Professional Documents
Culture Documents
ΠΡΑΚΤΙΚΑ / PROCEEDINGS
ΤΟΜΟΣ 2 / VOLUME 2
ii
8 t h In terna tiona l H ydrog eo log ica l Congress o f G r eece -
3 r d MEM Wo rkshop on Fissu red Rocks H ydro log y 673
Περίληψη
Η προέλευση των διαφόρων τύπων νερών του νησιού της Σαντορίνης ερευνήθηκε μέσω
χημικών και ισοτοπικών αναλύσεων. Τα θερμά νερά φαίνεται πως είναι το αποτέλεσμα
ανάμιξης μετεωρικών νερών και του θαλασσινού νερού, με εμφανή τα φαινόμενα
αλληλεπίδρασης του νερού με τα πετρώματα. Το γεωθερμόμετρο K2/Mg που επιλέχθηκε για
ορισμένα θερμά νερά, έδειξε θερμοκρασίες του βαθιού ταμιευτήρα 70-80οC, ενώ το ζεστό νερό
της Παλαιάς Καμμένης δε θεωρήθηκε αξιόπιστο για την εφαρμογή κάποιου γεωθερμομέτρου
εξαιτίας της ανάμιξής του με το θαλασσινό νερό.
DOTSIKA E, RACO B., POUTOUKIS D., ALBANAKIS K., PSOMIADIS D., ZISI N.,
ARVANITIS A.
Abstract
The Aegean volcanic arc is the result of a lithosphere subduction process during the Quaternary
period. Volcanic activities are still pronounced at Santorini in form of seismic activity, of
craters of hydrothermal explosions, hot fumaroles and thermal fluids. A significant number of
fresh water springs emerge in the vicinity of hot waters of Santorini. Chemical and isotopic
analyses were applied on water samples collected in different areas of the region of Santorini in
order to determine the origin of these fluids. Stable isotopes of water have been used to evaluate
the origin of cold and thermal water. Chemical solute concentrations and isotopic contents of
waters show that these fluids represent active geothermal systems. Thermal waters are the result
of mixing between seawater and meteoric waters, with phenomena of water-rock interaction
being present. The selected geothermometer of K2/Mg is used to determine the temperatures of
the deep reservoir for some thermal water samples of the region (70-80οC), while the hot water
from Palea Kammeni is not considered reliable for the application of a geothermometer, due to
its mixing with seawater. In total, 23 samples of water were processed chemically and
isotopically. Among them, 2 rain waters and one sample of sea water are included. Generally,
the origin of different types of thermal and semi-thermal waters from Santorini varies, with
main factors the mixing with sea water and with shallow aquifers. These waters have been
affected by the water-rock interaction during their circulation into the geothermal system. The
different isotopic composition of fresh waters is due to the different supply altitude, while in
Palea Kammeni the enrichment in δ18O, Ca2+ and HCO3- shows that sea water is affected by
deep circulation in the geothermal system. Several geothermometers have been used to estimate
the temperature of the deep reservoirs.
1. Εισαγωγή
Η Σαντορίνη ανήκει στο ηφαιστειακό τόξο του Αιγαίου πελάγους, μαζί με τα ηφαιστειακά
κέντρα της Αίγινας, των Μεθάνων, της Μήλου, της Κω και της Νισύρου. Αυτό το τόξο
αντιπροσωπεύει τη νεότερη φάση ηφαιστειακής δραστηριότητας στον ευρύτερο χώρο και τη
μόνη που συνδέεται με την ζώνη καταβύθισης. Η γεωθερμική και ηφαιστειακή δραστηριότητα
παραμένει έντονη κατά μήκος του τόξου (Delibasis et al. 1990, Duitt et al. 1989, Perissoratis et
al. 1990). Το ηφαίστειο της Σαντορίνης δημιουργήθηκε κατά το Τεταρτογενές ως αποτέλεσμα
της διαδικασία της λιθοσφαιρικής καταβύθισης (Le Pichon and Angelier 1979). Ο αριθμός των
θερμών πηγών είναι αρκετά μεγάλος στην περιοχή της Σαντορίνης και τα νερά αυτά
παρουσιάζουν αυξημένη αλατότητα.
Μια σημαντική χημική παράμετρος που χρησιμοποιείται στις γεωχημικές έρευνες είναι το
χλώριο. Η υψηλή συγκέντρωση του χλωρίου στους περισσότερους βαθιούς υδροφόρους
ορίζοντες αποδίδεται ή σε άμεση διείσδυση θαλασσινού νερού, ή σε αυξημένη επιφανειακή
εξάτμιση, ή σε διάλυση των εβαποριτών, ή επίσης σε ανθρώπινη μόλυνση, σε απορρόφηση
μαγματικών αερίων στο υπόγειο νερό και σε τροποποιημένο θαλασσινό και γεωθερμικό νερό.
