Professional Documents
Culture Documents
ΣΧΟΛΗ ΜΩΡΑΪΤΗ
Αθήνα 1993
Με αυτή την έννοια, το βιβλίο αυτό φιλοδοξεί να είναι μια εισαγωγή στην
κοινωνιολογική σκέψη και όχι μια κανονιστική έκθεση λέξεων και θεωριών “για μάθηση”.
Μια πρόσκληση στην κοινωνιολογική φαντασία (όπως έλεγε ο Ράιτ-Μίλς), δηλαδή στην
ανάγκη διατύπωσης ερωτημάτων όπως “τί συμβαίνει εδώ;”, “τί διακυβεύεται”, “ποιό
είναι το πρόβλημα;” και στην προσπάθεια διατύπωσης υποθέσεων για την ερμηνεία
τους, για την κατανόησή τους, για την εξήγησή τους.
Πρέπει να πάμε όμως πιο πέρα, γιατί έτσι διατυπωμένο (σαν “στοίχημα”)
εξακολουθεί να μοιάζει αυθαίρετο: γιατί δεν κάνουμε αυτό που κάνει οποιοδήποτε άλλο
εγχειρίδιο, φυσικής για παράδειγμα, μια μεθοδική εισαγωγή στις “πρώτες έννοιες”; Αν οι
κοινωνιολόγοι διέθεταν ένα κοινό corpus από αξιώματα, από έννοιες, από θεωρήματα,
αν είχαν δηλαδή κοινά αποδεκτές θεωρίες (όπως λένε πως έχουν οι φυσικοί) τότε ίσως
είχε ένα νόημα μια τέτοια “τεχνική” εισαγωγή. Όμως το ζήτημα είναι ότι δεν διαθέτουν
τέτοια συμφωνία. Αντίθετα δίνουν την εντύπωση όχι μόνο της πολυδιάσπασης αλλά και
της συστηματικής διαφωνίας (ανάμεσα σε “σχολές” και “θεωρίες”). Και, ακόμα
περισσότερο, συζητήσεις και διαφωνίες που υπήρχαν π.χ. πριν έναν αιώνα συνεχίζουν
και παθιάζουν τους κοινωνιολόγους μεταξύ τους. Οι μη “μυημένοι” πολλές φορές έχουν
δυσκολία να βγάλουν ένα συμπέρασμα και καμιά φορά θεωρούν τους κοινωνιολόγους
κάπως σαν θρησκευτικές σέκτες. Αυτή είναι μια κατάσταση αντικειμενική, που ισχύει
και στις άλλες επιστήμες του ανθρώπου (όπως η πολιτική οικονομία, η ιστορία, η
ψυχολογία, κλπ.), και που, ως “κοινωνικό φαινόμενο”, πρέπει να εξηγηθεί, αλλά που
Για τα ερωτήματα αυτά θα επανέλθουμε στο κεφάλαιο για την Πράξη και Ουτοπία.
Όμως, ήδη από τώρα πρέπει να πούμε ότι αντικείμενο της κοινωνιολογίας είναι αυτό
που οι άνθρωποι κάνουν και, ανάμεσα σε όλα όσα κάνουν είναι και κοινωνιολογία. Ή, για
να το πούμε διαφορετικά, αποτελεί κοινωνιολογικό πρόβλημα το να αναρωτηθούμε τί
είναι αυτό που κάνουμε, όπως και το τί το διαφορετικό έχει (αν έχει) η κοινωνιολογική
γνώση από τη γνώση που έχουν οι ίδιοι οι άνθρωποι για την κοινωνική τους
πραγματικότητα. Πράγμα που μπλέκεται ακόμα περισσότερο από το ότι η γνώση της
κοινωνικής πραγματικότητας συμμετέχει στην ίδια αυτή την πραγματικότητα. Μια
κοινωνιολογία της κοινωνιολογίας μοιάζει αναπόφευκτη.
