You are on page 1of 49

ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΜΕΛΟΣ: F.A.C.E.& C.I.C.


ΕΔΡΑ: ΦΩΚΙΩΝΟΣ 8 & ΕΡΜΟΥ ΑΘΗΝΑ 12-07-10
ΑΘΗΝΑ-Τ.Κ. 105 63 Αριθ. Πρωτ. 745
Τηλ.: 210-32.31.271 - Fax.: 210-32.22.755
http://www.ksellas.gr, e-mail: info@ksellas.gr

Oι προτάσεις μας και η αιτιολογία τους για την Ρυθμιστική Απόφαση του
κυνηγιού της περιόδου 2010 – 2011 όπως αυτές συζητήθηκαν και αποφασίσθηκαν
στην Γενική Συνέλευση της Κ.Σ.Ε. την 27ης Ιουνίου 2010 είναι οι εξής:

Α. 1. Το περιεχόμενο της προτεινόμενης ρυθμιστικής απόφασης θήρας για την


κυνηγετική περίοδο 2010-2011, αποτελεί επανάληψη του περιεχομένου της
Ρυθμιστικής της περιόδου 2009 – 2010, αλλά και των Ρυθμιστικών Αποφάσεων
των τελευταίων ετών. Αυτό συμβαίνει διότι όλες οι παραπάνω αποφάσεις
βασίζονται στη Ρυθμιστική Απόφαση για την περίοδο του 2002 – 2003, η οποία
έγινε αποδεκτή από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και γι’ αυτό με Απόφαση του
Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου σταμάτησε η δίκη εναντίον της Ελλάδος (υπόθεση C
167/03). Ως εκ τούτου, και οι φετινές προτάσεις που αφορούν είδη και περιόδους,
όπως απεικονίζονται στον Πίνακα 6 του παρόντος εγγράφου, είναι ακριβέστατη
επανάληψη των εγκεκριμένων απ’ την Ευρωπαϊκή Επιτροπή θηρευσίμων ειδών
και περιόδων θήρας τους αντίστοιχα (βλέπε συνημμένο Πίνακα 7 συγκρινόμενο
με Πίνακα 6).

Ειδικότερα:
α) Η Ρυθμιστική Απόφαση του 2002 έχει κριθεί επισήμως από την Ευρωπαϊκή
επιτροπή1 ότι συμμορφώνεται με τις διατάξεις του άρθρου 7 § 4 της Οδηγίας
9/409/ΕΟΚ! Το έγγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με αριθμό πρωτοκόλλου JURM
(2003) 8249 MK (Βρυξέλλες 13 Νοεμβρίου 2003), αναφέρει αυτολεξεί τα κάτωθι:
«ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ
ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ C-167/03.

1
έγγραφο Ευρωπαϊκής Επιτροπής JURM(2003) MK, Βρυξέλλες 13-11-2003
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ Κατά ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ.
Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχει την τιμή να πληροφορήσει το
Δικαστήριο ότι προτίθεται να παραιτηθεί της προσφυγής της στην παρούσα υπόθεση για
τους ακόλουθους λόγους και υπό τους κάτωθι όρους:
1. Στις 10 Απριλίου 2003, η Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 226 της Συνθήκης,
κατέθεσε προσφυγή στο Δικαστήριο με αίτημα τη διαπίστωση ότι η Ελληνική
Δημοκρατία, μη έχοντας θέση σε ισχύ ένα καθεστώς πλήρους προστασίας για
ορισμένα από τα είδη του Παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας του Συμβουλίου
79/409/ΕΟΚ της 2ας Απριλίου 1979 περί διατηρήσεως των αγρίων πτηνών, όπως
τροποποιήθηκε από την οδηγία του Συμβουλίου 94/24/ΕΚ της 8ης Ιουνίου 1994,
παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 4 της
οδηγίας.
2. Με το υπόμνημα αντίκρουσής της που κατέθεσε στις 11 Ιουνίου 2003, η Ελληνική
Κυβέρνηση κοινοποίησε την υπ’ αριθμόν 111381/6268/18.12.2002 απόφαση του
υπουργού Γεωργίας «Ρυθμίσεις θήρας για το κυνηγετικό έτος 2002/2003» με την
οποία η ισχύουσα νομοθεσία συμμορφώνεται με τις διατάξεις του άρθρου 7
παράγραφος 4 της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ.
3. Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή εκτιμά ότι δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο λόγο
συνέχισης της παρούσας διαδικασίας. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το άρθρο 78 του
Κανονισμού Διαδικασίας, προτίθεται να παραιτηθεί της προσφυγής.
4. Ωστόσο, δεδομένου ότι η παραίτηση δικαιολογείται από τη στάση της καθ’ης, η
οποία έλαβε τα απαραίτητα μέτρα συμμόρφωσης προς την οδηγία 79/409/ΕΟΚ στις
10 Δεκεμβρίου 2002, δηλαδή μετά την προθεσμία που είχε ταχθεί από την Επιτροπή
στην αιτιολογημένη της γνώμη (28 Σεπτεμβρίου 2000), και τα κοινοποίησε στην
Επιτροπή μετά την κατάθεση της προσφυγής για την παρούσα υπόθεση, έχει την τιμή
να ζητήσει από το Δικαστήριο την καταδίκη της Ελληνικής Δημοκρατίας στη
δικαστική δαπάνη, σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 5 του Κανονισμού
Διαδικασίας.
Με βάση τα παραπάνω, η Επιτροπή ζητά από το Δικαστήριο να αποφασίσει:
- Τη διαγραφή της υπόθεσης από το Πρωτόκολλο,
- Την καταδίκη της Ελληνικής Δημοκρατίας στη δικαστική δαπάνη
Michel Van Beek, Μηνάς Κωνσταντινίδης
Πληρεξούσιοι της επιτροπής»

2
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο συμφώνησε με ειδική Απόφασή του με την άποψη
της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περί συμμόρφωσης της Ελλάδος προς την
79/409/ΕΟΚ:
«Official Journal of the European Union
Removal from the register of Case C–167/03, (2004/C 94/103)
By order of 19 January 2004 the President of the Court of Justice of the European
Communities ordered the removal from the register of Case C–167/03: Commission
of the European Communities v Hellenic Republic.
OJ C 200 of 23.08.2003,
ΑΚΡΙΒΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ,
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Διαγραφή της υπόθεσης C – 167/03 από το πρωτόκολλο.
Με διάταξη της 19ης Ιανουαρίου 2004, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων αποφάσισε τη διαγραφή από το μητρώο της Υπόθεσης
C-167/03: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας
OJ C 200 of 23.08.2003»
και κατά συνέπεια διέγραψε την υπόθεση εναντίον της Ελλάδος ματαιώνοντας
έτσι την εκδίκασή της2.
β) με την παραπάνω επιστολή3 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς το ΔΕΚ, η Ε.Ε.
παραιτείται από την προσφυγή κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας4 λόγω
συμμόρφωσης της Ελληνικής Νομοθεσίας με τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 4 της
Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ., που αναφέρει αυτολεξεί:
‘‘4. Τα κράτη µέλη εξασφαλίζουν ότι η θηρευτική δραστηριότητα στην οποία
συμπεριλαμβάνονται και η ιερακοθηρία, όπως προκύπτει από την εφαρμογή των
ισχυουσών εθνικών διατάξεων, σέβεται τις αρχές μιας ορθολογικής
χρησιμοποιήσεως και μιας οικολογικά ισορροπημένης ρυθμίσεως για τα είδη
πτηνών που αφορά, και ότι η πρακτική αυτή είναι συμβιβάσιμη, ως προς τον
πληθυσμό των ειδών αυτών, και ιδιαίτερα των αποδημητικών, µε τις υποχρεώσεις
που προκύπτουν από το άρθρο 2.
Τα κράτη µέλη μεριμνούν ιδιαίτερα ώστε τα είδη στα οποία εφαρμόζεται η θηρευτική
νομοθεσία να µη θηρεύονται κατά την περίοδο φωλεοποιήσεως, ούτε κατά τις
διάφορες φάσεις της αναπαραγωγής και εξαρτήσεως.
2
(Διαταγή Προέδρου του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 14-1-2004 περί διαγραφής
της υπόθεσης C-167/03
3
JURM (2003) 8249MK/13.11.2003
4
υπόθεση C-167/03

3
Όταν πρόκειται για αποδημητικά είδη μεριμνούν ιδιαίτερα ώστε τα είδη που υπόκεινται
στη θηρευτική νομοθεσία να µη θηρεύονται κατά την περίοδο αναπαραγωγής και
κατά την επιστροφή τους στον τόπο φωλεοποιήσεως.
Τα κράτη µέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή όλες τις χρήσιμες πληροφορίες για την
πρακτική εφαρμογή της θηρευτικής νομοθεσίας τους.’’
γ) Πρέπει να τονιστεί με ιδιαίτερη έμφαση ότι η χώρα μας ουδέποτε καταδικάστηκε
για θέματα κυνηγίου! Οι καταδικαστικές αποφάσεις του Δ.Ε.Κ. παρόλο που
εντάσσονται στην γενική ανάγκη προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην
Οδηγία 79/409/ΕΟΚ για τα πουλιά, δεν αφορούν σε καμία περίπτωση περιόδους
θήρας και θηρεύσιμα είδη που καθορίζει η ρυθμιστική απόφαση, αλλά αφορούν
συγκεκριμένες παραλείψεις της ελληνικής δημοκρατίας αποκλειστικά και μόνο σε
σχέση με έκταση, ίδρυση, λειτουργία Ζ.Ε.Π.. Είναι χαρακτηριστικό ότι η απόφαση
C-259/08 αφορά απαγορευμένα μέσα και τρόπους απόληψης αγρίων πτηνών, που
έχουν πλέον ρυθμιστεί με την Κ.Υ.Α. του 85, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί έως
σήμερα.

1. Η έκδοση ετήσιας ρυθμιστικής απόφασης για τη θήρα είναι υποχρεωτική


και δεν μπορεί όπως ορισμένοι υποστηρίζουν να αντικατασταθεί με νόμο για
τους εξής λόγους:
α) Η ετήσια ρυθμιστική απόφαση θήρας είναι πλέον υποχρεωτική και αποτελεί
απαραίτητη προϋπόθεση για τη νόμιμη άσκηση της θηρευτικής δραστηριότητας κάθε
κυνηγετικό έτος στην Ελλάδα. Χωρίς δε την έκδοση της απόφασης αυτής δεν είναι
επιτρεπτή η θήρα σε ολόκληρη την επικράτεια, όπως προκύπτει από απόφαση του
ΣτΕ5 η οποία αποτελεί νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου και άρα υποχρεωτικά
εφαρμόσιμη. Επίσης στην απόφαση του ΣτΕ 1592/1998 αναγράφεται συγκεκριμένα:
«Επειδή κατά τα αναφερόμενα στη δέκατη σκέψη, η απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας
με την οποία ρυθμίζεται η θήρα για συγκεκριμένο κυνηγετικό έτος, πρέπει προκειμένου
να εκδοθεί νομίμως, να στηρίζεται σε επιστημονική μελέτη εκκινούσα από την
πραγματική κατάσταση την υφιστάμενη όσο το δυνατό εγγύτερα χρονικώς και, παντως,
οπωσδήποτε μεταγενέστερη της λήξεως της προηγούμενης κυνηγετικής περιόδου»).
Επομένως με βάση τη συγκεκριμένη νομολογία του ΣτΕ είναι αδύνατη η έκδοση
ρυθμιστικής απόφασης περί θήρας πριν από τα τέλη του μήνα Ιουλίου.

5
η υπ’ αριθμ. 1174/1994 απόφαση του Ε΄ Τμήματος του ΣτΕ

4
β) Η ετήσια ρύθμιση της θήρας ανταποκρίνεται πλήρως προς τα διαλαμβανόμενα
στην Οδηγία, διότι επιτρέπει κάθε έτος να λαμβάνεται σε τοπικό, περιφερειακό και
εθνικό επίπεδο κάθε απαραίτητο μέτρο προκειμένου να εξασφαλίζεται η διατήρηση
των ειδών σε ικανοποιητικό επίπεδο.
γ) Η πληθυσμιακή κατάσταση των θηρεύσιμων ειδών μεταβάλλεται. Οι
μεταναστευτικές περίοδοι μεταβάλλονται επίσης επηρεαζόμενες από πολλούς
βιοτικούς και αβιοτικούς παράγοντες. Μάλιστα και οι ίδιοι οι πίνακες της
επιστημονικής επιτροπής ORNIS το αποδεικνύουν αφού έχουν αλλάξει αρκετές
φορές με μεταβολές μέχρι και τέσσερα δεκαήμερα για το ίδιο είδος.
Κρίνεται λοιπόν ότι είναι προτιμότερο να εκδίδεται ετήσια Υπουργική Απόφαση η
οποία προσαρμόζει τις περιόδους θήρας λαμβάνοντας υπόψη όλα τα επίκαιρα
επιστημονικά στοιχεία παρά να γίνεται τακτικά προσπάθεια αλλαγής ενός νόμου, με
όλες τις χρονοβόρες διαδικασίες που απαιτούνται, οι οποίες δεν μπορούν να
ακολουθήσουν τις βιολογικές απαιτήσεις των ειδών.

2. Οι ημερομηνίες έναρξης και λήξης των κυνηγετικών περιόδων των


διαφόρων ειδών σέβονται απολύτως τους επίσημους Πίνακες ORNIS.

Η στήλη (5) του πίνακα με τα ‘‘Επιτρεπόμενα Είδη Και Τις Επιθυμητές Περιόδους
Θήρας Αυτών Για Το Κυνηγετικό Έτος 2010 – 2011’’ (Πίνακας 6) δείχνει τη
συμβατότητα μεταξύ της έναρξης της προγαμιαίας μετανάστευσης των θηρεύσιμων
ειδών πτηνών σύμφωνα τα στοιχεία της Επιστημονικής Επιτροπής ORNIS 2007 σε
σχέση με τη λήξη της θήρας του κάθε είδους διότι δεν εντοπίζεται καμία πραγματική
επικάλυψη.

3. Η κλιμακωτή έναρξη και λήξη των περιόδων θήρας βάσει του άρθρου 7 §
4 της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ βασίζεται απολύτως στους όρους και τις αρχές που
προβλέπει η Επιτροπή στο Guidance of Hunting και δεν δημιουργεί
προϋποθέσεις σύγχυσης ή όχλησης.

