμμα του προς αυτούς, όλοι σήκωσαν
τα χέρια τους στον πυκνό από στάχτες αέρα. Η ανάσα
του θόλωνε τους φακούς μου και ο χειριστής,
προσπαθώντας ν’ απαθανατίσει το πρόσωπο του
στυλοβάτη όσο γίνεται καλύτερα, μου προκαλούσε
σπασμωδικές κινήσεις, εναλλάσσοντας γρήγορα τους
φακούς. Πίστεψα πως ήταν οι τελευταίοι σπασμοί
πριν το τέλος, όταν είδα πως… δεν έβλεπα τίποτε,
τίποτε πια. Δεν αισθάνθηκα πόνο, δεν έκλαψα, δεν
χτυπήθηκα, ήταν ο πιο ανώδυνος θάνατος που είχα
ποτέ φανταστεί. Απ’ την άλλη όμως ήταν ο πιο
έρημος, άχρωμος και οδυνηρός παράδεισος που θα
μπορούσε να με περιμένει. Ούτε κάμερες να παίζουν
πλατσουρίζοντας σε γάργαρο ρυάκι ρεύματος, ούτε
γέλια, ούτε χαρές, ούτε καν αγγελοκάμερες. Μόνο
σκοτάδι, καταχνιά κι ακινησία. Τουλάχιστον ο
χειριστής μου, πιστός πάντα συνεργάτης, μ’
ακολούθησε για λίγο, καθώς συνέχισε να με
μετατοπίζει αριστερά- δεξιά. Έπειτα από λίγα λεπτά,
μ’ εγκατέλειψε κι αυτός. Η απογοήτευση και η πίκρα
ξεχείλιζαν απ’ το παρατημένο μου κορμί. Ήμουν
εργατική, φιλότιμη και συνεπής σε ολάκερη μου τη
ζωή. Περίμενα, συνεπώς, έναν άλλο παράδεισο,
αυτόν που μου υποσχέθηκαν. Καταριόμουν για ώρες
πολλές το Θεό, τη ζωή, τους κατασκευαστές μου και
κυρίως, αυτόν το στυγερό δολοφόνο, τον δειλό
εκτελεστή ανυπεράσπιστων μηχανών. Έως ότου, εκεί
που δεν το περίμενα, φως και κινούμενες εικόνες
πλημμύρισαν τον κόσμο μου. Έψαξα για το Θεό, για
το γάργαρο ρυάκι, θα ήταν αυτός ο παράδεισος
επιτέλους. Το μόνο που κατάφερα να βρω ήταν ένας
καμεράγγελος ντυμένος στα πορτοκαλί, που κατέβαινε
απ’ τον στύλο μου, κρατώντας ένα μαύρο τσουβάλι.
Απ’ ότι έμαθα, οι φονιάδες είχαν αποπειραθεί να με
σκοτώσουν προκαλώντας μου ασφυξία φωτός.

- Καμιά μηχανή δεν θα ήθελε να βρίσκεται στη δική


σας θέση, σίγουρα. Κατανοώ απόλυτα την οργή για
την συμπεριφορά των ανθρώπων απέναντι στο είδος
σας, διακρίνω, όμως, μια διφορούμενη στάση
απέναντι στο Θεό. Από τη μια χαρακτηρίζετε τις
εικόνες της Παναγίας ως υλικά της πίστης, από την
άλλη προσευχόσασταν στο Θεό, όταν η ζωή σας
βρισκόταν σε κίνδυνο. Μπορείτε να μας
αποσαφηνίσετε τη θέση σας;

- Χαίρομαι, στ’ αλήθεια, που συνομιλώ μ’ ένα


μικρόφωνο που εντοπίζει τόσο εύστοχα τα πιστεύω
μου μέσα σ’ αυτή την ακατάσχετη πολυλογία που μ’
έχει πιάσει.

- Μην το λέτε αυτό! Οι περιγραφές σας είναι


συναρπαστικές!

