Professional Documents
Culture Documents
UBERTO ECO
Κείμενα-Κριτήρια Αξιολόγησης
2
ΟΥΜΠΕΡΤΟ ΕΚΟ
Ο ΟΥΜΠΕΡΤΟ ΕΚΟ (1932-2016) γεννήθηκε στην Αλεσάντρια του Πιεμόντε. Αν και αρχικά
παρακολούθησε σπουδές Νομικής, εγκατέλειψε αυτό τον τομέα και ακολούθησε σπουδές
Μεσαιωνικής Φιλοσοφίας και Λογοτεχνίας. Από το 1962 ως το τέλος του 1970 ο Έκο
ανέπτυξε τη δική του θεωρία στη Σημειολογία. Το 1965 εξελέγη καθηγητής Οπτικών
Επικοινωνιών στη Φλωρεντία και το 1966 καθηγητής της Σημειολογίας στο Μιλάνο. Το 1971
το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια του προσέφερε τη θέση του τακτικού καθηγητή της
Σημειολογίας και το 1974 ο Έκο οργάνωσε τον Διεθνή Σύνδεσμο Σημειολογικών
Μελετών. Από το 1975 είχε την έδρα του Καθηγητή Σημειωτικής στο Πανεπιστήμιο της
Μπολόνια, ενώ από το 1988 ήταν πρόεδρος του Διεθνούς Κέντρου Μελετών Σημειωτικής στο
Πανεπιστήμιο του Σαν Μαρίνο. Μέσα στη δεκαετία του ’70, άρχισε να γράφει τα
μυθιστορήματά του, κάνοντας την αρχή με ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ, που τιμήθηκε με το
βραβείο Strega το 1981 και το Médicis Étranger το 1982, ενώ πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα
σε όλο τον κόσμο. Ο Έκο περνούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του με τη γυναίκα του και
τα δύο παιδιά τους ανάμεσα στο σπίτι του στο Μιλάνο (ένα διαμέρισμα-λαβύρινθο με μια
βιβλιοθήκη 30.000 βιβλίων) και στο εξοχικό του στο Ρίμινι. Από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ
κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα ΤΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΠΡΑΓΑΣ και ΦΥΛΛΟ ΜΗΔΕΝ, η
συλλογή κειμένων του ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΕΧΘΡΟ, καθώς και επανεκδόσεις των
σημαντικότερων έργων του.
Κάθε φορά που ένας ποιητής, ένας ιεροκήρυκας, ένας αρχηγός, ένας μάγος ξεστομίζει
ασυναρτησίες, η ανθρωπότητα ξοδεύει αιώνες αποκρυπτογραφώντας το μήνυμα.
Σήμερα μόνο οι ηλίθιοι κάνουν δικτατορίες με τανκς, από τη στιγμή που υπάρχει η τηλεόραση.
Μου φτάνει που ξέρω να διαβάζω, γιατί έτσι μαθαίνω αυτά που δεν ξέρω, ενώ όταν γράφεις,
γράφεις μόνο αυτά που ξέρεις ήδη.
Τίποτε δεν δίνει σ’ έναν φοβισμένο άνθρωπο περισσότερο κουράγιο από το φόβο ενός άλλου.
Να φοβάσαι τους προφήτες κι αυτούς που είναι έτοιμοι να πεθάνουν για την αλήθεια, επειδή
κατά κανόνα κάνουν και άλλους να πεθάνουν μαζί τους, μερικές φορές πριν από αυτούς και
καμιά φορά αντί για αυτούς.
Ο πολιτισμός δεν ακυρώνει τη βαρβαρότητα, αλλά, πολλές φορές, την επικυρώνει. Όσο πιο
πολιτισμένος είναι ένας λαός, τόσο πιο βάρβαρος και καταστροφικός μπορεί να γίνει.
3
Κωμικό είναι η κατανόηση του αντιφατικού. Χιούμορ είναι η υποψία γι’ αυτό.
Έχω φτάσει να πιστεύω ότι ολόκληρος ο κόσμος είναι ένα αίνιγμα, ένα άκακο αίνιγμα που
γίνεται τρομερό λόγω της δικής μας μανιώδους προσπάθειας να το ερμηνεύσουμε σαν να είχε
δήθεν κάποια βαθύτερη αλήθεια.
«Τι όμορφο που είναι ένα βιβλίο, που επινοήθηκε για να πιάνεται στο χέρι, ακόμη και στο
κρεβάτι, ακόμη και μέσα σε μία βάρκα, ακόμη και εκεί όπου δεν υπάρχουν ηλεκτρικές πρίζες,
ακόμη κι αν έχει αποφορτιστεί κάθε μπαταρία και αντέχει τα σημάδια και τα τσαλακώματα,
μπορεί να αφεθεί να πέσει καταγής ή να παρατηθεί ανοιγμένο στο στήθος ή στα γόνατα όταν
μας παίρνει ο ύπνος, μπαίνει στην τσέπη, φθείρεται, καταγράφει την ένταση, την επιμονή ή
τον ρυθμό των αναγνώσεών μας, μας υπενθυμίζει (αν φαίνεται πολύ καινούργιο ή άκοπο) ότι
δεν το διαβάσαμε ακόμη…»
1. Η ΤΕΧΝΗ
Πέρασε κιόλας ένας μήνας από τότε που ο πιανίστας Maurizio Pollini προσπάθησε να
διαβάσει την πολυσυζητημένη δήλωση για το Βιετνάμ, πριν αρχίσει τη συναυλία στην
αίθουσα της «Εταιρείας του Κουαρτέτου», και η διαμάχη δεν τελείωσε ακόμη: το
αποδεικνύουν τα γράμματα που συνεχίζουν να έρχονται στα γραφεία των εφημερίδων του
Μιλάνου, καθώς και η δήλωση των μουσικών που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στην εφημερίδα
«Il Giorno». Πιστεύω επομένως ότι δε θα είναι κακό αν προσπαθήσω να κάνω μια
θεωρητική εξέταση του γεγονότος.
Ποια είναι η θέση της τέχνης, των καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων, σε σχέση με τις άλλες
μορφές της πραγματικότητας; Ίσως οι περισσότεροι από τους θαμώνες της«Εταιρείας του
Κουαρτέτου», που πάνε ν’ ακούσουν Chopin –όπως οι κατώτεροί τους κάθονται σπίτι ν’
ακούσουνε την εκπομπή Καντσονίσιμα (δηλαδή να συγκινηθούνε με απλοϊκές μελωδίες) –
δε βλέπουν αυτό το πρόβλημα. Αλλά οι σύγχρονοι καλλιτέχνες, είναι γνωστό, το
αντιμετωπίζουν και μάλιστα κατά τρόπο δραματικό. Σε σημείο που καμιά φορά αρνούνται
την ίδια την τέχνη. Είναι επομένως λογικό ένας ευαίσθητος καλλιτέχνης, καθώς
ετοιμάζεται ν’ ακουμπήσει τα πλήκτρα του πιάνου, τη στιγμή που γύρω του συμβαίνουν
πράγματα συγκλονιστικά για τη συνείδηση κάθε πολιτισμένου ανθρώπου, να αναρωτηθεί:
4
«Έχω το δικαίωμα να κάνω αυτό που κάνω, να χρησιμοποιήσω την τέχνη για να
προσποιηθώ ότι τίποτε δε συμβαίνει, να χρησιμοποιήσω την τέχνη σαν ναρκωτικό;».
Και είναι σωστό που αποφάσισε να εκθέσει στο κοινό τους λόγους μιας ανησυχίας. Ήταν
ανησυχία που, κι αυτό είναι σημαντικό, δεν αφορούμε μόνο τη συνείδηση του Pollini σαν
«homo politicus», αλλά και τη συνείδηση του Pollini σαν καλλιτέχνη. Επίτηδες ο Pollini
έσπασε την τελετουργία της συναυλίας, γιατί αυτή η τελετουργία τον υποχρέωνε να
θεωρήσει το ρόλο του σαν κάτι ξεκομμένο απ’ οτιδήποτε υπήρχε πριν και μετά. Λες και οι
μεγάλοι συνθέτες των οποίων τα έργα εκτελούσε δε γράψανε τη μουσική τους
αντιδρώντας σε ιστορικές περιστάσεις, σε συγκεκριμένα γεγονότα, σε πάθη της εποχής
τους. Επομένως, ακόμη και με την ιδιότητα του καλλιτέχνη, είχε την υποχρέωση να
θυμίσει στο κοινό του ότι η συναυλία δεν είναι νεκρική πομπή.
Αποκρούοντας την ενέργειά του (και αρνούμενο τουλάχιστο να τη συζητήσει)
ένα μεγάλο μέρος του κοινού απαίτησε αντίθετα να γίνει το κοντσέρτο νεκρική πομπή,
τελετή νεκροταφείου με μουσική χωρίς ζωντάνια, απόκρυφη δραστηριότητα όπως η
ανάγνωση πορνογραφικών περιοδικών, χώρος διανοητικού ευνουχισμού. Αν είχε νόημα
να μιλήσουμε χρησιμοποιώντας όρους αποκλειστικά αισθητικούς, θα ‘πρεπε να πούμε
στους μελομανείς που σκανδαλίστηκαν ότι εκείνο το βράδυ πρόσβαλαν και ταπείνωσαν
την τέχνη σαν δραστηριότητα που συνεχώς αναζητά τους λόγους της ύπαρξής της, τη
λειτουργία της και τα όριά της.
Απ’ αυτόν το νόμο δεν ξεφεύγουν ούτε οι ερμηνευτές κλασικής μουσικής, οι τενόροι,
οι διευθυντές ορχήστρας, οι σοπράνο που εμφανίζονται γυμνές στη σκηνή. Πριν καιρό
ο Francesco Alberoni διατύπωσε μια κοινωνιολογική θεωρία των ειδώλων σαν μέλη
μιας «ελίτ χωρίς εξουσία». Ασκούν μια τεράστια επιρροή πάνω στο κοινό, υπό τον όρο
να μένουν έξω από τη σφαίρα της διαχείρισης των κοινών πραγμάτων. Η θεωρία
επιβεβαιώθηκε από την περίπτωση Pollini, το αγαπημένο και πολυθαυμασμένο
είδωλο στο οποίο οι θεατές θα επιτρέπανε τα πάντα (ακόμη και να διακόψει τη
συναυλία γιατί κάποιος έβηξε στην αίθουσα, ή γιατί δεν του άρεσε η γραβάτα
5
κάποιου κυρίου στην πρώτη σειρά), αλλά στο οποίο δεν μπορέσανε να συγχωρέσουνε
το ότι προσπάθησε να επέμβει κατά κάποιο τρόπο στα κοινά πράγματα.
Αυτό σημαίνει απλά ότι το είδωλο (είτε πρόκειται για την τραγουδίστρια Μίνα είτε για
τον Πικάσο) η αστική κοινωνία, που το πληρώνει και το προσκαλεί να περάσει το
Σαββατοκύριακο στη βίλα, το αντιμετωπίζει όπως αντιμετώπιζαν κάποτε το
γελωτοποιό. Ας μιλάμε στον ενικό, αλλά να είναι σαφές ποιοι είναι τ’ αφεντικά (που
διαχειρίζονται τα οικονομικά, οπλίζουνε συμμορίες και στρατούς και κηρύσσουνε
πολέμους) και ποιοι είναι οι σαλτιμπάνγκοι ( που, εννοείται, δεν πρέπει να ταφούν σε
αγιασμένα χώματα). Έτσι οι αγαναχτισμένοι μελομανείς δε διστάσανε να διαχωρίσουν
τους ρόλους και να επιβάλουν τις αποστάσεις. Οι πόλεμοι, είπανε στον Pollini, είναι
δική μας υπόθεση. Εσύ κοίτα να μας διασκεδάσεις.
Και πράγματα, τι θα λέγαμε για ένα σερβιτόρο που πριν μας δώσει το πιάτο με την
μπριζόλα, θα ήθελε να μας εκθέσει τις πολιτικές του ανησυχίες; Το κοινό της
«Εταιρείας του Κουαρτέτου» θύμησε στον Pollini, και σε όλους εμάς, ότι σε μια
καταναλωτική κοινωνία η τέχνη είναι ένα γαστρονομικό αγαθό.
Μ’ αυτόν τον τρόπο αυτό το κοινό έκανε πολιτική και ταπείνωσε την τέχνη. Τι να πει
κανείς; Καλή μας όρεξη.
6
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Τα μηνύματα, ιδίως αυτά που εκπέμπονται από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, δεν
ερμηνεύονται απ’ όλους με τον ίδιο τρόπο. Ξεκινούν, βέβαια, από μία πηγή, έναν πομπό, αλλά
φτάνουν σε πολλούς αποδέκτες, που ζουν σε διαφορετικά κοινωνικά περιβάλλοντα, όπου
ισχύουν διαφορετικοί κώδικες. Για παράδειγμα, για έναν τραπεζικό υπάλληλο η διαφήμιση
ενός ψυγείου μέσω της τηλεόρασης δεν είναι τίποτε άλλο από μια ώθηση για την αγορά του,
αλλά για έναν φτωχό χωρικό η ίδια διαφήμιση καταδεικνύει μια κοινωνία ευμάρειας 1, την
οποία αυτός πρέπει να κατακτήσει. Κανένας, λοιπόν, δε ρυθμίζει τον τρόπο με τον οποίο ο
παραλήπτης προσλαμβάνει το μήνυμα, εκτός βέβαια από σπάνιες περιπτώσεις.
Πιστεύω ότι το σφάλμα που όλοι κάνουμε είναι ότι προσπαθούμε να κερδίσουμε τη μάχη του
ανθρώπου μέσα στον τεχνολογικό κόσμο των μέσων της μαζικής επικοινωνίας προστρέχοντας σε μια
συγκεκριμένη στρατηγική. Οι πολιτικοί, οι εκπαιδευτικοί, οι ειδήμονες των επικοινωνιών νομίζουν
συνήθως ότι, για να ελέγχουν την εξουσία των μέσων, πρέπει να ελέγχουν δύο κρίκους της αλυσίδας:
την πηγή και το κανάλι. Κατ’ αυτόν τον τρόπο πιστεύουν ότι ελέγχουν και το μήνυμα. Όμως, αυτό που
συμβαίνει είναι ότι ελέγχουν το μήνυμα ως κενή μορφή που ο κάθε παραλήπτης θα γεμίσει με τη
σημασία που του υπαγορεύουν όχι μόνο η οικονομική και κοινωνική του κατάσταση, αλλά και το
πολιτιστικό πρότυπο που φέρει μέσα του, ιδίως αυτό.