Ειδικότερα:

α) Η προτεινόμενη ρυθμιστική απόφαση θήρας, με τις προβλεπόμενες περιόδους


θήρας κατά είδος στηρίζεται στα επίσημα ερμηνευτικά έγγραφα6,7 για τη θήρα βάσει
της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ που κατά καιρούς εκδίδει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και

6
“Key concepts of article 7(4) of Directive 79/409/EEC” (2007)

5
επομένως, είναι απόλυτα σύμφωνη με την εξασφάλιση της προστασίας των ειδών
θηρεύσιμων και μη.
β) από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγνωρίζεται ότι υπάρχει περιθώριο
περιορισμένης ευελιξίας σε ό,τι αφορά την ερμηνεία των δεδομένων προκειμένου να
καθοριστούν οι ημερομηνίες λήξης των κυνηγετικών περιόδων7, για αυτό η
Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ότι περίπτωση επικάλυψης μιας περιόδου 10 ημερών
από την ημερομηνία έναρξης της μετανάστευσης είναι εφικτή, εξαιτίας της
σχετικότητας των δεδομένων, διότι οι επικαλύψεις μπορούν να νοούνται θεωρητικές
και όχι πραγματικές.7
γ) Το έγγραφο ‘‘Βασικές έννοιες’’6 της Οδηγίας 79/409 επιτρέπει τον αποκλεισμό
των ασταθών, εκτός εύρους και ακραίων δεδομένων για τον καθορισμό των περιόδων
προγαμιαίας μετανάστευσης και αναπαραγωγής για διαφορετικά θηρεύσιμα είδη
πτηνών. Όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση με την έρευνα του ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε.8
όπου στην πλειονότητα των ειδών αδυνατεί να προσδιορίσει με ακρίβεια τις
ημερομηνίες έναρξης της προγαμιαίας μετανάστευσης δίνοντας αποκλείσεις έως και
τέσσερα δεκαήμερα. Επίσης, μελετά η εν λόγω έρευνα μόνο τα υδρόβια είδη και όχι
το σύνολο των ειδών όπως συμβαίνει με τις υπόλοιπες επίκαιρες μελέτες – έρευνες
που λαμβάνονται υπόψη για την έκδοση της ρυθμιστικής.
δ) Τα προστατευόμενα είδη, δεν οχλούνται και δεν συγχέονται κατά τη διάρκεια της
θήρας των 32 θηρεύσιμων πτηνών, διότι υπάρχει πλήρης επικάλυψη των
απαγορευμένων στη θήρα περιοχών και γενικά των προστατευόμενων περιοχών με
τους χώρους ενδιαίτησης τους. Επομένως, πληρούνται τα κριτήρια που θέτει η
Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε ό,τι αφορά την εγγύτητα και επάρκεια ζωνών εφησυχασμού
για τα προστατευόμενα είδη σε σχέση με τους χώρους άσκησης του κυνηγίου.
Τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται είναι σύμφωνα με το σχετικό ερμηνευτικό οδηγό
της Ε.Ε. και προσδιορίζουν αν πληρούνται (στο σύνολό τους ή εν μέρει) ότι η
κλιμάκωση των ημερομηνιών λήξεως της θήρας δεν εμποδίζει την προστασία των
ειδών με βραχύτερη ημερομηνία λήξης και είναι τα εξής:
(α) οι διαφορετικοί τύποι ενδιαιτημάτων των ειδών στα οποία εφαρμόζεται
κλιμάκωση κατά τη λήξη της θήρας τους.

7
“Guidance document on hunting under Council Directive 79/409/EEC on the conservation of wild
birds “The Bird Directive”
8
Καζαντζίδη κ.λ.π. (2008) ‘‘Προσδιορισμός της φαινολογίας της μετανάστευσης των θηρεύσιμων
υδροβίων πουλιών’’

6
(β) οι χαρακτηριστικές φωνές, το διαφορετικό μέγεθος, ο τρόπος πτήσης και ο
χρωματισμός του φτερώματος του κάθε είδους, συγκριτικά με τα υπόλοιπα
είδη που η θήρα τους έχει λήξει.
(γ) οι συνθήκες αναγνώρισης, η ένταση και η ποιότητα φωτός κατά τη
διάρκεια του κυνηγίου των υπό εξέταση ειδών.
(δ) οι κυνηγετικές πρακτικές κατά τη διάρκεια θήρας του κάθε είδους.
(ε) η εξειδίκευση των ομάδων των κυνηγών που ασχολούνται με τη θήρα
συγκεκριμένων ειδών.
(στ) η παρουσία του εκάστοτε θηρεύσιμου είδους στις περιοχές θήρας καθ’
όλη τη διάρκεια της κυνηγετικής περιόδου.
(ζ) η επάρκεια και η εγγύτητα του δικτύου απαγορευμένων περιοχών σε
σχέση με τις περιοχές, όπου ασκείται θήρα και αποτελούν μέρος του
ενδιαιτήματος των υπό εξέταση ειδών, προσφέροντας δυνατότητα σίτισης και
κουρνιάσματος.
(η) η εκπαίδευση και η δοκιμασία των ικανοτήτων των κυνηγών στη διάκριση
των ειδών.
Ειδικότερα το κριτήριο (ζ), το οποίο σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι
καθοριστικό για τη συμβατότητα της κλιμάκωσης με την αρχή της προστασίας,
καλύπτεται απολύτως για όλα τα είδη, όπως αποδεικνύεται από τον Χάρτη 1, που
απεικονίζει την εγγύτητα και την επάρκεια των απαγορευμένων στη θήρα περιοχών.
Η κλιμάκωση θεωρήθηκε συμβατή όταν κατ’ ελάχιστο πληρούνται πέντε από τα
παραπάνω κριτήρια και οπωσδήποτε το καθοριστικό (ζ) – (Βλέπε Χάρτη 1).

7
ΧΑΡΤΗΣ 1. ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΑΠΟΚΛΕΙΟΜΕΝΕΣ ΣΤΗ ΘΗΡΑ

8
Άρα, από την ανάλυση όλων των επιστημονικών δεδομένων που λαμβάνονται
υπόψη πριν την υπογραφή της ετήσιας ρυθμιστικής απόφασης θήρας, καθώς και
των ειδικών τεχνικών στοιχείων που αφορούν τη διεξαγωγή της θηρευτικής
δραστηριότητας στην Ελλάδα, τεκμηριώνεται ότι δεν υφίσταται πρόβλημα
όχλησης ή σύγχυσης από την κλιμάκωση της λήξης της περιόδου θήρας κατά ένα
δεκαήμερο μεταξύ θηρεύσιμων ειδών αλλά και όλων των προστατευόμενων τα
οποία δεν μοιράζονται τους ίδιους χώρους ενδιαίτησης και έχουν διαφορετικά
βιολογικά και οικολογικά χαρακτηριστικά, και επιπλέον δύνανται να
εκμεταλλευτούν το επαρκές σε έκταση και άριστα χωροθετημένο δίκτυο των
απαγορευμένων στη θήρα περιοχών.

9
4. Οι αιτιάσεις των Οργανώσεων που αντιτίθενται στην διεξαγωγή της
θήρας δεν στηρίζονται σε απολύτως κανένα αξιόπιστο στοιχείο, αναφέρονται σε
γενικότητες και εικασίες τόσο στο νομικό όσο και στο πρακτικό επίπεδο. Κυρίως
επιθυμούν τον με κάθε τρόπο περιορισμό και εξαφάνιση της κυνηγετικής
δραστηριότητας.

Ειδικότερα:
α) Τεχνικά δεδομένα που αφορούν περιόδους αναπαραγωγής και αποδημίας
ρυθμίζονται πλέον από κείμενα της ίδιας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής6,7, καλύπτοντας
θέματα (μελέτες, έρευνες, πίνακες κ.λ.π.) που έπρεπε στο παρελθόν να εξασφαλίζει
το κράτος – μέλος. Αυτή η εξέλιξη επιμελώς παραλείπεται στις δηλώσεις των
Μ.Κ.Ο.
β) Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να σημειωθεί ότι, από το 2002 μέχρι σήμερα, τα
στοιχεία μελετών, ερευνών, πινάκων κ.λ.π., δεν έχουν μεταβληθεί. Σε όσες δε
περιπτώσεις χρειάστηκε να εκπονηθούν action plans σε κανένα δεν προβλέπεται
περιορισμός της θήρας! Για το λόγο αυτό, οι πρόσφατες ρυθμιστικές αποφάσεις
θήρας ακολουθούν, στο σύνολό τους, το περιεχόμενο της Ρυθμιστικής Απόφασης
του 20029.
γ) Σε ό,τι αφορά τα στοιχεία των κέντρων περίθαλψης, τα οποία κατηγορούν την
κυνηγετική δραστηριότητα ως βασική αιτία τραυματισμού των προστατευομένων
ειδών, σημειώνουμε ότι τα περισσότερα από αυτά λειτουργούν χωρίς τις σχετικές
άδειες, δεν παρακολουθούν κανένα πρωτόκολλο καταγραφής και παρουσίασης των
περιστατικών και τα στοιχεία τους είναι αυθαίρετα, αντικρουόμενα ενώ η ερμηνεία
τους κατευθυνόμενη. Εξάλλου στοιχεία που απεικονίζουν τις εισαγωγές σε κέντρο
περίθαλψης10, από 1/1/2008 έως 31/12/2008, φαίνεται ότι κατά τη διάρκεια της
κυνηγετικής περιόδου οι εισαγωγές τραυματισμένων πτηνών είναι πολύ λιγότερες σε
σχέση με αυτές της άνοιξης και του καλοκαιριού που το κυνήγι απαγορεύεται, άρα
αυτός ο ισχυρισμός των Μ.Κ.Ο. δεν αντικατοπτρίζει στο σύνολό του την
αλήθεια, απλά προσπαθούν να δημιουργήσουν εντυπώσεις.

9
υπ’ αριθμ. 111381/6268/18-12-02 Υ.Α.
10
www.wild-anima.gr

10
5. Η αποτελεσματική πάταξη της λαθροθηρίας τα τελευταία χρόνια από την
μεγάλη και αναγνωρισμένη από όλους, δραστηριότητα της Θηροφυλακής των
Κυνηγετικών Οργανώσεων, εξασφαλίζει την προϋπόθεση ικανοποιητικής
Θηροφύλαξης και την απρόσκοπτη άσκηση της νόμιμης κυνηγετικής
δραστηριότητας.

Ειδικότερα:

Ο μηχανισμός ελέγχου της λαθροθηρίας στην Ελλάδα έχει κριθεί κατ’ επανάληψη
από το ΣτΕ και θεωρείται ικανοποιητικός. Μετά την ίδρυση της Ομοσπονδιακής
θηροφυλακής, όπου ο αριθμός των 350 φυλάκων θήρας ήταν αρκετός σε συνεργασία
με τα Δασαρχεία της περιφέρειας να εκτελέσει σημαντικό κατασταλτικό και
προληπτικό έργο κατά της λαθροθηρίας.

Πορεία τον ελέγχων απο το 2000 εως το 2009


120000

100000
Αριθμός Ελέγχων

80000

60000

40000

20000

0
2000 2001 2002 2003 2004 2005 2006 2007 2008 2009
ΑΡΙΘΜΟΣ ΕΛΕΓΧΩΝ Έτος

Στα εννέα (9) χρόνια λειτουργίας (2000 – 2009) της θηροφυλακής των κυνηγετικών
οργανώσεων έχουν καταγραφεί περισσότεροι από 831.016 έλεγχοι, κυρίως σε
κυνηγούς και έχουν διαπιστωθεί 15.132 παραβάσεις του Δασικού Κώδικα, για τις
οποίες τηρήθηκαν όλες οι νόμιμες διαδικασίες (μηνύσεις – κατασχέσεις παρανόμων
μέσων κ.τ.λ.) που προβλέπονται. Το ποσοστό των καταγεγραμμένων παραβάσεων σε
σχέση με τον αριθμό των έλεγχων ανέρχεται στο 2%. Από το παραπάνω διάγραμμα
προκύπτει ότι οι έλεγχοι έχουν σταθερά αυξητική τάση.
Στο παρακάτω διάγραμμα αποτυπώνεται ο αριθμός των παραβάσεων που
οδηγήθηκαν στη δικαιοσύνη ανά κατηγορία παράβασης και έτος.

11
Πορεία Καταγεγραμμένων Παραβάσεων
350

300

250

200

150

Π α ρ α βά σ εω ν
Α ρ ιθ μ ό ς Κ α τ α γ εγ ρ α μ μ έ ν ω ν
100

50

0
2000 2001 2002 2003 2004 2005 2006 2007 2008 2009
Θήρα εκτός ζώνης διάβασης τρυγονιών και ορτυκιών Άσκηση θήρας ανευ κυνηγετικής άδειας Παράνομη μεταφορά κυνηγετικού όπλου
Παράνομη μετατροπή κυνηγετικού όπλου Θήρα κατά τη διάρκεια εκτεταμμένης χιονοκάλυψης
Έτος Μη εφοδιασμός με δελτίο κατοχής κυνηγετικού όπλου
Κυκλοφορία κυνηγετικών σκύλων όταν και όπου απαγορεύεται το κυνήγι Χρήση μιμητικών συσκευών και ομοιωμάτων Παράνομη θήρα εκτός επιτρεπόμενης ημέρας
Παράνομη θήρα εκτός επιτρεπόμενου ωραρίου Παράνομη θήρα εντός καταφυγίου και προστατευόμενων περιοχών Παράνομη θήρα εκτός κυνηγετικής περιόδου
Παράνομη θήρα Ζαρκαδιού Θήρευση θηραμάτων υπερ του προβλεπόμενου αριθμού Άσκηση θήρας στο καρτέρι
Άσκηση θήρας με προβολέα κατά τη διάρκεια της νύχτας Θήρα με μηχανοκίνητο μέσο Θήρα με μηχανοκίνητο πλωτό μέσο
Οδηγός μηχανοκίνητου ως συναυτουργός Χρήση ιξών για σύλληψη ωδικών πτηνών και παγίδων για σύλληψη θηραμάτων Κράτηση άγριων ζώων σε αιχμαλωσία
Παράνομη υλοτομία Παράνομη εκχέρσωση Παράνομη μεταφορά υλοτομημένων δασικών προϊόντων
Παράνομη χρήση συσκευών V.H.F. Παράνομη κατοχή και εμπόριο πτηνών Θήρα απαγορευμένου θηράματος

12
Παράνομη παραχώρηση κυνηγετικού όπλου Άρνηση για έλεγχο και απείθια Παράνομη ρίψη απορριμμάτων
Χρήση μη επιλεκτικών μεθόδων καταπολέμησης "επιβλαβών" Παράνομη αλιεία Ασκηση θήρας χωρίς φωσφορίζον πορτοκαλί ένδημα
Όχληση ειδών της άγριας πανίδας κατά την αναπαραγωγική φάση Παράνομη βόσκηση Παράνομη αγοραπωλισία θηράματος
Εξάσκσηση σκοποβολής σε υπαίθριο χώρο
Από την συνδυαστική ανάλυση των δύο διαγραμμάτων προκύπτει ότι παρόλο που οι
έλεγχοι αυξάνονται συνεχώς, οι παραβάσεις στο σύνολο τους εμφανίζουν πτώση, άρα
η Θηροφυλακή των Κυνηγετικών Οργανώσεων κατά τη διάρκεια των τελευταίων
ετών κατάφερε όχι μόνο να ελέγξει τη λαθροθηρία αλλά πέτυχε να την περιορίσει
σημαντικά προς όφελος της Άγριας Πανίδας και του Φυσικού Περιβάλλοντος.
Εκτός από την καταγραφή παραβάσεων σχετικά με τη λαθροθηρία η Θηροφυλακή
έχει και έναν σημαντικό αριθμό καταγεγραμμένων παραβάσεων σχετικών και με
άλλες δασικές παραβάσεις όπως παράνομη βοσκή, παράνομη ρίψη απορριμμάτων
παράνομες υλοτομίες κτλ. Από το σύνολο των στοιχείων προκύπτει αναμφίβολα ότι
το έργο της θηροφυλακής όχι μόνο συνεχίζεται, αλλά κάθε χρόνο εντείνετε όλο και
περισσότερο, με αποτέλεσμα, εκτός του κατασταλτικού χαρακτήρα, να αποκτά και
έναν σημαντικό αποτρεπτικό ρόλο ενάντια στη λαθροθηρία.

13
6. Σύμφωνα με πρακτικά διεθνών επιστημονικών συνεδρίων, μελέτες
ειδικών επιστημόνων και ιδρυμάτων σχετικά με την προστασία του
περιβάλλοντος, προκύπτει ότι κανένα από τα είδη που περιλαμβάνονται στον
πίνακα θηρευσίμων ειδών της προηγούμενης Ρυθμιστικής Απόφασης δεν υπέστη
αρνητική μεταβολή των πληθυσμών τους.