Αν και το χλώριο μπορεί να προστεθεί σε βαθιούς υδροφόρους ορίζοντες από διαφορετικές
πηγές, η τιμή του αυξάνει μόνο μέσω της ανάμιξης. Επιπρόσθετα, ο συσχετισμός των σταθερών
ισοτόπων δ18O- δ2H με τα κύρια χημικά στοιχεία βοηθά σημαντικά στην έρευνα των
διαδικασιών εξάτμισης και ανάμιξης επειδή αυτά παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τις πηγές
των υδάτων (Eriksen et al. 1990). Πιο ειδικά, η ισοτοπική σύνθεση των δ18O- δ2H στα υπόγεια
νερά επηρεάζεται βασικά από το υψόμετρο τροφοδοσίας, την αλληλεπίδραση νερού-
πετρώματος και την ανάμιξη διαφορετικών ρευστών. Στους βαθιούς θερμούς ορίζοντες η σχέση
μεταξύ δ18O- δ2H μπορεί να καθορίσει την ισοτοπική ανταλλαγή του 18O με το πέτρωμα.
Με τη χρήση των γεωθερμομέτρων προσδιορίστηκαν οι θερμοκρασίες του βαθιού ταμιευτήρα.
Στην εργασία αυτή με τη χρήση χημικών και ισοτοπικών παραμέτρων εκτιμάται και
προσδιορίζεται η προέλευση των διαφόρων τύπων νερών του νησιού.
κυρίαρχα στην περιοχή μελέτης. Γενικώς τα κρύα νερά καλύπτουν όλο το φάσμα των φυσικά
εμφανιζόμενων νερών, από τα Cl- - έως τα HCO3- -νερά. Ορισμένα από αυτά παρουσιάζουν
ποικίλες τιμές των λόγων SO4/HCO3 και Cl/HCO3. Αυτές οι τιμές των λόγων οφείλονται πιθανά
στην προσθήκη CO2 και H2S στους ρηχούς υδροφόρους ορίζοντες.
Τα ημίθερμα νερά τοποθετούνται στον τομέα των χλωριούχων στο τριγωνικό διάγραμμα με
διάφορες τιμές του λόγου Cl/HCO3 . Επίσης, ορισμένα θερμά νερά έχουν το Cl- ως κύριο ιόν,
αλλά έχουν επίσης σχετικά υψηλή περιεκτικότητα σε HCO3. Η υψηλή περιεκτικότητα σε Cl-
συνδυάζεται επίσης με μια αύξηση της αλατότητας δείχνοντας ότι η αλατότητα αυτών των
νερών οφείλεται στη θαλάσσια διείσδυση.
Σχήμα 2. Τριγωνικό διάγραμμα Cl- - SO42- - HCO3- . Η διακεκομμένη γραμμή χωρίζει τους τρεις
τομείς του διαγράμματος.
Figure 2. Triangular diagram Cl- - SO42- - HCO3- . Dot line distinguishes the three sectors of the
diagram.
Το διάγραμμα δ18Ο vs δ2Η δίδεται στο Σχήμα 3. Στο ίδιο διάγραμμα έχει σημειωθεί η
Παγκόσμια Γραμμή Μετεωρικών Νερών (Global Meteoric Water Line, GMWL) (Craig, 1961).
Γενικά, μια ισοτοπική σχέση ανάμεσα στα δ2H και δ18O με κλίση περίπου στο 8 είναι
φυσιολογική για τα κρύα νερά όλων των τύπων (Craig, 1961), όπως επίσης και για τα
επιφανειακά νερά που δεν υπόκεινται σε έντονη εξάτμιση σχετικά με τα νερά εισόδου. Στην
Ελλάδα ο παράγοντας συσχέτισης για τα νερά της βροχής είναι : δD= 7.2 *δ18O + 9.3 (IAEA,
1981).
Τα σημεία που εκπροσωπούν τα θερμά νερά βρίσκονται πλησίον του τοπικού θαλασσινού
νερού στο Σχήμα 3. Τα υπόλοιπα ημίθερμα νερά παρουσιάζουν δ18O και δD μεταξύ των
μετεωρικών και των γεωθερμικών νερών.
