You are on page 1of 10

Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης

Ὁµότιµος Καθηγητὴς Α.Π.Θ.

ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΡΕΣΗ


ΟΧΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

1. Ἀπαγορευµένη καὶ ἐπιτρεπόµενη ἀποτείχιση

Τὸν τελευταῖο καιρὸ γίνεται συχνὰ λόγος γιὰ «ἀποτείχιση» καὶ «ἀποτειχισµέ-
νους» πιστούς, µὲ συχνὴ ἐπίσης καὶ µᾶλλον σκόπιµη παρανόηση τοῦ ἐννοιολογι-
κοῦ περιεχοµένου αὐτῶν τῶν λέξεων. Τὸ οὐσιαστικὸ ἀποτείχισις παράγεται ἀπὸ
τὸ ρῆµα ἀποτειχίζω, τὸ ὁποῖο σύµφωνα µὲ τὰ Λεξικὰ σηµαίνει: ὀχυρώνω,
ἀποκλείω διὰ τείχους, ἐγείρω µεσότοιχον. Ἑποµένως καὶ ἡ λέξη «ἀποτείχισις»
σηµαίνει: ἀποκλεισµὸς διὰ τείχους, ὀχύρωσις. Τὸ δὲ τεῖχος ποὺ ὑψѱώνει κανεὶς γιὰ
νὰ ἀµυνθεῖ καλεῖται ἀποτείχισµα.
Εἶναι σαφὲς ὅτι ἡ χρήση τῆς λέξεως ἀποτείχιση προϋποθέτει ὅτι ὑπάρχει
κάποιος κίνδυνος, κάποιος ἐχθρός, γιὰ τὴν προφύλαξη ἀπὸ τὸν ὁποῖο ὑψѱώνει
κανεὶς ἕνα τεῖχος. Στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα ἡ ἔννοια αὐτὴ τῆς ἀποτειχίσεως
φραστικὰ εἰσάγεται ἀπὸ τὸν 15ο κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἐπὶ Μ.
Φωτίου (861), ὅπου εἶναι σαφέστατο καὶ ἡλίου φαεινότερο ποιός εἶναι ὁ κίνδυνος
ποὺ ἐπιβάλλει τὴν ἀποτείχιση. Αὐτὸς εἶναι ἡ αἵρεση καὶ οἱ αἱρετικοὶ ἐπίσκοποι.
Συγκεκριµένα µὲ τοὺς δύο προηγουµένους κανόνες ἡ Σύνοδος, γιὰ νὰ ἀπο-
τρέψѱει τὴν δηµιουργία σχισµάτων, τιµωρεῖ µὲ τὴν αὐστηρὴ ποινὴ τῆς καθαιρέ-
σεως, διὰ τοῦ 13ου τὸν πρεσβύτερο ἢ διάκονο, ὁ ὁποῖος διακόπτει τὴν κοινωνία
µὲ τὸν ἐπίσκοπό του καὶ δὲν ἀναφέρει τὸ ὄνοµά του στὶς διάφορες εὐχὲς τῶν
θείων λειτουργιῶν, πρὶν νὰ καταδικασθεῖ ὁ ἐπίσκοπος ἀπὸ κάποια σύνοδο, «πρὸ
συνοδικῆς διαγνώσεως», ἐπικαλούµενος κάποια δῆθεν ἀτοπήµατα, «ἐγκλήµατα»,
τοῦ ἐπισκόπου, δηλαδὴ ὄχι θέµατα πίστεως ἀλλὰ διοικητικές, οἰκονοµικὲς κ.ἄ.
ἀτασθαλίες. Τὰ ἴδια ἐπαναλαµβάνει καὶ ὁ 14ος, δηλαδὴ ἐπιβάλλει τὴν ποινὴ τῆς
καθαιρέσεως στὸν ἐπίσκοπο τώρα, ποὺ γιὰ τοὺς ἴδιους λόγους διακόπτει τὴν
κοινωνία µὲ τὸν µητροπολίτη του. Ὁ 15ος κανόνας ἔχει µία ἰδιαιτερότητα: Στὸ
πρῶτο του µέρος λέγει τὰ ἴδια καὶ γιὰ τὸν µητροπολίτη, ὁ ὁποῖος διακόπτει τὸ
µνηµόσυνο τοῦ πατριάρχου, στὴν δικαιοδοσία τοῦ ὁποίου ἀνήκει. Στὸ δεύτερο
µισὸ ὅµως τοῦ κανόνος, ὅπου εἰσάγεται καὶ ἡ ἔννοια τῆς ἀποτειχίσεως, ὁ κανὼν
προβαίνει σὲ µία ἐξαίρεση, µὲ βάση τὴν ὁποία ἠµποροῦν οἱ κληρικοὶ ὁποιασδή-