Η παραπάνω «στρατηγική λύση» συνοψίζεται στις φράσεις: «πρέπει να πάρω τη θέση του διευθυντή
του τάδε τηλεοπτικού σταθμού» ή «πρέπει να γίνω υπουργός Επικοινωνιών», ή ακόμη «πρέπει να
καταλάβω τη θέση του διευθυντή της μεγαλύτερης εφημερίδας». Δεν αρνούμαι ότι αυτή η στρατηγική
μπορεί να δώσει εξαιρετικά αποτελέσματα σε όποιον επιδιώκει πολιτική και οικονομική επιτυχία.
Φοβάμαι, όμως, πως δίνει αρκετά πενιχρά αποτελέσματα σε όποιον ελπίζει ότι μπορεί να δώσει στα
ανθρώπινα όντα μια κάποια ελευθερία ως προς το απολυταρχικό φαινόμενο της επικοινωνίας.
Γι’ αυτό, στη θέση της παραπάνω «στρατηγικής λύσης» θα χρειαστεί στο μέλλον να υιοθετήσουμε τη
λύση του ανταρτοπόλεμου. Με άλλα λόγια, πρέπει να καταλάβουμε σε κάθε μέρος του κόσμου, την
πρώτη θέση μπρος σε κάθε δέκτη τηλεόρασης, σε κάθε κινηματογραφική οθόνη, σε κάθε ραδιοφωνικό
δέκτη, σε κάθε φύλλο εφημερίδας. Και τούτο, γιατί θεωρώ πως τη μάχη για την επιβίωση του
ανθρώπου ως υπεύθυνου και ελεύθερου όντος στην εποχή των επικοινωνιών δεν την κερδίζει κανείς
τη στιγμή που η επικοινωνία αρχίζει, αλλά όταν τελειώνει. Ένα πολιτικό κόμμα που ξέρει να
πλησιάζει τις οικογένειες που βλέπουν τηλεόραση, για να τις βοηθήσει στον σχολιασμό του
μηνύματος που δέχονται, μπορεί να αλλάξει τη σημασία που η πηγή έδινε σε αυτό το μήνυμα. Ένας
εκπαιδευτικός οργανισμός, ο οποίος θα κατάφερνε να βάλει ένα συγκεκριμένο ακροατήριο να
συζητήσει το μήνυμα που δέχεται, θα μπορούσε να αντιστρέψει το νόημα του μηνύματος ή να δείξει
ότι αυτό μπορεί να ερμηνευτεί με πολλούς τρόπους.
Σ’ αυτό το σημείο θα ήθελα να ξεκαθαρίσω πως δεν προτείνω μια νέα και πιο τρομερή μορφή
ελέγχου της κοινής γνώμης. Προτείνω, αντίθετα, δράση που θα οδηγήσει το ακροατήριο στον έλεγχο
του μηνύματος και στη συνειδητοποίηση των πολλών δυνατοτήτων ερμηνείας.
Β2.α. Να επισημάνετε δύο από τις λέξεις ή φράσεις με τις οποίες επιτυγχάνεται η
νοηματική συνοχή στην πρώτη παράγραφο (Τα μηνύματα… περιπτώσεις) του
κειμένου.
Β2.β. Ποια σχέση συνοχής σηματοδοτεί η κάθε διαρθρωτική λέξη φράση.
Γ1. Να δημιουργήσετε μία πρόταση για καθεμιά από τις λέξεις του κειμένου με την έντονη
γραφή, λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία τους στο κείμενο: προσλαμβάνει, ειδήμονες, πενιχρά,
απολυταρχικό, συνειδητοποίηση. (Μπορείτε να διαφοροποιήσετε τον γραμματικό τύπο, δηλαδή
την πτώση, τον αριθμό, το πρόσωπο, το γένος, τον χρόνο κ.λπ.).
Γ2.α. Να επισημάνετε στο κείμενο ένα παράδειγμα μεταφορικής/συνυποδηλωτικής χρήσης
της γλώσσας.
Γ2.β. Να αιτιολογήσετε την επιλογή σας.
9
Έτυχε πριν από δεκαπέντε μέρες να πάρω μέρος σε μια δημόσια συζήτηση γύρω απ' τη
διαφήμιση και τη βία που οργάνωσε το περιοδικό «Η διαφήμιση αύριο». Ένα περιοδικό στο
οποίο από καιρό μια ομάδα από δημοκράτες διαφημιστές κάνουν μιαν υπεύθυνη κριτική
εξέταση των ορίων, των ελαττωμάτων, της μοίρας του επαγγέλματός-τους. Μπρος στο
απρόσμενο ξέσπασμα απόδοσης ευθυνών για τη βία, μπρος στην αυτοκατηγορία που η
καταναλωτική κοινωνία φαίνεται ότι άρχισε δημόσια, οι διαφημιστές διερωτήθηκαν, σ' αυτή
τη συζήτηση, ποια είναι η μερίδα ευθύνης που τους πέφτει. Και σ' αυτό το σημείο μού
φάνηκε απόλυτα αναγκαίο να τους καθησυχάσω. Όχι από επιείκεια, αλλά για να μην
αφήσω τη δίκη των αποτελεσμάτων να καλύψει τη δίκη των αιτίων.
Τι έκανε για χρόνια η διαφήμιση με παραγγελιά του συστήματος; Ερέθιζε τις επιθυμίες.
Κάνοντάς το όμως, δεν ώθησε απλά τον κόσμο να θέλει, αλλά του είπε τι να θέλει και τι
ήταν καλό να θέλει. Αν το σκεφτούμε καλά, θα δούμε ότι πέτυχε δυο αποτελέσματα από
«αντικειμενική» άποψη επαναστατικά (οι προθέσεις δε μας ενδιαφέρουν εδώ). Οι
συντηρητικές κοινωνίες και οι αντιδραστικοί παιδαγωγοί δήλωναν πάντα με σοφό τρόπο ότι
οι υπερβολικές επιθυμίες είναι κακό πράγμα και ότι κατ' αρχή δεν πρέπει να δίνουμε στους
φτωχούς την εντύπωση ότι μπορούν ν' αποχτήσουν τα πράγματα των πλουσίων. Το ότι οι
βασιλιάδες μετατοπίζονταν με τη φορητή πολυθρόνα ήταν απόδειξη ότι αυτό το σκεπαστό
πολυτελές φορείο ήταν βασιλικό πράγμα: κανείς άλλος δεν μπορούσε να το θέλει.
Μια επιθυμία, ερεθισμένη κι ανικανοποίητη, μπορεί να πάρει δύο δρόμους: την ατομική
εξέγερση (την εγκληματική πράξη για παράνομη ιδιοποίηση των αγαθών άλλου) και τη
συλλογική επανάσταση (τον κοινωνικό αγώνα για σωστότερη διανομή του κοινού πλούτου).
Δεν μπορούμε ν' αρνηθούμε ότι ένα από τα αποτελέσματα της καταναλωτικής
προπαγάνδας υπήρξε και η αύξηση της κοινωνικής αγωνιστικότητας για την κατάχτηση
μιας ευδαιμονίας που παρουσιαζότανε σαν δυνατή για όλους και που τελικά ήταν σχεδόν
άφταστη. Η καταναλωτική προπαγάνδα είναι αναμφίβολα υπεύθυνη για την παράλογη
απόφαση ν' απαχθεί ένα παιδί για ν' αγοράσει ο απαγωγέας βίλα, αλλά είναι επίσης και
υπεύθυνη για την κατάληψη σπιτιών από ανθρώπους που νιώθουν αποκλεισμένοι από
αγαθά που διαφημίζονται σ' όλες τις γωνιές των δρόμων.
Και να που η κοινωνία, αφού πρώτα ερέθισε τις επιθυμίες για όλα τα πράγματα,
τρομοκρατείται γιατί ο κόσμος απαιτεί τουλάχιστον ένα μέρος χωρίς να πρέπει
αναγκαστικά να εγκληματήσει. Είναι σαν να έλεγε το σύστημα στους υπηκόους του:
«Έπρεπε να θέλετε να ξοδέψετε όλο το μισθό σας, και το δέκατο τρίτο και το δέκατο
10
τέταρτο, αλλά τώρα το παρακάνετε: τώρα θέλετε και αύξηση μισθού! Το παιχνίδι δεν ήταν
έτσι. Μην υπερβάλλετε, και σκεφτείτε τα αγαθά της λιτότητας». Αυτό είναι, περίπου, το
νόημα της έκκλησης του προέδρου της δημοκρατίας. Και τώρα που ο κόσμος επιθυμεί
υπερβολικά πράγματα ποιος φταίει; Η διαφήμιση, για παράδειγμα, που πρέπει να προκαλεί
επιθυμίες για ψυγεία (κι αλίμονο αν δεν πουληθούν αρκετά, θα κλείσουν τα εργοστάσια).
Αλλά αν για ν' αγοράσει ο κόσμος ψυγεία απαιτεί νέα συλλογική σύμβαση εργασίας, τότε
κάτι δεν πάει καλά. Συναγερμός, οι πολίτες καταναλώνουν πολλά, ζητούν πολυτέλειες.
Πώς να δικαιολογηθούν γι' αυτό; Κατηγορώντας στην τύχη, παράλογα. Γιατί ο κύκλος
είναι φαύλος, η βία βρίσκεται στην ίδια την ιδέα του κέρδους, είναι παλιά ιστορία: πρέπει να
επιθυμείς αυτά που σου προσφέρω όχι αυτά που έχω εγώ, διαφορετικά όλα τέλειωσαν.
Πράγματι τέλειωσαν: η βία είναι αποτέλεσμα, όχι αιτία αυτής της κατάστασης.
Β2.Να εντοπίσετε δύο τρόπους ανάπτυξης στη δεύτερη παράγραφο του κειμένου (Τι έκανε
για χρόνια … να το θέλει). Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας.
Β3. Να εντοπίσετε τους τρόπους και τα μέσα πειθούς στην τέταρτη παράγραφο του
κειμένου (Μια επιθυμία, ερεθισμένη … γωνιές των δρόμων).
(οι προθέσειςδεν μας ενδιαφέρουν εδώ) την παρένθεση στην δεύτερη παράγραφο.
B5. α)Να γράψετε ένα συνώνυμο για καθεμία από τις λέξεις του
κειμένου: απρόσμενο, εντύπωση, ευδαιμονίας, αναμφίβολα,
σύμβαση
β) Να γράψετε από ένα αντώνυμο για καθεμία από τις λέξεις του κειμένου:
απόλυτα, επιείκεια, συντηρητικές, συλλογική, αναγκαστικά
Να γράψετε ένα συνώνυμο για κάθε μια από τις παρακάτω λέξεις
του κειμένου
ώθησε
αναγκάστηκα
διανομή
λιτότητα
ευδαιμονία
Γ. ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΛΟΓΟΥ
Σε άρθρο που θα δημοσιευτεί σε νεανικό περιοδικό να αναφερθείτε στους λόγους που
καθιστούν τη διαφήμιση τόσο ισχυρή καθώς και στα αρνητικά αποτελέσματα αυτής τόσο
στο άτομο όσο και στο κοινωνικό σύνολο. (500 – 600 λέξεις)
Γ.Παραγωγή λόγου
Η κοινωνία της ευμάρειας παρουσιάζει -με κορωνίδα τις οικονομικές αξίες -
μια ζωή χωρίς ιδανικά× με αναπτυγμένο μόνο τον ατομισμό, τον εγωκεντρισμό,
την ιδιοτέλεια και την απληστία στο απόγειό τους. Μια ζωή όπου η πληθώρα
των καταναλωτικών αγαθών αυξάνει τις ευκαιρίες και τους πειρασμούς για
παραστρατήματα, για κλοπή και για σύγκρουση με τους νόμους.
Πώς η διαφήμιση προβάλλοντας το καταναλωτικό πρότυπο ζωής συντελεί στην
έξαρση της βίας; Πως μπορεί να προστατευτεί το κοινωνικό σύνολο από τις
αρνητικές συνέπειες της διαφήμισης;
13
Η συζήτηση πολλών διανοουμένων στη συζήτηση πάνω στο θέμα της δημοσιογραφίας στην
Ιταλία, που άρχισε από απ΄ την εμφάνιση σχετικού άρθρου μου (είχε τον τίτλο «Πλύση
εγκεφάλου των αναγνωστών» στο περιοδικό «Espresso», μου προκαλεί μεγάλη
ευχαρίστηση. Πρέπει όμως να πω πως με ξαφνιάζει το γεγονός ότι μερικοί αντέδρασαν και
μάλιστα με πάθος, μόνο στο ζήτημα για το οποίο θα ΄λεγα πως έχουμε πια σήμερα
συνειδητοποιήσει ορισμένα πράγματα: δηλαδή για τη μη αντικειμενικότητα της είδησης. Η
αντίδρασή τους δείχνει ότι ο μύθος της αντικειμενικότητας έχει ακόμα μεγάλη δύναμη και
καθορίζει την ιδέα που έχει ο δημοσιογράφος για τη δουλειά του, και, επομένως, καθορίζει
την εικόνα της δημοσιογραφίας, αλλά πρέπει να είναι σαφές ότι πρόκειται ακριβώς για μια
«ιδεολογική» σκοπιά.