***
Κάποιος που θα ερχόταν με ένα ΟΥΦΟ από τον ‘Αρη και θα κοίταζε τον αναγνώστη
του βιβλίου αυτού, θα μπορούσε να τον παρατηρήσει και να βγάλει διάφορα
συμπεράσματα κοιτώντας τη συχνότητα με την οποία κουνιούνται τα μάτια του δεξιά-
αριστερά και μετρώντας κάθε πόσες φορές μιας τέτοιας κίνησης κουνιέται και το χέρι
του, γυρίζοντας ένα από τα πολλά δεμένα και μουτζουρωμένα χαρτιά. Όμως, παρόλο
που θα είχε μια πλήρη εικόνα του τί συμβαίνει από φυσική άποψη (θα είχε μια εικόνα
της φυσικής εκτύλιξης του τί κάνει ο αναγνώστης), ωστόσο θα εξακολουθούσε να μην
“καταλαβαίνει” ότι αυτός είναι π.χ. ένας μαθητής που διαβάζει το μάθημά του
προετοιμάζοντας ένα διαγώνισμα. Δηλαδή, πρώτο σημαντικό συμπέρασμα: Η κοινωνία
δεν ανάγεται στη φυσική εκτύλιξη του πώς υπάρχει. Δεν είναι βλέποντας τους
ανθρώπους μέσα στη φυσική τους ύπαρξη που μπορούμε να καταλάβουμε τί είναι η
κοινωνία τους.
Ας πάμε πιο πέρα: Τί είναι αυτό που εμείς αναγνωρίζουμε όταν βλέπουμε “ένα-
μαθητή-που-διαβάζει-το-μάθημά-του-προετοιμάζοντας-ένα- διαγώνισμα”; Το πρώτο
απ’όλα είναι ότι αναγνωρίζουμε ένα νόημα ή μια σημασία σε αυτή την πράξη. Το νόημα
εδώ συνίσταται στο να αποδώσουμε στον μαθητή θέληση, στόχους, συναισθήματα,
σκέψεις, όλα αυτά που μετατρέπουν το φυσικό όν που βλέπουμε σε άνθρωπο, σε κάποιον
που κάτι κάνει με την υποκειμενικότητά του. Ακόμα περισσότερο, αυτή η
υποκειμενικότητά του, το νόημα που ο ίδιος δίνει σε αυτό που κάνει (ή που εμείς, έστω
λαθεμένα, του αποδίδουμε) είναι αυτό που μας κάνει να “καταλάβουμε” την πράξη του,
το ότι “διαβάζει” ένα “μάθημα” για να “δώσει εξετάσεις”. Δεύτερο συμπέρασμα: Αυτά που
Όμως, αυτή η καθημερινή μας γνώση για τον κόσμο μας δεν είναι απλό
αντικαθρέπτισμά του. Είναι ενεργητική κατασκευή του. Αυτό εννοούμε λέγοντας
“κατηγοριοποίηση”: Κατασκευή κατηγοριών που εφαρμόζονται στην πραγματικότητα
και την τροποποιούν. Δεν είναι απλές ιδέες, που μπορεί να αποδειχτούν σωστές ή
λαθεμένες. Είναι κατασκευές που, έστω και λαθεμένες, επεμβαίνουν στην πορεία του
κόσμου. Και είναι κατασκευές που δικαιώνονται από το πλαίσιό τους, δηλαδή από
άλλες κατασκευές, κ.ο.κ. Έως ότου ο κύκλος κλείσει με ένα επιφώνημα: “μα είναι
προφανές!”.
