You are on page 1of 56

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΝΙΚΟΛΑΟΣ Κ. ΜΙΝΟΠΕΤΡΟΣ
(Α.Μ.: 1041)

ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ: Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ

Διδάσκων: Διονύσιος Χ. Καλαμάκης

ΑΘΗΝΑ 2016
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ………………………………………………………………4-16

Τοποθεσία ………………………………………………………………4

Ονομασία ………………………………………………………………4

Η ίδρυση και η ιστορική εξέλιξη της Μονής ………………………………………5

Άγιος Διονύσιος ο κτίτωρ ………………………………………………5

Οι ηγεμόνες των παραδουνάβιων κρατών ………………………………11

Υπόλοιποι ευεργέτες και δωρητές ………………………………………12

Η περίοδος της Ελληνικής Επανάστασης ………………………………13

Η Μονή Διονυσίου σήμερα ………………………………………………16

ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ………………………………17-21

Γενικά χαρακτηριστικά ………………………………………………………17

Καθολικό ………………………………………………………………………17

Παρεκκλήσια ………………………………………………………………………18

Τράπεζα ………………………………………………………………………20

Πύργος ………………………………………………………………………21

Αρχονταρίκι – Ξενώνας ………………………………………………………21

Νοσοκομείο – Γηροκομείο ………………………………………………………21

ΚΕΙΜΗΛΙΑ ………………………………………………………………………………22-27

Φορητές εικόνες ………………………………………………………………22

[2]
Σκευοφυλάκιο ………………………………………………………………………25

Ιερά Λείψανα ………………………………………………………………………25

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ………………………………………………………………………28

ΑΡΧΕΙΟ ………………………………………………………………………39

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ………………………………………………………………………44

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΕΙΚΟΝΩΝ ………………………………………………………………48

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ ………………………………………………53

[3]
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ

Τοποθεσία1
Η Μονή Διονυσίου βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά του Αγίου Όρους, στην απόληξη των
βουνοπλαγιών του Μικρού Άθω (ή Αντιάθω). Συγκεκριμένα, εντοπίζεται μεταξύ των Μονών
του αγίου Γρηγορίου και του αγίου Παύλου. Από τον αρσανά της Μονής, ένας ημικυκλικός και
ανηφορικός δρόμος μήκους 500 μ. οδηγεί στην κεντρική είσοδο του μοναστηριακού
συγκροτήματος. Οι εγκαταστάσεις μαζί με το καθολικό έχουν θεμελιωθεί πάνω σε έναν
απόκρημνο βράχο ύψους 80 μ., κοντά στην περιοχή που παλαιότερα ονομαζόταν
«Βουλευτήρια». Σε κοντινή απόσταση ρέει ο χείμαρρος Αεροπόταμος, του οποίου η κοίτη
καταλήγει στο μικρό λιμάνι του μοναστηριού.

…κάτωθ(εν) μὲν τοῦ μικροῦ Ἄθω, ἐν δὲ τῶ καταρέοντ(ι) ἐκεῖσε ἀεροποτ(ά)μω, ὅπου καὶ
Βουλευτήρια πλησίον ὁ τόπος ὀνομάζεται.
[Dionysiou 4, 26-27]

Ονομασία2
Πλέον, η ονομασία της Μονής έχει παγιωθεί ως «του (αγίου) Διονυσίου». Η επωνυμία
προέρχεται ασφαλώς από τον κτίτορα και ιδρυτή της όσιο Διονύσιο. Στα παλαιότερα έγγραφα
χαρακτηρίζεται ενίοτε ως «του κυρ Διονυσίου»3. Ωστόσο, η Μονή, από την ίδρυσή της μέχρι
σήμερα, έχει χαρακτηριστεί ποικιλοτρόπως. Οι διάφορες αυτές ονομασίες προκύπτουν μέσα από
τη μελέτη των εγγράφων.
Εν πρώτοις, η Μονή απαντά συχνότατα με το όνομα «του τιμίου (/ αγίου) ενδόξου προφήτου
Προδρόμου και βαπτιστού Ιωάννου» είτε συνοπτικά «του τιμίου (/ αγίου) Προδρόμου» ή

1
Για την τοποθεσία της μονής, βλ. Καδάς, Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Διονυσίου. Προσκυνηματικὸς ὁδηγός: ἱστορία –
τέχνη – κειμήλια, Άγιον Όρος 2008, σ. 15-16· Oikonomidès, Actes de Dionysiou, Paris 1968, σ. 3.
2
Αναλυτική περιγραφή των ποικίλων ονομασιών της Μονής περιλαμβάνεται στο Dionysiou, σ. 21-22. Βλ.
επίσης Καδάς, Μονὴ Διονυσίου, σ. 16.
3
Σε έγγραφα του Πρωτάτου (1380) και στο Γ΄ Τυπικό του Αγίου Όρους (1390): βλ. Γαβριήλ, Ἡ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει
Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, Αθήνα 1959, σ. 9.
[4]
απλούστερα «του Προδρόμου», καθώς είναι αφιερωμένη στο Γενέσιο του αγίου Ιωάννη του
Προδρόμου, το οποίο εορτάζεται πανηγυρικά στις 24 Ιουνίου.

[…] τῆς εἰς ὄνομα τιμωμένης τοῦ τιμίου προφήτου προδρόμου καὶ βαπτιστοῦ Ἰω(άννου)
[Dionysiou 3, 2-3]

Μια άλλη επίσημη ονομασία έλκει την καταγωγή της από την ιστορία της ίδρυσης και της
αποπεράτωσης του μοναστηριού. Στα πρώτα, κυρίως, χρόνια της λειτουργίας της, η Μονή
αποκαλείτο «του Μεγάλου Κομνηνού». Ο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας Αλέξιος Γ΄
Κομνηνός είχε αναλάβει προσωπικά τη χρηματοδότηση για τη διεκπεραίωση των εργασιών τής
ανοικοδόμησης και τα έξοδα της συντήρησης και λειτουργίας της. Ένας από τους όρους αυτής
της επιχορήγησης, που επικυρώθηκε με την έκδοση αυτοκρατορικού χρυσοβούλλου (1374),
ήταν να λάβει επίσημα η Μονή το όνομα της μεγάλης αυτοκρατορικής δυναστείας:

…καὶ τ(ὴν) τοῦ μ(ε)γ(ά)λου Κομνηνοῦ μονὴν ὀνομάσωσιν.


[Dionysiou 4, 46-47]

Τέλος, λόγω της τοποθεσίας του μοναστηριού επάνω στον ψηλό και απόκρημνο βράχο,
απαντά συχνά στα παλαιότερα έγγραφα η ονομασία «της (Νέας) Πέτρας» (βλ. κατωτ., σημ. 18).

καὶ ἐπικεκλημένης τῆς Νέ(ας) Πέτρας.


[Dionysiou 3, 3]

Η ίδρυση και η ιστορική εξέλιξη της Μονής

Άγιος Διονύσιος ο κτίτωρ


Ο Βίος του οσίου συνεγράφη από τον μοναχό Μητροφάνη κατά τον 16ο αι., και σώζεται
στον Διον. 6414. Ο B. Λαούρδας επιμελήθηκε την editio princeps5, και λίγα χρόνια αργότερα, ο

4
Πβ. Ευθύμιος, «Συμπληρωματικὸς κατάλογος ἑλληνικῶν χειρογράφων Ἱερᾶς Μονῆς Διονυσίου Ἁγίου
Ὄρους», ΕΕΒΣ 27 (1957) 244-245, και Κουρίλας, «Κατάλογος ἁγιορειτικῶν χειρογράφων: Α΄. Κώδικες τῆς Μονῆς
τοῦ Ἁγίου Διονυσίου ἐν Ἄθῳ μὴ περιεχόμενοι ἐν τῷ ἐκδοθέντι καταλόγῳ τοῦ Σπ. Λάμπρου», Θεολογία (14) 1936,
σ. 116-117 [κώδ. 278 = 592 (= 641, στο Ευθύμιος, Συμπληρωματικὸς Κατάλογος)].
5
Λαούρδας, «Μητροφάνους, Βίος τοῦ ὁσίου Διονυσίου τοῦ Ἀθωνίτου», Ἀρχεῖον Πόντου 21 (1956) 43-79.
[5]
Λαμψίδης δημοσίευσε ένα λεπτομερή σχολιασμό6. Από τον Βίο παρήχθη πριν το 1664 μια
παράφραση στη δημώδη γλώσσα, η οποία σώζεται στον Διον. 661 του 17547. Ασφαλώς, ο Βίος
του Διονυσίου καθίσταται πολύτιμος, καθώς συνεπικουρεί μαζί με τα διασωθέντα έγγραφα στην
άντληση στοιχείων για την ίδρυση και την πρώιμη ιστορία του μοναστηριού8. Η τελευταία
έκδοση του Βίου με παράλληλη απόδοση στη νεοελληνική πραγματοποιήθηκε το 2004,
επιμελείᾳ της Μονής Διονυσίου και μεταφράσει της Μονής Παρακλήτου Ωρωπού9.
Ο όσιος Διονύσιος, ο ιδρυτής του ομώνυμου μοναστηριού, καταγόταν από την Κορησ(σ)ό
της Καστοριάς (δυτική Μακεδονία).

πατρὶς μὲν ἡ πρὸς τὸ δυτικῷον μέρος κειμένη Κορησός, πολίχνιον δ’ αὕτη ὑπὸ τὴν ἐπαρχίαν τῆς
Σελασφόρου τελοῦν ἐγγὺς Καστοριᾶς.
[Βίος, 5]

Δυστυχώς, ο βιογράφος του δεν αναφέρει το έτος της γέννησής του. Ο Οικονομίδης (Dionysiou,
σ. 3-4), διερευνώντας τις πηγές και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις υποθέσεις των προηγούμενων
μελετητών10, τοποθετεί τη γέννηση του οσίου στο χρονικό διάστημα 1308-1316. Οι γονείς του,
γεωργοί στο επάγγελμα, ήταν ευσεβείς και ενάρετοι χριστιανοί, και είχαν εμφυσήσει στα παιδιά
τους την ευσέβεια προς τον Θεό. Όπως αναφέρει και ο Βίος, μετά τη βραχεία ενασχόλησή του
με τα κοσμικά γράμματα, ο Διονύσιος «εγκαταλείποντας γοργόφτερα τον κόσμο μεταπήδησε με
ζήλο στον μοναχικό βίο και σαν διψασμένο ελάφι έτρεξε στις πηγές των υδάτων»11.
Αρχικά, μετέβη και εκάρη μοναχός στη Μονή Φιλοθέου (περ. 1335), όπου ηγουμένευε ο
μεγαλύτερος αδερφός του Θεοδόσιος (Βίος, 12-15). Η κίνηση του Διονυσίου να μεταβεί στο

6
Λαμψίδης, «Βιογραφικὰ τῶν ἀδελφῶν Διονυσίου, ἱδρυτοῦ τῆς ἐν Ἁγίῳ Ὄρει μονῆς, καὶ Θεοδοσίου,
μητροπολίτου Τραπεζοῦντος», Ἀρχεῖον ἐκκλησιαστικοῦ καὶ κανονικοῦ δικαίου 18 (1963) 101-124.
7
Πβ. Ευθύμιος, Συμπληρωματικὸς Κατάλογος, σ. 248 και Κουρίλας, Κώδικες Διονυσίου, σ. 115, αρ. 591. Η
δημώδης παράφραση του Βίου εκδόθηκε από τον Αγάπιο Λάνδο, Νέος Παράδεισος, Βενετία 1872, σ. 423-429.
8
Περί τον Βίο και την ιστορία της Μονής από την ίδρυσή της μέχρι τον 16ο αι., βλ. Dionysiou, σ. 3-22.
Ευρύτερα για την ιστορική της εξέλιξη, βλ. Καδάς, Μονή Διονυσίου, σ. 16-34.
9
Μητροφάνης μοναχός, «Βίος καὶ πολιτεία τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Διονυσίου τοῦ συστησαμένου τὴν
σεβασμίαν μονὴν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ ὑποκάτω τοῦ μικροῦ Ἄθω», στο: Ὁ Ὅσιος Διονύσιος ὁ κτίτωρ,
Άγιον Όρος 2004, σ. 10-87.
10
Πβ. Λαμψίδης, Βιογραφικά, σ. 122-124.
11
ἅπαντα ὀξεῖ τῷ πτερῷ ἔξω κόσμου πρὸς τὸν ἄζυγα βίον σπουδαίως ἀπηυτομόλησε καὶ διψητική τις καθάπερ
ἔλαφος ἐπὶ τὰς τῶν ὑδάτων τρέχει πηγάς: Βίος, 6.
[6]
Άγιον Όρος, και όχι σε κάποιο άλλο από τα πολυάριθμα μοναστικά κέντρα της εποχής12,
καθίσταται απολύτως φυσιολογική. Πέραν της πεπατημένης από τον Θεοδόσιο οδού, η
χερσόνησος του Άθω βρισκόταν εγγύτερα στην πατρίδα του, ενώ το Άγιον Όρος είχε πλέον
καταστεί πόλος έλξης για όσους εγκατέλειπαν τα εγκόσμια και ακολουθούσαν τη μοναχική
βιωτή13.
Αφού πέρασαν τα χρόνια14 και ασκήθηκε στη ζωή μέσα στο κοινόβιο, επιζήτησε την
απόλυτη ηρεμία και αφοσίωση στον Θεό. Αποφάσισε, λοιπόν, να αναχωρήσει και να ζήσει
πλέον ως ερημίτης στην ορεινή περιοχή νότια του Αντιάθω. Για τρία χρόνια (1347-1350) ζούσε
μόνος με άκρα ησυχία και προσευχή (Βίος, 21-24). Όπως, όμως, συνηθιζόταν, άρχισαν να
συγκεντρώνονται γύρω του ολοένα και περισσότεροι αναχωρητές μοναχοί, οι οποίοι
προσδοκούσαν στην προστασία και την πνευματική καθοδήγησή του. Αρχικά, κτίστηκαν
καλύβες για τη στέγαση των μαθητών που τον πλαισίωναν. Παράλληλα, ανηγέρθη ναός προς
τιμήν του Τιμίου Προδρόμου για την τέλεση των ιερών ακολουθιών. Ασφαλώς, η προσαύξηση
των μοναχών γύρω από τον όσιο, όπως παρουσιάζεται στον Βίο (24-28), διαγράφει εναργέστατα
τη συνήθη ανάπτυξη μιας μοναστικής κοινότητας με κέντρο έναν φημισμένο ασκητή15:

12
Περίφημα μοναστικά κέντρα είχαν την εποχή εκείνη αναπτυχθεί στον Όλυμπο της Βιθυνίας, στο Λάτρος, στα
Μετέωρα, στο Σινά.
13
«Ἡ ἀνάπτυξη ἑνὸς μοναστικοῦ κέντρου εἶναι στενὰ δεμένη μὲ τὴν καταγωγὴ τῶν προσώπων, ποὺ ἔρχονται νὰ
μονάσουν ἐκεῖ. Οἱ Βίοι τῶν ἁγίων […] μᾶς πληροφοροῦν ὅτι τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν μοναχῶν ἔρχεται ἀπὸ τὶς
γειτονικὲς περιοχές. Ὁ νέος ποὺ θέλει νὰ λάβει τὸ σχῆμα ἀπευθύνεται σὲ κάποιον μοναχὸ ἢ ἐρημίτη τοῦ τόπου, ἢ
μπαίνει σὲ κάποιο γειτονικὸ μοναστήρι ἢ ἀνεβαίνει στὸ πιὸ κοντινὸ βουνό, ὅπου λειτουργεῖ μοναστικὸ κέντρο»:
Παπαχρυσάνθου, Ὁ Ἀθωνικὸς Μοναχισμός: ἀρχὲς καὶ ὀργάνωση, Αθήνα 1992, σ. 50. Οι πρώτες μαρτυρίες για την
παρουσία μοναχών στον Άθω αναδύονται ήδη από τον 9 ο αι. Παραδείγματος χάριν, βλ. τον κανόνα του Ιωσήφ
Υμνογράφου για τον Πέτρο τον Αθωνίτη [η ιδία, “La Vie de saint Pierre l’ Athonite”, An. Boll. 88 (1970) 27-41],
που χρονολογείται πιθανώς στη δεκαετία 831-841 (η ιδία, Ἀθωνικὸς Μοναχισμός, σ. 85-87), και το σιγίλλιο του
Βασιλείου Α΄ (883) [η ιδία, Actes du Prôtaton, Paris 1975, αρ. 1, σ. 177-181· πβ. η ιδία, Ἀθωνικὸς Μοναχισμός, σ.
136-142].
14
Εν τω μεταξύ, ο Διονύσιος χειροτονήθηκε ιερέας από τον επίσκοπο Ιερισσού σε ηλικία 30 ετών (Βίος, 19),
κατά το έτος 1346.
15
«οἱ ἀσκητὲς τῆς (β) κατηγορίας (δηλ. οἱ ἀναχωρητές) δὲν μένουν κατὰ κανόνα γιὰ πολὺ καιρὸ μόνοι τους,
μόνο τὸ διάστημα ποὺ ἀρκεῖ γιὰ νὰ δημιουργηθεῖ ἕνας θρύλος γύρω ἀπὸ τὸ ὄνομά τους. Τότε παρουσιάζεται ἕνας
μαθητὴς παρακαλώντας νὰ γίνει δεκτὸς ὡς γιὸς πνευματικός. Σύμφωνα μὲ ἕνα ἔθιμο παλαιὸ καὶ κατεστημένο ὁ
ἀναχωρητὴς ἀρνεῖται τὴν πρώτη φορὰ καὶ ἴσως καὶ μιὰ δεύτερη. Ὕστερα ὑποχωρεῖ καὶ δέχεται τὸν πρῶτο
[7]
Τῶν ἀναχωρητῶν γάρ τις […] συνήθης γίνεται τῷ ὁσίῳ […] ὃς ἐνδελεχῶς λιπαρῶν καὶ
παντοίως αὐτὸν ἐπὶ πολὺ δυσωπῶν προσδεχθῆναι αὐτόν, καὶ τὴν παροικίαν ἢ σὺν αὐτῷ ἢ ἐγγὺς
αὐτοῦ ποιεῖσθαι, μόλις καταπειθῆ τὸν πατέρα τίθησιν. […]
Εἰσδεχθεὶς τοίνυν οὑτοσὶ καὶ ἐγγὺς τοῦ σπηλαίου οἰκοδομήσας κελλίον πάνυ σμικρὸν ἐν αὐτῷ ἦν
ἀσκῶν καὶ τὸν ὅσιον ἐν πᾶσι μιμούμενος. Μετ’ οὐ πολὺ δ’ αὖθις καὶ ἕτερος τῶν ἀναχωρητῶν τὸν
πρότερον μιμησάμενος καὶ πολλῇ πρὸς τὸν πατέρα τῇ παρακλήσει χρησάμενος καὶ τὴν αὐτοῦ τῆς
καρδίας φιλόστοργον καταπείσας διάθεσιν πλησίον καὶ οὗτος τοῦ προτέρου τὴν καλύβην πήγνυσιν
ἀδελφοῦ. […]
Τῆς γὰρ φήμης παρ’ ὀλίγον πανταχοῦ τούτου διατρεχούσης, πλεῖστοι τῶν μοναχῶν ἀρετῆς
ἐρασταὶ πρὸς αὐτὸν φοιτῶντες συνεῖναι οἱ καὶ ὑπ’ αὐτοῦ πρὸς τὰ κρείττω ῥυθμίζεσθαι συνεχῶς
αὐτὸν καθικέτευον, τί μὴ λέγοντες, τί μὴ πράττοντες, τοῦ μὴ διαμαρτεῖν τῆς αὐτοῦ συνοικήσεως. […]
Ὁ δέ, πρῶτον μὲν ὡς ταραχῆς παραίτιον ἀπαναινόμενος ἦν τοῦτο καὶ ἀπωθούμενος. Ἔπειτα δὲ τῇ
πολλῇ αὐτῶν ἱκεσίᾳ καμφθείς, πρὸς αὐτοὺς ἔφη. «[…] πρὸς τὸ ὄρος ἀνάβητε τοῦτο καί τινα
σκέψασθέ που χῶρον πρὸς οἴκησιν ἐπιτήδειον κἀκεῖ κελλία δημάμενοι ἔσεσθε τοῦ λοιποῦ ἐνταῦθα
οἰκοῦντες. Κἀμὲ δὲ αὐτὸν ἕξετε συνεχῶς ἐκεῖσε ὑμῖν παραβάλλοντα καὶ τό γε εἰς ἐμὲ ἧκον ὑμᾶς
ἐπισκεπτόμενον, ἐφ’ ὅσον τῷ σκήνει σύνειμι τούτῳ».
Οἱ δὲ […] οἰκίσκους δημάμενοι, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τῷ θείῳ Προδρόμῳ καὶ βαπτιστῇ εὐκτήριον
ἀνεγείραντες οἶκον, ἐνταῦθα ποιοῦνται τὴν οἴκησιν· ὃς δὴ εὐκτήριος οἶκος μέχρι τῆδε «ὁ Παλαιός»
ὀνομάζεται «Πρόδρομος». […] Ὁ δὲ θεῖος πατὴρ ἐν τῷ σπηλαίῳ τὰς πέντε ἡμέρας ἡσύχως ἄγων, ἐν
Σαββάτῳ καὶ Κυριακῇ τοῖς ἀδελφοῖς παραβάλλων ἦν. Ἑσπέρας δὲ Κυριακῆς τούτους ἀσπαζόμενος,
εἰς τὸ ἴδιον αὖθις κατήρχετο σπήλαιον […].