Εγώ έγραψα το άρθρο βασιζόμενος στην κοινή λογική και την προσωπική μου πείρα: η
επικοινωνία έλεγα είναι δύσκολο πράμα. Αλλά αυτό δεν πάει να πει ότι ήθελα να
υποστηρίξω την άποψη ότι η επικοινωνία είναι αδύνατη. Ποιος μίλησε για κάτι τέτοιο; Το να
πει κανείς ότι η επικοινωνία μέσα από τον Τύπο και τα άλλα μέσα ενημέρωσης παρουσιάζει
πολλές δυσκολίες και δεν είναι τόσο απλή όσο το μήνυμα στα αμερικάνικα έργα της
δεκαετίας του ΄30 (εγώ ξέρω την αλήθεια και τη λέω, οι γκάγκστερ προσπαθούν να με
καθαρίσουν, αλλά στο τέλος η αλήθεια νικά και η κοινή γνώμη είναι μαζί μου) δε σημαίνει
ότι λέει πως η επικοινωνία είναι αδύνατη. Σημαίνει ότι πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πέρα από
τους μύθους τι είναι η δημοσιογραφική αντικειμενικότητα. Όχι μόνο για να το ξέρει ο
δημοσιογράφος (εγώ στο άρθρο μου αυτό το θεωρούσα σίγουρο), αλλά για να το ξέρει και το
κοινό.
Μιλώντας για το «μύθο της αντικειμενικότητας», εννοούσα ότι μια είδηση τη δίνουμε πάντα
αφού πρώτα την ερμηνεύσουμε, ακόμη και μόνο εξαιτίας του γεγονότος ότι τη διαλέγουμε
ανάμεσα σε πολλές άλλες. Επίσης μια εφημερίδα παίρνει μορφή με τους τίτλους, με το
μέγεθός τους και το χαρακτήρα τους, με τη σελιδοποίησης και το μήκος των άρθρων, νε την
τοποθέτησή τους σε μια σελίδα μάλλον παρά σε μιαν άλλη, με τα χρώματα, αν υπάρχουν,
και με τόσα άλλα πράματα. Με καθένα από αυτά τα στοιχεία έχουμε και μια επέμβαση του
υποκειμενικού παράγοντα.
Φυσικά, μια κάποια αντικειμενικότητα μπορεί να την πετύχει κανείς. Κι εγώ στο άρθρο μου
ανέφερα ένα μακρύ απόσπασμα από την εφημερίδα «Stars and Strips» για την Joan Baez και
το ρεύμα διαμαρτυρίας κατά της στρατιωτικής θητείας που ήτανε πρότυπο τίμιας είδησης.
14
Αλλά και σ’ αυτή την περίπτωση το γεγονός ότι η εφημερίδα δημοσίευσε την είδηση, την
έβαλε σε μια συγκεκριμένη σελίδα, της αφιέρωσε αρκετό χώρο, το ίδιο το γεγονός ότι
«εκείνη» η εφημερίδα (για στρατιωτικούς) έδωσε την είδηση για μιαν αντιμιλιταριστική
διαμαρτυρία, όλα αυτά κάνουν την τόσο «αντικειμενική», «αγνή», «τίμια», γεγονότα είδηση
να έχει υποστεί μια κάποια ερμηνεία. Να έχει ήδη γίνει «πολιτική». Όταν μιλάμε για
«αντικειμενικό και τίμιο» τύπο, όπως συχνά γίνεται, είναι σαν να ήτανε συνώνυμα αυτά τα
δύο επίθετα που, αντίθετα, πρέπει να θεωρούνται διαφορετικές έννοιες. Ας μη συγχέουμε
την τιμιότητα (που είναι μια ηθική επιλογή και πιστή υπακοή σ’ έναν κώδικα
συμπεριφοράς) με την αντικειμενικότητα (που είναι η υποτιθέμενη πιστή απεικόνιση μιας
μυθικής αλήθειας που υποτίθεται πως υπάρχει μέσα στα πράγματα).
Καλή είδηση για μένα είναι αυτή που ξεχωρίζει τα γεγονότα από τις αξίες. Παράδειγμα:
«Ένας άνθρωπος χτύπησε ένα σκύλο» (αυτό είναι γεγονός). Τελεία, «Το συμβάν για μένα
είναι δυσάρεστο» (γνώμη που ανήκει στο χώρο των αξιών). Κακή είδηση είναι εκείνη στην
οποία γνώμη και έκθεση του γεγονότος μπερδεύονται. Παράδειγμα: «Ένας κακός άνθρωπος
χτύπησε έναν κακόμοιρο σκύλο». Θυμάμαι δύο τίτλους άρθρων που βγήκαν σε δύο
ανεξάρτητες εφημερίδες του Μιλάνου και που δίνανε την είδηση («αντικειμενική» και στις
δύο περιπτώσεις) μιας διαμαρτυρίας που έγινε στην Πάρμα από τους εργάτες της
εταιρείαςSalamini κατά της διοργάνωσης του ποδηλατικού γύρου της Ιταλίας. Αλλά, στη μία
περίπτωση ο αρθρογράφος μιλούσε για «εργάτες της πρώην Salamini» και στην άλλη για
«πρώην εργάτες της Salamini». Μια λεπτομέρεια: και στο κάτω κάτω ήταν αλήθεια και οι
δύο χαρακτηρισμοί: η Salamini είχε κλείσει, ήταν πρώην, αλλά και πρώην ήταν οι εργάτες
της που είχαν καταλάβει το εργοστάσιο.
Όταν όμως λέει κανείς «πρώην Salamini», σημαίνει ότι υπονοεί πως το εργοστάσιο έχει
χρεοκοπήσει, και όταν λέει «πρώην εργάτες», υπονοεί ότι είναι άτομα τα οποία μια εταιρεία,
που συνέχιζε νόμιμα τη δραστηριότητά της, υποχρέωσε να μπουν στο περιθώριο της ζωής.
Πάντως δε θα μπορούσα (αν αφήσω κατά μέρος τις προσωπικές συμπάθειες) να
κατηγορήσω τη μια εφημερίδα σαν λιγότερο τίμια από την άλλη: η καθεμιά έβλεπε τα
πράγματα από τη δική της σκοπιά.
Όλα αυτά δεν έχουν καμία σχέση με την αντικειμενικότητα. Γιατί, όταν μιλάμε για
αντικειμενικότητα, υπονοούμε ότι η είδηση μας δίνει την εικόνα της πραγματικότητας «έτσι
όπως είναι» και ότι η εφημερίδα, που είναι γεμάτη ειδήσεις, είναι η σφαιρική εικόνα της
πραγματικότητας στο σύνολό της. Όμως αν εκείνη την ημέρα δημοσίευσε την είδηση του
ανθρώπου που χτύπησε το σκύλο, αλλά αγνόησε την είδηση του παιδιού που έπεσε από το
ποδήλατο (και είναι μοιραίο, γιατί μια εφημερίδα δεν μπορεί να περιλάβει το σύμπαν), η
εφημερίδα αντικατόπτρισε τον τρόπο επιλογής, μέσα από το σύμπαν, των πραγμάτων που
κατά τη γνώμη των δημοσιογράφων της «αποτελούν την πραγματικότητα». Αυτό βέβαια
15
δεν είναι κακό, είναι ανθρώπινο και λογικό. Αρκεί να μην το κρύβουμε από το κοινό. Ο
μύθος της αντικειμενικότητας τού το κρύβει, και καμιά φορά το κρύβει και από το
δημοσιογράφο. Απ’ αυτή την άποψη είναι μια εκδήλωση ψευδοϊδεολογίας.
η τάση για γενικευμένη βία, το γεγονός πάντως δεν μας παρηγορεί. Και πρέπει να
ενεργήσουμε αμέσως για να σταματήσουν οι απαγωγές παιδιών και οι δολοφονίες γονέων.
Διαφορετικά, παρατηρεί σωστά ο Sanguineti, έχει κανείς την εντύπωση ότι η πρόσφατη
έκφραση ανησυχίας για την «καταναλωτική» βία χρησιμεύει για να σκεπάσει μια πιο
μελετημένη και λεπτή βία, συγχέοντας την οργανωμένη μαύρη βία με τη σποραδική βία του
αλητόκοσμου και αποσιωπώντας, επομένως, την πρώτη από αυτές.
Αρκεί να διαβάσετε το βιβλίο Sangue romagnolo για να καταλάβετε πόσο φυσικό ήταν
κάποτε να μπει κανείς σ’ένα σπίτι και να δολοφονήσει γιαγιά κι εγγονό για τέσσερα
πεντόλιρα. Αρκεί να διαβάσετε μια ιστορία των σταυροφοριών για να δείτε με πόση λαμπρή
δεξιοτεχνία σπάγανε το κρανίο μερικών χιλιάδων Εβραίων, για σπορ και ληστεία, κάθε
φορά που διασχίζανε μια νέα πόλη πηγαίνοντας στον Άγιο Τάφο. Αρκεί να διαβάσετε μιαν
ιστορία της δράσης των ληστών του περασμένου αιώνα για να δείτε τ΄΄ι ήταν οι απαγωγές
τον καιρό ου οι καλοί νότιοι Ιταλοί δεν έπασχαν ακόμη από την καρκίνο του
καταναλωτισμού. Αρκεί να διαβάσετε μια καλή ιστορία των θρησκειών και να υπολογίσετε
τον αριθμό των ανθρώπων που τεμαχίστηκαν με τα μαχαίρια τη νύχτα του Αγίου
Βαρθολομαίου ή κατά την πτώση του Munster.
Και γιατί λοιπόν μπρος στις ατομικές ή ομαδικές βιαιότητες του παρελθόντος και μπρος
στις μαζικές βιαιότητες του παρόντος (τί γίνεται στην Αγκόλα; και στην Ουγκάντα; τι
γίνεται στη Ροδεσία;) είμαστε σχεδόν αδιάφοροι και εκφράζουμε τόση απέχθεια, φόβο,
ανησυχία, ομαδικές τύψεις για κλοπές και αγριότητες στη χέρα μας; Μήπως πρόκειται για
ξέσπασμα κακής συνείδησης που προσπαθεί να κρύψει πίσω απ’το δάχτυλο της κοινής
εγκληματικότητας άλλες τύψεις κι άλλες ευθύνες; Μήπως η ομαδική καταγγελία της
εγκληματικής παραφροσύνης που έδειξε η Doretta Graneris, για παράδειγμα, χρησιμεύει για
να ξεχάσουμε ότι δεν έγινε ακόμη η δίκη για τα γεγονότα της πιάτσα Φοντάνα;
Όπως πάντα, όταν κάτι δεν πάει καλά, ψάχνουμε να βρούμε έναν αποδιοπομπαίο τράγο:
στις καλύτερες επιχειρήσεις, όταν ο διευθυντής κάνει λάθος επενδύσεις, απολύεται ο
προϊστάμενος του κλάδου πωλήσεων. Σήμερα, τρομοκρατημένο από τη βία που αναδύει
απ’αυτό το ίδιο, το καπιταλιστικό σύστημα ανακαλύπτει ότι φταίνε τα βίαια κόμιξ, ο
κινηματογράφος με τα έργα Κουνγκ Φου και τις καυτές θείες, η διαφήμιση που κεντρίζει τις
ξέφρενες επιθυμίες για καταναλωτικά αγαθά («rerum novarum cupiditas»)
Κανένας δεν αναρωτιέται ποιος χρηματοδότησε τους σκηνοθέτες και παρήγγειλε τις
διαφημίσεις. Το πως λειτουργεί ο εκβιασμός μας το λένε ακριβώς οι πιο ευαίσθητοι
διαφημιστές που γίνανε νευρωτικοί απ’τη δισυπόστατη κατάστασή τους σαν δημιουργοί
αξιών και , ταυτόχρονα, πιστά μεγάφωνα της κερδοσκοπίας.
Έτυχε πριν από δεκαπέντε μέρες να πάρω μέρος σε μια δημόσια συζήτηση γύρω απ’τη
διαφήμιση και τη βία που οργάνωσε το περιοδικό «Η διαφήμιση αύριο». Ένα περιοδικό στο
οποίο από καιρό μια ομάδα από δημοκράτες διαφημιστές κάνουν μιαν υπεύθυνη κριτική
εξέταση των ορίων, των ελαττωμάτων, της μοίρας του επαγγέλματός τους. Μπρος στο
απρόσμενο ξέσπασμα απόδοσης ευθυνών για τη βία, μπρος στην αυτοκατηγορία που η
καταναλωτική κοινωνία φαίνεται ότι άρχισε δημόσια, οι διαφημιστές διερωτήθηκαν,
σ’αυτήν τη συζήτηση, ποια είναι η μερίδα ευθύνης που τους πέφτει. Και σ’αυτό το σημείο
μου φάνηκε απόλυτα αναγκαίο να τους καθησυχάσω. Όχι από επιείκεια, αλλά για να μην
αφήσω τη δίκη των αποτελεσμάτων να καλύψει τη δίκη των αιτιών.
***
6. Τι έκανε για χρόνια η διαφήμιση με παραγγελιά του συστήματος;
17
Όπως πάντα, όταν κάτι δεν πάει καλά, ψάχνουμε να βρούμε έναν αποδιοπομπαίο τράγο.