Η περιεκτικότητα σε σταθερά ισότοπα δείχνει αρκετά μεγάλες διακυμάνσεις, σε δ18O (–6 έως 2
‰) και σε δD (–34,6 έως 6,2 ‰). Στο Σχήμα 3, η παρατηρούμενη διακύμανση των τιμών των
κρύων νερών, από -5,53 έως -3,38 και -30,9 έως -18,8‰ για το δ18O και δD αντίστοιχα,
αποδίδεται στην εποχικότητα και την υψομετρική διαφορά. Επίσης, ορισμένα θερμά νερά
ημίθερμα νερά της Σαντορίνης κατανέμονται επίσης πάνω στην ευθεία που ενώνει το
θαλασσινό νερό με τα τοπικά κρύα νερά (Σχήμα 3), γεγονός που δείχνει ότι αυτά τα ημίθερμα
νερά προέρχονται από την ανάμιξη σε διαφορετικό βαθμό μετεωρικού και θαλασσινού νερού.
Τα ισοτοπικά δεδομένα επιβεβαιώνουν την διείσδυση της θάλασσας στους υδροφόρους
ορίζοντες της Σαντορίνης.
Για την ποσοτικοποίηση της συμμετοχής του θαλασσινού νερού στο βαθύ υδροφόρο ορίζοντα
χρησιμοποιήθηκε η σχέση δ18O-Cl-. Στο διάγραμμα δ18O versus Cl- (Σχήμα 4) τα σημεία που
εκπροσωπούν τα νερά της Σαντορίνης διαγράφουν μια ευθεία, η οποία τέμνει τον άξονα x στην
τιμή δ18O ίση με -5.6 ‰. Αυτή η τιμή αντιστοιχεί στη μέση περιεκτικότητα των τοπικών
μετεωρικών νερών. Πράγματι, τα δείγματα βροχής που συλλέχθησαν στην περιοχή μετρήθηκαν
να έχουν ίδια ισοτοπική σύσταση.
Σχήμα 4. Διάγραμμα δ18Ο vs Cl-. Με διακεκομμένη γραμμή απεικονίζεται η γραμμή ανάμιξης των
μετεωρικών νερών και του θαλασσινού νερού.
Figure 4. Diagram δ18Ο vs Cl-. The dotted-line represents the mixing line between meteoric
waters and seawater.
Με βάση τις σχέσεις μεταξύ σταθερών ισοτόπων και Cl-, υπολογίστηκε η συμμετοχή του
θαλασσινού νερού σε ορισμένα δείγματα της Σαντορίνης. Η ίδια εξίσωση ισορροπίας μπορεί
επίσης να εφαρμοστεί χρησιμοποιώντας μόνο το Cl-, με την προϋπόθεση ότι η περιεκτικότητα
σε Cl- προέρχεται μόνο από τη θάλασσα. Αυτές οι τρεις εξισώσεις ισορροπίας δίνουν όμοια
αποτελέσματα. Η συμμετοχή του θαλασσινού νερού (ή θαλασσινού νερού που θερμάνθηκε)
υπολογίστηκε περίπου 25%, για τα θερμά νερά της περιοχής (Πλάκα, Χριστού, Παλαιά
Καμμένη). Για το δείγμα Βλυχάδα το ποσοστό αυτό φτάνει το 11%. Για το δείγμα Ακρωτήρι
παρουσιάζεται αυξημένη η συμμετοχή του θαλασσινού νερού, αγγίζοντας το 35%.
5. Γεωθερμομετρία
Για την εκτίμηση της θερμοκρασίας των βαθύτερων γεωθερμικών ρευστών εφαρμόσθηκαν τα
χημικά γεωθερμόμετρα SiO2 (Fournier 1981), Na/K (Arnorrson et al., 1983), Na-K-Ca
(Fournier and Truesdell 1973), Νa-Li (Fouillac and Michard 1981), K-Mg (Giggenbach et al.,
1983) και Li-Mg (Kharaka & Mariner 1989) στα γεωθερμικά νερά περιοχών της Σαντορίνης.
Τα αποτελέσματα της εφαρμογής αυτών των χημικών γεωθερμομέτρων αναγράφονται στον
Πίνακα 1.
Πίνακας 1. Εκτίμηση της θερμοκρασίας (οC) του βαθιού ταμιευτήρα με τη χρήση γεωθερμομέτρων
στα γεωθερμικά νερά περιοχών της Σαντορίνης.
Table 1. Estimation of the temperature (οC) of the deep reservoir by the use of geothermometers
for the geothermal waters of the Santorini region.