Ιδρύθηκε αργότερα δεύτερος ναός αφιερωμένος στην Παναγία16. Με τον καιρό, οι μαθητές
αυξάνονταν· το ίδιο και οι καλύβες. Μάλιστα, σε έγγραφο του Πρωτάτου (έτ. 1355) ο Διονύσιος
αποκαλείται «ηγούμενος των καλυβών»17.

ὑποτακτικό, καὶ ἕναν δεύτερο καὶ σὲ συνέχεια καὶ ἄλλους· […]. Ὅταν οἱ μαθητὲς γίνονταν πολλοί, ὁ μόνος δυνατὸς
τρόπος γιὰ νὰ ἀσκεῖ ὁ πνευματικὸς πατέρας σωστὴ ἐπιτήρηση ἤ, ἂν τὸ θεωροῦσε ἀναγκαῖο, γιὰ νὰ ἀπαγκιστρωθεῖ
ἀπὸ τὴν ὄχληση, ἦταν ἡ μεταβολὴ τοῦ ἐσωτερικοῦ κανονισμοῦ καὶ ἡ μετατροπὴ τῆς ὁμάδας σὲ μοναστήρι.
Σύμφωνα μὲ τὴ διάθεσή του ἢ ἔμενε ὁ ἴδιος ἡγούμενος ἢ κρατοῦσε μόνο τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση […] καὶ ὁ
ἴδιος ἔφευγε μακριά. Σ’ αὐτὴν τὴν κατηγορία μποροῦμε νὰ κατατάξουμε τοὺς ἡγουμένους - ἀναχωρητές, κατηγορία
πολὺ διαδεδομένη τὴν ἐποχὴ ποὺ ἐξετάζουμε: ζοῦσαν πάντα ἢ κατὰ διαστήματα ὡς ἔγκλειστοι ἢ ἀναχωρητές,
χωριστὰ ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα (ἢ τὶς ἀδελφότητες) ποὺ διηύθυναν»: Παπαχρυσάνθου, Ἀθωνικὸς Μοναχισμός, σ. 60-
61.
16
Βλ. Καδάς, Μονὴ Διονυσίου, σ. 18, και Σμυρνάκης, Τὸ Ἅγιον Ὄρος, σ. 506.
17
Γαβριήλ, Μονὴ Διονυσίου, Αθήνα 1959, σ. 11· Ὅσιος Διονύσιος, σ. 79, σημ. 24.
[8]
Ωστόσο, οι κακουχίες και οι βιοτικές αντιξοότητες οδήγησαν τον όσιο και τους μαθητές του
να μετακινηθούν χαμηλότερα προς τη θάλασσα. Ο Διονύσιος αποφάσισε την ίδρυση ενός
μοναστηριού για την ασφαλέστερη διαβίωση και την κοινή ζωή των πνευματικών τέκνων του. Η
τοποθεσία της νέας μονής υποδείχθηκε θαυματουργικά στον βράχο18 όπου βρίσκεται μέχρι
σήμερα με τη φανέρωση μιας φωτεινής στήλης (Βίος, 32 και 34). Οι εργασίες της οικοδόμησης
άρχισαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1356 – 136619 με τα πενιχρά μέσα που διέθετε ο ίδιος
και οι μαθητές του. Η πρώτη φάση της ανοικοδόμησης ολοκληρώθηκε το 137020. Καταλυτική,
ακολούθως, κατέστη η χρηματική συνεπικουρία από την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας.
Με τη διαμεσολάβηση του Θεοδοσίου, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε χειροτονηθεί
μητροπολίτης Τραπεζούντας (1368/9), ο Διονύσιος κατάφερε να προσεγγίσει τον αυτοκράτορα
Αλέξιο Γ΄ τον Μέγα Κομνηνό. Αφού του περιέγραψε τα σχέδια αναφορικά με την ίδρυση της
νέας μονής, αιτήθηκε τη χρηματική υποστήριξή του. Για τον σκοπό αυτό εκδόθηκε τον
Σεπτέμβριο του 1374 χρυσόβουλλο21, το οποίο όριζε την εφ’ άπαξ απόδοση 100 σωμίων22, των
μισών άμεσα και των υπολοίπων πενήντα στα επόμενα τρία χρόνια. Επιπρόσθετα, καθιέρωνε

18
Από τον βράχο αυτόν (= πέτρα, στην αρχαία ελληνική) έλαβε η Μονή την προσωνυμία «της Νέας Πέτρας».
Το νέα τέθηκε κατά μίαν άποψη αντιπαραβολικά προς το παλαιός της προηγούμενης ονομασίας «Παλαιός
Πρόδρομος» (Βίος, 28)· κατά μίαν άλλη άποψη (Γαβριήλ, Μονὴ Διονυσίου, σ. 11), προς διάκριση από την
προγενέστερα ιδρυθείσα γειτονική Μονή της «Σίμωνος Πέτρας».
19
Βλ. Dionysiou, σ. 5. Ο Σμυρνάκης (Τὸ Ἅγιον Ὄρος, σ. 505) αναφέρει ότι το 1899 βρέθηκε στο παρεκκλήσι
των Αγίων Αναργύρων, εντός μίας οπής, ένα μικρό κομμάτι από ξύλο καρυδιάς που έφερε χαραγμένη τη
χρονολογία 1360.
20
Βλ. Ὅσιος Διονύσιος, σ. 79, σημ. 24.
21
Dionysiou 4 (διπλωματική έκδοση του χρυσόβουλλου)· βλ. επίσης «Χρυσόβουλλο αυτοκράτορα Αλεξίου Γ΄
του Κομνηνού», στο: Ὁ Ὅσιος Διονύσιος ὁ κτίτωρ, Άγιον Όρος 2004, σ. 89-99 (χρηστική έκδοση με απόδοση στα
νέα ελληνικά). Πβ. Βίος, 44-47.
Ορισμένοι μελετητές τοποθετούν χρονικά το χρυσόβουλλο στο έτος 1375 (π.χ., βλ. Καδάς, Μονὴ Διονυσίου, σ.
19· «Χρυσόβουλλο»: Ὅσιος Διονύσιος, σ. 99: «τὸν παρόντα Σεπτέμβριον μῆνα, τὴν ΙΓ΄ ἰνδικτιῶνα τοῦ 6883
[=1375] ἔτους»). Η συγκεκριμένη χρονολόγηση καθίσταται λανθασμένη, καθώς για τη μετατροπή του έτους «από
κτίσεως κόσμου» σε «μετά Χριστόν», όσον αφορά στους μήνες Σεπτέμβριο – Δεκέμβριο, αφαιρούνται από το
πρώτο 5509 έτη. Συνεπώς, 6883-5509 = 1374 μ.Χ.
22
Περί των σωμίων, μονάδας μέτρησης βάρους που κατέληξε σε νόμισμα, βλ. Dionysiou, σ. 58-59. Το 1340,
ένα σώμιον αντιστοιχούσε σε 190 άσπρα.
[9]
ετήσια επιχορήγηση 1000 κομνηνάτων23 από τον ίδιο τον αυτοκράτορα και τους διαδόχους του
για την ενίσχυση της Μονής και των εργασιών της ανέγερσής της. Ως βασικός όρος της
αυτοκρατορικής χορηγίας κατέστη η ενδελεχής μνημόνευση του Αλεξίου Γ΄ και των διαδόχων
του κατά τις ιερές ακολουθίες. Επιπλέον, ορίσθηκε η ονοματοδοσία του μοναστηριού από την
προσωνυμία της αυτοκρατορικής δυναστείας: «του Μεγάλου Κομνηνού»24:

ὡς κτήτορα σχεδὸ(ν) οἱ πάντες διαφημήσωσιν καὶ τ(ὴν) τοῦ μ(ε)γ(ά)λου Κομνηνοῦ μονὴν
ὀνομάσωσιν.
[Dionysiou 4, 46-47]

Καθιερώθηκε, τέλος, η φιλόξενη υποδοχή και η ανεπιφύλακτη αποδοχή των κατοίκων της
Τραπεζούντας ως επισκεπτών και ως μοναχών αντίστοιχα.
Δύο ή τρία έτη αργότερα, ο Διονύσιος επισκέφτηκε ξανά την Τραπεζούντα, για να
εισπράξει τη δεύτερη δόση των χρημάτων που όριζε το χρυσόβουλλο. Όταν, όμως, επέστρεψε
στο Άγιον Όρος, αντίκρισε το μοναστήρι λεηλατημένο από τους πειρατές και έρημο. Οι μαθητές
του είχαν διαφύγει στις ορεινές περιοχές και στις γειτονικές μονές. Χωρίς χρονοτριβή, ο
Διονύσιος συγκέντρωσε τους μαθητές γύρω του και έθεσε την επανέναρξη των εργασιών. Για τη
διεκπεραίωσή τους μετέβη για τρίτη φορά στην Τραπεζούντα το 1387, προκειμένου να ζητήσει
την επέκταση της επιχορήγησης. Ωστόσο, δεν έμελλε να επιστρέψει στη Μονή, καθώς
αρρώστησε βαριά και κοιμήθηκε στην πόλη εκείνη, σε ηλικία περίπου 72 ετών25:

πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν ἐτῶν ὑπάρχων ὑπὲρ τὰ ἑβδομήκοντα.


[Βίος, 57]

Στις 12/6/1389, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αντώνιος ο Δ΄ εξέδωσε πατριαρχικό


σιγίλλιο26, το οποίο απένεμε στη Μονή ορισμένα προνόμια. Συγκεκριμένα, η Μονή Διονυσίου
κατέστη πατριαρχική με την επονομασία τοῦ τιμίου Προδρόμου, και αποδεσμευόταν από την

23
Κομνηνάτα ονομάζονταν τα αργυρά νομίσματα των Κομνηνών αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας: Ὅσιος
Διονύσιος, σ. 64, σημ. 21.
24
Ο Σμυρνάκης (Τὸ Ἅγιον Ὄρος, σ. 507) αναφέρει μια Μονή στην περιοχή της Λάρισας, δίπλα στο χωριό
Καρίτσα, που είχε την προσωνυμία «Κομνήνειος».
25
Οι πηγές δεν παρέχουν αναμφισβήτητα και σαφή στοιχεία για τον χρονικό προσδιορισμό της τρίτης
επίσκεψης του Διονυσίου στην Τραπεζούντα και του επικείμενου θανάτου του. Οπωσδήποτε, τα γεγονότα αυτά
συνέβησαν μεταξύ των ετών 1382 και 1389. Βλ. Dionysiou, σ. 12-13.
26
Για τη διπλωματική έκδοση του σιγιλλίου, βλ. Dionysiou 6.
[10]
κηδεμονία του Πρώτου. Όφειλε απλώς να μνημονεύει τον επίσκοπο Ιερισσού και Αγίου Όρους
και να τελεί υπό την πνευματική καθοδήγηση του ίδιου του Πατριάρχη. Επιπλέον,
αναγνωριζόταν η κυριότητα κελλιών εκτός των εγκαταστάσεών της και επικυρωνόταν το τυπικό
που είχε από την ίδρυσή της.

ἡ μετριότης ἡμ(ῶν) […] παρακελεύεται […] π(ατ)ριαρχ(ικὸν) ἀπὸ τουνῦν εἶναι τὸ μονύδριον
τοῦτο τοῦ τιμίου Προδρόμου καὶ ὀνομάζεσθαι, καὶ ἔχειν μ(ὲν) τὸν θεοφιλέστατον ἐπίσκοπον
Ἱερισσοῦ καὶ Ἁγίου Ὄρους τὸ μνημόσυνον αὐτοῦ καὶ τὸ σύνηθες δίκ[αιον], ὑπὸ δε τῶ οἰκουμενικῶ
π(ατ)ριάρχη καὶ ὁδηγῶ καὶ διδασκάλω τὰ κατ’ αὐτὸ διιθύνεσθαι καὶ οἰκονομεῖσθαι, ἔχειν τὲ τοῦτο
καὶ εἰς τοεξῆς τὰ προνόμια πάντα καὶ τὴν τάξιν αὐτήν, ἣν ἔσχ(εν) ἐξότου συνέστη […]· τὰ δέ γε ἔξω
τοῦ μονυδρίου κελλία ἔσονται ἀπὸ τοῦ νῦν ὑπὸ τὴν ἀρχὴν τούτου, καθὼς καὶ πρότ(ε)ρ(ον) ἦσαν.
[Dionysiou 6, 24-29 και 35-36]

Οι ηγεμόνες των παραδουνάβιων κρατών

Η σημερινή μορφή της Μονής Διονυσίου οφείλεται κατά κύριο λόγο στις μεγάλες
οικοδομικές εργασίες που έλαβαν χώρα κατά τον 16ο αιώνα. Τότε, ορισμένοι ηγεμόνες των
παραδουνάβιων κρατών, δηλαδή των περιοχών της Μολδοβλαχίας, ανέλαβαν προσωπικά τη
χρηματοδότηση της συντήρησης και της επέκτασης του μοναστηριού. Γι’ αυτόν τον λόγο,
συναριθμούνται μεταξύ των κτιτόρων της Μονής και τιμώνται με κτιτορικό μνημόσυνο. Αρχικά,
ο ηγεμόνας της Βλαχίας Νεαγκόε Βασσαράβ χρηματοδότησε την κατασκευή του αμυντικού
πύργου και του νέου υδραγωγείου στη θέση του παλαιού (1520-25)27:

Ὁ μὲν οὖν Νεάγκος ὑπῆρξεν αὐθέντης τῆς Βλαχίας […]· αὐτὸς οὖν ἔδωκε τὴν δαπάνην καὶ
ἐκτίσθη ὁ πύργος καὶ ἐφτιάσθη καὶ ὁ ὑδραγωγὸς κτιστός […]· πρότερον γὰρ διὰ ξυλίνων γουρνῶν
κατήρχετο τὸ ὕδωρ εἰς τὸ μοναστήριον. Ὁ δὲ σὺν αὐτῷ μνημονευόμενος Θεοδόσιος υἱὸς ὑπῆρξεν
αὐτοῦ τοῦ Νεάγκου.
[Διον. 627, «Περὶ τῶν κτητορικῶν ὀνομάτων ὧν μνημονεύομεν», f. 109v]28

27
Βλ. Καδάς, Μονὴ Διονυσίου, σ. 22· Dionysiou, σ. 12, σημ. 41, και σ. 18.
28
Το κείμενο αντέγραψα από τον Κουρίλα, Κατάλογος, σ. 341, όπου ο Διον. 627 τίθεται υπ’ αρ. 762. Βλ.
αντίστοιχα Ευθύμιος, Συμπληρωματικὸς Κατάλογος, σ. 241, αρ. 627. Ο Διον. 627, λόγω των πολύτιμων
πληροφοριών που περιέχει για την ιστορία της Μονής, αποκαλείται «Χρονικὸς Κῶδιξ»· βλ. Καδάς, Μονὴ
Διονυσίου, σ. 25, σημ. 9, και σ. 28.
[11]
Μια δεκαετία αργότερα, στις 25 Οκτωβρίου του 1535, το μοναστήρι καταστράφηκε κατά το
μεγαλύτερο μέρος του από άγνωστης προέλευσης πυρκαγιά29. Τότε, ο Πέτρος Ράρες, ηγεμόνας
της Μολδαβίας, ανέλαβε τα έξοδα της ανοικοδόμησης ολόκληρης της ανατολικής πτέρυγας, από
την τράπεζα και την πύλη της Μονής μέχρι την αποθήκη του κρασιού (βαϊναριό). Επίσης,
ανήγειρε νέο καθολικό, μεγαλύτερο του παλαιοτέρου, και μερίμνησε για την αγιογράφησή του.
Για τον σκοπό αυτόν εκλήθη ο κρητικός αγιογράφος Τζώρτζης:

Ὁ δὲ Πέτρος μετὰ τὴν πυρπόλησιν τοῦ πάλαι μοναστηρίου ἔδωκε τὴν ἔξοδον καὶ ᾠκοδομήθη καὶ
ἐζωγραφήθη ὁ ναὸς κατὰ πολὺ τοῦ παλαιοῦ καὶ ὑψηλότερος καθὼς ὁρᾶται νῦν. Ἐζωγραφήθη δὲ
παρὰ τοῦ θαυμαστοῦ τεχνίτου ἐκείνου κὺρ Ζώρζη τοῦ Κρητός. Αὐτὸς ὁ Πέτρος ἔκτισε καὶ τὸ μέρος
τῆς πόρτας, ὅλον ἤγουν ἀπὸ τοῦ μαγειρίου ἕως τοῦ βαϊναρίου.
[Διον. 627, «Περὶ τῶν κτητορικῶν ὀνομάτων ὧν μνημονεύομεν», f. 109v- 110r]30

Κατόπιν, η κόρη του Ρωξάνδρα και ο σύζυγός της Αλέξανδρος Λεπουσνεάνου ανέλαβαν
το κτίσιμο της δυτικής εξαώροφης πτέρυγας με τους εξώστες προς την πλευρά της θάλασσας
(: ηγουμενείο, γραφεία, νοσοκομείο, γηροκομείο, κελιά μοναχών, παρεκκλήσι του αγίου
Ιωάννου του Θεολόγου, προέκταση της τράπεζας):

Ὁ δὲ Παχώμιος μοναχός, ἐστὶν ὁ ποτὲ Ἀλέξανδρος αὐθέντης καὶ αὐτὸς γενόμενος τῆς Βλαχίας,
γαμβρὸς δὲ τοῦ Πέτρου, ἡ δὲ Ῥοξάνδρα θυγάτηρ ἦν τοῦ Πέτρου, γυνὴ δὲ Ἀλεξάνδρου. ᾨκοδόμησαν
δὲ καὶ οὗτοι τό τε νοσοκομεῖον καὶ τὴν τράπεζαν· καὶ εἰς τὸν ἐλεμήνι τὸν καιρόν, ὅταν
ἐξαγοράσαμεν τὰ μετόχια κατὰ τὸν ὁρισμὸν τοῦ τότε βασιλέως, αὐτὴ ἡ Ῥοξάνδρα ἔδωκε τὴν
τοιαύτην ἔξοδον.
[ό.π., f. 110r]
Ανάμεσα στους κτίτορες της Μονής μνημονεύεται επίσης ο μοναχός Σιλουανός, ο οποίος
στάλθηκε από τη Μολδαβία για την επιστασία των εργασιών31:

Ὁ δὲ Σιλουανὸς Μοναχὸς ἐπιστάτης ἦν καὶ ἐπιτηρητὴς εἰς τὰς οἰκοδομὰς ἐπ’ αὐτῷ τούτῳ παρὰ
τοῦ Πέτρου ἀποσταλείς· ὃς καὶ προθύμως ὑπηρετήσας εἰς τὴν διακονίαν τῆς ἐπιστασίας αὐτοῦ
τελειώσας καλῶς ἀνεπαύσατο ἐν Κυρίῳ ἐν τῷ μοναστηρίῳ· ὅθεν καὶ ἄξιον ἔδοξε τοῖς τότε πατράσι
μνημοσύνου καὶ αὐτὸν ἀξιωθῆναι κτητορικοῦ, ὡς πολλὰ κοπιάσαντα καὶ συνεργήσαντα ἐν τῇ
οἰκοδομῇ τοῦ νέου μοναστηρίου.
[ibid.]

29
Καδάς, Μονὴ Διονυσίου, σ. 22.
30
Αντιγραφή από Κουρίλας, Κατάλογος, σ. 341-342. Το αυτό ισχύει και για τα επόμενα παραθέματα από τον
Διον. 627.
31
Καδάς, ό.π., σ. 22-23· Dionysiou, σ. 19.
[12]
Υπόλοιποι ευεργέτες και δωρητές32

Στα νεότερα χρόνια μέχρι σήμερα, πολλοί ήταν αυτοί που βοήθησαν στην ολοκλήρωση,
την επέκταση και τη συντήρηση της Μονής με δωρεές χρημάτων και προσωπική εργασία.
Αναφέρονται ενδεικτικά οι αδελφοί Λάζαρος και Μπόιος από την Πιάβιτσα της Χαλκιδικής
[νοτιοανατολική επταώροφη πτέρυγα: αποθήκη τροφίμων (δοχεῖον / δοχειό), μαγειρείο, ραφείο,
κελλιά μοναχών], τα αδέλφια Μανουήλ και Θωμάς από τις Σέρρες (αρσανάς), ο
προηγούμενος Ιωακείμ Κωνσταντινουπολίτης [τοξωτές κατασκευές του περιβόλου (δοξάτα)],
ο παπα-Μακάριος Κρητικός (επισκευή αρσανά), ο πρώην Βελεγράδων Ιερεμίας (κινητή
περιουσία αξίας 8000 γροσιών), ο Ιωάννης Φραγκόπουλος (επισκευή του υδραγωγείου, του
σκευοφυλακίου, των αψιδωτών κατασκευών του καθολικού, και του παρεκκλησίου του αγίου
Νήφωνος), ο Χατζή Δήμος Παζαρτζικλής [σιδερένια επένδυση της θύρας του μοναστηριού και
προοιμιακό δωμάτιο (οντάς)], ο Χατζή Αγγελάκης (αρσανάς, χρύσωμα τέμπλου, οικοδομικά
υλικά για τη συντήρηση του νοσοκομείου, θόλος στα προπύλαια της Μονής, στέρνα του κήπου),
ο μητροπολίτης Μητροφάνης (ανακαινίσεις διαφόρων εγκαταστάσεων, μάρμαρα του
καθολικού), ο ιερομόναχος Ναθαναήλ (υδραγωγείο, αμπέλι).

Η περίοδος της Ελληνικής Επανάστασης

Σύμφωνα με τον Διον. 627, η επανάσταση των Ελλήνων και ο συνακόλουθος πόλεμος με
τους Τούρκους είχε ως αποτέλεσμα την προσωρινή ερήμωση της Μονής και την εμπλοκή των
μοναχών της σε μια περιπετειώδη περιπλάνηση.
Ο αναβρασμός της επανάστασης βρήκε τον ηγούμενο Στέφανο στην Κωνσταντινούπολη,
όπου είχε ταξιδέψει, όπως ο ίδιος αναφέρει, «διὰ νὰ κάμω καμμίαν κυβέρνησιν, διὰ νὰ
ἠμπορέσωμεν νὰ κάμωμεν τὰ χαλασμένα μέρη33, τοὺς δρόμους καὶ κῆπον καὶ μύλον καὶ νεραγῶγι
καὶ ἄλλα πολλά, ὅπου ἦτον ἀναγκαῖα πρὸς παρηγορίαν μας» (Διον. 627, f. 126r). Τα αντίποινα
του σουλτάνου με τον απαγχονισμό του πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄, τη σφαγή πολλών
κληρικών και λαϊκών και, γενικότερα, τον εκφοβισμό του χριστιανικού πληθυσμού, κρατούσαν
τον Στέφανο αποκλεισμένο στην Πόλη. Τελικά, μετά από μεγάλους κινδύνους, κατάφερε να
γλυτώσει και να φτάσει αβλαβής στο Άγιον Όρος.

32
Καδάς, Μονὴ Διονυσίου, σ. 23-28 και 31.
33
Αναφορά στις σφοδρές πλημμύρες κατά τον Σεπτέμβριο του 1820.
[13]
Ωστόσο, η κατάσταση εκεί δεν ήταν καλύτερη. Οι Τούρκοι είχαν καταλάβει τη χερσόνησο
της Κασσάνδρας και είχαν αιχμαλωτίσει τους χριστιανούς κατοίκους της. Πλέον, η ακεραιότητα
του Αγίου Όρους απειλείτο πρόδηλα.

Ἔπεσεν ἡ Κασσάνδρα, ἠχμαλωτίσθησαν ὅλοι ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνούς. Οἱ Ἀγαρηνοὶ ἐπαπειλοῦσαν


καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος νὰ τὸ αἰχμαλωτίσουν. Βλέποντες οἱ πατέρες τὴν ὁρμὴν τῶν Τούρκων ἔστειλαν
καὶ ἐπροσκύνησαν τὰ μοναστήρια, πλὴν ὅσα μοναστήρια ἐθέλησαν ἐσήκωσαν τὰ ἱερὰ κειμήλιά των
καὶ ἔφυγαν εἰς τὸ ῥωμαϊκό. Ἀπὸ αὐτοὺς ὅπου ἀνεχώρησαν ἤμουν ἕνας καὶ ἐγὼ ὁ ταπεινὸς μὲ τὰ ἱερά
μας κειμήλια καὶ μὲ ὅσους πατέρας ἠθέλησαν αὐτοθελήτως νὰ ἀναχωρήσουν διὰ τὸν φόβον τῶν
Ἀγαρηνῶν ἦλθαν μαζῆ μου. Ὅσοι δὲ ἠθέλησαν ἔμειναν εἰς τὸ μοναστήριον· ὅθεν ἀνεχωρήσαμεν ἀπὸ
τὸ μοναστῆρι Δεκεμβρίου 23, 1821.
[Διον. 627, f. 126v]

Μαζί τους πήραν τα σπουδαιότερα κειμήλια της Μονής, μεταξύ των οποίων
συγκαταλέγονταν οι εικόνες της Παναγίας Φανερωμένης και του Παλαιού Προδρόμου. Αφού
αντιμετώπισαν φουρτούνες και πειρατικές επιδρομές, κατέπλευσαν στον Πόρο. Εκεί, χάρη σε
θαυμαστά γεγονότα, κυρίως στη λύτρωση από τις επιδρομές των ακρίδων με τη λιτάνευση της
δεξιάς του Προδρόμου, οι μοναχοί κέρδισαν την εύνοια των γηγενών, οι οποίοι εκφράζοντας την
ευγνωμοσύνη τους παραχώρησαν τη Μονή της Ζωοδόχου Πηγής για την προσωρινή
εγκατάσταση της συνοδείας34:

ἑπτὰ χρόνους εἶχον τὴν πληγὴν τῆς ἀκρίδος καὶ τοὺς ἀφάνιζαν ὅλα τὰ ὑποστατικά, […] καὶ
καθὼς ἐκάμαμεν λιτανείαν καὶ ἁγιασμοὺς μὲ τὴν πάντιμον δεξιὰν τοῦ Προδρόμου ἔγινεν ἄφαντος ἡ
ἀκρίδα καὶ ἐπαρηγορήθησαν οἱ ἄνθρωποι καὶ ἄρχησαν νὰ μαζώνουν καρπὸν ἀπὸ τὰ ὑποστατικά
τους […]. Λοιπὸν ἀπὸ τὰς πολλὰς εὐεργεσίας, ὅπου ἀπολάμβαναν ἀπὸ τὸν Τίμιον Πρόδρομον,
ἠθέλησαν νὰ μᾶς δώσουν τὸ Μοναστήριον του τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς ὅπου ἔχουν εἰς τὸν τόπον τους,
καὶ μᾶς τὸ ἔδωσαν καὶ ἐκατοικήσαμεν ἐκεῖ καὶ ἐζούσαμεν μὲ αὐτάρκειαν εἰς τὰ σωματικά.
[ό.π.]

Εξ αιτίας, όμως, της πυρπόλησης των Ψαρών, οι μοναχοί φοβήθηκαν και έπλευσαν στη
Ζάκυνθο, όπου παρέμειναν τέσσερα χρόνια στο διονυσιατικό μετόχι της Αγίας Σοφίας. Μετά
την έλευση του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, οι Διονυσιάτες εγκαταστάθηκαν για ενάμισι
χρόνο στη Σκόπελο, στο μετόχι της Φανερωμένης. Ύστερα από εννέα έτη περιπλάνησης και

34
Οι Διονυσιάτες μοναχοί παρέμειναν στον Πόρο τρεισήμισι χρόνια. Βλ. τον υπολογισμό των ετών της
περιπλάνησής τους στο Ευθύμιος, Συμπληρωματικὸς Κατάλογος, σ. 242.
[14]
κινδύνων, η αυτοεξόριστη συνοδεία επέστρεψε στη Μονή φέρνοντας πίσω όλα τα ιερά
κειμήλια35:

ἤλθαμεν εἰς τὸ Ἱερόν μας Κοινόβιον μὲ ὅλα τὰ ἱερὰ κειμήλια τοῦ Μοναστηρίου μας […].
Ἀνεχωρήσαμεν ἀπὸ Ἅγιον Ὄρος εἰς τοὺς αωκα΄ [= 1821], Δεκεμβρίου κγ΄, καὶ ἤλθαμεν εἰς τὸ
Μοναστήριον εἰς τοὺς αωλ΄ [= 1830] Ἰουνίου στ΄.
[Διον. 627, f. 126v]

Στη Μονή Διονυσίου είχαν παραμείνει 14 μοναχοί, οι οποίοι υπέμεναν την κακομεταχείριση
των Τούρκων. Οι γεροντότεροι, αδυνατώντας να αντέξουν τις κακουχίες, εγκαταστάθηκαν στο
διονυσιατικό κονάκι των Καρυών. Ασφαλώς, τα στίγματα από το πέρασμα των Τούρκων είναι
ακόμη και σήμερα εμφανή. Συγκεκριμένα, οι οπές στη μεταλλική επένδυση των θυρών της
εισόδου οφείλονται στις σφαίρες των Τούρκων στρατιωτών. Επιπλέον, εκείνη ακριβώς την
περίοδο τοποθετείται χρονικά η αφαίρεση των ματιών από τις μορφές των αγίων στις
τοιχογραφίες της τραπεζαρίας36.
Αναμφίβολα, η οικονομική στενότητα και η καταπιεστική ενίοτε πολιτική των κατακτητών
στην περίοδο της τουρκοκρατίας οδήγησε τις Μονές του Αγίου Όρους σε σταδιακή παρακμή.
Σημάδι του μαρασμού αυτού αποτελεί η μετατροπή του κοινοβιακού συστήματος σε
ιδιόρρυθμο. Σαφέστατα, η μείωση του μοναστικού πληθυσμού και η οικονομική αδυναμία
αντιμετωπίζονταν επιτυχέστερα με την εξατομίκευση της τροφής και της διαχείρισης των
οικονομικών37. Όσον αφορά στη Μονή Διονυσίου, το κοινοβιακό σύστημα αποτελούσε
«θεμέλιο λίθο» της μοναστικής ζωής. Καθιερώθηκε εξ αρχής από τον ίδιο τον Διονύσιο και
αναφέρεται ρητά από τον Αλέξιο Γ΄ στο χρυσόβουλλο του1374:
…καὶ τὸ κοινόβιο(ν) τῆς μο(νῆς) διατηρεῖν ἀπαράβατο(ν) οἱ ἐρχόμ(εν)οι.
[Dionysiou 4, 63-64]
Χαρακτηριστικό στοιχείο προς αυτήν την κατεύθυνση καθίσταται η γραφή στο ειλητάριο που
συνοδεύει τις απεικονίσεις του Οσίου (βλ. εικ. 1):

Ἐν τῷ κοινοβίῳ καθεζόμενος τῷ κανόνι ἀκολούθει.

35
Εξαιτίας της ελληνικής επανάστασης πέθαναν 30 Διονυσιάτες μοναχοί σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, εκ των
οποίων ένας μάλιστα αγίασε (Καδάς, Μονὴ Διονυσίου, σ. 30).
36
Καδάς, ό.π., σ. 30-31.
37
“Idiorrhythmic monks are permitted to acquire personal property; through their labor they earn income to
purchase food and clothing. They take their meals separately in their cells rather than in communal refectory and
may eat meat”: ODB, s.v. idiorrhythmic monasticism.
[15]
Μάλιστα, ο ίδιος ο πατριάρχης Αντώνιος Δ΄ επικύρωσε με σιγίλλιο (1389) και διασφάλισε το
κοινοβιακό σύστημα της Μονής38.
Πράγματι, το συγκεκριμένο σύστημα ίσχυσε στη Μονή για διακόσια πενήντα περίπου χρόνια,
μέχρι τα μέσα του 17ου αι. Τότε, για τους προαναφερθέντες λόγους αναγκάστηκαν οι
Διονυσιάτες να ακολουθήσουν ένα είδος μικτού ιδιορρύθμου ή ημικοινοβιακού σχήματος, το
οποίο διατηρήθηκε για περίπου εκατόν πενήντα χρόνια39. Στις αρχές του 19ου αι., ειδικότερα το
1805, ο πατριάρχης Καλλίνικος Ε΄ εξέδωσε σιγίλλιο που όριζε τη μετάβαση στην κοινοβιακή
ζωή. Αυτή διατηρείται πάγια μέχρι σήμερα.

Η Μονή Διονυσίου σήμερα

Στην ιεραρχία των Μονών του Αγίου Όρους, η Διονυσίου καταλαμβάνει την 5η θέση μετά τις
Μονές Μεγίστης Λαύρας, Βατοπεδίου, Ιβήρων και Χιλιανδαρίου. Μάλιστα, πρωτοστατεί στην
Ιερά Επιστασία της πέμπτης Τετράδος της ιεραρχικής ομαδοποίησης των αγιορείτικων
μοναστηρίων (Ε΄ Τετράς: Αγ. Διονυσίου, Ζωγράφου, Αγ. Παντελεήμονος, Κωνσταμονίτου).
Συνεπώς, οι Διονυσιάτες επιλέγουν κάθε πέντε χρόνια έναν μοναχό της συνοδείας, για να
αναλάβει τη μοναστηριακή διοίκηση της Ιεράς Επιστασίας και όλου του Αγίου Όρους, φέροντας
τον τίτλο «Πρωτεπιστάτης»40. Σήμερα, ηγούμενος της Μονής είναι ο αρχιμανδρίτης Πέτρος και
η συνοδεία αριθμεί περί τα 50 μέλη.

38
Βλ. ανωτ., σ. 10-11.
39
Βλ. Καδάς, Μονὴ Διονυσίου, σ. 32-33.
40
Η επόμενη πρωτεπιστασία της Μονής Διονυσίου προβλέπεται κατά το διοικητικό έτος 2019-2020. Σχετικά με
την ιεραρχία των Μονών και το ειδικό καθεστώς του Αγίου Όρους, βλ. Καταστατικὸς Χάρτης Ἁγίου Ὄρους Ἄθω,
Αθήνα 1958, όπου η Ιερά Κοινότης επανεκδίδει τον σε ισχύ ακόμα Κ.Χ.Α.Ο. που ψηφίσθηκε από τη Διπλή Ιερά
Σύναξη (10/5/1924) και επικυρώθηκε με νομοθετικό διάταγμα στις 10/9/1926. Επίσης, πβ. Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Ἑλλάδος 2016, Αθήνα 2015.
[16]
ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ

Γενικά χαρακτηριστικά
Όλα τα αθωνικά μοναστήρια έχουν τη μορφή βυζαντινού φρουρίου: μεγάλα τείχη,
πολυώροφα κτίρια, στενοί διάδρομοι και πολυδαίδαλοι χώροι, ψηλοί ενίοτε αμυντικοί πύργοι.
Προφανώς, η αύξηση των πειρατικών και ληστρικών επιδρομών, από την παλαιολόγεια εποχή
(13ος – 15ος αι.)41 και ύστερα, απαιτούσε την οργάνωση των Μονών σε αμυντική διάταξη. Η
Μονή Διονυσίου έχει κτισθεί με αυτήν ακριβώς την προοπτική:

…βουλὴν ὅτι μάλιστα συνετὴν ἐν ἑαυτοῖς ἔθεντο, ἐφ’ ᾧ πρῶτον πύργον γενέσθαι εἰς φρουρὰν
τῶν ἐκ θαλάσσης λῃστῶν.
[Βίος, 36]

Ἔφθασε καὶ γὰρ ὁ ἡγιασμ(έν)ος οὗτος π(ατ)ὴρ φρούριο(ν) ἀνεγεῖραι ἐν τῶ κ(α)τ’ ἀλήθειαν ἁγίω
καὶ θεοσυλλαλήτω ὄρει.
[Dionysiou 4, 25-26]

Χαρακτηριστικό γνώρισμα της Μονής αποτελούν οι κλιμακωτοί εξώστες (απλωταριές).