Το ίδιο έγινε και με τη διαφήμιση. Τι έκανε για χρόνια η διαφήμιση με παραγγελιά του
συστήματος; Ερέθιζε τις επιθυμίες. Κάνοντάς το όμως, δεν ώθησε απλά τον κόσμο να
θέλει, αλλά του είπε τι να θέλει και τι ήταν καλό να θέλει. Αν το σκεφτούμε καλά θα
δούμε ότι πέτυχε δυο αποτελέσματα από «αντικειμενική» άποψη επαναστατικά (οι
προθέσεις δεν μας ενδιαφέρουν εδώ). Οι συντηρητικές κοινωνίες και οι αντιδραστικοί
παιδαγωγοί δήλωναν πάντα με σοφό τρόπο ότι οι υπερβολικές επιθυμίες είναι κακό
πράγμα και ότι κατ’ αρχήν δεν πρέπει να δίνουμε στους φτωχούς την εντύπωση ότι
μπορούν ν’ αποχτήσουν τα πράγματα των πλουσίων. Το ότι οι βασιλιάδες μετατοπίζονταν
με τη φορητή πολυθρόνα ήταν απόδειξη ότι αυτό το σκεπαστό πολυτελές φορείο ήταν
βασιλικό πράγμα: κανείς άλλος δεν μπορούσε να το θέλει. Η διαφήμιση, μεταφράζοντας
τη φορητή πολυθρόνα σε «αυτοκίνητο», είπε ακόμη και στον άνεργο ότι μπορούσε να
επιθυμεί αυτοκίνητο, ότι όλοι μπορούσαν να το αποχτήσουν και ότι, πάντως, περισσότερο
από δικαίωμα, ήταν υποχρέωση να το επιθυμούν. Το ίδιο έγινε και για το σαπούνι με
γαλλικό άρωμα και για το διαμέρισμα, για τη γραβάτα και για το μηχανάκι. Μια επιθυμία
ερεθισμένη κι ανικανοποίητη, μπορεί να πάρει δύο δρόμους: την ατομική εξέγερση (την
εγκληματική πράξη για παράνομη ιδιοποίηση των αγαθών άλλου) και τη συλλογική
επανάσταση (τον κοινωνικό αγώνα για σωστότερη διανομή του κοινού πλούτου). .εν
μπορούμε ν’ αρνηθούμε ότι ένα από τα αποτελέσματα της καταναλωτικής προπαγάνδας
υπήρξε και η αύξηση της κοινωνικής αγωνιστικότητας για την κατάχτηση μιας
ευδαιμονίας που παρουσιαζότανε σαν δυνατή για όλους και που τελικά ήταν σχεδόν
άφταστη.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
σας αγοράσει Σοκολατάκια Τάδε». Τα παιδιά είναι μικροί αγοραστές, είναι σωστό ν’
αποφασίζουν πώς να διαθέσουν τις εκατό ή πεντακόσιες λιρέτες που τους δίνουμε
χαρτζιλίκι, και δεν θα καθίσουμε επομένως να ηθικολογήσουμε απ’ το γεγονός ότι
κάποιος κεντρίζει τις επιθυμίες τους κι έτσι τα σπρώχνει να προβληθούν αποχτώντας
κάτι.
Υπάρχουν όμως δυο πράγματα που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας. Πρώτα απ’ όλα η
διαφήμιση για ενήλικες κεντρίζει βέβαια τις επιθυμίες, αλλά σε άτομα που θα πρέπει
έπειτα να παραβάλλουν αυτές τις επιθυμίες με την πραγματικότητα: μπορεί να θέλουν
Τζάγκουαρ αλλά ξέρουν ότι δεν έχουν λεφτά να την αγοράσουν. Οι πιο αδύναμοι
χαρακτήρες θα οργανώσουν ένοπλες ληστείες, οι πιο συγκρατημένοι θα αρκεστούν σ’ ένα
Φίατ. Τα παιδιά αντίθετα παίρνουν εύκολα την επιθυμία τους για πραγματικότητα και δεν
καταφέρνουν να καταλάβουν πώς γίνεται να τους παρουσιάζει κανείς ένα προϊόν σαν
απαραίτητο και εξαιρετικό και οι γονείς τους δεν τρέχουν να τους το αγοράσουν.
Αλλά υπάρχει κι ένα δεύτερο στοιχείο που κάνει την όλη υπόθεση ακόμη πιο ανησυχητική.
Ο μεγάλος, όσο αφελής κι αν είναι, διακρίνει αμέσως την περιγραφική από την εμφατική
διαφήμιση. Όταν του λένε ότι το προϊόν Τάδε πλένει τα ρούχα καλύτερα απ’ όλα τα άλλα
«κοινά» απορρυπαντικά, όσο κι αν το πιστεύει, ξεχνάει τις υπερβολές και υποψιάζεται πως
ο πωλητής είναι ιδιαίτερα επιεικής με το προϊόν του. Είναι αλήθεια ότι και στον ενήλικο
μπορείς να πεις ότι ένα απορρυπαντικό είναι εξαιρετικό, γιατί έχει τους μπλε κόκκους,
αλλά θα ’λεγα ότι το παιχνίδι, ακόμα κι όταν πετυχαίνει, είναι αρκετά τίμιο: «Πιστεύεις
γιατί δέχτηκες να πιστέψεις, θέλεις να σε πείσω μ’ ελκυστικά λόγια και θα αγοράσεις το
αντικείμενο για να βραβεύσεις την επιτηδειότητά μου». Κι έτσι η διαφήμιση για ενήλικες
προσπαθεί όλο και περισσότερο να είναι αισθητικά πειστική, κάνοντας επιτηδευμένη
δουλειά…
1
Ο συγγραφέας αναφέρεται στην Καθολική Εκκλησία
9.
«Δύο παρατηρήσεις πάνω στο φαινόμενο επικοινωνία»
Δεν είμαι ειδικός σ’ αυτά τα θέματα, αλλά το πρόβλημα που με βασανίζει είναι σε ποια
γλώσσα έγινε ο διάλογος μεταξύ Ποντίου Πιλάτου και Ιησού Χριστού. Η μητρική γλώσσα
του Πιλάτου ήταν η λατινική, αλλά οι ανώτεροι κρατικοί λειτουργοί την εποχή εκείνη
μιλούσανε μάλλον και την ελληνική. Ας πούμε ότι είχε μάθει, για πραχτικούς λόγους, και
λίγα αραμαϊκά, αλλά οι Ρωμαίοι ήταν πολύ περήφανοι και σίγουρα δεν καταδεχόντουσαν
να χρησιμοποιήσουν τοπικές γλώσσες και διαλέχτους σε τέτοιες περιστάσεις. Ίσως κάποιος
απ’ τη γερουσία των Εβραίων να μιλούσε άνετα τη γλώσσα των Ρωμαίων καταχτητών.
Ο Χριστός όμως; Δεν μπορώ να φανταστώ έναν ξυλουργό γλωσσομαθή. Η όψη του Καίσαρα
πάνω στα ρωμαϊκά νομίσματα ήταν σίγουρα γι’ αυτόν ό,τι ήξερε όλο κι όλο για τη Ρώμη.
Επομένως, κατά τη γνώμη μου ο διάλογος ανάμεσα στους δύο έγινε ή με τη βοήθεια
διερμηνέα ή περίπου με τον τρόπο με τον οποίο σήμερα ένας Αμερικανός πρεσβευτής που
ξέρει τσάτρα πάτρα μερικές ιταλικές λέξεις θα μπορούσε να μιλήσει μ’ ένα Σικελό χωρικό.
Φανταστείτε το γλωσσικό δράμα εκείνης της στιγμής. Ποιο νόημα άραγε πήρανε για τον
έναν ή τον άλλο λέξεις όπως «θεός», «βασιλιάς», «αλήθεια»; Οι αποικιακοί πόλεμοι είναι
γεμάτοι από εκτελέσεις που έγιναν εξαιτίας γλωσσικών παρεξηγήσεων κι από διερμηνείς
που έλυσαν τα προβλήματα όπως τους βόλευε, ξεγελώντας χωρίς ενδοιασμούς τα δύο
αντιμέτωπα μέρη. Φανταστείτε την τραγωδία, ένα Κείμενο να ερμηνεύεται με
διαφορετικούς Κώδικες. Ίσως εκείνη η στιγμή, η μία από τις πιο συγκινητικές κι ανθρώπινες
στιγμές ενός δράματος που -στο ίδιο επίπεδο- εκτυλίσσεται ακόμη καθημερινά μέχρι τώρα.
Όταν βλέπουμε έναν άνθρωπο καρφωμένο στο σταυρό σκεφτόμαστε ότι τα πάθη του είναι
και δικά μας πάθη. Δικά μας είναι όμως και τα βάσανα των ανθρώπων που δεν
καταφέρνουνε να εκφραστούνε. Ο εργάτης ξέρει εκατό λέξεις, τ’ αφεντικό χίλιες: γι’ αυτό κι
ο δεύτερος είναι τ’ αφεντικό. Το είπε κι ο Dario Fo.*
Μου γράφει οργισμένη μια ευγενική αναγνώστρια: «Γιατί στο προηγούμενο άρθρο-σας
προσπαθήσατε να δικαιολογήσετε τους απαγωγείς, τους ληστές τραπεζών, τους δολοφόνους;
21
Ποιοι είναι άραγε αυτοί που προσπαθούνε να συσχετίσουνε τα πράγματα; Είναι αυτοί που
θέλουνε να δικαιολογηθούνε το Κακό (εδώ ας προσέξουμε τη διπλή έννοια του δικαιολογώ
που δε σημαίνει αναγκαστικά συγχωρώ, αλλά και εξηγώ). Και θέλουνε να δικαιολογήσουν
το Κακό, γιατί είναι εκτεθειμένοι, είναι συνένοχοι. Καθώς βλέπετε ο συλλογισμός στέκει.
Διαφορετικές και πιο λογικές είναι οι ανησυχίες μιας άλλης αναγνώστριας, που όμως και
αυτή ενοχλείται με την υπερβολική-μου προσήλωση στη σύνδεση των γεγονότων. «Τι σχέση
έχει, με ρωτά, το θέμα της βίας, σε μια στήλη που λέει ότι δήθεν ασχολείται με τα
προβλήματα επικοινωνίας; Δε φαντάζομαι να εννοείτε ότι μια απαγωγή η μια
ανθρωποκτονία είναι σημεία! Ας μη χάνουμε την έννοια του συγκεκριμένου!».
Ας μην τη χάνουμε. ' Ενα συμβάν (ένα σπίτι που πέφτει, ένα παιδί που γεννιέται) είναι ένα
γεγονός, ή μια ακολουθία γεγονότων. Όμως, μιλώντας γι' αυτά, τα φορτίζουμε με
διαφορετικές σημασίες, πράγμα που καταφέρνουμε μέσα από μια διπλή διαδικασία: τα
ερμηνεύουμε βασιζόμενοι σ' έναν κανόνα, που καθορίζεται από τη συλλογική εμπειρία
(έναν κώδικα) και ταυτόχρονα επιλέγουμε το σωστό κώδικα συνδέοντας το συμβάν με αυτά
που το πλαισιώνουν, δηλαδή το περιβάλλον-του. Λίγο νερό στο δρόμο μπορεί να σημαίνει
ότι προηγήθηκε μια καταιγίδα, ή ότι πέρασε το αμάξι του δήμου που καθαρίζει τους
δρόμους, ή ότι έσπασε το ψυγείο μιας μηχανής αυτοκινήτου. Αν, για να εξηγήσω το
γεγονός, σκεφτώ την καταιγίδα ή το αμάξι του δήμου, σημαίνει ότι σύνδεσα λάθος τα
γεγονότα, και διάλεξα απλά ένα λαθεμένο κώδικα. Αν σκεφτώ όμως ότι πρόκειται για τα
δάκρυα του Θεού στο δρόμο, προτείνω έναν κώδικα εξωκοινωνικό και μπαίνω έτσι σε μιαν
ατμόσφαιρα μαγική.
Συχνά τυχαίνει να μιλάω με οδηγούς ταξί (έτσι για να περνά η ώρα) για τις απαγωγές που
πληθαίνουν τελευταία στη χώρα-μας. Και συχνά ο ταξιτζής μου λέει (είναι βέβαια
κοινότυπες φράσεις, ίσα ίσα για να υπάρχει κάποια επικοινωνία με τον επιβάτη) ότι δεν
ξέρουμε πια σε τι κόσμο ζούμε, ότι οι άνθρωποι έχασαν την έννοια της αμαρτίας, κλέβουν
και σκοτώνουν περισσότερο απ' ό,τι παλιότερα.
Μου είναι δύσκολο να εξηγήσω ότι η αύξηση της «σύγχρονης» εγκληματικότητας είναι
ανάλογη με την αύξηση του πληθυσμού, σε όλο τον κόσμο. Με ακούνε και με κοιτάζουν
περιφρονητικά όταν μιλάω φέρνοντας για παράδειγμα τα ποντίκια. Βάλτε μερικά ποντίκια
σ' ένα χώρο που τους ταιριάζει και κατόπι αυξήστε σταδιακά τον αριθμό-τους. Θ' αρχίσουνε
να δαγκώνουνε την ουρά-τους, ύστερα θα τα πιάνει σεξουαλική μανία, και τέλος θα
κατασπαράζουνε το ένα το άλλο. Δεν είναι τα ποντίκια κακά, αλλά ο χώρος είναι κακός για
τα ποντίκια.
Αυτό το επιχείρημα θ' ανάγκαζε τον ταξιτζή να παραδεχτεί πως μια από τις αιτίες της
αύξησης της εγκληματικότητας είναι και η αύξηση του πληθυσμού των πόλεων. Η αύξηση
όμως του πληθυσμού των πόλεων έχει σαν αποτέλεσμα ν' αυξηθεί τόσο ο αριθμός των
ταξιτζήδων όσο και η πελατεία-τους.Καθώς ενστικτώδικα δυσανασχετεί ν' αναγνωρίσει ότι
ακούσια είναι συνυπεύθυνος, προτιμάει να πιστεύει ότι το κακό για το οποίο μιλά είναι το
Κακό, δηλαδή μια δύναμη ανεξέλεγκτη και χωρίς ρίζες. Αυτός ο τρόπος σκέψης
υποστηρίζεται από πολλούς (συχνά έχει συνειδητό ή ασυνείδητο συνένοχο τον τύπο) που
παρουσιάζουνε τα κακώς κείμενα σαν μορφές-εκφράσεις του Κακού. Ν' αγνοούμε τη
σύνδεση των πραγμάτων σημαίνει να μην ψάχνουμε λύσεις για το πρόβλημα, ιδιαίτερα
όταν οι λύσεις δε μας συμφέρουν. Οψυχολογικός φασισμός (όχι μονάχα ο ιστορικός)
γεννιέται όταν κάποιος αρνιέται να ψάξει τις αιτίες και τις σχέσεις που παράγουνε το κακό,
και προτιμάει ν' αρχίσει μια σταυροφορία ενάντια στο Κακό. Επειδή δέ το Κακό πρέπει να
έχει και κάποιον υποκινητή, νά πώς γεννιέται το σύνδρομο της Συνωμοσίας(π.χ. φταίνε οι
Εβραίοι). Σε άλλη περίπτωση βραχυκυκλώνονται δύο συμβάντα με το να παρουσιάζεται το
ένα σαν αιτία του άλλου (π.χ. ληστεύουνε τις τράπεζες γιατί εξαιτίας των απεργιών δεν
υπάρχει πια σεβασμός για την εξουσία).