-Το μόνο που λέω είναι η αλήθεια. Και το γεγονός που


μ’ έκανε να διαχωρίσω την πίστη μου στο Θεό απ’ την
υποταγή σε οποιαδήποτε ανθρώπινη Εκκλησία είναι
πέρα για πέρα πραγματικό. Όπως γνωρίζετε,
βρίσκομαι πολύ ψηλά τοποθετημένη σ’ ένα
πολυσύχναστο σημείο της πόλης με την ικανότητα να
βλέπω τα πάντα την ίδια στιγμή, να μελετώ
παράλληλα κάθε κουκκίδα της εικόνας. Ήταν αρχές
του Νοέμβρη όταν πρωτοσχηματίστηκαν στο
μικροτσίπ μου οι χιλιάδες κουκκίδες που αποτελούσαν
ένα καστανόξανθο νεαρό, περίπου είκοσι ετών. Με
απλωμένο το δεξί του χέρι πρόσφερε την παλάμη του
στους οδηγούς που ανέμεναν την πράσινη
ανακούφιση του ηλεκτρικού σηματοδότη. Ελάχιστοι
ανταποκρίνονταν, χαρίζοντας του κάποια
μικροσκοπικά, κιτρινωπά κέρματα. Δεν ήταν όμως ο
νεαρός αυτός ένας συνηθισμένος ζητιάνος. Γι’ αυτό
και πολλοί οδηγοί τον κοιτούσαν κακόπιστα,
παραξενεμένοι. Διάβασα σε πολλών τα χείλη την
έκφραση «Βρες καμιά δουλειά τεμπέλη». Το
αψεγάδιαστο λευκό δέρμα του, το σχεδόν περήφανο
περπάτημα του δεν μαρτυρούσε το καλούπι του
συνηθισμένου επαγγελματία ζητιάνου, ούτε αυτό του
γεννημένου παιδιού των φαναριών. Το βλέμμα του,
μάλιστα, ήταν μονίμως χαμηλωμένο, απέφευγε το
συναπάντημα με τ’ άλλα γύρω του. Μου προκαλούσε
μεγάλη θλίψη η εικόνα αυτή επί έξι συνεχόμενες
ημέρες και νύχτες. Ο νέος δεν έφαγε, δεν ήπιε, δεν
ξαπόστασε επί όλες αυτές τις ώρες. Τα ψιλά που του
διναν1 , τα σκόρπιζε στο δρόμο. Τα ελάχιστα
φαγώσιμα που του χάριζαν ψυχοπονιάρες περαστικοί,
τα τάισε στα λαίμαργα περιστέρια. Ως και ο Θεός δεν
άντεχε να βλέπει αυτό το δράμα κι έστειλε σύννεφα να
του κρύψουνε τη θέα. Ήλιος δε φάνηκε όσο ο νεαρός
τριγυρνούσε μες στο δρόμο. Μήτε όμως και βροχή,
λυπήθηκε τη γύμνια των ποδιών του. Το έβδομο
βράδυ ο νεαρός απομακρύνθηκε απ’ το πεδίο λήψης
μου, σέρνοντας τα βήματα στην τραχιά άσφαλτο.
Περπατώντας, άφην’ αίμα πίσω του, απ’ τα
πληγωμένα πέλματα του. Μόνο η μακριά, ξανθή του
κόμη ανέμιζε ακόμη υπερήφανα, σαν τη σημαία απ’ το
Αρκάδι, που κυμάτιζε ακόμη κι όταν αυτό έπιασε
πάτο. Την άλλη μέρα το πρωί, ο αποστεωμένος
νεαρός, στηριζόμενος σ’ ένα τοίχο δεν άπλωνε πια το
χέρι, μόνο μοίραζε κάτι χαρτιά στον κόσμο που
περνούσε. Κάποιοι τα δίπλωναν τα χωναν στην
τσέπη, άλλοι τα πέταξαν στο δρόμο. Ήταν δυο φύλλα,
δεμένα μεταξύ τους μ’ ένα σύρμα. Καθώς ο άνεμος
κόπασε για λίγο, από ένα φύλλο πεσμένο στον
πεζόδρομο μπόρεσα να διαβάσω τα παρακάτω :