Δουλειά του κοινωνιολόγου είναι να περάσει από κριτική τις έννοιες αυτές, δηλαδή
να τις καταστήσει προβληματικές. Όχι με την έννοια ότι οι “γυναίκες” δεν είναι “παθητικές”,
κλπ., αλλά με την έννοια ότι, αν είναι έτσι, αυτό είναι κοινωνική κατασκευή και πρέπει να
εξηγηθεί κοινωνικά. Αν η κοινωνία βασίζεται στις καθημερινές πίστεις και στις διαδικασίες
με τις οποίες αυτές οι πίστεις επιβεβαιώνονται για το πόσο αυτή είναι “φυσική”,
“προφανής”, “αναλλοίωτη” ή “προγραμματισμένα εξελίξιμη”, η κριτική του κοινωνιολόγου
έχει σα στόχο να αποκαλύψει τις πίστεις αυτές σαν αυτό που είναι, δηλαδή ιδέες που
συμμετέχουν και που διαμορφώνουν την κοινωνική πραγματικότητα. Η κοινωνιολογική
κριτική δεν είναι μια υποκειμενική “μανία” των κοινωνιολόγων, γιατί και οι δικές τους
κατασκευές κινδυνεύουν να πιαστούν από τα δίχτυα της κοινωνικής πραγματικότητας
και να γίνουν επίσης μύθοι. Η κοινωνιολογική κριτική είναι, έτσι, μια μεθοδολογική
αναγκαιότητα για όποιον ψάχνει την αλήθεια (που είναι και η βασική αξία της όποιας
επιστημονικής πρακτικής).
***
⌦Έχουμε έναν εξεταστή και τον εξεταζόμενό του (στο σχολικό πλαίσιο, συνήθως παίρνει
τη μορφή του καθηγητή με τους μαθητές του). Είναι μια κοινωνική κατάσταση όπου
κάτι συμβαίνει (εξέταση) και διάφορα άτομα δρουν το ένα σε σχέση με το άλλο. Το τί
ακριβώς κάνει ο καθένας ανάγεται στον κοινωνικό του ρόλο (βλέπε κεφάλαιο περί Ρόλων).
Το θέμα μας είναι ότι η εξέταση ακολουθεί το πρότυπο των ερωταπαντήσεων. Είναι
δηλαδή ζεύγη ομιλίας θεσμικά κατοχυρωμένα. Ο καθηγητής ξέρει πως πρέπει να ρωτήσει
και ο μαθητής ξέρει πως έχει να απαντήσει. Θα μπορούσαμε να ερευνήσουμε κατά πόσο
⌦Μένει να αναρωτηθούμε τί είναι αυτό που ρωτάει ο εξεταστής. Ο κανόνας είναι ότι ο
εξεταστής ρωτάει κάτι που ο ίδιος πρέπει να ξέρει (δηλαδή η ερώτηση είναι απλώς
μορφή, δεν πρόκειται για ειλικρινή ερώτηση που κάποιος θέτει για να μάθει κάτι). Ο
εξεταζόμενος από την πλευρά του πρέπει να δώσει μια απάντηση, αλλά ούτε αυτή η
απάντηση είναι αληθινή απάντηση. Δεν έχει στόχο να δώσει μια άμεση πληροφορία στον
εξεταστή του. Ίσα-ίσα υποθέτει πως ο εξεταστής ξέρει την απάντηση και ο ίδιος πρέπει
να του δώσει μια απάντηση που να ταιριάζει με αυτήν. Ασφαλώς, του δίνει ταυτόχρονα
μία πληροφορία (για το αν έχει πάρει στα σοβαρά το μάθημά του, αν έχει προετοιμαστεί
κατάλληλα, κλπ.), αλλά η πληροφορία αυτή είναι πλάγια δεν είναι ευθεία. Δεν συνίσταται
σε αυτό που λέει, συνίσταται στη σύγκλιση αυτού που λέει με αυτό που έχει στο μυαλό
του ο εξεταστής. Το περιεχόμενο της απάντησης είναι απλώς ένας δείκτης, ένα στοιχείο,
μια ένδειξη.