Αυτοί προεξέχουν του τείχους και στηρίζονται σε αυτόν μονάχα με ξύλινα δοκάρια και
αντηρίδες. Οι τολμηρές αυτές κατασκευές προσφέρουν στους επισκέπτες μια καταπληκτική θέα.
Ιδίως από το ηγουμενείο, που βρίσκεται στον έκτο όροφο σε μεγάλη απόσταση από τον τοίχο,
αισθάνεται κανείς πως αιωρείται πάνω από τη θάλασσα.

Καθολικό
 Γενέσιο του τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου (24 Ιουνίου).
 Ανοικοδόμηση: 1535-1547.


Λεπτομερής περιγραφή της Μονής με πλούσιο φωτογραφικό υλικό απαντά στον Καδά, Μονὴ Διονυσίου, σ. 43-
106, απ’ όπου αντλώ πολύτιμες πληροφορίες.
41
Βλ. σχετικά Μεργιαλή – Σαχά, «Πειρατές και Ασκητές: το φαινόμενο της πειρατείας μέσα από τα αγιολογικά
κείμενα της παλαιολόγειας εποχής», Ιόνιος Λόγος 2 (2010) 221-234.

[17]
o Συνολική δαπάνη: ηγεμόνας της Μολδαβίας Πέτρος Ράρες.
o Αγιογράφηση: ζωγράφος Τζώρτζης (κρητική σχολή).
 Κτιτορικές επιγραφές:

+ Ἀνηγέρθη ἐκ βάθρων καὶ ἀνιστορήθη ὁ θεῖος καὶ πάνσεπτος ναὸς οὗτος/ τοῦ τιμίου καὶ
ἐνδόξου προφήτου Προδρόμου καὶ βαπτιστοῦ Ἰω(άννου)· διὰ συνδρομῆς καὶ ἐξόδου/ τοῦ
εὐσεβεστάτου αὐθέντου Ἰω(άννου) πάσης Μολδοβλαχίας·/ Πέτρου βοεβόδα· ἡγουμενεύον/τος κυροῦ
Ματ/θαίου ἱερο/μονά/χου·/ ἐν ἔτει τῷ/ ˏζνε΄ [= 1547] ἰνδ. ε΄.
[Καδάς, Μονὴ Διονυσίου, σ. 44]

Πέτρος βοεβόδας ἐν Χ(ριστ)ῶ τῶ Θ(ε)ῶ εὐσεβὴς καὶ πιστὸς αὐθέντης πάσης Μολδοβλαχίας· καὶ
κτήτωρ/ τῆς ἁγίας μονῆς ταύτης· σὺν τοῖς εὐσεβεστάτοις υἱοῖς αὐτοῦ.
[ibid., σ. 46]

 Αρχιτεκτονική: «αγιορειτικός» τύπος / σταυροειδής τρίκογχος ναός.


o Δύο χοροί ψαλτών
o Διπλός νάρθηκας
o Ενσωματωμένα παρεκκλήσια
o Κορινθιακά κιονόκρανα (στήριξη κεντρικού τρούλου)
 Μολυβδοσκέπαστος: στα φύλλα της στέγης είναι χαραγμένα πολυάριθμα ονόματα,
σκίτσα και χρονολογίες.
 Ξυλόγλυπτο τέμπλο (18ος αι.): επιχρυσωμένο ξύλο καρυδιάς, φυτικός διάκοσμος.

Παρεκκλήσια
 Παναγίας του Ακαθίστου:
o Ενσωματωμένο στο καθολικό, στα αριστερά της λιτής.
o Επιζωγράφιση αγιογραφιών (1890): Μιχαήλ Καισαρέας.
o Φυλάσσεται η θαυματουργική εικόνα του Ακαθίστου (ή των Χαιρετισμών).

 Αρχαγγέλων:
o Πάνω από τη λιτή του καθολικού.
o Σύγχρονο με το καθολικό (μέσα 16ου αι.).
o Αγιογράφηση (τέλη 16ου – αρχές 17ου αι.): μοναχοί Μερκούριος και Γερμανός.

[18]
 Αγίου Διονυσίου:
o Καινούργιο παρεκκλήσι (1960).
o Πάνω από τη λιτή του καθολικού.

 Αγίων Αναργύρων:
o Σε μια μικρή σπηλιά του βράχου κάτω από το καθολικό (1542).

 Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου:


o Μέρος του νοσοκομείου και του γηροκομείου της Μονής.
o Θολοσκέπαστο με αγιογραφίες των τελών του 16ου αι. και αρχών του 17ου.

 Αγίου Νικολάου:
o Στον δεύτερο όροφο του κωδωνοστασίου (αρχές 17ου αι.).
o Το μικρότερο παρεκκλήσι της Μονής.
o Αγιογραφίες από τη ζωή και τα θαύματα του αγίου Νικολάου.

 Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου:


o Στον τρίτο όροφο της Μονής (1695).
o Αγιογραφίες από τη ζωή και την ανακομιδή των λειψάνων του αγίου Ιωάννου.

 Αγίου Νήφωνος:
o Στον τρίτο όροφο της Μονής.
o Χωρίς αγιογραφίες.
o 1782 από τον σκευοφύλακα Βενιαμίν.

 Αγίου Γεωργίου:
o Δίπλα στο παρεκκλήσι του αγίου Νήφωνος.
o Αγιογραφίες του Δανιήλ (1609).

 Αγίου Νεκταρίου:
o Στον τρίτο όροφο της βόρειας πλευράς.
o Τοιχογραφίες μόνο στην κόγχη του ιερού.

 Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου:


o Στο βάθος της αίθουσας του εικονοφυλακίου.

[19]
 Εξωκκλήσια και καθίσματα εντοπίζονται επίσης εκτός των εγκαταστάσεων της Μονής:
o Αγίων Πάντων: στο δρόμο προς τη γειτονική Μονή του αγίου Παύλου.

o Αγίου Δημητρίου: στον αρσανά.

o Αγίου Νήφωνος και Διονυσιατών Πατέρων: λίγα μέτρα πάνω από τη Μονή,
δίπλα στο ασκητήριο του πατριάρχου Νήφωνος.

o Δώδεκα αποστόλων: στην απέναντι όχθη του χειμάρρου Αεροποτάμου.

o Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου: κάθισμα σε απόσταση 45 λεπτών από τη Μονή,


δίπλα στη ρεματιά του Αεροποτάμου.

o Αγίου Ονουφρίου: πάνω στο βουνό σε απόσταση μιας ώρας από την Μονή.

o Παναγίας: ανωτέρω του προηγουμένου, απέναντι από τη σπηλιά του Διονυσίου,


από όπου ο Όσιος αντίκρισε τη φωτεινή στήλη στη θέση της σημερινής Μονής.

Τράπεζα
 Νότια πτέρυγα
 Σύγχρονη του καθολικού με μεταγενέστερη (1568) επέκταση
 Χωρητικότητα: ± 200 άτομα
 Αγιογράφηση κρητικής σχολής
 Επιγραφή:

+ Ἱστορήθη καὶ ἐβελτιώθη τὸ παρὸν μέρος τῆς τραπέζου (sic) δι’ ἐξόδου καὶ συνδρομῆς τοῦ
εὐλα/βεστάτου ἐν ἱερεῦσιν παπὰ κὺρ Δημητρίου τοῦ ἀπὸ Πεσίκου εἰς μνημόσυνον αὐτοῦ ἐν ˏζρια΄ [=
1603].
[Καδάς, Μονὴ Διονυσίου, σ. 65]

 Ξύλινη οροφή: τετράγωνα και ρομβοειδή ξύλινα κομμάτια σε διάφορες αποχρώσεις.


 Άμβωνας: Μιχαήλ (ξυλογλύπτης) / 1727.
o Εκφωνούνται αναγνώσματα κατά τη διάρκεια των γευμάτων.

[20]
 Αξιόλογες και πρωτότυπες χαρακτηρίζονται οι τοιχογραφίες στον διάδρομο έξω από την
τράπεζα, με απεικονίσεις θεμάτων αντλημένων από το βιβλίο της Αποκάλυψης του
Ιωάννη42.

Πύργος
 Στη βόρεια πλευρά της Μονής.
 Ύψος: 23,9 μ.
 4 όροφοι
 Πάχος τοίχων: 2 μ.
 Ζεματίστρες («φονιάδες») για την απόκρουση των πειρατών.
 Επιγραφή:
Ἀνηγέρθη ἐκ βάθρων οὗτος ὁ πύργος διὰ συνδρομῆς καὶ ἐξόδου τοῦ εὐσεβεστάτου αὐθέντου
Νεάγκου βοεβόδα τῆς Βλαχίας ἐν ἔτει ˏζκη΄ [= 1520].
[Καδάς, Μονὴ Διονυσίου, σ. 100]

Αρχονταρίκι – Ξενώνας
 Στη βόρεια πλευρά της Μονής.
 Καταλαμβάνει 2 ορόφους:
o 1ος όροφος: αίθουσα υποδοχής, κουζίνα, εξώστης, τρία δωμάτια.
o 2ος όροφος: δωμάτια φιλοξενίας με χωρητικότητα 50 ατόμων.

Νοσοκομείο – Γηροκομείο
 Στη δυτική πλευρά της Μονής.
 Έτος ίδρυσης: 1542.
 Χωρητικότητα νοσοκομείου: 4 κλίνες.
 Γηροκομείο: περίθαλψη ανήμπορων και γεροντότερων μοναχών.
Κοντά στο νοσοκομείο, υπάρχει μια μικρή πύλη που οδηγεί μέσα από τον βράχο στην ακτή
της θάλασσας. Χρησιμεύει για την έξοδο των μοναχών σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.

42
Για μια λεπτομερή περιγραφή και ερμηνεία των παραστάσεων αυτών, βλ. Καδάς, Μονὴ Διονυσίου, σ. 67-86,
και Γαβριήλ, Μονὴ Διονυσίου, σ. 35-45.
[21]
ΚΕΙΜΗΛΙΑ

Φορητές εικόνες
Οι πολυάριθμες εικόνες της Μονής Διονυσίου φυλάσσονται κυρίως στο εικονοφυλάκιο, στο
καθολικό και στα διάφορα παρεκκλήσια. Οι περισσότερες είναι κατασκευασμένες από ξύλο
αγιορείτικης καστανιάς και αγιογραφημένες από αγιορείτες μοναχούς. Ειδικότερα,
χρονολογούνται από τον 14ο αι. και εξής, ενώ πολλές από αυτές αποτελούν δωρεά επώνυμων και
επισήμων προσώπων (εκκλησιαστικών, στρατιωτικών και πολιτικών αξιωματούχων).
Αναφέρονται ενδεικτικά οι πιο παλαιές και αξιόλογες:
 Παναγία «του Ακαθίστου» (βλ. εικ. 2):
 Στο δεξιό μέρος του τέμπλου στο παρεκκλήσι της Παναγία του Ακαθίστου.
 Μέγεθος: 31 x 26 εκ.
 Από κηρομαστίχα με μεταγενέστερη αργυρεπίχρυση επένδυση (1786).
 Δυσδιάκριτα χαρακτηριστικά από τη φθορά του χρόνου και από το μύρο που
κατά καιρούς αναβλύζει.
 Η εικόνα αποτελεί δωρεά του Αλεξίου Γ΄ Μεγάλου Κομνηνού, ο οποίος την
παρέδωσε στον όσιο Διονύσιο κατά την πρώτη του επίσκεψη στην
Τραπεζούντα (1374). Η σκηνή της παράδοσης αποτυπώνεται στην πίσω
πλευρά της εικόνας πάνω σε ασημένια επένδυση. Χαρακτηριστική καθίσταται
η σχετική επιγραφή:

Αὕτη ἡ εἰκὼν ἡ θαυματουργός ἐστι τὴν ὁ/ποίαν βαστάζων ὁ Σέργιος ὁ


π(ατ)ριάρχης καὶ περι/ερχόμενος τὰ τείχη τῆς Κωνσταντινουπόλεως/ ἐδίοξεν
ὅλους τοὺς πολεμίους τὴν ὁποίαν ἀφι/έρωσεν ὁ βασιλεὺς τοῦ ἁγίου Διονυσίου διὰ
δαπάνι τοῦ/ ἁγίου Πελιγραδίων Ἱερεμία καὶ διὰ χιρὸς Γεωργίου, 1786.
[Καδάς, Μονὴ Διονυσίου, σ. 88]
 Θαυματουργός:
 Κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Αβάρους το
626, όταν ο αυτοκράτορας Ηράκλειος απουσίαζε σε εκστρατεία κατά
των Περσών, ο πατριάρχης Σέργιος κρατούσε στα χέρια του την εικόνα
του Ακαθίστου και την περιέφερε στα τείχη προς ενθάρρυνση του
[22]
λαού. Τελικά, μετά τη θαυματουργική πρόκληση θαλασσοταραχής και
την καταστροφή του στόλου των εχθρών, η πόλη σώθηκε.
 Όταν πειρατές έκλεψαν κάποτε την εικόνα, εμφανίστηκε η Παναγία
και έδωσε την εντολή να επιστραφεί πίσω στη Μονή. Μετά την
ανάβλυση μύρου, οι πειρατές μετανοημένοι παρέδωσαν την εικόνα
στους μοναχούς. Μάλιστα, δύο από αυτούς έμειναν στη Μονή, για να
μονάσουν.
 Θεραπεία του Ευγενίου Βούλγαρη από οδυνηρό έλκος (1758).
Σύμφωνα με τον Σμυρνάκη (Τὸ Ἅγιον Ὄρος, σ. 511), ο Ευγένιος μετά
την ίασή του έγραψε κάτω από την εικόνα τούς εξής στίχους:

Ζωῆς δότην φέρουσα Σῆς ὑπ’ ἀγκάλης./ Ζωῆς φέροντα θάνατόν μ’ ὑπαὶ μάλης.

 ο «Παλαιός Πρόδρομος»:
 παλαιά εικόνα που βρίσκεται στον δεξιό κίονα του καθολικού, πίσω από τον
δεσποτικό θρόνο.
 Αφιέρωση του ηγεμόνα Αλεξάνδρου Λεπουσνεάνου για τη θεραπεία του γυιου
του Κωνσταντίνου.
 Αργυρεπίχρυσο κάλυμμα στα φωτοστέφανα, στα φτερά, στη ράβδο και
περιμετρικά.
 Παναγία η «Αμόλυντος» ή «του Πάθους»:
 Στον δεξιό κίονα του καθολικού, πίσω από τον δεσποτικό θρόνο.
 Αγιογράφηση: Εμμανουήλ Σκορδίλης.
 «Ζωοδόχος Πηγή»:
 Στον αριστερό κίονα του καθολικού.
 Έτος: 1669.
 Σκαλιστό φωτοστέφανο.
 Εικόνες Δωδεκαόρτου:
 Διαστάσεις: 51 Χ 41 εκ.
 Αρχές 16ου αι.
 Αγιογράφηση κρητικής τέχνης.
 Εφέστιος εικόνα του τιμίου Προδρόμου:
 Δίπλα στο κεντρικό προσκυνητάρι.
[23]
 Έτος: 1688.
 Αργυρεπίχρυσο και σμάλτινο φωτοστέφανο με άνθινη διακόσμηση.
 Αμφιπρόσωπη ιστορική εικόνα της Μονής:
 Στο εικονοφυλάκιο.
 14ος αι.
 Όψεις:
 Α) ο Ιωάννης ο Πρόδρομος και ο Αλέξιος Γ΄ ο Μέγας Κομνηνός
ευλογούμενος από τον Χριστό.
 Β) Τέσσερεις τραπεζούντιοι άγιοι: Ευγένιος, Κάνδιδος, Ουαλεριανός
και Ακύλας.
 Ο άγιος Χριστοφόρος:
 Στο εικονοφυλάκιο.
 Σπάνια εικόνα που παρουσιάζει το πρόσωπο του Αγίου με τη μορφή σκύλου
(«κυνοκέφαλος»)43.
 21 εικόνες Προσκυνηταρίου με αγίους που τιμώνται ιδιαίτερα στη Μονή:
 Στο εικονοφυλάκιο.
 αρχές 16ου αι.
 «Δέηση»:
 Σύμπλεγμα 5 εικόνων.
 Από αριστερά προς τα δεξιά: Πέτρος, Παναγία, Χριστός, Πρόδρομος, Παύλος.
 Διαστάσεις: 118 Χ 89 εκ.
 Έτος: 1542.
 Αγιογράφηση: ιερωμένος Ευφρόσυνος (κρητική σχολή).
 Επιγραφή (διατρέχει το κάτω μέρος όλων των εικόνων):
1
Γραφέως θύτου τεῦξεν χεῖρ/ 2ταπεινοῦ Εὐφροσύνου/ 3ἔξοδος Κλήμεντος
Κρητὸς καὶ ἱερομονάχου/ 4πρέσβευε κῆρυξ βαπτιστὰ/ 5Χ(ριστ)ῷ δι’ ἀμφοτέρων·
ἔτους ˏζν΄ [= 1542] ἰνδικτιῶνος ιε΄ Ἰανουαρίου κα΄.
[Καδάς, Μονὴ Διονυσίου, σ. 111]

43
Σχετικά με τους «Κυνοκεφάλους» και τη συγκεκριμένη απεικόνιση του αγίου Χριστοφόρου, βλ.
Ξυγγόπουλος, «Κυνοκέφαλοι», Δελτίον τῆς Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας 9 (1977-1979) 1-19. Σύντομο
σχετικό σχολιασμό δίδει ο Σμυρνάκης, Τὸ Ἅγιον Ὄρος, σ. 513.
[24]
Σκευοφυλάκιο
Τα σημαντικότερα κειμήλια της Μονής φυλάσσονται στο σκευοφυλάκιο σε ειδικές προθήκες.
Όσα ιερά σκεύη κατείχε η Μονή μέχρι το 1814 καταλογογραφούνται στον «Χρονικό Κώδικα»
(Διον. 627, ff. 123r-124r). Αναφέρονται τα εξής:
 Επιτάφιος (16ος αι.): δωρεά του ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Πέτρου Ράρες.
 Χρυσοκέντητα υφάσματα και άμφια κοσμημένα με ποικίλα θέματα: δύο αρχιερατικοί
σάκοι (του αγίου Νήφωνος και του μητροπολίτη Βελεγράδων Ιερεμία), τρία εγκόλπια
(το ένα ανήκε στον άγιο Νήφωνα), μίτρες, επιτραχήλια, οράρια, επιμάνικα,
επιγονάτια.
 Εκκλησιαστικά σκεύη: διάφοροι σταυροί (ορισμένοι με Τίμιο Ξύλο), καλύμματα
εικόνων, δισκοπότηρα, αρχιερατικά εγκόλπια, αρτοφόρια, θυμιατά, «κατζία», 8
ανθίβολα (= διάτρητα υποδειγματικά σχέδια εικόνων για την αποτύπωση και
αναπαραγωγή τους πάνω σε άλλο αντικείμενο), μεταλλικές σφραγίδες, παλαιά
νομίσματα, μικρή πλάκα από ελεφαντοστό (10ος αι.) με τη σκηνή της Σταύρωσης.
 Η προσωπογραφία του ευεργέτη της Μονής βοεβόδα Νεαγκόε και του γυιου του
Θεοδοσίου (16ος αι.).
 Ξύλινη μήτρα με τη μορφή του τιμίου Προδρόμου (17ος αι.) για την εκτύπωση
χάρτινων εικόνων.
 Σταυρός, δωρεά της Ελένης Παλαιολογίνας (15ος αι.).
 Πολύτιμα δισκοπότηρα.
 Ευαγγέλια με αργυρεπίχρυσα καλύμματα κοσμημένα με σμάλτα και πολύτιμους
λίθους.