ΠΕΡΙΟΧΗ
151,0
S-1 34,0 131,4 104,1 -34,2 82,1 18,5
(β=1/3)
ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ
167,4
S-2 --- 95,9 130,9 ---- 107,7 ---
(β=1/3)
143,5
S-3 31,0 93,9 105,2 -17,6 70,0 20,3
(β=1/3)
171,2
S-4 36,4 130,2 107,1 ---- 101,9 ---
(β=1/3)
(S1) και Βλυχάδα (S3) μπορεί να είναι αποτέλεσμα της ανάμιξης ενός θαλασσινού νερού που
θερμάνθηκε από ατμό και των τοπικών υπόγειων νερών. Δεχόμενοι ότι το K2/Mg
γεωθερμόμετρο λειτουργεί αξιόπιστα σε αυτή την περίπτωση, οι θερμοκρασίες ισορροπίας για
τα δείγματα Πλάκα και Βλυχάδα είναι 82oC and 70oC αντίστοιχα. Αυτές οι τιμές υποδεικνύουν
ότι οι πηγές Πλάκα και Βλυχάδα δεν συνδέονται με βαθιά γεωθερμικά ρεζερβουάρ υψηλής
ενθαλπίας.
Σχήμα 5. Κατάταξη των νερών περιοχών της Σαντορίνης πάνω στο τριγωνικό διάγραμμα του
Giggenbach (1988).
Figure 5. Classification of Santorini waters on the triangular diagram of Giggenbach (1988).
6. Συμπεράσματα
Η προέλευση των διαφόρων τύπων θερμών και ημίθερμων νερών στη Σαντορίνη ποικίλει,
έχοντας όμως ως βάση την ανάμιξη θαλασσινού και μετεωρικού νερού. Η χημική και ισοτοπική
τους σύσταση έδειξε ότι τα νερά αυτά έχουν επηρεαστεί σε κάποια βαθμό (μεγαλύτερο ή
μικρότερο) από την αλληλεπίδραση νερού-πετρώματος κατά την κυκλοφορία των υδάτων στο
γεωθερμικό σύστημα. Η διακύμανση των τιμών των σταθερών ισοτόπων στα κρύα νερά
οφείλεται στην εποχικότητα αλλά και στο διαφορετικό υψόμετρο τροφοδοσίας, ενώ στο δείγμα
Παλαιά Καμμένη ο εμπλουτισμός στα δ18Ο, Ca++ και HCO3- δείχνει ότι το θαλασσινό νερό που
συμμετέχει έχει τροποποιηθεί κατά την βαθιά κυκλοφορία εξαιτίας της αλληλεπίδρασής του με
τα πετρώματα. Τα υπόλοιπα θερμά νερά (Πλάκα, Χριστού, Βλυχάδα) φαίνεται ότι προέρχονται
από την ανάμιξη μεταξύ θαλασσινού νερού και ρηχών μετεωρικών νερών. Έχοντας ως
δεδομένη την συμμετοχή του θαλασσινού νερού στις πηγές της Σαντορίνης, χρησιμοποιήθηκαν
εξισώσεις ισορροπίας για να προσδιοριστεί το ποσοστό αυτής της συμμετοχής. Οι εξισώσεις
ισορροπίας εφαρμόστηκαν με βάση τόσο το Cl- όσο και το 18Ο, δίνοντας όμοια αποτελέσματα
στο ποσοστό συμμετοχής της θάλασσας (περίπου 25%).
Για τον προσδιορισμό της θερμοκρασίας των βαθιών ταμιευτήρων των θερμών ρευστών,
εφαρμόστηκαν συνολικά 6 γεωθερμόμετρα. Από αυτά, ο Giggenbach (1988) ξεχωρίζει δύο
(Να-Κ και Κ2/Mg) με βάση τα οποία διαχωρίζει τα νερά σε «ανώριμα» και «πλήρως
ισορροπημένα». Το νερό της Παλαιάς Καμμένης υπολογίστηκε με τα δύο προαναφερθέντα
γεωθερμόμετρα ότι έχει θερμοκρασία παρόμοια με αυτή του θαλασσινού νερού, γεγονός που
καθιστά τη χρήση της γεωθερμομετρίας χωρίς φυσική σημασία για αυτό το νερό. Για τα θερμά
νερά Πλάκα και Βλυχάδα όμως θεωρείται ως αξιόπιστο το γεωθερμόμετρο Κ2/Mg και
επομένως και οι θερμοκρασίες που δίνει αυτό για τα παραπάνω νερά (82 και 70οC).
Βιβλιογραφία
Apha 1989. Standard Methods for the Examination of Water and Wastewater, 19th end.
American Public Health Association, Washington, DC.