« Έχω πάψει να μιλώ εδώ και χρόνια. Όταν με πήραν


απ’ το σπίτι των νεκρών γονιών μου σ’ ένα μοναστήρι
ψηλά μες στα βουνά. Εκεί με κλείσαν σε σπηλιές,
κελιά τα λέγαν, καταδικασμένο σ’ αποξένωση απ’ όλα.

1
Μόνη μου αφοσίωση τα βιβλία που διάβαζα ξανά και
ξανά, έως ότου θυμηθούν να μου πετάξουν ένα άλλο.
Δεν άντεχα να τους βλέπω, δεν μπορώ να σας μιλώ.
Γιατί ενώ αυτοί μου στερούσανε ζωή, εσείς σφραγίζατε
τα μάτια σας. Και τώρα εδώ, μερόνυχτα στο δρόμο, η
συμπόνια και η φιλανθρωπιά σας φτάνει ως τα
κέρματα και τα φαγιά, διόλου παραπέρα. Κανείς να με
κοιτάξει κατά πρόσωπο, να μου προσφέρει έναν ώμο
να βαστήξω και να ρωτήσει ένα απλό¨τι τρέχει¨. Πάντα
στο καγκελωμένο παραθύρι αγνάντευα ορδές πιστών
να φιλάν τα χέρια τους. Ήσασταν εσείς αυτοί, που
αδιαφορούσατε για το χαμό μου. Μ’ αντάλλαγμα ένα
λουκουμάκι χάφτατε πως το φρικιαστικό πρόσωπο
κολλημένο στο παράθυρο ήταν το διανοητικά
καθυστερημένο ορφανό που το γλιτώσαν απ’ τα
ψυχοφάρμακα των ιδρυμάτων. Και γιατί, τότες, δεν μ’
άφηναν να παίξω; Μικρό παιδί ήμουνα. Γιατί να μην
γλεντήσω; Ολόκληρος άντρας είμαι πια. Μον’
Χρονογραφίες του Μεσαίωνα μου έριχναν στην
πόρτα, σαν ξεροκόμματο. Θαρρούν πως δεν τους
έβλεπα πώς άδειαζαν την εκκλησιά. Χρυσάφι ατόφιο
εναπόθεταν στο βωμό της χριστιανικής Αθηνάς οι
άμοιροι πιστοί. Όλοι εκεί ξεπέφτουν. Διανοούμενοι,
εφευρέτες, δασκάλοι, πολιτικοί, θα έγιαναν αν
χρύσωναν το άγιο τούτο ξύλο. Μα όλ’ αυτά τα χέρια
των παπάδων έντυναν. Τα χέρια αυτά που μ’ έσυραν
στο Γολγοθά, κουβαλώντας σαν σταυρό μου ένα βαρύ
μυστικό».

Ακριβώς τη στιγμή που τελείωσα την ανάγνωση της


πρώτης σελίδας ένας Βαρδάρης σήκωσε ψηλά το
φυλλάδιο. Αγωνιούσα να μάθω το μυστικό που έκρυβε
στην ψυχή του ο νεαρός κι έτσι δεν έχασα απ’ το φακό
μου το χαρτί ώσπου να προσγειωθεί απ’ την άλλη
πλευρά του σ’ ένα λάκκο με νερό, στην άκρη του
δρόμου. Αν και θολά, κατάφερα ν’ αναγνώσω τα
γράμματα στη βρεγμένη πια σελίδα.