Ιερά Λείψανα
Στη μονή Διονυσίου φυλάσσονται άγια λείψανα44:
 του μεγάλου Βασιλείου
 του Κλήμεντος, επισκόπου Αγκύρας
 του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού
 του αγ. Τρύφωνος

44
Σμυρνάκης, Τὸ Ἅγιον Ὄρος, σ. 511-512. Βλ. επίσης Καδάς, Μονὴ Διονυσίου, σ. 128-137.
[25]
 του Φωτίου, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως
 του Παρθενίου, επισκόπου Λαμψάκου
 του Θεοδώρου του στρατηλάτου
 του αγ. Χαραλάμπους
 του Θεοδώρου του τήρωνος
 των Τεσσαράκοντα Μαρτύρων των εν Σεβαστεία μαρτυρησάντων
 του μεγάλου Κωνσταντίνου
 της αγ. Κυριακής
 του αγ. Προκοπίου
 της αγ. Μαρίνας
 της αγ. Μαγδαληνής
 της οσιομάρτυρος Παρασκευής
 του αγ. Παντελεήμονος
 του τιμίου Προδρόμου
 του αγ. Μάμαντος
 του οσίου Ευφραίμ
 της αγ. Πελαγίας
 του αγ. Αρτεμίου
 του Ιακώβου του αδελφοθέου
 του μεγαλομάρτυρος Δημητρίου
 του Ιωάννου του Χρυσοστόμου
 του αποστόλου Φιλίππου
 του αγ. Ιακώβου του Πέρσου
 των αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού
 του Μηνά του Αιγυπτίου
 του αποστόλου Ανδρέα
 της αγ. Βαρβάρας
 του μάρτυρος Ευστρατίου
 του πρωτομάρτυρος Στεφάνου
 μέρος του εγκεφάλου (μυελού) του Προδρόμου στη μορφή σπογγώδους μάζας
[26]
 κάρα της αυτοκράτειρας Θεοφανούς
 κάρα του αγ. Μερκουρίου,
 δεξιά χειρ Ιωάννου του ελεήμονος
 δεξιά χειρ και πόδι του αγ. Κηρύκου
 δεξιά χειρ του αγ. Ελευθερίου
 δέρμα του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου
 αίμα σε σκόνη του αγ. Γεωργίου
 τμήμα της χλαμύδας του Χριστού
 τμήμα της τιμίας Εσθήτος της Παναγίας
 τμήμα της τιμίας Ζώνης της Παναγίας
 υπερμέγεθες δόντι του αγ. Χριστοφόρου

[27]
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

Ως είθισται, η Βιβλιοθήκη της Μονής διαιρείται σε δύο τμήματα, των χειρογράφων και των
εντύπων. Τα τελευταία συναποτελούν μια συλλογή βιβλίων που ξεπερνά τα 10.000 τεμάχια. Από
αυτά, τα μισά χαρακτηρίζονται παλαίτυπα, έχουν δηλαδή τυπωθεί πριν τον 17ο αι. Ιδιαίτερα
μεγάλη αξία έχουν τα 6 αρχέτυπα, τα οποία χρονολογούνται στο β΄ μισό του 15ου αι. Ανάμεσα
στα έντυπα ξεχωρίζουν οι σπάνιες εκδόσεις της Αγίας Γραφής, των κλασικών συγγραφέων και
των πατέρων της Εκκλησίας, τα λεξικά και οι νομοκάνονες. Στο σκευοφυλάκιο της Μονής
φυλάσσεται σε άριστη κατάσταση ένα Ευαγγέλιο του 1552 με ζωγραφισμένες στο χέρι
παραστάσεις των τεσσάρων ευαγγελιστών45. Το πιο ενδιαφέρον, όμως, και πολύτιμο τμήμα της
Βιβλιοθήκης είναι αυτό των χειρογράφων.
Η Μονή Διονυσίου στεγάζει μία από τις πλουσιότερες σε χειρόγραφα Βιβλιοθήκες του Αγίου
Όρους. Στην κατοχή της βρίσκονται περίπου 804 χφφ., συλλογή που κατατάσσεται ποσοτικά
στην 5η θέση των αγιορειτικών Βιβλιοθηκών μετά τις συλλογές της Μεγίστης Λαύρας, του
Βατοπεδίου, των Ιβήρων και του αγίου Παντελεήμονος (Ρώσικο)46. Αρχικά, κατάλογο των
κωδίκων της Μονής κατήρτισε ο Σπυρίδων Λάμπρος το 1880, όταν μαζί με κάποιους φοιτητές
του έτρεξε «δίκην Μαραθωνοδρόμου»47 κατά μήκος της αθωνικής χερσονήσου, προκειμένου να
καταλογογραφήσει τις συλλογές των περισσοτέρων από τα αγιορείτικα μοναστήρια (πλην της
Μεγίστης Λαύρας και του Βατοπεδίου), των σκητών και των καλυβών48. Συγκεκριμένα, ο

45
Καδάς, Μονὴ Διονυσίου, σ. 116-117.
46
Παρά τις παραλείψεις των καταλόγων του Λάμπρου και του Ευστρατιάδη, και χωρίς να αναγραφούν
επιπροσθέτως τα αποσπασματικά στοιχεία των διάφορων συμπληρωματικών καταλόγων των Μονών, καθώς αυτό
υπερβαίνει τα όρια της παρούσης μελέτης, οι κατωτέρω αριθμοί καθίστανται χαρακτηριστικοί:
1) Μεγίστη Λαύρα: 2046 χφφ. [Ευστρατιάδης – Καμπανάος, Κατάλογος Μεγίστης Λαύρας, σ. 1-379].
2) Βατοπεδίου: 1536 χφφ. [Ευστρατιάδης – Αρκάδιος, Κατάλογος Βατοπεδίου, σ. 1-239].

3) Ιβήρων: 1386 χφφ. [Λάμπρος, Κατάλογος 2, σ. 1-279].

4) Αγ. Παντελεήμονος: 1027 χφφ. [ό.π., σ. 280-461].


47
Κουρίλας, Κατάλογος, σ. 44.
48
Λάμπρος, Κατάλογος τῶν ἐν ταῖς βιβλιοθήκαις τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἑλληνικῶν κωδίκων, τόμ. 1ος, Cambridge
1895 και τόμ. 2ος, Cambridge 1900.

[28]
Λάμπρος περιέλαβε τους κώδικες της Μονής Διονυσίου στις σ. 319-436 του 1ου τόμου που
δημοσιεύθηκε το 1895. Εξ αιτίας, όμως, της χρονικής πίεσης και της επακόλουθης βεβιασμένης
εργασίας, παρά τη σχολαστική και μεθοδική περιγραφή 586 κωδίκων, ο κατάλογός του δεν
κατέστη πλήρης. Υπήρξε, λοιπόν, η ανάγκη της σύνταξης συμπληρωματικού καταλόγου49.
Μέχρι σήμερα έχουν δημοσιευθεί δύο συμπληρωματικοί κατάλογοι: του Ευλογίου Κουρίλα
το 1936, και του Διονυσιάτη μοναχού Ευθυμίου το 195750. Ειδικότερα, ο Κουρίλας περιγράφει
συγκριτικά με τον Λάμπρο 176 επιπλέον χφφ., υπό τους αρ. 587-762. Τα στοιχεία όμως που
παραθέτει είναι γενικώς συνοπτικά, χωρίς να έχει προηγηθεί η απαιτούμενη αυτοψία, ενώ, όπως
αναφέρει ο ίδιος51, βασίζεται στον πρόχειρο, αδημοσίευτο κατάλογο του προηγουμένου
Μάρκου. Αδημοσίευτος, σε χειρόγραφη μορφή, παρέμενε στη βιβλιοθήκη της Μονής και ο
κατάλογος του μοναχού Ευθυμίου, ο οποίος διετέλεσε επί σειρά ετών βιβλιοθηκάριος. Μετά τον
θάνατό του (1955)52, ο καθηγητής Ν. Τωμαδάκης ζήτησε από τον ηγούμενο της Μονής
αρχιμανδρίτη Γαβριήλ την άδεια δημοσίευσής του. Το έργο αυτό ανέλαβε ο μαθητής του Κ. Α.
Μανάφης, ο οποίος αντέγραψε και επιμελήθηκε την έκδοση του καταλόγου. Επιπρόσθετα,
συνέταξε τους τρεις επικουρικούς πίνακες53 («Πίναξ Α΄. Συγγραφεῖς ἀναφερόμενοι εἰς τοὺς
κώδικας», «Πίναξ Β΄. Κώδικες κατὰ χρονολογικὴν σειράν» και «Πίναξ Γ΄. Γραφεῖς τῶν
κωδίκων 587-804»).

49
Συμπληρωματικοί και βελτιωμένοι κατάλογοι, αυτοτελείς ή δημοσιευμένοι σε περιοδικά, έχουν εκδοθεί μέχρι
σήμερα για όλες τις Μονές του Αγίου Όρους.
50
Κουρίλας, «Κατάλογος ἁγιορειτικῶν χειρογράφων: Α΄. Κώδικες τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Διονυσίου ἐν Ἄθῳ μὴ
περιεχόμενοι ἐν τῷ ἐκδοθέντι καταλόγῳ τοῦ Σπ. Λάμπρου», Θεολογία (14) 1936, σ. 114-128 και 330-347·
Ευθύμιος, «Συμπληρωματικὸς κατάλογος ἑλληνικῶν χειρογράφων Ἱερᾶς Μονῆς Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους», ΕΕΒΣ
27 (1957) 233-271. Για τους συμπληρωματικούς καταλόγους της Μονής Διονυσίου, βλ. Πολίτης, Συμπληρωματικοὶ
κατάλογοι χειρογράφων Ἁγίου Ὄρους, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 254-268, όπου σημειώνονται επίσης συμπληρώσεις
και διορθώσεις επί του καταλόγου του Ευθυμίου. Πβ. Μανούσακας, «Ἑλληνικὰ χειρόγραφα καὶ ἔγγραφα τοῦ Ἁγίου
Ὄρους: Βιβλιογραφία», ΕΕΒΣ ΛΒ΄ (1963) 384-385.
51
Κουρίλας, Κατάλογος, σ. 114.
52
Στοιχείο αντλημένο από το Ευθύμιος, Συμπληρωματικὸς κατάλογος, σ. 233, σημ. με αστερίσκο, την οποία
υπογράφει ο Τωμαδάκης [Ν. Β. Τ.].
53
Ευθύμιος, Συμπληρωματικὸς κατάλογος, σ. 268-271.
[29]
Εκτός από ορισμένα σημεία, όπου ο κατάλογος του Κουρίλα υπερτερεί54, αυτός του
Ευθυμίου καθίσταται πληρέστερος, αναλυτικότερος και ακριβέστερος. Πέρα από τους κώδικες
που λαμβάνει υπ’ όψιν ο Κουρίλας, ο Ευθύμιος καταγράφει επιπροσθέτως 42 χφφ. Παράλληλα,
ο τελευταίος υιοθετεί την αρίθμηση των κωδίκων που διατηρείται μέχρι σήμερα στη βιβλιοθήκη
της Μονής. Την αντιστοίχηση της διαφορετικής αρίθμησης των κωδίκων από τον Ευθύμιο και
τον Κουρίλα επιχείρησε ο Μανάφης, ο οποίος δεν κατάφερε εξ αιτίας των διαφορών στην
περιγραφή να ταυτίσει 28 χφφ. καταγεγραμμένα από τον Κουρίλα, που οπωσδήποτε
καταλογογραφεί και ο Ευθύμιος55.
Στον τελευταίο προσκυνηματικό οδηγό της Μονής, ο Καδάς (Μονὴ Διονυσίου, σ. 111)
αναφέρει ότι ο αριθμός των χειρογράφων έχει ανέλθει περίπου στα 1100. Τα περισσότερα έχουν
ήδη καταλογογραφηθεί (βλ. ανωτέρω). Εκτός καταλόγων παραμένουν ακόμη λίγα, όσα κυρίως
μεταφέρθηκαν στην βιβλιοθήκη από τα διάφορα παρεκκλήσια και μετόχια της Μονής, και όσα
κατά καιρούς τοποθετούνται στα ράφια από διάφορες πηγές. Ειδικότερα, ο Καδάς (ό.π., σ. 112)
αριθμεί 27 ειλητάρια, περγαμηνά και χαρτώα, εκ των οποίων 10 περιγράφει ο Ευθύμιος (Διον.
789-798). Τα υπόλοιπα χειρόγραφα έχουν την μορφή του κώδικα. Όσον αφορά στην ύλη τους,
τα 148 μαζί με ορισμένα σπαράγματα είναι περγαμηνά, και όλα τα υπόλοιπα χαρτώα, από
ανατολικό (βομβύκινο) και δυτικό χαρτί. Εξαιρετικής καλλιτεχνικής αξίας θεωρούνται αρκετά
ιστορημένα (= εικονογραφημένα) χειρόγραφα με μικρογραφίες, πρωτογράμματα, επίτιτλα
κοσμήματα («κάμποι», «πύλες») και διακοσμημένους πίνακες. Ευτυχώς, πολλοί κώδικες
διατηρούν τα αρχικά δεσίματα και τις βυζαντινές σταχώσεις τους. Οι υπόλοιποι έχουν υποστεί
μεταγενέστερες επεμβάσεις για τη συντήρηση και την αποκατάσταση των φθορών.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα των χειρογράφων της Μονής καθίσταται το γεγονός ότι ένα μεγάλο
μέρος τους έχει γραφεί μέσα σε αυτήν από διονυσιάτες μοναχούς. Είναι γνωστό ότι ανάμεσα
στον 16ο και 17ο αι. λειτουργούσε στο μοναστήρι βιβλιογραφικό εργαστήρι (scriptorium) με
54
Ως προς αυτό συμφωνούν ο Πολίτης (Συμπληρωματικοὶ κατάλογοι, σ. 254) και ο Μανάφης (Σημείωμα περὶ
τῶν καταλόγων, σ. 387). Ειδικότερα, ο Πολίτης (ό.π., 256-268) δηλώνει όσα σημειώματα έχει αντιγράψει ορθότερα
ο Κουρίλας.
55
Ο Μανάφης (Σημείωμα περὶ τῶν καταλόγων, σ. 388-389) συντάσσει δύο πίνακες, όπου αντιστοιχούνται οι
αριθμοί των κωδίκων πρώτα κατά Κουρίλα – Ευθύμιο (σ. 388), και έπειτα κατά Ευθύμιο – Κουρίλα (σ. 389).
Προηγουμένως (σ. 387), αναφέρει τα 28 χφφ. του καταλόγου του Κουρίλα (Διον. 590, 595, 607, 608, 609, 614, 626,
630, 631, 656, 658, 662, 669, 674, 686, 687, 700, 701, 703, 704, 710, 730, 731, 732, 751, 756, 758, 761) που δεν
κατάφερε να ταυτίσει με τα δίχως ταίρι διαθέσιμα 74 χφφ. στον Ευθύμιο (ό.π., σ. 390).
[30]
πρωτεργάτη τον ηγούμενο Θεωνά56. Συχνά, εμφανίζονται ως γραφείς οι Γαλακτίων, Δανιήλ,
Δομέτιος, Ιάκωβος, Ιγνάτιος, Ιωάσαφ, Κυριακός, Ναθαναήλ, Κύριλλος, Σεραφείμ, Χριστοφόρος
και Σαμουήλ57.
Ασφαλώς, αξίζει να σημειωθεί η ύπαρξη τριών παλίμψηστων κωδίκων, από τους οποίους ο
Λάμπρος καταγράφει δύο, τον Διον. 69 και τον Διον. 91, των οποίων η υπερκείμενη γραφή
χρονολογείται στον 13ο αι. Ο πρώτος κώδικας περιέχει μια Ἐξήγησιν εἰς τοὺς Ψαλμούς,
γραμμένη σε χωλιάμβους. Σε όλη, όμως, την έκτασή του καθίσταται παλίμψηστος. Η
παλαιότερη γραφή, του 11ου αι., διασώζει τροπάρια προερχόμενα κυρίως από την Παρακλητική
(βλ. Λάμπρος, Κατάλογος 1, αρ. 3603). Ο δεύτερος παλίμψηστος κώδικας παρουσιάζει ιδιαίτερο
ενδιαφέρον. Κάτω από τους λόγους ασκητών και γερόντων υπολανθάνει κατά το τελευταίο τρίτο
του χειρογράφου εκκλησιαστικό έργο αγνώστου συγγραφέως, στη μορφή ερωταποκρίσεων.
Περί του συγκεκριμένου κώδικα, βλ. Λάμπρος, Κατάλογος 1, αρ. 3625, και αναλυτικότερα του
ιδίου, «Οἱ παλίμψηστοι κώδικες τῶν ἁγιορειτικῶν βιβλιοθηκῶν», στο: Τὰ κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς
Πεντηκονταετηρίδος τοῦ Ἐθνικοῦ Πανεπιστημίου, Αθήνα 1888, σ. 305-306.
Αναφορικά με τον χρόνο γραφής των κωδίκων της Μονής Διονυσίου, τα χειρόγραφα
καλύπτουν ένα χρονικό φάσμα 12 αιώνων, από τον 9ο έως τον 20ο αι., με τη μεγαλύτερη
παραγωγή να εντοπίζεται στη μεταβυζαντινή περίοδο58. Πρόδηλα, το περιεχόμενό τους ποικίλει.
Τα περισσότερα χειρόγραφα είναι θρησκευτικά, καθώς σώζουν θεολογικά, εκκλησιαστικά και
λειτουργικά κείμενα. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα Τετραευάγγελα, τα Ευαγγέλια, οι
Πραξαπόστολοι, τα Ψαλτήρια, οι Λόγοι των Πατέρων –κατά πλειονοψηφία ομιλίες και λόγοι
του Γρηγορίου Ναζιανζηνού, του Ιωάννη του Χρυσοστόμου και του Μεγάλου Βασιλείου, αλλά
και άλλων (π.χ. Ισσάκ του Σύρου, Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Γρηγορίου Νύσσης, Γρηγορίου
Παλαμά)–, οι θεολογικές πραγματείες, οι Βίοι και τα μαρτύρια των Αγίων, τα Μηνολόγια, τα
Μηναία, οι Παρακλητικές, οι Νομοκάνονες, τα Δογματικά, τα Ασκητικά, και οι Ερμηνείες των
Ευαγγελίων και των Ψαλμών. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν:

 κώδ. 1: Ευαγγέλιον – 7ος αι. (περγαμηνή). Το παλαιότερο χειρόγραφο της Μονής


Διονυσίου. Κοσμείται από αρχαϊκά αρχικά γράμματα.