7.1 Πρόγραμμα «ΑΡΤΕΜΙΣ»: Καταγραφή της κυνηγετικής κάρπωσης στην


Ελλάδα
Το πρόγραμμα «ΑΡΤΕΜΙΣ» και τα αποτελέσματά της 15ετούς υλοποίησής του
αποτελούν τη μοναδική αξιόπιστη πηγή πληροφορίας στη χώρα που αφορά τη
δυναμική και την αφθονία των θηραματικών πληθυσμών. Η συλλογή πληροφοριών
προέρχεται από ολόκληρη την ελληνική επικράτεια, και βασίζεται στη συμπλήρωση
ειδικά σχεδιασμένου ερωτηματολογίου αποκλειστικά από κυνηγούς. Ο τεράστιος
όγκος πληροφοριών είναι αντικείμενο επεξεργασίας από εξειδικευμένη επιστημονική
ομάδα. Το πρόγραμμα στηρίζεται στην καταγραφή της κάρπωσης θηραματικών
ειδών, ταυτόχρονα όμως συλλέγεται και ένας μεγάλος αριθμό πληροφοριών όπως η
κυνηγετική ευκαιρία, η θηραματική προτίμηση, η κυνηγετική ζήτηση, και οικονομικά
χαρακτηριστικά της κυνηγετικής δραστηριότητας. Από τα αποτελέσματα προκύπτει
πως το κυνήγι δε μειώνει τους θηραματικούς πληθυσμούς στη χώρα γιατί η κάρπωση
προσαρμόζεται στην εκάστοτε πληθυσμιακή αφθονία (μικρή ή μεγάλη). Σε
συγκεκριμένες περιπτώσεις τα αποτελέσματα του προγράμματος οδήγησαν την
Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδας σε συγκεκριμένες διαχειριστικές προτάσεις
προς το υπουργείο, όπως για παράδειγμα η αύξηση του ορίου κάρπωσης του
αγριόχοιρου λόγω ραγδαίας αύξησης του πληθυσμού, και η μετατόπιση της
ημερομηνίας κυνηγιού της πέρδικας. Το «ΑΡΤΕΜΙΣ» είναι το μοναδικό πρόγραμμα
καταγραφής και παρακολούθησης πληθυσμών της άγριας ζωής στη χώρα μας. Στη
συνέχεια παρουσιάζονται αναλυτικά στατιστικά στοιχεία για 4 ενδεικτικά
θηραματικά είδη της χώρας μας.

14
Γράφημα 1. Ποσοστιαία κατανομή των κυνηγετικών εξορμήσεων των κυνηγών που
συμμετείχαν στο πρόγραμμα "Άρτεμις", ανά θηραματικό είδος, κατά τη διάρκεια των
κυνηγετικών περιόδων από 1995-96 έως και 2008-09, (Δείκτης Κυνηγετικής Ζήτησης).

Στο Γρ. 1 παρατηρείται ότι θηράματα όπως η μπεκάτσα, το ορτύκι, η πετροπέρδικα


και η νησιώτικη πέρδικα, των οποίων το κυνήγι πραγματοποιείται με τη συνοδεία
σκύλων φέρμας, συγκεντρώνουν το 36,4 % των συνολικών κυνηγετικών
εξορμήσεων. Θηράματα για τα οποία χρησιμοποιείται η μέθοδος του καρτεριού όπως
τα τσιχλοκότσυφα, το τρυγόνι, τα υδρόβια, τα παρυδάτια, η φάσσα και το
αγριοπερίστερο, συγκεντρώνουν το 29% του συνόλου των κυνηγετικών εξορμήσεων.
Τέλος τα τριχωτά θηράματα όπως ο λαγός, ο αγριόχοιρος, το αγριοκούνελο και η
αλεπού συγκεντρώνουν το 34,22%.

Χρήση Δεικτών Θηραματικής Αφθονίας


Η στατιστική ανάλυση των στοιχείων που ακολουθεί για τέσσερα σημαντικά
θηράματα της ελληνικής επικράτειας (μπεκάτσα, λαγός, ορτύκι κ’ αγριόχοιρος), όπως
και η παρακολούθηση της εξέλιξης των πληθυσμών τους από το 1995 έως και το
2008, πραγματοποιείται με τη χρήση πέντε επιστημονικών, διεθνώς αποδεκτών
δεικτών θηραματικής αφθονίας:
α) Κυνηγετική Κάρπωση - Ο μέσος αριθμός των θηρευθέντων ατόμων ενός
συγκεκριμένου θηραματικού είδους, ανά κυνηγό και εξόρμηση, εκπεφρασμένο ως
μέση ετήσια.

15
β) Μέση Κυνηγετική Κάρπωση – Ο μέσος αριθμός των θηρευθέντων ατόμων ενός
συγκεκριμένου θηραματικού είδους, ανά κυνηγό και έτος.
γ) Μέση Κυνηγετική Ευκαιρία - Ο μέσος αριθμός συναντηθέντων ατόμων ενός
συγκεκριμένου θηραματικού είδους, ανά κυνηγό και εξόρμηση, εκπεφρασμένο ως
μέση ετήσια.
δ) Κυνηγετική Ζήτηση – Το ποσοστό (%) των κυνηγετικών εξορμήσεων που
πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια μιας κυνηγετικής περιόδου, και αφορούσαν
ένα συγκεκριμένο θηραματικό είδος,
ε) Κυνηγετική Προτίμηση – Το ποσοστό (%) των κυνηγών που θήρευσαν
τουλάχιστον ένα άτομο ενός θηραματικού είδους, κατά τη διάρκεια μιας κυνηγετικής
περιόδου.

ΜΠΕΚΑΤΣΑ
ΓΡΑΦΗΜΑ 2.1

Στο Γρ. 2.1 παρατηρείται πως η ποσοστιαία κατανομή των κυνηγετικών εξορμήσεων
για τη μπεκάτσα ακολουθεί τη σειρά μεγέθους (σε έκταση) των κυνηγετικών
περιφερειών. Αυτό συμβαίνει αφενός γιατί η μπεκάτσα ως θηραματικό είδος
απαντάται και θηρεύεται σε όλη την Ελλάδα και αφετέρου διότι οι κυνηγοί που
συμπληρώνουν το ερωτηματολόγιο "Άρτεμις" προέρχονται και δραστηριοποιούνται
σε όλες τις κυνηγετικές περιφέρειες.

16
ΓΡΑΦΗΜΑ 2.2
Εξέλιξη των πληθυσμών της μπεκάτσας από το 1995 έως και το 2008, στην Ελλάδα, με τη χρήση Δεικτών
Θηραματικής Αφθονίας.

Στο γράφημα 2.2 απεικονίζονται οι πλούσιες χρονιές του 1998 – 99, 1999 – 2000,
2007 – 08 και εμφανίζονται επίσης οι φτωχές περίοδοι του 2001 – 02 και 2002 – 03.
Η μεν φτωχή κάρπωση του 2001 – 02 οφείλεται στον ολικό παγετό τον οποίο
γνώρισαν μεγάλες περιοχές της χώρας μας και ο οποίος απέτρεψε μεγάλο αριθμό
μπεκατσών να διαχειμάσουν στη χώρα μας αφενός, και αφετέρου διότι για τον ίδιο
λόγο (παγετός) υπήρξε απαγόρευση κυνηγετικής δραστηριότητας με αποτέλεσμα τη
μειωμένη κάρπωση. Η μικρή επίσης κάρπωση του 2002 – 03 στη χώρα μας,
σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της FACE οφείλεται στο ότι τη χρονιά εκείνη, οι
μπεκάτσες ακολούθησαν σε πολύ μεγάλους πληθυσμούς τη μεταναστευτική οδό της
βόρειας – βορειοδυτικής Ευρώπης και Ιρλανδίας, όπου ο αριθμός των πουλιών ήταν
πρωτοφανής. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την αναλογία αρσενικών – θηλυκών
και ανήλικων – ενηλίκων των θηρευθέντων ατόμων οδήγησε στο συμπέρασμα ότι
δεν υπάρχει πρόβλημα στους πληθυσμούς, το οποίο αποδείχθηκε στις επόμενες
χρονιές, γεγονός που αντικατοπτρίζεται και στο γράφημα.

17
ΓΡΑΦΗΜΑ 2.3
Εξέλιξη της Θηραματικής Προτίμησης και της Μέσης Κάρπωσης ανά κυνηγό και έτος για την
μπεκάτσα από το 1995 έως το 2008, στην Ελλάδα.

Στις διακυμάνσεις του δείκτη της Μέσης Ετήσιας Κυνηγετικής Κάρπωσης του Γρ.
2.3, επίσης απεικονίζονται οι πλούσιες και οι φτωχές χρονιές για τον πληθυσμό της
μπεκάτσας, όπως και στο γράφημα 2.2. Ακόμη, μέσω του δείκτη της Θηραματικής
Προτίμησης των ελλήνων κυνηγών, αποδεικνύεται πως 40% με 65% των κυνηγών
θήρευσαν τουλάχιστον μια μπεκάτσα σε κάθε κυνηγετική περίοδο. Παρά το σχετικά
υψηλό ποσοστό όμως, από τα δύο γραφήματα (Γρ. 2.1 & Γρ. 2.2) συμπεραίνονται τα
εξής σημαντικά για τον πληθυσμό του είδους:
α) Η σχέση συναντηθέντων/θηρευθέντων ατόμων, παραμένει πάντα σταθερή με πολύ
μεγαλύτερη την κυνηγετική ευκαιρία, δηλαδή μικρό ποσοστό κάρπωσης και μεγάλο
ποσοστό «συναντήσεων» του θηράματος.
β) Η σχέση αυτή ακολουθεί πιστά τις διακυμάνσεις του πληθυσμού, και κατά
συνέπεια η κάρπωση προσαρμόζεται στα διαθέσιμα κάθε έτους χωρίς να επηρεάζει
τον πληθυσμό του είδους.
γ) Η καμπύλη της Κυνηγετικής Ζήτησης όπως παρατηρείται στο Γρ. 1, η οποία
εκφράζεται με το ποσοστό των εξορμήσεων που πραγματοποιήθηκαν για τη
μπεκάτσα, ακολουθεί πιστά την αφθονία των πληθυσμών της.
δ) Παρατηρώντας το δείκτη της Κυνηγετικής Προτίμησης του Γρ. 2.2, διαπιστώνεται
πως στις περιπτώσεις που σημειώνεται μείωσή του, εμφανίζεται παράλληλη αύξηση
της Μέσης Ετήσιας Κάρπωσης. Συνεπώς, και μέσω αυτού του δείκτη αποδεικνύεται
πως τόσο η κάρπωση όσο και η θηραματική προτίμηση προσαρμόζονται στα

18
διαθέσιμα και στις μεταβολές του πληθυσμού του είδους, και για αυτό το λόγο
παρουσιάζουν αυτή την αντιστρόφως ανάλογη σχέση.

ΛΑΓΟΣ
ΓΡΑΦΗΜΑ 3.1

Στο γράφημα 3.1 απεικονίζεται η ποσοστιαία κατανομή των εξορμήσεων για το λαγό
ανά κυνηγετική περιφέρεια. Οι περιφέρειες ακολουθούν το μέγεθος της έκτασης τους,
εκτός από: α) την Στερεά Ελλάδα η οποία έπεται της Πελοποννήσου, διότι
περιλαμβάνει τα δύο μεγάλα αστικά κέντρα της Αθήνας και του Πειραιά, των οποίων
οι κυνηγοί δεν έχουν τον λαγό στις πρώτες προτιμήσεις τους, και β) την περιφέρεια
Κρήτης - Δωδεκανήσου η οποία προηγείται της Ηπείρου παρά την μικρότερη
εδαφική της έκταση, διότι στην περιφέρεια αυτή το κυνήγι του λαγού προτιμάται
περισσότερο από κάθε άλλη περιφέρεια (37% των κυνηγετικών εξορμήσεων).

19
ΓΡΑΦΗΜΑ 3.2
Εξέλιξη των πληθυσμών του λαγού από το 1995 έως το 2008, στην Ελλάδα, με τη χρήση Δεικτών
Θηραματικής Αφθονίας.

Στο γράφημα 3.2 απεικονίζεται η εξέλιξη του πληθυσμού του λαγού από το 1995-96
έως και το 2008-09. Στην περίπτωση αυτού του θηράματος παρατηρείται ότι:
α) Η σχέση συναντηθέντων/θηρευθέντων ατόμων παραμένει επίσης σταθερή καθ’
όλη τη διάρκεια των 14 ετών, με πολύ μικρό ποσοστό κάρπωσης και μεγάλο ποσοστό
«συναντήσεων» του θηράματος.
β) Συγκεκριμένα για το λαγό υπάρχει ακόμη ιδιαίτερα μεγάλη διαφορά μεταξύ
«συναντήσεων» και κάρπωσης, που υποδηλώνει πως θηρεύεται ακόμη μικρότερο
ποσοστό από το σύνολο των συναντηθέντων ατόμων ανά κυνηγό και εξόρμηση. Το
γεγονός αυτό παραπέμπει αδιαμφισβήτητα στο ότι η θήρα δεν επηρεάζει τον
πληθυσμό του λαγού.
γ) Επιπροσθέτως, παρατηρείται μία σταθερότητα στους πληθυσμούς του λαγού από
το 1999-2000 έως και σήμερα, γεγονός που αποδεικνύει την αειφορική κάρπωση του
είδους στη χώρα μας.

20
ΓΡΑΦΗΜΑ 3.3
Εξέλιξη της Θηραματικής Προτίμησης και της Μέσης Κάρπωσης ανά κυνηγό και έτος για τον λαγό
από το 1995 έως το 2008, στην Ελλάδα.

Στο γράφημα 3.3 απεικονίζεται η Θηραματική Προτίμηση του λαγού, η οποία τα


τελευταία χρόνια φθίνει ελαφρώς, ενώ ταυτόχρονα η Μέση Κυνηγετική Κάρπωση
ανά κυνηγό και έτος αυξάνεται. Αυτή η παράλληλη αντιστρόφως ανάλογη σχέση,
αποδεικνύει όπως και στην προηγούμενη περίπτωση της μπεκάτσας, ότι η κάρπωση
προσαρμόζεται πάντα στα διαθέσιμα. Συνδυάζοντας λοιπόν αυτό το συμπέρασμα με
τα προηγούμενα του Γρ. 3.2, αποδεικνύεται πως η κάρπωση του λαγού στην Ελλάδα
είναι αειφορική, και επίσης οι πληθυσμοί του τα τελευταία χρόνια σύμφωνα με τα
στοιχεία του προγράμματος παραμένουν σταθεροί άρα και ανεπηρέαστοι από την
κυνηγετική δραστηριότητα.

21
ΟΡΤΥΚΙ
ΓΡΑΦΗΜΑ 4.1

Το Γρ. 4.1 απεικονίζει την ποσοστιαία κατανομή των εξορμήσεων για ορτύκι ανά
κυνηγετική περιφέρεια. Και σε αυτή την περίπτωση η κατανομή ακολουθεί την
έκταση των κυνηγετικών περιφερειών, με επιπρόσθετο στοιχείο όμως το ότι
επηρεάζεται από την αφθονία των πληθυσμών του είδους.

ΓΡΑΦΗΜΑ 4.2
Εξέλιξη τον πληθυσμών του ορτυκιού από το 1995 έως το 2008 στην Ελλάδα, με τη χρήση Δεικτών
Θηραματικής Αφθονίας.

Στο γράφημα 4.2 απεικονίζεται η εξέλιξη των πληθυσμών του ορτυκιού σε εθνικό
επίπεδο για το σύνολο των δεκατεσσάρων ετών του προγράμματος. Πρέπει να

22
σημειωθεί ότι στη διεθνή βιβλιογραφία έχουν παρατηρηθεί τυχαίες ετήσιες
αυξομειώσεις του είδους οι οποίες οφείλονται σε ποικίλους βιολογικούς παράγοντες.
Λαμβάνοντας υπόψη το παραπάνω, από τα αποτελέσματα του «Άρτεμις» στην
Ελλάδα συμπεραίνονται τα εξής:
α) Και στην περίπτωση του ορτυκιού παρατηρείται μία σταθερή σχέση μεταξύ
συναντήσεων και κάρπωσης του θηράματος, πάντα με μεγαλύτερο αριθμό
συναντήσεων από εκείνο της κάρπωσης, αποδεικνύοντας ότι η θήρα δεν επηρεάζει
τους πληθυσμούς του είδους.
β) Αυτή η σχέση προσαρμόζεται ανάλογα και στις ετήσιες μεταβολές του πληθυσμού
οι οποίες οφείλονται σε διάφορους βιοτικούς και αβιοτικούς παράγοντες, και
ταυτόχρονα παραμένει σταθερή (π.χ. 1996-97 κ’ 2005-06). Το γεγονός αυτό
αποδεικνύει, ότι οι πληθυσμοί του, παρά τις όποιες άλλες μεταβολές τους, δεν
επηρεάζονται από την κυνηγετική δραστηριότητα. Αυτό συμβαίνει διότι η κάρπωση
προσαρμόζεται στα διαθέσιμα, πάντα με μικρότερο ποσοστό κάρπωσης σε σύγκριση
με τα «συναντηθέντα» θηράματα.
γ) Στις μοναδικές περιπτώσεις όπου αυξάνεται η Μέση Κυνηγετική Κάρπωση σε
σχέση με την Κυνηγετική Ευκαιρία (π.χ. 1997-98 κ’ 1998-99), αυτό παράλληλα
ακολουθείται από μείωση του δείκτη της Κυνηγετικής Ζήτησης, αποδεικνύοντας
αδιαμφισβήτητα μέσω αυτής της σχέσης, την αειφορική κάρπωση του ορτυκιού στην
Ελλάδα.