Επιπλέον, για να δώσει την απάντηση, πρέπει να ερμηνεύσει την ερώτηση σαν
αυτό που είναι, δηλαδή σαν μια ψεύτικη ερώτηση της οποίας η απάντηση είναι ήδη
γνωστή στον ερωτώντα και η οποία γίνεται για να απαντηθεί. Το σημαντικό επομένως
είναι για τον ερωτώμενο να ανακαλύψει τί μπορεί να κρύβει η ερώτηση ή καλύτερα
ποιανής απάντησης είναι ερώτηση. Εξού και η σημασία των δεικτικών στοιχείων της
ερώτησης (δηλαδή των στοιχείων που θα μπορούσαν σαν σημάδια να οδηγήσουν στην
απάντηση). Η ίδια η ερώτηση δεν έχει τόση σημασία, θα μπορούσε να είναι άλλωστε και
μια οποιαδήποτε άλλη. Το μόνο που μετράει είναι το πλαίσιο που μπορεί να οδηγήσει
στην αναμενόμενη απάντηση. [Ο εξεταζόμενος, έτσι, έχει ένα σύνθετο ερμηνευτικό
πρόβλημα να λύσει. Και όμως, γενικά, το λύνει χωρίς δυσκολία: Σπάνια εξεταζόμενος
αποτυχαίνει στο πλαίσιο που πρέπει να εφαρμόσει: και, όταν το κάνει, π.χ. παίρνοντας
την ερώτηση σαν ευθεία και όχι πλάγια και δίνοντας μια “αυθεντική” απάντηση, ίσως δεν
είναι αποτυχία, αλλά στρατηγική ή και παράσταση, όπως αυτός που δίνει μια κόλλα
λευκή ζωγραφίζοντας μια μούτζα.]
⌦Η απάντηση, με τη σειρά της, μπαίνει σε μία τρίτη στιγμή: Πρέπει η ίδια να ερμηνευθεί
⌦Τέλος, συνήθως, η εξέταση φτάνει και στο τελευταίο στάδιό της, της κατοχύρωσης, με
την αξιολόγηση. Αυτή μπορεί να πάρει πολλές μορφές (από ένα μπράβο, ένα χαμόγελο,
ώς μια πιο τεχνική έκφραση που είναι ένας βαθμός). Πρέπει βέβαια το νόημα της
πράξης να είναι εξασφαλισμένα μονοσήμαντο, δηλαδή να μπορεί να ερμηνευτεί με τη
σειρά του από αυτόν που θα το ακούσει (είτε ο ίδιος ο ερωτώμενος, είτε μια επιτροπή
αξιολόγησης για πρόσληψη σε τράπεζα, είτε...). Από μια άποψη μάλιστα αυτός ήταν και
ο αρχικός στόχος (το νόημα) που έδιναν όλοι οι συμμετέχοντες. Στην αξιολόγηση,
υπάρχουν προβλήματα “μέτρησης”, ακόμα και ερμηνείας της απόκλισης από την
αναμενόμενη απάντηση, αλλά το σημαντικό είναι πως αποτελεί την κύρια κοινωνική
επικύρωση της όλης διαδικασίας. Ολόκληρη η κοινωνική αυτή διάδραση δεν γίνεται
παρά για να φτάσει σε αυτή την αποκορύφωση, που θα αποκαλύψει την αλήθεια της
προϊστορίας της: Με βάση αυτήν θα μπορέσει να επανερμηνευτεί η ιστορία, η βιογραφία
του ατόμου, αυτό που “από πάντα ήταν”. Η αξιολόγηση θα δώσει ένα καινούργιο νόημα,
δηλαδή θα κατασκευάσει μια νέα κοινωνική (και ατομική) πραγματικότητα, που
ενυπήρχε (έστω και αν δεν ήταν ορατή). Και θα επιτρέψει στη νέα αυτή πραγματικότητα
να διεξαχθεί, να γίνει πράξη (για παράδειγμα θα προσληφθεί ο εξεταζόμενος στην τράπεζα
ή θα απορριφθεί).