23
Όμως, το παιχνίδι της μαγικής ερμηνείας δεν το συναντάμε μόνο όταν πρόκειται για
πολιτικά γεγονότα. Ας πάρουμε μια περίπτωση όπου το κακό είναι απόλυτο και
ακατανίκητο: τον καρκίνο. Είναι τόσο απόλυτο, ώστε δεν τολμάμε ούτε να το
κατονομάσουμε, το λέμε «η κακιά αρρώστια». 'Ολοι λίγο πολύ ξέρουμε ότι ο καρκίνος είναι
συνέπεια ενός κυττάρου που πολλαπλασιάζεται σε τρελό ρυθμό. Αλλά γιατί
πολλαπλασιάζεται έτσι; Γιατί άραγε στις μέρες-μας όλο και περισσότεροι άνθρωποι
παθαίνουνε καρκίνο; Μερικές φορές για να το εξηγήσουμε απομονώνουμε αιτίες: το
τσιγάρο, κάποιες ειδικές ουσίες στα φαγητά κλπ. Αλλά αυτό δε φτάνει. Το Κακό παραμένει
φοβερό και ανησυχητικό. Υπογραμμίζουμε ότι ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια στην
εφαρμογή προληπτικών μέτρων είναι η αντίληψη ότι δήθεν ο καρκίνος είναι μοιραίο Κακό.
Δε φταίει μόνο ο τρόμος μπροστά στο ότι ο καρκίνος είναι ανίατος (φαίνεται ότι γιατρεύεται
εάν κάποιος τον προλάβει στα πρώτα-του στάδια), αλλά και ο τρόμος μπροστά στο ότι «δεν
εξηγείται».
Πριν από λίγες μέρες ο Giorgio Prodi, καρκινολόγος που μεταξύ των άλλων έχει δημοσιέψει
σημαντικά συγγράμματα σχετικά με τη «φυσιολογία σημειωτικών διαδικασιών», δηλαδή
έρευνα της υλικής βάσης της επικοινωνίας των κυττάρων μεταξύ-τους, σε συνέντευξή-του
στην εφημερίδα «Il resto del Carlino» δήλωνε ότι οι όγκοι είναι χαραχτηριστική αρρώστια της
μέσης ηλικίας και των γηρατειών. Πολλοί που σήμερα πεθαίνουν από καρκίνο στα εξήντα-
τους, τον προηγούμενο αιώνα θα πέθαιναν, ίσως από κάποιο άλλο λόγο, στα
σαρανταπέντε-τους. Αν υποθέσουμε πως θα ζούσαμε όλοι μέχρι τα 150, «θα πεθαίναμε
όλοι, σχεδόν με μαθηματική ακρίβεια, από όγκο». Αυτή η πληροφορία δε μου προξενεί
χαρά, διαλύει όμως ένα «μυστήριο». Αυτό που ήταν απόλυτο Κακό, γίνεται σχετικό κακό.
Σχετίζεται με άλλα φαινόμενα, μεταξύ των οποίων και το θετικό φαινόμενο της αύξησης
του μέσου όρου ζωής. Αυτό δεν αποκλείει την πιθανότητα ν* αρρωστήσω, θα πρέπει όμως
να με κάνει να αντιμετωπίζω το γεγονός με τρόπο λιγότερο «μαγικό». Με βοηθάει να
μιλήσω γι' αυτήν με περισσότερη ελευθερία, να προδιατεθώ θετικά στα περιοδικά
προληπτικά μέτρα, και πάει λέγοντας. Με άλλα λόγια, ο καρκίνος παύει να είναι σημείο
τραγικό και μαγικό μιας Μοίρας που μας ξεπερνά και γίνεται σημείο εξίσου τραγικό αλλά
όχι μαγικό, χάρη σε μιαν αλληλουχία φαινομένων που μερικά μπορούμε να τα ελέγξουμε.
Δηλαδή μπορώ να τον «διαβάσω» με τρόπο διαφορετικό. Δεν αποκλείω την πιθανότητα,
αλλά διαφοροποιώ τη στάση της κοινωνίας απέναντί-του.
Αυτό το είδος κριτικής, ορθολογιστικής και συνειδητής ανάγνωσης της σημασίας των
φαινομένων, επιβάλλει μιαν εργασία συνεχή και επίπονη. Σίγουρα είναι πιο εύκολο και για
τα άτομα και για τα μέσα πληροφόρησης να μιλάνε για τα φαινόμενα παίζοντας
συγκινησιακά με το ξαφνικό, ανησυχητικό, χωρίς ρίζες Κακό. Γεννιέται έτσι η θρησκεία της
απόγνωσης και το μόνο που μας απομένει είναι να ξορκίσουμε αυτό το Κακό. Στην πολιτική
αυτό λέγεται άσκηση της εξουσίας μέσω της δεισιδαιμονίας.
24
"Αν επιχειρήσει κανείς μια σφαιρική αναθεώρηση των ανθρωπίνων σχέσεών μας, ας
δοκιμάσει να αγγίξει τον αθλητισμό. Θ' ανακαλύψει σ' αυτόν τα ελαττώματα του ανθρώπου
σαν κοινωνικό ζώα: τότε θα φανούνε τα στοιχεία της κοινωνικότητας που είναι άσχετα με
τον άνθρωπο. Τότε θα γίνει σαφής η απατηλή φύση του κλασικού ουμανισμού, που είναι
βασισμένος στην ελληνική ανθρωπολατρεία, βασισμένη με τη σειρά της όχι στην ενόραση ή
την ιδέα της πόλης ή τη δράση, αλλά στον αθλητισμό σαν προμελετημένη σπατάλη,
απόκρυψη του προβλήματος, "φλυαρία" διογκωμένη στο έπακρο. Με λίγα λόγια -θα το
εξηγήσουμε αργότερα- ο αθλητισμός είναι η μεγαλύτερη παρεκτροπή του φατικού λόγου,
και επομένως -σε τελευταία ανάλυση- η άρνηση οποιουδήποτε διαλόγου, κι έτσι η αρχή της
αποκτήνωσης του ανθρώπου, ή η "ουμανιστική" επινόηση μιας ολοκληρωτικά απατηλής
ιδέας για τον άνθρωπο.
Στην αθλητική δραστηριότητα κυριαρχεί η "σπατάλη". Κάθε σχετική κίνηση είναι σπατάλη
ενέργειας- αν πετάξω μια πέτρα από απλή ευχαρίστηση -όχι για να πετύχω ένα
οποιοδήποτε χρήσιμο σκοπό- θα σπαταλήσω θερμίδες που είχα εξασφαλίσει με την
κατανάλωση τροφής για την παραγωγή της οποίας κάποιος εργάστηκε. Τώρα, αυτή η
σπατάλη είναι τελείως υγιής. Είναι το χαρακτηριστικό στοιχείο τον παιχνιδιού. Και ο
άνθρωπος, όπως όλα τα ζώα, νιώθει τη σωματική και ψυχική ανάγκη να παίξει. Υπάρχει
επομένως ένα είδος σπατάλης που δεν μπορούμε να αποφύγουμε - σημαίνει για μας
ελευθερία, ελευθερία από την τυραννία της αναπόφευκτης, απαραίτητης δουλειάς. Αν
δίπλα σε μένα που πετάω την πέτρα έρθει κάποιος άλλος για να την πετάξει ακόμη πιο
μακριά, το παιχνίδι παίρνει τη μορφή του "αγωνίσματος": και αυτό είναι σπατάλη,
σωματικής και πνευματικής ενέργειας, αλλά αυτή η σπατάλη καταλήγει σε κάποιο κέρδος.
'Έχουμε βελτίωση της σωματικής διάπλασης, ανάπτυξη και έλεγχο της άμιλλας,
χαλιναγώγηση της έμφυτης επιθετικότητας χάρη στους κανόνες. Αλλά ήδη στα παραπάνω
θετικά στοιχεία παραμονεύει το σαράκι που απειλεί την ίδια την κίνηση’ το αγώνισμα
πειθαρχεί και εξουδετερώνει τις δυνάμεις. Παρά τις αντίθετες εντυπώσεις, το αγώνισμα
ουσιαστικά είναι ένας μηχανισμός για την εξουδετέρωση της δράσης.
Απ' αυτόν τον πυρήνα διφορούμενης υγείας (πού 'ναι "υγιής" εφόσον δεν ξεπεραστεί ένα
όριο ...) ωριμάζουνε τα πρώτα έκτροπα του αγωνίσματος όπως για παράδειγμα η εκτροφή
ανθρώπων αφιερωμένων σ' ένα αγώνισμα. Ο αθλητής είναι ήδη ένα ον που έχει
υπερασκήσει ένα μόνο όργανό του, που κάνει το σώμα του εστία και αποκλειστική πηγή
ενός συνεχούς παιχνιδιού. Ο αθλητής είναι τέρας, είναι ο 'Ανθρωπος που Γελά, είναι η
γκέισα με το πιεσμένο και ατροφικό πόδι.
Όμως ο αθλητής τέρας γεννιέται τη στιγμή που το σπορ ανάγεται στο τετράγωνο, όταν
δηλαδή το σπορ, από παιχνίδι με προσωπική συμμετοχή, γίνεται ένα είδος συζήτησης πάνω
στο παιχνίδι, δηλαδή γίνεται θέαμα για άλλους. Το σπορ στο τετράγωνο είναι το αθλητικό
θέαμα.
Εάν η άσκηση είναι υγεία, όπως υγεία είναι η σωστή διατροφή, τα σπορ σαν θέαμα είναι η
φενάκη της υγείας. 'Όταν βλέπω τους άλλους να παίζουνε, δεν κάνω τίποτα το υγιεινό και
απλώς νιώθω κάποια ασαφή ευχαρίστηση για την υγεία των άλλων (πράγμα που μοιάζει με
ευτελή ηδονοβλεψία): γιατί ουσιαστικά τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση την παίρνω από τα
ατυχήματα που συμβαίνουν σε όποιον ασκείται (όπως αυτός που βλέπει όχι δύο
ανθρώπους, αλλά δύο μέλισσες να κάνουν έρωτα, περιμένοντας να παρακολουθήσει έπειτα
25
πολιτική συζήτηση, αυτή η φλυαρία γίνεται το υποκατάστατο της πολιτικής συζήτησης, και
μάλιστα σε τέτοιο σημείο που καταντάει να γίνει η ίδια πολιτική συζήτηση.
Αν το σκεφτούμε καλά, αυτή η έλλειψη γενικής άσκησης είναι ίδια μ' εκείνη στην οποία
οφείλεται η κρίση των καλών τεχνών: δραστηριότητες που δικαιωματικά θα 'πρεπε να
ασκούνται από όλους αλλά που εδώ και μερικές χιλιετηρίδες ασκούνται μόνο από
εξουσιοδοτημένους μάγους που λέγονται καλλιτέχνες. Δεν είναι τυχαίο ότι οι τέχνες που
περισσότερο καταλαβαίνει ο κόσμος είναι εκείνες στις οποίες οι θεατές έχουν μια ελάχιστη
πραχτική εμπειρία: το τραγούδι, γιατί όλοι λίγο πολύ τραγουδάμε, και η λογοτεχνία, γιατί
όλοι μιλάμε και γράφουμε. Σ' αυτές τις περιπτώσεις η ανωτερότητα των άλλων γίνεται
αντιληπτή στο μέτρο που δεν απομακρύνεται από την προσωπική μας εμπειρία (Cronin ναι,
αλλά όχι Joyce). Οι τέχνες στις οποίες το χάσμα είναι πιο μεγάλο είναι η ζωγραφική, η
γλυπτική και η αρχιτεκτονική, μια και κανένας από τους θεατές δεν έμαθε ποτέ να
χειρίζεται χρώματα, όγκους και χώρους. Έτσι συμβαίνει το περίεργο φαινόμενο να
καταλαβαίνει ο κοινός άνθρωπος, για παράδειγμα, τη ζωγραφική και γλυπτική που είναι
πιο μακριά από τις πραχτικές του δυνατότητες (το λεπτομερειακό ρεαλισμό) και να
αποκρούει σαν αλλότριες αυτές που θα μπορούσε να δημιουργήσει και ο ίδιος χειριζόμενος
αφηρημένες χρωματικές επιφάνειες ή πλάθοντας οποιουσδήποτε όγκους. Και την αρνείται
σαν τέχνη, ακριβώς γιατί δεν καταφέρνει πια να πιστέψει ότι έχει αξία κάτι που αυτός θα
μπορούσε να κάνει, με περισσότερη ή λιγότερη επιτυχία.
Στην τέχνη όπως και στον αθλητισμό το πρόβλημα είναι επομένως να ξαναδοθεί σε όλους η
δυνατότητα άσκησης. Αλλά πρέπει ακριβώς να μην υπάρχει πια κοινωνία στην οποία να
κυριαρχεί ο συναγωνισμός που ξεχωρίζει αυτούς που δρουν από αυτούς που δε θα δράσουν
ποτέ αλλά θα είναι αντικείμενα χαλιναγώγησης.
..........
Ο άνθρωπος, όπως όλα τα ζώα, έλκεται απ' το παιχνίδι, αλλά σ' αντίθεση με τ' άλλα ζώα,
προτιμάει να παίζει σύμφωνα με κάποιους κοινωνικούς, συμβατικούς κανόνες. Τώρα, σ' ένα
ματς ο θεατής είναι ένας άνθρωπος που δεν παίζει: αξιολογεί, κρίνει το παιχνίδι των άλλων
ανάλογα με τους κανόνες που έμαθε. Αν έπειτα αυτός ο θεατής είναι καθισμένος μπροστά
στη συσκευή της τηλεόρασης, η κατάστασή του γίνεται ακόμη πιο ασαφής. Αξιολογεί με
βάση τους κανόνες, τόσο το παιχνίδι των άλλων όσο και τη συμπεριφορά των παρόντων στο
παιχνίδι. Η απόσταση από το σώμα του μεγαλώνει!
Αλλά συνήθως γίνεται κάτι χειρότερο: όχι μόνο ο κόσμος βλέπει το παιχνίδι αντί να το
παίζει, αλλά συχνά ακούει μόνο να μιλάνε γι' αυτό. Με τη μεσολάβηση του αθλητικού
τύπου το ποδόσφαιρο γίνεται ευκαιρία για μια καθαρή φλυαρία που κάνουν οι φίλαθλοι
στις πλατείες, στα κουρεία, στο τραπέζι, στο γραφείο. Και το άτομο που μιλάει για
αθλητισμό χρησιμοποιεί μια γλώσσα που έχει τους δικούς της κανόνες.