1
ποτε βαθµίδος καὶ ἀξιώµατος νὰ διακόψѱουν τὴν κοινωνία µὲ τὸν ἱερατικῶς
προϊστάµενό τους καὶ νὰ µὴ τὸν µνηµονεύουν· αὐτὸ συµβαίνει, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος,
ὁ µητροπολίτης ἢ ὁ πατριάρχης κηρύσσουν καὶ διδάσκουν «γυµνῇ τῇ κεφαλῇ»,
δηλαδὴ φανερά, ἀπροκάλυπτα, κάποια αἵρεση, ποὺ τὴν ἔχουν καταδικάσει Σύνο-
δοι καὶ Ἅγιοι Πατέρες, «παρὰ τῶν Ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσµένην».
Ἡ διακοπὴ µάλιστα αὐτὴ τῆς κοινωνίας καὶ τῆς ἀναφορᾶς τοῦ ὀνόµατος τοῦ
ἐπισκόπου, µητροπολίτου, πατριάρχου γίνεται καὶ πρὶν ἀσχοληθεῖ µὲ τὸ θέµα
κάποια σύνοδος, δηλαδὴ καί «πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως».
Τὸ σηµαντικὸ εἶναι ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἀποτειχίζουν τοὺς ἑαυτούς των ἀπὸ τέτοιους
δῆθεν ἐπισκόπους, ποὺ κηρύσσουν αἵρεση, ὄχι µόνο δὲν ὑπόκεινται στὶς ποινὲς
ποὺ ἐπιβάλλουν οἱ προηγούµενοι κανόνες, δηλαδὴ στὴν ποινὴ τῆς καθαιρέσεως,
ἀλλὰ πρέπει ἐπὶ πλέον νὰ τιµῶνται µὲ τὴν πρέπουσα τιµὴ ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους,
διότι ἀποτειχίσθηκαν, δηλαδὴ χωρίσθηκαν µὲ τὸ τεῖχος τῆς ἀληθείας, ὄχι ἀπὸ
ἐπισκόπους, ἀλλὰ ἀπὸ ψѱευδεπισκόπους καὶ διότι ὄχι µόνο δὲν προκαλοῦν σχίσµα
καὶ διαιρέσεις, ἀλλὰ σπεύδουν, ἐπείγονται νὰ γλυτώσουν τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ σχί-
σµατα καὶ διαιρέσεις ποὺ προκαλοῦν οἱ ψѱευδοεπίσκοποι. Παραθέτουµε τὸ ἀκρι-
βὲς κείµενο τοῦ κανόνος, τὸ ὁποῖο δυστυχῶς δὲν προσέχουν πολλοὶ καὶ ὁµιλοῦν
ἀπὸ κοιλίας, πρόχειρα, καὶ ἀβασάνιστα καὶ κατόπιν θὰ σχολιάσουµε κάποια
σηµεῖα του, ὥστε νὰ ἀποσαφηνισθεῖ ἡ ἔννοια τῆς ἀποτειχίσεως, ἰδιαίτερα τὸ ἀπὸ
ποιόν, ἀπὸ ποιούς ἀποτειχίζεται κανείς, ποιός εἶναι ὁ κίνδυνος, ὁ ἐχθρός, γιὰ τὴν
ἀπόκρουση τοῦ ὁποίου ὑψѱώνει κανεὶς τὸ τεῖχος, ὥστε νὰ ἀµυνθεῖ καὶ νὰ
παρεµποδίσει τὴν προέλαση καὶ τὴν ἐξάπλωσή του. Τί προκύπτει ἀπὸ τὸ κείµενο;
Ἀποτειχίζεται κανεὶς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἢ ἀπὸ τὴν αἵρεση, ἀπὸ ἀληθινοὺς ἐπι-
σκόπους ἢ ψѱευδεπισκόπους; Ἂς ξαναδιαβάσουµε προσεκτικὰ τὸ κείµενο τοῦ
15ου κανόνος, ποὺ παραθέτουµε ἀµέσως:
«Τὰ ὁρισθέντα περὶ Πρεσβυτέρων καὶ Ἐπισκόπων καὶ Μητροπολιτῶν, πολλῷ
µᾶλλον ἐπὶ Πατριαρχῶν ἁρµόζει. Ὥστε εἴ τις Πρεσβύτερος, ἤ Ἐπίσκοπος, ἤ Μη-
τροπολίτης τολµήσοι ἀποστῆναι τῆς πρὸς τὸν οἰκεῖον Πατριάρχην κοινωνίας, καὶ
µὴ ἀναφέροι τὸ ὄνοµα αὐτοῦ, κατὰ τὸ ὡρισµένον καὶ τεταγµένον, ἐν τῇ θείᾳ
Μυσταγωγίᾳ, ἀλλὰ πρὸ ἐµφανείας συνοδικῆς καὶ τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως,
σχίσµα ποιήσοι· τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία Σύνοδος πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλό-
τριον εἶναι, εἰ µόνον ἐλεγχθείῃ τοῦτο παρανοµήσας. Καὶ ταῦτα µὲν ἐσφράγισταί
τε καὶ ὥρισται περὶ τῶν προφάσει τινῶν ἐγκληµάτων τῶν οἰκείων ἀφισταµένων
προέδρων, καὶ σχίσµα ποιούντων, καὶ τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων. Οἱ
γὰρ δι᾽ αἵρεσίν τινα παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων, ἤ Πατέρων, κατεγνωσµένην, τῆς
πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τὴν
αἵρεσιν δηµοσίᾳ κηρύττοντος, καὶ γυµνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾽ Ἐκκλησίας διδάσκοντος,

2
οἱ τοιοῦτοι οὐ µόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιµήσει οὐχ ὑπόκεινται πρὸ συνοδικῆς δια-
γνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούµενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζον-
τες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιµῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γὰρ
Ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψѱευδεπισκόπων καὶ ψѱευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ
σχίσµατι τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεµον, ἀλλὰ σχισµάτων καὶ µερισµῶν
τὴν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι».

2. Γιατὶ θεσπίσθηκε ὁ 15ος Κανών;