⌦Σε κοινωνιολογικούς όρους, αυτό που περιγράψαμε είναι ένας θεσμός, δηλαδή ένα
κοινωνικά ορισμένο πλαίσιο αμοιβαίων συμπεριφορών ανάμεσα σε διάφορα άτομα που
έχουν αναλάβει συγκεκριμένους κοινωνικούς ρόλους. Η περιγραφή μας περιλαμβάνει
και ορισμένους κοινωνικούς κανόνες (π.χ. υποχρέωση απάντησης και μετά ερμηνείας
και αξιολόγησης). Θα μπορούσε άλλωστε να επεκταθεί και σε άλλες (δυνατότητα ή όχι
αντιγραφής, συνεργασίας, κλπ.) καθώς και ορισμένους συμπληρωματικούς μηχανισμούς
(όπως ενδεχόμενους επιτηρητές), αλλά τα αφήνουμε εδώ στην άκρη.
·Θα μπορούσαμε ακόμα να εξηγήσουμε την όλη διάδραση σαν μια δυναμική διαδικασία
όπου διακυβεύονται πράγματα για τους συμμετέχοντες (κύρος, επαγγελματική διέξοδος,
κλπ.) και να την δούμε σαν προϊόν στρατηγικής δράσης των ατόμων. Θα μπορούσαμε
έτσι να εξηγήσουμε τα λεπτά σημεία ισορροπίας στα οποία καταλήγουν μετά από
διαπραγμάτευση και σύγκρουση εξεταστές και εξεταζόμενοι και θα βλέπαμε ότι αυτά
ποτέ δεν είναι δεδομένα (όπως ίσως φανταζόμαστε), “αντικειμενικά”.
·Επίσης, μια άλλη γραμμή έρευνας θα μπορούσε να κατευθυνθεί προς τους παράγοντες
(κοινωνικούς, οικογενειακούς, νοητικούς ή συναισθηματικούς) που εκφράζονται στα
τελικά αποτελέσματα της αξιολόγησης. Μια άλλη γραμμή έρευνας θα μπορούσε να
ασχοληθεί με το διαφοροποιημένο νόημα που δίνουν στις γνώσεις και στην εξέταση οι
διάφορες κοινωνικές κατηγορίες και στρώματα. Θα ανακαλύπταμε έτσι ότι ούτε από την
πλευρά αυτή τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο παρουσιάζονται: Αντίθετα απ’ό,τι
παρουσιάζεται, η αξιολόγηση δεν αφορά τα άτομα, αλλά τις κοινωνικές ομάδες και τις
τάξεις, είτε σαν ικανότητες είτε σαν στόχους. Είναι μια κοινωνική αξιολόγηση της γνώσης
που ήδη έχουν σαν τάξεις. Είναι μια αξιολόγηση που -αντίστροφα- οι τάξεις δίνουν στους
εξεταστικούς μηχανισμούς ειδικά και στην κοινωνία γενικότερα. Η εξέταση γίνεται έτσι
ένας κοινωνικός μηχανισμός τυποποίησης ή κατοχύρωσης μιας κοινωνικής
διαφοροποίησης που υπάρχει έξω από αυτήν και εντάσσεται στους μηχανισμούς
αναπαραγωγής της κοινωνίας (για τα φαινόμενα κοινωνικής κινητικότητας
παραπέμπουμε στο αντίστοιχο κεφάλαιο).