ΓΡΑΦΗΜΑ 4.3
Εξέλιξη της Θηραματικής Προτίμησης και της Μέσης Κάρπωσης ανά κυνηγό και έτος για το ορτύκι
από το 1995 έως το 2008, στην Ελλάδα.

23
Στο γράφημα 4.3 αποτυπώνεται η Θηραματική Προτίμηση των κυνηγών σε σχέση με
το ορτύκι. Διαφαίνεται ότι 50% με 65% των ελλήνων κυνηγών θηρεύουν
τουλάχιστον ένα ορτύκι τη χρονιά. Παρόλο που το ποσοστό αυτό είναι μεγάλο, και
πάλι αποδεικνύεται η αειφορική κάρπωση του είδους εξετάζοντας τα εξής:
α) Στο Γρ. 4.2 παρατηρείται μεγάλη αφθονία των πληθυσμών την κυνηγετική περίοδο
1995 - 96 (ο μέσος κυνηγός συναντούσε 7 περίπου ορτύκια στην εξόρμηση).
β) Επίσης, στο Γρ. 4.3 παρατηρείται μεγάλη θηραματική προτίμηση την ίδια χρονιά
(65%).
γ) Παρόλο όμως που ο δείκτης της Μέσης Κυνηγετικής Κάρπωσης ανά κυνηγό και
έτος στο Γρ. 4.3 εμφανίζεται υψηλός για την ίδια χρονιά (1995-96), η Κυνηγετική
Κάρπωση ανά κυνηγό και εξόρμηση του Γρ. 4.2, παρουσιάζει χαμηλό ποσοστό.
Συνεπώς, απεικονίζεται η προσαρμογή της κάρπωσης στα διαθέσιμα του πληθυσμού
χωρίς να επηρεάζει η θήρα τους πληθυσμούς του είδους.
δ) Το ίδιο συμπεραίνεται και στην αντίθετη περίπτωση όπου η Μέση Κυνηγετική
Κάρπωση είναι χαμηλή στο Γρ. 4.3 τις χρονιές 1997-98 κ’ 1998-99. Παράλληλα
όμως τις ίδιες χρονιές στο Γρ. 4.2 η Κυνηγετική Κάρπωση ανά κυνηγό και εξόρμηση
είναι μεγαλύτερη, γεγονότα που συνδυάζονται όπως αναφέρθηκε και με μείωση της
Κυνηγετικής Ζήτησης και της Θηραματικής Προτίμησης στα δύο γραφήματα. Η
συνδυαστική αυξομείωση αυτών των δεικτών αποδεικνύει την αειφορική κάρπωση
του ορτυκιού στην Ελλάδα και την προσαρμογή της κάρπωσης στα διαθέσιμα του
είδους, σε κάθε περίπτωση.
Τέλος, στο Γρ. 4.3 παρατηρείται υψηλή τιμή στην Μέση Κυνηγετική Κάρπωση τη
χρονιά 2006-07. Παράλληλα όμως την ίδια χρονιά στο Γρ. 4.2 η σχέση
«συναντηθέντων/καρπωθέντων» ήταν και πάλι σταθερή, με σταθερούς επίσης τους
δείκτες Κυνηγετικής Ζητησης και Θηραματικής Προτίμησης και στα δύο γραφήματα.
Η αύξηση συνεπώς της Μέσης Κυνηγετικής Κάρπωσης τη συγκεκριμένη χρονιά
οφείλεται προφανώς στα μεγάλα "περάσματα" ορτυκιού που παρατηρήθηκαν στη
χώρα μας τη χρονιά εκείνη, παρουσιάζοντας και πάλι όμως αειφορική κάρπωση του
είδους λόγω της σταθερότητας του λόγου «συναντηθέντων/καρπωθέντων».

24
ΑΓΡΙΟΧΟΙΡΟΣ
ΓΡΑΦΗΜΑ 5.1

Στο γράφημα 5.1 απεικονίζεται η ποσοστιαία κατανομή των εξορμήσεων των


κυνηγών για αγριόχοιρο, η οποία ακολουθεί τη σειρά του μεγέθους των
περιφερειών ενδημίας του, και βεβαίως η παρουσία του στην περιφέρεια
Αρχιπελάγους διαφαίνεται και εδώ αφού η νήσος Σάμος διαθέτει πλέον έναν
αξιόλογο πληθυσμό του είδους.

ΓΡΑΦΗΜΑ 5.2
Εξέλιξη τον πληθυσμών του αγριόχοιρου από το 1995 έως το 2008 στην Ελλάδα, με τη χρήση Δεικτών
Θηραματικής Αφθονίας.

25
Στο γράφημα 5.2 απεικονίζεται η εξέλιξη των πληθυσμών του αγριόχοιρου στα
δεκατέσσερα χρόνια καταγραφής του από το πρόγραμμα «Άρτεμις». Η πρώτη
σημαντική παρατήρηση είναι πως παρατηρείται μια περιοδικότητα στην αφθονία των
πληθυσμών μεταξύ των ετών. Αυτή είναι απόλυτα φυσιολογική και οφείλεται στην
περιοδικότητα της πλειοκαρπίας (πλήρης καρποφορία) των δασικών δένδρων και
κυρίως της δρυός, της οξιάς και του πρίνου που αποτελούν την κύρια πηγή τροφής
του. Επίσης χαρακτηριστική είναι η πολύ χαμηλή Κυνηγετική Κάρπωση σε σχέση με
τις συναντήσεις ατόμων του είδους. Ο πολύ χαμηλός δείκτης Κυνηγετικής
Κάρπωσης, όπως επίσης και η σταθερή σχέση μεταξύ των δεικτών Κυνηγετικής
Ευκαιρίας και Κυνηγετικής Κάρπωσης μεταξύ ετών, αποδεικνύουν ότι η κυνηγετική
δραστηριότητα δεν επηρεάζει τους πληθυσμούς του είδους και πραγματοποιείται με
αειφορικό τρόπο.
Πρέπει να σημειωθεί επίσης η ανοδική τάση της κυνηγετικής ζήτησης τα τελευταία
χρόνια η οποία έχει φτάσει στο 22%, η οποία συνοδεύεται και από μία αύξηση της
Κυνηγετικής Κάρπωσης η οποία και αυτή σταθεροποιήθηκε μετά το 2005-2006. Και
πάλι όμως η σχέση «συναντηθέντων/θηρευθέντων» παρέμεινε σταθερή, με πολύ
μεγαλύτερο το δείκτη της Κυνηγετικής Ευκαιρίας σε σχέση με την Κυνηγετική
Κάρπωση.

ΓΡΑΦΗΜΑ 5.3
Εξέλιξη της Θηραματικής Προτίμησης και της Μέσης Κάρπωσης ανά κυνηγό και έτος για τον
αγριόχοιρο από το 1995 έως το 2008, στην Ελλάδα

26
Στο γράφημα 5.3 αποτυπώνεται ισχυρά η αυξητική τάση των πληθυσμών του
αγριόχοιρου, μέσω της αύξησης της Μέσης Κυνηγετικής Κάρπωσης ανά κυνηγό και
έτος. Αυτό το γεγονός όπως επίσης σημειώθηκε και στο Γρ. 5.2, συμβαδίζει με μία
ραγδαία αύξηση των τελευταίων ετών του πληθυσμού του αγριόχοιρου στη χώρα.
Χρησιμοποιώντας λοιπόν το «Άρτεμις» ως διαχειριστικό μέτρο, προτάθηκε η αύξηση
της κάρπωσης των ατόμων αγριόχοιρου ανά ομάδα κυνηγών, με σκοπό τον έλεγχο
αυτής της έξαρσης, η οποία έχει συγκεκριμένα βιολογικά αίτια.

7.2 Πρόγραμμα «Φαινολογία της μετανάστευσης των θηρευσίμων πτηνών στην


Ελλάδα»
Η ύπαρξη ελάχιστων ή η ύπαρξη μη σαφών δεδομένων σχετικά με τις ημερομηνίες
της προγαμιαίας μετανάστευσης των θηρεύσιμων μεταναστευτικών πτηνών στην
ελληνική επικράτεια οδήγησε την Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδος να εκπονήσει
και να χρηματοδοτήσει από τον Ιανουάριο του 2006 το πρόγραμμα «Προσδιορισμού
της Φαινολογίας της Μετανάστευσης των θηρεύσιμων πτηνών στην Ελλάδα».

Μεθοδολογία
Η μεθοδολογία καθορίστηκε από τρία ακαδημαϊκά και επιστημονικά ιδρύματα. Το
Ίδρυμα των Μεταναστευτικών Πτηνών της Δυτικής Παλαιαρκτικής (OMPO), το
Μεσογειακό Ινστιτούτο Διατήρησης της Θηραματικής και Άγριας Πανίδας(IMPCF)
και το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης(Α.Π.Θ). Επιλέγησαν 22
διαφορετικές περιοχές για την παρατήρηση και καταγραφή των υδρόβιων και
παρυδάτιων πτηνών, σε όλη την Ελλάδα (Χάρτης 2), λαμβάνοντας υπόψη τις
απαιτήσεις κάθε είδους για το βιότοπο, καθώς και την επαρκή διασπορά των θέσεων
για την κάλυψη ολόκληρης της χώρας. Οι εν λόγω περιοχές βρίσκονται στα
σημαντικότερα περάσματα των αποδημητικών πτηνών, διάσπαρτα στην ηπειρωτική
χώρα και τα νησιά.

27
Χάρτης 2. Απεικόνιση των θέσεων παρατήρησης του προγράμματος «Προσδιορισμός της Φαινολογία
της μετανάστευσης των θηρευσίμων πτηνών στην Ελλάδα»

Υδρόβια και Παρυδάτια


Το πρόγραμμα διεξάγεται από 38 παρατηρητές, που διενεργούν 3 μηνιαίες
παρατηρήσεις (μια φορά κάθε δεκαήμερο του μήνα) ο καθένας για ένα σύνολο 10
μηνών (από τον Ιούλιο έως τον Απρίλιο) κάθε χρόνο, σε κάθε έναν από 22
διαφορετικούς υγρότοπους ανά την ελληνική επικράτεια από τον Έβρο μέχρι την
Κρήτη και από τη Μυτιλήνη μέχρι τον Αμβρακικό. Μέσω του προγράμματος
παρακολουθείται η μετανάστευση 27 ειδών υδροβίων πτηνών (Πιν. 1) εκ των οποίων
16 θηρεύσιμων ειδών αλλά και 11 μη θηρεύσιμων ειδών. Επιπλέον, καταγράφονται οι
καιρικές συνθήκες και πληροφορίες για την κατάσταση του βιοτόπου, προκειμένου
να χρησιμοποιηθούν στην εξαγωγή των αποτελεσμάτων.

28
Πίνακας 1. Υδρόβια και παρυδάτια είδη που καταγράφονται με το πρόγραμμα της
Φαινολογίας της μετανάστευσης.
Θηρεύσιμα είδη Μη Θηρεύσιμα είδη
Anser fabalis Platalea leucorodia
Anser albifrons Branta ruficollis
Anser anser Tadorna ferruginea
Anas penelope Tadorna tadorna
Anas strepera Netta rufina
Anas crecca Aythya nyroca
Anas platyrhynchos Oxyura leucocephala
Anas acuta Haematopus ostralegus
Anas querquedula Himantopus himantopus
Anas clypeata Recurvirostra avosetta
Aythya ferina Pluvialis squatarola
Aythya fuligula
Gallinula chloropus
Fulica atra
Vanellus vanellus
Gallinago gallinago

Κιχλίδες (Τurdus sp.)


Η μελέτη της νυκτόβιας μετανάστευση των Κιχλίδων(Turdus merula, Turdus
philomelos, Turdus iliacus) πραγματοποιείται με τη χρήση δικτύου βιοακουστικών
σταθμών (ONFSH 2004) που είναι εγκατεστημένο στην Κεντρική Ελλάδα. Οι εν
λόγω σταθμοί καταγράφουν κατά τη διάρκεια της νύχτας τα νυχτερινά καλέσματα
κατά τη διάρκεια 4 ωρών (23:00-3:00), κάθε βράδυ, από τον Ιανουάριο έως τα τέλη
Μαρτίου. Οι κασέτες καταγραφής των φωνών των ειδών αυτών αποστέλλονται σε
εξειδικευμένο εργαστήριο στη Νότιο Γαλλία όπου γίνεται η απομαγνητοφώνησή
τους.

29
Μπεκάτσα
Για τη μελέτη της μετανάστευσης της μπεκάτσας (Scolopax rusticola)
χρησιμοποιείται εξειδικευμένο δίκτυο παρατηρητών (34 παρατηρητές) σε όλη τη
χώρα, οι οποίοι με τη χρήση κυνηγετικών σκύλων καλύπτουν όλους τους τύπους
βιοτόπων βαδίζοντας πάντοτε σταθερές διαδρομές σε τακτικά χρονικά διαστήματα
καταγράφοντας τον αριθμό των μπεκατσών που ξεπετάγονται. Επίσης καταγράφονται
οι καιρικές συνθήκες και πληροφορίες για την κατάσταση του βιοτόπου, σε 27
διαφορετικές τοποθεσίες σε όλη τη χώρα.

Τρυγόνι - Ορτύκι
Προκειμένου να καθοριστεί η περίοδος μετανάστευσης των ειδών αυτών,
χρησιμοποιούνται στοιχεία από το πρόγραμμα καταγραφής της κυνηγετικής
κάρπωσης «ΑΡΤΕΜΙΣ» που εκπονεί η Κ.Σ.Ε τα τελευταία 15 χρόνια.

Πρώτα συμπεράσματα
Οι προτάσεις μας στηρίζονται στα πρώτα αποτελέσματα του προγράμματος
«Φαινολογία της μετανάστευσης των θηρευσίμων πτηνών στην Ελλάδα» και τους
πίνακες ORNIS. Τα στοιχεία του προγράμματος είναι υπό επεξεργασία, τα δε πρώτα
συμπεράσματα μας δίνουν τη δυνατότητα να θεωρήσουμε ότι τα στοιχεία ORNIS
μπορούν να αποτελέσουν τα 10ήμερα αναφοράς για τον καθορισμό των κυνηγετικών
περιόδων για αυτά τα είδη.