Αὐτὸ ποὺ ἐνδιέφερε τοὺς Πατέρες τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου τὴν περίοδο
ποὺ συνεκλήθη ἦταν νὰ ἀποτρέψѱουν τὴν δηµιουργία σχισµάτων στὸ σῶµα τῆς
Ἐκκλησίας. Εἶχε προηγηθῆ ἡ ἐµφάνιση τῶν µεγάλων αἱρέσεων µὲ τελευταία αὐτὴ
τῆς Εἰκονοµαχίας, ποὺ πρόσφατα εἶχε καταδικασθῆ καὶ ἡττηθῆ µὲ τὴν ἀναστήλω-
ση τῶν εἰκόνων (843), καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶχε θριαµβεύσει. Δὲν θὰ ἤθελαν λοιπὸν
νέες διαιρέσεις καὶ ἀναστατώσεις. Προέβλεπαν ὅτι, ἐπειδὴ ὁ Διάβολος δὲν µπό-
ρεσε µὲ τὶς αἱρέσεις νὰ διασπάσει τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, θὰ ἐπιχειροῦσε
τώρα νὰ τὴν πλήξει µὲ τὴν δηµιουργία σχισµάτων, προβάλλοντας διοικητικά,
οἰκονοµικὰ καὶ ἄλλα σκάνδαλα ἐκκλησιαστικῶν ἀξιωµατούχων. Τὸ λέγει σαφῶς
ἡ Σύνοδος στὴν ἀρχὴ τοῦ 13ου Κανόνος: «Τὰς τῶν αἱρετικῶν ζιζανίων ἐπισπορὰς
ἐν τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ ὁ παµπόνηρος καταβαλών, καὶ ταύτας ὁρῶν τῇ
µαχαίρᾳ, τοῦ Πνεύµατος ἐκτεµνοµένας προρρίζους, ἐφ᾽ ἑτέραν ἦλθε µεθοδείας
ὁδόν, τῇ τῶν σχισµατικῶν µανίᾳ τὸ Χριστοῦ Σῶµα, µερίζειν ἐπιχειρῶν».
Νοµοθετεῖ λοιπόν, ὅπως προείπαµε, µὲ τοὺς τρεῖς κανόνες (13, 14 καὶ 15) ὅτι
ὅποιοι κληρικοὶ στρέφονται ἐναντίον τοῦ ἐπισκόπου, τοῦ µητροπολίτου καὶ τοῦ
πατριάρχου ἐπικαλούµενοι διάφορα ἀτοπήµατα, «ἐγκλήµατα», καὶ διακόπτουν
τὴν κοινωνία µαζί του ὡς καὶ τὴν µνηµόνευση τοῦ ὀνόµατός του στὶς ἱερὲς ἀκο-
λουθίες, πρὶν νὰ ὑπάρξει µάλιστα συνοδικὴ ἀπόφαση καὶ καταδίκη, αὐτοὶ πρέπει
νὰ καθαιροῦνται. Στὶς περιπτώσεις αὐτὲς ἀπαγορεύεται ἡ διακοπὴ µνηµοσύνου, ἡ
ἀποτείχιση.
Γιὰ νὰ µὴ θεωρηθεῖ ὅµως ὅτι ἡ διακοπὴ µνηµοσύνου, ἡ ἀποτείχιση, ἀπαγο-
ρεύεται παντελῶς, ὅτι εἶναι κάτι ποὺ δὲν πρέπει οὔτε νὰ συζητεῖται οὔτε νὰ
ἐνθαρρύνεται, καὶ ἐπειδὴ ἡ αἵρεση, ὡς προσβολὴ τῆς πίστεως, τῶν δογµάτων,
εἶναι χειρότερο κακό, µεγαλύτερος κίνδυνος γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ
τὸ σχίσµα, γι᾽ αὐτὸ οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου στὸ δεύτερο µισὸ τοῦ 15ου Κανόνος
ὁρίζουν καὶ θεσπίζουν ὅτι ὅσα προηγουµένως ὁρίσθηκαν, ἡ µὴ διακοπὴ δηλαδὴ
µνηµοσύνου, δὲν ἰσχύουν στὴν περίπτωση ποὺ ὁ ἐπίσκοπος, ὁ µητροπολίτης, ὁ

3
πατριάρχης κηρύσσουν αἵρεση. Στὴν περίπτωση αὐτὴ πρέπει ἀµέσως καὶ «πρὸ
συνοδικῆς διαγνώσεως» νὰ ἀποτειχισθοῦµε, νὰ ὑψѱώσουµε τεῖχος ἄµυνας, νὰ ἀπο-
κλείσουµε τὴν αἵρεση, νὰ ὀχυρωθοῦµε. Ὑπάρχει, λοιπὸν καµµία ἀµφιβολία ὅτι ἡ
ἀποτείχιση εἶναι ἀποτείχιση ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀπὸ τοὺς
ψѱευδεπισκόπους καὶ ὄχι ἀπὸ τοὺς ἀληθινοὺς ἐπισκόπους; Τόσο πολὺ ἔχασαν τὰ
µυαλά τους ἀπὸ τὴν θολούρα τοῦ Συγκρητισµοῦ καὶ τοῦ Οἰκουµενισµοῦ κάποιοι
ἐπίσκοποι καὶ θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι εἴτε ἀπὸ ἀγραµµατοσύνη θεολογικὴ εἴτε σκό-
πιµα, ὡς στρατευµένοι στὸν Οἰκουµενισµό, ἐκφοβίζουν καὶ τροµοκρατοῦν τοὺς
κληρικοὺς καὶ τοὺς πιστοὺς πὼς δῆθεν ἡ διακοπὴ µνηµοσύνου σὲ βγάζει ἐκτὸς τῆς
Ἐκκλησίας καὶ σὲ ὁδηγεῖ σὲ σχίσµα; Δὲν λέγει ὁ κανόνας ὅτι οἱ διακόπτοντες τὸ
µνηµόσυνο, ὄχι µόνο δὲν ὑπόκεινται στὴν ποινὴ τῆς καθαιρέσεως, ἀλλὰ πρέπει
καὶ νὰ τιµῶνται, γιατὶ δὲν χωρίσθηκαν ἀπὸ ἐπισκόπους, ἀλλὰ ἀπὸ ψѱευδεπι-
σκόπους, οὔτε προκάλεσαν σχίσµα, ἀλλὰ προφυλάσσουν τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὰ
σχίσµατα; Θὰ ἀφήσουµε λοιπὸν τοὺς αἱρετικοὺς οἰκουµενιστὰς νὰ µᾶς τροµοκρα-
τοῦν µὲ τὸν δῆθεν κίνδυνο σχίσµατος καὶ µένοντας ἑνωµένοι µαζί τους θὰ εἴµαστε
µέσα στὴν Ἐκκλησία; Τότε καὶ µὲ τοὺς Παπικούς, τοὺς Προτεστάντες, τοὺς
Μονοφυσίτες ἑνωµένοι εἴµαστε µέσα στὴν Ἐκκλησία.

3. Λανθασµένη ἡ θέση: «Ἐµεῖς µένουµε στὴν Ἐκκλησία, δὲν φεύγουµε».