« Η πολυαγαπημένη μου μητέρα ήταν μια γλυκύτατη


γυναίκα, επιτυχημένη δικηγόρος. Όσο την θυμάμαι,
δούλευε ανηλεώς. Μον’ τις έσχατες νύχτες της άδοξης
ζωής της την έβλεπα συνεχώς στο σπίτι, να
καθρεφτίζει την ηθική της στο εικονοστάσι που
διατηρούσε στη σοφίτα. Ο πατέρας ήταν ελάχιστα
παρόν στη ζωή μου και στο μέγιστο βαθμό παρόν σε
κάθε εκδήλωση της κομματικής φατρίας, στην οποία
ανήκε. Οι δυο μου γονείς συνέδεαν επί χρόνια τις
επιχειρηματικές δράσεις μοναστηριών κι επιφανών
ανδρών της επικερδούς δημόσιας διοίκησης. Πολλές
φορές, στο γκαράζ μας πάρκαραν θεόρατα τζιπ πλάι
σε μακρόσυρτες λιμουζίνες και στο τραπέζι μας
συνέτρωγαν εντυπωσιακά επώνυμα δίπλα σε
αστραφτερά μπριγιάν και χρυσοκέντητα ράσα. Όταν
εκείνο το βράδυ, 8 του Απρίλη, κρυφάκουσα τον
πατέρα μου ενώ μιλούσε στο τηλέφωνο. Ήταν
έκπληκτος κι ολοφάνερα εξοργισμένος απ’ τα λόγια
που άκουγε. Έκλεισε το τηλέφωνο με δύναμη, κοίταξε
απ’ το παράθυρο, τραβώντας την κουρτίνα στο πλάι ,
ανέβηκε στη σοφίτα και κλείδωσε την πόρτα της. Από
τότε δεν ξανάκουσα τη βραχνή φωνή του, μήτε τα
σιγανά παραμυθάκια της μητέρας μου».

Έστρεψα το φακό μου δεξιά για να διαβάσω το


επόμενο φύλλο, μα το σύρμα είχε κοπεί και η επόμενη
σελίδα ήταν άφαντη. Ίσως δεν μάθαινα ποτέ τη
συνέχεια της ιστορίας αν δεν έβλεπα μια γηραιά κυρία
να την διαβάζει κρατώντας το φύλλο ψηλά στο φως.
Έτσι απ’ τα τρεμάμενα χέρια της ανάγνωσα τα εξής:

« Το μόνο που κατάφερα ν’ ακούσω ήταν οι κραυγές


της μάνας μου, καθώς μια μάχαιρα γαντζωμένη στα
χέρια του πατρός μου την κάρφωνε απανωτά. Κι
έπειτα ένας κρότος, πυροβολισμός. Κρύφτηκα μέσα
στη ντουλάπα φοβισμένος και περίμενα να μάθω πως
όλα ήταν ψέματα. Πως οι ήχοι προέρχονταν απ’ την
τηλεόραση της κρεβατοκάμαρας ή πως κάποιοι μου
σκάρωναν ένα σκοτεινό αστείο. Αποκοιμήθηκα
ανάμεσα στα ρούχα της ντουλάπας, περιμένοντας τη
στοργική αγκαλιά των γονιών μου, και όταν ξύπνησα,
δεν ξέρω πόση ώρα αργότερα, άκουσα ένα παραμύθι
που μήτε ο διάολος δεν θα στελνε στον πιο άγριο
εφιάλτη. Ήταν δυο αστυνομικοί στο δωμάτιο μου, τους
είδα απ’ τη χαραμάδα που χα στο παρελθόν σκαλίσει,
συζητούσαν ψάχνοντας κάτι. Είπαν, ψιθυριστά, για
ένα άγριο φονικό που έγινε στο σπιτικό μας, για τις
δοσοληψίες των γονιών μου με τους δεσποτάδες και
κάποιες μπίζνες που στήσανε στην Κύπρο. Όλ’ αυτά,
είπανε, τ’ αποκάλυψε η μητέρα μου σ’ ένα
δημοσιογράφο που τα έβγαλε εν μια νυκτί στη φόρα.
Πετάχτηκα ουρλιάζοντας απ’ την ντουλάπα πως είναι
όλοι ψεύτες, μα σε λίγες μέρες θα με βάζαν σε μια
άλλη»