56
Καδάς, Μονὴ Διονυσίου, σ. 112.
57
Βλ. Λάμπρος, Κατάλογος 2, σ. 571-581· Ευθύμιος, Συμπληρωματικὸς κατάλογος, σ. 271· Καδάς, ό.π., σ. 112.
58
Βλ. Καδάς, ό.π., σ. 112.
[31]
 κώδ. 2: Ευαγγέλιον – 12ος αι. (περγαμηνή, ff. 220). Στην αρχή του κώδικα δεσπόζει
μικρογραφία του Ιωάννη του Θεολόγου.

 κώδ. 4: Τετραευάγγελον – 13ος αι. (περγαμηνή, ff. 355). Η αρχή εκάστου Ευαγγελίου
κοσμείται με επίτιτλη διακόσμηση και το κείμενο αρχίζει με χρυσά γράμματα. Στο
Ευαγγέλιο του Ιωάννη, το πρώτο γράμμα Ε (Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος…) σχηματίζεται από
μικρογραφία του Ιωάννη, ο οποίος ευλογεί τον καθήμενο μαθητή του Πρόχορο. Οι
αψιδωτοί πίνακες με τις αντιστοιχήσεις των ευαγγελικών περικοπών εμφανίζουν μοτίβα
με ζώα και πτηνά. Έπειτα, η περιεχόμενη επιστολή του Ευσεβίου περικλείεται εντός
διακοσμημένων πλαισίων και σχηματίζεται με χρυσά γράμματα. Ο κώδικας
περιλαμβάνει επίσης 7 μικρογραφίες Αγίων (4 Ευαγγελιστές, Μωυσής, Ευσέβιος,
Αμμώνιος).

 κώδ. 8: Τετραευάγγελον, Πραξαπόστολος, Συναξάριον – 12ος αι. [1133] (περγαμηνή, ff.


280). Σύμφωνα με το βιβλιογραφικό σημείωμα (f. 268v), ο κώδικας παρήχθη στην
Κωνσταντινούπολη από τον γραφέα μοναχό Θεόκτιστο. Περιέχει ολοσέλιδες
μικρογραφίες των τεσσάρων Ευαγγελιστών σε χρυσό φόντο, καθεμιά ζωγραφισμένη πριν
από το οικείο Ευαγγέλιο (βλ. εικ. 4). Στο f. 134v παριστάνονται σε χρυσούς θυρεούς οι
12 Απόστολοι, ανά τρεις σε τέσσερεις στίχους (βλ. εικ. 5). Επίσης, δεν λείπουν οι
επίτιτλες διακοσμήσεις και οι πίνακες των κανόνων αντιστοιχίας. Σαφέστατα, ο κώδικας
παρουσιάζει υψηλή καλλιτεχνική και καλλιγραφική ποιότητα, στοιχείο που τον
κατέστησε προσφιλή στους μελετητές. Μάλιστα, λόγω της ασφαλούς χρονολόγησής του,
οι μικρογραφίες του αξιοποιούνται ως οδηγοί για τη χρονολόγηση άλλων χειρογράφων59.
Για τους λόγους αυτούς, ο κώδικας αναφέρεται συχνά σε βιβλία ιστορίας της τέχνης,
παλαιογραφικές μελέτες και καταλόγους, ενώ οι μικρογραφίες του κοσμούν ενίοτε τις
σελίδες τους60.

59
Nelson, “Theoktistos and Associates in Twelfth-Century Constantinople: An Illustrated New Testament of
A.D. 1133”, The J. Paul Getty Museum Journal 15 (1987) 54.
60
Βλ. Brockhaus, Heinrich: Die Kunst in den Athos-Klöstern, Leipzig 1891, σ. 183, 211, 231-233, εικ. 21·
Morey, East Christian Paintings in the Freer Collection, New York 1914, σ. 28· Friend, “The Portraits of the
Evangelists in Greek and Latin Manuscripts”, Art Studies 5 (1927) 125, 133, εικ. 9-12· Dölger et al., Mönchsland
Athos, Münich 1942, σ. 194-197, εικ. 116.
[32]
Σημειωτέα, βεβαίως, νοείται η κλοπή του κώδικα το 1960 και η περιπλάνησή του
μέχρι τον επαναπατρισμό του στις 11/09/2014. Μόλις οι διονυσιάτες μοναχοί
αντελήφθησαν την απουσία του χειρογράφου, ανέφεραν την κλοπή του, χωρίς όμως η
επισήμανση αυτή να δημοσιευθεί διεθνώς ή να καταχωρισθεί σε κάποια βάση δεδομένων
σχετική με κλεμμένα έργα τέχνης61. Μετά την αγορά και την καταχώρισή του σε δύο
ιδιωτικές συλλογές62, ο κώδικας κατέληξε το 1983 στο Μουσείο J. Paul Getty του Λος
Άντζελες, με την ταξινομική ονομασία Ms. Ludwig II 4. Στις αρχές του 2014, το
ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού διαπραγματεύθηκε με το Μουσείο
Getty, και επετεύχθη η επιστροφή του κώδικα στους κόλπους της Μονής Διονυσίου μετά
από 54 έτη. Μαζί με αυτόν επεστράφη το f. 134v με τις παραστάσεις των 12 Αποστόλων,
το οποίο ακολούθησε διαφορετική πορεία. Μετά το 1953, έτος παραγωγής των
μικροφίλμ του χειρογράφου από το Library of Congress63, ανάμεσα στα οποία υπάρχει
και μικροφίλμ του συγκεκριμένου φύλλου, αυτό αφαιρέθηκε από τον υπόλοιπο κώδικα.
Αργότερα, αγοράσθηκε από το Μουσείο Παύλου και Αλεξάνδρας Κανελλοπούλου στην
Αθήνα, και φυλασσόταν εκεί, έως την επανατοποθέτησή του στο οικείο σημείο του
κώδικα και την παράδοσή του πίσω στη Μονή.

 κώδ. 13: Ευαγγέλιον – 12ος αι. (περγαμηνή). Περιέχει πρωτογράμματα και εικόνα της
Ανάστασης (f. 1v) με τους 4 Ευαγγελιστές στις γωνίες.

 κώδ. 14: Ευαγγέλιον – 11ος αι. (περγαμηνή). Εμφανίζει ερυθρά σημαδόφωνα και
πρωτογράμματα. Τα 50 πρώτα φύλλα εξέπεσαν και αντικαταστάθηκαν από νεώτερα
χάρτινα (17ος αι.)64.

61
Αυτό ισχυρίζεται τουλάχιστον το Μουσείο J. Paul Getty, τελευταίος κάτοχος του Διον. 8 πριν την επιστροφή
του, στην επίσημη ανακοίνωση περί επαναπατρισμού του χφ. που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα της
(http://news.getty.edu/press-materials/press-releases/byzantine-manu-to-greece.htm) στις 07/04/2014. Δηλαδή,
δήλωσε πλήρη άγνοια για την παράνομη αφαίρεση του κώδικα από τη Βιβλιοθήκη της Μονής.
62
Πβ. Nelson, Illustrated New Testament of 1133, σ. 54. Ο Μανούσακας (Βιβλιογραφία Ἁγίου Ὄρους, σ. 388,
αρ. 78) αναφέρει την προσφορά προς πώληση του Διον. 8, μαζί με τους Διον. 49 (;) και Παντοκρ. 49, από τον
βιβλιοπώλη του Λος Άντζελες Oscar Meyer το 1961.
63
Βλ. Nelson, Illustrated New Testament of 1133, σ. 53, σημ. 3.
64
Βλ. Λάμπρος, Κατάλογος 1, αρ. 3548.
[33]
 κώδ. 33: Τετραευάγγελον, Πραξαπόστολοι, Ψαλτήριον – 13ος αι. (περγαμηνή). Αξιόλογο
στοιχείο του κώδικα, περά από της μικρογραφίες του, καθίσταται η εσωτερική πλευρά
του ξύλινου καλύμματος. Εκεί, είναι σκαλισμένες 18 σκηνές από τον Ευαγγελισμό έως
την Πεντηκοστή. Επίσης, σχηματίζονται 5 κύκλοι που περιέχουν ισάριθμα κυκλικά
μετάλλια με ζεύγη Αγίων. Ο αριθμός των προσώπων εγγίζει τα 270!

 κώδ. 50: Βίοι και Μαρτύρια Αγίων, Λόγοι πανηγυρικοί – 14ος αι. (περγαμηνή). Ο
κώδικας είναι ιστορημένος και περιλαμβάνει 14 εικόνες με Αγίους και εορτές της
Εκκλησίας. Σε δύο σημεία του χειρογράφου έχει παραμείνει κενός χώρος για την
προσθήκη μικρογραφιών, του αγίου Θεοδώρου και του αγίου Ανδρέα.

 κώδ. 61: Λόγοι Γρηγορίου του Θεολόγου (οι 16 αναγιγνωσκόμενοι, με κολοβό τον 16 ο)
– 12ος ή 13ος αι.65 (περγαμηνή). Πριν από κάθε λόγο, προτάσσεται μικρογραφία σχετική
με το περιεχόμενο εκάστου. Επίσης, το αρχικό γράμμα καθενός λόγου σχηματίζεται από
εικόνα Αγίου. Στο f. 1v παριστάνεται ο γραφέας ή ο δωρητής του κώδικα με ποδήρη
στολή να παρουσιάζει το χειρόγραφο στον Γρηγόριο τον Θεολόγο. Πιθανότατα, το
όνομα του δωρητού ή γραφέα της μικρογραφίας δηλωνόταν στα απόντα τελευταία φύλλα
του κώδικα.

 κώδ. 65: Ψαλτήριον – 14ος αι. (περγαμηνή). Ποικίλο περιεχόμενο: θεολογικό,


εκκλησιαστικό, γεωγραφικό, χρονολογικό. Ανάμεσα στις 14 μικρογραφίες, η 8η (f. 12r)
εικονίζει τη Θεοτόκο σε όρθια στάση και τον (πιθανώς εν μέρει) γραφέα και κτήτορα του
κώδικα Σάβα μοναχό σε γονυπετή προσκύνηση. Χαρακτηριστική είναι η δυσαναλογία
του μεγέθους της μεγάλης όρθιας Παναγίας και του μικρού γονυκλινούς αφιερωτή66.

 κώδ. 587: αυτοκρατορικό Ευαγγέλιον – 11ος αι. (περγαμηνή, ff. 175)67. Πολυτελής
ιστορημένος κώδικας με περισσότερες από 80 μικρογραφίες, πολυάριθμα επίτιτλα και

65
Ο Καδάς (Μονὴ Διονυσίου., σ. 115) τοποθετεί το χφ. στον 12 ο αι., ενώ ο Λάμπρος (Κατάλογος 1, αρ. 3595)
στον 13ο αι.
66
Hunger, Ο κόσμος του βυζαντινού βιβλίου. Γραφή και ανάγνωση στο Βυζάντιο, Αθήνα 1995, σ. 66.
67
Βλ. την περιγραφή του χφ. στο Ευθύμιος, Συμπληρωματικὸς κατάλογος, αρ. 587, και Καδάς, Μονὴ Διονυσίου,
σ. 114-115. Στο Hunger, ό.π., σ. 69-70, ο Διον. 587 αξιοποιείται ως παράδειγμα (εικ. 18-19) κατά την περιγραφή
των εκλεπτυσμένων, μικρού μεγέθους (1-2 εκ.), παραστάσεων στο περιθώριο ή στα αρχικά γράμματα χειρογράφων
που προέρχονται κυρίως από τον 11ο αι.
[34]
πρωτογράμματα. Η ποιότητα της γραφής καθίσταται υψηλή με καλλιγραφημένα και
ευανάγνωστα γράμματα. Στο πρώτο φύλλο δεσπόζει η ολοσέλιδη εικόνα του
ευαγγελιστή Ιωάννη (βλ. εικ. 3), ο οποίος ευλογεί τον μαθητή του Πρόχορο, που γράφει
καθ’ υπαγόρευσιν το όραμα της Αποκάλυψης. Οι υπόλοιπες μικρογραφίες είναι
ελάσσονος μεγέθους, επίτιτλες ή παρασελίδιες (/ περιθωριακές), με κυρίαρχο το χρυσό
φόντο. Ιδιαίτερη αίσθηση προκαλούν τα αρχικά γράμματα εκάστης παραγράφου, μερικά
από τα οποία συντίθενται από μεμονωμένες μορφές ή πολυπρόσωπες συνθέσεις (βλ. εικ.
6-7). Η ξύλινη στάχωσή του (16ος αι.) φέρει αργυρεπίχρυση επένδυση με την απεικόνιση
της Σταύρωσης (α΄ όψη), πλαισιωμένης από παραστάσεις προφητών, και το Γενέσιο του
τιμίου Προδρόμου (β΄ όψη). Ο δωρητής του κώδικα ηγεμόνας Μίρτσεα (1545-1559)
εικονίζεται στο κάτω μέρος μαζί με την οικογένειά του.

 κώδ. 588: Τετραευάγγελον – 10ος ή 11ος αι. (περγαμηνή, ff. 285)68. Καλά διατηρημένος
πολυτελής κώδικας με το κείμενο των Ευαγγελίων στο κέντρο των σελίδων, πέριξ του
οποίου συντάσσεται με λεπτότερα γράμματα Ερμηνεία. Το χειρόγραφο κοσμούν
ολοσέλιδες παραστάσεις των τεσσάρων Ευαγγελιστών69, επίτιτλες διακοσμήσεις και
αρχικά γράμματα. Χαρακτηριστικοί καθίστανται οι αψιδωτοί πίνακες με τις αντιστοιχίες
των ευαγγελικών περικοπών, οι οποίοι εμπλουτίζονται με περίτεχνα «τύμπανα» και
μοτίβα πτηνών. Στη μεταγενέστερη αργυρεπίχρυση στάχωση (1565), τα καλύμματα
συνδέονται στη ράχη με αλυσιδωτό πλέγμα και απεικονίζουν τη Σταύρωση και την
Ανάσταση του Χριστού. Επιπλέον, σε κυκλική διάταξη απαντά η εξής αφιερωματική
επιγραφή:

Τῼ ΚΟΣΜΗΘΕΝΤΙ ΔΩΡΟΝ ΔΕΞΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΕ ΙΩΑΝΝΗ ΔΙΑ ΨΥΧΙΚΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑΝ


ΟΙΚΤΡΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΣΥΝ Τῼ ΠΑΝΑΓΙΩΤῌ ΜΗΤΡΟΣ ΤΕ ΗΜΩΝ ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΕΝ ΕΤΕΙ
7073 [= 1564/5].

68
Βλ. την περιγραφή του χφ. στο Ευθύμιος, Συμπληρωματικὸς κατάλογος, αρ. 588, και Καδάς, Μονὴ Διονυσίου,
σ. 115.
69
Όπως και στον Διον. 587, οι τρεις Ευαγγελιστές –Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς– απεικονίζονται καθήμενοι
μπροστά σε γραφείο με ειλητάριο και εργαλεία γραφής. Αντίθετα, ο Ιωάννης παριστάνεται όρθιος να υπαγορεύει εν
εκστάσει στον καθήμενο γραφέα Πρόχορο.
[35]
 κώδ. 589: Ευαγγέλιον – 1201 (περγαμηνή, ff. 207). Ελλείπουν φύλλα, αφαιρεθέντα «ὑπὸ
ἱεροσύλου χειρός»70. Αξιόλογη η αργυρεπίχρυση επένδυση της ξύλινης στάχωσης με
άνθινο μοτίβο και η κολλημένη μεταλλική πλάκα με την παράσταση της Σταύρωσης71.

Παράλληλα, η Μονή σεμνύνεται για την κατοχή κωδίκων με αρχαίους και κλασικούς
συγγραφείς. Ακολουθούν ενδεικτικά μερικοί κώδικες με έργα, αποσπάσματα και γνωμικά
αρχαίων συγγραφέων72:

 Αριστείδης: 342 (Πρεσβευτικὸς πρὸς Ἀχιλλέα ὑπὲρ Ἑλλήνων. Ὀδυσσεύς), 347 (Λόγοι).

 Αριστοτέλης: 282 (ψήγματα στους χρησμούς περὶ Χριστοῦ).

 Γαληνός: 167 (Διαθήκη Γαληνοῦ περὶ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος κατασκευῆς).

 Δημόκριτος: 282 (Γνῶμαι).

 Διογένη Λαέρτιος: 90 (Εκλογή από τους Βίους φιλοσόφων).

 Διόδωρος: 282 (Γνῶμαι βραχεῖαι).

 Διονύσιος ο περιηγητής: 282 (Οἰκουμένης περιήγησις).

 Επίκτητος: 282 (Γνῶμαι).

 Ερμογένης: 327 (Τῆς καθ’ Ἑρμογένην ῥητορικῆς βιβλίον β΄).

 Ευκλείδης: 331 (αποσπάσματα).

 Ευριπίδης: 334 (Ἐκάβη, Ὀρέστης, Φοίνισσαι).

 Ηρόδοτος: 90 (Εκλογή ἐκ τῶν τοῦ Ἡροδότου Μουσέων).