Ποιοί φεύγουν;

Προκαλεῖ ἐντύπωση ὅτι καὶ πρόσωπα, κατὰ τὰ ἄλλα ὀρθοδόξου φρονήµατος,


καὶ µάλιστα λόγιοι ἐπίσκοποι, πρεσβύτεροι καὶ καθηγηταὶ ἐκλαµβάνουν τὴν ἀπο-
τείχιση κακῶς ὡς χωρισµὸ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ τοὺς
ψѱευδοεπισκόπους· ἰσχυρίζονται καὶ γράφουν καὶ κηρύσσουν ὅτι ἐµεῖς µένουµε
µέσα στὴν ἐκκλησία, δὲν ἀποτειχιζόµαστε, δίνουµε τὸν ἀγώνα µέσα στὴν
ἐκκλησία. Γίνονται ἔτσι καλοὶ συνεργάτες καὶ βοηθοὶ τῶν αἱρετικῶν
ψѱευδεπισκόπων, διότι δὲν ἀφήνουν νὰ ὑψѱωθεῖ τὸ τεῖχος τῆς διακοπῆς τῆς
κοινωνίας καὶ τοῦ µνηµοσύνου, µὲ συνέπεια ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουµενισµοῦ ἐπὶ
δεκαετίες τώρα νὰ προελαύνει ἀκάθεκτα, νὰ καταλαµβάνει πρόσωπα καὶ
θεσµούς, συνόδους, ἱεραρχίες, ἱεράρχες, θεολογικὲς σχολές, καὶ ἐµεῖς οἱ
Ὀρθόδοξοι ὡς ἐλεύθεροι σκοπευτὲς νὰ ρίχνουµε µερικὲς τουφεκιὲς ἀπέναντι
ἑνὸς ἐχθροῦ καὶ ἑνὸς κινδύνου µὲ ἀσύγκριτη ὑπεροπλία καὶ ἀσύµµετρη ἀπειλή.
Αὐτὸ ὅµως δὲν κάνουµε τόσα χρόνια ἀναβάλλοντας τὴν κατασκευὴ τοῦ τείχους;
Καὶ δὲν πρέπει τώρα βλέποντας ὅτι ὁ ἐχθρὸς κατέλαβε ἀκόµη καὶ τὸ τελευταῖο
θεσµικὸ προπύργιο ποὺ διαθέτουµε, τὸ συνοδικὸ σύστηµα µὲ τὴν ψѱευδοσύνοδο

4
τῆς Κρήτης, νὰ βελτιώσουµε τὴν στρατηγική µας, νὰ προσαρµόσουµε τὰ ἐπιτελικά
µας σχέδια, νὰ χρησιµοποιήσουµε τὸν ὁπλισµὸ ποὺ µᾶς προµήθευσαν µὲ
Ἁγιοπνευµατικὲς ἀποφάσεις οἱ Ἅγιοι Πατέρες; Ἀπὸ τὸ κάστρο τῆς ψѱευδοσυν-
όδου ἐξαπολύονται µύδροι καὶ ἀπειλές, ὑποδουλώνονται στὸν Οἰκουµενισµὸ καὶ
στὴν Πανθρησκεία διαρκῶς περισσότεροι, αὐξάνουν οἱ συµπροσευχὲς καὶ οἱ
οἰκουµενιστικὲς φιέστες, θρασύτατα ἐπισκοπίδια καὶ θεολογίσκοι διαστρεβλώ-
νουν καὶ παραµορφώνουν τὸν λόγο τῆς ἀληθείας καὶ ὡς ἄγρια θηρία τὸν
κατασπαράσσουν, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος1, καὶ ἐµεῖς προβλη-
µατιζόµαστε ἀκόµη ποῦ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἂν εἴµαστε µέσα στὴν Ἐκκλησία
µένοντας µὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἢ ἂν φεύγουµε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία χωριζόµενοι ἀπὸ
αὐτούς; Δὲν εἶναι κατασταλαγµένο ἐκκλησιολογικὸ ἀξίωµα ὅτι ἡ Ἐκκλησία
βρίσκεται ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια, καὶ ὄχι ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχουν ἐπίσκοποι, καὶ
πατριάρχες αἱρετικοί;

4. Τὸ παράδειγµα τοῦ Ἁγίου Μαξίµου καὶ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαµᾶ

Θὰ παραθέσω δύο µόνο µαρτυρίες ἐπιφανῶν Ἁγίων, Πατέρων, Διδασκάλων


καὶ Ὁµολογητῶν, γιὰ νὰ φανεῖ ποῦ εἶναι ἡ Ἐκκλησία καὶ ποιοί φεύγουν ἀπὸ τὴν
Ἐκκλησία, ὥστε οἱ µὲν αἱρετίζοντες Οἰκουµενισταὶ νὰ κλείσουν τὰ ἀπύλωτά τους
στόµατα καὶ τὴν τροµοκράτηση τῶν ἀγνοούντων µὲ τὸ φόβητρο τοῦ σχίσµατος, οἱ
δὲ ἡµέτεροι ὀπαδοὶ τῆς σιγῆς καὶ τοῦ ἐφησυχασµοῦ νὰ σκεφθοῦν καλύτερα καὶ
νὰ ἐνεργήσουν τολµηρότερα καὶ πατερικώτερα, νὰ φοβοῦνται ὄχι τὴν ἀποµόνωση
ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ τὴν ἀποµόνωση ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς Ἁγίους. Ὁ
Ἅγιος Μάξιµος ὁ Ὁµολογητὴς τὸν 7ο αἰώνα, ἁπλὸς µοναχός, ἀλλὰ λόγῳ τῆς
τεράστιας µόρφωσης καὶ τοῦ θεϊκοῦ φωτισµοῦ ὑπεροχώτερος καὶ ὑψѱηλότερος
πολλῶν πατριαρχῶν καὶ ἐπισκόπων2, ἐσήκωσε σχεδὸν µόνος τὸ βάρος τῆς
ἀντίδρασης ἀπέναντι στὴν αἵρεση τοῦ Μονοθελητισµοῦ, ἡ ὁποία εἶχε καταλάβει