Περίμενα λίγα λεπτά να γυρίσει η μυωπική γυναίκα τη


σελίδα, ή να την πετάξει, ώστε να έρθουν στην εικόνα
μου οι τελευταίες λέξεις. Η κυρία έκανε το σταυρό της
κοιτώντας με δυσπιστία το νέο που, ακουμπισμένος
πια ολόσωμα σ’ ένα ζωγραφισμένο τοίχο, μοίραζε και
τα τελευταία φυλλάδια, στο χείλος της κατάρρευσης. Η
ηλικιωμένη προβληματισμένη γυναίκα έβαλε τη σελίδα
που μου έλειπε στη διάφανη σακούλα του σουπερ
μάρκετ που κρατούσε. Χρησιμοποιώντας την
καλύτερη ανάλυση που η τεχνολογία μου επέτρεπε,
διάβασα επιτέλους τα τελευταία λόγια του φυλλαδίου:

«Οι φαρισαίοι κληρικοί μ’ έστειλαν στη μονή που σας


ανέφερα και μόνο πριν δέκα μέρες κατόρθωσα να
δραπετεύσω. Ήθελε δύναμη και πίστη για να το
κατορθώσω, καθώς κι εγώ ο ίδιος με νόμιζα
θεοπάλαβο, μουρλό. Μα να που μπόρεσα να νιώσω
ελευθερία κι εδώ, μπροστά σας, ζητάω σήμερα όχι
πια χείρα βοηθείας, μα Θεία Δικαιοσύνη. Γιατί ο Θεός
δε μένει πια στους οίκους των παπάδων. Είναι
ανάμεσα σας κι εγώ τον περιμένω, δίχως χρυσό,
χωρίς σταυρό. Μόνο με την ψυχή μου».

Μακάρι να είχα τη δυνατότητα να βοηθήσω το άτυχο


παλληκάρι. Αφού τελείωσα με την ανάγνωση, δεν
ήταν πια ακουμπισμένος στον τοίχο, ούτε καν
λιπόθυμος στο δρόμο. Ίσα που πρόλαβα να τον δω,
στις πίσω θέσεις ενός θωρακισμένου τζιπ, ανάμεσα
σε δυο ρασοφόρους.

- Και τι έγινε τελικά μ’ αυτό το νεαρό;

-Τίποτε δεν έμαθα από τότε, ούτε τον ξανάδα.

- Το «Techlife» θα κάνει ό,τι μπορεί ώστε να κάνει


γνωστό το περιστατικό στις αρμόδιες αρχές.
- Αμφιβάλλω σχετικά με το κατά πόσον θ’ ασχοληθούν
αλλά χαίρομαι που θα κάνετε αυτή την προσπάθεια.

- Υποχρέωσις μας ασφαλώς. Η ζωή των ανθρώπων


είναι τόσο τραγική που νιώθουμε όλοι μας πραγματικά
την ανάγκη να τους προσφέρουμε κάποια βοήθεια.

- Είναι ώρες ώρες τόσο δύσκολο για μένα να τους


καταγράφω. Δεν φαντάζεστε π.χ. πόσο οδυνηρό είναι
να βλέπεις ανθρώπους να περπατούν μπροστά σου
με νοθευμένο το σώμα.

- Είναι σαν να λειτουργούμε εμείς με υψηλότερη τάση;

- Αρχικά είναι κάπως έτσι, απ’ ότι έχω καταλάβει. Μετά


από καιρό ζούνε με πεσμένη τάση και έχω δει μάλιστα
αρκετούς στους οποίους η παροχή τάσης
μηδενίστηκε.

- Έχω ακούσει πως οι άνθρωποι δεν


ξαναλειτουργούν αν σταματήσει να τους διαρρέει
ρεύμα έστω και για λίγο.