Είναι μια συζήτηση στρατηγικής που δεν αφορά μόνο το παιχνίδι καθαυτά, αλλά και την
προετοιμασία του (τις μεταγραφές, τις αποφάσεις των αθλητικών συλλόγων, τη σύνθεση
των ομάδων πρώτης κατηγορίας τα τελευταία είκοσι χρόνια). Γύρω από αυτά τα αφηρημένα
δεδομένα γίνεται μια συζήτηση που παρουσιάζει τα ίδια χαρακτηριστικά παθιασμένης
συμμετοχής όπως και η πολιτική συζήτηση, η οποία περιστρέφεται γύρω από θέματα εξίσου
μακρινά, για τόπους και πρόσωπα που δεν είδαμε ποτέ (ποιος συνάντησε πράγματι ποτέ
τον Κίσινγκερ, ποιος πήγε στο Λίβανο;).
Μόνο που υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στις υποθέσεις της πόλης που ονομάζονται
πολιτική και τις υποθέσεις του υποκατάστατου της πόλης που ονομάζεται γήπεδο. Η
27
διαφορά είναι ότι όποιος μιλάει για πολιτική στην ουσία κάνει πολιτική. 'Όποιος συμμετέχει
σε μια συνέλευση κόμματος, συζητάει μια πρόταση και ψηφίζει, κάνει το ίδιο μ' αυτό που
κάνει ο Κίσινγκερ. Δεν του αφαιρείται η δυνατότητα διακυβέρνησης, γιατί ουσιαστικά, αν
και σε ελάχιστη κλίμακα, την ασκεί. Όποιος παίρνει μέρος σε διαδήλωση και σύγκρουση με
την αστυνομία, επεμβαίνει για να καθορίσει ποιοτικά, αν όχι ποσοτικά, τη ζωή της
κοινότητας. Κάνει ό,τι και ο Λατινοαμερικάνος αντάρτης όταν πυροβολεί σε μάχη για την
κατάληψη ενός χωριού. 'Ασχετα από οποιαδήποτε ιδεολογική τοποθέτηση, ακόμη κι αν
κάνει τον αντάρτη για παιχνίδι. Στα σπορ αντίθετα η αθλητική φλυαρία δεν έχει τίποτα
κοινό με το ίδιο το άθλημα, που γίνεται μακρινή της πρόφαση. Μ' αυτή την έννοια η
συζήτηση για αθλητισμό (χωρίς να συνοδεύεται από άσκηση) δεν είναι μόνο μια περίπτωση
αποστέρησης του σώματος: είναι καθαρή αποστέρηση των προνομίων του ανθρώπου σαν
πολιτικό ον.
Πρόκειται γι' ανθρώπινη ενέργεια που αλλάζει κατεύθυνση. Τα θύματα δεν το
καταλαβαίνουν, αλλά έχουνε καμιά φορά την συγκεχυμένη υποψία ότι βρίσκονται σε
φαύλο κύκλο. Κυρίως καθώς η πολιτική, σαν πρότυπο κοινωνικής συμπεριφοράς, είναι
παρούσα στην τηλεόραση, στις πλατείες, στις εφημερίδες: και το θύμα της αθλητικής
φλυαρίας νιώθει μιαν ασαφή νοσταλγία γι' αυτή την καρποφόρα και αποτελεσματική
συμπεριφορά. Και να που, μην μπορώντας να κάνει τον αντάρτη του Μαύρου Σεπτέμβρη ο
Homo Sportivus μασκαρεύεται σε αντάρτη κάποιας μαυροκίτρινης ομάδας. Πειθήνιο όργανο
της εξουσίας, το θύμα αναλώνει την ενστικτώδικη ορμή του σε δραστηριότητες που δεν
μπορούν να επηρεάσουν την εθνική πολιτική ζωή, και η μανία του ελέγχεται.
Αλλά είναι το πιο καταπιεσμένο και απεγνωσμένο θύμα του συστήματος, γιατί δεν ξέρει
πια τι του στέρησαν. Αυτή η βία χωρίς στόχο μπορεί να εκτονωθεί την κατάλληλη στιγμή:
τα γήπεδα (έτσι όπως λειτουργούν σήμερα) είναι σαν βαλβίδα ασφαλείας που κάθε
δικτάτορας μπορεί να εκμεταλλευτεί. "
Πριν λίγο καιρό, μέσ' απ' τις σελίδες της «La Stampa», ο Nicola Abbagnano εξέταζε από
φιλοσοφική σκοπιά το πρόβλημα του αθλητισμού και τον έβλεπε σαν κάτι προτρεπτικό κι
ελπιδοφόρο. Όταν δε μολύνεται από εξωαγωνιστικά στοιχεία, ο αθλητισμός μάς επιτρέπει
να δούμε το πρόσωπο του πρωταθλητή, την πραγμάτωση μιας εξαιρετικής επίδοσης και
ενός αυτοελέγχου που βρίσκονται πολύ κοντά στην καλλιτεχνική τελειότητα.Το
σημαντικότερο πράγμα που έμαθα από τον Abbagnano, όταν ήμουνα μαθητής του στο
Τορίνο, ήταν να εξετάζω πάντα με υποψία τις απόψεις των φιλοσόφων. Αυτό ακριβώς θα
προσπαθήσω να κάνω και με τις δικές του, για να μείνω πιστός στη διδασκαλία του.
Ο Abbagnano κρίνει το θαυμασμό που εκφράζει αυτός που «κοιτάζει» τον πρωταθλητή
σαν ένα είδος «συμμετοχής» στο κατόρθωμά του. Έτσι ο θεατής φαίνεται πως ωφελείται,
μέσω του πρωταθλητή, από την ελπίδα που η επιτυχία του προσφέρει στην ανθρωπότητα,
και αντλεί απ' αυτήν ερεθίσματα. Προσωπικά πιστεύω αντίθετα ότι το είδος ηδονοβλεψίας
που είναι η παρακολούθηση των άθλων κάποιου άλλου λειτουργεί σαν απλό υποκατάστατο
μιας εμπειρίας που ο θεατής δε θα αποχτήσει ποτέ. Ο πρωταθλητής τον αποδεσμεύει από
την υποχρέωση της βελτίωσης της σωματικής του κατάστασης. Επομένως, σε τελευταία
ανάλυση, συμβάλλει στον υποβιβασμό του.
28
Για να στηρίξει αυτή την έννοια, ο Abbagnano λέει ότι η ύπαρξη του ανθρώπου, από την
εμφάνισή του μέχρι σήμερα, υπήρξε ουσιαστικά μια διαδικασία επιλογής, κατά την οποία
όποιος ξέρει και οργανώνεται καλύτερα, είναι πιο δυνατός ή πιο μορφωμένος, καταφέρνει
να επιβιώσει. Ο πρωταθλητής παρουσιάζει επομένως πρότυπο φυσικής επιλογής. Αλλά το
θέμα είναι ότι η φυσική επιλογή είναι ένας αποκλειστικά «φυσικός» νόμος και επομένως
ανήκει σ' εκείνο το είδος των νόμων που ο άνθρωπος προσπάθησε πάντα να διορθώσει με
«πολιτιστικούς» νόμους. Αν ένας άνθρωπος πέσει στο νερό και αρχίσει να κινείται όπως το
ένστιχτό του τού υπαγορεύει, πνίγεται. Να ένας φυσικός νόμος. Γι' αυτό ο πολιτισμένος
άνθρωπος επινόησε πρώτα το κολύμπι, έπειτα τη βάρκα, έπειτα το σωσίβιο, τέλος τις
πισίνες με δασκάλους κολύμβησης. Δηλαδή αποφάσισε ότι δεν έπρεπε να αφήνει να
πνίγεται όποιον δεν ήξερε να κολυμπάει, αλλά έπρεπε να μάθει σε όλους να κολυμπάνε
και, στην ανάγκη, να σώζει αυτούς που δε μάθαιναν. Τη φυσική επιλογή επομένως
συμπλήρωσε ένας νόμος κοινωνικής αλληλεγγύης.
Αλλά αν είναι έτσι τα πράγματα, τότε πρέπει να κλονιστεί η έννοια του πρωταθλητή
(καρπός του συναγωνισμού): το πρότυπο του αθλητή πρέπει να αντικατασταθεί με τον
κοινό άνθρωπο που αθλείται καλά ή κακά, με τη βοήθεια της κοινωνίας. Το ότι έπειτα θα
εμφανιστούνε τα ξεφτέρια είναι φυσικό: όταν όλοι τρέχουνε, πηδάνε, ψαρεύουν, δεν
πειράζει καθόλου αν υπάρχουνε κάποιοι που θα τρέχουνε καλύτερα, άλλοι που θα
ψαρεύουνε καλύτερα και πάει λέγοντας. Πάντως δε θα υπάρχουν πια άτομα αποκλειστικά
θεατές κι επομένως δε θα υπάρχουν πια πρωταθλητές σαν αξιοθέατα όντα. Ο ένας θα
κοιτάζει τον άλλο.
Αν το σκεφτούμε καλά, αυτή η έλλειψη γενικής άσκησης είναι ίδια μ' εκείνη στην οποία
οφείλεται η κρίση των καλών τεχνών: δραστηριότητες που δικαιωματικά θα 'πρεπε να
ασκούνται από όλους αλλά που εδώ και μερικές χιλιετηρίδες ασκούνται μόνο από
εξουσιοδοτημένους μάγους που λέγονται καλλιτέχνες. Δεν είναι τυχαίο ότι οι τέχνες που
περισσότερο καταλαβαίνει ο κόσμος είναι εκείνες στις οποίες οι θεατές έχουν μια ελάχιστη
πραχτική εμπειρία: το τραγούδι, γιατί όλοι λίγο πολύ τραγουδάμε, και η λογοτεχνία, γιατί
όλοι μιλάμε και γράφουμε. Σ' αυτές τις περιπτώσεις η ανωτερότητα των άλλων γίνεται
αντιληπτή στο μέτρο που δεν απομακρύνεται από την προσωπική μας εμπειρία
(Cronin1 ναι, αλλά όχι Joyce2). Οι τέχνες στις οποίες το χάσμα είναι πιο μεγάλο, είναι η
ζωγραφική, η γλυπτική και η αρχιτεκτονική, μια και κανένας από τους θεατές δεν έμαθε
ποτέ να χειρίζεται χρώματα, όγκους και χώρους. Έτσι συμβαίνει το περίεργο φαινόμενο να
καταλαβαίνει ο κοινός άνθρωπος, για παράδειγμα, τη ζωγραφική και γλυπτική που είναι
πιο μακριά από τις πραχτικές του δυνατότητες (το λεπτομερειακό ρεαλισμό) και να
αποκρούει σαν αλλότριες αυτές που θα μπορούσε να δημιουργήσει και ο ίδιος χειριζόμενος
29
Στην τέχνη όπως και στον αθλητισμό το πρόβλημα είναι επομένως να ξαναδοθεί σε
όλους η δυνατότητα άσκησης. Αλλά πρέπει ακριβώς να μην υπάρχει πια κοινωνία στην
οποία να κυριαρχεί ο συναγωνισμός που ξεχωρίζει αυτούς που δρουν από αυτούς που δε θα
δράσουν ποτέ, αλλά θα είναι αντικείμενα χαλιναγώγησης.
1. Ποιο είναι το ζήτημα που τίθεται στο άρθρο και ποιες οι διαφορετικές θέσεις
αναφορικά με αυτά; Να κωδικοποιήσετε σε ένα σχεδιάγραμμα τις αντίπαλες θέσεις και τα
επιχειρήματά τους και να τεκμηριώσετε τη συμφωνία ή τη διαφωνία σας με αυτά.
2. Συμφωνείτε με την πρόταση του Έκο για την αντικατάσταση του προτύπου του
αθλητή από τον κοινό άνθρωπο που αθλείται με τη βοήθεια της κοινωνίας; Είναι δυνατόν
να συνυπάρξουν τα δύο πρότυπα;
3. «Στην τέχνη όπως και στον αθλητισμό... που δε θα δράσουν ποτέ». Πιστεύετε ότι το
εκπαιδευτικό μας σύστημα παρέχει τη δυνατότητα άσκησης των μαθητών στην τέχνη και τον
αθλητισμό κατά το νόημα της προτεινόμενης άποψης του U. Εco;
4. Ποιο είναι το ζήτημα που τίθεται στο άρθρο και ποιες οι διαφορετικές θέσεις αναφορικά
με αυτά; Να κωδικοποιήσετε σε ένα σχεδιάγραμμα τις αντίπαλες θέσεις και τα επιχειρήματά
τους και να τεκμηριώσετε τη συμφωνία ή τη διαφωνία σας με αυτά.
5. Συμφωνείτε με την πρόταση του Έκο για την αντικατάσταση του προτύπου του αθλητή
από τον κοινό άνθρωπο που αθλείται με τη βοήθεια της κοινωνίας; Είναι δυνατόν να
συνυπάρξουν τα δύο πρότυπα.
6. Ποια νομίζετε ότι είναι τα «εξωαγωνιστικά στοιχεία» στα οποία αναφέρεται η φράση
της πρώτης παραγράφου;
7. Για ποιον λόγο ο Ουμπέρτο Έκο ισχυρίζεται ότι πρέπει να εξετάσει τις απόψεις του
δασκάλου του;
8. Στην τρίτη παράγραφο («Θα μπορούσαμε… έννοια αρνητική») ο Ουμπέρτο Έκο
εκφράζει την άποψή του για τη σχέση «θεατών» και «πρωταθλητών». Εξηγήστε την
σύντομα με πενήντα (50) περίπου λέξεις.