1. Λόγος 28ος, Θεολογικὸς 2ος, 2, ΕΠΕ. 4, 3G: «Εἰ δέ τις θηρίον ἐστὶ πονηρὸν καὶ ἀνήµερον
καὶ ἀνεπίδεκτον πάντη λόγων θεωρίας καὶ θεολογίας, µὴ ἐµφωλευέτω ταῖς ὕλαις κακούργως καὶ
κακοήθως, ἵνα τινὸς λάβηται δόγµατος ἠ ρήµατος, ἀθρόως προσπηδῆσαν, καὶ σπαράξη τοὺς
ὑγιαίνοντας λόγους ταῖς ἐπηρείαις, ἀλλ᾽ ἔτι πόρρωθεν στηκέτω καὶ ἀποχωρείτω τοῦ ὄρους, ἢ
λιθοβοληθήσεται καὶ συντριβήσεται καὶ ἀπολεῖται κακῶς κακάς».
2. Εἰς τὸν βίον καὶ τὴν ἄθλησιν τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡµῶν καὶ ὁµολογητοῦ Μαξίµου, 14, PG 90,
81-84: «Διὰ τοῦτο παντὶ τρόπῳ ἐκείνους παρέθηγε· συνεκρότει, λόγοις ἤλειφε πρὸς ἀνδρείαν,
γενναιοτέρου ἐνεπίπλα φρονήµατος. Εἰ γὰρ καὶ τῷ θρόνῳ ὑπερεῖχον, ἀλλὰ τήν γε σοφίαν καὶ
σύνεσίν, ἐλάττους ἦσαν καὶ ἀποδέοντες· ἵνα µὴ τὴν ἄλλην ἀρετὴν λέγω καὶ τὴν ἐν ἅπασι τοῦ
ἀνδρὸς εὔκλειαν. Ὅθεν καὶ λόγοις τε ἦσαν τοῖς ἐκείνου ὑπείκοντες καὶ παραινέσεσιν ἄλλαις καὶ
συµβουλαῖς οὕτω πολὺ τὸ ὠφέλιµον ἐχούσαις, ἀναντιρρήτως πειθόµενοι».

5
ὅλα τὰ πατριαρχεῖα, γιὰ κάποιο διάστηµα καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώµης, ὅπως
τώρα ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουµενισµοῦ ἔχει καταλάβει τὴν πλειονότητα τῶν
τοπικῶν ἐκκλησιῶν µὲ συνοδική του κατοχύρωση στὴν ψѱευδοσύνοδο τῆς Κρήτης.
Ἀκόµη καὶ οἱ αὐτοκράτορες εἶχαν πεισθῆ ὅτι γιὰ νὰ ἐπικρατήσει εἰρήνη καὶ
ἑνότητα καὶ στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸ κράτος ἔπρεπε νὰ παύσει νὰ ἀντιδρᾶ ὁ
Ἅγιος Μάξιµος, τὴν θεολογικὴ γραµµὴ τοῦ ὁποίου ἀκολουθοῦσε µεγάλο µέρος
τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώµατος. Ἔπρεπε εἴτε µὲ τὴν πειθὼ εἴτε µὲ τὴν βία νὰ
δεχθεῖ τὸ συµβιβαστικὸ καὶ διπλωµατικὸ κείµενο τοῦ «Τύπου», ὅπως ὀνοµάσθηκε
τὸ ἔγγραφο ποὺ ἑτοίµασαν οἱ θεολόγοι τοῦ αὐτοκράτορος Κώνσταντος Β´,
ἐγγονοῦ τοῦ Ἡρακλείου, στὶς αὐλὲς τῶν ἀνακτόρων καὶ τοῦ Πατριαρχείου, σὰν
τὰ διπλωµατικὰ κείµενα ποὺ ἑτοίµασε ἡ ψѱευδοσύνοδος τῆς Κρήτης, γιὰ νὰ
ἑνωθοῦµε τώρα ὄχι µὲ µία αἵρεση ἀλλὰ συλλήβδην µὲ ὅλους τοὺς αἱρετικούς. Οἱ
ἐπίσκοποι τῆς τότε διπλωµατικῆς θεολογίας σταλµένοι ἀπὸ τὸν πατριάρχη στὸν
τόπο φυλακίσεως τοῦ Ἁγίου Μαξίµου προσπαθοῦσαν νὰ τὸν ἐκφοβίσουν ὅτι µὲ
τὴν ἄκαµπτη καὶ ἀνυποχώρητη στάση του ἀπέναντι σὲ ὅ,τι ἀποφάσισαν ὅλες οἱ
τοπικὲς ἐκκλησίες, µὲ τὴν διακοπὴ κοινωνίας, βγάζει τὸν ἑαυτό του ἐκτὸς
Ἐκκλησίας, φεύγει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Εἶναι παραδειγµατικὴ καὶ καθοδηγητικὴ
διαχρονικὰ ἡ ἀπάντηση τοῦ Μεγάλου Θεολόγου καὶ Ὁµολογητοῦ. Ἡ Ἐκκλησία
δὲν βρίσκεται ἐκεῖ ποὺ βρίσκονται αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι τὴν διοικοῦν, οἱ πατριάρχες, οἱ
ἐπίσκοποι, οἱ σύνοδοι, ἀλλὰ ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ σωτήρια ὁµολογία τῆς πίστεως.
Τὶς συνόδους δὲν τὶς νοµιµοποιεῖ ὁ συγκαλῶν καὶ οἱ συγκαλούµενοι, ἀλλά «ἡ τῶν
δογµάτων ὀρθότης». Παραθέτουµε τὸ ἡρωϊκὸ ὁµολογητικὸ κείµενο: «Ἔφασκον δ᾽
οἱ ἀφιγµένοι πρὸς τοῦ πατριάρχου ἐστάλθαι· οἳ καὶ ταῦτα, ὡς εἶχον, προὔτειναν
τῷ ἁγίῳ· “Ποίας εἶ, φασίν, ὦ οὗτος, Ἐκκλησίας;”. Αὐτοῖς γὰρ τοῖς ἐκείνων
χρήσοµαι ρήµασι· “Βυζαντίου, Ρώµης, Ἀντιοχείας, Ἀλεξανδρείας, Ἱεροσολύµων;
Ἰδοὺ πᾶσαι µετὰ τῶν ὑπ᾽ αὐτὰς ἐπαρχιῶν ἡνώθησαν. Εἶ τοίνυν εἶ τῆς Καθολικῆς
καὶ αὐτὸς Ἐκκλησίας, ἑνώθητι, µήπως ξένην ὁδὸν τῷ βίῳ καινοτοµῶν, πάθῃς
ἅπερ οὐ προσδοκᾶς”. Πρὸς οὓς ὁ µακάριος πῶς ἂν εἴποις ἐπικαίρως καὶ συνετῶς
ἀποκρίνεται: “Καθολικὴν Ἐκκλησίαν, τὴν ὀρθὴν καὶ σωτήριον τῆς πίστεως
ὁµολογίαν, ὁ Κύριος εἶναι εἰπών, ἐπὶ τούτῳ καὶ Πέτρον καλῶς ὁµολογήσαντα,
ἐµακάρισεν”»3. Σὲ ἄλλο σηµεῖο τῆς ἀνακρίσεως, λόγου γενοµένου περὶ συνόδων
καὶ περὶ τῆς κανονικῆς ἢ µὴ κανονικῆς συγκλήσεώς τους, ὁ Ἅγιος Μάξιµος ἔθεσε
τὸ οὐσιαστικὸ κριτήριο γιὰ νὰ θεωρηθεῖ µία σύνοδος ὀρθόδοξη. Εἶπε ὅτι ὁ
εὐσεβὴς κανόνας τῆς Ἐκκλησίας θεωρεῖ ἅγιες καὶ ἔγκυρες συνόδους ἐκεῖνες ποὺ
χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὴν ὀρθότητα τῶν δογµάτων: «Ἐκείνας οἶδεν ἁγίας καὶ