·Η επιλογή που κάνουν οι εξετάσεις είναι μια κοινωνική επιλογή, με την έννοια ότι έτσι
κατασκευάζουν μια κοινωνική “κατηγοριοποίηση”, που συνήθως ονομάζεται
“αξιοκρατία”. Δηλαδή χωρίζουν τους “καλούς” από τους “κακούς”, τους “άξιους” από
τους “ανάξιους” (σχετικά ίσως με τα κριτήρια και τις θέσεις). Εδώ πρέπει να παραμείνουμε
λίγο περισσότερο. Το κοινωνιολογικό πρόβλημα είναι ότι έχουμε μια κοινωνική διαδικασία
που κατασκευάζει “καλούς” και “κακούς” μαθητές (ή “άξιους” και “ανάξιους”
υπαλλήλους). Το πρόβλημά μας δεν είναι παιδαγωγικό ούτε ψυχολογικό, δηλαδή δεν
είναι τα προσωπικά προβλήματα του τάδε συγκεκριμένου μαθητή. Προφανώς οι
άνθρωποι είναι διαφορετικοί και ο καθένας έχει τη δική του προσωπικότητα. Το ζήτημα
δεν είναι αυτές οι διαφοροποιήσεις που κάνουν τον ένα καλό μουσικό και τον άλλον
καλό τεχνίτη, το ζήτημα είναι η ίδια η διαφοροποίηση σε “καλούς” και “κακούς”. Ασφαλώς,
εμείς που συμμετέχουμε στην κοινωνία μας, αποδεχόμαστε την κατηγοριοποίηση αυτή.
Και μάλιστα όχι μόνο την αποδεχόμαστε, αλλά τη βλέπουμε σαν κάπως φυσική ή
προφανή, αν και συνδυάζουμε διάφορες, ίσως και αντιφατικές, θεωρίες για να την
εξηγήσουμε (“βιολογικές” διαφορές, διαφορές “κοινωνικής προέλευσης”, ηθικές
κατηγορίες όπως “τεμπελιά”, κλπ.). Όμως το θέμα παραμένει ότι πρόκειται για μια
κοινωνική κατασκευή, που δεν φαίνεται να υπήρξε σε άλλες κοινωνίες (εκτός ίσως από
την Κίνα των μανδαρίνων).
·Μπορούμε ακόμα να δούμε το εξεταστικό σύστημα όχι μόνο σαν πνεύμα της
γραφειοκρατίας αλλά και να αναρωτηθούμε για τον τύπο της γνώσης που παράγει ή για
το πολιτιστικό σύστημα στο οποίο εντάσσεται. Θα έπρεπε τότε να εξηγήσουμε τις αξίες
και τον πολιτισμό που δένει ή που βρίσκεται στη βάση μιας αξιοκρατικής κοινωνίας.
Ακολουθώντας την πολιτιστική ανθρωπολογία θα μπορούσαμε να την δούμε σαν ένα
·Για την εξήγηση αυτή θα μπορούσαμε να ακολουθήσουμε και μια πιο μαρξιστική σκοπιά
ανάλυσης και να δούμε την ορθολογική γνώση σαν τη γνώση που χρειάζεται ένα
συγκεκριμένο σύστημα ταξικής κυριαρχίας. Ένα σύστημα που αλλοτριώνει (ή τείνει να
αλλοτριώσει) τους άμεσους παραγωγούς από τη διαδικασία της εργασίας (από το τί
παράγουν, πώς το παράγουν και γιατί το παράγουν). Θα αναλύαμε έτσι την επιστήμη και
τη γνώση σαν “αντικειμενοποιημένα” πράγματα, που τα ιδιοποιείται ο ένας κοινωνικός
πόλος (το κεφάλαιο) αφαιρώντας την κατανόηση των κοινωνικών διαδικασιών από τον
άλλο (την εργασία). Και θα αναλύαμε την ίδια την εξεταστική διαδικασία σαν μια διαδικασία
όπου διακυβεύονται σχέσεις κυριαρχίας ανάμεσα σε κοινωνικές τάξεις και τον τύπο της
γνώσης της όχι απλώς σαν ορθολογικοποιημένης αλλά και σαν προσανατολισμένης στη
συσσώρευση του κεφαλαίου, είτε με τη μορφή της υλικής του ύπαρξης (φυσικών
επιστημών προς τεχνολογικές καινοτομίες) είτε με τη μορφή της πολιτικο-ιδεολογικής
του ύπαρξης (της χειραγώγησης των ανθρώπων γενικά και των εργαζομένων ειδικότερα).