30
7. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έχει
επισήμως αποδεχτεί τα ευεργετικά αποτελέσματα της κυνηγετικής
δραστηριότητας και των κυνηγετικών οργανώσεων πάνω στο περιβάλλον και
την προστασία της βιοποικιλότητας, αλλά και τις στενές σχέσεις της
κυνηγετικής δραστηριότητας με τον πολιτισμό και τις τοπικές κοινωνίες. Αυτό
οδήγησε την Ε.Ε. να δεχθεί την κυνηγετική δραστηριότητα ως βασικό
εργαλείο διατήρησης της βιοποικιλότητας. Σχετικά με τα παραπάνω,
αναφέρονται τα εξής:
Τα οφέλη που προσφέρει η θήρα ως πολυδιάστατη δραστηριότητα, ξεπερνούν τα
πλαίσια των αθλημάτων και γενικότερα των δραστηριοτήτων αναψυχής. Σε έρευνες
για το επίπεδο της ευχαρίστησης που προσφέρουν οι υπαίθριες δραστηριότητες
(θήρα, σκι, κολύμβηση, ψάρεμα κ.τ.λ.), οι κυνηγοί δήλωσαν την υψηλότερη
ευχαρίστηση, και κατέδειξαν τη θήρα ως αναντικατάστατη δραστηριότητα11,12. Η
άσκηση της θήρας στα πλαίσια της αειφορίας δημιουργεί τα εξής οφέλη13:
1) Προστατευτικά (αποτροπή της υποβάθμισης των οικοσυστημάτων, φύλαξη,
αντιμετώπιση του υπερπληθυσμού ειδών της πανίδας).
2) Διαχειριστικά (διαχείριση και βελτίωση ενδιαιτημάτων).
3) Επιστημονικά (ίδρυση ερευνητικών κέντρων, χρηματοδότηση ερευνητικών
προγραμμάτων, συλλογή στοιχείων).
Τα οφέλη που προσφέρει η θήρα στον άνθρωπο είναι:
1) Κοινωνικά (υγεία, γνώση, ανάπτυξη κοινωνικών σχέσεων, τέρψη).
2) Οικονομικά (δημιουργία θέσεων εργασίας, προστασία των καλλιεργειών).
3) Προστατευτικά (επίβλεψη απομακρυσμένων περιοχών, εξοικείωση σε
συνθήκες στρατιωτικών επιχειρήσεων).
Σύμφωνα με έρευνες η κοινή γνώμη είναι θετική στο κυνήγι. Περισσότεροι από
εννέα στους δέκα ανθρώπους υποστηρίζουν κάποια μορφή κυνηγιού14. Ο
αντικυνηγετικός συναισθηματισμός εντοπίζεται σε μια μειοψηφία της κοινωνίας που
την αποτελούν άνθρωποι με τα εξής συνήθως χαρακτηριστικά: είναι γυναικείου

11
Sparrowe, R. D. 1990, Developing harvest regulations strategies for Wood Ducks. Pages 373-375 in L. H. Fredrickson, G. V.
Burger, S. P. Havera, D. A. Graber, R. E. Kirby, and T. S. Taylor, editors. Proceedings of the 1988 North American Wood Duck
Symposium. St. Louis, Missouri, USA.
12
Σώκος, Χ.Κ., Κ.Ε. Σκορδάς, και Π.Κ. Μπίρτσας. 2002α. Αξιολόγηση της θήρας και διαχείριση του λαγού (Lepus europaeus)
στα λιβαδικά οικοσυστήματα, σελ. 131-139. Λιβαδοπονία και Ανάπτυξη Ορεινών Περιοχών (Π. Πλατής και Θ. Παπαχρήστου,
εκδότες). Πρακτικά 3ου Πανελλήνιου Λιβαδοπονικού Συνέδριου. Καρπενήσι 4-6 Σεπτεμβρίου 2002. Ελληνική Λιβαδοπονική
Εταιρεία, Δημ. Νο 10.
13
Σώκος, Χ., Π. Μπίρτσας και Ν. Παπαγεωργίου. 2002β. Θήρα και υγρότοποι: εφαρμογή διαχειριστικών μέτρων ή
απαγορευτικών διατάξεων; 10ο Πανελλήνιο Δασολογικό Συνέδριο. Ελληνική Δασολογική Εταιρεία. Τρίπολη 26-29/5/2002. Σελ.
601-613.
14
Heberlein, T.A., and T. Willebrand. 1998. Attitudes towards hunting across time and continents: The United States and
Sweden. Game and Wildlife Biology 15: 1071-1080.

31
φύλου, μορφωμένοι, μέσης ηλικίας, ευκατάστατοι, που κατέχουν μια εκτελεστική ή
διευθυντική θέση, είναι ιδιοκτήτες κατοικίδιων ζώων, προέρχονται από μονογονεϊκές
οικογένειες και ζουν σε πόλη15,16,17,18. Στους αντικυνηγούς θα πρέπει να απαντηθεί
ότι:
 Τα θηρεύσιμα ζώα έχουν καλύτερη διαβίωση από τα εκτρεφόμενα19.
 Στο πλαίσιο των οικολογικών διεργασιών δεν μπορεί να υπάρχει ζωή χωρίς το
θάνατο20.
 Τα άγρια ζώα πεθαίνουν συνήθως σε νεαρή ηλικία από άρπαγες, ασθένειες και
ασιτία, σε περίπτωση που είναι θηρεύσιμα ο θάνατος λόγω αειφορικής θήρας
θα αντικαταστήσει μέχρι ενός ορίου τις υπόλοιπες αιτίες θανάτου21 και θα
είναι λιγότερο επώδυνος, κυρίως επειδή η δράση του έχει μικρότερη διάρκεια.
Μια ασθένεια προκαλεί πόνο συνήθως για ημέρες, ενώ ένα θηρευμένο ζώο θα
καταλήξει σε μερικά δευτερόλεπτα.
 Η θήρα μπορεί να θανατώνει μερικά άτομα του είδους, ωστόσο η διαχείριση
των ενδιαιτημάτων των θηρευσίμων ειδών αυξάνει τον πληθυσμό τους22,23. Η
άσκηση της θήρας σε πολλές περιοχές της Ευρώπης προχωρά παράλληλα με
τη διατήρηση και βελτίωση των οικοσυστημάτων. Η σχέση του κυνηγού με
τον κυνηγότοπο δίνει ένα ισχυρό κίνητρο στους κυνηγούς ώστε να φροντίζουν
για τη φύλαξη των οικοσυστημάτων, να ρυθμίζουν το βάθος των υδάτων προς
όφελος της πανίδας, να βελτιώνουν τη βλάστηση, να δημιουργούν κατάλληλες
θέσεις φωλεοποίησης και κάλυψης και αν καλλιεργούν τη γη μπορούν να
αποφύγουν την αποξήρανση των υγροτόπων ή την απόθεση υπερβολικών
νιτρικών24,25,26.

15
Shaw, W.W. 1977. A survey of hunting opponents. Wildl. Soc. Bull. 5(1): 19-24.
16
Holden, C. 1987. Animal regulations: so far, so good. Science 238: 880-882.
17
Mendelsohn, R.D., N.J. Dietz, and K.F. Higgins. 1997. Student opinions about hunting in South Dakota. Proceedings of the
South Dakota Academy of Science 76: 239-252.
18
Heberlein, T.A., and G. Ericsson. 2005. Ties to the countryside: accounting for urbanites' attitudes toward hunting, wolves,
and wildlife. Human Dimensions of Wildlife 10: 213-227.
19
Bruckner, D. W. 2007. Considerations on the Morality of Meat Consumption: Hunted-Game versus Farm-Raised Animals.
Journal of Social Philosophy 38(2): 311-330.
20
Βλάχος Χ. και Μπακαλούδης ∆. 2009. Διαχείριση Άγριας Πανίδας: Θεωρία και Εφαρμογές. Εκδόσεις Τζιόλα, Θεσσαλονίκη.
21
Connelly, J.W., Gammonley J. and J.M. Peek 2005. Harvest management. In: Braun C. E. (Ed); Techniques for Wildlife
Investigation and Management. Sixth edition. The Wildlife Society, Bethesda, M.D: 658-690.
22
Σώκος Χ., Μπίρτσας Π. 2005. Διαχείριση Κολχικού Φασιανού στην Ελλάδα – διατήρηση μέσω της ορθής χρήσης.
ΥΠΕΧΩΔΕ, Κυνηγετική Ομοσπονδία Μακεδονίας & Θράκης. Σελ. 144.
23
Mattsson, L., Boman, M., Ericsson, G., Paulrud, A., Laitila, T., Kriström, B., & Brännlund, R. (2007). Welfare foundations for
efficient management of wildlife and fish resources for recreational use in Sweden. In B. Lovelock (Ed.), Consumptive wildlife
tourism - Hunting, shooting and sport fishing. London: Routledge.
24
Sorrenti, M. and A. Concialini 1996. Hunting interest as a chance for conservation and restoration of wetlands in Italy. Gibier
Faune Sauvage, 13: 959-965.
25
Lecocq, Y. 1998. Hunting and habitat conservation in the European Union. In: Natura 2000 and people – a partnership.
Proceedings of a Conference, Bath 28 – 30 June 1998, pp 50-52

32
Η θήρα στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα θηρεύονται τα λιγότερα είδη σε σύγκριση με πολλά άλλα κράτη της
Ευρώπης, απαγορεύεται η χρήση σφυρίχτρων και ομοιωμάτων, η ημερήσια διάρκεια
θήρας είναι μικρότερη και οι χωρικές απαγορεύσεις είναι υπερβολικά περισσότερες
από άλλα κράτη της Ευρώπης και της Β. Αμερικής21. Οι υπάρχουσες υποδομές και οι
αρμόδιοι κρατικοί φορείς αδυνατούν να ανταποκριθούν ικανοποιητικά στις ανάγκες
της θηραματοπονίας και έτσι συχνά προβαίνουν σε υπερβολικές απαγορεύσεις
θήρας27.
Ο αριθμός των Ελλήνων κυνηγών συνεχώς μειώνεται τα τελευταία έτη28. Οι νέοι
κυνηγοί δείχνουν μια τάση να εκδίδουν Περιφερειακές και Γενικές άδειες, ενώ οι
γηραιότεροι Τοπικές άδειες36,29. Αυτό πιθανόν να οφείλεται στην προσδοκία των
κυνηγών αυτών για καλύτερα αποτελέσματα σε άλλους κυνηγοτόπους, εκτός Νομού
και στις μεγάλες κοινωνικό-οικονομικές και περιβαλλοντικές αλλαγές που συνέβησαν
στη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες36. Συνεπώς ο Έλληνας κυνηγός σε σχέση με τον
Ευρωπαίο δαπανά αναλογικά περισσότερα χρήματα στις εταιρείες καυσίμων και
αυτοκινήτων και λιγότερα για τη διαχείριση των θηραμάτων και τη διανυκτέρευση20.
Όσον αφορά τη θήρα των υδροβίων, σύμφωνα με μαρτυρίες κυνηγών, πολλοί είναι
αυτοί που περιόρισαν ή σταμάτησαν τις εξορμήσεις τους στους υγροτόπους. Η
καταγραφή της κυνηγετικής προτίμησης του προγράμματος “Άρτεμις”, δείχνει ότι το
ποσοστό των κυνηγετικών εξορμήσεων για υδρόβια και παρυδάτια περιορίζεται στο
4,2% (κυνηγετικές περίοδοι 1994-95 έως 2007-2008), αν και το σύνολο των
εξορμήσεων για μεταναστευτικά θηράματα ανέρχεται σε 60%. Στις .Η.Π.Α. αντίθετα,
το 1993 η θήρα των υδροβίων αποτέλεσε το 1/3 της θηρευτικής δραστηριότητας για
μεταναστευτικά θηράματα30. Η κάρπωση ανά ημερήσια έξοδο στην Ελλάδα είναι

26
Μπίρτσας Π., Σώκος Χ., Γκάσιος Α., Καλαιτζής Χ., Σκορδάς Κ. 2009. Η θήρα ως εναλλακτική καλλιέργεια: η περίπτωση της
βελτίωσης ενδιαιτημάτων στην Κεντρική Μακεδονία. 14ο Πανελλήνιο Δασολογικό Συνέδριο, Ελληνική Δασολογική Εταιρεία,
Πάτρα 1–4 Νοεμβρίου 2009.
27
Μπίρτσας, Π., 2006. Η διαχείριση της θήρας στην Ελλάδα – παρελθόν, παρόν και μέλλον. Το μέλλον του δάσους και το
δάσος του μέλλοντος. Πρακτικά επιστημονικής διημερίδας της Πανελλήνιας Ένωσης Δασολόγων Δημοσίων Υπαλλήλων και του
ΓΕΩΤΕΕ. Αθήνα 20-21/3/2006
28
Τσαχαλίδης, Ε.Π., 2003. Διαχρονική εξέλιξη των αδειών θήρας στη Μακεδονία και Θράκη, κατά το διάστημα 1975-2000.
Γεωτεχνικά Επιστημονικά Θέματα, 14: 41-48.
29
Παπασπυρόπουλος Κ., Π. Μπίρτσας, Σώκος Χ., Σκορδάς Κ. και Ν. Χασάναγας 2009. Η ηλικία των κυνηγών ως οικονομικός
δείκτης ανάπτυξης της θήρας: Η περίπτωση νομών Γρεβενών, Πέλλας και Θεσσαλονίκης. Επιστημονική Επετηρίδα Τμήματος
Δασολογίας και Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Τόμος 2ος: 335–349.
30
Williams, B.K. and F.A. Johnson. 1995. Adaptive management and the regulation of waterfowl harvests. Wildlife Society
Bulletin 23: 430-436.

33
0,49 πάπιες ανά κυνηγό και εξόρμηση31, ενώ στην Αμερική είναι συνήθως μία έως
δύο πάπιες32,33.
Τις τελευταίες δεκαετίες οι ελληνικές κυνηγετικές οργανώσεις έχουν
πραγματοποιήσει σοβαρά βήματα προς την καλύτερη διαχείριση των θηραμάτων.
Συγκεκριμένα υλοποιούν προγράμματα καταγραφής της κάρπωσης και
παρακολούθηση των πληθυσμών, ενώ στο πλαίσιο του Προγράμματος Βελτίωσης
των Ενδιαιτημάτων πραγματοποιούν έργα για τη βελτίωση των ενδιαιτημάτων της
άγριας πανίδας. Επιπρόσθετα έχουν συστήσει το Σώμα της Ομοσπονδιακής
Θηροφυλακής, το οποίο έχει να επιδείξει σοβαρό έργο με πλήθος μηνύσεων για
παράνομες πράξεις. Η χρηματοδότηση για τις δράσεις αυτές ξεπερνά τα 10.200.000€
και βασίζεται αποκλειστικά σε συνδρομές των κυνηγών.
Θήρα και διατήρηση της βιοποικιλότητας
Ο αριθμός των θηρευσίμων ειδών πτηνών αποτελεί μόνο το 7,24% του συνολικού
αριθμού ειδών πτηνών της χώρας. Επιπρόσθετα είδη όπως η καρακάξα, κάργια,
κουρούνα, ψαρόνι και σιταρήθρα έχουν μικρή σημασία για τους Έλληνες κυνηγούς,
οπότε το ανωτέρω ποσοστό μειώνεται στο 6%. Το αντίστοιχο ποσοστό για τα
θηλαστικά είναι 4,34%, ενώ εάν ληφθεί υπόψη πως η αλεπού και το πετροκούναβο
δεν έχουν ενδιαφέρον για τους κυνηγούς, το ποσοστό πέφτει στο 2,6%. Η θήρα
επομένως αναφέρεται σε ένα πολύ μικρό αριθμό ειδών πτηνών για να θεωρείται
απειλή για το σύνολο της βιοποικιλότητας των ειδών πτηνών και θηλαστικών.
Αντίθετα, τα έσοδα από τις άδειες θήρας και η λοιπή χρηματοδότηση από τις
κυνηγετικές οργανώσεις στηρίζουν τη διαχείριση της πανίδας, τις αμοιβές των
θηροφυλάκων και την επιστημονική έρευνα, όπως προαναφέρθηκε. Έχει διαπιστωθεί
πως οι κυνηγοί συχνά καταδεικνύουν μια συλλογική ευθύνη και πάθος για τη
διατήρηση των πληθυσμών των θηραμάτων. Αυτό καθιστά τη θήρα σύμμαχο για
όσους μάχονται για τη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος34. Συνεπώς, αρκετές
οργανώσεις για τη διατήρηση της φύσης, κυβερνητικοί φορείς και επιστημονικές
ομάδες, έχουν υιοθετήσει τη θέση της IUCN, ότι η ορθή χρήση της πανίδας μπορεί να
είναι μέρος των στρατηγικών και της πολιτικής για τη διατήρηση της φύσης. Αυτό

31
Καζαντζίδης, Σ., Νοϊδου Μ., Μακρυγιάννη Ε., Περγαντής Φ., Παναγιωτοπούλου Μ., Μπουρδάκης Ε., Κακαλής Ε.,
Τσουγκράκης Ι., Μελιάδης Ι., Βασιλειάδης Σ. και Β. Τερζής. 2008. Το κυνήγι στους υγροτοπους και οι επιπτωσεις στα υδρόβια
πουλιά. Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών, ΕΘΙΑΓΕ, Θεσσαλονίκη.
32
Gilmer, D.S., J.M. Hicks, J.P. Fleskes, and D.P. Connelly. 1989. Duck harvest on public hunting areas in California. Cal. Fish
and Game, 75(3): 155-168.
33
Kroll, R.W., Bart, J., 1994, Duck hunting trends at Winous Point Shooting Club, Ohio, 1863-1987. Wildlife Society Bulletin,
22: 444-453.
34
Loveridge, A. J., Reynolds, J. C., & Milner-Gulland, E. J. (2006). Does sport hunting benefit conservation? In D. Macdonald
& K. Service (Eds.), Key topics in conservation biology (pp. 224–240). Oxford: Blackwell Publishing Ltd.