3. Αὐτόθι, 24, PG 90, 93.

6
ἐγκρίτους συνόδους ὁ εὐσεβὴς τῆς Ἐκκλησίας κανὼν ἃς ὀρθότης δογµάτων
ἔκρινεν»4. Στὴν κατηγορία ὅτι µὲ τὴ στάση του προκαλεῖ σχίσµα, ὅπως
κατηγοροῦν καὶ ἐµᾶς τώρα, ὅσους ἀπορρίπτουµε τὴν ψѱευδοσύνοδο τῆς Κρήτης,
ἀπήντησε λέγοντας µὲ ἐρωτηµατικὸ λόγο: «Ἂν αὐτὸς ποὺ λέγει ὅσα διδάσκουν ἡ
Ἁγία Γραφὴ καὶ οἱ Πατέρες σχίζει τὴν Ἐκκλησία, τί θὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι διαπράττει
εἰς βάρος τῆς Ἐκκλησίας αὐτὸς ποὺ ἀναιρεῖ τὰ δόγµατα τῶν Ἁγίων, ἄνευ τῶν
ὁποίων δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία;»5.
Στὴν ἴδια γραµµὴ βαδίζει µετὰ ἀπὸ ἑπτὰ αἰῶνες, τὸν 14ο αἰώνα, ὁ µεγάλος
Ἡσυχαστὴς καὶ Ὁµολογητής, ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ἅγιος Γρηγόριος
Παλαµᾶς, ὁ ἀσυγκρίτως µεγαλύτερος θεολόγος τῆς δεύτερης χιλιετίας. Μὲ
βαρύτατους χαρακτηρισµούς, χωρὶς τὶς φράγκικες δυτικὲς ψѱευτοευγένειες,
ἐπικρίνει ὡς ψѱεύτη τὸν πατριάρχη Ἀντιοχείας Ἰγνάτιο, ὁ ὁποῖος ἔγραψѱε ἕνα
γράµµα πρὸς τὸν πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα, ὅπου ἐπιβεβαίωνε τὴν ἀντίθεσή του
πρὸς τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαµᾶ, γεµᾶτο ἀπὸ ἀνακρίβειες καὶ ψѱεύδη. Στὸ
γράµµα του ὁ πατριάρχης Ἰγνάτιος ἀναχωρώντας ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη
ἔγραφε ὅτι ἐπιστρέφει στὴν ἐκκλησία του, στὴν Ἀντιόχεια, τὴν ὁποία ἔλαβε ὡς
κλῆρο µὲ τὴ Χάρη τοῦ Χριστοῦ, ὅπως νοµίζουν καὶ ἰσχυρίζονται καὶ σήµερα ὅσοι
καταλαµβάνουν ἐπισκοπικούς, ἀρχιεπισκοπικοὺς καὶ πατριαρχικοὺς θρόνους.
Ἔγραφε: «Ἀπέρχεται ἡ µετριότης ἡµῶν εἰς τὴν ἐκκλησίαν αὐτῆς, ἣν Χριστοῦ
Χάριτι γνησίως κεκλήρωται». Θυµωµένος ὁ Ἅγιος Γρηγόριος γιὰ τὴν ὑποστήριξη
τοῦ πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα καὶ τὶς ἐναντίον του ἀβάσιµες καὶ ἀθεολόγητες
κατηγορίες, διερωτᾶται κατ᾽ ἀρχὴν ποιά σχέση, ποιά µερίδα στὴν Ἐκκλησία, ποιά
διαδοχὴ καὶ κληρονοµιὰ στὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ µπορεῖ νὰ ἔχει αὐτός «ὁ
συνήγορος τοῦ ψѱεύδους», διαδοχὴ στὴν Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι «στύλος καὶ
ἑδραίωµα τῆς ἀληθείας», καὶ ποὺ διαµένει διηνεκῶς ἀσφαλὴς καὶ ἀκράδαντη,
στηριγµένη σταθερὰ πάνω σὲ ἐκεῖνα ποὺ ἔχει στηριχθῆ ἡ ἀλήθεια. Ἀποφθεγµα-
τικὰ λέγει στὸν αἱρετίζοντα πατριάρχη ὅτι εἶναι ξένος πρὸς τὴν Ἐκκλησία, ἐκτὸς
Ἐκκλησίας, διότι «οἱ τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί· καὶ οἱ µὴ τῆς
ἀληθείας ὄντες οὐδὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί». Ἡ Ἐκκλησία βρίσκεται
ἐκεῖ ποὺ εἶναι ἡ ἀλήθεια· ὅσοι δὲν εἶναι µὲ τὴν ἀλήθεια εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας.
Διαψѱεύδουν λοιπὸν τοὺς ἑαυτούς τους, λέγουν ψѱέµµατα, ὅσοι ἀποκαλοῦν τοὺς