 Ησίοδος: 334 (Ἔργα καὶ ἡμέραι, Ἀσπὶς Ἡρακλέους, Θεογονία), 357 (Ἔργα καὶ
ἡμέραι).

 Ηφαιστίων: 323 (Ἐπιτομὴ τῶν ἐννέα μέτρων ἐκ τοῦ ἐγχειριδίου Ἡφαιστίωνος), 334
(Περὶ μέτρων).

70
Ευθύμιος, Συμπληρωματικὸς κατάλογος, αρ. 589.
71
Βλ. Καδάς, Μονὴ Διονυσίου, σ. 114, εικ.
72
Τα στοιχεία σχετικά με τους κώδικες της Μονής που διασώζουν αρχαίους συγγραφείς αντλήθηκαν από τον
Λάμπρο, Κατάλογος 1.
[36]
 Θουκυδίδης: 282 (ψήγματα στους χρησμούς περὶ Χριστοῦ).

 Ιπποκράτης: 167 (Ἐπιστολὴ πρὸς Πτολεμαῖον βασιλέα περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου).

 Ισοκράτης: 351 (Πρὸς Δημόνικον παραίνεσις, Πρὸς Νικοκλέα, Εἰς Εὐαγόραν,


Πλαταϊκός).

 Κλαύδιος Πτολεμαίος: 175 (απόσπασμα από το Γεωγραφικὴ ὑφήγησις).

 Λιβάνιος: 342 (Μελέται: π.χ. Πρεσβευτικὸς πρὸς τοὺς Τρῶας ὑπὲρ Ἑλένης. Μενέλαος,
Τίμων ἐρῶν Ἀλκιβιάδου ἑαυτὸν καταγγέλλει, Πρεσβευτικὸς πρὸς τὸν αὐτοκράτορα
Ἰουλιανόν, Δύσκολος λάλον γήμας γυναῖκα ἑαυτὸν προσαγγέλλει, Μονωδία ἐπὶ τῷ
παραβάτῃ Ἰουλιανῷ), 347 (Βίος Δημοσθένους).

 Λουκιανός: 351 (Περὶ τοῦ ἐνυπνίου, Νεκρικοὶ διάλογοι, Δίκη φωνηέντων).

 Λυσίας: 342 (Ἐπιτάφιος τοῖς Κορινθίων βοηθοῖς).

 Μένανδρος ο κωμικός: 282 (Γνῶμαι μονόστιχοι).

 Όμηρος: 323 (Ἰλιάδα μέχρι τη ραψωδία Τ).

 Πλάτων: 282 (ψήγματα στους χρησμούς περὶ Χριστοῦ και στο Γνῶμαι βραχεῖαι).

 Πλούταρχος: 90 (εκλογές από τους Βίους παραλλήλους, τα Πολιτικὰ παραγγέλματα, τα


Βασιλέων ἀποφθέγματα καὶ στρατηγῶν, τα Ῥωμαίων ἀποφθέγματα, το Περὶ τῆς
Ἀλεξάνδρου τύχης ἢ ἀρετῆς λόγος β΄, και διάφορα άλλα σταχυολογήματα), 282
(ψήγματα στους χρησμούς περὶ Χριστοῦ και στο Γνῶμαι βραχεῖαι), 345 (Περὶ παίδων
ἀγωγῆς), 351 (Πῶς ἄν τις διακρίνοι τὸν κόλακα τοῦ φίλου).

 Πυθαγόρειοι: 357 (Χρυσᾶ ἔπη τοῦ Πυθαγόρου).

 Σόλων: 282 (ψήγματα στους χρησμούς περὶ Χριστοῦ).

 Φωκυλίδης: 357 (Παραγγέλματα).

Αναμφίβολα, η ποικιλία των συγγραφέων και τα κείμενα που σώζονται εξυψώνουν την αξία
της Βιβλιοθήκης. Από τα στοιχεία που αντλήθηκαν φαίνεται πως υπήρχε κάποια προτίμηση σε
ορισμένους συγγραφείς. Ο Όμηρος, ο Ησίοδος, ο Ηρόδοτος, ο Ευριπίδης (σε αντίθεση με τους
υπόλοιπους τραγικούς), ο Πλούταρχος και ο Λουκιανός φαίνεται πως ανήκουν σε αυτή την

[37]
ιδιαίτερη κατηγορία. Γενικότερα, το περιεχόμενο των κωδίκων της Μονής συνάδουν με τις
προτιμήσεις συλλήβδην των Βυζαντινών, όπως είναι γνωστές σε εμάς σήμερα. Αυτό, βέβαια,
δεν σημαίνει πως συγγραφείς που δεν αναφέρονται στον παραπάνω κατάλογο δεν διαβάζονταν
κατά την βυζαντινή περίοδο. Σύμφωνος με την αναγνωστική κουλτούρα των Βυζαντινών
καθίσταται επιπρόσθετα ο αποσπασματικός χαρακτήρας των έργων. Είναι καταφανές ότι τα
περισσότερα κείμενα παραδίδονται αποσπασματικά σε απανθίσματα, γνωμικά, εκλογές και
κέντρωνες (π.χ. κώδ. 347: Ὁμηρόκεντρα εἰς τὴν κοίμησιν τῆς Θεοτόκου, κώδ. 361: Χριστὸς
πάσχων), ενώ παρουσιάζεται έντονος ο ερμηνευτικός κλάδος (π.χ. κώδ. 360: Ὁμήρου Ἰλιάδος
ἑρμηνεία, κώδ. 334: Ἔργα καὶ ἡμέραι του Ησιόδου με διάστιχη ερυθρογράμματη ερμηνεία).
Επίσης, δεν απουσιάζουν οι συγγραφείς της μεσαιωνικής περιόδου. Αναφέρονται χάριν
παραδείγματος οι κάτωθι:
 Γεώργιος (Γεννάδιος) Σχολάριος: 330 (Κατὰ τῶν Πλήθωνος ἀποριῶν ἐπ’
Ἀριστοτέλει).
 Γεώργιος Αμιρούτζης: 263 (ανθολογία στίχων).
 Γεώργιος Κωδινός: 367 (Περὶ μελλονύμφης δεσποίνης, Περὶ προβλήσεως δεσπότου,
κ.ά.).
 Θεόδωρος Πρόδρομος: 167 (Μηνῶν παριστῶν τὰς ἐνεργείας στίχους), 357
(Γαλεομυομαχία, Στίχοι εἰς τοὺς δώδεκα μῆνας τοῦ ἐνιαυτοῦ). Σημειωτέον ότι το
προδρομικό έργο εμφανίζεται έντονα στους κώδικες της Μονής (126, 224, 274, 282,
332, 357).
 Θεόφιλος Κορυδαλλεύς: 328 (Σχολαστικαὶ παρασημειώσεις εἰς τὸ μεῖζον α΄ τῶν
«Μετὰ τὰ φυσικά»), 348 (Λογική).
 Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος: 180 (Συναγωγὴ περὶ ζῴων ἱστορίας χερσαίων,
θαλαττίων καὶ πτηνῶν).
 Μανουήλ Φιλής: 282 (Στίχοι).
 Μάξιμος Πλανούδης: 354 (Περὶ συντάξεως).
 Μιχαήλ Ψελλός: 280 (Περὶ σεληνιασμοῦ).

[38]
ΑΡΧΕΙΟ73

Το αρχείο είχε ταξινομηθεί επανειλημμένα από τους διονυσιάτες μοναχούς μέχρι το 1963,
όταν το έργο αυτό ανέλαβε συστηματικά μια αποστολή ερευνητών από το Κέντρο Βυζαντινών
Ερευνών του Βασιλικού (τότε) Ιδρύματος Ερευνών. Οι προηγούμενες αυτές απόπειρες
οργάνωσης των εγγράφων γίνονται εμφανείς από τα νωτιαία σημειώματα, σύγχρονα ή
μεταγενέστερα. Μάλιστα, υπήρχε ενίοτε μέριμνα για την αντιγραφή των επισημότερων
εγγράφων, από τα οποία τα ξενόγλωσσα κατόπιν μεταφράζονταν. Η πρώτη γνωστή συστηματική
προσπάθεια ταξινόμησης και αντιγραφής του αρχείου της Μονής διενεργήθηκε κατά τα έτη
1909-1915 με πρωτεργάτη τον μοναχό Δομέτιο. Τότε, τα έγγραφα της βυζαντινής και
μεταβυζαντινής περιόδου συγκεντρώθηκαν, συντηρήθηκαν, αντιγράφηκαν αυτολεξεί ή
περιληπτικά, και έπειτα ταξινομήθηκαν. Για την προστασία και διαφύλαξή τους τοποθετήθηκαν
μέσα σε μεταλλικά κυλινδρικά κυτία.
Κατά τα έτη 1963-1965, οι απεσταλμένοι του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών, ο Π.
Νικολόπουλος και ο Ν. Οικονομίδης, παρέμειναν συνολικά στη Μονή περισσότερο από ένα
μήνα για την ταξινόμηση και καταλογογράφηση του αρχείου. Ήδη, ο μοναχός Θεόκλητος είχε
ταξινομήσει με εντολή του ηγουμένου Γαβριήλ το μεγαλύτερο μέρος των νεοτέρων εγγράφων
(μετά το 1700). Η εργασία του θεωρήθηκε ικανοποιητική. Συνεπώς, οι δύο ερευνητές
ασχολήθηκαν κυρίως με τη μελέτη και την οργάνωση του υπόλοιπου αρχείου. Ο Οικονομίδης
ανέλαβε τα έγγραφα από το 1056 μέχρι το 1504, ενώ ο Νικολόπουλος όλα τα μεταγενέστερα
(1512 κ.εξ.). Ο καθένας συνέταξε για το τμήμα που του αναλογούσε αναλυτική περιγραφή και
περίληψη των εγγράφων. Τέλος, το μεγαλύτερο μέρος του αρχείου τοποθετήθηκε σε δύο
μεταλλικές αρχειοθήκες, προσφορά του Βασιλικού Ιδρύματος Ερευνών, ενώ σε καινούργια
ξύλινα συρτάρια της Μονής ταξιθετήθηκαν τα δευτερευούσης σημασίας έγγραφα 74. Μερικά από
τα σπουδαιότερα έγγραφα φυλάσσονται στο σκευοφυλάκιο της Μονής, εντός ειδικών

73
Για ιστορικά στοιχεία και πληροφορίες σχετικά με το αρχείο της Μονής Διονυσίου, βλ. Νικολόπουλος –
Οικονομίδης, «Ἱερὰ μονὴ Διονυσίου. Κατάλογος τοῦ ἀρχείου», Σύμμεικτα 1 (1966) 257-260· Dionysiou, σ. 23-25.
74
Για το διάγραμμα της ταξινόμησης των εγγράφων εντός των μεταλλικών και ξύλινων αρχειοθηκών, βλ.
Νικολόπουλος – Οικονομίδης, Κατάλογος, σ. 259.
[39]
υαλόφρακτων προθηκών. Ακολουθεί συνοπτικός κατάλογος με τα σπουδαιότερα ελληνικά
έγγραφα, προ του 1700, κατηγοριοποιημένα με βάση τον αποστολέα και αριθμημένα κατά την
ταξιθετική σειρά του αρχείου75.

Έγγραφα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου


Σώζονται 6 έγγραφα αυτοκρατόρων και ένα κεκυρωμένο αντίγραφο του υπ’ αρ. 2
χρυσοβούλου. Σχετίζονται με παραχωρήσεις κτήσεων και φορολογικές απαλλαγές. Ενδεικτικά:
1. Χρυσόβουλλος λόγος του Ιωάννη Στ΄ Καντακουζηνού – 1347.
2. Χρυσόβουλλος λόγος του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου – 1366.
4. Χρυσόβουλλος λόγος του Ιωάννη Ζ΄ Παλαιολόγου – 1408.
5. Πρόσταγμα του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου – 1382.
6. Πρόσταγμα του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου – 1414.

Έγγραφα δεσποτών
Τα έγγραφα με αποστολέα κάποιον δεσπότη ανέρχονται στα 5. Ειδικότερα, αναφέρονται στις
κτήσεις της Μονής Διονυσίου στο χωριό Μαρίσκιν (χερσόνησος Κασσάνδρας) και σε
φορολογικές απολαβές από τους κατοίκους της Λήμνου.
7. Ορισμός του δεσπότη Ανδρονίκου Παλαιολόγου – 1417.
8. Ορισμός του δεσπότη Ανδρονίκου Παλαιολόγου – 1418.
9. Ορισμός του δεσπότη Ανδρονίκου Παλαιολόγου – 1420.
10. Ορισμός του δεσπότη Δημητρίου Παλαιολόγου – 1430.
11. Ορισμός – 1430-1464.

Έγγραφα αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας


Ιδιαίτερη κατηγορία συγκροτούν οι αυτοκράτορες της Τραπεζούντας λόγω της προστασίας
και της χρηματοδότησης που παρείχαν στη Μονή Διονυσίου. Απαριθμούνται ένα χρυσόβουλλο
με 4 αντίγραφά του και δύο προστάγματα με αντίγραφο του υπ’ αρ. 17.
12. Χρυσόβουλλος λόγος του αυτοκράτορα Αλεξίου Γ΄ Μεγάλου Κομνηνού – 1374.
[βλ. εικ. 8-9]
75
Ο συνοπτικός κατάλογος καταρτίζεται με στοιχεία αντλημένα από τον κατάλογο των Νικολόπουλου –
Οικονομίδη.
[40]
17. Πρόσταγμα του αυτοκράτορα Αλεξίου Δ΄ Μεγάλου Κομνηνού – 1416.
19. Πρόσταγμα του αυτοκράτορα Ιωάννη Δ΄ Μεγάλου Κομνηνού – 1429-1460.

Πρακτικά – Περιορισμοί
Εκχωρήσεις, οροθεσίες, περιορισμοί και απογραφές σε κτήματα της Μονής Διονυσίου, ως επί
το πλείστον στην Κασσάνδρα και στη Λήμνο. Εντοπίζονται 17 έγγραφα, εκ των οποίων τα 8
είναι αντίγραφα.
20. Παραδοτικόν γράμμα Παύλου Γαζή και Γεωργίου Πρίγκιπος – 1409.
21. Παραδοτικόν έγγραφον Στεφάνου Δούκα Ραδηνού, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου
Οιναιώτη, Δημητρίου Ιδρωμένου και Ιωάννη Ραδηνού – 1421.
23. Οροθεσία των χωραφιών της Βουνεάδας Λήμνου – λίγο πριν του 1425.
26. Απογραφικό γράμμα για την περιοχή Βουνεάδας Λήμνου – 1425.
27. Πρακτικόν απογραφής των κτημάτων της Μονής Διονυσίου στη Λήμνο – 1430.
29. Καθορισμός ορίων μεταξύ των κτημάτων των Μονών Διονυσίου και
Κωνσταμονίτου (στην περιοχή Κατακαλή) – περί το 1474.
30. Περιορισμός κτήματος της Μονής Διονυσίου στο χωριό Κατακαλή – περί το
1503.
33. Περιορισμοί – 1622.
35. Σύνορα: ορίζεται έκταση της Μονής «διὰ τὰ βουβάλια».

Έγγραφα πατριαρχικά
8 έγγραφα με αποστολέα κάποιον Πατριάρχη (+ αντίγραφο του υπ’ αρ. 41)
37. Σιγιλλιώδες γράμμα του πατριάρχη Αντωνίου Δ΄ - 1389.
38. Έγγραφο του πατριάρχη Μαξίμου Γ΄ - 1477.
39. Πατριαρχικό επιτίμιο Ιερεμίου Β΄ - 1587.
40. Σιγιλλιώδες γράμμα του πατριάρχη Τιμοθέου Β΄ - 1616.
[Ανανέωση του σιγιλλίου υπ’ αρ. 37]
41. Συνοδικό σιγιλλιώδες επιβεβαιωτικό γράμμα του πατριάρχη Κυρίλλου Α΄ - 1630.
[Διευθέτηση των ορίων μεταξύ των Μονών Διονυσίου και Παύλου με την
επιβεβαίωση του πατριάρχη Κυρίλλου Α΄ του Λουκάρεως]
43. Συνοδικό γράμμα του πατριάρχη Παρθενίου Α΄ - 1639.
[41]
44. Συνοδικό γράμμα του πατριάρχη Διονυσίου Δ΄ - 1677.
45. Συνοδικό επιβεβαιωτήριο γράμμα του πατριάρχη Καλλινίκου Β΄ - 1695.

Έγγραφα Μητροπολιτών
5 έγγραφα μητροπολιτών:
46. Γράμμα του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Μαξίμου – 1502.
47. Γράμμα του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Μαξίμου – 1503/4.
48. Επιστολή του μητροπολίτου Λήμνου Ιωάσαφ – περί το 1500.
49. Επιβεβαιωτικό γράμμα του Μαξίμου Λήμνου – 1550.
50. Γράμμα του μητροπολίτη Παροναξίας Ιωάσαφ – 1694.

Έγγραφα Πρώτων του Αγίου Όρους και της Συνάξεως των Καρυών
Φυλάσσονται 35 έγγραφα προερχόμενα από την Ιερά Σύναξη και τον Πρωτεπιστάτη, εκ των
οποίων τα 9 είναι αντίγραφα.
55. Όροι – 1400
[Καθορισμός των ορίων μεταξύ των Μονών Διονυσίου και Παύλου.]
57. Γράμμα του πρώτου Δανιήλ – 1430.
[Η Μονή Διονυσίου αγοράζει το κελλί του Αγ. Στεφάνου (Καρυές) από τον
μοναχό Ιωσήφ τον Τραπεζούντιο.]
61. Έγγραφο της σύναξης των Καρυών – 1481.
[Η Μονή Διονυσίου αγοράζει από τη σύναξη το κελλί του Παϊσίου (Καρυές).]
66. Έγγραφο του πρώτου Ιγνατίου – 1494-1496.
[Κατοχυρώνεται στη Μονή Διονυσίου δασική περιοχή διεκδικούμενη επίσης από
τη Μονή Γρηγορίου.]
70. Γράμμα της σύναξης των Καρυών – 1503.
[Η σύναξη αποφασίζει υπέρ της Μονής Διονυσίου σχετικά με το κελλί του Αγ.
Ευστρατίου (Καρυές), διεκδικούμενο επίσης από τη Μονή του Αγίου
Παντελεήμονος (Ρωσικό).]
71. Βεβαιωτικό γράμμα της σύναξης των Καρυών – i. 1511/2, ii. 1618.
[Επιβεβαίωση του καθορισμού των συνόρων μεταξύ των μονών Διονυσίου και
Γρηγορίου]
[42]
77. Γράμμα της σύναξης των Καρυών – 1609.
[Παρακαλούνται οι μοναχοί της Μονής Χιλανδαρίου να χορηγούν με νερό το
διονυσιάτικο κελλί του Αγίου Στεφάνου από το χιλανδαρινό κελλί Βαφιά.]
78. Συνοδικό γράμμα της σύναξης των Καρυών – 1630
[Καθορισμός των συνόρων των Μονών Διονυσίου και Αγίου Παύλου.]
81. Ομολογία – 1654
[Υποχρέωση των αντιπροσώπων των αγιορείτικων Μονών να προστατεύσουν
από τις Οθωμανικές αρχές τον απεσταλμένο του βασιλιά της Μοσκοβίας, ο
οποίος ερανίσθηκε από τις Μονές παλαιά βιβλία.]