Arnorsson S., Gunnlaugsson E. and Svavarsson H. 1983. The chemistry of geothermal waters in
Iceland. III. Chemical geothermometry in geothermal investigations. Geochim. Cosmochim.
Acta 47: 567-577.
Coleman M.L., Shepard T.J., Durham J.J., Rouse J.E. and Moore G.R. 1982. Reduction of water
with Zinc for hydrogen analysis. Anal. Chem. 54: 993-995.
Craig H. 1961. Isotopic variations in meteoric waters. Science 133: 1702-1703.
Delibasis N., Chailas S., Lagios E. and Drakopoulos J. 1990. Surveillance of Thera volcano,
Greece : Microseismicity monitoring. In : Thera and the Aegean World III, 2. The Thera
Foundation, London.
Druitt T.H., Mellors R.A., Pyle D.M. and Sparks R.S.J. 1989. Explosive volcanism on
Santorini, Greece. Geol. Mag. 126: 95-126.
Epstein S., and Mayeda T., 1953. Variation of 18O content of waters from natural sources.
Geochim. Cosmochim. Acta 4: 213-224.
Eriksen U., Friedrich W.L., Buchardt B., Tauber H. And Thomsen M.S. 1990. The Stronghyle
Caldera: geological, paleontological and stable isotope evidence from radiocarbon dated
Stromatolites from Santorini. In: In : Thera and the Aegean World III, 2. The Thera
Foundation, London.
Ferrara G., Fytikas M., Giuliani O. and Marinelli G. 1980. Age of the formulation of the Aegean
active volcanic arc. Thera and the Aegean World II. C. Doumas Editor, London.
Fouillac C. and Michard G. 1981. Sodium – lithium ratio in water applied to geothermometry of
geothermal reservoirs. Geothermics 10: 55-70.
Fournier R.O. 1981. Application of water geochemistry to geothermal exploration and reservoir
engineering. Geothermal Systems: Principles and Case Histories. Ryback L. and Muffler
L.J.P. (Eds.), Wiley, New York.
Fournier R.O. and Truesdell A.H. 1973. An empirical Na – K – Ca geothermometers. Geochim.
Cosmochim. Acta 37: 1255-1275.
Giggenbach W.F., Gonfiantini R. and Panichi C. 1983. Geothermal systems. Guidebook on
nuclear techniques in hydrology. Techn. Reports Series, 91, A.I.E.A., Vienne, 359–379.
Giggenbach W.F. 1988. Geothermal solute equilibria. Derivation of Na–K–Mg–Ca
geoindicators. Geochim. Cosmochim. Acta 52: 2749-2765.
International Atomic Energy Agency (IAEA). 1981. Statistical treatment of environmental
isotope data in precipitation. IAEA Tech. Rep. Ser. No. 206, IAEA, Vienna.
Keller J. 1982. Mediterranean island arcs. R.S. Thorpe (Editor), Andesites. Wiley and Sons,
New York.
Kharaka Y.K. and Mariner R.H. 1989. Chemical geothermometers and their application to
formation waters from sedimentary basins, in Thermal History of Sedimentary Basins,
Methods and Case Histories, Naeser, N.D., and McCulloh, T.H., eds.: Springer-Verlag, New
York.
Le Pichon X. and Angelier J. 1979. The hellenic arc and trench systems a key to the neotectonic
evolution of the eastern Mediterranean area. Tectonophysics 60: 1-42.
Lort J.M., Limond W.Q and Gray F. 1974. Preliminary seismic studies in the eastern
Mediterranean. Eart. Plan Sc. Lett. 21: 355-366
Michard R., Clocciatti R. and Sbrana A. 2000. The Minoan and post-Minoan eruptions,
Santorini Greece, in the light of melt inclusions: Chlorine and sulphur behaviour. J.
Volcanol. Geotherm. Res. 99: 194-214.
Papazachos B.C. and Comninakis P.E. 1971. Geophysical and tectonic features of the Aegean
arc. Jour. Geophys. Res. 76: 8517-8533.
Perissoratis C., Angelopoulos I. and Zacharaki C. 1990. Petrographic description of marine
sediments from Santorini: Evidence for a new submarine hot spring field in the bottom of the
caldera. In : Thera and the Aegean World III, 2. The Thera Foundation, London.
Pichler H. and Kussmaul S. 1972. The calc – alkali volcanic rocks of the Santorini group
(Aegean Sea, Greece). N. Jahrb. Mineral. Abhandl., Stuttgart.
Pichler H. and Kussmaul S. 1980. Geological map 1:20000 of the Santorini Islands (with
comments). Thera and the Aegean World II. C. Doumas Editor, London.