·Θα μπορούσαμε άλλωστε να συνδυάσουμε ορισμένες από τις οπτικές αυτές και να
αναλύσουμε για παράδειγμα την κοινωνική επιλογή σαν ταξική επιλογή ή να δούμε την
κατασκευή των “ανάξιων” σαν ουσιαστικό συστατικό της ορθολογικοποιημένης και
γραφειοκρατικοποιημένης γνώσης. Τα μονοπάτια είναι πολλά και τα προβλήματα που
το καθένα μπορεί να γεννήσει είναι επίσης απρόσμενα, δύσκολα ή και αβέβαια. Απλώς
θέλαμε εδώ να δείξουμε ότι το μόνο που δεν είναι κοινωνιολογία είναι ο εφησυχασμός
στην ασφάλεια των καθημερινών μας πίστεων, στο “ευνόητο” του κοινωνικού μας κόσμου,
μεγάλου ή μικρού...
***
⌦Οικογένεια
⌦Κοινωνική κινητικότητα
⌦Πίστεις
Το κάθε κεφάλαιο είναι γραμμένο σαν ενότητα γύρω από ένα θέμα, που όμως
δίνει την ευκαιρία να παρουσιαστούν διάφορες κάθε φορά θεματικές και διάφορες
κοινωνιολογικές προσεγγίσεις. Ο κύριος στόχος τους είναι να παρουσιάσουν ένα
πρόβλημα: Δηλαδή όχι να περιγράψουν ένα “αντικείμενο” αλλά να προσπαθήσουν να
απαντήσουν στο ερώτημα “ποιό είναι το πρόβλημα;”.
"Έτσι, για παράδειγμα στο κεφάλαιο Πράξη και Ουτοπία, αποφύγαμε να δώσουμε
τεχνητούς ορισμούς περί τάξεων, αλλά προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε γιατί υπάρχει μια
συζήτηση περί τάξεων, τί διακυβεύεται σε αυτή τη συζήτηση.
"Το ίδιο αυτό μέλημα μας έκανε, για παράδειγμα στο κεφάλαιο περί Οικογένειας, να
δώσουμε βάρος στην “απαγόρευση της αιμομιξίας”. Γενικότερα, το κεφάλαιο αυτό είναι
γραμμένο κάτω από την οπτική του να δειχτεί η σχετικότητα της κοινωνικής μας
κατασκευής περί οικογένειας και για αυτό δώσαμε λιγότερο βάρος στην κοινωνιολογία
της σημερινής οικογένειας και περισσότερο βάρος σε εθνολογικά ή ανθρωπολογικά
δεδομένα καθώς και στην ιστορική έρευνα.
"Στο κεφάλαιο για τους Ρόλους και τις Θέσεις παρουσιάζουμε τις δύο αυτές έννοιες
προσπαθώντας να ρίξουμε το βάρος στο πώς εμείς οι άνθρωποι στηρίζουμε τις
κοινωνικές μας κατασκευές. Εννοείται, ότι θα μπορούσε να εισάγει κανείς το ίδιο θέμα
με πολλές οπτικές (π.χ. θεσμούς ή κανόνες ή ηθική κλπ.).
***
Γιατί επιλέξαμε αυτά τα θέματα και αυτές τις θεωρίες; Ο συγγραφέας θα μπορούσε
να βρει “μεθοδολογικές” ή “παιδαγωγικές” δικαιολογίες, αλλά φαντάζεται πως κατά πολύ
θα ήταν απλώς δικαιολογίες. Ίσως τα ενδιαφέροντά του, η “βιογραφία” του, να έχουν
παίξει μεγαλύτερο ρόλο. Απλώς υποκειμενικά βεβαιώνει ότι η θέλησή του ήταν να
μεταδώσει όσο καλύτερα μπορούσε την όρεξή του για κοινωνιολογία, δηλαδή να πείσει
στην πράξη για την αναγκαιότητα της κοινωνιολογικής σκοπιάς, ακόμα και για αυτόν
που ουδόλως έχει όρεξη να γίνει κοινωνιολόγος.