- Ακριβώς έτσι είναι κύριε Μικρόφωνε. Ακουμπισμένοι


στον τοίχο άντρες, γυναίκες όλων των ηλικιών
σπρώχνουν ηδονισμένοι ένα υγρό μέσα στο κορμί
τους και αλλάζουν την τάση του αίματος.

- Για τους περισσότερους αναγνώστες μας η εικόνα


αυτή είναι συνηθισμένη, όμως η δική σας αντίληψη
της εικόνας ίσως θα μπορούσε να μας προσφέρει ένα
πιο βαθύ άγγιγμα στην ανθρώπινη αυτή πληγή.

-Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα παλληκάρι που διέσχισε


μολυσμένος με την παρέα του το πεδίο λήψης μου.
Ήταν ευπαρουσίαστος, καλοντυμένος και
συνοδευόταν από δύο ελαφρά ενδεδυμένες κοπέλες.
Τον κρατούσαν από τη λεπτή του μέση, η μια από
κάθε πλευρά. Φαινόντουσαν ντόπιες, όπως και ο νέος
άνδρας. Έχω δει άπειρες παρέες να περνούν από
μπροστά μου ξημερώματα οπότε, αρχικά, δεν μου
κίνησε κάτι την περιέργεια. Μπροστά στο κατάστημα
με τις εικόνες, όμως, σταμάτησαν και κάθισαν στο
πεζούλι ανακουφισμένοι. Ο νεαρός ήταν εμφανώς
μεθυσμένος, από αλκοόλ.

- Αυτό το υγρό που κολλάει και μυρίζει σαν άρωμα;