Έγγραφα μοναστηριακά και ιδιωτικά


Στη συγκεκριμένη κατηγορία εντάσσονται 61 έγγραφα (υπό τους αρ. 86-146), κυρίως δωρεές,
διαθήκες, πωλητήρια έγγραφα, αφιερωτήρια και ομολογίες.

Ελληνικά έγγραφα τουρκικών αρχών


Τα υπ’ αρ. 147-149 έγγραφα καθίστανται τα τελευταία της περιόδου προ του 1700.

[43]
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ
ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

1316 Γέννηση Διονυσίου.

1335 Ο Διονύσιος κείρεται μοναχός στη Μονή Φιλοθέου Αγ. Όρους.

1346 Χειροτονείται ιερέας από τον επίσκοπο Ιερισσού.

1347 – 1350 Ζει ησυχαστικά στη νότια πλευρά του Αντιάθω.

1355 Αναφορά του Διονυσίου σε έγγραφο του Πρώτου ως «ηγουμένου των


καλυβών». Έχει ήδη σχηματιστεί ο πρώτος πυρήνας των μαθητών του
Οσίου.

[1356 – 1366] Αρχίζει η ανοικοδόμηση της Μονής.

1366 Χρυσόβουλλο Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου: επικύρωση της κτήσης και της


επικαρπίας των κτημάτων της Μονής στη Λήμνο.

1370 Ολοκληρώνεται η πρώτη φάση ανοικοδόμησης της Μονής.

1374 Πρώτη επίσκεψη του Διονυσίου στην Τραπεζούντα.

Διαμεσολάβηση του Θεοδοσίου και συνάντηση με τον αυτοκράτορα


Αλέξιο Γ΄ τον Μέγα Κομνηνό.

Κτιτορικό χρυσόβουλλο του Αλεξίου Γ΄ Κομνηνού: 1η δόση χρημάτων.

1374 – μέσα 15ου αι. Ετήσια αυτοκρατορική χορηγία 1000 κομνηνάτων για την ανέγερση και
τη συντήρηση της Μονής.

Μεταγενέστερες επικυρώσεις της ετήσιας δόσης:

1) Πρόσταγμα του αυτοκράτορα Αλεξίου Δ΄ Μεγάλου Κομνηνού (1416).

2) Πρόσταγμα του αυτοκράτορα Ιωάννη Δ΄ Μεγάλου Κομνηνού (1429-


1460).

1377 Δεύτερη επίσκεψη του Διονυσίου στην Τραπεζούντα: 2η δόση χρημάτων.


[44]
1377/8 Λεηλασία και προσωρινή ερήμωση της Μονής από την επιδρομή
πειρατών.

1382 Ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη για τη διευθέτηση υποθέσεων της Μονής.

Πρόσταγμα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου: απαλλαγή της Μονής από τα τέλη


των κτημάτων στη Λήμνο.

1387 [1382-89] Τρίτη επίσκεψη του Διονυσίου στην Τραπεζούντα για αίτηση συνδρομής
από τον αυτοκράτορα.

1388 (25/2) [1382-89] Κοίμηση του Οσίου σε ηλικία περίπου 72 ετών.

1389 (12/6) Σιγίλλιο Οικουμενικού Πατριάρχη Αντωνίου Δ΄:

1) Απεξάρτηση της Μονής από τον Πρώτο του Αγ. Όρους.

2) Υπαγωγή στον Πατριάρχη.

3) Μνημόνευση του επισκόπου Ιερισσού.

4) Ονομασία «τοῦ τιμίου Προδρόμου».

5) Διατήρηση του τυπικού της Μονής.

6) Επικύρωση της κυριότητας των κελιών της.

1394 Σύμφωνα με το Γ΄ τυπικό του Αγίου Όρους (1394), η μονή Διονυσίου


κατέχει ιεραρχικά τη 19η θέση ανάμεσα στις 25 τότε αθωνικές μονές.

1408 (Αύγ.) Χρυσόβουλλο Ιωάννη Ζ΄ Παλαιολόγου: δωρίζεται στη Μονή το χωριό


Μαρίσκιν στη χερσόνησο της Κασσάνδρας.

1534 (25/10) Καταστροφική πυρκαγιά στο μεγαλύτερο μέρος του μοναστηριού.

1574 Ανάρρηση στην 5η θέση της ιεραρχίας των Μονών του Αγίου Όρους
(Πρωτεπιστασία της Ιεράς Κοινότητας κάθε 5 έτη).

1585 (18/6) Μεγάλος σεισμός (πτώση πλακών από τις στέγες και ρωγμές στο
καθολικό).

16ος αι. Ο αιώνας των νέων κτιτόρων

[45]
1) Νεαγκόε Βασσαράβ (ηγεμόνας της Βλαχίας): κατασκευή κτιστού
υδραγωγείου και αμυντικού πύργου (1520).

2) Πέτρος Ράρες (ηγεμόνας της Μολδαβίας): ανοικοδόμηση της


ανατολικής πτέρυγας και αγιογράφηση του Καθολικού από τον κρητικό
αγιογράφο Τζώρτζη (1535-1547).

3) Ρωξάνδρα, κόρη του Πέτρου, και ο σύζυγός της Αλέξανδρος


Λεπουσνεάνου: εξαώροφη δυτική πτέρυγα (γ΄ τέταρτο 16ου αι.).

4) Λάζαρος και Μπόιος (Πιάβιτσα Χαλκιδικής): προέκταση προς τον


κήπο της νοτιοανατολικής επταώροφης πλευράς (τέλη 16ου αι.).

5) Μανουήλ και Θωμάς (Σέρρες): αρσανάς (τέλη 16ου αι.).

1600 (4/2) Πρωτοφανής χιονόπτωση με μεγάλες ζημιές.

1617 (6/12) Σιγίλλιο οικουμενικού πατριάρχη Τιμοθέου Β΄.

17ος αι. Παρακμή της μονής και σταδιακή μετατροπή σε ιδιόρρυθμο.

1715 (15/9) Μεγάλη πλημμύρα.

1756 Ανακαίνιση δοξάτων (= τοξωτές κατασκευές στον περίβολο της Μονής)


από τον προηγούμενο Ιωακείμ Κωνσταντινουπολίτη.

1765 (3/11) Κι άλλος ισχυρός σεισμός (ρήξη κατά τόπους των θεμελίων της μονής)

1770 Επισκευή αρσανά με έξοδα του παπα-Μακαρίου Κρητικού.

1784 Φιάλη αγιασμού από τον προηγούμενο Μακάριο Παριανό.

1803 Κατασκευή σιδερένιας επένδυσης της πόρτας και του οντά από τον
μοναχό Διονύσιο (Χατζή Δήμο Παζαρτζικλή).

1803 – 1812 Έξοδα του Χατζή Αγγελάκη για τον αρσανά, το χρύσωμα του τέμπλου και
άλλες επισκευές των εγκαταστάσεων της Μονής.

1805 Σιγίλλιο Οικουμενικού Πατριάρχη Καλλινίκου Ε΄ για την επαναφορά της


Μονής στο κοινοβιακό σύστημα.

[46]
1820 Η μεγαλύτερη πλημμύρα στην περιοχή της Μονής με πολλές
καταστροφές.

1899-1900 Κλοπές πολύτιμων κειμηλίων.

1908, 1918, 1924 Μεγάλες πυρκαγιές στο δάσος της Μονής.

[47]
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΕΚΟΝΩΝ

Εικ. 1: Λεπτομέρεια φορητής εικόνας του οσίου Διονυσίου (Καθολικό, 16ος αι.) [Ὅσιος Διονύσιος, σ. 100]

Εικ. 2: Η εικόνα της Παναγίας του Ακαθίστου με τις 24 παραστάσεις των Χαιρετισμών [Ὅσιος Διονύσιος, σ. 148]
[48]
Εικ. 3: Ευαγγελιστής Ιωάννης και Πρόχορος – Διον. 587, f. 1 (αντλημένη από το διαδίκτυο)

Εικ. 4: Ευαγγελιστής Λουκάς – Διον. 8, f. 69v (αντλημένη από το διαδίκτυο)

[49]
Εικ. 5: 12 Απόστολοι –Διον. 8, f. 134v (αντλημένη από το διαδίκτυο)

Εικ. 6: Διον. 587, f. 246 (αντλημένη από το διαδίκτυο)

[50]
Εικ. 7: Διον. 587, f. 247 (αντλημένη από το διαδίκτυο)

Εικ. 8: Μικρογραφία στην αρχή του κτιτορικού χρυσοβούλλου της Μονής Διονυσίου (1374). Απεικονίζονται ο αυτοκράτορας Αλέξιος
Γ΄ ο Μέγας Κομνηνός και η σύζυγός τουΘεοδώρα, ευλογούμενοι από τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο [Ὅσιος Διονύσιος, σ. 151]

[51]
Εικ. 9: [Ὅσιος Διονύσιος, σ. 152]

[52]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ

An. Boll. Analecta Bollandiana.

Brockhaus, Heinrich: Die Kunst in den Athos-Klöstern, Leipzig 1891.

Dölger F. – Weigand E. – Deindl A.: Mönchsland Athos, Münich 1942.

Friend, Albert Mathias, Jr.: “The Portraits of the Evangelists in Greek and
Latin Manuscripts”, Art Studies 5 (1927) 115-147.

Hunger, Ο κόσμος του βυζαντινού βιβλίου Hunger, Herbert: Ο κόσμος του βυζαντινού βιβλίου. Γραφή και ανάγνωση
στο Βυζάντιο, επιμ. Τ. Κόλιας, μτφρ. Γ. Βασίλαρος, Αθήνα 1995.
[Πρωτότυπο: Schreiben und Lesen in Byzanz. Die byzantinische
Buchkultur, München 1989].

Morey, Charles R.: East Christian Paintings in the Freer Collection, New
York 1914.

Nelson, Illustrated New Testament of 1133 Nelson, Robert S.: “Theoktistos and Associates in Twelfth-Century

Constantinople: An Illustrated New Testament of A.D. 1133”, The J. Paul


Getty Museum Journal 15 (1987) 53-78.

Dionysiou Oikonomidès, Nicolas: Actes de Dionysiou, [Archives de l’ Athos, IV]

CNRS, Paris 1968.

ODB Oxford Dictionary of Byzantium, έκδ. A. P. Kazhdan, Oxford 1991.

Papachryssanthou, Denise: “La Vie de saint Pierre l’ Athonite”, An. Boll.


88 (1970) 27-41.

––––– : Actes du Prôtaton, [Archives de l’ Athos, VII] CNRS, Paris 1975.


[53]
Γαβριήλ, Μονή Διονυσίου Γαβριήλ, αρχιμανδρίτης: Ἡ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου,
Αθήνα 1959.

Διον. Διονυσιατικός κώδικας.

Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος 2016, Αθήνα 2015.

ΕΕΒΣ Ἐπετηρὶς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν.

Ευθύμιος, Συμπληρωματικὸς Κατάλογος Ευθύμιος Διονυσιάτης: «Συμπληρωματικὸς κατάλογος ἑλληνικῶν

χειρογράφων Ἱερᾶς Μονῆς Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους», ΕΕΒΣ 27 (1957)


233-271.

Ευστρατιάδης – Αρκάδιος,

Κατάλογος Βατοπεδίου Ευστρατιάδης, Σωφρόνιος – Αρκάδιος Βατοπεδινός: Κατάλογος τῶν ἐν τῇ


Ἱερᾷ Μονῇ Βατοπεδίου ἀποκειμένων κωδίκων, Paris 1924.

Ευστρατιάδης – Καμπανάος,

Κατάλογος Μεγίστης Λαύρας Ευστρατιάδης, Σωφρόνιος – Σπυρίδων Λαυριώτης (Καμπανάος),

Κατάλογος τῶν κωδίκων τῆς Μεγίστης Λαύρας (τῆς ἐν Ἁγίῳ Ὄρει), Paris
1925.

Καδάς, Μονή Διονυσίου Καδάς, Σωτήριος Ν.: Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Διονυσίου. Προσκυνηματικὸς

ὁδηγός: ἱστορία – τέχνη – κειμήλια, Άγιον Όρος 2008.

Κ.Χ.Α.Ο. Καταστατικὸς Χάρτης Ἁγίου Ὄρους Ἄθω, Αθήνα 1958.

Κουρίλας, Κατάλογος Κουρίλας, Ευλόγιος (Λαυριώτης): «Κατάλογος ἁγιορειτικῶν

χειρογράφων: Α΄. Κώδικες τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Διονυσίου ἐν Ἄθω μὴ


περιεχόμενοι ἐν τῷ ἐκδοθέντι καταλόγῳ τοῦ Σπ. Λάμπρου», Θεολογία (14)
1936, σ. 42-52, 114-128 και 330-347.

Λάμπρος, Σπυρίδων: «Οἱ παλίμψηστοι κώδικες τῶν ἁγιορειτικῶν

βιβλιοθηκῶν», στο: Τὰ κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς Πεντηκονταετηρίδος τοῦ


Ἐθνικοῦ Πανεπιστημίου, επιμ. Καραμήτσας Γ., Αθήνα 1888, σ. 297-314.

[54]
––––– : «Πλουτάρχεια ἀπανθίσματα ἐν κώδικι ἁγιορειτικῷ τῆς μονῆς
Διονυσίου», στο: Τὰ κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς Πεντηκονταετηρίδος τοῦ Ἐθνικοῦ
Πανεπιστημίου, επιμ. Καραμήτσας Γ., Αθήνα 1888, σ. 315-340.

Λάμπρος, Κατάλογος 1 ––––– : Κατάλογος τῶν ἐν ταῖς βιβλιοθήκαις τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἑλληνικῶν
κωδίκων, τόμ. 1ος, Cambridge: University Press 1895.

Λάμπρος, Κατάλογος 2 ––––– : Κατάλογος τῶν ἐν ταῖς βιβλιοθήκαις τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἑλληνικῶν
κωδίκων, τόμ. 2ος, Cambridge: University Press 1900.

Λαμψίδης, Βιογραφικά Λαμψίδης, Οδυσσεύς: «Βιογραφικὰ τῶν ἀδελφῶν Διονυσίου, ἱδρυτοῦ τῆς
ἐν Ἁγίῳ Ὄρει μονῆς, καὶ Θεοδοσίου μητροπολίτου Τραπεζοῦντος»,
Ἀρχεῖον ἐκκλησιαστικοῦ καὶ κανονικοῦ δικαίου 18 (1963) 101-124.

Λάνδος, Αγάπιος: Νέος Παράδεισος, Βενετία 1872, σ. 423-429.

Λαούρδας, Βασίλειος: «Μητροφάνους, Βίος τοῦ ὁσίου Διονυσίου τοῦ

Ἀθωνίτου», Ἀρχεῖον Πόντου 21 (1956) 43-79.

Μανάφης, Σημείωμα περὶ τῶν καταλόγων Μανάφης, Κωνσταντίνος: «Σημείωμα περὶ τῶν συμπληρωματικῶν

καταλόγων τῶν χειρογράφων τῆς Ἱ. Μ. Διονυσίου», ΕΕΒΣ 27 (1957) 387-


390.

Μανούσακας, Βιβλιογραφία Ἁγίου Ὄρους Μανούσακας, Μανούσος: «Ἑλληνικὰ χειρόγραφα καὶ ἔγγραφα τοῦ Ἁγίου
Ὄρους: Βιβλιογραφία», ΕΕΒΣ ΛΒ΄ (1963) 377-419.

Μεργιαλή – Σαχά, Σοφία: «Πειρατές και Ασκητές: το φαινόμενο της

πειρατείας μέσα από τα αγιολογικά κείμενα της παλαιολόγειας εποχής»,


Ιόνιος Λόγος 2 (2010) 221-234.

Βίος Μητροφάνης, μοναχός: «Βίος καὶ πολιτεία τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν

Διονυσίου τοῦ συστησαμένου τὴν σεβασμίαν μονὴν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου


τοῦ Βαπτιστοῦ ὑποκάτω τοῦ μικροῦ Ἄθω», στο: Ὁ Ὅσιος Διονύσιος ὁ
κτίτωρ, μτφρ. Ι. Μ. Παρακλήτου Ωρωπού, Άγιον Όρος 2004, σ. 10-87.

[55]
Νικολόπουλος – Οικονομίδης, Κατάλογος Νικολόπουλος Π. – Οικονομίδης Ν.: «Ἱερὰ μονὴ Διονυσίου. Κατάλογος
τοῦ ἀρχείου», Σύμμεικτα 1 (1966) 257-327.

Ξυγγόπουλος, Ανδρέας: «Κυνοκέφαλοι», Δελτίον τῆς Χριστιανικῆς

Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας 9 (1977-1979) 1-19.

Ὅσιος Διονύσιος Ὁ Ὅσιος Διονύσιος ὁ κτίτωρ, επιμ. Ι. Μ. Διονυσίου, Άγιον Όρος 2004.

Παπαχρυσάνθου, Ἀθωνικὸς Μοναχισμός Παπαχρυσάνθου, Διονυσία: Ὁ Ἀθωνικὸς Μοναχισμός. Ἀρχὲς καὶ

ὀργάνωση, Αθήνα 1992.

Πολίτης, Συμπληρωματικοὶ κατάλογοι Πολίτης, Λίνος: Συμπληρωματικοὶ κατάλογοι χειρογράφων Ἁγίου Ὄρους,

[Ἑλληνικά (Περιοδικὸν Σύγγραμμα Ἑταιρείας Μακεδονικῶν Σπουδῶν)


Παράρτημα 24], Θεσσαλονίκη 1973.

Σμυρνάκης, Τὸ Ἅγιον Ὄρος Σμυρνάκης, Γεράσιμος: Τὸ Ἅγιον Ὄρος, Καρυές Αγίου Όρους 1988.

[Φωτογραφική ανατύπωση της έκδοσης του 1903 με πρόλογο της


Διονυσίας Παπαχρυσάνθου, και ευρετήριο ονομάτων του Ιωάννη
Ταβλάκη.]

«Χρυσόβουλλο»: Ὅσιος Διονύσιος «Χρυσόβουλλο αυτοκράτορα Αλεξίου Γ΄ του Κομνηνού», στο: Ὁ Ὅσιος

Διονύσιος ὁ κτίτωρ, μτφρ. Ι. Μ. Παρακλήτου Ωρωπού, Άγιον Όρος 2004, σ.


89-99.

[56]

You might also like