***
⌦Επιπλέον, κάναμε μια μεγάλη ίσως χρήση των εισαγωγικών. Όταν δεν είναι λέξεις
παρμένες από κάποιον συγγραφέα, με τα εισαγωγικά θέλαμε να επισημάνουμε ότι “κάτι
τρέχει” με την έννοια αυτήν, είτε ότι δεν παίρνεται στην κυριολεκτική της σημασία είτε, και
εδώ είναι το σημαντικό, ότι είναι μια έννοια που πρέπει να εξεταστεί προσεκτικά, ότι είναι
μια έννοια προβληματική, ή ότι είναι μια έννοια που αποδίδουν οι ίδιοι οι άνθρωποι αλλά
που εμείς δεν έχουμε κανέναν λόγο να την πάρουμε τοις μετρητοίς ή που πρέπει να την
δούμε σαν κοινωνική κατασκευή. Είναι αλήθεια ότι τα εισαγωγικά καμιά φορά βαραίνουν
το κείμενο και είναι αλήθεια επίσης ότι αποτελούν έναν οδηγό ανάγνωσης αρκετά
επιλεκτικό. Όμως, τελικά, τα κρατήσαμε σαν σημάδια προβληματισμού, που θα
μπορούσαν σε πρώτη ανάγνωση ακόμα και να αγνοηθούν.
⌦Το αντίστροφο συμβαίνει με τη χρήση του “κλπ.”. Όπως έχουν δείξει οι κοινωνιολόγοι,
το “κλπ.” συμπυκνώνει την καθημερινή μας γνώση, όπως την παραδεχόμαστε σαν
***
Ομολογώ ότι δεν το ξέρω και ομολογώ ότι δύσκολα βλέπω την κοινωνιολογία να
εντάσσεται σε γραφειοκρατικά συστήματα κατοχύρωσής της, δηλαδή σε εξετάσεις, χωρίς
να χάσει τη βασική κριτική της χροιά (και όποιος λέει “κριτική” εννοεί υποκειμενική,
αυθεντική κριτική, κριτική που ασκεί με όλο του το “είναι” ένα υποκείμενο, π.χ. ο
μαθητής). Ομολογώ ακόμα ότι το βιβλίο αυτό δεν βλέπω πώς μπορεί να είναι “εξετάσιμο”,
με μια συμβατική άποψη (δηλαδή να περιέχει ένα corpus από “αλήθειες” που να μπορούν
να αναπαραχθούν). Βέβαια, ξέροντας σαν κοινωνιολόγος ότι η κοινωνική πραγματικότητα
είναι αυτή που εμείς όλοι φτιάχνουμε και ξαναφτιάχνουμε καθημερινά, παρά τις
αμφιβολίες που διατηρώ, φαντάζομαι ότι μια εισαγωγή στην κοινωνιολογία -έτσι όπως
διαφαίνεται μέσα από το βιβλίο αυτό- δεν είναι ουτοπική σκέψη: Η πεποίθησή μου αυτή
στηρίζεται σε όλες τις παρατηρήσεις, σκέψεις, κριτικές, τον ενθουσιασμό, αλλά και την
βαρεμάρα και την αντίδραση, που είδα να έχουν στην πράξη οι μαθητές μου: Αντίθετα
από το σχήμα που φαίνεται να μας διακατέχει, οι μαθητές μου πάντα είχαν τη διάθεση
και τις ικανότητες να θέτουν ερωτήματα και να διατυπώνουν υποθέσεις, όταν ασφαλώς
μπορούσαν να ξεφύγουν από το ρόλο τους της προετοιμασίας του βιβλίου που είχαν να
απομνημονεύσουν. Σε όλους αυτούς δεν μπορώ παρά να αφιερώσω το βιβλίο μου: Εν
μέρει είναι και συγγραφείς του.
Τάσος Αναστασιάδης