9. Ποια είναι η συνεισφορά του ελληνικού πολιτισμού σύμφωνα με την τρίτη παράγραφο;
(«Θα μπορούσαμε… έννοια αρνητική»). Αν αυτή η άποψη γινόταν αντιληπτή από την
ελληνική κοινωνία, ποιες αντιδράσεις νομίζετε ότι θα προκαλούσε;
10. Εξηγήστε σε σύντομη παράγραφο εκατό το πολύ λέξεων τη σημασία της παρακάτω
φράσης «Ο πρωταθλητής παρουσιάζει επομένως πρότυπο φυσικής επιλογής». Ποια είναι
η άποψη του Έκο και ποια η δική σας;
11. Αναπτύξτε την παρακάτω φράση σε παράγραφο μικρότερη από εκατό λέξεις: «το
πρότυπο του αθλητή πρέπει να αντικατασταθεί με τον κοινό άνθρωπο που αθλείται
καλά ή κακά, με τη βοήθεια της κοινωνίας».
12. Εξηγήστε την μεταφορά στην παρακάτω φράση της πρώτης παραγράφου: «μολύνεται
από εξωαγωνιστικά στοιχεία».
30
13. Τι εννοεί ο συγγραφέας όταν στην πρώτη παράγραφο γράφει «να εξετάζω πάντα με
υποψία τις απόψεις»; Πώς συσχετίζεται η πρόθεσή του με τη θεωρία πειθούς που
διδαχτήκατε;
14. Ποιον τρόπο ανάπτυξης παραγράφου αναγνωρίζετε στην δεύτερη και τρίτη παράγραφο;
(«Ο Abbagnano κρίνει… είναι έννοια αρνητική»).
15. Εντοπίστε δύο τρόπους ανάπτυξης της τέταρτης παραγράφου («Για να στηρίξει…
κοινωνικής αλληλεγγύης»).
16. Στην δεύτερη παράγραφο («Ο Abbagnano κρίνει… στον υποβιβασμό του»), βρείτε τρεις
διαρθρωτικές λέξεις και εξηγήστε το ρόλο τους.
17. Για ποιον λόγο νομίζετε ότι ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ένα εκτενές παράδειγμα στην
τέταρτη παράγραφο; («Για να στηρίξει… νόμος κοινωνικής αλληλεγγύης»).
18. Βρείτε στο κείμενο πέντε (5) σύνθετα ρήματα και αναλύστε τα στα συνθετικά τους.
19. Βρείτε στο κείμενο πέντε (5) σύνθετα ουσιαστικά και αναλύστε τα στα συνθετικά τους.
20. Σε εκδήλωση του σχολιού σας σχετική με τον αθλητισμό πρέπει να πείτε 500-600 λέξεις
για το θέμα. Έχετε διαβάσει το κείμενο του Έκο και σκέφτεστε να συνεχίσετε τη σκέψη
του από το σημείο που τελειώνει: «Στον αθλητισμό το πρόβλημα είναι επομένως να
ξαναδοθεί σε όλους η δυνατότητα άσκησης. Αλλά πρέπει ακριβώς να μην υπάρχει πια
κοινωνία στην οποία να κυριαρχεί ο συναγωνισμός που ξεχωρίζει αυτούς που δρουν από
αυτούς που δε θα δράσουν ποτέ, αλλά θα είναι αντικείμενα χαλιναγώγησης». Εξηγήστε
πως μπορεί να πραγματοποιηθεί η πρόταση του Έκο ή για ποιον λόγο δεν μπορεί να
πραγματοποιηθεί (ανάλογα με την οπτική σας).
13. Οι αντάρτες των γηπέδων
Τα διαβάζουμε τώρα πια κάθε βδομάδα στις εφημερίδες: ομάδες οπλισμένες με λοστούς
προκαλούν επεισόδια στα γήπεδα, παρέες ακαθόριστης ιδεολογίας διακόπτουν συναυλίες
ποπ. Τα μέρη όπου παραδοσιακά ο κόσμος πάει για ν' αποτοξινωθεί, γίνονται πεδία μαχών
και θυμίζουν στον Ιταλό αναγνώστη τα περίχωρα της Βία Λάργκα στο Μιλάνο ή τον
πετροπόλεμο στη Βάλε Τζούλια της Ρώμης. Μ' άλλα λόγια, εκτός από τον εξτρεμισμό των
άκρων, υπάρχει τώρα κι ένας εξτρεμισμός του κέντρου, και όπου υπάρχει εξτρεμισμός,
παντού, δεν μπορεί παρά να επιθυμεί κανείς την εμφάνιση μιας νέας πατρικής
φυσιογνωμίας που να 'ναι διατεθειμένη να επαναφέρει την τάξη και την αρμονία. Έτσι δεν
πρέπει να απορρίπτουμε καθόλου την υπόθεση μήπως αυτές οι υπερβολές είναι έργο
προβοκατόρων. Μόνο που η υπόθεση αυτή θα ήταν ακόμη πολύ επιφανειακή, μια και δεν
εξηγεί γιατί ακριβώς σ' αυτόν το χώρο μπορεί και ριζώνει η πρόκληση.
προσκαλέσουνε σ' ένα γεύμα όπου πληρώνεται όποιος τρώει και πληρώνει όποιος κοιτάζει
τους άλλους να τρώνε, είναι φυσικό να υπακούσουμε στο σύνθημα: «Να τα σπάσουμε όλα,
τώρ' αρχίζει η δικιά μας γιορτή!». Αλλά ίσως υπάρχει και κάτι παραπάνω.
Ο άνθρωπος, όπως όλα τα ζώα, έλκεται απ' το παιχνίδι, αλλά σ' αντίθεση με τ' άλλα
ζώα, προτιμάει να παίζει σύμφωνα με κάποιους κοινωνικούς, συμβατικούς κανόνες. Τώρα,
σ' ένα ματς ο θεατής είναι ένας άνθρωπος που δεν παίζει: αξιολογεί, κρίνει το παιχνίδι των
άλλων ανάλογα με τους κανόνες που έμαθε. Αν έπειτα αυτός ο θεατής είναι καθισμένος
μπροστά στη συσκευή της τηλεόρασης, η κατάστασή του γίνεται ακόμη πιο ασαφής.
Αξιολογεί με βάση τους κανόνες, τόσο το παιχνίδι των άλλων όσο και τη συμπεριφορά των
παρόντων στο παιχνίδι. Η απόσταση από το σώμα του μεγαλώνει! Αλλά συνήθως γίνεται
κάτι χειρότερο: όχι μόνο ο κόσμος βλέπει το παιχνίδι αντί να το παίζει, αλλά συχνά ακούει
μόνο να μιλάνε γι' αυτό. Με τη μεσολάβηση του αθλητικού τύπου το ποδόσφαιρο γίνεται
ευκαιρία για μια καθαρή φλυαρία που κάνουν οι φίλαθλοι στις πλατείες, στα κουρεία, στο
τραπέζι, στο γραφείο. Και το άτομο που μιλάει για αθλητισμό χρησιμοποιεί μια γλώσσα που
έχει τους δικούς της κανόνες.
Είναι μια συζήτηση στρατηγικής που δεν αφορά μόνο το παιχνίδι καθαυτό, αλλά και την
προετοιμασία του (τις μεταγραφές, τις αποφάσεις των αθλητικών συλλόγων, τη σύνθεση
των ομάδων πρώτης κατηγορίας τα τελευταία είκοσι χρόνια). Γύρω από αυτά τα αφηρημένα
δεδομένα γίνεται μια συζήτηση που παρουσιάζει τα ίδια χαρακτηριστικά παθιασμένης
συμμετοχής όπως και η πολιτική συζήτηση, η οποία περιστρέφεται γύρω από θέματα εξίσου
μακρινά, για τόπους και πρόσωπα που δεν είδαμε ποτέ (ποιος συνάντησε πράγματι ποτέ
τον Κίσινγκερ,1 ποιος πήγε στο Λίβανο;). Μόνο που υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στις
υποθέσεις της πόλης που ονομάζονται πολιτική και τις υποθέσεις του υποκατάστατου της
πόλης που ονομάζεται γήπεδο. Η διαφορά είναι ότι όποιος μιλάει για πολιτική στην ουσία
κάνει πολιτική. Όποιος συμμετέχει σε μια συνέλευση κόμματος, συζητάει μια πρόταση και
ψηφίζει, κάνει το ίδιο μ' αυτό που κάνει ο Κίσινγκερ. Δεν του αφαιρείται η δυνατότητα
διακυβέρνησης, γιατί ουσιαστικά, αν και σε ελάχιστη κλίμακα, την ασκεί. Όποιος παίρνει
μέρος σε διαδήλωση και σύγκρουση με την αστυνομία, επεμβαίνει για να καθορίσει
ποιοτικά, αν όχι ποσοτικά, τη ζωή της κοινότητας. Κάνει ό,τι και ο Λατινοαμερικάνος
αντάρτης όταν πυροβολεί σε μάχη για την κατάληψη ενός χωριού. Άσχετα από
οποιαδήποτε ιδεολογική τοποθέτηση, ακόμη κι αν κάνει τον αντάρτη για παιχνίδι. Στα σπορ
αντίθετα η αθλητική φλυαρία δεν έχει τίποτα κοινό με το ίδιο το άθλημα, που γίνεται
μακρινή της πρόφαση. Μ' αυτή την έννοια η συζήτηση για αθλητισμό (χωρίς να συνοδεύεται
από άσκηση) δεν είναι μόνο μια περίπτωση αποστέρησης του σώματος: είναι καθαρή
αποστέρηση των προνομίων του ανθρώπου σαν πολιτικό ον.
μπορούν να επηρεάσουν την εθνική πολιτική ζωή, και η μανία του ελέγχεται. Αλλά είναι το
πιο καταπιεσμένο και απεγνωσμένο θύμα του συστήματος, γιατί δεν ξέρει πια τι του
στέρησαν. Αυτή η βία χωρίς στόχο μπορεί να εκτονωθεί την κατάλληλη στιγμή: τα γήπεδα
(έτσι όπως λειτουργούν σήμερα) είναι σαν βαλβίδα ασφαλείας που κάθε διχτάτορας μπορεί
να εκμεταλλευτεί. [...]
Πού αποδίδει ο Ουμπέρτο Έκο την εμφάνιση της βίας σε αθλητικούς αγώνες ή σε
συναυλίες ποπ μουσικής;
Να εντοπίσετε τη διαφορά ανάμεσα στην πολιτική συζήτηση και την αθλητική
φλυαρία. Ποιες πολιτικές διαστάσεις δίνει ο συγγραφέας στη δεύτερη;
Γιατί, κατά την άποψη του συγγραφέα, τα γήπεδα αποτελούν βαλβίδα ασφαλείας
που κάθε δικτάτορας μπορεί να εκμεταλλευθεί;
Με αφορμή τα κείμενα...
Να υποθέσετε ότι συζητάτε με κάποιο γνωστό ή φίλο σας που συμμετείχε σε βίαια
επεισόδια μετά το τέλος κάποιου ποδοσφαιρικού αγώνα. Προσπαθήστε να τον αποτρέψετε
από τέτοιου είδους εκδηλώσεις στο μέλλον. Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε λογικά
επιχειρήματα, να απευθυνθείτε στο συναίσθημά του ή να αξιοποιήσετε όποιο άλλο είδος
επιχειρήματος θεωρείτε αποτελεσματικό
Πιστεύω επομένως ότι δε θα είναι κακό αν προσπαθήσω να κάνω μια θεωρητική εξέταση
του γεγονότος από όλες-του τις πλευρές, γιατί πράγματι η χειρονομία του Pollini και η
αντίδραση που προκάλεσε, δεν αφορά μόνο την πολιτική, αλλά τον ίδιο το ρόλο και την
έννοια της τέχνης και του καλλιτέχνη της εποχής-μας. Ας δούμε λοιπόν ποιο είναι το νόημα
του επεισοδίου από πολιτική σκοπιά, από αισθητική σκοπιά («τι είναι η τέχνη») και από
κοινωνιολογική σκοπιά («τι είναι σήμερα ο καλλιτέχνης;»).
Ειπώθηκε ότι ο Pollini έκανε πολιτική μέσα σ' ένα περιβάλλον που, από παράδοση και
ορισμό, πρέπει να είναι άσχετο με την πολιτική. Ωραία. Ας προσπαθήσουμε τώρα να
φανταστούμε τι θα συνέβαινε αν ο Pollini, δίνοντας μια συναυλία μετά από μια
καταστροφική νεροποντή, ή μετά από κάποιο σεισμό, ή ακόμη μετά από ένα τρομαχτικό
αεροπορικό δυστύχημα, άρχιζε τη βραδιά διαβάζοντας μια συγκινητική δήλωση
33
συμπαράστασης, ζητώντας απ' το κοινό ενός λεπτού σιγή. Είναι εύκολο να υποθέσουμε ότι
όλοι θα σηκωνόντουσαν και, συγκινημένοι, θα δεχόντουσαν την ευγενική πρόταση.
Αυτό όμως που έγινε είναι ότι ο Pollini θέλησε να μιλήσει για τα θύματα άγριων
βομβαρδισμών που συγκλόνισαν όλο τον κόσμο. Και οι περισσότεροι θεατές αρνήθηκαν
αυτή την έκκληση. Γιατί; Προφανώς γιατί οι διαφωνούντες κάνανε διάκριση μεταξύ
θυμάτων για τα οποία είναι ωραίο και ευγενικό να συγκινείται κανείς και θυμάτων για τα
οποία πρέπει να δυσπιστούμε. Επομένως αυτός που έκανε πολιτική, ανοιχτή, δηλωμένη,
ευτελή, είναι το ακροατήριο που σταμάτησε τον Pollini: είναι σαν να του είπε: «Σώπα, αυτοί
οι νεκροί δεν είναι όλων-μας, όπως οι νεκροί ενός σεισμού. Είναι μόνο δικοί-σου και των
φίλων-σου. Υπάρχουν νεκροί και νεκροί».
Βέβαια, ο Pollini έκανε μια πολιτική χειρονομία, αλλά ας μην είμαστε υποκριτές κι ας μην
κάνουμε πως πιστεύουμε ότι μόνο αυτός έκανε πολιτική: στην αίθουσα υπήρχαν δύο
πολιτικές και κανένας (όπως είναι φυσικό) δε συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο απολιτικό. Και
δεν είναι πράγματι δυνατό. Το να λέει κανείς ότι στο Βιετνάμ σκοτώνονται άνθρωποι αλλά
υπάρχουν και προνομιούχες νησίδες στις οποίες ο αντίλαλος από τον έξω κόσμο δεν πρέπει
να εισχωρεί, είναι πολιτική χειρονομία και προϋποθέτει μια κάποια πολιτική αντίληψη της
τέχνης: η τέχνη είναι αυτό που ευχαριστιέται κανείς όταν δε θέλει να σκέφτεται την
πραγματικότητα.