34
έχει οριστεί ως «αυξανόμενη ωριμότητα στην προσέγγισή της διατήρησης της
φύσης»35.
Αναλυτικότερα, η πολιτική της IUCN, το 2000, για την αειφορική χρήση των
φυσικών πόρων αναφέρει πως: «Η χρήση των ανανεώσιμων φυσικών πόρων, εάν
είναι αειφορική, είναι ένα σημαντικό εργαλείο για τη διατήρησή τους επειδή τα
κοινωνικά και οικονομικά οφέλη, που αντλούνται από τη χρήση, προσφέρουν
κίνητρα στους ανθρώπους για να διατηρήσουν τους πόρους» (2nd World
Conservation Congress).
Η αρχική λοιπόν προσέγγιση της προστασίας μέσω της απαγόρευσης (protect and
reserve), αν και απέτρεψε τον κίνδυνο εξαφάνισης κάποιων ειδών36, κρίνεται πλέον
λιγότερο αποτελεσματική37. Άλλωστε, στην εφαρμογή της διατήρησης μέσω της
θήρας μπορεί να υποστηριχθεί πως οφείλεται η ύπαρξη των πληθυσμών αρκετών
ειδών θηραμάτων στην Ευρώπη και στη βόρεια Αμερική.
Συγκεκριμένα, σε έρευνα του Βρετανικού Οργανισμού για τη Διατήρηση της Θήρας
(Game Conservancy) βρέθηκε πως στα αγροκτήματα του Έσσεξ όπου ασκείται η
θήρα φασιανών και περδίκων, οι φιλικές πρακτικές για το περιβάλλον είναι
περισσότερες σε σχέση με τα αγροκτήματα που δεν εφαρμόζεται η θήρα38. Έρευνες
στη Βρετανία έδειξαν πως οι βελτιώσεις ενδιαιτημάτων με σπορές που
πραγματοποιούν οι κυνηγοί ωφελούν και μη θηρεύσιμα είδη πτηνών39,40,41. Στις
ΗΠΑ, εδώ και δεκαετίες, οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες χρησιμοποιούν τα
οικονομικά οφέλη από τη θήρα του φασιανού για να δικαιολογήσουν τα μέτρα που
λαμβάνουν για τη διαχείριση του είδους καθώς και άλλων ειδών στις γεωργικές
περιοχές42.

35
Grigg, G. (1995). Keynote address. Sustainable use of wildlife; a new direction in conservation? In G.C. Grigg, P.T. Hale and
D. Lunney (eds.) Conservation Through Sustainable Use of Wildlife. Brisbane: Centre for Conservation Biology, The University
of Queensland. pp. 3-5.
36
Harmon, D., 1987. Cultural diversity, human subsistence, and the national park ideal. Environmental Ethics 9: 147-158.
37
Kenward, R. 2002. Reconciling gamebird hunting and biodiversity. Management tools for reconciling bird hunting and
biodiversity. www.uclm.es/irec/Reghab/inicio.html
38
Howard, N.S. and Carroll, J.P. 2001. Driven game shooting on farms in Essex, UK: Implications of land management and
conservation. Game & Wildl. Science 18(2): 157-169.
39
Stoate, C. 2002. Multifunctional use of a natural resource on farmland: wild pheasant (Phasianus colchicus) management and
the conservation of farmland passerines. Biodiv. Conserv. 11: 561-573.
40
Henderson, I.G., Vickery, J.A. & Carter, N. 2004. The use of winter bird crops by farmland birds in lowland England. Biol.
Conserv. 118: 21-32.
41
Sage, R.B., Parish, D.M.B., Woodburn, M.I.A., Thompson, P.G.L., 2005. Songbirds using crops planted on farmland as cover
for game birds. Eur. J. Wildl. Res. 51, 248–253.
42
Warner, R.E., David, L.M., Etter, S.L., Joselyn, G.B. 1992. Costs and benefits of roadside management for ring-necked
pheasants in Illinois. Wildl. Soc. Bull. 20: 279-285.

35
Στην Πορτογαλία43 βρήκαν πως στις περιοχές που εφαρμόζεται θηραματοπονική
διαχείριση με σκοπό την αύξηση των θηραμάτων για τους κυνηγούς επωφελούνται
και τα αρπακτικά πτηνά καθώς εμφανίζονται συχνότερα στις περιοχές αυτές σε σχέση
με τις γειτονικές μη διαχειριζόμενες περιοχές. Σε ξηροθερμικές περιοχές της Ισπανίας
οι ποτίστρες των κυνηγών για τις πέρδικες και τους λαγούς επισκέπτονται και από
αλλά είδη της πανίδας44.
Στην Ελλάδα η εφαρμογή έργων βελτίωσης ενδιαιτημάτων για είδη της πανίδας
ξεκίνησε συστηματικά από τις κυνηγετικές οργανώσεις το 1996 με την εφαρμογή του
«Προγράμματος Βελτίωσης Βιοτόπων». Τα έργα βελτίωσης ενδιαιτημάτων
διευρύνθηκαν σε πανελλήνιο επίπεδο το 2005 με σχετικό πρόγραμμα από την
Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδας. Μόνο για τα έτη 2005 – 2010 δαπανήθηκαν
από τις κυνηγετικές οργανώσεις 3.000.000,00 €, κυρίως για ασυγκόμιστες σπορές,
φυτεύσεις, ρίψεις τροφής και δεξαμενές νερού για την πανίδα και άλλα (Πιν. 2).

Πίνακας 2. Κύρια έργα βελτίωσης ενδιαιτήματος τα οποία πραγματοποιήθηκαν το έτος 2006


– 07 στα πλαίσια του προγράμματος βελτίωσης βιοτόπων από τις κυνηγετικές οργανώσεις.

43
Beja P, Gordinho L, Reino L, Loureiro F, Santos-Reis M, Borralho R , 2009. Predator abundance in relation to small game
management in southern Portugal: conservation implications. Eur J Wildl Res 55:227–238.
44
Gaudioso V.R., C. Sánchez, R. Prietο, D.J. Bartolomé, J.A. Pérez and M.E. Alonso 2009. Small game water troughs in a
Spanish agrarian pseudo steppe: visits and water site choice by wild fauna. Eur J Wildl Res (υπό εκτύπωση).

36
Οι απαγορευμένες εκτάσεις για τη θήρα
Στην χώρα μας υπάρχουν 685 καταφύγια άγριας ζωής, τα οποία είναι χωροταξικά
ομοιόμορφα κατανεμημένα, καταλαμβάνουν έκταση 11.917,53 Km2 και καλύπτουν
το 9,06% της συνολικής έκτασης της χώρας45. Επιπρόσθετα υπάρχουν περιοχές με
απαγορεύσεις θήρας ορισμένου χρόνου και απαγορεύσεις λόγω των οικισμών και των
καλλιεργειών που εκτιμάται ότι αυξάνουν το ανωτέρω ποσοστό στο 20%.
Σύμφωνα με τον καθηγητή θηραματολογίας κ. Τσαχαλίδη η συνολική έκταση των
καταφυγίων κατά Νομό, δεν πρέπει να ξεπερνά σε ποσοστό το 8% και σε εξαιρετικές
περιπτώσεις το 10% της συνολικής έκτασης του νομού, διότι οι περιορισμοί που
διέπουν τη λειτουργία των καταφυγίων άγριας ζωής είναι πολλοί και σύνθετοι και θα
προκαλέσουν κοινωνικές αντιθέσεις και προβλήματα (γεωργοί, μελισσοκόμοι,
υλοτόμοι, κτηνοτρόφοι, κυνηγοί)53. Πράγματι σε έρευνες με ερωτηματολόγια
βρέθηκε πως οι κυνηγοί της Μακεδονίας δηλώνουν μικρή ικανοποίηση για την
έκταση των επιτρεπόμενων στη θήρα εκτάσεων20,46.
Ειδικά στους υγροτόπους της Ελλάδας η ολική απαγόρευση της θήρας ανήλθε μόλις
τα τελευταία έτη στο 80% περίπου του εμβαδού των υγροτόπων με θηραματική αξία,
ενώ οι υγρότοποι στους οποίους επιτρέπεται η θήρα (20%) είναι κυρίως μικρής
θηραματικής αξίας47. Στη Βρετανία αντίθετα, στους περισσότερους υγροτόπους
επιτρέπεται η θήρα21 και στη Δανία μετά τον επανασχεδιασμό του δικτύου
καταφυγίων, η θήρα απαγορεύεται στο 18% του συνολικού εμβαδού των
υγροτόπων48.
Στις Η.Π.Α. 56% των υγροτόπων καταστράφηκε τους τελευταίους αιώνες και αρκετοί
συνεχίζουν να απειλούνται καθώς το 74% των εναπομεινάντων ανήκουν σε ιδιώτες49.
Για το λόγο αυτό το αμερικανικό κράτος αγόρασε υγροτοπικές εκτάσεις, τις
περισσότερες με χρήματα των κυνηγών, και τις ενέταξε στο Εθνικό Σύστημα
Καταφυγίων Άγριας Πανίδας (U.S. National Wildlife Refuge System).

45
Τσαχαλίδης Ε.Π. 2009. Προστατευόμενες Φυσικές Περιοχές: Καταφύγια άγριας ζωής. Επιστημονική Επετηρίδα Τμήματος
Δασολογίας και Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Τόμος 2ος: 263–276.
46
Hasanagas, N., Birtsas P., Sokos C., Elmazidou A., Digka K. and D. Ceco. 2007. Hunting legislation and “adequacy” of
hunting areas: Who are the satisfied hunters? A statistical analysis of generational influences, institutional perceptions and
hunting preferences. Vth International Symposium on Wild Fauna. Organized by Wild Animal Vigilance Euromediterranean
Society 22-27/9/2007 Chalkidiki. Extended abstracts pp. 77.
47
Ζαλίδης, Χ.Γ. και Μαντζαβέλας, Α.Λ. 1994. Απογραφή των Ελληνικών υγροτόπων ως φυσικών πόρων (Πρώτη προσέγγιση).
Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων – Υγροτόπων (ΕΚΒΥ). xviii + 587 σελ.
48
Madsen, J., Pihl, S. and Clausen, P. 1998. Establishing a reserve network for waterfowl in Denmark: a biological evaluation of
needs and consequences. Biological Conservation 85:241-255.
49
Curtin, C.G. 1993. The evolution of the U.S. National. Wildlife Refuge System and the doctrine of compatibility.
Conservation Biology, 7: 29-37.

37
Τα καταφύγια στις Η.Π.Α. δεν έχουν την έννοια της de facto απαγόρευσης της θήρας,
αλλά της προσεκτικότερης διαχείρισης από την Υπηρεσία Αλιείας και Άγριας
Πανίδας57. Έτσι εντός των περισσοτέρων καταφυγίων επιτρέπεται η θήρα50.

Πίνακας 3. Ποσοστό του αριθμού των υγροτόπων με θηρευτική αξία όπου υπάρχει
απαγόρευση θήρας (συνήθως στη συνολική έκταση του υγροτόπου) στη Μακεδονία και
Θράκη21.
Δέλτα Εκβολές Έλη Λίμνες Λιμνοθάλ. Τ. Λίμνες
Αν. Μακεδ.–Θρ. 100% 100% 100%
Κ. Μακεδονία 100% 33% 28% 100% 80% 100%
Δ. Μακεδονία 80%

Συμπερασματικά, οι απαγορευμένες εκτάσεις για τη θήρα στην Ελλάδα είναι


περισσότερο εκτεταμένες σε σχέση με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες και τις Η.Π.Α..
Επιπρόσθετα, τα σημερινά Καταφύγια Άγριας Ζωής ιδρύθηκαν στα πρώην
Καταφύγια Θηραμάτων με τη σκοπιμότητα, τις προϋποθέσεις και την ανάγκη ίδρυσης
τους πολλές φορές να οδηγούν σε σύγχυση53. Έτσι, δεν έχει λογική σε μια περιοχή
που το προστατευτέο αντικείμενο είναι είδη φυτών ή μη θηρεύσιμα μεταναστευτικά
πτηνά που επισκέπτονται την περιοχή την άνοιξη και το θέρος να απαγορεύεται η
θήρα.
Τέλος, οι χωρικές απαγορεύσεις θήρας δεν σημαίνει πως οδηγούν de facto σε οφέλη
για τα θηράματα και την πανίδα. Αντίθετα μπορεί να προκληθούν επιπτώσεις διότι:
1) Η αύξηση του πληθυσμού εντός των καταφυγίων ενέχει μεγαλύτερο κίνδυνο
εκδήλωσης ασθενειών51. Έτσι σε αρκετές έρευνες στην Ευρώπη έχει βρεθεί πως
η αύξηση της πυκνότητας του αγριόχοιρου και των ελαφοειδών οδήγησε σε
μεγαλύτερη εκδήλωση ασθενειών.
2) Οι επιτρεπόμενες εκτάσεις για το κυνήγι μειώνονται και έτσι προκαλείται
συνωστισμός των κυνηγών και μεγαλύτερη πίεση στο θήραμα στις περιοχές
αυτές20.
Επίδραση της κάρπωσης και της όχλησης
Σύμφωνα με τον Sutherland52 αρκετοί θεωρούν πως μια μείωση του πληθυσμού
αποτελεί απόδειξη υπερθήρευσης και ότι ο πληθυσμός απειλείται. Ωστόσο, αυτό είναι
λάθος. Η θήρα αντισταθμίζεται μέχρις ενός ορίου από πυκνοεξαρτημένους
παράγοντες, δηλαδή η μείωση του πληθυσμού δίνει τη δυνατότητα στα
εναπομείναντα άτομα εκμετάλλευσης περισσότερων πόρων του ενδιαιτήματος, με
50
U.S. Fish & Wildlife Service, 2001. A How-to-Handbook to Support the National Wildlife Refuge System’s Centennial -
August 2001. http://www.fws.gov/ refuges/centennial/pdfs/Part_IX.pdf
51
Gortázar C, Acevedo P, Ruiz-Fons F, Vicente J, 2006. Disease risks and overabundance of game species. Eur J Wildl Res
52:81–87.
52
Sutherland, W.J., 2001. Sustainable exploitation: a review of principles and methods. Wildlife Biology, 7, 131–140.