4. Ἐξήγησις τῆς κινήσεως, γενοµένης µεταξὺ τοῦ κυροῦ ἀββᾶ Μαξίµου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ καὶ
τῶν ἀρχόντων ἐπὶ σεκρέτου 12, PG 90, 148.
5. Αὐτόθι 5, PG 90, 117: «Ταῦτα αὐτοῦ λέγοντος κράζει ὁ Μηνᾶς· «Ταῦτα λέγων ἔσχισας τὴν
Ἐκκλησίαν». Καὶ λέγει πρὸς αὐτόν· «Εἰ ὁ λέγων τὰ τῶν Ἁγίων Γραφῶν καὶ τὰ τῶν Ἁγίων
Πατέρων σχίζει τὴν Ἐκκλησίαν, ὁ ἀναιρῶν τὰ τῶν Ἁγίων δόγµατα, τὶ δειχθήσεται τῇ Ἐκκλησίᾳ
ποιῶν, ὧν χωρὶς οὐδὲ αὐτὸ τοῦτο, Ἐκκλησίαν εἶναι δυνατόν;»

7
ἑαυτούς των καὶ ἀλληλοεπικαλοῦνται ποιµένες καὶ ἀρχιποιµένες, ὅταν δὲν
ὀρθοδοξοῦν. Γιατὶ ὁ Χριστιανισµὸς δὲν λαµβάνει ὑπ᾽ ὄψѱιν τὰ πρόσωπα ἀλλὰ τὴν
ἀλήθεια καὶ τὴν ἀκρίβεια τῆς πίστεως: «Μηδὲ γὰρ προσώποις τὸν Χριστιανισµόν,
ἀλλ᾽ ἀληθείᾳ καὶ ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι µεµυήµεθα»6.
Δὲν εἶναι παραδειγµατικὴ καὶ καθοδηγητικὴ ἡ παρρησία, ἡ τόλµη, ἡ σταθερὴ
καὶ ἀνυποχώρητη στάση ἑνὸς ἁπλοῦ µοναχοῦ τοῦ Ἁγίου Μαξίµου, καὶ ἑνὸς
ἁπλοῦ παπᾶ, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαµᾶ, πρὶν γίνει µητροπολίτης Θεσσαλονί-
κης, ἀπέναντι στὴν πανίσχυρη ἐκκλησιαστικὴ καὶ πολιτικὴ ἡγεσία; Ἀµφέβαλλαν
καθόλου γιὰ τὸ ποῦ βρίσκεται ἡ Ἐκκλησία, γιὰ τὸ ποιὸς φεύγει ἀπὸ τὴν Ἐκκλη-
σία καὶ ποιὸς προκαλεῖ σχίσµατα; Δὲν ἐπίστευαν ὅτι οἱ αἱρετικοὶ φεύγουν ἀπὸ
τὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία µπορεῖ νὰ ἐκφράσει, νὰ ἐκπροσωπήσει ἀκόµη καὶ ἕνας
µοναχός, ἀκόµη καὶ ἕνας παπᾶς, ὅταν ἐκφράζουν καὶ ἐκπροσωποῦν τὴν Ἀλήθεια;

5. Σταθερή, συνεπὴς καὶ ἀξιόπιστη ἡ θέση τῶν ἀγωνιζοµένων

Ἡ κατ᾽ οἰκονοµίαν ἀναβολὴ ἐπὶ µερικὰ ἔτη τῆς διακοπῆς τοῦ µνηµοσύνου, µὲ
στόχο τὴν ἐνηµέρωση τῶν ἀκατήχητων καὶ ἀγνοούντων Ὀρθοδόξων πιστῶν, δὲν
σηµαίνει ὅτι θὰ ἀκυρώσουµε τὴν ἀκρίβεια αὐτῶν ποὺ ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας
καὶ οἱ Ἱεροὶ Κανόνες διδάσκουν. Ἤδη στὰ Πορίσµατα τοῦ µεγάλου Διορθοδόξου
Ἐπιστηµονικοῦ Συνεδρίου ποὺ ὀργάνωσαν στὴν Θεσσαλονίκη τὸ 2004 τό «Τµῆµα
Ποιµαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας», τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. καὶ
ἡ «Ἑταιρεία Ὀρθοδόξων Σπουδῶν» γράφαµε:
«Νὰ διατρανωθεῖ πρὸς τὶς ἐκκλησιαστικὲς ἡγεσίες ὅτι σὲ περίπτωση ποὺ ἐξα-
κολουθήσουν νὰ συµµετέχουν καὶ νὰ ἐνισχύουν τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουµενι-
σµοῦ, διαχριστιανικοῦ καὶ διαθρησκειακοῦ, ὁ ἐπιβεβληµένος σωτήριος, κανονι-
κὸς καὶ ἁγιοπατερικὸς δρόµος τῶν πιστῶν, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, εἶναι ἡ ἀκοινω-
νησία, ἡ διακοπὴ δηλαδὴ τοῦ µνηµοσύνου τῶν ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι καθίστανται
συνυπεύθυνοι καὶ συγκοινωνοὶ τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς πλάνης. Δὲν πρόκειται περὶ
σχίσµατος, ἀλλὰ περὶ θεαρέστου ὁµολογίας, ὅπως τὸ ἔπραξαν παλαιοὶ Πατέρες,
ἀλλὰ καὶ στὶς ἡµέρες µας ὁµολογηταὶ ἐπίσκοποι, µεταξὺ τῶν ὁποίων ὁ γεραρὸς
καὶ σεβαστὸς µητροπολίτης πρώην Φλωρίνης Αὐγουστῖνος, καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος»7.

6. ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Ἀναίρεσις γράµµατος Ἰγνατίου Ἀντιοχείας 3, ἐν Π. ΧΡΗΣΤΟΥ,


Γρηγορίου Παλαµᾶ Συγγράµµατα, τόµ. Β´, Θεσσαλονίκη 1966, σελ. 627.
7. ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ Α.Π.Θ. καὶ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (ὀργανωταί), Οἰκουµενισµός, Γένεση-Προσδοκίες-Διαψѱεύσεις,
Πρακτικὰ Διορθοδόξου Ἐπιστηµονικοῦ Συνεδρίου, Αἴθουσα Τελετῶν Ἀριστοτελείου Πανεπιστη-

8
Καὶ στὴν ἱστορική «Ὁµολογία Πίστεως κατὰ τοῦ Οἰκουµενισµοῦ» ποὺ συνετά-
γη καὶ ἐκυκλοφορήθη τὸ 2009 ἀπὸ τήν «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μο-
ναχῶν», ὑπογραφεῖσα ἀπὸ πλειάδα ἀρχιερέων, ἑκατοντάδες κληρικῶν καὶ
µοναχῶν καὶ χιλιάδες πιστῶν γράψѱαµε:
«Αὐτὴν τὴν παναίρεση (=τοῦ Οἰκουµενισµοῦ) ἔχουν ἀποδεχθῆ ἐκ τῶν
Ὀρθοδόξων πολλοὶ πατριάρχες, ἀρχιεπίσκοποι, ἐπίσκοποι, κληρικοί, µοναχοὶ καὶ
λαϊκοί. Τὴν διδάσκουν “γυµνῇ τῇ κεφαλῇ”, τὴν ἐφαρµόζουν καὶ τὴν ἐπιβάλλουν
στὴν πράξη κοινωνοῦντες παντοιοτρόπως µὲ τοὺς αἱρετικούς, µὲ συµπροσευχές,
ἀνταλλαγὲς ἐπισκέψѱεων, ποιµαντικὲς συνεργασίες, θέτοντες οὐσιαστικῶς ἑαυ-
τοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Ἡ στάση µας ἐκ τῶν συνοδικῶν κανονικῶν ἀποφάσεων
καὶ ἐκ τοῦ παραδείγµατος τῶν Ἁγίων εἶναι προφανής. Ὁ καθένας πρέπει νὰ
ἀναλάβει τὶς εὐθύνες του»8.

6. Ἀντὶ τοῦ «ἀποτείχιση» καλύτερα νὰ χρησιµοποιοῦµε τὸν ὅρο «διακοπὴ


µνηµοσύνου»

Ἔχει ἀποδειχθῆ ὅτι ὁ ὅρος «ἀποτείχιση», ἐνῶ εἶναι ὀρθὸς καὶ κανονικός,
δηµιουργεῖ παρεξηγήσεις καὶ δίνει λαβὴ στοὺς κακοπροαίρετους νὰ τοῦ δίνουν
ἐννοιολογικὲς προεκτάσεις τὶς ὁποῖες δὲν ἔχει. Πάντως καὶ µέσα στὸν κανόνα τὸ
ἐννοιολογικὸ κύριο βάρος πέφτει στὴν διακοπὴ τῆς κοινωνίας, τοῦ µνηµοσύνου,
ποὺ εἶναι περιορισµένη καὶ ξεκάθαρη ἐννοιολογικὰ καὶ δὲν ἐπιτρέπει παρερµη-
νεῖες καὶ προεκτάσεις. Ἡ ἔννοια τοῦ τείχους ἐπιτρέπει π.χ. στοὺς οἰκουµενιστὰς
νὰ ἰσχυρίζονται ὅτι ὑψѱώνεται τεῖχος ποὺ χωρίζει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἐνῶ, ὅπως
δείξαµε, τὸ τεῖχος ὑψѱώνεται γιὰ νὰ µᾶς χωρίσει ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ τοὺς
ψѱευδεπισκόπους. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ χρήση τοῦ ὅρου «ἀποτείχιση» δὲν ἀπαντᾶται σὲ
θεολογικὰ λεξικὰ καὶ πίνακες ἐννοιῶν στὰ σχετικὰ θεολογικὰ καὶ νοµοκανονικὰ
ἔργα. Εἶναι σχετικῶς νεώτερη ἡ χρήση του, καὶ πρέπει ἀντὶ αὐτοῦ νὰ χρησιµο-
ποιεῖται ὁ ὅρος «Διακοπὴ κοινωνίας» καὶ καλύτερα «Διακοπὴ µνηµοσύνου». Στὸ
Ἅγιον Ὄρος µετὰ τὴν ἡµερολογιακὴ µεταρρύθµιση καὶ τὴν διακοπὴ τοῦ µνηµο-
σύνου ὅσων ἐδέχθησαν τὸ Νέο Ἡµερολόγιο, ἡ διάκριση δὲν γινόταν µεταξὺ
«ἀποτειχισµένων» καί «µὴ ἀποτειχισµένων» ἀλλὰ µεταξὺ «µὴ µνηµονευόντων»
καί «µνηµονευόντων». Τό «µνηµονεύοντες» καὶ «µὴ µνηµονεύοντες» ταιριάζει καὶ

µίου Θεσσαλονίκης, 20-24 Σεπτεµβρίου 2004, Ἐκδόσεις «Θεοδροµία», Θεσσαλονίκη 2008, σελ.
1029.
8. ΣΥΝΑΞΗ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, Ὁµολογία Πίστεως κατὰ τοῦ
Οἰκουµενισµοῦ, 2009, σελ. 25.

9
σήµερα καὶ δυσκολεύει ὅσους θέλουν νὰ παρουσιάσουν τοὺς «µὴ µνηµονεύ-
οντες» ὡς σχισµατικούς, διότι αὐτοὶ δὲν προβαίνουν σὲ καµµία σχισµατικὴ
ἐνέργεια, ἁπλῶς δὲν µνηµονεύουν τοὺς αἱρετικοὺς ἢ αἱρετίζοντες ἐπισκόπους.

10

You might also like