Έχουμε το δικαίωμα να το δηλώσουμε, όπως μπορούμε και να πούμε ότι ο άνθρωπος δεν
κατάγεται από τον πίθηκο, αλλά ας καταλάβουμε ότι αυτή η δήλωση κρύβει μια φιλοσοφία
και η φιλοσοφία μιαν ιδεολογία.
Έτσι φτάνουμε στο δεύτερο σημείο. Ποια είναι η θέση της τέχνης, των καλλιτεχνικών
δραστηριοτήτων, σε σχέση με τις άλλες μορφές της πραγματικότητας; Ίσως οι περισσότεροι
από τους θαμώνες της «Εταιρείας του Κουαρτέτου», που πάνε ν' ακούσουν Chopin —όπως οι
κατώτεροί-τους κάθονται σπίτι ν' ακούσουνε την εκπομπή Καντσονίσιμα (δηλαδή να
συγκινηθούνε με απλοϊκές μελωδίες)— δε βλέπουν αυτό το πρόβλημα. Αλλά οι σύγχρονοι
καλλιτέχνες, είναι γνωστό, το αντιμετωπίζουν και μάλιστα κατά τρόπο δραματικό. Σε
σημείο που καμιά φορά αρνούνται την ίδια την τέχνη. Είναι επομένως λογικό ένας
ευαίσθητος καλλιτέχνης, καθώς ετοιμάζεται ν' ακουμπήσει τα πλήκτρα του πιάνου, τη
στιγμή που γύρω-του συμβαίνουν πράγματα συγκλονιστικά για τη συνείδηση κάθε
πολιτισμένου ανθρώπου, να αναρωτηθεί: «Έχω το δικαίωμα να κάνω αυτό που κάνω, να
χρησιμοποιήσω την τέχνη για να προσποιηθώ ότι τίποτε δε συμβαίνει, να χρησιμοποιήσω
την τέχνη σαν ναρκωτικό;».
Και είναι σωστό που αποφάσισε να εκθέσει στο κοινό τους λόγους μιας ανησυχίας. Ήταν
ανησυχία που, κι αυτό είναι σημαντικό, δεν αφορούσε μόνο τη συνείδηση του Pollini σαν
«homo politicus», αλλά και τη συνείδηση του Pollini σαν καλλιτέχνη. Επίτηδες ο Pollini
έσπασε την τελετουργία της συναυλίας, γιατί αυτή η τελετουργία τον υποχρέωνε να
34
θεωρήσει το ρόλο-του σαν κάτι ξεκομμένο απ' οτιδήποτε υπήρχε πριν και μετά. Λες και οι
μεγάλοι συνθέτες των οποίων τα έργα εκτελούσε δε γράψανε τη μουσική-τους αντιδρώντας
σε ιστορικές περιστάσεις, σε συγκεκριμένα γεγονότα, σε πάθη της εποχής-τους. Επομένως,
ακόμη και με την ιδιότητα του καλλιτέχνη, είχε την υποχρέωση να θυμίσει στο κοινό-του ότι
η συναυλία δεν είναι νεκρική πομπή.
Απ' αυτόν το νόμο δεν ξεφεύγουν ούτε οι ερμηνευτές κλασικής μουσικής, οι τενόροι, οι
διευθυντές ορχήστρας, οι σοπράνο που εμφανίζονται γυμνές στη σκηνή. Πριν καιρό ο
Francesco Alberoni διατύπωσε μια κοινωνιολογική θεωρία των ειδώλων σαν μέλη μιας «ελίτ
χωρίς εξουσία». Ασκούν μια τεράστια επιρροή πάνω στο κοινό, υπό τον όρο να μένουν έξω
από τη σφαίρα της διαχείρισης των κοινών πραγμάτων. Η θεωρία επιβεβαιώθηκε από την
περίπτωση Pollini, το αγαπημένο και πολυθαυμασμένο είδωλο στο οποίο οι θεατές θα
επιτρέπανε τα πάντα (ακόμη και να διακόψει τη συναυλία γιατί κάποιος έβηξε στην
αίθουσα, ή γιατί δεν του άρεσε η γραβάτα κάποιου κυρίου στην πρώτη σειρά), αλλά στο
οποίο δεν μπορέσανε να συγχωρέσουνε το ότι προσπάθησε να επέμβει κατά κάποιο τρόπο
στα κοινά πράγματα.
Αυτό σημαίνει απλά ότι το είδωλο (είτε πρόκειται για την τραγουδίστρια Μίνα είτε για τον
Πικάσο) η αστική κοινωνία, που το πληρώνει και το προσκαλεί να περάσει το
Σαββατοκύριακο στη βίλα, το αντιμετωπίζει όπως αντιμετώπιζαν κάποτε το γελωτοποιό.
Ας μιλάμε στον ενικό, αλλά να είναι σαφές ποιοι είναι τ' αφεντικά (που διαχειρίζονται τα
οικονομικά, οπλίζουνε συμμορίες και στρατούς και κηρύσσουνε πολέμους) και ποιοι είναι οι
35
Και πράγματι, τι θα λέγαμε για ένα σερβιτόρο που πριν μας δώσει το πιάτο με την
μπριζόλα, θα ήθελε να μας εκθέσει τις πολιτικές-του ανησυχίες; Το κοινό της «Εταιρείας
του Κουαρτέτου» θύμησε στον Pollini, και σε όλους εμάς, ότι σε μια καταναλωτική κοινωνία
η τέχνη είναι ένα γαστρονομικό αγαθό.
Μ' αυτόν τον τρόπο αυτό το κοινό έκανε πολιτική και ταπείνωσετην τέχνη.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Α. Να πυκνώσετε το κείμενο σε 100 - 120 λέξεις.
Β1. Να αντικαταστήσετε τις φράσεις του κειμένου με άλλες ισοδύναμες. α. Έχω το δικαίωμα
να χρησιμοποιήσω την τέχνη σαν ναρκωτικό; β. Σε μια καταναλωτική κοινωνία η τέχνη
είναι ένα γαστρονομικό αγαθό. γ. Στη σύγχρονη κοινωνία ο καλλιτέχνης είναι και βεντέτα.
Β2. Να δώσετε έξι επίθετα που να προσδιορίζουν το ουσιαστικό καλλιτέχνης
Β3. Να δώσετε ένα τίτλο για το παραπάνω κείμενο.
Β4. Να επισημάνετε τις διαρθρωτικές λέξεις ή φράσεις της δεύτερης παραγράφου και να
αναφέρετε τι δηλώνουν.
Β5. Να βρείτε τα δομικά στοιχεία της έκτης παραγράφου.
Γ. Σε ένα άρθρο 500 - 600 λέξεων, που θα δημοσιευθεί σε σχολική εφημερίδα να
παρουσιάσετε τις απόψεις σας για το ρόλο της τέχνης στη ζωή της σημερινής νεολαίας.
Στα 1973 ο Umberto Eco έγραψε ένα άρθρο στην εφημερίδα Il Giorno , με τίτλο Η
Μπριζόλα Και Η Πολιτική, με αφορμή την ανάγνωση απο το διασημο πιανίστα
Maurizio Pollini -πριν ξεκινήσει ένα κοντσέρτο του- μιάς δήλωσης για το Βιετνάμ.
Το άρθρο του ασχολείτο με το ρόλο της Τέχνης και του καλλιτέχνη στην
κοινωνία, τη σχέση Τέχνης – λοιπής πραγματικότητας.Αφού διαβάσετε
προσεκτικά το ακόλουθο απόσπασμα δοκιμίου, να προσδιορίσετε:
α) το θέμα και τη θέση που διατυπώνεται (άμεσα ή έμμεσα) σ’ αυτό και με βάση αυτά να
τιτλοφορήσετε το κείμενο,
β) τους τρόπους πειθούς που χρησιμοποιούνται για τη τεκμηρίωση της θέσης του
συγγραφέα, και
γ) το σκοπό του συγγραφέα.
δ) Επειδή θεωρείτε ότι το συγκεκριμένο κείμενο δεν προσφέρει μιαν ολοκληρωμένη
εικόνα για τον αιώνα μας, αποφασίσατε σε ένα απαντητικό τρόπον τινά κείμενο 5-6
παραγράφων να εκθέσετε τα όσα θα μπορούσατε να καταλογίσετε στο παθητικό του
20ου αιώνα. Στο κείμενό σας διατυπώνετε από την αρχή με σαφήνεια και ακρίβεια τη
θέση σας και αναπτύσσετε τις επιμέρους ιδέες σας με λογική σειρά, τεκμηριώνοντάς τες
36
με λογικά επιχειρήματα και ενδεικτικά παραδείγματα, ώστε οι αναγνώστες σας μετά την
ανάγνωση και του δικού σας κειμένου να μπορέσουν να σχηματίσουν τη δική τους γνώμη
και να αξιολογήσουν ανάλογα τον αιώνα που πέρασε.
Ένας αιώνας μπορεί να αξιολογηθεί με βάση την απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στο
σύστημα αξιών και την καθημερινή του εφαρμογή. Όπως είναι γνωστό, η υποκρισία
βρίσκεται ανάμεσα στη θεωρητική αναγνώριση των αξιών και στην καταστρατήγησή
τους. Ε, λοιπόν, ο δικός μας αιώνας υπήρξε ίσως λιγότερο υποκριτής από τους άλλους.
διακήρυξε κάποιους κανόνες συμβίωσης, σίγουρα τους παραβίασε, δέχθηκε όμως και
δέχεται να δικάζονται δημοσίως οι παραβάτες. Αυτό μπορεί να μην εμπόδισε την
επανάληψη των παραβάσεων, είχε όμως κάποιες επιπτώσεις στην καθημερινή μας
συμπεριφορά και στη δυνατότητα (που έχουν πολλοί και σίγουρα οι πολίτες του δυτικού
κόσμου) να ζούμε περισσότερο καιρό χωρίς να γινόμαστε θύματα ποικίλων αυθαιρεσιών.
Εγώ σήμερα έχω την απαίτηση να κυκλοφορώ ελεύθερα στο δρόμο να μη με σκοτώσει
κάποιος που θέλει να περάσει από δεξιά στο ίδιο μ’ εμένα πεζοδρόμιο και τα παιδιά μου
να μην τιμωρηθούν με ραβδισμό για να δοθεί ένα ψυχολογικό μάθημα στο γιο του δούκα.
Κάποιοι λωποδύτες προσπαθούν ακόμη να απαγορέψουν σε μια έγχρωμη γυναίκα ν’
ανεβεί στο λεωφορείο, η κοινή γνώμη όμως τους καταδικάζει. .εν πέρασαν ούτε εκατό
χρόνια από τότε που γελούσαμε με τις σουφραζέτες: δεν λέω ότι οι γυναίκες πέτυχαν
ολοκληρωτικά την αναγνώριση των δικαιωμάτων τους, σήμερα όμως θεωρείται βάρβαρη
μια χώρα στην οποία οι γυναίκες δεν έχουν δικαίωμα ψήφου.
Μια και προσπαθούμε να βρούμε τα καλά, θα πρέπει να προσθέσουμε ότι στον αιώνα
μας, περισσότερο απ’ ό,τι σ’ όλους τους άλλους, φροντίσαμε να μεγαλώσει η διάρκεια της
ανθρώπινης ζωής. Βέβαια, περιμένω από κάποιον να καταγράψει όλες τις περιπτώσεις
καρκίνου που οφείλονται στη μόλυνση της ατμόσφαιρας. Τρομάζω, γιατί θα μπορούσε να
τύχει και σε μένα, δεν ξεχνάω όμως τα εκατομμύρια των γυναικών που πέθαιναν στη
γέννα μέχρι που ο δόκτορ Semmelweiss έπεισε τις μαμές ότι ήταν αρκετό να
απολυμαίνουν τα χέρια τους. Από τότε δεν πέρασαν ούτε εκατό πενήντα χρόνια.
Προηγουμένως όμως, επί χιλιετίες, οι γυναίκες πέθαιναν από τον «πυρετό της λεχώνας»
σαν τις μύγες.
Στον αιώνα μας καταναλώνουμε περισσότερο τυπωμένο χαρτί απ’ ό,τι σε οποιονδήποτε
άλλο. Αναμφίβολα ένα τεράστιο ποσοστό απ’ αυτό το χαρτί θα μπορούσε να
χρησιμοποιηθεί στο καμπινέ, επί αιώνες όμως οι ουτοπιστές πίστευαν ότι αν οι άνθρωποι
μάθουν να διαβάζουν, θα κάνουν ένα ποιοτικό άλμα. Βέβαια, αν όλοι μάθουμε το
πυθαγόρειο θεώρημα, αυτό δεν σημαίνει ότι θα βελτιωθεί η ανθρωπότητα, εκείνοι όμως
που σήμερα δεν έχουν τη δυνατότητα να το μάθουν, έχουν μέσο όρο ζωής τριάντα
χρόνια, κι αυτό δεν είναι σύμπτωση.
Γενικά σήμερα πιστεύουμε ότι δεν πρέπει να σκοτώνουμε όσους σκέφτονται διαφορετικά,
ότι όποιος έχει διαφορετική θρησκεία απ’ τη δική μας δεν είναι βάρβαρος ή εγκληματίας,
αλλά κάποιος που μορφώθηκε διαφορετικά. Και δεν έχει σημασία αν συνεχίζουμε να
σκοτώνουμε, να βιάζουμε, να αυθαιρετούμε: όλα αυτά η κοινή συνείδηση τα θεωρεί
εγκλήματα και σίγουρα διαπράττονται με λιγότερο θάρρος και χωρίς να ισχυριζόμαστε
ότι αποτελούν δικαίωμά μας.
37
(Umberto Eco, Σημειώματα, Εκδοτικός Οργανισμός Θεσσαλονίκης, Θεσ/νίκη 1990, σσ. 178-
180 απόσπασμα συντομευμένο)