38
αποτέλεσμα να επιτυγχάνουν μεγαλύτερη αναπαραγωγική επιτυχία και έτσι ο
πληθυσμός επανέρχεται29. Το ίδιο συμβαίνει και με την όχληση, μέχρις ενός ορίου
αντισταθμίζεται χωρίς επιπτώσεις για τον πληθυσμό53,54.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 της Οδηγίας για τα Πτηνά 2009/147/EK: “Τα κράτη μέλη
υιοθετούν όλα τα αναγκαία μέτρα με σκοπό να διατηρηθεί ή να προσαρμοσθεί ο
πληθυσμός όλων των ειδών των πτηνών που αναφέρονται στο άρθρο 1 σε επίπεδο που
να ανταποκρίνεται μεταξύ άλλων στις οικολογικές, επιστημονικές και μορφωτικές
απαιτήσεις, λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψη τις οικονομικές και ψυχαγωγικές
απαιτήσεις.” Επομένως, σοβαρή απειλή για τον πληθυσμό ενός θηράματος υφίσταται
μόνο όταν ο πληθυσμός μειώνεται σοβαρά σε βαθμό που να έχει επιπτώσεις για το
καθεστώς διατήρησης και για την αειφορία και την ποιότητα της θήρας.
Όσον αφορά την κυνηγετική κάρπωση, έχει βρεθεί πως θήρευση του 20 έως 60% του
φθινοπωρινού πληθυσμού των διαφόρων θηραματικών ειδών μπορεί να
αντισταθμιστεί ανάλογα με το είδος και τις τοπικές συνθήκες55,56. Για τον λόγο αυτό
οι πληθυσμοί θα πρέπει να παρακολουθούνται με κατάλληλους δείκτες, όπως για
παράδειγμα οι δείκτες του προγράμματος «ΑΡΤΕΜΙΣ» που διενεργείται στην
Ελλάδα: α) κυνηγετική ζήτηση, β) θηραματική προτίμηση, γ) κυνηγετική κάρπωση
κ.α. Με αυτόν τον τρόπο επιλέγονται οι ενδεδειγμένοι κανονισμοί θήρας (π.χ.
Connelly et al, 2005, Σώκος & Μπίρτσας 2005).
Όσον αφορά την όχληση σε ανασκόπηση της βιβλιογραφίας57 διαπίστωσαν πως η
όχληση από τη θήρα κατά το φθινόπωρο και το χειμώνα επιδρά στη συμπεριφορά και
προκαλεί μετακινήσεις των θηραματικών πτηνών αλλά αυτό δεν υπονοεί αντίκτυπο
στον πληθυσμό. Συγκεκριμένα δεν έχει βρεθεί πως η όχληση από τη θήρα προκαλεί
αύξηση της αρπακτικότητας και οποιαδήποτε μείωση της σωματικής κατάστασης, της
επιβίωσης, της επιτυχίας αναπαραγωγής και του πληθυσμού (Πιν. 4). Τα
αποδημητικά πτηνά αποδεικνύεται πως είναι ικανά να αντισταθμίσουν την επίδραση
της όχλησης του κυνηγιού.

53
Gill, J.A., Norris, K. and Sutherland, W.J., 2001. Why behavioural responses may not reflect the population consequences of
human disturbance. Biological Conservation 97, 265-268.
54
Gill, J.A., 2007: Approaches to measuring the effects of human disturbance on birds. - Ibis 149 (Suppl 1), 9-14.
55
Kalchreuter, H. (1996).Waterfowl harvest and population dynamics: an overview. Gibier et Faune Sauvage 13, 991–1008.
56
Marboutin E, bray Y, Péroux R, Mauvy B, Lartiges A. 2004. Population dynamics in European hare: breeding parameters and
sustainable harvest rates. J Appl Ecol, 40: 580-591.
57
Sokos C., Birtsas P., Skordas K. 2009. Hunting sustainability and pre-nuptial birds migration. XXIXth Congress of the
International Union of Game Biologists. Moscow – Russia, August 17 – 22.

39
Πίνακας 4. Ανασκόπηση ερευνών για τις επιδράσεις της όχλησης από τη θήρα65.
Επιδράσεις της όχλησης evidence
no not well documented yes
Αύξηση της αρπακτικότητας Payevsky & Vysotsky (2003), Duriez et Moon & Haukos (2006) -
και μείωση της επιβίωσης al. (2005), McAuley et al. (2005),
Fleskes et al. (2007)
Μείωση του ρυθμού Belanger & Bedard (1990), Evans & Day Gaston (1991) -
τροφοληψίας και της (2001), Jamieson et al. (2006), Casas et
σωματικής κατάστασης al. (2009)
Μείωση της αναπαραγωγικής - - -
επιτυχίας
Μείωση του πληθυσμού Brochet et al. (2009) - -

8. Ορεινή πέρδικα και διαχειριστικά μέτρα


Η ορεινή πέρδικα [Alectoris graeca graeca (Meisner 1804)] είναι ένα από τα
σπουδαιότερα είδη που συνθέτουν τον κατάλογο της Ελληνικής πτηνοπανίδας. Το
είδος αποτελεί ένα εκ των σημαντικότερων ελληνικών θηραματικών ειδών.
Απαντάται σε όλη την ηπειρωτική χώρα (εκτός της Θράκης), στα νησιά του Ιονίου,
καθώς και στα Κύθηρα.
Τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα μας, με την εγκατάλειψη των ορεινών αγροτικών
καλλιεργειών και τη μείωση της εκτατικής κτηνοτροφίας, οι πληθυσμοί της πέρδικας
έχασαν μέρος του κατάλληλου ενδιαιτήματός τους εξαιτίας της αλλαγής στη σύνθεση
και τη δομή των φυτοκοινωνιών. Σημαντική αρνητική επίδραση στους πληθυσμούς
της πέρδικας ασκούν και οι εδαφόβιοι άρπαγες (ικτίδες, αλεπού).
Από σχετική έρευνα στα γεωγραφικά διαμερίσματα της Ηπείρου και της Φωκίδας στη
διάρκεια των ετών 1998-2001, με κύριο σκοπό τον προσδιορισμό της επίδρασης της
αρπακτικότητας στα αυγά των φωλιών της ορεινής πέρδικας κατά την ωοτοκία και
επώαση προέκυψαν τα παρακάτω αποτελέσματα:
Σε σύνολο 32 φωλιών που βρέθηκαν στις περιοχές έρευνας κατά τα έτη 1998-2001 οι
23, δηλαδή το 71,9% των φωλιών, καταστράφηκαν ενώ από τις κατεστραμμένες, το
95,7% καταστράφηκαν από σαρκοφάγα θηλαστικά και 4,3% εγκαταλείφθηκαν λόγω
ξήρανσης της φυτικής κάλυψής της. Από τις φωλιές που καταστράφηκαν από
άρπαγες, 81,4% φαγώθηκαν από Ικτίδες (πετροκούναβο και νυφίτσα), 13,6 % από
αλεπού και 4,5% από άγνωστο άρπαγα, πιθανώς τρωκτικό. Ο μέσος ημερήσιος
ρυθμός καταστροφής των φωλιών κατά το πρώτο στάδιο της ωοτοκίας των πρώτων
πέντε αυγών υπολογίσθηκε σε 1,04% και έως την ολοκλήρωση της ωοτοκίας
μειώνεται σε 0,29%. Κατά τη διάρκεια της επώασης ο μέσος ημερήσιος ρυθμός
καταστροφής των φωλιών τις πρώτες δώδεκα ημέρες ανέρχεται σε 7,78% και
μειώνεται στο 1,55% έως την εκκόλαψη των νεοσσών.

40
Ο πληθυσμιακός έλεγχος των αρπάγων στη χαμηλή ζώνη και κυρίως των ικτίδων θα
προκαλούσε αύξηση της επιτυχίας της αναπαραγωγής στη ζώνη αυτή, με αντίστοιχη
ανάκαμψη του πληθυσμού της ορεινής πέρδικας παράλληλα με την αύξηση των
θηρευτικών διαθεσίμων.
Η συγκόμωση των φυτοκοινωνιών καθώς και η αρνητική επίδραση των εδαφόβιων
αρπάγων δεν αξιολογήθηκαν εώς τώρα από τη διοίκηση και δεν έχει ληφθεί για τους
περιοριστικούς αυτούς παράγοντες κανένα μέτρο. Αντίθετα λοιπόν με τα αίτια
μείωσης της αναπαραγωγικής επιτυχίας των πληθυσμών της πέρδικας ληφθήκανε τα
κάτωθι μέτρα περιορισμού της θήρας που αξιολογούνται με βάση τα στοιχεία των
καταμετρήσεων ως εξής:
α) Η μεταφορά της κυνηγετικής περιόδου από 15 Σεπτέμβρη έως 30 Νοέμβρη σε
1 Οκτώβρη έως 15 Δεκέμβρη.
Το μέτρο αυτό ήρθε σε ισχύ από την κυνηγετική περίοδο 2007-2008. Το μέτρο αυτό
φαίνεται πως έχει μικρή αλλά θετική επίδραση στους πληθυσμούς της ορεινής
πέρδικας διότι:
- Πολλές φόρες παρατηρήθηκε επανάληψη της αναπαραγωγικής διαδικασίας μετά
από αποτυχία αυτής σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα με αποτέλεσμα στα τέλη
Αυγούστου αρχές Σεπτεμβρίου να απαντώνται μικρά πουλιά.
- Παρατηρήθηκε επίσης καθυστέρηση στην αναπαραγωγή στους ψηλότερους
ορεινούς όγκους όταν ο Ιούνιος ήταν μήνας με δυσμενείς καιρικές συνθήκες
(βροχοπτώσεις, χαλαζοπτώσεις) αποτέλεσμα να έχουμε πάλι μικρά πουλιά στα τέλη
Αυγούστου αρχές Σεπτεμβρίου.
- Τα πουλιά την 1 Οκτωβρίου ήταν μεγαλύτερα σε ηλικία και προφανώς είχαν
αναπτύξει καλύτερους μηχανισμούς διαφυγής άρα και επιβίωσης.
Συνεπώς το μέτρο κρίνεται θετικό και προτείνεται να συνεχιστεί για την ορεινή
πέρδικα.
β) Ο περιορισμός της ημερήσιας κάρπωσης από τα τέσσερα (4) σε δύο (2) πουλιά
ανά κυνηγό και ημερήσια έξοδο.
Το μέτρο αυτό ήρθε σε ισχύ την κυνηγετική περίοδο 2008-2009. Για την επίδρασή
του υπάρχουν μετρήσιμα και συγκρίσιμα αποτελέσματα αφού για μεγάλες
περιφέρειες (Ήπειρος, Στερεά Ελλάδα) διεξάγονται μετρήσεις της Άνοιξης (μετά τη
θήρα), για τα έτη πριν και μετά από την εφαρμογή του.
Μειώνοντας το όριο ημερήσιας κάρπωσης στο 50% προφανώς σκοπός ήταν να
περιοριστεί η κάρπωση σε μεγάλο ποσοστό. Συνεπώς εάν το μέτρο είχε αποτέλεσμα

41
θα έπρεπε οι πυκνότητες των πουλιών που βρέθηκαν στις μετρήσεις της Άνοιξης του
2009 (μετά την εφαρμογή του μέτρου κατά την κυνηγετική περίοδο του 2008-2009)
να είναι πολλαπλάσιες από τις προηγούμενες. Παραθέτουμε τον Πίν. 5 με τις
πυκνότητες και τον αριθμό των πουλιών κατά τις ανοιξιάτικες μετρήσεις.

Πινακας 5: Αποτελέσματα ανοιξιάτικων μετρήσεων (μετά τις περιόδους θήρας)


Περίοδος Πυκνότητα (άτομα/ha)
Άνοιξη 2000, 2001, 2002 0.080 (Μέση πυκνότητα 3 ετών)
Άνοιξη 2007 0.081
Άνοιξη 2008 0.073
Άνοιξη 2009 0.075

Όπως αποτυπώνεται εμφανώς το μέτρο της μείωσης του ορίου της κάρπωσης δεν
απέφερε κανένα θετικό αποτέλεσμα στους πληθυσμούς της πέρδικας αφού και την
άνοιξη του 2009 οι πυκνότητες ήταν παρόμοιες με τα προηγούμενα έτη.
Από τις μακροχρόνιες εκτιμήσεις πληθυσμών με καταμετρήσεις επί του πεδίου σε
μεγάλα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας αποδεικνύεται ότι ο πληθυσμός της
πέρδικας κατά τη διάρκεια των τελευταίων δέκα ετών παραμένει σταθερός. Η ετήσια
διακύμανση του πληθυσμού, λόγω φυσικής θνησιμότητας (αρπακτικότητα,
κλιματολογικές συνθήκες, λιμοκτονία, ασθένειες κ.α) και της κάρπωσης λόγω
κυνηγίου εξισώνονται με την αντίστοιχη αύξηση του πληθυσμού λόγω
αναπαραγωγής.
Η εφαρμογή περιοριστικών μέτρων (απαγόρευση της θήρας της πετροπέρδικας)
τοπικά ή σε ολόκληρη την επικράτεια δεν επιφέρουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα
σε ότι αφορά πάντα την αύξηση της πυκνότητας του πληθυσμού, διότι:
1. Τα αρπακτικά εξειδικεύονται στην περιστασιακή αφθονία της λείας
(καταστροφή φωλιών στο στάδιο της επώασης, εκκόλαψης) και μειώνουν σε
επικίνδυνο βαθμό την επιτυχία αναπαραγωγής του είδους.
2. Παρατηρείται ανησυχητική αύξηση των θανάτων λόγω ασθενειών και
παρασίτων.
Αποτέλεσμα: Μετά την απαγόρευση του κυνηγιού της πέρδικας οι πυκνότητες είναι
χαμηλότερες σε σχέση με αυτές που σημειώνονταν πριν την εφαρμογή των
περιοριστικών μέτρων. Άρα η πρόταση σχετικά με την περίοδο θήρας της
πετροπέρδικας και με το ημερήσιο όριο κάρπωσης, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται
στον Πίνακα 6 κρίνεται απόλυτα ορθή και εξυπηρετεί τη διαχείριση του είδους ενώ

42
παράλληλα επισημαίνουμε για άλλη μια φορά την αναγκαιότητα ρύθμισης του
πληθυσμού των εδαφόβιων αρπάγων και κυρίως των ικτίδων και της αλεπούς.

Βιβλιογραφία τεκμηρίωσης των ενδεδειγμένων των ενδεδειγμένων


διαχειριστικών μέτρων για την πετροπέρδικα
BUGALHO J., F. LOPES 1979. Progress report on the Red-legged partridge
(Alectoris rufa) study in Portugal. In: 26 Assemble generale C.I.C.F.S., 21-30
Μai, Athenes : 92-105
MANIOS N., B. ALEXIOU, E. CHATZINIKOS, N. PAPAGEORGIOU, E.
TSACHALIDIS 2001. Naturally marked individuals of Rock partidge
(Alectoris graeca graeca) in Greece. Proc. 25th International Congress of the
Union of Game Biologist (IUGB) and the 9th International Symposium Perdix
Lemesos 4-7 September, Lemesos, Cyprus.
MANIOS N., PAPAGEORGIOU N.K., ALEXIOU B., CHATZINIKOS E.,
SKARAFIGKA M. 2007. The effect of predation on the nests of rock
partridge (Alectoris graeca) in Greece. Book of Abstracts, International Union
of Game Biologists, XXVIII Congress, 13-18 August, Uppsala, Sweden.
MANIOS N., M. PAPAZAHARIADOU, S. FRYDAS and N. PAPAGEORGIOU
2001. A survey of Parasitological Fauna of Rock Partidge (Alectoris graeca) in
Epirus and Fokida. Proc. 25th International Congress of the Union of Game
Biologist (IUGB) and the 9th International Symposium Perdix Lemesos 4-7
September, Lemesos, Cyprus. (In press)
MITTELUNGEN K., 1991. Brutperiode des Steinhuhns (Alectoris graece) in
Griechenland. J. Orn. 132:218-219.
PAPAEVAGELOU E. 1979 – General situation of the partridge species in Greece.
InQ 26 Assemblee generale C.I.C.F.S., 27-30 mai, Athenes : 71-75.
POTTS G.R. 1986. The partridge : pesticides, predation and conservation. Collins.
London 274p.
RICKEFS R. T. E. 1969. An analysis of nesting mortality in birds. Smithson. Cont.
Zool. No. 9: 1-48.
TRIANTAFYLLIDIS A., KARATZAS D., GEORGIADOU M., DRIKOS I.,
ANDREAKOU E., LAPPA M., HATZINIKOS E., MANIOS N.,
PAPAGEORGIOU N., TRIANTAPHYLLIDIS C. 2005. Genetic
identification of Greek partidges Alectoris graeca and Alectoris chukar. Proc.