- Μμ… Ναι, αυτό. Οι κοπέλες συνεννοούνταν με


νοήματα πίσω από το κεφάλι του νεαρού. Κάτι θα
είχαν σκαρφιστεί και αυτό ξύπνησε την έμφυτη
ηδονοβλεψία μου. Κάποια ερωτική περίπτυξη θα
στηνόταν για ένα ακόμη βράδυ μπροστά στο φακό
μου και, παρέα με το χειριστή μου, δεν χάνουμε την
ευκαιρία να παρακολουθήσουμε με ευχαρίστηση,
τουλάχιστον εγώ, τα λάγνα βλέμματα, τα αδηφάγα
χέρια πάνω στα σώματα των εραστών, που
μπλέκονται ανορθόδοξα στην άκρη του δρόμου, στο
σκοτεινό στενό ανάμεσα σε δύο κτίρια. Όμως αυτή τη
φορά δεν βγήκε κανένας λαστιχένιος κύλινδρος από
την τσέπη του ανδρός. Απεναντίας ήταν η μια κοπέλα
που άνοιξε, κρυφά απ’ το νεαρό, την τσάντα της ενώ η
άλλη τον απασχολούσε με ελαφρά χαδάκια στο
στήθος. Η ξανθιά, αρκετά αδύνατη κοπέλα, έβγαλε μια
μικρή διαφανή σακούλα, σε σχήμα μπάλας.
Απογοητεύτηκα… Είχα δει πολλά παιδιά να παίζουν
με μικρές μπάλες, αλλά δεν το περίμενα απ’ τη
συγκεκριμένη συντροφιά και μάλιστα ξημερώματα.
Όταν η κοπέλα σηκώθηκε όρθια ήμουν σίγουρη πως
αυτή θα έκανε το πρώτο σουτ. Η αλήθεια είναι πως το
χτύπημα της μπάλας πρέπει να ήταν πολύ δυνατό,
διότι αφού βούτηξε το πρόσωπο της στην ανοιγμένη
πια σακουλίτσα, οι αισθήσεις της έμοιαζαν να την
εγκαταλείπουν. Κάθισε με δυσκολία ξανά στο πεζούλι
και έγειρε το κεφάλι της με μεγάλη ευχαρίστηση στη
τζαμαρία του μαγαζιού πίσω της. Τότε μπόρεσα, για
πρώτη φορά, να νιώσω το μεγαλείο της ομορφιάς της.
Καθώς έγειρε πίσω, το στήθος της σχεδόν πετάχτηκε
έξω από το μικροσκοπικό μπλουζάκι και μου φάνηκε
αρκετά μεγαλύτερο και καλύτερο στερεωμένο στη
θέση του από τα συνήθη περιδιαβαίνοντα στο πεδίο
λήψης μου. Περίμενα να δω το νεαρό να ορμά επάνω
της καθώς εστίασα προς το μέρος του, στα δεξιά της
ξανθιάς στηθοκαλλονής, όμως αυτός είχε βουλιάξει
στον πυθμένα της σακούλας, παρέα με την έτερη
κοπέλα της παρέας, μιας καστανής, λιπόσαρκης
κορασίδας. Τα δύο κορίτσια είχαν γείρει μετά από λίγα
δεύτερα η μια πάνω στην άλλη, παραμερίζοντας το
νεαρό που συνέχιζε το κολύμπι στα ταραχώδη νερά
ενός κατάλευκου ωκεανού. Ζούμαρα στα μάτια του και
είδα τα πάντα αποκρυσταλλωμένα στην ωχρά του
κηλίδα. Μια πεταλούδα, έργο του πιο εμπνευσμένου
καλλιτέχνη, ταξίδευε φτερουγίζοντας μέσα σε μια
γκρίζα και ομιχλώδη γειτονιά. Έψαχνε φως και χρώμα
μα μόνο λάμπες από νέον συναντούσε. Τέχνη και
τεχνητή ομορφιά είχανε γίνει ένα. Δεν λαχταρούσε
δόξα, που να την έβρει άλλωστε, ούτε και χρήμα, δεν
είχε με τι να τ’ ανταλλάξει, μόνο μια φύση που κάποιος
της την στέρησε. Έβλεπε κάμπιες σκαρφαλωμένες σε
απαγορευτικές πινακίδες και τις σκότωνε, για να μη
ζήσουν τη δική της την Οδύσσεια. Πετούσε ψάχνοντας
χωρίς κάτι να βρίσκει, ακολουθώντας μόνο ένα
ένστικτο βαθύ, χαραγμένο με κοφτερή λεπίδα στην
καρδιά της. Και ξάφνου ΦΩΣ… Τόσο έντονο που την
τύφλωνε. Τόσο κίτρινο που σάστισε μπροστά στον
ήλιο. Κι ήταν ο φακός ενός ανθρώπου που στεκόταν
πάνω απ’ τον ταξιδιώτη νεαρό. Του μιλούσε μ’ αυτός
δε σάλευε. Τον ταρακούνησε, αρπάζοντάς τον απ’ το
γιακά, μα η πεταλούδα είχε βρει τη φύση που έψαχνε.
Κι η φύση δεν ήταν πια γκρίζα, ήταν η πανδαισία των
χρωμάτων. Μα, δυστυχώς, η πεταλούδα δεν
μπορούσε να τραβήξει μαζί της και το παγωμένο,
χλωμό σώμα του όμορφου νεαρού. Το παράτησε, σαν
βαλίτσα αγωνιώδη πρόσφυγα στο λιμάνι που καίγεται
και σβήνει. Σε λίγο, άσπρες ποδιές, και μέσα τους
άνθρωποι μετέφεραν το πτώμα, ενώ οι κοπέλες
έψαχναν αλλού την άγρια φύση.

- Αγαπητή μας κάμερα Χ54, με αυτή την πραγματικά


συγκινητική και δακρύβρεχτη ιστορία τελειώνει ο
διαθέσιμος χώρος του «Techlife». Χαιρόμαστε
ιδιαίτερα για την εξομολόγηση αυτή των εμπειριών
σας.

- Μα η καστανή κοπέλα βρήκε αλλού την άπιαστη έως


τότε φύση.