43
XXVIIth International Congress of the Union of Game Biologist (IUGB)
Hannover – Germany, 28 August-3September 2005.
VAVALEKAS K., C. THOMAIDES, E. PAPAEVANGELLOU, N.
PAPAGEORGIOU 1993. Nesting biology of the Rock Partidge Alectoris
graeca graeca in northern Greece – Acta Orn., 28: 97-101.
WATSON, G.E. 1962. Three sibling species of Alectoris. Ibis 104: 353-367.

ΑΛΕΞΙΟΥ Β., ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΣ Ε. 2001. Γενική ανάλυση των οικολογικών


παραμέτρων που αφορούν τη διαχείριση της ορεινής πέρδικας στη Στερεά
Ελλάδα. Διαχειριστική μελέτη.
ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ Ν., ΚΑΡΤΕΡΗΣ Μ., ΜΑΝΙΟΣ Ν., ΑΛΕΞΙΟΥ Β.,
ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΣ Ε., ΜΑΚΡΑΣ Α. & Ν. ΠΑΡΑΛΥΚΙΔΗΣ. 2002. Μελέτη
της βιολογίας και της δυναμικής του πληθυσμού της ορεινής πέρδικας
(Alectoris graeca graeca) στην ΉπειροΤΑΣΟΥΛΑΣ Ε.. 2009.
Αποτελέσματα 3ετούς προγράμματος παρακολούθησης της ορεινής
πέρδικας (Alectoris graeca graeca) στην Ήπειρο (Πρόγραμμα Υπουργείου
Γεωργίας)
.ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΣ Ε., ΜΠΑΚΑΛΟΥΔΗΣ Δ., ΒΛΑΧΟΣ Χ., ΔΕΔΟΥΣΟΠΟΥΛΟΥ Ε.,
ΚΙΟΥΣΗΣ Δ. Καταμέτρηση των τριών επιδημητικών θηραμάτων (πέρδικα,
λαγός, αγριόχοιρος) στην περιφέρεια της Στερεάς Ελλάδας για τα έτη 2003-
2010. (Μη δημοσιευμένα στοιχεία).

Β. Προσθήκη στα θηρεύσιμα της Anser fabalis και της Anser anser καθώς και
του Ζαρκαδιού για τους λόγους που εκτενώς εξηγούνται παρακάτω.

α) Οι πληθυσμοί της Χωραφόχηνας (Anser fabalis) και της Σταχτόχηνας (Anser


anser), που πριν από λίγα χρόνια αφαιρέθηκαν τελείως αυθαίρετα από τα θηρεύσιμα
είδη, αυξάνονται σταθερά τα τελευταία χρόνια, κυνηγιούνται από την πλειονότητα
των Ευρωπαίων κυνηγών και τα περασμένα έτη παρατηρήθηκαν σε μεγάλους
αριθμούς στους ελληνικούς υγροτόπους. Άλλωστε, μελέτη της πληθυσμιακής τους
κατάστασης δείχνει ότι αυξάνονται σταθερά τα τελευταία χρόνια.
Γι’ αυτό το λόγο θεωρούμε αναγκαία την ένταξή τους, στη φετινή Ρυθμιστική,
στα θηρεύσιμα είδη με διάρκεια από 15/9 έως 10/2.
β) Το ζαρκάδι σύμφωνα με πολλές μαρτυρίες Δασικών Υπαλλήλων που ασχολούνται
με τη θήρα αλλά και την τεκμηριωμένη πληροφόρηση που προκύπτει από το

44
πρόγραμμα παρατηρήσεων που εκπονεί η Κ.Σ.Ε., έχει αναπτύξει τα τελευταία χρόνια
σημαντικό πληθυσμό στις περισσότερες περιοχές της χώρας ενώ έχουν σημειωθεί
ακόμη και τροχαία ατυχήματα εξαιτίας των ζαρκαδιών. Είναι είδος με ευρεία
εξάπλωση, το οποίο κυνηγιέται σε όλες τις ευρωπαϊκές και βαλκανικές χώρες. Στην
Ελλάδα ο πληθυσμός του παρουσιάζει σταθερή αύξηση, η οποία οφείλεται κυρίως
στην εξέλιξη των φυτοκοινωνιών, στην αύξηση και βελτίωση των βιοτόπων του,
εξαιτίας της εγκατάλειψης της υπαίθρου και της μείωσης του αριθμού των
κτηνοτροφικών ζώων ελεύθερης βοσκής. Αποτέλεσμα αυτής της μείωσης και
ιδιαίτερα του αριθμού των αιγών είναι να υποβόσκονται τα θαμνολίβαδα τα οποία
σταδιακά ανάγονται σε φυτοκοινωνίες που προσφέρουν τροφή, κάλυψη και
κατάλληλες για αναπαραγωγή περιοχές του ζαρκαδιού. Με αυτόν τον τρόπο, χρόνο
με το χρόνο αυξάνεται η έκταση και η ποιότητα των βιοτόπων του ζαρκαδιού και
κατά συνέπεια αυξάνεται προοδευτικά και ο αριθμός τους. Χαρακτηριστικό της
ικανότητας αύξησης του πληθυσμού του ζαρκαδιού είναι ότι στις Ελεγχόμενες
Κυνηγετικές Περιοχές, χωρίς να λαμβάνεται κανένα διαχειριστικό μέτρο και με
έντονη θηρευτική πίεση το είδος διατηρεί υψηλούς αυξανόμενους πληθυσμούς,
γεγονός που οδηγεί στο σκεπτικό ότι με τα κατάλληλα διαχειριστικά μέτρα να μπορεί
να επιτραπεί η θήρα του και στις υπόλοιπες περιοχές που απαντάται.
Χαρακτηριστικό της κατάστασης που επικρατεί στην Ευρώπη για το κυνήγι του
Ζαρκαδιού είναι ότι στη Δανία θηρεύονται κάθε χρόνο 23,8 ζαρκάδια ανά 1.000
στρέμματα δάσους, στη Γερμανία 9,6 ενώ στη Γαλλία κατά την κυνηγετική περίοδο
2001 – 2002 θηρεύθηκαν 450.000 ζαρκάδια.
Σημειώνεται ότι οι περίοδοι κυνηγιού του ζαρκαδιού σε κάποιες από τις ευρωπαϊκές
χώρες είναι:
Βουλγαρία: Από 1 Αυγούστου έως 31 Δεκεμβρίου
Ουγγαρία: Σχεδόν όλο τον χρόνο
Ισπανία: Από τις αρχές Οκτωβρίου έως τα τέλη Φεβρουαρίου
Αυστρία: Από 1 Μαΐου έως 15 Οκτωβρίου τα αρσενικά και
Από 1 Αυγούστου έως 31 Δεκεμβρίου τα θηλυκά
Σουηδία: Από 16 Αυγούστου για τα αρσενικά και
Από 1 Οκτωβρίου για τα θηλυκά έως 31 Δεκεμβρίου (για τις βόρειες
περιοχές) και
έως 31 Ιανουαρίου (για το υπόλοιπο της χώρας)
Νορβηγία: Από 25 Αυγούστου έως 15 Νοεμβρίου

45
Σημειώνεται τέλος, ότι σύμφωνα με τα πορίσματα μελέτης που έχει εκπονηθεί από το
Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας58 και σας έχει κατατεθεί, οι πληθυσμοί της χώρας μας είναι
αντίστοιχοι με αυτούς που εμφανίζουν άλλες Ευρωπαϊκές χώρες με μακρόχρονη
κυνηγετική διαχείριση του είδους.
Πρόταση
Να επιτραπεί το κυνήγι του ζαρκαδιού, όπως συμβαίνει και στις υπόλοιπες
Ευρωπαϊκές χώρες για ένα μήνα από την 1η Οκτωβρίου, την Τετάρτη και το
Σαββατοκύριακο με όριο ένα ζώο ανά ομάδα κυνηγών και ημερήσια εξόρμηση
με τη χρήση σκύλου δίωξης.

Γ. Συνολικά η πρότασή μας σχετικά με τα επιτρεπόμενα είδη και τις επιθυμητές


περιόδους θήρας αυτών για το κυνηγετικό έτος 2010 – 2011 απεικονίζεται στον
παρακάτω Πίνακα 6:

58
“Πιλοτική έρευνα απογραφής και διαχείρισης των πληθυσμών και βιοτόπων 4 μεγάλων θηλαστικών στην Ήπειρο: α. Ζαρκάδι
(Capreolus capreolus), β. Αγριόχοιρος (Sus scrofa), γ. Ελάφι (Cervus elaphus), δ. Αγριόγιδο (Rupicapra rupicapra balcanica)”.
Χρηματοδότης: Υπουργείο Γεωργίας. Φορέας υλοποίησης: Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Διάρκεια: 3 χρόνια.

46
Πίνακας 6. επιτρεπόμενα είδη και τις επιθυμητές περιόδους θήρας αυτών για το κυνηγετικό
έτος 2010 – 2011
Α/Α ΕΙΔΟΣ ΖΩΝΕΣ * ΠΕΡΙΟΔΟΣ Δεκαήμερα λήξης ΗΜΕΡΕΣ ΕΠΙΤΡΕΠΟΜΕΝΟΣ
θήρας βάση ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΤΟΜΩΝ
πινάκων ORNIS ΑΝΑ ΚΥΝΗΓΟ/ΕΞΟΔΟ
ΘΗΛΑΣΤΙΚΑ:
1.** Αγριοκούνελο (Oryctolagus cuniculus) 20/8 - 14/9 15/9 – 10/3 Όλες Χωρίς περιορισμό
2. Λαγός ( Lepus europaeus) 15/9 – 10/1 Τετ-Σαβ-Κυρ Ένα (1)
3. *** Αγριόχοιρος (Sus scrofa) 15/9 – 20/1 Τετ-Σαβ-Κυρ Δύο (2) κατά ομάδα.
4. Αλεπού (Vulpes vulpes) 15/9 – 28/2 Όλες Χωρίς περιορισμό
5. Πετροκούναβο (Martes foina) 15/9 – 28/2 Όλες Χωρίς περιορισμό
6. Ζαρκάδι (Carpeolus carpeolus) 1/10 – 31/10 Τετ-Σαβ-Κυρ Ένα (1) κατά ομάδα
ΠΟΥΛΙΑ
α) Δενδρόβια, εδαφόβια κ.α.
1. Σιταρήθρα (Alauda arvensis) 20/8 – 14/9 15/9 – 10/2 1.II Όλες Δέκα (10)
2. Φάσα (Columba palumbus) 20/8 – 14/9 15/9 – 20/2 2.II Όλες Χωρίς περιορισμό
3. Αγριοπερίστερο (Columba livia) 20/8 – 14/9 15/9 – 28/2 3.II Όλες Χωρίς περιορισμό
4. Ορτύκι (Coturnix coturnix) 20/8 – 14/9 15/9 – 28/2 3.II Όλες Δώδεκα (12)
5. Τρυγόνι (Streptopelia turtur) 20/8 – 14/9 15/9 – 28/2 3.II Όλες Δώδεκα (12)
6. Τσίχλα (Turdus philomelos) 20/8 – 14/9 15/9 – 28/2 3.II Όλες
7. Δενδρότσιχλα (Turdus viscivorus) 20/8 – 14/9 15/9 – 20/2 2.II Όλες Είκοσι πέντε (25)
8. Κοκκινότσιχλα (Turdus iliacus) 20/8 – 14/9 15/9 – 28/2 3.II Όλες (Συνολικά
9. Γερακότσιχλα (Turdus pilaris) 20/8 – 14/9 15/9 – 28/2 3.II Όλες από όλα τα είδη)
10. Κότσυφας (Turdus merula) 20/8 – 14/9 15/9 – 20/2 2.II Όλες
11. Καρακάξα (Pica pica) 20/8 – 14/9 15/9 – 28/2 Όλες Χωρίς περιορισμό
12. Κάργια (Corvus monedula) 20/8 – 14/9 15/9 – 28/2 Όλες Χωρίς περιορισμό
13. Κουρούνα (Corvus corone) 20/8 – 14/9 15/9 – 28/2 Όλες Χωρίς περιορισμό
14. Ψαρόνι (Sturnus vulgaris) 20/8 – 14/9 15/9 – 28/2 3.II Όλες Χωρίς περιορισμό
15. Μπεκάτσα (Scolopax rusticola) 15/9 – 28/2 3.II Όλες Δέκα (10)
16. Πετροπέρδικα(Alectoris graeca) 1/10 – 15/12 Τετ-Σαβ-Κυρ Τέσσερα (4)
17.**** Νησιωτική Πέρδικα (Alectoris chukar) 1/10 – 15/12 Τετ-Σαβ-Κυρ Τέσσερα (4)
18. Φασιανός (Phasianus colchicus) 15/9 – 31/12 Τετ-Σαβ-Κυρ Ένα (1)
ΠΟΥΛΙΑ:
β) Υδρόβια και παρυδάτια

1. Σφυριχτάρι (Anas penelope) 15/9 – 10/2 1.II Όλες


2. Κιρκίρι (Anas crecca) 15/9 – 31/1 3.I Όλες
3. Πρασινοκέφαλη (Anas platyrhynchos) 15/9 – 31/1 3.I Όλες
4. Σουβλόπαπια (Anas acuta) 15/9 – 10/2 1.II Όλες
5. Σαρσέλα (Anas querquedula) 15/9 – 10/2 1.II Όλες
6. Χουλιαρόπαπια ( Anas clypeata) 15/9 – 10/2 1.II Όλες Δώδεκα (12)
7. Κυνηγόπαπια (Aythya ferina) 15/9 – 31/1 3.I Όλες [Συνολικά
8. Τσικνόπαπια (Aythya fuligula) 15/9 – 10/2 1.II Όλες από όλα τα είδη]
9. Φαλαρίδα (Fulica atra) 15/9 – 10/2 1.II Όλες
10. Φλυαρόπαπια (Anas strepera) 15/9 – 31/1 3.I Όλες
11. Ασπρομετωπόχηνα (Anser albifrons) 15/9 – 10/2 1.II Όλες
12. Χωραφόχηνα (Anser fabalis) 15/9 – 10/2 1.II Όλες
13. Σταχτόχηνα (Anser anser) 15/9 – 10/2 1.II Όλες
14. Νερόκοτα (Gallinula chloropus) 15/9 – 10/2 1.II Όλες Δέκα (10)
15. Μπεκατσίνι (Gallinago gallinago) 15/9 – 10/2 1.II Όλες Δέκα (10)
16. Καλημάνα (Vanellus vanellus) 15/9 – 31/1 3.I Όλες Δέκα (10)

* Περιοχές της χώρας οι οποίες χαρακτηρίζονται περιοχές θήρας τρυγονιών,


ορτυκιών, δενδροβίων πτηνών κ.λ.π. περιστεροειδών (ζώνες διάβασης), σύμφωνα με
αποφάσεις του Υπουργού Γεωργίας.
** Από 1/3-10/3 μόνο σε νησιά όπου υπάρχει αγριοκούνελο χωρίς συνοδεία σκύλου

47
*** Εκτός της Πελοποννήσου, όπου η θήρα του αγριόχοιρου περιορίζεται μέχρι τις
31-12-2010 και επιτρέπεται η θήρα δύο (2) αγριόχοιρων ανά παρέα. Απαγορεύεται το
κυνήγι του αγριόχοιρου στην Νήσο Εύβοια
**** Εκτός από την περιοχή της Α΄ Κ.Ο. Κρήτης & Δωδεκανήσου και Β΄ Κ.Ο.
Αρχιπελάγους όπου η κυνηγετική περίοδος για την νησιώτικη πέρδικα ορίζεται από
15/9 έως 30/11

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΝΙΚ. ΠΑΠΑΔΟΔΗΜΑΣ ΙΩΑΝ. ΠΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

48
Πίνακας 7. Που έχει εγκριθεί σε ότι αφορά τα θηρεύσιμα είδη και τις περιόδους
θήρας τους από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή

49

You might also like