- Θα ήμασταν ευτυχείς αν μπορούσαμε να


συνεχίσουμε την κουβέντα μας κάποια άλλη φορά στο
μέλλον.
- Δεν ζω μόνο με εικόνες βίας, πικρίας, καταπίεσης.
Υπάρχουν μέρες ηλιοφώτιστες που όλα γύρω
ανθίζουν. Υπάρχουν νύχτες που φεγγοβολούν, τ’
αστέρια ζωγραφίζουν. Είναι φορές που δάκρυα δεν
γεννιούνται από κλάμα, ειν’ τότε που οι κραυγές δεν
ζούνε μες σε δράμα. Τότε ζευγάρια ακροβατούν με
χέρια ενωμένα και μάτια που αντικρίζονται σκιρτούνε
μαγεμένα. Οι εγγονές του έρωτα ποτέ δεν θα
σωπάσουν, γιατί είναι φύσει αναρχικές και τα δεσμά
θα σπάσουν. Θα στέκουν όρθιες ψηλά σε κάστρα
οχυρωμένα και κάθε πύλη θα γκρεμνούν με όπλα
ματωμένα.

- Είστε μια γεννημένη ποιήτρια, όμως εδώ θα πρέπει


να κλείσουμε την κουβέντα μας.

- Όπως σας έλεγα, η καστανή κοπέλα βρήκε αλλού


την άπιαστη ως τότε φύση. Την είδα σήμερα το πρωί,
και είναι η τελευταία μου ιστορία, να περπατά ζωντανή
και χαρούμενη κρατώντας το χέρι ενός νέου, στου
οποίου το πρόσωπο κατοικούσε η ίδια η ζωή.
Χαμόγελα αστραφτερά, αληθινά, που λίγες κάμερες τα
πιάνουν. Ήμουν εγώ η τυχερή που ένιωσα την
αίσθηση της φύσης στην πιο αυθεντική της έκφραση
μέσα από τα μάτια του νεαρού ζευγαριού. Κοιτούσαν
τη βιτρίνα του κόκκινου καταστήματος και τα χέρια
τους ήταν ενωμένα σαν από γεννησιμιού τους. Τα
δάχτυλα της κοπέλας χάιδευαν απαλά την παλάμη του
αγοριού και τα καστανά μακριά μαλλιά της έντυναν με
λάμψη το λαιμό του, καθώς έγερνε στοργικά το κεφάλι
της στον ώμο του. Τα στήθη τους πάλλονταν στον ίδιο
εξωτικό ρυθμό καθώς οι ουσίες του έρωτα
σκορπίζονταν στον εγκέφαλο τους. Και μια στιγμή
κοιτάχτηκαν. Μα δεν είδαν μάτια, ούτε στόμα. Είδαν
πόθο, είδαν πάθος, είδαν δάκρυ να κυλά. Και
συνέχισαν να περπατούν πιασμένοι ακόμη χέρι-χέρι,
γελώντας, κουβεντιάζοντας κι αφήνοντας αμέριμνοι τη
λίμνη των αισθημάτων να ξεχειλίζει. Γιατί η λίμνη
πότιζε το εγώ τους, και το εγώ τους ήταν πια ένα
γόνιμο χωράφι για ν’ ανθίσει ο έρωτας, και αφού
άνθιζε ο έρωτας μάζευαν μια πλούσια σοδειά από
αγάπη, μια σοδειά που θα ήταν αρκετή για όλους τους
παγερούς χειμώνες μες στη φύση.

Η εξομολόγηση μιας κάμερας είναι το πρώτο διήγημα μου, μια


μορφή άσκησης για μελλοντικά έργα, αλλά και πρώτο μέρος ενός
εκτενούς μυθιστορήματος. Ευχαριστώ για το χρόνο σας.
Τα πνευματικά δικαιώματα είναι κατοχυρωμένα, μπορείτε να
επικοινωνήσετε μαζί μου στο mail : arxoxris@yahoo.com

You might also like